You are on page 1of 368

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

ΝΕΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ


ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΦΑΙΡΑΣ
ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

ί : ,

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2002
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΟΑΝΑΣΙΑΔΟΥ

ΝΕΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ


ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΦΑΙΡΑΣ
ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2002
Τριμελής επιτροπή:

Βασιλική Δεληγιάννη - Κουϊμτζή,


αναπληρώτρια καθηγήτρια Τμήματος Ψυχολογίας, Α.Π.Θ.

Μαρία Δικαίου,
αναπληρώτρια καθηγήτρια Τμήματος Ψυχολογίας, Α.Π.Θ.

Σιδηρούλα Ζιώγου - Καραστεργίου,


αναπληρώτρια καθηγήτρια Τμήματος Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής, Α.Π.Θ.
Στη μητέρα μου
και σε όλες τις γυναίκες
Περιεχόμενα.
Περιεχόμενα V
Πρόλογος και ευχαριστίες IX
Εισαγωγή XI

1. Κοινωνιολογικές & Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις για τις Ανισότητες


Φύλου 17
1.1 Εισαγωγή 19
1.2 Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις: η πατριαρχική κοινωνία και η διάκριση σε ιδιωτικό και
δημόσιο τομέα 20
1.2.1 Η πατριαρχική κοινωνική οργάνωση 20
1.2.2 Ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλα: η διάκριση ανάμεσα στο ιδιωτικό και
στο δημόσιο 22
1.2.3 Οι κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες της ανισότητας 25
1.2.3.1 Η φιλελεύθερη θεώρηση 25
1.2.3.2 Η μαρξιστική ανάλυση 28
1.2.3.3 Η ριζοσπαστική άποψη 31
1.2.3.4 Η σοσιαλιστική προσέγγιση 35
1.2.4 Μεταμοντέρνα παράδοση και μεταστρουκτουραλισμός 39
1.2.4.1 Ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός 42
1.2.4.2 Η θεωρία και η μέθοδος της ανάλυσης λόγου 46
1.2.5 Ανακεφαλαίωση 50
1.3 Ψυχολογικές προσεγγίσεις: η διαφορετική ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου 53
1.3.1 Διαφορές φύλων: το «βιολογικό» και το «κοινωνικό» φύλο 53
1.3.2 Οι παραδοσιακές θεωρίες της ταυτότητας του φύλου 55
1.3.2.1 Η βιολογική προσέγγιση 56
1.3.2.2 Η ψυχαναλυτική θεωρία του S. Freud 58
1.3.2.3 Η φεμινιστική αμφισβήτηση 59
1.3.2.4 Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης 60
1.3.2.5 Η γνωστική-εξελικτική θεωρία του L. Kohlberg 62
1.3.2.6 Συμπεράσματα - κριτική 64
1.3.3 Οι φεμινιστικές θεωρίες της ταυτότητας του φύλου 66
1.3.3.1 Jean Baker Miller: το συσχετισπκό μοντέλο ανάπτυξης 67
1.3.3.2 Carol Gilligan: η ηθική της φροντίδας 71
1.3.3.3 Nancy Chodorow: η κοινωνική μητρότητα 74
1.3.3.4 Συμπεράσματα - κριτική 78
1.3.4 Η κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας του φύλου 82
1.3.5 Ανακεφαλαίωση 84

2. Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας 89


2.1 Η θέση της γυναίκας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες 91
2.2 Η θέση της γυναίκας στην Ελληνική κοινωνία 96
2.2.1 Γυναίκες και το δίκαιο της ισότητας 97
2.2.1.1 Εργασία και δίκαιο 98
2.2.2 Γυναίκες και πολιτική 101
2.2.3 Γυναίκες και εκπαίδευση 103
2.2.4 Γυναίκες και αγορά εργασίας 105
2.2.5 Γυναίκες και οικογένεια 108
2.3 Ανακεφαλαίωση 111

3. Εκπαίδευση, Επαγγελματική Ανάπτυξη & Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών 115


3.1 Εισαγωγή 117
3.2 Εκπαίδευση και επαγγελματική ανάπτυξη γυναικών 118
3.2.1 Στερεότυπα φύλου στην εκπαίδευση 118
3.2.1.1 Πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση 118
3.2.1.2 Τριτοβάθμια εκπαίδευση 119

V
3.2.2 Στερεότυπα φύλου και επαγγελματικός προσανατολισμός 122
3.2.2.1 Η επαγγελματική ανάπτυξη των γυναικών 124
3.2.3 Εκπαίδευση και απελευθέρωση των γυναικών 126
3.2.4 Ανακεφαλαίωση 129
3.3 Επιλογές πτυχιούχων γυναικών: συμπεράσματα ερευνών 131
3.3.1 Διαδικασίες μετάβασης από την εκπαίδευση στην απασχόληση 131
3.3.2 Επιλογές πτυχιούχων γυναικών σε σχέση με την μισθωτή εργασία και την
οικογένεια 135
3.3.2.1 Η συμφιλίωση της εργασίας και της οικογένειας στην ελληνική
πραγματικότητα 139
3.3.2.2 Απασχόληση και γονιμότητα των ελληνίδων 142
3.3.3 Συμπεράσματα και κριτική 144

4. Η Έρευνα και η Μεθοδολογία της Έρευνας 149


4.1 Οι στόχοι της έρευνας 151
4.2 Τα ερωτήματα της έρευνας 152
4.3 Η θεωρία της μεθοδολογίας 153
4.3.1 Ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογία έρευνας 154
4.3.2 Η φεμινιστική κριτική στη μεθοδολογία της έρευνας 156

5. Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων στη Δημόσια &
Ιδιωτική Ζωή 159
5.1 Εισαγωγή 161
5.2 Τα επιμέρους ερωτήματα της μελέτης με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες 161
5.3 Η μέθοδος της ποσοτικής μελέτης 162
5.3.1 Το εργαλείο της μελέτης 162
5.3.1.1 Η προέλευση και οι δοκιμασίες του ερωτηματολογίου 164
5.3.1.2 Η διαδικασία συλλογής των δεδομένων 166
5.3.2 Η ανάλυση των δεδομένων 166
5.4 Το δείγμα της μελέτης 168
5.4.1 Κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του δείγματος 170
5.5 Τα αποτελέσματα της μελέτης 172
5.5.1 Μισθωτή εργασία 172
5.5.2 Ιδιωτική ζωή 185
5.6 Πηγές πληροφόρησης φοιτητών 195
5.7 Συμπεράσματα 196

6. Συμφιλίωση Ιδιωτικής & Δημόσιας ζωής: Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων


Γυναικών 201
6.1 Εισαγωγή 203
6.2 Τα επιμέρους ερωτήματα της μελέτης με τις γυναίκες πτυχιούχους 204
6.2.1 Τα «ρεπερτόρια» της ανάλυσης λόγου 204
6.3 Η μέθοδος της ανάλυσης λόγου 205
6.3.1 Οι ομαδικές συνεντεύξεις με τις γυναίκες 205
6.3.1.1 Η ομαδική συνέντευξη εστίασης 206
6.3.1.2 Η διαδικασία των ομαδικών συνεντεύξεων 207
6.3.1.3 Οι ερωτήσεις των συνεντεύξεων εστίασης 208
6.3.1.4 Η απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων 210
6.3.2 Η διαδικασία της ποιοτικής ανάλυσης 210
6.3.3 Αξιοπιστία, εγκυρότητα και γενίκευση των αποτελεσμάτων 211
6.4 Το δείγμα της μελέτης 212
6.5 Τα «ερμηνευτικά ρεπερτόρια» των γυναικών 214
6.5.1 Τα ρεπερτόρια της απασχόλησης 215
6.5.1.1 Το ρεπερτόριο της «δουλειάς» σε αντίθεση με την «καριέρα» 216
6.5.1.2 Το ρεπερτόριο της «δικαιολογίας της εργασίας» 222
6.5.1.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της απασχόλησης 224
6.5.2 Τα ρεπερτόρια της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα 225

VI
6.5.2.1 Το ρεπερτόριο της «βιολογικής διάκρισης» 226
6.5.2.2 Το ρεπερτόριο της «διάκρισης των ρόλων» 229
6.5.2.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της διαφοράς 233
6.5.3 Τα ρεπερτόρια της αντίστασης στις διακρίσεις φύλου 235
6.5.3.1 Το ρεπερτόριο της «άρνησης» 236
6.5.3.2 Το ρεπερτόριο της «επίγνωσης» 238
6.5.3.3 Το ρεπερτόριο της «ανημποριάς» 241
6.5.3.4 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της αντίστασης 242
6.5.4 Τα ρεπερτόρια των σπουδών 243
6.5.4.1 Το ρεπερτόριο της «ασυνείδητης» επιλογής σπουδών 244
6.5.4.2 Το ρεπερτόριο της «αποσύνδεσης» των σπουδών από την καριέρα 247
6.5.4.3 Το ρεπερτόριο των σπουδών ως «αντίσταση» στον αποκλεισμό από την
αγορά εργασίας 249
6.5.4.4 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων για τις σπουδές 250
6.5.5 Τα ρεπερτόρια της οικογένειας 251
6.5.5.1 Το ρεπερτόριο της οικογένειας ως «προορισμού» 253
6.5.5.2 Το ρεπερτόριο της «ανακατανομής» των οικιακών ρόλων 260
6.5Γ5.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της οικογένειας 268
6.5.6 Τα ρεπερτόρια της μητρότητας 269
6.5.6.1 Το ρεπερτόριο της «αποκλειστικής» μητρότητας 271
6.5.6.2 Το ρεπερτόριο του «ασυμβίβαστου» της μητρότητας 276
6.5.6.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της μητρότητας 279
6.5.7 Τα ρεπερτόρια της επιτυχίας 281
6.5.7.1 Το ρεπερτόριο της «γυναικείας» επαγγελματικής επιτυχίας 281
6.5.7.2 Το ρεπερτόριο της «συμφιλίωσης» ανάμεσα στην εργασία και την
οικογένεια 287
6.5.7.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της επιτυχίας 291
6.5.8 Το ρεπερτόριο της «σύγκρουσης» ανάμεσα στην εμπειρία και στην
πραγματικότητα 292
6.6 Συμπεράσματα 298

7. Συμπεράσματα & Προτάσεις 303


7.1 Γενικά συμπεράσματα 305
7.1.1 Τα όρια της έρευνας 308
7.2 Προτάσεις για δράση 308
7.3 Προτάσεις για έρευνα 311

Βιβλιογραφία 313
Παράρτημα Ι 333
Παράρτημα I I 347
Παράρτημα I I I 359
Παράρτημα IV 363

VII
Πρόλογος και ευχαριστίες.

Όταν κανείς διαβάζει τον τίτλο μιας διατριβής που απευθύνεται σε γυναίκες ή
αφιερώνεται σε όλες τις γυναίκες, περιμένει να αντικρίσει μια επιθετική φεμινίστρια και τις
περισσότερες φορές νιώθει καχύποπτα σε σχέση με το θέμα, τον «λόγο» και τα
αποτελέσματα της μελέτης. Ωστόσο, το φεμινισπκό κίνημα, παρά τον πόλεμο που δέχθηκε
σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, αποτέλεσε ένα από τα πιο επιτυχημένα και επαναστατικά
κινήματα του προηγούμενου αιώνα, με πολλές ευεργετικές συνέπειες στις ζωές των
περισσοτέρων γυναικών. Δεν ντρέπομαι, ούτε φοβάμαι τον όρο «φεμινίστρια» - αντιθέτως,
εύχομαι να συνέβαλα ουσιαστικά στην ενίσχυση της συνείδησης των γυναικών και στην
προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας που τους επιβάλλει
το φύλο τους. Από την άλλη, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο φεμινισμός, σήμερα
τουλάχιστον, δεν εναντιώνεται στους άνδρες εν γένει, αλλά αποτελεί μια πολιτική και
ακαδημαϊκή κυρίως προσπάθεια για ισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και για μια
δημοκρατική κοινωνία, κάτι που αφορά εξίσου άνδρες και γυναίκες.
Η συγκεκριμένη μελέτη αναφέρεται κυρίως στις επιλογές των νέων γυναικών,
αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να
αντιμετωπίσουν συγκρούσεις και διλήμματα που προκύπτουν από τον συνδυασμό των
επαγγελματικών και οικογενειακών τους ρόλων. Αφορμή για την επιλογή του θέματος
υπήρξαν τα προσωπικά μου βιώματα αλλά και η εξοικείωση μου με θέματα φύλου σε
προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο σπουδών. Αυτό που αποκόμισα, μετά την
επιστημονική μου ενασχόληση με ζητήματα που αφορούν στο γυναικείο πληθυσμό, είναι
κυρίως οι ανεξίτηλες ακαδημαϊκές γνώσεις στα θέματα αυτά και η πολύτιμη ερευνητική
εμπειρία. Ωστόσο, δεν θέλω να παραλείψω το γεγονός ότι ταυτόχρονα γνώρισα πολύ
καλύτερα τον εαυτό μου, τη γυναικεία μου ταυτότητα και εμπλούτισα τις σχέσεις μου με
άλλους ανθρώπους άνδρες και γυναίκες.
Στο σημείο αυτό όμως θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους όσοι με βοήθησαν
στην ολοκλήρωση της διδακτορικής μου διατριβής. Πρώτα απ' όλα, χρωστώ ένα μεγάλο
ευχαριστώ στην αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας, Βασιλική Δεληγιάννη-
Κουϊμτζή, η οποία εκτός από την επιστημονική εποπτεία της διατριβής, ανέλαβε και την
συναισθηματική υποστήριξη μου σε πολύ δύσκολες στιγμές. Δίχως τη συμπαράσταση της
την ευχάριστη πάντα διάθεση της και την επιμονή της πιστεύω ότι με πολύ μεγαλύτερη
δυσκολία θα έφτανα στο σημείο που βρίσκομαι τώρα, να γράφω δηλαδή αυτόν τον πρόλογο
και να τελειώσω το έργο που ανέλαβα. Επιπλέον, θα ήθελα να την ευχαριστήσω ολόψυχα για
την εμπιστοσύνη που έδειξε στις ικανότητες μου, γεγονός που άλλαξε ουσιαστικά τη διάθεση
μου, σε καιρούς που αισθανόμουν έτοιμη να εγκαταλείψω κάθε προσπάθεια. Εύχομαι να είναι
πάντα καλά και να μας εκπαιδεύει με το ήθος της, την εμπειρία της και τις γνώσεις της.

IX
Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά:
Τις αναπληρώτριες καθηγήτριες Μαρία Δικαίου και Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραοτεργίου,
οι οποίες δέχθηκαν να αναλάβουν την εποπτεία της διατριβής και να συμβάλουν με τις καίριες
παρατηρήσεις τους και τις σοφές υποδείξεις τους στην ολοκλήρωση της διατριβής.
Τον συνεργάτη Κώστα Ζαφειρόπουλο, για την στατιστική επεξεργασία των ποσοτικών
δεδομένων της έρευνας και την προθυμία του να συζητήσει μαζί μου και να λύσει κάθε απορία
μου, όποτε τον χρειάστηκα.
Την φίλη μου Κατερίνα Βλυσίδου για την βοήθεια της στο επίπονο έργο της
απομαγνητοφώνησης των συνεντεύξεων της έρευνας.
Τις δύο φοιτήτριες του Τμήματος Ψυχολογίας, οι οποίες βοήθησαν στην
κωδικοποίηση των ανοιχτών ερωτήσεων του ερωτηματολογίου. Τον ξάδελφο μου Δημήτρη
Κοτσώνη, „φοιτητή τότε της πληροφορικής, του οποίου η βοήθεια ήταν πολύτιμη για την
εισαγωγή των δεδομένων της ποσοτικής μελέτης στον υπολογιστή.
Τον φίλο μου και συνάδελφο Τάσο Πασχάλη, ο οποίος βοήθησε στην τελική
μορφοποίηση του κειμένου της διατριβής.
Τους καθηγητές και τις καθηγήτριες του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
που με φιλοξένησαν στα μαθήματα τους, προκειμένου να μοιράσω το ερωτηματολόγιο σε
φοιτητές και φοιτήτριες και φυσικά όλες τις γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις.
Δίχως αυτές δεν θα ήταν δυνατό να ολοκληρώσω την έρευνα μου. Ελπίζω να μην τις
κούρασα με τις επανειλημμένες ενοχλήσεις μου για τον διακανονισμό των ομαδικών
συνεντεύξεων και να μην τις αδίκησα με τις ερμηνείες μου.
Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην οικογένεια μου, στους γονείς μου Βέρα και
Χρήστο Αθανασιάδη, στον αδερφό μου Θανάση Αθανασιάδη και ιδιαίτερα στον θείο μου
Κώστα Νικολα'ίδη. Δίχως τη βοήθεια και τη συμπαράσταση τους δεν θα είχα φτάσει ποτέ σε
ένα τόσο υψηλό επίπεδο σπουδών. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι με
ανέχτηκαν υπομονετικά κατά τη διάρκεια της συγγραφής της διδακτορικής διατριβής.

Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2002.

χ
Εισαγωγή.

Η συμμετοχή μου στο ερευνητικό πρόγραμμα «Προωθώντας την επίγνωση της


ισότητας των φύλων: οι γυναίκες ως πολίτες» και η επαγγελματική μου εμπειρία στο Γραφείο
Διασύνδεσης, Σπουδών και Σταδιοδρομίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,
με έκαναν να αναρωτηθώ σοβαρά για τη διαδικασία μετάβασης των νέων γυναικών από την
τριτοβάθμια εκπαίδευση στην αγορά εργασίας. Επίσης, για τους τρόπους με τους οποίους οι
γυναίκες αυτές σκέπτονται να συμφιλιώσουν τις επαγγελματικές τους φιλοδοξίες για καριέρα
με τις επιτακτικές - και συχνά αντιφατικές - προσδοκίες της Ελληνικής κοινωνίας, οι οποίες
κατευθύνουν τη γυναίκα κυρίως στη δημιουργία οικογένειας και στις απαιτητικές ευθύνες των
ρόλων της συζύγου και της μητέρας. Παράλληλα, αναρωτήθηκα πολλές φορές πώς και γιατί
οι γυναίκες, οι οποίες έχουν καταφέρει ένα υψηλό επίπεδο σπουδών ή έχουν επιτύχει
επαγγελματικά, ανέχονται και αναπαράγουν ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο
βασίζεται στην καταπίεση του φύλου τους και στον εξαναγκασμό τους σε υποδεέστερους
κοινωνικούς ρόλους.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η παρούσα μελέτη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της
στις νέες γυναίκες, απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στους τρόπους με τους
οποίους οι ίδιες «μιλούν» για τα μελλοντικά επαγγελματικά και προσωπικά τους σχέδια, σε
σχέση με τις υπάρχουσες ιδεολογίες της γυναικείας ταυτότητας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα,
προσπάθησα να ανακαλύψω τους τρόπους με τους οποίους αυτή η ομάδα των νέων γυναικών
αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει τα διλήμματα που προκύπτουν από την αντιφατική της θέση
στην οικογένεια και στη μισθωτή εργασία. Με άλλα λόγια, προσπάθησα να ερμηνεύσω, όπως
πολύ γλαφυρά περιγράφει η Walkerdine (1990: 28), τον μοναδικό συνδυασμό «της εργάτριας
και της γυναίκας, της εξαρτημένης και της ανεξάρτητης, της ελεύθερης και της
παγιδευμένης», σε μία κοινωνία, η οποία εξακολουθεί να διχάζεται ανάμεσα σε παραδοσιακές
και φιλελεύθερες αξίες σε σχέση με τη γυναικεία και την ανδρική ταυτότητα.
Στα παραπάνω ερωτήματα κατέληξα ωστόσο και από τη διεξαγωγή μιας
προκαταρκτικής μελέτης με αντικείμενο τους ρόλους και τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα,
στους τομείς της οικογένειας και της αγοράς εργασίας η οποία διεξήχθη σε φοιτητές και
φοιτήτριες του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έτσι, διαπίστωσα ότι οι απόψεις
της νέας γενιάς των ελλήνων σπουδαστών και ιδιαίτερα των ανδρών εξακολουθούν να
αντικατοπτρίζουν στερεότυπες αντιλήψεις σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων στους
τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής.
Επομένως, οι στόχοι της παρούσας εργασίας συνοψίζονται στους εξής:
α) Στη μελέτη της αλληλεπίδρασης των τομέων της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής
για άνδρες και γυναίκες. Ο όρος ιδιωτική ζωή αναφέρεται κυρίως στην οικογένεια, ενώ ο όρος
δημόσια ζωή σιην μισθωτή εργασία και στην επίσημη εκπαίδευση.

XI
Εισαγωγή

β) Στη μελέτη των γνώσεων και των αντιλήψεων που έχουν διαμορφώσει σήμερα οι
φοιτητές και οι φοιτήτριες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη θέση της γυναίκας και τους
ρόλους των δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία, στους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας
ζωής.
γ) Στη μελέτη μιας ιδιαίτερης και προνομιούχου κοινωνικής ομάδας γυναικών, όπως
είναι οι νέες γυναίκες, απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στις διαδικασίες
μετάβασης των γυναικών αυτών από τις ανώτατες σπουδές στην αγορά εργασίας ή στη
δημιουργία οικογένειας.
δ) Στην ανακάλυψη των τρόπων με τους οποίους η. παραπάνω ομάδα γυναικών
αντιμετωπίζει και πραγματεύεται ενεργητικά τις συνθήκες της ανισότητας του φύλου, στο
πλαίσιο διαφόρων κοινωνικών θεσμών (όπως είναι η οικογένεια, η εκπαίδευση και η αγορά
εργασίας) και στην ανακάλυψη των «στρατηγικών επιβίωσης» που υιοθετεί.
Για τους παραπάνω στόχους, αποφασίστηκε ο συνδυασμός της ποσοτικής και της
ποιοτικής μεθοδολογίας. Συγκεκριμένα, διεξήχθησαν δύο διαφορετικές μελέτες σε δύο
διαφορετικούς πληθυσμούς. Η πρώτη μελέτη διερεύνησε τις ανπλήψεις 288 σπουδαστών
ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, σε σχέση με τη θέση και τους ρόλους των δύο
φύλων στη μισθωτή εργασία και στην ιδιωτική ζωή. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα
ερωτηματολόγιο γνώσεων και αξιών σε θέματα φύλου. Η πρώτη μελέτη κάλυψε κάποια κενά
της ελληνικής βιβλιογραφίας, ειδικά σε ότι αφορά τις μελλοντικές επιλογές των φοιτητών και
των φοιτητριών και σκιαγράφησε το πλαίσιο για τα ερωτήματα και τις αναλύσεις της δεύτερης
μελέτης. Η δεύτερη μελέτη, απευθύνθηκε αποκλειστικά σε γυναίκες πτυχιούχους, οι οποίες
βρίσκονταν στο στάδιο της μετάβασης από τις σπουδές στην αγορά εργασίας και στη
δημιουργία οικογένειας. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η ομαδική
συνέντευξη εσπασης, ενώ για την ανάλυση των δεδομένων υιοθετήθηκε η θεωρία και η
μέθοδος της ανάλυσης λόγου.
Επομένως, το πρώτο κεφάλαιο της διατριβής ξεκινά με την παρουσίαση του
θεωρητικού πλαισίου, στο οποίο στηρίζονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, οι αναλύσεις και οι
ερμηνείες των αποτελεσμάτων της έρευνας. Το κεφάλαιο διακρίνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο
μέρος του κεφαλαίου πραγματεύεται την υποδεέστερη θέση της γυναίκας, παγκόσμια και
διαχρονικά, μέσα από τις σημαντικότερες κοινωνιολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες
εστιάζουν κυρίως σε κοινωνικές δομές, θεσμούς και διαδικασίες. Έτσι, γίνεται μια απόπειρα
ερμηνείας του φαινομένου της πατριαρχίας και του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στα
φύλα, στις σφαίρες του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Επίσης, παρουσιάζονται οι
κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες ενώ ασκείται κριτική στις βασικές προτάσεις της κάθε μιας. Η
σύγχρονη κριτική στις παραπάνω θεωρίες, προκύπτει από τη μεταμοντέρνα παράδοση και
ειδικότερα από το ακαδημαϊκό ρεύμα του φεμινιστικού μεταοτρουκτουραλισμού, το οποίο
_^ εισήγαγε νέες μεθοδολογίες και πρακτικές στην επιστημονική έρευνα - πρακτικές, οι οποίες
^»οϊΝ. , , , , , , .
>/η 'νεβηρεασαν σημαντικά τη μεθοδολογία της συγκεκριμένης έρευνας. Στο δεύτερο μέρος του

/ */ Χΐι
.•<•,.«• »
Εισαγωγή

κεφαλαίου γίνεται μια απόπειρα προσέγγισης του ζητήματος των φυλετικών σχέσεων μέσα
από τις σημαντικότερες ψυχολογικές θεωρίες ταυτότητας του φύλου, οι οποίες εστιάζουν στο
άτομο και στη διαφορετική ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη της προσωπικότητας των ανδρών
και των γυναικών. Αρχικά, ερμηνεύεται η διαφορά ανάμεσα στο βιολογικό και στο κοινωνικό
φύλο (sex and gender), ενώ στη συνέχεια παρουσιάζονται οι κλασσικές και οι φεμινιστικές
ψυχολογικές θεωρίες για τη συγκρότηση της φυλετικής ταυτότητας. Οι τελευταίες κάνουν
ιδιαίτερη μνεία σε φαινόμενα όπως, η εμμονή των γυναικών σπς σχέσεις με άλλους
ανθρώπους, η εξέλιξη της γυναικείας ηθικής σκέψης και το φαινόμενο της γυναικείας
μητρότητας. Το δεύτερο μέρος ολοκληρώνεται και πάλι με την κριτική του κινήματος του
μεταοτρουκτουραλισμού στις θεωρίες της ταυτότητας του φύλου και την εναλλακτική
πρόταση της «κοινωνικής κατασκευής» της φυλετικής ταυτότητας, μέσα από τους κυρίαρχους
λόγους μιας κοινωνίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται με πραγματικούς αριθμούς και ποσοστό η
κοινωνική θέση της γυναίκας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και διεξοδικότερα στην
ελληνική κοινωνία. Συγκεκριμένα, αποτυπώνεται η μειονεκτική θέση της ελληνίδας στους
τομείς της πολιτικής, της εκπαίδευσης της αγοράς εργασίας και της οικογένειας. Παράλληλα,
γίνεται μια εκτενής αναφορά στη σύγχρονη ελληνική νομοθεσία σε σχέση με ζητήματα
ισότητας των δύο φύλων, ειδικότερα στον τομέα της μισθωτής απασχόλησης.
Το τρίτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην εκπαίδευση, στις δυνατότητες
επαγγελματικής ανάπτυξης των γυναικών και στις επιλογές ζωής των πτυχιούχων γυναικών.
Το κεφάλαιο ξεκινά με τα στερεότυπα φύλου στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και κυρίως
σιην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα οποία αναπαράγουν σε μαθητές και σπουδαστές τους
άνισους φυλετικούς ρόλους της ευρύτερης κοινωνίας. Ακολουθεί μια ιδιαίτερη αναφορά σιην
επαγγελματική ανάπτυξη των γυναικών και στα προγράμματα επαγγελματικού
προσανατολισμού της δευτεροβάθμιας κυρίως εκπαίδευσης, τα οποία όπως φαίνεται
κατευθύνουν τις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών σε παραδοσιακά γυναικείους
τομείς σπουδών και αντίστοιχα επαγγέλματα. Ωστόσο, συμπεραίνεται ότι η εκπαίδευση και
ειδικά η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για την
επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη ή ανεξαρτησία των γυναικών. Το δεύτερο μέρος του
κεφαλαίου αποτελεί μια επισκόπηση των ερευνών της διεθνούς βιβλιογραφίας σε σχέση με τις
προσωπικές και επαγγελματικές επιλογές των γυναικών, ειδικότερα των γυναικών αποφοίτων
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Επισημαίνονται οι αντιλήψεις των πτυχιούχων γυναικών αλλά
και ανδρών για τους ρόλους των δύο φύλων, στους τομείς της οικογένειας και της μισθωτής
εργασίας, ενώ ταυτόχρονα περιγράφεται η αλληλεπίδραση και η συμφιλίωση της εργασιακής
και οικογενειακής ζωής των γυναικών.
Τα κενά και οι ελλείψεις της παραπάνω βιβλιογραφίας οδηγούν στους στόχους και στα
ερωτήματα της έρευνας, τα οποία παρουσιάζονται διεξοδικά στο τέταρτο κεφάλαιο της
διατριβής. Στο ίδιο κεφάλαιο υποστηρίζεται θεωρητικά και η μεθοδολογία της έρευνας, η

XIII
Εισαγωγή

οποία βασίζεται στο συνδυασμό της ποσοτικής με την ποιοτική έρευνα, ενώ τεκμηριώνεται η
απόφαση για την εκπόνηση δύο διαφορετικών μελετών - μιας ποσοτικής και μιας ποιοτικής -,
κάθε μία από τις οποίες απαντά σε διαφορετικά ερωτήματα, περιλαμβάνει ένα διαφορετικό
δείγμα και προσεγγίζει τα δεδομένα της με ένα διαφορετικό τρόπο ανάλυσης.
Το πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζει τους στόχους, τα ερωτήματα, τη μεθοδολογία και
τα αποτελέσματα της πρώτης μελέτης με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, η οποία ακολουθεί
με συνέπεια την ποσοτική μεθοδολογία έρευνας. Η έμφαση δίδεται στις γνώσεις και στις
αντιλήψεις που εκφράζουν οι άνδρες και οι γυναίκες του δείγματος σε σχέση με τη θέση της
γυναίκας και τους ρόλους των δύο φύλων στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα της σύγχρονης
ελληνικής κοινωνίας. Η πρώτη μελέτη προϋποθέτει ότι η ταυτότητα του φύλου προσδιορίζει
μελλοντικές επιλογές και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του τρόπου με τον οποίον φοιτητές
και φοιτήτριες σχεδιάζουν τη ζωή και την καριέρα τους, αντιμετωπίζουν συγκρούσεις και
διεκδικούν δικαιώματα - γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα της μελέτης.
Συγκεκριμένα, οι διαφορετικές αξίες και απόψεις ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες
πτυχιούχους αντικατοπτρίζουν αφ' ενός τις ευρύτερες στερεότυπες αντιλήψεις της ελληνικής
κοινωνίας σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων, αφ' ετέρου συνθέτουν ένα κοινωνικό
πλαίσιο αντιφάσεων και συγκρούσεων, ειδικά για τις νέες γυναίκες απόφοιτες πανεπιστημίου,
όσον αφορά σπς μελλοντικές τους επιλογές.
Το έκτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τους στόχους, τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα
της δεύτερης μελέτης με τις γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία ακολουθεί
το μοντέλο της ποιοτικής μεθοδολογίας και συγκεκριμένα τη θεωρία και τη μέθοδο της
ανάλυσης λόγου. Η έμφαση δίδεται στα «γλωσσικά ρεπερτόρια» που χρησιμοποιούν οι νέες
γυναίκες, κατά τη μετάβαση τους από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας, προκειμένου να
ερμηνεύσουν την κοινωνική πραγματικότητα, να κατασκευάσουν την ταυτότητα τους, να
καθορίσουν τις επιλογές τους και να επιλύσουν διλήμματα σε σχέση με τους ρόλους τους,
στον τομέα της απασχόλησης και της οικογένειας. Τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια των γυναικών
επηρεάζονται από τους κυρίαρχους λόγους για τις σχέσεις των φύλων που επικρατούν στην
ελληνική κοινωνία και αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες αλληλεπιδρούν
ενεργητικά με κοινωνικούς θεσμούς, όπως η οικογένεια, ο σχολείο και η αγορά εργασίας. Η
μελέτη καταλήγει στη διαπίστωση ότι τα ρεπερτόρια των γυναικών εμπεριέχουν ταυτόχρονα
στοιχεία συμβιβασμού και αντίστασης απέναντι στο κυρίαρχο μοντέλο της γυναικείας
υποβάθμισης, αναπαράγοντας έτσι, την ευρύτερη ιδεολογία της κοινωνικής ανισότητας και
των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών.
Τέλος στο έβδομο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα συνολικά συμπεράσματα της
έρευνας και από τις δύο μελέτες. Επίσης, αναφέρονται οι περιορισμοί της έρευνας, ενώ
παρουσιάζονται θεματικές περαιτέρω διερεύνησης και προτάσεις παρέμβασης με στόχο την
ισότητα ή την ίση μεταχείριση ανάμεσα στα δύο φύλα.

XIV
Εισαγωγή

Συνοπτικά, η παρούσα έρευνα αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης του τρόπου με


τον οποίο οι ανισότητες ανάμεσα στα φύλα, στον τομέα της εργασίας και της οικογένειας
αντιμετωπίζονται και αναπαράγονται από τους νέους, άνδρες και γυναίκες, κατά τη διαδικασία
μετάβασης τους από τις ανώτατες σπουδές στη μισθωτή απασχόληση. Η συμβολή της
έρευνας έγκειται στα εξής: α) στη μελέτη του τρόπου με τον οποίον η κοινωνικά
κατασκευασμένη ταυτότητα του φύλου επηρεάζει τις μελλοντικές επιλογές των πτυχιούχων
ανδρών και γυναικών και επομένως συμβάλλει στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας
για τα φύλα, β) στη μελέτη μιας ιδιαίτερης και προνομιούχου κοινωνικής ομάδας γυναικών, με
υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και φιλοδοξίες για καριέρα σε παραδοσιακά «γυναικείους» αλλά
και «ανδρικούς» επαγγελματικούς τομείς και γ) στην υιοθέτηση μιας καινοτόμας ερευνητικής
μεθοδολογίας, η οποία βασίζεται στην παράδοση του μεταοτρουκτουραλισμού και
συγκεκριμένα στη θεωρία και στη μέθοδο της ανάλυσης λόγου.
Στόχος της μελέτης είναι να καλύψει τα κενά της σύγχρονης ελληνικής βιβλιογραφίας
στο γυναικείο ζήτημα, προτείνοντας αφ' ενός μια νέα ερευνητική μέθοδο ανάλυσης, η οποία
εστιάζει στο λόγο των υποκειμένων και επιλέγοντας αφ' ετέρου ως δείγμα, μια ομάδα νέων
γυναικών υψηλού μορφωτικού και κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, η οποία έχει έντονα
παραμεληθεί από τις περισσότερες ερευνήτριες ως «προνομιούχος». Η μελέτη δεν φιλοδοξεί
να δώσει λύσεις σε μακροχρόνια και περίπλοκα προβλήματα ανισοτήτων ανάμεσα στα φύλα
σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, αποτελεί μια προσπάθεια προσέγγισης
των συγκρούσεων αλλά και των πρακτικών αντιμετώπισης των συγκρούσεων που υιοθετούν
ειδικά οι απόφοιτες πανεπιστημίου, προκειμένου να προτείνει τρόπους υποστήριξης της
ομαλής μετάβασης τους από τις σπουδές στην αγορά εργασίας και να ενισχύσει ισότιμες
σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα τόσο σε προσωπικό όσο και επαγγελματικό επίπεδο.

XV
Κεφάλαιο 1
Κοινωνιολογικές & Ψυχολογικές Θεωρητικές
Προσεγγίσεις για τις Ανισότητες Φύλου
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

1.1 Εισαγωγή.
Το φαινόμενο της ανισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αποτελεί μέχρι σήμερα
μια δυσάρεστη πραγματικότητα, καθώς οι γυναίκες στο σύνολο τους εξακολουθούν να έχουν
χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης από τους άνδρες, να αμείβονται λιγότερο, να ασκούν
λιγότερη εξουσία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και να διατηρούν την πρωταρχική,
αν όχι την αποκλειστική, ευθύνη της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας των
εξαρτημένων μελών μιας οικογένειας (Evans, 1994). Την παραπάνω πατριαρχική κοινωνική
οργάνωση προσπαθούν να εξηγήσουν ερευνητές διαφόρων επιστημονικών κλάδων,
θεωρώντας ότι μια τέτοια άνιση κατανομή εξουσίας δεν είναι καθόλου φυσιολογική αλλά
κοινωνική και επομένως ανατρέψιμη. Ιδιαίτερα στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών -
ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και ψυχολογία - οι ερευνητές που ασχολούνται με τα γυναικεία
θέματα ή τα θέματα φύλου είναι στην πλειονότητα τους γυναίκες και ονομάζονται
φεμινίστριες. Ο φεμινισμός αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα έναν τρόπο σκέψης για τον κόσμο
καθώς και έναν τρόπο δράσης μέσα σε αυτόν. Πρόκειται δηλαδή για ένα ακαδημαϊκό ρεύμα
που προάγει τη γνώση, αλλά και για ένα πολιτικό κίνημα που προάγει τη δράση, με κοινό
στόχο τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας. Τόσο η φεμινιστική έρευνα στο πλαίσιο των
διαφόρων επιστημών όσο και το φεμινιστικό πολιτικό κίνημα προστατεύουν, υπερασπίζουν και
προωθούν τα δικαιώματα των γυναικών στοχεύοντας σε μια δημοκρατική και ισότιμη
κοινωνία.
Σύμφωνα με τις περισσότερες φεμινίστριες (Jackson, et al., 1993), τρία θέματα
κλειδιά συνοψίζουν την κατεύθυνση της έρευνας στα γυναικεία θέματα, προσφέροντας
ταυτόχρονα και τρεις βασικούς λόγους ύπαρξης αυτής της έρευνας: α) Η ανδρική κυριαρχία ή
πατριαρχία. Η πατριαρχία αναφέρεται σε όλες εκείνες τις δομές, οι οποίες εγκαθιδρύουν και
διατηρούν την ανδρική κυριαρχία. Η πατριαρχία ενυπάρχει τόσο στη διάκριση και στον
καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, όσο και σε άλλου είδους πολιτιστικές
επιρροές, β) Η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι επιστήμονες της διαφοράς βασίζουν την
καταπίεση των γυναικών στη διαφορετικότητα των φύλων. Οι ερμηνείες αυτές θεωρούν ότι η
ταυτότητα του φύλου δομείται κοινωνικά και πολιτισμικά και ότι αυτή η κοινωνικο-πολιτισμική
κατασκευή βασίζεται πρωταρχικά στο βιολογικό φύλο του κάθε ανθρώπου, γ) Η πολυμορφία
ή η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του λ80, οι φεμινίστριες
ασχολήθηκαν με την ανακάλυψη και ερμηνεία των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνικές
κατηγορίες του φύλου δομούνται πολιτισμικά και εξαρτώνται από τις διαφορές της κοινωνικής
τάξης, της εκπαίδευσης, της εθνικότητας και της σεξουαλικότητας. Οι ερευνήτριες αυτές δεν
θεωρούν δυνατή ή επιθυμητή τη διαμόρφωση μιας γενικής θεωρίας, η οποία θα εξηγούσε
συνολικά τους όρους της γυναικείας υποταγής. Στην πραγματικότητα, αντιτίθενται στην
εννοιολογική κατηγορία «γυναίκες», διότι πολλές φορές ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να
καλύψει σημαντικές διαφορές μεταξύ των ίδιων των γυναικών.

19
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζονται αναλυτικά οι σημαντικότερες


κοινωνιολογικές και ψυχολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις σε σχέση με τα αίτια της
κοινωνικής ανισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα και τις διαδικασίες, οι οποίες παράγουν και
αναπαράγουν την καταπίεση των γυναικών.

1.2 Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις: η πατριαρχική κοινωνία και η


διάκριση σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.

1.2.1 Η πατριαρχική κοινωνική οργάνωση.


Η πατριαρχία αποτελεί ένα φυλετικό σύσιημα σχέσεων εξουσίας, στο οποίο οι άνδρες,
στο σύνολο τους, έχουν περισσότερα προνόμια, δικαιώματα και προσβάσεις στην εξουσία,
από ότι οι γυναίκες, τόσο οικονομικά όσο και ιδεολογικά. Σε μια πατριαρχική κοινωνία η
εξουσία ασκείται από τους άνδρες επικεφαλής των οικογενειών. Ενώ οι περισσότεροι άνδρες
γίνονται πατριάρχες κάποια στιγμή στη ζωή τους, καμία γυναίκα δεν διαθέτει επίσημη εξουσία
(Bradley, 1989). Σύμφωνα με την Rich (1976: 57), «η πατριαρχία είναι η εξουσία των
πατέρων: ένα κοινωνικο-οικογενειακό, ιδεολογικό και πολιτικό σύστημα στο οποίο οι άνδρες -
με τη δύναμη, την άμεση πίεση, τις τελετουργίες, την παράδοση, το νόμο, τη γλώσσα, τα
έθιμα, τις ετικέτες, την εκπαίδευση, τον καταμερισμό της εργασίας, καθορίζουν τι ρόλο θα
παίξουν ή δε θα παίξουν οι γυναίκες. Μέσα σ' ένα τέτοιο σύστημα το θηλυκό υπάγεται
παντού στο αρσενικό».
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: πώς είναι δυνατόν ένα πατριαρχικό σύστημα
κοινωνικής οργάνωσης να ισχύει ακόμη και σήμερα, όταν οι γυναίκες έχουν πλέον δικαιώματα
και ελευθερία πρόσβασης στην πολιτική, στην εκπαίδευση και στην παραγωγή. Φεμινίστριες
όπως η Millett (1971), ισχυρίστηκαν ότι για την υποδεέστερη θέση της γυναίκας ευθύνεται η
γυναικεία ψυχολογική ανάπτυξη και η διαφορετική κοινωνικοποίηση των ανδρών και των
γυναικών. Με άλλα λόγια, κάθε κοινωνία μέσα από διάφορα ιδεολογικά συστήματα όπως η
επισΓήμη, η λογοτεχνία και οι παραδόσεις αναπαράγει στερεότυπες αντιλήψεις για τους
φυλετικούς ρόλους και για τη θέση των δύο φύλων σε μια κοινωνία. Η γυναίκα με τη σειρά
της ενστερνίζεται τα χαρακτηριστικά και τις αρμοδιότητες της φυλετικής της ταυτότητας
διαμέσου διαφόρων ιδεολογικών, βιολογικών, οικονομικών και εκπαιδευτικών δομών.
Σύμφωνα με τη Millett (1971), η κυριαρχία των ανδρών δεν επιβάλλεται βεβαίως με εμφανείς
τρόπους καταπίεσης και άσκησης βίας, αλλά με μια συνεχή αναπαραγωγή μιας ιδεολογίας, η
οποία ενισχύει τη διάκριση ανάμεσα σε ανδρικούς και γυναικείους ρόλους καθώς και με ένα
σύνολο αντιλήψεων για τους ρόλους αυτούς. Στην ίδια λογική, μια άλλη θεωρητικός η
Janeway (1971), ισχυρίστηκε ότι η πατριαρχία οφείλεται στην υπάρχουσα «κοινωνική
μυθολογία», δηλαδή σε ένα σύνολο εσφαλμένων αντιλήψεων και πεποιθήσεων για τους
κοινωνικούς ρόλους των δύο φύλων. Τόσο η Millett, όσο και η Janeway φαίνεται πάντως ότι

20
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

συμφωνούν στο εξής: οι ρόλοι των δύο φύλων αποδίδονται λιγότερο ή περισσότερο
αυθαίρετα από την κοινωνία, με βάση τις βιολογικές και ανατομικές ιδιότητες κάθε φύλου.
Οι παραπάνω απόψεις ενισχύθηκαν, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, από τις
θεωρίες για την κοινωνική ταυτότητα του φύλου και τη διάκριση ανάμεσα στο «βιολογικό»
και στο «κοινωνικό» φύλο. Επιπλέον, η Firestone (1970) ισχυρίστηκε ότι η φυλετική τάξη
προκύπτει από τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες οι οποίες
κατατάσσουν τους άνδρες στη δημόσια σφαίρα της παραγωγής και τις γυναίκες στην ιδιωτική
σφαίρα της αναπαραγωγής. Στην πραγματικότητα, η αναπαραγωγική ικανότητα των
γυναικών, η οποία είναι μια έμφυτη λειτουργία, προσδιορίζει την πρωταρχική θέση της
γυναίκας στην οικογένεια, αποκλείοντας την ταυτόχρονα από την αγορά εργασίας και την
οικονομική παραγωγή. Σύμφωνα με την Firestone (1970), η απελευθέρωση των γυναικών
εξαρτάται -τόσο από τη φυσική όσο και από την ψυχολογική τους απελευθέρωση από τη
διαδικασία αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους, δηλαδή την οικογένεια και τη μητρότητα
με τη μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα. Μια άλλη θεωρητικός, η Mitchell (1973) άσκησε
κριτική στη Firestone, διότι η τελευταία απέδωσε τη γυναικεία καταπίεση αποκλειστικά στον
τομέα της γυναικείας αναπαραγωγής, παρότι οι γυναίκες ιστορικά έχουν συμμετάσχει και στον
τομέα της παραγωγής. Η Mitchell (1973) ισχυρίστηκε ότι ο τομέας της αναπαραγωγής
αποτελεί έναν μόνον τόπο άσκησης της πατριαρχικής εξουσίας ανάμεσα σε άλλους τρεις:
δηλαδή, την αγορά εργασίας, τη σεξουαλικότητα των γυναικών και τη διαδικασία της
κοινωνικοποίησης των φύλων. Ωστόσο, τόσο η Mitchell όσο και η Firestone, παρά τις
διαφωνίες τους, συμφωνούν ότι η γυναικεία καταπίεση σχετίζεται άμεσα με την ιδεολογική
συσχέτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα.
Σύμφωνα με την Eisenstein (1987), μεταγενέστερες φεμινιστικές θεωρίες
προσπάθησαν να αναλύσουν τη βάση της πατριαρχίας όχι με ψυχολογικούς αλλά με
υλιστικούς ή οικονομικούς όρους. Αναφέρθηκαν δηλαδή περισσότερο σε εξωτερικές
κοινωνικές δομές, όπως το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας
το οποίο περιθωριοποιεί τη φυλετική τάξη των γυναικών με τον ίδιο τρόπο που καταπιέζει και
την εργατική οικονομική τάξη. Συγκεκριμένα, η Walby (1990) ορίζει την πατριαρχία ως ένα
σύστημα κοινωνικών δομών και πρακτικών στο οποίο οι άνδρες κυριαρχούν, καταπιέζουν και
εκμεταλλεύονται τις γυναίκες. Σύμφωνα με την ίδια, η χρήση του όρου κοινωνική δομή είναι
σημαντική γιατί έτσι απορρίπτεται ο βιολογικός ντετερμινισμός - η άποψη δηλαδή ότι η
κατώτερη θέση και υποταγή της γυναίκας οφείλεται αποκλειστικά στη βιολογία της - καθώς
και η λανθασμένη γενίκευση ότι κάθε άνδρας βρίσκεται απαραίτητα σε μια κυρίαρχη θέση,
ενώ κάθε γυναίκα σε μια υποτακτική. Η Walby (1990) ισχυρίζεται ότι η πατριαρχία ως
σύστημα σχέσεων εξουσίας συντίθεται από έξι διαφορετικές δομές: την οικογένεια, τη
μισθωτή εργασία, την πολιτεία (κράτος), τη σεξουαλικότητα, τους πολιτισμικούς οργανισμούς
και τέλος την ανδρική βία, η οποία συστηματικά αγνοείται και νομιμοποιείται από την πολιτεία.

21
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Οι παραπάνω κοινωνικές δομές παρ' όλο που έχουν αιτιολογικές συνέπειες η μια στην άλλη,
λειτουργούν σχετικά αυτόνομα.
Ο Bradley (1989) υποστηρίζει ότι οι νέες κοινωνικές συνθήκες χαρακτηρίζονται πια
από μια «νέο-πατριαρχία». Δηλαδή, αν και η σύγχρονη οικογενειακή οργάνωση δεν είναι πια
αυστηρά πατριαρχική, η αναμετάδοση φυλετικών ανισοτήτων συνεχίζεται με διάφορους
τρόπους, όπως για παράδειγμα με τις κυρίαρχες ιδεολογίες του οικογενειακού μισθού, της
γυναίκας-μάνας και του άνδρα-οτυλοβάτη της οικογένειας. Παρόμοιες αντιλήψεις ενισχύουν,
όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, έναν καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, σύμφωνα
με τον οποίο οι γυναίκες περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας ενώ οι άνδρες
στην δημόσια σφαίρα της εργασίας και της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, οι σύγχρονοι γάμοι
μπορεί να είναι συντροφικοί και όχι πατριαρχικοί, αλλά οι οικογένειες παραμένουν
ανδροκεντρικές. Η γυναίκα, για παράδειγμα, μπορεί να αναλάβει μια επαγγελματική
ενασχόληση μόνο αν οργανώσει τις δραστηριότητες της με τέτοιον τρόπο, ώστε η καθημερινή
λειτουργία του σπιτιού να μη διακόπτεται.
Φαίνεται λοιπόν ότι αυτό που τελικά έχει αλλάξει δεν είναι η πατριαρχική κοινωνική
οργάνωση αυτή καθεαυτή, αλλά ο βαθμός και η μορφή αυτής της οργάνωσης. Έτσι, η
μείωση της διαφοράς στο μισθό των δύο φύλων ή το μικρότερο χάσμα στην εκπαιδευτική
εξειδίκευση και επαγγελματική απασχόληση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αποτελούν
αλλαγές στο βαθμό της πατριαρχίας. Τέτοιου είδους αλλαγές στο βαθμό της πατριαρχίας
οδηγούν μερικούς στο συμπέρασμα ότι η πατριαρχία έχει εκλείψει, παρά το γεγονός ότι άλλες
πλευρές πατριαρχικών σχέσεων έχουν γίνει πιο έντονες. Σύμφωνα με τη Walby (1990), η
πατριαρχία έχει αλλάξει κυρίως ως προς τη μορφή της με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε από
την ιδιωτική στη δημόσια πατριαρχία. Έτσι, ενώ η ιδιωτική πατριαρχία βασίζεται κυρίως στην
οικιακή παραγωγή και αναπαραγωγή, η δημόσια πατριαρχία στηρίζεται σε δημόσιους
οργανισμούς, όπως το κράτος και η μισθωτή απασχόληση. Ενώ στην ιδιωτική πατριαρχία η
εκμετάλλευση είναι ιδιωτική, στη δημόσια η εκμετάλλευση είναι συλλογική. Ενώ ιδιωτικά η
βασική στρατηγική πατριαρχίας είναι ο αποκλεισμός των γυναικών από τη σφαίρα παραγωγής
δημόσια είναι ο καταμερισμός της εργασίας και η εκμετάλλευση ή υποταγή των γυναικών
(Walby, 1990).

1.2.2 Ο καταμερισμός της ε ρ γ α σ ί α ς κατά φ ύ λ α : η διάκριση ανάμεσα

στο ιδιωτικό και στο δημόσιο.

Είναι αλήθεια ότι η θέση της γυναίκας ιστορικά και πολιτισμικά περιορίστηκε σταδιακά
και με διάφορους τρόπους στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας ενώ αντίθετα ο άνδρας
ταυτίστηκε με το δημόσιο χώρο της μισθωτής εργασίας. Η παραπάνω τάση άρχισε να αλλάζει
τη δεκαετία του 1950, οπότε μετά τον 2° παγκόσμιο πόλεμο, τις ανάγκες σε εργατικό
δυναμικό και την εκβιομηχάνιση των κοινωνιών, η γυναίκα εισήχθη μαζικά στην παραγωγή.
Αλλά και τότε, ιδεολογικά τουλάχιστον, η επαγγελματική θέση της γυναίκας προσδιορίστηκε

22
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

και εξακολουθεί να προσδιορίζεται από τον πρωταρχικό και κυρίαρχο ρόλο της στην
οικογένεια. Επομένως, η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα και η διαίρεση
της εργασίας σε αμειβόμενη και μη αμειβόμενη, σε οικιακή και εξω-οικιακή, υπήρξε ένα
παγκόσμιο φαινόμενο του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει τη θέση του άνδρα
και της γυναίκας. Ο βασικότερος λόγος σύνδεσης των γυναικών με τον ιδιωτικό χώρο της
οικογένειας είναι φυσικά η αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών και η «φυσιολογική» ή
αυτονόητη σχέση τους με τη φροντίδα και την ευθύνη των παιδιών.
Σύμφωνα λοιπόν με τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλα, ο οποίος αναφέρεται
στη διαίρεση της κοινωνίας και της εργασίας σε δύο ξεχωριστές σφαίρες δραστηριοτήτων και
επιρροής, οι άνδρες τοποθετούνται στη δημόσια σφαίρα της οικονομικής παραγωγής, ενώ οι
γυναίκες στην ιδιωτική σφαίρα της αναπαραγωγής, όπου προσφέρουν άμισθη οικιακή εργασία.
Ο παραπάνω καταμερισμός της εργασίας δε σημαίνει απλά ότι διαφορετικοί άνθρωποι κάνουν
διαφορετικές δουλειές - δηλαδή, ότι οι άνδρες εργάζονται και οι γυναίκες γεννούν - αλλά
συνεπάγεται τον καταμερισμό της εξουσίας και του ελέγχου (Sapiro, 1990). Με άλλα λόγια,
«η κοινωνική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφορετικών εργασιών προσδίδουν στα άτομα
και τις ομάδες που τις εκτελούν διαφορετικό βαθμό κοινωνικής εξουσίας» (Στρατηγάκη, 1994:
32-3).
Η ανθρωπολόγος Rosaldo (1974) ισχυρίστηκε ότι η παραπάνω διάκριση ανάμεσα στα
φύλα και η διαίρεση των ρόλων τους ή των δραστηριοτήτων τους σε δύο ξεχωριστές σφαίρες
(οικιακή και δημόσια) είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Κατά την άποψη της, «το 'οικιακό'
αναφέρεται σε εκείνους τους ελάχιστους θεσμούς και τρόπους δραστηριότητας, οι οποίοι
οργανώνονται άμεσα γύρω από μια ή περισσότερες μητέρες και τα παιδιά τους, ενώ το
ν
δημόσιο' αναφέρεται σε δραστηριότητες, θεσμούς και τρόπους σύνδεσης, οι οποίοι ενώνουν,
αξιολογούν, οργανώνουν και υποτάσσουν συγκεκριμένες ομάδες μητέρας-παιδιού» (Rosaldo,
1974: 23). Επιπλέον όμως, τα καθήκοντα και οι ρόλοι που συνδέονται με τη δημόσια σφαίρα
έχουν αποκτήσει πολιτισμικά μεγαλύτερη σπουδαιότητα και σημασία, σε σχέση με τους
ρόλους της ιδιωτικής σφαίρας. Σύμφωνα με την Rosaldo (1974) υπάρχει μια έντονη
ασυμμετρία στην πολιτισμική αξιολόγηση των γυναικείων και ανδρικών δραστηριοτήτων.
Αντίθετα, σε κοινωνίες οι οποίες δεν διακρίνουν ανάμεσα στις δύο σφαίρες και στις οποίες οι
άνδρες αναμειγνύονται περισσότερο ή λιγότερο στην οικιακή σφαίρα και οι γυναίκες στη
δημόσια σφαίρα, είναι πιο ισότιμες για τα δύο φύλα (Rosaldo, 1974).
Παρόμοια είναι και η ερμηνεία της Ortner (1974), η οποία τοποθέτησε ωστόσο, τη
βάση της γυναικείας καταπίεσης στον πολιτισμό και όχι στην βιολογία των γυναικών.
Σύμφωνα με την Ortner (1974), η ταύτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα προκύπτει
από μια πολιτισμική ερμηνεία της βιολογικής τους διαφοράς από τους άνδρες, σύμφωνα με
την οποία οι γυναίκες συνδέονται με τη φύση και οι άνδρες με τον πολιτισμό. Εξάλλου, όπως
ισχυρίστηκε η ίδια, εάν υποθέσουμε ότι το φαινόμενο της πατριαρχίας είναι παγκόσμιο, τότε
παγκόσμια πρέπει να είναι και η αιτία της εγκαθίδρυσης και αναπαραγωγής της πατριαρχίας.

23
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Ακριβώς αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζει κάθε κοινωνία, υποστήριξε η


Ortner (1974), έχει να κάνει με την προσπάθεια των ανθρώπων να δαμάσουν τη φύση και να
επιβάλλουν έναν πολιτισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ένα σύστημα αξιών, αντιλήψεων και
τεχνολογικής εξέλιξης. Στη διάκριση ανάμεσα στη φύση και στον πολιτισμό, ο πολιτισμός
θεωρείται πάντα ανώτερος εξαιτίας της δύναμης του να ελέγχει και να μετατρέπει το φυσικό
περιβάλλον. Επομένως, όσο οι γυναίκες συνδέονται με τη φύση και οι άνδρες με τον
πολιτισμό, η καθολική καταπίεση των γυναικών θα εξακολουθεί να υφίσταται σε παγκόσμιο
επίπεδο.
Άλλες ερευνήτριες, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, υποστηρίζουν ότι ο
καταμερισμός της εργασίας και της κοινωνίας κατά φύλο, ο οποίος καθορίζει τις
δραστηριότητες των ανθρώπων, τις επιθυμίες και τα όνειρα τους σύμφωνα με το βιολογικό
τους φύλο, βρίσκεται στη βάση τόσο της πατριαρχίας όσο και του καπιταλισμού. Με άλλα
λόγια, διακρίνει άνδρες και γυναίκες σε ιεραρχικούς ρόλους και δομεί τα σχετικά τους
καθήκοντα τόσο στην οικογένεια, όσο και στην οικονομία. Σε αντίθεση με τις αποκλειστικά
βιολογικές ερμηνείες, τέτοιου είδους αναλύσεις ερμηνεύουν τον άνισο καταμερισμό της
εργασίας και της εξουσίας ως αποτέλεσμα και του οικονομικού τρόπου παραγωγής. Σύμφωνα
με την Eienstein (1979), ο καταμερισμός της εργασίας και της κοινωνίας εξυπηρετεί τον εξής
στόχο: σταθεροποιεί την κοινωνία μέσα από την οικογένεια και καθιερώνει μια σφαίρα
εργασίας για την οποία, είτε δεν υπάρχει καθόλου μισθός, είτε υπάρχει μειωμένος μισθός, είτε
άνισος μισθός. Όπως επιβεβαιώνει Walby (1986), η συμμετοχή των γυναικών στην παραγωγή
έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, καθώς αυτές προσλαμβάνονται ή εκδιώκονται ανάλογα με
τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η παραπάνω συμφωνία ανάμεσα στην
καπιταλιστική και πατριαρχική δομή δεν είναι φυσική αλλά κοινωνικά επιβεβλημένη και πρέπει
επομένως να ενισχύεται μέσα από νομικούς, πολιτικούς και εκπαιδευτικούς φορείς για να
διατηρηθεί (McDonald, 1981). Έτσι, μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα οι πατριαρχικές
ιδεολογίες του ανδρισμού και της θηλυκότητας επιβάλλουν στις γυναίκες έναν πρωταρχικό
ρόλο στο σπίτι και ένα δευτερεύον ρόλο στην εργασία.
Ανακεφαλαιώνοντας, παρατηρεί κανείς ότι οποιαδήποτε ανάλυση της καταπίεσης των
γυναικών πρέπει να συμπεριλάβει περισσότερα από ένα στοιχεία (βιολογία, πολιτισμός) ή
δομές και επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Για παράδειγμα, από τη μια τα βιολογικά
χαρακτηριστικά των γυναικών, όπως η αναπαραγωγική τους ικανότητα, αλληλεπιδρούν με
ψυχολογικές και πολιτισμικές ερμηνείες που αποδίδονται σε αυτά, προκειμένου να καθορίσουν
τον ρόλο και την ταυτότητα της γυναίκας στην οικιακή σφαίρα. Από την άλλη, η
περιορισμένη συμμετοχή της γυναίκας στη δημόσια σφαίρα και στη μισθωτή απασχόληση
αλληλεπιδρά με τις παραπάνω ιδεολογικές ερμηνείες των φυσικών ρόλων της γυναίκας.
Επομένως, είτε κανείς αναφέρεται στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή, είτε στη δημόσια
και ιδιωτική σφαίρα, η διαιώνιση της πατριαρχίας και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας είναι

24
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

ένα περίπλοκο φαινόμενο. Αυτό το φαινόμενο της πατριαρχικής κοινωνικής οργάνωσης


προσπάθησαν να ερμηνεύουν οι φεμινιστικές θεωρίες οι οποίες παρουσιάζονται στη συνέχεια.

1.2.3 Οι κλασσικές φεμινιστι κ έ ς θεωρίες τ η ς ανισότητας.

Οι κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες ερμηνεύουν τις σχέσεις ανισότητας και εξουσίας


ανάμεσα στα φύλα με κοινωνιολογικούς όρους, δηλαδή με όρους κοινωνικής δομής και
οργάνωσης. Για αυτό το λόγο άλλωστε ονομάζονται και δομικές θεωρίες (structural theories).
Οι θεωρίες αυτές αναφέρονται στην επαναλαμβανόμενη καταπίεση των γυναικών ως ένα
καθολικό φαινόμενο, το οποίο χαρακτηρίζει όλες τις σύγχρονες βιομηχανοποιημένες κοινωνίες
του δυτικού πολιτισμού. Επομένως, η παρουσίαση των φεμινιστικών κοινωνιολογικών
θεωριών αποτελεί την αφετηρία για την ερμηνεία της υποδεέστερης θέσης της γυναίκας στην
ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, διαχρονικά και διαπολιτισμικά.
Η φεμινιστική κοινωνική ανάλυση στο σύνολο της προσπαθεί να απαντήσει σε
ερωτήματα όπως πώς και γιατί οι γυναίκες υποτάσσονται τελικά σΓην ανδρική κυριαρχία και
προσεγγίζει τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες αυτή η καταπίεση
διατηρείται και αναπαράγεται. Στο πλαίσιο βέβαια της κοινής φεμινιστικής ανάλυσης
υπάρχουν διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις, κάθε μία από τις οποίες εστιάζει σε
διαφορετικούς τομείς της γυναικείας υποταγής και την επεξηγεί χρησιμοποιώντας
διαφορετικές αναλυτικές κατηγορίες ή δομές (π.χ φύλο, κοινωνική τάξη, σεξουαλικότητα
κλπ.). Οι σημαντικότερες από αυτές τις σχολές φεμινιστικής ανάλυσης είναι η φιλελεύθερη
θεώρηση, η μαρξιστική ανάλυση, η ριζοσπαστική άποψη και τέλος η σοσιαλιστική προσέγγιση.

1.2.3.1 Η φ ι λ ε λ ε ύ θ ε ρ η θ ε ώ ρ η σ η .

Ο φιλελεύθερος φεμινισμός μοιράζεται με τη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία και τη


φιλοσοφία του διαφωτισμού τις αρχές της ατομικότητας, της ισοτιμίας, της ελευθερίας, της
αυτονομίας και της αυτοεκπλήρωσης. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, κοινωνικά
δικαιώματα, προνόμια και ευκαιρίες πρέπει να προσφέρονται ισότιμα σε άνδρες και γυναίκες
ανεξάρτητα από τις οικονομικές συνθήκες της ζωής τους, οι οποίες μέχρι τον 18ο αιώνα
τουλάχιστον, καθορίζονταν από τη γέννηση τους. Πράγματι, οι ρίζες της φιλελεύθερης
ιδεολογίας βρίσκονται σΓην ανάπτυξη της αστικής τάξης, η οποία προσπάθησε να
κατασκευάσει μια ελεύθερη κοινωνική οργάνωση, αδέσμευτη από ιεραρχίες καταγωγής και
δεσμούς γέννησης. Όπως αναφέρει ο Sapiro (1990), σύμφωνα με τη φιλελεύθερη ιδεολογία,
οι πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα θεωρήθηκαν το ίδιο άδικες και
ανυπόστατες, όπως αυτές ανάμεσα στο μονάρχη και στο άτομο. Οι φιλελεύθερες
φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι, όπως οι άνδρες, έτσι και οι γυναίκες γεννιούνται ελεύθερες και
ίσες. Επομένως, οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα δεν οφείλονται στη βιολογία αλλά σε
σεξιστικά στερεότυπα και στη διαφορετική εκπαίδευση ανδρών και γυναικών, γεγονός που
διορθώνεται με την κατάλληλη κοινωνικοποίηση (Sayers, 1982).

25
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Το επίκεντρο του φιλελεύθερου φεμινισμού, σύμφωνα με την Beasley (1999), είναι η


ισότιμη συμμετοχή των γυναικών κυρίως στη δημόσια σφαίρα και η πρόσβαση σε προνόμια
και δικαιώματα που κατέχουν οι άνδρες. Σύμφωνα με την Tong (1995), οι φιλελεύθερες
φεμινίστριες απαιτούσαν ανέκαθεν δικαιοσύνη και ισότητα για το κοινωνικό φύλο των
γυναικών. Για παράδειγμα, τον 18° αιώνα διεκδίκησαν ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην
εκπαίδευση, ενώ τον 19° αιώνα διεκδίκησαν ίσα πολιτικά δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες
πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Σήμερα, το ρεύμα των φιλελεύθερων φεμινιστριών
επιδιώκει κυρίως την απελευθέρωση των γυναικών από τους περιορισμούς των φυλετικών
τους ρόλων, οι οποίοι, σύμφωνα με τις ίδιες, χρησιμοποιήθηκαν ιστορικά ως $Ϊ1<αιολογία για
να εμποδίσουν τη συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση, στην πολιτική και στην αγορά
εργασίας.
Επειδή οι φιλελεύθερες φεμινίστριες προϋποθέτουν βασικές «ομοιότητες» ανάμεσα σε
άνδρες και γυναίκες (Beasley, 1999), υποστηρίζουν ότι ο κατάλληλος διαφωτισμός των
ανθρώπων και η εξάλειψη των προκαταλήψεων και των διακρίσεων του φύλου θα επιφέρουν
την πολυπόθητη κοινωνική αλλαγή. Στην πραγματικότητα, το κίνημα των φιλελευθέρων
φεμινιστριών δεν αμφισβητεί την κοινωνία αυτή καθεαυτή, ούτε την α^\α των ανδρικών
δικαιωμάτων. Αντίθετα, απαιτεί ίσα δικαιώματα και προνόμια για άνδρες και γυναίκες μέσα
στο υπάρχον κοινωνικό πλαίσιο. Για το λόγο αυτό, οι φιλελεύθερες φεμινίστριες
υποστηρίζουν την αναθεώρηση βασικών κοινωνικών θεσμών όπως η εκπαίδευση, το δίκαιο και
η αγορά εργασίας και την ανακατανομή των ευκαιριών ισότιμα και στα δύο φύλα. Όπως
αναφέρει η Στασινόπουλου (1992), το φιλελεύθερο φεμινιστικό κίνημα έχει εστιάσει κυρίως
στην προώθηση μιας προοδευτικής νομοθεσίας, στην κατάργηση των σεξιστικών πρακτικών
στην αγορά εργασίας και στη σημασία της εκπαίδευσης για την κατάργηση των διακρίσεων.
Μάλιστα, η πρόσβαση των γυναικών στην εκπαίδευση θεωρήθηκε το πρωταρχικό εργαλείο για
την βελτίωση και εξέλιξη της θέσης της γυναίκας. Σύμφωνα με την Thomas (1990), στο
φιλελεύθερο μοντέλο η εκπαίδευση αφ' ενός μπορεί να δημιουργεί και να αναπαράγει την
ανισότητα, αφ' ετέρου όμως έχει τη δύναμη να την ανατρέψει.
Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες στην προσπάθεια τους να πείσουν θεσμούς και
οργανισμούς να ακολουθήσουν τις φιλελεύθερες αρχές για ίσα πολιτικά και κοινωνικά
δικαιώματα, κατάφεραν πολλές νομοθετικές ρυθμίσεις υπέρ της ισότητας των φύλων. Για το
λόγο αυτό, οι περισσότερες φεμινίστριες παραδέχονται ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός
προσφέρει ένα κατάλληλο πλαίσιο ανάπτυξης μετριοπαθών πολιτικών και πρακτικών ισότητας
ανάμεσα στα φύλα, οι οποίες μπορούν να υιοθετηθούν από κυβερνητικά προγράμματα.
Σύμφωνα με την Beasley (1999), επειδή ο φιλελεύθερος φεμινισμός υποστηρίζει την
κοινωνική αλλαγή στο πλαίσιο της υπάρχουσας δυτικής κοινωνίας, πολλές φεμινίστριες
υιοθέτησαν τη λογική και το λόγο του. Παρόμοια είναι και η άποψη της Middleton (1987), η
οποία ισχυρίζεται ότι ο φιλελεύθερος λόγος είναι συνήθως ο λόγος της κυβέρνησης, η

26
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

ρητορική δηλαδή που χρησιμοποιούν οι φεμινίστριες για να επηρεάσουν τα πολιτικά στελέχη


σε δημόσιους οργανισμούς, καθώς δίνουν έμφαση στα νόμιμα δικαιώματα του ατόμου.
Ωστόσο, σύμφωνα τους περισσότερους συγγραφείς, η φιλελεύθερη προσέγγιση
παρουσιάζει πολλές αδυναμίες διότι ουσιασπκά δεν προσφέρει καμία θεώρηση των ιστορικών
αλλαγών σχετικά με τη θέση της γυναίκας. Δεν εξηγεί δηλαδή, ποιες συνθήκες προκάλεσαν ή
προκαλούν αλλαγές στους ρόλους και τη θέση των γυναικών. Σύμφωνα με τον Sapiro (1990)
για παράδειγμα, η θέση της θεωρίας ότι επανακοινωνικοποιώντας τους ανθρώπους, αλλάζει
κανείς τη στάση τους απέναντι στις γυναίκες είναι ιδιαίτερα απλουστευμένη. Άλλωστε, αν
κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, τότε σήμερα, μετά από όλες τις νομοθετικές, εκπαιδευτικές και
πολιτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο την ισότητα ανάμεσα στα φύλα, η θέση της γυναίκας δεν
θα παρέμενε κατώτερη από αυτή του άνδρα. Το ίδιο και η Sayers (1982) ισχυρίζεται ότι η
φιλελεύθερη φεμινιστική θεωρία αδυνατεί να εξηγήσει πώς η φυλετική ανισότητα παραμένει
σε μια φιλελεύθερη κοινωνία ή γιατί τα φύλα κοινωνικοποιούνται με διαφορετικό τρόπο.
Επιπλέον, η συγκεκριμένη θεωρία αναλύει τα στερεότυπα με ψυχολογικούς όρους και όχι ως
πολιτισμικά κατασκευασμένες έννοιες (Middleton, 1987).
Οι φιλελεύθερες φεμινίστριες δεν ασχολήθηκαν ουσιαστικά με τις βαθύτερες αιτίες
της ανισότητας των φύλων και τους λόγους της συνεχούς πατριαρχικής κοινωνικής
οργάνωσης. Για παράδειγμα, ο φιλελεύθερος φεμινισμός δεν μπόρεσε να συμπεριλάβει στον
προβληματισμό και τη δράση του ερωτήματα που αφορούν στην επίδραση της κοινωνικής
δομής στην ανισότητα των φύλων ή ερωτήματα γύρω από τη βιολογική διάσταση της
μητρότητας και τη σύνδεση του ιδιωτικού με τον δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με την Walby
(1990), ο φιλελεύθερος φεμινισμός δεν ανέλυσε την καταπίεση των γυναικών με βάση κάποια
κυρίαρχη κοινωνική δομή, αλλά ως αποτέλεσμα διαφόρων περιορισμών και απαγορεύσεων σε
τομείς όπως η εκπαίδευση και η εργασία. Επιπλέον, οι φιλελεύθερες φεμινίστριες επικρίθηκαν
για την έμφαση στην ατομικότητα, για την εξίσωση ανδρικών αξιών, όπως ο ατομισμός ή ο
ανταγωνισμός, με ανθρώπινες αξίες συνολικά και τέλος για το γεγονός ότι όλες οι γυναίκες
μπορούν, θέλουν και πρέπει να μοιάσουν στους άνδρες. Όπως ισχυρίζεται η Tong (1995), οι
φιλελεύθερες φεμινίστριες αρνήθηκαν να αντιληφθούν την προσπάθεια των γυναικών να
καταπολεμήσουν την πατριαρχία και τον καπιταλισμό, ενώ αντίθετα ισχυρίστηκαν ότι οι
γυναίκες μπορούν να τα καταφέρουν μέσα στο σύστημα.
Σύμφωνα με τη Στασινόπουλου (1992), οι φιλελεύθερες φεμινίστριες έχουν
αναθεωρήσει πρόσφατα τις απόψεις τους για το κράτος πρόνοιας, το οποίο θεωρούν πλέον
σημαντικό αίτιο της καταπίεσης και του περιορισμού των γυναικών σε παραδοσιακούς ρόλους
και όχι φορέα αλλαγής για την επίτευξη της ισότητας. Επίσης, σήμερα κατανοούν ότι καμία
γυναίκα δεν μπορεί να απελευθερώσει μόνη της τον εαυτό της από τις παραδοσιακές
πατριαρχικές δομές και τα στερεότυπα των φύλων και ότι τόσο οι ανθρώπινες πράξεις όσο και
οι κοινωνικές δομές εμποδίζουν τη χειραφέτηση των περισσοτέρων γυναικών (Tong, 1995).
Είναι πάντως αδιαμφισβήτητο ότι το φεμινιστικό κίνημα οφείλει στις φιλελεύθερες

27
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

φεμινίστριες πολλές από τις εκπαιδευτικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της
ισότητας των φύλων. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός εξάλλου αποτελεί μέχρι σήμερα το πιο
μετριοπαθές αλλά και το πιο διαδεδομένο πρόσωπο του φεμινισμού, με την αναζωπύρωση
μάλιστα ζητημάτων, όπως είναι τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη και η έννοια του
κοινωνικού αποκλεισμού σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης.

1.2.3.2 Η μαρξιστική ανάλυση.


Σύμφωνα με την μαρξιστική φεμινιστική παράδοση, η οποία βασίζεται βεβαίως στο
έργο του Marx και του Engels, η κοινωνική θέση των γυναικών θεωρείται το αποτέλεσμα της
σύγκρουσης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Μάλιστα, οι ιεραρχικές ταξικές σχέσεις, οι οποίες
βασίζονται στην άνιση κατανομή του πλούτου και της ιδιοκτησίας, θεωρούνται η αιτία κάθε
είδους ανισότητας. Έτσι, η ιστορική ανάλυση της οργάνωσης της εργασίας και της
οικονομικής παραγωγής αποτέλεσαν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος για τις μαρξίστριες
φεμινίστριες. Συγκεκριμένα, η ιδιοκτησία των μέσων οικονομικής παραγωγής στα χέρια
λιγοστών ανθρώπων, κυρίως ανδρών, οδήγησε σιη διαίρεση των τάξεων, της οποίας
αποτέλεσμα είναι ο σύγχρονος καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός. Οι μαρξίστριες φεμινίστριες
ισχυρίστηκαν ότι ο καπιταλισμός είναι η πραγματική αιτία της γυναικείας καταπίεσης και αν ο
καπιταλισμός αντικατασταθεί από ένα σοσιαλιστικό σύστημα, στο οποίο τα μέσα παραγωγής
θα ανήκουν σε όλους και οι γυναίκες θα είναι οικονομικά ανεξάρτητες από τους άνδρες, τότε
θα είναι και ίσες με αυτούς. Για τους οπαδούς της ορθόδοξης μαρξιστικής προσέγγισης
δηλαδή, η κατάσταση των γυναικών πηγάζει από το ταξικό σύστημα της καπιταλιστικής
κοινωνίας και επομένως η απελευθέρωση τους θα έρθει μόνον εάν συνεργαστούν με τους
άνδρες για την κατάρριψη του συστήματος.
Ο μαρξιστικός φεμινισμός είχε μεγάλη επιρροή στη φεμινιστική σκέψη, ευρωπαϊκών
κυρίως χωρών, τη δεκαετία του '60 και του 70. Σύμφωνα με την Beasley (1999), παρ' ότι η
επίδραση του μαρξιστικού φεμινισμού είναι ακόμη εμφανής στη φεμινιστική θεωρία, στην
πραγματικότητα η μαρξιστική φεμινιστική παράδοση φθίνει ολοένα και περισσότερο, ιδιαίτερα
μετά την ανάπτυξη της σοσιαλισπκής φεμινισπκής προσέγγισης. Για άλλους θεωρητικούς
τόσο η μαρξιστική όσο και η σοσιαλισπκή φεμινιστική παράδοση έχουν ουσιαστικά πεθάνει το
τέλος της δεκαετίας του '80, με την κατάρρευση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας σε όλες σχεδόν
τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, οι όροι μαρξισμός και σοσιαλισμός έχουν σχεδόν
εγκαταλειφθεί από την ορολογία των περισσότερων σύγχρονων φεμινιστριών, καθώς και τα
ζητήματα που διαπραγματεύονταν οι παραδόσεις αυτές, όπως για παράδειγμα η οικονομική
παραγωγή, οι ταξικές σχέσεις και η ανάπτυξη μιας κοινωνικής παρεμβατικής πολιτικής
(Beasley, 1999). Ωστόσο, αξίζει κανείς να αναφερθεί στο ρεύμα του μαρξιστικού φεμινισμού,
καθώς οι επιρροές του υπήρξαν σημαντικές στην ανάλυση ποικίλων θεμάτων που αφορούν
στη γυναικεία καταπίεση, καθορίζοντας μάλιστα την εξέλιξη μεταγενέστερων θεωρητικών
προσεγγίσεων.

28
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Οι μαρξίστριες φεμινίστριες ασχολήθηκαν κυρίως με θέματα εργασιακών σχέσεων και


σύμφωνα με την Tong (1995) συνέβαλλαν στην κατανόηση ζητημάτων όπως, η σχέση του
θεσμού της οικογένειας με το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, η υποτίμηση της οικιακής
εργασίας των γυναικών και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας. Οι
οπαδοί της μαρξιστικής φεμινιστικής παράδοσης ισχυρίστηκαν ότι στο καπιταλιστικό σύστημα
οι γυναίκες καταπιέζονται γιατί με την άμισθη οικιακή εργασία που προσφέρουν καθιστούν
δυνατή την ανδρική μισθωτή εργασία, αποτελώντας ταυτόχρονα μια περιθωριοποιημένη
εργατική δύναμη, η οποία εισάγεται και διώκεται από την αγορά εργασίας ανάλογα με τις
ανάγκες του συστήματος. Οι μαρξίστριες διαφωνούν με τις φιλελεύθερες φεμινίστριες ότι η
κοινωνική θέση του καθένα αντικατοπτρίζει την προσωπική του ικανότητα και ισχυρίζονται ότι
η θέση αυτή καθορίζεται ουσιαστικά από την κοινωνική τάξη. Επομένως, σύμφωνα με την
άποψη τους, μια ελεύθερη αγορά εργασίας δεν ευνοεί όλους τους ανθρώπους ισότιμα, καθώς
οι περισσότεροι δεν ανήκουν στην κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη και έτσι ενώ τυπικά έχουν ίσα
δικαιώματα δεν έχουν ωστόσο ίσες ευκαιρίες να τα ασκήσουν. Όμως, τόσο οι μαρξίστριες
όσο και οι φιλελεύθερες φεμινίστριες εστιάζουν στη δημόσια σφαίρα και ειδικά στη θέση των
γυναικών στον τομέα της μισθωτής εργασίας. Βέβαια, σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες, οι
μαρξίοτριες φεμινίστριες υποστήριξαν επαναστατικές αλλαγές στην οικονομία, θεωρώντας ότι
το τέλος του καπιταλισμού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το τέλος της ανδρικής
κυριαρχίας στις γυναίκες. Επιπλέον, η Beasley (1999) ισχυρίζεται ότι οι μαρξϊστριες
μοιράζονται επίσης με τις φιλελεύθερες φεμινίστριες την υπόθεση ότι υπάρχει ομοιότητα
ανάμεσα σε άνδρες και σε γυναίκες. Δηλαδή, ενώ οι γυναίκες φαίνεται να καταπιέζονται από
τους άνδρες, στην πραγματικότητα καταπιέζονται, όπως ακριβώς και οι άνδρες, από το
καπιταλιστικό σύστημα οικονομικής οργάνωσης και επομένως τα συμφέροντα ανδρών και
γυναικών είναι τελικά παρόμοια.
Σύμφωνα με την Hartmann (1981), η μαρξιστική φεμινιστική προσέγγιση
πραγματεύεται τη γυναικεία καταπίεση με τρεις βασικά τρόπους: α) η γυναικεία καταπίεση
αντιμετωπίζεται ως η σχέση ή η μη-σχέση της γυναίκας με την παραγωγή και επομένως, η
σχέση των γυναικών με τους άνδρες εμπεριέχεται ουσιαστικά στη σχέση των εργατών με το
κεφάλαιο, β) οι οπαδοί της μαρξιστικής προσέγγισης ενσωματώνουν τα γυναικεία θέματα σε
μια ανάλυση της καθημερινής ζωής στο καπιταλιστικό σύστημα, όπου όλες οι πλευρές της
καθημερινότητας θεωρείται ότι αναπαράγουν το καπιταλιστικό σύστημα και γ) το επίκεντρο
της ανάλυσης φαίνεται να είναι η οικιακή εργασία που προσφέρουν οι γυναίκες στο πλαίσιο
της οικογένειας και η σχέση της εργασίας αυτής με το κεφάλαιο.
Με ποιον τρόπο όμως, σύμφωνα με τους οπαδούς της μαρξιστικής παράδοσης, η
οικογένεια και κυρίως η άμισθη οικιακή εργασία των γυναικών αναπαράγει τον καπιταλισμό και
επομένως συμβάλλει στην καταπίεση τους; Αρχικά, ο Engels ερμήνευσε την υποταγή των
γυναικών ως αποτέλεσμα της ιδιωτικής περιουσίας και επομένως ως πρόβλημα της ιστορίας
και όχι της βιολογίας (Sayers, 1982). Ο Engels προσέφερε μια υλιστική (δηλαδή οικονομική)

29
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

εξήγηση των αλλαγών στους ρόλους των δύο φύλων ιστορικά και αναφέρθηκε στη σχέση των
ρόλων αυτών με τον τρόπο παραγωγής. Σύμφωνα με τον ίδιο, καθώς οι άνθρωποι
ανακάλυψαν πιο αποτελεσματικούς τρόπους παραγωγής, παρήγαγαν περισσότερα από όσα
χρειάζονταν για άμεση κατανάλωση, δημιουργώντας έτσι ένα πλεόνασμα προϊόντων, τα οποία
όμως είχαν αξία επειδή μπορούσαν να ανταλλαχθούν με άλλα προϊόντα. Με τη συσσώρευση
λοιπόν του πλούτου, οι άνδρες επιθυμούσαν απογόνους για να κληρονομήσουν την περιουσία
τους και επειδή η πατρότητα δεν είναι το ίδιο σίγουρη με τη μητρότητα, επέβαλλαν στις
γυναίκες τη μονογαμία μέσα από το θεσμό του γάμου και της οικογένειας (Sayers, 1982). Στη
συνέχεια βέβαια, οι διαφορετικές εργασίες των γυναικών και των ανδρών, μέσα και έξω από
το σπίτι αντίστοιχα, συνεπάγονταν την οικειοποίηση διαφορετικών προϊόντων και μέσων
παραγωγής από τα δύο φύλα. Έτσι, οι γυναίκες οικειοποιήθηκαν τα προϊόντα και τα μέσα της
οικιακής αναπαραγωγής στο χώρο της οικογένειας, ενώ οι άνδρες τα προϊόντα και τα μέσα της
οικονομικής παραγωγής στο χώρο της δημόσιας εργασίας. Η απελευθέρωση επομένως των
γυναικών, σύμφωνα με τον Engels, θα προκύψει μόνον όταν αυτές θα συμμετάσχουν σιη
σφαίρα της παραγωγής και πάρουν μέρος στον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην
καπιταλιστική τάξη.
Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα μαρξιστικής μεθοδολογίας για την ανάλυση του
οικιακού τρόπου παραγωγής, αποτελεί η θεωρία των Delphy & Leonard (1992), οι οποίες
αντιμετωπίζουν επίσης την οικογένεια (και την οικιακή εργασία) ως ένα σύστημα εργασιακών
σχέσεων οικονομικής εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τις παραπάνω ερευνήτριες, οι γυναίκες
σήμερα δεν εκμεταλλεύονται και δεν κερδίζουν οι ίδιες αυτά που παράγουν. Το πρόβλημα
επομένως, δεν είναι μόνο ότι οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο ή ότι η εργασία τους
υποτιμάται και είναι συνήθως βαρετή, αλλά κυρίως ότι τα προϊόντα της εργασίας αυτής δεν
ανήκουν στις ίδιες. Οι Delphy & Leonard (1992) υποσΓηρίζουν με άλλα λόγια ότι «η πρακτική,
συναισθηματική, σεξουαλική, αναπαραγωγική και συμβολική εργασία» που προσφέρουν οι
γυναίκες μέσα στην οικογένεια έχει ως άμεσους και κύριους αποδέκτες τους άνδρες.
Σύμφωνα με τις Delphy & Leonard (1992), η κατανόηση της γυναικείας εργασίας μέσα στην
οικογένεια και οι σχέσεις μέσα στις οποίες αυτή διεκπεραιώνεται αποτελούν σημαντικά
στοιχεία για την κατανόηση της ανδρικής κυριαρχίας.
Τελικά, όπως αναφέρει ο Connell (1987), ο μαρξισμός τοποθετεί τους καθοριστικούς
λόγους της γυναικείας καταπίεσης στις ταξικές σχέσεις, στο καπιταλιστικό σύστημα και στις
σχέσεις παραγωγής, όπως αυτές γίνονται κατανοητές με ταξικούς όρους. Με τον τρόπο αυτό
όμως, η μαρξιστική φεμινιστική ανάλυση υπήρξε μια ανάλυση «τυφλή» ως προς τον
παράγοντα φύλο. Ο Marx ποτέ δεν αναρωτήθηκε ουσιαστικά για τη φυλετική ιεραρχία στην
κοινωνία και υπέθεσε ότι η εκμετάλλευση ανδρών και γυναικών πηγάζει από την ίδια πηγή,
δηλαδή, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Για τον Marx ο καταμερισμός της εργασίας
κατά φύλα στην οικογένεια, που θεωρείται από τον ίδιο μάλλον φυσιολογικός, έχει σημασία
μόνο γιατί δημιουργεί διαφορές στην ιδιωτική περιουσία. Επομένως, όπως παρατήρησε και η

30
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Eisenstein (1979), παρ' όλο που οι φυλετικές σχέσεις αναπαραγωγής θεωρούνται ως η


πρωταρχική αιτία του καταμερισμού της εργασίας στην οικογένεια και άρα της γυναικείας
καταπίεσης δεν αναλύονται ιδιαίτερα αλλά εντάσσονται στις σχέσεις παραγωγής. Επιπλέον,
σύμφωνα με την Tong (1995), ο τρόπος με τον οποίο μαρξιστικός φεμινισμός αντιλαμβάνεται
τον θεσμό της οικογένειας ως κύριο αίτιο του καπιταλιστικού συστήματος και της γυναικείας
καταπίεσης είναι απλουστευμένος. Από την άλλη, αγνοώντας την παράμετρο φύλο, ο
μαρξισμός αφήνει έξω από την ανάλυση σημαντικές πλευρές της κοινωνικής ζωής, κυρίως
ιδιωτικές και προσωπικών σχέσεων, όπως η αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών ή η
σεξουαλική καταπίεση και κακοποίηση των γυναικών (Στασινόπουλου, 1992).
Πράγματι, οι κλασσικές τουλάχιστον μαρξιστικές αναλύσεις δεν εξηγούν γιατί οι
γυναίκες είναι αυτές που αναλαμβάνουν την οικιακή ευθύνη και φροντίδα. Επομένως, η
καταπίεσητων γυναικών μπορεί να είναι λειτουργική για το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά ο
μαρξισμός δεν εξηγεί γιατί καταπιέζονται οι γυναίκες συγκεκριμένα και όχι κάποια άλλη ομάδα.
Επίσης, οι ορθόδοξες μαρξιστικές αναλύσεις δεν αναφέρονται καθόλου στην πατριαρχία ως
συστηματική κυριαρχία των ανδρών στις γυναίκες. Αντίθετα, η γυναικεία καταπίεση
κατανοείται ως μια άλλη πλευρά της ταξικής καταπίεσης. Όμως, σύμφωνα με τη Hartmann
(1981), το αντικείμενο της φεμινιστικής ανάλυσης είναι πάντα και πρωταρχικά οι σχέσεις
ανδρών και γυναικών. Τέλος, οι μαρξίστριες φεμινίστριες υποστήριξαν ότι η κατάργηση του
καπιταλισπκού συστήματος θα απελευθέρωνε τις γυναίκες, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν
συνέβαινε σε σοσιαλιστικά κράτη, όπως η πρώην Σοβιετική Ένωση ή άλλες χώρες της
ανατολικής Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η καταπίεση των γυναικών άρχισε πολύ πριν τον
καπιταλισμό, αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και συνεχίζεται σε
χώρες που δεν είναι πια καπιταλιστικές. Άλλωστε, όπως ισχυρίστηκε ο Connell (1987), το
γεγονός ότι γυναίκες διαφορετικών τάξεων έχουν διαφορετικά συμφέροντα είναι πολύ
σημαντικό, αλλά δεν χρειάζεται το δόγμα της θεωρητικής προτεραιότητας της κοινωνικής
τάξης για να γίνει αντιληπτό.

1.2.3.3 Η ριζοσπαστική άποψη.


Ως ιδεολογία ο ριζοσπαστικός φεμινισμός έχει τις ρίζες του στο αμερικάνικο γυναικείο
κίνημα του τέλους της δεκαετίας του '60 και της δεκαετίας του '70. Συνολικά, οι οπαδοί του
ριζοσπαστικού φεμινισμού θεώρησαν ότι η καταπίεση των γυναικών, εξαιτίας του βιολογικού
τους φύλου και όχι κάποιας άλλης κοινωνικής δομής, αποτελεί την πιο βασική μορφή
καταπίεσης σε όλο τον κόσμο και ότι οι άνδρες και όχι οι κοινωνία ή οι συνθήκες εξανάγκασαν
τις γυναίκες σε καταπιεστικούς ρόλους και συμπεριφορές. Μάλιστα, αυτή η καταπίεση λόγω
του φύλου, η οποία οφείλεται στο πατριαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, θεωρείται
από το ριζοσπαστικό φεμινισμό και η πιο ισχυρή μορφή καταπίεσης, από την οποία απορρέουν
όλες οι άλλες κοινωνικές ανισότητες (Beasley, 1999).

31
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Ο όρος πατριαρχία, σύμφωνα με τον οποίον οι άνδρες κυριαρχούν και


εκμεταλλεύονται τις γυναίκες, έχει επομένως πρωταρχική σημασία για τις ριζοσπαστικές
φεμινίστριες και βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάλυσης τους. Η πατριαρχία για τις
ριζοσπάστριες, ισχυρίζεται η Walby (1990), δεν απορρέει από κανένα άλλο σύσιημα
κοινωνικής ανισότητας δεν αποτελεί δηλαδή προϊόν του καπιταλισμού. Αντίθετα, αν για τους
μαρξιστές η λέξη κλειδί είναι ο καπιταλισμός για τις ριζοσπάστριες είναι η πατριαρχία, την
οποία θεωρούν παγκόσμια, διαχρονική και διαπολιτισμική.
Σύμφωνα με την Tong (1995), η γυναικεία αναπαραγωγική ικανότητα, το κοινωνικό
φύλο και η γυναικεία σεξουαλικότητα αποτελούν τα σημαντικότερα θέματα των
ριζοσπαστικών φεμινιστριών. Ενώ λοιπόν οι φιλελεύθερες και οι μαρξίστριες έδωσαν
βαρύτητα σε κοινωνικούς παράγοντες, οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες εστίασαν κυρίως στη
βαρύτητα της γυναικείας βιολογίας και στις συνέπειες αυτής της βιολογίας στην αίσθηση που
έχουν οι γυναίκες για τον εαυτό τους, για τη θέση τους και τη λειτουργία τους στον ιδιωτικό
και δημόσιο τομέα. Βέβαια, όπως αναφέρει και η Tong (1995), οι οπαδοί του ριζοσπαστικού
φεμινιστικού κινήματος δεν ασπάζονται τη βιολογία των γυναικών ως πεπρωμένο, αντίθετα,
πρόθεση τους είναι να αμφισβητήσουν την υποτιθέμενη φυσική τάξη και να ξεπεράσουν τις
αρνητικές συνέπειες της βιολογικής ικανότητας των γυναικών για αναπαραγωγή, τόσο στις
γυναίκες όσο και στους άνδρες. Παρότι οι ριζοσπάστριες αντιλήφθηκαν αρχικά τη βιολογία
των γυναικών ως δεσμευτική, στη συνέχεια οι περισσότερες αντιμετώπισαν τις
αναπαραγωγικές ικανότητες των γυναικών και τη γυναικεία ψυχολογία της προσφοράς και
φροντίδας ως πηγές απελευθερωτικής δύναμης για τις γυναίκες. Έτσι, υποστήριξαν ότι αυτό
που αποτελεί καταπίεση δεν είναι η βιολογία των γυναικών αυτή καθεαυτή, αλλά ο έλεγχος
της γυναικείας αναπαραγωγικής ικανότητας και φροντίδας των παιδιών από τους άνδρες.
Επομένως, αν οι γυναίκες αναλάβουν την ευθύνη της βιολογίας τους και αποκτήσουν τον
έλεγχο του σώματος τους, τότε θα βρίσκονται σε καλύτερη και δυνατότερη θέση σε σχέση με
τους άνδρες.
Άλλες ριζοσπαστικές φεμινίστριες εστίασαν στους τρόπους με τους οποίους το
κοινωνικό φύλο και η σεξουαλικότητα χρησιμοποιήθηκαν για την καταπίεση των γυναικών.
Αναφέρθηκε ήδη ότι οι φυλετικοί ρόλοι και τα στερεότυπα φύλου αποτελούν επιπλέον
τρόπους με τους οποίους η κοινωνία υποτάσσει τις γυναίκες στους κανόνες της πατριαρχίας
και, όπως θα διαπιστώσουμε στη δεύτερη ενότητα του κεφαλαίου, οι φυλετικοί ρόλοι
αποδίδονται στο υποκείμενο επειδή η κοινωνία συνδέει αυθαίρετα τη συμπεριφορά του
κοινωνικού φύλου (gender) με το βιολογικό φύλο (sex) ενός ανθρώπου. Για τις ριζοσπαστικές
φεμινίστριες, ο έλεγχος και η εξουσία που ασκούν οι άνδρες αποτελεί την αιτία της κοινωνικής
κατασκευής του φύλου. Όπως αναφέρει η Tong (1995), το πρόβλημα για τον ριζοσπαστικό
φεμινισμό δεν είναι η θηλυκότητα αυτή καθεαυτή, αλλά η μειωμένη άΕ)α που το πατριαρχικό
σύστημα προσδίδει σε παραδοσιακά γυναικείες ποιότητες. Ωστόσο, άλλες θεωρητικοί
αντέδρασαν στην παραπάνω άποψη λέγοντας ότι η θηλυκότητα, όπως διαμορφώθηκε τελικά,

32
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

αποτελεί πρόβλημα από μόνη της, διότι κατασκευάστηκε από τους άνδρες για πατριαρχικούς
σκοπούς και ορίστηκε με βάση την αντίθεση της από κάθε τι αρσενικό (Tong, 1995).
Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η θηλυκότητα πρέπει να καθοριστεί εκ νέου δίχως
εξωτερικό σημείο αναφοράς και κάθε γυναίκα να ανακαλύψει τον πραγματικό γυναικείο εαυτό
της.
Τέλος, οι ριζοσπάοτριες αναφέρθηκαν σε πολλές πλευρές της σεξουαλικής καταπίεσης
που υφίστανται οι γυναίκες από τους άνδρες για χρόνια, όπως για παράδειγμα η πορνογραφία,
η πορνεία, η σεξουαλική παρενόχληση, ο βιασμός και η κακοποίηση (Tong, 1995).
Γενικότερα, οι ριζοσπάστριες εισήγαγαν νέα και προκλητικά, θέματα έρευνας, τα οποία
αφορούσαν στην προσωπική ζωή των γυναικών και τα οποία θεωρήθηκαν από τις ίδιες πολύ
σημαντικά για την ανάλυση ενός πατριαρχικού συστήματος εξουσίας (έτσι προέκυψε
άλλωστε και ο τίτλος της συγκεκριμένης φεμινιστικής παράδοσης). Πράγματι, οι οπαδοί της
προσέγγισης αυτής ισχυρίστηκαν ότι οι σχέσεις των γυναικών με τους άνδρες - ακόμη και οι
πιο προσωπικές - έχουν πολιτική φύση και αποτελούν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Μία
από τις σημασίες του σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό» («the personal is political»)
αφορά στις σεξουαλικές σχέσεις ανδρών-γυναικών, οι οποίες παρ' όλο που διαμορφώνονται σε
προσωπικό επίπεδο έχουν πολιτικές προεκτάσεις (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994α). Με άλλα
λόγια, σύμφωνα με την Eisenstein (1987), ο κοινωνικός έλεγχος και η υποταγή των γυναικών
στο επίπεδο της οικονομίας, της ψυχολογίας, του νόμου και της ιδεολογίας εκφράζεται
ταυτόχρονα στο ιδιωτικό και προσωπικό επίπεδο της κρεβατοκάμαρας.
Η Weedon (1987) ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με την προσέγγιση του ριζοσπαστικού
φεμινισμού, η πατριαρχία αποτελεί μια ολοκληρωτική δομή, η οποία υπαγορεύει αναγκαστικά
την καθολική διαφοροποίηση των γυναικών και την ανάπτυξη μιας διαφορετικής γυναικείας
κουλτούρας ανεξάρτητα από αυτήν των ανδρών. Στην ίδια λογική, η Beasley (1999)
αναφέρει ότι οι ριζοσπάοτριες ενισχύουν μια απόσταση των γυναικών από τους άνδρες, η
οποία μπορεί να κυμαίνεται από την ενίσχυση της συλλογικότητας και της αλληλοϋποστήριξης
ανάμεσα σε γυναίκες, μέχρι την πλήρη άρνηση της ετεροσεξουαλικότητας εκ μέρους των
γυναικών. Πράγματι, οι ριζοσπάστριες ενίσχυσαν σημαντικά την αναγνώριση της αξίας των
ιδιαίτερων γυναικείων χαρακτηριστικών και της γυναικείας φύσης και προσπάθησαν να
επαναφέρουν τα θετικά στοιχεία της θηλυκότητας, τραβώντας μια έντονη διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Πολλές φεμινίστριες τον ονόμασαν και «φεμινισμό
της διαφοράς», είτε λόγω των έμφυτων βιολογικών διαφορών, είτε λόγω των διαπολιτισμικών
και διαχρονικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα (Beasley, 1999). Ακολουθώντας τις
ριζοσπαστικές απόψεις των φεμινιστριών αυτών, θα έλεγε κανείς ότι, εφόσον όλες οι
κοινωνίες είναι πατριαρχικές και οργανώνονται ή καθορίζονται από τους άνδρες προς όφελος
τους, η λύση φαίνεται να είναι η ενότητα ανάμεσα στις γυναίκες, ενάντια στην ανδρική
αυθεντία και η προσήλωση τους σης ιδιαίτερες γυναικείες αρετές, όπως αυτής της φροντίδας
και της συντροφικότητας.

33
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Οι ριζοσπάστριες κατηγορήθηκαν τελικά ότι αντικατέστησαν την κοινωνική τάξη με τη


φυλετική τάξη και τον καπιταλισμό με την πατριαρχία (McDonough & Harrison, 1978). Για
παράδειγμα, δεν συμπεριέλαβαν στις αναλύσεις τους τις ιστορικές ιδιαιτερότητες της
οικονομικής ύπαρξης των γυναικών, ενώ θεώρησαν αποκλειστικά τους άνδρες ως τους
κύριους και βασικούς εχθρούς της γυναίκας. Ο αντίλογος, τόσο από τις μαρξίστριες όσο και
από τις σοσιαλίστριες φεμινίστριες, υποστηρίζει ότι οι οικονομικές συνθήκες φέρνουν πολύ
συχνά αντιμέτωπα τα ανδρικά και γυναικεία συμφέροντα στην αγορά εργασίας και επομένως η
πατριαρχία θα έπρεπε να αναλυθεί και ως οικονομικο-πολιτικό σύστημα με συγκεκριμένη
ιστορία (Eisenstein, 1979). Όμως, φαίνεται ότι οι ριζοσπάστριες αναφέρονται σΓην ιστορία
μόνο και μόνο για να δώσουν παραδείγματα πατριαρχίας σε όλες τις εποχές και τους
πολιτισμούς. Η κύρια κριτική του ριζοσπαστικού κινήματος λοιπόν, έχει να κάνει με ένα
λανθασμένο καθολικισμό, που δεν υπολογίζει ιστορικές αλλαγές και δεν λαμβάνει υπ' όψιν τις
διαφορές γυναικών διαφορετικής τάξης, εθνικότητας και ηλικίας. Σύμφωνα με τη
Στασινόπουλου (1992), το ζήτημα της πατριαρχίας προσεγγίζεται με τέτοιον τρόπο που
αποκρύπτει διαφορετικές μορφές ανισότητας και καταπίεσης των γυναικών σε διαφορετικές
ιστορικές στιγμές και κοινωνικά συστήματα.
Οι ριζοσπάστριες κατηγορήθηκαν επίσης για μια τάση προς τον εσσενσιαλισμό και για
ντετερμινιστικές απόψεις σε σχέση με τη γυναικεία βιολογία ως καθοριστική της γυναικείας
καταπίεσης (Walby, 1990). Σύμφωνα με την Tong (1995), εσσενσιαλιστικές θέσεις, όπως όλοι
οι άνδρες είναι καταπιεστές και διεφθαρμένοι, ενώ όλες οι γυναίκες είναι αθώα θύματα,
οδηγούν σε αδιέξοδα και δεν υπόσχονται καμία αλλαγή. Με τον τρόπο αυτό οι ριζοσπάστριες
πέφτουν στην παγίδα της διχοτόμου σκέψης των ανδρών, την οποία επιθυμούν να
αποφύγουν. Πολλοί κριτικοί τόνισαν την ανάγκη να αποφεύγει κανείς εντελώς
κατηγοριοποιήσεις, οι οποίες παγιδεύουν σε αυστηρούς και προκαθορισμένους ρόλους, ακόμη
κι αν κάποιοι από αυτούς τους ρόλους έχουν θετική αξία. Η στάση της ριζοσπαστικής
φεμινιστικής προσέγγισης ότι η πατριαρχία είναι αναπόφευκτη και παγκόσμια είναι απατηλή
και συμβαίνει με οποιαδήποτε θεώρηση προσπαθεί να βρει μια και μόνη αιτία για ένα
φαινόμενο (Tong, 1995).
Έντονη κριτική ασκήθηκε επίσης στην άποψη των ριζοσπαστικών φεμινιστριών ότι
πρέπει να ενισχύσουμε την ξεχωριστή γυναικεία φύση και να αποδώσουμε αξία στη ξεχωριστή
σφαίρα των γυναικείων καθηκόντων (Sayers, 1982). Υποστηρίχθηκε ότι οι ριζοσπάστριες, με
τη συγκεκριμένη στάση τους, καθορίζουν τη γυναικεία κουλτούρα σύμφωνα με ότι δεν είναι
ανδρικό, περιθωριοποιώντας έτσι τις γυναίκες και τονίζοντας τη διαφορά τους. Για
παράδειγμα, το γεγονός ότι τονίζουν τις γυναικείες διαφορές επικρίθηκε από τις φιλελεύθερες
φεμινίστριες, οι οποίες προσπάθησαν να υποτιμήσουν τις διαφορές των φύλων στο όνομα της
ισότητας (Beasley, 1999). Επιπλέον, η εμμονή σε μια γυναικεία κουλτούρα και ο αποκλεισμός
των ανδρών αγνοεί τις σχέσεις αλληλοϋποστήριξης και αλληλοβοήθειας ανάμεσα στα φύλα,
παραβλέποντας επίσης τις ταξικές και άλλες διαφορές ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες

34
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

(Στασινόπουλου, 1992). Τέλος, η απομάκρυνση των γυναικών από τους άνδρες δεν αποτελεί
λύση ούτε εκπροσωπεί την επιθυμία και την ανάγκη όλων των γυναικών.
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός αποτελεί πρωταρχικά μια πρακτική κατανόησης μέσα από
την αφύπνιση της συνείδησης και έχει επηρεασθεί από τη φαινομενολογική προσέγγιση,
καθώς οι ριζοσπάστριες εσπάζουν περισσότερο στην περιγραφή παρά στην εξήγηση των
φαινομένων. Πέρα από τον βιολογικό καθορισμό, οι λόγοι της ανδρικής κυριαρχίας δεν
αναλύονται επαρκώς. Η ριζοσπασπκή γνώση βασίζεται κυρίως την προσωπική εμπειρία
καταπιεσμένων γυναικών σε πατριαρχικά κοινωνικά συστήματα. Μοιράζοντας αυτήν την
εμπειρία, οι γυναίκες συνειδητοποιούν ότι αυτό το οποίο θεωρούσαν προσωπικό πρόβλημα
είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης καταπίεσης που αντιμετωπίζουν κι άλλες γυναίκες και μπορεί
να αλλάξει μόνο με συλλογική πολιτική δράση.

1.2.3.4 Η σοσιαλιστική προσέγγιση.

Το έργο του σοσιαλιστικού φεμινισμού, το οποίο αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του 70


και του '80, μπορεί να κατανοηθεί ως μια προσπάθεια σύνθεσης των θέσεων άλλων
φεμινιστριών και συσχετισμού των πολλαπλών τρόπων και μορφών της γυναικείας
καταπίεσης. Για παράδειγμα, η Mitchell (1973), (εκπρόσωπος του συγκεκριμένου κινήματος),
στο βιβλίο της «Woman's Estate», ισχυρίζεται ότι η θέση της γυναίκας καθορίστηκε από τις
δομές παραγωγής (μαρξίστριες), τις δομές αναπαραγωγής και σεξουαλικότητας
(ριζοσπάστριες) και τέλος την διαφορετική κοινωνικοποίηση των φύλων (φιλελεύθερες). Στην
ουσία, η θεώρηση του σοσιαλιστικού φεμινισμού είναι το αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας και
της κριτικής που άσκησε στον «τυφλό» απέναντι στον παράγοντα φύλο χαρακτήρα της
μαρξιστικής φεμινιστικής σκέψης και στις απόλυτες θέσεις της ριζοσπαστικής φεμινιστικής
άποψης ότι η πατριαρχία είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό και παγκόσμιο.
Σύμφωνα με την Tong (1995), οι σοσιαλίστριες ισχυρίστηκαν ότι η ταξική κοινωνία
δεν αποτελεί τον μοναδικό και κυρίαρχο λόγο της γυναικείας καταπίεσης, διότι τόσο στις
καπιταλιστικές, όσο και στις σοσιαλιστικές κοινωνίες, η θέση της γυναίκας παραμένει η ίδια.
Έτσι, ενώ οι μαρξίστριες φεμινίστριες κατάφεραν να εξηγήσουν με ποιον τρόπο ο
καπιταλισμός προκάλεσε τη διαίρεση της εργασίας ανάμεσα στη δημόσια και στην ιδιωτική
σφαίρα, δεν εξήγησαν επαρκώς γιατί οι γυναίκες ήταν αυτές που συνδέθηκαν με την
οικογένεια, ενώ οι άνδρες με την αγορά εργασίας και όχι το αντίστροφο. Από την άλλη, οι
ριζοσπάστριες φεμινίστριες ενώ εξηγούν με υλιστικούς τρόπους τις αιτίες της πατριαρχίας
δηλαδή με βάση τον έλεγχο που ασκούν οι άνδρες σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής,
εκπαιδευτικής και πολιτικής ζωής, αντιμετωπίζουν την πατριαρχία ως ένα παγκόσμιο
φαινόμενο, ανεξάρτητο από συγκεκριμένες πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες (Tong,
1995). Η θέση των σοσιαλιστριών συνοψίζεται στα λόγια του Barrett (1984), ο οποίος
αναφέρει ότι η καταπίεση των γυναικών δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη εκ των
προτέρων, ούτε αποτελεί λειτουργική προϋπόθεση του καπιταλισμού, αν και στο

35
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

συγκεκριμένο σύστημα οικονομικής ανάπτυξης συνδέθηκε σημαντικά με την αναπαραγωγή


των καπιταλιστικών σχέσεων οικονομικής παραγωγής.
Προκειμένου να ξεπεράσουν τις παραπάνω αδυναμίες οι σοσιαλίστριες ανέπτυξαν,
σύμφωνα με την Tong (1995), δύο διαφορετικές θεωρητικές κατευθύνσεις για την ανάλυση
του φαινομένου της πατριαρχίας: α) τη θεωρία των διπλών συστημάτων (dual-systems
theory) και β) τη θεωρία του συμπαγούς (ή ενιαίου) συστήματος (unified-systems theory).
Η θεωρητική προσέγγιση των διπλών συστημάτων ισχυρίζεται ότι ο καπιταλισμός και
η πατριαρχία αποτελούν δύο ξεχωριστά αλλά ισότιμα συσΓήματα κοινωνικών σχέσεων, τα
οποία συναντώνται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους (Corinell,1987). Η κατανόηση του
σύγχρονου κόσμου επομένως απαιτεί την ταυτόχρονη ανάλυση των ταξικών και των
φυλετικών δομών. Αυτή η θεώρηση είναι συνεπής με την άποψη ότι οι φυλετικές σχέσεις
εμφανίζονται σε όλες τις κοινωνικές πρακτικές και προϋπάρχουν του καπιταλισμού ή άλλων
ταξικά οργανωμένων κοινωνιών. Οι δυσκολίες σε αυτού του είδους την προσέγγιση έχουν να
κάνουν με την έννοια του συστήματος - τι κάνει δηλαδή το πατριαρχικό σύστημα
συστηματικό - και με το πώς κατανοεί κανείς την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον καπιταλισμό
και την πατριαρχία. Σε γενικές γραμμές, οι θεωρίες των διπλών συστημάτων ισχυρίζονται ότι
πατριαρχία και καπιταλισμός αποτελούν δύο ξεχωριστούς τρόπους κοινωνικών σχέσεων με
διαφορετικά και πολλές φορές αντικρουόμενα συμφέροντα, που όταν διασταυρώνονται
καταπιέζουν τις γυναίκες με ποικίλους τρόπους (παράδειγμα αποτελεί ο οικογενειακός μισθός).
Για να κατανοήσουμε επομένως τη γυναικεία καταπίεση, ισχυρίζονται οι σοσιαλίστριες των
διπλών συστημάτων, τόσο η πατριαρχία, όσο και ο καπιταλισμός πρέπει να αναλυθούν αρχικά
ως ξεχωριστά φαινόμενα και δεύτερον ως φαινόμενα που σχετίζονται διαλεκτικά μεταξύ τους.
Στο πλαίσιο των θεωριών αυτών, ενώ οι περισσότερες ερευνήτριες εξηγούν τον
καπιταλισμό ως μια υλιστική και ιστορική δομή του τρόπου παραγωγής μερικές όπως η
Hartmann, εξηγούν και την πατριαρχία με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή ως μια υλιστική και
ιστορική δομή του τρόπου αναπαραγωγής ενώ άλλες όπως η Mitchell, περιγράφουν την
πατριαρχία ως μια κυρίως ιδεολογική και ψυχαναλυτική δομή, η οποία υπερβαίνει τους
περιορισμούς του τόπου και του χρόνου (Tong, 1995).
Πράγματι, η Mitchell (1974), διακρίνει ανάμεσα στον οικονομικό τρόπο παραγωγής
του καπιταλισμού και στην ιδεολογία της πατριαρχίας. Στην πραγματικότητα η Mitchell όρισε
την πατριαρχία ως ιδεολογία και δεν την ανέλυσε με οικονομικούς όρους. Μάλιστα, θεώρησε
το υποσυνείδητο πολύ σημαντικό για την κατανόηση της διαιώνισης της πατριαρχικής
ιδεολογίας. Σύμφωνα με την ίδια, ενώ το οικονομικό επίπεδο καθορίζεται από τις
καπιταλιστικές σχέσεις το επίπεδο του υποσυνείδητου από τις πατριαρχικές. Με σκοπό να
ανακαλύψει το δεύτερο, το επίπεδο του υποσυνείδητου δηλαδή, η συγγραφέας στράφηκε
στην ψυχαναλυτική θεωρία και κατέληξε ότι η γυναικεία καταπίεση διατηρείται ουσιαστικά
από την πολιτισμική κατασκευή του ανδρισμού και της θηλυκότητας.

36
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Αντίθετα, η Hartmann (1981) υποστήριξε ότι οι πατριαρχικές σχέσεις λειτουργούν στο


επίπεδο της εκμετάλλευσης της γυναικείας εργασίας και όχι στο επίπεδο της ιδεολογίας και
του υποσυνείδητου. Η εκμετάλλευση αυτή, σύμφωνα με την ίδια, επεκτείνεται τόσο στην
οικιακή όσο και στη μισθωτή εργασία. Για παράδειγμα, στη μισθωτή εργασία ο καταμερισμός
της εργασίας διατηρεί τις καλύτερες και πιο καλοπληρωμένες θέσεις για τους άνδρες ενώ
μέσα στο σπίτι οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο ακόμη κι αν εργάζονται με πλήρες ωράριο.
Αυτοί οι δύο τρόποι εκμετάλλευσης ενισχύουν ο ένας τον άλλον, διότι από τη μία η
μειονεκτική θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας τις οδηγεί στο γάμο, από την άλλη η
θέση των γυναικών στην οικογένεια τις εμποδίζει να εισβάλουν ανταγωνιστικά στη μισθωτή
εργασία. Σύμφωνα με την Hartmann (1981), ένα οικονομικό σύστημα παραγωγής συνυπάρχει
με ένα αναπαραγωγικό σύστημα φύλου, όποιο κι αν είναι αυτό, τα οποία φαίνεται ότι
καθορίζουν από κοινού την εκάστοτε κοινωνική οργάνωση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση,
καπιταλισμός και πατριαρχία συνυπάρχουν απαραίτητα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη συγγραφέα,
αλλαγές στο ένα σύστημα δεν συνεπάγονται απαραίτητα αλλαγές στο άλλο, παρ' όλο που κάτι
τέτοιο ιστορικά και εμπειρικά είναι γεγονός. Επιπλέον, η Hartmann (1981) ισχυρίστηκε ότι
πατριαρχία και καπιταλισμός έχουν συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα, ιδιαίτερα σε σχέση με
το γυναικείο εργατικό δυναμικό. Εξετάζοντας τέτοιους είδους συγκρούσεις ιστορικά, μπορεί
κανείς να προσδιορίσει την οικονομική βάση των πατριαρχικών σχέσεων στις καπιταλιστικές
κοινωνίες, όπως και τη βάση της συνεργασίας των δύο συστημάτων. Παράδειγμα αποτελεί η
ιστορία της εκβιομηχάνισης και η εξέλιξη του οικογενειακού μισθού.
Ιστορικά, οι άνδρες αντιστάθηκαν στη μαζική συμμετοχή των γυναικών στην αγορά
εργασίας, πρώτον διότι οι γυναίκες αποτελούσαν ένα φτηνότερο εργατικό δυναμικό που
λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς τους ίδιους και δεύτερον διότι οι γυναίκες δεν θα
παρέμεναν πια στο σπίτι για να τους υπηρετούν και να τους φροντίζουν (Barrett & Mcintosh,
1982). Απόρροια αυτής της σύγκρουσης υπήρξε τελικά η καθιέρωση των προστατευτικών
νόμων εκ μέρους της πολιτείας, οι οποίοι απέκλειαν τις γυναίκες από τα λεγόμενα ανδρικά
επαγγέλματα και ο θεσμός του οικογενειακού μισθού, δηλαδή ένας υψηλός μισθός, ο οποίος
επέτρεπε στον άνδρα εργαζόμενο να συντηρεί οικονομικά την οικογένεια του. Σύμφωνα με
την Hartmann (1981), ο οικογενειακός μισθός ήταν η λύση στη σύγκρουση πατριαρχίας και
κεφαλαίου εκείνη την εποχή. Η παραμονή της γυναίκας στο σπίτι συνέφερε τελικά και τον
καπιταλισμό εξαιτίας της αναπαραγωγής εργατών, της καθημερινής εξυπηρέτησης των
ανδρών και της κατανάλωσης των καπιταλιστικών προϊόντων. Ο οικογενειακός μισθός
κατέληξε βεβαίως να αποτελεί νόρμα για τους άνδρες εργάτες παντρεμένους ή μη και
κράτησε τις γυναίκες συστηματικά έξω από την αγορά εργασίας. Ο οικογενειακός μισθός, ως
διαφορετικός πλέον μισθός ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αποτελεί ακόμη και σήμερα το
βασικότερο λόγο ύπαρξης του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στα φύλα.
Για να επανέλθουμε στις θέσεις της σοσιαλιστικής φεμινιστικής θεωρίας ενώ
ερευνήτριες όπως η Hartmann και η Mitchell, αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό και την

37
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

πατριαρχία ως δύο ξεχωριστές αναλυτικές κατηγορίες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, άλλες,
όπως η Eisenstein, αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό και την πατριαρχία ως ένα συμπαγές και
ενιαίο σύστημα με το όνομα «καπιταλιστική πατριαρχία» (Walby, 1990). Όσες υποστηρίζουν
τη θεωρία του συμπαγούς συστήματος προσπαθούν να αναλύσουν τον καπιταλισμό και την
πατριαρχία μαζί, χρησιμοποιώντας μόνο μια έννοια. Για αυτές, ο καπιταλισμός είναι τελικά
συνώνυμος της πατριαρχίας. Έτσι, σύμφωνα με την Eisenstein (1979), υπάρχει μια αμοιβαία,
ενισχυτική και διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική δομή της κοινωνικής τάξης και
στην ιεραρχική φυλετική δομή. Τα δύο συστήματα του καπιταλισμού και της πατριαρχίας,
ισχυρίζεται η συγγραφέας, είναι τόσο αλληλένδετα και συμβιωτικά ώστε έχουν γίνει ένα και
επομένως, αλλαγές στο ένα τμήμα αυτού του διπλού συστήματος (π.χ. στην καπιταλιστική
οικονομία) προκαλούν αλλαγές στο άλλο (π.χ. στην πατριαρχία). Η Eisenstein (1979) υιοθετεί
μια διαλεκτική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία καπιταλισμός και πατριαρχία δεν
αποτελούν αυτόνομα συστήματα ούτε πανομοιότυπα αλλά απόλυτα αλληλοεξαρτώμενα. Με
άλλα λόγια, στην «καπιταλιστική πατριαρχία» αυτά τα δύο συστήματα συνυπάρχουν και δεν
μπορούν να κατανοηθούν από μόνα τους. Για παράδειγμα, οι οικονομικές συνθήκες
καθορίζουν τις απαραίτητες ιδεολογίες, ενώ οι ιδεολογίες φύλου με τη σειρά τους επηρεάζουν
και αλλάζουν την οικονομική πραγματικότητα.
Συνοψίζοντας πάντως τις παραπάνω θέσεις και συμφωνώντας με την άποψη της
Weedon (1987), θα έλεγε κανείς ότι οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες δίνουν προτεραιότητα
άλλοτε στις καταπιεστικές δομές του καπιταλισμού και άλλοτε της πατριαρχίας,
αντιμετωπίζοντας τις ωστόσο ως δύο ξεχωριστά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και
ελέγχου που είναι ταυτόχρονα αλληλένδετα. Ένα βασικό μειονέκτημα των παραπάνω
θεωριών όμως, είναι ότι δεν καλύπτουν όλες τις πατριαρχικές δομές. Για παράδειγμα, η Walby
(1990) ισχυρίζεται ότι ενώ κάποιες σοσιαλίστριες θεωρούν το οικονομικό επίπεδο και άλλες το
πολιτισμικό ως τη σημαντικότερη βάση της πατριαρχίας, αφήνουν τελικά έξω από τη θεώρηση
τους τη γυναικεία σεξουαλικότητα ή την ανδρική βία. Επίσης, η Tong (1995) αναφέρει ότι η
άποψη της Mitchell, ότι η πατριαρχία είναι παγκόσμια και διαχρονική, εμπεριέχει κινδύνους
προκατάληψης απέναντι σε πολιτισμικές, εθνικές, φυλετικές και ταξικές διαφορές καθώς και
απέναντι στο αδιέξοδο που προβάλλει. Επιπλέον, η διάκριση σε δύο διαφορετικά συστήματα
(πατριαρχία και καπιταλισμός) και η αντιμετώπιση του θεσμού της οικογένειας ως τη
σημαντικότερη αιτία της πατριαρχίας, οδηγεί σε ένα αναλυτικό μοντέλο που διακρίνει τελικά
ανάμεσα σε δύο διαφορετικές σφαίρες επιρροής τη σφαίρα της οικογένειας και τη σφαίρα της
εργασίας (Tong, 1995). Με τον τρόπο αυτό, οι σοσιαλίστριες ταυτίζουν τις γυναίκες με την
οικογένεια και τους άνδρες με την εργασία, αναπαράγοντας διακρίσεις και διαχωρισμούς και
ενώ αναλύουν τις πατριαρχικές σχέσεις της οικογένειας, δεν αναφέρονται στις πατριαρχικές
δομές της αγοράς εργασίας.

38
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

1.2.4 Μεταμοντέρνα παράδοση και μεταστρουκτουραλισμός.

Οι θεωρητικές ερμηνείες της ανισότητας ανάμεοο στα φύλα, οι οποίες


παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη ενότητα, βασίζονται όπως αναφέρθηκε ήδη, στην
επιστημονική παράδοση του στρουκτουραλισμού. Η Hollway (1994: 30) ορίζει τον
στρουκτουραλισμό ως «την ταμπέλα οποιασδήποτε κοινωνιολογικής επιστημονικής
προσέγγισης, η οποία κατανοεί και ερμηνεύει τα κοινωνικά φαινόμενα μέσα από
προϋπάρχουσες δομές και επομένως προτιμά να αναλύει μια στατική μερίδα της ζωής και όχι
μια δυναμική». Σε αντίθεση με τις παραπάνω απόλυτες κατηγορίες του φύλου ή της
κοινωνικής τάξης και τις καθολικές θεωρίες, η προσέγγιση- του μεταμοντέρνου ή του
μεταστρουκτουραλισμού στην κοινωνική έρευνα εισάγει νέες διαστάσεις, προϋποθέτοντας ότι
η ανθρώπινη εμπειρία δεν είναι δεδομένη, αλλά κατασκευάζεται κάθε φορά μέσα στο λόγο,
από το ίδιο το υποκείμενο.
Σύμφωνα με την Tong (1995), οι προηγούμενες προσπάθειες ερμηνείας της
γυναικείας καταπίεσης, έχουν αμφισβητηθεί από τις φεμινίστριες οπαδούς της μεταμοντέρνας
παράδοσης, οι οποίες ισχυρίζονται βασικά ότι τέτοιου είδους αναλυτικά μοντέλα αποτελούν
χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανδρικής σκέψης, καθώς προσπαθούν ν' ανακαλύψουν μια και
μόνη αληθινή αιτία για την αναπαράσταση και περιγραφή της πραγματικότητας. Κάτι τέτοιο
όμως, συνεχίζει η ίδια συγγραφέας, δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε εφικτό. Από τη μια, η
έννοια της αντικειμενικής αλήθειας αποτελεί φιλοσοφικό μύθο, ο οποίος κατασκευάστηκε για
να υποτιμήσει τις διαφορές, τις αντιφάσεις και την ποικιλία που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη
υπόσταση. Από την άλλη, η γυναικεία εμπειρία διαφέρει σημαντικά σε σχέση με τα
χαρακτηριστικά της κοινωνικής τάξης, της εθνικότητας και του πολιτισμικού περιβάλλοντος
στο οποίο ανήκουν οι γυναίκες. Η Tong (1995) καταλήγει ότι ο φεμινισμός είναι ποικίλος
όπως ακριβώς ποικίλες είναι και οι εμπειρίες των γυναικών.
Αν και η διαφορά ανάμεσα στον μεταστρουκτουραλισμό και τη μεταμοντέρνα
θεώρηση δεν είναι ξεκάθαρη και πολλές φορές οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συνώνυμα,
σύμφωνα με τον Gavey (1989), ο όρος «μεταμοντέρνο» αναφέρεται συνήθως σε εποχές και
πρακτικές (συγκεκριμένα, στη μετά τον διαφωτισμό εποχή ή στη μετά-μοντέρνα εποχή), ενώ
ο όρος «μεταστρουκτουραλισμός» σε θεωρίες, οι οποίες αναπτύχθηκαν παράλληλα και
αποτελούν μέρος αυτών των πρακτικών. Η Griffiths (1995) πάλι υποστηρίζει ότι ο
μεταμοντερνισμός αναφέρεται σε πολιτισμικές αλλαγές, ενώ ο μεταοτρουκτουραλισμός στην
προέκταση αυτών των αλλαγών στην ακαδημαϊκή θεωρία. Άλλες ερευνήτριες αναφέρουν ότι
ο μεταμοντερνισμός χρησιμοποιείται με δυο τρόπους: είτε ως ιστορική κατηγορία, η οποία
εκφράζει μια εποχή, είτε ως ένα σύστημα ιδεών, δηλαδή ως ένα θεωρητικό και αναλυτικό
πλαίσιο. Η σχέση του με τον μεταστρουκτουραλισμό έγκειται στο ότι οι υποστηρικτές του
τελευταίου αποδέχονται το αναλυτικό πλαίσιο της μεταμοντέρνας θεώρησης, αλλά όχι την
αίσθηση της περιοδικότητας που ταυτόχρονα εκφράζει (Paechter & Weiner, 1996).

39
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Για τους περισσότερους θεωρητικούς πάντως, ισχυρίζεται η Griffiths (1995), ο


μεταστρουκτουραλισμός αποτελεί μια παρέκκλιση ή διαφορετική εκδοχή του μεταμοντέρνου
κινήματος. Πράγματι, στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας, οι δύο όροι
χρησιμοποιούνται σχεδόν ταυτόσημα. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη μελέτη θα προτιμηθεί ο
όρος μεταστρουκτουραλισμός, για να δηλωθεί ακριβώς η διαφορά της σύγχρονης αυτής
προσέγγισης με προηγούμενες φεμινιστικές θεωρίες της στρουκτουραλιστικής παράδοσης. Σε
αντίθεση με τον στρουκτουραλισμό λοιπόν, ο οποίος εστιάζει σε καθολικές κοινωνικές δομές,
ο μεταοτρουκτουραλισμός αντιστέκεται σε οποιαδήποτε τάση καθολικισμού, καθώς από τη
μια απορρίπτει τη δυνατότητα της απόλυτης αλήθειας και της αντικειμενικότητας, ενώ από
την άλλη αποδέχεται το γεγονός ότι η γνώση κατασκευάζεται κοινωνικά. Επιπλέον, σύμφωνα
με τη μεταστρουκτουραλιοτική θεώρηση, η γνώση δεν είναι ουδέτερη αλλά συνδεδεμένη με
την άσκηση εξουσίας και ελέγχου. Για παράδειγμα, όσοι έχουν τη δύναμη να οριοθετήσουν τι
συνιστά αλήθεια και τι όχι είναι ικανοί να διατηρήσουν προσβάσεις σε υλιστικά αγαθά και στην
εξουσία.
Στους κόλπους του μεταοτρουκτουραλισμού καθοριστική είναι η έννοια της
«κοινωνικής δόμησης». Σύμφωνα με την Burr (1995), η κοινωνική δόμηση (social
constructionism) αποτελεί μια θεωρητική προσέγγιση των κοινωνικών επιστημών, η οποία
υιοθετεί κριτική στάση απέναντι στη δεδομένη γνώση, επιμένει σΓην ιστορική και πολιτισμική
σχετικότητα, ισχυρίζεται ότι η γνώση αναπαράγεται μέσα από κοινωνικές διαδικασίες
αλληλεπίδρασης και τέλος ότι η γνώση και η κοινωνική δράση είναι αλληλένδετες. Με βάση
τις παραπάνω αρχές η επιστήμη της ψυχολογίας θα έπρεπε να εστιάζει στην ανθρώπινη
αλληλεπίδραση και σε κοινωνικές πρακτικές, καθώς οι ερμηνείες των φαινομένων δεν
βρίσκονται στις ψυχές των ανθρώπων, ούτε στις κοινωνικές δομές αλλά στις διαδικασίες
αλληλεπίδρασης που διαδραματίζονται ανάμεσα σε ανθρώπους, κυρίως μέσα από το λόγο και
τα γραπτά κείμενα.
Πράγματι, οι οπαδοί του μεταοτρουκτουραλισμού ισχυρίζονται ότι η ταυτότητα των
ανθρώπων κατασκευάζεται μέσα από τους διαθέσιμους πολιτισμικά λόγους. Για παράδειγμα,
οι γυναίκες χρησιμοποιούν τους πολιτισμικούς λόγους που ισχύουν για τα φύλα και τους
ρόλους τους σΓην ιδιωτική και δημόσια ζωή. Επιπλέον, οι λόγοι με τους οποίους δομεί ο
καθένας από εμάς την ταυτότητα του έχουν σημαντικές συνέπειες στη συμπεριφορά του και
στις πράξεις του. Η Burr (1995) υποστηρίζει ότι οι επικρατέστεροι λόγοι είναι στενά
συνδεδεμένοι με τις κοινωνικές δομές και καθορίζονται από τα συμφέροντα ορισμένων
κοινωνικών ομάδων, οι οποίες ασκούν εξουσία αποδίδοντας στους λόγους αυτούς το
πρόσχημα της αλήθειας. Στη σημείο αυτό, ο μεταστρουκτουραλισμός επηρεάστηκε
σημαντικά από το έργο του M. Foucault σε σχέση με την εξουσία που ασκεί ο λόγος και τα
κείμενα, τα οποία ταυτόχρονα συνθέτουν αλλά και αναπαράγονται από τις κοινωνικές δομές
και τους θεσμούς. Όπως αναφέρει η Burr (1995), ο Foucault αντιλαμβάνεται την εξουσία όχι
ως κατοχή ορισμένων ανθρώπων, αλλά ως αποτέλεσμα του λόγου που εκφράζουν και του

40
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

κοινωνικού ελέγχου που ασκούν σε ορισμένα είδη λόγων, τα οποία επικρατούν, φέροντας την
ταμπέλα της αντικειμενικότητας. Σημαντική συνέπεια των παραπάνω θέσεων είναι η
δυνατότητα αντίστασης στους επικρατέστερους και κυρίαρχους λόγους. Εφόσον για κάθε
γεγονός υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές και διαφορετικοί λόγοι, οι οποίοι προϋποθέτουν
διαφορετικούς τρόπους δράσης τότε για κάθε κυρίαρχο λόγο υπάρχει και ένας αντίλογος.
Σε αντίθεση με τον ανθρωπισμό, ο μεταοτρουκτουραλισμός αντιλαμβάνεται την
υποκειμενικότητα (δηλαδή, την ανθρώπινη ταυτότητα) όχι ως στατική, αλλά ως κάτι που
κατασκευάζεται και ανακατασκευάζεται σε μια συνεχή διαδικασία, μέσα από τις γλωσσικές
πρακτικές στις οποίες έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή (Bronwyn &
Banks, 1992). Η ανάλυση επομένως του μεταστρουκτουραλισμού διαφέρει πλήρως από την
στρουκτουραλιστική ανάλυση, όχι μόνον επειδή αναγνωρίζει τη συνθετική (σχηματική)
δύναμη του λόγου και των κοινωνικών δομών που αναδεικνύονται μέσα από αυτόν αλλά και
επειδή προσδίδει στο υποκείμενο τη δυνατότητα της ενεργούς θέσης (Bronwyn & Banks,
1992). Σύμφωνα με τη μεταστρουκτουραλιστική προσέγγιση, οι άνθρωποι φαίνεται ότι είναι
ενεργοί στην παραγωγή του νοήματος και της υποκειμενικότητας, ενώ οι συνθήκες
κατασκευής του νοήματος επηρεάζονται από την εκάστοτε κοινωνική και θεσμική τους
τοποθέτηση. Οι λόγοι βρίσκονται παντού και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων απαρτίζεται
από ένα δίκτυο λόγων, οι οποίοι καθώς μεταβάλλονται, άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε
ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Η θέση κάθε ανθρώπου, υποστηρίζει η
μεταστρουκτουραλιστική θεώρηση, σε σχέση με αντικρουόμενους λόγους είναι «γλωσσική»,
δηλαδή διαμορφώνεται κάθε φορά καθώς μιλά ή γράφει, αναφερόμενος σε έναν αριθμό
λόγων με διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορούν είτε να υιοθετήσουν
παραδοσιακές κατασκευές για τη θηλυκότητα και επομένως να συμβιβαστούν, είτε να
ενστερνιστούν ριζοσπασπκές ιδεολογίες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και επομένως να
αντισταθούν, είτε να κάνουν και τα δύο. Πρόκειται βεβαίως για ασυνείδητες επιλογές, οι
οποίες ωστόσο συνθέτουν την ταυτότητα των ανθρώπων προσφέροντας διαφορετικές
«υποκειμενικές θέσεις» (subject positions) ανάμεσα σε πολλαπλούς και ποικίλους λόγους
(Hollway, 1994; Weedon, 1987).
Συνοψίζοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της μεταστρουκτουραλιστικής
παράδοσης, προκειμένου να διαπιστωθούν οι βασικές αρχές του σύγχρονου αυτού
θεωρητικού ρεύματος, συμπεραίνεται ότι οι μεταστρουκτουραλιστικές αναλύσεις έχουν
απορρίψει τις σταθερές και απόλυτες κατηγορίες πάνω σπς οποίες βασίστηκαν οι
παραδοσιακές φεμινιστικές θεωρίες. Όπως ισχυρίζεται η Middleton (1995), οι φεμινίστριες
που ασπάζονται τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού αντιδρούν στο ορθολογιστικό
υποκείμενο της φιλελεύθερης θεώρησης στην ουσιασπκή θηλυκότητα της ριζοσπασπκής
αντίληψης και στις ταξικά διαφοροποιημένες φυλετικές ομάδες του μαρξισμού. Οι οπαδοί του
μεταστρουκτουραλισμού αμφισβητούν γενικά τις παραδοσιακές προϋποθέσεις για την αλήθεια
και την πραγματικότητα, γι' αυτό και αρνούνται μια και μόνη επεξηγηματική θεωρία για την

41
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

καταπιεσμένη θέση της γυναίκας. Αντίθετα, φαίνεται ότι ενδιαφέρονται για τις εσωτερικές
αντιφάσεις σε κατά τα άλλα απόλυτα δομημένα συστήματα σκέψης και συμπεριφοράς, όπως
είναι η ανθρώπινη ταυτότητα. Η «αποδόμηση» (deconstruction) της
μεταοτρουκτουραλιστικής θεώρησης, ισχυρίζεται η Flax (1990), ενισχύει τον σκεπτικισμό
απέναντι στις αντιλήψεις για την αλήθεια, τη γνώση, την εξουσία, τον εαυτό και τη γλώσσα,
οι οποίες θεωρούνταν δεδομένες μέχρι σήμερα, διότι εξυπηρετούσαν τη νομιμοποίηση της
σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Η «αποδόμηση», σύμφωνα με την Tong (1995),
εναντιώνεται σε οποιαδήποτε εσσενσιαλιστική μορφή σκέψης, με αποκορύφωμα την
αμφισβήτηση της ενιαίας και σταθερής ανθρώπινης ταυτότητας,, πέρα από τους περιορισμούς
του τόπου και του χρόνου και την αμφισβήτηση της αλήθειας, δηλαδή της σχέσης ανάμεσα
στη γλώσσα και στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της
μεταοτρουκτουραλιοτικής παράδοσης, από τη μια ο ανθρώπινος εαυτός διχάζεται ανάμεσα
στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, από την άλλη η γλώσσα και η πραγματικότητα
χαρακτηρίζονται από μια σχέση ρευστότητας, όπου η πραγματικότητα διαφεύγει της γλώσσας
και η γλώσσα δεν περιορίζεται από την πραγματικότητα. Επομένως και ο φεμινιστικός
μεταστρουκτουραλισμός, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, εστιάζει σε μια αμφισβήτηση
των κυρίαρχων και ολοκληρωτικών δομών, όπως ο ανδρικός λόγος και η ανδρική γνώση, η
οποία περιθωριοποίησε και εξαφάνισε τις γυναίκες.

1.2.4.1 Ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός.

Η επιρροή της μεταμοντέρνας παράδοσης και του μεταστρουκτουραλισμού στη


φεμινιστική έρευνα και θεωρία υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντική. Οποιαδήποτε ακαδημαϊκή
ενασχόληση με θέματα ανισότητας των φύλων και σεξιστικής ιδεολογίας θα έρθει αργά ή
γρήγορα αντιμέτωπη με τις μεταμοντέρνες προοπτικές έρευνας και ανάλυσης, οι οποίες
άλλοτε υποστηρίζονται από τους ερευνητές και άλλοτε αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη.
Στόχος της φεμινιστικής προσέγγισης υπήρξε πάντοτε η αντίσταση στις πατριαρχικές
δομές της κοινωνίας, οι οποίες περιθωριοποίησαν τη γυναικεία εμπειρία και οδήγησαν σε
ανακρίβειες και αναλήθειες σε σχέση με τις γυναίκες. Σύμφωνα με τη Weedon (1987), η
θεώρηση του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού προσφέρει ένα παραγωγικό πλαίσιο για
την κατανόηση και ερμηνεία των μηχανισμών εξουσίας και μια θεωρία για την κατασκευή της
υποκειμενικότητας, η οποία μπορεί να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και την
κοινωνία. Η ίδια συγγραφέας ορίζει την υποκειμενικότητα ως «τις συνειδητές και ασυνείδητες
σκέψεις και συναισθήματα του ανθρώπου, την αίσθηση του εαυτού του και τον τρόπο με τον
οποίο κατανοεί τη σχέση του με τον κόσμο» (Weedon, 1987: 32). Η Weedon (1987)
ισχυρίζεται ότι ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός βοηθά συνολικά σιην κατανόηση του
τρόπου με τον οποίον αναπαράγονται επιθυμίες και συμπεριφορές, υποδεικνύοντας
ταυτόχρονα τρόπους αλλαγής και αντίστασης, καθώς οι συμπεριφορές αυτές δεν αποτελούν
την μόνη αλήθεια. Η συγκεκριμένη θεώρηση εξηγεί τελικά πώς προκύπτει η εμπειρία μας,

42
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

γιατί είναι συχνά αντιφατική ή ασταθής και πώς μπορεί να αλλάξει. Σύμφωνα με τον Gavey
(1989), στο πλαίσιο του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού, η ανθρώπινη εμπειρία
διαμορφώνεται μέσα στο λόγο, δηλαδή η υποκειμενικότητα συνίσταται από το λόγο που
επιλέγει κανείς να χρησιμοποιήσει κάθε φορά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εμπειρία είναι ρευστή
ή αφηρημένη, αλλά ότι οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται κάθε άνθρωπος και κατανοεί
τον κοινωνικό του κόσμο δεν είναι ανεξάρτητοι από τη γλώσσα.
Από την άλλη, η διαπίστωση της σχέσης ανάμεσα στη γνώση και στην άσκηση
εξουσίας προϋποθέτει ότι φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός ενδιαφέρεται να διαλύσει και
να εκτοπίσει την κυρίαρχη και καταπιεστική απέναντι σης γυναίκες γνώση και κοινή λογική.
Έτσι η κυρίαρχη γνώση, δηλαδή οι κυρίαρχοι λόγοι της επιστήμης, φαίνεται ότι αναπαριστούν
πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα και ανταγωνίζονται για τον έλεγχο και την εξουσία. Τόπος
αυτής της-διαμάχης γίνεται η ανθρώπινη ταυτότητα, όπου τα υποκείμενα είναι μεν ενεργά
αλλά όχι οι πρωταγωνιστές (Weedon, 1987). Συγγραφείς είναι τα ίδια τα κοινωνικά ιδρύματα,
οι κοινωνικοί θεσμοί και οι πρακτικές, μέσω των οποίων οι άνθρωποι γίνονται φορείς μιας
αλλαγής, η οποία μπορεί είτε να εξυπηρετεί ηγεμονικά συμφέροντα, είτε να προκαλεί τις
υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας (Weedon, 1987). Επομένως, σύμφωνα με την Weedon (1987),
αντί να μελετά κανείς την πατριαρχία ως μια αμετακίνητη και σταθερή κοινωνική δομή και τη
γυναικεία εμπειρία ως ανταπόκριση σε αυτή τη δομή, θα ήταν προτιμότερο να διερευνήσει τις
μορφές της πατριαρχικής κοινωνικής οργάνωσης και την ποικιλία των γυναικείων λόγων και
υποκειμενικών θέσεων, οι οποίες είτε υποστηρίζουν είτε αντιστέκονται στην πατριαρχία.
Έτσι, ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνήθεις αντιφάσεις
στην ανθρώπινη εμπειρία και να προσφέρει μια αποτελεσματική ερμηνεία του τρόπου με τον
οποίο ορισμένες γυναίκες, για παράδειγμα, υιοθετούν συμπεριφορές και ρόλους αντίθετους
στη γυναικεία απελευθέρωση, ενώ θεωρούν τους εαυτούς τους φεμινίστριες.
Οι περισσότερες φεμινιστικές προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη
ενότητα, εστίασαν στη γυναικεία εμπειρία και έδωσαν λόγο στις γυναίκες, προσδιορίζοντας τη
γυναικεία καταπίεση ή την προσπάθεια αντίστασης στις υπάρχουσες δομές. Στην
πραγματικότητα προσπάθησαν να επαναδιατυπώσουν τη γυναικεία εμπειρία με θετικούς
όρους, αναπαράγοντας έτσι εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις καθώς, σύμφωνα με τους
μεταστρουκτουραλιστές, κινούνται παράλληλα με τον κυρίαρχο λόγο και προσκολλούνται
στους υπάρχοντες όρους της ανισότητας ανάμεσα στα φύλα. Αντίθετα, οι υποστηρικτές του
μεταστρουκτουραλισμού ισχυρίζονται ότι η ανατροπή και η αλλαγή απαιτεί μια ριζοσπαστική
πρόκληση στις εδραιωμένες μορφές της ταυτότητας, της συμπεριφοράς και των επιθυμιών, οι
οποίες υποκινούνται και ενισχύονται από τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές. Από την άλλη, η
θεωρία του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού έχει κοινά στοιχεία με προηγούμενες
φεμινιστικές προσεγγίσεις όπως για παράδειγμα με τη σοσιαλιστική προσέγγιση, με την οποία
μοιράζεται την επιμονή στην κοινωνική και ιστορική σχετικότητα (Gavey, 1989). Επίσης, η

43
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

ανάγκη για επίγνωση της κατάστασης και μεταστροφής της γυναικείας ταυτότητας αποτελεί
κοινό τόπο των περισσότερων φεμινιστικών θεωρήσεων (Gavey, 1989).
Σύμφωνα με την Burman (1992), τα πιο σημαντικά στοιχεία τα οποία υιοθέτησε η
φεμινιστική θεώρηση από τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού είναι αφ' ενός η άσκηση
κριτικής σε «κανονιστικές» θεωρίες, οι οποίες περιθωριοποίησαν τη γυναικεία εμπειρία και αφ'
ετέρου η στροφή στο λόγο. Συγκεκριμένα, η Burman (1992) ισχυρίζεται ότι η στροφή στο
λόγο και στα κείμενα υπογράμμισε από τη μια, τη σχετικότητα της επιστημονικής γνώσης και
τη σπουδαιότητα των κοινωνικο-πολιτισμικών συνθηκών στην παραγωγή της, από την άλλη
επιβεβαίωσε τη σημασία της ενδοσκόπησης στις ερευνητικές σχέσεις και την αλληλεξάρτηση
ανάμεσα στη θεωρία και στη μέθοδο. Για όλους τους παραπάνω λόγους οι αρχές του
μεταστρουκτουραλισμού υιοθετήθηκαν άμεσα από μια μερίδα φεμινιστριών ερευνητών, οι
οποίες αμφισβήτησαν την υποτιθέμενη ουδετερότητα και αντικειμενικότητα της ακαδημαϊκής
σκέψης, με τον ισχυρισμό ότι αυτή υπήρξε αντιπροσωπευτική των θέσεων και αξιών μιας
συγκεκριμένης ομάδας ανδρών μιας συγκεκριμένης εποχής (Nicholson, 1990). Οι
υποστηρικτές της νέας αυτής προσέγγισης επισημαίνουν τις αδυναμίες μιας γενίκευσης, η
οποία υπερβαίνει τα όρια της κουλτούρας, της περιοχής και του χρόνου (Fraser & Nicholson,
1990) και υποστηρίζουν ότι οι προσπάθειες πολλών θεωριών να προσδιορίσουν ένα βασικό
παράγοντα, ως υπεύθυνο για τη γυναικεία καταπίεση, μπορεί να σημαίνει την απόρριψη
άλλων φωνών, διαφορετικών από αυτών των λευκών γυναικών της μεσαίας τάξης των
δυτικών κοινωνιών (Flax, 1990).
Παρ' όλα αυτά, άλλες φεμινίστριες υπήρξαν επιφυλακτικές στις θέσεις του
μεταστρουκτουραλισμού, εκφράζοντας φόβους αποπλάνησης και αποκλεισμού του γυναικείου
κινήματος. Πράγματι, ερευνήτριες όπως η Di Stefano (1990) ισχυρίζονται ότι ο
μεταστρουκτουραλισμός μπορεί να αποτελεί ένα κίνημα κατάλληλο για τους άνδρες, για τους
οποίους προηγήθηκε η εποχή του διαφωτισμού, αλλά όχι για τις γυναίκες οι οποίες δεν
γνώρισαν ποτέ μια αντίστοιχη περίοδο ώστε να την επικρίνουν. Αυτό που περισσότερο
φαίνεται να ανησυχεί τις φεμινίστριες είναι η κριτική των αρχών της παραδοσιακής
επιστημολογίας (Harding, 1990) και η σχετικότητα της γνώσης που υιοθετεί ο
μεταστρουκτουραλισμός (Benhabib, 1990; Allen & Baber, 1992). Σύμφωνα με την Harding
(1990), ο φεμινισμός χρειάζεται μια συμπαγή ερευνητική μεθοδολογία για να αποδείξει
ακριβώς ότι ορισμένα είδη κοινωνιολογικών και ψυχολογικών ερευνών είναι λιγότερο
εσφαλμένα σε σχέση με άλλα. Επίσης, παρότι η φεμινιστική ανάλυση κέρδισε πολλά από την
αναγνώριση των διαφορών ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, το φεμινιστικό κίνημα οφείλει να
διατηρήσει τη δέσμευση του σε μια ενωμένη θεώρηση, η οποία θα του επιτρέψει την πολιτική
δράση και τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τις κοινωνικές αλλαγές που υπερασπίζεται
(Burman, 1992). Στην περίπτωση αυτή και παρά τις διαφορετικές οπτικές, μια συγκεκριμένη
άποψη της πραγματικότητας πρέπει να είναι εφικτή (για παράδειγμα το γεγονός ότι όλες
ανεξαιρέτως οι γυναίκες υφίστανται καταπίεση), διαφορετικά ο φεμινισμός κινδυνεύει να

44
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

αποδεχθεί έναν απολιτικό σχετικισμό, όπου κάθε άποψη είναι ισότιμα έγκαιρη και αληθινή
(Allen & Baber, 1992).
Συνοψίζοντας, θα έλεγε κανείς ότι η φεμινιστική θεωρία και έρευνα θα μπορούσε να
αποδεχθεί τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ετερογενή
γυναικεία εμπειρία και τη γυναικεία καταπίεση στο σύνολο της. Με άλλα λόγια, ο
μεταοτρουκτουραλισμός δεν αποτελεί οπωσδήποτε απειλή για τους φεμινιστικούς στόχους
αλλά «μια πρακτική καθοδήγηση για μια πιο ακριβή και ολοκληρωμένη ανάλυση των αναγκών
και εμπειριών ενός μεγάλου και διαφορετικού αριθμού γυναικών» (Allen & Baber, 1992: 7).
Από την άλλη, τόσο ο φεμινισμός όσο και η μεταστρουκτουραλιστική επιστημολογία
επιτρέπουν στους ερευνητές να είναι πιο ανοικτοί σε ερευνητικές μεθόδους. Οι Allen & Baber
(1992) ισχυρίζονται ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα σης ποιοτικές και ποσοτικές μεθοδολογίες
έρευνας είναι αδιέξοδος και μη δημιουργικός, ενώ ο μεταστρουκτουραλισμός στην
πραγματικότητα αποδέχεται την ένταση ανάμεσα στις δύο μεθόδους, κάθε μία από τις οποίες
δίνει μια διαφορετική οπτική στα ερωτήματα της μελέτης. Σήμερα, ένας όλο και μεγαλύτερος
αριθμός φεμινιστριών ερευνητριών χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Όπως
ισχυρίζεται η Squire (1995), η ανάλυση λόγου μοιράζεται με τον φεμινισμό κοινά στοιχεία
όπως η αμφισβήτηση της αλήθειας, η ποιοτική μεθοδολογία έρευνας, η ενασχόληση με την
προσωπική εμπειρία και η ενδοσκόπηση στην έρευνα. Η ανάλυση λόγου μεταθέτει την
προσοχή των ερευνητριών από το υποκείμενο, ως μονάδα ανάλυσης, στο «λόγο» και στις
συνέπειες του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι υποτιμά ή αναιρεί άλλες ποσοτικές μεθοδολογίες
έρευνας, οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν εξίσου αλλά με διαφορετικό τρόπο στα
ερωτήματα μιας φεμινιστικής μελέτης. Οι φεμινίστριες έλκονται ιδιαίτερα από την έμφαση
της ανάλυσης λόγου στην ποιοτική αλλά συστηματική μέθοδο ανάλυσης που προτείνει καθώς
και από την δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στη θεωρία και στη μέθοδο, γεγονός που τη
διακρίνει από άλλες παραδοσιακές μεθοδολογίες έρευνας (Wilkinson & Kitzinger, 1995). Ένα
άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της ανάλυσης λόγου για τον φεμινισμό είναι η σχέση ανάμεσα στο
λόγο και στις δομές καταπίεσης (Gill, 1995). Η γλώσσα δεν αντιμετωπίζεται από τους
αναλυτές λόγου ως ένα ουδέτερο μέσο περιγραφής του κόσμου, αλλά εμπλέκεται στη
διατήρηση των σχέσεων εξουσίας. Για αυτό και ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο
οργανώνεται ο λόγος, για το περιεχόμενο του και τις συνέπειες του σε συγκεκριμένα
ερμηνευτικά πλαίσια. Έτσι, σύμφωνα με την Gill (1995), οι φεμινίστριες μπορούν να
χρησιμοποιήσουν την ανάλυση λόγου για να διερευνήσουν ένα σύνολο ερωτήσεων σε σχέση
με την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα.
Παρ' όλο που η ανάλυση λόγου φαίνεται ότι προσφέρει στη φεμινιστική ψυχολογία
μια αποδεκτή θεσμική στήριξη, καθώς αποτελεί τελευταία ένα δημοφιλές ερευνητικό πλαίσιο,
ωστόσο πολλές ερευνήτριες διακρίνουν ανάμεσα στις εφαρμογές της ανάλυσης λόγου και τις
θεωρητικές προϋποθέσεις του κινήματος. Σύμφωνα με τις Wilkinson & Kitzinger (1995), τα
χαρακτηριστικά των θεωρητικών δεσμεύσεων της ανάλυσης λόγου που τον καθιστούν

45
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

παραγωγικό για τον φεμινισμό (για παράδειγμα, η αμq)ισßήτηση της αλήθειας, η έμφαση στην
κοινωνική φύση της γνώσης, ή άρνηση του συμπαγούς υποκειμένου και η έμφαση στις
σχέσεις εξουσίας) τον καθιστούν ταυτόχρονα προβληματικό. Μάλιστα, η έμφαση στις σχέσεις
εξουσίας όπως αυτές διαμορφώνονται σε συγκεκριμένα γλωσσικά πλαίσια, καθιστά τις
κοινωνικές ανισότητες αόρατες και μπορεί να οδηγήσει στην κάλυψη των θεσμικών βάσεων
των σχέσεων εξουσίας (Wilkinson & Kitzinger, 1995).

1.2.4.2 Η θεωρία και η μέθοδος της ανάλυσης λόγου.


Η θετικιστική άποψη για την επιστήμη ως μια αντικειμενική και ακριβής μέτρηση
γεγονότων με στόχο την παραγωγή καθολικών αξιών, η οποία επηρέασε σημαντικά και την
επιστήμη της ψυχολογίας, αντιμετωπίζει σήμερα έντονη κριτική. Οι ερευνητές ισχυρίζονται
ότι οποιαδήποτε εμπειρική παρατήρηση του φυσικού ή κοινωνικού κόσμου φαίνεται άτι
εξαρτάται από ένα σύνολο θεωρητικών προϋποθέσεων και ερμηνειών. Επιπλέον,
υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη μιας επαρκούς θεωρητικής κατανόησης ή μιας ερμηνείας είναι
τουλάχιστον το ίδιο σημαντική όσο και η υλοποίηση ενός μεθοδολογικού σχεδίου και ότι οι
θεωρίες μπορούν να αξιολογηθούν χρησιμοποιώντας ένα σύνολο εμπειρικών τεχνικών, με τα
πειράματα να αποτελούν ένα μόνο παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά άλλα (Potter & Wetherell,
1987).
Πράγματι, καθώς κανείς αναπτύσσει μια νέα κατανόηση της επιστημολογίας της
γνώσης, ο τρόπος δουλειάς και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί αλλάζουν. Ένας νέος τρόπος
έρευνας και ανάλυσης σύμφωνος με τις αρχές του μετα-στρουκτουραλισμού και της
φεμινιστικής παράδοσης είναι η ανάλυση λόγου (Gavey, 1989; Wilkinson & Kitzinger, 1995).
Μάλιστα, σύμφωνα με τις Burman & Parker (1993), η ανάλυση λόγου είναι σήμερα σχεδόν
συνώνυμη με οποιαδήποτε κριτική έρευνα και χρησιμοποιείται συχνά για τη μελέτη
κοινωνικών διαδικασιών, οι οποίες συμμετέχουν στη διατήρηση των δομών της καταπίεσης.
Το θεωρητικό πλαίσιο της ανάλυσης λόγου βασίζεται στις επιστημολογικές αναζητήσεις
διαφόρων θεωριών και επιστημών όπως η λογοτεχνία, η γλωσσολογία, η σημειολογία, η
εθνομεθοδολογία και ο μετα-στρουκτουραλισμάς. Για το λόγο αυτό στη βιβλιογραφία
συναντά κανείς διαφορετικά είδη ανάλυσης λόγου με διαφορετικές καταβολές, κάθε ένα από
τα οποία δίνει διαφορετική έμφαση ή προσφέρει διαφορετικά επίπεδα και τρόπους ανάλυσης.
Παρότι είναι δύσκολο να αναφερθεί κανείς στην ανάλυση λόγου ως μια και μοναδική
μεθοδολογία έρευνας, εξαιτίας των διαφορετικών προσεγγίσεων, οι οποίες αναφέρονται σε
διαφορετικά φιλοσοφικά πλαίσια, ωστόσο όλες οι προσεγγίσεις συνδέονται από την κοινή
προσοχή στη σπουδαιότητα και στον ενεργητικό χαρακτήρα της γλώσσας στην κατασκευή της
«κοινωνικής πραγματικότητας», καθώς και από τους ερμηνευτικούς και στοχαστικούς τρόπους
ανάλυσης που υποστηρίζουν (Burman & Parker, 1993).
Όσον αφορά στην επιστήμη της ψυχολογίας οι Burman & Parker (1993)
ισχυρίστηκαν ότι η προσοχή στο λόγο διευκολύνει την ιστορική επεξήγηση της ψυχολογικής

46
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

γνώσης, ασκεί κριτική στην ψυχολογική πρακτική, προκαλώντας τους ισχυρισμούς της
αλήθειας και απαιτεί αλλαγές στην αίσθηση μας σε σχέση με το τι αποτελεί καλή μεθοδολογία
έρευνας. Η παρούσα ενότητα αφορά στη μέθοδο της ανάλυσης λόγου, όπως αυτή
αναπτύχθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες ως μια εναλλακτική προοπτική για την εξέταση των
ζητημάτων της κοινωνικής ψυχολογίας από την αγγλοσαξονική σχολή των Potter, Wetherell,
Billig και Edwards (Potter, 1997) - καθώς οι αρχές της συγκεκριμένης σχολής
χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία των δεδομένων της
δεύτερης μελέτης της έρευνας, η οποία διεξήχθη αποκλειστικά με γυναίκες απόφοιτες
πανεπιστημίου. Αυτού του είδους η ανάλυση δεν είναι μια θεωρητικά ουδέτερη μέθοδος που
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την μελέτη σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος αλλά ένα σύνολο
θεωρητικών αντιλήψεων για τη γνώση και την πραγματικότητα, το οποίο συνοδεύεται από
κάποιες μεθοδολογικές προτάσεις και τεχνικές ανάλυσης (Potter & Wetherell, 1995).
Σύμφωνα λοιπόν με τους Potter & Wetherell (1987), ο «λόγος» αποτελεί μια μορφή
κοινωνικής αλληλεπίδρασης, η οποία κατασκευάζει ενεργά την υποκειμενικότητα μας, ενώ
ταυτόχρονα αναφέρεται και αναπαράγεται από τις ευρύτερες κοινωνικές δομές. Το
ενδιαφέρον έγκειται στη γλώσσα αυτή καθαυτή και όχι σε ότι υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει.
Οι αντιθέσεις της ανάλυσης λόγου με άλλες πιο γνώριμες θεωρητικές προσεγγίσεις της
ψυχολογίας αφορούν, σύμφωνα με την Marshall (1994), σε δύο κυρίως σημεία: α) στον
διαφορετικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η γλώσσα και β) στον διαφορετικό τρόπο
αντίληψης της υποκειμενικότητας (του εαυτού), γεγονός που συνεπάγεται και μια διαφορετική
μονάδα ανάλυσης σΓην έρευνα.
Παραδοσιακά λοιπόν, στον τομέα της ψυχολογίας η γλώσσα αντιμετωπίστηκε ως ένα
διαφανές μέσον το οποίο χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για να περιγράψει μια
πραγματικότητα, είτε μέσα είτε έξω από αυτόν. Για παράδειγμα, η γλώσσα ενός
ερωτηματολογίου θεωρείται ένα μέσο το οποίο μας αποκαλύπτει προσωπικά χαρακτηριστικά
σταθερά και αναλλοίωτα σε σχέση με το υποκείμενο. Η ανάλυση λόγου αντιδρά στην
παραπάνω ρεαλιστική ή απλά εκφραστική προσέγγιση της γλώσσας και θεωρεί ότι η γλώσσα
αποτελεί αντικείμενο μελέτης από μόνη της καθώς ασκεί έναν «κατασκευαστικό» ρόλο
(Marshall, 1994). Για αυτό και ο όρος «λόγος» (discourse) θεωρείται καταλληλότερος από
τον όρο «γλώσσα» (language). Στην περίπτωση αυτή, οι ομιλητές αντλούν από μια ποικιλία
διαθέσιμων γλωσσικών πηγών ή κυρίαρχων λόγων για να περιγράψουν μια εκδοχή της
πραγματικότητας ή του εαυτού τους, ανάλογα με αυτό που θέλουν να καταφέρουν κάθε
φορά. Αντικείμενο μελέτης λοιπόν γίνεται η γλώσσα αυτή καθαυτή και όχι αυτό που
υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει ή εκφράζει.
Από την άλλη, η αντίληψη του εαυτού δεν βασίζεται σε προϋπάρχουσες γνωστικές
διαδικασίες ή προσωπικά χαρακτηριστικά, αλλά συνδέεται με τις πολιτισμικές και κοινωνικές
συνθήκες ενός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου. Παραδοσιακά, η θεωρία των
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας αντιμετωπίζει το υποκείμενο ως ένα σύνολο

47
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

χαρακτηριστικών τα οποία μπορούν να μετρηθούν, η θεωρία των ρόλων ως ένα σύνολο


συμπεριφορών, οι οποίες μαθαίνονται μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησης και η
ουμανιστική θεώρηση, ενώ αποδέχεται τους κοινωνικούς ρόλους, κάνει λόγο για έναν
πραγματικό εαυτό, ο οποίος μένει ανεπηρέαστος από αυτό που διαδραματίζεται κάθε φορά. Η
εναλλακτική προσέγγιση της ανάλυσης λόγου δεν ασχολείται με την αληθινή φύση του
εαυτού, αλλά εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζεται η υποκειμενικότητα μας
(δηλαδή η ταυτότητα μας) μέσα στο λόγο (Potter & Wetherell, 1987). Σύμφωνα με τους
Potter & Wetherell (1987), δεν υπάρχει ένας εαυτός, ο οποίος περιμένει να ανακαλυφθεί, αλλά
μια ποικιλία εαυτών, οι οποίοι δομούνται από τις κυρίαρχες γλωσσικές πρακτικές. Επομένως,
στόχος της ανάλυσης είναι η εξέταση της γλωσσικής κατασκευής της υποκειμενικότητας και η
μετάθεση της προσοχής από το υποκείμενο στους διαθέσιμους λόγους, οι οποίοι ενυπάρχουν
στον πολιτισμό και στην ιστορία και από τους οποίους αντλεί το υποκείμενο για να κατανοήσει
τον κόσμο και τον εαυτό του,
Πάντως, η αντίθεση της ανάλυσης λόγου με τη γνωστική ψυχολογία δεν σημαίνει
παράλληλα την άρνηση του ενδιαφέροντος για τις απόψεις, τις στάσεις και τα συναισθήματα
των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα οι αναλυτές λόγου ενδιαφέροντα για τα ίδια ακριβώς
φαινόμενα, μόνο που προτείνουν μια νέα θεωρητική και αναλυτική προσέγγιση προκειμένου
να τα μελετήσουν (Potter & Wetherell, 1995). Σύμφωνα με τους οπαδούς της προσέγγισης
αυτής, η πρωτοτυπία έγκειται στο ότι ο λόγος αποτελεί από μόνος του πεδίο ανάλυσης καθώς
αποκαλύπτει τα συστήματα κατανόησης που υπάρχουν στην κοινωνία, περιλαμβάνει τις
βασικές κατηγορίες αντίληψης του εαυτού μας, επηρεάζει τις πράξεις μας και αναπαράγει την
πολιτισμική μας ταυτότητα (Wetherell, Stiven & Potter, 1987; Burman & Parker, 1993).
Στη βιβλιογραφία της ανάλυσης λόγου, ο όρος «λόγος» αναφέρεται σε όλα τα είδη
της προφορικής αλληλεπίδρασης, επίσημης και ανεπίσημης και σε όλα τα γραπτά κείμενα, ενώ
ο όρος «κείμενο» έχει μια ευρύτερη σημασία και αναφέρεται συνήθως όχι μόνο σε γραπτά
κείμενα αλλά και στη γραπτή εκδοχή του προφορικού λόγου. Οι Potter & Wetherell (1987: 3)
ισχυρίστηκαν ότι «τα κείμενα αποτελούν πολύπλοκα πολιτισμικά και ψυχολογικά προϊόντα,
κατασκευασμένα με ένα συγκεκριμένο τρόπο ώστε να επηρεάζουν τη συμπεριφορά και ότι
οποιοδήποτε κοινωνικό κείμενο μπορεί να γίνει αντικείμενο της έρευνας ακόμη και η δική μας
επιστημονική γραφή». Επομένως, η ανάλυση λόγου αναφέρεται ουσιαστικά στην ανάλυση
οποιουδήποτε κειμένου, όπως αυτό ορίζεται παραπάνω.
Τα θέματα με τα οποία ασχολείται η έρευνα της ανάλυσης λόγου δεν είναι γλωσσικά,
αλλά αφορούν ζητήματα κοινωνικής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας, όπως η ανθρώπινη
ταυτότητα, το είδος της σκέψης, η κατασκευή της υποκειμενικότητας, των άλλων και του
κοινωνικού κόσμου. Σύμφωνα με την Hollway (1994: 25), ο όρος υποκειμενικότητα
αναφέρεται σΓην ατομική ταυτότητα και σΓη συνείδηση του εαυτού καθώς και στην
«κατανόηση ότι τα υποκείμενα είναι δυναμικά και πολύπλευρα, τοποθετούνται συνεχώς μέσα
στο λόγο και αναπαράγονται μέσα από αυτόν». Η ανάλυση λόγου εστιάζει σε δύο κυρίως

48
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

πράγματα: στο τι καταφέρνουν τα άτομα με το λόγο τους ή τη γραφή τους και στα είδη των
γλωσσικών (θεματικών) πηγών στα οποία ανατρέχουν όταν μιλούν ή γράφουν (Potter &
Wetherell, 1995). Ένα επιπλέον στοιχείο της ανάλυσης λόγου είναι η έμφαση στον τρόπο με
τον οποίο ο λόγος δικαιολογεί τις πράξεις μας και προδιαγράφει τη συμπεριφορά μας. Οι
άνθρωποι χρησιμοποιούν το λόγο τους για να καταφέρουν πράγματα, γΓ αυτό και ο λόγος
ενός υποκειμένου αποκαλύπτει μια ποικιλία και μια διαφορετικότητα ανάλογα με το στόχο του
ή τη λειτουργία του - δηλαδή ο λόγος διαφέρει στον ίδιο άνθρωπο ανάλογα με το σκοπό για
τον οποίο μιλάει, μ' αυτό που αισθάνεται κάθε φορά και με ότι θέλει να καταφέρει. Οι Potter
& Wetherell (1987) ισχυρίστηκαν ότι το άτομο που κατασκευάζει γλωσσικά τα γεγονότα δεν
κάνει κάτι τέτοιο συνειδητά, αλλά ως αποτέλεσμα της προσπάθειας του να ερμηνεύσει τα
φαινόμενα και τον κόσμο του.
Σύμφωνα άλλωστε με τις ρίζες της ανάλυσης λόγου στο μεταστρουκτουραλισμό και
σε θεωρητικούς όπως ο Μ. Foucault, η χρήση ενός συγκεκριμένου λόγου, ο οποίος
περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη οργάνωση του εαυτού, όχι μόνον δικαιολογεί τις πράξεις μας
αλλά ταυτόχρονα συντηρεί και αναπαράγει σχέσεις εξουσίας και μοτίβα κυριαρχίας και
υποταγής. Βέβαια, οι παραπάνω συνέπειες του συγκεκριμένου λόγου μπορεί να μην είναι
αντιληπτές από τον ομιλούντα ή συγγραφέα του λόγου και ειδικά στην περίπτωση της
ασυνείδητης λειτουργίας, ο λόγος χρησιμοποιείται ως ιδεολογία για να νομιμοποιήσει την
εξουσία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (Wetherell & Potter, 1988). Οι αναλυτές
λόγου ισχυρίζονται ότι οι στόχοι και οι συνέπειες του λόγου που αποτελούν και τα τελικά
ευρήματα της ανάλυσης δεν αποκαλύπτονται εύκολα. Ένας κατάλληλος τρόπος είναι οι
διαφορετικές εκδοχές, οι αποκλίσεις και οι παραλλαγές του λόγου για το ίδιο γεγονός από το
ίδιο υποκείμενο. Αυτό σημαίνει ότι αν ο λόγος είναι προσανατολισμένος συνειδητά ή
ασυνείδητα σε κάποιο σκοπό τότε θα είναι ποικίλος ανάλογα με αυτό που θέλει να καταφέρει
και επομένως μελετώντας την ποικιλία και τις αντιφάσεις στο λόγο μπορεί κανείς να
διαπιστώσει και το στόχο. Μια άλλη σημαντική παράμετρος αφορά στο γεγονός ότι τα
υποκείμενα είναι ενεργητικά στην επιλογή των διαθέσιμων λόγων (Wetherell & Potter, 1988).
Επομένως, όταν κανείς μιλά για ένα οποιοδήποτε φαινόμενο (στάσεις, συναισθήματα,
γεγονότα) αντλεί από συλλογικά σχήματα και κοινές έννοιες, έτσι ώστε οι ακροατές του να
καταλάβουν τι ακριβώς εννοεί. Αυτά τα κοινά μοτίβα εννοιών και ερμηνειών ορισμένοι
ερευνητές, όπως οι Potter και Wetherell, τα ονομάζουν «ρεπερτόρια», άλλοι, όπως οι Hollway
και Parker, «λόγους» και άλλοι, όπως ο Billig, «ιδεολογικά διλήμματα» (Burman & Parker,
1993).
Η ανάλυση του λόγου εστιάζει τελικά στους τρόπους με τους οποίους διαφορετικές
εκδοχές του κοινωνικού κόσμου, των γεγονότων και των εσωτερικών ψυχολογικών
καταστάσεων παράγονται μέσα στο λόγο. Η έμφαση αυτή παραπέμπει τον ερευνητή αφ' ενός
στις γλωσσικές κατασκευές των υποκειμένων της έρευνας και στον τρόπο με τον οποίο τα
καταφέρνουν, αφ' ετέρου σε μια αναγνώριση της κατασκευασμένης επίσης εκ μέρους του

49
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

ερευνητή εκδοχής του κόσμου. Έτσι η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται ως μια «ρητορική


παραγωγή», η οποία μπορεί να αναλυθεί στα στοιχεία που την απαρτίζουν και να μελετηθεί
(Potter, 1997). Με την έμφαση στο λόγο, η γλώσσα αντιμετωπίζεται ως μέσον
αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους ανθρώπους και επομένως η ανάλυση του λόγου μετατρέπεται
τελικά σε ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Potter, 1997).
Η μέθοδος της ανάλυσης λόγου αποτελεί μια επίπονη και χρονοβόρα ερευνητική
διαδικασία. Ο ερευνητής έχει συνήθως στη διάθεση του εκτεταμένα αποσπάσματα λόγου, τα
οποία πρέπει να μελετήσει εις βάθος και επανειλημμένα για να καταλήξει στα ερμηνευτικά
σχήματα και στις κυρίαρχες ιδεολογίες που χρησιμοποιούν τα υποκείμενα της έρευνας για να
κατανοήσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της ανάλυσης
λόγου δεν οδηγούν σε ευρύτερους εμπειρικούς νόμους ή καθολικές αρχές που είναι συνήθως
και ο στόχος της κοινωνικής ψυχολογικής έρευνας. Τα αποτελέσματα αφορούν αποκλεισπκά
τους ανθρώπους του δείγματος στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και στο συγκεκριμένο
πλαίσιο (Wetherell & Potter, 1988). Βέβαια η παραπάνω διαπίστωση δεν θεωρείται
μειονέκτημα για την ανάλυση λόγου, διότι αντικατοπτρίζει μια από τις βασικές θέσεις της
προσέγγισης το γεγονός δηλαδή ότι οι ερμηνείες αφορούν συγκεκριμένες περιπτώσεις και
καθορίζονται από τους διαθέσιμους ιστορικά και πολιτισμικά λόγους. Άλλωστε, «η γενίκευση
δεν είναι αυτόματη στη μέθοδο της ανάλυσης λόγου και μπορεί να εγκαθιδρυθεί σύμφωνα με
τις θεωρητικές αρχές και όχι τις αρχές της στατιστικής» (Hollway, 1994: 16). Τέλος,
δυσκολίες επιφέρει και το γεγονός ότι πρόκειται για μια πρωτότυπη και καινοτόμα μέθοδο
ανάλυσης η οποία δεν έχει δοκιμαστεί εκτεταμένα στην έρευνα που διεξάγεται στους κόλπους
της ψυχολογίας και άλλων επιστημών (Wetherell & Potter, 1988).
Ωστόσο, η μέθοδος της ανάλυσης του λόγου φαίνεται να δικαιώνει τον περίπλοκο
χαρακτήρα της καθημερινής ομιλίας σε φυσικά περιβάλλοντα. Ο ερευνητής δεν χρειάζεται να
περιορίσει ή να κατηγοριοποιήσει τις απαντήσεις των υποκειμένων της έρευνας ώστε να έχει
εύκολα στη χρήση δεδομένα, ούτε να αντιμετωπίσει τον λόγο ως μέσο για την ανακάλυψη
κάποιου άλλου εσωτερικού χαρακτηριστικού ή γνωστικής διαδικασίας (Wetherell & Potter,
1988). Οι υποστηρικτές της ανάλυσης λόγου δεν ισχυρίζονται σε καμία περίπτωση ότι οι
αναλύσεις τους και οι ερμηνείες που δίνουν είναι οι μόνες δυνατές. Άλλωστε, ένα μεγάλο
πλεονέκτημα της ανάλυσης λόγου είναι η παρουσίαση των δεδομένων (αποσπάσματα
συνεντεύξεων, ομιλίας και γραφής) μαζί με τις αναλύσεις έτσι ώστε ο αναγνώστης μπορεί να
αξιολογήσει την επιτυχία των ισχυρισμών του αναλυτή ή να προσφέρει εναλλακτικές
ερμηνείες (Burman & Parker, 1993). Με τον τρόπο αυτό, όλη η λογική διαδικασία της
ανάλυσης από τα δεδομένα στις ερμηνείες και στα συμπεράσματα είναι απολύτως εμφανής.

