You are on page 1of 26

Οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τη

Μοσχοβία κατά το διάστημα: 1453 – 1600

Ακαδημαϊκό έτος: 2022 - 2023

Όνομα: Καραγιώργου Μαρία


Α.Μ. : 1561201900060
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, κατεύθυνση Ιστορίας
Μάθημα: ΣΙ 217 Σεμινάριο Ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –
Ιδεολογικά ρεύματα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας κατά την
οθωμανική περίοδο.

1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή………………………………………………………………3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ:
Μετάβαση σε νέα πραγματικότητα ( 15ος αιώνας )

α) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο νέο καθεστώς…………………..4


β)Από το Ρως του Κιέβου στο κράτος της
Μοσχοβίας…………………………………………………………….6
γ) Σχέσεις περί τα τέλη του 15ου αι……………………………………8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ:
Παγίωση ιδεολογίας και καθεστώτος (πρώτο μισό 16ου αιώνα)

α) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμικό όργανο της Οθωμανικής


διοίκησης……………………………………………………………...13
β) Το κράτος της Μοσχοβίας και ο Ιβάν Δ’, ο Τρομερός ……………15
γ) Σχέσεις περί τις αρχές του 16ου αι ………………………………...16
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η προσέγγιση (δεύτερο μισό 16ου αιώνα)

α) Η μεγάλη κρίση του 16ου αι……………………………………......18


β) Ο πόθος για την Ίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας ……………...19
γ) Σχέσεις περί το δεύτερο μισό του 16οαι …………………………...20

Συμπεράσματα ……………………………………………………......25
Βιβλιογραφία………………………………………………………….26

2
Εισαγωγή

Η σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με τη Ρωσική


Εκκλησία και κατ’ επέκταση με το κράτος της Μοσχοβίας διακρίνεται σε δύο
περιόδους, την περίοδο υπαγωγής της Εκκλησίας της Ρωσίας στον Οικουμενικό θρόνο,
ως μία εκ των μητροπόλεών της (από το βάπτισμα του Βλαδίμηρου το 988 μέχρι την
ανύψωση της μητροπόλεως της Μόσχας σε Πατριαρχείο το 1589) και την περίοδο μετά
το 1589, κατά την οποία η Ρωσική Εκκλησία εργάζεται ως μία εκ των αυτοκέφαλων
Ορθοδόξων Εκκλησιών, χωρίς ωστόσο να διακόψει τους ακατάλυτους φυσικούς και
πνευματικούς δεσμούς με τη Μητέρα Εκκλησία. Εξαίρεση θα αποτελέσει η περίοδος
μεταξύ των ετών 1448 – 1589, κατά την οποία θα διακοπούν οι κανονικές σχέσεις προς
το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και θα δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα
στις σχέσεις των δύο εκκλησιών.1 Αυτή την ταραγμένη περίοδο καλείται να αναλύσει
και να επεξεργαστεί η παρούσα εργασία.

1
Ζήσης Ν. Θεόδωρος, Κωνσταντινούπολη και Μόσχα, Θεσσαλονίκη (1989), σελ 21.

3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μετάβαση σε μία νέα πραγματικότητα ( 15ος αιώνας )

α) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο νέο καθεστώς


Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι γέννημα της Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Η ανύψωση της Κωνσταντινούπολης σε πρωτεύουσα συνετέλεσε στη
σημαντική ενίσχυση της θέσης του στον Ορθόδοξο κόσμο. Την εποχή της
Αυτοκρατορίας (330 – 1453), η ισχύς του Πατριαρχείου συνδέεται άμεσα με τον
αυτοκρατορικό θεσμό, ο οποίος έχει απόλυτη εξουσία επί των κοσμικών και
εκκλησιαστικών θεμάτων. 2

Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, ήδη από την εποχή του μεγάλου


Εκκλησιαστικού Σχίσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης (1054), συνειδητοποιούν την
αναγκαιότητα σύγκλησης μίας Οικουμενικής Συνόδου με στόχο την επαναπροσέγγιση.
Ωστόσο, οι Σταυροφορίες θα διευρύνουν το ήδη υπάρχον χάσμα. Τα γεγονότα που θα
ακολουθήσουν θα καθοριστούν από δύο συνιστώσες: την συνεχώς αυξανόμενη απειλή
του Βυζαντίου από εχθρικές δυνάμεις και τη σημαντική ισχυροποίηση της Δύσεως.

Η ανάγκη για βοήθεια θα οδηγήσει το Βυζάντιο στην επιδίωξη της σύσφιξης


των διπλωματικών του σχέσεων με τη Δύση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συγκαλείται η
Σύνοδος Φεράρας–Φλωρεντίας (1438-1439), η οποία αποτελεί την πρώτη σοβαρή
προσπάθεια αντιμετώπισης του Σχίσματος.3 Στη σύνοδο θα αποφασιστεί η Ένωση των
δύο εκκλησιών, με παράλληλη αναγνώριση των Πρωτείων του πάπα Ρώμης. Ωστόσο, η
επιστροφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου στην Κωνσταντινούπολη θα τον
φέρει αντιμέτωπο με τους Ανθενωτικούς, με αποτέλεσμα πλήθος αντιπαραθέσεων και
συγκρούσεων. Ενδεικτικό της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί αποτελεί το γεγονός
ότι ο Μητροπολίτης Εφέσου, άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, όχι μόνο δεν υπογράφει για
την αναγνώριση της αποφάσεως της Συνόδου, αλλά αγωνίζεται σθεναρά κατά της

2
Bilge Asli, « Ο Μετασχηματισμός της Οικουμενικότητας στη Διάρκεια των Αιώνων», Τζενγκίζ Ακτάρ,
Νικόλαος Ουζούνογλου, Αιμιλία Ξανθοπούλου (επιμ), Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ιστορικές –
Πολιτικές – Θρησκευτικές – Νομικές Μελέτες, Αθήνα (2016), σελ 17.
3
Καρσιώτης Νεκτάριος, Η Σύνοδος Φεράρας – Φλωρεντίας από της υπογραφής της Ενώσεως έως της
καταργήσεως αυτού: μελέτη φιλολογική και ιστορική, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
διαθέσιμο σε: didaktorika.gr/eadd/handle/10442/45750, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή σελ 13,
14, 20.

4
Ενώσεως.4 Τελικώς, μετά από μία περίοδο έντονης διαμάχης και διχασμού του λαού,
αποφασίζεται η κατάργηση της απόφασης της Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη (1483
– 1484).

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β΄ Πορθητή (1453)


αποτελεί κομβικό σημείο που επηρεάζει άμεσα την πορεία του Οικουμενικού Θρόνου.
Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Σουλτάνος όχι μόνο δεν καταργεί
τον Πατριαρχικό θεσμό, αλλά τον αξιοποιεί. Η Μεγάλη Εκκλησία καλείται από τη νέα
Αρχή να λειτουργήσει ως ο κατεξοχήν φορέας που θα μεταλαμπαδεύσει στο ποίμνιό
της το νέο σύστημα αξιών από το μεσαιωνικό «παρελθόν» στο οθωμανικό «παρόν».
Συνεπώς, μέσα στη νέα πραγματικότητα, το Πατριαρχείο καταφέρνει να διατηρήσει το
κύρος και τη δύναμή του, τόσο από τα προνόμια που του παραχωρεί η κεντρική
Οθωμανική διοίκηση όσο και λόγω της οικουμενικότητας και της πρωτοκαθεδρίας του
ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Για όλους αυτούς τους λόγους το Πατριαρχείο
είναι ο μοναδικός θεσμός του παρελθόντος που μπόρεσε να περάσει σχεδόν αλώβητος
στην οθωμανική περίοδο.

Κατά τη διάρκεια του 15ου αι το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελεί


καθοριστικό παράγοντα που συμβάλλει στη διαμόρφωση των σχέσεων του
Οθωμανικού κράτους με την Καθολική Δύση, την Ορθόδοξη Ρωσία και το Σλαβικό
κόσμο.5 Ο Πορθητής αναγνωρίζει από την αρχή ως βασικό εκπρόσωπο των ορθοδόξων
υπηκόων του τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με την έδρα του Πατριαρχείου να παραμένει
στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής πλέον Αυτοκρατορίας, αποδίδοντας με αυτόν τον
τρόπο μεγάλο νομικό κύρος στο πατριαρχικό θεσμό. Μάλιστα, ο Σουλτάνος ορίζει ως
Πατριάρχη τον Γεώργιο Σχολάριο, γνωστό και ως Γεννάδιο, ηγετική προσωπικότητα
της μερίδας των ανθενωτικών, επιλογή που αποκαλύπτει την εύλογη ανασφάλεια που
θα προκαλούσε στην οθωμανική διοίκηση ένας Πατριάρχης φιλικά διακείμενος προς τη
Δύση.

Η Επιλογή του Γενναδίου αποδεικνύεται εξαιρετικά ωφέλιμη για την


Οθωμανική Αρχή. Ο νέος Πατριάρχης εξηγεί στο χριστιανικό ποίμνιο μεταφυσικά την
Άλωση, με τρόπο που νομιμοποιεί την κυριαρχία των Οθωμανών και προτρέπει στην

4
Ζήσης, ό. π. σελ 29-30
5
Κονόρτας Παρασκευάς, Από τον «Ιστορικό Συμβιβασμό» στην «Εγκάρδια Συνεννόηση», Τζενγκίζ
Ακτάρ, Νικόλαος Ουζούνογλου, Αιμιλία Ξανθοπούλου (επιμ), Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ιστορικές –
Πολιτικές – Θρησκευτικές – Νομικές Μελέτες, Αθήνα (2016) , σελ 73-79

5
υπακοή του απέναντι στον νέο κατακτητή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ένωση των
Εκκλησιών παρουσιάζεται από την ιδεολογική ρητορική του Γενναδίου ως μέγα
αμάρτημα, νομιμοποιώντας κατά κάποιον τρόπο την Οθωμανική εξουσία στη
συνείδηση των υπόδουλων χριστιανών και εξασφαλίζοντας στην ουσία την συνέχεια
της ύπαρξης του Πατριαρχείου.

