You are on page 1of 71

Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών

Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών


Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία και θρησκευτικός
πλουραλισμός

Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία:


Η εμπλοκή της Εκκλησίας στον Μακεδονικό
Αγώνα:
Τα ζητήματα του εθνοφυλετισμού και της ένοπλης
αντίδρασης

Συγγραφέας: Εμμανουήλ Ν. Καφφεσάκης

Επιβλέποντες Καθηγητές

Α΄: Αναστάσιος Γ. Μαράς Β΄: Γεώργιος Νεκτάριος Λόης

Πάτρα, 2021

[1]
Η παρούσα εργασία αποτελεί πνευματική ιδιοκτησία του φοιτητή («συγγραφέας/δημιουργός») που
την εκπόνησε. Στο πλαίσιο της πολιτικής ανοικτής πρόσβασης ο συγγραφέας/δημιουργός εκχωρεί στο
ΕΑΠ, μη αποκλειστική άδεια χρήσης του δικαιώματος αναπαραγωγής, προσαρμογής, δημόσιου
δανεισμού, παρουσίασης στο κοινό και ψηφιακής διάχυσής τους διεθνώς, σε ηλεκτρονική μορφή και
σε οποιοδήποτε μέσο, για διδακτικούς και ερευνητικούς σκοπούς, άνευ ανταλλάγματος και για όλο το
χρόνο διάρκειας των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η ανοικτή πρόσβαση στο πλήρες κείμενο
για μελέτη και ανάγνωση δεν σημαίνει καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρηση δικαιωμάτων διανοητικής
ιδιοκτησίας του συγγραφέα/δημιουργού ούτε επιτρέπει την αναπαραγωγή, αναδημοσίευση, αντιγραφή,
αποθήκευση, πώληση, εμπορική χρήση, μετάδοση, διανομή, έκδοση, εκτέλεση, «μεταφόρτωση»
(downloading), «ανάρτηση» (uploading), μετάφραση, τροποποίηση με οποιονδήποτε τρόπο, τμηματικά
ή περιληπτικά της εργασίας, χωρίς τη ρητή προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του
συγγραφέα/δημιουργού. Ο συγγραφέας/δημιουργός διατηρεί το σύνολο των ηθικών και περιουσιακών
του δικαιωμάτων.

[2]
Η εμπλοκή της Εκκλησίας στον Μακεδονικό Αγώνα: Τα
ζητήματα του εθνοφυλετισμού και της ένοπλης αντίδρασης.

Συγγραφέας: Εμμανουήλ Ν. Καφφεσάκης

Επιτροπή Επίβλεψης Μεταπτυχιακής Διπλωματικής Εργασίας


Επιβλέπων Καθηγητής Συνεπιβλέπων Καθηγητής
Αναστάσιος Γ. Μαράς Γεώργιος-Νεκτάριος Λόης

Πάτρα, 2021

[3]
Στη σύζυγό μου,
Φωτεινή

[4]
Περιεχόμενα
Πίνακας Συντομογραφιών ......................................................................................... 6

1. Πρόλογος .............................................................................................................. 7

2. Εισαγωγή .............................................................................................................. 8

3. Ο Μακεδονικός Αγώνας και η εμπλοκή της Εκκλησίας ........................................19

3.1 Τα προγενέστερα γεγονότα που οδήγησαν στη σύγκρουση .........................19

3.2 Η σύγκρουση και η εμπλοκή της Εκκλησίας. ..............................................29

3.2.1 Τα έτη 1904-1905.................................................................................29

3.2.2 Τα έτη 1906-1908.................................................................................38

3.2.3 Ο Αγώνας σε επιμέρους περιοχές .........................................................43

3.2.4 Η κατάληξη του Μακεδονικού Αγώνα..................................................47

3.3 Σύνοψη κεφαλαίου ......................................................................................49

4. Ανάλυση των δεδομένων με βάση τη διδασκαλία της Εκκλησίας περί


εθνοφυλετισμού .......................................................................................................51

4.1 Η διδασκαλία της Εκκλησίας περί εθνοφυλετισμού.....................................51

4.2 Η βουλγαρική πλευρά. ................................................................................53

4.3 Η ελλαδική πλευρά. ....................................................................................55

4.4 Η πατριαρχική πλευρά. ...............................................................................57

5. Επιλεγόμενα .........................................................................................................62

5.1 Ήταν δικαιολογημένη η ένοπλη αντίδραση κατά των Βουλγάρων; ..............62

5.2 Συνοψίζοντας ..............................................................................................63

6. Παράρτημα ..........................................................................................................65

7. Βιβλιογραφία .......................................................................................................67

7.1 Αρχειακό υλικό ...........................................................................................67

7.2 Δευτερογενείς πηγές ...................................................................................67

7.3 Διαδικτυακές πηγές .....................................................................................71

[5]
Πίνακας Συντομογραφιών

ΑΠΘ: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


ΑΥΕ: Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών
ΒΜΡΟ: Vutreshna Makedonska Revolutsionna Organizatsiya
ΕΛΟΤ: Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης
ΕΜΕΟ: Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση
ΣΕΑΒ: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών

[6]
1. Πρόλογος
Η εκκλησιαστική ιστορία είναι ένα επιστημονικό πεδίο αρκετά ευρύ. Επέλεξα
να ασχοληθώ στην παρούσα εργασία με ένα θέμα στο οποίο συμπορεύεται η
εκκλησιαστική ιστορία με την πρόσφατη πολιτική ιστορία του νεότερου ελληνικού
κράτους. Πρόκειται για τον Μακεδονικό αγώνα, από την ιστορία του οποίου
μπορούμε να αντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα για την πρόσφατη κατάληξη του
ζητήματος με την μετονομασία ενός βόρειου όμορου με την Ελλάδα κράτους.
Τα τελευταία χρόνια, στο πλαίσιο μιας διεθνιστικής και αθεϊστικής
ιδεολογικής στροφής μέρους της κοινωνίας, έχει εξαπολυθεί μια πολεμική κατά της
εκκλησιαστικής εμπλοκής στον Μακεδονικό Αγώνα. Η πολεμική αυτή γίνεται κυρίως
από συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους, στην προσπάθειά τους να αποδομήσουν
έθνος και Ορθοδοξία στα μάτια του ελληνικού λαού1. Η εμπλοκή αυτή, λοιπόν,
χρήζει βαθύτερης εξέτασης και ανάλυσης. Δεδομένου ότι το πανεπιστημιακό πτυχίο
μου είναι αυτό της Πολιτικής Επιστήμης, το υπό εξέταση θέμα αποτέλεσε μια
πρόκληση έρευνας ιστορικών γεγονότων και ακολούθως, ανάλυσής τους.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να ευχαριστήσω δημόσια τον Σύμβουλο
Καθηγητή μου, Αναστάσιο Μαρά, για την πολύτιμη βοήθειά του κατά την συγγραφή
της παρούσας μελέτης. Για ανάλογους λόγους ευχαριστώ και τον έτερο αξιολογητή
της εργασίας μου, Γεώργιο-Νεκτάριο Λόη.

1
Βλ. «Επικεφαλής αναθεώρησης της παιδείας: τζιχαντιστές οι μακεδονομάχοι»,
https://www.voria.gr/article/epikefalis-anatheorisis-tis-pedias-tzichantistes-i-makedonomachi (Ημ.
ανάκτησης: 23 Μαΐου 2021).

[7]
2. Εισαγωγή
Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε αναμφίβολα, πέρα από καμπή στην κοσμική
ιστορία της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, μια σημαντική στιγμή στην ιστορία της
Εκκλησίας και ειδικότερα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για να κατανοηθεί η
εμπλοκή της Εκκλησίας σε αυτή τη σύγκρουση θα πρέπει, αφενός να εξετάσουμε
λεπτομερώς τα γεγονότα που οδήγησαν στην ένοπλη αντιπαράθεση και, που
καλύπτουν αρκετές προγενέστερες δεκαετίες, αφετέρου να ακολουθήσουμε την
πορεία και αλληλουχία των γεγονότων συνεξετάζοντας τη συμμετοχή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και των κληρικών του σε αυτά.
Οι εθνικές κινήσεις των Ορθόδοξων Βαλκανικών λαών για τη συγκρότηση
ανεξάρτητων κρατών, πρώτα ιδεολογικές - προπαρασκευαστικές και μετά ένοπλες, οι
οποίες είχαν την αιτία τους στο -θρησκευτικών κριτηρίων- καθεστώς διακρίσεων του
Οθωμανικού κράτους2, δεν άργησαν να φέρουν αντιμέτωπους και τους ίδιους τους
Ορθοδόξους μεταξύ τους. Αυτό συνέβη γιατί πολλές περιοχές της Βαλκανικής, λόγω
και της μακραίωνης Οθωμανικής κυριαρχίας, είχαν σε αυξημένο βαθμό μεικτό
πληθυσμό, τόσο ώστε να μην πλειοψηφεί καθαρά σε αυτές καμία εθνότητα. Οι
περιοχές αυτές διεκδικήθηκαν ένοπλα από τα Βαλκανικά ομόδοξα κράτη. Η
Μακεδονία ήταν μία από τις εν λόγω περιοχές, με κύριους διεκδικητές την Ελλάδα
και τη Βουλγαρία.
Η πρώτη βασική παρατήρηση που μπορεί να κάνει κανείς είναι ότι τα όρια της
Μακεδονίας ως διεκδικούμενης περιοχής δεν ήταν συγκεκριμένα, καθότι δεν υπήρχε
καμία διοικητική υποδιαίρεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με αυτή την
ονομασία. Η ελλαδική πλευρά ενδιαφερόταν κυρίως για τη ζώνη που εκτεινόταν από
τα ελληνικά σύνορα μέχρι τη γραμμή Αχρίδας -Μοναστηρίου -Στρώμνιτσας -
Μελενίκου. Η κύρια ανταγωνίστρια της Ελλάδας, η Βουλγαρία, ενδιαφερόταν για
ολόκληρο το Μακεδονικό χώρο, με την εξαίρεση της Χαλκιδικής και ορισμένων
Νοτίων τμημάτων της Δυτικής Μακεδονίας3.
Ως τον 18ο αιώνα, οι Βούλγαροι εμφανίζονταν ως ένας λαός μειωμένης
καταγεγραμμένης παρουσίας. Συγκεκριμένα, δεν είχαν ιδιαίτερη οργάνωση, αφού,
έτσι κι αλλιώς, εκπρόσωπος όλων των Ορθοδόξων έναντι του σουλτάνου ήταν ο

2
Δ. Παπασταματίου και Φ. Κοτζαγεώργης, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της
Οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας (Αθήνα : Σ.Ε.Α.Β, 2015), 72-74.
3
Β. Γούναρης, Το Μακεδονικό Ζήτημα από το 19ο στον 21ο αι. (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2010), 15.

[8]
Οικουμενικός Πατριάρχης. Το Πατριαρχείο Τυρνόβου είχε καταργηθεί το 1415 μετά
την πτώση της πόλεως στους Οθωμανούς και η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος το 17674.
Παράλληλα, ο ανώτερος κλήρος και τα ανώτερα εμπορικά στρώματα της
βουλγαρικής κοινωνίας λάμβαναν κατά κύριο λόγο ελληνική παιδεία. Αποτέλεσμα
ήταν η περιορισμένη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας5.
Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Βουλγάρων αρχίζει στις αρχές του 19ου
αι. Το πρώτο από τα κυριότερα συγγράμματα που αναγνώστηκε ευρύτατα από
απλούς Βουλγάρους και επηρέασε την εθνική τους αφύπνιση ήταν η
«Σλαβοβουλγαρική Ιστορία» του μοναχού Παϊσίου Χιλανδαρινού. Το βιβλίο αυτό
είχε σκοπό να εμφυσήσει στους Βουλγάρους την αγάπη για το έθνος, την ιστορία
τους και τις ένδοξες μορφές της. Στον πρόλογό του κάνει ιδιαίτερη μνεία στους
Βουλγάρους εκείνους, οι οποίοι, είτε από αίσθημα πολιτιστικής κατωτερότητας, είτε
από σκοπιμότητα μιλούσαν ελληνικά, μιμούνταν τους Έλληνες και καταφρονούσαν
τη δική τους γλώσσα. Η αλήθεια είναι ότι καταφέρεται με ιδιαίτερη οξύτητα εναντίον
των ελληνιζόντων Βουλγάρων, αλλά και των Ελλήνων, οι οποίοι παρουσιάζονται ως
απειλή για την αυτοσυνειδησία του βουλγαρικού έθνους6. Το εν λόγω βιβλίο
συνέβαλε αποφασιστικά στη στροφή πολλών Βουλγάρων κατά του Πατριαρχείου.
Οι αντιδράσεις κατά των πατριαρχικών αρχιερέων κατά της προαναφερόμενης
κατάστασης ξεκίνησαν γύρω στο 1820. Τότε, οι Βούλγαροι θεώρησαν ότι η ίδρυση
του εθνικού κράτους τους περνούσε πρώτα μέσα από την ίδρυση χωριστής
Εκκλησίας, η οποία θα τους αντιπροσώπευε στον σουλτάνο, θα μεριμνούσε για την
προώθηση της παιδείας και εν γένει θα προωθούσε τα εθνικά σχέδιά τους και εκτός
του Οθωμανικού κράτους. Είναι αλήθεια ότι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι
ιεράρχες στις βουλγαρικές επαρχίες ήταν Έλληνες, ή τουλάχιστον είχαν ελληνική
παιδεία. Οι Βούλγαροι κατηγορούσαν τους Έλληνες για το γεγονός αυτό, αλλά και
για την επιβολή της ελληνικής γλώσσας στη Θεία Λειτουργία και στα σχολεία, όπως
και για καταστροφή αρχαίων βουλγαρικών χειρογράφων. Αν και η κατηγορία περί
καταστροφής χειρογράφων ήταν εντελώς ανυπόστατη, εκείνη περί χρήσης της

4
Γεώργ. Νεκτάριος Λόης, «Ο αντίκτυπος της ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) στο
πριγκιπάτο της Σερβίας», Εκκλησιολόγος Πατρών, (ανάτυπο από τη δημοσίευση 31 Οκτωβρίου και 7ης
Νοεμβρίου 2008), 1. Βλ. επίσης, Ιωάν. Ταρνανίδης, Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, τ.
Α΄, Ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας, (Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη 1986), 67-68.
5
Αναστ. Γ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως
σήμερα (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012), 102.
6
Ελ. Οικονόμου, «Παϊσίου Χιλανδαρινού Σλαβοβουλγαρική Ιστορία», (Διδακτορική διατριβή,
Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, 1999), 48-51.

[9]
ελληνικής γλώσσας στα σχολεία έχει κάποια λογική βάση, αφού στα σκοτεινά χρόνια
της Τουρκοκρατίας, η γνώση της ελληνικής αποτελούσε ένα πολύ δυνατό
επαγγελματικό εφόδιο, ειδικά για τα παιδιά της υπαίθρου7. Με το διάταγμα
«Χαττισερίφ» και τη σχετική ισοπολιτεία Χριστιανών και Μουσουλμάνων που αυτό
επαγγελόταν, οι βουλγαρικές κινήσεις απέκτησαν επιπλέον χώρο για να εκδηλωθούν.
Πράγματι, το 1844 υποβλήθηκε ένα υπόμνημα ορισμένων ιερέων στον σουλτάνο με
διάφορα αιτήματα. Μεταξύ αυτών ήταν η ίδρυση βουλγαρικών σχολείων, η
κυκλοφορία εφημερίδων και βιβλίων, η συμμετοχή των Βουλγάρων στα δικαστήρια
των βουλγαρικών πόλεων και, κυρίως, η εγκαθίδρυση αντιπροσωπευτικής αρχής του
βουλγαρικού έθνους στην Κωνσταντινούπολη. Τέλος, ζητούσαν να έχουν αρχιερείς
της εθνότητάς τους στις επαρχίες τους. Πέραν της ίδρυσης του βουλγαρικού ναού του
Αγ. Στεφάνου στην Πόλη, το εν λόγω υπόμνημα δεν είχε κανένα αποτέλεσμα.
Μάλιστα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενέταξε τη διδασκαλία της Σλαβονικής
(σλαβική λειτουργική) γλώσσας στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από το 18478. Στη
συνέχεια, όμως, οι αντιδράσεις γενικεύθηκαν και πήραν παμβουλγαρικό χαρακτήρα.
Μετά την επικράτηση στις βουλγαρικές τάξεις των αποσχιστών, στην πασχαλινή
λειτουργία του 1860 ο μητροπολίτης Ιλαρίων δεν μνημόνευσε τον Πατριάρχη, αλλά
τον σουλτάνο και «πάσαν επισκοπήν Ορθοδόξων»9.
Το Πατριαρχείο στη σύνοδο του 1861 καθαίρεσε τους πρωταιτίους της
προαναφερόμενης κίνησης και προέβη σε παραχωρήσεις: να προτιμάται Βούλγαρος
ιεράρχης σε καθαρώς βουλγαρικές επαρχίες, η Θεια Λειτουργία και η διδασκαλία
στα σχολεία να γίνεται στη βουλγαρική γλώσσα κλπ. Οι θέσεις αυτές απορρίφθηκαν
από τη βουλγαρική πλευρά, η οποία επέμενε σε μια εθνοφυλετικής βάσης λύση, με
την απαίτηση διπλών δικαιοδοσιών στην ίδια επαρχία10. Η πορεία των πραγμάτων
απέδειξε πως το Πατριαρχείο δεν αντελήφθη πλήρως το πρόβλημα από την αρχή. Αν
οι προτάσεις του 1861 έρχονταν τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα, πιθανόν να
προλάβαιναν τις εξελίξεις. Ήρθαν όμως σε μια εποχή κατά την οποία, αν όχι η

7
Γεώργ. Νεκτάριος Λόης, «Ο αντίκτυπος της ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) στο
πριγκιπάτο της Σερβίας», Εκκλησιολόγος Πατρών (ανάτυπο από τη δημοσίευση 31 Οκτωβρίου και 7ης
Νοεμβρίου 2008), 2.
8
Αναστ. Γ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως
σήμερα (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012), 103.
9
Γεώργ. Νεκτάριος Λόης, «Ο αντίκτυπος της ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) στο
πριγκιπάτο της Σερβίας», Εκκλησιολόγος Πατρών (ανάτυπο από τη δημοσίευση 31 Οκτωβρίου και 7ης
Νοεμβρίου 2008), 3-4.
10
Στο ίδιο, 4.

[10]
πλειοψηφία του βουλγαρικού λαού, τουλάχιστον η ελίτ του, έμοιαζε να έχει βγάλει
προ καιρού τα συμπεράσματά της και να έχει λάβει ήδη τις αποφάσεις της.
Τελικά, τη λύση έσπευσε να δώσει το Οθωμανικό κράτος. Αλλά και ο ρόλος της
ρωσικής διπλωματίας υπέρ των Βουλγάρων υπήρξε σημαντικός. Το 1870 με φιρμάνι
η οθωμανική κυβέρνηση ίδρυσε τη βουλγαρική Εξαρχία με έδρα την
Κωνσταντινούπολη και όριζε τις επαρχίες που θα υπάγονταν σε αυτήν. Με το άρθρο
10, το οποίο αποδείχθηκε κρισιμότατο, ορίζονταν ότι οποιαδήποτε επαρχία του
Οικουμενικού Πατριαρχείου μπορούσε να ενταχθεί στην Εξαρχία, αν το ζητούσαν τα
2/3 των κατοίκων της. Ήταν μια σκόπιμη διάταξη που εξυπηρετούσε τα βουλγαρικά
αιτήματα, αλλά πρωτίστως τα τουρκικά συμφέροντα, αφού έθετε δύο δυνητικά
εχθρικά προς τους Οθωμανούς έθνη σε μια διαρκή σύγκρουση για τον έλεγχο των
επίμαχων εκκλησιαστικών επαρχιών11. Το σχίσμα είχε πλέον συντελεστεί.
Το Πατριαρχείο δεν είχε άλλη επιλογή από την αποφασιστική αντίδραση. Το 1872
η Μεγάλη Σύνοδος του Πατριαρχείου κήρυξε σχισματική την Εξαρχία και όσους
έρχονταν σε κοινωνία με αυτήν, ενώ με Όρο καταδίκασε ως αίρεση τον
εθνοφυλετισμό στην Εκκλησία. Η επιλογή να ενδυθεί η απόφαση το κύρος του
«Όρου» προσέδωσε και έναν δογματικό χαρακτήρα σε αυτή την απόφαση. Την εν
λόγω απόφαση αποδέχτηκαν όλα τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και μόνον η Ρωσική
Εκκλησία δεν την αναγνώρισε12.
Η βουλγαρική πλευρά θεωρούσε ότι, για να επιτύχει το βουλγαρικό έθνος την
ανεξαρτησία του από τους Οθωμανούς, έπρεπε πρώτα να κατακτήσει την
εκκλησιαστική ανεξαρτησία του από τους Έλληνες. Αν όμως η κήρυξη της
αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, (προάγγελος και των λοιπών σχισμάτων,
μηδέ του βουλγαρικού εξαιρουμένου) με τους όρους και το σκεπτικό που
επιχειρήθηκε ήταν σίγουρα αντικανονική13, η εργαλειοποίηση της ορθόδοξης πίστης
από τη βουλγαρική πλευρά υπήρξε σκανδαλώδης. Εδώ υπεισέρχεται η έννοια του
εθνοφυλετισμού, την οποία καταδίκασε ο Όρος του 1872. Συγκεκριμένα, ο
εθνοφυλετισμός πρεσβεύει μια Εκκλησία με φυλετική αντιστοιχία ποιμένων και
ποιμαινομένων, αποκλειστικά για τα μέλη μιας εθνότητας, η οποία ενώνει στο Άγιο
Ποτήριο μόνο ομόφυλους. Η όλη δομή ως σύλληψη είναι ξένη, εντελώς αντίθετη με
την ορθόδοξη παράδοση, και, ανεξάρτητα από την καθυστερημένη ή μη ικανοποίηση

Στο ίδιο, 8.
11

Αναστ. Γ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως
12

σήμερα (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012), 104-105.


13
Στο ίδιο, 77-79.

[11]
των βουλγαρικών αιτημάτων, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Αυτό το σημείο
επεσήμανε και η Σερβική Εκκλησία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο14.
Σε κάθε περίπτωση, με την ίδρυση της Εξαρχίας οι Βούλγαροι αισθάνθηκαν
αρκετή αυτοπεποίθηση για την ένοπλη εφαρμογή των πολιτικών σχεδίων τους. Η
Απριλιανή εξέγερση του 1876, η οποία πνίγηκε στο αίμα από τους Οθωμανούς, έγινε
η αφορμή του Ρωσοτουρκικού πολέμου που ακολούθησε και της συντριβής των
Τούρκων. Η βραχύβια Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου έδινε στο νέο βουλγαρικό
κράτος τις περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, αλλά και το σύνολο σχεδόν των
Μακεδονικών εδαφών, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. Η αντίδραση
της ευρωπαϊκής διπλωματίας έφερε ως αποτέλεσμα τη Συνθήκη του Βερολίνου
(1878), η οποία ίδρυε δύο αυτόνομα κράτη, τη Βουλγαρία και την Ανατολική
Ρωμυλία. Η ύπαρξη της τελευταίας υπήρξε βραχύβια, καθώς η βίαιη προσάρτησή της
από τη Βουλγαρία με το πραξικόπημα του 1885. Το γεγονός αυτό αναγνωρίστηκε de
facto από την Υψηλή Πύλη15, η οποία δεν αντέδρασε. Ακολούθως, στο στόχαστρο
των Βουλγάρων μπήκε ο ευρύτερος μακεδονικός χώρος.
Είναι αλήθεια ότι το ελληνικό κράτος είχε ως άμεσο στόχο την προώθηση της
ελληνικής παρουσίας, ακόμα σε και μακεδονικές περιοχές με ελάχιστο ελληνόφωνο ή
ακόμα και ισχνό πατριαρχικό πληθυσμό, σε αντίθεση με το Πατριαρχείο που
προτιμούσε στις περιοχές αυτές τη σερβική σύμπραξη 16. Όμως, ήταν προφανές ότι
αυτή η τακτική περισσότερο ήταν ένας πόλεμος φθοράς παρά βάσιμη ελπίδα
μελλοντικής προσάρτησης των εν λόγω περιοχών. Η Ελλάδα ενδιαφερόταν και είχε
βάσιμες αξιώσεις για μελλοντική απελευθέρωση στην περιοχή της ιστορικής
Μακεδονίας, η οποία αποτελείται από την ελληνική Μακεδονία και μια ζώνη μικρού
πλάτους κατά μήκος των βορείων συνόρων της. Κι αυτό γιατί εκεί η ελληνική
γλωσσική και εκπαιδευτική παρουσία, αλλά και η πατριαρχική εκκλησιαστική
δικαιοδοσία ήταν από πολύ υπολογίσιμες έως ισχυρότατες.
Ο βουλγαρικός σχεδιασμός ήταν πιο φιλόδοξος. Συγκεκριμένα, είχε ως στόχο του
την προσάρτηση σχεδόν όλου του χώρου που η Βουλγαρία στερήθηκε με την
αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Αυτή ταυτίζονταν με τα βιλαέτια
Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, με την εξαίρεση της περιοχής Κοσσόβου.
14
Γεώργ. Νεκτάριος Λόης, «Ο αντίκτυπος της ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870) στο
πριγκιπάτο της Σερβίας», Εκκλησιολόγος Πατρών (ανάτυπο από τη δημοσίευση 31 Οκτωβρίου και 7ης
Νοεμβρίου 2008), 15.
15
Μ. Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου, Οι Βαλκανικοί Λαοί, (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2000), 270.
16
Αναστ. Γ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως
σήμερα (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012), 106.

