Professional Documents
Culture Documents
ΝΕΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΦΑΙΡΑΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
ΝΕΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΦΑΙΡΑΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΗΛΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
ί : ,
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2002
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΟΑΝΑΣΙΑΔΟΥ
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2002
Τριμελής επιτροπή:
Μαρία Δικαίου,
αναπληρώτρια καθηγήτρια Τμήματος Ψυχολογίας, Α.Π.Θ.
V
3.2.2 Στερεότυπα φύλου και επαγγελματικός προσανατολισμός 122
3.2.2.1 Η επαγγελματική ανάπτυξη των γυναικών 124
3.2.3 Εκπαίδευση και απελευθέρωση των γυναικών 126
3.2.4 Ανακεφαλαίωση 129
3.3 Επιλογές πτυχιούχων γυναικών: συμπεράσματα ερευνών 131
3.3.1 Διαδικασίες μετάβασης από την εκπαίδευση στην απασχόληση 131
3.3.2 Επιλογές πτυχιούχων γυναικών σε σχέση με την μισθωτή εργασία και την
οικογένεια 135
3.3.2.1 Η συμφιλίωση της εργασίας και της οικογένειας στην ελληνική
πραγματικότητα 139
3.3.2.2 Απασχόληση και γονιμότητα των ελληνίδων 142
3.3.3 Συμπεράσματα και κριτική 144
5. Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων στη Δημόσια &
Ιδιωτική Ζωή 159
5.1 Εισαγωγή 161
5.2 Τα επιμέρους ερωτήματα της μελέτης με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες 161
5.3 Η μέθοδος της ποσοτικής μελέτης 162
5.3.1 Το εργαλείο της μελέτης 162
5.3.1.1 Η προέλευση και οι δοκιμασίες του ερωτηματολογίου 164
5.3.1.2 Η διαδικασία συλλογής των δεδομένων 166
5.3.2 Η ανάλυση των δεδομένων 166
5.4 Το δείγμα της μελέτης 168
5.4.1 Κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά του δείγματος 170
5.5 Τα αποτελέσματα της μελέτης 172
5.5.1 Μισθωτή εργασία 172
5.5.2 Ιδιωτική ζωή 185
5.6 Πηγές πληροφόρησης φοιτητών 195
5.7 Συμπεράσματα 196
VI
6.5.2.1 Το ρεπερτόριο της «βιολογικής διάκρισης» 226
6.5.2.2 Το ρεπερτόριο της «διάκρισης των ρόλων» 229
6.5.2.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της διαφοράς 233
6.5.3 Τα ρεπερτόρια της αντίστασης στις διακρίσεις φύλου 235
6.5.3.1 Το ρεπερτόριο της «άρνησης» 236
6.5.3.2 Το ρεπερτόριο της «επίγνωσης» 238
6.5.3.3 Το ρεπερτόριο της «ανημποριάς» 241
6.5.3.4 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της αντίστασης 242
6.5.4 Τα ρεπερτόρια των σπουδών 243
6.5.4.1 Το ρεπερτόριο της «ασυνείδητης» επιλογής σπουδών 244
6.5.4.2 Το ρεπερτόριο της «αποσύνδεσης» των σπουδών από την καριέρα 247
6.5.4.3 Το ρεπερτόριο των σπουδών ως «αντίσταση» στον αποκλεισμό από την
αγορά εργασίας 249
6.5.4.4 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων για τις σπουδές 250
6.5.5 Τα ρεπερτόρια της οικογένειας 251
6.5.5.1 Το ρεπερτόριο της οικογένειας ως «προορισμού» 253
6.5.5.2 Το ρεπερτόριο της «ανακατανομής» των οικιακών ρόλων 260
6.5Γ5.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της οικογένειας 268
6.5.6 Τα ρεπερτόρια της μητρότητας 269
6.5.6.1 Το ρεπερτόριο της «αποκλειστικής» μητρότητας 271
6.5.6.2 Το ρεπερτόριο του «ασυμβίβαστου» της μητρότητας 276
6.5.6.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της μητρότητας 279
6.5.7 Τα ρεπερτόρια της επιτυχίας 281
6.5.7.1 Το ρεπερτόριο της «γυναικείας» επαγγελματικής επιτυχίας 281
6.5.7.2 Το ρεπερτόριο της «συμφιλίωσης» ανάμεσα στην εργασία και την
οικογένεια 287
6.5.7.3 Οι συνέπειες των ρεπερτορίων της επιτυχίας 291
6.5.8 Το ρεπερτόριο της «σύγκρουσης» ανάμεσα στην εμπειρία και στην
πραγματικότητα 292
6.6 Συμπεράσματα 298
Βιβλιογραφία 313
Παράρτημα Ι 333
Παράρτημα I I 347
Παράρτημα I I I 359
Παράρτημα IV 363
VII
Πρόλογος και ευχαριστίες.
Όταν κανείς διαβάζει τον τίτλο μιας διατριβής που απευθύνεται σε γυναίκες ή
αφιερώνεται σε όλες τις γυναίκες, περιμένει να αντικρίσει μια επιθετική φεμινίστρια και τις
περισσότερες φορές νιώθει καχύποπτα σε σχέση με το θέμα, τον «λόγο» και τα
αποτελέσματα της μελέτης. Ωστόσο, το φεμινισπκό κίνημα, παρά τον πόλεμο που δέχθηκε
σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, αποτέλεσε ένα από τα πιο επιτυχημένα και επαναστατικά
κινήματα του προηγούμενου αιώνα, με πολλές ευεργετικές συνέπειες στις ζωές των
περισσοτέρων γυναικών. Δεν ντρέπομαι, ούτε φοβάμαι τον όρο «φεμινίστρια» - αντιθέτως,
εύχομαι να συνέβαλα ουσιαστικά στην ενίσχυση της συνείδησης των γυναικών και στην
προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της καθημερινότητας που τους επιβάλλει
το φύλο τους. Από την άλλη, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο φεμινισμός, σήμερα
τουλάχιστον, δεν εναντιώνεται στους άνδρες εν γένει, αλλά αποτελεί μια πολιτική και
ακαδημαϊκή κυρίως προσπάθεια για ισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα και για μια
δημοκρατική κοινωνία, κάτι που αφορά εξίσου άνδρες και γυναίκες.
Η συγκεκριμένη μελέτη αναφέρεται κυρίως στις επιλογές των νέων γυναικών,
αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στους τρόπους με τους οποίους προσπαθούν να
αντιμετωπίσουν συγκρούσεις και διλήμματα που προκύπτουν από τον συνδυασμό των
επαγγελματικών και οικογενειακών τους ρόλων. Αφορμή για την επιλογή του θέματος
υπήρξαν τα προσωπικά μου βιώματα αλλά και η εξοικείωση μου με θέματα φύλου σε
προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο σπουδών. Αυτό που αποκόμισα, μετά την
επιστημονική μου ενασχόληση με ζητήματα που αφορούν στο γυναικείο πληθυσμό, είναι
κυρίως οι ανεξίτηλες ακαδημαϊκές γνώσεις στα θέματα αυτά και η πολύτιμη ερευνητική
εμπειρία. Ωστόσο, δεν θέλω να παραλείψω το γεγονός ότι ταυτόχρονα γνώρισα πολύ
καλύτερα τον εαυτό μου, τη γυναικεία μου ταυτότητα και εμπλούτισα τις σχέσεις μου με
άλλους ανθρώπους άνδρες και γυναίκες.
Στο σημείο αυτό όμως θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους όσοι με βοήθησαν
στην ολοκλήρωση της διδακτορικής μου διατριβής. Πρώτα απ' όλα, χρωστώ ένα μεγάλο
ευχαριστώ στην αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας, Βασιλική Δεληγιάννη-
Κουϊμτζή, η οποία εκτός από την επιστημονική εποπτεία της διατριβής, ανέλαβε και την
συναισθηματική υποστήριξη μου σε πολύ δύσκολες στιγμές. Δίχως τη συμπαράσταση της
την ευχάριστη πάντα διάθεση της και την επιμονή της πιστεύω ότι με πολύ μεγαλύτερη
δυσκολία θα έφτανα στο σημείο που βρίσκομαι τώρα, να γράφω δηλαδή αυτόν τον πρόλογο
και να τελειώσω το έργο που ανέλαβα. Επιπλέον, θα ήθελα να την ευχαριστήσω ολόψυχα για
την εμπιστοσύνη που έδειξε στις ικανότητες μου, γεγονός που άλλαξε ουσιαστικά τη διάθεση
μου, σε καιρούς που αισθανόμουν έτοιμη να εγκαταλείψω κάθε προσπάθεια. Εύχομαι να είναι
πάντα καλά και να μας εκπαιδεύει με το ήθος της, την εμπειρία της και τις γνώσεις της.
IX
Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά:
Τις αναπληρώτριες καθηγήτριες Μαρία Δικαίου και Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραοτεργίου,
οι οποίες δέχθηκαν να αναλάβουν την εποπτεία της διατριβής και να συμβάλουν με τις καίριες
παρατηρήσεις τους και τις σοφές υποδείξεις τους στην ολοκλήρωση της διατριβής.
Τον συνεργάτη Κώστα Ζαφειρόπουλο, για την στατιστική επεξεργασία των ποσοτικών
δεδομένων της έρευνας και την προθυμία του να συζητήσει μαζί μου και να λύσει κάθε απορία
μου, όποτε τον χρειάστηκα.
Την φίλη μου Κατερίνα Βλυσίδου για την βοήθεια της στο επίπονο έργο της
απομαγνητοφώνησης των συνεντεύξεων της έρευνας.
Τις δύο φοιτήτριες του Τμήματος Ψυχολογίας, οι οποίες βοήθησαν στην
κωδικοποίηση των ανοιχτών ερωτήσεων του ερωτηματολογίου. Τον ξάδελφο μου Δημήτρη
Κοτσώνη, „φοιτητή τότε της πληροφορικής, του οποίου η βοήθεια ήταν πολύτιμη για την
εισαγωγή των δεδομένων της ποσοτικής μελέτης στον υπολογιστή.
Τον φίλο μου και συνάδελφο Τάσο Πασχάλη, ο οποίος βοήθησε στην τελική
μορφοποίηση του κειμένου της διατριβής.
Τους καθηγητές και τις καθηγήτριες του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
που με φιλοξένησαν στα μαθήματα τους, προκειμένου να μοιράσω το ερωτηματολόγιο σε
φοιτητές και φοιτήτριες και φυσικά όλες τις γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις.
Δίχως αυτές δεν θα ήταν δυνατό να ολοκληρώσω την έρευνα μου. Ελπίζω να μην τις
κούρασα με τις επανειλημμένες ενοχλήσεις μου για τον διακανονισμό των ομαδικών
συνεντεύξεων και να μην τις αδίκησα με τις ερμηνείες μου.
Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην οικογένεια μου, στους γονείς μου Βέρα και
Χρήστο Αθανασιάδη, στον αδερφό μου Θανάση Αθανασιάδη και ιδιαίτερα στον θείο μου
Κώστα Νικολα'ίδη. Δίχως τη βοήθεια και τη συμπαράσταση τους δεν θα είχα φτάσει ποτέ σε
ένα τόσο υψηλό επίπεδο σπουδών. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι με
ανέχτηκαν υπομονετικά κατά τη διάρκεια της συγγραφής της διδακτορικής διατριβής.
χ
Εισαγωγή.
XI
Εισαγωγή
β) Στη μελέτη των γνώσεων και των αντιλήψεων που έχουν διαμορφώσει σήμερα οι
φοιτητές και οι φοιτήτριες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη θέση της γυναίκας και τους
ρόλους των δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία, στους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας
ζωής.
γ) Στη μελέτη μιας ιδιαίτερης και προνομιούχου κοινωνικής ομάδας γυναικών, όπως
είναι οι νέες γυναίκες, απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στις διαδικασίες
μετάβασης των γυναικών αυτών από τις ανώτατες σπουδές στην αγορά εργασίας ή στη
δημιουργία οικογένειας.
δ) Στην ανακάλυψη των τρόπων με τους οποίους η. παραπάνω ομάδα γυναικών
αντιμετωπίζει και πραγματεύεται ενεργητικά τις συνθήκες της ανισότητας του φύλου, στο
πλαίσιο διαφόρων κοινωνικών θεσμών (όπως είναι η οικογένεια, η εκπαίδευση και η αγορά
εργασίας) και στην ανακάλυψη των «στρατηγικών επιβίωσης» που υιοθετεί.
Για τους παραπάνω στόχους, αποφασίστηκε ο συνδυασμός της ποσοτικής και της
ποιοτικής μεθοδολογίας. Συγκεκριμένα, διεξήχθησαν δύο διαφορετικές μελέτες σε δύο
διαφορετικούς πληθυσμούς. Η πρώτη μελέτη διερεύνησε τις ανπλήψεις 288 σπουδαστών
ενός ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, σε σχέση με τη θέση και τους ρόλους των δύο
φύλων στη μισθωτή εργασία και στην ιδιωτική ζωή. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα
ερωτηματολόγιο γνώσεων και αξιών σε θέματα φύλου. Η πρώτη μελέτη κάλυψε κάποια κενά
της ελληνικής βιβλιογραφίας, ειδικά σε ότι αφορά τις μελλοντικές επιλογές των φοιτητών και
των φοιτητριών και σκιαγράφησε το πλαίσιο για τα ερωτήματα και τις αναλύσεις της δεύτερης
μελέτης. Η δεύτερη μελέτη, απευθύνθηκε αποκλειστικά σε γυναίκες πτυχιούχους, οι οποίες
βρίσκονταν στο στάδιο της μετάβασης από τις σπουδές στην αγορά εργασίας και στη
δημιουργία οικογένειας. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η ομαδική
συνέντευξη εσπασης, ενώ για την ανάλυση των δεδομένων υιοθετήθηκε η θεωρία και η
μέθοδος της ανάλυσης λόγου.
Επομένως, το πρώτο κεφάλαιο της διατριβής ξεκινά με την παρουσίαση του
θεωρητικού πλαισίου, στο οποίο στηρίζονται, κατά ένα μεγάλο μέρος, οι αναλύσεις και οι
ερμηνείες των αποτελεσμάτων της έρευνας. Το κεφάλαιο διακρίνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο
μέρος του κεφαλαίου πραγματεύεται την υποδεέστερη θέση της γυναίκας, παγκόσμια και
διαχρονικά, μέσα από τις σημαντικότερες κοινωνιολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες
εστιάζουν κυρίως σε κοινωνικές δομές, θεσμούς και διαδικασίες. Έτσι, γίνεται μια απόπειρα
ερμηνείας του φαινομένου της πατριαρχίας και του καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα στα
φύλα, στις σφαίρες του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου. Επίσης, παρουσιάζονται οι
κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες ενώ ασκείται κριτική στις βασικές προτάσεις της κάθε μιας. Η
σύγχρονη κριτική στις παραπάνω θεωρίες, προκύπτει από τη μεταμοντέρνα παράδοση και
ειδικότερα από το ακαδημαϊκό ρεύμα του φεμινιστικού μεταοτρουκτουραλισμού, το οποίο
_^ εισήγαγε νέες μεθοδολογίες και πρακτικές στην επιστημονική έρευνα - πρακτικές, οι οποίες
^»οϊΝ. , , , , , , .
>/η 'νεβηρεασαν σημαντικά τη μεθοδολογία της συγκεκριμένης έρευνας. Στο δεύτερο μέρος του
/ */ Χΐι
.•<•,.«• »
Εισαγωγή
κεφαλαίου γίνεται μια απόπειρα προσέγγισης του ζητήματος των φυλετικών σχέσεων μέσα
από τις σημαντικότερες ψυχολογικές θεωρίες ταυτότητας του φύλου, οι οποίες εστιάζουν στο
άτομο και στη διαφορετική ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη της προσωπικότητας των ανδρών
και των γυναικών. Αρχικά, ερμηνεύεται η διαφορά ανάμεσα στο βιολογικό και στο κοινωνικό
φύλο (sex and gender), ενώ στη συνέχεια παρουσιάζονται οι κλασσικές και οι φεμινιστικές
ψυχολογικές θεωρίες για τη συγκρότηση της φυλετικής ταυτότητας. Οι τελευταίες κάνουν
ιδιαίτερη μνεία σε φαινόμενα όπως, η εμμονή των γυναικών σπς σχέσεις με άλλους
ανθρώπους, η εξέλιξη της γυναικείας ηθικής σκέψης και το φαινόμενο της γυναικείας
μητρότητας. Το δεύτερο μέρος ολοκληρώνεται και πάλι με την κριτική του κινήματος του
μεταοτρουκτουραλισμού στις θεωρίες της ταυτότητας του φύλου και την εναλλακτική
πρόταση της «κοινωνικής κατασκευής» της φυλετικής ταυτότητας, μέσα από τους κυρίαρχους
λόγους μιας κοινωνίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται με πραγματικούς αριθμούς και ποσοστό η
κοινωνική θέση της γυναίκας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και διεξοδικότερα στην
ελληνική κοινωνία. Συγκεκριμένα, αποτυπώνεται η μειονεκτική θέση της ελληνίδας στους
τομείς της πολιτικής, της εκπαίδευσης της αγοράς εργασίας και της οικογένειας. Παράλληλα,
γίνεται μια εκτενής αναφορά στη σύγχρονη ελληνική νομοθεσία σε σχέση με ζητήματα
ισότητας των δύο φύλων, ειδικότερα στον τομέα της μισθωτής απασχόλησης.
Το τρίτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην εκπαίδευση, στις δυνατότητες
επαγγελματικής ανάπτυξης των γυναικών και στις επιλογές ζωής των πτυχιούχων γυναικών.
Το κεφάλαιο ξεκινά με τα στερεότυπα φύλου στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και κυρίως
σιην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τα οποία αναπαράγουν σε μαθητές και σπουδαστές τους
άνισους φυλετικούς ρόλους της ευρύτερης κοινωνίας. Ακολουθεί μια ιδιαίτερη αναφορά σιην
επαγγελματική ανάπτυξη των γυναικών και στα προγράμματα επαγγελματικού
προσανατολισμού της δευτεροβάθμιας κυρίως εκπαίδευσης, τα οποία όπως φαίνεται
κατευθύνουν τις επαγγελματικές επιλογές των νέων γυναικών σε παραδοσιακά γυναικείους
τομείς σπουδών και αντίστοιχα επαγγέλματα. Ωστόσο, συμπεραίνεται ότι η εκπαίδευση και
ειδικά η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο για την
επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη ή ανεξαρτησία των γυναικών. Το δεύτερο μέρος του
κεφαλαίου αποτελεί μια επισκόπηση των ερευνών της διεθνούς βιβλιογραφίας σε σχέση με τις
προσωπικές και επαγγελματικές επιλογές των γυναικών, ειδικότερα των γυναικών αποφοίτων
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Επισημαίνονται οι αντιλήψεις των πτυχιούχων γυναικών αλλά
και ανδρών για τους ρόλους των δύο φύλων, στους τομείς της οικογένειας και της μισθωτής
εργασίας, ενώ ταυτόχρονα περιγράφεται η αλληλεπίδραση και η συμφιλίωση της εργασιακής
και οικογενειακής ζωής των γυναικών.
Τα κενά και οι ελλείψεις της παραπάνω βιβλιογραφίας οδηγούν στους στόχους και στα
ερωτήματα της έρευνας, τα οποία παρουσιάζονται διεξοδικά στο τέταρτο κεφάλαιο της
διατριβής. Στο ίδιο κεφάλαιο υποστηρίζεται θεωρητικά και η μεθοδολογία της έρευνας, η
XIII
Εισαγωγή
οποία βασίζεται στο συνδυασμό της ποσοτικής με την ποιοτική έρευνα, ενώ τεκμηριώνεται η
απόφαση για την εκπόνηση δύο διαφορετικών μελετών - μιας ποσοτικής και μιας ποιοτικής -,
κάθε μία από τις οποίες απαντά σε διαφορετικά ερωτήματα, περιλαμβάνει ένα διαφορετικό
δείγμα και προσεγγίζει τα δεδομένα της με ένα διαφορετικό τρόπο ανάλυσης.
Το πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζει τους στόχους, τα ερωτήματα, τη μεθοδολογία και
τα αποτελέσματα της πρώτης μελέτης με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες, η οποία ακολουθεί
με συνέπεια την ποσοτική μεθοδολογία έρευνας. Η έμφαση δίδεται στις γνώσεις και στις
αντιλήψεις που εκφράζουν οι άνδρες και οι γυναίκες του δείγματος σε σχέση με τη θέση της
γυναίκας και τους ρόλους των δύο φύλων στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα της σύγχρονης
ελληνικής κοινωνίας. Η πρώτη μελέτη προϋποθέτει ότι η ταυτότητα του φύλου προσδιορίζει
μελλοντικές επιλογές και αποτελεί καθοριστικό παράγοντα του τρόπου με τον οποίον φοιτητές
και φοιτήτριες σχεδιάζουν τη ζωή και την καριέρα τους, αντιμετωπίζουν συγκρούσεις και
διεκδικούν δικαιώματα - γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα της μελέτης.
Συγκεκριμένα, οι διαφορετικές αξίες και απόψεις ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες
πτυχιούχους αντικατοπτρίζουν αφ' ενός τις ευρύτερες στερεότυπες αντιλήψεις της ελληνικής
κοινωνίας σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων, αφ' ετέρου συνθέτουν ένα κοινωνικό
πλαίσιο αντιφάσεων και συγκρούσεων, ειδικά για τις νέες γυναίκες απόφοιτες πανεπιστημίου,
όσον αφορά σπς μελλοντικές τους επιλογές.
Το έκτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τους στόχους, τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα
της δεύτερης μελέτης με τις γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, η οποία ακολουθεί
το μοντέλο της ποιοτικής μεθοδολογίας και συγκεκριμένα τη θεωρία και τη μέθοδο της
ανάλυσης λόγου. Η έμφαση δίδεται στα «γλωσσικά ρεπερτόρια» που χρησιμοποιούν οι νέες
γυναίκες, κατά τη μετάβαση τους από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας, προκειμένου να
ερμηνεύσουν την κοινωνική πραγματικότητα, να κατασκευάσουν την ταυτότητα τους, να
καθορίσουν τις επιλογές τους και να επιλύσουν διλήμματα σε σχέση με τους ρόλους τους,
στον τομέα της απασχόλησης και της οικογένειας. Τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια των γυναικών
επηρεάζονται από τους κυρίαρχους λόγους για τις σχέσεις των φύλων που επικρατούν στην
ελληνική κοινωνία και αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες αλληλεπιδρούν
ενεργητικά με κοινωνικούς θεσμούς, όπως η οικογένεια, ο σχολείο και η αγορά εργασίας. Η
μελέτη καταλήγει στη διαπίστωση ότι τα ρεπερτόρια των γυναικών εμπεριέχουν ταυτόχρονα
στοιχεία συμβιβασμού και αντίστασης απέναντι στο κυρίαρχο μοντέλο της γυναικείας
υποβάθμισης, αναπαράγοντας έτσι, την ευρύτερη ιδεολογία της κοινωνικής ανισότητας και
των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών.
Τέλος στο έβδομο κεφάλαιο, παρουσιάζονται τα συνολικά συμπεράσματα της
έρευνας και από τις δύο μελέτες. Επίσης, αναφέρονται οι περιορισμοί της έρευνας, ενώ
παρουσιάζονται θεματικές περαιτέρω διερεύνησης και προτάσεις παρέμβασης με στόχο την
ισότητα ή την ίση μεταχείριση ανάμεσα στα δύο φύλα.
XIV
Εισαγωγή
XV
Κεφάλαιο 1
Κοινωνιολογικές & Ψυχολογικές Θεωρητικές
Προσεγγίσεις για τις Ανισότητες Φύλου
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
1.1 Εισαγωγή.
Το φαινόμενο της ανισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αποτελεί μέχρι σήμερα
μια δυσάρεστη πραγματικότητα, καθώς οι γυναίκες στο σύνολο τους εξακολουθούν να έχουν
χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης από τους άνδρες, να αμείβονται λιγότερο, να ασκούν
λιγότερη εξουσία σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής και να διατηρούν την πρωταρχική,
αν όχι την αποκλειστική, ευθύνη της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας των
εξαρτημένων μελών μιας οικογένειας (Evans, 1994). Την παραπάνω πατριαρχική κοινωνική
οργάνωση προσπαθούν να εξηγήσουν ερευνητές διαφόρων επιστημονικών κλάδων,
θεωρώντας ότι μια τέτοια άνιση κατανομή εξουσίας δεν είναι καθόλου φυσιολογική αλλά
κοινωνική και επομένως ανατρέψιμη. Ιδιαίτερα στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών -
ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και ψυχολογία - οι ερευνητές που ασχολούνται με τα γυναικεία
θέματα ή τα θέματα φύλου είναι στην πλειονότητα τους γυναίκες και ονομάζονται
φεμινίστριες. Ο φεμινισμός αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα έναν τρόπο σκέψης για τον κόσμο
καθώς και έναν τρόπο δράσης μέσα σε αυτόν. Πρόκειται δηλαδή για ένα ακαδημαϊκό ρεύμα
που προάγει τη γνώση, αλλά και για ένα πολιτικό κίνημα που προάγει τη δράση, με κοινό
στόχο τη βελτίωση της θέσης της γυναίκας. Τόσο η φεμινιστική έρευνα στο πλαίσιο των
διαφόρων επιστημών όσο και το φεμινιστικό πολιτικό κίνημα προστατεύουν, υπερασπίζουν και
προωθούν τα δικαιώματα των γυναικών στοχεύοντας σε μια δημοκρατική και ισότιμη
κοινωνία.
Σύμφωνα με τις περισσότερες φεμινίστριες (Jackson, et al., 1993), τρία θέματα
κλειδιά συνοψίζουν την κατεύθυνση της έρευνας στα γυναικεία θέματα, προσφέροντας
ταυτόχρονα και τρεις βασικούς λόγους ύπαρξης αυτής της έρευνας: α) Η ανδρική κυριαρχία ή
πατριαρχία. Η πατριαρχία αναφέρεται σε όλες εκείνες τις δομές, οι οποίες εγκαθιδρύουν και
διατηρούν την ανδρική κυριαρχία. Η πατριαρχία ενυπάρχει τόσο στη διάκριση και στον
καταμερισμό της εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, όσο και σε άλλου είδους πολιτιστικές
επιρροές, β) Η διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα. Οι επιστήμονες της διαφοράς βασίζουν την
καταπίεση των γυναικών στη διαφορετικότητα των φύλων. Οι ερμηνείες αυτές θεωρούν ότι η
ταυτότητα του φύλου δομείται κοινωνικά και πολιτισμικά και ότι αυτή η κοινωνικο-πολιτισμική
κατασκευή βασίζεται πρωταρχικά στο βιολογικό φύλο του κάθε ανθρώπου, γ) Η πολυμορφία
ή η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας. Από τις αρχές της δεκαετίας του λ80, οι φεμινίστριες
ασχολήθηκαν με την ανακάλυψη και ερμηνεία των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνικές
κατηγορίες του φύλου δομούνται πολιτισμικά και εξαρτώνται από τις διαφορές της κοινωνικής
τάξης, της εκπαίδευσης, της εθνικότητας και της σεξουαλικότητας. Οι ερευνήτριες αυτές δεν
θεωρούν δυνατή ή επιθυμητή τη διαμόρφωση μιας γενικής θεωρίας, η οποία θα εξηγούσε
συνολικά τους όρους της γυναικείας υποταγής. Στην πραγματικότητα, αντιτίθενται στην
εννοιολογική κατηγορία «γυναίκες», διότι πολλές φορές ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να
καλύψει σημαντικές διαφορές μεταξύ των ίδιων των γυναικών.
19
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
20
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
συμφωνούν στο εξής: οι ρόλοι των δύο φύλων αποδίδονται λιγότερο ή περισσότερο
αυθαίρετα από την κοινωνία, με βάση τις βιολογικές και ανατομικές ιδιότητες κάθε φύλου.
Οι παραπάνω απόψεις ενισχύθηκαν, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, από τις
θεωρίες για την κοινωνική ταυτότητα του φύλου και τη διάκριση ανάμεσα στο «βιολογικό»
και στο «κοινωνικό» φύλο. Επιπλέον, η Firestone (1970) ισχυρίστηκε ότι η φυλετική τάξη
προκύπτει από τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες οι οποίες
κατατάσσουν τους άνδρες στη δημόσια σφαίρα της παραγωγής και τις γυναίκες στην ιδιωτική
σφαίρα της αναπαραγωγής. Στην πραγματικότητα, η αναπαραγωγική ικανότητα των
γυναικών, η οποία είναι μια έμφυτη λειτουργία, προσδιορίζει την πρωταρχική θέση της
γυναίκας στην οικογένεια, αποκλείοντας την ταυτόχρονα από την αγορά εργασίας και την
οικονομική παραγωγή. Σύμφωνα με την Firestone (1970), η απελευθέρωση των γυναικών
εξαρτάται -τόσο από τη φυσική όσο και από την ψυχολογική τους απελευθέρωση από τη
διαδικασία αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους, δηλαδή την οικογένεια και τη μητρότητα
με τη μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα. Μια άλλη θεωρητικός, η Mitchell (1973) άσκησε
κριτική στη Firestone, διότι η τελευταία απέδωσε τη γυναικεία καταπίεση αποκλειστικά στον
τομέα της γυναικείας αναπαραγωγής, παρότι οι γυναίκες ιστορικά έχουν συμμετάσχει και στον
τομέα της παραγωγής. Η Mitchell (1973) ισχυρίστηκε ότι ο τομέας της αναπαραγωγής
αποτελεί έναν μόνον τόπο άσκησης της πατριαρχικής εξουσίας ανάμεσα σε άλλους τρεις:
δηλαδή, την αγορά εργασίας, τη σεξουαλικότητα των γυναικών και τη διαδικασία της
κοινωνικοποίησης των φύλων. Ωστόσο, τόσο η Mitchell όσο και η Firestone, παρά τις
διαφωνίες τους, συμφωνούν ότι η γυναικεία καταπίεση σχετίζεται άμεσα με την ιδεολογική
συσχέτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα.
Σύμφωνα με την Eisenstein (1987), μεταγενέστερες φεμινιστικές θεωρίες
προσπάθησαν να αναλύσουν τη βάση της πατριαρχίας όχι με ψυχολογικούς αλλά με
υλιστικούς ή οικονομικούς όρους. Αναφέρθηκαν δηλαδή περισσότερο σε εξωτερικές
κοινωνικές δομές, όπως το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης μιας κοινωνίας
το οποίο περιθωριοποιεί τη φυλετική τάξη των γυναικών με τον ίδιο τρόπο που καταπιέζει και
την εργατική οικονομική τάξη. Συγκεκριμένα, η Walby (1990) ορίζει την πατριαρχία ως ένα
σύστημα κοινωνικών δομών και πρακτικών στο οποίο οι άνδρες κυριαρχούν, καταπιέζουν και
εκμεταλλεύονται τις γυναίκες. Σύμφωνα με την ίδια, η χρήση του όρου κοινωνική δομή είναι
σημαντική γιατί έτσι απορρίπτεται ο βιολογικός ντετερμινισμός - η άποψη δηλαδή ότι η
κατώτερη θέση και υποταγή της γυναίκας οφείλεται αποκλειστικά στη βιολογία της - καθώς
και η λανθασμένη γενίκευση ότι κάθε άνδρας βρίσκεται απαραίτητα σε μια κυρίαρχη θέση,
ενώ κάθε γυναίκα σε μια υποτακτική. Η Walby (1990) ισχυρίζεται ότι η πατριαρχία ως
σύστημα σχέσεων εξουσίας συντίθεται από έξι διαφορετικές δομές: την οικογένεια, τη
μισθωτή εργασία, την πολιτεία (κράτος), τη σεξουαλικότητα, τους πολιτισμικούς οργανισμούς
και τέλος την ανδρική βία, η οποία συστηματικά αγνοείται και νομιμοποιείται από την πολιτεία.
21
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
Οι παραπάνω κοινωνικές δομές παρ' όλο που έχουν αιτιολογικές συνέπειες η μια στην άλλη,
λειτουργούν σχετικά αυτόνομα.
Ο Bradley (1989) υποστηρίζει ότι οι νέες κοινωνικές συνθήκες χαρακτηρίζονται πια
από μια «νέο-πατριαρχία». Δηλαδή, αν και η σύγχρονη οικογενειακή οργάνωση δεν είναι πια
αυστηρά πατριαρχική, η αναμετάδοση φυλετικών ανισοτήτων συνεχίζεται με διάφορους
τρόπους, όπως για παράδειγμα με τις κυρίαρχες ιδεολογίες του οικογενειακού μισθού, της
γυναίκας-μάνας και του άνδρα-οτυλοβάτη της οικογένειας. Παρόμοιες αντιλήψεις ενισχύουν,
όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, έναν καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, σύμφωνα
με τον οποίο οι γυναίκες περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας ενώ οι άνδρες
στην δημόσια σφαίρα της εργασίας και της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, οι σύγχρονοι γάμοι
μπορεί να είναι συντροφικοί και όχι πατριαρχικοί, αλλά οι οικογένειες παραμένουν
ανδροκεντρικές. Η γυναίκα, για παράδειγμα, μπορεί να αναλάβει μια επαγγελματική
ενασχόληση μόνο αν οργανώσει τις δραστηριότητες της με τέτοιον τρόπο, ώστε η καθημερινή
λειτουργία του σπιτιού να μη διακόπτεται.
Φαίνεται λοιπόν ότι αυτό που τελικά έχει αλλάξει δεν είναι η πατριαρχική κοινωνική
οργάνωση αυτή καθεαυτή, αλλά ο βαθμός και η μορφή αυτής της οργάνωσης. Έτσι, η
μείωση της διαφοράς στο μισθό των δύο φύλων ή το μικρότερο χάσμα στην εκπαιδευτική
εξειδίκευση και επαγγελματική απασχόληση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες αποτελούν
αλλαγές στο βαθμό της πατριαρχίας. Τέτοιου είδους αλλαγές στο βαθμό της πατριαρχίας
οδηγούν μερικούς στο συμπέρασμα ότι η πατριαρχία έχει εκλείψει, παρά το γεγονός ότι άλλες
πλευρές πατριαρχικών σχέσεων έχουν γίνει πιο έντονες. Σύμφωνα με τη Walby (1990), η
πατριαρχία έχει αλλάξει κυρίως ως προς τη μορφή της με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε από
την ιδιωτική στη δημόσια πατριαρχία. Έτσι, ενώ η ιδιωτική πατριαρχία βασίζεται κυρίως στην
οικιακή παραγωγή και αναπαραγωγή, η δημόσια πατριαρχία στηρίζεται σε δημόσιους
οργανισμούς, όπως το κράτος και η μισθωτή απασχόληση. Ενώ στην ιδιωτική πατριαρχία η
εκμετάλλευση είναι ιδιωτική, στη δημόσια η εκμετάλλευση είναι συλλογική. Ενώ ιδιωτικά η
βασική στρατηγική πατριαρχίας είναι ο αποκλεισμός των γυναικών από τη σφαίρα παραγωγής
δημόσια είναι ο καταμερισμός της εργασίας και η εκμετάλλευση ή υποταγή των γυναικών
(Walby, 1990).
Είναι αλήθεια ότι η θέση της γυναίκας ιστορικά και πολιτισμικά περιορίστηκε σταδιακά
και με διάφορους τρόπους στον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας ενώ αντίθετα ο άνδρας
ταυτίστηκε με το δημόσιο χώρο της μισθωτής εργασίας. Η παραπάνω τάση άρχισε να αλλάζει
τη δεκαετία του 1950, οπότε μετά τον 2° παγκόσμιο πόλεμο, τις ανάγκες σε εργατικό
δυναμικό και την εκβιομηχάνιση των κοινωνιών, η γυναίκα εισήχθη μαζικά στην παραγωγή.
Αλλά και τότε, ιδεολογικά τουλάχιστον, η επαγγελματική θέση της γυναίκας προσδιορίστηκε
22
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
και εξακολουθεί να προσδιορίζεται από τον πρωταρχικό και κυρίαρχο ρόλο της στην
οικογένεια. Επομένως, η διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα και η διαίρεση
της εργασίας σε αμειβόμενη και μη αμειβόμενη, σε οικιακή και εξω-οικιακή, υπήρξε ένα
παγκόσμιο φαινόμενο του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει τη θέση του άνδρα
και της γυναίκας. Ο βασικότερος λόγος σύνδεσης των γυναικών με τον ιδιωτικό χώρο της
οικογένειας είναι φυσικά η αναπαραγωγική ικανότητα των γυναικών και η «φυσιολογική» ή
αυτονόητη σχέση τους με τη φροντίδα και την ευθύνη των παιδιών.
Σύμφωνα λοιπόν με τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλα, ο οποίος αναφέρεται
στη διαίρεση της κοινωνίας και της εργασίας σε δύο ξεχωριστές σφαίρες δραστηριοτήτων και
επιρροής, οι άνδρες τοποθετούνται στη δημόσια σφαίρα της οικονομικής παραγωγής, ενώ οι
γυναίκες στην ιδιωτική σφαίρα της αναπαραγωγής, όπου προσφέρουν άμισθη οικιακή εργασία.
Ο παραπάνω καταμερισμός της εργασίας δε σημαίνει απλά ότι διαφορετικοί άνθρωποι κάνουν
διαφορετικές δουλειές - δηλαδή, ότι οι άνδρες εργάζονται και οι γυναίκες γεννούν - αλλά
συνεπάγεται τον καταμερισμό της εξουσίας και του ελέγχου (Sapiro, 1990). Με άλλα λόγια,
«η κοινωνική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφορετικών εργασιών προσδίδουν στα άτομα
και τις ομάδες που τις εκτελούν διαφορετικό βαθμό κοινωνικής εξουσίας» (Στρατηγάκη, 1994:
32-3).
Η ανθρωπολόγος Rosaldo (1974) ισχυρίστηκε ότι η παραπάνω διάκριση ανάμεσα στα
φύλα και η διαίρεση των ρόλων τους ή των δραστηριοτήτων τους σε δύο ξεχωριστές σφαίρες
(οικιακή και δημόσια) είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Κατά την άποψη της, «το 'οικιακό'
αναφέρεται σε εκείνους τους ελάχιστους θεσμούς και τρόπους δραστηριότητας, οι οποίοι
οργανώνονται άμεσα γύρω από μια ή περισσότερες μητέρες και τα παιδιά τους, ενώ το
ν
δημόσιο' αναφέρεται σε δραστηριότητες, θεσμούς και τρόπους σύνδεσης, οι οποίοι ενώνουν,
αξιολογούν, οργανώνουν και υποτάσσουν συγκεκριμένες ομάδες μητέρας-παιδιού» (Rosaldo,
1974: 23). Επιπλέον όμως, τα καθήκοντα και οι ρόλοι που συνδέονται με τη δημόσια σφαίρα
έχουν αποκτήσει πολιτισμικά μεγαλύτερη σπουδαιότητα και σημασία, σε σχέση με τους
ρόλους της ιδιωτικής σφαίρας. Σύμφωνα με την Rosaldo (1974) υπάρχει μια έντονη
ασυμμετρία στην πολιτισμική αξιολόγηση των γυναικείων και ανδρικών δραστηριοτήτων.
Αντίθετα, σε κοινωνίες οι οποίες δεν διακρίνουν ανάμεσα στις δύο σφαίρες και στις οποίες οι
άνδρες αναμειγνύονται περισσότερο ή λιγότερο στην οικιακή σφαίρα και οι γυναίκες στη
δημόσια σφαίρα, είναι πιο ισότιμες για τα δύο φύλα (Rosaldo, 1974).
Παρόμοια είναι και η ερμηνεία της Ortner (1974), η οποία τοποθέτησε ωστόσο, τη
βάση της γυναικείας καταπίεσης στον πολιτισμό και όχι στην βιολογία των γυναικών.
Σύμφωνα με την Ortner (1974), η ταύτιση των γυναικών με την ιδιωτική σφαίρα προκύπτει
από μια πολιτισμική ερμηνεία της βιολογικής τους διαφοράς από τους άνδρες, σύμφωνα με
την οποία οι γυναίκες συνδέονται με τη φύση και οι άνδρες με τον πολιτισμό. Εξάλλου, όπως
ισχυρίστηκε η ίδια, εάν υποθέσουμε ότι το φαινόμενο της πατριαρχίας είναι παγκόσμιο, τότε
παγκόσμια πρέπει να είναι και η αιτία της εγκαθίδρυσης και αναπαραγωγής της πατριαρχίας.
23
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
24
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
1.2.3.1 Η φ ι λ ε λ ε ύ θ ε ρ η θ ε ώ ρ η σ η .
25
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
26
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
27
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
φεμινίστριες πολλές από τις εκπαιδευτικές και νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της
ισότητας των φύλων. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός εξάλλου αποτελεί μέχρι σήμερα το πιο
μετριοπαθές αλλά και το πιο διαδεδομένο πρόσωπο του φεμινισμού, με την αναζωπύρωση
μάλιστα ζητημάτων, όπως είναι τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη και η έννοια του
κοινωνικού αποκλεισμού σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες της δυτικής Ευρώπης.
28
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
29
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
εξήγηση των αλλαγών στους ρόλους των δύο φύλων ιστορικά και αναφέρθηκε στη σχέση των
ρόλων αυτών με τον τρόπο παραγωγής. Σύμφωνα με τον ίδιο, καθώς οι άνθρωποι
ανακάλυψαν πιο αποτελεσματικούς τρόπους παραγωγής, παρήγαγαν περισσότερα από όσα
χρειάζονταν για άμεση κατανάλωση, δημιουργώντας έτσι ένα πλεόνασμα προϊόντων, τα οποία
όμως είχαν αξία επειδή μπορούσαν να ανταλλαχθούν με άλλα προϊόντα. Με τη συσσώρευση
λοιπόν του πλούτου, οι άνδρες επιθυμούσαν απογόνους για να κληρονομήσουν την περιουσία
τους και επειδή η πατρότητα δεν είναι το ίδιο σίγουρη με τη μητρότητα, επέβαλλαν στις
γυναίκες τη μονογαμία μέσα από το θεσμό του γάμου και της οικογένειας (Sayers, 1982). Στη
συνέχεια βέβαια, οι διαφορετικές εργασίες των γυναικών και των ανδρών, μέσα και έξω από
το σπίτι αντίστοιχα, συνεπάγονταν την οικειοποίηση διαφορετικών προϊόντων και μέσων
παραγωγής από τα δύο φύλα. Έτσι, οι γυναίκες οικειοποιήθηκαν τα προϊόντα και τα μέσα της
οικιακής αναπαραγωγής στο χώρο της οικογένειας, ενώ οι άνδρες τα προϊόντα και τα μέσα της
οικονομικής παραγωγής στο χώρο της δημόσιας εργασίας. Η απελευθέρωση επομένως των
γυναικών, σύμφωνα με τον Engels, θα προκύψει μόνον όταν αυτές θα συμμετάσχουν σιη
σφαίρα της παραγωγής και πάρουν μέρος στον αγώνα της εργατικής τάξης ενάντια στην
καπιταλιστική τάξη.
Ένα πιο σύγχρονο παράδειγμα μαρξιστικής μεθοδολογίας για την ανάλυση του
οικιακού τρόπου παραγωγής, αποτελεί η θεωρία των Delphy & Leonard (1992), οι οποίες
αντιμετωπίζουν επίσης την οικογένεια (και την οικιακή εργασία) ως ένα σύστημα εργασιακών
σχέσεων οικονομικής εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τις παραπάνω ερευνήτριες, οι γυναίκες
σήμερα δεν εκμεταλλεύονται και δεν κερδίζουν οι ίδιες αυτά που παράγουν. Το πρόβλημα
επομένως, δεν είναι μόνο ότι οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο ή ότι η εργασία τους
υποτιμάται και είναι συνήθως βαρετή, αλλά κυρίως ότι τα προϊόντα της εργασίας αυτής δεν
ανήκουν στις ίδιες. Οι Delphy & Leonard (1992) υποσΓηρίζουν με άλλα λόγια ότι «η πρακτική,
συναισθηματική, σεξουαλική, αναπαραγωγική και συμβολική εργασία» που προσφέρουν οι
γυναίκες μέσα στην οικογένεια έχει ως άμεσους και κύριους αποδέκτες τους άνδρες.
Σύμφωνα με τις Delphy & Leonard (1992), η κατανόηση της γυναικείας εργασίας μέσα στην
οικογένεια και οι σχέσεις μέσα στις οποίες αυτή διεκπεραιώνεται αποτελούν σημαντικά
στοιχεία για την κατανόηση της ανδρικής κυριαρχίας.
Τελικά, όπως αναφέρει ο Connell (1987), ο μαρξισμός τοποθετεί τους καθοριστικούς
λόγους της γυναικείας καταπίεσης στις ταξικές σχέσεις, στο καπιταλιστικό σύστημα και στις
σχέσεις παραγωγής, όπως αυτές γίνονται κατανοητές με ταξικούς όρους. Με τον τρόπο αυτό
όμως, η μαρξιστική φεμινιστική ανάλυση υπήρξε μια ανάλυση «τυφλή» ως προς τον
παράγοντα φύλο. Ο Marx ποτέ δεν αναρωτήθηκε ουσιαστικά για τη φυλετική ιεραρχία στην
κοινωνία και υπέθεσε ότι η εκμετάλλευση ανδρών και γυναικών πηγάζει από την ίδια πηγή,
δηλαδή, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Για τον Marx ο καταμερισμός της εργασίας
κατά φύλα στην οικογένεια, που θεωρείται από τον ίδιο μάλλον φυσιολογικός, έχει σημασία
μόνο γιατί δημιουργεί διαφορές στην ιδιωτική περιουσία. Επομένως, όπως παρατήρησε και η
30
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
31
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
32
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
αποτελεί πρόβλημα από μόνη της, διότι κατασκευάστηκε από τους άνδρες για πατριαρχικούς
σκοπούς και ορίστηκε με βάση την αντίθεση της από κάθε τι αρσενικό (Tong, 1995).
Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, η θηλυκότητα πρέπει να καθοριστεί εκ νέου δίχως
εξωτερικό σημείο αναφοράς και κάθε γυναίκα να ανακαλύψει τον πραγματικό γυναικείο εαυτό
της.
Τέλος, οι ριζοσπάοτριες αναφέρθηκαν σε πολλές πλευρές της σεξουαλικής καταπίεσης
που υφίστανται οι γυναίκες από τους άνδρες για χρόνια, όπως για παράδειγμα η πορνογραφία,
η πορνεία, η σεξουαλική παρενόχληση, ο βιασμός και η κακοποίηση (Tong, 1995).
Γενικότερα, οι ριζοσπάστριες εισήγαγαν νέα και προκλητικά, θέματα έρευνας, τα οποία
αφορούσαν στην προσωπική ζωή των γυναικών και τα οποία θεωρήθηκαν από τις ίδιες πολύ
σημαντικά για την ανάλυση ενός πατριαρχικού συστήματος εξουσίας (έτσι προέκυψε
άλλωστε και ο τίτλος της συγκεκριμένης φεμινιστικής παράδοσης). Πράγματι, οι οπαδοί της
προσέγγισης αυτής ισχυρίστηκαν ότι οι σχέσεις των γυναικών με τους άνδρες - ακόμη και οι
πιο προσωπικές - έχουν πολιτική φύση και αποτελούν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής. Μία
από τις σημασίες του σλόγκαν «το προσωπικό είναι πολιτικό» («the personal is political»)
αφορά στις σεξουαλικές σχέσεις ανδρών-γυναικών, οι οποίες παρ' όλο που διαμορφώνονται σε
προσωπικό επίπεδο έχουν πολιτικές προεκτάσεις (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994α). Με άλλα
λόγια, σύμφωνα με την Eisenstein (1987), ο κοινωνικός έλεγχος και η υποταγή των γυναικών
στο επίπεδο της οικονομίας, της ψυχολογίας, του νόμου και της ιδεολογίας εκφράζεται
ταυτόχρονα στο ιδιωτικό και προσωπικό επίπεδο της κρεβατοκάμαρας.
Η Weedon (1987) ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με την προσέγγιση του ριζοσπαστικού
φεμινισμού, η πατριαρχία αποτελεί μια ολοκληρωτική δομή, η οποία υπαγορεύει αναγκαστικά
την καθολική διαφοροποίηση των γυναικών και την ανάπτυξη μιας διαφορετικής γυναικείας
κουλτούρας ανεξάρτητα από αυτήν των ανδρών. Στην ίδια λογική, η Beasley (1999)
αναφέρει ότι οι ριζοσπάοτριες ενισχύουν μια απόσταση των γυναικών από τους άνδρες, η
οποία μπορεί να κυμαίνεται από την ενίσχυση της συλλογικότητας και της αλληλοϋποστήριξης
ανάμεσα σε γυναίκες, μέχρι την πλήρη άρνηση της ετεροσεξουαλικότητας εκ μέρους των
γυναικών. Πράγματι, οι ριζοσπάστριες ενίσχυσαν σημαντικά την αναγνώριση της αξίας των
ιδιαίτερων γυναικείων χαρακτηριστικών και της γυναικείας φύσης και προσπάθησαν να
επαναφέρουν τα θετικά στοιχεία της θηλυκότητας, τραβώντας μια έντονη διαχωριστική
γραμμή ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες. Πολλές φεμινίστριες τον ονόμασαν και «φεμινισμό
της διαφοράς», είτε λόγω των έμφυτων βιολογικών διαφορών, είτε λόγω των διαπολιτισμικών
και διαχρονικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα (Beasley, 1999). Ακολουθώντας τις
ριζοσπαστικές απόψεις των φεμινιστριών αυτών, θα έλεγε κανείς ότι, εφόσον όλες οι
κοινωνίες είναι πατριαρχικές και οργανώνονται ή καθορίζονται από τους άνδρες προς όφελος
τους, η λύση φαίνεται να είναι η ενότητα ανάμεσα στις γυναίκες, ενάντια στην ανδρική
αυθεντία και η προσήλωση τους σης ιδιαίτερες γυναικείες αρετές, όπως αυτής της φροντίδας
και της συντροφικότητας.
33
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
34
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
(Στασινόπουλου, 1992). Τέλος, η απομάκρυνση των γυναικών από τους άνδρες δεν αποτελεί
λύση ούτε εκπροσωπεί την επιθυμία και την ανάγκη όλων των γυναικών.
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός αποτελεί πρωταρχικά μια πρακτική κατανόησης μέσα από
την αφύπνιση της συνείδησης και έχει επηρεασθεί από τη φαινομενολογική προσέγγιση,
καθώς οι ριζοσπάστριες εσπάζουν περισσότερο στην περιγραφή παρά στην εξήγηση των
φαινομένων. Πέρα από τον βιολογικό καθορισμό, οι λόγοι της ανδρικής κυριαρχίας δεν
αναλύονται επαρκώς. Η ριζοσπασπκή γνώση βασίζεται κυρίως την προσωπική εμπειρία
καταπιεσμένων γυναικών σε πατριαρχικά κοινωνικά συστήματα. Μοιράζοντας αυτήν την
εμπειρία, οι γυναίκες συνειδητοποιούν ότι αυτό το οποίο θεωρούσαν προσωπικό πρόβλημα
είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης καταπίεσης που αντιμετωπίζουν κι άλλες γυναίκες και μπορεί
να αλλάξει μόνο με συλλογική πολιτική δράση.
35
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
36
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
37
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
πατριαρχία ως δύο ξεχωριστές αναλυτικές κατηγορίες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, άλλες,
όπως η Eisenstein, αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό και την πατριαρχία ως ένα συμπαγές και
ενιαίο σύστημα με το όνομα «καπιταλιστική πατριαρχία» (Walby, 1990). Όσες υποστηρίζουν
τη θεωρία του συμπαγούς συστήματος προσπαθούν να αναλύσουν τον καπιταλισμό και την
πατριαρχία μαζί, χρησιμοποιώντας μόνο μια έννοια. Για αυτές, ο καπιταλισμός είναι τελικά
συνώνυμος της πατριαρχίας. Έτσι, σύμφωνα με την Eisenstein (1979), υπάρχει μια αμοιβαία,
ενισχυτική και διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική δομή της κοινωνικής τάξης και
στην ιεραρχική φυλετική δομή. Τα δύο συστήματα του καπιταλισμού και της πατριαρχίας,
ισχυρίζεται η συγγραφέας, είναι τόσο αλληλένδετα και συμβιωτικά ώστε έχουν γίνει ένα και
επομένως, αλλαγές στο ένα τμήμα αυτού του διπλού συστήματος (π.χ. στην καπιταλιστική
οικονομία) προκαλούν αλλαγές στο άλλο (π.χ. στην πατριαρχία). Η Eisenstein (1979) υιοθετεί
μια διαλεκτική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία καπιταλισμός και πατριαρχία δεν
αποτελούν αυτόνομα συστήματα ούτε πανομοιότυπα αλλά απόλυτα αλληλοεξαρτώμενα. Με
άλλα λόγια, στην «καπιταλιστική πατριαρχία» αυτά τα δύο συστήματα συνυπάρχουν και δεν
μπορούν να κατανοηθούν από μόνα τους. Για παράδειγμα, οι οικονομικές συνθήκες
καθορίζουν τις απαραίτητες ιδεολογίες, ενώ οι ιδεολογίες φύλου με τη σειρά τους επηρεάζουν
και αλλάζουν την οικονομική πραγματικότητα.
Συνοψίζοντας πάντως τις παραπάνω θέσεις και συμφωνώντας με την άποψη της
Weedon (1987), θα έλεγε κανείς ότι οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες δίνουν προτεραιότητα
άλλοτε στις καταπιεστικές δομές του καπιταλισμού και άλλοτε της πατριαρχίας,
αντιμετωπίζοντας τις ωστόσο ως δύο ξεχωριστά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και
ελέγχου που είναι ταυτόχρονα αλληλένδετα. Ένα βασικό μειονέκτημα των παραπάνω
θεωριών όμως, είναι ότι δεν καλύπτουν όλες τις πατριαρχικές δομές. Για παράδειγμα, η Walby
(1990) ισχυρίζεται ότι ενώ κάποιες σοσιαλίστριες θεωρούν το οικονομικό επίπεδο και άλλες το
πολιτισμικό ως τη σημαντικότερη βάση της πατριαρχίας, αφήνουν τελικά έξω από τη θεώρηση
τους τη γυναικεία σεξουαλικότητα ή την ανδρική βία. Επίσης, η Tong (1995) αναφέρει ότι η
άποψη της Mitchell, ότι η πατριαρχία είναι παγκόσμια και διαχρονική, εμπεριέχει κινδύνους
προκατάληψης απέναντι σε πολιτισμικές, εθνικές, φυλετικές και ταξικές διαφορές καθώς και
απέναντι στο αδιέξοδο που προβάλλει. Επιπλέον, η διάκριση σε δύο διαφορετικά συστήματα
(πατριαρχία και καπιταλισμός) και η αντιμετώπιση του θεσμού της οικογένειας ως τη
σημαντικότερη αιτία της πατριαρχίας, οδηγεί σε ένα αναλυτικό μοντέλο που διακρίνει τελικά
ανάμεσα σε δύο διαφορετικές σφαίρες επιρροής τη σφαίρα της οικογένειας και τη σφαίρα της
εργασίας (Tong, 1995). Με τον τρόπο αυτό, οι σοσιαλίστριες ταυτίζουν τις γυναίκες με την
οικογένεια και τους άνδρες με την εργασία, αναπαράγοντας διακρίσεις και διαχωρισμούς και
ενώ αναλύουν τις πατριαρχικές σχέσεις της οικογένειας, δεν αναφέρονται στις πατριαρχικές
δομές της αγοράς εργασίας.
38
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
39
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
40
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
κοινωνικού ελέγχου που ασκούν σε ορισμένα είδη λόγων, τα οποία επικρατούν, φέροντας την
ταμπέλα της αντικειμενικότητας. Σημαντική συνέπεια των παραπάνω θέσεων είναι η
δυνατότητα αντίστασης στους επικρατέστερους και κυρίαρχους λόγους. Εφόσον για κάθε
γεγονός υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές και διαφορετικοί λόγοι, οι οποίοι προϋποθέτουν
διαφορετικούς τρόπους δράσης τότε για κάθε κυρίαρχο λόγο υπάρχει και ένας αντίλογος.
Σε αντίθεση με τον ανθρωπισμό, ο μεταοτρουκτουραλισμός αντιλαμβάνεται την
υποκειμενικότητα (δηλαδή, την ανθρώπινη ταυτότητα) όχι ως στατική, αλλά ως κάτι που
κατασκευάζεται και ανακατασκευάζεται σε μια συνεχή διαδικασία, μέσα από τις γλωσσικές
πρακτικές στις οποίες έχουν πρόσβαση οι άνθρωποι στην καθημερινή τους ζωή (Bronwyn &
Banks, 1992). Η ανάλυση επομένως του μεταστρουκτουραλισμού διαφέρει πλήρως από την
στρουκτουραλιστική ανάλυση, όχι μόνον επειδή αναγνωρίζει τη συνθετική (σχηματική)
δύναμη του λόγου και των κοινωνικών δομών που αναδεικνύονται μέσα από αυτόν αλλά και
επειδή προσδίδει στο υποκείμενο τη δυνατότητα της ενεργούς θέσης (Bronwyn & Banks,
1992). Σύμφωνα με τη μεταστρουκτουραλιστική προσέγγιση, οι άνθρωποι φαίνεται ότι είναι
ενεργοί στην παραγωγή του νοήματος και της υποκειμενικότητας, ενώ οι συνθήκες
κατασκευής του νοήματος επηρεάζονται από την εκάστοτε κοινωνική και θεσμική τους
τοποθέτηση. Οι λόγοι βρίσκονται παντού και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων απαρτίζεται
από ένα δίκτυο λόγων, οι οποίοι καθώς μεταβάλλονται, άλλοτε συνυπάρχουν και άλλοτε
ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον. Η θέση κάθε ανθρώπου, υποστηρίζει η
μεταστρουκτουραλιστική θεώρηση, σε σχέση με αντικρουόμενους λόγους είναι «γλωσσική»,
δηλαδή διαμορφώνεται κάθε φορά καθώς μιλά ή γράφει, αναφερόμενος σε έναν αριθμό
λόγων με διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, οι γυναίκες μπορούν είτε να υιοθετήσουν
παραδοσιακές κατασκευές για τη θηλυκότητα και επομένως να συμβιβαστούν, είτε να
ενστερνιστούν ριζοσπασπκές ιδεολογίες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και επομένως να
αντισταθούν, είτε να κάνουν και τα δύο. Πρόκειται βεβαίως για ασυνείδητες επιλογές, οι
οποίες ωστόσο συνθέτουν την ταυτότητα των ανθρώπων προσφέροντας διαφορετικές
«υποκειμενικές θέσεις» (subject positions) ανάμεσα σε πολλαπλούς και ποικίλους λόγους
(Hollway, 1994; Weedon, 1987).
Συνοψίζοντας αυτή τη σύντομη παρουσίαση της μεταστρουκτουραλιστικής
παράδοσης, προκειμένου να διαπιστωθούν οι βασικές αρχές του σύγχρονου αυτού
θεωρητικού ρεύματος, συμπεραίνεται ότι οι μεταστρουκτουραλιστικές αναλύσεις έχουν
απορρίψει τις σταθερές και απόλυτες κατηγορίες πάνω σπς οποίες βασίστηκαν οι
παραδοσιακές φεμινιστικές θεωρίες. Όπως ισχυρίζεται η Middleton (1995), οι φεμινίστριες
που ασπάζονται τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού αντιδρούν στο ορθολογιστικό
υποκείμενο της φιλελεύθερης θεώρησης στην ουσιασπκή θηλυκότητα της ριζοσπασπκής
αντίληψης και στις ταξικά διαφοροποιημένες φυλετικές ομάδες του μαρξισμού. Οι οπαδοί του
μεταστρουκτουραλισμού αμφισβητούν γενικά τις παραδοσιακές προϋποθέσεις για την αλήθεια
και την πραγματικότητα, γι' αυτό και αρνούνται μια και μόνη επεξηγηματική θεωρία για την
41
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
καταπιεσμένη θέση της γυναίκας. Αντίθετα, φαίνεται ότι ενδιαφέρονται για τις εσωτερικές
αντιφάσεις σε κατά τα άλλα απόλυτα δομημένα συστήματα σκέψης και συμπεριφοράς, όπως
είναι η ανθρώπινη ταυτότητα. Η «αποδόμηση» (deconstruction) της
μεταοτρουκτουραλιστικής θεώρησης, ισχυρίζεται η Flax (1990), ενισχύει τον σκεπτικισμό
απέναντι στις αντιλήψεις για την αλήθεια, τη γνώση, την εξουσία, τον εαυτό και τη γλώσσα,
οι οποίες θεωρούνταν δεδομένες μέχρι σήμερα, διότι εξυπηρετούσαν τη νομιμοποίηση της
σύγχρονης δυτικής κουλτούρας. Η «αποδόμηση», σύμφωνα με την Tong (1995),
εναντιώνεται σε οποιαδήποτε εσσενσιαλιστική μορφή σκέψης, με αποκορύφωμα την
αμφισβήτηση της ενιαίας και σταθερής ανθρώπινης ταυτότητας,, πέρα από τους περιορισμούς
του τόπου και του χρόνου και την αμφισβήτηση της αλήθειας, δηλαδή της σχέσης ανάμεσα
στη γλώσσα και στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της
μεταοτρουκτουραλιοτικής παράδοσης, από τη μια ο ανθρώπινος εαυτός διχάζεται ανάμεσα
στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, από την άλλη η γλώσσα και η πραγματικότητα
χαρακτηρίζονται από μια σχέση ρευστότητας, όπου η πραγματικότητα διαφεύγει της γλώσσας
και η γλώσσα δεν περιορίζεται από την πραγματικότητα. Επομένως και ο φεμινιστικός
μεταστρουκτουραλισμός, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, εστιάζει σε μια αμφισβήτηση
των κυρίαρχων και ολοκληρωτικών δομών, όπως ο ανδρικός λόγος και η ανδρική γνώση, η
οποία περιθωριοποίησε και εξαφάνισε τις γυναίκες.
42
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
γιατί είναι συχνά αντιφατική ή ασταθής και πώς μπορεί να αλλάξει. Σύμφωνα με τον Gavey
(1989), στο πλαίσιο του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού, η ανθρώπινη εμπειρία
διαμορφώνεται μέσα στο λόγο, δηλαδή η υποκειμενικότητα συνίσταται από το λόγο που
επιλέγει κανείς να χρησιμοποιήσει κάθε φορά. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εμπειρία είναι ρευστή
ή αφηρημένη, αλλά ότι οι τρόποι με τους οποίους εκφράζεται κάθε άνθρωπος και κατανοεί
τον κοινωνικό του κόσμο δεν είναι ανεξάρτητοι από τη γλώσσα.
Από την άλλη, η διαπίστωση της σχέσης ανάμεσα στη γνώση και στην άσκηση
εξουσίας προϋποθέτει ότι φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός ενδιαφέρεται να διαλύσει και
να εκτοπίσει την κυρίαρχη και καταπιεστική απέναντι σης γυναίκες γνώση και κοινή λογική.
Έτσι η κυρίαρχη γνώση, δηλαδή οι κυρίαρχοι λόγοι της επιστήμης, φαίνεται ότι αναπαριστούν
πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα και ανταγωνίζονται για τον έλεγχο και την εξουσία. Τόπος
αυτής της-διαμάχης γίνεται η ανθρώπινη ταυτότητα, όπου τα υποκείμενα είναι μεν ενεργά
αλλά όχι οι πρωταγωνιστές (Weedon, 1987). Συγγραφείς είναι τα ίδια τα κοινωνικά ιδρύματα,
οι κοινωνικοί θεσμοί και οι πρακτικές, μέσω των οποίων οι άνθρωποι γίνονται φορείς μιας
αλλαγής, η οποία μπορεί είτε να εξυπηρετεί ηγεμονικά συμφέροντα, είτε να προκαλεί τις
υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας (Weedon, 1987). Επομένως, σύμφωνα με την Weedon (1987),
αντί να μελετά κανείς την πατριαρχία ως μια αμετακίνητη και σταθερή κοινωνική δομή και τη
γυναικεία εμπειρία ως ανταπόκριση σε αυτή τη δομή, θα ήταν προτιμότερο να διερευνήσει τις
μορφές της πατριαρχικής κοινωνικής οργάνωσης και την ποικιλία των γυναικείων λόγων και
υποκειμενικών θέσεων, οι οποίες είτε υποστηρίζουν είτε αντιστέκονται στην πατριαρχία.
Έτσι, ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνήθεις αντιφάσεις
στην ανθρώπινη εμπειρία και να προσφέρει μια αποτελεσματική ερμηνεία του τρόπου με τον
οποίο ορισμένες γυναίκες, για παράδειγμα, υιοθετούν συμπεριφορές και ρόλους αντίθετους
στη γυναικεία απελευθέρωση, ενώ θεωρούν τους εαυτούς τους φεμινίστριες.
Οι περισσότερες φεμινιστικές προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν στην προηγούμενη
ενότητα, εστίασαν στη γυναικεία εμπειρία και έδωσαν λόγο στις γυναίκες, προσδιορίζοντας τη
γυναικεία καταπίεση ή την προσπάθεια αντίστασης στις υπάρχουσες δομές. Στην
πραγματικότητα προσπάθησαν να επαναδιατυπώσουν τη γυναικεία εμπειρία με θετικούς
όρους, αναπαράγοντας έτσι εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις καθώς, σύμφωνα με τους
μεταστρουκτουραλιστές, κινούνται παράλληλα με τον κυρίαρχο λόγο και προσκολλούνται
στους υπάρχοντες όρους της ανισότητας ανάμεσα στα φύλα. Αντίθετα, οι υποστηρικτές του
μεταστρουκτουραλισμού ισχυρίζονται ότι η ανατροπή και η αλλαγή απαιτεί μια ριζοσπαστική
πρόκληση στις εδραιωμένες μορφές της ταυτότητας, της συμπεριφοράς και των επιθυμιών, οι
οποίες υποκινούνται και ενισχύονται από τις πατριαρχικές κοινωνικές δομές. Από την άλλη, η
θεωρία του φεμινιστικού μεταστρουκτουραλισμού έχει κοινά στοιχεία με προηγούμενες
φεμινιστικές προσεγγίσεις όπως για παράδειγμα με τη σοσιαλιστική προσέγγιση, με την οποία
μοιράζεται την επιμονή στην κοινωνική και ιστορική σχετικότητα (Gavey, 1989). Επίσης, η
43
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
ανάγκη για επίγνωση της κατάστασης και μεταστροφής της γυναικείας ταυτότητας αποτελεί
κοινό τόπο των περισσότερων φεμινιστικών θεωρήσεων (Gavey, 1989).
Σύμφωνα με την Burman (1992), τα πιο σημαντικά στοιχεία τα οποία υιοθέτησε η
φεμινιστική θεώρηση από τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού είναι αφ' ενός η άσκηση
κριτικής σε «κανονιστικές» θεωρίες, οι οποίες περιθωριοποίησαν τη γυναικεία εμπειρία και αφ'
ετέρου η στροφή στο λόγο. Συγκεκριμένα, η Burman (1992) ισχυρίζεται ότι η στροφή στο
λόγο και στα κείμενα υπογράμμισε από τη μια, τη σχετικότητα της επιστημονικής γνώσης και
τη σπουδαιότητα των κοινωνικο-πολιτισμικών συνθηκών στην παραγωγή της, από την άλλη
επιβεβαίωσε τη σημασία της ενδοσκόπησης στις ερευνητικές σχέσεις και την αλληλεξάρτηση
ανάμεσα στη θεωρία και στη μέθοδο. Για όλους τους παραπάνω λόγους οι αρχές του
μεταστρουκτουραλισμού υιοθετήθηκαν άμεσα από μια μερίδα φεμινιστριών ερευνητών, οι
οποίες αμφισβήτησαν την υποτιθέμενη ουδετερότητα και αντικειμενικότητα της ακαδημαϊκής
σκέψης, με τον ισχυρισμό ότι αυτή υπήρξε αντιπροσωπευτική των θέσεων και αξιών μιας
συγκεκριμένης ομάδας ανδρών μιας συγκεκριμένης εποχής (Nicholson, 1990). Οι
υποστηρικτές της νέας αυτής προσέγγισης επισημαίνουν τις αδυναμίες μιας γενίκευσης, η
οποία υπερβαίνει τα όρια της κουλτούρας, της περιοχής και του χρόνου (Fraser & Nicholson,
1990) και υποστηρίζουν ότι οι προσπάθειες πολλών θεωριών να προσδιορίσουν ένα βασικό
παράγοντα, ως υπεύθυνο για τη γυναικεία καταπίεση, μπορεί να σημαίνει την απόρριψη
άλλων φωνών, διαφορετικών από αυτών των λευκών γυναικών της μεσαίας τάξης των
δυτικών κοινωνιών (Flax, 1990).
Παρ' όλα αυτά, άλλες φεμινίστριες υπήρξαν επιφυλακτικές στις θέσεις του
μεταστρουκτουραλισμού, εκφράζοντας φόβους αποπλάνησης και αποκλεισμού του γυναικείου
κινήματος. Πράγματι, ερευνήτριες όπως η Di Stefano (1990) ισχυρίζονται ότι ο
μεταστρουκτουραλισμός μπορεί να αποτελεί ένα κίνημα κατάλληλο για τους άνδρες, για τους
οποίους προηγήθηκε η εποχή του διαφωτισμού, αλλά όχι για τις γυναίκες οι οποίες δεν
γνώρισαν ποτέ μια αντίστοιχη περίοδο ώστε να την επικρίνουν. Αυτό που περισσότερο
φαίνεται να ανησυχεί τις φεμινίστριες είναι η κριτική των αρχών της παραδοσιακής
επιστημολογίας (Harding, 1990) και η σχετικότητα της γνώσης που υιοθετεί ο
μεταστρουκτουραλισμός (Benhabib, 1990; Allen & Baber, 1992). Σύμφωνα με την Harding
(1990), ο φεμινισμός χρειάζεται μια συμπαγή ερευνητική μεθοδολογία για να αποδείξει
ακριβώς ότι ορισμένα είδη κοινωνιολογικών και ψυχολογικών ερευνών είναι λιγότερο
εσφαλμένα σε σχέση με άλλα. Επίσης, παρότι η φεμινιστική ανάλυση κέρδισε πολλά από την
αναγνώριση των διαφορών ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, το φεμινιστικό κίνημα οφείλει να
διατηρήσει τη δέσμευση του σε μια ενωμένη θεώρηση, η οποία θα του επιτρέψει την πολιτική
δράση και τη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τις κοινωνικές αλλαγές που υπερασπίζεται
(Burman, 1992). Στην περίπτωση αυτή και παρά τις διαφορετικές οπτικές, μια συγκεκριμένη
άποψη της πραγματικότητας πρέπει να είναι εφικτή (για παράδειγμα το γεγονός ότι όλες
ανεξαιρέτως οι γυναίκες υφίστανται καταπίεση), διαφορετικά ο φεμινισμός κινδυνεύει να
44
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
αποδεχθεί έναν απολιτικό σχετικισμό, όπου κάθε άποψη είναι ισότιμα έγκαιρη και αληθινή
(Allen & Baber, 1992).
Συνοψίζοντας, θα έλεγε κανείς ότι η φεμινιστική θεωρία και έρευνα θα μπορούσε να
αποδεχθεί τις αρχές του μεταστρουκτουραλισμού, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ετερογενή
γυναικεία εμπειρία και τη γυναικεία καταπίεση στο σύνολο της. Με άλλα λόγια, ο
μεταοτρουκτουραλισμός δεν αποτελεί οπωσδήποτε απειλή για τους φεμινιστικούς στόχους
αλλά «μια πρακτική καθοδήγηση για μια πιο ακριβή και ολοκληρωμένη ανάλυση των αναγκών
και εμπειριών ενός μεγάλου και διαφορετικού αριθμού γυναικών» (Allen & Baber, 1992: 7).
Από την άλλη, τόσο ο φεμινισμός όσο και η μεταστρουκτουραλιστική επιστημολογία
επιτρέπουν στους ερευνητές να είναι πιο ανοικτοί σε ερευνητικές μεθόδους. Οι Allen & Baber
(1992) ισχυρίζονται ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα σης ποιοτικές και ποσοτικές μεθοδολογίες
έρευνας είναι αδιέξοδος και μη δημιουργικός, ενώ ο μεταστρουκτουραλισμός στην
πραγματικότητα αποδέχεται την ένταση ανάμεσα στις δύο μεθόδους, κάθε μία από τις οποίες
δίνει μια διαφορετική οπτική στα ερωτήματα της μελέτης. Σήμερα, ένας όλο και μεγαλύτερος
αριθμός φεμινιστριών ερευνητριών χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Όπως
ισχυρίζεται η Squire (1995), η ανάλυση λόγου μοιράζεται με τον φεμινισμό κοινά στοιχεία
όπως η αμφισβήτηση της αλήθειας, η ποιοτική μεθοδολογία έρευνας, η ενασχόληση με την
προσωπική εμπειρία και η ενδοσκόπηση στην έρευνα. Η ανάλυση λόγου μεταθέτει την
προσοχή των ερευνητριών από το υποκείμενο, ως μονάδα ανάλυσης, στο «λόγο» και στις
συνέπειες του. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι υποτιμά ή αναιρεί άλλες ποσοτικές μεθοδολογίες
έρευνας, οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν εξίσου αλλά με διαφορετικό τρόπο στα
ερωτήματα μιας φεμινιστικής μελέτης. Οι φεμινίστριες έλκονται ιδιαίτερα από την έμφαση
της ανάλυσης λόγου στην ποιοτική αλλά συστηματική μέθοδο ανάλυσης που προτείνει καθώς
και από την δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στη θεωρία και στη μέθοδο, γεγονός που τη
διακρίνει από άλλες παραδοσιακές μεθοδολογίες έρευνας (Wilkinson & Kitzinger, 1995). Ένα
άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της ανάλυσης λόγου για τον φεμινισμό είναι η σχέση ανάμεσα στο
λόγο και στις δομές καταπίεσης (Gill, 1995). Η γλώσσα δεν αντιμετωπίζεται από τους
αναλυτές λόγου ως ένα ουδέτερο μέσο περιγραφής του κόσμου, αλλά εμπλέκεται στη
διατήρηση των σχέσεων εξουσίας. Για αυτό και ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο
οργανώνεται ο λόγος, για το περιεχόμενο του και τις συνέπειες του σε συγκεκριμένα
ερμηνευτικά πλαίσια. Έτσι, σύμφωνα με την Gill (1995), οι φεμινίστριες μπορούν να
χρησιμοποιήσουν την ανάλυση λόγου για να διερευνήσουν ένα σύνολο ερωτήσεων σε σχέση
με την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα.
Παρ' όλο που η ανάλυση λόγου φαίνεται ότι προσφέρει στη φεμινιστική ψυχολογία
μια αποδεκτή θεσμική στήριξη, καθώς αποτελεί τελευταία ένα δημοφιλές ερευνητικό πλαίσιο,
ωστόσο πολλές ερευνήτριες διακρίνουν ανάμεσα στις εφαρμογές της ανάλυσης λόγου και τις
θεωρητικές προϋποθέσεις του κινήματος. Σύμφωνα με τις Wilkinson & Kitzinger (1995), τα
χαρακτηριστικά των θεωρητικών δεσμεύσεων της ανάλυσης λόγου που τον καθιστούν
45
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
παραγωγικό για τον φεμινισμό (για παράδειγμα, η αμq)ισßήτηση της αλήθειας, η έμφαση στην
κοινωνική φύση της γνώσης, ή άρνηση του συμπαγούς υποκειμένου και η έμφαση στις
σχέσεις εξουσίας) τον καθιστούν ταυτόχρονα προβληματικό. Μάλιστα, η έμφαση στις σχέσεις
εξουσίας όπως αυτές διαμορφώνονται σε συγκεκριμένα γλωσσικά πλαίσια, καθιστά τις
κοινωνικές ανισότητες αόρατες και μπορεί να οδηγήσει στην κάλυψη των θεσμικών βάσεων
των σχέσεων εξουσίας (Wilkinson & Kitzinger, 1995).
46
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
γνώσης, ασκεί κριτική στην ψυχολογική πρακτική, προκαλώντας τους ισχυρισμούς της
αλήθειας και απαιτεί αλλαγές στην αίσθηση μας σε σχέση με το τι αποτελεί καλή μεθοδολογία
έρευνας. Η παρούσα ενότητα αφορά στη μέθοδο της ανάλυσης λόγου, όπως αυτή
αναπτύχθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες ως μια εναλλακτική προοπτική για την εξέταση των
ζητημάτων της κοινωνικής ψυχολογίας από την αγγλοσαξονική σχολή των Potter, Wetherell,
Billig και Edwards (Potter, 1997) - καθώς οι αρχές της συγκεκριμένης σχολής
χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή, την ανάλυση και την ερμηνεία των δεδομένων της
δεύτερης μελέτης της έρευνας, η οποία διεξήχθη αποκλειστικά με γυναίκες απόφοιτες
πανεπιστημίου. Αυτού του είδους η ανάλυση δεν είναι μια θεωρητικά ουδέτερη μέθοδος που
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την μελέτη σχέσεων αιτίας και αποτελέσματος αλλά ένα σύνολο
θεωρητικών αντιλήψεων για τη γνώση και την πραγματικότητα, το οποίο συνοδεύεται από
κάποιες μεθοδολογικές προτάσεις και τεχνικές ανάλυσης (Potter & Wetherell, 1995).
Σύμφωνα λοιπόν με τους Potter & Wetherell (1987), ο «λόγος» αποτελεί μια μορφή
κοινωνικής αλληλεπίδρασης, η οποία κατασκευάζει ενεργά την υποκειμενικότητα μας, ενώ
ταυτόχρονα αναφέρεται και αναπαράγεται από τις ευρύτερες κοινωνικές δομές. Το
ενδιαφέρον έγκειται στη γλώσσα αυτή καθαυτή και όχι σε ότι υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει.
Οι αντιθέσεις της ανάλυσης λόγου με άλλες πιο γνώριμες θεωρητικές προσεγγίσεις της
ψυχολογίας αφορούν, σύμφωνα με την Marshall (1994), σε δύο κυρίως σημεία: α) στον
διαφορετικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεται η γλώσσα και β) στον διαφορετικό τρόπο
αντίληψης της υποκειμενικότητας (του εαυτού), γεγονός που συνεπάγεται και μια διαφορετική
μονάδα ανάλυσης σΓην έρευνα.
Παραδοσιακά λοιπόν, στον τομέα της ψυχολογίας η γλώσσα αντιμετωπίστηκε ως ένα
διαφανές μέσον το οποίο χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο για να περιγράψει μια
πραγματικότητα, είτε μέσα είτε έξω από αυτόν. Για παράδειγμα, η γλώσσα ενός
ερωτηματολογίου θεωρείται ένα μέσο το οποίο μας αποκαλύπτει προσωπικά χαρακτηριστικά
σταθερά και αναλλοίωτα σε σχέση με το υποκείμενο. Η ανάλυση λόγου αντιδρά στην
παραπάνω ρεαλιστική ή απλά εκφραστική προσέγγιση της γλώσσας και θεωρεί ότι η γλώσσα
αποτελεί αντικείμενο μελέτης από μόνη της καθώς ασκεί έναν «κατασκευαστικό» ρόλο
(Marshall, 1994). Για αυτό και ο όρος «λόγος» (discourse) θεωρείται καταλληλότερος από
τον όρο «γλώσσα» (language). Στην περίπτωση αυτή, οι ομιλητές αντλούν από μια ποικιλία
διαθέσιμων γλωσσικών πηγών ή κυρίαρχων λόγων για να περιγράψουν μια εκδοχή της
πραγματικότητας ή του εαυτού τους, ανάλογα με αυτό που θέλουν να καταφέρουν κάθε
φορά. Αντικείμενο μελέτης λοιπόν γίνεται η γλώσσα αυτή καθαυτή και όχι αυτό που
υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει ή εκφράζει.
Από την άλλη, η αντίληψη του εαυτού δεν βασίζεται σε προϋπάρχουσες γνωστικές
διαδικασίες ή προσωπικά χαρακτηριστικά, αλλά συνδέεται με τις πολιτισμικές και κοινωνικές
συνθήκες ενός συγκεκριμένου τόπου και χρόνου. Παραδοσιακά, η θεωρία των
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας αντιμετωπίζει το υποκείμενο ως ένα σύνολο
47
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
48
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
πράγματα: στο τι καταφέρνουν τα άτομα με το λόγο τους ή τη γραφή τους και στα είδη των
γλωσσικών (θεματικών) πηγών στα οποία ανατρέχουν όταν μιλούν ή γράφουν (Potter &
Wetherell, 1995). Ένα επιπλέον στοιχείο της ανάλυσης λόγου είναι η έμφαση στον τρόπο με
τον οποίο ο λόγος δικαιολογεί τις πράξεις μας και προδιαγράφει τη συμπεριφορά μας. Οι
άνθρωποι χρησιμοποιούν το λόγο τους για να καταφέρουν πράγματα, γΓ αυτό και ο λόγος
ενός υποκειμένου αποκαλύπτει μια ποικιλία και μια διαφορετικότητα ανάλογα με το στόχο του
ή τη λειτουργία του - δηλαδή ο λόγος διαφέρει στον ίδιο άνθρωπο ανάλογα με το σκοπό για
τον οποίο μιλάει, μ' αυτό που αισθάνεται κάθε φορά και με ότι θέλει να καταφέρει. Οι Potter
& Wetherell (1987) ισχυρίστηκαν ότι το άτομο που κατασκευάζει γλωσσικά τα γεγονότα δεν
κάνει κάτι τέτοιο συνειδητά, αλλά ως αποτέλεσμα της προσπάθειας του να ερμηνεύσει τα
φαινόμενα και τον κόσμο του.
Σύμφωνα άλλωστε με τις ρίζες της ανάλυσης λόγου στο μεταστρουκτουραλισμό και
σε θεωρητικούς όπως ο Μ. Foucault, η χρήση ενός συγκεκριμένου λόγου, ο οποίος
περιλαμβάνει μια συγκεκριμένη οργάνωση του εαυτού, όχι μόνον δικαιολογεί τις πράξεις μας
αλλά ταυτόχρονα συντηρεί και αναπαράγει σχέσεις εξουσίας και μοτίβα κυριαρχίας και
υποταγής. Βέβαια, οι παραπάνω συνέπειες του συγκεκριμένου λόγου μπορεί να μην είναι
αντιληπτές από τον ομιλούντα ή συγγραφέα του λόγου και ειδικά στην περίπτωση της
ασυνείδητης λειτουργίας, ο λόγος χρησιμοποιείται ως ιδεολογία για να νομιμοποιήσει την
εξουσία μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (Wetherell & Potter, 1988). Οι αναλυτές
λόγου ισχυρίζονται ότι οι στόχοι και οι συνέπειες του λόγου που αποτελούν και τα τελικά
ευρήματα της ανάλυσης δεν αποκαλύπτονται εύκολα. Ένας κατάλληλος τρόπος είναι οι
διαφορετικές εκδοχές, οι αποκλίσεις και οι παραλλαγές του λόγου για το ίδιο γεγονός από το
ίδιο υποκείμενο. Αυτό σημαίνει ότι αν ο λόγος είναι προσανατολισμένος συνειδητά ή
ασυνείδητα σε κάποιο σκοπό τότε θα είναι ποικίλος ανάλογα με αυτό που θέλει να καταφέρει
και επομένως μελετώντας την ποικιλία και τις αντιφάσεις στο λόγο μπορεί κανείς να
διαπιστώσει και το στόχο. Μια άλλη σημαντική παράμετρος αφορά στο γεγονός ότι τα
υποκείμενα είναι ενεργητικά στην επιλογή των διαθέσιμων λόγων (Wetherell & Potter, 1988).
Επομένως, όταν κανείς μιλά για ένα οποιοδήποτε φαινόμενο (στάσεις, συναισθήματα,
γεγονότα) αντλεί από συλλογικά σχήματα και κοινές έννοιες, έτσι ώστε οι ακροατές του να
καταλάβουν τι ακριβώς εννοεί. Αυτά τα κοινά μοτίβα εννοιών και ερμηνειών ορισμένοι
ερευνητές, όπως οι Potter και Wetherell, τα ονομάζουν «ρεπερτόρια», άλλοι, όπως οι Hollway
και Parker, «λόγους» και άλλοι, όπως ο Billig, «ιδεολογικά διλήμματα» (Burman & Parker,
1993).
Η ανάλυση του λόγου εστιάζει τελικά στους τρόπους με τους οποίους διαφορετικές
εκδοχές του κοινωνικού κόσμου, των γεγονότων και των εσωτερικών ψυχολογικών
καταστάσεων παράγονται μέσα στο λόγο. Η έμφαση αυτή παραπέμπει τον ερευνητή αφ' ενός
στις γλωσσικές κατασκευές των υποκειμένων της έρευνας και στον τρόπο με τον οποίο τα
καταφέρνουν, αφ' ετέρου σε μια αναγνώριση της κατασκευασμένης επίσης εκ μέρους του
49
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
1.2.5 Ανακεφαλαίωση.
Η πατριαρχία αποτελεί ένα κοινωνικό, οικογενειακό, ιδεολογικό και πολιτικό σύστημα
σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, στο οποίο οι άνδρες στο σύνολο τους διατηρούν
50
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
περισσότερα προνόμια, δικαιώματα και προσβάσεις στην εξουσία απ' ότι οι γυναίκες. Οι λόγοι
για τους οποίους ένα πατριαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης ισχύει ακόμη και σήμερα
είναι ποικίλοι. Κατ' αρχήν οι περισσότερες ερευνήτριες αναφέρονται στις βιολογικές διαφορές
ανάμεσα στα φύλα και συγκεκριμένα στη βιολογική ικανότητα της γυναίκας για αναπαραγωγή,
η οποία προσδιορίζει τη θέση της πρωταρχικά στη σφαίρα της οικογένειας και δευτερευόντως
στη σφαίρα της εργασίας. Άλλες αναφέρονται στη διαφορετική ψυχο-συναισθηματική
ανάπτυξη των γυναικών και γενικότερα στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των δύο φύλων.
Μεταγενέστερες φεμινιστικές αναλύσεις, ερμηνεύουν την υποδεέστερη θέση της γυναίκας με
οικονομικούς όρους, δηλαδή ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της
εκβιομηχάνισης των κοινωνιών. Πάντως, οι περισσότερες φεμινίστριες περιλαμβάνουν στις
αναλύσεις τους μία ή περισσότερες κοινωνικές δομές, όπως η οικογένεια, η μισθωτή εργασία,
η πολιτειακή σεξουαλικότητα, οι πολιτισμικοί οργανισμοί και η ανδρική βία, προσπαθώντας να
ερμηνεύσουν το φαινόμενο της πατριαρχίας παγκόσμια και διαχρονικά. Οι φεμινίστριες
καταλήγουν ότι αυτό που τελικά έχει αλλάξει σήμερα, δεν είναι η πατριαρχική κοινωνική
οργάνωση αυτή καθεαυτή, αλλά ο βαθμός και η μορφή αυτής της οργάνωσης, με αποτέλεσμα
οι σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες να χαρακτηρίζονται από μια «νέο-πατριαρχία».
Φαίνεται επίσης ότι ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο, σύμφωνα με τον οποίο
οι άνδρες τοποθετούνται στη δημόσια σφαίρα της οικονομικής παραγωγής, ενώ οι γυναίκες
στην ιδιωτική σφαίρα της παραγωγής, βρίσκεται στη βάση οποιασδήποτε πατριαρχικής
κοινωνικής οργάνωσης. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν σημαίνει απλά ότι διαφορετικοί
άνθρωποι κάνουν διαφορετικές δουλειές, αλλά ότι οι διαφορετικές δουλειές αξιολογούνται και
ιεραρχούνται διαφορετικά, προσδίδοντας στα άτομα και στις ομάδες που τις εκτελούν
διαφορετικό βαθμό εξουσίας και ελέγχου (Στρατηγάκη, 1994). Για παράδειγμα, τα καθήκοντα
και οι ρόλοι που συνδέονται με τη δημόσια σφαίρα έχουν αποκτήσει πολιτισμικά μεγαλύτερη
σπουδαιότητα και σημασία, σε σχέση με τους ρόλους της ιδιωτικής σφαίρας. Αυτή η
ασυμμετρία στην πολιτισμική αξιολόγηση των ανδρικών και γυναικείων δραστηριοτήτων
δημιουργεί ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα (Rosaldo, 1974). Επιπλέον, όσο οι γυναίκες
συνδέονται με τη φύση και οι άνδρες με τον πολιτισμό, η καθολική καταπίεση των γυναικών
θα εξακολουθεί να υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο (Ortner, 1974). Τέλος, ο καταμερισμός
της εργασίας και της κοινωνίας κατά φύλο, ισχυρίζονται οι φεμινίστριες βρίσκεται στη βάση
τόσο της πατριαρχίας όσο και του καπιταλισμού. Η συμφωνία ανάμεσα στην καπιταλιστική
και πατριαρχική δομή, σε σχέση με τη διαίρεση της εργασίας σε δύο σφαίρες δραστηριοτήτων
και επιρροής, είναι κοινωνικά επιβεβλημένη και ενισχύεται συνεχώς μέσα από νομικούς
πολιτικούς και εκπαιδευτικούς φορείς (McDonald, 1981).
Επομένως, η διαιώνιση της πατριαρχίας και η υποδεέστερη θέση της γυναίκας είναι
ένα περίπλοκο φαινόμενο, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα επίπεδα και δομές της κοινωνικής
ζωής. Οι κλασσικές φεμινιστικές θεωρίες της φιλελεύθερου ρεύματος, του μαρξισμού, του
ριζοσπαστικού και του σοσιαλιστικού κινήματος προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τις σχέσεις
51
Κοινωνιολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
ανισότητας και εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, δηλαδή τις πατριαρχικές σχέσεις, κυρίως με
όρους κοινωνικής δομής και οργάνωσης. Σήμερα, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της
σοσιαλιστικής ιδεολογίας σε όλες τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οι όροι μαρξισμός και
σοσιαλισμός έχουν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από την ορολογία των περισσότερων
φεμινιστριών. Το ίδιο και τα ζητήματα που διαπραγματεύονταν οι αντίστοιχες φεμινισπκές
παραδόσεις, όπως η οικονομική παραγωγή, οι ταξικές σχέσεις και η ανάπτυξη μιας κοινωνικής
παρεμβατικής πολιτικής (Beasley, 1999). Από την άλλη, οι ακραίες θέσεις της ριζοσπαστικής
φεμινιστικής προσέγγισης σε σχέση με την καθολικότητα του φαινομένου της πατριαρχίας και
την απόλυτη κατηγορία «γυναίκες», πέρα από άλλου είδους κοινωνικούς προσδιορισμούς,
έχουν δεχθεί έντονη κριτική. Τα στοιχεία που φαίνεται ότι παραμένουν από την παράδοση
της ριζοσπαστικής φεμινιστικής προσέγγισης είναι η σημασία της γυναικείας εμπειρίας, ενώ
από το σοσιαλιστικό φεμινιστικό κίνημα, η αλληλεπίδραση των ιστορικών και οικονομικών
συνθηκών στη διαμόρφωση του φαινομένου της πατριαρχίας. Αντίθετα, η ιδεολογία της
φιλελεύθερης φεμινιστικής θεώρησης σε σχέση με την ισότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων
και την υποστήριξη ειδικών ομάδων, όπως οι γυναίκες που κινδυνεύουν από κοινωνικό
αποκλεισμό, εξακολουθεί να βρίσκεται στην επικαιρότητα της πολιτικής των περισσότερων
σύγχρονων δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ένα από τα επικρατέστερα ακαδημαϊκά ρεύματα σήμερα στο χώρο των
ανθρωπιστικών σπουδών αποτελεί ο μεταστρουκτουραλισμός ο οποίος επηρέασε σημαντικά
τη φεμινιστική κοινωνική θεωρία, προσφέροντας νέες κατευθύνσεις στην έρευνα και στη
μελέτη του φαινομένου της γυναικείας καταπίεσης - τόσο από την πλευρά της μεθοδολογίας
όσο και από την πλευρά της θεματολογίας. Ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός
συνδυάζει κοινωνικές δομές και προσωπικά χαρακτηριστικά στην επεξήγηση του συστήματος
της πατριαρχίας και των ανισοτήτων ανάμεσα στα φύλα. Η θεωρία ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι
η ανθρώπινη εμπειρία χαρακτηρίζεται από εσωτερικές αντιφάσεις και συγκρούσεις επομένως
ποικίλει ανάλογα με το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο και τις κοινωνικοοικονομικές ή
ψυχοσυναισθηματικές συνθήκες ύπαρξης κάθε ανθρώπου. Με τον τρόπο αυτό, η προσέγγιση
του μεταοτρουκτουραλισμού, μπορεί να δικαιολογήσει αλλαγές ή εγκλωβισμούς στις στάσεις
και στη ζωή των γυναικών σήμερα, καθώς λαμβάνει υπ' όψιν σημαντικές διαφορές ανάμεσα
στις ίδιες τις γυναίκες σε σχέση με τις δεδομένες ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες του
περιβάλλοντος στο οποίο ανήκουν. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές του κινήματος αυτού,
εφόσον όλοι οι άνθρωποι «μιλούν» με βάση τη δική τους εμπειρία, θέση, προσωπική ιστορία
και κουλτούρα σημαίνει ότι το ερευνητικό ενδιαφέρον πρέπει να μετατεθεί από τη μελέτη των
επίσημων δομών στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι διαμορφώνονται ως υποκείμενα της
δικής τους γνώσης (Haw, 1996). Επιπλέον, ο φεμινιστικός μεταστρουκτουραλισμός αποτελεί
έναν τρόπο παραγωγής της γνώσης ο οποίος χρησιμοποιεί τις παραπάνω θέσεις για την
ανθρώπινη ταυτότητα, το «λόγο» και τις κοινωνικές διαδικασίες ώστε να κατανοήσει τις
υπάρχουσες σχέσεις εξουσίας και να προσδιορίσει περιοχές και στρατηγικές αλλαγής (Weedon,
52
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
1987). Από την άλλη, τόσο ο φεμινισμός όσο και η μεταστρουκτουραλιστική επιστημολογία
επιτρέπουν στους ερευνητές να είναι πιο ανοικτοί σε ερευνητικές μεθόδους, όπως για
παράδειγμα η μέθοδος της ανάλυσης λόγου, η οποία εστιάζει στην ανάλυση οποιουδήποτε
κειμένου, γραπτού ή προφορικού. Οι οπαδοί του μεταστρουκτουραλισμού ισχυρίζονται ότι
όλοι οι ερευνητές οφείλουν να συνδυάζουν διαφορετικούς τρόπους έρευνας και ανάλυσης σε
σχέση με τα ζητήματα που διερευνούν, κάθε ένας από τους οποίους προσφέρει μια
διαφορετική οπτική στα ερωτήματα της μελέτης τους. Τέλος, η θεωρία του φεμινιστικού
μεταστρουκτουραλισμού έχει κοινά στοιχεία με προηγούμενες φεμινιστικές προσεγγίσεις,
όπως για παράδειγμα με τη σοσιαλιστική προσέγγιση, με την οποία μοιράζεται την επιμονή
στην κοινωνική και ιστορική σχετικότητα. Εξάλλου, η ανάγκη για επίγνωση της κατάστασης
και μεταστροφής της γυναικείας ταυτότητας αποτελεί κοινό τόπο των περισσότερων
φεμινιστικών θεωρήσεων.
53
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
αφού από τη γέννηση το φύλο ορίζεται με βάση τα ανατομικά χαρακτηριστικά. Εκτός όμως
από τη βιολογική ταυτότητα, ένα παιδί θα αποκτήσει και την ψυχολογική ταυτότητα του
φύλου του, η οποία συγκροτείται και διαπλάθεται από τον τρόπο με τον οποίο το περιβάλλον
το ανατρέφει, το αναγνωρίζει και γενικότερα ανταποκρίνεται σε αυτό (Νασιάκου, 1979).
Μάλιστα, η κοινωνική ταυτότητα του φύλου είναι τόσο δυνατή, ουσιαστική και αμετάκλητη
για την υπόλοιπη ζωή, που αποδεικνύεται συνεχώς ότι είναι προτιμότερο να προσαρμόζεται,
όταν χρειάζεται, το ανατομικό φύλο στο ψυχολογικό φύλο ενός ανθρώπου, παρά το αντίθετο.
Επομένως, η κοινωνική διαδικασία της απόκτησης των χαρακτηριστικών του φύλου
είναι η διαδικασία κατά την οποία τα παιδιά αποκτούν την ταυτότητα του φύλου τους
(γνωρίζουν δηλαδή αν είναι άνδρες ή γυναίκες) και επιπλέον αποκτούν εκείνα τα κίνητρα, τις
αξίες και τις συμπεριφορές που θεωρούνται κατάλληλες, από τον πολιτισμό και την κοινωνία
στην onoig μεγαλώνουν, για όλα τα μέλη του βιολογικού τους φύλου (Shaffer, 1989). Από τα
παραπάνω γίνεται σαφές ότι οι ερευνητές διέκριναν σταδιακά και κατέγραψαν τη διαφορά
ανάμεσα στο «βιολογικό» και στο «κοινωνικό» φύλο ενός ανθρώπου. Έτσι, το βιολογικό
φύλο, είναι ένα ορατό και συνήθως μόνιμο χαρακτηριστικό το οποίο αποκτά κανείς με τη
γέννηση του. Το βιολογικό φύλο, σύμφωνα με την Doyle (1985), αναφέρεται στα
αναπαραγωγικά όργανα και σπς λειτουργίες του άνδρα και της γυναίκας δηλαδή, στις ορμόνες
και στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά που καθορίζονται με τη γέννηση. Αντίθετα, το κοινωνικό
φύλο είναι ένας γενικότερος όρος, ο οποίος περιλαμβάνει όχι μόνο φυσιολογικά
χαρακτηριστικά αλλά μαθημένες και επίκτητες πολιτισμικές συμπεριφορές. Το κοινωνικό
φύλο, ισχυρίζεται η Doyle (1985) αναφέρεται κυρίως σε κοινωνικά, πολιτισμικά και
ψυχολογικά χαρακτηριστικά, στερεότυπα και ρόλους των φύλων, οι οποίοι θεωρούνται
τυπικοί και επιθυμητοί για αυτούς που η κοινωνία καθορίζει πλέον ως «αρσενικά» ή «θηλυκά».
Επιπλέον, το κοινωνικό φύλο είναι ανεξάρτητο από το βιολογικό φύλο. Για παράδειγμα ένας
άνδρας μπορεί να συμπεριφέρεται με τρόπους, οι οποίοι δε θεωρούνται αρκετά αρρενωποί
στην κοινωνία του, αλλά αυτό από μόνο του δεν τον κάνει λιγότερο άνδρα από βιολογική
άποψη. Με λίγα λόγια το βιολογικό φύλο είναι φυσιολογικό, ενώ το κοινωνικό φύλο είναι
πολιτισμικό.
Η παραπάνω διάκριση είναι πολύ σημαντική, αν και συνήθως αγνοείται από όλους
τους ανθρώπους οι οποίοι εσφαλμένα υποθέτουν ότι οι πολιτισμικές νόρμες του ανδρισμού
και της θηλυκότητας είναι φυσιολογικές, δηλαδή καθορίζονται άμεσα από τη βιολογία.
Φαίνεται επίσης ότι σε κάθε κοινωνία ή πολιτισμό υπάρχουν συγκεκριμένα πρότυπα για το
φυλετικό ρόλο ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Αυτά τα πρότυπα των φυλετικών ρόλων
αποτελούν ένα σύνολο αξιών, κινήτρων, χαρακτηριστικών και συμπεριφορών, οι οποίες
θεωρούνται περισσότερο κατάλληλες για τους ανθρώπους του ενός φύλου και όχι του άλλου
(Shaffer, 1989). Όλα μαζί τα πρότυπα φυλετικών ρόλων μιας κοινωνίας περιγράφουν πώς οι
άνδρες και οι γυναίκες αναμένεται να συμπεριφερθούν και επομένως αυτά τα πρότυπα
αντικατοπτρίζουν τα στερεότυπα, με τα οποία κατηγοριοποιούμε και αντιδρούμε σε
54
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
55
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
συμπεριφορά και στους ρόλους των δύο φύλων. Στο ένα άκρο των θεωρητικών ερμηνειών,
βρίσκονται οι επιστήμονες, οι οποίοι δίνουν έμφαση σε βιολογικές διαδικασίες και προτείνουν
ότι γενετικές, ανατομικές και ορμονικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα ευθύνονται για τις
διαφορές στη συμπεριφορά, οι οποίες με τη σειρά τους προδιαθέτουν τους άνδρες και τις
γυναίκες να υιοθετήσουν ρόλους διαφορετικούς και τυπικούς για το φύλο τους. Στην άλλη
άκρη των ερμηνειών, οι επιστήμονες της ψυχολογίας κυρίως, θεωρούν ότι κοινωνικοί
παράγοντες είναι αυτοί που καθορίζουν τόσο τις διαφορές στη συμπεριφορά όσο και στα
αποτελέσματα της διαδικασίας της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου. Ιστορικά, οι πιο
σημαντικές ψυχολογικές θεωρίες για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου είναι η
ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, η θεωρία της κοινωνικής μάθησης και η γνωστική ή
εξελικτική θεωρία του Kohlberg.
Σύμφωνα με την Lips (1988), μερικές από τις παραπάνω θεωρίες, όπως για
παράδειγμα οι βιολογικές προσεγγίσεις και η ψυχαναλυτική θεώρηση, εστιάζουν κυρίως στο
γιατί, στην προέλευση δηλαδή των διαφορών ανάμεσα στα φύλα και ενδιαφέρονται για τις
αιτίες που συντελούν στην ανάπτυξη τέτοιων διαφορών. Αντίθετα, άλλες θεωρίες, όπως
αυτές της κοινωνικής μάθησης και της γνωστικής ανάπτυξης, ασχολούνται κυρίως με το πώς,
με τις διαδικασίες δηλαδή που κατευθύνουν τους άνδρες και τις γυναίκες να υιοθετούν όμοιες
ή διαφορετικές μορφές συμπεριφοράς (Lips, 1988). Στη συνέχεια παρουσιάζεται ξεχωριστά
κάθε μία από τις παραπάνω θεωρητικές ερμηνείες της ταυτότητας του κοινωνικού φύλου.
56
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
των παιδιών, διότι είναι προικισμένες με το μητρικό ένστικτο, μια εγγενή συγκινησιακή τάση
για φροντίδα μικρών και αβοήθητων βρεφών, η οποία οφείλεται στη γυναικεία ορμόνη
οξυτοκίνη. Από την άλλη, το μεγαλύτερο ποσοστό ανδρογενών ορμονών στα αγόρια και
στους άνδρες θεωρείται ως η αιτία της αυξημένης ετοιμότητας για επιθετικότητα που
παρατηρείται στο ανδρικό φύλο και που τους προετοιμάζει καλύτερα για τον ανταγωνισμό της
επαγγελματικής ζωής. Η Sayers (1987) αναφέρει ότι στον τομέα της εκπαίδευσης ειδικά, οι
βιολογικές διαφορές των φύλων χρησιμοποιήθηκαν υπερβολικά για να ερμηνεύσουν την
αποτυχία των κοριτσιών στα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης. Σχετικές έρευνες συνέδεσαν
αιτιολογικά την χωροταξική ικανότητα (visuo-spatial) με την επιτυχία σε μαθήματα θετικής
κατεύθυνσης ενώ κατέληξαν ταυτόχρονα ότι τα κορίτσια δεν αποδίδουν το ίδιο καλά με τα
αγόρια σε ψυχολογικές δοκιμασίες που μετρούν χωροταξικές ικανότητες. Η Lips (1988)
αναφέρει επίσης, ότι μια συγκεκριμένη επιστημονική θεώρηση στο πλαίσιο των βιολογικών
προσεγγίσεων, αυτή της κοινωνιοβιολογίας, διατύπωσε ότι πίσω από τις πολιτισμικές
συμπεριφορές κρύβονται γενετικά καθορισμένες ανθρώπινες αξίες. Για παράδειγμα, η
σεξουαλική επιθετικότητα των ανδρών, η φυλετική διάκριση των ρόλων, η οποία αποδίδει στις
γυναίκες τη φροντίδα των παιδιών, η έμφυτη επιθυμία για σεξουαλική ποικιλία ανάμεσα στους
άνδρες αλλά όχι στις γυναίκες και πολλές άλλες. Οι οπαδοί της θεωρίας αυτής ισχυρίζονται ότι
η γενετική βάση των κοινωνικών συμπεριφορών τις καθιστά δεδομένες και αναπόφευκτες.
Ο παραπάνω βιολογικός ντετερμινισμός, η άποψη δηλαδή ότι η βιολογία καθορίζει τη
ζωή μας και αποτελεί πεπρωμένο, έχει επικριθεί έντονα, αφού βέβαια καθόρισε σημαντικά τις
ζωές των γυναικών σε όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας κοινωνικές αντιλήψεις και
διαμορφώνοντας κυβερνητικές πολιτικές. Σύμφωνα με τη Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β), οι
τομείς της εκπαίδευσης και της εργασίας επηρεάσιηκαν ιδιαίτερα από τις θέσεις των
βιολογικών θεωριών εις βάρος της ισότητας των φύλων. Το βασικό επιχείρημα που
δικαιολόγησε τις διακρίσεις, τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην εργασία των γυναικών, ήταν
φυσικά η προστασία της αναπαραγωγικής ικανότητας της γυναίκας, η οποία καθόρισε ως τη
μόνη κατάλληλη εκπαίδευση για τα κορίτσια την προετοιμασία τους για τη γέννηση και
ανατροφή των παιδιών.
Η κριτική στις βιολογικές προσεγγίσεις επικεντρώνεται κυρίως στην έλλειψη
αποδείξεων για το γεγονός ότι ορισμένες κοινωνικές συμπεριφορές συνδέονται με
συγκεκριμένα γονίδια ή συμπλέγματα γονιδίων και στην επιλεκτική χρήση παραδειγμάτων από
συμπεριφορές ζώων, έτσι ώστε να είναι εύκολο να αποδειχθεί η γενετική προέλευση της
ανθρώπινης συμπεριφοράς (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994β). Γενικότερα, η κριτική αφορά στην
έλλειψη εμπειρικής κάλυψης για τις βασικές υποθέσεις των θεωριών, στην απουσία ερευνών ή
στην ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων δεδομένων, γεγονός που επιτρέπει πολλαπλές ερμηνείες
και δημιουργεί ασάφειες σε σχέση με τη στήριξη των θεωριών αυτών. Τέλος, οι θεωρίες
αυτές χρησιμοποιούν μια κυκλική λογική, σύμφωνα με την οποία αν μια συμπεριφορά
διατηρείται από γενιά σε γενιά τότε πρέπει να είναι έμφυτη και εφόσον είναι έμφυτη τότε θα
57
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
Η θεώρηση του Freud για την ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη του παιδιού αναγνωρίζει τη
συνεισφορά τόσο των κοινωνικών, όσο και των βιολογικών παραγόντων. Ο Freud
ισχυρίστηκε ότι κάθε ένας από εμάς - από τη γέννηση του - είναι πρωταρχικά
αμφισεξουαλικός, εφόσον κληρονομεί σε διάφορες αναλογίες βιολογικά χαρακτηριστικά και
από τα δύο φύλα. Αυτό που επομένως, κατά τον ίδιο, διαφοροποιεί στη συνέχεια την
ταυτότητα του φύλου, είναι η διαδικασία της ταύτισης (identification), σύμφωνα με την οποία
το παιδί αποκτά τα χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές, και τους ρόλους του γονέα που έχει το
ίδιο φύλο με αυτό (Doyle, 1985). Σύμφωνα με τη Sayers (1987), ο Freud ισχυρίστηκε επίσης
ότι ο γενετήσιος ερωτισμός κατά το φαλλικό στάδιο της ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης των
παιδιών και η σημασία που δίνει το παιδί στις διαφορές των γεννητικών οργάνων, οδηγεί το
αγόρι στον «ανδρισμό» ενώ το κορίτσι στη «θηλυκότητα» και στις αντίστοιχες συμπεριφορές.