Ωστόσο, κατά τα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, το Πατριαρχείο


της Κωνσταντινούπολης φαίνεται να είναι σχετικά απομονωμένο και το κύρος του
σοβαρά περιορισμένο, με τον πάπα Ρώμης, τη Βενετία και τον ηγεμόνα της Μοσχοβίας
να αρνούνται να αναγνωρίσουν την εδαφική δικαιοδοσία του Πατριάρχη Γενναδίου Β’.

β) Από το Ρως του Κιέβου στο κράτος της Μοσχοβίας


Το μεσαιωνικό κράτος των Ρως ή Ρως του Κιέβου (882 – 1240) ήταν, αρχικά,
μία χαλαρή ομοσπονδία ανατολικών σλαβικών φύλων στην Ευρώπη (τέλη του 9ου έως
μέσα του 13ου αιώνα) υπό τη βασιλεία των Ρουρικίδων, με κέντρο το Κίεβο. Το 960 –
970 το κράτος των Ρως έρχεται σε επικοινωνία με το Βυζάντιο για την επίτευξη
συμμαχίας προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού τους Χαζάρους. Αυτή η
προσέγγιση γίνεται αφορμή για περεταίρω επαφές ανάμεσα στα δύο μέρη, με
αποκορύφωμα μία από τις μεγαλύτερες ιεραποστολικές επιτυχίες της Ανατολικής
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον εκχριστιανισμό των μέχρι τότε παγανιστών Ρώσων (988
– 989). Μάλιστα, ο Ρώσος αυτοκράτορας Βλαντιμίρ Σιατοσλάβ6 παντρεύεται την
πορφυρογέννητη πριγκίπισσα Άννα, αδερφή του βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου
Β’ Μακεδόνα (Βουλγαροκτόνου) και μετά τον εκχριστιανισμό της εξουσίας, ακολουθεί
και ο υποχρεωτικός εκχριστιανισμός του λαού. Στους σλάβους η Κωνσταντινούπολη
ήταν γνωστή ως Τσάριγκραντ, η πόλις των αυτοκρατόρων και σύμφωνα με διηγήσεις
χρονικών του Νέστορος, ο Βλαδίμηρος εντυπωσιάστηκε από τη μεγαλοπρέπεια της
ορθόδοξης λειτουργίας εντός του ναού της Αγίας Σοφίας και γι’ αυτό θέλησε να
συνδέσει το κράτος του με τον πρωτογενή υψηλού επιπέδου πολιτισμό της
Κωνσταντινουπόλεως.7

Κατά τον 11ο αιώνα, το κράτος των Ρως απλώνεται από τη βαλτική θάλασσα
στο βορρά μέχρι τη Μαύρη θάλασσα στο νότο. Ωστόσο, από τα τέλη του ίδιου αιώνα

7
Ζήσης, ό. π. , σελ 23-24

6
και κατά τον 12ο αρχίζει η παρακμή του, με αποτέλεσμα την αποσύνθεσή του σε
διάφορες αντίθετες περιφερειακές δυνάμεις. Αυτή η εξασθένησή θα ενταθεί και
εξαιτίας οικονομικών παραγόντων. Τελικά, το κράτος των Ρως θα υποκύψει στη
Μογγολική εισβολή κατά τη δεκαετία του 1240.

Το 1450, ο πρίγκηπας Ιβάν Γ’ ο Μέγας θα εκδιώξει τους Μογγόλους και το


1480 η Μόσχα θα χειραφετηθεί και θα γίνει η έδρα του νέου ενιαίου βασιλείου, του
Μεγάλου Δουκάτου της Μοσχοβίας, με τον Ιβάν να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους της
Στέπας, προκειμένου να σωθεί η Ρωσία από τις συνεχείς επιδρομές τους. Επί της
βασιλείας του (1462-1505) θα αναπτυχθεί το μεσσιανικό αφήγημα περί «Τρίτης
Ρώμης».8 Το ιδεολόγημα αυτό Θα γίνει λαϊκή δοξασία και θα διαμορφώσει την
«αυτοκρατορική ιδεολογία» του κράτους της Μοσχοβίας.

Το 1472 ο Ιβάν Γ΄ θα νυμφευθεί τη Ζωή (Σοφία) Παλαιολογίνα, ανιψιά του


τελευταίου αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και
σε αυτή τη συγγένεια θα βασίσει τον ισχυρισμό, πως οι απόγονοί του είναι διάδοχοι των
αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Με αυτόν το γάμο ο Ιβάν γίνεται ο πρώτος
Μέγας Πρίγκηπας της Μοσχοβίας που χρησιμοποιεί (στην αλληλογραφία του) τον όρο
«τσάρος», σλαβική παραφθορά του όρου «καίσαρ». Ο συνειρμός είναι ξεκάθαρος: ο
κάτοχος του τίτλου είναι διάδοχος τόσο των αυτοκρατόρων της Ρώμης όσο και της
Κωνσταντινούπολης και γι’ αυτό φέρει αυτοκρατορικές αξιώσεις. Μάλιστα, ο Ιβάν
φτάνει στο σημείο να υιοθετήσει ακόμα και τον βυζαντινό δικέφαλο αετό ως κρατικό
θυρεό. Παράλληλα, μετά την πτώση του Βυζαντίου, αναπτύσσεται το αφήγημα περί
ιερότητας της Μοσχοβίας, ως του μόνου ελεύθερου ορθόδοξου κράτους στον κόσμο
και γι’ αυτό περιέρχεται στο Δουκάτο της Μόσχας η μέριμνα και η ευθύνη για τη
διαφύλαξη του ορθόδοξου δόγματος και της χριστιανικής τάξεως. Σύμφωνα με τις
παραπάνω θέσεις, η Μόσχα είναι το ευλαβέστερο και το τελειότερο χριστιανικό κράτος
στην Οικουμένη.9

Την ίδια περίοδο, η Μοσχοβία βιώνει μία βαθιά πνευματική κρίση. Οι Ρώσοι
στοχαστές θα αναπτύξουν διαφορετικές θεωρίες, επηρεασμένες είτε από τη βυζαντινή
ησυχαστική διδασκαλία, είτε από την ντόπια εκκλησιαστική παράδοση, με αποτέλεσμα
να προκληθεί μία βαθιά θεολογική διαμάχη, που θα διαρκέσει από τα μέσα του 15ου

8
Μασσαβέτας Αλέξανδρος, Η Μόσχα και ο θρόνος της ορθοδοξίας, Εκδόσεις Πατάκη, σελ 103 – 105
9
Μαλιγκούδη Γιάννα, Ιστορία της Μόσχας, Β’ το κράτος της Μόσχας (1240 – 1613), Θεσσαλονίκη 1996
σελ 81

7
αιώνα έως και τα μέσα του 16ου αιώνα. Οι οπαδοί του μυστικού χριστιανισμού, με την
εσωτερική αναζήτηση του θεού και την κάθαρση της ψυχής θα συγκρουστούν με όσους
κηρύττουν ότι ο λατρευτικός τύπος έχει πρωταρχική σημασία στη θρησκεία (ζήτημα
εχόντων και μη εχόντων). Η τάση που επικρατεί τελικά από αυτή τη διαμάχη είναι η
δεύτερη, ο «μοσχοβίτικος» χριστιανισμός, γεγονός που θα οδηγήσει τη ρωσική
εκκλησία στον ασφυκτικό εναγκαλισμό με την κοσμική εξουσία, από τον οποίο δεν έχει
απελευθερωθεί μέχρι σήμερα. Η Ρωσική Εκκλησία είναι εθνική εκκλησία.10

γ) Σχέσεις περί τα τέλη του 15ου αι

Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη συνάφεια, μετά τον εκχριστιανισμό τους, οι


Ρώσοι έρχονται σε επαφή με τη Βυζαντινή παράδοση και επηρεάζονται άμεσα από τον
λαμπρό βυζαντινό πολιτισμό. Ωστόσο, το κράτος των Ρως θα απομονωθεί για μεγάλο
διάστημα, λόγω της Μογγολικής κατοχής (13ος -15ος αι), γεγονός που θα περιορίσει
την εσωτερική του ανάπτυξη. Η Ρωσία θα ανακάμψει και θα ισχυροποιηθεί στα χρόνια
της βασιλείας του Ιβάν Γ’, από το 1450 και μετά. Την ίδια χρονική στιγμή, ωστόσο,
μετά από μία μακρά περίοδο συνεχούς συρρίκνωσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας,
συντελείται η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Η ανάκαμψη της Ρωσίας ταυτίζεται
χρονικά με την οριστική Πτώση του Βυζαντίου. Δεδομένων των συνθηκών, στη Ρωσία
ζουν περισσότεροι ορθόδοξοι χριστιανοί απ’ ό,τι στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο.
Αξίζει στη συνάφεια αυτή να αναφερθεί ο προβληματισμός που είχε εκφράσει πριν από
αρκετά χρόνια ο Μεγάλος Πρίγκηπας Βασίλειος Α’ (1359), σχετικά με το αν ο ίδιος
ήταν η κεφαλή της Ορθόδοξης Οικουμένης. Επιπροσθέτως, το 1393, ο Πατριάρχης
Αντώνιος Δ' σε γράμματά του προς τον Βασίλειο, αναφέρει πως είναι αδύνατο στους
Χριστιανούς να έχουν Εκκλησία και να μην έχουν βασιλέα και πως ο Σουλτάνος ως μη
ορθόδοξος δεν μπορεί να θεωρηθεί βασιλιάς.11