[12]
Το όριά της, ιδιαίτερα στα βόρεια, περιελάμβαναν τόσο εκτεταμένες αμιγώς σλαβικές
περιοχές, που το ποσοστό των ελληνοφώνων μίκραινε δυσανάλογα. Ταυτόχρονα, η
εκεί πατριαρχική παρουσία περνούσε σε πολύ δύσκολη, μειοψηφική ενδεχομένως,
θέση. Είναι λοιπόν σαφές ότι για τους Έλληνες η Μακεδονία ως περιοχή προς
απελευθέρωση είχε διαφορετικά όρια από ότι για τους Βουλγάρους.
Είναι αλήθεια ότι ο ελληνόφωνος πληθυσμός της Μακεδονίας κυριαρχούσε στις
πόλεις και στα μεγαλύτερα χωριά, όπου ανθούσε το εμπόριο. Στα μικρότερα χωριά
όμως κυριαρχούσε ένα σλαβικό ιδίωμα, μεταξύ βουλγαρικής και σερβικής, με πολλές
ελληνικές, τουρκικές και αλβανικές λέξεις. Η σλαβική γλωσσική και πληθυσμιακή
ομάδα ήταν προσηλωμένη πιο πολύ στην Ορθόδοξη Εκκλησία και λιγότερο
ταυτισμένη με κάποια εθνική ιδέα17. Έχουν γραφεί πάρα πολλά για την εθνική
ταυτότητα της ομάδας αυτής από το 19ο αι. μέχρι σήμερα18. Στις αρχές του 20ου αι. η
βουλγαρική προπαγάνδα είχε καταφέρει να κυριαρχήσει ακόμα και στην Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, στον ευρωπαϊκό τύπο κυριαρχούσε, η -βασιζόμενη στην ομιλούμενη
γλώσσα- οπτική ότι η Μακεδονία είναι μια σλαβοβουλγαρική περιοχή, η οποία
πρέπει να δικαιωθεί εθνικά με κάποιου είδους αυτονομία ή ανεξαρτησία. Η ελληνική
πλευρά αντιλήφθηκε αρκετά αργά ότι το ένδοξο αρχαίο ελληνικό παρελθόν δεν
αρκούσε στην αντιπαράθεσή της με τη βουλγαρική προπαγάνδα. Γι’ αυτό
επικαλούνταν την ένταξη των επίμαχων περιοχών στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, την
κυριαρχία της ελληνικής παιδείας στη Μακεδονία και, κυρίως, την ελεύθερη επιλογή
εθνότητας19. Στην προοπτική αυτή ο σλαβόφωνος πληθυσμός της περιοχής
διχάσθηκε. Μάλιστα, αναφέρεται η περίπτωση μιας σλαβόφωνης οικογένειας, της
οποίας τα τρία παιδιά επέλεξαν διαφορετικό εθνικό κόμμα20.
Θεωρούμε ότι η εξέλιξη των πραγμάτων έως σήμερα αποδεικνύει ότι η εθνική
ταυτότητα αποτελούσε για τους ανθρώπους εκείνους μια απλή πολιτική ένταξη ή
επιλογή στρατοπέδου, αλλά όχι ταυτότητας, η οποία τότε ήταν μόνο η
εκκλησιαστική. Το επίκεντρο, θα λέγαμε, εκείνης της φάσης του Μακεδονικού

17
Ι. Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.
ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 220-225.
18
Ενδεικτικά και επιλεκτικά παραθέτουμε τα ακόλουθα: Ντάνφορθ Λόρινγκ, Η μακεδονική
διαμάχη, Ο εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο (Αθήνα; Αλεξάνδρεια 1999). Μαρίκα Ρόμπου-
Λεβίδη, Επιτηρούμενες ζωές, Μουσική, χορός και διαμόρφωση της υποκειμενικότητας στη Μακεδονία,
(Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2016). Νίκος Μάρτης, Η πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας, (Αθήνα:
Μάλλιαρης 2018).
19
Β. Γούναρης, Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον 19ο έως τον 210 αιώνα, Ιστοριογραφικές
προσεγγίσεις (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2010), 25-51.
20
F. Moore, The Balkan Trail, (London: Smith, Elder & Co, 1906), 147 και 155.

[13]
ζητήματος ήταν ο προσεταιρισμός από πλευράς των εθνικών κρατών του συνόλου
του μακεδονικού πληθυσμού, άρα και της εν λόγω σλαβικής πληθυσμιακής ομάδας,
γεγονός που θα συνεπάγετο και μια ευρύτερη διεύρυνση συνόρων.
Δεν θα χρησιμοποιήσουμε τη μεθοδολογία εκείνη (όχι μόνο ξένη, αλλά και
εγχώρια), η οποία εκλαμβάνει τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα ως την κατεξοχήν
διαδικασία εθνογένεσης ενός χωριστού έθνους με βάση το σλαβόφωνο στοιχείο.
Αυτές ήταν διαδικασίες οι οποίες μπήκαν σε εφαρμογή δεκαετίες αργότερα στη
Γιουγκοσλαβία, με το καθεστώς του Ιωσήφ Μπροζ Τίτο. Ορισμένα πρώτα κείμενα
σχετικά με την ιδεολογία του «Μακεδονισμού» μπορεί να γράφτηκαν εκείνα τα
χρόνια21, όμως αυτό δεν είχε καμία πρακτική αξία επί του πεδίου και επί του
πληθυσμού, ακόμα και του σλαβόφωνου, πόσο μάλλον όταν στο ίδιο το κείμενο του
Μισίρκωφ απαντάται η παραδοχή ότι, όχι μόνο οι άλλοι λαοί ονομάζουν τους
Σλάβους της Μακεδονίας «Βουλγάρους», αλλά και οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονταν ως
τέτοιοι, ενώ η γένεση του «Μακεδονικού έθνους» θα είναι μία μελλοντική υπόθεση22.
Αν και για τη σλαβόφωνη ομάδα η εθνική συνείδηση ήταν δευτερεύουσα απέναντι
στην εκκλησιαστική (σε κάποιες περιπτώσεις αρκετά χαλαρή), γεγονός που
προσπάθησε αργότερα να εκμεταλλευτεί το γιουγκοσλαβικό κράτος, η παρουσία
«μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας ή έστω η διαδικασία γένεσής της δεν
στοιχειοθετείται.
Οι Βούλγαροι θεωρούσαν ότι, λόγω της συγγενικής γλώσσας με τους
σλαβόφωνους θα κυριαρχούσαν σε όλο τον μακεδονικό χώρο. Τα πράγματα όμως δεν
ήταν τόσο εύκολα, ούτε τόσο απλά. Η Εξαρχία εγκατέστησε πράγματι τους πρώτους
επισκόπους στη Μακεδονία με τάσεις επέκτασης ολοένα και πιο νότια, ενώ οι
Βούλγαροι δάσκαλοι, εκπαιδευμένοι για τον σκοπό αυτό, προπαγάνδιζαν τη
βουλγαρική εθνική ιδέα, απεσταλμένοι από το κράτος τους και στηριζόμενοι από τις
βουλγαρικές κοινότητες. Τα ελληνικά σχολεία κυριαρχούσαν στη νότια και κεντρική
ζώνη και, ομοίως, ενέπνεαν στους μαθητές τους την ελληνική εθνική ιδέα και την
ταύτιση με την ελληνική ιστορία και ταυτότητα. Το βουλγαρικό σχολικό πρόγραμμα
ήταν προσανατολισμένο στην ζωή του χωριού, σχετικά απλοϊκό και η φοίτηση ήταν
παντού δωρεάν. Το ελληνικά σχολεία ήταν προσανατολισμένα στη θεωρητική γνώση
και η φοίτηση δεν ήταν ποτέ δωρεάν. Πολλοί γονείς όμως, ακόμα και των
σλαβοφώνων, προτιμούσαν για τα παιδιά τους τα ελληνικά σχολεία, διότι η φοίτηση

21
Βλ. Κρίστε Μισίρκωφ, Μακεδονικές υποθέσεις, μτφ. Δ. Καραγιάννης, (Αθήνα:. Πετσίβας, 2003).
22
Στο ίδιο, 129-130.

[14]
σε αυτά ήταν η γέφυρα για να ξεφύγουν από τη ζωή του χωριού, ασκώντας ένα
ελεύθερο επιστημονικό επάγγελμα23.
Ταυτόχρονα, η βουλγαρική πλευρά προετοίμαζε ένοπλες οργανώσεις. Το 1893
ιδρύθηκε από τους Ντάμιαν Γκρούεφ, Κρίστο Τατάρτσεφ και άλλους Bουλγάρους
ιδεολόγους, η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ), με το
σλαβικό ακρωνύμιο ΒΜΡΟ. Η εν λόγω οργάνωση είχε ως σκοπό της την επανάσταση
όλων των κατοίκων της Μακεδονίας, ανεξαρτήτως εθνότητας, κατά των Οθωμανών.
Κύριος σκοπός της επανάστασης θα ήταν η απόκτηση των γαιών των Τούρκων και
Αλβανών μπέηδων, οι οποίοι κατείχαν τις πεδινές και πιο εύφορες μακεδονικές
εκτάσεις. Ο χάρτης της -προς απελευθέρωση- περιοχής ήταν εκείνος της –έτσι
λεγόμενης- «Μεγάλης Μακεδονίας». Αυτός ταυτιζόταν σχεδόν με τα βαλκανικά
εδάφη που παραχωρούσε στη Βουλγαρία η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, τα οποία
όμως δεν έλαβε λόγω της μεταγενέστερης συνθήκης του Βερολίνου. Καθίσταται
σαφές ότι σε αυτά τα όρια το σλαβικό στοιχείο κυριαρχούσε. Το κυριαρχούν σύνθημα
της ΕΜΕΟ ήταν «η Μακεδονία στους Μακεδόνες»24. Εκφράστηκε η άποψη ότι την
ΕΜΕΟ υποστήριζαν οι περισσότεροι ακτήμονες και γενικότερα όσοι δεν είχαν τίποτε
να χάσουν, σε αντίθεση με όσους διατηρούσαν την κατοχή έστω μικρού κλήρου γης ή
ασκούσαν ελεύθερο επάγγελμα. Θεωρούμε ότι αυτή είναι μια άποψη που αποπειράται
να δώσει ταξική βάση στα όσα επακολούθησαν, καθώς η ταξική αντίληψη δεν ήταν
τόσο ανεπτυγμένη στο πραγματικό πεδίο. Στην πράξη η Οργάνωση ήταν από την
αρχή μέχρι και τους Βαλκανικούς Πολέμους, μια αμιγώς βουλγαρική Οργάνωση.
Εν τω μεταξύ ο βουλγαρικός σχεδιασμός ολοένα και περισσότερο έτεινε προς την
αυτονόμηση εν πρώτοις της Μακεδονίας και μετά την ενσωμάτωσή της στη
Βουλγαρική Ηγεμονία, κατά το πρότυπο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Γι’ αυτό
υιοθετήθηκε ο «χάρτης της Μεγάλης Μακεδονίας», για να συμπεριλαμβάνει κατά
κύριο λόγο σλαβικό πληθυσμό, στη μαζική υποστήριξη του οποίου υπολόγιζε η
Βουλγαρία. Όλη η επίμαχη περιοχή ήταν σε αναβρασμό. Τότε ιδρύθηκαν σε πολλές
πόλεις «Μακεδονικές Επιτροπές», κυρίως από μετανάστες από τη Μακεδονία οι
οποίοι ήταν πολλές δεκάδες χιλιάδες. Το 1895 συγκλήθηκε στη Σόφια συνέδριο των
Μακεδονικών Επιτροπών και της ΕΜΕΟ, ενώ ιδρύθηκε η Ανώτατη Μακεδονική
Επιτροπή (Βερχόβεν Κομιτέτ) με πρόεδρο τον Τατάρτσεφ. Τα στελέχη της ΕΜΕΟ, αν

23
Ι. Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.
ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 220.
24
Κρ. Μισίρκωφ, Μακεδονικές υποθέσεις, (Αθήνα: Πετσίβας, 2003), ιστ΄-ιζ'.

[15]
και το πρόγραμμα και η αντίληψή τους - τυπικά τουλάχιστον- ήταν πολύ διαφορετικά
από τους βουλγαρικούς σχεδιασμούς, τελικά δέχθηκαν την ένταξή τους σε αυτούς.
Από την αρχή, στην πράξη, στην ΕΜΕΟ προσχωρούσαν σχεδόν αποκλειστικά
σλαβόφωνοι εξαρχικοί, παρά τις όποιες ενωτικές εξαγγελίες. Πλέον η οργάνωση,
χωρίς να αλλάξει την ενωτική αυτή ρητορική, λάμβανε απροκάλυπτα, όπλα, χρήματα
και εθελοντές από τη Βουλγαρία25. Ταυτόχρονα, υλοποιούσε τον κοινό σχεδιασμό για
μια αυτόνομη Μακεδονία. Υπήρχε όμως μια απροθυμία να εκτελέσει εντολές. Τα
στελέχη της εκτός Βουλγαρίας (Γρούεφ, Σαράφωφ, Ντέλτσεφ), παρά την ζωτικής
σημασίας στήριξη που λάμβαναν, ήταν δύσπιστοι απέναντι στην ελεγχόμενη από την
κυβέρνηση Ανώτατη Επιτροπή (Βερχοβιστές). Κι αυτό γιατί ήταν σοσιαλιστές ή
σοσιαλίζοντες και αντιπαθούσαν τη βουλγαρική βασιλική κυβέρνηση, αλλά και τη
ρωσική πολιτική. Ακολούθησε η ίδρυση της κεντρικής επιτροπής (Τσεντράλ
Κομιτέτ), μια κίνηση που ενίσχυε την «ανεξαρτησία» της οργάνωσης.
Μετά τον ατυχή πόλεμο του 1897, άρχισε η μαζική είσοδος ένοπλων βουλγαρικών
σωμάτων στη Μακεδονία. Αυτοί ονομάστηκαν «Κομιτατζήδες», λόγω του ότι άνηκαν
στο βουλγαρικό κομιτάτο (επιτροπή). Αρχικά οι οδηγίες προς αυτούς ήταν να
προετοιμάζουν τον πληθυσμό για την εξέγερση κατά των Τούρκων. Σκοπός τους
ήταν η -με την πειθώ στην αρχή και με τη βία αργότερα- απόσπαση της αποδοχής και
επιδοκιμασίας του σλαβόφωνου κυρίως πληθυσμού, με ταυτόχρονη ένταξή του στη
Βουλγαρική Εξαρχία. Αντίθετα, η ελλαδική πλευρά μέχρι το 1903 απλά
παρακολουθούσε τις εξελίξεις.
Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) υπήρξε προϊόν της πατριαρχικής - ελλαδικής
αντίδρασης στη βουλγαρική ένοπλη βία, η οποία εξαπολύθηκε ήδη από το δεύτερο
μισό του 19ου αι. επί των πατριαρχικών πληθυσμών (ελληνόφωνων και
σλαβόφωνων) της κατεχόμενης από τους Οθωμανούς Μακεδονίας, με κύριο στόχο
την ένταξή τους στη βουλγαρική Εξαρχία. Ο εθνοφυλετισμός, από την άλλη, είναι
ένα θέμα για το οποίο υπάρχει διατυπωμένη η χριστιανική διδασκαλία και πρακτική
από τις απαρχές του Χριστιανισμού, ήδη από τα πρώτα αποστολικά χρόνια. Η
Πεντηκοστή και η ίδρυση της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας των Ιεροσολύμων,
αλλά και η διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, είναι ενδεικτικές για την πορεία της
Εκκλησίας πάνω σε αυτό το ζήτημα. Η καταδίκη του εθνοφυλετισμού ήταν

25
Ι. Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,τ.
ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 220-225

[16]
αυτονόητη ενέργεια βασιζόμενη στην αρχέγονη Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά και
την Καινή Διαθήκη.
Για το θέμα του Μακεδονικού ζητήματος έχουν γραφτεί αρκετά χρήσιμα έργα26.
Επίσης, για το ζήτημα του εθνοφυλετισμού υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές και
αναλύσεις27. Τέλος, έχουν γραφτεί και άλλα βιβλία, άρθρα και διατριβές που θα
χρησιμοποιήσουμε28.
Τα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα και ο ρόλος των κληρικών σε αυτόν έχουν
αναλυθεί αρκετά, όπως και τα προγενέστερα γεγονότα. Αυτό που χρήζει περαιτέρω
επεξεργασίας είναι ο παράγοντας του εθνοφυλετισμού κατά τη σύγκρουση στη
Μακεδονία. Η κριτική των συμπεριφορών των εμπλεκομένων, Πατριαρχικών,
Ελλαδικών και Βουλγάρων με βάση το κριτήριο του εθνοφυλετισμού θα
επιχειρήσουμε να αποτυπωθεί στην εργασία αυτή. Στο πλαίσιο αυτό θεωρούμε ότι το
βασικό και κύριο ερώτημα, αλλά και η υπόθεση εργασίας είναι: επρόκειτο για μια
σύγκρουση μεταξύ δύο εθνοφυλετισμών (ελληνικού και βουλγαρικού), ή μεταξύ
εκκλησιαστικού Ορθόδοξου Οικουμενισμού και εθνοφυλετισμού; Η απάντηση στο εν
λόγω ερώτημα θα κρίνει κατά μέγα μέρος το εάν και κατά πόσο ο ρόλος της
Εκκλησίας στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν δικαιολογημένος ή όχι.
Στη μελέτη που ακολουθεί θα αναφερθούμε στα πολιτικά και εκκλησιαστικά
γεγονότα, τα οποία προηγήθηκαν και οδήγησαν στον Μακεδονικό Αγώνα. Επίσης, θα
μελετήσουμε τα ίδια τα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα, σε σχέση με την εμπλοκή
του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των κληρικών του σε αυτόν. Ακολούθως, θα
επιχειρηθεί μια ερμηνευτική προσέγγιση του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
του Ελληνικού κράτους, αλλά και της βουλγαρικής πλευράς ξεχωριστά σε σχέση με
το ζήτημα του εθνοφυλετισμού, που είναι κομβικός για κατανόηση της περιόδου.
Τέλος, θα σχολιαστεί το κατά πόσον ήταν δικαιολογημένη η συμμετοχή
εκκλησιαστικών ανδρών, αλλά και της ίδιας της εκκλησιαστικής δομής σε αγώνες
ένοπλης μορφής, με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα.
Από πλευράς μεθοδολογίας και τεκμηρίωσης, χρησιμοποιήσαμε το σύστημα του
The Chicago Manual of Style, το οποίο και υιοθετήθηκε ως το πιο ενδεδειγμένο και

26
Ενδεικτικά και επιλεκτικά παραθέτουμε το: Κ. Βακαλόπουλος, Ο ένοπλος αγώνας στη Μακεδονία
(1904-1908) (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 1999). Β. Γούναρης, Το Μακεδονικό Ζήτημα από το 19ο
στον 21ο αι. (Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2010).
27
Ενδεικτικά και επιλεκτικά παραθέτουμε τα ακόλουθα: Β. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, (Αθήνα:
1998). Αναστ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως
σήμερα, (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012).
28
Ανδρ. Νανάκης, Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός (Κατερίνη: Τέρτιος, 1990).

[17]
εύχρηστο για το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Ορθόδοξη Χριστιανική
Θεολογία και Θρησκευτικός Πλουραλισμός»29. Για ανάλογους λόγους το σύστημα
παράθεσης συντομογραφιών που ακολουθούμε είναι το πρότυπο του ΕΛΟΤ 82230.

29
Αν. Μαράς, «Παράθεση παραπομπών και βιβλιογραφίας σύμφωνα με το The Chicago Manual of
Style», στο Γρ. Λιάντας και Αν. Μαράς, Σύγχρονη Επιστημονική Τεχνογραφία (Θεσσαλονίκη:
Σταμούλης, 2014), 57-122.
30
ΕΛΟΤ, Ελληνικό πρότυπο 822 (Αθήνα: ΕΛΟΤ, 1994).

[18]
3. Ο Μακεδονικός Αγώνας και η
εμπλοκή της Εκκλησίας

3.1 Τα προγενέστερα γεγονότα που οδήγησαν στη σύγκρουση

Όπως είδαμε, η κρίσιμη διεκδικούμενη κατά το Μακεδονικό Αγώνα περιοχή ήταν


η λεγόμενη «μεσαία ζώνη». Εννοείται η περιοχή μεταξύ βόρειας γραμμής (Αχρίδα,
Κρούσοβο, Περλεπές, Μοναστήρι και έως το Νέστο), και νότιας γραμμής (Γράμμος,
Φλώρινα, Έδεσσα, βορείως Κοζάνης, Θεσσαλονίκης, Σέρρες και Δράμα)31. Η
περιοχή αυτή ήταν σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό μικτή γλωσσικά και εκκλησιαστικά,
σε αντίθεση με τη Βόρεια και τη Νότια ζώνη, όπου η πλάστιγγα έγερνε αποφασιστικά
υπέρ της Βουλγαρικής και Ελληνικής πλευράς αντιστοίχως. Στη Μεσαία ζώνη
επικεντρωνόταν η διαπάλη Πατριαρχείου και Εξαρχίας. Στην περιοχή αυτή, όπως και
πολύ περισσότερο στη Βόρεια, είχαν διεισδύσει σώματα της ΕΜΕΟ. Η -τότε- πυκνή
σλαβόφωνη πληθυσμιακή σύνθεση της δυτικής πλευράς της Μεσαίας ζώνης έδωσε
στην εν λόγω Οργάνωση μια υπολογίσιμη βάση.
«Γραικομάνους» ονόμαζαν οι Βούλγαροι όσους σλαβόφωνους επέμεναν, παρά
τους εκβιασμούς και την τρομοκρατία, να παραμένουν πιστοί στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο και ξένοι προς τη βουλγαρική εθνική ιδέα. Αυτό για τους Βουλγάρους
ήταν ακατανόητο. Παρά τον πακτωλό χρημάτων που είχε δαπανήσει το βουλγαρικό
κράτος για να εκβουλγαρίσει, ή έστω να προσεταιριστεί τους σλαβόφωνους, οι οποίοι
τόσο πολύ έμοιαζαν με τους Βουλγάρους σε ήθη και έθιμα, αυτό στάθηκε
ατελέσφορο. Ακόμα και όταν άρχισε η τρομοκρατία της ΕΜΕΟ (μια ένοπλη ένταση
όπου καθένας επέλεγε αναγκαστικά στρατόπεδο, αυτό που ψυχολογικά αισθανόταν
εγγύτερα) οι περισσότεροι σλαβόφωνοι έμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο 32.
Πρώτα με την πειθώ και έπειτα με τη βία, οι Κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ αφενός
πίεζαν κυρίως τους σλαβόφωνους να δηλώσουν Εξαρχικοί και εξουδετέρωναν κάθε
αντίθετη φωνή, με πρώτο τον πατριαρχικό παπά και το Έλληνα δάσκαλο, αφετέρου
ήθελαν να προετοιμάσουν ένα επαναστατικό κίνημα, το οποίο θα έδινε αφορμή στις

31
Μητροπολίτης Ανδρέας Νανάκης, Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός (Κατερίνη: Τέρτιος,1990), 65-66.
32
Κ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού- Θράκη (Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη,
1990), 237.

[19]
Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν, όπως είχε γίνει στην Κρήτη το 189833. Δεδομένου
ότι οι Πατριαρχικοί, όντας σε άμυνα, δεν είχαν παρά να καλούν τις οθωμανικές αρχές
για προστασία, η βουλγαρική Οργάνωση μονοπωλούσε την επαναστατική
αντιτουρκική ιδεολογία34. Η ηγεσία της εν λόγω Οργάνωσης, όπως και των
Βερχοβιστών, προέκρινε πως έπρεπε να κηρύξει την επανάσταση, για να μη χάσει τη
δυναμική του το κίνημα και επειδή οι πόροι από τη Βουλγαρία, όσο περνούσαν τα
χρόνια, εξαντλούνταν. Η ήττα στον πόλεμο του 1897 έδωσε στους Βούλγαρους ένα
ευρύ πεδίο δράσης. Οι αντιδρώντες στην Εξαρχία, ιερείς, δάσκαλοι, πρόκριτοι, αλλά
και απλοί λαϊκοί εκτελούνταν κατά δεκάδες από τους κομιτατζήδες35.
Εν τω μεταξύ, η πατριαρχική πλευρά ενίσχυε τις θέσεις της. Συγκεκριμένα, νέοι
κληρικοί, απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, είχαν ανδρωθεί όχι μόνο με
την πίστη στο Ρωμαίικο Γένος, αλλά με ισχυρότατες αναφορές στο ελληνικό έθνος36.
Διότι, μετά από τόσους αιώνες κτηνώδους μεταχείρισης όχι μόνο των Ορθοδόξων
από τους Οθωμανούς, αλλά και του ίδιου του Ορθόδοξου Χριστιανισμού ως τέτοιου,
οι υπόδουλοι πληθυσμοί όλων των εθνοτήτων είχαν πάρει πλέον τις αποφάσεις τους.
Συγκεκριμένα, ήθελαν να εργαστούν μαζί με τα αντίστοιχα εθνικά κράτη,
απεμπολώντας στην πράξη οποιαδήποτε νομιμοφροσύνη υπέρ του Οθωμανικού
κράτους. Και όλα αυτά παρά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Οθωμανικού
κράτους -περίοδος του Τανζιμάτ- με τις οποίες προσπάθησαν να ενισχύσουν τη
νομιμοφροσύνη των Ορθοδόξων. Στο πλαίσιο αυτό, και σε όλα τα επίπεδα λαϊκής
βάσης και ηγεσίας, η παραδοσιακή αντίληψη του Πατριαρχείου για εθνική
αποκατάσταση των Ρωμιών μέσα από έναν μετασχηματισμό της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας σε χριστιανική θεωρούνταν πλέον παρωχημένη. Όπως επίσης και η
αντίληψη ότι το Γένος των Ορθοδόξων μπορούσε να βρει μια δίκαιη μεταχείριση,
αλλά και προστασία από τους κομιτατζήδες, χρησιμοποιώντας εσωτερικά νομικά και
άλλα μέσα του Οθωμανικού κράτους37.

33
Κρίστε Μισίρκωφ, Μακεδονικές υποθέσεις, μετάφρ. Δ. Καραγιάννης (Αθήνα: Πετσίβας, 2003),
17.
34
Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών/ Κεντρική Υπηρεσία/ Άνευ Αριθμού Κατατάξεως/ζ, Προξενείο
Μοναστηρίου 1902: Κουζές - Πεζάς προς Ζαΐμη, Μοναστήρι, 31 Ιαν. 1902, αρ. πρωτ. 46.
35
Βλάσιος Φειδάς, «Ιστορική εξέλιξη της οργανώσεως της Εκκλησίας», Επιστημονική Επετηρίδα
της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Α', Τιμητικόν Αφιέρωμα εις Ανδρέαν
Θεοδώρου,35-74.
36
Μητροπολίτης Ανδρέας Νανάκης, Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός (Κατερίνη: Τέρτιος,1990), 74.
37
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 216.