Ο Freud πίστευε ότι ένα αγόρι ηλικίας 3-6 ετών αναγκάζεται να ταυτιστεί με τον
πατέρα του και να εσωτερικεύσει ανδρικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές επειδή
καταλαμβάνεται από το «άγχος του ευνουχισμού». Το αγόρι στην ηλικία αυτή αναπτύσσει
ερωτικά συναισθήματα απέναντι στη μητέρα του και αντιμετωπίζει τον πατέρα του ως
αντίζηλο. Στη συνέχεια, επειδή προβάλλει τα δικά του συναισθήματα αντιπαλότητας στον
πατέρα του, νομίζει ότι ο τελευταίος επιθυμεί να τον ευνουχίσει. Ο φόβος αυτός επιτείνεται
όταν το αγόρι διαπιστώνει ότι τα κορίτσια δεν διαθέτουν το αντίστοιχο γεννητικό όργανο και
υποθέτει ότι έχουν ήδη ευνουχιστεί. Το αγόρι λοιπόν, σύμφωνα με τον Freud, προκειμένου
να μειώσει τον φόβο του ευνουχισμού, στρέφεται τελικά προς τον πατέρα του, καταστέλλει
την αιμομικτική επιθυμία για τη μητέρα του και επομένως επιλύει το γνωστό «Οιδιπόδειο
σύμπλεγμα». Ο Freud θεωρούσε ότι η απόκτηση της ταυτότητας του φύλου είναι ακόμη πιο
58
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
περίπλοκη και πιο αντιφατική για το κορίτσι (Doyle, 1985), το οποίο ήδη νιώθει
«ευνουχισμένο» και επομένως δεν αισθάνεται κανέναν ιδιαίτερο φόβο που θα την αναγκάσει
να ταυτιστεί με τη μητέρα της και να επιλύσει το αντίστοιχο για τα κορίτσια «σύμπλεγμα της
Ηλέκτρας». Σύμφωνα με τον Freud, ο δρόμος προς τη θηλυκή ταυτότητα περνά από τη
συνειδητοποίηση εκ μέρους των κοριτσιών της διαφοράς του γεννητικού τους οργάνου με το
αντίστοιχο όργανο των αγοριών. Κατά τον ίδιο, η έλλειψη πέους δημιουργεί στις γυναίκες
αισθήματα κατωτερότητας και περιφρόνησης του φύλου τους (Lips, 1988). Σταδιακά η
επιθυμία ή αλλιώς ο «φθόνος του πέους» εξελίσσεται σε μια γενικότερη στάση ζήλιας που
στρέφεται πρώτα εναντίον της μητέρας, την οποία το κορίτσι θεωρεί υπεύθυνη. Ο Freud
ισχυρίστηκε ότι το κορίτσι τελικά αντικαθιστά την επιθυμία του πέους με την επιθυμία για ένα
παιδί, προοπτική που την κάνει να στραφεί προς τον πατέρα και τους άνδρες γενικότερα. Το
νέο αντικείμενο αγάπης για το κορίτσι, ο πατέρας δηλαδή, ενισχύει τη γυναικεία συμπεριφορά
της κόρης, γεγονός που αυξάνει παράλληλα την ελκυστικότητα της μητέρας, η οποία
προσφέρεται ως πρότυπο θηλυκότητας. Έτσι, το κορίτσι αναγκάζεται να αποκαταστήσει τη
σχέση με τη μητέρα της, προσπαθώντας να υιοθετήσει και να αναπτύξει γυναικείες
συμπεριφορές οι οποίες θα την κάνουν ελκυστική σε άλλους άνδρες.
Τελικά, σύμφωνα πάντα με τις απόψεις του Freud, επειδή τα κορίτσια, σε αντίθεση με
τα αγόρια, δεν έχουν ισχυρό κίνητρο φόβου για να επιλύσουν το ερωτικό σύμπλεγμα με το
γονέα του αντίθετου φύλου και να ταυτιστούν με το γονέα του ίδιου φύλου, αναπτύσσουν
διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά (Lips, 1988). Έτσι, τα κορίτσια αποκτώντας τη
θηλυκή ταυτότητα, αναπτύσσουν αισθήματα κατωτερότητας και μαζοχισμού, περιφρόνηση
προς άλλες γυναίκες, τάση για ζήλια, επιθυμία να αποκτήσουν παιδί, εμμονή στη σεξουαλική
γοητεία και αδύνατο υπερεγώ. Αντίθετα, τα αγόρια αποκτούν ένα ισχυρό υπερεγώ αλλά και
συναισθήματα περιφρόνησης ή φόβου προς τις γυναίκες. Το «άγχος του ευνουχισμού» και ο
«φθόνος του πέους» αντίστοιχα είναι που κάνουν τους άνδρες επιθετικούς, καταπιεστικούς
και προσανατολισμένους σΓην επιτυχία, ενώ τις γυναίκες παθητικές, ευαίσθητες εξαρτημένες
και αδύνατες (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994β). Η θεωρία του Freud ενώ δημιούργησε νέες
προοπτικές στην έρευνα, σε σχέση κυρίως με ζητήματα σεξουαλικότητας τα οποία είχαν
αγνοηθεί μέχρι τότε, από την άλλη προκάλεσε έντονες διαμάχες μεταξύ των ερευνητών.
59
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
διαφορετικά γεννητικά τους όργανα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό γίνεται πολύ νωρίτερα.
Γενικότερα, η φροϋδική ανάλυση προσέφερε μια ανδροκεντρική οπτική της ανάπτυξης καθώς
ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν τις διαφορές των φύλων σε σχέση με την παρουσία
ή την απουσία του πέους. Επίσης, βασίστηκε σε αναπόδεικτες σεξιστικές υποθέσεις εναντίον
των γυναικών (όπως ο «φθόνος του πέους» ή το αδύναμο υπερεγώ) και συνέδεσε την
επιθυμία της μητρότητας με την επιθυμία των κοριτσιών να γίνουν αρσενικά, καθώς το μωρό
αποτελεί για τη γυναίκα ένα συμβολικό αντικαταστατό του φαλλού. Τέλος, ο Freud θεώρησε
ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι αυτός που καθορίζει και το φύλο ενός ανθρώπου και
ότι η ανατομία αποτελεί πεπρωμένο με ένα λειτουργικό τρόπο καθώς εξυπηρετεί τη βιολογική
αναπαραγωγή.
Όλες οι παραπάνω υποθέσεις θεωρήθηκε ότι οφείλονται στις πατριαρχικές αντιλήψεις
και στο μισογυνισμό του Freud - πάντως, σίγουρα δε βασίζονται σε κλινικά και επιστημονικά
δεδομένα. Η Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β) ισχυρίστηκε ότι η ψυχαναλυτική θεωρία
περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά της θηλυκότητας ως σταθερά στοιχεία στη δομή της
προσωπικότητας, λειτουργεί ως ιδεολογική ενίσχυση για την καταπίεση των γυναικών.
Ωστόσο, υπήρξαν φεμινίστριες οι οποίες βασίστηκαν στη θεωρία της ψυχανάλυσης, αλλά
αντέστρεψαν τους ισχυρισμούς του Freud σε σχέση ειδικά με την ανάπτυξη της γυναικείας
ταυτότητας. Έτσι, γυναίκες όπως η Helene Deutsch, η Karen Horney, η Clara Thompson και
η Nancy Codorow, όχι μόνο συνέβαλλαν σε μια καλύτερη κατανόηση της γυναικείας
ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης, αλλά διόρθωσαν σε ένα μεγάλο βαθμό τις διαστρεβλώσεις
και τους προκατειλημμένους ισχυρισμούς της φροϋδικής θεωρίας (Doyle, 1985; Lips, 1988).
Το ρεύμα αυτό των ψυχαναλυτριών ονομάστηκε γυναικοκεντρική προσέγγιση στην
ψυχανάλυση, καθώς εστιάζει κυρίως στις δυνατότητες αναπαραγωγής των γυναικών, σε
αντίθεση με την φαλλοκεντρική οπτική της φροϋδικής θεωρίας.
Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης προτείνει ότι το παιδί αναπτύσσει την ταυτότητα
του φύλου του και μαθαίνει το φυλετικό του ρόλο μέσα από μια διαδικασία μάθησης, η οποία
περιλαμβάνει την παρατήρηση, τη μίμηση και την ενίσχυση (θετική ή αρνητική) (Doyle,
1985). Για παράδειγμα, τα αγόρια μαθαίνουν να συμπεριφέρονται σαν άνδρες και τα κορίτσια
σαν γυναίκες, επειδή ακριβώς η κατάλληλη για το φύλο τους συμπεριφορά επιβραβεύεται,
ενισχύεται δηλαδή θετικά, ενώ η ακατάλληλη για το φύλο τους συμπεριφορά τιμωρείται ή
αγνοείται, ενισχύεται δηλαδή αρνητικά. Τα παιδιά μαθαίνουν επίσης ποιες συμπεριφορές είναι
κατάλληλες για το φύλο τους μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση ενήλικων ή
συνομήλικων προτύπων (Doyle, 1985). Για παράδειγμα, το αγόρι ή το κορίτσι παρατηρεί τη
συμπεριφορά των γονιών του, των δασκάλων του και άλλων παιδιών ή τις διαφορετικές
συμπεριφορές ανάμεσα στα φύλα, οι οποίες αναπαριστώνται στα βιβλία, στα παιχνίδια, στην
τηλεόραση και στα σχολικά μαθήματα. Όπως ισχυρίζεται η Sayers (1987), σύμφωνα με τη
60
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
θεωρία της κοινωνικής μάθησης, η απόφαση του παιδιού να μιμηθεί στη συνέχεια τη
συμπεριφορά που παρατήρησε εξαρτάται από το αν έχει παρατηρήσει επίσης την επιβράβευση
που ακολουθεί, όταν η συμπεριφορά αυτή εκτελείται από ένα άλλο άτομο του ίδιου φύλου.
Έρευνες έχουν δείξει ότι τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί επιβραβεύουν τα παιδιά
άμεσα για συμπεριφορές κατάλληλες για το φύλο τους, ενώ τα επικρίνουν για συμπεριφορές
ακατάλληλες.
Σύμφωνα πάντα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, τα παιδιά μιμούνται με
μεγαλύτερη επιτυχία μοντέλα που ανήκουν στο ίδιο φύλο με αυτά, έχουν εξουσία και τους
προσφέρουν τη φροντίδα τους (Lips, 1988). Αναμφισβήτητα λοιπόν οι γονείς αποτελούν
ισχυρά πρότυπα μίμησης για ένα παιδί. Μάλιστα, ο γονιός του ίδιου φύλου αποτελεί ένα
ιδιαίτερα αποτελεσματικό πρότυπο που επηρεάζει σημαντικά τη συμπεριφορά του παιδιού.
Καθώς το περιβάλλον υπενθυμίζει συνεχώς στο παιδί ότι είναι αγόρι ή κορίτσι και το ενισχύει
αντίστοιχα να ασχολείται με «ανδρικές» ή «γυναικείες» δραστηριότητες, σταδιακά το παιδί
μαθαίνει να σκέφτεται για τον εαυτό του ότι είναι αγόρι ή ότι είναι κορίτσι. Επομένως, μέσα
από την παρατήρηση, τη μίμηση και την ενίσχυση, η διαμόρφωση του κατάλληλου φυλετικού
ρόλου προηγείται και προετοιμάζει το έδαφος για την απόκτηση της ταυτότητας του φύλου.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προσέγγισης αναπτύχθηκε η θεωρία του Lynn, η οποία
ενώ διατυπώθηκε το 1966, όπως αναφέρει η Lips (1988), γεφύρωσε την ψυχαναλυτική
θεώρηση με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης και αποτέλεσε τον πρόδρομο της ερμηνείας
της Chodorow σε σχέση με την αναπαραγωγή της μητρότητας, όπως θα διαπιστωθεί στη
συνέχεια. Ο Lynn ισχυρίστηκε λοιπόν ότι η δυνατότητα παρατήρησης και μίμησης της
συμπεριφοράς των γονιών δεν είναι η ίδια για τα αγόρια και τα κορίτσια (Lips, 1988). Επειδή
ο πατέρας ασχολείται με τα μικρά παιδιά πολύ λιγότερο χρόνο από ότι η μητέρα και
απουσιάζει συχνά από το σπίτι, τα αγόρια έχουν ένα ασαφέστερο μοντέλο για να μιμηθούν απ'
ότι τα κορίτσια. Έτσι τα αγόρια μαθαίνουν την τυπική για το φύλο τους συμπεριφορά όχι
τόσο παρατηρώντας απ' ευθείας τον πατέρα τους, αλλά μέσα από τις σχετικές περιγραφές της
μητέρας και των δασκάλων τους και σταδιακά ταυτίζονται όχι με τον πατέρα τον ίδιο αλλά με
το στερεότυπο ανδρικό ρόλο. Οι κοινωνικοί επιστήμονες ισχυρίζονται γενικότερα ότι οι
γυναικείοι ρόλοι είναι πιο διαθέσιμοι και ευανάγνωστοι για τα κορίτσια από ότι οι ανδρικοί
ρόλοι. Τα αγόρια για να νιώσουν αρρενωπά πρέπει να διακρίνουν τον εαυτό τους και ορίσουν
τον ανδρισμό τους «αρνητικά», δηλαδή ως κάτι το οποίο δεν είναι θηλυκό ή συνδεδεμένο με
τις γυναίκες. Η παραπάνω αναγκαιότητα για τα αγόρια να μάθουν το ανδρικό ρόλο με βάση
τη σχετική απουσία ανδρικών προτύπων και μέσα από ασαφείς απαιτήσεις, οι οποίες
υποστηρίζονται μάλιστα με τιμωρίες, προκαλεί ανησυχία και άγχος για τις σχετικές με το φύλο
τους συμπεριφορές. Αυτή η ανησυχία με τη σειρά της προκαλεί στη συμπεριφορά των
αγοριών μεγαλύτερη δυσκαμψία και εντονότερη προσκόλληση σε τυπικούς για το φύλο τους
κανόνες συμπεριφοράς. Πραγματικά, η Δεληγιάνη-Κουϊμτζή (1994β) ισχυρίζεται ότι τα αγόρια
ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο από ότι τα κορίτσια να «παίζουν» το ρόλο που ταιριάζει στο
61
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
φύλο τους και επομένως μιμούνται με μεγαλύτερη συνέπεια άτομα του ίδιου φύλου, ενώ
απορρίπτουν συστηματικά κάθε συμπεριφορά που συνδέεται με το αντίθετο φύλο.
Η ουσιαστικότερη κριτική για τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, σύμφωνα με τη
Sayers (1987), αφορά στην αδυναμία της θεωρίας να ορίσει την προέλευση των στερεοτύπων
για τα δύο φύλα και τις βαθύτερες αιτίες για τις οποίες ορισμένες δραστηριότητες
θεωρήθηκαν τυπικές για το ένα ή το άλλο φύλο. Επίσης, διατυπώθηκαν αμφιβολίες για το αν
η απευθείας ενίσχυση παίζει τόσο σημαντικό ρόλο, όσο υποστηρίζει η θεωρία της κοινωνικής
μάθησης, η οποία αντιμετωπίζει τα παιδιά ως παθητικούς δέκτες, τη στιγμή που η
κοινωνικοποίηση θεωρείται σήμερα μια σύνθετη και αλληλεπιδραστική διαδικασία (Lips, 1988).
Για παράδειγμα, οι επιρροές των ίδιων των παιδιών στη συμπεριφορά των γονιών μπορεί να
είναι το ίδιο σημαντικές όσο και το αντίστροφο. Τέλος, εκφράστηκαν αμφιβολίες για το αν οι
γονείς διαφοροποιούν τόσο πολύ τη συμπεριφορά τους, ανάλογα με το φύλο των παιδιών
τους, καθώς και για το αν η συμπεριφορά των παιδιών ακολουθεί με τόσο μεγάλη ακρίβεια το
μοντέλο που παρέχεται από το περιβάλλον τους (Lips, 1988; Sayers, 1987). Ωστόσο,
σύμφωνα με την Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β), η θεωρία της κοινωνικής μάθησης
χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα για την ερμηνεία των διαφορών ανάμεσα στα δύο φύλα, όχι
μόνον στην καθημερινή συμπεριφορά, αλλά και στις σχολικές επιδόσεις και αποτέλεσε
σημαντικό εργαλείο για την ανάλυση της διάκρισης των φύλων στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Ο Kohlberg διατύπωσε μια γνωστική θεώρηση για την ανάπτυξη της φυλετικής
ταυτότητας, η οποία διαφέρει σημαντικά από τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν μέχρι τώρα.
Τόσο η θεωρία της κοινωνικής μάθησης, όσο και η ψυχαναλυτική θεωρία, ξεκαθαρίζουν ότι τα
αγόρια «παίζουν» τους άνδρες και τα κορίτσια τις γυναίκες, επειδή το περιβάλλον βασικά
ενθαρρύνει αντίστοιχα ανδρικές και γυναικείες συμπεριφορές, ενώ αποθαρρύνει συμπεριφορές
που ανήκουν στο αντίθετο φύλο. Συνεπώς, τα παιδιά αρχίζουν σταδιακά είτε να μιμούνται,
είτε να ταυτίζονται με τους γονείς του ίδιου φύλου, αποκτώντας έτσι μια σταθερή φυλετική
ταυτότητα και τις κατάλληλες για το φύλο τους αντιλήψεις και συμπεριφορές. Ο Kohlberg
άλλαξε την παραπάνω σειρά και θεώρησε ότι η απόκτηση της ταυτότητας του φύλου είναι
προϊόν μιας γνωστικής διαδικασίας και αποτέλεσμα της γνωστικής ανάπτυξης του ίδιου του
παιδιού (Shaffer, 1989). Με άλλα λόγια, η σύλληψη της ταυτότητας του φύλου στο παιδί
αποτελεί τελικά μια «γνωστική κρίση» για τον εαυτό του, η οποία εξαρτάται από το επίπεδο
γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού, είναι εντελώς ανεξάρτητη από κοινωνικές ενισχύσεις και
προηγείται της επιλεκτικής του προσοχής ή της ταύτισης του με πρότυπα του ίδιου φύλου.
Όπως αναφέρει η Doyle (1985), ο Kohlberg υποστήριξε ότι τα παιδιά αναπτύσσουν
και κατανοούν την ταυτότητα του φύλου τους και τις συνέπειες αυτής της ταυτότητας σε τρία
στάδια:
62
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
α) Στο πρώτο στάδιο το παιδί αποκτά τη βασική ταυτότητα του φύλου, αναγνωρίζει
δηλαδή ότι είναι αγόρι ή κορίτσι, παρότι δεν αντιλαμβάνεται ακόμη ότι το φύλο αποτελεί ένα
αναλλοίωτο και σταθερό χαρακτηριστικό, ανεξάρτητα από τις διαφορές της εξωτερικής
εμφάνισης. Για το λόγο αυτό, η αντίληψη του παιδιού αυτής της ηλικίας δεν δέχεται
εξαιρέσεις και είναι πάρα πολύ αυστηρή σε σχέση με χαρακτηριστικά της εξωτερικής
εμφάνισης, τα οποία πιστεύει ότι καθορίζουν και το φύλο ενός ανθρώπου.
β) Στο δεύτερο στάδιο, το οποίο ο Kohlberg ονομάζει το στάδιο της μονιμότητας του
φύλου (gender stability), τα παιδιά κατανοούν πια ότι το φύλο δεν αλλάζει με την πάροδο του
χρόνου. Το παιδί σε αυτό το στάδιο γνωρίζει ότι τα αγόρια θα γίνουν οπωσδήποτε άνδρες και
τα κορίτσια γυναίκες. Επίσης, σε αυτήν την ηλικία κάθε παιδί αρχίζει να κατασκευάζει ένα
σύστημα αξιών, το οποίο συνδέει με το φύλο του. Δηλαδή, το παιδί μαθαίνει να εκτιμά
περισσότερο και να προτιμά συμπεριφορές, οι οποίες συνδέονται με το φύλο του ή αρχίζει να
μιμείται ανθρώπους του ίδιου φύλου.
γ) Τέλος, στο τρίτο στάδιο, αυτό της σταθερότητας του φύλου (gender consistency),
η έννοια του φύλου έχει ολοκληρωθεί, καθώς το παιδί αντιλαμβάνεται ότι το φύλο παραμένει
αμετάβλητο και στο χρόνο αλλά και σε διαφορετικές καταστάσεις ή συμπεριφορές. Παιδιά
ηλικίας 6-7 ετών που έχουν κατακτήσει αυτό το στάδιο δεν ξεγελιούνται πια από την
εξωτερική εμφάνιση. Γνωρίζουν για παράδειγμα ότι το φύλο κάποιου δεν μεταβάλλεται από
επιφανειακές αλλαγές, όπως το ντύσιμο ή από την εκτέλεση συμπεριφορών που ανήκουν στο
άλλο φύλο.
Σύμφωνα με τον Kohlberg λοιπόν, τα βασικά ενδιαφέροντα και οι αξίες του παιδιού θα
αρχίσουν να αλλάζουν όταν αυτό αποκτήσει μια ώριμη ταυτότητα φύλου. Για παράδειγμα,
ένα αγόρι που αντιλαμβάνεται ότι θα παραμείνει αγόρι σε όλη του τη ζωή, αποδίδει
μεγαλύτερη αξία σε ανδρικά χαρακτηρισπκά και στον ανδρικό ρόλο. Σε αυτό το σημείο θα
αρχίσει να ψάχνει ανδρικά πρότυπα και να μιμείται τις συμπεριφορές τους με σκοπό να μάθει
μορφές συμπεριφοράς κατάλληλες για το φύλο του. Η ενίσχυση που δέχεται όταν μιμείται
επιτυχώς τους άλλους άνδρες τον πληροφορεί ότι συμπεριφέρεται όπως πρέπει να
συμπεριφέρονται τα αγόρια και επομένως δυναμώνει την αρσενική του εικόνα.
Το μοντέλο του Kohlberg αποτελεί, σύμφωνα με τη Doyle (1985), μια θεωρία
γνωστικής σταθερότητας, σύμφωνα με την οποία τα παιδιά έχουν το κίνητρο να αποκτήσουν
αξίες, ενδιαφέροντα και συμπεριφορές, οι οποίες είναι συνεπείς με τις γνωστικές τους κρίσεις
για τον εαυτό τους. Αξίζει να τονιστεί το γεγονός ότι για τον Kohlberg η απόκτηση της
σταθερότητας του φύλου αποτελεί την αιτία και όχι το αποτέλεσμα της παρακολούθησης
προτύπων του ίδιου φύλου. Έτσι, το παιδί πρώτα σχηματίζει την ταυτότητα του φύλου του
και στη συνέχεια αρχίζει να αναπαράγει και να μιμείται συμπεριφορές και ρόλους κατάλληλους
για το φύλο του, οι οποίοι επιβραβεύονται και ενισχύονται. Η ανάγκη μάλιστα του παιδιού να
διατηρήσει σταθερή την ταυτότητα του φύλου του το οδηγεί, όχι μόνο να επιλέγει εκείνες τις
μορφές συμπεριφοράς που ταιριάζουν στο φύλο του, αλλά και να καταδικάζει κάθε
63
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
παρέκκλιση που παρατηρεί στα άλλα παιδιά, μέχρις ότου επιτευχθεί η σταθερότητα του
φύλου (Sayers, 1987). Έτσι εξηγείται, σύμφωνα με τη γνωστική θεωρία, ο έντονος σεξισμός
που παρατηρείται σε παιδιά μικρής ηλικίας. Η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης επεξεργάζεται
επίσης την εικόνα ενός παιδιού ενεργητικού και δραστήριου που διαπλάθει, αυτενεργώντας σε
πολύ μεγάλο βαθμό, την προσωπικότητα του και όχι την εικόνα ενός παθητικού δέκτη των
επιδράσεων που προέρχονται από τον κοινωνικό περίγυρο (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1994β).
Παρόλα τα παραπάνω πλεονεκτήματα, η θεωρία δεν παύει να παρουσιάζει κενά και
προβλήματα. Η κριτική αφορά κατ' αρχήν στο γεγονός ότι η γνωστική θεωρία του Kohlberg
για την ανάπτυξη της ταυτότητας του φύλου βασίστηκε μόνο σε άνδρες και επομένως η
γυναικεία γνωστική ανάπτυξη μπορεί να διαφέρει από αυτήν των ανδρών, όπως πράγματι
διαπιστώθηκε στη συνέχεια. Η θεωρία παραλείπει επίσης να ερμηνεύσει τις ατομικές διαφορές
στην ανάπτυξη του φύλου (Sayers, 1987). Επιπλέον, σύμφωνα με τη Sayers (1987), δεν
δίδεται ικανοποιητική εξήγηση για την πρώιμη έκφραση στερεότυπης ως προς το φύλο
συμπεριφοράς που διαπιστώνεται σε βρέφη και νήπια ηλικίας μικρότερης των 3 ετών, πολύ
πριν δηλαδή τη διαμόρφωση της ταυτότητας και την εδραίωση της σταθερότητας του φύλου.
Τέλος, ο Kohlberg δεν εξηγεί τις βαθύτερες αιτίες της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου,
ούτε γιατί αυτή είναι τόσο σημαντική και κρίσιμη για την παραπέρα εξέλιξη του παιδιού. Η
Sayers (1987) αναφέρει ότι πρόσφατες ερμηνείες της εξελικτικής και της κοινωνιολογικής
θεώρησης ισχυρίσΓηκαν ότι η σπουδαιότητα του κοινωνικού φύλου και η σημασία της
ταυτότητας του φύλου στην ανάπτυξη του παιδιού προκύπτει από τις ίδιες τις εμφανείς
φυσιολογικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Ωστόσο, κατά την άποψη της, και αυτή ακόμη η
ερμηνεία δεν εξηγεί γιατί τέτοιου είδους διαφορές γίνονται σημαντικές, ενώ άλλες όπως το
χρώμα των μαλλιών ή των ματιών δεν είναι σημαντικές στην ψυχολογική ανάπτυξη.
1.3.2.6 Συμπεράσματα - κ ρ ι τ ι κ ή .
64
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
τιμή καλύπτεται από τις απόψεις του βιολογικού ντετερμινισμού και η άλλη από τις θέσεις της
κοινωνικής διαπαιδαγώγησης. Το ίδιο και η Δεληγιάννη-Κουϊμτζή (1994β) ισχυρίζεται ότι
καμιά από τις θεωρίες που παρουσιάστηκαν δεν είναι ικανή να ερμηνεύσει από μόνη της
αποτελεσματικά τις υπάρχουσες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Όλες παρουσιάζουν
κάποια κενά και ένας συνδυασμός στοιχείων από την κάθε μια βοηθά περισσότερο στην
κατανόηση των αιτιών και της διαδικασίας διαφοροποίησης των φύλων. Επιπλέον, η Sayers
(1987) διαπιστώνει ότι καμιά θεωρία δεν κάνει λόγο για τις σχέσεις εξουσίας και δύναμης που
αναπτύσσονται ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, γεγονός που παίζει σημαντικό ρόλο
στη διαιώνιση των ψυχολογικών τους διαφορών.
Σύμφωνα με τη Sayers (1987), καμία από τις παραπάνω θεωρίες δεν εξηγεί τη
σπουδαιότητα του φύλου στην ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός παιδιού, διότι καμία από
τις θεωρίες δεν ασχολήθηκε με την προέλευση των φυλετικών διακρίσεων στην κοινωνία.
Στην πραγματικότητα, η σπουδαιότητα της ανάπτυξης της ταυτότητας του φύλου εξηγείται
μόνον αν λάβει κανείς υπ' όψιν του τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες καθορίστηκαν ιστορικά
από το βιολογικό φύλο των ανθρώπων. Με αυτόν τον τρόπο η βιολογία είναι όντως
σημαντική, καθώς το φυσιολογικό γεγονός της αναπαραγωγικής ικανότητας της γυναίκας
επηρέασε σταδιακά τη σύγχρονη κοινωνική και οικονομική οργάνωση, προσδιορίζοντας
παράλληλα τις διακρίσεις φύλου και τη διχοτόμηση των δραστηριοτήτων τους σε μια
κοινωνία. Εξαιτίας λοιπόν αυτής της διάκρισης και της διχοτόμησης των κοινωνικών σχέσεων,
το φύλο είναι τόσο σημαντικό σε γονείς, εκπαιδευτικούς και παιδιά, καθώς και στην
ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη κάθε ανθρώπου. Άλλωστε, παρά τις βιολογικές ή γενετικές
διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, οι διαφορές από μόνες τους δεν φανερώνουν ποτέ
μια μερική ή ολική ανωτερότητα και κατωτερότητα του ενός φύλου σε σχέση με το άλλο.
Σύμφωνα με τη Νασιάκου (1979) μάλιστα, οι ίδιες οι έννοιες της ανωτερότητας και της
κατωτερότητας αποτελούν αποσπασματικές εκτιμήσεις που προϋποθέτουν μια κλίμακα
πολιτισμικών αξιών.
Η Τεντοκάλη (1998) αναφέρει ότι και άλλες φεμινίστριες έκαναν λόγο για το σύστημα
της «κοινωνικής κατασκευής» της ταυτότητας των δύο φύλων (sex-gender system) ή για την
«κατά φύλο υποκειμενικότητα». Για παράδειγμα, η Rubin το 1975 ισχυρίστηκε ότι κάθε
κοινωνία διαθέτει εκτός από έναν οικονομικό τρόπο παραγωγής και ένα σύστημα κοινωνικής
κατασκευής της φυλετικής ταυτότητας, το οποίο περιλαμβάνει όλους τους τρόπους με τους
οποίους το βιολογικό φύλο μεταλλάσσεται σε πολιτισμικό, τους κανόνες και τις διευθετήσεις
για τη συμπεριφορά των φύλων, τον καταμερισμό της εργασίας τους και τον καθορισμό της
σεξουαλικότητας (Τεντοκάλη, 1998). Από την άλλη, οι Barrett και Mcintosh το 1987
εισήγαγαν τον όρο «κατά φύλο υποκειμενικότητα» για να προσδιορίσουν το σύνολο των
ατομικών χαρακτηριστικών, τα οποία συγκροτούν τις δύο ταυτότητες, την ανδρική και τη
γυναικεία (Τεντοκάλη, 1998). Οι παραπάνω θέσεις βεβαίως εστιάζουν στον καθοριστικό ρόλο
της κοινωνίας και των κοινωνικών δομών για τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Σύμφωνα με
65
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
66
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
άλλους, όταν δεν είναι χαρούμενοι, παρά να ισχυριστούν ότι πληγώθηκαν και να προκαλέσουν
τη συμπάθεια (Tavris, 1993). Γενικότερα στην παράδοση αυτή, οι φεμινίστριες επικρίνουν τα
επιστημονικά λάθη της έρευνας που αφορούν στις διαφορές των δύο φύλων, τα οποία
ωστόσο έχουν ενισχύσει κάθε είδους προκατάληψη. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράδοση
κριτικής των κλασσικών ψυχολογικών θεωριών, η κατωτερότητα και η ανικανότητα των
γυναικών δεν οφείλεται βεβαίως στις ίδιες τις γυναίκες ούτε στη διαφορετική φύση τους,
αλλά στο γεγονός της διαφορετικής τους κοινωνικοποίησης, η οποία ενισχύει την ανάπτυξη
χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων καταστροφικών για τις ίδιες. Έτσι, ακόμη κι όταν οι
εξωτερικοί παράγοντες εκλείπουν, οι γυναίκες εξακολουθούν να καταπιέζουν μόνες τους τον
εαυτό τους. Στην περίπτωση αυτή, η φεμινιστική ψυχολογία εστιάζει στις ίδιες τις γυναίκες
ως γυναίκες, χωρίς να τις συγκρίνει απαραίτητα με τους άνδρες. Στην τρίτη κατά σειρά
παράδοση,^ η προσέγγιση της φεμινιστικής ψυχολογίας αναγνωρίζει τη διαφορετική «φωνή»
των γυναικών. Με άλλα λόγια, οι φεμινίστριες κατανοούν ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους
άνδρες, αλλά ενθαρρύνουν και αξιολογούν ως θετικές τις διαφορές αυτές. Στην περίπτωση
αυτή, οι φεμινίστριες συμφωνούν ότι η παραδοσιακή ψυχολογία έχει αναπτυχθεί σύμφωνα με
έναν «ανδρικό λόγο», ο οποίος ενώ έχει περιγράψει τον κόσμο από τη δική του ανδρική
οπτική, εν τούτοις προσπαθεί να τον επικυρώσει ως απόλυτη και αντικειμενική αλήθεια.
Στη συνέχεια παρουσιάζονται τρεις φεμινιστικές θεωρίες ανάπτυξης της γυναικείας
ταυτότητας, οι οποίες ενσωματώνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τα παραπάνω
χαρακτηριστικά της φεμινιστικής κριτικής στην παραδοσιακή ψυχολογική θεωρία. Έτσι, τα
ερμηνευτικά μοντέλα της Jean Baker Miller, της Carol Gilligan και της Nancy Chodorow
περιλαμβάνουν στο δείγμα της έρευνας τους γυναίκες τις οποίες μάλιστα δεν συγκρίνουν με
άνδρες, εστιάζουν στο γυναικείο λόγο, ενώ παράλληλα θεωρούν αξιόλογα και ωφέλιμα τα
χαρακτηρισπκά γνωρίσματα των γυναικών για το σύνολο της ανθρώπινης ανάπτυξης. Οι
τρεις θεωρίες, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια, πραγματεύονται τη διαφορετική ανάπτυξη
της γυναικείας ταυτότητας, την εξέλιξη της ηθικής σκέψης των γυναικών και την
αναπαραγωγή της μητρότητας αποκλειστικά από γυναίκες.
67
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
68
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
οργανωτική αρχή στη ζωή κάθε γυναίκας. Η συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι η εξέλιξη των
γυναικών στηρίζεται σε μία διαφορετική βάση, καθώς οι γυναίκες εμμένουν, δημιουργούν και
αναπτύσσονται σε ένα πλαίσιο σχέσεων. Μάλιστα, η Miller διαπίστωσε από την κλινική
εμπειρία της με γυναίκες ότι, για τις περισσότερες, η απειλή της διακοπής μιας σχέσης δεν
σήμαινε μονάχα την απώλεια της σχέσης αλλά και την απώλεια μέρους του εαυτού τους. Η
Miller (1986) κατέληξε τελικά ότι οι παράμετροι της γυναικείας εξέλιξης δεν είναι ίδιες με
αυτές των ανδρών και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ίδιοι όροι. Η συγγραφέας
δεν ισχυρίστηκε βεβαίως ότι οι άνδρες δεν ενδιαφέρονται για τις σχέσεις ή δεν νιώθουν την
ανάγκη να δημιουργήσουν δεσμούς, αλλά ότι έχουν στερήσει τον εαυτό τους από ένα
συσχετιστικό τρόπο ζωής και έχουν διαμορφώσει την εμπειρία τους έτσι ώστε να μην
πιστεύουν στο παραπάνω μοντέλο.
Σύμφωνα με τη Miller (1986), οι διαφορετικές ανάγκες και επιθυμίες συσχέτισης
ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες δεν οφείλονται σε εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά, αλλά σε
μια κοινωνικό-πολιτισμικά διαμορφωμένη ψυχολογική διαδικασία, η οποία εξελίσσεται
διαφορετικά για τα δύο φύλα. Η συγγραφέας ισχυρίστηκε ωστόσο, ότι η επιθυμία των
γυναικών για σύναψη και διατήρηση σχέσεων με τους άλλους αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή
πολλών γυναικείων προβλημάτων. Έτσι, οι γυναίκες δεν μπορούν να χαρούν και να
αναγνωρίσουν αυτή την ικανότητα τους, διότι οι μοναδικές φόρμες και μοντέλα σύνδεσης
διαθέσιμα γι' αυτές είναι σχέσεις δουλικότητας και υποταγής, οι οποίες τις οδηγούν σε
νευρώσεις. Η Miller (1986) συμπέρανε τελικά ότι τα ψυχολογικά προβλήματα των γυναικών
δεν οφείλονται στο ασυνείδητο, αλλά στη στέρηση της πλήρους συνείδησης. Έτσι,
ισχυρίστηκε ότι ακόμη και οι όροι με τους οποίους σκεπτόμαστε αντανακλούν την
«καθιερωμένη συνείδηση» και όχι την αλήθεια για αυτό που πραγματικά συμβαίνει.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω διαπιστώσεων, η Miller (1986) φαίνεται ότι
έθεσε νέους στόχους για την ψυχολογική θεωρία σε σχέση με την ερμηνεία της γυναικείας
ταυτότητας. Οι στόχοι της συνοψίζονται στα εξής: α) στην εκ νέου ανακάλυψη της
γυναικείας ταυτότητας, β) στην ανάγκη νέας ορολογίας και στον επαναπροσδιορισμό των
όρων της εξουσίας ή του αυτοκαθορισμού και γ) σΓην ανάγκη μιας παραγωγικής σύγκρουσης,
με νέα μοντέλα και τρόπους αντιμετώπισης της. Σύμφωνα πάντα με τη Miller (1986), ένας
πρωταρχικός στόχος για τις γυναίκες αποτελεί η αναζήτηση του εαυτού τους, η αυτογνωσία ή
η «αυθεντικότητα», όπως διαφορετικά την ονομάζει η συγγραφέας. Όμως, όπως ισχυρίστηκε
η ίδια, αυτογνωσία και υποταγή είναι δύο έννοιες εντελώς ασυμβίβαστες. Οι γυναίκες
πραγματικά δυσκολεύονται να ανακαλύψουν τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους, πρώτον γιατί
δεν έμαθαν ποτέ να το κάνουν και δεύτερον γιατί κάτι τέτοιο δε συμβαδίζει με τις ισχύουσες
επιταγές της θηλυκότητας.
Αυτό που χρειάζεται επομένως, ισχυρίστηκε η Miller (1986), είναι μια νέα ορολογία, η
οποία δεν θα βασίζεται σε ακατάλληλες μεταφορές από την κατάσταση των ανδρών, αλλά θα
προκύπτει από μια προσπάθεια περιγραφής της γυναικείας ανάπτυξης μέσα από την εξέλιξη
69
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
και εμπειρία των ίδιων των γυναικών. Η Miller (1991b) διαπίστωσε επιπλέον, ότι οι γυναίκες
δε θα καταφέρουν ποτέ όλα όσα αναφέρονται παραπάνω αν δεν αποκτήσουν την αντίστοιχη
οικονομική, πολιτική και κοινωνική εξουσία. Η έννοια της εξουσίας όμως, σύμφωνα με τη
συγγραφέα, όπως ακριβώς και άλλες έννοιες ή δραστηριότητες της κυρίαρχης ομάδας, έχουν
διαστρεβλωθεί υπέρ των ανδρών και έχουν αποκτήσει σημασίες που υποδηλώνουν
συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς πιο συνηθισμένους στους άνδρες παρά στις γυναίκες.
Με άλλα λόγια, η εξουσία έχει καταντήσει τυραννία και ο αυτοκαθορισμός εμπεριέχει την
απαγόρευση μιας άλλης ομάδας. Η Miller (1986, 1991b) προτείνει την ανάγκη
επαναπροσδιορισμού των παραπάνω εννοιών, έτσι ώστε αυτές να συμβαδίζουν με τη
γυναικεία εμπειρία. Η ίδια ισχυρίστηκε ότι οι γυναίκες δεν χρειάζεται να υιοθετήσουν τις
καταστροφικές πλευρές, οι οποίες δεν είναι απαραίτητα μέρος μιας αποτελεσματικής εξουσίας,
αλλά τρόποι διατήρησης ενός συστήματος κυριαρχίας και υποταγής. Αντίθετα, οι γυναίκες
χρειάζονται δύναμη και εξουσία για να προωθήσουν την εξέλιξη τους και όχι για να
περιορίσουν την εξέλιξη των άλλων. Από την άλλη, ο αυτοκαθορισμός δεν είναι απαραίτητα
συνώνυμος με την απόλυτη ανεξαρτησία, ούτε αποκλείει τη σχέση με τους άλλους. Ένας
καλύτερος ορισμός, σύμφωνος με την εξέλιξη των γυναικών, αφορά την ικανότητα να
αισθάνεσαι αποτελεσματικός και ελεύθερος νιώθοντας ταυτόχρονα έντονα συναισθήματα
σύνδεσης με άλλους ανθρώπους.
Καθώς λοιπόν οι γυναίκες προσδιορίζονται εκ νέου, αναδεικνύουν την ύπαρξη της
σύγκρουσης ως απαραίτητης διαδικασίας για την ανάπτυξη. Η Miller (1986) προσδιόρισε την
ανάγκη μιας παραγωγικής σύγκρουσης, όπου και οι δύο πλευρές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους
θέτοντας διαφορετικούς στόχους και κάθε ένας αναγκάζεται να αλλάξει τους στόχους του, ως
αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης. Η παραγωγική σύγκρουση εμπεριέχει συναισθήματα
αλλαγής και χαράς. Επίσης, η συγγραφέας υπογράμμισε την ανάγκη για νέα μοντέλα και
νέους τρόπους αντιμετώπισης των συγκρούσεων, τόσο στην οικογένεια όσο και σε άλλους
θεσμούς ή οργανισμούς, όπου η είσοδος των γυναικών είναι πλέον μαζική. Τα νέα μοντέλα
πρέπει να βασίζονται στην αμοιβαία αλληλεπίδραση και ανάπτυξη και όχι στην άσκηση
εξουσίας και ελέγχου. Για τη συγγραφέα, κάθε είδους σύγκρουση υποδηλώνει μια διαδικασία
μετάβασης για τις γυναίκες και καλύτερο είναι εκείνο το είδος σύγκρουσης που οδηγεί στη
σύνδεση (ισορροπία), τόσο στην ίδια τη γυναίκα όσο και ανάμεσα στις γυναίκες. Επιπλέον,
τέτοιου είδους συγκρούσεις οδηγούν στην ταυτόχρονη ανάπτυξη και εξέλιξη όλων των
ανθρώπων, ανδρών και γυναικών.
Ανακεφαλαιώνοντας, σύμφωνα με τη Miller, οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα φύλα
οδηγούν αφ' ενός στη διαστρέβλωση της γυναικείας εμπειρίας, αφ' ετέρου στην έλλειψη
κατάλληλης θεωρίας και ορολογίας για την ανάπτυξη των γυναικών. Η Miller (1991a: 22)
ισχυρίστηκε ότι «οι γυναίκες δεν καταπιέζονται εξαιτίας των σχέσεων αυτών καθαυτών. Το
ζήτημα είναι η φύση αυτών των σχέσεων». Έτσι, η συγγραφέας ενώ αρχικά μελέτησε τις
εμπειρίες των γυναικών από τη θέση αυτή (υποτακτική), στη συνέχεια υποστήριξε ότι η
70
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
κατάσταση των γυναικών δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα από όρους ανισότητας.
Άλλωστε, οι γυναίκες παίζουν ένα σημαντικό κοινωνικό ρόλο, εξαιτίας ακριβώς των σχέσεων
που συνάπτουν με την κυρίαρχη ομάδα, στις οποίες βασίζεται και ο θεσμός της οικογένειας.
Για το λόγο αυτό, η μελέτη της γυναικείας ταυτότητας μέσα σε ένα νέο θεωρητικό πλαίσιο
κρίνεται απαραίτητη και αναγκαία για την αμοιβαία ανάπτυξη και των δύο φύλων.
Η Carol Gilligan (1987, 1993) έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας στις «διαφορετικές
φωνές» των γυναικών, οι οποίες αποτέλεσαν την αφετηρία μιας νέας ψυχολογικής θεωρίας
σχετικά με την ηθική εξέλιξη και ανάπτυξη. Η Gilligan ουσιασπκά αντέδρασε στις
καθιερωμένες ψυχολογικές θεωρίες, οι οποίες περιέγραψαν την ηθική εξέλιξη των γυναικών
ως ελλειμματική ή κατώτερη σε σχέση με αυτή των ανδρών. Αντίθετα, υποστήριξε ότι άνδρες
και γυναίκες αναπτύσσουν διαφορετικές αντιλήψεις για την ηθική, κάθε μια από τις οποίες
είναι ισότιμα συμπαγής, ολοκληρωμένη και έγκυρη. Έτσι, εισήγαγε στην ψυχολογική
θεώρηση τη γυναικεία εξέλιξη της ηθικής σκέψης και πλαισίωσε εκ νέου τη συζήτηση για τις
διαφορές των φύλων. Στην πραγματικότητα, δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση της
διαφορετικής εξέλιξης της ηθικής ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αν και υπέθεσε ότι
βασίζεται στο διαφορετικό κοινωνικό, πολιτισμικό και ψυχολογικό πλαίσιο ανάπτυξης για τα
δύο φύλα. Αυτό που την απασχόλησε περισσότερο ήταν η συστηματική προκατάληψη της
παραδοσιακής ψυχολογικής θεωρίας ενάντια στις γυναίκες σε σχέση με την εξέλιξη της ηθικής.
Για το λόγο αυτό εναντιώθηκε κατ' αρχήν στον ίδιο τον καθηγητής της, Lawrence
Kohlberg, ο οποίος περιέγραψε την εξέλιξη της ηθικής κρίσης από την παιδική ηλικία στην
ενήλικη ζωή, σε έξι στάδια, τα οποία βασίστηκαν αποκλειστικά στη διαχρονική μελέτη 84
αγοριών. Η Gilligan (1977, 1987) διαπίστωσε επομένως ότι, στο κυρίαρχο μοντέλο ηθικής
ανάπτυξης, η αντίληψη της ωριμότητας προκύπτει από τη μελέτη της ζωής των ανδρών και
αντανακλά τη σπουδαιότητα της ατομικότητας στην εξέλιξη τους. Έτσι, κατέληξε στο εξής
παράδοξο συμπέρασμα: τα χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία παραδοσιακά έχουν ορίσει τη
«γυναικεία καλοσύνη», δηλαδή η φροντίδα και η ευαισθησία των γυναικών στις ανάγκες των
άλλων, αποτελούν παράλληλα τα στοιχεία, τα οποία κατηγοριοποιούν τις γυναίκες ως
ανεπαρκείς στην κλίμακα και στα στάδια της ηθικής ανάπτυξης.
Η Gilligan διεξήγαγε τελικά τις δικές της μελέτες με γυναίκες και άνδρες,
χρησιμοποιώντας παράλληλα ρεαλιστικά ηθικά διλήμματα τα οποία, κατά την άποψη της,
προσφέρονται για τη μελέτη της γυναικείας ηθικής κρίσης. Η Gilligan (1993) αναφέρεται σε
τρεις έρευνες συνολικά: α) σΓην έρευνα των φοιτητών του πανεπιστημίου, στην οποία
μελέτησε την ταυτότητα και την ηθική εξέλιξη στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής, δηλαδή
σε εΐκοσι-πέντε φοιτητές, β) στην έρευνα της απόφασης της έκτρωσης, στην οποία μελέτησε
29 γυναίκες διαφορετικής ηλικίας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης και οικογενειακής
κατάστασης, οι οποίες βρίσκονταν στο πρώτο τρίμηνο εγκυμοσύνης τους και σκέφτονταν να
71
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
κάνουν έκτρωση και γ) στην έρευνα για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, στην οποία
διερεύνησε περαιτέρω τις εμπειρίες της ηθικής σύγκρουσης, της επιλογής και τις κρίσης σε
υποθετικά ηθικά διλήμματα και στην οποία συμμετείχαν 144 άνδρες και γυναίκες,
διαφορετικής ηλικίας και κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Όλες οι έρευνες βασίστηκαν σε
προσωπικές συνεντεύξεις με ερωτήσεις που αφορούσαν σιην αντίληψη του εαυτού και της
ηθικής καθώς και στις εμπειρίες της σύγκρουσης και της επιλογής.
Η Gilligan (1987, 1993) ισχυρίστηκε έντονα ότι τα ρεαλισπκά ηθικά διλήμματα, όπως
για παράδειγμα αυτό της απόφασης της έκτρωσης, διευκολύνουν περισσότερο τη μελέτη της
εξέλιξης της γυναικείας ηθικής. Σύμφωνα με την ίδια, τα υποθετικά διλήμματα καθώς
παρουσιάζονται αφαιρετικά, απογυμνώνουν τους ηθικούς δράστες από τις συνθήκες της
προσωπικής τους ζωής, ξεχωρίζοντας έτσι το ηθικό πρόβλημα από τα πραγματικά κοινωνικά
ενδεχόμενα που το περιβάλλουν. Τα υποθετικά διλήμματα, σύμφωνα με τη συγγραφέα, είναι
κατάλληλα για την εκμαίευση των αντικειμενικών αρχών του δικαίου και για την αξιολόγηση
της λογικής της ισότητας και της αμοιβαιότητας, που διακρίνει την ανδρική ηθική σκέψη.
Αντίθετα, ο επαναπροσδιορισμός του διλήμματος με τις ιδιαιτερότητες των πραγματικών
συνθηκών, επιτρέπει την κατανόηση των αιτιών και των συνεπειών μιας απόφασης, γεγονός
που χαρακτηρίζει την ηθική κρίση των γυναικών. Για παράδειγμα, η Gilligan (1993) αναφέρει
ότι το ηθικό δίλημμα του Heinz, που παρουσίασε ο Kohlberg, προσεγγίζεται από τους άνδρες
σαν ένα μαθηματικό πρόβλημα, ενώ από τις γυναίκες σαν ένα πρόβλημα ανθρωπίνων
σχέσεων. Έτσι, οι γυναίκες αντί να ασπαστούν μία από τις δύο επιλογές του διλήμματος,
τείνουν να μετατρέπουν το ίδιο το δίλημμα. Σύμφωνα με την Gilligan (1993), παρ' όλο που η
ανεξάρτητη διεκδίκηση στην κρίση και στη δράση θεωρείται το απόγειο της ενηλικίωσης, οι
γυναίκες πάντα κρίνονται και κρίνουν τους εαυτούς τους με βάση τη φροντίδα και το
ενδιαφέρον για τους άλλους. Η σύγκρουση δηλαδή, ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους
αποτελεί το κεντρικό ηθικό πρόβλημα των γυναικών, γι' αυτό και η Gilligan έκρινε ότι η
απόφαση της έκτρωσης προκαλεί στις γυναίκες τα βασικά ερωτήματα της υπευθυνότητας και
των υποχρεώσεων απέναντι στους άλλους και τον εαυτό.
Όπως αναφέρει η Tong (1995), η θεωρία της Gilligan διέπεται από τις παρακάτω
βασικές θέσεις: α) Σ' ένα ηθικό πρόβλημα, οι γυναίκες τείνουν να εστιάζουν στις σχέσεις του
ηθικού δράστη με άλλους ανθρώπους, ενώ οι άνδρες δίνουν έμφαση στα αφηρημένα
δικαιώματα του δράστη, β) Όταν αντιμετωπίζουν ένα ηθικό δίλημμα, οι γυναίκες υπολογίζουν
τις συνέπειες της απόφασης τους σε όλους όσους επηρεάζονται από αυτήν την απόφαση, ενώ
οι άνδρες δεν σκέπτονται τόσο τις συνέπειες, όσο αναλογίζονται τις αρχές και τις αξίες
σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να δράσουν, ακόμη κι αν πολλοί άνθρωποι πληγωθούν από τη
διαδικασία, γ) Οι γυναίκες συνήθως αποδέχονται δικαιολογίες για τη συμπεριφορά ενός
ηθικού δράστη, ενώ οι άνδρες δεν συγχωρούν καμία συμπεριφορά, όταν τη θεωρούν ηθικά
αδικαιολόγητη, δ) Οι γυναίκες γενικά ερμηνεύουν την ηθική επιλογή, μέσα & ένα πλαίσιο
συνθηκών και περιστάσεων στο οποίο αυτή συμβαίνει, ενώ οι άνδρες αφαιρούν την επιλογή
72
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
από τις συγκεκριμένες συνθήκες και την αναλύουν σαν να αναπαριστούσε κάποιον παγκόσμιο
τύπο ηθικής επιλογής.
Η Gilligan (1987, 1993) ισχυρίστηκε επομένως ότι όταν κανείς φέρει στο προσκήνιο
τις ζωές των γυναικών, τότε διαμορφώνεται ένα άλλο μοντέλο ηθικής ανάπτυξης, σύμφωνα
με το οποίο το ηθικό πρόβλημα προκύπτει από τις συγκρουόμενες υποχρεώσεις και όχι από τα
ανταγωνιστικά δικαιώματα αυτών που συμμετέχουν. Έτσι, η ηθική των δικαιωμάτων, που
χαρακτηρίζει τους άνδρες, διαφέρει από την ηθική των υποχρεώσεων, εξαιτίας της
διαφορετικής έμφασης που αποδίδεται από το άτομο στην ατομικότητα και όχι στις σχέσεις
σαν κάτι πρωταρχικό. Επιπλέον, φαίνεται ότι για την επίλυση του προβλήματος, οι γυναίκες
βασίζονται σε έναν συσχετιστικό τρόπο σκέψης, ο οποίος εξαρτάται κάθε φορά από τις
δεδομένες συνθήκες. Η Gilligan (1987, 1993) συμπέρανε τελικά ότι οι γυναικείοι ορισμοί της
ηθικής διαφέρουν από αυτούς που προκύπτουν από την έρευνα με άνδρες. Σύμφωνα με την
ίδια, η γυναικεία κατασκευή του ηθικού προβλήματος ως προβλήματος υποχρεώσεων διέπεται
από τη λογική της φροντίδας και των σχέσεων. Αντίθετα, η αντίληψη της ηθικής ως ενός
προβλήματος δικαιωμάτων και κανόνων συνδέει την εξέλιξη των ανδρών με τη λογική της
ισότητας και της αμοιβαιότητας. Επιπλέον, οι γυναικείες κατασκευές του διλήμματος της
έκτρωσης αποκαλύπτουν την ύπαρξη μιας ξεχωριστής ηθικής γλώσσας, της οποίας η εξέλιξη
καθορίζει μια διαφορετική σειρά ανάπτυξης, από αυτή των ανδρών.
Σύμφωνα με την Gilligan (1977, 1993), η ηθική της φροντίδας που χαρακτηρίζει τις
γυναίκες εξελίσσεται σε τρία στάδια. Συνοπτικά, η γυναικεία ηθική κρίση ξεκινά από ένα
εγωιστικό ενδιαφέρον για προσωπική επιβίωση, συνεχίζει με μια έμφαση στην αυτοθυσία και
καταλήγει σε μια στοχαστική κατανόηση της έννοιας της φροντίδας, ως τον καταλληλότερο
οδηγό για την επίλυση των συγκρούσεων που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Συγκεκριμένα:
α) Στο πρώτο στάδιο, η αρχική έμφαση στην αποκλειστική φροντίδα του εαυτού για την
εξασφάλιση της επιβίωσης, ακολουθείται από μια μεταβατική φάση, κατά την οποία η
ενασχόληση με τον εαυτό καταδικάζεται ως εγωιστική. Αυτή η κριτική σηματοδοτεί μια νέα
κατανόηση της σχέσης του εαυτού με τους άλλους, η οποία εκφράζεται από τις έννοιες της
υπευθυνότητας και της υποχρέωσης, β) Στο δεύτερο στάδιο, το καλό εξισώνεται με τη
φροντίδα των άλλων. Όμως, όταν οι άλλοι νομιμοποιούνται ως οι μοναδικοί αποδέκτες της
γυναικείας φροντίδας, ο αποκλεισμός του εαυτού προκαλεί προβλήματα στις σχέσεις των
γυναικών. Αυτή η απώλεια της ισορροπίας, τόσο με τους άλλους όσο και με τον ίδιο της τον
εαυτό, προκαλεί τη διαδικασία μετάβασης της ηθικής κρίσης των γυναικών στο τρίτο στάδιο.
Η γυναίκα οδηγείται τελικά στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων της, καθώς προσπαθεί να
ξεδιαλύνει τη σύγχυση ανάμεσα στην αυτοθυσία και σιη φροντίδα, η οποία ενυπάρχει στις
συμβατικές επιταγές της «γυναικείας καλοσύνης», γ) Στο τρίτο στάδιο, ισχυρίζεται η Gilligan
(1997, 1993), οι γυναίκες καταφέρνουν να διαλύσουν την ένταση ανάμεσα στην ατομικότητα
και την υπευθυνότητα, μέσα από μια νέα κατανόηση των σχέσεων με τους άλλους και με τον
εαυτό τους.
73
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
74
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
Μέχρι σήμερα, οι πιο συνηθισμένες ερμηνείες για την αναπαραγωγή της μητρότητας
βασίζονται είτε στη βιολογία, είτε στη διαφορετική κοινωνικοποίηση των φύλων. Η Chodorow
(1978) υποστήριξε ωστόσο ότι τα επιχειρήματα της φύσης και της εκμάθησης ρόλων δεν
επαρκούν για να εξηγήσουν ικανοποιητικά το φαινόμενο της μητρότητας. Η συγγραφέας
απέρριψε εύκολα το επιχείρημα της φύσης, καθώς διέκρινε τη φροντίδα των παιδιών ως
κοινωνική δραστηριότητα από την εγκυμοσύνη και τον τοκετό. Επιπλέον, διευκρίνισε ότι η
καθολικότητα του φαινομένου, το γεγονός δηλαδή ότι η μητρότητα αφορά ενδεχομένως όλες
τις γυναίκες, δεν την καθιστά ούτε βιολογική, ούτε αναπόφευκτη λειτουργία. Από την άλλη,
ισχυρίστηκε ότι το επιχείρημα της κοινωνικοποίησης εξηγεί μ' έναν απλουστευμένο τρόπο την
επιθυμία για μητρότητα, κυρίως μέσα από κοινωνικές διαδικασίες μάθησης του γυναικείου
ρόλου, ταύτισης των κοριτσιών με τις μητέρες τους και προσωπικής επιλογής. Σύμφωνα με
τη συγγραφέα, η μητρότητα δεν αποτελεί ένα σύνολο συμπεριφορών που μπορούν να απλά
διδαχθούν ή να επιβληθούν στα κορίτσια, ούτε έχει να κάνει με συνειδητές επιλογές, αλλά
κυρίως με την ασυνείδητη επιθυμία μιας γυναίκας να γίνει μητέρα.
Η Chodorow στράφηκε τελικά σιην ψυχαναλυτική θεωρία για να εξηγήσει το
φαινόμενο της μητρότητας και συγκεκριμένα στην ψυχαναλυτική θεωρία των σχέσεων με το
αντικείμενο (object relations theory)· Η παραπάνω θεωρία ισχυρίζεται βασικά ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι επαναλαμβάνουν ασυνείδητα, ως ενήλικες, τις πρωταρχικές σχέσεις
που ανέπτυξαν στην παιδική ηλικία με τους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντος τους.
Έτσι, στο βαθμό που τα αγόρια και τα κορίτσια βιώνουν διαφορετικά διαπροσωπικά
περιβάλλοντα καθώς αναπτύσσονται, η γυναικεία και η ανδρική προσωπικότητα θα
αναπτυχθεί διαφορετικά και θα απασχοληθεί με διαφορετικά θέματα. Πράγματι, η Chodorow
(1978) διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη δομή της οικογένειας και των οικογενειακών πρακτικών
(με τη γυναίκα στο σπίτι και τον άνδρα στην εργασία) δημιουργεί διαφορετικές ανάγκες και
ικανότητες συσχέτισης στα δύο φύλα, κυρίως κατά την προ-οιδιπόδεια και οιδιπόδεια φάση.
Σύμφωνα με την Chodorow (1978), ενώ η πρωταρχική σχέση μητέρας-βρέφους, στην
πρώιμη περίοδο της ανάπτυξης, δημιουργεί ένα δυναμικό για γονεϊκές ικανότητες και στα δύο
φύλα, οι προοιδιπόδειες εμπειρίες διαφέρουν σημαντικά ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια. Για
παράδειγμα, η συγγραφέας παρατήρησε ότι οι μητέρες δεν βιώνουν τις κόρες τους ως
ξεχωριστές, αλλά σαν προέκταση του εαυτού τους επειδή ακριβώς έχουν το ίδιο φύλο μ'
αυτές. Αντίθετα, διαλύουν γρήγορα τη συμβιωτική τους σχέση με τους γιους, τονίζοντας και
ενισχύοντας τη διαφορετικότητα τους. Παρ' όλο που και στις δύο περιπτώσεις η μητέρα
βιώνει σαφώς μια αίσθηση μοναδικότητας και συνέχειας με το παιδί της, αυτή η αίσθηση,
διαπίστωσε η Chodorow (1978), είναι δυνατότερη και κρατά περισσότερο σε σχέση με τις
κόρες, επηρεάζοντας την ψυχική ανάπτυξη των κοριτσιών και τον σεξουαλικό
προσανατολισμό τους στο επόμενο στάδιο.
Εάν υποτεθεί ότι η κατάκτηση της ετεροσεξουαλικότητας αποτελεί τον οιδιπόδειο
στόχο των δύο φύλων, τότε ισχυρίστηκε η Chodorow (1978), τα κορίτσια πρέπει σε αυτή τη
75
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
76
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
77
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
Η Chodorow (1978) πρότεινε τελικά την αναδιοργάνωση της γονεϊκής φροντίδας, έτσι
ώστε αυτή να μοιράζεται ισότιμα ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες, για τους παρακάτω
σημαντικούς λόγους: α) Η αποκλειστική γονεϊκότητα από τη μητέρα είναι κακή τόσο για την
ίδια όσο και για τα παιδιά της, διότι οι μητέρες σε μια τέτοια κατάσταση συνήθως
υπερεπενδύουν στα παιδιά τους και υπερφορτίζουν τη σχέση. Από την άλλη, τα παιδιά
μεγαλώνουν καλύτερα σε περιβάλλοντα, όπου η αγάπη δεν προέρχεται ούτε ελέγχεται
αποκλειστικά από ένα άτομο, δηλαδή τη μητέρα, β) Επιπλέον, η ασύμμετρη οργάνωση της
γονεϊκότητας φαίνεται ότι απομακρύνει άδικα τα παιδιά από τους άνδρες. Τα παιδιά θα
μπορούσαν να εξαρτώνται εξαρχής από ανθρώπους και των δύο φύλων και να εγκαθιδρύουν
μια αίσθηση του εαυτού σε σχέση τόσο με τη μητέρα όσο και με τον πατέρα, γ) Η ισότιμη
γονεϊκότητα δεν απειλεί την κατάκτηση της ταυτότητας του φύλου ούτε για τα αγόρια ούτε
για τα κορίτσια. Αντίθετα μάλιστα, η προσωπική σχέση ή η ταύτιση και με τους δύο γονείς θα
βοηθούσε το παιδί να επιλέξει τις δρασιτρότητες και τους ρόλους που θα επιθυμούσε, χωρίς
να αισθάνεται ότι αυτοί απειλούν την ταυτότητα του φύλου του. Οι άνδρες για παράδειγμα,
θα αποκτούσαν, παράλληλα με τις γυναίκες, τη βάση για εμπάθεια, στοργή και φροντίδα. Από
την άλλη, άνδρες και γυναίκες θα μπορούσαν να αποκτήσουν αυτονομία και ανεξαρτησία,
χωρίς η διαφοροποίηση αυτή του εαυτού τους να είναι τόσο αυστηρή ή αντιδραστική σε
σχέση με το άλλο φύλο.
78
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
79
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
εξουσία συνδυασμένη με μια αναπαραγωγική βιολογία διαμορφώνει την εμπειρία των ανδρών
και των γυναικών και τις σχέσεις ανάμεσα τους. Τα ενδιαφέροντα της συγγραφέως
εστιάζονται επομένως, στην αλληλεπίδραση αυτής της εμπειρίας, στις διαφορετικές φωνές
που αυτή η αλληλεπίδραση αναπτύσσει, στον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες ακούν τους
εαυτούς τους και στις ιστορίες που λένε για τη ζωή τους. Ωστόσο, σύμφωνα με την Tong
(1995), η Gilligan θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική σε σχέση με τη μεθοδολογία της, η οποία
αγνόησε σημαντικές διαφορές ανάμεσα σης ίδιες τις γυναίκες και άφησε απ' έξω τις ανδρικές
φωνές στα ρεαλιστικά ηθικά διλήμματα, με στόχο ν' αποδείξει τελικά ότι η γυναικεία ηθική
διαφέρει από την ηθική των ανδρών. Επίσης, η σύνδεση της γυναικείας ηθικής με την ηθική
της φροντίδας, σήμανε για πολλές φεμινίστριες την ταύτιση των γυναικών με μια στρατηγική
ικανότητα επιβίωσης σ' ένα εχθρικό και πατριαρχικό κοινωνικό περιβάλλον (Tong, 1995).
Με παρόμοιο τρόπο η Miller, στον πρόλογο της νέας έκδοσης του βιβλίου της, δέκα
χρόνια αργότερα από την αρχική διατύπωση της θεωρίας της, αναφέρει ότι δεν ενσωμάτωσε
στην ερμηνεία της παράγοντες όπως η κοινωνική τάξη, η εθνικότητα ή ο σεξουαλικός
προσανατολισμός, οι οποίοι έχουν πράγματι σημαντικές συνέπειες σης ζωές των γυναικών,
διότι ασχολήθηκε κυρίως με τους παράγοντες εκείνους που αφορούν όλες τις γυναίκες, μόνο
και μόνο επειδή είναι γυναίκες (Miller, 1986). Σε σχέση με τη θεωρία της Chodorow, η Tong
(1995) αναφέρει ότι πολλές φεμινίστριες επέκριναν το γεγονός ότι η συγγραφέας εστίασε
περισσότερο στην εσωτερική δομή του γυναικείου ψυχισμού, αφήνοντας απ' έξω κοινωνικές
και πολιτικές διαστάσεις, οι οποίες αποτελούν κατ' εξοχήν την πηγή της γυναικείας
καταπίεσης. Επίσης, επέκριναν το γεγονός ότι η Chodorow αναφέρθηκε σε ένα μόνο είδος
οικογενειακής οργάνωσης, δηλαδή στην λευκή πυρηνική οικογένεια της μεσαίας αστικής
τάξης, την οποία εσφαλμένα θεώρησε αντιπροσωπευτική για όλα τα είδη οικογενειών. Τέλος,
σύμφωνα με την Tong (1995) πολλές φεμινίστριες αντέδρασαν αρνητικά στην άποψη ότι η
κοινή φροντίδα των παιδιών και από τους δύο γονείς πρόκειται να σταματήσει την καταπίεση
των γυναικών, υποστηρίζοντας αντίθετα ότι μπορεί να την ενισχύσει. Συγκεκριμένα,
ισχυρίστηκαν ότι η ισότιμη γονεϊκότητα από τα δύο φύλα ανεβάζει για ακόμη μια φορά τους
άνδρες στο επίπεδο του «ήρωα» και αυτού που μπορεί να σώσει την κατάσταση,
προφέροντας τους περισσότερη εξουσία και στο χώρο της οικογένειας (Tong, 1995).
Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με την Bohan (1993), η εσσενσιαλιοτική προσέγγιση
των παραπάνω θεωριών, η οποία αποδίδει στα δύο φύλα ουσιαστικές διαφορές και αντιθέσεις,
έχει δεχθεί έντονη κριτική για τους θεωρητικούς, εμπειρικούς και πολιτικούς προβληματισμούς
που ανεγείρει. Η κριτική αφορά κυρίως στα εξής δύο σημεία: α) στην προβληματική
προϋπόθεση της ομοιογένειας ανάμεσα σης γυναίκες και της καθολικότητας των γυναικείων
γνωρισμάτων και χαρακτηριστικών παγκόσμια και διαχρονικά και β) στο αναπάντητο ερώτημα
αν τελικά οι διαφορετικές ποιότητες που αποδίδονται στις γυναίκες είναι αποτέλεσμα του
φύλου τους ή της καταπίεσης που γνωρίζουν. Έτσι, εάν η ικανότητα συσχέτισης των
γυναικών είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης που υφίστανται και εν τούτοις η ικανότητα αυτή
80
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
81
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
δεύτερος τρόπος κοιτά εσωτερικά στον παράγοντα φύλο ως «γλωσσική» όμως κατασκευή,
δίνοντας έμφαση στους τρόπους με τους οποίους οι άνδρες και οι γυναίκες αντιλαμβάνονται,
ερμηνεύουν και ανταποκρίνονται σε γεγονότα που τους συμβαίνουν - δηλαδή στις ιστορίες
που λένε για τη ζωή τους.
82
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
Παρότι, η παραδοσιακή ψυχολογία για τα φύλα έχει δώσει έμφαση στις συγκρίσεις και
στις διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, οι φεμινίστριες αμφισβητούν σήμερα αυτήν
την τακτική αυτή ως περιορισμένη και ανεπαρκή. Έτσι, οι εναλλακτικοί τρόποι έρευνας του
φύλου μεταθέτουν την προσοχή από το άτομο σιην αρένα των διαπροσωπικών σχέσεων και
των κοινωνικών θεσμών. Επίσης, αντιτίθενται στην ιδέα του φύλου ως στατικής και ενιαίας
κατηγορίας, η οποία διακρίνεται από άλλες κατηγορίες της κοινωνικής ταυτότητας. Σύμφωνα
με την Marecek (1995) ωστόσο, καμία από αυτές τις απόψεις δεν αρνείται τις βιολογικές
διαφορές των φύλων, απλά αρνούνται το γεγονός ότι αυτές οι διαφορές έχουν μία, μοναδική
και σταθερή σημασία σε όλους τους πολιτισμούς, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, σε όλες τις
κοινωνικές τάξεις και σε όλες τις εποχές της ανθρώπινης εμπειρίας. Με άλλα λόγια, η
προσέγγιση της κοινωνικής δόμησης εστιάζει στις αναπαραστάσεις του φύλου και στις
συνέπειες των αναπαραστάσεων και όχι στο φύλο αυτό καθεαυτό.
Οι Hare-Mustin & Marecek (1990b) ισχυρίζονται ότι οι κλασσικές θεωρίες για τα φύλα
αποτελούν αναπαραστάσεις των κατά συνθήκη διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα. Οι θεωρίες
αυτές αντανακλούν, κατά την άποψη τους, είτε την προκατάληψη άλφα (alpha bias) είτε την
προκατάληψη βήτα (beta bias). Άλφα προκατάληψη ονομάζεται η τάση να μεγεθύνονται οι
διαφορές ανάμεσα στα φύλα ή να αναφέρονται εκεί που δεν υπάρχουν, ενώ βήτα
προκατάληψη ονομάζεται η τάση να ελαχιστοποιούνται ή να παραβλέπονται οι διαφορές, όταν
αυτές υφίστανται. Παρ' ότι τα παραπάνω δύο είδη προκαταλήψεων έχουν διαφορετική
έμφαση, μοιράζονται την κοινή προϋπόθεση ότι η ομάδα των ανδρών αποτελεί το σημείο
αναφοράς και την ομάδα σύγκρισης. Επομένως, καμία από τις παραδοσιακές θεωρητικές
προσεγγίσεις για τα φύλα δεν αμφισβητεί τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα τους, ούτε αλλάζει
την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Οι Hare-Mustin & Marecek (1990b), ισχυρίζονται ότι οι
άνδρες είναι αυτοί που ενδιαφέρονται να τονίζουν τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, διότι
με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνουν την ανωτερότητα τους και τη διαφορά τους με την
κατώτερη ομάδα. Έτσι, όταν οι φεμινίστριες αποδέχονται τις θεωρητικές προσεγγίσεις της
διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, στην ουσία συναινούν σε μια κατασκευή της κοινωνικής
πραγματικότητας από την κυρίαρχη ομάδα. Με άλλα λόγια, οι φεμινίστριες που προσπαθούν
να αποδείξουν τη διαφορά ή την ομοιότητα των γυναικών υπογραμμίζουν την καταπίεση των
γυναικών, καθώς αναπαράγουν την κατηγορία γυναίκες πάνω στην οποία βασίστηκε αυτή η
καταπίεση (Wilkinson, 1997).
Σήμερα, προτείνεται η αποδόμηση του τρόπου με τον οποίον ο άνδρας δομείται ως η
θεμελιακή αρχή της κοινωνίας, ενώ η γυναίκα ως το αποκλεισμένο «άλλο» αυτής της αρχής
(Τεντοκάλη, 1998). Σύμφωνα με την Τεντοκάλη (1998), αποδόμηση είναι το όνομα που έχει
δοθεί, από το φιλοσοφικό ρεύμα του μεταοτρουκτουραλισμού, στην κριτική και αναλυτική
διαδικασία, με την οποία μπορούμε να υπονομεύσουμε δυϊσμούς και αντιθέσεις της κοινωνίας
βάση των οποίων κοινωνικοποιούνται τα άτομα και στην προκειμένη περίπτωση τα δύο φύλα.
Η πρόταση της αποδόμησης του κοινωνικού φύλου εστιάζει στον ατομικό παράγοντα, δηλαδή
83
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
στην ίδια τη γυναίκα με τα ποικίλα χαρακτηριστικά και τις διαφορές της κοινωνικής τάξης της
εκπαίδευσης, της θρησκείας, της ηλικίας, της υγείας, της εθνικότητας και αρκετών άλλων. Η
αποδόμηση του κοινωνικού φύλου δεν προσδιορίζει από μόνη της το εναλλακτικό περιεχόμενο
της αποδόμησης αντίθετα το περιεχόμενο θα προσδιοριστεί από την ίδια τη γυναίκα και θα
ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα (Τεντοκάλη, 1998).
Συνοψίζοντας, οι οπαδοί της μεταμοντέρνας θεωρίας ισχυρίζονται ότι το βιολογικό ή
το κοινωνικό φύλο δεν πρέπει να θωρείται πλέον ως διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους
αλλά ως μια αρχή ή ένα αξίωμα κοινωνικής οργάνωσης το οποίο δομεί σχέσεις εξουσίας
ανάμεσα στα δύο φύλα. Σε αντίθεση με τα ερωτήματα επομένως για τις διαφορές ανάμεσα
στα φύλα, η παράδοση αυτή ενδιαφέρεται περισσότερο για τις διαφορές μέσα σε κάθε
φυλετική ομάδα. Επίσης θεωρεί τις κατηγορίες άνδρας και γυναίκα ως κατασκευασμένες
ιδεολογικές και όχι βιολογικές κατηγορίες. Η Unger (1990) ισχυρίζεται ότι μόνον
παραβλέποντας τις αντιφάσεις και τις ασυνέχειες μέσα σε κάθε άτομο, μπορεί κανείς να
μεγιστοποιήσει τις διαφορές ανάμεσα τους ή μόνον αγνοώντας τις διαφορές ανάμεσα στις
ίδιες τις γυναίκες ή στους άνδρες μπορεί να μεγεθύνει τις διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων.
Η εναλλακτική πρόταση επιμένει στη μελέτη κάθε ανθρώπου ξεχωριστά και στον τρόπο με
τον οποίο οι άνθρωποι με ποικίλες κοινωνικές ταυτότητες διαφέρουν μεταξύ τους έτσι ώστε
να μην αντιμετωπίζονται οι κατηγορίες του φύλου ή άλλες κοινωνικές κατηγορίες ούτε ως
παγκόσμιες ούτε ως καθολικές.
1.3.5 Ανακεφαλαίωση.
Παρ' όλο που οι πραγματικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες είναι
ελάχιστες οι περισσότεροι άνθρωποι επηρεάζονται σημαντικά από την ταυτότητα του φύλου
τους και αναπτύσσουν ανάλογα χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές. Ταυτότητα φύλου
ονομάζεται το ιδιαίτερο συναίσθημα που αποκτά ένα παιδί όταν συνειδητοποιεί ότι ανήκει στο
ένα ή στο άλλο φύλο (Νασιάκου, 1979). Η ταυτότητα του φύλου βασίζεται τόσο στα
ανατομικά χαρακτηριστικά του φύλου, όσο και στα κοινωνικά χαρακτηριστικά, τα οποία
αποδίδονται σε άνδρες και γυναίκες από το εκάστοτε κοινωνικό περιβάλλον. Επομένως το
βιολογικό φύλο αναφέρεται στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, τα οποία
καθορίζονται με τη γέννηση του, ενώ το κοινωνικό φύλο περιλαμβάνει ένα σύνολο επίκτητων
και πολιτισμικών ρόλων, δραστηριοτήτων και συμπεριφορών.
Πράγματι, κάθε κοινωνία καθορίζει ξεκάθαρα πρότυπα για τους φυλετικούς ρόλους
ενός άνδρα και μιας γυναίκας τα οποία προσδιορίζουν πως αναμένεται να συμπεριφερθεί
κανείς σε συγκεκριμένες συνθήκες ανάλογα πάντα με το φύλο του. Τα πρότυπα αυτά
αντικατοπτρίζουν παράλληλα τα στερεότυπα μιας κοινωνίας με τα οποία οι άνθρωποι
κατηγοριοποιούν και αντιδρούν σε ανθρώπους διαφορετικού φύλου. Επειδή τα στερεότυπα
του φύλου βασίζονται σε ζεύγη αντιθέτων, διαιρούν τους ανθρώπους σε δύο ομάδες (άνδρες
και γυναίκες), οι οποίες διακρίνονται μάλιστα αυστηρά σε ορισμένα κοινωνικά πλαίσια, όπως
84
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
85
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
από την κάθε μια βοηθά περισσότερο στην κατανόηση των αιτιών και της διαδικασίας
διαφοροποίησης των φύλων. Παρόμοια, πολλές φεμινίστριες διαπίστωσαν ότι καμιά από τις
θεωρίες αυτές δεν κάνει λόγο για τις σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται ανάμεσα στους
άνδρες και τις γυναίκες, γεγονός που παίζει σημαντικό ρόλο στη διαιώνιση των ψυχολογικών
τους διαφορών.
Η φεμινιστική ψυχολογία ή η ψυχολογία των γυναικών άσκησε έντονη κριτική σιην
παραδοσιακή ψυχολογία για τις ανεπαρκείς και καταστροφικές θεωρίες σε σχέση με τις
γυναίκες, οι οποίες τελικά χρησιμοποιήθηκαν για την αναπαραγωγή της ανισότητας ανάμεσα
στα δύο φύλα. Η φεμινιστική ψυχολογία έχει τις ρίζες της στη δουλειά και το έργο κυρίως
των φεμινιστριών επιστημόνων. Η Wilkinson (1997) αναφέρει ότι η φεμινιστική ψυχολογία
αμφισβήτησε την παραδοσιακή ψυχολογία με τρεις τρόπους: α) επέκρινε τη μεθοδολογία των
κλασσικών, ψυχολογικών θεωριών, η οποία είτε απέκλεισε, είτε διαστρέβλωσε τη γυναικεία
εμπειρία, β) επεσήμανε ότι το πρόβλημα δεν είναι οι γυναίκες αλλά η καταπίεση που
υφίστανται οι γυναίκες και γ) έστρεψε το ενδιαφέρον της έρευνας στις ίδιες τις γυναίκες
αναδεικνύοντας τις διαφορές τους, τις οποίες όμως αξιολόγησε θετικά.
Συγκεκριμένα, οι πιο διαδεδομένες φεμινιστικές θεωρίες της Jean Baker Miller, της
Carol Gilligan και της Nancy Chodorow, πραγματεύονται αντίστοιχα τη διαφορετική ανάπτυξη
της γυναικείας ταυτότητας, την εξέλιξη της ηθικής σκέψης των γυναικών και την
αναπαραγωγή του κοινωνικού ρόλου της μητρότητας. Σύμφωνα με την J.B. Miller (1986), η
υπάρχουσα κατάσταση της κοινωνικής ανισότητας, με την εξουσία που προσδίδει στους
άνδρες, στερεί και τα δύο φύλα από μια διαφορετική προσέγγιση της ανθρώπινης ανάπτυξης,
η οποία υπογραμμίζει τους «δεσμούς» και τις «σχέσεις». Η C. Gilligan (1993), εστιάζοντας
στη διαφορετική «φωνή» των γυναικών, καταλήγει σε ένα διευρυμένο μοντέλο ηθικής
εξέλιξης, το οποίο περιλαμβάνει και δεν αποκλείει τη γυναικεία ταυτότητα ως ανεπαρκή ή
ελλειμματική. Στο μοντέλο αυτό, η ανάπτυξη της γυναικείας ηθικής κρίσης υπακούει στους
κανόνες των υποχρεώσεων και ακολουθεί την εξέλιξη μιας νέας ηθικής, την οποία η
συγγραφέας ονομάζει «ηθική της φροντίδας». Τέλος, η Ν. Chodorow (1978) χρησιμοποίησε
την ψυχαναλυτική ερμηνεία για να εξηγήσει το φαινόμενο της «κοινωνικής μητρότητας». Η
επιθυμία των γυναικών να γίνουν μητέρες οφείλεται, σύμφωνα με την ίδια, στο γεγονός ότι
όλες οι γυναίκες ανατράφηκαν αποκλειστικά από γυναίκες-μητέρες και επομένως, ως ενήλικες,
επιθυμούν να αναβιώσουν αυτήν την έντονη και αποκλειστική σχέση μέσα από τα δικά τους
παιδιά. Ωστόσο, επειδή ο ασύμμετρος χαρακτήρας της ανατροφής των παιδιών αποκλειστικά
από γυναίκες αναπαράγει τη φυλετική ανισότητα, η συγγραφέας προτείνει την ισότιμη
γονεϊκότητα και από τα δύο φύλα.
Οι παραπάνω θεωρίες δέχθηκαν πρόσφατα έντονη κριτική κυρίως από τις φεμινίστριες
οπαδούς του μεταστρουκτουραλισμού και της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τις
τελευταίες, οι παραπάνω θεωρίες προϋποθέτουν ουσιαστικές διαφορές και αντιθέσεις ανάμεσα
στα φύλα, δίχως να προσφέρουν βάσιμες αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Από την άλλη,
86
Ψυχολογικές Θεωρητικές Προσεγγίσεις
περιορίζουν σημαντικά τις δυνατότητες και τις προοπτικές κοινωνικής αλλαγής. Η κριτική των
οπαδών της μεταμοντέρνας προσέγγισης συνοψίζεται κυρίως στα εξής: α) στην προβληματική
προϋπόθεση της ομοιογένειας, των παραπάνω θεωριών, ανάμεσα στις γυναίκες παγκόσμια και
διαχρονικά, β) στο γεγονός ότι το ερώτημα αν οι διαφορές των γυναικών οφείλονται στο
φύλο τους ή σιην καταπίεση που υφίστανται παραμένει αναπάντητο και τέλος γ) στο γεγονός
ότι τα παραπάνω μοντέλα υποστηρίζοντας την ιδιαίτερη και ίσως ανώτερη γυναικεία φύση,
αναπαράγουν την ιδεολογία της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα, που αρχικά κατακρίνουν. Η
ιδεολογία της διαφοράς διαιωνίζει στερεότυπες αντιλήψεις για τα φύλα και επομένως
αναπαράγει την ανισότητα. Για το λόγο αυτό βρίσκει ανταπόκριση στην κοινή γνώμη,
ωστόσο έχει αρνητικές συνέπειες στον αγώνα για την απελευθέρωση της γυναίκας.
Σύμφωνα με τις νέες προσεγγίσεις της φυλετικής ταυτότητας, ο βαθμός στον οποίο
τα φύλα διαφέρουν είναι λιγότερο σημαντικός, από ότι οι συνέπειες της έμφασης τέτοιων
διαφορών (James, 1997). Πράγματι, οι νέες προσεγγίσεις υπερβαίνουν τη φιλολογική και
περιορισμένη ερώτηση της διαφοράς και ενδιαφέρονται για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι
διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Σύμφωνα με τις φεμινίστριες της μεταστρουκτουραλιοτικής
κατεύθυνσης, το φύλο δεν αποτελεί φυσική, αλλά κοινωνική κατηγορία, ενώ οι διαφορές
ανάμεσα στα φύλα αποτελούν κατά συνθήκη κατασκευές και ιδεολογίες. Έτσι, τα ερωτήματα
των θεωριών αυτών αφορούν κυρίως στις κοινωνικές διαδικασίες, με τις οποίες
κατασκευάζεται η έννοια του φύλου και στις συνέπειες αυτής της κατασκευής.
Μέχρι σήμερα επομένως, η έμφαση της έρευνας στη σύγκριση και στις διαφορές των
φύλων υπήρξε ανεπαρκής και περιορισμένη, καθώς η φυλετική ταυτότητα φαίνεται ότι έχει
κοινωνικό και ιστορικό χαρακτήρα. Οι νέες προσεγγίσεις της φυλετικής ταυτότητας δεν
αρνούνται τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αλλά το γεγονός ότι οι
διαφορές αυτές έχουν μια, μοναδική και σταθερή σημασία σε όλους τους πολιτισμούς τις
ιστορικές περιόδους και τις κοινωνικές τάξεις. Στην ουσία, ενδιαφέρονται περισσότερο για τις
διαφορές μέσα στις ίδιες τις φυλετικές ομάδες και εστιάζουν στον ατομικό παράγοντα, δηλαδή
στην ίδια τη γυναίκα με τα ποικίλα χαρακτηριστικά της. Η παράδοση αυτή επιμένει τελικά στη
μελέτη κάθε ανθρώπου με τις ποικίλες κοινωνικές ταυτότητες που τον ή την χαρακτηρίζουν,
στο πλαίσιο διαφορετικών κοινωνικών συνθηκών, ενώ διερευνά τις ταυτότητες αυτές μέσα
στον καθημερινό λόγο και στα κείμενα, αντιμετωπίζοντας τις ως «γλωσσικές» κατασκευές.
87
Κεφάλαιο 2
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
91
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
άλλωστε με την τελευταία αναφορά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (United Nations,
2000), η οποία επιχειρεί να απαντήσει στο περίπλοκο ζήτημα της εξέλιξης της θέσης της
γυναίκας παγκοσμίως, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι παρόλη την πρόοδο, οι διαφορές
ανάμεσα στα φύλα παραμένουν και επομένως οι πραγματικές αλλαγές στις ζωές των γυναικών
σε επίπεδο κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων
χρειάζονται ακόμη πολύ χρόνο για να ολοκληρωθούν.
Έτσι, παρά το γεγονός ότι το χάσμα των δύο φύλων στην πρωτοβάθμια και
δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει σχεδόν εξαλειφθεί, τα 2/3 των αναλφάβητων παγκοσμίως
είναι γυναίκες (United Nations, 2000). Ο αναλφαβητισμός οξύνει την απόσταση ανάμεσα στα
δύο φύλα. Πράγματι, σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές το ποσοστό του γυναικείου
αναλφαβητισμού είναι υψηλότερο από το ανδρικό ποσοστό, ανεξάρτητα από το επίπεδο
αναλφαβητισμού της κάθε χώρας (Παυλάκου, 1991). Επίσης, παρά τα αυξημένα ποσοστά
γυναικών σΓην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ειδικά σης χώρες της δυτικής Ευρώπης, στην
Αμερική, στον Καναδά και στην Αυστραλία, οι γυναίκες συγκεντρώνονται κυρίως σε
θεωρητικές σχολές, ενώ οι άνδρες σε σχολές θετικών επίσημων, γεγονός που επηρεάζει την
μετέπειτα σταδιοδρομία τους και είσοδο τους στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, περισσότεροι
άνδρες παρά γυναίκες αποκτούν τις απαραίτητες γνώσεις της πληροφορικής, οι οποίες τους
εξασφαλίζουν την είσοδο στα επαγγέλματα της νέας τεχνολογίας (United Nations, 2000).
Ωστόσο, η ισότιμη πρόσβαση και εξέλιξη των γυναικών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης
θεωρείται απαραίτητη για την πλήρη συμμετοχή της γυναίκας στη μισθωτή απασχόληση, για
την προσωπική της ανάπτυξη και απελευθέρωση καθώς και για τη βελτίωση της υγείας, της
διατροφής και της παιδείας του συνόλου της οικογένειας.
Σήμερα, είναι πλέον γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα συνεχώς αυξανόμενο
ποσοστό της εργατικής δύναμης σε όλο τον κόσμο. Η πιο σημαντική πλευρά της αυξημένης
συμμετοχής τους στην οικονομία είναι ότι περισσότερες γυναίκες από ποτέ παραμένουν στην
παραγωγή κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών τους χρόνων, παρότι τα εμπόδια όσον
αφορά στο συνδυασμό οικογένειας και εργασίας παραμένουν (United Nations, 2000). Όμως,
παρά τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής των γυναικών σΓην αγορά εργασίας, η φύση και το
είδος της εργασίας για άνδρες και γυναίκες διαφέρει σημαντικά. Οι γυναίκες πρέπει να
συμφιλιώσουν την εργασία τους με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, για αυτό και η
συμμετοχή τους στην παραγωγή έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα, καθώς αυτές
προσλαμβάνονται ή εκδιώκονται ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας αλλά και της
σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται για τον αποκλεισμό
και την περιθωριοποίηση των γυναικών από την εργασία είναι είτε η απαγόρευση της εισόδου
των γυναικών σε ορισμένα επαγγέλματα, είτε οι διάφοροι τρόποι αποβολής των γυναικών από
τα επαγγέλματα, άμεσοι και έμμεσοι (Walby, 1986). Σύμφωνα με την Walby (1986), η
απορρόφηση των γυναικών σε συγκεκριμένα γυναικεία επαγγέλματα αποτελεί έναν τρόπο για
τη δημιουργία μιας υποβαθμισμένης εργατικής τάξης. Οι γυναίκες τελικά συνωστίζονται σε
92
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
δουλειές και επαγγέλματα με μικρότερο κύρος, χαμηλότερες αμοιβές και δίχως προοπτικές
εξέλιξης, γεγονός που συμβάλλει στη διατήρηση του προσωρινού και ευκαιριακού χαρακτήρα
της μισθωτής εργασίας τους.
Από την άλλη, ενώ η αυτό-απασχόληση, η μερική απασχόληση και η εργασία στο
σπίτι έχουν επεκτείνει τις ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών, αυτού τους είδους οι θέσεις
εργασίας χαρακτηρίζονται κυρίως από έλλειψη ασφάλειας, προνομίων και ιδιαίτερα χαμηλές
αμοιβές (United Nations, 2000). Επιπλέον, οι γυναίκες απασχολούνται πολύ περισσότερο σε
σχέση με τους άνδρες στην παραοικονομία μιας χώρας, δηλαδή ως συμβοηθούντα και μη
αμειβόμενα μέλη οικογενειακών επιχειρήσεων (United Nations, 2000). Ίσως ο πιο σημαντικός
λόγος για τις διαφορές φύλου στον τομέα της αγοράς εργασίας, αποτελεί ο καταμερισμός της
εργασίας στο χώρο της οικογένειας, όπου οι γυναίκες αφιερώνουν πολύ περισσότερο χρόνο
για μη αμειβόμενη οικιακή εργασία, όπως η καθαριότητα, η μαγειρική, η ανατροφή των
παιδιών και η φροντίδα άλλων μελών της οικογένειας. Ιστορικά επίσης, ο θεσμός του
οικογενειακού μισθού, ο οποίος προσέφερε στους άνδρες εργαζόμενους μεγαλύτερες αμοιβές
ώστε να μπορούν να συντηρούν τη γυναίκα και τα παιδιά τους, επέβαλλε την οικονομική
εξάρτηση και την ιδεολογική υποδούλωση των γυναικών (Barrett & Macintosh, 1982). Ο
παραπάνω θεσμός προϋποθέτει έναν άνδρα-σύζυγο, ο οποίος στηρίζει οικονομικά την
οικογένεια, εν τούτοις αδικεί τις εργαζόμενες και τις ανύπανδρες γυναίκες. Πίσω από την ιδέα
του οικογενειακού μισθού, κρύβεται φυσικά η αντίληψη ότι οι πρωταρχικές υπευθυνότητες
των γυναικών είναι το σπίτι και η οικογένεια, ακόμη κι όταν αυτές εργάζονται. Βεβαίως στις
μέρες μας, ο οικογενειακός μισθός άλλαξε όνομα και έγινε διαφορετικός μισθός, ο οποίος
επίσης ενθαρρύνει τον γάμο και καθορίζει την εργασία των γυναικών ως δευτερεύουσα σε
σχέση με αυτήν των ανδρών (Hartmann, 1981). Τέλος, το διάστημα 1991-97, τα ποσοστά
της ανεργίας των γυναικών σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, με εξαίρεση την
Αγγλία και τη Φιλανδία, είναι υψηλότερα για τις γυναίκες, ενώ σε όλες τις χώρες οι νεότερες
σε ηλικία γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και για μεγαλύτερο χρονικό
διάστημα σε σχέση με τους άνδρες (United Nations, 2000).
Επιπλέον, η συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ιδιαίτερα
περιορισμένη και δεν έχει αυξηθεί καθόλου τα τελευταία χρόνια. Δίχως όμως την ενεργή
συμμετοχή των γυναικών και την ενσωμάτωση της γυναικείας οπτικής σε κέντρα αποφάσεων
της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, οι στόχοι της ισότητας, της ανάπτυξης και της ειρήνης
τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν. Σύμφωνα
με την Μαγγανάρα (1998), τα βασικά επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχής της γυναίκας στην
πολιτική είναι τρία. Πρώτον, όλοι οι πολίτες των δημοκρατικών συστημάτων πρέπει να είναι
σε θέση να ασκούν ισότιμα επιρροή σΓη λήψη αποφάσεων που τους αφορούν, ενώ τα όργανα
λήψης αποφάσεων πρέπει να είναι προσιτά σε όλους. Δεύτερον, η ανεπαρκής εκπροσώπηση
των γυναικών αμφισβητεί τη νομιμότητα των αποφάσεων, καθώς αυξάνει επικίνδυνα την
απόσταση ανάμεσα σε εκείνους που αποφασίζουν και στους ίδιους τους πολίτες, δηλαδή τις
93
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
γυναίκες. Τρίτον, σε μια τέτοια περίπτωση κάθε κοινωνία αντιμετωπίζει σημαντικές απώλειες
ανθρώπινου δυναμικού, καθώς δεν αξιοποιεί αποτελεσματικά τις γνώσεις και τις εμπειρίες του
μισού της πληθυσμού, δηλαδή των γυναικών.
Έτσι, το 2000 μόνο 9 γυναίκες στον κόσμο ήταν επικεφαλής κρατών ή κυβερνήσεων
(United Nations, 2000). To 1998, μόνο το 8% των υπουργών σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν
γυναίκες, ενώ το 1999 οι γυναίκες εκπροσωπούσαν μόνο το 1 1 % των εθνικών κοινοβουλίων
παγκοσμίως (United Nations, 2000). Σε γενικές γραμμές η εκπροσώπηση των γυναικών στην
πολιτική είναι καλύτερη σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπου ανέρχεται σε ποσοστό 2 1 %
(United Nations, 2000). Ωστόσο, το 1990 στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στη Μ. Βρετανία τα
ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στα εθνικά κοινοβούλια ήταν πολύ χαμηλά καθώς
κυμαίνονταν από 1 % έως 6% (Μαγγανάρα, 1998). Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες
εμφανίζουν συμμετοχή των γυναικών σε ποσοστά από 7% έως 15%, ενώ το υψηλότερο
ποσοστό συμμετοχής γυναικών σε εθνικό κοινοβούλιο εμφανίζει η Σουηδία με 38,1%.
(Μαγγανάρα, 1998). Ανάλογη είναι και η εικόνα της εκπροσώπησης της γυναίκας στον κόσμο
των επιχειρήσεων και της οικονομίας. Για παράδειγμα, το 1999 οι γυναίκες εκπροσωπούσαν
μόνο το 1 1 % των στελεχών σπς 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Αμερικής (United Nations,
2000). Γενικά, τα ποσοστά γυναικών σε διευθυντικές και διοικητικές θέσεις εργασίας, σε
διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, κυμαίνονται ως εξής για την περίοδο 1985-1997: Γαλλία 10%,
Γερμανία 19%, Ελλάδα 12%, Ισπανία 12% και Αγγλία 33% (United Nations, 2000).
Ως επιπλέον στοιχεία για την κοινωνική θέση της γυναίκας παγκοσμίως αναφέρονται
τα εξής: σήμερα οι γυναίκες κατά μέσο όρο γεννούν λιγότερα παιδιά, παντρεύονται σε
μεγαλύτερη ηλικία, αποκτούν παιδιά εκτός γάμου, ανατρέφουν παιδιά μόνες τους ως αρχηγοί
μονογονεϊκών οικογενειών, εργάζονται σταθερά ενώ έχουν παιδιά ηλικίας κάτω των τριών
ετών και παρ" όλα αυτά υφίστανται σε υψηλό ακόμη ποσοστό φυσική ή σεξουαλική
κακοποίηση (United Nations, 2000). Επίσης, πολλές γυναίκες υποανάπτυκτων κυρίως χωρών
υποφέρουν από σοβαρά προβλήματα υγείας την περίοδο της εγκυμοσύνης και από
σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες.
Στις μέρες μας, ασκείται οξεία κριτική στη θεωρία και πρακτική του δημοκρατικού
φιλελευθερισμού για τον αποκλεισμό των γυναικών από την πλήρη ιδιότητα του πολίτη.
Όπως άλλωστε ισχυρίζεται η Arnot (1995), η θέση που κατέχουν οι γυναίκες σήμερα σε μια
κοινωνία - και η θέση αυτή δεν καθορίζεται μόνο νομοθετικά - αποτελεί έναν από τους
σημαντικότερους δείκτες του βαθμού στον οποίο αυτή η κοινωνία θεωρείται «ώριμη
δημοκρατία» - όταν δηλαδή ο δημοκρατικός λόγος συμβαδίζει και ταυτίζεται με τη
δημοκρατική πρακτική. Με αυτήν τη λογική, ακόμη και σήμερα οι περισσότερες Ευρωπαϊκές
κοινωνίες δεν αποτελούν «ώριμες» αλλά «μερικές» ή «τμηματικές» δημοκρατίες (Arnot et al.,
1995). Πράγματι, «η υποαντιπροσώπευση των γυναικών καταδεικνύει την αδυναμία της
δημοκρατίας, δηλαδή τη συνύπαρξη της πολιτικής ισότητας με την κοινωνική ανισότητα,
αφού ο παράγων δύναμη σε κάθε κοινωνία καθορίζει ποιοι είναι εκείνοι που βρίσκονται στα
94
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
95
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
δικαιώματα, δεν αναγνωρίζεται και δεν έχει την ίδια αξία όπως η συμμετοχή στη μισθωτή
εργασία. Για παράδειγμα, με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας οι γυναίκες εξασφάλισαν
παροχές κυρίως μέσα από την εξαρτημένη θέση τους στην οικογένεια ως σύζυγοι και μητέρες,
ενώ το μοντέλο του άνδρα κουβαλητή απετέλεσε το υπόβαθρο του κράτους πρόνοιας
(Καβουνίδη, 1998). Η ιδιότητα του πολίτη γενικά και όχι μόνο η κοινωνική ιδιότητα του
πολίτη δομήθηκε πάνω σε μια συγκεκριμένη διάκριση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα,
η οποία συνδέεται ιστορικά με τη συμμετοχή των ανδρών στη δημόσια σφαίρα και τον
αντίστοιχο αποκλεισμό των γυναικών από αυτήν. Σύμφωνα με την Καβουνίδη (1998), στόχος
σήμερα γίνεται ο επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ιδιότητας του πολίτη, η οποία ιδιότητα
πρέπει να είναι είτε ουδέτερη ως προς το κοινωνικό φύλο, είτε να αναγνωρίζει τις διαφορές
ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με ανάλογους προσδιορισμούς ώστε να αναδειχθούν αξίες
και δραστηριότητες που παραδοσιακά έχουν ταυτιστεί με τις γυναίκες.
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι τόσο οι υλιστικές (οικονομικές), όσο και οι πολιτισμικές
(ιδεολογικές) συνθήκες διαβίωσης των γυναικών αλληλεπιδρούν για να περιορίσουν τελικά την
ισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στην ιδιωτική και δημόσια ζωή. Με άλλα λόγια, σε
οικονομικό και εργασιακό επίπεδο οι γυναίκες υστερούν σημαντικά σε σχέση με τους άνδρες,
ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο λίγα έχουν αλλάξει στην αντιπροσώπευση των γυναικών ως το
«αδύνατο φύλο». Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που αναφέρθηκαν, φαίνεται ότι δεν
υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες οι γυναίκες δεν κατέχουν μια κατώτερη κοινωνικά θέση,
ακόμη κι αν υπάρχουν διαφορές στο βαθμό και στη φύση μιας τέτοιας υποταγής και
κατωτερότητας. Η Ελλάδα δεν αποτελεί φυσικά εξαίρεση στο παραπάνω παγκόσμιο
φαινόμενο της γυναικείας καταπίεσης.
96
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
ιδιωτικής ζωής. Αν και ο όρος απασχόληση ή εργασία αναφέρεται πρωτίστως στη μισθωτή
εργασία, διότι αυτή θεωρείται ως η μόνη παραγωγική εργασία επειδή αμείβεται, το θέμα της
γυναικείας εργασίας επεκτείνεται αναγκαστικά και στον τομέα της οικογένειας, καθώς
εξαρτάται άμεσα από τις οικογενειακές δεσμεύσεις των γυναικών και συνεπάγεται μεταβολές
στους οικογενειακούς ρόλους των δύο φύλων και στη γονιμότητα. Σύμφωνα με την
Θανοπούλου (1992: 18), «το εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο υποστηρίζει τη χρήση του όρου
γυναικεία απασχόληση ή εργασία φαίνεται να συνδέεται, άλλοτε σαφώς και άλλοτε
υπαινικτικά, με την ιδεολογία της γυναικείας απελευθέρωσης, τη γενικότερη εξέλιξη της
ελληνικής οικογένειας και την προβληματική της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας».
Το 1952, ο νόμος 2159 κατοχυρώνει το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι των
γυναικών στις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές (Σαμίου, 1990). Οι Ελληνίδες εισέρχονται
αργοπορημένα σε σχέση με τους άνδρες και με γυναίκες άλλων ευρωπαϊκών χωρών στο
θεσμό της καθολικής ψηφοφορίας. Παρ' όλα αυτά, το γεγονός της απονομής των πολιτικών
δικαιωμάτων στις Ελληνίδες δεν αποτυπωνόταν στο Σύνταγμα του 1952. Το δικαίωμα της
καθολικής ψήφου κατοχυρώθηκε συνταγματικά το 1975, όπου στο άρθρο 4 ορίζεται ρητά ότι
«όλοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και έχουν ίσα δικαιώματα και
υποχρεώσεις».
Στην πραγματικότητα έπρεπε να μεσολαβήσουν μερικά χρόνια ακόμη μέχρι να
θεσπιστούν οι διατάξεις της ισότητας, σύμφωνα με τις αρχές του Συντάγματος. Στην Ελλάδα,
αν και ιδιαίτερα πρόσφατες, από το 1980 μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές
νομοθετικές και θεσμικές αλλαγές για τη διασφάλιση της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων και
την εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης ενάντια στις γυναίκες. Η τροποποίηση και
αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου, η εισαγωγή νέων νόμων σχετικά με την εξάλειψη
των διακρίσεων στην εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην απασχόληση και στις
εργασιακές σχέσεις αποτελούν σημαντικά παραδείγματα. Άλλωστε, η Ελλάδα έπρεπε να
εναρμονιστεί και να ακολουθήσει συμβάσεις διεθνών οργανισμών, τη νομοθεσία της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, των οποίων αποτελεί μέλος.
Έτσι το 1982 καθιερώνεται ο πολιτικός γάμος και καταργείται η μοιχεία (Παυλάκου,
1991). Παράλληλα σχεδόν, η αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου το 1983, κατήργησε
την πατριαρχική οικογένεια, τον θεσμό της προίκας και την υποχρέωση των γυναικών να
αλλάζουν το επώνυμο τους μετά το γάμο (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Επίσης,
καθιερώθηκε η ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών με βάση τις κλίσεις και τις δεξιότητες
τους και όχι με βάση το φύλο, η δυνατότητα «αξίωσης συμμετοχής» του καθένα από τους
συζύγους στην περιουσία που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου, το συναινετικό
διαζύγιο και η εξομοίωση των δικαιωμάτων των παιδιών που γεννήθηκαν χωρίς γάμο με τα
δικαιώματα των παιδιών που γεννήθηκαν μέσα στο γάμο (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
97
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
Στην ίδια δεκαετία μια σειρά από μέτρα προώθησαν την ισότητα των ευκαιριών στην
εκπαίδευση. Το 1982 καταργήθηκαν σημαντικές διακρίσεις φύλου σε σχέση με την εισαγωγή
ανδρών και γυναικών σε ανώτατα ιδρύματα (για παράδειγμα, επιτράπηκε η εισαγωγή ανδρών
σε σχολές νηπιαγωγών και οικιακής οικονομίας) (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Επίσης,
καταργήθηκε η σχολική ποδιά για τα κορίτσια, εισήχθη σχολικός επαγγελματικός
προσανατολισμός σε όλα τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με γνώμονα την
ισότητα ανάμεσα στα φύλα και τέλος έγινε σημαντική προσπάθεια σε σχολικά εγχειρίδια και
διδακτικά βιβλία προς την κατεύθυνση της κατάργησης των στερεοτύπων σε κοινωνικούς και
επαγγελματικούς ρόλους των δύο φύλων (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
Όσον αφορά στον αγροτικό τομέα, δόθηκε η δυνατότητα στις αγρότισσες να γίνουν
μέλη συνεταιρισμών, θεσπίστηκε πλήρης και αυτοτελής σύνταξη για την αγρότισσα,
χορηγήθηκε επίδομα τοκετού στις ασφαλισμένες στον Ο.Γ.Α. και τέλος καταργήθηκε
οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των δύο συζύγων ως προς την αρχηγία της γεωργικής
εκμετάλλευσης η οποία είναι ενιαία στο πλαίσιο της οικογένειας (Γενική Γραμματεία Ισότητας,
1995). Επιπλέον, το 1984 καθιερώνεται η αυτεπάγγελτη δίωξη για εγκλήματα βιασμού και
τιμωρείται ως ποινικό αδίκημα η πράξη εκείνου που προσβάλλει με άσεμνες χειρονομίες και
προτάσεις την αξιοπρέπεια του άλλου (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
Επειδή οι ρόλοι της γυναίκας στην ιδιωτική ζωή και στο πλαίσιο της οικογένειας
θεωρούνται «φυσικοί» και αυτονόητοι, οι μεταρρυθμίσεις του οικογενειακού δικαίου βρήκαν
μεγαλύτερη ανταπόκριση και εφαρμόσθηκαν ευκολότερα σε σχέση με τις νομοθετικές
μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη θέση της γυναίκας στο δημόσιο τομέα και ειδικά στον
τομέα της απασχόλησης. Στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο η αντίληψη που επικρατεί ακόμη
και σήμερα είναι ότι η ισότιμη αντιμετώπιση της γυναίκας σιην απασχόληση είναι σχεδόν
ανέφικτη, διότι η κύρια ή παράλληλη ενασχόληση της με την οικογένεια δεν συμβαδίζει με την
πλήρη ένταξη της στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τον Βουτυρά (1981), η ισότητα στην
επαγγελματική εξέλιξη, στις αμοιβές ή στην κατάρτιση δεν έχει καθιερωθεί στην πράξη, γιατί
τέθηκε μόνον σαν ζήτημα εργατικής νομοθεσίας, ενώ είναι συνυφασμένο με την όλη θέση της
γυναίκας στην κοινωνική ζωή. Για τους παραπάνω λόγους, αναλύεται εκτενέστερα το δίκαιο
που αφορά στην ισότητα των εργασιακών σχέσεων ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.
98
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
κατάρτιση και στην κοινωνική ασφάλιση. Επιπλέον, κατέκτησαν το δικαίωμα για άδεια
μητρότητας ή άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις και για επιδόματα γάμου, μητρότητας και
οικογενειακών υποχρεώσεων.
Το Κοινοτικό Δίκαιο και το Σύνταγμα της Ελλάδας απαγορεύουν τόσο τις άμεσες όσο
και τις έμμεσες διακρίσεις. Έμμεσες διακρίσεις είναι εκείνες που δημιουργούνται όταν κατά τη
λήψη κάποιου νομοθετικού ή άλλου μέτρου και τα δύο φύλα αντιμετωπίζονται ισότιμα, στην
εφαρμογή του όμως το μέτρο αυτό θέτει σε δυσμενή θέση περισσότερα άτομα του ενός
φύλου, εμποδίζοντας έτσι την άσκηση του νομοθετικού δικαιώματος (Κουκούλη-
Σπηλιωτοπούλου, 1998). Παρ' όλο που οι άμεσες διακρίσεις έχουν μειωθεί σημαντικά, ιδίως
στους νόμους και στις συλλογικές συμβάσεις, στην πράξη διατηρούνται ακόμη, όπως
αποδεικνύεται για παράδειγμα από το μεγάλο αριθμό των αγγελιών στις οποίες ζητούνται για
απασχόληση αποκλειστικά άνδρες ή γυναίκες. Από την άλλη, οι έμμεσες διακρίσεις δεν έχουν
ερμηνευθεί καθόλου, ούτε αντιμετωπίζονται από τα αρμόδια πολιτικά όργανα ή τους ίδιους
τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους (Κουκούλη-Σπηλιοτωπούλου, 1998). Οι έμμεσες
διακρίσεις, υποστηρίζει η Αυδή-Καλκάνη (1989), θα συνεχίζονται όσο οι εργασιακές σχέσεις
δεν προσαρμόζονται στις ανάγκες των εργαζομένων, όσο δηλαδή η δουλειά δεν συμβαδίζει με
την ιδιωτική ζωή, έτσι ώστε κάθε άνθρωπος ανεξάρτητα από το φύλο του να μπορεί να
συνδυάζει, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στην επαγγελματική του εξέλιξη, τις οικογενειακές με
τις εργασιακές του ευθύνες και υποχρεώσεις.