Είναι γεγονός ότι η εκκλησία της Ρωσίας είχε παραδοσιακά κακές σχέσεις με τη
Ρωμαϊκή εκκλησία, εφόσον αυτή ενσάρκωνε του εχθρούς στα δυτικά σύνορά της
(Πολωνοί, Ούγγροι, Σουηδοί). Οι σχέσεις αυτές θα χειροτερεύσουν λόγω της

10
Ράνσιμαν Στίβεν , Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, β’ τόμος, Εκδόσεις ΜΠΕΡΓΑΔΗ, Αθήνα (1979)
σελ 573 -577

11
Ζαχαριάδου Α. Ελισάβετ, Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-1576), Εθνικό
Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1996, σελ 41

8
αγανάκτησης που προκάλεσε σε όλη την Ανατολή η Δ’ Σταυροφορία αλλά και λόγω
της άρνησης των δυτικών να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της Μογγολικής απειλής.
Επιπροσθέτως, η Σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας θα πλήξει σημαντικά τις σχέσεις
του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αυτό της Μόσχας, παρά το γεγονός ότι η Ένωση
δεν έγινε ποτέ δεκτή την Ανατολή και επομένως, δεν εφαρμόστηκε.12 Η Ρωσική
Εκκλησία θα θεωρήσει την πράξη αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου υποταγή στη
Ρώμη και προδοσία απέναντι στην ορθοδοξία, και βασισμένη σε αυτό το αφήγημα θα
αρχίσει τις προσπάθειες χειραφέτησής της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Είναι γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την αρχή ασκούσε έμμεσο
έλεγχο στην Ρωσική Εκκλησία. Κάθε δεύτερος μητροπολίτης της Ρωσίας φαίνεται πως
διοριζόταν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως, ενώ οι άλλοι που διορίζονταν
από τον Μέγα Πρίγκηπα, έπρεπε οπωσδήποτε να επικυρώνονται από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο. Στην προσπάθειά του να χειραφετηθεί έναντι του Οικουμενικού θρόνου ο
Πρίγκηπας Βασίλι Β’, το 1448, θα διορίσει ως νέο Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης
Ρως τον Ιωνά13, στη θέση του ένθερμου υποστηρικτή των Ενωτικών Ισιδώρου, τον
οποίο είχε διορίσει το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, χωρίς την έγκριση του
τελευταίου.14 Την πράξη αυτή δεν θα αναγνωρίσει η Κωνσταντινούπολη, ενώ με τη
σύνοδο του 1469 ο πατριάρχης Διονύσιος θα την αποκηρύξει ως αυθαίρετη και
αντικανονική. Αυτή η αποκήρυξη θα έχει ως συνέπεια την προσπάθεια της Ρωσίας να
προσεγγίσει τα άλλα Πατριαρχεία της Ανατολής με στόχο την επικύρωση της
πραξικοπηματικής της ενέργειας. Αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι το
γεγονός ότι την πρωτοβουλία για την αποκήρυξη της Ένωσης και την αποπομπή
του Ενωτικού Μητροπολίτη Κιέβου Ισιδώρου δεν την πήρε η Εκκλησία της
Μόσχας αλλά ο Μεγάλος Πρίγκηπας. Μάλιστα, η καθαίρεση του Ισιδώρου έγινε
μετά την Ένωση της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας με τη σύνοδο της
Φεράρας – Φλωρεντίας.

Η στάση που θα ακολουθήσει ο Μέγας Πρίγκιπας Βασίλι φαίνεται πως


καθορίζεται από πολιτικά και σε καμία περίπτωση από θεολογικά κριτήρια και
υπαγορεύεται από τη φιλοδοξία του να ελέγξει την Εκκλησία της Ρωσίας και την
επιθυμία του να διορίζει ο ίδιος μητροπολίτη. Μάλιστα, στο παρελθόν είχε αιτηθεί το

12
Ράνσιμαν, ό. π ., σελ 565-566
13
Στο ίδιο, σελ 566-567
14
Σήμερα, πηγές του Οικουμενικού Πατριαρχείου μιλούν για «πραξικόπημα» του πρίγκηπα Βασίλι

9
σχετικό δικαίωμα δύο φορές από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, χωρίς ωστόσο να γίνει
αποδεκτό. Μελετώντας, ωστόσο, σχετικό απόσπασμα από την επιστολή του Πρίγκηπα
Βασίλι προς τη Μεγάλη Εκκλησία, διαπιστώνεται πως ο σεβασμός προς το
Οικουμενικό Πατριαρχείο εξακολουθεί να υπάρχει: «Ἐκάναμεν αὐτό ἀπό ἀνάγκη, ὄχι
ἀπό ὑπερηφάνεια ἢ αὐθάδεια. ‘Ως τόν αἰώνα τον ἅπαντα θά παραμείνουμε πιστοί
στήν ὀρθοδοξία πού μᾶς δόθηκε. Ἡ Ἐκκλησία μας θα ζητάει πάντοτε τήν εὐλογία
τοῦ Τσάριγκραδ καί θά εἶναι ὑπάκουη σέ ὅλα πρός την ἀρχαία εὐλαβεία» «τήν ῾Αγία
Μεγαλειότητά Σου».15

Το ζήτημα του 1448 έχει, σαφώς, ιδεολογικές και πολιτικές προεκτάσεις. Ο


Μέγας πρίγκηπας της Μοσχοβίας επιχειρεί να ενισχύσει και να υπερτονίσει τη θέση
του, ως του μόνου Ορθόδοξου μονάρχη, νιώθοντας χρέος να ηγηθεί και να
προστατεύσει τους απανταχού Ορθοδόξους. Ο χαμός της Κωνσταντινούπολης θα φέρει
στο προσκήνιο τον μύθο της «Αγίας Ρως» με νέο κέντρο τη «Μόσχα», η οποία
προορίζεται να γίνει η «Τρίτη Ρώμη». Σε πολιτικό επίπεδο δε, αναδεικνύεται η ιδέα του
translatio, της εμφύτευσης, δηλαδή, του αυτοκρατορικού ιδεώδους της Ρώμης σε άλλη
επικράτεια, ως συνεχιστή του imperium. Η ανάδειξη της Μόσχας σε νέο ισχυρό κέντρο
μπορεί να φανεί και από το εξής: μετά το θάνατο του μητροπολίτη Κιέβου και πάσης
Ρως Ιωνά το 1461, ο διάδοχός του Θεοδόσιος θα εγκαταλείψει την αναφορά του
Κιέβου στον τίτλο του. Ο ίδιος και οι διάδοχοί του θα αποκαλούνται εφεξής
«Μητροπολίτης Μόσχας και πάσης Ρως».16

Από όλα όσα αναφέρθηκαν καθίσταται προφανές ότι η Ρωσική Εκκλησία


κινείται προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης. Ήδη από τον 13ο αι και πριν ακόμα
συμβεί η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Μόσχα είχε εκδηλώσει τη βούλησή της να
χειραφετηθεί από την πνευματική επιστασία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι, μετά από δύο Συνόδους της Ρωσικής Εκκλησίας (1488 και 1459), αποφασίστηκε,
αντικανονικά, πως ο εκάστοτε Μητροπολίτης Ρωσίας, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή
εξαρτιόταν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, έχοντας ως έδρα του τη Μόσχα,
θα καταλάμβανε πλέον το θρόνο του χωρίς καμία έγκριση από τη Μεγάλη Εκκλησία. Η
ιδέα ότι μία ισχυρή και αυτόνομη Εκκλησία θα ενισχύσει σημαντικά το κύρος της
Ρωσίας ως «Τρίτης Ρώμης» και του Ρώσου Πρίγκηπα ως «τσάρου» αποτελεί
βασικό κριτήριο των κινήσεων της ρωσικής ηγεσίας. Με αυτή τη λογική, ο

15
Ράνσιμαν, ό. π., σελ 568 -569
16
Μασσαβέτας, ό. π., σελ 101

10
μητροπολίτης Ιωνάς, σε επιστολή του το 1451, προβλέποντας την πτώση της
Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρει πως η Μόσχα κινείται προς την αντίληψη του εαυτού
της ως «Τρίτης Ρώμης» και του Μεγάλου Πρίγκηπα της Μοσχοβίας ως «Αγίου
Αυτοκράτορα». Ωστόσο, η κίνηση προς την αυτονόμηση γίνεται με αργούς ρυθμούς,
λόγω του σεβασμού που εξακολουθεί να υπάρχει απέναντι στο βυζαντινό παρελθόν.