[20]
Ο Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄ τοποθέτησε επισκόπους της νέας αυτής γενιάς
κληρικών σε καίριες μακεδονικές πόλεις. Το 1900 στη Μητρόπολη Καστοριάς
εγκαταστάθηκε ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μαχητικός και αγωνιστικός, εμβληματική
μορφή του Μακεδονικού Αγώνα. Το 1902 εγκαταστάθηκε στη Δράμα ως
Μητροπολίτης ο άγιος Χρυσόστομος Καλαφάτης, μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης.
Το ίδιο έτος στη Στρώμνιτσα ο άγιος Γρηγόριος Ωρολογάς (μετέπειτα Κυδωνιών). Το
1903 εγκαταστάθηκαν στις έδρες τους ο Ιωακείμ Φορόπουλος στη Μητρόπολη
Πελαγονίας, ο Θεοδώρητος Νευροκοπίου και ο Αλέξανδρος Θεσσαλονίκης 38.
Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία στην προπαρασκευαστική του Αγώνα δράση του
Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού. Όταν, το 1900 εγκαταστάθηκε ως μητροπολίτης
στην Καστοριά, βρήκε την επαρχία του σε άθλια κατάσταση. Λόγω και του ατυχούς
πολέμου του 1897, οι Βούλγαροι είχαν βρει την ευκαιρία να γενικεύσουν τη δράση
τους. Πράγματι, οι δύο αρχικές συμμορίες στην περιοχή των Κορεστίων
πολλαπλασιάστηκαν. Πρώτοι στόχοι τους, όπως είδαμε, ήταν οι Έλληνες δάσκαλοι
και οι πατριαρχικοί ιερείς, πολλοί από τους οποίους δολοφονήθηκαν. Αλλά και από
τους λοιπούς λαϊκούς οι Βούλγαροι είχαν προγράψει και προέγραφαν συνεχώς και
άλλους, με αποτέλεσμα να τους αναζητούν και να τους σκοτώνουν, συχνά μαζί με
όσους συγγενείς τους, ακόμα και γυναικόπαιδα, έβρισκαν επί τόπου. Η τακτική των
κομιτατζήδων ήταν η εξής: συγκέντρωναν τους χωρικούς νύχτα στην εκκλησία του
χωριού, και υπό την απειλή των όπλων τούς όρκιζαν στο κομιτάτο και τους
αποσπούσαν δηλώσεις ένταξης στην Εξαρχία. Κάτω από αυτή την πίεση, οι δάσκαλοι
και οι ιερείς των χωριών έφευγαν από τις θέσεις τους για την Καστοριά, όπου υπήρχε
ασφάλεια, ή αν έμεναν στις θέσεις τους σιωπούσαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο
Μητροπολίτης Γερμανός ήρθε σε μια πρώτη επαφή με τον Έλληνα πρόξενο
Μοναστηρίου, τον Πεζά. Του εξέθεσε την κατάσταση και συνέταξε μια επιστολή
ζητώντας την αποστολή ελληνικών σωμάτων στην περιοχή, χωρίς όμως
αποτέλεσμα39. Οι συνθήκες ζωής του Πατριαρχικού ποιμνίου στη Μακεδονία είχαν
γίνει τραγικές. Αναγκάζονταν να στερούνται την υπαγωγή στη νόμιμη κανονική
εκκλησιαστική αρχή, να τροφοδοτούν τα βουλγαρικά σώματα, να συμβιβάζονται με

38
Μητροπολίτης Ανδρέας Νανάκης, Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός (Εκδόσεις Τέρτιος:1990), 74-75.
39
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης , 2010), 29-30, 109-110

[21]
τους φόνους ιερέων, δασκάλων, προκρίτων και απλών πατριωτών, και να δέχονται
κάθε πτυχή της εξουσίας των ένοπλων βουλγαρικών σωμάτων40.
Τότε ο Μητροπολίτης αποφάσισε να προσεταιριστεί ορισμένους εξαρχικούς
αρχηγούς σωμάτων. Ο πρώτος με τον οποίο συναντήθηκε ήταν ο Καπετάν Κώτας από
τη Ρούλια, ο οποίος προηγουμένως ήταν πατριαρχικός. Ο καπετάν Κώτας στην
πραγματικότητα δεν έκανε διάκριση μεταξύ πατριαρχικών και εξαρχικών, για αυτό
μόλις διαφώνησε με ορισμένους κομιτατζήδες, συνέχισε ως ανεξάρτητος τη δράση
του. Ο Μητροπολίτης Γερμανός τον έπεισε να εργαστεί για την ελληνική υπόθεση, να
ενταχθεί στο Ελληνικό Κομιτάτο και να αναλάβει την προστασία των χωριών της
περιοχής του. Ο ίδιος Μητροπολίτης ανέλαβε την υποχρέωση να συντηρεί το ένοπλο
σώμα του τελευταίου. Τα δύο παιδιά του Κώτα προωθήθηκαν για σπουδές στην
Αθήνα, κατόπιν συνεννόησης με τον Παύλο Μελά και προφανώς, για ασφάλεια41. Οι
συνεννοήσεις, αλλά και οι διαφωνίες του Κώτα με τους εξαρχικούς, που τον
κατηγορούσαν για Γραικομάνο, συνεχίστηκαν.
Στις αρχές του 1901 ο Γερμανός περιόδευσε σε όλα τα σλαβόφωνα χωριά των
Κορεστίων. Λειτούργησε σε πολλά εξαρχικά χωριά, πάντα φρουρούμενος και
οπλισμένος ο ίδιος. Παρά την άρνηση που συναντούσε για να λειτουργήσει εκεί,
χρησιμοποιούσε πολύ δυναμικά μέσα, ακόμα και σπάζοντας την πόρτα του ναού
(όπως στο Κονομπλάτι). Πολλά από αυτά τα χωριά επέστρεψαν στο Πατριαρχείο και
γενικά το πατριαρχικό στοιχείο αναθάρρησε42.
Ο Γερμανός, ο οποίος οπλοφορούσε πάντα για αυτοάμυνα, ήταν σε συνεργασία
όχι μόνο με ντόπιους οπλαρχηγούς, τους οποίους με αυτοπρόσωπη παρέμβασή του
τούς αποσπούσε από την ΕΜΕΟ (σχεδόν αποκλειστικά σλαβόφωνους), αλλά και
κατά περίπτωση με τον οθωμανικό στρατό. Ο ίδιος συνέχισε την τακτική του να
περιοδεύει στα χωριά με ενόπλους για να λειτουργήσει και όπου συναντούσε
αντίδραση η απάντησή του ήταν δυναμική, ακόμα και με απειλές κατά της ζωής των
χωρικών (όπως στο Ζέλενιτς). Οι αφιχθέντες εκείνη τη χρονιά Κρητικοί εθελοντές
έδωσαν μια επιπλέον ενίσχυση στο διαμορφούμενο ένοπλο δυναμικό της
Πατριαρχικής πλευράς. Από την άλλη πλευρά οι Βούλγαροι συνέχιζαν μέσω των
φόνων ιερέων και δασκάλων να προσπαθούν να επιβληθούν απόλυτα43.

40
Γ. Νικολούδης, Το Μακεδονικό Ζήτημα, παρελθόν και παρόν (Αθήνα: Ηρόδοτος, 2015), 48.
41
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης , 2010), 32.
42
Στο ίδιο, 34.
43
Στο ίδιο, 46.

[22]
Τον Οκτώβριο του 1902 εκδηλώθηκε ένοπλο κίνημα οργανωμένο από τους
Βερχοβιστές, το οποίο επικεντρώθηκε σε περιοχές που συνόρευαν με τη Βουλγαρία.
Το κίνημα καταπνίγηκε από τον οθωμανικό στρατό και τους άτακτους
Μουσουλμάνους, έδωσε όμως την αφορμή για τη διπλωματική παρέμβαση των
Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, ενώ η Ελλάδα μη θέλοντας να ριψοκινδυνέψει μια
αυτοτελή ανάμειξη προσέγγιζε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία και
δήλωνε υπέρ του status quo και της τήρησης της τάξης στη Μακεδονία, τον
Φεβρουάριο του 1903 οι Μεγάλες Δυνάμεις παρουσίασαν στον σουλτάνο το «Σχέδιο
της Βιέννης», το οποίο αυτός δέχθηκε για να αποφύγει χειρότερες εξελίξεις. Το εν
λόγω σχέδιο προέβλεπε την αποστολή γενικού επιθεωρητή στη Θεσσαλονίκη, με
αρμοδιότητα στα τρία μακεδονικά βιλαέτια, επάνδρωση της χωροφυλακής και από
Χριστιανούς καθώς και φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Παρ’ όλα αυτά το σχέδιο
έμεινε εν πολλοίς ανεφάρμοστο44. Δόθηκε όμως γενική αμνηστία και οι Οθωμανοί
προσπάθησαν να προσεγγίσουν το ελληνικό στοιχείο για να αντιμετωπίσουν τους
βούλγαρους Κομιτατζήδες. Η αμνηστία όμως είχε ως αποτέλεσμα την επιστροφή των
συλληφθέντων στις ομάδες τους. Έτσι, η αναταραχή συνεχίστηκε και επεκτάθηκε,
ακόμα και μέσα στη Θεσσαλονίκη.
Μετά την αποτυχία του κινήματος του 1902 οι περισσότεροι κομιτατζήδες
κατέφυγαν στη Βουλγαρία. Με την κήρυξη όμως της γενικής αμνηστίας, περίπου
2000 απελευθερωθέντες αντάρτες κατέφυγαν και πάλι στις ομάδες τους. Εξαιτίας
αυτών η πίεση στα πατριαρχικά χωριά για ένταξη στην Εξαρχία εντάθηκε και πάλι.
Η νέα τακτική των κομιτατζήδων ήταν η συχνή είσοδος και παραμονή στα
πατριαρχικά χωριά, γιατί υπολόγιζαν ότι εκεί οι Τούρκοι δεν θα τους χτυπούσαν,
αλλά κι αν το έκαναν οι χωρικοί θα στρέφονταν υπέρ τους. Ταυτόχρονα, εφάρμοσαν
υποχρεωτική στρατολογία, φορολογία και απαγόρευαν στους χωρικούς να
πληρώνουν φόρους στους Τούρκους ή να προσφεύγουν στα οθωμανικά δικαστήρια.
Οι επαγγελίες τους από την άλλη πλευρά ήταν η διανομή των τσιφλικιών στους
αγρότες. Κατά τους υπολογισμούς του Χιλμή Πασά εκείνη την εποχή δρούσαν στην
Μακεδονία 2700 Βούλγαροι ένοπλοι, εκ των οποίων 1200 στην Δυτική Μακεδονία45.
Λίγο πριν την εξέγερση του Ίλιντεν συγκεντρώθηκε στο χωριό Σμαρδέσι όλη η
ηγεσία της ΕΜΕΟ για να καθορίσει τις λεπτομέρειες της εξέγερσης. Ο Γερμανός το

44
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 230.
45
Στο ίδιο, 230.

[23]
έμαθε και ειδοποίησε τους Οθωμανούς για να τους εξοντώσουν. Παρόλα αυτά, είτε
από δωροδοκία του Τουρκαλβανού διοικητή, είτε από ανικανότητα, τα πράγματα
εξελίχθηκαν διαφορετικά. Συγκεκριμένα, οι Τούρκοι κύκλωσαν το χωριό και
κάλεσαν τους Βουλγάρους να παραδοθούν. Όμως κατά τη διάρκεια των
συνεννοήσεων, και ενώ οι δεύτεροι χρονοτριβούσαν, έστειλαν στα γύρω χωριά
κρυφά και ειδοποίησαν να έρθουν σε ενίσχυσή τους δυνάμεις της ΕΜΕΟ από όλη τη
γύρω περιοχή. Τότε οι Οθωμανοί βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών και όλη η ηγεσία της
οργάνωσης διέφυγε τραγουδώντας το βουλγαρικό ύμνο46.
Οι πληροφορίες και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων μηνών του 1903
έδινε την εντύπωση ότι ετοιμαζόταν γενική εξέγερση της βουλγαρικής οργάνωσης.
Πολλοί σλαβόφωνοι εργαζόμενοι στις πόλεις γύριζαν στα χωριά τους, η διακίνηση
και η διανομή όπλων είχε ενταθεί. Ο Ρώσος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη εκτιμούσε
πως οι κομιτατζήδες ετοιμάζονταν να χτυπήσουν συγκοινωνίες και διοικητικά
κέντρα, και αφού βγάλουν τον πληθυσμό στο βουνό να αρχίσουν έναν παρατεταμένο
πόλεμο, για να αναγκάσουν τις δυνάμεις να επέμβουν ανοικτά, στρατιωτικά και έτσι
να λύσουν το θέμα σύμφωνα με τους βουλγαρικούς σχεδιασμούς.
Τον Απρίλιο σημειώθηκαν εμπρηστικές επιθέσεις από Βουλγάρους σε πολλά
νευραλγικά σημεία της Θεσσαλονίκης. Στην πόλη κηρύχθηκε στρατιωτικός νόμος και
τα θύματα ήταν πολλά, τόσο από τις βόμβες όσο και από τις τουρκικές αντεκδικήσεις.
Εν τω μεταξύ κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, η Βουλγαρία, επισήμως
τουλάχιστον, διέλυσε τις επιτροπές των Βερχοβιστών και των Σεντραλιστών, όπως
και τις κατά τόπους μακεδονικές επιτροπές, ενώ φυλάκισε αρκετά στελέχη τους. Εδώ
όμως τίθεται το ερώτημα εάν ήταν ειλικρινείς οι προθέσεις της ή απλά προέβη σε
επιφανειακές κινήσεις, αφού ταυτόχρονα δήλωνε ότι δεν μπορούσε να ελέγξει τις
ένοπλες ομάδες που διέσχιζαν τα σύνορά της47.
Τον Απρίλιο σε σύσκεψη στο Σμίλεβο η ΕΜΕΟ με την προεδρία του Γκρούεφ και
την παρουσία του Σαράφωφ, έκρινε πως δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα της εξέγερσης
και πως οι άμαχοι θα οδηγούνταν σε σφαγή. Από την άλλη, οι Οθωμανοί είχαν
εντείνει την καταδίωξη, ενισχυμένοι με δυνάμεις από την Αλβανία. Πολλοί
σημαντικοί αρχηγοί των Βουλγάρων σκοτώθηκαν, μεταξύ αυτών και ο Γκότσε
Ντέλτσεφ. Η αποτελεσματικότητα των τουρκικών ενεργειών για τη διάλυση των νέων

46
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010) 89-90.
47
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 230-232.

[24]
ομάδων οι οποίες έρχονταν από την Βουλγαρία και η αντιπάθεια των πατριαρχικών
χωρικών, που κατέδιδαν τα μέλη του βουλγαρικού κομιτάτου στις οθωμανικές αρχές,
έδωσαν την εντύπωση στην ηγεσία της οργάνωσης ότι ο χρόνος κυλούσε εναντίον
της. Αλλά και η ενισχυμένη πεποίθηση ότι η Ρωσία θα επενέβαινε με την έναρξη της
εξέγερσης, συνέτεινε στον ορισμό της εξέγερσης για τις 20 Ιουλίου/2 Αυγούστου,
εορτή του Προφήτη Ηλία (Ίλιν-ντεν στα σλαβικά)48.
Η εξέγερση κηρύχτηκε στο Σμίλεβο και η είδηση μεταδόθηκε από πράκτορες με
φωτιές και καμπάνες των εκκλησιών. Το πρώτο μέλημα των εξεγερμένων ήταν να
βγάλουν όλον τον πληθυσμό στο βουνό για να τους εξοπλίσουν εκεί. Εννοείται ότι
πολλοί εξ αυτών δεν βγήκαν με τη θέληση τους. Ορισμένοι έκαιγαν πατριαρχικά
σπίτια ή σκότωναν Τούρκους. Τότε πλήθος οπλισμένων χωρικών κατέφυγαν στον
Κώτα. Αυτός πήρε μέρος στην εξέγερση, αν και είναι δύσκολο να διευκρινιστεί το
σκεπτικό του. Επέμενε, ακόμα και την ύστατη ώρα, να μην κάνει διακρίσεις μεταξύ
πατριαρχικών και κομιτατζήδων και να θέλει μόνο την ελευθερία από τον τουρκικό
ζυγό49. Από την άλλη πλευρά οι Οθωμανοί, μη θέλοντας να αποδυναμώσουν τις
φρουρές των βουλγαρικών συνόρων, χρησιμοποίησαν σε μεγάλη κλίμακα άτακτους
Μουσουλμάνους.
Παρ’ όλον τον σχεδιασμό για πρόκληση χάους στις πόλεις της Δ. Μακεδονίας, η
Καστοριά, η Φλώρινα και το Μοναστήρι δεν επιχειρήθηκε να προσβληθούν. Μόνο
στο Κρούσοβο, οι δυνάμεις της ΕΜΕΟ εξουδετέρωσαν την τουρκική φρουρά και
ανακήρυξαν την ολιγοήμερη «Δημοκρατία του Κρουσόβου». Στο Κρούσοβο στήθηκε
δικαστήριο «προδοτών», το οποίο εκτέλεσε κυρίως πατριαρχικούς50. Ακολούθως
Οθωμανοί εφεδρικοί και άτακτοι έφτασαν στην πόλη. Τότε, κατόπιν συμφωνίας οι
ένοπλοι Σλάβοι έφυγαν, όμως οι άτακτοι στρατιώτες μπήκαν καίγοντας, σκοτώνοντας
και καταστρέφοντας. Ακολούθως κάηκαν πολλά χωριά από τον στρατό και τους
ατάκτους, με πολλά θύματα. Στο τέλος Αυγούστου η εξέγερση είχε λήξει, με μεγάλες
απώλειες για τους επαναστάτες. Ο Τσακαλάρωφ διέφυγε στην Ελλάδα και
συνελήφθη, σύντομα όμως απελευθερώθηκε και τελικά πήγε στη Σόφια. Ανεξάρτητα
από την ΕΜΕΟ κινήθηκαν οι Βερχοβιστές κοντά στα βουλγαρικά σύνορα, καίγοντας

48
Στο ίδιο, 231.
49
Στο ίδιο, 236-237.
50
Γ. Νικολούδης, Το Μακεδονικό Ζήτημα, παρελθόν και παρόν (Αθήνα: Ηρόδοτος, 2015), 50.

[25]
μουσουλμανικά χωριά. Οι Τούρκοι αντέδρασαν με αγριότητα, κατέστρεψαν αρκετά
χωριά και 12.000 κάτοικοι έφυγαν πρόσφυγες στη Βουλγαρία51.
Το 1903, στην εξέγερση του Ίλιντεν, ο Γερμανός και η φρουρά του έμειναν στην
Καστοριά περιμένοντας την έκβαση. Ο διοικητής των Οθωμανικών στρατευμάτων
Χουσεΐν Χουσνή πασάς, φίλος του Γερμανού, κατά παράκλησή του δεν έκαψε μεικτά
ή ελληνικά χωριά. Στη Μητρόπολη κατέφθασαν πολλοί πληγέντες άμαχοι και ο
Γερμανός, με την υλική υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, τους περιέθαλψε.
Ταυτόχρονα, φρόντισε να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο όσοι από αυτούς ήταν
εξαρχικοί. Σε ορισμένα μοναστήρια της περιφέρειάς του κατέφυγαν άμαχοι, όπως και
πολλοί εξαρχικοί ιερείς, αλλά και κορυφαία τοπικά στελέχη του βουλγαρικού
κομιτάτου, ζητώντας να τους σώσει. Ο ίδιος το έπραξε. Το ίδιο έπραξαν και πολλοί
χωρικοί με κίνδυνο της ζωής τους, φυγαδεύοντάς τους στη Βουλγαρία. Παρ’ όλα
αυτά, τόσο ο βουλγαρικός τύπος όσο και μεγάλη μερίδα του ευρωπαϊκού τύπου, στην
πλειοψηφία του φιλοβουλγαρικού, εμφάνιζε το Μητροπολίτη Γερμανό ως σφαγέα
αμάχων Βουλγάρων.
Πάνω στην γενικότερη σύγχυση ο Γερμανός διέλυσε με τη βία το βουλγαρικό
Γυμνάσιο Καστοριάς, θεωρητικό όργανο της βουλγαρικής εθνικής ιδέας και
πρακτικής, από το οποίο αποφοιτούσαν φανατικοί κομιτατζήδες. Ο δε διευθυντής του
και γενικός διευθυντής του βουλγαρικού κομιτάτου Καστοριάς και Φλώρινας, Λάζος
Παπά Τράικωφ, πληγώθηκε σε μια συμπλοκή με Τούρκους και εκτελέστηκε από
τρεις Πατριαρχικούς52.
Την ίδια περίοδο η βουλγαρική κυβέρνηση είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως από τους
Ρώσους και τους Αυστριακούς ότι είχε δοθεί στην Τουρκία απόλυτη ελευθερία
κινήσεων για να καταστείλει το κίνημα. Για αυτό οι εν λόγω δυνάμεις δεν
αντέδρασαν. Σε κάθε περίπτωση, το σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» δεν
μπόρεσε να κινητοποιήσει το σύνολο του σλαβόφωνου στοιχείου. Παρά τις
υποσχέσεις για βουλγαρική και ρωσική βοήθεια, ο συντηρητισμός των χωρικών, οι
οποίοι ήξεραν τη σκληρότητα των τουρκικών αντιποίνων, ήταν εμφανής. Εξίσου
εμφανής ήταν η ανυπαρξία ισχυρής επαναστατικής ιδεολογίας. Η απουσία ιδεολογίας
έδωσε τη θέση της στα πάγια οικονομικά αιτήματα των Χριστιανών για μοίρασμα
των τσιφλικιών των μπέηδων, κλπ. Βέβαια, όταν και αυτά δε στάθηκαν αρκετά, οι

51
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 231.
52
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010) 49-52.

[26]
επαναστάτες άρχισαν να χτυπούν αμάχους μουσουλμάνους για να προκαλέσουν
τουρκικά αντίποινα.
Η προσπάθεια των Βουλγάρων για διείσδυση σε μη καθαρά βουλγαρικές περιοχές
δεν είχε ιδιαίτερα αποτελέσματα, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των σλαβοφώνων
της μεσαίας γεωγραφικής ζώνης, καθώς και οι βλαχόφωνοι, έμειναν πιστοί στο
Πατριαρχείο. Η δε τρομοκρατία της ΕΜΕΟ και των Βερχοβιστών προκάλεσε έντονα
αντιβουλγαρικά αισθήματα. 53.
Το κίνημα, παρά την αποτυχία του, πέτυχε να διεθνοποιήσει το ζήτημα και
ουσιαστικά να κατοχυρώσει τη βουλγαρική διεκδίκηση ως την μόνη δίκαια και
υπαρκτή. Πλέον, μετά από μια δεκαετία ένοπλων και αιματηρών συγκρούσεων, είχαν
δημιουργηθεί δύο ευδιάκριτοι πυρήνες: ένας βουλγαρικός/εξαρχικός και ένας
ελληνικός/πατριαρχικός. Αυτοί οι πυρήνες, πολλές φορές λειτουργούσαν ως πολιτικές
παρατάξεις Βουλγαριζόντων και Ελληνιζόντων, διότι η εθνική συνείδηση των
κατοίκων της Μακεδονίας δεν είχε ακόμα σφυρηλατηθεί, τουλάχιστον πλήρως. Οι
προαναφερόμενες παρατάξεις, με μέλη ομόγλωσσα και συγγενικά, είχαν αποκτήσει
πλέον αβυσσαλέες διαφορές και μίσος, ασύγκριτα μεγαλύτερα από τις αρχικές,
ιδεολογικής χροιάς διαφορές54.
Η Ελλάδα από το 1897 μέχρι το 1904 δεν προέβη σε καμία ενέργεια στη
Μακεδονία. Η Εθνική Εταιρία θεωρήθηκε υπεύθυνη για την ήττα στον ατυχή πόλεμο
του 1897 και διαλύθηκε από την κυβέρνηση το 1900. Όμως πολλοί αξιόλογοι,
μορφωμένοι και πατριώτες αξιωματικοί, βρίσκονταν ακόμα σε συνεννόηση μεταξύ
τους για το τι δέον γενέσθαι στη Μακεδονία, έχοντας και πληροφόρηση από δικούς
τους ανθρώπους εκεί: Παύλος Μελάς, Γ. Τσόντος κ.ά.
Από την άλλη ο Ελληνισμός και το πατριαρχικό στοιχείο στη Μακεδονία
αυτοαμύνθηκε. Χωριά ολόκληρα αψηφούσαν τις ένοπλες απειλές και παρέμειναν
πιστά στο Πατριαρχείο. Ακόμα και όσα δήλωναν εξαρχικά με την πίεση των όπλων,
αναζητούσαν ευκαιρία να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. Τελικά, η επιλογή
στρατοπέδου και ταυτότητας δεν είχε ως κριτήριο τη γλώσσα, αλλά, όπως
εξελίχθηκαν τα γεγονότα, η κυριότερη διαχωριστική γραμμή ήταν η συμμετοχή ή μη
στην εξέγερση του Ίλιντεν, στην οποία οι Πατριαρχικοί δεν είχαν συμμετάσχει. Η μη

53
Αναστάσιος Γ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία: Από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
έως σήμερα (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012), 106.
54
Βασίλης Κ. Γούναρης, «Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, Η πορεία της ενσωμάτωσης στο
ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940», Μακεδονικά, 29, (1994): 218.

[27]
συμμετοχή σημαντικών δυνάμεων της Μακεδονίας ήταν μια από τις αιτίες της
αποτυχίας. Η ΕΜΕΟ δεν θα συνερχόταν ποτέ από την αποτυχία αυτή, έτσι δόθηκε
χώρος στις ελληνικές δυνάμεις να δράσουν55.
Το 1903 ήταν η χρονιά που έγινε στην Αθήνα αισθητός ο κίνδυνος να χαθεί η
Μακεδονία56. Τότε ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο, με πρόεδρο τον Δημήτριο
Καλαποθάκη, διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός». Το Μακεδονικό Κομιτάτο
οργάνωσε τον αγώνα στη Δυτική Μακεδονία, ενώ η κυβέρνηση Θεοτόκη διόρισε τον
Λάμπρο Κορομηλά ως γενικό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, με ταυτόχρονη αλλαγή
πολιτικής στο Μακεδονικό ζήτημα.
Εν τω μεταξύ οι σχέσεις του Μητροπολίτη Γερμανού με την οθωμανική διοίκηση
είχαν προκαλέσει ανησυχία στην Αθήνα. Η ανησυχία αυτή διαλύθηκε όταν ο
Μητροπολίτης άρχισε να αλληλογραφεί με ιδιώτες στην Ελλάδα, όπως ο Παύλος
Μελάς και ο Ίων Δραγούμης, οι οποίοι νοιάζονταν για τη μακεδονική υπόθεση.
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, όπου εμπορευόταν ο
πατέρας του. Λόγω της ενεργού ανάμειξης του πατέρα του σε εθνικές οργανώσεις,
ζούσε από μικρός τον πυρετό των εθνικών θεμάτων και της προσπάθειας για εθνική
ολοκλήρωση. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων ως αξιωματικός και παντρεύτηκε
τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του Μακεδόνα Στέφανου Δραγούμη, πολιτικού και
υπουργού στην κυβέρνηση Τρικούπη. Η οικία των Δραγούμηδων ήταν το κέντρο των
ειδήσεων από τη Μακεδονία, σε ότι αφορούσε τη βουλγαρική προπαγάνδα και
ένοπλη δράση. Ταυτόχρονα, απηχούσε τον ανάγλυφο κίνδυνο να χαθεί η περιοχή
αυτή για την Ελλάδα. Ύστερα από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στον οποίο
συμμετείχε ο Παύλος Μελάς, άρχισε να συνεννοείται με παλιούς γνώριμούς του,
(Τσόντο, Μαζαράκη, Κατεχάκη, Εξαδάκτυλο, κ.ά.) και να αλληλογραφεί με τον
Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό. Η ιδέα που τους διακατείχε όλους ήταν η
δημιουργία μιας ένοπλης οργάνωσης στη Μακεδονία. Τον Νοέμβριο του 1902 ο
αδελφός της Ναταλίας, Ίων Δραγούμης διορίστηκε υποπρόξενος στο Μοναστήρι.
Εκεί είχε ευρύ πεδίο δράσης, αρκετά ευρύτερο, τόσο σε δυνατότητες, όσο και
γεωγραφικά από εκείνο του Γερμανού για τη δημιουργία ελληνικής οργάνωσης57.