Γενικά, όλες οι ερευνήτριες τονίζουν την απόσταση που εξακολουθεί να υπάρχει
ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, με αποτέλεσμα οι γυναίκες να μην μπορούν να
ασκήσουν ισότιμα με τους άνδρες το δικαίωμα στη μισθωτή εργασία, παρ' όλες τις διατάξεις
της νομοθεσίας. Η κοινοτική οδηγία 76/707 αναφέρεται στην υλοποίηση των νομοθετικών
διατάξεων για ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην απασχόληση και υποχρεώνει όλα τα
κράτη μέλη να προσαρμόσουν τα σχετικά νομικά τους κείμενα, έτσι ώστε να προβλέψουν το
δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια και να πληροφορήσουν τους ενδιαφερόμενους
(Κραβαρίτου, 1981). Όμως, σύμφωνα με την Καραβαρίτου (1981), στην Ελλάδα η παραπάνω
οδηγία συναντά πολλές δυσκολίες εφαρμογής κυρίως λόγω του ότι η προσφυγή στο
δικαστήριο είναι διαδικασία χρονοβόρα, ψυχοφθόρα και πολυέξοδη, ενώ η ενημέρωση στους
χώρους εργασίας είναι μηδαμινή, εφόσον οι περισσότερες γυναίκες δεν εκπροσωπούνται
επαρκώς στα συνδικαλιστικά όργανα.
Πάντως, η επίτευξη της ισότητας ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες σε σχέση με την
απασχόληση δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στους νόμους του εργατικού δικαίου. Η εφαρμογή
του δικαίου σιην πράξη, η ελλιπής ενημέρωση και η ανεπάρκεια υποοτηρικτικών δομών
(κυρίως για την οικογένεια) ή άλλων επιπλέον νομοθετικών ρυθμίσεων εμποδίζει την
υλοποίηση της ισότητας. Οι περισσότεροι ερευνητές διαπιστώνουν την παράλογη
πραγματικότητα σε σχέση με τη νομοθεσία, όπου ενώ τυπικά θεσπίζονται περισσότερα μέτρα
για την ισότητα, η εφαρμογή τους δεν διασφαλίζεται. Έτσι, αφ' ενός υπάρχουν πολλές και
99
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
σπάνιες προϋποθέσεις για τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που παρέχονται, αφ'
ετέρου η μητέρα εργαζόμενη αντιμετωπίζεται ψυχρά και μηχανιστικά ως μια ασύμφορη
εργαζόμενη που πρέπει να προσαρμοστεί στο δεδομένο εργασιακό καθεστώς, όπως ακριβώς
και ένας άνδρας (Αυδή-Καλκάνη, 1989).
Σύμφωνα με τη Δουλκέρη (1986), παρότι όλο και περισσότερες γυναίκες
συμμετέχουν ενεργά στην παραγωγή, το παραδοσιακό πρότυπο της ιδανικής μητέρας,
συζύγου και νοικοκυράς δεν έχει αλλάξει. Πράγματι, η οικογένεια συνεχίζει να αποτελεί
ανασταλτικό παράγοντα για την επαγγελματική εξέλιξη της γυναίκας και ο διαχωρισμός των
επαγγελμάτων σε ανδρικό και γυναικεία είναι αποτέλεσμα της διάκρισης των κοινωνικών
ρόλων, με βάση το επιχείρημα της φύσης και της αναπαραγωγικής ικανότητας των γυναικών.
Η Κραβαρίτου (1998) ισχυρίζεται ότι η αποκλειστική σχεδόν σχέση της γυναίκας με την
οικογένεια, αντικατοπτρίζεται και στο εργατικό δίκαιο, το οποίο υπερασπίζεται τον
αναπαραγωγικό ρόλο της γυναίκας με μια σειρά από «προστατευτικές» ή «ευεργετικές»
διατάξεις, οι οποίες υποτίθεται ότι διευκολύνουν τη συμμετοχή της γυναίκας στην αμειβόμενη
εργασία. Όμως, οι προστατευτικές ρυθμίσεις που ίσχυαν παλιότερα (15ετϊα για τη σύνταξη)
και άλλες που ισχύουν ακόμη και σήμερα (μειωμένο ωράριο για μητέρες), ενώ διευκόλυναν
πολλές γυναίκες, ταυτόχρονα στάθηκαν εμπόδιο στην επαγγελματική τους εξέλιξη,
προωθώντας τελικά την ανισότητα στην αντιμετώπιση των γυναικών από τους εργοδότες
(Αβδελά, 1987).
Σήμερα, διαπιστώνεται μια σχιζοφρένεια στους κανόνες του εργατικού δικαίου, διότι
από τη μια η εθνική εργατική νομοθεσία θέλει να αναγνωρίσει τις ανάγκες αναπαραγωγής των
γυναικών, από την άλλη το κοινοτικό δίκαιο στο όνομα της ισότητας, αγνοώντας τη μη
αμειβόμενη εργασία που προσφέρουν οι γυναίκες στο πλαίσιο της οικογένειας, εξομοιώνει το
νομικό καθεστώς για άνδρες και γυναίκες (Κραβαρίτου, 1991β; Κραβαρίτου, 1998). Στο
πλαίσιο αυτό, της σύγκλισης δηλαδή του ελληνικού και ευρωπαϊκού δικαίου, ακολούθησαν για
παράδειγμα οι σχετικά πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα (νόμοι
1902/1990, 1976/1991 και 2084/1992), οι οποίες επέβαλαν αυστηρότερους όρους στη
συνταξιοδότηση των γυναικών (κατάργηση δυνατότητας συνταξιοδότησης στα 15 χρόνια για
τις εργαζόμενες μητέρες στο δημόσιο και αύξηση του ορίου ηλικίας στα 65 χρόνια). Η κριτική
που ασκείται αφορά σε μια «εξανδρισμένη» αντίληψη της ισότητας, η οποία αγνοεί την
ιδιωτική σφαίρα, την οικογένεια και τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών (Κραβαρίτου, 1991β).
Με άλλα λόγια, στο όνομα της ισότητας προωθούνται νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες
χειροτερεύουν τη θέση της εργαζόμενης γυναίκας, ενώ αντίθετα δεν ενισχύεται η συμφιλίωση
της οικογενειακής και εργασιακής ζωής. Για παράδειγμα, ο νόμος 2082/1992 για δημιουργικά
κέντρα απασχόλησης, για βοηθούς μητέρες και βοήθεια στο σπίτι δεν εφαρμόστηκε παρά
μόνο σε πιλοτική βάση, ενώ η γονική άδεια (νόμος 1483/1984) δεν χρησιμοποιείται ποτέ, όχι
μόνο γιατί δεν είναι αμειβόμενη, αλλά γιατί ο εργαζόμενος υποχρεούται να πληρώσει ο ίδιος
τόσο τη δική του ασφαλιστική εισφορά όσο και αυτήν του εργοδότη (Συμεωνίδου, 1998).
100
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
101
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
εργατικού δυναμικού της χώρας, από 2.067 εκλεγμένα μέλη ομοσπονδιών και εργατικών
κέντρων μόνο οι 133 είναι γυναίκες (Γερογιάννη, 1998).
Ειδικά στο χώρο της πολιτικής, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
η Ελλάδα κατέχει μια από τις τελευταίες θέσεις όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στο
Κοινοβούλιο, με ποσοστό 6,3% (Καλημέρη, 1999). Το 2000, το ποσοστό των γυναικών στην
Κυβέρνηση ήταν 9,3%, δηλαδή μόνον 4 γυναίκες βρίσκονταν σε υπουργικές θέσεις στο
σύνολο των 43 υπουργών και υφυπουργών (ΚΕΘΙ, 2001). Επιπλέον, σήμερα στους 54
νομάρχες της Ελλάδας, οι 52 είναι άνδρες και μόνο 2 είναι γυναίκες, ενώ στους 900
δημάρχους οι 887 είναι άνδρες και οι 13 γυναίκες (ΚΕΘΙ, 2001).
Σε έρευνα που διεξήγαγε η Γενική Γραμματεία Ισότητας σε συνεργασία με το Εθνικό
Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών το 1988, για την πολιτική συμπεριφορά των ελληνίδων
γυναικών,, βρέθηκε ότι δεν υπάρχει ένα ομοιογενές πρότυπο γυναικείας πολιτικής
συμπεριφοράς, όπως δεν υπάρχει και ένα ομοιογενές σύστημα αντιλήψεων για την κοινωνική
και πολιτική θέση της Ελληνίδας (Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών, 1988). Αντιθέτως, τα πρότυπα πολιτικής συμπεριφοράς και τα συστήματα
αντιλήψεων διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο και την ηλικία.
Ωστόσο, σπέρματα παραδοσιακών αντιλήψεων βρίσκονται σε όλες τις κατηγορίες γυναικών,
ενώ ένα 15% των γυναικών εκφράζει απόλυτα στερεότυπες αντιλήψεις, σύμφωνα με τις
οποίες ο δημόσιος χώρος παραχωρείται ολοκληρωτικά στους άνδρες, οι γυναικείες ικανότητες
αξιολογούνται αρνητικά και τέλος οι γυναίκες ασχολούνται τόσο με την πολιτική όσο και οι
πολιτικοί με αυτές, δηλαδή ελάχιστα (Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών, 1988).
Σύμφωνα με την Μαγγανάρα (1998), οι παράγοντες που επιδρούν θετικά στη
συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων έχουν να κάνουν με τις ευκαιρίες
πρόσβασης των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τα αυξημένα ποσοστά
συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, με την αναλογία γυναικών σε επιστημονικά
και διευθυντικά επαγγέλματα και με χώρες όπου οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου πριν
το 1940. Από την άλλη, οι ανδροκρατικές δομές περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητα
συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια ζωή και ειδικότερα στην πολιτική. Τα αίτια είναι ένας
συνδυασμός κυρίως από κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες (καταμερισμός εργασίας),
πολιτιστικούς (αξίες και στερεότυπα), ψυχολογικούς (έλλειψη αυτοπεποίθησης) και
οργανωτικούς, σε σχέση δηλαδή με τους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς και τα κριτήρια
επιλογής για την εισαγωγή στην πολιτική ζωή (Μαγγανάρα, 1998). Επίσης, η συμμετοχή στη
δημόσια ζωή φαίνεται ότι απαιτεί ελαστική κατανομή του χρόνου εργασίας, κάτι που οι
περισσότερες γυναίκες δεν διαθέτουν εξαιτίας οικογενειακών υποχρεώσεων και
επαγγελματικών επιλογών, δηλαδή μισθωτών θέσεων εργασίας, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται
από ελαστικότητα χρόνου. Τελικά, οι ελληνίδες εργαζόμενες δυσκολεύονται ν' αναπτύξουν
πολιτική δράση, να είναι ενημερωμένες, να παρακολουθούν τον τύπο, να παίρνουν μέρος σε
102
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
πολύωρες συνεδριάσεις και παράλληλα να έχουν τη φροντίδα του σπιτιού και της οικογένειας,
αναπληρώνοντας παράλληλα τις ποικίλες κρατικές ελλείψεις της υποχρεωτικής εκπαίδευσης
και της κοινωνικής πρόνοιας.
103
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
κατανομή ανδρών και γυναικών σε πανεπιστημιακές σχολές και τομείς κατάρτισης έχει
σημαντικές επιπτώσεις στις επαγγελματικές επιλογές των γυναικών και στη μετέπειτα
σταδιοδρομία τους.
Έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με θέμα τα κοινωνικά
χαρακτηριστικά της απασχόλησης έδειξε ότι το επαγγελματικό επίπεδο των εργαζομένων είναι
σε σημαντικό ποσοστό αποτέλεσμα των εκπαιδευτικών τους επιλογών (Κασιμάτη, 1998).
Ωστόσο, οι εκπαιδευτικές επιλογές των γυναικών παραμένουν «κοινωνικά υπαγορεύσιμες»
από τις εδραιωμένες αντιλήψεις για τους διαφορετικούς επαγγελματικούς ρόλους των δύο
φύλων - διαφορά η οποία δηλώνει ταυτόχρονα και μια ιεραρχική διαβάθμιση. Σύμφωνα με τη
Γαλατά (1995), ακόμη και γυναίκες πτυχιούχοι ανώτατων σχολών ή κάτοχοι μεταπτυχιακών
τίτλων σπουδών απασχολούνται στις υπηρεσίες (π.χ. τράπεζες και εμπόριο) και προτιμούν την
εξαρτημένη εργασία. Σύμφωνα επίσης με πολύ πρόσφατα δεδομένα, οι εργαζόμενες
πτυχιούχοι καταλαμβάνουν χαμηλές θέσεις στην ιεραρχία, είναι λιγότερο ικανοποιημένες από
τη σταδιοδρομία τους, ενώ δεν φαίνεται να είναι απαιτητικές ή διεκδικητικές σε σχέση με την
εργασία που έχουν ή επιθυμούν (Χατζηγιάννη, 2001).
Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν τις αντιφάσεις της Ελληνικής κοινωνίας όσον
αφορά στην εκπαίδευση των γυναικών. Σύμφωνα με τις Deliyanni-Kouimtzi & Ziogou (1995),
ενώ το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας θεωρεί τις ανώτατες σπουδές απαραίτητες και για τα
δύο φύλα, το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται ότι αναπαράγει τις κυρίαρχες φυλετικές σχέσεις
σύμφωνα με την ανδρική ιδεολογία, κατευθύνοντας τις γυναίκες σε παραδοσιακούς ρόλους
και τυπικά γυναικεία επαγγέλματα. Έτσι, το είδος των σπουδών που επιλέγουν οι γυναίκες, τα
ποσοστά των γυναικών στην αγορά εργασίας καθώς και το είδος της εργασίας που εκτελούν
αναιρούν την αισιόδοξη εικόνα των στατιστικών από τη συμμετοχή τους στην εκπαίδευση
συνολικά. Οι ερευνήτριες ισχυρίζονται με άλλα λόγια ότι ενώ οι ελληνίδες, όπως και οι
έλληνες, ενισχύονται συστηματικά στη συνέχιση των σπουδών τους και στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση, αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ενίσχυση της απελευθέρωσης των
γυναικών από τους παραδοσιακούς ρόλους της μητέρας και συζύγου (Deliyanni-Kouimtzi &
Ziogou, 1995). Αντίθετα, φαίνεται ότι οι γυναίκες αυτές, μετά το τέλος των σπουδών της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αντιμετωπίζουν μια σκληρή πραγματικότητα, μέσα στην οποία
διχάζονται os/άμεσα σε παραδοσιακές προσδοκίες του κοινωνικού περιβάλλοντος για το ρόλο
της γυναίκας και σε προσωπικές επαγγελματικές φιλοδοξίες. Τελικά, επιβεβαιώνεται ο
πρωταρχικός ρόλος της γυναίκας στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και η αναζήτηση
εργασίας μετά τις σπουδές δεν είναι ούτε άμεση ούτε υποχρεωτική, καθώς το μοντέλο του
άνδρα - κουβαλητή ισχύει ακόμη στην παραδοσιακή ελληνική οικογένεια.
Όσον αφορά τέλος στο διδακτικό προσωπικό, όπως προκύπτει από την εθνική έκθεση
της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, η συμμετοχή των γυναικών σε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης είναι μεγάλη. Στην προσχολική και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση υπερτερούν
οι γυναίκες εκπαιδευτικοί, ενώ στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ο αριθμός των διδασκόντων
104
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
ανδρών και γυναικών είναι περίπου ο ίδιος (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Στην
ανώτατη εκπαίδευση, οι γυναίκες εκπροσωπούν περίπου το 30% του συνόλου του διδακτικού
προσωπικού, αλλά το ποσοστό αυτό μειώνεται δραστικά καθώς ανεβαίνει η κλίμακα της
ιεραρχίας (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995). Έτσι, οι γυναίκες συγκεντρώνονται στις
χαμηλότερες βαθμίδες, παραμένουν στάσιμες ή προάγονται με αργότερο ρυθμό από τους
άνδρες συναδέλφους τους, ιδιαίτερα αν έχουν παράλληλες οικογενειακές υποχρεώσεις.
Σύμφωνα με πολύ πρόσφατα στοιχεία, παρά τη βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των
γυναικών στη δεκαετία του λ90, η παρουσία τους εξακολουθεί να είναι περιορισμένη στις
υψηλές βαθμίδες της ακαδημαϊκής ιεραρχίας και έρευνας, όπου οι γυναίκες αποτελούν μόνον
το 9,94% των καθηγητών και το 20,9% των αναπληρωτών καθηγητών (Μαράτου-Αλιπράντη,
2001).
Η δεκαετία 1981-1990 φαίνεται ότι υπήρξε σημαντική όσον αφορά τη συμμετοχή των
γυναικών στο εργατικό δυναμικό της χώρας. Από τη μια, διαπιστώνεται αύξηση του ρυθμού
της γυναικείας απασχόλησης, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, από την άλλη, μια σειρά
από νομοθετικές ρυθμίσεις κατοχυρώνουν τα δικαιώματα της γυναίκας, προάγοντας την
ισότητα των φύλων στη σφαίρα της αμειβόμενης εργασίας.
Πολλές μελέτες κάνουν λόγο για αύξηση του δείκτη απασχόλησης των γυναικών τα
χρόνια 1981-83 σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες (Καραντίνας, 1987; Πετρινιώτη, 1989α).
Σύμφωνα με τον Καραντινό (1987), η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό
δυναμικό οφείλεται σε μεταβολές των κοινωνικών αντιλήψεων, στην άνοδο του μορφωτικού
επιπέδου, στα καταναλωτικά πρότυπα, στις πολιτικές πρακτικές που προωθούν την ισότητα,
στην κατάσταση της οικονομίας και στις διαρθρωτικές αλλαγές της οικονομίας με την αύξηση
των θέσεων εργασίας στον τριτογενή τομέα. Ταυτόχρονα όμως, οι ίδιες μελέτες
διαπιστώνουν ότι η συνολική ανεργία των γυναικών είναι δυσανάλογη με τη συμμετοχή τους
στο εργατικό δυναμικό και η διάρκεια της ανεργίας τους μεγαλύτερη από αυτή των ανδρών.
Μάλιστα, υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας παρουσιάζουν οι νέες γυναίκες ηλικίας 15-24 ετών, οι
φοιτήτριες, οι απόφοιτες μέσης εκπαίδευσης οι ανειδίκευτες εργάτριες και όσες διαμένουν σε
αστικές περιοχές (Καραντίνας, 1988).
Η συμμετοχή των γυναικών στο σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας, τη
δεκαετία 1981-90, κυμαίνεται ανάμεσα στο 31% έως το 34%, ενώ οι άνεργες γυναίκες
φθάνουν περίπου το 52% στο σύνολο των ανέργων και το ποσοστό αυξάνεται ακόμη
περισσότερο στις νέες γυναίκες κάτω των 25 ετών (Πετρινιώτη, 1989β; Καραντίνας, 1989).
Σε έρευνα που διεξήγαγε η Γενική Γραμματεία Ισότητας σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο
Κοινωνικών Ερευνών το 1988, σε δείγμα 2.000 γυναικών ηλικίας 18 ετών και άνω,
διαπιστώθηκε ότι η ανεργία των γυναικών είναι διπλάσια των ανδρών (6,03% για τους άνδρες
και 12,14% για τις γυναίκες), ότι μεγάλος αριθμός γυναικών περνά από την αναζήτηση
105
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
εργασίας στην κατηγορία της νοικοκυράς, αφού έχει μεσολαβήσει γάμος και ότι πολλές
γυναίκες εγκαταλείπουν την επαγγελματική τους ενασχόληση αμέσως μετά τα 45 χρόνια
(Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1988). Επίσης,
διαπιστώθηκε ότι το μορφωτικό επίπεδο συνδέεται θετικά με την επαγγελματική
ενεργοποίηση της γυναίκας και παίζει σημαντικό ρόλο στην επιλογή του επαγγέλματος και την
πρόσβαση σε επαγγελματικούς χώρους, ενώ αντίθετα η οικογενειακή κατάσταση συνδέεται
αρνητικά με την απασχόληση - δηλαδή οι παντρεμένες γυναίκες εργάζονται λιγότερο από τις
ανύπαντρες (Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1988).
Πάντως, οι περισσότερες έρευνες αναφέρονται στην απόσταση που υπάρχει ανάμεσα
στη νομοθετική και ουσιασπκή εφαρμογή της ισότητας στο χώρο της εργασίας, στο χάσμα
ανάμεσα στην τυπική αναγνώριση της ισότητας και στην καθημερινή ζωή των γυναικών,
καθώς καιχττις αντιφατικές συνθήκες εμπειρίας και εργασίας στον τόπο δουλειάς και στο σπίτι.
Όπως ισχυρίζεται η Χρονάκη (1986), οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως
φθηνή εργατική δύναμη και εισάγονται στην παραγωγή κυρίως όταν υπάρχει ανάγκη, ενώ ο
καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα πιο εμφανή
χαρακτηριστικά της επαγγελματικής διάρθρωσης στη χώρα μας, γεγονός που κατοχυρώνει
κοινωνικά τις διαφορετικές αμοιβές ανάμεσα στα φύλα. Σύμφωνα με τη Βαΐου (1989)
εξάλλου, οι επίσημες στατιστικές δεν αποδεικνύονται ιδιαίτερα αξιόπιστες, καθώς πολλές
γυναίκες που ψάχνουν για δουλειά δεν δηλώνονται ως άνεργες, ενώ οι εργαζόμενες στο σπίτι
με υπεργολαβίες δεν καταγράφονται ως οικονομικά ενεργές. Παράλληλα, η ποιότητα της
δουλειάς και οι συνθήκες πρόσβασης στον τόπο εργασίας καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη
δυνατότητα απασχόλησης των γυναικών, καθώς το νοικοκυριό και η φροντίδα των παιδιών
παραμένει ένα πρόσθετο φορτίο για τη γυναίκα (Βαΐου, 1989).
Όσον αφορά τους κλάδους απασχόλησης, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής
Στατιστικής Υπηρεσίας του 1981, οι περισσότερες γυναίκες απασχολούνται στον πρωτογενή
τομέα, δηλαδή στη γεωργία (42%) και στον τριτογενή τομέα, δηλαδή σης υπηρεσίες (40%),
κυρίως στο εμπόριο και στον τουρισμό (Πανταζή-Τζίφα, 1984). Στο δευτερογενή τομέα οι
γυναίκες απασχολούνται κυρίως στη βιομηχανία σε ποσοστό 18% (τρόφιμα, υφαντουργία
κ.α.) (Πανταζή-Τζίφα, 1984). Σε όλους τους παραπάνω τομείς επαγγελματικής
δραστηριότητας, οι γυναίκες έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, διότι πρόκειται για θέσεις
εργασίας χωρίς εξειδίκευση, χωρίς προοπτικές εξέλιξης, εποχικές ή πρόσκαιρες. Επίσης, όσον
αφορά τα επαγγέλματα και τη θέση των γυναικών ανά επαγγελματική κατηγορία, μόνον το
0,2% είναι διευθύντριες ή ανώτερα στελέχη σε σχέση με το 7,8% των ανδρών, 1,7% των
γυναικών είναι εργοδότες σε σύγκριση με το 8,8% των ανδρών, ενώ το 44% των γυναικών
είναι συμβοηθούντα μέλη, δηλαδή μη αμειβόμενες εκ της οικογενειακής επιχείρησης ή της
γεωργικής εκμετάλλευσης, σε σχέση με το 4% των ανδρών (Πανταζή-Τζίφα, 1984).
Επιπλέον, οκτώ στους δέκα εργαζόμενους με υπεργολαβία είναι γυναίκες, ενώ το 82% των
εργαζόμενων γυναικών συγκεντρώνονται σιην εξαρτημένη απασχόληση (Βαΐου, 1989). Παρ'
106
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
όλ' αυτά παρατηρείται μια τάση αύξησης των γυναικών στα επιστημονικά ελεύθερα
επαγγέλματα. Η παράλληλη διαπίστωση από τα στατιστικά στοιχεία της ίδιας χρονιάς (1981)
ότι το επίπεδο εκπαίδευσης των απασχολούμενων γυναικών είναι ανώτερο των ανδρών, μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες υφίστανται κατάφωρες αδικίες στο χώρο της
μισθωτής εργασίας. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία από έρευνα της ΓΣΕΕ το 1990, προκύπτει
ότι οι γυναίκες αποτελούν το 65% των ανέργων μακράς διάρκειας (Καραμάνου, 1990).
Τέλος, φαίνεται ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο ικανοποιημένες από την εργασία τους σε σχέση
με τους άνδρες, έχουν το προβάδισμα στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και είναι σε
μεγαλύτερα ποσοστά ανασφάλιστες σε σχέση με τους άνδρες στον ιδιωτικό τομέα
(Καραμάνου, 1990).
Η δεκαετία 1991-2000 χαρακτηρίζεται από επιπλέον αλλαγές στην επαγγελματική
απασχόληση των γυναικών. Στην Ελλάδα το 1991, οι γυναίκες αποτελούν το 35,7% του
εργατικού δυναμικού, ενώ το ποσοστό των ανέργων γυναικών φθάνει το 60% και των
μακροχρόνια ανέργων το 68,5% (Γαλατά, 1995). Η απασχόληση στη βιομηχανία και στον
αγροτικό τομέα ακολουθεί πτώση, ενώ η μείωση αυτή καλύπτεται από αυξήσεις θέσεων
εργασίας στον τριτογενή τομέα (Κρητικίδης & Ιωακείμογλου, 1997). Στην πραγματικότητα
παρατηρείται αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, καθώς σύμφωνα με την εθνική έκθεση της
Γενικής Γραμματείας Ισότητας (1995), το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών ανέρχεται στο
37%. Από την άλλη όμως, οι γυναίκες αποτελούν το 6 1 % των ανέργων και το 65% των μη
οικονομικά ενεργών, ενώ η ανεργία των γυναικών με ποσοστό 15,9% εξακολουθεί να είναι
διπλάσια από αυτή των ανδρών (Γενική Γραμματεία Ισότητας, 1995).
Ωστόσο, παρά τις ποσοτικές κυρίως μεταβολές στη γυναικεία απασχόληση και την
ποιοτική άνοδο των τυπικών προσόντων της γυναίκας, άλλα χαρακτηριστικά της θέσης των
γυναικών στην αγορά εργασίας παραμένουν αναλλοίωτα με την πάροδο του χρόνου. Έτσι, οι
γυναίκες εξακολουθούν να αποτελούν την πλειονότητα των συμβοηθούντων και μη
αμειβόμενων μελών σε ποσοστό 70%, καλύπτουν περίπου το 40% των μισθωτών, το 26,7%
των αυτοαπασχολούμενων και το 15,8% των εργοδοτών (Κρητικϊδης, 2000). Επίσης, η
αμοιβή των γυναικών δεν ξεπερνά το 80% της αμοιβής των ανδρών στις ίδιες θέσεις
εργασίας, καθώς συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό επαγγελμάτων, όπως στην παροχή
υπηρεσιών, σε ποσοστό 66%, στην εκπαίδευση, στην υγεία, στους χρηματοπιστωτικούς
οργανισμούς και στη δημόσια διοίκηση (Γερογιάννη, 1998; Ραφιά, 1999; Κρητικίδης, 2000).
Η υποαπασχόληση πλήττει κυρίως τις γυναίκες, εφόσον το 26% εργάζεται λιγότερο από 30
ώρες την εβδομάδα (Γερογιάννη, 1998). Στην Ελλάδα, μόνο το 12% των εργαζομένων
γυναικών κατέχουν διευθυντικές θέσεις, ενώ στην προσπάθεια τους να ανατρέψουν το
σκηνικό αυτό μία στις τρεις γυναίκες γίνονται οι ίδιες επιχειρηματίες (Καλημέρη, 1999). Οι
γυναίκες πάντως που αναλαμβάνουν τη δημιουργία επιχειρήσεων αποτελούν το 27% του
συνόλου των επιχειρήσεων, ενώ σε σχέση με τους άνδρες επιχειρηματίες αντιμετωπίζουν
μεγαλύτερες δυσκολίες οικονομικής διαχείρισης και πρόσβασης στις πηγές χρηματοδότησης
107
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
Στο πλαίσιο της ελληνικής οικογένειας, η εξειδίκευση των ρόλων σε ανδρικούς και
γυναικείους εξυπηρέτησε για χρόνια τη διατήρηση της πατριαρχικής οικογένειας, η οποία και
νομοθετικά ίσχυε μέχρι το 1983. Εξάλλου, η δόμηση της διαφορετικής ταυτότητας ανάμεσα
στα δύο φύλα, που αποτελεί ένα ιστορικό και διαπολιτισμικό φαινόμενο, συντελείται κυρίως
μέσα σιην οικογένεια και υπαγορεύει διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά για κάθε φύλο
(Τεντοκάλη, 1998). Ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά στη διαμόρφωση της
γυναικείας ταυτότητας είναι η παροχή της «κοινωνικής μητρότητας»1, η οποία καθορίζει και
την πρωταρχική θέση της γυναίκας στην οικογένεια. Επιπλέον, η νομοθεσία, η αγορά
εργασίας και η επίσημη εκπαίδευση ενισχύουν τη διάκριση των ρόλων σε ανδρικούς και
γυναικείους, αναπαράγοντας έτσι τον οικογενειακό προσδιορισμό των Ελληνίδων.
1
Ο όρος «women's mothering» ανήκει στην Ν. Chodorow, η οποία όπως διαπιστώθηκε στο 1° κεφάλαιο
ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο η «κοινωνική μητρότητα» αναλαμβάνεται μόνον από γυναίκες και
αναπαράγεται από γενιά σε γενιά.
108
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
109
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
αλληλοσεβασμού και αγάπης, όπου και οι δύο σύντροφοι πρέπει να συμμετέχουν από κοινού
στην επαγγελματική και οικογενειακή ζωή.
Σε έρευνα πάντως που διεξήχθη το 1995 στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας σε
σχέση με τα οικογενειακά πρότυπα και τις συζυγικές ανταλλαγές, επιβεβαιώθηκε ο
καθοριστικός ρόλος των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών (π.χ. επίπεδο εκπαίδευσης,
ηλικία, επαγγελματική θέση κλπ.) στην αποδοχή πιο σύγχρονων απόψεων σχετικά με τους
ρόλους των δύο φύλων και στην πιο ισότιμη κατανομή των οικιακών εργασιών μεταξύ των
συζύγων στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Με άλλα λόγια, όσο
περισσότερα τα εφόδια (εκπαίδευση, εισόδημα, θέση στο επάγγελμα) του συζύγου, τόσο
μεγαλύτερη και η συμμετοχή του στις καθημερινές οικιακές δραστηριότητες. Επίσης, η
κατανομή της οικιακής εργασίας και της φροντίδας των παιδιών είναι πιο ισότιμη μεταξύ των
ζευγαριών/ίου η γυναίκα εργάζεται, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή διαθέτει περισσότερα εφόδια
και βρίσκεται σε ανώτερες ή μεσαίες επαγγελματικές κατηγορίες. Πάντως, σε γενικές γραμμές
η βοήθεια των συζύγων είναι ασήμαντη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σε
σχέση με όσους άνδρες βοηθούν, οι γυναίκες αφιερώνουν 6 φορές περισσότερο χρόνο
καθημερινά για οικιακή εργασία και τρεις φορές περισσότερο χρόνο στη φροντίδα των
παιδιών (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ανάμεσα στα ζευγάρια
που οι γυναίκες εργάζονται και προτίθενται να συνεχίσουν την εργασία τους μέχρι την
περίοδο της συνταξιοδότησης τους, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να επικρατούν πιο σύγχρονα
σχήματα καταμερισμού των οικιακών δραστηριοτήτων (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995).
Στην Ελλάδα η επιβίωση παραδοσιακών δομών, όπως της διευρυμένης οικογένειας και
των κυκλωμάτων αυτοβοήθειας, λειτούργησε για χρόνια ως ισχυρό υποκατάστατο των
κρατικών κοινωνικών παροχών. Ως αποτέλεσμα της έλλειψης κοινωνικών παροχών, οι
γυναίκες πολύ συχνά διακόπτουν την εργασία τους για τη στήριξη της οικογένειας, γεννούν
λιγότερα παιδιά, δεν αποκτούν παιδιά εκτός γάμου, ενώ ο αριθμός των διαζυγίων παραμένει
χαμηλός (Συμεωνίδου, 1998). Σύμφωνα με τη Συμεωνίδου (1998), η γυναίκα εξαναγκάζεται
σε ένα «υποχρεωτικό αλτρουισμό», καθώς οι εναλλακτικές λύσεις για απασχόληση, κοινωνική
ασφάλιση κλπ. είτε απουσιάζουν, είτε είναι ανεπαρκείς. Επιπλέον, οι γυναίκες της οικογένειας
αναλαμβάνουν τη φύλαξη των ανήλικων παιδιών, όταν η μητέρα εργάζεται, το οικονομικό
κόστος των σπουδών των παιδιών και της συντήρησης τους μέχρι να βρουν δουλειά, καθώς
και τη φροντίδα των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας.
Τέλος, η Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (1990) αναφέρει ότι κοινωνικές αξίες και
αντιλήψεις σχετικά με τη δύναμη και τον προστατευτικό ρόλο της οικογένειας καθιστούν
δύσκολη την παραδοχή ότι η ελληνική οικογένεια είναι εξίσου ευάλωτη με αυτές άλλων
ευρωπαϊκών χωρών του δυτικού κόσμου σε θέματα βίας και κακοποίησης ενάντια στις
γυναίκες. Είναι αλήθεια ότι το μέγεθος του προβλήματος δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί
αντικειμενικά, εφόσον πρόκειται για μια κρυφή τις περισσότερες φορές μορφή
εγκληματικότητας. Πράγματι, μόνον 1 στις 4 ελληνίδες καταγγέλλουν την κακοποίηση τους
110
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
στην αστυνομία, ενώ μόνο ένα 21% των κακοποιημένων γυναικών αναζητά ιατρική
αντιμετώπιση (Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1990). Επίσης, υπολογίζεται ότι το 15% περίπου
των θυμάτων παίρνουν διαζύγιο στο οποίο η απόφαση στηρίζεται στη βία που έχουν υποστεί
από τους συζύγους τους (Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1990). Μια σειρά από μελέτες δείχνουν
ότι παρ' όλο που οι γυναίκες θύματα προέρχονται από όλα τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα,
γυναίκες από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα είναι περισσότερο ευάλωτες. Συνήθως
πρόκειται για νοικοκυρές και μητέρες, οικονομικά εξαρτημένες και με χαμηλό επίπεδο
εκπαίδευσης.
2.3 Ανακεφαλαίωση.
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα οι αρμοδιότητες της γυναίκας εξαντλούνται κυρίως
στο χώρο της οικογένειας (Παυλάκου, 1991). Βέβαια, η γυναίκα εργαζόταν σκληρά σε όλες
τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, μέσα και έξω από το σπίτι αλλά χωρίς αμοιβή, γεγονός
που συντηρούσε την οικονομική της εξάρτηση. Οι γυναίκες στην Ελλάδα αποκτούν πολιτικά
δικαιώματα το 1952, ενώ πολύ αργότερα το Σύνταγμα του 1975 κατοχυρώνει την ισότητα
ανάμεαα στα φύλα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Στη συνέχεια, μια σειρά από
νομοθετικές διατάξεις τη δεκαετία του 1980 κατήργησαν τις διακρίσεις φύλων στην
οικογένεια, στην υγεία, στην κατάρτιση, στην εκπαίδευση και στην απασχόληση.
Η είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα του εκβιομηχανισμού
και των οικονομικών αναγκών της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής, οδήγησε στη
νομοθετική κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων της γυναίκας τη δεκαετία του 1980.
Το εργατικό δίκαιο προσπάθησε να ταυτίσει τη γυναίκα με το πρότυπο του άνδρα
εργαζόμενου και έτσι χαρακτηρίστηκε από μια «εξανδρισμένη» αντίληψη για την ισότητα, η
οποία αγνοεί τον διαφορετικό κοινωνικό ρόλο των γυναικών. Εξαίρεση αποτελούν οι
λεγόμενες «προστατευτικές» διατάξεις για τη μητρότητα, οι οποίες ενώ θεσπίστηκαν για να
διευκολύνουν την επαγγελματική εξέλιξη της μητέρας εργαζόμενης, στην πραγματικότητα
τοποθετούν σε υποδεέστερη θέση το σύνολο των εργαζομένων γυναικών. Από την άλλη, το
κοινοτικό δίκαιο και η εθνική εργατική νομοθεσία προωθεί σήμερα στο όνομα της ισότητας
νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τη θέση της γυναίκας στην
αγορά εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις καταργούνται κεκτημένα δικαιώματα των
εργαζομένων γυναικών, αντί να προσφερθούν και στους άνδρες ή διατηρούνται μόνο γΓ
αυτές. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το εργατικό δίκαιο συντηρεί την κερδοφόρα ανισότητα
χάριν της οικονομικής ανάπτυξης, επιφέροντας έτσι την ισότητα προς τα κάτω. Φαίνεται ότι η
εφαρμογή μιας πολιτικής για την ισότιμη αντιμετώπιση των φύλων στη σφαίρα της
παραγωγής είναι ιδιαίτερα δαπανηρή. Αντίθετα, η όλη προσπάθεια επικεντρώνεται στην
προτεραιότητα της εργασίας εις βάρος της οικογενειακής ζωής. Πάντως, το νομοθετικό
πλαίσιο είναι απαραίτητο αλλά όχι επαρκές για την επίτευξη της ισότητας, τόσο σε κοινωνικό
όσο και σε εργασιακό επίπεδο. Σύμφωνα με τον Κουκιάδη (1982), η μετάβαση από
111
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
112
Η Κοινωνική Θέση της Γυναίκας
ίδιας της γυναίκας. Όσον αφορά την τελευταία, φαίνεται ότι οι άνδρες ελέγχουν σημαντικά
την απόφαση της συζύγου τους για εξωοικογενειακή απασχόληση. Οι άνδρες αντιτίθενται
στην εργασία της συζύγου, κυρίως επειδή πιστεύουν ότι με αυτόν τον τρόπο δεν θα
ανταποκρίνεται σης οικογενειακές της υποχρεώσεις, ενώ οι γυναίκες αντιλαμβάνονται την
εργασία τους ως αναγκαστική, κυρίως για την οικονομική ενίσχυση της οικογένειας
(Καβουνίδη, 1989). Πάντως, η απόφαση των γυναικών για εργασία είναι το αποτέλεσμα μιας
πολύπλοκης διαδικασίας που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και είναι συνδεδεμένη με τα
γεγονότα του κύκλου της οικογενειακής τους ζωής (Συμεωνίδου, 1990). Οι γυναίκες φαίνεται
ότι διαπραγματεύονται μόνες τους τελικά τις συγκρούσεις ανάμεσα στους ανταγωνιστικούς
ρόλους που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο της οικογένειας και της εργασίας. Οι αντιφάσεις
μπορεί να μην λύνονται, αλλά οι θετικές και αρνητικές πλευρές αυτής της κατάστασης
λειτουργούν συμπληρωματικά για τη γυναίκα, κάνοντας τη ζωή της πιο ενδιαφέρουσα και
βέβαια πιο κουραστική.
113
Κεφάλαιο 3
Εκπαίδευση, Επαγγελματική Ανάπτυξη
& Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
3.1 Εισαγωγή.
Οι περισσότερες ερευνήτριες και ερευνητές συμφωνούν ότι η ισότητα δεν είναι
δυνατή αν δεν υπάρξει κατ' αρχάς ισότητα στην εκπαίδευση των δύο φύλων. Το παρακάτω
απόσπασμα περιγράφει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη σημασία της εκπαίδευσης για την
ισότιμη αντιμετώπιση και εξέλιξη των γυναικών σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Συγκεκριμένα, «χωρίς την εκπαίδευση και ειδικότερα χωρίς τις ίδιες εκπαιδευτικές ευκαιρίες ή
τις ίδιες δεξιότητες και προσόντα, άνδρες και γυναίκες διαφόρων κοινωνικών τάξεων και
άλλων ομάδων έχουν καταδικαστεί για πολλά χρόνια σε μια υποδεέστερη θέση σε σχέση με
την προσωπική τους ανάπτυξη, την επιλογή επαγγέλματος, την ιδιότητα τους ως πολίτες και
τη δύναμη,τους να ελέγχουν την κυβέρνηση, την εξουσία και τις εθνικές αποφάσεις, οι οποίες
επηρεάζουν τις ζωές τους και την καθημερινότητα τους» (Byrne, 1987: 23).
Σύμφωνα με μελέτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, υπάρχει θετική συσχέτιση
ανάμεσα στην πρόσβαση των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τη συμμετοχή τους
στην πολιτική, γεγονός το οποίο επηρεάζει με τη σειρά του τη λήψη ευνοϊκών αποφάσεων για
την ευρύτερη κοινωνική θέση της γυναίκας (Μαγγανάρα 1998). θετική είναι επίσης η
επίδραση της εκπαίδευσης στην εύρεση εργασίας και στη σταθερή συμμετοχή της γυναίκας
στο εργατικό δυναμικό μιας χώρας. Σύμφωνα με την Τάκαρη (1978), η εκπαίδευση
προδιαγράφει την επαγγελματική επιτυχία αλλά και την αποτυχία αν οι επιλογές σπουδών
είναι λανθασμένες. Έτσι, ενώ η μισθωτή απασχόληση θεωρείται ότι συμβάλλει σημαντικά
στην απελευθέρωση των γυναικών, ωστόσο οι διακρίσεις στην απασχόληση βασίζονται,
μεταξύ άλλων, στην ανεπαρκή μόρφωση και κατάρτιση των γυναικών. Όπως ισχυρίστηκε η
Μίτσελ (1975: 121) «ολόκληρη η πυραμίδα των διακρίσεων βασίζεται σε εξω-οικονομικά
θεμέλια δηλαδή στην εκπαίδευση».
Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου περιγράφονται διεξοδικότερα τα στερεότυπα φύλου
στην υποχρεωτική και ανώτατη εκπαίδευση καθώς και οι ευκαιρίες επαγγελματικής ανάπτυξης
των γυναικών, μέσα από το θεσμό του επαγγελματικού προσανατολισμού. Ουσιαστικά,
γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής της σημασίας της εκπαίδευσης και ειδικά των σπουδών
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με την επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών και την
απελευθέρωση τους από παραδοσιακά πρότυπα και ρόλους στο χώρο της οικογένειας. Στο
δεύτερο μέρος του κεφαλαίου, συνοψίζονται τα αποτελέσματα ερευνών της διεθνούς
βιβλιογραφίας σε σχέση με τις διαδικασίες μετάβασης των γυναικών από τις σπουδές στην
απασχόληση, τις αντιλήψεις και τις επιλογές ζωής των πτυχιούχων γυναικών αλλά και των
ανδρών, στους τομείς της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής. Ειδικότερα, παρουσιάζονται οι
επιλογές των γυναικών αποφοίτων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και ο τρόπος με τον οποίο οι
συγκεκριμένες γυναίκες προσπαθούν να συμφιλιώσουν σήμερα τις οικογενειακές με τις
επαγγελματικές τους υποχρεώσεις.
117
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
118
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχουν δείξει ότι αγόρια και κορίτσια δεν διαφέρουν σε επίπεδο
κινήτρων για επιτυχία ή για αποφυγή της επιτυχίας. Ωστόσο και τα δύο φύλα κατανοούν ότι
οι προσδοκίες σε σχέση με τους κοινωνικούς τους ρόλους είναι διαφορετικές για τους άνδρες
και τις γυναίκες. Έτσι, η επίδοση των κοριτσιών αρχίζει και μειώνεται σταδιακά από τα
εφηβικά χρόνια. Ωστόσο σήμερα, όπως αποδεικνύουν τουλάχιστον τα στατιστικά στοιχεία
της δεκαετίας του '90, τα κορίτσια έχουν στο σύνολο τους καλύτερους βαθμούς σε σχέση με
τα αγόρια σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης (Warrington & Younger, 2000). Αυτό δεν
σημαίνει βέβαια ότι τα εκπαιδευτικά προβλήματα των γυναικών λύθηκαν οριστικά, αλλά ότι,
παρά τις επιτυχίες τους, τα κορίτσια και οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε
δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα αγόρια και τους άνδρες, τόσο μέσα στην εκπαίδευση όσο
και έξω από αυτήν, σε όλες τις δυτικές χώρες. Συγκεκριμένα, σε έρευνα που διεξήχθη πριν
δύο χρόνια σε 20 σχολεία της ανατολικής Αγγλίας, διαπιστώθηκαν τα εξής (Warrington &
Younger, 2000): α) τα κορίτσια εξακολουθούν να αισθάνονται αποξενωμένα από παραδοσιακά
ανδρικούς τομείς σπουδών, β) οι επαγγελματικές φιλοδοξίες διακρίνονται έντονα με βάση το
φύλο των μαθητών, γ) τα αγόρια συνεχίζουν να μονοπωλούν την ώρα του καθηγητή και να
κυριαρχούν συνεχώς στο περιβάλλον της τάξης, δ) αυτή η κουλτούρα ενάντια στη μάθηση
έχει αρνητικά αποτελέσματα και στα δύο φύλα. Γενικά, διαπιστώθηκε ότι η χαμηλή επίδοση
των αγοριών στο σχολείο δεν σημαίνει τίποτα σε σχέση με την υπερβολική επιτυχία τους στη
ζωή, ενώ το αντίστροφο ακριβώς φαίνεται ότι ισχύει για τα κορίτσια.
Τα παραπάνω πρότυπα διαφορετικής ενίσχυσης ανάμεσα στα δύο φύλα, στο πλαίσιο
της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, οδηγούν τα κορίτσια στην ανάπτυξη ενός εαυτού που
βασίζεται περισσότερο στους άλλους, που επιθυμεί την κοινωνική αποδοχή των άλλων και
ενδιαφέρεται για τη γνώμη των άλλων. Τα κορίτσια αναπτύσσουν τελικά συμβατικές
συμπεριφορές συμμόρφωσης και δεν βασίζονται στον εαυτό τους ή στις ικανότητες τους.
Από την άλλη, τα αγόρια εξακολουθούν να παρουσιάζουν ελλείψεις κυρίως στη
συναισθηματική και οικογενειακή τους ζωή, ενώ τα κορίτσια στη δημόσια και επαγγελματική
τους ζωή. Φαίνεται επομένως ότι η εκπαίδευση προετοιμάζει τα αγόρια και τα κορίτσια για
ενήλικους ανδρικούς και γυναικείους ρόλους ενός κόσμου που έχει σχεδόν εξαφανιστεί ή
μεταβάλλεται διαρκώς.
119
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
Παρθεναγωγεία δεν προετοίμαζαν τις μαθήτριες για πανεπιστημιακές σπουδές, ούτε για
οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα. Η είσοδος της ελληνίδας στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση ξεκίνησε δειλά και σταδιακά, με πολλές δυσκολίες και εμπόδια για τις φοιτήτριες,
στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως από τις σχολές της Ιατρικής και της Φιλοσοφικής (Ζιώγου-
Καραστεργίου, 1994β). Όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έτσι και στην Ελλάδα οι πρώτες
φοιτήτριες και μορφωμένες γυναίκες, με την επιμονή τους και τον αγώνα τους, ανέτρεψαν τα
καθιερωμένα πρότυπα της εποχής σε σχέση με τους ρόλους των φύλων, επέτρεψαν την
είσοδο της γυναίκας στο δημόσιο βίο, στην εργασία και στην οικονομική ανεξαρτησία και
τέλος βελτίωσαν σημαντικά την κοινωνική θέση της ελληνίδας.
Σήμερα, το ποσοστό συμμετοχής των ελληνίδων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει
φτάσει μέχρι το 56% του συνόλου των φοιτητών την ακαδημαϊκή χρονιά 1997-98 (Χρυσάκης
& Σούλης, -2001). Εν τούτοις, οι γυναίκες φαίνεται ότι προτιμούν περισσότερο τις θεωρητικές
ειδικότητες και τις σχολές που οδηγούν στο επάγγελμα του εκπαιδευτικού, ενώ οι άνδρες
προτιμούν τις ειδικότητες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, των μηχανικών, της οικονομίας,
της διοίκησης επιχειρήσεων και τις στρατιωτικές ειδικότητες (Σιδηροπούλου-Δημακάκου,
1997). Επίσης, οι λόγοι επιλογής των παραπάνω ακαδημαϊκών και επαγγελματικών
κατευθύνσεων διαφέρουν σημαντικά ανάμεσα στα φύλα (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1997).
Για παράδειγμα, οι γυναίκες αναφέρουν πολύ περισσότερο σε σχέση με τους άνδρες ως
λόγους επιλογής ενός επαγγέλματος την κοινωνική προσφορά, την άποψη ότι η συγκεκριμένη
εργασία ταιριάζει στην προσωπικότητα τους και την αγάπη τους για τα παιδιά. Αντίθετα, τα
αγόρια δίνουν έμφαση στον καλό μισθό και στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Τέλος,
σύμφωνα με πολύ πρόσφατα στοιχεία, το επάγγελμα του πατέρα και η εισοδηματική
κατάσταση της οικογένειας φαίνεται ότι επηρεάζει τη συμμετοχή ειδικά των κοριτσιών στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση (Χρυσάκης & Σούλης, 2001). Έτσι, στην Ελλάδα όπως και σε άλλες
χώρες, γυναίκες από μεσαίες και ανώτερες κοινωνικές τάξεις αυξάνουν σταθερά τη συμμετοχή
τους στο πανεπιστήμιο, ενώ αντίθετα γυναίκες από εργατικές και αγροτικές οικογένειες
τείνουν να μειώνουν τη συμμετοχή τους στην ανώτατη τουλάχιστον εκπαίδευση.
Παρ' όλο που τα παραπάνω στοιχεία έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και σημαντικές
συνέπειες στην επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών, ωστόσο οι ανισότητες φύλου στο
πλαίσιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αγνοηθεί συστηματικά, είτε γιατί η ανώτατη
εκπαίδευση δεν αποτελεί έναν υποχρεωτικό τομέα σπουδών, είτε γιατί θεωρείται ότι όσες
γυναίκες έχουν φτάσει μέχρι εκεί είναι ήδη επιτυχημένες και ευεργετημένες. Ενώ το
φεμινιστικό κίνημα από το τέλος της δεκαετίας του '60 ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την
εκπαίδευση των γυναικών, έδωσε έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στην εκπαίδευση των
κοριτσιών της εργατικής τάξης. Όμως, σύμφωνα με την Delamont (1989) και άλλες
ερευνήτριες, το γεγονός ότι οι μορφωμένες γυναίκες απουσιάζουν αισθητά από τα κέντρα
λήψης αποφάσεων και από σημαντικές επαγγελματικές θέσεις καθιστά έγκυρη και
ενδιαφέρουσα την μελέτη μιας ελίτ ομάδας γυναικών που εισάγεται στην τριτοβάθμια
120
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
εκπαίδευση και αποκτά εξειδίκευση. Άλλωστε, σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα (Delamont,
1989), αντί οι ερευνητές να στρέφονται προς τα κάτω και να αναρωτιούνται ποιοι είναι οι
λόγοι της αποτυχίας στην εκπαίδευση των γυναικών, μπορούν κάλλιστα να στραφούν προς τα
πάνω και να αντιστρέψουν τα ερωτήματα τους, ανακαλύπτοντας ενδεχομένως του λόγους της
επιτυχίας στην εκπαίδευση ορισμένων γυναικείων κοινωνικών ομάδων.
Η Thomas (1990) υποστήριξε ότι οι γυναίκες που φτάνουν μέχρι την ανώτατη
εκπαίδευση δεν σημαίνει ότι είναι επιτυχημένες μόνο και μόνο επειδή σπουδάζουν σε ένα
πανεπιστήμιο. Στην πραγματικότητα, η τριτοβάθμια εκπαίδευση εξακολουθεί να αποκλείει και
να περιθωριοποιεί τις γυναίκες από την αγορά εργασίας, κατευθύνοντας τις σε γυναικεία
επαγγέλματα, στο γάμο και στην οικογένεια. Σύμφωνα με την Thomas (1990), η τριτοβάθμια
εκπαίδευση δεν είναι το αποτέλεσμα ή το προϊόν μιας προηγούμενης εκπαίδευσης, αλλά
αποτελεί από μόνης της μια ξεχωριστή διαδικασία, η οποία επηρεάζει και αναπαράγει την
ανισότητα στην κοινωνία και σιην εργασία. Με άλλα λόγια, το περιεχόμενο και το είδος της
ανώτατης εκπαίδευσης αντικατοπτρίζει στερεότυπες αντιλήψεις για τα φύλα, ευνοώντας
περισσότερο τους άνδρες, όπως ακριβώς και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι γυναίκες στην
ανώτατη εκπαίδευση αντιμετωπίζουν αντιφατικά μηνύματα, καθώς συγκρούονται ανάμεσα
στην επιλογή της οικογένειας ή μιας δουλειάς που μπορεί να συνδυαστεί με την οικογένεια και
σιην επιλογή μιας μοναχικής καριέρας στην οποία όμως θα χρησιμοποιήσουν καλύτερα το
πτυχίο και τις ικανότητες τους. Η συγγραφέας ισχυρίστηκε ουσιαστικά ότι φοιτητές και
φοιτήτριες επιλέγουν διαφορετικούς ακαδημαϊκούς τομείς σπουδών εξαιτίας των
μακροπρόθεσμων συνεπειών στους επαγγελματικούς και κοινωνικούς ρόλους των δύο φύλων.
Έτσι, ενώ η ανώτατη εκπαίδευση είναι ως ένα βαθμό ανεξάρτητη από την πολιτεία, ωστόσο
δεν είναι απομονωμένη από τις κοινωνικές δομές εξουσίας και τις ευρύτερες κοινωνικές αξίες.
Η Thomas (1990) διαπίστωσε τελικά ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν έναν διπλό κλοιό, που
σημαίνει ότι εάν επιλέξουν ένα παραδοσιακά ανδρικό τομέα σπουδών, αναγκάζονται να
προσαρμοστούν σιην ανδρική κουλτούρα, ενώ από την άλλη, εάν επιλέξουν έναν
παραδοσιακά γυναικείο τομέα σπουδών προσαρμόζονται με τα στερεότυπα του φύλου τους.
Σε μια μελέτη 635 φοιτητών και φοιτητριών διαφόρων σχολών, με αντικείμενο τη
διαφορετική μεταχείριση των φύλων από τους καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,
διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες φοιτητές αναφέρθηκαν περισσότερο στην αδιαφορία και στην
έλλειψη αναγνώρισης από τους καθηγητές τους, ενώ οι γυναίκες στις διακρίσεις και στις
προκαταλήψεις με βάση το φύλο τους (Fischer & Good, 1994). Η απουσία των γυναικών
επιστημόνων από το περιεχόμενο των σπουδών αναγνωρίστηκε εξίσου και από τα δύο φύλα,
ενώ τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης που αναφέρθηκαν ήταν ελάχιστα. Γενικά,
διαπιστώθηκε ότι ο βαθμός της θετικής αυτό-εικόνας επηρεάζει τις αντιλήψεις τόσο των
φοιτητών όσο και των φοιτητριών σε σχέση με την ισότιμη μεταχείριση των φύλων από το
πανεπιστημιακό περιβάλλον, ενώ ο βαθμός της φεμινιστικής συνείδησης επηρεάζει
περισσότερο τις αντιλήψεις των γυναικών (Fischer & Good, 1994). Η σχετική βιβλιογραφία
121
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
αναφέρει ότι το πανεπιστημιακό περιβάλλον είναι συνήθως «ψυχρό» απέναντι στις γυναίκες
φοιτήτριες, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι καθηγητές έχουν συχνά διαφορετικές κοινωνικές
και εκπαιδευτικές προσδοκίες για άνδρες και γυναίκες. Σε μια άλλη παρόμοια μελέτη της
συμπεριφοράς καθηγητών πανεπισιημίου σε τάξεις μεταπτυχιακών σπουδαστών, βρέθηκε ότι
ο σεξισμός επηρεάζει σημαντικά τη συναισθηματική κατάσταση των φοιτητών, έχει αρνητικές
συνέπειες στο μαθησιακό περιβάλλον και καταστρέφει την αξιοπιστία του ίδιου του καθηγητή
ή την κοινωνική του επιρροή στους φοιτητές (Myers & Dugan, 1996). Συγκεκριμένα, η χρήση
σεξιστικής γλώσσας, η υποτίμηση των γυναικών μέσα από σεξιστικό χιούμορ, παραδείγματα
τα οποία ενισχύουν τους στερεότυπους ρόλους των δύο φύλων .και η επιλεκτική προσοχή στο
έργο αποκλειστικά ανδρών επιστημόνων, περιορίζει τις μαθησιακές δυνατότητες και τη
συναισθηματική κατάσταση κυρίως των γυναικών, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τις σχέσεις
εμπιστοσύνης με τους καθηγητές. Επομένως, η άνιση μεταχείριση των φύλων σε επίπεδο
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι γεγονός, ενώ τα αποτελέσματα ενός τέτοιου μη
υποοτηρικτικού περιβάλλοντος είναι άμεσα και δεν αφορούν μόνο σε μακροπρόθεσμες
συνέπειες. Οι ερευνητές της παραπάνω μελέτης πρότειναν τέσσερις στρατηγικές μείωσης
ενός σεξιστικού ακαδημαϊκού περιβάλλοντος (Myers & Dugan, 1996): α) την συνειδητοποίηση
εκ μέρους των καθηγητών των αρνητικών αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς τους στους
φοιτητές και ειδικά στις φοιτήτριες, β) τη διεξαγωγή περισσότερων ερευνών για το φαινόμενο
αυτό, γ) τη συνειδητή ενίσχυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας προς όφελος των φοιτητριών
και δ) τη δημιουργία επίσημων συστημάτων επανατροφοδότησης των καθηγητών σε σχέση
με τον τρόπο διδασκαλίας τους και συμπεριφοράς τους μέσα σΓην τάξη.
Σύμφωνα με την Σιδηροπούλου-Δημακάκου (1997), οι διαφορές στις ακαδημαϊκές
επιλογές των δύο φύλων δεν θα σήμαιναν τίποτα σπουδαίο, αν δεν είχαν αντίκτυπο στην
απασχόληση των γυναικών. Έτσι, τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια ωθούνται στην
επιλογή σπουδών τους περισσότερο από κίνητρα που σχετίζονται με την κοινωνική προσφορά
και την κοινωνική καλλιέργεια, ενώ τα αγόρια από ωφελιμιστικά κίνητρα, αφού πρωταρχικός
στόχος του άνδρα μέσα στην οικογένεια εξακολουθεί να είναι εκείνος του προστάτη και του
προμηθευτή των απαραίτητων οικογενειακών αγαθών (Wallace, 1987; Chisholm, 1994).
Δηλαδή, οι λόγοι επιλογής σπουδών και επαγγέλματος συμφωνούν με το κοινωνικό πρότυπο
ότι ο ρόλος της γυναίκας εσπάζεται περισσότερο στην οικογενειακή παρά στην επαγγελματική
ζωή. Τα παραπάνω έχουν σημαντικές συνέπειες στον επαγγελματικό προσανατολισμό των
μαθητών και των μαθητριών, ο οποίος οφείλει να προσαρμοστεί στις σύγχρονες κοινωνικές
απαιτήσεις μιας γυναίκας που εργάζεται και να προωθήσει την ισότητα των ευκαιριών
ανάμεσα στα φύλα, τόσο στις εκπαιδευτικές, όσο και στις επαγγελματικές επιλογές.
122
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
σχέση με τον ρόλο των υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού, ο οποίος αποτελεί τον
ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα στους παραπάνω δύο τομείς. Ο ρόλος ωστόσο των υπηρεσιών
επαγγελματικού προσανατολισμού είναι πολύ σημαντικός σε σχέση με τη διατήρηση ή την
αμφισβήτηση των στερεοτύπων του φύλου και τη μετάβαση από την εκπαίδευση στην αγορά
εργασίας. Το 1987 διεξήχθη στην Αγγλία μια εκτεταμένη μελέτη όλων των δημόσιων
υπηρεσιών επαγγελματικού προσανατολισμού, προκειμένου να διερευνηθεί το είδος και το
περιεχόμενο των πολιτικών για την προώθηση των ίσων ευκαιριών απασχόλησης ανάμεσα στα
φύλα. Σύμφωνα με τους ερευνητές, επειδή δεν υπήρξαν σαφείς οδηγίες σε σχέση με την
έννοια της ισότητας των ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα, οι φορείς αντιλήφθηκαν εντελώς
διαφορετικά τη σημασία των ίσων ευκαιριών, προσφέροντας έτσι διαφορετικά προγράμματα
παρέμβασης και υπηρεσίες (Coles & Maynard, 1990). Συγκεκριμένα, η έννοια «ίσες ευκαιρίες»
μεταφράστηκε άλλοτε ως ίσα δικαιώματα, άλλοτε ως ίσες ευκαιρίες ζωής και άλλοτε ως
ισότητα στα αποτελέσματα. Οι διαφορετικές ερμηνείες είχαν με τη σειρά τους διαφορετικές
εφαρμογές, με αποτέλεσμα ορισμένοι φορείς να ασχολούνται αποκλειστικά με τα νομικά
δικαιώματα, άλλοι με την ειδική μεταχείριση μόνο των γυναικών και άλλοι με την αξιολόγηση
των αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης και της απασχόλησης που πραγματικά καταφέρνουν
άνδρες και γυναίκες. Οι συγγραφείς, με βάση τα δεδομένα της έρευνας, πρότειναν τα εξής
(Coles & Maynard, 1990): α) την επίσημη δέσμευση των σχετικών κυβερνητικών φορέων σε
μια πολιτική ισότητας των ευκαιριών ανάμεσα στα φύλα σε όλους τους τομείς της κοινωνικής
ζωής, β) την ανάγκη προσδιορισμού κοινών στόχων και κριτηρίων αξιολόγησης για το
περιεχόμενο και το είδος της εκπαίδευσης που λαμβάνουν οι άνδρες και οι γυναίκες και γ) το
συνδυασμό των νέων επαγγελματικών δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ίσες ευκαιρίες
ανάμεσα στα δύο φύλα. Τέλος, τόνισαν το γεγονός ότι, εφόσον σήμερα υπάρχει μεγάλη
ανάγκη από εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, ενισχύεται τόσο η είσοδος όσο και η
μεγαλύτερη σε διάρκεια παραμονή των γυναικών στη μισθωτή απασχόληση.
Σύμφωνα με τις West & Lyon (1995), υπάρχουν δύο θεωρητικά (ιδεολογικά) μοντέλα
πίσω από τα προγράμματα που προωθούν τις ίσες ευκαιρίες, είτε στην εκπαίδευση είτε στην
εργασία. Το πρώτο, το φιλελεύθερο μοντέλο (liberal), διασφαλίζει την ισότητα στην
πρόσβαση και στη μεταχείριση, έτσι ώστε όλα τα άτομα να αξιολογούνται και να εξελίσσονται
με βάση την προσωπική τους αξία, τις ικανότητες και τα προσόντα τους. Το δεύτερο
μοντέλο, το ριζοσπαστικό (radical), ενδιαφέρεται περισσότερο για τις αιτίες της ανισότητας
και προσπαθεί να τις εξαλείψει εστιάζοντας σε κοινωνικές κυρίως αλλαγές. Κατά την άποψη
των ίδιων συγγραφέων, οι παραπάνω διαφορετικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις δημιουργούν
συγχύσεις σε σχέση με την αξιολόγηση της επιτυχίας ή αποτυχίας ενός προγράμματος
προώθησης της ισότητας και οδηγούν σε αναποτελεσματική δράση. Για παράδειγμα, όταν
ένας οργανισμός εφαρμόζει μέτρα ισότητας, ακόμη κι όταν αυτά αποδεικνύονται
αναποτελεσματικά, ο οργανισμός καλύπτεται πίσω από την εφαρμογή τους, θεωρώντας ότι
έκανε το καθήκον του - ωστόσο, οι ανεπίσημες πρακτικές διάκρισης παραμένουν. Όπως
123
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
ισχυρίζονται οι West & Lyon (1995), τελικά η αντίσταση σιην ισότητα βασίζεται κυρίως σε
δύο λόγους: α) στο γεγονός ότι η ισότητα κοστίζει ακριβά, τόσο στους δημόσιους όσο και
στους ιδιωτικούς φορείς και β) στο γεγονός ότι μειώνεται η εξουσία από τα χέρια όσων την
ασκούσαν μέχρι σήμερα. Γενικά, οι παραπάνω συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η φιλελεύθερη
πολιτική για την ισότητα, με την έμφαση που δίνει στην ουδετερότητα και σιην
αντικειμενικότητα, συμβαδίζει με τις ανδρικές αξίες και την ευρύτερη ανδρική κουλτούρα.
Έτσι, τέτοιου είδους μέτρα αναπαράγουν και διαιωνίζουν την ανδρική κυριαρχία κάτω από την
επίφαση της παγκοσμιοποίησης και του φιλελευθερισμού.
Στη χώρα μας ο θεσμός του επαγγελματικού προσανατολισμού στην δευτεροβάθμια
εκπαίδευση αναπτύχθηκε ιδιαίτερα πρόσφατα, ενώ η υποστήριξη της σταδιοδρομίας σε
επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επιχορηγείται από το 1996 με προγράμματα της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την Σιδηροπούλου-Δημακάκου (1997), οι εκπαιδευτικοί
που ασκούν τον σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό στην Ελλάδα διακατέχονται από
στερεότυπες αντιλήψεις για τους ρόλους των δύο φύλων, ενώ δεν είχαν ποτέ κατάλληλη
εκπαίδευση σε θέματα άρσης στερεοτύπων, ούτε επαρκή επιμόρφωση σε θέματα
επαγγελματικού προσανατολισμού. Η σχετική βιβλιογραφία αποδεικνύει ωστόσο ότι ο
επαγγελματικός προσανατολισμός των γυναικών δεν θα αντιμετωπιστεί σωστά αν δεν
διατυπωθεί μια ξεχωριστή θεωρία επαγγελματικής ανάπτυξης των γυναικών, η οποία να
περιλαμβάνει τις ιδιαιτερότητες τους, τόσο στο θέμα της διαπαιδαγώγησης τους, όσο και στο
θέμα των ποικίλων εμποδίων που συναντούν στην αγορά εργασίας.
124
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
125
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
126
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
εξηγείται σύμφωνα με την Stromquist (1990), με βάση τους παρακάτω λόγους: α) η είσοδος
των γυναικών στην αγορά εργασίας απαιτεί σημαντικά εκπαιδευτικά προσόντα, τις
περισσότερες φορές ανώτερα από αυτά των ανδρών συναδέλφων τους, προκειμένου να τους
ανταγωνιστούν, β) η ανάπτυξη μιας φιλελεύθερης ιδεολογίας σε σχέση με την ισότητα των
δικαιωμάτων ανάμεσα σε πολίτες σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών δεν επιτρέπει,
εμφανείς τουλάχιστον, διακρίσεις στην εκπαίδευση των γυναικών και γ) η αυξημένη
συμμετοχή των γυναικών στην εκπαίδευση δεν δημιουργεί προβλήματα, καθώς το σχολείο όχι
μόνο δεν αμφισβητεί τις κυρίαρχες ιδεολογίες φύλου ή τον καταμερισμό της εργασίας κατά
φύλο αλλά αντίθετα αναπαράγει τα παραπάνω.
Στην κοινωνιολογία της εκπαίδευσης αναπτύχθηκαν ποικίλες ερμηνείες και θεωρητικές
προσεγγίσεις για να ερμηνεύσουν το φαινόμενο των εκπαιδευτικών ανισοτήτων γενικότερα.
Οι κλασσκές θεωρίες των ανισοτήτων στην εκπαίδευση είναι «τυφλές» απέναντι στον
παράγοντα φύλο και εστιάζουν κυρίως στις άνισες κοινωνικές δομές και στις διαφορές
ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Η συνεισφορά των παραπάνω θεωριών έγκειται ωστόσο στο
γεγονός ότι οι παράγοντες της σχολικής αποτυχίας τοποθετήθηκαν έξω από το άτομο και
αναφέρθηκαν για πρώτη φορά στις διαδικασίες και στους στόχους των ίδιων των
εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (Stromquist, 1990). Από την άλλη, οι φεμινιστικές θεωρίες
ασχολήθηκαν αποκλειστικά με τις ανισότητες φύλου στην εκπαίδευση. Έτσι, ενδιαφέρθηκαν
κυρίως για τις ανισότητες πρόσβασης των γυναικών σιην εκπαίδευση ή για το διαφορετικό
είδος εκπαίδευσης που παίρνουν οι γυναίκες, εστιάζοντας σε παράγοντες όπως η πολιτεία, η
οικογένεια και το σχολείο. Παρά τις διαφορές τους, οι φεμινιστικές θεωρίες σήμερα
συμφωνούν ότι η επίσημη εκπαίδευση ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την ανδρική
εμπειρία και αντιμετωπίζει την εμπειρία αυτήν ως την κυρίαρχη νόρμα.
Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη άποψη, η σχολική αποτυχία των κοριτσιών αποδίδεται
κυρίως στις αδυναμίες της διαφορετικής κοινωνικοποίησης τους. Οι φιλελεύθερες
φεμινίστριες υποστήριξαν ότι εφόσον η εκπαίδευση μπορεί να δημιουργήσει και να
αναπαράγει ανισότητες, έχει επίσης τη δύναμη να τις αντιστρέψει. Επομένως, το
εκπαιδευτικό oùarr\\ia μπορεί να αλλάξει την κυρίαρχη ιδεολογία για τα φύλα ή να μετατρέψει
τις στάσεις, τις αξίες και τις αντιλήψεις των γυναικών, έτσι ώστε αυτές να διεκδικήσουν
ανώτερη μόρφωση και υψηλού κύρους επαγγέλματα (Thomas, 1990). Η άποψη αυτή
επικρίθηκε ως υπερβολικά απλοϊκή, για αυτό και οι φεμινίστριες προχώρησαν σε διαφορετικές
ερμηνείες, σύμφωνα με τις οποίες η ρίζα του προβλήματος δεν βρίσκεται στην
κοινωνικοποίηση ή στη διαφορετική ψυχολογία των γυναικών, αλλά στις πρακτικές διάκρισης
ανάμεσα στα φύλα που υιοθετούν τα σχολεία, αναπαράγοντας την κυρίαρχη κοινωνική δομή.
Έτσι τόσο η ριζοσπαστική, όσο και η μαρξιστική θεώρηση ερμηνεύουν την ανισότητα του
εκπαιδευτικού συστήματος ως αποτέλεσμα των ευρύτερων κοινωνικών δομών εξουσίας
(Thomas, 1990). Συγκεκριμένα, οι ριζοσπάστριες θεωρούν ότι η κοινωνικοποίηση και η
εκπαίδευση των γυναικών αναπαράγει ένα πατριαρχικό κοινωνικό σύστημα σχέσεων εξουσίας
127
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
ανάμεσα στα φύλα, τόσο σε υλιστικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο. Οι μαρξΐοτριες από την
άλλη, θεωρούν ότι η καταπίεση των γυναικών συνδέεται άμεσα με το ταξικό σύστημα. Και
στις δύο περιπτώσεις πάντως, η εκπαίδευση θεωρείται ως μέσον αναπαραγωγής είτε των
καπιταλιστικών (ταξικών), είτε των πατριαρχικών (φυλετικών) σχέσεων εξουσίας. Επομένως,
μια πλήρης θεωρία για την ανισότητα στη γυναικεία εκπαίδευση πρέπει να λάβει υπ' όψιν της
τόσο πολιτισμικούς (ιδεολογικούς), όσο και οικονομικούς παράγοντες.
Σήμερα, είναι γεγονός ότι οι διακρίσεις ανάμεσα στα φύλα εξακολουθούν να
υφίστανται, παρ' όλο που η κρατική ή υποχρεωτική εκπαίδευση θεωρήθηκε από πολλούς ότι
κατάφερε να επιφέρει την ισότητα στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Σύμφωνα με την Byrne
(1987), οι σημαντικότεροι λόγοι των διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα βρίσκονται πίσω από την
ερμηνεία και τον ορισμό τριών βασικών αρχών σε σχέση με τα εκπαιδευτικά δικαιώματα των
γυναικών.' Η πρώτη αρχή αφορά στο αξίωμα «ίσο σημαίνει ίδιο και όχι αντίστοιχο».
Αντίθετα, οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών προγραμμάτων φαίνεται ότι μετέφρασαν τον όρο
«ίδιο» με τον αμφισβητήσιμο όρο «αντίστοιχο» και έτσι δεν υπήρξαν ποτέ ακριβώς ίδιοι και
ίσοι εκπαιδευτικοί στόχοι για τα δύο φύλα. Η δεύτερη αρχή αφορά ακριβώς στη σημασία και
στους στόχους της εκπαιδευτικής διαδικασίας, οι οποίοι δεν ήταν ποτέ ξεκάθαροι ή κοινοί για
τα δύο φύλα. Ωστόσο, σύμφωνα με τη συγγραφέα, όταν δεν υπάρχουν στόχοι δεν υπάρχουν
και κριτήρια αξιολόγησης ή μετρήσιμα αποτελέσματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τέλος, η
τρίτη αρχή αφορά στην αντίθεση ανάμεσα στους όρους «ανισότητα» και «διάκριση». Ενώ η
ανισότητα είναι κυρίως κληρονομική, παθητική και σπάνια αναγνωρίζεται από αυτούς που την
υφίστανται, η διάκριση είναι μια ενεργητική διαδικασία, πλήρως συνειδητή από όσους την
ασκούν. Όπως ισχυρίστηκε η συγγραφέας, η διάκριση αντανακλά ένα σύνολο συνειδητών
πρακτικών, οι οποίες ευθύνονται κυρίως για την άρνηση των ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών
στις γυναίκες ή για την αναγνώριση διαφορετικών αναγκών και προγραμμάτων παρέμβασης.
Σύμφωνα με την Byrne (1987), δύο είναι τελικά οι σημαντικότεροι στόχοι της
εκπαίδευσης: η προσωπική ολοκλήρωση και η επαγγελματική αποκατάσταση και εξέλιξη. Η
συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι η εκπαίδευση είναι πολύ σημαντική για την μετέπειτα μισθωτή
απασχόληση και ότι αν οι γυναίκες δεν αποκτήσουν την ίδια κατάρτιση ή τις ίδιες δεξιότητες
με τους άνδρες, δεν θα είναι ποτέ σε θέση να κάνουν την ίδια δουλειά. Βεβαίως, η ισότητα
στην εκπαίδευση δεν συνεπάγεται από μόνη της ίσες ευκαιρίες εξέλιξης στην εργασία και στη
ζωή, αλλά πάντως είναι σαφές ότι διαφορετικά επίπεδα ή τύποι εκπαίδευσης ανάμεσα στα
φύλα, εμποδίζουν σημαντικά την πρόοδο και εξέλιξη των γυναικών.
Επομένως, μελετώντας κανείς την εκπαίδευση των γυναικών ανακαλύπτει σημαντικές
αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στις σχολικές πρακτικές, στην οργάνωση του σχολείου ή στις
σχολικές επιδόσεις και στις μετέπειτα ζωές των γυναικών σε σχέση με τη δυνατότητα να
ακολουθήσουν τριτοβάθμιες σπουδές, με την κινητικότητα στο επάγγελμα και με τους
μισθούς από την εργασία τους. Έτσι, η εκπαιδευτική διαδικασία, συνδυασμένη με την
ευρύτερη κοινωνική ανισότητα και τις διακρίσεις, οδηγεί τελικά στην περιθωριοποίηση των
128
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
γυναικών (Byrne, 1987). Στην ίδια λογική, οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι οι βαθύτερες
μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, ούτως ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των
γυναικών, δεν πρόκειται να προκύψουν από την επίσημη εκπαίδευση διότι αυτή, καθώς
κατευθύνεται από το κράτος, έχει έννομο ενδιαφέρον να διατηρήσει την ανισότητα ανάμεσα
στα φύλα. Επομένως, οι αλλαγές μπορούν να προκύψουν μόνον από τις ίδιες τις γυναικείες
οργανώσεις, έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα, οι οποίες φέρνοντας στην επιφάνεια διάφορα
σημαντικά στοιχεία της γυναικείας καταπίεσης στο σύνολο της κοινωνίας, πιέζουν ταυτόχρονα
την πολιτεία να επιφέρει εκπαιδευτικές και άλλες αλλαγές (West & Lyon, 1995).
3.2.4 Ανακεφαλαίωση.
Μέχρι πρόσφατα, η μόρφωση και η γνώση στα χέρια των λίγων, σήμαινε για τους
άνδρες, τη δύναμη, τη διακυβέρνηση και τον έλεγχο των πολλών. Για το λόγο αυτό, η
εκπαίδευση αποτέλεσε για τις περισσότερες φεμινίστριες το κλειδί για την κατάκτηση των
ίσων ευκαιριών, σε όλους σχεδόν τους κοινωνικούς τομείς και ο μόνος δρόμος για την πρόοδο
και την ανάπτυξη. Οι φεμινίστριες υποστήριξαν συγκεκριμένα ότι η οι ίσες ευκαιρίες
πρόσβασης, η ποιότητα και η ποσότητα της εκπαίδευσης που αποκτούν οι γυναίκες αποτελούν
αναμφισβήτητα σημαντικούς παράγοντες για την απελευθέρωση τους από αναχρονιστικές
συμπεριφορές και στερεότυπους κοινωνικούς ρόλους.
Ωστόσο, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης
είναι ότι διατηρούν και αναπαράγουν στερεότυπες κοινωνικές αντιλήψεις σε σχέση με τις
συμπεριφορές ή τους ρόλους που περιμένει κανείς από έναν άνδρα και μια γυναίκα. Μάλιστα,
σύμφωνα με την Delamont (1990), ο θεσμός της εκπαίδευσης έχει αποδειχθεί πιο
συντηρητικός σε σχέση με τα στερεότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων, από ότι η
οικογένεια ή το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, μέσα από την οργάνωση του ίδιου του
σχολείου, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, τις προσδοκίες και τον τρόπο διδασκαλίας
των εκπαιδευτικών, η υποχρεωτική εκπαίδευση μεταβιβάζει τα πρότυπα συμπεριφοράς, τα
καθήκοντα, τα δικαιώματα και το σύνολο των δραστηριοτήτων που συνθέτουν το ρόλο του
κάθε φύλου. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της άνισης αντιμετώπισης των φύλων στην
υποχρεωτική εκπαίδευση έχουν να κάνουν με τις περαιτέρω ακαδημαϊκές επιλογές των
μαθητών, τις προσδοκίες των ίδιων για μελλοντική επιτυχία και τους τρόπους με τους οποίους
μαθητές και μαθήτριες αξιολογούν τους εαυτούς τους και τις επιδόσεις τους.
Όπως σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι και στη χώρα μας παρατηρείται
μικρότερη παρουσία των γυναικών στο χώρο της επαγγελματικής κατάρτισης και της τεχνικής
εκπαίδευσης (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1997). Επιπλέον, παρότι η συμμετοχή των
γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, οι
γυναίκες ακολουθούν εντελώς διαφορετικές ακαδημαϊκές κατευθύνσεις από ότι οι άνδρες
συμφοιτητές τους. Οι ερευνήτριες υποστηρίζουν ότι η τριτοβάθμια, όπως και η
δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αποτελεί μια ξεχωριστή εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία
129
Εκπαίδευση & Επαγγελματική Ανάπτυξη Γυναικών
αναπαράγει εξίσου την ανισότητα των φύλων στην κοινωνία και στην εργασία, κατευθύνοντας
τις γυναίκες σε παραδοσιακά «γυναικεία» επαγγέλματα, με χαμηλό κύρος και αντίστοιχα
χαμηλές αμοιβές. Συνήθως, το πανεπιστημιακό περιβάλλον αποδεικνύεται «αδιάφορο» ή στη
χειρότερη περίπτωση σεξισπκό απέναντι στις φοιτήτριες, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι
καθηγητές έχουν διαφορετικές κοινωνικές και εκπαιδευτικές προσδοκίες για άνδρες και
γυναίκες. Γενικότερα, διαπιστώθηκε ότι άνδρες και γυναίκες ωθούνται στην επιλογή των
σπουδών τους σε σχέση με τους ρόλους που καλούνται να διαδραματίσουν αργότερα στην
κοινωνία, οι μεν άνδρες ως επαγγελματίες στη δημόσια σφαίρα της αγοράς εργασίας, οι δε
γυναίκες ως μητέρες και νοικοκυρές σιην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας (Thomas, 1990;
Chisholm, 1994).
Συνεπώς, τα προγράμματα και οι υπηρεσίες επαγγελματικού προσανατολισμού, ειδικά
στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καλούνται να διαδραματίσουν ένα σημαντικό
ρόλο στην προώθηση της ισότητας των ευκαιριών και στην άρση των στερεοτύπων φύλου.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, θα πρέπει η πολιτεία να καθορίσει μια
επίσημη πολιτική ισότητας ανάμεσα στα φύλα, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και
να θέσει ξεκάθαρους και κοινούς στόχους για το περιεχόμενο και το είδος της εκπαίδευσης ή
της κατάρτισης που λαμβάνουν άνδρες και γυναίκες (Coles & Maynard, 1990; West & Lyon,
1995). Μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι η αντίσταση σε μια κοινωνική ή εκπαιδευτική πολιτική
ισότητας προκύπτει κυρίως επειδή η ισότητα κοστίζει ακριβά και επειδή η εξουσία μειώνεται
από τα χέρια όσων την ασκούσαν μέχρι σήμερα. Η σχετική βιβλιογραφία αποδεικνύει επίσης
ότι ο επαγγελματικός προσανατολισμός των γυναικών δεν θα αντιμετωπιστεί ποτέ σωστά, αν
δεν διατυπωθεί μια ξεχωρισιή θεωρία επαγγελματικής ανάπτυξης των γυναικών, η οποία να
περιλαμβάνει τις ιδιαιτερότητες τους, σε σχέση με την κοινωνικοποίηση τους και τα ποικίλα
εμπόδια που συναντούν στην αγορά εργασίας (Farmer, 1997). Παρότι ο θεσμός του σχολικού
επαγγελματικού προσανατολισμού εφαρμόζεται στη χώρα μας από το 1985, ωστόσο σχετικά
πρόσφατα, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1997, ο θεσμός αναβαθμίστηκε και
δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την καλύτερη παροχή των σχετικών
υπηρεσιών σε μαθητές και μαθήτριες. Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους τους Σ.Ε.Π.
αποτελεί σήμερα η υποστήριξη της επαγγελματικής εξέλιξης των μαθητών ανεξάρτητα από
προκαταλήψεις και στερεότυπα φύλου. Ωστόσο, στην πράξη, οι στρατηγικές που
εφαρμόζονται σε σχέση με την προώθηση της ισότητας είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Φαίνεται
ότι οι σύμβουλοι επαγγελματικού προσανατολισμού οφείλουν να προσέξουν ιδιαίτερα την
αυτοεκτίμηση και το αίσθημα αυτεπάρκειας των μαθητριών, προκειμένου να διευρύνουν οι
τελευταίες τις ακαδημαϊκές και επαγγελματικές τους επιλογές (Καραδήμα, 1998; Βενιοπούλου,
1999). Επίσης, οφείλουν να παρέμβουν ενεργητικά, με καινοτόμες μεθόδους, στην ομαλή
μετάβαση και ισότιμη ένταξη των μαθητών στην κοινωνία, επηρεάζοντας το σύνολο των
αντιλήψεων τόσο των ίδιων μαθητών όσο και των εκπαιδευτικών και των γονέων (Κοψιδά,
1999).
130
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
Είναι γεγονός ότι η ανισότητα στην εκπαίδευση καταδίκασε τις γυναίκες για πολλά
χρόνια σε μια υποδεέστερη θέση, κοινωνικά και επαγγελματικά. Σήμερα, έχει πλέον
αποδειχθεί ότι η υψηλή μόρφωση επηρεάζει θετικά τη συμμετοχή της γυναίκας στην αγορά
εργασίας και στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, η ποσότητα της εκπαίδευσης που
αποκτούν οι γυναίκες και η πρόοδος στις επιδόσεις τους δεν συνεπάγεται την επιτυχία τους
στο επάγγελμα και στη ζωή γενικότερα. Οι φεμινίστριες επισημαίνουν ότι η αύξηση της
γυναικείας εκπαίδευσης οφείλεται σε λόγους όπως η αυξημένη ανάγκη της αγοράς για
ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, η ανάπτυξη μια φιλελεύθερης ιδεολογίας, η οποία ενισχύει την
ισότητα των πολιτών σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες και τέλος το γεγονός ότι η επίσημη
εκπαίδευση δεν αμφισβητεί καθόλου τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, αντίθετα τον
αναπαράγει (Stromquist, 1990). Πράγματι, όλες οι φεμινιστικές θεωρίες προσπάθησαν να
ερμηνεύσουν η κάθε μια από την πλευρά της τις ανισότητες στην εκπαίδευση, εστιάζοντας
αποκλειστικά στον παράγοντα φύλο. Παρά τις αρχικές διαφορές τους, οι περισσότερες
θεωρίες συμφωνούν σήμερα ότι η επίσημη εκπαίδευση ασχολήθηκε αποκλειστικά με την
ανδρική εμπειρία, περιθωριοποιώντας τις γυναίκες στο σύνολο τους. Πάντως, οποιαδήποτε
ολοκληρωμένη θεώρηση για τις ανισότητες της εκπαίδευσης ενάντια στον γυναικείο
πληθυσμό, οφείλει να συμπεριλάβει τόσο ιδεολογικά αίτια γύρω από την κατωτερότητα της
γυναίκας, όσο και οικονομικούς παράγοντες, όπως η ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Τελικά φαίνεται ότι η εκπαιδευτική διαδικασία σε συνδυασμό με την ευρύτερη
κοινωνική ανισότητα και τις διακρίσεις φύλου, οδήγησε σταδιακά στην περιθωριοποίηση των
γυναικών. Έτσι, παρότι η εκπαίδευση διαθέτει τη δυνατότητα να επέμβει στην προηγούμενη
κοινωνικοποίηση των μαθητών σε σχέση με την ταυτότητα του φύλου τους, ενισχύοντας
συστηματικά μια ευρεία κλίμακα συμπεριφορών και προσδοκιών, οι οποίες δεν
προσδιορίζονται φυλετικά, κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν συνέβη. Ωστόσο, οι συνεχείς αγώνες και
οι διεκδικήσεις κυρίως των γυναικείων οργανώσεων έχουν καταφέρει σημαντικές
μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, οι οποίες αμφισβήτησαν τη μέχρι σήμερα
δεδομένη και «φυσική» τάξη πραγμάτων. Αν και τα βήματα είναι ακόμη αργά, ωστόσο η
αλλαγή έχει ήδη δρομολογηθεί και αναμένεται να αποδώσει θετικά σε μελλοντικές
εκπαιδευτικές πρακτικές και διαδικασίες κοινωνικοποίησης των δύο φύλων.
131
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
ανειδίκευτες σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Παρ' όλα αυτά, σε σχέση με τους
άνδρες συναδέλφους τους, οι γυναίκες αμείβονται λιγότερο, γεγονός που οφείλεται συνήθως
στα μειωμένα ωράριο απασχόλησης των γυναικών εξαιτίας του διπλού τους ρόλου στην
εργασία και στην οικογένεια. Από την άλλη, σύμφωνα με πολλές ερευνήτριες, η επιλογή του
τομέα σπουδών εκ μέρους των γυναικών φαίνεται ότι προϋποθέτει συγκεκριμένες δουλειές για
τις γυναίκες (Lyon, 1996; Thomas, 1990). Τα παραπάνω δεδομένα επιβαρύνονται ακόμη
περισσότερο από τις σεξιστικές προσδοκίες των εργοδοτών για την επαγγελματική
συμπεριφορά των γυναικών.
Σύμφωνα με την Lyon (1996), η ισότιμη πρόσβαση των γυναικών στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση δεν αντικατοπτρίζεται σε όλους τους τομείς σπουδών, ούτε έχει συνδυαστεί με
την ισότιμη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες προετοιμάζονται για
επαγγέλματα παραδοσιακά γυναικεία και ακολουθούν επαγγελματικά μονοπάτια με τις
προϋποθέσεις του οικιακού τους ρόλου. Έτσι, στην αγορά εργασίας αναλαμβάνουν τις
κατώτερες θέσεις στην ιεραρχία, κυρίως στο δημόσιο τομέα και με τα χαμηλότερα
εισοδήματα. Μακροπρόθεσμα επίσης, χάνουν τα κέρδη τους και το επαγγελματικό τους
κύρος καθώς αναγκάζονται να εργαστούν εποχικά ή με μερική απασχόληση. Η Thomas
(1990) αναφέρει ότι οι εκπαιδευτικές επιλογές των γυναικών και των ανδρών συνδέονται με
κοινωνικές αξίες και πολιτισμικές αποχρώσεις που αποδίδονται στις θεωρητικές και τις θετικές
επιστήμες και ότι το πρόβλημα της εξισορρόπησης των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα δύο
φύλα δεν λύνεται προωθώντας περισσότερες γυναίκες σε παραδοσιακά ανδρικούς τομείς
σπουδών. Έτσι οι γυναίκες στην ανώτατη εκπαίδευση, ανεξάρτητα από το είδος των
σπουδών τους, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αντιφατικά μηνύματα και προσδοκίες σε
σχέση με τον κοινωνικό τους ρόλο απέναντι στους τομείς της εργασίας και της οικογένειας.
Οι διαδικασίες μετάβασης των νέων από την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας έχουν
μελετηθεί κυρίως σε σχέση με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την αγορά εργασίας για
κορίτσια που προέρχονται ως επί το πλείστον από εργατικές κοινωνικές τάξεις. Τα
αποτελέσματα των ερευνών αυτών αποκαλύπτουν ότι από την εφηβική ηλικία ακόμη τα
κορίτσια προχωρούν σε εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές, οι οποίες θα τις
επιτρέψουν να ανταποκρίνονται ταυτόχρονα σε παραδοσιακούς οικογενειακούς ρόλους
(Gaskell, 1983; Wallace, 1987; Griffin, 1987; Chisholm, 1994). Φαίνεται ότι η προοπτική της
οικογένειας επηρεάζει τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας τόσο των αγοριών όσο και των
κοριτσιών, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, οι άνδρες ταυτίζονται με τον ρόλο
του «κουβαλητή» και αυτού που θα συντηρήσει οικονομικά κυρίως την οικογένεια, ενώ οι
γυναίκες με το ρόλο της συζύγου, της μητέρας και αυτής που θα υποστηρίξει συναισθηματικά
κυρίως την οικογένεια (Gaskell, 1983; Wallace, 1987). Με άλλα λόγια, ενώ για τα κορίτσια
υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στον εργασιακό και οικιακό τους ρόλο, για τα αγόρια οι δύο
τομείς είναι αμοιβαία υποστηρικτικοί μεταξύ τους. Επομένως, παράλληλα με την
αναπαραγωγή της μισθωτής εργασίας αναπαράγεται και το συγκεκριμένο μοντέλο
132
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
οικογενειακής ζωής, διότι οι γυναίκες προϋποθέτουν έναν ισχυρό οικιακό ρόλο, ο οποίος δεν
πρέπει να παρεμποδίζεται από τη μισθωτή τους απασχόληση. Η Gaskell (1983) αναφέρει ότι
παρότι η μισθωτή απασχόληση αυξάνει τη δύναμη της γυναίκας και τον έλεγχο που ασκεί σε
μια οικογένεια, ωστόσο δεν εξομοιώνει τη δύναμη της με την αντίστοιχη των ανδρών.
Σύμφωνα με την Chisholm (1994), τα κορίτσια δεν επιλέγουν τις πραγματικές τους
προτιμήσεις, ωστόσο είναι ρεαλίστριες σε σχέση με τις πιθανότητες επιτυχίας τους στην
αγορά εργασίας, σε σχέση με τις δυσκολίες που εμπεριέχονται στο συνδυασμό μιας καριέρας
με την οικογενειακή ζωή κάτω από τις παρούσες συνθήκες και τέλος, σε σχέση με την
απροθυμία των ανδρών να μοιραστούν ρόλους και υπευθυνότητες σε μια πιο ισότιμη βάση. Η
ίδια ισχυρίζεται επιπλέον, ότι μελετώντας τις διαδικασίες της μετάβασης των γυναικών από
την εκπαίδευση στην αγορά εργασίας και όχι τα αποτελέσματα, μπορεί κανείς να ανακαλύψει
την εμβρυακή έστω αντίσταση των γυναικών στην υιοθέτηση παραδοσιακών επαγγελματικών
και οικογενειακών ρόλων στο μέλλον (Chisholm, 1994). Στην έρευνα που διεξήγαγε η
Chisholm (1994), η αντίληψη των κοριτσιών για τον κόσμο της αγοράς εργασίας
προσδιορίζεται έντονα από το φύλο τους και την κοινωνική τους τάξη, ενώ η απόσταση
ανάμεσα στις εκπαιδευτικές ή επαγγελματικές φιλοδοξίες και στις προσδοκίες για τον εαυτό
τους μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο καθώς ενηλικιώνονται. Έτσι, τα κορίτσια
υποβαθμίζουν συνεχώς τις ελπίδες τους για το μέλλον, καθώς αναπτύσσουν μια μειονεκτική
ιδέα για τον εαυτό τους, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το φάσμα των μελλοντικών τους
επαγγελματικών επιδιώξεων.
Παρόμοια, το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιβλιογραφίας σε σχέση με την
εκπαίδευση των γυναικών αφορά κυρίως στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση
και συγκεκριμένα στα στερεότυπα φύλου που αναπαράγονται στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής
διαδικασίας. Οι μελέτες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση επικεντρώνονται αποκλειστικά στη
θέση και στην εξέλιξη των γυναικών πανεπιστημιακών. Παρότι όλοι αναγνωρίζουν ότι οι
ανώτατες σπουδές συμβάλλουν θετικά στην απελευθέρωση των γυναικών, δεν έχει μελετηθεί
εάν και με ποιόν τρόπο οι σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διευκολύνουν πραγματικά την
είσοδο και εξέλιξη της ελληνίδας στην αγορά εργασίας ή συμβάλλουν σιην βελτίωση της
θέσης της στην οικογενειακή σφαίρα. Πράγματι, σημαντική είναι η έλλειψη μελετών που
αναφέρονται στις διαδικασίες μετάβασης των φοιτητών από το πανεπιστήμιο στην αγορά
εργασίας και στις προσδοκίες που αναπτύσσουν σε σχέση με τους μελλοντικούς τους ρόλους,
στους τομείς της εργασίας και της οικογένειας.
Εξαιρέσεις αποτελούν ορισμένες μελέτες, οι οποίες πραγματεύονται τη μετάβαση των
νέων από τη δευτεροβάθμια όμως εκπαίδευση στις σπουδές και στην εργασία. Οι μελέτες
αυτές αναφέρονται στον εκπαιδευτικό και επαγγελματικό προσανατολισμό των εφήβων που
ολοκληρώνουν τη υποχρεωτική εκπαίδευση και προέρχονται κυρίως από χαμηλά
κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Έτσι, από μια ευρύτερη έρευνα στο νομό Δωδεκανήσου, με
δείγμα μαθητών από δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια της περιοχής, φαίνεται ότι τα κορίτσια
133
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
έχουν εσωτερικεύσει σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι τα αγόρια τις αρχές της ισότητας των
φύλων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, 1997). Ωστόσο, οι
προοδευτικές αντιλήψεις των κοριτσιών χαρακτηρίζονται ταυτόχρονα από έντονες αντιφάσεις,
όσον αφορά τους ρόλους των δύο φύλων, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις ανισότητες της
σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας και τις συγκρούσεις που αντιμετωπίζουν οι ίδιες σε
σχέση με τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές τους επιλογές. Παρά τις φιλοδοξίες τους για
σπουδές και καριέρα, όλα τα κορίτσια επιθυμούν να παντρευτούν αμέσως μετά τις σπουδές
τους, προδιαγράφοντας για τους εαυτούς τους υποτελείς ρόλους μέσα σιην οικογένεια αλλά
και στην κοινωνία γενικότερα (Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, 1997). - Οι προοπτικές δε για την
επίτευξη της ισότητας των φύλων περιορίζονται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι τα
κορίτσια αυτά συμπορεύονται με μια γενιά αγοριών, που σε γενικές γραμμές παραμένει
προσανατολισμένη σε παραδοσιακούς και άνισους φυλετικούς ρόλους.
Σε μια άλλη μελέτη που αφορούσε σης επαγγελματικές επιλογές και στις προσδοκίες
μαθητών γυμνασίου και λυκείου, από υποβαθμισμένες κοινωνικοοικονομικά περιοχές του
νομού Θεσσαλονίκης, βρέθηκε ότι και τα δύο φύλα θεωρούν την ανώτατη μόρφωση ως το
εισιτήριο τους για την αγορά εργασίας, με τη διαφορά όμως ότι τα κορίτσια
προσανατολίζονται περισσότερο στις σπουδές και σε εξωτερικούς παράγοντες, ενώ τα αγόρια
δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στην εξυπνάδα τους (Μπουρνούδη &
Ψάλτη, 1997). Όσον αφορά στις αξίες και στις αντιλήψεις που καθοδηγούν τους νέους στην
επιλογή επαγγέλματος, οι ερευνήτριες διαπίστωσαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα
δύο φύλα. Έτσι, τα κορίτσια επιλέγουν κυρίως τα επαγγέλματα που τις ενδιαφέρουν και που
τις επιτρέπουν να συνδυάσουν την επαγγελματική με την οικογενειακή τους ζωή, είτε
πρόκειται για ακαδημαϊκά, είτε για τυπικά γυναικεία επαγγέλματα. Αντίθετα, τα αγόρια δίνουν
πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις οικονομικές απολαβές και στην ασφάλεια που προσφέρει μια
δουλειά και διαλέγουν περισσότερο από ότι τα κορίτσια τεχνικά και χειρωνακτικά
επαγγέλματα. Επιπλέον, η επαγγελματική αποκατάσταση φαίνεται ότι είναι πιο επιτακτική για
τα αγόρια, τα οποία δέχονται για το λόγο αυτό περισσότερες πιέσεις από τους γονείς τους σε
σχέση με το επάγγελμα που πρέπει να ακολουθήσουν (Μπουρνούδη & Ψάλτη, 1997).
Τέλος, τα στοιχεία από μια άλλη μελέτη σε 230 μαθητές και μαθήτριες τεχνικών και
επαγγελματικών λυκείων της ευρύτερης περιοχής Αθηνών, που προέρχονταν κυρίως από
οικογένειες μεσαίου και χαμηλού οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου, επιβεβαιώνουν
απόλυτα τα παραπάνω συμπεράσματα (Γιαννακοπούλου, 1997). Σύμφωνα με την
ερευνήτρια, τα κορίτσια προβάλλουν πρωταρχικά την κοινωνική αναγκαιότητα της εργασίας,
την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον της απασχόλησης, ενώ αξιολογούν ισότιμα τη
μισθωτή απασχόληση με το ελεύθερο επάγγελμα. Αντίθετα, τα αγόρια προβάλλουν
πρωταρχικά την αμοιβή, ενώ αξιολογούν θετικά την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον
της απασχόλησης, δίνοντας όμως προτεραιότητα στο ελεύθερο επάγγελμα σε σχέση με τη
μισθωτή εργασία. Η Γιαννακοπούλου (1997) αναφέρει ότι τα αξιολογικά κριτήρια και οι
134
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
προσδοκίες των δύο φύλων σε σχέση με την απασχόληση διαμορφώνονται από τις ίδιες τις
ευκαιρίες που προσφέρει η αγορά εργασίας, η οικογένεια και το σχολείο και είναι απόλυτα
ρεαλιστικές. Ωστόσο, η διάκριση των φύλων σε όλους τους παραπάνω τομείς περιορίζει τις
προσδοκίες των κοριτσιών, αποκλείοντας τις από πολλές κατηγορίες υψηλά αμειβομένων και
με επαγγελματικό ενδιαφέρον θέσεων απασχόλησης.
Αρκετές μελέτες στην Αγγλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής διερευνούν τον
τρόπο με τον οποίο ο παράγοντας φύλο επηρεάζει τις στάσεις και τις προσδοκίες των
προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών σε σχέση με την επαγγελματική και οικογενειακή
ζωή και την εξισορρόπηση των επαγγελματικών και οικογενειακών απαιτήσεων. Σύμφωνα με
τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών, παρότι διαπιστώνεται μια αλλαγή στις στάσεις των δύο
φύλων προς την κατεύθυνση της ισότητας στους τομείς της εκπαίδευσης της οικογένειας και
της εργασίας, ωστόσο τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες προσδοκούν ότι οι γυναίκες θα
διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο στην οικογένεια, ενώ οι άνδρες στην αγορά εργασίας
(Covin & Brush, 1991; Spade & Reese, 1991; Davey, 1998). Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα
έδειξαν διαφορές στις στάσεις και στις αντιλήψεις των δύο φύλων ειδικά σε σχέση με την
ευθύνη και τη φροντίδα των παιδιών και την επίδραση τους στη μισθωτή απασχόληση των
γυναικών. Αν και οι γυναίκες κατά μέσο όρο εμφανίζονται πιο ευαίσθητες ή πιο προοδευτικές
απ' ότι οι άνδρες σε θέματα που αφορούν στους ρόλους των δύο φύλων, επιδεικνύουν
ταυτόχρονα ανάλογες στερεότυπες αντιλήψεις. Έτσι, σύμφωνα με τις Spade & Reese
(1991), ο παραπάνω μελλοντικός προσανατολισμός προϋποθέτει μια «ασύμμετρη»
τοποθέτηση των φύλων στο χώρο της ιδιωτικής και εργασιακής σφαίρας, γεγονός το οποίο
δημιουργεί περισσότερες συγκρούσεις και προβλήματα στις γυναίκες, οι οποίες προσπαθούν
από μόνες τους να συμφιλιώσουν τους δύο τομείς.
Έρευνα σε φοιτητές και φοιτήτριες, που προέρχονταν κυρίως από μεσα\α και ανώτερα
κοινωνικά στρώματα, απέδειξε ότι ακόμη και σήμερα στην αμερικάνικη κοινωνία οι γυναίκες
αντιμετωπίζουν αντιφατικές συνθήκες, σύμφωνα με τις οποίες οι σύγχρονες προσδοκίες τους
για επιτυχημένη καριέρα συγκρούονται με τις παραδοσιακές κοινωνικές επιταγές του γάμου
και της μητρότητας (Novack & Novack, 1996). Το κρίσιμο συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι
οι γυναίκες αντιλαμβάνονται ανάμικτα και αντιφατικά μηνύματα, τα οποία τελικά τις οδηγούν
σε μια απογοήτευση στο σχεδιασμό της ζωής τους μετά το πανεπιστήμιο. Επομένως, φαίνεται
ότι αν και ο δρόμος για μια επιτυχημένη καριέρα είναι πιο ανοιχτός σε σύγκριση με
προηγούμενα χρόνια, ωστόσο ο συνδυασμός της εργασίας με την οικογένεια δεν είναι
καθόλου εύκολη υπόθεση. Σύμφωνα με τις Etzion & Bailyn (1994), ο τρόπος με τον οποίο οι
γυναίκες εργαζόμενες σε θέσεις μηχανικών και διοίκησης βιώνουν ή συμφιλιώνουν τις
απαιτήσεις της επαγγελματικής και ιδιωτικής τους ζωής σε δύο διαφορετικά πολιτισμικά
135
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
136
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
137
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
εργασία σε σχέση με τους συζύγους τους, η πλειονότητα των γυναικών πιστεύουν ότι αυτή η
κατάσταση είναι δίκαιη (Lennon & Rosenfield, 1994). Οι ερευνήτριες υποστηρίζουν μια
ερμηνεία «κοινωνικής ανταλλαγής» σύμφωνα με την οποία, γυναίκες που έχουν λιγότερες
προοπτικές εκτός γάμου και περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες είναι πιο πιθανό να
αντιμετωπίζουν μια παραδοσιακή διάκριση της οικιακής εργασίας ως δίκαιη, ενώ γυναίκες με
περισσότερες προοπτικές και εναλλακτικές την αντιμετωπίζουν ως άδικη. Ως εκ τούτου, οι
γυναίκες που αντιλαμβάνονται την παραπάνω κατάσταση ως άδικη και άνιση εις βάρος τους,
δεν αισθάνονται ψυχολογικά ισορροπημένες. Ωστόσο, ακόμη κι όταν οι γυναίκες επιθυμούν
πιο προοδευτικά οικογενειακά σχήματα, με τους άνδρες να αναλαμβάνουν καθήκοντα και
δουλειές του σπιτιού, δεν μπορούν να επιβάλλουν μια τέτοια συμπεριφορά. Γενικότερα,
αποτελέσματα ερευνών αναδεικνύουν μια ισχυρή σχέση ανάμεσα σε επαγγελματικές
εμπειρίες, -επιλογές τρόπου ζωής και στάσεις για τους ρόλους των δύο φύλων, ιδιαίτερα στις
γυναίκες (Cassidy & Warren, 1996). Για παράδειγμα, οι γυναίκες που εργάζονται με πλήρη
απασχόληση εκφράζουν συνήθως και τους πιο προοδευτικούς οικογενειακούς ρόλους για τα
δύο φύλα, ενώ ακολουθούν οι γυναίκες με μερική απασχόληση. Αντίθετα, οι στάσεις και οι
αντιλήψεις των γυναικών που δεν εργάζονται καθόλου είναι συνήθως παρόμοιες με αυτές των
ανδρών. Τέλος, οι αντιλήψεις και οι στάσεις των παντρεμένων ανδρών για τους ρόλους των
δύο φύλων μέσα και έξω από το σπίτι, φαίνεται ότι δεν επηρεάζονται από το επαγγελματικό
καθεστώς της γυναίκας τους.
Ενδιαφέρον τέλος προκαλεί το γεγονός ότι άνδρες με γυναίκες που εργάζονται έχουν
υψηλότερους μισθούς από ότι ανύπανδροι άνδρες, ενώ άνδρες με γυναίκες που δεν
εργάζονται καθόλου έχουν τους πιο υψηλούς μισθούς από όλους. Η παραπάνω σχέση
παραμένει ίδια ακόμη κι όταν ελεγχθούν άλλες ανεξάρτητες μεταβλητές, οι οποίες μπορεί να
επηρεάζουν τους μισθούς των ανδρών (Bellas, 1992). Η συγκεκριμένη μελέτη εξέτασε
δεδομένα από ένα εθνικό δείγμα ανδρών καθηγητών που εργάζονταν σε πανεπιστημιακά
ιδρύματα για να προσδιορίσει αν η οικογενειακή κατάσταση των ανδρών και η εργασία της
γυναίκας τους επηρεάζει τα επίπεδα των μισθών τους. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες όχι
μόνο παρέχουν ένα υποοτηρικτικό περιβάλλον, μέσα από τις οικιακές υπηρεσίες και τη
συναισθηματική υποστήριξη που προσφέρουν, αλλά συμβάλλουν άμεσα στη μισθωτή εργασία
των συζύγων τους και στην επαγγελματική τους εξέλιξη. Η προσφορά αυτή των γυναικών
σπάνια αναγνωρίζεται και φυσικά ποτέ δεν πληρώνεται. Αντίθετα, οι ανταμοιβές για τη
γυναίκα έρχονται έμμεσα, μέσα από τις επιτυχίες και τις μισθολογικές αυξήσεις του συζύγου
της. Το φαινόμενο αυτό έχει ονομαστεί ως η καριέρα δύο ανθρώπων (the «two-person
career»), ενώ φαίνεται ότι ακόμη και εργαζόμενες γυναίκες έχουν οικονομικό κίνητρο να
επενδύουν ή τουλάχιστον να μην εμποδίζουν την καριέρα του συζύγου τους (Bellas, 1992).
Στην Ελλάδα, πολλές μελέτες που αφορούν στη θεματική «γυναίκα» αναφέρονται είτε
στη γυναικεία απασχόληση, είτε στη συμφιλίωση της εργασίας και της οικογένειας, ενώ
προέρχονται κυρίως από εκπροσώπους του φεμινιστικού ακαδημαϊκού και πολιτικού
138
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
κινήματος. Όσον αφορά ειδικότερα στη σχέση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής
των γυναικών, η οποία προσδιορίζει σήμερα την καθημερινότητα ενός μεγάλου αριθμού
ελληνίδων, η βιβλιογραφία αναφέρεται σε τρεις κυρίως θεματικές ενότητες: α) στη διαπλοκή
της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής των γυναικών, β) στα οικογενειακά πρότυπα ή
στις συζυγικές πρακτικές που υιοθετούν άνδρες και γυναίκες σε σχέση με την κατανομή της
οικιακής εργασίας και τους συζυγικούς ρόλους και γ) στη σχέση της γυναικείας γονιμότητας με
την απασχόληση (Θανοπούλου, Κωτσοβέλου & Παπαρούνη, 1999).
Ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο και η διχοτόμηση του χώρου σε ιδιωτικό και
δημόσιο καθώς και των αντίστοιχων δραστηριοτήτων σε γυναικείες και ανδρικές,
περιθωριοποίησε τη γυναίκα στην οικογένεια, αποκλείοντας την συστηματικά από την
αμειβόμενη εργασία. Η «φυσική» υποχρέωση των γυναικών να αναλάβουν αποκλειστικά τις
ευθύνες του νοικοκυριού και την ανατροφή των παιδιών καθόρισε όχι μόνο τη συμμετοχή
τους στην αγορά εργασίας αλλά και το είδος της μισθωτής εργασίας που εκτελούν, τις
συνθήκες και τα ωράρια εργασίας τους (Αβδελά, 1986; Βαΐου & Στρατηγάκη, 1989).