1.2.5 Ανακεφαλαίωση.
Η πατριαρχία αποτελεί ένα κοινωνικό, οικογενειακό, ιδεολογικό και πολιτικό σύστημα
σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, στο οποίο οι άνδρες στο σύνολο τους διατηρούν

50
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

περισσότερα προνόμια, δικαιώματα και προσβάσεις στην εξουσία απ' ότι οι γυναίκες. Οι λόγοι
για τους οποίους ένα πατριαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης ισχύει ακόμη και σήμερα
είναι ποικίλοι. Κατ' αρχήν οι περισσότερες ερευνήτριες αναφέρονται στις βιολογικές διαφορές
ανάμεσα στα φύλα και συγκεκριμένα στη βιολογική ικανότητα της γυναίκας για αναπαραγωγή,
η οποία προσδιορίζει τη θέση της πρωταρχικά στη σφαίρα της οικογένειας και δευτερευόντως
στη σφαίρα της εργασίας. Άλλες αναφέρονται στη διαφορετική ψυχο-συναισθηματική
ανάπτυξη των γυναικών και γενικότερα στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των δύο φύλων.
Μεταγενέστερες φεμινιστικές αναλύσεις, ερμηνεύουν την υποδεέστερη θέση της γυναίκας με
οικονομικούς όρους, δηλαδή ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της
εκβιομηχάνισης των κοινωνιών. Πάντως, οι περισσότερες φεμινίστριες περιλαμβάνουν στις
αναλύσεις τους μία ή περισσότερες κοινωνικές δομές, όπως η οικογένεια, η μισθωτή εργασία,
η πολιτειακή σεξουαλικότητα, οι πολιτισμικοί οργανισμοί και η ανδρική βία, προσπαθώντας να
ερμηνεύσουν το φαινόμενο της πατριαρχίας παγκόσμια και διαχρονικά. Οι φεμινίστριες
καταλήγουν ότι αυτό που τελικά έχει αλλάξει σήμερα, δεν είναι η πατριαρχική κοινωνική
οργάνωση αυτή καθεαυτή, αλλά ο βαθμός και η μορφή αυτής της οργάνωσης, με αποτέλεσμα
οι σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες να χαρακτηρίζονται από μια «νέο-πατριαρχία».
Φαίνεται επίσης ότι ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο, σύμφωνα με τον οποίο
οι άνδρες τοποθετούνται στη δημόσια σφαίρα της οικονομικής παραγωγής, ενώ οι γυναίκες
στην ιδιωτική σφαίρα της παραγωγής, βρίσκεται στη βάση οποιασδήποτε πατριαρχικής
κοινωνικής οργάνωσης. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν σημαίνει απλά ότι διαφορετικοί
άνθρωποι κάνουν διαφορετικές δουλειές, αλλά ότι οι διαφορετικές δουλειές αξιολογούνται και
ιεραρχούνται διαφορετικά, προσδίδοντας στα άτομα και στις ομάδες που τις εκτελούν
διαφορετικό βαθμό εξουσίας και ελέγχου (Στρατηγάκη, 1994). Για παράδειγμα, τα καθήκοντα
και οι ρόλοι που συνδέονται με τη δημόσια σφαίρα έχουν αποκτήσει πολιτισμικά μεγαλύτερη
σπουδαιότητα και σημασία, σε σχέση με τους ρόλους της ιδιωτικής σφαίρας. Αυτή η
ασυμμετρία στην πολιτισμική αξιολόγηση των ανδρικών και γυναικείων δραστηριοτήτων
δημιουργεί ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα (Rosaldo, 1974). Επιπλέον, όσο οι γυναίκες
συνδέονται με τη φύση και οι άνδρες με τον πολιτισμό, η καθολική καταπίεση των γυναικών
θα εξακολουθεί να υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο (Ortner, 1974). Τέλος, ο καταμερισμός
της εργασίας και της κοινωνίας κατά φύλο, ισχυρίζονται οι φεμινίστριες βρίσκεται στη βάση
τόσο της πατριαρχίας όσο και του καπιταλισμού. Η συμφωνία ανάμεσα στην καπιταλιστική
και πατριαρχική δομή, σε σχέση με τη διαίρεση της εργασίας σε δύο σφαίρες δραστηριοτήτων
και επιρροής, είναι κοινωνικά επιβεβλημένη και ενισχύεται συνεχώς μέσα από νομικούς
πολιτικούς και εκπαιδευτικούς φορείς (McDonald, 1981).
Επομένως, η διαιώνιση της πατριαρχίας και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας είναι
ένα περίπλοκο φαινόμενο, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα επίπεδα και δομές της κοινωνικής
ζωής. Οι κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες της φιλελεύθερου ρεύματος, του μαρξισμού, του
ριζοσπαστικού και του σοσιαλιστικού κινήματος προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τις σχέσεις

51
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

ανισότητας και εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, δηλαδή τις πατριαρχικές σχέσεις, κυρίως με
όρους κοινωνικής δομής και οργάνωσης. Σήμερα, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της
σοσιαλιστικής ιδεολογίας σε όλες τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οι όροι μαρξισμός και
σοσιαλισμός έχουν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από την ορολογία των περισσότερων
φεμινιστριών. Το ίδιο και τα ζητήματα που διαπραγματεύονταν οι αντίστοιχες φεμινισπκές
παραδόσεις, όπως η οικονομική παραγωγή, οι ταξικές σχέσεις και η ανάπτυξη μιας κοινωνικής
παρεμβατικής πολιτικής (Beasley, 1999). Από την άλλη, οι ακραίες θέσεις της ριζοσπαστικής
φεμινιστικής προσέγγισης σε σχέση με την καθολικότητα του φαινομένου της πατριαρχίας και
την απόλυτη κατηγορία «γυναίκες», πέρα από άλλου είδους κοινωνικούς προσδιορισμούς,
έχουν δεχθεί έντονη κριτική. Τα στοιχεία που φαίνεται ότι παραμένουν από την παράδοση
της ριζοσπαστικής φεμινιστικής προσέγγισης είναι η σημασία της γυναικείας εμπειρίας, ενώ
από το σοσιαλιστικό φεμινιστικό κίνημα, η αλληλεπίδραση των ιστορικών και οικονομικών
συνθηκών στη διαμόρφωση του φαινομένου της πατριαρχίας. Αντίθετα, η ιδεολογία της
φιλελεύθερης φεμινιστικής θεώρησης σε σχέση με την ισότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων
και την υποστήριξη ειδικών ομάδων, όπως οι γυναίκες που κινδυνεύουν από κοινωνικό
αποκλεισμό, εξακολουθεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα της πολιτικής των περισσότερων
σύγχρονων δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ένα από τα επικρατέστερα ακαδημαϊκά ρεύματα σήμερα στο χώρο των
ανθρωπιστικών σπουδών αποτελεί ο μεταστρουκτουραλισμός ο οποίος επηρέασε σημαντικά
τη φεμινιστική κοινωνική θεωρία, προσφέροντας νέες κατευθύνσεις στην έρευνα και στη
μελέτη του φαινομένου της γυναικείας καταπίεσης - τόσο από την πλευρά της μεθοδολογίας
όσο και από την πλευρά της θεματολογίας. Ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός
συνδυάζει κοινωνικές δομές και προσωπικά χαρακτηριστικά στην επεξήγηση του συστήματος
της πατριαρχίας και των ανισοτήτων ανάμεσα στα φύλα. Η θεωρία ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι
η ανθρώπινη εμπειρία χαρακτηρίζεται από εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις επομένως
ποικίλει ανάλογα με το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο και τις κοινωνικοοικονομικές ή
ψυχοσυναισθηματικές συνθήκες ύπαρξης κάθε ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό, η προσέγγιση
του μεταοτρουκτουραλισμού, μπορεί να δικαιολογήσει αλλαγές ή εγκλωβισμούς στις στάσεις
και στη ζωή των γυναικών σήμερα, καθώς λαμβάνει υπ' όψιν σημαντικές διαφορές ανάμεσα
στις ίδιες τις γυναίκες σε σχέση με τις δεδομένες ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες του
περιβάλλοντος στο οποίο ανήκουν. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του κινήματος αυτού,
εφόσον όλοι οι άνθρωποι «μιλούν» με βάση τη δική τους εμπειρία, θέση, προσωπική ιστορία
και κουλτούρα σημαίνει ότι το ερευνητικό ενδιαφέρον πρέπει να μετατεθεί από τη μελέτη των
επίσημων δομών στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαμορφώνονται ως υποκείμενα της
δικής τους γνώσης (Haw, 1996). Επιπλέον, ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός αποτελεί
έναν τρόπο παραγωγής της γνώσης ο οποίος χρησιμοποιεί τις παραπάνω θέσεις για την
ανθρώπινη ταυτότητα, το «λόγο» και τις κοινωνικές διαδικασίες ώστε να κατανοήσει τις
υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας και να προσδιορίσει περιοχές και στρατηγικές αλλαγής (Weedon,

52
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

1987). Από την άλλη, τόσο ο φεμινισμός όσο και η μεταστρουκτουραλιστική επιστημολογία
επιτρέπουν στους ερευνητές να είναι πιο ανοικτοί σε ερευνητικές μεθόδους, όπως για
παράδειγμα η μέθοδος της ανάλυσης λόγου, η οποία εστιάζει στην ανάλυση οποιουδήποτε
κειμένου, γραπτού ή προφορικού. Οι οπαδοί του μεταστρουκτουραλισμού ισχυρίζονται ότι
όλοι οι ερευνητές οφείλουν να συνδυάζουν διαφορετικούς τρόπους έρευνας και ανάλυσης σε
σχέση με τα ζητήματα που διερευνούν, κάθε ένας από τους οποίους προσφέρει μια
διαφορετική οπτική στα ερωτήματα της μελέτης τους. Τέλος, η θεωρία του φεμινιστικού
μεταστρουκτουραλισμού έχει κοινά στοιχεία με προηγούμενες φεμινιστικές προσεγγίσεις,
όπως για παράδειγμα με τη σοσιαλιστική προσέγγιση, με την οποία μοιράζεται την επιμονή
στην κοινωνική και ιστορική σχετικότητα. Εξάλλου, η ανάγκη για επίγνωση της κατάστασης
και μεταστροφής της γυναικείας ταυτότητας αποτελεί κοινό τόπο των περισσότερων
φεμινιστικών θεωρήσεων.

1.3 Ψυχολογικές προσεγγίσεις: η διαφορετική ανάπτυξη της


ταυτότητας του φύλου.

1.3.1 Διαφορές φύλων: το « βιολογικό» και το «κοινωνικό» φύλο.


Το 1974 οι ψυχολόγοι Ε. Maccoby και C. Jacklin δημοσίευσαν το κλασσικό πλέον έργο
τους «Η ψυχολογία των διαφορών του φύλου», στο οποίο μελέτησαν πάνω από 1.400
δημοσιευμένες μελέτες σε σχέση με ένα σύνολο ανθρώπινων δραστηριοτήτων, γνωστικών
λειτουργιών, προσωπικών χαρακτηριστικών και κοινωνικών συμπεριφορών (Maccoby &
Jacklin, 1974). Ο λόγος της παραπάνω μελέτης ήταν να διαπιστωθεί ποιες τελικά από τις
διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες έχουν πραγματική βάση και ποιες όχι. Η ανάλυση
τους απεκάλυψε ότι πολλές από τις υποτιθέμενες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα αποτελούν
μύθο και ότι οι διαφορές που πραγματικά ισχύουν είναι ελάχιστες. Μάλιστα, οι διαφορές
ανάμεσα στα φύλα θεωρήθηκαν μικρότερες από ότι οι διαφορές στο ίδιο φύλο.
Ωστόσο, όλοι οι άνθρωποι αντιδρούν πολύ διαφορετικά σε σχέση με το φύλο ενός
παιδιού, ενδεχομένως διότι η απόκτηση της φυλετικής ταυτότητας είναι πολύ σημαντική για
την εξέλιξη ενός ανθρώπου και για την ομαλή ένταξη του στην κοινωνία. Μία εξήγηση της
παραπάνω διαφορετικής αντιμετώπισης αφορά φυσικά στις αναμφισβήτητες βιολογικές
διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Φαίνεται όμως ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα στις διαφορές
των φύλων από ότι η βιολογική κληρονομιά. Για παράδειγμα, οι περισσότερες κοινωνίες
περιμένουν ότι οι άνδρες και οι γυναίκες θα συμπεριφερθούν διαφορετικά και θα αναλάβουν
διαφορετικούς ρόλους. Έτσι, μέσα από μια δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους
γονείς αρχικά ή σε άλλους σημαντικούς ενήλικες και στο παιδί κατασκευάζεται η ψυχολογική
ταυτότητα του φύλου. Σύμφωνα με τη Νασιάκου (1979), ταυτότητα φύλου ονομάζεται το
ιδιαίτερο συναίσθημα που αποκτά ένα παιδί όταν συνειδητοποιεί ότι ανήκει στο ένα ή στο
άλλο φύλο. Η ταυτότητα αυτή, σύμφωνα με την ίδια, είναι φυσικά στηριγμένη στη βιολογία,

53
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

αφού από τη γέννηση το φύλο ορίζεται με βάση τα ανατομικά χαρακτηριστικά. Εκτός όμως
από τη βιολογική ταυτότητα, ένα παιδί θα αποκτήσει και την ψυχολογική ταυτότητα του
φύλου του, η οποία συγκροτείται και διαπλάθεται από τον τρόπο με τον οποίο το περιβάλλον
το ανατρέφει, το αναγνωρίζει και γενικότερα ανταποκρίνεται σε αυτό (Νασιάκου, 1979).
Μάλιστα, η κοινωνική ταυτότητα του φύλου είναι τόσο δυνατή, ουσιαστική και αμετάκλητη
για την υπόλοιπη ζωή, που αποδεικνύεται συνεχώς ότι είναι προτιμότερο να προσαρμόζεται,
όταν χρειάζεται, το ανατομικό φύλο στο ψυχολογικό φύλο ενός ανθρώπου, παρά το αντίθετο.
Επομένως, η κοινωνική διαδικασία της απόκτησης των χαρακτηριστικών του φύλου
είναι η διαδικασία κατά την οποία τα παιδιά αποκτούν την ταυτότητα του φύλου τους
(γνωρίζουν δηλαδή αν είναι άνδρες ή γυναίκες) και επιπλέον αποκτούν εκείνα τα κίνητρα, τις
αξίες και τις συμπεριφορές που θεωρούνται κατάλληλες, από τον πολιτισμό και την κοινωνία
στην onoig μεγαλώνουν, για όλα τα μέλη του βιολογικού τους φύλου (Shaffer, 1989). Από τα
παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι ερευνητές διέκριναν σταδιακά και κατέγραψαν τη διαφορά
ανάμεσα στο «βιολογικό» και στο «κοινωνικό» φύλο ενός ανθρώπου. Έτσι, το βιολογικό
φύλο, είναι ένα ορατό και συνήθως μόνιμο χαρακτηριστικό το οποίο αποκτά κανείς με τη
γέννηση του. Το βιολογικό φύλο, σύμφωνα με την Doyle (1985), αναφέρεται στα
αναπαραγωγικά όργανα και σπς λειτουργίες του άνδρα και της γυναίκας δηλαδή, στις ορμόνες
και στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά που καθορίζονται με τη γέννηση. Αντίθετα, το κοινωνικό
φύλο είναι ένας γενικότερος όρος, ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο φυσιολογικά
χαρακτηριστικά αλλά μαθημένες και επίκτητες πολιτισμικές συμπεριφορές. Το κοινωνικό
φύλο, ισχυρίζεται η Doyle (1985) αναφέρεται κυρίως σε κοινωνικά, πολιτισμικά και
ψυχολογικά χαρακτηριστικά, στερεότυπα και ρόλους των φύλων, οι οποίοι θεωρούνται
τυπικοί και επιθυμητοί για αυτούς που η κοινωνία καθορίζει πλέον ως «αρσενικά» ή «θηλυκά».
Επιπλέον, το κοινωνικό φύλο είναι ανεξάρτητο από το βιολογικό φύλο. Για παράδειγμα ένας
άνδρας μπορεί να συμπεριφέρεται με τρόπους, οι οποίοι δε θεωρούνται αρκετά αρρενωποί
στην κοινωνία του, αλλά αυτό από μόνο του δεν τον κάνει λιγότερο άνδρα από βιολογική
άποψη. Με λίγα λόγια το βιολογικό φύλο είναι φυσιολογικό, ενώ το κοινωνικό φύλο είναι
πολιτισμικό.
Η παραπάνω διάκριση είναι πολύ σημαντική, αν και συνήθως αγνοείται από όλους
τους ανθρώπους οι οποίοι εσφαλμένα υποθέτουν ότι οι πολιτισμικές νόρμες του ανδρισμού
και της θηλυκότητας είναι φυσιολογικές, δηλαδή καθορίζονται άμεσα από τη βιολογία.
Φαίνεται επίσης ότι σε κάθε κοινωνία ή πολιτισμό υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα για το
φυλετικό ρόλο ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Αυτά τα πρότυπα των φυλετικών ρόλων
αποτελούν ένα σύνολο αξιών, κινήτρων, χαρακτηριστικών και συμπεριφορών, οι οποίες
θεωρούνται περισσότερο κατάλληλες για τους ανθρώπους του ενός φύλου και όχι του άλλου
(Shaffer, 1989). Όλα μαζί τα πρότυπα φυλετικών ρόλων μιας κοινωνίας περιγράφουν πώς οι
άνδρες και οι γυναίκες αναμένεται να συμπεριφερθούν και επομένως αυτά τα πρότυπα
αντικατοπτρίζουν τα στερεότυπα, με τα οποία κατηγοριοποιούμε και αντιδρούμε σε

54
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

ανθρώπους διαφορετικού φύλου. Σύμφωνα με την Lips (1988), τα στερεότυπα φύλου


αποτελούν ευρύτατα διαδεδομένες κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες αποδίδουν συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά - θετικά ή αρνητικά - σε ομάδες ατόμων, με γνώμονα πάντα το φύλο τους.
Τα στερεότυπα δεν αφορούν φυσικά μόνο το φύλο, αλλά υπάρχουν στερεότυπα που
λειτουργούν με βάση την εθνικότητα, την ηλικία, τη θρησκεία, το ύψος, το βάρος, την
κοινωνική τάξη και οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό το οποίο μπορεί να διαιρέσει τους
ανθρώπους σε ομάδες. Πράγματι, τα στερεότυπα του φύλου διαιρούν τους ανθρώπους σε
δύο ομάδες: τους άνδρες και τις γυναίκες. Η Lips (1988) ισχυρίζεται ότι αυτό έχει ως
αποτέλεσμα πολλά από τα στερεότυπα φύλου να βασίζονται σε ζεύγη αντιθέτων (π.χ λογική-
συναίσθημα, φύση-πολιτισμός, δημόσιο-ιδιωτικό, έκφραση-λειτουργικότητα κ.α.) και
επομένως οποιαδήποτε απομάκρυνση από το στερεότυπο του ενός φύλου αποτελεί
καθορισμού μετακίνηση προς το στερεότυπο του άλλου φύλου. Για παράδειγμα, ένας
άνδρας που συμπεριφέρεται λιγότερο ορθολογιστικά από ότι το ανδρικό στερεότυπο,
Θεωρείται όχι λιγότερο αρρενωπός, αλλά περισσότερο θηλυκός. Αντίστοιχα, μια γυναίκα που
λειτουργεί λιγότερο συναισθηματικά θεωρείται όχι λιγότερο θηλυκή, αλλά πιο αρρενωπή. Μια
δεύτερη συνέπεια των αντιθετικών στερεοτύπων του φύλου, σύμφωνα με την Lips (1988),
είναι η αίσθηση που επικρατεί ότι οι άνδρες και οι γυναίκες θα πρέπει να διαχωρίζονται και να
διακρίνονται αυστηρά σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια, όπως για παράδειγμα στο σχολείο, στην
εκκλησία, στην εργασία κοκ.
Από την άλλη, όλα τα κοινωνικά στερεότυπα αναπτύσσονται μέσα σε συγκεκριμένα
ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια και μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στις
ομάδες τις οποίες αφορούν. Στην περίπτωση των ανδρών και των γυναικών, διαπιστώθηκε
ήδη ότι στις περισσότερες κοινωνίες υπάρχει μια μακρά ιστορία ιεραρχικών σχέσεων ανάμεσα
τους, σύμφωνα με την οποία οι άνδρες έχουν περισσότερη κοινωνική εξουσία από ότι οι
γυναίκες. Τα στερεότυπα λοιπόν συχνά διατηρούνται και αναπαράγονται επειδή πολύ απλά
δικαιολογούν τις προκαταλήψεις και την ανισότητα ενάντια στην υποδεέστερη ομάδα των
γυναικών (Lips, 1988). Σύμφωνα με τους Bennett & LeCompte (1990), ο όρος σεξισμός
αναφέρεται ακριβώς στη διάκριση που υφίστανται τα μέλη του ενός φύλου από τα μέλη του
άλλου φύλου. Με άλλα λόγια, ο σεξισμός αντικατοπτρίζει την πίσιη ότι το ένα φύλο είναι
ανώτερο του άλλου και δικαιολογεί λανθασμένα τη διάκριση με γνώμονα το φύλο ενός
ανθρώπου. Συνήθως, ο όρος σεξισμός χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε
προκατάληψη ή διάκριση ενάντια στις γυναίκες, αν και θεωρητικά συμπεριλαμβάνει όλες τις
αυθαίρετες στερεότυπες αντιλήψεις με βάση το φύλο, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους
άνδρες.

1.3.2 Οι παραδοσιακές θ ε ω ρ ί ε ς της τ α υ τ ό τ η τ α ς τ ο υ φ ύ λ ο υ .

Κατά καιρούς διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις προσπάθησαν να εξηγήσουν, η


κάθε μια από την πλευρά της, τις παραπάνω ψυχολογικές διαφορές, τις διαφορές στη

55
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

συμπεριφορά και στους ρόλους των δύο φύλων. Στο ένα άκρο των θεωρητικών ερμηνειών,
βρίσκονται οι επιστήμονες, οι οποίοι δίνουν έμφαση σε βιολογικές διαδικασίες και προτείνουν
ότι γενετικές, ανατομικές και ορμονικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα ευθύνονται για τις
διαφορές στη συμπεριφορά, οι οποίες με τη σειρά τους προδιαθέτουν τους άνδρες και τις
γυναίκες να υιοθετήσουν ρόλους διαφορετικούς και τυπικούς για το φύλο τους. Στην άλλη
άκρη των ερμηνειών, οι επιστήμονες της ψυχολογίας κυρίως, θεωρούν ότι κοινωνικοί
παράγοντες είναι αυτοί που καθορίζουν τόσο τις διαφορές στη συμπεριφορά όσο και στα
αποτελέσματα της διαδικασίας της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου. Ιστορικά, οι πιο
σημαντικές ψυχολογικές θεωρίες για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου είναι η
ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης και η γνωστική ή
εξελικτική θεωρία του Kohlberg.
Σύμφωνα με την Lips (1988), μερικές από τις παραπάνω θεωρίες, όπως για
παράδειγμα οι βιολογικές προσεγγίσεις και η ψυχαναλυτική θεώρηση, εστιάζουν κυρίως στο
γιατί, στην προέλευση δηλαδή των διαφορών ανάμεσα στα φύλα και ενδιαφέρονται για τις
αιτίες που συντελούν στην ανάπτυξη τέτοιων διαφορών. Αντίθετα, άλλες θεωρίες, όπως
αυτές της κοινωνικής μάθησης και της γνωστικής ανάπτυξης, ασχολούνται κυρίως με το πώς,
με τις διαδικασίες δηλαδή που κατευθύνουν τους άνδρες και τις γυναίκες να υιοθετούν όμοιες
ή διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς (Lips, 1988). Στη συνέχεια παρουσιάζεται ξεχωριστά
κάθε μία από τις παραπάνω θεωρητικές ερμηνείες της ταυτότητας του κοινωνικού φύλου.

1.3.2.1 Η βιολογική προσέγγιση.

Από βιολογική σκοπιά, οι άνδρες και οι γυναίκες διαφέρουν σε πέντε σημαντικά


σημεία: α) στα χρωμοσώματα φύλου - ΧΥ για τους άνδρες και XX για τις γυναίκες, β) στις
ορμόνες - οι άνδρες έχουν περισσότερα ανδρογόνα και υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης,
ενώ οι γυναίκες έχουν περισσότερα οιστρογόνα, γ) στη σύνθεση των γονιδίων, δ) στο
εσωτερικό αναπαραγωγικό σύστημα και ε) στα εξωτερικά γεννητικά όργανα (Shaffer, 1989).
Ο Shaffer (1989) αναφέρει ότι για πολλούς θεωρητικούς οι παραπάνω γενετικές και
ορμονικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα ευθύνονται για τα χαρακτηριστικά και τις
συμπεριφορές, οι οποίες εμφανίζονται με τη γέννηση ενός παιδιού ή αμέσως μετά. Για
παράδειγμα, εφόσον οι άνδρες διαθέτουν γενετικά ένα Χ χρωμόσωμα είναι αναγκαστικά πιο
επιρρεπείς σε οποιαδήποτε δυσλειτουργία αυτού του χρωμοσώματος που κληρονομούν από
τη μητέρα τους. Αντίθετα, οι γυναίκες που γενετικά έχουν δύο Χ χρωμοσώματα θα πρέπει να
κληρονομήσουν και τα δύο ελαττωματικά για να εμφανίσουν την ίδια δυσλειτουργία. Από την
άλλη, εφόσον οι άνδρες έχουν περισσότερο γενετικό υλικό - εξαιτίας των γονιδίων που
εμφανίζονται μόνο στο χρωμόσωμα Υ - επιδεικνύουν μια μεγαλύτερη γκάμα χαρακτηριστικών,
συμπεριλαμβανομένων και κάποιων αρνητικών.
Σύμφωνα με τη βιολογική θεώρηση, οι γυναίκες θεωρούνται καλύτερα εξοπλισμένες
από τη φύση και άρα ικανότερες ψυχολογικά από τους άνδρες για τη φροντίδα και ανατροφή

56
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

των παιδιών, διότι είναι προικισμένες με το μητρικό ένστικτο, μια εγγενή συγκινησιακή τάση
για φροντίδα μικρών και αβοήθητων βρεφών, η οποία οφείλεται στη γυναικεία ορμόνη
οξυτοκίνη. Από την άλλη, το μεγαλύτερο ποσοστό ανδρογενών ορμονών στα αγόρια και
στους άνδρες θεωρείται ως η αιτία της αυξημένης ετοιμότητας για επιθετικότητα που
παρατηρείται στο ανδρικό φύλο και που τους προετοιμάζει καλύτερα για τον ανταγωνισμό της
επαγγελματικής ζωής. Η Sayers (1987) αναφέρει ότι στον τομέα της εκπαίδευσης ειδικά, οι
βιολογικές διαφορές των φύλων χρησιμοποιήθηκαν υπερβολικά για να ερμηνεύσουν την
αποτυχία των κοριτσιών στα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης. Σχετικές έρευνες συνέδεσαν
αιτιολογικά την χωροταξική ικανότητα (visuo-spatial) με την επιτυχία σε μαθήματα θετικής
κατεύθυνσης ενώ κατέληξαν ταυτόχρονα ότι τα κορίτσια δεν αποδίδουν το ίδιο καλά με τα
αγόρια σε ψυχολογικές δοκιμασίες που μετρούν χωροταξικές ικανότητες. Η Lips (1988)
αναφέρει επίσης, ότι μια συγκεκριμένη επιστημονική θεώρηση στο πλαίσιο των βιολογικών
προσεγγίσεων, αυτή της κοινωνιοβιολογίας, διατύπωσε ότι πίσω από τις πολιτισμικές
συμπεριφορές κρύβονται γενετικά καθορισμένες ανθρώπινες αξίες. Για παράδειγμα, η
σεξουαλική επιθετικότητα των ανδρών, η φυλετική διάκριση των ρόλων, η οποία αποδίδει στις
γυναίκες τη φροντίδα των παιδιών, η έμφυτη επιθυμία για σεξουαλική ποικιλία ανάμεσα στους
άνδρες αλλά όχι στις γυναίκες και πολλές άλλες. Οι οπαδοί της θεωρίας αυτής ισχυρίζονται ότι
η γενετική βάση των κοινωνικών συμπεριφορών τις καθιστά δεδομένες και αναπόφευκτες.
Ο παραπάνω βιολογικός ντετερμινισμός, η άποψη δηλαδή ότι η βιολογία καθορίζει τη
ζωή μας και αποτελεί πεπρωμένο, έχει επικριθεί έντονα, αφού βέβαια καθόρισε σημαντικά τις
ζωές των γυναικών σε όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας κοινωνικές αντιλήψεις και
διαμορφώνοντας κυβερνητικές πολιτικές. Σύμφωνα με τη Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β), οι
τομείς της εκπαίδευσης και της εργασίας επηρεάσιηκαν ιδιαίτερα από τις θέσεις των
βιολογικών θεωριών εις βάρος της ισότητας των φύλων. Το βασικό επιχείρημα που
δικαιολόγησε τις διακρίσεις, τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην εργασία των γυναικών, ήταν
φυσικά η προστασία της αναπαραγωγικής ικανότητας της γυναίκας, η οποία καθόρισε ως τη
μόνη κατάλληλη εκπαίδευση για τα κορίτσια την προετοιμασία τους για τη γέννηση και
ανατροφή των παιδιών.
Η κριτική στις βιολογικές προσεγγίσεις επικεντρώνεται κυρίως στην έλλειψη
αποδείξεων για το γεγονός ότι ορισμένες κοινωνικές συμπεριφορές συνδέονται με
συγκεκριμένα γονίδια ή συμπλέγματα γονιδίων και στην επιλεκτική χρήση παραδειγμάτων από
συμπεριφορές ζώων, έτσι ώστε να είναι εύκολο να αποδειχθεί η γενετική προέλευση της
ανθρώπινης συμπεριφοράς (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994β). Γενικότερα, η κριτική αφορά στην
έλλειψη εμπειρικής κάλυψης για τις βασικές υποθέσεις των θεωριών, στην απουσία ερευνών ή
στην ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων δεδομένων, γεγονός που επιτρέπει πολλαπλές ερμηνείες
και δημιουργεί ασάφειες σε σχέση με τη στήριξη των θεωριών αυτών. Τέλος, οι θεωρίες
αυτές χρησιμοποιούν μια κυκλική λογική, σύμφωνα με την οποία αν μια συμπεριφορά
διατηρείται από γενιά σε γενιά τότε πρέπει να είναι έμφυτη και εφόσον είναι έμφυτη τότε θα

57
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

συνεχίσει να αναπαράγεται (Lips, 1988). Βεβαίως, η καθολικότητα ενός φαινομένου δεν


συνεπάγεται αυτόματα και το γεγονός ότι το φαινόμενο αυτό είναι έμφυτο και όχι επίκτητο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν συνήθως ότι οι διαφορές των φύλων είναι
ξεκάθαρα βιολογικά προκαθορισμένες. Στην πραγματικότητα, οι βιολογικές διαφορές ανάμεσα
στα δύο φύλα εξακολουθούν να επηρεάζουν τις πολιτισμικές ερμηνείες για τις διαφορές στη
συμπεριφοράς. Το πιθανότερο είναι ότι ιδιοσυγκρασίακοί παράγοντες που καθορίζονται
γενετικά αλληλεπιδρούν με περιβαλλοντολογικά γεγονότα και προκαλούν τις διαφορές στη
συμπεριφορά και στα χαρακτηριστικά των ανδρών και των γυναικών. Για παράδειγμα, οι
διαφορές φύλου στην επιθετικότητα ή στις επιδόσεις στα μαθηματικά μπορεί να μην είναι
αυτόματες ή βιολογικά προγραμματισμένες, αλλά η βιολογική προδιάθεση του παιδιού να
επηρεάζει τη συμπεριφορά των γονέων ή όποιων άλλων βρίσκονται κοντά στο παιδί,
προκαλώντας συγκεκριμένες αντιδράσεις, δραστηριότητες και ενδιαφέροντα. Ένα τέτοιο
μοντέλο ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι βιολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν για
να καθορίσουν από κοινού τελικά την εξέλιξη της ταυτότητας του φύλου στο παιδί.

1.3.2.2 Η ψυχαναλυτική θεωρία του S. Freud.

Η θεώρηση του Freud για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού αναγνωρίζει τη
συνεισφορά τόσο των κοινωνικών, όσο και των βιολογικών παραγόντων. Ο Freud
ισχυρίστηκε ότι κάθε ένας από εμάς - από τη γέννηση του - είναι πρωταρχικά
αμφισεξουαλικός, εφόσον κληρονομεί σε διάφορες αναλογίες βιολογικά χαρακτηριστικά και
από τα δύο φύλα. Αυτό που επομένως, κατά τον ίδιο, διαφοροποιεί στη συνέχεια την
ταυτότητα του φύλου, είναι η διαδικασία της ταύτισης (identification), σύμφωνα με την οποία
το παιδί αποκτά τα χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές, και τους ρόλους του γονέα που έχει το
ίδιο φύλο με αυτό (Doyle, 1985). Σύμφωνα με τη Sayers (1987), ο Freud ισχυρίστηκε επίσης
ότι ο γενετήσιος ερωτισμός κατά το φαλλικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης των
παιδιών και η σημασία που δίνει το παιδί στις διαφορές των γεννητικών οργάνων, οδηγεί το
αγόρι στον «ανδρισμό» ενώ το κορίτσι στη «θηλυκότητα» και στις αντίστοιχες συμπεριφορές.
Ο Freud πίστευε ότι ένα αγόρι ηλικίας 3-6 ετών αναγκάζεται να ταυτιστεί με τον
πατέρα του και να εσωτερικεύσει ανδρικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές επειδή
καταλαμβάνεται από το «άγχος του ευνουχισμού». Το αγόρι στην ηλικία αυτή αναπτύσσει
ερωτικά συναισθήματα απέναντι στη μητέρα του και αντιμετωπίζει τον πατέρα του ως
αντίζηλο. Στη συνέχεια, επειδή προβάλλει τα δικά του συναισθήματα αντιπαλότητας στον
πατέρα του, νομίζει ότι ο τελευταίος επιθυμεί να τον ευνουχίσει. Ο φόβος αυτός επιτείνεται
όταν το αγόρι διαπιστώνει ότι τα κορίτσια δεν διαθέτουν το αντίστοιχο γεννητικό όργανο και
υποθέτει ότι έχουν ήδη ευνουχιστεί. Το αγόρι λοιπόν, σύμφωνα με τον Freud, προκειμένου
να μειώσει τον φόβο του ευνουχισμού, στρέφεται τελικά προς τον πατέρα του, καταστέλλει
την αιμομικτική επιθυμία για τη μητέρα του και επομένως επιλύει το γνωστό «Οιδιπόδειο
σύμπλεγμα». Ο Freud θεωρούσε ότι η απόκτηση της ταυτότητας του φύλου είναι ακόμη πιο

58
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

περίπλοκη και πιο αντιφατική για το κορίτσι (Doyle, 1985), το οποίο ήδη νιώθει
«ευνουχισμένο» και επομένως δεν αισθάνεται κανέναν ιδιαίτερο φόβο που θα την αναγκάσει
να ταυτιστεί με τη μητέρα της και να επιλύσει το αντίστοιχο για τα κορίτσια «σύμπλεγμα της
Ηλέκτρας». Σύμφωνα με τον Freud, ο δρόμος προς τη θηλυκή ταυτότητα περνά από τη
συνειδητοποίηση εκ μέρους των κοριτσιών της διαφοράς του γεννητικού τους οργάνου με το
αντίστοιχο όργανο των αγοριών. Κατά τον ίδιο, η έλλειψη πέους δημιουργεί στις γυναίκες
αισθήματα κατωτερότητας και περιφρόνησης του φύλου τους (Lips, 1988). Σταδιακά η
επιθυμία ή αλλιώς ο «φθόνος του πέους» εξελίσσεται σε μια γενικότερη στάση ζήλιας που
στρέφεται πρώτα εναντίον της μητέρας, την οποία το κορίτσι θεωρεί υπεύθυνη. Ο Freud
ισχυρίστηκε ότι το κορίτσι τελικά αντικαθιστά την επιθυμία του πέους με την επιθυμία για ένα
παιδί, προοπτική που την κάνει να στραφεί προς τον πατέρα και τους άνδρες γενικότερα. Το
νέο αντικείμενο αγάπης για το κορίτσι, ο πατέρας δηλαδή, ενισχύει τη γυναικεία συμπεριφορά
της κόρης, γεγονός που αυξάνει παράλληλα την ελκυστικότητα της μητέρας, η οποία
προσφέρεται ως πρότυπο θηλυκότητας. Έτσι, το κορίτσι αναγκάζεται να αποκαταστήσει τη
σχέση με τη μητέρα της, προσπαθώντας να υιοθετήσει και να αναπτύξει γυναικείες
συμπεριφορές οι οποίες θα την κάνουν ελκυστική σε άλλους άνδρες.
Τελικά, σύμφωνα πάντα με τις απόψεις του Freud, επειδή τα κορίτσια, σε αντίθεση με
τα αγόρια, δεν έχουν ισχυρό κίνητρο φόβου για να επιλύσουν το ερωτικό σύμπλεγμα με το
γονέα του αντίθετου φύλου και να ταυτιστούν με το γονέα του ίδιου φύλου, αναπτύσσουν
διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά (Lips, 1988). Έτσι, τα κορίτσια αποκτώντας τη
θηλυκή ταυτότητα, αναπτύσσουν αισθήματα κατωτερότητας και μαζοχισμού, περιφρόνηση
προς άλλες γυναίκες, τάση για ζήλια, επιθυμία να αποκτήσουν παιδί, εμμονή στη σεξουαλική
γοητεία και αδύνατο υπερεγώ. Αντίθετα, τα αγόρια αποκτούν ένα ισχυρό υπερεγώ αλλά και
συναισθήματα περιφρόνησης ή φόβου προς τις γυναίκες. Το «άγχος του ευνουχισμού» και ο
«φθόνος του πέους» αντίστοιχα είναι που κάνουν τους άνδρες επιθετικούς, καταπιεστικούς
και προσανατολισμένους σΓην επιτυχία, ενώ τις γυναίκες παθητικές, ευαίσθητες εξαρτημένες
και αδύνατες (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994β). Η θεωρία του Freud ενώ δημιούργησε νέες
προοπτικές στην έρευνα, σε σχέση κυρίως με ζητήματα σεξουαλικότητας τα οποία είχαν
αγνοηθεί μέχρι τότε, από την άλλη προκάλεσε έντονες διαμάχες μεταξύ των ερευνητών.

1.3.2.3 Η φεμινιστική αμφισβήτηση.


Η θεωρία του Freud δέχθηκε πολύ μεγάλη κριτική, όπως ήταν αναμενόμενο, κυρίως
από το φεμινιστικό κίνημα. Ο Freud πρώτα από όλα εξίσωσε τις ανατομικές διαφορές των
φύλων με σχέσεις ανωτερότητας και κατωτερότητας (π.χ. αναφερόταν στα «ελλειμματικά»
γυναικεία όργανα) (Sayers, 1987). Οι φεμινίστριες ισχυρίστηκαν ότι οι σχέσεις ανωτερότητας
και κατωτερότητας σε σχέση με τα γενετήσια όργανα των ανδρών και των γυναικών δεν
βασίζονται στη βιολογία αλλά στην κοινωνία. Σύμφωνα με τη Sayers (1987), ο Freud
υπέθεσε εσφαλμένα ότι τα παιδιά μαθαίνουν για τις διαφορές των φύλων, όταν γνωρίσουν τα

59
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

διαφορετικά γεννητικά τους όργανα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό γίνεται πολύ νωρίτερα.
Γενικότερα, η φροϋδική ανάλυση προσέφερε μια ανδροκεντρική οπτική της ανάπτυξης καθώς
ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν τις διαφορές των φύλων σε σχέση με την παρουσία
ή την απουσία του πέους. Επίσης, βασίστηκε σε αναπόδεικτες σεξιστικές υποθέσεις εναντίον
των γυναικών (όπως ο «φθόνος του πέους» ή το αδύναμο υπερεγώ) και συνέδεσε την
επιθυμία της μητρότητας με την επιθυμία των κοριτσιών να γίνουν αρσενικά, καθώς το μωρό
αποτελεί για τη γυναίκα ένα συμβολικό αντικαταστατό του φαλλού. Τέλος, ο Freud θεώρησε
ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι αυτός που καθορίζει και το φύλο ενός ανθρώπου και
ότι η ανατομία αποτελεί πεπρωμένο με ένα λειτουργικό τρόπο καθώς εξυπηρετεί τη βιολογική
αναπαραγωγή.
Όλες οι παραπάνω υποθέσεις θεωρήθηκε ότι οφείλονται στις πατριαρχικές αντιλήψεις
και στο μισογυνισμό του Freud - πάντως, σίγουρα δε βασίζονται σε κλινικά και επιστημονικά
δεδομένα. Η Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β) ισχυρίστηκε ότι η ψυχαναλυτική θεωρία
περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά της θηλυκότητας ως σταθερά στοιχεία στη δομή της
προσωπικότητας, λειτουργεί ως ιδεολογική ενίσχυση για την καταπίεση των γυναικών.
Ωστόσο, υπήρξαν φεμινίστριες οι οποίες βασίστηκαν στη θεωρία της ψυχανάλυσης, αλλά
αντέστρεψαν τους ισχυρισμούς του Freud σε σχέση ειδικά με την ανάπτυξη της γυναικείας
ταυτότητας. Έτσι, γυναίκες όπως η Helene Deutsch, η Karen Horney, η Clara Thompson και
η Nancy Codorow, όχι μόνο συνέβαλλαν σε μια καλύτερη κατανόηση της γυναικείας
ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης, αλλά διόρθωσαν σε ένα μεγάλο βαθμό τις διαστρεβλώσεις
και τους προκατειλημμένους ισχυρισμούς της φροϋδικής θεωρίας (Doyle, 1985; Lips, 1988).
Το ρεύμα αυτό των ψυχαναλυτριών ονομάστηκε γυναικοκεντρική προσέγγιση στην
ψυχανάλυση, καθώς εστιάζει κυρίως στις δυνατότητες αναπαραγωγής των γυναικών, σε
αντίθεση με την φαλλοκεντρική οπτική της φροϋδικής θεωρίας.

1.3.2.4 Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης.

Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης προτείνει ότι το παιδί αναπτύσσει την ταυτότητα
του φύλου του και μαθαίνει το φυλετικό του ρόλο μέσα από μια διαδικασία μάθησης, η οποία
περιλαμβάνει την παρατήρηση, τη μίμηση και την ενίσχυση (θετική ή αρνητική) (Doyle,
1985). Για παράδειγμα, τα αγόρια μαθαίνουν να συμπεριφέρονται σαν άνδρες και τα κορίτσια
σαν γυναίκες, επειδή ακριβώς η κατάλληλη για το φύλο τους συμπεριφορά επιβραβεύεται,
ενισχύεται δηλαδή θετικά, ενώ η ακατάλληλη για το φύλο τους συμπεριφορά τιμωρείται ή
αγνοείται, ενισχύεται δηλαδή αρνητικά. Τα παιδιά μαθαίνουν επίσης ποιες συμπεριφορές είναι
κατάλληλες για το φύλο τους μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση ενήλικων ή
συνομήλικων προτύπων (Doyle, 1985). Για παράδειγμα, το αγόρι ή το κορίτσι παρατηρεί τη
συμπεριφορά των γονιών του, των δασκάλων του και άλλων παιδιών ή τις διαφορετικές
συμπεριφορές ανάμεσα στα φύλα, οι οποίες αναπαριστώνται στα βιβλία, στα παιχνίδια, στην
τηλεόραση και στα σχολικά μαθήματα. Όπως ισχυρίζεται η Sayers (1987), σύμφωνα με τη

60
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

θεωρία της κοινωνικής μάθησης, η απόφαση του παιδιού να μιμηθεί στη συνέχεια τη
συμπεριφορά που παρατήρησε εξαρτάται από το αν έχει παρατηρήσει επίσης την επιβράβευση
που ακολουθεί, όταν η συμπεριφορά αυτή εκτελείται από ένα άλλο άτομο του ίδιου φύλου.
Έρευνες έχουν δείξει ότι τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί επιβραβεύουν τα παιδιά
άμεσα για συμπεριφορές κατάλληλες για το φύλο τους, ενώ τα επικρίνουν για συμπεριφορές
ακατάλληλες.
Σύμφωνα πάντα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, τα παιδιά μιμούνται με
μεγαλύτερη επιτυχία μοντέλα που ανήκουν στο ίδιο φύλο με αυτά, έχουν εξουσία και τους
προσφέρουν τη φροντίδα τους (Lips, 1988). Αναμφισβήτητα λοιπόν οι γονείς αποτελούν
ισχυρά πρότυπα μίμησης για ένα παιδί. Μάλιστα, ο γονιός του ίδιου φύλου αποτελεί ένα
ιδιαίτερα αποτελεσματικό πρότυπο που επηρεάζει σημαντικά τη συμπεριφορά του παιδιού.
Καθώς το περιβάλλον υπενθυμίζει συνεχώς στο παιδί ότι είναι αγόρι ή κορίτσι και το ενισχύει
αντίστοιχα να ασχολείται με «ανδρικές» ή «γυναικείες» δραστηριότητες, σταδιακά το παιδί
μαθαίνει να σκέφτεται για τον εαυτό του ότι είναι αγόρι ή ότι είναι κορίτσι. Επομένως, μέσα
από την παρατήρηση, τη μίμηση και την ενίσχυση, η διαμόρφωση του κατάλληλου φυλετικού
ρόλου προηγείται και προετοιμάζει το έδαφος για την απόκτηση της ταυτότητας του φύλου.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσέγγισης αναπτύχθηκε η θεωρία του Lynn, η οποία
ενώ διατυπώθηκε το 1966, όπως αναφέρει η Lips (1988), γεφύρωσε την ψυχαναλυτική
θεώρηση με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης και αποτέλεσε τον πρόδρομο της ερμηνείας
της Chodorow σε σχέση με την αναπαραγωγή της μητρότητας, όπως θα διαπιστωθεί στη
συνέχεια. Ο Lynn ισχυρίστηκε λοιπόν ότι η δυνατότητα παρατήρησης και μίμησης της
συμπεριφοράς των γονιών δεν είναι η ίδια για τα αγόρια και τα κορίτσια (Lips, 1988). Επειδή
ο πατέρας ασχολείται με τα μικρά παιδιά πολύ λιγότερο χρόνο από ότι η μητέρα και
απουσιάζει συχνά από το σπίτι, τα αγόρια έχουν ένα ασαφέστερο μοντέλο για να μιμηθούν απ'
ότι τα κορίτσια. Έτσι τα αγόρια μαθαίνουν την τυπική για το φύλο τους συμπεριφορά όχι
τόσο παρατηρώντας απ' ευθείας τον πατέρα τους, αλλά μέσα από τις σχετικές περιγραφές της
μητέρας και των δασκάλων τους και σταδιακά ταυτίζονται όχι με τον πατέρα τον ίδιο αλλά με
το στερεότυπο ανδρικό ρόλο. Οι κοινωνικοί επιστήμονες ισχυρίζονται γενικότερα ότι οι
γυναικείοι ρόλοι είναι πιο διαθέσιμοι και ευανάγνωστοι για τα κορίτσια από ότι οι ανδρικοί
ρόλοι. Τα αγόρια για να νιώσουν αρρενωπά πρέπει να διακρίνουν τον εαυτό τους και ορίσουν
τον ανδρισμό τους «αρνητικά», δηλαδή ως κάτι το οποίο δεν είναι θηλυκό ή συνδεδεμένο με
τις γυναίκες. Η παραπάνω αναγκαιότητα για τα αγόρια να μάθουν το ανδρικό ρόλο με βάση
τη σχετική απουσία ανδρικών προτύπων και μέσα από ασαφείς απαιτήσεις, οι οποίες
υποστηρίζονται μάλιστα με τιμωρίες, προκαλεί ανησυχία και άγχος για τις σχετικές με το φύλο
τους συμπεριφορές. Αυτή η ανησυχία με τη σειρά της προκαλεί στη συμπεριφορά των
αγοριών μεγαλύτερη δυσκαμψία και εντονότερη προσκόλληση σε τυπικούς για το φύλο τους
κανόνες συμπεριφοράς. Πραγματικά, η Δεληγιάνη-Κουϊμτζή (1994β) ισχυρίζεται ότι τα αγόρια
ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο από ότι τα κορίτσια να «παίζουν» το ρόλο που ταιριάζει στο

61
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

φύλο τους και επομένως μιμούνται με μεγαλύτερη συνέπεια άτομα του ίδιου φύλου, ενώ
απορρίπτουν συστηματικά κάθε συμπεριφορά που συνδέεται με το αντίθετο φύλο.
Η ουσιαστικότερη κριτική για τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, σύμφωνα με τη
Sayers (1987), αφορά στην αδυναμία της θεωρίας να ορίσει την προέλευση των στερεοτύπων
για τα δύο φύλα και τις βαθύτερες αιτίες για τις οποίες ορισμένες δραστηριότητες
θεωρήθηκαν τυπικές για το ένα ή το άλλο φύλο. Επίσης, διατυπώθηκαν αμφιβολίες για το αν
η απευθείας ενίσχυση παίζει τόσο σημαντικό ρόλο, όσο υποστηρίζει η θεωρία της κοινωνικής
μάθησης, η οποία αντιμετωπίζει τα παιδιά ως παθητικούς δέκτες, τη στιγμή που η
κοινωνικοποίηση θεωρείται σήμερα μια σύνθετη και αλληλεπιδραστική διαδικασία (Lips, 1988).
Για παράδειγμα, οι επιρροές των ίδιων των παιδιών στη συμπεριφορά των γονιών μπορεί να
είναι το ίδιο σημαντικές όσο και το αντίστροφο. Τέλος, εκφράστηκαν αμφιβολίες για το αν οι
γονείς διαφοροποιούν τόσο πολύ τη συμπεριφορά τους, ανάλογα με το φύλο των παιδιών
τους, καθώς και για το αν η συμπεριφορά των παιδιών ακολουθεί με τόσο μεγάλη ακρίβεια το
μοντέλο που παρέχεται από το περιβάλλον τους (Lips, 1988; Sayers, 1987). Ωστόσο,
σύμφωνα με την Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β), η θεωρία της κοινωνικής μάθησης
χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για την ερμηνεία των διαφορών ανάμεσα στα δύο φύλα, όχι
μόνον στην καθημερινή συμπεριφορά, αλλά και στις σχολικές επιδόσεις και αποτέλεσε
σημαντικό εργαλείο για την ανάλυση της διάκρισης των φύλων στην εκπαιδευτική διαδικασία.

1.3.2.5 Η γνωστική-εξελικτική θεωρία τ ο υ L. Kohlberg.

Ο Kohlberg διατύπωσε μια γνωστική θεώρηση για την ανάπτυξη της φυλετικής
ταυτότητας, η οποία διαφέρει σημαντικά από τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν μέχρι τώρα.
Τόσο η θεωρία της κοινωνικής μάθησης, όσο και η ψυχαναλυτική θεωρία, ξεκαθαρίζουν ότι τα
αγόρια «παίζουν» τους άνδρες και τα κορίτσια τις γυναίκες, επειδή το περιβάλλον βασικά
ενθαρρύνει αντίστοιχα ανδρικές και γυναικείες συμπεριφορές, ενώ αποθαρρύνει συμπεριφορές
που ανήκουν στο αντίθετο φύλο. Συνεπώς, τα παιδιά αρχίζουν σταδιακά είτε να μιμούνται,
είτε να ταυτίζονται με τους γονείς του ίδιου φύλου, αποκτώντας έτσι μια σταθερή φυλετική
ταυτότητα και τις κατάλληλες για το φύλο τους αντιλήψεις και συμπεριφορές. Ο Kohlberg
άλλαξε την παραπάνω σειρά και θεώρησε ότι η απόκτηση της ταυτότητας του φύλου είναι
προϊόν μιας γνωστικής διαδικασίας και αποτέλεσμα της γνωστικής ανάπτυξης του ίδιου του
παιδιού (Shaffer, 1989). Με άλλα λόγια, η σύλληψη της ταυτότητας του φύλου στο παιδί
αποτελεί τελικά μια «γνωστική κρίση» για τον εαυτό του, η οποία εξαρτάται από το επίπεδο
γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού, είναι εντελώς ανεξάρτητη από κοινωνικές ενισχύσεις και
προηγείται της επιλεκτικής του προσοχής ή της ταύτισης του με πρότυπα του ίδιου φύλου.
Όπως αναφέρει η Doyle (1985), ο Kohlberg υποστήριξε ότι τα παιδιά αναπτύσσουν
και κατανοούν την ταυτότητα του φύλου τους και τις συνέπειες αυτής της ταυτότητας σε τρία
στάδια:

62
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

α) Στο πρώτο στάδιο το παιδί αποκτά τη βασική ταυτότητα του φύλου, αναγνωρίζει
δηλαδή ότι είναι αγόρι ή κορίτσι, παρότι δεν αντιλαμβάνεται ακόμη ότι το φύλο αποτελεί ένα
αναλλοίωτο και σταθερό χαρακτηριστικό, ανεξάρτητα από τις διαφορές της εξωτερικής
εμφάνισης. Για το λόγο αυτό, η αντίληψη του παιδιού αυτής της ηλικίας δεν δέχεται
εξαιρέσεις και είναι πάρα πολύ αυστηρή σε σχέση με χαρακτηριστικά της εξωτερικής
εμφάνισης, τα οποία πιστεύει ότι καθορίζουν και το φύλο ενός ανθρώπου.
β) Στο δεύτερο στάδιο, το οποίο ο Kohlberg ονομάζει το στάδιο της μονιμότητας του
φύλου (gender stability), τα παιδιά κατανοούν πια ότι το φύλο δεν αλλάζει με την πάροδο του
χρόνου. Το παιδί σε αυτό το στάδιο γνωρίζει ότι τα αγόρια θα γίνουν οπωσδήποτε άνδρες και
τα κορίτσια γυναίκες. Επίσης, σε αυτήν την ηλικία κάθε παιδί αρχίζει να κατασκευάζει ένα
σύστημα αξιών, το οποίο συνδέει με το φύλο του. Δηλαδή, το παιδί μαθαίνει να εκτιμά
περισσότερο και να προτιμά συμπεριφορές, οι οποίες συνδέονται με το φύλο του ή αρχίζει να
μιμείται ανθρώπους του ίδιου φύλου.
γ) Τέλος, στο τρίτο στάδιο, αυτό της σταθερότητας του φύλου (gender consistency),
η έννοια του φύλου έχει ολοκληρωθεί, καθώς το παιδί αντιλαμβάνεται ότι το φύλο παραμένει
αμετάβλητο και στο χρόνο αλλά και σε διαφορετικές καταστάσεις ή συμπεριφορές. Παιδιά
ηλικίας 6-7 ετών που έχουν κατακτήσει αυτό το στάδιο δεν ξεγελιούνται πια από την
εξωτερική εμφάνιση. Γνωρίζουν για παράδειγμα ότι το φύλο κάποιου δεν μεταβάλλεται από
επιφανειακές αλλαγές, όπως το ντύσιμο ή από την εκτέλεση συμπεριφορών που ανήκουν στο
άλλο φύλο.
Σύμφωνα με τον Kohlberg λοιπόν, τα βασικά ενδιαφέροντα και οι αξίες του παιδιού θα
αρχίσουν να αλλάζουν όταν αυτό αποκτήσει μια ώριμη ταυτότητα φύλου. Για παράδειγμα,
ένα αγόρι που αντιλαμβάνεται ότι θα παραμείνει αγόρι σε όλη του τη ζωή, αποδίδει
μεγαλύτερη αξία σε ανδρικά χαρακτηρισπκά και στον ανδρικό ρόλο. Σε αυτό το σημείο θα
αρχίσει να ψάχνει ανδρικά πρότυπα και να μιμείται τις συμπεριφορές τους με σκοπό να μάθει
μορφές συμπεριφοράς κατάλληλες για το φύλο του. Η ενίσχυση που δέχεται όταν μιμείται
επιτυχώς τους άλλους άνδρες τον πληροφορεί ότι συμπεριφέρεται όπως πρέπει να
συμπεριφέρονται τα αγόρια και επομένως δυναμώνει την αρσενική του εικόνα.
Το μοντέλο του Kohlberg αποτελεί, σύμφωνα με τη Doyle (1985), μια θεωρία
γνωστικής σταθερότητας, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά έχουν το κίνητρο να αποκτήσουν
αξίες, ενδιαφέροντα και συμπεριφορές, οι οποίες είναι συνεπείς με τις γνωστικές τους κρίσεις
για τον εαυτό τους. Αξίζει να τονιστεί το γεγονός ότι για τον Kohlberg η απόκτηση της
σταθερότητας του φύλου αποτελεί την αιτία και όχι το αποτέλεσμα της παρακολούθησης
προτύπων του ίδιου φύλου. Έτσι, το παιδί πρώτα σχηματίζει την ταυτότητα του φύλου του
και στη συνέχεια αρχίζει να αναπαράγει και να μιμείται συμπεριφορές και ρόλους κατάλληλους
για το φύλο του, οι οποίοι επιβραβεύονται και ενισχύονται. Η ανάγκη μάλιστα του παιδιού να
διατηρήσει σταθερή την ταυτότητα του φύλου του το οδηγεί, όχι μόνο να επιλέγει εκείνες τις
μορφές συμπεριφοράς που ταιριάζουν στο φύλο του, αλλά και να καταδικάζει κάθε

63
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

παρέκκλιση που παρατηρεί στα άλλα παιδιά, μέχρις ότου επιτευχθεί η σταθερότητα του
φύλου (Sayers, 1987). Έτσι εξηγείται, σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, ο έντονος σεξισμός
που παρατηρείται σε παιδιά μικρής ηλικίας. Η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης επεξεργάζεται
επίσης την εικόνα ενός παιδιού ενεργητικού και δραστήριου που διαπλάθει, αυτενεργώντας σε
πολύ μεγάλο βαθμό, την προσωπικότητα του και όχι την εικόνα ενός παθητικού δέκτη των
επιδράσεων που προέρχονται από τον κοινωνικό περίγυρο (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994β).
Παρόλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα, η θεωρία δεν παύει να παρουσιάζει κενά και
προβλήματα. Η κριτική αφορά κατ' αρχήν στο γεγονός ότι η γνωστική θεωρία του Kohlberg
για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου βασίστηκε μόνο σε άνδρες και επομένως η
γυναικεία γνωστική ανάπτυξη μπορεί να διαφέρει από αυτήν των ανδρών, όπως πράγματι
διαπιστώθηκε στη συνέχεια. Η θεωρία παραλείπει επίσης να ερμηνεύσει τις ατομικές διαφορές
στην ανάπτυξη του φύλου (Sayers, 1987). Επιπλέον, σύμφωνα με τη Sayers (1987), δεν
δίδεται ικανοποιητική εξήγηση για την πρώιμη έκφραση στερεότυπης ως προς το φύλο
συμπεριφοράς που διαπιστώνεται σε βρέφη και νήπια ηλικίας μικρότερης των 3 ετών, πολύ
πριν δηλαδή τη διαμόρφωση της ταυτότητας και την εδραίωση της σταθερότητας του φύλου.
Τέλος, ο Kohlberg δεν εξηγεί τις βαθύτερες αιτίες της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου,
ούτε γιατί αυτή είναι τόσο σημαντική και κρίσιμη για την παραπέρα εξέλιξη του παιδιού. Η
Sayers (1987) αναφέρει ότι πρόσφατες ερμηνείες της εξελικτικής και της κοινωνιολογικής
θεώρησης ισχυρίσΓηκαν ότι η σπουδαιότητα του κοινωνικού φύλου και η σημασία της
ταυτότητας του φύλου στην ανάπτυξη του παιδιού προκύπτει από τις ίδιες τις εμφανείς
φυσιολογικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Ωστόσο, κατά την άποψη της, και αυτή ακόμη η
ερμηνεία δεν εξηγεί γιατί τέτοιου είδους διαφορές γίνονται σημαντικές, ενώ άλλες όπως το
χρώμα των μαλλιών ή των ματιών δεν είναι σημαντικές στην ψυχολογική ανάπτυξη.

1.3.2.6 Συμπεράσματα - κ ρ ι τ ι κ ή .

Ο διαχωρισμός ανάμεσα στα φύλα, οι διαφορετικοί ρόλοι και οι τοποθέτηση τους


στην κοινωνία υπήρξε αποτέλεσμα περισσότερο ιδεολογικής διαμάχης και λιγότερο
επιστημονικής διερεύνησης. Σύμφωνα με τη Νασιάκου (1979), παρ' όλο που πολλά από τα
επιχειρήματα που υποστήριξαν τη βιολογική ανωτερότητα του αρσενικού ήταν αβάσιμα ή
αντιεπιστημονικά, αυτό δεν εμπόδισε την επιτυχημένη διάδοση τους στην ευρύτερη κοινή
γνώμη. Σήμερα ωστόσο, είναι σαφές, τουλάχιστον στην πλειονότητα της επιστημονικής
κοινότητας, ότι η άποψη για μια δεδομένη, αιώνια και αναλλοίωτη «φύση» της γυναίκας
αποτελεί καθαρά κοινωνικό κατασκεύασμα.
Από την άλλη, η Νασιάκου (1979) ισχυρίσΓηκε ότι οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας
της γυναικείας ταυτότητας, η οποία βασίζεται αποκλειστικά είτε σΓη φύση, είτε στον
πολιτισμό, είναι ανεπαρκής. Στην ουσία, φαίνεται ότι υπάρχει μια βαθιά και σύνθετη
αλληλεπίδραση των δύο αυτών παραγόντων, του βιολογικού και του κοινωνικού. Πράγματι,
οι θεωρίες που προηγήθηκαν καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ερμηνειών, στο οποίο η μία ακραία

64
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

τιμή καλύπτεται από τις απόψεις του βιολογικού ντετερμινισμού και η άλλη από τις θέσεις της
κοινωνικής διαπαιδαγώγησης. Το ίδιο και η Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β) ισχυρίζεται ότι
καμιά από τις θεωρίες που παρουσιάστηκαν δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει από μόνη της
αποτελεσματικά τις υπάρχουσες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Όλες παρουσιάζουν
κάποια κενά και ένας συνδυασμός στοιχείων από την κάθε μια βοηθά περισσότερο στην
κατανόηση των αιτιών και της διαδικασίας διαφοροποίησης των φύλων. Επιπλέον, η Sayers
(1987) διαπιστώνει ότι καμιά θεωρία δεν κάνει λόγο για τις σχέσεις εξουσίας και δύναμης που
αναπτύσσονται ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, γεγονός που παίζει σημαντικό ρόλο
στη διαιώνιση των ψυχολογικών τους διαφορών.
Σύμφωνα με τη Sayers (1987), καμία από τις παραπάνω θεωρίες δεν εξηγεί τη
σπουδαιότητα του φύλου στην ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός παιδιού, διότι καμία από
τις θεωρίες δεν ασχολήθηκε με την προέλευση των φυλετικών διακρίσεων στην κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, η σπουδαιότητα της ανάπτυξης της ταυτότητας του φύλου εξηγείται
μόνον αν λάβει κανείς υπ' όψιν του τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες καθορίστηκαν ιστορικά
από το βιολογικό φύλο των ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο η βιολογία είναι όντως
σημαντική, καθώς το φυσιολογικό γεγονός της αναπαραγωγικής ικανότητας της γυναίκας
επηρέασε σταδιακά τη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική οργάνωση, προσδιορίζοντας
παράλληλα τις διακρίσεις φύλου και τη διχοτόμηση των δραστηριοτήτων τους σε μια
κοινωνία. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της διάκρισης και της διχοτόμησης των κοινωνικών σχέσεων,
το φύλο είναι τόσο σημαντικό σε γονείς, εκπαιδευτικούς και παιδιά, καθώς και στην
ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη κάθε ανθρώπου. Άλλωστε, παρά τις βιολογικές ή γενετικές
διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, οι διαφορές από μόνες τους δεν φανερώνουν ποτέ
μια μερική ή ολική ανωτερότητα και κατωτερότητα του ενός φύλου σε σχέση με το άλλο.
Σύμφωνα με τη Νασιάκου (1979) μάλιστα, οι ίδιες οι έννοιες της ανωτερότητας και της
κατωτερότητας αποτελούν αποσπασματικές εκτιμήσεις που προϋποθέτουν μια κλίμακα
πολιτισμικών αξιών.
Η Τεντοκάλη (1998) αναφέρει ότι και άλλες φεμινίστριες έκαναν λόγο για το σύστημα
της «κοινωνικής κατασκευής» της ταυτότητας των δύο φύλων (sex-gender system) ή για την
«κατά φύλο υποκειμενικότητα». Για παράδειγμα, η Rubin το 1975 ισχυρίστηκε ότι κάθε
κοινωνία διαθέτει εκτός από έναν οικονομικό τρόπο παραγωγής και ένα σύστημα κοινωνικής
κατασκευής της φυλετικής ταυτότητας, το οποίο περιλαμβάνει όλους τους τρόπους με τους
οποίους το βιολογικό φύλο μεταλλάσσεται σε πολιτισμικό, τους κανόνες και τις διευθετήσεις
για τη συμπεριφορά των φύλων, τον καταμερισμό της εργασίας τους και τον καθορισμό της
σεξουαλικότητας (Τεντοκάλη, 1998). Από την άλλη, οι Barrett και Mcintosh το 1987
εισήγαγαν τον όρο «κατά φύλο υποκειμενικότητα» για να προσδιορίσουν το σύνολο των
ατομικών χαρακτηριστικών, τα οποία συγκροτούν τις δύο ταυτότητες, την ανδρική και τη
γυναικεία (Τεντοκάλη, 1998). Οι παραπάνω θέσεις βεβαίως εστιάζουν στον καθοριστικό ρόλο
της κοινωνίας και των κοινωνικών δομών για τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Σύμφωνα με

65
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

τις παραπάνω ερμηνείες, το βιολογικό φύλο μεταλλάσσεται σε κοινωνικό, με διαδικασίες τις


οποίες κάθε κοινωνία διαθέτει ή με άλλα λόγια η κατασκευή της κοινωνικής ταυτότητας των
φύλων συνιστά ένα ιστορικό και διαπολιτισμικό φαινόμενο.

1.3.3 Οι φεμινιστικές θ ε ω ρ ί ε ς τ η ς ταυτότητας τ ο υ φ ύ λ ο υ .

Η φεμινιστική ψυχολογία ή η ψυχολογία των γυναικών αμφισβήτησε και προκάλεσε


την παραδοσιακή ψυχολογία για τις ανεπαρκείς και καταστροφικές θεωρίες σε σχέση με τις
γυναίκες και για την αδυναμία της να διαπιστώσει τις σχέσεις εξουσίας που υφίστανται
ανάμεσα στα δύο φύλα. Η φεμινιστική ψυχολογία έχει τις ρίζες της στη δουλειά και το έργο
κυρίως των φεμινιστριών επιστημόνων. Η Wilkinson (1997) αναφέρει ότι η παραδοσιακή
ψυχολογία έχει χρησιμοποιηθεί τελικά για τον πατριαρχικό έλεγχο των γυναικών,
αναπαράγοντας τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα, τον καταμερισμό της εργασίας και την
ανισότητα ενάντια στις γυναίκες. Σε αντίθεση, η φεμινιστική ψυχολογία δείχνει να
αντιλαμβάνεται την ψυχολογία όχι μόνον ως ακαδημαϊκή επιστήμη αλλά και ως παράγοντα
διαμόρφωσης της καθημερινότητας και της αντίληψης των ανθρώπων (Wilkinson, 1997).
Έτσι, η φεμινιστική ψυχολογία επικρίνει για παράδειγμα τις αρνητικές συνέπειες του
ατομικισμού της ψυχολογικής παράδοσης, ο οποίος μεταφέρει όλες τις ευθύνες και την
παθολογία στο ίδιο το άτομο, ενώ αγνοεί τις κοινωνικές δομές και τις πολιτικές καταπιέσεις. Η
φεμινιστική ψυχολογία αναδεικνύει επομένως μια στρατηγική κοινωνικής αλλαγής, η οποία
καθορίζεται από τον τερματισμό της κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης των γυναικών.
Η Wilkinson (1997) ισχυρίζεται ότι η φεμινιστική ψυχολογία έχει αμφισβητήσει τις
κλασσικές ψυχολογικές θεωρίες με τρεις διαφορετικούς τρόπους: α) πρώτα από όλα, επέκρινε
τη μεθοδολογία της παραδοσιακής ψυχολογικής επιστήμης, η οποία είτε απέκλεισε, είτε
διαστρέβλωσε τη γυναικεία εμπειρία, β) δεύτερον, επεσήμανε ότι το πρόβλημα δεν είναι οι
γυναίκες, αλλά η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες εδώ και χρόνια και γ) τρίτον, έστρεψε
το ενδιαφέρον της στις ίδιες τις γυναίκες, αναδεικνύοντας τις διαφορές τους, τις οποίες όμως
αξιολόγησε θετικά. Η κριτική της μεθοδολογίας της παραδοσιακής ψυχολογίας εστιάζει σε
ερευνητικά λάθη, όπως η χρήση μόνον ανδρικών δειγμάτων και η αξιολόγηση των γυναικών
σε σχέση με τους άνδρες και τις ανδρικές συμπεριφορές. Σύμφωνα με την Tarvis (1993), η
ψυχολογία υπήρξε μια «κακή» επιστήμη, εφόσον «μέτρησε» λάθος το γυναικείο πληθυσμό,
όταν τον συμπεριλάμβανε στο δείγμα της. Η Tavris (1993) ισχυρίστηκε για παράδειγμα ότι σε
σχέση με τους άνδρες, οι γυναίκες θεωρείται ότι έχουν λιγότερη αυτοπεποίθηση, υποτιμούν
τις προσπάθειες τους επιδεικνύουν μικρότερη αυτονομία στις σχέσεις τους, ενώ αναφέρουν
συνήθως ότι πληγώθηκαν, αντί να αναγνωρίζουν ότι θύμωσαν. Μια διαφορετική ερμηνεία
βεβαίως του ίδιου ακριβώς ευρήματος θα μπορούσε να ήταν η εξής: οι άνδρες, σε σχέση με
τις γυναίκες, είναι πιο ξιπασμένοι, υπερτιμούν τη δουλειά τους, είναι λιγότερο ρεαλιστές σε ότι
αφορά τις ικανότητες τους, δυσκολεύονται να δημιουργήσουν και να διατηρήσουν στενές
συναισθηματικές σχέσεις και είναι πιο έτοιμοι να κατηγορήσουν και να επιτεθούν στους

66
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

άλλους, όταν δεν είναι χαρούμενοι, παρά να ισχυριστούν ότι πληγώθηκαν και να προκαλέσουν
τη συμπάθεια (Tavris, 1993). Γενικότερα στην παράδοση αυτή, οι φεμινίστριες επικρίνουν τα
επιστημονικά λάθη της έρευνας που αφορούν στις διαφορές των δύο φύλων, τα οποία
ωστόσο έχουν ενισχύσει κάθε είδους προκατάληψη. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράδοση
κριτικής των κλασσικών ψυχολογικών θεωριών, η κατωτερότητα και η ανικανότητα των
γυναικών δεν οφείλεται βεβαίως στις ίδιες τις γυναίκες ούτε στη διαφορετική φύση τους,
αλλά στο γεγονός της διαφορετικής τους κοινωνικοποίησης, η οποία ενισχύει την ανάπτυξη
χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων καταστροφικών για τις ίδιες. Έτσι, ακόμη κι όταν οι
εξωτερικοί παράγοντες εκλείπουν, οι γυναίκες εξακολουθούν να καταπιέζουν μόνες τους τον
εαυτό τους. Στην περίπτωση αυτή, η φεμινιστική ψυχολογία εστιάζει στις ίδιες τις γυναίκες
ως γυναίκες, χωρίς να τις συγκρίνει απαραίτητα με τους άνδρες. Στην τρίτη κατά σειρά
παράδοση,^ η προσέγγιση της φεμινιστικής ψυχολογίας αναγνωρίζει τη διαφορετική «φωνή»
των γυναικών. Με άλλα λόγια, οι φεμινίστριες κατανοούν ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους
άνδρες, αλλά ενθαρρύνουν και αξιολογούν ως θετικές τις διαφορές αυτές. Στην περίπτωση
αυτή, οι φεμινίστριες συμφωνούν ότι η παραδοσιακή ψυχολογία έχει αναπτυχθεί σύμφωνα με
έναν «ανδρικό λόγο», ο οποίος ενώ έχει περιγράψει τον κόσμο από τη δική του ανδρική
οπτική, εν τούτοις προσπαθεί να τον επικυρώσει ως απόλυτη και αντικειμενική αλήθεια.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται τρεις φεμινιστικές θεωρίες ανάπτυξης της γυναικείας
ταυτότητας, οι οποίες ενσωματώνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα παραπάνω
χαρακτηριστικά της φεμινιστικής κριτικής στην παραδοσιακή ψυχολογική θεωρία. Έτσι, τα
ερμηνευτικά μοντέλα της Jean Baker Miller, της Carol Gilligan και της Nancy Chodorow
περιλαμβάνουν στο δείγμα της έρευνας τους γυναίκες τις οποίες μάλιστα δεν συγκρίνουν με
άνδρες, εστιάζουν στο γυναικείο λόγο, ενώ παράλληλα θεωρούν αξιόλογα και ωφέλιμα τα
χαρακτηρισπκά γνωρίσματα των γυναικών για το σύνολο της ανθρώπινης ανάπτυξης. Οι
τρεις θεωρίες, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, πραγματεύονται τη διαφορετική ανάπτυξη
της γυναικείας ταυτότητας, την εξέλιξη της ηθικής σκέψης των γυναικών και την
αναπαραγωγή της μητρότητας αποκλειστικά από γυναίκες.

1.3.3.1 Jean Baker Miller: τ ο συσχετιστικό μοντέλο ανάπτυξης.

Η ψυχίατρος-ψυχαναλύτρια Jean Baker Miller διαπίστωσε ότι οι περισσότερες θεωρίες


ψυχολογικής εξέλιξης του ανθρώπου είναι μονομερείς και ελλειμματικές, εφόσον στηρίζονται
σε αβάσιμες γενικεύσεις που προκύπτουν αποκλειστικά από την εμπειρία των ανδρών.
Αφορμή για το έργο της υπήρξε η κλινική δουλειά της Miller με γυναίκες και επομένως, η
άμεση επαφή της με την ξεχωριστή γυναικεία εμπειρία στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής
θεραπείας. Η ίδια προσπάθησε να περιγράψει την ψυχολογική ταυτότητα των γυναικών
χρησιμοποιώντας όρους κατάλληλους και σύμφωνους με τη γυναικεία εξέλιξη, σε αντίθεση με
τη συνηθισμένη τακτική των κλασσικών ψυχολογικών θεωριών, οι οποίες ενσωμάτωσαν τη
γυναικεία ψυχοσύνθεση σε προϋπάρχουσες «ανδρικές» κατηγορίες.

67
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Η Miller επηρεάστηκε σαφώς από τις διαδεδομένες θέσεις άλλων φεμινιστριών σε


σχέση με την υποδεέστερη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Έτσι, η Miller (1986) βασίστηκε
ουσιαστικά στις παρακάτω διαπιστώσεις: α) πρώτον, οι σχέσεις που διέπουν την
αλληλεπίδραση των δύο φύλων σε μια κοινωνία είναι σχέσεις εξουσίας, δηλαδή κυριαρχίας και
υποταγής, β) δεύτερον, στο παραπάνω πατριαρχικό πλαίσιο, οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα
στα δύο φύλα μεταφράζεται ιεραρχικά ως ανισότητα, η οποία μάλιστα θεωρείται μόνιμη και
γ) τρίτον, τόσο η κυρίαρχη ομάδα, στην περίπτωση αυτή δηλαδή, οι άνδρες, όσο και η
υποτακτική ομάδα, δηλαδή οι γυναίκες, αναπτύσσουν εξαιτίας της θέσης τους αντίστοιχα
χαρακτηριστικά και συμπεριφορές. Σύμφωνα με την Miller (1986), οι συνέπειες της
παραπάνω κατάστασης είναι καταστροφικές και για τα δύο φύλα. Όπως ισχυρίζεται η ίδια, σ'
ένα τέτοιο πλαίσιο κοινωνικής ανισότητας δεν μπορεί να υπάρξει ισότιμη αλληλεπίδραση
μεταξύ ανδρών και γυναικών ή μια αμοιβαία ανάπτυξη της προσωπικότητας τους. Επιπλέον, η
ανισότητα προκαλεί οπωσδήποτε τη σύγκρουση και μάλιστα την καλυμμένη σύγκρουση
(closed conflict), για την οποία δεν υπάρχουν κοινωνικές φόρμες ή κανόνες συμμετοχής,
καθώς η κυρίαρχη ομάδα των ανδρών αρνείται την ύπαρξη της. Η σύγκρουση, σύμφωνα με
τη Miller (1986), τόσο η εξωτερική, δηλαδή ανάμεσα στα δύο φύλα, όσο και εσωτερική,
δηλαδή μέσα στις ίδιες τις γυναίκες είναι αναπόφευκτη.
Η Miller (1986) ισχυρίστηκε ότι, σε μια πατριαρχική κοινωνική οργάνωση, οι γυναίκες
δεν ενθαρρύνονται να πάρουν τις ανάγκες τους σοβαρά, να τις ανακαλύψουν και να τις
ικανοποιήσουν. Αντίθετα, ενθαρρύνονται να επικεντρωθούν στις ανάγκες και στην ανάπτυξη
των ανδρών. Μάλιστα, πολλές φτάνουν στο σημείο να πιστέψουν ότι εάν αναπτυχθούν
συναισθηματικά και πνευματικά αντιμετωπίζουν το δυσβάσταχτο κίνδυνο της απομόνωσης.
Έτσι, σύμφωνα με τη Miller (1986), οι γυναίκες καταφεύγουν σε δύο λύσεις: είτε,
αποφεύγουν να εξερευνήσουν και να εκφράσουν τις ανάγκες τους, είτε «μετασχηματίζουν»
τις ανάγκες τους, δηλαδή δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες τους ως δικές τους, αλλά ως ανάγκες
των άλλων, συνήθως των παιδιών και των συζύγων. Ωστόσο, σύμφωνα με τη συγγραφέα, η
κατάσταση των γυναικών δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από όρους ανισότητας. Η
Miller (1986) αναφέρθηκε στο έργο της, σε μια σειρά από χαρακτηριστικά γνωρίσματα των
γυναικών, τα οποία αντιμετωπίζονται συνήθως ως αδυναμίες, τόσο από τους άλλους όσο και
από τις ίδιες τις γυναίκες. Η συγγραφέας ανέτρεψε την παραπάνω άποψη, αποδεικνύοντας
ότι τέτοιου είδους ψυχολογικά χαρακτηριστικά έχουν σχεδόν πάντα δύο όψεις. Έτσι, σ' ένα
πλαίσιο πατριαρχίας, τα χαρακτηριστικά αυτά παρερμηνεύονται και οδηγούν τις γυναίκες στη
δουλικότητα και σε περίπλοκα ψυχολογικά προβλήματα. Αντίθετα, σ' ένα νέο πλαίσιο
ανάπτυξης, όπως αυτό που προτείνει η συγγραφέας, τα ίδια ακριβώς γνωρίσματα αποτελούν
δυνατότητες και αφορμή για προσωπική εξέλιξη.
Πράγματι, η Miller (1986, 1991a) διατύπωσε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης της
γυναικείας ταυτότητας, το οποίο βασίζεται στους δεσμούς και τις σχέσεις που συνάπτουν οι
γυναίκες με άλλους ανθρώπους, γεγονός που αποτελεί, σύμφωνα με την ίδια, τη θεμελιώδη

68
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

οργανωτική αρχή στη ζωή κάθε γυναίκας. Η συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι η εξέλιξη των
γυναικών στηρίζεται σε μία διαφορετική βάση, καθώς οι γυναίκες εμμένουν, δημιουργούν και
αναπτύσσονται σε ένα πλαίσιο σχέσεων. Μάλιστα, η Miller διαπίστωσε από την κλινική
εμπειρία της με γυναίκες ότι, για τις περισσότερες, η απειλή της διακοπής μιας σχέσης δεν
σήμαινε μονάχα την απώλεια της σχέσης αλλά και την απώλεια μέρους του εαυτού τους. Η
Miller (1986) κατέληξε τελικά ότι οι παράμετροι της γυναικείας εξέλιξης δεν είναι ίδιες με
αυτές των ανδρών και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ίδιοι όροι. Η συγγραφέας
δεν ισχυρίστηκε βεβαίως ότι οι άνδρες δεν ενδιαφέρονται για τις σχέσεις ή δεν νιώθουν την
ανάγκη να δημιουργήσουν δεσμούς, αλλά ότι έχουν στερήσει τον εαυτό τους από ένα
συσχετιστικό τρόπο ζωής και έχουν διαμορφώσει την εμπειρία τους έτσι ώστε να μην
πιστεύουν στο παραπάνω μοντέλο.
Σύμφωνα με τη Miller (1986), οι διαφορετικές ανάγκες και επιθυμίες συσχέτισης
ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες δεν οφείλονται σε εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά σε
μια κοινωνικό-πολιτισμικά διαμορφωμένη ψυχολογική διαδικασία, η οποία εξελίσσεται
διαφορετικά για τα δύο φύλα. Η συγγραφέας ισχυρίστηκε ωστόσο, ότι η επιθυμία των
γυναικών για σύναψη και διατήρηση σχέσεων με τους άλλους αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή
πολλών γυναικείων προβλημάτων. Έτσι, οι γυναίκες δεν μπορούν να χαρούν και να
αναγνωρίσουν αυτή την ικανότητα τους, διότι οι μοναδικές φόρμες και μοντέλα σύνδεσης
διαθέσιμα γι' αυτές είναι σχέσεις δουλικότητας και υποταγής, οι οποίες τις οδηγούν σε
νευρώσεις. Η Miller (1986) συμπέρανε τελικά ότι τα ψυχολογικά προβλήματα των γυναικών
δεν οφείλονται στο ασυνείδητο, αλλά στη στέρηση της πλήρους συνείδησης. Έτσι,
ισχυρίστηκε ότι ακόμη και οι όροι με τους οποίους σκεπτόμαστε αντανακλούν την
«καθιερωμένη συνείδηση» και όχι την αλήθεια για αυτό που πραγματικά συμβαίνει.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω διαπιστώσεων, η Miller (1986) φαίνεται ότι
έθεσε νέους στόχους για την ψυχολογική θεωρία σε σχέση με την ερμηνεία της γυναικείας
ταυτότητας. Οι στόχοι της συνοψίζονται στα εξής: α) στην εκ νέου ανακάλυψη της
γυναικείας ταυτότητας, β) στην ανάγκη νέας ορολογίας και στον επαναπροσδιορισμό των
όρων της εξουσίας ή του αυτοκαθορισμού και γ) σΓην ανάγκη μιας παραγωγικής σύγκρουσης,
με νέα μοντέλα και τρόπους αντιμετώπισης της. Σύμφωνα πάντα με τη Miller (1986), ένας
πρωταρχικός στόχος για τις γυναίκες αποτελεί η αναζήτηση του εαυτού τους, η αυτογνωσία ή
η «αυθεντικότητα», όπως διαφορετικά την ονομάζει η συγγραφέας. Όμως, όπως ισχυρίστηκε
η ίδια, αυτογνωσία και υποταγή είναι δύο έννοιες εντελώς ασυμβίβαστες. Οι γυναίκες
πραγματικά δυσκολεύονται να ανακαλύψουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, πρώτον γιατί
δεν έμαθαν ποτέ να το κάνουν και δεύτερον γιατί κάτι τέτοιο δε συμβαδίζει με τις ισχύουσες
επιταγές της θηλυκότητας.
Αυτό που χρειάζεται επομένως, ισχυρίστηκε η Miller (1986), είναι μια νέα ορολογία, η
οποία δεν θα βασίζεται σε ακατάλληλες μεταφορές από την κατάσταση των ανδρών, αλλά θα
προκύπτει από μια προσπάθεια περιγραφής της γυναικείας ανάπτυξης μέσα από την εξέλιξη

69
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

και εμπειρία των ίδιων των γυναικών. Η Miller (1991b) διαπίστωσε επιπλέον, ότι οι γυναίκες
δε θα καταφέρουν ποτέ όλα όσα αναφέρονται παραπάνω αν δεν αποκτήσουν την αντίστοιχη
οικονομική, πολιτική και κοινωνική εξουσία. Η έννοια της εξουσίας όμως, σύμφωνα με τη
συγγραφέα, όπως ακριβώς και άλλες έννοιες ή δραστηριότητες της κυρίαρχης ομάδας, έχουν
διαστρεβλωθεί υπέρ των ανδρών και έχουν αποκτήσει σημασίες που υποδηλώνουν
συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς πιο συνηθισμένους στους άνδρες παρά στις γυναίκες.
Με άλλα λόγια, η εξουσία έχει καταντήσει τυραννία και ο αυτοκαθορισμός εμπεριέχει την
απαγόρευση μιας άλλης ομάδας. Η Miller (1986, 1991b) προτείνει την ανάγκη
επαναπροσδιορισμού των παραπάνω εννοιών, έτσι ώστε αυτές να συμβαδίζουν με τη
γυναικεία εμπειρία. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι οι γυναίκες δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν τις
καταστροφικές πλευρές, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα μέρος μιας αποτελεσματικής εξουσίας,
αλλά τρόποι διατήρησης ενός συστήματος κυριαρχίας και υποταγής. Αντίθετα, οι γυναίκες
χρειάζονται δύναμη και εξουσία για να προωθήσουν την εξέλιξη τους και όχι για να
περιορίσουν την εξέλιξη των άλλων. Από την άλλη, ο αυτοκαθορισμός δεν είναι απαραίτητα
συνώνυμος με την απόλυτη ανεξαρτησία, ούτε αποκλείει τη σχέση με τους άλλους. Ένας
καλύτερος ορισμός, σύμφωνος με την εξέλιξη των γυναικών, αφορά την ικανότητα να
αισθάνεσαι αποτελεσματικός και ελεύθερος νιώθοντας ταυτόχρονα έντονα συναισθήματα
σύνδεσης με άλλους ανθρώπους.
Καθώς λοιπόν οι γυναίκες προσδιορίζονται εκ νέου, αναδεικνύουν την ύπαρξη της
σύγκρουσης ως απαραίτητης διαδικασίας για την ανάπτυξη. Η Miller (1986) προσδιόρισε την
ανάγκη μιας παραγωγικής σύγκρουσης, όπου και οι δύο πλευρές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους
θέτοντας διαφορετικούς στόχους και κάθε ένας αναγκάζεται να αλλάξει τους στόχους του, ως
αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης. Η παραγωγική σύγκρουση εμπεριέχει συναισθήματα
αλλαγής και χαράς. Επίσης, η συγγραφέας υπογράμμισε την ανάγκη για νέα μοντέλα και
νέους τρόπους αντιμετώπισης των συγκρούσεων, τόσο στην οικογένεια όσο και σε άλλους
θεσμούς ή οργανισμούς, όπου η είσοδος των γυναικών είναι πλέον μαζική. Τα νέα μοντέλα
πρέπει να βασίζονται στην αμοιβαία αλληλεπίδραση και ανάπτυξη και όχι στην άσκηση
εξουσίας και ελέγχου. Για τη συγγραφέα, κάθε είδους σύγκρουση υποδηλώνει μια διαδικασία
μετάβασης για τις γυναίκες και καλύτερο είναι εκείνο το είδος σύγκρουσης που οδηγεί στη
σύνδεση (ισορροπία), τόσο στην ίδια τη γυναίκα όσο και ανάμεσα στις γυναίκες. Επιπλέον,
τέτοιου είδους συγκρούσεις οδηγούν στην ταυτόχρονη ανάπτυξη και εξέλιξη όλων των
ανθρώπων, ανδρών και γυναικών.
Ανακεφαλαιώνοντας, σύμφωνα με τη Miller, οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα
οδηγούν αφ' ενός στη διαστρέβλωση της γυναικείας εμπειρίας, αφ' ετέρου στην έλλειψη
κατάλληλης θεωρίας και ορολογίας για την ανάπτυξη των γυναικών. Η Miller (1991a: 22)
ισχυρίστηκε ότι «οι γυναίκες δεν καταπιέζονται εξαιτίας των σχέσεων αυτών καθαυτών. Το
ζήτημα είναι η φύση αυτών των σχέσεων». Έτσι, η συγγραφέας ενώ αρχικά μελέτησε τις
εμπειρίες των γυναικών από τη θέση αυτή (υποτακτική), στη συνέχεια υποστήριξε ότι η

70
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

κατάσταση των γυναικών δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από όρους ανισότητας.
Άλλωστε, οι γυναίκες παίζουν ένα σημαντικό κοινωνικό ρόλο, εξαιτίας ακριβώς των σχέσεων
που συνάπτουν με την κυρίαρχη ομάδα, στις οποίες βασίζεται και ο θεσμός της οικογένειας.
Για το λόγο αυτό, η μελέτη της γυναικείας ταυτότητας μέσα σε ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο
κρίνεται απαραίτητη και αναγκαία για την αμοιβαία ανάπτυξη και των δύο φύλων.

1.3.3.2 Carol Gilligan: η ηθική της φροντίδας.

Η Carol Gilligan (1987, 1993) έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας στις «διαφορετικές
φωνές» των γυναικών, οι οποίες αποτέλεσαν την αφετηρία μιας νέας ψυχολογικής θεωρίας
σχετικά με την ηθική εξέλιξη και ανάπτυξη. Η Gilligan ουσιασπκά αντέδρασε στις
καθιερωμένες ψυχολογικές θεωρίες, οι οποίες περιέγραψαν την ηθική εξέλιξη των γυναικών
ως ελλειμματική ή κατώτερη σε σχέση με αυτή των ανδρών. Αντίθετα, υποστήριξε ότι άνδρες
και γυναίκες αναπτύσσουν διαφορετικές αντιλήψεις για την ηθική, κάθε μια από τις οποίες
είναι ισότιμα συμπαγής, ολοκληρωμένη και έγκυρη. Έτσι, εισήγαγε στην ψυχολογική
θεώρηση τη γυναικεία εξέλιξη της ηθικής σκέψης και πλαισίωσε εκ νέου τη συζήτηση για τις
διαφορές των φύλων. Στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση της
διαφορετικής εξέλιξης της ηθικής ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αν και υπέθεσε ότι
βασίζεται στο διαφορετικό κοινωνικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό πλαίσιο ανάπτυξης για τα
δύο φύλα. Αυτό που την απασχόλησε περισσότερο ήταν η συστηματική προκατάληψη της
παραδοσιακής ψυχολογικής θεωρίας ενάντια στις γυναίκες σε σχέση με την εξέλιξη της ηθικής.
Για το λόγο αυτό εναντιώθηκε κατ' αρχήν στον ίδιο τον καθηγητής της, Lawrence
Kohlberg, ο οποίος περιέγραψε την εξέλιξη της ηθικής κρίσης από την παιδική ηλικία στην
ενήλικη ζωή, σε έξι στάδια, τα οποία βασίστηκαν αποκλειστικά στη διαχρονική μελέτη 84
αγοριών. Η Gilligan (1977, 1987) διαπίστωσε επομένως ότι, στο κυρίαρχο μοντέλο ηθικής
ανάπτυξης, η αντίληψη της ωριμότητας προκύπτει από τη μελέτη της ζωής των ανδρών και
αντανακλά τη σπουδαιότητα της ατομικότητας στην εξέλιξη τους. Έτσι, κατέληξε στο εξής
παράδοξο συμπέρασμα: τα χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία παραδοσιακά έχουν ορίσει τη
«γυναικεία καλοσύνη», δηλαδή η φροντίδα και η ευαισθησία των γυναικών στις ανάγκες των
άλλων, αποτελούν παράλληλα τα στοιχεία, τα οποία κατηγοριοποιούν τις γυναίκες ως
ανεπαρκείς στην κλίμακα και στα στάδια της ηθικής ανάπτυξης.
Η Gilligan διεξήγαγε τελικά τις δικές της μελέτες με γυναίκες και άνδρες,
χρησιμοποιώντας παράλληλα ρεαλιστικά ηθικά διλήμματα τα οποία, κατά την άποψη της,
προσφέρονται για τη μελέτη της γυναικείας ηθικής κρίσης. Η Gilligan (1993) αναφέρεται σε
τρεις έρευνες συνολικά: α) σΓην έρευνα των φοιτητών του πανεπιστημίου, στην οποία
μελέτησε την ταυτότητα και την ηθική εξέλιξη στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής, δηλαδή
σε εΐκοσι-πέντε φοιτητές, β) στην έρευνα της απόφασης της έκτρωσης, στην οποία μελέτησε
29 γυναίκες διαφορετικής ηλικίας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης και οικογενειακής
κατάστασης, οι οποίες βρίσκονταν στο πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης τους και σκέφτονταν να

71
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

κάνουν έκτρωση και γ) στην έρευνα για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, στην οποία
διερεύνησε περαιτέρω τις εμπειρίες της ηθικής σύγκρουσης, της επιλογής και τις κρίσης σε
υποθετικά ηθικά διλήμματα και στην οποία συμμετείχαν 144 άνδρες και γυναίκες,
διαφορετικής ηλικίας και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Όλες οι έρευνες βασίστηκαν σε
προσωπικές συνεντεύξεις με ερωτήσεις που αφορούσαν σιην αντίληψη του εαυτού και της
ηθικής καθώς και στις εμπειρίες της σύγκρουσης και της επιλογής.
Η Gilligan (1987, 1993) ισχυρίστηκε έντονα ότι τα ρεαλισπκά ηθικά διλήμματα, όπως
για παράδειγμα αυτό της απόφασης της έκτρωσης, διευκολύνουν περισσότερο τη μελέτη της
εξέλιξης της γυναικείας ηθικής. Σύμφωνα με την ίδια, τα υποθετικά διλήμματα καθώς
παρουσιάζονται αφαιρετικά, απογυμνώνουν τους ηθικούς δράστες από τις συνθήκες της
προσωπικής τους ζωής, ξεχωρίζοντας έτσι το ηθικό πρόβλημα από τα πραγματικά κοινωνικά
ενδεχόμενα που το περιβάλλουν. Τα υποθετικά διλήμματα, σύμφωνα με τη συγγραφέα, είναι
κατάλληλα για την εκμαίευση των αντικειμενικών αρχών του δικαίου και για την αξιολόγηση
της λογικής της ισότητας και της αμοιβαιότητας, που διακρίνει την ανδρική ηθική σκέψη.
Αντίθετα, ο επαναπροσδιορισμός του διλήμματος με τις ιδιαιτερότητες των πραγματικών
συνθηκών, επιτρέπει την κατανόηση των αιτιών και των συνεπειών μιας απόφασης, γεγονός
που χαρακτηρίζει την ηθική κρίση των γυναικών. Για παράδειγμα, η Gilligan (1993) αναφέρει
ότι το ηθικό δίλημμα του Heinz, που παρουσίασε ο Kohlberg, προσεγγίζεται από τους άνδρες
σαν ένα μαθηματικό πρόβλημα, ενώ από τις γυναίκες σαν ένα πρόβλημα ανθρωπίνων
σχέσεων. Έτσι, οι γυναίκες αντί να ασπαστούν μία από τις δύο επιλογές του διλήμματος,
τείνουν να μετατρέπουν το ίδιο το δίλημμα. Σύμφωνα με την Gilligan (1993), παρ' όλο που η
ανεξάρτητη διεκδίκηση στην κρίση και στη δράση θεωρείται το απόγειο της ενηλικίωσης, οι
γυναίκες πάντα κρίνονται και κρίνουν τους εαυτούς τους με βάση τη φροντίδα και το
ενδιαφέρον για τους άλλους. Η σύγκρουση δηλαδή, ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους
αποτελεί το κεντρικό ηθικό πρόβλημα των γυναικών, γι' αυτό και η Gilligan έκρινε ότι η
απόφαση της έκτρωσης προκαλεί στις γυναίκες τα βασικά ερωτήματα της υπευθυνότητας και
των υποχρεώσεων απέναντι στους άλλους και τον εαυτό.
Όπως αναφέρει η Tong (1995), η θεωρία της Gilligan διέπεται από τις παρακάτω
βασικές θέσεις: α) Σ' ένα ηθικό πρόβλημα, οι γυναίκες τείνουν να εστιάζουν στις σχέσεις του
ηθικού δράστη με άλλους ανθρώπους, ενώ οι άνδρες δίνουν έμφαση στα αφηρημένα
δικαιώματα του δράστη, β) Όταν αντιμετωπίζουν ένα ηθικό δίλημμα, οι γυναίκες υπολογίζουν
τις συνέπειες της απόφασης τους σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτήν την απόφαση, ενώ
οι άνδρες δεν σκέπτονται τόσο τις συνέπειες, όσο αναλογίζονται τις αρχές και τις αξίες
σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να δράσουν, ακόμη κι αν πολλοί άνθρωποι πληγωθούν από τη
διαδικασία, γ) Οι γυναίκες συνήθως αποδέχονται δικαιολογίες για τη συμπεριφορά ενός
ηθικού δράστη, ενώ οι άνδρες δεν συγχωρούν καμία συμπεριφορά, όταν τη θεωρούν ηθικά
αδικαιολόγητη, δ) Οι γυναίκες γενικά ερμηνεύουν την ηθική επιλογή, μέσα & ένα πλαίσιο
συνθηκών και περιστάσεων στο οποίο αυτή συμβαίνει, ενώ οι άνδρες αφαιρούν την επιλογή

72
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

από τις συγκεκριμένες συνθήκες και την αναλύουν σαν να αναπαριστούσε κάποιον παγκόσμιο
τύπο ηθικής επιλογής.
Η Gilligan (1987, 1993) ισχυρίστηκε επομένως ότι όταν κανείς φέρει στο προσκήνιο
τις ζωές των γυναικών, τότε διαμορφώνεται ένα άλλο μοντέλο ηθικής ανάπτυξης, σύμφωνα
με το οποίο το ηθικό πρόβλημα προκύπτει από τις συγκρουόμενες υποχρεώσεις και όχι από τα
ανταγωνιστικά δικαιώματα αυτών που συμμετέχουν. Έτσι, η ηθική των δικαιωμάτων, που
χαρακτηρίζει τους άνδρες, διαφέρει από την ηθική των υποχρεώσεων, εξαιτίας της
διαφορετικής έμφασης που αποδίδεται από το άτομο στην ατομικότητα και όχι στις σχέσεις
σαν κάτι πρωταρχικό. Επιπλέον, φαίνεται ότι για την επίλυση του προβλήματος, οι γυναίκες
βασίζονται σε έναν συσχετιστικό τρόπο σκέψης, ο οποίος εξαρτάται κάθε φορά από τις
δεδομένες συνθήκες. Η Gilligan (1987, 1993) συμπέρανε τελικά ότι οι γυναικείοι ορισμοί της
ηθικής διαφέρουν από αυτούς που προκύπτουν από την έρευνα με άνδρες. Σύμφωνα με την
ίδια, η γυναικεία κατασκευή του ηθικού προβλήματος ως προβλήματος υποχρεώσεων διέπεται
από τη λογική της φροντίδας και των σχέσεων. Αντίθετα, η αντίληψη της ηθικής ως ενός
προβλήματος δικαιωμάτων και κανόνων συνδέει την εξέλιξη των ανδρών με τη λογική της
ισότητας και της αμοιβαιότητας. Επιπλέον, οι γυναικείες κατασκευές του διλήμματος της
έκτρωσης αποκαλύπτουν την ύπαρξη μιας ξεχωριστής ηθικής γλώσσας, της οποίας η εξέλιξη
καθορίζει μια διαφορετική σειρά ανάπτυξης, από αυτή των ανδρών.
Σύμφωνα με την Gilligan (1977, 1993), η ηθική της φροντίδας που χαρακτηρίζει τις
γυναίκες εξελίσσεται σε τρία στάδια. Συνοπτικά, η γυναικεία ηθική κρίση ξεκινά από ένα
εγωιστικό ενδιαφέρον για προσωπική επιβίωση, συνεχίζει με μια έμφαση στην αυτοθυσία και
καταλήγει σε μια στοχαστική κατανόηση της έννοιας της φροντίδας, ως τον καταλληλότερο
οδηγό για την επίλυση των συγκρούσεων που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Συγκεκριμένα:
α) Στο πρώτο στάδιο, η αρχική έμφαση στην αποκλειστική φροντίδα του εαυτού για την
εξασφάλιση της επιβίωσης, ακολουθείται από μια μεταβατική φάση, κατά την οποία η
ενασχόληση με τον εαυτό καταδικάζεται ως εγωιστική. Αυτή η κριτική σηματοδοτεί μια νέα
κατανόηση της σχέσης του εαυτού με τους άλλους, η οποία εκφράζεται από τις έννοιες της
υπευθυνότητας και της υποχρέωσης, β) Στο δεύτερο στάδιο, το καλό εξισώνεται με τη
φροντίδα των άλλων. Όμως, όταν οι άλλοι νομιμοποιούνται ως οι μοναδικοί αποδέκτες της
γυναικείας φροντίδας, ο αποκλεισμός του εαυτού προκαλεί προβλήματα στις σχέσεις των
γυναικών. Αυτή η απώλεια της ισορροπίας, τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο της τον
εαυτό, προκαλεί τη διαδικασία μετάβασης της ηθικής κρίσης των γυναικών στο τρίτο στάδιο.
Η γυναίκα οδηγείται τελικά στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της, καθώς προσπαθεί να
ξεδιαλύνει τη σύγχυση ανάμεσα στην αυτοθυσία και σιη φροντίδα, η οποία ενυπάρχει στις
συμβατικές επιταγές της «γυναικείας καλοσύνης», γ) Στο τρίτο στάδιο, ισχυρίζεται η Gilligan
(1997, 1993), οι γυναίκες καταφέρνουν να διαλύσουν την ένταση ανάμεσα στην ατομικότητα
και την υπευθυνότητα, μέσα από μια νέα κατανόηση των σχέσεων με τους άλλους και με τον
εαυτό τους.

73
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Gilligan (1993) συμπέρανε ότι οι γυναίκες καθορίζουν


την ταυτότητα τους μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων και την κρίνουν από τις αρχές της
υπευθυνότητας και της φροντίδας. Παρόμοια, η ηθική σκέψη των γυναικών προκύπτει από
την εμπειρία της σύνδεσης. Επομένως, όπως ισχυρίστηκε η συγγραφέας, η επίσημη κατάταξη
πρώτα της απόκτησης της ταυτότητας και έπειτα της ικανότητας για σύνδεση, στη μετάβαση
από την εφηβεία στην ενηλικίωση, ταιριάζει καλύτερα στην εξέλιξη των ανδρών και όχι των
γυναικών (Gilligan, 1993). Με άλλα λόγια, ενώ στον άνδρα η συναισθηματική οικειότητα
αποτελεί την κρίσιμη εμπειρία που θα φέρει τον εαυτό του σε σύνδεση με τους άλλους στη
γυναίκα η κρίσιμη εμπειρία είναι η άσκηση της προσωπικής επιλογής, η οποία προκαλεί τη
σύγκρουση με τον ίδιο της τον εαυτό. Η Gilligan ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι, στη μετάβαση
από την εφηβεία στην ενηλικίωση, το δίλημμα αυτό καθαυτό είναι το ίδιο και για τα δύο
φύλα: η σύγκρουση δηλαδή ανάμεσα στην ακεραιότητα και στη φροντίδα. Απλά, οι άνδρες
και οι γυναίκες το προσεγγίζουν μέσα από διαφορετικές προοπτικές. Αυτές οι διαφορετικές
προοπτικές των φύλων, αναφέρει η συγγραφέας, αντικατοπτρίζονται σε δύο διαφορετικές
ηθικές ιδεολογίες, την ηθική των δικαιωμάτων που δικαιολογεί την ανεξαρτησία και την ηθική
της φροντίδας που υποστηρίζει τη σύνδεση. Για το λόγο αυτό, η Gilligan (1987, 1993)
ισχυρίστηκε ότι η διαπίστωση των εξελικτικών θεωριών για την ελλειμματική ηθική ανάπτυξη
των γυναικών, αποτελεί πρόβλημα κατασκευής και προσωπικής κρίσης των ανδρών. Η
Gilligan υπογράμμισε την ανάγκη περιγραφής της ενήλικης εμπειρίας με «γυναικείους όρους»,
καθώς η αναφορά στη γυναικεία εμπειρία αλλάζει τελικά τις βασικές ερμηνείες της ανθρώπινης
εξέλιξης. Για παράδειγμα, η έννοια της ταυτότητας διευρύνεται για να συμπεριλάβει την
εμπειρία της σύνδεσης. Ο ηθικός τομέας παρόμοια μεγαλώνει για να συμπεριλάβει τις βασικές
έννοιες της υποχρέωσης και της φροντίδας στις σχέσεις. Εγκαθιδρύοντας δύο διαφορετικούς
τρόπους κοινωνικής εμπειρίας και ερμηνείας, η Gilligan κατέληξε σε μια πιο περίπλοκη
θεώρηση, η οποία περιλαμβάνει τόσο τον αυτονομία όσο και τις αμοιβαίες σχέσεις στις ζωές
τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών.

1.3.3.3 Nancy Chodorow: η κοινωνική μητρότητα.


Η θεωρία της Nancy Chodorow αναφέρεται στην αναπαραγωγή του φαινομένου της
μητρότητας, ως αποκλειστική ενασχόληση και ευθύνη των γυναικών. Το βασικό ερώτημα της
συγγραφέως είναι πώς και γιατί οι γυναίκες επιθυμούν να γίνουν μητέρες. Με άλλα λόγια, πως
αναπαράγεται ο κοινωνικός ρόλος της μητρότητας, ο οποίος, σύμφωνα με την ίδια και άλλους
συγγραφείς, διαιωνίζει τον καταμερισμό της εργασίας και την ανισότητα ανάμεσα στα φύλα.
Η Chodorow (1978) ορίζει την «κοινωνική μητρότητα» ως μια ευρύτερη βιολογική,
ψυχολογική και συναισθηματική σχέση φροντίδας και ευθύνης ανάμεσα στη βιολογική μητέρα
και στο παιδί της. Η κοινωνική μητρότητα επομένως δεν ταυτίζεται μόνο με τις βιολογικές
λειτουργίες της εγκυμοσύνης και του τοκετού, αλλά επεκτείνεται πέρα από αυτές.

74
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Μέχρι σήμερα, οι πιο συνηθισμένες ερμηνείες για την αναπαραγωγή της μητρότητας
βασίζονται είτε στη βιολογία, είτε στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των φύλων. Η Chodorow
(1978) υποστήριξε ωστόσο ότι τα επιχειρήματα της φύσης και της εκμάθησης ρόλων δεν
επαρκούν για να εξηγήσουν ικανοποιητικά το φαινόμενο της μητρότητας. Η συγγραφέας
απέρριψε εύκολα το επιχείρημα της φύσης, καθώς διέκρινε τη φροντίδα των παιδιών ως
κοινωνική δραστηριότητα από την εγκυμοσύνη και τον τοκετό. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι η
καθολικότητα του φαινομένου, το γεγονός δηλαδή ότι η μητρότητα αφορά ενδεχομένως όλες
τις γυναίκες, δεν την καθιστά ούτε βιολογική, ούτε αναπόφευκτη λειτουργία. Από την άλλη,
ισχυρίστηκε ότι το επιχείρημα της κοινωνικοποίησης εξηγεί μ' έναν απλουστευμένο τρόπο την
επιθυμία για μητρότητα, κυρίως μέσα από κοινωνικές διαδικασίες μάθησης του γυναικείου
ρόλου, ταύτισης των κοριτσιών με τις μητέρες τους και προσωπικής επιλογής. Σύμφωνα με
τη συγγραφέα, η μητρότητα δεν αποτελεί ένα σύνολο συμπεριφορών που μπορούν να απλά
διδαχθούν ή να επιβληθούν στα κορίτσια, ούτε έχει να κάνει με συνειδητές επιλογές, αλλά
κυρίως με την ασυνείδητη επιθυμία μιας γυναίκας να γίνει μητέρα.
Η Chodorow στράφηκε τελικά σιην ψυχαναλυτική θεωρία για να εξηγήσει το
φαινόμενο της μητρότητας και συγκεκριμένα στην ψυχαναλυτική θεωρία των σχέσεων με το
αντικείμενο (object relations theory)· Η παραπάνω θεωρία ισχυρίζεται βασικά ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι επαναλαμβάνουν ασυνείδητα, ως ενήλικες, τις πρωταρχικές σχέσεις
που ανέπτυξαν στην παιδική ηλικία με τους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντος τους.
Έτσι, στο βαθμό που τα αγόρια και τα κορίτσια βιώνουν διαφορετικά διαπροσωπικά
περιβάλλοντα καθώς αναπτύσσονται, η γυναικεία και η ανδρική προσωπικότητα θα
αναπτυχθεί διαφορετικά και θα απασχοληθεί με διαφορετικά θέματα. Πράγματι, η Chodorow
(1978) διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη δομή της οικογένειας και των οικογενειακών πρακτικών
(με τη γυναίκα στο σπίτι και τον άνδρα στην εργασία) δημιουργεί διαφορετικές ανάγκες και
ικανότητες συσχέτισης στα δύο φύλα, κυρίως κατά την προ-οιδιπόδεια και οιδιπόδεια φάση.
Σύμφωνα με την Chodorow (1978), ενώ η πρωταρχική σχέση μητέρας-βρέφους, στην
πρώιμη περίοδο της ανάπτυξης, δημιουργεί ένα δυναμικό για γονεϊκές ικανότητες και στα δύο
φύλα, οι προοιδιπόδειες εμπειρίες διαφέρουν σημαντικά ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια. Για
παράδειγμα, η συγγραφέας παρατήρησε ότι οι μητέρες δεν βιώνουν τις κόρες τους ως
ξεχωριστές, αλλά σαν προέκταση του εαυτού τους επειδή ακριβώς έχουν το ίδιο φύλο μ'
αυτές. Αντίθετα, διαλύουν γρήγορα τη συμβιωτική τους σχέση με τους γιους, τονίζοντας και
ενισχύοντας τη διαφορετικότητα τους. Παρ' όλο που και στις δύο περιπτώσεις η μητέρα
βιώνει σαφώς μια αίσθηση μοναδικότητας και συνέχειας με το παιδί της, αυτή η αίσθηση,
διαπίστωσε η Chodorow (1978), είναι δυνατότερη και κρατά περισσότερο σε σχέση με τις
κόρες, επηρεάζοντας την ψυχική ανάπτυξη των κοριτσιών και τον σεξουαλικό
προσανατολισμό τους στο επόμενο στάδιο.
Εάν υποτεθεί ότι η κατάκτηση της ετεροσεξουαλικότητας αποτελεί τον οιδιπόδειο
στόχο των δύο φύλων, τότε ισχυρίστηκε η Chodorow (1978), τα κορίτσια πρέπει σε αυτή τη

75
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

φάση να προσανατολισθούν στους άνδρες και να αλλάξουν το αντικείμενο αγάπης από τη


μητέρα στον πατέρα - κάτι που δεν ισχύει βέβαια για τα αγόρια. Ωστόσο, σύμφωνα με την
ίδια, ο πατέρας του κοριτσιού, δεδομένης της φυσικής και συναισθηματικής του απόστασης,
δεν αποτελεί εξίσου σημαντική φιγούρα, ώστε το κορίτσι να διακόψει απόλυτα την ήδη
εδραιωμένη σχέση της με τη μητέρα. Επομένως, η μετάθεση του ερωτικού αντικειμένου από
τη μητέρα στον πατέρα είναι τις περισσότερες φορές μερική και ατελής για τα κορίτσια, τα
οποία φαίνεται ότι διατηρούν και τους δύο γονείς ως αντικείμενα αγάπης και αντιπαλότητας
κατά τη διάρκεια της οιδιπόδειας φάσης. Σύμφωνα με την Chodorow (1978) λοιπόν, το
γυναικείο και το ανδρικό οιδιπόδειο σύμπλεγμα είναι πράγματι ασύμμετρα, εξαιτίας της
έντονης προοιδιπόδειας σχέσης των κοριτσιών με τη μητέρα. Η Chodorow (1978) υποστήριξε
ότι τα κορίτσια στρέφονται τελικά στον πατέρα για δύο λόγους: πρώτον, διότι ο πατέρας
συμβολίζει^γι' αυτές την αυτονομία και την ανεξαρτησία και δεύτερον, διότι αντιλαμβάνονται
ότι μόνον αυτός μπορεί να ικανοποιήσει σεξουαλικά τη μητέρα τους. Στην πραγματικότητα
δηλαδή, ακόμη και η στροφή του κοριτσιού στον πατέρα εκφράζει συγχρόνως μια εχθρική
επίθεση στη μητέρα και μια εκδήλωση αγάπης γι' αυτήν.
Η Chodorow (1978) κατέληξε τελικά στις εξής βασικές θέσεις: α) Πρώτον, διαπίστωσε
ότι αυτό που διαπραγματεύεται κατά την οιδιπόδεια φάση είναι κάπως διαφορετικό για τα δύο
φύλα. Έτσι, ενώ πρωταρχικός στόχος για τα κορίτσια είναι η κατάκτηση της
ετεροσεξουαλικότητας (μέσα από την αλλαγή του αντικειμένου αγάπης), για τα αγόρια είναι η
ταύτιση με τον πατέρα και η κατάκτηση της ανδρικής ταυτότητας, β) Δεύτερον, ισχυρίστηκε
ότι ενώ ο πατέρας στις περισσότερες περιπτώσεις δραστηριοποιεί τον ετεροσεξουαλικό
προσανατολισμό στην κόρη, δεν δραστηριοποιεί ταυτόχρονα την αποκλειστική αγάπη ή τη
γενικευμένη συναισθηματική επαφή μαζί της. Η συγγραφέας συμπέρανε δηλαδή ότι τα
κορίτσια δεν αρνούνται ποτέ τη μητέρα για χάρη του πατέρα, αλλά παραμένουν σε ένα
συναισθηματικό τρίγωνο (κόρη - μητέρα - πατέρας) κατά τη διάρκεια της παιδικής και
εφηβικής ηλικίας. Αντίθετα, ο οιδιπόδειος ερωτικός δεσμός του αγοριού με τη μητέρα
διοχετεύεται σε μια αποκλειστικά δυαδική σχέση (αγόρι - μητέρα), γ) Τέλος, υποστήριξε ότι
οι γυναίκες δεν επιλύουν το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στον ίδιο βαθμό με τους άνδρες. Οι
παραπάνω διαφορετικές εμπειρίες των φύλων προκύπτουν προφανώς από τον ασύμμετρο
χαρακτήρα της ανατροφής των παιδιών αποκλειστικά από γυναίκες.
Η Chodorow (1978) ισχυρίστηκε ότι οι διαφορές των φύλων στην προοιδιπόδεια και
οιδιπόδεια φάση έχουν σημαντικές συνέπειες στην περαιτέρω ανάπτυξη της προσωπικότητας
των ανδρών και των γυναικών. Για παράδειγμα, προκαλούν ασυμμετρίες στις εμπειρίες και
στις ικανότητες συσχέτισης των δύο φύλων. Συγκεκριμένα, η ανδρική προσωπικότητα
ορίζεται μέσα από όρους άρνησης της σχέσης και της σύνδεσης με τη μητέρα, ενώ η
γυναικεία προσωπικότητα περιλαμβάνει έναν πιο ουσιαστικό ορισμό του εαυτού μέσα στις
σχέσεις. Παρόμοια, πολλοί κοινωνικοί επιστήμονες αναφέρουν ότι τα κορίτσια αναπτύσσουν
σήμερα μια προσωπική ταύτιση (personal identification) με τη μητέρα τους, ενώ αντίθετα τα

76
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

αγόρια αναπτύσσουν μια εκ θέσεως ταύτιση (positional identification) με πλευρές του


ανδρικού ρόλου (Lips, 1988; Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1944b). Φαίνεται λοιπόν ότι οι γυναικείοι
ρόλοι και η θηλυκότητα είναι πιο διαθέσιμοι και ευανάγνωστοι στα παιδιά, από ότι οι ανδρικοί
και η αρρενωπότητα. Επιπλέον, μέσα από τη δυσκολία κατάκτησης τους, η αρρενωπότητα και
οι ανδρικοί ρόλοι εξιδανικεύονται τόσο από τα αγόρια όσο και από τα κορίτσια. Επομένως,
σύμφωνα με την Chodorow (1978), οι ρόλοι που μαθαίνουν τα κορίτσια είναι πιο
διαπροσωπικοί, συναισθηματικοί και συγκεκριμένοι από αυτούς των αγοριών, ενώ οι
διαδικασίες ταύτισης παραμένουν γι' αυτά συγκεκριμένες και συναισθηματικές, εφόσον
αναφέρονται στη διαπροσωπική σχέση με τη μητέρα τους. Το αντίστοιχο δεν ισχύει βέβαια
για τα αγόρια, τα οποία ενισχύονται να αρνηθούν τη σχέση τους με τη μητέρα προκειμένου
να ανακαλύψουν την ανδρική ταυτότητα, ενώ οι διαδικασίες ταύτισης που ακολουθούν
καθορίζονται κυρίως από κοινωνικούς ρόλους και πολιτισμικά πρότυπα.
Η Chodorow (1978) συμπέρανε επίσης ότι επειδή οι γυναίκες ανατράφηκαν από
γυναίκες, αλλά αναπτύσσονται ως ετεροσεξουαλικές, έχουν διαφορετικές και πιο περίπλοκες
ανάγκες σχέσεων, τις οποίες η αποκλειστική σχέση με έναν άνδρα δεν καλύπτει. Όπως
αναφέρθηκε ήδη, οι γυναίκες τοποθετούν τους εαυτούς τους ψυχοσυναισθηματικά σε μια
τριγωνική σχέση (πατέρας, μητέρα και παιδί), στην οποία ο πατέρας τους και οι άνδρες
γενικότερα έρχονται δεύτεροι ή είναι το πολύ ισότιμοι με τη μητέρα τους και τις υπόλοιπες
γυναίκες. Επομένως, οι σχέσεις με τους άνδρες δεν προσφέρουν ποτέ σιη γυναίκα την
ικανοποίηση των συναισθηματικών αναγκών που η παλιότερη σχέση με τη μητέρα της έχει
προσφέρει. Οι γυναίκες, ισχυρίστηκε η Chodorow (1978), αναπληρώνουν συνήθως αυτές τις
ανάγκες είτε διατηρώντας στενές προσωπικές σχέσεις με άλλες γυναίκες, είτε αποκτώντας ένα
παιδί. Η γυναίκα δηλαδή επιθυμεί και έχει την ανάγκη ενός παιδιού, επειδή η σχέση της με
έναν άνδρα απαιτεί στο επίπεδο της ψυχικής δομής και ένα τρίτο πρόσωπο, εφόσον αρχικά
εγκαθιδρύθηκε μέσα σε ένα τρίγωνο. Έτσι, στη διάρκεια της προοιδιπόδειας και της
οιδιπόδειας φάσης, οι γυναίκες αναπτύσσουν ταυτόχρονα την επιθυμία για παιδί και εκείνες τις
μητρικές ικανότητες, ώστε να συμμετάσχουν αργότερα στη σχέση γονέα-παιδιού.
Η Chodorow (1978) κατέληξε ότι οι παραπάνω διαφορές της προσωπικότητας των
φύλων έχουν επιπλέον ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες και είναι κατάλληλες για τη
διαφορετική συμμετοχή των ανδρών και των γυναικών στην έξω-οικογενειακή παραγωγή και
ενδο-οικογενειακή αναπαραγωγή αντίστοιχα. Εξαιτίας των χαρακτηρολογικών τους διαφορών,
οι άνδρες προετοιμάζονται για τις μη-συσχετιστικές σφαίρες της δημόσιας ζωής, ενώ οι
γυναίκες για τις συσχετιστικές σφαίρες της ιδιωτικής ζωής. Επομένως, η κοινωνική μητρότητα
των γυναικών δεν αποτελεί απλά μια διαφοροποίηση στους ρόλους των φύλων, αλλά
αναπαράγει τη φυλετική διαίρεση της εργασίας και την ιδεολογία της ανδρικής κυριαρχίας. Με
άλλα λόγια, ο ασύμμετρος χαρακτήρας της παραδοσιακής ανατροφής των παιδιών παράγει τη
φυλετική ανισότητα και αναπαράγεται από αυτήν.

77
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Η Chodorow (1978) πρότεινε τελικά την αναδιοργάνωση της γονεϊκής φροντίδας, έτσι
ώστε αυτή να μοιράζεται ισότιμα ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες, για τους παρακάτω
σημαντικούς λόγους: α) Η αποκλειστική γονεϊκότητα από τη μητέρα είναι κακή τόσο για την
ίδια όσο και για τα παιδιά της, διότι οι μητέρες σε μια τέτοια κατάσταση συνήθως
υπερεπενδύουν στα παιδιά τους και υπερφορτίζουν τη σχέση. Από την άλλη, τα παιδιά
μεγαλώνουν καλύτερα σε περιβάλλοντα, όπου η αγάπη δεν προέρχεται ούτε ελέγχεται
αποκλειστικά από ένα άτομο, δηλαδή τη μητέρα, β) Επιπλέον, η ασύμμετρη οργάνωση της
γονεϊκότητας φαίνεται ότι απομακρύνει άδικα τα παιδιά από τους άνδρες. Τα παιδιά θα
μπορούσαν να εξαρτώνται εξαρχής από ανθρώπους και των δύο φύλων και να εγκαθιδρύουν
μια αίσθηση του εαυτού σε σχέση τόσο με τη μητέρα όσο και με τον πατέρα, γ) Η ισότιμη
γονεϊκότητα δεν απειλεί την κατάκτηση της ταυτότητας του φύλου ούτε για τα αγόρια ούτε
για τα κορίτσια. Αντίθετα μάλιστα, η προσωπική σχέση ή η ταύτιση και με τους δύο γονείς θα
βοηθούσε το παιδί να επιλέξει τις δρασιτρότητες και τους ρόλους που θα επιθυμούσε, χωρίς
να αισθάνεται ότι αυτοί απειλούν την ταυτότητα του φύλου του. Οι άνδρες για παράδειγμα,
θα αποκτούσαν, παράλληλα με τις γυναίκες, τη βάση για εμπάθεια, στοργή και φροντίδα. Από
την άλλη, άνδρες και γυναίκες θα μπορούσαν να αποκτήσουν αυτονομία και ανεξαρτησία,
χωρίς η διαφοροποίηση αυτή του εαυτού τους να είναι τόσο αυστηρή ή αντιδραστική σε
σχέση με το άλλο φύλο.

1.3.3.4 Συμπεράσματα - κριτική.

Στόχος των παραπάνω φεμινιστικών θεωριών ήταν να επεκτείνουν την κατανόηση


της εξέλιξης της ανθρώπινης ταυτότητας, συμπεριλαμβάνοντας την ομάδα που έμεινε έξω από
την κατασκευή της κυρίαρχης θεώρησης, δηλαδή τις γυναίκες. Και οι τρεις συγγραφείς
άσκησαν έντονη κριτική σε προηγούμενα ψυχολογικά και εξελικτικά μοντέλα και εστίασαν
κυρίως στις γυναίκες και στην ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των γυναικών, την οποία
περιέγραψαν μέσα από διαδοχικά στάδια ανάπτυξης. Επιπλέον, ενώ και οι τρεις θεωρίες
αναφέρθηκαν σε όλες τις γυναίκες διαχρονικά και διαπολιτισμικά, ωστόσο είναι σαφές ότι οι
ερμηνείες τους περιορίστηκαν στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον του δυτικού πολιτισμού.
Ανακεφαλαιώνοντας, διαπιστώνει κανείς ότι και οι τρεις θεωρίες χαρακτηρίζονται από
τις εξής κοινές θέσεις: α) Συμφωνούν με την άποψη ότι οποιαδήποτε θεωρία οφείλει να
διακρίνεται από μια πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία για τη ζωή και των δύο φύλων, β)
Βασίζονται στην προϋπόθεση ενός συστήματος κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο προωθεί τη
διάκριση ανάμεσα στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, τον καταμερισμό της εργασίας
ανάμεσα στα φύλα και την ανδρική κυριαρχία, γ) Επικεντρώνονται στους τρόπους με τους
οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες διαφέρουν σιην απόκτηση της ταυτότητας τους. Παρ' ότι
αγγίζουν το αμφιλεγόμενο θέμα της διαφοράς των φύλων, ωστόσο διακρίνουν τη γυναικεία
διαφορά από την απόκλιση, ως κάτι μη-φυσιολογικό. δ) Ερμηνεύουν τις διαφορές των φύλων
μέσα από κοινωνικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές δομές, οι οποίες επηρεάζουν τις

78
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

πατριαρχικές ερμηνείες της βιολογίας των γυναικών, δ) Διαφωνούν με την τελεολογική


άποψη ότι η αναπαραγωγική λειτουργία των γυναικών αποτελεί πεπρωμένο που προδιαγράφει
την ανάπτυξη τους και προτείνουν τρόπους και στρατηγικές αλλαγής των σχέσεων εξουσίας
που διακρίνουν τα δύο φύλα.
Πράγματι, οι θεωρίες της J. Β. Miller, της C. Gilligan και της Ν. Chodorow είχαν
μεγάλη απήχηση στο χώρο της φεμινιστικής ψυχολογίας και επηρέασαν σημαντικά τη σκέψη
και το έργο πολλών μεταγενέστερων επιστημόνων. Η δύναμη των παραπάνω θεωριών
έγκειται στο ότι έστρεψαν για πρώτη φορά το ενδιαφέρον της έρευνας στις ίδιες τις γυναίκες
και σε πλευρές της γυναικείας εμπειρίας που είχαν συστηματικά αγνοηθεί. Σύμφωνα με την
Tavris (1993), η προσέγγιση των παραπάνω φεμινιστριών διόρθωσε δύο ειδών
προκαταλήψεις: αφ' ενός τη συνήθεια να αποκλείονται οι γυναίκες από μελέτες που γίνονταν
αποκλειστικά σε άνδρες, ενώ στη συνέχεια τα αποτελέσματα γενικεύονταν και στα δύο φύλα,
αφ' ετέρου τη συνήθεια να υποτιμόνται οι γυναικείες διαφορές οι οποίες προέκυπταν.
Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές ξεσήκωσαν παράλληλα πολλές αντιδράσεις και δέχθηκαν με τη
σειρά τους έντονη κριτική. Ιδιαίτερα η ερμηνεία της Gilligan για την ηθική εξέλιξη των
γυναικών, έχει αφήσει εποχή με το πλήθος των αντιδράσεων που διχάζονται μέχρι σήμερα,
είτε υπέρ, είτε κατά της θεωρίας, παρότι πρόκειται για ένα ερμηνευτικό μοντέλο, το οποίο
ουσιαστικά αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 70 (Davis, 1992). Μάλιστα, το περιοδικό
«Φεμινισμός και Ψυχολογία» αφιέρωσε το 1994 ένα ειδικό τεύχος, στο οποίο φιλοξένησε μια
εκτεταμένη αρθρογραφία από κριτικές σε σχέση με τη θεωρία της Gilligan, καθώς και τις
ανταπαντήσεις της ίδιας και των συνεργατών της.
Συνοπτικά, η κριτική που ασκήθηκε στη θεώρηση της Gilligan για τη διαφορετική
ηθική εξέλιξη των γυναικών αφορά κυρίως στα εξής: α) στο γεγονός ότι η θεωρία αγνοεί
πολιτισμικές διαφορές και επιρροές στην έννοια της ψυχολογικής ταυτότητας (Lykes, 1994),
β) στον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας ορίζει τη «φωνή» και αναπτύσσει τη μεθοδολογία
της για την μελέτη και την ανάλυση της γυναικείας φωνής (Davis, 1994; Breakwell, 1994), γ)
στο γεγονός ότι όλες οι γυναίκες δεν έχουν τις ίδιες φωνές, ούτε αισθάνονται ανίσχυρες ή
σιωπούν με τον ίδιο τρόπο κάτω από διαφορετικές συνθήκες (Travis, 1994) και τέλος δ) στην
άποψη ότι τέτοιου είδους περίπλοκες θεωρίες εφαρμόζονται με δυσκολία στην κλινική
πρακτική (Contratto, 1994). Η ίδια η Gilligan, στον πρόλογο της νέας έκδοσης του βιβλίου
της το 1993, επιχείρησε ν' απαντήσει στην κριτική που της ασκήθηκε μέχρι τότε,
προσδιορίζοντας με μεγαλύτερη ακρίβεια της έννοια της «φωνής» και συζητώντας εκ νέου το
θέμα της διαφοράς των φύλων (Gilligan, 1993). Η Gilligan (1993) τόνισε τελικά ότι η
διαφορετική φωνή που περιγράφει χαρακτηρίζεται κυρίως από το θέμα της, δηλαδή την
εμμονή στις σχέσεις και όχι από το φύλο. Η σύνδεση αυτής της φωνής με τις γυναίκες
αποτελεί εμπειρική παρατήρηση, αλλά δεν είναι απόλυτη. Η Gilligan υποστήριξε ότι στην
ουσία δεν ασχολήθηκε με τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα, θεωρώντας αυτονόητο ότι οι
διαφορές αυτές προκύπτουν μέσα σ' ένα κοινωνικό πλαίσιο, όπου η κοινωνική και η πολιτική

79
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

εξουσία συνδυασμένη με μια αναπαραγωγική βιολογία διαμορφώνει την εμπειρία των ανδρών
και των γυναικών και τις σχέσεις ανάμεσα τους. Τα ενδιαφέροντα της συγγραφέως
εστιάζονται επομένως, στην αλληλεπίδραση αυτής της εμπειρίας, στις διαφορετικές φωνές
που αυτή η αλληλεπίδραση αναπτύσσει, στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες ακούν τους
εαυτούς τους και στις ιστορίες που λένε για τη ζωή τους. Ωστόσο, σύμφωνα με την Tong
(1995), η Gilligan θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική σε σχέση με τη μεθοδολογία της, η οποία
αγνόησε σημαντικές διαφορές ανάμεσα σης ίδιες τις γυναίκες και άφησε απ' έξω τις ανδρικές
φωνές στα ρεαλιστικά ηθικά διλήμματα, με στόχο ν' αποδείξει τελικά ότι η γυναικεία ηθική
διαφέρει από την ηθική των ανδρών. Επίσης, η σύνδεση της γυναικείας ηθικής με την ηθική
της φροντίδας, σήμανε για πολλές φεμινίστριες την ταύτιση των γυναικών με μια στρατηγική
ικανότητα επιβίωσης σ' ένα εχθρικό και πατριαρχικό κοινωνικό περιβάλλον (Tong, 1995).
Με παρόμοιο τρόπο η Miller, στον πρόλογο της νέας έκδοσης του βιβλίου της, δέκα
χρόνια αργότερα από την αρχική διατύπωση της θεωρίας της, αναφέρει ότι δεν ενσωμάτωσε
στην ερμηνεία της παράγοντες όπως η κοινωνική τάξη, η εθνικότητα ή ο σεξουαλικός
προσανατολισμός, οι οποίοι έχουν πράγματι σημαντικές συνέπειες σης ζωές των γυναικών,
διότι ασχολήθηκε κυρίως με τους παράγοντες εκείνους που αφορούν όλες τις γυναίκες, μόνο
και μόνο επειδή είναι γυναίκες (Miller, 1986). Σε σχέση με τη θεωρία της Chodorow, η Tong
(1995) αναφέρει ότι πολλές φεμινίστριες επέκριναν το γεγονός ότι η συγγραφέας εστίασε
περισσότερο στην εσωτερική δομή του γυναικείου ψυχισμού, αφήνοντας απ' έξω κοινωνικές
και πολιτικές διαστάσεις, οι οποίες αποτελούν κατ' εξοχήν την πηγή της γυναικείας
καταπίεσης. Επίσης, επέκριναν το γεγονός ότι η Chodorow αναφέρθηκε σε ένα μόνο είδος
οικογενειακής οργάνωσης, δηλαδή στην λευκή πυρηνική οικογένεια της μεσαίας αστικής
τάξης, την οποία εσφαλμένα θεώρησε αντιπροσωπευτική για όλα τα είδη οικογενειών. Τέλος,
σύμφωνα με την Tong (1995) πολλές φεμινίστριες αντέδρασαν αρνητικά στην άποψη ότι η
κοινή φροντίδα των παιδιών και από τους δύο γονείς πρόκειται να σταματήσει την καταπίεση
των γυναικών, υποστηρίζοντας αντίθετα ότι μπορεί να την ενισχύσει. Συγκεκριμένα,
ισχυρίστηκαν ότι η ισότιμη γονεϊκότητα από τα δύο φύλα ανεβάζει για ακόμη μια φορά τους
άνδρες στο επίπεδο του «ήρωα» και αυτού που μπορεί να σώσει την κατάσταση,
προφέροντας τους περισσότερη εξουσία και στο χώρο της οικογένειας (Tong, 1995).
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με την Bohan (1993), η εσσενσιαλιοτική προσέγγιση
των παραπάνω θεωριών, η οποία αποδίδει στα δύο φύλα ουσιαστικές διαφορές και αντιθέσεις,
έχει δεχθεί έντονη κριτική για τους θεωρητικούς, εμπειρικούς και πολιτικούς προβληματισμούς
που ανεγείρει. Η κριτική αφορά κυρίως στα εξής δύο σημεία: α) στην προβληματική
προϋπόθεση της ομοιογένειας ανάμεσα σης γυναίκες και της καθολικότητας των γυναικείων
γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών παγκόσμια και διαχρονικά και β) στο αναπάντητο ερώτημα
αν τελικά οι διαφορετικές ποιότητες που αποδίδονται στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα του
φύλου τους ή της καταπίεσης που γνωρίζουν. Έτσι, εάν η ικανότητα συσχέτισης των
γυναικών είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης που υφίστανται και εν τούτοις η ικανότητα αυτή

80
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

αξιολογείται θετικά, τότε νομιμοποιείται και η καταπίεση που τη δημιούργησε. Αν ο


παραπάνω συλλογισμός αληθεύει, ισχυρίστηκε η Bohan (1993), και οι καταπιεσμένοι εκτιμούν
την καταπίεση τους τότε η απελευθέρωση είναι αδύνατη. Επιπλέον, τα εσσενσιαλιοτικά
μοντέλα έχουν αρνητικές συνέπειες σε μια συλλογική φεμινιστική δράση, καθώς αποκλείουν
πολλές γυναίκες, δεν παρουσιάζουν ξεκάθαρες αποδείξεις για τις διαφορές που περιγράφουν
ανάμεσα στα φύλα, ενώ η ταμπέλα «οι ιδιαίτεροι τρόποι ύπαρξης των γυναικών» υπονοεί ότι
οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση σε άλλους τρόπους ύπαρξης (Bohan, 1993).
Από την άλλη, η James (1997), ασκεί κριτική στα παραπάνω θεωρητικά μοντέλα,
καθώς αυτά, υποστηρίζοντας την ιδιαίτερη, μοναδική και ίσως ανώτερη γυναικεία φύση,
αναπαράγουν τελικά τα ίδια στερεότυπα και τις ίδιες διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα, τις οποίες
αρχικά κατακρίνουν. Σύμφωνα με την James (1997), η ιδεολογία της διαφοράς των φύλων
αποδείχθηκε ότι είχε πάντα αρνητικό αποτέλεσμα στην ευρύτερη κοινή γνώμη και αρνητικές
συνέπειες στις ίδιες τις γυναίκες. Η ιδεολογία της διαφοράς αναπαράγει διπολικά αντίθετα,
παρερμηνεύεται ως ανισότητα, προϋποθέτει εσφαλμένες ομοιότητες ανάμεσα στις ίδιες τις
γυναίκες ή στους άνδρες και τέλος αγνοεί πλήρως τις ιστορικές αλλαγές και πως αυτές
ενισχύουν ή εξαλείφουν τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Χαρακτηριστική είναι εξάλλου η
αναφορά της Lott (1990) στην υπόθεση του δικαστηρίου από την Επιτροπή Ίσων Ευκαιριών
Απασχόλησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής ενάντια στην επιχείρηση Sears για την
άνιση μεταχείριση των εργαζομένων της τελευταίας με βάση το φύλο. Ο δικαστής αποφάσισε
τελικά ότι η επιχείρηση δεν διέκρινε ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες εργαζόμενες, αλλά ότι οι
γυναίκες απέφευγαν συνειδητά συγκεκριμένες εργασίες εξαιτίας των διαφορετικών τους
χαράκτη ρ ισπκών. Πράγματι, όπως αναφέρει η James (1997: 223), «ο βαθμός στον οποίον τα
φύλα διαφέρουν είναι πολύ λιγότερο σημαντικός από ότι οι συνέπειες της έμφασης τέτοιων
διαφορών κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες»· Η Lott (1990) ισχυρίστηκε επίσης ότι το
επιχείρημα της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα έχει πάντα ανταπόκριση και αποδοχή, επειδή η
αντίληψη αυτή διατηρεί το υπάρχον κοινωνικό σύστημα και δεν απαιτεί από την κοινωνία ή
από τα άτομα καμία αλλαγή.
Σύμφωνα τέλος με την Tavris (1993), οι νέες προσεγγίσεις στο χώρο της ψυχολογίας
υπερβαίνουν τη φιλολογική και περιορισμένη ερώτηση της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα και
επιθυμούν να μάθουν γιατί όλοι ενδιαφέρονται για τις διαφορές ή τι είδους σκοπούς και
συμφέροντα εξυπηρετούν αυτές οι διαφορές. Η σύγχρονη προσέγγιση αμφισβητεί σιην
ουσία την αντικατάσταση ενός συνόλου στερεοτύπων (οι γυναίκες υστερούν) με ένα άλλο (οι
γυναίκες υπερτερούν). Η Tavris (1993) επιμένει ότι υπάρχουν σήμερα καλύτεροι τρόποι με
τους οποίους μπορεί κανείς να επεξεργαστεί την έννοια του φύλου, δίχως να αναρωτιέται αν
οι άνδρες ή οι γυναίκες είναι καλύτερες. Ο πρώτος τρόπος κοιτά έξω από τον παράγοντα
φύλο στο πλαίσιο και στις εξωτερικές συνθήκες που προσδιορίζουν τη ζωή των ανθρώπων.
Φαίνεται επομένως ότι οι συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά τόσο των ανδρών, όσο και των
γυναικών ποικίλλουν από συνθήκη σε συνθήκη και από αλληλεπίδραση σε αλληλεπίδραση. Ο

81
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

δεύτερος τρόπος κοιτά εσωτερικά στον παράγοντα φύλο ως «γλωσσική» όμως κατασκευή,
δίνοντας έμφαση στους τρόπους με τους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες αντιλαμβάνονται,
ερμηνεύουν και ανταποκρίνονται σε γεγονότα που τους συμβαίνουν - δηλαδή στις ιστορίες
που λένε για τη ζωή τους.

1.3.4 Η κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας του φύλου.


Οι νέες προσεγγίσεις στο χώρο της φεμινιστικής ψυχολογίας σε σχέση με την
ταυτότητα του φύλου προκύπτουν από τις επιρροές του μεταστρουκτουραλισμού και της
μεταμοντέρνας φιλοσοφίας. Οι οπαδοί του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος ισχυρίζονται ότι το
φύλο δεν αποτελεί μια φυσική κατηγορία, η οποία βασίζεται σε ουσιαστικές διαφορές μεταξύ
ανδρών και γυναικών, αλλά ότι οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα αποτελούν κατά συνθήκη
κατασκευασμένες κατηγορίες (Hare-Mustin & Marecek, 1990a). Τα κρίσιμα ερωτήματα
αφορούν επομένως, στην έννοια του κοινωνικού φύλου και στους τρόπους με τους οποίους
καθορίζονται οι διαφορές των φύλων. Οι φεμινίστριες της συγκεκριμένης παράδοσης
ενδιαφέρονται ουσιαστικά για τις διαδικασίες με τις οποίες το φύλο, όπως και άλλες
κατηγορίες της κοινωνικής πραγματικότητας, κατασκευάζονται στο πλαίσιο μιας καθημερινής
αλληλεπίδρασης καθώς και στις συνέπειες αυτής της κατασκευασμένης φυλετικής ταυτότητας.
Σύμφωνα με την Bohan (1993), η διαφορά ανάμεσα στις προηγούμενες
εσσενσιαλιστικές κατευθύνσεις και την κατεύθυνση της κοινωνικής δόμησης σε σχέση με την
φυλετική ταυτότητα, δεν βρίσκεται στην προέλευση των χαρακτηριστικών του φύλου, αλλά
στη θέση που καταλαμβάνουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή στην τοποθέτηση τους μέσα
ή έξω από το άτομο. Οι εσσενσιαλισπκές προσεγγίσεις ισχυρίζονται ότι το φύλο αποτελεί μια
ποιότητα ή ένα σύνολο χαρακτηριστικών, τα οποία υπάρχουν μέσα σε κάθε άνθρωπο και τα
οποία καθορίζουν την προσωπικότητα του, ανεξάρτητα από την αλληλεπίδραση του με
άλλους ανθρώπους και τις συνθήκες ζωής του. Αντίθετα, η άποψη της κοινωνικής δόμησης
ισχυρίζεται ότι το φύλο δεν είναι ένα έμφυτο χαρακτηριστικό των ανθρώπων, αλλά μια
κοινωνική κατασκευή, η οποία καθορίζει ποιες αλληλεπιδράσεις θεωρούνται κατάλληλες για το
κάθε φύλο. Η παραπάνω κατανόηση της έννοιας του φύλου, καθοδηγεί τη συμπεριφορά και
τους ανθρώπους να συμβιβάζονται με τις κατάλληλες φυλετικές προσδοκίες, να ενεργούν και
να χαρακτηρίζονται ως «έμφυλα» υποκείμενα και επομένως να αποκτούν την ταυτότητα του
φύλου τους. Η Bohan (1993) ισχυρίζεται ότι λανθασμένα αντιλαμβανόμαστε τη φυλετική
ταυτότητα ως πραγματικότητα και δεν βλέπουμε τον κοινωνικοιστορικό της χαρακτήρα.
Αντίστοιχα, η Wilkinson (1997) υποστηρίζει ότι το να περιγράφει κανείς τη γυναίκα ως μια
φυσική κατηγορία, σημαίνει ότι αποδίδει βιολογικά χαρακτηριστικά σε μια ιστορική συνθήκη
ανδρικής κυριαρχίας και γυναικείας υποταγής. Σύμφωνα με την ίδια, η έννοια της εθνικότητας
κατασκευάστηκε παρόμοια κάτω από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες δουλείας των νέγρων
στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

82
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

Παρότι, η παραδοσιακή ψυχολογία για τα φύλα έχει δώσει έμφαση στις συγκρίσεις και
στις διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, οι φεμινίστριες αμφισβητούν σήμερα αυτήν
την τακτική αυτή ως περιορισμένη και ανεπαρκή. Έτσι, οι εναλλακτικοί τρόποι έρευνας του
φύλου μεταθέτουν την προσοχή από το άτομο σιην αρένα των διαπροσωπικών σχέσεων και
των κοινωνικών θεσμών. Επίσης, αντιτίθενται στην ιδέα του φύλου ως στατικής και ενιαίας
κατηγορίας, η οποία διακρίνεται από άλλες κατηγορίες της κοινωνικής ταυτότητας. Σύμφωνα
με την Marecek (1995) ωστόσο, καμία από αυτές τις απόψεις δεν αρνείται τις βιολογικές
διαφορές των φύλων, απλά αρνούνται το γεγονός ότι αυτές οι διαφορές έχουν μία, μοναδική
και σταθερή σημασία σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, σε όλες τις
κοινωνικές τάξεις και σε όλες τις εποχές της ανθρώπινης εμπειρίας. Με άλλα λόγια, η
προσέγγιση της κοινωνικής δόμησης εστιάζει στις αναπαραστάσεις του φύλου και στις
συνέπειες των αναπαραστάσεων και όχι στο φύλο αυτό καθεαυτό.
Οι Hare-Mustin & Marecek (1990b) ισχυρίζονται ότι οι κλασσικές θεωρίες για τα φύλα
αποτελούν αναπαραστάσεις των κατά συνθήκη διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα. Οι θεωρίες
αυτές αντανακλούν, κατά την άποψη τους, είτε την προκατάληψη άλφα (alpha bias) είτε την
προκατάληψη βήτα (beta bias). Άλφα προκατάληψη ονομάζεται η τάση να μεγεθύνονται οι
διαφορές ανάμεσα στα φύλα ή να αναφέρονται εκεί που δεν υπάρχουν, ενώ βήτα
προκατάληψη ονομάζεται η τάση να ελαχιστοποιούνται ή να παραβλέπονται οι διαφορές, όταν
αυτές υφίστανται. Παρ' ότι τα παραπάνω δύο είδη προκαταλήψεων έχουν διαφορετική
έμφαση, μοιράζονται την κοινή προϋπόθεση ότι η ομάδα των ανδρών αποτελεί το σημείο
αναφοράς και την ομάδα σύγκρισης. Επομένως, καμία από τις παραδοσιακές θεωρητικές
προσεγγίσεις για τα φύλα δεν αμφισβητεί τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα τους, ούτε αλλάζει
την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Οι Hare-Mustin & Marecek (1990b), ισχυρίζονται ότι οι
άνδρες είναι αυτοί που ενδιαφέρονται να τονίζουν τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, διότι
με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνουν την ανωτερότητα τους και τη διαφορά τους με την
κατώτερη ομάδα. Έτσι, όταν οι φεμινίστριες αποδέχονται τις θεωρητικές προσεγγίσεις της
διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, στην ουσία συναινούν σε μια κατασκευή της κοινωνικής
πραγματικότητας από την κυρίαρχη ομάδα. Με άλλα λόγια, οι φεμινίστριες που προσπαθούν
να αποδείξουν τη διαφορά ή την ομοιότητα των γυναικών υπογραμμίζουν την καταπίεση των
γυναικών, καθώς αναπαράγουν την κατηγορία γυναίκες πάνω στην οποία βασίστηκε αυτή η
καταπίεση (Wilkinson, 1997).
Σήμερα, προτείνεται η αποδόμηση του τρόπου με τον οποίον ο άνδρας δομείται ως η
θεμελιακή αρχή της κοινωνίας, ενώ η γυναίκα ως το αποκλεισμένο «άλλο» αυτής της αρχής
(Τεντοκάλη, 1998). Σύμφωνα με την Τεντοκάλη (1998), αποδόμηση είναι το όνομα που έχει
δοθεί, από το φιλοσοφικό ρεύμα του μεταοτρουκτουραλισμού, στην κριτική και αναλυτική
διαδικασία, με την οποία μπορούμε να υπονομεύσουμε δυϊσμούς και αντιθέσεις της κοινωνίας
βάση των οποίων κοινωνικοποιούνται τα άτομα και στην προκειμένη περίπτωση τα δύο φύλα.
Η πρόταση της αποδόμησης του κοινωνικού φύλου εστιάζει στον ατομικό παράγοντα, δηλαδή

83
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

στην ίδια τη γυναίκα με τα ποικίλα χαρακτηριστικά και τις διαφορές της κοινωνικής τάξης της
εκπαίδευσης, της θρησκείας, της ηλικίας, της υγείας, της εθνικότητας και αρκετών άλλων. Η
αποδόμηση του κοινωνικού φύλου δεν προσδιορίζει από μόνη της το εναλλακτικό περιεχόμενο
της αποδόμησης αντίθετα το περιεχόμενο θα προσδιοριστεί από την ίδια τη γυναίκα και θα
ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα (Τεντοκάλη, 1998).
Συνοψίζοντας, οι οπαδοί της μεταμοντέρνας θεωρίας ισχυρίζονται ότι το βιολογικό ή
το κοινωνικό φύλο δεν πρέπει να θωρείται πλέον ως διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους
αλλά ως μια αρχή ή ένα αξίωμα κοινωνικής οργάνωσης το οποίο δομεί σχέσεις εξουσίας
ανάμεσα στα δύο φύλα. Σε αντίθεση με τα ερωτήματα επομένως για τις διαφορές ανάμεσα
στα φύλα, η παράδοση αυτή ενδιαφέρεται περισσότερο για τις διαφορές μέσα σε κάθε
φυλετική ομάδα. Επίσης θεωρεί τις κατηγορίες άνδρας και γυναίκα ως κατασκευασμένες
ιδεολογικές και όχι βιολογικές κατηγορίες. Η Unger (1990) ισχυρίζεται ότι μόνον
παραβλέποντας τις αντιφάσεις και τις ασυνέχειες μέσα σε κάθε άτομο, μπορεί κανείς να
μεγιστοποιήσει τις διαφορές ανάμεσα τους ή μόνον αγνοώντας τις διαφορές ανάμεσα στις
ίδιες τις γυναίκες ή στους άνδρες μπορεί να μεγεθύνει τις διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων.
Η εναλλακτική πρόταση επιμένει στη μελέτη κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και στον τρόπο με
τον οποίο οι άνθρωποι με ποικίλες κοινωνικές ταυτότητες διαφέρουν μεταξύ τους έτσι ώστε
να μην αντιμετωπίζονται οι κατηγορίες του φύλου ή άλλες κοινωνικές κατηγορίες ούτε ως
παγκόσμιες ούτε ως καθολικές.

1.3.5 Ανακεφαλαίωση.
Παρ' όλο που οι πραγματικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες είναι
ελάχιστες οι περισσότεροι άνθρωποι επηρεάζονται σημαντικά από την ταυτότητα του φύλου
τους και αναπτύσσουν ανάλογα χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές. Ταυτότητα φύλου
ονομάζεται το ιδιαίτερο συναίσθημα που αποκτά ένα παιδί όταν συνειδητοποιεί ότι ανήκει στο
ένα ή στο άλλο φύλο (Νασιάκου, 1979). Η ταυτότητα του φύλου βασίζεται τόσο στα
ανατομικά χαρακτηριστικά του φύλου, όσο και στα κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία
αποδίδονται σε άνδρες και γυναίκες από το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον. Επομένως το
βιολογικό φύλο αναφέρεται στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, τα οποία
καθορίζονται με τη γέννηση του, ενώ το κοινωνικό φύλο περιλαμβάνει ένα σύνολο επίκτητων
και πολιτισμικών ρόλων, δραστηριοτήτων και συμπεριφορών.
Πράγματι, κάθε κοινωνία καθορίζει ξεκάθαρα πρότυπα για τους φυλετικούς ρόλους
ενός άνδρα και μιας γυναίκας τα οποία προσδιορίζουν πως αναμένεται να συμπεριφερθεί
κανείς σε συγκεκριμένες συνθήκες ανάλογα πάντα με το φύλο του. Τα πρότυπα αυτά
αντικατοπτρίζουν παράλληλα τα στερεότυπα μιας κοινωνίας με τα οποία οι άνθρωποι
κατηγοριοποιούν και αντιδρούν σε ανθρώπους διαφορετικού φύλου. Επειδή τα στερεότυπα
του φύλου βασίζονται σε ζεύγη αντιθέτων, διαιρούν τους ανθρώπους σε δύο ομάδες (άνδρες
και γυναίκες), οι οποίες διακρίνονται μάλιστα αυστηρά σε ορισμένα κοινωνικά πλαίσια, όπως

84
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

το σχολείο, η εκκλησία ή η εργασία (Lips, 1988). Τα στερεότυπα φαίνεται ότι διατηρούνται


και αναπαράγονται συνεχώς, καθώς δικαιολογούν τις προκαταλήψεις ενάντια στις γυναίκες και
γενικότερα την κοινωνική ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα.
Κατά καιρούς διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις προσπάθησαν να εξηγήσουν, η
κάθε μια από την πλευρά της, τις παραπάνω ψυχολογικές διαφορές, τις διαφορές στη
συμπεριφορά και στους ρόλους των δύο φύλων. Στο ένα άκρο των θεωρητικών ερμηνειών,
βρίσκονται οι επιστήμονες, οι οποίοι δίνουν έμφαση σε βιολογικές διαδικασίες και προτείνουν
ότι γενετικές, ανατομικές και ορμονικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα ευθύνονται για τις
διαφορές στη συμπεριφορά, οι οποίες με τη σειρά τους προδιαθέτουν τους άνδρες και τις
γυναίκες να υιοθετήσουν ρόλους διαφορετικούς και τυπικούς για το φύλο τους. Στην άλλη
άκρη των ερμηνειών, οι επιστήμονες της ψυχολογίας κυρίως, θεωρούν ότι κοινωνικοί
παράγοντες είναι αυτοί που καθορίζουν τόσο τις διαφορές στη συμπεριφορά όσο και στα
αποτελέσματα της διαδικασίας της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου. Ιστορικά, οι πιο
σημαντικές ψυχολογικές θεωρίες για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου είναι η
ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης και η γνωστική ή
εξελικτική θεωρία του Kohlberg.
Συγκεκριμένα, ο Freud υποστήριξε ότι η ταυτότητα φύλου αποκτάται μέσα από τη
διαδικασία της ταύτισης του παιδιού με το γονέα του ίδιου φύλου, κατά το φαλλικό στάδιο
της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης. Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης περιέγραψε την
απόκτηση της ταυτότητας του φύλου μέσα από διαδικασίες μάθησης, όπως η παρατήρηση, η
μίμηση και η θετική ή αρνητική ενίσχυση. Τέλος, ο Kohlberg ισχυρίστηκε ότι η απόκτηση της
ταυτότητας του φύλου είναι προϊόν μιας γνωστικής διαδικασίας και αποτέλεσμα της γνωστικής
ανάπτυξης του ίδιου του παιδιού. Σύμφωνα με την Lips (1988), μερικές από τις παραπάνω
θεωρίες, όπως για παράδειγμα οι βιολογικές προσεγγίσεις και η ψυχαναλυτική θεώρηση,
εστιάζουν κυρίως στο γιατί, στην προέλευση δηλαδή των διαφορών ανάμεσα στα φύλα και
ενδιαφέρονται για τις αιτίες που συντελούν στην ανάπτυξη τέτοιων διαφορών. Αντίθετα,
άλλες θεωρίες, όπως αυτές της κοινωνικής μάθησης και της γνωστικής ανάπτυξης,
ασχολούνται κυρίως με το πώς, με τις διαδικασίες δηλαδή που κατευθύνουν τους άνδρες και
τις γυναίκες να υιοθετούν όμοιες ή διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς (Lips, 1988).
Παρ' όλο που πολλά από τα επιχειρήματα που υποστήριξαν τη βιολογική ανωτερότητα
του αρσενικού υπήρξαν αβάσιμα ή αντιεπιστημονικά, αυτό δεν εμπόδισε την επιτυχημένη
διάδοση τους στην ευρύτερη κοινή γνώμη. Σήμερα ωστόσο, είναι πλέον σαφές ότι η άποψη
για μια δεδομένη, αιώνια και αναλλοίωτη «φύση» της γυναίκας αποτελεί καθαρά κοινωνικό
κατασκεύασμα. Επιπλέον, φαίνεται ότι οποιαδήποτε απόπειρα ερμηνείας της γυναικείας
ταυτότητας, η οποία βασίζεται αποκλειστικά είτε στη φύση, είτε στον πολιτισμό, είναι
ανεπαρκής. Στην πραγματικότητα, καμιά από τις κλασσικές ψυχολογικές θεωρίες που
αναφέρθηκαν δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει από μόνη της αποτελεσματικά τις υπάρχουσες
διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Όλες παρουσιάζουν κενά και ένας συνδυασμός στοιχείων

85
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

από την κάθε μια βοηθά περισσότερο στην κατανόηση των αιτιών και της διαδικασίας
διαφοροποίησης των φύλων. Παρόμοια, πολλές φεμινίστριες διαπίστωσαν ότι καμιά από τις
θεωρίες αυτές δεν κάνει λόγο για τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται ανάμεσα στους
άνδρες και τις γυναίκες, γεγονός που παίζει σημαντικό ρόλο στη διαιώνιση των ψυχολογικών
τους διαφορών.
Η φεμινιστική ψυχολογία ή η ψυχολογία των γυναικών άσκησε έντονη κριτική σιην
παραδοσιακή ψυχολογία για τις ανεπαρκείς και καταστροφικές θεωρίες σε σχέση με τις
γυναίκες, οι οποίες τελικά χρησιμοποιήθηκαν για την αναπαραγωγή της ανισότητας ανάμεσα
στα δύο φύλα. Η φεμινιστική ψυχολογία έχει τις ρίζες της στη δουλειά και το έργο κυρίως
των φεμινιστριών επιστημόνων. Η Wilkinson (1997) αναφέρει ότι η φεμινιστική ψυχολογία
αμφισβήτησε την παραδοσιακή ψυχολογία με τρεις τρόπους: α) επέκρινε τη μεθοδολογία των
κλασσικών, ψυχολογικών θεωριών, η οποία είτε απέκλεισε, είτε διαστρέβλωσε τη γυναικεία
εμπειρία, β) επεσήμανε ότι το πρόβλημα δεν είναι οι γυναίκες αλλά η καταπίεση που
υφίστανται οι γυναίκες και γ) έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας στις ίδιες τις γυναίκες
αναδεικνύοντας τις διαφορές τους, τις οποίες όμως αξιολόγησε θετικά.
Συγκεκριμένα, οι πιο διαδεδομένες φεμινιστικές θεωρίες της Jean Baker Miller, της
Carol Gilligan και της Nancy Chodorow, πραγματεύονται αντίστοιχα τη διαφορετική ανάπτυξη
της γυναικείας ταυτότητας, την εξέλιξη της ηθικής σκέψης των γυναικών και την
αναπαραγωγή του κοινωνικού ρόλου της μητρότητας. Σύμφωνα με την J.B. Miller (1986), η
υπάρχουσα κατάσταση της κοινωνικής ανισότητας, με την εξουσία που προσδίδει στους
άνδρες, στερεί και τα δύο φύλα από μια διαφορετική προσέγγιση της ανθρώπινης ανάπτυξης,
η οποία υπογραμμίζει τους «δεσμούς» και τις «σχέσεις». Η C. Gilligan (1993), εστιάζοντας
στη διαφορετική «φωνή» των γυναικών, καταλήγει σε ένα διευρυμένο μοντέλο ηθικής
εξέλιξης, το οποίο περιλαμβάνει και δεν αποκλείει τη γυναικεία ταυτότητα ως ανεπαρκή ή
ελλειμματική. Στο μοντέλο αυτό, η ανάπτυξη της γυναικείας ηθικής κρίσης υπακούει στους
κανόνες των υποχρεώσεων και ακολουθεί την εξέλιξη μιας νέας ηθικής, την οποία η
συγγραφέας ονομάζει «ηθική της φροντίδας». Τέλος, η Ν. Chodorow (1978) χρησιμοποίησε
την ψυχαναλυτική ερμηνεία για να εξηγήσει το φαινόμενο της «κοινωνικής μητρότητας». Η
επιθυμία των γυναικών να γίνουν μητέρες οφείλεται, σύμφωνα με την ίδια, στο γεγονός ότι
όλες οι γυναίκες ανατράφηκαν αποκλειστικά από γυναίκες-μητέρες και επομένως, ως ενήλικες,
επιθυμούν να αναβιώσουν αυτήν την έντονη και αποκλειστική σχέση μέσα από τα δικά τους
παιδιά. Ωστόσο, επειδή ο ασύμμετρος χαρακτήρας της ανατροφής των παιδιών αποκλειστικά
από γυναίκες αναπαράγει τη φυλετική ανισότητα, η συγγραφέας προτείνει την ισότιμη
γονεϊκότητα και από τα δύο φύλα.
Οι παραπάνω θεωρίες δέχθηκαν πρόσφατα έντονη κριτική κυρίως από τις φεμινίστριες
οπαδούς του μεταστρουκτουραλισμού και της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τις
τελευταίες, οι παραπάνω θεωρίες προϋποθέτουν ουσιαστικές διαφορές και αντιθέσεις ανάμεσα
στα φύλα, δίχως να προσφέρουν βάσιμες αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Από την άλλη,

86
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις

περιορίζουν σημαντικά τις δυνατότητες και τις προοπτικές κοινωνικής αλλαγής. Η κριτική των
οπαδών της μεταμοντέρνας προσέγγισης συνοψίζεται κυρίως στα εξής: α) στην προβληματική
προϋπόθεση της ομοιογένειας, των παραπάνω θεωριών, ανάμεσα στις γυναίκες παγκόσμια και
διαχρονικά, β) στο γεγονός ότι το ερώτημα αν οι διαφορές των γυναικών οφείλονται στο
φύλο τους ή σιην καταπίεση που υφίστανται παραμένει αναπάντητο και τέλος γ) στο γεγονός
ότι τα παραπάνω μοντέλα υποστηρίζοντας την ιδιαίτερη και ίσως ανώτερη γυναικεία φύση,
αναπαράγουν την ιδεολογία της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, που αρχικά κατακρίνουν. Η
ιδεολογία της διαφοράς διαιωνίζει στερεότυπες αντιλήψεις για τα φύλα και επομένως
αναπαράγει την ανισότητα. Για το λόγο αυτό βρίσκει ανταπόκριση στην κοινή γνώμη,
ωστόσο έχει αρνητικές συνέπειες στον αγώνα για την απελευθέρωση της γυναίκας.
Σύμφωνα με τις νέες προσεγγίσεις της φυλετικής ταυτότητας, ο βαθμός στον οποίο
τα φύλα διαφέρουν είναι λιγότερο σημαντικός, από ότι οι συνέπειες της έμφασης τέτοιων
διαφορών (James, 1997). Πράγματι, οι νέες προσεγγίσεις υπερβαίνουν τη φιλολογική και
περιορισμένη ερώτηση της διαφοράς και ενδιαφέρονται για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι
διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Σύμφωνα με τις φεμινίστριες της μεταστρουκτουραλιοτικής
κατεύθυνσης, το φύλο δεν αποτελεί φυσική, αλλά κοινωνική κατηγορία, ενώ οι διαφορές
ανάμεσα στα φύλα αποτελούν κατά συνθήκη κατασκευές και ιδεολογίες. Έτσι, τα ερωτήματα
των θεωριών αυτών αφορούν κυρίως στις κοινωνικές διαδικασίες, με τις οποίες
κατασκευάζεται η έννοια του φύλου και στις συνέπειες αυτής της κατασκευής.
Μέχρι σήμερα επομένως, η έμφαση της έρευνας στη σύγκριση και στις διαφορές των
φύλων υπήρξε ανεπαρκής και περιορισμένη, καθώς η φυλετική ταυτότητα φαίνεται ότι έχει
κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα. Οι νέες προσεγγίσεις της φυλετικής ταυτότητας δεν
αρνούνται τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αλλά το γεγονός ότι οι
διαφορές αυτές έχουν μια, μοναδική και σταθερή σημασία σε όλους τους πολιτισμούς τις
ιστορικές περιόδους και τις κοινωνικές τάξεις. Στην ουσία, ενδιαφέρονται περισσότερο για τις
διαφορές μέσα στις ίδιες τις φυλετικές ομάδες και εστιάζουν στον ατομικό παράγοντα, δηλαδή
στην ίδια τη γυναίκα με τα ποικίλα χαρακτηριστικά της. Η παράδοση αυτή επιμένει τελικά στη
μελέτη κάθε ανθρώπου με τις ποικίλες κοινωνικές ταυτότητες που τον ή την χαρακτηρίζουν,
στο πλαίσιο διαφορετικών κοινωνικών συνθηκών, ενώ διερευνά τις ταυτότητες αυτές μέσα
στον καθημερινό λόγο και στα κείμενα, αντιμετωπίζοντας τις ως «γλωσσικές» κατασκευές.