Ο σεβασμός απέναντι στη βυζαντινή παράδοση αποτελεί τον λόγο για τον οποίο
ο εκάστοτε διορισμένος από τον Μέγα Πρίγκιπα μητροπολίτης της Ρωσίας εξακολουθεί
να ζητάει επικύρωση από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, αναγνωρίζοντάς τον
ως ανώτερο, παρά το γεγονός ότι το 1470 ο Ιβάν Γ’ θα ανακηρύξει ότι το Πατριαρχείο
έχει στερηθεί κάθε δικαιώματος επί της Ρωσικής Εκκλησίας. Από αυτή την αντίφαση,
καθίσταται σαφές πως η ηγεσία της ρωσικής εκκλησίας εμμένει στους τύπους και
πιστεύει στην παράδοση και για το λόγο αυτό ποτέ δεν θα κόψει εντελώς τους δεσμούς
της με τη μητέρα εκκλησία. Ωστόσο, η απουσία ενός ορθόδοξου αυτοκράτορα δεν
μπορεί να παραγνωριστεί.

Μέσα σε αυτή τη λογική, ο μητροπολίτης Ζώσιμος αναφέρει το 1492 πως ο


Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έκτισε μία Νέα Ρώμη, το Τσάριγκραδ, όμως ο ηγεμών
και κυρίαρχος πασών των Ρωσιών, Ιβάν Βασίλεβιτς (Ιβάν Γ’), ο νέος Κωνσταντίνος,
έθεσε τα θεμέλια για μία νέα Κωνσταντινούπολη, τη Μόσχα.

Ως φυσικό επακόλουθο των εξελίξεων, το Φεβρουάριο του 1498 ο


μητροπολίτης Συμεών θα στέψει τον Ιβάν Γ΄ «Τσάρο, Μέγα Πρίγκηπα και
Αυτοκράτορα Πασών Ρωσιών». Ταυτόχρονα, ο εγγονός και διάδοχός του Δημήτριος θα
χρησθεί Μέγας Πρίγκηπας. Κατά την τελετή της στέψεως θα τηρηθεί το βυζαντινό
εθιμοτυπικό, με τον μητροπολίτη να αναθέτει στον Τσάρο «να φροντίζει για όλες τις
ψυχές και για όλη την ορθόδοξη χριστιανοσύνη». Ο τίτλος του τσάρου γίνεται πλέον ο
επίσημος τίτλος και δηλώνει την αντίληψη του Ρώσου μονάρχη, ενώπιον του θεού, ως
την κεφαλή των ορθοδόξων, δηλαδή, του αληθινού χριστιανικού κόσμου.17

Οι εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα κατά τον 15ο αιώνα αποτελούν κατά κάποιον
τρόπο ένα σχίσμα ανάμεσα στη Ρωσική Εκκλησία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως. Από την άλλη πλευρά, η Ένωση της Δυτικής με την Ανατολική
Εκκλησία αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία, ώστε η Μόσχα να αντλήσει πολιτικά

17
Ράνσιμαν ό. π., σελ 569 - 570

11
οφέλη, κατηγορώντας τους δύο συμβαλλόμενους ως αιρετικούς. Ο Μεγάλος Δούκας
Ιβάν Γ’ με στοχευμένες ενέργειες θα πετύχει την αναγνώριση της επικυριαρχίας του
Δουκάτου της Μοσχοβίας έναντι των υπολοίπων (τέλη 15ου αι) και τη νομιμοποίηση
της θεωρίας περί «Τρίτης Ρώμης». Είναι σαφές πως η πολιτική ανεξαρτησία θα
επιτευχθεί μόνο με παράλληλη εκκλησιαστική χειραφέτηση.

Σύμφωνα, με όσα αναφέρθηκαν, η Εκκλησία της Ρωσίας και το Οικουμενικό


Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν αναπτύσσουν εποικοδομητικές επαφές
κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Η Μεγάλη Εκκλησία, γενικότερα, θα
βρίσκεται σε καθεστώς διεθνούς απομόνωσης μέχρι τα μέσα του 16ου αι18. Μέχρι
τότε, η οποιαδήποτε σχέση αφορά κυρίως σε εκατέρωθεν δωρεές προς
Μοναστήρια.

18
Κονόρτας Παρασκευάς, Από τον «Ιστορικό Συμβιβασμό» στην «Εγκάρδια Συνεννόηση», Τζενγκίζ
Ακτάρ, Νικόλαος Ουζούνογλου, Αιμιλία Ξανθοπούλου (επιμ), Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ιστορικές –
Πολιτικές – Θρησκευτικές – Νομικές Μελέτες, Αθήνα (2016) , σελ 83

12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Παγίωση ιδεολογίας και καθεστώτος (πρώτο μισό 16ου αιώνα)

α) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως θεσμικό όργανο της Οθωμανικής


διοίκησης

Η Οθωμανική διοίκηση αντιλαμβάνεται το Ορθόδοξο Πατριαρχείο


Κωνσταντινουπόλεως ως θεσμικό όργανο με αρμοδιότητες και διοικητικού χαρακτήρα,
που υπερβαίνουν εκείνες που διέθετε κατά την πρότερη μεσαιωνική περίοδο. Στόχος
είναι η συνοχή των υπηκόων και σε αυτό το πλαίσιο επιδιώκεται η διατήρηση των
βυζαντινών θεσμών, με σκοπό την ευκολότερη και αποτελεσματικότερη ενσωμάτωσή
τους στο νέο καθεστώς. Μέσα στο Οθωμανικό πλαίσιο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο
θα διατηρήσει την εσωτερική του οργάνωση (πολυκέφαλο σύστημα) και τις εδαφικές
του δικαιοδοσίες. Παράλληλα, θα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή σε ένα
ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του ορθόδοξου κόσμου.19 Όσο θα αυξάνεται η
οθωμανική επικράτεια, τόσο θα διευρύνεται και ο χώρος άμεσου ελέγχου του
Οικουμενικού θρόνου. Ωστόσο, η αχίλλειος πτέρνα του Πατριαρχείου θα είναι η μόνιμη
οικονομική δυσπραγία, η οποία, όπως θα διαπιστωθεί παρακάτω, θα συντελέσει σε
πολλές εξελίξεις, ως παράγοντας επιρροής.

Από την άλλη, η εδαφική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ακόμα


και κατά την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο, ήταν αυστηρά προσδιορισμένη και
καθορισμένη σε πολύ συγκεκριμένες περιοχές των Βαλκανίων και της Ανατολίας
καθώς και της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως θεσμικό
όργανο της Οθωμανικής διοίκησης πλέον, καλείται να εξυπηρετεί πλήρως τα
συμφέροντά της. Εξάλλου, χάρη σε αυτήν υπάρχει και διαθέτει προνόμια. Συνεπώς, η
μεταξύ τους σύνδεση είναι αμφιδρόμως απαραίτητη. Όσο η κεντρική Οθωμανική
διοίκηση είναι ισχυρή, το Πατριαρχείο δεν έχει πολλά περιθώρια αυτονόμησης της
δικής του εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.

Έτσι, ενώ ο Πατριάρχης από κοινού με την Ιερά Σύνοδο έχει τον πλήρη έλεγχο
επί της εκκλησιαστικής οργάνωσης και επιβάλει φόρους στους ορθοδόξους για τη

19
Μασσαβέτας, ό. π. , σελ 110

13
συγκέντρωση χρημάτων για την κάλυψη των αναγκών της Εκκλησίας, η σουλτανική
κυβέρνηση πρέπει να επικυρώνει τους εκάστοτε διορισμούς και αποφάσεις. Μάλιστα,
όπως φανερώνεται από βεράτι του 1483, ο Σουλτάνος είναι αυτός που εκδίδει την
Πράξη παύσης ενός Πατριάρχη και φαίνεται να έχει πάντα τον «τελευταίο λόγο» σε
κάθε απόφαση της Συνόδου. Η βούληση της οθωμανικής εξουσίας θα ήταν, ιδανικά, να
ελέγχει κατ’ αποκλειστικότητα την εκλογή Πατριαρχών.20

Ωστόσο, η πιο σημαντική αλλαγή που έχει επέλθει στις δικαιοδοσίες του
Πατριαρχείου μέσα στη νέα πραγματικότητα είναι η ανάληψη κοσμικών καθηκόντων,
αφού ο Πατριάρχης καλείται να γίνει και πολιτικός, έχοντας διευρυμένες οικονομικές
και νομικές αρμοδιότητες σε σχέση με πριν. Παράλληλα, φαίνεται πως στο πλαίσιο της
Οθωμανικής διοίκησης παραμερίζονται τα ανατολικά Πατριαρχεία σε κατώτερη μοίρα
σε σχέση με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.21