Επομένως, η αδύνατη θέση των παντρεμένων κυρίως γυναικών στο χώρο της παραγωγής και
η αδυναμία ενσωμάτωσης τους ισότιμα με τους άνδρες, προκύπτει από την ιδεολογία που
περιβάλλει τη γυναικεία εξωοικογενειακή απασχόληση ως βοηθητική και συμπληρωματική της
ανδρικής. Η Σκόδρα (1993) αναφέρει ότι οι γυναίκες παραμένουν τελικά δανεισμένες στην
αγορά εργασίας και εφόσον η οικογένεια τις χρειάζεται επιστρέφουν σε αυτήν και στον ρόλο
της φροντίδας. Έτσι, οι οικογενειακές ανάγκες αποτελούσαν ανέκαθεν προτεραιότητα της
ελληνίδας εργαζόμενης γυναίκας, οδηγώντας την είτε σε υποβαθμισμένες μορφές
απασχόλησης, οι οποίες «ταιριάζουν» με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της, είτε στην
ολοκληρωτική έξοδο της από την μισθωτή απασχόληση.
Παρ' όλ' αυτά, το μοντέλο των οικογενειών «διπλής σταδιοδρομίας», όπου και οι δύο
σύζυγοι εργάζονται, κατακτά όλο και περισσότερες χώρες, ενώ το ποσοστό των οικονομικά
ενεργών παντρεμένων γυναικών στην Ελλάδα αυξήθηκε γρηγορότερα από το συνολικά
οικονομικά ενεργό γυναικείο πληθυσμό (Μισέλ, 1981). Έχει βρεθεί επίσης ότι η εργαζόμενη
μητέρα ασκεί μεγαλύτερη εξουσία σε σχέση με την άνεργη μητέρα ή την άτεκνη σύζυγο
(Μισέλ, 1981). Όμως, το κόστος της ταυτόχρονης εξωοικογενειακής απασχόλησης και της
υποχρεωτικής απασχόλησης της γυναίκας με τις δουλειές του σπιτιού και την ανατροφή των
παιδιών, αποτέλεσε την «κοινωνική ποινή» της ελληνίδας (Σινόπουλος, 1986). Με άλλα λόγια,
όσο ο επαγγελΜατικός χρόνος της γυναίκας πλησιάζει το πλήρες ωράριο, τόσο μεγαλώνει η
«κοινωνική ποινή» της εργαζόμενης. Έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών
έδειξε ότι η τεχνολογία δεν μείωσε την ποσότητα της εργασίας στο σπίτι, ότι οι άνδρες
αποφεύγουν τις οικιακές εργασίες και ότι οι γυναίκες που δεν εργάζονται έχουν κατά 25%
139
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
140
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
επηρεάζονται όχι μόνο από τις μορφές παραγωγής, αλλά κυρίως από το πολιτισμικό και
κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν τα συγκεκριμένα νοικοκυριά.
Άλλες έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει άμεση σχέση εργασίας και κοινωνικής καταγωγής.
Έτσι, γυναίκες χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων διεκδικούν εργασία κυρίως για
οικονομικούς λόγους, ενώ γυναίκες υψηλότερων στρωμάτων για λόγους χειραφέτησης
(Τζαννόνε-Τζώρτζη, 1981). Επίσης, οι ίδιες οι εργαζόμενες φαίνεται ότι καταρρίπτουν τελικά
το μύθο της διατάραξης της οικογενειακής ζωής, καθώς υποστηρίζουν ότι ο χρόνος που
αφιερώνουν στην οικογένεια τους όταν εργάζονται είναι πιο ποιοτικός και ότι τα προβλήματα
δημιουργούνται από τις συνθήκες εργασίας και όχι από την εργασία αυτή καθεαυτή
(Τζαννόνε-Τζώρτζη, 1981).
Πράγματι, οι πολλαπλοί ρόλοι που καλείται να διαδραματίσει σήμερα η γυναίκα
δημιουργούν άγχος και ενοχές στις περισσότερες εργαζόμενες μητέρες, με αποτέλεσμα να
υποσιηρίζουν ότι αν η οικιακή εργασία αμείβεται θα εκτιμάται περισσότερο ως πραγματική
εργασία και δεν θα ταυτίζεται υποχρεωτικά με τη φύση της γυναίκας. Η καθιέρωση του
«μητρικού μισθού» παρουσιάζει πράγματι πολλά πλεονεκτήματα όπως: τη μείωση των
γυναικών σε θέσεις ανειδίκευτων εργατών, τη μείωση των πολλαπλών υποχρεώσεων της
γυναίκας, τη μείωση του φόβου απόλυσης σε περιόδους οικονομικής κρίσης και της
χρησιμοποίησης του γυναικείου εργατικού δυναμικού ως εφεδρεία, την καταπολέμηση της
διάκρισης της εργασίας σε μισθωτή και άμισθη και την καταπολέμηση της ανεργίας
(Βουτυράς, 1987). Από την άλλη, το μέτρο αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ, διότι υπάρχουν
δυσκολίες εφαρμογής που αφορούν κυρίως στα κριτήρια χορήγησης του μητρικού μισθού,
στον τρόπο ελέγχου και τέλος στο γεγονός ότι μπορεί να επαναφέρει πολλές γυναίκες σε
παραδοσιακές ασχολίες διαιωνίζοντας έτσι την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα.
Οι ερευνητές σήμερα προσπαθούν να αναζητήσουν τους λόγους για τους οποίους οι
γυναίκες αποδέχονται το διπλό φόρτο εργασίας μέσα και έξω από το σπίτι και καταλήγουν στο
συμπέρασμα ότι οι γυναίκες διαπραγματεύονται μόνες τους τις εντάσεις που αντιμετωπίζουν
τόσο με τον σύζυγο όσο και με τον εργοδότη (Βαΐου & Στρατηγάκη, 1989). Η
αμφιταλάντευση που αισθάνονται οι γυναίκες από τη σύγκρουση των ανταγωνιστικών ρόλων
που διαδραματίζουν, είναι φυσιολογική, καθώς βιώνουν αντιφατικές συνθήκες στο χώρο της
δουλειάς και της οικογένειας. Υποστηρίζεται ότι οι αντιφάσεις δεν λύνονται τελικά με το
συνδυασμό της οικογένειας και της εργασίας, ωστόσο τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία
λειτουργούν συμπληρωματικά, κάνοντας τη ζωή των γυναικών πιο ενδιαφέρουσα αλλά και πιο
εξαντλητική. Σύμφωνα με την Ιγγλέση (1990), η εργαζόμενη γυναίκα αντλεί ταυτόχρονα
ευχαρίστηση και κύρος από την ιδιότητα της παρά την υποβάθμιση των «γυναικείων»
επαγγελμάτων. Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν μια διπλή σύγκρουση
τόσο ενάντια στις κοινωνικές πατριαρχικές δομές, όσο και απέναντι στις εσωτερικές τους
αναστολές που εμποδίζουν τη χειραφέτηση τους. Σε έρευνα που διεξήγαγε το
Συμβουλευτικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων διαπιστώθηκε ότι οι φοιτήτριες
141
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
αντιλαμβάνονται διαφορετικά σε σχέση με τους φοιτητές την επαγγελματική τους εξέλιξη και
αισθάνονται την αντιπαλότητα ανάμεσα στις σπουδές και στον παραδοσιακό τους ρόλο
(Ιγγλέση, 1996). Το ίδιο παρατηρείται και σε εργαζόμενες γυναίκες ηλικίας 30-35 ετών με
ανώτερη μόρφωση, οι οποίες βιώνουν τις αντιφάσεις της κοινωνικής τους χειραφέτησης
ενάντια σε παραδοσιακά πρότυπα (Ιγγλέση, 1996).
Ωστόσο, σήμερα πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα προάγουν την καλύτερη
απόδοση των εργαζομένων (ανδρών και γυναικών) και ενισχύουν τη συμφιλίωση της εργασίας
με την οικογενειακή ζωή, προσφέροντας γονικές άδειες και επιπλέον προγράμματα
συνταξιοδότησης ή αναλαμβάνοντας το κόστος του παιδικού σταθμού για τους εργαζόμενους
(Γιαννουλόπουλος, 1996).
142
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
143
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
σε σχέση με την εργασία της γυναίκας συνδέονται θετικά με την απασχόληση των γυναικών,
ενώ από την άλλη, ο αριθμός των παιδιών και το εισόδημα του νοικοκυριού επιδρούν
αρνητικά στην απασχόληση της γυναίκας (Συμεωνϊδου, 1990).
Συμπερασματικά, διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ γυναικείας
απασχόλησης και γονιμότητας, αλλά μόνον προς μια κατεύθυνση και όχι αντίστροφα
(Συμεωνϊδου, 1994). Δηλαδή, η απασχόληση επιδρά αρνητικά στη γονιμότητα των γυναικών,
ενώ η γονιμότητα δεν επηρεάζει την απασχόληση της γυναίκας. Με άλλα λόγια, οι
εργαζόμενες γυναίκες στο σύνολο τους αποκτούν λιγότερα παιδιά, αλλά ο αριθμός των
παιδιών δεν επηρεάζει σημαντικά τη συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό. Οι λόγοι για την
παραπάνω μονόδρομη αιτιακή σχέση μπορούν να αναζητηθούν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω,
στο κόστος επανένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας, στη φύλαξη των παιδιών από
τους συγγενείς και σπς παραδοσιακές αντιλήψεις πολλών γυναικών, οι οποίες ενώ εργάζονται
δεν αποκτούν περισσότερα παιδιά, διότι δεν μπορούν να τα φροντίσουν σύμφωνα με
παραδοσιακά πρότυπα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, η αρνητική επίδραση της
απασχόλησης στη γονιμότητα μπορεί να μειωθεί όσο αυξάνονται οι προοδευτικές αντιλήψεις
για τους ρόλους των δύο φύλων στις συνειδήσεις των εργαζομένων γυναικών.
144
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
145
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
επίσης, τις επιπτώσεις της οικογενειακής ζωής στην επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών ανά
κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, να μελετήσουν την αλλαγή του ρόλου της γυναίκας στο
παραδοσιακό οικογενειακό σχήμα και τον στερεότυπο ρόλο της μητρότητας σε συνάρτηση με
την είσοδο της στην αγορά εργασίας. Τέλος, νέες μελέτες χρειάζονται για τη διερεύνηση της
αλληλεπίδρασης που υπάρχει ανάμεσα στο επίπεδο ή το είδος της εκπαίδευσης των γυναικών,
την οικογενειακή τους κατάσταση και την αμειβόμενη εργασία τους.
Παρά τον μεγαλύτερο αριθμό ερευνών της ξένης βιβλιογραφίας, ωστόσο και εκεί οι
περισσότερες ελλείψεις αφορούν στις διαδικασίες μετάβασης των νέων ανδρών και γυναικών
από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με την Thomas (1990), οι ανισότητες
της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν αγνοηθεί συστηματικά από τις φεμινίστριες, είτε γιατί
δεν αποτελούν έναν υποχρεωτικό τομέα σπουδών, είτε γιατί όσες γυναίκες φτάνουν στο
πανεπιστήμιο θεωρούνται πλέον επιτυχημένες. Ωστόσο, οι επιλογές των γυναικών στην
τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι σημαντικές, καθώς προσδιορίζουν την είσοδο της γυναίκας στην
αγορά εργασίας και την μετέπειτα επαγγελματική της εξέλιξη, γεγονός που επηρεάζει με τη
σειρά του τη θέση και τον ρόλο της στην οικογένεια. Από την άλλη, η διαπίστωση ότι οι
μορφωμένες γυναίκες απουσιάζουν από τα κέντρα λήψης αποφάσεων και από σημαντικές
επαγγελματικές θέσεις, αποδεικνύει ότι η επιτυχία δεν εξασφαλίζεται απλά με την είσοδο των
γυναικών στο πανεπιστήμιο ή ακόμη περισσότερο με την επιλογή ενός παραδοσιακά ανδρικού
τομέα σπουδών, όπως οι θετικές επισιήμες. Παράλληλα με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι
φεμινίστριες αγνόησαν συστηματικά και μια γυναικεία ομάδα, την ομάδα των πτυχιούχων
γυναικών από μεσαία και ανώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, δίνοντας έμφαση
αποκλειστικά στην εκπαίδευση των κοριτσιών της εργατικής τάξης. Η Delamont (1989)
ισχυρίστηκε ότι οι ερευνήτριες οφείλουν να μελετήσουν τις γυναίκες που τελικά απέκτησαν
πρόσβαση στη ανώτατη μόρφωση και διεκδικούν επαγγέλματα της αρεσκείας τους, για να
διαπιστώσουν αν ο στόχος τους τελικά εκπληρώνεται. Όπως άλλωστε αναφέρει η Chisholm
(1994), οι διαδικασίες μετάβασης από το πανεπιστήμιο στην εργασία αναπαράγουν
πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας, καθώς αποτελούν μέρος της διαδικασίας απόκτησης της
ταυτότητας του φύλου και ανάλογων συμπεριφορών.
Επομένως, παρά τις ίσες ευκαιρίες πρόσβασης σε εκπαίδευση και αγορά εργασίας, οι
σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα αναπαράγονται, δημιουργώντας σημαντικά εμπόδια
στην εκπαιδευτική, επαγγελματική και προσωπική ανάπτυξη των γυναικών. Οι αντιλήψεις και
οι αξίες σε σχέση με τους ρόλους των φύλων παραμένουν οι ίδιες στο ευρύτερο κοινωνικό
σύνολο, ενώ οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες, φαίνεται ότι συνεχίζουν να προσαρμόζονται στα
έμφυλα στερεότυπα των περισσότερων δυτικών κοινωνιών. Ωστόσο, είναι εμφανές πλέον ότι
η υποδεέστερη θέση των γυναικών δεν οφείλεται ούτε στη φύση τους, ούτε στις
διαφορετικές τους ικανότητες. Το ζήτημα δεν επικεντρώνεται στο άτομο ή στο φύλο αυτό
καθεαυτό, αλλά στον τρόπο με τον οποίο η φυλετική ταυτότητα κατασκευάζεται και
αναπαρίσταται ιδεολογικά από κυρίαρχους κοινωνικούς θεσμούς. Σύμφωνα λοιπόν με τους
146
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
147
Επιλογές Πτυχιούχων Γυναικών
έρευνας θα πρέπει να στραφεί στους ίδιους τους κοινωνικούς θεσμούς και στους κυρίαρχους
«λόγους» για τους ρόλους των δύο φύλων, στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, δ) Τελικά,
οι ελληνίδες και οι έλληνες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αντιστέκονται ή
αναπαράγουν τις κοινωνικές δομές ανισότητας ανάμεσα στα φύλα και ποια είναι η συμβολή
της εκπαίδευσης στις αντιλήψεις και στις αξίες τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών στα
παραπάνω θέματα;
148
Κεφάλαιο 4
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
151
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
152
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
153
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
αλλαγής, παρά από το να γνωρίζουμε μόνον τι ακριβώς σκέπτονται και τι κάνουν» (Kelly,
Burton & Regan, 1994: 39).
Φαίνεται λοιπόν ότι οι προσωπικές εμπειρίες των γυναικών αποφοίτων σε σχέση με
κοινωνικές δομές, όπως το φύλο και κοινωνικούς θεσμούς, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση ή
η αγορά εργασίας, αποτελούν το βασικό πλαίσιο αναφοράς, το οποίο ενημερώνει τις
αντιδράσεις τους και κατευθύνει τη συμπεριφορά τους. Από την άλλη, ο «λόγος» και η
γλώσσα αποτελεί το μέσο με το οποίο οι εμπειρίες αυτές όχι μόνον αποκαλύπτονται αλλά
ταυτόχρονα κατασκευάζονται και κατασκευάζουν την ταυτότητα των γυναικών. Έτσι, ένα
δείγμα γυναικών από διάφορες ειδικότητες και επαγγελματικές κατευθύνσεις συμμετείχαν σε
οκτώ συνολικά ομαδικές συνεντεύξεις, στις οποίες μίλησαν ανάμεσα σε άλλα για τα
επαγγελματικά τους σχέδια, για το γάμο, για τις ευθύνες της μητρότητας και για τις
προσδοκίες της οικογένειας τους. Οι συνεντεύξεις απομαγνητοφωνήθηκαν και
επεξεργάστηκαν στη συνέχεια με τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου.
Όπως ισχυρίζεται και η Maynard (1994), τα ίδια τα ερωτήματα της μελέτης
δημιούργησαν την ανάγκη τόσο για «εύρος», όσο και για «βάθος» στην ερευνητική
διαδικασία. Βέβαια, τα αποτελέσματα από την ανάλυση λόγου δεν μπορούν να συγκριθούν με
τα αποτελέσματα της ποσοτικής μεθοδολογίας και τις στατιστικές αναλύσεις, καθώς πρόκειται
για δύο εντελώς διαφορετικά είδη δεδομένων που αφορούν δύο διαφορετικούς πληθυσμούς.
Ωστόσο, παρά τις διαφορές ανάμεσα στις μεθόδους και τα διαφορετικής υφής αποτελέσματα,
υπήρξαν σημεία όπου ήταν δυνατή και απαραίτητη η αντιπαραβολή των πληροφοριών για τη
διεύρυνση της κοινωνιολογικής σκέψης. Έτσι, κάθε μία από τις παραπάνω μελέτες συνέβαλλε
με το δικό της τρόπο στο αντικείμενο της έρευνας, εμπλουτίζοντας τα δεδομένα και
διευρύνοντας την κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου, όπως είναι οι σχέσεις των δύο
φύλων στην ελληνική κοινωνία, παρόμοια με πολλές άλλες ερευνητικές μελέτες.
Στις ενότητες που ακολουθούν, υποστηρίζεται θεωρητικά η δυνατότητα συνδυασμού
της ποσοτικής με την ποιοτική μεθοδολογία και αναπτύσσεται η φεμινιστική κριτική στην
παραδοσιακή (ποσοτική) μεθοδολογία της έρευνας, με βάση τις επιρροές της
μεταστρουκτουραλιστικής θεώρησης. Η κριτική αυτή οδήγησε πολλούς ερευνητές και
ερευνήτριες, ιδιαίτερα όσες ασχολούνται με θέματα κοινωνικής ανισότητας, σε εναλλακτικές
μεθοδολογίες έρευνας, όπως η ανάλυση λόγου.
154
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για «μπερδέματα» ή «λάθη» αλλά «για αναπόφευκτες
πλευρές της ίδιας της έρευνας» (Stanley & Wise, 1993: 150). Στην ίδια λογική, οι Maynard &
Purvis (1994) ισχυρίζονται ότι «η έρευνα δεν αποτελεί μια γραμμική διαδικασία», όπως συχνά
παρουσιάζουν τα εγχειρίδια μεθοδολογίας ή οι περιγραφές μελετών που έχουν ήδη
ολοκληρωθεί, αλλά μια πολύπλοκη διαδικασία με ανατροπές, σημαντικές δυσκολίες και
προσωπικές αποφάσεις. Έτσι και στη συγκεκριμένη μελέτη, τόσο τα ερωτήματα, όσο και η
ίδια η διαδικασία της έρευνας σε συνδυασμό με τις κατευθύνσεις της σύγχρονης
βιβλιογραφίας, οδήγησαν στην απόφαση για την παράλληλη χρήση δύο φαινομενικά
ασυμβίβαστων μεθοδολογιών.
Άλλωστε, σε πολλές μελέτες, τόσο της φεμινιστικής όσο και της κοινωνιολογικής
παράδοσης, έχει υποστηριχθεί ότι ο πλουραλισμός στη μεθοδολογία της έρευνας είναι
σημαντικός, ενώ η ιεράρχηση ανάμεσα στις μεθόδους ανούσια. Για παράδειγμα, στη σχετική
βιβλιογραφία συναντά κανείς την ενδιαφέρουσα άποψη του Bryman (1988), ο οποίος
υποστήριξε ότι οι διαφορές ανάμεσα στις δύο μεθοδολογίες είναι περισσότερο «τεχνικές»
παρά επισΓημολογικές. Δηλαδή, τόσο η ποιοτική όσο και η ποσοτική μεθοδολογία είναι κάθε
μία κατάλληλη για διαφορετικά ερωτήματα, ενώ το ερευνητικό πρόβλημα είναι αυτό που
καθορίζει ή θα έπρεπε να καθορίζει ποιόν τρόπο έρευνας μπορεί να ακολουθήσει κανείς. Ο
Bryman (1988) ισχυρίσπηκε ότι οι διαφορές ανάμεσα στην ποιοτική και ποσοτική
μεθοδολογία, θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα ή
δυνατότητες και αδυναμίες της κάθε μίας ερευνητικής διαδικασίας. Το επιχείρημα των
«τεχνικών διαφορών» συνεπάγεται τη δυνατότητα συνδυασμού ή παράλληλης χρήσης των
δύο μεθοδολογιών. Σύμφωνα με τον Bryman (1988), ο συνδυασμός της ποσοτικής και
ποιοτικής μεθοδολογίας ενδείκνυται και έχει εφαρμοστεί σε περιπτώσεις όπως, όταν υπάρχουν
δεδομένα από διαφορετικά πλαίσια και διαφορετικούς πληθυσμούς, όταν οι δύο μεθοδολογίες
προσφέρουν διαφορετικά δεδομένα για το ίδιο ερευνητικό πρόβλημα, όταν θεωρούνται
απαραίτητες σε διαφορετικά στάδια της ίδιας μελέτης ή όταν η μία μεθοδολογία προηγείται
διευκολύνοντας τη συλλογή των δεδομένων της άλλης. Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα
ισχύουν και στην περίπτωση της παρούσας έρευνας, όπου υπάρχουν δεδομένα από
διαφορετικούς πληθυσμούς και όπου τα διαφορετικά δεδομένα συγκεντρώθηκαν και
επεξεργάστηκαν με διαφορετικές μεθόδους, σε δύο διαφορετικά στάδια.
Ωστόσο, είναι ασυνήθιστο να βρει κανείς παραδείγματα μελετών όπου η ποσοτική και
ποιοτική έρευνα έχουν ισότιμο ρόλο στην ερευνητική διαδικασία. Οι Tolman & Szalacha
(1999) ισχυρίζονται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις, η μελέτη διεξάγεται στην
πραγματικότητα σύμφωνα με τη μία μέθοδο, ενώ η άλλη μέθοδος χρησιμοποιείται μόνον
υποστηρικτικά. Πιο ισότιμοι τρόποι συνδυασμού, έχουν να κάνουν με περιπτώσεις όπου οι
δύο μεθοδολογίες χρησιμοποιούνται παράλληλα και ταυτόχρονα, ως δύο ολοκληρωμένες και
ξεχωριστές μελέτες του ίδιου θέματος. Στην περίπτωση αυτή είναι δύσκολη η σύγκριση των
αποτελεσμάτων. Όμως όπως ισχυρίζονται οι παραπάνω συγγραφείς, όταν χρησιμοποιούμε
155
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
διαφορετικές μεθόδους έρευνας δεν σημαίνει ότι διερευνούμε τα ίδια ακριβώς ερωτήματα με
διαφορετικούς τρόπους. Αντίθετα, οι διαφορετικές μέθοδοι συχνά ανταποκρίνονται και
απαντούν σε διαφορετικού τύπου ερωτήματα και οδηγούν σε διαφορετικά είδη γνώσης,
ερμηνείας και επεξήγησης, όπως ακριβώς και σιη συγκεκριμένη μελέτη. Φαίνεται ότι όλο και
περισσότεροι ερευνητές, ειδικά όσοι ασχολούνται με θέματα φύλου και φυλετικής
ταυτότητας, χρησιμοποιούν παράλληλα τις δύο μεθοδολογίες, με γνώμονα πάντα την
καλύτερη δυνατή μέτρηση των ερωτημάτων της μελέτης που διεξάγουν. Εξάλλου, η
φεμινιστική οπτική δεν συμβάλλει στην επιστήμη της ψυχολογίας μόνο με τις διαφορετικές
μεθόδους που εισάγει αλλά και με τα διαφορετικά ερωτήματα που θέτει, τα οποία δεν
μπορούν πάντα να απαντηθούν με παραδοσιακές μεθόδους. Παρόμοια, η Felipe-Russo (1999)
διαπιστώνει ότι όπως η γνώση δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από τη μέθοδο παραγωγής της
έτσι και τα ερωτήματα της φεμινιστικής προσέγγισης δεν είναι ανεξάρτητα από τις μεθόδους
που χρησιμοποιεί για να δώσει απαντήσεις.
156
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
157
Η Έρευνα & η Μεθοδολογία της Έρευνας
στην ανάμειξη των ερευνητικών μεθόδων και στους πολιτικούς στόχους της φεμινιστικής
έρευνας. Έτσι, οι σύγχρονες εξελίξεις στη φεμινιστική έρευνα εισήγαγαν νέα θέματα και
προοπτικές στην επιστήμη και κυρίως στην επιστημολογία της ψυχολογίας. Συνολικά, θα
λέγαμε ότι το βασικό ενδιαφέρον της φεμινιστικής επιστημολογίας είναι η βελτίωση της
γνώσης και η εξάλειψη σεξιστικών κυρίως ή άλλων παραμορφώσεων. Με βάση αυτό τον
γνώμονα, οι περισσότερες μη σεξιστικές μεθοδολογίες έρευνας οδηγούν ταυτόχρονα στη
μεταμοντέρνα επιστημολογία και σιην ποιοτική μέθοδο της ανάλυσης λόγου.
158
Κεφάλαιο 5
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους
των Φύλων στη Δημόσια & Ιδιωτική Ζωή
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
5.1 Εισαγωγή.
Παρ' όλες τις σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, κυρίως από τη
δεκαετία του '80 και μετά, η κοινωνική θέση της γυναίκας στην Ελλάδα εξακολουθεί να
χαρακτηρίζεται από ουσιαστικές αντιφάσεις και να καταλήγει σε αδιέξοδα. Η νομοθετική
ισότητα σε καμία περίπτωση δεν προεξοφλεί ούτε και εξασφαλίζει την κοινωνική ισότητα
ανάμεσα στα δύο φύλα. Στην πραγματικότητα, η οργάνωση των θεσμών και των βασικών
κοινωνικών οργανισμών παγκοσμίως, παραμένει ακόμη σύμφωνη με παραδοσιακά ανδρικά
πρότυπα και μοντέλα ζωής (βλ. κεφάλαιο 2).
Μέχρι σήμερα, το ποσοστό συμμετοχής των ελληνίδων στον πολιτικό, δημόσιο και
οικονομικός τομέα είναι πολύ χαμηλό, ιδιαίτερα στις ανώτατες βαθμίδες. Επιπλέον, είναι
σαφές, ότι ο γάμος και η γέννηση των παιδιών επηρεάζουν σημαντικά την επαγγελματική
σταδιοδρομία των γυναικών αφ' ενός, εξαιτίας της έλλειψης οργανωμένων παιδικών σταθμών
αφ' ετέρου, εξαιτίας των παραδοσιακών απόψεων για την ανατροφή των παιδιών ως
πρωταρχική υπευθυνότητα της γυναίκας. Σύμφωνα με τη Συμεωνίδου (1998), η απουσία του
κράτους πρόνοιας σιην Ελλάδα δεν βοήθησε καθόλου τη συμφιλίωση της εργασιακής και
οικογενειακής ζωής των γυναικών, με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να εγκαταλείπουν την
εργασία τους για να αναλάβουν τη φρονπδα όχι μόνο των παιδιών τους, αλλά και άλλων
μελών της οικογένειας με ιδιαίτερες ανάγκες. Επομένως, παρ' όλο που οι γυναίκες φαίνεται
ότι βραχυπρόθεσμα επωφελούνται από τις ευκαιρίες της ανώτατης εκπαίδευσης,
μακροπρόθεσμα οι επαγγελματικές τους φιλοδοξίες περιορίζονται από παραδοσιακά πρότυπα
και στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων. Ωστόσο, φεμινίστριες αναφέρουν ότι οι
γυναίκες σταδιακά αμφισβητούν την άνιση κατανομή των ρόλων στην εργασία και στην
οικογένεια και απαιτούν το μερίδιο τους σε ελεύθερο χρόνο, αυτονομία και οικονομική
ανεξαρτησία, ενώ προσπαθούν να επιβάλλουν έναν αμοιβαίο και ισότιμο επιμερισμό στις
οικιακές ευθύνες (Bjornberg, 1998).
2
Από "δω και στο εξής, για λόγους συντομίας, η πρώτη μελέτη θα αναφέρεται ως «η μελέτη των
φοιτητών και των φοιτητριών», ενώ η δεύτερη ως «η μελέτη των πτυχιούχων γυναικών».
161
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
3
Το ερωτηματολόγιο επισυνάπτεται στο Παράρτημα Ι της διατριβής.
162
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
οι οποίες αντλούσαν πληροφορίες για το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση, το
θρήσκευμα, τον τόπο γεννήσεως και μόνιμης κατοικίας, τις σπουδές και την
κοινωνικοοικονομική προέλευση του δείγματος (δηλαδή επάγγελμα και επίπεδο εκπαίδευσης
γονέων). Επιπλέον, στο πλαίσιο της ενότητας αυτής ζητήθηκε από τα υποκείμενα να
απαντήσουν αν είχαν εργαστεί ποτέ, τι δουλειά έκαναν και αν είχαν υπάρξει μέλος κάποιας
οργάνωσης (π.χ. πολιτικό κόμμα, θρησκευτική ομάδα, επιστημονική εταιρεία κτλ.) ή
συμμετείχαν σε δραστηριότητες για την ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το περιβάλλον κτλ.
β) Μισθωτή εργασία. Η δεύτερη ενότητα περιελάμβανε συνολικά 13 ανοιχτές και
κλειστές ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν στις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων στην
Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τα υποκείμενα να εκτιμήσουν το ποσοστό των
εργαζομένων γυναικών, των ανέργων γυναικών, την αναλογία φύλου σε διάφορα
επαγγέλματα, τις αμοιβές των γυναικών και την ισχύουσα εργατική νομοθεσία σε θέματα
ισότητας των δύο φύλων. Επίσης, τους ζητήθηκε να εκφράσουν τις απόψεις τους σε σχέση
με τις ικανότητες και την επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών, καθώς και σε σχέση με τις
δυσκολίες πρόσβασης ή προαγωγής που αντιμετωπίζουν άνδρες και γυναίκες στην αγορά
εργασίας. Τέλος, τους ζητήθηκε να προβάλλουν την εικόνα του εργαζόμενου άνδρα και της
εργαζόμενης γυναίκας στην Ελλάδα σήμερα.
γ) Ιδιωτική ζωή. Η τρίτη ενότητα περιελάμβανε συνολικά 12 ανοιχτές και κλειστές
ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν ζητήματα προσωπικής και οικογενειακής ζωής.
Συγκεκριμένα, οι ερωτήσεις ζητούσαν από τους συμμετέχοντες να εκφράσουν κυρίως τις
απόψεις τους για τον έλεγχο που νομίζουν ότι ασκούν οι άνδρες και οι γυναίκες σήμερα στο
πλαίσιο της οικογένειας, για διάφορα θέματα προσωπικής ανάπτυξης των δύο φύλων και για
τους περιορισμούς που συναντούν οι άνδρες και οι γυναίκες στην προσωπική τους ζωή.
Επίσης, ζητήθηκε από τα υποκείμενα να εκτιμήσουν το ποσοστό των διαζυγίων στην Ελλάδα,
τα ποσοστά βίας και κακοποίησης που υφίστανται άνδρες και γυναίκες σήμερα και μια σειρά
από αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις οικογενειακού δικαίου. Τέλος, τους ζητήθηκε να
προβάλλουν την εικόνα του άνδρα και της γυναίκας στην οικογενειακή και στην ιδιωτική ζωή.
Το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε σαφείς οδηγίες για τη συμπλήρωση του από τα
υποκείμενα της έρευνας. Ειδικότερα, οι ενότητες της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής
ζωής περιελάμβαναν ερωτήσεις, οι οποίες αξιολογούσαν τις γνώσεις, τις αξίες και τις
εντυπώσεις των συμμετεχόντων σε σχέση με τη θέση των γυναικών στην ελληνική κοινωνία
και τους ρόλους των δύο φύλων, ως προς τον κάθε τομέα ξεχωριστά. Οι ερωτήσεις
διακρίνονταν επομένως σε:
α) Ερωτήσεις γνώσεων. Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις ζητούσαν τις γνώσεις των
συμμετεχόντων σχετικά με τη θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας και την ισχύουσα
νομοθεσία (εργατικό και οικογενειακό δίκαιο). Για παράδειγμα, ποιο είναι το ποσοστό των
εργαζομένων ή των ανέργων γυναικών, ποια είναι η αναλογία συμμετοχής ανδρών και
γυναικών σε διάφορα επαγγέλματα, ποιο είναι το ποσοστό των διαζυγίων στην Ελλάδα και
163
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
τέλος ποιο είναι το νομοθετικό πλαίσιο για τις σχέσεις των δύο φύλων στην εργασία και στην
οικογένεια. Να διευκρινιστεί ωστόσο, ότι στο ερωτηματολόγιο υπήρχαν οδηγίες, οι οποίες
προέτρεπαν τους φοιτητές να απαντήσουν στην ερώτηση (εκφράζοντας τις εκτιμήσεις τους),
ακόμη κι αν δε γνώριζαν τη σωστή απάντηση.
β) Ερωτήσεις αξιών. Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις (τύπου Likert) αξιολόγησαν τις
αξίες των συμμετεχόντων σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία.
Για παράδειγμα, οι συμμετέχοντες έπρεπε να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με έναν
αριθμό προτάσεων που αφορούσαν στην επαγγελματική, στην οικογενειακή και στην
ευρύτερη κοινωνική θέση των ανδρών και των γυναικών. Οι προτάσεις εξέφραζαν είτε
στερεότυπες (παραδοσιακές), είτε φιλελεύθερες (προοδευτικές) αντιλήψεις σε σχέση με τα
παραπάνω ζητήματα. Κάθε πρόταση είχε τρεις εναλλακτικές απαντήσεις (συμφωνώ, δεν έχω
γνώμη, διαφωνώ), οι οποίες βαθμολογούνταν αντίστοιχα σε μια κλίμακα από το 1 έως το 3.
γ) Ερωτήσεις εντυπώσεων. Οι συγκεκριμένες ερωτήσεις αποτύπωσαν τις
εντυπώσεις των συμμετεχόντων σε σχέση με την εικόνα του άνδρα και της γυναίκας στη
μισθωτή εργασία, στην οικογένεια και στην προσωπική ζωή. Ορισμένες ερωτήσεις (τύπου
Likert) ζητούσαν από τα υποκείμενα να εκφράσουν τη συμφωνία τους ή τη διαφωνία τους με
μια σειρά από προτάσεις, οι οποίες εξέφραζαν αξίες και αντιλήψεις σε σχέση με τους ρόλους
των δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία. Κάθε πρόταση είχε πέντε εναλλακτικές απαντήσεις
(συμφωνώ απόλυτα, συμφωνώ, δεν έχω γνώμη, διαφωνώ απόλυτα, διαφωνώ), οι οποίες
βαθμολογούνταν αντίστοιχα σε μια κλίμακα από το 1 έως το 5, με το 1 να αναπαριστά την πιο
συντηρητική απάντηση και με το 5 την πιο φιλελεύθερη. Άλλες ερωτήσεις ζητούσαν από τα
υποκείμενα να επιλέξουν από την ίδια «τράπεζα» 30 λέξεων, τις τρεις λέξεις, οι οποίες θα
περιέγραφαν καλύτερα και σύμφωνα πάντα με τους ίδιους, τους άνδρες και τις γυναίκες στο
χώρο της εργασίας, της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής. Η παραπάνω «τράπεζα λέξεων»
είχε δοκιμαστεί πιλοτικά πολλές φορές πριν συμπεριληφθεί στο ερωτηματολόγιο.
δ) Ανοιχτές ερωτήσεις. Τέλος, το ερωτηματολόγιο περιελάμβανε έναν αριθμό
ανοιχτών ερωτήσεων σε σχέση με τα εμπόδια, τις δυσκολίες και τους περιορισμούς που
αντιμετωπίζουν άνδρες και γυναίκες στο χώρο της εργασίας, της οικογένειας και της
προσωπικής τους ζωής. Οι ανοιχτές ερωτήσεις επέτρεψαν σε φοιτητές και φοιτήτριες να
εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις τους για τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα και να μην
επηρεαστούν από τις αντιλήψεις των κατασκευαστών του ερωτηματολογίου.
164
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
ανισότητες μέσα από το σύστημα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (Arnot et al., 1995).
Συγκεκριμένα στην αρχική φάση, στόχος της έρευνας ήταν να ανακαλύψει το είδος και το
επίπεδο της επίγνωσης που διαθέτουν οι μελλοντικοί εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Για το λόγο αυτό κατασκευάστηκε ένα
εκτεταμένο ερωτηματολόγιο4, το οποίο περιελάμβανε 52 συνολικά ανοιχτές και κλειστές
ερωτήσεις και πέντε θεματικές ενότητες: α) βιογραφικά στοιχεία, β) δημόσια ζωή, γ) μισθωτή
εργασία, δ) ιδιωτική ζωή και ε) δημοκρατική εκπαίδευση. Το ερωτηματολόγιο αξιολόγησε τις
γνώσεις, τις αξίες και τις εντυπώσεις των εκπαιδευτικών σε θέματα ισότητας των φύλων και
δημοκρατικής εκπαίδευσης και συμπληρώθηκε από 673 μελλοντικούς εκπαιδευτικούς σε
Ελλάδα και Μ. Βρετανία (Arnot et al., 1995). Η παραπάνω μελέτη προσέφερε επομένως ένα
έγκυρο και αξιόπιστο ερευνητικό εργαλείο και για την Ελλάδα, σε θέματα επίγνωσης των
διαφορών ^ανάμεσα στους ρόλους των δύο φύλων, στους τομείς της ιδιωτικής και της
δημόσιας ζωής.
Ωστόσο, στο ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε τελικά για τις ανάγκες της
παρούσας μελέτης, έγιναν ορισμένες μετατροπές, οι οποίες δεν επηρέασαν την αξιοπιστία των
ερωτήσεων και την εγκυρότητα του ερευνητικού εργαλείου. Συγκεκριμένα, αφαιρέθηκε
ολόκληρη η ενότητα που αφορούσε στη συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια σφαίρα της
πολιτικής και η ενότητα της δημοκρατικής εκπαίδευσης. Η νέα μορφή του ερωτηματολογίου
συμπληρώθηκε δοκιμασπκά από 75 φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος φιλοσοφίας και
Παιδαγωγικής και του Τμήματος Ψυχολογίας, το εαρινό εξάμηνο του 1995 (έρευνα πιλότος).
Η παραπάνω προσαρμογή δεν φάνηκε να δημιουργεί προβλήματα στη χρήση του
ερωτηματολογίου. Άλλωστε, οι θεματικές ενότητες του ερωτηματολογίου ήταν εξ' αρχής
διακριτές μεταξύ τους, ενώ το γεγονός ότι μειώθηκε ο αριθμός των ερωτήσεων έκανε
ευκολότερη τη συμπλήρωση του από τα υποκείμενα της έρευνας.
Επιπλέον, οι ερωτήσεις κλίμακας επέτρεψαν τη χρήση δεικτών ελέγχου της
αξιοπιστίας του ερωτηματολογίου και συγκεκριμένα της εσωτερικής συνοχής (internal
consistency) των ερωτήσεων, όπως ο συντελεστής άλφα του Cronbach (Cronbach1 s
coefficient alpha) (Sax, 1989; Salvia & Ysseldyke, 1991). Ο έλεγχος της αξιοπιστίας με τη
συγκεκριμένη δοκιμασία, απέδωσε δείκτες μεγαλύτερους του 0,75, που σημαίνει ότι τα
επιμέρους ερωτήματα των ερωτήσεων κλίμακας μετρούν προς την ίδια κατεύθυνση και είναι
αξιόπιστα. Από την άλλη, οι ανοιχτές ερωτήσεις συνέβαλαν στην ενίσχυση της εσωτερικής
εγκυρότητας (internal validity) των ερωτηματολογίων, διότι α) οι ερωτήσεις αυτές έδωσαν τη
δυνατότητα να καταγραφούν όλες οι απαντήσεις των ερωτηθέντων που ζητούσε η ερώτηση
(εγκυρότητα περιεχομένου - content validity) και β) επέτρεψαν στα υποκείμενα να
εκφραστούν ελεύθερα στο θέμα των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, μειώνοντας έτσι την
μεροληψία των προτεινόμενων απαντήσεων. Η τελική μορφή του ερωτηματολογίου με τις
4
Η ερευνήτρια συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα της συγκεκριμένης μελέτης και εργάστηκε για την
προσαρμογή του ερωτηματολογίου στα ελληνικά, για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων από τους
έλληνες εκπαιδευτικούς και τέλος για την επεξεργασία των δεδομένων της έρευνας.
165
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
τρεις θεματικές ενότητες και τις 38 ερωτήσεις γνώσεων, αξιών και εντυπώσεων περιγράφηκε
αναλυτικά στην προηγούμενη ενότητα.
166
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
5
Το σχέδιο κωδικοποίησης των ανοιχτών ερωτήσεων του ερωτηματολογίου επισυνάπτεται στο
Παράρτημα Π της διατριβής.
167
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
6
Το μέγιστο σφάλμα εκτίμησης, σε περίπτωση απλής τυχαίας δειγματοληψίας, υπολογίζεται με τον τύπο
e = 1 / Vw και στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι e = 1 / Λ/288 δηλαδή, ± 5,88%. Ωστόσο, επειδή
δεν πρόκειται για απλή τυχαία δειγματοληψία, αλλά για αναλογική δειγματοληψία (quota sampling), η
οποία ενδείκνυται ιδιαίτερα για συγκρίσεις ανάμεσα σε ομάδες (π.χ άνδρες-γυναίκες), το σφάλμα
εκτίμησης (±5,88%) αναφέρεται μόνον ενδεικτικά και δηλώνει κατά προσέγγιση το μέγιστο πιθανό
σφάλμα για κάθε απάντηση του συνόλου των υποκειμένων του δείγματος.
168
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
φοιτητές και φοιτήτριες από τις παρακάτω 6 Σχολές και τα αντίστοιχα Τμήματα του
Ιδρύματος:
Φιλοσοφική: Τμήματα Ψυχολογίας, Φιλολογίας και Ιοτορίας-Αρχαιολογίας,
Νομικών και Οικονομικών Επιστημών: Τμήμα Νομικής,
Επιστημών Υγείας: Τμήματα Ιατρικής και Οδοντιατρικής,
Πολυτεχνική: Τμήματα Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτονικής,
Θετικών Επιστημών: Τμήμα Χημείας,
Γεωτεχνικών Επιστημών: Τμήμα Γεωπονίας και
Ανεξάρτητο Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού Θεσσαλονίκης (ΤΕΦΑΑ).
Όλες οι σχολές και τα τμήματα εκπροσωπήθηκαν με ικανοποιητικό αριθμό φοιτητών, όπως
διαπιστώνεται στον Πίνακα 1.
γ)-Την αντιπροσωπευτική αναλογία φοιτητών και φοιτητριών για κάθε Σχολή και
Τμήμα (Πίνακας 1). Με άλλα λόγια, η δειγματοληψία ανά Σχολή έγινε τυχαία και ακολούθησε
τις ποσοστώσεις αναλογίας φύλου σε κάθε Σχολή (quota sampling). Μάλιστα, όλες οι
διαφορές στα ποσοστά των ανδρών και γυναικών ανά Σχολή είναι στατιστικά σημαντικές που
σημαίνει ότι δεν πρόκειται για τυχαίες διαφορές. Οι μεγαλύτερες διαφορές σε αναλογία
φύλου διακρίνονται σε σχολές όπως, η Φιλοσοφική, η Επιστημών Υγείας και η Πολυτεχνική.
169
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Ανάλογη είναι και η εικόνα των επαγγελμάτων σε σχέση με το φύλο των γονέων του
δείγματος. Σύμφωνα με τον Πίνακα 4, σχεδόν το 30% των πατεράδων του δείγματος είναι
δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ ακολουθούν με ποσοστό περίπου 23% οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Στη συνέχεια, εμφανίζονται οι μικροεπιχειρηματίες, οι αγρότες ή οι εργάτες και τέλος οι
εκπαιδευτικοί. Η εικόνα των μανάδων εργαζομένων είναι ακόμη πιο απογοητευτική σε σχέση
170
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
με τη μόρφωση τους. Σχεδόν το 50% των γυναικών ασχολούνται με τα οικιακά, ενώ ένα
20% είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Ακολουθούν, οι γυναίκες εκπαιδευτικοί, οι αγρότισσες ή
εργάτριες και οι ελεύθερες επαγγελματίες. Συνεπώς, διαπιστώνει κανείς ότι οι γυναίκες
παλιότερα περιορίζονταν κυρίως στο νοικοκυριό, ακόμη κι αν τα ακαδημαϊκά τους προσόντα
τους επέτρεπαν να εισαχθούν στην αγορά εργασίας. Επιπλέον, φαίνεται ότι προτιμούσαν
θέσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα, όπου τα ωράρια και οι συνθήκες εργασίας είναι
ευνοϊκότερα για τις υποχρεώσεις μιας μητέρας. Η παραπάνω περιγραφή δεν διαφέρει κατά
πολύ από τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας σήμερα (βλ. κεφάλαιο 2).
Επίσης, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ενώ υπάρχει ένα πολύ μικρό βέβαια ποσοστό
ανέργων ανδρών, δεν αναφέρεται καμία άνεργη γυναίκα. Οι κατηγορίες «άνεργος-η» και
«οικιακά» εμφανιζόταν στο ερωτηματολόγιο και για τους δύο γονείς. Παρ' όλα αυτά οι νέοι,
πολύ σωστά τοποθέτησαν τις μητέρες τους στην κατηγορία «οικιακά», ακόμη κι όταν αυτές
δεν εργάζονταν έξω από το σπίτι.
171
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Τέλος, από τους 288 φοιτητές και φοιτήτριες, το 50,3% δήλωσε ότι έχει εργαστεί
περιστασιακά, ως σερβιτόρος-α ή ως πωλητής-τρια, αναλαμβάνοντας ιδιαίτερα μαθήματα ή τη
φύλαξη μικρών παιδιών και συμμετέχοντας σε έρευνες στο Πανεπιστήμιο ή παρέχοντας
βοήθεια σε οικογενειακή επιχείρηση. Από την άλλη, το 49,7% του συνόλου των φοιτητών και
των φοιτητριών δήλωσε ότι δεν έχει εργαστεί ποτέ.
172
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
55,7%
Από την άλλη, το ποσοστό των ανέργων γυναικών στην Ελλάδα ανέρχεται περίπου
στο 60% του συνόλου των ανέργων στη χώρα μας (βλ. κεφάλαιο 2). Οι φοιτητές και οι
φοιτήτριες που απάντησαν με απόκλιση ± 5 % από τη σωστή απάντηση αποτελούν το 31,6%
και το 42,2% του δείγματος, αντίστοιχα. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2, περισσότερες
φοιτήτριες (23,5%) απ' ότι φοιτητές (19,7%) πιστεύουν ότι το ποσοστό των ανέργων
γυναικών στην Ελλάδα ξεπερνά το 60%. Αντίθετα, ένα μικρότερο ποσοστό φοιτητριών απ'
ότι φοιτητών θεωρούν ότι ο αριθμός των ανέργων γυναικών είναι μικρότερος από το 55%
του συνόλου των ανέργων. Όλες οι παραπάνω διαφορές ανάμεσα στις εκτιμήσεις των
φοιτητών και των φοιτητριών του δείγματος είναι στατιστικά σημαντικές. Συμπεραίνει λοιπόν
κανείς ότι οι φοιτητές και οι φοιτήτριες που προσεγγίζουν με μικρή απόκλιση τα σωστά
ποσοστά είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότεροι από τους μισούς.
23,5%
Διάγραμμα 2: Γνώσεις των φοιτητών-τριών για τις άνεργες γυναίκες ° (Ν=117α & 166γ).
α
χ 2=6,00. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,049.
Σύμφωνα με τον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 6), το 64,2% των φοιτητών
συνολικά πιστεύει ότι το ποσοστό των εργαζομένων γυναικών υπερβαίνει το 34%. Μάλιστα,
173
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
η διαφορά ανάμεσα στις απαντήσεις που δίνουν οι φοιτητές (53,4%) και οι φοιτήτριες
(71,9%) του δείγματος είναι μεγάλη και στατιστικά σημαντική. Από την άλλη, σχεδόν το
70% (68,9%) των φοιτητών πιστεύει ότι το ποσοστό των ανέργων γυναικών στη χώρα μας
είναι μικρότερο από το 60% του συνόλου των ανέργων. Όπως φαίνεται στον πίνακα, οι
φοιτήτριες είναι εκείνες που αισιοδοξούν ιδιαίτερα σε σχέση με το ποσοστό των εργαζομένων
γυναικών και εκφράζουν εκτιμήσεις, οι οποίες είναι επηρεασμένες από την ισότιμη συμμετοχή
τους κυρίως στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή την «πλασματική» ισότιμη συμμετοχή
των γυναικών στο χώρο της μισθωτής εργασίας όπως την παρουσιάζουν συνήθως τα μέσα
μαζικής ενημέρωσης στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες.
Πίνακας 6. Γνώσεις φοιτητών-τριών για τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
το ποσοστό των εργαζομένων το ποσοστό των ανέργων γυναικών
γυναικών ξεπερνά το 34%" είναι μικρότερο του 6 0 %
(Ν=118α & 167γ) (Ν=117α & 166γ)
Πίνακας 7. Γνώσεις φοιτητών-τριών για τις αμοιβές και τις προοπτικές εξέλιξης.
Οι αμοιβές των γυναικών Οι γυναίκες συνωστίζονται
αποτελούν το 8 0 % σε επαγγέλματα με μικρές
των αμοιβών των ανδρών προοπτικές εξέλιξηςα
(Ν=118α&168γ) (Ν=119α & 168γ)
α
χ 2=7,29. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,007.
Στη συνέχεια, ζητήθηκε από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να υποθέσουν την
αναλογία ανδρών-γυναικών στα εξής επαγγέλματα: γιατρός, κομμωτής, δικηγόρος,
174
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
α
χ 2 =19,81. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
175
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Στον Πίνακα 9 παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών και των φοιτητριών που απάντησαν
σωστά σε σχέση με τα αντίστοιχα νομικά ζητήματα. Στον πίνακα διακρίνει κανείς μερικά πολύ
ενδιαφέροντα ποσοστά από τις απαντήσεις των φοιτητών συνολικά και ελάχιστες διαφορές
ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες του δείγματος.
Είναι νόμιμο να απολύεται μια έγκυος η οποία Όχι ποτέ 74,8% 78,7% 77,1%
παίρνει άδεια για να επισκεφθεί γυναικολόγο (Ν=119) (Ν=169)
Είναι νόμιμο να απολύεται μια γυναίκα επειδή Όχι ποτέ 87,4% 89,9% 88,9%
είναι έγκυος (Ν=119) (Ν=169)
Είναι νόμιμο να δημοσιεύεται αγγελία θέσης Όχι ποτέ 21,0% 29,8% 26,1%
εργασίας μόνο για το ένα φύλο (Ν=119) (Ν=168)
Είναι νόμιμο να παρέχεται εργασιακή εμπειρία Ναι πάντα 43,7% 27,8% 34,4%
μόνο στο ένα φύλο ρ (Ν=119) (Ν=169)
α
χ Ζ=8,92. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημανπκότητας: 0,003.
β
χ 2=7,81. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημανπκότητας: 0,005.
Σε γενικές γραμμές, οι διαφορές ανάμεσα στις γνώσεις των φοιτητριών και των
φοιτητών δεν είναι ιδιαίτερα υψηλές (ούτε στατιστικά σημαντικές). Ωστόσο, αξίζει να
υπογραμμίσει κανείς το γεγονός ότι περισσότερες φοιτήτριες απ' ότι φοιτητές απάντησαν
σωστά στις αντίστοιχες ερωτήσεις. Εξαίρεση αποτελεί το γεγονός ότι μόνο το 27,8% των
φοιτητριών, σε σχέση με το 43,7% των φοιτητών, γνωρίζει ότι η προσφορά εργασιακής
εμπειρίας αποκλειστικά στο ένα φύλο είναι νόμιμη. Παρομοίως, μόνο το 43,5% των
φοιτητριών, σε σχέση με το 61,3% των φοιτητών, γνωρίζει ότι τα εκπαιδευτικά σεμινάρια
αποκλειστικά για το ένα φύλο είναι το ίδιο νόμιμα. Επειδή οι παραπάνω διαφορές
αποδείχθηκαν στατιστικά σημαντικές, ενδεχομένως οι άνδρες εργαζόμενοι να είναι πιο
συνηθισμένοι απ' ότι οι γυναίκες στην προσφορά προϋπηρεσίας και κατάρτισης αποκλειστικά
για το φύλο τους και να θεωρούν πολύ σωστά φυσιολογική και άρα νόμιμη μια τέτοια
αντιμετώπιση. Παρ' όλ' αυτά, στο σύνολο τους, φοιτητές και φοιτήτριες έδειξαν να μην
γνωρίζουν τη νομιμότητα του παραπάνω καθεστώτος. Επιπλέον, φοιτητές και φοιτήτριες σε
πολύ μεγάλα ποσοστά πιστεύουν εσφαλμένα ότι υπάρχει νομοθεσία που προστατεύει από τη
176
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο της εργασίας ή ότι οι άνδρες δικαιούνται άδεια
νομοθεσία προκύπτει βεβαίως από την κυρίαρχη ιδεολογία για τη φροντίδα και ανατροφή των
παιδιών ως πρωταρχική ή αποκλειστική ευθύνη της γυναίκας και ουσιαστικά λειτουργεί εις
βάρος των ανδρών και της πατρότητας (βλ. κεφάλαιο 2). Αντίθετα, φοιτητές και φοιτήτριες
φαίνεται ότι γνωρίζουν καλά την νομοθεσία που απαγορεύει ρητά την απόλυση μιας εγκύου
και το γεγονός ότι οι εργαζόμενες γυναίκες δικαιούνται άδεια μητρότητας μετ' αποδοχών για
Οι αξίες ή οι απόψεις των φοιτητών και των φοιτητριών του δείγματος προκύπτουν
από τις απαντήσεις τους σε αντίστοιχα ερωτήματα σχετικά με την εργασιακή ζωή των ανδρών
και των γυναικών στην Ελλάδα. Στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 10), φοιτητές και
Πίνακας 10. Απόψεις φοιτητών-τριών σε σχέση με την εργασία των δύο φύλων,
(ποσοστά φοιτητών και φοιτητριών που συμφωνούν).
Ισότητα ευκαιριών για τα φύλα στον τομέα της 94,1% 97,6% 96,2%
εργασίας (Ν=119) (Ν=169)
Είναι γελοίο μια γυναίκα να οδηγεί τρένο και ένας 30,3% 5,9% 16,0%
άνδρας να ράβει ρ (Ν=119) (Ν=169)
Η θέση της γυναίκας είναι να φροντίζει την οικογένεια 52,9% 39,3% 44,9%
της στο σπίτι ανεξάρτητα από την καριέρα ν (Ν=119) (Ν=168)
Πολλές δουλειές οι άνδρες τις κάνουν καλύτερα απ ' ότι 78,2% 50,0% 61,7%
οι γυναίκες ε (Ν=119) (Ν=168)
0
χ 2 =27,71. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
0
χ 2 =41,49. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
γ
χ 2 =8,85. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,012.
δ
χ 2 =30,73. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
ε 2
χ =23,73. Βαθμοί ελευθερίας 2. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
177
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Συνολικά, θα έλεγε κανείς ότι οι απόψεις των φοιτητών στο σύνολο τους
χαρακτηρίζονται από έντονες αντιφάσεις, ιδιαίτερα εκείνες των ανδρών. Με άλλα λόγια, οι
φοιτητές εκδηλώνουν ταυτόχρονα φιλελεύθερες αξίες αλλά και στερεότυπες αντιλήψεις σε
σχέση με την εργασιακή συμπεριφορά των δύο φύλων. Πα παράδειγμα, ενώ όλοι σχεδόν οι
φοιτητές και οι φοιτήτριες υποστηρίζουν την ισότητα των ευκαιριών για τα φύλα στον τομέα
της εργασίας, ταυτόχρονα πιστεύουν ότι πολλές δουλειές οι άνδρες τις κάνουν καλύτερα από
τις γυναίκες. Μάλιστα, οι φοιτητές σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό (78,2%) απ' ότι οι
φοιτήτριες (50%) ενστερνίζονται την παραπάνω άποψη - διαφορά στατιστικά σημαντική
ανάμεσα στα δύο φύλα. Επίσης, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των φοιτητών συμφωνεί ότι οι
άνδρες πρέπει να βοηθούν στο νοικοκυριό όταν η γυναίκα εργάζεται, από την άλλη πολλοί
φοιτητές και φοιτήτριες πιστεύουν ότι η θέση της γυναίκας είναι να φροντίζει την οικογένεια
της ανεξάρτητα από την καριέρα. Η διαφορά ανάμεσα στην παραπάνω στερεότυπη
πεποίθηση των φοιτητών και των φοιτητριών είναι επίσης στατιστικά σημαντική, καθώς μόνο
ένα 39,3% των φοιτητριών (ποσοστό υψηλό από μόνο του) πιστεύει κάτι τέτοιο, σε σχέση με
το 52,9% των φοιτητών.
Άλλες στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε φοιτητές και φοιτήτριες αφορούν
στις παρακάτω απόψεις:
• οι γυναίκες δεν είναι τόσο ικανές όσο οι άνδρες σε διευθυντικές θέσεις, αντίληψη με την
οποία συμφωνεί το 25,2% των φοιτητών (δηλαδή, 1 στους 4),
• είναι γελοίο μια γυναίκα να οδηγεί τρένο και ένας άνδρας να ράβει, αντίληψη με την οποία
συμφωνεί το 30,3% των φοιτητών (δηλαδή, 1 στους 3),
• οι γυναίκες προσφέρουν λιγότερα από ότι οι άνδρες στην οικονομία, αντίληψη με την
οποία συμφωνεί το 20,2% των φοιτητών (δηλαδή, 1 στους 5).
Επομένως, άνδρες και γυναίκες φοιτητές εκφράζουν ακόμη και σήμερα παραδοσιακές
αξίες σε σχέση με το ρόλο της γυναίκας εργαζόμενης, αντικατοπτρίζοντας τις ευρύτερες
πεποιθήσεις και προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας. Οι αντιφάσεις τους είναι ιδιαίτερα
χαρακτηριστικές, καθώς η νεαρή τους ηλικία τους τοποθετεί στο μεταίχμιο ενός
εκσυγχρονισμού και μιας μακράς παράδοσης σε σχέση με τη συμπεριφορά και τους ρόλους
των δύο φύλων. Από την άλλη, οι φοιτήτριες δείχνουν περισσότερο ευαισθητοποιημένες και
πιο φιλελεύθερες από τους φοιτητές στα παραπάνω ζητήματα, τα οποία τις αφορούν άμεσα.
Φαίνεται ότι οι φοιτητές δυσκολεύονται να αποποιηθούν την εικόνα του άνδρα «στυλοβάτη»,
ο οποίος εργάζεται έξω από το σπίτι και επομένως «συντηρεί» οικονομικά την οικογένεια, ή
την εικόνα της γυναίκας «μάνας», η οποία φροντίζει τα παιδιά και ασχολείται αποκλειστικά με
το νοικοκυριό. Ας μην ξεχνούμε βέβαια ότι το παραπάνω οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί
και το προσωπικό βίωμα των περισσότερων φοιτητών του δείγματος, όπως διαπιστώθηκε από
τα κοινωνικοοικονομικά τους στοιχεία.
Σε παραπλήσιες ερμηνείες οδηγούν επίσης, οι απόψεις των φοιτητών στο σύνολο
τους, σε σχέση με τις δυσκολίες που εμποδίζουν τις γυναίκες να εργασθούν ή σε σχέση με τις
178
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
D κοινωνικά στερεότυπα
• χαρακτηριστικά ορισμένων
επαγγελμάτων
Ο διπλός ρόλος γυναικών
D σωματικά χαρακτηριστικά
179
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Οκοινωνικά στερεότυπα
30,7%
Διάγραμμα 4: Δυσκολίες προαγωγής για τις γυναίκες (Ν=189).
(περιορισμοί που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 10% του δείγματος).
Τέλος, φοιτητές και φοιτήτριες εξέφρασαν τις απόψεις τους σε σχέση με τις διαφορές
πρόσβασης σε επαγγέλματα ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες και στους άνδρες. Έτσι, μεταξύ
των γυναικών, οι φοιτητές στο σύνολο τους θεωρούν ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές
κυρίως ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο της γυναίκας, τα χαρακτηριστικά της
προσωπικότητας της, τα σωματικά χαρακτηριστικά και τις περιβάλλοντες κοινωνικές δομές
(Πίνακας 12). Ακολουθούν με πολύ μικρότερα ποσοστά επιλογής τα χαρακτηριστικά του
χώρου εργασίας και η κοινωνική θέση της γυναίκας.
180
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
0
Χ 2 =4,47. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,034.
Συνοψίζοντας τα δεδομένα των δύο παραπάνω πινάκων, θα έλεγε κανείς ότι όταν δεν
γίνονται συγκρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, τότε οι δυσκολίες πρόσβασης σε ένα επάγγελμα
φαίνονται παρόμοιες και σχετίζονται περισσότερο με τα προσωπικά χαρακτηριστικά ή τα
εκπαιδευτικά προσόντα κάθε ατόμου. Επομένως, παρά την πατριαρχική κοινωνική οργάνωση
και την ανδροκρατία που επικρατεί στο χώρο της εργασίας, γεγονός που αναμφισβήτητα
καταπιέζει τις περισσότερες γυναίκες, υπάρχουν εξίσου μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς την
καταπίεση που υφίστανται συγκεκριμένες ομάδες γυναικών αλλά και ανδρών. Με άλλα λόγια,
εκτός από τον παράγοντα φύλο υπάρχουν και άλλες κοινωνικές δομές, όπως η εθνικότητα, η
ηλικία, ο τόπος καταγωγής, η υγεία κ.α., βάση των οποίων οι διακρίσεις απέναντι σε άνδρες
και γυναίκες εργαζόμενους είτε μεγιστοποιούνται ή είτε εξαλείφονται.
Στο ερωτηματολόγιο ζητήθηκε επίσης από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να
συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με συγκεκριμένες στερεότυπες ή μη αντιλήψεις,
181
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
εκφράζοντας αυτό που νομίζουν ότι ισχύει στη χώρα μας - όχι αυτό που πιστεύουν οι ίδιοι.
Στον παρακάτω πίνακα (Πίνακας 14) παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών και των
φοιτητριών που συμφώνησαν με τις αντίστοιχες απόψεις.
Πίνακας 14. Εντυπώσεις φοιτητών-τριών σε σχέση με την εργασία των δύο φύλων,
(ποσοστά φοιτητών και φοιτητριών που συμφωνούν).
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=119) (Ν = 169) (Ν = 288}
Το 74,8% των φοιτητών και το 80,5% των φοιτητριών συμφωνούν ότι οι μητέρες
μικρών παιδιών προτιμούν να μην εργάζονται και να μένουν στο σπίτι. Αντίθετα, ένα πολύ
μικρότερο ποσοστό φοιτητών και φοιτητριών (14,3% και 18,3% αντίστοιχα) συμφωνεί ότι οι
πατέρες προτιμούν τη μερική απασχόληση για όσο διάστημα τα παιδιά τους είναι μικρά. Μια
εξήγηση αποτελεί το γεγονός ότι οι άνδρες θεωρούν τις γυναίκες πιο κατάλληλες για τη
φροντίδα των μικρών παιδιών, άποψη με την οποία συμφωνεί το 63% των φοιτητών και το
58% των φοιτητριών του δείγματος. Επίσης, φοιτητές και φοιτήτριες συμφωνούν σε αρκετά
μεγάλο ποσοστό με την αντίληψη ότι οι γυναίκες θεωρούν τους εαυτούς τους
καταλληλότερους σε επαγγέλματα που απαιτούν φροντίδα, ενώ οι άνδρες σε διοικητικές
θέσεις εργασίας. Με την εντύπωση ότι οι εργοδότες προτιμούν τους άνδρες για διευθυντικές
θέσεις, συμφωνεί μόνον το 63% των φοιτητών σε σχέση με το 72,6% των φοιτητριών του
δείγματος - διαφορά στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα φύλα. Αντίθετα, το 37% των
ανδρών φοιτητών δεν ενστερνίζεται την παραπάνω άποψη, ίσως επειδή δεν βιώνουν οι ίδιοι
τις διακρίσεις των εργοδοτών και επομένως τις αγνοούν ή δεν τις παραδέχονται. Τέλος, ένα
μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητριών (95,3%) απ' ότι φοιτητών (86,6%) συμφωνεί με την
αντίληψη ότι οι γυναίκες νιώθουν πιο ολοκληρωμένες όταν εργάζονται και είναι οικονομικά
ανεξάρτητες - διαφορά επίσης στατιστικά σημαντική ανάμεσα σε φοιτητές και φοιτήτριες.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω δεδομένα, φαίνεται ότι οι φοιτητές στο σύνολο τους προβάλλουν
κυρίως τις παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με την εργασιακή
182
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
συμπεριφορά και τους ρόλους των δύο φύλων. Μάλιστα, οι στερεότυπες αντιλήψεις είναι για
μια ακόμη φορά εντονότερες στους άνδρες φοιτητές απ' ότι στις γυναίκες.
Ένας επιπλέον τρόπος διερεύνησης των εντυπώσεων που έχουν διαμορφώσει οι
φοιτητές και οι φοιτήτριες υπήρξε η περιγραφή του εργαζόμενου άνδρα και της εργαζόμενης
γυναίκας με τις τρεις πιο χαρακτηριστικές λέξεις, που επέλεξαν οι ίδιοι από την «τράπεζα
λέξεων» του ερωτηματολογίου. Στον Πίνακα 15 περιγράφονται οι λέξεις με τις οποίες
χαρακτήρισαν τους εργαζόμενους άνδρες οι περισσότεροι φοιτητές, φοιτητές και φοιτήτριες
χαρακτηρίζουν τους άνδρες στον εργασιακό χώρο κυρίως ως ανταγωνιστικούς, δραστήριους
και πιεσμένους. Ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά οι χαρακτηρισμοί ισχυρός, ανεξάρτητος,
ικανός και αγωνιστικός. Παρατηρούμε ότι φοιτητές και φοιτήτριες συμφωνούν σημαντικά ως
προς την εικόνα του εργαζόμενου άνδρα και επιλέγουν τις ίδιες λέξεις για να χαρακτηρίσουν
τον σύγχρονο έλληνα εργαζόμενο. Μοναδική διαφορά - η οποία είναι στατιστικά σημαντική -
υπάρχει ως προς τη λέξη ανταγωνιστικός, την οποία οι φοιτήτριες επιλέγουν σε μεγαλύτερο
ποσοστό (70,1%) απ' ότι οι φοιτητές (50,9%). Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 5),
αναπαριστώνται οι χαρακτηρισμοί για τον άνδρα εργαζόμενο από το σύνολο του δείγματος.
Πίνακας 15. Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην αγορά εργασίας.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 15% του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=116) (Ν=167) (Ν=283)
62,2%
Διάγραμμα 5: Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην αγορά εργασίας (Ν=283).
183
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Πίνακας 16. Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην αγορά εργασίας.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 15% του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν = 116) (Ν=165) (Ν=281)
32,4%
24,6%
18,9%
Διάγραμμα 6: Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην αγορά εργασίας (Ν=281).
184
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
84,5%
185
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
και το γεγονός ότι το ποσοστό των διαζευγμένων γυναικών αυξάνεται ταχύτερα τις τελευταίες
δεκαετίες από το ποσοστό των διαζευγμένων ανδρών (Μισέλ, 1981). Μάλιστα, οι διαφορές
ανάμεσα στις απαντήσεις των φοιτητριών και των φοιτητών του δείγματος είναι στατιστικά
σημαντικές. Βέβαια, το χαμηλότερο ποσοστό των διαζυγίων στην Ελλάδα, σε σχέση με τα
ποσοστά διαζυγίων άλλων ευρωπαϊκών χωρών επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά τις
παραδοσιακές αξίες της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι ο θεσμός του γάμου και της
οικογένειας (Μαράτου-Αλιπράντη, 1998).
Στο Πίνακα 17 παρουσιάζονται τα ποσοστά των φοιτητών που απάντησαν σωστά σε
νομικές ερωτήσεις, οι οποίες αφορούσαν διάφορα θέματα ιδιωτικής ζωής και οικογενειακού
δικαίου σε σχέση με τα δύο φύλα.
Μια γυναίκα δικαιούται νόμιμα να κάνει παιδί για Όχι ποτέ 24,6% 10,8% 16,5%
μια άλλη γυναίκα α (Ν=118) (Ν=167)
Είναι νόμιμο ένας άνδρας να επιτίθεται σωματικά Όχι ποτέ 90,7% 94,0% 92,7%
στη γυναίκα του (Ν=118) (Ν=168)
0 βιασμός στο γάμο είναι ποινικό αδίκημα Όχι ποτέ 16,1% 13,1% 14,3%
(Ν=118) (Ν=168)
Ένας άνδρας μπορεί νόμιμα να απαγορέψει στη Όχι ποτέ 83,1% 93,5% 89,2%
γυναίκα του να εργαστείβ (Ν=118) (Ν=168)
Η γυναίκα μπορεί να διατηρήσει όλη την Ναι πάντα 52,1% 53,0% 52,6%
περιουσία της στη διάρκεια του γάμου (Ν=119) (Ν=168)
Η γυναίκα διατηρεί την κηδεμονία των παιδιών Ναι μερικές 80,7% 91,1% 86,8%
της μετά το διαζύγιογ φορές (Ν=119) (Ν=168)
α
χ 2=9,55. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,002.
ρ
X 2=7,75. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,002.
γ
χ 2=6,55. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,010.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των φοιτητών και των φοιτητριών γνωρίζουν ότι είναι
παράνομο ένας άνδρας να επιτίθεται σωματικά στη σύζυγο του ή ότι δεν μπορεί να της
απαγορέψει να εργαστεί. Από την άλλη, πολλοί λίγοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει νομοθεσία
για βιασμό στο πλαίσιο ενός γάμου και έτσι οι φοιτητές που απάντησαν ότι ο βιασμός στο
γάμο είναι ποινικό αδίκημα, παρασύρθηκαν προφανώς από τα συναισθήματα τους και όχι από
τη γνώση της ελληνικής νομοθεσίας. Επίσης, μόνο το 24,6% των φοιτητών και το 10,8%
των φοιτητριών (διαφορά στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα φύλα) γνωρίζει ότι δεν υπάρχει
186
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
καμία νομοθεσία στην Ελλάδα που να προστατεύει την κυοφορία ενός παιδιού από μια
γυναίκα για κάποια άλλη. Τέλος σύμφωνα με τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα, οι μισοί
περίπου φοιτητές και φοιτήτριες (1 στους 2 δηλαδή) γνωρίζουν ότι η έκτρωση είναι νόμιμη,
ότι μια γυναίκα υποχρεούται πλέον να διατηρήσει το επώνυμο της μετά το γάμο και ότι η
γυναίκα μπορεί να διατηρήσει όλη την προσωπική της περιουσία κατά τη διάρκεια ενός γάμου.
Στους Πίνακες 18 και 19 απεικονίζονται οι απόψεις των φοιτητών και των φοιτητριών
του δείγματος σε σχέση με θέματα οικογενειακής ζωής, στα οποία πιστεύουν ότι οι άνδρες και
οι γυναίκες αντίστοιχα ασκούν πλήρη ή μεγάλο έλεγχο. Έτσι, φοιτητές και φοιτήτριες
συμφωνούν, σε ποσοστό 75,5%, ότι οι άνδρες ασκούν μεγάλο έλεγχο στα οικονομικά θέματα
της οικογένειας (Πίνακας 18). Μάλιστα, το 81,5% των ανδρών του δείγματος συμφωνεί
απόλυτα με την παραπάνω πρόταση, σε σχέση με το 71,2% των γυναικών - η διαφορά
αποδείχθηκε στατιστικά σημαντική ανάμεσα στα δύο φύλα. Επίσης, φοιτητές και φοιτήτριες
συμφωνούν σε αρκετά υψηλά ποσοστά ότι οι άνδρες ασκούν μεγάλο έλεγχο σε θέματα όπως
η απόφαση για διαζύγιο (74,8%), ο τόπος κατοικίας της οικογένειας (68,1%) και η απόκτηση
ή η πειθαρχία των παιδιών (67,88% και 68% αντίστοιχα).
Πίνακας 18. Φοιτητές και φοιτήτριες που πιστεύουν ότι οι άνδρες ασκούν πλήρη έλεγχο σε
θέματα οικογενειακής ζωής.
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
α
χ 2=3,98. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,046.
Από την άλλη, φοιτητές και φοιτήτριες συμφωνούν σε πολύ υψηλά ποσοστά ότι οι
γυναίκες ασκούν μεγάλο έλεγχο σε θέματα όπως οι δουλειές του νοικοκυριού (93%), η χρήση
ή η επιλογή της αντισυλληπτικής μεθόδου (79,2% & 79,4% αντίστοιχα), η απόκτηση ή η
πειθαρχία των παιδιών (79,5% και 69,1% αντίστοιχα) και η απόφαση για έκτρωση (88,6%)
(Πίνακας 19). Στα οικονομικά θέματα υπάρχει επίσης στατιστικά σημαντική διαφορά στις
187
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
γνώμες των δύο φύλων. Έτσι, μόνο το 33,9% των φοιτητών θεωρούν ότι οι γυναίκες
ασκούν έλεγχο στα οικονομικά θέματα της οικογενειακής ζωής σε σχέση με το 53% των
φοιτητριών.
Πίνακας 19. Φοιτητές και φοιτήτριες που πιστεύουν ότι οι γυναίκες ασκούν πλήρη έλεγχο
σε θέματα οικογενειακής ζωής.
Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
188
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Πίνακας 20. Απόψεις φοιτητών-τριών σε σχέση με την προσωπική ζωή των δύο φύλων,
(ποσοστά φοιτητών και φοιτητριών που συμφωνούν).
>οιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
α
Είναι χειρότερο να βρίζει μια γυναίκα απ' ότι ένας άνδρας 79,8% 66,5% 72,0%
(Ν=119) (Ν=167)
β
Είναι χειρότερο να μεθά μια γυναίκα απ' ότι ένας άνδρας 46,2% 22,6% 32,4%
(Ν=119) (Ν=168)
Η φράση στο μυστήριο του γάμου «η γυνή να φοβήται τον 13,6% 28,4% 22,3%
ν
άνδρα» προβάλλει τη γυναίκα (Ν=118) (Ν=169)
Μια κοπέλα θα έπρεπε να πληρώνει για τον εαυτό της όταν 79,5% 90,5% 86,0%
ε
βγαίνει ραντεβού (Ν=117) (Ν=169)
Από την άλλη, οι φοιτητές του δείγματος συμφωνούν σε πολύ μικρότερο ποσοστό
από ότι οι φοιτήτριες στα εξής: μια κοπέλα θα έπρεπε να πληρώνει για τον εαυτό της όταν
βγαίνει ραντεβού, τα κορίτσια σήμερα πρέπει να απολαμβάνουν τις ίδιες ελευθερίες με τα
αγόρια - διαφορές επίσης στατισπκά σημαντικές ανάμεσα στα φύλα. Τα παραπάνω δεδομένα
επιβεβαιώνουν για ακόμη μία φορά το συμπέρασμα ότι οι φοιτητές εκδηλώνουν εντονότερα
παραδοσιακές αντιλήψεις σε σχέση με τις φοιτήτριες. Παρόμοιες αντιλήψεις για τους άνδρες
έχουν επιβεβαιωθεί κι από άλλες μελέτες στην Ελλάδα (Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, 1997).
Φαίνεται ότι οι άνδρες αντιστέκονται περισσότερο απ' ότι οι γυναίκες σε πιθανές αλλαγές
στους ρόλους των δύο φύλων και επιθυμούν τη διατήρηση του κατεστημένου. Για το λόγο
αυτό εκφράζουν και περισσότερες αντιφάσεις στο σύνολο των απαντήσεων τους. Για
παράδειγμα, παρά τις προηγούμενες παραδοσιακές απόψεις, οι φοιτητές φαίνεται να
καλωσορίζουν την πρόταση γάμου από μια γυναίκα ή την ελευθερία των γυναικών να
πηγαίνουν όπου πάει ένας άνδρας και να κάνουν ότι κάνει και ένας άνδρας. Ωστόσο,
εντυπωσιακό και για τα δύο φύλα αποτελεί το γεγονός ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό του
189
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
δείγματος συμφωνεί τελικά με την άποψη ότι ο πατέρας θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη
εξουσία στην ανατροφή των παιδιών.
Στη συνέχεια, φοιτητές και φοιτήτριες ρωτήθηκαν αν πιστεύουν ότι οι άνδρες και οι
γυναίκες αντίστοιχα συναντούν περιορισμούς στην προσωπική τους ζωή. Οι απαντήσεις τους
παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 21). Έτσι, σε ποσοστό 81,2% φοιτητές
και φοιτήτριες παραδέχονται ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν περιορισμούς προσωπικής
ελευθερίας, σε αντίθεση με τους άνδρες. Μάλιστα, οι φοιτήτριες του δείγματος συμφώνησαν
με την παραπάνω άποψη σε μεγαλύτερο ποσοστό απ' ότι οι φοιτητές - διαφορά στατιστικά
σημαντική ανάμεσα στα φύλα. Για τους άνδρες, το 75,3% του συνόλου των φοιτητών
συμφώνησε ότι δεν αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην προσωπική τους ζωή. Στην
περίπτωση των ανδρών δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις απαντήσεις των
φοιτητών και των φοιτητριών του δείγματος.
Πίνακας 21. Απόψεις φοιτητών-τριών για τους περιορισμούς ελευθερίας των γυναικών '
Οι γυναίκες συναντούν Οι γυναίκες δεν συναντούν
περιορισμούς περιορισμούς
α
χ -20,63. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
190
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
Στον πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 23) παρουσιάζονται ξεχωριστά τα ποσοστά των
φοιτητών και των φοιτητριών που πιστεύουν ότι οι γυναίκες υφίστανται κακοποίηση στο
χώρο της εργασίας και της οικογένειας. Στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις
απαντήσεις των ανδρών και των γυναικών του δείγματος, παρατηρήθηκαν σε σχέση με τα
ποσοστά των βιασμών που υφίστανται οι γυναίκες ως ενήλικες και με τα ποσοστά της
σωματικής επίθεσης που υφίστανται οι γυναίκες γενικά. Επίσης, αυξημένες είναι οι διαφορές
ανάμεσα στις απαντήσεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε σχέση με όλα τα είδη βίας και
σεξουαλικής κακοποίησης ενάντια σε γυναίκες. Μια ερμηνεία για τις διαφορές αυτές, στις
εκτιμήσεις των δύο φύλων, θα μπορούσε να αποτελεί το γεγονός ότι οι ίδιες οι γυναίκες,
καθώς υφίστανται την κακοποίηση φαίνεται ότι τείνουν να την μαρτυρούν περισσότερο σ' ένα
ανώνυμο ερωτηματολόγιο, απ' ότι οι άνδρες οι οποίοι τείνουν να την αποκρύπτουν ακόμη κι
όταν τη γνωρίζουν. Η αλήθεια πιθανόν να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα σε σχέση με τις
εκτιμήσεις των ανδρών και των γυναικών του δείγματος.
191
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
χ•'=2_111,48.
J
Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,001.
ρ 2
χ = 18,73. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,000.
Φοιτητές και φοιτήτριες περιέγραψαν τους άνδρες και τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή,
χαρακτηρίζοντας τους με επίθετα που επέλεξαν από την «τράπεζα λέξεων» που περιελάμβανε
το ερωτηματολόγιο. Η εικόνα του άνδρα στον ιδιωτικό τομέα είναι κάπως ασαφής, καθώς οι
γνώμες διχάζονται ανάμεσα στους φοιτητές και στις φοιτήτριες του δείγματος. Έτσι, οι
φοιτητές περιγράφουν τον άνδρα στην ιδιωτική του ζωή κυρίως ως συναισθηματικό,
δραστήριο και ευαίσθητο, ενώ οι φοιτήτριες τον περιγράφουν κυρίως ως ανεξάρτητο, άνετο
και τρυφερό (Πίνακας 24). Επίσης, υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους
φοιτητές και στις φοιτήτριες σε σχέση με τα επίθετα συναισθηματικός, δραστήριος και
τρυφερός. Φαίνεται ότι οι άνδρες θεωρούν τους εαυτούς τους περισσότερο
συναισθηματικούς και δραστήριους και λιγότερο τρυφερούς σε σχέση με την εντύπωση των
γυναικών για τους ίδιους. Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 9) αναπαριστώνται οι
χαρακτηρισμοί για τον άνδρα στο πλαίσιο της ιδιωτικής του ζωής από το σύνολο του
δείγματος. Τελικά, υπερισχύουν τα επίθετα ανεξάρτητος, άνετος και ευαίσθητος, τα οποία
όμως δεν ξεπερνούν το ποσοστό της τάξης του 30%.
Πίνακας 24. Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην ιδιωτική ζωή.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 5 % του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=116) (Ν=166) (Ν = 282)
αχ2
=6,28. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,012.
χ 2=6,85. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,009.
χ 2=17,8. Βαθμοί ελευθερίας 1. Επίπεδο σημαντικότητας: 0,001.
192
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
26,2%
23,0%
17,7%
0,0%
συναισθηματικός άνετος ανεξάρτητος τρυφερός ευαίσθητος δραστήριος ανασφαλής
Αντίθετα, η εικόνα της γυναίκας στην ιδιωτική ζωή παρουσιάζεται σαφής και
ξεκάθαρη, παρά τις στατιστικά σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα δύο φύλα,
σε σχέση με το επίθετα συναισθηματική, ζεστή και ανασφαΚί\ς (Πίνακας 25). Σε γενικές
γραμμές, περισσότερες φοιτήτριες απ' ότι φοιτητές θεωρούν τις γυναίκες συναισθηματικές,
ζεστές και λιγότερο ανασφαλείς στην προσωπική τους ζωή. Πάντως, τόσο οι φοιτητές όσο
και οι φοιτήτριες του δείγματος συμφωνούν με την εικόνα μιας γυναίκας που είναι κυρίως
συναισθηματική, τρυφερή και ευαίσθητη. Ακολουθούν τα επίθετα μητρική, ζεστή και
ανασφαλής. Με άλλα λόγια, η εικόνα των γυναικών στο πλαίσιο της ιδιωτικής ζωής, από το
σύνολο του δείγματος, συμφωνεί απόλυτα με το στερεότυπο του γυναικείου ρόλου, που θέλει
τη γυναίκα να εκφράζει τα συναισθήματα της και να προσφέρει στις σχέσεις της με τους
άλλους. Στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 10) αναπαριστώνται οι χαρακτηρισμοί για
τη γυναίκα στην ιδιωτική ζωή από το σύνολο του δείγματος.
Πίνακας 25. Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή.
(λέξεις που συγκεντρώνουν ποσοστά μεγαλύτερα από το 1 5 % του συνόλου του δείγματος).
Λέξεις Φοιτητές Φοιτήτριες Σύνολο
(Ν=116) (Ν=166) (Ν=282)
193
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
60,0%
50,0%
40,0%
30,0%
Διάγραμμα 10: Λέξεις που περιγράφουν τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή.
194
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
• φοιτητές
56,7ο/ο
• φοιτήτριες 52,6%
27,4%
24,10/G
Z<»,J.V0
19,50/o ο
172 /ο
15,5°/j^_ 15,2%
Διάγραμμα 11: Λέξεις που περιγράφουν τους άνδρες στην οικογένεια και συγκεντρώνουν
ποσοστά μεγαλύτερα από το 15% του συνόλου του δείγματος (Ν=116α & 164γ).
• φοιτητές
65,9%
• φοιτήτριες 61,2°/»
40,5%
39,0ο/ο 3 7 / 1 0 / ο
23,8%
195
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
ανθρώπους του ίδιου φύλου και η πατρική οικογένεια αποτελούν τους σημαντικότερους
τρόπο ενημέρωσης και πληροφόρησης των φοιτητών σε ζητήματα που αφορούν στις σχέσεις
των δύο φύλων.
5.7 Συμπεράσματα.
Η παραπάνω μελέτη στράφηκε ουσιαστικά στις αντιλήψεις και στις αξίες των νέων,
σπουδαστών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όσον αφορά τις σχέσεις των δύο φύλων, τόσο στο
χώρο της εργασίας, όσο και στο χώρο της οικογένειας. Ειδικότερα, αποπειράθηκε να
απαντήσει στα εξής: α) αν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες γνωρίζουν τις διαφορές (κοινωνικές
και νομικές) ανάμεσα στα δύο φύλα και ποιες είναι οι απόψεις τους για τους ρόλους των
φύλων στην Ελλάδα, στους τομείς της ιδιωτικής ζωής και της αγοράς εργασίας, β) αν
υπάρχουν διαφορές στις αξίες ή στις αντιλήψεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε σχέση
με τα παραπάνω θέματα και γ) αν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες αναπαράγουν τελικά
στερεότυπες αντιλήψεις και προσδοκίες στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Υποθέτουμε ότι η επίγνωση της ταυτότητας του φύλου προσδιορίζει μελλοντικές
επιλογές, ενώ καθιστά αντίστοιχα ευκολότερη για τους άνδρες και δυσκολότερη για τις
γυναίκες τη διαδικασία μετάβασης τους από τις σπουδές στην ανεξαρτησία και στην επίτευξη
των προσωπικών και επαγγελματικών τους επιδιώξεων. Η διεθνής βιβλιογραφία επισημαίνει
ότι η περίοδος των πανεπιστημιακών σπουδών αποτελεί συχνά «περίοδο κρίσης» στη ζωή
ενός ατόμου, λόγω σημαντικών μεταβατικών αλλαγών, όπως η απομάκρυνση από το
οικογενειακό περιβάλλον, οι διαφορές στην κοινωνική ζωή και η διαφοροποίηση των
γνωστικών αντικειμένων και απαιτήσεων συγκριτικά με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Fisher
& Hood, 1988). Οι ανησυχίες για την επαγγελματική σταδιοδρομία επιβαρύνουν ακόμη
περισσότερο τις παραπάνω συνθήκες και για το λόγο αυτό, η διευκόλυνση της ομαλής
μετάβασης από το πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας είναι καθοριστική για την
επαγγελματική επιτυχία αλλά και για την προσωπική ικανοποίηση και προσαρμογή των
φοιτητών και των φοιτητριών.
Σύμφωνα λοιπόν με τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης πρώτης μελέτης σε φοιτητές
και φοιτήτριες συμπεραίνονται τα εξής:
196
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
α) Οι γνώσεις των φοιτητών και των φοιτητριών σε θέματα που αφορούν κυρίως τα
ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στην απασχόληση αποδείχθηκαν ελλιπείς - οι μισοί
περίπου φοιτητές δεν γνώριζαν τη σωστή απάντηση στις αντίστοιχες ερωτήσεις. Ωστόσο, οι
φοιτήτριες προβάλουν μια πιο αισιόδοξη εικόνα της πραγματικότητας, καθώς οι περισσότερες
δεν έχουν αντιμετωπίσει προσωπικά τις φυλετικές διακρίσεις του επαγγελματικού στίβου. Από
την άλλη, φαίνεται ότι επηρεάζονται σημαντικά από την ισότιμη και ενεργή παρουσία των
γυναικών στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την οποία προφανώς επεκτείνουν και στην
αγορά εργασίας. Το δυστύχημα είναι ότι οι πραγματικές συνθήκες της αγοράς εργασίας
πρόκειται να διαψεύσουν τις προσδοκίες τους, αντικαθιστώντας το σαφώς πιο φιλελεύθερο
κλίμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η παραπάνω διαπίστωση καθιστά αναγκαία την έγκυρη
πληροφόρηση των νέων (ιδιαίτερα των φοιτητριών) σε θέματα εργασιακών σχέσεων ανάμεσα
στα φύλα και προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης.
β) Πάντως, οι φοιτήτριες στο σύνολο τους ήταν περισσότερο ενημερωμένες απ' ότι οι
φοιτητές σε ζητήματα νομοθεσίας στην Ελλάδα. Μια ερμηνεία έχει να κάνει με την πιθανή
διαπίστωση εκ μέρους τους ότι το νομοθετικό πλαίσιο της ισότητας ανάμεσα στα φύλα τις
αφορά άμεσα και επομένως προκαλεί το ενδιαφέρον τους περισσότερο από ότι των ανδρών.
Ωστόσο, φαίνεται να αγνοούν το γεγονός ότι η νομοθετική ισότητα δεν εξασφαλίζει τις ίσες
ευκαιρίες πρόσβασης και εξέλιξης στην αγορά εργασίας ή την ισότιμη αντιμετώπιση τους στο
χώρο της οικογένειας και της προσωπικής τους ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί
το γεγονός ότι ενώ η απαγόρευση της απασχόλησης της γυναίκας από τον σύζυγο της είναι
παράνομη, κάτι τέτοιο παρατηρείται συχνά σε πολλές ελληνικές οικογένειες, στις οποίες η
εργασία της γυναίκας έξω από το σπίτι ουσιαστικά εξαρτάται από τη συγκατάθεση του
συζύγου της (Καβουνίδη, 1989).
γ) Φοιτητές και φοιτήτριες διαφέρουν επίσης ως προς τις αντιλήψεις που εξέφρασαν
σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων στη ελληνική κοινωνία. Για παράδειγμα, οι άνδρες
του δείγματος φάνηκε να υιοθετούν παραδοσιακές αξίες και να εκφράζουν συντηρητικές
απόψεις σε σχέση με τη θέση και τους ρόλους των φύλων στον τομέα της οικογένειας και της
μισθωτής εργασίας. Αντίθετα, οι γυναίκες εμφανίστηκαν περισσότερο προοδευτικές και
έδειξαν να επιθυμούν αλλαγές στους ρόλους των φύλων, όπως για παράδειγμα μια πιο
ενεργητική συμμετοχή της γυναίκας στην απασχόληση ή μια πιο ισότιμη κατανομή των
οικιακών καθηκόντων και ευθυνών ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα παραπάνω δεδομένα
ενισχύουν τις τελευταίες διαπιστώσεις των ερευνών σε θέματα φύλου, οι οποίες επισημαίνουν
ότι ενώ η γυναικεία ταυτότητα έχει σταδιακά αλλάξει, η ανδρική ταυτότητα παραμένει
στάσιμη και σχεδόν αναλλοίωτη σε σχέση με τις παγκόσμιες εξελίξεις σε οικονομικό και
οικογενειακό επίπεδο (Deliyanni & Sakka, 1998). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της
συγκεκριμένης μελέτης, οι άνδρες βιώνουν μια σύγχυση, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις
συχνά αντιφατικές τους προσδοκίες και αντιλήψεις, τόσο σε σχέση με τον ρόλο τους στην
παραγωγή, όσο και σε σχέση με τη θέση τους μέσα στην οικογένεια. Επομένως, παρότι οι
197
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
παραδοσιακές σχέσεις ανάμεσα στα φύλα έχουν σχεδόν καταρριφθεί, με την πρωτοβουλία
κυρίως των ίδιων των γυναικών, οι εξελίξεις αυτές δεν επέφεραν τις αναμενόμενες αλλαγές
στις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, ούτε επηρέασαν σημαντικά την παραδοσιακή
ανδρική ταυτότητα.
δ) Επιπλέον, το στερεότυπο της βιολογικής διαφοράς των φύλων παραμένει ισχυρό,
καθώς εξακολουθεί να επηρεάζει σημαντικά τις αντιλήψεις των ανδρών αλλά και των
γυναικών του δείγματος. Με βάση τη στερεότυπη πολιτισμική ερμηνεία της βιολογικής
διαφοράς και κυρίως της αναπαραγωγικής ικανότητας των γυναικών, εξηγήθηκε ο περιορισμός
της γυναίκας στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και η αποκλειστική ενασχόληση της με τα
παιδιά. Επιπλέον, αυτός φαίνεται να είναι για φοιτητές και φοιτήτριες ο σημαντικότερος (ή ο
πλέον «φυσιολογικός») λόγος, που εμποδίζει τις γυναίκες να εξελιχθούν σε ορισμένα
επαγγέλματα, θέτει εμπόδια στην προσωπική τους ζωή και καθορίζει τις προσδοκίες του
οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
ε) Για όλους τους παραπάνω λόγους, η αναπαράσταση της γυναίκας στον εργασιακό
τομέα εξακολουθεί να είναι ασαφής και συγκεχυμένη, με τους φοιτητές και τις φοιτήτριες να
διχάζονται σημαντικά ως προς την εικόνα της εργαζόμενης, σε αντίθεση βέβαια με την εικόνα
του εργαζόμενου άνδρα. Το αντίστροφο ακριβώς ισχύει στο χώρο της ιδιωτικής ζωής και της
οικογένειας, όπου η αναπαράσταση των γυναικών με τα επίθετα συναισθηματική, τρυφερή,
ευαίσθητη και μητρική, φαίνεται ότι διαμορφώνει τις προσδοκίες και τις αντιλήψεις της
ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας. Με τον όρο αναπαράσταση δηλώνεται η εντύπωση ή η
εικόνα που έχει διαμορφώσει κάποιος στο μυαλό του για την εξωτερική πραγματικότητα. Δεν
έχει σημασία αν η αναπαράσταση είναι αληθινή ή όχι, αλλά το γεγονός ότι αυτήν πιστεύει το
υποκείμενο ως αληθινή και σε αυτήν αναφέρεται για τις πράξεις του. Στην πραγματικότητα
πρόκειται για μια ιδεολογία και όχι για μια αξιόπιστη απεικόνιση της πραγματικότητας. Στην
προκειμένη περίπτωση όμως, η ιδεολογία για τη γυναίκα εξακολουθεί να προσδιορίζεται από
τη θέση της τελευταίας στην οικογένεια και όχι σιη σφαίρα της αγοράς εργασίας, σε αντίθεση
με τα πραγματικά νούμερα και ποσοστά των εργαζομένων γυναικών - σε αντίθεση δηλαδή με
τις πραγματικές συνθήκες ζωής και εργασίας των γυναικών. Το γεγονός αυτό υποδαυλίζει την
πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας, δυσχεραίνει την επαγγελματική τους εξέλιξη,
ενώ από την άλλη τις περιορίζει κυρίως στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας και του σπιτιού.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ματαιώσεις στις γυναίκες απόφοιτες πανεπιστημιακής
εκπαίδευσης όσον αφορά στα μελλοντικά τους σχέδια και στις περαιτέρω επαγγελματικές
επιδιώξεις τους και επιλογές.
στ) Τέλος, τα ποσοστά κακοποιημένων γυναικών που αναφέρθηκαν από τους
φοιτητές και τις φοιτήτριες ήταν πραγματικά εντυπωσιακά. Αν και δεν υπάρχει τρόπος να
ανακαλύψει κανείς τα αληθινά ποσοστά βίας ενάντια στις γυναίκες στην Ελλάδα, η άποψη του
δείγματος ότι οι γυναίκες κακοποιούνται πολύ περισσότερο από τους άνδρες αποτελεί,
σύμφωνα με τα δεδομένα της διεθνούς βιβλιογραφίας, αδιαμφισβήτητη αλήθεια (Αγάθωνος-
198
Αντιλήψεις Φοιτητών-τριών για τους Ρόλους των Φύλων
199
Κεφάλαιο 6
Συμφιλίωση Ιδιωτικής & Δημόσιας Ζωής:
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
6.1 Εισαγωγή.
Η προηγούμενη μελέτη έθεσε το πλαίσιο για τα ερωτήματα της παρούσας ποιοτικής
μελέτης αποκλειστικά με γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Κατ' αρχάς
διαπιστώθηκε ότι κατά τη διαδικασία μετάβασης τους από την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην
αγορά εργασίας, οι φοιτήτριες καλούνται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις, για τις οποίες
επηρεάζονται από το φύλο τους και τις εδραιωμένες στερεότυπες αντιλήψεις των κοινωνικών
θεσμών και των ιδρυμάτων, στα οποία μετέχουν (δηλαδή, την οικογένεια, το πανεπιστήμιο
και την αγορά εργασίας). Παρόμοια είναι και τα συμπεράσματα των ερευνών από τη διεθνή
βιβλιογραφία (βλ. κεφάλαιο 3). Συγκεκριμένα, οι περισσότερες ερευνήτριες αναρωτιούνται
πώς και γιατί γυναίκες οι οποίες προετοιμάζονται ακαδημαϊκά για επαγγέλματα υψηλού κύρους
και έχουν φιλοδοξίες για καριέρα, τελικά συμβιβάζονται με μια επαγγελματική σταδιοδρομία, η
οποία τις επιτρέπει να ενσωματώσουν παραδοσιακούς οικιακούς ρόλους και στερεότυπες
προσδοκίες σε σχέση με τη θηλυκή τους ταυτότητα (Etzion & Bailyn, 1994; Novack & Novack,
1996; Lyon, 1996; Davey, 1998). Ωστόσο, οι ποσοτικές μεθοδολογίες έρευνας δεν
προσφέρουν επαρκείς απαντήσεις σε ερωτήματα όπως, γιατί ή με ποιόν τρόπο οι γυναίκες
σήμερα εξακολουθούν να αναπαράγουν σχέσεις εξουσίας, να συμβιβάζονται με
παραδοσιακούς κοινωνικούς ρόλους και να διαιωνίζουν συνειδητά ή ασυνείδητα καταπιεστικές
δομές σε σχέση με την προσωπική και επαγγελματική τους ζωή.
Επομένως, ένας από τους στόχους της παρούσας μελέτης με γυναίκες πτυχιούχους
είναι να υπερβεί τους παραπάνω περιορισμούς της ποσοτικής μεθοδολογίας, παρουσιάζοντας
μια εναλλακτική ποιοτική μέθοδο στην έρευνα της ανισότητας του φύλου - συγκεκριμένα τη
θεωρία και τη μέθοδο της ανάλυσης λόγου. Φαίνεται ότι οι γυναίκες, όπως και οι άνδρες,
αντλώντας από τους κυρίαρχους «λόγους» για τα φύλα, δημιουργούν τα δικά τους γλωσσικά
«ρεπερτόρια», τα οποία, σύμφωνα με τη θεωρία της ανάλυσης λόγου, καθορίζουν τη
συμπεριφορά τους και τις επιλογές τους, με άλλα λόγια την ίδια τους τη ζωή (βλ. κεφάλαιο 1).
Ακόμη και η πιο ευεργετημένη ομάδα γυναικών, οι νέες γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης, αποφασίζει και επιλέγει σύμφωνα με τους κυρίαρχους «λόγους» για τα φύλα
που υπάρχουν σε μια κοινωνία και σε συστήματα όπως η οικογένεια, το σχολείο, το
πανεπιστήμιο και η αγορά εργασίας. Έτσι, οι «λόγοι» ή τα «ρεπερτόρια» των ίδιων των
γυναικών αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα αλληλεπιδρούν με κοινωνικούς
θεσμούς και κατασκευάζουν την ταυτότητα τους, αναπαράγοντας ταυτόχρονα τους ίδιους
τους θεσμούς. Παρότι, οι επιλογές των γυναικών είναι συνειδητές, ωστόσο δεν είναι απόλυτα
ελεύθερες, αλλά προσδιορίζονται από το ευρύτερο κοινωνικό σύστημα οργάνωσης του
φύλου.
203
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
204
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
αλληλεπίδρασης, οι ερευνητές διαπιστώνουν όχι μόνο την οργάνωση του λόγου αλλά και τη
λειτουργία του, δηλαδή την αναπαραγωγή των κοινωνικών δομών εξουσίας (Wetherell, Stiven
&. Potter, 1987). Αυτού του είδους οι ασυνέπειες, η ευελιξία και η ποικιλία του λόγου δεν θα
μπορούσαν να διερευνηθούν ποτέ με την παραδοσιακή μέθοδο ενός ερωτηματολογίου
στάσεων και αξιών.
Οι ερευνητές αναφέρονται επίσης στις διαφορές και στα πλεονεκτήματα των
ερμηνευτικών ρεπερτορίων σε σχέση με τις κοινωνικές αναπαραστάσεις. Σύμφωνα με τους
Potter & Wetherell (1987), α) τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια, σε αντίθεση με τις κοινωνικές
αναπαραστάσεις, δεν συνδέονται με ορισμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά είναι διαθέσιμα σε
ανθρώπους, οι οποίοι μπορεί να ανήκουν σε πολλές και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, β) τα
ερμηνευτικά ρεπερτόρια χρησιμοποιούνται με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τους
στόχους των ατόμων που τα χρησιμοποιούν και τις συγκεκριμένες συνθήκες, γ) τα ρεπερτόρια
δεν αντικατοπτρίζουν, όπως οι αναπαραστάσεις, κρυφές γνωσπκές διαδικασίες (αξίες, στάσεις,
αντιλήψεις), αλλά αποτελούν αυτά καθαυτά το αντικείμενο της μελέτης και τέλος δ) τα
ερμηνευτικά ρεπερτόρια δεν αποτελούν από μόνα τους μια ολοκληρωμένη θεωρία, όπως η
θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, αλλά τμήμα της θεωρίας και της μεθόδου της
συστηματικής ανάλυσης του λόγου.
205
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
1995; Wilkinson & Kitzinger, 1995). Εξάλλου, οι φεμινίστριες ισχυρίζονται ότι εάν θέλουμε να
ωθήσουμε τις γυναίκες να σπάσουν τη σιωπή τους, είναι προτιμότερο να τις μελετήσουμε σε
περιβάλλοντα όπου βρίσκονται μόνες με άλλες γυναίκες. Έτσι, σύμφωνα με την Crawford
(1995), μόνον σε γυναικείες ομάδες μπορεί ο γυναικείος λόγος και οι στόχοι των γυναικών να
αποτελέσουν τη νόρμα και να παραχθεί αντίσταση. Τέλος, καθήκον των φεμινιστριών είναι
να χρησιμοποιούν μεθόδους, οι οποίες όχι μόνον παράγουν γνώση αλλά αμφισβητούν τις
καταπιεστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές (Kelly, Burton & Regan, 1994). Κάτι τέτοιο είναι
ιδιαίτερα πρόσφορο σε ομαδικές συνεντεύξεις, στις οποίες η ερευνήτρια μπορεί να επέμβει με
επεξηγηματικές ανοιχτές ερωτήσεις για να διευκρινίσει τις απαντήσεις των συμμετεχόντων
αλλά και για να προκαλέσει τις απόψεις τους.
206
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
με τις βασικές επιστημολογικές αρχές της φεμινιστικής έρευνας αλλά και με τη συλλογή των
φυσικών δεδομένων λεκτικής αλληλεπίδρασης που χρειάζονται στην ανάλυση λόγου.
Επομένως, η επιλογή της ομαδικής συνέντευξης εστίασης έγινε με βάση τα εξής
κριτήρια: α) το είδος των φυσικών δεδομένων που απαιτούνται για την ανάλυση λόγου - στη
συγκεκριμένη περίπτωση του προφορικού λόγου, β) τους στόχους της ανάλυσης, δηλαδή την
ανάδειξη των γλωσσικών ρεπερτορίων που χρησιμοποιούν οι ίδιες οι γυναίκες για να
κατασκευάσουν την ταυτότητα τους, γ) την αποφυγή μιας τεχνητής ερευνητικής συνθήκης,
γεγονός που επιτεύχθηκε από τη δυνατότητα διεξαγωγής ομαδικών συνεντεύξεων σε οικεία
και γνώριμα περιβάλλοντα, δ) την αποφυγή της εκμετάλλευσης των υποκειμένων, γεγονός
που επιτεύχθηκε από την ομοιότητα ανάμεσα στο επίπεδο σπουδών, το φύλο και την ηλικία
της ερευνήτριας και των συμμετεχόντων και τέλος ε) την αφύπνιση της συνείδησης των
μελών της ομάδας σε σχέση με θέματα φύλου και την ενδυνάμωση τους.
Τέλος οι ομάδες εστίασης χρησιμοποιούνται στην έρευνα είτε ανεξάρτητα, είτε
συμπληρωματικά με άλλα ερευνητικά εργαλεία, τα αποτελέσματα των οποίων μπορούν να
επιβεβαιωθούν ή να ερμηνευθούν περαιτέρω από τα δεδομένα της ομαδικής συνέντευξης.
Έτσι, οι ομάδες εστίασης αναπτύσσουν σε βάθος τις υποθέσεις μιας προηγούμενης ποσοτικής
μελέτης απαντώντας κυρίως σε ερωτήματα τύπου «πώς» και «γιατί» και όχι «τι» και «πόσο».
207
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
208
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
στιγμή της συνάντησης δίδονταν και πάλι επαρκείς πληροφορίες για τους στόχους της
μελέτης. Οι συμμετέχουσες έπρεπε να συμπληρώσουν αρχικά ένα εισαγωγικό φύλλο, το
οποίο περιελάμβανε ερωτήσεις σε σχέση με τα δημογραφικά τους στοιχεία και ζητούσε από τα
υποκείμενα να καταγράψουν μερικές δραστηριότητες μιας νέας γυναίκας η οποία εργάζεται,
είναι παντρεμένη και έχει ένα παιδί7. Στόχος της σύντομης αυτής δραστηριότητας ήταν να
δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο, ώστε να βοηθήσει τις γυναίκες να εστιάσουν την
προσοχή τους στο θέμα και στα ερωτήματα της έρευνας (Krueger, 1988). Τελικά, κατά τη
διάρκεια της συνέντευξης, τα ερωτήματα που τέθηκαν στα μέλη κάθε ομάδας αφορούσαν στα
εξής: εκπαιδευτικές ή επαγγελματικές επιλογές και φιλοδοξίες, ο θεσμός του γάμου και της
οικογένειας στην Ελλάδα, συζυγικές και οικογενειακές υποχρεώσεις των γυναικών, προσδοκίες
του περιβάλλοντος, διαφορές φύλων και ιδεολογίες για τα φύλα σιην Ελληνική κοινωνία,
στους τομείς της μισθωτής εργασίας και της ιδιωτικής ζωής.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι συνεντεύξεις με στόχο την ανάλυση
λόγου διαφέρουν από τις παραδοσιακές συνεντεύξεις με δύο κυρίως τρόπους (Marshall, 1994;
Potter & Wetherell, 1987): α) Ενώ στην παραδοσιακή συνέντευξη, ο συνεντευκτής είναι όσο
το δυνατόν πιο αμέτοχος για να μην επηρεάσει τα δεδομένα της έρευνας, στην ανάλυση
λόγου, η συνέντευξη θεωρείται μια κοινωνική αλληλεπίδραση και η συμμετοχή του
συνεντευκτή (συντονιστή) οφείλει να είναι ενεργητική. Τόσο ο συνεντευκτής (συντονιστής),
όσο και οι συμμετέχοντες υποτίθεται ότι αντλούν από ένα σύνολο ερμηνευτικών ρεπερτορίων,
τα οποία ενδιαφέρουν τον ερευνητή στην ανάλυση που θα ακολουθήσει, β) Η συνέντευξη
δεν θεωρείται ένα μέσον με το οποίο μετράει κανείς τις αληθινές απόψεις των
συμμετεχόντων, αλλά ένα μέσο με το οποίο διερευνά τους ποικίλους λόγους, οι οποίοι είναι
διαθέσιμοι στους συμμετέχοντες για να κατανοήσουν τον κόσμο και για να εξηγήσουν τις
πράξεις τους.
Επομένως, η ποικιλία και η ανομοιογένεια στις απαντήσεις των συμμετεχόντων είναι
το ίδιο σημαντικές όσο και η ομοιομορφία, ενώ οι τεχνικές οι οποίες επιτρέπουν αυτήν την
ανομοιογένεια να αναδειχθεί ενισχύονται και η συνέντευξη μοιάζει με μια ανεπίσημη φυσική
συζήτηση. Η τεχνική έγκειται στο να εμμένει κανείς στο αρχικό σχέδιο της συνέντευξης, έτσι
ώστε κάθε θέμα να αντιμετωπίζεται από όλα τα μέλη της ομάδας, ενώ την ίδια στιγμή να
αφήνει τη συζήτηση να κυλά, διευκρινίζοντας ενδιαφέροντα σημεία του λόγου, καθώς αυτά
συμβαίνουν με έναν φυσικό τρόπο (Potter & Wetherell, 1995). Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει ο Potter (1997: 149) «στην ανάλυση λόγου, είναι παραγωγικό ο ερευνητής να
συμμετέχει ενεργά ακόμη και με έντονα επιχειρήματα κατά τη διαδικασία της συνέντευξης».