87
Κεφάλαιο 2
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

2.1 Η θέση της γυναίκας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.


Παρ' όλες τις ραγδαίες και πολλές φορές δραματικές εξελίξεις σε όλους σχεδόν τους
τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, μία τουλάχιστον
κοινωνική σχέση παραμένει αναλλοίωτη στο κατώφλι του 2 1 0 u αιώνα: η σχέση ανισότητας
ανάμεσα στα δύο φύλα. Στην ενότητα που ακολουθεί παρουσιάζεται με πραγματικά νούμερα
και ποσοστά η υποδεέστερη θέση της γυναίκας διεθνώς και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής
ζωής. Για παράδειγμα, οι πρώτες διεκδικήσεις του γυναικείου κινήματος αφορούσαν το
δικαίωμα για ψήφο. Η Φιλανδία είναι η πρώτη χώρα που έδωσε ψήφο στις γυναίκες το 1906,
ακολούθησε η Αγγλία το 1928, η Ελλάδα το 1952, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία το 1954
(Παυλάκου, 1991). Ουσιαστικά, το γυναικείο κίνημα οργανώθηκε μετά το 2° παγκόσμιο
πόλεμο και την Παγκόσμια Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οπότε και μια σειρά
από διεθνείς συμβάσεις και πολιτικές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ανάγκασαν μεγάλους
οργανισμούς και κυβερνήσεις κρατών να προωθήσουν την ισότιμη συμμετοχή και
αντιμετώπιση της γυναίκας στους περισσότερους τομείς. Συγκεκριμένα, το 1952 ψηφίστηκε η
διεθνής σύμβαση του Ο.Η.Ε. για τα ίσα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών και την ίση
πρόσβαση σε όλα τα δημόσια λειτουργήματα, με την οποία αναγκάσιηκε να συμμορφωθεί και
η χώρα μας (Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, 1998).
Ωστόσο, οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος των γυναικών δεν άλλαξαν
σημαντικά την κοινωνική θέση της γυναίκας, η οποία εξακολούθησε να χαρακτηρίζεται από
ουσιαστικές αντιφάσεις και επομένως να καταλήγει σε αδιέξοδα. Άλλωστε, η νομοθετική
ισότητα σε καμία περίπτωση δεν προεξοφλεί ούτε και εξασφαλίζει την ουσιαστική ισότητα
ανάμεσα στα δύο φύλα. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1970, παρότι η γυναίκα είναι ήδη
στην παραγωγή, περιορίζεται στην άσκηση μερικών μόνο επαγγελμάτων και δεν κατέχει
καθόλου ανώτατες θέσεις σιην επαγγελματική ιεραρχία. Παράλληλα, η πλειονότητα των
πολιτών σε Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία, σύμφωνα με έκθεση της τότε Ε.Ο.Κ., πιστεύει ότι η
γυναίκα είναι αυτή που πρέπει να αναλάβει την ευθύνη του νοικοκυριού και της ανατροφής
των παιδιών (Παυλάκου, 1991). Αντίστοιχα, το 1981, σε παρόμοια μελέτη, το 60% των
γυναικών απάντησε ότι εργάζεται εκτός σπιτιού μόνο για οικονομικούς λόγους (Παυλάκου,
1991).
Ακόμη και σήμερα όμως, η οργάνωση των θεσμών και των βασικών κοινωνικών
οργανισμών παραμένει σύμφωνη με παραδοσιακά ανδρικά πρότυπα και μοντέλα ζωής (Evans,
1994). Πολλές φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες
χαρακτηρίζονται από μια «νέο-πατριαρχία», δηλαδή μια νέου είδους πατριαρχική οργάνωση, η
οποία διαφέρει από παλιότερους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης μόνον ως προς το βαθμό και
τη μορφή (Bradley, 1989; Walby, 1990). Για παράδειγμα, η γυναίκα μπορεί σήμερα να
αναλάβει μια επαγγελματική ενασχόληση, εφόσον όμως οργανώσει τις δραστηριότητες της με
τέτοιον τρόπο ώστε η καθημερινή λειτουργία του νοικοκυριού να μην διακόπτεται. Σύμφωνα

91
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

άλλωστε με την τελευταία αναφορά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (United Nations,
2000), η οποία επιχειρεί να απαντήσει στο περίπλοκο ζήτημα της εξέλιξης της θέσης της
γυναίκας παγκοσμίως, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι παρόλη την πρόοδο, οι διαφορές
ανάμεσα στα φύλα παραμένουν και επομένως οι πραγματικές αλλαγές στις ζωές των γυναικών
σε επίπεδο κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων
χρειάζονται ακόμη πολύ χρόνο για να ολοκληρωθούν.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι το χάσμα των δύο φύλων στην πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει σχεδόν εξαλειφθεί, τα 2/3 των αναλφάβητων παγκοσμίως
είναι γυναίκες (United Nations, 2000). Ο αναλφαβητισμός οξύνει την απόσταση ανάμεσα στα
δύο φύλα. Πράγματι, σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές το ποσοστό του γυναικείου
αναλφαβητισμού είναι υψηλότερο από το ανδρικό ποσοστό, ανεξάρτητα από το επίπεδο
αναλφαβητισμού της κάθε χώρας (Παυλάκου, 1991). Επίσης, παρά τα αυξημένα ποσοστά
γυναικών σΓην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ειδικά σης χώρες της δυτικής Ευρώπης, στην
Αμερική, στον Καναδά και στην Αυστραλία, οι γυναίκες συγκεντρώνονται κυρίως σε
θεωρητικές σχολές, ενώ οι άνδρες σε σχολές θετικών επίσημων, γεγονός που επηρεάζει την
μετέπειτα σταδιοδρομία τους και είσοδο τους στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, περισσότεροι
άνδρες παρά γυναίκες αποκτούν τις απαραίτητες γνώσεις της πληροφορικής, οι οποίες τους
εξασφαλίζουν την είσοδο στα επαγγέλματα της νέας τεχνολογίας (United Nations, 2000).
Ωστόσο, η ισότιμη πρόσβαση και εξέλιξη των γυναικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης
θεωρείται απαραίτητη για την πλήρη συμμετοχή της γυναίκας στη μισθωτή απασχόληση, για
την προσωπική της ανάπτυξη και απελευθέρωση καθώς και για τη βελτίωση της υγείας, της
διατροφής και της παιδείας του συνόλου της οικογένειας.
Σήμερα, είναι πλέον γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα συνεχώς αυξανόμενο
ποσοστό της εργατικής δύναμης σε όλο τον κόσμο. Η πιο σημαντική πλευρά της αυξημένης
συμμετοχής τους στην οικονομία είναι ότι περισσότερες γυναίκες από ποτέ παραμένουν στην
παραγωγή κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών τους χρόνων, παρότι τα εμπόδια όσον
αφορά στο συνδυασμό οικογένειας και εργασίας παραμένουν (United Nations, 2000). Όμως,
παρά τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής των γυναικών σΓην αγορά εργασίας, η φύση και το
είδος της εργασίας για άνδρες και γυναίκες διαφέρει σημαντικά. Οι γυναίκες πρέπει να
συμφιλιώσουν την εργασία τους με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, για αυτό και η
συμμετοχή τους στην παραγωγή έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, καθώς αυτές
προσλαμβάνονται ή εκδιώκονται ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας αλλά και της
σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται για τον αποκλεισμό
και την περιθωριοποίηση των γυναικών από την εργασία είναι είτε η απαγόρευση της εισόδου
των γυναικών σε ορισμένα επαγγέλματα, είτε οι διάφοροι τρόποι αποβολής των γυναικών από
τα επαγγέλματα, άμεσοι και έμμεσοι (Walby, 1986). Σύμφωνα με την Walby (1986), η
απορρόφηση των γυναικών σε συγκεκριμένα γυναικεία επαγγέλματα αποτελεί έναν τρόπο για
τη δημιουργία μιας υποβαθμισμένης εργατικής τάξης. Οι γυναίκες τελικά συνωστίζονται σε

92
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

δουλειές και επαγγέλματα με μικρότερο κύρος, χαμηλότερες αμοιβές και δίχως προοπτικές
εξέλιξης, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση του προσωρινού και ευκαιριακού χαρακτήρα
της μισθωτής εργασίας τους.
Από την άλλη, ενώ η αυτό-απασχόληση, η μερική απασχόληση και η εργασία στο
σπίτι έχουν επεκτείνει τις ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών, αυτού τους είδους οι θέσεις
εργασίας χαρακτηρίζονται κυρίως από έλλειψη ασφάλειας, προνομίων και ιδιαίτερα χαμηλές
αμοιβές (United Nations, 2000). Επιπλέον, οι γυναίκες απασχολούνται πολύ περισσότερο σε
σχέση με τους άνδρες στην παραοικονομία μιας χώρας, δηλαδή ως συμβοηθούντα και μη
αμειβόμενα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων (United Nations, 2000). Ίσως ο πιο σημαντικός
λόγος για τις διαφορές φύλου στον τομέα της αγοράς εργασίας, αποτελεί ο καταμερισμός της
εργασίας στο χώρο της οικογένειας, όπου οι γυναίκες αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο
για μη αμειβόμενη οικιακή εργασία, όπως η καθαριότητα, η μαγειρική, η ανατροφή των
παιδιών και η φροντίδα άλλων μελών της οικογένειας. Ιστορικά επίσης, ο θεσμός του
οικογενειακού μισθού, ο οποίος προσέφερε στους άνδρες εργαζόμενους μεγαλύτερες αμοιβές
ώστε να μπορούν να συντηρούν τη γυναίκα και τα παιδιά τους, επέβαλλε την οικονομική
εξάρτηση και την ιδεολογική υποδούλωση των γυναικών (Barrett & Macintosh, 1982). Ο
παραπάνω θεσμός προϋποθέτει έναν άνδρα-σύζυγο, ο οποίος στηρίζει οικονομικά την
οικογένεια, εν τούτοις αδικεί τις εργαζόμενες και τις ανύπανδρες γυναίκες. Πίσω από την ιδέα
του οικογενειακού μισθού, κρύβεται φυσικά η αντίληψη ότι οι πρωταρχικές υπευθυνότητες
των γυναικών είναι το σπίτι και η οικογένεια, ακόμη κι όταν αυτές εργάζονται. Βεβαίως στις
μέρες μας, ο οικογενειακός μισθός άλλαξε όνομα και έγινε διαφορετικός μισθός, ο οποίος
επίσης ενθαρρύνει τον γάμο και καθορίζει την εργασία των γυναικών ως δευτερεύουσα σε
σχέση με αυτήν των ανδρών (Hartmann, 1981). Τέλος, το διάστημα 1991-97, τα ποσοστά
της ανεργίας των γυναικών σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, με εξαίρεση την
Αγγλία και τη Φιλανδία, είναι υψηλότερα για τις γυναίκες, ενώ σε όλες τις χώρες οι νεότερες
σε ηλικία γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και για μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα σε σχέση με τους άνδρες (United Nations, 2000).
Επιπλέον, η συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ιδιαίτερα
περιορισμένη και δεν έχει αυξηθεί καθόλου τα τελευταία χρόνια. Δίχως όμως την ενεργή
συμμετοχή των γυναικών και την ενσωμάτωση της γυναικείας οπτικής σε κέντρα αποφάσεων
της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, οι στόχοι της ισότητας, της ανάπτυξης και της ειρήνης
τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν. Σύμφωνα
με την Μαγγανάρα (1998), τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχής της γυναίκας στην
πολιτική είναι τρία. Πρώτον, όλοι οι πολίτες των δημοκρατικών συστημάτων πρέπει να είναι
σε θέση να ασκούν ισότιμα επιρροή σΓη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν, ενώ τα όργανα
λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι προσιτά σε όλους. Δεύτερον, η ανεπαρκής εκπροσώπηση
των γυναικών αμφισβητεί τη νομιμότητα των αποφάσεων, καθώς αυξάνει επικίνδυνα την
απόσταση ανάμεσα σε εκείνους που αποφασίζουν και στους ίδιους τους πολίτες, δηλαδή τις

93
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

γυναίκες. Τρίτον, σε μια τέτοια περίπτωση κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει σημαντικές απώλειες
ανθρώπινου δυναμικού, καθώς δεν αξιοποιεί αποτελεσματικά τις γνώσεις και τις εμπειρίες του
μισού της πληθυσμού, δηλαδή των γυναικών.
Έτσι, το 2000 μόνο 9 γυναίκες στον κόσμο ήταν επικεφαλής κρατών ή κυβερνήσεων
(United Nations, 2000). To 1998, μόνο το 8% των υπουργών σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν
γυναίκες, ενώ το 1999 οι γυναίκες εκπροσωπούσαν μόνο το 1 1 % των εθνικών κοινοβουλίων
παγκοσμίως (United Nations, 2000). Σε γενικές γραμμές η εκπροσώπηση των γυναικών στην
πολιτική είναι καλύτερη σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπου ανέρχεται σε ποσοστό 2 1 %
(United Nations, 2000). Ωστόσο, το 1990 στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στη Μ. Βρετανία τα
ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια ήταν πολύ χαμηλά καθώς
κυμαίνονταν από 1 % έως 6% (Μαγγανάρα, 1998). Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες
εμφανίζουν συμμετοχή των γυναικών σε ποσοστά από 7% έως 15%, ενώ το υψηλότερο
ποσοστό συμμετοχής γυναικών σε εθνικό κοινοβούλιο εμφανίζει η Σουηδία με 38,1%.
(Μαγγανάρα, 1998). Ανάλογη είναι και η εικόνα της εκπροσώπησης της γυναίκας στον κόσμο
των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Για παράδειγμα, το 1999 οι γυναίκες εκπροσωπούσαν
μόνο το 1 1 % των στελεχών σπς 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Αμερικής (United Nations,
2000). Γενικά, τα ποσοστά γυναικών σε διευθυντικές και διοικητικές θέσεις εργασίας, σε
διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, κυμαίνονται ως εξής για την περίοδο 1985-1997: Γαλλία 10%,
Γερμανία 19%, Ελλάδα 12%, Ισπανία 12% και Αγγλία 33% (United Nations, 2000).
Ως επιπλέον στοιχεία για την κοινωνική θέση της γυναίκας παγκοσμίως αναφέρονται
τα εξής: σήμερα οι γυναίκες κατά μέσο όρο γεννούν λιγότερα παιδιά, παντρεύονται σε
μεγαλύτερη ηλικία, αποκτούν παιδιά εκτός γάμου, ανατρέφουν παιδιά μόνες τους ως αρχηγοί
μονογονεϊκών οικογενειών, εργάζονται σταθερά ενώ έχουν παιδιά ηλικίας κάτω των τριών
ετών και παρ" όλα αυτά υφίστανται σε υψηλό ακόμη ποσοστό φυσική ή σεξουαλική
κακοποίηση (United Nations, 2000). Επίσης, πολλές γυναίκες υποανάπτυκτων κυρίως χωρών
υποφέρουν από σοβαρά προβλήματα υγείας την περίοδο της εγκυμοσύνης και από
σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες.
Στις μέρες μας, ασκείται οξεία κριτική στη θεωρία και πρακτική του δημοκρατικού
φιλελευθερισμού για τον αποκλεισμό των γυναικών από την πλήρη ιδιότητα του πολίτη.
Όπως άλλωστε ισχυρίζεται η Arnot (1995), η θέση που κατέχουν οι γυναίκες σήμερα σε μια
κοινωνία - και η θέση αυτή δεν καθορίζεται μόνο νομοθετικά - αποτελεί έναν από τους
σημαντικότερους δείκτες του βαθμού στον οποίο αυτή η κοινωνία θεωρείται «ώριμη
δημοκρατία» - όταν δηλαδή ο δημοκρατικός λόγος συμβαδίζει και ταυτίζεται με τη
δημοκρατική πρακτική. Με αυτήν τη λογική, ακόμη και σήμερα οι περισσότερες Ευρωπαϊκές
κοινωνίες δεν αποτελούν «ώριμες» αλλά «μερικές» ή «τμηματικές» δημοκρατίες (Arnot et al.,
1995). Πράγματι, «η υποαντιπροσώπευση των γυναικών καταδεικνύει την αδυναμία της
δημοκρατίας, δηλαδή τη συνύπαρξη της πολιτικής ισότητας με την κοινωνική ανισότητα,
αφού ο παράγων δύναμη σε κάθε κοινωνία καθορίζει ποιοι είναι εκείνοι που βρίσκονται στα

94
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

κέντρα λήψης αποφάσεων» (Μαγγανάρα, 1998: 22). Η ίδια συγγραφέας, παρόμοια με


πολλούς άλλους, αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν ένα δημοκρατικό καθεστώς να διαπλέκεται με
ένα σύστημα εξουσιασπκών σχέσεων, όπως είναι αυτό των δύο φύλων και να στηρίζεται σε
αυτό. Σύμφωνα με τη James (1996), ο αποκλεισμός των γυναικών γίνεται με δύο τρόπους:
πρώτον, δεν αναγνωρίζονται στη γυναίκα τα πλήρη δικαιώματα και προνόμια που
αναγνωρίζονται στους άνδρες και δεύτερον θεωρείται αυτονόητη μια συγκεκριμένη αντίληψη
της ιδιότητας του πολίτη, η οποία αποκλείει κάθε τι παραδοσιακά γυναικείο. Το παραπάνω
επιχείρημα υποστηρίζει ουσιαστικά ότι η φιλελεύθερη θεωρία στηρίζεται σε μια
αλληλοσυμπληρούμενη διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, στη διάκριση δηλαδή
ανάμεσα στους πολιτικούς θεσμούς μιας κοινωνίας και στην οικιακή σφαίρα του σπιτιού και
της οικογένειας. Αυτό βεβαίως δεν ισχύει μόνον για τις συνθήκες ζωής παλιότερων γενεών
αλλά και „των σημερινών γυναικών που ζουν στις φιλελεύθερες δυτικές δημοκρατίες.
Επομένως, παρά τη σημαντική πρόοδο σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παρά τα
συνεχή αιτήματα για ισότητα, οι γυναίκες δεν έχουν ακόμη αποκτήσει την πλήρη ιδιότητα του
πολίτη και η δημοκρατική φιλελεύθερη θεωρία εξακολουθεί να διαιωνίζει μια αντίληψη της
πολιτικής που έμμεσα περιθωριοποιεί τις γυναίκες και τις στερεί από προνόμια.
Τα τελευταία χρόνια η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάνει λόγο για το
φαινόμενο του «κοινωνικού αποκλεισμού» διαφόρων κοινωνικών ομάδων, κυρίως εξαιτίας
των διαρθρωτικών οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών και της μαζικής μετανάστευσης στις
ευρωπαϊκές χώρες. Τα άτομα που υφίστανται αποκλεισμό δεν μπορούν να ασκήσουν βασικά
κοινωνικά δικαιώματα ως πολίτες ενός κράτους, όπως εκείνα της εκπαίδευσης, της υγείας, της
απασχόλησης ή το δικαίωμα σε ένα εισόδημα που να επιτρέπει ένα αποδεκτό και αξιοπρεπή
τρόπο ζωής. Όπως αναφέρει η Καβουνίδη (1998), η έννοια των κοινωνικών δικαιωμάτων του
πολίτη πηγάζει από το έργο του Τ.Η. Marshall, το οποίο περιγράφει την ιστορική εξέλιξη της
ιδιότητας του πολίτη και το οποίο βασίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι ο πληθυσμός είναι
ένα ομοιογενές σύνολο που έχει ισότιμη πρόσβαση σε όλα τα δικαιώματα, αστικά, πολιτικά και
κοινωνικά. Σύμφωνα όμως με τις περισσότερες φεμινίστριες, το μοντέλο του Marshall
βασίζεται μόνο στην εμπειρία των λευκών ανδρών, ενώ η ανάπτυξη της ιδιότητας του πολίτη
βασίζεται εκ των προτέρων στον αποκλεισμό των γυναικών από αστικά και πολιτικά
δικαιώματα.
Έτσι και η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, ισχυρίζεται η Καβουνίδη (1998),
αναπτύχθηκε με βάση το υπάρχον σύστημα σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα και
βασίστηκε σε ένα συγκεκριμένο καταμερισμό της εργασίας, με τρόπο που απέκλεισε τις
γυναίκες από την ίδια πρόσβαση σε κοινωνικά δικαιώματα που απολάμβαναν οι άνδρες. Κλειδί
για την πρόσβαση σε κοινωνικά δικαιώματα έγινε φυσικά η συμμετοχή στην αγορά εργασίας
και η μισθωτή εργασία. Όμως, η ευθύνη της γυναίκας για τη φροντίδα των μελών της
οικογένειας συνεπάγεται την παρεμπόδιση της ανάπτυξης της ίδιας σχέσης με την αγορά
εργασίας που έχουν οι άνδρες. Η χωρίς πληρωμή παροχή φροντίδας στο σπίτι δεν θεμελιώνει

95
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

δικαιώματα, δεν αναγνωρίζεται και δεν έχει την ίδια αξία όπως η συμμετοχή στη μισθωτή
εργασία. Για παράδειγμα, με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας οι γυναίκες εξασφάλισαν
παροχές κυρίως μέσα από την εξαρτημένη θέση τους στην οικογένεια ως σύζυγοι και μητέρες,
ενώ το μοντέλο του άνδρα κουβαλητή απετέλεσε το υπόβαθρο του κράτους πρόνοιας
(Καβουνίδη, 1998). Η ιδιότητα του πολίτη γενικά και όχι μόνο η κοινωνική ιδιότητα του
πολίτη δομήθηκε πάνω σε μια συγκεκριμένη διάκριση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα,
η οποία συνδέεται ιστορικά με τη συμμετοχή των ανδρών στη δημόσια σφαίρα και τον
αντίστοιχο αποκλεισμό των γυναικών από αυτήν. Σύμφωνα με την Καβουνίδη (1998), στόχος
σήμερα γίνεται ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη, η οποία ιδιότητα
πρέπει να είναι είτε ουδέτερη ως προς το κοινωνικό φύλο, είτε να αναγνωρίζει τις διαφορές
ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με ανάλογους προσδιορισμούς ώστε να αναδειχθούν αξίες
και δραστηριότητες που παραδοσιακά έχουν ταυτιστεί με τις γυναίκες.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι τόσο οι υλιστικές (οικονομικές), όσο και οι πολιτισμικές
(ιδεολογικές) συνθήκες διαβίωσης των γυναικών αλληλεπιδρούν για να περιορίσουν τελικά την
ισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στην ιδιωτική και δημόσια ζωή. Με άλλα λόγια, σε
οικονομικό και εργασιακό επίπεδο οι γυναίκες υστερούν σημαντικά σε σχέση με τους άνδρες,
ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο λίγα έχουν αλλάξει στην αντιπροσώπευση των γυναικών ως το
«αδύνατο φύλο». Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, φαίνεται ότι δεν
υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες δεν κατέχουν μια κατώτερη κοινωνικά θέση,
ακόμη κι αν υπάρχουν διαφορές στο βαθμό και στη φύση μιας τέτοιας υποταγής και
κατωτερότητας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί φυσικά εξαίρεση στο παραπάνω παγκόσμιο
φαινόμενο της γυναικείας καταπίεσης.

2.2 Η θέση της γυναίκας στην Ελληνική κοινωνία.


Σύμφωνα με την Παυλάκου (1991), η θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία είναι
δυνατόν να διαπιστωθεί από τη θέση της στο δίκαιο, τη συμμετοχή της στην πολιτική, τη
συμμετοχή της στην παραγωγή και το ρόλο της μέσα στην οικογένεια. Στις ενότητες που
ακολουθούν περιγράφεται η θέση της Ελληνίδας στους τομείς του δικαίου, της πολιτικής, της
εκπαίδευσης, της εργασίας και της οικογένειας. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται ωστόσο στους
τομείς της μισθωτής απασχόλησης και στον τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη ελληνίδα
προσπαθεί να συμφιλιώσει οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Όπως είναι γνωστό, η μισθωτή απασχόληση αποτελεί ένα σημαντικό χώρο
οργάνωσης της ανθρώπινης ταυτότητας και έναν τόπο άσκησης οικονομικής και πολιτικής
εξουσίας. Η μαζική είσοδος των γυναικών στη μισθωτή εργασία σήμανε ουσιαστικά την
αφετηρία στους αγώνες για τη χειραφέτηση της γυναίκας και οδήγησε σε διαρθρωτικές
αλλαγές στο χώρο της οικονομίας και της οικογένειας. Με άλλα λόγια, η μισθωτή εργασία
επηρέασε σημαντικά το σύγχρονο καθημερινό τρόπο ζωής και των ελληνίδων γυναικών,
μεταβάλλοντας τον κοινωνικό ρόλο της γυναίκας τόσο στο χώρο της δημόσιας όσο και της

96
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

ιδιωτικής ζωής. Αν και ο όρος απασχόληση ή εργασία αναφέρεται πρωτίστως στη μισθωτή
εργασία, διότι αυτή θεωρείται ως η μόνη παραγωγική εργασία επειδή αμείβεται, το θέμα της
γυναικείας εργασίας επεκτείνεται αναγκαστικά και στον τομέα της οικογένειας, καθώς
εξαρτάται άμεσα από τις οικογενειακές δεσμεύσεις των γυναικών και συνεπάγεται μεταβολές
στους οικογενειακούς ρόλους των δύο φύλων και στη γονιμότητα. Σύμφωνα με την
Θανοπούλου (1992: 18), «το εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο υποστηρίζει τη χρήση του όρου
γυναικεία απασχόληση ή εργασία φαίνεται να συνδέεται, άλλοτε σαφώς και άλλοτε
υπαινικτικά, με την ιδεολογία της γυναικείας απελευθέρωσης, τη γενικότερη εξέλιξη της
ελληνικής οικογένειας και την προβληματική της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας».

2.2.1 Γυναίκες και το δίκαιο της ισότητας.

Το 1952, ο νόμος 2159 κατοχυρώνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των
γυναικών στις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές (Σαμίου, 1990). Οι Ελληνίδες εισέρχονται
αργοπορημένα σε σχέση με τους άνδρες και με γυναίκες άλλων ευρωπαϊκών χωρών στο
θεσμό της καθολικής ψηφοφορίας. Παρ' όλα αυτά, το γεγονός της απονομής των πολιτικών
δικαιωμάτων στις Ελληνίδες δεν αποτυπωνόταν στο Σύνταγμα του 1952. Το δικαίωμα της
καθολικής ψήφου κατοχυρώθηκε συνταγματικά το 1975, όπου στο άρθρο 4 ορίζεται ρητά ότι
«όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και
υποχρεώσεις».
Στην πραγματικότητα έπρεπε να μεσολαβήσουν μερικά χρόνια ακόμη μέχρι να
θεσπιστούν οι διατάξεις της ισότητας, σύμφωνα με τις αρχές του Συντάγματος. Στην Ελλάδα,
αν και ιδιαίτερα πρόσφατες, από το 1980 μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές
νομοθετικές και θεσμικές αλλαγές για τη διασφάλιση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων και
την εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης ενάντια στις γυναίκες. Η τροποποίηση και
αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου, η εισαγωγή νέων νόμων σχετικά με την εξάλειψη
των διακρίσεων στην εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην απασχόληση και στις
εργασιακές σχέσεις αποτελούν σημαντικά παραδείγματα. Άλλωστε, η Ελλάδα έπρεπε να
εναρμονιστεί και να ακολουθήσει συμβάσεις διεθνών οργανισμών, τη νομοθεσία της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, των οποίων αποτελεί μέλος.
Έτσι το 1982 καθιερώνεται ο πολιτικός γάμος και καταργείται η μοιχεία (Παυλάκου,
1991). Παράλληλα σχεδόν, η αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου το 1983, κατήργησε
την πατριαρχική οικογένεια, τον θεσμό της προίκας και την υποχρέωση των γυναικών να
αλλάζουν το επώνυμο τους μετά το γάμο (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Επίσης,
καθιερώθηκε η ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών με βάση τις κλίσεις και τις δεξιότητες
τους και όχι με βάση το φύλο, η δυνατότητα «αξίωσης συμμετοχής» του καθένα από τους
συζύγους στην περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, το συναινετικό
διαζύγιο και η εξομοίωση των δικαιωμάτων των παιδιών που γεννήθηκαν χωρίς γάμο με τα
δικαιώματα των παιδιών που γεννήθηκαν μέσα στο γάμο (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).

97
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

Στην ίδια δεκαετία μια σειρά από μέτρα προώθησαν την ισότητα των ευκαιριών στην
εκπαίδευση. Το 1982 καταργήθηκαν σημαντικές διακρίσεις φύλου σε σχέση με την εισαγωγή
ανδρών και γυναικών σε ανώτατα ιδρύματα (για παράδειγμα, επιτράπηκε η εισαγωγή ανδρών
σε σχολές νηπιαγωγών και οικιακής οικονομίας) (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Επίσης,
καταργήθηκε η σχολική ποδιά για τα κορίτσια, εισήχθη σχολικός επαγγελματικός
προσανατολισμός σε όλα τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με γνώμονα την
ισότητα ανάμεσα στα φύλα και τέλος έγινε σημαντική προσπάθεια σε σχολικά εγχειρίδια και
διδακτικά βιβλία προς την κατεύθυνση της κατάργησης των στερεοτύπων σε κοινωνικούς και
επαγγελματικούς ρόλους των δύο φύλων (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
Όσον αφορά στον αγροτικό τομέα, δόθηκε η δυνατότητα στις αγρότισσες να γίνουν
μέλη συνεταιρισμών, θεσπίστηκε πλήρης και αυτοτελής σύνταξη για την αγρότισσα,
χορηγήθηκε επίδομα τοκετού στις ασφαλισμένες στον Ο.Γ.Α. και τέλος καταργήθηκε
οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των δύο συζύγων ως προς την αρχηγία της γεωργικής
εκμετάλλευσης η οποία είναι ενιαία στο πλαίσιο της οικογένειας (Γενική Γραμματεία Ισότητας,
1995). Επιπλέον, το 1984 καθιερώνεται η αυτεπάγγελτη δίωξη για εγκλήματα βιασμού και
τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα η πράξη εκείνου που προσβάλλει με άσεμνες χειρονομίες και
προτάσεις την αξιοπρέπεια του άλλου (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
Επειδή οι ρόλοι της γυναίκας στην ιδιωτική ζωή και στο πλαίσιο της οικογένειας
θεωρούνται «φυσικοί» και αυτονόητοι, οι μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου βρήκαν
μεγαλύτερη ανταπόκριση και εφαρμόσθηκαν ευκολότερα σε σχέση με τις νομοθετικές
μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη θέση της γυναίκας στο δημόσιο τομέα και ειδικά στον
τομέα της απασχόλησης. Στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο η αντίληψη που επικρατεί ακόμη
και σήμερα είναι ότι η ισότιμη αντιμετώπιση της γυναίκας σιην απασχόληση είναι σχεδόν
ανέφικτη, διότι η κύρια ή παράλληλη ενασχόληση της με την οικογένεια δεν συμβαδίζει με την
πλήρη ένταξη της στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τον Βουτυρά (1981), η ισότητα στην
επαγγελματική εξέλιξη, στις αμοιβές ή στην κατάρτιση δεν έχει καθιερωθεί στην πράξη, γιατί
τέθηκε μόνον σαν ζήτημα εργατικής νομοθεσίας, ενώ είναι συνυφασμένο με την όλη θέση της
γυναίκας στην κοινωνική ζωή. Για τους παραπάνω λόγους, αναλύεται εκτενέστερα το δίκαιο
που αφορά στην ισότητα των εργασιακών σχέσεων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.

2.2.1.1 Εργασία και δίκαιο.

Οι κυριότερες διατάξεις για την κατοχύρωση των εργασιακών και κοινωνικών


δικαιωμάτων της γυναίκας απορρέουν από το νόμο 1414/1984, που αφορά στην απασχόληση
και στο επάγγελμα, από το νόμο 1302/1982, που αφορά στην προστασία της μητρότητας και
από το νόμο 1483/1984 που αφορά στις οικογενειακές υποχρεώσεις (Υπουργείο Εργασίας -
Τμήμα Ισότητας, 1985). Τη δεκαετία του '80, οι γυναίκες εργαζόμενες απέκτησαν για πρώτη
φορά δικαίωμα ίσης μεταχείρισης με τους άνδρες στην απασχόληση, στις συνθήκες εργασίας,
στην επαγγελματική εξέλιξη, στις αμοιβές, στον επαγγελματικό προσανατολισμό, στην

98
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

κατάρτιση και στην κοινωνική ασφάλιση. Επιπλέον, κατέκτησαν το δικαίωμα για άδεια
μητρότητας ή άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις και για επιδόματα γάμου, μητρότητας και
οικογενειακών υποχρεώσεων.
Το Κοινοτικό Δίκαιο και το Σύνταγμα της Ελλάδας απαγορεύουν τόσο τις άμεσες όσο
και τις έμμεσες διακρίσεις. Έμμεσες διακρίσεις είναι εκείνες που δημιουργούνται όταν κατά τη
λήψη κάποιου νομοθετικού ή άλλου μέτρου και τα δύο φύλα αντιμετωπίζονται ισότιμα, στην
εφαρμογή του όμως το μέτρο αυτό θέτει σε δυσμενή θέση περισσότερα άτομα του ενός
φύλου, εμποδίζοντας έτσι την άσκηση του νομοθετικού δικαιώματος (Κουκούλη-
Σπηλιωτοπούλου, 1998). Παρ' όλο που οι άμεσες διακρίσεις έχουν μειωθεί σημαντικά, ιδίως
στους νόμους και στις συλλογικές συμβάσεις, στην πράξη διατηρούνται ακόμη, όπως
αποδεικνύεται για παράδειγμα από το μεγάλο αριθμό των αγγελιών στις οποίες ζητούνται για
απασχόληση αποκλειστικά άνδρες ή γυναίκες. Από την άλλη, οι έμμεσες διακρίσεις δεν έχουν
ερμηνευθεί καθόλου, ούτε αντιμετωπίζονται από τα αρμόδια πολιτικά όργανα ή τους ίδιους
τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους (Κουκούλη-Σπηλιοτωπούλου, 1998). Οι έμμεσες
διακρίσεις, υποστηρίζει η Αυδή-Καλκάνη (1989), θα συνεχίζονται όσο οι εργασιακές σχέσεις
δεν προσαρμόζονται στις ανάγκες των εργαζομένων, όσο δηλαδή η δουλειά δεν συμβαδίζει με
την ιδιωτική ζωή, έτσι ώστε κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από το φύλο του να μπορεί να
συνδυάζει, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στην επαγγελματική του εξέλιξη, τις οικογενειακές με
τις εργασιακές του ευθύνες και υποχρεώσεις.
Γενικά, όλες οι ερευνήτριες τονίζουν την απόσταση που εξακολουθεί να υπάρχει
ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να μην μπορούν να
ασκήσουν ισότιμα με τους άνδρες το δικαίωμα στη μισθωτή εργασία, παρ' όλες τις διατάξεις
της νομοθεσίας. Η κοινοτική οδηγία 76/707 αναφέρεται στην υλοποίηση των νομοθετικών
διατάξεων για ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και υποχρεώνει όλα τα
κράτη μέλη να προσαρμόσουν τα σχετικά νομικά τους κείμενα, έτσι ώστε να προβλέψουν το
δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια και να πληροφορήσουν τους ενδιαφερόμενους
(Κραβαρίτου, 1981). Όμως, σύμφωνα με την Καραβαρίτου (1981), στην Ελλάδα η παραπάνω
οδηγία συναντά πολλές δυσκολίες εφαρμογής κυρίως λόγω του ότι η προσφυγή στο
δικαστήριο είναι διαδικασία χρονοβόρα, ψυχοφθόρα και πολυέξοδη, ενώ η ενημέρωση στους
χώρους εργασίας είναι μηδαμινή, εφόσον οι περισσότερες γυναίκες δεν εκπροσωπούνται
επαρκώς στα συνδικαλιστικά όργανα.
Πάντως, η επίτευξη της ισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες σε σχέση με την
απασχόληση δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στους νόμους του εργατικού δικαίου. Η εφαρμογή
του δικαίου σιην πράξη, η ελλιπής ενημέρωση και η ανεπάρκεια υποοτηρικτικών δομών
(κυρίως για την οικογένεια) ή άλλων επιπλέον νομοθετικών ρυθμίσεων εμποδίζει την
υλοποίηση της ισότητας. Οι περισσότεροι ερευνητές διαπιστώνουν την παράλογη
πραγματικότητα σε σχέση με τη νομοθεσία, όπου ενώ τυπικά θεσπίζονται περισσότερα μέτρα
για την ισότητα, η εφαρμογή τους δεν διασφαλίζεται. Έτσι, αφ' ενός υπάρχουν πολλές και

99
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

σπάνιες προϋποθέσεις για τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται, αφ'
ετέρου η μητέρα εργαζόμενη αντιμετωπίζεται ψυχρά και μηχανιστικά ως μια ασύμφορη
εργαζόμενη που πρέπει να προσαρμοστεί στο δεδομένο εργασιακό καθεστώς, όπως ακριβώς
και ένας άνδρας (Αυδή-Καλκάνη, 1989).
Σύμφωνα με τη Δουλκέρη (1986), παρότι όλο και περισσότερες γυναίκες
συμμετέχουν ενεργά στην παραγωγή, το παραδοσιακό πρότυπο της ιδανικής μητέρας,
συζύγου και νοικοκυράς δεν έχει αλλάξει. Πράγματι, η οικογένεια συνεχίζει να αποτελεί
ανασταλτικό παράγοντα για την επαγγελματική εξέλιξη της γυναίκας και ο διαχωρισμός των
επαγγελμάτων σε ανδρικό και γυναικεία είναι αποτέλεσμα της διάκρισης των κοινωνικών
ρόλων, με βάση το επιχείρημα της φύσης και της αναπαραγωγικής ικανότητας των γυναικών.
Η Κραβαρίτου (1998) ισχυρίζεται ότι η αποκλειστική σχεδόν σχέση της γυναίκας με την
οικογένεια, αντικατοπτρίζεται και στο εργατικό δίκαιο, το οποίο υπερασπίζεται τον
αναπαραγωγικό ρόλο της γυναίκας με μια σειρά από «προστατευτικές» ή «ευεργετικές»
διατάξεις, οι οποίες υποτίθεται ότι διευκολύνουν τη συμμετοχή της γυναίκας στην αμειβόμενη
εργασία. Όμως, οι προστατευτικές ρυθμίσεις που ίσχυαν παλιότερα (15ετϊα για τη σύνταξη)
και άλλες που ισχύουν ακόμη και σήμερα (μειωμένο ωράριο για μητέρες), ενώ διευκόλυναν
πολλές γυναίκες, ταυτόχρονα στάθηκαν εμπόδιο στην επαγγελματική τους εξέλιξη,
προωθώντας τελικά την ανισότητα στην αντιμετώπιση των γυναικών από τους εργοδότες
(Αβδελά, 1987).
Σήμερα, διαπιστώνεται μια σχιζοφρένεια στους κανόνες του εργατικού δικαίου, διότι
από τη μια η εθνική εργατική νομοθεσία θέλει να αναγνωρίσει τις ανάγκες αναπαραγωγής των
γυναικών, από την άλλη το κοινοτικό δίκαιο στο όνομα της ισότητας, αγνοώντας τη μη
αμειβόμενη εργασία που προσφέρουν οι γυναίκες στο πλαίσιο της οικογένειας, εξομοιώνει το
νομικό καθεστώς για άνδρες και γυναίκες (Κραβαρίτου, 1991β; Κραβαρίτου, 1998). Στο
πλαίσιο αυτό, της σύγκλισης δηλαδή του ελληνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, ακολούθησαν για
παράδειγμα οι σχετικά πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα (νόμοι
1902/1990, 1976/1991 και 2084/1992), οι οποίες επέβαλαν αυστηρότερους όρους στη
συνταξιοδότηση των γυναικών (κατάργηση δυνατότητας συνταξιοδότησης στα 15 χρόνια για
τις εργαζόμενες μητέρες στο δημόσιο και αύξηση του ορίου ηλικίας στα 65 χρόνια). Η κριτική
που ασκείται αφορά σε μια «εξανδρισμένη» αντίληψη της ισότητας, η οποία αγνοεί την
ιδιωτική σφαίρα, την οικογένεια και τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών (Κραβαρίτου, 1991β).
Με άλλα λόγια, στο όνομα της ισότητας προωθούνται νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες
χειροτερεύουν τη θέση της εργαζόμενης γυναίκας, ενώ αντίθετα δεν ενισχύεται η συμφιλίωση
της οικογενειακής και εργασιακής ζωής. Για παράδειγμα, ο νόμος 2082/1992 για δημιουργικά
κέντρα απασχόλησης, για βοηθούς μητέρες και βοήθεια στο σπίτι δεν εφαρμόστηκε παρά
μόνο σε πιλοτική βάση, ενώ η γονική άδεια (νόμος 1483/1984) δεν χρησιμοποιείται ποτέ, όχι
μόνο γιατί δεν είναι αμειβόμενη, αλλά γιατί ο εργαζόμενος υποχρεούται να πληρώσει ο ίδιος
τόσο τη δική του ασφαλιστική εισφορά όσο και αυτήν του εργοδότη (Συμεωνίδου, 1998).

100
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

Επομένως, το εργατικό δίκαιο αγνοώντας τους οικογενειακούς ρόλους της γυναίκας


και τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα, ταυτίζει την εργαζόμενη γυναίκα με τον εργαζόμενο
άνδρα. Στο όνομα της ισότητας μπορεί να καταργηθούν ακόμη και οι προστατευτικές
διατάξεις, ενώ αυτό που χρειάζεται, ισχυρίζεται η Κραβαρίτου (1991α), είναι η αναγνώριση
της διαφορετικής σχέσης που έχει η γυναίκα με την αμειβόμενη και μη αμειβόμενη εργασία.
Βεβαίως, η εντόπιση των διαφορών ανάμεσα στα φύλα έχει νόημα μόνον ως πραγμάτωση της
ελευθερίας και της ισοτιμίας τους και όχι ως απλή διαφοροποίηση με προστατευτικές
διατάξεις, οι οποίες αναπαράγουν τις έμφυλες ταυτότητες και μεγεθύνουν την ανισότητα
(Κραβαρίτου, 1996). φαίνεται τελικά ότι η εφαρμογή της ισότητας είναι ιδιαίτερα δαπανηρή,
διότι το κράτος, στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης, αντί να αλλάξει την αντίληψη για τον
τρόπο εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, περιορίζει κεκτημένα δικαιώματα των γυναικών
αντί να τα προσφέρει και στους άνδρες. Με τον τρόπο αυτό επιφέρει την ισότητα προς τα
κάτω. Σύμφωνα με την Αυδή-Καλκάνη (1989), όταν στόχος είναι η πλήρης ένταξη των
γυναικών στην παραγωγή πάνω στο πρότυπο του άνδρα εργαζόμενου και της πλήρης
εκμετάλλευσης του, η εφαρμογή της ισότητας θα συνεχίζεται προς τα κάτω και το εργατικό
δίκαιο θα αποπνέει έναν σεξιστικό χαρακτήρα.

2.2.2 Γυναίκες και πολιτική.


Η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών στην Ελλάδα το 1952, σήμαινε
ταυτόχρονα την αναγνώριση και όλων των άλλων πολιτικών δικαιωμάτων, όπως την
κατάργηση των ανισοτήτων που απαγόρευαν την είσοδο τους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα,
από τα οποία οι γυναίκες βρίσκονταν αποκλεισμένες για πολύ καιρό. Η παραπάνω κατάσταση
καθρέφτιζε τη γενικότερη απόρριψη των γυναικών από τις περισσότερες λειτουργίες της
δημόσιας σφαίρας και ιδιαίτερα το χώρο της πολιτικής (Σαμίου, 1990). Σύμφωνα με τη
Σαμίου (1990), ακόμη και σήμερα, οι επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις σε σχέση με τον
κοινωνικό ρόλο των γυναικών και η ίδια η κοινωνική οργάνωση, που στηρίζεται στον απόλυτο
καταμερισμό της εργασίας, συμβάλουν στον αποκλεισμό των γυναικών από τον χώρο της
πολιτικής.
Για το λόγο αυτό, η συμμετοχή των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια ή στις εκάστοτε
κυβερνήσεις της χώρας μας, μετά την απόκτηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, υπήρξε
πάντα μηδαμινή. Το ίδιο ισχύει και για την εκπροσώπηση των ελληνίδων στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο. Αντίστοιχα, η παρουσία των γυναικών σε κέντρα λήψης αποφάσεων είναι
ανεπαρκής. Για παράδειγμα, οι θέσεις των προέδρων ή των διοικητών των δημόσιων
επιχειρήσεων, όπως είναι ο Ο.Τ.Ε., ο Ο.Σ.Ε., η Δ.Ε.Η. και η Ολυμπιακή ή τα μέλη των
διοικητικών συμβουλίων προορίζονται μόνον για άνδρες (Δουλκέρη, 1986). Επιπλέον, η
συμμετοχή των γυναικών στις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ασήμαντη (Δουλκέρη, 1986).
Σύμφωνα με στοιχεία της ΓΣΕΕ για το 1998, αν και οι γυναίκες ξεπερνούν το 38% του

101
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

εργατικού δυναμικού της χώρας, από 2.067 εκλεγμένα μέλη ομοσπονδιών και εργατικών
κέντρων μόνο οι 133 είναι γυναίκες (Γερογιάννη, 1998).
Ειδικά στο χώρο της πολιτικής, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
η Ελλάδα κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στο
Κοινοβούλιο, με ποσοστό 6,3% (Καλημέρη, 1999). Το 2000, το ποσοστό των γυναικών στην
Κυβέρνηση ήταν 9,3%, δηλαδή μόνον 4 γυναίκες βρίσκονταν σε υπουργικές θέσεις στο
σύνολο των 43 υπουργών και υφυπουργών (ΚΕΘΙ, 2001). Επιπλέον, σήμερα στους 54
νομάρχες της Ελλάδας, οι 52 είναι άνδρες και μόνο 2 είναι γυναίκες, ενώ στους 900
δημάρχους οι 887 είναι άνδρες και οι 13 γυναίκες (ΚΕΘΙ, 2001).
Σε έρευνα που διεξήγαγε η Γενική Γραμματεία Ισότητας σε συνεργασία με το Εθνικό
Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών το 1988, για την πολιτική συμπεριφορά των ελληνίδων
γυναικών,, βρέθηκε ότι δεν υπάρχει ένα ομοιογενές πρότυπο γυναικείας πολιτικής
συμπεριφοράς, όπως δεν υπάρχει και ένα ομοιογενές σύστημα αντιλήψεων για την κοινωνική
και πολιτική θέση της Ελληνίδας (Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών, 1988). Αντιθέτως, τα πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς και τα συστήματα
αντιλήψεων διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο και την ηλικία.
Ωστόσο, σπέρματα παραδοσιακών αντιλήψεων βρίσκονται σε όλες τις κατηγορίες γυναικών,
ενώ ένα 15% των γυναικών εκφράζει απόλυτα στερεότυπες αντιλήψεις, σύμφωνα με τις
οποίες ο δημόσιος χώρος παραχωρείται ολοκληρωτικά στους άνδρες, οι γυναικείες ικανότητες
αξιολογούνται αρνητικά και τέλος οι γυναίκες ασχολούνται τόσο με την πολιτική όσο και οι
πολιτικοί με αυτές, δηλαδή ελάχιστα (Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών, 1988).
Σύμφωνα με την Μαγγανάρα (1998), οι παράγοντες που επιδρούν θετικά στη
συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων έχουν να κάνουν με τις ευκαιρίες
πρόσβασης των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τα αυξημένα ποσοστά
συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, με την αναλογία γυναικών σε επιστημονικά
και διευθυντικά επαγγέλματα και με χώρες όπου οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου πριν
το 1940. Από την άλλη, οι ανδροκρατικές δομές περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητα
συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια ζωή και ειδικότερα στην πολιτική. Τα αίτια είναι ένας
συνδυασμός κυρίως από κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες (καταμερισμός εργασίας),
πολιτιστικούς (αξίες και στερεότυπα), ψυχολογικούς (έλλειψη αυτοπεποίθησης) και
οργανωτικούς, σε σχέση δηλαδή με τους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς και τα κριτήρια
επιλογής για την εισαγωγή στην πολιτική ζωή (Μαγγανάρα, 1998). Επίσης, η συμμετοχή στη
δημόσια ζωή φαίνεται ότι απαιτεί ελαστική κατανομή του χρόνου εργασίας, κάτι που οι
περισσότερες γυναίκες δεν διαθέτουν εξαιτίας οικογενειακών υποχρεώσεων και
επαγγελματικών επιλογών, δηλαδή μισθωτών θέσεων εργασίας, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται
από ελαστικότητα χρόνου. Τελικά, οι ελληνίδες εργαζόμενες δυσκολεύονται ν' αναπτύξουν
πολιτική δράση, να είναι ενημερωμένες, να παρακολουθούν τον τύπο, να παίρνουν μέρος σε

102
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

πολύωρες συνεδριάσεις και παράλληλα να έχουν τη φροντίδα του σπιτιού και της οικογένειας,
αναπληρώνοντας παράλληλα τις ποικίλες κρατικές ελλείψεις της υποχρεωτικής εκπαίδευσης
και της κοινωνικής πρόνοιας.

2.2.3 Γυναίκες και εκπαίδευση.


Στην Ελλάδα η υποχρεωτική εκπαίδευση διαρκεί εννέα χρόνια, ενώ όλοι οι έλληνες
πολίτες, άνδρες και γυναίκες, έχουν ίσα δικαιώματα στη δωρεάν εκπαίδευση όλων των
βαθμίδων στα δημόσια ιδρύματα της χώρας. Σύμφωνα με εθνική έκθεση της Γενικής
Γραμματείας Ισότητας (1995), ο αναλφαβητισμός στην Ελλάδα πλήττει κυρίως τις γυναίκες
μεγαλύτερης ηλικίας, στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα και στις αγροτικές
περιοχές, ενώ σήμερα παρατηρείται ισορροπία στην αναλογία αγοριών και κοριτσιών κατά τη
διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Όμως, στο λύκειο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση,
τα κορίτσια τείνουν να επιλέγουν κλάδους γενικής και θεωρητικής κατεύθυνσης και να
αποφεύγουν τις τεχνικές, επαγγελματικές και θετικές κατευθύνσεις (Γενική Γραμματεία
Ισότητας, 1995). Ειδικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, υπάρχει μια σταθερή αύξηση της
συμμετοχής των γυναικών, με αποτέλεσμα ο αριθμός των γυναικών συνολικά στα Ανώτατα
Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας να υπερβαίνει αυτόν των ανδρών τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, η συμμετοχή των γυναικών είναι μεγαλύτερη στα Παιδαγωγικά Τμήματα και στη
Φιλοσοφική Σχολή και μικρότερη στο Τμήμα Φυσικής, Μαθηματικών και στα Τμήματα του
Πολυτεχνείου (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
Συγκεκριμένα, τα ποσοστά συμμετοχής των ελλήνων ανδρών και γυναικών σε όλες
τις εκπαιδευτικές βαθμίδες διαμορφώνονται ως εξής: στην προσχολική, πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα ποσοστά συμμετοχής αγοριών και κοριτσιών είναι περίπου τα
ίδια και κυμαίνονται γύρω στο 50% για κάθε φύλο (Deliyanni-Kouimtzi & Ziogou, 1995).
Αντιθέτως, στην τεχνική εκπαίδευση το ποσοστό των αγοριών ανέρχεται στο 66%, ενώ των
κοριτσιών μόλις στο 34% και τέλος στην ανώτατη εκπαίδευση τα κορίτσια υπερτερούν με
ποσοστό 54% έναντι των αγοριών με ποσοστό 46% (Deliyanni-Kouimtzi & Ziogou, 1995).
Ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι γυναίκες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελούν την
πλειονότητα σε σχολές θεωρητικών επιστημών με ποσοστό 75-80% και τη μειονότητα σε
σχολές θετικών επιστημών με ποσοστό 10-15% (Deliyanni-Kouimtzi & Ziogou, 1995).
Είναι επομένως φανερό ότι η θεαματική αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην
πανεπισιτρακή εκπαίδευση δεν αντικατοπτρίζει παράλληλα την εξάλειψη των διακρίσεων
σιην εκπαίδευση. Επιπλέον, η συμμετοχή των μαθητριών στην τεχνική εκπαίδευση είναι
ιδιαίτερα χαμηλή, ενώ και εκεί οι γυναίκες φαίνεται ότι προτιμούν τις ειδικότητες υπηρεσιών
γραφείου και υγείας (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1998). Για παράδειγμα, το 1982 στις σχολές
μαθητείας του ΟΑΕΔ το 88% των μαθητών ήταν αγόρια, ενώ στα Κέντρα Ταχύρυθμης
Εκπαίδευσης και Κατάρτισης το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών για το χρονικό διάστημα
1982-84 κυμάνθηκε από 7% έως 27% (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1998). Η παραπάνω άνιση

103
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

κατανομή ανδρών και γυναικών σε πανεπιστημιακές σχολές και τομείς κατάρτισης έχει
σημαντικές επιπτώσεις στις επαγγελματικές επιλογές των γυναικών και στη μετέπειτα
σταδιοδρομία τους.
Έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με θέμα τα κοινωνικά
χαρακτηριστικά της απασχόλησης έδειξε ότι το επαγγελματικό επίπεδο των εργαζομένων είναι
σε σημαντικό ποσοστό αποτέλεσμα των εκπαιδευτικών τους επιλογών (Κασιμάτη, 1998).
Ωστόσο, οι εκπαιδευτικές επιλογές των γυναικών παραμένουν «κοινωνικά υπαγορεύσιμες»
από τις εδραιωμένες αντιλήψεις για τους διαφορετικούς επαγγελματικούς ρόλους των δύο
φύλων - διαφορά η οποία δηλώνει ταυτόχρονα και μια ιεραρχική διαβάθμιση. Σύμφωνα με τη
Γαλατά (1995), ακόμη και γυναίκες πτυχιούχοι ανώτατων σχολών ή κάτοχοι μεταπτυχιακών
τίτλων σπουδών απασχολούνται στις υπηρεσίες (π.χ. τράπεζες και εμπόριο) και προτιμούν την
εξαρτημένη εργασία. Σύμφωνα επίσης με πολύ πρόσφατα δεδομένα, οι εργαζόμενες
πτυχιούχοι καταλαμβάνουν χαμηλές θέσεις στην ιεραρχία, είναι λιγότερο ικανοποιημένες από
τη σταδιοδρομία τους, ενώ δεν φαίνεται να είναι απαιτητικές ή διεκδικητικές σε σχέση με την
εργασία που έχουν ή επιθυμούν (Χατζηγιάννη, 2001).
Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν τις αντιφάσεις της Ελληνικής κοινωνίας όσον
αφορά στην εκπαίδευση των γυναικών. Σύμφωνα με τις Deliyanni-Kouimtzi & Ziogou (1995),
ενώ το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας θεωρεί τις ανώτατες σπουδές απαραίτητες και για τα
δύο φύλα, το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται ότι αναπαράγει τις κυρίαρχες φυλετικές σχέσεις
σύμφωνα με την ανδρική ιδεολογία, κατευθύνοντας τις γυναίκες σε παραδοσιακούς ρόλους
και τυπικά γυναικεία επαγγέλματα. Έτσι, το είδος των σπουδών που επιλέγουν οι γυναίκες, τα
ποσοστά των γυναικών στην αγορά εργασίας καθώς και το είδος της εργασίας που εκτελούν
αναιρούν την αισιόδοξη εικόνα των στατιστικών από τη συμμετοχή τους στην εκπαίδευση
συνολικά. Οι ερευνήτριες ισχυρίζονται με άλλα λόγια ότι ενώ οι ελληνίδες, όπως και οι
έλληνες, ενισχύονται συστηματικά στη συνέχιση των σπουδών τους και στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση, αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ενίσχυση της απελευθέρωσης των
γυναικών από τους παραδοσιακούς ρόλους της μητέρας και συζύγου (Deliyanni-Kouimtzi &
Ziogou, 1995). Αντίθετα, φαίνεται ότι οι γυναίκες αυτές, μετά το τέλος των σπουδών της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αντιμετωπίζουν μια σκληρή πραγματικότητα, μέσα στην οποία
διχάζονται os/άμεσα σε παραδοσιακές προσδοκίες του κοινωνικού περιβάλλοντος για το ρόλο
της γυναίκας και σε προσωπικές επαγγελματικές φιλοδοξίες. Τελικά, επιβεβαιώνεται ο
πρωταρχικός ρόλος της γυναίκας στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και η αναζήτηση
εργασίας μετά τις σπουδές δεν είναι ούτε άμεση ούτε υποχρεωτική, καθώς το μοντέλο του
άνδρα - κουβαλητή ισχύει ακόμη στην παραδοσιακή ελληνική οικογένεια.
Όσον αφορά τέλος στο διδακτικό προσωπικό, όπως προκύπτει από την εθνική έκθεση
της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, η συμμετοχή των γυναικών σε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης είναι μεγάλη. Στην προσχολική και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπερτερούν
οι γυναίκες εκπαιδευτικοί, ενώ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ο αριθμός των διδασκόντων

104
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

ανδρών και γυναικών είναι περίπου ο ίδιος (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Στην
ανώτατη εκπαίδευση, οι γυναίκες εκπροσωπούν περίπου το 30% του συνόλου του διδακτικού
προσωπικού, αλλά το ποσοστό αυτό μειώνεται δραστικά καθώς ανεβαίνει η κλίμακα της
ιεραρχίας (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Έτσι, οι γυναίκες συγκεντρώνονται στις
χαμηλότερες βαθμίδες, παραμένουν στάσιμες ή προάγονται με αργότερο ρυθμό από τους
άνδρες συναδέλφους τους, ιδιαίτερα αν έχουν παράλληλες οικογενειακές υποχρεώσεις.
Σύμφωνα με πολύ πρόσφατα στοιχεία, παρά τη βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των
γυναικών στη δεκαετία του λ90, η παρουσία τους εξακολουθεί να είναι περιορισμένη στις
υψηλές βαθμίδες της ακαδημαϊκής ιεραρχίας και έρευνας, όπου οι γυναίκες αποτελούν μόνον
το 9,94% των καθηγητών και το 20,9% των αναπληρωτών καθηγητών (Μαράτου-Αλιπράντη,
2001).

2.2.4 Γυναίκες και αγορά εργασίας.

Η δεκαετία 1981-1990 φαίνεται ότι υπήρξε σημαντική όσον αφορά τη συμμετοχή των
γυναικών στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Από τη μια, διαπιστώνεται αύξηση του ρυθμού
της γυναικείας απασχόλησης, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, από την άλλη, μια σειρά
από νομοθετικές ρυθμίσεις κατοχυρώνουν τα δικαιώματα της γυναίκας, προάγοντας την
ισότητα των φύλων στη σφαίρα της αμειβόμενης εργασίας.
Πολλές μελέτες κάνουν λόγο για αύξηση του δείκτη απασχόλησης των γυναικών τα
χρόνια 1981-83 σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες (Καραντίνας, 1987; Πετρινιώτη, 1989α).
Σύμφωνα με τον Καραντινό (1987), η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό
δυναμικό οφείλεται σε μεταβολές των κοινωνικών αντιλήψεων, στην άνοδο του μορφωτικού
επιπέδου, στα καταναλωτικά πρότυπα, στις πολιτικές πρακτικές που προωθούν την ισότητα,
στην κατάσταση της οικονομίας και στις διαρθρωτικές αλλαγές της οικονομίας με την αύξηση
των θέσεων εργασίας στον τριτογενή τομέα. Ταυτόχρονα όμως, οι ίδιες μελέτες
διαπιστώνουν ότι η συνολική ανεργία των γυναικών είναι δυσανάλογη με τη συμμετοχή τους
στο εργατικό δυναμικό και η διάρκεια της ανεργίας τους μεγαλύτερη από αυτή των ανδρών.
Μάλιστα, υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας παρουσιάζουν οι νέες γυναίκες ηλικίας 15-24 ετών, οι
φοιτήτριες, οι απόφοιτες μέσης εκπαίδευσης οι ανειδίκευτες εργάτριες και όσες διαμένουν σε
αστικές περιοχές (Καραντίνας, 1988).
Η συμμετοχή των γυναικών στο σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας, τη
δεκαετία 1981-90, κυμαίνεται ανάμεσα στο 31% έως το 34%, ενώ οι άνεργες γυναίκες
φθάνουν περίπου το 52% στο σύνολο των ανέργων και το ποσοστό αυξάνεται ακόμη
περισσότερο στις νέες γυναίκες κάτω των 25 ετών (Πετρινιώτη, 1989β; Καραντίνας, 1989).
Σε έρευνα που διεξήγαγε η Γενική Γραμματεία Ισότητας σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών το 1988, σε δείγμα 2.000 γυναικών ηλικίας 18 ετών και άνω,
διαπιστώθηκε ότι η ανεργία των γυναικών είναι διπλάσια των ανδρών (6,03% για τους άνδρες
και 12,14% για τις γυναίκες), ότι μεγάλος αριθμός γυναικών περνά από την αναζήτηση

105
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

εργασίας στην κατηγορία της νοικοκυράς, αφού έχει μεσολαβήσει γάμος και ότι πολλές
γυναίκες εγκαταλείπουν την επαγγελματική τους ενασχόληση αμέσως μετά τα 45 χρόνια
(Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1988). Επίσης,
διαπιστώθηκε ότι το μορφωτικό επίπεδο συνδέεται θετικά με την επαγγελματική
ενεργοποίηση της γυναίκας και παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή του επαγγέλματος και την
πρόσβαση σε επαγγελματικούς χώρους, ενώ αντίθετα η οικογενειακή κατάσταση συνδέεται
αρνητικά με την απασχόληση - δηλαδή οι παντρεμένες γυναίκες εργάζονται λιγότερο από τις
ανύπαντρες (Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1988).
Πάντως, οι περισσότερες έρευνες αναφέρονται στην απόσταση που υπάρχει ανάμεσα
στη νομοθετική και ουσιασπκή εφαρμογή της ισότητας στο χώρο της εργασίας, στο χάσμα
ανάμεσα στην τυπική αναγνώριση της ισότητας και στην καθημερινή ζωή των γυναικών,
καθώς καιχττις αντιφατικές συνθήκες εμπειρίας και εργασίας στον τόπο δουλειάς και στο σπίτι.
Όπως ισχυρίζεται η Χρονάκη (1986), οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως
φθηνή εργατική δύναμη και εισάγονται στην παραγωγή κυρίως όταν υπάρχει ανάγκη, ενώ ο
καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα πιο εμφανή
χαρακτηριστικά της επαγγελματικής διάρθρωσης στη χώρα μας, γεγονός που κατοχυρώνει
κοινωνικά τις διαφορετικές αμοιβές ανάμεσα στα φύλα. Σύμφωνα με τη Βαΐου (1989)
εξάλλου, οι επίσημες στατιστικές δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα αξιόπιστες, καθώς πολλές
γυναίκες που ψάχνουν για δουλειά δεν δηλώνονται ως άνεργες, ενώ οι εργαζόμενες στο σπίτι
με υπεργολαβίες δεν καταγράφονται ως οικονομικά ενεργές. Παράλληλα, η ποιότητα της
δουλειάς και οι συνθήκες πρόσβασης στον τόπο εργασίας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη
δυνατότητα απασχόλησης των γυναικών, καθώς το νοικοκυριό και η φροντίδα των παιδιών
παραμένει ένα πρόσθετο φορτίο για τη γυναίκα (Βαΐου, 1989).
Όσον αφορά τους κλάδους απασχόλησης, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής
Στατιστικής Υπηρεσίας του 1981, οι περισσότερες γυναίκες απασχολούνται στον πρωτογενή
τομέα, δηλαδή στη γεωργία (42%) και στον τριτογενή τομέα, δηλαδή σης υπηρεσίες (40%),
κυρίως στο εμπόριο και στον τουρισμό (Πανταζή-Τζίφα, 1984). Στο δευτερογενή τομέα οι
γυναίκες απασχολούνται κυρίως στη βιομηχανία σε ποσοστό 18% (τρόφιμα, υφαντουργία
κ.α.) (Πανταζή-Τζίφα, 1984). Σε όλους τους παραπάνω τομείς επαγγελματικής
δραστηριότητας, οι γυναίκες έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, διότι πρόκειται για θέσεις
εργασίας χωρίς εξειδίκευση, χωρίς προοπτικές εξέλιξης, εποχικές ή πρόσκαιρες. Επίσης, όσον
αφορά τα επαγγέλματα και τη θέση των γυναικών ανά επαγγελματική κατηγορία, μόνον το
0,2% είναι διευθύντριες ή ανώτερα στελέχη σε σχέση με το 7,8% των ανδρών, 1,7% των
γυναικών είναι εργοδότες σε σύγκριση με το 8,8% των ανδρών, ενώ το 44% των γυναικών
είναι συμβοηθούντα μέλη, δηλαδή μη αμειβόμενες εκ της οικογενειακής επιχείρησης ή της
γεωργικής εκμετάλλευσης, σε σχέση με το 4% των ανδρών (Πανταζή-Τζίφα, 1984).
Επιπλέον, οκτώ στους δέκα εργαζόμενους με υπεργολαβία είναι γυναίκες, ενώ το 82% των
εργαζόμενων γυναικών συγκεντρώνονται σιην εξαρτημένη απασχόληση (Βαΐου, 1989). Παρ'

106
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

όλ' αυτά παρατηρείται μια τάση αύξησης των γυναικών στα επιστημονικά ελεύθερα
επαγγέλματα. Η παράλληλη διαπίστωση από τα στατιστικά στοιχεία της ίδιας χρονιάς (1981)
ότι το επίπεδο εκπαίδευσης των απασχολούμενων γυναικών είναι ανώτερο των ανδρών, μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες υφίστανται κατάφωρες αδικίες στο χώρο της
μισθωτής εργασίας. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία από έρευνα της ΓΣΕΕ το 1990, προκύπτει
ότι οι γυναίκες αποτελούν το 65% των ανέργων μακράς διάρκειας (Καραμάνου, 1990).
Τέλος, φαίνεται ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο ικανοποιημένες από την εργασία τους σε σχέση
με τους άνδρες, έχουν το προβάδισμα στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και είναι σε
μεγαλύτερα ποσοστά ανασφάλιστες σε σχέση με τους άνδρες στον ιδιωτικό τομέα
(Καραμάνου, 1990).
Η δεκαετία 1991-2000 χαρακτηρίζεται από επιπλέον αλλαγές στην επαγγελματική
απασχόληση των γυναικών. Στην Ελλάδα το 1991, οι γυναίκες αποτελούν το 35,7% του
εργατικού δυναμικού, ενώ το ποσοστό των ανέργων γυναικών φθάνει το 60% και των
μακροχρόνια ανέργων το 68,5% (Γαλατά, 1995). Η απασχόληση στη βιομηχανία και στον
αγροτικό τομέα ακολουθεί πτώση, ενώ η μείωση αυτή καλύπτεται από αυξήσεις θέσεων
εργασίας στον τριτογενή τομέα (Κρητικίδης & Ιωακείμογλου, 1997). Στην πραγματικότητα
παρατηρείται αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, καθώς σύμφωνα με την εθνική έκθεση της
Γενικής Γραμματείας Ισότητας (1995), το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών ανέρχεται στο
37%. Από την άλλη όμως, οι γυναίκες αποτελούν το 6 1 % των ανέργων και το 65% των μη
οικονομικά ενεργών, ενώ η ανεργία των γυναικών με ποσοστό 15,9% εξακολουθεί να είναι
διπλάσια από αυτή των ανδρών (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
Ωστόσο, παρά τις ποσοτικές κυρίως μεταβολές στη γυναικεία απασχόληση και την
ποιοτική άνοδο των τυπικών προσόντων της γυναίκας, άλλα χαρακτηριστικά της θέσης των
γυναικών στην αγορά εργασίας παραμένουν αναλλοίωτα με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, οι
γυναίκες εξακολουθούν να αποτελούν την πλειονότητα των συμβοηθούντων και μη
αμειβόμενων μελών σε ποσοστό 70%, καλύπτουν περίπου το 40% των μισθωτών, το 26,7%
των αυτοαπασχολούμενων και το 15,8% των εργοδοτών (Κρητικϊδης, 2000). Επίσης, η
αμοιβή των γυναικών δεν ξεπερνά το 80% της αμοιβής των ανδρών στις ίδιες θέσεις
εργασίας, καθώς συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό επαγγελμάτων, όπως στην παροχή
υπηρεσιών, σε ποσοστό 66%, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στους χρηματοπιστωτικούς
οργανισμούς και στη δημόσια διοίκηση (Γερογιάννη, 1998; Ραφιά, 1999; Κρητικίδης, 2000).
Η υποαπασχόληση πλήττει κυρίως τις γυναίκες, εφόσον το 26% εργάζεται λιγότερο από 30
ώρες την εβδομάδα (Γερογιάννη, 1998). Στην Ελλάδα, μόνο το 12% των εργαζομένων
γυναικών κατέχουν διευθυντικές θέσεις, ενώ στην προσπάθεια τους να ανατρέψουν το
σκηνικό αυτό μία στις τρεις γυναίκες γίνονται οι ίδιες επιχειρηματίες (Καλημέρη, 1999). Οι
γυναίκες πάντως που αναλαμβάνουν τη δημιουργία επιχειρήσεων αποτελούν το 27% του
συνόλου των επιχειρήσεων, ενώ σε σχέση με τους άνδρες επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν
μεγαλύτερες δυσκολίες οικονομικής διαχείρισης και πρόσβασης στις πηγές χρηματοδότησης

107
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

(Τρίγκα, 1999). Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες απορροφήθηκαν στον τριτογενή τομέα


των υπηρεσιών και σε επαγγέλματα που θεωρούνται παραδοσιακά «γυναικεία», τα οποία δεν
απαιτούν υψηλή εξειδίκευση, είναι εποχιακά και το εισόδημα τους έχει βοηθητικό χαρακτήρα.
Ακόμη και στο δημόσιο τομέα οι γυναίκες καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας χαμηλόμισθες,
δίχως προοπτικές εξέλιξης (Αβδελά, 1990).
Ιδιαίτερα υψηλό εμφανίζεται το ποσοστό ανεργίας των νέων γυναικών, το οποίο είναι
σχεδόν διπλάσιο από αυτό των νέων ανδρών (42,2% έναντι 22,8%) (Ιωακείμογλου &
Κρητικίδης, 1998). «Όπως το πρόσωπο της συνολικής ανεργίας έτσι και αυτό της νεανικής
ανεργίας είναι κυρίως γένους θηλυκού» (Βαΐου & Καραμεσίνη, 1998: 376). Επίσης η
μακροχρόνια ανεργία πλήττει τις νέες γυναίκες περισσότερο από ότι τους νέους άνδρες, ενώ
υψηλό είναι και το ποσοστό των ανέργων γυναικών με πτυχίο ανώτερης βαθμίδας,
(Ιωακείμογλου & Κρητικίδης, 1998). Γενικά, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή
Κοινότητα που έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας των νέων κάτω των 25 ετών, ενώ η
υποαπασχόληση και η ετεροαπασχόληση, δηλαδή εργασία άσχετη με τις γνώσεις και την
ειδικότητα των εργαζομένων, αποτελούν βασικές μορφές απορρόφησης των νέων. Το 52%
των νέων που εργάζονται με μερική απασχόληση έχουν επιλέξει αναγκαστικά το μειωμένο
ωράριο επειδή δεν βρίσκουν εργασία πλήρους και σταθερής απασχόλησης, λόγω της
αυξημένης ανεργίας (Κατσορίδας, 1998).
Επιπλέον, η ποσοτική αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό
της χώρας δεν σημαίνει και την επίλυση των διακρίσεων εις βάρος της γυναικείας
απασχόλησης. Οι γυναίκες εξάλλου δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στα συνδικάτα, ούτε στα
κέντρα λήψης αποφάσεων, δραστηριότητες οι οποίες θα συνέβαλλαν στην αναβάθμιση της
θέσης της εργαζόμενης γυναίκας με την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων προώθησης της
ισότητας των φύλων.

2.2.5 Γυναίκες και οικογένεια.

Στο πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας, η εξειδίκευση των ρόλων σε ανδρικούς και
γυναικείους εξυπηρέτησε για χρόνια τη διατήρηση της πατριαρχικής οικογένειας, η οποία και
νομοθετικά ίσχυε μέχρι το 1983. Εξάλλου, η δόμηση της διαφορετικής ταυτότητας ανάμεσα
στα δύο φύλα, που αποτελεί ένα ιστορικό και διαπολιτισμικό φαινόμενο, συντελείται κυρίως
μέσα σιην οικογένεια και υπαγορεύει διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά για κάθε φύλο
(Τεντοκάλη, 1998). Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά στη διαμόρφωση της
γυναικείας ταυτότητας είναι η παροχή της «κοινωνικής μητρότητας»1, η οποία καθορίζει και
την πρωταρχική θέση της γυναίκας στην οικογένεια. Επιπλέον, η νομοθεσία, η αγορά
εργασίας και η επίσημη εκπαίδευση ενισχύουν τη διάκριση των ρόλων σε ανδρικούς και
γυναικείους, αναπαράγοντας έτσι τον οικογενειακό προσδιορισμό των Ελληνίδων.

1
Ο όρος «women's mothering» ανήκει στην Ν. Chodorow, η οποία όπως διαπιστώθηκε στο 1° κεφάλαιο
ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο η «κοινωνική μητρότητα» αναλαμβάνεται μόνον από γυναίκες και
αναπαράγεται από γενιά σε γενιά.

108
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

Την προηγούμενη δεκαετία στην Ελλάδα οι νοικοκυρές αντιπροσώπευαν τα 2/3 του


συνολικού γυναικείου πληθυσμού (Πανταζή-Τζίφα, 1984). Μέχρι σήμερα, η ελληνίδα
νοικοκυρά είναι ένα άτομο απόλυτα εξαρτημένο από έναν άνδρα που της παρέχει στέγη,
τροφή, ενδυμασία, την ασφαλίζει στο ταμείο του και της μεταβιβάζει τη σύνταξη του. Η μη
εργαζόμενη μητέρα αντιμετωπίζεται με αδιαφορία, διότι το έργο της θεωρείται ιδιωτική της
υπόθεση χωρίς ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον ή σημασία. Το κύριο πρόβλημα που
αντιμετωπίζει μια γυναίκα που δεν εργάζεται είναι η κοινωνική απομόνωση, ιδιαίτερα στα
μεγάλα αστικά κέντρα. Αποτέλεσμα αυτής της απομόνωσης είναι να αισθάνεται την
ανατροφή των παιδιών της μια άχαρη και εξουθενωτική εργασία και να θεωρεί οποιαδήποτε
εξωοικιακή απασχόληση προτιμότερη γιατί της επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με τον έξω
κόσμο (Κατάκη, 1984; Πανταζή-Τζίφα, 1984). Σύμφωνα με την Κατάκη (1984), στην
προσπάθεια της να ανακαλύψει μια νέα ταυτότητα, η γυναίκα διχάζεται συνήθως ανάμεσα στο
παραδοσιακό πρότυπο της γυναικείας προσφοράς που βιώνει από τη μητέρα της και στην
ικανοποίηση των προσωπικών της αναγκών. Το αδιέξοδο αυτό την οδηγεί συχνά στην
εξωοικογενειακή απασχόληση και στην ανάληψη επιπλέον ευθυνών.
Πράγματι, οι σύγχρονες ιδεολογικές, κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις
επέφεραν σημαντικές αλλαγές στην οικογενειακή οργάνωση, όπως για παράδειγμα η τάση
προς τις μικρές ή πυρηνικές οικογένειες και η συνεπακόλουθη μείωση του συγγενικού δικτύου.
Επιπλέον, δύο εντελώς νέες μορφές οικογενειακής οργάνωσης αποτελούν σήμερα η ελεύθερη
συμβίωση, η οποία παρατηρείται κυρίως στους νέους ηλικίας κάτω των 30 ετών και οι
μονογονεϊκές οικογένειες, οι οποίες προέρχονται είτε από άγαμες μητέρες είτε από
χωρισμένους γονείς (Λάμψα, 1994). Σύμφωνα με στοιχεία του 1991, ο αριθμός των
νοικοκυριών με αρχηγό γυναίκα ήταν 19,4%, γεγονός που αποτελεί εξέλιξη της σύγχρονης
ελληνικής οικογένειας με σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις (Γενική Γραμματεία Ισότητας,
1995). Τα μεγαλύτερα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό μεταξύ των γυναικών
παρουσιάζουν οι κατηγορίες των διαζευγμένων γυναικών με ποσοστό 60,5% και των μόνων
μητέρων, αρχηγών οικογένειας με παιδιά κάτω των 12, με ποσοστό 74,8% (Γενική
Γραμματεία Ισότητας 1995). Η τελευταία μάλιστα παρουσιάζει και το μικρότερο ποσοστό
ανεργίας μακράς διαρκείας μεταξύ των γυναικών, ίσως γιατί η συγκεκριμένη κατηγορία
αποδέχεται οποιαδήποτε εργασία ανεξάρτητα από τυπικά προσόντα.
Σύμφωνα όμως με την Λάμψα (1994), η μεγαλύτερη αλλαγή στην οικογένεια έχει
επέλθει σήμερα από το γεγονός ότι έπαψε πια να αποτελεί μια συμπαγή μονάδα, στην οποία
το ζευγάρι (άνδρας και γυναίκα) συμπληρώνει ο ένας τον άλλον, αποτελώντας ο κάθε ένας το
ήμισυ μιας μονάδας. Αντίθετα, φαίνεται ότι στη σύγχρονη οικογένεια το άτομο υπερισχύει
του συνόλου της και το ζευγάρι αποτελεί την ένωση δύο αυτόνομων προσώπων. Στην
πραγματικότητα, η Λάμψα (1994) ισχυρίζεται ότι η πατριαρχική οικογένεια καταργήθηκε και
ότι η σύγχρονη οικογένεια για να επιβιώσει έχει ανάγκη από σχέσεις ισότιμες, αυτόνομες,

109
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

αλληλοσεβασμού και αγάπης, όπου και οι δύο σύντροφοι πρέπει να συμμετέχουν από κοινού
στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή.
Σε έρευνα πάντως που διεξήχθη το 1995 στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας σε
σχέση με τα οικογενειακά πρότυπα και τις συζυγικές ανταλλαγές, επιβεβαιώθηκε ο
καθοριστικός ρόλος των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών (π.χ. επίπεδο εκπαίδευσης,
ηλικία, επαγγελματική θέση κλπ.) στην αποδοχή πιο σύγχρονων απόψεων σχετικά με τους
ρόλους των δύο φύλων και στην πιο ισότιμη κατανομή των οικιακών εργασιών μεταξύ των
συζύγων στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Με άλλα λόγια, όσο
περισσότερα τα εφόδια (εκπαίδευση, εισόδημα, θέση στο επάγγελμα) του συζύγου, τόσο
μεγαλύτερη και η συμμετοχή του στις καθημερινές οικιακές δραστηριότητες. Επίσης, η
κατανομή της οικιακής εργασίας και της φροντίδας των παιδιών είναι πιο ισότιμη μεταξύ των
ζευγαριών/ίου η γυναίκα εργάζεται, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή διαθέτει περισσότερα εφόδια
και βρίσκεται σε ανώτερες ή μεσαίες επαγγελματικές κατηγορίες. Πάντως, σε γενικές γραμμές
η βοήθεια των συζύγων είναι ασήμαντη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σε
σχέση με όσους άνδρες βοηθούν, οι γυναίκες αφιερώνουν 6 φορές περισσότερο χρόνο
καθημερινά για οικιακή εργασία και τρεις φορές περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των
παιδιών (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ανάμεσα στα ζευγάρια
που οι γυναίκες εργάζονται και προτίθενται να συνεχίσουν την εργασία τους μέχρι την
περίοδο της συνταξιοδότησης τους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να επικρατούν πιο σύγχρονα
σχήματα καταμερισμού των οικιακών δραστηριοτήτων (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995).
Στην Ελλάδα η επιβίωση παραδοσιακών δομών, όπως της διευρυμένης οικογένειας και
των κυκλωμάτων αυτοβοήθειας, λειτούργησε για χρόνια ως ισχυρό υποκατάστατο των
κρατικών κοινωνικών παροχών. Ως αποτέλεσμα της έλλειψης κοινωνικών παροχών, οι
γυναίκες πολύ συχνά διακόπτουν την εργασία τους για τη στήριξη της οικογένειας, γεννούν
λιγότερα παιδιά, δεν αποκτούν παιδιά εκτός γάμου, ενώ ο αριθμός των διαζυγίων παραμένει
χαμηλός (Συμεωνίδου, 1998). Σύμφωνα με τη Συμεωνίδου (1998), η γυναίκα εξαναγκάζεται
σε ένα «υποχρεωτικό αλτρουισμό», καθώς οι εναλλακτικές λύσεις για απασχόληση, κοινωνική
ασφάλιση κλπ. είτε απουσιάζουν, είτε είναι ανεπαρκείς. Επιπλέον, οι γυναίκες της οικογένειας
αναλαμβάνουν τη φύλαξη των ανήλικων παιδιών, όταν η μητέρα εργάζεται, το οικονομικό
κόστος των σπουδών των παιδιών και της συντήρησης τους μέχρι να βρουν δουλειά, καθώς
και τη φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας.
Τέλος, η Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (1990) αναφέρει ότι κοινωνικές αξίες και
αντιλήψεις σχετικά με τη δύναμη και τον προστατευτικό ρόλο της οικογένειας καθιστούν
δύσκολη την παραδοχή ότι η ελληνική οικογένεια είναι εξίσου ευάλωτη με αυτές άλλων
ευρωπαϊκών χωρών του δυτικού κόσμου σε θέματα βίας και κακοποίησης ενάντια στις
γυναίκες. Είναι αλήθεια ότι το μέγεθος του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί
αντικειμενικά, εφόσον πρόκειται για μια κρυφή τις περισσότερες φορές μορφή
εγκληματικότητας. Πράγματι, μόνον 1 στις 4 ελληνίδες καταγγέλλουν την κακοποίηση τους

110
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

στην αστυνομία, ενώ μόνο ένα 21% των κακοποιημένων γυναικών αναζητά ιατρική
αντιμετώπιση (Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1990). Επίσης, υπολογίζεται ότι το 15% περίπου
των θυμάτων παίρνουν διαζύγιο στο οποίο η απόφαση στηρίζεται στη βία που έχουν υποστεί
από τους συζύγους τους (Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1990). Μια σειρά από μελέτες δείχνουν
ότι παρ' όλο που οι γυναίκες θύματα προέρχονται από όλα τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα,
γυναίκες από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα είναι περισσότερο ευάλωτες. Συνήθως
πρόκειται για νοικοκυρές και μητέρες, οικονομικά εξαρτημένες και με χαμηλό επίπεδο
εκπαίδευσης.

2.3 Ανακεφαλαίωση.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι αρμοδιότητες της γυναίκας εξαντλούνται κυρίως
στο χώρο της οικογένειας (Παυλάκου, 1991). Βέβαια, η γυναίκα εργαζόταν σκληρά σε όλες
τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, μέσα και έξω από το σπίτι αλλά χωρίς αμοιβή, γεγονός
που συντηρούσε την οικονομική της εξάρτηση. Οι γυναίκες στην Ελλάδα αποκτούν πολιτικά
δικαιώματα το 1952, ενώ πολύ αργότερα το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει την ισότητα
ανάμεαα στα φύλα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Στη συνέχεια, μια σειρά από
νομοθετικές διατάξεις τη δεκαετία του 1980 κατήργησαν τις διακρίσεις φύλων στην
οικογένεια, στην υγεία, στην κατάρτιση, στην εκπαίδευση και στην απασχόληση.
Η είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα του εκβιομηχανισμού
και των οικονομικών αναγκών της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής, οδήγησε στη
νομοθετική κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων της γυναίκας τη δεκαετία του 1980.
Το εργατικό δίκαιο προσπάθησε να ταυτίσει τη γυναίκα με το πρότυπο του άνδρα
εργαζόμενου και έτσι χαρακτηρίστηκε από μια «εξανδρισμένη» αντίληψη για την ισότητα, η
οποία αγνοεί τον διαφορετικό κοινωνικό ρόλο των γυναικών. Εξαίρεση αποτελούν οι
λεγόμενες «προστατευτικές» διατάξεις για τη μητρότητα, οι οποίες ενώ θεσπίστηκαν για να
διευκολύνουν την επαγγελματική εξέλιξη της μητέρας εργαζόμενης, στην πραγματικότητα
τοποθετούν σε υποδεέστερη θέση το σύνολο των εργαζομένων γυναικών. Από την άλλη, το
κοινοτικό δίκαιο και η εθνική εργατική νομοθεσία προωθεί σήμερα στο όνομα της ισότητας
νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τη θέση της γυναίκας στην
αγορά εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις καταργούνται κεκτημένα δικαιώματα των
εργαζομένων γυναικών, αντί να προσφερθούν και στους άνδρες ή διατηρούνται μόνο γΓ
αυτές. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το εργατικό δίκαιο συντηρεί την κερδοφόρα ανισότητα
χάριν της οικονομικής ανάπτυξης, επιφέροντας έτσι την ισότητα προς τα κάτω. Φαίνεται ότι η
εφαρμογή μιας πολιτικής για την ισότιμη αντιμετώπιση των φύλων στη σφαίρα της
παραγωγής είναι ιδιαίτερα δαπανηρή. Αντίθετα, η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται στην
προτεραιότητα της εργασίας εις βάρος της οικογενειακής ζωής. Πάντως, το νομοθετικό
πλαίσιο είναι απαραίτητο αλλά όχι επαρκές για την επίτευξη της ισότητας, τόσο σε κοινωνικό
όσο και σε εργασιακό επίπεδο. Σύμφωνα με τον Κουκιάδη (1982), η μετάβαση από

111
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

μεμονωμένες νομοθετικές ρυθμίσεις σε μια γενικότερη πολιτική κοινωνικής ανάπτυξης είναι


πολύ σημαντική για την επίτευξη της ισότητας των φύλων. Μόνον έτσι εξοστρακίζεται η
έννοια της προστασίας και απορρίπτεται η ιδέα της κατάταξης των γυναικών σε ειδική
κατηγορία, ενώ η σύγχρονη κοινωνική πολιτική μετατρέπεται σε πολιτική αναδιάρθρωσης
ρόλων.
Σύμφωνα με τους περισσότερους ερευνητές, παρά την άνοδο σε αριθμούς, ιδιαίτερα
την τελευταία δεκαετία, τα ποσοστά της οικονομικής δραστηριότητας των γυναικών
παραμένουν σταθερά γύρω στο 30%-35% καθ' όλη τη μεταπολεμική περίοδο, σε αντίθεση με
άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπου σημειώθηκε σημαντική άνοδος (Συμεωνίδου, 1998). Μετά το
1980 παρατηρείται αύξηση της γυναικείας απασχόλησης αλλά και αύξηση της ανεργίας που
πλήττει κυρίως τις νέες γυναίκες. Ο μεγαλύτερος αριθμός των γυναικών απασχολείται στις
υπηρεσίες και σε εξαρτημένες θέσεις εργασίας. Επίσης, η απουσία των γυναικών είναι έντονη
σε κέντρα λήψης αποφάσεων και σε διευθυνπκές θέσεις εργασίας, ενώ αντίθετα παρατηρείται
αυξημένη συμμετοχή τους σε όλες τις άτυπες μορφές απασχόλησης. Για παράδειγμα, το 1999
το 70% των συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών των οικογενειακών επιχειρήσεων
είναι γυναίκες, ενώ από το σύνολο των μερικώς απασχολούμενων το 63% είναι επίσης
γυναίκες (ΚΕΘΙ, 2000). Επιπλέον, η συμμετοχή των γυναικών στην παραοικονομία, αν και
δύσκολα μπορεί να μετρηθεί, φαίνεται ότι είναι σημαντική, αναπαράγοντας έτσι με νέους
τρόπους την κατώτερη θέση της γυναίκας στην επίσημη αγορά εργασίας.
Από την άλλη, οι διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα στο πλαίσιο της εκπαίδευσης και της
επαγγελματικής κατάρτισης, δημιουργούν με τη σειρά τους σημαντικά εμπόδια στην
απασχόληση των γυναικών. Τέτοιου είδους διακρίσεις κατευθύνουν τις γυναίκες σε κύκλους
σπουδών, οι οποίοι δεν παρουσιάζουν αυξημένη ζήτηση στην αγορά εργασίας,
αναπαράγοντας έτσι έναν καταμερισμό της εργασίας σε «γυναικεία» και «ανδρικά»
επαγγέλματα. Βέβαια, όσο υψηλότερη είναι η εκπαίδευση των γυναικών τόσο μεγαλύτερη και
η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό της χώρας, φαίνεται όμως ότι η διάκριση ανάμεσα
στην οικογένεια και στην εργασία (στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα) και ο διαχωρισμός των
φυλετικών ρόλων έχει ως συνέπεια τη διαμόρφωση ειδικών μειονεκτικών συνθηκών
εκπαιδευτικής και επαγγελματικής εξέλιξης των γυναικών. Παράλληλα, η εξαιρετικά
ανεπαρκής παρουσία του κράτους πρόνοιας δεν ενισχύει τη συμφιλίωση της οικογενειακής και
εργασιακής ζωής των γυναικών, ενώ οι πολιτικές για την απασχόληση δεν έχουν τα
αναμενόμενα αποτελέσματα στο πλαίσιο της ισότιμης πρόσβασης και μεταχείρισης των
γυναικών στην αγορά εργασίας. Έτσι, παρότι η εργασία έξω από το σπίτι καταλαμβάνει πια
κεντρική θέση στη ζωή της γυναίκας, η άνιση μεταχείριση εις βάρος της επιδεινώνεται από
τους πολλαπλούς ρόλους που καλείται να διεκπεραιώσει.
Ωστόσο σήμερα, τα παντρεμένα ζευγάρια «διπλής σταδιοδρομίας» απαιτούν τη
συμμετοχή των ανδρών στις οικιακές εργασίες, η οποία εξαρτάται από το επίπεδο μόρφωσης
που διαθέτουν, το εισόδημα τους, τις φιλελεύθερες απόψεις τους και την απασχόληση της

112
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας

ίδιας της γυναίκας. Όσον αφορά την τελευταία, φαίνεται ότι οι άνδρες ελέγχουν σημαντικά
την απόφαση της συζύγου τους για εξωοικογενειακή απασχόληση. Οι άνδρες αντιτίθενται
στην εργασία της συζύγου, κυρίως επειδή πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο δεν θα
ανταποκρίνεται σης οικογενειακές της υποχρεώσεις, ενώ οι γυναίκες αντιλαμβάνονται την
εργασία τους ως αναγκαστική, κυρίως για την οικονομική ενίσχυση της οικογένειας
(Καβουνίδη, 1989). Πάντως, η απόφαση των γυναικών για εργασία είναι το αποτέλεσμα μιας
πολύπλοκης διαδικασίας που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και είναι συνδεδεμένη με τα
γεγονότα του κύκλου της οικογενειακής τους ζωής (Συμεωνίδου, 1990). Οι γυναίκες φαίνεται
ότι διαπραγματεύονται μόνες τους τελικά τις συγκρούσεις ανάμεσα στους ανταγωνιστικούς
ρόλους που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο της οικογένειας και της εργασίας. Οι αντιφάσεις
μπορεί να μην λύνονται, αλλά οι θετικές και αρνητικές πλευρές αυτής της κατάστασης
λειτουργούν συμπληρωματικά για τη γυναίκα, κάνοντας τη ζωή της πιο ενδιαφέρουσα και
βέβαια πιο κουραστική.

113
Κεφάλαιο 3
Εκπαίδευση, Επαγγελματική Ανάπτυξη
& Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

3.1 Εισαγωγή.
Οι περισσότερες ερευνήτριες και ερευνητές συμφωνούν ότι η ισότητα δεν είναι
δυνατή αν δεν υπάρξει κατ' αρχάς ισότητα στην εκπαίδευση των δύο φύλων. Το παρακάτω
απόσπασμα περιγράφει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σημασία της εκπαίδευσης για την
ισότιμη αντιμετώπιση και εξέλιξη των γυναικών σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Συγκεκριμένα, «χωρίς την εκπαίδευση και ειδικότερα χωρίς τις ίδιες εκπαιδευτικές ευκαιρίες ή
τις ίδιες δεξιότητες και προσόντα, άνδρες και γυναίκες διαφόρων κοινωνικών τάξεων και
άλλων ομάδων έχουν καταδικαστεί για πολλά χρόνια σε μια υποδεέστερη θέση σε σχέση με
την προσωπική τους ανάπτυξη, την επιλογή επαγγέλματος, την ιδιότητα τους ως πολίτες και
τη δύναμη,τους να ελέγχουν την κυβέρνηση, την εξουσία και τις εθνικές αποφάσεις, οι οποίες
επηρεάζουν τις ζωές τους και την καθημερινότητα τους» (Byrne, 1987: 23).
Σύμφωνα με μελέτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, υπάρχει θετική συσχέτιση
ανάμεσα στην πρόσβαση των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη συμμετοχή τους
στην πολιτική, γεγονός το οποίο επηρεάζει με τη σειρά του τη λήψη ευνοϊκών αποφάσεων για
την ευρύτερη κοινωνική θέση της γυναίκας (Μαγγανάρα 1998). θετική είναι επίσης η
επίδραση της εκπαίδευσης στην εύρεση εργασίας και στη σταθερή συμμετοχή της γυναίκας
στο εργατικό δυναμικό μιας χώρας. Σύμφωνα με την Τάκαρη (1978), η εκπαίδευση
προδιαγράφει την επαγγελματική επιτυχία αλλά και την αποτυχία αν οι επιλογές σπουδών
είναι λανθασμένες. Έτσι, ενώ η μισθωτή απασχόληση θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά
στην απελευθέρωση των γυναικών, ωστόσο οι διακρίσεις στην απασχόληση βασίζονται,
μεταξύ άλλων, στην ανεπαρκή μόρφωση και κατάρτιση των γυναικών. Όπως ισχυρίστηκε η
Μίτσελ (1975: 121) «ολόκληρη η πυραμίδα των διακρίσεων βασίζεται σε εξω-οικονομικά
θεμέλια δηλαδή στην εκπαίδευση».
Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου περιγράφονται διεξοδικότερα τα στερεότυπα φύλου
στην υποχρεωτική και ανώτατη εκπαίδευση καθώς και οι ευκαιρίες επαγγελματικής ανάπτυξης
των γυναικών, μέσα από το θεσμό του επαγγελματικού προσανατολισμού. Ουσιαστικά,
γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής της σημασίας της εκπαίδευσης και ειδικά των σπουδών
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με την επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών και την
απελευθέρωση τους από παραδοσιακά πρότυπα και ρόλους στο χώρο της οικογένειας. Στο
δεύτερο μέρος του κεφαλαίου, συνοψίζονται τα αποτελέσματα ερευνών της διεθνούς
βιβλιογραφίας σε σχέση με τις διαδικασίες μετάβασης των γυναικών από τις σπουδές στην
απασχόληση, τις αντιλήψεις και τις επιλογές ζωής των πτυχιούχων γυναικών αλλά και των
ανδρών, στους τομείς της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής. Ειδικότερα, παρουσιάζονται οι
επιλογές των γυναικών αποφοίτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και ο τρόπος με τον οποίο οι
συγκεκριμένες γυναίκες προσπαθούν να συμφιλιώσουν σήμερα τις οικογενειακές με τις
επαγγελματικές τους υποχρεώσεις.

117
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

3.2 Εκπαίδευση και επαγγελματική ανάπτυξη γυναικών.

3.2.1 Στερεότυπα φύλου στην εκπαίδευση.


Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα πρότυπα διάκρισης και διαχωρισμού των φύλων στο
πλαίσιο της οικογένειας, της εκπαίδευσης και της οικονομίας (εργασίας), είναι αμοιβαία
υποοτηρικτικά μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, η εκπαίδευση αντικατοπτρίζει τις
πολιτισμικές διαφορές και τα στερεότυπα φύλου της ευρύτερης κοινωνίας μέσα στην οποία
εφαρμόζεται. Μάλιστα, φαίνεται ότι ειδικά τα σχολεία είναι λιγότερο ανεκτικά στα
ιδιοσυγκρασίακά χαρακτηρισπκά των μαθητών από ότι οι γονείς και πιέζουν τους μαθητές σε
παραδοσιακούς ρόλους για τα δύο φύλα. Συγκεκριμένα, η Delamont (1990) ισχυρίστηκε ότι
το εκπαιδευτικό σύστημα αναπτύσσει και αναπαράγει στερεότυπα, τα οποία μεγεθύνουν τους
κοινωνικούς ρόλους των φύλων. Επιπλέον, παρότι η μικτή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια
εκπαίδευση ευεργέτησε τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια από κοινωνικής πλευράς,
ερευνητές όπως η Mahony (1985), υποστήριξαν ότι τα κορίτσια αποδίδουν καλύτερα σε
σχολεία θηλέων.
Σύμφωνα με τις Walker & Barton (1983), υπάρχουν τρεις τρόποι κυρίως με τους
οποίους η εκπαιδευτική διαδικασία αναπαράγει τα φυλετικά πρότυπα συμπεριφοράς. Πρώτον,
συνδέει τα αγόρια και τους άνδρες με χαρακτηριστικά, τα οποία αξιολογούνται θετικά από το
ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Δεύτερον, αναπαριστά τη γυναικεία ταυτότητα με αρνητικούς
όρους, δηλαδή σε σχέση με ότι δεν είναι ανδρικό. Τρίτον, προϋποθέτει αυθαίρετα ότι οι
παραπάνω ιδεολογίες σε σχέση με τα δύο φύλα αναπαριστούν κάτι απόλυτα «φυσιολογικά».
Έτσι, μέσα από τις προσδοκίες των ίδιων των εκπαιδευτικών, τις εκπαιδευτικές πρακτικές και
το φυλετικά διαφοροποιημένο πρόγραμμα ή το περιεχόμενο των σπουδών, οι διακρίσεις και
τα στερεότυπα του φύλου μεταφέρονται τόσο στους μαθητές όσο και τους φοιτητές.

3.2.1.1 Πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.


Η Sara Delamont (1990) ισχυρίστηκε ότι η υποχρεωτική τουλάχιστον εκπαίδευση
ενισχύει τις διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα με τους παρακάτω πέντε τρόπους: α) την
οργάνωση του σχολείου, β) τη διαχείριση και την πειθαρχία της τάξης, γ) το περιεχόμενο της
διδασκαλίας, δ) την κοινωνική συμπεριφορά των εκπαιδευτικών και τέλος ε) τις απόψεις των
ίδιων των μαθητών σε σχέση με φυλετικούς ρόλους και συμπεριφορές. Οι μακροπρόθεσμες
συνέπειες της διαφορετικής και άνισης αντιμετώπισης των φύλων στην υποχρεωτική
εκπαίδευση έχουν να κάνουν με τις περαιτέρω ακαδημαϊκές επιλογές των μαθητών, τις
προσδοκίες των ίδιων για μελλοντική επιτυχία και τους τρόπους με τους οποίους οι μαθητές
αξιολογούν τους εαυτούς τους και τις επιδόσεις τους.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ακαδημαϊκή επιτυχία και των δύο
φύλων επηρεάζεται περισσότερο από τον στερεότυπο προσδιορισμό ενός μαθήματος ως
«ανδρικού» ή «γυναικείου» (Stockard et al., 1980). Αποτελέσματα ερευνών στο πλαίσιο της

118
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχουν δείξει ότι αγόρια και κορίτσια δεν διαφέρουν σε επίπεδο
κινήτρων για επιτυχία ή για αποφυγή της επιτυχίας. Ωστόσο και τα δύο φύλα κατανοούν ότι
οι προσδοκίες σε σχέση με τους κοινωνικούς τους ρόλους είναι διαφορετικές για τους άνδρες
και τις γυναίκες. Έτσι, η επίδοση των κοριτσιών αρχίζει και μειώνεται σταδιακά από τα
εφηβικά χρόνια. Ωστόσο σήμερα, όπως αποδεικνύουν τουλάχιστον τα στατιστικά στοιχεία
της δεκαετίας του '90, τα κορίτσια έχουν στο σύνολο τους καλύτερους βαθμούς σε σχέση με
τα αγόρια σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (Warrington & Younger, 2000). Αυτό δεν
σημαίνει βέβαια ότι τα εκπαιδευτικά προβλήματα των γυναικών λύθηκαν οριστικά, αλλά ότι,
παρά τις επιτυχίες τους, τα κορίτσια και οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε
δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα αγόρια και τους άνδρες, τόσο μέσα στην εκπαίδευση όσο
και έξω από αυτήν, σε όλες τις δυτικές χώρες. Συγκεκριμένα, σε έρευνα που διεξήχθη πριν
δύο χρόνια σε 20 σχολεία της ανατολικής Αγγλίας, διαπιστώθηκαν τα εξής (Warrington &
Younger, 2000): α) τα κορίτσια εξακολουθούν να αισθάνονται αποξενωμένα από παραδοσιακά
ανδρικούς τομείς σπουδών, β) οι επαγγελματικές φιλοδοξίες διακρίνονται έντονα με βάση το
φύλο των μαθητών, γ) τα αγόρια συνεχίζουν να μονοπωλούν την ώρα του καθηγητή και να
κυριαρχούν συνεχώς στο περιβάλλον της τάξης, δ) αυτή η κουλτούρα ενάντια στη μάθηση
έχει αρνητικά αποτελέσματα και στα δύο φύλα. Γενικά, διαπιστώθηκε ότι η χαμηλή επίδοση
των αγοριών στο σχολείο δεν σημαίνει τίποτα σε σχέση με την υπερβολική επιτυχία τους στη
ζωή, ενώ το αντίστροφο ακριβώς φαίνεται ότι ισχύει για τα κορίτσια.
Τα παραπάνω πρότυπα διαφορετικής ενίσχυσης ανάμεσα στα δύο φύλα, στο πλαίσιο
της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, οδηγούν τα κορίτσια στην ανάπτυξη ενός εαυτού που
βασίζεται περισσότερο στους άλλους, που επιθυμεί την κοινωνική αποδοχή των άλλων και
ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων. Τα κορίτσια αναπτύσσουν τελικά συμβατικές
συμπεριφορές συμμόρφωσης και δεν βασίζονται στον εαυτό τους ή στις ικανότητες τους.
Από την άλλη, τα αγόρια εξακολουθούν να παρουσιάζουν ελλείψεις κυρίως στη
συναισθηματική και οικογενειακή τους ζωή, ενώ τα κορίτσια στη δημόσια και επαγγελματική
τους ζωή. Φαίνεται επομένως ότι η εκπαίδευση προετοιμάζει τα αγόρια και τα κορίτσια για
ενήλικους ανδρικούς και γυναικείους ρόλους ενός κόσμου που έχει σχεδόν εξαφανιστεί ή
μεταβάλλεται διαρκώς.

3.2.1.2 Τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στην Ελλάδα, η μέση εκπαίδευση των κοριτσιών ακολούθησε έναν εντελώς


διαφορετικό και υποβαθμισμένο δρόμο σε σχέση με την αντίστοιχη των αγοριών μέχρι και το
τέλος του 19ου αιώνα. Η Ζιώγου-Καραστεργίου (1994α) αναφέρει ότι το αναλυτικό
πρόγραμμα των μαθημάτων στα Παρθεναγωγεία προετοίμαζε τα κορίτσια για τους ρόλους της
μητέρας και της συζύγου, ανάλογα με τις «έμφυτες» ικανότητες και τις κλίσεις κάθε γυναίκας.
Αντίστοιχα, τα Γυμνάσια προορίζονταν μόνον για τα αγόρια, ενώ οι γυναίκες αποκλείονταν
ουσιαστικά από την ανώτατη εκπαίδευση, εφόσον τα μαθήματα που διδάσκονταν στα

119
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

Παρθεναγωγεία δεν προετοίμαζαν τις μαθήτριες για πανεπιστημιακές σπουδές, ούτε για
οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα. Η είσοδος της ελληνίδας στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση ξεκίνησε δειλά και σταδιακά, με πολλές δυσκολίες και εμπόδια για τις φοιτήτριες,
στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως από τις σχολές της Ιατρικής και της Φιλοσοφικής (Ζιώγου-
Καραστεργίου, 1994β). Όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και στην Ελλάδα οι πρώτες
φοιτήτριες και μορφωμένες γυναίκες, με την επιμονή τους και τον αγώνα τους, ανέτρεψαν τα
καθιερωμένα πρότυπα της εποχής σε σχέση με τους ρόλους των φύλων, επέτρεψαν την
είσοδο της γυναίκας στο δημόσιο βίο, στην εργασία και στην οικονομική ανεξαρτησία και
τέλος βελτίωσαν σημαντικά την κοινωνική θέση της ελληνίδας.
Σήμερα, το ποσοστό συμμετοχής των ελληνίδων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει
φτάσει μέχρι το 56% του συνόλου των φοιτητών την ακαδημαϊκή χρονιά 1997-98 (Χρυσάκης
& Σούλης, -2001). Εν τούτοις, οι γυναίκες φαίνεται ότι προτιμούν περισσότερο τις θεωρητικές
ειδικότητες και τις σχολές που οδηγούν στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, ενώ οι άνδρες
προτιμούν τις ειδικότητες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των μηχανικών, της οικονομίας,
της διοίκησης επιχειρήσεων και τις στρατιωτικές ειδικότητες (Σιδηροπούλου-Δημακάκου,
1997). Επίσης, οι λόγοι επιλογής των παραπάνω ακαδημαϊκών και επαγγελματικών
κατευθύνσεων διαφέρουν σημαντικά ανάμεσα στα φύλα (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1997).
Για παράδειγμα, οι γυναίκες αναφέρουν πολύ περισσότερο σε σχέση με τους άνδρες ως
λόγους επιλογής ενός επαγγέλματος την κοινωνική προσφορά, την άποψη ότι η συγκεκριμένη
εργασία ταιριάζει στην προσωπικότητα τους και την αγάπη τους για τα παιδιά. Αντίθετα, τα
αγόρια δίνουν έμφαση στον καλό μισθό και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Τέλος,
σύμφωνα με πολύ πρόσφατα στοιχεία, το επάγγελμα του πατέρα και η εισοδηματική
κατάσταση της οικογένειας φαίνεται ότι επηρεάζει τη συμμετοχή ειδικά των κοριτσιών στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση (Χρυσάκης & Σούλης, 2001). Έτσι, στην Ελλάδα όπως και σε άλλες
χώρες, γυναίκες από μεσαίες και ανώτερες κοινωνικές τάξεις αυξάνουν σταθερά τη συμμετοχή
τους στο πανεπιστήμιο, ενώ αντίθετα γυναίκες από εργατικές και αγροτικές οικογένειες
τείνουν να μειώνουν τη συμμετοχή τους στην ανώτατη τουλάχιστον εκπαίδευση.
Παρ' όλο που τα παραπάνω στοιχεία έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και σημαντικές
συνέπειες στην επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών, ωστόσο οι ανισότητες φύλου στο
πλαίσιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αγνοηθεί συστηματικά, είτε γιατί η ανώτατη
εκπαίδευση δεν αποτελεί έναν υποχρεωτικό τομέα σπουδών, είτε γιατί θεωρείται ότι όσες
γυναίκες έχουν φτάσει μέχρι εκεί είναι ήδη επιτυχημένες και ευεργετημένες. Ενώ το
φεμινιστικό κίνημα από το τέλος της δεκαετίας του '60 ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την
εκπαίδευση των γυναικών, έδωσε έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στην εκπαίδευση των
κοριτσιών της εργατικής τάξης. Όμως, σύμφωνα με την Delamont (1989) και άλλες
ερευνήτριες, το γεγονός ότι οι μορφωμένες γυναίκες απουσιάζουν αισθητά από τα κέντρα
λήψης αποφάσεων και από σημαντικές επαγγελματικές θέσεις καθιστά έγκυρη και
ενδιαφέρουσα την μελέτη μιας ελίτ ομάδας γυναικών που εισάγεται στην τριτοβάθμια

120
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

εκπαίδευση και αποκτά εξειδίκευση. Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα (Delamont,
1989), αντί οι ερευνητές να στρέφονται προς τα κάτω και να αναρωτιούνται ποιοι είναι οι
λόγοι της αποτυχίας στην εκπαίδευση των γυναικών, μπορούν κάλλιστα να στραφούν προς τα
πάνω και να αντιστρέψουν τα ερωτήματα τους, ανακαλύπτοντας ενδεχομένως του λόγους της
επιτυχίας στην εκπαίδευση ορισμένων γυναικείων κοινωνικών ομάδων.
Η Thomas (1990) υποστήριξε ότι οι γυναίκες που φτάνουν μέχρι την ανώτατη
εκπαίδευση δεν σημαίνει ότι είναι επιτυχημένες μόνο και μόνο επειδή σπουδάζουν σε ένα
πανεπιστήμιο. Στην πραγματικότητα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση εξακολουθεί να αποκλείει και
να περιθωριοποιεί τις γυναίκες από την αγορά εργασίας, κατευθύνοντας τις σε γυναικεία
επαγγέλματα, στο γάμο και στην οικογένεια. Σύμφωνα με την Thomas (1990), η τριτοβάθμια
εκπαίδευση δεν είναι το αποτέλεσμα ή το προϊόν μιας προηγούμενης εκπαίδευσης, αλλά
αποτελεί από μόνης της μια ξεχωριστή διαδικασία, η οποία επηρεάζει και αναπαράγει την
ανισότητα στην κοινωνία και σιην εργασία. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο και το είδος της
ανώτατης εκπαίδευσης αντικατοπτρίζει στερεότυπες αντιλήψεις για τα φύλα, ευνοώντας
περισσότερο τους άνδρες, όπως ακριβώς και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι γυναίκες στην
ανώτατη εκπαίδευση αντιμετωπίζουν αντιφατικά μηνύματα, καθώς συγκρούονται ανάμεσα
στην επιλογή της οικογένειας ή μιας δουλειάς που μπορεί να συνδυαστεί με την οικογένεια και
σιην επιλογή μιας μοναχικής καριέρας στην οποία όμως θα χρησιμοποιήσουν καλύτερα το
πτυχίο και τις ικανότητες τους. Η συγγραφέας ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι φοιτητές και
φοιτήτριες επιλέγουν διαφορετικούς ακαδημαϊκούς τομείς σπουδών εξαιτίας των
μακροπρόθεσμων συνεπειών στους επαγγελματικούς και κοινωνικούς ρόλους των δύο φύλων.
Έτσι, ενώ η ανώτατη εκπαίδευση είναι ως ένα βαθμό ανεξάρτητη από την πολιτεία, ωστόσο
δεν είναι απομονωμένη από τις κοινωνικές δομές εξουσίας και τις ευρύτερες κοινωνικές αξίες.
Η Thomas (1990) διαπίστωσε τελικά ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν έναν διπλό κλοιό, που
σημαίνει ότι εάν επιλέξουν ένα παραδοσιακά ανδρικό τομέα σπουδών, αναγκάζονται να
προσαρμοστούν σιην ανδρική κουλτούρα, ενώ από την άλλη, εάν επιλέξουν έναν
παραδοσιακά γυναικείο τομέα σπουδών προσαρμόζονται με τα στερεότυπα του φύλου τους.
Σε μια μελέτη 635 φοιτητών και φοιτητριών διαφόρων σχολών, με αντικείμενο τη
διαφορετική μεταχείριση των φύλων από τους καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,
διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες φοιτητές αναφέρθηκαν περισσότερο στην αδιαφορία και στην
έλλειψη αναγνώρισης από τους καθηγητές τους, ενώ οι γυναίκες στις διακρίσεις και στις
προκαταλήψεις με βάση το φύλο τους (Fischer & Good, 1994). Η απουσία των γυναικών
επιστημόνων από το περιεχόμενο των σπουδών αναγνωρίστηκε εξίσου και από τα δύο φύλα,
ενώ τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης που αναφέρθηκαν ήταν ελάχιστα. Γενικά,
διαπιστώθηκε ότι ο βαθμός της θετικής αυτό-εικόνας επηρεάζει τις αντιλήψεις τόσο των
φοιτητών όσο και των φοιτητριών σε σχέση με την ισότιμη μεταχείριση των φύλων από το
πανεπιστημιακό περιβάλλον, ενώ ο βαθμός της φεμινιστικής συνείδησης επηρεάζει
περισσότερο τις αντιλήψεις των γυναικών (Fischer & Good, 1994). Η σχετική βιβλιογραφία

121
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

αναφέρει ότι το πανεπιστημιακό περιβάλλον είναι συνήθως «ψυχρό» απέναντι στις γυναίκες
φοιτήτριες, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι καθηγητές έχουν συχνά διαφορετικές κοινωνικές
και εκπαιδευτικές προσδοκίες για άνδρες και γυναίκες. Σε μια άλλη παρόμοια μελέτη της
συμπεριφοράς καθηγητών πανεπισιημίου σε τάξεις μεταπτυχιακών σπουδαστών, βρέθηκε ότι
ο σεξισμός επηρεάζει σημαντικά τη συναισθηματική κατάσταση των φοιτητών, έχει αρνητικές
συνέπειες στο μαθησιακό περιβάλλον και καταστρέφει την αξιοπιστία του ίδιου του καθηγητή
ή την κοινωνική του επιρροή στους φοιτητές (Myers & Dugan, 1996). Συγκεκριμένα, η χρήση
σεξιστικής γλώσσας, η υποτίμηση των γυναικών μέσα από σεξιστικό χιούμορ, παραδείγματα
τα οποία ενισχύουν τους στερεότυπους ρόλους των δύο φύλων .και η επιλεκτική προσοχή στο
έργο αποκλειστικά ανδρών επιστημόνων, περιορίζει τις μαθησιακές δυνατότητες και τη
συναισθηματική κατάσταση κυρίως των γυναικών, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις
εμπιστοσύνης με τους καθηγητές. Επομένως, η άνιση μεταχείριση των φύλων σε επίπεδο
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι γεγονός, ενώ τα αποτελέσματα ενός τέτοιου μη
υποοτηρικτικού περιβάλλοντος είναι άμεσα και δεν αφορούν μόνο σε μακροπρόθεσμες
συνέπειες. Οι ερευνητές της παραπάνω μελέτης πρότειναν τέσσερις στρατηγικές μείωσης
ενός σεξιστικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος (Myers & Dugan, 1996): α) την συνειδητοποίηση
εκ μέρους των καθηγητών των αρνητικών αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς τους στους
φοιτητές και ειδικά στις φοιτήτριες, β) τη διεξαγωγή περισσότερων ερευνών για το φαινόμενο
αυτό, γ) τη συνειδητή ενίσχυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας προς όφελος των φοιτητριών
και δ) τη δημιουργία επίσημων συστημάτων επανατροφοδότησης των καθηγητών σε σχέση
με τον τρόπο διδασκαλίας τους και συμπεριφοράς τους μέσα σΓην τάξη.
Σύμφωνα με την Σιδηροπούλου-Δημακάκου (1997), οι διαφορές στις ακαδημαϊκές
επιλογές των δύο φύλων δεν θα σήμαιναν τίποτα σπουδαίο, αν δεν είχαν αντίκτυπο στην
απασχόληση των γυναικών. Έτσι, τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια ωθούνται στην
επιλογή σπουδών τους περισσότερο από κίνητρα που σχετίζονται με την κοινωνική προσφορά
και την κοινωνική καλλιέργεια, ενώ τα αγόρια από ωφελιμιστικά κίνητρα, αφού πρωταρχικός
στόχος του άνδρα μέσα στην οικογένεια εξακολουθεί να είναι εκείνος του προστάτη και του
προμηθευτή των απαραίτητων οικογενειακών αγαθών (Wallace, 1987; Chisholm, 1994).
Δηλαδή, οι λόγοι επιλογής σπουδών και επαγγέλματος συμφωνούν με το κοινωνικό πρότυπο
ότι ο ρόλος της γυναίκας εσπάζεται περισσότερο στην οικογενειακή παρά στην επαγγελματική
ζωή. Τα παραπάνω έχουν σημαντικές συνέπειες στον επαγγελματικό προσανατολισμό των
μαθητών και των μαθητριών, ο οποίος οφείλει να προσαρμοστεί στις σύγχρονες κοινωνικές
απαιτήσεις μιας γυναίκας που εργάζεται και να προωθήσει την ισότητα των ευκαιριών
ανάμεσα στα φύλα, τόσο στις εκπαιδευτικές, όσο και στις επαγγελματικές επιλογές.

3.2.2 Στερεότυπα φύλου και επαγγελματικός προσανατολισμός.


Παρότι υπάρχει μια πληθώρα επιστημονικής αρθρογραφίας σε θέματα ανισότητας των
φύλων στο πλαίσιο της εκπαίδευσης και της απασχόλησης, υπάρχουν ελάχιστες μελέτες σε

122
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

σχέση με τον ρόλο των υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού, ο οποίος αποτελεί τον
ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα στους παραπάνω δύο τομείς. Ο ρόλος ωστόσο των υπηρεσιών
επαγγελματικού προσανατολισμού είναι πολύ σημαντικός σε σχέση με τη διατήρηση ή την
αμφισβήτηση των στερεοτύπων του φύλου και τη μετάβαση από την εκπαίδευση στην αγορά
εργασίας. Το 1987 διεξήχθη στην Αγγλία μια εκτεταμένη μελέτη όλων των δημόσιων
υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού, προκειμένου να διερευνηθεί το είδος και το
περιεχόμενο των πολιτικών για την προώθηση των ίσων ευκαιριών απασχόλησης ανάμεσα στα
φύλα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, επειδή δεν υπήρξαν σαφείς οδηγίες σε σχέση με την
έννοια της ισότητας των ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα, οι φορείς αντιλήφθηκαν εντελώς
διαφορετικά τη σημασία των ίσων ευκαιριών, προσφέροντας έτσι διαφορετικά προγράμματα
παρέμβασης και υπηρεσίες (Coles & Maynard, 1990). Συγκεκριμένα, η έννοια «ίσες ευκαιρίες»
μεταφράστηκε άλλοτε ως ίσα δικαιώματα, άλλοτε ως ίσες ευκαιρίες ζωής και άλλοτε ως
ισότητα στα αποτελέσματα. Οι διαφορετικές ερμηνείες είχαν με τη σειρά τους διαφορετικές
εφαρμογές, με αποτέλεσμα ορισμένοι φορείς να ασχολούνται αποκλειστικά με τα νομικά
δικαιώματα, άλλοι με την ειδική μεταχείριση μόνο των γυναικών και άλλοι με την αξιολόγηση
των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης και της απασχόλησης που πραγματικά καταφέρνουν
άνδρες και γυναίκες. Οι συγγραφείς, με βάση τα δεδομένα της έρευνας, πρότειναν τα εξής
(Coles & Maynard, 1990): α) την επίσημη δέσμευση των σχετικών κυβερνητικών φορέων σε
μια πολιτική ισότητας των ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής
ζωής, β) την ανάγκη προσδιορισμού κοινών στόχων και κριτηρίων αξιολόγησης για το
περιεχόμενο και το είδος της εκπαίδευσης που λαμβάνουν οι άνδρες και οι γυναίκες και γ) το
συνδυασμό των νέων επαγγελματικών δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ίσες ευκαιρίες
ανάμεσα στα δύο φύλα. Τέλος, τόνισαν το γεγονός ότι, εφόσον σήμερα υπάρχει μεγάλη
ανάγκη από εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, ενισχύεται τόσο η είσοδος όσο και η
μεγαλύτερη σε διάρκεια παραμονή των γυναικών στη μισθωτή απασχόληση.
Σύμφωνα με τις West & Lyon (1995), υπάρχουν δύο θεωρητικά (ιδεολογικά) μοντέλα
πίσω από τα προγράμματα που προωθούν τις ίσες ευκαιρίες, είτε στην εκπαίδευση είτε στην
εργασία. Το πρώτο, το φιλελεύθερο μοντέλο (liberal), διασφαλίζει την ισότητα στην
πρόσβαση και στη μεταχείριση, έτσι ώστε όλα τα άτομα να αξιολογούνται και να εξελίσσονται
με βάση την προσωπική τους αξία, τις ικανότητες και τα προσόντα τους. Το δεύτερο
μοντέλο, το ριζοσπαστικό (radical), ενδιαφέρεται περισσότερο για τις αιτίες της ανισότητας
και προσπαθεί να τις εξαλείψει εστιάζοντας σε κοινωνικές κυρίως αλλαγές. Κατά την άποψη
των ίδιων συγγραφέων, οι παραπάνω διαφορετικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις δημιουργούν
συγχύσεις σε σχέση με την αξιολόγηση της επιτυχίας ή αποτυχίας ενός προγράμματος
προώθησης της ισότητας και οδηγούν σε αναποτελεσματική δράση. Για παράδειγμα, όταν
ένας οργανισμός εφαρμόζει μέτρα ισότητας, ακόμη κι όταν αυτά αποδεικνύονται
αναποτελεσματικά, ο οργανισμός καλύπτεται πίσω από την εφαρμογή τους, θεωρώντας ότι
έκανε το καθήκον του - ωστόσο, οι ανεπίσημες πρακτικές διάκρισης παραμένουν. Όπως

123
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

ισχυρίζονται οι West & Lyon (1995), τελικά η αντίσταση σιην ισότητα βασίζεται κυρίως σε
δύο λόγους: α) στο γεγονός ότι η ισότητα κοστίζει ακριβά, τόσο στους δημόσιους όσο και
στους ιδιωτικούς φορείς και β) στο γεγονός ότι μειώνεται η εξουσία από τα χέρια όσων την
ασκούσαν μέχρι σήμερα. Γενικά, οι παραπάνω συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η φιλελεύθερη
πολιτική για την ισότητα, με την έμφαση που δίνει στην ουδετερότητα και σιην
αντικειμενικότητα, συμβαδίζει με τις ανδρικές αξίες και την ευρύτερη ανδρική κουλτούρα.
Έτσι, τέτοιου είδους μέτρα αναπαράγουν και διαιωνίζουν την ανδρική κυριαρχία κάτω από την
επίφαση της παγκοσμιοποίησης και του φιλελευθερισμού.
Στη χώρα μας ο θεσμός του επαγγελματικού προσανατολισμού στην δευτεροβάθμια
εκπαίδευση αναπτύχθηκε ιδιαίτερα πρόσφατα, ενώ η υποστήριξη της σταδιοδρομίας σε
επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιχορηγείται από το 1996 με προγράμματα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την Σιδηροπούλου-Δημακάκου (1997), οι εκπαιδευτικοί
που ασκούν τον σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό στην Ελλάδα διακατέχονται από
στερεότυπες αντιλήψεις για τους ρόλους των δύο φύλων, ενώ δεν είχαν ποτέ κατάλληλη
εκπαίδευση σε θέματα άρσης στερεοτύπων, ούτε επαρκή επιμόρφωση σε θέματα
επαγγελματικού προσανατολισμού. Η σχετική βιβλιογραφία αποδεικνύει ωστόσο ότι ο
επαγγελματικός προσανατολισμός των γυναικών δεν θα αντιμετωπιστεί σωστά αν δεν
διατυπωθεί μια ξεχωριστή θεωρία επαγγελματικής ανάπτυξης των γυναικών, η οποία να
περιλαμβάνει τις ιδιαιτερότητες τους, τόσο στο θέμα της διαπαιδαγώγησης τους, όσο και στο
θέμα των ποικίλων εμποδίων που συναντούν στην αγορά εργασίας.

3.2.2.1 Η επαγγελματική ανάπτυξη των γυναικών.


Η συμβουλευτική υποστήριξη της σταδιοδρομίας των γυναικών φαίνεται ότι
προϋποθέτει διαφορετικά θεωρητικά μοντέλα και πρακτικές από αυτές που εφαρμόζονται
μέχρι σήμερα σε ευρεία κλίμακα και από διαφορετικούς φορείς, τόσο στην Ελλάδα όσο και
στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι οι κλασσικές θεωρίες
επαγγελματικής ανάπτυξης έχουν αγνοήσει τις ανάγκες και τα προβλήματα κοινωνικών
ομάδων, οι οποίες διαφέρουν από το πρότυπο του «λευκού άνδρα» (Fitzgerald & Betz, 1994;
Farmer et al., 1997; Κάντας & Χατζή, 1991). Για παράδειγμα, οι περισσότερες θεωρίες
υιοθετούν μια απλουστευμένη προσέγγιση συνδυασμού των προσωπικών χαρακτηριστικών
και ενδιαφερόντων με το περιβάλλον, δηλαδή με την αγορά εργασίας, δίχως όμως να
λαμβάνουν υπ' όψιν κοινωνικούς και πολιτισμικούς περιορισμούς, οι οποίοι φαίνεται ότι
επηρεάζουν σημαντικά τη σταδιοδρομία των γυναικών.
Συγκεκριμένα, οι Fitzgerald & Betz (1994), ισχυρίζονται ότι οι πιο διαδεδομένες
θεωρίες επαγγελματικής ανάπτυξης δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί ειδικά οι γυναίκες με
πολλά προσόντα δεν ακολουθούν επαγγέλματα, τα οποία ανταποκρίνονται στο επίπεδο των
υψηλών ικανοτήτων τους. Αντίθετα, όπως διαπιστώθηκε και από προηγούμενα κεφάλαια, οι
γυναίκες συγκεντρώνονται κυρίως σε παραδοσιακά «γυναικεία» επαγγέλματα, τα οποία δεν

124
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

απαιτούν ιδιαίτερες ικανότητες και έχουν μικρότερο κύρος, με αποτέλεσμα οι δυνατότητες


των γυναικών να μένουν ανεκμετάλλευτες, τόσο σε εκπαιδευτικό όσο και σε επαγγελματικό
επίπεδο. Οι ίδιοι οι συγγραφείς κάνουν λόγο για διάφορους κοινωνικούς και πολιτισμικούς
παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τις επαγγελματικές επιλογές των γυναικών (Fitzgerald &
Betz, 1994). Στους κοινωνικούς παράγοντες περιλαμβάνουν τις διακρίσεις φύλου, το
«αδιάφορο» κοινωνικό περιβάλλον σε σχέση με την επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών, το
πρόβλημα της συμφιλίωσης της εργασίας με την οικογένεια, τα στερεότυπα σε σχέση με τα
επαγγέλματα και τη σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας. Στους πολιτισμικούς
παράγοντες περιλαμβάνουν την διαφορετική κοινωνικοποίηση των δύο φύλων και τους
περιορισμούς της μητρότητας.
Σε συμφωνία με τις παραπάνω θέσεις, η Farmer (1997) προτείνει, ως εναλλακτική
προσέγγιση, το θεωρητικό πλαίσιο της κοινωνικής μάθησης για την υποστήριξη της
επαγγελματικής ανάπτυξης και επαγγελματικής επιλογής των γυναικών. Σύμφωνα με την
Farmer (1997), η θεωρία της κοινωνικής μάθησης κρίνεται η πιο κατάλληλη, καθώς εστιάζει
σπς διαδικασίες κοινωνικοποίησης της ταυτότητας και των φυλετικών ρόλων και στον τρόπο
με τον οποίο αυτές επηρεάζουν τις στάσεις, τις αντιλήψεις, τα κίνητρα, τις επιλογές και την
συμπεριφορά των γυναικών. Όπως η Farmer έτσι και άλλοι ερευνητές προσάρμοσαν τη
θεωρία τους στις ανάγκες επαγγελματικής εξέλιξης των γυναικών, χρησιμοποιώντας την
ευρύτερη γνωστική και κοινωνική θεώρηση του Albert Bandura, η οποία δίνει έμφαση στη
μάθηση που προκύπτει μέσα από τη συνεχή αλληλεπίδραση ατόμου και περιβάλλοντος, καθώς
και στην ενεργητική στάση κάθε ανθρώπου σε σχέση με τις απόψεις του, τις επιλογές του και
την ικανότητα του να σχεδιάζει το μέλλον του. Μάλιστα, ιδιαίτερη σημασία για την
επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών αποκτά η έννοια της αυτεπάρκειας (self-efficacy), η
οποία, σύμφωνα με τον Bandura (1991), αναφέρεται στην υποκειμενική κρίση του ατόμου
όσον αφορά στην ικανότητα του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις κάποιου ρόλου ή κάποιας
δραστηριότητας. Στο χώρο της επαγγελματικής επιλογής η αυτεπάρκεια σημαίνει την πίστη
του ατόμου ότι διαθέτει τις ικανότητες και τις προϋποθέσεις γενικότερα ώστε να επιδιώξει
κάποιο επάγγελμα η τομέα σπουδών (Κάντας & Χατζή, 1991). Έχει βρεθεί ότι όσο πιο υψηλή
είναι η εκτίμηση της αυτεπάρκειας σε σχέση με τις απαιτήσεις συγκεκριμένων τομέων
εκπαίδευσης και εργασίας, τόσο μεγαλύτερο είναι και το εύρος των επαγγελματικών
προοπτικών που σκέφτονται οι άνθρωποι να επιδιώξουν (Betz & Hackett, 1981; Rooney &
Osipow, 1992).
Οι παραπάνω θεωρίες έχουν σημαντικές συνέπειες στην πράξη και στην εφαρμογή
προγραμμάτων επαγγελματικής ανάπτυξης και προσανατολισμού στα σχολεία αλλά και σε
άλλους φορείς. Άλλωστε, η «συνειδητή» επιλογή σπουδών είναι πολύ σημαντική τόσο για
την ικανοποίηση από το επάγγελμα, όσο και για την κινητοποίηση προς την επιτυχία κατά τη
διάρκεια της σταδιοδρομίας. Έχει διαπιστωθεί ότι όσοι σπουδαστές της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης έχουν επιλέξει συνειδητά τις σπουδές τους, δείχνουν μεγαλύτερη αφοσίωση σε

125
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

επαγγελματικούς στόχους, είναι πιο ώριμοι στις διαδικασίες λήψης επαγγελματικών


αποφάσεων και επιδεικνύουν υψηλότερη γενική ικανοποίηση και αυτοεκτϊμηση (Bloor &
Brook, 1993; Luzzo-Darrell, 1995). Η Farmer (1997) προτείνει ποικίλους πρακτικούς τρόπους
υποστήριξης της σταδιοδρομίας των γυναικών, η οποία ταυτόχρονα διαφέρει αλλά και μοιάζει
με αυτή των ανδρών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ένα πιο εκτεταμένο πρόγραμμα
επαγγελματικής εκπαίδευσης, από αυτό που εφαρμόζεται μέχρι σήμερα στα αμερικάνικα
σχολεία, το οποίο θα παρουσιάζει κάτι περισσότερο από τις «ημέρες καριέρας» και την
περιστασιακή ομαδική αξιολόγηση των επαγγελματικών ενδιαφερόντων των μαθητών. Το νέο
πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης σύμφωνα με την Farmer (1997), οφείλει α) να
ακολουθήσει μια ολιστική προσέγγιση, η οποία θα ενισχύσει τους μαθητές και τις μαθήτριες
να σχεδιάζουν το μέλλον τους λαμβάνοντας υπ' όψιν όλους τους ρόλους που θέλουν να
διαδραματίσουν συνολικά στη ζωή τους (π.χ. γονέα και εργαζόμενου), β) να αναπτύξει στους
μαθητές και ιδιαίτερα στις μαθήτριες το αίσθημα της αυτεπάρκειας, της εμπιστοσύνης δηλαδή
στον εαυτό τους ότι μπορούν να τα καταφέρουν σε οποιοδήποτε επάγγελμα, γ) να μειώσει το
«αδιάφορο περιβάλλον» (null environment) τουλάχιστον μέσα στη σχολική τάξη σε σχέση με
τα επιτεύγματα, τις προσδοκίες και τις επαγγελματικές φιλοδοξίες των γυναικών και τέλος δ)
ειδικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να μειώσει τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, τα
οποία είναι συχνότερα σε παραδοσιακά ανδρικούς τομείς σπουδών (π.χ. φυσική, μηχανική,
μαθηματικά) και τα οποία αποτρέπουν τις γυναίκες από τις αντίστοιχες επαγγελματικές
επιλογές. Φυσικά οι περισσότερες από τις παραπάνω αλλαγές απαιτούν εκτεταμένες
μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο πολιτικής, όσον αφορά την εφαρμογή του σχολικού
επαγγελματικού προσανατολισμού ή τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, καθώς και
έναν επαρκή οικονομικό προϋπολογισμό για την επιτυχημένη εφαρμογή τους.

3.2.3 Εκπαίδευση και απελευθέρωση των γυναικών.

Γενικότερα, έχει επιβεβαιωθεί ότι η πρόσβαση στην εκπαίδευση, τα χρόνια της


εκπαίδευσης και οι τομείς της εκπαίδευσης αποτελούν τους σημαντικότερους δείκτες για την
αξιολόγηση της προόδου των γυναικών στο σύνολο της κοινωνικής ζωής. Επομένως, εάν οι
γυναίκες δεν εγγράφονται στο σχολείο, εάν αποτυγχάνουν να ολοκληρώσουν ένα
συγκεκριμένο κύκλο σπουδών και εάν σπουδάζουν μόνο συγκεκριμένους ακαδημαϊκούς
τομείς, τότε ο ρόλος της εκπαίδευσης σε σχέση με τη μετάδοση των γνώσεων και των
δεξιοτήτων που θεωρούνται απαραίτητες για τη διατήρηση μιας αναδιαμορφωμένης κοινωνίας
αμφισβητείται έντονα (Stromqiiist, 1990). Από την άλλη, οι γυναίκες σήμερα έχουν
περισσότερη εκπαίδευση από ποτέ, παρ' όλο που εξακολουθούν να αποκτούν στο σύνολο
τους χαμηλότερα επίπεδα και χαμηλότερη ποιότητα εκπαίδευσης ή να συγκεντρώνονται στο
πανεπιστήμιο σε «γυναικείους» τομείς σπουδών, οπότε και στη συνέχεια βρίσκονται σε
χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, δίχως εξουσία και γόητρο. Πάντως, η συνεχώς αυξανόμενη
πρόσβαση των γυναικών σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης και ειδικά στην τριτοβάθμια,

126
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

εξηγείται σύμφωνα με την Stromquist (1990), με βάση τους παρακάτω λόγους: α) η είσοδος
των γυναικών στην αγορά εργασίας απαιτεί σημαντικά εκπαιδευτικά προσόντα, τις
περισσότερες φορές ανώτερα από αυτά των ανδρών συναδέλφων τους, προκειμένου να τους
ανταγωνιστούν, β) η ανάπτυξη μιας φιλελεύθερης ιδεολογίας σε σχέση με την ισότητα των
δικαιωμάτων ανάμεσα σε πολίτες σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών δεν επιτρέπει,
εμφανείς τουλάχιστον, διακρίσεις στην εκπαίδευση των γυναικών και γ) η αυξημένη
συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση δεν δημιουργεί προβλήματα, καθώς το σχολείο όχι
μόνο δεν αμφισβητεί τις κυρίαρχες ιδεολογίες φύλου ή τον καταμερισμό της εργασίας κατά
φύλο αλλά αντίθετα αναπαράγει τα παραπάνω.
Στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης αναπτύχθηκαν ποικίλες ερμηνείες και θεωρητικές
προσεγγίσεις για να ερμηνεύσουν το φαινόμενο των εκπαιδευτικών ανισοτήτων γενικότερα.
Οι κλασσκές θεωρίες των ανισοτήτων στην εκπαίδευση είναι «τυφλές» απέναντι στον
παράγοντα φύλο και εστιάζουν κυρίως στις άνισες κοινωνικές δομές και στις διαφορές
ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Η συνεισφορά των παραπάνω θεωριών έγκειται ωστόσο στο
γεγονός ότι οι παράγοντες της σχολικής αποτυχίας τοποθετήθηκαν έξω από το άτομο και
αναφέρθηκαν για πρώτη φορά στις διαδικασίες και στους στόχους των ίδιων των
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (Stromquist, 1990). Από την άλλη, οι φεμινιστικές θεωρίες
ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τις ανισότητες φύλου στην εκπαίδευση. Έτσι, ενδιαφέρθηκαν
κυρίως για τις ανισότητες πρόσβασης των γυναικών σιην εκπαίδευση ή για το διαφορετικό
είδος εκπαίδευσης που παίρνουν οι γυναίκες, εστιάζοντας σε παράγοντες όπως η πολιτεία, η
οικογένεια και το σχολείο. Παρά τις διαφορές τους, οι φεμινιστικές θεωρίες σήμερα
συμφωνούν ότι η επίσημη εκπαίδευση ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την ανδρική
εμπειρία και αντιμετωπίζει την εμπειρία αυτήν ως την κυρίαρχη νόρμα.
Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη άποψη, η σχολική αποτυχία των κοριτσιών αποδίδεται
κυρίως στις αδυναμίες της διαφορετικής κοινωνικοποίησης τους. Οι φιλελεύθερες
φεμινίστριες υποστήριξαν ότι εφόσον η εκπαίδευση μπορεί να δημιουργήσει και να
αναπαράγει ανισότητες, έχει επίσης τη δύναμη να τις αντιστρέψει. Επομένως, το
εκπαιδευτικό oùarr\\ia μπορεί να αλλάξει την κυρίαρχη ιδεολογία για τα φύλα ή να μετατρέψει
τις στάσεις, τις αξίες και τις αντιλήψεις των γυναικών, έτσι ώστε αυτές να διεκδικήσουν
ανώτερη μόρφωση και υψηλού κύρους επαγγέλματα (Thomas, 1990). Η άποψη αυτή
επικρίθηκε ως υπερβολικά απλοϊκή, για αυτό και οι φεμινίστριες προχώρησαν σε διαφορετικές
ερμηνείες, σύμφωνα με τις οποίες η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στην
κοινωνικοποίηση ή στη διαφορετική ψυχολογία των γυναικών, αλλά στις πρακτικές διάκρισης
ανάμεσα στα φύλα που υιοθετούν τα σχολεία, αναπαράγοντας την κυρίαρχη κοινωνική δομή.
Έτσι τόσο η ριζοσπαστική, όσο και η μαρξιστική θεώρηση ερμηνεύουν την ανισότητα του
εκπαιδευτικού συστήματος ως αποτέλεσμα των ευρύτερων κοινωνικών δομών εξουσίας
(Thomas, 1990). Συγκεκριμένα, οι ριζοσπάστριες θεωρούν ότι η κοινωνικοποίηση και η
εκπαίδευση των γυναικών αναπαράγει ένα πατριαρχικό κοινωνικό σύστημα σχέσεων εξουσίας

127
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

ανάμεσα στα φύλα, τόσο σε υλιστικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Οι μαρξΐοτριες από την
άλλη, θεωρούν ότι η καταπίεση των γυναικών συνδέεται άμεσα με το ταξικό σύστημα. Και
στις δύο περιπτώσεις πάντως, η εκπαίδευση θεωρείται ως μέσον αναπαραγωγής είτε των
καπιταλιστικών (ταξικών), είτε των πατριαρχικών (φυλετικών) σχέσεων εξουσίας. Επομένως,
μια πλήρης θεωρία για την ανισότητα στη γυναικεία εκπαίδευση πρέπει να λάβει υπ' όψιν της
τόσο πολιτισμικούς (ιδεολογικούς), όσο και οικονομικούς παράγοντες.
Σήμερα, είναι γεγονός ότι οι διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα εξακολουθούν να
υφίστανται, παρ' όλο που η κρατική ή υποχρεωτική εκπαίδευση θεωρήθηκε από πολλούς ότι
κατάφερε να επιφέρει την ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Σύμφωνα με την Byrne
(1987), οι σημαντικότεροι λόγοι των διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα βρίσκονται πίσω από την
ερμηνεία και τον ορισμό τριών βασικών αρχών σε σχέση με τα εκπαιδευτικά δικαιώματα των
γυναικών.' Η πρώτη αρχή αφορά στο αξίωμα «ίσο σημαίνει ίδιο και όχι αντίστοιχο».
Αντίθετα, οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών προγραμμάτων φαίνεται ότι μετέφρασαν τον όρο
«ίδιο» με τον αμφισβητήσιμο όρο «αντίστοιχο» και έτσι δεν υπήρξαν ποτέ ακριβώς ίδιοι και
ίσοι εκπαιδευτικοί στόχοι για τα δύο φύλα. Η δεύτερη αρχή αφορά ακριβώς στη σημασία και
στους στόχους της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι οποίοι δεν ήταν ποτέ ξεκάθαροι ή κοινοί για
τα δύο φύλα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη συγγραφέα, όταν δεν υπάρχουν στόχοι δεν υπάρχουν
και κριτήρια αξιολόγησης ή μετρήσιμα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τέλος, η
τρίτη αρχή αφορά στην αντίθεση ανάμεσα στους όρους «ανισότητα» και «διάκριση». Ενώ η
ανισότητα είναι κυρίως κληρονομική, παθητική και σπάνια αναγνωρίζεται από αυτούς που την
υφίστανται, η διάκριση είναι μια ενεργητική διαδικασία, πλήρως συνειδητή από όσους την
ασκούν. Όπως ισχυρίστηκε η συγγραφέας, η διάκριση αντανακλά ένα σύνολο συνειδητών
πρακτικών, οι οποίες ευθύνονται κυρίως για την άρνηση των ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών
στις γυναίκες ή για την αναγνώριση διαφορετικών αναγκών και προγραμμάτων παρέμβασης.
Σύμφωνα με την Byrne (1987), δύο είναι τελικά οι σημαντικότεροι στόχοι της
εκπαίδευσης: η προσωπική ολοκλήρωση και η επαγγελματική αποκατάσταση και εξέλιξη. Η
συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι η εκπαίδευση είναι πολύ σημαντική για την μετέπειτα μισθωτή
απασχόληση και ότι αν οι γυναίκες δεν αποκτήσουν την ίδια κατάρτιση ή τις ίδιες δεξιότητες
με τους άνδρες, δεν θα είναι ποτέ σε θέση να κάνουν την ίδια δουλειά. Βεβαίως, η ισότητα
στην εκπαίδευση δεν συνεπάγεται από μόνη της ίσες ευκαιρίες εξέλιξης στην εργασία και στη
ζωή, αλλά πάντως είναι σαφές ότι διαφορετικά επίπεδα ή τύποι εκπαίδευσης ανάμεσα στα
φύλα, εμποδίζουν σημαντικά την πρόοδο και εξέλιξη των γυναικών.
Επομένως, μελετώντας κανείς την εκπαίδευση των γυναικών ανακαλύπτει σημαντικές
αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στις σχολικές πρακτικές, στην οργάνωση του σχολείου ή στις
σχολικές επιδόσεις και στις μετέπειτα ζωές των γυναικών σε σχέση με τη δυνατότητα να
ακολουθήσουν τριτοβάθμιες σπουδές, με την κινητικότητα στο επάγγελμα και με τους
μισθούς από την εργασία τους. Έτσι, η εκπαιδευτική διαδικασία, συνδυασμένη με την
ευρύτερη κοινωνική ανισότητα και τις διακρίσεις, οδηγεί τελικά στην περιθωριοποίηση των

128
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

γυναικών (Byrne, 1987). Στην ίδια λογική, οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι οι βαθύτερες
μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, ούτως ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των
γυναικών, δεν πρόκειται να προκύψουν από την επίσημη εκπαίδευση διότι αυτή, καθώς
κατευθύνεται από το κράτος, έχει έννομο ενδιαφέρον να διατηρήσει την ανισότητα ανάμεσα
στα φύλα. Επομένως, οι αλλαγές μπορούν να προκύψουν μόνον από τις ίδιες τις γυναικείες
οργανώσεις, έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα, οι οποίες φέρνοντας στην επιφάνεια διάφορα
σημαντικά στοιχεία της γυναικείας καταπίεσης στο σύνολο της κοινωνίας, πιέζουν ταυτόχρονα
την πολιτεία να επιφέρει εκπαιδευτικές και άλλες αλλαγές (West & Lyon, 1995).

3.2.4 Ανακεφαλαίωση.
Μέχρι πρόσφατα, η μόρφωση και η γνώση στα χέρια των λίγων, σήμαινε για τους
άνδρες, τη δύναμη, τη διακυβέρνηση και τον έλεγχο των πολλών. Για το λόγο αυτό, η
εκπαίδευση αποτέλεσε για τις περισσότερες φεμινίστριες το κλειδί για την κατάκτηση των
ίσων ευκαιριών, σε όλους σχεδόν τους κοινωνικούς τομείς και ο μόνος δρόμος για την πρόοδο
και την ανάπτυξη. Οι φεμινίστριες υποστήριξαν συγκεκριμένα ότι η οι ίσες ευκαιρίες
πρόσβασης, η ποιότητα και η ποσότητα της εκπαίδευσης που αποκτούν οι γυναίκες αποτελούν
αναμφισβήτητα σημαντικούς παράγοντες για την απελευθέρωση τους από αναχρονιστικές
συμπεριφορές και στερεότυπους κοινωνικούς ρόλους.
Ωστόσο, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης
είναι ότι διατηρούν και αναπαράγουν στερεότυπες κοινωνικές αντιλήψεις σε σχέση με τις
συμπεριφορές ή τους ρόλους που περιμένει κανείς από έναν άνδρα και μια γυναίκα. Μάλιστα,
σύμφωνα με την Delamont (1990), ο θεσμός της εκπαίδευσης έχει αποδειχθεί πιο
συντηρητικός σε σχέση με τα στερεότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων, από ότι η
οικογένεια ή το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, μέσα από την οργάνωση του ίδιου του
σχολείου, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, τις προσδοκίες και τον τρόπο διδασκαλίας
των εκπαιδευτικών, η υποχρεωτική εκπαίδευση μεταβιβάζει τα πρότυπα συμπεριφοράς, τα
καθήκοντα, τα δικαιώματα και το σύνολο των δραστηριοτήτων που συνθέτουν το ρόλο του
κάθε φύλου. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της άνισης αντιμετώπισης των φύλων στην
υποχρεωτική εκπαίδευση έχουν να κάνουν με τις περαιτέρω ακαδημαϊκές επιλογές των
μαθητών, τις προσδοκίες των ίδιων για μελλοντική επιτυχία και τους τρόπους με τους οποίους
μαθητές και μαθήτριες αξιολογούν τους εαυτούς τους και τις επιδόσεις τους.
Όπως σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι και στη χώρα μας παρατηρείται
μικρότερη παρουσία των γυναικών στο χώρο της επαγγελματικής κατάρτισης και της τεχνικής
εκπαίδευσης (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1997). Επιπλέον, παρότι η συμμετοχή των
γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, οι
γυναίκες ακολουθούν εντελώς διαφορετικές ακαδημαϊκές κατευθύνσεις από ότι οι άνδρες
συμφοιτητές τους. Οι ερευνήτριες υποστηρίζουν ότι η τριτοβάθμια, όπως και η
δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί μια ξεχωριστή εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία

129
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών

αναπαράγει εξίσου την ανισότητα των φύλων στην κοινωνία και στην εργασία, κατευθύνοντας
τις γυναίκες σε παραδοσιακά «γυναικεία» επαγγέλματα, με χαμηλό κύρος και αντίστοιχα
χαμηλές αμοιβές. Συνήθως, το πανεπιστημιακό περιβάλλον αποδεικνύεται «αδιάφορο» ή στη
χειρότερη περίπτωση σεξισπκό απέναντι στις φοιτήτριες, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι
καθηγητές έχουν διαφορετικές κοινωνικές και εκπαιδευτικές προσδοκίες για άνδρες και
γυναίκες. Γενικότερα, διαπιστώθηκε ότι άνδρες και γυναίκες ωθούνται στην επιλογή των
σπουδών τους σε σχέση με τους ρόλους που καλούνται να διαδραματίσουν αργότερα στην
κοινωνία, οι μεν άνδρες ως επαγγελματίες στη δημόσια σφαίρα της αγοράς εργασίας, οι δε
γυναίκες ως μητέρες και νοικοκυρές σιην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας (Thomas, 1990;
Chisholm, 1994).
Συνεπώς, τα προγράμματα και οι υπηρεσίες επαγγελματικού προσανατολισμού, ειδικά
στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καλούνται να διαδραματίσουν ένα σημαντικό
ρόλο στην προώθηση της ισότητας των ευκαιριών και στην άρση των στερεοτύπων φύλου.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, θα πρέπει η πολιτεία να καθορίσει μια
επίσημη πολιτική ισότητας ανάμεσα στα φύλα, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και
να θέσει ξεκάθαρους και κοινούς στόχους για το περιεχόμενο και το είδος της εκπαίδευσης ή
της κατάρτισης που λαμβάνουν άνδρες και γυναίκες (Coles & Maynard, 1990; West & Lyon,
1995). Μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι η αντίσταση σε μια κοινωνική ή εκπαιδευτική πολιτική
ισότητας προκύπτει κυρίως επειδή η ισότητα κοστίζει ακριβά και επειδή η εξουσία μειώνεται
από τα χέρια όσων την ασκούσαν μέχρι σήμερα. Η σχετική βιβλιογραφία αποδεικνύει επίσης
ότι ο επαγγελματικός προσανατολισμός των γυναικών δεν θα αντιμετωπιστεί ποτέ σωστά, αν
δεν διατυπωθεί μια ξεχωρισιή θεωρία επαγγελματικής ανάπτυξης των γυναικών, η οποία να
περιλαμβάνει τις ιδιαιτερότητες τους, σε σχέση με την κοινωνικοποίηση τους και τα ποικίλα
εμπόδια που συναντούν στην αγορά εργασίας (Farmer, 1997). Παρότι ο θεσμός του σχολικού
επαγγελματικού προσανατολισμού εφαρμόζεται στη χώρα μας από το 1985, ωστόσο σχετικά
πρόσφατα, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1997, ο θεσμός αναβαθμίστηκε και
δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την καλύτερη παροχή των σχετικών
υπηρεσιών σε μαθητές και μαθήτριες. Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους τους Σ.Ε.Π.
αποτελεί σήμερα η υποστήριξη της επαγγελματικής εξέλιξης των μαθητών ανεξάρτητα από
προκαταλήψεις και στερεότυπα φύλου. Ωστόσο, στην πράξη, οι στρατηγικές που
εφαρμόζονται σε σχέση με την προώθηση της ισότητας είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Φαίνεται
ότι οι σύμβουλοι επαγγελματικού προσανατολισμού οφείλουν να προσέξουν ιδιαίτερα την
αυτοεκτίμηση και το αίσθημα αυτεπάρκειας των μαθητριών, προκειμένου να διευρύνουν οι
τελευταίες τις ακαδημαϊκές και επαγγελματικές τους επιλογές (Καραδήμα, 1998; Βενιοπούλου,
1999). Επίσης, οφείλουν να παρέμβουν ενεργητικά, με καινοτόμες μεθόδους, στην ομαλή
μετάβαση και ισότιμη ένταξη των μαθητών στην κοινωνία, επηρεάζοντας το σύνολο των
αντιλήψεων τόσο των ίδιων μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών και των γονέων (Κοψιδά,
1999).

130
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

Είναι γεγονός ότι η ανισότητα στην εκπαίδευση καταδίκασε τις γυναίκες για πολλά
χρόνια σε μια υποδεέστερη θέση, κοινωνικά και επαγγελματικά. Σήμερα, έχει πλέον
αποδειχθεί ότι η υψηλή μόρφωση επηρεάζει θετικά τη συμμετοχή της γυναίκας στην αγορά
εργασίας και στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, η ποσότητα της εκπαίδευσης που
αποκτούν οι γυναίκες και η πρόοδος στις επιδόσεις τους δεν συνεπάγεται την επιτυχία τους
στο επάγγελμα και στη ζωή γενικότερα. Οι φεμινίστριες επισημαίνουν ότι η αύξηση της
γυναικείας εκπαίδευσης οφείλεται σε λόγους όπως η αυξημένη ανάγκη της αγοράς για
ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, η ανάπτυξη μια φιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία ενισχύει την
ισότητα των πολιτών σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες και τέλος το γεγονός ότι η επίσημη
εκπαίδευση δεν αμφισβητεί καθόλου τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, αντίθετα τον
αναπαράγει (Stromquist, 1990). Πράγματι, όλες οι φεμινιστικές θεωρίες προσπάθησαν να
ερμηνεύσουν η κάθε μια από την πλευρά της τις ανισότητες στην εκπαίδευση, εστιάζοντας
αποκλειστικά στον παράγοντα φύλο. Παρά τις αρχικές διαφορές τους, οι περισσότερες
θεωρίες συμφωνούν σήμερα ότι η επίσημη εκπαίδευση ασχολήθηκε αποκλειστικά με την
ανδρική εμπειρία, περιθωριοποιώντας τις γυναίκες στο σύνολο τους. Πάντως, οποιαδήποτε
ολοκληρωμένη θεώρηση για τις ανισότητες της εκπαίδευσης ενάντια στον γυναικείο
πληθυσμό, οφείλει να συμπεριλάβει τόσο ιδεολογικά αίτια γύρω από την κατωτερότητα της
γυναίκας, όσο και οικονομικούς παράγοντες, όπως η ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Τελικά φαίνεται ότι η εκπαιδευτική διαδικασία σε συνδυασμό με την ευρύτερη
κοινωνική ανισότητα και τις διακρίσεις φύλου, οδήγησε σταδιακά στην περιθωριοποίηση των
γυναικών. Έτσι, παρότι η εκπαίδευση διαθέτει τη δυνατότητα να επέμβει στην προηγούμενη
κοινωνικοποίηση των μαθητών σε σχέση με την ταυτότητα του φύλου τους, ενισχύοντας
συστηματικά μια ευρεία κλίμακα συμπεριφορών και προσδοκιών, οι οποίες δεν
προσδιορίζονται φυλετικά, κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν συνέβη. Ωστόσο, οι συνεχείς αγώνες και
οι διεκδικήσεις κυρίως των γυναικείων οργανώσεων έχουν καταφέρει σημαντικές
μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, οι οποίες αμφισβήτησαν τη μέχρι σήμερα
δεδομένη και «φυσική» τάξη πραγμάτων. Αν και τα βήματα είναι ακόμη αργά, ωστόσο η
αλλαγή έχει ήδη δρομολογηθεί και αναμένεται να αποδώσει θετικά σε μελλοντικές
εκπαιδευτικές πρακτικές και διαδικασίες κοινωνικοποίησης των δύο φύλων.

3.3 Επιλογές πτυχιούχων γυναικών: συμπεράσματα ερευνών.

3.3.1 Διαδικασίες μετάβασης από την εκπαίδευση στην απασχόληση.


Τα αποτελέσματα μια διακρατικής μελέτης σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία,
Γερμανία και Σουηδία) έδειξαν ότι η επιλογή του τομέα σπουδών αποτελεί τον σημαντικότερο
προσδιοριστικό παράγοντα για την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας (Lyon, 1996).
Γενικά, οι ευκαιρίες στην αγορά εργασίας για τις μορφωμένες γυναίκες απόφοιτες
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι περισσότερες σε σχέση με τις λιγότερο μορφωμένες και

131
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

ανειδίκευτες σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Παρ' όλα αυτά, σε σχέση με τους
άνδρες συναδέλφους τους, οι γυναίκες αμείβονται λιγότερο, γεγονός που οφείλεται συνήθως
στα μειωμένα ωράριο απασχόλησης των γυναικών εξαιτίας του διπλού τους ρόλου στην
εργασία και στην οικογένεια. Από την άλλη, σύμφωνα με πολλές ερευνήτριες, η επιλογή του
τομέα σπουδών εκ μέρους των γυναικών φαίνεται ότι προϋποθέτει συγκεκριμένες δουλειές για
τις γυναίκες (Lyon, 1996; Thomas, 1990). Τα παραπάνω δεδομένα επιβαρύνονται ακόμη
περισσότερο από τις σεξιστικές προσδοκίες των εργοδοτών για την επαγγελματική
συμπεριφορά των γυναικών.
Σύμφωνα με την Lyon (1996), η ισότιμη πρόσβαση των γυναικών στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση δεν αντικατοπτρίζεται σε όλους τους τομείς σπουδών, ούτε έχει συνδυαστεί με
την ισότιμη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες προετοιμάζονται για
επαγγέλματα παραδοσιακά γυναικεία και ακολουθούν επαγγελματικά μονοπάτια με τις
προϋποθέσεις του οικιακού τους ρόλου. Έτσι, στην αγορά εργασίας αναλαμβάνουν τις
κατώτερες θέσεις στην ιεραρχία, κυρίως στο δημόσιο τομέα και με τα χαμηλότερα
εισοδήματα. Μακροπρόθεσμα επίσης, χάνουν τα κέρδη τους και το επαγγελματικό τους
κύρος καθώς αναγκάζονται να εργαστούν εποχικά ή με μερική απασχόληση. Η Thomas
(1990) αναφέρει ότι οι εκπαιδευτικές επιλογές των γυναικών και των ανδρών συνδέονται με
κοινωνικές αξίες και πολιτισμικές αποχρώσεις που αποδίδονται στις θεωρητικές και τις θετικές
επιστήμες και ότι το πρόβλημα της εξισορρόπησης των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα δύο
φύλα δεν λύνεται προωθώντας περισσότερες γυναίκες σε παραδοσιακά ανδρικούς τομείς
σπουδών. Έτσι οι γυναίκες στην ανώτατη εκπαίδευση, ανεξάρτητα από το είδος των
σπουδών τους, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αντιφατικά μηνύματα και προσδοκίες σε
σχέση με τον κοινωνικό τους ρόλο απέναντι στους τομείς της εργασίας και της οικογένειας.
Οι διαδικασίες μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας έχουν
μελετηθεί κυρίως σε σχέση με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την αγορά εργασίας για
κορίτσια που προέρχονται ως επί το πλείστον από εργατικές κοινωνικές τάξεις. Τα
αποτελέσματα των ερευνών αυτών αποκαλύπτουν ότι από την εφηβική ηλικία ακόμη τα
κορίτσια προχωρούν σε εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές, οι οποίες θα τις
επιτρέψουν να ανταποκρίνονται ταυτόχρονα σε παραδοσιακούς οικογενειακούς ρόλους
(Gaskell, 1983; Wallace, 1987; Griffin, 1987; Chisholm, 1994). Φαίνεται ότι η προοπτική της
οικογένειας επηρεάζει τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας τόσο των αγοριών όσο και των
κοριτσιών, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, οι άνδρες ταυτίζονται με τον ρόλο
του «κουβαλητή» και αυτού που θα συντηρήσει οικονομικά κυρίως την οικογένεια, ενώ οι
γυναίκες με το ρόλο της συζύγου, της μητέρας και αυτής που θα υποστηρίξει συναισθηματικά
κυρίως την οικογένεια (Gaskell, 1983; Wallace, 1987). Με άλλα λόγια, ενώ για τα κορίτσια
υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στον εργασιακό και οικιακό τους ρόλο, για τα αγόρια οι δύο
τομείς είναι αμοιβαία υποστηρικτικοί μεταξύ τους. Επομένως, παράλληλα με την
αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας αναπαράγεται και το συγκεκριμένο μοντέλο

132
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

οικογενειακής ζωής, διότι οι γυναίκες προϋποθέτουν έναν ισχυρό οικιακό ρόλο, ο οποίος δεν
πρέπει να παρεμποδίζεται από τη μισθωτή τους απασχόληση. Η Gaskell (1983) αναφέρει ότι
παρότι η μισθωτή απασχόληση αυξάνει τη δύναμη της γυναίκας και τον έλεγχο που ασκεί σε
μια οικογένεια, ωστόσο δεν εξομοιώνει τη δύναμη της με την αντίστοιχη των ανδρών.
Σύμφωνα με την Chisholm (1994), τα κορίτσια δεν επιλέγουν τις πραγματικές τους
προτιμήσεις, ωστόσο είναι ρεαλίστριες σε σχέση με τις πιθανότητες επιτυχίας τους στην
αγορά εργασίας, σε σχέση με τις δυσκολίες που εμπεριέχονται στο συνδυασμό μιας καριέρας
με την οικογενειακή ζωή κάτω από τις παρούσες συνθήκες και τέλος, σε σχέση με την
απροθυμία των ανδρών να μοιραστούν ρόλους και υπευθυνότητες σε μια πιο ισότιμη βάση. Η
ίδια ισχυρίζεται επιπλέον, ότι μελετώντας τις διαδικασίες της μετάβασης των γυναικών από
την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας και όχι τα αποτελέσματα, μπορεί κανείς να ανακαλύψει
την εμβρυακή έστω αντίσταση των γυναικών στην υιοθέτηση παραδοσιακών επαγγελματικών
και οικογενειακών ρόλων στο μέλλον (Chisholm, 1994). Στην έρευνα που διεξήγαγε η
Chisholm (1994), η αντίληψη των κοριτσιών για τον κόσμο της αγοράς εργασίας
προσδιορίζεται έντονα από το φύλο τους και την κοινωνική τους τάξη, ενώ η απόσταση
ανάμεσα στις εκπαιδευτικές ή επαγγελματικές φιλοδοξίες και στις προσδοκίες για τον εαυτό
τους μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο καθώς ενηλικιώνονται. Έτσι, τα κορίτσια
υποβαθμίζουν συνεχώς τις ελπίδες τους για το μέλλον, καθώς αναπτύσσουν μια μειονεκτική
ιδέα για τον εαυτό τους, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το φάσμα των μελλοντικών τους
επαγγελματικών επιδιώξεων.
Παρόμοια, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιβλιογραφίας σε σχέση με την
εκπαίδευση των γυναικών αφορά κυρίως στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση
και συγκεκριμένα στα στερεότυπα φύλου που αναπαράγονται στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής
διαδικασίας. Οι μελέτες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση επικεντρώνονται αποκλειστικά στη
θέση και στην εξέλιξη των γυναικών πανεπιστημιακών. Παρότι όλοι αναγνωρίζουν ότι οι
ανώτατες σπουδές συμβάλλουν θετικά στην απελευθέρωση των γυναικών, δεν έχει μελετηθεί
εάν και με ποιόν τρόπο οι σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διευκολύνουν πραγματικά την
είσοδο και εξέλιξη της ελληνίδας στην αγορά εργασίας ή συμβάλλουν σιην βελτίωση της
θέσης της στην οικογενειακή σφαίρα. Πράγματι, σημαντική είναι η έλλειψη μελετών που
αναφέρονται στις διαδικασίες μετάβασης των φοιτητών από το πανεπιστήμιο στην αγορά
εργασίας και στις προσδοκίες που αναπτύσσουν σε σχέση με τους μελλοντικούς τους ρόλους,
στους τομείς της εργασίας και της οικογένειας.
Εξαιρέσεις αποτελούν ορισμένες μελέτες, οι οποίες πραγματεύονται τη μετάβαση των
νέων από τη δευτεροβάθμια όμως εκπαίδευση στις σπουδές και στην εργασία. Οι μελέτες
αυτές αναφέρονται στον εκπαιδευτικό και επαγγελματικό προσανατολισμό των εφήβων που
ολοκληρώνουν τη υποχρεωτική εκπαίδευση και προέρχονται κυρίως από χαμηλά
κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Έτσι, από μια ευρύτερη έρευνα στο νομό Δωδεκανήσου, με
δείγμα μαθητών από δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια της περιοχής, φαίνεται ότι τα κορίτσια

133
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

έχουν εσωτερικεύσει σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι τα αγόρια τις αρχές της ισότητας των
φύλων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, 1997). Ωστόσο, οι
προοδευτικές αντιλήψεις των κοριτσιών χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από έντονες αντιφάσεις,
όσον αφορά τους ρόλους των δύο φύλων, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις ανισότητες της
σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και τις συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν οι ίδιες σε
σχέση με τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές τους επιλογές. Παρά τις φιλοδοξίες τους για
σπουδές και καριέρα, όλα τα κορίτσια επιθυμούν να παντρευτούν αμέσως μετά τις σπουδές
τους, προδιαγράφοντας για τους εαυτούς τους υποτελείς ρόλους μέσα σιην οικογένεια αλλά
και στην κοινωνία γενικότερα (Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, 1997). - Οι προοπτικές δε για την
επίτευξη της ισότητας των φύλων περιορίζονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι τα
κορίτσια αυτά συμπορεύονται με μια γενιά αγοριών, που σε γενικές γραμμές παραμένει
προσανατολισμένη σε παραδοσιακούς και άνισους φυλετικούς ρόλους.
Σε μια άλλη μελέτη που αφορούσε σης επαγγελματικές επιλογές και στις προσδοκίες
μαθητών γυμνασίου και λυκείου, από υποβαθμισμένες κοινωνικοοικονομικά περιοχές του
νομού Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ότι και τα δύο φύλα θεωρούν την ανώτατη μόρφωση ως το
εισιτήριο τους για την αγορά εργασίας, με τη διαφορά όμως ότι τα κορίτσια
προσανατολίζονται περισσότερο στις σπουδές και σε εξωτερικούς παράγοντες, ενώ τα αγόρια
δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στην εξυπνάδα τους (Μπουρνούδη &
Ψάλτη, 1997). Όσον αφορά στις αξίες και στις αντιλήψεις που καθοδηγούν τους νέους στην
επιλογή επαγγέλματος, οι ερευνήτριες διαπίστωσαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα
δύο φύλα. Έτσι, τα κορίτσια επιλέγουν κυρίως τα επαγγέλματα που τις ενδιαφέρουν και που
τις επιτρέπουν να συνδυάσουν την επαγγελματική με την οικογενειακή τους ζωή, είτε
πρόκειται για ακαδημαϊκά, είτε για τυπικά γυναικεία επαγγέλματα. Αντίθετα, τα αγόρια δίνουν
πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις οικονομικές απολαβές και στην ασφάλεια που προσφέρει μια
δουλειά και διαλέγουν περισσότερο από ότι τα κορίτσια τεχνικά και χειρωνακτικά
επαγγέλματα. Επιπλέον, η επαγγελματική αποκατάσταση φαίνεται ότι είναι πιο επιτακτική για
τα αγόρια, τα οποία δέχονται για το λόγο αυτό περισσότερες πιέσεις από τους γονείς τους σε
σχέση με το επάγγελμα που πρέπει να ακολουθήσουν (Μπουρνούδη & Ψάλτη, 1997).
Τέλος, τα στοιχεία από μια άλλη μελέτη σε 230 μαθητές και μαθήτριες τεχνικών και
επαγγελματικών λυκείων της ευρύτερης περιοχής Αθηνών, που προέρχονταν κυρίως από
οικογένειες μεσαίου και χαμηλού οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου, επιβεβαιώνουν
απόλυτα τα παραπάνω συμπεράσματα (Γιαννακοπούλου, 1997). Σύμφωνα με την
ερευνήτρια, τα κορίτσια προβάλλουν πρωταρχικά την κοινωνική αναγκαιότητα της εργασίας,
την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον της απασχόλησης, ενώ αξιολογούν ισότιμα τη
μισθωτή απασχόληση με το ελεύθερο επάγγελμα. Αντίθετα, τα αγόρια προβάλλουν
πρωταρχικά την αμοιβή, ενώ αξιολογούν θετικά την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον
της απασχόλησης, δίνοντας όμως προτεραιότητα στο ελεύθερο επάγγελμα σε σχέση με τη
μισθωτή εργασία. Η Γιαννακοπούλου (1997) αναφέρει ότι τα αξιολογικά κριτήρια και οι

134
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

προσδοκίες των δύο φύλων σε σχέση με την απασχόληση διαμορφώνονται από τις ίδιες τις
ευκαιρίες που προσφέρει η αγορά εργασίας, η οικογένεια και το σχολείο και είναι απόλυτα
ρεαλιστικές. Ωστόσο, η διάκριση των φύλων σε όλους τους παραπάνω τομείς περιορίζει τις
προσδοκίες των κοριτσιών, αποκλείοντας τις από πολλές κατηγορίες υψηλά αμειβομένων και
με επαγγελματικό ενδιαφέρον θέσεων απασχόλησης.