55
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 234.
56
Βλ. Αντ. Σπηλιωτόπουλος, Σχέδιον εθνικής ενεργείας εν Μακεδονία (Αθήνα: 1903).
57
Στο ίδιο, 238.

[28]
3.2 Η σύγκρουση και η εμπλοκή της Εκκλησίας.

3.2.1 Τα έτη 1904-1905.


Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ο μόνος απελευθερωτικός αγώνας του Νέου
Ελληνισμού, ο οποίος δόθηκε εναντίον δύο αντιπάλων. Η μαζικότητα της
συμμετοχής όλων των Πατριαρχικών -ελληνόφωνων, σλαβόφωνων, βλαχόφωνων και
αλβανόφωνων- της νότιας και μεσαίας ζώνης ήταν εντυπωσιακή.
Μετά από τις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του Γερμανού Καστοριάς το ελληνικό
κράτος αποφάσισε, σε κεντρικό επίπεδο, να δράσει. Μόλις ο Λάμπρος Κορομηλάς
έφτασε στη Θεσσαλονίκη, το ελληνικό προξενείο της πόλης μεταβλήθηκε σε αληθινό
στρατηγείο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Λάμπρος Κορομηλάς φρόντισε να
διανεμηθούν όπλα σε Πατριαρχικούς. Πολλές φορές τα όπλα που προωθούνταν μέσω
των εκβολών του Πηνειού, αποθηκεύονταν στα υπόγεια του Προξενείου58. Ο ίδιος
ζήτησε και έλαβε ως βοηθούς, γραμματείς επισήμως, νέους αξιωματικούς, οι οποίοι
θα κατόπτευαν την κάθε περιοχή και θα οργάνωναν το δίκτυο της ελληνικής
Οργάνωσης, η οποία θα αποτελούνταν από πληροφοριοδότες, οδηγούς, τροφοδότες,
επιτροπές σε κάθε χωριό, αλλά και ενόπλους. Πράγματι, οι εν λόγω αξιωματικοί
(Εξαδάκτυλος, Κ. Μαζαράκης, Σπυριμίλιος κ.ά. ) άρχισαν τη μελέτη του τόπου και
βρήκαν συνεργάτες ανά διαμερίσματα. Επίσης, επέλεξαν σημεία αποθήκευσης όπλων
και πυρομαχικών.
Αργότερα η επιτυχής αυτή τακτική οδήγησε στην αποστολή και άλλων
αξιωματικών σε άλλα προξενεία (Σερρών, Καβάλας και Αδριανούπολης). Ορισμένοι
άλλοι υπηρέτησαν τον Αγώνα εισερχόμενοι στη Μακεδονία ως δάσκαλοι,
επιθεωρητές σχολείων, έμποροι, ακόμα και ως ιερείς. Στους τελευταίους
συγκαταλέγεται ο Αναγνωστάκος Ματαπάς, ηγούμενος της Μονής Όσσιανης. Όλοι
αυτοί άρχισαν συστηματική συνεργασία με τους πιο ενεργούς Πατριαρχικούς, οι
οποίοι είχαν σηκώσει επί μακρόν μόνοι τους το βάρος της αντίστασης ενάντια στους
κομιτατζήδες.

58
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999) 68.

[29]
Το 1904 στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης των Γιαννιτσών δρούσε το ισχυρότατο
σώμα του κομιτατζή Αποστόλη, ο οποίος δε δρούσε από εθνική ιδεολογία αλλά ήταν
ληστής με υποχρεώσεις στη Βουλγαρία. Υπήρχαν και άλλα αντίστοιχα σώματα στην
περιφέρεια Βιλαετίου Θεσσαλονίκης. Ο Κορομηλάς προσπάθησε να έρθει σε επαφή
με τον Αποστόλη για να τον προσεταιριστεί στην ελληνική υπόθεση. Πρότεινε επίσης
στον Χιλμή Πασά να εξοπλιστούν τα Πατριαρχικά χωριά για άμυνα από την ΕΜΕΟ.
Ο Χιλμή όμως προτιμούσε την κατάδοση στους Οθωμανούς, γι’ αυτό και δε
συμφωνούσε να δοθούν όπλα σε χριστιανικά χέρια.
Παράλληλα, εστάλη από το Μακεδονικό Κομιτάτο στη Δυτική Μακεδονία μια
επιτροπή, αποτελούμενη από τους Παύλο Μελά, Κολοκοτρώνη, Κοντούλη και
Παπούλια, οι οποίοι εισήλθαν μυστικά στην περιοχή για να συναντηθούν με
παράγοντες που μπορούσαν να στρατευθούν στην ελληνική υπόθεση. Η πρώτη τους
ενέργεια ήταν να συναντηθούν με τον Γερμανό, ο οποίος τους εξέθεσε την
κατάσταση. Εν συνεχεία ο ίδιος τους παρέδωσε στον Καπετάν Κώτα, για να γυρίσουν
τα χωριά και να δουν την κατάσταση ιδίοις όμμασιν. Τελικά, αποφασίστηκε να
σταλεί ο Παύλος Μελάς ως αρχηγός των σωμάτων Καστοριάς59. Η διεύθυνση του
Αγώνα στη Δ. Μακεδονία, ήδη από το 1904, αφέθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση
στο Μακεδονικό Κομιτάτο, το οποίο είχε ιδρύσει ο Καλαποθάκης. Η Κυβέρνηση αν
και δεν συμφωνούσε πάντα με τους χειρισμούς του τελευταίου, υποστήριζε όμως
αφειδώς με χρήματα και όπλα την προσπάθεια, η οποία ήταν χρήσιμο να φαίνεται ότι
διευθύνεται από ιδιωτικούς φορείς60.
Ο Μελάς ερχόμενος πάλι στη Μακεδονία, αυτή τη φορά για δράση, βρήκε ένα
δίκτυο ένοπλων σωμάτων και συνεργατών, το οποίο είχε δημιουργήσει ήδη ο
Γερμανός. Είχε οδηγίες από την Ελλάδα να μη συγκρουστεί με τον οθωμανικό
στρατό. Ο Μητροπολίτης τον συμβούλευσε να μην μπει απότομα στη ζώνη που
κυριαρχούσαν οι Κομιτατζήδες, αλλά σταδιακά. Αυτός όμως ήταν ασυγκράτητος,
καθώς ήταν φλεγόμενος από πατριωτισμό. Ως αρχηγός ενός σώματος από 36 άνδρες,
τέθηκε επικεφαλής όλων των σωμάτων της περιφέρειας Καστοριάς - Μοναστηρίου.
Πολλά χριστιανικά χωριά της επαρχίας Καστοριάς, μόλις πληροφορήθηκαν την
παρουσία του, ζήτησαν να επανέλθουν στο Πατριαρχείο. Υπήρξε αμείλικτος απέναντι
στους κομιτατζήδες: στην Πρεκοπάνα εκτελέστηκαν ο Βούλγαρος ιερέας και ο

59
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010) 59.
60
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 244

[30]
δάσκαλος, που κατείχαν ηγετικές θέσεις στη βουλγαρική οργάνωση. Ο Μελάς
συνέστησε, επίσης, επιτροπές άμυνας σε κάθε χωριό και κωμόπολη61. Παρ’ όλα αυτά,
χρησιμοποιούσε πολύ και τους λεπτούς τρόπους, την ευγένεια και κυρίως την πειθώ
στα βουλγαροχώρια, μέθοδος που αποδείχθηκε αποτελεσματική62. Ασκούσε, όπως
είδαμε, βία, αλλά απεχθανόταν τη στυγνή τρομοκρατία, γιατί θεωρούσε ότι έτσι θα
αντέγραφε τις ειδεχθείς μεθόδους των αντιπάλων του.
Όταν συνέβησαν τα προαναφερόμενα, κατέστη σαφές ότι η πολυπόθητη βοήθεια
από την Ελλάδα είχε πλέον φθάσει. Ο ελληνικός και γενικότερα ο φιλοπατριαρχικός
μακεδονικός πληθυσμός είχε ενθουσιαστεί με αυτή την εξέλιξη. Δεν ήταν μόνο η -
ισχνή στην αρχή- στρατιωτική ελληνική παρουσία, κυρίως ήταν η αίσθηση ότι το
πληθυσμιακό αυτό στοιχείο δεν ήταν πλέον μόνο του στον αγώνα κατά των
Βουλγάρων.
Η παρουσία 70 συγκεντρωμένων Ελλήνων ανταρτών στην περιοχή ενέπνευσε
τρόμο στους κομιτατζήδες, οι οποίοι απομακρύνονταν από την περιοχή μαζί με τους
πιο ενεργούς οπαδούς τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιορκία τους από τον Μελά
στη Νερέτη λύθηκε μόνον αφού αυτοί είχαν διαφύγει, αλλά και για να μη χτυπηθούν
πατριαρχικά και εξαρχικά γυναικόπαιδα. Ο Μελάς, αφού εκδικήθηκε αρκετά από τα
εγκλήματα των κομιτατζήδων, όντας στην Μπελκαμένη, έμαθε ότι σε κοντινό χωριό
βρισκόταν ο μεγάλος οπλαρχηγός της ΕΜΕΟ Μήτρος Βλάχος. Αμέσως του
επιτέθηκε, αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω του ότι κινήθηκαν εναντίον του
οι παρακείμενες τουρκικές δυνάμεις. Τελικά, αποσύρθηκε στη Στάτιστα (σημερινό
χωριό που φέρει το όνομά του) για ανάπαυση. Ο Μήτρος Βλάχος το πληροφορήθηκε
και θέλησε ύπουλα να τον εξοντώσει. Ειδοποίησε μέσω τρίτου τους Τούρκους και με
ένα γράμμα στα ελληνικά τους πληροφορούσε ότι στη Στάτιστα κρύβεται ο ίδιος ο
Μήτρος Βλάχος. Τότε οι Τούρκοι έφτασαν αμέσως στο χωριό. Αρχικά οι Έλληνες
περιορίστηκαν σε άμυνα, μόλις όμως νύχτωσε επιχείρησαν έξοδο, με πρώτο τον
Μελά, ο οποίος τραυματίστηκε και ξεψύχησε λίγο αργότερα63. Το σώμα του
παρέμεινε επιτόπου. Ο θάνατος του Παύλου Μελά κρατήθηκε μυστικός για όσο ήταν
δυνατόν, για να δοθεί χρόνος θα παραλάβουν οι Πατριαρχικοί το σώμα του και να το
θάψουν. Αμέσως ο Γερμανός έστειλε έναν νέο της περιοχής, έναντι αδράς αμοιβής,
61
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 62-63.
62
Ερατώ Ζέλλιου-Μαστροκώστα, Ανέκδοτα έγγραφα για το Μακεδονικό Αγώνα από
τα αρχεία Σ. Γ. Αστεριάδη, Γ. Τσόντου, Μακεδονικά, 30,1 (1979): 90.
63
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999) 62-63.

[31]
για να το παραλάβει. Λόγω όμως της ταυτόχρονης προσέγγισης του τουρκικού
στρατού, ο νέος έκοψε το κεφάλι του Παύλου Μελά και το μετέφερε στο Πισοδέρι,
όπου το έθαψαν στην εκκλησία. Το επερχόμενο τουρκικό απόσπασμα παρέλαβε το
ακέφαλο σώμα και το έφερε στην Καστοριά. Οι Οθωμανοί είχαν πληροφορίες από
την Αθήνα ότι ο Μελάς έπεσε στη Μακεδονία και υποψιάζονταν ήδη την ταυτότητα
του νεκρού. Η πρόθεση του διοικητή της Καστοριάς ήταν να παραδώσει το σώμα
στους Εξαρχικούς, θεωρώντας ότι ήταν του Μήτρου Βλάχου. Όμως ο Γερμανός
κινητοποίησε όλο το ποίμνιό του παρατάσσοντάς το μπροστά από το οθωμανικό
διοικητήριο. Υπό αυτές τις συνθήκες, και με τη συμβολή Τούρκων μπέηδων, ο
Τούρκος διοικητής του παρέδωσε το σώμα. Τελικά, ο Παύλος Μελάς τάφηκε στην
Καστοριά. Λίγα χρόνια αργότερα έγινε το μνημόσυνο και η εκταφή του, με τα
λείψανά του να αποτίθενται μπροστά από την Αγία Τράπεζα της Μητροπόλεως
Καστοριάς, περιμένοντας την απελευθέρωση, η οποία ήρθε λίγα χρόνια αργότερα64.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά συγκλόνισε το Πανελλήνιο και κινητοποίησε αδρανείς,
ως τότε, δυνάμεις της Ελλάδας, αλλά και της Κρήτης, ούτως ώστε να στρατευθούν
στην υπόθεση του Μακεδονικού Αγώνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από το
προαναφερόμενο γεγονός οι εθελοντές αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες,
κυρίως Ελλαδίτες και Κρητικοί, πολλαπλασιάστηκαν65.
Το ελληνικό κράτος είχε πλέον αναλάβει, μαζί με το Μακεδονικό Κομιτάτο, τη
διεύθυνση του Αγώνα και έστελνε πλήθος ένοπλων σωμάτων αρχικά στην Καστοριά
και από εκεί σε όλη τη Δυτική Μακεδονία. Στην αρχή τα ελληνικά σώματα,
αποτελούμενα από Κρητικούς και Ελλαδίτες, ήταν ξένα προς τη νοοτροπία του
πληθυσμού, ενώ συχνά υστερούσαν σε οπλισμό και ιματισμό 66. Ήταν επίσης ξένα
προς τη γεωγραφία και μορφολογία του μακεδονικού πεδίου, γι’ αυτό και ήταν πολύ
σημαντική η εύρεση ντόπιων οδηγών67. Οι οδηγίες των ελληνικών αρχών προς τα
σώματα ήταν η μη πρόκληση των Οθωμανικών αρχών, η εξουδετέρωση των
ιθυνόντων του βουλγαρικού κομιτάτου, αλλά και η αποφυγή άσκοπων αιματοχυσιών,

64
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010) 60-71.
65
Ελευθέριος Μαυρουδής, Μακεδονία και ο ακήρυκτος πόλεμος του ελληνικού στρατού 1904-1908
στο Μακεδονικός Αγών, 100χρόνια από το θάνατο του Παύλου Μελά, (Επιστημονικό Συνέδριο)
(Θεσσαλονίκη: Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, 2006), 63.
66
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999) ,73-74.
67
Ερατώ Ζέλλιου-Μαστροκώστα, «Ανέκδοτα έγγραφα για το Μακεδονικό Αγώνα από
τα αρχεία Σ. Γ. Αστεριάδη, Γ. Τσόντου», Μακεδονικά, 30,1 (1979): 89.

[32]
οι οποίες, με δεδομένη τη φιλοβουλγαρική στάση των ευρωπαίων θα δημιουργούσαν
προβλήματα68.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ οι κομιτατζήδες έπαιρναν συνήθως δια της βίας τα
τρόφιμα για τη συντήρησή τους, στα ελληνικά σώματα τα τρόφιμα προσφέρονταν
πάντα αυτοβούλως από τους χωρικούς69. Παρατηρήθηκε επίσης το γεγονός ότι, ενώ
πολλά χωριά προσχωρούσαν με τη βία στην Εξαρχία, όταν η βουλγαρική πίεση
χαλάρωνε ή εμφανίζονταν τα ελληνικά ένοπλα τμήματα, αμέσως αυτά επέστρεφαν
άφοβα στο Πατριαρχείο.
Άλλο ένα πρόβλημα που συναντούσαν τα ελληνικά σώματα ήταν το εξής: όταν
έμπαιναν μετά από συμπλοκή σε ένα βουλγαρικό ή βουλγαροκρατούμενο χωριό, τα
τοπικά στελέχη της ΕΜΕΟ, τα οποία καθοδηγούσαν και τους ενόπλους, σχεδόν πάντα
προλάβαιναν να διαφύγουν ή κρύβονταν, καθώς οι Έλληνες μακεδονομάχοι δεν τους
γνώριζαν, με αποτέλεσμα πολλές φορές να σκοτώνονται αθώοι ή γυναικόπαιδα. Ο
Μητροπολίτης για το σκοπό αυτό συνεννοήθηκε μέσω τρίτου, για να μην προδοθεί,
συγκεκριμένους Τούρκους των Κορεστίων, γνωστούς για τα αντιβουλγαρικά
φρονήματά τους. Ο τελευταίοι ήξεραν ονομαστικά και εξ όψεως τα κατά τόπους
στελέχη των Βουλγάρων. Συγκεκριμένα, ο Μητροπολίτης τούς υποσχέθηκε δύο
χρυσές λίρες το κεφάλι για το φόνο κάθε προγεγραμμένου στελέχους. Η δράση τους
αποδείχτηκε αποτελεσματικότατη, ενώ οι φόνοι των τοπικών αρχηγών της ΕΜΕΟ
αποδόθηκαν στη δράση ελληνικού σώματος70.
Η τακτική των ελληνικών σωμάτων ήταν να μπαίνουν στα χωριά μόνον όταν
υπήρχε ασφάλεια, για να επιβεβαιώσουν την παρουσία τους, για ανεφοδιασμό, αλλά
και για ανάπαυση. Πολλές φορές έκαναν και οργανωτική εργασία, διένειμαν όπλα και
έπαιρναν πληροφορίες. Στα εξαρχικά χωριά δεν προξενούσαν μεγάλες καταστροφές.
Συνήθως έκαιγαν τα σπίτια μόνον των σημαινόντων εξαρχικών για εκφοβισμό.
Σπάνίως όμως, όπου υπήρχε λόγος, αναγκάζονταν να φερθούν σκληρότερα71.
Η υγειονομική κάλυψη των ελληνικών σωμάτων αναλήφθηκε από ιδιώτες
γιατρούς, φαρμακοποιούς και νοσηλευτές, οι οποίοι δρούσαν επί τόπου και

68
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 76-79.
69
Στο ίδιο, 30-31.
70
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010), 91-92.
71
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 249-251.

[33]
αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση και αποτελεσματικότητα. Η έλλειψη χειρουργών
ακολούθων των ανταρτών ήταν το μεγάλο πρόβλημα στον τομέα αυτό 72.
Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Γερμανό, η Ελλάδα άργησε πολύ να εμπλακεί στο
μακεδονικό πεδίο, με αποτέλεσμα μέχρι το 1904 οι Βούλγαροι να έχουν κάνει
τεράστια πρόοδο στο σκοπό του εκβουλγαρισμού της περιοχής. Όταν η Ελλάδα
κινήθηκε είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος, οι βουλγαρικές δυνάμεις είχαν εδραιωθεί και
πολλοί οπλαρχηγοί και συνεργάτες των Πατριαρχικών είχαν σκοτωθεί. Γι’ αυτό οι
ελληνικές δυνάμεις με πολύ κόπο και αίμα μπόρεσαν να διεισδύσουν στην ύπαιθρο73.
Στις περιοδείες του ο Γερμανός ήταν τολμηρός και κάθετος: έπρεπε να ιερουργεί
ακόμα και σε χωριά με ισχνή πατριαρχική παρουσία, για να μην αποθαρρύνεται το
ποίμνιο. Η μετακίνηση στην ύπαιθρο ήταν γι’ αυτόν πολύ επικίνδυνη. Είχε πάντα
μαζί του έναν Τούρκο βοηθό, τον Εμίν. Αμφότεροι οπλοφορούσαν και είχαν τα
καλύτερα και ταχύτερα άλογα. Ο δε Μητροπολίτης είχε τροποποιήσει την αμφίεσή
του, ούτως ώστε να μοιάζει με αστυνομικό ή στρατιωτικό. Οι μετακινήσεις αυτές
ήταν παράτολμες, ειδικά όταν ήταν προσχεδιασμένες και οι κομιτατζήδες είχαν
στήσει ενέδρες για να τον σκοτώσουν.
Μετά τον ηρωικό θάνατο του Παύλου Μελά τη θέση του αρχηγού της Δυτικής
Μακεδονίας ανέλαβε ο Κατεχάκης (Καπετάν Ρούβας). Ο τελευταίος, σε μια
παράτολμη επιχείρηση στο εξαρχικό χωριό Ζέλενιτς, κατά τη διάρκεια γάμου
σκότωσε 42 Βουλγάρους, μεταξύ των οποίων 19 κομιτατζήδες και δύο αξιωματικούς.
Η επιχείρηση κατατρομοκράτησε τους εξαρχικούς και εξύψωσε το ηθικό των
Πατριαρχικών. Σταδιακά, πολλά χωριά της βορειοδυτικής Μακεδονίας επέστρεψαν
στο Πατριαρχείο και ζήτησαν την αποστολή ελληνικών σωμάτων. Ο Κατεχάκης λόγω
προβλήματος υγείας αποχώρησε από τη Δ. Μακεδονία, γύρισε στην Αθήνα για
νοσηλεία και αργότερα δραστηριοποιήθηκε έντονα στον τομέα Βεροίας. Τη θέση του
πήρε ο Γεώργιος Τσόντος (καπετάν Βάρδας).
Το 1905 ο Καπετάν Βάρδας ολοκλήρωσε την οργανωτική δραστηριότητα κυρίως
με τη διανομή όπλων. Τον Μάρτιο άρχισε η καθαυτό ένοπλη δράση. Χτυπήθηκαν
πολλά εξαρχικά σώματα και πολλά χωριά επέστρεψαν στο Πατριαρχείο. Σε ένα
πρώτο δείγμα γραφής, ο Βάρδας, μετά από καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη,

72
Παύλος Νταφούλης, Η υγειονομική περίθαλψη κατά την ένοπλο φάση του μακεδονικού αγώνος
(1904-1908) και η δράση των εφέδρων και μόνιμων αξιωματικών του υγειονομικού που συμμετείχαν
στον μακεδονικό αγώνα (Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2007), 96-99.
73
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010), 80-88.

[34]
εξόντωσε τον βοεβόδα των Καστανοχωρίων, Κωνστάντωφ, πολιορκώντας και εν
τέλει καίγοντας το οίκημα όπου είχε καταλύσει στο χωριό Αϊλιάς. Μια από τις
πρώτες επιτυχίες των ελληνικών σωμάτων ήταν και η μάχη στο Τρίγωνο (Όστιμα).
Εκεί ο οπλαρχηγός Καούδης αιφνιδίασε τους Βουλγάρους και με την αποφασιστική
βοήθεια των κατοίκων του Πισοδερίου και του Ζελόβου κατήγαγε σημαντική νίκη.
Ταυτόχρονα, ο Βάρδας επιδόθηκε σε μια προσπάθεια διαφώτισης των Ορθοδόξων
της Μακεδονίας και εργάστηκε σκληρά για την εδραίωση των ελληνικής εθνικής
συνείδησης. Υπεύθυνο για το θέμα αυτό όρισε τον ιερέα Χ. Χρυσομαλλίδη
(Παπαδράκο) από την Ηράκλεια Θράκης, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην
κινητοποίηση των Πατριαρχικών της Δ. Μακεδονίας74.
Στην Κεντρική Μακεδονία ένα από τα πρώτα μελήματα ήταν να διανοιχθεί
εφοδιαστικός διάδρομος από την Θεσσαλονίκη προς τα ελληνικά σύνορα, πράγμα
που εμπόδιζαν οι Τούρκοι μπέηδες των Γιαννιτσών, το σώμα του Αποστόλη στο
Βάλτο και οι καταλλήλως χρησιμοποιούμενοι από τους Εξαρχικούς, Βλάχοι του
Βερμίου. Η εγκατάσταση ελληνικών σωμάτων σε όλες τις εν λόγω περιοχές θα
εξασφάλιζε τον διάδρομο αυτόν75.
Ο Κ. Μαζαράκης (Ακρίτας) ανέπτυξε ιδιαίτερη δράση στην περιοχή Νάουσας -
Βέροιας. Δεν επεδίωκε συμπλοκές εκτός αν αυτό δεν μπορούσε να αποφευχθεί, και
προσπαθούσε με την πειθώ να μεταστρέψει τους Εξαρχικούς χωρικούς στο
Πατριαρχείο. Η δραστηριότητά του ήταν στρατιωτική, αλλά και πολιτική. Τον Μάιο
του 1905 ο Μαζαράκης συγκρούστηκε με τους ρουμανίζοντες του Βερμίου στη
Σαμπανίτσα. Τότε οι τελευταίοι ειδοποίησαν τους Τούρκους. Στη σύγκρουση που
επακολούθησε πολλοί Τούρκοι σκοτώθηκαν, ενώ το ελληνικό σώμα διέφυγε. Μέρος
του εν λόγω σώματος υπό το Σπιρομίλιο και Κατσίγαρη, έπεσε σε βουλγαρική ενέδρα
στο δάσος του Τεχόβου. Μετά από επτάωρη μάχη οι ελληνικές δυνάμεις επικράτησαν
προκαλώντας βαριές απώλειες στον εχθρό. Στη συνέχεια ο Κ. Μαζαράκης έδρασε
στην περιοχή των χωριών Μεσημέρι, Βλάδοβο και Γραμματίκοβο. Εξαιτίας της
δράσης του πολλοί εξαρχικοί και ρουμανίζοντες επέστρεψαν στο Πατριαρχείο76. Η
ανοιχτή όμως αντιπαράθεση με τους ρουμανίζοντες του Βερμίου, οι οποίοι είχαν
συμμαχήσει με τους Εξαρχικούς, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία τους στις άλλες
74
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη:Αντ. Σταμούλης 1999) 82-87.
75
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 247.
76
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999) 105-106.