Μία από τις απρόβλεπτες συνέπειες της οθωμανικής κατάκτησης θα αποτελέσει


η αναβίωση της ελληνικής εμπορικής ζωής και, κατά συνέπεια, η ανάδυση μίας αστικής
πολύ πλούσιας τάξης. Οι ισχυρές οικονομικά οικογένειες που ανήκουν σ’ αυτήν τη
τάξη μεταφέρονται υποχρεωτικά στην Κωνσταντινούπολη και αποτελούν ισχυρό
παράγοντα επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έχουν άφθονα μετρητά χρήματα
τα οποία διαθέτουν για να συμπληρώνουν τα κονδύλια της Εκκλησίας και για να
δωροδοκούν Τούρκους αξιωματούχους. Με τον καιρό θα παγιωθεί η συνήθεια το
Πατριαρχείο να υποχρεούται να καταβάλει ετήσιες εισφορές προς την Πύλη. Ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Μιχαήλ Κατακουζηνού,
εμπόρου ειδών πολυτελείας, ο οποίος φαίνεται να είχε εμπλακεί στην άνοδο και
καθαίρεση αρκετών Πατριαρχών (π.χ. Ιωάσαφ Β’), με τελική κατάληξη την εκτέλεσή
του από τον Σουλτάνο.22 Είναι, συνεπώς ξεκάθαρο πως το Πατριαρχείο συνδέεται
οικονομικά με την ορθόδοξη ελίτ, προκειμένου να δανείζεται χρήματα και να
συγκεντρώνει τα απαιτούμενα ποσά του πεσκεσίου που έπρεπε να καταβάλει στον
Σουλτάνο ο εκάστοτε υποψήφιος Πατριάρχης. Ο πρώτος δανεισμός υπολογίζεται ήδη
κατά την επιβολή του πρώτου πεσκεσίου (1465). Όπως θα αναλυθεί σε επόμενο
κεφάλαιο της παρούσας εργασίας, το καθεστώς αυτό θα αποτελέσει παράγοντα
διαμόρφωσης πολλών ισορροπιών, με δεδομένο το γεγονός ότι στον Οθωμανικό κόσμο

20
Κονόρτας Παρασκευάς, Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, (1996), σελ 123-212
21
Ράνσιμαν, ό. π., σελ 343-356
22
Βιογραφικόν σχεδίασμα του Πατριάρχου Ιερεμίου Β’ 1572-1594, εν Αθήναις, τυπογραφείον Λ.ΚΤΕΝΑ
και Σ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, (1870), σελ 8 -9

14
η καταβολή ποσού έναντι παροχής κρατικού αξιώματος δεν θεωρείται δωροδοκία ή
διαφθορά, αλλά μίας μορφής ανταπόδοση προς την παραχώρηση αξιώματος από την
πλευρά του Σουλτάνου.

β) Το κράτος της Μοσχοβίας και ο Ιβάν Δ’, ο Τρομερός

Το 1547 ο Ιβάν Δ΄(ο Τρομερός) στέφεται από τον μητροπολίτη του σε μία
τελετή πιο πιστή στο βυζαντινό εθιμοτυπικό σε σχέση με την τελετή στέψης του Ιβάν
Γ’. Αυτή η στέψη έχει τη μορφή ημι-χειροτονίας. Το κράτος της Μόσχας ως «Τρίτη
Ρώμη» αποκτά με τον τρόπο αυτό χαρακτήρα θεοκρατικό. Στο πλαίσιο αυτό, ο τσάρος
οφείλει να συμμορφώνεται στις χριστιανικές αρχές των οποίων φρουρός είναι η
εκκλησία και να συμβαδίζει με την βυζαντινή παράδοση.23 Ο μητροπολίτης Μόσχας
Μακάριος φορά στον τσάρο το σταυρό, το διάδημα και το στέμμα, διαβάζοντας μία
ευχή για το καθένα από αυτά και στο τέλος, τον χρίει με Άγιο Μύρο. Μετά τη στέψη
του, ο Ιβάν Δ’ θα υιοθετήσει τον τίτλο «Τσάρος Μέγας Πρίγκιψ πάσης Ρως». Στον
τίτλο αυτό είναι πρόδηλη τόσο η κληρονομιά της Ρως όσο και της Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας. Ο Ιβάν εμφανίζεται ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας.24

Ωστόσο, τόσο ο τσάρος, όσο και η τσαρική αυλή, θεωρούν πως μία στέψη από
έναν «απλό» μητροπολίτη δεν είναι αρκετή (ο Βυζαντινός αυτοκράτορας στεφόταν από
Πατριάρχη). Όπως θα αναλυθεί και πιο κάτω, ο τσάρος θα επιδιώξει εξουσία με κύρος
ισοδύναμο με αυτό του βυζαντινού Αυτοκράτορα, επιδίωξη που θα τον ωθήσει να
αιτηθεί από τον Πατριάρχη να του απονεμηθεί ο τίτλος του «βασιλέως» και στη
συνέχεια να ανυψωθεί η μητρόπολη της Μόσχας και πάσης Ρως σε Πατριαρχείο.25

Γεννάται, ωστόσο, το ερώτημά σχετικά με την ιδεολογική βάση πάνω στην


οποία χτίζει την ταυτότητά του ο Ιβάν Δ’ (identity construction) μετά τη στέψη του:

Στο πλαίσιο της ιστορικής αποστολής της «Τρίτης Ρώμης», κεντρική θέση κατέχει ο
ηγεμόνας της, o samodéržec (μονάρχης). Σε αυτόν προσδίδονται οι ιδιότητες και ο
ρόλος που είχε διαδραματίσει ο βυζαντινός αυτοκράτορας, ο οποίος δεν υπάρχει πλέον.

23
Ράνσιμαν, ό. π., σελ 577-578
24
Μασσαβέτας, ό. π., σελ 107
25
Κονόρτας Παρασκευάς, Από τον «Ιστορικό Συμβιβασμό» στην «Εγκάρδια Συνεννόηση», Τζενγκίζ
Ακτάρ, Νικόλαος Ουζούνογλου, Αιμιλία Ξανθοπούλου (επιμ), Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ιστορικές –
Πολιτικές – Θρησκευτικές – Νομικές Μελέτες, Αθήνα (2016), σελ 132

15
Στο Μοσχοβίτη ηγεμόνα προσδίδεται θείο κύρος, και θεωρείται προστάτης ολόκληρου
του ορθόδοξου ποιμνίου. Το δικαίωμά του να κυβερνά προέρχεται από το Θεό. Η
απόδοση μεταφυσικής υπόστασης στο αξίωμα του τσάρου προσδίδει τεράστια ισχύ
στον εκάστοτε Μοσχοβίτη ηγεμόνα και συντελεί στην αντίληψη της Μόσχας ως
Τρίτης Ρώμης.

Επί διακυβέρνησης του Ιβάν Δ΄(1533-1585), το κράτος της Μοσχοβίας θα λάβει


την οριστική απολυταρχική του μορφή, υπό καθεστώς αυτοκρατορίας, ενώ ο ίδιος θα
ανυψώσει το αξίωμά του με το ιδεολογικό αφήγημα ότι ο τσάρος έχει αναλάβει την
υποχρέωση ενώπιων του Θεού να ασκήσει αποκλειστικά μόνος του την εξουσία.
Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος εξουσίας θα αποτελέσει αμαρτία και θα οδηγήσει το
κράτος σε παρακμή και κατάπτωση.26

γ) Σχέσεις περί τις αρχές του 16ου αι

Η Μόσχα συνειδητοποιεί πως η πολιτική της ανεξαρτησία και χειραφέτηση θα


πρέπει υποχρεωτικά να συμβαδίζει με τη εκκλησιαστική της χειραφέτηση από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όταν λοιπόν προβαίνει σε καταδίκη της Ένωσης ανάμεσα
στην Ανατολική και Δυτική Εκκλησία μετά τη σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας, όχι
μόνο δεν επιδιώκει να υπαχθεί ξανά στο Πατριαρχείο, αλλά συνεχίζει να μην έχει
σχέσεις με αυτό. Η πρώτη μετά την Άλωση έμμεση επαφή με τον Οικουμενικό Θρόνο
υπολογίζεται γύρω στο 1515.

Η διεθνής απομόνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου θα παύσει μετά τα μέσα


του 16ου αι. Είναι γεγονός ότι τόσο ο Γεννάδιος όσο και οι διάδοχοί του βρέθηκαν
αντιμέτωποι με μία πολύ ευαίσθητη κατάσταση στα διεθνή ζητήματα, με τη Ρώμη και
τη Βενετία να αρνούνται να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα των Πατριαρχών της
Κωνσταντινούπολης, θεωρώντας τους όργανα ή «πράκτορες» ενός άπιστου μονάρχη.

Προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης, το 1551 ο Ιβάν Δ’ θα συγκαλέσει


Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας για να συζητηθούν διάφορες τελετουργικές πρακτικές
που εφαρμόζονταν, ως αποτέλεσμα της βυζαντινής επιρροής. Οι αποφάσεις της
Συνόδου λαμβάνουν το όνομα Στόγκλαβ ή Εκατό Κεφάλαια. Μέσω αυτών των Εκατό
Κεφαλαίων προωθείται η δογματοποίηση και επισημοποίηση των ρωσικών

26
Μαλιγκούδη, ό . π., σελ 84

16
τελετουργιών έναντι των βυζαντινών, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αυτή η
μονόπλευρη απόφαση εύλογα θα θορυβήσει τη Μεγάλη Εκκλησία. Οι μοναχοί του
Άθωνα (μη έχοντες) θα διαμαρτυρηθούν, ενώ οι Ρώσοι μοναχοί της Ιερης Πολιτείας θα
θεωρήσουν άκυρες τις αποφάσεις της Συνόδου. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως,
Ιωάσαφ Β΄, αρχίζει να ανησυχεί για τις αυθαίρετες πράξεις του Τσάρου, ενώ αργότερα,
στα χρόνια του Τσάρου Φεοντόρ, εν όψει των αμοιβαίων υποχωρήσεων προκειμένου ν’
ανυψωθεί η Μητρόπολη της Μόσχας σε Πατριαρχείο, η Ρωσική πλευρά θα αρνηθεί
ρητώς τη γνωμάτευση της Συνόδου του 1551.27

Είναι γεγονός πως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αντίθετο


προς την ιδέα ενός ισχυρού ορθόδοξου μονάρχη συμμάχου του. Ενδεικτικό αυτής της
πραγματικότητας αποτελεί το γεγονός ότι το 1516 ο Πατριάρχης Θεόληπτος Α’ σε
επιστολές του προς τον τσάρο Βασίλειο Γ’, τον προσφωνεί ως τον υψηλότερο και
ευμενέστερο Τσάρο και Μέγα Βασιλέα όλων των Ορθοδόξων χωρών της Μεγάλης
Ρωσίας ενώ αφήνει να εννοηθεί ότι σύντομα θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα ρωσο –
βυζαντινό κράτος.28 Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές πως το Οικουμενικό
Πατριαρχείο τηρεί ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση και δεν βλέπει θετικά την υπέρμετρη
ενίσχυση της ισχύος της Ρωσικής Εκκλησίας και κατ’ επέκταση του Μοσχοβίτικου
κράτους.