3.3.2 Επιλογές πτυχιούχων γυναικών σε σχέση με την μισθωτή


εργασία και την οικογένεια.

Αρκετές μελέτες στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής διερευνούν τον
τρόπο με τον οποίο ο παράγοντας φύλο επηρεάζει τις στάσεις και τις προσδοκίες των
προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών σε σχέση με την επαγγελματική και οικογενειακή
ζωή και την εξισορρόπηση των επαγγελματικών και οικογενειακών απαιτήσεων. Σύμφωνα με
τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, παρότι διαπιστώνεται μια αλλαγή στις στάσεις των δύο
φύλων προς την κατεύθυνση της ισότητας στους τομείς της εκπαίδευσης της οικογένειας και
της εργασίας, ωστόσο τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες προσδοκούν ότι οι γυναίκες θα
διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στην οικογένεια, ενώ οι άνδρες στην αγορά εργασίας
(Covin & Brush, 1991; Spade & Reese, 1991; Davey, 1998). Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα
έδειξαν διαφορές στις στάσεις και στις αντιλήψεις των δύο φύλων ειδικά σε σχέση με την
ευθύνη και τη φροντίδα των παιδιών και την επίδραση τους στη μισθωτή απασχόληση των
γυναικών. Αν και οι γυναίκες κατά μέσο όρο εμφανίζονται πιο ευαίσθητες ή πιο προοδευτικές
απ' ότι οι άνδρες σε θέματα που αφορούν στους ρόλους των δύο φύλων, επιδεικνύουν
ταυτόχρονα ανάλογες στερεότυπες αντιλήψεις. Έτσι, σύμφωνα με τις Spade & Reese
(1991), ο παραπάνω μελλοντικός προσανατολισμός προϋποθέτει μια «ασύμμετρη»
τοποθέτηση των φύλων στο χώρο της ιδιωτικής και εργασιακής σφαίρας, γεγονός το οποίο
δημιουργεί περισσότερες συγκρούσεις και προβλήματα στις γυναίκες, οι οποίες προσπαθούν
από μόνες τους να συμφιλιώσουν τους δύο τομείς.
Έρευνα σε φοιτητές και φοιτήτριες, που προέρχονταν κυρίως από μεσα\α και ανώτερα
κοινωνικά στρώματα, απέδειξε ότι ακόμη και σήμερα στην αμερικάνικη κοινωνία οι γυναίκες
αντιμετωπίζουν αντιφατικές συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες οι σύγχρονες προσδοκίες τους
για επιτυχημένη καριέρα συγκρούονται με τις παραδοσιακές κοινωνικές επιταγές του γάμου
και της μητρότητας (Novack & Novack, 1996). Το κρίσιμο συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι
οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ανάμικτα και αντιφατικά μηνύματα, τα οποία τελικά τις οδηγούν
σε μια απογοήτευση στο σχεδιασμό της ζωής τους μετά το πανεπιστήμιο. Επομένως, φαίνεται
ότι αν και ο δρόμος για μια επιτυχημένη καριέρα είναι πιο ανοιχτός σε σύγκριση με
προηγούμενα χρόνια, ωστόσο ο συνδυασμός της εργασίας με την οικογένεια δεν είναι
καθόλου εύκολη υπόθεση. Σύμφωνα με τις Etzion & Bailyn (1994), ο τρόπος με τον οποίο οι
γυναίκες εργαζόμενες σε θέσεις μηχανικών και διοίκησης βιώνουν ή συμφιλιώνουν τις
απαιτήσεις της επαγγελματικής και ιδιωτικής τους ζωής σε δύο διαφορετικά πολιτισμικά

135
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

περιβάλλοντα, όπως το Ισραήλ και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, είναι παρόμοιος. Οι


γυναίκες και στις δύο χώρες φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν ένα πρακτικό δίλημμα στην
προσπάθεια τους να συνδυάσουν την καριέρα με την οικογένεια, καθώς η χρονική περίοδος
κατά την οποία κανείς δίνει έμφαση στις σπουδές και στη σταδιοδρομία του συμπίπτει στις
γυναίκες με τη δημιουργία οικογένειας, η οποία τις περισσότερες φορές αναχαιτίζει τη
σταθερή και ανοδική πορεία της καριέρας, δημιουργώντας έντονες συγκρούσεις σε πολλές
γυναίκες. Παρά τις πολλές ομοιότητες ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς, οι γυναίκες από το
Ισραήλ αντιμετωπίζουν περισσότερο την οικογένεια ως δεδομένο και προσαρμόζουν την
καριέρα τους σπς απαιτήσεις της οικογένειας, ανάλογα με τις δεδομένες συνθήκες και το
στάδιο της ζωής τους. Αντίθετα, για τις αμερικανίδες η καριέρα είναι το δεδομένο και το αν,
πότε και πως θα αποκτήσουν οικογένεια εξαρτάται από το στάδιο και τις συνθήκες της
καριέρας τους.
Άλλες παρόμοιες μελέτες επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι οι επαγγελματικές επιλογές
των γυναικών είναι ασταθείς ως αποτέλεσμα της επιρροής του γάμου και της οικογένειας στη
φύση και την έκταση της επαγγελματικής τους ανάμιξης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μη
παραδοσιακά γυναικεία επαγγέλματα (Sutherland, Hartman & Blum, 1993). Για παράδειγμα, η
Grant (1989) διαπίστωσε ότι γυναίκες διευθύντριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν
είχαν ποτέ ξεκάθαρους επαγγελματικούς στόχους ούτε σχέδια, τα οποία ακολούθησαν
συστηματικά από την αρχή της καριέρας τους προκειμένου να εξελιχθούν. Σε σχέση με τη
στάση τους απέναντι στη σταδιοδρομία τους, οι διευθύντριες της μελέτης εξέφρασαν τα εξής:
α) αβεβαιότητα για τα γεγονότα της προσωπικής τους ζωής (γάμος και παιδιά) και των
επιπτώσεων τους στην επαγγελματική τους εξέλιξη και άλλα οικογενειακά προβλήματα, όπως
ασθένειες, τα οποία έκαναν δύσκολο οποιοδήποτε σχεδιασμό, β) έλλειψη συνειδητοποίησης
των επαγγελματικών σταδίων και άγνοια των κατάλληλων κινήσεων για προαγωγή και γ)
εναλλακτικές έννοιες στην επαγγελματική δέσμευση (Grant, 1989). Στην πραγματικότητα, οι
περισσότερες γυναίκες είχαν βάλει την καριέρα τους «σε αναμονή» με την προσδοκία του
γάμου και της μητρότητας, ενώ τα σχέδια τους αφορούσαν πρωταρχικά την οικογένεια και όχι
την καριέρα τους. Σε μια άλλη μελέτη, με γυναίκες επαγγελματίες μηχανικούς της Μ.
Βρετανίας και της Αμερικής, οι ερωτώμενες εξέφρασαν σημαντικές δυσκολίες και προβλήματα
στην προσπάθεια τους να ενταχθούν σε έναν επαγγελματικά ανδροκρατούμενο χώρο (Carter
& Kirkup, 1990). Στην ουσία, το άγχος τους επικεντρώνονταν στην προσπάθεια να
συνδυάσουν την επαγγελματική τους ταυτότητα με την ιδιωτική τους ζωή και την ταυτότητα
τους ως γυναίκες. Έτσι, ενώ το εκπαιδευτικό περιβάλλον κατά τη διάρκεια των σπουδών τους
είναι υποοτηρικτικό και προστατευτικό απέναντι τους, η ένταξη των γυναικών μηχανικών
στην αγορά εργασίας συναντά πολλές δυσκολίες εξαιτίας του φύλου τους. Συγκεκριμένα, οι
γυναίκες μηχανικοί ανέφεραν ότι το φύλο τους επηρεάζει τις σχέσεις τους με τους άνδρες
συναδέλφους τους και τους προϊσταμένους τους, το είδος της εργασίας που τους αναθέτουν
καθώς και την εξέλιξη τους στο χώρο της εργασίας (Carter & Kirkup, 1990). Τέλος, οι

136
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

γυναίκες εργαζόμενες σε παραδοσιακά ανδρικούς τομείς εργασίας αντιμετωπίζουν συχνά


ελαφρύτερα ή εντονότερα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης τα οποία δυσχεραίνουν
σημαντικά την εργασία τους, τη συναισθηματική τους κατάσταση και την εξέλιξη τους.
Οι Rosenfeld & Spenner (1992) ισχυρίζονται ότι συγκεκριμένες θέσεις εργασίας είναι
περισσότερο διαχωρισμένες κατά φύλο παρά τα διάφορα επαγγέλματα. Έτσι, ακόμη και όταν
οι γυναίκες εργαζόμενες εισάγονται σε ένα παραδοσιακά ανδρικό επάγγελμα, όπως αυτό των
μηχανικών, στην πραγματικότητα παραμένουν σε θέσεις εργασίας που ταιριάζουν
περισσότερο με το φύλο τους και θεωρούνται «γυναικείες», εξαιτίας θεσμικών και ανεπίσημων
κοινωνικών πιέσεων. Οι παραπάνω συγγραφείς εξέτασαν το εργασιακό ιστορικό μιας ομάδας
νέων γυναικών και διαπίστωσαν ότι οι εργασιακές μετακινήσεις ποικίλουν, ωστόσο η ροή είναι
δυνατότερη προς τα επαγγέλματα που ταιριάζουν με το φύλο τους παρά με αυτά που δεν
ταιριάζουν. Οι μετακινήσεις των γυναικών σε στερεοτυπικά ανδρικά επαγγέλματα συνδέονται
κυρίως με περισσότερες φιλοδοξίες, με περισσότερες αμοιβές και αφοσίωση στην εργασία ή
με την ανάγκη των εργοδοτών για ισότητα φύλων στους εργαζόμενους, ενώ οι μετακινήσεις
σε στερεοτυπικά γυναικεία επαγγέλματα συνδέονται κυρίως με τις υποχρεώσεις της
οικογένειας (Rosenfeld & Spenner, 1992).
Από την άλλη, έρευνες σε νέους απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσον αφορά
τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα σε σχέση με το μέγεθος και το είδος της οικιακής
δραστηριότητας και το αίσθημα ευθύνης των οικιακών υποχρεώσεων σε διάφορα στάδια της
οικογενειακής ζωής έδειξαν ότι οι νέοι άνδρες δεν αντιλαμβάνονται τα οικιακά καθήκοντα ως
τον πρωταρχικό τους ρόλο, ούτε αισθάνονται το ίδιο αίσθημα ευθύνης όταν γίνονται γονείς
(Douthitt, 1989; Lennon & Rosenfield, 1994; South & Spitze, 1994; Perkins & Demeis, 1996).
Ανεξάρτητα από το είδος της οικογενειακής κατάστασης (π.χ. ανύπανδρος-η, ελεύθερη
συμβίωση, έγγαμος-η, διαζευγμένος-η, χήρος-α), διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες αφιερώνουν
πάντα περισσότερο χρόνο στο νοικοκυριό, με τις μεγαλύτερες διαφορές ανάμεσα στα φύλα να
συναντώνται στους παντρεμένους άνδρες και γυναίκες (South & Spitze, 1994). Ο χρόνος
μάλιστα που ξοδεύουν οι άνδρες στο νοικοκυριό είναι περίπου ο ίδιος σε όλες τις συνθήκες
δηλαδή είτε πρόκειται για ανύπανδρους, είτε για άνδρες που συγκατοικούν, είτε για
παντρεμένους. Σύμφωνα με τους Perkins & Demeis (1996), οι γυναίκες αντιλαμβάνονται τη
συμμετοχή τους στα οικιακά ως υποχρεωτική, ενώ οι άνδρες ως εθελοντική. Βέβαια από μια
έρευνα στον Καναδά, διαπιστώθηκε ότι με την πάροδο του χρόνου οι παντρεμένες γυναίκες
έχουν μειώσει τον χρόνο που ξοδεύουν στην προετοιμασία του φαγητού και έχουν αυξήσει το
χρόνο που ξοδεύουν στα παιδιά τους (Douthitt, 1989). Αντίθετα, οι άνδρες έχουν αυξήσει το
χρόνο που ξοδεύουν στην προετοιμασία του φαγητού και στη φροντίδα των παιδιών, αν και η
συμμετοχή τους περιορίζεται κυρίως στα σαββατοκύριακα και είναι ανεξάρτητη από τη
συμμετοχή της γυναίκας στην μισθωτή εργασία.
Επιπλέον, σε μια άλλη εθνική μελέτη σε νοικοκυριά της Αμερικής διαπιστώθηκε ότι
παρ' όλο που οι εργαζόμενες και παντρεμένες γυναίκες εκτελούν τουλάχιστον διπλάσια οικιακή

137
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

εργασία σε σχέση με τους συζύγους τους, η πλειονότητα των γυναικών πιστεύουν ότι αυτή η
κατάσταση είναι δίκαιη (Lennon & Rosenfield, 1994). Οι ερευνήτριες υποστηρίζουν μια
ερμηνεία «κοινωνικής ανταλλαγής» σύμφωνα με την οποία, γυναίκες που έχουν λιγότερες
προοπτικές εκτός γάμου και περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες είναι πιο πιθανό να
αντιμετωπίζουν μια παραδοσιακή διάκριση της οικιακής εργασίας ως δίκαιη, ενώ γυναίκες με
περισσότερες προοπτικές και εναλλακτικές την αντιμετωπίζουν ως άδικη. Ως εκ τούτου, οι
γυναίκες που αντιλαμβάνονται την παραπάνω κατάσταση ως άδικη και άνιση εις βάρος τους,
δεν αισθάνονται ψυχολογικά ισορροπημένες. Ωστόσο, ακόμη κι όταν οι γυναίκες επιθυμούν
πιο προοδευτικά οικογενειακά σχήματα, με τους άνδρες να αναλαμβάνουν καθήκοντα και
δουλειές του σπιτιού, δεν μπορούν να επιβάλλουν μια τέτοια συμπεριφορά. Γενικότερα,
αποτελέσματα ερευνών αναδεικνύουν μια ισχυρή σχέση ανάμεσα σε επαγγελματικές
εμπειρίες, -επιλογές τρόπου ζωής και στάσεις για τους ρόλους των δύο φύλων, ιδιαίτερα στις
γυναίκες (Cassidy & Warren, 1996). Για παράδειγμα, οι γυναίκες που εργάζονται με πλήρη
απασχόληση εκφράζουν συνήθως και τους πιο προοδευτικούς οικογενειακούς ρόλους για τα
δύο φύλα, ενώ ακολουθούν οι γυναίκες με μερική απασχόληση. Αντίθετα, οι στάσεις και οι
αντιλήψεις των γυναικών που δεν εργάζονται καθόλου είναι συνήθως παρόμοιες με αυτές των
ανδρών. Τέλος, οι αντιλήψεις και οι στάσεις των παντρεμένων ανδρών για τους ρόλους των
δύο φύλων μέσα και έξω από το σπίτι, φαίνεται ότι δεν επηρεάζονται από το επαγγελματικό
καθεστώς της γυναίκας τους.
Ενδιαφέρον τέλος προκαλεί το γεγονός ότι άνδρες με γυναίκες που εργάζονται έχουν
υψηλότερους μισθούς από ότι ανύπανδροι άνδρες, ενώ άνδρες με γυναίκες που δεν
εργάζονται καθόλου έχουν τους πιο υψηλούς μισθούς από όλους. Η παραπάνω σχέση
παραμένει ίδια ακόμη κι όταν ελεγχθούν άλλες ανεξάρτητες μεταβλητές, οι οποίες μπορεί να
επηρεάζουν τους μισθούς των ανδρών (Bellas, 1992). Η συγκεκριμένη μελέτη εξέτασε
δεδομένα από ένα εθνικό δείγμα ανδρών καθηγητών που εργάζονταν σε πανεπιστημιακά
ιδρύματα για να προσδιορίσει αν η οικογενειακή κατάσταση των ανδρών και η εργασία της
γυναίκας τους επηρεάζει τα επίπεδα των μισθών τους. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες όχι
μόνο παρέχουν ένα υποοτηρικτικό περιβάλλον, μέσα από τις οικιακές υπηρεσίες και τη
συναισθηματική υποστήριξη που προσφέρουν, αλλά συμβάλλουν άμεσα στη μισθωτή εργασία
των συζύγων τους και στην επαγγελματική τους εξέλιξη. Η προσφορά αυτή των γυναικών
σπάνια αναγνωρίζεται και φυσικά ποτέ δεν πληρώνεται. Αντίθετα, οι ανταμοιβές για τη
γυναίκα έρχονται έμμεσα, μέσα από τις επιτυχίες και τις μισθολογικές αυξήσεις του συζύγου
της. Το φαινόμενο αυτό έχει ονομαστεί ως η καριέρα δύο ανθρώπων (the «two-person
career»), ενώ φαίνεται ότι ακόμη και εργαζόμενες γυναίκες έχουν οικονομικό κίνητρο να
επενδύουν ή τουλάχιστον να μην εμποδίζουν την καριέρα του συζύγου τους (Bellas, 1992).
Στην Ελλάδα, πολλές μελέτες που αφορούν στη θεματική «γυναίκα» αναφέρονται είτε
στη γυναικεία απασχόληση, είτε στη συμφιλίωση της εργασίας και της οικογένειας, ενώ
προέρχονται κυρίως από εκπροσώπους του φεμινιστικού ακαδημαϊκού και πολιτικού

138
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

κινήματος. Όσον αφορά ειδικότερα στη σχέση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής
των γυναικών, η οποία προσδιορίζει σήμερα την καθημερινότητα ενός μεγάλου αριθμού
ελληνίδων, η βιβλιογραφία αναφέρεται σε τρεις κυρίως θεματικές ενότητες: α) στη διαπλοκή
της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής των γυναικών, β) στα οικογενειακά πρότυπα ή
στις συζυγικές πρακτικές που υιοθετούν άνδρες και γυναίκες σε σχέση με την κατανομή της
οικιακής εργασίας και τους συζυγικούς ρόλους και γ) στη σχέση της γυναικείας γονιμότητας με
την απασχόληση (Θανοπούλου, Κωτσοβέλου & Παπαρούνη, 1999).

3.3.2.1 Η συμφιλίωση της εργασίας και της οικογένειας στην


ελληνική πραγματικότητα.

Ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο και η διχοτόμηση του χώρου σε ιδιωτικό και
δημόσιο καθώς και των αντίστοιχων δραστηριοτήτων σε γυναικείες και ανδρικές,
περιθωριοποίησε τη γυναίκα στην οικογένεια, αποκλείοντας την συστηματικά από την
αμειβόμενη εργασία. Η «φυσική» υποχρέωση των γυναικών να αναλάβουν αποκλειστικά τις
ευθύνες του νοικοκυριού και την ανατροφή των παιδιών καθόρισε όχι μόνο τη συμμετοχή
τους στην αγορά εργασίας αλλά και το είδος της μισθωτής εργασίας που εκτελούν, τις
συνθήκες και τα ωράρια εργασίας τους (Αβδελά, 1986; Βαΐου & Στρατηγάκη, 1989).
Επομένως, η αδύνατη θέση των παντρεμένων κυρίως γυναικών στο χώρο της παραγωγής και
η αδυναμία ενσωμάτωσης τους ισότιμα με τους άνδρες, προκύπτει από την ιδεολογία που
περιβάλλει τη γυναικεία εξωοικογενειακή απασχόληση ως βοηθητική και συμπληρωματική της
ανδρικής. Η Σκόδρα (1993) αναφέρει ότι οι γυναίκες παραμένουν τελικά δανεισμένες στην
αγορά εργασίας και εφόσον η οικογένεια τις χρειάζεται επιστρέφουν σε αυτήν και στον ρόλο
της φροντίδας. Έτσι, οι οικογενειακές ανάγκες αποτελούσαν ανέκαθεν προτεραιότητα της
ελληνίδας εργαζόμενης γυναίκας, οδηγώντας την είτε σε υποβαθμισμένες μορφές
απασχόλησης, οι οποίες «ταιριάζουν» με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της, είτε στην
ολοκληρωτική έξοδο της από την μισθωτή απασχόληση.
Παρ' όλ' αυτά, το μοντέλο των οικογενειών «διπλής σταδιοδρομίας», όπου και οι δύο
σύζυγοι εργάζονται, κατακτά όλο και περισσότερες χώρες, ενώ το ποσοστό των οικονομικά
ενεργών παντρεμένων γυναικών στην Ελλάδα αυξήθηκε γρηγορότερα από το συνολικά
οικονομικά ενεργό γυναικείο πληθυσμό (Μισέλ, 1981). Έχει βρεθεί επίσης ότι η εργαζόμενη
μητέρα ασκεί μεγαλύτερη εξουσία σε σχέση με την άνεργη μητέρα ή την άτεκνη σύζυγο
(Μισέλ, 1981). Όμως, το κόστος της ταυτόχρονης εξωοικογενειακής απασχόλησης και της
υποχρεωτικής απασχόλησης της γυναίκας με τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή των
παιδιών, αποτέλεσε την «κοινωνική ποινή» της ελληνίδας (Σινόπουλος, 1986). Με άλλα λόγια,
όσο ο επαγγελΜατικός χρόνος της γυναίκας πλησιάζει το πλήρες ωράριο, τόσο μεγαλώνει η
«κοινωνική ποινή» της εργαζόμενης. Έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών
έδειξε ότι η τεχνολογία δεν μείωσε την ποσότητα της εργασίας στο σπίτι, ότι οι άνδρες
αποφεύγουν τις οικιακές εργασίες και ότι οι γυναίκες που δεν εργάζονται έχουν κατά 25%

139
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

λιγότερο ελεύθερο χρόνο σε σχέση με τους άνδρες εργαζόμενους, ενώ οι εργαζόμενες


γυναίκες ακόμη λιγότερο (Σινόπουλος, 1986). Αντίθετα με τη γυναίκα, ο άνδρας θεωρεί ότι ο
γάμος διευκολύνει την επαγγελματική του δραστηριότητα, εφόσον μέσα από την οικογένεια
καλύπτονται όλες οι προσωπικές του ανάγκες.
Η συμμετοχή των ανδρών στις οικιακές εργασίες, όπως αναφέρθηκε ήδη στο 2°
κεφάλαιο, εξαρτάται από την εκπαίδευση τους, το εισόδημα τους και την επαγγελματική
απασχόληση της συζύγου τους, ενώ η συμμετοχή τους περιορίζεται κυρίως σε εξωτερικές
δουλειές (π.χ. ψώνια) (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Πάντως, το υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο
του συζύγου συνδέεται με φιλελεύθερους τρόπους συμπεριφοράς, ενώ το υψηλό εισόδημα
και η υψηλή κοινωνική του θέση δεν συνδέεται στην Ελλάδα με άσκηση μεγαλύτερης
εξουσίας σε αντίθεση με άλλες χώρες (Μουσούρου, 1985). Φαίνεται ότι οι εργαζόμενες
γυναίκες οε σχέση με τις άνεργες δέχονται μεγαλύτερη βοήθεια στα οικιακά από τους
συζύγους τους, παρ' όλο που οι ίδιες εξακολουθούν να έχουν την ευθύνη του νοικοκυριού.
Γενικά, η κατανομή των οικιακών δραστηριοτήτων ακολουθεί πιο σύγχρονα σχήματα σε
ζευγάρια στα οποία οι γυναίκες εργάζονται και προτίθενται να συνεχίσουν μέχρι τη
συνταξιοδότηση (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Τέλος, η ικανοποίηση της γυναίκας μέσα στο
γάμο εξαρτάται από το βαθμό συμμετοχής του συζύγου στο νοικοκυριό, την άσκηση εξουσίας
που ασκεί και την κατά φύλο εξειδίκευση των αποφάσεων (Μισέλ, 1981).
Ένας άλλος τομέας στον οποίο οι έλληνες άνδρες φαίνεται ότι ασκούν σημαντική
εξουσία είναι αυτός της απόφασης της γυναίκας για εξωοικογενειακή απασχόληση. Πιστεύεται
ότι οι γυναίκες θα συνεχίσουν να γνωρίζουν περιορισμούς σε σχέση με τη διάθεση της
εργασίας τους, όσο διατηρείται ένας δομημένος καταμερισμός της εργασίας, όπου οι άνδρες
ασκούν εξουσία μέσα και έξω από το σπίτι. Έτσι, οι ελληνίδες μπορούν να εργαστούν όταν
υπάρχει οικονομική ανάγκη και πρέπει να συνεισφέρουν στα έξοδα της οικογένειας, ενώ η
οικονομική ενίσχυση της οικογένειας αποτελεί και το μόνο κοινωνικά αποδεκτό λόγο για την
αναζήτηση εργασίας έξω από σπίτι. Σύμφωνα με την Καβουνίδη (1989), οι γυναίκες τελικά
συγκρίνουν το προϊόν της εργασίας που θα μπορούσαν να προσφέρουν στο σπίτι, με το μισθό
που θα έπαιρναν εάν εργάζονταν έξω από το σπίτι και υπολογίζουν αν συμφέρει περισσότερο
η μισθωτή εργασία ή όχι. Οι άνδρες αντιτίθενται στην εργασία της συζύγου κυρίως επειδή
πιστεύουν ότι η σύζυγος δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σωστά στις οικογενειακές της
υποχρεώσεις ή επειδή θα έχει κοινωνικές συναλλαγές σιην εργασία της που δεν θα ελέγχει ο
σύζυγος (Καβουνίδη, 1989). Πάντως, παρ' όλο που άνδρες και γυναίκες θεωρούν ότι η
απόφαση για αμειβόμενη εργασία της γυναίκας αποτελεί θέμα συναίνεσης ανάμεσα στο
ζευγάρι, στην πραγματικότητα, αν δεν συμφωνήσει ο σύζυγος, η γυναίκα δεν πρέπει να
εργαστεί, ενώ η έγκριση του συζύγου παραμένει ανοιχτό θέμα στη διάρκεια του έγγαμου βίου
και εξαρτάται από τη δική του εκτίμηση των οικονομικών αναγκών της οικογένειας και του
είδους της εργασίας που θα αναλάβει η γυναίκα. Η παραπάνω εμπειρική μελέτη σε εργατικά
και βιοτεχνικά νοικοκυριά στην περιοχή της Αθήνας ανέδειξε ότι οι οικογενειακές σχέσεις

140
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

επηρεάζονται όχι μόνο από τις μορφές παραγωγής, αλλά κυρίως από το πολιτισμικό και
κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν τα συγκεκριμένα νοικοκυριά.
Άλλες έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει άμεση σχέση εργασίας και κοινωνικής καταγωγής.
Έτσι, γυναίκες χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων διεκδικούν εργασία κυρίως για
οικονομικούς λόγους, ενώ γυναίκες υψηλότερων στρωμάτων για λόγους χειραφέτησης
(Τζαννόνε-Τζώρτζη, 1981). Επίσης, οι ίδιες οι εργαζόμενες φαίνεται ότι καταρρίπτουν τελικά
το μύθο της διατάραξης της οικογενειακής ζωής, καθώς υποστηρίζουν ότι ο χρόνος που
αφιερώνουν στην οικογένεια τους όταν εργάζονται είναι πιο ποιοτικός και ότι τα προβλήματα
δημιουργούνται από τις συνθήκες εργασίας και όχι από την εργασία αυτή καθεαυτή
(Τζαννόνε-Τζώρτζη, 1981).
Πράγματι, οι πολλαπλοί ρόλοι που καλείται να διαδραματίσει σήμερα η γυναίκα
δημιουργούν άγχος και ενοχές στις περισσότερες εργαζόμενες μητέρες, με αποτέλεσμα να
υποσιηρίζουν ότι αν η οικιακή εργασία αμείβεται θα εκτιμάται περισσότερο ως πραγματική
εργασία και δεν θα ταυτίζεται υποχρεωτικά με τη φύση της γυναίκας. Η καθιέρωση του
«μητρικού μισθού» παρουσιάζει πράγματι πολλά πλεονεκτήματα όπως: τη μείωση των
γυναικών σε θέσεις ανειδίκευτων εργατών, τη μείωση των πολλαπλών υποχρεώσεων της
γυναίκας, τη μείωση του φόβου απόλυσης σε περιόδους οικονομικής κρίσης και της
χρησιμοποίησης του γυναικείου εργατικού δυναμικού ως εφεδρεία, την καταπολέμηση της
διάκρισης της εργασίας σε μισθωτή και άμισθη και την καταπολέμηση της ανεργίας
(Βουτυράς, 1987). Από την άλλη, το μέτρο αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, διότι υπάρχουν
δυσκολίες εφαρμογής που αφορούν κυρίως στα κριτήρια χορήγησης του μητρικού μισθού,
στον τρόπο ελέγχου και τέλος στο γεγονός ότι μπορεί να επαναφέρει πολλές γυναίκες σε
παραδοσιακές ασχολίες διαιωνίζοντας έτσι την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα.
Οι ερευνητές σήμερα προσπαθούν να αναζητήσουν τους λόγους για τους οποίους οι
γυναίκες αποδέχονται το διπλό φόρτο εργασίας μέσα και έξω από το σπίτι και καταλήγουν στο
συμπέρασμα ότι οι γυναίκες διαπραγματεύονται μόνες τους τις εντάσεις που αντιμετωπίζουν
τόσο με τον σύζυγο όσο και με τον εργοδότη (Βαΐου & Στρατηγάκη, 1989). Η
αμφιταλάντευση που αισθάνονται οι γυναίκες από τη σύγκρουση των ανταγωνιστικών ρόλων
που διαδραματίζουν, είναι φυσιολογική, καθώς βιώνουν αντιφατικές συνθήκες στο χώρο της
δουλειάς και της οικογένειας. Υποστηρίζεται ότι οι αντιφάσεις δεν λύνονται τελικά με το
συνδυασμό της οικογένειας και της εργασίας, ωστόσο τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία
λειτουργούν συμπληρωματικά, κάνοντας τη ζωή των γυναικών πιο ενδιαφέρουσα αλλά και πιο
εξαντλητική. Σύμφωνα με την Ιγγλέση (1990), η εργαζόμενη γυναίκα αντλεί ταυτόχρονα
ευχαρίστηση και κύρος από την ιδιότητα της παρά την υποβάθμιση των «γυναικείων»
επαγγελμάτων. Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν μια διπλή σύγκρουση
τόσο ενάντια στις κοινωνικές πατριαρχικές δομές, όσο και απέναντι στις εσωτερικές τους
αναστολές που εμποδίζουν τη χειραφέτηση τους. Σε έρευνα που διεξήγαγε το
Συμβουλευτικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διαπιστώθηκε ότι οι φοιτήτριες

141
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

αντιλαμβάνονται διαφορετικά σε σχέση με τους φοιτητές την επαγγελματική τους εξέλιξη και
αισθάνονται την αντιπαλότητα ανάμεσα στις σπουδές και στον παραδοσιακό τους ρόλο
(Ιγγλέση, 1996). Το ίδιο παρατηρείται και σε εργαζόμενες γυναίκες ηλικίας 30-35 ετών με
ανώτερη μόρφωση, οι οποίες βιώνουν τις αντιφάσεις της κοινωνικής τους χειραφέτησης
ενάντια σε παραδοσιακά πρότυπα (Ιγγλέση, 1996).
Ωστόσο, σήμερα πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα προάγουν την καλύτερη
απόδοση των εργαζομένων (ανδρών και γυναικών) και ενισχύουν τη συμφιλίωση της εργασίας
με την οικογενειακή ζωή, προσφέροντας γονικές άδειες και επιπλέον προγράμματα
συνταξιοδότησης ή αναλαμβάνοντας το κόστος του παιδικού σταθμού για τους εργαζόμενους
(Γιαννουλόπουλος, 1996).

3 3 . 2 . 2 Απασχόληση και γονιμότητα των ελληνίδων.


Το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών διεξήγαγε την περίοδο 1983-85 έρευνα με
τίτλο «Κοινωνικο-οικονομικοί προσδιοριστικοί παράγοντες της γονιμότητας στην Ελλάδα» σε
τυχαίο δείγμα 6.534 παντρεμένων γυναικών, ετών 15-44, οι οποίες βρίσκονταν σε πρώτο
γάμο και ζούσαν μαζί με τους συζύγους τους (Συμεωνίδου, 1986). Στόχος της έρευνας ήταν
η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη γονιμότητα και την απασχόληση και της
αλληλεπίδρασης της οικογενειακής με την εργασιακή κατάσταση των παντρεμένων γυναικών,
καθώς οι έγγαμες γυναίκες παρουσιάζουν χαμηλότερα ποσοστά οικονομικής δραστηριότητας
σε σχέση με τις άγαμες. Συνολικά, διαπιστώθηκε ότι η απόφαση των γυναικών για εργασία
είναι το αποτέλεσμα μιας πολύπλοκης διαδικασίας που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και
περιλαμβάνει κρίσεις σε σχέση με το ευκαιριακό κόστος και τη συμβατότητα της οικογενειακής
ζωής της γυναίκας με εξωοικογενειακές δραστηριότητες. Το ευκαιριακό κόστος ορίζεται ως το
εισόδημα που χάνει μια γυναίκα επειδή εργάζεται λιγότερο ή απέχει εντελώς από το εργατικό
δυναμικό κατά την εποχή της γέννησης και ανατροφής των παιδιών της (Συμεωνίδου, 1989α).
Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαίωσαν ότι υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ
απασχόλησης και γυναικείας γονιμότητας, που σημαίνει ότι η απασχόληση περιορίζει τον
αριθμό των παιδιών που θα κάνει μια γυναίκα, ιδίως στις αναπτυγμένες χώρες (Συμεωνίδου,
1989α). Αντίθετα, έχει βρεθεί ότι στις υπό ανάπτυξη χώρες, όπου οι γυναίκες απασχολούνται
κυρίως σε γεωργικές και οικογενειακές επιχειρήσεις, η φροντίδα των παιδιών μοιράζεται και σε
άλλα μέλη της οικογένειας. Επομένως, η εκτεταμένη οικογένεια, ως είδος νοικοκυριού, ευνοεί
την απασχόληση των γυναικών και εφόσον εξασφαλιστούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για
τη φύλαξη των παιδιών, τότε η επαγγελματική απασχόληση της γυναίκας δεν είναι
ασυμβίβαστη με τη γονιμότητα της.
Άλλοι παράγοντες που επιδρούν στη γονιμότητα της γυναίκας, όταν αυτή εργάζεται,
αφορούν στις στάσεις της για τους ρόλους των δύο φύλων. Έτσι, εργαζόμενες γυναίκες με
ριζοσπαστικές αντιλήψεις αποκτούν περισσότερα παιδιά σε σχέση με όσες διατηρούν
παραδοσιακές αντιλήψεις για την ανατροφή των παιδιών και το ρόλο της μητέρας

142
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

(Συμεωνίδου, 1989α). Οι εργαζόμενες με παραδοσιακές αντιλήψεις δεν συνηθίζουν να ζητούν


τη βοήθεια των συγγενών ή του συζύγου, ούτε χρησιμοποιούν τις υπάρχουσες
υποοτηρικτικές δομές, επειδή με αυτόν τον τρόπο δεν ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά
πρότυπα για την ανατροφή των παιδιών από τις ίδιες. Επιπλέον, η συμμετοχή των γυναικών
στη λήψη οικογενειακών αποφάσεων, ο τρόπος που αντιλαμβάνονται το ρόλο τους ως
εργαζόμενες, η ικανοποίηση που αντλούν από τη δουλειά τους και η αφοσίωση τους σε
αυτήν, αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα της γυναίκας και τον αριθμό
των παιδιών της οικογένειας (Συμεωνίδου, 1989α).
Γενικά, η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό είναι στενά συνδεδεμένη
με τα γεγονότα του κύκλου ζωής των γυναικών και η απόφαση αν θα σταματήσει ή θα
συνεχίσει να εργάζεται μια γυναίκα μετά το γάμο φαίνεται ότι είναι πολύ σημαντική για τη
μετέπειτα επαγγελματική της δραστηριότητα (Συμεωνίδου, 1990). Στην Ελλάδα, σε αντίθεση
με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όσες γυναίκες διακόπτουν την εργασία τους εξαιτίας του γάμου ή
της απόκτησης παιδιών συνήθως δεν επανεντάσσονται ποτέ στο εργατικό δυναμικό
(Συμεωνίδου, 1994). Πιθανές ερμηνείες του παραπάνω φαινομένου αφορούν στην
ανελαστικότητα της αγορά εργασίας στη χώρα μας, στην έλλειψη κρατικών φορέων φύλαξης
παιδιών και στην απουσία προγραμμάτων συνεχόμενης κατάρτισης και εξειδίκευσης για
άνεργες γυναίκες μακράς διάρκειας.
Περαιτέρω συμπεράσματα σε σχέση με την απασχόληση και τη γυναικεία γονιμότητα
αφορούν στα εξής (Συμεωνίδου, 1989β): α) όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία γάμου της
γυναίκας ή η ηλικία της κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, τόσο πιθανότερο είναι αυτή να
συνεχίσει να εργάζεται μετά το γάμο και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, β) με τη
μεγαλύτερη ηλικία γάμου και ηλικία γέννησης του πρώτου παιδιού συνδέονται και υψηλότερα
ποσοστά απασχολούμενων γυναικών πριν το γάμο, γ) το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών
φαίνεται ότι μειώνεται με την αύξηση του αριθμού των παιδιών στην οικογένεια και η σχέση
αυτή διατηρείται για όλες τις ομάδες ηλικιών των γυναικών και δ) η ηλικία των παιδιών δεν
παίζει σημαντικό ρόλο στην απασχόληση, αν και γυναίκες με μικρά παιδιά εργάζονται κατά
μέσο όρο λιγότερες ώρες την εβδομάδα. Το τελευταίο αυτό συμπέρασμα οφείλεται πιθανόν
στο ότι το 53% της φύλαξης των παιδιών ηλικίας κάτω των έξι ετών, όταν η μητέρα
εργάζεται, γίνεται από συγγενείς χωρίς οικονομικό κόστος, επομένως μειώνεται η ανάγκη της
γυναίκας να εγκαταλείψει την εργασία της (Συμεωνίδου, 1994). Ένας άλλος λόγος έχει να
κάνει με το κόστος επανένταξης της γυναίκας στην αγορά εργασίας, ο οποίος επηρεάζει
σημαντικά την απόφαση της να διακόψει την εργασία της για την ανατροφή των παιδιών.
Επιπλέον, το υψηλό ευκαιριακό κόστος και το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, το οποίο
συνεπάγεται καλύτερες δουλειές και καλύτερες αμοιβές, συνδέεται θετικά με την απασχόληση
των γυναικών και μάλιστα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του έγγαμου
βίου (Συμεωνίδου, 1990). Επίσης, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι προοδευτικές αντιλήψεις των
γυναικών για τους ρόλους των δύο φύλων καθώς και οι προοδευτικές αντιλήψεις του συζύγου

143
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

σε σχέση με την εργασία της γυναίκας συνδέονται θετικά με την απασχόληση των γυναικών,
ενώ από την άλλη, ο αριθμός των παιδιών και το εισόδημα του νοικοκυριού επιδρούν
αρνητικά στην απασχόληση της γυναίκας (Συμεωνϊδου, 1990).
Συμπερασματικά, διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ γυναικείας
απασχόλησης και γονιμότητας, αλλά μόνον προς μια κατεύθυνση και όχι αντίστροφα
(Συμεωνϊδου, 1994). Δηλαδή, η απασχόληση επιδρά αρνητικά στη γονιμότητα των γυναικών,
ενώ η γονιμότητα δεν επηρεάζει την απασχόληση της γυναίκας. Με άλλα λόγια, οι
εργαζόμενες γυναίκες στο σύνολο τους αποκτούν λιγότερα παιδιά, αλλά ο αριθμός των
παιδιών δεν επηρεάζει σημαντικά τη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό. Οι λόγοι για την
παραπάνω μονόδρομη αιτιακή σχέση μπορούν να αναζητηθούν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,
στο κόστος επανένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας, στη φύλαξη των παιδιών από
τους συγγενείς και σπς παραδοσιακές αντιλήψεις πολλών γυναικών, οι οποίες ενώ εργάζονται
δεν αποκτούν περισσότερα παιδιά, διότι δεν μπορούν να τα φροντίσουν σύμφωνα με
παραδοσιακά πρότυπα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, η αρνητική επίδραση της
απασχόλησης στη γονιμότητα μπορεί να μειωθεί όσο αυξάνονται οι προοδευτικές αντιλήψεις
για τους ρόλους των δύο φύλων στις συνειδήσεις των εργαζομένων γυναικών.

3.3.3 Συμπεράσματα και κριτική.

Συνοπτικά, τα συμπεράσματα των ερευνών που παρουσιάστηκαν διαπιστώνουν τα


εξής: α) η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό σχετίζεται έντονα με τα γεγονότα
του κύκλου ζωής, δηλαδή με το γάμο και τη δημιουργία οικογένειας, γεγονός που
συνεπάγεται την ασύμμετρη τοποθέτηση των δύο φύλων στη σφαίρα της οικογένειας και της
αγοράς εργασίας, β) οι γυναίκες αναμένεται να αναλάβουν υποχρεωτικά και σχεδόν
αποκλειστικά τη φροντίδα των μελών μιας οικογένειας, γεγονός που δημιουργεί έντονες
συγκρούσεις και διλήμματα ειδικά στις εργαζόμενες, γ) η χαμηλότερη γονιμότητα συναντάται
σε γυναίκες που εργάζονται σταθερά πριν και μετά το γάμο, δ) η αύξηση του γυναικείου
εργατικού δυναμικού υπερτονίζει την ανάγκη για κοινωνικές υπηρεσίες που αφορούν στη
φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, ενώ η δύναμη των δεσμών της ελληνικής
οικογένειας φαίνεται ότι υποκαθιστά ακόμη την έλλειψη των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών,
ε) οι παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή και εκτέλεση των οικιακών εργασιών έχουν
να κάνουν με τα χαρακτηριστικά και των δύο συζύγων, δηλαδή το φύλο, την εκπαίδευση και
το επάγγελμα, στ) οι προοδευτικές αντιλήψεις γίνονται συχνότερα αποδεκτές από τους πιο
νέους και μορφωμένους συζύγους που ανήκουν στα μεσαία και ανώτερα στρώματα (ιδιαίτερα
στην ελληνική κοινωνία) και στα ζευγάρια στα οποία η γυναίκα εργάζεται ζ) οι γυναίκες που
εργάζονται έχουν πιο φιλελεύθερες αντιλήψεις σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων,
προωθούν καλύτερα τα συμφέροντα τους και εξασφαλίζουν μεγαλύτερη βοήθεια εκ μέρους
των συζύγων τους, σε σχέση με τις υπόλοιπες γυναίκες και τέλος η) η ύπαρξη και συνέχιση
της εργασίας των γυναικών προϋποθέτει τη συναίνεση του συζύγου τους και την παράλληλη

144
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

ή απρόσκοπτη εκτέλεση των οικογενειακών καθηκόντων τους, ενώ η επαγγελματική άνοδος


πρέπει να συνοδεύεται από την επινόηση λύσεων, οι οποίες θα επιτρέπουν την ταυτόχρονη
εκπλήρωση των επαγγελματικών και οικογενειακών τους υποχρεώσεων.
Σε μια επισκόπηση της σχετικής ελληνικής βιβλιογραφίας, η Θανοποϋλου (1992)
αναφέρει τα εξής: α) οι γυναίκες εργαζόμενες μελετώνται χωρίς καμία διαβάθμιση, σαν να
επρόκειτο για μια ενιαία και ομοιογενή κατηγορία, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζονται
σημανπκοί παράγοντες, όπως η κοινωνική τάξη, το επίπεδο της εκπαίδευσης, η ηλικία, τα
κίνητρα για εργασία, η οικογενειακή κατάσταση, το επάγγελμα κτλ. και β) το μεγαλύτερο
μέρος των έργων στηρίζεται είτε σε αναλύσεις γραπτών πηγών (νομοθετικά κείμενα,
περιοδικά, σχολικά βιβλία κ.α.), είτε σε δευτερογενή ανάλυση στατιστικών στοιχείων της
Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας και άλλων ευρωπαϊκών οργανισμών. Επιπλέον, θα πρέπει να
επισημανθεί ότι η ελληνική βιβλιογραφία συνδέεται κυρίως με την περιοχή της πρωτεύουσας,
ενώ κύρια μονάδα ανάλυσης είναι το άτομο ως εκφραστής κοινωνικών χαρακτηριστικών και
όχι οι κοινωνικές δομές. Οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι οι νέες ερευνητικές προσπάθειες
στους παραπάνω τομείς οφείλουν να σχεδιαστούν με στόχο α) την παραγωγή πιο πρόσφατων
ερευνητικών δεδομένων στο πλαίσιο των σύγχρονων κοινωνικο-οικονομικών εξελίξεων, β) την
επέκταση τους σε νέους πληθυσμούς έρευνας αλλά και σε άλλες περιοχές εκτός των ορίων
των αστικών κέντρων της πρωτεύουσας, γ) τη χρήση εναλλακτικών ποιοτικών μεθόδων
συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων που θα αφορούν συνολικά στη σχέση
απασχόλησης και οικογενειακής ζωής των γυναικών και τέλος δ) την προσθήκη νέων θεμάτων
μελέτης και έρευνας στα ήδη υπάρχοντα (Θανοπούλου, Κωτσοβέλου & Παπαρούνη, 1999).
Σε μια αποτίμηση της ερευνητικής δραστηριότητας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών
Ερευνών για την κατηγορία του φύλου στην κοινωνική έρευνα, οι συγγραφείς διαπιστώνουν
ότι σης περισσότερες μελέτες, πρότυπο σύγκρισης αποτελεί η ανδρική συμπεριφορά από την
οποία οι γυναίκες αποκλίνουν, είτε για «φυσικούς» είτε για «ασαφείς» λόγους (Βαΐου &
Στρατηγάκη, 1993). Αυτό που χρειάζεται όμως, δεν είναι μόνον η απλή καταγραφή των
εδραιωμένων διαφορών ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αλλά η ανάλυση και η ερμηνεία του
τρόπου με τον οποίο οι διαφορές αυτές αντιμετωπίζονται και αναπαράγονται. Άλλωστε, η
ισότητα των ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα δεν απαιτεί ούτε προϋποθέτει ότι οι γυναίκες και οι
άνδρες πρέπει να είναι όμοιοι. Από την άλλη, η διατήρηση της ανισότητας δεν προκύπτει από
διαφορές σε ικανότητες και χαρακτηριστικά ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.
Με άλλα λόγια, ειδικά σε ότι αφορά την Ελλάδα, κρίνεται απαραίτητη η υλοποίηση
ερευνών μικρότερης κλίμακας, οι οποίες θα αφορούν συγκεκριμένες ομάδες γυναικών, από
διαφορετικές περιοχές της χώρας και θα λαμβάνουν υπ' όψιν τα ειδικά κοινωνικά
χαρακτηρισπκά και τις συνθήκες ζωής κάθε ομάδας. Ειδικότερα σε σχέση με τη γυναικεία
απασχόληση, λιγοστές είναι οι μελέτες για τα χαρακτηριστικά της πρόσβασης στην
απασχόληση και της εξέλιξης των γυναικών σε μη παραδοσιακά επαγγέλματα ή σε ανώτερες
βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας. Οι νέες έρευνες θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν

145
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

επίσης, τις επιπτώσεις της οικογενειακής ζωής στην επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών ανά
κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, να μελετήσουν την αλλαγή του ρόλου της γυναίκας στο
παραδοσιακό οικογενειακό σχήμα και τον στερεότυπο ρόλο της μητρότητας σε συνάρτηση με
την είσοδο της στην αγορά εργασίας. Τέλος, νέες μελέτες χρειάζονται για τη διερεύνηση της
αλληλεπίδρασης που υπάρχει ανάμεσα στο επίπεδο ή το είδος της εκπαίδευσης των γυναικών,
την οικογενειακή τους κατάσταση και την αμειβόμενη εργασία τους.
Παρά τον μεγαλύτερο αριθμό ερευνών της ξένης βιβλιογραφίας, ωστόσο και εκεί οι
περισσότερες ελλείψεις αφορούν στις διαδικασίες μετάβασης των νέων ανδρών και γυναικών
από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με την Thomas (1990), οι ανισότητες
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αγνοηθεί συστηματικά από τις φεμινίστριες, είτε γιατί
δεν αποτελούν έναν υποχρεωτικό τομέα σπουδών, είτε γιατί όσες γυναίκες φτάνουν στο
πανεπιστήμιο θεωρούνται πλέον επιτυχημένες. Ωστόσο, οι επιλογές των γυναικών στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σημαντικές, καθώς προσδιορίζουν την είσοδο της γυναίκας στην
αγορά εργασίας και την μετέπειτα επαγγελματική της εξέλιξη, γεγονός που επηρεάζει με τη
σειρά του τη θέση και τον ρόλο της στην οικογένεια. Από την άλλη, η διαπίστωση ότι οι
μορφωμένες γυναίκες απουσιάζουν από τα κέντρα λήψης αποφάσεων και από σημαντικές
επαγγελματικές θέσεις, αποδεικνύει ότι η επιτυχία δεν εξασφαλίζεται απλά με την είσοδο των
γυναικών στο πανεπιστήμιο ή ακόμη περισσότερο με την επιλογή ενός παραδοσιακά ανδρικού
τομέα σπουδών, όπως οι θετικές επισιήμες. Παράλληλα με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι
φεμινίστριες αγνόησαν συστηματικά και μια γυναικεία ομάδα, την ομάδα των πτυχιούχων
γυναικών από μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, δίνοντας έμφαση
αποκλειστικά στην εκπαίδευση των κοριτσιών της εργατικής τάξης. Η Delamont (1989)
ισχυρίστηκε ότι οι ερευνήτριες οφείλουν να μελετήσουν τις γυναίκες που τελικά απέκτησαν
πρόσβαση στη ανώτατη μόρφωση και διεκδικούν επαγγέλματα της αρεσκείας τους, για να
διαπιστώσουν αν ο στόχος τους τελικά εκπληρώνεται. Όπως άλλωστε αναφέρει η Chisholm
(1994), οι διαδικασίες μετάβασης από το πανεπιστήμιο στην εργασία αναπαράγουν
πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας, καθώς αποτελούν μέρος της διαδικασίας απόκτησης της
ταυτότητας του φύλου και ανάλογων συμπεριφορών.
Επομένως, παρά τις ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε εκπαίδευση και αγορά εργασίας, οι
σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα αναπαράγονται, δημιουργώντας σημαντικά εμπόδια
στην εκπαιδευτική, επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη των γυναικών. Οι αντιλήψεις και
οι αξίες σε σχέση με τους ρόλους των φύλων παραμένουν οι ίδιες στο ευρύτερο κοινωνικό
σύνολο, ενώ οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες, φαίνεται ότι συνεχίζουν να προσαρμόζονται στα
έμφυλα στερεότυπα των περισσότερων δυτικών κοινωνιών. Ωστόσο, είναι εμφανές πλέον ότι
η υποδεέστερη θέση των γυναικών δεν οφείλεται ούτε στη φύση τους, ούτε στις
διαφορετικές τους ικανότητες. Το ζήτημα δεν επικεντρώνεται στο άτομο ή στο φύλο αυτό
καθεαυτό, αλλά στον τρόπο με τον οποίο η φυλετική ταυτότητα κατασκευάζεται και
αναπαρίσταται ιδεολογικά από κυρίαρχους κοινωνικούς θεσμούς. Σύμφωνα λοιπόν με τους

146
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

διαθέσιμους και κυρίαρχους λόγους του φύλου, οι οποίοι λειτουργούν με συγκεκριμένους


τρόπους μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην αγορά εργασίας και στην οικογένεια και
κατευθύνουν τα άτομα προς νομιμοποιημένες και βιώσιμες καταστάσεις, τα υποκείμενα δεν
εμπλέκονται ουσιαστικά σε ελεύθερες και αυθεντικές διαδικασίες προσωπικών και
επαγγελματικών επιλογών. Τα υποκείμενα προσδιορίζονται από το φύλο τους και από τον
λόγο του φύλου τους, εν τούτοις διαπραγματεύονται ενεργητικά τις παραπάνω συνθήκες.
Σήμερα, η μελέτη της φυλετικής ταυτότητας και του συστήματος της κοινωνικής
οργάνωσης με βάση το φύλο απαιτεί νέες και εναλλακτικές μορφές έρευνας οι οποίες θα
επιτρέπουν την έκφραση των ίδιων των γυναικών και θα αναδεικνύουν τους τρόπους με τους
οποίους αυτές αντιστέκονται ή προσαρμόζονται σε επιταγές και προσδοκίες κοινωνικών και
φυλετικών ρόλων. Όπως πολύ σωστά αναφέρουν οι Millman & Kanter (1987), σημαντικές
περιοχές 'της κοινωνικής έρευνας έχουν αγνοηθεί, εξαιτίας των συμβατικών και
ανδροκρατούμενων μοντέλων διερεύνησης. Έτσι, οι περισσότερες ερευνήτριες συμφωνούν
σήμερα ότι οι νέες ερευνητικές προσπάθειες σε θέματα φύλου, πρέπει να αναγνωρίζουν α) τις
σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην ομάδα των γυναικών, β) την ελαστικότητα των
χαρακτηριστικών μιας ομάδας από μια κοινωνική συνθήκη σε μια άλλη, δηλαδή από το
ιδιωτικό στο δημόσιο, από μέτρηση σε μέτρηση, από πολιτισμό σε πολιτισμό, γ) τους τρόπους
με τους οποίους τα χαρακτηριστικά μιας ομάδας έχουν αλλάξει στη διάρκεια του χρόνου και
συνεχίζουν να αλλάζουν, δ) τον φυλετικό κώδικα πολλών κοινωνικών δομών και συνθηκών,
προσδιορίζοντας πως συγκεκριμένες κοινωνικές δομές συμπεριφέρονται διαφορετικά σε
άνδρες και γυναίκες και τέλος ε) τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες πραγματεύονται
αυτές τις παραπάνω συνθήκες.
Συνεπώς, με βάση τις ελλείψεις της σχετικής βιβλιογραφίας, θα ήταν ενδιαφέρον και
σκόπιμο να μελετήσει κανείς: α) Πρώτον, την αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα στο
επίπεδο της εκπαίδευσης και στις κυρίαρχες απόψεις των ανδρών και των γυναικών σε σχέση
με τους ρόλους των δύο φύλων στους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής της ελληνικής
κοινωνίας. Συγκεκριμένα, εάν οι σπουδές πανεπιστημιακής εκπαίδευσης επηρεάζουν θετικά,
προς την κατεύθυνση δηλαδή της ισότητας, τις απόψεις των αδρών και γυναικών σε σχέση με
τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία και τους ρόλους των δύο φύλων στην
οικογένεια και στην εργασία, β) Δεύτερον, θα ήταν εξίσου σημαντική η διερεύνηση των
αντιλήψεων και των προσδοκιών, σε σχέση με οικογενειακούς και επαγγελματικούς ρόλους,
μιας ειδικής κατηγορίας γυναικών, αυτής των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Συγκεκριμένα, ποιες είναι οι αξίες ειδικά των πτυχιούχων γυναικών όσον αφορά στα
προσωπικά τους σχέδια για οικογένεια και καριέρα και πως αντιλαμβάνονται ή πως
αντιμετωπίζουν οι γυναίκες αυτές τις συγκρούσεις και τα αντιφατικά μηνύματα της ελληνικής
κοινωνίας σε σχέση με την οικογενειακή και επαγγελματική τους ταυτότητα; γ) Τρίτον,
καθώς είναι σημαντική η ανακάλυψη των τρόπων με τους οποίους οι ανισότητες φύλου
κατασκευάζονται κοινωνικά και αναπαράγονται, ο τρόπος ανάλυσης και η μεθοδολογία της

147
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών

έρευνας θα πρέπει να στραφεί στους ίδιους τους κοινωνικούς θεσμούς και στους κυρίαρχους
«λόγους» για τους ρόλους των δύο φύλων, στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, δ) Τελικά,
οι ελληνίδες και οι έλληνες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντιστέκονται ή
αναπαράγουν τις κοινωνικές δομές ανισότητας ανάμεσα στα φύλα και ποια είναι η συμβολή
της εκπαίδευσης στις αντιλήψεις και στις αξίες τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών στα
παραπάνω θέματα;

148
Κεφάλαιο 4
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

4.1 Οι στόχοι της έρευνα ς.


Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των θεωριών αλλά και των πρόσφατων ερευνών της
διεθνούς βιβλιογραφίας σε σχέση με τις κοινωνικές ανισότητες του φύλου και τις διακρίσεις εις
βάρος των γυναικών, οι στόχοι της παρούσας μελέτης αποτυπώνονται ως εξής:
α) Πρώτος στόχος είναι η διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους οι άνδρες και οι
γυναίκες σπουδαστές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντιλαμβάνονται τη θέση της γυναίκας
και τους ρόλους των δύο φύλων στην Ελλάδα, στους τομείς της ιδιωτικής και της δημόσιας
σφαίρας. Με άλλα λόγια, εάν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αναγνωρίζουν την κοινωνική
ανισότητα και τις υπάρχουσες πατριαρχικές σχέσεις ανάμεσα στα φύλα. Ένας επιμέρους
στόχος αφορά στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο η επίγνωση της ταυτότητας του φύλου
επηρεάζει τη μετάβαση των νέων φοιτητών και φοιτητριών από τις πανεπιστημιακές σπουδές
στην αγορά εργασίας και συνεπώς στη λήψη σημαντικών αποφάσεων σε σχέση με την
επαγγελματική και οικογενειακή τους ζωή.
β) Δεύτερος στόχος είναι η μελέτη μιας προνομιούχου κοινωνικής ομάδας γυναικών,
αυτής των νέων γυναικών, απόφοιτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες εισέρχονται
για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας με σημαντικά εφόδια, όπως τα κίνητρα τους, οι
φιλοδοξίες τους για καριέρα και φυσικά οι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών τους, σε θεωρητικές
αλλά και σε θετικές επιστήμες. Η μελέτη αφορά ειδικότερα στις μελλοντικές επιλογές των
γυναικών αυτών και σπς διαδικασίες μετάβασης τους από τις ανώτατες σπουδές στην
απασχόληση (σε παραδοσιακά «γυναικεία» και «ανδρικά» επαγγέλματα) και στη δημιουργία
οικογένειας, μέσα σε ένα πλαίσιο αντιφατικών κοινωνικών μηνυμάτων και προσδοκιών για το
ρόλο της γυναίκας.
γ) Τρίτος στόχος της έρευνας είναι η μελέτη και η ανάλυση των τρόπων με τους
οποίους η παραπάνω ομάδα γυναικών αντιμετωπίζει τις συνθήκες ανισότητας στο πλαίσιο της
ελληνικής κοινωνίας και πραγματεύεται τις κυρίαρχες ιδεολογίες για τα φύλα. Το ενδιαφέρον
της έρευνας στρέφεται από το ίδιο το άτομο στις κοινωνικές δομές και στους κυρίαρχους
«λόγους» (ή τα «ερμηνευτικά ρεπερτόρια»), από τους οποίους αντλούν οι γυναίκες,
προκειμένου να δικαιολογήσουν τις αντιλήψεις τους, να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά τους
και εν τέλει να κατασκευάσουν την εμπειρία τους.
δ) Ο τέταρτος και τελευταίος στόχος της μελέτης είναι να διαπιστώσει αν τελικά οι
γυναίκες απόφοιτες πανεπιστημίου προσαρμόζονται, αναπαράγοντας στερεότυπες αντιλήψεις
σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων, ή αντιστέκονται σε παραδοσιακές κοινωνικές δομές
και ποιες είναι τελικά οι «στρατηγικές επιβίωσης» που υιοθετούν. Για το σκοπό αυτό οι
γυναίκες μελετώνται στο πλαίσιο μιας φυσικής αλληλεπίδρασης, όπως είναι ο «λόγος» και σε
οικεία περιβάλλοντα, όπου συζητούν μεταξύ τους. Μόνον έτσι, όταν δηλαδή ο λόγος των
ίδιων των γυναικών αποτελεί τη νόρμα, υπάρχει και δυνατότητα αντίστασης εκ μέρους τους
(Crawford, 1995).

151
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

4.2 Τα ερωτήματα της έρευνας.


Οι παραπάνω στόχοι παραπέμπουν σε μια σειρά από ερωτήματα σε σχέση με τους
ρόλους των δύο φύλων σιην Ελληνική κοινωνία και τις διαδικασίες μετάβασης των νέων
γυναικών αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τις σπουδές στην απασχόληση και σε
αποφάσεις σε σχέση με την προσωπική τους ζωή.
Συγκεκριμένα, ο πρώτος στόχος της μελέτης οδήγησε στα παρακάτω ερωτήματα:
1. Τι γνωρίζουν σήμερα οι νέοι και οι νέες, σπουδαστές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για
τη θέση της γυναίκας στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα της σύγχρονης ελληνικής
κοινωνίας;
2. Ποιες είναι οι αντιλήψεις τους για τους ρόλους των δύο φύλων στην οικογένεια και στην
αγορά εργασίας ή πως αναπαριστούν τους άνδρες και τις γυναίκες στους παραπάνω δύο
τομείς;
3. Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις αντιλήψεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε σχέση
με τους ρόλους των φύλων στη σφαίρα της οικογένειας και της μισθωτής εργασίας;
4. Με ποιον τρόπο η ταυτότητα του φύλου επηρεάζει τα μελλοντικά σχέδια και τις επιλογές
των νέων ανδρών και γυναικών, αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης;
5. Τελικά, η νέα γενιά αναπαράγει παραδοσιακά στερεότυπα σε σχέση με τους ρόλους των
δύο φύλων ή αποτελεί τον φορέα μιας σταδιακής κοινωνικής αλλαγής, εκφράζοντας
προοδευτικές αντιλήψεις σε θέματα φύλου;
Παρόμοια, ο δεύτερος, τρίτος και τέταρτος στόχος της έρευνας οδήγησαν στα εξής
ερωτήματα που αφορούν ειδικότερα στις διαδικασίες μετάβασης και στις επιλογές των
πτυχιούχων γυναικών:
6. Ποιες είναι οι προσδοκίες των νέων γυναικών αποφοίτων πανεπισιημϊου σε σχέση με τους
ρόλους που καλούνται να διαδραματίσουν στους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής;
7. Ποια είναι τα «ερμηνευτικά ρεπερτόρια» που χρησιμοποιούν οι γυναίκες αυτές
προκειμένου να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους, να τον περιγράψουν και να τον
αξιολογήσουν;
8. Πώς ερμηνεύουν τις διακρίσεις φύλου και πως αντιμετωπίζουν τις συγκρούσεις ή τα
διλήμματα που προκύπτουν από τους αντιφατικούς ρόλους της γυναίκας στην οικογένεια
και στην αγορά εργασίας.
9. Ποιες είναι οι συνέπειες των «ερμηνευτικών ρεπερτορίων» που χρησιμοποιούν οι γυναίκες
στις μελλοντικές επιλογές και αποφάσεις τους σε σχέση με τις σπουδές τους, την καριέρα
τους, το γάμο και τη μητρότητα;
10. Ποιες είναι οι συνέπειες των «ερμηνευτικών ρεπερτορίων» που χρησιμοποιούν οι γυναίκες
στην αναπαραγωγή ή στην κατάργηση των στερεοτύπων και των διακρίσεων με βάση το
φύλο;

152
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

4.3 Η θεωρία της μεθοδολογίας.


Τα παραπάνω ερωτήματα στο σύνολο τους παραπέμπουν σε σύνθετα κοινωνικο-
ψυχολογικά φαινόμενα αντιλήψεων, στάσεων, αξιών και συμπεριφοράς, τα οποία
περιγράφουν τόσο τις γνώσεις όσο και την εμπειρία των νέων για τα συγκεκριμένα θέματα,
δηλαδή τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και την αναπαραγωγή των σχέσεων αυτών από
τους κυρίαρχους θεσμούς. Η διερεύνηση αυτής της γνώσης και της εμπειρίας δεν μπορεί να
γίνει αποκλειστικά με ποσοτικές μεθόδους έρευνας, αλλά μέσα από το συνδυασμό της
ποσοτικής και της ποιοτικής μεθοδολογίας. Για το λόγο αυτό, σχεδιάστηκαν και διεξήχθησαν
δύο διαφορετικές μελέτες, κάθε μία από τις οποίες ανταποκρίνεται σε διαφορετικά
ερωτήματα, περιλαμβάνει το δικό της δείγμα και ακολουθεί ένα διαφορετικό τρόπο συλλογής
επεξεργασίας και ερμηνείας των δεδομένων της.
Η πρώτη μελέτη, με τίτλο «Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
στη Δημόσια & Ιδιωτική Ζωή», σχεδιάστηκε με βάση την ποσοτική μεθοδολογία έρευνας
προκειμένου να απαντήσει στα πρώτα πέντε ερωτήματα που αφορούν κυρίως στην
ενημέρωση, στις αξίες και στις αντιλήψεις που έχει διαμορφώσει μια συγκεκριμένη ομάδα
νέων ανθρώπων σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Επίσης, η πρώτη αυτή μελέτη προσέφερε τη δυνατότητα συγκρίσεων ανάμεσα στις απόψεις
των ανδρών και των γυναικών του δείγματος σε σχέση με τα παραπάνω θέματα. Στο σημείο
αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ποσοτική μελέτη με τη χρήση ερωτηματολογίων
αποτέλεσε μια πρώτη καταγραφή των αντιλήψεων ενός αριθμού φοιτητών του Αριστοτέλειου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο
του φοιτητικού πληθυσμού της χώρας. Ωστόσο, οριοθετεί το πλαίσιο των γνώσεων και των
αξιών που χαρακτηρίζουν τους νέους και μορφωμένους ανθρώπους σε σχέση με τους ρόλους
των δύο φύλων στην αγορά εργασίας και στην οικογένεια, οι οποίοι βρίσκονται μάλιστα σε μια
μεταβατική διαδικασία αποφάσεων και επιλογών, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα τη βάση για
τα περαιτέρω ερωτήματα και τις ποιοτικές αναλύσεις της δεύτερης μελέτης.
Στη δεύτερη μελέτη, με τίτλο «Συμφιλίωση Ιδιωτικής &. Δημόσιας Ζωής: Τα
'Ρεπερτόρια' των Πτυχιούχων Γυναικών», ακολουθήθηκε μια ποιοτική μέθοδος συλλογής και
ανάλυσης των δεδομένων, προκειμένου να απαντηθούν τα επόμενα πέντε ερωτήματα της
έρευνας και να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους ειδικά οι νέες γυναίκες συμφιλιώνουν
τις απαιτήσεις της οικογενειακής με την επαγγελματική τους ζωή και επομένως συμβιβάζονται
ή αντιστέκονται σιην κυρίαρχη ιδεολογία για τα φύλα. Η δεύτερη μελέτη στράφηκε
αποκλειστικά στις νέες γυναίκες απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη μέθοδο της
ημι-δομημένης συνέντευξης αποκλειστικά με γυναικείες ομάδες. Όπως άλλωστε ισχυρίζονται
οι φεμινίστριες, «διερευνώντας μαζί με τα υποκείμενα της έρευνας γιατί σκέπτονται όπως
σκέπτονται ή γιατί συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται, εμπλουτίζει την κατανόηση μας
και αποτελεί μια πιο ισχυρή βάση από την οποία μπορούμε να αναζητήσουμε δυνατότητες

153
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

αλλαγής, παρά από το να γνωρίζουμε μόνον τι ακριβώς σκέπτονται και τι κάνουν» (Kelly,
Burton & Regan, 1994: 39).
Φαίνεται λοιπόν ότι οι προσωπικές εμπειρίες των γυναικών αποφοίτων σε σχέση με
κοινωνικές δομές, όπως το φύλο και κοινωνικούς θεσμούς, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση ή
η αγορά εργασίας, αποτελούν το βασικό πλαίσιο αναφοράς, το οποίο ενημερώνει τις
αντιδράσεις τους και κατευθύνει τη συμπεριφορά τους. Από την άλλη, ο «λόγος» και η
γλώσσα αποτελεί το μέσο με το οποίο οι εμπειρίες αυτές όχι μόνον αποκαλύπτονται αλλά
ταυτόχρονα κατασκευάζονται και κατασκευάζουν την ταυτότητα των γυναικών. Έτσι, ένα
δείγμα γυναικών από διάφορες ειδικότητες και επαγγελματικές κατευθύνσεις συμμετείχαν σε
οκτώ συνολικά ομαδικές συνεντεύξεις, στις οποίες μίλησαν ανάμεσα σε άλλα για τα
επαγγελματικά τους σχέδια, για το γάμο, για τις ευθύνες της μητρότητας και για τις
προσδοκίες της οικογένειας τους. Οι συνεντεύξεις απομαγνητοφωνήθηκαν και
επεξεργάστηκαν στη συνέχεια με τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου.
Όπως ισχυρίζεται και η Maynard (1994), τα ίδια τα ερωτήματα της μελέτης
δημιούργησαν την ανάγκη τόσο για «εύρος», όσο και για «βάθος» στην ερευνητική
διαδικασία. Βέβαια, τα αποτελέσματα από την ανάλυση λόγου δεν μπορούν να συγκριθούν με
τα αποτελέσματα της ποσοτικής μεθοδολογίας και τις στατιστικές αναλύσεις, καθώς πρόκειται
για δύο εντελώς διαφορετικά είδη δεδομένων που αφορούν δύο διαφορετικούς πληθυσμούς.
Ωστόσο, παρά τις διαφορές ανάμεσα στις μεθόδους και τα διαφορετικής υφής αποτελέσματα,
υπήρξαν σημεία όπου ήταν δυνατή και απαραίτητη η αντιπαραβολή των πληροφοριών για τη
διεύρυνση της κοινωνιολογικής σκέψης. Έτσι, κάθε μία από τις παραπάνω μελέτες συνέβαλλε
με το δικό της τρόπο στο αντικείμενο της έρευνας, εμπλουτίζοντας τα δεδομένα και
διευρύνοντας την κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου, όπως είναι οι σχέσεις των δύο
φύλων στην ελληνική κοινωνία, παρόμοια με πολλές άλλες ερευνητικές μελέτες.
Στις ενότητες που ακολουθούν, υποστηρίζεται θεωρητικά η δυνατότητα συνδυασμού
της ποσοτικής με την ποιοτική μεθοδολογία και αναπτύσσεται η φεμινιστική κριτική στην
παραδοσιακή (ποσοτική) μεθοδολογία της έρευνας, με βάση τις επιρροές της
μεταστρουκτουραλιστικής θεώρησης. Η κριτική αυτή οδήγησε πολλούς ερευνητές και
ερευνήτριες, ιδιαίτερα όσες ασχολούνται με θέματα κοινωνικής ανισότητας, σε εναλλακτικές
μεθοδολογίες έρευνας, όπως η ανάλυση λόγου.

4.3.1 Ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογία έρευνας.


Όπως επισημαίνουν οι Stanley & Wise (1993), οι περισσότεροι από εμάς βρίσκονται
μπροστά σε μια έκπληξη όταν ξεκινούν την επιστημονική έρευνα. Για τις παραπάνω
συγγραφείς, η ερευνητική διαδικασία δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση μία συνταγή με
οδηγίες και κανονισμούς, τους οποίους αν ακολουθήσει κανείς κατά γράμμα θα ολοκληρώσει
την έρευνα του με επιτυχία, δίχως λάθη ή δυσκολίες. Αντιθέτως, «η ιδιοσυγκρασία του
ερευνητή», οι «συγχύσεις» και τα «λάθη» βρίσκονται στην καρδιά της ερευνητικής πρακτικής.

154
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για «μπερδέματα» ή «λάθη» αλλά «για αναπόφευκτες
πλευρές της ίδιας της έρευνας» (Stanley & Wise, 1993: 150). Στην ίδια λογική, οι Maynard &
Purvis (1994) ισχυρίζονται ότι «η έρευνα δεν αποτελεί μια γραμμική διαδικασία», όπως συχνά
παρουσιάζουν τα εγχειρίδια μεθοδολογίας ή οι περιγραφές μελετών που έχουν ήδη
ολοκληρωθεί, αλλά μια πολύπλοκη διαδικασία με ανατροπές, σημαντικές δυσκολίες και
προσωπικές αποφάσεις. Έτσι και στη συγκεκριμένη μελέτη, τόσο τα ερωτήματα, όσο και η
ίδια η διαδικασία της έρευνας σε συνδυασμό με τις κατευθύνσεις της σύγχρονης
βιβλιογραφίας, οδήγησαν στην απόφαση για την παράλληλη χρήση δύο φαινομενικά
ασυμβίβαστων μεθοδολογιών.
Άλλωστε, σε πολλές μελέτες, τόσο της φεμινιστικής όσο και της κοινωνιολογικής
παράδοσης, έχει υποστηριχθεί ότι ο πλουραλισμός στη μεθοδολογία της έρευνας είναι
σημαντικός, ενώ η ιεράρχηση ανάμεσα στις μεθόδους ανούσια. Για παράδειγμα, στη σχετική
βιβλιογραφία συναντά κανείς την ενδιαφέρουσα άποψη του Bryman (1988), ο οποίος
υποστήριξε ότι οι διαφορές ανάμεσα στις δύο μεθοδολογίες είναι περισσότερο «τεχνικές»
παρά επισΓημολογικές. Δηλαδή, τόσο η ποιοτική όσο και η ποσοτική μεθοδολογία είναι κάθε
μία κατάλληλη για διαφορετικά ερωτήματα, ενώ το ερευνητικό πρόβλημα είναι αυτό που
καθορίζει ή θα έπρεπε να καθορίζει ποιόν τρόπο έρευνας μπορεί να ακολουθήσει κανείς. Ο
Bryman (1988) ισχυρίσπηκε ότι οι διαφορές ανάμεσα στην ποιοτική και ποσοτική
μεθοδολογία, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα ή
δυνατότητες και αδυναμίες της κάθε μίας ερευνητικής διαδικασίας. Το επιχείρημα των
«τεχνικών διαφορών» συνεπάγεται τη δυνατότητα συνδυασμού ή παράλληλης χρήσης των
δύο μεθοδολογιών. Σύμφωνα με τον Bryman (1988), ο συνδυασμός της ποσοτικής και
ποιοτικής μεθοδολογίας ενδείκνυται και έχει εφαρμοστεί σε περιπτώσεις όπως, όταν υπάρχουν
δεδομένα από διαφορετικά πλαίσια και διαφορετικούς πληθυσμούς, όταν οι δύο μεθοδολογίες
προσφέρουν διαφορετικά δεδομένα για το ίδιο ερευνητικό πρόβλημα, όταν θεωρούνται
απαραίτητες σε διαφορετικά στάδια της ίδιας μελέτης ή όταν η μία μεθοδολογία προηγείται
διευκολύνοντας τη συλλογή των δεδομένων της άλλης. Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα
ισχύουν και στην περίπτωση της παρούσας έρευνας, όπου υπάρχουν δεδομένα από
διαφορετικούς πληθυσμούς και όπου τα διαφορετικά δεδομένα συγκεντρώθηκαν και
επεξεργάστηκαν με διαφορετικές μεθόδους, σε δύο διαφορετικά στάδια.
Ωστόσο, είναι ασυνήθιστο να βρει κανείς παραδείγματα μελετών όπου η ποσοτική και
ποιοτική έρευνα έχουν ισότιμο ρόλο στην ερευνητική διαδικασία. Οι Tolman & Szalacha
(1999) ισχυρίζονται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, η μελέτη διεξάγεται στην
πραγματικότητα σύμφωνα με τη μία μέθοδο, ενώ η άλλη μέθοδος χρησιμοποιείται μόνον
υποστηρικτικά. Πιο ισότιμοι τρόποι συνδυασμού, έχουν να κάνουν με περιπτώσεις όπου οι
δύο μεθοδολογίες χρησιμοποιούνται παράλληλα και ταυτόχρονα, ως δύο ολοκληρωμένες και
ξεχωριστές μελέτες του ίδιου θέματος. Στην περίπτωση αυτή είναι δύσκολη η σύγκριση των
αποτελεσμάτων. Όμως όπως ισχυρίζονται οι παραπάνω συγγραφείς, όταν χρησιμοποιούμε

155
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

διαφορετικές μεθόδους έρευνας δεν σημαίνει ότι διερευνούμε τα ίδια ακριβώς ερωτήματα με
διαφορετικούς τρόπους. Αντίθετα, οι διαφορετικές μέθοδοι συχνά ανταποκρίνονται και
απαντούν σε διαφορετικού τύπου ερωτήματα και οδηγούν σε διαφορετικά είδη γνώσης,
ερμηνείας και επεξήγησης, όπως ακριβώς και σιη συγκεκριμένη μελέτη. Φαίνεται ότι όλο και
περισσότεροι ερευνητές, ειδικά όσοι ασχολούνται με θέματα φύλου και φυλετικής
ταυτότητας, χρησιμοποιούν παράλληλα τις δύο μεθοδολογίες, με γνώμονα πάντα την
καλύτερη δυνατή μέτρηση των ερωτημάτων της μελέτης που διεξάγουν. Εξάλλου, η
φεμινιστική οπτική δεν συμβάλλει στην επιστήμη της ψυχολογίας μόνο με τις διαφορετικές
μεθόδους που εισάγει αλλά και με τα διαφορετικά ερωτήματα που θέτει, τα οποία δεν
μπορούν πάντα να απαντηθούν με παραδοσιακές μεθόδους. Παρόμοια, η Felipe-Russo (1999)
διαπιστώνει ότι όπως η γνώση δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τη μέθοδο παραγωγής της
έτσι και τα ερωτήματα της φεμινιστικής προσέγγισης δεν είναι ανεξάρτητα από τις μεθόδους
που χρησιμοποιεί για να δώσει απαντήσεις.

4.3.2 Η φεμινιστική κριτική στη μεθοδολογία της έρευνας.


Ένα επιπλέον επιχείρημα για τη διεξαγωγή ομαδικών συνεντεύξεων αποκλειστικά με
γυναίκες και τη χρήση μιας διαφορετικής ποιοτικής μεθοδολογίας προκύπτει από τη
φεμινιστική μεθοδολογία έρευνας και την κριτική της τελευταίας στην παραδοσιακή ποσοτική
επιστημολογία. Για παράδειγμα, η Harding (1987) επεσήμανε τρία ουσιαστικά στοιχεία της
φεμινιστικής προσέγγισης, τα οποία έχουν σαφώς συνέπειες στην επιλογή των μεθόδων, αλλά
δεν αποτελούν από μόνα τους τεχνικές έρευνας: α) Πρώτον, η φεμινιστική έρευνα εισήγαγε
για πρώτη φορά τη γυναικεία εμπειρία, από την οποία όχι μόνον αντλεί τα δεδομένα της αλλά
θέτει και τα ερωτήματα της. Με τον τρόπο αυτό οι γυναίκες παύουν να περιθωριοποιούνται
από τους κυρίαρχους θεσμούς παραγωγής γνώσης και μιλούν οι ίδιες για τον εαυτό τους, τις
εμπειρίες και τα βιώματα τους. β) Δεύτερον, η φεμινιστική έρευνα σχεδιάστηκε για να
βελτιώσει την κοινωνική θέση της γυναίκας, για να επιφέρει αποτελέσματα προς όφελος των
γυναικών και όχι για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των κοινωνικών ιδρυμάτων, των θεσμών
και των πολιτικών πρακτικών, γ) Τρίτον, η φεμινιστική οπτική τοποθέτησε τον ερευνητή στο
ίδιο επίπεδο κριτικής και αξιολόγησης όπως ακριβώς και τα υποκείμενα της έρευνας. Με άλλα
λόγια, ο ερευνητής παύει να ασκεί απόλυτο έλεγχο και εξουσία στην ερευνητική διαδικασία,
αλλά εμφανίζεται ως ένας πραγματικός άνθρωπος, ο οποίος επηρεάζει με τις αξίες και τα
ενδιαφέροντα του την έρευνα και τα αποτελέσματα της. Φεμινίστριες, όπως οι Maynard &
Purvis (1994), ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι ερευνητικές διαδικασίες πρέπει να είναι διαφανείς
στους αναγνώστες, γεγονός το οποίο αυξάνει ουσιαστικά την αντικειμενικότητα μιας μελέτης,
καθιστώντας εμφανή τα δεδομένα τόσο της ερευνητικής συνθήκης όσο και της
προσωπικότητας του ερευνητή. Στην πραγματικότητα, ο φεμινισμός άσκησε κριτική στην
απόλυτη αλήθεια και αντικειμενικότητα της επιστημονικής μεθόδου και εισήγαγε το στοιχείο
της υποκειμενικότητας.

156
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

Αρχικά λοιπόν, η φεμινιστική πρακτική αμφισβήτησε την ποσοτική μεθοδολογία


έρευνας και ταυτίστηκε με την ποιοτική, την οποία έβρισκε πιο ελκυστική και σύμφωνη με τις
αρχές του φεμινιστικού κινήματος και τα είδη της γνώσης που ήθελε να προάγει (Maynard,
1994). Στη συνέχεια όμως, αναγνωρίστηκε ότι πολλές ποσοτικές μελέτες έχουν υποστηρίξει
τα ενδιαφέροντα του φεμινισμού και ότι οι ποιοτικές μέθοδοι δεν είναι από μόνες τους
ταυτόσημες με τους στόχους του φεμινισμού. Σύμφωνα με τις Peplau & Conrad (1989),
οποιαδήποτε μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σεξιστικό τρόπο και καμία δεν εγγυάται
από μόνη της τη φεμινιστική προσέγγιση. Για παράδειγμα, εάν μια μελέτη χρησιμοποιεί
πειραματικά ή μη πειραματικά δεδομένα και μεθόδους δεν αποτελεί απαραίτητα δείκτη της
δέσμευσης του ερευνητή σε φεμινιστικές αρχές και αξίες. Συνεπώς και οι στατιστικές
αναλύσεις δεν είναι απαραίτητα ασύμβατες με τις ριζοσπαστικές κριτικές της παραδοσιακής
επιστημονίκής ιδεολογίας και πρακτικής. Εκείνο που έχει σημασία είναι αν η μέθοδος που θα
χρησιμοποιηθεί είναι κατάλληλη σε σχέση με το σύνολο των ερωτημάτων της έρευνας.
Επιπλέον, πολλοί ερευνητές και ερευνήτριες ισχυρίστηκαν ότι η διχοτόμηση της
ποιοτικής και ποσοτικής μεθοδολογίας ουσιαστικά φτωχαίνει την έρευνα και ότι οι δύο
ερευνητικές παραδόσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν συμπληρωματικά και όχι
ανταγωνιστικά (Harding, 1987; Kelly, Burton &. Regan, 1994; Crawford & Kimmel, 1999).
Άλλωστε, ο φεμινισμός φαίνεται ότι εισάγει μια διαφορετική οπτική στην επιστήμη της
ψυχολογίας και θα ήταν άδικο να περιοριστεί η εναλλακτική προσέγγιση του κινήματος
αποκλειστικά σε ζητήματα μεθόδων ή θεματολογίας. Στην ουσία, οι φεμινίστριες θέτουν
διαφορετικά ερωτήματα, συνεπώς οποιαδήποτε μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς
όφελος των γυναικείων δικαιωμάτων είναι εξ' ορισμού ένα φεμινιστικό εργαλείο (Felipe-Russo,
1999). Πολλές φορές μάλιστα είναι σημαντικό να χρησιμοποιεί κανείς μια ποικιλία μεθόδων με
στόχο να αυξήσει τους τρόπους συλλογής των δεδομένων της έρευνας. Οι φεμινίστριες
ενστερνίζονται τελικά τα επιχειρήματα για τη χρήση πολλαπλών και διαφορετικών μεθόδων,
καθώς, όπως ισχυρίστηκαν οι Maynard & Purvis (1994), οι διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικές
ερευνητικές τεχνικές είναι το ίδιο διαφωτιστικές όσο και οι ομοιότητες τους.
Από την άλλη όμως, ολόκληρη η κοινωνική γνώση γεννιέται και αποτελεί προϊόν της
ανθρώπινης εμπειρίας. Έτσι, σύμφωνα με τις Stanley & Wise (1993), όταν κανείς μελετά τη
γυναικεία εμπειρία δεν μπορεί παρά να αποφύγει τις παραδοσιακές μεθόδους και τις
υπάρχουσες κοινωνιολογικές θεωρίες και να κατασκευάσει μια νέα κοινωνική επιστήμη, η
οποία θα ξεκινά από τις εμπειρίες των γυναικών σε σχέση με την πραγματικότητα που
βιώνουν οι ίδιες. Διαφορετικά, οι γυναικείες εμπειρίες θα συνεχίσουν να αναλύονται και να
διερευνώνται με τις διαδικασίες, τις μεθόδους και τα ερευνητικά μοντέλα μιας «σεξιστικής»
μεθοδολογικά προσέγγισης. Επομένως, παρ' όλο που πολλές και διαφορετικές μέθοδοι
μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη φεμινιστική επιστημολογική προσέγγιση, τα κοινά
σημεία ανάμεσα σε όλες αφορούν κυρίως στη σπουδαιότητα της γυναικείας εμπειρίας, στην
επιρροή του ερευνητή στην ερευνητική διαδικασία, στις μη ιεραρχικές ερευνητικές σχέσεις,

157
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας

στην ανάμειξη των ερευνητικών μεθόδων και στους πολιτικούς στόχους της φεμινιστικής
έρευνας. Έτσι, οι σύγχρονες εξελίξεις στη φεμινιστική έρευνα εισήγαγαν νέα θέματα και
προοπτικές στην επιστήμη και κυρίως στην επιστημολογία της ψυχολογίας. Συνολικά, θα
λέγαμε ότι το βασικό ενδιαφέρον της φεμινιστικής επιστημολογίας είναι η βελτίωση της
γνώσης και η εξάλειψη σεξιστικών κυρίως ή άλλων παραμορφώσεων. Με βάση αυτό τον
γνώμονα, οι περισσότερες μη σεξιστικές μεθοδολογίες έρευνας οδηγούν ταυτόχρονα στη
μεταμοντέρνα επιστημολογία και σιην ποιοτική μέθοδο της ανάλυσης λόγου.

158
Κεφάλαιο 5
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους
των Φύλων στη Δημόσια & Ιδιωτική Ζωή
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

5.1 Εισαγωγή.
Παρ' όλες τις σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, κυρίως από τη
δεκαετία του '80 και μετά, η κοινωνική θέση της γυναίκας στην Ελλάδα εξακολουθεί να
χαρακτηρίζεται από ουσιαστικές αντιφάσεις και να καταλήγει σε αδιέξοδα. Η νομοθετική
ισότητα σε καμία περίπτωση δεν προεξοφλεί ούτε και εξασφαλίζει την κοινωνική ισότητα
ανάμεσα στα δύο φύλα. Στην πραγματικότητα, η οργάνωση των θεσμών και των βασικών
κοινωνικών οργανισμών παγκοσμίως, παραμένει ακόμη σύμφωνη με παραδοσιακά ανδρικά
πρότυπα και μοντέλα ζωής (βλ. κεφάλαιο 2).
Μέχρι σήμερα, το ποσοστό συμμετοχής των ελληνίδων στον πολιτικό, δημόσιο και
οικονομικός τομέα είναι πολύ χαμηλό, ιδιαίτερα στις ανώτατες βαθμίδες. Επιπλέον, είναι
σαφές, ότι ο γάμος και η γέννηση των παιδιών επηρεάζουν σημαντικά την επαγγελματική
σταδιοδρομία των γυναικών αφ' ενός, εξαιτίας της έλλειψης οργανωμένων παιδικών σταθμών
αφ' ετέρου, εξαιτίας των παραδοσιακών απόψεων για την ανατροφή των παιδιών ως
πρωταρχική υπευθυνότητα της γυναίκας. Σύμφωνα με τη Συμεωνίδου (1998), η απουσία του
κράτους πρόνοιας σιην Ελλάδα δεν βοήθησε καθόλου τη συμφιλίωση της εργασιακής και
οικογενειακής ζωής των γυναικών, με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να εγκαταλείπουν την
εργασία τους για να αναλάβουν τη φρονπδα όχι μόνο των παιδιών τους, αλλά και άλλων
μελών της οικογένειας με ιδιαίτερες ανάγκες. Επομένως, παρ' όλο που οι γυναίκες φαίνεται
ότι βραχυπρόθεσμα επωφελούνται από τις ευκαιρίες της ανώτατης εκπαίδευσης,
μακροπρόθεσμα οι επαγγελματικές τους φιλοδοξίες περιορίζονται από παραδοσιακά πρότυπα
και στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων. Ωστόσο, φεμινίστριες αναφέρουν ότι οι
γυναίκες σταδιακά αμφισβητούν την άνιση κατανομή των ρόλων στην εργασία και στην
οικογένεια και απαιτούν το μερίδιο τους σε ελεύθερο χρόνο, αυτονομία και οικονομική
ανεξαρτησία, ενώ προσπαθούν να επιβάλλουν έναν αμοιβαίο και ισότιμο επιμερισμό στις
οικιακές ευθύνες (Bjornberg, 1998).

5.2Τα επιμέρους ερωτήματα της μελέτης με τους φοιτητές και τις


φοιτήτριες2.
Η μελέτη αυτή, η οποία χρησιμοποιεί με συνέπεια ποσοτικές μεθοδολογικές
προσεγγίσεις, ξεκινά από την παραδοχή ότι η επίγνωση της ταυτότητας και του ρόλου του
φύλου προσδιορίζει μελλοντικές επιλογές και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του τρόπου με
τον οποίο οι φοιτητές και οι φοιτήτριες θα σχεδιάσουν τη ζωή και την καριέρα τους, θα
αντιμετωπίσουν τις συγκρούσεις και θα διεκδικήσουν δικαιώματα. Όπως διαπιστώθηκε σε
προηγούμενο κεφάλαιο, το φύλο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κοινωνικές δομές, η

2
Από "δω και στο εξής, για λόγους συντομίας, η πρώτη μελέτη θα αναφέρεται ως «η μελέτη των
φοιτητών και των φοιτητριών», ενώ η δεύτερη ως «η μελέτη των πτυχιούχων γυναικών».

161
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

οποία καθορίζει πολιτισμικές ερμηνείες, διαμορφώνοντας ρόλους, συμπεριφορές και


ανθρώπινα χαρακτηριστικά (βλ. κεφάλαιο 1). Η ταυτότητα φύλου αναπτύσσεται από τη
βρεφική ακόμη ηλικία και αποτελεί στη συνέχεια αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας
μας. Είναι επίσης γνωστό, από πολλές μελέτες, ότι το φύλο επηρεάζει παράλληλα την
εργασιακή, οικογενειακή και πολιτική εξέλιξη ενός ανθρώπου (Miller, 1986; Bradley, 1989;
Delphy & Leonard, 1992; Gilligan 1993; Στρατηγάκη, 1994; Arnot et al., 1995). Τέλος, τα
στερεότυπα φύλου επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο ένας άνθρωπος προσλαμβάνει ή
αποφεύγει πληροφορίες, γεγονός το οποίο καθρεφτίζεται στη συμπεριφορά του και σε
επιλογές ζωής ή σταδιοδρομίας (Doyle, 1985; Lips, 1988).
Υπενθυμίζεται λοιπόν ότι τα ερωτήματα της συγκεκριμένης μελέτης στοχεύουν στα
εξής: α) στη διερεύνηση των γνώσεων και των αντιλήψεων των νέων ατόμων, φοιτητών
πανεπισΓημίου, για τη θέση της γυναίκας στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα της σύγχρονης
ελληνικής κοινωνίας και για τους ρόλους των δύο φύλων στην εργασία και σΓην οικογένεια, β)
στη διαπίστωση διαφορών ανάμεσα στα δύο φύλα όσον αφορά τις γνώσεις και τις αντιλήψεις
τους για τα παραπάνω θέματα, γ) στην ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους η ταυτότητα
του φύλου επηρεάζει τα μελλοντικά σχέδια και τις επιλογές των νεαρών αποφοίτων της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και δ) στην αποκάλυψη αναπαραγωγικών ή ανανεωτικών τάσεων,
όσον αφορά στις σχέσεις και στους ρόλους των φύλων, εκ μέρους των ατόμων που πήραν
μέρος στην έρευνα. Στη συνέχεια, περιγράφεται η μέθοδος συλλογής των δεδομένων, το
δείγμα της μελέτης και παρουσιάζεται η στατιστική ανάλυση και η συζήτηση των
αποτελεσμάτων.

5.3 Η μέθοδος της ποσοτικής μελέτης.


Οι αντιλήψεις και οι προσδοκίες των φοιτητών και των φοιτητριών καθώς και οι
διαφορές ανάμεσα τους αξιολογήθηκαν με τη βοήθεια ενός εκτεταμένου ερωτηματολογίου, το
οποίο αποτύπωσε τις γνώσεις, τις αξίες και τις εντυπώσεις ενός δείγματος φοιτητών και
φοιτητριών από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σε σχέση με τους ρόλους των
δύο φύλων στους τομείς της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής ζωής. Παρόμοιες μελέτες
συναντά κανείς και στη διεθνή βιβλιογραφία (Spade & Reese, 1991; Covin & Brush, 1991;
Bouffard, Bastin & Lapierre, 1996; Novack & Novack, 1996).

5.3.1 To εργαλείο της μελέτη ς.

Το ερωτηματολόγιο της μελέτης με τίτλο «Άνδρες και Γυναίκες στην Ελλάδα»,


αποτελούνταν συνολικά από 38 ανοιχτές και κλειστές ερωτήσεις και περιελάμβανε τρεις
θεματικές ενότητες3:
α) Βιογραφικά στοιχεία. Η πρώτη ενότητα περιελάμβανε συνολικά 13 ερωτήσεις,

3
Το ερωτηματολόγιο επισυνάπτεται στο Παράρτημα Ι της διατριβής.

162
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

οι οποίες αντλούσαν πληροφορίες για το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, το
θρήσκευμα, τον τόπο γεννήσεως και μόνιμης κατοικίας, τις σπουδές και την
κοινωνικοοικονομική προέλευση του δείγματος (δηλαδή επάγγελμα και επίπεδο εκπαίδευσης
γονέων). Επιπλέον, στο πλαίσιο της ενότητας αυτής ζητήθηκε από τα υποκείμενα να
απαντήσουν αν είχαν εργαστεί ποτέ, τι δουλειά έκαναν και αν είχαν υπάρξει μέλος κάποιας
οργάνωσης (π.χ. πολιτικό κόμμα, θρησκευτική ομάδα, επιστημονική εταιρεία κτλ.) ή
συμμετείχαν σε δραστηριότητες για την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον κτλ.
β) Μισθωτή εργασία. Η δεύτερη ενότητα περιελάμβανε συνολικά 13 ανοιχτές και
κλειστές ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν στις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στην
Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τα υποκείμενα να εκτιμήσουν το ποσοστό των
εργαζομένων γυναικών, των ανέργων γυναικών, την αναλογία φύλου σε διάφορα
επαγγέλματα, τις αμοιβές των γυναικών και την ισχύουσα εργατική νομοθεσία σε θέματα
ισότητας των δύο φύλων. Επίσης, τους ζητήθηκε να εκφράσουν τις απόψεις τους σε σχέση
με τις ικανότητες και την επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών, καθώς και σε σχέση με τις
δυσκολίες πρόσβασης ή προαγωγής που αντιμετωπίζουν άνδρες και γυναίκες στην αγορά
εργασίας. Τέλος, τους ζητήθηκε να προβάλλουν την εικόνα του εργαζόμενου άνδρα και της
εργαζόμενης γυναίκας στην Ελλάδα σήμερα.
γ) Ιδιωτική ζωή. Η τρίτη ενότητα περιελάμβανε συνολικά 12 ανοιχτές και κλειστές
ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν ζητήματα προσωπικής και οικογενειακής ζωής.
Συγκεκριμένα, οι ερωτήσεις ζητούσαν από τους συμμετέχοντες να εκφράσουν κυρίως τις
απόψεις τους για τον έλεγχο που νομίζουν ότι ασκούν οι άνδρες και οι γυναίκες σήμερα στο
πλαίσιο της οικογένειας, για διάφορα θέματα προσωπικής ανάπτυξης των δύο φύλων και για
τους περιορισμούς που συναντούν οι άνδρες και οι γυναίκες στην προσωπική τους ζωή.
Επίσης, ζητήθηκε από τα υποκείμενα να εκτιμήσουν το ποσοστό των διαζυγίων στην Ελλάδα,
τα ποσοστά βίας και κακοποίησης που υφίστανται άνδρες και γυναίκες σήμερα και μια σειρά
από αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις οικογενειακού δικαίου. Τέλος, τους ζητήθηκε να
προβάλλουν την εικόνα του άνδρα και της γυναίκας στην οικογενειακή και στην ιδιωτική ζωή.
Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε σαφείς οδηγίες για τη συμπλήρωση του από τα
υποκείμενα της έρευνας. Ειδικότερα, οι ενότητες της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής
ζωής περιελάμβαναν ερωτήσεις, οι οποίες αξιολογούσαν τις γνώσεις, τις αξίες και τις
εντυπώσεις των συμμετεχόντων σε σχέση με τη θέση των γυναικών στην ελληνική κοινωνία
και τους ρόλους των δύο φύλων, ως προς τον κάθε τομέα ξεχωριστά. Οι ερωτήσεις
διακρίνονταν επομένως σε:
α) Ερωτήσεις γνώσεων. Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις ζητούσαν τις γνώσεις των
συμμετεχόντων σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας και την ισχύουσα
νομοθεσία (εργατικό και οικογενειακό δίκαιο). Για παράδειγμα, ποιο είναι το ποσοστό των
εργαζομένων ή των ανέργων γυναικών, ποια είναι η αναλογία συμμετοχής ανδρών και
γυναικών σε διάφορα επαγγέλματα, ποιο είναι το ποσοστό των διαζυγίων στην Ελλάδα και

163
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

τέλος ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο για τις σχέσεις των δύο φύλων στην εργασία και στην
οικογένεια. Να διευκρινιστεί ωστόσο, ότι στο ερωτηματολόγιο υπήρχαν οδηγίες, οι οποίες
προέτρεπαν τους φοιτητές να απαντήσουν στην ερώτηση (εκφράζοντας τις εκτιμήσεις τους),
ακόμη κι αν δε γνώριζαν τη σωστή απάντηση.
β) Ερωτήσεις αξιών. Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις (τύπου Likert) αξιολόγησαν τις
αξίες των συμμετεχόντων σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία.
Για παράδειγμα, οι συμμετέχοντες έπρεπε να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με έναν
αριθμό προτάσεων που αφορούσαν στην επαγγελματική, στην οικογενειακή και στην
ευρύτερη κοινωνική θέση των ανδρών και των γυναικών. Οι προτάσεις εξέφραζαν είτε
στερεότυπες (παραδοσιακές), είτε φιλελεύθερες (προοδευτικές) αντιλήψεις σε σχέση με τα
παραπάνω ζητήματα. Κάθε πρόταση είχε τρεις εναλλακτικές απαντήσεις (συμφωνώ, δεν έχω
γνώμη, διαφωνώ), οι οποίες βαθμολογούνταν αντίστοιχα σε μια κλίμακα από το 1 έως το 3.
γ) Ερωτήσεις εντυπώσεων. Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις αποτύπωσαν τις
εντυπώσεις των συμμετεχόντων σε σχέση με την εικόνα του άνδρα και της γυναίκας στη
μισθωτή εργασία, στην οικογένεια και στην προσωπική ζωή. Ορισμένες ερωτήσεις (τύπου
Likert) ζητούσαν από τα υποκείμενα να εκφράσουν τη συμφωνία τους ή τη διαφωνία τους με
μια σειρά από προτάσεις, οι οποίες εξέφραζαν αξίες και αντιλήψεις σε σχέση με τους ρόλους
των δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία. Κάθε πρόταση είχε πέντε εναλλακτικές απαντήσεις
(συμφωνώ απόλυτα, συμφωνώ, δεν έχω γνώμη, διαφωνώ απόλυτα, διαφωνώ), οι οποίες
βαθμολογούνταν αντίστοιχα σε μια κλίμακα από το 1 έως το 5, με το 1 να αναπαριστά την πιο
συντηρητική απάντηση και με το 5 την πιο φιλελεύθερη. Άλλες ερωτήσεις ζητούσαν από τα
υποκείμενα να επιλέξουν από την ίδια «τράπεζα» 30 λέξεων, τις τρεις λέξεις, οι οποίες θα
περιέγραφαν καλύτερα και σύμφωνα πάντα με τους ίδιους, τους άνδρες και τις γυναίκες στο
χώρο της εργασίας, της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής. Η παραπάνω «τράπεζα λέξεων»
είχε δοκιμαστεί πιλοτικά πολλές φορές πριν συμπεριληφθεί στο ερωτηματολόγιο.
δ) Ανοιχτές ερωτήσεις. Τέλος, το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε έναν αριθμό
ανοιχτών ερωτήσεων σε σχέση με τα εμπόδια, τις δυσκολίες και τους περιορισμούς που
αντιμετωπίζουν άνδρες και γυναίκες στο χώρο της εργασίας, της οικογένειας και της
προσωπικής τους ζωής. Οι ανοιχτές ερωτήσεις επέτρεψαν σε φοιτητές και φοιτήτριες να
εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους για τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα και να μην
επηρεαστούν από τις αντιλήψεις των κατασκευαστών του ερωτηματολογίου.

5.3.1.1 Η προέλευση και οι δοκιμασίες του ερωτηματολογίου.


Το ερωτηματολόγιο της έρευνας προέκυψε από το αντίστοιχο ερευνητικό εργαλείο
μιας προηγούμενης διακρατικής μελέτης στην Ελλάδα και στη Μ. Βρετανία, με τίτλο
«Προωθώντας την επίγνωση της ισότητας: οι γυναίκες ως πολίτες», η οποία είχε ως στόχο να
προωθήσει το ζήτημα της ισότητας των φύλων σιη βασική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών,
ούτως ώστε να ενισχύσει τον εκδημοκρατισμό των δύο κοινωνιών και να εξαλείψει κοινωνικές

164
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

ανισότητες μέσα από το σύστημα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Arnot et al., 1995).
Συγκεκριμένα στην αρχική φάση, στόχος της έρευνας ήταν να ανακαλύψει το είδος και το
επίπεδο της επίγνωσης που διαθέτουν οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε ένα
εκτεταμένο ερωτηματολόγιο4, το οποίο περιελάμβανε 52 συνολικά ανοιχτές και κλειστές
ερωτήσεις και πέντε θεματικές ενότητες: α) βιογραφικά στοιχεία, β) δημόσια ζωή, γ) μισθωτή
εργασία, δ) ιδιωτική ζωή και ε) δημοκρατική εκπαίδευση. Το ερωτηματολόγιο αξιολόγησε τις
γνώσεις, τις αξίες και τις εντυπώσεις των εκπαιδευτικών σε θέματα ισότητας των φύλων και
δημοκρατικής εκπαίδευσης και συμπληρώθηκε από 673 μελλοντικούς εκπαιδευτικούς σε
Ελλάδα και Μ. Βρετανία (Arnot et al., 1995). Η παραπάνω μελέτη προσέφερε επομένως ένα
έγκυρο και αξιόπιστο ερευνητικό εργαλείο και για την Ελλάδα, σε θέματα επίγνωσης των
διαφορών ^ανάμεσα στους ρόλους των δύο φύλων, στους τομείς της ιδιωτικής και της
δημόσιας ζωής.
Ωστόσο, στο ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε τελικά για τις ανάγκες της
παρούσας μελέτης, έγιναν ορισμένες μετατροπές, οι οποίες δεν επηρέασαν την αξιοπιστία των
ερωτήσεων και την εγκυρότητα του ερευνητικού εργαλείου. Συγκεκριμένα, αφαιρέθηκε
ολόκληρη η ενότητα που αφορούσε στη συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια σφαίρα της
πολιτικής και η ενότητα της δημοκρατικής εκπαίδευσης. Η νέα μορφή του ερωτηματολογίου
συμπληρώθηκε δοκιμασπκά από 75 φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος φιλοσοφίας και
Παιδαγωγικής και του Τμήματος Ψυχολογίας, το εαρινό εξάμηνο του 1995 (έρευνα πιλότος).
Η παραπάνω προσαρμογή δεν φάνηκε να δημιουργεί προβλήματα στη χρήση του
ερωτηματολογίου. Άλλωστε, οι θεματικές ενότητες του ερωτηματολογίου ήταν εξ' αρχής
διακριτές μεταξύ τους, ενώ το γεγονός ότι μειώθηκε ο αριθμός των ερωτήσεων έκανε
ευκολότερη τη συμπλήρωση του από τα υποκείμενα της έρευνας.
Επιπλέον, οι ερωτήσεις κλίμακας επέτρεψαν τη χρήση δεικτών ελέγχου της
αξιοπιστίας του ερωτηματολογίου και συγκεκριμένα της εσωτερικής συνοχής (internal
consistency) των ερωτήσεων, όπως ο συντελεστής άλφα του Cronbach (Cronbach1 s
coefficient alpha) (Sax, 1989; Salvia & Ysseldyke, 1991). Ο έλεγχος της αξιοπιστίας με τη
συγκεκριμένη δοκιμασία, απέδωσε δείκτες μεγαλύτερους του 0,75, που σημαίνει ότι τα
επιμέρους ερωτήματα των ερωτήσεων κλίμακας μετρούν προς την ίδια κατεύθυνση και είναι
αξιόπιστα. Από την άλλη, οι ανοιχτές ερωτήσεις συνέβαλαν στην ενίσχυση της εσωτερικής
εγκυρότητας (internal validity) των ερωτηματολογίων, διότι α) οι ερωτήσεις αυτές έδωσαν τη
δυνατότητα να καταγραφούν όλες οι απαντήσεις των ερωτηθέντων που ζητούσε η ερώτηση
(εγκυρότητα περιεχομένου - content validity) και β) επέτρεψαν στα υποκείμενα να
εκφραστούν ελεύθερα στο θέμα των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, μειώνοντας έτσι την
μεροληψία των προτεινόμενων απαντήσεων. Η τελική μορφή του ερωτηματολογίου με τις

4
Η ερευνήτρια συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα της συγκεκριμένης μελέτης και εργάστηκε για την
προσαρμογή του ερωτηματολογίου στα ελληνικά, για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων από τους
έλληνες εκπαιδευτικούς και τέλος για την επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας.

165
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

τρεις θεματικές ενότητες και τις 38 ερωτήσεις γνώσεων, αξιών και εντυπώσεων περιγράφηκε
αναλυτικά στην προηγούμενη ενότητα.

5.3.1.2 Η διαδικασία συλλογής των δεδομένων.

Τα ερωτηματολόγια μοιράστηκαν σε φοιτητές και φοιτήτριες του Αριστοτέλειου


Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια των μαθημάτων τους στα αμφιθέατρα και
στις αίθουσες διδασκαλίας του Ιδρύματος. Μετά από συνεννόηση και με τη συναίνεση του
εκάστοτε διδάσκοντος καθηγητή ή καθηγήτριας, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες που
παρακολουθούσαν το μάθημα, συμπλήρωναν εθελοντικά το ερωτηματολόγιο, είτε στην αρχή,
είτε στο τέλος του μαθήματος. Η διαδικασία της συλλογής των ερωτηματολογίων
ολοκληρώθηκε με πάρα πολλές δυσκολίες, όπως η ατυχής πολλές φορές συνεργασία με τους
καθηγητές, η απουσία των φοιτητών από τα μαθήματα και η αδιαφορία των τελευταίων να
συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια - ιδιαίτερα αν δεν υπήρχε προηγουμένως προτροπή εκ
μέρους του διδάσκοντος καθηγητή ή καθηγήτριας.
Προτιμήθηκε σαφώς η επί τόπια συμπλήρωση των ερωτηματολογίων από την
ταχυδρομική αποστολή, καθώς εκτιμήθηκε ότι η συμπλήρωση και η επιστροφή των
ερωτηματολογίων στη δεύτερη περίπτωση θα ήταν ελάχιστη. Ωστόσο, ακόμη και η άμεση
επαφή με το δείγμα της έρευνας δεν είχε τα αναμενόμενα θετικά αποτελέσματα, ούτε ως
προς τον αριθμό των ερωτηματολογίων που συμπληρώθηκαν τελικά, ούτε ως προς τον τρόπο
συλλογής των δεδομένων. Κατά τη διάρκεια της συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων,
φοιτητές και φοιτήτριες παραπονέθηκαν για την έκταση του εργαλείου και για το είδος των
ερωτήσεων σε σχέση με τα δύο φύλα. Άλλωστε, είναι γνωστό από τη σχετική βιβλιογραφία
ότι οι έρευνες σε θέματα φύλου δημιουργούν πάντοτε σύγχυση και προβληματισμό στα
υποκείμενα που συμμετέχουν. Οι απορίες τους σε σχέση με το ερωτηματολόγιο αφορούσαν
κυρίως σε άγνωστες λέξεις από την «τράπεζα λέξεων» (για παράδειγμα τι σημαίνει η λέξη
«πατερναλιστικός» ή η λέξη «πιεσμένος»).
Η συλλογή των ερωτηματολογίων διεξήχθη στην πραγματικότητα σε δύο φάσεις, το
εαρινό εξάμηνο της ακαδημαϊκής χρονιάς 1994-1995 και το εαρινό εξάμηνο της χρονιάς 1995-
1996. Έτσι, την άνοιξη του 1995 τα ερωτηματολόγια μοιράστηκαν σε φοιτητές και
φοιτήτριες των ακόλουθων Τμημάτων: Χημείας, Αρχιτεκτονικής, Ψυχολογίας, Ιστορίας-
Αρχαιολογίας, Ελληνικής Φιλολογίας, Νομικής και Οδοντιατρικής. Την επόμενη ακαδημαϊκή
χρονιά, δηλαδή την άνοιξη του 1996, τα ερωτηματολόγια μοιράστηκαν σε φοιτητές και
φοιτήτριες των Τμημάτων: Ιατρικής, Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού, Γεωπονίας,
Πολιτικών Μηχανικών, Χημείας και Νομικής. Οι επισκέψεις στα Τμήματα της Χημείας και της
Νομικής επαναλήφθηκαν καθώς ο αρχικός αριθμός των ερωτηματολογίων δεν ήταν επαρκής.

5.3.2 Η ανάλυση των δεδομένων.


Για την επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε το Στατισπκό Πακέτο για
τις Κοινωνικές Επιστήμες (Statistical Package for Social Sciences, S.P.S.S.). Όλες οι

166
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

ερωτήσεις του ερωτηματολογίου κωδικοποιήθηκαν βάσει συγκεκριμένου σχεδίου


κωδικοποίησης (coding plan). Οι κλειστές ερωτήσεις κωδικοποιήθηκαν αποδίδοντας
συγκεκριμένους αριθμούς σε κάθε κατηγορία τους. Για παράδειγμα, στις κλειστές ερωτήσεις
τύπου «ναι-όχι» ή «σωστό-λάθος», το «ναι» ή το «σωστό» έπαιρνε τον κωδικό 1 και το «όχι»
ή το «λάθος» τον κωδικό 2 αντίστοιχα. Όπου υπήρχαν περισσότερες κατηγορίες, για
παράδειγμα στην οικογενειακή κατάσταση ή στο επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων, η
αρίθμηση συνεχιζόταν για να αποδώσει όλες τις κατηγορίες. Στις ανοιχτές ερωτήσεις η
5
διαδικασία της κωδικοποίησης ήταν πιο σύνθετη . Παρότι υπήρχε το σχέδιο κωδικοποίησης
του ερωτηματολογίου που δόθηκε στη μελέτη «Προωθώντας την επίγνωση της ισότητας: οι
γυναίκες ως πολίτες», επιλέχθηκε ξανά ένα τυχαίο δείγμα ερωτηματολογίων, το οποίο
αντιπροσώπευε το 15% του συνόλου των ερωτηματολογίων. Όλες οι απαντήσεις στις
ανοιχτές £ρωτήσεις των παραπάνω ερωτηματολογίων καταγράφηκαν και διαβάστηκαν
προσεκτικά προκειμένου να επιβεβαιωθούν ή να αντικατασταθούν οι ήδη υπάρχουσες
κατηγορίες στις οποίες θα εντάσσονταν οι απαντήσεις όλων των ερωτώμενων. Πράγματι, οι
αλλαγές ήταν ελάχιστες και αφορούσαν κυρίως στην καλύτερη απόδοση των κατηγοριών στα
ελληνικά. Στις κατηγορίες δόθηκε ένας αριθμός για να γίνει στη συνέχεια η κωδικοποίηση των
ανοιχτών ερωτήσεων και στα υπόλοιπα ερωτηματολόγια.
Για την επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν:
α) Η περιγραφική στατιστική με σχετικές συχνότητες (ποσοστά) και ραβδογράμματα
ή κυκλικά διαγράμματα (πίτες), προκειμένου να παρουσιαστούν οι απαντήσεις των μελών του
δείγματος στο ερωτηματολόγιο της μελέτης.
β) Ο έλεγχος του χ2 προκειμένου να διαπιστωθεί η επίδραση των ανεξάρτητων
μεταβλητών (π.χ. του φύλου και του τομέα σπουδών) στις γνώσεις, στις αξίες και σης
εντυπώσεις των φοιτητών και των φοιτητριών του δείγματος. Στις ενότητες που ακολουθούν
παρουσιάζονται μόνον τα αποτελέσματα της επιρροής του φύλου στις απόψεις των
ερωτηθέντων, καθώς η μεταβλητή «τομέας σπουδών» δεν έδειξε στατιστικά σημαντικές
εξαρτήσεις με άλλες εξαρτημένες μεταβλητές.
Ο έλεγχος χ 2 αφορά στη διαπίστωση της ύπαρξης στατιστικής εξάρτησης ή
ανεξαρτησίας δύο διακριτών μεταβλητών, από τις οποίες η μία μπορεί να θεωρηθεί ως
ανεξάρτητη και η άλλη ως εξαρτημένη. Επίσης, χρησιμεύει στον έλεγχο της ομοιομορφίας
των κατανομών που εμφανίζονται στα επίπεδα της μιας μεταβλητής ως προς τα επίπεδα της
άλλης. Έτσι, κατασκευάζεται ένας πίνακας συνάφειας των δύο μεταβλητών με γραμμές και
στήλες, που σχηματίζονται από τις κατηγορίες των δύο μεταβλητών. Τα κελιά του πίνακα
περιέχουν τις συχνότητες της από κοινού κατανομής των δύο μεταβλητών. Στην
πραγματικότητα, ελέγχεται η μηδενική υπόθεση ότι οι δύο μεταβλητές είναι στατιστικά
ανεξάρτητες μεταξύ τους, έναντι της εναλλακτικής ότι οι μεταβλητές είναι εξαρτημένες.

5
Το σχέδιο κωδικοποίησης των ανοιχτών ερωτήσεων του ερωτηματολογίου επισυνάπτεται στο
Παράρτημα Π της διατριβής.

167
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Επομένως, υπολογίζεται το στατιστικό χ2 που ακολουθεί την χ2 κατανομή με βαθμούς


ελευθερίας (R-1)(C-1), όπου R είναι ο αριθμός των γραμμών του πίνακα συνάφειας και C ο
αριθμός των σιηλών και συνοδεύεται από μια αντίστοιχη στάθμη σημαντικότητας που
εκφράζει την πιθανότητα να κάνουμε λάθος, όταν απορρίψουμε τη μηδενική υπόθεση.
Συνήθως απορρίπτουμε τη μηδενική υπόθεση και δεχόμαστε ότι οι δύο μεταβλητές είναι
στατιστικά εξαρτημένες μεταξύ τους όταν η στάθμη σημαντικότητας είναι μικρότερη του
0,05. Σ' αυτή την περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει και στατιστικά σημαντική
διαφοροποίηση των κατανομών των χαρακτηριστικών της μια μεταβλητής ως προς τα επίπεδα
(τις τιμές) της δεύτερης. Ο έλεγχος χ2 για τον οποίο στον αντίστοιχο πίνακα συνάφειας τα
κελιά με αναμενόμενη συχνότητα μικρότερη του 5, αποτελούν μεγαλύτερο ποσοστό από το
20% των κελιών του πίνακα, δεν παρέχει αξιόπιστα συμπεράσματα. Ο περιορισμός αυτός
πρακτικά δεν υφίσταται όταν ο πίνακας είναι 2X2.

5.4 Το δείγμα της μελέτη ς.


Το δείγμα της συγκεκριμένης μελέτης περιελάμβανε 288 συνολικά φοιτητές και
φοιτήτριες του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ) - 169 γυναίκες (58,7%)
και 119 άνδρες (41,3%). Η μικρή αριθμητική υπεροχή των γυναικών στο φοιτητικό
πληθυσμό των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, έχει
καταγραφεί σε πολλές μελέτες (Deliyanni & Ziogou, 1995; Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1997).
Από την άλλη, στη συγκεκριμένη έρευνα πεδίου, συγκεντρώθηκαν περισσότερες φοιτήτριες,
επειδή αυτές βρίσκονταν στην παράδοση των μαθημάτων συχνότερα από ότι οι φοιτητές -
υπενθυμίζεται ότι τα ερωτηματολόγια της έρευνας συμπληρώθηκαν από τους σπουδαστές
πριν ή μετά το μάθημα, στα αμφιθέατρα και στις αίθουσες διδασκαλίας του Ιδρύματος. Η
επιλογή του δείγματος6 από το σύνολο του φοιτητικού πληθυσμού του Α.Π.Θ. ήταν τυχαία και
έγινε με βάση τα παρακάτω κριτήρια:
α) Την καταγραφή των αντιλήψεων ενός εκτεταμένου αριθμού φοιτητών και
φοιτητριών σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων στην μισθωτή εργασία και στην
ιδιωτική ζωή, προκειμένου να διαπιστωθούν οι διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Με
άλλα λόγια, στόχος της μελέτης ήταν κυρίως οι συγκρίσεις ανάμεσα στις απόψεις των ανδρών
και των γυναικών του δείγματος και όχι η εξαγωγή συμπερασμάτων για το σύνολο των
φοιτητών.
β) Την αντιπροσωπευτική παρουσία φοιτητών και φοιτητριών από τις δέκα συνολικά
Σχολές και τα πέντε 5 ανεξάρτητα Τμήματα του Α.Π.Θ. Για το λόγο αυτό επιλέχθηκαν τυχαία

6
Το μέγιστο σφάλμα εκτίμησης, σε περίπτωση απλής τυχαίας δειγματοληψίας, υπολογίζεται με τον τύπο
e = 1 / Vw και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι e = 1 / Λ/288 δηλαδή, ± 5,88%. Ωστόσο, επειδή
δεν πρόκειται για απλή τυχαία δειγματοληψία, αλλά για αναλογική δειγματοληψία (quota sampling), η
οποία ενδείκνυται ιδιαίτερα για συγκρίσεις ανάμεσα σε ομάδες (π.χ άνδρες-γυναίκες), το σφάλμα
εκτίμησης (±5,88%) αναφέρεται μόνον ενδεικτικά και δηλώνει κατά προσέγγιση το μέγιστο πιθανό
σφάλμα για κάθε απάντηση του συνόλου των υποκειμένων του δείγματος.

168
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

φοιτητές και φοιτήτριες από τις παρακάτω 6 Σχολές και τα αντίστοιχα Τμήματα του
Ιδρύματος:
Φιλοσοφική: Τμήματα Ψυχολογίας, Φιλολογίας και Ιοτορίας-Αρχαιολογίας,
Νομικών και Οικονομικών Επιστημών: Τμήμα Νομικής,
Επιστημών Υγείας: Τμήματα Ιατρικής και Οδοντιατρικής,
Πολυτεχνική: Τμήματα Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτονικής,
Θετικών Επιστημών: Τμήμα Χημείας,
Γεωτεχνικών Επιστημών: Τμήμα Γεωπονίας και
Ανεξάρτητο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Θεσσαλονίκης (ΤΕΦΑΑ).
Όλες οι σχολές και τα τμήματα εκπροσωπήθηκαν με ικανοποιητικό αριθμό φοιτητών, όπως
διαπιστώνεται στον Πίνακα 1.
γ)-Την αντιπροσωπευτική αναλογία φοιτητών και φοιτητριών για κάθε Σχολή και
Τμήμα (Πίνακας 1). Με άλλα λόγια, η δειγματοληψία ανά Σχολή έγινε τυχαία και ακολούθησε
τις ποσοστώσεις αναλογίας φύλου σε κάθε Σχολή (quota sampling). Μάλιστα, όλες οι
διαφορές στα ποσοστά των ανδρών και γυναικών ανά Σχολή είναι στατιστικά σημαντικές που
σημαίνει ότι δεν πρόκειται για τυχαίες διαφορές. Οι μεγαλύτερες διαφορές σε αναλογία
φύλου διακρίνονται σε σχολές όπως, η Φιλοσοφική, η Επιστημών Υγείας και η Πολυτεχνική.

Πίνακας 1. Αναλογία φοιτητών και φοιτητριών ανά Σχολή

Σχολές και τμήματα Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο


(Ν=119) (Ν=169) (Ν = 288)

Φιλοσοφική 9,2% 22,0% 16,7%


Νομικών & Οικονομικών Επιστημών 16,0% 17,3% 16,7%
Επιστημών Υγείας 24,4% 16,1% 19,5%
Πολυτεχνική 15,1% 7,1% 10,5%
Θετικών Επιστημών 16,0% 14,9% 15,3%
Γεωτεχνικών Επιστημών 12,6% 13,7% 13,2%
ΤΕΦΑΑ 6,7% 8,9% 8,0%

°χ2=14,98. Βαθμοί ελευθερίας 7. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,037.

δ) Την επιλογή φοιτητών και φοιτητριών, οι οποίοι είχαν ολοκληρώσει τουλάχιστον το


3ο έτος σπουδών και βρίσκονταν στο στάδιο της μετάβασης από τις σπουδές στην αγορά
εργασίας. Θεωρήθηκε ότι οι φοιτητές, οι οποίοι βρίσκονταν κοντά στην αποφοίτηση, θα είχαν
πιο εδραιωμένες απόψεις σε σχέση με προσωπικές και επαγγελματικές φιλοδοξίες. Έτσι, το
87,3% των φοιτητών και το 70,7% των φοιτητριών ήταν 22 ετών και άνω (Πίνακας 2).

Πίνακας 2. Ηλικίες φοιτητών και φοιτητριών.

Ομάδες ηλικιών Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο


(Ν = 118) (Ν=167) (Ν = 285)

22 ετών και άνω 87,3% 70,7% 70,6%


19 - 21 ετών 12,7% 29,3% 22,4%

169
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

5.4.1 Κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του δείγματος.


Επιπλέον στοιχεία για την ταυτότητα του δείγματος αφορούν στην οικογενειακή
κατάσταση των φοιτητών και στον τόπο καταγωγής ή μόνιμης κατοικίας τους. Όπως ήταν
αναμενόμενο, από τους 282 φοιτητές και φοιτήτριες, το μεγαλύτερο ποσοστό δήλωσε
ανύπανδρος ή ανύπανδρη (87,9%), ενώ ένα 10,3% δήλωσε ότι συμβιώνει με κάποιον άλλον ή
άλλη. Επίσης, από τους 284 φοιτητές και φοιτήτριες, οι περισσότεροι προέρχονταν από
αστικές περιοχές (56,3%), ένα μικρότερο ποσοστό (24,3%) από ημιαστικές περιοχές και τέλος
ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό από αγροτικές περιοχές (13,0%). Τα παραπάνω στοιχεία
συμφωνούν με νεότερες έρευνες, οι οποίες αναφέρουν ότι η κοινωνικοοικονομική προέλευση
των σπουδαστών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ολοένα και ανεβαίνει, με αποτέλεσμα σπουδαστές
από αγροτικές οικογένειες σταδιακά να υποεκπροσωπούνται στο σύνολο του φοιτητικού
πληθυσμού (Χρυσάκης & Σούλης, 2001; Στογιαννίδου, Ζαχαροπούλου & Φαρμάκης 2001).
Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των φοιτητών του δείγματος προσδιορίστηκε μέσα
από την εκπαίδευση και το επάγγελμα των γονέων τους. Έτσι, το μεγαλύτερο ποσοστών των
πατεράδων (33%) είναι απόφοιτοι Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ενώ ακολουθούν οι
απόφοιτοι Δημοτικού και στη συνέχεια οι απόφοιτοι του εξατάξιου Γυμνασίου, δηλαδή του
αντίστοιχου σημερινού Λυκείου (Πίνακας 3). Αντίθετα, το μεγαλύτερο ποσοστό των μανάδων
(36,4%) του δείγματος των φοιτητών είναι απόφοιτες του εξατάξιου Γυμνασίου. Ακολουθούν
οι απόφοιτες Δημοτικού και τρίτες στην κατάταξη βρίσκονται οι απόφοιτες των Α.Ε.Ι.
Διαπιστώνει κανείς ότι, λίγα χρόνια πριν, οι ευκαιρίες μόρφωσης υπήρξαν διαφορετικές για τα
δύο φύλα, εφόσον όπως φαίνεται στον Πίνακα 3, οι άνδρες είχαν μεγαλύτερη πρόσβαση στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρ' όλα αυτά το ποσοστό των αποφοίτων Α.Ε.Ι. δεν είναι καθόλου
ευκαταφρόνητο, καθώς ανέρχεται στο 27%, για το σύνολο των γονέων των φοιτητών και
είναι ελάχιστα μικρότερο από το πρώτο σε σύνολο ποσοστό των αποφοίτων Λυκείου (29%).

Πίνακας 3. Επίπεδο εκπαίδευσης γονέων φοιτητών/τριών.


Επίπεδο εκπαίδευσης Πατέρες Μητέρες Σύνολο
(Ν=288) (Ν=286) (Ν=574)

Απόφοιτος-η Ανώτατου Ιδρύματος 33,0% 21,0% 27,0%


Απόφοιτος-η Ανώτερου Ιδρύματος 10,8% 7,7% 9,2%
Απόφοιτος-η Λυκείου 21,5% 36,4% 29,0%
Απόφοιτος-η Γυμνασίου 8,0% 8,7% 8,3%
Απόφοιτος-η Δημοτικού 25,7% 24,5% 25,1%
Αναλφάβητος-η 1,0% 1,7% 1,4%

Ανάλογη είναι και η εικόνα των επαγγελμάτων σε σχέση με το φύλο των γονέων του
δείγματος. Σύμφωνα με τον Πίνακα 4, σχεδόν το 30% των πατεράδων του δείγματος είναι
δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ ακολουθούν με ποσοστό περίπου 23% οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Στη συνέχεια, εμφανίζονται οι μικροεπιχειρηματίες, οι αγρότες ή οι εργάτες και τέλος οι
εκπαιδευτικοί. Η εικόνα των μανάδων εργαζομένων είναι ακόμη πιο απογοητευτική σε σχέση

170
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

με τη μόρφωση τους. Σχεδόν το 50% των γυναικών ασχολούνται με τα οικιακά, ενώ ένα
20% είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Ακολουθούν, οι γυναίκες εκπαιδευτικοί, οι αγρότισσες ή
εργάτριες και οι ελεύθερες επαγγελματίες. Συνεπώς, διαπιστώνει κανείς ότι οι γυναίκες
παλιότερα περιορίζονταν κυρίως στο νοικοκυριό, ακόμη κι αν τα ακαδημαϊκά τους προσόντα
τους επέτρεπαν να εισαχθούν στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, φαίνεται ότι προτιμούσαν
θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα, όπου τα ωράρια και οι συνθήκες εργασίας είναι
ευνοϊκότερα για τις υποχρεώσεις μιας μητέρας. Η παραπάνω περιγραφή δεν διαφέρει κατά
πολύ από τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας σήμερα (βλ. κεφάλαιο 2).
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ υπάρχει ένα πολύ μικρό βέβαια ποσοστό
ανέργων ανδρών, δεν αναφέρεται καμία άνεργη γυναίκα. Οι κατηγορίες «άνεργος-η» και
«οικιακά» εμφανιζόταν στο ερωτηματολόγιο και για τους δύο γονείς. Παρ' όλα αυτά οι νέοι,
πολύ σωστά τοποθέτησαν τις μητέρες τους στην κατηγορία «οικιακά», ακόμη κι όταν αυτές
δεν εργάζονταν έξω από το σπίτι.

Πίνακας 4. Επάγγελμα γονέων φοιτητών/τριών.


Κατηγορίες επαγγελμάτων Πατέρες Μητέρες Σύνολο
(Ν:= 2 8 8 ) (Ν=282) (Ν= 570)

Ανώτεροι λειτουργοί 1,7% 1,1% 1,4%


Ελεύθεροι επαγγελματίες 22,9% 6,7% 14,9%
Εκπαιδευτικοί 12,5% 11,3% 11,9%
Δημόσιοι υπάλληλοι 29,2% 20,6% 24,9%
Μικροεπιχειρηματίες, βιοτέχνες 18,1% 3,2% 10,7%
Αγρότες-ισσες, εργάτες-ισσες 15,3% 7,4% 11,4%
Οικιακά 49,6% 24,6%
Άνεργοι-ες 0,3% 0,2%

Στον Πίνακα 5, παρουσιάζεται η συμμετοχή των φοιτητών σε ομαδικές


δραστηριότητες, όπως πολιτικές οργανώσεις, εθελοντικές ομάδες εργασίας και οργανισμοί
ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή προστασίας του περιβάλλοντος. Στον πίνακα αναφέρονται μόνον
οι δραστηριότητες εκείνες, στις οποίες η συμμετοχή των φοιτητών και των φοιτητριών
υπερβαίνει το 10%. Εκτός από τους τρεις τελευταίους οργανισμούς (για τα ανθρώπινα
δικαιώματα, για το περιβάλλον και για την ειρήνη), στους οποίους φοιτητές και φοιτήτριες
συμμετέχουν εξίσου, για τις υπόλοιπες δραστηριότητες διακρίνονται διαφορές στην ανάμιξη
των δύο φύλων. Έτσι, οι φοιτητές σε μεγαλύτερα ποσοστά από ότι οι φοιτήτριες
συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα και σε φοιτητικές συνδικαλιστικές οργανώσεις (διαφορές
στατιστικά σημαντικές), ενώ οι φοιτήτριες αναμειγνύονται κυρίως με τον εθελοντισμό και τις
θρησκευτικές οργανώσεις. Φαίνεται ότι ο χώρος της πολιτικής εξακολουθεί να είναι
συνυφασμένος με τους άνδρες, σε αντίθεση με τον εθελοντισμό ή τη φιλανθρωπία,
δραστηριότητες οι οποίες αρμόζουν περισσότερο στη «γυναικεία φύση».

171
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Πίνακας 5. Συμμετοχή φοιτητών και φοιτητριών σε ομαδικές δραστηριότητες.


Ομαδικές δραστηριότητες Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν= 67) (Ν= 102) (Ν= 169)
α
Πολιτικά κόμματα 32,8% 18,6% 24,3%
ρ
Φοιτητικός συνδικαλισμός 34,3% 15,7% 23,1%
Θρησκευτικές ομάδες 10,4% 19,6% 16,0%
Εθελοντικές ομάδες εργασίας 20,9% 29,4% 26,0%
Οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων 20,9% 18,6% 19,5%
Οργανισμοί προστασίας περιβάλλοντος 35,8% 37,3% 36,7%
Οργανισμοί για την ειρήνη 14,9% 16,7% 16,0%
α 2
χ =4,44. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,035.
β 2
Χ =7,91. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,005.

Τέλος, από τους 288 φοιτητές και φοιτήτριες, το 50,3% δήλωσε ότι έχει εργαστεί
περιστασιακά, ως σερβιτόρος-α ή ως πωλητής-τρια, αναλαμβάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα ή τη
φύλαξη μικρών παιδιών και συμμετέχοντας σε έρευνες στο Πανεπιστήμιο ή παρέχοντας
βοήθεια σε οικογενειακή επιχείρηση. Από την άλλη, το 49,7% του συνόλου των φοιτητών και
των φοιτητριών δήλωσε ότι δεν έχει εργαστεί ποτέ.

5.5 Τα αποτελέσματα της μελέτης.


Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων αποκάλυψε ενδιαφέρουσες πληροφορίες και
σημαντικές διαφορές στις γνώσεις, στις αξίες και στις εντυπώσεις που έχουν διαμορφώσει οι
φοιτητές και οι φοιτήτριες του Α.Π.Θ. για τη θέση της γυναίκας και τους ρόλους των δύο
φύλων στην εργασία και στην οικογένεια. Στη συνέχεια, περιγράφονται οι απαντήσεις των
συμμετεχόντων στις δύο ενότητες της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής ζωής του
ερωτηματολογίου.

5.5.1 Μισθωτή εργασία.

Οι ερωτήσεις του πρώτου μέρους του ερωτηματολογίου αφορούσαν στις συνθήκες


επαγγελματικής απασχόλησης των ελλήνων και των ελληνίδων εργαζομένων, όπως αυτές
διαμορφώνονται σήμερα. Αρχικά ζητήθηκε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες του
δείγματος να αναφέρουν τα ποσοστά των εργαζομένων και των ανέργων γυναικών στην
Ελλάδα. Ακόμη κι αν δεν γνώριζαν τα πραγματικά νούμερα, τους ζητήθηκε να υποθέσουν τη
σωστή απάντηση. Το ποσοστό των εργαζομένων γυναικών στην Ελλάδα σήμερα ανέρχεται
περίπου στο 34% του συνόλου του εργατικού δυναμικού της χώρας (βλ. κεφάλαιο 2).
Σύμφωνα με το Διάγραμμα 1, οι φοιτητές που απάντησαν με απόκλιση ± 5 % από τη σωστή
απάντηση αποτελούν το 41,5% του δείγματος, ενώ οι φοιτήτριες το 37,1%. Περισσότερες
φοιτήτριες (55,7%) από ότι φοιτητές (36,4%) πιστεύουν ότι οι γυναίκες εργαζόμενες στην
Ελλάδα ξεπερνούν το 39% του εργατικού δυναμικού. Αντίστοιχα, το 22% των φοιτητών
θεωρεί ότι το ποσοστό των εργαζομένων γυναικών είναι μικρότερο του 29%, ενώ ένα μόλις
7,2% των φοιτητριών θεωρεί ότι το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο του 29%.

172
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

55,7%

<29,0% 29,0%-39,0% 39,0% <


α
Διάγραμμα 1: Γνώσεις φοιτητών-τριών για τις εργαζόμενες γυναίκες (Ν = 118α & 167γ).
0 2
χ =17,14. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.

Από την άλλη, το ποσοστό των ανέργων γυναικών στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου
στο 60% του συνόλου των ανέργων στη χώρα μας (βλ. κεφάλαιο 2). Οι φοιτητές και οι
φοιτήτριες που απάντησαν με απόκλιση ± 5 % από τη σωστή απάντηση αποτελούν το 31,6%
και το 42,2% του δείγματος, αντίστοιχα. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2, περισσότερες
φοιτήτριες (23,5%) απ' ότι φοιτητές (19,7%) πιστεύουν ότι το ποσοστό των ανέργων
γυναικών στην Ελλάδα ξεπερνά το 60%. Αντίθετα, ένα μικρότερο ποσοστό φοιτητριών απ'
ότι φοιτητών θεωρούν ότι ο αριθμός των ανέργων γυναικών είναι μικρότερος από το 55%
του συνόλου των ανέργων. Όλες οι παραπάνω διαφορές ανάμεσα στις εκτιμήσεις των
φοιτητών και των φοιτητριών του δείγματος είναι στατιστικά σημαντικές. Συμπεραίνει λοιπόν
κανείς ότι οι φοιτητές και οι φοιτήτριες που προσεγγίζουν με μικρή απόκλιση τα σωστά
ποσοστά είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότεροι από τους μισούς.

23,5%

<55,0% 55,0%-65,0% 65,0% <

Διάγραμμα 2: Γνώσεις των φοιτητών-τριών για τις άνεργες γυναίκες ° (Ν=117α & 166γ).
α
χ 2=6,00. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,049.

Σύμφωνα με τον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 6), το 64,2% των φοιτητών
συνολικά πιστεύει ότι το ποσοστό των εργαζομένων γυναικών υπερβαίνει το 34%. Μάλιστα,

173
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

η διαφορά ανάμεσα στις απαντήσεις που δίνουν οι φοιτητές (53,4%) και οι φοιτήτριες
(71,9%) του δείγματος είναι μεγάλη και στατιστικά σημαντική. Από την άλλη, σχεδόν το
70% (68,9%) των φοιτητών πιστεύει ότι το ποσοστό των ανέργων γυναικών στη χώρα μας
είναι μικρότερο από το 60% του συνόλου των ανέργων. Όπως φαίνεται στον πίνακα, οι
φοιτήτριες είναι εκείνες που αισιοδοξούν ιδιαίτερα σε σχέση με το ποσοστό των εργαζομένων
γυναικών και εκφράζουν εκτιμήσεις, οι οποίες είναι επηρεασμένες από την ισότιμη συμμετοχή
τους κυρίως στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή την «πλασματική» ισότιμη συμμετοχή
των γυναικών στο χώρο της μισθωτής εργασίας όπως την παρουσιάζουν συνήθως τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες.

Πίνακας 6. Γνώσεις φοιτητών-τριών για τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
το ποσοστό των εργαζομένων το ποσοστό των ανέργων γυναικών
γυναικών ξεπερνά το 34%" είναι μικρότερο του 6 0 %
(Ν=118α & 167γ) (Ν=117α & 166γ)

Φοιτητές 53,4% 73,5%


Φοιτήτριες 71,9% 65,7%
Σύνολο 64,2% 68,9%

° χ Ζ=10,26. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,001.

Ανάλογες είναι και οι απαντήσεις των φοιτητών σε ερωτήματα σχετικά με τους


μισθούς των εργαζομένων γυναικών και τις προοπτικές της επαγγελματικής τους εξέλιξης.
Στον Πίνακα 7 παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών και φοιτητριών που απάντησαν
σωστά, ότι δηλαδή τα κέρδη των γυναικών αποτελούν πράγματι το 80% των κερδών των
ανδρών και ότι οι γυναίκες ασχολούνται με επαγγέλματα που έχουν μικρές προοπτικές
εξέλιξης (βλ. κεφάλαιο 2). Έτσι, φοιτητές και φοιτήτριες σε ποσοστό περίπου 6 1 % γνωρίζουν
ότι οι αμοιβές των γυναικών είναι μικρότερες από αυτές των ανδρών - 6 στους 10 δηλαδή.
Από την άλλη, μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητριών (73,2%) απ' ότι φοιτητών (58%) φαίνεται να
αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι γυναίκες απασχολούνται κυρίως σε θέσεις εργασίας δίχως
ουσιαστικές προοπτικές εξέλιξης - διαφορά στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα δύο φύλα.

Πίνακας 7. Γνώσεις φοιτητών-τριών για τις αμοιβές και τις προοπτικές εξέλιξης.
Οι αμοιβές των γυναικών Οι γυναίκες συνωστίζονται
αποτελούν το 8 0 % σε επαγγέλματα με μικρές
των αμοιβών των ανδρών προοπτικές εξέλιξηςα
(Ν=118α&168γ) (Ν=119α & 168γ)

Φοιτητές 61,9% 58,0%


Φοιτήτριες 61,3% 73,2%
Σύνολο 61,5% 66,9%

α
χ 2=7,29. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,007.

Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να υποθέσουν την
αναλογία ανδρών-γυναικών στα εξής επαγγέλματα: γιατρός, κομμωτής, δικηγόρος,

174
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

αρχιτέκτονας, μηχανικός αυτοκινήτων, οδοντίατρος και ηλεκτρολόγος. Στον Πίνακα 8


παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών και των φοιτητριών που υπέθεσαν σωστά την
αναλογία του φύλου στις παραπάνω επαγγελματικές κατηγορίες. Είναι χαρακτηριστικό το
γεγονός ότι στα παραδοσιακά «γυναικεία» ή «ανδρικά» επαγγέλματα (π.χ. κομμωτές,
μηχανικοί αυτοκινήτων και ηλεκτρολόγοι) το ποσοστό του συνόλου των φοιτητών που
γνωρίζει την αριθμητική υπεροχή είτε των γυναικών, είτε των ανδρών, υπερβαίνει το 80%
του δείγματος, φτάνοντας μέχρι και το 97,9%. Αντίθετα, σε άλλα επαγγέλματα, όπως γιατροί
και δικηγόροι, τα οποία ασκούνται κυρίως από άνδρες, οι μισοί περίπου φοιτητές γνωρίζουν τη
σωστή αναλογία φύλου. Φοιτητές και φοιτήτριες φαίνεται ότι επηρεάζονται και πάλι στις
εκτιμήσεις τους από την αναλογία των σπουδαστών στις πανεπιστημιακές σχολές, η οποία
είναι συνήθως ισότιμη ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν
σημαίνει ότι οι γυναίκες που σπουδάζουν Νομική ή Ιατρική θα ασκήσουν επαγγελματικά σιη
συνέχεια το αντικείμενο των σπουδών τους (Γαλατά, 1995; Deliyanni-Kouimtzi & Ziogou,
1995). Το ίδιο ισχύει και για τα επαγγέλματα, στα οποία η αναλογία ανδρών-γυναικών είναι
πραγματικά ισότιμη (π.χ. αρχιτέκτονες και οδοντίατροι). Για τους αρχιτέκτονες μάλιστα, ενώ
το 48,3% των φοιτητών απάντησε σωστά, μόνον το 30,4% των φοιτητριών του δείγματος
βρήκε τη σωστή απάντηση - διαφορά στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα φύλα. Στην
περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι οι φοιτητές του Πολυτεχνείου είναι στην πλειονότητα τους
άνδρες, επηρεάζει προφανώς τις απαντήσεις των φοιτητριών ως προς την αναλογία φύλου
στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Φαίνεται όμως, ότι το επάγγελμα του αρχιτέκτονα αποτελεί τη
μοναδική εξαίρεση στα επαγγέλματα των μηχανικών και θεωρείται τελικά περισσότερο
συμβατό με τη «γυναικεία φύση».

Πίνακας 8. Γνώσεις φοιτητών-τριών σε σχέση με το «φύλο» των επαγγελμάτων.


Επαγγέλματα Σωστή απάντηση Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο

Γιατροί κυρίως άνδρες 55,5% 56,8% 56,3%


(Ν=119) (Ν=169)
Κομμωτές κυρίως γυναίκες 75,6% 87,6% 82,6%
(Ν=119) (Ν = 169)
Δικηγόροι κυρίως άνδρες 42,0% 45,6% 44,1%
(Ν=119) (Ν = 169)
Αρχιτέκτονες α ίσος αριθμός 48,3% 30,4% 37,8%
(Ν=118) (Ν=168)
Μηχανικοί αυτοκινήτων κυρίως άνδρες 96,6% 98,8% 97,9%
(Ν=119) (Ν=169)
Οδοντίατροι ίσος αριθμός 60,2% 65,7% 63,4%
(Ν=118) (Ν=169)
Ηλεκτρολόγοι κυρίως άνδρες 95,8% 99,4% 97,9%
(Ν=119) (Ν=168)

α
χ 2 =19,81. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.

Τέλος, στις ερωτήσεις γνώσεων του ερωτηματολογίου, συμπεριλήφθηκαν και νομικές


ερωτήσεις που αφορούσαν διάφορα θέματα εργασιακών σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα.

175
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Στον Πίνακα 9 παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών και των φοιτητριών που απάντησαν
σωστά σε σχέση με τα αντίστοιχα νομικά ζητήματα. Στον πίνακα διακρίνει κανείς μερικά πολύ
ενδιαφέροντα ποσοστά από τις απαντήσεις των φοιτητών συνολικά και ελάχιστες διαφορές
ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες του δείγματος.

Πίνακας 9. Γνώσεις φοιτητών-τριών σε σχέση με το εργατικό δίκαιο.


Σωστή Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολί
απάντηση

Οι γυναίκες προστατεύονται νομικά από τη Όχι ποτέ 9,2% 11,3% 10,5%


σεξουαλική παρενόχληση (Ν=119) (Ν=168)

Είναι νόμιμο να απολύεται μια έγκυος η οποία Όχι ποτέ 74,8% 78,7% 77,1%
παίρνει άδεια για να επισκεφθεί γυναικολόγο (Ν=119) (Ν=169)

Είναι νόμιμο να απολύεται μια γυναίκα επειδή Όχι ποτέ 87,4% 89,9% 88,9%
είναι έγκυος (Ν=119) (Ν=169)

Είναι νόμιμο να δημοσιεύεται αγγελία θέσης Όχι ποτέ 21,0% 29,8% 26,1%
εργασίας μόνο για το ένα φύλο (Ν=119) (Ν=168)

Είναι νόμιμο να οργανώνονται εκπαιδευτικά Ναι πάντα 61,3% 43,5% 50,9%


σεμινάρια μόνο για το ένα φύλο α (Ν=119) (Ν=168)

Είναι νόμιμο να παρέχεται εργασιακή εμπειρία Ναι πάντα 43,7% 27,8% 34,4%
μόνο στο ένα φύλο ρ (Ν=119) (Ν=169)

Ναι πάντα 82,2% 87,0% 85,0%


Οι γυναίκες δικαιούνται άδεια μητρότητας (Ν=118) (Ν=169)

Όχι ποτέ 35,6% 41,3% 38,9%


Οι άνδρες δικαιούνται άδεια πατρότητας (Ν=118) (Ν=167)

α
χ Ζ=8,92. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημανπκότητας: 0,003.
β
χ 2=7,81. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημανπκότητας: 0,005.

Σε γενικές γραμμές, οι διαφορές ανάμεσα στις γνώσεις των φοιτητριών και των
φοιτητών δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές (ούτε στατιστικά σημαντικές). Ωστόσο, αξίζει να
υπογραμμίσει κανείς το γεγονός ότι περισσότερες φοιτήτριες απ' ότι φοιτητές απάντησαν
σωστά στις αντίστοιχες ερωτήσεις. Εξαίρεση αποτελεί το γεγονός ότι μόνο το 27,8% των
φοιτητριών, σε σχέση με το 43,7% των φοιτητών, γνωρίζει ότι η προσφορά εργασιακής
εμπειρίας αποκλειστικά στο ένα φύλο είναι νόμιμη. Παρομοίως, μόνο το 43,5% των
φοιτητριών, σε σχέση με το 61,3% των φοιτητών, γνωρίζει ότι τα εκπαιδευτικά σεμινάρια
αποκλειστικά για το ένα φύλο είναι το ίδιο νόμιμα. Επειδή οι παραπάνω διαφορές
αποδείχθηκαν στατιστικά σημαντικές, ενδεχομένως οι άνδρες εργαζόμενοι να είναι πιο
συνηθισμένοι απ' ότι οι γυναίκες στην προσφορά προϋπηρεσίας και κατάρτισης αποκλειστικά
για το φύλο τους και να θεωρούν πολύ σωστά φυσιολογική και άρα νόμιμη μια τέτοια
αντιμετώπιση. Παρ' όλ' αυτά, στο σύνολο τους, φοιτητές και φοιτήτριες έδειξαν να μην
γνωρίζουν τη νομιμότητα του παραπάνω καθεστώτος. Επιπλέον, φοιτητές και φοιτήτριες σε
πολύ μεγάλα ποσοστά πιστεύουν εσφαλμένα ότι υπάρχει νομοθεσία που προστατεύει από τη

176
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας ή ότι οι άνδρες δικαιούνται άδεια

πατρότητας με αποδοχές όταν εργάζονται (παρόμοια με αυτή των γυναικών). Η παραπάνω

νομοθεσία προκύπτει βεβαίως από την κυρίαρχη ιδεολογία για τη φροντίδα και ανατροφή των

παιδιών ως πρωταρχική ή αποκλειστική ευθύνη της γυναίκας και ουσιαστικά λειτουργεί εις

βάρος των ανδρών και της πατρότητας (βλ. κεφάλαιο 2). Αντίθετα, φοιτητές και φοιτήτριες

φαίνεται ότι γνωρίζουν καλά την νομοθεσία που απαγορεύει ρητά την απόλυση μιας εγκύου

και το γεγονός ότι οι εργαζόμενες γυναίκες δικαιούνται άδεια μητρότητας μετ' αποδοχών για

ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Οι αξίες ή οι απόψεις των φοιτητών και των φοιτητριών του δείγματος προκύπτουν

από τις απαντήσεις τους σε αντίστοιχα ερωτήματα σχετικά με την εργασιακή ζωή των ανδρών

και των γυναικών στην Ελλάδα. Στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 10), φοιτητές και

φοιτήτριες εκφράζουν τη συμφωνία τους σε διάφορα ζητήματα εργασίας και επαγγελματικής

απασχόλησης των δύο φύλων.

Πίνακας 10. Απόψεις φοιτητών-τριών σε σχέση με την εργασία των δύο φύλων,
(ποσοστά φοιτητών και φοιτητριών που συμφωνούν).

Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο

Περισσότερες γυναίκες σε σημαντικά επαγγέλματα 69,7% 98,2% 86,5%


(Ν=119) (Ν=169)

0 άνδρας να βοηθά στο νοικοκυριό όταν η γυναίκα 76,3% 98,2% 89,2%


εργάζεται (Ν=118) (Ν=168)

Ισότητα ευκαιριών για τα φύλα στον τομέα της 94,1% 97,6% 96,2%
εργασίας (Ν=119) (Ν=169)

Οι γυναίκες δεν είναι ικανές όσο οι άνδρες σε 25,2% 8,9% 15,6%


διευθυντικές θέσεις α (Ν=119) (Ν=169)

Οι κόρες πρέπει να ενθαρρύνονται να συνεχίσουν τις 92,4% 98,8% 96,2%


σπουδές τους (Ν=118) (Ν=169)

Είναι γελοίο μια γυναίκα να οδηγεί τρένο και ένας 30,3% 5,9% 16,0%
άνδρας να ράβει ρ (Ν=119) (Ν=169)

Η θέση της γυναίκας είναι να φροντίζει την οικογένεια 52,9% 39,3% 44,9%
της στο σπίτι ανεξάρτητα από την καριέρα ν (Ν=119) (Ν=168)

Οι γυναίκες προσφέρουν λιγότερα από ότι οι άνδρες 20,2% 1,8% 9,4%


στην οικονομία δ (Ν=119) (Ν=169)

Πολλές δουλειές οι άνδρες τις κάνουν καλύτερα απ ' ότι 78,2% 50,0% 61,7%
οι γυναίκες ε (Ν=119) (Ν=168)

0
χ 2 =27,71. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
0
χ 2 =41,49. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
γ
χ 2 =8,85. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,012.
δ
χ 2 =30,73. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
ε 2
χ =23,73. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.

177
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Συνολικά, θα έλεγε κανείς ότι οι απόψεις των φοιτητών στο σύνολο τους
χαρακτηρίζονται από έντονες αντιφάσεις, ιδιαίτερα εκείνες των ανδρών. Με άλλα λόγια, οι
φοιτητές εκδηλώνουν ταυτόχρονα φιλελεύθερες αξίες αλλά και στερεότυπες αντιλήψεις σε
σχέση με την εργασιακή συμπεριφορά των δύο φύλων. Πα παράδειγμα, ενώ όλοι σχεδόν οι
φοιτητές και οι φοιτήτριες υποστηρίζουν την ισότητα των ευκαιριών για τα φύλα στον τομέα
της εργασίας, ταυτόχρονα πιστεύουν ότι πολλές δουλειές οι άνδρες τις κάνουν καλύτερα από
τις γυναίκες. Μάλιστα, οι φοιτητές σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό (78,2%) απ' ότι οι
φοιτήτριες (50%) ενστερνίζονται την παραπάνω άποψη - διαφορά στατιστικά σημαντική
ανάμεσα στα δύο φύλα. Επίσης, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των φοιτητών συμφωνεί ότι οι
άνδρες πρέπει να βοηθούν στο νοικοκυριό όταν η γυναίκα εργάζεται, από την άλλη πολλοί
φοιτητές και φοιτήτριες πιστεύουν ότι η θέση της γυναίκας είναι να φροντίζει την οικογένεια
της ανεξάρτητα από την καριέρα. Η διαφορά ανάμεσα στην παραπάνω στερεότυπη
πεποίθηση των φοιτητών και των φοιτητριών είναι επίσης στατιστικά σημαντική, καθώς μόνο
ένα 39,3% των φοιτητριών (ποσοστό υψηλό από μόνο του) πιστεύει κάτι τέτοιο, σε σχέση με
το 52,9% των φοιτητών.
Άλλες στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε φοιτητές και φοιτήτριες αφορούν
στις παρακάτω απόψεις:
• οι γυναίκες δεν είναι τόσο ικανές όσο οι άνδρες σε διευθυντικές θέσεις, αντίληψη με την
οποία συμφωνεί το 25,2% των φοιτητών (δηλαδή, 1 στους 4),
• είναι γελοίο μια γυναίκα να οδηγεί τρένο και ένας άνδρας να ράβει, αντίληψη με την οποία
συμφωνεί το 30,3% των φοιτητών (δηλαδή, 1 στους 3),
• οι γυναίκες προσφέρουν λιγότερα από ότι οι άνδρες στην οικονομία, αντίληψη με την
οποία συμφωνεί το 20,2% των φοιτητών (δηλαδή, 1 στους 5).
Επομένως, άνδρες και γυναίκες φοιτητές εκφράζουν ακόμη και σήμερα παραδοσιακές
αξίες σε σχέση με το ρόλο της γυναίκας εργαζόμενης, αντικατοπτρίζοντας τις ευρύτερες
πεποιθήσεις και προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας. Οι αντιφάσεις τους είναι ιδιαίτερα
χαρακτηριστικές, καθώς η νεαρή τους ηλικία τους τοποθετεί στο μεταίχμιο ενός
εκσυγχρονισμού και μιας μακράς παράδοσης σε σχέση με τη συμπεριφορά και τους ρόλους
των δύο φύλων. Από την άλλη, οι φοιτήτριες δείχνουν περισσότερο ευαισθητοποιημένες και
πιο φιλελεύθερες από τους φοιτητές στα παραπάνω ζητήματα, τα οποία τις αφορούν άμεσα.
Φαίνεται ότι οι φοιτητές δυσκολεύονται να αποποιηθούν την εικόνα του άνδρα «στυλοβάτη»,
ο οποίος εργάζεται έξω από το σπίτι και επομένως «συντηρεί» οικονομικά την οικογένεια, ή
την εικόνα της γυναίκας «μάνας», η οποία φροντίζει τα παιδιά και ασχολείται αποκλειστικά με
το νοικοκυριό. Ας μην ξεχνούμε βέβαια ότι το παραπάνω οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί
και το προσωπικό βίωμα των περισσότερων φοιτητών του δείγματος, όπως διαπιστώθηκε από
τα κοινωνικοοικονομικά τους στοιχεία.
Σε παραπλήσιες ερμηνείες οδηγούν επίσης, οι απόψεις των φοιτητών στο σύνολο
τους, σε σχέση με τις δυσκολίες που εμποδίζουν τις γυναίκες να εργασθούν ή σε σχέση με τις

178
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

δυσκολίες προαγωγής που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην εργασία τους. Πράγματι, το


85,8% του συνόλου των φοιτητών πιστεύει ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν δυσκολίες ένταξης
σε κάποια είδη επαγγελμάτων. Από αυτές, τα σωματικά χαρακτηριστικά των γυναικών
αποτελούν τον σημαντικότερο περιορισμό στην αναζήτηση εργασίας για το σύνολο του
δείγματος (Διάγραμμα 3). Ακολουθούν τα κοινωνικά στερεότυπα, τα χαρακτηριστικά
ορισμένων επαγγελμάτων και ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και μητέρας. Με
τον όρο σωματικά χαρακτηριστικά οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αναφέρονται στη σωματική
διάπλαση των γυναικών, στη μυϊκή τους ρώμη, στην εγκυμοσύνη και στο θηλασμό. Φαίνεται
ότι το στερεότυπο του «αδύνατου φύλου» είναι αυτό που επηρεάζει κυρίως τις αντιλήψεις
των φοιτητών, τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Με άλλα λόγια, η κυρίαρχη
ιδεολογία για τη «γυναικεία φύση» ή τη γυναικεία αναπαραγωγική ικανότητα αποτελεί στην
περίπτωση, αυτή μειονέκτημα, που εμποδίζει τις γυναίκες να εισέλθουν ανταγωνιστικά στο
χώρο της μισθωτής εργασίας.

D κοινωνικά στερεότυπα

• χαρακτηριστικά ορισμένων
επαγγελμάτων
Ο διπλός ρόλος γυναικών

D σωματικά χαρακτηριστικά

Διάγραμμα 3: Περιορισμοί που εμποδίζουν τις γυναίκες να εργασθούν (Ν=245).


(περιορισμοί που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 0 % του δείγματος).

Παρόμοιες φαίνεται να είναι και οι δυσκολίες προαγωγής που αντιμετωπίζουν οι


εργαζόμενες γυναίκες. Έτσι, το 69% του συνόλου των φοιτητών πιστεύει ότι οι γυναίκες
συναντούν δυσκολίες προαγωγής στη δουλειά τους (Πίνακας 11). Μάλιστα, οι φοιτήτριες
συμφωνούν με την άποψη αυτή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι φοιτητές.

Πίνακας 11. Γυναίκες και δυσκολίες προαγωγής στην εργασία α.


Οι γυναίκες συναντούν Οι γυναίκες δεν συναντούν
δυσκολίες προαγωγής στην δυσκολίες προαγωγής στην
εργασία τους εργασία τους

Φοιτητές (Ν=119) 48,7 51,3


Φοιτήτριες (Ν=168) 83,3 16,7
Σύνολο (Ν=287) 69,0 31,0

° χ 2=38,96. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.

179
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των φοιτητών και των φοιτητριών, οι γυναίκες


δυσκολεύονται να εξελιχθούν επαγγελματικά κυρίως εξαιτίας των στερεοτύπων ενάντια στις
εργαζόμενες γυναίκες και των προκαταλήψεων που επικρατούν για τις μητέρες εργαζόμενες
(Διάγραμμα 4). Ακολουθούν, ως δευτερεύουσες αιτίες, οι συνθήκες εργασίας, ο τριπλός
ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενη, σύζυγος και μητέρα και τα κοινωνικά στερεότυπα γενικά.
Οι συνθήκες εργασίας αφορούν στις κυρίαρχες ανδρικές αξίες, οι οποίες σε συνδυασμό με τα
στερεότυπα φύλου, περιθωριοποιούν τις γυναίκες ή τις κρατούν στάσιμες στην ιεραρχία των
περισσοτέρων επαγγελμάτων. Για παράδειγμα, τα απαιτητικά ωράρια, οι μετακινήσεις, τα
ταξίδια στο εξωτερικό και η επιπλέον δουλειά στο σπίτι δεν ευνοούν τις γυναίκες εργαζόμενες,
οι οποίες είναι παράλληλα μητέρες. Από την άλλη, οι περισσότεροι εργοδότες θεωρούν τις
γυναίκες αποκλειστικά υπεύθυνες για τη φροντίδα της οικογένειας, με αποτέλεσμα να μην
εμπιστεύονται σε αυτές ανώτερα πόστα, εκτιμώντας ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν
εξαιτίας των οικογενειακών τους υποχρεώσεων - το αντίστοιχο βέβαια δεν ισχύει για όσους
άνδρες έχουν οικογένεια. Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο του οριζόντιου καταμερισμού
της εργασίας ή της «γυάλινης οροφής», το οποίο αποκλείει τις γυναίκες, εξαιτίας του φύλου
τους, από ανώτερες ή διοικητικές θέσεις εργασίας ακόμη κι όταν οι ίδιες το επιθυμούν και το
επιδιώκουν (βλ. κεφάλαιο 2).

Οκοινωνικά στερεότυπα

• στερεότυπα ενάντια στις


(εργαζόμενες) γυναίκες
Ππροκατσλήψεις για
γυναίκες και μητέρες
Ο συνθήκες εργασίας -
ανδρικές δομές

30,7%
Διάγραμμα 4: Δυσκολίες προαγωγής για τις γυναίκες (Ν=189).
(περιορισμοί που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 10% του δείγματος).

Τέλος, φοιτητές και φοιτήτριες εξέφρασαν τις απόψεις τους σε σχέση με τις διαφορές
πρόσβασης σε επαγγέλματα ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες και στους άνδρες. Έτσι, μεταξύ
των γυναικών, οι φοιτητές στο σύνολο τους θεωρούν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές
κυρίως ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο της γυναίκας, τα χαρακτηριστικά της
προσωπικότητας της, τα σωματικά χαρακτηριστικά και τις περιβάλλοντες κοινωνικές δομές
(Πίνακας 12). Ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσοστά επιλογής τα χαρακτηριστικά του
χώρου εργασίας και η κοινωνική θέση της γυναίκας.

180
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Πίνακας 12. Διαφορές ανάμεσα σε γυναίκες.


(διαφορές που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 0 % του δείγματος).
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=46) (Ν=82) (Ν=128)

Κοινωνικές δομές ° 39,1% 21,7% 27,9%


Χαρακτηρισπκά του χώρου εργασίας 21,7% 13,4% 16,4%
Κοινωνική θέση 10,9% 18,3% 15,6%
Εκπαιδευτικό επίπεδο 41,3% 39,0% 39,8%
Θετικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας 32,6% 34,1% 33,6%
Σωματικά χαρακτηριστικά 30,4% 26,8% 28,1%

0
Χ 2 =4,47. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,034.

Παρόμοια, ανάμεσα στους άνδρες, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αναφέρουν ως πιο


σημαντικές διαφορές πρόσβασης σε επαγγέλματα το εκπαιδευτικό επίπεδο των ανδρών, τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του, τις κοινωνικές δομές και τα σωματικά
χαρακτηριστικά (Πίνακας 13). Ακολουθούν, με μικρότερα ποσοστά, τα χαρακτηρισπκά του
χώρου εργασίας, η κοινωνική θέση του άνδρα και γενικότερα οι συνθήκες εργασίας.

Πίνακας 13. Διαφορές ανάμεσα σε άνδρες.


(διαφορές που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 0 % του δείγματος).
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=49) (Ν=71) (Ν=120)

Κοινωνικές δομές 36,7% 22,5% 28,3%


Συνθήκες εργασίας 12,2% 9,9% 10,8%
Χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας 24,5% 15,5% 19,2%
Κοινωνική θέση 10,2% 19,7% 15,8%
Εκπαιδευτικό επίπεδο 40,8% 46,5% 44,2%
Θετικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας 30,6% 38,0% 35,0%
Σωματικά χαρακτηριστικά 22,4% 23,9% 23,3%

Συνοψίζοντας τα δεδομένα των δύο παραπάνω πινάκων, θα έλεγε κανείς ότι όταν δεν
γίνονται συγκρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, τότε οι δυσκολίες πρόσβασης σε ένα επάγγελμα
φαίνονται παρόμοιες και σχετίζονται περισσότερο με τα προσωπικά χαρακτηριστικά ή τα
εκπαιδευτικά προσόντα κάθε ατόμου. Επομένως, παρά την πατριαρχική κοινωνική οργάνωση
και την ανδροκρατία που επικρατεί στο χώρο της εργασίας, γεγονός που αναμφισβήτητα
καταπιέζει τις περισσότερες γυναίκες, υπάρχουν εξίσου μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς την
καταπίεση που υφίστανται συγκεκριμένες ομάδες γυναικών αλλά και ανδρών. Με άλλα λόγια,
εκτός από τον παράγοντα φύλο υπάρχουν και άλλες κοινωνικές δομές, όπως η εθνικότητα, η
ηλικία, ο τόπος καταγωγής, η υγεία κ.α., βάση των οποίων οι διακρίσεις απέναντι σε άνδρες
και γυναίκες εργαζόμενους είτε μεγιστοποιούνται ή είτε εξαλείφονται.
Στο ερωτηματολόγιο ζητήθηκε επίσης από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να
συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με συγκεκριμένες στερεότυπες ή μη αντιλήψεις,

181
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

εκφράζοντας αυτό που νομίζουν ότι ισχύει στη χώρα μας - όχι αυτό που πιστεύουν οι ίδιοι.
Στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 14) παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών και των
φοιτητριών που συμφώνησαν με τις αντίστοιχες απόψεις.

Πίνακας 14. Εντυπώσεις φοιτητών-τριών σε σχέση με την εργασία των δύο φύλων,
(ποσοστά φοιτητών και φοιτητριών που συμφωνούν).
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=119) (Ν = 169) (Ν = 288}

Οι μητέρες μικρών παιδιών προτιμούν να μένουν σπίτι 74,8% 80,5% 78,1%

Οι πατέρες μικρών παιδιών προτιμούν τη μερική απασχόληση 14,3% 18,3% 16,7%


α
Οι εργοδότες προτιμούν άνδρες για διευθυντικές θέσεις 63,0% 72,6% 68,6%

Οι γυναίκες-νομίζουν ότι είναι πιο κατάλληλες για 64,7% 74,0% 70,1%


επαγγέλματα που απαιτούν φροντίδα
Οι άνδρες νομίζουν ότι είναι πιο κατάλληλοι για διοικητικές 65,5% 68,6% 67,4%
θέσεις
Οι άνδρες νομίζουν ότι είναι λιγότεροι κατάλληλοι από τις 63,0% 58,0% 60,1%
γυναίκες για να ασχολούνται με μικρά παιδιά
Οι γυναίκες νιώθουν πιο ολοκληρωμένες όταν εργάζονται και 86,6% 95,3% 91,7%
είναι ανεξάρτητες οικονομικά β
0
χ 2=9,07. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,010.
ρ
χ 2 =8,16. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,017.