7
Το εισαγωγικό φύλλο καθώς και σύνολο των ερωτημάτων της ομαδικής συνέντευξης εστίασης
επισυνάπτονται στο Παράρτημα III της διατριβής.
209
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Η μέθοδος της ανάλυσης λόγου είναι μια μακρόχρονη και αργή διαδικασία, για την
οποία μάλιστα δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες ή κανόνες και συνταγές. Βέβαια, το γεγονός ότι
στην ανάλυση λόγου η μέθοδος δεν μπορεί να περιγραφεί με αυστηρούς όρους, όπως στη
στατιστική, αυτό δεν σημαίνει ότι τα αποτελέσματα της μεθόδου είναι αναξιόπιστα και
αμφισβητήσιμα (Potter, 1997). Ουσιαστικά, η διαδικασία βασίζεται στην κριτική ανάγνωση
των δεδομένων, η οποία επαναλαμβάνεται πάρα πολλές φορές εκ μέρους του ερευνητή,
προκειμένου να ανακαλυφθούν τα συσΓηματικά μοτίβα στην οργάνωση και στο περιεχόμενο
του λόγου των υποκειμένων της έρευνας, δηλαδή τα ερμηνευτικά τους ρεπερτόρια (Wetherell
& Potter, 1988; Marshall, 1994).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση μια πρώτη κατηγοριοποίηση των δεδομένων, προέκυψε
από τα ερωτήματα της συνέντευξης. Η πρώτη κατηγοριοποίηση τροποποιήθηκε και
εμπλουτίστηκε, μετά από συνεχείς αναγνώσεις, προκειμένου να συμπεριληφθούν γλωσσικά
θέματα, τα οποία παρέμεναν έξω από την ανάλυση. Αρχικά, στόχος της ανάλυσης ήταν να
ανακαλυφθούν οι ομοιότητες στο λόγο των υποκειμένων, γεγονός που υποδήλωνε ένα κοινό
γλωσσικό ρεπερτόριο, αλλά και οι διαφορές ή η ανομοιογένεια στο λόγο, γεγονός που
8
Οι οδηγίες για την απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων επισυνάπτονται στο Παράρτημα IV της
διατριβής.
210
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
υποδήλωνε την ποικιλία των ερμηνευτικών ρεπερτορίων. Στη δεύτερη φάση της ανάλυσης
και αφού τα ρεπερτόρια είχαν πια καθοριστεί, αναζητήθηκαν οι συνέπειες της χρήσης των
διαφορετικών ρεπερτορίων καθώς και οι σχέσεις μεταξύ τους - δηλαδή αν κάποιο ρεπερτόριο
χρησιμοποιείται για να ενισχύσει ή να υπονομεύσει κάποιο άλλο. Οι υποθέσεις σε σχέση με
τις λειτουργίες και τα αποτελέσματα ενός ρεπερτορίου επιβεβαιώνονται σταδιακά από τα ίδια
τα αποσπάσματα του λόγου.
Επειδή η διαδικασία της ανάλυσης λόγου δεν είναι μια μηχανική διαδικασία ανάλυσης
οι ικανότητες αποκτώνται στην πορεία, καθώς κανείς προσπαθεί να κατανοήσει τα κείμενα και
τον τρόπο που οργανώνονται. Επιπλέον, η σταθερότητα στις απαντήσεις δεν αποδεικνύει
κάποια πραγματικότητα για τον χαρακτήρα των συμμετεχόντων, αλλά τη χρήση ενός
συγκεκριμένου ρεπερτορίου (Marshall, 1994). Παρ' όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα, η
έμφαση που δίνει η συγκεκριμένη ανάλυση στην εξέταση του πλαισίου, στην ποικιλία του
λόγου και στις συνέπειες του, έχει ως αποτέλεσμα μια δυναμική μέθοδο ανάλυσης η οποία
θέτει πολλές προκλήσεις στην παραδοσιακή μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας.
211
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
την αναπαράσταση κάποιου άλλου φαινομένου. Σύμφωνα με την Perakyla (1997), στην
ανάλυση λόγου η εγκυρότητα των αναλύσεων πιστοποιείται με βάση τα εξής: α) τη
φαινομενική εγκυρότητα και τη διαφάνεια των ισχυρισμών του αναλυτή, β) την επαλήθευση
των ερμηνειών από τις απαντήσεις των ίδιων των υποκειμένων στα λόγια του προηγούμενου
ομιλητή, γ) τα ερμηνευτικά σχήματα που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι ομιλητές και τέλος
δ) τη μελέτη των περιπτώσεων που διαφέρουν από τα κύρια μοτίβα αλληλεπίδρασης. Εκτός
από τα παραπάνω, οι Potter & Wetherell (1987) ισχυρίζονται ότι η δυνατότητα ενός
αναλυτικού σχήματος (όπως είναι τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια) να συμπεριλάβει και να
κατανοήσει νέους λόγους ή η ύπαρξη νέων προβλημάτων από τη χρήση μιας γλωσσικής
πρακτικής επιβεβαιώνουν τις υποθέσεις και τις ερμηνείες για την ύπαρξη της πρακτικής
αυτής. Στην ουσία δηλαδή, ο ίδιος ο λόγος, τα γλωσσικά ρεπερτόρια, οι συνέπειες τους και οι
αλληλεπιδράσεις τους πιστοποιούν την εγκυρότητα κάθε ερμηνείας.
Τέλος, η διάσταση της εγκυρότητας μιας έρευνας αφορά και στη δυνατότητα
γενίκευσης των αποτελεσμάτων της. «Η γενίκευση δεν είναι αυτόματη στη μέθοδο της
ανάλυσης λόγου και μπορεί να εγκαθιδρυθεί σύμφωνα με τις θεωρητικές αρχές και όχι τις
αρχές της στατιστικής» (Hollway, 1994: 16). Κατ7 αρχάς, η δυνατότητα γενίκευσης στην
προκειμένη περίπτωση μπορεί να εδραιωθεί με τη σταδιακή άθροιση παρόμοιων μελετών σε
διαφορετικούς πληθυσμούς και πολιτισμικά περιβάλλοντα ή κοινωνικά πλαίσια, όπου κοιτά
κανείς τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσα στα ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι
γυναίκες. Η Perakyla (1997) ωστόσο προσεγγίζει το ζήτημα της γενίκευσης μέσα από μια
διαφορετική οπτική, η οποία περιλαμβάνει την έννοια της πιθανότητας. Η ίδια ισχυρίζεται ότι
σε μια ποιοτική μελέτη ανάλυσης λόγου (και όχι μόνο), ο ερευνητής μελετά ουσιαστικά ποιες
κοινωνικές πρακτικές είναι πιθανές ή ποια είδη λόγου χρησιμοποιούνται κατά πάσα πιθανότητα
από τα υποκείμενα της έρευνας. Επομένως, η πιθανότητα της χρήσης παρόμοιων λόγων από
άλλους ανθρώπους και κάτω από διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες είναι κάτι που μπορεί να
γενικευθεί. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της μετάβασης των νέων γυναικών από το
πανεπιστήμιο στην αγορά εργασίας τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι
γυναίκες του δείγματος δεν γενικεύονται ως γλωσσικές πρακτικές που θα χρησιμοποιήσουν
οπωσδήποτε όλες οι γυναίκες αλλά ως πρακτικές που ενδεχομένως και άλλες γυναίκες με
διαφορετικά χαρακτηριστικά ή κάτω από διαφορετικές συνθήκες μπορούν (υπάρχει δηλαδή
πιθανότητα) να χρησιμοποιήσουν.
212
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
το διάστημα της έρευνας9, με εξαίρεση τις γιατρούς, οι οποίες είχαν ολοκληρώσει τις βασικές
τους σπουδές και βρίσκονταν στο στάδιο της ειδικότητας10. Αναλυτικότερα, δεκαεννιά από τις
γυναίκες ήταν μεταπτυχιακές φοιτήτριες, τέσσερις είχαν ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό
δίπλωμα ειδίκευσης, ενώ πέντε από αυτές είχαν ολοκληρώσει το μεταπτυχιακό και συνέχιζαν
για την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος. Η σύνθεση του δείγματος ανά τομέα
σπουδών απεικονίζεται στον Πίνακα που ακολουθεί (Πίνακας 27).
Ψυχολογίας 4 24-29
Νομικής 4 23-27
Γυμναστικής Ακαδημίας 3 25
Χημείας 4 26-27
Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής 3 23-25
Γεωπονίας 3 25-26
Ιατρικής 3 26-31
Πολιτικών Μηχανικών 4 28-33
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα μικρά δείγματα είναι υπέρ αρκετά για την ανάλυση
λόγου και την εις βάθος ανάλυση των γλωσσικών σχημάτων. Στην πραγματικότητα «μια
μεγάλη ποικιλία ερμηνευτικών ρεπερτορίων μπορεί να προκύψει από ένα σχετικά μικρό αριθμό
συνεντεύξεων και να παράγει πιο αξιόπιστες πληροφορίες από ότι εκατοντάδες
ερωτηματολόγια» (Marshall, 1994: 96). Στην ίδια λογική, οι Potter & Wetherell (1987)
αναφέρουν ότι, στην ανάλυση λόγου, 10 ατομικές συνεντεύξεις μπορούν να προσφέρουν
τόσο υλικό και έγκυρη πληροφόρηση, όσο μερικές εκατοντάδες απαντήσεις σε ένα δομημένο
ερωτηματολόγιο. Έτσι και στη συγκεκριμένη μελέτη, καθώς το ενδιαφέρον εστιάζει στην
χρήση της γλώσσας και όχι στα υποκείμενα, ένας μεγάλος αριθμός ρεπερτορίων σε σχέση με
την ταυτότητα του φύλου προήλθε από έναν περιορισμένο σχετικά αριθμό γυναικών που
μίλησαν για το θέμα. Επομένως, στην ανάλυση λόγου η επιτυχία της μελέτης δεν εξαρτάται
από τον αριθμό του δείγματος. Αντιθέτως, περισσότερες συνεντεύξεις μπορεί να προσθέσουν
επιπλέον δουλειά στον ερευνητή, δίχως όμως να προσφέρουν περισσότερα στην ανάλυση
αυτή καθεαυτή (Potter & Wetherell, 1987).
Για να επιστρέψουμε στη σύνθεση του δείγματος, μόνον τρεις από τις γυναίκες που
συμμετείχαν ήταν παντρεμένες, ενώ μόνο μία από αυτές είχε δύο παιδιά. Ωστόσο, τρεις
9
Οι μεταπτυχιακές σπουδές αναφέρονται τόσο το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης όσο και το
διδακτορικό.
10
Καθώς οι προπτυχιακές σπουδές στην Ιατρική απαιτούν 7 χρόνια και επειδή οι μεταπτυχιακές σπουδές
δεν αποτελούν συνήθη επιλογή για τους φοιτητές του Τμήματος Ιατρικής, το αντίστοιχο κριτήριο
επιλογής των γυναικών για τη συγκεκριμένη ομάδα δεν ήταν οι μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά η
παρακολούθηση της ειδικότητας. Ωστόσο μία από τις γιατρούς είχε ξεκινήσει ταυτόχρονα διδακτορική
διατριβή.
213
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Γιατρός 2 1
Δικηγόρος 2 2
Πολιτικός Μηχανικός 3
Εκπαιδευτικός 3 5
Έμπορος 3
Ιδιωτικός Υπάλληλος 1 1
Δημόσιος Υπάλληλος 9 6
Αγρότης-ισσα 3 2
Εργάτης-τρια 2 1
Οικιακά 10
214
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
προσπαθούν να αντιμετωπίσουν καταπιεσπκές κοινωνικές δομές και συνθήκες στο χώρο της
απασχόλησης. Τα ρεπερτόρια των «σπουδών» ερμηνεύουν τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα
στην επιλογή σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και στις προοπτικές καριέρας μιας γυναίκας.
Τα ρεπερτόρια της «οικογένειας» ερμηνεύουν τη θέση των γυναικών στην οικογένεια και την
ανάγκη ανακατανομής των οικιακών ρόλων της σύγχρονης γυναίκας. Αντίστοιχα, τα
ρεπερτόρια της «μητρότητας» ερμηνεύουν τον κυρίαρχο ρόλο των γυναικών στην ανατροφή
των παιδιών, γεγονός που τις περιορίζει σημαντικά σε σχέση με την επαγγελματική τους
σταδιοδρομία. Τα ρεπερτόρια της «επαγγελματικής επιτυχίας» εκφράζουν τη γυναικεία
κατασκευή της επιτυχημένης εργαζόμενης, η οποία είναι σε θέση να συμφιλιώσει επιτυχημένα
τη μισθωτή εργασία με τη δημιουργία οικογένειας. Τέλος, με βάση όλα τα παραπάνω, οι
γυναίκες φαίνεται να αντιλαμβάνονται την απόσταση που υπάρχει συχνά ανάμεσα στην
εμπειρία τους και στις απαιτήσεις του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, γεγονός το οποίο
αναδεικνύεται μέσα από το ρεπερτόριο της «σύγκρουσης». Στις ενότητες που ακολουθούν,
παρουσιάζονται αναλυτικά τα παραπάνω γλωσσικά ρεπερτόρια των γυναικών (με εκτεταμένα
αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που έδωσαν οι ίδιες) καθώς και οι συνέπειες των
ρεπερτορίων στις προσωπικές τους επιλογές και στην αναπαραγωγή της κοινωνικής
ανισότητας με βάση το φύλο.
Σύμφωνα με τις έρευνες, η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας έχει
αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, παρ' όλο που οι γυναίκες συσσωρεύονται
συνήθως σε επαγγέλματα τα οποία έχουν μικρό κύρος, χαμηλές αποδοχές και ελάχιστες
προοπτικές εξέλιξης (βλ. κεφάλαιο 2). Επιπλέον, ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο,
δηλαδή η διάκριση των επαγγελμάτων σε «ανδρικά» και «γυναικεία», δημιουργεί δύο
διαφορετικές ομάδες εργαζομένων, μία κυρίαρχη και μια περιφερειακή. Η Κραβαρίτου (1989)
ισχυρίζεται ότι η κυρίαρχη ομάδα αποτελείται από ένα «πυρήνα» μιας «εργατικής
αριστοκρατίας» με υψηλή κατάρτιση και πολλές ικανότητες, η οποία είναι αφοσιωμένη σιη
δουλειά και απολαμβάνει ένα σχετικά προνομιακό καθεστώς εργασίας και επαγγελματικής
κατοχύρωσης. Αντίθετα, η περιφερειακή ομάδα εκτελεί απλούστερες εργασίες, δεν χρειάζεται
σημαντική κατάρτιση, αμείβεται λιγότερο και δεν έχει σταθερή σχέση εργασίας. Παρότι η
παραπάνω διάκριση δεν προϋποθέτει το φύλο των εργαζομένων που ανήκουν στη μια ή στην
άλλη ομάδα, είναι ολοφάνερο το γεγονός ότι στην κυρίαρχη ομάδα εργαζομένων ανήκουν
περισσότεροι άνδρες, ενώ σιην περιφερειακή περισσότερες γυναίκες.
Σύμφωνα με τη νεοκλασική οικονομική προσέγγιση και τη θεωρία του ανθρώπινου
κεφαλαίου (human capital theory), η υποδεέστερη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας
οφείλεται αποκλειστικά στα χαρακτηριστικά παραγωγικότητας της εργαζόμενης, δηλαδή στο
ανθρώπινο κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει (Χλέτσος, 1988). Ως χαρακτηριστικά
παραγωγικότητας αναφέρονται το επίπεδο εκπαίδευσης, η επαγγελματική κατάρτιση και η
215
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
216
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
επαγγελματική εξέλιξη. Παρ' όλο που όλες οι γυναίκες επιθυμούν να εργαστούν και επομένως
ταυτίζονται πλήρως με τον όρο «εργαζόμενη», ωστόσο αντιστέκονται στην ταμπέλα της
«καριερίστριας».
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): . . . αλλά τώρα κάνοντας μεταπτυχιακό ουσιαστικά είναι σα να αρχίζω μία καριέρα.
Ξέρεις, μέχρι το πρώτο πτυχίο θεωρείται ότι όλες οι γυναίκες μπορεί να το κάνουν. Από "κει και πέρα όμως μπαίνεις
σε μία διαδικασία καριέρας, η οποία απαιτεί θυσίες και πάντα έχω στο μυαλό μου ότι (..) εγώ, πρέπει περισσότερο
από έναν άνδρα, πρέπει να κάνω πιο αυστηρές επιλογές όσον αφορά την καριέρα και την οικογένεια (..) κάπως έτσι
(..) δεν το έχω διευκρινίσει ακριβώς (..) πάντως κάτι τέτοιο νιώθω.
Μαρία (δικηγόρος): . . . πάντα ήθελα να δουλέψω. Δηλαδή μ' άρεσε η ιδέα του να δουλέψω κι ήταν ένας λόγος
για τον οποίο σπούδασα κιόλας . . . Θα μ' άρεσε να δουλέψω ακριβώς γιατί είναι πολύ δημιουργικό το να κάνεις κάτι
που & αρέσει, πάντα. Αλλά πραγματικά, δεν θα μπορούσα ν' αφιερώσω τον χρόνο μου μόνο και μόνο στην δουλειά.
Δεν πιστεύω JÓTI είναι κακό να μην θέλεις να κάνεις καριέρα.
Τζούλια (παιδαγωγός): Εγώ θα 'θελα να συνεχίσω και θέλω να κάνω διδακτορικό μετά . . . στη φιλοσοφία . . . το
σκέφτομαι αυτό . . . ν' ασχοληθώ με την έρευνα μετά . . . εξαρτάται πως θα μου έρθουν στην ζωή. Πάντως, έχω
αρκετές φιλοδοξίες. Ακούγομαι σαν καριερίστρια (γελάει);.
Κία (γιατρός): Για μένα ένας από τους λόγους που επέλεξα να κάνω αυτό, δηλαδή το να γυρίσω να δουλέψω στην
επαρχία και να έχω το ιατρείο μου και να έχω τα χειρουργεία μου σε κάποια κλινική είναι και αυτό, γιατί (..) θέλω να
μπορέσω να τα συνδυάσω αυτά τα πράγματα (..) δεν συνδυάζονται διαφορετικά.
Το διαφορετικό τι θα ήταν ;
Κία (γιατρός): Το διαφορετικό θα ήταν ξέρω 'γω να μείνω σε ένα μεγάλο (αστικό) κέντρο, να ασχοληθώ με κάτι
εξειδικευμένο, να προχωρήσω πολύ πάνω & αυτό, δε σημαίνει ότι όλα αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα κάνεις
μένοντας και στην επαρχία αλλά (..) δεν μπορείς να ακολουθήσεις και την καριέρα, η καριέρα σε εμάς απαιτεί να
φεύγεις στο εξωτερικό συχνά, να αφιερώνεις πάρα πολύ χρόνο & αυτά (..) δεν είναι μέσα στους στόχους μου (..)
άσχετα δηλαδή από την οικογένεια ή όχι, αν και στόχος μου θα ήταν η οικογένεια
217
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Σοφία (γιατρός): Πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο να (..) δηλαδή αν θέλεις να κάνεις κάποια πράγματα, για
παράδειγμα εγώ θα ήθελα να (..) ίσως να δώσω πιο πολύ μέσα στην ιατρική, σιην ειδικότητα μου, αλλά αυτό θα
απαιτούσε να πηγαίνω σε συνέδρια συχνά, να παρακολουθώ κάποια σεμινάρια (..) να αφιερώνω πάρα πολύ χρόνο
στην επιστήμη μου και αυτό πιστεύω ότι είναι δύσκολο να συνδυαστεί με οικογένεια, αν δηλαδή οι στόχοι σου είναι
να κάνεις οικογένεια γι αυτό το λόγο (..) έθεσα εγώ (..) είπα ότι θέλω στη ζωή μου να κάνω οικογένεια, θέλω να έχω
και κάποιο χρόνο προσωπικό ελεύθερο (..) όμως για αυτό το πράγμα (..) θυσίασα κάποια πράγματα από την ιατρική
δηλαδή, γι αυτό και κάνω πίσω και θα κάνω ιδιωτικό ιατρείο.
Άννα (ψυχολόγος): Περιμένουν και άλλα πράγματα από σένα και όταν ιδίως βλέπει ένας άνδρας ότι εσύ έχεις
φιλοδοξίες εκεί φ ο β ά τ α ι . . . Μπροστά στις δικές σου φιλοδοξίες σα γυναίκα φοβάται πάρα πολύ (..) εγκαταλείπει...
έχω συναντήσει εγώ ανθρώπους, άνδρες ανθρώπους (γέλια) και πιστεύω ότι έτσι είναι τελικά, οι οποίοι ενώ
παρουσιάζονται ως προς τα θέματα αυτά αρκετά προοδευτικοί και προχωρημένοι, στο θέμα της καριέρας είναι πάρα
πολύ σταθεροί. Δεν αποδέχονται με τίποτα να είσαι σε μία θέση πάνω από αυτούς με καλύτερη καριέρα, με
περισσότερες φιλοδοξίες με περισσότερες προοπτικές δεν το αντέχουν ή με περισσότερα χρήματα, δεν το αντέχουν
με τίποτα.
Κάτια (ψυχολόγος): Ή αναγκάζεσαι εσύ να μετριάσεις τις δικές σου φιλοδοξίες για να (..) ναι αυτό συνέβη σε μένα
(..) η Αμερική δηλαδή ήταν ένας συμβιβασμός για μένα, δεν ήταν επιλογή δικιά μου. Όχι ότι μου βγήκε σε κακό.
Τελικά έκανα αυτό που ήθελα (..) είχα σκοπό να πάω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό, αλλά το ότι πήγα στην
Αμερική και δημιουργήθηκε μία ολόκληρη κατάσταση μετά από αυτό (..) δεν ήταν δικιά μου επιλογή, ήταν
προσαρμογή των δικών μου φιλοδοξιών και σχεδίων στου Γιώργου τα σχέδια και τις φιλοδοξίες που φαντάζομαι ότι
αν ήταν αντιστραμμένα τα πράγματα δε θα γινόταν αυτό, δηλαδή αν ο Γιώργος είχε τις δικές μου φιλοδοξίες και εγώ
τις δικές του, δε θα ακολουθούσε αυτός εμένα, πάλι εγώ θα προσάρμοζα τις δικές μου φιλοδοξίες.
Μαρία (δικηγόρος): Εξαρτάται καταρχήν . . . εξαρτάται πόσο σκληρό κι απαιτητικό θα το κάνει ο καθένας τι
φιλοδοξίες έχει. Αμα θέλεις να κάνεις μία μεγάλη καριέρα στο ελεύθερο επάγγελμα, στη δικηγορία, αν θέλεις να
κάνεις μία μεγάλη καριέρα κι έχεις υπέρμετρες φιλοδοξίες να φτάσεις & ένα β, γ επίπεδο . . . εγώ προσωπικά δεν
έχω φιλοδοξίες να γίνω η μεγάλη δικηγόρος. Ένα μέτριο επάγγελμα να βγάλω κάποια χρήματα φυσικά, για να (..)
από κει και πέρα δεν έχω σκοπό ν" αφιερώσω δηλαδή, εντελώς αποκλειστικά στην δουλειά την ζωή μου. Γι' αυτό και
πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και με τις άλλες (..) δραστηριότητες (της οικογένειας).
218
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Ιωάννα (παιδαγωγός): Δηλαδή, μέσα σου πιστεύεις ότι ο γάμος θα την σταματήσει την καριέρα σου;
Τζούλια (παιδαγωγός): Ναι. Δηλαδή, το πιστεύω αυτό. Γι' αυτό νωρίτερα είπα ότι γενικά θα ήθελα ο άντρας μου
να μου στέκεται δίπλα μου. Που πιστεύω ότι δεν θα μπορώ (..) δύσκολα να βρεθεί ένας τέτοιος άντρας σήμερα.
Σοφία (παιδαγωγός): Αυτό κάπου το πιστεύω κι εγώ. Επειδή, όλα αυτά τα πράγματα που μ' ενδιαφέρουν και τα
βρίσκω πολύ ενδιαφέροντα, τις εργασίες, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά (..) αλλά κάπου μέσα μου πιστεύω ότι θα
υπάρξει πολύ μεγάλη σύγκρουση. Επειδή θέλω να κάνω οικογένεια και σπίτι, νομίζω ότι θα υπάρξει αυτή η
σύγκρουση. Κι επειδή είμαι άτομο που δεν μπορώ τις συγκρούσεις. Δηλαδή, πρέπει να βρω μία λύση οπωσδήποτε
αμέσως για να ηρεμήσω, γι' αυτό δεν έχω φιλοδοξίες. Προτιμώ να κάνω τώρα αυτό που μπορώ να το κάνω έτσι,
κάπως άνετα με σχετική ηρεμία και αυτό θα με κάλυπτε αργότερα. Δηλαδή, νομίζω ότι έτσι θα έβρισκα κάποια
ισορροπία. Μετά βίας και δυσκολίας πάλι βέβαια, αλλά θα υπήρχε κάποια ισορροπία . . . έτσι φέρνω μία ισορροπία.
Πιστεύω δηλαδή ότι (..) για μένα το σπιτικό είναι το πιο βασικό. Δηλαδή και η δουλειά μου και το επαγγελματικό
είναι βασικό, αλλά είναι και η οικογένεια. Και κάπου έτσι, τα ισορροπώ δηλαδή . . . είναι δύο πλευρές, για μένα
δηλαδή, δύο κομμάτια του εαυτού μου, και τα δύο εξίσου σημαντικά. Κατάλαβες; Γι' αυτό προσπαθώ να βρω την
μέση, δηλαδή (..) νομίζω ότι έτσι θα καλύπτομαι και επαγγελματικά . . . κι απ' την άλλη θα θέλω . . . να έχω και μία
καλή οικογένεια και να παίξω κάποιους ρόλους τέλος πάντων εκεί.
219
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Ακόμη και η επιλογή της ιατρικής ειδικότητας αποφασίζεται με βάση τις μετέπειτα
απαιτήσεις στην άσκηση του επαγγέλματος και ωράρια εργασίας και όχι τις πραγματικές
επιθυμίες ή τις κλίσεις της ειδικευόμενης.
Εύη (γιατρός): Στην πράξη αυτά τα πράγματα είναι δύσκολο να τα συνδυάσεις γιατί εγώ έχω φιλοδοξίες αρκετές
στο επάγγελμα μου (η Εύη κάνει διδακτορικό) (..) θα ήθελα να ακολουθήσω . . . να προσπαθήσω να κάνω κάποια
Πανεπιστημιακή καριέρα, φυσικά η επιλογή της οφθαλμολογίας . . . δεν έγινε τυχαία (..) στην αρχή ξεκίνησα για
παιδιατρική, αλλά την απέρριψα για τους λόγους του ωραρίου, ότι δε θα είχα ωράριο σαν επαγγελματίας σα γιατρός,
σε αντίθεση με την οφθαλμολογία η οποία είναι προγραμματισμένη, τα περιστατικά δεν είναι επείγοντα, μπορώ να
τηρώ κάποιες ώρες λειτουργίας ιατρείου, οπότε να ελέγχω λιγάκι τον ελεύθερο χρόνο μου (..) με απώτερο σκοπό να
μπορέσω να προσφέρω και στην οικογένεια μου, γιατί πιστεύω ότι δε θα ολοκληρωθώ σα γυναίκα και σαν άνθρωπος
αν δεν καταφέρω να κάνω οικογένεια (..) και θα προσπαθήσω να τα συνδυάσω . . . άμα δω ότι δεν μπορώ να τα
συνδυάσω θα ασχοληθώ με την Πανεπιστημιακή καριέρα και θα περιοριστώ λιγάκι στο ελεύθερο επάγγελμα . . . δεν
με ενδιαφέρει τόσο η οικονομική (..) οι οικονομικές απολαβές από το επάγγελμα μου όσο η Πανεπιστημιακή καριέρα,
περισσότερο δίνω εκεί περισσότερη έμφαση και να έχω και χρόνο να ασχοληθώ και με την οικογένεια μου.
Σοφία (γιατρός): Η ιατρική ειδικά μας τρώει πάρα πολύ χρόνο . . . γιατί για μας είναι πάρα πολύ σημαντικό το
διάβασμα (..) χώρια οι εφημερίες, χώρια άλλα πράγματα . . . Εμείς έχουμε χάσει πάρα πολλά πράγματα από την (..)
από προσωπικές απολαύσεις . . . φαντάσου να είχαμε και οικογένεια . . . και αρκετές φορές έχω έρθει σε σύγκρουση
με τον εαυτό μου . . . υπάρχουν φορές που, όταν νιώθω ειδικά κουρασμένη σωματικά, κάπου αρχίζω και αμφιβάλλω
για την επιλογή μου, αλλά ευτυχώς τελικά αυτό δεν κρατάει πολύ.
Δώρα (μηχανικός): Συμφωνώ, απλώς βάζω σε (..) έτσι υπογραμμίζω το τι προτεραιότητες θα βάλει η γυναίκα.
Δηλαδή, αν θ' αποφασίσει να είναι «εταιρία woman», να γίνει ας πούμε επαγγελματίας πολύ γνωστή, ή να κοιτάξει
(..) να έχει την δουλειά της, αλλά να βάλει πρώτα την οικογένεια της.
Φαίνεται επομένως ότι ενώ οι γυναίκες στη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου
προσπάθησαν να ενταχθούν πλήρως στην παραγωγή και να συνδυάσουν όσο καλύτερα
μπορούσαν τις εργασιακές με τις οικογενειακές ευθύνες, κατάλαβαν ότι για να ανταποκριθούν
διέτρεχαν τον κίνδυνο της εξάντλησης (Αυδή-Καλκάνη, 1989). Σύμφωνα με τη συγγραφέα
«μπροστά στον κίνδυνο της εξάντλησης και της απορρόφησης ολόκληρης της ιδιωτικής της
ζωής από τις εργασιακές της υποχρεώσεις, η γυναίκα άρχισε να αντιστέκεται παθητικά»
(Αυδή-Καλκάνη, 1989: 70). Στην πραγματικότητα αντιστέκεται στην «καριέρα», όπως αυτή
ορίζεται από το ανδρικό πρότυπο εργασίας και υιοθετεί τον όρο «δουλειά» ως πιο συμβατό με
την ταυτότητα της. Με τον τρόπο αυτό όμως, περιορίζει τις φιλοδοξίες της, ενώ ταυτόχρονα
περιθωριοποιείται ως εργαζόμενη ανακαλύπτοντας εναλλακτικές μορφές εργασιακής
απασχόλησης. Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις επιθυμούν να εργαστούν και
επομένως αντιστέκονται σε παραδοσιακές επιταγές, οι οποίες καθορίζουν τη θέση τους κυρίως
μέσα στην οικογένεια. Ταυτόχρονα όμως, συμβιβάζονται στο παραδοσιακό στερεότυπο του
ρόλου τους ή ενισχύουν τον καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο, με την αναζήτηση θέσεων
εργασίας οι οποίες ακριβώς επιτρέπουν τη δημιουργία οικογένειας. Έτσι υιοθετούν τον όρο
«δουλειά», ο οποίος δεν φαίνεται να απειλεί την ταυτότητα τους και τις ισορροπίες με το
220
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ με βάση αυτές τις σκέψεις σκέφτομαι ότι ίσως δεν ακολουθήσω την δικηγορία και
ασχοληθώ με την συμβολαιογραφία. Γιατί είναι πιο ήρεμο το επάγγελμα, πιο οργανωμένο . . . μπορείς να τα
οργανώσεις πολύ καλύτερα σιην ζωή σου από το να τρέχεις.
Βάσω (δικηγόρος): Κατά κάποιο τρόπο συμφωνώ. Αλλά εντάξει, σπούδασα γιατί ήθελα να σπουδάσω, αλλά δεν
ξέρω, δεν μπορούσα, δεν θα μπορώ σε καμιά περίπτωση να φανταστώ τον εαυτό μου μόνο να δουλεύει. Μ' αρέσει
πάρα πολύ, αλλά μ' αρέσει να έχω και άλλα πράγματα στην ζωή μου. Τα οποία, εντάξει, αναγκαστικά κατά κάποιο
τρόπο θα είναι η οικογένεια.
Κατερίνα (γυμνάστρια): Λοιπόν, εγώ θα ήθελα να δουλεύω το πρωί σε κάποιο σχολείο, θα προτιμούσα βέβαια
κάποιο ιδιωτικό και ο λόγος είναι για να είμαι εδώ και όχι σε άλλη πόλη, για να μη διοριστώ κάπου αλλού. Ή έστω
κάποια άλλη πρωινή δουλειά . . . Πιστεύω ότι δε θα με απασχολούν πολλές ώρες και θα έχω να αφιερώσω χρόνο
στην οικογένεια μου . . . δηλαδή, το σχολείο είναι μεν συμβιβαστική λύση γιατί βολεύει, αν γίνει, σε όλα . . . Αλλά (..)
από την άλλη κάποια πράγματα που είχα μέσα μου, που δεν είμαι σίγουρη αν τα ήθελα . . . γι αυτό μπορεί και να μη
γίνονται.. . Δηλαδή μπορεί η ίδια και εγώ, να μη θέλω το να δουλέψω στο Πανεπιστήμιο . . . και ίσως και αυτό να με
εμποδίζει. Αν ήμουν σίγουρη για αυτό, αν το ήθελα αυτό και μόνο ίσως να μην ήμουν έτσι . . . πάντως είναι σίγουρο
ότι με εμποδίζει να μου αρέσει στο ότι δε συμβιβάζεται με αυτά που θέλω να κάνω μαζί με τον αρραβωνιασπκό μου
στη συνέχεια (εννοεί οικογένεια).
Λίντα (χημικός): Θα ήθελα να έχω τακτοποιηθεί επαγγελματικά, δηλαδή να έχω μία δουλειά που να με καλύπτει,
να μην είναι πολύ μονότονη, να έχει (..) να μπορώ να βρίσκω κάτι καινούργιο & αυτήν κάθε μέρα. Να μην με
κουράζει όμως και πολύ ώστε να έχω ελεύθερο χρόνο να ασχοληθώ και με άλλα πράγματα εκτός αυτής. Φαντάζομαι
ότι θα έχω ένα παιδί μέχρι τότε και θα το ήθελα να έχω ένα παιδί μέχρι τότε, ν' ασχολούμαι και μαζί του και να το
προσέχω, όπως και με τον (..) σύντροφο που θα έχω μέχρι τότε.
Άννα-Μαρία (χημικός): Και ακριβώς όπως είπε και η Λίντα πριν, παρ' όλο που είμαι σίγουρη ότι η δουλειά μου,
λόγω χαρακτήρα, θα μου τρώει αρκετό χρόνο από την ημέρα, θέλω να φροντίσω να μην τρώει τόσο πολύ χρόνο,
ώστε να ρίχνω πίσω την οικογένεια, τον άντρα, το παιδί, τα παιδιά.
Μαρία (χημικός): Το στοιχείο που θα πρόσθετα για μένα είναι ότι θα ήθελα απλά η δουλειά μου να είναι
καθορισμένου ωραρίου, ώστε να μπορώ να μην ρίχνω πίσω την οικογένεια μου, που φαντάζομαι ότι θα υπάρχει μέχρι
τότε.
221
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Κατερίνα (μηχανικός): Κι εγώ τα ίδια. Τίποτα παραπάνω. Φαντάζομαι ότι θα 'χω κι εγώ παιδιά, (..) υποθέτω ότι
θα έχω δική μου δουλειά, όμως, τότε. Ότι δεν θα έρχομαι οτο γραφείο (γελάει). Και κατά προτίμηση θα ήθελα να τα
συνδυάζω κιόλας. Αν είναι δυνατόν, δηλαδή, να δουλεύω σπίτι. Όπως και τώρα προσπαθώ να δουλεύω σπίτι.
Ούτως ώστε να κάνω λίγο απ' όλα. Την κατσαρόλα στην φωτιά και στο computer μπροστά,
222
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Μαρία (χημικός): Αν οικονομικά, με οποιοδήποτε τρόπο, είμαι 100% καλυμμένη και βλέπω ότι πιέζομαι πολύ από
τις ασχολίες που έχω (την οικογένεια και τα παιδιά) ίσως και προσωρινά να άφηνα την δουλειά μου. Προσωρινά
όμως.
Άλλες έρευνες μιλούν για «το ευκαιριακό κόστος», το οποίο ορίζεται ως «το εισόδημα
που χάνει μια γυναίκα επειδή εργάζεται λιγότερο ή απέχει εντελώς από το εργατικό δυναμικό
κατά την εποχή της γέννησης και ανατροφής των παιδιών» (Συμεωνίδου, 1989α: 66). Όσο
υψηλότερο είναι το ευκαιριακό κόστος, τόσες περισσότερες και οι πιθανότητες εργασίας μιας
γυναίκας πριν και κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της. Με άλλα λόγια όσα περισσότερα
χρήματα μπορεί να κερδίσει μια γυναίκα ασκώντας ένας επάγγελμα, τόσο πιο δικαιολογημένη
φαίνεται και η είσοδος της στην αγορά εργασίας.
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Σ' όλο αυτό το διάστημα όμως, εγώ πρέπει να πείθω τον εαυτό μου και τους άλλους
βέβαια, ότι όντως είναι σημαντικό όλα αυτά τα πράγματα (οι μεταπτυχιακές σπουδές και η δουλειά μου). Κι όταν σε
μία κοινωνία το κριτήριο είναι πόσα χρήματα βγάζεις και βέβαια το χρήμα είναι απαραίτητο για την επιβίωση, η
σύγκρουση είναι ορατή.
Κατερίνα (γυμνάστρια): Εγώ δικαιολογώ τη δουλειά που κάνω αυτή τη στιγμή γιατί παίρνω χρήματα, αν με τη
δουλειά αυτή δεν έπαιρνα (..) για παράδειγμα σε μια ομάδα (που προπονώ) παίρνω λίγα χρήματα (..) και δουλεύω
Σαββατοκύριακα και ξυπνάω Κυριακή πρωί και ακούω διάφορα γΓ αυτό το πράγμα. Γιατί σηκώνομαι Κυριακή πρωί,
γιατί φεύγω Κυριακή πρωί, γιατί, γιατί (..).
Οι γυναίκες που μπορούν να πετύχουν ικανοποιητικούς μισθούς είναι, όπως έχει ήδη
αναφερθεί, εκείνες που έχουν υψηλή εξειδίκευση και πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης. Καθώς η
εκπαίδευση αυξάνει σημαντικά τις αμοιβές και το είδος της εργασίας, το ευκαιριακό κόστος για
μία γυναίκα που έχει σπουδάσει και δεν εργάζεται τελικά είναι μεγαλύτερο σε σχέση με μια
γυναίκα με χαμηλότερη μόρφωση. Σε μια έρευνα στην περιοχή της Αθήνας, με θέμα τους
περιορισμούς που γνωρίζουν γυναίκες εργατών και βιοτεχνών ως προς την εργασία τους,
αποδείχθηκε ότι παρά την ουσιαστική οικονομική ανάγκη για εργασία, οι γυναίκες αυτές
εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα απασχόλησης διότι δεν διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα για
να βρουν μια αποδοτική δουλειά (Καβουνίδη, 1989). Άλλωστε αυτός, η οικονομική ενίσχυση
της οικογένειας δηλαδή, ήταν και ο μόνος κοινωνικά αποδεκτός λόγος για να αναζητήσουν
εργασία έξω από το σπίτι. Τα ίδια φαίνεται ότι ισχύουν όμως και στην περίπτωση των
γυναικών επιχειρηματιών. Ενώ οι άνδρες επιχειρηματίες δίνουν προτεραιότητα σε
επαγγελματικές προοπτικές, οι γυναίκες αναπαριστούν την επιχειρηματική τους δράση ως
ανάγκη για οικονομική συμβολή στην οικογένεια (Πετρινιώτη, 1989α).
Ωστόσο, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο αυξάνει τις πιθανότητες και βελτιώνει κατά
πολύ τις συνθήκες της γυναικείας απασχόλησης. Επομένως, οι σπουδές λειτουργούν ως
εφαλτήριο για την επαγγελματική αποκατάσταση της γυναίκας και ως ένας ισχυρός λόγος για
να εξασφαλίσει και να διατηρήσει μια καλή θέση εργασίας στη δημόσια σφαίρα. Εκτός όμως
από τις αμοιβές, η εκπαίδευση αλλάζει και τη συμπεριφορά των γυναικών ως προς τη
223
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
διεκδίκηση της ανεξαρτησίας τους, καθώς υπόσχεται, διαμέσου της αμειβόμενης εργασίας,
περισσότερες και πιο ουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ενδεικτικά σε
σχέση με τα παραπάνω, δηλαδή τη βαρύτητα των σπουδών στη διεκδίκηση απασχόλησης,
είναι τα αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις που ακολουθούν:
Αλεξία (δικηγόρος): Κι απ' την στιγμή που είχα αποφασίσει να σπουδάσω και να κάνω κάτι παραπέρα, άμα δεν
πραγματοποιήσω αυτό που (..) ουσιαστικά (σπούδασα), θα το θεωρούσα προσωπική αποτυχία, δηλαδή ότι φτάνω
μέχρι ένα σημείο, τελειώνω μία σχολή και μένω στο σπίτι μου να σφουγγαρίζω.
Σοφία (γιατρός): Τόσα χρόνια που κάναμε σπουδές είναι πολύ (..) να πάνε χαμένες είναι τελείως άδοξο και πέρα
από αυτό δε θα ήθελα να μείνω στο σπίτι και να κοιτάω μόνο την οικογένεια μου, μου αρέσει η δουλειά μου και το
επέλεξα να γίνω γιατρός και θέλω να ασκήσω το επάγγελμα μου δε νομίζω ότι θα άφηνα τη δουλειά μου.
Κία (γιατρός): Δεν είναι μόνο η οικονομική δυνατότητα για να μπορέσεις να αποχωρήσεις, είναι και κάτι που σε
γεμίζει, κάτι που κάνεις, κάτι που είναι προσωπικό, τελείως δικό σου, καταξιώνεσαι μέσα από αυτό (..) και εγώ δεν
μπορώ να σκεφτώ καμία γιατρό που να τα' χει παρατήσει, ακόμη και φίλες μου που κάνανε έτσι πολύ καλούς πολύ
πετυχημένους γάμους.
224
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
επιτρέπει των ανταγωνισμό τους με το ανδρικό εργατικό δυναμικό, το οποίο διεκδικεί μια
εντελώς διαφορετική επαγγελματική εξέλιξη. Από την άλλη, η διάκριση που κάνουν οι
γυναίκες ανάμεσα στους όρους «δουλειά» και «καριέρα» προκειμένου να ισορροπήσουν
αντιφατικά μηνύματα σε σχέση με το ρόλο τους είναι πλαστή. Με άλλα λόγια, δεν σημαίνει
ότι μια δουλειά δεν έχει απαιτήσεις ή ότι δεν δημιουργεί επιπλέον δυσκολίες και φόρτο
εργασίας στις γυναίκες παρά τα ενδεχόμενα πλεονεκτήματα της σε σχέση με ωράρια,
μετακινήσεις και ευθύνες. Έτσι, με βάση τον μύθο ότι οι γυναίκες απασχολούνται σε
«ευκολότερες» δουλειές αναλαμβάνουν ταυτόχρονα μια δεύτερη βάρδια εργασίας στο σπίτι,
χωρίς καμία επιπλέον ανταμοιβή.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι η κατασκευασμένη διάκριση που
χρησιμοποιούν οι γυναίκες ανάμεσα στον όρο «δουλειά» και στον όρο «καριέρα» διευκολύνει
την επίλυση της σύγκρουσης και του άγχους που υφίστανται στην προσπάθεια τους να
συνδυάσουν τις απαιτητικές εργασιακές και οικογενειακές τους υποχρεώσεις. Από τη μια
αντιστέκονται στον όρο καριέρα, ο οποίος προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο μοντέλο εργασίας
διαμορφωμένο πάνω στην ανδρική ταυτότητα. Με τον τρόπο αυτό εξισορροπούν με τις
παραδοσιακές επιταγές της ελληνικής κοινωνίας, όσον αφορά τον πρωτεύοντα ρόλο των
γυναικών ως σύζυγοι και μητέρες. Από την άλλη, εφόσον η υψηλή ειδίκευση τους επιβάλλει
την είσοδο τους στην αγορά εργασίας, υιοθετούν τον όρο δουλειά την οποία ωστόσο
οφείλουν να δικαιολογήσουν. Η δουλειά επιτρέπει το συνδυασμό της επαγγελματικής ζωής
των γυναικών με τη δημιουργία οικογένειας και απεικονίζεται ως πιο συμβατή με τις
ανθρωποκεντρικές αξίες της γυναικείας ταυτότητας. Παράλληλα, αναπαράγει τον
καταμερισμό της εργασίας με βάση το φύλο στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, γεγονός που
συμφέρει οπωσδήποτε ένα πατριαρχικό κρατικό σύστημα καπιταλιστικής οικονομικής
οργάνωσης.
Ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης ανάμεσα στις γυναίκες όλων των ομάδων
αφορούσε στα προβλήματα και στις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν, κατά την είσοδο και
εξέλιξη τους στην αγορά εργασίας. Όπως διαπιστώθηκε στο 2° κεφάλαιο, παρά τις
νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσπίστηκαν τη δεκαετία του '80 στην Ελλάδα προς την
κατεύθυνση της ισότητας ανάμεσα στα φύλα, οι γυναίκες δεν μπορούν να ασκήσουν ισότιμα
με τους άνδρες το δικαίωμα στην εργασία. Η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία και
στην πράξη, δηλαδή ανάμεσα στους νόμους και στην εφαρμογή τους, είναι μεγάλη, όχι μόνο
στην Ελλάδα αλλά παγκοσμίως. Κύρια χαρακτηριστικά της άνισης αντιμετώπισης των
γυναικών στη μισθωτή απασχόληση, αποτελούν οι έμμεσες διακρίσεις, η υποτίμηση των
γυναικείων χαρακτηριστικών και ικανοτήτων καθώς και οι κυρίαρχες ανδρικές δομές και αξίες,
ιδιαίτερα σε επαγγέλματα τα οποία παραδοσιακά ασκούνται από άνδρες. Παρόμοια είναι και
225
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις απαντήσεις των φοιτητών και των φοιτητριών στο
ερωτηματολόγιο της προηγούμενης μελέτης.
Άλλωστε, το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο πιστεύει ότι η άνιση αντιμετώπιση των
γυναικών στην αγορά εργασίας είναι φυσική και αυτονόητη, καθώς η φύση της γυναίκας και η
παράλληλη ενασχόληση της με τη φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών αποκλείει την
ομαλή και πλήρη ένταξη της στην αγορά εργασίας. Η Stiver (1991b) ισχυρίστηκε ότι για να
κατανοήσουμε πλήρως τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο χώρο της
εργασίας σήμερα, θα πρέπει να κατανοήσουμε τις κοινωνικές δομές και τις δυνάμεις που
υφίστανται στους διάφορους οικονομικούς, πολιτισμικούς και επαγγελματικούς φορείς σε
σχέση με την μισθωτή εργασία. Τα ζητήματα που προκύπτουν συνήθως και απασχολούν τις
εργαζόμενες γυναίκες αφορούν στα εξής: α) στην αμφισβήτηση των ικανοτήτων τους και
των επαγγελματικών τους προσόντων, ακόμη κι όταν υπερβαίνουν τα αντίστοιχα των ανδρών
συναδέλφων τους β) στην προτεραιότητα του ρόλους τους ως σύζυγοι και μητέρες, γεγονός
που παρεμποδίζει την εξέλιξη τους, γ) στο γεγονός ότι πρέπει να συμπεριφέρονται σιην
εργασία, όπως οι άνδρες συνάδελφοι τους, αλλιώς δεν θεωρούνται «σωστοί» επαγγελματίες,
δ) στο γεγονός ότι αποφεύγουν μια ανταγωνιστική συμπεριφορά, κάτι που θεωρείται όμως
απαραίτητο και αναγκαίο στο χώρο της εργασίας, ε) στην διάσταση που βιώνουν ανάμεσα
στον εν δυνάμει ρόλο τους ως μητέρες και στην επαγγελματική τους ταυτότητα και τέλος στ)
στο φόβο της επαγγελματικής επιτυχίας, η οποία μπορεί να τους αποξενώσει από αγαπημένα
πρόσωπα και να απειλήσει τη θηλυκή τους ταυτότητα.
Προσπαθώντας να ερμηνεύουν την άνιση μεταχείριση των δύο φύλων και τις
διακρίσεις που υφίστανται οι ίδιες στον επαγγελματικό στίβο, οι γυναίκες του δείγματος
αντλούν από τα εξής δύο γλωσσικά ρεπερτόρια: το ρεπερτόριο της «βιολογικής διάκρισης»
και το ρεπερτόριο της «διάκρισης των ρόλων» ανάμεσα στα φύλα.
226
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Εύα (δικηγόρος): Και μην ξεχνάμε ότι, τουλάχιστον υπάρχει μια κάποια διαφορά όσον αφορά (..) την ψυχολογική
και την συναισθηματική ωριμότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών . . . Σίγουρα, πιστεύω ότι οι γυναίκες είναι
περισσότερο ώριμες και συνειδητοποιημένες στην ζωή, εν γένει, συγκριτικά με τους άνδρες . . . πιστεύω ότι από
μικρές, τουλάχιστον εγώ την είχα αυτήν την αίσθηση (..) μονίμως ξεχωρίζαμε. Έστω κι εμφανισιακά αν θέλετε, που
ωριμάζαμε πιο γρήγορα και όταν μας κοιτούσαν οι άνδρες αισθανόμασταν άσχημα, κακά τα ψέματα, ώσπου να
ξεπεράσουμε πέντε πράγματα.
Μαρία (δικηγόρος): . . . το αν κάποιος μου φερθεί άσχημα ή μου μιλήσει άσχημα, επειδή είμαι γυναίκα ή δε δεχθεί
να με πληρώσει επειδή είμαι γυναίκα, θα αισθανθώ άσχημα, φυσικά. Φυσικά και θα αισθανθώ άσχημα και ίσως από
χαρακτήρα δεν θα μπορέσω να του μιλήσω κι εγώ άσχημα. Εκεί είναι το πρόβλημα μου, γι' αυτό πολλές φορές
αναρωτιέμαι μήπως δεν ταιριάζω με την δικηγορία, γιατί πρέπει να έχεις θράσος και λίγο λόγο και να τα λες έξω από
τα δόντια. Εγώ έχω, κάτι να πάω να πω, αμέσως νιώθω, κοκκινίζω, βουρκώνω και δεν μπορώ να πω τίποτα. Σ' αυτό
είμαι σίγουρη. Οπότε καλύτερα να περιορίσω (γελάει) το επάγγελμα & ένα επίπεδο . . .
Εύα (δικηγόρος): . . . και απ' ότι έβλεπα όσο ήμουν ασκούμενη (..) και που συζητάω . . . λίγες είναι αυτές που
ασχολούνται, άνω την ηλικία των 40, καθημερινά με (..) πραγματικά μαχόμενες δικηγορίνες πολύ λίγες (..) κι ακόμα
λιγότερες παιδιά, άνω των 50, ήταν μετρημένες στα δάκτυλα, μετρημένες στα δάκτυλα . . . και αν παρατηρήσετε
τουλάχιστον εμφανισιακά, είναι οι χοντρές οι ζαρωμένες οι ρυτιδιασμένες χωρίς να χάνουν τίποτα οι γυναίκες ως
προσωπικότητες προς Θεού, απλά πιστεύω, ότι είναι τέτοιες οι απαιτήσεις του επαγγέλματος με το άγχος το
καθημερινό και αν προσθέσουμε και την οικογένεια και τα οικογενειακά βάρη (..) τουλάχιστον, εμφανισιακά φαίνονται
οι γυναίκες ότι μειονεκτούν, εμφανέστατα.
Βάσω (δικηγόρος): Κι εγώ, το 'χω συναντήσει αυτό, γιατί τυχαίνει, οι γονείς μου να είναι δικηγόροι, να είναι και
στον ίδιο χώρο, σε διπλανά γραφεία και ας πούμε για πιο εύκολες υποθέσεις θα 'ρθουν στην μαμά μου, πιο εύκολες
όταν λέμε, εννοούμε (γελάει) μία έρευνα στα υποθηκοφυλακεία ας πούμε.
Εξάλλου, η απόρριψη ή η αμφισβήτηση των «άλλων» εξαιτίας του φύλου τους, χωρίς
καμία άλλη δικαιολογία, είναι κάτι που οι γυναίκες θεωρούν δεδομένο, σε οποιονδήποτε
επαγγελματικό χώρο, τόσο από τους αποδέκτες των υπηρεσιών, όσο και από τους ίδιους τους
συναδέλφους. Πα παράδειγμα, στα αποσπάσματα που ακολουθούν μία γυναίκα ψυχολόγος
και μία γυναίκα γιατρός αναφέρουν περιστατικά υποτίμησης του επαγγελματικού τους κύρους
αποκλειστικά λόγω φύλου ή ηλικίας.
Άννα (ψυχολόγος): . . . εγώ είχα και την εμπειρία μίας αρνητικής αντιμετώπισης από τους άνδρες που ερχόταν να
ζητήσουν ψυχολογική βοήθεια, σαν πελάτες (..) εγώ δούλευα σε ένα θεραπευτικό χώρο, όπου υπήρχαν πάρα πολλοί
άνδρες και όπου υπήρχε μία φοβερή αμφισβήτηση απέναντι στις γυναίκες. Επίσης απέναντι μου, όταν διαπίστωναν
ότι ένα κοριτσάκι (..) γιατί ακουγόταν και αυτό (..) «να με κάνει εμένα ένα κοριτσάκι ότι θέλει», τους φαινόταν
απαράδεκτο και δεν άλλαζε βέβαια, σε σπάνιες περιπτώσεις άλλαζε.
227
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Εύη (γιατρός): Εμένα από προσωπική μου πείρα η αντίθεση ήταν πιο έντονη όχι τόσο . . . από τους ασθενείς, η
αντιμετώπιση, όσο από τους συναδέρφους τους άνδρες (..) οι οποίοι ορισμένοι χαρακτηριστικοί τύποι (..) που έτσι
προσπαθούσαν να πούνε ξέρω \ω (..) πήγαινε πιο πέρα εσύ (..) άσε θα το κάνω εγώ ας πούμε, ήθελαν να σου
δώσουν μια δεύτερη (..) ένα δεύτερο ρόλο (..) ίσως σε μερικούς που τους κακοφαίνεται η (..) το να παίρνει έντονη
πρωτοβουλία μια γυναίκα σε μερικούς τους οποίους τους θεωρώ κομπλεξικούς (γελάει).
Επίσης, η ικανότητα της γυναίκας για αναπαραγωγή και η ταυτόχρονη απουσία των
απαραίτητων «ανδρικών» χαρακτηριστικών για τη δουλειά, φαίνεται ότι επηρεάζει σημαντικά
και τους ίδιους τους εργοδότες, οι οποίοι άλλοτε προσπαθούν να αποφύγουν εντελώς την
πρόσληψη γυναικών και άλλοτε προσπαθούν να δικαιολογήσουν την παρουσία των γυναικών
στο χώρο του επαγγέλματος.
Μαρία (γυμνάστρια): Επηρεάζει σίγουρα (το γεγονός ότι είμαστε γυναίκες). Αυτό που λέει ο καθηγητής μου
συνέχεια, μας φωνάζει επειδή μια κοπέλα έμεινε έγκυος και κάποια δουλειά δεν μπόρεσε να την τελειώσει, μας
φωνάζει συνέχεια «εσείς οι γυναίκες που δεν μπορούμε να προγραμματίσουμε τίποτα, μη μείνετε έγκυες και τέτοια»
. . . εντάξει (..) μας βλέπουνε (..) συζητούσαμε με κάποιο παιδί κατά πόσο επηρεάζει που είμαστε γυναίκες, στο χώρο
που είμαστε και μας βλέπουνε με διαφορετικό μάτι, όσο και να λένε ότι υπάρχει αυτή η ισότητα, μας βλέπουνε με
διαφορετικό μάτι όλοι . . . Και πριν λέγαμε κάτι, αν οι γυναίκες αντιμετωπίζουνε πρόβλημα στη δουλειά τους, τώρα
μου ήρθε στο νου το πώς εκεί που δουλεύω στην Ακαδημία, στη Δημοτική επιχείρηση το πώς με (..) αντιμετωπίσανε
όταν ήμουν η μόνη κοπέλα, ήταν σα να (..) και από τη Διοίκηση, στους γονείς που φέρνουν τα παιδιά τους για
προπόνηση, στην αρχή σα να με δικαιολογούσαν (..) «να έχουμε και τη Μαρία αν έρθουν κοριτσάκια» . . . αν θα
μαζευτούνε κοριτσάκια να έχουμε και μια γυναικεία παρουσία . . . μου χτυπούσε πολύ άσχημα.
Άννα-Μαρία (χημικός): Εγώ θα έλεγα ότι το έχω νιώσει όντως, να με αντιμετωπίζουν μειονεκτικά. Πριν ξεκινήσω
εδώ πέρα την δουλειά, το μεταπτυχιακό δηλαδή, είχα ψάξει έξω στην αγορά εργασίας και είχα πολλές αρνητικές
απαντήσεις καθαρά και μόνο, χωρίς να δούνε ούτε βαθμό πτυχίου, ούτε ξένες γλώσσες ούτε άλλα προσόντα,
απόρριψη μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα. Κι αυτό φυσικά, μ' έκανε να αισθανθώ όχι μόνο σκουπίδι αλλά κι εγώ
δεν ξέρω τ ι . . . Και μάλιστα, ρώτησα, ζήτησα κι εξηγήσεις και μου απάντησαν ότι η φύση της εργασίας είναι τέτοια
ώστε θεωρούμε ότι μια γυναίκα δεν θα μπορούσε να την κάνει και λεω, «μα καλά συγγνώμη χημικό δεν ζητάτε» . . .
και εμείς εδώ τι σπουδάζουμε (..) αν είναι έτσι δε θα έπρεπε να μπαίνουνε χημικοί γυναίκες μέσα στη Σχολή.
Ράνια (γεωπόνος): Από έναν φίλο μας που δουλεύει έτσι, είχε πει ότι όταν κάνανε τις αιτήσεις (τους είπαν) να
ξεχωρίσετε τις γυναίκες τις έβγαλαν τελείως από εκεί και πέρα είδαν ποιους θα πάρουν. Από εταιρεία δηλαδή έτσι
ακούσαμε . . . είναι πιο δύσπιστοι και οι γεωργοί απέναντι στις γυναίκες. Το να τους στείλεις δηλαδή μία γυναίκα
πωλήτρια για το λίπασμα είναι (..)
Δεν είναι όμως μόνον οι εργοδότες που διακρίνουν με βάση το φύλο, αλλά και οι ίδιες
οι γυναίκες, οι οποίες αισθάνονται ότι οι βιολογικές τους διαφορές σε σχέση με τους άνδρες
περιορίζουν πραγματικά την επαγγελματική τους εξέλιξη. Στα παρακάτω αποσπάσματα,
φαίνεται ο τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες έχουν εσωτερικεύσει την ιδεολογία της βιολογικής
διαφοράς ή καλύτερα την ιδεολογία της βιολογικής ανωτερότητας των ανδρών, η οποία
προσφέρει στους τελευταίους μεγαλύτερα περιθώρια και ένα «πλεονέκτημα 10 χρόνων».
Ιωάννα (παιδαγωγός): Εγώ πάντως θεωρώ ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων ότι, αν η γυναίκα θέλει
να κάνει παιδί και θεωρείται σωστή ηλικία 25-30 έχει και την υποχρέωση, ας πούμε, μέσα σε εισαγωγικά να
228
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
παντρευτεί μέσα & αυτό το διάοτημα. Ενώ ο άντρας έχει πολύ μεγαλύτερο περιθώριο. Και να περιμένει να
δημιουργηθεί επαγγελματικά και να ωριμάσει και περισσότερο μέσα του και μετά να παντρευτεί. Ενώ μία γυναίκα (..)
Κία (γιατρός): Εγώ είμαι τώρα 31 χρονών και κάνω ειδικότητα και ήδη θεωρούμαι ότι έχω ξεπεράσει το όριο
ηλικίας μιας γυναίκας που θέλει να κάνει οικογένεια . . . είμαι στα όρια πάντως, παίζεται μέχρι τα 35 καλό είναι νο
έχεις κάνει και κάποιο παιδί (..) αλλά για έναν άνδρα συνομήλικο μου δες τώρα τι ανάγκη έχει να φύγει και να πάει να
καθίσει και Αμερική και δύο χρόνια και να πάει και Αγγλία για ένα χρόνο (..) και να γυρίσει στα 40 και να κάνει την
οικογένεια του (..) έχει 10 χρόνια avantage από μένα . . . Ύστερα και στατιστικά (..) οι συνάδερφοι οι οποίοι έχουν
ασχοληθεί και έχουν κάνει καριέρες και τέτοια παντρεύονται πολύ αργότερα γιατί δημιουργούν οικογένειες πολύ
αργότερα από εμάς (..) δεν έχουν πρόβλημα.
Καθώς το αρχικό στάδιο μιας καριέρας, όπου κανείς πρέπει να αφιερώσει χρόνο και
ενέργεια, συμπίπτει σης γυναίκες με τη δημιουργία οικογένειας, είναι αυτονόητο ότι οι δύο
αυτές παράλληλες δραστηριότητες μέσα και έξω από το σπίτι, προκαλούν έντονες
συγκρούσεις στις γυναίκες. Γενικότερα, εξαιτίας της βιολογικής διαφοράς ανάμεσα στα φύλα,
ορισμένα επαγγέλματα ή μια συγκεκριμένη επαγγελματική πορεία μπορεί να ταιριάζει σ' έναν
άνδρα, αλλά όχι σε μια γυναίκα, η οποία είναι παντρεμένη και έχει οικογένεια.
Γωγώ (μηχανικός): Ναι, εγώ αυτό που είπα, είναι το εξής. Ο άντρας μου, ας πούμε, θα ήθελε πάρα πολύ να έχει
μία δουλειά (όπως η δική της) που να ταξιδεύει και να είναι executive, ας πούμε, σε μία (εταιρεία) . . . εκείνος θα
ήθελε να κάνει μία τέτοια δουλειά και δεν θα 'χε κανένα πρόβλημα να την κάνει και εγώ αν το έκανε δεν θα 'χα
κανένα πρόβλημα να το κάνει. Απλώς ήδη, έχουμε φτάσει στο σημείο, να συζητάμε ότι «κοίταξε να δεις αυτό το
πράγμα ταιριάζει σε κάποιον άντρα, αλλά δε θα ταίριαζε σε μία γυναίκα» . . . και σημειωτέον ότι εγώ τα τελευταία 3
χρόνια, στην λογική αυτή . . . που έχει να κάνει με το πόσες υποχωρήσεις κάνει κάποιος, έχω μειώσει τον ρυθμό των
ταξιδιών μου πάρα πολύ, πάρα πολύ. Αλλά παρόλα αυτά . . . κι επιλέγω δουλειές έτσι ώστε, να μην έχουν πολλά
ταξίδια. Παρόλα αυτά (..) βλέπεις κι από φίλους. Φίλοι. Ανθρωποι που είναι σιην δική μας την γενιά και μου λένε
«καλά, παντρεύτηκες και μυαλό δεν έβαλες».
229
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Αννα (ψυχολόγος): Φαίνεται αστείο, αλλά το έχω παρατηρήσει σε όλες τις σχέσεις μου ακόμη και στις φιλικές, όχι
μόνο στις ερωτικές το ότι ο άλλος περιμένει ότι σε κάποια στιγμή θα σου φύγει αυτό το πράγμα, ότι θα συμβιβαστείς
με το ρόλο σου και ότι θα γίνεις ένας φυσιολογικός άνθρωπος που θα αποδεχθείς και να μαγειρεύεις, εμένα για
παράδειγμα δε μου αρέσει καθόλου η μαγειρική, τη σιχαίνομαι, μπορεί και να μη φαω για να μη μαγειρέψω . . . ο
άλλος βέβαια περιμένει ότι εντάξει θα προσαρμοστείς σε αυτό ότι κάποτε θα σου αρέσει να μαγειρεύεις αν είναι
δυνατόν . . . περιμένουν και άλλα πράγματα από σένα και όταν ιδίως βλέπει ένας άνδρας ότι εσύ έχεις φιλοδοξίες εκεί
φ ο β ά τ α ι . . . μπροστά στις δικές σου φιλοδοξίες σα γυναίκα φοβάται πάρα πολύ (..) εγκαταλείπει.
Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω πως παίζει ρόλο κι η κοινωνία και θ' αναφερθώ & ένα παράδειγμα. Στην Ρόδο
είχαμε μία καθηγήτρια η οποία είχε τελειώσει κλινική ψυχολογία και παντρεύτηκε ένα Γάλλο. Ο Γάλλος είχε μάθει ν'
απλώνει τα ρούχα. Αυτή έπλενε, έβαζε πλυντήριο και εκείνος τ ' άπλωνε. Ξέρετε πως τον φώναζε η γειτονιά;
Φιλιππινέζα. Δηλαδή, νομίζω ότι μπορεί και το ζευγάρι σε μία φάση της ζωής του να τα βρει και ν' αγαπιούνται, αλλά
το τι ρόλο θα παίξουν και οι γονείς αυτών των ανθρώπων κι ο περίγυρος παίζει σημαντικό ρόλο.
Εύα (δικηγόρος): Εγώ πιστεύω, ότι (οι άνδρες) είναι περισσότερο αγχωμένοι όσον αφορά το επάγγελμα. Κάπου
είναι συνειδητοποιημένοι ότι (..) θα παντρευτούν μετά τα 30 σίγουρα, δεν το συζητάμε, τα άτομα που τελειώνουν
μεταπτυχιακό πάνε στρατό, δεν τους απασχολεί το θέμα της οικογένειας το πιστεύω αυτό το πράγμα, εμείς το
βλέπουμε διαφορετικά. Αν θέλετε, φέρουμε και το βάρος μίας εγκυμοσύνης είναι (..) διαφορετικοί οι ρόλοι, σίγουρα
διαφορετικοί οι ρόλοι και ξέρουνε ότι, κακά τα ψέματα, τουλάχιστον με τα ελληνικά δεδομένα, ότι είναι αυτοί που θα
φέρουνε το βασικό εισόδημα μέσα & ένα νοικοκυριό, σίγουρα τους φορτώνει περισσότερο άγχος
Βάσω (δικηγόρος): Δεν νομίζω ότι σκέφτεται & αυτήν την ηλικία την προοπτική της οικογένειας. Ή και να την
σκέφτεται δεν τον απασχολεί το τι θα κάνει σε σχέση με την οικογένεια. Εντάξει, θέλει να *χει μία κοπέλα, μία
γυναίκα να του μαγειρεύει, να του σιδερώνει, να του πλένει, ξέρω 'γω, αλλά δεν νομίζω ότι θα σκεφτεί «αμάν! κι
αυτή η καημένη, θέλει να φύγει για την δουλειά της 8 η ώρα, τι προηγείται να σιδερώσει το δικό μου πουκάμισο ή να
φύγει;». 'Ετσι πιστεύω, δεν ξέρω.
Αλεξία (δικηγόρος): Αυτό, ότι δεν το βλέπουν απλά σαν άμεσο σχέδιο . . . και μόνο το γεγονός ότι βγαίνοντας
από το στρατιωτικό ή από οτιδήποτε, από το μεταπτυχιακό και ότι πρέπει να αρχίσουνε μία δουλειά από την αρχή κι
όλα αυτά, δηλαδή, τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς. Εμείς τα βλέπουμε λίγο κάπου ότι κάποια στιγμή
θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε κάποια πράγματα, αυτοί δεν θα εγκαταλείψουν τίποτα, θα συνεχίσουν με τον
ίδιο τρόπο που θα ξεκινήσουν τα πρώτα 5 χρόνια, θα δουλεύουν για τα επόμενα 25 χρόνια, δεν θα πέσουν καθόλου
οι ρυθμοί τους. Φυσικά, δεν πρόκειται ο άντρας να κάτσει να διαβάσει το παιδάκι του στο σπίτι, αυτό είναι
υποχρέωση (των γυναικών) (..) όχι αντικειμενικά (..)
Βάσω (δικηγόρος): Ναι. Αλλά δεν σκέφτονται ότι στη δική τους οικογένεια υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος ο
οποίος θα θέλει να κάνει κάποια άλλα πράγματα. Δηλαδή, το θεωρούν δεδομένο ότι η γυναίκα τους δικηγόρος θα
κάτσει να ασχοληθεί με το παιδί κι εκείνος θα κατέβει στο γραφείο δηλαδή, δεν ξέρω. Θα ήθελα πάρα πολύ να ήταν
διαφορετικά τα πράγματα. Να πει «Θα κάτσω εγώ να κρατήσω το παιδί. Πήγαινε εσύ στο γραφείο σήμερα» . . . Στις
υπόλοιπες όμως (..) (δουλειές του σπιτιού εκτός από την ανατροφή των παιδιών), μπορεί να συνεισφέρει και ο
230
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
σύζυγος, οπότε πάλι φεύγει βάρος από την μητέρα. Εδώ μιλάμε, όμως, για περιπτώσεις ότι ούτε στο παιδί
συνεισφέρει, ούτε στο σπίτι. Απλά φέρνει ένα εισόδημα και λείπει περισσότερες ώρες.
Βίκυ (γυμνάστρια): Οι άνδρες από την πλευρά τους έχουν πάρα πολύ μεγάλο άγχος . . . δηλαδή, όλα τα παιδιά (τα
αγόρια) τα οποία κάνουνε ένα μεταπτυχιακό κτλ. έχουν τις ίδιες ανησυχίες που έχουμε εμείς . . . αλλά πολύ πιο
ενισχυμένες γιατί ο ρόλος αυτών είναι να έχουνε δουλειά και να φέρνουν χρήματα. Ενώ η γυναίκα έχει και το ( . . ) . . .
Επιπλέον, για τον άνδρα, η μισθωτή απασχόληση εκτός σπιτιού είναι απόλυτα
δικαιολογημένη, ακόμη και όταν γίνεται εις βάρος της οικογένειας του και των προσωπικών
του σχέσεων. Αντίθετα, η θέση της γυναίκας, είτε εξαιτίας της φύσης, είτε εξαιτίας της
συγκεκριμένης νοοτροπίας και των κοινωνικών παραδόσεων, είναι να βρίσκεται στο σπίτι και
να φροντίζει την οικογένεια της ανεξάρτητα από σπουδές ή καριέρα (αντίστοιχα ήταν και τα
αποτελέσματα από το ερωτηματολόγιο της πρώτης μελέτης).
Κατερίνα (γυμνάστρια): Εγώ πιστεύω ότι είναι διαφορετικά. Δηλαδή όταν ο αρραβωνιαστικός μου λείπει όλη την
ημέρα (..) ή η δουλειά του (..) φεύγει κάποιες μέρες της εβδομάδας (..) έχει δουλειά. Ενώ εγώ . . . μέχρι τα
Χριστούγεννα παρακολουθούσα ένα σεμινάριο επιδοτούμενο, είχα τις προπονήσεις κανονικά και τα Σαββατοκύριακα
και τις καθημερινές είχα την εργασία μου (για το μεταπτυχιακό), η οποία δεν τελείωνε βέβαια, γιατί δεν είχα χρόνο
και (..) αρκετό χρόνο αφιέρωνα εκεί. Η πεθερά μου (..) «δε σε βλέπαμε, σε χάσαμε» και ο αρραβωνιαστικός μου το
ίδιο, κατάλαβες; . . . Έτσι είναι. Για τους άνδρες έτσι ισχύει . . . Εγώ δουλεύω Σαββατοκύριακα και ξυπνάω Κυριακή
πρωί και ακούω διάφορα γι' αυτό το πράγμα. Γιατί σηκώνομαι Κυριακή πρωί, γιατί φεύγω Κυριακή πρωί, γιατί, γιατί
(..) λοιπόν . . . Σηκώθηκα μια μέρα Κυριακή πρωί από της πεθεράς μου το σπίτι και έρχεται και μου λέει «Αχ άφησες
τον αρραβωνιασπκό σου μόνο και έφυγες για τη δουλειά» (γέλια). Δεν το είπε η γυναίκα με κακό. Δεν την
κατηγορώ. Όμως το θεωρεί. Ενώ ο αρραβωνιαστικός μου που με αφήνει την Τρίτη το πρωί και φεύγει στη δουλειά
του δε με πειράζει. Ενώ, εγώ που τον αφήνω Κυριακή πρωί, είναι η μόνη μέρα που τον αφήνω εγώ, τις άλλες με
αφήνει αυτός.
Σοφία (γιατρός): Η γυναίκα έχει πολύ περισσότερες υπευθυνότητες από ότι ο άνδρας στην οικογένεια δηλαδή
εμείς σα γυναίκες πρέπει να είμαστε (..) να φανούμε άξιες και σαν επιστήμονες και στην οικογένεια μας και να
μεγαλώσουμε τα παιδιά μας και να είμαστε εντάξει με τον σύζυγο και να είμαστε εντάξει με το σπίτι και με τους
συγγενείς (..) ο άνδρας δεν μοιράζεται αυτές τις ευθύνες (..) θέλει περισσότερο να αφιερωθεί στην επιστήμη και (..)
βέβαια με τα παιδιά ειδικά δε θα ασχοληθεί σχεδόν καθόλου ο άνδρας (..) πολύ περισσότερο θα ασχολείται η γυναίκα.
231
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Άννα-Μαρϊα (χημικός): Στην γυναίκα, για ν' αναλάβει μια τέτοια θέση (διευθυντική θέση), θα θεωρηθεί δεδομένο
ότι θ' αφιερώσει λιγότερο χρόνο στην δουλειά της. Παρ' όλο που η ίδια θέλει ν' αφιερώσει χρόνο στην δουλειά της.
Αλλά οι άλλοι σκέφτονται, πριν της δώσουν αυτήν την θέση ότι θα έχει παιδί, θα πρέπει να είναι αυτή η κύρια
υπεύθυνη για την φροντίδα του παιδιού ή για την φροντίδα του σπιτιού, επομένως αν πάρει αυτή την θέση δεν θ'
αφιερώσει τον χρόνο που εμείς θέλουμε ν' αφιερώσει . . . Συγκεκριμένη περίπτωση για προϊστάμενο χημείου που θα
περνούσε από μία θέση στον πάγκο και στην συνέχεια θα εξελισσόταν σε προϊστάμενο ή προϊσταμένη. Και η αρχική
θέση ήταν ότι θέλουμε άντρα κι όχι γυναίκα. Γι' αυτούς και γι' αυτούς τους λόγους. Γιατί δεν θα μπορούσε μία
γυναίκα, θα είχε άλλες ασχολίες στο μυαλό της και να τους λες «μα όχι βρε παιδιά, εμένα μ' ενδιαφέρει αυτή η
δουλειά, δε θα έχω άλλες ασχολίες στο μυαλό μου» (..) θωρήθηκε δεδομένο.
Μαρία (χημικός): Υπάρχει ακόμη η εξής νοοτροπία. Ο άντρας ακόμη κι όταν είναι δεσμευμένος ή έχει οικογένεια,
αυτό στην εύρεση εργασίας είναι προσόν, από την άποψη ότι θα πρέπει να εξασφαλίσει τα προς το ζην σιην
οικογένεια του. Για την γυναίκα, είναι μάλλον αρνητικό. Εμένα μου έτυχε περίπτωση και ξέρω και ίδια περίπτωση
μιας φίλης μου, που ρωτηθήκαμε σε συνέντευξη αν είμαστε παντρεμένες, εννοείται ότι το ρωτάνε και αν σκοπεύουμε
σύντομα να παντρευτούμε. Κι αν το λέγαμε αυτό θα ήταν αρνητικό φυσικά, στοιχείο.
Ιωάννα (παιδαγωγός): Όσο να 'ναι (ο γάμος) σε βγάζει από τα νερά της δουλειάς σου. Μπορεί να είπα πριν ότι
θέλει 50-50 υποστήριξη ο γάμος απ' το ζευγάρι, αλλά σίγουρα από τη (..) την γυναίκα, ίσως τελικά να θέλει κάτι
περισσότερο.
Ράνια (γεωπόνος):... αν τελικά δεν μείνουμε στο Πανεπιστήμιο και ψάξουμε έξω δουλειά, κατά πάσα πιθανότητα
το διδακτορικό δε θα μετρήσει, δηλαδή σε μια ιδιωτική εταιρεία δε θα σε πάρουνε γιατί έκανες διδακτορικό (..) από
'κει και πέρα φαντάζομαι ότι κάποιος άνδρας μπορεί άνετα να πάρει τη θέση μου επειδή είναι άνδρας και επειδή ο
άλλος θα σκεφτεί αυτή είναι ανύπαντρη θα κάνει οικογένεια, θα πάρει άδειες για τοκετούς και για παιδιά κτλ. και δε
θα είναι τόσο παραγωγική όσο ο άνδρας.
Ασπασία (γεωπόνος):. . . από τους συναδέρφους που έχουν ψάξει για δουλειά έξω, από τη στιγμή που δε μιλάμε
για δημόσιο . . . από 'κει και πέρα μιλάμε για κάποιες εταιρείες ιδιωτικές εταιρείες με λιπάσματα, φάρμακα κτλ. και
μιλάμε βέβαια για πωλητές οπότε κατά 99%, τι 99%, 100% προτιμούνται οι άνδρες για πωλητές γι αυτούς που θα
τους ενδιέφερε φυσικά να δουλέψουν ξέρω 'γω σε κάποιες τέτοιες εταιρείες, σίγουρα έχουμε δηλαδή έναν
ανασταλτικό παράγοντα σε ότι αφορά αυτό . . . γιατί είναι λογικό, γιατί (..) εγώ πιστεύω ότι και εγώ αν είχα κάποια
εταιρεία και εγώ δε θα έπαιρνα κάποια γυναίκα (..) είναι πολύ πιο δύσκολο το ωράριο τους κι όταν μιλάμε για πωλητή
μιλάμε τουλάχιστον για μια εβδομάδα το μήνα, δύο εβδομάδες το μήνα είσαι εκτός Θεσσαλονίκης εκτός πόλης οπότε
είναι πιο δύσκολο.
232
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Τέλος, το φύλο καθορίζει ακόμη και το είδος της εργασίας που ανατίθεται στους
εργαζόμενους ενός επαγγελματικού χώρου. Στα παρακάτω αποσπάσματα, φαίνεται ότι οι
ρόλοι που διαδραματίζει μια γυναίκα στο χώρο της οικογένειας μεταφέρονται στο χώρο της
μισθωτής εργασίας, προσδιορίζοντας ανάλογα την επαγγελματική της ταυτότητα. Σε μια
έρευνα με γυναίκες επαγγελματίες μηχανικούς από την Αγγλία και την Αμερική, διαπιστώθηκε
ότι παρά τα πλεονεκτήματα της θέσης τους, οι γυναίκες αυτές βιώνουν ένα σωρό
προβλήματα, καθώς προσπαθούν να επικρατήσουν σε έναν επαγγελματικό τομέα
παραδοσιακά ανδροκρατούμενο (Carter & Kirkup, 1990). Έτσι, οι γυναίκες μηχανικοί
διαπιστώνουν σταδιακά ότι στο εργασιακό περιβάλλον, σε αντίθεση με το εκπαιδευτικό
περιβάλλον των σπουδών τους, το φύλο τους επηρεάζει σημαντικά τις σχέσεις τους με
συναδέλφους, με προϊσταμένους και με το είδος της δουλειάς που τους αναθέτουν.
Τζούλια (παιδαγωγός): . . . και στα «SOFIS» είχα δουλέψει, διαφορετική αντιμετώπιση είχαν τ ' αγόρια που
δούλευαν και διαφορετική οι κοπέλες. Όχι μόνο το πως σε βλέπανε, αλλά και τι δουλειά σου δίνανε να κάνεις. Και
την πιο πολύ δουλειά την δίνανε πάντα στην γυναίκα. Κι αν έρθουμε τώρα στο επάγγελμα μας και διοριστούμε
κανονικά, πάλι μέσα στον σύλλογο των καθηγητών (..) αυτά τα ξέρω περισσότερο απ' την μητέρα μου, που τ'
ακούω. Στο συμβούλιο, ακόμη σήμερα, αλλιώς θα είσαι (..) θα επικρατήσει η γνώμη ενός άντρα, θα ισχύσει, απ' ότι
μιας γυναίκας. Δεν είναι τόσο ωραία (..) ρομαντικά (..) τόσο καλά τα πράγματα ώστε πια η γυναίκα να έχει λόγο και
ν' ακούγεται ο λόγος της. Και συνήθως οι άντρες είναι διευθυντές. Πόσες γυναίκες διευθύντριες έχουμε δει;
Δώρα (μηχανικός): . . . Αυτό που μ' ενοχλεί εμένα είναι ότι (..) σαν γυναίκα μηχανικό όταν βγαίνεις στην «πιάτσα»
για να βρεις δουλειά σε προτιμάνε για θέσεις δεύτερες. Δηλαδή, θα κάνεις ξέρω 'γω, τους καφέδες. Ή πήραμε
πολιτικό-μηχανικό, μας κάνει κι ένα σχέδιο που και που, όποτε θα υπάρξει ανάγκη, αλλά για καφέδες, για κοινωνικές
επαφές, δημόσιες σχέσεις και χίλια δυο. Αυτό εμένα μου την δίνει. Δηλαδή, θα πρέπει ν" αποδείξεις την α^α σου,
πολύ πιο (..) επίπονα από έναν άντρα στην ίδια θέση. Δεν θα τον πάρουν τον άντρα για να κάνει (..) ούτε να
καθαρίζει, ούτε να πλύνει, ούτε να κάνει καφέδες. Αυτό εμένα μου την δίνει.
Βίλυ (μηχανικός): Αυτό που θέλω να πω, είναι (..) στις προηγούμενες εταιρείες που είχα πάει ήταν όλες
κατασκευαστικές, που πήγα να δουλέψω. Εκεί πέρα ήταν πολύ δύσκολο να είσαι γυναίκα. Δηλαδή, ενάμισι χρόνο
δεν με βγάλανε ποτέ έξω . . . δεν υπήρχε πιθανότητα να με βγάλουν έξω μόνο και μόνο γιατί είμαι γυναίκα. Και τα
λεφτά, κακά τα ψέματα, στην κατασκευή είναι άμα βγεις έξω στο εργοτάξιο. Μετά κι εγώ το έχω ζήσει κι αυτό, που
λέει η Δώρα, «μηχανικός, μηχανικός αλλά κάνε κι έναν καφέ». Ενώ αν ήταν συμφοιτητής μου & εκείνη την θέση
δεν θα έκανε καφέ . . . Τα προβλήματα που είχα εγώ μέχρι τώρα γιατί ήμουν γυναίκα-μηχανικός ήταν μέσα στις
εταιρείες. Δηλαδή, οι γυναίκες οι άλλες ήταν είτε σχεδιάστριες είτε γραμματείς σε μισούσαν επειδή είσαι μηχανικός
οι άλλοι μηχανικοί σε μισούσαν επειδή είσαι γυναίκα και ήταν πάρα πολύ εμφανές αυτό και μου δυσκόλευε πολύ την
ζωή.
233
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
«λόγο» αρκετά διαδεδομένο, τόσο στους κόλπους της επιστήμης, όσο και στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης των δυτικών κοινωνιών. Όπως διαπιστώθηκε στο Ιο κεφάλαιο, τα περισσότερα
μοντέλα και οι θεωρίες της ταυτότητας του φύλου ενισχύουν και υπογραμμίζουν τις διαφορές
ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, με αρνητικά ωστόσο αποτελέσματα στην ευρύτερη κοινή
γνώμη και στην προσωπική ή επαγγελματική εξέλιξη των γυναικών (James, 1997; Lott, 1990).
Συγκεκριμένα, η ιδεολογία της διαφοράς αναπαράγει διπολικά αντίθετα (όπως,
συναίσθημα-λογική, εξάρτηση-ανεξαρτησία, φύση-πολιτισμός κοκ), τα οποία ερμηνεύονται όχι
ως απλές διαφορές, αλλά ως ανισότητες ανάμεσα στα φύλα. Η σύγκριση γίνεται πάντα με
πρότυπο τα ανδρικά χαρακτηριστικά και τις ανδρικές συμπεριφορές, από τις οποίες οι γυναίκες
είτε παρεκκλίνουν, είτε προσπαθούν να προσεγγίσουν. Έτσι, οι παραπάνω αντιθέσεις και
διαφορές αναπαράγουν τελικά σχέσεις ανωτερότητας και κατωτερότητας, δηλαδή σχέσεις
εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Αυτή ακριβώς ήταν και η άποψη της Miller (1986), η οποία
ισχυρίστηκε ότι σε ένα πατριαρχικό πλαίσιο, οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα
μεταφράζεται ιεραρχικά ως ανισότητα, η οποία μάλιστα θεωρείται μόνιμη, ενώ οι συνέπειες
της παραπάνω κατάστασης είναι καταστροφικές και για τα δύο φύλα (βλ. κεφάλαιο 1).
Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τα παρακάτω αποσπάσματα, η διαφορά ανάμεσα στα
φύλα όντως μεταφράζεται ως ανισότητα, με άμεσες συνέπειες στην επαγγελματική εξέλιξη
των γυναικών, στις αμοιβές τους, στο είδος της εργασίας που εκτελούν και στην αντιμετώπιση
τους από συναδέλφους ή το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Εύα (δικηγόρος): Σίγουρα. Στο επάγγελμα τουλάχιστον, του δικηγόρου καθημερινά, καθημερινά αισθάνεσαι ότι
(..) μειώνεσαι (φαίνεται ν' αμφιβάλλει για την λέξη), οι άλλοι & αντιμετωπίζουν διαφορετικά, επειδή είσαι γυναίκα όσο
κι αν δεν φ α ί ν ε τ α ι . . . Κι από κει και πέρα σίγουρα η αντιμετώπιση τους από τους άντρες είναι διαφορετική. Και στο
θέμα της αμοιβής, πρωτίστως, και έναντι των συναδέλφων (..) έναντι των πελατών φυσικό αλλά και (..) έναντι των
συναδέλφων...
Μαρία (γυμνάστρια): . . . το γήπεδο είναι ανοιχτό, είναι δίπλα στο κλειστό, με αποτέλεσμα πολλά παιδιά, που
χωρίς να έχουν σχέση με το σύλλογο, να έρχονται να παίζουν και παιδιά και πιο μεγάλοι. Και μπαίνοντας, στην αρχή
τουλάχιστον με την ομάδα, μέσα δε φεύγανε από το γήπεδο. Τους έλεγα «παιδιά σας παρακαλώ φύγετε έχουμε
προπόνηση», «σιγά που θα κάνετε προπόνηση» και τέτοια. Αν ήταν κάποιος άνδρας (..) και αναγκαζόμουν εγώ να
φωνάζω το φύλακα από μέσα για να τους βγάζει. Τώρα υπάρχει κάποιο διάστημα που το μάθανε και ξέρουν ότι θα
βγούνε και να μην το κάνουν για μένα θα έρθει ο φύλακας να τους βγάλει.
Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι, μπορεί να είμαστε όλοι στην επετηρίδα και άντρες και γυναίκες, ως προς το αν
πούμε να διοριστούμε, αλλά αν βγούμε έξω σ" ένα φροντιστήριο νομίζω ότι, διαφορετική αντιμετώπιση θα έχει ένας
άντρας απ' ότι μία γυναίκα. Τον άντρα τον σέβονται, γενικότερα, περισσότερο. Σ' οποιονδήποτε εργασιακό χώρο.
Σοφία (γιατρός): Αρχικά βέβαια μέχρι να καταβάλεις προσπάθεια και μέχρι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη σίγουρα
προτιμούν τους άνδρες και στην αντιμετώπιση όχι από συναδέρφους αλλά από τους αρρώστους, δηλαδή αυτό το
κοριτσάκι ή η κοπελίτσα ή με το μικρό το όνομα, χωρίς να τους έχεις δώσει το δικαίωμα, αυτό δεν πιστεύω ότι το
κάνουνε στους συναδέρφους που είναι και λίγο έτσι ψηλοί και εύσωμοι και μας βλέπουν εμάς κιόλας που
μικροδείχνουμε (..) δηλαδή, καταλαβαίνω ότι πολλές φορές αναγκάζομαι να φερθώ πάρα πολύ ψυχρά (..) για να σου
234
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
μιλήσουν με κάποιο σεβασμό και σου λεω ότι δεν τους δίνουμε το δικαίωμα να πω ότι τους έχω δώσει τον αέρα να
μου μιλήσουν έτσι.
Βίλυ (μηχανικός): Δηλαδή, μέσα & αυτόν τον χώρο δεν νιώθω διαφορά που είμαι γυναίκα. Ενώ σε άλλες δουλειές
μου έτυχε να το νιώσω. Και πολύ άσχημα κιόλας. Κι όχι μόνο γυναίκα αλλά και νέα γυναίκα. Αυτό ήταν το
χειρότερο. Το να είσαι νέος μηχανικός (..) στην προηγούμενη εταιρία που ήμουν, μία πολύ μεγάλη κατασκευαστική
εταιρία, με μισούσαν όλοι. Ήμουν ευτυχώς με μία καλή μου φίλη που ήμασταν ίδια ηλικία, μας μισούσαν όλοι. Και
σου λεω, οι γυναίκες, επειδή ήμασταν μηχανικοί, οι άντρες, επειδή ήμασταν γυναίκες κι όλοι μαζ) επειδή ήμασταν
νέες. Ήταν πολύ άσχημο αυτό.
235
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
γίνεται προς τα κάτω. Επομένως, το εργατικό δίκαιο αποτελεί τον κύριο μοχλό για τη
διατήρηση της κερδοφόρας ανισότητας στον τομέα της εργασίας, αποπνέοντας τελικά έναν
σεξιστικό χαρακτήρα.
Σημαντικό είναι εξάλλου το γεγονός ότι το 10,7% των ανέργων έχει πτυχίο Ανώτατου
Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (ΑΕΙ), το 8,3% πτυχίο Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος
(TEI), το 3% φοίτησε σε κάποια ανώτατη σχολή και το 0,2% έχει μεταπτυχιακές σπουδές
(Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1998). Επίσης, στο σύνολο των ανέργων το 57,4% είναι
γυναίκες, από τις οποίες το 10,2% είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ (Σιδηροπούλου-Δημακάκου, 1998).
Τέλος, το 58,5% των ανέργων γυναικών αποτελείται από νεοεισερχόμενες στην αγορά
εργασίας, οι οποίες δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία, ενώ για τις γυναίκες οι οποίες κατέχουν
υψηλές θέσεις εργασίας, δεν είναι δυνατό να παρουσιασθούν με αριθμούς οι διακρίσεις εις
βάρος τους (Πετράκη-Κώττη, 1998). Από την άλλη, υπάρχει μια σημαντική σχέση ανάδεσα
στο ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και στη γενική κατάσταση της
οικονομίας. Γενικότερα, όταν υπάρχει οικονομική ύφεση, γίνεται μεγάλη υποεκτίμηση της
ανεργίας των γυναικών και συγχρόνως παρουσιάζεται μειωμένος ο συντελεστής συμμετοχής
τους στο εργατικό δυναμικό (Πετράκη-Κώττη, 1998). Φαίνεται ότι οι γυναίκες πλήττονται
ιδιαίτερα από τη γενική ανεργία, είναι πολύ πιο δύσκολο να βρουν δουλειά, ενώ σταδιακά
αποθαρρύνονται και μένουν έξω από την αγορά εργασίας. Πράγματι, σε όλες τις χώρες η
απασχόληση των γυναικών παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία στις τεχνολογικές, οικονομικές
και κοινωνικές μεταβολές.
6.5.3.1 Το ρεπερτόριο τ η ς « ά ρ ν η σ η ς » .
Λίντα (χημικός}: Δεν το έχω νιώσει (τη διάκριση ενάντια στη γυναίκα στην αγορά εργασίας). Αλλά δεν έχω ψάξει
(..) πολλές φορές για δουλειά. Δηλαδή, έτυχε να δουλέψω ένα-δύο καλοκαίρια, αλλά ήμουνα μέσα σε χημείο που
είχα πάει σαν εκπαίδευση καλοκαιρινή και δεν αντιμετώπισα τέτοιο πρόβλημα. Τώρα έξω, αν πάω να δουλέψω & ένα
φροντιστήριο ή κάπου αλλού και έχω ακούσει από άλλους, ότι είναι πιο δύσκολο να σε προσλάβουνε όταν είσαι
κοπέλα, παρά όταν είσαι αγόρι γιατί δεν μπορείς να επιβληθείς εύκολα, δεν το έχω νιώσει εγώ. Δεν έχω προσωπική
εμπειρία τέτοια.
236
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
από την ερευνήτρια και από τη συνάδελφο της, αρνείται να παραδεχθεί ότι η διάκριση στην
αγορά εργασίας είναι καθαρά θέμα φύλου και όχι ηλικίας ή ειδικότητας.
Μαρία (χημικός): Σ' αυτό που είπες τώρα περί φροντιστηρίου κι εύρεσης εργασίας για μας είναι θέμα ειδικότητας.
Δεν είναι θέμα φύλου περισσότερο. Δηλαδή, στην δική μας ειδικότητα προτιμούν άντρες. Αυτό είναι γνωστό. Είτε σε
φροντιστήρια ή οπουδήποτε.
Γιατί;
Μαρία (χημικός): Γιατί πιστεύουν ότι και από πλευράς επιβολής στο χώρο [μας (..)
Μαρία (χημικός): Σαν χημικοί (..) είναι η φύση της δουλειάς υποτίθεται ότι [είναι (..)
Μαρία (χημικός): Ναι. Σ' αυτήν την δουλειά, όμως, όχι γενικά. Μόνο σ" αυτήν την ειδικότητα.
Άννα-Μαρία (χημικός): Εγώ θα έλεγα ότι το έχω νιώσει όντως να με αντιμετωπίζουν μειονεκτικά. Πριν ξεκινήσω
εδώ πέρα την δουλειά, το μεταπτυχιακό δηλαδή, είχα ψάξει έξω στην αγορά εργασίας και είχα πολλές αρνητικές
απαντήσεις καθαρά και μόνο, χωρίς να δούνε ούτε βαθμό πτυχίου, ούτε ξένες γλώσσες ούτε άλλα προσόντα,
απόρριψη μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα. Κι αυτό φυσικά, μ' έκανε να αισθανθώ όχι μόνο σκουπίδι αλλά κι εγώ
δεν ξέρω τι.
Μαρία (χημικός): Τέλος πάντων, ο" αυτό το θέμα, επειδή και μένα μου συνέβη πιστεύω ότι ήταν πιο πολύ θέμα
ηλικίας.
Άννα-Μαρία (χημικός): Όχι ήταν θέμα φύλου, καθαρά. Και μάλιστα, ρώτησα, ζήτησα κι εξηγήσεις και μου
απάντησαν ότι η φύση της εργασίας είναι τέτοια ώστε θεωρούμε ότι μια γυναίκα δεν θα μπορούσε να την κάνει και
λεω, «μα καλά συγγνώμη χημικό δεν ζητάτε» . . . και εμείς εδώ τι σπουδάζουμε (..) αν είναι έτσι δε θα έπρεπε να
μπαίνουνε χημικοί γυναίκες μέσα στη Σχολή.
Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι, μπορεί να είμαστε όλοι στην επετηρίδα και άντρες και γυναίκες ως προς το αν
πούμε να διοριστούμε, αλλά αν βγούμε έξω & ένα φροντιστήριο νομίζω ότι διαφορετική αντιμετώπιση θα έχει ένας
άντρας απ' ότι μία γυναίκα. Τον άντρα τον σέβονται, γενικότερα, περισσότερο. Σ' οποιονδήποτε εργασιακό χώρο.
Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι τόσο το Κοινοτικό Δίκαιο όσο και το Σύνταγμα της
Ελλάδας απαγορεύουν τις άμεσες και έμμεσες διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ότι
αφορά την αμοιβή, την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση, τις
237
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
συνθήκες εργασίας, τις προαγωγές, την απόλυση και την κοινωνική ασφάλιση (Κουκούλη-
Σπηλιωτοπούλου, 1998). Ωστόσο, τόσο οι άμεσες όσο και οι έμμεσες διακρίσεις συνεχίζονται
στην πράξη αλλά και σε νόμους, συλλογικές συμβάσεις και δικαστικές αποφάσεις. Παρότι οι
άμεσες διακρίσεις έχουν μειωθεί σημαντικά, ιδίως στους νόμους και στις συλλογικές
συμβάσεις, οι έμμεσες διακρίσεις δεν έχουν ερευνηθεί καθόλου, ούτε αντιμετωπίζονται από τα
αρμόδια πολιτειακά όργανα ή τους ίδιους τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους. Από την
άλλη, οι προσφυγές στα δικαστήρια είναι ελάχιστες και οι γυναίκες φοβούνται να διεκδικήσουν
τα δικαιώματα τους. Οι ερευνήτριες επισημαίνουν την επιτακτική ανάγκη αλλαγής της
νοοτροπίας στον εργασιακό χώρο και όχι μόνον στους νόμους, έτσι ώστε οι γυναίκες να μην
θεωρούνται και να μη θεωρούν οι ίδιες τον εαυτό τους εργαζόμενες δεύτερης κατηγορίας.
Όπως διαπιστώνεται από τα παρακάτω αποσπάσματα, οι γυναίκες μπορούν να βρουν
πολλές δικαιολογίες, προκειμένου να αρνηθούν την ύπαρξη διακρίσεων λόγω φύλου. Για
παράδειγμα, αναφέρονται στο γεγονός ότι διακρίσεις υφίστανται μόνο σε συγκεκριμένες
θέσεις εργασίας που απαιτούν μετακινήσεις, στη φύση ή στο αντικείμενο μιας εργασίας και
τέλος στο τυχαίο γεγονός της «λάθος αναγνώρισης»:
Έφη (γεωπόνος): Είναι συγκεκριμένες οι θέσεις που ζητούν άνδρες αν είναι για πωλητής ναι γυναίκα δεν πάει, ενώ
ας πούμε για μια θέση σε ένα γραφείο για παράδειγμα, έστω manager ή κάτι άλλο σε κάποια γεωργική βιομηχανία σε
κάποιο συνεταιρισμό ναι μπορείς να μπεις άνετα, δεν υπάρχει θέμα επειδή είσαι άνδρας ή γυναίκα (..)
Κατερίνα (μηχανικός): Ήμουν τυχερή. Προσωπικά, δεν αντιμετώπισα σοβαρά προβλήματα εκτός απ' το (..) από
κάποιους πελάτες, που όντως στην αρχή σε βλέπουνε (..) «τι ήρθε τώρα αυτό να μου πει;» έτσι πως είμαι και σχετικά
(..) μικρούλα (γελάει) . . . Τέλος πάντων, ναι. Κι είναι και το αντικείμενο μου λίγο περίεργο έτσι και πρωτόφερτο
στην Ελλάδα και υπάρχει αυτό το πρόβλημα της εμπιστοσύνης στην αρχή. Θέλει αρκετή δουλειά, δηλαδή, για να
πείσεις τον άλλον ότι δεν λες μπαρούφες. Από κει και πέρα (..)
Εύη (γιατρός): Ναι συμβαίνει (..) μόνο που αυτό είναι λάθος αναγνώριση (..) αυτό δε σημαίνει όμως (..) άμα τους
πεις ότι είσαι γιατρός θα σε δουν όπως βλέπουν και έναν άνδρα δεν υπάρχει τέτοιο θέμα (..)
238
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Εύα (δικηγόρος): . . . από κει και πέρα, στο χέρι της καθεμίας, της κάθε μίας γυναίκας είναι ν' αποδείξει. Εγώ
τουλάχιατον, βέβαια από την μία αισθάνομαι ότι είμαι αυτό που είμαι αλλά πάντα επί καθημερινής βάσεως
αισθάνομαι ότι πρέπει ν' αποδείξω πέντε πράγματα. Το αισθάνομαι αυτό το πράγμα.
Βίκυ (γυμνάστρια): Πρέπει να αποδείξεις στο χώρο των γυναικών ειδικά, που είναι στο μπάσκετ, υποτίθεται
ανδρικό άθλημα . . . ότι είσαι καλός προπονητής
Κατερίνα (γυμνάστρια): Απλώς θέλω να πω ότι, όταν φτάσει κάπου μια γυναίκα, κάπου ψηλά, με οποιοδήποτε
τρόπο κι αν έχει φτάσει εκεί (..) πρέπει να (..) συνεχώς αποδεικνύει ότι (..) το κατέκτησε δίκαια . . . Μπορεί να
φτάσει κάπου, δε λεω με ποιο τρόπο, αλλά πρέπει να αποδεικνύει συνεχώς αυτό το πράγμα. Ενώ ένας άνδρας αν
φτάσει, δεν ξέρω με ποιο τρόπο, ίσως πιο δύσκολα, Ίσως, δε θα αποδεικνύει συνεχώς αυτό το πράγμα. Τελείωσε,
έφτασε εκεί, είναι αυτός που είναι, έχει αυτή τη θέση, οπότε δεν μπορούν να μιλήσουν.
Άννα-Μαρϊα (χημικός): Παρ' όλο που έχουν αρχίσει ν' αλλάζουν αυτά τα πράγματα και ήδη μου έχουν πει, άντρες
ότι έχουν δει γυναίκες να δουλεύουν στην παραγωγή εργοστασίων πολύ (..) καλύτερα. Οι ίδιοι θεωρούσαν ότι δεν
θα μπορούσε μία γυναίκα να τα βγάλει πέρα, παρόλα αυτά είχαν παραδείγματα, αλλά για ν' αλλάξει αυτό το καθεστώς
και να γυρίσει χρειάζεται φοβερός αγώνας και νομίζω (..) εμείς συνέχεια ν' αποδεικνύουμε, πρέπει ν' αποδεικνύουμε
συνεχώς ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε, ότι μπορούμε να είμαστε ισάξιες, όχι καλύτερες.
Κία (γιατρός): Ειδικά για όσες από εμάς ακολουθούν χειρουργικές ειδικότητες σαφώς και επηρεάζει (το φύλο) (..)
πάντα υπάρχει το ότι είσαι γυναίκα και όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε και όσο κι αν είμαστε μέσα &
αυτούς τους χώρους που υποτίθεται ότι δεν υπάρχουν τέτοιου είδους διαχωρισμοί, πάντα θα πρέπει να είσαι δύο
φορές καλύτερη από έναν άνδρα συνάδερφο σου για να θεωρηθείς τουλάχιστον ισάξια . . . ξέρεις είναι πολύ λεπτός ο
διαχωρισμός (..) είναι λεπτό το όριο από το να σε δουν σα γκομενίτσα ή να σε δουν σα γιατρό (..) και οι ασθενείς και
οι συνάδερφοι . . . μα εγώ δε θα ξεχάσω (..) που ήμουν (..) έκανα το αγροτικό μου στην ορθοπεδική κλινική του
νοσοκομείου Ξάνθης και είχαμε ένα τροχαίο, τον είδαμε τον εξετάσαμε τον άρρωστο πάνω κάτω, εγώ μαζί με μια
άλλη συνάδερφο στη χειρουργική που ήταν που εφημέρευε (..) και μετά ξέρω 'γω έφυγε και ξαναήρθε και λέει «ρε
παιδιά δε θα με δει κανένας γιατρός», πώς δε σε είδανε «όχι» λέει «δύο κοριτσάκια ήταν, δύο κοπελίτσες ήρθαν και
με εξέτασαν» κι αυτό είναι χαρακτηριστικό δηλαδή και αρκετές φορές (..)
Σοφία (γιατρός): Εγώ θα συμφωνήσω με την Κία (..) ίσως η Εύη δεν έχει ακόμη εμπειρία από ειδικότητα σε κλινική
(..) αλλά εγώ από τη μέχρι τώρα μου εμπειρία κατάλαβα ότι πραγματικά ειδικά στις χειρουργικές ειδικότητες όχι τόσο
σης δικές μας που ανήκουν στις παθολογικές ειδικότητες (η Σοφία ειδικεύεται στη νευρολογία), αλλά ειδικά στις
χειρουργικές ειδικότητες ο κόσμος εμπιστεύεται πιο πολύ τους άνδρες. Φυσικά αν αποδείξεις ότι είσαι άξια εκ των
υστέρων μπορεί να έχεις και περισσότερη πελατεία αλλά αρχικά (..)
Γωγώ (μηχανικός): Εγώ στην δουλειά που κάνω πιστεύω ότι επηρεάζει (το γεγονός ότι είναι γυναίκα). Δηλαδή,
επηρεάζει με δύο τρόπους. Στην αρχή διευκολύνει τα πράγματα . . . διότι είναι κάτι καινούργιο. Είναι, ξέρω 'γω, μία
γυναίκα κι έχει, ξέρω 'γω, μία υπεύθυνη θέση τέλος πάντων, έρχεται να τοποθετηθεί σε κάποια ζητήματα κι ο κόσμος
λίγο κοιτάζει και σου λέει «τι θα μας πει αυτή;», σε ακούνε, ας πούμε. Στο αμέσως επόμενο στάδιο υπάρχει η
διάθεση της απόρριψης. Τώρα ήρθε το κοριτσάκι και (..) ή ήρθε η κοπέλα και δεν πάει στο σπίτι της να κάνει τίποτα
239
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
άλλο, ας πούμε. Όπου εκεί πρέπει να φορτσάρεις. Από την στιγμή που θα φορτσάρεις και θα το καταφέρεις μετά
πρέπει να (..) σε έχουνε στο στόχαστρο με την λογική με ποιους τρόπους έφτασες εκεί που έφτασες. Πάντα για τις
γυναίκες υπάρχει η αίσθηση ότι (..) ότι μπορεί, ας πούμε, να υπάρχει η υποβοήθηση γιατί (..) δεν ξέρω τι έκανες με
ποιόν, ας πούμε. Ή σε γουστάρει ο τάδε και σε προωθεί. Ή τέτοιου είδους πράγματα τα οποία σε (..) κοίταξε εμένα
δεν με μειώνουν (..) δηλαδή, δεν με μειώνουν διότι και να τα λένε δεν μ' ενδιαφέρουν. Εκείνο που κάνουν είναι το
εξής: σε δυσκολεύουν, ενώ πιστεύεις ότι έχεις κατακτήσει πέντε πράγματα κι ότι από δω και πέρα αρχίζουν τα
πράγματα και πάνε καλά, υπάρχει κάτι. . . υπάρχει κάτι άλλο εντελώς καινούργιο που πρέπει να το αντιμετωπίσεις και
πρέπει να είσαι: πρώτον, πολύ κλειστός άνθρωπος, να μην μιλάς. Κι εγώ δεν είμαι κλειστός άνθρωπος. Πρέπει να
είσαι, ας πούμε, με συγκεκριμένο τρόπο ντυμένος για να μην σε θεωρήσουν, δεν ξέρω τι. Πρέπει να προσέχεις την
πρώτη σου επαφή όταν υπάρχουν άντρες και συνήθως είναι μεγαλύτερης ηλικίας, ας πούμε. Πρέπει να ξέρεις πως θα
δεχθείς το κομπλιμέντο και να το περιορίσεις μέχρι ένα στάδιο για να μην (..) με τον φόβο μήπως πάει παραπέρα το
κομπλιμέντο και μπορεί (..) να μην δημιουργηθούν (..) είσαι δηλαδή, συνέχεια στην τσίλια γι' αυτό το θέμα.
Ειδικά οι γυναίκες μηχανικοί έχουν εισαχθεί σε έναν ξεκάθαρα ανδρικό δημόσιο χώρο,
όπου ανταγωνίζονται με τους άνδρες στην περιοχή τους και επομένως, παρά τα
πλεονεκτήματα της θέσης τους, διαπιστώνουν ένα σωρό προβλήματα. Ενώ το εκπαιδευτικό
περιβάλλον κατά τη διάρκεια των σπουδών είναι πάντα πιο προστατευτικό, οι γυναίκες
συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι στην αγορά εργασίας το φύλο τους ενδιαφέρει τους άλλους και
ότι οι άνδρες συνάδελφοι τους μπορεί να μην τις αποδέχονται όπως νόμιζαν. Γι' αυτό και
αισθάνονται ότι πρέπει να παρουσιάσουν και να διατηρήσουν μια συγκεκριμένη και κατάλληλη
επαγγελματική εικόνα και ταυτότητα. Σε έρευνα με γυναίκες μηχανικούς διαπιστώθηκε ότι οι
γυναίκες αντιμετωπίζουν συχνά το γνωστό στερεότυπο ότι δεν μπορούν να διευθύνουν
άλλους άνδρες, εκτελούν διαφορετικές εργασίες απ' ότι οι άνδρες συνάδελφοι τους, ανέχονται
διάφορα σεξουαλικά σχόλια και βρίσκονται συνεχώς σε εγρήγορση σε σχέση με την εικόνα
τους και τη συμπεριφορά τους, καθώς οι ικανότητες τους υπονομεύονται και αμφισβητούνται
διαρκώς (Carter & Kirkup, 1990). Το μειονέκτημα για τις γυναίκες μηχανικούς, όπως και με τα
περισσότερα επαγγέλματα, είναι το άγχος να συνδυάσουν την επαγγελματική τους ταυτότητα
με την ιδιωτική τους ζωή. Οι Carter & Kirkup (1990) ισχυρίζονται ότι το γεγονός αυτό, σε
συνδυασμό με τις διάχυτες μη υποοτηρικτικές ανδρικές αξίες του συγκεκριμένου
επαγγέλματος των μηχανικών, απαιτεί, προς το παρόν τουλάχιστον, ένα μεγάλο προσωπικό
τίμημα για τις γυναίκες μηχανικούς.