[35]
περιοχές της Μακεδονίας ήταν ακραιφνών ελληνικών φρονημάτων, οδήγησε στην
επικήρυξή του από τους Οθωμανούς. Το γεγονός αυτό τον ανάγκασε να επιστρέψει
στην Ελλάδα77.
Μέσα στην πόλη του Μοναστηρίου η ελληνική πλευρά απάντησε από το 1905 με
το ίδιο νόμισμα στον οικονομικό αποκλεισμό των Βουλγάρων, ο οποίος εφαρμοζόταν
από όλους ανεξαιρέτως, είτε εκούσια είτε με τη βία. Στις συνεχείς δολοφονίες
στελεχών της ελληνικής κοινότητας από το βουλγαρικό κομιτάτο, οι Έλληνες
άρχισαν πλέον να απαντούν με τον ίδιο τρόπο. Σχημάτισαν για το σκοπό αυτό την
οργάνωση «Μακεδονική Άμυνα»78. Σημειωτέον είναι ότι το ελληνοβλαχικό στοιχείο,
ιδιαίτερα πολυπληθές στην περιοχή, έτρεφε άσβεστο μίσος προς τους ρουμανίζοντες,
οι οποίοι ήταν φίλα προσκείμενοι προς τους Εξαρχικούς και τους Τούρκους79.
Τον Φεβρουάριο του 1905, εκμεταλλευόμενοι τις σκληρές καιρικές συνθήκες και
τη σχετική δυσκινησία των ελληνικών σωμάτων, 40 κομιτατζήδες υπό τον Κόλε
λεηλάτησε και έκαψε τρείς πατριαρχικούς ναούς μαζί με τους ιερείς τους. Ο δε
Μήτρος Βλάχος συγκέντρωσε 100 οπλοφόρους και έκαψε τα μοναστήρια της
Σλίβενης και του Αγ. Νικολάου Τσιριλόβου, σκοτώνοντας και αρκετούς μοναχούς,
τον έναν ηγούμενο και δύο γυναίκες. Οι εγκληματικές ενέργειες συνεχίστηκαν.
Συγκεκριμένα, στο μοναστήρι των Αγ. Αναργύρων στο Κρεμαστό, οι κομιτατζήδες
διαμέλισαν και πέταξαν στα σκυλιά έναν γέροντα καλόγερο. Αυτό, σε συνδυασμό με
την εκτέλεση του Έλληνα δασκάλου στο Απόσκεπο Καστοριάς, οριστικοποίησε την
ήδη ειλημμένη απόφαση για επίθεση στο σκληρό εξαρχικό χωριό της Ζαγορίτσανης.
Μέσα στο χωριό βρίσκονταν 80 Βούλγαροι, άριστα εξοπλισμένοι. Το πυκνό χιόνι
δυσκόλευε αρκετά την επιχείρηση, την οποία εκτέλεσαν 197 Έλληνες αντάρτες, στις
25 Μαρτίου 1905, με σκοπό να χτυπήσουν αλύπητα. Η επιχείρηση διεξήχθη σε
συνεννόηση με το Γερμανό Καστοριάς, ο οποίος ενημέρωσε το Βάρδα για τις
απαραίτητες λεπτομέρειες και του έδωσε τα ονόματα των λιγοστών Πατριαρχικών
του χωριού, για να μην πειραχτούν, πράγμα που τελικά δεν επετεύχθη απόλυτα. Οι
ελληνικές δυνάμεις έκαμψαν τη βουλγαρική αντίσταση και, απωθώντας ακολούθως

77
Ιωάννης Μαζαράκης, «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα», στο Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΔ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 249.
78
Στέφανος Παπαδόπουλος, «Βασικά χαρακτηριστικά των απελευθερωτικών αγώνων των Ελλήνων
της Μακεδονίας από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 ως την απελευθέρωσή της»,
Μακεδονικά 27 (1): 30.
79
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 115-116.

[36]
τουρκικό απόσπασμα που έσπευσε επί τόπου, «σκότωναν όλη μέρα στο χωριό»80.
Στην επιχείρηση διακρίθηκε για άλλη μια φορά ο Παύλος Γύπαρης. Η καταστροφή
του χωριού και η σφαγή αμάχων ήταν τέτοια που οι Βούλγαροι αποφάσισαν να
εκμεταλλευτούν πολιτικά και επικοινωνιακά το γεγονός. Συγκεκριμένα, οι εξαρχικοί
κάτοικοι αρνούνταν να θάψουν τους νεκρούς αν δεν έρχονταν πρώτα οι ξένοι
πρόξενοι για αυτοψία. Όταν αυτοί κατέφτασαν, είδαν με τα μάτια τους τα πτώματα,
ορισμένες φορές διαμελισμένα από τις βόμβες. Τότε ο πανικός κυριάρχησε στους
εξαρχικούς της περιοχής81.
Οι Βούλγαροι προσπάθησαν να ρίξουν την ευθύνη στο Μητροπολίτη Γερμανό, ο
οποίος αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις στον Πατριάρχη και να αρνηθεί κάθε
ανάμειξη, αιτιολογώντας απλά το γεγονός με τις προγενέστερες βουλγαρικές
βιαιοπραγίες. Από την άλλη, οι ξένοι διπλωματικοί αντιπρόσωποι και οι Ιταλοί
αξιωματικοί χωροφυλακής, οι οποίοι έσπευσαν επιτόπου, έριξαν την ευθύνη στους
Μητροπολίτες Φλώρινας και Καστοριάς. Ταυτόχρονα, ο ευρωπαϊκός τύπος
ξεσηκώθηκε κατά των Ελλήνων. Τότε, η ελληνική κυβέρνηση βρέθηκε σε δύσκολη
θέση και συνέστησε να μην λάβει χώρας εκ νέου τέτοιου είδους επιχείρηση, γι’ αυτό
και ματαιώθηκε η επίθεση κατά του Ξυνού Νερού. Παράλληλα, ο οθωμανικός
στρατός σκλήρυνε τη στάση του απέναντι στα ελληνικά σώματα. Η αλήθεια όμως
είναι ότι η επίθεση κατά της Ζαγορίτσανης σκόρπισε τον ενθουσιασμό στους
πατριαρχικούς πληθυσμούς και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ίδιος ο
Βάρδας δεχόταν συγχαρητήρια για την επιχείρηση από όλο τον ελλαδικό και
μακεδονικό χώρο. Σε κάθε περίπτωση, οι παρατεταμένες βιαιοπραγίες και
βαρβαρότητες των ενόπλων της ΕΜΕΟ είχαν εξαντλήσει την υπομονή και τις
αντοχές, τόσο του πατριαρχικού πληθυσμού, όσο και των ελληνικών σωμάτων82.
Το Μ. Σάββατο 1905 στις 17 Απριλίου ένα μεγάλο ελληνικό σώμα καταστράφηκε
από τους Οθωμανούς στη Μπελκαμένη. Η εν λόγω αποτυχία αντισταθμίστηκε από τη
μεγάλη νίκη των Ελλήνων κατά των Οθωμανών στο Μουρίκι. Τα επεισόδια
διαδέχονταν το ένα το άλλο. Το σώμα του Γ. Δικώνυμου - Μακρή τραυμάτισε τον
εξαρχικό ιερέα του χωριού Πράσινο (Τίρνοβο) και έκαψε τα βουλγαρικά βιβλία της
εκκλησίας. Σε αντίποινα της επίθεσης και της σφαγής δύο ελληνικών οικογενειών

80
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010) 75.
81
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 119-121.
82
Στο ίδιο, 124.

[37]
στη Λιθιά (Κουμανλίτσοβο), οι Έλληνες αντάρτες τιμώρησαν σκληρά τους
Βούλγαρους στην Κλαδοράχη, σφάζοντας μεταξύ άλλων 17 κομιτατζήδες. Όμως οι
αντάρτες επιπλήχτηκαν από το Κέντρο Μοναστηρίου για την ενέργειά τους αυτή.
Το ίδιο έτος ο Καπετάν Κώτας, από τους πρώτους, όπως είδαμε, οπλαρχηγούς που
συνέβαλαν στην ελληνική υπόθεση, αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους κατόπιν
προδοσίας και απαγχονίστηκε στο Μοναστήρι στις 27 Σεπτεμβρίου83.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στον αγώνα για την κυριαρχία στη λίμνη των Γιαννιτσών
(Βάλτο). Οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης και οι ιδιομορφίες του
πολέμου σε αυτήν την τοποθεσία δρούσαν, κατά κύριο λόγο, υπέρ των κομιτατζήδων,
οι οποίοι είχαν συνεχή παρουσία στο χώρο από το 1903, και, μέχρι το 1905,
κυριαρχούσαν. Εκεί, τα ελληνικά σώματα είχαν εξαιρετικά δύσκολο έργο, καθώς θα
έπρεπε πρώτα να διεισδύσουν στον Βάλτο και κατόπιν να τους εκτοπίσουν βήμα-
βήμα. Ο αγώνας διεξαγόταν από καλύβα σε καλύβα, και μόνο μέσα από διαδρόμους
μέσα από καλάμια, τους οποίους διέσχιζαν με βάρκες χωρίς καρίνα (πλάβες). Στόχος
ήταν, με την κατασκευή όλο και περισσοτέρων καλυβών -σημείων στηρίξεως- να
καταληφθούν μία προς μία οι πολυάριθμες βουλγαρικές καλύβες. Ο αγώνας ήταν
σκληρός και με πολλές απώλειες εκατέρωθεν. Τελικά, οι ελληνικές δυνάμεις με
αρχηγό τον καπετάν Άγρα (Τέλλο Αγαπηνό) κατόρθωσαν να περιορίσουν αισθητά τη
βουλγαρική παρουσία. Τότε, πολλά χωριά γύρισαν στο Πατριαρχείο84.

3.2.2 Τα έτη 1906-1908.


Η βουλγαρική πίεση στη Μακεδονία το 1906 ήταν εξασθενημένη. Οι δυνάμεις τους
προσπαθούσαν απλά να κρατούν τις θέσεις τους μέχρι να δοθεί στο θέμα, όπως
υπολόγιζαν, λύση από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η βουλγαρική πλευρά περιορίστηκε
κυρίως σε δολοφονίες πατριωτών, οι οποίες προκαλούσαν τα ελληνικά αντίποινα.
Μόνον όταν εξαγγέλθηκε από τις οθωμανικές αρχές δημοψήφισμα για τον Οκτώβριο
του ίδιου έτους, οι εξαρχικοί εξαπέλυσαν με όλες τις δυνάμεις τους τρομοκρατία στα
χωριά για να προσχωρήσουν αυτά στην Εξαρχία. Τότε οι συμπλοκές με τα
στρατιωτικά τουρκικά αποσπάσματα εντάθηκαν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν
αρκετοί οπλαρχηγοί τους. Η βουλγαρική κυβέρνηση, από την άλλη προσπαθούσε να

83
Κων. Βακαλόπουλος, «Ανέκδοτο μητρώο των μαχητών του Μακεδονικού Αγώνα», Μακεδονικά
19(1), 65.
84
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 168-201.

[38]
περιστείλει τις επιθετικές ενέργειες των κομιτατζήδων, όπως την εξαγγελθείσα
επίθεση του Γιαγκώφ για να εκδικηθεί την ελληνική επίθεση στη Ζαγορίτσανη. Την
ίδια χρονιά (1906) έλαβαν χώρα τα έκτροπα κατά των Ελλήνων στη Βουλγαρία και
την Ανατολική Ρωμυλία, η οποία είχε de facto προσαρτηθεί στην πρώτη.
Το 1906 ο Μητροπολίτης Γερμανός σε συνεννόηση με τον Καλαποθάκη, πρόεδρο
του Μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα, έκανε μία πρόταση σε έναν από τους
κύριους αντίπαλους οπλαρχηγούς, τον Μήτρο Βλάχο, άγριο οπλαρχηγό στην όψη και
στη δράση. Συγκεκριμένα του πρότεινε να διαφύγει στην Ελλάδα, με ασφάλεια και
γενναίες υλικές ανταμοιβές, αυτός και η οικογένειά του, εγκαταλείποντας την
αντιπαλότητα. Ο Μήτρος Βλάχος απάντησε με απειλές. Επειδή όμως δεν ήταν
δυνατόν να εξοντωθεί από τα ελληνικά σώματα, ο Γερμανός έπραξε ως εξής:
ειδοποίησε τον τουρκικό στρατό να κυκλώσει τη Ζουπάνιστα, όπου είχε καταλύσει,
αλλά υπό την καθοδήγηση ενός έμπιστού του, για να αποφευχθεί δωροδοκία ή
ολιγωρία. Πράγματι, οι Οθωμανοί κύκλωσαν υπό την καθοδήγηση του έμπιστου του
Μητροπολίτη όλες τις εξόδους του χωριού. Στη συμπλοκή που ακολούθησε ο
Μήτρος Βλάχος σκοτώθηκε. Ταυτόχρονα, το ηθικό των Βουλγάρων δέχθηκε καίριο
πλήγμα85.
Ο Ελληνισμός της Θεσσαλονίκης οργανώθηκε με την δράση του Αθανασίου
Σουλιώτη- Νικολαΐδη, ο οποίος, με τη μυστική συμπαράσταση πολλών προυχόντων
της πόλης, ίδρυσε την «Οργάνωση Θεσσαλονίκης» το 1905. Επειδή η οργάνωση
δρούσε σε μια μεγάλη πόλη με ισχυρή διοικητική οθωμανική παρουσία, η φιλοσοφία
της οργάνωσης ήταν η μύηση ελαχίστων, οι οποίοι όμως μπορούσαν να επηρεάσουν
πολλούς αμύητους. Έτσι, η οργάνωση δρούσε με απόλυτη μυστικότητα, καθώς δεν
ανταλλάσσονταν ποτέ γραπτά κείμενα και τα μέλη της δε συνεδρίαζαν σχεδόν ποτέ.
Η αρχική δράση της ήταν ο οικονομικός αποκλεισμός των Βουλγάρων της πόλης, η
ανάρτηση ελληνικών επιγραφών στα ελληνικά καταστήματα της πόλης και η
διαφώτιση των σλαβοφώνων κατοίκων. Παράλληλα, υπήρχε και το «Εκτελεστικό
τμήμα», το οποίο αποφάσιζε και ενεργούσε στοχευμένες δολοφονίες στελεχών και
συνεργατών του βουλγαρικού κομιτάτου. Η ομοψυχία των Θεσσαλονικέων, που
άφησαν κατά μέρος τις διαιρέσεις τους για να αντιμετωπίσουν, ο καθένας όπως
μπορούσε, τον βουλγαρισμό, υπήρξε πρωτοφανής.

85
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010), 89-90.

[39]
Ο Αλέξανδρος Ζάννας, γόνος μεγάλης εμπορικής οικογένειας συνεισέφερε κι
αυτός πολλά στον Αγώνα. Έχοντας στενότατες σχέσεις με υψηλόβαθμους
Οθωμανούς αξιωματούχους της πόλης (κυρίως Νεοτούρκους), αφενός συνέλεγε
πληροφορίες τις οποίες διαβίβαζε ακολούθως στο Προξενείο, αφετέρου ασκούσε την
επιρροή του για να προστατεύει τα ελληνικά σώματα από την τουρκική καταδίωξη. Ο
θείος του, Σωτήρης Παπαγεωργίου, είχε αναλάβει τα ελληνικά σώματα Κατερίνης -
Βέροιας, τα οποία είχαν ως σημείο στήριξης το μοναστήρι των Αγίων Πάντων. Ο
ηγούμενος Θεόκλητος, ψύχραιμος αλλά γενναίος, περιόδευε μοιράζοντας όπλα στους
κατοίκους των γύρω χωριών. Ταυτόχρονα, το μοναστήρι μεταβλήθηκε σε φρούριο86.
Η περιοχή Φλώρινας, Μοριχόβου και Πρεσπών κυριαρχούνταν από τα ελληνικά
σώματα. Η περιοχή Βιτσίου και Κορεστίων ήταν βουλγαροκρατούμενη, ενώ στην
περιοχή Αχρίδας - Κρουσόβου, οι Ελληνοβλάχοι είχαν αναθαρρήσει με την ελληνική
ένοπλη παρουσία. Από την άλλη οι Οθωμανοί, οι οποίοι είχαν θορυβηθεί από τη
διείσδυση τόσων Κρητικών και Ελλαδιτών στο έδαφος της Μακεδονίας, επέβαλαν
αυστηρούς περιορισμούς στη μετακίνηση Ελλήνων πολιτών από και προς αυτήν.
Το 1906 ο Δικώνυμος - Μακρής συνέχισε τη δράση του στη Δ. Μακεδονία. Τον
Ιούνιο του ίδιου έτους, σκότωσε στο Λισολάι σκότωσε δύο Βούλγαρους ιερείς και
αιχμαλώτισε προκρίτους, δασκάλους και τον βοεβόδα Δήμο. Με τη βοήθεια δικτύου
πληροφοριοδοτών απέφευγε πάντα τον εγκλωβισμό από τους Τούρκους. Τον Μάιο το
Κέντρο Μοναστηρίου αποφάσισε την επίθεση στο Καστανόφυτο (Οσνίτσανη), όπου
κρύβονταν τα σώματα του Μήτρο Βλάχου και του Κυριάζου, από 85 άνδρες υπό τον
Αντώνη Βλαχάκη (Λίτσα). Οι κομιτατζήδες αμύνονταν με πείσμα. Η κατάσταση
ανατράπηκε με την άφιξη στο σημείο 750 Τούρκων κυνηγών. Τότε οι ελληνικές
δυνάμεις βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών. Παρόλα αυτά, πολέμησαν με ηρωισμό και 16
σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων ο Λίτσας (σε μια παράτολμη προσωπική ενέργεια)
και ο υπαρχηγός Λ. Πετροπουλάκης. Οι Τούρκοι μετρούσαν 6 αξιωματικούς και 138
νεκρούς στρατιώτες. Η πολύνεκρη μάχη συντάραξε την ελλαδική κοινή γνώμη, αλλά
κυρίως τους Χριστιανούς της Μακεδονίας και τις οθωμανικές αρχές. Στο Στρέμπενο
ο Παύλος Γύπαρης και άλλοι οπλαρχηγοί κυκλώθηκαν από τους Τούρκους και μετά
από 14ωρη μάχη διέφυγαν, αφήνοντας 200 νεκρούς αντιπάλους. Στην περιοχή των
Κορεστίων η τουρκική πίεση είχε γίνει αφόρητη για τα ελληνικά σώματα87.

86
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 159-167.
87
Στο ίδιο, 209-218.

[40]
Στα τέλη του 1906 σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με τους Οθωμανούς οι αρχηγοί
Νταλίπης και Κύρου, καθώς και ο εφημέριος του Πισοδερίου Τσάμης Παπασταύρου,
ο οποίος έπεσε σε βουλγαρική ενέδρα. Η απώλεια των εν λόγω αγωνιστών, οι οποίοι
δρούσαν για καιρό πριν την ένοπλη εμπλοκή του ελληνικού κράτους, υπήρξε βαρύ
πλήγμα για την ελληνική οργάνωση. Ταυτόχρονα η πίεση στα χωριά για ένταξη στην
Εξαρχία εντάθηκε. Συγκεκριμένα, οι Βούλγαροι χρησιμοποιούσαν ολοένα και
περισσότερο την κατάδοση των ελληνικών σωμάτων στις τουρκικές αρχές για να τα
αποδυναμώσουν. Οι συγκρούσεις με τον οθωμανικό στρατό υπήρξαν πυκνές και
ενίοτε πολύνεκρες, ιδίως για τους Τούρκους. Παράλληλα, οι Βούλγαροι επιδόθηκαν
σε δολοφονίες Ελλήνων πατριωτών88.
Η ελληνική κυβέρνηση καθ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ήταν
διαρκώς εκτεθειμένη στις κατηγορίες των Μεγάλων Δυνάμεων, ότι υποδαυλίζει ή
βοηθά τη δράση των ελληνικών σωμάτων. Η πίεση αυτή μεγάλωνε όσο η ελληνική
πλευρά σημείωνε επιτυχίες ή στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες έδρασε
στοχευμένα και εξαιρετικά βίαια, όπως στη Ζαγορίτσανη. Η κατάσταση αυτή των
διπλωματικών πιέσεων δεν μπορούσε να διαρκέσει επ’ αόριστον χωρίς συνέπειες.
Πράγματι, το 1907, μετά από χρόνια παρελκυστικής τακτικής της Κυβέρνησης στις
πιέσεις αυτές, μετατέθηκε ο Γερμανός Καστοριάς, ο Δράμας Χρυσόστομος, αλλά και
ο Λάμπρος Κορομηλάς89.
Το 1907 ο Άγρας, αρχηγός των σωμάτων στο Βάλτο, μετά από νοσηλεία και
εκτέλεση οργανωτικής εργασίας στο Βέρμιο, και έχοντας έρθει σε επαφή με ιδέες
προσέγγισης με τους Βουλγάρους για να λήξει η αιματοχυσία, επεδίωξε συνάντηση,
χωρίς να ενημερώσει το αρχηγείο, με τους κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ, Ζλάταν και
Κασάπτσε. Ο Ζλάταν ήξερε άριστα ελληνικά και θεωρούνταν διαλλακτικό στοιχείο,
σε αντίθεση με τον δεύτερο. Οι Ναουσαίοι πρόκριτοι προσπάθησαν να τον
αποτρέψουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Άγρας, μαζί με τον πιστό του φίλο και
συμμεριζόμενο την εν λόγω ενέργεια, Αντώνη Μϊγγα, προσήλθε άοπλος και χωρίς
φρουρά στο Περισόρι. Ο Άγρας και ο Μίγγας αιχμαλωτίστηκαν, διαπομπεύθηκαν
βασανιζόμενοι άγρια σε πολυάριθμα χωριά90. Τελικά, απαγχονίστηκαν στο Τέχοβο
(Καρυδιά) και οι Πατριαρχικοί κάτοικοι του Βλαδόβου τους ενταφίασαν. Στο τέλος

88
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Σταμούλης 1999), 218-227.
89
Στο ίδιο, 42-51.
90
Κων. Βακαλόπουλος, «Ανέκδοτο μητρώο των μαχητών του Μακεδονικού Αγώνα», Μακεδονικά,
19 (1), 45.

[41]
του αγώνα το μεγαλύτερο μέρος της λίμνης είχε περιέλθει σε ελληνικά χέρια, ενώ οι
κομιτατζήδες είχαν περιέλθει σε θέση άμυνας91.
Το 1907 ένοπλοι σκότωσαν, λίγο έξω από την Κορυτσά, τον Μητροπολίτη της
πόλης, Φώτιο. Ο ρουμανίζων Σπυρίδων Κωστούρης ήταν ο ηθικός αυτουργός της
δολοφονίας του Μητροπολίτη. Παρ’ όλα αυτά, ο Μητροπολίτης Γερμανός, με έναν
από στήθους αλλά πύρινο επικήδειο λόγο, μπόρεσε να αναπτερώσει το
καταρρακωμένο ηθικό του εκεί πατριαρχικού ποιμνίου92. Όμως οι ρουμανίζοντες του
Βερμίου είχαν εξοπλιστεί και είχαν δημιουργήσει δύο σώματα συνεργαζόμενα με
τους Βουλγάρους. Η δράση τους ήταν έντονη και η εκτίμηση που έτρεφαν οι Τούρκοι
γι’ αυτούς έκανε δύσκολα τα πράγματα για τους ελληνοβλαχικούς πληθυσμούς της
περιοχής. Όμως σταδιακά περιοριστήκαν από τη δράση του Β. Σταυρόπουλου
(καπετάν Κόρακας).
Από την άλλη, οι Τούρκοι είχαν εντείνει στο έπακρο την καταδίωξη των
χριστιανικών ανταρτικών σωμάτων, με έρευνες σε σπίτια σε μεγάλη κλίμακα σε όλη
τη Μακεδονία. Αυτό συνέβη επειδή θεωρούσαν ότι επίκειται γενική εξέγερση των
Πατριαρχικών. Για την αποτροπή τής εν λόγω εξέλιξης, ο Χιλμή Πασάς είχε σκοπό
να φέρει ενισχύσεις 15.000 Οθωμανών από τη Μ. Ασία, για να επιβάλει την τάξη.
Σκόπευε, επίσης, σε μια πρόθεση που δείχνει τη μεροληψία του, να απαγορεύσει την
Λτέλεση της Θ. λειτουργίας στα ελληνικά, σε χωριά τα οποία ως το 1903 ήταν
εξαρχικά, για να ακυρώσει έτσι τις ελληνικές προσπάθειες. Το ίδιο έτος (1907)
εξοντώθηκαν πολλοί Βούλγαροι οπλαρχηγοί της Δ. Μακεδονίας. Οι σημαντικότεροι
από αυτούς ήταν ο Καρσάκωφ, ο Τάνε και ο Τσακαλάρωφ, ο τελευταίος ύστερα από
κατάδοση του Γερμανού Καραβαγγέλη. Γενικότερα, τη χρονιά εκείνη παρατηρήθηκε
ύφεση της ελληνικής ανταρτικής δραστηριότητας, γεγονός που οφείλονταν κυρίως
στη μανιώδη τουρκική καταδίωξη, αλλά και την πολύ συχνή δράση προδοτών. Το
1908 δολοφονήθηκαν αρκετά στελέχη της ελληνικής Οργάνωσης και Πατριαρχικοί
ιερείς: ο μοναχός παπα-Σταύρος στη μονή Παναγίας Δοβράς, ο μοναχός της μονής
Καλλίπετρας, ο παπα-Λάζαρος από το Γάβροβο κ.ά.93

91
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 168-201.
92
Γερμανός Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Καστοριάς, Απομνημονεύματα, Ο Μακεδονικός Αγών,
(Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010), 99-100.
93
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 279-311.

[42]
Στη Σιάτιστα ο βαθύς διχασμός του ελληνικού στοιχείου με επίκεντρο το πρόσωπο
του Μητροπολίτη Σεραφείμ, δεν επέτρεψε την εμπλοκή του στον Αγώνα94.

3.2.3 Ο Αγώνας σε επιμέρους περιοχές


Η Ρουμανία προσπαθούσε να οργανώσει τους Βλάχους της Μακεδονίας σε
χωριστή εθνοφυλετική ομάδα με μητέρα πατρίδα την ίδια, με ταυτόχρονη αποκοπή
από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τέλεση της θείας λειτουργίας στη ρουμανική
γλώσσα. Παρ’ όλα αυτά οι Βλάχοι είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Την κίνηση
αυτή υποστήριζαν κατά περίπτωση, όπως είδαμε, και ρουμανικά ένοπλα σώματα.
Πρόκειται για μια κίνηση η οποία μιμούνταν το σκεπτικό, τους στόχους και τις
μεθόδους της βουλγαρικής Εξαρχίας. Παράλληλα, οι δύο αυτές κινήσεις
συνεργάζονταν στενά στο μακεδονικό πεδίο κατά των πατριαρχικών και ελληνικών
συμφερόντων. Ταυτόχρονα, η ρουμανική κίνηση διέθετε άφθονα χρήματα και την
ιδιαίτερη συμπάθεια της οθωμανικής διοίκησης. Το τελευταίο αυτό στοιχείο την
έκανε ιδιαίτερα επικίνδυνη, τόσο για τους κανονικούς Επισκόπους, τους οποίους
συνεχώς κατέδιδε και συκοφαντούσε στους Τούρκους διοικητές, όσο και για τα
ελληνικά ανταρτικά σώματα, των οποίων τις κινήσεις συχνά πρόδιδε στον τουρκικό
στρατό.
Ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος πήρε μέρος και αυτός ενεργά στον Αγώνα. Μια
από τις κύριες δραστηριότητές του ήταν η αντιμετώπιση της ρουμανικής
προπαγάνδας. Συνεργάστηκε στενά με τους Έλληνες ενόπλους της περιοχής του και
ιδιαίτερα τον οπλαρχηγό Ματαπά. Με υπόδειξη του Παρθενίου, με άκρα
μυστικότητα, οργανώθηκαν σε κάθε χωριό τοπικές επιτροπές άμυνας από έμπιστα
άτομα. Η όλη κίνηση είχε την αμέριστη συνδρομή των κατοίκων. Ιδιαίτερο ρόλο στην
κίνηση αυτή έπαιξε ο οδηγός και συγγενής του Μητροπολίτη Παρθενίου, Σταύρος
Μπάλλιος, από τη Νάουσα95. Όμως, ο Ματαπάς είχε να αντιμετωπίσει και την
κατάδοση από πλευράς των Βουλγάρων ξυλοκόπων, τους οποίους τελικά εξόντωσε.
Οι αρχές κατηγορούσαν συχνά τον Παρθένιο ως ταραχοποιό στοιχείο. Συγκεκριμένα,
έλεγαν ότι συνεργάζεται με τα ελληνικά σώματα και τα κατευθύνει, συνεγείρει τον
πληθυσμό υπέρ αυτών, συλλέγει χρήματα για την ενίσχυσή τους και καταπιέζει τους

94
Αναστάσιος Δάρδας, Η ίδρυση και η λειτουργία του Τραμπαντζείου Γυμνασίου Σιάτιστας με την
εποπτεία της Εκκλησίας (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,1992),
205-232.
95
Γιάννης Μωραΐτης, «Ο μακεδονομάχος-οδηγός Σταύρος Μπάλλιος και ο επίσκοπος Κίτρους
Θεόκλητος Β΄», Μακεδονικά 24 (1): 209.