Το 74,8% των φοιτητών και το 80,5% των φοιτητριών συμφωνούν ότι οι μητέρες
μικρών παιδιών προτιμούν να μην εργάζονται και να μένουν στο σπίτι. Αντίθετα, ένα πολύ
μικρότερο ποσοστό φοιτητών και φοιτητριών (14,3% και 18,3% αντίστοιχα) συμφωνεί ότι οι
πατέρες προτιμούν τη μερική απασχόληση για όσο διάστημα τα παιδιά τους είναι μικρά. Μια
εξήγηση αποτελεί το γεγονός ότι οι άνδρες θεωρούν τις γυναίκες πιο κατάλληλες για τη
φροντίδα των μικρών παιδιών, άποψη με την οποία συμφωνεί το 63% των φοιτητών και το
58% των φοιτητριών του δείγματος. Επίσης, φοιτητές και φοιτήτριες συμφωνούν σε αρκετά
μεγάλο ποσοστό με την αντίληψη ότι οι γυναίκες θεωρούν τους εαυτούς τους
καταλληλότερους σε επαγγέλματα που απαιτούν φροντίδα, ενώ οι άνδρες σε διοικητικές
θέσεις εργασίας. Με την εντύπωση ότι οι εργοδότες προτιμούν τους άνδρες για διευθυντικές
θέσεις, συμφωνεί μόνον το 63% των φοιτητών σε σχέση με το 72,6% των φοιτητριών του
δείγματος - διαφορά στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα φύλα. Αντίθετα, το 37% των
ανδρών φοιτητών δεν ενστερνίζεται την παραπάνω άποψη, ίσως επειδή δεν βιώνουν οι ίδιοι
τις διακρίσεις των εργοδοτών και επομένως τις αγνοούν ή δεν τις παραδέχονται. Τέλος, ένα
μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητριών (95,3%) απ' ότι φοιτητών (86,6%) συμφωνεί με την
αντίληψη ότι οι γυναίκες νιώθουν πιο ολοκληρωμένες όταν εργάζονται και είναι οικονομικά
ανεξάρτητες - διαφορά επίσης στατιστικά σημαντική ανάμεσα σε φοιτητές και φοιτήτριες.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω δεδομένα, φαίνεται ότι οι φοιτητές στο σύνολο τους προβάλλουν
κυρίως τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με την εργασιακή

182
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

συμπεριφορά και τους ρόλους των δύο φύλων. Μάλιστα, οι στερεότυπες αντιλήψεις είναι για
μια ακόμη φορά εντονότερες στους άνδρες φοιτητές απ' ότι στις γυναίκες.
Ένας επιπλέον τρόπος διερεύνησης των εντυπώσεων που έχουν διαμορφώσει οι
φοιτητές και οι φοιτήτριες υπήρξε η περιγραφή του εργαζόμενου άνδρα και της εργαζόμενης
γυναίκας με τις τρεις πιο χαρακτηριστικές λέξεις, που επέλεξαν οι ίδιοι από την «τράπεζα
λέξεων» του ερωτηματολογίου. Στον Πίνακα 15 περιγράφονται οι λέξεις με τις οποίες
χαρακτήρισαν τους εργαζόμενους άνδρες οι περισσότεροι φοιτητές, φοιτητές και φοιτήτριες
χαρακτηρίζουν τους άνδρες στον εργασιακό χώρο κυρίως ως ανταγωνιστικούς, δραστήριους
και πιεσμένους. Ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά οι χαρακτηρισμοί ισχυρός, ανεξάρτητος,
ικανός και αγωνιστικός. Παρατηρούμε ότι φοιτητές και φοιτήτριες συμφωνούν σημαντικά ως
προς την εικόνα του εργαζόμενου άνδρα και επιλέγουν τις ίδιες λέξεις για να χαρακτηρίσουν
τον σύγχρονο έλληνα εργαζόμενο. Μοναδική διαφορά - η οποία είναι στατιστικά σημαντική -
υπάρχει ως προς τη λέξη ανταγωνιστικός, την οποία οι φοιτήτριες επιλέγουν σε μεγαλύτερο
ποσοστό (70,1%) απ' ότι οι φοιτητές (50,9%). Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 5),
αναπαριστώνται οι χαρακτηρισμοί για τον άνδρα εργαζόμενο από το σύνολο του δείγματος.

Πίνακας 15. Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην αγορά εργασίας.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 15% του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=116) (Ν=167) (Ν=283)

ισχυρός 19,0% 22,8% 21,2%


πιεσμένος 21,6% 31,1% 27,2%
ανεξάρτητος 12,1% 19,8% 16,6%
αγωνιστικός 13,8% 16,8% 15,5%
δραστήριος 30,2% 25,7% 27,6%
ανταγωνιστικός α 50,9% 70,1% 62,2%
ικανός 17,2% 15,6% 16,3%

χ -10,79. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,001.

62,2%

ισχυρός πιεσμένος ανεξάρτητος αγωνιστικός δραστήριος ανταγωνιστικός ικανός

Διάγραμμα 5: Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην αγορά εργασίας (Ν=283).

183
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Αντίστοιχα, στον Πίνακα 16 παρουσιάζονται οι λέξεις με τις οποίες οι φοιτητές και οι


φοιτήτριες χαρακτήρισαν τις εργαζόμενες γυναίκες. Στην περίπτωση των γυναικών υπάρχει
μεγαλύτερη ασυμφωνία ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες του δείγματος. Με άλλα
λόγια, διαφορετικά περιγράφουν τις γυναίκες εργαζόμενες οι φοιτήτριες και διαφορετικά οι
φοιτητές. Όπως φαίνεται στον πίνακα, οι φοιτήτριες τις περιγράφουν κυρίως ως δραστήριες,
ικανές και πιεσμένες, προφανώς εξαιτίας των δυσκολιών που συναντούν στην αγορά εργασίας
και της προσπάθειας τους να συνδυάσουν πολλαπλούς ρόλους και καθήκοντα. Αντίθετα, οι
φοιτητές περιγράφουν τις γυναίκες εργαζόμενες κυρίως ως δραστήριες, ανασφαλείς και
ανταγωνιστικές, ίσως επειδή διακρίνουν την ανασφαλή θέση των γυναικών στην αγορά
εργασίας, παρότι οι ίδιοι αισθάνονται ανταγωνιστικά απέναντι τους. Ακολουθούν με
μικρότερα ποσοστά τα επίθετα ευσυνείδητη, αγωνιστική και καταπιεσμένη. Χαρακτηριστικές
είναι οι διαφορές στις απόψεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε σχέση με τα επίθετα
ανταγωνιστική, ικανή και α\ζασφαΚΓ\ς για τις γυναίκες εργαζόμενες. Στο διάγραμμα που
ακολουθεί (Διάγραμμα 6) αναπαριστώνται οι χαρακτηρισμοί για τη γυναίκα εργαζόμενη από το
σύνολο του δείγματος.

Πίνακας 16. Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην αγορά εργασίας.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 15% του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν = 116) (Ν=165) (Ν=281)

καταπιεσμένη 16,4% 17,0% 16,7%


πιεσμένη 18,1% 23,0% 21,0%
αγωνιστική 14,7% 18,2% 16,7%
δραστήρια 31,0% 33,3% 32,4%
ανταγωνιστική 27,6% 18,2% 22,1%
ανασφαλής 31,0% 21,2% 25,3%
ικανή 19,0% 28,5% 24,6%
ευσυνείδητη 14,7% 21,8% 18,9%

32,4%

24,6%

18,9%

καταπεσμένη πιεσμένη αγωνιστική δραστήρια ανταγωνιστική ανασφαλής ικανή ευσυνείδητη

Διάγραμμα 6: Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην αγορά εργασίας (Ν=281).

184
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Συνοψίζοντας τα παραπάνω δεδομένα, διαπιστώνει κανείς ότι ενώ η εικόνα του


εργαζόμενου άνδρα αναπαρίσταται ξεκάθαρα από το σύνολο του δείγματος, η εικόνα της
εργαζόμενης γυναίκας αναπαρίσταται συγκεχυμένη και διαφορετική για τους φοιτητές και τις
φοιτήτριες. Για το λόγο αυτό και τα ποσοστά που συγκεντρώνουν οι χαρακτηρισμοί των
εργαζομένων γυναικών από το σύνολο του δείγματος είναι πολύ μικρότερα από τα αντίστοιχα
ποσοστά των εργαζομένων ανδρών (Διαγράμματα 5 και 6). Μια πιθανή ερμηνεία έχει να κάνει
με το γεγονός ότι οι άνδρες φαίνεται να έχουν κατακτήσει μέχρι σήμερα μια ισχυρή
επαγγελματική ταυτότητα, ενώ οι γυναίκες εξακολουθούν να παλεύουν για να διαμορφώσουν
το επαγγελματικό τους προφίλ και να διεκδικήσουν τη θέση που τους αναλογεί στον
εργασιακό τομέα.

5.5.2 Ιδιωτική ζωή.


Το δεύτερο μέρος του ερωτηματολογίου της μελέτης περιελάμβανε ερωτήσεις οι
οποίες διερευνούσαν τις γνώσεις και τις αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει φοιτητές και
φοιτήτριες σε σχέση με ζητήματα ιδιωτικής και οικογενειακής (οικιακής) ζωής των Ελλήνων.
Αρχικά ζητήθηκε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να εκτιμήσουν (ακόμη κι αν δεν το
γνώριζαν) το ποσοστό των γάμων που καταλήγουν σε διαζύγιο στην Ελλάδα, το οποίο
σήμερα υπολογίζεται περίπου στο 13% (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1998). Οι απαντήσεις τους
απεικονίζονται στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 7).

84,5%

<8°/ο 8% -18% 18%<


Διάγραμμα 7: Γνώσεις φοιτητών-τριών για τα διαζύγια στην Ελλάδα α (Ν=116α & 168γ).
α
χ 2=9,97. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,007.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των φοιτητών (69,8%) και των φοιτητριών (84,5%)


πιστεύουν ότι το ποσοστό των διαζυγίων σήμερα ξεπερνά το 18%, ενώ μόνο το 25% των
φοιτητών και το 14,3% των φοιτητριών απάντησαν με απόκλιση ±5% από τη σωστή
απάντηση. Φαίνεται ότι οι φοιτητές στο σύνολο τους εκτιμούν πολύ υψηλότερα ποσοστά
διαζυγίων, προβάλλοντας έτσι την ευκολία με την οποία πιστεύουν ότι μπορούν να χωρίσουν
σήμερα, σε αντίθεση με παλιότερα, τα παντρεμένα ζευγάρια. Ιδιαίτερα οι γυναίκες φοιτήτριες
προβάλλουν με τον τρόπο αυτό την πιθανή στάση τους απέναντι & έναν προβληματικό γάμο

185
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

και το γεγονός ότι το ποσοστό των διαζευγμένων γυναικών αυξάνεται ταχύτερα τις τελευταίες
δεκαετίες από το ποσοστό των διαζευγμένων ανδρών (Μισέλ, 1981). Μάλιστα, οι διαφορές
ανάμεσα στις απαντήσεις των φοιτητριών και των φοιτητών του δείγματος είναι στατιστικά
σημαντικές. Βέβαια, το χαμηλότερο ποσοστό των διαζυγίων στην Ελλάδα, σε σχέση με τα
ποσοστά διαζυγίων άλλων ευρωπαϊκών χωρών επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά τις
παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι ο θεσμός του γάμου και της
οικογένειας (Μαράτου-Αλιπράντη, 1998).
Στο Πίνακα 17 παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών που απάντησαν σωστά σε
νομικές ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν διάφορα θέματα ιδιωτικής ζωής και οικογενειακού
δικαίου σε σχέση με τα δύο φύλα.

Πίνακας 17· Γνώσεις φοιτητών-τριών σε σχέση με το οικογενειακό δίκαιο.


Σωστή Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
απάντηση

Η έκτρωση είναι νόμιμη Ναι πάντα 49,2% 47,9% 48,4%


(Ν=118) (Ν=167)

Μια γυναίκα δικαιούται νόμιμα να κάνει παιδί για Όχι ποτέ 24,6% 10,8% 16,5%
μια άλλη γυναίκα α (Ν=118) (Ν=167)

Είναι νόμιμο ένας άνδρας να επιτίθεται σωματικά Όχι ποτέ 90,7% 94,0% 92,7%
στη γυναίκα του (Ν=118) (Ν=168)

0 βιασμός στο γάμο είναι ποινικό αδίκημα Όχι ποτέ 16,1% 13,1% 14,3%
(Ν=118) (Ν=168)

Ένας άνδρας μπορεί νόμιμα να απαγορέψει στη Όχι ποτέ 83,1% 93,5% 89,2%
γυναίκα του να εργαστείβ (Ν=118) (Ν=168)

Μια γυναίκα υποχρεούται νομοθετικά να Ναι πάντα 42,9% 52,4% 48,4%


διατηρήσει το επώνυμο της μετά τον γάμο (Ν=119) (Ν=166)

Η γυναίκα μπορεί να διατηρήσει όλη την Ναι πάντα 52,1% 53,0% 52,6%
περιουσία της στη διάρκεια του γάμου (Ν=119) (Ν=168)

Η γυναίκα διατηρεί την κηδεμονία των παιδιών Ναι μερικές 80,7% 91,1% 86,8%
της μετά το διαζύγιογ φορές (Ν=119) (Ν=168)

α
χ 2=9,55. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,002.
ρ
X 2=7,75. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,002.
γ
χ 2=6,55. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,010.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των φοιτητών και των φοιτητριών γνωρίζουν ότι είναι
παράνομο ένας άνδρας να επιτίθεται σωματικά στη σύζυγο του ή ότι δεν μπορεί να της
απαγορέψει να εργαστεί. Από την άλλη, πολλοί λίγοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει νομοθεσία
για βιασμό στο πλαίσιο ενός γάμου και έτσι οι φοιτητές που απάντησαν ότι ο βιασμός στο
γάμο είναι ποινικό αδίκημα, παρασύρθηκαν προφανώς από τα συναισθήματα τους και όχι από
τη γνώση της ελληνικής νομοθεσίας. Επίσης, μόνο το 24,6% των φοιτητών και το 10,8%
των φοιτητριών (διαφορά στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα φύλα) γνωρίζει ότι δεν υπάρχει

186
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

καμία νομοθεσία στην Ελλάδα που να προστατεύει την κυοφορία ενός παιδιού από μια
γυναίκα για κάποια άλλη. Τέλος σύμφωνα με τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα, οι μισοί
περίπου φοιτητές και φοιτήτριες (1 στους 2 δηλαδή) γνωρίζουν ότι η έκτρωση είναι νόμιμη,
ότι μια γυναίκα υποχρεούται πλέον να διατηρήσει το επώνυμο της μετά το γάμο και ότι η
γυναίκα μπορεί να διατηρήσει όλη την προσωπική της περιουσία κατά τη διάρκεια ενός γάμου.
Στους Πίνακες 18 και 19 απεικονίζονται οι απόψεις των φοιτητών και των φοιτητριών
του δείγματος σε σχέση με θέματα οικογενειακής ζωής, στα οποία πιστεύουν ότι οι άνδρες και
οι γυναίκες αντίστοιχα ασκούν πλήρη ή μεγάλο έλεγχο. Έτσι, φοιτητές και φοιτήτριες
συμφωνούν, σε ποσοστό 75,5%, ότι οι άνδρες ασκούν μεγάλο έλεγχο στα οικονομικά θέματα
της οικογένειας (Πίνακας 18). Μάλιστα, το 81,5% των ανδρών του δείγματος συμφωνεί
απόλυτα με την παραπάνω πρόταση, σε σχέση με το 71,2% των γυναικών - η διαφορά
αποδείχθηκε στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα δύο φύλα. Επίσης, φοιτητές και φοιτήτριες
συμφωνούν σε αρκετά υψηλά ποσοστά ότι οι άνδρες ασκούν μεγάλο έλεγχο σε θέματα όπως
η απόφαση για διαζύγιο (74,8%), ο τόπος κατοικίας της οικογένειας (68,1%) και η απόκτηση
ή η πειθαρχία των παιδιών (67,88% και 68% αντίστοιχα).

Πίνακας 18. Φοιτητές και φοιτήτριες που πιστεύουν ότι οι άνδρες ασκούν πλήρη έλεγχο σε
θέματα οικογενειακής ζωής.
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο

Οικονομικά θέματα α 81,5% 71,2% 75,5%


(Ν=119) (Ν=163)
Εκπαιδευτικές επιλογές παιδιών 52,9% 43,2% 47,3%
(Ν=119) (Ν=162)
Δουλειές νοικοκυριού 4,3% 7,4% 6,1%
(Ν=117) (Ν=162)
Πειθαρχία παιδιών 67,8% 68,1% 68,0%
(Ν=118) (Ν=163)
Τόπος κατοικίας της οικογένειας 62,2% 72,3% 68,1%
(Ν=119) (Ν=166)
Χρήση αντισυλληπτικής μεθόδου 41,2% 45,1% 43,5%
(Ν=119) (Ν=164)
Επιλογή αντισυλληπτικής μεθόδου 37,0% 45,7% 42,0%
(Ν=119) (Ν=164)
Απόκτηση παιδιών 67,8% 67,9% 67,8%
(Ν=118) (Ν=165)
Απόφαση για έκτρωση 54,7% 45,4% 49,3%
(Ν=117) (Ν=163)
Απόφαση για διαζύγιο 72,4% 76,5% 74,8%
(Ν=116) (Ν=166)

α
χ 2=3,98. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,046.

Από την άλλη, φοιτητές και φοιτήτριες συμφωνούν σε πολύ υψηλά ποσοστά ότι οι
γυναίκες ασκούν μεγάλο έλεγχο σε θέματα όπως οι δουλειές του νοικοκυριού (93%), η χρήση
ή η επιλογή της αντισυλληπτικής μεθόδου (79,2% & 79,4% αντίστοιχα), η απόκτηση ή η
πειθαρχία των παιδιών (79,5% και 69,1% αντίστοιχα) και η απόφαση για έκτρωση (88,6%)
(Πίνακας 19). Στα οικονομικά θέματα υπάρχει επίσης στατιστικά σημαντική διαφορά στις

187
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

γνώμες των δύο φύλων. Έτσι, μόνο το 33,9% των φοιτητών θεωρούν ότι οι γυναίκες
ασκούν έλεγχο στα οικονομικά θέματα της οικογενειακής ζωής σε σχέση με το 53% των
φοιτητριών.

Πίνακας 19. Φοιτητές και φοιτήτριες που πιστεύουν ότι οι γυναίκες ασκούν πλήρη έλεγχο
σε θέματα οικογενειακής ζωής.
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο

Οικονομικά θέματα ° 33,9% 53,0% 45,1%


(Ν=118) (Ν=168)
Εκπαιδευτικές επιλογές παιδιών 61,9% . 61,8% 61,8%
(Ν=118) (Ν=165)
Δουλειές νοικοκυριού 93,2% 92,9% 93,0%
(Ν=118) (Ν=168)
Πειθαρχία παιδιών 66,7% 70,9% 69,1%
- (Ν=117) (Ν=165)
Τόπος κατοικίας της οικογένειας 43,2% 47,9% 45,9%
(Ν=118) (Ν=165)
Χρήση αντισυλληπτικής μεθόδου 78,0% 80,1% 79,2%
(Ν=118) (Ν=166)
Επιλογή αντισυλληπτικής μεθόδου 76,1% 81,7% 79,4%
(Ν=117) (Ν=164)
Απόκτηση παιδιών 77,8% 80,7% 79,5%
(Ν=117) (Ν=166)
Απόφαση για έκτρωση 85,5% 90,9% 88,6%
(Ν=117) (Ν=164)
Απόφαση για διαζύγιο 64,3% 71,5% 68,6%
(Ν=115) (Ν=165)
α
χ 2 = 10,18. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,001.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει ότι φοιτητές και φοιτήτριες


διατηρούν την εντύπωση μιας οικογένειας όπου τον κύριο έλεγχο στα οικονομικά θέματα έχει
ο άνδρας, ο οποίος αποφασίζει επίσης για τον τόπο κατοικίας της οικογένειας και τη διάλυση
ενός γάμου. Στην ίδια οικογένεια, οι γυναίκες αναλαμβάνουν τον απόλυτο έλεγχο του
νοικοκυριού και ευθύνονται κυρίως για τις αποφάσεις σε σχέση με τα παιδιά (αριθμός,
πειθαρχία, εκπαίδευση) ή με το είδος και τη χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων. Γενικότερα,
παρατηρείται μεγαλύτερη συμφωνία ανάμεσα σε φοιτητές και φοιτήτριες ως προς τον έλεγχο
που ασκούν οι γυναίκες στο πλαίσιο της οικογένειας. Αντίθετα, τα ποσοστά του δείγματος
που συμφωνούν με τον έλεγχο των ανδρών σε οικογενειακά θέματα είναι μικρότερα, με
εξαίρεση τον έλεγχο των τελευταίων στα οικονομικά.
Επιπλέον, φοιτητές και φοιτήτριες εξέφρασαν τις απόψεις τους για διάφορα θέματα
της ιδιωτικής ζωής. Οι απαντήσεις τους απεικονίζονται στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας
20). Σύμφωνα με τα δεδομένα του Πίνακα 20, φαίνεται ότι οι φοιτητές συμφωνούν σε πολύ
μεγαλύτερο ποσοστό απ' ότι οι φοιτήτριες του δείγματος στα εξής: είναι χειρότερο να βρίζει
μια γυναίκα από ότι ένας άνδρας είναι χειρότερο να μεθά μια γυναίκα από ότι ένας άνδρας, οι
γυναίκες θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να γίνουν καλές σύζυγοι και μητέρες και όχι ισότιμες με
τους άνδρες - όλες οι παραπάνω διαφορές είναι στατιστικά σημαντικές ανάμεσα στα φύλα.

188
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Πίνακας 20. Απόψεις φοιτητών-τριών σε σχέση με την προσωπική ζωή των δύο φύλων,
(ποσοστά φοιτητών και φοιτητριών που συμφωνούν).
>οιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
α
Είναι χειρότερο να βρίζει μια γυναίκα απ' ότι ένας άνδρας 79,8% 66,5% 72,0%
(Ν=119) (Ν=167)
β
Είναι χειρότερο να μεθά μια γυναίκα απ' ότι ένας άνδρας 46,2% 22,6% 32,4%
(Ν=119) (Ν=168)

Η φράση στο μυστήριο του γάμου «η γυνή να φοβήται τον 13,6% 28,4% 22,3%
ν
άνδρα» προβάλλει τη γυναίκα (Ν=118) (Ν=169)

Οι γυναίκες θα έπρεπε να μπορούν να προτείνουν γάμο 88,1% 85,8% 86,8%


όπως και οι άνδρες (Ν=118) (Ν=169)

Οι γυναίκες θα έπρεπε να ενδιαφέρονται να γίνουν καλές 41,5% 11,8% 24,0%


δ
σύζυγοι και μητέρες και όχι ισότιμες με τους άνδρες (Ν=118) (Ν=169)

Μια κοπέλα θα έπρεπε να πληρώνει για τον εαυτό της όταν 79,5% 90,5% 86,0%
ε
βγαίνει ραντεβού (Ν=117) (Ν=169)

Οι γυναίκες θα έπρεπε να είναι ικανές να πηγαίνουν όπου 75,6% 82,2% 79,5%


πάει ένας άνδρας και να κάνουν ότι κάνουν οι άνδρες (Ν=119) (Ν=169)

Ο πατέρας θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη εξουσία στην 9,2% 5,9% 7,3%


ανατροφή των παιδιών (Ν=119) (Ν=169)

Τα κορίτσια σήμερα πρέπει να απολαμβάνουν τις ίδιες 65,5% 89,3% 79,5%


ελευθερίες με τα αγόρια ζ (Ν=119) (Ν=169)
α
χ 2=6,16. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,013.
β
χ 2=17,71. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
γ
χ 2=8,83. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,003.
δ
χ 2=33,54. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
ε
χ 2=7,01. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,008.
ζ
χ 2=24,28. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.

Από την άλλη, οι φοιτητές του δείγματος συμφωνούν σε πολύ μικρότερο ποσοστό
από ότι οι φοιτήτριες στα εξής: μια κοπέλα θα έπρεπε να πληρώνει για τον εαυτό της όταν
βγαίνει ραντεβού, τα κορίτσια σήμερα πρέπει να απολαμβάνουν τις ίδιες ελευθερίες με τα
αγόρια - διαφορές επίσης στατισπκά σημαντικές ανάμεσα στα φύλα. Τα παραπάνω δεδομένα
επιβεβαιώνουν για ακόμη μία φορά το συμπέρασμα ότι οι φοιτητές εκδηλώνουν εντονότερα
παραδοσιακές αντιλήψεις σε σχέση με τις φοιτήτριες. Παρόμοιες αντιλήψεις για τους άνδρες
έχουν επιβεβαιωθεί κι από άλλες μελέτες στην Ελλάδα (Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, 1997).
Φαίνεται ότι οι άνδρες αντιστέκονται περισσότερο απ' ότι οι γυναίκες σε πιθανές αλλαγές
στους ρόλους των δύο φύλων και επιθυμούν τη διατήρηση του κατεστημένου. Για το λόγο
αυτό εκφράζουν και περισσότερες αντιφάσεις στο σύνολο των απαντήσεων τους. Για
παράδειγμα, παρά τις προηγούμενες παραδοσιακές απόψεις, οι φοιτητές φαίνεται να
καλωσορίζουν την πρόταση γάμου από μια γυναίκα ή την ελευθερία των γυναικών να
πηγαίνουν όπου πάει ένας άνδρας και να κάνουν ότι κάνει και ένας άνδρας. Ωστόσο,
εντυπωσιακό και για τα δύο φύλα αποτελεί το γεγονός ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του

189
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

δείγματος συμφωνεί τελικά με την άποψη ότι ο πατέρας θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη
εξουσία στην ανατροφή των παιδιών.
Στη συνέχεια, φοιτητές και φοιτήτριες ρωτήθηκαν αν πιστεύουν ότι οι άνδρες και οι
γυναίκες αντίστοιχα συναντούν περιορισμούς στην προσωπική τους ζωή. Οι απαντήσεις τους
παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 21). Έτσι, σε ποσοστό 81,2% φοιτητές
και φοιτήτριες παραδέχονται ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν περιορισμούς προσωπικής
ελευθερίας, σε αντίθεση με τους άνδρες. Μάλιστα, οι φοιτήτριες του δείγματος συμφώνησαν
με την παραπάνω άποψη σε μεγαλύτερο ποσοστό απ' ότι οι φοιτητές - διαφορά στατιστικά
σημαντική ανάμεσα στα φύλα. Για τους άνδρες, το 75,3% του συνόλου των φοιτητών
συμφώνησε ότι δεν αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην προσωπική τους ζωή. Στην
περίπτωση των ανδρών δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις απαντήσεις των
φοιτητών και των φοιτητριών του δείγματος.

Πίνακας 21. Απόψεις φοιτητών-τριών για τους περιορισμούς ελευθερίας των γυναικών '
Οι γυναίκες συναντούν Οι γυναίκες δεν συναντούν
περιορισμούς περιορισμούς

Φοιτητές (Ν=118) 68,6% 31,4%


Φοιτήτριες (Ν=169) 89,9% 10,1%
Σύνολο (Ν=287) 81,2% 18,8%

α
χ -20,63. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.

Οι περιορισμοί της προσωπικής ελευθερίας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, σύμφωνα


με το δείγμα της έρευνας, παρουσιάζονται στον Πίνακα 22. Από αυτούς, το μεγαλύτερο
ποσοστό των φοιτητών και των φοιτητριών συγκεντρώνουν κυρίως οι προσδοκίες των
συγγενών και τα κοινωνικά ήθη και στερεότυπα, δηλαδή οι παραδοσιακές αξίες της ελληνικής
κοινωνίας. Ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά προτίμησης, τα στερεότυπα ενάντια σε
γυναίκες, τα χαρακτηρισπκά των σχέσεων που διαμορφώνουν οι γυναίκες και τέλος οι
κοινωνικές δομές. Μάλιστα, οι φοιτήτριες αναφέρθηκαν περισσότερο απ' ότι οι φοιτητές με
στατιστικά σημαντική διαφορά δηλαδή, στα κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες και
στις προσδοκίες των συγγενών.

Πίνακας 22. Περιορισμοί προσωπικής ελευθερίας γυναικών.


(περιορισμοί που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 10% του δείγματος).
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=77) (Ν=146) (Ν=223)

Κοινωνικές δομές 14,3% 8,2% 10,3%


Κοινωνικά στερεότυπα - κοινωνικά ήθη 57,1% 56,8% 57,0%
Στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες ° 11,7% 23,3% 19,3%
Προσδοκίες συγγενών ρ 54,5% 67,8% 63,2%
Χαρακτηριστικά σχέσεων 9,1% 14,4% 12,6%
α
Χ 2 =4,35. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,037.
V=3,81. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,005.

190
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Στο Διάγραμμα 8 παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε


σχέση με το είδος της κακοποίησης που υφίστανται οι άνδρες και οι γυναίκες στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τις απαντήσεις τους, φοιτητές και φοιτήτριες στο σύνολο τους δεν πιστεύουν ότι
οι άνδρες υφίστανται κακοποίηση, είτε ως παιδιά είτε ως ενήλικες. Μόνο ένα 18,2% του
δείγματος πιστεύει ότι οι άνδρες δέχονται σωματική επίθεση - κι αυτό θα μπορούσε να
ερμηνευθεί και ως επίθεση που την προκάλεσαν οι ίδιοι. Αντίθετα, τα ποσοστά κακοποίησης
που αποδίδονται στις γυναίκες είναι πολύ μεγαλύτερα. Έτσι, φοιτητές και φοιτήτριες
θεωρούν σε υψηλά ποσοστά ότι οι γυναίκες υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση στην
εργασία (78,7%), βιασμό ως ενήλικες (42,9%), βία μέσα στο γάμο (36,9%), σωματική
επίθεση (35,5%) και σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία (18,1%).

βία μέσα στο σεξουαλική βιασμό ως σεξουαλική σωματική


γάμο κακοποίηση ενήλικες παρενόχληση επίθεση
στην παιδική στην εργασία
ηλικία

Διάγραμμα 8: Ποσοστά κακοποίησης των δύο φύλων.

Στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 23) παρουσιάζονται ξεχωριστά τα ποσοστά των
φοιτητών και των φοιτητριών που πιστεύουν ότι οι γυναίκες υφίστανται κακοποίηση στο
χώρο της εργασίας και της οικογένειας. Στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις
απαντήσεις των ανδρών και των γυναικών του δείγματος, παρατηρήθηκαν σε σχέση με τα
ποσοστά των βιασμών που υφίστανται οι γυναίκες ως ενήλικες και με τα ποσοστά της
σωματικής επίθεσης που υφίστανται οι γυναίκες γενικά. Επίσης, αυξημένες είναι οι διαφορές
ανάμεσα στις απαντήσεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε σχέση με όλα τα είδη βίας και
σεξουαλικής κακοποίησης ενάντια σε γυναίκες. Μια ερμηνεία για τις διαφορές αυτές, στις
εκτιμήσεις των δύο φύλων, θα μπορούσε να αποτελεί το γεγονός ότι οι ίδιες οι γυναίκες,
καθώς υφίστανται την κακοποίηση φαίνεται ότι τείνουν να την μαρτυρούν περισσότερο σ' ένα
ανώνυμο ερωτηματολόγιο, απ' ότι οι άνδρες οι οποίοι τείνουν να την αποκρύπτουν ακόμη κι
όταν τη γνωρίζουν. Η αλήθεια πιθανόν να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα σε σχέση με τις
εκτιμήσεις των ανδρών και των γυναικών του δείγματος.

191
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Πίνακας 23. Μορφές κακοποίησης που υφίστανται οι γυναίκες στην Ελλάδα.


Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=119) (Ν=168) (Ν=287)

βία μέσα στο γάμο 30,5% 41,4% 36,9%


σεξουαλική κακοποίηση στην παιδική ηλικία 14,3% 20,8% 18,1%
βιασμό ως ενήλικες ° 31,1% 51,2% 42,9%
σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία 74,8% 81,5% 78,7%
ρ
σωματική επίθεση 21,0% 45,8% 35,5%

χ•'=2_111,48.
J
Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,001.
ρ 2
χ = 18,73. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.

Φοιτητές και φοιτήτριες περιέγραψαν τους άνδρες και τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή,
χαρακτηρίζοντας τους με επίθετα που επέλεξαν από την «τράπεζα λέξεων» που περιελάμβανε
το ερωτηματολόγιο. Η εικόνα του άνδρα στον ιδιωτικό τομέα είναι κάπως ασαφής, καθώς οι
γνώμες διχάζονται ανάμεσα στους φοιτητές και στις φοιτήτριες του δείγματος. Έτσι, οι
φοιτητές περιγράφουν τον άνδρα στην ιδιωτική του ζωή κυρίως ως συναισθηματικό,
δραστήριο και ευαίσθητο, ενώ οι φοιτήτριες τον περιγράφουν κυρίως ως ανεξάρτητο, άνετο
και τρυφερό (Πίνακας 24). Επίσης, υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους
φοιτητές και στις φοιτήτριες σε σχέση με τα επίθετα συναισθηματικός, δραστήριος και
τρυφερός. Φαίνεται ότι οι άνδρες θεωρούν τους εαυτούς τους περισσότερο
συναισθηματικούς και δραστήριους και λιγότερο τρυφερούς σε σχέση με την εντύπωση των
γυναικών για τους ίδιους. Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 9) αναπαριστώνται οι
χαρακτηρισμοί για τον άνδρα στο πλαίσιο της ιδιωτικής του ζωής από το σύνολο του
δείγματος. Τελικά, υπερισχύουν τα επίθετα ανεξάρτητος, άνετος και ευαίσθητος, τα οποία
όμως δεν ξεπερνούν το ποσοστό της τάξης του 30%.

Πίνακας 24. Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην ιδιωτική ζωή.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 5 % του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=116) (Ν=166) (Ν = 282)

συναισθηματικός" 30,2% 17,5% 22,7%


άνετος 22,4% 27,7% 25,5%
ανεξάρτητος 22,4% 28,9% 26,2%
τρυφερός ρ 11,2% 23,5% 18,4%
ευαίσθητος 23,3% 22,9% 23,0%
δραστήριος γ 27,0% 11,4% 17,8%
ανασφαλής 12,9% 21,1% 17,7%

αχ2
=6,28. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,012.
χ 2=6,85. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,009.
χ 2=17,8. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,001.

192
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

26,2%

23,0%

17,7%

0,0%
συναισθηματικός άνετος ανεξάρτητος τρυφερός ευαίσθητος δραστήριος ανασφαλής

Διάγραμμα 9: Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην ιδιωτική ζωή.

Αντίθετα, η εικόνα της γυναίκας στην ιδιωτική ζωή παρουσιάζεται σαφής και
ξεκάθαρη, παρά τις στατιστικά σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα,
σε σχέση με το επίθετα συναισθηματική, ζεστή και ανασφαΚί\ς (Πίνακας 25). Σε γενικές
γραμμές, περισσότερες φοιτήτριες απ' ότι φοιτητές θεωρούν τις γυναίκες συναισθηματικές,
ζεστές και λιγότερο ανασφαλείς στην προσωπική τους ζωή. Πάντως, τόσο οι φοιτητές όσο
και οι φοιτήτριες του δείγματος συμφωνούν με την εικόνα μιας γυναίκας που είναι κυρίως
συναισθηματική, τρυφερή και ευαίσθητη. Ακολουθούν τα επίθετα μητρική, ζεστή και
ανασφαλής. Με άλλα λόγια, η εικόνα των γυναικών στο πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής, από το
σύνολο του δείγματος, συμφωνεί απόλυτα με το στερεότυπο του γυναικείου ρόλου, που θέλει
τη γυναίκα να εκφράζει τα συναισθήματα της και να προσφέρει στις σχέσεις της με τους
άλλους. Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 10) αναπαριστώνται οι χαρακτηρισμοί για
τη γυναίκα στην ιδιωτική ζωή από το σύνολο του δείγματος.

Πίνακας 25. Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 5 % του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=116) (Ν=166) (Ν=282)

συναισθηματική α 33,6% 61,4% 50,0%


τρυφερή 28,4% 37,6% 33,8%
ζεστή" 12,1% 22,3% 18,1%
ευαίσθητη 31,0% 35,5% 33,7%
μητρική 19,8% 24,7% 22,7%
ανασφαλής γ 24,1% 11,4% 16,7%
α
χ 2=21,14. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
ρ
χ 2 =4,81. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,028.
ν
Χ 2 =7,91. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,005.

193
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

60,0%

50,0%

40,0%

30,0%

συναισθηματική τρυφερή ζεστή ευαίσθητη μητρική ανασφαλής

Διάγραμμα 10: Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή.

Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι τα επίθετα ανεξάρτητος, άνετος και


δραστήριος, που χρησιμοποιήθηκαν από το δείγμα για την περιγραφή του άνδρα στην
ιδιωτική ζωή, απουσιάζουν αισθητά από την αναπαράσταση της γυναίκας στην ιδιωτική ζωή
(Διαγράμματα 9 και 10). Τη θέση τους ωστόσο παίρνουν τα επίθετα μητρική και ζεστή, τα
οποία απουσιάζουν αντίστοιχα από την αναπαράσταση του άνδρα στην ιδιωτική ζωή και
προκύπτουν προφανώς από τον κυρίαρχο ρόλο της γυναίκας στην ανατροφή των παιδιών.
Επιπλέον, ζητήθηκε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να περιγράψουν τους
άνδρες και τις γυναίκες στην οικογένεια. Στην περίπτωση αυτή η εικόνα των ανδρών, όπως
και των γυναικών, υπήρξε περισσότερο ξεκάθαρη (Διαγράμματα 11 και 12 αντίστοιχα).
Μάλιστα, η εικόνα της γυναίκας στην ιδιωτική ζωή είναι όμοια με την εικόνα της στην
οικογένεια - γεγονός που σημαίνει ότι οικογένεια και ιδιωτική ζωή για τη γυναίκα είναι χώροι
ταυτόσημοι. Αντίθετα, η εικόνα του άνδρα αλλάζει αισθητά στην οικογένεια σε σχέση με την
ιδιωτική ζωή. Όπως φαίνεται στα δύο διαγράμματα που ακολουθούν, οι λέξεις που
κυριαρχούν είναι το επίθετο πατρικός για τον άνδρα και το επίθετο μητρική για τη γυναίκα. Οι
άνδρες περιγράφονται επίσης, ως ισχυροί και ευσυνείδητοι, ενώ οι γυναίκες ως τρυφερές και
ζεστές. Τα επίθετα που χρησιμοποιούν φοιτητές και φοιτήτριες για να περιγράψουν τα δύο
φύλα στην οικογένεια, επιβεβαιώνουν την έντονη παρουσία του άνδρα σε έναν χώρο
παραδοσιακά συνδεδεμένο με τη γυναικεία φιγούρα. Ωστόσο, μελετώντας πιο προσεκτικά τα
ποσοστά των φοιτητών διαπιστώνει κανείς ότι αυτά είναι υψηλότερα στις περιγραφές των
γυναικών απ' ότι των ανδρών, γεγονός που αναδεικνύει μια πιο ισχυρή και εδραιωμένη εικόνα
των γυναικών πάντα στο πλαίσιο της οικογένειας.

194
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

• φοιτητές
56,7ο/ο
• φοιτήτριες 52,6%

27,4%
24,10/G
Z<»,J.V0
19,50/o ο
172 /ο

15,5°/j^_ 15,2%

ισχυρός τρυφερός ζεστός πατρικός. ευσυνείδητος

Διάγραμμα 11: Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην οικογένεια και συγκεντρώνουν
ποσοστά μεγαλύτερα από το 15% του συνόλου του δείγματος (Ν=116α & 164γ).

• φοιτητές
65,9%
• φοιτήτριες 61,2°/»

40,5%
39,0ο/ο 3 7 / 1 0 / ο

23,8%

συναισθηματική τρυφερή ζεστή ευαίσθητη μητρική


Διάγραμμα 12: Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην οικογένεια και συγκεντρώνουν
ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 5 % του συνόλου του δείγματος (Ν=116α & 164γ).

5.6 Πηγές πληροφόρηση ς φοιτητών.


Στην τελευταία ερώτηση ζητήθηκε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να
αναφέρουν τις σημαντικότερες πηγές πληροφόρησης τους για τη θέση των γυναικών στην
Ελληνική κοινωνία. Όπως διαπιστώνεται στον Πίνακα 26, οι φοιτητές αναφέρουν ως πιο
σημαντικές πηγές, τις προσωπικές εμπειρίες τις πληροφορίες από άλλους άνδρες και την
οικογένεια τους. Ακολουθούν οι πληροφορίες από άλλες γυναίκες, οι σπουδές και τελευταία
τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Οι φοιτήτριες αναφέρουν ως πιο σημαντικές πηγές
πληροφόρησης για τη θέση των γυναικών, τις προσωπικές εμπειρίες, την οικογένεια και τις
πληροφορίες από άλλες γυναίκες. Ακολουθούν, οι σπουδές, οι πληροφορίες από άλλους
άνδρες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές
ανάμεσα στα δύο φύλα, ενώ φαίνεται ότι οι προσωπικές εμπειρίες, η αλληλεπίδραση με

195
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

ανθρώπους του ίδιου φύλου και η πατρική οικογένεια αποτελούν τους σημαντικότερους
τρόπο ενημέρωσης και πληροφόρησης των φοιτητών σε ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις
των δύο φύλων.

Πίνακας 26. Πηγές πληροφόρησης για τη θέση των γυναικών °.


Φοιτητές Φοιτήτριες

Προσωπικές εμπειρίες 65,2% 44,4%


Πληροφορίες από γνωστούς άνδρες 28,6% 21,6%
Πληροφορίες από γνωστές γυναίκες 25,9% 27,8%
Σπουδές 22,6% 22,8%
Οικογένεια 26,4% 33,6%
Μέσα μαζικής ενημέρωσης 18,2% 21,2%

Υπήρχε δυνατότητα επιλογής περισσοτέρων από μία απαντήσεις.

5.7 Συμπεράσματα.
Η παραπάνω μελέτη στράφηκε ουσιαστικά στις αντιλήψεις και στις αξίες των νέων,
σπουδαστών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων, τόσο στο
χώρο της εργασίας, όσο και στο χώρο της οικογένειας. Ειδικότερα, αποπειράθηκε να
απαντήσει στα εξής: α) αν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες γνωρίζουν τις διαφορές (κοινωνικές
και νομικές) ανάμεσα στα δύο φύλα και ποιες είναι οι απόψεις τους για τους ρόλους των
φύλων στην Ελλάδα, στους τομείς της ιδιωτικής ζωής και της αγοράς εργασίας, β) αν
υπάρχουν διαφορές στις αξίες ή στις αντιλήψεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε σχέση
με τα παραπάνω θέματα και γ) αν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αναπαράγουν τελικά
στερεότυπες αντιλήψεις και προσδοκίες στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Υποθέτουμε ότι η επίγνωση της ταυτότητας του φύλου προσδιορίζει μελλοντικές
επιλογές, ενώ καθιστά αντίστοιχα ευκολότερη για τους άνδρες και δυσκολότερη για τις
γυναίκες τη διαδικασία μετάβασης τους από τις σπουδές στην ανεξαρτησία και στην επίτευξη
των προσωπικών και επαγγελματικών τους επιδιώξεων. Η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει
ότι η περίοδος των πανεπιστημιακών σπουδών αποτελεί συχνά «περίοδο κρίσης» στη ζωή
ενός ατόμου, λόγω σημαντικών μεταβατικών αλλαγών, όπως η απομάκρυνση από το
οικογενειακό περιβάλλον, οι διαφορές στην κοινωνική ζωή και η διαφοροποίηση των
γνωστικών αντικειμένων και απαιτήσεων συγκριτικά με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Fisher
& Hood, 1988). Οι ανησυχίες για την επαγγελματική σταδιοδρομία επιβαρύνουν ακόμη
περισσότερο τις παραπάνω συνθήκες και για το λόγο αυτό, η διευκόλυνση της ομαλής
μετάβασης από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας είναι καθοριστική για την
επαγγελματική επιτυχία αλλά και για την προσωπική ικανοποίηση και προσαρμογή των
φοιτητών και των φοιτητριών.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης πρώτης μελέτης σε φοιτητές
και φοιτήτριες συμπεραίνονται τα εξής:

196
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

α) Οι γνώσεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε θέματα που αφορούν κυρίως τα
ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην απασχόληση αποδείχθηκαν ελλιπείς - οι μισοί
περίπου φοιτητές δεν γνώριζαν τη σωστή απάντηση στις αντίστοιχες ερωτήσεις. Ωστόσο, οι
φοιτήτριες προβάλουν μια πιο αισιόδοξη εικόνα της πραγματικότητας, καθώς οι περισσότερες
δεν έχουν αντιμετωπίσει προσωπικά τις φυλετικές διακρίσεις του επαγγελματικού στίβου. Από
την άλλη, φαίνεται ότι επηρεάζονται σημαντικά από την ισότιμη και ενεργή παρουσία των
γυναικών στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την οποία προφανώς επεκτείνουν και στην
αγορά εργασίας. Το δυστύχημα είναι ότι οι πραγματικές συνθήκες της αγοράς εργασίας
πρόκειται να διαψεύσουν τις προσδοκίες τους, αντικαθιστώντας το σαφώς πιο φιλελεύθερο
κλίμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η παραπάνω διαπίστωση καθιστά αναγκαία την έγκυρη
πληροφόρηση των νέων (ιδιαίτερα των φοιτητριών) σε θέματα εργασιακών σχέσεων ανάμεσα
στα φύλα και προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης.
β) Πάντως, οι φοιτήτριες στο σύνολο τους ήταν περισσότερο ενημερωμένες απ' ότι οι
φοιτητές σε ζητήματα νομοθεσίας στην Ελλάδα. Μια ερμηνεία έχει να κάνει με την πιθανή
διαπίστωση εκ μέρους τους ότι το νομοθετικό πλαίσιο της ισότητας ανάμεσα στα φύλα τις
αφορά άμεσα και επομένως προκαλεί το ενδιαφέρον τους περισσότερο από ότι των ανδρών.
Ωστόσο, φαίνεται να αγνοούν το γεγονός ότι η νομοθετική ισότητα δεν εξασφαλίζει τις ίσες
ευκαιρίες πρόσβασης και εξέλιξης στην αγορά εργασίας ή την ισότιμη αντιμετώπιση τους στο
χώρο της οικογένειας και της προσωπικής τους ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί
το γεγονός ότι ενώ η απαγόρευση της απασχόλησης της γυναίκας από τον σύζυγο της είναι
παράνομη, κάτι τέτοιο παρατηρείται συχνά σε πολλές ελληνικές οικογένειες, στις οποίες η
εργασία της γυναίκας έξω από το σπίτι ουσιαστικά εξαρτάται από τη συγκατάθεση του
συζύγου της (Καβουνίδη, 1989).
γ) Φοιτητές και φοιτήτριες διαφέρουν επίσης ως προς τις αντιλήψεις που εξέφρασαν
σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων στη ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, οι άνδρες
του δείγματος φάνηκε να υιοθετούν παραδοσιακές αξίες και να εκφράζουν συντηρητικές
απόψεις σε σχέση με τη θέση και τους ρόλους των φύλων στον τομέα της οικογένειας και της
μισθωτής εργασίας. Αντίθετα, οι γυναίκες εμφανίστηκαν περισσότερο προοδευτικές και
έδειξαν να επιθυμούν αλλαγές στους ρόλους των φύλων, όπως για παράδειγμα μια πιο
ενεργητική συμμετοχή της γυναίκας στην απασχόληση ή μια πιο ισότιμη κατανομή των
οικιακών καθηκόντων και ευθυνών ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα παραπάνω δεδομένα
ενισχύουν τις τελευταίες διαπιστώσεις των ερευνών σε θέματα φύλου, οι οποίες επισημαίνουν
ότι ενώ η γυναικεία ταυτότητα έχει σταδιακά αλλάξει, η ανδρική ταυτότητα παραμένει
στάσιμη και σχεδόν αναλλοίωτη σε σχέση με τις παγκόσμιες εξελίξεις σε οικονομικό και
οικογενειακό επίπεδο (Deliyanni & Sakka, 1998). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της
συγκεκριμένης μελέτης, οι άνδρες βιώνουν μια σύγχυση, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις
συχνά αντιφατικές τους προσδοκίες και αντιλήψεις, τόσο σε σχέση με τον ρόλο τους στην
παραγωγή, όσο και σε σχέση με τη θέση τους μέσα στην οικογένεια. Επομένως, παρότι οι

197
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

παραδοσιακές σχέσεις ανάμεσα στα φύλα έχουν σχεδόν καταρριφθεί, με την πρωτοβουλία
κυρίως των ίδιων των γυναικών, οι εξελίξεις αυτές δεν επέφεραν τις αναμενόμενες αλλαγές
στις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, ούτε επηρέασαν σημαντικά την παραδοσιακή
ανδρική ταυτότητα.
δ) Επιπλέον, το στερεότυπο της βιολογικής διαφοράς των φύλων παραμένει ισχυρό,
καθώς εξακολουθεί να επηρεάζει σημαντικά τις αντιλήψεις των ανδρών αλλά και των
γυναικών του δείγματος. Με βάση τη στερεότυπη πολιτισμική ερμηνεία της βιολογικής
διαφοράς και κυρίως της αναπαραγωγικής ικανότητας των γυναικών, εξηγήθηκε ο περιορισμός
της γυναίκας στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και η αποκλειστική ενασχόληση της με τα
παιδιά. Επιπλέον, αυτός φαίνεται να είναι για φοιτητές και φοιτήτριες ο σημαντικότερος (ή ο
πλέον «φυσιολογικός») λόγος, που εμποδίζει τις γυναίκες να εξελιχθούν σε ορισμένα
επαγγέλματα, θέτει εμπόδια στην προσωπική τους ζωή και καθορίζει τις προσδοκίες του
οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
ε) Για όλους τους παραπάνω λόγους, η αναπαράσταση της γυναίκας στον εργασιακό
τομέα εξακολουθεί να είναι ασαφής και συγκεχυμένη, με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να
διχάζονται σημαντικά ως προς την εικόνα της εργαζόμενης, σε αντίθεση βέβαια με την εικόνα
του εργαζόμενου άνδρα. Το αντίστροφο ακριβώς ισχύει στο χώρο της ιδιωτικής ζωής και της
οικογένειας, όπου η αναπαράσταση των γυναικών με τα επίθετα συναισθηματική, τρυφερή,
ευαίσθητη και μητρική, φαίνεται ότι διαμορφώνει τις προσδοκίες και τις αντιλήψεις της
ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας. Με τον όρο αναπαράσταση δηλώνεται η εντύπωση ή η
εικόνα που έχει διαμορφώσει κάποιος στο μυαλό του για την εξωτερική πραγματικότητα. Δεν
έχει σημασία αν η αναπαράσταση είναι αληθινή ή όχι, αλλά το γεγονός ότι αυτήν πιστεύει το
υποκείμενο ως αληθινή και σε αυτήν αναφέρεται για τις πράξεις του. Στην πραγματικότητα
πρόκειται για μια ιδεολογία και όχι για μια αξιόπιστη απεικόνιση της πραγματικότητας. Στην
προκειμένη περίπτωση όμως, η ιδεολογία για τη γυναίκα εξακολουθεί να προσδιορίζεται από
τη θέση της τελευταίας στην οικογένεια και όχι σιη σφαίρα της αγοράς εργασίας, σε αντίθεση
με τα πραγματικά νούμερα και ποσοστά των εργαζομένων γυναικών - σε αντίθεση δηλαδή με
τις πραγματικές συνθήκες ζωής και εργασίας των γυναικών. Το γεγονός αυτό υποδαυλίζει την
πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας, δυσχεραίνει την επαγγελματική τους εξέλιξη,
ενώ από την άλλη τις περιορίζει κυρίως στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και του σπιτιού.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ματαιώσεις στις γυναίκες απόφοιτες πανεπιστημιακής
εκπαίδευσης όσον αφορά στα μελλοντικά τους σχέδια και στις περαιτέρω επαγγελματικές
επιδιώξεις τους και επιλογές.
στ) Τέλος, τα ποσοστά κακοποιημένων γυναικών που αναφέρθηκαν από τους
φοιτητές και τις φοιτήτριες ήταν πραγματικά εντυπωσιακά. Αν και δεν υπάρχει τρόπος να
ανακαλύψει κανείς τα αληθινά ποσοστά βίας ενάντια στις γυναίκες στην Ελλάδα, η άποψη του
δείγματος ότι οι γυναίκες κακοποιούνται πολύ περισσότερο από τους άνδρες αποτελεί,
σύμφωνα με τα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας, αδιαμφισβήτητη αλήθεια (Αγάθωνος-

198
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων

Γεωργοπούλου, 1990). Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει τη συνολική καταπίεση των γυναικών


σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής, ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη και επίπεδο
εκπαίδευσης.
Επομένως, είναι σαφές ότι ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει τόσο τις γνώσεις όσο και
τις αντιλήψεις των νέων, σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, απέναντι στους ρόλους
που καλούνται να διαδραματίσουν οι άνδρες και οι γυναίκες στην οικογένεια και σιην εργασία,
ανεξάρτητα από το κοινωνικο-οικονομικό τους επίπεδο, τον τόπο καταγωγής τους και το είδος
των σπουδών τους. Συγκεκριμένα, οι γνώσεις των ανδρών φοιτητών για τη θέση της
γυναίκας αποδεικνύονται ελλιπείς, ενώ οι αξίες τους, όσον αφορά στους ρόλους των φύλων,
παραδοσιακές και πολύ συχνά αντιφατικές. Οι απόψεις των φοιτητών καθρεφτίζουν τις
ευρύτερες στερεότυπες αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας για τη θέση των δύο φύλων στην
ιδιωτική κ,αι επαγγελματική σφαίρα, επισημαίνοντας ουσιαστικά την ανάγκη εξέλιξης και
παρέμβασης στην κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας φύλου. Φαίνεται ότι οι άνδρες
ταυτίζονται περισσότερο με την κυρίαρχη νοοτροπία και το κατεστημένο για τις σχέσεις
ανάμεσα στα δύο φύλα, κάτω από επίφαση της παράδοσης και των συντηρητικών αξιών της
ελληνικής κοινωνίας. Ειδικά οι γυναίκες απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ
δείχνουν να υιοθετούν πιο φιλελεύθερες αντιλήψεις από ότι οι άνδρες, ενώ εκφράζουν
ισχυρές επαγγελματικές φιλοδοξίες και ενώ επιθυμούν προοδευτικά οικογενειακά σχήματα,
ωστόσο περιορίζονται σημαντικά από τα αντιφατικά μηνύματα της ελληνικής κοινωνίας και
των κοινωνικών θεσμών της εκπαίδευσης, της αγοράς εργασίας και της οικογένειας σε σχέση
με τη θέση τους στους παραπάνω τομείς. Με άλλα λόγια, οι συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν
οι γυναίκες κατά τη διαδικασία της μετάβασης τους από το ακαδημαϊκό στο επαγγελματικό
περιβάλλον και από την πατρική στην προσωπική τους οικογένεια ή στην ανεξαρτησία είναι
συχνά εντονότερες από τις αντίστοιχες των ανδρών. Άλλωστε, κατά γενική ομολογία του
δείγματος και σε ποσοστό 81,2%, οι γυναίκες είναι αυτές που βιώνουν περιορισμούς και
εμπόδια στην προσπάθεια τους να είναι ανεξάρτητες και να κατακτήσουν την προσωπική τους
ελευθερία. Ο τρόπος με τον οποίο ο παράγοντας «φύλο» επηρεάζει και ενημερώνει τις
αποφάσεις των γυναικών, αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί το αντικείμενο
της μελέτης που παρουσιάζεται στο επόμενο κεφάλαιο.

199
Κεφάλαιο 6
Συμφιλίωση Ιδιωτικής & Δημόσιας Ζωής:
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

6.1 Εισαγωγή.
Η προηγούμενη μελέτη έθεσε το πλαίσιο για τα ερωτήματα της παρούσας ποιοτικής
μελέτης αποκλειστικά με γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κατ' αρχάς
διαπιστώθηκε ότι κατά τη διαδικασία μετάβασης τους από την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην
αγορά εργασίας, οι φοιτήτριες καλούνται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, για τις οποίες
επηρεάζονται από το φύλο τους και τις εδραιωμένες στερεότυπες αντιλήψεις των κοινωνικών
θεσμών και των ιδρυμάτων, στα οποία μετέχουν (δηλαδή, την οικογένεια, το πανεπιστήμιο
και την αγορά εργασίας). Παρόμοια είναι και τα συμπεράσματα των ερευνών από τη διεθνή
βιβλιογραφία (βλ. κεφάλαιο 3). Συγκεκριμένα, οι περισσότερες ερευνήτριες αναρωτιούνται
πώς και γιατί γυναίκες οι οποίες προετοιμάζονται ακαδημαϊκά για επαγγέλματα υψηλού κύρους
και έχουν φιλοδοξίες για καριέρα, τελικά συμβιβάζονται με μια επαγγελματική σταδιοδρομία, η
οποία τις επιτρέπει να ενσωματώσουν παραδοσιακούς οικιακούς ρόλους και στερεότυπες
προσδοκίες σε σχέση με τη θηλυκή τους ταυτότητα (Etzion & Bailyn, 1994; Novack & Novack,
1996; Lyon, 1996; Davey, 1998). Ωστόσο, οι ποσοτικές μεθοδολογίες έρευνας δεν
προσφέρουν επαρκείς απαντήσεις σε ερωτήματα όπως, γιατί ή με ποιόν τρόπο οι γυναίκες
σήμερα εξακολουθούν να αναπαράγουν σχέσεις εξουσίας, να συμβιβάζονται με
παραδοσιακούς κοινωνικούς ρόλους και να διαιωνίζουν συνειδητά ή ασυνείδητα καταπιεστικές
δομές σε σχέση με την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή.
Επομένως, ένας από τους στόχους της παρούσας μελέτης με γυναίκες πτυχιούχους
είναι να υπερβεί τους παραπάνω περιορισμούς της ποσοτικής μεθοδολογίας, παρουσιάζοντας
μια εναλλακτική ποιοτική μέθοδο στην έρευνα της ανισότητας του φύλου - συγκεκριμένα τη
θεωρία και τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Φαίνεται ότι οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες,
αντλώντας από τους κυρίαρχους «λόγους» για τα φύλα, δημιουργούν τα δικά τους γλωσσικά
«ρεπερτόρια», τα οποία, σύμφωνα με τη θεωρία της ανάλυσης λόγου, καθορίζουν τη
συμπεριφορά τους και τις επιλογές τους, με άλλα λόγια την ίδια τους τη ζωή (βλ. κεφάλαιο 1).
Ακόμη και η πιο ευεργετημένη ομάδα γυναικών, οι νέες γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης, αποφασίζει και επιλέγει σύμφωνα με τους κυρίαρχους «λόγους» για τα φύλα
που υπάρχουν σε μια κοινωνία και σε συστήματα όπως η οικογένεια, το σχολείο, το
πανεπιστήμιο και η αγορά εργασίας. Έτσι, οι «λόγοι» ή τα «ρεπερτόρια» των ίδιων των
γυναικών αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αλληλεπιδρούν με κοινωνικούς
θεσμούς και κατασκευάζουν την ταυτότητα τους, αναπαράγοντας ταυτόχρονα τους ίδιους
τους θεσμούς. Παρότι, οι επιλογές των γυναικών είναι συνειδητές, ωστόσο δεν είναι απόλυτα
ελεύθερες, αλλά προσδιορίζονται από το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα οργάνωσης του
φύλου.

203
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

6.2 Τα επιμέρους ερωτήματα της μελέτης με τις γυναίκες


πτυχιούχους.
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τους στόχους της δεύτερης αυτής μελέτης
αποκλειστικά με γυναίκες, τα επιμέρους ερωτήματα διατυπώνονται ως εξής: α) Ποια είναι τα
«ρεπερτόρια» που χρησιμοποιούν οι γυναίκες απόφοιτες πανεπιστημίου, προκειμένου να
ερμηνεύσουν τη θέση τους στους τομείς της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής και να
επιλύσουν τις συγκρούσεις ανάμεσα σε εργασιακούς και οικογενειακούς ρόλους; β) Ποιες
είναι οι συνέπειες των ρεπερτορίων που χρησιμοποιούν οι γυναίκες στις μελλοντικές επιλογές
και αποφάσεις τους σε σχέση με επαγγελματικά και προσωπικά σχέδια; γ) Ποιες είναι οι
συνέπειες των ρεπερτορίων που χρησιμοποιούν οι γυναίκες στην κατάργηση ή στην
αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας με βάση το φύλο;
Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη μελέτη, έγινε μια προσπάθεια καταγραφής και
ανάλυσης των ρεπερτορίων των γυναικών σε σχέση με τις μεταπτυχιακές τους σπουδές, την
θέση τους στην οικογένεια, τη σημασία της μητρότητας, την επαγγελματική επιτυχία, τη
συμφιλίωση της απασχόλησης με την οικογένεια και τέλος την ερμηνεία ή την αντίσταση στις
διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες στον επαγγελματικό στίβο.

6.2.1 Τα «ρεπερτόρια» της ανάλυσης λόγου.


Στην κοινωνική έρευνα των ανισοτήτων, οι περισσότερες μελέτες ανάλυσης λόγου
ενδιαφέρονται για τους τρόπους με τους οποίους οι ανισότητες κατασκευάζονται μέσα στον
λόγο και για τις πηγές τις οποίες χρησιμοποιούν τα ίδια τα άτομα, προκειμένου να
διαμορφώσουν πειστικές και ολοκληρωμένες δικαιολογίες για την αναπαραγωγή των
ανισοτήτων. Τα ρεπερτόρια αποτελούν ένα παράδειγμα γλωσσικής πηγής, δηλαδή κοινώς
αποδεκτά συστήματα νοήματος και ερμηνείας του κοινωνικού κόσμου. Η Marshall (1994)
ορίζει τα ρεπερτόρια ως ένα σύνολο όρων, περιγραφών και μορφών ομιλίας ή γραφής, από τα
οποία τα υποκείμενα αντλούν προκειμένου να κατασκευάσουν ή να αποδώσουν γνωστικές
διαδικασίες, ενέργειες, συμπεριφορές, αποφάσεις και άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Ουσιαστικά,
τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια βοηθούν τους ερευνητές να κατανοήσουν το περιεχόμενο του
λόγου και τον τρόπο της οργάνωσης του. Έτσι, αντί να μελετώνται διακεκριμένες μεταβλητές
και τα αποτελέσματα τους (όπως συμβαίνει στην ποσοτική έρευνα), η μελέτη της ανάλυσης
λόγου επικεντρώνεται σε γλωσσικές κατασκευές ή εκδοχές, οι οποίες άλλοτε υιοθετούνται και
άλλοτε υπονομεύονται (Potter, 1997).
Εκτός από τον προσδιορισμό και το περιεχόμενο των ρεπερτορίων, οι αναλυτές λόγου
ενδιαφέρονται και για τις συνέπειες της χρήσης των συγκεκριμένων ρεπερτορίων στο
κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο χρησιμοποιούνται. Για το λόγο αυτό δουλεύουν με εκτεταμένα
αποσπάσματα λόγου, προφορικού ή γραπτού, είτε της καθημερινότητας, είτε διαφόρων
θεσμικών πλαισίων. Έτσι, ανακαλύπτοντας τις ασυνέπειες ανάμεσα στο λόγο και στις πράξεις
των ατόμων ή την ποικιλία και τις αντιφάσεις των λόγων τους σε σχέση με τους στόχους της

204
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

αλληλεπίδρασης, οι ερευνητές διαπιστώνουν όχι μόνο την οργάνωση του λόγου αλλά και τη
λειτουργία του, δηλαδή την αναπαραγωγή των κοινωνικών δομών εξουσίας (Wetherell, Stiven
&. Potter, 1987). Αυτού του είδους οι ασυνέπειες, η ευελιξία και η ποικιλία του λόγου δεν θα
μπορούσαν να διερευνηθούν ποτέ με την παραδοσιακή μέθοδο ενός ερωτηματολογίου
στάσεων και αξιών.
Οι ερευνητές αναφέρονται επίσης στις διαφορές και στα πλεονεκτήματα των
ερμηνευτικών ρεπερτορίων σε σχέση με τις κοινωνικές αναπαραστάσεις. Σύμφωνα με τους
Potter & Wetherell (1987), α) τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια, σε αντίθεση με τις κοινωνικές
αναπαραστάσεις, δεν συνδέονται με ορισμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά είναι διαθέσιμα σε
ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί να ανήκουν σε πολλές και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, β) τα
ερμηνευτικά ρεπερτόρια χρησιμοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τους
στόχους των ατόμων που τα χρησιμοποιούν και τις συγκεκριμένες συνθήκες, γ) τα ρεπερτόρια
δεν αντικατοπτρίζουν, όπως οι αναπαραστάσεις, κρυφές γνωσπκές διαδικασίες (αξίες, στάσεις,
αντιλήψεις), αλλά αποτελούν αυτά καθαυτά το αντικείμενο της μελέτης και τέλος δ) τα
ερμηνευτικά ρεπερτόρια δεν αποτελούν από μόνα τους μια ολοκληρωμένη θεωρία, όπως η
θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, αλλά τμήμα της θεωρίας και της μεθόδου της
συστηματικής ανάλυσης του λόγου.

6.3 Η μέθοδος της ανάλυσης λόγου.


Η συγκεκριμένη μελέτη βασίστηκε στη μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Η ανάλυση
λόγου δεν είναι μια θεωρητικά ουδέτερη μέθοδος, αλλά ένα σύνολο αντιλήψεων για τη γνώση
και την αντικειμενικότητα, το οποίο συνοδεύεται από κάποιες μεθοδολογικές προτάσεις και
τεχνικές ανάλυσης (βλ. κεφάλαιο 1). Η ανάλυση λόγου είναι ουσιαστικά μια ποιοτική μέθοδος
ανάλυσης. Οι ενστάσεις της ανάλυσης λόγου δεν στρέφονται ενάντια στην ποσοτικοποίηση
αυτή καθεαυτή, αλλά ενάντια στον τρόπο με τον οποίο η αρίθμηση και η κωδικοποίηση συχνά
αποκρύπτουν τις δραστηριότητες, οι οποίες συμβαίνουν μέσα στο λόγο και στα κείμενα
(Potter, 1997). Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή των δεδομένων
ήταν η ομαδική συνέντευξη εστίασης (focus group interview).

6.3.1 Οι ομαδικές συνεντεύξεις με τις γυναίκες.


Η επιλογή των ομαδικών συνεντεύξεων αποκλειστικά με γυναίκες και η μέθοδος της
ανάλυσης λόγου προέκυψε από τους στόχους και τα ερωτήματα της έρευνας. Επιπλέον, όταν
κανείς ενδιαφέρεται για την αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας και την κατασκευή της
ανθρώπινης ταυτότητας, οφείλει να μελετήσει τα υποκείμενα στο πλαίσιο μια φυσικής
αλληλεπίδρασης με άλλους και όχι στην απομόνωση, όπως συμβαίνει συχνά με τις
πειραματικές μεθόδους. Ένα τέτοιο πλαίσιο αλληλεπίδρασης είναι ο ίδιος ο λόγος των
γυναικών, ο οποίος μετατρέπεται σε αντικείμενο μελέτης, καθώς αποτελεί έναν τόπο
κατασκευής της ταυτότητας και έναν τόπο αντίστασης στην άσκηση εξουσίας (Crawford,

205
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

1995; Wilkinson & Kitzinger, 1995). Εξάλλου, οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι εάν θέλουμε να
ωθήσουμε τις γυναίκες να σπάσουν τη σιωπή τους, είναι προτιμότερο να τις μελετήσουμε σε
περιβάλλοντα όπου βρίσκονται μόνες με άλλες γυναίκες. Έτσι, σύμφωνα με την Crawford
(1995), μόνον σε γυναικείες ομάδες μπορεί ο γυναικείος λόγος και οι στόχοι των γυναικών να
αποτελέσουν τη νόρμα και να παραχθεί αντίσταση. Τέλος, καθήκον των φεμινιστριών είναι
να χρησιμοποιούν μεθόδους, οι οποίες όχι μόνον παράγουν γνώση αλλά αμφισβητούν τις
καταπιεστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές (Kelly, Burton & Regan, 1994). Κάτι τέτοιο είναι
ιδιαίτερα πρόσφορο σε ομαδικές συνεντεύξεις, στις οποίες η ερευνήτρια μπορεί να επέμβει με
επεξηγηματικές ανοιχτές ερωτήσεις για να διευκρινίσει τις απαντήσεις των συμμετεχόντων
αλλά και για να προκαλέσει τις απόψεις τους.

6.3.1.1 Η ομαδική συνέντευξη εστίασης.

Το εργαλείο για τη συλλογή των δεδομένων ήταν η ομαδική συνέντευξη εστίασης


(focus group interview). Η ομαδική συνέντευξη εστίασης ορίζεται ως μια άτυπη ή μη
δομημένη συζήτηση ανάμεσα στους συμμετέχοντες και τον συντονιστή της ομάδας, οι οποίοι
σταδιακά εστιάζουν σε ένα συγκεκριμένο θέμα, που τους έχει παρουσιαστεί από τον
συντονιστή με τη μορφή ανοιχτών ερωτήσεων (Krueger, 1988; Wilkinson, 1999). Η ομαδική
συνέντευξη εστίασης προσφέρει στον ερευνητή «ένα πλούσιο και λεπτομερές υλικό με
δεδομένα για τις αντιλήψεις, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις αυτών που
συμμετέχουν στην ομάδα, μέσα στο φυσικό πλαίσιο της ομάδας και με τα λόγια των μελών
της ομάδας» (Stewart & Shamdasani, 1990: 40). Η έλλειψη δομής, καθοδήγησης και
«στημένης» απάντησης κάνει τις ομαδικές συνεντεύξεις εστίασης κατάλληλες για τη συλλογή
φυσικών δεδομένων, χρήσιμων για τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Ωστόσο, τα δεδομένα
μιας τέτοιας ομαδικής συνέντευξης δεν είναι απολύτως αδόμητα, εφόσον ο ερευνητής έχει
πάντα μπροστά του μια λίστα από προκαθορισμένες ερωτήσεις και uno-ερωτήσεις, ανάλογα
με τους στόχους και τα ερωτήματα της μελέτης.
Σύμφωνα με την Wilkinson (1999) οι ομάδες εστίασης ενδείκνυνται στη φεμινιστική
έρευνα για τρεις κυρίως λόγους: α) οι ομάδες διεξάγονται με ένα φυσικό τρόπο, ενώ οι
συμμετέχοντες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, όπως θα το έκαναν καθημερινά στο φυσικό τους
περιβάλλον, β) οι ομάδες εστίασης προσφέρουν ένα κοινωνικό πλαίσιο για την παραγωγή
νοήματος και γ) οι συγκεκριμένες ομάδες μειώνουν αισθητά την επιρροή και τον έλεγχο του
ερευνητή στην ερευνητική διαδικασία και στα υποκείμενα της έρευνας. Έτσι, ο ερευνητής
αποφεύγει τα μειονεκτήματα μιας τεχνητής πειραματικής διαδικασίας, αποκομμένης από τις
πραγματικές κοινωνικές συνθήκες ή την εκμετάλλευση των υποκειμένων της έρευνας.
Επιπλέον, οι ομάδες εστίασης ενδείκνυνται στην έρευνα με περιθωριοποιημένες κοινωνικές
ομάδες (όπως οι γυναίκες), στην έρευνα δράσης (η οποία έχει ως στόχο την ενδυνάμωση των
υποκειμένων) και στην αφύπνιση της συνείδησης σε σχέση με το θέμα της συζήτησης
(Wilkinson, 1999). Όλα τα παραπάνω στοιχεία των ομάδων εστίασης συμβαδίζουν όχι μόνο

206
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

με τις βασικές επιστημολογικές αρχές της φεμινιστικής έρευνας αλλά και με τη συλλογή των
φυσικών δεδομένων λεκτικής αλληλεπίδρασης που χρειάζονται στην ανάλυση λόγου.
Επομένως, η επιλογή της ομαδικής συνέντευξης εστίασης έγινε με βάση τα εξής
κριτήρια: α) το είδος των φυσικών δεδομένων που απαιτούνται για την ανάλυση λόγου - στη
συγκεκριμένη περίπτωση του προφορικού λόγου, β) τους στόχους της ανάλυσης, δηλαδή την
ανάδειξη των γλωσσικών ρεπερτορίων που χρησιμοποιούν οι ίδιες οι γυναίκες για να
κατασκευάσουν την ταυτότητα τους, γ) την αποφυγή μιας τεχνητής ερευνητικής συνθήκης,
γεγονός που επιτεύχθηκε από τη δυνατότητα διεξαγωγής ομαδικών συνεντεύξεων σε οικεία
και γνώριμα περιβάλλοντα, δ) την αποφυγή της εκμετάλλευσης των υποκειμένων, γεγονός
που επιτεύχθηκε από την ομοιότητα ανάμεσα στο επίπεδο σπουδών, το φύλο και την ηλικία
της ερευνήτριας και των συμμετεχόντων και τέλος ε) την αφύπνιση της συνείδησης των
μελών της ομάδας σε σχέση με θέματα φύλου και την ενδυνάμωση τους.
Τέλος οι ομάδες εστίασης χρησιμοποιούνται στην έρευνα είτε ανεξάρτητα, είτε
συμπληρωματικά με άλλα ερευνητικά εργαλεία, τα αποτελέσματα των οποίων μπορούν να
επιβεβαιωθούν ή να ερμηνευθούν περαιτέρω από τα δεδομένα της ομαδικής συνέντευξης.
Έτσι, οι ομάδες εστίασης αναπτύσσουν σε βάθος τις υποθέσεις μιας προηγούμενης ποσοτικής
μελέτης απαντώντας κυρίως σε ερωτήματα τύπου «πώς» και «γιατί» και όχι «τι» και «πόσο».

6.3.1.2 Η διαδικασία των ομαδικών συνεντεύξεων.

Οι γυναίκες συμμετείχαν σε ομαδικές συνεντεύξεις οι οποίες ήταν ομοιογενείς ως


προς το φύλο, την ηλικία και το αντικείμενο σπουδών (ειδικότητα). Η ομοιογένεια στα
κοινωνικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων ενισχύει την αλληλοϋποστήριξη των μελών
της ομάδας και επομένως τη διατύπωση προσωπικών αντιλήψεων, οι οποίες ενδεχομένως
διαφέρουν από τις απόψεις της κυρίαρχης κουλτούρας ή της ευρύτερης κοινής γνώμης
Συνολικά, διεξήχθησαν οκτώ ομαδικές συνεντεύξεις στις οποίες συμμετείχαν μόνο
γυναίκες απόφοιτες των παρακάτω Τμημάτων: Ψυχολογίας Νομικής Επιστήμης Φυσικής
Αγωγής και Αθλητισμού, Χημείας Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Γεωπονίας Ιατρικής και
Πολιτικών Μηχανικών, από Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας (βλ. παρακάτω Πίνακα
27). Ο αριθμός των συμμετεχουσών σε κάθε ομάδα (εκτός της ερευνήτριας, η οποία ασκούσε
και το ρόλο της συντονίστριας της ομάδας) ήταν τρία ή τέσσερα άτομα. Ο αριθμός των
μελών μιας ομάδας, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, εξαρτάται από τους στόχους της έρευνας
ενώ οι μικρότερες σε αριθμό ομάδες είναι προτιμότερες όταν οι συμμετέχοντες έχουν να
μοιραστούν και να ανταλλάξουν ποικίλες εμπειρίες και πληροφορίες σε σχέση με το θέμα της
συνέντευξης (Stewart & Shamdasani, 1990; Krueger, 1988).
Οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν σταδιακά από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 1996.
Η διαδικασία υπήρξε χρονοβόρα, καθώς ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί μια κοινή ώρα
συνάντησης βολική για όλες τις συμμετέχουσες. Έτσι, υπήρξαν συχνά καθυστερήσεις και
αναβολές με αποτέλεσμα η προκαθορισμένη συνάντηση για τη συνέντευξη να ολοκληρώνεται

207
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

τελικά την τρίτη ή την τέταρτη φορά. Οι συνεντεύξεις διεξήχθησαν σε διαφορετικούς


χώρους, ανάλογα με τις ανάγκες και το καθημερινό πρόγραμμα των συμμετεχουσών. Όλες
έγιναν σε χώρους με τους οποίους οι γυναίκες του δείγματος ήταν εξοικειωμένες ή
αποτελούσαν τον φυσικό χώρο εργασίας τους. Για παράδειγμα, οι περισσότερες συνεντεύξεις
έγιναν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και στις αντίστοιχες Σχολές των συμμετεχουσών, στο
νοσοκομείο για τις γιατρούς και στον εργασιακό χώρο μιας ιδιωτικής εταιρείας για τις
πολιτικούς μηχανικούς. Οι συνεντεύξεις διήρκεσαν από 1:30 έως 2:30 ώρες, ανάλογα με τον
αριθμό των μελών της κάθε ομάδας.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η ερευνήτρια είχε τον πλήρη συντονισμό της
ομάδας, ενώ η συνέντευξη καταγραφόταν σε μαγνητόφωνο, με τη συναίνεση φυσικά όλων
των μελών της ομάδας. Η χρήση του μαγνητοφώνου έδινε τη δυνατότητα καταγραφής του
συνόλου των δεδομένων με ακρίβεια, χωρίς καμία διακοπή και με την απρόσκοπτη συμμετοχή
και προσοχή της συντονίστριας στις αλληλεπιδράσεις και στο λόγο των γυναικών.

6.3.1.3 Οι ερωτήσεις των συνεντεύξεων εστίασης.


Οι ερωτήσεις της συνέντευξης διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τις αρχές της σχετικής
βιβλιογραφίας και τους στόχους της μελέτης. Καταβλήθηκε προσπάθεια ώστε τα ερωτήματα
της συνέντευξης να συμπεριλαμβάνουν αρκετά από τα θέματα των ερωτήσεων που υπήρχαν
στο ερωτηματολόγιο της ποσοτικής έρευνας που προηγήθηκε - προκειμένου να υπάρχει μια
συνέχεια και να μπορούν να συγκριθούν τα αποτελέσματα. Οι βασικές ερωτήσεις ήταν επτά
και είχαν τη μορφή ανοιχτών ερωτήσεων, προκειμένου τα μέλη της ομάδας να απαντήσουν
ελεύθερα, δίνοντας τη δική τους προσωπική και ανεπηρέαστη κατεύθυνση σε κάθε ερώτημα
(Krueger, 1988). Κάθε κύρια ερώτηση ακολουθούσε ένα σύνολο υποερωτήσεων (probes),
έτσι ώστε η συντονίστρια να είναι σε θέση να διευκρινίζει τις απαντήσεις των συμμετεχουσών,
να εστιάζει από τα πιο γενικά θέματα στα πιο ειδικά και να μην παραλείπει καίρια ή σημαντικά
ερωτήματα, τα οποία δεν θα έθιγαν από μόνες τους οι συμμετέχουσες. Γενικά, όπως
αναφέρεται και στη σχετική βιβλιογραφία, τα ερωτήματα της συνέντευξης βασίστηκαν στο
«πώς», στο «γιατί» ή στο «κάτω από ποιες συνθήκες», με στόχο την ανακάλυψη του τρόπου
σκέψης των γυναικών και την διευκόλυνση της ελεύθερης συζήτησης ανάμεσα στα μέλη της
ομάδας (Stewart & Shamdasani, 1990; Krueger, 1988).
Οι ερωτήσεις δοκιμάστηκαν σε μια πρώτη πιλοτική συνέντευξη με τέσσερις απόφοιτες
του Τμήματος Γαλλικής Φιλολογίας, οι οποίες εργάζονταν με πλήρες ωράριο. Στη συνέχεια,
αφού έγιναν αλλαγές σε ορισμένα βασικά ερωτήματα, τα οποία θεωρήθηκε ότι καθοδηγούν
τις απαντήσεις των συμμετεχόντων και προστέθηκε ένα εισαγωγικό φύλλο, το οποίο καθόριζε
το πλαίσιο της συνέντευξης, διεξήχθη η δεύτερη δοκιμή, με τις απόφοιτες του Τμήματος
Ψυχολογίας, η οποία αποτέλεσε ουσιαστικά και την πρώτη ομαδική συνέντευξη της έρευνας.
Τα μέλη κάθε ομάδας ενημερώθηκαν εξ' αρχής από την ερευνήτρια για το θέμα και
τους στόχους της συνέντευξης, προκειμένου να δεχθούν να συμμετάσχουν. Ωστόσο, τη

208
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

στιγμή της συνάντησης δίδονταν και πάλι επαρκείς πληροφορίες για τους στόχους της
μελέτης. Οι συμμετέχουσες έπρεπε να συμπληρώσουν αρχικά ένα εισαγωγικό φύλλο, το
οποίο περιελάμβανε ερωτήσεις σε σχέση με τα δημογραφικά τους στοιχεία και ζητούσε από τα
υποκείμενα να καταγράψουν μερικές δραστηριότητες μιας νέας γυναίκας η οποία εργάζεται,
είναι παντρεμένη και έχει ένα παιδί7. Στόχος της σύντομης αυτής δραστηριότητας ήταν να
δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο, ώστε να βοηθήσει τις γυναίκες να εστιάσουν την
προσοχή τους στο θέμα και στα ερωτήματα της έρευνας (Krueger, 1988). Τελικά, κατά τη
διάρκεια της συνέντευξης, τα ερωτήματα που τέθηκαν στα μέλη κάθε ομάδας αφορούσαν στα
εξής: εκπαιδευτικές ή επαγγελματικές επιλογές και φιλοδοξίες, ο θεσμός του γάμου και της
οικογένειας στην Ελλάδα, συζυγικές και οικογενειακές υποχρεώσεις των γυναικών, προσδοκίες
του περιβάλλοντος, διαφορές φύλων και ιδεολογίες για τα φύλα σιην Ελληνική κοινωνία,
στους τομείς της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής ζωής.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι συνεντεύξεις με στόχο την ανάλυση
λόγου διαφέρουν από τις παραδοσιακές συνεντεύξεις με δύο κυρίως τρόπους (Marshall, 1994;
Potter & Wetherell, 1987): α) Ενώ στην παραδοσιακή συνέντευξη, ο συνεντευκτής είναι όσο
το δυνατόν πιο αμέτοχος για να μην επηρεάσει τα δεδομένα της έρευνας, στην ανάλυση
λόγου, η συνέντευξη θεωρείται μια κοινωνική αλληλεπίδραση και η συμμετοχή του
συνεντευκτή (συντονιστή) οφείλει να είναι ενεργητική. Τόσο ο συνεντευκτής (συντονιστής),
όσο και οι συμμετέχοντες υποτίθεται ότι αντλούν από ένα σύνολο ερμηνευτικών ρεπερτορίων,
τα οποία ενδιαφέρουν τον ερευνητή στην ανάλυση που θα ακολουθήσει, β) Η συνέντευξη
δεν θεωρείται ένα μέσον με το οποίο μετράει κανείς τις αληθινές απόψεις των
συμμετεχόντων, αλλά ένα μέσο με το οποίο διερευνά τους ποικίλους λόγους, οι οποίοι είναι
διαθέσιμοι στους συμμετέχοντες για να κατανοήσουν τον κόσμο και για να εξηγήσουν τις
πράξεις τους.
Επομένως, η ποικιλία και η ανομοιογένεια στις απαντήσεις των συμμετεχόντων είναι
το ίδιο σημαντικές όσο και η ομοιομορφία, ενώ οι τεχνικές οι οποίες επιτρέπουν αυτήν την
ανομοιογένεια να αναδειχθεί ενισχύονται και η συνέντευξη μοιάζει με μια ανεπίσημη φυσική
συζήτηση. Η τεχνική έγκειται στο να εμμένει κανείς στο αρχικό σχέδιο της συνέντευξης, έτσι
ώστε κάθε θέμα να αντιμετωπίζεται από όλα τα μέλη της ομάδας, ενώ την ίδια στιγμή να
αφήνει τη συζήτηση να κυλά, διευκρινίζοντας ενδιαφέροντα σημεία του λόγου, καθώς αυτά
συμβαίνουν με έναν φυσικό τρόπο (Potter & Wetherell, 1995). Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει ο Potter (1997: 149) «στην ανάλυση λόγου, είναι παραγωγικό ο ερευνητής να
συμμετέχει ενεργά ακόμη και με έντονα επιχειρήματα κατά τη διαδικασία της συνέντευξης».

7
Το εισαγωγικό φύλλο καθώς και σύνολο των ερωτημάτων της ομαδικής συνέντευξης εστίασης
επισυνάπτονται στο Παράρτημα III της διατριβής.

209
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

6.3.1.4 Η απομαγνητοφώνηση τ ω ν συνεντεύξεων.

Όλες οι συνεντεύξεις μαγνητοφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους, με


τη σύμφωνη γνώμη των συμμετεχουσών και στη συνέχεια απομαγνητοφωνήθηκαν
προκειμένου να επεξεργαστούν ως γραπτά κείμενα. Η διαδικασία της απομαγνητοφώνησης
αποτελεί σημαντικό μέρος της ανάλυσης λόγου και είναι μια ιδιαίτερα χρονοβόρα και
απαιτητική δουλειά, καθώς ότι έχει μαγνητοφωνηθεί πρέπει να αντιγραφεί με μεγάλη ακρίβεια
στο χαρτί. Το πόσο λεπτομερής θα είναι η απομαγνητοφώνηση των δεδομένων εξαρτάται
από το είδος των πληροφοριών που ενδιαφέρουν τον ερευνητή και από το επίπεδο της
ανάλυσης (Potter & Wetherell, 1987).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι οδηγίες για την απομαγνητοφώνηση (ή την
κωδικοποίηση των δεδομένων) προέρχονται από τους Potter & Wetherell (1987)8. Όπως
ισχυρίζονται οι ίδιοι συγγραφείς, εάν το θέμα της ανάλυσης είναι τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια
και οι ιδεολογικές πρακτικές σε μια γενική κλίμακα, τότε ένα απλούστερο σύστημα
κωδικοποίησης είναι επαρκές (Potter & Wetherell, 1995). Για το λόγο αυτό, το σύστημα
κωδικοποίησης των δεδομένων από τις συνεντεύξεις προσαρμόστηκε στις ανάγκες και στους
στόχους της παρούσας μελέτης, οι οποίοι αφορούσαν στα ερμηνευτικά ρεπερτόρια που
χρησιμοποιούν οι γυναίκες του δείγματος και στις συνέπειες τους. Παράλληλα, έγινε
προσπάθεια να μην αλλοιωθεί η αναγνωσιμότητα του κειμένου και να αποδοθεί όσο το
δυνατόν καλύτερα το συνολικό νόημα.

6.3.2 Η διαδικασία τ η ς ποιοτικής ανάλυσης.

Η μέθοδος της ανάλυσης λόγου είναι μια μακρόχρονη και αργή διαδικασία, για την
οποία μάλιστα δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες ή κανόνες και συνταγές. Βέβαια, το γεγονός ότι
στην ανάλυση λόγου η μέθοδος δεν μπορεί να περιγραφεί με αυστηρούς όρους, όπως στη
στατιστική, αυτό δεν σημαίνει ότι τα αποτελέσματα της μεθόδου είναι αναξιόπιστα και
αμφισβητήσιμα (Potter, 1997). Ουσιαστικά, η διαδικασία βασίζεται στην κριτική ανάγνωση
των δεδομένων, η οποία επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές εκ μέρους του ερευνητή,
προκειμένου να ανακαλυφθούν τα συσΓηματικά μοτίβα στην οργάνωση και στο περιεχόμενο
του λόγου των υποκειμένων της έρευνας, δηλαδή τα ερμηνευτικά τους ρεπερτόρια (Wetherell
& Potter, 1988; Marshall, 1994).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση μια πρώτη κατηγοριοποίηση των δεδομένων, προέκυψε
από τα ερωτήματα της συνέντευξης. Η πρώτη κατηγοριοποίηση τροποποιήθηκε και
εμπλουτίστηκε, μετά από συνεχείς αναγνώσεις, προκειμένου να συμπεριληφθούν γλωσσικά
θέματα, τα οποία παρέμεναν έξω από την ανάλυση. Αρχικά, στόχος της ανάλυσης ήταν να
ανακαλυφθούν οι ομοιότητες στο λόγο των υποκειμένων, γεγονός που υποδήλωνε ένα κοινό
γλωσσικό ρεπερτόριο, αλλά και οι διαφορές ή η ανομοιογένεια στο λόγο, γεγονός που

8
Οι οδηγίες για την απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων επισυνάπτονται στο Παράρτημα IV της
διατριβής.

210
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

υποδήλωνε την ποικιλία των ερμηνευτικών ρεπερτορίων. Στη δεύτερη φάση της ανάλυσης
και αφού τα ρεπερτόρια είχαν πια καθοριστεί, αναζητήθηκαν οι συνέπειες της χρήσης των
διαφορετικών ρεπερτορίων καθώς και οι σχέσεις μεταξύ τους - δηλαδή αν κάποιο ρεπερτόριο
χρησιμοποιείται για να ενισχύσει ή να υπονομεύσει κάποιο άλλο. Οι υποθέσεις σε σχέση με
τις λειτουργίες και τα αποτελέσματα ενός ρεπερτορίου επιβεβαιώνονται σταδιακά από τα ίδια
τα αποσπάσματα του λόγου.
Επειδή η διαδικασία της ανάλυσης λόγου δεν είναι μια μηχανική διαδικασία ανάλυσης
οι ικανότητες αποκτώνται στην πορεία, καθώς κανείς προσπαθεί να κατανοήσει τα κείμενα και
τον τρόπο που οργανώνονται. Επιπλέον, η σταθερότητα στις απαντήσεις δεν αποδεικνύει
κάποια πραγματικότητα για τον χαρακτήρα των συμμετεχόντων, αλλά τη χρήση ενός
συγκεκριμένου ρεπερτορίου (Marshall, 1994). Παρ' όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα, η
έμφαση που δίνει η συγκεκριμένη ανάλυση στην εξέταση του πλαισίου, στην ποικιλία του
λόγου και στις συνέπειες του, έχει ως αποτέλεσμα μια δυναμική μέθοδο ανάλυσης η οποία
θέτει πολλές προκλήσεις στην παραδοσιακή μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας.

6.3.3 Αξιοπιστία, εγκυρότητα και γενίκευση των αποτελεσμάτων.

Η αξιοπιστία ορίζεται ως «ο βαθμός στον οποίο τα αποτελέσματα της έρευνας είναι


ανεξάρτητα από τις συμπτωματικές συνθήκες της έρευνας» (Kirk & Miller, 1986: 20). Στην
προκειμένη περίπτωση, οι μαγνητοφωνημένες συνομιλίες των γυναικών του δείγματος
προσφέρουν με μεγάλη ακρίβεια το σύνολο των δεδομένων της μελέτης, στα οποία όλοι
μπορούν να έχουν την ίδια πρόσβαση ξανά και ξανά. Για το λόγο αυτό, δόθηκε ιδιαίτερη
προσοχή στην ποιότητα της ηχογράφησης και στην επάρκεια της απομαγνητοφώνησης, έτσι
ώστε να μην παραληφθεί τίποτε από το νόημα και το περιεχόμενο των ομαδικών
συνεντεύξεων. Από την άλλη, στην ανάλυση λόγου οι ερμηνείες και οι αναλύσεις
παρουσιάζονται ταυτόχρονα με τα δεδομένα, δηλαδή τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων και
επομένως είναι εμφανείς και διαθέσιμες σε όποιον επιθυμεί να τις αξιολογήσει. Σύμφωνα με
τη βιβλιογραφία, οι αναλυτές λόγου δίνουν την ευκαιρία στον αναγνώστη να αξιολογήσει την
επιτυχία των ισχυρισμών του ερευνητή και να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, προσφέροντας
τις δικές του εναλλακτικές ερμηνείες (Perakyla, 1997; Burman & Parker, 1993). Η αξιοπιστία
της μεθόδου επομένως, προκύπτει βασικά από το γεγονός ότι όλη η λογική διαδικασία της
ανάλυσης από τα δεδομένα έως τα συμπεράσματα, είναι απολύτως εμφανής.
Η εγκυρότητα της έρευνας αφορά «στις ερμηνείες των δεδομένων, δηλαδή κατά
πόσο ο ερευνητής ονομάζει αυτό το οποίο μετράει με το σωστό όνομα» (Kirk & Miller, 1986:
69). Για παράδειγμα, στην προηγούμενη ποσοτική μελέτη, οι απαντήσεις των φοιτητών στο
ερωτηματολόγιο αποτελούν λιγότερο ή περισσότερο έγκυρες αναπαραστάσεις κάποιου άλλου
φαινομένου, το οποίο υποτίθεται ότι μετρά το ερωτηματολόγιο, δηλαδή των αντιλήψεων ή
των αξιών των ερωτηθέντων. Ωστόσο, στην ανάλυση λόγου ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Δηλαδή, ο λόγος των υποκειμένων αποτελεί από μόνος του το αντικείμενο της μελέτης και όχι

211
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

την αναπαράσταση κάποιου άλλου φαινομένου. Σύμφωνα με την Perakyla (1997), στην
ανάλυση λόγου η εγκυρότητα των αναλύσεων πιστοποιείται με βάση τα εξής: α) τη
φαινομενική εγκυρότητα και τη διαφάνεια των ισχυρισμών του αναλυτή, β) την επαλήθευση
των ερμηνειών από τις απαντήσεις των ίδιων των υποκειμένων στα λόγια του προηγούμενου
ομιλητή, γ) τα ερμηνευτικά σχήματα που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι ομιλητές και τέλος
δ) τη μελέτη των περιπτώσεων που διαφέρουν από τα κύρια μοτίβα αλληλεπίδρασης. Εκτός
από τα παραπάνω, οι Potter & Wetherell (1987) ισχυρίζονται ότι η δυνατότητα ενός
αναλυτικού σχήματος (όπως είναι τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια) να συμπεριλάβει και να
κατανοήσει νέους λόγους ή η ύπαρξη νέων προβλημάτων από τη χρήση μιας γλωσσικής
πρακτικής επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις και τις ερμηνείες για την ύπαρξη της πρακτικής
αυτής. Στην ουσία δηλαδή, ο ίδιος ο λόγος, τα γλωσσικά ρεπερτόρια, οι συνέπειες τους και οι
αλληλεπιδράσεις τους πιστοποιούν την εγκυρότητα κάθε ερμηνείας.

Τέλος, η διάσταση της εγκυρότητας μιας έρευνας αφορά και στη δυνατότητα
γενίκευσης των αποτελεσμάτων της. «Η γενίκευση δεν είναι αυτόματη στη μέθοδο της
ανάλυσης λόγου και μπορεί να εγκαθιδρυθεί σύμφωνα με τις θεωρητικές αρχές και όχι τις
αρχές της στατιστικής» (Hollway, 1994: 16). Κατ7 αρχάς, η δυνατότητα γενίκευσης στην
προκειμένη περίπτωση μπορεί να εδραιωθεί με τη σταδιακή άθροιση παρόμοιων μελετών σε
διαφορετικούς πληθυσμούς και πολιτισμικά περιβάλλοντα ή κοινωνικά πλαίσια, όπου κοιτά
κανείς τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στα ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι
γυναίκες. Η Perakyla (1997) ωστόσο προσεγγίζει το ζήτημα της γενίκευσης μέσα από μια
διαφορετική οπτική, η οποία περιλαμβάνει την έννοια της πιθανότητας. Η ίδια ισχυρίζεται ότι
σε μια ποιοτική μελέτη ανάλυσης λόγου (και όχι μόνο), ο ερευνητής μελετά ουσιαστικά ποιες
κοινωνικές πρακτικές είναι πιθανές ή ποια είδη λόγου χρησιμοποιούνται κατά πάσα πιθανότητα
από τα υποκείμενα της έρευνας. Επομένως, η πιθανότητα της χρήσης παρόμοιων λόγων από
άλλους ανθρώπους και κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες είναι κάτι που μπορεί να
γενικευθεί. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της μετάβασης των νέων γυναικών από το
πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι
γυναίκες του δείγματος δεν γενικεύονται ως γλωσσικές πρακτικές που θα χρησιμοποιήσουν
οπωσδήποτε όλες οι γυναίκες αλλά ως πρακτικές που ενδεχομένως και άλλες γυναίκες με
διαφορετικά χαρακτηριστικά ή κάτω από διαφορετικές συνθήκες μπορούν (υπάρχει δηλαδή
πιθανότητα) να χρησιμοποιήσουν.

6.4 Το δείγμα της μελέτη ς.


Το δείγμα της μελέτης αποτελούνταν από 28 γυναίκες ηλικίας 23 έως 33 ετών.
Απαραίτητα κριτήρια για τη συμμετοχή στην έρευνα υπήρξαν το γυναικείο φύλο και οι
σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έτσι, όλες οι γυναίκες που συμμετείχαν στις ομαδικές
συνεντεύξεις ήταν είτε κάτοχοι ενός μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (της Ελλάδας ή της
αλλοδαπής), είτε φοιτούσαν σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στην Ελλάδα κατά

212
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

το διάστημα της έρευνας9, με εξαίρεση τις γιατρούς, οι οποίες είχαν ολοκληρώσει τις βασικές
τους σπουδές και βρίσκονταν στο στάδιο της ειδικότητας10. Αναλυτικότερα, δεκαεννιά από τις
γυναίκες ήταν μεταπτυχιακές φοιτήτριες, τέσσερις είχαν ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό
δίπλωμα ειδίκευσης, ενώ πέντε από αυτές είχαν ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό και συνέχιζαν
για την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος. Η σύνθεση του δείγματος ανά τομέα
σπουδών απεικονίζεται στον Πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 27).

Πίνακας 27. Το δείγμα των γυναικείων ομάδων.


Σπουδές(Τμήματα) Απόφοιτες ή μεταπτυχιακές Ηλικίες γυναικών
φοιτήτριες σε κάθε ομάδα
(Ν=28) (έτη)

Ψυχολογίας 4 24-29
Νομικής 4 23-27
Γυμναστικής Ακαδημίας 3 25
Χημείας 4 26-27
Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής 3 23-25
Γεωπονίας 3 25-26
Ιατρικής 3 26-31
Πολιτικών Μηχανικών 4 28-33

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα μικρά δείγματα είναι υπέρ αρκετά για την ανάλυση
λόγου και την εις βάθος ανάλυση των γλωσσικών σχημάτων. Στην πραγματικότητα «μια
μεγάλη ποικιλία ερμηνευτικών ρεπερτορίων μπορεί να προκύψει από ένα σχετικά μικρό αριθμό
συνεντεύξεων και να παράγει πιο αξιόπιστες πληροφορίες από ότι εκατοντάδες
ερωτηματολόγια» (Marshall, 1994: 96). Στην ίδια λογική, οι Potter & Wetherell (1987)
αναφέρουν ότι, στην ανάλυση λόγου, 10 ατομικές συνεντεύξεις μπορούν να προσφέρουν
τόσο υλικό και έγκυρη πληροφόρηση, όσο μερικές εκατοντάδες απαντήσεις σε ένα δομημένο
ερωτηματολόγιο. Έτσι και στη συγκεκριμένη μελέτη, καθώς το ενδιαφέρον εστιάζει στην
χρήση της γλώσσας και όχι στα υποκείμενα, ένας μεγάλος αριθμός ρεπερτορίων σε σχέση με
την ταυτότητα του φύλου προήλθε από έναν περιορισμένο σχετικά αριθμό γυναικών που
μίλησαν για το θέμα. Επομένως, στην ανάλυση λόγου η επιτυχία της μελέτης δεν εξαρτάται
από τον αριθμό του δείγματος. Αντιθέτως, περισσότερες συνεντεύξεις μπορεί να προσθέσουν
επιπλέον δουλειά στον ερευνητή, δίχως όμως να προσφέρουν περισσότερα στην ανάλυση
αυτή καθεαυτή (Potter & Wetherell, 1987).
Για να επιστρέψουμε στη σύνθεση του δείγματος, μόνον τρεις από τις γυναίκες που
συμμετείχαν ήταν παντρεμένες, ενώ μόνο μία από αυτές είχε δύο παιδιά. Ωστόσο, τρεις

9
Οι μεταπτυχιακές σπουδές αναφέρονται τόσο το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης όσο και το
διδακτορικό.
10
Καθώς οι προπτυχιακές σπουδές στην Ιατρική απαιτούν 7 χρόνια και επειδή οι μεταπτυχιακές σπουδές
δεν αποτελούν συνήθη επιλογή για τους φοιτητές του Τμήματος Ιατρικής, το αντίστοιχο κριτήριο
επιλογής των γυναικών για τη συγκεκριμένη ομάδα δεν ήταν οι μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά η
παρακολούθηση της ειδικότητας. Ωστόσο μία από τις γιατρούς είχε ξεκινήσει ταυτόχρονα διδακτορική
διατριβή.

213
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

γυναίκες ήταν αρραβωνιασμένες κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Οι περισσότερες


εργάζονταν με μερική απασχόληση, σχετική με το αντικείμενο των σπουδών τους, ενώ εννέα
από τις 28 γυναίκες του δείγματος εργάζονταν με πλήρες ωράριο και σε θέσεις εργασίας
σχετικές πάντα με το αντικείμενο των σπουδών τους. Παρότι η κατάταξη των γυναικών σε
κάποιο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο είναι δύσκολη, εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών
απασχόλησης που επικρατούν στην Ελλάδα, φαίνεται ότι οι περισσότερες γυναίκες του
δείγματος προέρχονταν από οικογένειες μεσαίου κοινωνικοοικονομικού στρώματος. Έτσι,
σύμφωνα με τα επαγγέλματα των γονέων, οι περισσότεροι γονείς ήταν υπάλληλοι δημόσιων
φορέων ή ασκούσαν ελεύθερο επάγγελμα (Πίνακας 28). Επίσης, υπήρχαν αρκετές
περιπτώσεις οικογενειών στις οποίες εργάζονταν και οι δύο γονείς σε ελεύθερα επαγγέλματα
υψηλού κύρους, τα οποία απαιτούν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό
κατατάσσει ενδεχομένως ορισμένες από τις γυναίκες του δείγματος σε ανώτερο
κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Πάντως, στο σύνολο του δείγματος, οι περισσότερες μητέρες
εργάζονταν, ενώ αρκετές από αυτές ήταν απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Πίνακας 28. Επαγγέλματα γονέων.


Επαγγέλματα Πατέρας Μητέρα
(Ν = 28) (Ν=28)

Γιατρός 2 1
Δικηγόρος 2 2
Πολιτικός Μηχανικός 3
Εκπαιδευτικός 3 5
Έμπορος 3
Ιδιωτικός Υπάλληλος 1 1
Δημόσιος Υπάλληλος 9 6
Αγρότης-ισσα 3 2
Εργάτης-τρια 2 1
Οικιακά 10

6.5 Τα «ερμηνευτικά ρεπερτόρια» των γυναικών.


Συνολικά, διαπιστώθηκαν 17 ρεπερτόρια με τα οποία οι γυναίκες του δείγματος
ερμήνευσαν τη θέση τους και τις επιλογές τους στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας και στο
δημόσιο χώρο της αγοράς εργασίας. Τα ίδια ρεπερτόρια αποτελούν ταυτόχρονα μια
προσπάθεια επίλυσης των συγκρούσεων σε σχέση με το ρόλο τους στους παραπάνω τομείς,
οι οποίες προκύπτουν από την αντίφαση που βιώνουν συχνά οι γυναίκες ανάμεσα σε
κοινωνικές προσδοκίες και επιταγές και στις προσωπικές τους επιθυμίες και φιλοδοξίες.
Συγκεκριμένα, τα δύο πρώτα ρεπερτόρια της «απασχόλησης» αποτελούν έναν τρόπο
συμφιλίωσης της οικογενειακής με την επαγγελματική ταυτότητα των γυναικών, ενώ τα
ρεπερτόρια της «διαφοράς» αποτελούν την προσωπική ερμηνεία των διακρίσεων που
υφίστανται οι ίδιες οι γυναίκες στην αγορά εργασίας. Από την άλλη, οι γυναίκες υιοθετούν τα
γλωσσικά ρεπερτόρια της «αντίστασης» στις παραπάνω διακρίσεις εις βάρος τους με τα οποία

214
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

προσπαθούν να αντιμετωπίσουν καταπιεσπκές κοινωνικές δομές και συνθήκες στο χώρο της
απασχόλησης. Τα ρεπερτόρια των «σπουδών» ερμηνεύουν τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα
στην επιλογή σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στις προοπτικές καριέρας μιας γυναίκας.
Τα ρεπερτόρια της «οικογένειας» ερμηνεύουν τη θέση των γυναικών στην οικογένεια και την
ανάγκη ανακατανομής των οικιακών ρόλων της σύγχρονης γυναίκας. Αντίστοιχα, τα
ρεπερτόρια της «μητρότητας» ερμηνεύουν τον κυρίαρχο ρόλο των γυναικών στην ανατροφή
των παιδιών, γεγονός που τις περιορίζει σημαντικά σε σχέση με την επαγγελματική τους
σταδιοδρομία. Τα ρεπερτόρια της «επαγγελματικής επιτυχίας» εκφράζουν τη γυναικεία
κατασκευή της επιτυχημένης εργαζόμενης, η οποία είναι σε θέση να συμφιλιώσει επιτυχημένα
τη μισθωτή εργασία με τη δημιουργία οικογένειας. Τέλος, με βάση όλα τα παραπάνω, οι
γυναίκες φαίνεται να αντιλαμβάνονται την απόσταση που υπάρχει συχνά ανάμεσα στην
εμπειρία τους και στις απαιτήσεις του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, γεγονός το οποίο
αναδεικνύεται μέσα από το ρεπερτόριο της «σύγκρουσης». Στις ενότητες που ακολουθούν,
παρουσιάζονται αναλυτικά τα παραπάνω γλωσσικά ρεπερτόρια των γυναικών (με εκτεταμένα
αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που έδωσαν οι ίδιες) καθώς και οι συνέπειες των
ρεπερτορίων στις προσωπικές τους επιλογές και στην αναπαραγωγή της κοινωνικής
ανισότητας με βάση το φύλο.

6.5.1 Τα ρεπερτόρια της απασχόλησης.

Σύμφωνα με τις έρευνες, η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας έχει
αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παρ' όλο που οι γυναίκες συσσωρεύονται
συνήθως σε επαγγέλματα τα οποία έχουν μικρό κύρος, χαμηλές αποδοχές και ελάχιστες
προοπτικές εξέλιξης (βλ. κεφάλαιο 2). Επιπλέον, ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο,
δηλαδή η διάκριση των επαγγελμάτων σε «ανδρικά» και «γυναικεία», δημιουργεί δύο
διαφορετικές ομάδες εργαζομένων, μία κυρίαρχη και μια περιφερειακή. Η Κραβαρίτου (1989)
ισχυρίζεται ότι η κυρίαρχη ομάδα αποτελείται από ένα «πυρήνα» μιας «εργατικής
αριστοκρατίας» με υψηλή κατάρτιση και πολλές ικανότητες, η οποία είναι αφοσιωμένη σιη
δουλειά και απολαμβάνει ένα σχετικά προνομιακό καθεστώς εργασίας και επαγγελματικής
κατοχύρωσης. Αντίθετα, η περιφερειακή ομάδα εκτελεί απλούστερες εργασίες, δεν χρειάζεται
σημαντική κατάρτιση, αμείβεται λιγότερο και δεν έχει σταθερή σχέση εργασίας. Παρότι η
παραπάνω διάκριση δεν προϋποθέτει το φύλο των εργαζομένων που ανήκουν στη μια ή στην
άλλη ομάδα, είναι ολοφάνερο το γεγονός ότι στην κυρίαρχη ομάδα εργαζομένων ανήκουν
περισσότεροι άνδρες, ενώ σιην περιφερειακή περισσότερες γυναίκες.
Σύμφωνα με τη νεοκλασική οικονομική προσέγγιση και τη θεωρία του ανθρώπινου
κεφαλαίου (human capital theory), η υποδεέστερη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας
οφείλεται αποκλειστικά στα χαρακτηριστικά παραγωγικότητας της εργαζόμενης, δηλαδή στο
ανθρώπινο κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει (Χλέτσος, 1988). Ως χαρακτηριστικά
παραγωγικότητας αναφέρονται το επίπεδο εκπαίδευσης, η επαγγελματική κατάρτιση και η

215
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

επαγγελματική εμπειρία. Θα περίμενε λοιπόν κανείς, γυναίκες με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης


και εξειδίκευσης να διεκδικούν θέσεις εργασίας, οι οποίες θα τις ανταμείψουν ανάλογα
προσφέροντας υψηλές αμοιβές, εξέλιξη και κύρος. Φαίνεται όμως ότι και στην περίπτωση
που η παραγωγικότητα των γυναικών είναι ίδια με αυτήν των ανδρών συναδέλφων τους, οι
γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται άνισα και να προωθούνται σε παραδοσιακά
«γυναικεία» επαγγέλματα. Μία εξήγηση αποτελεί το γεγονός ότι οι ίδιες οι γυναίκες
αντιμετωπίζουν την εξω-οικιακή απασχόληση ως δευτερεύουσα εργασία με προσωρινό
κοινωνικό ρόλο, εξαιτίας της πρωτεύουσας οικιακής τους εργασίας και της ανατροφής των
παιδιών. Επομένως, συνειδητά ή αναγκαστικά οι γυναίκες επιλέγουν και προσαρμόζονται σε
θέσεις εργασίας και επαγγέλματα τα οποία φαίνονται λιγότερο απαιτητικά.
Συνολικά πάντως, οι ευκαιρίες απασχόλησης για τις μορφωμένες γυναίκες είναι
περισσότερες από αυτές που απευθύνονται σε λιγότερο μορφωμένες και ανειδίκευτες γυναίκες
σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Lyon, 1996). Όμως, οι έρευνες ισχυρίζονται ότι
τόσο οι προσδοκίες των εργοδοτών όσο και οι προσδοκίες των ίδιων των γυναικών σε σχέση
με τη δημιουργία οικογένειας τις οδηγούν σε συγκεκριμένες επαγγελματικές επιλογές και
ρόλους, οι οποίοι είναι συμβατοί με τους οικιακούς ρόλους. Επομένως, μια καλή σταδιοδρομία
για πολλές γυναίκες απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι αυτή που επιτρέπει την
παράλληλη διαχείριση τόσο του σπιτιού όσο και της εργασίας (αυτό θα επιβεβαιωθεί στη
συνέχεια και από άλλα ερμηνευτικά ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι γυναίκες). Έτσι, όταν
σχεδιάζουν τη σταδιοδρομία τους, οι γυναίκες δεν σκέφτονται μόνο τη μισθωτή εργασία αλλά
και την προοπτική της οικογένειας, η οποία αποτελεί πάντα σημαντικό κομμάτι της ζωής τους.
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις της έρευνας δεν αποτελούν εξαίρεση
στους παραπάνω κανόνες της αγοράς εργασίας. Οι γυναίκες του δείγματος προσπάθησαν
επομένως να ερμηνεύσουν την επαγγελματική τους εξέλιξη και πορεία στους κλάδους που
επέλεξαν, ούτως ώστε να δικαιολογήσουν την συσσώρευση τους σε παραδοσιακά «γυναικεία»
επαγγέλματα και θέσεις εργασίας, δίχως προοπτικές εξέλιξης και υψηλές αμοιβές, παρότι οι
ίδιες είναι εφοδιασμένες με τα απαραίτητα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προσόντα, ενώ
προσωρινά τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν οικογενειακές δεσμεύσεις και
υποχρεώσεις. Για τους παραπάνω λόγους, οι γυναίκες φαίνεται ότι αντλούν από δύο
γλωσσικά ρεπερτόρια: το ρεπερτόριο της «δουλειάς» σε αντίθεση με την «καριέρα» και το
ρεπερτόριο της «δικαιολογίας της εργασίας».

6.5.1.1 Το ρεπερτόριο της «δουλειάς» σε αντίθεση με την


«καριέρα».
Οι γυναίκες του δείγματος στο σύνολο τους αποδίδουν μια εντελώς διαφορετική
ερμηνεία στους όρους «δουλειά» και «καριέρα». Ουσιαστικά αντιλαμβάνονται με διαφορετικό
τρόπο τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που συνοδεύουν τους δύο όρους, οι οποίοι
προϋποθέτουν κατ7 αρχάς διαφορετικές αξίες και συνεπάγονται μια διαφορετική

216
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

επαγγελματική εξέλιξη. Παρ' όλο που όλες οι γυναίκες επιθυμούν να εργαστούν και επομένως
ταυτίζονται πλήρως με τον όρο «εργαζόμενη», ωστόσο αντιστέκονται στην ταμπέλα της
«καριερίστριας».

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): . . . αλλά τώρα κάνοντας μεταπτυχιακό ουσιαστικά είναι σα να αρχίζω μία καριέρα.
Ξέρεις, μέχρι το πρώτο πτυχίο θεωρείται ότι όλες οι γυναίκες μπορεί να το κάνουν. Από "κει και πέρα όμως μπαίνεις
σε μία διαδικασία καριέρας, η οποία απαιτεί θυσίες και πάντα έχω στο μυαλό μου ότι (..) εγώ, πρέπει περισσότερο
από έναν άνδρα, πρέπει να κάνω πιο αυστηρές επιλογές όσον αφορά την καριέρα και την οικογένεια (..) κάπως έτσι
(..) δεν το έχω διευκρινίσει ακριβώς (..) πάντως κάτι τέτοιο νιώθω.

Μαρία (δικηγόρος): . . . πάντα ήθελα να δουλέψω. Δηλαδή μ' άρεσε η ιδέα του να δουλέψω κι ήταν ένας λόγος
για τον οποίο σπούδασα κιόλας . . . Θα μ' άρεσε να δουλέψω ακριβώς γιατί είναι πολύ δημιουργικό το να κάνεις κάτι
που & αρέσει, πάντα. Αλλά πραγματικά, δεν θα μπορούσα ν' αφιερώσω τον χρόνο μου μόνο και μόνο στην δουλειά.
Δεν πιστεύω JÓTI είναι κακό να μην θέλεις να κάνεις καριέρα.

Τζούλια (παιδαγωγός): Εγώ θα 'θελα να συνεχίσω και θέλω να κάνω διδακτορικό μετά . . . στη φιλοσοφία . . . το
σκέφτομαι αυτό . . . ν' ασχοληθώ με την έρευνα μετά . . . εξαρτάται πως θα μου έρθουν στην ζωή. Πάντως, έχω
αρκετές φιλοδοξίες. Ακούγομαι σαν καριερίστρια (γελάει);.

Συγκεκριμένα, η καριέρα συνδέεται με ένα ανταγωνιστικό και φιλόδοξο πλάνο


εργασίας, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας
όσον αφορά το ρόλο των γυναικών. Όπως αναφέρουν χαρακτηρισπκά οι γυναίκες στα
παραπάνω αποσπάσματα αλλά και σε αυτά που ακολουθούν, η διαδικασία της καριέρας
απαιτεί θυσίες, αυστηρές επιλογές, πολλές ώρες εργασίας και συχνές μετακινήσεις. Αντίθετα,
μια δουλειά, την οποία σαφώς επιθυμούν προκειμένου να αξιοποιήσουν και τις σπουδές τους,
έχει συγκεκριμένο ωράριο και είναι απόλυτα συμβατή με τις υποχρεώσεις της οικογένειας.
Ακόμη και απαιτητικά επαγγέλματα, όπως αυτό της γιατρού, σχεδιάζονται ή οργανώνονται
από τις γυναίκες με τέτοιον τρόπο, ώστε να τις επιτρέψουν αργότερα μια καλύτερη διαχείριση
του χρόνου τους, προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν επάξια και σε άλλους
ρόλους ζωής.

Κία (γιατρός): Για μένα ένας από τους λόγους που επέλεξα να κάνω αυτό, δηλαδή το να γυρίσω να δουλέψω στην
επαρχία και να έχω το ιατρείο μου και να έχω τα χειρουργεία μου σε κάποια κλινική είναι και αυτό, γιατί (..) θέλω να
μπορέσω να τα συνδυάσω αυτά τα πράγματα (..) δεν συνδυάζονται διαφορετικά.

Το διαφορετικό τι θα ήταν ;

Κία (γιατρός): Το διαφορετικό θα ήταν ξέρω 'γω να μείνω σε ένα μεγάλο (αστικό) κέντρο, να ασχοληθώ με κάτι
εξειδικευμένο, να προχωρήσω πολύ πάνω & αυτό, δε σημαίνει ότι όλα αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα κάνεις
μένοντας και στην επαρχία αλλά (..) δεν μπορείς να ακολουθήσεις και την καριέρα, η καριέρα σε εμάς απαιτεί να
φεύγεις στο εξωτερικό συχνά, να αφιερώνεις πάρα πολύ χρόνο & αυτά (..) δεν είναι μέσα στους στόχους μου (..)
άσχετα δηλαδή από την οικογένεια ή όχι, αν και στόχος μου θα ήταν η οικογένεια

217
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Σοφία (γιατρός): Πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να (..) δηλαδή αν θέλεις να κάνεις κάποια πράγματα, για
παράδειγμα εγώ θα ήθελα να (..) ίσως να δώσω πιο πολύ μέσα στην ιατρική, σιην ειδικότητα μου, αλλά αυτό θα
απαιτούσε να πηγαίνω σε συνέδρια συχνά, να παρακολουθώ κάποια σεμινάρια (..) να αφιερώνω πάρα πολύ χρόνο
στην επιστήμη μου και αυτό πιστεύω ότι είναι δύσκολο να συνδυαστεί με οικογένεια, αν δηλαδή οι στόχοι σου είναι
να κάνεις οικογένεια γι αυτό το λόγο (..) έθεσα εγώ (..) είπα ότι θέλω στη ζωή μου να κάνω οικογένεια, θέλω να έχω
και κάποιο χρόνο προσωπικό ελεύθερο (..) όμως για αυτό το πράγμα (..) θυσίασα κάποια πράγματα από την ιατρική
δηλαδή, γι αυτό και κάνω πίσω και θα κάνω ιδιωτικό ιατρείο.

Σύμφωνα με την Gilligan (1993), οι γυναίκες αντιλαμβάνονται μόνον τις αρνητικές


πλευρές στις αξίες της φιλοδοξίας και του ανταγωνισμού, ενώ τις θεωρούν ασυμβίβαστες με
τις αξίες της στοργής και της φροντίδας, τις οποίες πρεσβεύουν. Με άλλα λόγια, η έννοια της
φιλοδοξίας αποκτά αρνητικό πρόσημο όταν αναφέρεται στις γυναίκες και θετικό όταν
αναφέρεται στους άνδρες. Άλλωστε, οι επαγγελματικές φιλοδοξίες των γυναικών τρομάζουν
τους άνδρες και απειλούν τις σχέσεις τους με σημαντικούς άλλους. Για αυτό και οι γυναίκες
άλλοτε αναγκάζονται να «μετριάσουν» τις φιλοδοξίες τους ή να τις προσαρμόσουν με αυτές
του συζύγου τους, άλλοτε να τις αποσιωπήσουν και άλλοτε να τις καταπιέσουν εντελώς.

Άννα (ψυχολόγος): Περιμένουν και άλλα πράγματα από σένα και όταν ιδίως βλέπει ένας άνδρας ότι εσύ έχεις
φιλοδοξίες εκεί φ ο β ά τ α ι . . . Μπροστά στις δικές σου φιλοδοξίες σα γυναίκα φοβάται πάρα πολύ (..) εγκαταλείπει...
έχω συναντήσει εγώ ανθρώπους, άνδρες ανθρώπους (γέλια) και πιστεύω ότι έτσι είναι τελικά, οι οποίοι ενώ
παρουσιάζονται ως προς τα θέματα αυτά αρκετά προοδευτικοί και προχωρημένοι, στο θέμα της καριέρας είναι πάρα
πολύ σταθεροί. Δεν αποδέχονται με τίποτα να είσαι σε μία θέση πάνω από αυτούς με καλύτερη καριέρα, με
περισσότερες φιλοδοξίες με περισσότερες προοπτικές δεν το αντέχουν ή με περισσότερα χρήματα, δεν το αντέχουν
με τίποτα.

Κάτια (ψυχολόγος): Ή αναγκάζεσαι εσύ να μετριάσεις τις δικές σου φιλοδοξίες για να (..) ναι αυτό συνέβη σε μένα
(..) η Αμερική δηλαδή ήταν ένας συμβιβασμός για μένα, δεν ήταν επιλογή δικιά μου. Όχι ότι μου βγήκε σε κακό.
Τελικά έκανα αυτό που ήθελα (..) είχα σκοπό να πάω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό, αλλά το ότι πήγα στην
Αμερική και δημιουργήθηκε μία ολόκληρη κατάσταση μετά από αυτό (..) δεν ήταν δικιά μου επιλογή, ήταν
προσαρμογή των δικών μου φιλοδοξιών και σχεδίων στου Γιώργου τα σχέδια και τις φιλοδοξίες που φαντάζομαι ότι
αν ήταν αντιστραμμένα τα πράγματα δε θα γινόταν αυτό, δηλαδή αν ο Γιώργος είχε τις δικές μου φιλοδοξίες και εγώ
τις δικές του, δε θα ακολουθούσε αυτός εμένα, πάλι εγώ θα προσάρμοζα τις δικές μου φιλοδοξίες.

Μαρία (δικηγόρος): Εξαρτάται καταρχήν . . . εξαρτάται πόσο σκληρό κι απαιτητικό θα το κάνει ο καθένας τι
φιλοδοξίες έχει. Αμα θέλεις να κάνεις μία μεγάλη καριέρα στο ελεύθερο επάγγελμα, στη δικηγορία, αν θέλεις να
κάνεις μία μεγάλη καριέρα κι έχεις υπέρμετρες φιλοδοξίες να φτάσεις & ένα β, γ επίπεδο . . . εγώ προσωπικά δεν
έχω φιλοδοξίες να γίνω η μεγάλη δικηγόρος. Ένα μέτριο επάγγελμα να βγάλω κάποια χρήματα φυσικά, για να (..)
από κει και πέρα δεν έχω σκοπό ν" αφιερώσω δηλαδή, εντελώς αποκλειστικά στην δουλειά την ζωή μου. Γι' αυτό και
πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και με τις άλλες (..) δραστηριότητες (της οικογένειας).

Άλλες ερευνήτριες έχουν περιγράψει επίσης τις γυναίκες ως μη αφοσιωμένες σε


σταθερούς επαγγελματικούς στόχους: «επαγγελματικά επιτυχημένες γυναίκες ενεργητικά
αρνούνται τέτοιου είδους έννοιες ως μέρος της ανδρικής επαγγελματικής ταυτότητας, η οποία
συγκρούεται με τις δική τους προτιμώμενη προσκόλληση σε ανθρωποκεντρικές αξίες» (Grant,

218
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

1989: 124). Εξάλλου, οι επαγγελματικές φιλοδοξίες προκαλούν έντονες συγκρούσεις


ανάμεσα στους οικιακούς και στους επαγγελματικούς ρόλους μιας γυναίκας, γεγονός το οποίο
την οδηγεί τελικά στο συμβιβασμό με το στερεότυπο του ρόλου της και στην επιλογή μιας
συντηρητικής και ήρεμης εργασίας.
Τα ίδια αποτελέσματα έχουν διαπιστωθεί από έρευνες και σε διαφορετικά πολιτισμικά
περιβάλλοντα. Σε μία έρευνα, στην οποία συμμετείχαν εργαζόμενες γυναίκες από το Ισραήλ,
προκειμένου να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν και συμφιλιώνουν τις απαιτήσεις
της επαγγελματικής και ιδιωτικής τους ζωής, διαπιστώθηκε ότι η καριέρα τους προσαρμόζεται
στις απαιτήσεις της οικογένειας ανάλογα με το στάδιο και τις συνθήκες της ζωής τους (Etzion
& Bailyn, 1994). Στην ίδια μελέτη διαπιστώθηκε ότι η Εβραϊκή κουλτούρα αποδίδει επίσης μια
εγωκεντρική χροιά στον όρο καριέρα, η οποία είναι κοινωνικά ανεπιθύμητη, ιδιαίτερα για τις
γυναίκες. , Άλλωστε στην Ελλάδα, όπως και παγκόσμια, η εργασιακή σχέση διαμορφώθηκε
σύμφωνα με την εικόνα του εργαζόμενου άνδρα, του ανθρώπου εκείνου που θεωρείται πάντα
ικανότερος από τη γυναίκα αλλά και κύριος υπόχρεος να συντηρεί την οικογένεια (Αυδή-
Καλκάνη, 1989). Πρότυπος εργαζόμενος θεωρείται ο άνδρας, ο οποίος απερίσπαστος από
άλλες ευθύνες αφοσιώνεται στη δουλειά, δικαιώνεται μέσα από αυτήν, σε αυτήν στηρίζει την
ταυτότητα του και από αυτήν προσδιορίζεται κοινωνικά. Οι γυναίκες φαίνεται ότι
αντιστέκονται στο παραπάνω πρότυπο του «αποκλειστικού» εργαζόμενου που δεν έχει
ουσιαστικά οικογενειακή και γενικότερα ιδιωτική ζωή. Στα παρακάτω αποσπάσματα
διακρίνεται από τη μια, η αντίσταση των γυναικών σε υπέρμετρες επαγγελματικές φιλοδοξίες
και ανταγωνισμούς, ενώ από την άλλη, η αγωνία τους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις
φροντίδας μιας οικογένειας.

Ιωάννα (παιδαγωγός): Δηλαδή, μέσα σου πιστεύεις ότι ο γάμος θα την σταματήσει την καριέρα σου;

Τζούλια (παιδαγωγός): Ναι. Δηλαδή, το πιστεύω αυτό. Γι' αυτό νωρίτερα είπα ότι γενικά θα ήθελα ο άντρας μου
να μου στέκεται δίπλα μου. Που πιστεύω ότι δεν θα μπορώ (..) δύσκολα να βρεθεί ένας τέτοιος άντρας σήμερα.

Σοφία (παιδαγωγός): Αυτό κάπου το πιστεύω κι εγώ. Επειδή, όλα αυτά τα πράγματα που μ' ενδιαφέρουν και τα
βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα, τις εργασίες, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά (..) αλλά κάπου μέσα μου πιστεύω ότι θα
υπάρξει πολύ μεγάλη σύγκρουση. Επειδή θέλω να κάνω οικογένεια και σπίτι, νομίζω ότι θα υπάρξει αυτή η
σύγκρουση. Κι επειδή είμαι άτομο που δεν μπορώ τις συγκρούσεις. Δηλαδή, πρέπει να βρω μία λύση οπωσδήποτε
αμέσως για να ηρεμήσω, γι' αυτό δεν έχω φιλοδοξίες. Προτιμώ να κάνω τώρα αυτό που μπορώ να το κάνω έτσι,
κάπως άνετα με σχετική ηρεμία και αυτό θα με κάλυπτε αργότερα. Δηλαδή, νομίζω ότι έτσι θα έβρισκα κάποια
ισορροπία. Μετά βίας και δυσκολίας πάλι βέβαια, αλλά θα υπήρχε κάποια ισορροπία . . . έτσι φέρνω μία ισορροπία.
Πιστεύω δηλαδή ότι (..) για μένα το σπιτικό είναι το πιο βασικό. Δηλαδή και η δουλειά μου και το επαγγελματικό
είναι βασικό, αλλά είναι και η οικογένεια. Και κάπου έτσι, τα ισορροπώ δηλαδή . . . είναι δύο πλευρές, για μένα
δηλαδή, δύο κομμάτια του εαυτού μου, και τα δύο εξίσου σημαντικά. Κατάλαβες; Γι' αυτό προσπαθώ να βρω την
μέση, δηλαδή (..) νομίζω ότι έτσι θα καλύπτομαι και επαγγελματικά . . . κι απ' την άλλη θα θέλω . . . να έχω και μία
καλή οικογένεια και να παίξω κάποιους ρόλους τέλος πάντων εκεί.

219
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Ακόμη και η επιλογή της ιατρικής ειδικότητας αποφασίζεται με βάση τις μετέπειτα
απαιτήσεις στην άσκηση του επαγγέλματος και ωράρια εργασίας και όχι τις πραγματικές
επιθυμίες ή τις κλίσεις της ειδικευόμενης.

Εύη (γιατρός): Στην πράξη αυτά τα πράγματα είναι δύσκολο να τα συνδυάσεις γιατί εγώ έχω φιλοδοξίες αρκετές
στο επάγγελμα μου (η Εύη κάνει διδακτορικό) (..) θα ήθελα να ακολουθήσω . . . να προσπαθήσω να κάνω κάποια
Πανεπιστημιακή καριέρα, φυσικά η επιλογή της οφθαλμολογίας . . . δεν έγινε τυχαία (..) στην αρχή ξεκίνησα για
παιδιατρική, αλλά την απέρριψα για τους λόγους του ωραρίου, ότι δε θα είχα ωράριο σαν επαγγελματίας σα γιατρός,
σε αντίθεση με την οφθαλμολογία η οποία είναι προγραμματισμένη, τα περιστατικά δεν είναι επείγοντα, μπορώ να
τηρώ κάποιες ώρες λειτουργίας ιατρείου, οπότε να ελέγχω λιγάκι τον ελεύθερο χρόνο μου (..) με απώτερο σκοπό να
μπορέσω να προσφέρω και στην οικογένεια μου, γιατί πιστεύω ότι δε θα ολοκληρωθώ σα γυναίκα και σαν άνθρωπος
αν δεν καταφέρω να κάνω οικογένεια (..) και θα προσπαθήσω να τα συνδυάσω . . . άμα δω ότι δεν μπορώ να τα
συνδυάσω θα ασχοληθώ με την Πανεπιστημιακή καριέρα και θα περιοριστώ λιγάκι στο ελεύθερο επάγγελμα . . . δεν
με ενδιαφέρει τόσο η οικονομική (..) οι οικονομικές απολαβές από το επάγγελμα μου όσο η Πανεπιστημιακή καριέρα,
περισσότερο δίνω εκεί περισσότερη έμφαση και να έχω και χρόνο να ασχοληθώ και με την οικογένεια μου.

Σοφία (γιατρός): Η ιατρική ειδικά μας τρώει πάρα πολύ χρόνο . . . γιατί για μας είναι πάρα πολύ σημαντικό το
διάβασμα (..) χώρια οι εφημερίες, χώρια άλλα πράγματα . . . Εμείς έχουμε χάσει πάρα πολλά πράγματα από την (..)
από προσωπικές απολαύσεις . . . φαντάσου να είχαμε και οικογένεια . . . και αρκετές φορές έχω έρθει σε σύγκρουση
με τον εαυτό μου . . . υπάρχουν φορές που, όταν νιώθω ειδικά κουρασμένη σωματικά, κάπου αρχίζω και αμφιβάλλω
για την επιλογή μου, αλλά ευτυχώς τελικά αυτό δεν κρατάει πολύ.

Δώρα (μηχανικός): Συμφωνώ, απλώς βάζω σε (..) έτσι υπογραμμίζω το τι προτεραιότητες θα βάλει η γυναίκα.
Δηλαδή, αν θ' αποφασίσει να είναι «εταιρία woman», να γίνει ας πούμε επαγγελματίας πολύ γνωστή, ή να κοιτάξει
(..) να έχει την δουλειά της, αλλά να βάλει πρώτα την οικογένεια της.

Φαίνεται επομένως ότι ενώ οι γυναίκες στη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου
προσπάθησαν να ενταχθούν πλήρως στην παραγωγή και να συνδυάσουν όσο καλύτερα
μπορούσαν τις εργασιακές με τις οικογενειακές ευθύνες, κατάλαβαν ότι για να ανταποκριθούν
διέτρεχαν τον κίνδυνο της εξάντλησης (Αυδή-Καλκάνη, 1989). Σύμφωνα με τη συγγραφέα
«μπροστά στον κίνδυνο της εξάντλησης και της απορρόφησης ολόκληρης της ιδιωτικής της
ζωής από τις εργασιακές της υποχρεώσεις, η γυναίκα άρχισε να αντιστέκεται παθητικά»
(Αυδή-Καλκάνη, 1989: 70). Στην πραγματικότητα αντιστέκεται στην «καριέρα», όπως αυτή
ορίζεται από το ανδρικό πρότυπο εργασίας και υιοθετεί τον όρο «δουλειά» ως πιο συμβατό με
την ταυτότητα της. Με τον τρόπο αυτό όμως, περιορίζει τις φιλοδοξίες της, ενώ ταυτόχρονα
περιθωριοποιείται ως εργαζόμενη ανακαλύπτοντας εναλλακτικές μορφές εργασιακής
απασχόλησης. Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις επιθυμούν να εργαστούν και
επομένως αντιστέκονται σε παραδοσιακές επιταγές, οι οποίες καθορίζουν τη θέση τους κυρίως
μέσα στην οικογένεια. Ταυτόχρονα όμως, συμβιβάζονται στο παραδοσιακό στερεότυπο του
ρόλου τους ή ενισχύουν τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, με την αναζήτηση θέσεων
εργασίας οι οποίες ακριβώς επιτρέπουν τη δημιουργία οικογένειας. Έτσι υιοθετούν τον όρο
«δουλειά», ο οποίος δεν φαίνεται να απειλεί την ταυτότητα τους και τις ισορροπίες με το

220
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

περιβάλλον τους. Η «δουλειά» συνεπάγεται συγκεκριμένα ωράρια εργασίας και συγκεκριμένα


καθήκοντα δίχως πολλές μετακινήσεις, ώστε να εξοικονομείται αρκετός ελεύθερος χρόνος.
Όπως διαπιστώνεται στα παρακάτω αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις, οι επιθυμίες
των γυναικών καθορίζονται με βάση τα σχέδια της προσωπικής τους ζωής και τις απαιτήσεις
της οικογένειας, γεγονός βεβαίως που συμφέρει τόσο τους άνδρες «συζύγους» και
«εργαζόμενους», όσο και τον κρατικό μηχανισμό, σε σχέση με την πορεία της οικονομίας και
την απουσία των φορέων κοινωνικής πρόνοιας. Η ιδανική δουλειά για τις γυναίκες
αναπαρίσταται λεκτικά ως εξής: «δεν θέλω μόνο να δουλεύω», «δεν μου αρέσει γιατί δεν
συμβιβάζεται με όσα θέλω να κάνω με τον αρραβωνιαστικό μου», «να μην με κουράζει πολύ
ώστε να έχω ελεύθερο χρόνο», «να μην μου τρώει πολύ χρόνο, ώστε να μη ρίχνω την
οικογένεια μου», «να έχει καθορισμένο ωράριο», «να μπορώ να δουλεύω στο σπίτι» κοκ.

Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ με βάση αυτές τις σκέψεις σκέφτομαι ότι ίσως δεν ακολουθήσω την δικηγορία και
ασχοληθώ με την συμβολαιογραφία. Γιατί είναι πιο ήρεμο το επάγγελμα, πιο οργανωμένο . . . μπορείς να τα
οργανώσεις πολύ καλύτερα σιην ζωή σου από το να τρέχεις.

Βάσω (δικηγόρος): Κατά κάποιο τρόπο συμφωνώ. Αλλά εντάξει, σπούδασα γιατί ήθελα να σπουδάσω, αλλά δεν
ξέρω, δεν μπορούσα, δεν θα μπορώ σε καμιά περίπτωση να φανταστώ τον εαυτό μου μόνο να δουλεύει. Μ' αρέσει
πάρα πολύ, αλλά μ' αρέσει να έχω και άλλα πράγματα στην ζωή μου. Τα οποία, εντάξει, αναγκαστικά κατά κάποιο
τρόπο θα είναι η οικογένεια.

Κατερίνα (γυμνάστρια): Λοιπόν, εγώ θα ήθελα να δουλεύω το πρωί σε κάποιο σχολείο, θα προτιμούσα βέβαια
κάποιο ιδιωτικό και ο λόγος είναι για να είμαι εδώ και όχι σε άλλη πόλη, για να μη διοριστώ κάπου αλλού. Ή έστω
κάποια άλλη πρωινή δουλειά . . . Πιστεύω ότι δε θα με απασχολούν πολλές ώρες και θα έχω να αφιερώσω χρόνο
στην οικογένεια μου . . . δηλαδή, το σχολείο είναι μεν συμβιβαστική λύση γιατί βολεύει, αν γίνει, σε όλα . . . Αλλά (..)
από την άλλη κάποια πράγματα που είχα μέσα μου, που δεν είμαι σίγουρη αν τα ήθελα . . . γι αυτό μπορεί και να μη
γίνονται.. . Δηλαδή μπορεί η ίδια και εγώ, να μη θέλω το να δουλέψω στο Πανεπιστήμιο . . . και ίσως και αυτό να με
εμποδίζει. Αν ήμουν σίγουρη για αυτό, αν το ήθελα αυτό και μόνο ίσως να μην ήμουν έτσι . . . πάντως είναι σίγουρο
ότι με εμποδίζει να μου αρέσει στο ότι δε συμβιβάζεται με αυτά που θέλω να κάνω μαζί με τον αρραβωνιασπκό μου
στη συνέχεια (εννοεί οικογένεια).

Λίντα (χημικός): Θα ήθελα να έχω τακτοποιηθεί επαγγελματικά, δηλαδή να έχω μία δουλειά που να με καλύπτει,
να μην είναι πολύ μονότονη, να έχει (..) να μπορώ να βρίσκω κάτι καινούργιο & αυτήν κάθε μέρα. Να μην με
κουράζει όμως και πολύ ώστε να έχω ελεύθερο χρόνο να ασχοληθώ και με άλλα πράγματα εκτός αυτής. Φαντάζομαι
ότι θα έχω ένα παιδί μέχρι τότε και θα το ήθελα να έχω ένα παιδί μέχρι τότε, ν' ασχολούμαι και μαζί του και να το
προσέχω, όπως και με τον (..) σύντροφο που θα έχω μέχρι τότε.

Άννα-Μαρία (χημικός): Και ακριβώς όπως είπε και η Λίντα πριν, παρ' όλο που είμαι σίγουρη ότι η δουλειά μου,
λόγω χαρακτήρα, θα μου τρώει αρκετό χρόνο από την ημέρα, θέλω να φροντίσω να μην τρώει τόσο πολύ χρόνο,
ώστε να ρίχνω πίσω την οικογένεια, τον άντρα, το παιδί, τα παιδιά.

Μαρία (χημικός): Το στοιχείο που θα πρόσθετα για μένα είναι ότι θα ήθελα απλά η δουλειά μου να είναι
καθορισμένου ωραρίου, ώστε να μπορώ να μην ρίχνω πίσω την οικογένεια μου, που φαντάζομαι ότι θα υπάρχει μέχρι
τότε.

221
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Κατερίνα (μηχανικός): Κι εγώ τα ίδια. Τίποτα παραπάνω. Φαντάζομαι ότι θα 'χω κι εγώ παιδιά, (..) υποθέτω ότι
θα έχω δική μου δουλειά, όμως, τότε. Ότι δεν θα έρχομαι οτο γραφείο (γελάει). Και κατά προτίμηση θα ήθελα να τα
συνδυάζω κιόλας. Αν είναι δυνατόν, δηλαδή, να δουλεύω σπίτι. Όπως και τώρα προσπαθώ να δουλεύω σπίτι.
Ούτως ώστε να κάνω λίγο απ' όλα. Την κατσαρόλα στην φωτιά και στο computer μπροστά,

Για παρόμοιους λόγους η πλειονότητα των γυναικών πτυχιούχων ΑΕΙ απασχολείται


οτο δημόσιο τομέα με την ευρύτερη έννοια του όρου, όπου τα πλεονεκτήματα είναι πολλά και
αφορούν σιη μονιμότητα και στη σταθερότητα του εισοδήματος, στο ωράριο εργασίας και
στις παροχές στις παντρεμένες γυναίκες (Κανελλόπουλος, 1989; Σταρτηγάκη, 1989).
Γενικότερα, στο δημόσιο τομέα οι διακρίσεις εις βάρος των γυναικών είναι λιγότερες σε σχέση
με τον ιδιωτικό τομέα. Επομένως, η συγκέντρωση των γυναικών σε παραδοσιακά γυναικεία
επαγγέλματα οφείλεται σε στερεότυπες αντιλήψεις διάχυτες στο πολιτισμικό, εκπαιδευτικό και
εργασιακό- περιβάλλον, τις οποίες ωστόσο οι γυναίκες διαπραγματεύονται και ερμηνεύουν
σύμφωνα με το ρεπερτόριο της «δουλειάς» και όχι της «καριέρας». Ακόμη κι όταν οι
γυναίκες εισέρχονται στην αγορά εργασίας κατάλληλα εκπαιδευμένες, ώστε να ακολουθήσουν
μια καριέρα σε ένα παραδοσιακά «ανδρικό» επάγγελμα, είναι πολύ πιθανό να το
εγκαταλείψουν τελικά ή να εξαναγκασθούν να ακολουθήσουν μια παραδοσιακά «γυναικεία»
θέση εργασίας. Για όλους αυτούς τους λόγους οι γυναίκες επιλέγουν επαγγέλματα στον
τομέα της εκπαίδευσης, της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών και της εργασίας γραφείου, τα
οποία εναρμονίζονται με την κοινωνική αντίληψη για τη φύση και την αποστολή της γυναίκας.

6.5.1.2 Το ρεπερτόριο της «δικαιολογίας της εργασίας».


φαίνεται ότι ακόμη και σήμερα, μετά απ' όλα όσα έχουν γραφτεί για τη χειραφέτηση
των γυναικών και τη μαζική είσοδο τους στην αγορά εργασίας, οι ελληνίδες οφείλουν να
δικαιολογήσουν την απόφαση για προσοδοφόρο εργασία - ιδιαίτερα όταν αυτή συγκρούεται
με άλλους ρόλους ζωής. Εφόσον με την ταυτότητα της «εργαζόμενης» οι γυναίκες
αντιστέκονται σε ένα ισχυρό παραδοσιακό πρότυπο, που τις τοποθετεί κυρίως μέσα στην
ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας, αισθάνονται την ανάγκη να δικαιολογήσουν τη δουλειά τους.
Στην πραγματικότητα, η πρωτοβουλία και η βούληση της γυναίκας για μισθωτή εργασία
ελέγχεται σε διάφορα επίπεδα. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, όπου υπάρχει ένας ιεραρχικά
δομημένος καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο και οι άνδρες ακούν εξουσία μέσα και έξω
από το σπίτι, οι γυναίκες θα συνεχίσουν να γνωρίζουν περιορισμούς σε σχέση με τη διάθεση
της εργασίας τους (Καβουνίδη, 1989).
Μια γυναίκα μπορεί να εργαστεί κυρίως όταν υπάρχει οικονομική ανάγκη και
επομένως πρέπει να συνεισφέρει στα έξοδα της οικογένειας. Οι γυναίκες συγκρίνουν το
προϊόν της εργασίας που θα μπορούσαν να προσφέρουν οτο σπίτι με το μισθό που θα
έπαιρναν εάν εργάζονταν έξω από το σπίτι και έτσι υπολογίζουν αν συμφέρει περισσότερο η
μισθωτή εργασία ή όχι (Καβουνίδη, 1989). Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα:

222
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Μαρία (χημικός): Αν οικονομικά, με οποιοδήποτε τρόπο, είμαι 100% καλυμμένη και βλέπω ότι πιέζομαι πολύ από
τις ασχολίες που έχω (την οικογένεια και τα παιδιά) ίσως και προσωρινά να άφηνα την δουλειά μου. Προσωρινά
όμως.

Άλλες έρευνες μιλούν για «το ευκαιριακό κόστος», το οποίο ορίζεται ως «το εισόδημα
που χάνει μια γυναίκα επειδή εργάζεται λιγότερο ή απέχει εντελώς από το εργατικό δυναμικό
κατά την εποχή της γέννησης και ανατροφής των παιδιών» (Συμεωνίδου, 1989α: 66). Όσο
υψηλότερο είναι το ευκαιριακό κόστος, τόσες περισσότερες και οι πιθανότητες εργασίας μιας
γυναίκας πριν και κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της. Με άλλα λόγια όσα περισσότερα
χρήματα μπορεί να κερδίσει μια γυναίκα ασκώντας ένας επάγγελμα, τόσο πιο δικαιολογημένη
φαίνεται και η είσοδος της στην αγορά εργασίας.

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Σ' όλο αυτό το διάστημα όμως, εγώ πρέπει να πείθω τον εαυτό μου και τους άλλους
βέβαια, ότι όντως είναι σημαντικό όλα αυτά τα πράγματα (οι μεταπτυχιακές σπουδές και η δουλειά μου). Κι όταν σε
μία κοινωνία το κριτήριο είναι πόσα χρήματα βγάζεις και βέβαια το χρήμα είναι απαραίτητο για την επιβίωση, η
σύγκρουση είναι ορατή.

Κατερίνα (γυμνάστρια): Εγώ δικαιολογώ τη δουλειά που κάνω αυτή τη στιγμή γιατί παίρνω χρήματα, αν με τη
δουλειά αυτή δεν έπαιρνα (..) για παράδειγμα σε μια ομάδα (που προπονώ) παίρνω λίγα χρήματα (..) και δουλεύω
Σαββατοκύριακα και ξυπνάω Κυριακή πρωί και ακούω διάφορα γΓ αυτό το πράγμα. Γιατί σηκώνομαι Κυριακή πρωί,
γιατί φεύγω Κυριακή πρωί, γιατί, γιατί (..).

Οι γυναίκες που μπορούν να πετύχουν ικανοποιητικούς μισθούς είναι, όπως έχει ήδη
αναφερθεί, εκείνες που έχουν υψηλή εξειδίκευση και πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης. Καθώς η
εκπαίδευση αυξάνει σημαντικά τις αμοιβές και το είδος της εργασίας, το ευκαιριακό κόστος για
μία γυναίκα που έχει σπουδάσει και δεν εργάζεται τελικά είναι μεγαλύτερο σε σχέση με μια
γυναίκα με χαμηλότερη μόρφωση. Σε μια έρευνα στην περιοχή της Αθήνας, με θέμα τους
περιορισμούς που γνωρίζουν γυναίκες εργατών και βιοτεχνών ως προς την εργασία τους,
αποδείχθηκε ότι παρά την ουσιαστική οικονομική ανάγκη για εργασία, οι γυναίκες αυτές
εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα απασχόλησης διότι δεν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα για
να βρουν μια αποδοτική δουλειά (Καβουνίδη, 1989). Άλλωστε αυτός, η οικονομική ενίσχυση
της οικογένειας δηλαδή, ήταν και ο μόνος κοινωνικά αποδεκτός λόγος για να αναζητήσουν
εργασία έξω από το σπίτι. Τα ίδια φαίνεται ότι ισχύουν όμως και στην περίπτωση των
γυναικών επιχειρηματιών. Ενώ οι άνδρες επιχειρηματίες δίνουν προτεραιότητα σε
επαγγελματικές προοπτικές, οι γυναίκες αναπαριστούν την επιχειρηματική τους δράση ως
ανάγκη για οικονομική συμβολή στην οικογένεια (Πετρινιώτη, 1989α).
Ωστόσο, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο αυξάνει τις πιθανότητες και βελτιώνει κατά
πολύ τις συνθήκες της γυναικείας απασχόλησης. Επομένως, οι σπουδές λειτουργούν ως
εφαλτήριο για την επαγγελματική αποκατάσταση της γυναίκας και ως ένας ισχυρός λόγος για
να εξασφαλίσει και να διατηρήσει μια καλή θέση εργασίας στη δημόσια σφαίρα. Εκτός όμως
από τις αμοιβές, η εκπαίδευση αλλάζει και τη συμπεριφορά των γυναικών ως προς τη

223
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους, καθώς υπόσχεται, διαμέσου της αμειβόμενης εργασίας,
περισσότερες και πιο ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ενδεικτικά σε
σχέση με τα παραπάνω, δηλαδή τη βαρύτητα των σπουδών στη διεκδίκηση απασχόλησης,
είναι τα αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που ακολουθούν:

Αλεξία (δικηγόρος): Κι απ' την στιγμή που είχα αποφασίσει να σπουδάσω και να κάνω κάτι παραπέρα, άμα δεν
πραγματοποιήσω αυτό που (..) ουσιαστικά (σπούδασα), θα το θεωρούσα προσωπική αποτυχία, δηλαδή ότι φτάνω
μέχρι ένα σημείο, τελειώνω μία σχολή και μένω στο σπίτι μου να σφουγγαρίζω.

Σοφία (γιατρός): Τόσα χρόνια που κάναμε σπουδές είναι πολύ (..) να πάνε χαμένες είναι τελείως άδοξο και πέρα
από αυτό δε θα ήθελα να μείνω στο σπίτι και να κοιτάω μόνο την οικογένεια μου, μου αρέσει η δουλειά μου και το
επέλεξα να γίνω γιατρός και θέλω να ασκήσω το επάγγελμα μου δε νομίζω ότι θα άφηνα τη δουλειά μου.

Κία (γιατρός): Δεν είναι μόνο η οικονομική δυνατότητα για να μπορέσεις να αποχωρήσεις, είναι και κάτι που σε
γεμίζει, κάτι που κάνεις, κάτι που είναι προσωπικό, τελείως δικό σου, καταξιώνεσαι μέσα από αυτό (..) και εγώ δεν
μπορώ να σκεφτώ καμία γιατρό που να τα' χει παρατήσει, ακόμη και φίλες μου που κάνανε έτσι πολύ καλούς πολύ
πετυχημένους γάμους.

6.5.1.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της απασχόλησης.


Σύμφωνα με τη Μουσούρου (1985), οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την
απόφαση για εργασία σε ατομικό επίπεδο έχουν να κάνουν με την οικογενειακή κατάσταση
της γυναίκας, με τον βαθμό διαφοροποίησης των ανδρικών και γυναικείων αποδοχών, των
ανδρικών και γυναικείων επαγγελμάτων και των εκπαιδευτικών προσόντων για τις γυναίκες και
τέλος τον συνδυασμό ευνοϊκών προϋποθέσεων απασχόλησης και ύπαρξης υποκατάστατων για
τον οικογενειακό και ιδιαίτερα τον μητρικό ρόλο. Επίσης, η ίδια συγγραφέας διαπιστώνει ότι
σήμερα η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης οφείλεται σε έναν συνδυασμό ευκαιριών,
δυνατοτήτων και κινήτρων, όπως η έλλειψη εργατικών χεριών, η εξασθένηση των διακρίσεων,
η απόκτηση λιγότερων παιδιών, οι αλλαγές στη δομή της απασχόλησης, η άνοδος του
εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών, οι αυξημένες καταναλωτικές ανάγκες της οικογένειας,
η αύξηση της επιθυμίας για ανεξαρτητοποίηση ή για εργασία εκ μέρους των γυναικών και
πολλοί άλλοι (Μουσούρου, 1985).
Ωστόσο, με βάση τον μύθο ότι οι κοινωνικοί ρόλοι των δύο φύλων είναι συνάρτηση
των βιολογικών τους ρόλων και επομένως οι δραστηριότητες ή οι συμπεριφορές του ατόμου
δεν καθορίζονται από τις επιθυμίες και τα ενδιαφέροντα του αλλά από το φύλο του, οι
γυναίκες αισθάνονται την ανάγκη να δικαιολογήσουν την εργασία τους, ακόμη κι όταν δεν
πρόκειται για μια φιλόδοξη καριέρα, αλλά για μια «ήρεμη» και σταθερή εργασία, η οποία
επιτρέπει την παράλληλη φροντίδα της οικογένειας. Τα δύο ρεπερτόρια της «δουλειάς» και
της «δικαιολογίας» της μισθωτής εργασίας ενισχύουν ουσιασπκά τον καταμερισμό της
εργασίας ανάμεσα στα φύλα και καθοδηγούν τις γυναίκες ως εργατικό δυναμικό σε κατώτερες
θέσεις εργασίας, τις οποίες κάποιοι πρέπει να στελεχώσουν. Με τον τρόπο αυτό το κράτος
ικανοποιεί αφ' ενός την επιθυμία ή την ανάγκη των γυναικών για εργασία, ενώ αφ' ετέρου δεν

224
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

επιτρέπει των ανταγωνισμό τους με το ανδρικό εργατικό δυναμικό, το οποίο διεκδικεί μια
εντελώς διαφορετική επαγγελματική εξέλιξη. Από την άλλη, η διάκριση που κάνουν οι
γυναίκες ανάμεσα στους όρους «δουλειά» και «καριέρα» προκειμένου να ισορροπήσουν
αντιφατικά μηνύματα σε σχέση με το ρόλο τους είναι πλαστή. Με άλλα λόγια, δεν σημαίνει
ότι μια δουλειά δεν έχει απαιτήσεις ή ότι δεν δημιουργεί επιπλέον δυσκολίες και φόρτο
εργασίας στις γυναίκες παρά τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα της σε σχέση με ωράρια,
μετακινήσεις και ευθύνες. Έτσι, με βάση τον μύθο ότι οι γυναίκες απασχολούνται σε
«ευκολότερες» δουλειές αναλαμβάνουν ταυτόχρονα μια δεύτερη βάρδια εργασίας στο σπίτι,
χωρίς καμία επιπλέον ανταμοιβή.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι η κατασκευασμένη διάκριση που
χρησιμοποιούν οι γυναίκες ανάμεσα στον όρο «δουλειά» και στον όρο «καριέρα» διευκολύνει
την επίλυση της σύγκρουσης και του άγχους που υφίστανται στην προσπάθεια τους να
συνδυάσουν τις απαιτητικές εργασιακές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις. Από τη μια
αντιστέκονται στον όρο καριέρα, ο οποίος προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο μοντέλο εργασίας
διαμορφωμένο πάνω στην ανδρική ταυτότητα. Με τον τρόπο αυτό εξισορροπούν με τις
παραδοσιακές επιταγές της ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά τον πρωτεύοντα ρόλο των
γυναικών ως σύζυγοι και μητέρες. Από την άλλη, εφόσον η υψηλή ειδίκευση τους επιβάλλει
την είσοδο τους στην αγορά εργασίας, υιοθετούν τον όρο δουλειά την οποία ωστόσο
οφείλουν να δικαιολογήσουν. Η δουλειά επιτρέπει το συνδυασμό της επαγγελματικής ζωής
των γυναικών με τη δημιουργία οικογένειας και απεικονίζεται ως πιο συμβατή με τις
ανθρωποκεντρικές αξίες της γυναικείας ταυτότητας. Παράλληλα, αναπαράγει τον
καταμερισμό της εργασίας με βάση το φύλο στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, γεγονός που
συμφέρει οπωσδήποτε ένα πατριαρχικό κρατικό σύστημα καπιταλιστικής οικονομικής
οργάνωσης.

6.5.2 Τα ρεπερτόρια της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα.

Ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης ανάμεσα στις γυναίκες όλων των ομάδων
αφορούσε στα προβλήματα και στις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν, κατά την είσοδο και
εξέλιξη τους στην αγορά εργασίας. Όπως διαπιστώθηκε στο 2° κεφάλαιο, παρά τις
νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του '80 στην Ελλάδα προς την
κατεύθυνση της ισότητας ανάμεσα στα φύλα, οι γυναίκες δεν μπορούν να ασκήσουν ισότιμα
με τους άνδρες το δικαίωμα στην εργασία. Η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία και
στην πράξη, δηλαδή ανάμεσα στους νόμους και στην εφαρμογή τους, είναι μεγάλη, όχι μόνο
στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως. Κύρια χαρακτηριστικά της άνισης αντιμετώπισης των
γυναικών στη μισθωτή απασχόληση, αποτελούν οι έμμεσες διακρίσεις, η υποτίμηση των
γυναικείων χαρακτηριστικών και ικανοτήτων καθώς και οι κυρίαρχες ανδρικές δομές και αξίες,
ιδιαίτερα σε επαγγέλματα τα οποία παραδοσιακά ασκούνται από άνδρες. Παρόμοια είναι και

225
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις απαντήσεις των φοιτητών και των φοιτητριών στο
ερωτηματολόγιο της προηγούμενης μελέτης.
Άλλωστε, το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο πιστεύει ότι η άνιση αντιμετώπιση των
γυναικών στην αγορά εργασίας είναι φυσική και αυτονόητη, καθώς η φύση της γυναίκας και η
παράλληλη ενασχόληση της με τη φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών αποκλείει την
ομαλή και πλήρη ένταξη της στην αγορά εργασίας. Η Stiver (1991b) ισχυρίστηκε ότι για να
κατανοήσουμε πλήρως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο χώρο της
εργασίας σήμερα, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις κοινωνικές δομές και τις δυνάμεις που
υφίστανται στους διάφορους οικονομικούς, πολιτισμικούς και επαγγελματικούς φορείς σε
σχέση με την μισθωτή εργασία. Τα ζητήματα που προκύπτουν συνήθως και απασχολούν τις
εργαζόμενες γυναίκες αφορούν στα εξής: α) στην αμφισβήτηση των ικανοτήτων τους και
των επαγγελματικών τους προσόντων, ακόμη κι όταν υπερβαίνουν τα αντίστοιχα των ανδρών
συναδέλφων τους β) στην προτεραιότητα του ρόλους τους ως σύζυγοι και μητέρες, γεγονός
που παρεμποδίζει την εξέλιξη τους, γ) στο γεγονός ότι πρέπει να συμπεριφέρονται σιην
εργασία, όπως οι άνδρες συνάδελφοι τους, αλλιώς δεν θεωρούνται «σωστοί» επαγγελματίες,
δ) στο γεγονός ότι αποφεύγουν μια ανταγωνιστική συμπεριφορά, κάτι που θεωρείται όμως
απαραίτητο και αναγκαίο στο χώρο της εργασίας, ε) στην διάσταση που βιώνουν ανάμεσα
στον εν δυνάμει ρόλο τους ως μητέρες και στην επαγγελματική τους ταυτότητα και τέλος στ)
στο φόβο της επαγγελματικής επιτυχίας, η οποία μπορεί να τους αποξενώσει από αγαπημένα
πρόσωπα και να απειλήσει τη θηλυκή τους ταυτότητα.
Προσπαθώντας να ερμηνεύουν την άνιση μεταχείριση των δύο φύλων και τις
διακρίσεις που υφίστανται οι ίδιες στον επαγγελματικό στίβο, οι γυναίκες του δείγματος
αντλούν από τα εξής δύο γλωσσικά ρεπερτόρια: το ρεπερτόριο της «βιολογικής διάκρισης»
και το ρεπερτόριο της «διάκρισης των ρόλων» ανάμεσα στα φύλα.

6.5.2.1 Το ρεπερτόριο της «βιολογικής διάκρισης».


Το ρεπερτόριο της «βιολογικής διάκρισης» χρησιμοποιήθηκε για να ερμηνεύσει τις
διαφορές στην επαγγελματική εξέλιξη των ανδρών και των γυναικών με βάση γενετήσιους
παράγοντες, υποτιμώντας στην πραγματικότητα το γυναικείο φύλο και τις ικανότητες των
γυναικών, χωρίς καμία ουσιαστική εξήγηση. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η ιδεολογία της
βιολογίας ή της διαφορετικής «φύσης» της γυναίκας χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια από τα
κέντρα λήψης αποφάσεων διαφόρων κοινωνικών ιδρυμάτων, προκειμένου να περιορίσει τη
γυναίκα στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας ή να την αποτρέψει από τη μόρφωση και τη
μισθωτή απασχόληση - παράγοντες οι οποίοι θα συνέτειναν στην απελευθέρωση και στην
ανεξαρτησία της. Το ρεπερτόριο της βιολογικής διάκρισης χρησιμοποιήθηκε από τις γυναίκες
όλων των ομάδων, ανεξάρτητα δηλαδή από ακαδημαϊκές και επαγγελματικές κατευθύνσεις,
κυρίως όμως από τις γυναίκες που ασκούν παραδοσιακά «ανδρικά» επαγγέλματα, τα οποία
θεωρούνται περισσότερο αταίριαστα με τη φύση ή τις ικανότητες των γυναικών.

226
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Για παράδειγμα, στα παρακάτω αποσπάσματα, οι γυναίκες δικηγόροι αναφέρονται σε


έμφυτες διαφορές της προσωπικότητας, της ανάπτυξης και των ικανοτήτων ανάμεσα σε
άνδρες και γυναίκες, γεγονός που αποτρέπει τις γυναίκες μακροπρόθεσμα από την
επιτυχημένη άσκηση του επαγγέλματος:

Εύα (δικηγόρος): Και μην ξεχνάμε ότι, τουλάχιστον υπάρχει μια κάποια διαφορά όσον αφορά (..) την ψυχολογική
και την συναισθηματική ωριμότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών . . . Σίγουρα, πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι
περισσότερο ώριμες και συνειδητοποιημένες στην ζωή, εν γένει, συγκριτικά με τους άνδρες . . . πιστεύω ότι από
μικρές, τουλάχιστον εγώ την είχα αυτήν την αίσθηση (..) μονίμως ξεχωρίζαμε. Έστω κι εμφανισιακά αν θέλετε, που
ωριμάζαμε πιο γρήγορα και όταν μας κοιτούσαν οι άνδρες αισθανόμασταν άσχημα, κακά τα ψέματα, ώσπου να
ξεπεράσουμε πέντε πράγματα.

Μαρία (δικηγόρος): . . . το αν κάποιος μου φερθεί άσχημα ή μου μιλήσει άσχημα, επειδή είμαι γυναίκα ή δε δεχθεί
να με πληρώσει επειδή είμαι γυναίκα, θα αισθανθώ άσχημα, φυσικά. Φυσικά και θα αισθανθώ άσχημα και ίσως από
χαρακτήρα δεν θα μπορέσω να του μιλήσω κι εγώ άσχημα. Εκεί είναι το πρόβλημα μου, γι' αυτό πολλές φορές
αναρωτιέμαι μήπως δεν ταιριάζω με την δικηγορία, γιατί πρέπει να έχεις θράσος και λίγο λόγο και να τα λες έξω από
τα δόντια. Εγώ έχω, κάτι να πάω να πω, αμέσως νιώθω, κοκκινίζω, βουρκώνω και δεν μπορώ να πω τίποτα. Σ' αυτό
είμαι σίγουρη. Οπότε καλύτερα να περιορίσω (γελάει) το επάγγελμα & ένα επίπεδο . . .

Εύα (δικηγόρος): . . . και απ' ότι έβλεπα όσο ήμουν ασκούμενη (..) και που συζητάω . . . λίγες είναι αυτές που
ασχολούνται, άνω την ηλικία των 40, καθημερινά με (..) πραγματικά μαχόμενες δικηγορίνες πολύ λίγες (..) κι ακόμα
λιγότερες παιδιά, άνω των 50, ήταν μετρημένες στα δάκτυλα, μετρημένες στα δάκτυλα . . . και αν παρατηρήσετε
τουλάχιστον εμφανισιακά, είναι οι χοντρές οι ζαρωμένες οι ρυτιδιασμένες χωρίς να χάνουν τίποτα οι γυναίκες ως
προσωπικότητες προς Θεού, απλά πιστεύω, ότι είναι τέτοιες οι απαιτήσεις του επαγγέλματος με το άγχος το
καθημερινό και αν προσθέσουμε και την οικογένεια και τα οικογενειακά βάρη (..) τουλάχιστον, εμφανισιακά φαίνονται
οι γυναίκες ότι μειονεκτούν, εμφανέστατα.

Βάσω (δικηγόρος): Κι εγώ, το 'χω συναντήσει αυτό, γιατί τυχαίνει, οι γονείς μου να είναι δικηγόροι, να είναι και
στον ίδιο χώρο, σε διπλανά γραφεία και ας πούμε για πιο εύκολες υποθέσεις θα 'ρθουν στην μαμά μου, πιο εύκολες
όταν λέμε, εννοούμε (γελάει) μία έρευνα στα υποθηκοφυλακεία ας πούμε.

Εξάλλου, η απόρριψη ή η αμφισβήτηση των «άλλων» εξαιτίας του φύλου τους, χωρίς
καμία άλλη δικαιολογία, είναι κάτι που οι γυναίκες θεωρούν δεδομένο, σε οποιονδήποτε
επαγγελματικό χώρο, τόσο από τους αποδέκτες των υπηρεσιών, όσο και από τους ίδιους τους
συναδέλφους. Πα παράδειγμα, στα αποσπάσματα που ακολουθούν μία γυναίκα ψυχολόγος
και μία γυναίκα γιατρός αναφέρουν περιστατικά υποτίμησης του επαγγελματικού τους κύρους
αποκλειστικά λόγω φύλου ή ηλικίας.

Άννα (ψυχολόγος): . . . εγώ είχα και την εμπειρία μίας αρνητικής αντιμετώπισης από τους άνδρες που ερχόταν να
ζητήσουν ψυχολογική βοήθεια, σαν πελάτες (..) εγώ δούλευα σε ένα θεραπευτικό χώρο, όπου υπήρχαν πάρα πολλοί
άνδρες και όπου υπήρχε μία φοβερή αμφισβήτηση απέναντι στις γυναίκες. Επίσης απέναντι μου, όταν διαπίστωναν
ότι ένα κοριτσάκι (..) γιατί ακουγόταν και αυτό (..) «να με κάνει εμένα ένα κοριτσάκι ότι θέλει», τους φαινόταν
απαράδεκτο και δεν άλλαζε βέβαια, σε σπάνιες περιπτώσεις άλλαζε.

227
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Εύη (γιατρός): Εμένα από προσωπική μου πείρα η αντίθεση ήταν πιο έντονη όχι τόσο . . . από τους ασθενείς, η
αντιμετώπιση, όσο από τους συναδέρφους τους άνδρες (..) οι οποίοι ορισμένοι χαρακτηριστικοί τύποι (..) που έτσι
προσπαθούσαν να πούνε ξέρω \ω (..) πήγαινε πιο πέρα εσύ (..) άσε θα το κάνω εγώ ας πούμε, ήθελαν να σου
δώσουν μια δεύτερη (..) ένα δεύτερο ρόλο (..) ίσως σε μερικούς που τους κακοφαίνεται η (..) το να παίρνει έντονη
πρωτοβουλία μια γυναίκα σε μερικούς τους οποίους τους θεωρώ κομπλεξικούς (γελάει).

Επίσης, η ικανότητα της γυναίκας για αναπαραγωγή και η ταυτόχρονη απουσία των
απαραίτητων «ανδρικών» χαρακτηριστικών για τη δουλειά, φαίνεται ότι επηρεάζει σημαντικά
και τους ίδιους τους εργοδότες, οι οποίοι άλλοτε προσπαθούν να αποφύγουν εντελώς την
πρόσληψη γυναικών και άλλοτε προσπαθούν να δικαιολογήσουν την παρουσία των γυναικών
στο χώρο του επαγγέλματος.

Μαρία (γυμνάστρια): Επηρεάζει σίγουρα (το γεγονός ότι είμαστε γυναίκες). Αυτό που λέει ο καθηγητής μου
συνέχεια, μας φωνάζει επειδή μια κοπέλα έμεινε έγκυος και κάποια δουλειά δεν μπόρεσε να την τελειώσει, μας
φωνάζει συνέχεια «εσείς οι γυναίκες που δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε τίποτα, μη μείνετε έγκυες και τέτοια»
. . . εντάξει (..) μας βλέπουνε (..) συζητούσαμε με κάποιο παιδί κατά πόσο επηρεάζει που είμαστε γυναίκες, στο χώρο
που είμαστε και μας βλέπουνε με διαφορετικό μάτι, όσο και να λένε ότι υπάρχει αυτή η ισότητα, μας βλέπουνε με
διαφορετικό μάτι όλοι . . . Και πριν λέγαμε κάτι, αν οι γυναίκες αντιμετωπίζουνε πρόβλημα στη δουλειά τους, τώρα
μου ήρθε στο νου το πώς εκεί που δουλεύω στην Ακαδημία, στη Δημοτική επιχείρηση το πώς με (..) αντιμετωπίσανε
όταν ήμουν η μόνη κοπέλα, ήταν σα να (..) και από τη Διοίκηση, στους γονείς που φέρνουν τα παιδιά τους για
προπόνηση, στην αρχή σα να με δικαιολογούσαν (..) «να έχουμε και τη Μαρία αν έρθουν κοριτσάκια» . . . αν θα
μαζευτούνε κοριτσάκια να έχουμε και μια γυναικεία παρουσία . . . μου χτυπούσε πολύ άσχημα.

Άννα-Μαρία (χημικός): Εγώ θα έλεγα ότι το έχω νιώσει όντως, να με αντιμετωπίζουν μειονεκτικά. Πριν ξεκινήσω
εδώ πέρα την δουλειά, το μεταπτυχιακό δηλαδή, είχα ψάξει έξω στην αγορά εργασίας και είχα πολλές αρνητικές
απαντήσεις καθαρά και μόνο, χωρίς να δούνε ούτε βαθμό πτυχίου, ούτε ξένες γλώσσες ούτε άλλα προσόντα,
απόρριψη μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα. Κι αυτό φυσικά, μ' έκανε να αισθανθώ όχι μόνο σκουπίδι αλλά κι εγώ
δεν ξέρω τ ι . . . Και μάλιστα, ρώτησα, ζήτησα κι εξηγήσεις και μου απάντησαν ότι η φύση της εργασίας είναι τέτοια
ώστε θεωρούμε ότι μια γυναίκα δεν θα μπορούσε να την κάνει και λεω, «μα καλά συγγνώμη χημικό δεν ζητάτε» . . .
και εμείς εδώ τι σπουδάζουμε (..) αν είναι έτσι δε θα έπρεπε να μπαίνουνε χημικοί γυναίκες μέσα στη Σχολή.