Γωγώ (μηχανικός): . . . και σ7 επαγγελματικό επίπεδο ζητιούνται πολύ περισσότερα απ' τις γυναίκες, απ' ότι από
έναν άντρα που βρίσκονται στο ίδιο το επίπεδο. Μία γυναίκα πρέπει να επιβεβαιώνει συνέχεια το γιατί έφτασε εκεί.
Κι αυτό της προσθέτει άγχος, της προσθέτει ανάγκη για συνεχή επιμόρφωση, της προσθέτει (..) ανάγκη του να έχει
τα μάτια της ανοιχτά, να ξέρει τι γίνεται, της προσθέτει ανάγκη να επενδύει σε σχέσεις επαγγελματικού περιεχομένου.
Ενώ για έναν άντρα όλα αυτά είναι εντάξει, είναι αυτονόητα, ας πούμε. Δηλαδή, ναι, είναι εκεί, έχει την θέση του.
Δεν ρωτάει κανείς πως έφτασε εκεί πέρα . . . και χρειάζεται δηλαδή, για να σταθεί στο level Α μία γυναίκα και στο
level Α ένας άντρας μία γυναίκα πρέπει να επενδύει, ας πούμε, δέκα ώρες και ένας άντρας πρέπει να επενδύσει
πέντε. Αυτό όταν συνδυαστεί με τον γάμο, που όπως είπα θέλει περισσότερα απ' την γυναίκα πράγματα απ' ότι από
έναν άντρα (..) είναι αυτονόητο ότι (..) η δέσμευση του γάμου έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος για την γυναίκα.
Δηλαδή, πρέπει από κάπου να κόψει. Απ' τον ύπνο, απ' τους φίλους απ' τους γονείς απ' τα παιδιά. Καλά, τον
ελεύθερο χρόνο της τον έχει θυσιάσει, δεν το συζητάω, ας πούμε . . . Ενώ ο άντρας πρέπει να κόψει πολύ λιγότερο ή
240
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
ίσως να μην κόψει καθόλου. Αν θέλει (η γυναίκα) να διατηρηθεί και μέσα στον επαγγελματικό χώρο, είναι μεγάλο
μανίκι.
Κατερίνα (μηχανικός): Κι εγώ δεν (..) δεν νομίζω ότι ο γάμος, ας πούμε, θέτει μεγαλύτερο βάρος στις γυναίκες.
Μόνον ο γάμος θέτει μεγαλύτερο βάρος στις γυναίκες . . . Η ζωή των γυναικών έτσι πως έχει διαμορφωθεί με όλα
μαζί είναι πιο δύσκολη . . . και στην δουλειά σε παίρνουν πιο δύσκολα στα σοβαρά, επομένως πρέπει να
προσπαθήσεις πιο πολύ. Και ταυτοχρόνως, θεωρείται (..) πιο συχνά θεωρείται δεδομένο ότι μία γυναίκα θα κρατήσει
και τα παιδιά, θα καθαρίσει και το σπίτι και το ένα και το άλλο, επομένως, πρέπει να προσπαθήσει κι από κει
περισσότερο. Προσωπικά, δεν το 'χω βιώσει αυτό έντονα. Ή προς το παρόν, δεν ξέρω (γελάει).
Μαρία (δικηγόρος): Είναι η χρόνια αντίληψη που υπήρχε από παλιά για την γυναίκα και που, δυστυχώς, δεν έχει
εξαλειφθεί τελείως μέχρι σήμερα, αν και πιστεύω ότι, θέλω να πιστεύω τουλάχιστον, ότι τα νέα τα παιδιά, τ' αγόρια
στην ηλικία μας δεν σκέφτονται έτσι. Δεν ξέρω τώρα πως είναι στην πράξη, αλλά έτσι θέλω να πιστεύω.
Βάσω (δικηγόρος): Εγώ νομίζω, ότι (..) και στην ηλικία μας.
Αλεξία (δικηγόρος): Εγώ δεν νομίζω, ότι υπάρχει ένας χώρος (..) που ουσιαστικά δεν υπάρχει αυτή η διάκριση.
Δηλαδή, σε όλους τους χώρους, σε όλες τις δουλειές υπάρχει αυτή η διάκριση (ανάμεσα στα φ ύ λ α ) . . . απλά σ* εμάς
περιμέναμε όχι (..) περιμέναμε σ" εμάς ότι εφόσον, ότι εφόσον ήμαστε, ας πούμε, σε μία Σχολή και ουσιαστικά
φαίνεται ότι πάνω-κάτω ήμαστε σε ίδια επίπεδα τουλάχιστον πνευματικά ή οτιδήποτε άλλο, σε εξυπνάδα δεν
υστερούμε σε τίποτα, τουλάχιστον στην δουλειά, περίμενα εγώ να υπάρχει μία αντιμετώπιση τουλάχιστον καλύτερη.
Βάσω (δικηγόρος): Μα νομίζω ότι, σ* αυτό συντελεί και το ότι, επειδή ακριβώς όλοι προτιμούν τους άντρες σε όλα
τα επαγγέλματα, αναγκαστικά δεν μπορούν να λείπουν και οι δύο σύζυγοι από το σπίτι. Αναγκαστικά, κάποιος απ'
τους δύο πρέπει να (..) να λείπει απ' το σπίτι κι ο άλλος να είναι στο σπίτι. Κι αυτός που λείπει συνήθως είναι ο
άντρας, η γυναίκα αναγκάζεται να είναι στο σπίτι, αναγκάζεται να παρατήσει κάποια πράγματα (..).
Μαρία (δικηγόρος): Να σου πω. Αυτό δεν είναι βέβαια απαραίτητο, το να κάτσει ο άντρας ή η γυναίκα στο σπίτι.
Βάσω (δικηγόρος): Δεν λεω ότι είναι απαραίτητο, απλά λεω τι συνήθως συμβαίνει και είναι και απόρροια του ότι
περισσότερο ζητάνε τον άντρα σε κάποια δουλειά που θέλουν.
Εύα (δικηγόρος): Στάθηκα πάρα πολύ τυχερή, όσον αφορά το (..) όσο το δυνατόν μάλλον τυχερή, εντάξει. Από
κει και πέρα, ακούω πολλά πράγματα και βλέπω. Βλέπω, τουλάχιστον, από την φουρνιά μου, φίλη μου. Υπάρχει
φίλη μου που δουλεύει σε γραφείο και προσφέρει την ίδια δουλειά και παίρνει 50.000 το μήνα συνεργαζόμενη με
κάποιο δικηγόρο και φίλος μου που παίρνει 120.000 το μήνα, πέρα από τα ποσοστά και προσφέρουνε, είμαι σίγουρη,
241
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
την ίδια εργασία. Δεν μπορείς ν' αποτιμήσεις την εργασία, αν σου φέρνουν την ίδια ή όχι, υπάρχουν κάποια πλαίσια.
Αλλά μιλάμε για άτομα της ίδιας ηλικίας, των ίδιων γνώσεων, κακά τα ψέματα, είναι κάποια κλισέ που κινούν την
δουλειά μας δεν είναι τόσο ευφάνταστη και δημιουργική. Είναι κάποια στάνταρ πράγματα.
Σε μια μελέτη του καταμερισμού της εργασίας κατά φύλο και του τρόπου με τον
οποίο αυτή εξακολουθεί διεθνώς στην αγορά εργασίας, οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι τελικά
οι συγκεκριμένες θέσεις εργασίας είναι πολύ περισσότερο διαχωρισμένες κατά φύλο παρά τα
ίδια τα επαγγέλματα (Rosenfeld & Spenner, 1992). Με άλλα λόγια, ακόμη κι όταν οι γυναίκες
εισάγονται σε ένα παραδοσιακά «ανδρικό» επάγγελμα, στην πραγματικότητα παραμένουν σε
θέσεις εργασίας που είναι πραγματικά «γυναικείες», μέσα από μια ποικιλία θεσμικών και
ανεπίσημων κοινωνικών ελέγχων που τις πιέζουν να καταλήξουν στις θέσεις αυτές. Έτσι, ο
κοινωνικά εδραιωμένος καταμερισμός της εργασίας των δύο φύλων σε σχέση με την
παραδοσιακή αντίληψη των ρόλων, οδηγούν τις γυναίκες σε ορισμένα επαγγέλματα και
επηρεάζουν τόσο τα κίνητρα τους για επαγγελματική απασχόληση όσο και την επαγγελματική
τους συμπεριφορά. Τελικά, οι γυναίκες θεωρούν δεδομένη την ανώτερη θέση ή την
προτεραιότητα του άνδρα στην μισθωτή απασχόληση σε οποιονδήποτε εργασιακό χώρο,
γεγονός που μάλλον τις αποθαρρύνει από οποιαδήποτε είδους δράση ή αντίδραση. Ενδεικτικά
της παραπάνω στάσης είναι και τα αποσπάσματα που ακολουθούν:
Μαρία (χημικός): Εγώ πλέον αυτό το θεωρώ δεδομένο, πάντως. Ειδικά και για δουλειά σε βιομηχανία το θεωρώ
δεδομένο. Ότι θα προτιμηθεί άντρας. Έστω και με λιγότερα προσόντα. Είναι δεδομένο.
Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι, μπορεί να είμαστε όλοι στην επετηρίδα και άντρες και γυναίκες, ως προς το αν
πούμε να διοριστούμε, αλλά αν βγούμε έξω & ένα φροντιστήριο νομίζω ότι, διαφορετική αντιμετώπιση θα έχει ένας
άντρας απ' ότι μία γυναίκα. Τον άντρα τον σέβονται, γενικότερα, περισσότερο. Σ' οποιονδήποτε εργασιακό χώρο . .
δίνονται περισσότερα περιθώρια στον άντρα . . . και στην δουλειά, νομίζω (..) εγώ πιστεύω ότι υπάρχει μεγάλη
διαφορά στην αντιμετώπιση και στην εξέλιξη (..) ενός άντρα, μιας γυναίκας. Ε, είναι (..) μας έχει μείνει. Σ' άλλες
χώρες, πιστεύω, ότι είναι λιγότερο (..) λιγότερη αυτή η διαφορά. Αλλά στην Ελλάδα πιστεύω ότι μας έχει μείνει.
Υπάρχει έντονη διαφορά. Σ' οποιοδήποτε χώρο και η εξέλιξη είναι δύσκολη.
Ασπασία (γεωπόνος): Δε νομίζω ότι κάνουμε τίποτα, τι μπορούμε να κάνουμε, και δε νομίζω ότι μπορούμε να
κάνουμε τίποτα πάνω & αυτό και πιστεύω ότι αυτό δεν ισχύει μόνο στο δικό μας χώρο, σε οποιοδήποτε χώρο και να
βρεθείς είναι το ίδιο, οπότε λίγο πολύ το έχουμε αποδεχτεί και όλοι αυτό, λίγο πολύ όλοι, όλες υσλλον έχουμε
αποδεχτεί ότι (..).
242
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
243
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
επειδή κατ' αρχάς προϋποθέτουν τον οικιακό τους ρόλο. Από την άλλη, οι λίγες γυναίκες που
ακολουθούν παραδοσιακά ανδρικά επαγγέλματα, αν και ξεκινούν σε πιο ελκυστικές θέσεις
εργασίας συγκριτικά με άλλες γυναίκες, σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους τους
αμείβονται λιγότερο και μακροπρόθεσμα χάνουν τα αρχικά τους οφέλη, εξαιτίας της εποχικής
τους απασχόλησης ή της αλλαγής σε μειωμένο ωράριο εργασίας.
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις συνεντεύξεις χρησιμοποίησαν τριών ειδών
γλωσσικά ρεπερτόρια προκειμένου να ερμηνεύσουν την επιλογή των σπουδών τους και τη
σύνδεση των μεταπτυχιακών τους σπουδών με τη φιλοδοξία τους για μισθωτή απασχόληση.
Αυτά ήταν: το ρεπερτόριο της «ασυνείδητης» επιλογής των σπουδών, το ρεπερτόριο της
«αποσύνδεσης» των σπουδών από την καριέρα και το ρεπερτόριο των σπουδών ως
«αντίσταση» στον αποκλεισμό των γυναικών από την αγορά εργασίας.
Μαρία (δικηγόρος): . . . βέβαια, ακόμη και την στιγμή που έδινα πανελλήνιες δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα Νομική
ή αν ήθελα Νηπιαγωγών, (..) ήμουν πάντα διχασμένη σε δύο επιστήμες αλλά εν πάση περιπτώσει, αυτή την στιγμή
μια και τελείωσα αυτή την σχολή, θα προσπαθήσω να κάνω, δεν έχω προσδιορίσει ακόμα τι είναι αυτό που μ' αρέσει
πιο πολύ, θα προσπαθήσω να κάνω κάτι μέσα & αυτό τον τομέα.
Τζούλια (παιδαγωγός): Εμένα ήταν τυχαία η επιλογή για το Παιδαγωγικό. Επειδή δώσαμε πανελλήνιες . . . Δεν
μπορώ να πω δηλαδή ότι θέλω να γίνω δασκάλα. Όχι.
Κία (γιατρός): Για μένα μάλλον ήταν τυχαία επιλογή, για άλλο πήγαινα αλλού βρέθηκα (η πρώτη της επιλογή ήταν
η Αρχιτεκτονική) (..) ναι ήταν τυχαία επιλογή . . . ναι είχα κάνει και σχέδιο ενάμιση χρόνο.
Ασπασία (γεωπόνος): Το ίδιο και εγώ πιστεύω ότι ήταν τυχαία η επιλογή και εγώ τα ίδια είχα δηλώσει έτσι πρώτα
κάτι Φυσικά, Μαθηματικά κάτι τέτοια ας πούμε, κάτι τέτοιες Σχολές τρίτη, τέταρτη μπήκε η Γεωπονία Θεσσαλονίκης.
Δώρα (μηχανικός): Εγώ, ακριβώς έγινα πολιτικός μηχανικός γιατί έτσι ήταν το σύστημα των Πανελλαδικών
(γέλια). Δεν πέρασα για 3 μόρια στην προηγούμενη Σχολή που ήθελα, που ήταν Ακαδημίες και πέρασα πολιτικός
μηχανικός.
Κατερίνα (μηχανικός): Κι εγώ δεν το διάλεξα πολύ συνειδητά. Καταρχήν, θεωρούνταν δεδομένο απ' την αρχή ότι
θα πάω Πανεπιστήμιο, γιατί κι οι δύο γονείς μου έχουν τελειώσει Πανεπιστήμιο. Και από κει και πέρα άλλα πράγματα
ήθελα να κάνω και στο Πανεπιστήμιο . . . Το αντικείμενο το κλασσικό του πολιτικού μηχανικού, παρότι είναι ο
μπαμπάς μου κι έχει γραφείο που δουλεύει τέλεια, το σιχαίνομαι κι ούτε περνάω έξω απ' το γραφείο του πατέρα μου.
244
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Κατέληξα κι εγώ εδώ γιατί τα βρήκα πολύ πιο ενδιαφέροντα όλα αυτά και το master που έκανα είναι στα περίφημα
logistics, που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος, τέλος πόντων είναι management. Ξέφυγα τελείως απ' το μηχανιλίκι... Και
τελικά, φτάνω στο σημείο όταν φαντάζομαι ποια θα ήταν η ιδανική δουλειά, ας πούμε, είναι να θέλω πάλι να
διδάσκω. Γιατί η πρώτη μου φιλοδοξία ήταν να γίνω νηπιαγωγός ή δασκάλα ή κάτι τέτοιο, που το απέρριψα για
λόγους χρηματικούς και κύρους και ξέρω 'γω. Και τελικά, πάλι να διδάσκω θέλω. Έστω αυτό που σπούδασα.
Επομένως δεν (..) το μηχανιλίκι δεν λέει τίποτα. Γι' αυτό δεν το γράφω πουθενά, δεν είμαι μηχανικός.
Ιωάννα (παιδαγωγός): Εγώ μάλλον, με τον καιρό ανακαλύπτω (..) αν θέλω να γίνω δασκάλα ή όχι. Η αρχική αιτία
ήταν φυσικά οι πανελλήνιες. Αλλά ένας λόγος παραπάνω . . . ήταν κι ότι οι οικογένεια μου, όχι οι δικοί μου, αλλά
θείοι, θείες, ξαδέρφια ξέρω 'γω και τέτοια ακολούθησαν εκπαιδευτικό κλάδο. Ίσως από κει αν ανατρέξουμε
βρίσκουμε την ροή. Και εγώ είχα δηλώσει τα πρώτα της δέσμης φιλοσοφίες φιλολογίες και τέτοια χωρίς ουσιαστικό
πόθο γι' αυτά, έτσι;
Σοφία (γιατρός): Εγώ την πρώτη χρονιά πέρασα στην Παιδαγωγική Ακαδημία, αλλά ήθελα Ιατρική και ξαναέδωσα
εξετάσεις και πέρασα Ιατρική (..) Πιστεύω ότι (..) κοίταξε ο πατέρας μου είναι γιατρός πιστεύω ότι αυτό επηρέασε
(..) δεν ξέρω με ποιόν μηχανισμό, ίσως επειδή εγώ τον θαύμαζα έμμεσα δηλαδή, τη δουλειά που έκανε, μου άρεσε το
ότι βοηθούσε τους ανθρώπους όπως το έβλεπα εγώ σα μικρό παιδάκι, ίσως για αυτό λεω και άρχισα να
προσανατολίζομαι προς τα εκεί, δηλαδή προς την Ιατρική από (..) περίπου από το Λύκειο (..) όχι πολύ μικρή. Δεν
ξέρω αν με επηρέασε αυτό πάντως ήθελα να περάσω στην Ιατρική.
Εύη (γιατρός): Και εγώ επηρεάστηκα γιατί ο μπαμπάς μου είναι και μένα γιατρός με επηρέασε κάπου er" αυτήν την
απόφαση, αλλά χωρίς όμως να ήμουνα φανατική (..) από μικρή ότι ήθελα οπωσδήποτε να γίνω γιατρός (..) ήμουν
245
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
μεταξύ 1ης και 2ης δέσμης, μου άρεζε πάρα πολύ η φυσική και ήθελα να πάω και πρώτη δέσμη, αλλά επηρεάστηκα
και από την επαγγελματική αποκατάσταση που θα μου πρόσφερε η Ιατρική (..) και από το ότι είχα και τις
δυνατότητες να περάσω και με επηρέασε και το οικογενειακό μου περιβάλλον αρκετά α1 αυτό το θέμα (..) οπότε
επειδή μου άρεζαν και τα δύο και η Ιατρική και κάποιος κλάδος της 1ης δέσμης, προτίμησα την Ιατρική . . . αλλά
στην πορεία διαπίστωσα ότι μου άρεζε περισσότερο από ότι μου άρεζε στην αρχή, όταν είχα δηλώσει και με γεμίζει
δηλαδή αισθάνομαι ότι δεν έχω μετανιώσει γι αυτήν μου την επιλογή.
Ασπασία (γεωπόνος): . . .πιστεύω ότι δεν ήταν, ότι δεν ήθελα τόσο πολύ τη Γεωπονία όσο ότι ο πατέρας μου,
είναι κάποια βιώματα έτσι (..) (γελάει), είχε δώσει Γεωπονία και δεν είχε περάσει και έλεγε (..) η Ασπασία θα πάει
Γεωπόνος, . . . αλλά τελικά πήγα και με έπεισαν κιόλας να μείνω, μ' έπεισαν, είναι αυτή η λογική ότι εντάξει στην
αρχή είπα θα ξαναδώσω μετά το βρήκα πάρα πολύ δύσκολο να ξαναδώσω λεω δεν αράζεις εδώ που ε ί σ α ι . . .
Ρανια (γεωπόνος): Εγώ πρώτα ήθελα να μπω στους υπολογιστές Κρήτης, αλλά επειδή ο μπαμπάς μου ήταν
συνταξιούχος, η μαμά μου είχε τη φαεινή ιδέα (γελάει) ότι αν περάσω θα πάμε όλοι μαζί στην Κρήτη (γελάνε όλες),
οπότε εκείνο απορρίφθηκε . . . οπότε δήλωσα τις Σχολές Φυσικομαθηματικό, Χημικό, Φυσικό και Γεωπονία της
Θεσσαλονίκης για να μη μείνω με τους δικούς μου, έτσι ξεκίνησα και πέρασα Γεωπονία Θεσσαλονίκης.
Πέρα από την επιρροή σημαντικών προτύπων και εργασιακών ρόλων της ευρύτερης
οικογένειας, διαπιστώνεται και μία προσπάθεια των ίδιων των γυναικών να κερδίσουν την
προσοχή του περιβάλλοντος, γεγονός που τις οδηγεί ενδεχομένως σε μη παραδοσιακά για το
φύλο τους επαγγέλματα. Άλλωστε, η σχετική βιβλιογραφία αναφέρει ότι τόσο το σχολικό όσο
και το πανεπιστημιακό περιβάλλον είναι «ψυχρό» ή «αδιάφορο» (null environment) απέναντι
στις ακαδημαϊκές επιδόσεις και τα ενδιαφέροντα των γυναικών, είτε πρόκειται για μαθήτριες,
είτε για φοιτήτριες (βλ. κεφάλαιο 3).
Βίλυ (μηχανικός): . . . ο αδερφός μου ήταν πάντα ο μεγάλος, το καλό παιδί, τα έκανε όλα καλά και στην
προσπάθεια μου (..) κι έγινε μηχανικός. Κι ακριβώς για ν' ακούσω κάποτε «μπράβο» που δεν τ ' άκουσα, φυσικά
εννοείται, έγινα κι εγώ. Γι' αυτό. Είναι πάρα πολύ ηλίθιο και το βρίσκω πάρα πολύ κρίμα για την ζωή μου και δεν μ'
αρέσει καθόλου το μηχανηλίκι (..) δεν μου άρεσε καθόλου το μηχανηλίκι...
Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε είναι ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές αποφασίστηκαν
τυχαία, επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο στη ζωή τους τη δεδομένη χρονική στιγμή, όπως για
παράδειγμα μια σταθερή σχέση ή μια οικογένεια. Σε μια έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες
Αμερικής, στην οποία συμμετείχαν γυναίκες διευθύντριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
για να διαπιστωθεί αν αυτές οι γυναίκες είχαν ξεκάθαρους επαγγελματικούς στόχους και
σχέδια από την αρχή της καριέρας τους, τα οποία διεκδίκησαν και ακολούθησαν πιστά
προκειμένου να ανέβουν στην επαγγελματική ιεραρχία, αποδείχθηκε ότι οι περισσότερες δεν
είχαν κανένα επαγγελματικό σχέδιο εξ' αρχής (Grant, 1989). Με άλλα λόγια, ακόμη και
επιτυχημένες γυναίκες φαίνεται ότι δεν ακολουθούν ένα αυστηρά μελετημένο επαγγελματικό
πλάνο με σταθερά βήματα και στάδια, αλλά ένα «μωσαϊκό σταδιοδρομίας», στο οποίο
εναλλάσσονται απολύτως τυχαία διάφορα γεγονότα ζωής και δουλειάς.
246
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Κατερίνα (γυμνάστρια): Τελειώνοντας τα ΤΕΦΑΑ μου βγήκε το μεταπτυχιακό, το οποίο (..) το έμαθα από τη Βίκυ,
ας πούμε, ξεκίνησα να πάω γιατί ακριβώς δεν είχα τίποτα άλλο. Δηλαδή, αν μου έλεγε τότε να αρραβωνιαστούμε το
παιδί αυτό (με το οποίο είναι αρραβωνιασμένη σήμερα) ίσως να μην το ξεκινούσα. Όχι γιατί θα μου έλεγε να
αρραβωνιαστώ, αλλά γιατί ο ίδιος, θα έπρεπε να είμαι εδώ πέρα ας πούμε. Να μην έχω το πήγαινε έλα κτλ. Έκανα
το μεταπτυχιακό και στο μυαλό μου είχα άλλα πράγματα.
Ράνια (γεωπόνος): . . . ότι σε αυτή τη φάση της ζωής μου αυτό είναι που έχει μεγαλύτερη αΐ)α, αλλά δεν μπήκα
συνειδητά, δηλαδή το μεταπτυχιακό το ξεκίνησα γιατί δεν είχα να κάνω κάτι άλλο (..) και το διδακτορικό εντάξει έχει
έρθει σαν επακόλουθο, αλλά αν κάποια στιγμή (..) ξέρω "γω έκανα μια μεγάλη οικογένεια που θα απαιτούσε να μη
δουλέψω, δεν ξέρω αν θα αποφάσιζα τελικά να δουλέψω, δεν μπορώ να σου πω από τώρα.
Βίλυ (μηχανικός): Για μένα η προσωπική μου ζωή είναι πιο σημαντική απ' την καριέρα μου, αλλά αυτό νομίζω ότι
είναι θέμα (..) θέμα ατόμου . . . Αλλά απ' τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτό (ένας γάμος ή οικογένεια) αυτήν την
στιγμή, φυσικά θα χαραμίσω πάρα πολλές ώρες στην καριέρα μου.
Μαρία (δικηγόρος): . . . γιατί πάντα ήμουν τύπος που διαβάζω και μ' αρέσει (..) αποφάσισα να κάνω μεταπτυχιακό
για να έχω μία επαφή με την θεωρία, τα βιβλία, να έχω ένα κίνητρο παραπάνω, ν* ασχολούμαι και να συνδυάσω και
την άσκηση μαζί. Αλλά πιο πολύ το έκανα για μένα το μεταπτυχιακό, όχι δηλαδή, δεν είχα βλέψεις ούτε καθηγήτρια
να γίνω αργότερα με διδακτορικά και τέτοια. Το έκανα καθαρά για μένα.
247
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Αλεξία (δικηγόρος): Εγώ δεν είμαι τόσο θεωρητικός τύπος . . . εγώ τουλάχιστον, δεν είχα στο αστικό που μου είχε
αρέσει έτσι, σαν επαφή με το Πανεπιστήμιο, δεν είχα αυτό που ήθελα, ούτε στα μαθήματα, διότι δεν
παρακολουθούσα κιόλας έτσι όπως είναι το πρόγραμμα σ" εμάς, δεν έχουμε παρακολουθήσεις κι όλα αυτά,
αποφάσισα να δώσω εξετάσεις, σε περίπτωση που περάσω να έχω μία πιο ουσιαστική επαφή με τα μαθήματα και
τελείωσε η υπόθεση και αυτό ήταν όλο κι όλο (..) να μπορέσω να δω κάποια πράγματα πιο συγκεκριμένα, πιο
λεπτομερειακά.
Ιωάννα (παιδαγωγός): . . . Δεν μπορούν να δεχτούν, γιατί εγώ μέχρις στιγμής έτσι λειτουργώ, ότι όλα αυτά τα
πτυχία, τα μεταπτυχιακά τα ήθελα πραγματικά για μόρφωση. Δεν τα θέλω για να προχωρήσω . . . Ενώ ο κόσμος
πιστεύει, όταν μία γυναίκα σπαταλάει τόσο χρόνο απ' την ζωή της για μεταπτυχιακά, για σπουδές, για ιστορίες, για το
ένα, για το άλλο, έχει πολύ ψηλούς στόχους. Ενώ μπορεί να είναι κάτι πιο ( . . ) . . .
Σοφία (παιδαγωγός): Ναι και πολύ συχνά αυτό που ακούς είναι «ποιος είναι ο προορισμός της γυναίκας; Ο γάμος
και να κάνει-παιδιά, τι τα θες όλα αυτά;». Ναι, δεν μπορούνε (..) και φυσιολογικά γιατί έχουν μεγαλώσει σε άλλο
περιβάλλον αυτοί με άλλα πρότυπα κτλ. ότι μπορεί κάποιος για τον εαυτό του για κάποιους λόγους, μόρφωση (..)
ανάπτυξη προσωπική κτλ. να θέλει κάτι τέτοιο.
Σοφία (παιδαγωγός): Εγώ ναι. Δηλαδή, δεν έχω του τύπου τις φιλοδοξίες που λέτε (..) μπορεί να μου προκύψει
ας πούμε, αλλά το θέλω για τον εαυτό μου.
Τζούλια (παιδαγωγός): Σχετικά, με το (..) που λέτε για φιλοδοξίες, για να μην παρανοηθώ κάπου, εγώ που λεω
ότι θέλω να συνεχίσω κι άλλο, δεν το λεω ούτε ας πούμε για τα χαρτιά, ούτε για το κύρος ούτε για τίποτα, απλά την
μόρφωση την βλέπω μία σταδιακή διαδικασία και νομίζω θέλει πολλά χρόνια κάποιος άνθρωπος να σπαταλήσει απ'
την ζωή του, πρέπει ν' ασπρίσουν τα μαλλιά του για να πει & ένα χώρο ότι τον έχει μάθει. Τον ξέρει. Απ' αυτήν την
άποψη.
Ασπασία (γεωπόνος): Ούτως ή άλλως στη φάση στην οποία βρισκόμαστε είναι πολύ δύσκολο να σκεφτούμε καν
το πότε θα δουλεύουμε . . . οπότε θεωρώ ότι αυτό που κάνουμε όταν ξεκινάμε να το κάνουμε το κάνουμε μεν με
κάποιες φιλοδοξίες και στόχους που έχουν να κάνουν όμως με (..) επειδή θέλουμε να το κάνουμε, επειδή θεωρώ ότι
με γεμίζει άσχετα τελικά αν θα καταλήξω εκεί ή όχι (..) γιατί εκ των προτέρων, όχι ότι δε θέλω να εργαστώ στο
Πανεπιστήμιο, απλώς εκ των πραγμάτων είναι δύσκολο και με αυτή τη λογική πιστεύω ότι ξεκινάω και λεω ότι
προτιμώ (..) επειδή για μένα είναι τα πράγματα ρευστά (..), οπότε λεω ότι εντάξει θα μπορούσα να επενδύσω
περισσότερο στο να έχει ο σύζυγος ας πούμε κάποια καλύτερη καριέρα.
248
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Ταυτόχρονα, είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι οι γυναίκες ηλικίας 20-29 ετών
πλήττονται περισσότερο από την ανεργία σε σχέση με μεγαλύτερες γυναίκες (βλ. κεφάλαιο
2). Επίσης, παρ' όλο που οι γυναίκες απόφοιτες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκουν
καλύτερες θέσεις εργασίας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ρυθμός ανεργίας για τη συγκεκριμένη
ομάδα γυναικών είναι χαμηλός. Συγκεκριμένα υπάρχει υψηλός κίνδυνος ανεργίας για όσες
γυναίκες φοίτησαν ή φοιτούν ακόμη σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ενώ ο ρυθμός
ανεργίας τους υπολογίζεται σε 10,62% - 3 στις 10 δηλαδή γυναίκες άνεργες διαθέτουν πτυχίο
ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης (Καραντίνας, 1989). Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, ο
κίνδυνος^ της ανεργίας είναι υψηλότερος για τις νέες γυναίκες, τις φοιτήτριες και όσες
διαμένουν σε αστικές περιοχές της χώρας.
Για αυτούς τους λόγους η επιλογή των μεταπτυχιακών σπουδών δικαιολογείται και ως
εναλλακτική λύση, εξαιτίας του αποκλεισμού τους από την αγορά εργασίας και της
αποτυχημένης προσπάθειας τους να βρουν δουλειά.
Äwa-Μαρία (χημικός): Πρώτον, (το διδακτορικό) δεν σε εξασφαλίζει σε τίποτα. Δηλαδή, θα το κάνω μεν, θα το
πάρω κάποια στιγμή, αλλά από κει και πέρα δεν είμαι σίγουρη αν θα έχω πραγματικό κέρδος και απολαβές ανάλογες με
το πόσο θα κοπιάσω. Αυτό ήταν το βασικότερο πρόβλημα μου κι ο δισταγμός μου για το αν θ' ακολουθήσω το
διδακτορικό ή όχι και αν τα πράγματα ήταν περισσότερο εύκολα στο να βρω μία δουλειά έξω, τ ' ομολογώ, πολύ
πιθανώς να μην το είχα ακολουθήσει. Δηλαδή, βρήκα πολλές δυσκολίες έξω και είπα ότι τέλος πάντων ας
προσπαθήσω να πάρω και κάποια περισσότερα εφόδια μήπως και βρεθώ σε μία καλύτερη μοίρα απ' αυτήν που είμαι
τώρα. Αλλά αν βρισκόταν μία δουλειά που θα έκρινα ότι ήταν καλή και θα με κάλυπτε, πολύ πιθανόν δεν θα
ακολουθούσα (τις μεταπτυχιακές σπουδές).
Μαρία (χημικός): Επειδή όμως είναι πολύ δύσκολο να βρεις δουλειά, ισχύει κι αυτό που είπε η Άννα-Μαρία, ότι αν
βρίσκαμε παράλληλα κάποια δουλειά που θα μας ικανοποιούσε, πιθανόν να μην συνεχίζαμε.
Λίντα (χημικός): Ναι, αν ήταν εδώ η κοπέλα που έφυγε πριν λίγο, θα μας έλεγε ότι εκείνη ξεκίνησε το
μεταπτυχιακό αλλά στο ενδιάμεσο βρήκε κάποια δουλειά (..) οπότε αποφάσισε να φύγει και να το αφήσει στην μέση.
Σύμφωνα με τον Καραντίνα (1989), το ψυχολογικό και κοινωνικό κόστος της ανεργίας
είναι μεγάλο, διότι ο άνεργος ή η άνεργη οδηγείται στην απώλεια της αυτοπεποίθησης,
αισθάνεται ότι χάνει τις δεξιότητες του και εκλαμβάνει το γεγονός της ανεργίας ως δική του
υπευθυνότητα. Οι γυναίκες επιβαρύνονται ακόμη περισσότερο όταν τα ποσοστά ανεργίας
μιας χώρας είναι υψηλά, επειδή οι ίδιες υφίστανται επιπλέον δυσκολίες εξαιτίας του φύλου
τους. Σε σχέση με τους άνδρες συναδέρφους τους πρέπει να προσπαθήσουν πολύ
περισσότερο ώστε να αποδείξουν την α^ια τους ως εργαζόμενες, να αναδείξουν τις ικανότητες
τους και να ανταμειφθούν αναλόγως. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, όσο περισσότερες είναι
οι ευκαιρίες των γυναικών για συμμετοχή στην απασχόληση, τόσο μεγαλύτερο κίνητρο
υπάρχει για αυτές να αποκτήσουν περισσότερη εκπαίδευση ή μετεκπαίδευση. Επιπλέον, όταν
249
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
οι μισθοί των γυναικών είναι συστηματικά μικρότεροι των ανδρών, οι γυναίκες αισθάνονται
ότι χρειάζονται περισσότερη εκπαίδευση για να διεκδικήσουν τους ίδιους μισθούς
(Κανελλόπουλος, 1989).
Σοφία (παιδαγωγός): Οι σπουδές προσφέρουν (..) σου προσφέρουν πολλά και σε επίπεδο επαγγελματικό (..) και
προσωπικής ανάπτυξης . . . Κι ένας λόγος που το κάνω είναι κι αυτός. Πα να μπορώ ν' ανταποκριθώ αργότερα, &
αυτό μου τον ρόλο, ας πούμε σαν εκπαιδευτικός».
Ιωάννα (παιδαγωγός): Πραγματικά και μία γυναίκα έστω και στο πολύ ταπεινό επάγγελμα που θεωρούν τη
δασκάλα κάποια, κάποιες θέλουν να το κάνουν πραγματικά πολύ καλά. Γι' αυτό συνεχίζουν τις σπουδές. Δεν το
δέχονται αυτό (το κοινωνικό περιβάλλον). Δεν πιστεύουν ότι μία γυναίκα προσπαθεί για την δουλειά της, όσο μπορεί
περισσότερο.
Κάτια (ψυχολόγος): Κι αυτή την στιγμή το διδακτορικό πέρα απ' οτιδήποτε άλλο σαν φιλοδοξία και σαν στόχος
ήταν και μία (..) το βλέπω τώρα πια σαν μία προσπάθεια δικιά μου V αντισταθμίσω το συμβιβασμό που έκανα με την
Αμερική, δηλαδή παίρνω εγώ τον έλεγχο στα χέρια μου και κάνω αυτό που θέλω αυτή την στιγμή και με τον τρόπο
που θέλω.
250
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Το μοντέλο της Παρσονικής οικογένειας, στο οποίο επικρατεί μια αυστηρή διάκριση
των ρόλων σε σχέση με το φύλο, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη ισχύ και να αποτελεί
την κυρίαρχη αντίληψη στην πράξη, στο μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού και
ιδιαίτερα στην ελληνική κοινωνία (Στασινόπουλου, 1990). Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η
σύζυγος και μητέρα κυριαρχεί στον ιδιωτικό χώρο του οικιακού περιβάλλοντος,
αναλαμβάνοντας τη φροντίδα και τη συναισθηματική κάλυψη των μελών της οικογένειας,
ακόμη κι όταν εργάζεται, ενώ ο σύζυγος και πατέρας συμμετέχει περισσότερο στο δημόσιο
251
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
χώρο της αγοράς εργασίας, αναπτύσσει ανταγωνιστικές ικανότητες, ενώ είναι ο κύριος
υπεύθυνος για την οικονομική στήριξη της οικογένειας.
Σύμφωνα λοιπόν με τη θεωρία του Parsons, ο γάμος αποτελεί και την ολοκλήρωση
του γυναικείου ρόλου. Έτσι, η γυναικεία μισθωτή εργασία στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες
χώρες είναι επικουρική ή συμπληρωματική στο εισόδημα της οικογένειας, παρότι σήμερα για
τα περισσότερα παντρεμένα ζευγάρια θεωρείται απαραίτητη στον οικονομικό τους
προϋπολογισμό. Αυτή η πολιτισμικά καλλιεργημένη πεποίθηση πως το δικαίωμα της
απασχόλησης ανήκει κυρίως στον άνδρα ενίσχυσε και στην ίδια τη γυναίκα την πεποίθηση
πως ανταποκρίνεται στην εικόνα του πετυχημένου ή αποτυχημένου ανθρώπου, ανάλογα με το
αν μπορεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της μέσα στην οικογένεια και όχι ανάλογα με την
απόδοση της στην εργασία. Με αυτές τις αντιλήψεις η γυναίκα ποτέ δεν απόκτησε όμοια με
τον άνδρα-σχέση με το επάγγελμα, παρέμεινε πάντα ξένη και εφεδρική στο χώρο της αγοράς
εργασίας και δεν καλλιέργησε ποτέ εργατική συνείδηση. Με άλλα λόγια, η «επαγγελματική
απασχόληση δεν αποτελεί γι' αυτήν την ολοκλήρωση και δικαίωση της ταυτότητας της»
(Αυδή-Καλκάνη, 1989: 68). Η Μουσούρου (1985) ισχυρίστηκε ότι το συγκεκριμένο
στερεότυπο γα το γυναικείο ρόλο δημιουργεί αντίστοιχες προσδοκίες, σύμφωνα με τις οποίες
η άγαμη ελληνίδα ονειρεύεται να παντρευτεί και να παύσει να εργάζεται, εφόσον θα τη
συντηρεί ο σύζυγος, εξασφαλίζοντας της έτσι τη δυνατότητα να περιοριστεί στον «φυσικό»
της ρόλο.
Ωστόσο σήμερα, οι γυναίκες συμμετέχουν ενεργά πια στην αγορά εργασίας,
συνεισφέροντας ουσιαστικά στα οικονομικά της οικογένειας, φροντίζουν συναισθηματικά τα
περισσότερα μέλη της οικογένειας, ενώ αφιερώνουν σημαντικό χρόνο σε καθημερινές οικιακές
εργασίες, χωρίς φυσικά να αμείβονται για αυτό. Επομένως, η συνεισφορά τους στο σύνολο
της οικογένειας, σε πραγματική εργασία και υποσιήριξη, υπερβαίνει το διπλάσιο σε σύγκριση
με την αντίστοιχη των ανδρών. Οι γυναίκες σήμερα, προκειμένου να ανταποκριθούν στο
διπλό τους ρόλο ή στο φόρτο εργασίας που συνεπάγεται η επαγγελματική και η οικογενειακή
τους ζωή και δεδομένου ότι οι άνδρες δεν είναι έτοιμοι να αναλάβουν το μερίδιο που τους
αντιστοιχεί στην οικογένεια, μείωσαν την προσπάθεια σιην αναπαραγωγική σφαίρα και
κάνουν λιγότερα παιδιά. Από την άλλη, το νοικοκυριό θεωρείται όλο και περισσότερο ως μια
«αρένα δυνητικών συγκρούσεων ανάμεσα στο ζευγάρι» (Bjornberg, 1998: 153). Είναι
γεγονός ότι οι γυναίκες βιώνουν τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με το σπίτι και την οικογένεια
σαν ένα φορτίο πολύ πιο έντονα απ' ότι οι άνδρες και συχνά οι λόγοι των διαφωνιών ανάμεσα
στα παντρεμένα ζευγάρια αφορούν στο μοίρασμα των οικιακών εργασιών, στην ανατροφή και
φροντίδα των παιδιών καθώς και στα οικονομικά ζητήματα. Έτσι, αποτελέσματα ερευνών
δείχνουν ότι ο βαθμός του οικιακού άγχους, η ψυχολογική ευεξία και η εμπιστοσύνη ως προς
τις ικανότητες τους ως γονείς, σχετίζονται με την ισορροπία της ισχύος ανάμεσα στα δύο
φύλα και με την εργασία που εκτελεί ο καθένας μέσα στην οικογένεια (Bjornberg, 1998).
252
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Οι γυναίκες που μίλησαν στις συνεντεύξεις της έρευνας φυσικά αντιλαμβάνονται τις
παραπάνω αξίες σε σχέση με το ρόλο που αναμένεται να διαδραματίσουν στην ιδιωτική
σφαίρα. Τα ερμηνευτικά ρεπερτόρια που χρησιμοποίησαν προκειμένου να δικαιολογήσουν τη
θέση τους κυρίως στο χώρο της οικογένειας ήταν το ρεπερτόριο της οικογένειας ως
«προορισμού» και το ρεπερτόριο της «ανακατανομής» των οικιακών ρόλων. Με το πρώτο
ρεπερτόριο, ταυτίζονται ουσιαστικά με κοινωνικές προσδοκίες και πρότυπα, τα οποία
ενισχύουν τη διάκριση ανάμεσα στην ιδιωτική και δημόσια ζωή, τοποθετώντας τη γυναίκα
πρωταρχικά και αποκλειστικά στην οικιακή σφαίρα της αναπαραγωγής (βιολογικής και
ιδεολογικής). Ωστόσο, με το δεύτερο ρεπερτόριο, αντιστέκονται στις παραπάνω κοινωνικές
επιταγές, επιχειρώντας την εγκαθίδρυση πιο προοδευτικών οικογενειακών σχημάτων,
σύμφωνα με τα οποία η κατανομή των οικιακών ρόλων δεν γίνεται με βάση το φύλο, αλλά
ισότιμα ανάμεσα σε δύο ενήλικες, οι οποίοι συνεισφέρουν και μοιράζονται εξίσου τις ευθύνες
τόσο στο χώρο της οικογένειας όσο και στο χώρο της αγοράς εργασίας.
Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . στην οικογένεια του αρραβωνιασπκού μου να πούμε. Αν είχαν μια κόρη πιστεύω ότι
θα της λέγανε και εκείνης, όχι εγώ που είμαι νύφη και την κόρη τους θα λέγανε. «Γιατί να επενδύσεις μελλοντικά
(στο επάγγελμα σου) αφού θα κάνεις οικογένεια και θα παντρευτείς;».
Κατερίνα (γυμνάστρια): Όχι, γιατί ο γιος τους θα βασίζεται στο πτυχίο του. Μετά από 2-3, μετά από 10 χρόνια
θα δούλευε με αυτό το πτυχίο. Ενώ η γυναίκα σου λέει, μου λένε εμένα, «Δεν τελείωσες (το πρώτο πτυχίο);
Μπορείς να διδάξεις αργότερα. Τι έγινε; Γίνε καθηγήτρια» . . .
253
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
της γυναικείας επαγγελματικής απασχόλησης από το γάμο θα ήταν η εξάλειψη της αντίληψης,
η οποία προστάζει ότι η απασχόληση αυτή είναι προσωρινή, επικουρική και ασυμβίβαστη προς
το ρόλο ή τον προορισμό της γυναίκας.
Από την άλλη, οι πιέσεις και οι προσδοκίες από το οικογενειακό περιβάλλον, είτε
συνειδητές, είτε ασυνείδητες, μπορεί να ακούγονται υπερβολικές, ωστόσο φαντάζουν
επιτακτικές στα αυτιά των περισσοτέρων γυναικών: «να τα αφήσεις τώρα τα πολλά πτυχία»,
«τι τα θέλεις όλα αυτά», «το καλύτερο πτυχίο είναι ο γάμος» κοκ.
Σοφία (παιδαγωγός): Εμένα η μητέρα μου (..) ξέρω ότι θα 'θελε να ήμουνα παντρεμένη κι αυτήν την στιγμή ας
πούμε, με οικογένεια κτλ. αλλά δεν με πιέζει. Δεν μου είπε ποτέ γιατί το κάνεις αυτό που κάνεις κτλ., αλλά ξέρω ότι
θα ήθελε να με δει παντρεμένη, με σπιτικό, όπως είχε κι αυτή ένα δικό της σπιτικό τέλος πάντων. Το περίεργο είναι
με τους συγγενείς μου εμένα, που (..) δεν το βλέπουν με καθόλου καλό μάτι (τις μεταπτυχιακές σπουδές). Δηλαδή,
τα υπονοούμενα και οι «μπηχτές» και «τι τα θέλεις τώρα όλα αυτά» και «κοίταξε να βρεις έναν άντρα να
τακτοποιηθείς να κάνεις τα παιδιά σου» κτλ. Και εκτός απ' το ότι εκφράζουνε γνώμη με βλέπουν και μ' άλλο μάτι.
Δηλαδή, επειδή ίσως ξεφεύγω απ' αυτά τους τα πρότυπα . . . δηλαδή, νομίζουν ότι επειδή κάνω το μεταπτυχιακό ότι
είμαι άλλος άνθρωπος. Με αντιμετωπίζουν έτσι με περισσότερο σεβασμό, φόβο, δεν με πλησιάζουν (..) δεν ξέρω
γιατί δηλαδή το βλέπουν έτσι. Το βλέπουν σαν κάτι το εντελώς εξωπραγματικό . . . πολύ συχνά αυτό που ακούς
είναι «Ποιος είναι ο προορισμός της γυναίκας; Ο γάμος και να κάνει παιδιά, τι τα θες όλα αυτά;». Ναι, δεν μπορούνε
και φυσιολογικά γιατί έχουν μεγαλώσει σε άλλο περιβάλλον αυτοί με άλλα πρότυπα κ τ λ . . .
Τζούλια (παιδαγωγός): Η μητέρα μου μέχρι τώρα μου δείχνει ότι θέλει να συνεχίσω τις σπουδές μου. Γιατί
καταλαβαίνει ότι αυτό κάπου θέλω να κάνω. Απ' την μία, κι εγώ μέσα μου θέλω και να παντρευτώ. Μπορεί να λεω
ότι εντάξει (..) μέσα της όμως καταλαβαίνω ότι περιμένει. Να της πάω κάποιον και να της πω «από 'δω είναι το παιδί
που θα παντρευτώ», Και μάλιστα, αυτό άρχισε τώρα, είμαι 25 στα 26 τον Ιούνιο θα πάω, αυτό άρχισε από πέρυσι
και μου λέει κάθε φορά «Και του χρόνου διπλή. Και του χρόνου διπλή». Και καταλαβαίνω κάπου άτι αν και το κρύβει
το περιμένει. Η γιαγιά μου δε, που είναι γεννημένη το 1905 περίπου θέλει (..) με θεωρεί κατά κάποιον τρόπο (..)
αρχίζει ν" ανησυχεί, μη τυχόν και δεν προλάβω τώρα. Το βλέπει έτσι και καμιά φορά μου λέει «εσύ τώρα, άντε βγες
καμιά βόλτα». Να βγω για να βρω. Όσο για τον περίγυρο, αρχίζω να συνειδητοποιώ (..) μου λένε, γιατί μου το 'παν
κιόλας, «να ξεσκονίσουμε το επάνω ράφι της βιβλιοθήκης για να μπω». Όσο αστείο κι αν ακούγεται... είμαι η μόνη
από όλους τους συγγενείς που είμαι 25 στα 26 και δεν έχω κάνει οικογένεια.
Ράνια (γεωπόνος):... Άμα κρίνεις από τις ευχές που σου δίνουν όλοι (..) (γέλια). Είναι αυτό που λένε πώς το λένε
(..) πώς μου το είπαν προχθές (..) «καλά τα πτυχία που παίρνεις αλλά το κυριότερο πτυχίο δεν το έχεις πάρει ακόμη»
(..) το κυριότερο πτυχίο είναι εκείνο (ο γάμος δηλαδή), άμα δεν πάρεις εκείνο το πτυχίο (..) όλα τα άλλα είναι (..) ναι,
αυτά τα ακούω συχνά.
Εύη (γιατρός): Εμένα προσωπικά πάντως το οικογενειακό περιβάλλον . . . οι γονείς μου ας πούμε αισθάνονται (..)
ικανοποιημένοι από την εξέλιξη μου την επαγγελμσπκή, αλλά πιστεύω ότι σε 1 με 2 χρόνια, ακόμη είμαι 26 τώρα δεν
τα έχω κλείσει ακόμη, αλλά σε 1 με 2 χρόνια ας πούμε θα αρχίσουνε να μου λένε κάποια πράγματα, θα μου λένε
εντάξει το πτυχίο σου το πήρες κι αυτά, κοίταξε να κάνεις οικογένεια, σίγουρα θα υπάρχουν κάποιες πιέσεις κι ίσως
στις γυναίκες . . . περισσότερο γιατί (..) μια κοπέλα ας πούμε είναι (..) επικρατεί αυτή η άποψη και είναι και η
δυνατότητα αυτή που έχεις αναπαραγωγής περιορισμένη, μέχρι τα 35 πιστεύω ότι θα πρέπει να έχεις παντρευτεί για
να είσαι και μικρή μητέρα, να μειωθούν και οι κίνδυνοι μιας αποτυχημένης κύησης όλα αυτά μετράνε.
254
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Στα παραπάνω αποσπάσματα είναι ολοφάνερη η πίεση που ασκεί ο περίγυρος στις
γυναίκες σε σχέση με τη δημιουργία οικογένειας. Σύμφωνα με τις προσδοκίες των γονέων και
των συγγενών, ο γάμος και η απόκτηση παιδιών έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τις
μεταπτυχιακές σπουδές ή την επαγγελματική εξέλιξη μιας γυναίκας. Τέτοιου είδους
προσδοκίες δημιουργούν στις γυναίκες έντονες συγκρούσεις και διλήμματα, ιδιαίτερα σε μια
περίοδο μετάβασης από τις σπουδές στην αγορά εργασίας και στην εκκίνηση της
σταδιοδρομίας τους. Πρόσφατες μελέτες αναφέρουν ότι οι γυναίκες ξαφνικά βιώνουν τη
ματαίωση των κόπων και των προσδοκιών τους σε σχέση με το δημόσιο βίο και τις
επαγγελματικές τους φιλοδοξίες (βλ. κεφάλαιο 3). Έτσι, κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης
χρονικής περιόδου, δηλαδή μετά την αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο, διαπιστώνουν ότι η
περίοδος «χάριτος» τελείωσε και ότι η επένδυση στην οικογένεια προηγείται σημαντικά της
επένδυσης στη σταδιοδρομία. Επιπλέον, οι γυναίκες αισθάνονται και την πίεση της βιολογικής
τους ικανότητας για αναπαραγωγή, η οποία θέτει συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια,
περιορίζοντας σημαντικά τις επιλογές τους.
Κάτια (ψυχολόγος): Εγώ δεν πίστευα ποτέ ότι το φύλο μου επηρεάζει τις επιλογές που κάνω, μέχρι πέρσι που
γύρισα από την Αμερική και βρήκα τον εαυτό μου να επιστρέφει σε μία κατάσταση όπου σαν παντρεμένη, περίμενε ο
κοινωνικός μου περίγυρος ότι πρώτον θα έπρεπε να ξεκινήσω αμέσως να κάνω παιδιά . . . μάλιστα υπήρξε το εξής
σχόλιο «να τα αφήσεις τώρα τα πολλά πτυχία και να κοιτάξεις να κάνεις παιδιά» . . . Από την άλλη μεριά γενικό σαν
παντρεμένη γυναίκα, δηλαδή δύο μειονεκτήματα παντρεμένη και γυναίκα, έβλεπα ότι αυτά τα δύο περιορίζουν και
αυτά που σκεφτόμουν εγώ να κάνω και αυτά που ήδη κάνω . . . Η ζωή μου έχει αλλάξει πάρα πολύ από τότε που
ήμουνα φοιτήτρια . . . Τώρα όμως βλέπω ότι με θεωρούν σα μία παντρεμένη γυναίκα, είμαι η «παντρεμένη γυναίκα»,
ναι, φοράω αυτή την ταμπέλα από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω και ότι κάνω όλοι το κρίνουν κάτω από αυτό τα
πρίσμα και είναι πολύ δύσκολο για μένα να μην το εσωτερικεύσω. Κάνω μεγάλες προσπάθειες, αντιστέκομαι όσο
μπορώ, θεωρώ απαράδεκτο να παρατήσω το διδακτορικό μου για να καθίσω στο σπίτι και να κάνω παιδιά, χωρίς να
σημαίνει όμως ότι η προοπτική να κάνω παιδιά δεν με παρεμποδίζει πράγματι . . . μπαίνεις σε κάποια στεγανά,
δηλαδή ναι μεν λεω ότι δεν με επηρεάζει, προσπαθώ να μην επηρεάζομαι πάρα πολύ, αλλά ότι και να κάνεις έχεις ένα
γάντζο από πίσω ο οποίος σε τραβάει.
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Εγώ τη σύγκρουση που έτσι αισθάνομαι ότι πρέπει να λύσω, τέλος πάντων, είναι αυτό,
το θέμα του γάμου. Που οι γονείς πια προσδοκούν κάποια πράγματα και (..) . . . μέσα μου την αισθάνομαι δηλαδή
(..) τη σύγκρουση (..) . . . πάντως (..) είναι (..) μια πίεση (..) και μια εσωτερική όμως πίεση, με την έννοια του ότι
σκέφτομαι ρε παιδί μου, «ωραία θα συνεχίσω έτσι και μέχρι πότε, μετά τι θα γίνει, θα παντρευτώ κάποτε, δεν θα
παντρευτώ» δηλαδή, πέρα από αυτή την εξωτερική πίεση που ασκούν οι γονείς, ότι πρέπει να τελειώσεις να
παντρευτείς και να βρεις μια δουλειά, που ακούγεται απλό μάλλον, αλλά δεν είναι τόσο απλό, δηλαδή γι' αυτούς είναι
σημαντικό πολύ και πρέπει κάθε φορά να το αντιμετωπίζεις. Δηλαδή κάθε φορά που τους βλέπω, σκέφτομαι αχ! θα
συζητήσουμε και αυτό τώρα (γελάει). Αλλά απ' την άλλη το έχω κι εγώ. Δηλαδή, μέσα στα όνειρα την αισθάνομαι
αυτή την σύγκρουση κάποιες φορές . . . και όσο περνάει ο καιρός, βλέπω ότι δεν έχω οικονομικές απολαβές, βασικά.
Δηλαδή, μπορεί να χρειαστεί να περιμένω 5-6 χρόνια τέλος πάντων, για να δω να ανταμείβονται οι κόποι μου. Σ' όλο
αυτό το διάστημα όμως, εγώ πρέπει να πείθω τον εαυτό μου και τους άλλους βέβαια ότι όντως είναι σημαντικά όλα
αυτά τα πράγματα (οι σπουδές και η επένδυση στην καριέρα).
Άννα (ψυχολόγος): Και για μένα είναι κάπως έτσι. Δηλαδή, εγώ δεν συγκρίνω τον εαυτό μου με τις άλλες
γυναίκες που δεν έχουν κάνει όσα έχω κάνει εγώ ή παρόμοια . . . θεωρώ ότι έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα τα
255
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
οποία μου άρεσαν, τα οποία επέλεξα και παρά τους κόπους, γιατί για όλα χρειάστηκε να (..) για κάποια χρειάστηκε να
πονέσω πάρα πολύ. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη που 'χω φτάσει, εδώ που "χω φτάσει και δεν θ' άΜ,αζα με
τίποτα αυτό που 'χω κάνει τώρα με άλλα πράγματα. Σε κάποιες στιγμές λεω ότι ίσως φίλες μου που έχουν επιλέξει
τον γάμο ή κάποια να τα εγκαταλείψουν αρκετά νωρίς ίσως για την δική τους πραγματικότητα, ίσως αντικειμενικά να
είναι πιο ευτυχισμένες από μένα. Αλλά δεν κάθομαι να σκεφτώ αν έπρεπε τότε, ξέρω \ ω , να επιλέξω τον γάμο.
Έφη (γεωπόνος): Αυτό το αισθάνομαι πιο πολύ τώρα να σου πω, άρχισα να το αισθάνομαι μάλλον πιο πολύ,
άσχετα με την ηλικία μου (είναι 25), επειδή όλοι οι συγγενείς και οι γονείς μου είναι στην Κοζάνη, όποτε πάω εκεί
είναι το όλο κλίμα εκεί που με επηρεάζει δεν ξέρω για πιο λόγο, που αισθάνομαι ρε παιδί μου ότι εντάξει (..) και να
σου λένε άντε τι θα γίνει πότε θα παντρευτείς δεν έχεις σκοπό και τέτοια, ενώ όταν είμαι εδώ πέρα αισθάνομαι μια
χαρά, είμαι πολύ καλά (στη Θεσσαλονίκη ζει μόνη), δηλαδή, παίζει το περιβάλλον ρόλο σε αυτό.
Σοφία (γιατρός): Για μένα ο γάμος είναι (..) το παιδί (..) άρχισα να το σκέφτομαι τα τελευταία χρόνια . . . εγώ
πιάνω τον εαυτό μου, πριν από 2 χρόνια δεν το σκεφτόμουν καν το παιδί, πάντως τώρα μπαίνεις στους (..) λόγους
για τους οποίους θέλεις (είναι 30 ετών). Σίγουρα, ένας από τους λόγους που θέλω να παντρευτώ είναι αυτός ο
άλλος λόγος Ισως όμως ο πιο κύριος είναι ότι θέλω να είμαι με κάποιον, δηλαδή η συντροφικότητα του να είσαι με
κάποιον άνθρωπο μόνιμα σταθερά, γιατί νιώθεις την ανάγκη να είσαι με κάποιον, πέρα από την επιστήμη μου δηλαδή,
. . . και μένα δεν ξέρω μ' αρέσει γενικά η οικογένεια . . . Βέβαια πιστεύω για τώρα, ότι εμένα προσωπικά τουλάχιστον
που κάνω ειδικότητα, που έχω πολλές εφημερίες που γυρνάω κουρασμένη από τις εφημερίες και δεν έχω να
μαγειρέψω ή να νοιαστώ για παιδιά, για άντρα είναι κάτι το οποίο με ευχαριστεί θα έλεγα (χαμογελάει) αυτή τη
στιγμή όμως (..) σίγουρα για αργότερα (..) βέβαια σκέφτομαι το γάμο.
Η σύγκρουση και η αμφιθυμία που βιώνουν οι γυναίκες του δείγματος έχει να κάνει
αφ' ενός με την επιλογή μιας καριέρας, αφ' ετέρου με την προοπτική ή καλύτερα τον
«προορισμό» της οικογένειας. Παρότι νιώθουν ικανοποιημένες από την εξέλιξη τους και απ'
όλα όσα έχουν επιτύχει σε ακαδημαϊκό κυρίως επίπεδο, τα οποία σαφώς ενίσχυσε και το
οικογενειακό τους περιβάλλον, από την άλλη, αντιλαμβάνονται ξαφνικά μια πίεση «εξωτερική
ή εσωτερική» για τη δημιουργία οικογένειας. Επιπλέον, η διαφορά ανάμεσα στην ταυτότητα
της «παντρεμένης» και της «ανύπαντρης» γυναίκας υφίσταται ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν
παιδιά, δεσμεύοντας τη γυναικεία συμπεριφορά στις κοινωνικές επιταγές ενός ρόλου εντελώς
διαφορετικού από αυτόν του άνδρα. Εκτός από την ευθύνη του νοικοκυριού, η γυναίκα
αναλαμβάνει συχνά και την ευθύνη των συναισθηματικών δεσμών στην ευρύτερη οικογένεια
και ανάμεσα στο ζευγάρι. Σε μια παρόμοια μελέτη, οι άνδρες και οι γυναίκες του δείγματος
ανέφεραν με εκπληκτική σαφήνεια σαν σημαντική εργασία που κάνουν οι γυναίκες στο σπίτι
την αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας των μελών της οικογένειας και τον περιορισμό
των διαπροσωπικών εντάσεων μέσα στην οικογένεια (Καβουνίδη, 1989).
Κάτια (ψυχολόγος): . . . ο άλλος τομέας στον οποίο αισθάνομαι μεγάλη καταπίεση είναι αυτό της διατήρησης των
ισορροπιών ανάμεσα στις δύο οικογένειες και γενικά στους συγγενείς και cf όλους. Μιλάμε από απλά πράγματα όπως
να θυμάσαι γενέθλια, γιορτές να παίρνεις τηλέφωνα (..) « όχι, Χριστούγεννα κάναμε με τους γονείς σου, Πάσχα θα
κάνουμε με τους δικούς μου γονείς» . . . οι ευθύνες είναι πάρα πολλές δηλαδή στο σπίτι εγώ σηκώνω τα πάντα μία
που ο άντρας μου είναι φαντάρος τώρα και κρατάω και τις ισορροπίες στις οικογενειακές σχέσεις . . . ακόμη και οι
ίδιοι οι γονείς μου, οι οποίοι το βλέπουν έτσι κάπως πιο προοδευτικά, εντός εισαγωγικών, το θέμα, τις περισσότερες
ευθύνες τις αποδίδουν σε μένα, όσον αφορά την οικογένεια και τα παιδιά και την συναισθηματική σχέση θεωρούν ότι
είναι γυναικεία δουλειά.
256
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . κι εγώ δεν αφέθηκα στο τι θα πει ο άλλος δηλαδή θα κάνω προσπάθειες να κάνω
αυτό που θέλω (..) . . . κι αυτή τη στιγμή έχω προβλήματα . . . το ότι παίζω μπάσκετ, παίζω μέχρι τώρα, είμαι
αθλήτρια . . . αλλά κι αυτό ακόμη το πράγμα δεν το ήθελε ο αρραβωνιαστικός μου . . . θα ήθελε αυτές τις ώρες που
απασχολώ εκεί να τις απασχολήσω (..) να είμαστε μαζί ή κάτι άλλο να έκανα . . . να μην αφιερώνω χρόνο σε αυτό,
στο να παίζω η ίδια . . . για παράδειγμα μου λέει να αρχίσω να μαθαίνω να μαγειρεύω (γέλια) . . . και ενώ του έλεγα
ότι φέτος θα είναι η τελευταία χρονιά, του λεω φέτος ότι θα συνεχίσω και του χρόνου, μάλλον (γελάει). (..)
Τουλάχιστον μέχρι να παντρευτούμε θα (..) δεν υπάρχει λόγος να μην παίζω αν μπορώ λόγω χρόνου . . . δεν μου
απαγορεύει, αλλά μου λέει να μην πάω. Δεν έχει έρθει να με δει ποτέ φέτος να παίζω (..) αυτά . . . Θέλω να πω ότι
μπερδεύομαι μέσα μου πολλές φορές ακόμα και τώρα . . . μπερδεύομαι μέσα μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω . . .
όπως το διδακτορικό που σκεφτόμουνα . . . λοιπόν εμένα σχεδόν μου φεύγει από το μυαλό αυτό, γιατί πέρυσι το
σκεφτόμουνα. Λεω, θα είμαι το πρωί στο γραφείο, θα βρω μια δουλειά το απόγευμα ως προπονήτρια. Αυτό όμως θα
πήγαινε για 3-4 χρόνια έτσι. Από τη στιγμή που έχω σκοπό να παντρευτώ του χρόνου με αποκλείει αυτό το πράγμα,
δεν μπορώ εγώ . . . δεν μπορώ εγώ δηλαδή να κάνω διδακτορικό και συγχρόνως να είμαι παντρεμένη.
Εύα (δικηγόρος): Από άποψη καταπίεσης βάσει των φιλοδοξιών, φυσικά που είχα, γιατί κάθε άτομο έχει
συγκεκριμένες φιλοδοξίες (..) ξεκινώ με αυτήν την βάση, μ' αρέσει πάρα πολύ, ήμουν συνειδητοποιημένη από Β'
Λυκείου για το επάγγελμα που ήθελα να ακολουθήσω (..) αλλά βλέπω ότι είναι πολύ δύσκολο να συνδυαστεί με μία
κάποια (..) σωστή ας το πω οικογένεια, όπως τη θεωρεί ο καθένας. Κάποιες ώρες που αφιερώνεις κοινές με το
σύζυγο, με το παιδί (..) κάθισα και τα έβαΚα κάτω κάποια στιγμή στη ζωή μου και τελικά βλέπω ότι ναι, αναγκαστικά
κι εγώ, αναγκαστικά για μένα (..) θα θυσιάσω πέντε πράγματα από τις επαγγελματικές μου φιλοδοξίες (..)
Εύα (δικηγόρος): Ναι, σίγουρα. Σίγουρα θα προσπαθήσω να τα συνδυάσω . . . αλλά (..) πιστεύω ότι θα
επωμιστώ κάποιο κόστος σίγουρα. Δεν γίνεται διαφορετικό.
Μαρία (δικηγόρος): Εμένα αυτά δεν με πειράζουν πάντως δεν ξέρω . . . αυτή η εικόνα που λέμε, που
περιγράφουμε τόση ώρα ότι (..) θα περιορίσεις κάποια, την δουλειά σου για κάποια άλλα πράγματα, δεν με πειράζει
καθόλου.
Εύα (δικηγόρος): Φυσικά, δεν τίθεται θέμα. Εννοείται ότι σε ικανοποιεί αυτό που κάνεις ότι αισθάνεσαι
ολοκληρωμένη.
257
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Ωστόσο, όσες επιλέγουν τα οικιακά αντί της αμειβόμενης εργασίας κατά τη διάρκεια
των πρώτων ετών του γάμου και της ανατροφής των παιδιών, είναι λιγότερο πιθανό να
εργαστούν έξω από το σπίτι αργότερα και τείνουν, αν εργαστούν αργότερα, να έχουν
χαμηλότερες αποδοχές από εκείνες που μπορούν να διεκδικήσουν οι γυναίκες, οι οποίες
παρέμειναν στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής (Μουσούρου, 1985).
Παρ' όλ' αυτά είναι έτοιμες να θυσιάσουν χρόνια σπουδών και επαγγελματικές φιλοδοξίες για
να υπάρξει ισορροπία και μια «σωστή οικογένεια» διότι «έτσι αισθάνονται πιο
ολοκληρωμένες», όπως ακριβώς προστάζει και το συγκεκριμένο ρεπερτόριο της οικογένειας.
Ασπασία (γεωπόνος): Όχι. Δε νομίζω ότι (ο γάμος) δεσμεύει μια γυναίκα περισσότερο από έναν άνδρα, ίσως να
είναι βιώματα που μας έχουν περάσει αυτά τα πράγματα, αλλά θεωρώ ότι ούτως ή άλλως πάντα έλεγα ότι θέλω να
κάνω οικογένεια . . . αλλά στην επαγγελματική μου καριέρα το πώς θα (..) αν θα (..) θα έχει κάποιο αντίκτυπο το έχω
αποδεχτεί ότι εντάξει, ακόμη κι αν υπάρχει αντίκτυπο στην καριέρα μου θα το αποδεχθώ, γιατί θέλω να κάνω μια
οικογένεια. Για αυτό είπα προηγουμένως ότι μπορεί και να χαλαλίσω κάποια χρόνια σπουδών ας πούμε προκειμένου
να κάνω κάποια οικογένεια και προκειμένου να κάνω μια σωστή οικογένεια. Είπα προηγουμένως ότι ακόμη και σε
περίπτωση (..) έχω ζήσει (..) τέλος πάντων έχω κάποιους γνωστούς, κάποιες φίλες κτλ. που έχουν θυσιάσει κάποια
καριέρα για μια οικογένεια και δεν το θεωρούν τόσο τρομερό. Θεωρώ ότι με ανάλογες συνθήκες θα έκανα και εγώ το
ίδιο θα θυσίαζα κάποια καριέρα για την οικογένεια και ιδιαίτερα ας πούμε για ένα παιδί.
Εύη (γιατρός): . . . γιατί πιστεύω ότι δε θα ολοκληρωθώ σα γυναίκα και σαν άνθρωπος αν δεν καταφέρω να κάνω
οικογένεια (..) και θα προσπαθήσω να τα συνδυάσω (οικογένεια και κ α ρ ι έ ρ α ) . . . εμένα προσωπικά είναι και η άποψη
μου αυτή, εμένα μ' αρέσει η σταθερότητα, μ' αρέσει η έννοια της οικογένειας . . . πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντική
λύση για να λύνεις και τα προβλήματα σου, να αισθάνεσαι πιο (..) πιο ολοκληρωμένος σαν άνθρωπος και τα παιδιά
φυσικά σε ολοκληρώνουν και σα γυναίκα και τον προορισμό μας ως άνθρωποι ας πούμε να (..) ολοκληρώνεσαι μέσα
από την οικογένεια έτσι πιστεύω .
Ράνια (γεωπόνος): Εγώ δε νομίζω ότι οι άλλοι με πιέζουν για να παντρευτώ θα το ήθελα και εγώ να κάνω
οικογένεια. Δεν είναι ότι με πιέζουν οι υπόλοιποι, είναι και δική μου ανάγκη, θα ήθελα να κάνω παιδιά δηλαδή έτσι να
ασχολούμαι με παιδιά . ..
Από την άλλη, τα δημογραφικά στοιχεία έχουν επιβεβαιώσει την ύπαρξη μιας
αναμφισβήτητα αρνητικής σχέσης μεταξύ επαγγελματικής απασχόλησης και ποσοστού
παντρεμένων γυναικών ή μεταξύ εκπαιδευτικού επιπέδου των γυναικών και έγγαμης ζωής
(Μουσούρου, 1985). Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το εκπαιδευτικό επίπεδο, τόσο
μεγαλύτερο το ποσοστό των αγάμων γυναικών, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τους άνδρες. Η
υψηλή εκπαίδευση μεταφράζεται συχνά και σε υψηλά εισοδήματα - έτσι η σχέση μεταξύ
αγαμίας και οικονομικής επιτυχίας είναι σαφής και αναμφισβήτητη. Σύμφωνα με τη
Μουσούρου (1985), η σημασία της κατηγορίας των αγάμων γυναικών που είναι μορφωμένες
και επαγγελματικά επιτυχημένες δεν έγκειται στο μέγεθος της, αλλά στην κοινωνική της θέση,
που επιτρέπει να δούμε το γάμο ως επιλογή και όχι ως ένα καθολικά πρωταρχικό στόχο.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια μιας επαγγελματικά επιτυχημένης και με υψηλό εισόδημα
γυναίκας μηχανικού:
258
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Γωγώ (μηχανικός): . . . Παρόλα αυτά (..) βλέπεις κι από φίλους. Φίλοι. Άνθρωποι που είναι στην δική μας την
γενιά. Και μου λένε «Καλά, παντρεύτηκες και μυαλό δεν έβαλες ας πούμε. Θα ταξιδεύεις συνέχεια και θα κάνεις
εκείνο και θα κάνεις το άλλο». Είναι πρόβλημα . . . Εγώ αυτό που είπα είναι το εξής: ότι οι δικές μου επιλογές, όταν
συμβίωνα έτσι (..) ήταν διαφορετικές απ' αυτές τις επιλογές που κάνω τώρα. Διότι καταλαβαίνω κι αποδέχομαι
κάποια κοινωνικά πρότυπα τα οποία λένε (..) και τ' αποδέχομαι γιατί; Γιατί δεν θέλω ο γάμος μου να είναι αντικείμενο
βολών. Που τελικά, προστατεύω την σχέση μου. Ο γάμος είναι ένα πράγμα (..) δεν είναι μόνο η σχέση. Εντάξει;
Επενδύεις στην σχέση σου είτε είσαι στον γάμο είτε είσαι εκτός του γάμου. Ο γάμος είναι και πέντε άλλα παράγωγα
μιας (..) ενός εθιμοτυπικού πράγματος που (..) ή πρέπει να τα δεχτείς και να πεις «τα δέχομαι μέχρι αυτό το όριο» ή
αν αποφασίσεις να τα (..) να πεις ότι δεν τα κοιτάζω, δεν μ' ενδιαφέρουνε, τότε μην παντρευτείς. Γιατί «χτυπάς» τον
θεσμό του γόμου, που δεν δέχεται κανείς άλλος να τον «χτυπήσεις».
Ασπασία (γεωπόνος): (αναστενάζει, διστάζει) (..) καταρχήν θεωρώ ό τ ι . . . μπορώ να βασιστώ πολύ περισσότερο,
να βασιστώ (δεν της άρεσε η λέξη) (..) αν δω μια εικόνα ας πω μελλοντική και αν τέλος πάντων κάποιος δεν
ασχολείται τόσο πολύ με τη δουλειά του ή δεν είναι πετυχημένος τόσο πολύ στη δουλειά του, ας πούμε θα ήθελα να
είμαι εγώ παρά ο άνδρας μου (..) κάπως έτσι. Δεν μπορώ να προσδιορίσω για πιο λόγο είναι αυτό και αν άκουγα
αυτά τα πράγματα που λεω τώρα πριν από χρόνια θα μου φαινόταν εντελώς απαράδεκτα (..), αλλά Ισως επειδή
αρχίζεις και βλέπεις ότι εντάξει μπορεί να ασχοληθώ και με τα παιδιά ή να ασχοληθώ με κάτι άλλο εγώ, ενώ στον
άνδρα μου δε βλέπω ας πούμε ότι ξέρεις εντάξει μπορεί να δουλεύω εγώ και ο άνδρας μου να καθίσει να κοιτάξει τα
παιδιά, είναι (..) δεν μπορώ να το δικαιολογήσω γιατί ή που οφείλεται αυτό, απλά είναι έτσι μια εικόνα που παίρνω
από το μέλλον.
Έφη (γεωπόνος): Εγώ πιστεύω ότι παίζει ρόλο (..) η κοινωνία μετράει όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε
(..) σίγουρα χαρακτηρίζει μια οικογένεια από το επάγγελμα του συζύγου. Ποτέ κανείς δε θα ασχοληθεί με (..)
παράδειγμα ότι η Ασπασία είναι μια γυναίκα καριέρας και ότι ο σύζυγος της είναι ξέρω Λγω (..) μπορεί να κάνει (..)
ασχολείται με κάτι όχι τόσο ας πούμε (..) όχι κάτι ανάλογο. Δηλαδή, ίσως και εγώ στη θέση της να σκεφτόμουνα με
τον ίδιο τρόπο ότι εντάξει προτιμώ να έχω κάποιον που (..) ή να είναι στο ίδιο επίπεδο με εμένα όσον αφορά το
επάγγελμα ή να είμαι εγώ πιο κάτω απ' ότι είναι αυτός (..)
Είναι προφανές ότι η δομή εξουσίας στην οικογένεια μπορεί να αλλάξει μόνον από τη
στιγμή που γυναίκες και άνδρες δεχθούν μια νέα αντίληψη της άσκησης και της κατανομής
της εξουσίας ανάμεσα στα φύλα. Το γεγονός ότι σήμερα πολλές γυναίκες αμφισβητούν τον
259
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
παραδοσιακό τους ρόλο και μπορούν, κυρίως λόγω της δυνατότητας ενεργού συμμετοχής
τους στην παραγωγή, να διεκδικήσουν την ισοτιμία, δεν σημαίνει ούτε ότι όλες οι γυναίκες τις
ακολουθούν, ούτε ότι όλοι οι άνδρες είναι σύμφωνοι. Από την άλλη μεριά, η επαγγελματική
απασχόληση δεν σημαίνει αυτόματα χειραφέτηση ή έστω απελευθέρωση για τη γυναίκα.
Στην πράξη έχει αποδειχθεί πως πολλές εργαζόμενες γυναίκες είναι μέλη ιδιαίτερα
«ανδροκρατούμενων» ζευγαριών (Μουσούρου, 1985).
Κάτια (ψυχολόγος): Ας πούμε σε δέκα χρόνια από τώρα. Πώς φαντάζομαι τον εαυτό μου (..) φαντάζομαι τον
εαυτό μου ότι θα έχω μία δική μου δουλειά, η οποία θα με απασχολεί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας . . . Βλέπω
τον εαυτό μου να έχω δύο παιδιά σε σχετικά μικρές ηλικίες, με όλες τις φροντίδες που αυτό συνεπάγεται . . . ελπίζω
ή μάλλον έτσι το βλέπω, γιατί θα το προσπαθήσω, ότι θα έχουν μοιραστεί οι ευθύνες ανάμεσα σε μένα και στο
Γιώργο, ο Γιώργος είναι ο άντρας μου, το οποίο σημαίνει ότι κάθε πρωί ο καθένας θα προσφέρει ότι μπορεί, χωρίς να
σημαίνει ότι εγώ θα κάνω κάτι παραπάνω ή αυτός θα κάνει κάτι παραπάνω . . . μάλιστα είμαι ακριβώς στην
προσπάθεια να τα οργανώσω όλα αυτά με έναν τρόπο ώστε να μπορώ να τα κάνω όλα αυτό μαζ? και καλά.. . προς
το παρόν έτσι όπως το ζω είναι πάρα πολύ δύσκολο διότι αυτή τη στιγμή, το ανέφερα και προηγουμένως όλες οι
ευθύνες είναι πάνω μου . . . πιστεύω ότι για να εξισορροπήσει η δικιά μου η ζωή θα πρέπει οι άνθρωποι οι πολύ
260
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
στενοί μου και εννοώ ο άντρας μου και οι γονείς μου να είναι δίπλα μου και να με βοηθάνε στις ε υ θ ύ ν ε ς . . . για μένα
το βασικό είναι να έχω συμπαράσταση από τους ανθρώπους που είναι πολύ κοντά μου, δηλαδή τους γονείς μου και
τον Γιώργο. Αν δεν υπάρχει βοήθεια και το μοίρασμα των ευθυνών μ' αυτούς, εγώ δεν θα μπορώ να συνεχίσω με
τους ίδιους ρυθμούς που συνεχίζω τώρα, δηλαδή και οικογένεια και κοινωνική ζωή και καριέρα.
Εύα (δικηγόρος): . . . Η διαφοροποίηση μου θα είναι μόνο αν παντρευτώ, βέβαια. Οπότε με φαντάζομαι να
ξυπνάω όπως πάντα, ίσως κάπως νωρίτερα, 7.00-7.30 το πρωί . . . το απόγευμα ανάλογα με την οικογενειακή μου
κατάσταση, οπωσδήποτε θα εργάζομαι πάνω στο επάγγελμα μου και σίγουρα μετά θ' ακολουθούνε κάποιες εργασίες
μέσα στο σπίτι, βέβαια με αμοιβαία συνεννόηση, εννοείται και με κάποια βοήθεια . . . και την βοήθεια που θα έχεις
από τους γονείς σου, κακά τα ψέματα. Σίγουρα θα έχεις κάποια βοήθεια και ευελπιστείς <f αυτήν, προσδοκάς να την
έχεις και πρωτίστως την βοήθεια που θα έχεις από τον σύζυγο σου, όπως κι εκείνος φυσικά έχει την δική σου την
βοήθεια. Είναι αμοιβαία αυτά.
Μαρία (δικηγόρος): Περίπου έτσι. Εγώ σκέφτομαι, ότι σίγουρα η μέρα μου θα ξεκινάει νωρίς ( . . ) . . . η
συνεννόηση πάντα με τον ενδεχόμενο σύζυγο θα πρέπει να είναι δεδομένη, κάπως έ τ σ ι . . .
Βίκυ (γυμνάστρια): Ένας συνδυασμός είναι πάρα πολύ δύσκολο πράγμα, αλλά θα προσπαθήσω όσο γίνεται
περισσότερο να συνδυάσω τη δουλειά μου με την προσωπική μου ζωή και την οικογενειακή μου . . . και θα
μοιράζομαι κάπως τις ώρες με το σύζυγο μου, ανάλογα με το τι επάγγελμα θα κάνει κι αυτός κτλ. Δηλαδή δεν μπορώ
εγώ να αφήσω τη δουλειά μου, για την οποία πιστεύω ότι έχω κουραστεί αρκετά, έως πάρα πολύ.
Κατερίνα (γυμνάστρια): Και μένα η γνώμη μου είναι ότι σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Δηλαδή, βλέπω τον
αδερφό μου . . . τώρα με τη νύφη μου που δεν (..) εργάζεται αυτή τη στιγμή, εργαζόταν μέχρι να γεννήσει . . .
δηλαδή εκεί που δεν έκανε τίποτα, κάνει κ ά τ ι . . . όπως και με τον αρραβωνιαστικό το δικό μου, που η μητέρα του και
αυτή το ίδιο υπερπροστατευτική και περισσότερο υπερβολική ας πούμε, αλλά (..) βέβαια δε συζούμε τώρα για να
ξέρω τι θα κάνει και βλέπω ότι έχει μεγάλες απαιτήσεις από μένα σε αυτό το πράγμα, πιστεύω ότι μπορεί να κάνει
δύο-τρία πράγματα. Δηλαδή, όταν θα ζούμε μαζί, θα κάνει αρκετά πράγματα. Όπως τώρα, σπίτι του ποτέ δε
σηκώνει κάτι να πάει μέσα, πρώτη φορά στο σπίτι μου σήκωσε να πάει ένα πιάτο μέσα ας πούμε να συμμαζέψει.
Άννα-Μαρία (χημικός): Όχι, εγώ αποκλείεται . . . δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην δουλεύει . . .
και όλοι θα πρέπει να με δεχτούν και στην οικογένεια μου και τα παιδιά μου και ο άντρας μου, οποιοσδήποτε (..)
δηλαδή κάποιος χρόνος θα είναι στην δουλειά μου αφιερωμένος. Οπωσδήποτε. Θα τρελαθώ αν μείνω μέσα στο
σπίτι. Να έχω ασχολία τ ι ; Να φροντίζω μόνο τα παιδιά; Ή να φροντίζω τον άντρα;
Τζούλια (παιδαγωγός): . . . για να παντρευτώ εγώ και να κάνω παιδί, θα πρέπει πρώτα να μου αποδείξει εμένα ο
σύζυγος μου ότι θα μπορέσει να μου σταθεί δίπλα μου στην δουλειά μου και στο σπίτι. Μπορεί ν" ακούγεται λίγο,
ψυχρή λογική, αλλά με (..) με διαλύει σαν άτομο το να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια και να ξέρω ότι θα πρέπει να
τα επωμιστώ όλα αυτά. Γιατί στο τέλος νομίζω ότι δεν θα είμαι ούτε καλή στην δουλειά μου, ούτε σαν μητέρα, ούτε
σαν παντρεμένη γυναίκα. Αλλά να τρέχω σαν τρελή πάνω-κάτω, όπως έβλεπα ότι κάνουν όλες οι εργαζόμενες
γυναίκες και να προσπαθώ να ξενυχτώ το βράδυ για να διαβάσω ή να κάνω οτιδήποτε (..) γιατί δεν μ' ενδιαφέρει
τόσο να δουλέψω σε σχολείο. Θέλω κάτι άλλο να κάνω, γι' αυτό κάνω τώρα μεταπτυχιακό κι όλα αυτά, δεν το
βλέπω με τίποτα. Δηλαδή, αυτό δεν θα μπορέσω να το κάνω. Μπορεί να το κάνω για 3 χρόνια αλλά μετά θα το
σταματήσω. Δεν μπορώ αυτήν την ψυχική οδύνη το να τα προλάβω όλα και νομίζω πως δεν είμαι κι ικανή το να
κάνω κάτι τέτοιο . . . Αυτήν που θα ήθελα, την ιδανική ζωή, θα την φανταζόμουν ο άντρας μου να πηγαίνει να
παίρνει το παιδί απ' το σχολείο, να είναι δίπλα μου, να με βοηθάει στο σπίτι, να μαγειρεύει κι αυτός όχι μόνο εγώ.
Να διαβάζει κι αυτός το παιδί, να υπάρχει κοινή συναίνεση & ότι κάνουμε στο σπίτι μας.
261
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Βίλυ (μηχανικός): . . . νομίζω ότι αυτήν την στιγμή οι γυναίκες έχουν όλα (..) μόνο ευθύνες αυτήν την στιγμή.
Αυτό που κατάφερε το (..) το φεμινιστικό κίνημα είναι να φορτωθεί κι άλλες ευθύνες. Νομίζω ότι αύριο που θα
ξαναγίνει ανακατανομή των ευθυνών σε επίπεδο κοινωνικό, θα είναι πολύ πιο εύκολα για τις γυναίκες και πολύ πιο
ωραία . . . το λέει κι η μαμά μου, η οποία πάντα δούλευε, είναι και προηγούμενη γενιά και θεωρεί ότι είναι η πιο
χαμένη γενιά απ' όλες. Ότι κατάφερε να 'ναι μαμά και σύζυγος και εργαζόμενη μαζί. Νομίζω ότι σήμερα είναι ακόμα
χειρότερα για μας. Γιατί δεν πρέπει να 'μαοτε μόνο όλα αυτά, πρέπει να είμαστε πολύ πετυχημένα όλα αυτά. Και
περιμένω το αύριο για τη γυναίκα να είναι πιο (..) όχι πιο ελαστικό, να γίνει αυτή η ανακατανομή των ρόλων ιδίως
μέσα στην οικογένεια.
Έρευνες σε Γαλλία, Βέλγιο και Αμερική απέδειξαν ότι η ικανοποίηση της γυναίκας από
το γάμο επηρεάζεται αρνητικά από την εξουσία που ασκεί ο σύζυγος στην οικογένεια, την
αποκλειστικότητα εκτέλεσης των οικιακών εργασιών από τη γυναίκα και την εξειδίκευση των
αποφάσεων ανάλογα με το φύλο. Αντίστοιχα, η ικανοποίηση της γυναίκας είναι μεγαλύτερη
όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται ισότιμα, όταν ο σύζυγος συμμετέχει στις οικιακές εργασίες και
όταν η λήψη αποφάσεων και η εκτέλεση των οικιακών εργασιών είναι εναλλάξιμες και όχι μια
για πάντα συνδεδεμένες με ένα από τα δύο φύλα (Μισέλ, 1981).
Σήμερα, οι οικογένειες διπλής σταδιοδρομίας, στις οποίες και οι δύο σύζυγοι έχουν
επαγγελματική απασχόληση ή αποβλέπουν σε μια επαγγελματική σταδιοδρομία, βιώνουν
πέντε καίρια διλήμματα: α) το δίλημμα των δύσκολων και οδυνηρών συμβιβασμών μεταξύ
εφικτού, δέοντος και επιθυμητού, το οποίο συνδέεται με τους βεβαρυμένους ρόλους του
ζεύγους και την ανάγκη προσεκτικού προγραμματισμού κάθε δραστηριότητας, β) το δίλημμα
της ταυτότητας και κυρίως της ταυτότητας του φύλου, καθώς οι σύζυγοι αναλαμβάνουν
ευθύνες που δεν περιλαμβάνονται στο παραδοσιακό πρότυπο του φυλετικού τους ρόλου, γ)
μια σειρά από διλήμματα σε σχέση με την επιθυμία συνδυασμού της σταδιοδρομίας και της
απόκτησης παιδιών, δ) διλήμματα κοινωνικής ζωής, εξαιτίας του ελάχιστου χρόνου που το
ζευγάρι διαθέτει για κοινωνικές δραστηριότητες, και τέλος ε) διλήμματα που δημιουργεί
συνεχώς το κοινωνικό περιβάλλον (Μουσούρου, 1996). Από την άλλη, τα ζευγάρια αυτά
έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τη δημιουργικότητα και τον αυτοσεβασμό τους, να
βιώσουν μια συντροφικότητα που περιλαμβάνει τη συμβολή του καθένα στη σταδιοδρομία
του άλλου και τέλος να αποκτήσουν αυτοπεποίθηση για την ικανότητα τους να
αντιμετωπίζουν από κοινού ως ζευγάρι αλλά και ως οικογένεια τις αλλεπάλληλες προκλήσεις
του καινοτόμου βίου τους. Σε σχέση με τα παραπάνω, μερικές από τις γυναίκες του
δείγματος μπορεί να φτάνουν ακόμη και σε επαναστατικές λύσεις ή επιλογές προκειμένου να
συμβιβάσουν τον επαγγελματικό με τον οικογενειακό τους ρόλο:
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Λοιπόν, εγώ . . . έχω πιάσει τον εαυτό μου τώρα τελευταία με τους άνδρες που γνωρίζω
να σκέφτομαι (γέλια) αν κάνουν καριέρα, αν δεν κάνουν, αν μένουν στο σπίτι, δηλαδή πράγματα τα οποία
ασυνείδητα μου βγαίνουν, τα οποία όμως έχουν να κάνουν με μία μελλοντική οικογενειακή ζωή. Δηλαδή, σκέφτομαι
ότι αν εγώ κάνω καριέρα θα προτιμούσα έναν άνδρα που να μην κάνει καριέρα και θα μπορούσε V αφιερώσει
περισσότερο χρόνο (γέλια) . . . Θα μπορούσε να συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο απ' ότι συμβαίνει σήμερα . . .
Θεωρητικά, πάντως θεωρητικά αυτή τη στιγμή το σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να συμβεί . . . δεν είπα ότι θα τις
παραλείψω (τις δικές μου υποχρεώσεις και ευθύνες), είπα ότι αν εγώ έχω περισσότερες επαγγελματικές υποχρεώσεις
262
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
απ' όσο έχει αυτός θα τις μοιραστούμε (..) αντίθετα απ' ότι συμβαίνει (..) ναι, δηλαδή αν έχει ελεύθερο το απόγευμα
αυτός και εγώ δεν έχω ελεύθερο το απόγευμα ας διαβάζει αυτός τα παιδιά, τι να κάνουμε. Δεν σημαίνει όμως ότι θα
αποποιηθώ εγώ των δικών μου φροντίδων και θα τ' αναθέσω όλα στον άντρα.
Τζούλια (παιδαγωγός): Εκτός αν βρεθεί κάποιος, αυτό λεω τελικά, αν βρεθεί ένας άντρας, ας πούμε, που θα
μπορέσει να σου προσφέρει κι αυτός τα κίνητρα, ώστε κι εσύ να συνεχίσεις (..) να ολοκληρωθείς σαν άνθρωπος . . .
αλλά να είσαι και σωστή εργαζόμενη, σύζυγος και μητέρα. Γιατί εντάξει, το να είσαι μητέρα, εγώ το θεωρώ πάρα
πολύ σημαντικό . . . Αλλά το να έχεις έναν άντρα και να (..) έτσι πως μεγαλώσαμε εμείς και να τρέχει η μητέρα, να
εργάζεται, να είναι στο σπίτι (..) να πρέπει να διαβάσει το παιδί, να πρέπει να καθαρίσει, να πρέπει να είναι και η
ωραία γυναίκα για να είναι και ποθητή, γιατί εντάξει, παίζει κι αυτό κάποιο ρόλο. Γιατί αν δεν έχει καλή σχέση με τον
σύζυγο δεν θα μπορεί να είναι παντού. Αλλά νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο, ίσως και μιλώ προσωπικά, να βάζεις όρια
και να «κόβεις» τον εαυτό σου και να λες μέχρι εδώ είμαι η μητέρα, μέχρι εδώ είμαι (..) η εργαζόμενη και μέχρι εδώ
είμαι η σύζυγος, η γυναίκα.
Or γυναίκες σήμερα αμφισβητούν την άνευ όρων αφοσίωση τους στις ευθύνες και
στις υποχρεώσεις μιας οικογένειας. Όσο περισσότερο συμμετέχουν στην αγορά εργασίας
τόσο περισσότερο θα απαιτούν αυτονομία και ελεύθερο χρόνο. Όπως αναφέρθηκε
προηγουμένως, ο τρόπος θεσμοθέτησης της οικογένειας άλλαξε και σήμερα θεωρείται ένα
ιδιωτικό εγχείρημα με προσωπικές δεσμεύσεις, στο οποίο οι γυναίκες φαίνεται ότι προτιμούν
να μοιράζονται την εργασία με τους άνδρες με ένα πιο δίκαιο τρόπο και θα ήθελαν να το
αντιμετωπίζουν και οι άνδρες όπως αυτές. Οι Βα'ίου & Στρατηγάκη (1989) αναφέρουν ότι οι
γυναίκες υφίστανται συγκρούσεις ανάμεσα στην αμειβόμενη εργασία και στην οικογένεια και
διαπραγματεύονται μόνες τους τις λύσεις τόσο με το σύζυγο όσο και με τον εργοδότη. «Το
βασικό στοιχείο των διαπραγματεύσεων θα πάει τη μορφή μιας έντασης μεταξύ αυτονομίας
και εξάρτησης, συμμετρίας και ασυμμετρίας» (Bjornberg, 1998: 154). Όσο περισσότερο οι
σχέσεις μέσα στην οικογένεια μεταβάλλονται και η οικογένεια αποτελεί πλέον ένα εγχείρημα
όπου ευθύνες, καθήκοντα ακόμη και το ζήτημα των χρημάτων αποτελούν θέματα προς
διαπραγμάτευση, τόσο περισσότερο και οι οικογενειακές σχέσεις θα υπάγονται στον κανόνα
της αμοιβαιότητας. Πράγματι, οι διαπραγματεύσεις με τον ενδεχόμενο σύζυγο
επιβεβαιώνονται από τα λόγια των γυναικών δικηγόρων και των γυμναστών στα παρακάτω
αποσπάσματα:
Αλεξία (δικηγόρος): . . . το ζήτημα είναι ότι αν θα σου τύχει κάτι τέτοιο, το κατά πόσο μπορείς να κάνεις κάτι, ν7
αλλάξεις κάποια πράγματα. Γιατί, απ' την στιγμή που τα αφήσεις να κυλήσουν, όπως θα κυλήσουν με μία
συγκεκριμένη νοοτροπία που επικρατεί εδώ και χρόνια έτσι, έτσι θα σου έρθουνε. Και θα είσαι αναγκασμένη ν'
αντιμετωπίσεις κάποιες καταστάσεις. Το ζήτημα είναι εκ των προτέρων να ξεκαθαρίσεις ορισμένα πράγματα και απ'
την στιγμή που έχεις ένα σχέδιο, έχεις κάποιο ωράριο που θέλεις ν' ακολουθήσεις κάποια δουλειά που θέλεις να . . .
που θα σου τρώει κάποιες ώρες αυτό να γίνει κατανοητό και σαφές από τον άλλο και από κει και πέρα να δεις τι
πρόκειται να γίνει.
Εύα (δικηγόρος): Αυτό λεω, ότι είναι θέμα επιλογών και θέμα, αν θέλεις επιλογής και του συγκεκριμένου ατόμου
που καλείται [να
Βάσω (δικηγόρος): [Και νομίζω ότι είμαστε σε μία ηλικία που απορρίπτουμε κάποια πράγματα λόγω καταστάσεων.
263
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Εύα (δικηγόρος): Αυτό θέλω να σου πω. Κι έτσι οδηγούμαστε στην επιλογή του ατόμου.
Τι κάνετε;
Βάσω (δικηγόρος): Απορρίπτουμε κάποια πράγματα, κάποια άτομα εννοώ, λόγω αυτών των καταστάσεων.
Δηλαδή, εγώ με το που θα δω κάποιον, αυταρχικό, όσον αφορά τις δουλειές του σπιτιού που δεν θα δεχτεί σε καμία
περίπτωση να κάνει [κάτι (δείχνει άρνηση)
Βάσω (δικηγόρος): Τον απορρίπτω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Οποιοσδήποτε και να είναι.
Μαρία (δικηγόρος): Αυτό μ' εξοργίζει. Όταν ακούς τον άλλο να σου λέει «σιγά μη βγω εγώ ν' απλώνω τα ρούχα».
Αλεξία (δικηγόρος): Γενικώς, πιστεύω ότι οι πιο πολλοί άντρες βολεύονται σε ορισμένες καταστάσεις, κι αυτό όχι
μόνο οι άνδρες και οι γυναίκες. Είναι ο χαρακτήρας ορισμένων ατόμων που, όσα περισσότερα βρει τόσο περισσότερο
θα τον βολέψεις εσύ. Γιατί δηλαδή, να είμαι εγώ πάντα από κάτω που θα περνάνε όλα από το χέρι μου, όχι βέβαιο
ότι θα είμαι άβουλη ή δεν θα κάνω τίποτα . . . αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να τα κάνω όλα για να
είναι κάποιος άλλος ευχαριστημένος.
Μαρία (δικηγόρος): . . . Αμα δω ότι δεν αναγνωρίζει τίποτα, ότι δεν είναι σε θέση ή δεν έχει την διάθεση να κάνει
οτιδήποτε ή ακόμα να κάνει και υποχωρήσεις από την νοοτροπία ή να προσπαθήσει τουλάχιστον να καταλάβει, αν η
νοοτροπία του είναι σωστή ή λάθος, για να προβληματιστεί, ε τότε βέβαια δεν μπορώ να μείνω και μαζί του.
Σύμφωνα με την Bjornberg (1998), σήμερα επικρατεί ένα νέο ήθος ισότητας για τις
ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις, ένα ιδανικό ρομαντικής αγάπης, στοιχεία μιας ακόμη ζωντανής
πατριαρχικής αντίληψης, η οποία εν μέρει δεν αναγνωρίζεται και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο
κοινωνικών ρυθμίσεων το οποίο υποτίθεται ότι είναι ουδέτερο έναντι των δύο φύλων.
Μαρία (γυμνάστρια): Δηλαδή πέρα από κάποιους (..) πιστεύω, επειδή είμαι δυνατή γενικά, ότι (..) και θέλω να
πιστεύω ότι δε θα έχω κάποια προβλήματα σοβαρά ώστε να με αποτρέψουνε στο να (..) να είμαι μέχρι τελευταία
στιγμή στη δουλειά μου (..) και μετά (..) αλλά αν ο άνδρας μου, μου ζητήσει κάτι το οποίο δεν το θέλω εγώ, σίγουρα
θα (..) διεκδικήσω δηλαδή αυτό που θέλω να κάνω. Κι εξάλλου εσύ το γεννάς δεν το έχεις μόνη σου το παιδί . . .
εγώ από προσωπική μου εμπειρία (..) το παιδί που ήμουνα 3 χρόνια μαζί του, στο σπίτι του (..) όχι απλά δε σήκωνε
τίποτα, το ποτήρι, φώναζε «μαμά νερό», φώναζε, όλα στο χέρι. Δηλαδή άμα τους βλέπατε τους δύο, τη μαμά και το
γιο μαζί, θα λέγατε «πάει, δεν μπορώ άλλο, θα σηκωθώ να φύγω από το δωμάτιο». Αλλά μαζί μου και μου έκανε και
πρωινό και μαγείρευε και μόνος του και το κρεβάτι σήκωνε τα πάντα.
Κατερίνα (γυμνάστρια): Ναι, θέλω να πω ότι ενώ του είχα πει (του αρραβωνιαοτικού) ότι θα σταματήσω εδώ και
δύο χρόνια, . . . φέτος ξαναξεκίνησα (τις προπονήσεις). Χωρίς να έχουμε βέβαια την γκρίνια ή τον (..) καυγά (..)
μόνο με συζήτηση του είπα ότι εγώ θα ξεκινήσω γιατί το θέλω. Και ενώ του έλεγα ότι φέτος θα είναι η τελευταία
χρονιά του λεω φέτος ότι θα ξεκινήσω, θα συνεχίσω και του χρόνου μάλλον . . . Απλώς θέλω να πω ότι όταν υπάρχει
(..) όταν αρχίζει μια (..) αντίθεση να γίνεται γκρίνια ή όταν φτάνεις σε πράγματα τα οποία (..) . . . πρέπει να γίνεται
μια αμοιβαία υποχώρηση, δηλαδή δε φτάνουμε στα άκρα.
Βίκυ (γυμνάστρια):... πιστεύω ότι είναι πολύ βασικό το κατά πόσο η γυναίκα θα επιβάλλει, όχι θα [επιβάλλει (..)
264
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Βίκυ (γυμνάστρια): [Θα θελήσει ο άνδρας να πάρει κάποιους ρόλους. Γιατί πάρα πολλές ακόμα και νέες κοπέλες
θέλουν τον άνδρα έτσι, ως το αυταρχικό πρότυπο, το οποίο θα είναι εκεί και δε θα κάνει [τίποτα
Βίκυ (γυμνάστρια): [Και θα μαγειρεύει, θα πλένει μόνο η γυναίκα, άσχετα με όλα τα άλλα που θα κάνει έξω. Κι
αυτό είναι άσχημο. Δηλαδή, εγώ πιστεύω ότι φταίνε οι γυναίκες ως προς αυτό.
Ωστόσο, σε μια έρευνα με θέμα τους περιορισμούς και τον έλεγχο που υφίστανται οι
γυναίκες σε σχέση με την εργασία τους, αποκαλύφθηκε το εξής: ότι στην περίπτωση που η
γυναίκα αναλαμβάνει προσοδοφόρο εργασία έξω από το σπίτι, δεν τίθεται αντίστοιχα θέμα
της ανακατανομής της μη προσοδοφόρου εργασίας που κάνει η γυναίκα μέσα στο σπίτι
(Καβουνίδη, 1989). Με άλλα λόγια, θεωρείται πάντα δεδομένο ότι η εκτέλεση των οικιακών
εργασιών παραμένει αποκλειστικά γυναικείο πρόβλημα, ενώ η μόνη οικιακή εργασία στην
οποία αρκετοί άνδρες συμμετέχουν είναι η εργασία που γίνεται έξω από το σπίτι και έχει να
κάνει με χρήματα, όπως για παράδειγμα τα ψώνια. Οι αντιλήψεις αυτές δεν χαρακτηρίζουν
μόνον τους άνδρες αλλά και πολλές γυναίκες, οι οποίες, όπως θα διαπιστωθεί στη συνέχεια,
αισθάνονται δυσκολίες να αντιστρέψουν τον παραδοσιακό ρόλο τους στην οικογένεια και να
διεκδικήσουν ισοτιμία και αμοιβαιότητα στις ευθύνες. Εξάλλου, το πρότυπο της πατρικής
οικογένειας, στην οποία μεγάλωσαν οι περισσότερες γυναίκες του δείγματος, ακολουθεί το
παραπάνω οικογενειακό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο οι ρόλοι ανάμεσα στο ζευγάρι
διακρίνονται αυστηρά. Για παράδειγμα, οι μητέρες αναλαμβάνουν σχεδόν αποκλειστικά την
ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας (ακόμη και στην περίπτωση που εργάζονται), ενώ οι πατέρες
τη δημόσια σφαίρα της μισθωτής εργασίας.
Βίκυ (γυμνάστρια): Ναι. Γι αυτό είναι πολύ βασικό η οικογένεια τελικά. Γιατί σε μένα δεν είναι έτσι. Δηλαδή και
ο μπαμπάς μου θα καθαρίσει θα σκουπίσει κτλ. θα κάνει και δουλειές εξωτερικές η μητέρα μου θα κάνει
περισσότερες.
Βάσω (δικηγόρος): Αλλά δεν σκέφτονται (οι άνδρες) ότι στη δική τους οικογένεια υπάρχει ένας άλλος άνθρωπος,
ο οποίος θα θέλει να κάνει κάποια άλλα πράγματα. Δηλαδή, το θεωρούν δεδομένο ότι η γυναίκα τους, δικηγόρος, θα
κάτσει να ασχοληθεί με το παιδί κι εκείνος θα κατέβει στο γραφείο δηλαδή, δεν ξέρω. Θα ήθελα πάρα πολύ να ήταν
διαφορετικά τα πράγματα. Να πει «Θα κάτσω εγώ να κρατήσω το παιδί. Πήγαινε εσύ στο γραφείο σήμερα».
Μαρία (γυμνάστρια): Εγώ σε κάποιες συζητήσεις πάντα λεω ότι τον μπαμπά μου δεν μπορώ να τον δω να πάρει
μια σκούπα να σκουπίσει ή το φαγητό του, του το πηγαίνουμε στο δίσκο, νερό θα σηκωθούμε να του φέρουμε, αλλά
τον άνδρα μου δεν πρόκειται να τον μάθω έτσι. Δηλαδή, ναι μες στο σπίτι μας η μαμά μου έτσι τον έχει συνηθίσει
τον μπαμπά μου και κάπου έγινε και δικό μας βίωμα (..) αλλά (..) ή ας πούμε όταν λείπει η μαμά μου, κάποιες στιγμές
φεύγει στο χωριό της και μένουμε μόνοι με τον (..) είναι ο μπαμπάς μου μόνος στο σπίτι, δε μου πάει καρδιά να βγω
έξω. Θέλω να είμαι στο σπίτι μήπως μου ζητήσει κάτι, μήπως θέλει κάτι, μη μείνει μόνος του. Έτσι έχουμε συνηθίσει
στο σπίτι. Αλλά με τον άνδρα μου τελείως διαφορετική πιστεύω ότι θα είμαι.
265
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . Απλά μέχρι τώρα ήταν διαφορετικά τα πράγματα κι όλες, οι περισσότερες μητέρες,
μαμάδες μας, μπορώ να πω κάνανε τους γιους τους έτσι. Δηλαδή, να μην κάνουν τίποτα και για αυτό είναι το
δύσκολο. Όταν λες Μαρία ότι θα τον μάθεις τον άλλον κι εγώ πιστεύω, αυτό που είπα πιστεύω, ότι θα μάθει. Αλλά
είναι δύσκολο και μέχρι τώρα έχουμε αρκετές αντιθέσεις, συζητήσεις και καυγάδες σε αυτό το πράγμα. Και πιστεύω
ότι θα είναι δύσκολο. Δηλαδή, θα κάνει κάποια πράγματα, θα βλέπει ότι κουράζομαι και βλέπει και τώρα. Δε θέλει να
κουράζομαι. Θα κάνει κάποια πράγματα χωρίς να του πω εγώ, ίσως αλλά (..) μερικά πράγματα τα έχει μάθει έτσι και
πρέπει να (..) είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει.
Σοφία (παιδαγωγός): Κι εγώ νομίζω, ότι θέλει κάτι περισσότερο από την γυναίκα (ο γάμος). Κακώς βέβαια (..)
καλά είναι να μπορεί κανένας να πετύχει τις ισορροπίες. Εξαρτάται απ' τον σύντροφο σου αυτό το πράγμα. Αλλά
κατά βάση, νομίζω ότι και οι άλλοι περιμένουν περισσότερα από τις γυναίκες. Και μια που μιλούσαμε για περίγυρο
οικογενειακό κτλ., φαντάσου τώρα τα πεθερικά σου να μην προσέχεις τον άντρα σου κτλ., τι έχουν μετά να σου
σύρουν από πίσω. Ναι, απ' τις γυναίκες γενικά, όλοι περιμένουν περισσότερα. Και υποσυνείδητα και εμείς νομίζω,
το είπα και προηγουμένως έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε (..) το βάρος πέφτει σ" εμάς. Ότι κάποια πράγματα (..)
το παιδί, ας πούμε. Δεν έχουμε συνηθίσει και σε άλλου είδους εικόνες. Ο πατέρας ας πούμε, να ταίζει και ν' αλλάζει
το παιδί. Εγώ δεν το είδα αυτό πουθενά. Λοιπόν, δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους πράγματα. Καλά είναι
κανείς να τα βρίσκει αυτά.
Ιωάννα (παιδαγωγός): Τουλάχιστον στις δουλειές του σπιτιού, φαντάζομαι ότι ο καθένας θα 'χει αναλάβει τον
ρόλο του. Από παιδί, μέχρι σύζυγο. Γιατί, εντάξει, στην οικογένεια μου δεν το είχαμε αυτό. Ούτε καν το παιδί δεν
είχε, ούτε εμείς δεν είχαμε αναλάβει ρόλους. Όλα η μαμά τα έκανε, αν και δούλευε. Εγώ θα ήθελα να επικρατεί
αυτή η ισορροπία. Ας πούμε, κρεβάτια (..) ίσως και στο Σαββατιάτικο το καθάρισμα, να έχει ο καθένας τον ρόλο του
(..) ίσως και στην προετοιμασία του φαγητού. Όποιος έχει ώρα ετοιμάζει φαγητό.