[43]
ρουμανίζοντες. Όσον αφορά τη δράση των σωμάτων, όντως αυτή ήταν η δράση του.
Σε κάθε περίπτωση, οι προσπάθειές του κατά της ρουμανικής προπαγάνδας έφεραν
καρπούς. Το γεγονός ότι ήταν βλαχόφωνος και ο ίδιος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο. Το
1907 ο αριθμός των ρουμανιζόντων στην επαρχία του είχε εκμηδενιστεί. Γι’ αυτό οι
οθωμανικές αρχές αποφάσισαν την απομάκρυνσή του από την επαρχία του. Παρ’ όλα
αυτά η εν λόγω απόφαση δεν πρόλαβε να υλοποιηθεί λόγω της επικράτησης της
επανάστασης των Νεοτούρκων96.
Στην Ανατολική Μακεδονία, οι Πατριαρχικοί πληθυσμοί υφίσταντο καθημερινά
απίστευτες βιαιότητες. Στα τέλη του 1903, ο Μητροπολίτης Θεοδώρητος έφτασε στην
έδρα του, το Νευροκόπι. Η μέριμνά του ήταν να αντιστρέψει, ή έστω να περιορίσει,
την κυριαρχία της Εξαρχίας στην περιοχή. Το σύνθημα της τελευταίας, ότι οι
Πατριαρχικοί και οι Εξαρχικοί στερούνται ουσιαστικών εκκλησιαστικών διαφορών, η
ένοπλη βία των κομιτατζήδων επί των Πατριαρχικών, αλλά και το αίσθημα του
ποιμνίου του ότι είχε εγκαταλειφθεί, καθιστούσαν δραματική την κατάσταση. Η
αρχική αντίδρασή του ήταν να ενδυναμώσει την ελληνική παιδεία στην επαρχία του,
με πολλή φροντίδα για την μισθοδοσία δασκάλων και την εξεύρεση όσο το δυνατόν
περισσοτέρων βιβλίων. Πρότεινε μάλιστα στον πρόξενο Σερρών να τυπωθούν βιβλία
«δια την εμψύχωσιν των αγωνιζομένων βουλγαροφώνων αδελφών ημών»97. Τα
βιβλία θα ήταν στην βουλγαρική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες, κατά το
πρότυπο της Καραμανλήδικης γραφής. Όμως η πρόταση αυτή δεν υιοθετήθηκε. Οι
Μητροπολίτες Νευροκοπίου πάντα αναφέρονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για
οδηγίες ή συνδρομή. Ουσιαστικά είχαν απομείνει μόνο τέσσερις Πατριαρχικές
κοινότητες, τις οποίες και διατήρησε ως τέτοιες ο Θεοδώρητος. Ο τελευταίος
ακολούθησε την πολιτική του Γερμανού Καστοριάς, οργανώνοντας ένοπλα
σώματα98.
Ο Μητροπολίτης Μελενίκου Αιμιλιανός, ο οποίος τοποθετήθηκε εκεί το 1906, δεν
έπαυσε να εμψυχώνει το ποίμνιό του, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά, στα
οποία ήταν επικίνδυνο ακόμα και να προσεγγίσει. Αντίπαλο δέος του ήταν ο
αρχικομιτατζής Σαντάνσκι. Ο Πρόξενος Σερρών Σαχτούρης συντόνιζε τον αγώνα

96
Παναγιώτης Τζουμέρκας, «Ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας 1904-1933. Ο βίος και η
δράση του: συμβολή στην επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Μακεδονία»,
(Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2004)), 143-148.
97
Αθανάσιος Καραθανάσης, «Η Μητρόπολη Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό Αγώνα»,
(Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1987), 61.
98
Αναστάσιος Γ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία: Από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
έως σήμερα (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012), 105-106.

[44]
στην περιοχή. Υπήρξε μεγάλη δυσκολία, λόγω της πυκνότητας των βουλγαρικών
χωριών και σωμάτων, αλλά και της δυσκολίας εξεύρεσης ή αποστολής οπλισμού,
ώστε να δημιουργηθούν ένοπλες ομάδες στην περιοχή Σερρών. Παρά τις όποιες
δυσκολίες δημιουργήθηκαν κατά τόπους ολιγομελείς πολιτοφυλακές, οι οποίες σε
ορισμένες περιπτώσεις επέδραμαν εναντίον εξαρχικών χωριών και εξανάγκαζαν τους
κατοίκους να επανέλθουν στο Πατριαρχείο. Κέντρο των εν λόγω σωμάτων ήταν το
Στάρτσοβο. Ο παπα-Κυριάκος, ιερέας του χωριού, παλαιότερα είχε υποστεί εικονική
σφαγή από τους κομιτατζήδες, αλλά είχε αρνηθεί να προσχωρήσει στην Εξαρχία. σε
Σε ένα μόλις έτος εκτελέστηκαν 73 Βούλγαροι, στελέχη και συνεργάτες του
Κομιτάτου. Ο καπετάν Γιαγκλής κατέστρεψε το εξαρχικό χωριό Καρατζάκιοϊ. Αν και
οι οθωμανικές αρχές φέρθηκαν σκληρά τόσο απέναντι στο πατριαρχικό, όσο και
εξαρχικό στοιχείο της περιοχής, δεν φάνηκαν όμως ικανές να ανακόψουν το κύμα της
βουλγαρικής βίας, το οποίο έτρεπε όλο και περισσότερα χωριά προς την Εξαρχία. Στο
χωρίο Κλεπούσνα, ενώ το μισό χωριό είχε προσχωρήσει στην Εξαρχία με τη βία, το
άλλο μισό αντιστεκόταν. Οι κομιτατζήδες απείλησαν με θάνατο τον ιερέα και τους
πατριαρχικούς τού χωριού, αν δεν προσχωρούσαν και αυτοί. Τελικά, στις 12
Δεκεμβρίου 1906 οι Βούλγαροι μπήκαν στο χωριό σφάζοντας αδιακρίτως. Η άφιξη
των Τούρκων δεν μπόρεσε να μετριάσει την καταστροφή99.
Η θέση της ελληνικής υπόθεσης στην Ανατολική Μακεδονία δυσχεραινόταν και
από τη φιλοβουλγαρική στάση των Γάλλων αξιωματικών της Χωροφυλακής. Το 1907
άρχισαν να δρουν τα πρώτα καλά οργανωμένα ελληνικά σώματα, τα οποία
ενέπνευσαν τον ενθουσιασμό στο πατριαρχικό στοιχείο. Στο πλαίσιο αυτό οι ιερείς
της Γκόρνιτσας αρνήθηκαν να μνημονεύσουν τον εξαρχικό Μητροπολίτη. Το σώμα
του ιερέα Παπασχάλη (καπετάν Ανδρούτσος) πολιορκήθηκε στη Νικοσλάβη από
τους Τούρκους και καταστράφηκε, ενώ ο ίδιος έπεσε ηρωικά. Ο Παπασχάλης ήταν ο
πρώτος ιερέας οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα, γι’ αυτό και είχε γίνει στόχος
των κομιτατζήδων πολλές φορές. Μάλιστα είχαν σκοτώσει και τους γονείς του. Παρά
τα προβλήματα η αντίδραση γενικευόταν. Έτσι, στη Στρώμνιτσα οι νέοι πατριαρχικοί
αντέδρασαν στη βουλγαρική καταπίεση και οργανώθηκαν αθρόα στην ελληνική
υπόθεση.
Ο Μητροπολίτης Δράμας άγιος Χρυσόστομος έδινε αλλεπάλληλους αγώνες για την
επιβίωση του πατριαρχικού στοιχείου, με αποτέλεσμα να δυσαρεστήσει τόσο τους

99
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999), 235-275.

[45]
Οθωμανούς όσο και τους Ευρωπαίους διπλωμάτες. Μετά από απόφαση του
σουλτάνου εγκατέλειψε την έδρα του τον Αύγουστο του 1906.
Το ελληνικό στοιχείο της Αν. Μακεδονίας εξασθενούσε συνεχώς κάτω από τη
βουλγαρική τρομοκρατία και τις αθρόες συλλήψεις, τους βασανισμούς και τις δίκες
αμάχων από τους Οθωμανούς. Το αποκορύφωμα των τουρκικών ενεργειών ήταν ο
απαγχονισμός του Ν. Παναγιώτου στις Σέρρες το Δεκέμβριο του 1907. Οι
πατριαρχικοί των Σερρών συγκλονίστηκαν από το γεγονός αυτό100.
Το Άγιον Όρος δεν έμεινε έξω από τον Αγώνα. Επιπρόσθετο πρόβλημα για την
περιοχή ήταν ότι το Ρωσικό κράτος ήθελε να το μετατρέψει σε κέντρο σλαβικής
προπαγάνδας για την ευρύτερη περιοχή. Γι’ αυτό και επιδίωκε να σταλούν εκεί τόσοι
Ρώσοι μοναχοί, ώστε σταδιακά το σλαβικό στοιχείο να καταστεί πλειοψηφία. Όντως,
το ποσοστό του μη ελληνικού στοιχείου στο Άγιο Όρος κατά την εποχή του Αγώνα
είχε φτάσει κοντά στο μισό. Οι Έλληνες μοναχοί εκδήλωναν το φρόνημά τους και την
βοήθειά τους στον αγώνα όχι μόνο με λόγια, αλλά και με πράξεις, ενισχύοντάς τον
ποικιλοτρόπως. Γι’ αυτό έλαβαν χώρα διάφορες προστριβές, μέχρι και βιαιότητες
μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων μοναχών. Από την άλλη, η απόπειρα εποικισμού της
Χαλκιδικής και του Αγίου Όρους με Βούλγαρους εργάτες απέτυχε, λόγω της άμεσης
αντίδρασης των ελληνικών σωμάτων. Στις αρχές του 1908 περίπου 3.000 εξαρχικοί
πέρασαν στο Άγιο Όρος και συγκρότησαν σώματα συντηρούμενα από την Ι. Μ.
Ζωγράφου. Όμως η ελληνική πλευρά αντέδρασε στέλνοντας ενισχύσεις, νέο αρχηγό
και οργανώνοντας τις ελληνικές κοινότητες της ευρύτερης περιοχής101.
Ενεργό ρόλο στα γεγονότα του Αγίου Όρους είχε και ο Μητροπολίτης
Κασσανδρείας Ειρηναίος, ο οποίος ενθρονίστηκε το 1907. Προηγουμένως ήταν
Μητροπολίτης στο Μελένικο, όπου απέκτησε εμπειρία στην οργάνωση ένοπλων
σωμάτων. Ο Πατριάρχης, διορατικά δρώντας, τον όρισε υπεύθυνο για τα θέματα του
Αγίου Όρους. Η έντονη εθνική του δράση και η εμπλοκή του στην ίδρυση και δράση
των σωμάτων, καθώς και η έντονη δυσπιστία του έναντι των Νεοτούρκων προκάλεσε
την απόπειρα δολοφονίας του102.

100
Κων. Βακαλόπουλος, Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908) Ο Μακεδονικός Αγώνας
(Θεσσαλονίκη: Σταμούλης 1999), 235-275.
101
Βασίλειος Πάππας, «Ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία στο Άγιο Όρος και την ευρύτερη
περιοχή: η δράση μοναχών και λαϊκών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους βαλκανικούς
πολέμους», (Διδακτορική διατριβή: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2014), 77-98.
102
Στο ίδιο, 100.

[46]
Στο Κοσσυφοπέδιο και στη βορειότερη ζώνη της Μακεδονίας το σερβικό στοιχείο
ήταν πολύ ισχυρότερο από το ελληνικό. Το Πατριαρχείο βασίστηκε στις περιοχές
αυτές στο σερβικό στοιχείο για την ανάσχεση της βουλγαρικής επιρροής. Ήδη από το
1895 είχε εισαγάγει τη διδασκαλία της σερβικής γλώσσας στα σχολεία της περιοχής
και το 1899 εξέλεξε Σέρβο Μητροπολίτη Σκοπίων103. Στην περιοχή, μετά το 1904
δρούσαν και σερβικά σώματα για την αντιμετώπιση των βουλγαρικών ένοπλων
πιέσεων. Το ελληνικό και το σερβικό στοιχείο είχαν σοβαρά πλεονεκτήματα απέναντι
στους συνεργαζόμενους εξαρχικούς και ρουμανίζοντες104. Οι ζώνες δράσης των
ελληνικών και σερβικών σωμάτων δεν συνέπιπταν, παρά μόνο σε μια στενή ζώνη
μεταξύ Μοναστηρίου και Βελεσών. Οι Έλληνες και οι Σέρβοι αντάρτες δε
συγκρούστηκαν ποτέ μεταξύ τους, σε ορισμένες δε περιπτώσεις συνεργάζονταν
στενά105.

3.2.4 Η κατάληξη του Μακεδονικού Αγώνα


Το 1908 εξερράγη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το κίνημα των Νεοτούρκων, το
οποίο και τελικά επικράτησε. Επίκεντρο του κινήματος υπήρξε η Θεσσαλονίκη. Οι
Νεότουρκοι υπόσχονταν την ψήφιση συντάγματος, ισονομία και ισοπολιτεία στους
Χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Επίσης, δόθηκε αμνηστία στα χριστιανικά
ανταρτικά σώματα.
Οι εντολές από το ελληνικό κέντρο ήταν σαφείς: οι Μακεδονομάχοι θα έπρεπε να
κάνουν χρήση της αμνηστίας και να παραδώσουν τα όπλα. Η απόφαση αυτή πρέπει
να αποδοθεί κυρίως στην κόπωση όλων των εμπλεκομένων πλευρών, ακόμη και των
Ελλήνων, από τον πενταετή ανταρτοπόλεμο. Οι επιχειρήσεις είχαν φτάσει στα όριά
τους, τόσο από πλευράς πόρων (υπήρχαν ήδη εκθέσεις περί του αδύνατου της
συνέχισης του Αγώνα και του τερματισμού των επιχειρήσεων) όσο και από πλευράς
αποτελέσματος. Αφ’ ενός, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν περιορίσει σε πολύ μεγάλο
βαθμό τη βουλγαρική παρουσία και επιρροή, ενώ οι εναπομείνασες εξαρχικές
περιοχές ήταν πολύ δύσκολο να προσβληθούν. Αφ’ ετέρου, ο οθωμανικός στρατός
είχε ενισχυθεί σε εξαιρετικό βαθμό και αναμενόταν να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο,
αφήνοντας ολοένα και μικρότερα περιθώρια κινήσεων στα ελληνικά, αλλά και τα

103
Ελευθερία Νικολαΐδου, «Ο Ελληνικός Εθνικός Σύλλογος Κοσσυφοπεδίου», Μακεδονικά, 16
(1)», 40-41.
104
Στο ίδιο, 42.
105
Ιωάννης Α. Παπαδριανός, Η Σερβία, τα Βαλκάνια και οι Μεγάλες Δυνάμεις στις αρχές του 20ού
αιώνα (1903-1907), 142-143.

[47]
βουλγαρικά σώματα. Οι δε σκληρές μέθοδοι που είχε υιοθετήσει (έρευνες σε σπίτια,
στρατοδικεία, απαγχονισμοί) είχαν δυσχεράνει τις κινήσεις των υποστηρικτικών
δικτύων των δύο αντίπαλων οργανώσεων.
Στο κλίμα γενικής ευφορίας των ημερών εκείνων διαφαινόταν η συναδέλφωση
Οθωμανών, Πατριαρχικών και Εξαρχικών. Ήταν όμως μια συγκυριακή και απατηλή
εικόνα. Οι Νεότουρκοι γρήγορα έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκτουρκισμού των
Χριστιανών, οι δε Εξαρχικοί, οι οποίοι, σημειωτέον, δεν είχαν παραδώσει όλο τον
οπλισμό τους, άρχισαν να πιέζουν εκ νέου τους Πατριαρχικούς.
Το κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος», το οποίο διενέργησε την επανάσταση και τη
μεταρρύθμιση του 1908 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε ως έδρα τη
Θεσσαλονίκη και αποτελούνταν από μορφωμένους αξιωματικούς. Αυτοί δρούσαν σε
ένα περιβάλλον όπου οι Μουσουλμάνοι, όντας μειοψηφία, αισθάνονταν ανασφάλεια
από τα Χριστιανικά κράτη, τους ορθόδοξους πληθυσμούς και την ανταρτική δράση.
Το βάρος που έδινε ο σουλτάνος στις αραβικές επαρχίες και η παρουσία ξένων
αξιωματικών της Χωροφυλακής στο πεδίο προκάλεσε την αντίδρασή τους στη
σουλτανική εξουσία, επειδή θεωρούσαν ότι δεν υπερασπιζόταν όπως έπρεπε τα
οθωμανικά συμφέροντα. Τα στελέχη του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» πίστευαν
στον τουρκισμό, και όχι στον οικουμενισμό. Συγκεκριμένα, οραματίζονταν μια
Τουρκία κατοικούμενη σχεδόν αποκλειστικά από Τούρκους και όχι σε μια
πολυεθνική αυτοκρατορία, ακόμα κι αν αυτό συνεπαγόταν απώλεια εδαφών. Στην
προοπτική αυτή οι διακηρύξεις περί ισονομίας και ισοπολιτείας των Χριστιανών ήταν
απλό περιτύλιγμα μιας πολιτικής που είχε σκοπό τον αφανισμό τους, όπως φάνηκε
και στη συνέχεια. Αυτό όμως δεν ήταν σαφές στους πολλούς, ιδίως στην αρχή. Έτσι
πολλοί Χριστιανοί παρασύρθηκαν και πίστεψαν στις επαγγελίες των Νεοτούρκων.
Σχεδόν αμέσως μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων το σχέδιο εκτουρκισμού των
Χριστιανών της Αυτοκρατορίας τέθηκε σε εφαρμογή. Τότε τα Βαλκανικά κράτη δεν
είχαν άλλη επιλογή από την συνεννόηση και την κήρυξη των Βαλκανικών Πολέμων,
με τους οποίους δόθηκε η λύση εκείνης της φάσης του Μακεδονικού ζητήματος106.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου πολλοί Εξαρχικοί σλαβόφωνοι, ιδίως
της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη

106
Φουάτ Ντουντάρ, Ο Κώδικας της Σύγχρονης Τουρκίας, Η μηχανική των εθνοτήτων της «Ένωσης
και Προόδου» (1913-1918), μετάφρ. Ν. Ουζούνογλου, Λ. Μυστακίδου και Α. Μωυσίδου, (Αθήνα:
greekworks.com, Pressious Arvanitidis, Νέος Κύκλος Κωνσταντινουπολιτών, 2014), 50-57.

[48]
Βουλγαρία107. Τέλος, η βουλγαρική Εξαρχία, η οποία έδρευε στην
Κωνσταντινούπολη, καταργήθηκε το 1913108.

3.3 Σύνοψη κεφαλαίου


Στο παρόν κεφάλαιο είδαμε ότι η εμπλοκή της Εκκλησίας στον Μακεδονικό
Αγώνα ήταν συνειδητή επιλογή της. Καταρχήν, το Πατριαρχείο έδινε συνειδητά και
σκόπιμα πλήρη την κάλυψη στην εμπλοκή της. Από την άλλη, οι αρχιερείς της
περιοχής στο σύνολό τους ενεπλάκησαν στην ελληνική προσπάθεια, οργανώνοντας
σώματα, υποδεικνύοντας ντόπιους έμπιστους συνεργάτες στους Έλληνες αρχηγούς,
ακόμα και εκφέροντας γνώμη για τις λεπτομέρειες των επιχειρήσεων. Αλλά και όπου
η διοργάνωση σωμάτων δεν ήταν εφικτή, οι αρχιερείς της Μακεδονίας συνέβαλαν με
όποιο πρόσφορο τρόπο μπορούσαν. Δηλαδή, με την τόνωση της ελληνικής παιδείας,
με περιοδείες για τη στήριξη του φρονήματος του Πατριαρχικού ποιμνίου κλπ. Σε
κάθε περίπτωση οι ιεράρχες διακινδύνευαν τη ζωή τους με αυτή τη στάση τους,
πράγμα το οποίο ήταν σαφές και το γνώριζαν. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο
Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος, ο οποίος έχασε τη ζωή του λόγω της εμπλοκής του
στον αγώνα. Γενικά, οι ιεράρχες κατηγορούνταν διαρκώς από τους Βουλγάρους
στους Οθωμανούς ως ηθικοί αυτουργοί της δράσης των ελληνικών σωμάτων. Τα
πράγματα δυσκόλευαν όταν εμπλέκονταν και οι ευρωπαίοι παράγοντες, περίπτωση
στην οποία η οθωμανική διοίκηση ζητούσε από το Πατριαρχείο εξηγήσεις ή τη
μετάθεση των αγωνιστών Αρχιερέων του109.
Παράλληλα, η ραχοκοκαλιά της παρουσίας του Πατριαρχείου στην περιοχή ήταν οι
απλοί ιερείς και μοναχοί, οι οποίοι βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Πολλές
φορές ένοπλα και οι ίδιοι, τις περισσότερες όμως με οργανωτική και υποστηρικτική
δράση, πάντα υπήρξαν, μαζί με τους Έλληνες δασκάλους, οι πρώτοι στόχοι των
κομιτατζήδων ανά χωριό. Αναμφίβολα η συμβολή τους υπήρξε τεράστια στον αγώνα
των Πατριαρχικών της Μακεδονίας110.

107
Ιάκωβος Μιχαηλίδης, «Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από την Μακεδονία και τη
Δυτική Θράκη (1912-1930)», (Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
1992), 30.
108
Βλ. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Γ΄ (Αθήνα: χ.ε., 1998), 279.
109
Στέφανος Παπαδόπουλος, «Βασικά χαρακτηριστικά των απελευθερωτικών αγώνων των
Ελλήνων της Μακεδονίας από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 ως την απελευθέρωσή της»,
Μακεδονικά, 27(1): 29.
110
Στο ίδιο, 30.

[49]
Αλλά και οι απλοί χριστιανοί, πιστοί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως μέλη της
Εκκλησίας, έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις στον αγώνα. Το πατριαρχικό ποίμνιο,
ανεξαρτήτως ομιλούμενης γλώσσας, έδωσε όλες τις δυνάμεις του στην υπόθεση του
αγώνα. Συμμετείχαν κυρίως ως ένοπλοι αντάρτες, αλλά και ως οδηγοί των σωμάτων,
προσφέροντας ανεκτίμητη βοήθεια, ιδιαίτερα στην αρχή. Ακόμη, συμμετείχαν ως
μέλη υποστηρικτικών δικτύων, επιτροπών αμύνης χωριών κλπ. Η συμμετοχή, λοιπόν,
των πατριαρχικών υπήρξε πραγματικά παλλαϊκή 111.

111
Στέφανος Παπαδόπουλος, «Βασικά χαρακτηριστικά των απελευθερωτικών αγώνων των
Ελλήνων της Μακεδονίας από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 ως την απελευθέρωση της»,
Μακεδονικά, 27(1): 30.

[50]
4. Ανάλυση των δεδομένων με βάση τη
διδασκαλία της Εκκλησίας περί
εθνοφυλετισμού

4.1 Η διδασκαλία της Εκκλησίας περί εθνοφυλετισμού

Προτού αναλύσουμε την δράση των τριών πλευρών (βουλγαρικής, πατριαρχικής


και ελλαδικής), θα ήταν καλό να αναφερθούμε εν συντομία στη διδασκαλία της
Εκκλησίας περί εθνοφυλετισμού. Ο Χριστιανισμός, αν και γεννήθηκε σε ιουδαϊκό
περιβάλλον, ανδρώθηκε σε έναν κόσμο, τον ελληνορωμαϊκό, ο οποίος ήταν
πολυπολιτισμικός. Κατά την περίοδο της ανάπτυξής του, ακόμα και η ειδωλολατρική
θρησκεία είχε ομογενοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό (απόδειξη αυτού η ίδρυση του
Πανθέου στη Ρώμη).
Ο ίδιος ο αναστημένος Χριστός απαντά στους μαθητές του, που τον ρωτούσαν αν
εκείνη την εποχή θα αποκαταστήσει τη βασιλεία του Ισραήλ, ότι το κήρυγμα, η
διδασκαλία και τελικά η σωτηρία δεν περιορίζεται σε έναν λαό, αλλά είναι
παγκόσμια 112
. Πράγματι, η πρώτη Εκκλησία αποτελούνταν κυρίως από
Ιουδαιοχριστιανούς, αλλά και χριστιανούς προερχόμενους από άλλες εθνότητες. Στην
προοπτική αυτή ποτέ δεν ετέθη θέμα κοινού Ποτηρίου με βάση την εθνικότητα, ή
θέμα αναντιστοιχίας εθνικότητας ποιμένων και ποιμαινομένων. Μάλιστα, μετά από
την Αποστολική Σύνοδο, η οποία απεφάνθη ότι δεν μπορεί να απαιτηθεί από τους
Χριστιανούς η τήρηση του Μωσαϊκού νόμου, άνοιξε ο δρόμος για τη μαζική ένταξη
των εθνικών στην Εκκλησία. Την εν λόγω κατάσταση περιγράφει συνοπτικά και
τεκμηριώνει θεολογικά ο Απόστολος Παύλος στην «Προς Γαλάτας» Επιστολή113. Με
τον τρόπο αυτό ο Παύλος αποκόπτει κάθε σχέση του Χριστιανισμού με τη φυλετική
αντίληψη εν γένει.

112
«Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ,
ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου
μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς
γῆς», Πράξ. 1:7-8.
113
«οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ
θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», Γαλ. 3:28.