Ράνια (γεωπόνος): Από έναν φίλο μας που δουλεύει έτσι, είχε πει ότι όταν κάνανε τις αιτήσεις (τους είπαν) να
ξεχωρίσετε τις γυναίκες τις έβγαλαν τελείως από εκεί και πέρα είδαν ποιους θα πάρουν. Από εταιρεία δηλαδή έτσι
ακούσαμε . . . είναι πιο δύσπιστοι και οι γεωργοί απέναντι στις γυναίκες. Το να τους στείλεις δηλαδή μία γυναίκα
πωλήτρια για το λίπασμα είναι (..)

Δεν είναι όμως μόνον οι εργοδότες που διακρίνουν με βάση το φύλο, αλλά και οι ίδιες
οι γυναίκες, οι οποίες αισθάνονται ότι οι βιολογικές τους διαφορές σε σχέση με τους άνδρες
περιορίζουν πραγματικά την επαγγελματική τους εξέλιξη. Στα παρακάτω αποσπάσματα,
φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες έχουν εσωτερικεύσει την ιδεολογία της βιολογικής
διαφοράς ή καλύτερα την ιδεολογία της βιολογικής ανωτερότητας των ανδρών, η οποία
προσφέρει στους τελευταίους μεγαλύτερα περιθώρια και ένα «πλεονέκτημα 10 χρόνων».

Ιωάννα (παιδαγωγός): Εγώ πάντως θεωρώ ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ότι, αν η γυναίκα θέλει
να κάνει παιδί και θεωρείται σωστή ηλικία 25-30 έχει και την υποχρέωση, ας πούμε, μέσα σε εισαγωγικά να

228
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

παντρευτεί μέσα & αυτό το διάοτημα. Ενώ ο άντρας έχει πολύ μεγαλύτερο περιθώριο. Και να περιμένει να
δημιουργηθεί επαγγελματικά και να ωριμάσει και περισσότερο μέσα του και μετά να παντρευτεί. Ενώ μία γυναίκα (..)

Κία (γιατρός): Εγώ είμαι τώρα 31 χρονών και κάνω ειδικότητα και ήδη θεωρούμαι ότι έχω ξεπεράσει το όριο
ηλικίας μιας γυναίκας που θέλει να κάνει οικογένεια . . . είμαι στα όρια πάντως, παίζεται μέχρι τα 35 καλό είναι νο
έχεις κάνει και κάποιο παιδί (..) αλλά για έναν άνδρα συνομήλικο μου δες τώρα τι ανάγκη έχει να φύγει και να πάει να
καθίσει και Αμερική και δύο χρόνια και να πάει και Αγγλία για ένα χρόνο (..) και να γυρίσει στα 40 και να κάνει την
οικογένεια του (..) έχει 10 χρόνια avantage από μένα . . . Ύστερα και στατιστικά (..) οι συνάδερφοι οι οποίοι έχουν
ασχοληθεί και έχουν κάνει καριέρες και τέτοια παντρεύονται πολύ αργότερα γιατί δημιουργούν οικογένειες πολύ
αργότερα από εμάς (..) δεν έχουν πρόβλημα.

Καθώς το αρχικό στάδιο μιας καριέρας, όπου κανείς πρέπει να αφιερώσει χρόνο και
ενέργεια, συμπίπτει σης γυναίκες με τη δημιουργία οικογένειας, είναι αυτονόητο ότι οι δύο
αυτές παράλληλες δραστηριότητες μέσα και έξω από το σπίτι, προκαλούν έντονες
συγκρούσεις στις γυναίκες. Γενικότερα, εξαιτίας της βιολογικής διαφοράς ανάμεσα στα φύλα,
ορισμένα επαγγέλματα ή μια συγκεκριμένη επαγγελματική πορεία μπορεί να ταιριάζει σ' έναν
άνδρα, αλλά όχι σε μια γυναίκα, η οποία είναι παντρεμένη και έχει οικογένεια.

Γωγώ (μηχανικός): Ναι, εγώ αυτό που είπα, είναι το εξής. Ο άντρας μου, ας πούμε, θα ήθελε πάρα πολύ να έχει
μία δουλειά (όπως η δική της) που να ταξιδεύει και να είναι executive, ας πούμε, σε μία (εταιρεία) . . . εκείνος θα
ήθελε να κάνει μία τέτοια δουλειά και δεν θα 'χε κανένα πρόβλημα να την κάνει και εγώ αν το έκανε δεν θα 'χα
κανένα πρόβλημα να το κάνει. Απλώς ήδη, έχουμε φτάσει στο σημείο, να συζητάμε ότι «κοίταξε να δεις αυτό το
πράγμα ταιριάζει σε κάποιον άντρα, αλλά δε θα ταίριαζε σε μία γυναίκα» . . . και σημειωτέον ότι εγώ τα τελευταία 3
χρόνια, στην λογική αυτή . . . που έχει να κάνει με το πόσες υποχωρήσεις κάνει κάποιος, έχω μειώσει τον ρυθμό των
ταξιδιών μου πάρα πολύ, πάρα πολύ. Αλλά παρόλα αυτά . . . κι επιλέγω δουλειές έτσι ώστε, να μην έχουν πολλά
ταξίδια. Παρόλα αυτά (..) βλέπεις κι από φίλους. Φίλοι. Ανθρωποι που είναι σιην δική μας την γενιά και μου λένε
«καλά, παντρεύτηκες και μυαλό δεν έβαλες».

6.5.2.2 Το ρεπερτόριο της «διό κρίσης των ρόλων».

Το συγκεκριμένο ρεπερτόριο αναφέρεται στη διάκριση των κοινωνικών ρόλων, των


αρμοδιοτήτων και των ευθυνών ανάμεσα στα δύο φύλα, γεγονός που παρεμποδίζει με τη
σειρά του την επαγγελματική ένταξη και εξέλιξη των γυναικών. Στην περίπτωση αυτή, οι
διακρίσεις και τα προβλήματα προκύπτουν από τη διαφορετική τοποθέτηση του άνδρα και της
γυναίκας στη σφαίρα της αγοράς εργασίας και της οικογένειας αντίστοιχα. Το ρεπερτόριο της
διάκρισης των ρόλων αναφέρθηκε εξίσου, από όλες τις γυναίκες του δείγματος, καθώς
ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας ή του επαγγέλματος, η κυρίαρχη θέση της γυναίκας
είναι πάντα μέσα στην οικογένεια.
Στα αποσπάσματα που ακολουθούν, διαπιστώνεται ότι οι «άλλοι» περιμένουν από τις
γυναίκες, όπως και από τους άνδρες, να υιοθετήσουν τα πρότυπα του φυλετικού τους ρόλου
και τις κατάλληλες για το φύλο τους συμπεριφορές. Μόνον όταν κανείς συμβιβάζεται με το
ρόλο του, δηλαδή με την κοινωνική ταυτότητα του φύλου του, είναι ένας «φυσιολογικός
άνθρωπος».

229
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Αννα (ψυχολόγος): Φαίνεται αστείο, αλλά το έχω παρατηρήσει σε όλες τις σχέσεις μου ακόμη και στις φιλικές, όχι
μόνο στις ερωτικές το ότι ο άλλος περιμένει ότι σε κάποια στιγμή θα σου φύγει αυτό το πράγμα, ότι θα συμβιβαστείς
με το ρόλο σου και ότι θα γίνεις ένας φυσιολογικός άνθρωπος που θα αποδεχθείς και να μαγειρεύεις, εμένα για
παράδειγμα δε μου αρέσει καθόλου η μαγειρική, τη σιχαίνομαι, μπορεί και να μη φαω για να μη μαγειρέψω . . . ο
άλλος βέβαια περιμένει ότι εντάξει θα προσαρμοστείς σε αυτό ότι κάποτε θα σου αρέσει να μαγειρεύεις αν είναι
δυνατόν . . . περιμένουν και άλλα πράγματα από σένα και όταν ιδίως βλέπει ένας άνδρας ότι εσύ έχεις φιλοδοξίες εκεί
φ ο β ά τ α ι . . . μπροστά στις δικές σου φιλοδοξίες σα γυναίκα φοβάται πάρα πολύ (..) εγκαταλείπει.

Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω πως παίζει ρόλο κι η κοινωνία και θ' αναφερθώ & ένα παράδειγμα. Στην Ρόδο
είχαμε μία καθηγήτρια η οποία είχε τελειώσει κλινική ψυχολογία και παντρεύτηκε ένα Γάλλο. Ο Γάλλος είχε μάθει ν'
απλώνει τα ρούχα. Αυτή έπλενε, έβαζε πλυντήριο και εκείνος τ ' άπλωνε. Ξέρετε πως τον φώναζε η γειτονιά;
Φιλιππινέζα. Δηλαδή, νομίζω ότι μπορεί και το ζευγάρι σε μία φάση της ζωής του να τα βρει και ν' αγαπιούνται, αλλά
το τι ρόλο θα παίξουν και οι γονείς αυτών των ανθρώπων κι ο περίγυρος παίζει σημαντικό ρόλο.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι γυναίκες δικηγόροι του δείγματος και μια


γυμνάστρια, οι άνδρες προετοιμάζονται κυρίως για την ένταξη τους στην αγορά εργασίας, ενώ
οι γυναίκες για τη δημιουργία οικογένειας. Οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι και διακριτοί, καθώς οι
άνδρες φαίνεται ότι φέρουν πάντα το «οικονομικό βάρος» της οικογένειας, ενώ οι γυναίκες το
«βάρος της εγκυμοσύνης», συμβολικά και κυριολεκτικά.

Εύα (δικηγόρος): Εγώ πιστεύω, ότι (οι άνδρες) είναι περισσότερο αγχωμένοι όσον αφορά το επάγγελμα. Κάπου
είναι συνειδητοποιημένοι ότι (..) θα παντρευτούν μετά τα 30 σίγουρα, δεν το συζητάμε, τα άτομα που τελειώνουν
μεταπτυχιακό πάνε στρατό, δεν τους απασχολεί το θέμα της οικογένειας το πιστεύω αυτό το πράγμα, εμείς το
βλέπουμε διαφορετικά. Αν θέλετε, φέρουμε και το βάρος μίας εγκυμοσύνης είναι (..) διαφορετικοί οι ρόλοι, σίγουρα
διαφορετικοί οι ρόλοι και ξέρουνε ότι, κακά τα ψέματα, τουλάχιστον με τα ελληνικά δεδομένα, ότι είναι αυτοί που θα
φέρουνε το βασικό εισόδημα μέσα & ένα νοικοκυριό, σίγουρα τους φορτώνει περισσότερο άγχος

Βάσω (δικηγόρος): Δεν νομίζω ότι σκέφτεται & αυτήν την ηλικία την προοπτική της οικογένειας. Ή και να την
σκέφτεται δεν τον απασχολεί το τι θα κάνει σε σχέση με την οικογένεια. Εντάξει, θέλει να *χει μία κοπέλα, μία
γυναίκα να του μαγειρεύει, να του σιδερώνει, να του πλένει, ξέρω 'γω, αλλά δεν νομίζω ότι θα σκεφτεί «αμάν! κι
αυτή η καημένη, θέλει να φύγει για την δουλειά της 8 η ώρα, τι προηγείται να σιδερώσει το δικό μου πουκάμισο ή να
φύγει;». 'Ετσι πιστεύω, δεν ξέρω.

Αλεξία (δικηγόρος): Αυτό, ότι δεν το βλέπουν απλά σαν άμεσο σχέδιο . . . και μόνο το γεγονός ότι βγαίνοντας
από το στρατιωτικό ή από οτιδήποτε, από το μεταπτυχιακό και ότι πρέπει να αρχίσουνε μία δουλειά από την αρχή κι
όλα αυτά, δηλαδή, τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς. Εμείς τα βλέπουμε λίγο κάπου ότι κάποια στιγμή
θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε κάποια πράγματα, αυτοί δεν θα εγκαταλείψουν τίποτα, θα συνεχίσουν με τον
ίδιο τρόπο που θα ξεκινήσουν τα πρώτα 5 χρόνια, θα δουλεύουν για τα επόμενα 25 χρόνια, δεν θα πέσουν καθόλου
οι ρυθμοί τους. Φυσικά, δεν πρόκειται ο άντρας να κάτσει να διαβάσει το παιδάκι του στο σπίτι, αυτό είναι
υποχρέωση (των γυναικών) (..) όχι αντικειμενικά (..)

Βάσω (δικηγόρος): Ναι. Αλλά δεν σκέφτονται ότι στη δική τους οικογένεια υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος ο
οποίος θα θέλει να κάνει κάποια άλλα πράγματα. Δηλαδή, το θεωρούν δεδομένο ότι η γυναίκα τους δικηγόρος θα
κάτσει να ασχοληθεί με το παιδί κι εκείνος θα κατέβει στο γραφείο δηλαδή, δεν ξέρω. Θα ήθελα πάρα πολύ να ήταν
διαφορετικά τα πράγματα. Να πει «Θα κάτσω εγώ να κρατήσω το παιδί. Πήγαινε εσύ στο γραφείο σήμερα» . . . Στις
υπόλοιπες όμως (..) (δουλειές του σπιτιού εκτός από την ανατροφή των παιδιών), μπορεί να συνεισφέρει και ο

230
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

σύζυγος, οπότε πάλι φεύγει βάρος από την μητέρα. Εδώ μιλάμε, όμως, για περιπτώσεις ότι ούτε στο παιδί
συνεισφέρει, ούτε στο σπίτι. Απλά φέρνει ένα εισόδημα και λείπει περισσότερες ώρες.

Βίκυ (γυμνάστρια): Οι άνδρες από την πλευρά τους έχουν πάρα πολύ μεγάλο άγχος . . . δηλαδή, όλα τα παιδιά (τα
αγόρια) τα οποία κάνουνε ένα μεταπτυχιακό κτλ. έχουν τις ίδιες ανησυχίες που έχουμε εμείς . . . αλλά πολύ πιο
ενισχυμένες γιατί ο ρόλος αυτών είναι να έχουνε δουλειά και να φέρνουν χρήματα. Ενώ η γυναίκα έχει και το ( . . ) . . .

Επιπλέον, για τον άνδρα, η μισθωτή απασχόληση εκτός σπιτιού είναι απόλυτα
δικαιολογημένη, ακόμη και όταν γίνεται εις βάρος της οικογένειας του και των προσωπικών
του σχέσεων. Αντίθετα, η θέση της γυναίκας, είτε εξαιτίας της φύσης, είτε εξαιτίας της
συγκεκριμένης νοοτροπίας και των κοινωνικών παραδόσεων, είναι να βρίσκεται στο σπίτι και
να φροντίζει την οικογένεια της ανεξάρτητα από σπουδές ή καριέρα (αντίστοιχα ήταν και τα
αποτελέσματα από το ερωτηματολόγιο της πρώτης μελέτης).

Κατερίνα (γυμνάστρια): Εγώ πιστεύω ότι είναι διαφορετικά. Δηλαδή όταν ο αρραβωνιαστικός μου λείπει όλη την
ημέρα (..) ή η δουλειά του (..) φεύγει κάποιες μέρες της εβδομάδας (..) έχει δουλειά. Ενώ εγώ . . . μέχρι τα
Χριστούγεννα παρακολουθούσα ένα σεμινάριο επιδοτούμενο, είχα τις προπονήσεις κανονικά και τα Σαββατοκύριακα
και τις καθημερινές είχα την εργασία μου (για το μεταπτυχιακό), η οποία δεν τελείωνε βέβαια, γιατί δεν είχα χρόνο
και (..) αρκετό χρόνο αφιέρωνα εκεί. Η πεθερά μου (..) «δε σε βλέπαμε, σε χάσαμε» και ο αρραβωνιαστικός μου το
ίδιο, κατάλαβες; . . . Έτσι είναι. Για τους άνδρες έτσι ισχύει . . . Εγώ δουλεύω Σαββατοκύριακα και ξυπνάω Κυριακή
πρωί και ακούω διάφορα γι' αυτό το πράγμα. Γιατί σηκώνομαι Κυριακή πρωί, γιατί φεύγω Κυριακή πρωί, γιατί, γιατί
(..) λοιπόν . . . Σηκώθηκα μια μέρα Κυριακή πρωί από της πεθεράς μου το σπίτι και έρχεται και μου λέει «Αχ άφησες
τον αρραβωνιασπκό σου μόνο και έφυγες για τη δουλειά» (γέλια). Δεν το είπε η γυναίκα με κακό. Δεν την
κατηγορώ. Όμως το θεωρεί. Ενώ ο αρραβωνιαστικός μου που με αφήνει την Τρίτη το πρωί και φεύγει στη δουλειά
του δε με πειράζει. Ενώ, εγώ που τον αφήνω Κυριακή πρωί, είναι η μόνη μέρα που τον αφήνω εγώ, τις άλλες με
αφήνει αυτός.

Σοφία (γιατρός): Η γυναίκα έχει πολύ περισσότερες υπευθυνότητες από ότι ο άνδρας στην οικογένεια δηλαδή
εμείς σα γυναίκες πρέπει να είμαστε (..) να φανούμε άξιες και σαν επιστήμονες και στην οικογένεια μας και να
μεγαλώσουμε τα παιδιά μας και να είμαστε εντάξει με τον σύζυγο και να είμαστε εντάξει με το σπίτι και με τους
συγγενείς (..) ο άνδρας δεν μοιράζεται αυτές τις ευθύνες (..) θέλει περισσότερο να αφιερωθεί στην επιστήμη και (..)
βέβαια με τα παιδιά ειδικά δε θα ασχοληθεί σχεδόν καθόλου ο άνδρας (..) πολύ περισσότερο θα ασχολείται η γυναίκα.

Τόσο οι συγγενείς, όσο και οι εργοδότες προϋποθέτουν έναν καταμερισμό της


εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες έχουν την αποκλειστική
φροντίδα του σπιτιού και των παιδιών, γεγονός που περιορίζει την πρόσβαση τους στην
απασχόληση και προκαλεί έμμεσες διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες εργαζόμενες. Έμμεση
διάκριση αποτελεί οποιαδήποτε πρακτική στηρίζεται σε κριτήρια φαινομενικά ουδέτερα ή
ισότιμα, ωστόσο σΓην πράξη θέτει σε δυσμενή θέση περισσότερα άτομα του ενός φύλου
(Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, 1998). Επιπλέον, σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες,
υπάρχουν δύο αγορές εργασίας, μία κύρια και μία δευτερεύουσα. Οι επιμέρους αγορές, όπως
αναφέρει η Παυλίδου (1989), προκύπτουν από την πολιτική πρόσληψης που ακολουθούν οι
εργοδότες, οι οποίοι διακρίνουν έμμεσα ανάμεσα στους υποψήφιους εργαζόμενους, με
κριτήριο την αναμενόμενη σταθερότητα της σχέσης εργασίας, δεδομένου ότι προσπαθούν να

231
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

κρατήσουν χαμηλό το κόστος εκπαίδευσης των εργαζομένων. Έτσι, οι γυναίκες οι οποίες


υποτίθεται ότι θα διακόψουν την επαγγελματική τους απασχόληση για οικογενειακούς λόγους
(π.χ. εγκυμοσύνη, φροντίδα παιδιών, ηλικιωμένων κ.α.) αποτελούν ρίσκο για την επιχείρηση.

Άννα-Μαρϊα (χημικός): Στην γυναίκα, για ν' αναλάβει μια τέτοια θέση (διευθυντική θέση), θα θεωρηθεί δεδομένο
ότι θ' αφιερώσει λιγότερο χρόνο στην δουλειά της. Παρ' όλο που η ίδια θέλει ν' αφιερώσει χρόνο στην δουλειά της.
Αλλά οι άλλοι σκέφτονται, πριν της δώσουν αυτήν την θέση ότι θα έχει παιδί, θα πρέπει να είναι αυτή η κύρια
υπεύθυνη για την φροντίδα του παιδιού ή για την φροντίδα του σπιτιού, επομένως αν πάρει αυτή την θέση δεν θ'
αφιερώσει τον χρόνο που εμείς θέλουμε ν' αφιερώσει . . . Συγκεκριμένη περίπτωση για προϊστάμενο χημείου που θα
περνούσε από μία θέση στον πάγκο και στην συνέχεια θα εξελισσόταν σε προϊστάμενο ή προϊσταμένη. Και η αρχική
θέση ήταν ότι θέλουμε άντρα κι όχι γυναίκα. Γι' αυτούς και γι' αυτούς τους λόγους. Γιατί δεν θα μπορούσε μία
γυναίκα, θα είχε άλλες ασχολίες στο μυαλό της και να τους λες «μα όχι βρε παιδιά, εμένα μ' ενδιαφέρει αυτή η
δουλειά, δε θα έχω άλλες ασχολίες στο μυαλό μου» (..) θωρήθηκε δεδομένο.

Μαρία (χημικός): Υπάρχει ακόμη η εξής νοοτροπία. Ο άντρας ακόμη κι όταν είναι δεσμευμένος ή έχει οικογένεια,
αυτό στην εύρεση εργασίας είναι προσόν, από την άποψη ότι θα πρέπει να εξασφαλίσει τα προς το ζην σιην
οικογένεια του. Για την γυναίκα, είναι μάλλον αρνητικό. Εμένα μου έτυχε περίπτωση και ξέρω και ίδια περίπτωση
μιας φίλης μου, που ρωτηθήκαμε σε συνέντευξη αν είμαστε παντρεμένες, εννοείται ότι το ρωτάνε και αν σκοπεύουμε
σύντομα να παντρευτούμε. Κι αν το λέγαμε αυτό θα ήταν αρνητικό φυσικά, στοιχείο.

Ιωάννα (παιδαγωγός): Όσο να 'ναι (ο γάμος) σε βγάζει από τα νερά της δουλειάς σου. Μπορεί να είπα πριν ότι
θέλει 50-50 υποστήριξη ο γάμος απ' το ζευγάρι, αλλά σίγουρα από τη (..) την γυναίκα, ίσως τελικά να θέλει κάτι
περισσότερο.

Ράνια (γεωπόνος):... αν τελικά δεν μείνουμε στο Πανεπιστήμιο και ψάξουμε έξω δουλειά, κατά πάσα πιθανότητα
το διδακτορικό δε θα μετρήσει, δηλαδή σε μια ιδιωτική εταιρεία δε θα σε πάρουνε γιατί έκανες διδακτορικό (..) από
'κει και πέρα φαντάζομαι ότι κάποιος άνδρας μπορεί άνετα να πάρει τη θέση μου επειδή είναι άνδρας και επειδή ο
άλλος θα σκεφτεί αυτή είναι ανύπαντρη θα κάνει οικογένεια, θα πάρει άδειες για τοκετούς και για παιδιά κτλ. και δε
θα είναι τόσο παραγωγική όσο ο άνδρας.

Η αλλαγή της παραπάνω νοοτροπίας των εργοδοτών θεωρείται επιτακτική, καθώς


περιθωριοποιεί συστηματικά τη γυναίκα από την αγορά εργασίας. Μάλιστα, όπως
διαπιστώνεται από το παρακάτω απόσπασμα ακόμη και οι ίδιες οι γυναίκες θεωρούν τους
εαυτούς τους εργαζόμενες δεύτερης κατηγορίας και συμφωνούν με την τακτική των
εργοδοτών να τις απορρίπτουν εξαιτίας της οικογενειακής τους κατάστασης.

Ασπασία (γεωπόνος):. . . από τους συναδέρφους που έχουν ψάξει για δουλειά έξω, από τη στιγμή που δε μιλάμε
για δημόσιο . . . από 'κει και πέρα μιλάμε για κάποιες εταιρείες ιδιωτικές εταιρείες με λιπάσματα, φάρμακα κτλ. και
μιλάμε βέβαια για πωλητές οπότε κατά 99%, τι 99%, 100% προτιμούνται οι άνδρες για πωλητές γι αυτούς που θα
τους ενδιέφερε φυσικά να δουλέψουν ξέρω 'γω σε κάποιες τέτοιες εταιρείες, σίγουρα έχουμε δηλαδή έναν
ανασταλτικό παράγοντα σε ότι αφορά αυτό . . . γιατί είναι λογικό, γιατί (..) εγώ πιστεύω ότι και εγώ αν είχα κάποια
εταιρεία και εγώ δε θα έπαιρνα κάποια γυναίκα (..) είναι πολύ πιο δύσκολο το ωράριο τους κι όταν μιλάμε για πωλητή
μιλάμε τουλάχιστον για μια εβδομάδα το μήνα, δύο εβδομάδες το μήνα είσαι εκτός Θεσσαλονίκης εκτός πόλης οπότε
είναι πιο δύσκολο.

232
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Τέλος, το φύλο καθορίζει ακόμη και το είδος της εργασίας που ανατίθεται στους
εργαζόμενους ενός επαγγελματικού χώρου. Στα παρακάτω αποσπάσματα, φαίνεται ότι οι
ρόλοι που διαδραματίζει μια γυναίκα στο χώρο της οικογένειας μεταφέρονται στο χώρο της
μισθωτής εργασίας, προσδιορίζοντας ανάλογα την επαγγελματική της ταυτότητα. Σε μια
έρευνα με γυναίκες επαγγελματίες μηχανικούς από την Αγγλία και την Αμερική, διαπιστώθηκε
ότι παρά τα πλεονεκτήματα της θέσης τους, οι γυναίκες αυτές βιώνουν ένα σωρό
προβλήματα, καθώς προσπαθούν να επικρατήσουν σε έναν επαγγελματικό τομέα
παραδοσιακά ανδροκρατούμενο (Carter & Kirkup, 1990). Έτσι, οι γυναίκες μηχανικοί
διαπιστώνουν σταδιακά ότι στο εργασιακό περιβάλλον, σε αντίθεση με το εκπαιδευτικό
περιβάλλον των σπουδών τους, το φύλο τους επηρεάζει σημαντικά τις σχέσεις τους με
συναδέλφους, με προϊσταμένους και με το είδος της δουλειάς που τους αναθέτουν.

Τζούλια (παιδαγωγός): . . . και στα «SOFIS» είχα δουλέψει, διαφορετική αντιμετώπιση είχαν τ ' αγόρια που
δούλευαν και διαφορετική οι κοπέλες. Όχι μόνο το πως σε βλέπανε, αλλά και τι δουλειά σου δίνανε να κάνεις. Και
την πιο πολύ δουλειά την δίνανε πάντα στην γυναίκα. Κι αν έρθουμε τώρα στο επάγγελμα μας και διοριστούμε
κανονικά, πάλι μέσα στον σύλλογο των καθηγητών (..) αυτά τα ξέρω περισσότερο απ' την μητέρα μου, που τ'
ακούω. Στο συμβούλιο, ακόμη σήμερα, αλλιώς θα είσαι (..) θα επικρατήσει η γνώμη ενός άντρα, θα ισχύσει, απ' ότι
μιας γυναίκας. Δεν είναι τόσο ωραία (..) ρομαντικά (..) τόσο καλά τα πράγματα ώστε πια η γυναίκα να έχει λόγο και
ν' ακούγεται ο λόγος της. Και συνήθως οι άντρες είναι διευθυντές. Πόσες γυναίκες διευθύντριες έχουμε δει;

Δώρα (μηχανικός): . . . Αυτό που μ' ενοχλεί εμένα είναι ότι (..) σαν γυναίκα μηχανικό όταν βγαίνεις στην «πιάτσα»
για να βρεις δουλειά σε προτιμάνε για θέσεις δεύτερες. Δηλαδή, θα κάνεις ξέρω 'γω, τους καφέδες. Ή πήραμε
πολιτικό-μηχανικό, μας κάνει κι ένα σχέδιο που και που, όποτε θα υπάρξει ανάγκη, αλλά για καφέδες, για κοινωνικές
επαφές, δημόσιες σχέσεις και χίλια δυο. Αυτό εμένα μου την δίνει. Δηλαδή, θα πρέπει ν" αποδείξεις την α^α σου,
πολύ πιο (..) επίπονα από έναν άντρα στην ίδια θέση. Δεν θα τον πάρουν τον άντρα για να κάνει (..) ούτε να
καθαρίζει, ούτε να πλύνει, ούτε να κάνει καφέδες. Αυτό εμένα μου την δίνει.

Βίλυ (μηχανικός): Αυτό που θέλω να πω, είναι (..) στις προηγούμενες εταιρείες που είχα πάει ήταν όλες
κατασκευαστικές, που πήγα να δουλέψω. Εκεί πέρα ήταν πολύ δύσκολο να είσαι γυναίκα. Δηλαδή, ενάμισι χρόνο
δεν με βγάλανε ποτέ έξω . . . δεν υπήρχε πιθανότητα να με βγάλουν έξω μόνο και μόνο γιατί είμαι γυναίκα. Και τα
λεφτά, κακά τα ψέματα, στην κατασκευή είναι άμα βγεις έξω στο εργοτάξιο. Μετά κι εγώ το έχω ζήσει κι αυτό, που
λέει η Δώρα, «μηχανικός, μηχανικός αλλά κάνε κι έναν καφέ». Ενώ αν ήταν συμφοιτητής μου & εκείνη την θέση
δεν θα έκανε καφέ . . . Τα προβλήματα που είχα εγώ μέχρι τώρα γιατί ήμουν γυναίκα-μηχανικός ήταν μέσα στις
εταιρείες. Δηλαδή, οι γυναίκες οι άλλες ήταν είτε σχεδιάστριες είτε γραμματείς σε μισούσαν επειδή είσαι μηχανικός
οι άλλοι μηχανικοί σε μισούσαν επειδή είσαι γυναίκα και ήταν πάρα πολύ εμφανές αυτό και μου δυσκόλευε πολύ την
ζωή.

6.5.2.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της διαφοράς.


Χρησιμοποιώντας επομένως τα δύο ρεπερτόρια της διαφοράς, οι γυναίκες
προσπαθούν να ερμηνεύσουν τις δυσκολίες και τις διακρίσεις που υφίστανται στην αγορά
εργασίας, παρά τις εκτεταμένες νομοθετικές ρυθμίσεις για την προώθηση της ισότητας στον
εργασιακό χώρο ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Άλλωστε, η ιδεολογία της διαφοράς
ανάμεσα στα φύλα, είτε πρόκειται για βιολογικές είτε για επίκτητες διαφορές αποτελεί έναν

233
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

«λόγο» αρκετά διαδεδομένο, τόσο στους κόλπους της επιστήμης, όσο και στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης των δυτικών κοινωνιών. Όπως διαπιστώθηκε στο Ιο κεφάλαιο, τα περισσότερα
μοντέλα και οι θεωρίες της ταυτότητας του φύλου ενισχύουν και υπογραμμίζουν τις διαφορές
ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με αρνητικά ωστόσο αποτελέσματα στην ευρύτερη κοινή
γνώμη και στην προσωπική ή επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών (James, 1997; Lott, 1990).
Συγκεκριμένα, η ιδεολογία της διαφοράς αναπαράγει διπολικά αντίθετα (όπως,
συναίσθημα-λογική, εξάρτηση-ανεξαρτησία, φύση-πολιτισμός κοκ), τα οποία ερμηνεύονται όχι
ως απλές διαφορές, αλλά ως ανισότητες ανάμεσα στα φύλα. Η σύγκριση γίνεται πάντα με
πρότυπο τα ανδρικά χαρακτηριστικά και τις ανδρικές συμπεριφορές, από τις οποίες οι γυναίκες
είτε παρεκκλίνουν, είτε προσπαθούν να προσεγγίσουν. Έτσι, οι παραπάνω αντιθέσεις και
διαφορές αναπαράγουν τελικά σχέσεις ανωτερότητας και κατωτερότητας, δηλαδή σχέσεις
εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Αυτή ακριβώς ήταν και η άποψη της Miller (1986), η οποία
ισχυρίστηκε ότι σε ένα πατριαρχικό πλαίσιο, οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα
μεταφράζεται ιεραρχικά ως ανισότητα, η οποία μάλιστα θεωρείται μόνιμη, ενώ οι συνέπειες
της παραπάνω κατάστασης είναι καταστροφικές και για τα δύο φύλα (βλ. κεφάλαιο 1).
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα παρακάτω αποσπάσματα, η διαφορά ανάμεσα στα
φύλα όντως μεταφράζεται ως ανισότητα, με άμεσες συνέπειες στην επαγγελματική εξέλιξη
των γυναικών, στις αμοιβές τους, στο είδος της εργασίας που εκτελούν και στην αντιμετώπιση
τους από συναδέλφους ή το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Εύα (δικηγόρος): Σίγουρα. Στο επάγγελμα τουλάχιστον, του δικηγόρου καθημερινά, καθημερινά αισθάνεσαι ότι
(..) μειώνεσαι (φαίνεται ν' αμφιβάλλει για την λέξη), οι άλλοι & αντιμετωπίζουν διαφορετικά, επειδή είσαι γυναίκα όσο
κι αν δεν φ α ί ν ε τ α ι . . . Κι από κει και πέρα σίγουρα η αντιμετώπιση τους από τους άντρες είναι διαφορετική. Και στο
θέμα της αμοιβής, πρωτίστως, και έναντι των συναδέλφων (..) έναντι των πελατών φυσικό αλλά και (..) έναντι των
συναδέλφων...

Μαρία (γυμνάστρια): . . . το γήπεδο είναι ανοιχτό, είναι δίπλα στο κλειστό, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά, που
χωρίς να έχουν σχέση με το σύλλογο, να έρχονται να παίζουν και παιδιά και πιο μεγάλοι. Και μπαίνοντας, στην αρχή
τουλάχιστον με την ομάδα, μέσα δε φεύγανε από το γήπεδο. Τους έλεγα «παιδιά σας παρακαλώ φύγετε έχουμε
προπόνηση», «σιγά που θα κάνετε προπόνηση» και τέτοια. Αν ήταν κάποιος άνδρας (..) και αναγκαζόμουν εγώ να
φωνάζω το φύλακα από μέσα για να τους βγάζει. Τώρα υπάρχει κάποιο διάστημα που το μάθανε και ξέρουν ότι θα
βγούνε και να μην το κάνουν για μένα θα έρθει ο φύλακας να τους βγάλει.

Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι, μπορεί να είμαστε όλοι στην επετηρίδα και άντρες και γυναίκες, ως προς το αν
πούμε να διοριστούμε, αλλά αν βγούμε έξω σ" ένα φροντιστήριο νομίζω ότι, διαφορετική αντιμετώπιση θα έχει ένας
άντρας απ' ότι μία γυναίκα. Τον άντρα τον σέβονται, γενικότερα, περισσότερο. Σ' οποιονδήποτε εργασιακό χώρο.

Σοφία (γιατρός): Αρχικά βέβαια μέχρι να καταβάλεις προσπάθεια και μέχρι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη σίγουρα
προτιμούν τους άνδρες και στην αντιμετώπιση όχι από συναδέρφους αλλά από τους αρρώστους, δηλαδή αυτό το
κοριτσάκι ή η κοπελίτσα ή με το μικρό το όνομα, χωρίς να τους έχεις δώσει το δικαίωμα, αυτό δεν πιστεύω ότι το
κάνουνε στους συναδέρφους που είναι και λίγο έτσι ψηλοί και εύσωμοι και μας βλέπουν εμάς κιόλας που
μικροδείχνουμε (..) δηλαδή, καταλαβαίνω ότι πολλές φορές αναγκάζομαι να φερθώ πάρα πολύ ψυχρά (..) για να σου

234
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

μιλήσουν με κάποιο σεβασμό και σου λεω ότι δεν τους δίνουμε το δικαίωμα να πω ότι τους έχω δώσει τον αέρα να
μου μιλήσουν έτσι.

Βίλυ (μηχανικός): Δηλαδή, μέσα & αυτόν τον χώρο δεν νιώθω διαφορά που είμαι γυναίκα. Ενώ σε άλλες δουλειές
μου έτυχε να το νιώσω. Και πολύ άσχημα κιόλας. Κι όχι μόνο γυναίκα αλλά και νέα γυναίκα. Αυτό ήταν το
χειρότερο. Το να είσαι νέος μηχανικός (..) στην προηγούμενη εταιρία που ήμουν, μία πολύ μεγάλη κατασκευαστική
εταιρία, με μισούσαν όλοι. Ήμουν ευτυχώς με μία καλή μου φίλη που ήμασταν ίδια ηλικία, μας μισούσαν όλοι. Και
σου λεω, οι γυναίκες, επειδή ήμασταν μηχανικοί, οι άντρες, επειδή ήμασταν γυναίκες κι όλοι μαζ) επειδή ήμασταν
νέες. Ήταν πολύ άσχημο αυτό.

Εκτός από τα ρεπερτόρια της διαφοράς, τα οποία ουσιαστικά δικαιολογούν τις


διακρίσεις στην αγορά εργασίας οι γυναίκες υιοθετούν γλωσσικά ρεπερτόρια με τα οποία
αντιστέκονται είτε ενεργητικά, είτε παθητικά σιην ανισότητα του φύλου. Στην επόμενη
ενότητα, παρουσιάζονται τα ρεπερτόρια της αντίστασης που χρησιμοποιούν οι γυναίκες,
προκειμένου να ισορροπήσουν με μια σκληρή πραγματικότητα που διακρίνει ενάντια στο
φύλο τους, να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους και να ανταγωνιστούν ισότιμα με τους
άνδρες συναδέλφους τους στην αγορά εργασίας.

6.5.3 Τα ρεπερτόρια της αντί στάσης στις διακρίσεις φύλου.


Οι διακρίσεις φύλου στην αγορά εργασίας είναι εμφανείς σε όλα τα επίπεδα και σε
όλες τις δουλειές. Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις ανέφεραν, όπως
διαπιστώθηκε ήδη, πολλά περιστατικά διάκρισης και ανισοτήτων εις βάρος τους, τα οποία
ωστόσο, άλλοτε δικαιολογούν με βάση τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα και άλλοτε
με βάση τις διαφορές στους κοινωνικούς ρόλους που καλούνται να διαδραματίσουν τα δύο
φύλα. Οι γυναίκες παρ' όλα αυτά αντιλαμβάνονται την άδικη συμπεριφορά των εργοδοτών
και των συναδέλφων τους και γενικότερα τις ανδρικές δομές ή τις δομές ανισότητας που
επικρατούν στον εργασιακό χώρο. Συγκεκριμένα, αναφέρονται σε περιστατικά έλλειψης
σεβασμού και εμπιστοσύνης, απόρριψης, διπλάσιας προσπάθειας εκ μέρους τους για να
αποδείξουν την αξία τους, ακόμη και σε περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης. Όσο πιο
απαιτητική είναι η θέση εργασίας, τόσο δυσκολότερες γίνονται και οι συνθήκες εργασίας για
τις γυναίκες ή όσο πιο ανδροκρατούμενος είναι ένας χώρος εργασίας, τόσο περισσότερη
προκατάληψη υπάρχει απέναντι στις γυναίκες.
Η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει ότι το κράτος στο όνομα της ανάπτυξης της
οικονομίας, αντί να αλλάξει την αντίληψη για τις εργασιακές σχέσεις και του τρόπου εργασίας,
προσπαθεί να δίνεται από όλους, ανεξαρτήτως φύλου, προτεραιότητα στην εργασία απέναντι
στην ιδιωτική ζωή (Αυδή-Καλκάνη, 1989; Κραβαρίτου 1991α; Κραβαρίτου 1991β). Με τον
τρόπο αυτό περιορίζει κεκτημένα δικαιώματα των γυναικών αντί να τα προσφέρει και στους
άνδρες, επιφέροντας έτσι την ισότητα προς τα κάτω. Όσο η παραπάνω διαδικασία
συνεχίζεται, όσο δηλαδή ο στόχος είναι η πλήρης ένταξη των γυναικών στην παραγωγή, πάνω
στο πρότυπο της πλήρους εκμετάλλευσης των ανδρών, τόσο η εφαρμογή της ισότητας θα

235
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

γίνεται προς τα κάτω. Επομένως, το εργατικό δίκαιο αποτελεί τον κύριο μοχλό για τη
διατήρηση της κερδοφόρας ανισότητας στον τομέα της εργασίας, αποπνέοντας τελικά έναν
σεξιστικό χαρακτήρα.
Σημαντικό είναι εξάλλου το γεγονός ότι το 10,7% των ανέργων έχει πτυχίο Ανώτατου
Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΑΕΙ), το 8,3% πτυχίο Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος
(TEI), το 3% φοίτησε σε κάποια ανώτατη σχολή και το 0,2% έχει μεταπτυχιακές σπουδές
(Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1998). Επίσης, στο σύνολο των ανέργων το 57,4% είναι
γυναίκες, από τις οποίες το 10,2% είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1998).
Τέλος, το 58,5% των ανέργων γυναικών αποτελείται από νεοεισερχόμενες στην αγορά
εργασίας, οι οποίες δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία, ενώ για τις γυναίκες οι οποίες κατέχουν
υψηλές θέσεις εργασίας, δεν είναι δυνατό να παρουσιασθούν με αριθμούς οι διακρίσεις εις
βάρος τους (Πετράκη-Κώττη, 1998). Από την άλλη, υπάρχει μια σημαντική σχέση ανάδεσα
στο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και στη γενική κατάσταση της
οικονομίας. Γενικότερα, όταν υπάρχει οικονομική ύφεση, γίνεται μεγάλη υποεκτίμηση της
ανεργίας των γυναικών και συγχρόνως παρουσιάζεται μειωμένος ο συντελεστής συμμετοχής
τους στο εργατικό δυναμικό (Πετράκη-Κώττη, 1998). Φαίνεται ότι οι γυναίκες πλήττονται
ιδιαίτερα από τη γενική ανεργία, είναι πολύ πιο δύσκολο να βρουν δουλειά, ενώ σταδιακά
αποθαρρύνονται και μένουν έξω από την αγορά εργασίας. Πράγματι, σε όλες τις χώρες η
απασχόληση των γυναικών παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία στις τεχνολογικές, οικονομικές
και κοινωνικές μεταβολές.

Τα ρεπερτόρια με τα οποία οι γυναίκες προσπαθούν να ερμηνεύσουν και ενδεχομένως


να αντισταθούν στην παραπάνω κατάσταση, είναι τα εξής: το ρεπερτόριο της «άρνησης»/ το
ρεπερτόριο της «επίγνωσης» και το ρεπερτόριο της «ανημποριάς».

6.5.3.1 Το ρεπερτόριο τ η ς « ά ρ ν η σ η ς » .

Το ρεπερτόριο της «άρνησης» αποτελεί ουσιαστικά μια παθητική αντίσταση εκ


μέρους των γυναικών στις διακρίσεις φύλου, με το πρόσχημα ότι οι ίδιες προσωπικά δεν
έχουν αντιμετωπίσει τις διακρίσεις αυτές, οπότε και δεν γνωρίζουν αν πραγματικά υφίστανται.
Στην πραγματικότητα τις αγνοούν, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα, σε μια
προσπάθεια να μην αποθαρρύνουν τον εαυτό τους από την αρχή της σταδιοδρομίας τους.

Λίντα (χημικός}: Δεν το έχω νιώσει (τη διάκριση ενάντια στη γυναίκα στην αγορά εργασίας). Αλλά δεν έχω ψάξει
(..) πολλές φορές για δουλειά. Δηλαδή, έτυχε να δουλέψω ένα-δύο καλοκαίρια, αλλά ήμουνα μέσα σε χημείο που
είχα πάει σαν εκπαίδευση καλοκαιρινή και δεν αντιμετώπισα τέτοιο πρόβλημα. Τώρα έξω, αν πάω να δουλέψω & ένα
φροντιστήριο ή κάπου αλλού και έχω ακούσει από άλλους, ότι είναι πιο δύσκολο να σε προσλάβουνε όταν είσαι
κοπέλα, παρά όταν είσαι αγόρι γιατί δεν μπορείς να επιβληθείς εύκολα, δεν το έχω νιώσει εγώ. Δεν έχω προσωπική
εμπειρία τέτοια.

Χαρακτηριστικό είναι στο απόσπασμα που ακολουθεί, το παράδειγμα της απόλυτης


άρνησης στις διακρίσεις φύλου από μια γυναίκα χημικό, η οποία παρότι προκαλείται ανοιχτά

236
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

από την ερευνήτρια και από τη συνάδελφο της, αρνείται να παραδεχθεί ότι η διάκριση στην
αγορά εργασίας είναι καθαρά θέμα φύλου και όχι ηλικίας ή ειδικότητας.

Μαρία (χημικός): Σ' αυτό που είπες τώρα περί φροντιστηρίου κι εύρεσης εργασίας για μας είναι θέμα ειδικότητας.
Δεν είναι θέμα φύλου περισσότερο. Δηλαδή, στην δική μας ειδικότητα προτιμούν άντρες. Αυτό είναι γνωστό. Είτε σε
φροντιστήρια ή οπουδήποτε.

Γιατί;

Μαρία (χημικός): Γιατί πιστεύουν ότι και από πλευράς επιβολής στο χώρο [μας (..)

[Δεν κατάλαβα πως είναι θέμα ειδικότητας;

Μαρία (χημικός): Σαν χημικοί (..) είναι η φύση της δουλειάς υποτίθεται ότι [είναι (..)

[Τότε είναι θέμα φύλου.

Μαρία (χημικός): Ναι. Σ' αυτήν την δουλειά, όμως, όχι γενικά. Μόνο σ" αυτήν την ειδικότητα.

Άννα-Μαρία (χημικός): Εγώ θα έλεγα ότι το έχω νιώσει όντως να με αντιμετωπίζουν μειονεκτικά. Πριν ξεκινήσω
εδώ πέρα την δουλειά, το μεταπτυχιακό δηλαδή, είχα ψάξει έξω στην αγορά εργασίας και είχα πολλές αρνητικές
απαντήσεις καθαρά και μόνο, χωρίς να δούνε ούτε βαθμό πτυχίου, ούτε ξένες γλώσσες ούτε άλλα προσόντα,
απόρριψη μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα. Κι αυτό φυσικά, μ' έκανε να αισθανθώ όχι μόνο σκουπίδι αλλά κι εγώ
δεν ξέρω τι.

Μαρία (χημικός): Τέλος πάντων, ο" αυτό το θέμα, επειδή και μένα μου συνέβη πιστεύω ότι ήταν πιο πολύ θέμα
ηλικίας.

Άννα-Μαρία (χημικός): Όχι ήταν θέμα φύλου, καθαρά. Και μάλιστα, ρώτησα, ζήτησα κι εξηγήσεις και μου
απάντησαν ότι η φύση της εργασίας είναι τέτοια ώστε θεωρούμε ότι μια γυναίκα δεν θα μπορούσε να την κάνει και
λεω, «μα καλά συγγνώμη χημικό δεν ζητάτε» . . . και εμείς εδώ τι σπουδάζουμε (..) αν είναι έτσι δε θα έπρεπε να
μπαίνουνε χημικοί γυναίκες μέσα στη Σχολή.

Παρόμοια, μια γυναίκα παιδαγωγός καθώς συζητά με τη συνάδελφο της, η οποία


παραπονιέται για την άνιση μεταχείριση των γυναικών στον εκπαιδευτικό κλάδο, έχει ανάγκη
από «χειροπιαστό» παράδειγμα προκειμένου να πειστεί.

Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι, μπορεί να είμαστε όλοι στην επετηρίδα και άντρες και γυναίκες ως προς το αν
πούμε να διοριστούμε, αλλά αν βγούμε έξω & ένα φροντιστήριο νομίζω ότι διαφορετική αντιμετώπιση θα έχει ένας
άντρας απ' ότι μία γυναίκα. Τον άντρα τον σέβονται, γενικότερα, περισσότερο. Σ' οποιονδήποτε εργασιακό χώρο.

Σοφία (παιδαγωγός): Δεν έχεις όμως (..) έτσι παράδειγμα χειροπιαστό.

Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι τόσο το Κοινοτικό Δίκαιο όσο και το Σύνταγμα της
Ελλάδας απαγορεύουν τις άμεσες και έμμεσες διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ότι
αφορά την αμοιβή, την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση, τις

237
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

συνθήκες εργασίας, τις προαγωγές, την απόλυση και την κοινωνική ασφάλιση (Κουκούλη-
Σπηλιωτοπούλου, 1998). Ωστόσο, τόσο οι άμεσες όσο και οι έμμεσες διακρίσεις συνεχίζονται
στην πράξη αλλά και σε νόμους, συλλογικές συμβάσεις και δικαστικές αποφάσεις. Παρότι οι
άμεσες διακρίσεις έχουν μειωθεί σημαντικά, ιδίως στους νόμους και στις συλλογικές
συμβάσεις, οι έμμεσες διακρίσεις δεν έχουν ερευνηθεί καθόλου, ούτε αντιμετωπίζονται από τα
αρμόδια πολιτειακά όργανα ή τους ίδιους τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους. Από την
άλλη, οι προσφυγές στα δικαστήρια είναι ελάχιστες και οι γυναίκες φοβούνται να διεκδικήσουν
τα δικαιώματα τους. Οι ερευνήτριες επισημαίνουν την επιτακτική ανάγκη αλλαγής της
νοοτροπίας στον εργασιακό χώρο και όχι μόνον στους νόμους, έτσι ώστε οι γυναίκες να μην
θεωρούνται και να μη θεωρούν οι ίδιες τον εαυτό τους εργαζόμενες δεύτερης κατηγορίας.
Όπως διαπιστώνεται από τα παρακάτω αποσπάσματα, οι γυναίκες μπορούν να βρουν
πολλές δικαιολογίες, προκειμένου να αρνηθούν την ύπαρξη διακρίσεων λόγω φύλου. Για
παράδειγμα, αναφέρονται στο γεγονός ότι διακρίσεις υφίστανται μόνο σε συγκεκριμένες
θέσεις εργασίας που απαιτούν μετακινήσεις, στη φύση ή στο αντικείμενο μιας εργασίας και
τέλος στο τυχαίο γεγονός της «λάθος αναγνώρισης»:

Έφη (γεωπόνος): Είναι συγκεκριμένες οι θέσεις που ζητούν άνδρες αν είναι για πωλητής ναι γυναίκα δεν πάει, ενώ
ας πούμε για μια θέση σε ένα γραφείο για παράδειγμα, έστω manager ή κάτι άλλο σε κάποια γεωργική βιομηχανία σε
κάποιο συνεταιρισμό ναι μπορείς να μπεις άνετα, δεν υπάρχει θέμα επειδή είσαι άνδρας ή γυναίκα (..)

Κατερίνα (μηχανικός): Ήμουν τυχερή. Προσωπικά, δεν αντιμετώπισα σοβαρά προβλήματα εκτός απ' το (..) από
κάποιους πελάτες, που όντως στην αρχή σε βλέπουνε (..) «τι ήρθε τώρα αυτό να μου πει;» έτσι πως είμαι και σχετικά
(..) μικρούλα (γελάει) . . . Τέλος πάντων, ναι. Κι είναι και το αντικείμενο μου λίγο περίεργο έτσι και πρωτόφερτο
στην Ελλάδα και υπάρχει αυτό το πρόβλημα της εμπιστοσύνης στην αρχή. Θέλει αρκετή δουλειά, δηλαδή, για να
πείσεις τον άλλον ότι δεν λες μπαρούφες. Από κει και πέρα (..)

Εύη (γιατρός): Ναι συμβαίνει (..) μόνο που αυτό είναι λάθος αναγνώριση (..) αυτό δε σημαίνει όμως (..) άμα τους
πεις ότι είσαι γιατρός θα σε δουν όπως βλέπουν και έναν άνδρα δεν υπάρχει τέτοιο θέμα (..)

6.5.3.2 Το ρεπερτόριο της «επ ίγνωσης».


Το ρεπερτόριο της «επίγνωσης» σημαίνει ότι οι γυναίκες γνωρίζουν, έχουν
συνειδητοποιήσει δηλαδή το γεγονός ότι οι διακρίσεις φύλου στην αγορά εργασίας υφίστανται
σε διάφορα επίπεδα και σε όλες τις δουλειές. Το γεγονός αυτό μάλιστα απαιτεί από τις ίδιες
περισσότερη προσπάθεια, προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους και τις ικανότητες τους
όταν αυτές αμφισβητούνται συνεχώς, εξαιτίας των εδραιωμένων προκαταλήψεων και των
στερεοτύπων απέναντι στις γυναίκες εργαζόμενες, Παρόμοιες άλλωστε ήταν και οι αντιλήψεις
των ερωτηθέντων στα ερωτηματολόγια της πρώτης μελέτης, όσον αφορά στις δυσκολίες που
αντιμετωπίζουν οι γυναίκες εργαζόμενες σε σχέση με τους άνδρες. Χαρακτηριστικά είναι τα
παρακάτω αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις με τις γυναίκες κάθε ειδικότητας:

238
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Εύα (δικηγόρος): . . . από κει και πέρα, στο χέρι της καθεμίας, της κάθε μίας γυναίκας είναι ν' αποδείξει. Εγώ
τουλάχιατον, βέβαια από την μία αισθάνομαι ότι είμαι αυτό που είμαι αλλά πάντα επί καθημερινής βάσεως
αισθάνομαι ότι πρέπει ν' αποδείξω πέντε πράγματα. Το αισθάνομαι αυτό το πράγμα.

Βίκυ (γυμνάστρια): Πρέπει να αποδείξεις στο χώρο των γυναικών ειδικά, που είναι στο μπάσκετ, υποτίθεται
ανδρικό άθλημα . . . ότι είσαι καλός προπονητής

Κατερίνα (γυμνάστρια): Απλώς θέλω να πω ότι, όταν φτάσει κάπου μια γυναίκα, κάπου ψηλά, με οποιοδήποτε
τρόπο κι αν έχει φτάσει εκεί (..) πρέπει να (..) συνεχώς αποδεικνύει ότι (..) το κατέκτησε δίκαια . . . Μπορεί να
φτάσει κάπου, δε λεω με ποιο τρόπο, αλλά πρέπει να αποδεικνύει συνεχώς αυτό το πράγμα. Ενώ ένας άνδρας αν
φτάσει, δεν ξέρω με ποιο τρόπο, ίσως πιο δύσκολα, Ίσως, δε θα αποδεικνύει συνεχώς αυτό το πράγμα. Τελείωσε,
έφτασε εκεί, είναι αυτός που είναι, έχει αυτή τη θέση, οπότε δεν μπορούν να μιλήσουν.

Μάλιστα, ειδικά σε ανδροκρατούμενους χώρους όπως αυτούς των χημικών, των


γιατρών και των μηχανικών, η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σκληρή και οι γυναίκες
επαγγελματίες πρέπει συνεχώς να αποδεικνύουν την αξία τους, προκειμένου να κερδίσουν την
εμπιστοσύνη των πελατών τους και των συναδέλφων τους:

Άννα-Μαρϊα (χημικός): Παρ' όλο που έχουν αρχίσει ν' αλλάζουν αυτά τα πράγματα και ήδη μου έχουν πει, άντρες
ότι έχουν δει γυναίκες να δουλεύουν στην παραγωγή εργοστασίων πολύ (..) καλύτερα. Οι ίδιοι θεωρούσαν ότι δεν
θα μπορούσε μία γυναίκα να τα βγάλει πέρα, παρόλα αυτά είχαν παραδείγματα, αλλά για ν' αλλάξει αυτό το καθεστώς
και να γυρίσει χρειάζεται φοβερός αγώνας και νομίζω (..) εμείς συνέχεια ν' αποδεικνύουμε, πρέπει ν' αποδεικνύουμε
συνεχώς ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, ότι μπορούμε να είμαστε ισάξιες, όχι καλύτερες.

Κία (γιατρός): Ειδικά για όσες από εμάς ακολουθούν χειρουργικές ειδικότητες σαφώς και επηρεάζει (το φύλο) (..)
πάντα υπάρχει το ότι είσαι γυναίκα και όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε και όσο κι αν είμαστε μέσα &
αυτούς τους χώρους που υποτίθεται ότι δεν υπάρχουν τέτοιου είδους διαχωρισμοί, πάντα θα πρέπει να είσαι δύο
φορές καλύτερη από έναν άνδρα συνάδερφο σου για να θεωρηθείς τουλάχιστον ισάξια . . . ξέρεις είναι πολύ λεπτός ο
διαχωρισμός (..) είναι λεπτό το όριο από το να σε δουν σα γκομενίτσα ή να σε δουν σα γιατρό (..) και οι ασθενείς και
οι συνάδερφοι . . . μα εγώ δε θα ξεχάσω (..) που ήμουν (..) έκανα το αγροτικό μου στην ορθοπεδική κλινική του
νοσοκομείου Ξάνθης και είχαμε ένα τροχαίο, τον είδαμε τον εξετάσαμε τον άρρωστο πάνω κάτω, εγώ μαζί με μια
άλλη συνάδερφο στη χειρουργική που ήταν που εφημέρευε (..) και μετά ξέρω 'γω έφυγε και ξαναήρθε και λέει «ρε
παιδιά δε θα με δει κανένας γιατρός», πώς δε σε είδανε «όχι» λέει «δύο κοριτσάκια ήταν, δύο κοπελίτσες ήρθαν και
με εξέτασαν» κι αυτό είναι χαρακτηριστικό δηλαδή και αρκετές φορές (..)

Σοφία (γιατρός): Εγώ θα συμφωνήσω με την Κία (..) ίσως η Εύη δεν έχει ακόμη εμπειρία από ειδικότητα σε κλινική
(..) αλλά εγώ από τη μέχρι τώρα μου εμπειρία κατάλαβα ότι πραγματικά ειδικά στις χειρουργικές ειδικότητες όχι τόσο
σης δικές μας που ανήκουν στις παθολογικές ειδικότητες (η Σοφία ειδικεύεται στη νευρολογία), αλλά ειδικά στις
χειρουργικές ειδικότητες ο κόσμος εμπιστεύεται πιο πολύ τους άνδρες. Φυσικά αν αποδείξεις ότι είσαι άξια εκ των
υστέρων μπορεί να έχεις και περισσότερη πελατεία αλλά αρχικά (..)

Γωγώ (μηχανικός): Εγώ στην δουλειά που κάνω πιστεύω ότι επηρεάζει (το γεγονός ότι είναι γυναίκα). Δηλαδή,
επηρεάζει με δύο τρόπους. Στην αρχή διευκολύνει τα πράγματα . . . διότι είναι κάτι καινούργιο. Είναι, ξέρω 'γω, μία
γυναίκα κι έχει, ξέρω 'γω, μία υπεύθυνη θέση τέλος πάντων, έρχεται να τοποθετηθεί σε κάποια ζητήματα κι ο κόσμος
λίγο κοιτάζει και σου λέει «τι θα μας πει αυτή;», σε ακούνε, ας πούμε. Στο αμέσως επόμενο στάδιο υπάρχει η
διάθεση της απόρριψης. Τώρα ήρθε το κοριτσάκι και (..) ή ήρθε η κοπέλα και δεν πάει στο σπίτι της να κάνει τίποτα

239
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

άλλο, ας πούμε. Όπου εκεί πρέπει να φορτσάρεις. Από την στιγμή που θα φορτσάρεις και θα το καταφέρεις μετά
πρέπει να (..) σε έχουνε στο στόχαστρο με την λογική με ποιους τρόπους έφτασες εκεί που έφτασες. Πάντα για τις
γυναίκες υπάρχει η αίσθηση ότι (..) ότι μπορεί, ας πούμε, να υπάρχει η υποβοήθηση γιατί (..) δεν ξέρω τι έκανες με
ποιόν, ας πούμε. Ή σε γουστάρει ο τάδε και σε προωθεί. Ή τέτοιου είδους πράγματα τα οποία σε (..) κοίταξε εμένα
δεν με μειώνουν (..) δηλαδή, δεν με μειώνουν διότι και να τα λένε δεν μ' ενδιαφέρουν. Εκείνο που κάνουν είναι το
εξής: σε δυσκολεύουν, ενώ πιστεύεις ότι έχεις κατακτήσει πέντε πράγματα κι ότι από δω και πέρα αρχίζουν τα
πράγματα και πάνε καλά, υπάρχει κάτι. . . υπάρχει κάτι άλλο εντελώς καινούργιο που πρέπει να το αντιμετωπίσεις και
πρέπει να είσαι: πρώτον, πολύ κλειστός άνθρωπος, να μην μιλάς. Κι εγώ δεν είμαι κλειστός άνθρωπος. Πρέπει να
είσαι, ας πούμε, με συγκεκριμένο τρόπο ντυμένος για να μην σε θεωρήσουν, δεν ξέρω τι. Πρέπει να προσέχεις την
πρώτη σου επαφή όταν υπάρχουν άντρες και συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας, ας πούμε. Πρέπει να ξέρεις πως θα
δεχθείς το κομπλιμέντο και να το περιορίσεις μέχρι ένα στάδιο για να μην (..) με τον φόβο μήπως πάει παραπέρα το
κομπλιμέντο και μπορεί (..) να μην δημιουργηθούν (..) είσαι δηλαδή, συνέχεια στην τσίλια γι' αυτό το θέμα.

Ειδικά οι γυναίκες μηχανικοί έχουν εισαχθεί σε έναν ξεκάθαρα ανδρικό δημόσιο χώρο,
όπου ανταγωνίζονται με τους άνδρες στην περιοχή τους και επομένως, παρά τα
πλεονεκτήματα της θέσης τους, διαπιστώνουν ένα σωρό προβλήματα. Ενώ το εκπαιδευτικό
περιβάλλον κατά τη διάρκεια των σπουδών είναι πάντα πιο προστατευτικό, οι γυναίκες
συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι στην αγορά εργασίας το φύλο τους ενδιαφέρει τους άλλους και
ότι οι άνδρες συνάδελφοι τους μπορεί να μην τις αποδέχονται όπως νόμιζαν. Γι' αυτό και
αισθάνονται ότι πρέπει να παρουσιάσουν και να διατηρήσουν μια συγκεκριμένη και κατάλληλη
επαγγελματική εικόνα και ταυτότητα. Σε έρευνα με γυναίκες μηχανικούς διαπιστώθηκε ότι οι
γυναίκες αντιμετωπίζουν συχνά το γνωστό στερεότυπο ότι δεν μπορούν να διευθύνουν
άλλους άνδρες, εκτελούν διαφορετικές εργασίες απ' ότι οι άνδρες συνάδελφοι τους, ανέχονται
διάφορα σεξουαλικά σχόλια και βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση σε σχέση με την εικόνα
τους και τη συμπεριφορά τους, καθώς οι ικανότητες τους υπονομεύονται και αμφισβητούνται
διαρκώς (Carter & Kirkup, 1990). Το μειονέκτημα για τις γυναίκες μηχανικούς, όπως και με τα
περισσότερα επαγγέλματα, είναι το άγχος να συνδυάσουν την επαγγελματική τους ταυτότητα
με την ιδιωτική τους ζωή. Οι Carter & Kirkup (1990) ισχυρίζονται ότι το γεγονός αυτό, σε
συνδυασμό με τις διάχυτες μη υποοτηρικτικές ανδρικές αξίες του συγκεκριμένου
επαγγέλματος των μηχανικών, απαιτεί, προς το παρόν τουλάχιστον, ένα μεγάλο προσωπικό
τίμημα για τις γυναίκες μηχανικούς.

Γωγώ (μηχανικός): . . . και σ7 επαγγελματικό επίπεδο ζητιούνται πολύ περισσότερα απ' τις γυναίκες, απ' ότι από
έναν άντρα που βρίσκονται στο ίδιο το επίπεδο. Μία γυναίκα πρέπει να επιβεβαιώνει συνέχεια το γιατί έφτασε εκεί.
Κι αυτό της προσθέτει άγχος, της προσθέτει ανάγκη για συνεχή επιμόρφωση, της προσθέτει (..) ανάγκη του να έχει
τα μάτια της ανοιχτά, να ξέρει τι γίνεται, της προσθέτει ανάγκη να επενδύει σε σχέσεις επαγγελματικού περιεχομένου.
Ενώ για έναν άντρα όλα αυτά είναι εντάξει, είναι αυτονόητα, ας πούμε. Δηλαδή, ναι, είναι εκεί, έχει την θέση του.
Δεν ρωτάει κανείς πως έφτασε εκεί πέρα . . . και χρειάζεται δηλαδή, για να σταθεί στο level Α μία γυναίκα και στο
level Α ένας άντρας μία γυναίκα πρέπει να επενδύει, ας πούμε, δέκα ώρες και ένας άντρας πρέπει να επενδύσει
πέντε. Αυτό όταν συνδυαστεί με τον γάμο, που όπως είπα θέλει περισσότερα απ' την γυναίκα πράγματα απ' ότι από
έναν άντρα (..) είναι αυτονόητο ότι (..) η δέσμευση του γάμου έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος για την γυναίκα.
Δηλαδή, πρέπει από κάπου να κόψει. Απ' τον ύπνο, απ' τους φίλους απ' τους γονείς απ' τα παιδιά. Καλά, τον
ελεύθερο χρόνο της τον έχει θυσιάσει, δεν το συζητάω, ας πούμε . . . Ενώ ο άντρας πρέπει να κόψει πολύ λιγότερο ή

240
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

ίσως να μην κόψει καθόλου. Αν θέλει (η γυναίκα) να διατηρηθεί και μέσα στον επαγγελματικό χώρο, είναι μεγάλο
μανίκι.

Κατερίνα (μηχανικός): Κι εγώ δεν (..) δεν νομίζω ότι ο γάμος, ας πούμε, θέτει μεγαλύτερο βάρος στις γυναίκες.
Μόνον ο γάμος θέτει μεγαλύτερο βάρος στις γυναίκες . . . Η ζωή των γυναικών έτσι πως έχει διαμορφωθεί με όλα
μαζί είναι πιο δύσκολη . . . και στην δουλειά σε παίρνουν πιο δύσκολα στα σοβαρά, επομένως πρέπει να
προσπαθήσεις πιο πολύ. Και ταυτοχρόνως, θεωρείται (..) πιο συχνά θεωρείται δεδομένο ότι μία γυναίκα θα κρατήσει
και τα παιδιά, θα καθαρίσει και το σπίτι και το ένα και το άλλο, επομένως, πρέπει να προσπαθήσει κι από κει
περισσότερο. Προσωπικά, δεν το 'χω βιώσει αυτό έντονα. Ή προς το παρόν, δεν ξέρω (γελάει).

6.5.3.3 Το ρεπερτόριο της «αν η μ ποριάς».


Το ρεπερτόριο της «ανημποριάς» αναφέρεται ουσιαστικά στην αδυναμία των
γυναικών να αντιδράσουν στις ανισότητες φύλου στην αγορά εργασίας, παρότι τις
συνειδητοποιούν πλήρως, καθώς τέτοιου είδους διακρίσεις είναι: α) καθολικές, δηλαδή
υφίστανται σε όλα τα επαγγέλματα, β) διαχρονικές, δηλαδή αφορούν σε κάθε εποχή και γ)
παγκόσμιες, δηλαδή υπάρχουν παντού και όχι μόνο στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά είναι τα
λόγια των γυναικών που ασκούν την δικηγορία:

Μαρία (δικηγόρος): Είναι η χρόνια αντίληψη που υπήρχε από παλιά για την γυναίκα και που, δυστυχώς, δεν έχει
εξαλειφθεί τελείως μέχρι σήμερα, αν και πιστεύω ότι, θέλω να πιστεύω τουλάχιστον, ότι τα νέα τα παιδιά, τ' αγόρια
στην ηλικία μας δεν σκέφτονται έτσι. Δεν ξέρω τώρα πως είναι στην πράξη, αλλά έτσι θέλω να πιστεύω.

Βάσω (δικηγόρος): Εγώ νομίζω, ότι (..) και στην ηλικία μας.

Εύα (δικηγόρος): Όλοι, παιδιά, κατά βάθος όλοι.

Αλεξία (δικηγόρος): Εγώ δεν νομίζω, ότι υπάρχει ένας χώρος (..) που ουσιαστικά δεν υπάρχει αυτή η διάκριση.
Δηλαδή, σε όλους τους χώρους, σε όλες τις δουλειές υπάρχει αυτή η διάκριση (ανάμεσα στα φ ύ λ α ) . . . απλά σ* εμάς
περιμέναμε όχι (..) περιμέναμε σ" εμάς ότι εφόσον, ότι εφόσον ήμαστε, ας πούμε, σε μία Σχολή και ουσιαστικά
φαίνεται ότι πάνω-κάτω ήμαστε σε ίδια επίπεδα τουλάχιστον πνευματικά ή οτιδήποτε άλλο, σε εξυπνάδα δεν
υστερούμε σε τίποτα, τουλάχιστον στην δουλειά, περίμενα εγώ να υπάρχει μία αντιμετώπιση τουλάχιστον καλύτερη.

Βάσω (δικηγόρος): Μα νομίζω ότι, σ* αυτό συντελεί και το ότι, επειδή ακριβώς όλοι προτιμούν τους άντρες σε όλα
τα επαγγέλματα, αναγκαστικά δεν μπορούν να λείπουν και οι δύο σύζυγοι από το σπίτι. Αναγκαστικά, κάποιος απ'
τους δύο πρέπει να (..) να λείπει απ' το σπίτι κι ο άλλος να είναι στο σπίτι. Κι αυτός που λείπει συνήθως είναι ο
άντρας, η γυναίκα αναγκάζεται να είναι στο σπίτι, αναγκάζεται να παρατήσει κάποια πράγματα (..).

Μαρία (δικηγόρος): Να σου πω. Αυτό δεν είναι βέβαια απαραίτητο, το να κάτσει ο άντρας ή η γυναίκα στο σπίτι.

Βάσω (δικηγόρος): Δεν λεω ότι είναι απαραίτητο, απλά λεω τι συνήθως συμβαίνει και είναι και απόρροια του ότι
περισσότερο ζητάνε τον άντρα σε κάποια δουλειά που θέλουν.

Εύα (δικηγόρος): Στάθηκα πάρα πολύ τυχερή, όσον αφορά το (..) όσο το δυνατόν μάλλον τυχερή, εντάξει. Από
κει και πέρα, ακούω πολλά πράγματα και βλέπω. Βλέπω, τουλάχιστον, από την φουρνιά μου, φίλη μου. Υπάρχει
φίλη μου που δουλεύει σε γραφείο και προσφέρει την ίδια δουλειά και παίρνει 50.000 το μήνα συνεργαζόμενη με
κάποιο δικηγόρο και φίλος μου που παίρνει 120.000 το μήνα, πέρα από τα ποσοστά και προσφέρουνε, είμαι σίγουρη,

241
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

την ίδια εργασία. Δεν μπορείς ν' αποτιμήσεις την εργασία, αν σου φέρνουν την ίδια ή όχι, υπάρχουν κάποια πλαίσια.
Αλλά μιλάμε για άτομα της ίδιας ηλικίας, των ίδιων γνώσεων, κακά τα ψέματα, είναι κάποια κλισέ που κινούν την
δουλειά μας δεν είναι τόσο ευφάνταστη και δημιουργική. Είναι κάποια στάνταρ πράγματα.

Σε μια μελέτη του καταμερισμού της εργασίας κατά φύλο και του τρόπου με τον
οποίο αυτή εξακολουθεί διεθνώς στην αγορά εργασίας, οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι τελικά
οι συγκεκριμένες θέσεις εργασίας είναι πολύ περισσότερο διαχωρισμένες κατά φύλο παρά τα
ίδια τα επαγγέλματα (Rosenfeld & Spenner, 1992). Με άλλα λόγια, ακόμη κι όταν οι γυναίκες
εισάγονται σε ένα παραδοσιακά «ανδρικό» επάγγελμα, στην πραγματικότητα παραμένουν σε
θέσεις εργασίας που είναι πραγματικά «γυναικείες», μέσα από μια ποικιλία θεσμικών και
ανεπίσημων κοινωνικών ελέγχων που τις πιέζουν να καταλήξουν στις θέσεις αυτές. Έτσι, ο
κοινωνικά εδραιωμένος καταμερισμός της εργασίας των δύο φύλων σε σχέση με την
παραδοσιακή αντίληψη των ρόλων, οδηγούν τις γυναίκες σε ορισμένα επαγγέλματα και
επηρεάζουν τόσο τα κίνητρα τους για επαγγελματική απασχόληση όσο και την επαγγελματική
τους συμπεριφορά. Τελικά, οι γυναίκες θεωρούν δεδομένη την ανώτερη θέση ή την
προτεραιότητα του άνδρα στην μισθωτή απασχόληση σε οποιονδήποτε εργασιακό χώρο,
γεγονός που μάλλον τις αποθαρρύνει από οποιαδήποτε είδους δράση ή αντίδραση. Ενδεικτικά
της παραπάνω στάσης είναι και τα αποσπάσματα που ακολουθούν:

Μαρία (χημικός): Εγώ πλέον αυτό το θεωρώ δεδομένο, πάντως. Ειδικά και για δουλειά σε βιομηχανία το θεωρώ
δεδομένο. Ότι θα προτιμηθεί άντρας. Έστω και με λιγότερα προσόντα. Είναι δεδομένο.

Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι, μπορεί να είμαστε όλοι στην επετηρίδα και άντρες και γυναίκες, ως προς το αν
πούμε να διοριστούμε, αλλά αν βγούμε έξω & ένα φροντιστήριο νομίζω ότι, διαφορετική αντιμετώπιση θα έχει ένας
άντρας απ' ότι μία γυναίκα. Τον άντρα τον σέβονται, γενικότερα, περισσότερο. Σ' οποιονδήποτε εργασιακό χώρο . .
δίνονται περισσότερα περιθώρια στον άντρα . . . και στην δουλειά, νομίζω (..) εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη
διαφορά στην αντιμετώπιση και στην εξέλιξη (..) ενός άντρα, μιας γυναίκας. Ε, είναι (..) μας έχει μείνει. Σ' άλλες
χώρες, πιστεύω, ότι είναι λιγότερο (..) λιγότερη αυτή η διαφορά. Αλλά στην Ελλάδα πιστεύω ότι μας έχει μείνει.
Υπάρχει έντονη διαφορά. Σ' οποιοδήποτε χώρο και η εξέλιξη είναι δύσκολη.

Ασπασία (γεωπόνος): Δε νομίζω ότι κάνουμε τίποτα, τι μπορούμε να κάνουμε, και δε νομίζω ότι μπορούμε να
κάνουμε τίποτα πάνω & αυτό και πιστεύω ότι αυτό δεν ισχύει μόνο στο δικό μας χώρο, σε οποιοδήποτε χώρο και να
βρεθείς είναι το ίδιο, οπότε λίγο πολύ το έχουμε αποδεχτεί και όλοι αυτό, λίγο πολύ όλοι, όλες υσλλον έχουμε
αποδεχτεί ότι (..).

6.5.3.4 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της αντίστασης.

Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι οι διακρίσεις φύλου και επομένως οι συγκρούσεις που


βιώνουν οι γυναίκες είναι εντονότερες, όταν οι ίδιες βρίσκονται σε παραδοσιακά «ανδρικά»
επαγγέλματα ή όταν θέλουν να εξελιχθούν και να διακριθούν στην εργασία τους ανεξάρτητα
από το είδος και τη φύση της εργασίας. Ωστόσο ακόμη και στα πιο «γυναικεία» επαγγέλματα,
όπως αυτά που έχουν σχέση με την εκπαίδευση, οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ανισότητες οι
οποίες θίγουν την αξιοπρέπεια και το κύρος τους ως επαγγελματίες ή εμποδίζουν την
μακροπρόθεσμη εξέλιξη τους στις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας. Τα παραπάνω

242
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

γλωσσικά ρεπερτόρια που χρησιμοποίησαν οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις


αποτελούν πράγματι μια προσπάθεια αντίστασης στις ανισότητες φύλου.
Ωστόσο, τα ρεπερτόρια της «άρνησης» και της «ανημποριάς» εκφράζουν μια
παθητική αντίσταση, καθώς το μεν πρώτο αρνείται ουσιαστικά την ύπαρξη ανισοτήτων, το δε
δεύτερο δηλώνει την αδυναμία οποιασδήποτε αντίδρασης. Και τα δύο ρεπερτόρια
λειτουργούν έτσι ώστε να εφησυχάζουν τις γυναίκες, διαιωνίζοντας ταυτόχρονα τις
ανισότητες του φύλου στη δημόσια σφαίρα της μισθωτής εργασίας. Από την άλλη, το
ρεπερτόριο της «επίγνωσης», οδηγεί τις γυναίκες σε μια εντονότερη προσπάθεια εκ μέρους
καθώς διαπιστώνουν ότι το μόνο που μπορούν να κάνουν για να ανταγωνιστούν τους άνδρες
συναδέλφους τους είναι να αποδεικνύουν συνεχώς τις γνώσεις τους και τις ικανότητες τους.
Για αυτό και πολλές γυναίκες αποκτούν σήμερα περισσότερα εκπαιδευτικά προσόντα σε σχέση
με τους άνδρες ή αντίστοιχα, σε παρόμοιες θέσεις εργασίας οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη
εξειδίκευση από τους άνδρες συναδέλφους τους, παρότι αυτή δεν αναγνωρίζεται σχεδόν
ποτέ. Επιπλέον, το ρεπερτόριο της «επίγνωσης», όπως και το ρεπερτόριο της «ανημποριάς»
μεταθέτει το πρόβλημα στις ίδιες τις γυναίκες, είτε μέσω της απόκτησης περισσότερων
προσόντων, είτε με την πρόφαση του ότι κάθε μία από εμάς ως μονάδα δεν μπορεί να αλλάξει
μακροχρόνιες και παγκόσμιες κοινωνικές δομές. Με τον τρόπο αυτό το κοινωνικό, οικονομικό
και πολιτικό πρόβλημα των διακρίσεων ενάντια στο γυναικείο φύλο μετατρέπεται σε
προσωπικό πρόβλημα, ενώ δεν ενισχύεται καμία προσπάθεια αντίδρασης σε συλλογικό ή
πολιτικό επίπεδο.

6.5.4 Τα ρεπερτόρια των σπουδών.

Οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών ταξινομούνται σε διακρίσεις που γίνονται πριν


και μετά την είσοδο τους στην αγορά εργασίας. Οι διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες πριν την
είσοδο τους στην αγορά εργασίας έχουν σχέση κυρίως με τις διαφορετικές ευκαιρίες
πρόσβασης που έχουν οι γυναίκες σιη μόρφωση. Για παράδειγμα, στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση, το μεγαλύτερο ποσοστό των γυναικών (23,5%) συγκεντρώνεται στα τμήματα
των φιλοσοφικών Σχολών, σε αντίθεση με τη χαμηλή συγκέντρωση τους σε τμήματα των
Πολυτεχνείων, όπου το ποσοστό τους φτάνει μόνο το 5,9% (Σιδηροπούλου-Δημακάκου,
1998). Αυτού του είδους η διαφορετική κατανομή των γυναικών σε κύκλους σπουδών έχει
σημαντικές επιπτώσεις στις επαγγελματικές τους επιλογές και στη μετέπειτα σταδιοδρομία
τους συνολικά.
Σε μια μελέτη στην οποία διερευνήθηκε η σχέση ανάμεσα στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση και στις πρώιμες εργασιακές εμπειρίες γυναικών αποφοίτων από την Αγγλία, τη
Γερμανία και τη Σουηδία, διαπιστώθηκε ότι η επιλογή του τομέα σπουδών είναι ο
σημαντικότερος παράγοντας που προετοιμάζει την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας
(Lyon, 1996). Έτσι, οι γυναίκες συνεχίζουν να προετοιμάζονται εκπαιδευτικά για δουλειές που
παραδοσιακά θεωρούνται «γυναικείες» και έχουν επομένως λιγότερες ανταμοιβές και εξέλιξη,

243
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

επειδή κατ' αρχάς προϋποθέτουν τον οικιακό τους ρόλο. Από την άλλη, οι λίγες γυναίκες που
ακολουθούν παραδοσιακά ανδρικά επαγγέλματα, αν και ξεκινούν σε πιο ελκυστικές θέσεις
εργασίας συγκριτικά με άλλες γυναίκες, σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους
αμείβονται λιγότερο και μακροπρόθεσμα χάνουν τα αρχικά τους οφέλη, εξαιτίας της εποχικής
τους απασχόλησης ή της αλλαγής σε μειωμένο ωράριο εργασίας.
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις χρησιμοποίησαν τριών ειδών
γλωσσικά ρεπερτόρια προκειμένου να ερμηνεύσουν την επιλογή των σπουδών τους και τη
σύνδεση των μεταπτυχιακών τους σπουδών με τη φιλοδοξία τους για μισθωτή απασχόληση.
Αυτά ήταν: το ρεπερτόριο της «ασυνείδητης» επιλογής των σπουδών, το ρεπερτόριο της
«αποσύνδεσης» των σπουδών από την καριέρα και το ρεπερτόριο των σπουδών ως
«αντίσταση» στον αποκλεισμό των γυναικών από την αγορά εργασίας.

6.5.4.1 Το ρεπερτόριο της «ασυνείδητης» επιλογής σπουδών.


Ο τρόπος με τον οποίο η ομάδα των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα
δικαιολόγησε τις επιλογές των σπουδών της επιβεβαιώνει τις αδυναμίες του τότε τουλάχιστον
ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στον τομέα του επαγγελματικού προσανατολισμού και
στο σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων. Για τις περισσότερες γυναίκες η επιλογή του
κλάδου σπουδών ήταν τυχαία, αφ' ενός εξαιτίας της απουσίας ενός ολοκληρωμένου
προγράμματος επαγγελματικού προσανατολισμού, αφ' ετέρου εξαιτίας του τότε συστήματος
των εξετάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Μαρία (δικηγόρος): . . . βέβαια, ακόμη και την στιγμή που έδινα πανελλήνιες δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα Νομική
ή αν ήθελα Νηπιαγωγών, (..) ήμουν πάντα διχασμένη σε δύο επιστήμες αλλά εν πάση περιπτώσει, αυτή την στιγμή
μια και τελείωσα αυτή την σχολή, θα προσπαθήσω να κάνω, δεν έχω προσδιορίσει ακόμα τι είναι αυτό που μ' αρέσει
πιο πολύ, θα προσπαθήσω να κάνω κάτι μέσα & αυτό τον τομέα.

Τζούλια (παιδαγωγός): Εμένα ήταν τυχαία η επιλογή για το Παιδαγωγικό. Επειδή δώσαμε πανελλήνιες . . . Δεν
μπορώ να πω δηλαδή ότι θέλω να γίνω δασκάλα. Όχι.

Κία (γιατρός): Για μένα μάλλον ήταν τυχαία επιλογή, για άλλο πήγαινα αλλού βρέθηκα (η πρώτη της επιλογή ήταν
η Αρχιτεκτονική) (..) ναι ήταν τυχαία επιλογή . . . ναι είχα κάνει και σχέδιο ενάμιση χρόνο.

Ασπασία (γεωπόνος): Το ίδιο και εγώ πιστεύω ότι ήταν τυχαία η επιλογή και εγώ τα ίδια είχα δηλώσει έτσι πρώτα
κάτι Φυσικά, Μαθηματικά κάτι τέτοια ας πούμε, κάτι τέτοιες Σχολές τρίτη, τέταρτη μπήκε η Γεωπονία Θεσσαλονίκης.

Δώρα (μηχανικός): Εγώ, ακριβώς έγινα πολιτικός μηχανικός γιατί έτσι ήταν το σύστημα των Πανελλαδικών
(γέλια). Δεν πέρασα για 3 μόρια στην προηγούμενη Σχολή που ήθελα, που ήταν Ακαδημίες και πέρασα πολιτικός
μηχανικός.

Κατερίνα (μηχανικός): Κι εγώ δεν το διάλεξα πολύ συνειδητά. Καταρχήν, θεωρούνταν δεδομένο απ' την αρχή ότι
θα πάω Πανεπιστήμιο, γιατί κι οι δύο γονείς μου έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο. Και από κει και πέρα άλλα πράγματα
ήθελα να κάνω και στο Πανεπιστήμιο . . . Το αντικείμενο το κλασσικό του πολιτικού μηχανικού, παρότι είναι ο
μπαμπάς μου κι έχει γραφείο που δουλεύει τέλεια, το σιχαίνομαι κι ούτε περνάω έξω απ' το γραφείο του πατέρα μου.

244
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Κατέληξα κι εγώ εδώ γιατί τα βρήκα πολύ πιο ενδιαφέροντα όλα αυτά και το master που έκανα είναι στα περίφημα
logistics, που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος, τέλος πόντων είναι management. Ξέφυγα τελείως απ' το μηχανιλίκι... Και
τελικά, φτάνω στο σημείο όταν φαντάζομαι ποια θα ήταν η ιδανική δουλειά, ας πούμε, είναι να θέλω πάλι να
διδάσκω. Γιατί η πρώτη μου φιλοδοξία ήταν να γίνω νηπιαγωγός ή δασκάλα ή κάτι τέτοιο, που το απέρριψα για
λόγους χρηματικούς και κύρους και ξέρω 'γω. Και τελικά, πάλι να διδάσκω θέλω. Έστω αυτό που σπούδασα.
Επομένως δεν (..) το μηχανιλίκι δεν λέει τίποτα. Γι' αυτό δεν το γράφω πουθενά, δεν είμαι μηχανικός.

Η Σιδηροπούλου-Δημακάκου (1997) αναφέρει ότι οι καθηγητές που ασκούν τον


σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό δεν έχουν σήμερα κατάλληλη εκπαίδευση σε θέματα
άρσης στερεοτύπων, ούτε επαρκή επιμόρφωση σε θέματα επαγγελματικού προσανατολισμού,
ούτε βέβαια τα μέσα και τη στήριξη για αυτή τη δουλειά - πόσο μάλλον τη δεκαετία του '80
όταν αποφοίτησαν οι γυναίκες των συνεντεύξεων. Πέρα από την καθυστερημένη
θεσμοθέτηση του επαγγελματικού προσανατολισμού στα σχολεία της Ελλάδας και τα
προβλήματα στην εφαρμογή του, οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι ο επαγγελματικός
προσανατολισμός των γυναικών δεν θα αντιμετωπιστεί ποτέ σωστά αν δεν διατυπωθεί μια
ξεχωριστή θεωρία επαγγελματικής ανάπτυξης, η οποία θα περιλαμβάνει τις ιδιαιτερότητες του
φύλου τους, τόσο στο θέμα της διαπαιδαγώγησης, όσο και στο θέμα των ποικίλων εμποδίων
που συναντούν στην αγορά εργασίας (βλ. κεφάλαιο 3). Η Σιδηροπούλου-Δημακάκου (1997)
ισχυρίζεται ότι πέντε βασικά στοιχεία εμπλέκονται στην επαγγελματική ανάπτυξη των
γυναικών: το είδος της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, η νοοτροπία των εργοδοτών, ο
γάμος, η εγκυμοσύνη και τα παιδιά, η ηλικία και ο χρόνος αναζήτησης εργασίας.
Από την άλλη, χαρακτηριστική είναι επίσης η έντονη επιρροή του οικογενειακού
περιβάλλοντος στις γυναίκες της έρευνας, σε σχέση με τις επιλογές των σπουδών τους, τη
μετέπειτα σταδιοδρομίας τους ακόμη και του τρόπου ζωής τους. Παράλληλα, αποκαλύπτεται
η επιθυμία των ίδιων των γυναικών για επαγγέλματα που συνδέονται με την εκπαίδευση ή την
παροχή φροντίδας και γενικότερα με αυτό που αποκαλούμε «κοινωνικά» επαγγέλματα ή
επαγγέλματα «προσφοράς» στο κοινωνικό σύνολο.

Ιωάννα (παιδαγωγός): Εγώ μάλλον, με τον καιρό ανακαλύπτω (..) αν θέλω να γίνω δασκάλα ή όχι. Η αρχική αιτία
ήταν φυσικά οι πανελλήνιες. Αλλά ένας λόγος παραπάνω . . . ήταν κι ότι οι οικογένεια μου, όχι οι δικοί μου, αλλά
θείοι, θείες, ξαδέρφια ξέρω 'γω και τέτοια ακολούθησαν εκπαιδευτικό κλάδο. Ίσως από κει αν ανατρέξουμε
βρίσκουμε την ροή. Και εγώ είχα δηλώσει τα πρώτα της δέσμης φιλοσοφίες φιλολογίες και τέτοια χωρίς ουσιαστικό
πόθο γι' αυτά, έτσι;

Σοφία (γιατρός): Εγώ την πρώτη χρονιά πέρασα στην Παιδαγωγική Ακαδημία, αλλά ήθελα Ιατρική και ξαναέδωσα
εξετάσεις και πέρασα Ιατρική (..) Πιστεύω ότι (..) κοίταξε ο πατέρας μου είναι γιατρός πιστεύω ότι αυτό επηρέασε
(..) δεν ξέρω με ποιόν μηχανισμό, ίσως επειδή εγώ τον θαύμαζα έμμεσα δηλαδή, τη δουλειά που έκανε, μου άρεσε το
ότι βοηθούσε τους ανθρώπους όπως το έβλεπα εγώ σα μικρό παιδάκι, ίσως για αυτό λεω και άρχισα να
προσανατολίζομαι προς τα εκεί, δηλαδή προς την Ιατρική από (..) περίπου από το Λύκειο (..) όχι πολύ μικρή. Δεν
ξέρω αν με επηρέασε αυτό πάντως ήθελα να περάσω στην Ιατρική.

Εύη (γιατρός): Και εγώ επηρεάστηκα γιατί ο μπαμπάς μου είναι και μένα γιατρός με επηρέασε κάπου er" αυτήν την
απόφαση, αλλά χωρίς όμως να ήμουνα φανατική (..) από μικρή ότι ήθελα οπωσδήποτε να γίνω γιατρός (..) ήμουν

245
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

μεταξύ 1ης και 2ης δέσμης, μου άρεζε πάρα πολύ η φυσική και ήθελα να πάω και πρώτη δέσμη, αλλά επηρεάστηκα
και από την επαγγελματική αποκατάσταση που θα μου πρόσφερε η Ιατρική (..) και από το ότι είχα και τις
δυνατότητες να περάσω και με επηρέασε και το οικογενειακό μου περιβάλλον αρκετά α1 αυτό το θέμα (..) οπότε
επειδή μου άρεζαν και τα δύο και η Ιατρική και κάποιος κλάδος της 1ης δέσμης, προτίμησα την Ιατρική . . . αλλά
στην πορεία διαπίστωσα ότι μου άρεζε περισσότερο από ότι μου άρεζε στην αρχή, όταν είχα δηλώσει και με γεμίζει
δηλαδή αισθάνομαι ότι δεν έχω μετανιώσει γι αυτήν μου την επιλογή.

Ασπασία (γεωπόνος): . . .πιστεύω ότι δεν ήταν, ότι δεν ήθελα τόσο πολύ τη Γεωπονία όσο ότι ο πατέρας μου,
είναι κάποια βιώματα έτσι (..) (γελάει), είχε δώσει Γεωπονία και δεν είχε περάσει και έλεγε (..) η Ασπασία θα πάει
Γεωπόνος, . . . αλλά τελικά πήγα και με έπεισαν κιόλας να μείνω, μ' έπεισαν, είναι αυτή η λογική ότι εντάξει στην
αρχή είπα θα ξαναδώσω μετά το βρήκα πάρα πολύ δύσκολο να ξαναδώσω λεω δεν αράζεις εδώ που ε ί σ α ι . . .

Ρανια (γεωπόνος): Εγώ πρώτα ήθελα να μπω στους υπολογιστές Κρήτης, αλλά επειδή ο μπαμπάς μου ήταν
συνταξιούχος, η μαμά μου είχε τη φαεινή ιδέα (γελάει) ότι αν περάσω θα πάμε όλοι μαζί στην Κρήτη (γελάνε όλες),
οπότε εκείνο απορρίφθηκε . . . οπότε δήλωσα τις Σχολές Φυσικομαθηματικό, Χημικό, Φυσικό και Γεωπονία της
Θεσσαλονίκης για να μη μείνω με τους δικούς μου, έτσι ξεκίνησα και πέρασα Γεωπονία Θεσσαλονίκης.

Πέρα από την επιρροή σημαντικών προτύπων και εργασιακών ρόλων της ευρύτερης
οικογένειας, διαπιστώνεται και μία προσπάθεια των ίδιων των γυναικών να κερδίσουν την
προσοχή του περιβάλλοντος, γεγονός που τις οδηγεί ενδεχομένως σε μη παραδοσιακά για το
φύλο τους επαγγέλματα. Άλλωστε, η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει ότι τόσο το σχολικό όσο
και το πανεπιστημιακό περιβάλλον είναι «ψυχρό» ή «αδιάφορο» (null environment) απέναντι
στις ακαδημαϊκές επιδόσεις και τα ενδιαφέροντα των γυναικών, είτε πρόκειται για μαθήτριες,
είτε για φοιτήτριες (βλ. κεφάλαιο 3).

Βίλυ (μηχανικός): . . . ο αδερφός μου ήταν πάντα ο μεγάλος, το καλό παιδί, τα έκανε όλα καλά και στην
προσπάθεια μου (..) κι έγινε μηχανικός. Κι ακριβώς για ν' ακούσω κάποτε «μπράβο» που δεν τ ' άκουσα, φυσικά
εννοείται, έγινα κι εγώ. Γι' αυτό. Είναι πάρα πολύ ηλίθιο και το βρίσκω πάρα πολύ κρίμα για την ζωή μου και δεν μ'
αρέσει καθόλου το μηχανηλίκι (..) δεν μου άρεσε καθόλου το μηχανηλίκι...

Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε είναι ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές αποφασίστηκαν
τυχαία, επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο στη ζωή τους τη δεδομένη χρονική στιγμή, όπως για
παράδειγμα μια σταθερή σχέση ή μια οικογένεια. Σε μια έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες
Αμερικής, στην οποία συμμετείχαν γυναίκες διευθύντριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
για να διαπιστωθεί αν αυτές οι γυναίκες είχαν ξεκάθαρους επαγγελματικούς στόχους και
σχέδια από την αρχή της καριέρας τους, τα οποία διεκδίκησαν και ακολούθησαν πιστά
προκειμένου να ανέβουν στην επαγγελματική ιεραρχία, αποδείχθηκε ότι οι περισσότερες δεν
είχαν κανένα επαγγελματικό σχέδιο εξ' αρχής (Grant, 1989). Με άλλα λόγια, ακόμη και
επιτυχημένες γυναίκες φαίνεται ότι δεν ακολουθούν ένα αυστηρά μελετημένο επαγγελματικό
πλάνο με σταθερά βήματα και στάδια, αλλά ένα «μωσαϊκό σταδιοδρομίας», στο οποίο
εναλλάσσονται απολύτως τυχαία διάφορα γεγονότα ζωής και δουλειάς.

246
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Κατερίνα (γυμνάστρια): Τελειώνοντας τα ΤΕΦΑΑ μου βγήκε το μεταπτυχιακό, το οποίο (..) το έμαθα από τη Βίκυ,
ας πούμε, ξεκίνησα να πάω γιατί ακριβώς δεν είχα τίποτα άλλο. Δηλαδή, αν μου έλεγε τότε να αρραβωνιαστούμε το
παιδί αυτό (με το οποίο είναι αρραβωνιασμένη σήμερα) ίσως να μην το ξεκινούσα. Όχι γιατί θα μου έλεγε να
αρραβωνιαστώ, αλλά γιατί ο ίδιος, θα έπρεπε να είμαι εδώ πέρα ας πούμε. Να μην έχω το πήγαινε έλα κτλ. Έκανα
το μεταπτυχιακό και στο μυαλό μου είχα άλλα πράγματα.

Ράνια (γεωπόνος): . . . ότι σε αυτή τη φάση της ζωής μου αυτό είναι που έχει μεγαλύτερη αΐ)α, αλλά δεν μπήκα
συνειδητά, δηλαδή το μεταπτυχιακό το ξεκίνησα γιατί δεν είχα να κάνω κάτι άλλο (..) και το διδακτορικό εντάξει έχει
έρθει σαν επακόλουθο, αλλά αν κάποια στιγμή (..) ξέρω "γω έκανα μια μεγάλη οικογένεια που θα απαιτούσε να μη
δουλέψω, δεν ξέρω αν θα αποφάσιζα τελικά να δουλέψω, δεν μπορώ να σου πω από τώρα.

Βίλυ (μηχανικός): Για μένα η προσωπική μου ζωή είναι πιο σημαντική απ' την καριέρα μου, αλλά αυτό νομίζω ότι
είναι θέμα (..) θέμα ατόμου . . . Αλλά απ' τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτό (ένας γάμος ή οικογένεια) αυτήν την
στιγμή, φυσικά θα χαραμίσω πάρα πολλές ώρες στην καριέρα μου.

6.5.4.2 Το ρεπερτόριο της «αποσύνδεσης» των σπουδών από την


καριέρα.
Από την άλλη, είναι γεγονός ότι το υψηλό μορφωτικό επίπεδο αυξάνει τις πιθανότητες
και τις συνθήκες εργασίας μιας γυναίκας. «Μάλιστα, η επαγγελματική πρόοδος των γυναικών
συνδέεται με την εκπαίδευση τους περισσότερο από ότι των ανδρών» (Σιδηροπούλου-
Δημακάκου, 1998:131). Επομένως, η εκπαίδευση των γυναικών αποβλέπει σε μελλοντικά
οφέλη όσον αφορά την επαγγελματική τους ταυτότητα, καθώς τις προσφέρει περισσότερες
αμοιβές, καταξίωση και κύρος. Τα παραπάνω στοιχεία ισχύουν τόσο για τις ανύπανδρες όσο
και για τις παντρεμένες γυναίκες. Η συμμετοχή δηλαδή των παντρεμένων γυναικών στο
εργατικό δυναμικό είναι μεγαλύτερη, όσο υψηλότερο είναι το μορφωτικό τους επίπεδο,
ανεξάρτητα από την ηλικία του μικρότερου παιδιού τους (Συμεωνίδου, 1989β). Επιπλέον, οι
γυναίκες που εμφανίζουν μια συνεχή επαγγελυσπκτ] πορεία φαίνεται ότι έχουν υψηλό επίπεδο
εκπαίδευσης, ανήκουν στα μεσαία ή ανώτερα κοινωνικά στρώματα και ενστερνίζονται
προοδευτικές αντιλήψεις ως προς τους ρόλους των δύο φύλων (Θανοπούλου, Κωτσοβέλου &
Παπαρούνη, 1999).
Παρ' όλα τα παραπάνω στοιχεία για τις θετικές επιπτώσεις της ανώτατης εκπαίδευσης
στην απασχόληση των γυναικών, οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις της έρευνας
φαίνεται ότι αποσυνδέουν την εκπαίδευση και ειδικά τη μετεκπαίδευση από τη σταδιοδρομία
τους. Όπως θα διαπιστωθεί σιη συνέχεια, οι μεταπτυχιακές σπουδές ανεξαρτήτως κλάδου,
δεν ερμηνεύονται ως μια φιλόδοξη προσπάθεια εξειδίκευσης με στόχο την επαγγελματική
εξέλιξη και τη διεκδίκηση θέσεων εργασίας με υψηλές αποδοχές, αλλά κυρίως ως μια
προσπάθεια για προσωπική καλλιέργεια και μόρφωση.

Μαρία (δικηγόρος): . . . γιατί πάντα ήμουν τύπος που διαβάζω και μ' αρέσει (..) αποφάσισα να κάνω μεταπτυχιακό
για να έχω μία επαφή με την θεωρία, τα βιβλία, να έχω ένα κίνητρο παραπάνω, ν* ασχολούμαι και να συνδυάσω και
την άσκηση μαζί. Αλλά πιο πολύ το έκανα για μένα το μεταπτυχιακό, όχι δηλαδή, δεν είχα βλέψεις ούτε καθηγήτρια
να γίνω αργότερα με διδακτορικά και τέτοια. Το έκανα καθαρά για μένα.

247
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Αλεξία (δικηγόρος): Εγώ δεν είμαι τόσο θεωρητικός τύπος . . . εγώ τουλάχιστον, δεν είχα στο αστικό που μου είχε
αρέσει έτσι, σαν επαφή με το Πανεπιστήμιο, δεν είχα αυτό που ήθελα, ούτε στα μαθήματα, διότι δεν
παρακολουθούσα κιόλας έτσι όπως είναι το πρόγραμμα σ" εμάς, δεν έχουμε παρακολουθήσεις κι όλα αυτά,
αποφάσισα να δώσω εξετάσεις, σε περίπτωση που περάσω να έχω μία πιο ουσιαστική επαφή με τα μαθήματα και
τελείωσε η υπόθεση και αυτό ήταν όλο κι όλο (..) να μπορέσω να δω κάποια πράγματα πιο συγκεκριμένα, πιο
λεπτομερειακά.

Ιωάννα (παιδαγωγός): . . . Δεν μπορούν να δεχτούν, γιατί εγώ μέχρις στιγμής έτσι λειτουργώ, ότι όλα αυτά τα
πτυχία, τα μεταπτυχιακά τα ήθελα πραγματικά για μόρφωση. Δεν τα θέλω για να προχωρήσω . . . Ενώ ο κόσμος
πιστεύει, όταν μία γυναίκα σπαταλάει τόσο χρόνο απ' την ζωή της για μεταπτυχιακά, για σπουδές, για ιστορίες, για το
ένα, για το άλλο, έχει πολύ ψηλούς στόχους. Ενώ μπορεί να είναι κάτι πιο ( . . ) . . .

Σοφία (παιδαγωγός): Ναι και πολύ συχνά αυτό που ακούς είναι «ποιος είναι ο προορισμός της γυναίκας; Ο γάμος
και να κάνει-παιδιά, τι τα θες όλα αυτά;». Ναι, δεν μπορούνε (..) και φυσιολογικά γιατί έχουν μεγαλώσει σε άλλο
περιβάλλον αυτοί με άλλα πρότυπα κτλ. ότι μπορεί κάποιος για τον εαυτό του για κάποιους λόγους, μόρφωση (..)
ανάπτυξη προσωπική κτλ. να θέλει κάτι τέτοιο.

Εσείς δηλαδή, γι' αυτό το θέλετε, γι' αυτό κάνετε μεταπτυχιακό;

Σοφία (παιδαγωγός): Εγώ ναι. Δηλαδή, δεν έχω του τύπου τις φιλοδοξίες που λέτε (..) μπορεί να μου προκύψει
ας πούμε, αλλά το θέλω για τον εαυτό μου.

Τζούλια (παιδαγωγός): Σχετικά, με το (..) που λέτε για φιλοδοξίες, για να μην παρανοηθώ κάπου, εγώ που λεω
ότι θέλω να συνεχίσω κι άλλο, δεν το λεω ούτε ας πούμε για τα χαρτιά, ούτε για το κύρος ούτε για τίποτα, απλά την
μόρφωση την βλέπω μία σταδιακή διαδικασία και νομίζω θέλει πολλά χρόνια κάποιος άνθρωπος να σπαταλήσει απ'
την ζωή του, πρέπει ν' ασπρίσουν τα μαλλιά του για να πει & ένα χώρο ότι τον έχει μάθει. Τον ξέρει. Απ' αυτήν την
άποψη.

Ασπασία (γεωπόνος): Ούτως ή άλλως στη φάση στην οποία βρισκόμαστε είναι πολύ δύσκολο να σκεφτούμε καν
το πότε θα δουλεύουμε . . . οπότε θεωρώ ότι αυτό που κάνουμε όταν ξεκινάμε να το κάνουμε το κάνουμε μεν με
κάποιες φιλοδοξίες και στόχους που έχουν να κάνουν όμως με (..) επειδή θέλουμε να το κάνουμε, επειδή θεωρώ ότι
με γεμίζει άσχετα τελικά αν θα καταλήξω εκεί ή όχι (..) γιατί εκ των προτέρων, όχι ότι δε θέλω να εργαστώ στο
Πανεπιστήμιο, απλώς εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο και με αυτή τη λογική πιστεύω ότι ξεκινάω και λεω ότι
προτιμώ (..) επειδή για μένα είναι τα πράγματα ρευστά (..), οπότε λεω ότι εντάξει θα μπορούσα να επενδύσω
περισσότερο στο να έχει ο σύζυγος ας πούμε κάποια καλύτερη καριέρα.

Στα παραπάνω αποσπάσματα, οι σπουδές φαίνεται να είναι εντελώς αποκομμένες από


τα επαγγελματικά σχέδια και από τις φιλοδοξίες για καριέρα, αξίες οι οποίες όπως θα
διαπιστωθεί και από τα επόμενα ρεπερτόρια δεν συμβαδίζουν με τη γυναικεία ταυτότητα.
Αντίθετα, οι μεταπτυχιακές σπουδές δικαιολογούνται ως μια προσπάθεια καλλιέργειας και
προσωπικής ανάπτυξης κάτι που αφορά στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας τους και όχι
στην επαγγελματική τους ταυτότητα. Άλλωστε, οι γυναίκες σε αυτήν την ηλικία έχουν ήδη
συνειδητοποιήσει ότι παρότι καλούνται να μελετούν και να προοδεύουν στον σχολείο ή στο
πανεπιστήμιο, πιθανότατα δεν θα τους ζητηθεί στο μέλλον να επιδείξουν τις γνώσεις και τις
ικανότητες τους.

248
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

6.5.4.3 Το ρεπερτόριο των σπουδών ως «αντίσταση» στον


αποκλεισμό από την αγορά εργασίας.

Ταυτόχρονα, είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι οι γυναίκες ηλικίας 20-29 ετών
πλήττονται περισσότερο από την ανεργία σε σχέση με μεγαλύτερες γυναίκες (βλ. κεφάλαιο
2). Επίσης, παρ' όλο που οι γυναίκες απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκουν
καλύτερες θέσεις εργασίας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρυθμός ανεργίας για τη συγκεκριμένη
ομάδα γυναικών είναι χαμηλός. Συγκεκριμένα υπάρχει υψηλός κίνδυνος ανεργίας για όσες
γυναίκες φοίτησαν ή φοιτούν ακόμη σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ενώ ο ρυθμός
ανεργίας τους υπολογίζεται σε 10,62% - 3 στις 10 δηλαδή γυναίκες άνεργες διαθέτουν πτυχίο
ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης (Καραντίνας, 1989). Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ο
κίνδυνος^ της ανεργίας είναι υψηλότερος για τις νέες γυναίκες, τις φοιτήτριες και όσες
διαμένουν σε αστικές περιοχές της χώρας.
Για αυτούς τους λόγους η επιλογή των μεταπτυχιακών σπουδών δικαιολογείται και ως
εναλλακτική λύση, εξαιτίας του αποκλεισμού τους από την αγορά εργασίας και της
αποτυχημένης προσπάθειας τους να βρουν δουλειά.

Äwa-Μαρία (χημικός): Πρώτον, (το διδακτορικό) δεν σε εξασφαλίζει σε τίποτα. Δηλαδή, θα το κάνω μεν, θα το
πάρω κάποια στιγμή, αλλά από κει και πέρα δεν είμαι σίγουρη αν θα έχω πραγματικό κέρδος και απολαβές ανάλογες με
το πόσο θα κοπιάσω. Αυτό ήταν το βασικότερο πρόβλημα μου κι ο δισταγμός μου για το αν θ' ακολουθήσω το
διδακτορικό ή όχι και αν τα πράγματα ήταν περισσότερο εύκολα στο να βρω μία δουλειά έξω, τ ' ομολογώ, πολύ
πιθανώς να μην το είχα ακολουθήσει. Δηλαδή, βρήκα πολλές δυσκολίες έξω και είπα ότι τέλος πάντων ας
προσπαθήσω να πάρω και κάποια περισσότερα εφόδια μήπως και βρεθώ σε μία καλύτερη μοίρα απ' αυτήν που είμαι
τώρα. Αλλά αν βρισκόταν μία δουλειά που θα έκρινα ότι ήταν καλή και θα με κάλυπτε, πολύ πιθανόν δεν θα
ακολουθούσα (τις μεταπτυχιακές σπουδές).

Μαρία (χημικός): Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο να βρεις δουλειά, ισχύει κι αυτό που είπε η Άννα-Μαρία, ότι αν
βρίσκαμε παράλληλα κάποια δουλειά που θα μας ικανοποιούσε, πιθανόν να μην συνεχίζαμε.

Λίντα (χημικός): Ναι, αν ήταν εδώ η κοπέλα που έφυγε πριν λίγο, θα μας έλεγε ότι εκείνη ξεκίνησε το
μεταπτυχιακό αλλά στο ενδιάμεσο βρήκε κάποια δουλειά (..) οπότε αποφάσισε να φύγει και να το αφήσει στην μέση.

Σύμφωνα με τον Καραντίνα (1989), το ψυχολογικό και κοινωνικό κόστος της ανεργίας
είναι μεγάλο, διότι ο άνεργος ή η άνεργη οδηγείται στην απώλεια της αυτοπεποίθησης,
αισθάνεται ότι χάνει τις δεξιότητες του και εκλαμβάνει το γεγονός της ανεργίας ως δική του
υπευθυνότητα. Οι γυναίκες επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο όταν τα ποσοστά ανεργίας
μιας χώρας είναι υψηλά, επειδή οι ίδιες υφίστανται επιπλέον δυσκολίες εξαιτίας του φύλου
τους. Σε σχέση με τους άνδρες συναδέρφους τους πρέπει να προσπαθήσουν πολύ
περισσότερο ώστε να αποδείξουν την α^ια τους ως εργαζόμενες, να αναδείξουν τις ικανότητες
τους και να ανταμειφθούν αναλόγως. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, όσο περισσότερες είναι
οι ευκαιρίες των γυναικών για συμμετοχή στην απασχόληση, τόσο μεγαλύτερο κίνητρο
υπάρχει για αυτές να αποκτήσουν περισσότερη εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση. Επιπλέον, όταν

249
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

οι μισθοί των γυναικών είναι συστηματικά μικρότεροι των ανδρών, οι γυναίκες αισθάνονται
ότι χρειάζονται περισσότερη εκπαίδευση για να διεκδικήσουν τους ίδιους μισθούς
(Κανελλόπουλος, 1989).

Σοφία (παιδαγωγός): Οι σπουδές προσφέρουν (..) σου προσφέρουν πολλά και σε επίπεδο επαγγελματικό (..) και
προσωπικής ανάπτυξης . . . Κι ένας λόγος που το κάνω είναι κι αυτός. Πα να μπορώ ν' ανταποκριθώ αργότερα, &
αυτό μου τον ρόλο, ας πούμε σαν εκπαιδευτικός».

Ιωάννα (παιδαγωγός): Πραγματικά και μία γυναίκα έστω και στο πολύ ταπεινό επάγγελμα που θεωρούν τη
δασκάλα κάποια, κάποιες θέλουν να το κάνουν πραγματικά πολύ καλά. Γι' αυτό συνεχίζουν τις σπουδές. Δεν το
δέχονται αυτό (το κοινωνικό περιβάλλον). Δεν πιστεύουν ότι μία γυναίκα προσπαθεί για την δουλειά της, όσο μπορεί
περισσότερο.

Ωστόσο, παρότι το οικογενειακό περιβάλλον δεν φαίνεται να εγκρίνει τη συνέχιση των


σπουδών διότι κάτι τέτοιο σημαίνει επένδυση στην καριέρα και αναβολή της δημιουργίας
οικογένειας οι ίδιες φαίνονται αποφασισμένες να τις ολοκληρώσουν (όσες δεν έχουν
τελειώσει). Έτσι, η απόφαση για μεταπτυχιακές σπουδές αποτελεί συχνά και έναν τρόπο
αντίστασης σε παραδοσιακές επιταγές της θηλυκότητας και στους αναμενόμενους κοινωνικά
ρόλους μιας γυναίκας. Όπως θα δούμε παρακάτω, σε άλλη ενότητα, η δημιουργία οικογένειας
αποτελεί την κοινωνική καταξίωση μιας γυναίκας και εκτιμάται περισσότερο από μια
επιτυχημένη καριέρα. Η επιλογή των σπουδών επομένως, προσφέρει σης γυναίκες έναν
επιπλέον τρόπο ισορροπίας ανάμεσα σε αντικρουόμενες προσδοκίες και σε κοινωνικές πιέσεις,
έναν τρόπο να διατηρήσει τον έλεγχο στη ζωή της. Για αυτό και στα παραπάνω
αποσπάσματα συναντά κανείς συχνά τις λέξεις «το μεταπτυχιακό το έκανα καθαρά για μένα».

Κάτια (ψυχολόγος): Κι αυτή την στιγμή το διδακτορικό πέρα απ' οτιδήποτε άλλο σαν φιλοδοξία και σαν στόχος
ήταν και μία (..) το βλέπω τώρα πια σαν μία προσπάθεια δικιά μου V αντισταθμίσω το συμβιβασμό που έκανα με την
Αμερική, δηλαδή παίρνω εγώ τον έλεγχο στα χέρια μου και κάνω αυτό που θέλω αυτή την στιγμή και με τον τρόπο
που θέλω.

6.5.4.4 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων για τις σπουδές.


Είναι σαφές ότι η απόφαση για μεταπτυχιακές σπουδές αποτελεί ήδη για τη γυναίκα
μια παρέκκλιση από τα παραδοσιακά πρότυπα της ελληνικής κοινωνίας, σύμφωνα με τα οποία
η κοινωνική της θέση προσδιορίζεται κυρίως μέσα από την τοποθέτηση της στην οικογένεια
και όχι στην αγορά εργασίας. Έτσι, όταν οι γυναίκες επενδύουν σιην σταδιοδρομία τους και
ασκούν το δικαίωμα τους για επιπλέον επιμόρφωση και κατάρτιση, προκειμένου να
ανταγωνιστούν τους άνδρες συναδέλφους τους, αντιλαμβάνονται ότι ξεφεύγουν από τον
παραδοσιακό τους ρόλο. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εντάσεις και συγκρούσεις με τον εαυτό
τους και το περιβάλλον τους, παρά τη διαρκή ενίσχυση της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολο
της για τη συνέχιση των ανώτατων σπουδών σε όλους τους νέους, άνδρες και γυναίκες.

250
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Τα γλωσσικά ρεπερτόρια στα οποία καταφεύγουν δικαιολογούν κατά κάποιον τρόπο


την απόφαση τους για μετεκπαίδευση και επιφέρουν την ισορροπία ανάμεσα στις πραγματικές
επιλογές τους και στο πολιτισμικό στερεότυπο του γυναικείου ρόλου. Έτσι, σύμφωνα με τα
λόγια των γυναικών που συμμετείχαν σπς συνεντεύξεις, η επιλογή ενός συγκεκριμένου
ακαδημαϊκού τομέα ήταν λίγο πολύ τυχαία, οι σπουδές δεν σημαίνουν απαραίτητα την
διεκδίκηση μιας καριέρας ή την φιλοδοξία για επαγγελματική εξέλιξη και τέλος οι σπουδές
αποτελούν εν μέρει αντικατάοταστο της αδυναμίας τους να βρουν μια θέση εργασίας και των
δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες φαίνεται ότι φοβούνται να
ονοματίσουν ή να παραδεχθούν την επιθυμία τους για επαγγελματική εξέλιξη και ανταγωνισμό
στη δημόσια σφαίρα της εργασίας και έτσι συμβιβάζονται με ερμηνείες όπως, η ασυνείδητη
επιλογή των σπουδών ή η απόρριψη των σπουδών ως μέσο αναρρίχησης στην επαγγελματική
ιεραρχία. . Από την άλλη, πολλές παραδέχονται ότι δεν θα επέλεγαν να κάνουν ένα
μεταπτυχιακό εάν είχαν ήδη μια οικογένεια ή εάν μπορούσαν να διεκδικήσουν ευκολότερα μια
θέση εργασίας, με άλλα λόγια εάν δεν χρειάζονταν περισσότερα προσόντα για να ενταχθούν
στην αγορά εργασίας ισότιμα με τους άνδρες εργαζόμενους.
Συνοψίζοντας είναι λυπηρό να αντιλαμβάνεται κανείς τις ελλείψεις του εκπαιδευτικού
συστήματος όσον αφορά στον επαγγελματικό προσανατολισμό των γυναικών, μιας ομάδας η
οποία υπήρξε για πολλά χρόνια περιθωριοποιημένη από τη μισθωτή απασχόληση. Όταν, η
επίσημη εκπαίδευση διαιωνίζει τις ανισότητες φύλου σε όλες τις βαθμίδες, ο πολιτισμικά
εδραιωμένος καταμερισμός της εργασίας με βάση το φύλο θα εξακολουθεί να υφίσταται, εις
βάρος τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών. Αυτό που χρειάζεται επομένως, είναι αφ'
ενός η κατάλληλη υποστήριξη και καθοδήγηση της σταδιοδρομίας των γυναικών στο πλαίσιο
της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όταν οι γυναίκες επιλέγουν ακαδημαϊκούς κύκλους
σπουδών και αφ' ετέρου η σύνδεση των σπουδών με το επάγγελμα, έτσι ώστε η μετάβαση
από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας να είναι ομαλή και λειτουργική για κάθε άνθρωπο
ανεξάρτητα από το φύλο του. Διαφορετικά, όπως πολύ σωστά επισήμανε μια γυναίκα
χημικός στις συνεντεύξεις, οι σπουδές των γυναικών φαντάζουν ανούσιες και δίχως καμία
εφαρμογή, ενισχύοντας την αντίληψη ότι ο κυρίαρχος ρόλος της γυναίκας περιορίζεται
αποκλειστικά στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας.

6.5.5 Τα ρεπερτόρια της οικογένειας.

Το μοντέλο της Παρσονικής οικογένειας, στο οποίο επικρατεί μια αυστηρή διάκριση
των ρόλων σε σχέση με το φύλο, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη ισχύ και να αποτελεί
την κυρίαρχη αντίληψη στην πράξη, στο μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού και
ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία (Στασινόπουλου, 1990). Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η
σύζυγος και μητέρα κυριαρχεί στον ιδιωτικό χώρο του οικιακού περιβάλλοντος,
αναλαμβάνοντας τη φροντίδα και τη συναισθηματική κάλυψη των μελών της οικογένειας,
ακόμη κι όταν εργάζεται, ενώ ο σύζυγος και πατέρας συμμετέχει περισσότερο στο δημόσιο

251
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

χώρο της αγοράς εργασίας, αναπτύσσει ανταγωνιστικές ικανότητες, ενώ είναι ο κύριος
υπεύθυνος για την οικονομική στήριξη της οικογένειας.
Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία του Parsons, ο γάμος αποτελεί και την ολοκλήρωση
του γυναικείου ρόλου. Έτσι, η γυναικεία μισθωτή εργασία στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες
χώρες είναι επικουρική ή συμπληρωματική στο εισόδημα της οικογένειας, παρότι σήμερα για
τα περισσότερα παντρεμένα ζευγάρια θεωρείται απαραίτητη στον οικονομικό τους
προϋπολογισμό. Αυτή η πολιτισμικά καλλιεργημένη πεποίθηση πως το δικαίωμα της
απασχόλησης ανήκει κυρίως στον άνδρα ενίσχυσε και στην ίδια τη γυναίκα την πεποίθηση
πως ανταποκρίνεται στην εικόνα του πετυχημένου ή αποτυχημένου ανθρώπου, ανάλογα με το
αν μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της μέσα στην οικογένεια και όχι ανάλογα με την
απόδοση της στην εργασία. Με αυτές τις αντιλήψεις η γυναίκα ποτέ δεν απόκτησε όμοια με
τον άνδρα-σχέση με το επάγγελμα, παρέμεινε πάντα ξένη και εφεδρική στο χώρο της αγοράς
εργασίας και δεν καλλιέργησε ποτέ εργατική συνείδηση. Με άλλα λόγια, η «επαγγελματική
απασχόληση δεν αποτελεί γι' αυτήν την ολοκλήρωση και δικαίωση της ταυτότητας της»
(Αυδή-Καλκάνη, 1989: 68). Η Μουσούρου (1985) ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο
στερεότυπο γα το γυναικείο ρόλο δημιουργεί αντίστοιχες προσδοκίες, σύμφωνα με τις οποίες
η άγαμη ελληνίδα ονειρεύεται να παντρευτεί και να παύσει να εργάζεται, εφόσον θα τη
συντηρεί ο σύζυγος, εξασφαλίζοντας της έτσι τη δυνατότητα να περιοριστεί στον «φυσικό»
της ρόλο.
Ωστόσο σήμερα, οι γυναίκες συμμετέχουν ενεργά πια στην αγορά εργασίας,
συνεισφέροντας ουσιαστικά στα οικονομικά της οικογένειας, φροντίζουν συναισθηματικά τα
περισσότερα μέλη της οικογένειας, ενώ αφιερώνουν σημαντικό χρόνο σε καθημερινές οικιακές
εργασίες, χωρίς φυσικά να αμείβονται για αυτό. Επομένως, η συνεισφορά τους στο σύνολο
της οικογένειας, σε πραγματική εργασία και υποσιήριξη, υπερβαίνει το διπλάσιο σε σύγκριση
με την αντίστοιχη των ανδρών. Οι γυναίκες σήμερα, προκειμένου να ανταποκριθούν στο
διπλό τους ρόλο ή στο φόρτο εργασίας που συνεπάγεται η επαγγελματική και η οικογενειακή
τους ζωή και δεδομένου ότι οι άνδρες δεν είναι έτοιμοι να αναλάβουν το μερίδιο που τους
αντιστοιχεί στην οικογένεια, μείωσαν την προσπάθεια σιην αναπαραγωγική σφαίρα και
κάνουν λιγότερα παιδιά. Από την άλλη, το νοικοκυριό θεωρείται όλο και περισσότερο ως μια
«αρένα δυνητικών συγκρούσεων ανάμεσα στο ζευγάρι» (Bjornberg, 1998: 153). Είναι
γεγονός ότι οι γυναίκες βιώνουν τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με το σπίτι και την οικογένεια
σαν ένα φορτίο πολύ πιο έντονα απ' ότι οι άνδρες και συχνά οι λόγοι των διαφωνιών ανάμεσα
στα παντρεμένα ζευγάρια αφορούν στο μοίρασμα των οικιακών εργασιών, στην ανατροφή και
φροντίδα των παιδιών καθώς και στα οικονομικά ζητήματα. Έτσι, αποτελέσματα ερευνών
δείχνουν ότι ο βαθμός του οικιακού άγχους, η ψυχολογική ευεξία και η εμπιστοσύνη ως προς
τις ικανότητες τους ως γονείς, σχετίζονται με την ισορροπία της ισχύος ανάμεσα στα δύο
φύλα και με την εργασία που εκτελεί ο καθένας μέσα στην οικογένεια (Bjornberg, 1998).

252
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Οι γυναίκες που μίλησαν στις συνεντεύξεις της έρευνας φυσικά αντιλαμβάνονται τις
παραπάνω αξίες σε σχέση με το ρόλο που αναμένεται να διαδραματίσουν στην ιδιωτική
σφαίρα. Τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια που χρησιμοποίησαν προκειμένου να δικαιολογήσουν τη
θέση τους κυρίως στο χώρο της οικογένειας ήταν το ρεπερτόριο της οικογένειας ως
«προορισμού» και το ρεπερτόριο της «ανακατανομής» των οικιακών ρόλων. Με το πρώτο
ρεπερτόριο, ταυτίζονται ουσιαστικά με κοινωνικές προσδοκίες και πρότυπα, τα οποία
ενισχύουν τη διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και δημόσια ζωή, τοποθετώντας τη γυναίκα
πρωταρχικά και αποκλειστικά στην οικιακή σφαίρα της αναπαραγωγής (βιολογικής και
ιδεολογικής). Ωστόσο, με το δεύτερο ρεπερτόριο, αντιστέκονται στις παραπάνω κοινωνικές
επιταγές, επιχειρώντας την εγκαθίδρυση πιο προοδευτικών οικογενειακών σχημάτων,
σύμφωνα με τα οποία η κατανομή των οικιακών ρόλων δεν γίνεται με βάση το φύλο, αλλά
ισότιμα ανάμεσα σε δύο ενήλικες, οι οποίοι συνεισφέρουν και μοιράζονται εξίσου τις ευθύνες
τόσο στο χώρο της οικογένειας όσο και στο χώρο της αγοράς εργασίας.

6.5.5.1 Το ρεπερτόριο της οικογένειας ως «προορισμού».


Πράγματι, ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας αποτελεί στη συνείδηση των
περισσότερων γυναικών, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας τον κυριότερο και σημαντικότερο
προορισμό μιας γυναίκας. Η κοινωνική καταξίωση ή η «αποκατάσταση» της γυναίκας έρχεται
μέσα από την οικογένεια και τα παιδιά. Ότι και να κάνει σε επαγγελματικό επίπεδο, η ίδια
φέρει το «βάρος της εγκυμοσύνης» και επομένως σκοπός της ζωής της είναι η μητρότητα στο
πλαίσιο ενός γάμου. Για παράδειγμα:

Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . στην οικογένεια του αρραβωνιασπκού μου να πούμε. Αν είχαν μια κόρη πιστεύω ότι
θα της λέγανε και εκείνης, όχι εγώ που είμαι νύφη και την κόρη τους θα λέγανε. «Γιατί να επενδύσεις μελλοντικά
(στο επάγγελμα σου) αφού θα κάνεις οικογένεια και θα παντρευτείς;».

Βίκυ (γυμνάστρια): Στο γιο τους θα το λέγανε;

Κατερίνα (γυμνάστρια): Όχι, γιατί ο γιος τους θα βασίζεται στο πτυχίο του. Μετά από 2-3, μετά από 10 χρόνια
θα δούλευε με αυτό το πτυχίο. Ενώ η γυναίκα σου λέει, μου λένε εμένα, «Δεν τελείωσες (το πρώτο πτυχίο);
Μπορείς να διδάξεις αργότερα. Τι έγινε; Γίνε καθηγήτρια» . . .

Όπως διαπιστώνεται από το παραπάνω απόσπασμα των συνεντεύξεων, η μισθωτή


εργασία αποτελεί μια επιπλέον δραστηριότητα της γυναίκας η οποία δικαιολογείται, εφόσον
δεν παρεμποδίζει το κύριο έργο της δηλαδή τη δημιουργία οικογένειας. Οι περισσότερες
γυναίκες φαίνεται ότι σταδιακά ταυτίζονται με τις παραπάνω αξίες. Παρότι ισχυρίζονται ότι
αισθάνονται ολοκληρωμένες αναλαμβάνοντας πλήρως αρμοδιότητες τόσο στη μισθωτή
εργασία όσο και στην οικογένεια, αναγνωρίζουν ωστόσο την προτεραιότητα του ρόλου τους
στο χώρο του σπιτιού, σε αντίθεση με την προτεραιότητα του ανδρικού ρόλου στο χώρο της
απασχόλησης. Σύμφωνα με τη Μουσούρου (1985), κύρια προϋπόθεση της μη συνάρτησης

253
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

της γυναικείας επαγγελματικής απασχόλησης από το γάμο θα ήταν η εξάλειψη της αντίληψης,
η οποία προστάζει ότι η απασχόληση αυτή είναι προσωρινή, επικουρική και ασυμβίβαστη προς
το ρόλο ή τον προορισμό της γυναίκας.
Από την άλλη, οι πιέσεις και οι προσδοκίες από το οικογενειακό περιβάλλον, είτε
συνειδητές, είτε ασυνείδητες, μπορεί να ακούγονται υπερβολικές, ωστόσο φαντάζουν
επιτακτικές στα αυτιά των περισσοτέρων γυναικών: «να τα αφήσεις τώρα τα πολλά πτυχία»,
«τι τα θέλεις όλα αυτά», «το καλύτερο πτυχίο είναι ο γάμος» κοκ.

Σοφία (παιδαγωγός): Εμένα η μητέρα μου (..) ξέρω ότι θα 'θελε να ήμουνα παντρεμένη κι αυτήν την στιγμή ας
πούμε, με οικογένεια κτλ. αλλά δεν με πιέζει. Δεν μου είπε ποτέ γιατί το κάνεις αυτό που κάνεις κτλ., αλλά ξέρω ότι
θα ήθελε να με δει παντρεμένη, με σπιτικό, όπως είχε κι αυτή ένα δικό της σπιτικό τέλος πάντων. Το περίεργο είναι
με τους συγγενείς μου εμένα, που (..) δεν το βλέπουν με καθόλου καλό μάτι (τις μεταπτυχιακές σπουδές). Δηλαδή,
τα υπονοούμενα και οι «μπηχτές» και «τι τα θέλεις τώρα όλα αυτά» και «κοίταξε να βρεις έναν άντρα να
τακτοποιηθείς να κάνεις τα παιδιά σου» κτλ. Και εκτός απ' το ότι εκφράζουνε γνώμη με βλέπουν και μ' άλλο μάτι.
Δηλαδή, επειδή ίσως ξεφεύγω απ' αυτά τους τα πρότυπα . . . δηλαδή, νομίζουν ότι επειδή κάνω το μεταπτυχιακό ότι
είμαι άλλος άνθρωπος. Με αντιμετωπίζουν έτσι με περισσότερο σεβασμό, φόβο, δεν με πλησιάζουν (..) δεν ξέρω
γιατί δηλαδή το βλέπουν έτσι. Το βλέπουν σαν κάτι το εντελώς εξωπραγματικό . . . πολύ συχνά αυτό που ακούς
είναι «Ποιος είναι ο προορισμός της γυναίκας; Ο γάμος και να κάνει παιδιά, τι τα θες όλα αυτά;». Ναι, δεν μπορούνε
και φυσιολογικά γιατί έχουν μεγαλώσει σε άλλο περιβάλλον αυτοί με άλλα πρότυπα κ τ λ . . .

Τζούλια (παιδαγωγός): Η μητέρα μου μέχρι τώρα μου δείχνει ότι θέλει να συνεχίσω τις σπουδές μου. Γιατί
καταλαβαίνει ότι αυτό κάπου θέλω να κάνω. Απ' την μία, κι εγώ μέσα μου θέλω και να παντρευτώ. Μπορεί να λεω
ότι εντάξει (..) μέσα της όμως καταλαβαίνω ότι περιμένει. Να της πάω κάποιον και να της πω «από 'δω είναι το παιδί
που θα παντρευτώ», Και μάλιστα, αυτό άρχισε τώρα, είμαι 25 στα 26 τον Ιούνιο θα πάω, αυτό άρχισε από πέρυσι
και μου λέει κάθε φορά «Και του χρόνου διπλή. Και του χρόνου διπλή». Και καταλαβαίνω κάπου άτι αν και το κρύβει
το περιμένει. Η γιαγιά μου δε, που είναι γεννημένη το 1905 περίπου θέλει (..) με θεωρεί κατά κάποιον τρόπο (..)
αρχίζει ν" ανησυχεί, μη τυχόν και δεν προλάβω τώρα. Το βλέπει έτσι και καμιά φορά μου λέει «εσύ τώρα, άντε βγες
καμιά βόλτα». Να βγω για να βρω. Όσο για τον περίγυρο, αρχίζω να συνειδητοποιώ (..) μου λένε, γιατί μου το 'παν
κιόλας, «να ξεσκονίσουμε το επάνω ράφι της βιβλιοθήκης για να μπω». Όσο αστείο κι αν ακούγεται... είμαι η μόνη
από όλους τους συγγενείς που είμαι 25 στα 26 και δεν έχω κάνει οικογένεια.

Ράνια (γεωπόνος):... Άμα κρίνεις από τις ευχές που σου δίνουν όλοι (..) (γέλια). Είναι αυτό που λένε πώς το λένε
(..) πώς μου το είπαν προχθές (..) «καλά τα πτυχία που παίρνεις αλλά το κυριότερο πτυχίο δεν το έχεις πάρει ακόμη»
(..) το κυριότερο πτυχίο είναι εκείνο (ο γάμος δηλαδή), άμα δεν πάρεις εκείνο το πτυχίο (..) όλα τα άλλα είναι (..) ναι,
αυτά τα ακούω συχνά.

Εύη (γιατρός): Εμένα προσωπικά πάντως το οικογενειακό περιβάλλον . . . οι γονείς μου ας πούμε αισθάνονται (..)
ικανοποιημένοι από την εξέλιξη μου την επαγγελμσπκή, αλλά πιστεύω ότι σε 1 με 2 χρόνια, ακόμη είμαι 26 τώρα δεν
τα έχω κλείσει ακόμη, αλλά σε 1 με 2 χρόνια ας πούμε θα αρχίσουνε να μου λένε κάποια πράγματα, θα μου λένε
εντάξει το πτυχίο σου το πήρες κι αυτά, κοίταξε να κάνεις οικογένεια, σίγουρα θα υπάρχουν κάποιες πιέσεις κι ίσως
στις γυναίκες . . . περισσότερο γιατί (..) μια κοπέλα ας πούμε είναι (..) επικρατεί αυτή η άποψη και είναι και η
δυνατότητα αυτή που έχεις αναπαραγωγής περιορισμένη, μέχρι τα 35 πιστεύω ότι θα πρέπει να έχεις παντρευτεί για
να είσαι και μικρή μητέρα, να μειωθούν και οι κίνδυνοι μιας αποτυχημένης κύησης όλα αυτά μετράνε.

254
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Στα παραπάνω αποσπάσματα είναι ολοφάνερη η πίεση που ασκεί ο περίγυρος στις
γυναίκες σε σχέση με τη δημιουργία οικογένειας. Σύμφωνα με τις προσδοκίες των γονέων και
των συγγενών, ο γάμος και η απόκτηση παιδιών έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τις
μεταπτυχιακές σπουδές ή την επαγγελματική εξέλιξη μιας γυναίκας. Τέτοιου είδους
προσδοκίες δημιουργούν στις γυναίκες έντονες συγκρούσεις και διλήμματα, ιδιαίτερα σε μια
περίοδο μετάβασης από τις σπουδές στην αγορά εργασίας και στην εκκίνηση της
σταδιοδρομίας τους. Πρόσφατες μελέτες αναφέρουν ότι οι γυναίκες ξαφνικά βιώνουν τη
ματαίωση των κόπων και των προσδοκιών τους σε σχέση με το δημόσιο βίο και τις
επαγγελματικές τους φιλοδοξίες (βλ. κεφάλαιο 3). Έτσι, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης
χρονικής περιόδου, δηλαδή μετά την αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο, διαπιστώνουν ότι η
περίοδος «χάριτος» τελείωσε και ότι η επένδυση στην οικογένεια προηγείται σημαντικά της
επένδυσης στη σταδιοδρομία. Επιπλέον, οι γυναίκες αισθάνονται και την πίεση της βιολογικής
τους ικανότητας για αναπαραγωγή, η οποία θέτει συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια,
περιορίζοντας σημαντικά τις επιλογές τους.

Κάτια (ψυχολόγος): Εγώ δεν πίστευα ποτέ ότι το φύλο μου επηρεάζει τις επιλογές που κάνω, μέχρι πέρσι που
γύρισα από την Αμερική και βρήκα τον εαυτό μου να επιστρέφει σε μία κατάσταση όπου σαν παντρεμένη, περίμενε ο
κοινωνικός μου περίγυρος ότι πρώτον θα έπρεπε να ξεκινήσω αμέσως να κάνω παιδιά . . . μάλιστα υπήρξε το εξής
σχόλιο «να τα αφήσεις τώρα τα πολλά πτυχία και να κοιτάξεις να κάνεις παιδιά» . . . Από την άλλη μεριά γενικό σαν
παντρεμένη γυναίκα, δηλαδή δύο μειονεκτήματα παντρεμένη και γυναίκα, έβλεπα ότι αυτά τα δύο περιορίζουν και
αυτά που σκεφτόμουν εγώ να κάνω και αυτά που ήδη κάνω . . . Η ζωή μου έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε που
ήμουνα φοιτήτρια . . . Τώρα όμως βλέπω ότι με θεωρούν σα μία παντρεμένη γυναίκα, είμαι η «παντρεμένη γυναίκα»,
ναι, φοράω αυτή την ταμπέλα από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω και ότι κάνω όλοι το κρίνουν κάτω από αυτό τα
πρίσμα και είναι πολύ δύσκολο για μένα να μην το εσωτερικεύσω. Κάνω μεγάλες προσπάθειες, αντιστέκομαι όσο
μπορώ, θεωρώ απαράδεκτο να παρατήσω το διδακτορικό μου για να καθίσω στο σπίτι και να κάνω παιδιά, χωρίς να
σημαίνει όμως ότι η προοπτική να κάνω παιδιά δεν με παρεμποδίζει πράγματι . . . μπαίνεις σε κάποια στεγανά,
δηλαδή ναι μεν λεω ότι δεν με επηρεάζει, προσπαθώ να μην επηρεάζομαι πάρα πολύ, αλλά ότι και να κάνεις έχεις ένα
γάντζο από πίσω ο οποίος σε τραβάει.

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Εγώ τη σύγκρουση που έτσι αισθάνομαι ότι πρέπει να λύσω, τέλος πάντων, είναι αυτό,
το θέμα του γάμου. Που οι γονείς πια προσδοκούν κάποια πράγματα και (..) . . . μέσα μου την αισθάνομαι δηλαδή
(..) τη σύγκρουση (..) . . . πάντως (..) είναι (..) μια πίεση (..) και μια εσωτερική όμως πίεση, με την έννοια του ότι
σκέφτομαι ρε παιδί μου, «ωραία θα συνεχίσω έτσι και μέχρι πότε, μετά τι θα γίνει, θα παντρευτώ κάποτε, δεν θα
παντρευτώ» δηλαδή, πέρα από αυτή την εξωτερική πίεση που ασκούν οι γονείς, ότι πρέπει να τελειώσεις να
παντρευτείς και να βρεις μια δουλειά, που ακούγεται απλό μάλλον, αλλά δεν είναι τόσο απλό, δηλαδή γι' αυτούς είναι
σημαντικό πολύ και πρέπει κάθε φορά να το αντιμετωπίζεις. Δηλαδή κάθε φορά που τους βλέπω, σκέφτομαι αχ! θα
συζητήσουμε και αυτό τώρα (γελάει). Αλλά απ' την άλλη το έχω κι εγώ. Δηλαδή, μέσα στα όνειρα την αισθάνομαι
αυτή την σύγκρουση κάποιες φορές . . . και όσο περνάει ο καιρός, βλέπω ότι δεν έχω οικονομικές απολαβές, βασικά.
Δηλαδή, μπορεί να χρειαστεί να περιμένω 5-6 χρόνια τέλος πάντων, για να δω να ανταμείβονται οι κόποι μου. Σ' όλο
αυτό το διάστημα όμως, εγώ πρέπει να πείθω τον εαυτό μου και τους άλλους βέβαια ότι όντως είναι σημαντικά όλα
αυτά τα πράγματα (οι σπουδές και η επένδυση στην καριέρα).

Άννα (ψυχολόγος): Και για μένα είναι κάπως έτσι. Δηλαδή, εγώ δεν συγκρίνω τον εαυτό μου με τις άλλες
γυναίκες που δεν έχουν κάνει όσα έχω κάνει εγώ ή παρόμοια . . . θεωρώ ότι έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα τα

255
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

οποία μου άρεσαν, τα οποία επέλεξα και παρά τους κόπους, γιατί για όλα χρειάστηκε να (..) για κάποια χρειάστηκε να
πονέσω πάρα πολύ. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη που 'χω φτάσει, εδώ που "χω φτάσει και δεν θ' άΜ,αζα με
τίποτα αυτό που 'χω κάνει τώρα με άλλα πράγματα. Σε κάποιες στιγμές λεω ότι ίσως φίλες μου που έχουν επιλέξει
τον γάμο ή κάποια να τα εγκαταλείψουν αρκετά νωρίς ίσως για την δική τους πραγματικότητα, ίσως αντικειμενικά να
είναι πιο ευτυχισμένες από μένα. Αλλά δεν κάθομαι να σκεφτώ αν έπρεπε τότε, ξέρω \ ω , να επιλέξω τον γάμο.

Έφη (γεωπόνος): Αυτό το αισθάνομαι πιο πολύ τώρα να σου πω, άρχισα να το αισθάνομαι μάλλον πιο πολύ,
άσχετα με την ηλικία μου (είναι 25), επειδή όλοι οι συγγενείς και οι γονείς μου είναι στην Κοζάνη, όποτε πάω εκεί
είναι το όλο κλίμα εκεί που με επηρεάζει δεν ξέρω για πιο λόγο, που αισθάνομαι ρε παιδί μου ότι εντάξει (..) και να
σου λένε άντε τι θα γίνει πότε θα παντρευτείς δεν έχεις σκοπό και τέτοια, ενώ όταν είμαι εδώ πέρα αισθάνομαι μια
χαρά, είμαι πολύ καλά (στη Θεσσαλονίκη ζει μόνη), δηλαδή, παίζει το περιβάλλον ρόλο σε αυτό.

Σοφία (γιατρός): Για μένα ο γάμος είναι (..) το παιδί (..) άρχισα να το σκέφτομαι τα τελευταία χρόνια . . . εγώ
πιάνω τον εαυτό μου, πριν από 2 χρόνια δεν το σκεφτόμουν καν το παιδί, πάντως τώρα μπαίνεις στους (..) λόγους
για τους οποίους θέλεις (είναι 30 ετών). Σίγουρα, ένας από τους λόγους που θέλω να παντρευτώ είναι αυτός ο
άλλος λόγος Ισως όμως ο πιο κύριος είναι ότι θέλω να είμαι με κάποιον, δηλαδή η συντροφικότητα του να είσαι με
κάποιον άνθρωπο μόνιμα σταθερά, γιατί νιώθεις την ανάγκη να είσαι με κάποιον, πέρα από την επιστήμη μου δηλαδή,
. . . και μένα δεν ξέρω μ' αρέσει γενικά η οικογένεια . . . Βέβαια πιστεύω για τώρα, ότι εμένα προσωπικά τουλάχιστον
που κάνω ειδικότητα, που έχω πολλές εφημερίες που γυρνάω κουρασμένη από τις εφημερίες και δεν έχω να
μαγειρέψω ή να νοιαστώ για παιδιά, για άντρα είναι κάτι το οποίο με ευχαριστεί θα έλεγα (χαμογελάει) αυτή τη
στιγμή όμως (..) σίγουρα για αργότερα (..) βέβαια σκέφτομαι το γάμο.

Η σύγκρουση και η αμφιθυμία που βιώνουν οι γυναίκες του δείγματος έχει να κάνει
αφ' ενός με την επιλογή μιας καριέρας, αφ' ετέρου με την προοπτική ή καλύτερα τον
«προορισμό» της οικογένειας. Παρότι νιώθουν ικανοποιημένες από την εξέλιξη τους και απ'
όλα όσα έχουν επιτύχει σε ακαδημαϊκό κυρίως επίπεδο, τα οποία σαφώς ενίσχυσε και το
οικογενειακό τους περιβάλλον, από την άλλη, αντιλαμβάνονται ξαφνικά μια πίεση «εξωτερική
ή εσωτερική» για τη δημιουργία οικογένειας. Επιπλέον, η διαφορά ανάμεσα στην ταυτότητα
της «παντρεμένης» και της «ανύπαντρης» γυναίκας υφίσταται ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν
παιδιά, δεσμεύοντας τη γυναικεία συμπεριφορά στις κοινωνικές επιταγές ενός ρόλου εντελώς
διαφορετικού από αυτόν του άνδρα. Εκτός από την ευθύνη του νοικοκυριού, η γυναίκα
αναλαμβάνει συχνά και την ευθύνη των συναισθηματικών δεσμών στην ευρύτερη οικογένεια
και ανάμεσα στο ζευγάρι. Σε μια παρόμοια μελέτη, οι άνδρες και οι γυναίκες του δείγματος
ανέφεραν με εκπληκτική σαφήνεια σαν σημαντική εργασία που κάνουν οι γυναίκες στο σπίτι
την αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας των μελών της οικογένειας και τον περιορισμό
των διαπροσωπικών εντάσεων μέσα στην οικογένεια (Καβουνίδη, 1989).

Κάτια (ψυχολόγος): . . . ο άλλος τομέας στον οποίο αισθάνομαι μεγάλη καταπίεση είναι αυτό της διατήρησης των
ισορροπιών ανάμεσα στις δύο οικογένειες και γενικά στους συγγενείς και cf όλους. Μιλάμε από απλά πράγματα όπως
να θυμάσαι γενέθλια, γιορτές να παίρνεις τηλέφωνα (..) « όχι, Χριστούγεννα κάναμε με τους γονείς σου, Πάσχα θα
κάνουμε με τους δικούς μου γονείς» . . . οι ευθύνες είναι πάρα πολλές δηλαδή στο σπίτι εγώ σηκώνω τα πάντα μία
που ο άντρας μου είναι φαντάρος τώρα και κρατάω και τις ισορροπίες στις οικογενειακές σχέσεις . . . ακόμη και οι
ίδιοι οι γονείς μου, οι οποίοι το βλέπουν έτσι κάπως πιο προοδευτικά, εντός εισαγωγικών, το θέμα, τις περισσότερες
ευθύνες τις αποδίδουν σε μένα, όσον αφορά την οικογένεια και τα παιδιά και την συναισθηματική σχέση θεωρούν ότι
είναι γυναικεία δουλειά.

256
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . κι εγώ δεν αφέθηκα στο τι θα πει ο άλλος δηλαδή θα κάνω προσπάθειες να κάνω
αυτό που θέλω (..) . . . κι αυτή τη στιγμή έχω προβλήματα . . . το ότι παίζω μπάσκετ, παίζω μέχρι τώρα, είμαι
αθλήτρια . . . αλλά κι αυτό ακόμη το πράγμα δεν το ήθελε ο αρραβωνιαστικός μου . . . θα ήθελε αυτές τις ώρες που
απασχολώ εκεί να τις απασχολήσω (..) να είμαστε μαζί ή κάτι άλλο να έκανα . . . να μην αφιερώνω χρόνο σε αυτό,
στο να παίζω η ίδια . . . για παράδειγμα μου λέει να αρχίσω να μαθαίνω να μαγειρεύω (γέλια) . . . και ενώ του έλεγα
ότι φέτος θα είναι η τελευταία χρονιά, του λεω φέτος ότι θα συνεχίσω και του χρόνου, μάλλον (γελάει). (..)
Τουλάχιστον μέχρι να παντρευτούμε θα (..) δεν υπάρχει λόγος να μην παίζω αν μπορώ λόγω χρόνου . . . δεν μου
απαγορεύει, αλλά μου λέει να μην πάω. Δεν έχει έρθει να με δει ποτέ φέτος να παίζω (..) αυτά . . . Θέλω να πω ότι
μπερδεύομαι μέσα μου πολλές φορές ακόμα και τώρα . . . μπερδεύομαι μέσα μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω . . .
όπως το διδακτορικό που σκεφτόμουνα . . . λοιπόν εμένα σχεδόν μου φεύγει από το μυαλό αυτό, γιατί πέρυσι το
σκεφτόμουνα. Λεω, θα είμαι το πρωί στο γραφείο, θα βρω μια δουλειά το απόγευμα ως προπονήτρια. Αυτό όμως θα
πήγαινε για 3-4 χρόνια έτσι. Από τη στιγμή που έχω σκοπό να παντρευτώ του χρόνου με αποκλείει αυτό το πράγμα,
δεν μπορώ εγώ . . . δεν μπορώ εγώ δηλαδή να κάνω διδακτορικό και συγχρόνως να είμαι παντρεμένη.

Τελικά, η υποχρέωση των γυναικών να αναλάβουν αποκλειστικά τις οικιακές εργασίες


και την ανατροφή των παιδιών περιόρισε όχι μόνον την ένταξη τους στην αγορά εργασίας
αλλά και το είδος της απασχόλησης τους όρους εργασίας, το γεωγραφικό χώρο αλλά και το
χρόνο που μπορούν να αφιερώσουν σιην αμειβόμενη εργασία (Βαΐου & Στρατηγάκη, 1989).
Έτσι, η αδύνατη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα των παντρεμένων
προκύπτει από τον προσδιορισμό τους κυρίως ως νοικοκυρών και μητέρων. Όπως
διαπιστώνεται χαρακτηριστικά από το επόμενο απόσπασμα, η επαγγελματική απασχόληση της
γυναίκας σήμερα εξαρτάται από τις φάσεις του ατομικού κύκλου της οικογενειακής της ζωής
και τις απαιτήσεις του, εφόσον το κόστος κάλυψης αυτών των απαιτήσεων δεν
αντισταθμίζεται από την ικανοποίηση ή τις οικονομικές απολαβές που της προσφέρει μια
ενδιαφέρουσα και καλά αμειβόμενη εργασία.

Εύα (δικηγόρος): Από άποψη καταπίεσης βάσει των φιλοδοξιών, φυσικά που είχα, γιατί κάθε άτομο έχει
συγκεκριμένες φιλοδοξίες (..) ξεκινώ με αυτήν την βάση, μ' αρέσει πάρα πολύ, ήμουν συνειδητοποιημένη από Β'
Λυκείου για το επάγγελμα που ήθελα να ακολουθήσω (..) αλλά βλέπω ότι είναι πολύ δύσκολο να συνδυαστεί με μία
κάποια (..) σωστή ας το πω οικογένεια, όπως τη θεωρεί ο καθένας. Κάποιες ώρες που αφιερώνεις κοινές με το
σύζυγο, με το παιδί (..) κάθισα και τα έβαΚα κάτω κάποια στιγμή στη ζωή μου και τελικά βλέπω ότι ναι, αναγκαστικά
κι εγώ, αναγκαστικά για μένα (..) θα θυσιάσω πέντε πράγματα από τις επαγγελματικές μου φιλοδοξίες (..)

Μαρία (δικηγόρος): Γιατί το θέλεις όμως.

Εύα (δικηγόρος): Ναι, σίγουρα. Σίγουρα θα προσπαθήσω να τα συνδυάσω . . . αλλά (..) πιστεύω ότι θα
επωμιστώ κάποιο κόστος σίγουρα. Δεν γίνεται διαφορετικό.

Μαρία (δικηγόρος): Εμένα αυτά δεν με πειράζουν πάντως δεν ξέρω . . . αυτή η εικόνα που λέμε, που
περιγράφουμε τόση ώρα ότι (..) θα περιορίσεις κάποια, την δουλειά σου για κάποια άλλα πράγματα, δεν με πειράζει
καθόλου.

Εύα (δικηγόρος): Φυσικά, δεν τίθεται θέμα. Εννοείται ότι σε ικανοποιεί αυτό που κάνεις ότι αισθάνεσαι
ολοκληρωμένη.

257
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Ωστόσο, όσες επιλέγουν τα οικιακά αντί της αμειβόμενης εργασίας κατά τη διάρκεια
των πρώτων ετών του γάμου και της ανατροφής των παιδιών, είναι λιγότερο πιθανό να
εργαστούν έξω από το σπίτι αργότερα και τείνουν, αν εργαστούν αργότερα, να έχουν
χαμηλότερες αποδοχές από εκείνες που μπορούν να διεκδικήσουν οι γυναίκες, οι οποίες
παρέμειναν στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής (Μουσούρου, 1985).
Παρ' όλ' αυτά είναι έτοιμες να θυσιάσουν χρόνια σπουδών και επαγγελματικές φιλοδοξίες για
να υπάρξει ισορροπία και μια «σωστή οικογένεια» διότι «έτσι αισθάνονται πιο
ολοκληρωμένες», όπως ακριβώς προστάζει και το συγκεκριμένο ρεπερτόριο της οικογένειας.

Ασπασία (γεωπόνος): Όχι. Δε νομίζω ότι (ο γάμος) δεσμεύει μια γυναίκα περισσότερο από έναν άνδρα, ίσως να
είναι βιώματα που μας έχουν περάσει αυτά τα πράγματα, αλλά θεωρώ ότι ούτως ή άλλως πάντα έλεγα ότι θέλω να
κάνω οικογένεια . . . αλλά στην επαγγελματική μου καριέρα το πώς θα (..) αν θα (..) θα έχει κάποιο αντίκτυπο το έχω
αποδεχτεί ότι εντάξει, ακόμη κι αν υπάρχει αντίκτυπο στην καριέρα μου θα το αποδεχθώ, γιατί θέλω να κάνω μια
οικογένεια. Για αυτό είπα προηγουμένως ότι μπορεί και να χαλαλίσω κάποια χρόνια σπουδών ας πούμε προκειμένου
να κάνω κάποια οικογένεια και προκειμένου να κάνω μια σωστή οικογένεια. Είπα προηγουμένως ότι ακόμη και σε
περίπτωση (..) έχω ζήσει (..) τέλος πάντων έχω κάποιους γνωστούς, κάποιες φίλες κτλ. που έχουν θυσιάσει κάποια
καριέρα για μια οικογένεια και δεν το θεωρούν τόσο τρομερό. Θεωρώ ότι με ανάλογες συνθήκες θα έκανα και εγώ το
ίδιο θα θυσίαζα κάποια καριέρα για την οικογένεια και ιδιαίτερα ας πούμε για ένα παιδί.

Εύη (γιατρός): . . . γιατί πιστεύω ότι δε θα ολοκληρωθώ σα γυναίκα και σαν άνθρωπος αν δεν καταφέρω να κάνω
οικογένεια (..) και θα προσπαθήσω να τα συνδυάσω (οικογένεια και κ α ρ ι έ ρ α ) . . . εμένα προσωπικά είναι και η άποψη
μου αυτή, εμένα μ' αρέσει η σταθερότητα, μ' αρέσει η έννοια της οικογένειας . . . πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντική
λύση για να λύνεις και τα προβλήματα σου, να αισθάνεσαι πιο (..) πιο ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος και τα παιδιά
φυσικά σε ολοκληρώνουν και σα γυναίκα και τον προορισμό μας ως άνθρωποι ας πούμε να (..) ολοκληρώνεσαι μέσα
από την οικογένεια έτσι πιστεύω .

Ράνια (γεωπόνος): Εγώ δε νομίζω ότι οι άλλοι με πιέζουν για να παντρευτώ θα το ήθελα και εγώ να κάνω
οικογένεια. Δεν είναι ότι με πιέζουν οι υπόλοιποι, είναι και δική μου ανάγκη, θα ήθελα να κάνω παιδιά δηλαδή έτσι να
ασχολούμαι με παιδιά . ..

Από την άλλη, τα δημογραφικά στοιχεία έχουν επιβεβαιώσει την ύπαρξη μιας
αναμφισβήτητα αρνητικής σχέσης μεταξύ επαγγελματικής απασχόλησης και ποσοστού
παντρεμένων γυναικών ή μεταξύ εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών και έγγαμης ζωής
(Μουσούρου, 1985). Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το εκπαιδευτικό επίπεδο, τόσο
μεγαλύτερο το ποσοστό των αγάμων γυναικών, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τους άνδρες. Η
υψηλή εκπαίδευση μεταφράζεται συχνά και σε υψηλά εισοδήματα - έτσι η σχέση μεταξύ
αγαμίας και οικονομικής επιτυχίας είναι σαφής και αναμφισβήτητη. Σύμφωνα με τη
Μουσούρου (1985), η σημασία της κατηγορίας των αγάμων γυναικών που είναι μορφωμένες
και επαγγελματικά επιτυχημένες δεν έγκειται στο μέγεθος της, αλλά στην κοινωνική της θέση,
που επιτρέπει να δούμε το γάμο ως επιλογή και όχι ως ένα καθολικά πρωταρχικό στόχο.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια μιας επαγγελματικά επιτυχημένης και με υψηλό εισόδημα
γυναίκας μηχανικού:

258
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Γωγώ (μηχανικός): . . . Παρόλα αυτά (..) βλέπεις κι από φίλους. Φίλοι. Άνθρωποι που είναι στην δική μας την
γενιά. Και μου λένε «Καλά, παντρεύτηκες και μυαλό δεν έβαλες ας πούμε. Θα ταξιδεύεις συνέχεια και θα κάνεις
εκείνο και θα κάνεις το άλλο». Είναι πρόβλημα . . . Εγώ αυτό που είπα είναι το εξής: ότι οι δικές μου επιλογές, όταν
συμβίωνα έτσι (..) ήταν διαφορετικές απ' αυτές τις επιλογές που κάνω τώρα. Διότι καταλαβαίνω κι αποδέχομαι
κάποια κοινωνικά πρότυπα τα οποία λένε (..) και τ' αποδέχομαι γιατί; Γιατί δεν θέλω ο γάμος μου να είναι αντικείμενο
βολών. Που τελικά, προστατεύω την σχέση μου. Ο γάμος είναι ένα πράγμα (..) δεν είναι μόνο η σχέση. Εντάξει;
Επενδύεις στην σχέση σου είτε είσαι στον γάμο είτε είσαι εκτός του γάμου. Ο γάμος είναι και πέντε άλλα παράγωγα
μιας (..) ενός εθιμοτυπικού πράγματος που (..) ή πρέπει να τα δεχτείς και να πεις «τα δέχομαι μέχρι αυτό το όριο» ή
αν αποφασίσεις να τα (..) να πεις ότι δεν τα κοιτάζω, δεν μ' ενδιαφέρουνε, τότε μην παντρευτείς. Γιατί «χτυπάς» τον
θεσμό του γόμου, που δεν δέχεται κανείς άλλος να τον «χτυπήσεις».

Ωστόσο, οι περισσότερες γυναίκες προτιμούν την επαγγελματική αποκατάσταση και


εξέλιξη του συζύγου τους παρά τη δική τους. Η Μισέλ (1981) αναφέρει ότι στην συμβατική
κατά τα άλλα θεωρία του Parsons, ο πατέρας έχει τον εκτελεστικό ρόλο σε μια κοινωνία και
αυτόν του προμηθευτή των υλικών αγαθών της οικογένειας, ενώ η γυναίκα τον εκφρασπκό
ρόλο. Ο εκτελεστικός ρόλος συνίσταται κυρίως στην άσκηση ενός επαγγέλματος που
αποτελεί το σημαντικότερο κριτήριο για τον προσδιορισμό της θέσης της οικογένειας στο
κοινωνικό σύνολο. Αντίθετα, η γυναίκα εκφράζει τη συναισθηματική ζωή της οικογένειας
αφού αυτή βρίσκεται πιο κοντά στα παιδιά απ' ότι ο πατέρας. Σε μια άλλη μελέτη, το
συμπέρασμα ήταν ότι οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ανάμικτα και αντιφατικά μηνύματα, τα
οποία τελικά τις οδηγούν σε μια απογοήτευση στο σχεδιασμό της ζωής τους μετά το
πανεπιστήμιο, καθώς το επάγγελμα του άνδρα είναι αυτό που προσφέρει καταρχήν το γόητρο
σε μια οικογένεια (Novack & Novack, 1996).

Ασπασία (γεωπόνος): (αναστενάζει, διστάζει) (..) καταρχήν θεωρώ ό τ ι . . . μπορώ να βασιστώ πολύ περισσότερο,
να βασιστώ (δεν της άρεσε η λέξη) (..) αν δω μια εικόνα ας πω μελλοντική και αν τέλος πάντων κάποιος δεν
ασχολείται τόσο πολύ με τη δουλειά του ή δεν είναι πετυχημένος τόσο πολύ στη δουλειά του, ας πούμε θα ήθελα να
είμαι εγώ παρά ο άνδρας μου (..) κάπως έτσι. Δεν μπορώ να προσδιορίσω για πιο λόγο είναι αυτό και αν άκουγα
αυτά τα πράγματα που λεω τώρα πριν από χρόνια θα μου φαινόταν εντελώς απαράδεκτα (..), αλλά Ισως επειδή
αρχίζεις και βλέπεις ότι εντάξει μπορεί να ασχοληθώ και με τα παιδιά ή να ασχοληθώ με κάτι άλλο εγώ, ενώ στον
άνδρα μου δε βλέπω ας πούμε ότι ξέρεις εντάξει μπορεί να δουλεύω εγώ και ο άνδρας μου να καθίσει να κοιτάξει τα
παιδιά, είναι (..) δεν μπορώ να το δικαιολογήσω γιατί ή που οφείλεται αυτό, απλά είναι έτσι μια εικόνα που παίρνω
από το μέλλον.

Έφη (γεωπόνος): Εγώ πιστεύω ότι παίζει ρόλο (..) η κοινωνία μετράει όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε
(..) σίγουρα χαρακτηρίζει μια οικογένεια από το επάγγελμα του συζύγου. Ποτέ κανείς δε θα ασχοληθεί με (..)
παράδειγμα ότι η Ασπασία είναι μια γυναίκα καριέρας και ότι ο σύζυγος της είναι ξέρω Λγω (..) μπορεί να κάνει (..)
ασχολείται με κάτι όχι τόσο ας πούμε (..) όχι κάτι ανάλογο. Δηλαδή, ίσως και εγώ στη θέση της να σκεφτόμουνα με
τον ίδιο τρόπο ότι εντάξει προτιμώ να έχω κάποιον που (..) ή να είναι στο ίδιο επίπεδο με εμένα όσον αφορά το
επάγγελμα ή να είμαι εγώ πιο κάτω απ' ότι είναι αυτός (..)

Είναι προφανές ότι η δομή εξουσίας στην οικογένεια μπορεί να αλλάξει μόνον από τη
στιγμή που γυναίκες και άνδρες δεχθούν μια νέα αντίληψη της άσκησης και της κατανομής
της εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Το γεγονός ότι σήμερα πολλές γυναίκες αμφισβητούν τον

259
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

παραδοσιακό τους ρόλο και μπορούν, κυρίως λόγω της δυνατότητας ενεργού συμμετοχής
τους στην παραγωγή, να διεκδικήσουν την ισοτιμία, δεν σημαίνει ούτε ότι όλες οι γυναίκες τις
ακολουθούν, ούτε ότι όλοι οι άνδρες είναι σύμφωνοι. Από την άλλη μεριά, η επαγγελματική
απασχόληση δεν σημαίνει αυτόματα χειραφέτηση ή έστω απελευθέρωση για τη γυναίκα.
Στην πράξη έχει αποδειχθεί πως πολλές εργαζόμενες γυναίκες είναι μέλη ιδιαίτερα
«ανδροκρατούμενων» ζευγαριών (Μουσούρου, 1985).

6.5.5.2 Το ρεπερτόριο της «ava κατανομής» των οικιακών ρόλων.


Σύμφωνα με τη Λάμψα (1994), η μεγαλύτερη αλλαγή.στην οικογένεια έχει επέλθει
σήμερα από το γεγονός ότι έπαψε να αποτελεί ένα συμπαγές και ενιαίο σύνολο, στο οποίο το
ζευγάρι συμπληρώνει ο ένας τον άλλον, αποτελώντας ο κάθε ένας το ήμισυ μιας μονάδας.
Αντίθετα, αε μια οικογένεια σήμερα το άτομο υπερισχύει του συνόλου της και το ζευγάρι
αποτελεί την ένωση δύο αυτόνομων προσώπων. Έτσι η σύγχρονη οικογένεια χαρακτηρίζεται
από σχέσεις συντροφικότητας ανάμεσα στο ζευγάρι και την κοινή συμμετοχή των δύο φύλων
στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή. Η εκτεταμένη και παραδοσιακά πατριαρχική
οικογένεια καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την ανεξάρτητη συζυγική οικογένεια, η
οποία αποτελείται συνήθως από τους δύο συζύγους-γονείς και τα παιδιά τους και διαβιώνει
ανεξάρτητα από άλλες συγγενικές συζυγικές οικογένειες (Μουσούρου, 1996). Έτσι από τη
στιγμή που η μητέρα εργάζεται, η κατανομή των υποχρεώσεων μέσα στο σπίτι πρέπει να είναι
ισότιμη και η σύγχρονη οικογένεια για να επιβιώσει έχει ανάγκη γενικότερα από σχέσεις
αυτόνομες, αλληλοσεβασμού και αγάπης.
Παρόμοια και οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις διατύπωσαν ξεκάθαρα
το γεγονός ότι υπολογίζουν σημαντικά στη βοήθεια της οικογένειας τους και ειδικότερα του
συντρόφου τους, προκειμένου να ισορροπήσουν επαγγελματικές και οικογενειακές
υποχρεώσεις. Επειδή αντιλαμβάνονται ότι ο συνδυασμός των δύο ρόλων είναι πάρα πολύ
δύσκολος, γι' αυτό και προσδοκούν μια ανακατανομή στους οικιακούς ρόλους και το μοίρασμα
των ευθυνών. Επίσης, αναφέρονται στη λύση του σωστού προγραμματισμού, στην επιλογή
του «κατάλληλου» συντρόφου, οποίος θα υιοθετεί παρόμοιες αντιλήψεις σε σχέση με τις
υποχρεώσεις του στην οικογένεια, ακόμη και στην «εκπαίδευση» του συντρόφου τους από
την αρχή του γάμου, σε αντίθεση με τις μητέρες τους.

Κάτια (ψυχολόγος): Ας πούμε σε δέκα χρόνια από τώρα. Πώς φαντάζομαι τον εαυτό μου (..) φαντάζομαι τον
εαυτό μου ότι θα έχω μία δική μου δουλειά, η οποία θα με απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας . . . Βλέπω
τον εαυτό μου να έχω δύο παιδιά σε σχετικά μικρές ηλικίες, με όλες τις φροντίδες που αυτό συνεπάγεται . . . ελπίζω
ή μάλλον έτσι το βλέπω, γιατί θα το προσπαθήσω, ότι θα έχουν μοιραστεί οι ευθύνες ανάμεσα σε μένα και στο
Γιώργο, ο Γιώργος είναι ο άντρας μου, το οποίο σημαίνει ότι κάθε πρωί ο καθένας θα προσφέρει ότι μπορεί, χωρίς να
σημαίνει ότι εγώ θα κάνω κάτι παραπάνω ή αυτός θα κάνει κάτι παραπάνω . . . μάλιστα είμαι ακριβώς στην
προσπάθεια να τα οργανώσω όλα αυτά με έναν τρόπο ώστε να μπορώ να τα κάνω όλα αυτό μαζ? και καλά.. . προς
το παρόν έτσι όπως το ζω είναι πάρα πολύ δύσκολο διότι αυτή τη στιγμή, το ανέφερα και προηγουμένως όλες οι
ευθύνες είναι πάνω μου . . . πιστεύω ότι για να εξισορροπήσει η δικιά μου η ζωή θα πρέπει οι άνθρωποι οι πολύ

260
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

στενοί μου και εννοώ ο άντρας μου και οι γονείς μου να είναι δίπλα μου και να με βοηθάνε στις ε υ θ ύ ν ε ς . . . για μένα
το βασικό είναι να έχω συμπαράσταση από τους ανθρώπους που είναι πολύ κοντά μου, δηλαδή τους γονείς μου και
τον Γιώργο. Αν δεν υπάρχει βοήθεια και το μοίρασμα των ευθυνών μ' αυτούς, εγώ δεν θα μπορώ να συνεχίσω με
τους ίδιους ρυθμούς που συνεχίζω τώρα, δηλαδή και οικογένεια και κοινωνική ζωή και καριέρα.

Εύα (δικηγόρος): . . . Η διαφοροποίηση μου θα είναι μόνο αν παντρευτώ, βέβαια. Οπότε με φαντάζομαι να
ξυπνάω όπως πάντα, ίσως κάπως νωρίτερα, 7.00-7.30 το πρωί . . . το απόγευμα ανάλογα με την οικογενειακή μου
κατάσταση, οπωσδήποτε θα εργάζομαι πάνω στο επάγγελμα μου και σίγουρα μετά θ' ακολουθούνε κάποιες εργασίες
μέσα στο σπίτι, βέβαια με αμοιβαία συνεννόηση, εννοείται και με κάποια βοήθεια . . . και την βοήθεια που θα έχεις
από τους γονείς σου, κακά τα ψέματα. Σίγουρα θα έχεις κάποια βοήθεια και ευελπιστείς <f αυτήν, προσδοκάς να την
έχεις και πρωτίστως την βοήθεια που θα έχεις από τον σύζυγο σου, όπως κι εκείνος φυσικά έχει την δική σου την
βοήθεια. Είναι αμοιβαία αυτά.

Μαρία (δικηγόρος): Περίπου έτσι. Εγώ σκέφτομαι, ότι σίγουρα η μέρα μου θα ξεκινάει νωρίς ( . . ) . . . η
συνεννόηση πάντα με τον ενδεχόμενο σύζυγο θα πρέπει να είναι δεδομένη, κάπως έ τ σ ι . . .

Βίκυ (γυμνάστρια): Ένας συνδυασμός είναι πάρα πολύ δύσκολο πράγμα, αλλά θα προσπαθήσω όσο γίνεται
περισσότερο να συνδυάσω τη δουλειά μου με την προσωπική μου ζωή και την οικογενειακή μου . . . και θα
μοιράζομαι κάπως τις ώρες με το σύζυγο μου, ανάλογα με το τι επάγγελμα θα κάνει κι αυτός κτλ. Δηλαδή δεν μπορώ
εγώ να αφήσω τη δουλειά μου, για την οποία πιστεύω ότι έχω κουραστεί αρκετά, έως πάρα πολύ.