Σοφία (παιδαγωγός): Αυτό ναι, είναι βασικό, αλλά επειδή ξέρεις κάπως μεγαλώσαμε, εγώ τουλάχιστον, σε
περιβάλλον που ο πατέρας μου πρόσεχε, εντάξει, αλλά που η μητέρα ήταν φορτισμένη με όλες αυτές τις ευθύνες του
σπιτιού, το θεωρώ και κάπου έτσι υποσυνείδητα δεδομένο. Ότι κάποια πράγματα είναι δικές μου υποχρεώσεις. Το
φαγητό ή ίσως (..) κακώς μεν, θα προσπαθήσω φαντάζομαι, όσο μπορώ κι οι άλλοι να προσφέρουνε, έτσι κάποια
πράγματα για να διευκολύνουν την κατάσταση, αλλά κάπου νομίζω ότι πιστεύω ότι κι όλα αυτά είναι δικές μου
υποχρεώσεις. Δηλαδή, πιστεύω ότι όλα αυτά είναι δικές μου υποχρεώσεις. Το να κρατάω εγώ την τάξη στο (..) στο
σπίτι.
Γενικότερα, όσο πιο προοδευτικές είναι οι στάσεις των γυναικών και των συζύγων
τους για τους ρόλους των δύο φύλων, τόσο πιθανότερο είναι να εργάζονται οι γυναίκες και
για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της έγγαμης ζωής τους (Συμεωνίδου,
1989β). Επιπλέον, οι αντιλήψεις για την οικογενειακή ζωή αλλά και οι τρόποι ζωής είναι
πιθανό να τείνουν προς πιο προοδευτικά και ισότιμα σχήματα, όταν πρόκειται για ζευγάρια
νέα, περισσότερο μορφωμένα που ανήκουν σε μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι
άντρες σύζυγοι που έχουν νεώτερη ηλικία, υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και ανήκουν στα
μεσαία κοινωνικά στρώματα, όπως επίσης και αυτοί που έχουν γυναίκα εργαζόμενη,
συμμετέχουν πιο ουσιαστικά στις φροντίδες του σπιτιού σε βάρος του ελεύθερου χρόνου
τους (Θαναπούλου, Κωτσοβέλου & Παπαρούνη, 1999). Σε μια μελέτη στην περιοχή των
Αθηνών, σε σχέση με τα οικογενειακά πρότυπα και τις συζυγικές ανταλλαγές, επιβεβαιώθηκε ο
καθοριστικός ρόλος των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών, όπως είναι το επίπεδο της
εκπαίδευσης, η ηλικία, η επαγγελματική θέση κλπ. στην αποδοχή πιο σύγχρονων απόψεων
266
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
σχετικά με τους ρόλους των δύο φύλων και στην πιο ισότιμη κατανομή των οικιακών
εργασιών μεταξύ των συζύγων στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής (Μαράτου-Αλιπράντη,
1995). Με άλλα λόγια, όσο περισσότερα τα εφόδια (εκπαίδευση, εισόδημα, θέση στο
επάγγελμα) του συζύγου, τόσο περισσότερο συμμετέχει στις καθημερινές οικιακές
δραστηριότητες. Επίσης, παρατηρήθηκαν τάσεις πιο ισότιμης κατανομής στον τομέα της
οικιακής εργασίας μεταξύ των ζευγαριών στα οποία η γυναίκα έχει εξωοικιακή επαγγελματική
απασχόληση. Μάλιστα, ο σύγχρονος τύπος βοήθειας συναντάται στα ζευγάρια που οι
γυναίκες εργάζονται και ανήκουν στις ανώτερες και μεσαίες επαγγελματικές κατηγορίες.
Δηλαδή, οι γυναίκες με περισσότερα εφόδια φαίνεται ότι αποσπούν περισσότερη βοήθεια στις
δουλειές του σπιτιού και στην καθημερινή φροντίδα των παιδιών.
Μαρία (χημικός): Εγώ πιστεύω ότι εξαρτάται από τους ανθρώπους με τους οποίους είσαι μαζί. Αυτό καθαρά.
Δηλαδή, το αν θα το νιώσεις ότι είσαι φορτισμένος με περισσότερες ευθύνες σαν γυναίκα, εξαρτάται απ' τον
άνθρωπο με τον οποίο θα είσαι παντρεμένη, καθαρά απ' αυτό.
Άννα-Μαρΐα (χημικός): Να μην θεωρούνται, δηλαδή, κάποια πράγματα δεδομένα, ότι θα τα κάνεις μόνο εσύ, ότι
είναι αποκλειστική, δική σου υποχρέωση, στο σπίτι ας πούμε. Το να φροντίζεις αποκλειστικά εσύ το παιδί, να κάνεις
κάποιες δουλειές (..). Αν έχεις έναν άνθρωπο που πραγματικά μπορείς να τα μοιραστείς αυτά . . . Και νομίζω, είναι
στο χέρι σου, τώρα μιλάμε προσωπικά, θα φροντίσω να βρω έναν τέτοιο άνθρωπο. Ο οποίος να μην θεωρεί
δεδομένο ότι εγώ θα κάνω κάποια πράγματα κατ' ανάγκην, οπότε ο χρόνος να είναι πλέον ασφυκτικός . . .
Λίντα (χημικός): Κι εγώ να σου πω ότι επειδή είμαι μαζί με τον Θανάση, το παιδί με το οποίο μένουμε μαζί εδώ και
3 χρόνια και δεν έχει δημιουργηθεί ποτέ τέτοιο θέμα. Δηλαδή, όσο ελεύθερο χρόνο έχω εγώ έχει κι εκείνος, απλά
γιατί όλα τα μοιραζόμαστε. Πέρα από την δουλειά εδώ, που είναι προσωπική για τον καθένα, οτιδήποτε είναι κοινό
το μοιραζόμαστε. Δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα.
Ράνια (γεωπόνος): Ναι και εγώ για το παιδί πιστεύω ότι μπορεί να θυσίαζα την καριέρα μου, αλλά . . . πιστεύω ότι
άμα το δεις και με τον άνδρα σου, μπορείς να ελέγξεις και το χρόνο σου και τις δεσμεύσεις σου απέναντι στην
οικογένεια και απέναντι στην επαγγελματική σου καριέρα ή ανάλογα πώς θα ταιριάξεις και με τον άνθρωπο και πώς
θα φερθεί κι αυτός το χρόνο που θα χαλαλίζεις για το επάγγελμα σου.
Γωγώ (μηχανικός): Μα εγώ αυτό που λεω, είναι το εξής: ότι ο γάμος ακριβώς επειδή δεν είναι μόνο η σχέση αλλά
είναι κι ο θεσμός κι όλα τα πράγματα γύρω του (..) είναι πολύ μεγαλύτερη πρόκληση . . . γιατί υπάρχουν πολύ
περισσότερες ισορροπίες που πρέπει να διατηρήσεις. Πάρα πολύ περισσότερες ισορροπίες. Και αν (..) αν υπάρχει
ένας σύντροφος που καταλαβαίνει (..) τέλος πάντων, λίγο και που μοιράζεται μερικά πράγματα (..) τις φιλοδοξίες
σου, ας πούμε, μέχρι ενός βαθμού, εντάξει (··) · . . εξαρτάται από το (..) με ποιόν άνθρωπο τυχαίνεις και πόσο
κατανόηση έχει αυτός στις φιλοδοξίες που έχεις. Και μετά από αυτό το αρχικό, εξαρτάται πολύ από το πόσο
«δουλεύεις» την σχέση, για να τον κάνεις να καταλάβει πέντε πράγματα και πέντε ανάγκες σου και να βρεις εσύ το
κουράγιο να κάνεις άλλες πέντε υποχωρήσεις . . . Το βασικό χρειάζεται κατανόηση και η αποδοχή του άλλου. Αν
αυτά τα δύο σημεία υπάρχουν, τότε πολλά μπορεί να γίνουν.
Πάντως, στην ίδια έρευνα για τις συζυγικές ανταλλαγές διαπιστώθηκε ότι σε γενικές
γραμμές η βοήθεια των συζύγων είναι ασήμαντη (Μαράτου-Αλιπράντη, 1995). Έτσι, οι
περισσότεροι δεν συνεισφέρουν καθόλου στη φροντίδα των παιδιών και του νοικοκυριού, ενώ
267
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Άννα (ψυχολόγος): . , . Υπάρχει μία έκφραση που πιοτεύω ότι εκφράζει πάρα πολύ τις γυναίκες της εποχής μας
που ζούνε λίγο-πολύ σαν κι εμάς . . . Το «έχω κι εγώ ανάγκες» (γέλια) (..) είναι μία έκφραση που πιστεύω ότι
ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στη γυναίκα έτσι όπως την θέλουνε σήμερα . . . φτάνεις & ένα σημείο μέχρι τον
λαιμό, πνιγμένος όπου συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς ούτε τέλειος να ι σαι, ούτε να ζεις συνέχεια με άγχος, ούτε να
προσπαθείς να τους ικανοποιήσεις όλους, ούτε να προσπαθείς να ικανοποιήσεις και τον εαυτό σου και λες και
δηλώνεις «έχω κι εγώ ανάγκες».
Κάτια (ψυχολόγος): Αυτό είναι το σλόγκαν μου τα τελευταία δύο χρόνια. Πραγματικά. Δηλαδή, αν μπορούσα να
περιγράψω τον εαυτό μου με μία έκφραση θα ήταν αυτό «έχω κι εγώ ανάγκες» . . . Διότι περιμένουν (..) περιμένουν
από μένα να κανονίσω πότε θα πάμε, τι θα πω . . . και γενικά όλοι περιμένουν από μένα να ρυθμίσω αυτά τα
πράγματα. Δηλαδή, είναι δουλειά της Κάτιας αυτά. Και αν πάει κάτι στραβά, αν δημιουργηθεί μια παρεξήγηση, οι
ευθύνες θα αποδοθούν σε μένα. Εκεί θεωρώ ότι καταπιέζομαι . . . Η ευθύνη. Εγώ τις ευθύνες τις πολλές (..), οι
οποίες να πηγάζουν συνέχεια από μένα δεν ανέχομαι . . . Δηλαδή, ο Γιώργος δεν θα πει ποτέ «να δούμε πως θα το
κάνουμε τώρα» . . . περιμένω από αυτόν. Περιμένω και το 'χουμε συζητήσει πάρα πολλές φορές. Αλλά δεν
συμβαίνει. Γιατί ακόμα δεν το 'χει δει έ τ σ ι . . .
268
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
πραγματικά να αντιστέκονται και να ζητούν την ανακατανομή των ρόλων ή την ισοτιμία των
ρόλων, τουλάχιστον στο χώρο της οικογένειας. Άλλωστε, η εκμετάλλευση τους σιην αγορά
εργασίας προκύπτει κυρίως εξαιτίας των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων τους στην οικογένεια,
καθώς για να ανταποκριθούν εξαναγκάζονται σε κατώτερες θέσεις εργασίας σε σχέση με τα
προσόντα τους ή στη μερική απασχόληση. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος,
σύμφωνα με τον οποίο οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται με την προοπτική της οικογένειας,
παίρνουν διαφορετική εκπαίδευση και εντάσσονται στην αγορά εργασίας με διαφορετικούς και
άνισους όρους. Εάν επομένως, η κατανομή των οικιακών καθηκόντων αλλάξει προς την
κατεύθυνση της ισότητας στις αντιλήψεις όλων, ανδρών και γυναικών, τότε η δημιουργία
οικογένειας δεν θα αποτελεί τροχοπέδη στην επαγγελματική απασχόληση των γυναικών.
Τότε ίσως και ο γάμος δεν θα αποτελεί αναγκαστική επιλογή, με την έννοια του πεπρωμένου,
αλλά συνειδητή επιλογή μιας γυναίκας, η οποία θα επιθυμεί να μοιραστεί τη ζωή της με έναν
άνδρα και να κάνει οικογένεια.
Επομένως, τα δύο ρεπερτόρια που χρησιμοποιούν οι γυναίκες εκφράζουν μια
μεταβατική περίοδο κοινωνικών αλλαγών, όπου από τη μια, η οικογένεια θεωρείται ακόμη
δεδομένη ως ο φυσικός προορισμός της γυναίκας, ενώ από την άλλη, η ανακατανομή του
παραδοσιακού καταμερισμού της εργασίας μέσα στην οικογένεια θεωρείται επιτακτική και
αναγκαία από τις γυναίκες. Κατά συνέπεια, οι γυναίκες επιθυμούν και παλεύουν για πιο
προοδευτικά και ισότιμα οικογενειακά σχήματα, τα οποία θα τις επιτρέψουν σταδιακά να
ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους και να ανταποκριθούν καλύτερα στο χώρο της μισθωτής
απασχόλησης. Στην πραγματικότητα, οι γυναίκες αρχίζουν να αμφισβητούν τη διαίρεση της
εργασίας σε δύο ξεχωριστές σφαίρες δραστηριοτήτων, μέσα και έξω από το σπίτι,
διεκδικώντας το μερίδιο που τους αναλογεί και στους δύο τομείς. Έτσι, προσπαθούν να
αποποιηθούν την ταύτιση τους μόνον μ' έναν τομέα, συγκεκριμένα με αυτόν της οικογένειας
και να επιβάλλουν το αντίστοιχο και στους άνδρες. Με την κατάργηση του παραδοσιακού
καταμερισμού της εργασίας στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα και την ισότιμη συμμετοχή των
δύο φύλων σε κάθε μία από αυτές, καταργείται ταυτόχρονα και η αντίστοιχη κοινωνική
αξιολόγηση, σύμφωνα με την οποία η εργασία στη σφαίρα της παραγωγής έχει μεγαλύτερη
αξία από την εργασία στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Το γεγονός αυτό συμβάλλει σημαντικά
στην απελευθέρωση των γυναικών από μια υποδεέστερη θέση σε όλους σχεδόν τους τομείς
της κοινωνικής ζωής.
269
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
συνέπεια, η γυναίκα ιστορικά αποκλείστηκε από τη δημόσια σφαίρα της εργασίας και
περιορίστηκε σταδιακά στην ιδιωτική σφαίρα της οικογένειας. Στην πραγματικότητα όμως, οι
παραπάνω ιδεολογίες δεν οφείλονται στη γυναικεία βιολογία αυτή καθεαυτή, αλλά στις
κοινωνικές ερμηνείες της γυναικείας βιολογίας. Σύμφωνα με τη φεμινιστική βιβλιογραφία, δεν
υπάρχει κανένας φυσικός ή βιο-κοινωνικός νόμος που να υπαγορεύει ότι η ευθύνη της
ανατροφής των παιδιών πρέπει να αποδίδεται στη μητέρα (Chodorow, 1978; Sayers, 1982;
Phoenix, Woollett & Lloyd, 1991). To γεγονός αυτό είναι καθαρά πολιτισμικό, επειδή η
φροντίδα και ανατροφή των παιδιών έχει ιστορικά συνδεθεί με τη γυναικεία ταυτότητα.
Η Chodorow (1978) ισχυρίστηκε ότι πρέπει να διακρίνουμε τη γέννηση από την
ανατροφή των παιδιών. Το πρώτο αφορά στις φυσικές και εγγενείς λειτουργίες της γυναίκας,
ενώ το δεύτερο σε μια δραστηριότητα που πρέπει να αναλαμβάνεται και από τους δύο γονείς.
Παρά τις νέες συνθήκες ζωής των γυναικών και τη μαζική είσοδο τους στην αγορά εργασίας,
οι παραπάνω ιδεολογίες για τη μητρότητα δεν έχουν αλλάξει. Οι γυναίκες αναμένεται να
εργάζονται και να μεγαλώνουν παιδιά ταυτόχρονα. Θεωρούνται μάλιστα κακές μητέρες όταν
ζητούν κέντρα φύλαξης για τα παιδιά, γκρινιάρες και παράλογες όταν ζητούν βοήθεια από τον
άνδρα τους και τεμπέλες εάν δε θέλουν να εργαστούν για να είναι κοντά στα παιδιά τους. Ως
εκ τούτου, οι εργαζόμενες μητέρες σήμερα αντιμετωπίζουν έντονες συγκρούσεις και
προβλήματα επειδή γι' αυτές, όπως και για τους άνδρες, οι οικιακές υποχρεώσεις και ειδικά η
φροντίδα των παιδιών θεωρούνται αποκλειστικά σχεδόν γυναικείες αρμοδιότητες. Έτσι, οι
γυναίκες είτε αναλαμβάνουν το ρόλο της σούπερ-γυναϊκας που μπορεί να τα προλάβει και να
τα καταφέρει όλα με επιτυχία, είτε εγκαταλείπουν «προσωρινά» την εργασία τους, όταν τα
παιδιά τους είναι πολύ μικρά. Από την άλλη, πολλές ερευνήτριες υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες
επειδή εργάζονται γεννούν σήμερα λιγότερα παιδιά ή παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία από
ότι παλιότερα. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία γάμου και η ηλικία γέννησης του
πρώτου παιδιού, τόσο πιθανότερο είναι οι γυναίκες να έχουν συνεχή απασχόληση πριν και
μετά το γάμο ή αντίθετα τόσο μικρότερη η πιθανότητα να μην έχουν εργαστεί ποτέ
(Συμεωνίδου, 1994).
Πράγματι, ενώ για τις γυναίκες οι δύο τομείς της οικογένειας και της εργασίας,
υπήρξαν πάντοτε αλληλένδετοι, για τους άνδρες θεωρούνταν δύο ανεξάρτητες και ξεχωριστές
δρασιηριότητες. Επιπλέον, οι γυναίκες σήμερα βομβαρδίζονται από αντιφατικές εικόνες και
πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία μια επιτυχημένη καριέρα συνδυάζεται με έναν παραδοσιακό
γάμο και τη μητρότητα. Με άλλα λόγια, η καριέρα είναι κάτι που επιτρέπεται αρκεί ο γάμος
και τα παιδιά να ενσωματωθούν στη ζωή μιας γυναίκας. Από την άλλη, οι επαγγελματικές
επιθυμίες ή επιτυχίες της σύγχρονης γυναίκας σε καμία περίπτωση δεν έχουν αντικαταστήσει
την επιθυμία της για τη μητρότητα και επομένως οι γυναίκες πέφτουν στην παγίδα να θέλουν
να εξασκήσουν και τις δύο εναλλακτικές. Η απόπειρα ισορροπίας των δύο ρόλων - της
καριερίστριας και της μητέρας - αποτελεί τη πιο συνηθισμένη επαγγελματική ταυτότητα των
γυναικών σήμερα. Το αποτέλεσμα είναι ότι όλες οι εργαζόμενες γυναίκες - και όχι μόνον οι
270
7ο «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
μητέρες - ξεκινούν μια δεύτερη βάρδια εργασίας στο σπίτι, η οποία θεωρείται για αυτές
υποχρεωτική, ενώ για τους άνδρες εθελοντική. Όμως, ο συνδυασμός πάρα πολλών και
διαφορετικών ρόλων στη ζωή μιας γυναίκας αποτελεί πηγή έντονου στρες και ψυχολογικών ή
ψυχοσωματικών προβλημάτων (Barron McBride, 1990). Τέλος, η παραπάνω ανισότητα
ανάμεσα στις οικιακές ή γονεϊκές υποχρεώσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας αποτελεί επίσης
πηγή έντασης και προβλημάτων μέσα στο γάμο (Silverstein, 1991). Για παράδειγμα, η
ικανοποίηση από το γάμο, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, επηρεάζεται περισσότερο για τους
άνδρες από την επαγγελματική ζωή (συγκεκριμένα επηρεάζεται αρνητικά την περίοδο της
συνταξιοδότησης), ενώ για τις γυναίκες από την παρουσία των παιδιών και την ενδεχόμενη
μείωση της συντροφικότητας ανάμεσα στο ζευγάρι, εξαιτίας των ευθυνών της γυναίκας στην
ανατροφή των παιδιών (Μισέλ, 1981).
Ol· γυναίκες του δείγματος χρησιμοποίησαν δύο γλωσσικά ρεπερτόρια για να
ερμηνεύσουν την επιθυμία και τις ευθύνες της μητρότητας: το ρεπερτόριο της
«αποκλειστικής» μητρότητας και το ρεπερτόριο του «ασυμβίβαστου» της μητρότητας. Το
πρώτο ερμηνεύει την αποκλειστικότητα της γυναικείας παρουσίας και φροντίδας στα νεότερα
μέλη της οικογένειας, γεγονός το οποίο δεσμεύει και περιορίζει τη γυναίκα στο σπίτι,
προσφέροντας της όμως ως αντάλλαγμα τον πρώτο και τελευταίο λόγο στην ανατροφή των
παιδιών. Το δεύτερο αναφέρεται στο ασυμβίβαστο που υπάρχει τελικά ανάμεσα στο ρόλο της
μητέρας, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί σήμερα και στην ανάληψη επαγγελματικών ευθυνών
και υποχρεώσεων εκ μέρους των γυναικών, γεγονός το οποίο διαιωνίζει εξίσου τον
καταμερισμό της εργασίας κατά φύλο στην δημόσια και στην ιδιωτική σφαίρα.
Το βασικό ερώτημα που τίθεται σε μια γυναίκα είναι το πότε θα κάνει παιδιά και όχι
το αν θέλει να κάνει παιδιά. Με άλλα λόγια, η μητρότητα θεωρείται ακόμη και σήμερα
δεδομένη και όχι ελεύθερη ή συνειδητή επιλογή μιας γυναίκας. Όπως αναφέρει και η
Rowbotham (1989: 82), «το ερώτημα ήταν πάντα 'πόσο σύντομα', όχι 'αν' και σίγουρα ποτέ
'γιατί'». Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια της Κάτιας, η οποία αισθάνεται ότι η πίεση του
στενού οικογενειακού περιβάλλοντος σε σχέση με την απόκτηση παιδιών είναι αποκλειστικά
πάνω της και καθόλου πάνω στο σύζυγο της:
Κάτια (ψυχολόγος): Λοιπόν, πρώτον έτσι πως είμαι αυτή τη στιγμή καταπιέζομαι πάρα πολύ στο θέμα το αν και
πότε, όχι το αν, το πότε θα κάνω παιδιά. Αυτό δηλαδή από τη στιγμή που παντρεύτηκα πριν από (..) τρία χρόνια (..)
τέσσερα ήταν το (..) κύριο θέμα συζήτησης με γονείς. Γονείς και από τις δύο πλευρές και γενικά και από τον
κοινωνικό περίγυρο, οι οποίοι ρωτούσαν «μήπως είσαι έγκυος, βλέπω πάχυνες λίγο» . . . ξέρεις, οι σποντϊτσες αυτές
του στυλ «Να! η τάδε βάφτισε την κόρη της. Άντε με το καλό κι εμείς να γίνουμε γιαγιάδες ή παππούδες» . . . εγώ
αισθάνομαι φοβερή καταπίεση πάνω & αυτό το θέμα . . . δηλαδή και δεν είναι κάτι που (..) η πίεση δεν είναι πάνω
στον Γιώργο, πότε θα κάνετε παιδιά, η πίεση είναι πάνω (..) λες και το παιδί εγώ θα το κάνω από μόνη μου.
271
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Εύα (δικηγόρος): Να πω και κάτι άλλο. Δεν θα θέλατε να περνάνε ορισμένα πράγματα από το χέρι σας;
Εύα (δικηγόρος): Να έχετε τον τελικό λόγο. Όχι τον τελικό, απαραίτητα, τον καθοριστικό ρόλο, αυτό που είπα.
Εύα (δικηγόρος): [Όχι θέματα δουλειάς. Θέματα οικογένειας σπιτιού, ανατροφής παιδιών. Παιδιά, το παιδί είναι
συνδεδεμένο με την μητέρα, τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό άρρηκτα, δεν το συζητώ. Όσο καλός κι αν είναι ο
πατέρας όσο πρόθυμος [όσο
Μαρία (δικηγόρος): [Αυτό είναι (..) αυτό είναι από την φύση, εντάξει.
Εύα (δικηγόρος): Εγώ δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου, ότι θα είμαι στο γραφείο, ξέρω 'γω, 7:00 με 9:00
το απόγευμα, ενδεχομένως θα χρειάζεται το παιδί οτιδήποτε τέτοιο (..) θα Χω τον νου μου πίσω δεν υπάρχει
περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά θα φέρνω δουλειά στο σπίτι, αναγκαστικά θα κοιτάξω να τα προσαρμόσω
κάπως αλλιώς. Αυτό εννοώ όταν λεω τον τελικό λόγο. Είναι κάποια πράγματα που μόνο η μητέρα μπορεί να τα
προσφέρει.
272
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
την ευτυχία και ευημερία των παιδιών τους. Πράγματι, η φροντίδα των παιδιών αποτελεί
ακόμη και σήμερα αποκλειστική υπευθυνότητα της γυναίκας, ενώ η βοήθεια του άνδρα-
συζύγου αντιμετωπίζεται ως πράξη εθελοντική και γενναιόδωρη. Σύμφωνα με την Silverstein
(1991), η γονεϊκότητα μετατράπηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε αποκλειστική μητρότητα, η
οποία ενώ παλιότερα θεωρούνταν σχέση ουσίας ανάμεσα στη μάνα και στο παιδί, σήμερα έχει
καταντήσει σχεδόν επάγγελμα. Η επαγγελματοποίηση της μητρότητας ενισχύθηκε και από
την ψυχαναλυτική θεωρία, η οποία έδωσε μεγάλη βαρύτητα στην αποκλειστικότητα της
σχέσης ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί της για την περαιτέρω υγιή ψυχοσυναισθηματική
ανάπτυξη του παιδιού. Επιπλέον, οι κοινωνικές προσταγές δεν .επιτρέπουν την ανάθεση του
ρόλου της βασικής τροφού σε τρίτους, παρά μόνο στη βιολογική μητέρα. Στην Ελλάδα, λόγω
των ισχυρών ακόμη οικογενειακών δεσμών, πολλές μητέρες ή πεθερές βοηθούν στη φύλαξη
των παιδιών, όταν η κόρη τους ή η νύφη τους εργάζεται. Ωστόσο, εργαζόμενες μητέρες που
υιοθετούν παραδοσιακές αντιλήψεις για τους ρόλους των δύο φύλων δεν συνηθίζουν να
ζητούν τη βοήθεια του συζύγου ή των συγγενών, ούτε χρησιμοποιούν τις υπάρχουσες
υποοτηρικτικές δομές, διότι έτσι δεν θεωρούν ότι ανταποκρίνονται στα παραδοσιακά πρότυπα
για την ανατροφή των παιδιών τους (Συμεωνίδου, 1994).
Για όλους τους παραπάνω λόγους, οι γυναίκες αισθάνονται σήμερα περισσότερο από
ποτέ την πίεση της «αποκλειστικής μητρότητας» και της αποκλεισπκής ευθύνης για τη
φροντίδα των παιδιών τους, γεγονός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο μια συνεχή
σταδιοδρομία, όπως φαίνεται από τα παρακάτω αποσπάσματα:
Μαρία (γυμνάστρια): . . . να ένα παιδί ας πούμε θα επηρεάσει. Είσαι γυναίκα θα γίνεις μητέρα, πιστεύω ότι θα
επηρεάσει τη ζωή σου. Βέβαια κατά πόσο εσύ θες να σε επηρεάσει. Υπάρχουν εργαζόμενες μητέρες που δε δίνουν
τόση στ\μασ\α στα παιδιά ή δεν αφιερώνουν χρόνο. Κατά πόσο εσύ θες να αφιερώσεις χρόνο στο παιδί σου και να
μην το αναθρέψει η γιαγιά . . . Εγώ από τη στιγμή που αποφασίσω να έχω παιδί θέλω να του αφιερώσω πολύ χρόνο.
Δηλαδή δεν με ικανοποιεί να το έχει η μαμά μου και να το αναθρέφει.
Τζούλια (παιδαγωγός): Νομίζω ότι τώρα ίσως είμαι λίγο παραδοσιακή (..) η γυναίκα από την φύση της, κατά
κάποιο τρόπο, πρέπει να μείνει πολλές ώρες με το παιδί της, αν θέλει το παιδί αυτό που θα γεννηθεί να νιώσει
ασφάλεια για τον κόσμο και να γίνει ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος απ' την μία. Κι απ' την άλλη, νομίζω ότι την
εικόνα της οικογένειας γενικότερα την φτιάχνει (..) και οι γονείς να φτιάχνουνε το σπίτι, να φτιάχνουνε το φαγητό
(..) δηλαδή, νομίζω ότι το να μπαίνει ένας ξένος άνθρωπος στο σπίτι, γιατί εγώ έτσι το βλέπω και να βάζει ένα
πλυντήριο, μπορεί απ' την μία, ή να υπάρχει και μία baby-sitter που να κρατάει το παιδί, απ' την μία η γυναίκα η
εργαζόμενη κάπου έχει χρόνο για τον εαυτό της, να διαβάζει ή για την δουλειά της (..) αλλά κάπου έτσι διασπώνται
τα πράγματα. Κάπου θυμίζει αμερικάνικη οικογένεια & εμένα, που δεν την θεωρώ και τόσο πετυχημένη. Ξένη από
εμάς . . . Πιστεύω ότι η γυναίκα απ' την φύση πρέπει να μείνει ώρες με το παιδί. Η γυναίκα είναι αυτή που θηλάζει
για παράδειγμα το παιδί. Οι πρώτες λεξούλες που θα μάθει . . . θεωρώ τον ρόλο της γυναίκας στο παιδί πιο
σημαντικό από ότι του πατέρα, απ' την μια, από τη φύση αυτό το πράγμα. Από την άλλη, πιστεύω πως ο πατέρας
εκεί έγκειται οι προσπάθειες που θα κάνει ένας σύζυγος πρέπει να προσπαθήσει αυτό το φυσικό ρόλο της γυναίκας-
μητέρας να τον διασπάσει και να γίνει κι αυτός πατέρας. Ναι, να τον διευκολύνει.
Σοφία (παιδαγωγός): Εγώ θα συμφωνήσω με την Δέσποινα. Καταρχήν όσον αφορά το παιδί μου, δεν θα
δεχόμουνα να (..) μπει μία άλλη (..) Και φυσικά, εκ των πραγμάτων, κάποιες ώρες ίσως θα χρειαζότανε να υπάρχει
273
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
μία baby-sitter για να κοιτάει το παιδί, τις ώρες που θα λείπω απ' το σπίτι, αλλά δεν θα το δεχόμουν και άλλες ώρες.
Προκειμένου δηλαδή, να διαβάσω ή να κάνω κάτι άλλο, να είμαι κοντά στο παιδί μου. Ιδίως άταν είναι μικρό, για
μικρές ηλικίες μιλάμε τώρα. Τώρα, το αν αργότερα, ανάλογα με τα πράγματα, θα έπαιρνα μία γυναίκα να με βοηθάει
στο σπίτι αυτό το συζητάω. Ίσως πάλι γιατί, έχω δει και τέτοια πράγματα και κάπου έχω (..) έτσι εξοικειωθεί μ'
αυτήν την εικόνα. Αλλά απ' την άλλη δε θεωρώ ότι μόνο εγώ θα πρέπει να ασχολούμαι με το παιδί.
Τζούλια (παιδαγωγός): Αλλά, νομίζω πως πρέπει η γυναίκα ν' ασχοληθεί με το παιδί της. Δηλαδή, ενώ θέλω κι
εγώ να κάνω καριέρα, νομίζω ότι αν γεννήσω ένα παιδί, θα πρέπει να σταθώ δίπλα του, τουλάχιστον τα πρώτα 4
χρόνια της ηλικίας του.
Γωγώ (μηχανικός): Εγώ νομίζω τώρα, βλέποντας την αδερφή μου, ας πούμε, που δουλεύει επίσης στο ίδιο στυλ
που δουλεύω κι εγώ κι έχει κι ένα παιδί, έχει βοήθεια βέβαια έτσι, δεν το συζητάω. Έχει την μητέρα μου η οποία,
εντάξει (..) θα σηκωθεί, θα την ν τ ύ σ ε ι . . . θα την πάει στο σχολικό και μετά θα την πάρει απ' το σχολικό, θα γυρίσει
η ανιψιά μου δεν θα είναι εκεί η αδερφή μου, θα την βάλει να φάει η γιαγιά, θα την βάλει να κοιμηθεί η γιαγιά, θα
ξυπνήσει το απόγευμα (..) θα κάνει συγκεκριμένες ασχολίες ας πούμε, με την γιαγιά ή μόνη της η Μαρία. Βέβαια,
υπάρχει μία ώρα, ας πούμε, κάπου εκεί γύρω στις 5:00 με 6:00 η ώρα, που αρχίζει και λέει «εγώ θέλω την μαμά μου»
ας πούμε. Και ανεβαίνει η μαμά της, εκτός αν υπάρχει κάτι έκτακτο στο γραφείο. Κι εκεί θα κάτσει να παίξει λίγο
μαζί της όχι πάρα πολύ (..) και βλέπω ότι είναι ένα παιδάκι που normal αναπτύσσεται, ας πούμε, και ξύπνιο είναι και
καταλαβαίνει τι του γίνεται κι επιπλέον συνειδητοποιεί ότι δεν πρέπει να κάθονται όλοι μπροστά του κλαρίνο . . .
Πραγματικά, δεν ξέρω πόσο το πληγώνει. Εκείνο που λεω είναι ότι θα προσπαθήσω να δώσω όσο παραπάνω χρόνο
μπορώ α" αυτό το παιδί, χωρίς να με κάνει δυστυχή. Γιατί αν με κάνει δυστυχή θα το κάνω κι εκείνο δυστυχισμένο.
Δώρα (μηχανικός): Έχω βοήθεια, αλίμονο. Δεν θα μπορούσα τόσες ώρες να ήταν (..) λοιπόν, εγώ έχω βοήθεια
αλλά παρόλα αυτά δεν θα έκανα το πρόγραμμα της Γωγώς. Δηλαδή σε καμία περίπτωση δεν θα έλειπα τόσο πολύ
έξω, όσο και δηλαδή (..) μ' οποιοδήποτε τίμημα. Ας έβγαζα εκατομμύρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνω για την
δική μου επιλογή. Όχι ότι δεν γίνεται. Υπάρχουν γυναίκες που το κάνουν αυτό κι έχουν και παιδιά. Εγώ δεν θα το
έκανα. Γιατί ακόμη και το ποιοτικό που λέγαμε, λίγες ώρες και καλές πάλι δεν φτάνει. Το παιδί χρειάζεται και την
φυσική παρουσία της μητέρας μέσα στο σπίτι. Δεν λέμε απ' το πρωί μέχρι το βράδυ να του λες «μη εδώ, μη εκεί»,
274
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
αλλά χρειάζονται και κάποιες ώρες να σε βλέπουνε. Κι όχι μία ώρα «α! να παίξουμε, ότι θέλει, ότι του αρέσει του
παιδιού». Θέλει και κάποια παρουσία μέσα στο σπίτι, να την βλέπει την μητέρα ότι υπάρχει κι ότι έχει κάποιο ρόλο.
Όπως διαπιστώνεται από τα ίδια τα λόγια των γυναικών, η μητέρα είναι ένα πρόσωπο
χωρίς καμία άλλη ταυτότητα. Συνήθως οι μητέρες απομονώνονται στο σπίτι με τα παιδιά
τους, τα οποία προσπαθούν να φροντίσουν όσο καλύτερα μπορούν. Ο αποκλεισμός των
μητέρων στο σπίτι έχει αυξήσει όμως τα αισθήματα αδυναμίας μιας μάνας και την οδηγεί σε
απελπιστική μοναξιά. Στην σύγχρονη πυρηνική οικογένεια κανείς δε στηρίζει πια,
συναισθηματικά τουλάχιστον, μια μητέρα. Επειδή το σωματικό και το ψυχολογικό βάρος της
ευθύνης που έχει η μητέρα για τα παιδιά της είναι ένα βαρύ κοινωνικό φορτίο, η μητρότητα
χαρακτηρίζεται πλέον από μια «αδύναμη υπευθυνότητα» (powerless responsibility) (Rich,
1982), όπου τελικά ο χαρακτήρας και το κύρος κάθε γυναίκας αμφισβητούνται εάν αποτύχει
ως μητέρα.
Σοφία (παιδαγωγός): Κι εγώ νομίζω, ότι θέλει κάτι περισσότερο από τη γυναίκα (ο γάμος) . . . αλλά κατά βάση,
νομίζω ότι και οι άλλοι περιμένουν περισσότερα από τις γυναίκες . . . ναι, απ' τις γυναίκες, γενικά, όλοι περιμένουν
περισσότερα. Και υποσυνείδητα και εμείς, νομίζω, το είπα και προηγουμένως, έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε (..) το
βάρος πέφτει & εμάς. Ότι κάποια πράγματα (..) το παιδί, ας πούμε. Δεν έχουμε συνηθίσει και σε άλλου είδους
εικόνες. Ο πατέρας, ας πούμε, να ταίζει και ν' αλλάζει το παιδί. Εγώ δεν το είδα αυτό πουθενά. Λοιπόν, δεν είμαστε
συνηθισμένοι σε τέτοιου είδους πράγματα. Καλά είναι κανείς να τα βρίσκει αυτά.
Δώρα (μηχανικός): . . . με τα παιδιά είναι εντελώς διαφορετικά τα πράγματα και οι υποχωρήσεις και το κοινωνικά
πρότυπο το (..) το προστάζει αυτό. Πρέπει να είσαι μία καλή μητέρα, αλλιώς οι βολές θα είναι (..) από παντού. Και
βασικά θέλεις και την ευτυχία των παιδιών σου, της οικογένειας σου, δεν το κάνεις δηλαδή για τους άλλους. Πρώτα
για τον εαυτό σου, για τα παιδιά σου (..)
Γωγώ (μηχανικός): Το μόνο που μπορεί ν" αλλάξει είναι η σχέση της με την μητρότητα, η οποία σχέση της με την
μητρότητα μπορεί ν' αλλάξει, όχι με την έννοια ότι θα νοιάζονται λιγότερο οι μελλοντικές μητέρες για τα παιδιά τους
(..) θα νοιάζονται πιο ουσιαστικά και θα μπορέσουν να το καταφέρουν αυτό εάν αλλάξουν και κάποια κοινωνικά
πρότυπα σε σχέση με το τι είναι η μητρότητα. Πιστεύω, ότι η μητρότητα πρέπει ν' απομυθοποιηθεί er" ένα βαθμό και
πρέπει ν" αποκτήσει σε κάποια άλλα στοιχεία περισσότερη (..) ουσιαστικότητα, ας πούμε. Αυτό κατ' εμέ είναι ο
καινούργιος στόχος του γυναικείου κινήματος.
275
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Σύμφωνα με την Rowbotham (1989), φαίνεται ότι δεν υπάρχει μια μεμονωμένη ή
απλοϊκή στρατηγική. Έτσι, μια μερίδα φεμινιστριών έχει αμφισβητήσει τη φυσικότητα του
φαινομένου, επιμένοντας στην κοινωνική κατασκευή του μητρικού ρόλου, ενώ μια άλλη
μερίδα φεμινιστριών έχει προσπαθήσει να επαναπροσδιορίσει τη φυσική διαδικασία της
μητρότητας, αντίθετα από τους ορισμούς που έχει δώσει μέχρι σήμερα η ανδροκρατούμενη
κοινωνία (βλ. κεφάλαιο 1).
Κάτια (ψυχολόγος): ΓΓ αυτό μίλησα για συμπαράσταση από γονείς και από τον Γιώργο. Διότι αν δεν υπάρχει
αυτό, εκ των πραγμάτων, έτσι πως είναι τα πράγματα αυτή την στιγμή, εγώ θα ήμουνα αναγκασμένη να κάνω τους
συμβιβασμούς, όταν θα είναι πάρα πολύ μικρά τα παιδιά. Νομίζω πως θα τους έκανα. Αν και δεν ξέρω κάτι μέσα μου
κλωτσάει δεν είναι (..) και ήδη κλώτσησε πάρα πολλές φορές . . . τώρα όσον αφορά τα παιδιά νομίζω ότι εκεί
μπαίνουν άλλα ζητήματα, δηλαδή τον συμβιβασμό θα τον έκανα αν δεν είχα συμπαράσταση από κανέναν, δηλαδή
μπορεί να παρατούσα μία πολύ καλή επαγγελματική ευκαιρία, ον ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, τουλάχιστον για τον
χρόνο που τα παιδιά θα ήταν μικρά.
Με άλλα λόγια, επειδή ακριβώς οι γυναίκες γεννούν τα παιδιά αναλαμβάνουν και την
ευθύνη της ανατροφής τους, ενώ αντιλαμβάνονται αυτήν την ξεχωριστή δραστηριότητα της
φροντίδας φυσική και βιολογικά προκαθορισμένη ως προέκταση της γέννας και του
θηλασμού. Έτσι το «επιχείρημα της φύσης», δηλαδή της βιολογικής σχέσης ανάμεσα στη
276
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
μητέρα και στο παιδί, η οποία σχέση επεκτείνεται και στην ευθύνη της ανατροφής αποτελεί
το σημαντικότερο λόγο στη συνείδηση των περισσότερων γυναικών ώστε να εγκαταλείψουν
την εργασία τους έξω από το σπίτι.
Βάσω (δικηγόρος): Νομίζω ότι, ας πούμε, λέμε ένα παιδί (..) το βλέπω υποχρεωτικό μία γυναίκα που θα γίνει
μητέρα, ακόμα και να παρατήσει την δουλειά της για 1-2 χρόνια.
Βάσω (δικηγόρος): Υποτίθεται για μία μητέρα της πόλης που δεν έχει εύκολη ούτε την μαμά της, ούτε την πεθερά
της να της κρατάνε το μωρό από την ώρα που θα γεννηθεί.
Βάσω (δικηγόρος): Ναι, δεν λεω ότι συμφωνώ & όλα αυτά, αλλά τι θα κάνει; Κάποιος πρέπει να το μεγαλώσει
εκείνο το παιδί μέχρι να γίνει άνθρωπος και να πηγαίνει 2 χρόνια μετά (στον παιδικό σταθμό).
Μαρία (δικηγόρος): [Και να τον χάσεις δεν πειράζει. Δηλαδή, για μένα δεν θα πειράξει να είμαι λιγότερο καλή
[δικηγόρος.
Παρόμοια είναι τα λόγια και των υπόλοιπων γυναικών του δείγματος, ανεξαρτήτου
ειδικότητας. Πράγματι, οι γυναίκες φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται τους διαφορετικούς ρόλους
ανάμεσα στα δύο φύλα, σε σχέση με τις ευθύνες τους μέσα στην οικογένεια και αποδέχονται
τις συνέπειες ή τις επιπτώσεις των ρόλων αυτών στη μισθωτή εργασία τους έξω από το σπίτι.
Μαρία (χημικός): Εγώ πάλι δεν μπορώ να πω ότι δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να μην δουλεύει. Αν
οικονομικά, με οποιοδήποτε τρόπο, είμαι 100% καλυμμένη και παραπάνω και βλέπω ότι πιέζομαι πολύ από τις
ασχολίες που έχω ίσως και προσωρινά να άφηνα την δουλειά μου. Προσωρινά όμως . . . αν η δουλειά μου είναι
τέτοιας φύσης που καταλαμβάνει περισσότερο χρόνο απ' αυτό που θα ήθελα και δω ότι δεν μπορώ ν* αντεπεξέλθω
(..) προσωρινά θα την άφηνα και θα έψαχνα για κάτι άλλο. Κι αν δεν έβρισκα ίσως να μην συνέχιζα με την
συγκεκριμένη . . . Δεν θα με πείραζε (να μην εργαστώ). Αν γινόταν εις βάρος κάποιων άλλων πραγμάτων αυτή η
δουλειά, δεν θα με πείραζε να την αφήσω.
277
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Ιωάννα (παιδαγωγός): Και μόνο που σκέφτομαι ότι μία γυναίκα με το που θα γεννήσει ένα παιδί, θα πρέπει για
κάποιο διάστημα ν' αφήσει την δουλειά της, που αυτό (..) στο δικό μου το επάγγελμα δεν πιστεύω να κοστίσει τόσο
πολύ. Στον εκπαιδευτικό τομέα. Αλλά σκέφτομαι τώρα, αν έχεις ξεκινήσει μία εργασία, διπλωματική . . . ή μία
ερευνητική εργασία (..)
Ασπασία (γεωπόνος): Μπορεί μεθαύριο με τα παιδιά να το νιώσω ακόμη περισσότερο αυτό το πράγμα και να πω
ότι είναι πολύ πιο σημαντικό προκειμένου το παιδί μου να κλαίει οκτώ ώρες σε έναν παιδικό σταθμό, είναι πολύ
καλύτερο να παρατήσω τη δουλειά μου και να ασχοληθώ με το παιδί μου, παράδειγμα . . ,
Ράνια (γεωπόνος): Αν κάποια στιγμή (..) ξέρω 'γω έκανα μια μεγάλη οικογένεια που θα απαιτούσε να μην
δουλέψω δεν ξέρω αν θα αποφάσιζα τελικά να δουλέψω, δεν μπορώ να σου πω από τώρα».
Βίλυ (μηχανικός): . . . θεωρώ ότι το να κάνεις παιδιά είναι η πιο σημαντική απόφαση που παίρνεις. Θεωρώ
δεδομένο, ότι ό,τι κι αν έχεις επενδύσει σε οτιδήποτε και οπουδήποτε, μπροστά σιην ευτυχία των παιδιών σου (..)
μπροστά στο οτιδήποτε των παιδιών σου το παρατάς. Δηλαδή, έτσι το έχω στο μυαλό μου, έτσι το πιστεύω ότι
πρέπει να είναι και γι' αυτό λεω ότι είναι η πιο δύσκολη απόφαση που πρέπει να πάρεις. Είναι η μεγαλύτερη ανατροπή
στην ζωή σου τα παιδιά.
Ένας άλλος λόγος διακοπής της αμειβόμενης εργασίας είναι η αντίθεση του συζύγου
στην εξω-οικιακή απασχόληση της γυναίκας. Οι άνδρες αντιτίθενται στην εργασία της
συζύγου κυρίως επειδή πιστεύουν ότι η σύζυγος δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί σωστά στις
οικογενειακές της υποχρεώσεις ή επειδή θα έχει κοινωνικές συναλλαγές στην εργασία της που
δεν θα γνωρίζει ο σύζυγος και άρα θα είναι εκτός ελέγχου (Καβουνίδη, 1989). Παρ' όλο που
άνδρες και γυναίκες θεωρούν ότι η απόφαση για αμειβόμενη εργασία της γυναίκας αποτελεί
θέμα συναίνεσης και των δύο συζύγων, στην πραγματικότητα αυτό σημαίνει ότι αν δεν
συμφωνήσει ο σύζυγος δεν πρέπει να εργαστεί η γυναίκα. Πάντως, σύμφωνα με την
Καβουνίδη (1989), η έγκριση του συζύγου παραμένει στη διάρκεια του έγγαμου βίου ένα
ανοιχτό θέμα, που εξαρτάται συνήθως από τη δική του εκτίμηση των οικονομικών αναγκών
της οικογένειας και του είδους της εργασίας που θα αναλάβει η γυναίκα.
Κατερίνα (γυμνάστρια): (Για την περίοδο) της εγκυμοσύνης μιλάω ή ας πούμε τον πρώτο καιρό που είναι πολύ
μικρό το (..) είναι βρέφος, νήπιο όχι για το (..) ναι δε μιλάω για τη συνέχεια . . . και ο αρραβωνιαστικός μου είναι της
άποψης (..) όσο μιλήσαμε λίγο πάνω κάτω και η οικογένεια του όλη, ότι όταν θα κάνεις παιδιά και μετά, δουλεύεις δε
δουλεύεις πιο πριν, μέχρι να μεγαλώσουν, μέχρι κάποια ηλικία τα παιδιά είναι καλό να είσαι μαζί τους. Και βλέπω από
την πεθερά μου ας πούμε και από τα αδέρφια του πώς είναι με τις οικογένειες τους αυτό . . . Δεν ξέρω πώς θα
έρθουν τα πράγματα. Εγώ θα ήθελα να κάνω αυτό που θέλω, αλλά δεν ξέρω πώς θα είναι και τότε. Δηλαδή ίσως και
εγώ η ίδια να θελήσω τότε να αφιερώσω περισσότερο χρόνο στα παιδιά μου. Δεν το ξέρω. Θα ήθελα να δουλεύω,
αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα μπορώ να τα καταφέρω. Δηλαδή να είμαι σωστή και στη δουλειά μου αλλά να έχω
αρκετό χρόνο στο σπίτι μου και στα παιδιά μου.
278
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
αντιφάσεις και τις πιθανές ματαιώσεις των επιλογών τους. Από τις έρευνες προκύπτει ότι οι
μισές από τις απόφοιτες πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, οι οποίες επιλέγουν την καριέρα έναντι
της οικογένειας, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι πρέπει να μείνουν στο σπίτι με το βρέφος σε
περίπτωση που κάνουν παιδιά (Novack & Novack, 1996). Έτσι, τα σχέδια των γυναικών για
εργασία και οικογένεια είναι συνήθως αλληλένδετα, με τις προτιμήσεις για την καριέρα και τα
παιδιά να εναλλάσσονται ανάλογα με το χρόνο και τις δυνατότητες της γυναίκας, ενώ
αντίθετα οι άνδρες αντιμετωπίζουν τις αποφάσεις τους για την εργασία και την οικογένεια ως
εντελώς ανεξάρτητα ζητήματα (Spade & Reese, 1991),
Άννα-Μαρία (χημικός): Αυτά είναι πολύ σχετικά και πάρα πολύ ιδανικά, τα οποία δεν νομίζω ότι μπορεί να σου
'ρθουνε μάλλον να τα προγραμματίσεις όλα τέλεια, όλο και κάτι θα σου βγει, όλο και κάτι παραπάνω θα πρέπει (..) . .
. Και πιστεύω, προσωπικά, ότι εγώ θα περάσω φάσεις στην ζωή μου. Και περιόδους. Δηλαδή, θα είναι κάποια
περίοδος που- θα πρέπει να με ανέχονται, να ανέχονται τις περισσότερες ώρες στην δουλειά κτλ και κάποια περίοδος,
απ' την στιγμή που επαγγελματικά θα λέγαμε ότι θα καθιερ... όχι θα καθιερωθώ, θα σιγουρέψω κάποια πράγματα ή
θα αποδείξω αυτά που θέλω ν' αποδείξω, τότε οι άλλοι στην δουλειά θ' αποδεχτούν ότι ο χρόνος πλέον δεν θα είναι
τόσο πολύ αφιερωμένος & αυτούς αλλά στην οικογένεια μου ή όχι. Και φυσικά, και για την οικογένεια. Ας πούμε τα
παιδιά. Δεν θέλουνε συνέχεια παρακολούθηση. Είναι κάποια περίοδος. Είναι κάποια χρόνια που πρέπει να τα
προσέχεις και να πάρουνε τις βάσεις από το σ π ί τ ι . . ,
Αλεξίσ (δικηγόρος): Εμείς τα βλέπουμε λίγο κάπου ότι κάποια στιγμή θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε κάποια
πράγματα, αυτοί δεν θα εγκαταλείψουν τίποτα, θα συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο που θα ξεκινήσουν τα πρώτα 5
χρόνια, θα δουλεύουν για τα επόμενα 25 χρόνια, δεν θα πέσουν καθόλου οι ρυθμοί τους. Φυσικά, δεν πρόκειται ο
άντρας να κάτσει να διαβάσει το παιδάκι του στο σπίτι, αυτό είναι υποχρέωση (των γυναικών) (..) όχι αντικειμενικά
(•·)
Γωγώ (μηχανικός): Στη δουλειά μου (..) που είναι παραπάνω απ' ότι λογικά επενδύει ένας άνθρωπος σε μία normal
δουλειά, για να πει ότι (..) τέλος πάντων, κρατάει (..) κάνει λίγο κρατεί τις μηχανές για ένα διάστημα μέχρι να
ξεπεταχτούν τα παιδιά. Βέβαια, επειδή δεν ξέρω, εγώ θέλω πάρα πολύ τα παιδιά, δεν ξέρω πως μπορεί να
αντιδράσω. Δηλαδή, μπορεί να πω ένα Χ ας πούμε εντελώς και ασχολούμαι με τα παιδιά μου και κάνω και πέντε άλλα
πράγματα που πάντα ήθελα να κάνω στην ζωή μου και δεν μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να τα κάνω. Αλλά έτσι όπως
βλέπω τώρα την κατάσταση νομίζω ότι είναι μία καλή ώρα για να 'ρθουν τα παιδιά. Θα κάνω κάποιο κράτει στις
μηχανές, αλλά όχι πολύ. Δηλαδή, θεωρώ ότι υπάρχουνε λύσεις. Νομίζω ότι το αυτό που λένε, ας πούμε, το παιδί σε
χρειάζεται (..) το πιστεύω περισσότερο στην ποιοτική του διάσταση παρά στην ποσοτική του. Δηλαδή, δεν
καταλαβαίνω ας πούμε, γιατί πρέπει να είμαι δέκα ώρες με το παιδί μέσα στη μέρα. Μπορεί να του δώσεις αυτά που
θέλεις να του δώσεις μέσα σε τρεις ώρες, ας πούμε. Αρκεί να οργανωθείς καλά και να έχεις και την κατάλληλη
στήριξη.
279
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
(institutionalized motherhood), η οποία απαιτεί από τις μητέρες μητρικό «ένστικτο» και όχι
ευφυία, αυταπάρνηση και όχι αυτοπραγμάτωση, σχέση με τους άλλους και όχι σχέση με τον
εαυτό.
Οι γυναίκες ταυτίζονται με τις παραπάνω κοινωνικές αξίες και προκειμένου να
ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά τους αντλούν από το ρεπερτόριο της «αποκλειστικής»
μητρότητας. Ωστόσο, φαίνεται ότι η αποκλεισπκή φροντίδα των παιδιών από τις γυναίκες
έχει αρνητικές συνέπειες για όλους μας. Αφ' ενός οι μητέρες υπερεπενδύουν στη σχέση τους
με τα παιδιά, ιδιαίτερα όταν δεν εργάζονται, αναπαράγοντας έτσι σχέσεις εξάρτησης μ' αυτά,
αφ' ετέρου η παραπάνω κατάσταση απομακρύνει οριστικά τα παιδιά από τους πατέρες τους
(Chodorow, 1978). Επιπλέον, η αποκλειστική μητρότητα οδηγεί στο «ασυμβίβαστο» της
μητρότητας με τη μισθωτή εργασία της γυναίκας έξω από το σπίτι. Καθώς ο θεσμός της
μητρότητας απαιτεί σήμερα από τη γυναϊκα-μητέρα την αποκλειστική φροντίδα και ευθύνη
για την ανατροφή των παιδιών, δεν είναι δυνατόν να συνδυαστεί με μια παράλληλη
ενασχόληση πλήρους ωραρίου στην αγορά εργασίας. Από την άλλη, μια τέτοια απόφαση
συμφέρει οικονομικά τα νοικοκυριά και την οικονομία, εφόσον η εργατική δύναμη των
γυναικών στη δημόσια σφαίρα αποτιμάται λιγότερο από αυτή των ανδρών.
Οι παραπάνω ιδεολογίες σε σχέση με τη μητρότητα είναι σαφές ότι αναπαράγουν τον
καταμερισμό της εργασίας με βάση το φύλο και ενισχύουν τις διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες
τόσο στην οικογένεια, όσο και στην αγορά εργασίας. Εξάλλου, έρευνα σε μεγάλο αριθμό
κλάδων παραγωγής και επαγγελμάτων επιβεβαίωσε την υπόθεση των διακρίσεων που
υφίστανται οι γυναίκες εξαιτίας του φύλου τους και υπογράμμισε το γεγονός ότι για αυτούς
ακριβώς τους λόγους οι γυναίκες ωθούνται στο σπίτι, στην οικιακή εργασία και στη φροντίδα
των παιδιών (Βάίου & Στρατηγάκη, 1989). Έτσι, συντελείται ένας φαύλος κύκλος σύμφωνα
με τον οποίο, εξαιτίας μιας ιδεολογίας που βασίζεται στο μύθο, οι γυναίκες μένουν
υποχρεωτικά στο σπίτι και είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για την φροντίδα των παιδιών, ενώ
από την άλλη, εξαιτίας αυτής της γυναικείας δραστηριότητας, η ένταξη των γυναικών στην
αγορά εργασίας είναι πολύ δύσκολη.
Τέλος φαίνεται ότι οι γυναίκες χρησιμοποιώντας τα δύο γλωσσικά ρεπερτόρια της
μητρότητας κατασκευάζουν μια ιδεολογία «προσωπικής επιλογής» σε ότι αφορά την απόφαση
τους να εγκαταλείψουν την εργασία τους για χάρη της οικογένειας και των παιδιών. Με άλλα
λόγια, η επιθυμία των γυναικών να εγκαταλείψουν μια επιτυχημένη καριέρα για να
φροντίσουν τα παιδιά τους αναπαρίσταται ως μια προσωπική τους απόφαση στην οποία
ασκούν συνειδητά έλεγχο. Η ιδεολογία της προσωπικής επιλογής προσφέρει στις γυναίκες την
ψευδαίσθηση της αντίστασης τόσο στον αποκλεισμό τους από την αγορά εργασίας όσο και
στην υποδεέστερη θέση τους μέσα στην οικογένεια. Σύμφωνα με την Gilligan (1993) όμως
όταν οι γυναίκες αντιμετωπίζουν συγκρούσεις εξαναγκάζονται σε μια αποσύνδεση της
εμπειρίας τους από την πραγματικότητα και επομένως δεν είναι ικανές να διακρίνουν τη δική
τους φωνή από την κοινωνικά κατασκευασμένη γυναικεία φωνή. Ωστόσο, το να μην ακούς
280
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
τη φωνή σου συνεπάγεται την απόσταση από το ίδιο σου τον εαυτό και άρα από τις επιλογές
σου. Όπως ισχυρισιηκε και η Rich (1982), ο θεσμός της μητρότητας σε μια πατριαρχική
κοινωνία δημιουργεί τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες, οι επιλογές των γυναικών είτε
υπαγορεύονται είτε αποκλείονται εξ' ολοκλήρου.
281
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
παραπάνω αποτελούν τα ανδρικά πρότυπα στην έννοια της επιτυχίας, με τα οποία όμως
διαφωνούν και επομένως προσπαθούν να αποφύγουν. Έτσι, εκφράζουν την επιθυμία να
διατηρήσουν τη γυναικεία τους ταυτότητα στον εργασιακό χώρο και να συνεχίσουν τις
σχέσεις τους με τους άλλους, ακόμη κι όταν θέλουν να εξελιχθούν επαγγελματικά.
Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ κάπως έτσι θα το περιέγραφα. Αλλά πιο συγκεκριμένα, να φτάσω επαγγελματικά σε
όποιο τομέα αποφασίσω, στο επίπεδο που θα θέλω εγώ, χωρίς να παραγκωνίσω οικογένεια, τους φίλους μου, δεν
μπορώ να φανταστώ να είμαι απομονωμένη στον εαυτό μου.
Κάτια (ψυχολόγος): . . . πρώτον ότι στο χώρο της δουλειάς σου δεν είναι απαραίτητο να έχεις (..) να πάρεις ας
πούμε, ανδρικά χαρακτηριστικά για να θεωρηθείς επιτυχημένος επαγγελματίας . . . και νομίζω ότι πολλές γυναίκες
έχουν μπει σ" αυτή την παγίδα, ότι θεωρούν για να μπορέσουν να πετύχουν στον επαγγελματικό χώρο πρέπει να
φερθούν σαν άνδρες ότι κι αν σημαίνει αυτό . . . δεν θεωρώ ότι μπορώ να τα κάνω όλα αυτά μαζί (..) όλα αυτά
δηλαδή και δουλειά και σπίτι και κοινωνική ζωή και φίλους μόνη μου. Αυτή είναι η διαφορά (..), οι δύο διαφορές που
βλέπω εγώ στον εαυτό μου και με το πρότυπο της επιτυχημένης γυναίκας που προβάλλεται απ' έξω. Θεωρώ ότι,
αυτό που προβάλλεται είναι ανέφικτο και δεν σημαίνει ότι συνιστά την επιτυχημένη και ευτυχισμένη γυναίκα . . . το
πρότυπο της επιτυχημένης γυναίκας που προβάλλεται απ' έξω είναι μία διχασμένη προσωπικότητα, η οποία έχει
ανδρικά χαρακτηριστικά στο χώρο της δουλειάς της και θηλυκά χαρακτηριστικά στο σπίτι της.
Ωστόσο, οι γυναίκες αναζητούν μέσα από την επαγγελματική τους απασχόληση την
ατομική τους ταυτότητα, η οποία συχνά ισοπεδώνεται μέσα στο πλαίσιο της οικογενειακής,
οικονομικής και κοινωνικής ζωής (Θανοπούλου, Κωτσοβέλου & Παπαρούνη, 1999). Είναι
γεγονός ότι όλες οι γυναίκες του δείγματος επιδιώκουν την επαγγελματική επιτυχία,
προσδιορίζοντας την όμως διαφορετικά σε σχέση με τους άνδρες και με εδραιωμένες
πολιτισμικές αντιλήψεις όσον αφορά στην έννοια της επιτυχίας. Προκειμένου να
ισορροπήσουν ανάμεσα στην ταυτότητα της επαγγελματικά επιτυχημένης γυναίκας, η οποία
φαντάζει περισσότερο ως απειλή, κατασκευάζουν μια διαφορετική ερμηνεία της επιτυχίας πιο
συμβατή με την γυναικεία φύση και με στερεότυπα γυναικεία χαρακτηριστικά. Κατ' αρχάς
αποφεύγουν συστηματικά την σύνδεση της επαγγελματικής επιτυχίας με το οικονομικό κέρδος
και τα χρήματα, γεγονός που θα τις πρόσφερε ενδεχομένως περισσότερη εξουσία και
ανεξαρτησία. Άλλωστε, ο ρόλος του ανθρώπου που στηρίζει οικονομικά μια οικογένεια ανήκει
στον άνδρα, ενώ η εξουσία, ως επιβολή και άσκηση ελέγχου, είναι μια έννοια την οποία οι
περισσότερες γυναίκες αποστρέφονται. Για παράδειγμα:
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Για μένα θα σήμαινε (..) το να κάνω αυτό που έχω σπουδάσει και θέλω να κάνω και να
δουλεύω σε έναν χώρο που (..) να με αποδέχονται για αυτό το πράγμα, που να με αναγνωρίζουν μάλλον γι' αυτές τις
σπουδές (..), υποθέτω ότι ο μισθός θα είναι ανάλογος των προσόντων (γελάει), (..) όχι απαραίτητα να βγάζω πάρα
πολλά χρήματα, αλλά θα ήθελα να υπάρχει αυτή η δικαιοσύνη για όσα έχω κάνει και για τα προσόντα που έχω να
υπάρχει μία αναλογία και από τα χρήματα που θα παίρνω (..) αυτό θεωρώ επαγγελματική επιτυχία.
Άννα (ψυχολόγος): Εγώ σκέφτομαι την επαγγελματική επιτυχία πάντα σε σχέση με τη δουλειά που κάνουμε τώρα
(..) που ήδη κάνω (..) σε σχέση με ψυχολογία παιδιών. Με ενδιαφέρει κυρίως η συνεργασία με κάποιον φορέα, είτε
είναι σχολείο, είτε είναι συμβουλευτικό κέντρο, μου αρέσει πιο πολύ να δουλεύω & αυτό το πλαίσιο και λιγότερο σαν
282
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
ανεξάρτητη, μου αρέσει γενικά να δουλεύω μέσα σε ομάδα . . . μου αρέσει κυρίως η δουλειά σε ομάδα, πάρα πολύ.
Το ένα είναι αυτό. Το δεύτερο είναι ότι όταν έχω στο νου μου τον εαυτό μου σαν επαγγελματία αύριο μεθαύριο, δε
βάζω το οικονομικό μέσα, κάπου το θεωρώ αυτονόητο (..), πιστεύω ότι ποτέ δε θα κάνω πολλά λεφτά καλώς ή
κακώς (γέλια) και εκεί μου φαίνεται ότι διαφοροποιούμαι εγώ από έναν άνδρα που θα ήταν σε ανάλογη θέση, βλέπω
δηλαδή ότι το βάζουν πρώτο σαν κριτήριο οι άνδρες ίσως και αρκετές γυναίκες . . . θέλω να βγάλω λεφτά σίγουρα,
απλά όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν επαγγελματία δε βάζω τα λεφτά σαν το πρώτο ή δεν το βάζω στην πρώτη
ή στη δεύτερη θέση. Με ενδιαφέρει το αντικείμενο πάρα πολύ, με ενδιαφέρει να έχει προοπτικές εξέλιξης γιατί είδα
ότι αυτό με αναζωογονεί πάρα πολύ, προοπτικές εξέλιξης και προοπτικές και άλλων ενασχολήσεων δηλαδή να αλλάζει
λίγο το αντικείμενο.
Αλεξία (δικηγόρος): Πα μένα το οικονομικό δεν παίζει πια έναν τόσο τρομερό ρόλο. Φυσικά, θα "θελα να 'χω
κάποια άνεση, δεν αντιλέγω & αυτό, απλά το γεγονός και μόνο ότι θα μπορώ να βγω από το σπίτι μου να κάνω κάτι
άλλο, πιο δημιουργικό από το να ξεσκονίζω ή οτιδήποτε άλλο, το βρίσκω μεγάλη υπόθεση. Κι απ' την στιγμή που
είχα αποφασίσει να σπουδάσω και να κάνω κάτι παραπέρα, άμα δεν πραγματοποιήσω αυτό που (..) ουσιαστικά, θα το
θεωρούσα προσωπική αποτυχία, δηλαδή, ότι φτάνω μέχρι ένα σημείο, τελειώνω μία σχολή και μένω στο σπίτι μου να
σφουγγαρίζω, αυτό είναι (..)
Τζούλια (παιδαγωγός): Είμαι ιδεαλίστρια, ειλικρινά το λεω, το μόνο που θα 'θελα στην ζωή μου είναι να έχω τόσα
λεφτά, όσο να βγάζω τον μήνα αξιοπρεπώς. Δηλαδή, ποτέ δεν σκέφτηκα, ούτε επιθύμησα τα χρήματα. Δεν ξέρω αν
στο μέλλον αυτό αλλάξει. Δεν μ' ενδιαφέρει το πόσα θα βγάλω, αρκεί να συντηρούμαι και να ζω (..) να κάνω τα
πράγματα που θέλω να κάνω. Να φτάνουν τα λεφτά μου γι' αυτά. Γιατί ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει και με
500.000 τον μήνα, μπορεί να ζήσει όμως και με 200.000. Μπορεί να ζήσει και με 1.000.000, είναι το τι βάζεις
προτεραιότητα τελικά . . . ως επιτυχία εγώ θεωρώ, να γνωρίσω καλά τον χώρο στον οποίο θέλω ν' ασχοληθώ. Αυτά.
Αλλά για τα χρήματα (..) δεν μ' αρέσει να έχω εγώ πολλά χρήματα και να βλέπω άλλους ανθρώπους να μην έχουν.
Ασπασία (γεωπόνος): Θεωρώ ότι από τη στιγμή που κάνουμε κάποια επιλογή να μείνουμε στο Πανεπιστήμιο, να
μείνουμε (..) τέλος πάντων, αν μείνουμε, δε βάζεις σα στόχο τα χρήματα γιατί ξέρεις ότι δεν υπάρχουν χρήματα εκεί,
δηλαδή αν ήθελες να πάρεις χρήματα θα μπορούσες να τα κυνηγήσεις πολύ καλύτερα στον ιδιωτικό τομέα. Άρα
θεωρώ ότι δε βάζω (..) το ότι θα πρέπει να πληρώνεσαι γι ' αυτό που κάνεις εντάξει αυτό είναι ανάγκη, αλλά δεν
είναι η φιλοδοξία να πας κάπου που θα έχει πολλά χρήματα.
Έφη (γεωπόνος): Μα τα χρήματα δεν είναι ο σκοπός ο κύριος σκοπός ο κύριος σκοπός είναι να σε ευχαριστεί
εσένα να είσαι εσύ ευχαριστημένη από τον εαυτό σου, να σε αναγνωρίζουν οι άλλοι ότι τέλος πάντων είσαι καλός σ"
αυτό που κάνεις και τώρα πιστεύω ότι . . . από τη στιγμή που τέλος πάντων εργάζεσαι είσαι σε μια α' θέση (..) δεν
είσαι τυχαίος (..) φαντάζομαι ότι και οι απολαβές θα είναι ανάλογες (..) χωρίς να ξεκινάς με το στόχο να αποκτήσεις
χρήματα, αλλά αυτά έρχονται μετά αυτόματα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Γωγώ (μηχανικός): Η επιτυχία είναι (..) είναι δόξα. Δεν το συνδυάζω πολύ με τα λεφτά. Κι αυτό είναι κακό,
βέβαια, αλλά τέλος πάντων. Είναι δόξα, (..) είναι αναγνώριση, δηλαδή θα 'θελα, ας πούμε, να (..) μετά από κάποια
χρόνια να λένε, ξέρω 'γω, ότι «ναι, ρε παιδί μου, αυτό το άτομο σ" αυτό το αντικείμενο, είναι πολύ καλή» . . .
283
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
άλλους. Έτσι, τόσο στα προηγούμενα αποσπάσματα, όσο και σε αυτά που ακολουθούν, η
έννοια της επιτυχίας για τις γυναίκες συνδέεται κυρίως με την αναγνώριση από τους άλλους,
με τη δυνατότητα απασχόλησης σε μια θέση εργασίας ανάλογη των προσόντων και των
ικανοτήτων τους, με την ομαδική εργασία, με την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο και
λιγότερο με την ανεξαρτησία, ή τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων.
Χριστίνα (ψυχολόγος): Και εγώ θα ήθελα να δουλεύω σε ομάδα, σε συνεργασία με άλλα άτομα, πάντως όχι μόνη
μου σε κάποιο γραφείο (..), γιατί πιστεύω ότι μέσα σε έναν τέτοιο χώρο δουλεύω καλύτερα, (..) η επαγγελματική
επιτυχία πάλι θα ήταν η αναγνώριση από τους συνεργάτες μου και να βλέπω εγώ και το σύνολο να αναγνωρίζει, αλλά
περισσότερο εγώ, ότι τα πράγματα που αναλαμβάνω, οι υποθέσεις, οι πελάτες που αναλαμβάνω έχουν τη βοήθεια
μου, προσφέρω βοήθεια εκεί, οτιδήποτε κι αν είναι, είτε μέσα σε σχολείο κάνοντας επαγγελματικό προσανατολισμό
είτε κάτι πιο σοβαρό . . . τώρα το οικονομικό έρχεται κι αυτό ανάλογα με τις υπηρεσίες που θα προσφέρεις.
Λίντα (χημικός): Την αναγνώριση των προσόντων μας (το λέει χαριτολογώντας).
Από ποιους;
Άννα-Μαρία (χημικός): Να κάνω αυτό που θέλω και να αναγνωρίζεται. Και οικονομικά αλλά όχι μόνο.
Ιωάννα (παιδαγωγός): Εγώ προσωπικά, επιτυχία θα θεωρήσω (..) τώρα είναι πολύ απλό να το πω τις πολύ καλές
διδασκαλίες. Να καταφέρω τον παιδαγωγικό μου ρόλο τέλος πάντων, μέσα στην τάξη να τον βελτιώσω όσο μπορώ
περισσότερο . . . επιτυχία θεωρώ, τώρα είναι πολύ ρομαντικό βέβαια, το χαμόγελο του παιδιού και η αγάπη του
παιδιού όταν βγαίνεις απ' την αίθουσα, όταν σε θυμάται.
Σοφία (παιδαγωγός): Κι εγώ κάπως έτσι τα βλέπω τα πράγματα. Δηλαδή, αν ήμουν καλή ως εκπαιδευτικός αν
κάλυπτα τις ανάγκες των μαθητών μου, τις ποικίλες κτλ., αυτό θα θεωρούσα επιτυχία. Ακόμα το οικονομικό δεν το
βάζω, η αλήθεια, στο νου μου. Δεν ξέρω πως θα προκύψει αργότερα.
Κία (γιατρός): Εγώ σκοπεύω να ιδιωτεύσω στην επαρχία, δεν έχω στόχο για Πανεπιστήμιο (..) θέλω να γίνω ένας
καλός γιατρός στην επαρχία. Θέλω να μπορώ να χειρουργώ και να έχω το ιατρείο μου. Αυτό θα ήταν για μένα
επιτυχία, να μπορείς να είσαι ένας καλός γιατρός (..) έστω και εκεί.
Σοφία (γιατρός): Και εγώ θα ιδιωτεύσω και για αυτόν το λόγο δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το να παίρνω μέρος σε
εργασίες ή . . . γιατί για πολλούς είναι επιτυχία το να (..) μπούνε σε κάποια άλλα κυκλώματα, φυσικά με την καλή την
έννοια, αν τους ενδιαφέρει αυτό, αλλά επειδή εμένα δε με ενδιαφέρει θέλω σίγουρα να γίνω καλή γιατρός να με
εμπιστεύεται ο κόσμος να ακούω καλά λόγια (..) από τους άλλους δηλαδή ότι ακούγονται καλά λόγια για μένα και να
κάνω σωστές διαγνώσεις (..) δηλαδή εκεί θέλω να είναι η επιτυχία μου στην αναγνώριση του κόσμου.
284
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Κάτια (ψυχολόγος): Επαγγελματική επιτυχία για μένα είναι να κατορθώσω να οργανώσω τη δουλειά μου έτσι
όπως την έχω σκεφτεί εγώ στο μυαλό μου και να πετύχω ένα αρκετά μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας, δηλαδή να είμαι
εγώ ο κύριος του εαυτού μου και του τι δουλειές κλείνω, με ποιους τις κλείνω, με ποιους όρους γι αυτό μίλησα
προηγουμένως για μία δική μου καθαρά δουλειά . . . θέλω να έχω ανεξαρτησία και φυσικά κάποια ανταμοιβή,
δηλαδή κάποια χρήματα τα οποία θα μου επιτρέπουν να ζω καλά (..) τώρα το καλά για τον καθένα είναι σχετικό,
δηλαδή μία άνετη ζωή χωρίς να σκέφτεσαι το καθημερινό.
Βϊλυ (μηχανικός): (Επαγγελματική επιτυχία) είναι η ανάθεση πολλών ευθυνών από ένα τρίτο, η οποία θα
πληρώνεται σε χρήμα, οπωσδήποτε (..) η δυνατότητα να παίρνεις αποφάσεις. Αυτό θέλω. Όταν λεω ευθύνες αυτό.
Να είσαι σε θέση πλέον να παίρνεις αποφάσεις. Το οποίο ξεπληρώνεται αυτό με λεφτά. Για μένα αυτό είναι
επαγγελματική επιτυχία. Κι εντάξει, μ' αρέσει κι η αναγνώριση. Μ' αρέσει πάρα πολύ η αναγνώριση. Δηλαδή, θα
"θελα να γίνω κάποτε γνωστή μέσα από την δουλειά μου.
Παρόμοια, σε μια μελέτη των αξιολογικών κριτηρίων που αναφέρονται στους τύπους
τις μορφές και τα χαρακτηριστικά της επαγγελματικής απασχόλησης, διαπιστώθηκαν
σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε μαθητές και μαθήτριες διαφόρων κατευθύνσεων τεχνικών
και επαγγελματικών λυκείων της ευρύτερης περιοχής Αθηνών (Γιαννακοπούλου, 1997). Για
παράδειγμα, τα κορίτσια προέβαλλαν πρωταρχικά την κοινωνική αναγκαιότητα της εργασίας,
την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον της απασχόλησης, ενώ αξιολόγησαν ισότιμα τη
μισθωτή απασχόληση με το ελεύθερο επάγγελμα. Τα αγόρια αντίθετα προέβαλλαν
πρωταρχικά την αμοιβή, ενώ αξιολόγησαν θετικά την ατομική ευχαρίστηση και το ενδιαφέρον
της απασχόλησης, δίνοντας όμως προτεραιότητα στο ελεύθερο επάγγελμα σε σχέση με τη
μισθωτή εργασία.
Ασπασία (γεωπόνος): Αυτό με το οποίο ασχολείσαι να είναι αυτό το οποίο πραγματικά σκεφτόσουν ότι θέλεις να
κάνεις και να πηγαίνεις με χαρά εκεί που θέλεις να δουλεύεις, εκεί που θα δουλεύεις, γι' αυτό μίλησα προηγουμένως
ότι θα με ενδιέφερε να ασχοληθώ καθαρά με την έρευνα, να έχω ένα συγκεκριμένο αντικείμενο . . . περιμένεις λίγο
πολύ εκτός από την επαγγελματική επιτυχία . . . περιμένεις λίγο και την κοινωνική καταξίωση ή την επαγγελματική
καταξίωση αν θέλεις . . . Οπότε μιλάμε οπωσδήποτε για κάποια επαγγελματική καταξίωση με κάποια συγκεκριμένη
θέση και με κάποια επιτυχία στη θέση αυτή και μια επιτυχία που θα αποδέχονται και οι άλλοι, όχι μόνο αυτό που
πραγματικά σε γεμίζει εσένα.
Έφη (γεωπόνος): Ναι σημαίνει, ναι ότι σου αρέσει, ασχολείσαι με αυτό που πραγματικά θέλεις να κάνεις, το οποίο
όμως είναι και (..) κοινωνικά ας πούμε (..) αποδεκτό (..) αναγνωρίζεται ας πούμε (..) θεωρείσαι πετυχημένη από την
κοινωνία, ναι σε χαρακτηρίζει η κοινωνία πετυχημένη.
Εύη (γιατρός): Και εγώ . . . θα είμαι επαγγελματικά ικανοποιημένη αν καταφέρω πρώτα από όλα να καταξιωθώ στη
συνείδηση του κόσμου σαν (..) και σαν καλή επιστήμονας να δει δηλαδή ο κόσμος από μένα, οι άρρωστοι μου να
δουν κάποιο όφελος αλλά και από την άλλη να έχουν να πουν για μένα ότι (..) λόγια ωραία (..) ότι σαν άνθρωπος να
καταξιωθώ στη συνείδηση τους (..) φυσικά στην επαγγελματική καταξίωση μέσα είναι και η (..) η απόκτηση όσο το
δυνατό περισσότερων γνώσεων (..) κάποιες εργασίες και κάποια καριέρα Πανεπιστημιακή είναι μέσα στους στόχους
μου, αλλά σε συνδυασμό όμως και με την προσφορά στον άνθρωπο, όχι το κυνήγι της δόξας και της ικανοποίησης
των φιλοδοξιών των προσωπικών (..) σε βάρος της ηθικής και της ιεραποστολικής πλευράς του επαγγέλματος.
285
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Είναι γεγονός ότι η έννοια της επαγγελματικής επιτυχίας έχει καθοριστεί με ανδρικούς
όρους. Μέχρι και η φιλοδοξία γίνεται κοινωνικά αποδεκτή χωρίς καμία κριτική, ακόμη κι όταν
εμπνέει τον πιο σκληρό ανταγωνισμό και την επιθυμία για ατομική επιβράβευση με
οποιοδήποτε κόστος. Όμως ο «λόγος» των γυναικών προσφέρει έναν διαφορετικό ορισμό
στην έννοια της επιτυχίας, ο οποίος περιλαμβάνει εντελώς διαφορετικές αξίες. Γενικότερα, οι
στάσεις των γυναικών στον επαγγελματικό σχεδιασμό φαίνεται ότι είναι συμβατές με το
σύστημα αξιών που ασπάζονται. Για παράδειγμα, σε μια έρευνα με γυναίκες εκπαιδευτικούς,
οι οποίες προήχθησαν σε ανώτατα διοικητικά αξιώματα, το ενδιαφέρον τους για τις θέσεις
εξουσίας εκφράστηκε ως δυνατότητα προσφοράς, ώστε να κάνουν τα πράγματα καλύτερα και
να χρησιμοποιήσουν την εξουσία ως απελευθερωτική δύναμη για όλους (Grant, 1989). Με
άλλα λόγια, οι γυναίκες δεν αποδέχονται την εξουσία χάριν της ίδιας της εξουσίας και του
ελέγχου που μπορούν να ασκήσουν πάνω σε άλλους. Ούτε η προαγωγή ως φιλοδοξία ήταν η
προτεραιότητα των γυναικών της παραπάνω μελέτης (Grant, 1989). Αντίθετα, οι
επαγγελματικές τους κινήσεις γινόταν κυρίως σύμφωνα με το ενδιαφέρον τους για
ικανοποίηση από τη δουλειά και ενισχύονταν από παράγοντες έξω από τον έλεγχο τους.
Τέλος, φαίνεται ότι οι γυναίκες προβάλλουν την επαγγελματική επιτυχία ως σημαντική
τη δεδομένη χρονική σπγμή που συζητούν, καθώς αργότερα μπορεί να μην αποτελεί τη
βασική τους προτεραιότητα. Έτσι, η επαγγελματική επιτυχία είναι κάτι που τις ενδιαφέρει
προς το παρόν, ενώ μελλοντικά όταν θα έχουν οικογένεια και παιδιά θα έρχεται σίγουρα σε
δεύτερη μοίρα. Η διάσταση της «παροδικότητας» αποτελεί ενδεχομένως μια προσπάθεια
εφησυχασμού του εαυτού τους και του άμεσου περιβάλλοντος, προκειμένου να κρατήσουν
για ακόμη μια φορά τις ισορροπίες ανάμεσα στην γυναίκα καριέρας, που ενδιαφέρεται
αποκλειστικά για την επιτυχία της και στην γυναίκα σύζυγο και μητέρα που βάζει την
οικογένεια της πάνω από όλα και ειδικά πάνω από την επαγγελματική της εξέλιξη.
Μαρία (χημικός): Και σε τελική ανάλυση, μπορεί κάποτε να πούμε ότι εμένα θα μου αρκεί, ξέρω 'γω, να έχω ένα
παιδί και ν' ασχολούμαι μ' αυτό π.χ. Ενώ τώρα σκεφτόμαστε αλλιώς. Ο παράγοντας επάγγελμα, θα 'λεγα, είναι πολύ
βασικός. Ίσως το νούμερο ένα, έτσι δεν είναι; Στην ηλικία που είμαστε και στην κατάσταση. Μπορεί αργότερα, τα
πράγματα ν* αλλάξουν.
Πόσο σημαντική θεωρείτε την επαγγελματική επιτυχία και την καριέρα σας ;
Έφη (γεωπόνος): Για μένα αυτή τη στιγμή είναι το πιο σημαντικό, γιατί στο κάτω αν δεν τη θεωρούσα τόσο
σημαντική δε θα ασχολιόμουν ούτε με μεταπτυχιακό ούτε με διδακτορικό, δηλαδή το θέτω σαν πρώτο στόχο αυτή τη
στιγμή στη ζωή μου τώρα, αργότερα αν αλλάξει δεν ξέρω, αλλά αυτή τη στιγμή είναι το πιο βασικό για μένα.
Ράνια (γεωπόνος): Εμένα έτυχε να είναι τώρα ο πρώτος σκοπός μου η επαγγελματική επιτυχία, δεν ξέρω αργότερα
αν (..)
Ασπασία (γεωπόνος): Πιστεύω ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι πράγματα που εξελίσσονται, όσο περνάει ο
χρόνος όσο μεγαλώνουμε γενικώς (..) είναι διαφορετική η οπτική γωνία από την οποία βλέπουμε τα πράγματα,
δηλαδή πριν κάποια χρόνια (..) πίστευα ότι εντάξει (..) ότι κατείχε πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου η
286
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
επαγγελματική επιτυχία και τώρα κατέχει, απλώς αρχίζεις και τα βλέπεις όλα τα πράγματα σιγά σιγά διαφορετικά . . .
εγώ δεν πίστευα ποτέ ως τώρα ας πούμε ότι θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η επαγγελματική επιτυχία του
συζύγου ας πούμε παρά τόσο η δική μου (η Ασπασία είναι αρραβωνιασμένη). Δεν το πίστευα ποτέ αυτό το πράγμα.
Σιγά σιγά βλέπω ότι θα μπορούσα να μην έδινα τόσο μεγάλη σημασία στη δική μου καριέρα και να προσπαθούσα να
προωθήσω εγώ πάλι, αν μπορούσα τέλος πάντων . . . να προωθήσω την καριέρα του συζύγου, κάπως έτσι και θέλω
να πω ότι δεν ξέρω αργότερα αν έρθουν τα παιδιά το πόσο σημαντική θα είναι τότε για μένα η καριέρα μου. Δηλαδή,
βλέπεις ότι ενώ έχεις κάποιους στόχους συγκεκριμένους και λες ότι εγώ σαν κύριο στόχο έχω την επαγγελματική μου
καριέρα και θέλω να πετύχω και (..) έρχονται διάφορες καταστάσεις και βάζεις τον εαυτό σου πίσω και λες ότι μπορεί
μεθαύριο με τα παιδιά να το νιώσω ακόμη περισσότερο αυτό το πράγμα και να πω ότι είναι πολύ πιο σημαντικό
προκειμένου το παιδί μου να κλαίει οκτώ ώρες την ημέρα σε ένα παιδικό σταθμό, είναι πολύ καλύτερο να παρατήσω
τη δουλειά μου και να ασχοληθώ με το παιδί μου, παράδειγμα. Γι αυτό λεω ότι τώρα είναι λίγο έτσι (..) η περίοδος
την οποία περνάμε λίγο διαφορετική.
Βίλυ (μηχανικός): Για μένα η προσωπική μου ζωή είναι πιο σημαντική απ' την καριέρα μου, αλλά αυτό νομίζω ότι
είναι θέμα {.<) θέμα ατόμου . . . ναι, πιστεύω ότι αν είχα κάτι άλλο να κάνω μπορεί να μην ήταν έτσι . . . για μένα
είναι η προσωπική ζωή πάρα πολύ σημαντική και θα έκανα πολλές θυσίες για να την κρατήσω . . . παρατάω τα πάντα
για κάτι που στο μυαλό μου είναι πιο σημαντικό . . . για κάποιον άνθρωπο που θα τον αγαπήσω τα παρατάω όλα . . .
αλλά απ' την στιγμή που δεν υπάρχει αυτό, αυτήν την στιγμή, φυσικά, θα χαραμίσω πάρα πολλές ώρες στην καριέρα
μου.
Δώρα (μηχανικός): Εγώ προσωπικά, την θεωρώ πολύ σημαντική και την επαγγελματική επιτυχία αλλά την βάζω
κάτω απ' την προσωπική και την οικογενειακή ευτυχία και επιτυχία, γενικά. Πολύ σημαντική αλλά σε δεύτερη (..)
Κατερίνα (μηχανικός): Ου! με τα μπούνια. Έτοιμη είμαι να την θυσιάσω (γέλια). Το 'χω δηλώσει και στον
Γιαννόπουλο τον ίδιο (γελάνε).
287
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
στον οποίο ισορροπεί με τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις της οικογένειας, τις οποίες
γνωρίζουν ότι θα επωμιστούν:
Κάτια (ψυχολόγος): Μπορώ να σου πω κι ένα παράδειγμα, προσωπικό. Υπήρχε μία περίοδος στη ζωή μου που είχα
τελειώσει τις σπουδές έξω και έψαχνα να βρω δουλειά. Και πέρασα ένα ολόκληρο χρόνο πηγαίνοντας σε
συνεντεύξεις και τον υπόλοιπο χρόνο καθόμουνα στο σπίτι και (..) παρίστανα την νοικοκυρά κατά κάποιο τρόπο, απ'
την στιγμή που δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. Η σχέση μου ήταν σε καλό δρόμο, η ζωή μου πήγαινε σχετικά καλά,
αν εξαιρέσεις το θέμα της δουλειάς, εγώ όμως δεν ήμουν ευτυχισμένη. Δηλαδή και συμφωνώ με τα κορίτσια α" αυτό
που είπαν, ότι αν είχα και μία δουλειά δηλαδή αν επαγγελματικά τα πήγαινα καλά (..) όχι αναγκαστικά την καριέρα
αλλά σε μία δουλειά η οποία να με ικανοποιεί, όπως και την έκανα την επόμενη χρονιά (..) θα ένιωθα πιο πλήρης σαν
άνθρωπος. Ενώ μόνο με το να έχω μία καλή σχέση . . . δεν μπορούσα να πω ότι ήμουνα (..) ευτυχισμένη. Όπως και
το ανάποδο. Το να πηγαίνει καλά η δουλειά μου, όπως πηγαίνει αυτή τη στιγμή κι όλα τ ' άλλα τα βλέπω, ας πούμε
να είναι, χίλια κομμάτια τριγύρω μου πάλι δεν είμαι ευτυχισμένη.
Ιωάννα (παιδαγωγός): Συμφωνώ απόλυτα. Η επιτυχία είναι (..) δεν ξέρω, την φαντάζομαι πολύ μίζερη την ζωή
μου αν δεν πετύχω & αυτό που κάνω. Έστω ακόμα κι αν θα έχω μία οικογένεια, όπως την φαντάζομαι τώρα. Αλλά
αν δεν έχω (επαγγελματική) επιτυχία μαζί με την οικογένεια (..) κάπου θα νιώθω ένα κενό.
Τζούλια (παιδαγωγός): Εγώ, νομίζω ότι φάνηκε ότι την βάζω (την επαγγελματική επιτυχία) (..) μ' ενδιαφέρει
πολύ. Αρκετά σημαντικά. Και δεν θ' άντεχα απλά να είμαι μέσα στο σπίτι και να 'χω το παιδί μου και να περιμένω
τον άντρα μου, να έρθει απ' την δουλειά. Τα πρώτα 5 χρόνια μετά, θα τον παρατούσα, μου φαίνεται.
Βάσω (δικηγόρος): Για μένα, η ηρεμία είναι ψυχική, συναισθηματική και επαγγελματική ισορροπία. Να μπορέσω
να τα συνδυάσω όλα με τον καλύτερο για μένα τρόπο. Τίποτα υπερβολικό, αλλά και να μην αφήσω τίποτα απ' όλα
αυτά.
Ωστόσο, η «μητέρα μανεκέν», η οποία κρατά από τη μια μεριά την τσάντα εργασίας
και από την άλλη το μωρό, αφ' ενός καθιστά θολή μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα, αφ'
ετέρου υπονοεί για να τα καταφέρει μια γυναίκα εξαρτάται αποκλειστικά από την προσωπική
της ικανότητα και όχι την απαραίτητη κοινωνική υποστήριξη. Η Silverstein (1991)
ισχυρίστηκε ότι τέτοιου είδους πρότυπα μετατρέπουν ένα πολιτικό ή κοινωνικό πρόβλημα σε
προσωπικό. Στην πραγματικότητα δηλαδή το πρότυπο της «ηρωικής» και της «σούπερ-
γυναίκας» αποτελεί ένα κατασκεύασμα για την επικάλυψη των ελλείψεων του κράτους
πρόνοιας και των κοινωνικών παροχών τόσο στον τομέα της εργασίας όσο και στον τομέα της
οικογένειας. Οι γυναίκες φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται την σκληρότητα ενός προτύπου που
προστάζει την τελειότητα σε όλα και που τις θέλει σωστές μητέρες, καλές νοικοκυρές,
όμορφες γυναίκες και συνεπείς επαγγελματίες.
Κάτια (ψυχολόγος): Από την μία μεριά δηλαδή, έχεις μία γυναίκα η οποία βρίσκεται σε κάποια υψηλή θέση, που
κατά κύριο λόγο άνδρες την είχανε πριν από μια δεκαετία, η οποία είναι πολύ δραστήρια, πολύ ενεργητική, πολύ (..)
και το ανδρικό χαρακτηριστικό που έχει, μάλλον που της αποδίδει, η κοινωνία είναι αυτό. Ανεξάρτητη και πατάει επί
πτωμάτων, βέβαια μην το πάρετε με την πολύ άγρια έννοια του, αλλά θέλω να πω δεν έχει αυτό το χαρακτηριστικό
που αποδίδουν στις γυναίκες, της συνεργασίας και της στοργής και της τρυφερότητας και του δοσίματος, αλλά έχει
αυτό το ανεξάρτητο και του κυνηγού το χαρακτηριστικό. Κι απ' την άλλη μεριά είναι μια γυναίκα, η οποία μόλις πάει
στο σπίτι θεωρείται ότι αποποιείται όλο αυτό το (..) ρόλο της επιτυχημένης γυναίκας-επαγγελματία και ντύνεται το
288
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
ρόλο της γυναίκας-μάνας και συζύγου που πρέπει κι όλο το σπίτι να έχει πάνω της (..), το σπίτι να είναι τέλειο, τα
παιδιά της τέλεια, ο γάμος της τέλε^ δηλαδή υπάρχει και η επιτυχημένη γυναίκα στον επαγγελματικό τομέα που
λειτουργεί καθαρά με ανδρικά χαρακτηριστικά και η γυναίκα, η οποία στο σπίτι "μπαίνει" ξανά στον παραδοσιακό της
ρόλο με τα καθαρά θηλυκά της χαρακτηριστικά, λες και μπορεί ας πούμε να πας απ' το ένα στο άλλο, αυτό νομίζω
εγώ.
Άννα (ψυχολόγος): . . . Κατ' αρχήν μου φαίνεται ότι θέλουν την γυναίκα τέλεια. Αυτό μου είναι πάρα πολύ
καθαρό. Να είναι πάρα πολύ άψογη στις οικογενειακές της υποχρεώσεις στις σχέσεις της με τον σύζυγο, απέναντι
στα παιδιά, να είναι πάρα πολύ καλή μητέρα, δοτική πάντα εκεί. Από την άλλη να είναι πολύ καλή στην δουλειά της
πιστεύω ότι είναι πολύ κολακευτικό, ιδίως για τους άνδρες να έχουν μία γυναίκα που είναι (..) εντάξει, έχει κι ένα
επαγγελματικό κύρος κι επιπλέον να είναι πολύ καλοβαλμένη γυναίκα . . . Για να τα πετύχεις όλα αυτά πρέπει να
εξαντληθείς και συμφωνώ & αυτό που λέει η Νατάσσα, για μένα η τελειότητα είναι κάτι ανέφικτο πια, καμιά φορά
μπαίνω κι εγώ & αυτή τη παγίδα και τσατίζομαι πάρα πολύ με τον εαυτό μου, αλλά συνειδητοποιώ από την άλλη ότι
δεν μπορε/ς να είσαι τέλειος. Για να είσαι ευτυχισμένος δεν πρέπει να είσαι τέλειος. Όχι δεν πρέπει. Δεν μπορείς να
είσαι τέλειος-, . . Για μένα για να είσαι ευτυχισμένος πρέπει να έχεις και τις αδυναμίες σου και τις δυσκολίες σου, να
γίνονται αυτές αποδεκτές από τους άλλους σε κάποια πράγματα θα είσαι πολύ καλός σε κάποια άλλα δεν θα 'χεις
βρει τόσο καλή ισορροπία, αλλά να καλύπτεσαι και συναισθηματικά και επαγγελματικά, τουλάχιστον ως προς ένα
βαθμό . . . Αν δεν μπορείς να κάνεις το καλύτερο δυνατόν σε όλα . . . τουλάχιστον ως προς ένα βαθμό να τα
ισορροπείς.
Μαρία (χημικός): Τα πρότυπα είναι αυτό: σε μια γυναίκα τουλάχιστον, επιτυχημένη στην δουλειά της ευτυχισμένη
με το σπίτι της και με την οικογένεια της. Τώρα κατά πόσο αυτό είναι εφικτό (..) έτσι όπως προβάλλεται
τουλάχιστον, μία γυναίκα άψογη απ' το πρωί μέχρι το βράδυ, που τρέχει από δω κι από κει, μ' ένα χαμόγελο συνέχεια
(··)
Άννα-Μαρία (χημικός): Τα πρότυπα είναι οτραγγαλιστικά, θα έλεγα. Πρέπει να είσαι η τέλεια στην οικογένεια, η
επιτυχημένη επαγγελματικά, η κούκλα, γιατί αλλιώς δεν γίνεται, δεν καταφέρνεις τίποτα, ούτε βρίσκεις τον τέλειο
άντρα βέβαια (γελάει). Θα έλεγα ότι αλίμονο μας αν προσπαθήσουμε ν' ακολουθήσουμε αυτά τα πρότυπα.
Χαθήκαμε από χέρι.
Εύη (γιατρός): Ναι συμφωνώ με την Κία ότι το πρότυπο που επικρατεί σήμερα είναι κάτι (..) είναι λίγο
εξωπραγματικό δεν είναι (..) στην πράξη δεν μπορεί να υπάρξει, επικρατεί το πρότυπο της πολύ ωραίας της γυναίκας
που έχει ταυτόχρονα την εμφάνιση της ακέραιη, το επάγγελμα της (..) ανταποκρίνεται όσο καλύτερα μπορεί (..) αλλά
όσον αφορά την οικογένεια όχι τόσο πολύ, δεν την προβάλλουν σα μητέρα πολύ τη σημερινή γυναίκα, περισσότερο
σαν επαγγελματία, δηλαδή η παλιά μορφή της γυναίκας που ήταν κλεισμένη στο σπίτι να έχει το μωρό στην αγκαλιά
δεν (..) έχει εκλείψει πιστεύω, περισσότερο σαν επαγγελματία και με την εμφάνιση αυτή τη σύγχρονη και με ένα
παιδί ας πούμε το πολύ, αλλά πάντως την προβάλλουν να τα συνδυάζει και τα δύο και το επάγγελμα και την
οικογένεια.
Σοφία (γιατρός): Δεν έχω να προσθέσω κάτι, τα κορίτσια τα είπαν ακριβώς αυτά ήθελα να πω και εγώ ότι
περισσότερο παίζει ρόλο η εξωτερική εμφάνιση και μετά η γυναίκα σαν επαγγελματίας όχι σαν μητέρα ή σα σύζυγος
αλλά από τα δύο από επαγγελματίας και εμφάνιση πιστεύω ότι η εμφάνιση παίζει ρόλο δηλαδή πιο πολύ θα
προσέξουν μια γυναίκα, η οποία μπορεί καν να μην εργάζεται αλλά να είναι πολύ ωραία πολύ περιποιημένη παρά να
δούνε μια καλή επιστήμονα, η οποία όμως δε θα προσέξει την εξωτερική της εμφάνιση (..) τώρα μιλάω και για άνδρες
και για γυναίκες.
Βϊλυ (μηχανικός): Εγώ νομίζω ότι (..) αυτά που είπανε (..) νομίζω ότι είναι η πιο δύσκολη περίοδος για τις γυναίκες
αυτήν την στιγμή. Αν το σκεφτείς με τα πρότυπα που έχουνε μπει. Γιατί καλείσαι να είσαι πανέμορφη, πανέξυπνη,
289
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
πετυχημένη, ικανή μητέρα (..) που θα το δείξεις απ' τα τέλεια παιδιά σου (..) τέλεια νοικοκυρά, γιατί δεν είναι και της
μόδας να καλείς κόσμο και να μαγειρεύουν οι άλλοι και νομίζω ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο, νομίζω ότι κανείς
άνθρωπος δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μ' αυτά τα πρότυπα (..) το πιστεύω αυτό ότι αυτό ζητάνε απ' τη γυναίκα
αυτή τη στιγμή σήμερα να "ναι τέλεια σε όλα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, επιλέγουν τελικά θέσεις εργασίας, οι οποίες
επιτρέπουν μια ρεαλιστική συμφιλίωση της οικογένειας με το επάγγελμα. Μάλιστα αυτές είναι
και οι προσδοκίες του οικογενειακού περιβάλλοντος, το οποίο καθορίζει και τα ανάλογα
πρότυπα επιτυχίας ή ευτυχίας για μια γυναίκα σήμερα. Η Μουσούρου (1985) αναφέρει ότι
όταν οι αμερικανίδες απόφοιτοι πανεπιστημίου ερωτώνται ποιόν τύπο γυναίκας θαυμάζουν
περισσότερο, περιγράφουν με τις απαντήσεις τους την επιτυχημένη επαγγελματικά γυναίκα.
Όταν όμως ερωτηθούν τι θα θεωρούσαν ως προσωπική τους επιτυχία, τότε λένε πως θα
ήθελαν va'είναι μητέρες πολλών επιτυχημένων παιδιών και σύζυγοι ενός επιτυχημένου άνδρα.
Αυτή η αντιφατικότητα, μεταξύ ενός προοδευτικού προτύπου που χαρακτηρίζει τους άλλους
και ενός συντηρητικού ή παραδοσιακού στερεότυπου που χαρακτηρίζει τον εαυτό, εκφράζει,
σύμφωνα με τη συγγραφέα, αφ' ενός την ατομική σύγκρουση των ίδιων των γυναικών, αφ'
ετέρου τη μεταβατικότητα των κοινωνικών αξιών και εξηγεί τη ρευστότητα των προτύπων,
όσο και την ποικιλία των συμπεριφορών που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία
(Μουσούρου, 1985).
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Στην κοινωνία γενικώς σαν επιτυχημένη (..), δηλαδή επαγγελματικά μπορεί να θεωρείται
επιτυχημένη μία του γραφείου, τέλος πάντων, που έχει αυτά τα ανδρικά χαρακτηριστικά αλλά γενικώς σαν
επιτυχημένη γυναίκα γενικότερα, εγώ πιστεύω ότι δεν θέλουν τη γυναίκα να δουλεύει πολύ και να 'χει (..) δηλαδή οι
γονείς μας οι άνδρες (..) δεν θέλουν έτσι (..) δεν θεωρούν επιτυχημένο όταν έχεις κάνει μια καριέρα φοβερή τέλος
πάντων και «κόβεσαι» σε δέκα κομμάτια. Οι γονείς λένε, άντε να βολευτείς εκεί στο δημόσιο και να μην έχεις και
πολλά-πολλά τρεξίματα και τέτοια, αυτό το θεωρούν επιτυχία . . . στην κοινωνία σαν αντίληψη εγώ πιστεύω ότι αυτή
είναι περισσότερο η αντίληψη που επικρατεί, που το θέλουν. Δηλαδή μπορεί βέβαια να το βλέπουν σαν πετυχημένο
εκείνο (το πρότυπο της super woman) και να προβάλλεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δηλαδή αυτό είναι που
μας προβάλλουν από την διαφήμιση . . . αλλά αν κάναμε ένα γκάλοπ νομίζω και ρωτούσαμε ανθρώπους γονείς μας
της ηλικίας μας τέλος πάντων, τι θεωρούν επιτυχημένο, είναι αυτό το επιτυχημένο: το επιτυχημένο είναι να μπορεί
να τα συνδυάζει όλα χωρίς όμως πολλές θυσίες . . . γιατί εγώ την επιτυχία την έχω συνδυάσει με την ευτυχία . . .
πριν όταν μιλούσα για επιτυχημένη καριέρα . . . την θεωρούσα και σαν ευτυχισμένη, να είμαι εγώ ευτυχισμένη . . . η
επιτυχημένη καριέρα σημαίνει να είμαι ευτυχισμένη κι εγώ, δηλαδή δεν μπορώ να φανταστώ μια επιτυχημένη καριέρα
που να μην είμαι εγώ (..) ευτυχισμένη τέλος πάντων.
Κατερίνα (γυμνάστρια): Για μένα πετυχημένη γυναίκα δηλαδή, όπως φαίνεται σε όλους είναι αυτό το πράγμα που
είπε η Βίκυ, δηλαδή να είναι πετυχημένη σε όλα. Βέβαια, κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο, ή βγαίνει νοκ-άουτ η
γυναίκα και στο τέλος είναι αποτυχημένη μέσα της. Εγώ δηλαδή δεν έχω . . . δεν έχω σαν πρότυπο πολλές γυναίκες
οι οποίες είναι πολύ πετυχημένες στη δουλειά τους δηλαδή βγάζουν αρκετά χρήματα . . . βρίσκονται σε καλή θέση,
σε υψηλή δηλαδή θέση, καταξιωμένες κτλ., αλλά προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με την οικογένεια και τελικά είναι
πάρα πολύ κουρασμένες δεν αφιερώνουν χρόνο στον εαυτό τους και σε κάποια ηλικία είναι γερασμένες για μένα.
Και δεν μένει χρόνος για να ευχαριστηθούν κάτι αυτές. Πολλές γυναίκες βλέπω έτσι. Και δε θα ήθελα να γίνει αυτό
το πράγμα. Εγώ θα ήθελα μια δουλειά, ας μην είναι η επιτυχημένη, μια δουλειά που θα με ευχαριστεί, που θα βγάζω
κάποια χρήματα, θα είναι πάνω σε αυτό που σπούδασα, για μένα αυτή τη στιγμή είναι το σχολείο.
290
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Εύα (δικηγόρος): Εξαρτάται από το πως βλέπει ο καθένας την επαγγελματική επιτυχία. Μπορεί (..) έχω γνωρίσει
και γυναίκες που έχουνε και 2 παιδιά και 3 παιδιά και (..) δικηγορϊνες εννοώ και δουλεύουνε, αλλά οι 2 εξ' αυτών δεν
κατεβαίνουνε ποτέ απόγευμα στο γραφείο και έχουν περιορίσει (τη δουλειά τους). Έχουν κάποιους συγκεκριμένους
πελάτες, με τους οποίους δουλεύουνε και αρκούνται & αυτά. Είναι ευτυχισμένες.
Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ θ' αρκούμουν σε κάτι τέτοιο αν είχα και δύο παιδιά. Θα προτιμούσα σαφώς να
αφιερώσω χρόνο α" αυτά και να περιορίσω το γραφείο. Αρκεί, βέβαια, να μην (..) έβγαζα απλώς το ενοίκιο μου, να
έβγαζα κάποια χρήματα, να μου μένανε κι εμένα κάτι να συνεισφέρω για δική μου ικανοποίηση και για την οικογένεια.
Μαρία (γυμνάστρια): Και (..) η ευτυχία είναι να μπορεί (..) να μπορώ αυτό το πράγμα, τη δουλειά μου να (..) τη
μοιραστώ με κάποιο άλλο άτομο. Δηλαδή, να μοιράζω τη δουλειά μου, αυτήν την ευτυχία που αισθάνομαι στη
δουλειά μου μαζί με κάποιο άτομο . . . Όλα αυτά είναι ευτυχία για μένα. Το να μπορείς να μοιράζεσαι κάποιες στιγμές
και τη δουλειά σου ακόμη, κάποια βιώματα από τη δουλειά σου, κάποιες καταστάσεις με κάποιο άλλο άτομο. Αυτό
που λένε μονόπλευρα μόνο εργασία για μένα δεν ισχύει. Δηλαδή, ότι (..) άμα σε καλύπτει αυτό που κάνεις στην
εργασία σου, γιατί μου το είπαν και πρόσφατα «άμα σε καλύπτει αυτό που κάνεις σιην εργασία». Ναι σε καλύπτει
αυτό που κάνεις μέχρι κάποια ώρα της ημέρας από κει και πέρα όμως τι κάνεις τις υπόλοιπες ώρες;
Ασπασία (γεωπόνος): . . . πρότυπο γυναίκας είναι και μια καταξιωμένη επαγγελματικά σύζυγος, η οποία
καταφέρνει να έχει και κάποια επαγγελματική καταξίωση και βεβαίως έχει και κάποια οικογένεια, κρατάει τις
ισορροπίες (..) και ταυτόχρονα είναι και γνώστης των πραγμάτων δηλαδή έχει και γνώσεις και έχει μια καλή καριέρα
(..) συνδυάζει δηλαδή όλα τα πράγματα ουσιαστικά . . . πρότυπα έτσι . . . μιας κοινωνικής και επαγγελματικής
καταξίωσης. Μια γυναίκα που είναι καταξιωμένη επαγγελματικά, κοινωνικά, έχει ταυτόχρονα μια εμφάνιση όχι
ιδιαίτερα καλή, αλλά τέλος πάντων προσεγμένη, μια σικάτη τέλος πάντων κυρία (..) είναι ένα πρότυπο . . . υπάρχουν
κάποια άτομα τα οποία τα ζηλεύεις ρε παιδί μου, που μπορούν και συνδυάζουν πάρα πολλά πράγματα . . . το να
μπορείς να συνδυάζεις μια πολλή καλή επαγγελματική καριέρα, μια νορμάλ οικογένεια και ταυτόχρονα πάλι να μην
πέσεις στην παγίδα του ξέρεις σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι αχ δεν προλαβαίνω ξέρω 'γω τα παιδιά έτσι, το ένα το
άλλο, αλλά να έχεις και προσωπικά ενδιαφέροντα.
291
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
λειτουργούν έτσι ώστε να κάνουν τη ζωή μιας γυναίκας πιο ενδιαφέρουσα, ακόμα και με το
κόστος της αύξησης των βαρών» (Βα'ίου & Στρατηγάκη, 1989: 21).