[51]
Παρόλα αυτά, το θέμα αναζωπυρώθηκε, όπως είδαμε, τον 19ο αιώνα. Η επιμονή
των Βουλγάρων για εθνοφυλετική δικαιοδοσία, δηλαδή μια Εκκλησία η οποία θα
συμπεριελάμβανε αποκλειστικά τους ομοεθνείς τους, πυροδότησε την αντίδραση του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Βέβαια, η θέση για μιας μορφής αυτονομίας των
καθαρώς βουλγαρικών επαρχιών θα μπορούσε ,κατ’ οικονομίαν, να ήταν συζητήσιμη,
αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε κράτος με καθορισμένα εδαφικά
όρια, παράγοντας εξαιρετικά κρίσιμος για το θέμα. Η αξίωση όμως για δύο
επισκόπους ανά πόλη, δύο δικαιοδοσίες ανά επαρχία, ακόμα και για δύο χωριστούς
ναούς σε κάθε κωμόπολη (εθνοφυλετικού και πατριαρχικού) δεν μπορούσε καν να
τεθεί ως θέμα προς συζήτηση. Το κριτήριο των δικαιοδοσιών της Εκκλησίας ήταν
πάντοτε εδαφικό. Ουδέποτε η Εκκλησία διαχώρισε εθνικά το ποίμνιο ή τους ποιμένες
της. Γι’ αυτό και τα όρια των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, αν και κατά περίπτωση
μεταβάλλονταν, ήταν πάντοτε εδαφικά. Ακόμα και οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες των
νεοτέρων χρόνων ιδρύθηκαν με βάση το εδαφικό κριτήριο, και μάλιστα με βάση τα
όρια του αντίστοιχου εθνικού κράτους. Δεν συμπεριελάμβαναν, δηλαδή,
αποκλειστικά ομοεθνείς, αλλά όλους τους Ορθοδόξους του κάθε εθνικού κράτους114.
«Αποκηρύττομεν κατακρίνοντες και καταδικάζοντες τον φυλετισμόν,

τουτέστι τας φυλετικάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και

διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία»115, διακηρύσσει ο Όρος του 1872.


Αυτό που εν τέλει καταδικάστηκε, και μάλιστα ως δογματική παρέκκλιση, δεν ήταν η
εθνική συνείδηση, ή η συνείδηση του Έθνους σε αντίθεση με το Γένος των
Ορθοδόξων, όπως ορισμένοι συγγραφείς υπαινίσσονται116. Ούτε όμως ήταν και η
ίδρυση των εθνικών κρατών, η επακόλουθη πολιτική κατάτμηση του ποιμνίου και
διάλυση του γένους των Ρωμιών ως οθωμανικού θεσμού117. Ήταν η επιμονή για μια

114
Παντελεήμων Ροδόπουλος, Μητροπολίτης, «Η γεωγραφική δικαιοδοσία κατά το Ορθόδοξον
Κανονικόν Δίκαιον. Το φαινόμενον του εθνοφυλετισμού κατά τους προσφάτους χρόνους», Μελέται Β΄.
Νομοκανονικά – Ιστορικοκανονικά και άλλα, (Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών:
Θεσσαλονίκη, 2008), 65-77.
115
Ανδρέας Νανάκης, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, «Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού (1872) στον Μακεδονικό αγώνα», Μακεδονικός
Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά, (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών: Θεσσαλονίκη,
2006, 55.
116
Πολύκαρπος Καραμούζης, «Εθνοφυλετισμός και Οικουμενισμός στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η
περίπτωση της εγκυκλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1872», Θρησκειολογία 3 (2002), 118-
122.
117
Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, Ανδρ. Νανάκης, «Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού (1872) στον Μακεδονικό αγώνα», Μακεδονικός
Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά, (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
2006, 53-54.

[52]
εκκλησιαστική δομή όχι σε εδαφική, αλλά σε εθνοφυλετική βάση. Στο βάθος όμως
καταδικάστηκε η απέχθεια για τον αλλόφυλο ομόδοξο και η εργαλειοποίηση της
Εκκλησίας για πολιτικούς σκοπούς.

4.2 Η βουλγαρική πλευρά.

Η πλευρά των Βουλγάρων Εξαρχικών υπήρξε ο καθαρά εθνοφυλετικώς δρων,


αλλά και επιτιθέμενος παράγοντας. Χωρίς καν να προσπαθήσουν να
χρησιμοποιήσουν εκκλησιαστικά επιχειρήματα, αλλά μόνο πολιτικά, οι Βούλγαροι
(τουλάχιστον η ελίτ τους, η οποία παρακίνησε και τον λαό) αξίωσαν αρχικά ορισμένα
μέτρα, τα οποία θα ευνοούσαν την εθνότητά τους και την ιδιοπροσωπία της. Από την
αρχή όμως ήταν εμφανής η επιθετικότητά τους απέναντι στους Έλληνες και στον
θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με τον τρόπο αυτό συμπεριφέρονταν σαν να
ήταν αυτοί οι τύραννοί τους και όχι οι Τούρκοι. Το μένος τους κατά του ομόδοξου
ελληνικού λαού και του Πατριαρχείου ήταν ο πυρήνας του εθνοφυλετισμού που
καταδικάστηκε στον Όρο του 1872.
Η πολιτική ανάλυση και ο σχεδιασμός τους είχε ως πρώτο στόχο την ίδρυση
μιας εθνοφυλετικής εκκλησίας. Μάλιστα αυτό επιδιώκονταν πριν την ίδρυση
κράτους. Η στρατηγική αυτή επιλογή ήταν η πρώτη εκτροπή από την εκκλησιαστική
διδασκαλία και πρακτική. Κατά τη ρήση του Μεγάλου Φωτίου: «τὰ

εκκλησιαστικά,

καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ ενοριῶν Δίκαια, ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις καὶ

διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἲωθεν»118. Στην προκειμένη περίπτωση, θα


έπρεπε πρώτα να υπάρξει κράτος ανεξάρτητο και μετά ίδρυση αυτοκέφαλης
Εκκλησίας. Οι Βούλγαροι όμως απέρριπταν αυτή την προοπτική για καθαρά
πολιτικούς λόγους, καθώς θεωρούσαν ότι η χωριστή Εκκλησία τους θα αποτελούσε
όχημα για την ίδρυση του κράτους τους.
Η δεύτερη βουλγαρική εκτροπή ήταν η απαίτηση για καθαρά εθνοφυλετική
Εκκλησία. Η εν λόγω αξίωση προχωρά ακόμα παραπέρα και αξιώνει μια «καθαρή»
φυλετικά εκκλησιαστική δομή, για να μπορεί ανεμπόδιστα να χρησιμοποιηθεί

118
Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Επιστολαί , επιμ. Ιωαν. Βαλέτα (Georg Olms Verlag:
Hildesheim, New York, 1978), 162.

[53]
ακολούθως για πολιτικούς σκοπούς. Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός ήταν εντελώς
απαράδεκτος και απαιτούσε άμεση και αποφασιστική αντίδραση. Η δημιουργία μιας
«καθαρής εθνικά» εκκλησιαστικής δομής όντως άγγιζε και ξεπερνούσε τα όρια της
αίρεσης, διότι απηχούσε μια αιρετική εκκλησιολογία, καθώς περιόριζε το
ευχαριστιακό Ποτήριο σε μία μόνο εθνότητα, αποκλείοντας τους αλλοφύλους. Η
αντιεκκλησιαστική νοοτροπία ήταν εμφανής, όσο εμφανής ήταν και η
εργαλειοποίηση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού για εθνικούς σκοπούς,
εργαλειοποίηση που επιχείρησε να αγγίξει μέχρι και το Άγιο Ποτήριο, το Σώμα και
το Αίμα του Χριστού. Τέτοιου βαθμού εργαλειοποίηση σπάνια συναντούμε στην
εκκλησιαστική ιστορία. Μάλιστα, η πολιτική αυτή ζήτησε και βρήκε
εξωεκκλησιαστικούς συμμάχους: την οθωμανική διοίκηση και τη ρωσική
διπλωματία, οι οποίες είχαν συμφέρον, για άλλους λόγους η καθεμιά, να λύσουν το
θέμα υπέρ των Βουλγάρων.
Ακολούθως, με την ίδρυση του αυτόνομου βουλγαρικού κράτους, αλλά και
της ΕΜΕΟ, η εκκλησιαστική εκτροπή μετατράπηκε σε ένοπλη πίεση. Συγκεκριμένα,
το τρίπτυχο Βουλγαρία – ΕΜΕΟ – Εξαρχία μετατράπηκε σε συσσωμάτωμα, με
σκοπό την επέκταση σε όλο σχεδόν τον μακεδονικό χώρο. Η ΕΜΕΟ, με την αμέριστη
υποστήριξη του βουλγαρικού κράτους, ουσιαστικά αποτελούσε στη Μακεδονία τόσο
τον ένοπλο βραχίονά του, όσο και της Εξαρχίας. Το δίλημμα για τους Πατριαρχικούς
της Μακεδονίας ήταν «Εξαρχία ή θάνατος». Εκτός από τους πατριαρχικούς ιερείς,
οι οποἰοι έτσι κι αλλιώς ήταν οι πρώτοι στόχοι, οι Βούλγαροι δεν δίστασαν να
στοχοποιήσουν, να κάψουν και να λεηλατήσουν μοναστήρια, όπως και να
κατακρεουργήσουν γέροντες μοναχούς.
Το συμπέρασμα είναι ότι η Εξαρχία ήταν ο θρησκευτικός βραχίονας του
βουλγαρικού επεκτατισμού στη Μακεδονία. Εξαρχία και ΕΜΕΟ δεν ήταν καν οι δύο
όψεις του Ιανού αλλά το ίδιο πρόσωπο. Στόχος τους ήταν το πατριαρχικό ποίμνιο ως
τέτοιο, ανεξάρτητα από το αν αυτό ήταν ελληνόφωνο, σλαβόφωνο, βλαχόφωνο ή
αλβανόφωνο. Δεν ήταν μια επιχείρηση φυσικής εξόντωσης του ελληνικού εθνικού
στοιχείου. Ήταν ξεκάθαρα μια επιχείρηση εξάλειψης του πατριαρχικού ποιμνίου από
την περιοχή. Στην προοπτική αυτή, η εν λόγω μορφή του πολέμου δεν μπορούσε να
μείνει αναπάντητη.

[54]
4.3 Η ελλαδική πλευρά.

Το ελληνικό βασίλειο, ταπεινωμένο από τον ατυχή πόλεμο του 1897, δεν είχε
σκοπό αρχικά να εμπλακεί σε επιχειρήσεις, έστω συγκεκαλυμμένες, επί του
μακεδονικού εδάφους. Όμως, η εξέγερση του Ίλιντεν, όπως είδαμε, όπως και η
προθυμία μιας μερίδας στρατιωτικών και άλλων παραγόντων να εμπλακούν
προσωπικά, έφερε την αποστολή σωμάτων στην περιοχή.
Η θεώρηση της ελλαδικής πλευράς ήταν ότι «Η Μακεδονία ήταν, είναι και θα
είναι ελληνική». Ήταν μια θεώρηση που έδινε έμφαση στο αρχαίο μακεδονικό
παρελθόν, κυρίως της εποχής του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου. Η άποψη αυτή
δικαιώθηκε μέσα στο χρόνο. Στα περισσότερα αστικά κέντρα ο Ελληνισμός και η
ελληνική γλώσσα κυριαρχούσαν, όπως και σε όλη τη Νότια ζώνη. Την εποχή όμως
εκείνη έπρεπε να δοθεί και μια ερμηνεία για την ύπαρξη συμπαγούς σλαβόφωνου
πληθυσμού.
Οι σλαβόφωνοι της περιοχής θεωρήθηκαν από την ελληνική πολιτική ως
Έλληνες που είχαν ξεχάσει τη γλώσσα τους, λόγω της μακράς συνοίκησης με το
σλαβικό στοιχείο. Έπρεπε λοιπόν να γίνει επίμονη διαφώτιση για να ενισχυθεί ή και
να διαμορφωθεί η ελληνική εθνική συνείδηση στον πληθυσμό αυτόν. Τον ρόλο αυτό
ανέλαβαν τα ελληνικά σχολεία, σε συνεργασία με τους Έλληνες παράγοντες, όπως
προξένους, προύχοντες, ιερείς κ.ά.119.
Στην πράξη όμως αποδείχθηκε πολύ δύσκολο να πειστούν οι σλαβόφωνοι ότι
ήταν κι αυτοί Έλληνες, συμμέτοχοι του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου. Κατ’ αρχάς,
λόγω της γλώσσας τους, η οποία καθόριζε σε μεγάλο βαθμό και τις πολιτικές και
εθνικές συμπάθειες, οι οποίες είχαν πλειοψηφικά σλαβικές αναφορές, κάθε τέτοια
άποψη έμοιαζε για τους περισσότερους από αυτούς ανεδαφική. Επιπλέον, η
σλαβόφωνη αυτή μάζα δεν είχε την αίσθηση της εθνικής συνείδησης, όπως
αποδεικνύουν πολλές εκθέσεις Ελλήνων ιθυνόντων της εποχής. Για την πλειοψηφία
του πληθυσμού αυτού η συνείδηση ήταν μία: αυτή του Ορθοδόξου Χριστιανού. Η
εθνική συνείδηση δεν υπήρχε, στο βάθος, ως τέτοια: υπήρχε μόνο μια επιλογή

119
Αναστ. Κωστόπουλος, «Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός: η πολιτική και κοινωνική
διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία», (Διδακτορική διατριβή:
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2018), 523.

[55]
στρατοπέδου με βάση την επιδίωξη φυσικής ασφάλειας ή την συναισθηματική
ταύτιση, με δεδομένη την εκκλησιαστική ένταξη στο Πατριαρχείο ή την Εξαρχία120.
Υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή τη θέση. Οι
σλαβόφωνοι της Μακεδονίας το 1925 αριθμούσαν 97.000 πρώην εξαρχικούς και
76.000 πρώην πατριαρχικούς121. Λίγες δεκαετίες μετά τη λήξη του Μακεδονικού
Αγώνα, τη δεκαετία του 1940, λόγω της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας αμφοτέρων
των ομάδων (κυρίως εξ’ αιτίας της απαγόρευσης της δημόσιας ομιλίας της σλαβικής
γλώσσας) η μεγάλη πλειοψηφία τους πήρε τα όπλα κατά της χώρας, πρώτα με τη
σημαία της Βουλγαρίας κατά την Κατοχή και κυρίως μετά, με τη σημαία του
Μακεδονισμού στη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου (1945-1949)122. Η
αλλαγή δύο ή τριών εθνικών συνειδήσεων μέσα σε μόλις 40 χρόνια από την
πλειοψηφία μιας πληθυσμιακής ομάδας, δείχνει ότι η εθνική συνείδηση γι’ αυτήν την
πλειοψηφία δεν είναι θέμα ταυτότητας. Ακόμα και πριν από λίγα χρόνια, πολλοί
κάτοικοι της τότε ΠΓΔΜ είχαν αλλάξει εθνική συνείδηση για να πάρουν τη
βουλγαρική υπηκοότητα123.
Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι το εξής: όσοι σλαβόφωνοι επέμεναν
μέσα από σωστή εκκλησιαστική οπτική να παραμείνουν στο Πατριαρχείο, είδαν τα
ελληνικά σώματα ως τους ελευθερωτές από τις βουλγαρικές ένοπλες πιέσεις, όχι
όμως λόγω εθνικής ταύτισης, αλλά θρησκευτικής. Η εθνική ταύτισή τους
σφυρηλατήθηκε εν μέρει μέσα από αυτήν, αλλά κυρίως κατά τις επόμενες πολεμικές
αναμετρήσεις124.
Η Ελλάδα ασκούσε μια απελευθερωτική πολιτική όσον αφορά τις τότε
οθωμανικές βαλκανικές επαρχίες. Η πολιτική αυτή ήταν σίγουρα εθνοκεντρική. Στο
μακεδονικό πεδίο συμμάχησε με τους Μητροπολίτες, τους κληρικούς και τους
λαϊκούς που υπάγονταν στο Πατριαρχείο. Ήταν ένας πόλεμος για την προετοιμασία
της απελευθέρωσης της Μακεδονίας, την οποία σύσσωμο το πατριαρχικό στοιχείο

120
Αναστ. Κωστόπουλος, «Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός: η πολιτική και κοινωνική
διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία», (Διδακτορική διατριβή:
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2018), 525.
121
Ελισάβετ Κοντογιώργη, «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Κοινωνικές, δημογραφικές και
εθνολογικές πλευρές του Μακεδονικού ζητήματος κατά τη Μεσοπολεμική περίοδο», Βαλκανικά
Σύμμεικτα 10 (1998): 221.
122
Βλ. και Ιωάννης Κολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων, Η Κατοχή και ο Εμφύλιος πόλεμος στη
Δυτική Μακεδονία (1941-1949) (Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2015).
123
https://www.in.gr/2020/12/14/world/voreia-makedonia-65-675-polites-tis-piran-voulgariki-
ypikootita/, (Ημ. ανάκτησης: 4 Ιουνίου 2021).
124
Γ. Καραμπελιάς και Δ. Βασιλειάδης, «Το Μακεδονικό ζήτημα και η ελληνική Αριστερά», Άρδην ,
115 (2019): 47.

[56]
επιθυμούσε. Όμως ήταν και αγώνας για την ένταξή της Μακεδονίας στο ελληνικό
βασίλειο, επιδίωξη που επιτεύχθηκε λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Αγώνα.

4.4 Η πατριαρχική πλευρά.

Το θέμα της εθνοφυλετικής ή μη συμπεριφοράς του Πατριαρχείου κατά τον


Μακεδονικό Αγώνα είναι αρκετά περίπλοκο. Σχετίζεται άμεσα με τον επιτιθέμενο
βουλγαρικό παράγοντα και τον εθνοφυλετισμό του, αλλά κυρίως με τη συνεργασία
του Πατριαρχείου με το ελληνικό κράτος σε έναν αγώνα ένοπλης μορφής.
Θα μπορούσε να πει κανείς, θεωρώντας ότι η εμπλοκή της Εκκλησίας ήταν
εθνοφυλετικής μορφής, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο είχε καταδικάσει
τον εθνοφυλετισμό το 1872, διάπραξε λίγες δεκαετίες αργότερα το αυτό, ίδιο
«αμάρτημα». Εννοούμε την άμεση εμπλοκή σε «εθνικάς έρεις και ζήλους και
διχοστασίας», σύμφωνα με τον Όρο του 1872, και μάλιστα ένοπλης μορφής. Αν
εξετάσει κανείς εξωτερικά τα γεγονότα, αν ταυτίσει το δίπολο «πατριαρχικός-
εξαρχικός» με το δίπολο «Έλληνας-Βούλγαρος», αν δει στο Μακεδονικό Αγώνα
απλά ως έναν ανταρτοπόλεμο εθνικού-εθνικιστικού ανταγωνισμού μεταξύ Ελλάδας-
Βουλγαρίας, τότε το Πατριαρχείο μεταβλήθηκε σε απλό πιόνι της ελληνικής εθνικής
υπόθεσης, ενός ρόλου παρόμοιου με εκείνου της Εξαρχίας. Ήταν όμως πράγματι έτσι
η όλη κατάσταση;
Κατ’ αρχάς, για τον Χριστιανισμό το έθνος είναι μια εγκόσμια, αλλά όχι
αιώνια πραγματικότητα. Στην προοπτική αυτή έχουν δίκιο όσοι συγγραφείς τονίζουν
ότι τα έθνη θα καταργηθούν στα έσχατα125. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι Χριστιανοί
δεν πρέπει να έχουν εθνική συνείδηση και να αγωνίζονται για αυτήν. Αυτό μπορεί να
συμβεί, όμως στο πλαίσιο της άμυνας και του δικαίου. Ο Χριστός δεν φέρθηκε ποτέ
εθνοφυλετικά και δεν θα συμμετείχε ποτέ σε πολέμους126. Όμως ο ρους της Ιστορίας
δημιουργεί κατά περίπτωση και κατά εποχή εξαιρετικά ιδιάζουσες συνθήκες, οι
οποίες απαιτούν εξειδικευμένη αντιμετώπιση από το σώμα του Χριστού, την
Εκκλησία και τις κατά περίπτωση καθοδηγητικές εκκλησιαστικές αρχές.
Άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο Όρος του 1872 αναφέρεται στην
υπεράσπιση όχι μόνο της εκκλησιαστικής, αλλά και της πολιτικής ενότητας των
125
Παντελής Καλαϊτζίδης, «Ο πειρασμός του Ιούδα», Σύναξη 79, (2001): 65.
126
Στο ίδιο, 60.

[57]
Ορθοδόξων, προσωρινά εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας127. Άλλωστε, από τον
καιρό της αλώσεως της Κωνσταντινούπολης πολλοί πίστευαν ότι η Οθωμανική
Αυτοκρατορία θα μετεξελισσόταν σε χριστιανική, κατά το πρότυπο της Ρωμαϊκής128.
Η εν λόγω θεωρία, καθαρά φαναριώτικης προέλευσης, προσπαθούσε να συνδυάσει τη
νομιμοφροσύνη απέναντι στους Οθωμανούς με την προσδοκία της απελευθέρωσης
του γένους των Ορθοδόξων, και μάλιστα χωρίς αιματοχυσία. Όταν ο Αλέξανδρος
Υψηλάντης, φαναριώτικης καταγωγής και αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας, προτίμησε
το Φεβρουάριο του 1821 να αρχίσει ο ίδιος την επανάσταση από τη Μολδοβλαχία και
όχι από την Πελοπόννησο, αυτό ακριβώς το όραμα είχε. Δηλαδή, την πρόκληση μιας
γενικής βαλκανικής εξέγερσης κατά των Οθωμανών, για να μη διασπαστεί η
πανορθόδοξη πολιτική ενότητα. Όμως, οι Ρουμάνοι και οι Σέρβοι, έχοντας
δρομολογήσει την απελευθέρωσή τους σε εθνικό επίπεδο, οι μεν έχοντας
θεσμοθετημένη αυτονομία, οι δε έχοντας επιτύχει με σκληρούς αγώνες μια de facto
αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων, δε συμμερίζονταν το όραμά του.
Πράγματι, ο Ρουμάνος σύμμαχος Βλαδιμηρέσκου εκτελέστηκε από τον Υψηλάντη
λόγω των μυστικών συνεννοήσεών του με τους Οθωμανούς129. Ομοίως ο Σέρβος
αρχηγός Μίλος Οβρένοβιτς, μη θέλοντας να δώσει αφορμή για επέμβαση των
Οθωμανών, δεν συμφώνησε, παρά τις επανειλημμένες προτάσεις του Υψηλάντη, για
στρατιωτική συνεργασία των δύο πλευρών κατά των Οθωμανών130. Βλέπουμε,
λοιπόν ότι η λύση του κοινού κράτους ή έστω της κοινής προσπάθειας
απελευθέρωσης δεν είχε καμία απήχηση στους άλλους ομόδοξους λαούς, παρά μόνο
σε ένα μικρό τμήμα των Ελλήνων, και κυρίως στην ηγεσία τους.
Η θεωρία στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, ότι η Εκκλησία το 1872
καταδίκασε την διαίρεση του Γένους των Ορθοδόξων σε χωριστά έθνη και
συνακολούθως κράτη, θεωρεί ότι η θέση αυτή εγκαταλείφθηκε εκ των πραγμάτων
από το ίδιο το Πατριαρχείο, ακριβώς κατά της περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα.
Μάλιστα, περιγράφεται η στροφή του Πατριαρχείου από τη Ρωμαίικη στην εθνική
ελληνική ιδέα, με επιστέγασμα την στροφή προς το νέο εθνικό, κέντρο, την Αθήνα.

127
Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, Ανδρέας Νανάκης, «Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού (1872) στον Μακεδονικό αγώνα», Μακεδονικός
Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά, (Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
2006), 53-54.
128
Βλ. και Γεώργιος Μεταλληνός, Ελληνισμός μετέωρος, (Αθήνα: Αποστολική διακονία, 1999).
129
Αλέξ. Δεσποτόπουλος, «Η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
τ. ΙΒ', (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977), 48.
130
Στέφ. Ι. Παπαδόπουλος, «Το "Σχέδιον Γενικόν" της Φιλικής Εταιρείας και οι επαφές με τους
Σέρβους», Μακεδονικά 17(1): 52-53.

[58]
Θεωρείται ακόμα ότι η ταυτότητα του «πατριαρχικού» ταυτιζόταν με την ταυτότητα
του «Έλληνα» κατά τα χρόνια εκείνα στη Μακεδονία131.
Παρόλα αυτά, η εν λόγω θεωρία παρουσιάζει ορισμένες αντιφάσεις. Κατ’
αρχάς, υπονοεί ότι το Πατριαρχείο εγκατέλειψε μέσα σε λίγες δεκαετίες, όχι απλά
αρχές και θέσεις, αλλά συνοδικό δογματικό κείμενο, δηλαδή τον Όρο του 1872. Η
στάση βέβαια της άποψης αυτής δεν είναι επικριτική για το Πατριαρχείο. Απλά
θεωρείται ότι υπέκυψε και καλώς έπραξε, στην εθνική αναγκαιότητα. Ουσιαστικά,
γίνεται η έμμεση παραδοχή ότι το Πατριαρχείο ακολούθησε τον ρου της Βαλκανικής
ιστορίας. Ακριβώς αυτόν τον ρου που προσπάθησε, με όλα τα μέσα, να αποτρέψει. Εν
τέλει, η εν λόγω θεωρία ότι το Πατριαρχείο κατά τον Μακεδονικό Αγώνα έδρασε
εθνοφυλετικά.
Πώς όμως μπορεί να εγκαταλειφθεί ένα δογματικό κείμενο, απλά και μόνο για
εθνικούς, έστω και δίκαιους, λόγους; Η προαναφερόμενη θεωρία αφήνει εκτεθειμένο
τον Όρο του 1872, θεωρώντας τον ως ξεπερασμένο. Δεν είναι όμως ποτέ δυνατόν να
ξεπεραστεί, ως εκ της φύσεώς του, ένα συνοδικό δογματικό κείμενο.
Για να απαντήσουμε στο θέμα της εθνοφυλετικής ή οικουμενικής στάσης του
Πατριαρχείου θα πρέπει και να εξετάσουμε τη σχέση του διπόλου «πατριαρχικός-
εξαρχικός» συγκριτικά με το δίπολο «Έλληνας-Βούλγαρος». Η σχέση των δεύτερων
στοιχείων (εξαρχικός- Βούλγαρος) είναι άμεση. Δηλαδή, η Εξαρχία είχε μια
εθνοφυλετική δομή και όσοι εντάσσονταν σε αυτήν εθελουσίως ήταν σαφώς
βουλγαρικών φρονημάτων. Η σχέση όμως των εννοιών πατριαρχικός- Έλληνας είναι
πιο περίπλοκη. Κατ’ αρχάς, όπως είδαμε, δεν ήταν όλοι οι πατριαρχικοί πρόσωπα
ελληνικής καταγωγής και γλώσσας. Το ποίμνιο του Πατριαρχείου αποτελούταν από
ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, βλαχόφωνους, ακόμα και από αλβανόφωνους. Όλους
αυτούς, όσον αφορά τη στάση τους στον Μακεδονικό Αγώνα, δεν τους ένωνε ούτε η
κοινή γλώσσα, ούτε η κοινή καταγωγή, αλλά ούτε και σε απόλυτο βαθμό η εθνική
συνείδηση, παρά μόνο σε σχετικό βαθμό. Αναλύσαμε παραπάνω την μη πλήρη
αντιστοιχία των ταυτοτήτων του πατριαρχικού και του Έλληνα. Ακόμα και όταν
εκδηλωνόταν από μερίδα των σλαβοφώνων η ελληνική εθνική συνείδηση, αυτό εν
τέλει γινόταν κατά κανόνα στο πλαίσιο την ρευστότητας της εθνικής συνείδησης και
όχι στο πλαίσιο της ταυτότητας.