27
Ράνσιμαν, ό. π., σελ 577-578
28
Στο ίδιο, σελ 570

17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Η προσέγγιση (δεύτερο μισό 16ου αιώνα)

α) Η μεγάλη κρίση του 16ου αι

Είναι γεγονός πως η οικονομική δυσπραγία θα αποτελεί την αιώνια πληγή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μάλιστα, κατά τον 16ο αιώνα θα ξεσπάσει πρωτοφανής
οικονομική και πολιτική κρίση στην οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία θα επηρεάσει
το Πατριαρχείο πολιτικά και θα εντείνει τις οικονομικές του δυσκολίες.

Οι αιτίες που οδηγούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε γενικευμένη κρίση


προϋπάρχουν από καιρό. Ωστόσο, ο μακρόχρονος πόλεμος με την Περσία θα παίξει
καθοριστικό ρόλο, αφού θα συμβάλει στην εξάντληση του κράτους και θα καταστήσει
τα συμπτώματα της κρίσης εντονότερα. Έτσι, αναγκαστικά, θα χρειαστεί να αντληθούν
χρήματα από το προσωπικό θησαυροφυλάκιο του Σουλτάνου, τη στιγμή που η αυλή
του θα είναι απρόθυμη να αποχωριστεί την πολυτέλειά της. Η κατάσταση θα οδηγήσει
στη λήψη νέων έκτακτων μέτρων, όπως η εκμίσθωση φόρων, η δήμευση περιουσιών
μεγάλων αξιωματούχων, η επιβολή έκτακτης φορολογίας και η νομισματική
αναπροσαρμογή. Οι ανταρσίες και οι αναταραχές θα είναι συνεχείς, με αποτέλεσμα να
απορρυθμιστεί και να αποδυναμωθεί σημαντικά η κεντρική οθωμανική διοίκηση.

Το Οθωμανικό κράτος, προκειμένου να ανταπεξέλθει στην κρίση, θα


προσπαθήσει να καλύψει το έλλειμμα από τις πηγές εσόδων που διαθέτει. Μία από
αυτές τις πηγές είναι και η εκκλησία. Αρχίζει, λοιπόν, να εκμεταλλεύεται τους
εσωτερικούς ανταγωνισμούς στο Πατριαρχείο, με στόχο την αύξηση των
εκκλησιαστικών φόρων (δοσιμάτων) και επιδιώκει να επωφεληθεί οικονομικά από τα
πεσκέσια, μέσω των συνεχών αλλαγών πατριαρχών. Ενδεικτικό της κατάστασης που
διαμορφώνεται αποτελεί το γεγονός, πως εκείνη την εποχή σημειώθηκε πρωτοφανής
αύξηση της συχνότητας αλλαγής των πατριαρχών, αφού μέσα σε μία εικοσαετία (1580-
1600) εκλέχτηκαν δεκατέσσερις διαφορετικοί πατριάρχες. Επιπροσθέτως, στο διάστημα
1580-1590 διαπιστώνεται αύξηση του Πεσκεσίου κατά 1.000% (περίοδος πρώτης
αλλοίωσης του akçe).

18
Αυτοί που δανείζουν την εκκλησία, προκειμένου ν΄ ανταπεξέλθει στις αυξημένες
οικονομικές της υποχρεώσεις είναι κληρικοί, ο λαός (ποίμνιο) και Εβραίοι
εξοικειωμένοι με την κυκλοφορία χρήματος.

Μετά από κάποιο διάστημα, εύλογα η εκκλησία θα αναγκαστεί να προβεί σε


αύξηση των εκκλησιαστικών δοσιμάτων και θέσπιση νέων, προκειμένου να είναι σε
θέση να καλύπτει τις τεράστιες δανειακές της υποχρεώσεις, χωρίς ωστόσο να λύνει το
πρόβλημα, αφού τα χρέη των προκατόχων εξακολουθούν να βαραίνουν τους μετέπειτα
Πατριάρχες. Μάλιστα, τα υπέρογκα ποσά που δανείστηκε η εκκλησία επί Ιερεμία Β,
Θεόληπτου, Παχωμίου και Νικηφόρου, θα αποτελέσουν μεγάλο βάρος τις επόμενες
δεκαετίες.29

Όπως γίνεται κατανοητό, τα συνήθη εκκλησιαστικά εισοδήματα δεν επαρκούν


για την κάλυψη των εκκλησιαστικών χρεών. Ανακύπτει, συνεπώς, το ζήτημα της
εξεύρεσης πρόσθετων εκκλησιαστικών πόρων. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, το
Πατριαρχείο, για πρώτη φορά, θα βγει από τα σύνορα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας και θα περιοδεύσει στη Μοσχοβία, προκειμένου να ζητήσει
οικονομική βοήθεια. Παράλληλα, θα αναπτύξει επαφές με τον Πάπα και το κράτος της
Βενετίας, από όπου λαμβάνει κάποια οικονομική ενίσχυση. Από την άλλη πλευρά, το
1584/5 είναι αισθητή η εξασθένηση της κεντρικής οθωμανικής διοίκησης, γεγονός που
επαναπροσδιορίζει τις ισορροπίες και δίνει την ευκαιρία στο Πατριαρχείο να αναπτύξει
σχέσεις και με άλλους ορθόδοξους λαούς και κυρίως με το κράτος της Μοσχοβίας Η
μεταβολή αυτή θα γεμίσει με αμφιβολίες την οθωμανική διοίκηση σχετικά με τη
νομιμοφροσύνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αν και η Μεγάλη Εκκλησία είχε
αρχίσει να πραγματοποιεί περιοδείες και πριν της περίοδο της Οθωμανικής κρίσης.

β) Ο πόθος για την Ίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας

Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα γίνεται πλήρως κατανοητό πως η Τρίτη
Ρώμη στοχεύει να γίνει αυτοκρατορία με οικουμενική έμφαση, ενώ η πολιτική
υποταγής της Εκκλησίας της στον κοσμικό κυρίαρχο καθιστά την πολιτική αυτή
εθνικιστική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι δύσκολο για τους οπαδούς της Τρίτης

29
Κονόρτας Παρασκευάς, «Η οθωμανική οικονομική κρίση του τέλους του ιστ’ αιώνα και το
οικουμενικό πατριαρχείο», Ιστορικά, τεύχος 3, Μάιος 1985.

19
Ρώμης να διατηρήσουν οποιαδήποτε εξάρτηση από τον Πατριάρχη της Δεύτερης
Ρώμης, όπως και να επιδεικνύουν σεβασμό στην πενταρχία των Πατριαρχείων
(τετραρχία εφόσον η Ρώμη περιέπεσε στην αίρεση). Έτσι, ο ρωσικός κλήρος αρχίζει να
αμφισβητεί την υπερβατική θεία αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Ωστόσο, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εξακολουθεί να είναι ο


Οικουμενικός Πατριάρχης και ο ανώτερος αξιωματούχος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Έτσι, ο τσάρος επιθυμεί την αναγνώριση από την Πατριάρχη γιατί αντιλαμβάνεται ότι
δεν μπορεί να γίνει ο κληρονόμος των Βυζαντινών Καισάρων και να βρίσκεται
επικεφαλής της Ορθόδοξης Οικουμένης, χωρίς την καλή θέληση και την υποστήριξή
του. Από την άλλη πλευρά, ο Πατριάρχης δεν μπορεί να αποξενωθεί από το
μεγαλύτερο, πλουσιότερο και ισχυρότερο τμήμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γι’ αυτό κι
εναποθέτει τις ελπίδες για στήριξη στο κράτος της Μοσχοβίας.30

Είναι γεγονός ότι μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι ηγεμόνες
της Μόσχας είναι οι μόνοι ορθόδοξοι άρχοντες. Ωστόσο, η στέψη του Ιβάν Δ’ του
Τρομερού ως πρώτου τσάρου της Μόσχας και «διαδόχου» του βυζαντινού
αυτοκράτορα το 1547 δεν γίνεται από πατριάρχη, όπως απαιτεί η βυζαντινή παράδοση,
αλλά από μητροπολίτη. Ο Ιβάν Δ’ γνωρίζει πως η στέψη αυτοκράτορα από
μητροπολίτη δεν είναι κάτι σύνηθες στην ορθόδοξη παράδοση.31 Η απουσία Πατριάρχη
από την εκκλησία της Ρωσίας θέτει σε κίνδυνο τις διεκδικήσεις των τσάρων ως
κληρονόμων του Βυζαντίου. Έτσι, το ζήτημα ίδρυσης Πατριαρχείου Μοσχοβίας αρχίζει
να διαφαίνεται εντονότερα.