Πράγματι, οι γυναίκες του δείγματος, χρησιμοποιώντας το ρεπερτόριο της
συμφιλίωσης ανάμεσα στην εργασία και στην οικογένεια, προσπαθούν να οριοθετήσουν τη
νέα τους ταυτότητα και να ξεπεράσουν παραδοσιακές προσδοκίες σε σχέση με το ρόλο τους
στην ιδιωτική και δημόσια ζωή, παρά το γεγονός της επιπλέον δουλειάς και των ευθυνών που
επωμίζονται. Το ρεπερτόριο της επαγγελματικά επιτυχημένης γυναίκας είναι αυτό που
περιλαμβάνει την εξέλιξη στη μισθωτή εργασία, δίχως όμως την ταυτόχρονη διακοπή των
σχέσεων με τους άλλους και την απώλεια της θηλυκότητας. Για αυτό και η έννοια της
επιτυχίας ορίζεται αποκλειστικά με γυναικείους όρους και συμβαδίζει με γυναικείες αξίες,
διαφορετικά απειλεί την ταυτότητα τους. Θα έλεγε κανείς ότι οι γυναίκες γνωρίζουν πλέον
αρκετά καλά αυτό που επιθυμούν, εφόσον μπορούν να το ονοματίσουν. Παρά τις εμφανείς
δυσκολίες, τις εντάσεις και τις συγκρούσεις ανακαλύπτουν την αλλαγή και εξελίσσονται
σχεδόν σε όλους τους ρόλους που αναλαμβάνουν, όπως αυτούς της συζύγου, της μητέρας και
της εργαζόμενης. Η σύγκρουση τους αναδεικνύει ενδεχομένως μια μεταβατική περίοδο
κοινωνικών αλλαγών και διεκδικήσεων εκ μέρους τους, η οποία βέβαια θα ξεπερνιόταν πολύ
πιο εύκολα αν και οι άνδρες ακολουθούσαν πιο ισότιμους τρόπους συμμετοχής και
συμπεριφοράς, ιδίως στο χώρο της οικογένειας.
292
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): Εμένα με επηρεάζει με την έννοια ότι (..) αν και θεωρώ ότι έχω αρκετές ικανότητες και
έχω κάποια αυτοπεποίθηση τέλος πάντων, παρόλα αυτά όταν το σκέφτομαι καλά καλά, νομίζω ότι είναι πολύ
δύσκολο να κάνω καριέρα για παράδειγμα, δηλαδή από δύσκολο έως αδύνατο, κάποτε το θεωρούσα και αδύνατο.
Έτσι μου φαίνεται καμιά φορά περίεργο το ότι κάνω μεταπτυχιακό για παράδειγμα στο Πανεπιστήμιο αυτή τη στιγμή
. . . Αυτό είναι όντως σύγκρουση . . . αυτή η αίσθηση, μήπως τελικά εμείς είμαστε εκτός πραγματικότητας κι όλοι οι
άλλοι που θέλουν μια συγκεκριμένη δουλειά (..) είναι πιο ρεαλιστικοί (..)/ δηλαδή (..) μήπως εγώ (..) εμείς κυνηγούμε
κάτι άπιαστο τελικά; . . . όπου δεν θα "ρθουν τα πράγματα όπως τα φαντάζομαι και θα πρέπει πια να προσγειωθώ και
να συμβιβαστώ, όπως συμβιβάζεται όλος ο κόσμος που (..) συμβιβάζονται πολλοί . . . ωραία, πως τα φανταζόμαστε
αλλά (..) ναι μεν τα φανταζόμαστε εμείς έτσι, αλλά η πραγματικότητα δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει.
Κάτια ( ψ υ χ ο λ ό γ ο ς ) : . . . Κι όσον αφορά το διδακτορικό μου. Αισθάνομαι αυτή τη στιγμή, ίσως επειδή κουράζομαι
και πολύ, ότι, γιατί (..) το επέλεξα. Έκανα καλά που το επέλεξα; Μήπως αν έδινα το βάρος μου κάπου αλλού θα τα
κατάφερνα κάπως καλύτερα; Αλλά νομίζω ότι έχει να κάνει με την συγκεκριμένη περίοδο που είμαι πάρα πολύ
κουρασμένη και τρέχω από νδω κι από κει. Δεν έχει τόσο να κάνει (..) δηλαδή είναι περιστασιακό . . . η όλη
σύγκρουση είναι αυτή: γενικά το πως βλέπω εγώ τον εαυτό μου σαν μία γυναίκα που θέλει να κάνει πολλά πράγματα
στην ζωή της και θέλει να βάλει την σχέση της & έναν δρόμο και θέλει να οργανώσει την ζωή της και την δουλειά της
μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο. Κι ότι οι άλλοι περιμένουν από μένα (..) εντελώς αντίθετα πράγματα.
Μαρία (γυμνάστρια): Μετά από 10 χρόνια έτσι; (..) Φαντάζομαι τον εαυτό μου ότι θα είμαι μέσα στο
Πανεπιστήμιο, θα μπορώ να διδάσκω μέσα στο Πανεπιστήμιο και από κει και πέρα κάποιο σπίτι (..) μια οικογένεια με
έναν άνδρα και τρία παιδιά. (..) Θα είμαι τα πρωινά φαντάζομαι στο Πανεπιστήμιο μέχρι το μεσημέρι, απόγευμα και
μετά θα ασχολούμαι με το σπίτι μου και με την οικογένεια μου. Αυτό θα ήθελα. Τώρα επειδή είναι η φύση της
293
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
δουλειάς μου έτσι μπορεί και να τρέχω από το πρωί μέχρι το βράδυ . . . αλλά αυτό που θα ήθελα να κάνω είναι (..)
και τη δουλειά αλλά συγχρόνως και την οικογένεια μου, να αφιερώνω ώρες και στα δύο.
Ιωάννα (παιδαγωγός): Στο περίπου, θα υπάρχει οικογένεια, θα υπάρχει εργασία, ο χρόνος σίγουρα θα ήθελα να
μοιράζεται και στις δύο (..) στις δύο δραστηριότητες. Περισσότερο μάλλον (..) λίγο περισσότερο στο παιδί, χωρίς να
αδικείται η εργασία. Θα ήθελα να (..) με φαντάζομαι να προσέχω και τον εαυτό μου (..) (σκέφτεται). Τώρα αν πάω
λίγο περισσότερο στην πραγματικότητα, κάτι πρέπει ν' αφήσω λίγο ατημέλητο έτσι, και δεν ξέρω (..) . . . έχω κάνει
ένα ιδανικό στο μυαλό μου ότι δεν πρέπει να παρατήσω τίποτα από τα δύο. Ούτε οικογένεια, ούτε δουλειά. Ξέρω
ότι θα είναι τρομερά δύσκολο. Αλλά το ιδανικό και το σχέδιο στο μυαλό μου είναι αυτό το πράγμα. Να μην
παρατήσω τίποτα. Ούτε το ένα, ούτε τ ' άλλο.
Σοφία (παιδαγωγός): . . . Όταν είδα ότι αυτό που κάνω (το μεταπτυχιακό) δεν είναι αποδεκτό από τους άλλους
πολλοί εν πάση περιπτώσει δεν το καλοβλέπουν, κάπου αισθάνθηκα άσχημα για ένα αρκετό μεγάλο διάστημα θα
έλεγα. Αλλά κάπου (..), δηλαδή υπήρξε αυτή η σύγκρουση και μετά τα φιλοσόφησα, έτσι κάπως τα πράγματα και
είδα ότι (..) κι επειδή είπα προηγουμένως ότι είμαι άνθρωπος που δεν αντέχω τις συγκρούσεις πολύ, τα έχω βάλει τα
πράγματα σε μία σειρά.
Σοφία (γιατρός): . . . η ιατρική ειδικά μας τρώει πάρα πολύ χρόνο, δηλαδή βλέπω ότι σε φίλες μου, οι οποίες
έχουν μια δουλειά, η οποία δεν απαιτεί διάβασμα, γιατί για μας είναι πάρα πολύ σημαντικό το διάβασμα, εγώ έχω να
γυρίσω σπίτι, που γυρνάω κουρασμένη και αρκετά αργά στο σπίτι και έχω το άγχος για να κάνω (..) για αν βγω έξω ή
για να πάω στην αγορά, για να πάω στο γυμναστήριο, γιατί σκέφτομαι ότι δε θα έχω χρόνο να διαβάσω, χώρια οι
εφημερίες, χώρια άλλα πράγματα . . . Εμείς έχουμε χάσει πάρα πολλά πράγματα από την (..) από προσωπικές
απολαύσεις ίσως δηλαδή εκδρομές Σαββατοκύριακα τα οποία ήμουν τριήμερα κλεισμένη μέσα, από άποψη εξόδων,
λόγω του διαβάσματος (..) φαντάσου να είχαμε και οικογένεια δηλαδή. Και αρκετές φορές έχω έρθει σε σύγκρουση
με τον εαυτό μου, βέβαια τελικά επειδή επέλεξα αυτό (..) και μου αρέσει αυτό που κάνω (..) εντάξει τα βρίσκω τελικά
με τον εαυτό μου, αλλά υπάρχουν φορές που ναι (..) υπάρχει επιβράβευση για αυτόν το λόγο, αλλά υπάρχουν φορές
που όταν νιώθω ειδικά κουρασμένη σωματικά που κάπου αρχίζω και αμφιβάλλω για την επιλογή μου, αλλά ευτυχώς
τελικά αυτό δεν κρατάει πολύ.
Εύη (γιατρός): . . . θέλει (..) απαιτεί μεγάλη ψυχική δύναμη να μπορέσεις να θυσιάζεις πράγματα τα οποία θα
ήθελες να κάνεις για χάρη του διαβάσματος της εφημερίας πρέπει να έχεις μεγάλη ψυχική δύναμη, δυνατό
χαρακτήρα και ειλικρινά να σου αρέσει αυτό που κάνεις διαφορετικά θα είναι δύσκολο να επιβιώσεις ειδικά μια
γυναίκα στο χώρο της ιατρικής.
Μια άλλη ερευνήτρια, μέσα από την κλινική της εμπειρία με γυναίκες, διαπίστωσε ότι
οι γυναίκες καριέρας δεν διακρίνουν ανάμεσα στην εργασία τους και τη ζωή τους, δηλαδή
ανάμεσα στη δουλειά και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις εκτός εργασίας (Stiver, 1991a). Για
παράδειγμα, όταν οι γυναίκες συζητούν για τη δουλειά τους, αυτό συμβαίνει συνήθως υπό το
πλαίσιο των προσωπικών τους σχέσεων, είτε του παρελθόντος, είτε του παρόντος. Αντίθετα,
όταν οι άνδρες συζητούν για την εργασία τους συνηθίζουν να διακρίνουν σκέψεις,
συναισθήματα και προβλήματα τα οποία σχετίζονται με τις προσωπικές τους σχέσεις εκτός
εργασίας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει το μεγαλύτερο βαθμό στον οποίο οι γυναίκες
λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων σε σχέση με τους άνδρες.
Κάτια (ψυχολόγος): Ή αναγκάζεσαι εσύ να μετριάσεις τις δικές σου φιλοδοξίες για να (..) ναι αυτό συνέβη σε μένα
(..) η Αμερική δηλαδή ήταν ένας συμβιβασμός για μένα, δεν ήταν επιλογή δικιά μου. Όχι ότι μου βγήκε σε κακό.
294
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
Τελικά έκανα αυτό που ήθελα (..) είχα σκοπό να πάω στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό, αλλά το ότι πήγα στην
Αμερική και δημιουργήθηκε μία ολόκληρη κατάσταση μετά από αυτό (..) δεν ήταν δικιά μου επιλογή, ήταν
προσαρμογή των δικών μου φιλοδοξιών και σχεδίων στου Γιώργου τα σχέδια και τις φιλοδοξίες, που φαντάζομαι ότι
αν ήταν αντιστραμμένα τα πράγματα δεν θα γινόταν αυτό, δηλαδή αν ο Γιώργος είχε τις δικές μου φιλοδοξίες και εγώ
τις δικές του, δεν θα ακολουθούσε αυτός εμένα, πάλι εγώ θα προσάρμοζα τις δικές μου φιλοδοξίες . . . εγώ το
συνειδητοποίησα όταν επέστρεψα από την Αμερική πια τι είχα κάνει κι όχι όταν το έκανα, που νόμιζα ότι ήταν δική
μου επιλογή και δυστυχώς δεν είναι έτσι.
Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . Εγώ (..) από τότε που τελείωσα τα ΤΕΦΑΑ (..) και πιο πριν ακόμα δηλαδή, έλεγα,
είχα βέβαια δεσμό με αυτό το παιδί αρκετά χρόνια, σκεφτόμουν να φύγω κάπου έξω. Δηλαδή το σκεφτόμουν. Μ'
άρεζε η ιδέα ένα-δύο χρόνια να είμαι στο εξωτερικό . . . ήθελα να γνωρίσω, δηλαδή μια άλλη χώρα και το πώς
δουλεύουν εκεί. Αυτό φυσικά το έλεγα μόνο και γινόταν πλάκα μεταξύ μας γιατί (..) ήμουν σίγουρη σχεδόν ότι δε θα
πάω, όπως κι αυτός το έλεγε στην πλάκα κι εννοούσε «δε θέλω να πας». Αυτό δηλαδή έφυγε λόγο του ότι είχαμε
ένα δεσμό. Δεν ξέρω αν θα ήμουν άνδρας αν θα το έκανα, δηλαδή αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα . . . Θέλω να
πω ότι μπερδεύομαι μέσα μου πολλές φορές ακόμα και τώρα. Αν θέλω να πάω σε σχολείο, αν θέλω του χρόνου να
ασχοληθώ με το Πανεπιστήμιο . . . αν θέλω το πρωί να κάνω κάποια πράγματα εκεί. Αν κάνω κάτι άλλο πρέπει,
μπερδεύομαι μέσα μου. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω.
295
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
φόβο και το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν. Οι ίδιες αισθάνονται ότι κάτι τέτοιο τις
αποξενώνει τελικά από τον εαυτό τους, καθώς οι γυναίκες αναπτύσσονται μαθαίνοντας να
εμπιστεύονται και να αντλούν δύναμη από τις σχέσεις τους με άλλους ανθρώπους.
Ιφιγένεια (ψυχολόγος): . . . πάντως κι εγώ αυτό που έχω στο μυαλό είναι βασικά η δουλειά που ελπίζω και
εύχομαι να είναι όπως τη θέλω, δηλαδή θέλω να είναι με παιδιά. Ξέρω ότι θα ήθελα να έχει σχέση με επαγγελματικό
προσανατολισμό, ίσως σε κάποιο σχολείο, θα ήθελα γενικά να έχει σχέση με σχολική ψυχολογία. Βέβαια είμαι
προετοιμασμένη ότι ίσως τελικά κάνω και κάτι το οποίο δε θα είναι κι αυτό που ονειρευόμουνα, παρόλα αυτά θα
ήθελα να έχω οπωσδήποτε μία δουλειά . . . Ελπίζω ότι θα μπορέσω να διατηρήσω κάποια χόμπι που έχω τώρα, αλλά
είμαι προετοιμασμένη ότι σε περίπτωση οικογένειας αργότερα, σίγουρα κάποια πράγματα θα πρέπει να
παραμεριστούν για χάρη της οικογένειας οπότε θέλω όσο το δυνατό περισσότερο να τα χαρώ τώρα (γελάει).
Άννα (ψυχολόγος): . . . από την μία πλευρά, ναι μεν, θέλω να φτάσω κάπου μ' οποιαδήποτε θυσία, προσωπική
ναι. Η σύγκρουση μου είναι ότι αυτή η θυσία είναι και οικογενειακή, ως προς ένα βαθμό ή των ανθρώπων που είναι
γύρω μου κι από την άλλη λεω ότι ίσως κάποτε πρέπει να προσγειωθώ. Το μεγάλο παιχνίδι για μένα παίζεται εκεί.
Ότι ίσως κάποτε πρέπει να προσγειωθώ σε πάρα πολλά πράγματα (γελάει) κι όχι μόνο στο επαγγελματικό και στις
φιλοδοξίες. Για μένα, ίσως η μεγαλύτερη σύγκρουση είναι αυτή (..) Ότι έχω πολλές φορές την εντύπωση ότι όλα
αυτά που σκέφτομαι και επιδιώκω και θέλω και μέχρι τώρα ακολουθώ, είναι & ένα ιδεαλιστικό επίπεδο, πάρα πολύ
ωραία, πραγματικά (..) στόχοι ζωής που εμένα μπορούν να με κρατήσουν, αλλά τους λείπει μια πραγματική
υπόσταση. Ότι η πραγματικότητα είναι άλλη κι αυτό είναι πάρα πολύ πιεστικό.
Κατερίνα (γυμνάστρια): . . . Λοιπόν, εγώ θα ήθελα να δουλεύω το πρωί σε κάποιο σχολείο, θα προτιμούσα
βέβαια κάποιο ιδιωτικό και ο λόγος είναι για να είμαι εδώ και όχι σε άλλη πόλη, για να μη διοριστώ κάπου αλλού. Ή
έστω κάποια άλλη πρωινή δουλειά, θα με ενδιέφερε και ο Πανεπιστήμιο σαν διδασκαλία πρακτικού μαθήματος
δηλαδή στο μπάσκετ που είναι η ειδικότητα μου . . . Αλλά το πώς φαντάζομαι, αυτό (που περιέγραψα) είναι το πώς
θα ήθελα, το πώς φαντάζομαι, επειδή ήδη είμαι αρραβωνιασμένη και ο αρραβωνιαοτικός μου (..) ασχολείται (..) δεν
έχει σπουδάσει (..) είναι έμπορος (..) ασχολείται με άλλα πράγματα (..) και επειδή βλέπω ότι είναι δύσκολο το να
διοριστείς ή να μπεις σε ιδιωτικό σχολείο, πιστεύω ότι δε θα δουλεύω έτσι. Το πρωινό ίσως να το δουλεύω με τον
αρραβωνιαοτικό μου, δηλαδή στη δική του δουλειά, άσχετο με αυτό που σπούδασα και ίσως για να κάνω κάτι που
θέλω εγώ, να συνεχίσω να είμαι προπονήτρια . . . Έτσι φαντάζομαι ότι θα είμαι.
Μαρία (δικηγόρος): Κι εγώ κάπως έτσι θα το περιέγραφα. Αλλά πιο συγκεκριμένα, να φτάσω επαγγελματικά σε
όποιο τομέα αποφασίσω, στο επίπεδο που θα θέλω εγώ, χωρίς να παραγκωνίσω οικογένεια, τους φίλους μου, δεν
μπορώ να φανταστώ να είμαι απομονωμένη στον εαυτό μου, δηλαδή σίγουρα ευτυχισμένες στιγμές περνάς με
πραγματικούς σου φίλους να έχω μία καλή σχέση με κάποιον άνθρωπο, ο οποίος θα έχει την κατανόηση να
καταλάβει τα δικά μου προβλήματα και γενικά, θα υπάρχει μία επικοινωνία, που θα βοηθάει πάρα πολύ στην
καθημερινή ζωή.
Άννα-Μαρία (χημικός): Αυτά είναι πολύ σχετικά και πάρα πολύ ιδανικά, τα οποία δεν νομίζω ότι μπορεί να σου
'ρθουνε μάλλον να τα προγραμματίσεις όλα τέλεια, όλο και κάτι θα σου βγει, όλο και κάτι παραπάνω θα πρέπει (..)
πάντως αυτό που είπαμε πριν για τις θυσίες οπωσδήποτε πρέπει να γίνουν θυσίες. Το θέμα είναι τι είσαι
διατεθειμένη να θυσιάσεις περισσότερο. Αυτό είναι το ζήτημα. Και πιστεύω, προσωπικά, ότι εγώ θα περάσω φάσεις
στην ζωή μου . . . και περιόδους...
Σοφία (παιδαγωγός): Κι αυτό που λέγαμε προηγουμένως για τη σχέση οικογένειας γάμου, δουλειάς . . . το έχω
φιλοσοφήσει δηλαδή κάπως το πράγμα . . . όταν μπαίνω & ένα χώρο . . . θέλω να δοθώ «ψυχή τε και σώματι», αλλά
επειδή βλέπω ότι δεν πάει αυτό το πράγμα, γι' αυτό τα έχω τακτοποιήσει έτσι μέσα στο μυαλό μου τα πράγματα. Να
296
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
μην υπάρχουν πολύ μεγάλες συγκρούσεις ας πούμε . . . Όχι, εγώ το έχω καταφέρει αυτό, δηλαδή, & ένα βαθμό μ'
ενδιαφέρουν αυτοί οι σημαντικοί άλλοι . . . τι θα πουν άνθρωποι που πραγματικά είναι σημαντικοί για μένα κι
υπολογίζω & αυτούς. Τώρα για τους άλλους κάποιες φορές έδινα σημασία κτλ., αλλά έχω κάνει αυτόν τον
διαχωρισμό. Δεν μ' ενδιαφέρει πλέον τι (..) τι λένε οι άλλοι. Τι μ' ευχαριστεί εμένα, και (..) εάν είναι καλά κι οι άλλοι
τριγύρω μου. Αν δεν τους καταπιέζω κτλ.
Τζούλια (παιδαγωγός): Εγώ αυτό δεν μπορώ να το τακτοποιήσω και με μπερδεύει . . . δεν ξέρω (..) ίσως
αργότερα, μπορέσω τον εαυτό μου και τον βάλω (..) τα ζυγίσω τα πράγματα. Δεν μπορώ να τα ζυγίσω πάντως.
Αλλά καταπιέζομαι, όχι τόσο απ' τον περίγυρο, γιατί ο περίγυρος βασικά δεν μ' ενδιαφέρει (..) μ' ενδιαφέρει (..)
(αναποφάσιστη) δεν μ' ενδιαφέρει η γνώμη του περίγυρου, μ' ενδιαφέρει μόνο η γνώμη ανθρώπων που αγαπώ και
τους θέλω δίπλα μου. Και καταπιέζομαι . . . όταν είμαι με κάποιον άνθρωπο προσπαθώ πολλές φορές πιάνω τον
εαυτό μου, να θέλω να πω πράγματα και να λεω «Τζούλια, αυτό δεν θα το πεις σταμάτα. Άστο γΓ αργότερα», γιατί
φοβάμαι να μην τρομάξω τον άλλον.
Ασπασία (γεωπόνος): Πιστεύω ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι πράγματα που εξελίσσονται, όσο περνάει ο
χρόνος όσο μεγαλώνουμε γενικώς (..) είναι διαφορετική η οπτική γωνία από την οποία βλέπουμε τα πράγματα,
δηλαδή πριν κάποια χρόνια (..) πίστευα ότι εντάξει (..) ότι κατείχε πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου η
επαγγελματική επιτυχία και τώρα κατέχει, απλώς αρχίζεις και τα βλέπεις όλα τα πράγματα σιγά σιγά διαφορετικά . . .
εγώ δεν πίστευα ποτέ ως τώρα ας πούμε ότι θα με ενδιέφερε πολύ περισσότερο η επαγγελματική επιτυχία του
συζύγου ας πούμε παρά τόσο η δική μου (η Ασπασία είναι αρραβωνιασμένη). Δεν το πίστευα ποτέ αυτό το πράγμα.
Σιγά σιγά βλέπω ότι θα μπορούσα να μην έδινα τόσο μεγάλη σημασία στη δική μου καριέρα και να προσπαθούσα να
προωθήσω εγώ πάλι, αν μπορούσα τέλος πάντων . . . να προωθήσω την καριέρα του συζύγου, κάπως έτσι και θέλω
να πω ότι δεν ξέρω αργότερα αν έρθουν τα παιδιά το πόσο σημαντική θα είναι τότε για μένα η καριέρα μου. Δηλαδή,
βλέπεις ότι ενώ έχεις κάποιους στόχους συγκεκριμένους και λες ότι εγώ σαν κύριο στόχο έχω την επαγγελματική μου
καριέρα και θέλω να πετύχω και (..) έρχονται διάφορες καταστάσεις και βάζεις τον εαυτό σου πίσω και λες ότι μπορεί
μεθαύριο με τα παιδιά να το νιώσω ακόμη περισσότερο αυτό το πράγμα και να πω ότι είναι πολύ πιο σημαντικό
προκειμένου το παιδί μου να κλαίει οκτώ ώρες την ημέρα σε ένα παιδικό σταθμό, είναι πολύ καλύτερο να παρατήσω
τη δουλειά μου και να ασχοληθώ με το παιδί μου, παράδειγμα. Γι αυτό λεω ότι τώρα είναι λίγο έτσι (..) η περίοδος
την οποία περνάμε λίγο διαφορετική.
297
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
άνδρες με γυναίκες που δεν εργάζονται καθόλου έχουν τους πιο υψηλούς μισθούς από όλους.
Φαίνεται ότι οι γυναίκες δεν προσφέρουν απλά ένα υποστηρικτικό περιβάλλον στους άνδρες
τους, ώστε αυτοί να μπορούν να εργάζονται απερίσπαστοι, αλλά ότι συνεισφέρουν πολύ
περισσότερο και άμεσα σι-η μισθωτή εργασία των ανδρών τους. Οι ανταμοιβές έρχονται
έμμεσα για τη γυναίκα μέσα από τις επιτυχίες του άνδρα της και τις μισθολογικές του
αυξήσεις. Το φαινόμενο αυτό έχει ονομαστεί ως η καριέρα δύο ανθρώπων (the two-person
career) (Bellas, 1992), ενώ ακόμη και εργαζόμενες γυναίκες έχουν οικονομικό κίνητρο να
επενδύουν ή τουλάχιστον να μην εμποδίζουν την καριέρα τους άνδρα τους.
Ασπασία (γεωπόνος): (αναστενάζει, διστάζει) (..) καταρχήν θεωρώ ότι αυτά που έλεγα προηγουμένως ότι μπορώ
να βασιστώ πολύ περισσότερο, να βασιστώ (δεν της άρεσε η λέξη) (..) αν δω μια εικόνα ας πω μελλοντική και αν
τέλος πάντων κάποιος δεν ασχολείται τόσο πολύ με τη δουλειά του ή δεν είναι πετυχημένος τόσο πολύ στη δουλειά
του ας πούμε θα ήθελα να είμαι εγώ παρά ο άνδρας μου (..) κάπως έτσι. Δεν μπορώ να προσδιορίσω για πιο λόγο
είναι αυτό και αν άκουγα αυτά τα πράγματα που λεω τώρα πριν από χρόνια θα μου φαινόταν εντελώς απαράδεκτα
(..) αλλά (..) ίσως επειδή αρχίζεις και βλέπεις ότι εντάξει μπορεί να ασχοληθώ και με τα παιδιά (..) ή να ασχοληθώ με
κάτι άλλο εγώ, ενώ στον άνδρα μου δεν βλέπω ας πούμε ότι ξέρεις εντάξει μπορεί να δουλεύω εγώ και ο άνδρας μου
να καθίσει να κοιτάξει τα παιδιά, είναι (..) δεν μπορώ να το δικαιολογήσω γιατί ή που οφείλεται αυτό, απλά είναι έτσι
μια εικόνα που παίρνω από το μέλλον . . . κι αυτό έχει να κάνει με την επιρροή που έχω, δεν είναι απαραίτητο όταν
επηρεάζεις κάποιον εσύ να έχεις τη μεγαλύτερη μερίδα κάθε άλλο . . . εφόσον θέλεις εσύ αυτός (ο σύζυγος) να είναι
μπροστά κάνεις και εσύ όλες τις υπόλοιπες ενέργειες (..) σκουντά σκουντά (..) (γελάνε) προσπαθείς τέλος πάντων να
(..) ή φροντίζεις αποκλειστικά γι αυτόν (τον σύζυγο) δεν φροντίζεις τόσο για σένα, αλλά μέσα από την εξέλιξη του
ίδιου παίρνεις και εσύ.
Τα τελευταία λόγια της Ασπασίας επιβεβαιώνουν την άποψη της Gilligan (1993), ότι οι
άνδρες και οι γυναίκες καταλήγουν σε διαφορετικά λάθη σχέσεων: οι άνδρες πιστεύουν ότι
γνωρίζοντας τον εαυτό τους θα γνωρίσουν καλύτερα και τους άλλους, ενώ οι γυναίκες
πιστεύουν ότι γνωρίζοντας τους άλλους θα γνωρίσουν και τον εαυτό τους. Έτσι, τόσο οι
άνδρες όσο και οι γυναίκες αποκρύπτουν ασυνείδητα τη γυναικεία εμπειρία και επισυνάπτουν
μεταξύ τους σχέσεις, οι οποίες βασίζονται στη σιωπή. Η αποσιώπηση της γυναικείας εμπειρίας
διαιωνίζεται από το γεγονός ότι οι άνδρες αφ' ενός δεν συνειδητοποιούν την αποσύνδεση
τους από τις γυναίκες και οι γυναίκες αφ' ετέρου δεν συνειδητοποιούν την αποσύνδεση από
τον εαυτό τους.
6.6 Συμπεράσματα.
Η συγκεκριμένη μελέτη εστίασε σε μια μικρή και φαινομενικά προνομιούχο ομάδα
νέων γυναικών, οι οποίες προέρχονταν από οικογένειες μεσαίων ή ανώτερων κοινωνικών
στρωμάτων και ήταν απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με μεταπτυχιακούς τίτλους
σπουδών. Τη χρονική στιγμή των ομαδικών συνεντεύξεων, οι περισσότερες γυναίκες
βρίσκονταν σε μια διαδικασία μετάβασης από τις σπουδές στην αγορά εργασίας και στη
δημιουργία οικογένειας καθώς ελάχιστες από αυτές ήταν παντρεμένες και λίγες είχαν πάρει
298
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
11
Η Eugene Genovese ήταν η πρώτη που αναφέρθηκε στην ταυτόχρονη διαδικασία της υποταγής και
της αντίστασης προκειμένου να περιγράψει τις αντιδράσεις των μαύρων δούλων της Αμερικής στην
κατάσταση της δουλείας τους.
299
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
επιπλέον κατάρτιση και εξέλιξη, ταυτόχρονα αναφέρονται στην ασυνείδητη επιλογή των
σπουδών, ενώ αρνούνται τη συνάφεια ανάμεσα στις επιπλέον σπουδές και στη σταδιοδρομία
τους. Ωστόσο, επιθυμούν να μορφωθούν περισσότερο προκειμένου να ανταποκριθούν
καλύτερα στον επαγγελματικό τους ρόλο και να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο του αποκλεισμού
τους από την αγορά εργασίας. Όταν μιλούν για τη μισθωτή απασχόληση φαντάζονται μια
οργανωμένη και ήρεμη δουλειά και όχι μια καριέρα με πολλές απαιτήσεις σε χρόνο και
ενέργεια, καθώς επιθυμούν να τη συνδυάσουν με τη δημιουργία οικογένειας. Για αυτό και
αισθάνονται ότι πρέπει να δικαιολογήσουν τη δουλειά τους, ειδικά όταν αυτή έρχεται σε
αντίθεση με άλλες δραστηριότητες ή δυσκολεύει το ρόλο τους ως συζύγους και μητέρες. Τα
παραπάνω ρεπερτόρια βοηθούν τις γυναίκες να εξισορροπήσουν αντιφατικά κοινωνικά
μηνύματα, τα οποία τις περιορίζουν στο χώρο της οικογένειας, παρά τη μαζική και ολοένα
αυξανόμενη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας. Επίσης, αναφέρονται συνεχώς στις
διακρίσεις που υφίστανται στην αγορά εργασίας, τις οποίες βέβαια προσπαθούν να
δικαιολογήσουν, άλλοτε με το ρεπερτόριο των βιολογικών διαφορών ανάμεσα στα φύλα και
άλλοτε με το ρεπερτόριο των διαφορετικών κοινωνικών ρόλων που καλούνται να
διαδραματίσουν άνδρες και γυναίκες. Όταν δεν καταφέρνουν να δικαιολογήσουν τις
ανισότητες του φύλου τότε αντιστέκονται, είτε παθητικά με πλήρη άρνηση της κατάστασης,
είτε ενεργητικά με πλήρη παραδοχή και συνειδητοποίηση. Η επίγνωση των διακρίσεων εις
βάρος τους, άλλοτε τις οδηγεί σε περισσότερη προσπάθεια προκειμένου να αποδείξουν την
αξία τους και άλλοτε σε μια κατάσταση ανημποριάς, μέσα στην οποία παραλύουν και
αισθάνονται ότι δεν μπορούν να αλλάξουν ένα τόσο διαχρονικό και καθολικό φαινόμενο όπως
η καταπίεση και εκμετάλλευση των γυναικών.
Ενδιαφέρον προκαλούν επίσης τα λόγια των γυναικών όταν αναφέρονται στο θεσμό
της οικογένειας και στην εμπειρία της μητρότητας. Από τη μια, οι γυναίκες εξακολουθούν να
αποδέχονται τον φυσικό προορισμό της οικογένειας ωστόσο αντιδρούν στην παραδοσιακή
και πατριαρχική οικογένεια. Έτσι, αντιστέκονται διεκδικώντας την ανακατανομή των οικιακών
ρόλων μέσα στο σπίτι, την αμοιβαιότητα στις σχέσεις με τους συντρόφους τους και την
ισοτιμία στη φροντίδα των παιδιών. Όταν όμως εμπλέκεται ο μητρικός ρόλος τότε οι
αντιστάσεις των γυναικών καταρρίπτονται, καθώς είναι έτοιμες να παρατήσουν τα πάντα
προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με την φροντίδα των παιδιών τους. Πράγματι, το
ρεπερτόριο της αποκλειστικής μητρότητας ερμηνεύει τον κυρίαρχο και πρωταρχικό ρόλο της
γυναίκας στην ανατροφή των παιδιών. Ταυτόχρονα, περιορίζει τη γυναίκα στην ιδιωτική
σφαίρα της αναπαραγωγής, καθώς η μητρότητα είναι ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε
απασχόληση εκτός σπιτιού, όπως στη δημόσια σφαίρα της αγοράς εργασίας. Οι γυναίκες
επανέρχονται και πάλι δυναμικά όταν προσπαθούν να ορίσουν την επαγγελματική τους
επιτυχία και την έννοια της ευτυχίας στην προσωπική τους ζωή. Η επαγγελματική επιτυχία
στην πραγματικότητα επαναπροσδιορίζεται σύμφωνα με τις γυναικείες αξίες και τα γυναικεία
πρότυπα. Οι γυναίκες δεν θέλουν να θυσιάσουν τις προσωπικές τους σχέσεις στο βωμό
300
Τα «Ρεπερτόρια» των Πτυχιούχων Γυναικών
301
Κεφάλαιο 7
Συμπεράσματα & Προτάσεις
Συμπεράσματα & Προτάσεις
305
Συμπεράσματα & Προτάσεις
στους διαφορετικούς ρόλους που καλούνται να διαδραματίσουν τα δύο φύλα - με άλλα λόγια
στον καταμερισμό της εργασίας στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα. Τα παραπάνω
καθιστούν σαφώς δυσκολότερη για τις γυναίκες τη διαδικασία μετάβασης από το
πανεπιστήμιο στην απασχόληση, την ένταξη και εξέλιξη τους στην αγορά εργασίας καθώς και
τη συμφιλίωση της οικογενειακής με την επαγγελματική τους ταυτότητα.
β) Παρά τις παραπάνω διαφορές, φοιτητές και φοιτήτριες στο σύνολο τους
χαρακτηρίζονται από ελλιπείς γνώσεις σε σχέση με την ευρύτερη κοινωνική θέση των
γυναικών και από παραδοσιακές αξίες σε σχέση με τους ρόλους του άνδρα και της γυναίκας
στη μισθωτή εργασία και στην οικογένεια. Αυτό σημαίνει ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι
γυναίκες αναπαράγουν κοινωνικές δομές ανισότητας και σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο
φύλα. Όσον αφορά στις γνώσεις, η ανεπαρκής ενημέρωση και πληροφόρηση δημιουργεί για
μια ακόμη φορά περισσότερα προβλήματα στις γυναίκες, οι οποίες πιστεύουν ότι οι συνθήκες
ένταξης και εξέλιξης στην αγορά εργασίας είναι παρόμοιες με το φιλελεύθερο περιβάλλον της
εκπαίδευσης - ειδικά της τριτοβάθμιας. Όσον αφορά στις αντιλήψεις, το στερεότυπο της
βιολογικής διαφοράς ανάμεσα στα φύλα παραμένει ισχυρό καθώς εξακολουθεί να προσδιορίζει
τις επιλογές και τις αποφάσεις τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Το γεγονός αυτό
συνεπάγεται τη βιολογική «ανωτερότητα» των ανδρών, η οποία τους καθιστά ικανότερους για
συγκεκριμένες θέσεις εργασίας και τους «περιορισμούς» της αναπαραγωγικής ικανότητας των
γυναικών, η οποία προσδιορίζει τη σχέση της γυναίκας με το θεσμό της οικογένειας και της
μητρότητας αλλά και την υποδεέστερη θέση της στην αγορά εργασίας. Πα όλους τους
παραπάνω λόγους, η αναπαράσταση της γυναίκας στην αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι
ασαφής και συγκεχυμένη, παρά τη σημαντική αύξηση της γυναικείας απασχόλησης ενώ
ανπ'θετα η αναπαράσταση της γυναίκας στην οικογένεια παραμένει σταθερή και αναλλοίωτη.
Το ανι-ίστροφο ακριβώς ισχύει για την αναπαράσταση των ανδρών, οι οποίοι έχουν την
πρωτοκαθεδρία σιην απασχόληση, ενώ στην οικογένεια ο ρόλος τους περιορίζεται στη
διαχείριση των οικονομικών και σε οικογενειακές αποφάσεις που ενδεχομένως σχετίζονται με
τον τόπο και το χρόνο της εργασίας του.
γ) Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ειδικά οι γυναίκες, απόφοιτες της
τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες αλλά και αντιφατικά
μηνύματα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με τα δεδομένα της δεύτερης μελέτης,
διαπιστώθηκε ότι η εμπειρία των γυναικών διχάζεται συχνά ανάμεσα σε αυτό που βιώνουν ή
πραγματικά επιθυμούν και σε αυτό που πρέπει να κάνουν σύμφωνα με κοινωνικές προσταγές
και προσδοκίες, με βάση πάντα το φύλο τους. Έτσι, το ότι οι γυναίκες σήμερα φοιτούν με
επιτυχία σιην τριτοβάθμια εκπαίδευση και επιδιώκουν την ένταξη τους στην απασχόληση, δεν
σημαίνει ότι απελευθερώθηκαν από παραδοσιακούς δεσμούς και στερεότυπα σε σχέση με το
ρόλο τους, ούτε ότι θα διεκδικήσουν διοικητικές θέσεις εργασίας και επαγγελματική εξέλιξη.
Επομένως, ο καταμερισμός της εργασίας κατά φύλο διαιωνίζεται, παρά την προσπάθεια κάθε
γυναίκας σε ατομικό τουλάχιστον επίπεδο. Από την άλλη, όπως αναφέρθηκε ήδη, οι γυναίκες
306
Συμπεράσματα & Προτάσεις
307
Συμπεράσματα & Προτάσεις
στην ευρύτερη νοοτροπία σε σχέση με τους ρόλους των φύλων και ειδικότερα στην
κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας. Άλλωστε, όπως αναφέρεται ήδη σε σχετική
βιβλιογραφία, οι σχέσεις των φύλων είναι σήμερα εξαιρετικά σύνθετες για να εξαρτώνται
μόνον από ένα παράγοντα (ή αποκλειστικά από τις γυναίκες), ενώ φαίνεται ότι βιώνονται με
διαφορετικό τρόπο από διαφορετικές ομάδες γυναικών και ανδρών και έτσι θα έπρεπε να
μελετώνται (Deliyanni & Sakka, 1998). Επομένως, παράλληλα με την εξέλιξη της γυναικείας
ταυτότητας, γίνεται επιτακτική η ανάγκη διεύρυνσης της ανδρικής ταυτότητας, ούτως ώστε
να επιτευχθούν όλες εκείνες οι κοινωνικές αλλαγές προς την κατεύθυνση της ισότητας, στις
συνθήκες ζωής και στις σχέσεις (συζυγικές, εργασιακές, ερωτικές κοκ.) των δύο φύλων, τόσο
στο χώρο της εργασίας όσο και στο χώρο της οικογένειας.
308
Συμπεράσματα & Προτάσεις
309
Συμπεράσματα & Προτάσεις
εμπειρίες και στις απόψεις των αγοριών σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων και τις
σχέσεις ανάμεσα τους (Deliyanni & Sakka, 1998).
Τα ίδια φυσικά ισχύουν και σε επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου ειδικά στην
Ελλάδα δεν έχει γίνει τίποτα πέρα από το υποτιθέμενο γεγονός της ίσης μεταχείρισης. Όμως,
η ίση μεταχείριση δεν συνεπάγεται τις ίδιες ευκαιρίες, ούτε τα ίδια αποτελέσματα. Πράγματι,
σε σχέση με την ισότητα των ευκαιριών εφαρμόζονται συνήθως τρία μοντέλα: το μοντέλο της
ίσης μεταχείρισης, το μοντέλο της ειδικής μεταχείρισης της περιθωριοποιημένης ομάδας και το
μοντέλο της ριζικής αναδιοργάνωσης των θεσμών και των συστημάτων (Rees, 2001). Επειδή,
όπως αναφέρθηκε, η ίση μεταχείριση δεν έχει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα, η ενίσχυση
της περιθωριοποιημένης ομάδας με ανάλογες δράσεις θεωρείται απαραίτητη σε διάφορα
επίπεδα. Το τρίτο μοντέλο βέβαια, αποτελεί μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, η οποία
χρειάζεται „τόσο τα προγράμματα ειδικής μεταχείρισης, όσο και την υποστηρικτική νομοθεσία
για να επιτύχει. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση λοιπόν, κρίνεται απαραίτητη η ένταξη
προπτυχιακών μαθημάτων που θα αφορούν στις γυναικείες σπουδές, προκειμένου να γίνει
αισθητή κατ' αρχήν αλλά και να ενισχυθεί η παρουσία της γυναίκας στη δημόσια ζωή. Επίσης,
πολύ χρήσιμα για την ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας αποτελούν τα ειδικά
μαθήματα εκπαίδευσης των γυναικών στις νέες τεχνολογίες και σε νέες επαγγελματικές
δεξιότητες. Στο πλαίσιο αυτό τα γραφεία σταδιοδρομίας θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν
πολύ περισσότερο προς την κατεύθυνση της ενημέρωσης των γυναικών σε θέματα εργατικού
δικαίου που αφορούν στην ισότητα των φύλων, στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των
γυναικών και της λήψης επαγγελματικών αποφάσεων και τέλος στην ενίσχυση της γυναικείας
επιχειρηματικότητας. Τα γραφεία σταδιοδρομίας αποτελούν τον ενδιάμεσο κρίκο ανάμεσα
στην εκπαίδευση και στην απασχόληση, επομένως ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός στην
αμφισβήτηση των στερεοτύπων του φύλου και στη μετάβαση των γυναικών από τις σπουδές
στην αγορά εργασίας (Coles & Maynard, 1990).
Ωστόσο, για ένα νέο πλαίσιο προώθησης της ισότητας ανάμεσα στα φύλα θεωρείται
αναγκαία η επίσημη δέσμευση των σχετικών κυβερνητικών φορέων σε μια πολιτική ισότητας
των ευκαιριών συνολικά και σε άλλους δηλαδή τομείς της κοινωνικής ζωής, εκτός από την
επίσημη εκπαίδευση. Συγκεκριμένα, στην αγορά εργασίας κρίνεται απαραίτητη μια πολιτική
στήριξης της ισότητας των ευκαιριών σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.
Οι γυναίκες της έρευνας ανέφεραν πάρα πολλά περιστατικά διακρίσεων και ανισότητας εις
βάρος τους, πριν ακόμη εισαχθούν για τα καλά στην μισθωτή απασχόληση. Επομένως,
σημαντικά βήματα θεωρούνται: α) η ενημέρωση των εργοδοτών και η ύπαρξη κυρώσεων σε
περίπτωση καταπάτησης της νομοθεσίας με άμεσους και απλούς τρόπους, καθώς η
γραφειοκρατία, το κόστος και μακρόχρονη αναμονή για την εκδίκαση μιας υπόθεσης
αποθαρρύνουν τη διεκδίκηση των νόμιμων δικαιωμάτων από τις εργαζόμενες, β) η άμεση
ευαισθητοποίηση των εργοδοτών προκειμένου ν' αλλάξει η νοοτροπία τους απέναντι στις
γυναίκες εργαζόμενες και τέλος γ) η παροχή κινήτρων στις επιχειρήσεις, οικονομικών και
310
Συμπεράσματα & Προτάσεις
άλλων, για την πρόσληψη γυναικών ή την προώθηση των γυναικών, οι οποίες κατέχουν
παρόμοια εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προσόντα με τους άνδρες συναδέλφους τους.
Τέλος, η υποστήριξη της γυναικείας απασχόλησης σκοντάφτει σε παραδοσιακά
πρότυπα σχετικά με το ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια. Με άλλα λόγια, η γυναικεία
απασχόληση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα γεγονότα της οικογενειακής ζωής της γυναίκας
και με τη φροντίδα των παιδιών. Πρωταρχικά λοιπόν, η ανάπτυξη κρατικών φορέων
φύλαξης των παιδιών (π.χ. παιδικοί σταθμοί) ή η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων για
τέτοιου είδους παροχές στις εργαζόμενες θα βοηθούσε σημαντικά την συμμετοχή των
γυναικών και ειδικά των μητέρων στην αγορά εργασίας. Το πιο σημαντικό στοιχείο φυσικά ως
προς την κατεύθυνση αυτή είναι η αλλαγή της νοοτροπίας μέσα στην ίδια την οικογένεια ή η
αλλαγή της ανδρικής νοοτροπίας σε σχέση με το γάμο και τα παιδιά. Τα παραπάνω απαιτούν
βεβαίως μια εκτεταμένη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου (ιδιαίτερα των ανδρών)
σε σχέση με το γυναικείο ζήτημα και τη θέση των γυναικών, μέσα από ειδικά προγράμματα,
τόσο στο χώρο της υποχρεωτικής ή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και στους χώρους της
αγοράς εργασίας.
311
Συμπεράσματα & Προτάσεις
Ωστόσο, τα αποτελέσματα τους έχουν πάντα μεγαλύτερη απήχηση, καθώς ο «λόγος» τους
είναι πιο προσιτός σε όλους τους ενδιαφερόμενους και όχι μόνον στον ακαδημαϊκό χώρο.
Ένα άλλο θέμα αφορά στη στάση των συζύγων σε σχέση με την απόφαση της
γυναίκας για απασχόληση και στο ποσοστό συμμετοχής τους στις οικιακές εργασίες και στην
ανατροφή των παιδιών, παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την εργασία της γυναίκας έξω από
το σπίτι. Ειδικές μελέτες χρειάζονται επομένως για την κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας
στην Ελλάδα, με βάση τις αλλαγές που διαδραματίζονται σήμερα τόσο στις ίδιες τις γυναίκες,
όσο και στις συνθήκες ζωής των γυναικών. Η βιβλιογραφία αναφέρει ότι οι σχετικές μελέτες
στις χώρες της Μεσογείου ειδικά είναι ελάχιστες (Deliyanni & Sakka, 1998), ενώ η φεμινιστική
έρευνα οφείλει να χρησιμοποιήσει τη γνώση και την εμπειρία της με τις γυναίκες, προκειμένου
να κατανοήσει την ανδρική εμπειρία και να καταγράψει τον τρόπο με τον οποίο τα αγόρια και
οι άνδρες σντιλαμβάνονται σήμερα τις σχέσεις των δύο φύλων.
Στον χώρο του επαγγελματικού προσανατολισμού θα ήταν καλό να διεξαχθούν
μελέτες προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότητας του θεσμού, ειδικά όσον αφορά σης
γυναίκες και την πορεία της σταδιοδρομίας τους. Καθώς, προς το παρόν τουλάχιστον, ο
θεσμός του επαγγελματικού προσανατολισμού παρέχεται κυρίως από την επίσημη εκπαίδευση
δεν αποκλείεται να αναπαράγει στερεότυπα σε σχέση με τους ρόλους των δύο φύλων.
Επομένως, οι ανάλογες μελέτες σε σχέση με τις ιδιαίτερες ανάγκες των μαθητριών και των
φοιτητριών κρίνονται απαραίτητες προκειμένου να σχεδιαστούν τα κατάλληλα προγράμματα
υποστήριξης τους και να διευκολυνθεί η μετάβαση και η ένταξη τους στην αγορά εργασίας.
Τέλος, η μελέτη με τις γυναίκες πτυχιούχους υποδεικνύει μια δεύτερη μελέτη
παρακολούθησης της πορείας των ίδιων γυναικών μετά από μερικά χρόνια (follow-up study),
προκειμένου να διαπιστωθεί η θέση των γυναικών αυτών και η εξέλιξη τους, τόσο στον χώρο
της οικογένειας όσο και στον χώρο της αγοράς εργασίας. Μια τέτοια μελέτη, σε συνάρτηση
με την παρούσα, θα εξηγούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα σημεία σύγκρουσης και τις
δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες απόφοιτες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην
προσπάθεια τους να συνδυάσουν την οικογενειακή ζωή με την μισθωτή απασχόληση.
Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα παρουσίαζε η σύγκριση των ερμηνευτικών ρεπερτορίων
που χρησιμοποιούν οι γυναίκες πτυχιούχοι με τα αντίστοιχα ρεπερτόρια των ανδρών
πτυχιούχων σε σχέση με τα ίδια θέματα και τη συμφιλίωση της οικογενειακής με την
επαγγελματική τους ζωή. Η μελέτη των ανδρών ενδεχομένως να επιβεβαίωνε τα ρεπερτόρια
των γυναικών, ενώ θα διεύρυνε τις γνώσεις μας σε σχέση με την ανδρική εμπειρία και την
κατασκευή της ανδρικής ταυτότητας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
312
Βιβλιογραφία.
Αβδελά, Ε. (1987). «Η ισότητα στη δημόσια διοίκηση: παλιές πρακτικές με νεωτερικό μανδύα», Δίνη 2:
56-62.
Αβδελά, Ε. (1990). Δημόσιοι Υπάλληλοι Γένους Θηλυκού. Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας
Εμπορικής Τράπεζας.
Αγάθωνος-Γεργοπούλου, (1990). «Η βία στην οικογένεια - ανασκόπηση», Σύγχρονα Θέματα 43-44: 78-
100.
Allen, R.K. & Baber, Μ.Κ. (1992). "Ethical and epistemologica! tensions in applying a postmodern
perspective to feminist research", Psychology of Women Quarterly 16: 1-15.
Anyon, J. (1983). "Intersections of gender and class: Accommodation and resistance by working-class
girls and affluent females to contradictory sex-role ideologies" in Walker, S. and Barton, L. (eds) Gender
Class & Education. Barcombe: Falmer Press.
Arnot, M. (1995). "Feminism and democratic education" in Torres, J.S. (ed) VolverA Pensarla
Education. Madrid: Morata Press.
Arnot, M., Deliyanni-Kouimtzis, K., Ziogou, R. & Rowe, G. (1995). Promoting Equality Awareness:
Women as Citizens. Cambridge: Interim Report.
Αυδή-Καλκάνη, I. (1989). Φεμινισμός και Εργασία στην Ελλάδα Σήμερα. Αθήνα: Νέοι Καιροί.
Βαΐου, Ν. (1989). «Ο τόπος δουλειάς και το σπίτι: Κατά φύλο καταμερισμός εργασίας σπη διαδικασία
ανάπτυξης της Αθήνας», Σύγχρονα Θέματα 40: 81-89.
Βαΐου, Ν. & Καραμεσϊνη, Μ. (1998). «Διακρίσεις και ανισότητες στην αγορά εργασίας: Ανεργία, άτυπη
εργασία και επαγγελματική ένταξη των νέων» στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός,
πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Βαΐου, Ν. & Στρατηγάκη, Μ. (1989). «Η εργασία των γυναικών: Ανάμεσα σε δύο κόσμους», Σύγχρονα
Θέματα 40: 16-23.
Βαΐου, Ν. & Στρατηγάκη, Μ. (1993). «Το φύλο στην κοινωνική έρευνα: Μια αποτίμηση της ερευνητικής
δραστηριότητας του ΕΚΚΕ» στο Η Κοινωνική Έρευνα στην Ελλάδα. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών.
313
Βιβλιογραφία
Bandura, Α. (1991). "Human agency: The rhetoric and the reality", American Psychologist 46: 157-162.
Barrett, M. (1984). Women's Oppression Today: Problems in Marxist Feminist Analysis. London: Verso.
Barrett, M. & Mcintosh, M. (1982). "The 'family wage'" in Whitelegg, E., Arnot, M. et al. (eds) The
Changing Experience of Women. Oxford: Basil Blackwell and Open University Press.
Barron McBride, A. (1990). "Mental health effects of women's multiple roles", American Psychologist
45(3): 381-384.
Beasley, C. (1999). I/I/hat is Feminism? An Introduction to Feminist Theory. London: Sage Publications.
Bellas, L.M. (1992). "The effects of marital status and wives' employment on the salaries of faculty
men: The (house)wife bonus", Gender & Society 6(4): 609-622.
Bennett, Ρ.Κ. &LeCornpte, D.M. (1990). The Way Schools Work: A Sociological Analysis of Education.
New York and London: Longman.
Betz, N.E. & Hackett, G. (1981). "The relationship of career-related self-efficacy expectations to perceived career
options in college women and men", Journal of Counseling Psychology 28: 399-410.
Βιτσιλάκη-Σορωνιάτη, (1997). «Ο ρόλος του φύλου στη διαμόρφωση εκπαιδευτικών και επαγγελματικών
φιλοδοξιών» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων.
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
Bjornberg, U. (1998). «Η ισότητα των φύλων στην οικογένεια», εισήγηση στο συνέδριο Οικογένεια,
Ευρώπη, 111* αιώνας. Όραμα και Θεσμοί, Ιδρυμα για το Παιδί και την Οικογένεια, Αθήνα.
Bloor, D. & Brook, J. (1993). "Career development of students pursuing higher education". New Zealand Journal
of Educational Studies 28: 57-68.
Bouffard, L., Bastin, E. and Lapierre, S. (1996). "Future time perspective according to women's age and
social role during adulthood", Sex Roles 34(3/4): 253-285.
Bohan, S.J. (1993). "Essentialism, constructionism and feminist psychology", Psychology of Women
Quarterly 17: 5-21.
314
Βιβλιογραφία
Βουτυράς, Σ. (1987). Μητρικός Μισθός: Επαναστατική Προοπτική ή Οπισθοδρόμηση στην Ισότητα των
Φύλων. Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας.
Bradley, Η. (1989). Men's Work, Women's Work. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press.
Breakwell, M.G. (1994). "Review of In a Different Voice by Carol Gilligan", Feminism & Psychology 4(3):
404-406.
Bronwyn, D. and Banks, C. (1992). "The gender trap: a feminist poststructuralist analysis of primary
school children's talk about gender", Journal of Curriculum Studies 24(1): 1-25.
Brown, LM. & Gilligan, C. (1992). Meeting at the Crossroads: Women's Psychology and Girls'
Development. New York: Ballantine Books.
Bryman, A. (1988). Quantity and Quality in Social Research. London: Unwin Hyman.
Burman, E. (1992). "Feminism and discourse in developmental psychology: power, subjectivity and
interpretation", Feminism and Psychology 2(1): 45-59.
Burman, E. & Parker, I. (1993). "Introduction - discourse analysis: the turn to the text" in Burman, E.
and Parker, I. (eds) Discourse Analytic Research. Repertoires and Readings of Texts in Action. London
and New York: Routledge.
Byrne, M.E. (1987). "Education for equality" in Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics
of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University Press.
Carter, R. & Kirkup, G. (1990). "Women in professional engineering: the interaction of gendered
structures and values", Feminist Review 35: 93-101.
Cassidy, L.M. & Warren, O.B. (1996). "Family employment status and gender role attitudes: A
comparison of women and men college graduates", Gender & Society 10(3): 312-329.
Chisholm, L. (1994). «Κορίτσια εφηβικής ηλικίας και σχολείο: φύλο, νεότητα και διαδικασίες
μετάβασης» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο. Ιστορική Διάσταση και
Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
Chodorow, Ν. (1978). The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender.
Berkeley and Los Angeles: University of California Press.
315
Βιβλιογραφία
Coles, Β. & Maynard, M. (1990). "Moving towards a fair start: equal gender opportunities and the
careers service", Gender and Education 2(3): 297-307.
Connell, R.W. (1987). Gender and Power: Society, the Person and Sexual Politics. Oxford UK and
Cambridge UK: Polity Press.
Contratto, S. (1994). "A too hasty marriage: Gilligan's developmental theory and its application to
feminist clinical practice", Feminism & Psychology 4(3): 367-377.
Covin, T.J. & Brush, C.C. (1991). "An examination of male and female attitudes toward career and
family issues". Sex Roles 25(7/8): 393-413.
Crawford, M. (1995). Talking Difference. On Gender and Language. London: Sage Publications.
Davey, R.H. (1998). "Young women's expected and preferred patterns of employment and child care",
Sex Roles 38(1/2): 95-102.
Davis, K. (1992). "Towards a feminist rhetoric: The Gilligan debate revisited", Women's Studies
International Forum 15(2): 219-231.
Davis, K. (1994). "What's in a voice? Methods and metaphors", Feminism & Psychology 4(3): 353-361.
Delamont, S. (1989). Knowledgeable Women: Structuralism and the Reproduction of Elites. London
and New York: Routledge.
Delamont, S. (1990). Sex Roles and the School. Great Britain: T J . Press (Padstow).
Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1994β). «Θεωρίες για τις διαφορές των φύλων» στο Δεληγιάννη, Β. και
Ζιώγου, Σ. (εκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός.
Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (επ. έκδ.) (1998). Γυναίκες και Ιδιότητα του Πολίτη. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις
Βάνιας.
316
Βιβλιογραφία
Deliyanni-Kouintzi, V. & Ziogou, R. (1995). "Gendered youth transitions in northern Greece: Between
tradition and modernity through education" in Chisholm, L. et al. (eds) Growing up in Europe. Berlin:
Walter de Gruyter.
Deliyanni, V. & Sakka, D. (1998). "Broadening male and female horizons in Europe" in Arianne Project
on Adolescent Masculinities (Final Report). Thessaloniki and Brussels: European Comission.
Delphy, C. & Leonard, D. (1992). Familiar Exploitation: A New Analysis of Marriage in Contemporary
Western Societies. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press.
Douthitt, A.R. (1989). "The division of labor within the home: Have gender roles changed?", Sex Roles
20(11/12): 693-704.
Doyle, A J . (1985). Sex and Gender: The Human Experience. Dubuque, Iowa: Wm. C. Brown
Publishers.
Δουλκέρη, T. (1986). Η Συμμετοχή της Ελληνίδας στην Οικογένεια και στην Εργασία. Αθήνα-Κομοτηνή:
Σάκκουλας.
Eisenstein, Η. (1987). "Patriarchy and the universal oppression of women: feminist debates" in Arnot,
M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open
University Press.
Eisenstein, Z.R. (1979). "Developing a theory of capitalist patriarchy and socialist feminism" in
Eisenstein, Z.R. (ed) Capitalist Patriarchy and the case for Socialist Feminism. New York and London:
Monthly Review Press.
Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας, (1998). Επεξεργασία Στοιχείων ΕΣΥΕ - Έρευνα Εργατικού Δυναμικού.
Αθήνα: Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας.
Etzion, D. & Bailyn, L. (1994). "Patterns of adjustment to the career/family conflict of technically
trained women in the United States and Israel", Journal of Applied Social Psychology 24(17): 1520-
1549.
Farmer, S. H. (1997). "Career counseling for the next decade and the twenty-first century" in Farmer,
S.H. et al. (eds) Diversity & Women's Career Development. From Adolescence to Adulthood. London:
Sage Publications.
317
Βιβλιογραφία
Farmer, S. H. et al. (eds) (1997). Diversity S. Women's Career Development. From Adolescence to
Adulthood. London: Sage Publications.
Felipe-Russo, Ν. (1999). "Feminist research: Questions and methods", Psychology of Women Quarterly
23: i-iv.
Firestone, S. (1970). The Dialectic of Sex: The Case for Feminist Revolution. New York: Bantam Books.
Fischer, R.A. & Good, E.G. (1994). "Gender, self, and others: perceptions of the campus environment",
Journal of Counseling Psychology 41(3): 343-355.
Fisher, S. & Hood, B. (1998). "Vulnerability factors in the transition to university", British Journal of
Psychology 79: 309-320.
Fitzgerald, F.L. & Betz, E.N. (1994). "Career development in cultural context: the role of gender, race,
class and sexual orientation" in Savickas, L.M. and Lent, W.R. (eds) Convergence in Career
Development Theories: Implications for Science and Practice. Palo Alto, CA: Consulting Psychologists
Press.
Flax, J. (1990). "Postmodernism and gender relations in feminist theory", in Nicholson J.L. (ed)
Feminism/Postmodernism. New York and London: Routledge.
Fraser, Ν. and Nicholson, J.L. (1990). "Social criticism without philosophy: An encounter between
feminism and postmodernism" in Nicholson, J.L (ed) Feminism and Postmodernism. New York and
London: Routledge.
Γαλατά, Β. (1995). To Επίπεδο Κατάρτισης, η Απασχόληση και η Επαγγελματική Εξέλιξη των Γυναικών.
Αθήνα: Ινστιτούτο Εργασίας Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος.
Gaskell, J. (1983). "The reproduction of family life: Perspectives of male and female adolescents",
British Journal of Sociology of Education 4(1): 19-38.
Gill, R. (1995). "Relativism, reflexivity and politics: Interrogating discourse analysis from a feminist
perspective" in Wilkinson, S. and Kitzinger, C. (eds) Feminism and Discourse: Psychological
Perspectives. London: Sage Publications.
Γενική Γραμματεία Ισότητας, (1995). Εθνική Έκθεση της Ελλάδας. Η Κατάσταση των Γυναικών στην
Ελλάδα κατά τη Δεκαετία 1984-1994. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
318
Βιβλιογραφία
Γενική Γραμματεία Ισότητας & Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, (1988). Έρευνα για την Πολιτική
Συμπεριφορά των Γυναικών. Αθήνα: Γενική Γραμματεία Ισότητας και Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών.
Γερογιάννη, Μ. (1998). «Άνεργες οκτώ στις δέκα Ελληνίδες», Δημόσιος Τομέας, 140: 44.
Γιαννακοπούλου, Ε. (1997). «Αξιολογικές κρίσεις και προσδοκίες κοριτσιών και αγοριών εφηβικής ηλικίας για τα
βασικά χαρακτηριστικά της επαγγελματικής απασχόλησης» στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και
Σχολική Πράξη. Συλλογή Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
Γιαννουλόπουλος, Χ. (1996). «Οι νέες μορφές εργασίας στις επιχειρήσεις ευνοούν ή όχι το θέμα
οικογένεια και εργασία;» στο Οικογένεια και Εργασία: Νέες Τάσεις στην Απασχόληση. Αθήνα: Ίδρυμα
Μελετών Λαμπράκη και Εκπαιδευτήρια Κωστέα-Γείτονα.
Gilligan, C. (1977). "In a different Voice: Women's conceptions of self and morality", Harvard
Educational Review 47(4): 481-517.
Gilligan, C. (1987). "Woman's place in man's life cycle" in Harding, S. (ed) Feminism and Methodology.
Social Science Issues. Milton Keynes: Open University Press.
Gilligan, C. (1993). In a Different Voice: Psychological Theory and Women's Development, 2nd edn.
Cambridge, MA: Harvard University Press.
Grant, R. (1989). "Heading for the top - the career experiences of a group of women deputies in one
LEA", Gender and Education 1(2): 113-125.
Griffin, C. (1987). "Young women and the transition from school to un/employment: a cultural
analysis", in Weiner, G. and Arnot, M. (eds) Gender Under Scrutiny: New Inquiries in Education.
London: Hutchinson and Open University Press.
Harding, S. (1987). "Introduction. Is there a feminist method?" in Harding, S. (ed) Feminism and
Methodology. Social Science Issues. Indianapolis and Milton Keynes: Indiana University Press and
Open University Press.
Harding, S. (1990). "Feminism, science and the anti-enlightenment critiques" in Nicholson, XL (ed)
Feminism and Postmodernism. New York and London: Routledge.
319
Βιβλιογραφία
Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990a). "On making a difference" in Hare-Mustin, T.R and Marecek, J.
(eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven and London: Yale
University Press.
Hare-Mustin, T.R & Marecek, J. (1990b). "Gender and the meaning of difference: Postmodernism and
psychology" in Hare-Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the
Construction of Gender. New Haven and London: Yale University Press.
Hartmann, Η. (1981). "The unhappy marriage of marxism and feminism: Towards a more progressive
union" in Dale, R., Esland G., Fergusson, R. and MacDonald, M. (eds) Education and the State, Volume
II: Politics, Patriarchy and Practice. Hampshire: Falmer Press and Open University Press.
Haw, K. (1996). "Exploring the educational experiences of Muslim girls: tales told to tourists - should
the white researcher stay at home?", British Educational Research Journal 22(3): 319-330.
Hollway, W. (1994). Subjectivity and Method in Psychology: Gender, Meaning and Science. London:
Sage Publications.
Ιγγλέση, Χ. (1996). Γυναικείες Σπουδές και Ταυτότητες Φύλου: Ένα Παράδειγμα από τη Σκοπιά της
Ψυχολογίας. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
Ιωακείμογλου, Η. & Κρητικίδης, Γ. (1998). «Η θέση των νέων στην αγορά εργασίας»,
Ενημέρωση 38: 22-35.
Jackson, S. et al. (eds) (1993). Women's Studies: A Reader. London: Harvester Wheatsheaf.
James, B.J. (1997). "What are the social issues involved in focusing on difference in the study of
gender?", Journal of Social Issues 53(2): 231-232.
James, S. (1996). «Καλοί και καλύτεροι πολίτες. Η ιδιότητα του πολίτη και η γυναικεία ανεξαρτησία»,
Δίνη 8: 131-152.
Janeway, Ε. (1971). Man's World, Woman's Place: A Study in Social Mythology. New York: Dell
Publishing Co.
Καβουνίδη, T. (1989). «Ο έλεγχος της εργασίας της γυναίκας», Σύγχρονα Θέματα 40: 71-80.
320
Βιβλιογραφία
Καβουνίδη, Τ. (1998). «Κοινωνικός αποκλεισμός, ιδιότητα του πολίτη και φύλο», στο Κοινωνικές
Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, πρακτικό συνεδρίου. Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Κανελλόπουλος, Κ. (1989). «Νέα τεχνολογία: Εκπαίδευση των γυναικών και η θέση τους στη αγορά
εργασίας» στο Μαρματάκη, Μ. και Πετρινιώτη, Ξ. (επ. έκδ.) Tuvai^ç Εργασία, Νέες Τεχνολογίες.
Αθήνα: Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.
Κάντας, Α. & Χαντζή, Α. (1991). Ψυχολογία της Εργασίας: Θεωρίες Επαγγελματικής Ανάπτυξης. Αθήνα:
Ελληνικά Γράμματα.
Καραδήμας, Ε. (1998). «Επιλογή επαγγέλματος: Ο ρόλος των γνωστικών σχημάτων στη διαμόρφωση
της επαγγελματικής επιλογής», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 46-47: 19-31.
Καραμάνου, Α. (1990). «Το προφίλ της σύγχρονης εργαζόμενης ελληνίδας», εισήγηση στο σεμινάριο
ελληνίδα μπροστά στην πρόκληση του 1992, ΚΕΓΜΕ, ΓΠ & ΕΟΚ, Αθήνα, 25-30 Ιουνίου.
Καραντίνας, Δ. (1989). «Η ανεργία των γυναικών στην Ελλάδα» στο Μαρματάκη, Μ. και Πετρινιώτη, Ξ.
(επ. έκδ.) Γυναίκες, Εργασία, Νέες Τεχνολογίες. Αθήνα: Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας.
Κασιμάτη, Κ. (1998). Έρευνα για τα Κοινωνικό Χαρακτηριστικό της Απασχόλησης. Αθήνα: Εθνικό
Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Kelly, L, Burton, S. & Regan, L. (1994). "Researching women's lives or studying women's oppression?
Reflections on what constitutes feminist research" in Maynard, M. and Purvis, J. (eds) Researching
Women's Lives from a Feminist Perspective. London: Taylor and Francis.
ΚΕΘΙ, (2000). Βασικές μεταβολές στην κατάσταση απασχόλησης των γυναικών: 1993-1999. Αθήνα:
Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (δημοσιευμένο στην ιστοσελϊδα του ΚΕΘΙ: http://www.kethi.gr).
ΚΕΘΙ, (2001). Η ισότητα στους θεσμούς της πολιτείας. Αθήνα: Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας
(δημοσιευμένο στην ιστοσελϊδα του ΚΕΘΙ: http://www.kethi.gr).
321
Βιβλιογραφία
Kirk, J. & Miller, M.L. (1986). Reliability and Validity in Qualitative Research. London: Sage
Publications.
Κουκιάδης, Γ. (1982). «Η γυναίκα και η εργασία. Νέοι προσανατολισμοί της κοινωνικής πολιτικής»,
Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 41: 362-372.
Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, Σ. (1998). «Ισότητα των φύλων στην απασχόληση και την κοινωνική
ασφάλιση» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ.) Εργασία Συνδικαλισμός και Ισότητα των φύλων - Εισηγήσεις
Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας.
Κοψιδά, Ά. (1999). «Στερεοτυπικές αντιλήψεις για τα δύο φύλα στην εκπαίδευση, στην εργασία.
Ανάπτυξη εξισορροπητικών μηχανισμών», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού 50-51:
171-176.
Κραβαρίτου, Γ. (1981). «Η οδηγία για την ίση μεταχείριση», Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου 41: 482-
488.
Κραβαρίτου, Γ. (1991β). Εισαγωγή στη Ρύθμιση των Συνθηκών Εργασίας. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας.
Κραβαρίτου, Γ. (1998). Δεσμοί Αγάπης και Δίκαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αθήνα: Εξάντας.
Κρητικίδης, Γ. (2000). «Δομή της απασχόλησης και αγορά εργασίας στην Ελλάδα», Ενημέρωση 66: 11-
23.
Κρητικίδης, Γ. & Ιωακεϊμογλου, Η. (1997). «Η απασχόληση αυξάνεται χάρη στον τομέα των
υπηρεσιών», Ενημέρωση 30: 15-17.
Krueger, R.A (1988). Focus Groups: A Practical Guide for Applied Research. London: Sage.
Λάμψα, P. (1994). «Η άποψη της γυναίκας για την οικογένεια: μια φεμινιστική προσέγγιση» στο Υγεία,
Κοινωνική Προστασία και Οικογένεια, πρακτικά συνεδρίου. Αθήνα: Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών της
Υγείας και Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας.
Lennon, M.C. & Rosenfield, R. (1994). "Relative fairness and the division of housework: The importance
of options", American Journal of Sociology 100(2): 506-531.
322
Βιβλιογραφία
Lips, M.Η. (1988). Sex and Gender: An Introduction. Mountain View, CA: Mayfield Publishing
Company.
Lott, B. (1990). "Dual natures of learned behavior: The challenge to feminist psychology" in Hare-
Mustin, T.R and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender.
New Haven and London: Yale University Press.
Luzzo-Darrell, A. (1995). "The relationship between career aspiration-current occupation congruence and the
career maturity of undergraduates", Journal of Employment Counseling 32: 132-140.
Lykes, M.B. (1994). "Whose meeting at which crossroads? A response to Brown and Gilligan",
Feminism & Psychology 4(3): 345-349.
Lyon, E.S. (1996). "Success with qualifications: Comparative perspectives on women graduates in the
labour market", Higher Education 31: 301-323.
Maccoby, E. & Jacklin, C. (1974). The Psychology of Sex Differences. Stanford: Stanford University
Press.
Μαγγανάρα, I· (1998). «Η συμμετοχή των γυναικών οτα κέντρα λήψης αποφάσεων» στο Μαγγανάρα,
Ι. (επ. έκδ.) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των Φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα:
Οδυσσέας.
Mahony, Ρ. (1985). Schools for the Boys: Coeducation Reassessed. Great Britain: Hutchinson.
Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (2001). «Η συμμετοχή των γυναικών στην επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα:
μια πρώτη προσέγγιση», εισήγηση στο συνέδριο Γυναίκες και Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην
Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, 15-16
Μαρτίου.
Marecek, J. (1995). "Gender, politics and psychology's ways of knowing", American Psychologist 50(3):
162-163.
Marshall, H. (1994). "Discourse analysis in an occupational context" in Cassell, C. and Symon, G. (eds)
Qualitative Methods in Organizational Research. A Practical Guide. London: Sage Publications.
323
Βιβλιογραφία
Maynard, M. (1994). "Methods, practice and epistemology: The debate about feminism and research"
in Maynard, M. and Purvis, J. (eds) Researching Women's Lives from a Feminist Perspective. London:
Taylor and Francis.
Maynard, M. & Purvis, J. (1994). "Introduction. Doing feminist research" in Maynard, M. and Purvis, J.
(eds) Researching Women's Lives from a Feminist Perspective. London: Taylor and Francis.
McDonald, M. (1981). "Schooling and the reproduction of class and gender relations" in Barton, L.,
Meighan, R., and Walker, S. (eds) Schooling, Ideology and Curriculum. Barcombe: Falmer Press.
McDonough, R. & Harrison, R. (1978). "Patriarchy and relations of production" in Kuhn, A. and Wolpe,
A.M. (eds) Feminism and Materialism: Women and Modes of Production. London, Boston and Henley:
Routledge and Kegan Paul.
Middleton, S. (1987). "The sociology of women's education as a field of academic study" in Arnot, M.
and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open University
Press.
Middleton, S. (1995). "Doing feminist educational theory: a post-modernist persepctive", Gender and
Education 7(1): 87-100.
Miller, J.B. (1986). Toward a New Psychology of Women, 2nd edn. Boston: Beacon Press.
Miller, J.B. (1991a). "The development of women's sense of self" in Jordan, J.V., Kaplan, A.G., Miller,
J.B., Stiver, LP. and Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center.
New York and London: The Guilford Press.
Miller, J.B. (1991b). "The construction of anger in women and men" in Jordan, J.V., Kaplan, A.G.,
Miller, J.B., Stiver, LP. and Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone
Center. New York and London: The Guilford Press.
Miller, J.B. (1991c). "Women and power" in Jordan, J.V., Kaplan, A.G., Miller, J.B., Stiver, LP. and
Surrey, J.L. (eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and
London: The Guilford Press.
Millman, M. & Kanter, M.R. (1987). "Introduction to another voice: Feminist perspectives on social life
and social science" in Harding, S. (ed) Feminism and Methodology. Social Science Issues. Milton
Keynes: Indiana University Press and Open University Press.
Μισέλ, A. (1981). Κοινωνιολογία της Οικογένειας και του Γάμου. Βασικά Στοιχεία για την Ελληνική
Οικογένεια. Αθήνα: Gutenberg.
324
Βιβλιογραφία
Μίτσελ, T. (1975). «Γυναίκες - μια επανάσταση που 'χει αρχίσει αιώνες τώρα» οτο Το Γυναικείο Κίνημα.
Αθήνα: Εκδόσεις Κύτταρο.
Μπουρνούδη, Ε. & Ψάλτη, Α. (1997). «Επαγγελματικές επιλογές και προσδοκίες των νέων και της οικογένειας
τους. Η επίδραση του φύλου» οτο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Φύλο και Σχολική Πράξη. Συλλογή
Εισηγήσεων. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
Myers, J.D. & Dugan, Β.Κ. (1996). "Sexism in graduate school classrooms: Consequences for students
and faculty", Gender & Society 10(3): 330-350.
Νασιάκου, M. (1979). «Διαφορές των φύλων και ψυχολογική ταυτότητα», Επιθεώρηση Κοινωνικών
Ερευνών 36-37: 357-364.
Novack, L.L. & Novack, R.D. (1996). "Being female in the eighties and nineties: conflicts between new
opportunities and traditional expectations among white, middle class, heterosexual college women", Sex
Ro/es 35(1/2): 57-77.
Ortner, S. (1974). "Is female to male as nature is to culture?" in Rosaldo, M.Z. and Lamphere, L. (eds)
Woman, Culture and Society. Stanford: Stanford University Press.
Paechter, C. & Weiner, G. (1996). "Editorial: Poststructuralism and educational research", British
Educational Research Journal 22(3): 267-272.
Παυλάκου, Δ. (1991). Το Είδωλο του Καθρέφτη της. Προσέγγιση της Κοινωνικής Θέσης της Γυναίκας
στην Ελλάδα. Αθήνα: Ρήσος.
Παυλϊδου, Ε. (1989). «Γυναίκα και εργασία: οικονομικές προσεγγίσεις των διακρίσεων στην αγορά
εργασίας», Σύγχρονα Θέματα 40: 39-45.
325
Βιβλιογραφία
Peplau, L.A. & Conrad, E. (1989). "Beyond nonsexist research. The perils of feminist methods in
psychology", Psychology of Women Quarterly 13: 379-400.
Perakyla, A. (1997). "Reliability and validity in research based on tapes and transcripts" in Silverman, D.
(ed) Qualitative Research: Theory, Method and Practice. London: Sage Publications.
Perkins, H.W. & Demeis, K.D. (1996). "Gender and family effects on the 'second-sift' domestic activity
of college-educated young adults", Gender & Society 10(1): 78-93.
Πετράκη-Κώττη, A. (1998). «Η θέση της γυναίκας στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και οι διαφορές
στις αμοιβές των δύο φύλων» στο Μαγγανάρα, Ι. (επ. έκδ) Εργασία, Συνδικαλισμός και Ισότητα των
Φύλων - Εισηγήσεις Σεμιναρίου. Αθήνα: Οδυσσέας.
Πετρινιώτη, Ξ. (1989α). «Η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και η περίπτωση της
Ελλάδας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 74: 105-140.
Πετρινιώτη, Ξ. (1989β). «Προβληματισμοί γύρω από την μέτρηση και την αποτίμηση της ολικής
εργασίας των γυναικών», Σύγχρονα Θέματα 40: 47-54.
Phoenix, Α., Woollett, Α. & Lloyd, E. (eds) (1991). Motherhood: Meanings, Practices and Ideologies.
London: Sage Publications.
Potter, J. (1997). "Discourse analysis as a way of analyzing naturally occurring talk" in Silverman, D.
(ed) Qualitative Research. Theory, Method and Practice. London: Sage Publications.
Potter, J. & Wetherell, M. (1987). Discourse and Social Psychology. Beyond Attitudes and Behaviour.
London: Sage Publications.
Potter, J. & Wetherell, M. (1995). "Discourse analysis" in Smith, A J , Harre, R. and Van Langenhove, L.
(eds) Rethinking Methods in Psychology. London: Sage Publications.
Ραφιά, A. (1999). «Που απασχολείται σήμερα η ελληνίδα», Οικονομικός Ταχυδρόμος 34: 14.
Rich, Α. (1976). Of Woman Bom: Motherhood as Experience and Institution. New York: W.W. Norton.
Rich, A. (1982). "Anger and tenderness: The experience of motherhood" in Whitelegg, E. et al. (eds)
The Changing Experience of Women. London: Basil Blackwell and Open University Press.
Roger, A. & Duffield, J. (2000). "Factors underlying persistent gendered option choices in school
science and technology in Scotland", Gender and Education 12(3): 367-383.
Rooney, R. & Osipow, S.H. (1992). "Task-specific occupational self-efficacy scale: the development and
validation of a prototype", Journal of Vocational behavior 40: 14-32.
326
Βιβλιογραφία
Rosaldo, Μ.Ζ. (1974). "Woman, culture and society: a theoretical overview" in Rosaldo, M.Z and
Lamphere, L. (eds) Woman, Culture and Society. Stanford: Stanford University Press.
Rosenfeld, A.R. & Spenner, I.K. (1992). "Occupational sex segregation and women's early career job
shifts", Work and Occupations 19(4): 424-449.
Rowbotham, S. (1989). "To be or not to be: The dilemmas of mothering", Feminist Review 31: 82-93.
Salvia, 1 & Ysseldyke, EJ. (1991). Assessment. Boston: Houghton Mifflin Company.
Σαμίου, Δ. (1990). «Η πολυδιάστατη ιστορία της αργοπορημένης απονομής πολιτικών δικαιωμάτων στις
Ελληνίδες (1864-1952)», εισήγηση στο συνέδριο Πολιτική για τις Γυναίκες και οι Πολιτικές των
Γυναικών, Ομάδα Γυναικείων Σπουδών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, Απρίλιος.
Sapiro, V. (1990). Women in American Society: An Introduction to Women's Studies, 2nd edn.
Mountain View, CA: Mayfield Publishing Company.
Sax, G. (1989). Principles of Educational and Psychological Measurement and Evaluation. Belmont CA:
Wadsworth Publishing Company.
Sayers, J. (1982). Biological Politics: Feminist and Anti-Feminist Perspectives. London and New York:
Tavistock Publications.
Sayers, J. (1987). "Psychology and gender divisions" in Weiner, G. and Arnot, M. (eds) Gender Under
Scrutiny: New Inquiries in Education. London: Hutchinson and Open University Press.
Shaffer, R.D. (1989). Developmental Psychology: Childhood and Adolescence, 2nd edn. Pacific Grove
CA: Brooks/Cole Publishing Company.
Silverstein, B.L. (1991). "Transforming the debate about child care and maternal employment",
American Psychologist 46(10): 1025-1032.
Σινόπουλος, Π.Α. (1986). «Ο επαγγελματικός χρόνος της γυναίκας και η κοινωνική ποινή της»,
Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 61: 212-230.
327
Βιβλιογραφία
South, J.S. & Spitze, G. (1994). "Housework in marital and nonmarital households", American
Sociological Review 59: 327-347.
Spade, Z.J. & Reese, A.C. (1991). "We've come a long way, maybe: College students' plans for work
and family", Sex Roles 24(5/6): 309-321.
Squire, C. (1995). "Pragmatism, extravagance and feminist discourse analysis" in Wilkinson, S. and
Kitzinger, C. (eds) Feminism and Discourse: Psychological Perspectives. London: Sage Publications.
Stanley, L. & Wise, S. (1993). Breaking Out Again. Feminist Ontology and Epistemology. London and
New York: Routledge.
Στασινόπουλου, Ο. (1990). «Οικογένεια και κράτος πρόνοιας στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής: Μια
θεωρητική προσέγγιση», Κοινωνική Εργασία 17: 33-46.
Stewart, D.W. & Shamdasani, P.N. (1990). Focus Groups. Theory and Practice. London: Sage.
Stiver, P.I. (1991a). "The meanings of'dependency' in female-male relationships" in Jordan, V.J et al.
(eds) Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The
Guilford Press.
Stiver, P.I. (1991b). "Work inhibitions in women" in Jordan, V.J et al. (eds) Women's Growth in
Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press.
Stockard, J. et al. (1980). Sex Equity in Education. New York: Academic Press.
Στογιαννϊδου, Α., Ζαχαροπούλου, Χ. & Φαρμάκης, Ν. (2001). «Οι κοινωνικές, ατομικές και ακαδημαϊκές
παράμετροι της επαγγελματικής σταδιοδρομίας αποφοίτων Α.Π.Θ.», Σπουδές & Σταδιοδρομία 5: 11-18.
Στρατηγάκη, Μ. (1989). «Τεχνολογικές εξελίξεις και ειδικότητες με φύλο», Σύγχρονα Θέματα 40: 31-38.
Stromquist, Ρ.Ν. (1990). "Gender inequality in education: accounting for women's subordination",
British Journal of Sociology of Education 11(2): 137-152.
Surrey, L.J. (1991a). "The self-in-relation: A theory of women's development" in Jordan, V.J et al. (eds)
Women's Growth in Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford
Press.
328
Βιβλιογραφία
Surrey, LJ. (1991b). "Relationship and empowerment" in Jordan, VJ et al. (eds) Women's Growth in
Connection: Writings from the Stone Center. New York and London: The Guilford Press.
Sutherland, E.V, Hartman, W.B. & Blum, R.G. (1993). "Validating sex-role related items designed to
measure career indecision", Psychological Reports 72(2): 531-536.
Συμεωνΐδου, X. (1986). «Γονιμότητα και απασχόληση γυναικών: μια πρώτη προσέγγιση του θέματος για
την περιφέρεια πρωτεύουσας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 61: 188-200.
Συμεωνΐδου, Χ. (1989α). «Η σύγκρουση των ρόλων της μητρότητας και της γυναικείας απασχόλησης»,
Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 74: 141-153.
Συμεωνΐδου, Χ. (1989β). «Γεγονότα του κύκλου ζωής και γυναικεία απασχόληση», Σύγχρονα Θέματα
40: 61-70.
Συμεωνΐδου, Χ. (1990). Απασχόληση και Γονιμότητα των Γυναικών στην Περιοχή της Πρωτεύουσας.
Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Συμεωνΐδου, Χ. (1994). «Η ασυμβατότητα της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των γυναικών»,
Δίνη 7: 113-130.
Συμεωνΐδου, Χ. (1998). «Μορφές έμμεσου κοινωνικού αποκλεισμού: απασχόληση και ανεργία των
γυναικών στην Ελλάδα» στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, πρακτικό συνεδρίου.
Αθήνα: Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα.
Τάκαρη, Ν. (1978). Η Κοινωνική και Επαγγελματική Θέση της Σημερινής Γυναίκας - στην Ελλάδα και
στο εξωτερικό. Αθήναι.
Tavris, C. (1993). "The mismeasure of woman", Feminism & Psychology 3(2): 149-168.
Tavris, C. (1994). "Reply to Brown and Gilligan", Feminism & Psychology 4(3): 350-352.
Τζαννόνε- Τζώρτζη, Κ. (1981). «Η εργασία της γυναίκας και η οικογένεια», Οικονομικός Ταχυδρόμος 12:
50.
Τεντοκάλη, Β. (1998). «Η κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των φύλων», Σύγχρονα Θέματα 66: 101-
106.
Thomas, Κ. (1990). Gender and Subject in Higher Education. Buckingham: SRHE and Open University
Press.
Tolman, L.D. & Szalacha, A.L. (1999). "Dimensions of desire. Bridging qualitative and quantitative
methods in a study of female adolescent sexuality", Psychology of Women Quarterly 23: 7-39.
329
Βιβλιογραφία
Τρϊγκα, Ν. (1999). «Γυναικοκρατείται ο τομέας των υπηρεσιών», Οικονομικός Ταχυδρόμος 36: 38-40.
Θανοπούλου, Μ. (1992). Η Γυναικεία Απασχόληση ή Εργασία στην Ελλάδα: Κύριες Τάσεις και
Κατευθύνσεις της Μεταπολεμικής Βιβλιογραφίας. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Θανοπούλου, Μ., Κωτσοβέλου, Β. & Παπαρούνη, Ρ. (1999). «Η σχέση επαγγελματικής και οικογενειακής
ζωής των γυναικών: διερεύνηση της ελληνικής βιβλιογραφίας», Σύγχρονα Θέματα 71-72: 171-189.
Unger, K.R. (1990). "Imperfect reflections of reality: Psychology constructs gender" in Hare-Mustin, T.R
and Marecek, J. (eds) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven
and London: Yale University Press.
United Nations, (2000). World's Women 2000. Trends and Statistics. New York: United Nations
Publications.
Walby, S. (1986). Patriarchy at Work. Cambridge UK and Oxford UK: Polity Press.
Walby, S. (1990). Theorizing Patriarchy. Oxford UK and Cambridge USA: Basil Blackwell.
Walker, S. & Barton, L. (1983). Gender, Class and Education. Sussex: The Falmer Press.
Wallace, C. (1987). "From girls and boys to women and men: the social reproduction of gender" in
Arnot, M. and Weiner, G. (eds) Gender and the Politics of Schooling. London: Unwin Hyman and Open
University Press.
Warrington, M. & Younger, M. (2000). "The other side of the gender gap", Gender and Education
12(4): 493-508.
Weedon, C. (1987). Feminist Practice and Poststructuralist Theory. Oxford and New York: Basil
Blackwell.
West, J. & Lyon, K. (1995). "The trouble with equal opportunities: the case of women academics",
Gender and Education 7(1): 51-68.
Wetherell, M. & Potter, J. (1988). "Discourse analysis and the identification of interpretative
repertoires" in Antaki, C. (ed) Analyzing Everyday Explanation. A Casebook of Methods. London: Sage
Publications.
330
Βιβλιογραφία
Wetherell, M., Stiven, H. & Potter, J. (1987). "Unequal egalitarianism: A preliminary study of discourses
concerning gender and employment opportunities", British Journal of Social Psychology 26: 59-71.
Wilkinson, S. (1997). "Feminist psychology" in Fox, D. and Prilleltensky, I. (eds) Critical Psychology. An
Introduction. London: Sage Publications.
Wilkinson, S. (1999). "Focus groups. A feminist method", Psychology of Women Quarterly 23: 221-
244.
Wilkinson, S. and Kitzinger, C. (eds) (1995). Feminism and Discourse: Psychological Perspectives.
London: Sage Publications.
Χατζηγιάννη, A. (2001). «Οι απόφοιτες Κοινωνικών Επιστημών και η αγορά εργασίας», εισήγηση στο
συνέδριο Γυναίκες και Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών και Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, 15-16 Μαρτίου.
Χλέτσος, Μ. (1988). «Οι γυναίκες και η αγορά εργασίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 68: 128-
138.
Χρονάκη, Ζ. (1986). «Γυναίκα και εργασία στην Ελλάδα», Αρχαιολογία 21: 63-66.
Χρυσάκης, Μ. & Σούλης, Σ. (2001). «Ανισότητες πρόσβασης των γυναικών στην τριτοβάθμια
εκπαίδευση. Η επίδραση των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων», εισήγηση στο συνέδριο Γυναίκες και
Επιστήμη: Τάσεις και προοπτικές στην Ευρώπη, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο, Θεσσαλονίκη, 15-16 Μαρτίου.
Υπουργείο Εργασίας - Τμήμα Ισότητας, (1985). Τα Εργασιακά και Κοινωνικά Δικαιώματα της Γυναίκας.
Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο.
Ζιώγου-Καραστεργϊου, Σ.(1994β). «Προ των Προπυλαίων: Η εξέλιξη της ανώτατης εκπαίδευσης των
γυναικών στην Ελλάδα», στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (επ. έκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική
Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
331
Παράρτημα I
Ερωτηματολόγιο έρευνας
Το ερωτηματολόγιο αυτό αποτελεί μέρος μιας έρευνας με στόχο τη μελέτη των
αντιλήψεων των φοιτητών και των φοιτητριών για τη θέση και τους ρόλους των
δύο φύλων στην ελληνική κοινωνία.
Σας παρακαλούμε να απαντήσετε σε όλες τις ερωτήσεις. Αυτό που ζητούμε είναι να
μας πείτε τη γνώμη σας ή να μας δώσετε κάποιες πληροφορίες. Αν νομίζετε ότι
έχετε αμφιβολίες σε σχέση με τις απαντήσεις σας, παρακαλούμε να υποθέσετε.
335
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1. Άνδρας DI
Γυναίκα 02
3. Τόπος γεννήσεως
4. Τόπος μόνιμης κατοικίας
5. Ημερομηνία γεννήσεως ,
6. Σε ποιο Τμήμα φοιτάτε και ποια είναι η ειδικότητα σας;
336
11. Εάν έχετε εργασθεί μέχρι σήμερα, αναφέρετε το είδος της απασχόλησης σας
13. Υπήρξατε ποτέ μέλος σε κάποια από τις παρακάτω ομάδες ή συμμετείχατε σε κάποια
από τις παρακάτω δραστηριότητες;
337
ΜΕΡΟΣ 1° ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Στο πρώτο μέρος του ερωτηματολογίου θα ασχοληθούμε με θέματα που αφορούν στην
επαγγελματική απασχόληση των ατόμων στην Ελλάδα, όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα.
Μην ανησυχείτε αν δεν γνωρίζετε τη σωστή απάντηση. Θα λάβουμε υπόψη μας ότι πολλές
φορές θα χρειαστεί να υποθέσετε για να απαντήσετε.
1. Προσπαθήστε να εκτιμήσετε το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται στην Ελλάδα σήμερα σε
σχέση με το σύνολο του εργατικού δυναμικού %
Οι γυναίκες εργαζόμενες κατά μέσο όρο κερδίζουν περίπου το 80% του μέσου όρου των κερδών
των ανδρών.
Σωστό Dl Λάθος D2
Οι γυναίκες στην Ελλάδα ασχολούνται στην πλειονότητα τους με επαγγέλματα που έχουν μικρές
προοπτικές καριέρας.
Σωστό DI Λάθος D2
338
5. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις παρακάτω απόψεις; Παρακαλώ εκφράστε ελεύθερα τη
γνώμη σας.
1=συμφωνώ 2=δεν έχω γνώμη 3=διαφωνώ
Θα ήταν γελοίο μια γυναίκα να οδηγεί ένα τρένο και ένας άνδρας να ράβει
κουμπιά στο πουκάμισο.
Η θέση της γυναίκας είναι να φροντίζει την οικογένεια της στο σπίτι
ανεξάρτητα από την επαγγελματική της καριέρα.
339
8. Συμφωνείτε με τις παρακάτω στάσεις; Προσέξτε, ενδιαφερόμαστε για το αν συμφωνείτε
ή διαφωνείτε με το τι οι άλλοι προτιμούν ή πιστεύουν.
1=συμφωνώ απόλυτα 2=συμφωνώ 3=δεν έχω γνώμη
4=διαφωνώ 5=διαφωνώ απόλυτα
9. α. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες σε σχέση
με το είδος των επαγγελμάτων, στα οποία έχουν δυνατότητες πρόσβασης;
Ναι Dl Όχι D2
10. α. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες σε σχέση
με το είδος των επαγγελμάτων, στα οποία έχουν δυνατότητες πρόσβασης;
Ναι ΠΙ Όχι D2
340
Προσέξτε τον παρακάτω κατάλογο λέξεων.
DD DD DD
DD DD DD
341
ΜΕΡΟΣ 2° ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ
Στο τμήμα αυτό του ερωτηματολογίου ενδιαφερόμαστε για τις απόψεις σας σχετικά με την
προσωπική ζωή των ανδρών και των γυναικών στην Ελλάδα σήμερα. Δεν υπάρχουν σωστές
ή λανθασμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις που ακολουθούν. Ωστόσο, ενδιαφερόμαστε για
τις εντυπώσεις που έχετε διαμορφώσει.
14. Έως ποιο βαθμό νομίζετε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες αντίστοιχα ελέγχουν τις
ακόλουθες αποφάσεις στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής.
1=πλήρης έλεγχος, 2=μεγάλος έλεγχος, - 3=μέτριος έλεγχος,
4=μικρός έλεγχος, 5=κανένας έλεγχος
15. Ποιο είναι το ποσοστό των γάμων που καταλήγουν σε διαζύγιο στην Ελλάδα;
%
16. Έως ποιο βαθμό νομίζετε ότι οι άνδρες και οι γυναίκες αντίστοιχα υφίστανται τα
παρακάτω στην Ελλάδα;
1=πάρα πολύ συχνά, 2=πολύ συχνά, 3=μερικές φορές,
4=σπάνια, 5=καθόλου
342
17. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τις παρακάτω απόψεις; Παρακαλώ εκφράστε ελεύθερα τη
γνώμη σας.
1=συμφωνώ 2=δεν έχω γνώμη 3=διαφωνώ
Στην τελετή του γάμου, η φράση «και η γυνή να φοβείται τον άνδρα»
αποτελεί προσβολή για τη γυναίκα
Μια γυναίκα θα έπρεπε να είναι ελεύθερη όσο και ένας άνδρας να προτείνει
γάμο
Μια κοπέλα που κερδίζει τόσα χρήματα όσα και ο φίλος της θα έπρεπε να
πληρώνει για τον εαυτό της όταν βγαίνει έξω μαζί του
18. α. Νομίζετε ότι οι γυναίκες στην προσπάθεια τους να επιτύχουν ελευθερία στην
προσωπική τους ζωή συναντούν περιορισμούς;
Ναι ΠΙ Όχι D2
19. α. Νομίζετε ότι οι άνδρες στην προσπάθεια τους να επιτύχουν ελευθερία στην
προσωπική τους ζωή συναντούν περιορισμούς;
Ναι DI Όχι D2
343
Πρόκειται για τον ίδιο κατάλογο λέξεων που έχετε ήδη χρησιμοποιήσει.
20. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τους άνδρες στην ιδιωτική ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.
DD DD DD
21. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τις γυναίκες στην ιδιωτική ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.
DD DD DD
22. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τους άνδρες στην οικογενειακή ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.
DD DD DD
23. Παρακαλώ επιλέξτε τις τρεις λέξεις που περιγράφουν καλύτερα και με τον πιο
αντιπροσωπευτικό τρόπο τις γυναίκες στην οικογενειακή ζωή.
Γράψτε μέσα στο τετραγωνάκι και τους δύο αριθμούς που αντιστοιχούν στην κάθε λέξη.
DD DD DD
344
24. Τι νομίζετε ότι ισχύει νομικά για τα παρακάτω θέματα που αφορούν σε διάφορες πτυχές
της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής; Εάν δεν γνωρίζετε ακριβώς την απάντηση,
παρακαλώ υποθέστε.
1=να ι, πάντα 2=ναι, μερικές φορές 3 = όχι, ποτέ 4=δεν γνωρίζω
Μια γυναίκα, δικαιούται νόμιμα, να κάνει ένα παιδί για μια άλλη 4
25. Από πού αντλήσατε πληροφορίες για τη θέση των γυναικών στην Ελληνική κοινωνία;
Παρακαλώ αξιολογήστε όλες τις παρακάτω πηγές πληροφοριών, ξεκινώντας από το 1= η
πρώτη πιο σημαντική, 2 = η δεύτερη πιο σημαντική κ.ο.κ.
c Προσωπικές εμπειρίες
G Πληροφορίες / επιρροές από γνωστούς μου άνδρες
Ζ Πληροφορίες / επιρροές από γνωστές μου γυναίκες
Ξ Από τις σπουδές μου
Γ Από την οικογένεια μου
G Από τις εμπειρίες μου στον εργασιακό χώρο
Π Από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
345
Παράρτημα II
Σχέδιο κωδικοποίησης
ανοιχτών ερωτήσεων ερωτηματολογίου
ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Φιλοσοφική σχολή 1
Νομική 2
Ιατρική 3
Οδοντιατρική 4
Πολυτεχνείο 5
Χημικό / Φυσικομαθηματική σχολή 6
Γεωπονική 7
ΤΕΦΑΑ 8
Ανώτεροι λειτουργοί 1
(Δικαστικοί, Καθηγητές Πανεπιστημίου, Ανώτεροι αξιωματικοί, Τραπεζίτες, Διπλωμάτες,
Πολιτικοί κλπ.)
Ελεύθεροι επαγγελματίες 2
(Ιατροί, Δικηγόροι, Οδοντίατροι, Μηχανικοί Πολυτεχνείου, Οδοντίατροι, Εργολάβοι Δημοσίων
Έργων, Βιομήχανοι, Έμποροι, Βιοτέχνες κλπ.)
Εκπαιδευτικοί 3
(Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση)
Αγρότες / εργάτες 6
Άνεργοι 7-8
349
Ερώτηση 11: Προηγούμενη απασχόληση.
Ιδιαίτερα μαθήματα/διδασκαλία
Baby-sitting
Σερβιτόρος-σερβιτόρα
Πωλητής-πωλήτρια
Υπάλληλος ιδιωτικής επιχείρησης
Συμμετοχή σε έρευνες
Βοηθός σε οικογενειακή επιχείρηση
Άλλο
ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
α.κοινωνικοί
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιστορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες προκαταλήψεις γενικά)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. συνήθως αρνητικά στερεότυπα γυναικών ως αδύναμες, ανίκανες να πάρουν αποφάσεις)
κοινωνικά στερεότυπα σχετικά με την εργασία 5
(π.χ. εάν ένα επάγγελμα θεωρείται γυναικείο ή ανδρικό)
351
Ερώτηση 7β: Δυσκολίες προαγωγής στην εργασία που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες.
α.κοινωνικές
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιστορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες προκαταλήψεις γενικά)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως λιγότερο έξυπνες και περισσότερο συναισθηματικές,
θεωρούνται αδύναμες συναισθηματικά, σωματικά και πνευματικά, η αντίληψη ότι οι γυναίκες
πρέπει να κάνουν παιδιά και ότι μόνον αυτές μπορούν να παρέχουν φροντίδα)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες εργαζόμενες 5
(π.χ. προκαταλήψεις σχετικά με τις ικανότητες των γυναικών, οι γυναίκες δεν
αντιμετωπίζονται σοβαρά όσον αφορά την καριέρα τους, θεωρούνται ανίκανες να διευθύνουν,
θεωρούνται αναξιόπιστες και ότι δεν είναι προσανατολισμένες στην καριέρα, θεωρείται ότι οι
γυναίκες δεν είναι ικανές να αναλάβουν δυσχερείς εργασίες, ανυπαρξία γυναικείων προτύπων)
κοινωνικά στερεότυπα σχετικά με την εργασία 6
(π.χ. εάν ένα επάγγελμα θεωρείται γυναικείο ή ανδρικό)
352
αρνητικές αντιλήψεις γυναικών για άλλες γυναίκες 16
(π.χ. οι γυναίκες ασκούν εξουσία εμποδίζουν την αναρρίχηση άλλων γυναικών στην
επαγγελματική ιεραρχία)
353
Ερώτηση 9β: Διαφορές μεταξύ ανδρών σε σχέση με τα επαγγέλματα.
α.κοινωνικές
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιοτορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες, προκαταλήψεις γενικά)
στερεότυπα ορισμένων κοινωνικών ομάδων 4
(π.χ. οικογενειακές προσδοκίες, εκκλησία, απόψεις συντρόφων)
354
Ερώτηση 10β: Διαφορές μεταξύ γυναικών σε σχέση με τα επαγγέλματα.
α. κοινωνικές
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιστορικοί λόγοι 2
(π.χ. παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα 3
(π.χ. σεξισμός, κοινωνικές προσδοκίες, προκαταλήψεις γενικά)
στερεότυπα ορισμένων κοινωνικών ομάδων 4
(π.χ. ανεκτικότητα οικογένειας απόψεις συντρόφων, αντιλήψεις σχετικά με τις καριέρες των
γυναικών, αντιλήψεις εκπαιδευτικών, εκκλησία)
355
ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ
α.κοινωνικοί
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιοτορικοί λόγοι 2
(π.χ. "ανδρικός κόσμος", αντίσταση στην αλλαγή, συντηρητικές απόψεις, πατριαρχία)
κοινωνικά στερεότυπα-ήθη 3
(π.χ. κοινή γνώμη, κοινωνικά ήθη, κοινωνικές προσδοκίες, κοινωνικές συμπεριφορές,
στερεότυπα φύλων, κοινωνικές επιδράσεις των MME, οικογενειακές αξίες, σεξισμός,
ρατσισμός)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. οι γυναίκες θεωρούνται υπεύθυνες για τα παιδιά, οι γυναίκες θα έπρεπε να μένουν στο
σπίτι και να καταπιέσουν την επιθυμία τους για ελευθερία, σεξουαλικές προκαταλήψεις ο
κόσμος τις αντιμετωπίζει ως ανδρογυναίκες, λεσβίες, φεμινίστριες)
προσδοκίες συγγενών 5
(π.χ. απόρριψη από γονείς, καταπίεση, οικογενειακές προσδοκίες, προσδοκίες συντρόφου,
συζύγου)
προσδοκίες συγκεκριμένων ομάδων 6
(π.χ. προσδοκίες σχολείου, πλύση εγκεφάλου από διάφορους θεσμούς κτλ.)
β.πρακτικοί
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες γενικά 7
(π.χ. πατριαρχία στην εργασία, καταπίεση, οι άνδρες κυριαρχούν σε θέσεις εξουσίας, ελέγχουν
την αγορά εργασίας, διακρίσεις, σεξισμός, ανδρικές συμπεριφορές)
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για γυναίκες 8
(π.χ. οικονομική ανασφάλεια, κακή οικονομία κράτους, δυσκολότερη πρόσβαση σε καλά
επαγγέλματα, οι γυναίκες αποτελεσματικά προγραμματίζονται έξω από τα επαγγέλματα,
επίπεδο εκπαίδευσης και γνώσεων, οικονομικές δυσκολίες, χρήματα, φτώχεια)
κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για γυναίκες γενικά 9
(π.χ. θέμα προσωπικής ασφάλειας, να περπατά μόνη στο δρόμο τη νύχτα, να ταξιδεύει μόνη,
φόβος απέναντι στους άνδρες, έλλειψη ελευθερίας να κάτσεις σε κάποιο cafe-bar χωρίς να
τραβήξεις την προσοχή)
χαρακτηριστικά σχέσεων 10
(π.χ. καταπιεστικοί σύντροφοι, γονείς, άλλες σχέσεις στο σπίτι, οικογενειακή επίδραση,
καταπίεση, εξάρτηση από άνδρες, εξάρτηση από άλλους)
356
Ερώτηση 19β: Περιορισμοί στην προσωπική ελευθερία των ανδρών.
α.κοινωνικοί
κοινωνιολογικές δομές 1
(π.χ. κοινωνική τάξη, οικονομική κατάσταση, επίπεδο μόρφωσης, εθνικότητα, οικογένεια)
κοινωνικο-ιοτορικοί λόγοι 2
(π.χ. ιστορία, παράδοση)
κοινωνικά στερεότυπα-ήθη 3
(π.χ. κοινωνικά ήθη, κοινωνικές προσδοκίες ρόλων, διάκριση, ρατσισμός, σεξισμός)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στις γυναίκες 4
(π.χ. είναι αδύνατο να συζητήσεις λογικά και εμπεριστατωμένα με τις γυναίκες για πολλά
θέματα)
κοινωνικά στερεότυπα ενάντια στους άνδρες 5
(π.χ. οι άνδρες δυσκολεύονται να εκφράσουν την «ευαίσθητη» και «ευγενική» τους πλευρά,
αυτό θεωρείται αδυναμία ή σημάδι ομοφυλοφιλίας, περιμένουν από τον άνδρα να φερθεί ως
«άνδρας», προσδοκίες άλλων, οι άνδρες προσπαθούν να ακολουθήσουν αυτά τα ανδρικά
στερεότυπα)
προσδοκίες συγγενών 6
(π.χ. προσδοκίες οικογενειακού περιβάλλοντος, γονέων, συντρόφων, συζύγων)
β. πρακτικοί
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες γενικά 7
(π.χ. καταπίεση)
εργασιακές-κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για άνδρες 8
(π.χ. οικονομικές δυσκολίες, χρήματα, φτώχεια, οικονομία, εκπαίδευση)
κοινωνικές συνθήκες μειονεκτικές για άνδρες γενικά 9
(π.χ. νομικές απαιτήσεις)
χαρακτηριστικά σχέσεων 10
(π.χ. γυναίκες που γκρινιάζουν, καταπιεστικοί σύντροφοι)
357
Παράρτημα III
Ερωτήσεις ομάδων εστίασης
ΟΜΑΔΕΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ: ΟΙ ΠΟΛΛΑΠΛΟΙ ΡΟΛΟΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ: ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗ,
ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ.
ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Παρακαλώ συμπληρώστε τα παρακάτω στοιχεία:
ΟΝΟΜΑ
ΗΛΙΚΙΑ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΤΟΠΟΣ ΜΟΝΙΜΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΑΤΕΡΑ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΜΗΤΕΡΑΣ
εργάζεται,
είναι παντρεμένη,
361
ΟΜΑΔΕΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ:
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟ-ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ.
6. Νιώθετε ότι συμβαδίζετε με την εποχή σας; Τι από όσα αναφέρατε θα σας
χαρακτήριζε ρομαντικές, σύγχρονες ή γυναίκες του μέλλοντος;
Νιώθετε να διχάζεστε ανάμεσα στην εμπειρία σας και στην εξωτερική πραγματικότητα;
Αντιμετωπίζετε με ρεαλισμό τις συνθήκες του κοινωνικοοικονομικού σας περιβάλλοντος;
362
Παράρτημα IV
Οδηγίες απομαγνητοφώνησης
ομαδικών συνεντεύξεων
ΟΔΗΓΙΕΣ Π Α ΤΗΝ ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΩΝ.
1. Όταν κάποιος διακόπτει την πρόταση κάποιου άλλου και οι προτάσεις αλληλοκαλύπτονται,
τότε η διακοπή αποτυπώνεται με μια ανοιχτή αγκύλη, για παράδειγμα:
• Α: Αυτό που θέλω [ να πω είναι ότι
• Β: [ εννοείς δηλαδή ότι
2. Όταν υπάρχει σημαντικό κενό ανάμεσα στις προτάσεις, δηλαδή ένα μεγάλο διάστημα
παύσης, τότε αυτό δηλώνεται με δύο αποσιωπητικά μέσα σε παρένθεση, για παράδειγμα:
• Α: Τέλος πάντων, Μαρία εσύ συμφωνείς;
• Β: ( . . ) Ναι βέβαια.
3. Ένα ή περισσότερα θαυμαστικά στο τέλος μιας λέξης, υποδηλώνουν ότι το υποκείμενο
τραβάει τον ήχο της τελευταίας λέξης, συγκεκριμένα τον ήχο του τελευταίου φωνήεντος
της λέξης, για παράδειγμα:
• Α: Ναι!! φυσικά!!
4. Η πλάγια γραφή υποδηλώνει είτε ότι οι λέξεις προφέρονται με έμφαση, είτε ότι
προφέρονται δυνατότερα σε σχέση με τον τόνο της προηγούμενης συζήτησης, για
παράδειγμα:
• Α: Όχι δεν συμφωνώ, δεν συμφωνώ καθόλου.
5. Η τελεία πριν από μια λέξη δηλώνει μια βαθιά εισπνοή, για παράδειγμα:
• Α: Νομίζω ότι. τι να πω χρειάζομαι περισσότερο χρόνο.
365