Κατερίνα (γυμνάστρια): Και μένα η γνώμη μου είναι ότι σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Δηλαδή, βλέπω τον
αδερφό μου . . . τώρα με τη νύφη μου που δεν (..) εργάζεται αυτή τη στιγμή, εργαζόταν μέχρι να γεννήσει . . .
δηλαδή εκεί που δεν έκανε τίποτα, κάνει κ ά τ ι . . . όπως και με τον αρραβωνιαστικό το δικό μου, που η μητέρα του και
αυτή το ίδιο υπερπροστατευτική και περισσότερο υπερβολική ας πούμε, αλλά (..) βέβαια δε συζούμε τώρα για να
ξέρω τι θα κάνει και βλέπω ότι έχει μεγάλες απαιτήσεις από μένα σε αυτό το πράγμα, πιστεύω ότι μπορεί να κάνει
δύο-τρία πράγματα. Δηλαδή, όταν θα ζούμε μαζί, θα κάνει αρκετά πράγματα. Όπως τώρα, σπίτι του ποτέ δε
σηκώνει κάτι να πάει μέσα, πρώτη φορά στο σπίτι μου σήκωσε να πάει ένα πιάτο μέσα ας πούμε να συμμαζέψει.

Άννα-Μαρία (χημικός): Όχι, εγώ αποκλείεται . . . δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην δουλεύει . . .
και όλοι θα πρέπει να με δεχτούν και στην οικογένεια μου και τα παιδιά μου και ο άντρας μου, οποιοσδήποτε (..)
δηλαδή κάποιος χρόνος θα είναι στην δουλειά μου αφιερωμένος. Οπωσδήποτε. Θα τρελαθώ αν μείνω μέσα στο
σπίτι. Να έχω ασχολία τ ι ; Να φροντίζω μόνο τα παιδιά; Ή να φροντίζω τον άντρα;

Τζούλια (παιδαγωγός): . . . για να παντρευτώ εγώ και να κάνω παιδί, θα πρέπει πρώτα να μου αποδείξει εμένα ο
σύζυγος μου ότι θα μπορέσει να μου σταθεί δίπλα μου στην δουλειά μου και στο σπίτι. Μπορεί ν" ακούγεται λίγο,
ψυχρή λογική, αλλά με (..) με διαλύει σαν άτομο το να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια και να ξέρω ότι θα πρέπει να
τα επωμιστώ όλα αυτά. Γιατί στο τέλος νομίζω ότι δεν θα είμαι ούτε καλή στην δουλειά μου, ούτε σαν μητέρα, ούτε
σαν παντρεμένη γυναίκα. Αλλά να τρέχω σαν τρελή πάνω-κάτω, όπως έβλεπα ότι κάνουν όλες οι εργαζόμενες
γυναίκες και να προσπαθώ να ξενυχτώ το βράδυ για να διαβάσω ή να κάνω οτιδήποτε (..) γιατί δεν μ' ενδιαφέρει
τόσο να δουλέψω σε σχολείο. Θέλω κάτι άλλο να κάνω, γι' αυτό κάνω τώρα μεταπτυχιακό κι όλα αυτά, δεν το
βλέπω με τίποτα. Δηλαδή, αυτό δεν θα μπορέσω να το κάνω. Μπορεί να το κάνω για 3 χρόνια αλλά μετά θα το
σταματήσω. Δεν μπορώ αυτήν την ψυχική οδύνη το να τα προλάβω όλα και νομίζω πως δεν είμαι κι ικανή το να
κάνω κάτι τέτοιο . . . Αυτήν που θα ήθελα, την ιδανική ζωή, θα την φανταζόμουν ο άντρας μου να πηγαίνει να
παίρνει το παιδί απ' το σχολείο, να είναι δίπλα μου, να με βοηθάει στο σπίτι, να μαγειρεύει κι αυτός όχι μόνο εγώ.
Να διαβάζει κι αυτός το παιδί, να υπάρχει κοινή συναίνεση & ότι κάνουμε στο σπίτι μας.

261
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Βίλυ (μηχανικός): . . . νομίζω ότι αυτήν την στιγμή οι γυναίκες έχουν όλα (..) μόνο ευθύνες αυτήν την στιγμή.
Αυτό που κατάφερε το (..) το φεμινιστικό κίνημα είναι να φορτωθεί κι άλλες ευθύνες. Νομίζω ότι αύριο που θα
ξαναγίνει ανακατανομή των ευθυνών σε επίπεδο κοινωνικό, θα είναι πολύ πιο εύκολα για τις γυναίκες και πολύ πιο
ωραία . . . το λέει κι η μαμά μου, η οποία πάντα δούλευε, είναι και προηγούμενη γενιά και θεωρεί ότι είναι η πιο
χαμένη γενιά απ' όλες. Ότι κατάφερε να 'ναι μαμά και σύζυγος και εργαζόμενη μαζί. Νομίζω ότι σήμερα είναι ακόμα
χειρότερα για μας. Γιατί δεν πρέπει να 'μαοτε μόνο όλα αυτά, πρέπει να είμαστε πολύ πετυχημένα όλα αυτά. Και
περιμένω το αύριο για τη γυναίκα να είναι πιο (..) όχι πιο ελαστικό, να γίνει αυτή η ανακατανομή των ρόλων ιδίως
μέσα στην οικογένεια.

Έρευνες σε Γαλλία, Βέλγιο και Αμερική απέδειξαν ότι η ικανοποίηση της γυναίκας από
το γάμο επηρεάζεται αρνητικά από την εξουσία που ασκεί ο σύζυγος στην οικογένεια, την
αποκλειστικότητα εκτέλεσης των οικιακών εργασιών από τη γυναίκα και την εξειδίκευση των
αποφάσεων ανάλογα με το φύλο. Αντίστοιχα, η ικανοποίηση της γυναίκας είναι μεγαλύτερη
όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται ισότιμα, όταν ο σύζυγος συμμετέχει στις οικιακές εργασίες και
όταν η λήψη αποφάσεων και η εκτέλεση των οικιακών εργασιών είναι εναλλάξιμες και όχι μια
για πάντα συνδεδεμένες με ένα από τα δύο φύλα (Μισέλ, 1981).
Σήμερα, οι οικογένειες διπλής σταδιοδρομίας, στις οποίες και οι δύο σύζυγοι έχουν
επαγγελματική απασχόληση ή αποβλέπουν σε μια επαγγελματική σταδιοδρομία, βιώνουν
πέντε καίρια διλήμματα: α) το δίλημμα των δύσκολων και οδυνηρών συμβιβασμών μεταξύ
εφικτού, δέοντος και επιθυμητού, το οποίο συνδέεται με τους βεβαρυμένους ρόλους του
ζεύγους και την ανάγκη προσεκτικού προγραμματισμού κάθε δραστηριότητας, β) το δίλημμα
της ταυτότητας και κυρίως της ταυτότητας του φύλου, καθώς οι σύζυγοι αναλαμβάνουν
ευθύνες που δεν περιλαμβάνονται στο παραδοσιακό πρότυπο του φυλετικού τους ρόλου, γ)
μια σειρά από διλήμματα σε σχέση με την επιθυμία συνδυασμού της σταδιοδρομίας και της
απόκτησης παιδιών, δ) διλήμματα κοινωνικής ζωής, εξαιτίας του ελάχιστου χρόνου που το
ζευγάρι διαθέτει για κοινωνικές δραστηριότητες, και τέλος ε) διλήμματα που δημιουργεί
συνεχώς το κοινωνικό περιβάλλον (Μουσούρου, 1996). Από την άλλη, τα ζευγάρια αυτά
έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τη δημιουργικότητα και τον αυτοσεβασμό τους, να
βιώσουν μια συντροφικότητα που περιλαμβάνει τη συμβολή του καθένα στη σταδιοδρομία
του άλλου και τέλος να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση για την ικανότητα τους να
αντιμετωπίζουν από κοινού ως ζευγάρι αλλά και ως οικογένεια τις αλλεπάλληλες προκλήσεις
του καινοτόμου βίου τους. Σε σχέση με τα παραπάνω, μερικές από τις γυναίκες του
δείγματος μπορεί να φτάνουν ακόμη και σε επαναστατικές λύσεις ή επιλογές προκειμένου να
συμβιβάσουν τον επαγγελματικό με τον οικογενειακό τους ρόλο:

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Λοιπόν, εγώ . . . έχω πιάσει τον εαυτό μου τώρα τελευταία με τους άνδρες που γνωρίζω
να σκέφτομαι (γέλια) αν κάνουν καριέρα, αν δεν κάνουν, αν μένουν στο σπίτι, δηλαδή πράγματα τα οποία
ασυνείδητα μου βγαίνουν, τα οποία όμως έχουν να κάνουν με μία μελλοντική οικογενειακή ζωή. Δηλαδή, σκέφτομαι
ότι αν εγώ κάνω καριέρα θα προτιμούσα έναν άνδρα που να μην κάνει καριέρα και θα μπορούσε V αφιερώσει
περισσότερο χρόνο (γέλια) . . . Θα μπορούσε να συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο απ' ότι συμβαίνει σήμερα . . .
Θεωρητικά, πάντως θεωρητικά αυτή τη στιγμή το σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να συμβεί . . . δεν είπα ότι θα τις
παραλείψω (τις δικές μου υποχρεώσεις και ευθύνες), είπα ότι αν εγώ έχω περισσότερες επαγγελματικές υποχρεώσεις

262
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

απ' όσο έχει αυτός θα τις μοιραστούμε (..) αντίθετα απ' ότι συμβαίνει (..) ναι, δηλαδή αν έχει ελεύθερο το απόγευμα
αυτός και εγώ δεν έχω ελεύθερο το απόγευμα ας διαβάζει αυτός τα παιδιά, τι να κάνουμε. Δεν σημαίνει όμως ότι θα
αποποιηθώ εγώ των δικών μου φροντίδων και θα τ' αναθέσω όλα στον άντρα.

Τζούλια (παιδαγωγός): Εκτός αν βρεθεί κάποιος, αυτό λεω τελικά, αν βρεθεί ένας άντρας, ας πούμε, που θα
μπορέσει να σου προσφέρει κι αυτός τα κίνητρα, ώστε κι εσύ να συνεχίσεις (..) να ολοκληρωθείς σαν άνθρωπος . . .
αλλά να είσαι και σωστή εργαζόμενη, σύζυγος και μητέρα. Γιατί εντάξει, το να είσαι μητέρα, εγώ το θεωρώ πάρα
πολύ σημαντικό . . . Αλλά το να έχεις έναν άντρα και να (..) έτσι πως μεγαλώσαμε εμείς και να τρέχει η μητέρα, να
εργάζεται, να είναι στο σπίτι (..) να πρέπει να διαβάσει το παιδί, να πρέπει να καθαρίσει, να πρέπει να είναι και η
ωραία γυναίκα για να είναι και ποθητή, γιατί εντάξει, παίζει κι αυτό κάποιο ρόλο. Γιατί αν δεν έχει καλή σχέση με τον
σύζυγο δεν θα μπορεί να είναι παντού. Αλλά νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο, ίσως και μιλώ προσωπικά, να βάζεις όρια
και να «κόβεις» τον εαυτό σου και να λες μέχρι εδώ είμαι η μητέρα, μέχρι εδώ είμαι (..) η εργαζόμενη και μέχρι εδώ
είμαι η σύζυγος, η γυναίκα.

Or γυναίκες σήμερα αμφισβητούν την άνευ όρων αφοσίωση τους στις ευθύνες και
στις υποχρεώσεις μιας οικογένειας. Όσο περισσότερο συμμετέχουν στην αγορά εργασίας
τόσο περισσότερο θα απαιτούν αυτονομία και ελεύθερο χρόνο. Όπως αναφέρθηκε
προηγουμένως, ο τρόπος θεσμοθέτησης της οικογένειας άλλαξε και σήμερα θεωρείται ένα
ιδιωτικό εγχείρημα με προσωπικές δεσμεύσεις, στο οποίο οι γυναίκες φαίνεται ότι προτιμούν
να μοιράζονται την εργασία με τους άνδρες με ένα πιο δίκαιο τρόπο και θα ήθελαν να το
αντιμετωπίζουν και οι άνδρες όπως αυτές. Οι Βα'ίου & Στρατηγάκη (1989) αναφέρουν ότι οι
γυναίκες υφίστανται συγκρούσεις ανάμεσα στην αμειβόμενη εργασία και στην οικογένεια και
διαπραγματεύονται μόνες τους τις λύσεις τόσο με το σύζυγο όσο και με τον εργοδότη. «Το
βασικό στοιχείο των διαπραγματεύσεων θα πάει τη μορφή μιας έντασης μεταξύ αυτονομίας
και εξάρτησης, συμμετρίας και ασυμμετρίας» (Bjornberg, 1998: 154). Όσο περισσότερο οι
σχέσεις μέσα στην οικογένεια μεταβάλλονται και η οικογένεια αποτελεί πλέον ένα εγχείρημα
όπου ευθύνες, καθήκοντα ακόμη και το ζήτημα των χρημάτων αποτελούν θέματα προς
διαπραγμάτευση, τόσο περισσότερο και οι οικογενειακές σχέσεις θα υπάγονται στον κανόνα
της αμοιβαιότητας. Πράγματι, οι διαπραγματεύσεις με τον ενδεχόμενο σύζυγο
επιβεβαιώνονται από τα λόγια των γυναικών δικηγόρων και των γυμναστών στα παρακάτω
αποσπάσματα:

Αλεξία (δικηγόρος): . . . το ζήτημα είναι ότι αν θα σου τύχει κάτι τέτοιο, το κατά πόσο μπορείς να κάνεις κάτι, ν7
αλλάξεις κάποια πράγματα. Γιατί, απ' την στιγμή που τα αφήσεις να κυλήσουν, όπως θα κυλήσουν με μία
συγκεκριμένη νοοτροπία που επικρατεί εδώ και χρόνια έτσι, έτσι θα σου έρθουνε. Και θα είσαι αναγκασμένη ν'
αντιμετωπίσεις κάποιες καταστάσεις. Το ζήτημα είναι εκ των προτέρων να ξεκαθαρίσεις ορισμένα πράγματα και απ'
την στιγμή που έχεις ένα σχέδιο, έχεις κάποιο ωράριο που θέλεις ν' ακολουθήσεις κάποια δουλειά που θέλεις να . . .
που θα σου τρώει κάποιες ώρες αυτό να γίνει κατανοητό και σαφές από τον άλλο και από κει και πέρα να δεις τι
πρόκειται να γίνει.

Εύα (δικηγόρος): Αυτό λεω, ότι είναι θέμα επιλογών και θέμα, αν θέλεις επιλογής και του συγκεκριμένου ατόμου
που καλείται [να

Βάσω (δικηγόρος): [Και νομίζω ότι είμαστε σε μία ηλικία που απορρίπτουμε κάποια πράγματα λόγω καταστάσεων.

263
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Εύα (δικηγόρος): Αυτό θέλω να σου πω. Κι έτσι οδηγούμαστε στην επιλογή του ατόμου.

Τι κάνετε;

Βάσω (δικηγόρος): Απορρίπτουμε κάποια πράγματα, κάποια άτομα εννοώ, λόγω αυτών των καταστάσεων.
Δηλαδή, εγώ με το που θα δω κάποιον, αυταρχικό, όσον αφορά τις δουλειές του σπιτιού που δεν θα δεχτεί σε καμία
περίπτωση να κάνει [κάτι (δείχνει άρνηση)

Μαρία (δικηγόρος): [Κι εμένα αυτό μ' εξοργίζει.

Βάσω (δικηγόρος): Τον απορρίπτω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Οποιοσδήποτε και να είναι.

Μαρία (δικηγόρος): Αυτό μ' εξοργίζει. Όταν ακούς τον άλλο να σου λέει «σιγά μη βγω εγώ ν' απλώνω τα ρούχα».

Αλεξία (δικηγόρος): Γενικώς, πιστεύω ότι οι πιο πολλοί άντρες βολεύονται σε ορισμένες καταστάσεις, κι αυτό όχι
μόνο οι άνδρες και οι γυναίκες. Είναι ο χαρακτήρας ορισμένων ατόμων που, όσα περισσότερα βρει τόσο περισσότερο
θα τον βολέψεις εσύ. Γιατί δηλαδή, να είμαι εγώ πάντα από κάτω που θα περνάνε όλα από το χέρι μου, όχι βέβαιο
ότι θα είμαι άβουλη ή δεν θα κάνω τίποτα . . . αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να τα κάνω όλα για να
είναι κάποιος άλλος ευχαριστημένος.

Μαρία (δικηγόρος): . . . Αμα δω ότι δεν αναγνωρίζει τίποτα, ότι δεν είναι σε θέση ή δεν έχει την διάθεση να κάνει
οτιδήποτε ή ακόμα να κάνει και υποχωρήσεις από την νοοτροπία ή να προσπαθήσει τουλάχιστον να καταλάβει, αν η
νοοτροπία του είναι σωστή ή λάθος, για να προβληματιστεί, ε τότε βέβαια δεν μπορώ να μείνω και μαζί του.

Σύμφωνα με την Bjornberg (1998), σήμερα επικρατεί ένα νέο ήθος ισότητας για τις
ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις, ένα ιδανικό ρομαντικής αγάπης, στοιχεία μιας ακόμη ζωντανής
πατριαρχικής αντίληψης, η οποία εν μέρει δεν αναγνωρίζεται και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο
κοινωνικών ρυθμίσεων το οποίο υποτίθεται ότι είναι ουδέτερο έναντι των δύο φύλων.

Μαρία (γυμνάστρια): Δηλαδή πέρα από κάποιους (..) πιστεύω, επειδή είμαι δυνατή γενικά, ότι (..) και θέλω να
πιστεύω ότι δε θα έχω κάποια προβλήματα σοβαρά ώστε να με αποτρέψουνε στο να (..) να είμαι μέχρι τελευταία
στιγμή στη δουλειά μου (..) και μετά (..) αλλά αν ο άνδρας μου, μου ζητήσει κάτι το οποίο δεν το θέλω εγώ, σίγουρα
θα (..) διεκδικήσω δηλαδή αυτό που θέλω να κάνω. Κι εξάλλου εσύ το γεννάς δεν το έχεις μόνη σου το παιδί . . .
εγώ από προσωπική μου εμπειρία (..) το παιδί που ήμουνα 3 χρόνια μαζί του, στο σπίτι του (..) όχι απλά δε σήκωνε
τίποτα, το ποτήρι, φώναζε «μαμά νερό», φώναζε, όλα στο χέρι. Δηλαδή άμα τους βλέπατε τους δύο, τη μαμά και το
γιο μαζί, θα λέγατε «πάει, δεν μπορώ άλλο, θα σηκωθώ να φύγω από το δωμάτιο». Αλλά μαζί μου και μου έκανε και
πρωινό και μαγείρευε και μόνος του και το κρεβάτι σήκωνε τα πάντα.

Κατερίνα (γυμνάστρια): Ναι, θέλω να πω ότι ενώ του είχα πει (του αρραβωνιαοτικού) ότι θα σταματήσω εδώ και
δύο χρόνια, . . . φέτος ξαναξεκίνησα (τις προπονήσεις). Χωρίς να έχουμε βέβαια την γκρίνια ή τον (..) καυγά (..)
μόνο με συζήτηση του είπα ότι εγώ θα ξεκινήσω γιατί το θέλω. Και ενώ του έλεγα ότι φέτος θα είναι η τελευταία
χρονιά του λεω φέτος ότι θα ξεκινήσω, θα συνεχίσω και του χρόνου μάλλον . . . Απλώς θέλω να πω ότι όταν υπάρχει
(..) όταν αρχίζει μια (..) αντίθεση να γίνεται γκρίνια ή όταν φτάνεις σε πράγματα τα οποία (..) . . . πρέπει να γίνεται
μια αμοιβαία υποχώρηση, δηλαδή δε φτάνουμε στα άκρα.

Βίκυ (γυμνάστρια):... πιστεύω ότι είναι πολύ βασικό το κατά πόσο η γυναίκα θα επιβάλλει, όχι θα [επιβάλλει (..)

264
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Μαρία (γυμνάστρια): [Κι εγώ αυτό πιστεύω.

Βίκυ (γυμνάστρια): [Θα θελήσει ο άνδρας να πάρει κάποιους ρόλους. Γιατί πάρα πολλές ακόμα και νέες κοπέλες
θέλουν τον άνδρα έτσι, ως το αυταρχικό πρότυπο, το οποίο θα είναι εκεί και δε θα κάνει [τίποτα

Κατερίνα (γυμνάστρια): [Συμφωνώ. Αυτό εννοούσα αλλά με άλλα λόγια.

Βίκυ (γυμνάστρια): [Και θα μαγειρεύει, θα πλένει μόνο η γυναίκα, άσχετα με όλα τα άλλα που θα κάνει έξω. Κι
αυτό είναι άσχημο. Δηλαδή, εγώ πιστεύω ότι φταίνε οι γυναίκες ως προς αυτό.

Ωστόσο, σε μια έρευνα με θέμα τους περιορισμούς και τον έλεγχο που υφίστανται οι
γυναίκες σε σχέση με την εργασία τους, αποκαλύφθηκε το εξής: ότι στην περίπτωση που η
γυναίκα αναλαμβάνει προσοδοφόρο εργασία έξω από το σπίτι, δεν τίθεται αντίστοιχα θέμα
της ανακατανομής της μη προσοδοφόρου εργασίας που κάνει η γυναίκα μέσα στο σπίτι
(Καβουνίδη, 1989). Με άλλα λόγια, θεωρείται πάντα δεδομένο ότι η εκτέλεση των οικιακών
εργασιών παραμένει αποκλειστικά γυναικείο πρόβλημα, ενώ η μόνη οικιακή εργασία στην
οποία αρκετοί άνδρες συμμετέχουν είναι η εργασία που γίνεται έξω από το σπίτι και έχει να
κάνει με χρήματα, όπως για παράδειγμα τα ψώνια. Οι αντιλήψεις αυτές δεν χαρακτηρίζουν
μόνον τους άνδρες αλλά και πολλές γυναίκες, οι οποίες, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια,
αισθάνονται δυσκολίες να αντιστρέψουν τον παραδοσιακό ρόλο τους στην οικογένεια και να
διεκδικήσουν ισοτιμία και αμοιβαιότητα στις ευθύνες. Εξάλλου, το πρότυπο της πατρικής
οικογένειας, στην οποία μεγάλωσαν οι περισσότερες γυναίκες του δείγματος, ακολουθεί το
παραπάνω οικογενειακό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο οι ρόλοι ανάμεσα στο ζευγάρι
διακρίνονται αυστηρά. Για παράδειγμα, οι μητέρες αναλαμβάνουν σχεδόν αποκλειστικά την
ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας (ακόμη και στην περίπτωση που εργάζονται), ενώ οι πατέρες
τη δημόσια σφαίρα της μισθωτής εργασίας.

Βίκυ (γυμνάστρια): Ναι. Γι αυτό είναι πολύ βασικό η οικογένεια τελικά. Γιατί σε μένα δεν είναι έτσι. Δηλαδή και
ο μπαμπάς μου θα καθαρίσει θα σκουπίσει κτλ. θα κάνει και δουλειές εξωτερικές η μητέρα μου θα κάνει
περισσότερες.

Βάσω (δικηγόρος): Αλλά δεν σκέφτονται (οι άνδρες) ότι στη δική τους οικογένεια υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος,
ο οποίος θα θέλει να κάνει κάποια άλλα πράγματα. Δηλαδή, το θεωρούν δεδομένο ότι η γυναίκα τους, δικηγόρος, θα
κάτσει να ασχοληθεί με το παιδί κι εκείνος θα κατέβει στο γραφείο δηλαδή, δεν ξέρω. Θα ήθελα πάρα πολύ να ήταν
διαφορετικά τα πράγματα. Να πει «Θα κάτσω εγώ να κρατήσω το παιδί. Πήγαινε εσύ στο γραφείο σήμερα».

Μαρία (γυμνάστρια): Εγώ σε κάποιες συζητήσεις πάντα λεω ότι τον μπαμπά μου δεν μπορώ να τον δω να πάρει
μια σκούπα να σκουπίσει ή το φαγητό του, του το πηγαίνουμε στο δίσκο, νερό θα σηκωθούμε να του φέρουμε, αλλά
τον άνδρα μου δεν πρόκειται να τον μάθω έτσι. Δηλαδή, ναι μες στο σπίτι μας η μαμά μου έτσι τον έχει συνηθίσει
τον μπαμπά μου και κάπου έγινε και δικό μας βίωμα (..) αλλά (..) ή ας πούμε όταν λείπει η μαμά μου, κάποιες στιγμές
φεύγει στο χωριό της και μένουμε μόνοι με τον (..) είναι ο μπαμπάς μου μόνος στο σπίτι, δε μου πάει καρδιά να βγω
έξω. Θέλω να είμαι στο σπίτι μήπως μου ζητήσει κάτι, μήπως θέλει κάτι, μη μείνει μόνος του. Έτσι έχουμε συνηθίσει
στο σπίτι. Αλλά με τον άνδρα μου τελείως διαφορετική πιστεύω ότι θα είμαι.

265
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . Απλά μέχρι τώρα ήταν διαφορετικά τα πράγματα κι όλες, οι περισσότερες μητέρες,
μαμάδες μας, μπορώ να πω κάνανε τους γιους τους έτσι. Δηλαδή, να μην κάνουν τίποτα και για αυτό είναι το
δύσκολο. Όταν λες Μαρία ότι θα τον μάθεις τον άλλον κι εγώ πιστεύω, αυτό που είπα πιστεύω, ότι θα μάθει. Αλλά
είναι δύσκολο και μέχρι τώρα έχουμε αρκετές αντιθέσεις, συζητήσεις και καυγάδες σε αυτό το πράγμα. Και πιστεύω
ότι θα είναι δύσκολο. Δηλαδή, θα κάνει κάποια πράγματα, θα βλέπει ότι κουράζομαι και βλέπει και τώρα. Δε θέλει να
κουράζομαι. Θα κάνει κάποια πράγματα χωρίς να του πω εγώ, ίσως αλλά (..) μερικά πράγματα τα έχει μάθει έτσι και
πρέπει να (..) είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει.

Σοφία (παιδαγωγός): Κι εγώ νομίζω, ότι θέλει κάτι περισσότερο από την γυναίκα (ο γάμος). Κακώς βέβαια (..)
καλά είναι να μπορεί κανένας να πετύχει τις ισορροπίες. Εξαρτάται απ' τον σύντροφο σου αυτό το πράγμα. Αλλά
κατά βάση, νομίζω ότι και οι άλλοι περιμένουν περισσότερα από τις γυναίκες. Και μια που μιλούσαμε για περίγυρο
οικογενειακό κτλ., φαντάσου τώρα τα πεθερικά σου να μην προσέχεις τον άντρα σου κτλ., τι έχουν μετά να σου
σύρουν από πίσω. Ναι, απ' τις γυναίκες γενικά, όλοι περιμένουν περισσότερα. Και υποσυνείδητα και εμείς νομίζω,
το είπα και προηγουμένως έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε (..) το βάρος πέφτει σ" εμάς. Ότι κάποια πράγματα (..)
το παιδί, ας πούμε. Δεν έχουμε συνηθίσει και σε άλλου είδους εικόνες. Ο πατέρας ας πούμε, να ταίζει και ν' αλλάζει
το παιδί. Εγώ δεν το είδα αυτό πουθενά. Λοιπόν, δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους πράγματα. Καλά είναι
κανείς να τα βρίσκει αυτά.

Ιωάννα (παιδαγωγός): Τουλάχιστον στις δουλειές του σπιτιού, φαντάζομαι ότι ο καθένας θα 'χει αναλάβει τον
ρόλο του. Από παιδί, μέχρι σύζυγο. Γιατί, εντάξει, στην οικογένεια μου δεν το είχαμε αυτό. Ούτε καν το παιδί δεν
είχε, ούτε εμείς δεν είχαμε αναλάβει ρόλους. Όλα η μαμά τα έκανε, αν και δούλευε. Εγώ θα ήθελα να επικρατεί
αυτή η ισορροπία. Ας πούμε, κρεβάτια (..) ίσως και στο Σαββατιάτικο το καθάρισμα, να έχει ο καθένας τον ρόλο του
(..) ίσως και στην προετοιμασία του φαγητού. Όποιος έχει ώρα ετοιμάζει φαγητό.

Σοφία (παιδαγωγός): Αυτό ναι, είναι βασικό, αλλά επειδή ξέρεις κάπως μεγαλώσαμε, εγώ τουλάχιστον, σε
περιβάλλον που ο πατέρας μου πρόσεχε, εντάξει, αλλά που η μητέρα ήταν φορτισμένη με όλες αυτές τις ευθύνες του
σπιτιού, το θεωρώ και κάπου έτσι υποσυνείδητα δεδομένο. Ότι κάποια πράγματα είναι δικές μου υποχρεώσεις. Το
φαγητό ή ίσως (..) κακώς μεν, θα προσπαθήσω φαντάζομαι, όσο μπορώ κι οι άλλοι να προσφέρουνε, έτσι κάποια
πράγματα για να διευκολύνουν την κατάσταση, αλλά κάπου νομίζω ότι πιστεύω ότι κι όλα αυτά είναι δικές μου
υποχρεώσεις. Δηλαδή, πιστεύω ότι όλα αυτά είναι δικές μου υποχρεώσεις. Το να κρατάω εγώ την τάξη στο (..) στο
σπίτι.

Γενικότερα, όσο πιο προοδευτικές είναι οι στάσεις των γυναικών και των συζύγων
τους για τους ρόλους των δύο φύλων, τόσο πιθανότερο είναι να εργάζονται οι γυναίκες και
για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της έγγαμης ζωής τους (Συμεωνίδου,
1989β). Επιπλέον, οι αντιλήψεις για την οικογενειακή ζωή αλλά και οι τρόποι ζωής είναι
πιθανό να τείνουν προς πιο προοδευτικά και ισότιμα σχήματα, όταν πρόκειται για ζευγάρια
νέα, περισσότερο μορφωμένα που ανήκουν σε μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι
άντρες σύζυγοι που έχουν νεώτερη ηλικία, υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και ανήκουν στα
μεσαία κοινωνικά στρώματα, όπως επίσης και αυτοί που έχουν γυναίκα εργαζόμενη,
συμμετέχουν πιο ουσιαστικά στις φροντίδες του σπιτιού σε βάρος του ελεύθερου χρόνου
τους (Θαναπούλου, Κωτσοβέλου & Παπαρούνη, 1999). Σε μια μελέτη στην περιοχή των
Αθηνών, σε σχέση με τα οικογενειακά πρότυπα και τις συζυγικές ανταλλαγές, επιβεβαιώθηκε ο
καθοριστικός ρόλος των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών, όπως είναι το επίπεδο της
εκπαίδευσης, η ηλικία, η επαγγελματική θέση κλπ. στην αποδοχή πιο σύγχρονων απόψεων

266
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

σχετικά με τους ρόλους των δύο φύλων και στην πιο ισότιμη κατανομή των οικιακών
εργασιών μεταξύ των συζύγων στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής (Μαράτου-Αλιπράντη,
1995). Με άλλα λόγια, όσο περισσότερα τα εφόδια (εκπαίδευση, εισόδημα, θέση στο
επάγγελμα) του συζύγου, τόσο περισσότερο συμμετέχει στις καθημερινές οικιακές
δραστηριότητες. Επίσης, παρατηρήθηκαν τάσεις πιο ισότιμης κατανομής στον τομέα της
οικιακής εργασίας μεταξύ των ζευγαριών στα οποία η γυναίκα έχει εξωοικιακή επαγγελματική
απασχόληση. Μάλιστα, ο σύγχρονος τύπος βοήθειας συναντάται στα ζευγάρια που οι
γυναίκες εργάζονται και ανήκουν στις ανώτερες και μεσαίες επαγγελματικές κατηγορίες.
Δηλαδή, οι γυναίκες με περισσότερα εφόδια φαίνεται ότι αποσπούν περισσότερη βοήθεια στις
δουλειές του σπιτιού και στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών.

Μαρία (χημικός): Εγώ πιστεύω ότι εξαρτάται από τους ανθρώπους με τους οποίους είσαι μαζί. Αυτό καθαρά.
Δηλαδή, το αν θα το νιώσεις ότι είσαι φορτισμένος με περισσότερες ευθύνες σαν γυναίκα, εξαρτάται απ' τον
άνθρωπο με τον οποίο θα είσαι παντρεμένη, καθαρά απ' αυτό.

Άννα-Μαρΐα (χημικός): Να μην θεωρούνται, δηλαδή, κάποια πράγματα δεδομένα, ότι θα τα κάνεις μόνο εσύ, ότι
είναι αποκλειστική, δική σου υποχρέωση, στο σπίτι ας πούμε. Το να φροντίζεις αποκλειστικά εσύ το παιδί, να κάνεις
κάποιες δουλειές (..). Αν έχεις έναν άνθρωπο που πραγματικά μπορείς να τα μοιραστείς αυτά . . . Και νομίζω, είναι
στο χέρι σου, τώρα μιλάμε προσωπικά, θα φροντίσω να βρω έναν τέτοιο άνθρωπο. Ο οποίος να μην θεωρεί
δεδομένο ότι εγώ θα κάνω κάποια πράγματα κατ' ανάγκην, οπότε ο χρόνος να είναι πλέον ασφυκτικός . . .

Λίντα (χημικός): Κι εγώ να σου πω ότι επειδή είμαι μαζί με τον Θανάση, το παιδί με το οποίο μένουμε μαζί εδώ και
3 χρόνια και δεν έχει δημιουργηθεί ποτέ τέτοιο θέμα. Δηλαδή, όσο ελεύθερο χρόνο έχω εγώ έχει κι εκείνος, απλά
γιατί όλα τα μοιραζόμαστε. Πέρα από την δουλειά εδώ, που είναι προσωπική για τον καθένα, οτιδήποτε είναι κοινό
το μοιραζόμαστε. Δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα.

Ράνια (γεωπόνος): Ναι και εγώ για το παιδί πιστεύω ότι μπορεί να θυσίαζα την καριέρα μου, αλλά . . . πιστεύω ότι
άμα το δεις και με τον άνδρα σου, μπορείς να ελέγξεις και το χρόνο σου και τις δεσμεύσεις σου απέναντι στην
οικογένεια και απέναντι στην επαγγελματική σου καριέρα ή ανάλογα πώς θα ταιριάξεις και με τον άνθρωπο και πώς
θα φερθεί κι αυτός το χρόνο που θα χαλαλίζεις για το επάγγελμα σου.

Γωγώ (μηχανικός): Μα εγώ αυτό που λεω, είναι το εξής: ότι ο γάμος ακριβώς επειδή δεν είναι μόνο η σχέση αλλά
είναι κι ο θεσμός κι όλα τα πράγματα γύρω του (..) είναι πολύ μεγαλύτερη πρόκληση . . . γιατί υπάρχουν πολύ
περισσότερες ισορροπίες που πρέπει να διατηρήσεις. Πάρα πολύ περισσότερες ισορροπίες. Και αν (..) αν υπάρχει
ένας σύντροφος που καταλαβαίνει (..) τέλος πάντων, λίγο και που μοιράζεται μερικά πράγματα (..) τις φιλοδοξίες
σου, ας πούμε, μέχρι ενός βαθμού, εντάξει (··) · . . εξαρτάται από το (..) με ποιόν άνθρωπο τυχαίνεις και πόσο
κατανόηση έχει αυτός στις φιλοδοξίες που έχεις. Και μετά από αυτό το αρχικό, εξαρτάται πολύ από το πόσο
«δουλεύεις» την σχέση, για να τον κάνεις να καταλάβει πέντε πράγματα και πέντε ανάγκες σου και να βρεις εσύ το
κουράγιο να κάνεις άλλες πέντε υποχωρήσεις . . . Το βασικό χρειάζεται κατανόηση και η αποδοχή του άλλου. Αν
αυτά τα δύο σημεία υπάρχουν, τότε πολλά μπορεί να γίνουν.

Πάντως, στην ίδια έρευνα για τις συζυγικές ανταλλαγές διαπιστώθηκε ότι σε γενικές
γραμμές η βοήθεια των συζύγων είναι ασήμαντη (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Έτσι, οι
περισσότεροι δεν συνεισφέρουν καθόλου στη φροντίδα των παιδιών και του νοικοκυριού, ενώ

267
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

οι μισοί συμμετέχουν στα ψώνια. Επίσης, σε σχέση με όσους βοηθούν, οι γυναίκες


αφιερώνουν έξι φορές περισσότερο χρόνο καθημερινά για οικιακή εργασία και τρεις φορές
περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των παιδιών. Χαρακτηριστικό είναι τέλος το γεγονός ότι
ανάμεσα στα ζευγάρια που οι γυναίκες εργάζονται και προτίθενται να συνεχίσουν την εργασία
τους μέχρι την περίοδο της συνταξιοδότησης τους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να επικρατούν
πιο σύγχρονα σχήματα καταμερισμού των οικιακών δρασιηριοτήτων. Επομένως, η ποιότητα
των συζυγικών ανταλλαγών συμβάλλει θετικά σης επιλογές των γυναικών σε σχέση με την
εργασία τους.

6.5.5.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της οικογένειας.


Όπως διαπιστώνεται από τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων στο σύνολο τους οι
γυναίκες έχουν αρχίσει να αλλάζουν και να κατανοούν ότι η έκφραση και η διεκδίκηση των
προσωπικών τους επιθυμιών δεν αποτελεί πλέον δείγμα εγωκεντρισμού, ούτε απειλεί τη
θηλυκή τους ταυτότητα, σύμφωνα με παλιότερες και πιο παραδοσιακές αντιλήψεις. Έτσι, οι
γυναίκες προβάλλουν τις ανάγκες τους, ενώ δεν αισθάνονται πλέον την άνευ όρων προσδοκία
του στερεότυπου ρόλου τους να φροντίζουν συνεχώς τους άλλους, ακυρώνοντας τον ίδιο
τους τον εαυτό. Αλλωστε, η έμμεση επιβράβευση και η ευχαρίσιηση μέσα από την
ικανοποίηση και ολοκλήρωση των σημαντικών άλλων δεν αποτελεί ποτέ αντικατάσταστο της
άμεσης ικανοποίησης, ενώ δημιουργεί σταδιακά βαθιά συναισθήματα αποστέρησης ή
απωθημένων, θυμού, έχθρας και ζήλιας (Stiver, 1991a).

Άννα (ψυχολόγος): . , . Υπάρχει μία έκφραση που πιοτεύω ότι εκφράζει πάρα πολύ τις γυναίκες της εποχής μας
που ζούνε λίγο-πολύ σαν κι εμάς . . . Το «έχω κι εγώ ανάγκες» (γέλια) (..) είναι μία έκφραση που πιστεύω ότι
ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στη γυναίκα έτσι όπως την θέλουνε σήμερα . . . φτάνεις & ένα σημείο μέχρι τον
λαιμό, πνιγμένος όπου συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς ούτε τέλειος να ι σαι, ούτε να ζεις συνέχεια με άγχος, ούτε να
προσπαθείς να τους ικανοποιήσεις όλους, ούτε να προσπαθείς να ικανοποιήσεις και τον εαυτό σου και λες και
δηλώνεις «έχω κι εγώ ανάγκες».

Κάτια (ψυχολόγος): Αυτό είναι το σλόγκαν μου τα τελευταία δύο χρόνια. Πραγματικά. Δηλαδή, αν μπορούσα να
περιγράψω τον εαυτό μου με μία έκφραση θα ήταν αυτό «έχω κι εγώ ανάγκες» . . . Διότι περιμένουν (..) περιμένουν
από μένα να κανονίσω πότε θα πάμε, τι θα πω . . . και γενικά όλοι περιμένουν από μένα να ρυθμίσω αυτά τα
πράγματα. Δηλαδή, είναι δουλειά της Κάτιας αυτά. Και αν πάει κάτι στραβά, αν δημιουργηθεί μια παρεξήγηση, οι
ευθύνες θα αποδοθούν σε μένα. Εκεί θεωρώ ότι καταπιέζομαι . . . Η ευθύνη. Εγώ τις ευθύνες τις πολλές (..), οι
οποίες να πηγάζουν συνέχεια από μένα δεν ανέχομαι . . . Δηλαδή, ο Γιώργος δεν θα πει ποτέ «να δούμε πως θα το
κάνουμε τώρα» . . . περιμένω από αυτόν. Περιμένω και το 'χουμε συζητήσει πάρα πολλές φορές. Αλλά δεν
συμβαίνει. Γιατί ακόμα δεν το 'χει δει έ τ σ ι . . .

Σύμφωνα με τη Stiver (1991a), ακόμη πιο καταστρεπτική είναι η επίδραση της μη


αναγνώρισης των γυναικείων αναγκών στο αίσθημα αυτοπεποίθησης μιας γυναίκας, όταν αυτή
συνειδητοποιεί ότι δεν έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τους άλλους να ανταποκριθούν στις
ανάγκες της και ότι κάτι τέτοιο είναι επικίνδυνο για την ίδια ή αντίθετο με τα κλασσικά
γυναικεία χαρακτηριστικά. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι γυναίκες έχουν αρχίσει

268
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

πραγματικά να αντιστέκονται και να ζητούν την ανακατανομή των ρόλων ή την ισοτιμία των
ρόλων, τουλάχιστον στο χώρο της οικογένειας. Άλλωστε, η εκμετάλλευση τους σιην αγορά
εργασίας προκύπτει κυρίως εξαιτίας των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων τους στην οικογένεια,
καθώς για να ανταποκριθούν εξαναγκάζονται σε κατώτερες θέσεις εργασίας σε σχέση με τα
προσόντα τους ή στη μερική απασχόληση. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος,
σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται με την προοπτική της οικογένειας,
παίρνουν διαφορετική εκπαίδευση και εντάσσονται στην αγορά εργασίας με διαφορετικούς και
άνισους όρους. Εάν επομένως, η κατανομή των οικιακών καθηκόντων αλλάξει προς την
κατεύθυνση της ισότητας στις αντιλήψεις όλων, ανδρών και γυναικών, τότε η δημιουργία
οικογένειας δεν θα αποτελεί τροχοπέδη στην επαγγελματική απασχόληση των γυναικών.
Τότε ίσως και ο γάμος δεν θα αποτελεί αναγκαστική επιλογή, με την έννοια του πεπρωμένου,
αλλά συνειδητή επιλογή μιας γυναίκας, η οποία θα επιθυμεί να μοιραστεί τη ζωή της με έναν
άνδρα και να κάνει οικογένεια.
Επομένως, τα δύο ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι γυναίκες εκφράζουν μια
μεταβατική περίοδο κοινωνικών αλλαγών, όπου από τη μια, η οικογένεια θεωρείται ακόμη
δεδομένη ως ο φυσικός προορισμός της γυναίκας, ενώ από την άλλη, η ανακατανομή του
παραδοσιακού καταμερισμού της εργασίας μέσα στην οικογένεια θεωρείται επιτακτική και
αναγκαία από τις γυναίκες. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες επιθυμούν και παλεύουν για πιο
προοδευτικά και ισότιμα οικογενειακά σχήματα, τα οποία θα τις επιτρέψουν σταδιακά να
ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους και να ανταποκριθούν καλύτερα στο χώρο της μισθωτής
απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες αρχίζουν να αμφισβητούν τη διαίρεση της
εργασίας σε δύο ξεχωριστές σφαίρες δραστηριοτήτων, μέσα και έξω από το σπίτι,
διεκδικώντας το μερίδιο που τους αναλογεί και στους δύο τομείς. Έτσι, προσπαθούν να
αποποιηθούν την ταύτιση τους μόνον μ' έναν τομέα, συγκεκριμένα με αυτόν της οικογένειας
και να επιβάλλουν το αντίστοιχο και στους άνδρες. Με την κατάργηση του παραδοσιακού
καταμερισμού της εργασίας στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα και την ισότιμη συμμετοχή των
δύο φύλων σε κάθε μία από αυτές, καταργείται ταυτόχρονα και η αντίστοιχη κοινωνική
αξιολόγηση, σύμφωνα με την οποία η εργασία στη σφαίρα της παραγωγής έχει μεγαλύτερη
αξία από την εργασία στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Το γεγονός αυτό συμβάλλει σημαντικά
στην απελευθέρωση των γυναικών από μια υποδεέστερη θέση σε όλους σχεδόν τους τομείς
της κοινωνικής ζωής.

6.5.6 Τα ρεπερτόρια της μητρότητας.


Όπως διαπιστώθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. κεφάλαιο 1), εξαιτίας των
αναπαραγωγικών ικανοτήτων της γέννησης και του θηλασμού, η γυναίκα παραδοσιακά
ταυτίστηκε κυρίως με τη «φύση», ενώ ο άνδρας με τον «πολιτισμό». Επιπλέον, η ανατροφή
των παιδιών, η οποία συνήθως ακολουθεί άμεσα και επιτακτικά τη γέννηση τους, θεωρήθηκε
ανέκαθεν και παγκοσμίως «φυσική» ή αποκλειστική αρμοδιότητα της γυναίκας. Κατά

269
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

συνέπεια, η γυναίκα ιστορικά αποκλείστηκε από τη δημόσια σφαίρα της εργασίας και
περιορίστηκε σταδιακά στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας. Στην πραγματικότητα όμως, οι
παραπάνω ιδεολογίες δεν οφείλονται στη γυναικεία βιολογία αυτή καθεαυτή, αλλά στις
κοινωνικές ερμηνείες της γυναικείας βιολογίας. Σύμφωνα με τη φεμινιστική βιβλιογραφία, δεν
υπάρχει κανένας φυσικός ή βιο-κοινωνικός νόμος που να υπαγορεύει ότι η ευθύνη της
ανατροφής των παιδιών πρέπει να αποδίδεται στη μητέρα (Chodorow, 1978; Sayers, 1982;
Phoenix, Woollett & Lloyd, 1991). To γεγονός αυτό είναι καθαρά πολιτισμικό, επειδή η
φροντίδα και ανατροφή των παιδιών έχει ιστορικά συνδεθεί με τη γυναικεία ταυτότητα.
Η Chodorow (1978) ισχυρίστηκε ότι πρέπει να διακρίνουμε τη γέννηση από την
ανατροφή των παιδιών. Το πρώτο αφορά στις φυσικές και εγγενείς λειτουργίες της γυναίκας,
ενώ το δεύτερο σε μια δραστηριότητα που πρέπει να αναλαμβάνεται και από τους δύο γονείς.
Παρά τις νέες συνθήκες ζωής των γυναικών και τη μαζική είσοδο τους στην αγορά εργασίας,
οι παραπάνω ιδεολογίες για τη μητρότητα δεν έχουν αλλάξει. Οι γυναίκες αναμένεται να
εργάζονται και να μεγαλώνουν παιδιά ταυτόχρονα. Θεωρούνται μάλιστα κακές μητέρες όταν
ζητούν κέντρα φύλαξης για τα παιδιά, γκρινιάρες και παράλογες όταν ζητούν βοήθεια από τον
άνδρα τους και τεμπέλες εάν δε θέλουν να εργαστούν για να είναι κοντά στα παιδιά τους. Ως
εκ τούτου, οι εργαζόμενες μητέρες σήμερα αντιμετωπίζουν έντονες συγκρούσεις και
προβλήματα επειδή γι' αυτές, όπως και για τους άνδρες, οι οικιακές υποχρεώσεις και ειδικά η
φροντίδα των παιδιών θεωρούνται αποκλειστικά σχεδόν γυναικείες αρμοδιότητες. Έτσι, οι
γυναίκες είτε αναλαμβάνουν το ρόλο της σούπερ-γυναϊκας που μπορεί να τα προλάβει και να
τα καταφέρει όλα με επιτυχία, είτε εγκαταλείπουν «προσωρινά» την εργασία τους, όταν τα
παιδιά τους είναι πολύ μικρά. Από την άλλη, πολλές ερευνήτριες υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες
επειδή εργάζονται γεννούν σήμερα λιγότερα παιδιά ή παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία από
ότι παλιότερα. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία γάμου και η ηλικία γέννησης του
πρώτου παιδιού, τόσο πιθανότερο είναι οι γυναίκες να έχουν συνεχή απασχόληση πριν και
μετά το γάμο ή αντίθετα τόσο μικρότερη η πιθανότητα να μην έχουν εργαστεί ποτέ
(Συμεωνίδου, 1994).

Πράγματι, ενώ για τις γυναίκες οι δύο τομείς της οικογένειας και της εργασίας,
υπήρξαν πάντοτε αλληλένδετοι, για τους άνδρες θεωρούνταν δύο ανεξάρτητες και ξεχωριστές
δρασιηριότητες. Επιπλέον, οι γυναίκες σήμερα βομβαρδίζονται από αντιφατικές εικόνες και
πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία μια επιτυχημένη καριέρα συνδυάζεται με έναν παραδοσιακό
γάμο και τη μητρότητα. Με άλλα λόγια, η καριέρα είναι κάτι που επιτρέπεται αρκεί ο γάμος
και τα παιδιά να ενσωματωθούν στη ζωή μιας γυναίκας. Από την άλλη, οι επαγγελματικές
επιθυμίες ή επιτυχίες της σύγχρονης γυναίκας σε καμία περίπτωση δεν έχουν αντικαταστήσει
την επιθυμία της για τη μητρότητα και επομένως οι γυναίκες πέφτουν στην παγίδα να θέλουν
να εξασκήσουν και τις δύο εναλλακτικές. Η απόπειρα ισορροπίας των δύο ρόλων - της
καριερίστριας και της μητέρας - αποτελεί τη πιο συνηθισμένη επαγγελματική ταυτότητα των
γυναικών σήμερα. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλες οι εργαζόμενες γυναίκες - και όχι μόνον οι

270
7ο «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

μητέρες - ξεκινούν μια δεύτερη βάρδια εργασίας στο σπίτι, η οποία θεωρείται για αυτές
υποχρεωτική, ενώ για τους άνδρες εθελοντική. Όμως, ο συνδυασμός πάρα πολλών και
διαφορετικών ρόλων στη ζωή μιας γυναίκας αποτελεί πηγή έντονου στρες και ψυχολογικών ή
ψυχοσωματικών προβλημάτων (Barron McBride, 1990). Τέλος, η παραπάνω ανισότητα
ανάμεσα στις οικιακές ή γονεϊκές υποχρεώσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας αποτελεί επίσης
πηγή έντασης και προβλημάτων μέσα στο γάμο (Silverstein, 1991). Για παράδειγμα, η
ικανοποίηση από το γάμο, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, επηρεάζεται περισσότερο για τους
άνδρες από την επαγγελματική ζωή (συγκεκριμένα επηρεάζεται αρνητικά την περίοδο της
συνταξιοδότησης), ενώ για τις γυναίκες από την παρουσία των παιδιών και την ενδεχόμενη
μείωση της συντροφικότητας ανάμεσα στο ζευγάρι, εξαιτίας των ευθυνών της γυναίκας στην
ανατροφή των παιδιών (Μισέλ, 1981).
Ol· γυναίκες του δείγματος χρησιμοποίησαν δύο γλωσσικά ρεπερτόρια για να
ερμηνεύσουν την επιθυμία και τις ευθύνες της μητρότητας: το ρεπερτόριο της
«αποκλειστικής» μητρότητας και το ρεπερτόριο του «ασυμβίβαστου» της μητρότητας. Το
πρώτο ερμηνεύει την αποκλειστικότητα της γυναικείας παρουσίας και φροντίδας στα νεότερα
μέλη της οικογένειας, γεγονός το οποίο δεσμεύει και περιορίζει τη γυναίκα στο σπίτι,
προσφέροντας της όμως ως αντάλλαγμα τον πρώτο και τελευταίο λόγο στην ανατροφή των
παιδιών. Το δεύτερο αναφέρεται στο ασυμβίβαστο που υπάρχει τελικά ανάμεσα στο ρόλο της
μητέρας, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί σήμερα και στην ανάληψη επαγγελματικών ευθυνών
και υποχρεώσεων εκ μέρους των γυναικών, γεγονός το οποίο διαιωνίζει εξίσου τον
καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο στην δημόσια και στην ιδιωτική σφαίρα.

6.5.6.1 Το ρεπερτόριο της «αποκλειστικής» μητρότητας.

Το βασικό ερώτημα που τίθεται σε μια γυναίκα είναι το πότε θα κάνει παιδιά και όχι
το αν θέλει να κάνει παιδιά. Με άλλα λόγια, η μητρότητα θεωρείται ακόμη και σήμερα
δεδομένη και όχι ελεύθερη ή συνειδητή επιλογή μιας γυναίκας. Όπως αναφέρει και η
Rowbotham (1989: 82), «το ερώτημα ήταν πάντα 'πόσο σύντομα', όχι 'αν' και σίγουρα ποτέ
'γιατί'». Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια της Κάτιας, η οποία αισθάνεται ότι η πίεση του
στενού οικογενειακού περιβάλλοντος σε σχέση με την απόκτηση παιδιών είναι αποκλειστικά
πάνω της και καθόλου πάνω στο σύζυγο της:

Κάτια (ψυχολόγος): Λοιπόν, πρώτον έτσι πως είμαι αυτή τη στιγμή καταπιέζομαι πάρα πολύ στο θέμα το αν και
πότε, όχι το αν, το πότε θα κάνω παιδιά. Αυτό δηλαδή από τη στιγμή που παντρεύτηκα πριν από (..) τρία χρόνια (..)
τέσσερα ήταν το (..) κύριο θέμα συζήτησης με γονείς. Γονείς και από τις δύο πλευρές και γενικά και από τον
κοινωνικό περίγυρο, οι οποίοι ρωτούσαν «μήπως είσαι έγκυος, βλέπω πάχυνες λίγο» . . . ξέρεις, οι σποντϊτσες αυτές
του στυλ «Να! η τάδε βάφτισε την κόρη της. Άντε με το καλό κι εμείς να γίνουμε γιαγιάδες ή παππούδες» . . . εγώ
αισθάνομαι φοβερή καταπίεση πάνω & αυτό το θέμα . . . δηλαδή και δεν είναι κάτι που (..) η πίεση δεν είναι πάνω
στον Γιώργο, πότε θα κάνετε παιδιά, η πίεση είναι πάνω (..) λες και το παιδί εγώ θα το κάνω από μόνη μου.

271
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Πολλές φεμινίστριες (ιδιαίτερα της ριζοσπαστικής παράδοσης, βλ. κεφάλαιο 1) έκαναν


λόγο για το «μύθο της μητρότητας», αμφισβητώντας την ως το αναπόφευκτο πεπρωμένο
μιας γυναίκας και υπογράμμισαν ότι η μητρότητα, όπως τη γνωρίζουμε μέχρι σήμερα,
συγκεντρώνει ταυτόχρονα στοιχεία καταπίεσης και αυτό-εκπλήρωσης. Στην πραγματικότητα,
η μητρότητα δεν αποτελεί απελευθερωτική εμπειρία για όλες τις γυναίκες, ενώ φαίνεται ότι
«ευλογείται» μόνον όταν τα παιδιά της είναι νόμιμα - όταν δηλαδή αυτά γεννιούνται μέσα σε
μία οικογένεια και φέρουν το όνομα του πατέρα. Επομένως, πολλές φεμινίστριες
ισχυρίστηκαν ότι η μητρότητα θα πρέπει τουλάχιστον να επιλέγεται ελεύθερα και σίγουρα να
μεταμορφωθεί κοινωνικά (Rowbotham, 1989). Από την άλλη, η μητρότητα υπήρξε πάντα
πηγή δύναμης και εξουσίας στις γυναίκες. Η υπερηφάνεια της μητρότητας υπήρξε
παραδοσιακά μια πηγή γοήτρου και αυτοπεποίθησης, η οποία αναγνωρίστηκε από τη
φεμινισπκή βιβλιογραφία ως μια μορφή εξουσίας την οποία οι άνδρες ανέκαθεν ήθελαν να
ελέγξουν. Μάλιστα, η μητρότητα και η δυνατότητα γονιμότητας λειτουργεί ανταγωνιστικά
ακόμη και στις ίδιες τις γυναίκες. Οι γυναίκες εκτιμούν θετικά τον έλεγχο που ασκούν στην
ανατροφή των παιδιών τους, ο οποίος βασίζεται στην αποδοχή της αποκλειστικής μητρότητας
και στο γεγονός της φαινομενικά φυσικής σχέσης ανάμεσα σιη μητέρα και στο παιδί της. Για
παράδειγμα, στο παρακάτω απόσπασμα από τις συνεντεύξεις, οι γυναίκες δικηγόροι
αναφέρονται στον «καθοριστικό ρόλο» της μητέρας, στην «άρρηκτη σχέση» ανάμεσα σιη
μητέρα και στο παιδί της, η οποία βασίζεται στη «φύση» και στο γεγονός ότι «κάποια
πράγματα μόνον η μητέρα μπορεί να τα προσφέρει»:

Εύα (δικηγόρος): Να πω και κάτι άλλο. Δεν θα θέλατε να περνάνε ορισμένα πράγματα από το χέρι σας;

Μαρία (δικηγόρος): Τι εννοείς;

Εύα (δικηγόρος): Να έχετε τον τελικό λόγο. Όχι τον τελικό, απαραίτητα, τον καθοριστικό ρόλο, αυτό που είπα.

Μαρία (δικηγόρος): Σε θέματα δουλειάς εννοείς, [ή

Εύα (δικηγόρος): [Όχι θέματα δουλειάς. Θέματα οικογένειας σπιτιού, ανατροφής παιδιών. Παιδιά, το παιδί είναι
συνδεδεμένο με την μητέρα, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό άρρηκτα, δεν το συζητώ. Όσο καλός κι αν είναι ο
πατέρας όσο πρόθυμος [όσο

Μαρία (δικηγόρος): [Αυτό είναι (..) αυτό είναι από την φύση, εντάξει.

Εύα (δικηγόρος): Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, ότι θα είμαι στο γραφείο, ξέρω 'γω, 7:00 με 9:00
το απόγευμα, ενδεχομένως θα χρειάζεται το παιδί οτιδήποτε τέτοιο (..) θα Χω τον νου μου πίσω δεν υπάρχει
περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά θα φέρνω δουλειά στο σπίτι, αναγκαστικά θα κοιτάξω να τα προσαρμόσω
κάπως αλλιώς. Αυτό εννοώ όταν λεω τον τελικό λόγο. Είναι κάποια πράγματα που μόνο η μητέρα μπορεί να τα
προσφέρει.

Οι γυναίκες υφίστανται περισσότερο άγχος όταν γίνονται μητέρες, σε σχέση με τους


άνδρες όταν αυτοί γίνονται πατέρες, διότι οι μητέρες αισθάνονται περισσότερο υπεύθυνες για

272
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

την ευτυχία και ευημερία των παιδιών τους. Πράγματι, η φροντίδα των παιδιών αποτελεί
ακόμη και σήμερα αποκλειστική υπευθυνότητα της γυναίκας, ενώ η βοήθεια του άνδρα-
συζύγου αντιμετωπίζεται ως πράξη εθελοντική και γενναιόδωρη. Σύμφωνα με την Silverstein
(1991), η γονεϊκότητα μετατράπηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε αποκλειστική μητρότητα, η
οποία ενώ παλιότερα θεωρούνταν σχέση ουσίας ανάμεσα στη μάνα και στο παιδί, σήμερα έχει
καταντήσει σχεδόν επάγγελμα. Η επαγγελματοποίηση της μητρότητας ενισχύθηκε και από
την ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην αποκλειστικότητα της
σχέσης ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί της για την περαιτέρω υγιή ψυχοσυναισθηματική
ανάπτυξη του παιδιού. Επιπλέον, οι κοινωνικές προσταγές δεν .επιτρέπουν την ανάθεση του
ρόλου της βασικής τροφού σε τρίτους, παρά μόνο στη βιολογική μητέρα. Στην Ελλάδα, λόγω
των ισχυρών ακόμη οικογενειακών δεσμών, πολλές μητέρες ή πεθερές βοηθούν στη φύλαξη
των παιδιών, όταν η κόρη τους ή η νύφη τους εργάζεται. Ωστόσο, εργαζόμενες μητέρες που
υιοθετούν παραδοσιακές αντιλήψεις για τους ρόλους των δύο φύλων δεν συνηθίζουν να
ζητούν τη βοήθεια του συζύγου ή των συγγενών, ούτε χρησιμοποιούν τις υπάρχουσες
υποοτηρικτικές δομές, διότι έτσι δεν θεωρούν ότι ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά πρότυπα
για την ανατροφή των παιδιών τους (Συμεωνίδου, 1994).
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι γυναίκες αισθάνονται σήμερα περισσότερο από
ποτέ την πίεση της «αποκλειστικής μητρότητας» και της αποκλεισπκής ευθύνης για τη
φροντίδα των παιδιών τους, γεγονός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο μια συνεχή
σταδιοδρομία, όπως φαίνεται από τα παρακάτω αποσπάσματα:

Μαρία (γυμνάστρια): . . . να ένα παιδί ας πούμε θα επηρεάσει. Είσαι γυναίκα θα γίνεις μητέρα, πιστεύω ότι θα
επηρεάσει τη ζωή σου. Βέβαια κατά πόσο εσύ θες να σε επηρεάσει. Υπάρχουν εργαζόμενες μητέρες που δε δίνουν
τόση στ\μασ\α στα παιδιά ή δεν αφιερώνουν χρόνο. Κατά πόσο εσύ θες να αφιερώσεις χρόνο στο παιδί σου και να
μην το αναθρέψει η γιαγιά . . . Εγώ από τη στιγμή που αποφασίσω να έχω παιδί θέλω να του αφιερώσω πολύ χρόνο.
Δηλαδή δεν με ικανοποιεί να το έχει η μαμά μου και να το αναθρέφει.

Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι τώρα ίσως είμαι λίγο παραδοσιακή (..) η γυναίκα από την φύση της, κατά
κάποιο τρόπο, πρέπει να μείνει πολλές ώρες με το παιδί της, αν θέλει το παιδί αυτό που θα γεννηθεί να νιώσει
ασφάλεια για τον κόσμο και να γίνει ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος απ' την μία. Κι απ' την άλλη, νομίζω ότι την
εικόνα της οικογένειας γενικότερα την φτιάχνει (..) και οι γονείς να φτιάχνουνε το σπίτι, να φτιάχνουνε το φαγητό
(..) δηλαδή, νομίζω ότι το να μπαίνει ένας ξένος άνθρωπος στο σπίτι, γιατί εγώ έτσι το βλέπω και να βάζει ένα
πλυντήριο, μπορεί απ' την μία, ή να υπάρχει και μία baby-sitter που να κρατάει το παιδί, απ' την μία η γυναίκα η
εργαζόμενη κάπου έχει χρόνο για τον εαυτό της, να διαβάζει ή για την δουλειά της (..) αλλά κάπου έτσι διασπώνται
τα πράγματα. Κάπου θυμίζει αμερικάνικη οικογένεια & εμένα, που δεν την θεωρώ και τόσο πετυχημένη. Ξένη από
εμάς . . . Πιστεύω ότι η γυναίκα απ' την φύση πρέπει να μείνει ώρες με το παιδί. Η γυναίκα είναι αυτή που θηλάζει
για παράδειγμα το παιδί. Οι πρώτες λεξούλες που θα μάθει . . . θεωρώ τον ρόλο της γυναίκας στο παιδί πιο
σημαντικό από ότι του πατέρα, απ' την μια, από τη φύση αυτό το πράγμα. Από την άλλη, πιστεύω πως ο πατέρας
εκεί έγκειται οι προσπάθειες που θα κάνει ένας σύζυγος πρέπει να προσπαθήσει αυτό το φυσικό ρόλο της γυναίκας-
μητέρας να τον διασπάσει και να γίνει κι αυτός πατέρας. Ναι, να τον διευκολύνει.

Σοφία (παιδαγωγός): Εγώ θα συμφωνήσω με την Δέσποινα. Καταρχήν όσον αφορά το παιδί μου, δεν θα
δεχόμουνα να (..) μπει μία άλλη (..) Και φυσικά, εκ των πραγμάτων, κάποιες ώρες ίσως θα χρειαζότανε να υπάρχει

273
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

μία baby-sitter για να κοιτάει το παιδί, τις ώρες που θα λείπω απ' το σπίτι, αλλά δεν θα το δεχόμουν και άλλες ώρες.
Προκειμένου δηλαδή, να διαβάσω ή να κάνω κάτι άλλο, να είμαι κοντά στο παιδί μου. Ιδίως άταν είναι μικρό, για
μικρές ηλικίες μιλάμε τώρα. Τώρα, το αν αργότερα, ανάλογα με τα πράγματα, θα έπαιρνα μία γυναίκα να με βοηθάει
στο σπίτι αυτό το συζητάω. Ίσως πάλι γιατί, έχω δει και τέτοια πράγματα και κάπου έχω (..) έτσι εξοικειωθεί μ'
αυτήν την εικόνα. Αλλά απ' την άλλη δε θεωρώ ότι μόνο εγώ θα πρέπει να ασχολούμαι με το παιδί.

Τζούλια (παιδαγωγός): Αλλά, νομίζω πως πρέπει η γυναίκα ν' ασχοληθεί με το παιδί της. Δηλαδή, ενώ θέλω κι
εγώ να κάνω καριέρα, νομίζω ότι αν γεννήσω ένα παιδί, θα πρέπει να σταθώ δίπλα του, τουλάχιστον τα πρώτα 4
χρόνια της ηλικίας του.

Τα τελευταία χρόνια, παρά τη σημαντική μείωση των γεννήσεων παγκοσμίως, οι


γυναίκες αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στα παιδιά τους, καθώς ο ρόλος της αποκλειστικής
μητρότητας έχει αποκτήσει όπως ειπώθηκε σημαντική συναισθηματική βαρύτητα στη ζωή των
γυναικών.^ Παρ' όλ' αυτά, οι γυναίκες που εργάζονται έξω από το σπίτι αναφέρουν μια σαφώς
καλύτερη φυσική και συναισθηματική κατάσταση τόσο του παιδιού όσο και της μητέρας, απ'
ότι οι μητέρες πλήρους απασχόλησης όπως επισημαίνει μια γυναίκα μηχανικός στο παρακάτω
απόσπασμα.

Γωγώ (μηχανικός): Εγώ νομίζω τώρα, βλέποντας την αδερφή μου, ας πούμε, που δουλεύει επίσης στο ίδιο στυλ
που δουλεύω κι εγώ κι έχει κι ένα παιδί, έχει βοήθεια βέβαια έτσι, δεν το συζητάω. Έχει την μητέρα μου η οποία,
εντάξει (..) θα σηκωθεί, θα την ν τ ύ σ ε ι . . . θα την πάει στο σχολικό και μετά θα την πάρει απ' το σχολικό, θα γυρίσει
η ανιψιά μου δεν θα είναι εκεί η αδερφή μου, θα την βάλει να φάει η γιαγιά, θα την βάλει να κοιμηθεί η γιαγιά, θα
ξυπνήσει το απόγευμα (..) θα κάνει συγκεκριμένες ασχολίες ας πούμε, με την γιαγιά ή μόνη της η Μαρία. Βέβαια,
υπάρχει μία ώρα, ας πούμε, κάπου εκεί γύρω στις 5:00 με 6:00 η ώρα, που αρχίζει και λέει «εγώ θέλω την μαμά μου»
ας πούμε. Και ανεβαίνει η μαμά της, εκτός αν υπάρχει κάτι έκτακτο στο γραφείο. Κι εκεί θα κάτσει να παίξει λίγο
μαζί της όχι πάρα πολύ (..) και βλέπω ότι είναι ένα παιδάκι που normal αναπτύσσεται, ας πούμε, και ξύπνιο είναι και
καταλαβαίνει τι του γίνεται κι επιπλέον συνειδητοποιεί ότι δεν πρέπει να κάθονται όλοι μπροστά του κλαρίνο . . .
Πραγματικά, δεν ξέρω πόσο το πληγώνει. Εκείνο που λεω είναι ότι θα προσπαθήσω να δώσω όσο παραπάνω χρόνο
μπορώ α" αυτό το παιδί, χωρίς να με κάνει δυστυχή. Γιατί αν με κάνει δυστυχή θα το κάνω κι εκείνο δυστυχισμένο.

Επίσης, το γεγονός της απουσίας εκ μέρους του κράτους μιας θεσμοθετημένης


φροντίδας των μικρών παιδιών, αφήνει στους γονείς την ανακάλυψη διαφόρων τρόπων
φροντίδας των παιδιών τους, όταν εργάζονται και οι δύο. Μάλιστα, οι παραπάνω συνθήκες
παροχής φροντίδας στα παιδιά, που μπορεί να είναι ποικίλες (π.χ. συγγενείς, παιδικός
σταθμός, γυναίκα στο σπίτι) επιβαρύνουν τη μητέρα και αποτελούν πηγή έντονου στρες
(Silverstein, 1991).

Εσύ πως τα συνδυάζεις με την δουλειά; Έχεις βοήθεια;

Δώρα (μηχανικός): Έχω βοήθεια, αλίμονο. Δεν θα μπορούσα τόσες ώρες να ήταν (..) λοιπόν, εγώ έχω βοήθεια
αλλά παρόλα αυτά δεν θα έκανα το πρόγραμμα της Γωγώς. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν θα έλειπα τόσο πολύ
έξω, όσο και δηλαδή (..) μ' οποιοδήποτε τίμημα. Ας έβγαζα εκατομμύρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω για την
δική μου επιλογή. Όχι ότι δεν γίνεται. Υπάρχουν γυναίκες που το κάνουν αυτό κι έχουν και παιδιά. Εγώ δεν θα το
έκανα. Γιατί ακόμη και το ποιοτικό που λέγαμε, λίγες ώρες και καλές πάλι δεν φτάνει. Το παιδί χρειάζεται και την
φυσική παρουσία της μητέρας μέσα στο σπίτι. Δεν λέμε απ' το πρωί μέχρι το βράδυ να του λες «μη εδώ, μη εκεί»,

274
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

αλλά χρειάζονται και κάποιες ώρες να σε βλέπουνε. Κι όχι μία ώρα «α! να παίξουμε, ότι θέλει, ότι του αρέσει του
παιδιού». Θέλει και κάποια παρουσία μέσα στο σπίτι, να την βλέπει την μητέρα ότι υπάρχει κι ότι έχει κάποιο ρόλο.

Όπως διαπιστώνεται από τα ίδια τα λόγια των γυναικών, η μητέρα είναι ένα πρόσωπο
χωρίς καμία άλλη ταυτότητα. Συνήθως οι μητέρες απομονώνονται στο σπίτι με τα παιδιά
τους, τα οποία προσπαθούν να φροντίσουν όσο καλύτερα μπορούν. Ο αποκλεισμός των
μητέρων στο σπίτι έχει αυξήσει όμως τα αισθήματα αδυναμίας μιας μάνας και την οδηγεί σε
απελπιστική μοναξιά. Στην σύγχρονη πυρηνική οικογένεια κανείς δε στηρίζει πια,
συναισθηματικά τουλάχιστον, μια μητέρα. Επειδή το σωματικό και το ψυχολογικό βάρος της
ευθύνης που έχει η μητέρα για τα παιδιά της είναι ένα βαρύ κοινωνικό φορτίο, η μητρότητα
χαρακτηρίζεται πλέον από μια «αδύναμη υπευθυνότητα» (powerless responsibility) (Rich,
1982), όπου τελικά ο χαρακτήρας και το κύρος κάθε γυναίκας αμφισβητούνται εάν αποτύχει
ως μητέρα.

Σοφία (παιδαγωγός): Κι εγώ νομίζω, ότι θέλει κάτι περισσότερο από τη γυναίκα (ο γάμος) . . . αλλά κατά βάση,
νομίζω ότι και οι άλλοι περιμένουν περισσότερα από τις γυναίκες . . . ναι, απ' τις γυναίκες, γενικά, όλοι περιμένουν
περισσότερα. Και υποσυνείδητα και εμείς, νομίζω, το είπα και προηγουμένως, έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε (..) το
βάρος πέφτει & εμάς. Ότι κάποια πράγματα (..) το παιδί, ας πούμε. Δεν έχουμε συνηθίσει και σε άλλου είδους
εικόνες. Ο πατέρας, ας πούμε, να ταίζει και ν' αλλάζει το παιδί. Εγώ δεν το είδα αυτό πουθενά. Λοιπόν, δεν είμαστε
συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους πράγματα. Καλά είναι κανείς να τα βρίσκει αυτά.

Δώρα (μηχανικός): . . . με τα παιδιά είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα και οι υποχωρήσεις και το κοινωνικά
πρότυπο το (..) το προστάζει αυτό. Πρέπει να είσαι μία καλή μητέρα, αλλιώς οι βολές θα είναι (..) από παντού. Και
βασικά θέλεις και την ευτυχία των παιδιών σου, της οικογένειας σου, δεν το κάνεις δηλαδή για τους άλλους. Πρώτα
για τον εαυτό σου, για τα παιδιά σου (..)

Τελικά, οι γυναίκες εμπερικλείουν σΓην απόφαση να γίνουν μητέρες μια εικόνα


δύναμης και παράλληλης υποταγής σε σχέση με τη μητρότητα. Το ζήτημα έγκειται στο αν η
ιδεολογία για τη μητρότητα, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, αποτελεί μια δεδομένη
κατάσταση που δεν μπορεί να αλλάξει ή μπορεί πράγματι να υπάρξουν αλλαγές. Εάν
αποδεχθεί κανείς ότι υπάρχουν δυνατότητες αλλαγής, όπως μάλιστα αναφέρει και η Γωγώ, η
οποία γενικότερα διαθέτει μια πιο προοδευτική άποψη για τη μητρότητα, οι φεμινίστριες
αναρωτήθηκαν πού πρέπει να στραφούμε: στην ψυχανάλυση, σε μια διαφορετική
αναπαράσταση της μητρότητας, στις σχέσεις κάτω από τις οποίες γινόμαστε μητέρες ή στην
αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών της μητρότητας;

Γωγώ (μηχανικός): Το μόνο που μπορεί ν" αλλάξει είναι η σχέση της με την μητρότητα, η οποία σχέση της με την
μητρότητα μπορεί ν' αλλάξει, όχι με την έννοια ότι θα νοιάζονται λιγότερο οι μελλοντικές μητέρες για τα παιδιά τους
(..) θα νοιάζονται πιο ουσιαστικά και θα μπορέσουν να το καταφέρουν αυτό εάν αλλάξουν και κάποια κοινωνικά
πρότυπα σε σχέση με το τι είναι η μητρότητα. Πιστεύω, ότι η μητρότητα πρέπει ν' απομυθοποιηθεί er" ένα βαθμό και
πρέπει ν" αποκτήσει σε κάποια άλλα στοιχεία περισσότερη (..) ουσιαστικότητα, ας πούμε. Αυτό κατ' εμέ είναι ο
καινούργιος στόχος του γυναικείου κινήματος.

275
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Σύμφωνα με την Rowbotham (1989), φαίνεται ότι δεν υπάρχει μια μεμονωμένη ή
απλοϊκή στρατηγική. Έτσι, μια μερίδα φεμινιστριών έχει αμφισβητήσει τη φυσικότητα του
φαινομένου, επιμένοντας στην κοινωνική κατασκευή του μητρικού ρόλου, ενώ μια άλλη
μερίδα φεμινιστριών έχει προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τη φυσική διαδικασία της
μητρότητας, αντίθετα από τους ορισμούς που έχει δώσει μέχρι σήμερα η ανδροκρατούμενη
κοινωνία (βλ. κεφάλαιο 1).

6.5.6.2 Το ρεπερτόριο του «ασυμβίβαστου» της μητρότητας.


Πολλές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει το γεγονός ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με
άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όσες γυναίκες διακόπτουν την εργασία τους εξαιτίας του γάμου ή
της απόκτησης παιδιών συνήθως δεν επανεντάσσονται ποτέ στο εργατικό δυναμικό
(Συμεωνίδου, 1994). Πιθανές ερμηνείες του παραπάνω φαινομένου αφορούν στην
ανελαστικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας, στην έλλειψη κρατικών φορέων φύλαξης
παιδιών και στην απουσία προγραμμάτων συνεχόμενης κατάρτισης και εξειδίκευσης για
άνεργες γυναίκες μακράς διάρκειας (Συμεωνίδου, 1989α). Έτσι, το κόστος της παραίτησης
και επανένταξης στην αγορά εργασίας είναι πολύ υψηλό και επομένως επηρεάζει σημαντικά τις
αποφάσεις των γυναικών τόσο για την απασχόληση όσο και για τον αριθμό των παιδιών που
θα αποκτήσουν.
Παρ' όλες όμως τις δυσχερείς κοινωνικές συνθήκες, ακόμη και γυναίκες που έχουν
επενδύσει σιην καριέρα τους μέσα από πολυετή φοίτηση σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα,
σκέφτονται σοβαρά το ενδεχόμενο της προσωρινής διακοπής της προσοδοφόρου εργασίας
τους, τουλάχιστον για την περίοδο που τα παιδιά τους θα είναι μικρά. Οι λόγοι για την
απόφαση διακοπής της εργασίας, όπως διαπιστώνεται και στα ακόλουθα αποσπάσματα από τις
συνεντεύξεις με τις ίδιες τις γυναίκες, έχουν να κάνουν κυρίως με την προοπτική της γέννησης
και της ανατροφής των παιδιών. Σύμφωνα άλλωστε με τη Chodorow (1978), η μητρότητα
των γυναικών και ότι αυτή συνεπάγεται αποτελεί ένα από τα ελάχιστα παγκόσμια και διαρκή
στοιχεία στα οποία οφείλεται ο κατά φύλο καταμερισμός της εργασίας.

Κάτια (ψυχολόγος): ΓΓ αυτό μίλησα για συμπαράσταση από γονείς και από τον Γιώργο. Διότι αν δεν υπάρχει
αυτό, εκ των πραγμάτων, έτσι πως είναι τα πράγματα αυτή την στιγμή, εγώ θα ήμουνα αναγκασμένη να κάνω τους
συμβιβασμούς, όταν θα είναι πάρα πολύ μικρά τα παιδιά. Νομίζω πως θα τους έκανα. Αν και δεν ξέρω κάτι μέσα μου
κλωτσάει δεν είναι (..) και ήδη κλώτσησε πάρα πολλές φορές . . . τώρα όσον αφορά τα παιδιά νομίζω ότι εκεί
μπαίνουν άλλα ζητήματα, δηλαδή τον συμβιβασμό θα τον έκανα αν δεν είχα συμπαράσταση από κανέναν, δηλαδή
μπορεί να παρατούσα μία πολύ καλή επαγγελματική ευκαιρία, ον ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, τουλάχιστον για τον
χρόνο που τα παιδιά θα ήταν μικρά.

Με άλλα λόγια, επειδή ακριβώς οι γυναίκες γεννούν τα παιδιά αναλαμβάνουν και την
ευθύνη της ανατροφής τους, ενώ αντιλαμβάνονται αυτήν την ξεχωριστή δραστηριότητα της
φροντίδας φυσική και βιολογικά προκαθορισμένη ως προέκταση της γέννας και του
θηλασμού. Έτσι το «επιχείρημα της φύσης», δηλαδή της βιολογικής σχέσης ανάμεσα στη

276
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

μητέρα και στο παιδί, η οποία σχέση επεκτείνεται και στην ευθύνη της ανατροφής αποτελεί
το σημαντικότερο λόγο στη συνείδηση των περισσότερων γυναικών ώστε να εγκαταλείψουν
την εργασία τους έξω από το σπίτι.

Βάσω (δικηγόρος): Νομίζω ότι, ας πούμε, λέμε ένα παιδί (..) το βλέπω υποχρεωτικό μία γυναίκα που θα γίνει
μητέρα, ακόμα και να παρατήσει την δουλειά της για 1-2 χρόνια.

Το βλέπεις υποχρεωτικό είπες;

Βάσω (δικηγόρος): Ναι.

Εύα (δικηγόρος): Φυσιολογικότατο.

Μαρία (δικηγόρος): Πως θα μεγαλώσει εκείνο το παιδί;

Βάσω (δικηγόρος): Υποτίθεται για μία μητέρα της πόλης που δεν έχει εύκολη ούτε την μαμά της, ούτε την πεθερά
της να της κρατάνε το μωρό από την ώρα που θα γεννηθεί.

Μαρία (δικηγόρος): Και γιατί να της το κρατάνε στο κάτω-κάτω;

Βάσω (δικηγόρος): Ναι, δεν λεω ότι συμφωνώ & όλα αυτά, αλλά τι θα κάνει; Κάποιος πρέπει να το μεγαλώσει
εκείνο το παιδί μέχρι να γίνει άνθρωπος και να πηγαίνει 2 χρόνια μετά (στον παιδικό σταθμό).

Εύα (δικηγόρος): Μετά χάνεις [όμως (..)

Μαρία (δικηγόρος): [Και να τον χάσεις δεν πειράζει. Δηλαδή, για μένα δεν θα πειράξει να είμαι λιγότερο καλή
[δικηγόρος.

Εύα (δικηγόρος): [Να περιορίσεις τους ρυθμούς σου.

Μαρία (δικηγόρος): [Εγώ δηλαδή μπορώ να βάλω περιορισμούς (..)

Παρόμοια είναι τα λόγια και των υπόλοιπων γυναικών του δείγματος, ανεξαρτήτου
ειδικότητας. Πράγματι, οι γυναίκες φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται τους διαφορετικούς ρόλους
ανάμεσα στα δύο φύλα, σε σχέση με τις ευθύνες τους μέσα στην οικογένεια και αποδέχονται
τις συνέπειες ή τις επιπτώσεις των ρόλων αυτών στη μισθωτή εργασία τους έξω από το σπίτι.

Μαρία (χημικός): Εγώ πάλι δεν μπορώ να πω ότι δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην δουλεύει. Αν
οικονομικά, με οποιοδήποτε τρόπο, είμαι 100% καλυμμένη και παραπάνω και βλέπω ότι πιέζομαι πολύ από τις
ασχολίες που έχω ίσως και προσωρινά να άφηνα την δουλειά μου. Προσωρινά όμως . . . αν η δουλειά μου είναι
τέτοιας φύσης που καταλαμβάνει περισσότερο χρόνο απ' αυτό που θα ήθελα και δω ότι δεν μπορώ ν* αντεπεξέλθω
(..) προσωρινά θα την άφηνα και θα έψαχνα για κάτι άλλο. Κι αν δεν έβρισκα ίσως να μην συνέχιζα με την
συγκεκριμένη . . . Δεν θα με πείραζε (να μην εργαστώ). Αν γινόταν εις βάρος κάποιων άλλων πραγμάτων αυτή η
δουλειά, δεν θα με πείραζε να την αφήσω.

277
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Ιωάννα (παιδαγωγός): Και μόνο που σκέφτομαι ότι μία γυναίκα με το που θα γεννήσει ένα παιδί, θα πρέπει για
κάποιο διάστημα ν' αφήσει την δουλειά της, που αυτό (..) στο δικό μου το επάγγελμα δεν πιστεύω να κοστίσει τόσο
πολύ. Στον εκπαιδευτικό τομέα. Αλλά σκέφτομαι τώρα, αν έχεις ξεκινήσει μία εργασία, διπλωματική . . . ή μία
ερευνητική εργασία (..)

Ασπασία (γεωπόνος): Μπορεί μεθαύριο με τα παιδιά να το νιώσω ακόμη περισσότερο αυτό το πράγμα και να πω
ότι είναι πολύ πιο σημαντικό προκειμένου το παιδί μου να κλαίει οκτώ ώρες σε έναν παιδικό σταθμό, είναι πολύ
καλύτερο να παρατήσω τη δουλειά μου και να ασχοληθώ με το παιδί μου, παράδειγμα . . ,

Ράνια (γεωπόνος): Αν κάποια στιγμή (..) ξέρω 'γω έκανα μια μεγάλη οικογένεια που θα απαιτούσε να μην
δουλέψω δεν ξέρω αν θα αποφάσιζα τελικά να δουλέψω, δεν μπορώ να σου πω από τώρα».

Βίλυ (μηχανικός): . . . θεωρώ ότι το να κάνεις παιδιά είναι η πιο σημαντική απόφαση που παίρνεις. Θεωρώ
δεδομένο, ότι ό,τι κι αν έχεις επενδύσει σε οτιδήποτε και οπουδήποτε, μπροστά σιην ευτυχία των παιδιών σου (..)
μπροστά στο οτιδήποτε των παιδιών σου το παρατάς. Δηλαδή, έτσι το έχω στο μυαλό μου, έτσι το πιστεύω ότι
πρέπει να είναι και γι' αυτό λεω ότι είναι η πιο δύσκολη απόφαση που πρέπει να πάρεις. Είναι η μεγαλύτερη ανατροπή
στην ζωή σου τα παιδιά.

Ένας άλλος λόγος διακοπής της αμειβόμενης εργασίας είναι η αντίθεση του συζύγου
στην εξω-οικιακή απασχόληση της γυναίκας. Οι άνδρες αντιτίθενται στην εργασία της
συζύγου κυρίως επειδή πιστεύουν ότι η σύζυγος δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σωστά στις
οικογενειακές της υποχρεώσεις ή επειδή θα έχει κοινωνικές συναλλαγές στην εργασία της που
δεν θα γνωρίζει ο σύζυγος και άρα θα είναι εκτός ελέγχου (Καβουνίδη, 1989). Παρ' όλο που
άνδρες και γυναίκες θεωρούν ότι η απόφαση για αμειβόμενη εργασία της γυναίκας αποτελεί
θέμα συναίνεσης και των δύο συζύγων, στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει ότι αν δεν
συμφωνήσει ο σύζυγος δεν πρέπει να εργαστεί η γυναίκα. Πάντως, σύμφωνα με την
Καβουνίδη (1989), η έγκριση του συζύγου παραμένει στη διάρκεια του έγγαμου βίου ένα
ανοιχτό θέμα, που εξαρτάται συνήθως από τη δική του εκτίμηση των οικονομικών αναγκών
της οικογένειας και του είδους της εργασίας που θα αναλάβει η γυναίκα.

Κατερίνα (γυμνάστρια): (Για την περίοδο) της εγκυμοσύνης μιλάω ή ας πούμε τον πρώτο καιρό που είναι πολύ
μικρό το (..) είναι βρέφος, νήπιο όχι για το (..) ναι δε μιλάω για τη συνέχεια . . . και ο αρραβωνιαστικός μου είναι της
άποψης (..) όσο μιλήσαμε λίγο πάνω κάτω και η οικογένεια του όλη, ότι όταν θα κάνεις παιδιά και μετά, δουλεύεις δε
δουλεύεις πιο πριν, μέχρι να μεγαλώσουν, μέχρι κάποια ηλικία τα παιδιά είναι καλό να είσαι μαζί τους. Και βλέπω από
την πεθερά μου ας πούμε και από τα αδέρφια του πώς είναι με τις οικογένειες τους αυτό . . . Δεν ξέρω πώς θα
έρθουν τα πράγματα. Εγώ θα ήθελα να κάνω αυτό που θέλω, αλλά δεν ξέρω πώς θα είναι και τότε. Δηλαδή ίσως και
εγώ η ίδια να θελήσω τότε να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στα παιδιά μου. Δεν το ξέρω. Θα ήθελα να δουλεύω,
αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορώ να τα καταφέρω. Δηλαδή να είμαι σωστή και στη δουλειά μου αλλά να έχω
αρκετό χρόνο στο σπίτι μου και στα παιδιά μου.

Το κρίσιμο σημείο είναι ότι οι σύγχρονες γυναίκες αντιλαμβάνονται αντιφατικά


μηνύματα, όπως για παράδειγμα ότι η καριέρα επιτρέπεται έως ότου ο απαραίτητος γάμος και
τα παιδιά εντάσσονται στα σχέδια ζωής των γυναικών. Φαίνεται επίσης ότι οι γυναίκες που
σπουδάζουν δεν αντιλαμβάνονται μέχρι τη χρονική στιγμή της αποφοίτηση τους τις

278
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

αντιφάσεις και τις πιθανές ματαιώσεις των επιλογών τους. Από τις έρευνες προκύπτει ότι οι
μισές από τις απόφοιτες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, οι οποίες επιλέγουν την καριέρα έναντι
της οικογένειας, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι πρέπει να μείνουν στο σπίτι με το βρέφος σε
περίπτωση που κάνουν παιδιά (Novack & Novack, 1996). Έτσι, τα σχέδια των γυναικών για
εργασία και οικογένεια είναι συνήθως αλληλένδετα, με τις προτιμήσεις για την καριέρα και τα
παιδιά να εναλλάσσονται ανάλογα με το χρόνο και τις δυνατότητες της γυναίκας, ενώ
αντίθετα οι άνδρες αντιμετωπίζουν τις αποφάσεις τους για την εργασία και την οικογένεια ως
εντελώς ανεξάρτητα ζητήματα (Spade & Reese, 1991),

Άννα-Μαρία (χημικός): Αυτά είναι πολύ σχετικά και πάρα πολύ ιδανικά, τα οποία δεν νομίζω ότι μπορεί να σου
'ρθουνε μάλλον να τα προγραμματίσεις όλα τέλεια, όλο και κάτι θα σου βγει, όλο και κάτι παραπάνω θα πρέπει (..) . .
. Και πιστεύω, προσωπικά, ότι εγώ θα περάσω φάσεις στην ζωή μου. Και περιόδους. Δηλαδή, θα είναι κάποια
περίοδος που- θα πρέπει να με ανέχονται, να ανέχονται τις περισσότερες ώρες στην δουλειά κτλ και κάποια περίοδος,
απ' την στιγμή που επαγγελματικά θα λέγαμε ότι θα καθιερ... όχι θα καθιερωθώ, θα σιγουρέψω κάποια πράγματα ή
θα αποδείξω αυτά που θέλω ν' αποδείξω, τότε οι άλλοι στην δουλειά θ' αποδεχτούν ότι ο χρόνος πλέον δεν θα είναι
τόσο πολύ αφιερωμένος & αυτούς αλλά στην οικογένεια μου ή όχι. Και φυσικά, και για την οικογένεια. Ας πούμε τα
παιδιά. Δεν θέλουνε συνέχεια παρακολούθηση. Είναι κάποια περίοδος. Είναι κάποια χρόνια που πρέπει να τα
προσέχεις και να πάρουνε τις βάσεις από το σ π ί τ ι . . ,

Αλεξίσ (δικηγόρος): Εμείς τα βλέπουμε λίγο κάπου ότι κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε κάποια
πράγματα, αυτοί δεν θα εγκαταλείψουν τίποτα, θα συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο που θα ξεκινήσουν τα πρώτα 5
χρόνια, θα δουλεύουν για τα επόμενα 25 χρόνια, δεν θα πέσουν καθόλου οι ρυθμοί τους. Φυσικά, δεν πρόκειται ο
άντρας να κάτσει να διαβάσει το παιδάκι του στο σπίτι, αυτό είναι υποχρέωση (των γυναικών) (..) όχι αντικειμενικά
(•·)

Γωγώ (μηχανικός): Στη δουλειά μου (..) που είναι παραπάνω απ' ότι λογικά επενδύει ένας άνθρωπος σε μία normal
δουλειά, για να πει ότι (..) τέλος πάντων, κρατάει (..) κάνει λίγο κρατεί τις μηχανές για ένα διάστημα μέχρι να
ξεπεταχτούν τα παιδιά. Βέβαια, επειδή δεν ξέρω, εγώ θέλω πάρα πολύ τα παιδιά, δεν ξέρω πως μπορεί να
αντιδράσω. Δηλαδή, μπορεί να πω ένα Χ ας πούμε εντελώς και ασχολούμαι με τα παιδιά μου και κάνω και πέντε άλλα
πράγματα που πάντα ήθελα να κάνω στην ζωή μου και δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να τα κάνω. Αλλά έτσι όπως
βλέπω τώρα την κατάσταση νομίζω ότι είναι μία καλή ώρα για να 'ρθουν τα παιδιά. Θα κάνω κάποιο κράτει στις
μηχανές, αλλά όχι πολύ. Δηλαδή, θεωρώ ότι υπάρχουνε λύσεις. Νομίζω ότι το αυτό που λένε, ας πούμε, το παιδί σε
χρειάζεται (..) το πιστεύω περισσότερο στην ποιοτική του διάσταση παρά στην ποσοτική του. Δηλαδή, δεν
καταλαβαίνω ας πούμε, γιατί πρέπει να είμαι δέκα ώρες με το παιδί μέσα στη μέρα. Μπορεί να του δώσεις αυτά που
θέλεις να του δώσεις μέσα σε τρεις ώρες, ας πούμε. Αρκεί να οργανωθείς καλά και να έχεις και την κατάλληλη
στήριξη.

6.5.6.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της μητρότητας.


Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι γυναίκες απολαμβάνουν μια ατμόσφαιρα πλήρους
κοινωνικής αποδοχής και ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους δεν αισθάνονται ένοχες. Όλος ο
κόσμος προϋποθέτει ότι η φυσική μητέρα είναι μια γυναίκα δίχως καμία άλλη ταυτότητα, ότι
πρέπει να απομονωθεί στο σπίτι με το παιδί της, ότι η μητρική αγάπη είναι μη εγωιστική και
ότι μια έγκυος γυναίκα είναι μια ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη γυναίκα, η οποία περιμένει να
γεννήσει το παιδί της. Η Rich (1982) έκανε λόγο για τη θεσμοθέτηση της μητρότητας

279
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

(institutionalized motherhood), η οποία απαιτεί από τις μητέρες μητρικό «ένστικτο» και όχι
ευφυία, αυταπάρνηση και όχι αυτοπραγμάτωση, σχέση με τους άλλους και όχι σχέση με τον
εαυτό.
Οι γυναίκες ταυτίζονται με τις παραπάνω κοινωνικές αξίες και προκειμένου να
ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά τους αντλούν από το ρεπερτόριο της «αποκλειστικής»
μητρότητας. Ωστόσο, φαίνεται ότι η αποκλεισπκή φροντίδα των παιδιών από τις γυναίκες
έχει αρνητικές συνέπειες για όλους μας. Αφ' ενός οι μητέρες υπερεπενδύουν στη σχέση τους
με τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν δεν εργάζονται, αναπαράγοντας έτσι σχέσεις εξάρτησης μ' αυτά,
αφ' ετέρου η παραπάνω κατάσταση απομακρύνει οριστικά τα παιδιά από τους πατέρες τους
(Chodorow, 1978). Επιπλέον, η αποκλειστική μητρότητα οδηγεί στο «ασυμβίβαστο» της
μητρότητας με τη μισθωτή εργασία της γυναίκας έξω από το σπίτι. Καθώς ο θεσμός της
μητρότητας απαιτεί σήμερα από τη γυναϊκα-μητέρα την αποκλειστική φροντίδα και ευθύνη
για την ανατροφή των παιδιών, δεν είναι δυνατόν να συνδυαστεί με μια παράλληλη
ενασχόληση πλήρους ωραρίου στην αγορά εργασίας. Από την άλλη, μια τέτοια απόφαση
συμφέρει οικονομικά τα νοικοκυριά και την οικονομία, εφόσον η εργατική δύναμη των
γυναικών στη δημόσια σφαίρα αποτιμάται λιγότερο από αυτή των ανδρών.
Οι παραπάνω ιδεολογίες σε σχέση με τη μητρότητα είναι σαφές ότι αναπαράγουν τον
καταμερισμό της εργασίας με βάση το φύλο και ενισχύουν τις διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες
τόσο στην οικογένεια, όσο και στην αγορά εργασίας. Εξάλλου, έρευνα σε μεγάλο αριθμό
κλάδων παραγωγής και επαγγελμάτων επιβεβαίωσε την υπόθεση των διακρίσεων που
υφίστανται οι γυναίκες εξαιτίας του φύλου τους και υπογράμμισε το γεγονός ότι για αυτούς
ακριβώς τους λόγους οι γυναίκες ωθούνται στο σπίτι, στην οικιακή εργασία και στη φροντίδα
των παιδιών (Βάίου & Στρατηγάκη, 1989). Έτσι, συντελείται ένας φαύλος κύκλος σύμφωνα
με τον οποίο, εξαιτίας μιας ιδεολογίας που βασίζεται στο μύθο, οι γυναίκες μένουν
υποχρεωτικά στο σπίτι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για την φροντίδα των παιδιών, ενώ
από την άλλη, εξαιτίας αυτής της γυναικείας δραστηριότητας, η ένταξη των γυναικών στην
αγορά εργασίας είναι πολύ δύσκολη.
Τέλος φαίνεται ότι οι γυναίκες χρησιμοποιώντας τα δύο γλωσσικά ρεπερτόρια της
μητρότητας κατασκευάζουν μια ιδεολογία «προσωπικής επιλογής» σε ότι αφορά την απόφαση
τους να εγκαταλείψουν την εργασία τους για χάρη της οικογένειας και των παιδιών. Με άλλα
λόγια, η επιθυμία των γυναικών να εγκαταλείψουν μια επιτυχημένη καριέρα για να
φροντίσουν τα παιδιά τους αναπαρίσταται ως μια προσωπική τους απόφαση στην οποία
ασκούν συνειδητά έλεγχο. Η ιδεολογία της προσωπικής επιλογής προσφέρει στις γυναίκες την
ψευδαίσθηση της αντίστασης τόσο στον αποκλεισμό τους από την αγορά εργασίας όσο και
στην υποδεέστερη θέση τους μέσα στην οικογένεια. Σύμφωνα με την Gilligan (1993) όμως
όταν οι γυναίκες αντιμετωπίζουν συγκρούσεις εξαναγκάζονται σε μια αποσύνδεση της
εμπειρίας τους από την πραγματικότητα και επομένως δεν είναι ικανές να διακρίνουν τη δική
τους φωνή από την κοινωνικά κατασκευασμένη γυναικεία φωνή. Ωστόσο, το να μην ακούς

280
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

τη φωνή σου συνεπάγεται την απόσταση από το ίδιο σου τον εαυτό και άρα από τις επιλογές
σου. Όπως ισχυρισιηκε και η Rich (1982), ο θεσμός της μητρότητας σε μια πατριαρχική
κοινωνία δημιουργεί τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες, οι επιλογές των γυναικών είτε
υπαγορεύονται είτε αποκλείονται εξ' ολοκλήρου.

6.5.7 Τα ρεπερτόρια της επιτυχίας.

Σύμφωνα με την άποψη της κοινής γνώμης, οι γυναίκες φοβούνται την


επαγγελματική επιτυχία, επειδή διακινδυνεύουν με τον τρόπο αυτό τη θηλυκότητα τους και
τις σχέσεις τους με το άλλο φύλο. Επίσης, φεμινίστριες αναφέρουν ότι γυναίκες, οι οποίες
θέτουν υψηλούς επαγγελματικούς στόχους και έχουν φιλοδοξίες ή θέλουν να ανταγωνιστούν
στο εργασιακό περιβάλλον αντιμετωπίζουν αρνητικές συνέπειες, όπως απόρριψη,
δυσαρέσκεια, οικογενειακά προβλήματα και φόβους για μείωση της θηλυκότητας τους.
Άλλωστε, παρόμοιες είναι και οι στάσεις των ίδιων των γυναικών, όπως διαπιστώθηκε από τα
ρεπερτόρια της απασχόλησης, σύμφωνα με τα οποία αποφεύγουν την ταυτότητα της
καριερίστριας και αρνούνται τον χαρακτηρισμό της φιλόδοξης. Ωστόσο, η Stiver (1991b)
ισχυρίζεται ότι ο φόβος της επιτυχίας στις γυναίκες σχετίζεται με το φόβο της διακοπής των
στενών σχέσεων και της επαφής με άλλους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες. Η ίδια
συγγραφέας, μέσα από την εμπειρία της ψυχοθεραπείας με γυναίκες σε σχέση με εργασιακά
προβλήματα, αναγνώρισε μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στην επιτυχία, όπως έχει
διαμορφωθεί μέχρι σήμερα και στις ποιότητες ή τις αξίες, τις οποίες οι γυναίκες ενστερνίζονται
και εκτιμούν για τον εαυτό τους (Stiver, 1991b).
Επομένως είναι σημαντικό να διαπιστώσουμε ποιες είναι οι γυναικείες αξίες της
επιτυχίας, πως ορίζουν οι ίδιες οι γυναίκες την έννοια της επιτυχίας και αν τελικά η επιτυχία,
όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, είναι κάτι το οποίο οι γυναίκες θαυμάζουν και επιδιώκουν. Τα
ρεπερτόρια που ακολουθούν και που χρησιμοποίησαν οι γυναίκες του δείγματος, απαντώντας
σε ανάλογα ερωτήματα, είναι το ρεπερτόριο της «γυναικείας» επαγγελματικής επιτυχίας και το
ρεπερτόριο της «συμφιλίωσης» ανάδεσα στην εργασία και στην οικογένεια. Και με τα δύο
γλωσσικά ρεπερτόρια οι γυναίκες επιβεβαιώνουν τις δικές τους αξίες και ποιότητες, οι οποίες
έχουν να κάνουν περισσότερο με την προσωπική τους ολοκλήρωση μέσα από την επικοινωνία
και τις σχέσεις με άλλους ανθρώπους ή τη συμπαράσταση και την κατανόηση του άλλου, σε
αντίθεση με τα σύγχρονα πρότυπα της «γυναίκας καριερίοτριας» ή τις παραδοσιακές
κοινωνικές επιταγές της «γυναίκας νοικοκυράς».

6.5.7.1 Το ρεπερτόριο της « γ υ ν α ι κ ε ί α ς » επαγγελματικής επιτυχίας.

Όπως διαπιστώνεται στα αποσπάσματα που ακολουθούν, η επαγγελματική επιτυχία


συχνά ταυτίζεται με την κοινωνική απομόνωση και συνεπάγεται την διακοπή των σχέσεων με
σημαντικούς άλλους. Αυτή ακριβώς είναι και η απειλή που αισθάνεται μια γυναίκα όταν θέλει
να αφοσιωθεί σε ένα επάγγελμα, δηλαδή το γεγονός ότι μπορεί να παραμελήσει σημαντικά
την οικογένεια και τους φίλους της. Από την άλλη, οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ότι τα

281
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

παραπάνω αποτελούν τα ανδρικά πρότυπα στην έννοια της επιτυχίας, με τα οποία όμως
διαφωνούν και επομένως προσπαθούν να αποφύγουν. Έτσι, εκφράζουν την επιθυμία να
διατηρήσουν τη γυναικεία τους ταυτότητα στον εργασιακό χώρο και να συνεχίσουν τις
σχέσεις τους με τους άλλους, ακόμη κι όταν θέλουν να εξελιχθούν επαγγελματικά.

Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ κάπως έτσι θα το περιέγραφα. Αλλά πιο συγκεκριμένα, να φτάσω επαγγελματικά σε
όποιο τομέα αποφασίσω, στο επίπεδο που θα θέλω εγώ, χωρίς να παραγκωνίσω οικογένεια, τους φίλους μου, δεν
μπορώ να φανταστώ να είμαι απομονωμένη στον εαυτό μου.

Κάτια (ψυχολόγος): . . . πρώτον ότι στο χώρο της δουλειάς σου δεν είναι απαραίτητο να έχεις (..) να πάρεις ας
πούμε, ανδρικά χαρακτηριστικά για να θεωρηθείς επιτυχημένος επαγγελματίας . . . και νομίζω ότι πολλές γυναίκες
έχουν μπει σ" αυτή την παγίδα, ότι θεωρούν για να μπορέσουν να πετύχουν στον επαγγελματικό χώρο πρέπει να
φερθούν σαν άνδρες ότι κι αν σημαίνει αυτό . . . δεν θεωρώ ότι μπορώ να τα κάνω όλα αυτά μαζί (..) όλα αυτά
δηλαδή και δουλειά και σπίτι και κοινωνική ζωή και φίλους μόνη μου. Αυτή είναι η διαφορά (..), οι δύο διαφορές που
βλέπω εγώ στον εαυτό μου και με το πρότυπο της επιτυχημένης γυναίκας που προβάλλεται απ' έξω. Θεωρώ ότι,
αυτό που προβάλλεται είναι ανέφικτο και δεν σημαίνει ότι συνιστά την επιτυχημένη και ευτυχισμένη γυναίκα . . . το
πρότυπο της επιτυχημένης γυναίκας που προβάλλεται απ' έξω είναι μία διχασμένη προσωπικότητα, η οποία έχει
ανδρικά χαρακτηριστικά στο χώρο της δουλειάς της και θηλυκά χαρακτηριστικά στο σπίτι της.

Ωστόσο, οι γυναίκες αναζητούν μέσα από την επαγγελματική τους απασχόληση την
ατομική τους ταυτότητα, η οποία συχνά ισοπεδώνεται μέσα στο πλαίσιο της οικογενειακής,
οικονομικής και κοινωνικής ζωής (Θανοπούλου, Κωτσοβέλου & Παπαρούνη, 1999). Είναι
γεγονός ότι όλες οι γυναίκες του δείγματος επιδιώκουν την επαγγελματική επιτυχία,
προσδιορίζοντας την όμως διαφορετικά σε σχέση με τους άνδρες και με εδραιωμένες
πολιτισμικές αντιλήψεις όσον αφορά στην έννοια της επιτυχίας. Προκειμένου να
ισορροπήσουν ανάμεσα στην ταυτότητα της επαγγελματικά επιτυχημένης γυναίκας, η οποία
φαντάζει περισσότερο ως απειλή, κατασκευάζουν μια διαφορετική ερμηνεία της επιτυχίας πιο
συμβατή με την γυναικεία φύση και με στερεότυπα γυναικεία χαρακτηριστικά. Κατ' αρχάς
αποφεύγουν συστηματικά την σύνδεση της επαγγελματικής επιτυχίας με το οικονομικό κέρδος
και τα χρήματα, γεγονός που θα τις πρόσφερε ενδεχομένως περισσότερη εξουσία και
ανεξαρτησία. Άλλωστε, ο ρόλος του ανθρώπου που στηρίζει οικονομικά μια οικογένεια ανήκει
στον άνδρα, ενώ η εξουσία, ως επιβολή και άσκηση ελέγχου, είναι μια έννοια την οποία οι
περισσότερες γυναίκες αποστρέφονται. Για παράδειγμα:

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Για μένα θα σήμαινε (..) το να κάνω αυτό που έχω σπουδάσει και θέλω να κάνω και να
δουλεύω σε έναν χώρο που (..) να με αποδέχονται για αυτό το πράγμα, που να με αναγνωρίζουν μάλλον γι' αυτές τις
σπουδές (..), υποθέτω ότι ο μισθός θα είναι ανάλογος των προσόντων (γελάει), (..) όχι απαραίτητα να βγάζω πάρα
πολλά χρήματα, αλλά θα ήθελα να υπάρχει αυτή η δικαιοσύνη για όσα έχω κάνει και για τα προσόντα που έχω να
υπάρχει μία αναλογία και από τα χρήματα που θα παίρνω (..) αυτό θεωρώ επαγγελματική επιτυχία.

Άννα (ψυχολόγος): Εγώ σκέφτομαι την επαγγελματική επιτυχία πάντα σε σχέση με τη δουλειά που κάνουμε τώρα
(..) που ήδη κάνω (..) σε σχέση με ψυχολογία παιδιών. Με ενδιαφέρει κυρίως η συνεργασία με κάποιον φορέα, είτε
είναι σχολείο, είτε είναι συμβουλευτικό κέντρο, μου αρέσει πιο πολύ να δουλεύω & αυτό το πλαίσιο και λιγότερο σαν

282
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

ανεξάρτητη, μου αρέσει γενικά να δουλεύω μέσα σε ομάδα . . . μου αρέσει κυρίως η δουλειά σε ομάδα, πάρα πολύ.
Το ένα είναι αυτό. Το δεύτερο είναι ότι όταν έχω στο νου μου τον εαυτό μου σαν επαγγελματία αύριο μεθαύριο, δε
βάζω το οικονομικό μέσα, κάπου το θεωρώ αυτονόητο (..), πιστεύω ότι ποτέ δε θα κάνω πολλά λεφτά καλώς ή
κακώς (γέλια) και εκεί μου φαίνεται ότι διαφοροποιούμαι εγώ από έναν άνδρα που θα ήταν σε ανάλογη θέση, βλέπω
δηλαδή ότι το βάζουν πρώτο σαν κριτήριο οι άνδρες ίσως και αρκετές γυναίκες . . . θέλω να βγάλω λεφτά σίγουρα,
απλά όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν επαγγελματία δε βάζω τα λεφτά σαν το πρώτο ή δεν το βάζω στην πρώτη
ή στη δεύτερη θέση. Με ενδιαφέρει το αντικείμενο πάρα πολύ, με ενδιαφέρει να έχει προοπτικές εξέλιξης γιατί είδα
ότι αυτό με αναζωογονεί πάρα πολύ, προοπτικές εξέλιξης και προοπτικές και άλλων ενασχολήσεων δηλαδή να αλλάζει
λίγο το αντικείμενο.

Αλεξία (δικηγόρος): Πα μένα το οικονομικό δεν παίζει πια έναν τόσο τρομερό ρόλο. Φυσικά, θα "θελα να 'χω
κάποια άνεση, δεν αντιλέγω & αυτό, απλά το γεγονός και μόνο ότι θα μπορώ να βγω από το σπίτι μου να κάνω κάτι
άλλο, πιο δημιουργικό από το να ξεσκονίζω ή οτιδήποτε άλλο, το βρίσκω μεγάλη υπόθεση. Κι απ' την στιγμή που
είχα αποφασίσει να σπουδάσω και να κάνω κάτι παραπέρα, άμα δεν πραγματοποιήσω αυτό που (..) ουσιαστικά, θα το
θεωρούσα προσωπική αποτυχία, δηλαδή, ότι φτάνω μέχρι ένα σημείο, τελειώνω μία σχολή και μένω στο σπίτι μου να
σφουγγαρίζω, αυτό είναι (..)

Τζούλια (παιδαγωγός): Είμαι ιδεαλίστρια, ειλικρινά το λεω, το μόνο που θα 'θελα στην ζωή μου είναι να έχω τόσα
λεφτά, όσο να βγάζω τον μήνα αξιοπρεπώς. Δηλαδή, ποτέ δεν σκέφτηκα, ούτε επιθύμησα τα χρήματα. Δεν ξέρω αν
στο μέλλον αυτό αλλάξει. Δεν μ' ενδιαφέρει το πόσα θα βγάλω, αρκεί να συντηρούμαι και να ζω (..) να κάνω τα
πράγματα που θέλω να κάνω. Να φτάνουν τα λεφτά μου γι' αυτά. Γιατί ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει και με
500.000 τον μήνα, μπορεί να ζήσει όμως και με 200.000. Μπορεί να ζήσει και με 1.000.000, είναι το τι βάζεις
προτεραιότητα τελικά . . . ως επιτυχία εγώ θεωρώ, να γνωρίσω καλά τον χώρο στον οποίο θέλω ν' ασχοληθώ. Αυτά.
Αλλά για τα χρήματα (..) δεν μ' αρέσει να έχω εγώ πολλά χρήματα και να βλέπω άλλους ανθρώπους να μην έχουν.

Ασπασία (γεωπόνος): Θεωρώ ότι από τη στιγμή που κάνουμε κάποια επιλογή να μείνουμε στο Πανεπιστήμιο, να
μείνουμε (..) τέλος πάντων, αν μείνουμε, δε βάζεις σα στόχο τα χρήματα γιατί ξέρεις ότι δεν υπάρχουν χρήματα εκεί,
δηλαδή αν ήθελες να πάρεις χρήματα θα μπορούσες να τα κυνηγήσεις πολύ καλύτερα στον ιδιωτικό τομέα. Άρα
θεωρώ ότι δε βάζω (..) το ότι θα πρέπει να πληρώνεσαι γι ' αυτό που κάνεις εντάξει αυτό είναι ανάγκη, αλλά δεν
είναι η φιλοδοξία να πας κάπου που θα έχει πολλά χρήματα.

Έφη (γεωπόνος): Μα τα χρήματα δεν είναι ο σκοπός ο κύριος σκοπός ο κύριος σκοπός είναι να σε ευχαριστεί
εσένα να είσαι εσύ ευχαριστημένη από τον εαυτό σου, να σε αναγνωρίζουν οι άλλοι ότι τέλος πάντων είσαι καλός σ"
αυτό που κάνεις και τώρα πιστεύω ότι . . . από τη στιγμή που τέλος πάντων εργάζεσαι είσαι σε μια α' θέση (..) δεν
είσαι τυχαίος (..) φαντάζομαι ότι και οι απολαβές θα είναι ανάλογες (..) χωρίς να ξεκινάς με το στόχο να αποκτήσεις
χρήματα, αλλά αυτά έρχονται μετά αυτόματα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.

Γωγώ (μηχανικός): Η επιτυχία είναι (..) είναι δόξα. Δεν το συνδυάζω πολύ με τα λεφτά. Κι αυτό είναι κακό,
βέβαια, αλλά τέλος πάντων. Είναι δόξα, (..) είναι αναγνώριση, δηλαδή θα 'θελα, ας πούμε, να (..) μετά από κάποια
χρόνια να λένε, ξέρω 'γω, ότι «ναι, ρε παιδί μου, αυτό το άτομο σ" αυτό το αντικείμενο, είναι πολύ καλή» . . .

Σύμφωνα με την Miller (1991c), οι γυναίκες αντιμετωπίζουν δυσκολίες με ένα μοντέλο


εξουσίας που εμπεριέχει τον ανταγωνισμό και την επιβολή στους άλλους. Για το λόγο αυτό, η
συγγραφέας πρότεινε μια εναλλακτική ερμηνεία του όρου εξουσία ως δυνατότητα προσωπικής
εξέλιξης και αλλαγής, προκειμένου να ενσωματωθεί στη γυναικεία κουλτούρα και στα
γυναικεία χαρακτηριστικά. Πράγματι, η παραπάνω έννοια της «ενδυνάμωσης» δεν εμπεριέχει
αρνητικό πρόσημο για τις γυναίκες, αλλά υπονοεί τη δύναμη μαζί με άλλους και σε σχέση με

283
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

άλλους. Έτσι, τόσο στα προηγούμενα αποσπάσματα, όσο και σε αυτά που ακολουθούν, η
έννοια της επιτυχίας για τις γυναίκες συνδέεται κυρίως με την αναγνώριση από τους άλλους,
με τη δυνατότητα απασχόλησης σε μια θέση εργασίας ανάλογη των προσόντων και των
ικανοτήτων τους, με την ομαδική εργασία, με την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και
λιγότερο με την ανεξαρτησία, ή τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων.

Χριστίνα (ψυχολόγος): Και εγώ θα ήθελα να δουλεύω σε ομάδα, σε συνεργασία με άλλα άτομα, πάντως όχι μόνη
μου σε κάποιο γραφείο (..), γιατί πιστεύω ότι μέσα σε έναν τέτοιο χώρο δουλεύω καλύτερα, (..) η επαγγελματική
επιτυχία πάλι θα ήταν η αναγνώριση από τους συνεργάτες μου και να βλέπω εγώ και το σύνολο να αναγνωρίζει, αλλά
περισσότερο εγώ, ότι τα πράγματα που αναλαμβάνω, οι υποθέσεις, οι πελάτες που αναλαμβάνω έχουν τη βοήθεια
μου, προσφέρω βοήθεια εκεί, οτιδήποτε κι αν είναι, είτε μέσα σε σχολείο κάνοντας επαγγελματικό προσανατολισμό
είτε κάτι πιο σοβαρό . . . τώρα το οικονομικό έρχεται κι αυτό ανάλογα με τις υπηρεσίες που θα προσφέρεις.

Για σας τι σημαίνει επαγγελματική επιτυχία;

Λίντα (χημικός): Την αναγνώριση των προσόντων μας (το λέει χαριτολογώντας).

Από ποιους;

Λίντα (χημικός): Από τους εργοδότες που θα ζητήσουμε δουλειά.

Μαρία (χημικός): Και να χρησιμοποιηθούν επίσης.

Τι εννοείς όταν λες αναγνώριση;

Άννα-Μαρία (χημικός): Να κάνω αυτό που θέλω και να αναγνωρίζεται. Και οικονομικά αλλά όχι μόνο.

Ιωάννα (παιδαγωγός): Εγώ προσωπικά, επιτυχία θα θεωρήσω (..) τώρα είναι πολύ απλό να το πω τις πολύ καλές
διδασκαλίες. Να καταφέρω τον παιδαγωγικό μου ρόλο τέλος πάντων, μέσα στην τάξη να τον βελτιώσω όσο μπορώ
περισσότερο . . . επιτυχία θεωρώ, τώρα είναι πολύ ρομαντικό βέβαια, το χαμόγελο του παιδιού και η αγάπη του
παιδιού όταν βγαίνεις απ' την αίθουσα, όταν σε θυμάται.

Σοφία (παιδαγωγός): Κι εγώ κάπως έτσι τα βλέπω τα πράγματα. Δηλαδή, αν ήμουν καλή ως εκπαιδευτικός αν
κάλυπτα τις ανάγκες των μαθητών μου, τις ποικίλες κτλ., αυτό θα θεωρούσα επιτυχία. Ακόμα το οικονομικό δεν το
βάζω, η αλήθεια, στο νου μου. Δεν ξέρω πως θα προκύψει αργότερα.

Κία (γιατρός): Εγώ σκοπεύω να ιδιωτεύσω στην επαρχία, δεν έχω στόχο για Πανεπιστήμιο (..) θέλω να γίνω ένας
καλός γιατρός στην επαρχία. Θέλω να μπορώ να χειρουργώ και να έχω το ιατρείο μου. Αυτό θα ήταν για μένα
επιτυχία, να μπορείς να είσαι ένας καλός γιατρός (..) έστω και εκεί.

Σοφία (γιατρός): Και εγώ θα ιδιωτεύσω και για αυτόν το λόγο δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το να παίρνω μέρος σε
εργασίες ή . . . γιατί για πολλούς είναι επιτυχία το να (..) μπούνε σε κάποια άλλα κυκλώματα, φυσικά με την καλή την
έννοια, αν τους ενδιαφέρει αυτό, αλλά επειδή εμένα δε με ενδιαφέρει θέλω σίγουρα να γίνω καλή γιατρός να με
εμπιστεύεται ο κόσμος να ακούω καλά λόγια (..) από τους άλλους δηλαδή ότι ακούγονται καλά λόγια για μένα και να
κάνω σωστές διαγνώσεις (..) δηλαδή εκεί θέλω να είναι η επιτυχία μου στην αναγνώριση του κόσμου.

284
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Κάτια (ψυχολόγος): Επαγγελματική επιτυχία για μένα είναι να κατορθώσω να οργανώσω τη δουλειά μου έτσι
όπως την έχω σκεφτεί εγώ στο μυαλό μου και να πετύχω ένα αρκετά μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας, δηλαδή να είμαι
εγώ ο κύριος του εαυτού μου και του τι δουλειές κλείνω, με ποιους τις κλείνω, με ποιους όρους γι αυτό μίλησα
προηγουμένως για μία δική μου καθαρά δουλειά . . . θέλω να έχω ανεξαρτησία και φυσικά κάποια ανταμοιβή,
δηλαδή κάποια χρήματα τα οποία θα μου επιτρέπουν να ζω καλά (..) τώρα το καλά για τον καθένα είναι σχετικό,
δηλαδή μία άνετη ζωή χωρίς να σκέφτεσαι το καθημερινό.

Βϊλυ (μηχανικός): (Επαγγελματική επιτυχία) είναι η ανάθεση πολλών ευθυνών από ένα τρίτο, η οποία θα
πληρώνεται σε χρήμα, οπωσδήποτε (..) η δυνατότητα να παίρνεις αποφάσεις. Αυτό θέλω. Όταν λεω ευθύνες αυτό.
Να είσαι σε θέση πλέον να παίρνεις αποφάσεις. Το οποίο ξεπληρώνεται αυτό με λεφτά. Για μένα αυτό είναι
επαγγελματική επιτυχία. Κι εντάξει, μ' αρέσει κι η αναγνώριση. Μ' αρέσει πάρα πολύ η αναγνώριση. Δηλαδή, θα
"θελα να γίνω κάποτε γνωστή μέσα από την δουλειά μου.

Παρόμοια, σε μια μελέτη των αξιολογικών κριτηρίων που αναφέρονται στους τύπους
τις μορφές και τα χαρακτηριστικά της επαγγελματικής απασχόλησης, διαπιστώθηκαν
σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε μαθητές και μαθήτριες διαφόρων κατευθύνσεων τεχνικών
και επαγγελματικών λυκείων της ευρύτερης περιοχής Αθηνών (Γιαννακοπούλου, 1997). Για
παράδειγμα, τα κορίτσια προέβαλλαν πρωταρχικά την κοινωνική αναγκαιότητα της εργασίας,
την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον της απασχόλησης, ενώ αξιολόγησαν ισότιμα τη
μισθωτή απασχόληση με το ελεύθερο επάγγελμα. Τα αγόρια αντίθετα προέβαλλαν
πρωταρχικά την αμοιβή, ενώ αξιολόγησαν θετικά την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον
της απασχόλησης, δίνοντας όμως προτεραιότητα στο ελεύθερο επάγγελμα σε σχέση με τη
μισθωτή εργασία.

Ασπασία (γεωπόνος): Αυτό με το οποίο ασχολείσαι να είναι αυτό το οποίο πραγματικά σκεφτόσουν ότι θέλεις να
κάνεις και να πηγαίνεις με χαρά εκεί που θέλεις να δουλεύεις, εκεί που θα δουλεύεις, γι' αυτό μίλησα προηγουμένως
ότι θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ καθαρά με την έρευνα, να έχω ένα συγκεκριμένο αντικείμενο . . . περιμένεις λίγο
πολύ εκτός από την επαγγελματική επιτυχία . . . περιμένεις λίγο και την κοινωνική καταξίωση ή την επαγγελματική
καταξίωση αν θέλεις . . . Οπότε μιλάμε οπωσδήποτε για κάποια επαγγελματική καταξίωση με κάποια συγκεκριμένη
θέση και με κάποια επιτυχία στη θέση αυτή και μια επιτυχία που θα αποδέχονται και οι άλλοι, όχι μόνο αυτό που
πραγματικά σε γεμίζει εσένα.

Έφη (γεωπόνος): Ναι σημαίνει, ναι ότι σου αρέσει, ασχολείσαι με αυτό που πραγματικά θέλεις να κάνεις, το οποίο
όμως είναι και (..) κοινωνικά ας πούμε (..) αποδεκτό (..) αναγνωρίζεται ας πούμε (..) θεωρείσαι πετυχημένη από την
κοινωνία, ναι σε χαρακτηρίζει η κοινωνία πετυχημένη.

Εύη (γιατρός): Και εγώ . . . θα είμαι επαγγελματικά ικανοποιημένη αν καταφέρω πρώτα από όλα να καταξιωθώ στη
συνείδηση του κόσμου σαν (..) και σαν καλή επιστήμονας να δει δηλαδή ο κόσμος από μένα, οι άρρωστοι μου να
δουν κάποιο όφελος αλλά και από την άλλη να έχουν να πουν για μένα ότι (..) λόγια ωραία (..) ότι σαν άνθρωπος να
καταξιωθώ στη συνείδηση τους (..) φυσικά στην επαγγελματική καταξίωση μέσα είναι και η (..) η απόκτηση όσο το
δυνατό περισσότερων γνώσεων (..) κάποιες εργασίες και κάποια καριέρα Πανεπιστημιακή είναι μέσα στους στόχους
μου, αλλά σε συνδυασμό όμως και με την προσφορά στον άνθρωπο, όχι το κυνήγι της δόξας και της ικανοποίησης
των φιλοδοξιών των προσωπικών (..) σε βάρος της ηθικής και της ιεραποστολικής πλευράς του επαγγέλματος.

285
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Είναι γεγονός ότι η έννοια της επαγγελματικής επιτυχίας έχει καθοριστεί με ανδρικούς
όρους. Μέχρι και η φιλοδοξία γίνεται κοινωνικά αποδεκτή χωρίς καμία κριτική, ακόμη κι όταν
εμπνέει τον πιο σκληρό ανταγωνισμό και την επιθυμία για ατομική επιβράβευση με
οποιοδήποτε κόστος. Όμως ο «λόγος» των γυναικών προσφέρει έναν διαφορετικό ορισμό
στην έννοια της επιτυχίας, ο οποίος περιλαμβάνει εντελώς διαφορετικές αξίες. Γενικότερα, οι
στάσεις των γυναικών στον επαγγελματικό σχεδιασμό φαίνεται ότι είναι συμβατές με το
σύστημα αξιών που ασπάζονται. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα με γυναίκες εκπαιδευτικούς,
οι οποίες προήχθησαν σε ανώτατα διοικητικά αξιώματα, το ενδιαφέρον τους για τις θέσεις
εξουσίας εκφράστηκε ως δυνατότητα προσφοράς, ώστε να κάνουν τα πράγματα καλύτερα και
να χρησιμοποιήσουν την εξουσία ως απελευθερωτική δύναμη για όλους (Grant, 1989). Με
άλλα λόγια, οι γυναίκες δεν αποδέχονται την εξουσία χάριν της ίδιας της εξουσίας και του
ελέγχου που μπορούν να ασκήσουν πάνω σε άλλους. Ούτε η προαγωγή ως φιλοδοξία ήταν η
προτεραιότητα των γυναικών της παραπάνω μελέτης (Grant, 1989). Αντίθετα, οι
επαγγελματικές τους κινήσεις γινόταν κυρίως σύμφωνα με το ενδιαφέρον τους για
ικανοποίηση από τη δουλειά και ενισχύονταν από παράγοντες έξω από τον έλεγχο τους.
Τέλος, φαίνεται ότι οι γυναίκες προβάλλουν την επαγγελματική επιτυχία ως σημαντική
τη δεδομένη χρονική σπγμή που συζητούν, καθώς αργότερα μπορεί να μην αποτελεί τη
βασική τους προτεραιότητα. Έτσι, η επαγγελματική επιτυχία είναι κάτι που τις ενδιαφέρει
προς το παρόν, ενώ μελλοντικά όταν θα έχουν οικογένεια και παιδιά θα έρχεται σίγουρα σε
δεύτερη μοίρα. Η διάσταση της «παροδικότητας» αποτελεί ενδεχομένως μια προσπάθεια
εφησυχασμού του εαυτού τους και του άμεσου περιβάλλοντος, προκειμένου να κρατήσουν
για ακόμη μια φορά τις ισορροπίες ανάμεσα στην γυναίκα καριέρας, που ενδιαφέρεται
αποκλειστικά για την επιτυχία της και στην γυναίκα σύζυγο και μητέρα που βάζει την
οικογένεια της πάνω από όλα και ειδικά πάνω από την επαγγελματική της εξέλιξη.

Μαρία (χημικός): Και σε τελική ανάλυση, μπορεί κάποτε να πούμε ότι εμένα θα μου αρκεί, ξέρω 'γω, να έχω ένα
παιδί και ν' ασχολούμαι μ' αυτό π.χ. Ενώ τώρα σκεφτόμαστε αλλιώς. Ο παράγοντας επάγγελμα, θα 'λεγα, είναι πολύ
βασικός. Ίσως το νούμερο ένα, έτσι δεν είναι; Στην ηλικία που είμαστε και στην κατάσταση. Μπορεί αργότερα, τα
πράγματα ν* αλλάξουν.

Πόσο σημαντική θεωρείτε την επαγγελματική επιτυχία και την καριέρα σας ;

Έφη (γεωπόνος): Για μένα αυτή τη στιγμή είναι το πιο σημαντικό, γιατί στο κάτω αν δεν τη θεωρούσα τόσο
σημαντική δε θα ασχολιόμουν ούτε με μεταπτυχιακό ούτε με διδακτορικό, δηλαδή το θέτω σαν πρώτο στόχο αυτή τη
στιγμή στη ζωή μου τώρα, αργότερα αν αλλάξει δεν ξέρω, αλλά αυτή τη στιγμή είναι το πιο βασικό για μένα.

Ράνια (γεωπόνος): Εμένα έτυχε να είναι τώρα ο πρώτος σκοπός μου η επαγγελματική επιτυχία, δεν ξέρω αργότερα
αν (..)

Ασπασία (γεωπόνος): Πιστεύω ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι πράγματα που εξελίσσονται, όσο περνάει ο
χρόνος όσο μεγαλώνουμε γενικώς (..) είναι διαφορετική η οπτική γωνία από την οποία βλέπουμε τα πράγματα,
δηλαδή πριν κάποια χρόνια (..) πίστευα ότι εντάξει (..) ότι κατείχε πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου η

286
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

επαγγελματική επιτυχία και τώρα κατέχει, απλώς αρχίζεις και τα βλέπεις όλα τα πράγματα σιγά σιγά διαφορετικά . . .
εγώ δεν πίστευα ποτέ ως τώρα ας πούμε ότι θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η επαγγελματική επιτυχία του
συζύγου ας πούμε παρά τόσο η δική μου (η Ασπασία είναι αρραβωνιασμένη). Δεν το πίστευα ποτέ αυτό το πράγμα.
Σιγά σιγά βλέπω ότι θα μπορούσα να μην έδινα τόσο μεγάλη σημασία στη δική μου καριέρα και να προσπαθούσα να
προωθήσω εγώ πάλι, αν μπορούσα τέλος πάντων . . . να προωθήσω την καριέρα του συζύγου, κάπως έτσι και θέλω
να πω ότι δεν ξέρω αργότερα αν έρθουν τα παιδιά το πόσο σημαντική θα είναι τότε για μένα η καριέρα μου. Δηλαδή,
βλέπεις ότι ενώ έχεις κάποιους στόχους συγκεκριμένους και λες ότι εγώ σαν κύριο στόχο έχω την επαγγελματική μου
καριέρα και θέλω να πετύχω και (..) έρχονται διάφορες καταστάσεις και βάζεις τον εαυτό σου πίσω και λες ότι μπορεί
μεθαύριο με τα παιδιά να το νιώσω ακόμη περισσότερο αυτό το πράγμα και να πω ότι είναι πολύ πιο σημαντικό
προκειμένου το παιδί μου να κλαίει οκτώ ώρες την ημέρα σε ένα παιδικό σταθμό, είναι πολύ καλύτερο να παρατήσω
τη δουλειά μου και να ασχοληθώ με το παιδί μου, παράδειγμα. Γι αυτό λεω ότι τώρα είναι λίγο έτσι (..) η περίοδος
την οποία περνάμε λίγο διαφορετική.

Βίλυ (μηχανικός): Για μένα η προσωπική μου ζωή είναι πιο σημαντική απ' την καριέρα μου, αλλά αυτό νομίζω ότι
είναι θέμα {.<) θέμα ατόμου . . . ναι, πιστεύω ότι αν είχα κάτι άλλο να κάνω μπορεί να μην ήταν έτσι . . . για μένα
είναι η προσωπική ζωή πάρα πολύ σημαντική και θα έκανα πολλές θυσίες για να την κρατήσω . . . παρατάω τα πάντα
για κάτι που στο μυαλό μου είναι πιο σημαντικό . . . για κάποιον άνθρωπο που θα τον αγαπήσω τα παρατάω όλα . . .
αλλά απ' την στιγμή που δεν υπάρχει αυτό, αυτήν την στιγμή, φυσικά, θα χαραμίσω πάρα πολλές ώρες στην καριέρα
μου.

Δώρα (μηχανικός): Εγώ προσωπικά, την θεωρώ πολύ σημαντική και την επαγγελματική επιτυχία αλλά την βάζω
κάτω απ' την προσωπική και την οικογενειακή ευτυχία και επιτυχία, γενικά. Πολύ σημαντική αλλά σε δεύτερη (..)

Εσύ, Κατερίνα, θα θυσίαζες την δουλειά σου;

Κατερίνα (μηχανικός): Ου! με τα μπούνια. Έτοιμη είμαι να την θυσιάσω (γέλια). Το 'χω δηλώσει και στον
Γιαννόπουλο τον ίδιο (γελάνε).

6.5.7.2 Το ρεπερτόριο της «συ μφιλίωσης» ανάμεσα στην εργασία


και την οικογένεια.
Οι γυναίκες του δείγματος επιθυμούν σΓην πραγματικότητα τη συμφιλίωση ανάμεσα
στην εργασία και στην οικογένεια και αυτό θεωρούν γενικότερα ως επιτυχία στη ζωή τους
αλλά και στην καριέρα τους. Άλλωστε, όπως διαπιστώθηκε ήδη, αυτός είναι και ο λόγος για
τον οποίο προτιμούν ή συμβιβάζονται με θέσεις εργασίας, οι οποίες μπορεί να μην αμείβονται
καλά και να μην έχουν προοπτικές εξέλιξης, από την άλλη όμως έχουν συγκεκριμένα ωράρια
και λιγότερες ώρες απασχόλησης. Σε μια μελέτη σε σχέση με τις επαγγελματικές επιλογές και
τις προσδοκίες των νέων βρέθηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα δύο φύλα.
Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι τα κορίτσια επιθυμούν κυρίως να τους γεμίζει και να τους
ενδιαφέρει ένα επάγγελμα αλλά και να τις επιτρέπει να συνδυάσουν την επαγγελματική με την
οικογενειακή ζωή, ενώ τα αγόρια έδωσαν έμφαση στις οικονομικές απολαβές του
επαγγέλματος και σΓην ασφάλεια που τους προσφέρει (Μπουρνούδη & Ψάλτη, 1997).
"Οπως φαίνεται στα παρακάτω αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις, οι γυναίκες θέλουν
να ασκήσουν και τις δύο επιλογές, ενώ η επαγγελματική επιτυχία καθορίζεται από το βαθμό

287
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

στον οποίο ισορροπεί με τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της οικογένειας, τις οποίες
γνωρίζουν ότι θα επωμιστούν:

Κάτια (ψυχολόγος): Μπορώ να σου πω κι ένα παράδειγμα, προσωπικό. Υπήρχε μία περίοδος στη ζωή μου που είχα
τελειώσει τις σπουδές έξω και έψαχνα να βρω δουλειά. Και πέρασα ένα ολόκληρο χρόνο πηγαίνοντας σε
συνεντεύξεις και τον υπόλοιπο χρόνο καθόμουνα στο σπίτι και (..) παρίστανα την νοικοκυρά κατά κάποιο τρόπο, απ'
την στιγμή που δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. Η σχέση μου ήταν σε καλό δρόμο, η ζωή μου πήγαινε σχετικά καλά,
αν εξαιρέσεις το θέμα της δουλειάς, εγώ όμως δεν ήμουν ευτυχισμένη. Δηλαδή και συμφωνώ με τα κορίτσια α" αυτό
που είπαν, ότι αν είχα και μία δουλειά δηλαδή αν επαγγελματικά τα πήγαινα καλά (..) όχι αναγκαστικά την καριέρα
αλλά σε μία δουλειά η οποία να με ικανοποιεί, όπως και την έκανα την επόμενη χρονιά (..) θα ένιωθα πιο πλήρης σαν
άνθρωπος. Ενώ μόνο με το να έχω μία καλή σχέση . . . δεν μπορούσα να πω ότι ήμουνα (..) ευτυχισμένη. Όπως και
το ανάποδο. Το να πηγαίνει καλά η δουλειά μου, όπως πηγαίνει αυτή τη στιγμή κι όλα τ ' άλλα τα βλέπω, ας πούμε
να είναι, χίλια κομμάτια τριγύρω μου πάλι δεν είμαι ευτυχισμένη.

Ιωάννα (παιδαγωγός): Συμφωνώ απόλυτα. Η επιτυχία είναι (..) δεν ξέρω, την φαντάζομαι πολύ μίζερη την ζωή
μου αν δεν πετύχω & αυτό που κάνω. Έστω ακόμα κι αν θα έχω μία οικογένεια, όπως την φαντάζομαι τώρα. Αλλά
αν δεν έχω (επαγγελματική) επιτυχία μαζί με την οικογένεια (..) κάπου θα νιώθω ένα κενό.

Τζούλια (παιδαγωγός): Εγώ, νομίζω ότι φάνηκε ότι την βάζω (την επαγγελματική επιτυχία) (..) μ' ενδιαφέρει
πολύ. Αρκετά σημαντικά. Και δεν θ' άντεχα απλά να είμαι μέσα στο σπίτι και να 'χω το παιδί μου και να περιμένω
τον άντρα μου, να έρθει απ' την δουλειά. Τα πρώτα 5 χρόνια μετά, θα τον παρατούσα, μου φαίνεται.

Βάσω (δικηγόρος): Για μένα, η ηρεμία είναι ψυχική, συναισθηματική και επαγγελματική ισορροπία. Να μπορέσω
να τα συνδυάσω όλα με τον καλύτερο για μένα τρόπο. Τίποτα υπερβολικό, αλλά και να μην αφήσω τίποτα απ' όλα
αυτά.

Ωστόσο, η «μητέρα μανεκέν», η οποία κρατά από τη μια μεριά την τσάντα εργασίας
και από την άλλη το μωρό, αφ' ενός καθιστά θολή μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα, αφ'
ετέρου υπονοεί για να τα καταφέρει μια γυναίκα εξαρτάται αποκλειστικά από την προσωπική
της ικανότητα και όχι την απαραίτητη κοινωνική υποστήριξη. Η Silverstein (1991)
ισχυρίστηκε ότι τέτοιου είδους πρότυπα μετατρέπουν ένα πολιτικό ή κοινωνικό πρόβλημα σε
προσωπικό. Στην πραγματικότητα δηλαδή το πρότυπο της «ηρωικής» και της «σούπερ-
γυναίκας» αποτελεί ένα κατασκεύασμα για την επικάλυψη των ελλείψεων του κράτους
πρόνοιας και των κοινωνικών παροχών τόσο στον τομέα της εργασίας όσο και στον τομέα της
οικογένειας. Οι γυναίκες φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται την σκληρότητα ενός προτύπου που
προστάζει την τελειότητα σε όλα και που τις θέλει σωστές μητέρες, καλές νοικοκυρές,
όμορφες γυναίκες και συνεπείς επαγγελματίες.

Κάτια (ψυχολόγος): Από την μία μεριά δηλαδή, έχεις μία γυναίκα η οποία βρίσκεται σε κάποια υψηλή θέση, που
κατά κύριο λόγο άνδρες την είχανε πριν από μια δεκαετία, η οποία είναι πολύ δραστήρια, πολύ ενεργητική, πολύ (..)
και το ανδρικό χαρακτηριστικό που έχει, μάλλον που της αποδίδει, η κοινωνία είναι αυτό. Ανεξάρτητη και πατάει επί
πτωμάτων, βέβαια μην το πάρετε με την πολύ άγρια έννοια του, αλλά θέλω να πω δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό
που αποδίδουν στις γυναίκες, της συνεργασίας και της στοργής και της τρυφερότητας και του δοσίματος, αλλά έχει
αυτό το ανεξάρτητο και του κυνηγού το χαρακτηριστικό. Κι απ' την άλλη μεριά είναι μια γυναίκα, η οποία μόλις πάει
στο σπίτι θεωρείται ότι αποποιείται όλο αυτό το (..) ρόλο της επιτυχημένης γυναίκας-επαγγελματία και ντύνεται το

288
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

ρόλο της γυναίκας-μάνας και συζύγου που πρέπει κι όλο το σπίτι να έχει πάνω της (..), το σπίτι να είναι τέλειο, τα
παιδιά της τέλεια, ο γάμος της τέλε^ δηλαδή υπάρχει και η επιτυχημένη γυναίκα στον επαγγελματικό τομέα που
λειτουργεί καθαρά με ανδρικά χαρακτηριστικά και η γυναίκα, η οποία στο σπίτι "μπαίνει" ξανά στον παραδοσιακό της
ρόλο με τα καθαρά θηλυκά της χαρακτηριστικά, λες και μπορεί ας πούμε να πας απ' το ένα στο άλλο, αυτό νομίζω
εγώ.

Άννα (ψυχολόγος): . . . Κατ' αρχήν μου φαίνεται ότι θέλουν την γυναίκα τέλεια. Αυτό μου είναι πάρα πολύ
καθαρό. Να είναι πάρα πολύ άψογη στις οικογενειακές της υποχρεώσεις στις σχέσεις της με τον σύζυγο, απέναντι
στα παιδιά, να είναι πάρα πολύ καλή μητέρα, δοτική πάντα εκεί. Από την άλλη να είναι πολύ καλή στην δουλειά της
πιστεύω ότι είναι πολύ κολακευτικό, ιδίως για τους άνδρες να έχουν μία γυναίκα που είναι (..) εντάξει, έχει κι ένα
επαγγελματικό κύρος κι επιπλέον να είναι πολύ καλοβαλμένη γυναίκα . . . Για να τα πετύχεις όλα αυτά πρέπει να
εξαντληθείς και συμφωνώ & αυτό που λέει η Νατάσσα, για μένα η τελειότητα είναι κάτι ανέφικτο πια, καμιά φορά
μπαίνω κι εγώ & αυτή τη παγίδα και τσατίζομαι πάρα πολύ με τον εαυτό μου, αλλά συνειδητοποιώ από την άλλη ότι
δεν μπορε/ς να είσαι τέλειος. Για να είσαι ευτυχισμένος δεν πρέπει να είσαι τέλειος. Όχι δεν πρέπει. Δεν μπορείς να
είσαι τέλειος-, . . Για μένα για να είσαι ευτυχισμένος πρέπει να έχεις και τις αδυναμίες σου και τις δυσκολίες σου, να
γίνονται αυτές αποδεκτές από τους άλλους σε κάποια πράγματα θα είσαι πολύ καλός σε κάποια άλλα δεν θα 'χεις
βρει τόσο καλή ισορροπία, αλλά να καλύπτεσαι και συναισθηματικά και επαγγελματικά, τουλάχιστον ως προς ένα
βαθμό . . . Αν δεν μπορείς να κάνεις το καλύτερο δυνατόν σε όλα . . . τουλάχιστον ως προς ένα βαθμό να τα
ισορροπείς.

Μαρία (χημικός): Τα πρότυπα είναι αυτό: σε μια γυναίκα τουλάχιστον, επιτυχημένη στην δουλειά της ευτυχισμένη
με το σπίτι της και με την οικογένεια της. Τώρα κατά πόσο αυτό είναι εφικτό (..) έτσι όπως προβάλλεται
τουλάχιστον, μία γυναίκα άψογη απ' το πρωί μέχρι το βράδυ, που τρέχει από δω κι από κει, μ' ένα χαμόγελο συνέχεια
(··)

Άννα-Μαρία (χημικός): Τα πρότυπα είναι οτραγγαλιστικά, θα έλεγα. Πρέπει να είσαι η τέλεια στην οικογένεια, η
επιτυχημένη επαγγελματικά, η κούκλα, γιατί αλλιώς δεν γίνεται, δεν καταφέρνεις τίποτα, ούτε βρίσκεις τον τέλειο
άντρα βέβαια (γελάει). Θα έλεγα ότι αλίμονο μας αν προσπαθήσουμε ν' ακολουθήσουμε αυτά τα πρότυπα.
Χαθήκαμε από χέρι.

Εύη (γιατρός): Ναι συμφωνώ με την Κία ότι το πρότυπο που επικρατεί σήμερα είναι κάτι (..) είναι λίγο
εξωπραγματικό δεν είναι (..) στην πράξη δεν μπορεί να υπάρξει, επικρατεί το πρότυπο της πολύ ωραίας της γυναίκας
που έχει ταυτόχρονα την εμφάνιση της ακέραιη, το επάγγελμα της (..) ανταποκρίνεται όσο καλύτερα μπορεί (..) αλλά
όσον αφορά την οικογένεια όχι τόσο πολύ, δεν την προβάλλουν σα μητέρα πολύ τη σημερινή γυναίκα, περισσότερο
σαν επαγγελματία, δηλαδή η παλιά μορφή της γυναίκας που ήταν κλεισμένη στο σπίτι να έχει το μωρό στην αγκαλιά
δεν (..) έχει εκλείψει πιστεύω, περισσότερο σαν επαγγελματία και με την εμφάνιση αυτή τη σύγχρονη και με ένα
παιδί ας πούμε το πολύ, αλλά πάντως την προβάλλουν να τα συνδυάζει και τα δύο και το επάγγελμα και την
οικογένεια.

Σοφία (γιατρός): Δεν έχω να προσθέσω κάτι, τα κορίτσια τα είπαν ακριβώς αυτά ήθελα να πω και εγώ ότι
περισσότερο παίζει ρόλο η εξωτερική εμφάνιση και μετά η γυναίκα σαν επαγγελματίας όχι σαν μητέρα ή σα σύζυγος
αλλά από τα δύο από επαγγελματίας και εμφάνιση πιστεύω ότι η εμφάνιση παίζει ρόλο δηλαδή πιο πολύ θα
προσέξουν μια γυναίκα, η οποία μπορεί καν να μην εργάζεται αλλά να είναι πολύ ωραία πολύ περιποιημένη παρά να
δούνε μια καλή επιστήμονα, η οποία όμως δε θα προσέξει την εξωτερική της εμφάνιση (..) τώρα μιλάω και για άνδρες
και για γυναίκες.

Βϊλυ (μηχανικός): Εγώ νομίζω ότι (..) αυτά που είπανε (..) νομίζω ότι είναι η πιο δύσκολη περίοδος για τις γυναίκες
αυτήν την στιγμή. Αν το σκεφτείς με τα πρότυπα που έχουνε μπει. Γιατί καλείσαι να είσαι πανέμορφη, πανέξυπνη,

289
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

πετυχημένη, ικανή μητέρα (..) που θα το δείξεις απ' τα τέλεια παιδιά σου (..) τέλεια νοικοκυρά, γιατί δεν είναι και της
μόδας να καλείς κόσμο και να μαγειρεύουν οι άλλοι και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο, νομίζω ότι κανείς
άνθρωπος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μ' αυτά τα πρότυπα (..) το πιστεύω αυτό ότι αυτό ζητάνε απ' τη γυναίκα
αυτή τη στιγμή σήμερα να "ναι τέλεια σε όλα.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, επιλέγουν τελικά θέσεις εργασίας, οι οποίες
επιτρέπουν μια ρεαλιστική συμφιλίωση της οικογένειας με το επάγγελμα. Μάλιστα αυτές είναι
και οι προσδοκίες του οικογενειακού περιβάλλοντος, το οποίο καθορίζει και τα ανάλογα
πρότυπα επιτυχίας ή ευτυχίας για μια γυναίκα σήμερα. Η Μουσούρου (1985) αναφέρει ότι
όταν οι αμερικανίδες απόφοιτοι πανεπιστημίου ερωτώνται ποιόν τύπο γυναίκας θαυμάζουν
περισσότερο, περιγράφουν με τις απαντήσεις τους την επιτυχημένη επαγγελματικά γυναίκα.
Όταν όμως ερωτηθούν τι θα θεωρούσαν ως προσωπική τους επιτυχία, τότε λένε πως θα
ήθελαν va'είναι μητέρες πολλών επιτυχημένων παιδιών και σύζυγοι ενός επιτυχημένου άνδρα.
Αυτή η αντιφατικότητα, μεταξύ ενός προοδευτικού προτύπου που χαρακτηρίζει τους άλλους
και ενός συντηρητικού ή παραδοσιακού στερεότυπου που χαρακτηρίζει τον εαυτό, εκφράζει,
σύμφωνα με τη συγγραφέα, αφ' ενός την ατομική σύγκρουση των ίδιων των γυναικών, αφ'
ετέρου τη μεταβατικότητα των κοινωνικών αξιών και εξηγεί τη ρευστότητα των προτύπων,
όσο και την ποικιλία των συμπεριφορών που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία
(Μουσούρου, 1985).

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Στην κοινωνία γενικώς σαν επιτυχημένη (..), δηλαδή επαγγελματικά μπορεί να θεωρείται
επιτυχημένη μία του γραφείου, τέλος πάντων, που έχει αυτά τα ανδρικά χαρακτηριστικά αλλά γενικώς σαν
επιτυχημένη γυναίκα γενικότερα, εγώ πιστεύω ότι δεν θέλουν τη γυναίκα να δουλεύει πολύ και να 'χει (..) δηλαδή οι
γονείς μας οι άνδρες (..) δεν θέλουν έτσι (..) δεν θεωρούν επιτυχημένο όταν έχεις κάνει μια καριέρα φοβερή τέλος
πάντων και «κόβεσαι» σε δέκα κομμάτια. Οι γονείς λένε, άντε να βολευτείς εκεί στο δημόσιο και να μην έχεις και
πολλά-πολλά τρεξίματα και τέτοια, αυτό το θεωρούν επιτυχία . . . στην κοινωνία σαν αντίληψη εγώ πιστεύω ότι αυτή
είναι περισσότερο η αντίληψη που επικρατεί, που το θέλουν. Δηλαδή μπορεί βέβαια να το βλέπουν σαν πετυχημένο
εκείνο (το πρότυπο της super woman) και να προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δηλαδή αυτό είναι που
μας προβάλλουν από την διαφήμιση . . . αλλά αν κάναμε ένα γκάλοπ νομίζω και ρωτούσαμε ανθρώπους γονείς μας
της ηλικίας μας τέλος πάντων, τι θεωρούν επιτυχημένο, είναι αυτό το επιτυχημένο: το επιτυχημένο είναι να μπορεί
να τα συνδυάζει όλα χωρίς όμως πολλές θυσίες . . . γιατί εγώ την επιτυχία την έχω συνδυάσει με την ευτυχία . . .
πριν όταν μιλούσα για επιτυχημένη καριέρα . . . την θεωρούσα και σαν ευτυχισμένη, να είμαι εγώ ευτυχισμένη . . . η
επιτυχημένη καριέρα σημαίνει να είμαι ευτυχισμένη κι εγώ, δηλαδή δεν μπορώ να φανταστώ μια επιτυχημένη καριέρα
που να μην είμαι εγώ (..) ευτυχισμένη τέλος πάντων.

Κατερίνα (γυμνάστρια): Για μένα πετυχημένη γυναίκα δηλαδή, όπως φαίνεται σε όλους είναι αυτό το πράγμα που
είπε η Βίκυ, δηλαδή να είναι πετυχημένη σε όλα. Βέβαια, κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο, ή βγαίνει νοκ-άουτ η
γυναίκα και στο τέλος είναι αποτυχημένη μέσα της. Εγώ δηλαδή δεν έχω . . . δεν έχω σαν πρότυπο πολλές γυναίκες
οι οποίες είναι πολύ πετυχημένες στη δουλειά τους δηλαδή βγάζουν αρκετά χρήματα . . . βρίσκονται σε καλή θέση,
σε υψηλή δηλαδή θέση, καταξιωμένες κτλ., αλλά προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με την οικογένεια και τελικά είναι
πάρα πολύ κουρασμένες δεν αφιερώνουν χρόνο στον εαυτό τους και σε κάποια ηλικία είναι γερασμένες για μένα.
Και δεν μένει χρόνος για να ευχαριστηθούν κάτι αυτές. Πολλές γυναίκες βλέπω έτσι. Και δε θα ήθελα να γίνει αυτό
το πράγμα. Εγώ θα ήθελα μια δουλειά, ας μην είναι η επιτυχημένη, μια δουλειά που θα με ευχαριστεί, που θα βγάζω
κάποια χρήματα, θα είναι πάνω σε αυτό που σπούδασα, για μένα αυτή τη στιγμή είναι το σχολείο.

290
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Εύα (δικηγόρος): Εξαρτάται από το πως βλέπει ο καθένας την επαγγελματική επιτυχία. Μπορεί (..) έχω γνωρίσει
και γυναίκες που έχουνε και 2 παιδιά και 3 παιδιά και (..) δικηγορϊνες εννοώ και δουλεύουνε, αλλά οι 2 εξ' αυτών δεν
κατεβαίνουνε ποτέ απόγευμα στο γραφείο και έχουν περιορίσει (τη δουλειά τους). Έχουν κάποιους συγκεκριμένους
πελάτες, με τους οποίους δουλεύουνε και αρκούνται & αυτά. Είναι ευτυχισμένες.

Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ θ' αρκούμουν & αυτά.

Εύα (δικηγόρος): Είναι ανάλογα με τον στόχο.

Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ θ' αρκούμουν σε κάτι τέτοιο αν είχα και δύο παιδιά. Θα προτιμούσα σαφώς να
αφιερώσω χρόνο α" αυτά και να περιορίσω το γραφείο. Αρκεί, βέβαια, να μην (..) έβγαζα απλώς το ενοίκιο μου, να
έβγαζα κάποια χρήματα, να μου μένανε κι εμένα κάτι να συνεισφέρω για δική μου ικανοποίηση και για την οικογένεια.

Μαρία (γυμνάστρια): Και (..) η ευτυχία είναι να μπορεί (..) να μπορώ αυτό το πράγμα, τη δουλειά μου να (..) τη
μοιραστώ με κάποιο άλλο άτομο. Δηλαδή, να μοιράζω τη δουλειά μου, αυτήν την ευτυχία που αισθάνομαι στη
δουλειά μου μαζί με κάποιο άτομο . . . Όλα αυτά είναι ευτυχία για μένα. Το να μπορείς να μοιράζεσαι κάποιες στιγμές
και τη δουλειά σου ακόμη, κάποια βιώματα από τη δουλειά σου, κάποιες καταστάσεις με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό
που λένε μονόπλευρα μόνο εργασία για μένα δεν ισχύει. Δηλαδή, ότι (..) άμα σε καλύπτει αυτό που κάνεις στην
εργασία σου, γιατί μου το είπαν και πρόσφατα «άμα σε καλύπτει αυτό που κάνεις σιην εργασία». Ναι σε καλύπτει
αυτό που κάνεις μέχρι κάποια ώρα της ημέρας από κει και πέρα όμως τι κάνεις τις υπόλοιπες ώρες;

Ασπασία (γεωπόνος): . . . πρότυπο γυναίκας είναι και μια καταξιωμένη επαγγελματικά σύζυγος, η οποία
καταφέρνει να έχει και κάποια επαγγελματική καταξίωση και βεβαίως έχει και κάποια οικογένεια, κρατάει τις
ισορροπίες (..) και ταυτόχρονα είναι και γνώστης των πραγμάτων δηλαδή έχει και γνώσεις και έχει μια καλή καριέρα
(..) συνδυάζει δηλαδή όλα τα πράγματα ουσιαστικά . . . πρότυπα έτσι . . . μιας κοινωνικής και επαγγελματικής
καταξίωσης. Μια γυναίκα που είναι καταξιωμένη επαγγελματικά, κοινωνικά, έχει ταυτόχρονα μια εμφάνιση όχι
ιδιαίτερα καλή, αλλά τέλος πάντων προσεγμένη, μια σικάτη τέλος πάντων κυρία (..) είναι ένα πρότυπο . . . υπάρχουν
κάποια άτομα τα οποία τα ζηλεύεις ρε παιδί μου, που μπορούν και συνδυάζουν πάρα πολλά πράγματα . . . το να
μπορείς να συνδυάζεις μια πολλή καλή επαγγελματική καριέρα, μια νορμάλ οικογένεια και ταυτόχρονα πάλι να μην
πέσεις στην παγίδα του ξέρεις σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι αχ δεν προλαβαίνω ξέρω 'γω τα παιδιά έτσι, το ένα το
άλλο, αλλά να έχεις και προσωπικά ενδιαφέροντα.

6.5.7.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της επιτυχίας.

Με βάση όλα τα προηγούμενα, διαπιστώνεται τελικά ότι οι γυναίκες αποδέχονται το


διπλό τους ρόλο μέσα και έξω από το σπίτι, παρά τις δυσκολίες και τον υπερβολικό φόρτο
εργασίας που αυτό συνεπάγεται. Μάλιστα, τα γλωσσικά ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι
γυναίκες όταν μιλούν για τη ζωή τους, αποτελούν μια ενεργητική προσπάθεια ερμηνείας της
συμπεριφοράς τους, οριοθέτησης της νέας τους ταυτότητας αλλά και κατανόησης των
αντιφατικών καταστάσεων που αντιμετωπίζουν, τόσο στο χώρο της εργασίας, όσο και στο
χώρο της οικογένειας. Οι Βαΐου & Στρατηγάκη (1989) αναφέρουν ότι οι αντιφάσεις αυτές δεν
λύνονται βέβαια αποτελεσματικά, όταν οι γυναίκες προσπαθούν να συμφιλιώσουν την
επαγγελματική με την οικογενειακή τους ταυτότητα, αλλά τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία
κάθε μιας αποβαίνουν συμπληρωματικά, φαίνεται επομένως ότι, «τα βάρη και οι απολαβές

291
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

λειτουργούν έτσι ώστε να κάνουν τη ζωή μιας γυναίκας πιο ενδιαφέρουσα, ακόμα και με το
κόστος της αύξησης των βαρών» (Βα'ίου & Στρατηγάκη, 1989: 21).
Πράγματι, οι γυναίκες του δείγματος, χρησιμοποιώντας το ρεπερτόριο της
συμφιλίωσης ανάμεσα στην εργασία και στην οικογένεια, προσπαθούν να οριοθετήσουν τη
νέα τους ταυτότητα και να ξεπεράσουν παραδοσιακές προσδοκίες σε σχέση με το ρόλο τους
στην ιδιωτική και δημόσια ζωή, παρά το γεγονός της επιπλέον δουλειάς και των ευθυνών που
επωμίζονται. Το ρεπερτόριο της επαγγελματικά επιτυχημένης γυναίκας είναι αυτό που
περιλαμβάνει την εξέλιξη στη μισθωτή εργασία, δίχως όμως την ταυτόχρονη διακοπή των
σχέσεων με τους άλλους και την απώλεια της θηλυκότητας. Για αυτό και η έννοια της
επιτυχίας ορίζεται αποκλειστικά με γυναικείους όρους και συμβαδίζει με γυναικείες αξίες,
διαφορετικά απειλεί την ταυτότητα τους. Θα έλεγε κανείς ότι οι γυναίκες γνωρίζουν πλέον
αρκετά καλά αυτό που επιθυμούν, εφόσον μπορούν να το ονοματίσουν. Παρά τις εμφανείς
δυσκολίες, τις εντάσεις και τις συγκρούσεις ανακαλύπτουν την αλλαγή και εξελίσσονται
σχεδόν σε όλους τους ρόλους που αναλαμβάνουν, όπως αυτούς της συζύγου, της μητέρας και
της εργαζόμενης. Η σύγκρουση τους αναδεικνύει ενδεχομένως μια μεταβατική περίοδο
κοινωνικών αλλαγών και διεκδικήσεων εκ μέρους τους, η οποία βέβαια θα ξεπερνιόταν πολύ
πιο εύκολα αν και οι άνδρες ακολουθούσαν πιο ισότιμους τρόπους συμμετοχής και
συμπεριφοράς, ιδίως στο χώρο της οικογένειας.

6.5.8 Το ρεπερτόριο της «σύγκρουσης» ανάμεσα στην εμπειρία και


στην πραγματικότητα.
Το ρεπερτόριο της «σύγκρουσης» αναπαριστά τον διχασμό και την απόσταση που
αισθάνονται οι γυναίκες ανάμεσα στην προσωπική τους εμπειρία και σε ότι ονομάζεται
κοινωνική πραγματικότητα. Η Gilligan (1993) διαπίστωσε για πρώτη φορά την εμπειρία της
σύγκρουσης, μέσα από συνεντεύξεις με γυναίκες, οι οποίες δεν μπορούσαν να διακρίνουν τη
δική τους «αυθεντική φωνή» από την κοινωνικά κατασκευασμένη «γυναικεία φωνή».
Παρόμοια και η Μουσούρου (1985) αναφέρεται σε μύθους και πραγματικότητες σε σχέση με
τη γυναικεία απασχόληση, την οποία τοποθετεί μέσα σ' ένα πλαίσιο σύγκρουσης ανάμεσα
στην ιδεολογία και στην πράξη, στον ιδιωτικό και δημόσιο χώρο. Οι μύθοι που αφορούν στη
γυναικεία απασχόληση έχουν να κάνουν με το μύθο του βιοπαλαισιή πατέρα και της
νοικοκυράς μητέρας, το μύθο ότι οι γυναίκες δεν έχουν ούτε την επιθυμία ούτε τις ικανότητες
για δουλειά, το μύθο ότι εκείνος που κερδίζει το ψωμί της οικογένειας είναι μόνον και πάντα ο
άνδρας, το μύθο ότι η γυναίκα με επαγγελματικές φιλοδοξίες είναι λιγότερο γυναίκα, το μύθο
ότι τα οικιακά συνιστούν σταδιοδρομία και τέλος το μύθο της αναπόφευκτης σύγκρουσης των
ρόλων, όταν η γυναίκα παρεκκλίνει από τον φυσικό προορισμό της και εργάζεται, ιδιαίτερα
μάλιστα όταν επιδιώκει μια επαγγελματική σταδιοδρομία. Στην παραπάνω μυθολογία, η οποία
αποθαρρύνει τη γυναικεία απασχόληση και ιδιαίτερα την απασχόληση των παντρεμένων

292
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

γυναικών, αντιπαρατίθεται η πραγματικότητα της αύξησης της γυναικείας επαγγελματικής


απασχόλησης και ιδιαίτερα των παντρεμένων.
Όλα τα παραπάνω, δηλαδή η διάσταση ανάμεσα στην εμπειρία της γυναίκας και την
πραγματικότητα γύρω της αποδυναμώνουν τελικά τις γυναίκες, απομακρύνοντας τις από τον
ίδιο τους τον εαυτό. Οι γυναίκες συγκρούονται ανάμεσα στις ιδεολογίες, τα στερεότυπα και
τις προκαταλήψεις για τον ρόλο τους ή την ταυτότητα τους και στις πραγματικές επιθυμίες
τους, τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους. Σύμφωνα με την Surrey (1991b), τα κορίτσια που
αναπτύσσονται στο δυτικό πολιτισμό, υφίστανται μια σημαντική περίοδο αποσύνδεσης με την
εμπειρία τους κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Για αυτό και στα αποσπάσματα που
ακολουθούν, οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις της μελέτης αναρωτιούνται αν
βρίσκονται «εκτός πραγματικότητας», επισημαίνουν ότι δεν ξέρουν «τι τους επιφυλάσσει η
πραγματικότητα» και ότι «όλοι οι άλλοι περιμένουν αντίθετα πράγματα από τις ίδιες». Έτσι,
σε αυτά τα πρώτα αποσπάσματα η εμπειρία της σύγκρουσης αφορά στην ένταση με τον ίδιο
τους τον εαυτό και την ορθότητα των επιλογών τους, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση όχι με
αυτό που πραγματικά θέλουν, αλλά με αυτό που «φυσιολογικά» πρέπει να θέλουν. Η Gilligan
(1993) έχει περιγράψει το φαινόμενο αυτό ως το «χάσιμο της γυναικείας φωνής», επειδή οι
γυναίκες δεν μπορούν να ανακαλύψουν μια «γλώσσα» και να βρουν τον «λόγο», δηλαδή το
σύστημα της λογικής ούτως ώστε να περιγράψουν και να αναπαραστήσουν τις αντιφάσεις που
βιώνουν. Ωστόσο, «το να εγκαταλείψουν τη φωνή τους είναι σαν να εγκαταλείπουν τον ίδιο
τους τον εαυτό και ουσιαστικά οποιαδήποτε δυνατότητα επιλογής» (Gilligan, 1993: 9).

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Εμένα με επηρεάζει με την έννοια ότι (..) αν και θεωρώ ότι έχω αρκετές ικανότητες και
έχω κάποια αυτοπεποίθηση τέλος πάντων, παρόλα αυτά όταν το σκέφτομαι καλά καλά, νομίζω ότι είναι πολύ
δύσκολο να κάνω καριέρα για παράδειγμα, δηλαδή από δύσκολο έως αδύνατο, κάποτε το θεωρούσα και αδύνατο.
Έτσι μου φαίνεται καμιά φορά περίεργο το ότι κάνω μεταπτυχιακό για παράδειγμα στο Πανεπιστήμιο αυτή τη στιγμή
. . . Αυτό είναι όντως σύγκρουση . . . αυτή η αίσθηση, μήπως τελικά εμείς είμαστε εκτός πραγματικότητας κι όλοι οι
άλλοι που θέλουν μια συγκεκριμένη δουλειά (..) είναι πιο ρεαλιστικοί (..)/ δηλαδή (..) μήπως εγώ (..) εμείς κυνηγούμε
κάτι άπιαστο τελικά; . . . όπου δεν θα "ρθουν τα πράγματα όπως τα φαντάζομαι και θα πρέπει πια να προσγειωθώ και
να συμβιβαστώ, όπως συμβιβάζεται όλος ο κόσμος που (..) συμβιβάζονται πολλοί . . . ωραία, πως τα φανταζόμαστε
αλλά (..) ναι μεν τα φανταζόμαστε εμείς έτσι, αλλά η πραγματικότητα δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει.

Κάτια ( ψ υ χ ο λ ό γ ο ς ) : . . . Κι όσον αφορά το διδακτορικό μου. Αισθάνομαι αυτή τη στιγμή, ίσως επειδή κουράζομαι
και πολύ, ότι, γιατί (..) το επέλεξα. Έκανα καλά που το επέλεξα; Μήπως αν έδινα το βάρος μου κάπου αλλού θα τα
κατάφερνα κάπως καλύτερα; Αλλά νομίζω ότι έχει να κάνει με την συγκεκριμένη περίοδο που είμαι πάρα πολύ
κουρασμένη και τρέχω από νδω κι από κει. Δεν έχει τόσο να κάνει (..) δηλαδή είναι περιστασιακό . . . η όλη
σύγκρουση είναι αυτή: γενικά το πως βλέπω εγώ τον εαυτό μου σαν μία γυναίκα που θέλει να κάνει πολλά πράγματα
στην ζωή της και θέλει να βάλει την σχέση της & έναν δρόμο και θέλει να οργανώσει την ζωή της και την δουλειά της
μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο. Κι ότι οι άλλοι περιμένουν από μένα (..) εντελώς αντίθετα πράγματα.

Μαρία (γυμνάστρια): Μετά από 10 χρόνια έτσι; (..) Φαντάζομαι τον εαυτό μου ότι θα είμαι μέσα στο
Πανεπιστήμιο, θα μπορώ να διδάσκω μέσα στο Πανεπιστήμιο και από κει και πέρα κάποιο σπίτι (..) μια οικογένεια με
έναν άνδρα και τρία παιδιά. (..) Θα είμαι τα πρωινά φαντάζομαι στο Πανεπιστήμιο μέχρι το μεσημέρι, απόγευμα και
μετά θα ασχολούμαι με το σπίτι μου και με την οικογένεια μου. Αυτό θα ήθελα. Τώρα επειδή είναι η φύση της

293
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

δουλειάς μου έτσι μπορεί και να τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ . . . αλλά αυτό που θα ήθελα να κάνω είναι (..)
και τη δουλειά αλλά συγχρόνως και την οικογένεια μου, να αφιερώνω ώρες και στα δύο.

Ιωάννα (παιδαγωγός): Στο περίπου, θα υπάρχει οικογένεια, θα υπάρχει εργασία, ο χρόνος σίγουρα θα ήθελα να
μοιράζεται και στις δύο (..) στις δύο δραστηριότητες. Περισσότερο μάλλον (..) λίγο περισσότερο στο παιδί, χωρίς να
αδικείται η εργασία. Θα ήθελα να (..) με φαντάζομαι να προσέχω και τον εαυτό μου (..) (σκέφτεται). Τώρα αν πάω
λίγο περισσότερο στην πραγματικότητα, κάτι πρέπει ν' αφήσω λίγο ατημέλητο έτσι, και δεν ξέρω (..) . . . έχω κάνει
ένα ιδανικό στο μυαλό μου ότι δεν πρέπει να παρατήσω τίποτα από τα δύο. Ούτε οικογένεια, ούτε δουλειά. Ξέρω
ότι θα είναι τρομερά δύσκολο. Αλλά το ιδανικό και το σχέδιο στο μυαλό μου είναι αυτό το πράγμα. Να μην
παρατήσω τίποτα. Ούτε το ένα, ούτε τ ' άλλο.

Σοφία (παιδαγωγός): . . . Όταν είδα ότι αυτό που κάνω (το μεταπτυχιακό) δεν είναι αποδεκτό από τους άλλους
πολλοί εν πάση περιπτώσει δεν το καλοβλέπουν, κάπου αισθάνθηκα άσχημα για ένα αρκετό μεγάλο διάστημα θα
έλεγα. Αλλά κάπου (..), δηλαδή υπήρξε αυτή η σύγκρουση και μετά τα φιλοσόφησα, έτσι κάπως τα πράγματα και
είδα ότι (..) κι επειδή είπα προηγουμένως ότι είμαι άνθρωπος που δεν αντέχω τις συγκρούσεις πολύ, τα έχω βάλει τα
πράγματα σε μία σειρά.