γ) Σχέσεις περί το δεύτερο μισό του 16οαι

Όπως γίνεται κατανοητό, από το 1546 και μετά αναπτύσσονται επαφές μεταξύ
των ηγεμόνων της Μοσχοβίας και του Πατριαρχείου. Οι στοχεύσεις της κάθε πλευράς
είναι διαφορετικές. Η Μοσχοβία στοχεύει στην ενίσχυση του κύρους και της ισχύος της
στον ορθόδοξο κόσμο, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην οικονομική υποστήριξη
και απόκτηση ισχυρών ορθοδόξων συμμάχων.

30
Ράνσιμαν, ό. π., σελ 576 - 577
31
Ζήσης, ό. π., σελ 32

20
Γι’ αυτόν το λόγο θα απευθυνθεί στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωασάφ Β’ τον
Μεγαλοπρεπή (1555-1565), ο οποίος θα αποστείλει τον έμπιστό του, μητροπολίτη
Ευρίπου Ιωάσαφ, εφοδιάζοντάς τον με δύο πατριαρχικά γράμματα. Το ένα από αυτά
είναι η συνοδική απόφαση την οποία επιζητούσε ο τσάρος, σύμφωνα με την οποία, το
1561 αποκτά τον τίτλο «βασιλεύς». Το άλλο είναι το συνοδευτικό γράμμα, με το οποίο
ο Πατριάρχης υποδεικνύει με λεπτότητα ότι θα στείλει στη Μόσχα έναν εκπρόσωπό
του, προκειμένου να κάνει τη στέψη. Ο Τσάρος, ωστόσο, θα αγνοήσει την πρόταση, με
τον Ιωάσαφ να μην τολμά να ασκήσει οποιαδήποτε πίεση. Ωστόσο, αργότερα, θα
αποκαλυφθεί ότι το πατριαρχικό γράμμα δεν ήταν συνοδικό, δηλαδή επίσημο, αλλά
πλαστό, δηλαδή το συνέταξε ο Πατριάρχης μόνος του και πιθανώς σε συνεργασία με
τον έμπιστό του μητροπολίτη, ενώ οι υπογραφές φαίνεται πως είχαν πλαστογραφηθεί
από τους προαναφερθέντες. Το 1565 ο Ιωάσαφ θα καθαιρεθεί. Ωστόσο, πάνω σε αυτά
τα κείμενα ο Τσάρος Ιβάν Δ’ ο Τρομερός θα βασίσει την εγκυρότητα της στέψης του
καθώς και το ιδεολογικό αφήγημα της διαδοχής της Μοσχοβίας ως Τρίτης Ρώμης από
την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. 32

Απόσπασμα του κειμένου:

«Η μετριότης ημών αποδεξάμην την τοιαύτην αίτησην άτε δικαίαν άλλως τε πεπεισμένη
και πριτών και πολλών μεγάλων αρετών και ευποιιών τούτου του ευσεβεστάτου βασιλέως
Μοσκοβίου κυρίου Ιωάννου, όστις αληθώς καθάπερ τις έτερος λαμπρότατος ήλιος…»
«και ονομάζεσθαι αυτόν εις βασιλεί κυρίω Ιωάννη, του είναι και ονομάζεσθαι αυτόν εις
βασιλέα νόμιμον και ευσεβέστατον, εστεμένον και παρ’ ημών νομίμως άμα και
εκκλησιαστικώς».33

Η προσεκτική μελέτη της αλληλογραφίας ανάμεσα στον Πατριάρχη Ιωάσαφ και


τον Ιβάν Δ΄ στο διάστημα 1557–1561, αποκαλύπτει ότι ο πρώτος ζητά χρηματική
ενίσχυση από τον τσάρο, για να κάνει «ανακτίσεις» και να βελτιώσει την εκπαίδευση.34
Συνεπώς, η ευνοϊκή και παραχωρητική στάση του πατριάρχη απέναντι στον Ιβάν Δ’
ενδεχομένως να είναι το αποτέλεσμα μιας άτυπης συμφωνίας, που περιλαμβάνει

32
Παπουλίδης Κωνσταντίνος, Παπουλίδης Κυριάκος, Helleno Russica, Ήτοι τεκμήρια της πρώτης
νεοελληνικής γραμματείας περί της Ρωσίας, Εκδόσεις Κυριακίδη, σελ 131-132
33
Στο ίδιο, σελ 136

34
Κονόρτας Παρασκευάς, «Η οθωμανική οικονομική κρίση του τέλους του ιστ’ αιώνα και το
οικουμενικό πατριαρχείο», Ιστορικά, τεύχος 3, Μάιος 1985, σελ 63

21
παραχώρηση πολιτικών προνομίων στη Μόσχα με αντάλλαγμα την οικονομική
ενίσχυση του Πατριαρχείου κατά την περίοδο της Κρίσης.

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΜΟΣΧΑΣ

Με το πέρασμα των χρόνων, η επιθυμία για την ανύψωση της μητροπόλεως


Μόσχας σε Πατριαρχείο μεγαλώνει. Το 1587 τσάρος είναι ο Φεοντόρ, ο οποίος είναι
μετριοπαθής και ήπιος, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ενώ Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Ιερεμίας Β’, ένας ευέλικτος και ρεαλιστής διπλωμάτης.
Εκείνη την περίοδο η Ρωσική Εκκλησία θα αποστείλει διακριτικό αίτημα προς την
Κωνσταντινούπολη, με το οποίο θα ζητήσει οι Πατριάρχες να υψώσουν τον επόμενο
μητροπολίτη Μόσχας σε Πατριάρχη, με την ελπίδα πως θα τον κατατάξουν τρίτο στην
ιεραρχία, μετά την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια και πριν την Αντιόχεια και
τα Ιεροσόλυμα.

Τα πατριαρχεία διστάζουν ν’ ανταποκριθούν θετικά στο αίτημα της ρωσικής


εκκλησίας και έτσι ο Ιερεμίας, με έναν διπλωματικό ελιγμό, θα προτείνει μέσω του
απεσταλμένου του στη Μόσχα η τελετή προαγωγής να πραγματοποιηθεί από τον
Πατριάρχη Ιεροσολύμων, δηλώνοντας με αυτόν τον διακριτικό τρόπο ότι η Μόσχα θα
ακολουθήσει τα Ιεροσόλυμα στην ιεραρχία των Πατριαρχείων. Η πρόταση αυτή,
ωστόσο, δεν θα οδηγήσει σε κάποια συγκεκριμένη απόφαση.

Στο μεταξύ, το καλοκαίρι του 1587 καταλαμβάνει και πάλι τον πατριαρχικό
θρόνο ο Ιερεμίας, μετά την εξορία του στη Ρόδο, με την προϋπόθεση ότι θα πληρώσει
20.000 χρυσά σαν πεσκέσι στο Σουλτάνο, καθώς και άλλα ποσά προς το Μεγάλο
Βεζίρη και προς τους αξιωματούχους της Αυλής που τον υποστήριξαν.35 Το φθινόπωρο,
λοιπόν, ο ίδιος ο Ιερεμίας θα επισκεφθεί το κράτος της Μοσχοβίας για τη διενέργεια
εράνου και αμέσως θα κληθεί από τη Μόσχα36, όπου θα του ασκηθεί έντονη πίεση να
αναβαθμίσει την Μητρόπολη Μόσχας και πάσης Ρως σε Πατριαρχείο. Μάλιστα, ο
Φεοντόρ φτάνει στο σημείο να τον κλείσει σχεδόν για ένα χρόνο στο Κρεμλίνο. Τελικά,

35
Στο ίδιο, σελ 62
36
Ράνσιμαν, ό. π. σελ 578 - 579

22
ο Ιερεμίας θα ενδώσει στις πιέσεις και το 1589 η Ρωσική Εκκλησία αναγνωρίζεται από
το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως «Πατριαρχείο Μόσχας και πάσης Ρως».

Ο Ιερεμίας, λοιπόν, χειροτονεί Πατριάρχη τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ,


χωρίς τη συγκατάθεση των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχείων της Χριστιανικής
Ανατολής, και απευθύνεται στον Τσάρο με τα εξής λόγια: «ορθόδοξε και φιλόχριστε
θεοστεφάνωτε τσάρε τιμώμενε από το θεό και στολισμένε από το θεό… γαληνότατε και
ενδοξότερε από τους κυρίαρχους ηγεμόνες» «Εφόσον η πρώτη Ρώμη έπεσε από την
Απολλινάρια αίρεση και η δεύτερη Ρώμη, που είναι η Κωνσταντινούπολη, κατέχεται από
τους άπιστους Τούρκους, τότε λοιπόν η μεγάλη σου ρωσική αυτοκρατορία, ευλαβέστατε
τσάρε, η οποία είναι ευσεβέστερη από προηγούμενα βασίλεια, είναι η Τρίτη Ρώμη και συ
μόνος κάτω από τον ουρανό ονομάζεσαι τώρα Χριστιανός Αυτοκράτωρ για όλους τους
Χριστιανούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο γι’ αυτό η πράξη μας της ιδρύσεως του Πατριαρχείου
θα γίνει σύμφωνα με τη θέληση του Θεού, προσευχές των Ρώσων Αγίων, της δικής σου
προσευχής προς το Θεό και σύμφωνα προς τη γνώμη σου».