131
Ανδρέας Νανάκης, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, «Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού (1872) στον Μακεδονικό αγώνα», Μακεδονικός
Αγών. 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά, (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών: Θεσσαλονίκη,
2006), 53-54.

[59]
Τις προαναφερόμενες ομάδες ένωνε η αγάπη και η πίστη στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο, αλλά και η επιθυμία για εκκλησιαστική κανονικότητα. Για το λόγο
αυτόν συντάχθηκαν με τα ελληνικά ανταρτικά, σώματα, τα οποία εκ των πραγμάτων
ήταν τα μόνα που μπορούσαν να τους προστατεύσουν από τη βία του εξαρχικού
εθνοφυλετισμού. Ενώ για πολλούς πατριαρχικούς η δράση των ελληνικών σωμάτων
ήταν εθνικά και εκκλησιαστικά απελευθερωτική, για άλλους ήταν μόνον
εκκλησιαστικά απελευθερωτική.
Ένα άλλο στοιχείο που καταδεικνύει τη διαφοροποίηση του Πατριαρχείου
από την ελληνική εθνική πολιτική, ήταν η διαφωνία του με το περιεχόμενο της
διδασκαλίας και διαφώτισης των ελληνικών σχολείων στη Μακεδονία. Συγκεκριμένα,
ο Πατριάρχης Ιωακείμ έγραψε σχετικά στον Έλληνα πρέσβη στην
Κωνσταντινούπολη (ήδη από το 1883) ότι το εθνικό κήρυγμα περί ελληνικότητας των
σλαβοφώνων έβρισκε αρνητική την πλειονότητά τους. Η ελληνική πλευρά θα έπρεπε,
κατά τον Πατριάρχη, να δίνει απόλυτη προτεραιότητα σε πολιτικά επιχειρήματα,
δηλαδή ότι ήταν προς το συμφέρον τους να ενταχθούν μελλοντικά στο ελληνικό
βασίλειο και όχι το βουλγαρικό και για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να ενισχύσουν την
ελληνική προσπάθεια. Των πολιτικών αυτών επιχειρημάτων θα μπορούσε να
ακολουθεί, και μόνον διακριτικά, μια αναφορά σε εθνική ταύτιση, διότι η
προπαγάνδα περί ελληνικής καταγωγής των σλαβοφώνων προκαλούσε σφοδρές
αντιδράσεις132. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η πατριαρχική πλευρά, παρά τη συμμαχία της
με την ελληνική πλευρά, δεν συμμεριζόταν τις προσπάθειες εξελληνισμού των
σλαβοφώνων, αλλά είχε επίγνωση της πραγματικότητας και της ρευστής εθνικής
ταυτότητάς τους και εν τέλει σεβόταν αυτή τη ρευστότητα. Προφανώς συμμεριζόταν
και τον στόχο της μελλοντικής απελευθέρωσης της Μακεδονίας από την Ελλάδα,
διότι όσο μακεδονικό έδαφος θα κατακτούσε η Βουλγαρία ήταν σαφές ότι τόσο θα
παραδιδόταν εκκλησιαστικά στην Εξαρχία. Όμως, με δεδομένη την εθνολογική
σύνθεση της περιοχής, δεν προωθούσε τον στόχο αυτό με αφομοιωτικούς όρους.
Άλλος ένας παράγοντας που αποδεικνύει το οικουμενικό πνεύμα του
Πατριαρχείου ήταν η πολιτική του στη Βόρεια ζώνη της Μακεδονίας. Εκεί, το
ελληνικό κράτος προσπαθούσε να δηλώσει την παρουσία του, έστω με τα ισχνά
ερείσματα που διέθετε. Το Πατριαρχείο, δρώντας τελείως διαφορετικά, προσπαθούσε

Αναστ. Κωστόπουλος, «Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός: η πολιτική και κοινωνική
132

διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική Μακεδονία», (Διδακτορική διατριβή:
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2018), 524.

[60]
να κινητοποιήσει το σερβικό στοιχείο, το οποίο διέθετε πολυπληθέστερη λαϊκή βάση,
για την ανάσχεση της εξαρχικής επιθετικότητας133. Όπως είδαμε, η Πατριαρχική
πλευρά είχε κάνει σημαντικές παραχωρήσεις προς το σερβικό στοιχείο στη Βόρεια
ζώνη με αποτέλεσμα οι δύο πλευρές να συνεργάζονται στενά, ακόμα και σε
στρατιωτικό επίπεδο. Έτσι έχουμε ακόμα ένα στοιχείο που καταδεικνύει την
οικουμενική νοοτροπία του Πατριαρχείου κατά τα κρίσιμα εκείνα χρόνια.
Συμπεραίνουμε, εν τέλει, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορεί να
κατηγορηθεί για εθνοφυλετικές ενέργειες κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.
Το ελληνικό κράτος, προφανώς και δρούσε με βάση αμιγώς εθνικά κριτήρια, δίκαια
και συμφέροντα προς αυτό. Στο πλαίσιο αυτό, η σύμπραξη του Πατριαρχείου με το
ελληνικό κράτος αποτελούσε μια τακτική συμμαχία ανάσχεσης της βουλγαρικής/
εξαρχικής βίας, και όχι μια σύμπραξη λόγω της ταύτισης αξιών, νοοτροπιών, σκοπών
και μεθόδων. Μετά την αποκοπή των Βουλγάρων και βουλγαροφρόνων από το σώμα
της Εκκλησίας, αυτή συνέχισε να δρα οικουμενικά, μη υπολογίζοντας και μη
διακρίνοντας έθνη, παρά μόνον φροντίζοντας ενεργά για τη επιβίωση του ποιμνίου
και τη φυσική ασφάλειά του. Η πολιτική του δεν υπήρξε ούτε αφομοιωτική, αφού
σεβάστηκε, τόσο την εθνική ιδιοπροσωπία των Σέρβων, όσο και τη ρευστότητα
συνείδησης των σλαβοφώνων. Η Εκκλησία δρούσε, ακόμα και σε αυτές τις ακραίες
περιστάσεις, με οικουμενική και όχι εθνοφυλετική νοοτροπία. Άρα, ο Μακεδονικός
Αγώνας, όσον αφορά το Πατριαρχείο, αποτελούσε σύγκρουση μεταξύ εθνοφυλετικού
και οικουμενικού πνεύματος.

133
Αναστ. Γ. Μαράς, Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία: από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης έως
σήμερα (Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012), 105-106.

[61]
5. Επιλεγόμενα

5.1 Ήταν δικαιολογημένη η ένοπλη αντίδραση κατά των


Βουλγάρων;

Όπως είδαμε, ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ένας πόλεμος ένοπλης αντίδρασης


των πατριαρχικών, με την άμεση σύμπραξη του ελληνικού κράτους και της
Εκκλησίας κατά της βουλγαρικής βίας και τρομοκρατίας, η οποία για χρόνια έμενε
αναπάντητη. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν συνάδει η διδασκαλία της
Εκκλησίας και ο χαρακτήρας της με την εμπλοκή της σε αυτόν;
Για να απαντήσουμε το ερώτημα θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν, αρχικά την
γενική απαγόρευση χρήσης βία από τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ο Χριστός, ακόμα
και όταν κινδύνευε να συλληφθεί και να οδηγηθεί στο Πάθος απαγόρευση τη χρήση
βίας αποτρέποντας τον απόστολο Πέτρο, ο οποίος επιχείρησε να τον υπερασπιστεί
ενόπλως134.
Ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Θεάνθρωπος και ενανθρώπησε για ένα σκοπό: να
διδάξει, να πάθει και να αναστηθεί για τη σωτηρία του κόσμου. Η Εκκλησία είναι το
σώμα του Χριστού, καθώς είναι θεανθρώπινος οργανισμός με κεφαλή τον ίδιο τον
Χριστό. Έχει όμως και το ανθρώπινο μέρος της, τους πιστούς Χριστιανούς, για τους
οποίους πολλές φορές εφαρμόζεται η «οικονομία» της Εκκλησίας, δηλαδή η -για
λόγους φιλανθρωπίας- παρέκκλιση από την εκκλησιαστική «ακρίβεια». Στην
περίπτωση του Μακεδονικού Αγώνα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις με κορυφαία
αυτήν της Επανάστασης του 1821, εφαρμόστηκε η προαναφερόμενη εκκλησιαστική
οικονομία.
Αν και κάθε πόλεμος είναι καταδικαστέος, προφανώς είναι διαφορετικός ένας
επιθετικός πόλεμος από έναν αμυντικό. Στην περίπτωσή μας, οι Βούλγαροι
επιτέθηκαν πρώτοι, όχι σε μια ελεύθερη επικράτεια ή τμήμα αυτής, αλλά σε έναν
υπόδουλο πληθυσμό, για να τον εξαναγκάσουν να συνταχθεί μαζί τους. Ο πληθυσμός
αυτός δεν ήταν εθνικά προσδιορισμένος καθώς αν και οι εκκλησιαστικές αναφορές
των Πατριαρχικών της Μακεδονίας ήταν ελληνικές, αλλά, όπως είδαμε, σε καμμία

134
«Βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατὴρ, οὐ μὴ πίω
αὐτό», Ιω 18:11.

[62]
περίπτωση δεν επρόκειτο για έναν συνολικά ελληνόφωνο ή ελληνικό πληθυσμό. Το
κριτήριο, λοιπόν, του προσδιορισμού τού υπό επίθεση πληθυσμού δεν ήταν εθνικό.
Αν η επίθεση και η τρομοκρατία είχε εξαπολυθεί εναντίον μιας εθνικής ομάδας,
δηλαδή τμήματος του πατριαρχικού ποιμνίου, τότε η Εκκλησία δεν θα είχε λόγο να
εμπλακεί, διότι θα επρόκειτο για εθνική έριδα. Όμως στην περίπτωση του
Μακεδονικού Αγώνα, οι Βούλγαροι εξαρχικοί είχαν ως στόχο τον όσο το δυνατόν
μεγαλύτερο περιορισμό της παρουσίας του πατριαρχικού ποιμνίου και όχι στενά του
ελληνικού στοιχείου. Επομένως, ο στόχος τους ήταν το πατριαρχικό ποίμνιο ως
τέτοιο. Το σύνολο των επισκόπων, κληρικών και λαϊκών, αλλά και η ίδια η
δικαιοδοσία του Πατριαρχείου στην περιοχή, τέθηκε στο στόχαστρο των
κομιτατζήδων. Προφανώς επρόκειτο για μια ένοπλη εθνοφυλετική επιχείρηση των
Βουλγάρων. Με τους όρους όμως που αυτοί έθεταν, δηλαδή την προσχώρηση στην
Εξαρχία ως λυδία λίθο του βουλγαρισμού, το θέμα στο πεδίο ετίθετο εκκλησιαστικά.
Άρα, το Πατριαρχείο είχε κάθε ηθικό δικαίωμα, αλλά και κάθε εκκλησιαστικό λόγο
να εμπλακεί στην υπόθεση, για να στηρίξει τους επισκόπους του, τους ιερείς και το
ποίμνιό του ως πρόσωπα, να ενισχύσει τη φυσική τους ασφάλεια, όπως και την
εκκλησιαστική κανονικότητα και την ενδυνάμωση της παρουσίας της στην περιοχή.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η εμπλοκή της Εκκλησίας ήταν επιβεβλημένη.
Υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορη στη
στοχοποίηση της παρουσίας της στη Μακεδονία, αλλά και στον άμεσο φυσικό
κίνδυνο που για χρόνια διέτρεχαν τα πιστά σε αυτήν πρόσωπα. Δεν επρόκειτο για μια
εγκατάλειψη αρχών και θέσεων, ούτε για εθνικιστική τύφλωση, αλλά, ουσιαστικά,
για μια οργάνωση αυτοάμυνας σε εκκλησιαστική βάση.

5.2 Συνοψίζοντας

Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε ένας διμέτωπος πόλεμος, με έντονο τον


εθνικό, αλλά και τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Για τα δύο εθνικά κράτη, Ελλάδα
και Βουλγαρία, ήταν ένας εθνικός πόλεμος, για τον οποίον δαπανήθηκαν άφθονα
χρήματα και όπλα και στον οποίο στρατεύτηκαν χιλιάδες εθελοντές. Η Βουλγαρία
προσπαθούσε να επεκτείνει με τα όπλα την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Εξαρχίας,
και μέσω αυτής να εδραιώσει τη βουλγαρική εθνική συνείδηση στην περιοχή της
Μακεδονίας. Για την Ελλάδα, η -ακόμα και με στρατιωτικό τρόπο- ενίσχυση της

[63]
παρουσίας της στη Μακεδονία, ήταν θέμα ζωτικής σημασίας. Για τον σκοπό αυτό
κινητοποιήθηκαν όλες οι πρόσφορες δυνάμεις του ελληνικού βασιλείου, αλλά σε
μεγάλο βαθμό και της Κρήτης, η οποία είχε μόλις αποκτήσει την αυτονομία της. Ο
ανταρτοπόλεμος που ακολούθησε ήταν ανηλεής, αν και οι ελληνικές δυνάμεις είχαν
λόγους να αποφεύγουν τις ακρότητες, χωρίς πάντα να τα καταφέρνουν.
Από την άλλη πλευρά, το Πατριαρχείο ενεπλάκη σε αυτόν τον αγώνα με όλες
του τις δυνάμεις και με όλους τους δυνατούς τρόπους. Η βία των εξαρχικών δεν
άφηνε περιθώρια εφησυχασμού ή πασιφισμού. Δεν μπορούσε επίσης, να αφεθεί άλλο
το θέμα στην οθωμανική διοίκηση, η οποία αδρανούσε επί χρόνια. Η μόνη πρόσφορη
λύση ήταν αυτή που επιλέχθηκε. Δηλαδή, να στηριχθούν τα ελληνικά ένοπλα
σώματα για να σωθεί η εκκλησιαστική κανονικότητα στην περιοχή, αλλά και να
διασφαλιστεί η φυσική ασφάλεια των κληρικών και του λοιπού ποιμνίου. Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν ενεπλάκη σε αυτόν τον πόλεμο επιθετικά. Ούτε έδρασε
με εθνοφυλετικά κριτήρια, αλλά με εκκλησιαστικά, συμβάλλοντας, όπως είδαμε,
στην οργάνωση αυτοάμυνας σε εκκλησιαστική βάση. Κατά την άποψή μας η ιστορία
δικαίωσε τη στάση του, αφού η παρουσία του ενισχύθηκε και εδραιώθηκε, ενώ η
απελευθέρωση της Μακεδονίας, λίγα χρόνια αργότερα, επισφράγισε τις προσπάθειές
του.

[64]
6. Παράρτημα
Πίνακας 1: Εθνολογική κατάσταση πληθυσμού Μακεδονίας,
1925.

[65]
Πίνακας 2: Διοικητική διαίρεση Μακεδονίας την περίοδο του
Μακεδονικού Αγώνα

Αντλήθηκε από το διαδικτυακό τόπο:


http://daskalosa.eu/history_st/st_istoria_en.e_1_apo_ton_ellinotoyrkiko_polemo_toy_
1897_ston_makedoniko_agona.html στις 22/5/2021.

[66]
7. Βιβλιογραφία

7.1 Αρχειακό υλικό


Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών/ Κεντρική Υπηρεσία/ Άνευ Αριθμού Κατατάξεως/ζ,
Προξενείο Μοναστηρίου 1902: Κουζές - Πεζάς προς Ζαΐμη, Μοναστήρι, 31 Ιαν.
1902, αρ. πρωτ. 46. ΑΥΕ, 1925/Β/40.

7.2 Δευτερογενείς πηγές


Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος. Ο Ένοπλος Αγώνας στη Μακεδονία (1904-1908): Ο
Μακεδονικός Αγώνας. Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης 1999.
Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος. Ανέκδοτο μητρώο των μαχητών του Μακεδονικού
Αγώνα. Μακεδονικά 19,1 (1979): 40-92.
Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος. Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού: Θράκη.
Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1990.
Γούναρης, Βασίλης. «Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας, Η πορεία της ενσωμάτωσης
στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940». Μακεδονικά 29 (1994): 209-237.
Γούναρης, Βασίλης. Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα:
Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2010.
Δάρδας, Αναστάσιος. «Η ίδρυση και η λειτουργία του Τραμπαντζείου Γυμνασίου
Σιάτιστας με την εποπτεία της Εκκλησίας». Διδακτορική Διατριβή,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992.
Δεσποτόπουλος, Αλέξανδρος. «Η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία». Στο Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους. τ. ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977, 20-69.
ΕΛΟΤ. Ελληνικό πρότυπο 822. Αθήνα: ΕΛΟΤ, 1994.
Ζέλλιου-Μαστροκώστα, Ερατώ. «Ανέκδοτα έγγραφα για το Μακεδονικό Αγώνα από
τα αρχεία Σ. Γ. Αστεριάδη, Γ. Τσόντου». Μακεδονικά 30 (1): 81-113.
Καλαϊτζίδης, Παντελής. «Ο πειρασμός του Ιούδα». Σύναξη 79 (2001): 51-65.
Καραβαγγέλης, Γερμανός, Μητροπολίτης Καστοριάς. Απομνημονεύματα: Ο
Μακεδονικός Αγών. Θεσσαλονίκη: Μπαρμπουνάκης, 2010.
Καραθανάσης, Αθανάσιος. «Η Μητρόπολη Νευροκοπίου κατά τον Μακεδονικό
Αγώνα». Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
1987.

[67]
Καραμούζης, Πολύκαρπος. «Εθνοφυλετισμός και Οικουμενισμός στην Ορθόδοξη
Εκκλησία: Η περίπτωση της εγκυκλίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου του
1872». Θρησκειολογία 3 (2002): 109-122.
Καραμπελιάς Γ. και Δ. Βασιλειάδης. «Το Μακεδονικό ζήτημα και η ελληνική
Αριστερά». Άρδην 115 (2019): 31-50.
Κολιόπουλος, Ιωάννης. Λεηλασία φρονημάτων: Η Κατοχή και ο Εμφύλιος πόλεμος στη
Δυτική Μακεδονία (1941-1949). Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2015.
Κοντογιώργη, Ελισάβετ. «Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Κοινωνικές, δημογραφικές
και εθνολογικές πλευρές του Μακεδονικού ζητήματος κατά τη Μεσοπολεμική
περίοδο». Βαλκανικά Σύμμεικτα 10 (1998): 196-224.
Κωστόπουλος, Αναστάσιος. «Εθνικά κόμματα και πρώιμος μακεδονισμός: η πολιτική
και κοινωνική διάσταση της εθνικής διαπάλης στην ύστερη οθωμανική
Μακεδονία». Διδακτορική διατριβή: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 2018.
Λόης, Γεώργιος Νεκτάριος. «Ο αντίκτυπος της ιδρύσεως της Βουλγαρικής Εξαρχίας
(1870) στο πριγκιπάτο της Σερβίας». Εκκλησιολόγος Πατρών (ανάτυπο από τη
δημοσίευση 31 Οκτωβρίου και 7ης Νοεμβρίου 2008).
Λόρινγκ, Ντάνφορθ. Η μακεδονική διαμάχη: Ο εθνικισμός σε έναν υπερεθνικό κόσμο.
Αθήνα: Αλεξάνδρεια 1999.
Μαζαράκης, Ι. «Η Μακεδονία στις παραμονές του Αγώνα». Στο Ιστορία του
Ελληνικού Έθνους. τ. ΙΔ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1977, 220-254.
Μαράς, Αναστάσιος Γ. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία: Από την Άλωση της
Κωνσταντινούπολης έως σήμερα. Θεσσαλονίκη: Αντ. Σταμούλης, 2012.
Μαράς, Αναστάσιος Γ. «Παράθεση παραπομπών και βιβλιογραφίας σύμφωνα με το
The Chicago Manual of Style». Στο Λιάντας, Γρηγόριος και Αναστάσιος Γ.
Μαράς. Σύγχρονη Επιστημονική Τεχνογραφία. Θεσσαλονίκη: Σταμούλης,
2014, 57-122.
Μάρτης, Νίκος. Η πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας. Αθήνα: Μαλλιάρης
2018.
Μαυρουδής, Ελευθέριος. «Μακεδονία και ο ακήρυκτος πόλεμος του ελληνικού
στρατού 1904-1908». Στο Μακεδονικός Αγών: 100χρόνια από το θάνατο του
Παύλου Μελά (Επιστημονικό Συνέδριο). Θεσσαλονίκη: Εταιρία
Μακεδονικών Σπουδών, 2006, 59-68.
Μεταλληνός, Γεώργιος. Ελληνισμός μετέωρος. Αθήνα: Αποστολική διακονία, 1999.

[68]
Μισίρκωφ, Κρίστε. Μακεδονικές υποθέσεις. Μετάφρ. Δ. Καραγιάννης. Αθήνα:.
Πετσίβας, 2003.
Μιχαηλίδης, Ιάκωβος. «Σλαβόφωνοι μετανάστες και πρόσφυγες από την Μακεδονία
και τη Δυτική Θράκη (1912-1930)». Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992.
Moore, F. The Balkan Trail. London: Smith, Elder & Co, 1906.
Μωραΐτης, Γιάννης. «Ο μακεδονομάχος-οδηγός Σταύρος Μπάλλιος και ο επίσκοπος
Κίτρους Θεόκλητος Β΄». Μακεδονικά, 24,1 (1984): 209-216.
Νανάκης, Ανδρέας, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου.
Εκκλησία, Γένος, Ελληνισμός. Κατερίνη: Τέρτιος, 1990.
Νανάκης, Ανδρέας, Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου.
«Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού (1872)
στον Μακεδονικό αγώνα». Μακεδονικός Αγών: 100 χρόνια από τον θάνατο
του Παύλου Μελά. Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών: Θεσσαλονίκη, 2006, 49-
57.
Νικολαΐδου, Ελευθερία. Ο Ελληνικός Εθνικός Σύλλογος Κοσσυφοπεδίου.
Μακεδονικά 16,1 (1976): 39-58.
Νικολούδης, Γ. Το Μακεδονικό Ζήτημα: παρελθόν και παρόν. Αθήνα: Ηρόδοτος,
2015.
Νταφούλης, Παύλος. «Η υγειονομική περίθαλψη κατά την ένοπλο φάση του
μακεδονικού αγώνος (1904-1908) και η δράση των εφέδρων και μόνιμων
αξιωματικών του υγειονομικού που συμμετείχαν στον μακεδονικό αγώνα».
Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2007.
Ντουντάρ, Φουάτ. Ο Κώδικας της Σύγχρονης Τουρκίας, Η μηχανική των εθνοτήτων
της «Ένωσης και Προόδου» (1913-1918). Μετάφρ. Ν. Ουζούνογλου, Λ.
Μυστακίδου και Α. Μωυσίδου. Αθήνα: greekworks.com, Pressious
Arvanitidis, Νέος Κύκλος Κωνσταντινουπολιτών, 2014.
Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου, Μ. Οι Βαλκανικοί Λαοί. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2000.
Οικονόμου, Ελένη. «Παϊσίου Χιλανδαρινού Σλαβοβουλγαρική Ιστορία».
Διδακτορική διατριβή, Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, 1999.
Παπαδόπουλος, Στέφανος. «Βασικά χαρακτηριστικά των απελευθερωτικών αγώνων
των Ελλήνων της Μακεδονίας από τη μεγάλη Ελληνική Επανάσταση του
1821 ως την απελευθέρωση της». Μακεδονικά 27,1 (1989): 19-31.

[69]
Παπαδόπουλος, Στέφανος. «Το "Σχέδιον Γενικόν" της Φιλικής Εταιρείας και οι
επαφές με τους Σέρβους». Μακεδονικά 17,1 (1977): 40-54.
Παπαδριανός, Ιωάννης. «Η Σερβία, τα Βαλκάνια και οι Μεγάλες Δυνάμεις στις αρχές
του 20ού αιώνα (1903-1907)». Βαλκανικά Σύμμεικτα 8 (1996): 129-149.
Παπασταματίου Δ. και Φ. Κοτζαγεώργης. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού κατά τη
διάρκεια της Οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας. Αθήνα : Σ.Ε.Α.Β, 2015.
Πάππας, Βασίλειος. «Ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία στο Άγιο Όρος και την
ευρύτερη περιοχή: η δράση μοναχών και λαϊκών κατά τον Μακεδονικό
Αγώνα και τους βαλκανικούς πολέμους». Διδακτορική διατριβή:
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, 2014.
Ροδόπουλος, Παντελεήμων, Μητροπολίτης. «Η γεωγραφική δικαιοδοσία κατά το
Ορθόδοξον Κανονικόν Δίκαιον. Το φαινόμενον του εθνοφυλετισμού κατά
τους προσφάτους χρόνους». Στο Μελέται Β΄: Νομοκανονικά –
Ιστορικοκανονικά και άλλα. Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών:
Θεσσαλονίκη, 2008, 65-80.
Ρόμπου-Λεβίδη, Μαρίκα. Επιτηρούμενες ζωές: Μουσική, χορός και διαμόρφωση της
υποκειμενικότητας στη Μακεδονία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2016.
Σπηλιωτόπουλος, Αντώνιος. Σχέδιον εθνικής ενεργείας εν Μακεδονία. Αθήνα: χ.ε.,
1903.
Ταρνανίδης, Ιωάννης. Ιστορία των Σλαβικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. τ. Α΄. Ιστορία
της Βουλγαρικής Εκκλησίας. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη 1986.
Τζουμέρκας, Παναγιώτης. «Ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας 1904-1933.
Ο βίος και η δράση του: συμβολή στην επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου στην Μακεδονία». Διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2004.
Φειδάς, Βλάσιος. «Ιστορική εξέλιξη της οργανώσεως της Εκκλησίας». Επιστημονική
Επετηρίδα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Α'. Τιμητικόν
Αφιέρωμα εις Ανδρέαν Θεοδώρου, 35-74.
Φειδάς, Βλάσιος. Εκκλησιαστική Ιστορία. τ. Γ΄. Αθήνα: χ.ε., 1998.
Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Επιστολαί. Επιμ. Ιωαν. Βαλέτα. Georg
Olms Verlag: Hildesheim, New York, 1978.

[70]
7.3 Διαδικτυακές πηγές
https://www.in.gr/2020/12/14/world/voreia-makedonia-65-675-polites-tis-piran-
voulgariki-ypikootita/ (Ημ. ανάκτησης: 15/04/2021).
«Επικεφαλής αναθεώρησης της παιδείας: τζιχαντιστές οι μακεδονομάχοι»,
https://www.voria.gr/article/epikefalis-anatheorisis-tis-pedias-tzichantistes-i-
makedonomachi (Ημ. ανάκτησης: 15/04/2021).

[71]

You might also like