Σοφία (γιατρός): . . . η ιατρική ειδικά μας τρώει πάρα πολύ χρόνο, δηλαδή βλέπω ότι σε φίλες μου, οι οποίες
έχουν μια δουλειά, η οποία δεν απαιτεί διάβασμα, γιατί για μας είναι πάρα πολύ σημαντικό το διάβασμα, εγώ έχω να
γυρίσω σπίτι, που γυρνάω κουρασμένη και αρκετά αργά στο σπίτι και έχω το άγχος για να κάνω (..) για αν βγω έξω ή
για να πάω στην αγορά, για να πάω στο γυμναστήριο, γιατί σκέφτομαι ότι δε θα έχω χρόνο να διαβάσω, χώρια οι
εφημερίες, χώρια άλλα πράγματα . . . Εμείς έχουμε χάσει πάρα πολλά πράγματα από την (..) από προσωπικές
απολαύσεις ίσως δηλαδή εκδρομές Σαββατοκύριακα τα οποία ήμουν τριήμερα κλεισμένη μέσα, από άποψη εξόδων,
λόγω του διαβάσματος (..) φαντάσου να είχαμε και οικογένεια δηλαδή. Και αρκετές φορές έχω έρθει σε σύγκρουση
με τον εαυτό μου, βέβαια τελικά επειδή επέλεξα αυτό (..) και μου αρέσει αυτό που κάνω (..) εντάξει τα βρίσκω τελικά
με τον εαυτό μου, αλλά υπάρχουν φορές που ναι (..) υπάρχει επιβράβευση για αυτόν το λόγο, αλλά υπάρχουν φορές
που όταν νιώθω ειδικά κουρασμένη σωματικά που κάπου αρχίζω και αμφιβάλλω για την επιλογή μου, αλλά ευτυχώς
τελικά αυτό δεν κρατάει πολύ.

Εύη (γιατρός): . . . θέλει (..) απαιτεί μεγάλη ψυχική δύναμη να μπορέσεις να θυσιάζεις πράγματα τα οποία θα
ήθελες να κάνεις για χάρη του διαβάσματος της εφημερίας πρέπει να έχεις μεγάλη ψυχική δύναμη, δυνατό
χαρακτήρα και ειλικρινά να σου αρέσει αυτό που κάνεις διαφορετικά θα είναι δύσκολο να επιβιώσεις ειδικά μια
γυναίκα στο χώρο της ιατρικής.

Μια άλλη ερευνήτρια, μέσα από την κλινική της εμπειρία με γυναίκες, διαπίστωσε ότι
οι γυναίκες καριέρας δεν διακρίνουν ανάμεσα στην εργασία τους και τη ζωή τους, δηλαδή
ανάμεσα στη δουλειά και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις εκτός εργασίας (Stiver, 1991a). Για
παράδειγμα, όταν οι γυναίκες συζητούν για τη δουλειά τους, αυτό συμβαίνει συνήθως υπό το
πλαίσιο των προσωπικών τους σχέσεων, είτε του παρελθόντος, είτε του παρόντος. Αντίθετα,
όταν οι άνδρες συζητούν για την εργασία τους συνηθίζουν να διακρίνουν σκέψεις,
συναισθήματα και προβλήματα τα οποία σχετίζονται με τις προσωπικές τους σχέσεις εκτός
εργασίας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει το μεγαλύτερο βαθμό στον οποίο οι γυναίκες
λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων σε σχέση με τους άνδρες.

Κάτια (ψυχολόγος): Ή αναγκάζεσαι εσύ να μετριάσεις τις δικές σου φιλοδοξίες για να (..) ναι αυτό συνέβη σε μένα
(..) η Αμερική δηλαδή ήταν ένας συμβιβασμός για μένα, δεν ήταν επιλογή δικιά μου. Όχι ότι μου βγήκε σε κακό.

294
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

Τελικά έκανα αυτό που ήθελα (..) είχα σκοπό να πάω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό, αλλά το ότι πήγα στην
Αμερική και δημιουργήθηκε μία ολόκληρη κατάσταση μετά από αυτό (..) δεν ήταν δικιά μου επιλογή, ήταν
προσαρμογή των δικών μου φιλοδοξιών και σχεδίων στου Γιώργου τα σχέδια και τις φιλοδοξίες, που φαντάζομαι ότι
αν ήταν αντιστραμμένα τα πράγματα δεν θα γινόταν αυτό, δηλαδή αν ο Γιώργος είχε τις δικές μου φιλοδοξίες και εγώ
τις δικές του, δεν θα ακολουθούσε αυτός εμένα, πάλι εγώ θα προσάρμοζα τις δικές μου φιλοδοξίες . . . εγώ το
συνειδητοποίησα όταν επέστρεψα από την Αμερική πια τι είχα κάνει κι όχι όταν το έκανα, που νόμιζα ότι ήταν δική
μου επιλογή και δυστυχώς δεν είναι έτσι.

Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . Εγώ (..) από τότε που τελείωσα τα ΤΕΦΑΑ (..) και πιο πριν ακόμα δηλαδή, έλεγα,
είχα βέβαια δεσμό με αυτό το παιδί αρκετά χρόνια, σκεφτόμουν να φύγω κάπου έξω. Δηλαδή το σκεφτόμουν. Μ'
άρεζε η ιδέα ένα-δύο χρόνια να είμαι στο εξωτερικό . . . ήθελα να γνωρίσω, δηλαδή μια άλλη χώρα και το πώς
δουλεύουν εκεί. Αυτό φυσικά το έλεγα μόνο και γινόταν πλάκα μεταξύ μας γιατί (..) ήμουν σίγουρη σχεδόν ότι δε θα
πάω, όπως κι αυτός το έλεγε στην πλάκα κι εννοούσε «δε θέλω να πας». Αυτό δηλαδή έφυγε λόγο του ότι είχαμε
ένα δεσμό. Δεν ξέρω αν θα ήμουν άνδρας αν θα το έκανα, δηλαδή αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα . . . Θέλω να
πω ότι μπερδεύομαι μέσα μου πολλές φορές ακόμα και τώρα. Αν θέλω να πάω σε σχολείο, αν θέλω του χρόνου να
ασχοληθώ με το Πανεπιστήμιο . . . αν θέλω το πρωί να κάνω κάποια πράγματα εκεί. Αν κάνω κάτι άλλο πρέπει,
μπερδεύομαι μέσα μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω.

Οι ερευνήτριες πιστοποιούν τελικά μια ασυμμετρία στην εξελικτική διαδικασία που


ακολουθούν οι άνδρες και οι γυναίκες, καθώς προχωρούν από τις πρώιμες σχέσεις με τους
γονείς τους στην εφηβεία και στην ενηλικίωση (Chodorow, 1978; Stiver, 1991a; Gilligan,
1993). Για παράδειγμα, οι άνδρες προχωρούν από τη συναισθηματική εξάρτηση και την
ταύτιση με τη μητέρα τους στη διακοπής της σχέσης, στην ιδιωτικότητα και στην αυτονομία,
με στόχο φυσικά την πλήρη ανεξαρτησία ως σημάδι ωριμότητας και ψυχικής υγείας.
Αντίθετα, οι γυναίκες προχωρούν από την συναισθηματική εξάρτηση σε μια συνεχή σύνδεση,
καθώς αναπτύσσονται μέσα σ' ένα πλαίσιο ανθρωπίνων σχέσεων, για αυτό και βιώνουν την
εμπειρία της ανεξαρτησίας ως μοναξιά και απομόνωση. Φαίνεται ότι οι γυναίκες αναπτύσσουν
μια διαφορετική αίσθηση του εαυτού απ' ότι οι άνδρες, σύμφωνα με την οποία ο εαυτός τους
οργανώνεται και αναπτύσσεται μέσα σ' ένα πλέγμα σημαντικών ανθρωπίνων σχέσεων με ότι
αυτό συνεπάγεται (Surrey, 1991a). Με τον όρο σχέση, η Surrey (1991a) εννοεί την εμπειρία
της συναισθηματικής και γνωστικής δια-υποκειμενικότητας ανάμεσα στους ανθρώπους -
δηλαδή το να μπορεί κανείς να καταλαβαίνει τον άλλον ή να «μπαίνει» στη θέση του άλλου
γνωστικά και συναισθηματικά. Αυτό σημαίνει ότι σε μια νέα θεώρηση της γυναικείας
ψυχολογίας καλό θα ήταν να αποδοθεί ισότιμη έμφαση στις σχέσεις και όχι μόνον στην
ανεξαρτητοποίηση, διότι ουσιαστικά δεν υπάρχει κανένας λόγος να θυσιάζει κανείς τις σχέσεις
με στόχο τη δική του αυτοπραγμάτωση.
Για τους παραπάνω λόγους, οι γυναίκες οι οποίες συμμετείχαν σης συνεντεύξεις
αναγνωρίζουν την εμπειρία της σύγκρουσης που αφορά αυτή τη φορά στις σχέσεις τους με
τους σημαντικούς άλλους. Καθώς θεωρούν τις σχέσεις πολύ σημαντικές, είναι έτοιμες να
κάνουν θυσίες προκειμένου να διατηρήσουν τη στενή επαφή με το σύντροφο τους με τα
παιδιά τους, με τους φίλους τους ή με την ευρύτερη οικογένεια τους. Άλλωστε, η διακοπή
των σχέσεων και η κοινωνική απομόνωση αποτελεί για τις γυναίκες καριέρας το μεγαλύτερο

295
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

φόβο και το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν. Οι ίδιες αισθάνονται ότι κάτι τέτοιο τις
αποξενώνει τελικά από τον εαυτό τους, καθώς οι γυναίκες αναπτύσσονται μαθαίνοντας να
εμπιστεύονται και να αντλούν δύναμη από τις σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους.

Ιφιγένεια (ψυχολόγος): . . . πάντως κι εγώ αυτό που έχω στο μυαλό είναι βασικά η δουλειά που ελπίζω και
εύχομαι να είναι όπως τη θέλω, δηλαδή θέλω να είναι με παιδιά. Ξέρω ότι θα ήθελα να έχει σχέση με επαγγελματικό
προσανατολισμό, ίσως σε κάποιο σχολείο, θα ήθελα γενικά να έχει σχέση με σχολική ψυχολογία. Βέβαια είμαι
προετοιμασμένη ότι ίσως τελικά κάνω και κάτι το οποίο δε θα είναι κι αυτό που ονειρευόμουνα, παρόλα αυτά θα
ήθελα να έχω οπωσδήποτε μία δουλειά . . . Ελπίζω ότι θα μπορέσω να διατηρήσω κάποια χόμπι που έχω τώρα, αλλά
είμαι προετοιμασμένη ότι σε περίπτωση οικογένειας αργότερα, σίγουρα κάποια πράγματα θα πρέπει να
παραμεριστούν για χάρη της οικογένειας οπότε θέλω όσο το δυνατό περισσότερο να τα χαρώ τώρα (γελάει).

Άννα (ψυχολόγος): . . . από την μία πλευρά, ναι μεν, θέλω να φτάσω κάπου μ' οποιαδήποτε θυσία, προσωπική
ναι. Η σύγκρουση μου είναι ότι αυτή η θυσία είναι και οικογενειακή, ως προς ένα βαθμό ή των ανθρώπων που είναι
γύρω μου κι από την άλλη λεω ότι ίσως κάποτε πρέπει να προσγειωθώ. Το μεγάλο παιχνίδι για μένα παίζεται εκεί.
Ότι ίσως κάποτε πρέπει να προσγειωθώ σε πάρα πολλά πράγματα (γελάει) κι όχι μόνο στο επαγγελματικό και στις
φιλοδοξίες. Για μένα, ίσως η μεγαλύτερη σύγκρουση είναι αυτή (..) Ότι έχω πολλές φορές την εντύπωση ότι όλα
αυτά που σκέφτομαι και επιδιώκω και θέλω και μέχρι τώρα ακολουθώ, είναι & ένα ιδεαλιστικό επίπεδο, πάρα πολύ
ωραία, πραγματικά (..) στόχοι ζωής που εμένα μπορούν να με κρατήσουν, αλλά τους λείπει μια πραγματική
υπόσταση. Ότι η πραγματικότητα είναι άλλη κι αυτό είναι πάρα πολύ πιεστικό.

Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . Λοιπόν, εγώ θα ήθελα να δουλεύω το πρωί σε κάποιο σχολείο, θα προτιμούσα
βέβαια κάποιο ιδιωτικό και ο λόγος είναι για να είμαι εδώ και όχι σε άλλη πόλη, για να μη διοριστώ κάπου αλλού. Ή
έστω κάποια άλλη πρωινή δουλειά, θα με ενδιέφερε και ο Πανεπιστήμιο σαν διδασκαλία πρακτικού μαθήματος
δηλαδή στο μπάσκετ που είναι η ειδικότητα μου . . . Αλλά το πώς φαντάζομαι, αυτό (που περιέγραψα) είναι το πώς
θα ήθελα, το πώς φαντάζομαι, επειδή ήδη είμαι αρραβωνιασμένη και ο αρραβωνιαοτικός μου (..) ασχολείται (..) δεν
έχει σπουδάσει (..) είναι έμπορος (..) ασχολείται με άλλα πράγματα (..) και επειδή βλέπω ότι είναι δύσκολο το να
διοριστείς ή να μπεις σε ιδιωτικό σχολείο, πιστεύω ότι δε θα δουλεύω έτσι. Το πρωινό ίσως να το δουλεύω με τον
αρραβωνιαοτικό μου, δηλαδή στη δική του δουλειά, άσχετο με αυτό που σπούδασα και ίσως για να κάνω κάτι που
θέλω εγώ, να συνεχίσω να είμαι προπονήτρια . . . Έτσι φαντάζομαι ότι θα είμαι.

Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ κάπως έτσι θα το περιέγραφα. Αλλά πιο συγκεκριμένα, να φτάσω επαγγελματικά σε
όποιο τομέα αποφασίσω, στο επίπεδο που θα θέλω εγώ, χωρίς να παραγκωνίσω οικογένεια, τους φίλους μου, δεν
μπορώ να φανταστώ να είμαι απομονωμένη στον εαυτό μου, δηλαδή σίγουρα ευτυχισμένες στιγμές περνάς με
πραγματικούς σου φίλους να έχω μία καλή σχέση με κάποιον άνθρωπο, ο οποίος θα έχει την κατανόηση να
καταλάβει τα δικά μου προβλήματα και γενικά, θα υπάρχει μία επικοινωνία, που θα βοηθάει πάρα πολύ στην
καθημερινή ζωή.

Άννα-Μαρία (χημικός): Αυτά είναι πολύ σχετικά και πάρα πολύ ιδανικά, τα οποία δεν νομίζω ότι μπορεί να σου
'ρθουνε μάλλον να τα προγραμματίσεις όλα τέλεια, όλο και κάτι θα σου βγει, όλο και κάτι παραπάνω θα πρέπει (..)
πάντως αυτό που είπαμε πριν για τις θυσίες οπωσδήποτε πρέπει να γίνουν θυσίες. Το θέμα είναι τι είσαι
διατεθειμένη να θυσιάσεις περισσότερο. Αυτό είναι το ζήτημα. Και πιστεύω, προσωπικά, ότι εγώ θα περάσω φάσεις
στην ζωή μου . . . και περιόδους...

Σοφία (παιδαγωγός): Κι αυτό που λέγαμε προηγουμένως για τη σχέση οικογένειας γάμου, δουλειάς . . . το έχω
φιλοσοφήσει δηλαδή κάπως το πράγμα . . . όταν μπαίνω & ένα χώρο . . . θέλω να δοθώ «ψυχή τε και σώματι», αλλά
επειδή βλέπω ότι δεν πάει αυτό το πράγμα, γι' αυτό τα έχω τακτοποιήσει έτσι μέσα στο μυαλό μου τα πράγματα. Να

296
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

μην υπάρχουν πολύ μεγάλες συγκρούσεις ας πούμε . . . Όχι, εγώ το έχω καταφέρει αυτό, δηλαδή, & ένα βαθμό μ'
ενδιαφέρουν αυτοί οι σημαντικοί άλλοι . . . τι θα πουν άνθρωποι που πραγματικά είναι σημαντικοί για μένα κι
υπολογίζω & αυτούς. Τώρα για τους άλλους κάποιες φορές έδινα σημασία κτλ., αλλά έχω κάνει αυτόν τον
διαχωρισμό. Δεν μ' ενδιαφέρει πλέον τι (..) τι λένε οι άλλοι. Τι μ' ευχαριστεί εμένα, και (..) εάν είναι καλά κι οι άλλοι
τριγύρω μου. Αν δεν τους καταπιέζω κτλ.

Τζούλια (παιδαγωγός): Εγώ αυτό δεν μπορώ να το τακτοποιήσω και με μπερδεύει . . . δεν ξέρω (..) ίσως
αργότερα, μπορέσω τον εαυτό μου και τον βάλω (..) τα ζυγίσω τα πράγματα. Δεν μπορώ να τα ζυγίσω πάντως.
Αλλά καταπιέζομαι, όχι τόσο απ' τον περίγυρο, γιατί ο περίγυρος βασικά δεν μ' ενδιαφέρει (..) μ' ενδιαφέρει (..)
(αναποφάσιστη) δεν μ' ενδιαφέρει η γνώμη του περίγυρου, μ' ενδιαφέρει μόνο η γνώμη ανθρώπων που αγαπώ και
τους θέλω δίπλα μου. Και καταπιέζομαι . . . όταν είμαι με κάποιον άνθρωπο προσπαθώ πολλές φορές πιάνω τον
εαυτό μου, να θέλω να πω πράγματα και να λεω «Τζούλια, αυτό δεν θα το πεις σταμάτα. Άστο γΓ αργότερα», γιατί
φοβάμαι να μην τρομάξω τον άλλον.

Όπως διαπιστώνεται από το τελευταίο απόσπασμα, η Τζούλια αρνείται να ονοματίσει


αυτό που γνωρίζει και οδηγείται στη σιωπή προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση. Με
άλλα λόγια, η εμπειρία της, οι σκέψεις της ή τα συναισθήματα της, αν αποκαλυφθούν, θα
θέσουν σε κίνδυνο τις σχέσεις της και θα απειλήσουν την ύπαρξη της. Οι Brown & Gilligan
(1992), αναφέρουν ότι σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και σ' έναν πατριαρχικό πολιτισμό,
οι γυναίκες προτιμούν την αυτοθυσία και τη σιωπή προκειμένου να υποδυθούν τη «γυναικεία
καλοσύνη» και να συμβιβαστούν με το στερεότυπο του γυναικείου ρόλου, διαφορετικά
διακυβεύουν τις σχέσεις τους με τους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο όμως αναγκάζονται να
απομακρυνθούν από τον ίδιο τους τον εαυτό και επομένως να αρνηθούν τη σχέση με τον
εαυτό τους για χάρη των σχέσεων με τους άλλους. Ανάλογη συμπεριφορά επιδεικνύουν και
τα λόγια μιας γυναίκας γεωπόνου:

Ασπασία (γεωπόνος): Πιστεύω ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι πράγματα που εξελίσσονται, όσο περνάει ο
χρόνος όσο μεγαλώνουμε γενικώς (..) είναι διαφορετική η οπτική γωνία από την οποία βλέπουμε τα πράγματα,
δηλαδή πριν κάποια χρόνια (..) πίστευα ότι εντάξει (..) ότι κατείχε πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου η
επαγγελματική επιτυχία και τώρα κατέχει, απλώς αρχίζεις και τα βλέπεις όλα τα πράγματα σιγά σιγά διαφορετικά . . .
εγώ δεν πίστευα ποτέ ως τώρα ας πούμε ότι θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η επαγγελματική επιτυχία του
συζύγου ας πούμε παρά τόσο η δική μου (η Ασπασία είναι αρραβωνιασμένη). Δεν το πίστευα ποτέ αυτό το πράγμα.
Σιγά σιγά βλέπω ότι θα μπορούσα να μην έδινα τόσο μεγάλη σημασία στη δική μου καριέρα και να προσπαθούσα να
προωθήσω εγώ πάλι, αν μπορούσα τέλος πάντων . . . να προωθήσω την καριέρα του συζύγου, κάπως έτσι και θέλω
να πω ότι δεν ξέρω αργότερα αν έρθουν τα παιδιά το πόσο σημαντική θα είναι τότε για μένα η καριέρα μου. Δηλαδή,
βλέπεις ότι ενώ έχεις κάποιους στόχους συγκεκριμένους και λες ότι εγώ σαν κύριο στόχο έχω την επαγγελματική μου
καριέρα και θέλω να πετύχω και (..) έρχονται διάφορες καταστάσεις και βάζεις τον εαυτό σου πίσω και λες ότι μπορεί
μεθαύριο με τα παιδιά να το νιώσω ακόμη περισσότερο αυτό το πράγμα και να πω ότι είναι πολύ πιο σημαντικό
προκειμένου το παιδί μου να κλαίει οκτώ ώρες την ημέρα σε ένα παιδικό σταθμό, είναι πολύ καλύτερο να παρατήσω
τη δουλειά μου και να ασχοληθώ με το παιδί μου, παράδειγμα. Γι αυτό λεω ότι τώρα είναι λίγο έτσι (..) η περίοδος
την οποία περνάμε λίγο διαφορετική.

Άλλωστε, η βιβλιογραφία αναφέρει ότι οι όσοι άνδρες είναι παντρεμένοι με γυναίκες


που εργάζονται έχουν υψηλότερους μισθούς σε σχέση με τους ανύπανδρους άνδρες και ότι οι

297
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

άνδρες με γυναίκες που δεν εργάζονται καθόλου έχουν τους πιο υψηλούς μισθούς από όλους.
Φαίνεται ότι οι γυναίκες δεν προσφέρουν απλά ένα υποστηρικτικό περιβάλλον στους άνδρες
τους, ώστε αυτοί να μπορούν να εργάζονται απερίσπαστοι, αλλά ότι συνεισφέρουν πολύ
περισσότερο και άμεσα σι-η μισθωτή εργασία των ανδρών τους. Οι ανταμοιβές έρχονται
έμμεσα για τη γυναίκα μέσα από τις επιτυχίες του άνδρα της και τις μισθολογικές του
αυξήσεις. Το φαινόμενο αυτό έχει ονομαστεί ως η καριέρα δύο ανθρώπων (the two-person
career) (Bellas, 1992), ενώ ακόμη και εργαζόμενες γυναίκες έχουν οικονομικό κίνητρο να
επενδύουν ή τουλάχιστον να μην εμποδίζουν την καριέρα τους άνδρα τους.

Ασπασία (γεωπόνος): (αναστενάζει, διστάζει) (..) καταρχήν θεωρώ ότι αυτά που έλεγα προηγουμένως ότι μπορώ
να βασιστώ πολύ περισσότερο, να βασιστώ (δεν της άρεσε η λέξη) (..) αν δω μια εικόνα ας πω μελλοντική και αν
τέλος πάντων κάποιος δεν ασχολείται τόσο πολύ με τη δουλειά του ή δεν είναι πετυχημένος τόσο πολύ στη δουλειά
του ας πούμε θα ήθελα να είμαι εγώ παρά ο άνδρας μου (..) κάπως έτσι. Δεν μπορώ να προσδιορίσω για πιο λόγο
είναι αυτό και αν άκουγα αυτά τα πράγματα που λεω τώρα πριν από χρόνια θα μου φαινόταν εντελώς απαράδεκτα
(..) αλλά (..) ίσως επειδή αρχίζεις και βλέπεις ότι εντάξει μπορεί να ασχοληθώ και με τα παιδιά (..) ή να ασχοληθώ με
κάτι άλλο εγώ, ενώ στον άνδρα μου δεν βλέπω ας πούμε ότι ξέρεις εντάξει μπορεί να δουλεύω εγώ και ο άνδρας μου
να καθίσει να κοιτάξει τα παιδιά, είναι (..) δεν μπορώ να το δικαιολογήσω γιατί ή που οφείλεται αυτό, απλά είναι έτσι
μια εικόνα που παίρνω από το μέλλον . . . κι αυτό έχει να κάνει με την επιρροή που έχω, δεν είναι απαραίτητο όταν
επηρεάζεις κάποιον εσύ να έχεις τη μεγαλύτερη μερίδα κάθε άλλο . . . εφόσον θέλεις εσύ αυτός (ο σύζυγος) να είναι
μπροστά κάνεις και εσύ όλες τις υπόλοιπες ενέργειες (..) σκουντά σκουντά (..) (γελάνε) προσπαθείς τέλος πάντων να
(..) ή φροντίζεις αποκλειστικά γι αυτόν (τον σύζυγο) δεν φροντίζεις τόσο για σένα, αλλά μέσα από την εξέλιξη του
ίδιου παίρνεις και εσύ.

Τα τελευταία λόγια της Ασπασίας επιβεβαιώνουν την άποψη της Gilligan (1993), ότι οι
άνδρες και οι γυναίκες καταλήγουν σε διαφορετικά λάθη σχέσεων: οι άνδρες πιστεύουν ότι
γνωρίζοντας τον εαυτό τους θα γνωρίσουν καλύτερα και τους άλλους, ενώ οι γυναίκες
πιστεύουν ότι γνωρίζοντας τους άλλους θα γνωρίσουν και τον εαυτό τους. Έτσι, τόσο οι
άνδρες όσο και οι γυναίκες αποκρύπτουν ασυνείδητα τη γυναικεία εμπειρία και επισυνάπτουν
μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες βασίζονται στη σιωπή. Η αποσιώπηση της γυναικείας εμπειρίας
διαιωνίζεται από το γεγονός ότι οι άνδρες αφ' ενός δεν συνειδητοποιούν την αποσύνδεση
τους από τις γυναίκες και οι γυναίκες αφ' ετέρου δεν συνειδητοποιούν την αποσύνδεση από
τον εαυτό τους.

6.6 Συμπεράσματα.
Η συγκεκριμένη μελέτη εστίασε σε μια μικρή και φαινομενικά προνομιούχο ομάδα
νέων γυναικών, οι οποίες προέρχονταν από οικογένειες μεσαίων ή ανώτερων κοινωνικών
στρωμάτων και ήταν απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με μεταπτυχιακούς τίτλους
σπουδών. Τη χρονική στιγμή των ομαδικών συνεντεύξεων, οι περισσότερες γυναίκες
βρίσκονταν σε μια διαδικασία μετάβασης από τις σπουδές στην αγορά εργασίας και στη
δημιουργία οικογένειας καθώς ελάχιστες από αυτές ήταν παντρεμένες και λίγες είχαν πάρει

298
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

οριστικές αποφάσεις σε σχέση με τη σταδιοδρομία τους. Πάντως, όλες διατύπωσαν ξεκάθαρα


την επιθυμία και την ανάγκη τους για μισθωτή απασχόληση σε συνδυασμό με τη δημιουργία
οικογένειας. Στην πλειονότητα τους οι γυναίκες του δείγματος συμφώνησαν ότι είναι πιο
εύκολο να διατηρήσει μια γυναίκα τη θηλυκή της ταυτότητα σε ορισμένα επαγγέλματα, τα
οποία παραδοσιακά θεωρούνται «γυναικείες δουλειές», όπως αυτά της εκπαιδευτικού ή της
ψυχολόγου. Παρ' όλ' αυτά, σχεδόν όλες οι γυναίκες παραπονέθηκαν για φυλετικές διακρίσεις
και ανδρική κυριαρχία στην αγορά εργασίας. Ειδικά για τις γυναίκες γιατρούς, δικηγόρους και
μηχανικούς, οι εργασιακές συνθήκες αποδείχθηκαν καταπιεστικές και προσβλητικές ενάντια
στη γυναικεία ταυτότητα.
Στόχος της μελέτης υπήρξε η ανάλυση των γλωσσικών ρεπερτορίων που
χρησιμοποιούν οι γυναίκες αυτές όταν μιλούν για τα επαγγελματικά και τα προσωπικά τους
σχέδια και,συγκεκριμένα οι επιπτώσεις των ρεπερτορίων στην ερμηνεία και αναπαραγωγή των
κοινωνικών δομών. Είναι σαφές ότι τα γλωσσικά θέματα (ρεπερτόρια), στα οποία έχουν
πρόσβαση οι γυναίκες είναι άμεσα συνδεδεμένα με πολιτικά ή κοινωνικά ζητήματα της
συγκεκριμένης χρονικής περιόδου στην οποία ζουν, όπως για παράδειγμα η θέση των
γυναικών στην ελληνική κοινωνία. Με άλλα λόγια, αντικατοπτρίζουν τους κυρίαρχους λόγους
σε μια κοινωνία και χρησιμοποιούνται από τα άτομα προκειμένου να κατασκευάσουν την
ταυτότητα τους να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά τους και να δικαιολογήσουν τις επιλογές
τους. Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης, επιβεβαιώθηκε το γεγονός ότι οι γυναίκες
συνδιαλέγονται ενεργητικά με τις υπάρχουσες πολιτισμικές προσδοκίες και τις στερεότυπες
αντιλήψεις για τους ρόλους των δύο φύλων, επομένως συμβάλλουν στην αναπαραγωγή ή
στην κατάργηση των καταπιεστικών δομών μιας κοινωνίας.
Γενικότερα, διαπιστώθηκε ότι τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι
γυναίκες έχουν ταυτόχρονα αποτελέσματα συμβιβασμού και αντίστασης, τα οποία τελικά
αναπαράγουν τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα και την υπάρχουσα ιδεολογία ανισότητας εις
βάρος των γυναικών. Αυτή η μοναδική διαδικασία της «υποταγής και της αντίστασης»
(Anyon, 1983) γίνεται εμφανής μέσα από τα ποικίλα γλωσσικά θέματα στα οποία έχουν
πρόσβαση οι γυναίκες, σ' ένα πλαίσιο αντικρουόμενων κοινωνικών συνθηκών και
μηνυμάτων11. Για παράδειγμα, ενώ οι συγκεκριμένες γυναίκες επιδεικνύουν αντιστάσεις μέσα
από την ακαδημαϊκή τους επιτυχία, τις επιλογές τους και γενικότερα τις φιλοδοξίες τους, την
ίδια στιγμή φαίνεται να αποσυνδέουν τις σπουδές τους από την καριέρα ή να συμβιβάζονται
με θέσεις εργασίας, οι οποίες συμφωνούν με τα ευρύτερα κοινωνικά στερεότυπα που
αφορούν στα περιορισμένα επαγγελματικά ενδιαφέροντα και σης ικανότητες των γυναικών.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά στις μεταπτυχιακές τους σπουδές, οι γυναίκες παρότι
αντιστέκονται σε παραδοσιακές επιταγές σε σχέση με τη μόρφωση τους και έχουν διάθεση για

11
Η Eugene Genovese ήταν η πρώτη που αναφέρθηκε στην ταυτόχρονη διαδικασία της υποταγής και
της αντίστασης προκειμένου να περιγράψει τις αντιδράσεις των μαύρων δούλων της Αμερικής στην
κατάσταση της δουλείας τους.

299
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

επιπλέον κατάρτιση και εξέλιξη, ταυτόχρονα αναφέρονται στην ασυνείδητη επιλογή των
σπουδών, ενώ αρνούνται τη συνάφεια ανάμεσα στις επιπλέον σπουδές και στη σταδιοδρομία
τους. Ωστόσο, επιθυμούν να μορφωθούν περισσότερο προκειμένου να ανταποκριθούν
καλύτερα στον επαγγελματικό τους ρόλο και να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο του αποκλεισμού
τους από την αγορά εργασίας. Όταν μιλούν για τη μισθωτή απασχόληση φαντάζονται μια
οργανωμένη και ήρεμη δουλειά και όχι μια καριέρα με πολλές απαιτήσεις σε χρόνο και
ενέργεια, καθώς επιθυμούν να τη συνδυάσουν με τη δημιουργία οικογένειας. Για αυτό και
αισθάνονται ότι πρέπει να δικαιολογήσουν τη δουλειά τους, ειδικά όταν αυτή έρχεται σε
αντίθεση με άλλες δραστηριότητες ή δυσκολεύει το ρόλο τους ως συζύγους και μητέρες. Τα
παραπάνω ρεπερτόρια βοηθούν τις γυναίκες να εξισορροπήσουν αντιφατικά κοινωνικά
μηνύματα, τα οποία τις περιορίζουν στο χώρο της οικογένειας, παρά τη μαζική και ολοένα
αυξανόμενη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Επίσης, αναφέρονται συνεχώς στις
διακρίσεις που υφίστανται στην αγορά εργασίας, τις οποίες βέβαια προσπαθούν να
δικαιολογήσουν, άλλοτε με το ρεπερτόριο των βιολογικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα και
άλλοτε με το ρεπερτόριο των διαφορετικών κοινωνικών ρόλων που καλούνται να
διαδραματίσουν άνδρες και γυναίκες. Όταν δεν καταφέρνουν να δικαιολογήσουν τις
ανισότητες του φύλου τότε αντιστέκονται, είτε παθητικά με πλήρη άρνηση της κατάστασης,
είτε ενεργητικά με πλήρη παραδοχή και συνειδητοποίηση. Η επίγνωση των διακρίσεων εις
βάρος τους, άλλοτε τις οδηγεί σε περισσότερη προσπάθεια προκειμένου να αποδείξουν την
αξία τους και άλλοτε σε μια κατάσταση ανημποριάς, μέσα στην οποία παραλύουν και
αισθάνονται ότι δεν μπορούν να αλλάξουν ένα τόσο διαχρονικό και καθολικό φαινόμενο όπως
η καταπίεση και εκμετάλλευση των γυναικών.
Ενδιαφέρον προκαλούν επίσης τα λόγια των γυναικών όταν αναφέρονται στο θεσμό
της οικογένειας και στην εμπειρία της μητρότητας. Από τη μια, οι γυναίκες εξακολουθούν να
αποδέχονται τον φυσικό προορισμό της οικογένειας ωστόσο αντιδρούν στην παραδοσιακή
και πατριαρχική οικογένεια. Έτσι, αντιστέκονται διεκδικώντας την ανακατανομή των οικιακών
ρόλων μέσα στο σπίτι, την αμοιβαιότητα στις σχέσεις με τους συντρόφους τους και την
ισοτιμία στη φροντίδα των παιδιών. Όταν όμως εμπλέκεται ο μητρικός ρόλος τότε οι
αντιστάσεις των γυναικών καταρρίπτονται, καθώς είναι έτοιμες να παρατήσουν τα πάντα
προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με την φροντίδα των παιδιών τους. Πράγματι, το
ρεπερτόριο της αποκλειστικής μητρότητας ερμηνεύει τον κυρίαρχο και πρωταρχικό ρόλο της
γυναίκας στην ανατροφή των παιδιών. Ταυτόχρονα, περιορίζει τη γυναίκα στην ιδιωτική
σφαίρα της αναπαραγωγής, καθώς η μητρότητα είναι ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε
απασχόληση εκτός σπιτιού, όπως στη δημόσια σφαίρα της αγοράς εργασίας. Οι γυναίκες
επανέρχονται και πάλι δυναμικά όταν προσπαθούν να ορίσουν την επαγγελματική τους
επιτυχία και την έννοια της ευτυχίας στην προσωπική τους ζωή. Η επαγγελματική επιτυχία
στην πραγματικότητα επαναπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις γυναικείες αξίες και τα γυναικεία
πρότυπα. Οι γυναίκες δεν θέλουν να θυσιάσουν τις προσωπικές τους σχέσεις στο βωμό

300
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών

οποιασδήποτε επαγγελματικής επιτυχίας, όπως έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν οι άνδρες,


διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε την απομάκρυνση από τον ίδιο τους τον εαυτό. Ωστόσο, η
επιτυχία και η ευτυχία για αυτές περιλαμβάνει τη δυνατότητα συμφιλίωσης as/άμεσο στις
απαιτήσεις της οικογένειας και της καριέρας, δίχως να απειλείται η γυναικεία ταυτότητα.
Καθώς πολλά από τα παραπάνω ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι γυναίκες μοιάζουν
αντιφατικά και συγκρουόμενα, ο λόγος των γυναικών εκφράζει μια σύγχυση ή έναν διχασμό
ανάμεσα σιην εμπειρία τους και στην κοινωνική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, ανάμεσα σε
αυτά που πραγματικά επιθυμούν και σε ότι η κοινωνία τους προστάζει. Επειδή οι γυναίκες
σήμερα αναγνωρίζουν τις ανάγκες τους και μπορούν να τις διεκδικήσουν περισσότερο και
ισχυρότερα από κάθε άλλη φορά, ανακαλύπτουν τη σύγκρουση. Οι ίδιες έχουν αλλάξει ή
φαίνεται να αλλάζουν, σε αντίθεση με μια κοινωνία που επιμένει σε συντηρητικά μοτίβα,
παραδοσιακά πρότυπα και αδικίες εις βάρος μιας κοινωνικής ομάδας που αποτελεί το μισό του
παγκόσμιου πληθυσμού. Από την άλλη, η σύγκρουση οδηγεί συχνά στο συμβιβασμό και
επομένως στην αναπαραγωγή εδραιωμένων μορφών συμπεριφοράς και ασφαλών επιλογών σε
σχέση με την ιδιωτική και δημόσια ζωή. Η διαδικασία της υποταγής και της αντίστασης δεν
φαίνεται να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα σε κοινωνικό επίπεδο, διότι προς το παρόν
τουλάχιστον αντιμετωπίζεται ατομικά, ως προσωπική σύγκρουση κάθε γυναίκας. Όσον καιρό
η σύγκρουση παραμένει εσωτερική και ατομική, οι δομές ανισότητας θα αναπαράγονται, ενώ
οι γυναίκες θα προσπαθούν να βρουν τις λύσεις μόνες τους. Εξάλλου, οι συνθήκες ζωής των
γυναικών δεν πρόκειται να βελτιωθούν εάν δεν επέλθουν οι απαραίτητες, όπως φαίνεται,
αλλαγές στη σύγχρονη ανδρική ταυτότητα. Αυτό που χρειάζεται επομένως είναι ένα άλλο
επίπεδο συλλογικής οργάνωσης εκ μέρους των γυναικών και αλλαγών εκ μέρους των ίδιων
των ανδρών, προκειμένου το ατομικό να μετατραπεί σε πολιτικό και η σύγκρουση να
εξωτερικευτεί ως μια προσπάθεια υγιούς εξέλιξης των κοινωνικών δομών προς την
κατεύθυνση μιας πιο δημοκρατικής και φιλελεύθερης κοινωνίας.

301
Κεφάλαιο 7
Συμπεράσματα & Προτάσεις
Συμπεράσματα & Προτάσεις

7.1 Γενικά συμπεράσματα.


Η παρούσα έρευνα αφορά στην ερμηνεία του τρόπου με τον οποίο η θέση της
γυναίκας και οι ρόλοι ανάμεσα στα φύλα, στους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής,
αναπαρίστανται και αναπαράγονται από τους νέους ανθρώπους, φοιτητές και απόφοιτους της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η έρευνα εστίασε αρχικά στις γνώσεις και στις αντιλήψεις των
ανδρών και των γυναικών, φοιτητών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε σχέση με θέματα
φύλου στη σφαίρα της οικογένειας και της αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα, στις διαφορές ανάμεσα
σε άνδρες και γυναίκες φοιτητές, όσον αφορά στις αξίες και στις αντιλήψεις που εκφράζουν
για τα παραπάνω θέματα. Τα αποτελέσματα αυτής της πρώτης ποσοτικής μελέτης οδήγησαν
σε νέα ερωτήματα, τα οποία αφορούσαν ειδικότερα στις διαδικασίες μετάβασης από το
πανεπιστήμιο στην αγοράς εργασίας και στη δημιουργία οικογένειας μιας προνομιούχου
ομάδας γυναικών, αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η δεύτερη μελέτη εστίασε στο
«λόγο» των γυναικών προκειμένου να αναδείξει τους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες
αυτές σχεδιάζουν τη ζωή τους και επομένως αντιστέκονται ή συμβιβάζονται με παραδοσιακές
κοινωνικές επιταγές και προσδοκίες φυλετικών ρόλων. Στην πραγματικότητα, η δεύτερη
μελέτη με τις γυναίκες πτυχιούχους δεν αφορά στα άτομα ή στο φύλο αυτό καθεαυτό, αλλά
στον τρόπο με τον οποίο η φυλετική ταυτότητα κατασκευάζεται και αναπαρίσταται ιδεολογικά
από τους κυρίαρχους κοινωνικούς θεσμούς. Με τη σειρά τους τα άτομα, στην προκειμένη
περίπτωση δηλαδή, η συγκεκριμένη ομάδα γυναικών φαίνεται ότι πραγματεύεται ενεργά τους
κυρίαρχους λόγους για τα φύλα, οι οποίοι προσδιορίζουν την ταυτότητα τους, οριοθετούν την
συμπεριφορά τους και καθορίζουν τους επιλογές τους στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας
και στη δημόσια σφαίρα της αγορά εργασίας.
Τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας συνοψίζονται στα παρακάτω θέματα:
α) φαίνεται ότι η ταυτότητα του φύλου επηρεάζει σημαντικά τις επιλογές των νέων
ανδρών και γυναικών σε σχέση με αποφάσεις που αφορούν στην προσωπική τους ζωή και
στην απασχόληση. Σύμφωνα με την πρώτη μελέτη, διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές
διαφορές ανάμεσα σε φοιτητές και φοιτήτριες ως προς τις αξίες και τις αντιλήψεις που
εκφράζουν σε θέματα φύλου. Συγκεκριμένα, οι άνδρες υιοθετούν στο σύνολο τους πιο
παραδοσιακές απόψεις για τους ρόλους των δύο φύλων, ενώ αντίθετα, οι γυναίκες διεκδικούν
μια πιο ενεργητική συμμετοχή στην αγορά εργασίας καθώς και την ανακατανομή των οικιακών
ρόλων στη σφαίρα της οικογένειας. Με άλλα λόγια, ενώ οι άνδρες φαίνεται ότι επιθυμούν
περισσότερο τη διατήρηση του υπάρχοντος οικογενειακού και εργασιακού μοντέλου, οι
γυναίκες βρίσκονται σε μια μεταβατική διαδικασία αλλαγής. Από την άλλη, άνδρες και
γυναίκες παραδέχονται τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες τόσο στην
αγορά εργασίας όσο και στην προσωπική τους ζωή, εξαιτίας των εδραιωμένων
προκαταλήψεων με βάση το φύλο. Διαπιστώθηκε ότι η παραπάνω κατάσταση ανισότητας
οφείλεται αφ' ενός στις υποτιθέμενες βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα, αφ' ετέρου

305
Συμπεράσματα & Προτάσεις

στους διαφορετικούς ρόλους που καλούνται να διαδραματίσουν τα δύο φύλα - με άλλα λόγια
στον καταμερισμό της εργασίας στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα. Τα παραπάνω
καθιστούν σαφώς δυσκολότερη για τις γυναίκες τη διαδικασία μετάβασης από το
πανεπιστήμιο στην απασχόληση, την ένταξη και εξέλιξη τους στην αγορά εργασίας καθώς και
τη συμφιλίωση της οικογενειακής με την επαγγελματική τους ταυτότητα.
β) Παρά τις παραπάνω διαφορές, φοιτητές και φοιτήτριες στο σύνολο τους
χαρακτηρίζονται από ελλιπείς γνώσεις σε σχέση με την ευρύτερη κοινωνική θέση των
γυναικών και από παραδοσιακές αξίες σε σχέση με τους ρόλους του άνδρα και της γυναίκας
στη μισθωτή εργασία και στην οικογένεια. Αυτό σημαίνει ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι
γυναίκες αναπαράγουν κοινωνικές δομές ανισότητας και σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο
φύλα. Όσον αφορά στις γνώσεις, η ανεπαρκής ενημέρωση και πληροφόρηση δημιουργεί για
μια ακόμη φορά περισσότερα προβλήματα στις γυναίκες, οι οποίες πιστεύουν ότι οι συνθήκες
ένταξης και εξέλιξης στην αγορά εργασίας είναι παρόμοιες με το φιλελεύθερο περιβάλλον της
εκπαίδευσης - ειδικά της τριτοβάθμιας. Όσον αφορά στις αντιλήψεις, το στερεότυπο της
βιολογικής διαφοράς ανάμεσα στα φύλα παραμένει ισχυρό καθώς εξακολουθεί να προσδιορίζει
τις επιλογές και τις αποφάσεις τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Το γεγονός αυτό
συνεπάγεται τη βιολογική «ανωτερότητα» των ανδρών, η οποία τους καθιστά ικανότερους για
συγκεκριμένες θέσεις εργασίας και τους «περιορισμούς» της αναπαραγωγικής ικανότητας των
γυναικών, η οποία προσδιορίζει τη σχέση της γυναίκας με το θεσμό της οικογένειας και της
μητρότητας αλλά και την υποδεέστερη θέση της στην αγορά εργασίας. Πα όλους τους
παραπάνω λόγους, η αναπαράσταση της γυναίκας στην αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι
ασαφής και συγκεχυμένη, παρά τη σημαντική αύξηση της γυναικείας απασχόλησης ενώ
ανπ'θετα η αναπαράσταση της γυναίκας στην οικογένεια παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη.
Το ανι-ίστροφο ακριβώς ισχύει για την αναπαράσταση των ανδρών, οι οποίοι έχουν την
πρωτοκαθεδρία σιην απασχόληση, ενώ στην οικογένεια ο ρόλος τους περιορίζεται στη
διαχείριση των οικονομικών και σε οικογενειακές αποφάσεις που ενδεχομένως σχετίζονται με
τον τόπο και το χρόνο της εργασίας του.
γ) Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ειδικά οι γυναίκες, απόφοιτες της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες αλλά και αντιφατικά
μηνύματα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με τα δεδομένα της δεύτερης μελέτης,
διαπιστώθηκε ότι η εμπειρία των γυναικών διχάζεται συχνά ανάμεσα σε αυτό που βιώνουν ή
πραγματικά επιθυμούν και σε αυτό που πρέπει να κάνουν σύμφωνα με κοινωνικές προσταγές
και προσδοκίες, με βάση πάντα το φύλο τους. Έτσι, το ότι οι γυναίκες σήμερα φοιτούν με
επιτυχία σιην τριτοβάθμια εκπαίδευση και επιδιώκουν την ένταξη τους στην απασχόληση, δεν
σημαίνει ότι απελευθερώθηκαν από παραδοσιακούς δεσμούς και στερεότυπα σε σχέση με το
ρόλο τους, ούτε ότι θα διεκδικήσουν διοικητικές θέσεις εργασίας και επαγγελματική εξέλιξη.
Επομένως, ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο διαιωνίζεται, παρά την προσπάθεια κάθε
γυναίκας σε ατομικό τουλάχιστον επίπεδο. Από την άλλη, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι γυναίκες

306
Συμπεράσματα & Προτάσεις

αντιμετωπίζουν ενεργητικά τους διάφορους κοινωνικούς θεσμούς και επεξεργάζονται τους


κυρίαρχους λόγους για τα φύλα, οι οποίοι περιβάλλουν ή διαμορφώνουν την εμπειρία τους τη
δεδομένη χρονική περίοδο και στο χώρο στον οποίο κινούνται. Για παράδειγμα, οι γυναίκες
σήμερα συνδιαλέγονται από τη μια, με τους κυρίαρχους λόγους της μορφωμένης γυναίκας,
της γυναίκας εργαζόμενης (και όχι της καριερίστριας), της επιτυχημένης γυναίκας που
συνδυάζει επαγγελματική εξέλιξη και οικογένεια, της ανεξάρτητης γυναίκας και της γυναίκας
που διεκδικεί, σε αντίθεση από την άλλη, με τους λόγους της γυναίκας μητέρας, της γυναίκας
νοικοκυράς, της γυναίκας που θυσιάζεται, της γυναίκας που προσφέρει και τέλος της γυναίκας
που βασίζεται στον άνδρα-σύζυγο, επαγγελματία και «στυλοβάτη» της οικογένειας.
δ) Θα έλεγε κανείς ότι οι γυναίκες πτυχιούχοι, καθώς διχάζονται μπροστά στα
παραπάνω αντιφατικά μηνύματα, υποτάσσονται και αντιστέκονται ταυτόχρονα,
αναπαράγοντας τελικά τις υπάρχουσες ανισότητες φύλου στην ελληνική κοινωνία. Στην ουσία
δηλαδή, ενώ αντιδρούν, προβάλλοντας έναν λόγο αντίστασης στα κυρίαρχα πρότυπα, δεν
καταφέρνουν, προς το παρόν τουλάχιστον, να απαλλαγούν από στερεότυπες αντιλήψεις και
προσδοκίες, οι οποίες ενισχύονται σταθερά και συστηματικά από το οικογενειακό,
εκπαιδευτικό και εργασιακό τους περιβάλλον. Έτσι, όσον αφορά στο δημόσιο τομέα της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, προσπαθούν σε ατομικό επίπεδο να
συγκεντρώσουν όλο και περισσότερα προσόντα προκειμένου να ανταγωνιστούν τους άνδρες
συναδέλφους τους και να διεκδικήσουν τη θέση εργασίας που τις αξίζει. Από την άλλη, στον
ιδιωτικό τομέα της οικογένειας, διεκδικούν μόνες τους την ανακατανομή των οικιακών ρόλων,
ισότιμες και αμοιβαίες σχέσεις με τους συντρόφους τους και περισσότερες προσωπικές
ελευθερίες. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι γυναίκες επιθυμούν να ασκήσουν και τις δύο
επιλογές, της οικογένειας και της απασχόλησης και έτσι ορίζουν την επιτυχία σήμερα.
Ωστόσο, φαίνεται ότι τελικά συμβιβάζονται με πολύ λιγότερα και στους δύο τομείς καθώς
στην αγορά εργασίας συνωσπζονται σε κατώτερες ή «δεύτερες» θέσεις εργασίας ενώ στην
οικογένεια αναλαμβάνουν την αποκλειστική σχεδόν φροντίδα των παιδιών και του
νοικοκυριού.
ε) Εν κατακλείδι, φαίνεται ότι η γυναικεία ταυτότητα, όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι
σήμερα στην Ελλάδα, συνδυάζει τη «γυναίκα-επαγγελματία» με τη «γυναίκα-σύζυγο και
μητέρα». Η αναπαράσταση αυτή υποδηλώνει την ύπαρξη μιας σύγκρουσης σε κάθε νέα
γυναίκα και επομένως μια μεταβατική διαδικασία αλλαγής στη σύγχρονη γυναικεία ταυτότητα.
Για μια αποτελεσματική και παραγωγική επίλυση της σύγκρουσης, οι γυναίκες επιζητούν
σήμερα τη συμφιλίωση της «ιδιωτικής» με τη «δημόσια» ζωή τους, δηλαδή την ισορροπία και
τη «σύνδεση» ανάμεσα σε επαγγελματικούς και οικογενειακούς ρόλους. Οι παραπάνω
συνθήκες απαιτούν, εκ μέρους των ίδιων των γυναικών, έναν προσεκτικό σχεδιασμό της
καριέρας τους καθώς και μια αμοιβαιότητα στις σχέσεις τους με τους άνδρες-συζύγους, ειδικά
όσον αφορά στις υποχρεώσεις της οικογένειας. Ωστόσο, μια δεύτερη αλλά πολύ σημαντική
συνέπεια των νέων συνθηκών ζωής των γυναικών έχει να κάνει με τις απαραίτητες αλλαγές

307
Συμπεράσματα & Προτάσεις

στην ευρύτερη νοοτροπία σε σχέση με τους ρόλους των φύλων και ειδικότερα στην
κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας. Άλλωστε, όπως αναφέρεται ήδη σε σχετική
βιβλιογραφία, οι σχέσεις των φύλων είναι σήμερα εξαιρετικά σύνθετες για να εξαρτώνται
μόνον από ένα παράγοντα (ή αποκλειστικά από τις γυναίκες), ενώ φαίνεται ότι βιώνονται με
διαφορετικό τρόπο από διαφορετικές ομάδες γυναικών και ανδρών και έτσι θα έπρεπε να
μελετώνται (Deliyanni & Sakka, 1998). Επομένως, παράλληλα με την εξέλιξη της γυναικείας
ταυτότητας, γίνεται επιτακτική η ανάγκη διεύρυνσης της ανδρικής ταυτότητας, ούτως ώστε
να επιτευχθούν όλες εκείνες οι κοινωνικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της ισότητας, στις
συνθήκες ζωής και στις σχέσεις (συζυγικές, εργασιακές, ερωτικές κοκ.) των δύο φύλων, τόσο
στο χώρο της εργασίας όσο και στο χώρο της οικογένειας.

7.1.1 Τα όρια της έρευνας.


Οι περιορισμοί της έρευνας αφορούν κυρίως στο χρόνο διεξαγωγής της, δηλαδή
περίπου έξι χρόνια πριν. Καθώς οι κοινωνικές συνθήκες ειδικά στην Ελλάδα μεταβάλλονται
συνεχώς και πολλές φορές ραγδαία, είναι σημαντικό τέτοιου είδους μελέτες να
επαναλαμβάνονται συχνά, προκειμένου να διαπιστώνονται με ακρίβεια οι σύγχρονες τάσεις και
οι εξελίξεις όσον αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων και στην κατασκευή της γυναικείας και
της ανδρικής ταυτότητας φύλου.
Ένα δεύτερο σημείο έχει να κάνει με τη γενίκευση των δεδομένων της έρευνας. Κατ'
αρχήν, όπως αναφέρθηκε ήδη, η πρώτη μελέτη με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες δεν
μπορεί να γενικευθεί στο σύνολο του φοιτητικού πληθυσμού της χώρας. Υπενθυμίζεται ότι η
μελέτη διεξήχθη με στόχο την αποτύπωση των διαφορών στις γνώσεις και στις αντιλήψεις
των φοιτητών και των φοιτητριών σε σχέση με τη θέση της γυναίκας και τους ρόλους των
δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία. Το ίδιο και η δεύτερη μελέτη με γυναίκες απόφοιτες της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς ακολουθεί μια ποιοτική μεθοδολογία, δεν παρέχει τη
δυνατότητα γενίκευσης παρόμοια με άλλες ποσοτικές μελέτες. Ωστόσο, τα «ερμηνευτικά
ρεπερτόρια» των γυναικών αντικατοπτρίζουν τους κυρίαρχους λόγους της σύγχρονης
ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων και ως τέτοια αφορούν και
άλλες γυναικείες ομάδες - όχι μόνον απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Επίσης, τα ίδια
ρεπερτόρια θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ακόμη και από άνδρες απόφοιτους
πανεπιστημίου, γεγονός που θα επιβεβαίωνε περαιτέρω τα συμπεράσματα της έρευνας, αλλά
αυτό είναι κάτι που μπορεί να διαπιστωθεί μόνο με την επανάληψη της μελέτης με τον
αντίστοιχο ανδρικό πληθυσμό.

7.2 Προτάσεις για δράση.


Είναι δεδομένο ότι οι γυναίκες έχουν αλλάξει ή αρχίζουν να αλλάζουν. Ωστόσο, μόνες
τους δεν μπορούν να επιτύχουν τις αλλαγές που επιθυμούν σε επίπεδο κοινωνικών θεσμών
και ιδρυμάτων. Επιπλέον, επειδή, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, οι γυναίκες (αλλά και

308
Συμπεράσματα & Προτάσεις

οι άνδρες) βασίζονται σημαντικά στην προσωπική εμπειρία τους, η ενημέρωση τους σε


θέματα ισότητας ανάμεσα στα φύλα πρέπει να είναι έγκυρη και να γίνεται εγκαίρως, ούτως
ώστε να μην αποθαρρύνονται αργότερα, ούτε να βιώνουν την ματαίωση των κόπων τους
εξαιτίας των διακρίσεων στην αγορά εργασίας. Τα παραπάνω συμπεράσματα συνεπάγονται
ουσιαστικές και συλλογικές παρεμβάσεις στους τομείς της εκπαίδευσης, της αγοράς εργασίας
και της οικογένειας, οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά τη θέση των γυναικών στη
σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Στόχος είναι η ισότιμη συμμετοχή της γυναίκας στους
παραπάνω τομείς και η διεύρυνση της ταυτότητας του φύλου (για γυναίκες και άνδρες), προς
την κατεύθυνση μιας πιο δημοκρατικής και φιλελεύθερης κοινωνίας. Άλλωστε, τα οφέλη της
ισότιμης παρουσίας της γυναίκας στους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής δεν αφορούν
μόνο σης ίδιες αλλά και στους άνδρες και γενικότερα σε ολόκληρη την κοινωνία. Εάν
δεχθούμε το γεγονός ότι νομοθετικά τουλάχιστον η ισότητα έχει επιτευχθεί, με ουσιαστικές
νομοθετικές μεταρρυθμίσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες στο εργατικό και οικογενειακό
δίκαιο, απομένει η υλοποίηση της ισότητας των φύλων στην πράξη και η ενίσχυση της
συνείδησης ή η αλλαγή της νοοτροπίας και των αντιλήψεων σε σχέση με θέματα που
αφορούν στα δύο φύλα.
Όσον αφορά στην εκπαίδευση, φαίνεται ότι το θέμα της επιλογής των ανώτατων
σπουδών και της επαγγελματικής κατάρτισης είναι πολύ σημαντικό, καθώς προσδιορίζει την
είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας και την επαγγελματική τους εξέλιξη. Επομένως, ο
επαγγελματικός προσανατολισμός σε επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αρχικά, θα πρέπει
να ενισχυθεί με ειδικά προγράμματα που θα αφορούν στις μαθήτριες και στις ιδιαίτερες
ανάγκες τους. Για παράδειγμα, εδώ και πολλά χρόνια στο εξωτερικό υλοποιούνται
προγράμματα ενίσχυσης της συμμετοχής των γυναικών στις θετικές επιστήμες και σε τμήματα
μηχανικών, όπως το WIST (Women in Science and Technology) και το WISE (Women in
Science and Engineering) (Henwood, 1996; Roger & Duffield, 2000). Κάτι τέτοιο συνεπάγεται
φυσικά την παρέμβαση της κυβέρνησης και των αντίστοιχων κυβερνητικών οργάνων με
κονδύλια και ειδικές ρυθμίσεις σε όλα τα γυμνάσια και λύκεια της χώρας, κυρίως στο πλαίσιο
της εφαρμογής του θεσμού του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Τέτοιου είδους
προγράμματα, περιλαμβάνουν συνήθως την ενημέρωση των γυναικών σε σχέση με τη
νομοθεσία για τα φύλα, την ενίσχυση της αυτογνωσίας και της αυτοπεποίθησης τους, την
παρουσίαση σημαντικών προτύπων (δηλαδή επιτυχημένων γυναικών σε μη παραδοσιακά
επαγγέλματα) και τέλος την κατάλληλη διαμόρφωση του περιεχομένου των σχετικών
μαθημάτων, ούτως ώστε να μην απομακρύνουν αλλά να προσελκύουν τις μαθήτριες. Επίσης,
απαραίτητη θεωρείται και η αλλαγή στις αντιλήψεις των καθηγητών που διδάσκουν τα
αντίστοιχα μαθήματα, έτσι ώστε να μην αποθαρρύνουν με τη στάση τους, όσες γυναίκες
επιθυμούν να ακολουθήσουν τις συγκεκριμένες σπουδές. Από την άλλη, πολύ σημαντικός
είναι ο ρόλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης όσον αφορά στην εξέλιξη της ανδρικής
ταυτότητας, με προγράμματα και στρατηγικές παρέμβασης που θα αφορούν αποκλεισπκά στις

309
Συμπεράσματα & Προτάσεις

εμπειρίες και στις απόψεις των αγοριών σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων και τις
σχέσεις ανάμεσα τους (Deliyanni & Sakka, 1998).
Τα ίδια φυσικά ισχύουν και σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου ειδικά στην
Ελλάδα δεν έχει γίνει τίποτα πέρα από το υποτιθέμενο γεγονός της ίσης μεταχείρισης. Όμως,
η ίση μεταχείριση δεν συνεπάγεται τις ίδιες ευκαιρίες, ούτε τα ίδια αποτελέσματα. Πράγματι,
σε σχέση με την ισότητα των ευκαιριών εφαρμόζονται συνήθως τρία μοντέλα: το μοντέλο της
ίσης μεταχείρισης, το μοντέλο της ειδικής μεταχείρισης της περιθωριοποιημένης ομάδας και το
μοντέλο της ριζικής αναδιοργάνωσης των θεσμών και των συστημάτων (Rees, 2001). Επειδή,
όπως αναφέρθηκε, η ίση μεταχείριση δεν έχει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα, η ενίσχυση
της περιθωριοποιημένης ομάδας με ανάλογες δράσεις θεωρείται απαραίτητη σε διάφορα
επίπεδα. Το τρίτο μοντέλο βέβαια, αποτελεί μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, η οποία
χρειάζεται „τόσο τα προγράμματα ειδικής μεταχείρισης, όσο και την υποστηρικτική νομοθεσία
για να επιτύχει. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση λοιπόν, κρίνεται απαραίτητη η ένταξη
προπτυχιακών μαθημάτων που θα αφορούν στις γυναικείες σπουδές, προκειμένου να γίνει
αισθητή κατ' αρχήν αλλά και να ενισχυθεί η παρουσία της γυναίκας στη δημόσια ζωή. Επίσης,
πολύ χρήσιμα για την ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας αποτελούν τα ειδικά
μαθήματα εκπαίδευσης των γυναικών στις νέες τεχνολογίες και σε νέες επαγγελματικές
δεξιότητες. Στο πλαίσιο αυτό τα γραφεία σταδιοδρομίας θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν
πολύ περισσότερο προς την κατεύθυνση της ενημέρωσης των γυναικών σε θέματα εργατικού
δικαίου που αφορούν στην ισότητα των φύλων, στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των
γυναικών και της λήψης επαγγελματικών αποφάσεων και τέλος στην ενίσχυση της γυναικείας
επιχειρηματικότητας. Τα γραφεία σταδιοδρομίας αποτελούν τον ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα
στην εκπαίδευση και στην απασχόληση, επομένως ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός στην
αμφισβήτηση των στερεοτύπων του φύλου και στη μετάβαση των γυναικών από τις σπουδές
στην αγορά εργασίας (Coles & Maynard, 1990).
Ωστόσο, για ένα νέο πλαίσιο προώθησης της ισότητας ανάμεσα στα φύλα θεωρείται
αναγκαία η επίσημη δέσμευση των σχετικών κυβερνητικών φορέων σε μια πολιτική ισότητας
των ευκαιριών συνολικά και σε άλλους δηλαδή τομείς της κοινωνικής ζωής, εκτός από την
επίσημη εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, στην αγορά εργασίας κρίνεται απαραίτητη μια πολιτική
στήριξης της ισότητας των ευκαιριών σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.
Οι γυναίκες της έρευνας ανέφεραν πάρα πολλά περιστατικά διακρίσεων και ανισότητας εις
βάρος τους, πριν ακόμη εισαχθούν για τα καλά στην μισθωτή απασχόληση. Επομένως,
σημαντικά βήματα θεωρούνται: α) η ενημέρωση των εργοδοτών και η ύπαρξη κυρώσεων σε
περίπτωση καταπάτησης της νομοθεσίας με άμεσους και απλούς τρόπους, καθώς η
γραφειοκρατία, το κόστος και μακρόχρονη αναμονή για την εκδίκαση μιας υπόθεσης
αποθαρρύνουν τη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων από τις εργαζόμενες, β) η άμεση
ευαισθητοποίηση των εργοδοτών προκειμένου ν' αλλάξει η νοοτροπία τους απέναντι στις
γυναίκες εργαζόμενες και τέλος γ) η παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις, οικονομικών και

310
Συμπεράσματα & Προτάσεις

άλλων, για την πρόσληψη γυναικών ή την προώθηση των γυναικών, οι οποίες κατέχουν
παρόμοια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προσόντα με τους άνδρες συναδέλφους τους.
Τέλος, η υποστήριξη της γυναικείας απασχόλησης σκοντάφτει σε παραδοσιακά
πρότυπα σχετικά με το ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια. Με άλλα λόγια, η γυναικεία
απασχόληση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα γεγονότα της οικογενειακής ζωής της γυναίκας
και με τη φροντίδα των παιδιών. Πρωταρχικά λοιπόν, η ανάπτυξη κρατικών φορέων
φύλαξης των παιδιών (π.χ. παιδικοί σταθμοί) ή η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων για
τέτοιου είδους παροχές στις εργαζόμενες θα βοηθούσε σημαντικά την συμμετοχή των
γυναικών και ειδικά των μητέρων στην αγορά εργασίας. Το πιο σημαντικό στοιχείο φυσικά ως
προς την κατεύθυνση αυτή είναι η αλλαγή της νοοτροπίας μέσα στην ίδια την οικογένεια ή η
αλλαγή της ανδρικής νοοτροπίας σε σχέση με το γάμο και τα παιδιά. Τα παραπάνω απαιτούν
βεβαίως μια εκτεταμένη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου (ιδιαίτερα των ανδρών)
σε σχέση με το γυναικείο ζήτημα και τη θέση των γυναικών, μέσα από ειδικά προγράμματα,
τόσο στο χώρο της υποχρεωτικής ή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και στους χώρους της
αγοράς εργασίας.

7.3 Προτάσεις για έρευνα.


Αν και υπάρχει μια πληθώρα ερευνών σε θέματα ανισότητας των δύο φύλων στο
πλαίσιο της εκπαίδευσης, υπάρχουν λίγες μελέτες στην Ελλάδα στον τομέα της απασχόλησης
και ελάχιστες στον τομέα των υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού και
σταδιοδρομίας, ο οποίος αποτελεί τον ενδιάμεσο κρίκο στους παραπάνω δύο τομείς.
Επομένως, κρίνεται απαραίτητη η υλοποίηση ερευνών που θα αφορούν στις
μειονεκτικές συνθήκες απασχόλησης ειδικών ομάδων εργαζομένων γυναικών, όπως οι νέες
γυναίκες οι νεοεισερχόμενες σιην αγορά εργασίας, οι γυναίκες αρχηγοί μονογονεϊκών
οικογενειών, οι παλιννοστούσες και άλλες. Από την άλλη, υπάρχει έλλειψη ερευνών για τα
χαρακτηριστικά της πρόσβασης στην εργασία και της εξέλιξης των γυναικών σε μη
παραδοσιακά «γυναικεία» επαγγέλματα και σε ανώτερες βαθμίδες της επαγγελματικής
ιεραρχίας (π.χ. γυναίκες σε διευθυντικές θέσεις εργασίας). Επιπλέον, φαίνεται ότι χρειάζονται
ξεχωριστές μελέτες για τις εργαζόμενες σε διαφορετικές περιοχές της χώρας (αστικές,
ημιαστικές και αγροτικές), όπου οι συνθήκες απασχόλησης είναι διαφορετικές, το ίδιο και οι
στάσεις της οικογένειας ή των εργοδοτών σε σχέση με τη γυναικεία εργασία. Νέες μελέτες
χρειάζονται επίσης, για τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης που υπάρχει ανάμεσα στο επίπεδο
και στο είδος της εκπαίδευσης των γυναικών, στην οικογενειακή τους κατάσταση και την
αμειβόμενη εργασία τους. Γενικότερα, προτείνεται η χρήση της ποιοτικής ερευνητικής
μεθοδολογίας, όπως για παράδειγμα η διεξαγωγή συνεντεύξεων, καθώς φαίνεται ότι τα
νούμερα και οι αριθμοί δεν αποτυπώνουν πάντα με αντικειμενικό τρόπο την πραγματικότητα.
Αντίθετα, οι ποιοτικοί τρόποι έρευνας αναπαριστούν πιο ολοκληρωμένα τη γυναικεία εμπειρία,
παρότι είναι χρονοβόροι, πολυέξοδοι και δεν απευθύνονται σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες.

311
Συμπεράσματα & Προτάσεις

Ωστόσο, τα αποτελέσματα τους έχουν πάντα μεγαλύτερη απήχηση, καθώς ο «λόγος» τους
είναι πιο προσιτός σε όλους τους ενδιαφερόμενους και όχι μόνον στον ακαδημαϊκό χώρο.
Ένα άλλο θέμα αφορά στη στάση των συζύγων σε σχέση με την απόφαση της
γυναίκας για απασχόληση και στο ποσοστό συμμετοχής τους στις οικιακές εργασίες και στην
ανατροφή των παιδιών, παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την εργασία της γυναίκας έξω από
το σπίτι. Ειδικές μελέτες χρειάζονται επομένως για την κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας
στην Ελλάδα, με βάση τις αλλαγές που διαδραματίζονται σήμερα τόσο στις ίδιες τις γυναίκες,
όσο και στις συνθήκες ζωής των γυναικών. Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι οι σχετικές μελέτες
στις χώρες της Μεσογείου ειδικά είναι ελάχιστες (Deliyanni & Sakka, 1998), ενώ η φεμινιστική
έρευνα οφείλει να χρησιμοποιήσει τη γνώση και την εμπειρία της με τις γυναίκες, προκειμένου
να κατανοήσει την ανδρική εμπειρία και να καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο τα αγόρια και
οι άνδρες σντιλαμβάνονται σήμερα τις σχέσεις των δύο φύλων.
Στον χώρο του επαγγελματικού προσανατολισμού θα ήταν καλό να διεξαχθούν
μελέτες προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότητας του θεσμού, ειδικά όσον αφορά σης
γυναίκες και την πορεία της σταδιοδρομίας τους. Καθώς, προς το παρόν τουλάχιστον, ο
θεσμός του επαγγελματικού προσανατολισμού παρέχεται κυρίως από την επίσημη εκπαίδευση
δεν αποκλείεται να αναπαράγει στερεότυπα σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων.
Επομένως, οι ανάλογες μελέτες σε σχέση με τις ιδιαίτερες ανάγκες των μαθητριών και των
φοιτητριών κρίνονται απαραίτητες προκειμένου να σχεδιαστούν τα κατάλληλα προγράμματα
υποστήριξης τους και να διευκολυνθεί η μετάβαση και η ένταξη τους στην αγορά εργασίας.
Τέλος, η μελέτη με τις γυναίκες πτυχιούχους υποδεικνύει μια δεύτερη μελέτη
παρακολούθησης της πορείας των ίδιων γυναικών μετά από μερικά χρόνια (follow-up study),
προκειμένου να διαπιστωθεί η θέση των γυναικών αυτών και η εξέλιξη τους, τόσο στον χώρο
της οικογένειας όσο και στον χώρο της αγοράς εργασίας. Μια τέτοια μελέτη, σε συνάρτηση
με την παρούσα, θα εξηγούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα σημεία σύγκρουσης και τις
δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην
προσπάθεια τους να συνδυάσουν την οικογενειακή ζωή με την μισθωτή απασχόληση.
Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα παρουσίαζε η σύγκριση των ερμηνευτικών ρεπερτορίων
που χρησιμοποιούν οι γυναίκες πτυχιούχοι με τα αντίστοιχα ρεπερτόρια των ανδρών
πτυχιούχων σε σχέση με τα ίδια θέματα και τη συμφιλίωση της οικογενειακής με την
επαγγελματική τους ζωή. Η μελέτη των ανδρών ενδεχομένως να επιβεβαίωνε τα ρεπερτόρια
των γυναικών, ενώ θα διεύρυνε τις γνώσεις μας σε σχέση με την ανδρική εμπειρία και την
κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

312
Βιβλιογραφία.

Αβδελά, Ε. (1986). «Ποιες δουλειές παίρνουν οι γυναίκες;», Δίνη 1: 60-61.

Αβδελά, Ε. (1987). «Η ισότητα στη δημόσια διοίκηση: παλιές πρακτικές με νεωτερικό μανδύα», Δίνη 2:
56-62.

Αβδελά, Ε. (1990). Δημόσιοι Υπάλληλοι Γένους Θηλυκού. Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας
Εμπορικής Τράπεζας.

Αγάθωνος-Γεργοπούλου, (1990). «Η βία στην οικογένεια - ανασκόπηση», Σύγχρονα Θέματα 43-44: 78-
100.

Allen, R.K. & Baber, Μ.Κ. (1992). "Ethical and epistemologica! tensions in applying a postmodern
perspective to feminist research", Psychology of Women Quarterly 16: 1-15.

Anyon, J. (1983). "Intersections of gender and class: Accommodation and resistance by working-class
girls and affluent females to contradictory sex-role ideologies" in Walker, S. and Barton, L. (eds) Gender
Class & Education. Barcombe: Falmer Press.

Arnot, M. (1995). "Feminism and democratic education" in Torres, J.S. (ed) VolverA Pensarla
Education. Madrid: Morata Press.

Arnot, M., Deliyanni-Kouimtzis, K., Ziogou, R. & Rowe, G. (1995). Promoting Equality Awareness:
Women as Citizens. Cambridge: Interim Report.

Αυδή-Καλκάνη, I. (1989). Φεμινισμός και Εργασία στην Ελλάδα Σήμερα. Αθήνα: Νέοι Καιροί.

Βαΐου, Ν. (1989). «Ο τόπος δουλειάς και το σπίτι: Κατά φύλο καταμερισμός εργασίας σπη διαδικασία
ανάπτυξης της Αθήνας», Σύγχρονα Θέματα 40: 81-89.

Βαΐου, Ν. & Καραμεσϊνη, Μ. (1998). «Διακρίσεις και ανισότητες στην αγορά εργασίας: Ανεργία, άτυπη
εργασία και επαγγελματική ένταξη των νέων» στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός,
πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.

Βαΐου, Ν. & Στρατηγάκη, Μ. (1989). «Η εργασία των γυναικών: Ανάμεσα σε δύο κόσμους», Σύγχρονα
Θέματα 40: 16-23.

Βαΐου, Ν. & Στρατηγάκη, Μ. (1993). «Το φύλο στην κοινωνική έρευνα: Μια αποτίμηση της ερευνητικής
δραστηριότητας του ΕΚΚΕ» στο Η Κοινωνική Έρευνα στην Ελλάδα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών.

313
Βιβλιογραφία

Bandura, Α. (1991). "Human agency: The rhetoric and the reality", American Psychologist 46: 157-162.

Barrett, M. (1984). Women's Oppression Today: Problems in Marxist Feminist Analysis. London: Verso.

Barrett, M. & Mcintosh, M. (1982). "The 'family wage'" in Whitelegg, E., Arnot, M. et al. (eds) The
Changing Experience of Women. Oxford: Basil Blackwell and Open University Press.

Barron McBride, A. (1990). "Mental health effects of women's multiple roles", American Psychologist
45(3): 381-384.

Beasley, C. (1999). I/I/hat is Feminism? An Introduction to Feminist Theory. London: Sage Publications.

Bellas, L.M. (1992). "The effects of marital status and wives' employment on the salaries of faculty
men: The (house)wife bonus", Gender & Society 6(4): 609-622.

Benhabib, S. (1990). "Epistemologies of postmodernism: A rejoinder to Jean-Francois Lyotard" in


Nicholson J.L. (ed) Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge.

Βενιοπούλου, Κ. (1999). «Παρουσίαση αποτελεσμάτων έρευνας σε φορείς παροχής συμβουλευτικής και


επαγγελματικού προσανατολισμού ενηλίκων γυναικών σε 12 χώρες της Ε.Ε.», Επιθεώρηση
Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού 50-51: 163-170.

Bennett, Ρ.Κ. &LeCornpte, D.M. (1990). The Way Schools Work: A Sociological Analysis of Education.
New York and London: Longman.

Betz, N.E. & Hackett, G. (1981). "The relationship of career-related self-efficacy expectations to perceived career
options in college women and men", Journal of Counseling Psychology 28: 399-410.

Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, (1997). «Ο ρόλος του φύλου στη διαμόρφωση εκπαιδευτικών και επαγγελματικών
φιλοδοξιών» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων.
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Bjornberg, U. (1998). «Η ισότητα των φύλων στην οικογένεια», εισήγηση στο συνέδριο Οικογένεια,
Ευρώπη, 111* αιώνας. Όραμα και Θεσμοί, Ιδρυμα για το Παιδί και την Οικογένεια, Αθήνα.

Bloor, D. & Brook, J. (1993). "Career development of students pursuing higher education". New Zealand Journal
of Educational Studies 28: 57-68.

Bouffard, L., Bastin, E. and Lapierre, S. (1996). "Future time perspective according to women's age and
social role during adulthood", Sex Roles 34(3/4): 253-285.

Bohan, S.J. (1993). "Essentialism, constructionism and feminist psychology", Psychology of Women
Quarterly 17: 5-21.

314
Βιβλιογραφία

Βουτυράς, Σ. (1981). Η Γυναίκα στη Μισθωτή Εργασία. Αθήνα: Παπαζήσης.

Βουτυράς, Σ. (1987). Μητρικός Μισθός: Επαναστατική Προοπτική ή Οπισθοδρόμηση στην Ισότητα των
Φύλων. Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Bradley, Η. (1989). Men's Work, Women's Work. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press.
Breakwell, M.G. (1994). "Review of In a Different Voice by Carol Gilligan", Feminism & Psychology 4(3):
404-406.

Bronwyn, D. and Banks, C. (1992). "The gender trap: a feminist poststructuralist analysis of primary
school children's talk about gender", Journal of Curriculum Studies 24(1): 1-25.

Brown, LM. & Gilligan, C. (1992). Meeting at the Crossroads: Women's Psychology and Girls'
Development. New York: Ballantine Books.

Bryman, A. (1988). Quantity and Quality in Social Research. London: Unwin Hyman.

Burman, E. (1992). "Feminism and discourse in developmental psychology: power, subjectivity and
interpretation", Feminism and Psychology 2(1): 45-59.

Burman, E. & Parker, I. (1993). "Introduction - discourse analysis: the turn to the text" in Burman, E.
and Parker, I. (eds) Discourse Analytic Research. Repertoires and Readings of Texts in Action. London
and New York: Routledge.

Burr, V. (1995). An Introduction to Social Constructionism. London: Routledge.

Byrne, M.E. (1987). "Education for equality" in Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics
of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University Press.

Carter, R. & Kirkup, G. (1990). "Women in professional engineering: the interaction of gendered
structures and values", Feminist Review 35: 93-101.

Cassidy, L.M. & Warren, O.B. (1996). "Family employment status and gender role attitudes: A
comparison of women and men college graduates", Gender & Society 10(3): 312-329.

Chisholm, L. (1994). «Κορίτσια εφηβικής ηλικίας και σχολείο: φύλο, νεότητα και διαδικασίες
μετάβασης» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο. Ιστορική Διάσταση και
Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Chodorow, Ν. (1978). The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender.
Berkeley and Los Angeles: University of California Press.

315
Βιβλιογραφία

Coles, Β. & Maynard, M. (1990). "Moving towards a fair start: equal gender opportunities and the
careers service", Gender and Education 2(3): 297-307.

Connell, R.W. (1987). Gender and Power: Society, the Person and Sexual Politics. Oxford UK and
Cambridge UK: Polity Press.

Contratto, S. (1994). "A too hasty marriage: Gilligan's developmental theory and its application to
feminist clinical practice", Feminism & Psychology 4(3): 367-377.

Covin, T.J. & Brush, C.C. (1991). "An examination of male and female attitudes toward career and
family issues". Sex Roles 25(7/8): 393-413.

Crawford, M. (1995). Talking Difference. On Gender and Language. London: Sage Publications.

Crawford, M. & Kimmel, E. (1999). "Promoting methodological diversity in feminist research",


Psychology of Women Quarterly 23: 1-6.

Davey, R.H. (1998). "Young women's expected and preferred patterns of employment and child care",
Sex Roles 38(1/2): 95-102.

Davis, K. (1992). "Towards a feminist rhetoric: The Gilligan debate revisited", Women's Studies
International Forum 15(2): 219-231.

Davis, K. (1994). "What's in a voice? Methods and metaphors", Feminism & Psychology 4(3): 353-361.

Delamont, S. (1989). Knowledgeable Women: Structuralism and the Reproduction of Elites. London
and New York: Routledge.

Delamont, S. (1990). Sex Roles and the School. Great Britain: T J . Press (Padstow).

Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1994α). «Φεμινιστικές τάσεις στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης» στο


Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (εκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος
Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1994β). «Θεωρίες για τις διαφορές των φύλων» στο Δεληγιάννη, Β. και
Ζιώγου, Σ. (εκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός.
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (επ. έκδ.) (1998). Γυναίκες και Ιδιότητα του Πολίτη. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις
Βάνιας.

316
Βιβλιογραφία

Deliyanni-Kouintzi, V. & Ziogou, R. (1995). "Gendered youth transitions in northern Greece: Between
tradition and modernity through education" in Chisholm, L. et al. (eds) Growing up in Europe. Berlin:
Walter de Gruyter.

Deliyanni, V. & Sakka, D. (1998). "Broadening male and female horizons in Europe" in Arianne Project
on Adolescent Masculinities (Final Report). Thessaloniki and Brussels: European Comission.

Delphy, C. & Leonard, D. (1992). Familiar Exploitation: A New Analysis of Marriage in Contemporary
Western Societies. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press.

Di Stefano, C. (1990). "Dilemmas of difference: Feminism, modernity and postmodernism" in Nicholson


J.L. (ed) Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge.

Douthitt, A.R. (1989). "The division of labor within the home: Have gender roles changed?", Sex Roles
20(11/12): 693-704.

Doyle, A J . (1985). Sex and Gender: The Human Experience. Dubuque, Iowa: Wm. C. Brown
Publishers.

Δουλκέρη, T. (1986). Η Συμμετοχή της Ελληνίδας στην Οικογένεια και στην Εργασία. Αθήνα-Κομοτηνή:
Σάκκουλας.

Eisenstein, Η. (1987). "Patriarchy and the universal oppression of women: feminist debates" in Arnot,
M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open
University Press.

Eisenstein, Z.R. (1979). "Developing a theory of capitalist patriarchy and socialist feminism" in
Eisenstein, Z.R. (ed) Capitalist Patriarchy and the case for Socialist Feminism. New York and London:
Monthly Review Press.

Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας, (1998). Επεξεργασία Στοιχείων ΕΣΥΕ - Έρευνα Εργατικού Δυναμικού.
Αθήνα: Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας.

Etzion, D. & Bailyn, L. (1994). "Patterns of adjustment to the career/family conflict of technically
trained women in the United States and Israel", Journal of Applied Social Psychology 24(17): 1520-
1549.

Evans, M. (ed) (1994). The Woman Question. London: Sage Publications.

Farmer, S. H. (1997). "Career counseling for the next decade and the twenty-first century" in Farmer,
S.H. et al. (eds) Diversity & Women's Career Development. From Adolescence to Adulthood. London:
Sage Publications.

317
Βιβλιογραφία

Farmer, S. H. et al. (eds) (1997). Diversity S. Women's Career Development. From Adolescence to
Adulthood. London: Sage Publications.

Felipe-Russo, Ν. (1999). "Feminist research: Questions and methods", Psychology of Women Quarterly
23: i-iv.

Firestone, S. (1970). The Dialectic of Sex: The Case for Feminist Revolution. New York: Bantam Books.

Fischer, R.A. & Good, E.G. (1994). "Gender, self, and others: perceptions of the campus environment",
Journal of Counseling Psychology 41(3): 343-355.

Fisher, S. & Hood, B. (1998). "Vulnerability factors in the transition to university", British Journal of
Psychology 79: 309-320.

Fitzgerald, F.L. & Betz, E.N. (1994). "Career development in cultural context: the role of gender, race,
class and sexual orientation" in Savickas, L.M. and Lent, W.R. (eds) Convergence in Career
Development Theories: Implications for Science and Practice. Palo Alto, CA: Consulting Psychologists
Press.

Flax, J. (1990). "Postmodernism and gender relations in feminist theory", in Nicholson J.L. (ed)
Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge.

Fraser, Ν. and Nicholson, J.L. (1990). "Social criticism without philosophy: An encounter between
feminism and postmodernism" in Nicholson, J.L (ed) Feminism and Postmodernism. New York and
London: Routledge.

Γαλατά, Β. (1995). To Επίπεδο Κατάρτισης, η Απασχόληση και η Επαγγελματική Εξέλιξη των Γυναικών.
Αθήνα: Ινστιτούτο Εργασίας Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος.

Gaskell, J. (1983). "The reproduction of family life: Perspectives of male and female adolescents",
British Journal of Sociology of Education 4(1): 19-38.

Gavey, N. (1989). "Feminist poststructuralism and discourse Analysis: Contributions to feminist


psychology", Psychology of Women Quarterly 13: 459-475.

Gill, R. (1995). "Relativism, reflexivity and politics: Interrogating discourse analysis from a feminist
perspective" in Wilkinson, S. and Kitzinger, C. (eds) Feminism and Discourse: Psychological
Perspectives. London: Sage Publications.

Γενική Γραμματεία Ισότητας, (1995). Εθνική Έκθεση της Ελλάδας. Η Κατάσταση των Γυναικών στην
Ελλάδα κατά τη Δεκαετία 1984-1994. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.

318
Βιβλιογραφία

Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, (1988). Έρευνα για την Πολιτική
Συμπεριφορά των Γυναικών. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας και Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών.

Γερογιάννη, Μ. (1998). «Άνεργες οκτώ στις δέκα Ελληνίδες», Δημόσιος Τομέας, 140: 44.

Γιαννακοπούλου, Ε. (1997). «Αξιολογικές κρίσεις και προσδοκίες κοριτσιών και αγοριών εφηβικής ηλικίας για τα
βασικά χαρακτηριστικά της επαγγελματικής απασχόλησης» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και
Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Γιαννουλόπουλος, Χ. (1996). «Οι νέες μορφές εργασίας στις επιχειρήσεις ευνοούν ή όχι το θέμα
οικογένεια και εργασία;» στο Οικογένεια και Εργασία: Νέες Τάσεις στην Απασχόληση. Αθήνα: Ίδρυμα
Μελετών Λαμπράκη και Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα.

Gilligan, C. (1977). "In a different Voice: Women's conceptions of self and morality", Harvard
Educational Review 47(4): 481-517.

Gilligan, C. (1987). "Woman's place in man's life cycle" in Harding, S. (ed) Feminism and Methodology.
Social Science Issues. Milton Keynes: Open University Press.

Gilligan, C. (1993). In a Different Voice: Psychological Theory and Women's Development, 2nd edn.
Cambridge, MA: Harvard University Press.

Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, A. (1998). «Η ισότητα των φύλων: παγκόσμιο και ιδιαίτερα ευρωπαϊκό


αίτημα» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ.) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των φύλων - Εισηγήσεις
Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας.

Grant, R. (1989). "Heading for the top - the career experiences of a group of women deputies in one
LEA", Gender and Education 1(2): 113-125.

Griffin, C. (1987). "Young women and the transition from school to un/employment: a cultural
analysis", in Weiner, G. and Arnot, M. (eds) Gender Under Scrutiny: New Inquiries in Education.
London: Hutchinson and Open University Press.

Griffiths, M. (1995). "Making a difference: feminism, post-modernism and the methodology of


educational research", British Educational Research Journal 21(2): 219-235.

Harding, S. (1987). "Introduction. Is there a feminist method?" in Harding, S. (ed) Feminism and
Methodology. Social Science Issues. Indianapolis and Milton Keynes: Indiana University Press and
Open University Press.

Harding, S. (1990). "Feminism, science and the anti-enlightenment critiques" in Nicholson, XL (ed)
Feminism and Postmodernism. New York and London: Routledge.

319
Βιβλιογραφία

Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990a). "On making a difference" in Hare-Mustin, T.R and Marecek, J.
(eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven and London: Yale
University Press.

Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990b). "Gender and the meaning of difference: Postmodernism and
psychology" in Hare-Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the
Construction of Gender. New Haven and London: Yale University Press.

Hartmann, Η. (1981). "The unhappy marriage of marxism and feminism: Towards a more progressive
union" in Dale, R., Esland G., Fergusson, R. and MacDonald, M. (eds) Education and the State, Volume
II: Politics, Patriarchy and Practice. Hampshire: Falmer Press and Open University Press.

Haw, K. (1996). "Exploring the educational experiences of Muslim girls: tales told to tourists - should
the white researcher stay at home?", British Educational Research Journal 22(3): 319-330.

Henwood, F. (1996). "WISE Choices? Understanding occupational decision-making in a climate of


equal opportunities for women in science and technology", Gender and Education 8(2): 199-214.

Hollway, W. (1994). Subjectivity and Method in Psychology: Gender, Meaning and Science. London:
Sage Publications.

Ιγγλέση, X. (1990). Πρόσωπα Γυναικών, Προσωπεία Συνείδησης. Αθήνα: Οδυσσέας.

Ιγγλέση, Χ. (1996). Γυναικείες Σπουδές και Ταυτότητες Φύλου: Ένα Παράδειγμα από τη Σκοπιά της
Ψυχολογίας. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

Ιωακείμογλου, Η. & Κρητικίδης, Γ. (1998). «Η θέση των νέων στην αγορά εργασίας»,
Ενημέρωση 38: 22-35.

Jackson, S. et al. (eds) (1993). Women's Studies: A Reader. London: Harvester Wheatsheaf.

James, B.J. (1997). "What are the social issues involved in focusing on difference in the study of
gender?", Journal of Social Issues 53(2): 231-232.

James, S. (1996). «Καλοί και καλύτεροι πολίτες. Η ιδιότητα του πολίτη και η γυναικεία ανεξαρτησία»,
Δίνη 8: 131-152.

Janeway, Ε. (1971). Man's World, Woman's Place: A Study in Social Mythology. New York: Dell
Publishing Co.

Καβουνίδη, T. (1989). «Ο έλεγχος της εργασίας της γυναίκας», Σύγχρονα Θέματα 40: 71-80.

320
Βιβλιογραφία

Καβουνίδη, Τ. (1998). «Κοινωνικός αποκλεισμός, ιδιότητα του πολίτη και φύλο», στο Κοινωνικές
Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, πρακτικό συνεδρίου. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.

Καλημέρη, Τ. (1999). «Η γυναίκα παρεμποδίζεται να φθάσει στην κορυφή», Οικονομικός Ταχυδρόμος


34: 16.

Κανελλόπουλος, Κ. (1989). «Νέα τεχνολογία: Εκπαίδευση των γυναικών και η θέση τους στη αγορά
εργασίας» στο Μαρματάκη, Μ. και Πετρινιώτη, Ξ. (επ. έκδ.) Tuvai^ç Εργασία, Νέες Τεχνολογίες.
Αθήνα: Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.

Κάντας, Α. & Χαντζή, Α. (1991). Ψυχολογία της Εργασίας: Θεωρίες Επαγγελματικής Ανάπτυξης. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα.

Καραδήμας, Ε. (1998). «Επιλογή επαγγέλματος: Ο ρόλος των γνωστικών σχημάτων στη διαμόρφωση
της επαγγελματικής επιλογής», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 46-47: 19-31.

Καραμάνου, Α. (1990). «Το προφίλ της σύγχρονης εργαζόμενης ελληνίδας», εισήγηση στο σεμινάριο
ελληνίδα μπροστά στην πρόκληση του 1992, ΚΕΓΜΕ, ΓΠ & ΕΟΚ, Αθήνα, 25-30 Ιουνίου.

Καραντίνας, Δ. (1987). «Εργατικό δυναμικό, απασχολούμενοι και άνεργοι», Επιθεώρηση Κοινωνικών


Ερευνών 66: 121-141.

Καραντίνας, Δ. (1989). «Η ανεργία των γυναικών στην Ελλάδα» στο Μαρματάκη, Μ. και Πετρινιώτη, Ξ.
(επ. έκδ.) Γυναίκες, Εργασία, Νέες Τεχνολογίες. Αθήνα: Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.

Κασιμάτη, Κ. (1998). Έρευνα για τα Κοινωνικό Χαρακτηριστικό της Απασχόλησης. Αθήνα: Εθνικό
Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Κατάκη, Χ. (1984). Οι Τρεις Ταυτότητες της Ελληνικής Οικογένειας. Αθήνα: Κέδρος.

Κατσαρίδας, Δ. (1998). «Η εργαζόμενη νεολαία στην Ελλάδα», Ενημέρωση 36: 7-15.

Kelly, L, Burton, S. & Regan, L. (1994). "Researching women's lives or studying women's oppression?
Reflections on what constitutes feminist research" in Maynard, M. and Purvis, J. (eds) Researching
Women's Lives from a Feminist Perspective. London: Taylor and Francis.

ΚΕΘΙ, (2000). Βασικές μεταβολές στην κατάσταση απασχόλησης των γυναικών: 1993-1999. Αθήνα:
Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (δημοσιευμένο στην ιστοσελϊδα του ΚΕΘΙ: http://www.kethi.gr).

ΚΕΘΙ, (2001). Η ισότητα στους θεσμούς της πολιτείας. Αθήνα: Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας
(δημοσιευμένο στην ιστοσελϊδα του ΚΕΘΙ: http://www.kethi.gr).

321
Βιβλιογραφία

Kirk, J. & Miller, M.L. (1986). Reliability and Validity in Qualitative Research. London: Sage
Publications.

Κουκιάδης, Γ. (1982). «Η γυναίκα και η εργασία. Νέοι προσανατολισμοί της κοινωνικής πολιτικής»,
Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 41: 362-372.

Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, Σ. (1998). «Ισότητα των φύλων στην απασχόληση και την κοινωνική
ασφάλιση» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ.) Εργασία Συνδικαλισμός και Ισότητα των φύλων - Εισηγήσεις
Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας.

Κοψιδά, Ά. (1999). «Στερεοτυπικές αντιλήψεις για τα δύο φύλα στην εκπαίδευση, στην εργασία.
Ανάπτυξη εξισορροπητικών μηχανισμών», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού 50-51:
171-176.

Κραβαρίτου, Γ. (1981). «Η οδηγία για την ίση μεταχείριση», Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 41: 482-
488.

Κραβαρίτου, Γ. (1989). «Οι γυναίκες στη μεταμοντέρνα κοινωνία: φτωχότερες ή πλουσιότερες»,


Σύγχρονα Θέματα 40: 25-30.

Κραβαρίτου, Γ. (1991α). Εργασία και Δικαιώματα της Γυναίκας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.

Κραβαρίτου, Γ. (1991β). Εισαγωγή στη Ρύθμιση των Συνθηκών Εργασίας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.

Κραβαρίτου, Γ. (1996). Φύλο και Δίκαιο. Αθήνα: Παπαζήσης.

Κραβαρίτου, Γ. (1998). Δεσμοί Αγάπης και Δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Εξάντας.

Κρητικίδης, Γ. (2000). «Δομή της απασχόλησης και αγορά εργασίας στην Ελλάδα», Ενημέρωση 66: 11-
23.

Κρητικίδης, Γ. & Ιωακεϊμογλου, Η. (1997). «Η απασχόληση αυξάνεται χάρη στον τομέα των
υπηρεσιών», Ενημέρωση 30: 15-17.

Krueger, R.A (1988). Focus Groups: A Practical Guide for Applied Research. London: Sage.

Λάμψα, P. (1994). «Η άποψη της γυναίκας για την οικογένεια: μια φεμινιστική προσέγγιση» στο Υγεία,
Κοινωνική Προστασία και Οικογένεια, πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών της
Υγείας και Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.

Lennon, M.C. & Rosenfield, R. (1994). "Relative fairness and the division of housework: The importance
of options", American Journal of Sociology 100(2): 506-531.

322
Βιβλιογραφία

Lips, M.Η. (1988). Sex and Gender: An Introduction. Mountain View, CA: Mayfield Publishing
Company.

Lott, B. (1990). "Dual natures of learned behavior: The challenge to feminist psychology" in Hare-
Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender.
New Haven and London: Yale University Press.

Luzzo-Darrell, A. (1995). "The relationship between career aspiration-current occupation congruence and the
career maturity of undergraduates", Journal of Employment Counseling 32: 132-140.

Lykes, M.B. (1994). "Whose meeting at which crossroads? A response to Brown and Gilligan",
Feminism & Psychology 4(3): 345-349.

Lyon, E.S. (1996). "Success with qualifications: Comparative perspectives on women graduates in the
labour market", Higher Education 31: 301-323.

Maccoby, E. & Jacklin, C. (1974). The Psychology of Sex Differences. Stanford: Stanford University
Press.

Μαγγανάρα, I· (1998). «Η συμμετοχή των γυναικών οτα κέντρα λήψης αποφάσεων» στο Μαγγανάρα,
Ι. (επ. έκδ.) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των Φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα:
Οδυσσέας.

Mahony, Ρ. (1985). Schools for the Boys: Coeducation Reassessed. Great Britain: Hutchinson.

Μαράτου-Αλιπράντη, A. (1995). Η Οικογένεια στην Αθήνα: Οικογενειακά Πρότυπα και Συζυγικές


Πρακτικές. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Μαράτου-Αίπράντη, Λ. (1998). «Μονογονεϊκές οικογένειες: Σύγχρονες τάσεις και διλήμματα πολιτικής.


Συγκριτική επισκόπηση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Επιθεώρηση Κοινωνικών
Ερευνών 95: 185-208.

Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (2001). «Η συμμετοχή των γυναικών στην επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα:
μια πρώτη προσέγγιση», εισήγηση στο συνέδριο Γυναίκες και Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην
Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, 15-16
Μαρτίου.

Marecek, J. (1995). "Gender, politics and psychology's ways of knowing", American Psychologist 50(3):
162-163.

Marshall, H. (1994). "Discourse analysis in an occupational context" in Cassell, C. and Symon, G. (eds)
Qualitative Methods in Organizational Research. A Practical Guide. London: Sage Publications.

323
Βιβλιογραφία

Maynard, M. (1994). "Methods, practice and epistemology: The debate about feminism and research"
in Maynard, M. and Purvis, J. (eds) Researching Women's Lives from a Feminist Perspective. London:
Taylor and Francis.

Maynard, M. & Purvis, J. (1994). "Introduction. Doing feminist research" in Maynard, M. and Purvis, J.
(eds) Researching Women's Lives from a Feminist Perspective. London: Taylor and Francis.

McDonald, M. (1981). "Schooling and the reproduction of class and gender relations" in Barton, L.,
Meighan, R., and Walker, S. (eds) Schooling, Ideology and Curriculum. Barcombe: Falmer Press.

McDonough, R. & Harrison, R. (1978). "Patriarchy and relations of production" in Kuhn, A. and Wolpe,
A.M. (eds) Feminism and Materialism: Women and Modes of Production. London, Boston and Henley:
Routledge and Kegan Paul.

Middleton, S. (1987). "The sociology of women's education as a field of academic study" in Arnot, M.
and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University
Press.

Middleton, S. (1995). "Doing feminist educational theory: a post-modernist persepctive", Gender and
Education 7(1): 87-100.

Miller, J.B. (1986). Toward a New Psychology of Women, 2nd edn. Boston: Beacon Press.

Miller, J.B. (1991a). "The development of women's sense of self" in Jordan, J.V., Kaplan, A.G., Miller,
J.B., Stiver, LP. and Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center.
New York and London: The Guilford Press.

Miller, J.B. (1991b). "The construction of anger in women and men" in Jordan, J.V., Kaplan, A.G.,
Miller, J.B., Stiver, LP. and Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone
Center. New York and London: The Guilford Press.

Miller, J.B. (1991c). "Women and power" in Jordan, J.V., Kaplan, A.G., Miller, J.B., Stiver, LP. and
Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and
London: The Guilford Press.

Millett, K. (1971). Sexual Politics. New York: Avon Books.

Millman, M. & Kanter, M.R. (1987). "Introduction to another voice: Feminist perspectives on social life
and social science" in Harding, S. (ed) Feminism and Methodology. Social Science Issues. Milton
Keynes: Indiana University Press and Open University Press.

Μισέλ, A. (1981). Κοινωνιολογία της Οικογένειας και του Γάμου. Βασικά Στοιχεία για την Ελληνική
Οικογένεια. Αθήνα: Gutenberg.

324
Βιβλιογραφία

Mitchell, J. (1973). Woman's Estate. New York: Vintage Books.

Mitchell, J. (1974). Psychoanalysis and Feminism. New York: Vintage Books.

Μίτσελ, T. (1975). «Γυναίκες - μια επανάσταση που 'χει αρχίσει αιώνες τώρα» οτο Το Γυναικείο Κίνημα.
Αθήνα: Εκδόσεις Κύτταρο.

Μουσούρου, Λ. (1985). Γυναικεία Απασχόληση και Οικογένεια. Αθήνα: Βιβλιοπωλείο Εστία.

Μουσούρου, Λ. (1996). Κοινωνιολογία της Σύγχρονης Οικογένειας. Αθήνα: Gutenberg.

Μπουρνούδη, Ε. & Ψάλτη, Α. (1997). «Επαγγελματικές επιλογές και προσδοκίες των νέων και της οικογένειας
τους. Η επίδραση του φύλου» οτο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή
Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Myers, J.D. & Dugan, Β.Κ. (1996). "Sexism in graduate school classrooms: Consequences for students
and faculty", Gender & Society 10(3): 330-350.

Νασιάκου, M. (1979). «Διαφορές των φύλων και ψυχολογική ταυτότητα», Επιθεώρηση Κοινωνικών
Ερευνών 36-37: 357-364.

Nicholson, L. (ed) (1990). Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge.

Novack, L.L. & Novack, R.D. (1996). "Being female in the eighties and nineties: conflicts between new
opportunities and traditional expectations among white, middle class, heterosexual college women", Sex
Ro/es 35(1/2): 57-77.

OECD, (1996). Labour Force Statistics: 1974-1994.

Ortner, S. (1974). "Is female to male as nature is to culture?" in Rosaldo, M.Z. and Lamphere, L. (eds)
Woman, Culture and Society. Stanford: Stanford University Press.

Paechter, C. & Weiner, G. (1996). "Editorial: Poststructuralism and educational research", British
Educational Research Journal 22(3): 267-272.

Πανταζή-ΤζΊφα, Κ. (1984). Η Θέση της Γυναίκας στην Ελλάδα. Αθήνα: Λιβάνης.

Παυλάκου, Δ. (1991). Το Είδωλο του Καθρέφτη της. Προσέγγιση της Κοινωνικής Θέσης της Γυναίκας
στην Ελλάδα. Αθήνα: Ρήσος.

Παυλϊδου, Ε. (1989). «Γυναίκα και εργασία: οικονομικές προσεγγίσεις των διακρίσεων στην αγορά
εργασίας», Σύγχρονα Θέματα 40: 39-45.

325
Βιβλιογραφία

Peplau, L.A. & Conrad, E. (1989). "Beyond nonsexist research. The perils of feminist methods in
psychology", Psychology of Women Quarterly 13: 379-400.

Perakyla, A. (1997). "Reliability and validity in research based on tapes and transcripts" in Silverman, D.
(ed) Qualitative Research: Theory, Method and Practice. London: Sage Publications.

Perkins, H.W. & Demeis, K.D. (1996). "Gender and family effects on the 'second-sift' domestic activity
of college-educated young adults", Gender & Society 10(1): 78-93.

Πετράκη-Κώττη, A. (1998). «Η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και οι διαφορές
στις αμοιβές των δύο φύλων» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των
Φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας.

Πετρινιώτη, Ξ. (1989α). «Η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και η περίπτωση της
Ελλάδας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 74: 105-140.

Πετρινιώτη, Ξ. (1989β). «Προβληματισμοί γύρω από την μέτρηση και την αποτίμηση της ολικής
εργασίας των γυναικών», Σύγχρονα Θέματα 40: 47-54.

Phoenix, Α., Woollett, Α. & Lloyd, E. (eds) (1991). Motherhood: Meanings, Practices and Ideologies.
London: Sage Publications.

Potter, J. (1997). "Discourse analysis as a way of analyzing naturally occurring talk" in Silverman, D.
(ed) Qualitative Research. Theory, Method and Practice. London: Sage Publications.

Potter, J. & Wetherell, M. (1987). Discourse and Social Psychology. Beyond Attitudes and Behaviour.
London: Sage Publications.

Potter, J. & Wetherell, M. (1995). "Discourse analysis" in Smith, A J , Harre, R. and Van Langenhove, L.
(eds) Rethinking Methods in Psychology. London: Sage Publications.

Ραφιά, A. (1999). «Που απασχολείται σήμερα η ελληνίδα», Οικονομικός Ταχυδρόμος 34: 14.

Rich, Α. (1976). Of Woman Bom: Motherhood as Experience and Institution. New York: W.W. Norton.

Rich, A. (1982). "Anger and tenderness: The experience of motherhood" in Whitelegg, E. et al. (eds)
The Changing Experience of Women. London: Basil Blackwell and Open University Press.

Roger, A. & Duffield, J. (2000). "Factors underlying persistent gendered option choices in school
science and technology in Scotland", Gender and Education 12(3): 367-383.

Rooney, R. & Osipow, S.H. (1992). "Task-specific occupational self-efficacy scale: the development and
validation of a prototype", Journal of Vocational behavior 40: 14-32.

326
Βιβλιογραφία

Rosaldo, Μ.Ζ. (1974). "Woman, culture and society: a theoretical overview" in Rosaldo, M.Z and
Lamphere, L. (eds) Woman, Culture and Society. Stanford: Stanford University Press.

Rosenfeld, A.R. & Spenner, I.K. (1992). "Occupational sex segregation and women's early career job
shifts", Work and Occupations 19(4): 424-449.

Rowbotham, S. (1989). "To be or not to be: The dilemmas of mothering", Feminist Review 31: 82-93.

Salvia, 1 & Ysseldyke, EJ. (1991). Assessment. Boston: Houghton Mifflin Company.

Σαμίου, Δ. (1990). «Η πολυδιάστατη ιστορία της αργοπορημένης απονομής πολιτικών δικαιωμάτων στις
Ελληνίδες (1864-1952)», εισήγηση στο συνέδριο Πολιτική για τις Γυναίκες και οι Πολιτικές των
Γυναικών, Ομάδα Γυναικείων Σπουδών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, Απρίλιος.

Sapiro, V. (1990). Women in American Society: An Introduction to Women's Studies, 2nd edn.
Mountain View, CA: Mayfield Publishing Company.

Sax, G. (1989). Principles of Educational and Psychological Measurement and Evaluation. Belmont CA:
Wadsworth Publishing Company.

Sayers, J. (1982). Biological Politics: Feminist and Anti-Feminist Perspectives. London and New York:
Tavistock Publications.

Sayers, J. (1987). "Psychology and gender divisions" in Weiner, G. and Arnot, M. (eds) Gender Under
Scrutiny: New Inquiries in Education. London: Hutchinson and Open University Press.

Shaffer, R.D. (1989). Developmental Psychology: Childhood and Adolescence, 2nd edn. Pacific Grove
CA: Brooks/Cole Publishing Company.

Σιδηροπούλου-Δημακάκου, Δ. (1997). «Εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές των δύο φύλων: ο


ρόλος του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.)
Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Σιδηροπούλου-Δημακάκου, Δ. (1998). «Επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών» στο Μαγγανάρα, Ι.


(επ. έκδ.) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας.

Silverstein, B.L. (1991). "Transforming the debate about child care and maternal employment",
American Psychologist 46(10): 1025-1032.

Σινόπουλος, Π.Α. (1986). «Ο επαγγελματικός χρόνος της γυναίκας και η κοινωνική ποινή της»,
Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 61: 212-230.

Σκόδρα, Ε. (1993). Η Ψυχολογία της Γυναίκας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

327
Βιβλιογραφία

South, J.S. & Spitze, G. (1994). "Housework in marital and nonmarital households", American
Sociological Review 59: 327-347.

Spade, Z.J. & Reese, A.C. (1991). "We've come a long way, maybe: College students' plans for work
and family", Sex Roles 24(5/6): 309-321.

Squire, C. (1995). "Pragmatism, extravagance and feminist discourse analysis" in Wilkinson, S. and
Kitzinger, C. (eds) Feminism and Discourse: Psychological Perspectives. London: Sage Publications.

Stanley, L. & Wise, S. (1993). Breaking Out Again. Feminist Ontology and Epistemology. London and
New York: Routledge.

Στασινόπουλου, Ο. (1990). «Οικογένεια και κράτος πρόνοιας στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής: Μια
θεωρητική προσέγγιση», Κοινωνική Εργασία 17: 33-46.

Στασινόπουλου, Ο. (1992). Κράτος Πρόνοιας. Ιστορική Εξέλιξη. Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις.


Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Stewart, D.W. & Shamdasani, P.N. (1990). Focus Groups. Theory and Practice. London: Sage.

Stiver, P.I. (1991a). "The meanings of'dependency' in female-male relationships" in Jordan, V.J et al.
(eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The
Guilford Press.

Stiver, P.I. (1991b). "Work inhibitions in women" in Jordan, V.J et al. (eds) Women's Growth in
Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press.

Stockard, J. et al. (1980). Sex Equity in Education. New York: Academic Press.

Στογιαννϊδου, Α., Ζαχαροπούλου, Χ. & Φαρμάκης, Ν. (2001). «Οι κοινωνικές, ατομικές και ακαδημαϊκές
παράμετροι της επαγγελματικής σταδιοδρομίας αποφοίτων Α.Π.Θ.», Σπουδές & Σταδιοδρομία 5: 11-18.

Στρατηγάκη, Μ. (1989). «Τεχνολογικές εξελίξεις και ειδικότητες με φύλο», Σύγχρονα Θέματα 40: 31-38.

Στρατηγάκη, Μ. (1994). Φύλο, Εργασία, Τεχνολογία. Αθήνα: Εκδόσεις Πολίτης.

Stromquist, Ρ.Ν. (1990). "Gender inequality in education: accounting for women's subordination",
British Journal of Sociology of Education 11(2): 137-152.

Surrey, L.J. (1991a). "The self-in-relation: A theory of women's development" in Jordan, V.J et al. (eds)
Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford
Press.

328
Βιβλιογραφία

Surrey, LJ. (1991b). "Relationship and empowerment" in Jordan, VJ et al. (eds) Women's Growth in
Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press.

Sutherland, E.V, Hartman, W.B. & Blum, R.G. (1993). "Validating sex-role related items designed to
measure career indecision", Psychological Reports 72(2): 531-536.

Συμεωνΐδου, X. (1986). «Γονιμότητα και απασχόληση γυναικών: μια πρώτη προσέγγιση του θέματος για
την περιφέρεια πρωτεύουσας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 61: 188-200.

Συμεωνΐδου, Χ. (1989α). «Η σύγκρουση των ρόλων της μητρότητας και της γυναικείας απασχόλησης»,
Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 74: 141-153.

Συμεωνΐδου, Χ. (1989β). «Γεγονότα του κύκλου ζωής και γυναικεία απασχόληση», Σύγχρονα Θέματα
40: 61-70.

Συμεωνΐδου, Χ. (1990). Απασχόληση και Γονιμότητα των Γυναικών στην Περιοχή της Πρωτεύουσας.
Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Συμεωνΐδου, Χ. (1994). «Η ασυμβατότητα της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των γυναικών»,
Δίνη 7: 113-130.

Συμεωνΐδου, Χ. (1998). «Μορφές έμμεσου κοινωνικού αποκλεισμού: απασχόληση και ανεργία των
γυναικών στην Ελλάδα» στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, πρακτικό συνεδρίου.
Αθήνα: Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα.

Τάκαρη, Ν. (1978). Η Κοινωνική και Επαγγελματική Θέση της Σημερινής Γυναίκας - στην Ελλάδα και
στο εξωτερικό. Αθήναι.

Tavris, C. (1993). "The mismeasure of woman", Feminism & Psychology 3(2): 149-168.

Tavris, C. (1994). "Reply to Brown and Gilligan", Feminism & Psychology 4(3): 350-352.

Τζαννόνε- Τζώρτζη, Κ. (1981). «Η εργασία της γυναίκας και η οικογένεια», Οικονομικός Ταχυδρόμος 12:
50.

Τεντοκάλη, Β. (1998). «Η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των φύλων», Σύγχρονα Θέματα 66: 101-
106.

Thomas, Κ. (1990). Gender and Subject in Higher Education. Buckingham: SRHE and Open University
Press.

Tolman, L.D. & Szalacha, A.L. (1999). "Dimensions of desire. Bridging qualitative and quantitative
methods in a study of female adolescent sexuality", Psychology of Women Quarterly 23: 7-39.

329
Βιβλιογραφία

Tong, R. (1995). Feminist Thought. A Comprehensive Introduction. London: Routledge.

Τρϊγκα, Ν. (1999). «Γυναικοκρατείται ο τομέας των υπηρεσιών», Οικονομικός Ταχυδρόμος 36: 38-40.

Θανοπούλου, Μ. (1992). Η Γυναικεία Απασχόληση ή Εργασία στην Ελλάδα: Κύριες Τάσεις και
Κατευθύνσεις της Μεταπολεμικής Βιβλιογραφίας. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

Θανοπούλου, Μ., Κωτσοβέλου, Β. & Παπαρούνη, Ρ. (1999). «Η σχέση επαγγελματικής και οικογενειακής
ζωής των γυναικών: διερεύνηση της ελληνικής βιβλιογραφίας», Σύγχρονα Θέματα 71-72: 171-189.

Unger, K.R. (1990). "Imperfect reflections of reality: Psychology constructs gender" in Hare-Mustin, T.R
and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven
and London: Yale University Press.

United Nations, (2000). World's Women 2000. Trends and Statistics. New York: United Nations
Publications.

Walby, S. (1986). Patriarchy at Work. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press.

Walby, S. (1990). Theorizing Patriarchy. Oxford UK and Cambridge USA: Basil Blackwell.

Walker, S. & Barton, L. (1983). Gender, Class and Education. Sussex: The Falmer Press.

Walkerdine, V. (1990). School Girl Fictions. London: Verso.

Wallace, C. (1987). "From girls and boys to women and men: the social reproduction of gender" in
Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open
University Press.

Warrington, M. & Younger, M. (2000). "The other side of the gender gap", Gender and Education
12(4): 493-508.

Weedon, C. (1987). Feminist Practice and Poststructuralist Theory. Oxford and New York: Basil
Blackwell.

West, J. & Lyon, K. (1995). "The trouble with equal opportunities: the case of women academics",
Gender and Education 7(1): 51-68.

Wetherell, M. & Potter, J. (1988). "Discourse analysis and the identification of interpretative
repertoires" in Antaki, C. (ed) Analyzing Everyday Explanation. A Casebook of Methods. London: Sage
Publications.

330
Βιβλιογραφία

Wetherell, M., Stiven, H. & Potter, J. (1987). "Unequal egalitarianism: A preliminary study of discourses
concerning gender and employment opportunities", British Journal of Social Psychology 26: 59-71.

Wilkinson, S. (1997). "Feminist psychology" in Fox, D. and Prilleltensky, I. (eds) Critical Psychology. An
Introduction. London: Sage Publications.

Wilkinson, S. (1999). "Focus groups. A feminist method", Psychology of Women Quarterly 23: 221-
244.

Wilkinson, S. and Kitzinger, C. (eds) (1995). Feminism and Discourse: Psychological Perspectives.
London: Sage Publications.

Χατζηγιάννη, A. (2001). «Οι απόφοιτες Κοινωνικών Επιστημών και η αγορά εργασίας», εισήγηση στο
συνέδριο Γυναίκες και Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, 15-16 Μαρτίου.

Χλέτσος, Μ. (1988). «Οι γυναίκες και η αγορά εργασίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 68: 128-
138.

Χρονάκη, Ζ. (1986). «Γυναίκα και εργασία στην Ελλάδα», Αρχαιολογία 21: 63-66.

Χρυσάκης, Μ. & Σούλης, Σ. (2001). «Ανισότητες πρόσβασης των γυναικών στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Η επίδραση των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων», εισήγηση στο συνέδριο Γυναίκες και
Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, 15-16 Μαρτίου.

Υπουργείο Εργασίας - Τμήμα Ισότητας, (1985). Τα Εργασιακά και Κοινωνικά Δικαιώματα της Γυναίκας.
Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.

Ζιώγου-Καραστεργϊου, Σ.(1994α). «Η εξέλιξη του προβληματισμού για τη γυναικεία εκπαίδευση στην


Ελλάδα», στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και
Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Ζιώγου-Καραστεργϊου, Σ.(1994β). «Προ των Προπυλαίων: Η εξέλιξη της ανώτατης εκπαίδευσης των
γυναικών στην Ελλάδα», στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική
Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

331
Παράρτημα I
Ερωτηματολόγιο έρευνας
Το ερωτηματολόγιο αυτό αποτελεί μέρος μιας έρευνας με στόχο τη μελέτη των
αντιλήψεων των φοιτητών και των φοιτητριών για τη θέση και τους ρόλους των
δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία.

Σας παρακαλούμε να απαντήσετε σε όλες τις ερωτήσεις. Αυτό που ζητούμε είναι να
μας πείτε τη γνώμη σας ή να μας δώσετε κάποιες πληροφορίες. Αν νομίζετε ότι
έχετε αμφιβολίες σε σχέση με τις απαντήσεις σας, παρακαλούμε να υποθέσετε.

Καθώς το ερωτηματολόγιο είναι ανώνυμο, σας διαβεβαιώνουμε ότι όλες οι


απαντήσεις θα θεωρηθούν απόλυτα εμπιστευτικές και θα χρησιμοποιηθούν μόνον
επιστημονικά, για τους στόχους της συγκεκριμένης έρευνας.

Ευχαριστούμε θερμά για τη συνεργασία σας στην έρευνα αυτή.

Αθανασιάδου Χριστίνα, υποψήφια διδάκτορας


Τμήμα Ψυχολογίας Α.Π.Ο.

335
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Παρακαλώ συμπληρώστε τα παρακάτω βιογραφικά στοιχεία.


Περιγράψτε ή βάλτε ένα ( χ ) στο αντίστοιχο τετραγωνάκι.

1. Άνδρας DI
Γυναίκα 02

2. Παντρεμένος/η Dl 2α Έχετε παιδιά; Ναι DI


Ανύπαντρος/η D2 Όχι D2
Διαζευγμένος/η D3
Ελεύθερη συμβίωση D4

3. Τόπος γεννήσεως
4. Τόπος μόνιμης κατοικίας
5. Ημερομηνία γεννήσεως ,
6. Σε ποιο Τμήμα φοιτάτε και ποια είναι η ειδικότητα σας;

6α Σε ποιο εξάμηνο σπουδών βρίσκεστε;

7. Ποιο είναι (ήταν) το επάγγελμα του πατέρα σας;

8. Ποιο είναι (ήταν) το επάγγελμα της μητέρας σας;

9. Ποιες είναι οι γραμματικές γνώσεις του πατέρας σας;


Κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Dl
Απόφοιτος A.E.I. D2
Απόφοιτος Τ. Ε.Ι. 03
Απόφοιτος Λυκείου - Εξατάξιου Γυμνασίου π4
Απόφοιτος Γυμνασίου D5
Απόφοιτος Δημοτικού D6
Αναλφάβητος D7

10. Ποιες είναι οι γραμματικές γνώσεις της μητέρας σας;


Κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Dl
Απόφοιτη Α.Ε.Ι. G2
Απόφοιτη T.E.I. D3
Απόφοιτη Λυκείου - Εξατάξιου Γυμνασίου 04
Απόφοιτη Γυμνασίου 05
Απόφοιτη Δημοτικού 06
Αναλφάβητη 07

336
11. Εάν έχετε εργασθεί μέχρι σήμερα, αναφέρετε το είδος της απασχόλησης σας

12. Ποιο είναι το θρήσκευμα σας;


Χριστιανός/ή Ορθόδοξος/η Dl
Καθολικός/ή 02
Διαμαρτυρόμενος/η 03
Μωαμεθανός/ή 04
Μάρτυρας του Ιεχωβά D5
Εβραϊκή Θρησκεία 06
Άλλο 07

13. Υπήρξατε ποτέ μέλος σε κάποια από τις παρακάτω ομάδες ή συμμετείχατε σε κάποια
από τις παρακάτω δραστηριότητες;

Μέλος σε Συμμετοχή σε δραστηριότητες


πι πολιτικά κόμματα οι για ανθρώπινα δικαιώματα
•2 επιστημονικές εταιρείες 02 για το περιβάλλον
03 φοιτητικό συνδικαλισμό 03 για την υγεία
04 επαγγελματικό συνδικαλισμό 04 για την ειρήνη
05 θρησκευτικές ομάδες 05 για τα δικαιώματα των ζώων
06 εθελοντικές ομάδες 06 κατά του ρατσισμού
107 φιλανθρωπικές ομάδες

337
ΜΕΡΟΣ 1° ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Στο πρώτο μέρος του ερωτηματολογίου θα ασχοληθούμε με θέματα που αφορούν στην
επαγγελματική απασχόληση των ατόμων στην Ελλάδα, όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα.
Μην ανησυχείτε αν δεν γνωρίζετε τη σωστή απάντηση. Θα λάβουμε υπόψη μας ότι πολλές
φορές θα χρειαστεί να υποθέσετε για να απαντήσετε.

1. Προσπαθήστε να εκτιμήσετε το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται στην Ελλάδα σήμερα σε
σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού %

2. Προσπαθήστε να εκτιμήσετε το ποσοστό των ανέργων γυναικών σε σχέση με το σύνολο των


ανέργων στην Ελλάδα σήμερα %

3. Πώς θα περιγράφατε το εργατικό δυναμικό στα παρακάτω επαγγέλματα;


1=κυρίως άνδρες 2=κυρίως γυναίκες 3=σχεδόν ίσος αριθμός γυναικών και ανδρών

Επαγγέλματα Παρακαλώ βάλτε σε κύκλο τον κατάλληλο αριθμό


Γιατροί 1 2 3
Κομμωτές 1 2 3
Δικηγόροι 1 2 3
Αρχιτέκτονες 1 2 3
Μηχανικοί αυτοκινήτων 1 2 3
Οδοντίατροι 1 2 3
Ηλεκτρολόγοι 1 2 3

4. Παρακαλώ σημειώστε αν είναι σωστές ή λάθος οι παρακάτω προτάσεις:

Οι γυναίκες εργαζόμενες κατά μέσο όρο κερδίζουν περίπου το 80% του μέσου όρου των κερδών
των ανδρών.
Σωστό Dl Λάθος D2

Οι γυναίκες στην Ελλάδα ασχολούνται στην πλειονότητα τους με επαγγέλματα που έχουν μικρές
προοπτικές καριέρας.
Σωστό DI Λάθος D2

338
5. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις παρακάτω απόψεις; Παρακαλώ εκφράστε ελεύθερα τη
γνώμη σας.
1=συμφωνώ 2=δεν έχω γνώμη 3=διαφωνώ

Παρακαλώ βάλτε σε κύκλο τον κατάλληλο αριθμό


Θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερες γυναίκες σε σημαντικά επαγγέλματα
της δημόσιας ζωής, όπως π.χ. στην πολιτική.

Αν μια γυναίκα εργάζεται, ο άνδρας της θα έπρεπε να μοιράζεται τις


δουλειές του σπιτιού, όπως να πλένει πιάτα, να καθαρίζει και να μαγειρεύει.

Οι γυναίκες θα έπρεπε να έχουν απόλυτα ίσες ευκαιρίες με τους άνδρεςστο


να εργάζονται και να προάγονται στις δουλειές τους.

Οι γυναίκες δεν είναι εξίσου ικανές με τους άνδρες σε διευθυντικές θέσεις


της οικονομίας και της βιομηχανίας.

Οι κόρες σε μια οικογένεια θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να συνεχίσουν τις


σπουδές τους τόσο, όσο και οι γιοι της οικογένειας.

Θα ήταν γελοίο μια γυναίκα να οδηγεί ένα τρένο και ένας άνδρας να ράβει
κουμπιά στο πουκάμισο.

Η θέση της γυναίκας είναι να φροντίζει την οικογένεια της στο σπίτι
ανεξάρτητα από την επαγγελματική της καριέρα.

Οι γυναίκες έχουν λιγότερα να προσφέρουν από ότι οι άνδρες στον κόσμο


της οικονομίας και της βιομηχανίας.

Υπάρχουν πολλές δουλειές που οι άνδρες μπορούν να τις κάνουν καλύτερα


απ' ότι οι γυναίκες.

6. α. Κατά τη γνώμη σας, υπάρχουν περιορισμοί που εμποδίζουν τις γυναίκες να


εργασθούν σε κάποια είδη επαγγελμάτων;
Ναι ΠΙ Όχι 02

β. Εάν ναι, προσδιορίστε τους περιορισμούς αυτούς:

7. α. Πιστεύετε ότι οι γυναίκες συναντούν δυσκολίες προαγωγής στη δουλειά τους;


Ναι DI Όχι D2

β. Εάν ναι, περιγράψτε κάποιους από τους λόγους:

339
8. Συμφωνείτε με τις παρακάτω στάσεις; Προσέξτε, ενδιαφερόμαστε για το αν συμφωνείτε
ή διαφωνείτε με το τι οι άλλοι προτιμούν ή πιστεύουν.
1=συμφωνώ απόλυτα 2=συμφωνώ 3=δεν έχω γνώμη
4=διαφωνώ 5=διαφωνώ απόλυτα

Παρακαλώ βάλτε σε κύκλο τον κατάλληλο αριθμό


Οι μητέρες μικρών παιδιών προτιμούν να μένουν στο σπίτι 4

Οι πατέρες μικρών παιδιών προτιμούν να δουλεύουν με 4


μερική απασχόληση

Οι εργοδότες προτιμούν τους άνδρες για διευθυντικές θέσεις


στην εργασία

Οι γυναίκες νομίζουν ότι είναι πιο κατάλληλες από τους


άνδρες για επαγγέλματα που απαιτούν φροντίδα

Οι άνδρες νομίζουν ότι είναι πιο κατάλληλοι από τις γυναίκες


για διοικητικές θέσεις

Οι άνδρες νομίζουν ότι είναι λιγότεροι κατάλληλοι από τις


γυναίκες για να ασχολούνται με μικρά παιδιά

Οι γυναίκες νιώθουν περισσότερο ολοκληρωμένες όταν


εργάζονται και είναι ανεξάρτητες οικονομικά

9. α. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες σε σχέση
με το είδος των επαγγελμάτων, στα οποία έχουν δυνατότητες πρόσβασης;
Ναι Dl Όχι D2

β. Εάν ναι, εξηγήστε ποιες είναι οι διαφορές αυτές:

10. α. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες σε σχέση
με το είδος των επαγγελμάτων, στα οποία έχουν δυνατότητες πρόσβασης;
Ναι ΠΙ Όχι D2

β. Εάν ναι, εξηγήστε ποιες είναι οι διαφορές αυτές:

340
Προσέξτε τον παρακάτω κατάλογο λέξεων.

01 συναισθηματικός / ή 02 καταπιεσμένος/ η 03 ισχυρός / ή 04 ανοιχτός / ή


05 πιεσμένος / η 06 άνετος / η 07 ανεξάρτητος / η 08 αγωνιστικός / ή
09 αποτελεσματικός / ή 10 τρυφερός / ή 11 ζεστός/ ή 12 ανοργάνωτος / η
13 ευαίσθητος / η 14 μετριόφρων 15 δραστήριος/α 16 εξαρτημένος / η
17 ανταγωνιστικός / ή 18 μητρικός / ή 19 πατρικός / ή 20 ανασφαλής
21 ικανός / ή 22 επιδέξιος / α 23 έμπιστος / η 24 διστακτικός/ ή
25 ορατός/ή 26 επιτυχημένος / η 27 πατερναλιστικός / ή 28 ευσυνείδητος / η
29 αόρατος/η 30 κρύος/α

11. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερο


καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τους άνδρες στο χώρο της εργασίας σήμερα.
e
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντί'
αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.

DD DD DD

12. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα


καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τις γυναίκες στο χώρο της εργασίας οσήμερα.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντι>
αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.

DD DD DD

13. Οι ερωτήσεις που ακολουθούν έχουν να κάνουν με το νόμο. Προσδιορίστε


Π| τι νομίζετε
ότι ισχύει νομικά για τα παρακάτω θέματα. Εάν δεν γνωρίζετε ιακριβώς την απάντηση,
παρακαλώ υποθέστε.
1=ναι, πάντα 2=ναι, μερικές φορές 3 = όχι, ποτέ 4=δεν
4 = γνωρίζω

Παρακαλώ βάλτε σε κύκ


κύκλο τον κατάλληλο αριθμό
Di γυναίκες
Οι ποοστατεύονται νομικά
vuvaiœc προστατεύονται νουικά από τη σεξουαλική 2 3 4
παρενόχληση στο χώρο της εργασίας

Είναι νόμιμο να απολύεται μια έγκυος γυναίκα που φεύγει από 2 3 4


τη δουλειά για να επισκεφθεί το γυναικολόγο

Είναι νόμιμο να απολύεται μια γυναίκα επειδή είναι έγκυος 2 3 4

Είναι νόμιμο να διαφημίζεται μια θέση εργασίας για αιτούντες


2 3 4
μόνο του ενός φύλου

Είναι νόμιμο να οργανώνονται εκπαιδευτικά σεμινάρια μόνο για


2 3 4
το ένα φύλο

Είναι νόμιμο να παρέχεται εργασιακή εμπειρία μόνο στο ένα


2 3 4
φύλο

Οι γυναίκες δικαιούνται άδεια μητρότητας


2 3 4
Οι άνδρες δικαιούνται άδεια πατρότητας 2 3 4

341
ΜΕΡΟΣ 2° ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ

Στο τμήμα αυτό του ερωτηματολογίου ενδιαφερόμαστε για τις απόψεις σας σχετικά με την
προσωπική ζωή των ανδρών και των γυναικών στην Ελλάδα σήμερα. Δεν υπάρχουν σωστές
ή λανθασμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις που ακολουθούν. Ωστόσο, ενδιαφερόμαστε για
τις εντυπώσεις που έχετε διαμορφώσει.

14. Έως ποιο βαθμό νομίζετε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες αντίστοιχα ελέγχουν τις
ακόλουθες αποφάσεις στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής.
1=πλήρης έλεγχος, 2=μεγάλος έλεγχος, - 3=μέτριος έλεγχος,
4=μικρός έλεγχος, 5=κανένας έλεγχος

Παρακαλώ βάλτε σε κύκλο τον κατάλληλο αριθμό


Άνδρες Γυναίκες
Τα οικονομικά θέματα 12345 12345
Τις εκπαιδευτικές επιλογές των παιδιών 12345 12345
Τις δουλειές του νοικοκυριού 12345 12345
Την πειθαρχία των παιδιών 12345 12345
Τον τόπο κατοικίας της οικογένειας 12345 12345
Τη χρήση αντισυλληπτικής μεθόδου 12345 12345
Την επιλογή της αντισυλληπτικής μεθόδου 12345 12345
Το αν θα αποκτήσουν παιδιά 12345 12345
Την απόφαση για έκτρωση 12345 12345
Το αν θα πάρουν διαζύγιο 12345 12345

15. Ποιο είναι το ποσοστό των γάμων που καταλήγουν σε διαζύγιο στην Ελλάδα;
%

16. Έως ποιο βαθμό νομίζετε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες αντίστοιχα υφίστανται τα
παρακάτω στην Ελλάδα;
1=πάρα πολύ συχνά, 2=πολύ συχνά, 3=μερικές φορές,
4=σπάνια, 5=καθόλου

Παρακαλώ βάλτε σε κύκλο τον κατάλληλο αριθμό


Άνδρες Γυναίκες
Βία κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου 12345 12345
Σεξουαλική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία 12345 12345
Βιασμό (ως ενήλικα άτομα) 12345 12345
Σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία 12345 12345
Σωματική επίθεση 12345 12345

342
17. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις παρακάτω απόψεις; Παρακαλώ εκφράστε ελεύθερα τη
γνώμη σας.
1=συμφωνώ 2=δεν έχω γνώμη 3=διαφωνώ

Παρακαλώ βάλτε σε κύκλο τον κατάλληλο αριθμό


'Οταν μια γυναίκα μιλάει άσχημα (βρίζει) ακούγεται πολύ χειρότερα παρά
όταν το κάνει ένας άνδρας

Είναι χειρότερο να βλέπεις μια μεθυσμένη γυναίκα παρά έναν μεθυσμένο


άνδρα

Στην τελετή του γάμου, η φράση «και η γυνή να φοβείται τον άνδρα»
αποτελεί προσβολή για τη γυναίκα

Μια γυναίκα θα έπρεπε να είναι ελεύθερη όσο και ένας άνδρας να προτείνει
γάμο

Οι γυναίκες θα έπρεπε να ασχολούνται λιγότερο με το να γίνουν ισότιμες


με τους άνδρες και περισσότερο με το να γίνουν καλές σύζυγοι και μητέρες

Μια κοπέλα που κερδίζει τόσα χρήματα όσα και ο φίλος της θα έπρεπε να
πληρώνει για τον εαυτό της όταν βγαίνει έξω μαζί του

Οι γυναίκες θα έπρεπε να είναι ικανές να πηγαίνουν οπουδήποτε πάει ένας


άνδρας και να κάνουν οτιδήποτε κάνει ένας άνδρας, όπως π.χ. να
πηγαίνουν μόνες τους σε κάποιο μπαρ

Γενικά ο πατέρας θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη εξουσία από ότι η μητέρα


σιην ανατροφή των παιδιών

Τα κορίτσια σήμερα θα έπρεπε να απολαμβάνουν τις ίδιες ελευθερίες με τα


αγόρια, όπως π.χ. να μπορούν να βγαίνουν έξω το βράδυ μέχρι αργά

18. α. Νομίζετε ότι οι γυναίκες στην προσπάθεια τους να επιτύχουν ελευθερία στην
προσωπική τους ζωή συναντούν περιορισμούς;
Ναι ΠΙ Όχι D2

β. Εάν ναι, προσδιορίστε μερικούς απ' αυτούς τους περιορισμούς:

19. α. Νομίζετε ότι οι άνδρες στην προσπάθεια τους να επιτύχουν ελευθερία στην
προσωπική τους ζωή συναντούν περιορισμούς;
Ναι DI Όχι D2

β. Εάν ναι, προσδιορίστε μερικούς απ' αυτούς τους περιορισμούς:

343
Πρόκειται για τον ίδιο κατάλογο λέξεων που έχετε ήδη χρησιμοποιήσει.

01 συναισθηματικός / ή 02 καταπιεσμένος / η 03 ισχυρός / ή 04 ανοιχτός / ή


05 πιεσμένος / η 06 άνετος / η 07 ανεξάρτητος / η 08 αγωνιστικός / ή
09 αποτελεσματικός / ή 10 τρυφερός / ή 11 ζεστός/ ή 12 ανοργάνωτος / η
13 ευαίσθητος / η 14 μετριόφρων 15 δραστήριος/ α 16 εξαρτημένος / η
17 ανταγωνιστικός / ή 18 μητρικός / ή 19 πατρικός / ή 20 ανασφαλής
21 ικανός/ ή 22 επιδέξιος / α 23 έμπιστος / η 24 διστακτικός / ή
25 ορατός/ή 26 επιτυχημένος / η 27 πατερναλιστικός / ή 28 ευσυνείδητος / η
29 αόρατος/η 30 κρύος/α

20. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τους άνδρες στην ιδιωτική ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.

DD DD DD

21. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.

DD DD DD

22. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τους άνδρες στην οικογενειακή ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.

DD DD DD

23. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τις γυναίκες στην οικογενειακή ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.

DD DD DD

344
24. Τι νομίζετε ότι ισχύει νομικά για τα παρακάτω θέματα που αφορούν σε διάφορες πτυχές
της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής; Εάν δεν γνωρίζετε ακριβώς την απάντηση,
παρακαλώ υποθέστε.
1=να ι, πάντα 2=ναι, μερικές φορές 3 = όχι, ποτέ 4=δεν γνωρίζω

Παρακαλώ βάλτε σε κύκλο τον κατάλληλο αριθμό


Οι γυναίκες μπορούν να κάνουν έκτρωση όταν θέλουν 4

Μια γυναίκα, δικαιούται νόμιμα, να κάνει ένα παιδί για μια άλλη 4

Είναι νόμιμο ένας άνδρας να επιτίθεται σωματικά στη γυναίκα 4


του
Ο βιασμός στο γάμο είναι ποινικό αδίκημα 4

Ένας άνδρας μπορεί, σύμφωνα με το νόμο, να απαγορεύσει σιη 4


γυναίκα του να εργασθεί

Μια γυναίκα υποχρεούται νομικά να διατηρήσει το επώνυμο της


μετά το γάμο

Η γυναίκα, σύμφωνα με το νόμο, διατηρεί όλη την περιουσία


της στη διάρκεια του γάμου

Η γυναίκα διατηρεί την κηδεμονία των παιδιών της μετά το


διαζύγιο

25. Από πού αντλήσατε πληροφορίες για τη θέση των γυναικών στην Ελληνική κοινωνία;
Παρακαλώ αξιολογήστε όλες τις παρακάτω πηγές πληροφοριών, ξεκινώντας από το 1= η
πρώτη πιο σημαντική, 2 = η δεύτερη πιο σημαντική κ.ο.κ.

c Προσωπικές εμπειρίες
G Πληροφορίες / επιρροές από γνωστούς μου άνδρες
Ζ Πληροφορίες / επιρροές από γνωστές μου γυναίκες
Ξ Από τις σπουδές μου
Γ Από την οικογένεια μου
G Από τις εμπειρίες μου στον εργασιακό χώρο
Π Από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης

345
Παράρτημα II
Σχέδιο κωδικοποίησης
ανοιχτών ερωτήσεων ερωτηματολογίου
ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ερωτήσεις 3 & 4: Τόπος καταγωγής και μόνιμης κατοικίας.

Αστικές περιοχές (Θεσσαλονίκη-Αθήνα) 1


Ημιαστικές περιοχές (άλλες πόλεις) 2
Νησιά 3
Αγροτικές περιοχές (χωριά) 4
Εξωτερικό 5

Ερώτηση 6: Τομέας σπουδών.

Φιλοσοφική σχολή 1
Νομική 2
Ιατρική 3
Οδοντιατρική 4
Πολυτεχνείο 5
Χημικό / Φυσικομαθηματική σχολή 6
Γεωπονική 7
ΤΕΦΑΑ 8

Ερώτηση 7: Επάγγελμα πατέρα.

Ανώτεροι λειτουργοί 1
(Δικαστικοί, Καθηγητές Πανεπιστημίου, Ανώτεροι αξιωματικοί, Τραπεζίτες, Διπλωμάτες,
Πολιτικοί κλπ.)

Ελεύθεροι επαγγελματίες 2
(Ιατροί, Δικηγόροι, Οδοντίατροι, Μηχανικοί Πολυτεχνείου, Οδοντίατροι, Εργολάβοι Δημοσίων
Έργων, Βιομήχανοι, Έμποροι, Βιοτέχνες κλπ.)

Εκπαιδευτικοί 3
(Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση)

Δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι 4


(Διοικητικοί υπάλληλοι, Τραπεζικοί υπάλληλοι, Υπάλληλοι σε καταστήματα, βιοτεχνίες,
επιχειρήσεις, νοσοκόμοι, ιερείς, λογιστές κλπ.)

Μικροεπιχειρηματίες / ειδικοί τεχνίτες 5


(Μηχανολόγοι αυτοκινήτων, σχεδιαστές, κομμωτές ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί μικροέμποροι,
μικροβιοτέχνες κλπ.)

Αγρότες / εργάτες 6

Οικιακά - μόνο γυναίκες 7

Άνεργοι 7-8

Ερώτηση 8: Επάγγελμα μητέρας (όπως και η ερώτηση 7).

349
Ερώτηση 11: Προηγούμενη απασχόληση.

Ιδιαίτερα μαθήματα/διδασκαλία
Baby-sitting
Σερβιτόρος-σερβιτόρα
Πωλητής-πωλήτρια
Υπάλληλος ιδιωτικής επιχείρησης
Συμμετοχή σε έρευνες
Βοηθός σε οικογενειακή επιχείρηση
Άλλο
ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Ερώτηση 6β: Περιορισμοί γυναικών στην επιλογή εργασίας.

α.κοινωνικοί
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιστορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες προκαταλήψεις γενικά)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. συνήθως αρνητικά στερεότυπα γυναικών ως αδύναμες, ανίκανες να πάρουν αποφάσεις)
κοινωνικά στερεότυπα σχετικά με την εργασία 5
(π.χ. εάν ένα επάγγελμα θεωρείται γυναικείο ή ανδρικό)

β.πρακτικοί - σχετικοί με την εργασία


συνθήκες εργασίας γενικά, ανεξαρτήτως φύλου 6
(π.χ. έλλειψη εκπαίδευσης, έλλειψη ικανοτήτων για τη δουλειά, μεγάλος ανταγωνισμός
αυξημένο ωράριο, έντονο stress, έλλειψη παιδικών σταθμών)
συνθήκες εργασίας μειονεκτικές για τις γυναίκες 7
(π.χ. η προσωρινή διακοπή της καριέρας τους η άδεια μητρότητας η αντίληψη ότι θα μείνουν
έγκυες)
χαρακτηριστικά του τόπου εργασίας 8
(π.χ. πατριαρχία, ανδρική αναγνώριση, ανδρικές συμπεριφορές ανδρικές προκαταλήψεις)
χαρακτηριστικά ορισμένων επαγγελμάτων 9
(π.χ. επαγγέλματα που απαιτούν σκληρή χειρωνακτική εργασία - ορυχεία, οικοδομές
συνεργεία, συντεχνίες -, επαγγέλματα που βάζουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη ενός αγέννητου
παιδιού - επαφή με ραδιενεργές ουσίες κατά την εγκυμοσύνη-, αλλαγές στην απαιτούμενη
εργασία, ανάγκη για μια γοητευτική παρουσία)

γ.περιορισμοί σχετικοί με τις ίδιες τις γυναίκες


ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως μητέρας 10
(π.χ! εάν έχουν παιδιά, εάν θα κάνουν παιδιά, εάν θα φροντίζουν τα παιδιά τους)
ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως συζύγου 11
(π.χ. οικογενειακές και συζυγικές υποχρεώσεις)
μη σωματικά γυναικεία χαρακτηριστικά 12
(π.χ. έλλειψη φιλοδοξιών, επιθυμία να κάνουν παιδιά, έλλειψη πνευματικών ικανοτήτων,
έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό τους)
σωματικά γυναικεία χαρακτηριστικά 13
(π.χ. έλλειψη σωματικής δύναμης μυϊκής δύναμης)
βιολογικά και συναισθηματικά γυναικεία χαρακτηριστικά 14
(π.χ. προεμμηνοριακά συμπτώματα, κλιμακτηριακά, η δυνατότητα κύησης και θηλασμού)
προσωπικά χαρακτηριστικά κάθε γυναίκας 15
(π.χ. ηλικία, υγεία, θρησκεία, ανικανότητα, εκπαίδευση, οικονομική κατάσταση)

351
Ερώτηση 7β: Δυσκολίες προαγωγής στην εργασία που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες.

α.κοινωνικές
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιστορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες προκαταλήψεις γενικά)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως λιγότερο έξυπνες και περισσότερο συναισθηματικές,
θεωρούνται αδύναμες συναισθηματικά, σωματικά και πνευματικά, η αντίληψη ότι οι γυναίκες
πρέπει να κάνουν παιδιά και ότι μόνον αυτές μπορούν να παρέχουν φροντίδα)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες εργαζόμενες 5
(π.χ. προκαταλήψεις σχετικά με τις ικανότητες των γυναικών, οι γυναίκες δεν
αντιμετωπίζονται σοβαρά όσον αφορά την καριέρα τους, θεωρούνται ανίκανες να διευθύνουν,
θεωρούνται αναξιόπιστες και ότι δεν είναι προσανατολισμένες στην καριέρα, θεωρείται ότι οι
γυναίκες δεν είναι ικανές να αναλάβουν δυσχερείς εργασίες, ανυπαρξία γυναικείων προτύπων)
κοινωνικά στερεότυπα σχετικά με την εργασία 6
(π.χ. εάν ένα επάγγελμα θεωρείται γυναικείο ή ανδρικό)

β.πρακτικές - σχετικές με την εργασία


συνθήκες εργασίας μειονεκτικές για τις γυναίκες 7
(π.χ. η έλλειψη παιδικών σταθμών, το δικαίωμα διακοπής της καριέρας, η ανάγκη
γεωγραφικής μετακίνησης)
χαρακτηριστικά του τόπου εργασίας - προκαταλήψεις για τις γυναίκες που έχουν
παιδιά 8
(π.χ. οι υποχρεώσεις τους συνίστανται αποκλειστικά στη φροντίδα των άλλων, οι δεσμεύσεις
απέναντι στα παιδιά περιορίζουν τη δέσμευση στη δουλειά, οι εργοδότες θεωρούν
ανεπιθύμητη μια εγκυμοσύνη, φοβούνται ότι οι γυναίκες θα τα παρατήσουν για να κάνουν
παιδιά ή για να ασχοληθούν με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις)
χαρακτηριστικά του τόπου εργασίας - προκαταλήψεις εναντίον των γυναικών
γενικά 9
(π.χ. προκαταλήψεις στην ιεραρχία προαγωγής, παραδοσιακά υπάρχει μια απροθυμία να
προάγουν γυναίκες, εκ των προτέρων οι γυναίκες εργαζόμενες είναι λιγότερες, δεν υπάρχουν
ίσες ευκαιρίες για όλους, κυριαρχούν φυλετικές διακρίσεις μεταξύ συναδέλφων - πατριαρχία)
συνθήκες εργασίας - ανδρικές δομές 10
(π.χ. κυριαρχία ανδρών στις υψηλές θέσεις εργασίας, άνδρες αφενπκά και υπεύθυνοι,
ανδρικός προσανατολισμός, φαλλοκρατικό δίκτυο γνωριμιών, καταπιεστικοί άνδρες,
φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλησης, περιβάλλον ανδρικής επικράτησης, πατριαρχικές
δομές)
γ.δυσκολίες σχετικές με τις ίδιες τις γυναίκες
ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως μητέρας 11
(π.χ. εάν έχουν παιδιά, εάν θα κάνουν παιδιά, εάν θα φροντίζουν τα παιδιά τους)
ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως συζύγου 12
(π.χ. οικογενειακές και συζυγικές υποχρεώσεις)
γυναικεία χαρακτηριστικά - διαφορετικό στυλ από τους άνδρες 13
(π.χ. λανθασμένο είδος κοινωνικών δεξιοτήτων, οι γυναίκες μιλούν μια διαφορετική γλώσσα
σε σχέση με τους άνδρες, δεν είναι προετοιμασμένες να πατήσουν πάνω σε άλλους, δεν είναι
ανταγωνιστικές και γενικά διαφέρουν από τους άνδρες)
προσωπικά χαρακτηριστικά γυναικών 14
(π.χ. έλλειψη φιλοδοξιών, επιθυμία να κάνουν παιδιά, αναξιοπιστία, ανικανότητα στη λήψη
αποφάσεων, έλλειψη θετικότητας και εμπιστοσύνης)
σωματικά χαρακτηριστικά γυναικών 15
(π.χ. το φυσικό τους μέγεθος, η παρουσία τους συχνά παραβλέπεται, είναι έγκυες)

352
αρνητικές αντιλήψεις γυναικών για άλλες γυναίκες 16
(π.χ. οι γυναίκες ασκούν εξουσία εμποδίζουν την αναρρίχηση άλλων γυναικών στην
επαγγελματική ιεραρχία)

δ.δυσκολίες που προβάλλουν οι άνδρες


ανδρικές αντιλήψεις των γυναικείων χαρακτηριστικών 17
(π.χ. οι άνδρες αντιλαμβάνονται τις γυναίκες ως κατώτερες, ως επιθετικές, θεωρούν ότι
ερωτοτροπούν σε περιβάλλοντα ανδρικής κυρίως απασχόλησης θεωρούν ότι οι γυναίκες είναι
δεμένες κυρίως με το σπίτι τους και αντιλαμβάνονται τις επιτυχημένες γυναίκες ως
καταπιεστικές)
ανδρικές αντιλήψεις της γυναίκας ως «διαφορετικής» 18
(π.χ. ανδρικές προκαταλήψεις, οι γυναίκες δε θεωρούνται όμοιες με τους άνδρες, σοβινιστικές
απόψεις, πίσιη στο ανδρικό φύλο, πατριαρχία)
η ανδρική άμυνα 19
(π.χ. οι άνδρες νιώθουν ότι απειλούνται από επιτυχημένες γυναίκες, ανδρική ανασφάλεια, οι
άνδρες δε θέλουν να διευθύνονται από γυναίκες, δε θέλουν να βλέπουν γυναίκες σε ισχυρούς
ρόλους και είναι απρόθυμοι να παραδεχτούν ότι μερικές γυναίκες είναι πιο ικανές από ότι
πολλοί άνδρες)

353
Ερώτηση 9β: Διαφορές μεταξύ ανδρών σε σχέση με τα επαγγέλματα.

α.κοινωνικές
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιοτορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες, προκαταλήψεις γενικά)
στερεότυπα ορισμένων κοινωνικών ομάδων 4
(π.χ. οικογενειακές προσδοκίες, εκκλησία, απόψεις συντρόφων)

β.πρακτικές, σε σχέση με το επάγγελμα


συνθήκες εργασίας γενικά, ανεξαρτήτως φύλου 5
(π.χ. απαιτούμενη εκπαίδευση, κατάλληλες ικανότητες, προϋπηρεσία, κατάλληλη εργασία )
συνθήκες εργασίας μειονεκτικές για τους άνδρες 6
(π.χ. μερικοί άνδρες έχουν περισσότερες προσβάσεις σε κορυφαίες θέσεις, η πρόσβαση σε
επαγγέλματα εξαρτάται από τα προσόντα του καθένα)
χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας, ανεξαρτήτως φύλου 7
(π.χ. εάν θεωρείσαι κατάλληλος, πολιτικές επαφές, γνωριμίες, διασυνδέσεις, «μέσον»)
χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας εναντίον των ανδρών 8
(π.χ. πόσο «μάτσο», δυνατός και ισχυρός θεωρείται ένας άνδρας, πόσο οι άνδρες ταιριάζουν
με αυτήν την εικόνα, ανθρωποφοβία)

γ.κοινωνικές διαφορές σχετικές με του άνδρες


κοινωνική θέση 9
(π.χ. κοινωνικό γόητρο, θρησκεία, πλούτος, καταγωγή, «ράτσα», εθνικότητα)
εκπαιδευτικό επίπεδο 10
(π.χ. σπουδές, ειδικότητες, μεταπτυχιακά)
ο διπλός ρόλος του άνδρα ως εργαζόμενου και ως πατέρα 11
(π.χ. φροντίδα παιδιών)
ο διπλός ρόλος του άνδρα ως εργαζόμενου και ως συζύγου 12
(π.χ. οικονομικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις, ανάγκη για οικονομική ασφάλεια της
οικογένειας)
ευκαιρίες ζωής 13
(π.χ. ευκαιρίες ζωής, τύχη, εκπαιδευτικές δυνατότητες, επαφές, οικονομική ενίσχυση από την
οικογένεια)

δ.προσωπικές διαφορές ανδρών


θετικά ανδρικά χαρακτηριστικά 14
(π.χ. γνώσεις, εμπειρίες, ηλικία, σεξουαλικές επιλογές, κατανόηση, υγεία)
αρνητικά ανδρικά χαρακτηριστικά 15
(π.χ. γνώσεις, εμπειρίες, ηλικία, σεξουαλικές επιλογές, ανικανότητα, υγεία)
θετικά ανδρικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας 16
(π.χ. προσωπικότητα, ικανότητα, δεξιότητες επικοινωνίας ευφυία, πνευματικές ικανότητες,
ακεραιότητα, έμφυτες κλίσεις, φιλοδοξίες προσωπικές ανάγκες ψυχικό σθένος προσωπικές
προσδοκίες κίνητρα, πίστη και αξίες)
αρνητικά ανδρικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας 17
(π.χ. ανοργάνωτοι)
σωματικά ανδρικά χαρακτηριστικά 18
(π.χ. σωματική δύναμη, παράστημα, ύψος βάρος φυσικά χαρακτηριστικά)

354
Ερώτηση 10β: Διαφορές μεταξύ γυναικών σε σχέση με τα επαγγέλματα.

α. κοινωνικές
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιστορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες, προκαταλήψεις γενικά)
στερεότυπα ορισμένων κοινωνικών ομάδων 4
(π.χ. ανεκτικότητα οικογένειας απόψεις συντρόφων, αντιλήψεις σχετικά με τις καριέρες των
γυναικών, αντιλήψεις εκπαιδευτικών, εκκλησία)

β.πρακτικές σε σχέση με το επάγγελμα


συνθήκες εργασίας ανεξαρτήτως φύλου 5
(π.χ. απαιτούμενη εκπαίδευση, κατάλληλες ικανότητες, προϋπηρεσία, κατάλληλη εργασία)
συνθήκες εργασίας μειονεκτικές για τις γυναίκες 6
(π.χ. παροχές φύλαξης παιδιών, παιδικοί σταθμοί, ανάγκη για οικονομική ασφάλεια)
χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας, ανεξαρτήτως φύλου 7
(π.χ. εάν θεωρείσαι κατάλληλος, πολιτικές επαφές, γνωριμίες, διασυνδέσεις, «μέσον»)
χαρακτηριστικά του χώρου εργασίας εναντίον των γυναικών 8
(π.χ. ισχυρές και επιθετικές γυναίκες θεωρούνται απειλή για τους άνδρες, προκαταλήψεις
εργοδοτών, πατριαρχία)

γ.κοινωνικές διαφορές σχετικές με τις γυναίκες


κοινωνική θέση 9
(π.χ. κοινωνικό γόητρο, θρησκεία, πλούτος, καταγωγή, «ράτσα», εθνικότητα)
εκπαιδευτικό επίπεδο 10
(π.χ. σπουδές, ειδικότητες, μεταπτυχιακά)
ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως μητέρας 11
(π.χ. οικογενειακές υποχρεώσεις, παιδιά)
ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως συζύγου 12
(π.χ. συζυγικές υποχρεώσεις, άλλοι εξαρτημένοι, γονείς)
ευκαιρίες ζωής 13
(π.χ. ευκαιρίες ζωής, τύχη, εκπαιδευτικές δυνατότητες, επαφές, αν υπάρχει κάποιος άλλος
εργαζόμενος στην οικογένεια, εάν ο σύντροφος ή ο σύζυγος μετακινείται)

δ.προσωπικές διαφορές γυναικών


θετικά γυναικεία χαρακτηριστικά 14
(π.χ. γνώσεις, εμπειρίες ηλικία, σεξουαλικές επιλογές, κατανόηση, υγεία, επιθυμία να
λειτουργήσουν σ' ένα ανδροκεντρικό περιβάλλον)
αρνητικά γυναικεία χαρακτηριστικά 15
(π.χ. γνώσεις εμπειρίες ηλικία, σεξουαλικές επιλογές ανικανότητα, υγεία)
θετικά γυναικεία χαρακτηριστικά προσωπικότητας 16
(π.χ. προσωπικότητα, ικανότητα, έμφυτες κλίσεις φιλοδοξίες προσωπικές ανάγκες
προσωπικές προσδοκίες επιθυμία για ανεξαρτησία)
αρνητικά γυναικεία χαρακτηριστικά προσωπικότητας 17
(π.χ. έλλειψη αυτοπεποίθησης ευαισθησία, φροντίδα, ενοχή)
σωματικά γυναικεία χαρακτηριστικά 18
(π.χ. ομορφιά, ελκυστικότητα, σωματικό ανάστημα, εμφάνιση, όψη)

355
ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ

Ερώτηση 18β: Περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία των γυναικών.

α.κοινωνικοί
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιοτορικοί λόγοι 2
(π.χ. "ανδρικός κόσμος", αντίσταση στην αλλαγή, συντηρητικές απόψεις, πατριαρχία)
κοινωνικά στερεότυπα-ήθη 3
(π.χ. κοινή γνώμη, κοινωνικά ήθη, κοινωνικές προσδοκίες, κοινωνικές συμπεριφορές,
στερεότυπα φύλων, κοινωνικές επιδράσεις των MME, οικογενειακές αξίες, σεξισμός,
ρατσισμός)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. οι γυναίκες θεωρούνται υπεύθυνες για τα παιδιά, οι γυναίκες θα έπρεπε να μένουν στο
σπίτι και να καταπιέσουν την επιθυμία τους για ελευθερία, σεξουαλικές προκαταλήψεις ο
κόσμος τις αντιμετωπίζει ως ανδρογυναίκες, λεσβίες, φεμινίστριες)
προσδοκίες συγγενών 5
(π.χ. απόρριψη από γονείς, καταπίεση, οικογενειακές προσδοκίες, προσδοκίες συντρόφου,
συζύγου)
προσδοκίες συγκεκριμένων ομάδων 6
(π.χ. προσδοκίες σχολείου, πλύση εγκεφάλου από διάφορους θεσμούς κτλ.)

β.πρακτικοί
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες γενικά 7
(π.χ. πατριαρχία στην εργασία, καταπίεση, οι άνδρες κυριαρχούν σε θέσεις εξουσίας, ελέγχουν
την αγορά εργασίας, διακρίσεις, σεξισμός, ανδρικές συμπεριφορές)
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για γυναίκες 8
(π.χ. οικονομική ανασφάλεια, κακή οικονομία κράτους, δυσκολότερη πρόσβαση σε καλά
επαγγέλματα, οι γυναίκες αποτελεσματικά προγραμματίζονται έξω από τα επαγγέλματα,
επίπεδο εκπαίδευσης και γνώσεων, οικονομικές δυσκολίες, χρήματα, φτώχεια)
κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για γυναίκες γενικά 9
(π.χ. θέμα προσωπικής ασφάλειας, να περπατά μόνη στο δρόμο τη νύχτα, να ταξιδεύει μόνη,
φόβος απέναντι στους άνδρες, έλλειψη ελευθερίας να κάτσεις σε κάποιο cafe-bar χωρίς να
τραβήξεις την προσοχή)
χαρακτηριστικά σχέσεων 10
(π.χ. καταπιεστικοί σύντροφοι, γονείς, άλλες σχέσεις στο σπίτι, οικογενειακή επίδραση,
καταπίεση, εξάρτηση από άνδρες, εξάρτηση από άλλους)

γ.περιορισμοί σχετικοί με τις ίδιες τις γυναίκες


ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως μητέρας 11
(π.χ. εάν έχουν παιδιά, εάν θα κάνουν παιδιά, εάν θα φροντίζουν τα παιδιά, υπευθυνότητα για
παιδιά γενικά, δυσκολίες στη γέννηση, βρέφη)
ο διπλός ρόλος της γυναίκας ως εργαζόμενης και ως συζύγου 12
(π.χ. οικογενειακές και συζυγικές υποχρεώσεις, υποχρεώσεις στο σπίτι, οικογενειακοί δεσμοί,
άλλοι εξαρτημένοι από αυτές, φροντίδα ηλικιωμένων, ανύπαντρες μητέρες)
μη σωματικά γυναικεία χαρακτηριστικά 13
(π.χ. φόβος να ταξιδέψουν μόνες, φόβος να ζήσουν μόνες, φόβος να περπατούν στους
δρόμους τη νύχτα, χαρακτήρας, έλλειψη ακεραιότητας, ενοχή, έλλειψη αυτοπεποίθησης,
γυναικείες συμπεριφορές, ψυχολογικά προβλήματα)
σωματικά γυναικεία χαρακτηριστικά 14
(π.χ. ανικανότητα, μειωμένη σωματική δύναμη, εγκυμοσύνη)
προσωπικά χαρακτηριστικά γυναικών 15
(π.χ. ηλικία, υγεία, "ράτσα", θρησκεία, σεξουαλική επιλογή)

356
Ερώτηση 19β: Περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία των ανδρών.

α.κοινωνικοί
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιοτορικοί λόγοι 2
(π.χ. ιστορία, παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα-ήθη 3
(π.χ. κοινωνικά ήθη, κοινωνικές προσδοκίες ρόλων, διάκριση, ρατσισμός, σεξισμός)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. είναι αδύνατο να συζητήσεις λογικά και εμπεριστατωμένα με τις γυναίκες για πολλά
θέματα)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στους άνδρες 5
(π.χ. οι άνδρες δυσκολεύονται να εκφράσουν την «ευαίσθητη» και «ευγενική» τους πλευρά,
αυτό θεωρείται αδυναμία ή σημάδι ομοφυλοφιλίας, περιμένουν από τον άνδρα να φερθεί ως
«άνδρας», προσδοκίες άλλων, οι άνδρες προσπαθούν να ακολουθήσουν αυτά τα ανδρικά
στερεότυπα)
προσδοκίες συγγενών 6
(π.χ. προσδοκίες οικογενειακού περιβάλλοντος, γονέων, συντρόφων, συζύγων)

β. πρακτικοί
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες γενικά 7
(π.χ. καταπίεση)
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για άνδρες 8
(π.χ. οικονομικές δυσκολίες, χρήματα, φτώχεια, οικονομία, εκπαίδευση)
κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για άνδρες γενικά 9
(π.χ. νομικές απαιτήσεις)
χαρακτηριστικά σχέσεων 10
(π.χ. γυναίκες που γκρινιάζουν, καταπιεστικοί σύντροφοι)

γ.περιορισμοί σχετικοί με τους ίδιους τους άνδρες


ο διπλός ρόλος του άνδρα ως εργαζόμενου και ως πατέρα 11
(π.χ. υποχρεώσεις παιδιών)
ο διπλός ρόλος του άνδρα ως εργαζόμενου και ως συζύγου 12
(π.χ. οικογενειακές και συζυγικές υποχρεώσεις, οικογενειακοί δεσμοί)
μη σωματικά ανδρικά χαρακτηριστικά 13
(π.χ. χαρακτήρας, ψυχολογία, ενοχές, ικανότητα να ρισκάρεις συμβατικότητα, ανασφάλεια)
σωματικά ανδρικά χαρακτηριστικά 14
(π.χ. εμφάνιση, το ντύσιμο, σωματική δύναμη)
προσωπικά χαρακτηριστικά ανδρών 15
(π.χ. ηλικία, υγεία, «ράτσα», θρησκεία, σεξουαλική επιλογή)

357
Παράρτημα III
Ερωτήσεις ομάδων εστίασης
ΟΜΑΔΕΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ: ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΟΙ ΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ: ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗ,
ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Παρακαλώ συμπληρώστε τα παρακάτω στοιχεία:

ΟΝΟΜΑ
ΗΛΙΚΙΑ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΤΟΠΟΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΑΤΕΡΑ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΜΗΤΕΡΑΣ

Αναφέρετε, συνοπτικά, μερικά παραδείγματα δραστηριοτήτων μιας γυναίκας η οποία,

εργάζεται,

είναι παντρεμένη,

και έχει ένα παιδί.

361
ΟΜΑΔΕΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ:
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟ-ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ.

1. Προσπαθήστε να φανταστείτε τον εαυτό σας σε 10 χρόνια από σήμερα. Θα


ήθελα να περιγράψετε μια συνηθισμένη ημέρα σας.

Εργάζεστε; Είστε παντρεμένη; Συζείτε; Έχετε παιδιά;


Θα ήθελα να μου περιγράψετε μερικές από τις δραστηριότητες σας.

2. Τι σημαίνει επαγγελματική επιτυχία;

Τι επάγγελμα θα θέλατε να ασκήσετε; Πού θα θέλατε να εργαστείτε;


Ποιες είναι οι επαγγελματικές σας φιλοδοξίες; Ποιες είναι οι προσδοκίες σας;
Πόσο σημαντική θεωρείτε την επαγγελματική επιτυχία;

3. Τι σας έκανε να επιλέξετε το συγκεκριμένο επάγγελμα ή τις συγκεκριμένες


σπουδές; Ποιοι νομίζετε ότι ήταν ή είναι οι λόγοι των επιλογών σας;

Αντιμετωπίζετε ή νομίζετε ότι θα αντιμετωπίσετε προβλήματα στην αγορά εργασίας; Τι είδους


προβλήματα;
Πιστεύετε ότι το φύλο σας επηρεάζει την επαγγελματική σας εξέλιξη;
Οι επαγγελματικοί στόχοι μιας γυναίκας συμβαδίζουν με τις υπόλοιπες επιλογές της και τους
ρόλους της στη ζωή;

4. Τι γνώμη έχετε για το γάμο; Πώς νιώθετε για την οικογένεια;

Θέλετε να παντρευτείτε; Θέλετε να κάνετε παιδιά;


Θεωρείτε ότι ο γάμος και η οικογένεια δεσμεύουν μια γυναίκα περισσότερο από έναν άνδρα;
Με ποιους τρόπους;
Πώς σκέπτεστε να συνδυάσετε οικογένεια και καριέρα;
Ποιες είναι οι προσδοκίες των γονιών σας; Τι προσδοκούν οι άλλοι από εσάς;

5. Ποια είναι η θηλυκή ταυτότητα σήμερα; Ποιες είναι οι επιταγές της


θηλυκότητας;

Ποιες θεωρούνται κατάλληλες "γυναικείες" συμπεριφορές και ποιες "ανδρικές";


Αναφέρετε μερικά γυναικεία πρότυπα, στα οποία θα θέλατε να μοιάσετε.
Ενδιαφέρεστε για τη θηλυκότητα σας; Με ποιους τρόπους;

6. Νιώθετε ότι συμβαδίζετε με την εποχή σας; Τι από όσα αναφέρατε θα σας
χαρακτήριζε ρομαντικές, σύγχρονες ή γυναίκες του μέλλοντος;

Νιώθετε ότι καταπιέζεστε; Σε ποιόν τομέα νιώθετε να περιορίζεστε περισσότερο;


Ποιοι - φορείς ή άτομα - ασκούν τη μεγαλύτερη πίεση και επηρεάζουν τις αποφάσεις σας;
Πως αντιμετωπίζετε τις συγκρούσεις ή τα διλήμματα που σας παρουσιάζονται.

7. Τελικά, ποια πιστεύετε ότι θα είναι η εξέλιξη σας;

Νιώθετε να διχάζεστε ανάμεσα στην εμπειρία σας και στην εξωτερική πραγματικότητα;
Αντιμετωπίζετε με ρεαλισμό τις συνθήκες του κοινωνικοοικονομικού σας περιβάλλοντος;

362
Παράρτημα IV
Οδηγίες απομαγνητοφώνησης
ομαδικών συνεντεύξεων
ΟΔΗΓΙΕΣ Π Α ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ.

Οδηγίες απομαγνητοφώνησης και κωδικοποίησης των δεδομένων από τις ομαδικές


συνεντεύξεις, Potter & Wetherell (1987), "Discourse and Social Psychology.
Beyond Attitudes and Behavior", London: Sage Publications, p. 188-189.

1. Όταν κάποιος διακόπτει την πρόταση κάποιου άλλου και οι προτάσεις αλληλοκαλύπτονται,
τότε η διακοπή αποτυπώνεται με μια ανοιχτή αγκύλη, για παράδειγμα:
• Α: Αυτό που θέλω [ να πω είναι ότι
• Β: [ εννοείς δηλαδή ότι

2. Όταν υπάρχει σημαντικό κενό ανάμεσα στις προτάσεις, δηλαδή ένα μεγάλο διάστημα
παύσης, τότε αυτό δηλώνεται με δύο αποσιωπητικά μέσα σε παρένθεση, για παράδειγμα:
• Α: Τέλος πάντων, Μαρία εσύ συμφωνείς;
• Β: ( . . ) Ναι βέβαια.

3. Ένα ή περισσότερα θαυμαστικά στο τέλος μιας λέξης, υποδηλώνουν ότι το υποκείμενο
τραβάει τον ήχο της τελευταίας λέξης, συγκεκριμένα τον ήχο του τελευταίου φωνήεντος
της λέξης, για παράδειγμα:
• Α: Ναι!! φυσικά!!

4. Η πλάγια γραφή υποδηλώνει είτε ότι οι λέξεις προφέρονται με έμφαση, είτε ότι
προφέρονται δυνατότερα σε σχέση με τον τόνο της προηγούμενης συζήτησης, για
παράδειγμα:
• Α: Όχι δεν συμφωνώ, δεν συμφωνώ καθόλου.

5. Η τελεία πριν από μια λέξη δηλώνει μια βαθιά εισπνοή, για παράδειγμα:
• Α: Νομίζω ότι. τι να πω χρειάζομαι περισσότερο χρόνο.

6. Ότι αναφέρεται μέσα σε παρενθέσεις είναι επεξηγηματικές πληροφορίες, ενώ τα τρία


αποσιωπητικά δηλώνουν ότι το υλικό του κειμένου έχει παραληφθεί ηθελημένα, για
παράδειγμα:
• Α: Η Άννα (η αδελφή του υποκειμένου) λέει συνήθως . . . γΓ αυτόν τον λόγο και εγώ δεν
επεμβαίνω (γέλια).

365

You might also like