Με αυτά τα λόγια, ο Ιερεμίας διασαφηνίζει ότι αναγνωρίζει τον ισχυρισμό της


Μόσχας ότι είναι η Τρίτη Ρώμη πολιτικώς, αλλά όχι εκκλησιαστικώς, με την
Κωνσταντινούπολη να εξακολουθεί να είναι η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και η
Μόσχα να κατατάσσεται στην τελευταία θέση της Πενταρχίας. Η λύση του Ιερεμία
είναι ιδιαίτερα εύστοχη, διότι δίνει στους ορθοδόξους έναν ισχυρό κοσμικό προστάτη,
με αρκετά κολακευτικούς όρους, με τρόπο που να εγκαταλείψει μεγαλύτερες
εκκλησιαστικές διεκδικήσεις.37

Το καλοκαίρι του 1589 ο Τσάρος επιτρέπει, τελικά, στον Οικουμενικό


Πατριάρχη να αναχωρήσει από τη Μόσχα, προκειμένου να μεταβεί στην
Κωνσταντινούπολη για να συγκαλέσει σύνοδο που θα αναγνωρίσει και τυπικά το
Πατριαρχείο της Μόσχας, έτσι ώστε το τελευταίο να έχει κύρος και υπόσταση στον
ορθόδοξο κόσμο, σύμφωνα πάντα με την τσαρική επιθυμία.38 Η αναχώρηση, ωστόσο
του Ιερεμία από τη Μόσχα συνοδεύτηκε με γερή οικονομική ενίσχυση.

Το 1593 συνέρχονται σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη οι πατριάρχες των


τεσσάρων πρεσβυγενών πατριαρχείων, που επίσης αντιμετωπίζουν σημαντικά χρέη,

37
Στο ίδιο, σελ 580
38
Παπουλίδης Κωνσταντίνος και Παπουλίδης Κυριάκος, ό. π . , σελ 141

23
προσβλέποντας στην οικονομική ενίσχυσή τους από τη Μόσχα.39 Η σύνοδος θα
επικυρώσει την πράξη ανυψώσεως της Μητροπόλεως Μόσχας και πάσης Ρως σε
Πατριαρχείο και θα την κατατάξει στην πέμπτη σειρά της Πενταρχίας. Στο σχετικό
πατριαρχικό χρυσόβουλο ορίζονται τα εξής: «ίνα ο χειροτονηθείς Μοσκοβίου προ
ολίγου κύριος Ιώβ πατριάρχης, και ονομάζηται πατριάρχης και συναριθμήται τοις λοιποίς
πατριάρχης, και έχη την τάξιν και μνημόσυνον μετά τον πατριάρχην Ιεροσολύμων,
χρεωστών μνημονεύειν ημών του ονόματος και των λοιπών και κεφαλήν αυτού και
πρώτον έχειν και νομίζειν και αποστολικόν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως, ως και λοιποί
έχουσι πατριάρχαι».

Ωστόσο, τόσο ο Τσάρος όσο και ο Πατριάρχης δεν θα μείνουν ικανοποιημένοι


με την παραχώρηση της τελευταίας θέσης στην ιεραρχία των Πατριαρχείων. Η επιθυμία
τους είναι το πατριαρχείο Μόσχας να καταταγεί στην τρίτη θέση, μετά από αυτό της
Αλεξανδρείας. Συγκαλείται, λοιπόν, εκ νέου Σύνοδος το 1593, παρόντος και του
Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά, ο οποίος αρχικά είχε αντιδράσει. Η νέα
Συνοδική απόφαση θα επαναλάβει την προηγούμενη περί σειράς των θρόνων, χωρίς
αλλαγή, ώστε «τα πρεσβεία φέρεσθαι σωζόμενα ταις Εκλησίαις». Η κατάταξη των
πατριαρχείων, συνεπώς, θα παραμείνει ως έχει, με βάση την αρχαιότητά τους και έτσι
θα διατηρηθεί η εκκλησιαστική τάξη.

Στο κράτος της Μοσχοβίας, ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίσσονται με θετικό


τρόπο. Με τον θάνατο του Φεοντόρ, το 1598 και τον τερματισμό της παλαιάς
δυναστείας των Ρούρικ, η Μοσχοβία θα απειληθεί σοβαρά από τα γειτονικά κράτη.
Κατά την δύσκολη αυτή περίοδο το Πατριαρχείο της Μόσχας θα διαδραματίσει
σημαντικό ρόλο, ωστόσο σύντομα θα περιπέσει στην αδράνεια. Το αφήγημα της Τρίτης
Ρώμης αποτελεί μέχρι και σήμερα πάγια πολιτική του Ρωσικού κράτους και γνώμονα
χάραξης της εξωτερικής της πολιτικής.

39
Μασσαβέτας, ό. π. σελ 110

24
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Την περίοδο που αφορά τον 15ο και 16ο αιώνα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και
το κράτος της Μοσχοβίας καλούνται να προσαρμοστούν σε μία νέα πραγματικότητα
και να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από τη μία
πλευρά, πασχίζει να κερδίσει το ζωτικό του χώρο και να ισχυροποιηθεί στον
Οθωμανικό χώρο, καθώς αναλαμβάνει, πέρα από θρησκευτικές αρμοδιότητες,
πολιτικές και νομικές δικαιοδοσίες επί του ορθοδόξου ποιμνίου. Η Μεγάλη Εκκλησία,
πράγματι, ισχυροποιείται στο νέο καθεστώς, ωστόσο η μόνιμη οικονομική δυσπραγία, η
οποία θα ενταθεί με την κρίση του 16ου αιώνα, θα την ωθήσει στην ανάπτυξη επαφών
και με το κράτος της Μοσχοβίας. Με αυτήν τη προσέγγιση το Οικουμενικό
Πατριαρχείο αποβλέπει στην απόκτηση ενός ισχυρού ορθοδόξου συμμάχου που θα του
παρέχει οικονομική και πολιτική στήριξη. Ωστόσο, η θρησκευτική του υπεροχή επί του
Ορθοδόξου κλήρου, λόγω της πρότερης βυζαντινορωμαϊκής παράδοσης, διατηρείται
και ενισχύεται περαιτέρω στο νέο καθεστώς.

Το κράτος της Μοσχοβίας, από την άλλη, μετά την απόταξη του Μογγολικού
ζυγού επιθυμεί να ισχυροποιηθεί. Αναζητά μία νέα ταυτότητα. Δεδομένου ότι έχει
διατηρήσει την πίστη στην ορθοδοξία και ότι το Βυζαντινό κράτος έχει καταλυθεί,
επιδιώκει να αναδειχθεί ως διάδοχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτό,
η Μόσχα αναπτύσσει το ιδεολογικό αφήγημα ότι αποτελεί την Τρίτη Ρώμη, με τον
εκάστοτε πρίγκηπα της Μοσχοβίας να ονομάζεται Τσάρος – αυτοκράτορας. Η
θεοκρατική κατεύθυνση του νέου κράτους προϋποθέτει μία εξίσου ισχυρή και
αυτόνομη Ρωσική Εκκλησία, γι’ αυτό και η ανύψωση της Μητροπόλεως Μόσχας σε
Πατριαρχείο αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, κάθε
πράξη της Ρωσικής εκκλησίας δεν θα μπορεί να έχει ισχύ στον Ορθόδοξο κόσμο χωρίς
την επικύρωση της ανώτατης κεφαλής, του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

25
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Βιογραφικόν σχεδίασμα του Πατριάρχου Ιερεμίου Β’ 1572-1594, εν Αθήναις,


τυπογραφείον Λ.ΚΤΕΝΑ και Σ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, (1870).

2. Ζαχαριάδου Α. Ελισάβετ, Δέκα τουρκικά έγγραφα για την Μεγάλη Εκκλησία (1483-
1576), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1996.

3. Ζήσης Ν. Θεόδωρος, Κωνσταντινούπολη και Μόσχα, Θεσσαλονίκη (1989).

4. Καρσιώτης Νεκτάριος, Η Σύνοδος Φεράρας – Φλωρεντίας από της υπογραφής της


Ενώσεως έως της καταργήσεως αυτού: μελέτη φιλολογική και ιστορική, Εθνικό
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διαθέσιμο σε:
didaktorika.gr/eadd/handle/10442/45750, Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή

5. Κονόρτας Παρασκευάς, Οθωμανικές Θεωρήσεις για το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1

4996).

6. Κονόρτας Παρασκευάς, «Η οθωμανική οικονομική κρίση του τέλους του ιστ’ αιώνα
και το οικουμενικό πατριαρχείο», Ιστορικά, τεύχος 3, Μάιος 1985.

7. Μαλιγκούδη Γιάννα, Ιστορία της Μόσχας, Β΄ το κράτος της Μόσχας (1240-1613),


Θεσσαλονίκη 1996.

8. Μασσαβέτας Αλέξανδρος, Η Μόσχα και ο θρόνος της ορθοδοξίας, Εκδόσεις Πατάκη.

9. Παπουλίδης Κωνσταντίνος, Παπουλίδης Κυριάκος, Helleno Russica, Ήτοι τεκμήρια


της πρώτης νεοελληνικής γραμματείας περί της Ρωσίας, Εκδόσεις Κυριακίδη.

10. Ράνσιμαν Στίβεν , Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, β’ τόμος, Εκδόσεις


ΜΠΕΡΓΑΔΗ, Αθήνα (1979).

11. Τζενγκίζ Ακτάρ, Νικόλαος Ουζούνογλου, Αιμιλία Ξανθοπούλου (επιμ), Το


Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ιστορικές – Πολιτικές – Θρησκευτικές – Νομικές Μελέτες,
Αθήνα (2016).

26

You might also like