You are on page 1of 1

320 ἦ καὶ Θυμβραῖον μὲν ἀφ᾽ ἵππων ὦσε χαμᾶζε Είπε, και το Θυβραίο κοντάρεψε στο αριστερό βυζί

ριστερό βυζί του,


δουρὶ βαλὼν κατὰ μαζὸν ἀριστερόν· αὐτὰρ κι από το αμάξι του τον γκρέμισε᾿ και τον ισόθεο πάλε
Ὀδυσσεὺς Μολίονα, του Θυβραίού το σύντροφο, ρίχνει ο Οδυσσέας στο χώμα.
ἀντίθεον θεράποντα Μολίονα τοῖο ἄνακτος. Τους κόψαν την ορμή για πόλεμο κι εκεί τους παράτησαν,
τοὺς μὲν ἔπειτ᾽ εἴασαν, ἐπεὶ πολέμου ἀπέπαυσαν· κι εκείνοι μες στο ασκέρι εχύθηκαν και κάναν θράψη, ως κάπροι
τὼ δ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ἰόντε κυδοίμεον, ὡς ὅτε κάπρω που θρασεμένοι απάνω εχίμιξαν σε σκύλους κυνηγάρους'
όμοια, ξανά χιμώντας, σκότωναν τους Τρώες, και ξανασάναν
325 ἐν κυσὶ θηρευτῇσι μέγα φρονέοντε πέσητον·
χαρούμενοι, απ᾿ το θείο τον Έχτορα κυνηγημένοι, οι Αργίτες.
ὣς ὄλεκον Τρῶας πάλιν ὀρμένω· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
Τότε μαζί κι αμάξι εκούρσεψαν και δυο άντρειανούς σκότωσαν'
ἀσπασίως φεύγοντες ἀνέπνεον Ἕκτορα δῖον.
απ᾿ την Περκώτη, γιους του Μέροπα, που απ᾿ όλους πιο τους
ἔνθ᾽ ἑλέτην δίφρόν τε καὶ ἀνέρε δήμου ἀρίστω
άλλους
υἷε δύω Μέροπος Περκωσίου, ὃς περὶ πάντων

330 ᾔδεε μαντοσύνας, οὐδὲ οὓς παῖδας ἔασκε της μαντικής τις τέχνες κάτεχε, κι ουδ᾿ άφηνε τους γιους του
στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα· τὼ δέ οἱ οὔ τι στον αντροφά να πάνε πόλεμο᾿ μ᾿ αυτοί δεν τον άκουσαν,
πειθέσθην· κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο. οι μαύρες Λάμιες λες του Χάροντα στο χαλασμό τους σπρώχναν.
τοὺς μὲν Τυδεΐδης δουρικλειτὸς Διομήδης Αυτών των δυο ο Διομήδης άρπαξε, κονταροκατεχάρης,
θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδὼν κλυτὰ τεύχε᾽ ἀπηύρα· ζωή, ψυχή, και τα περίλαμπρα τους έγδυσε άρματά τους.
Δυο κι ο Οδυσσέας σκοτώνει, Ιππόδαμο κι Υπείροχο τους λέγαν.
335 Ἱππόδαμον δ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ Ὑπείροχον ἐξενάριξεν.
Κι ανάμεσα τους ισοζύγιαζε τη μάχη από την Ίδα
ἔνθά σφιν κατὰ ἶσα μάχην ἐτάνυσσε Κρονίων
ο Δίας βιγλίζοντας, και σκότωναν ο ένας τον άλλο εκείνοι.
ἐξ Ἴδης καθορῶν· τοὶ δ᾽ ἀλλήλους ἐνάριζον.
Πρώτα ο Διομήδης τον Αγάστροφο χτυπάει με το κοντάρι,
ἤτοι Τυδέος υἱὸς Ἀγάστροφον οὔτασε δουρὶ
το γιο του Παίονα, στο λαγγόνι του᾿ δεν είχε αυτός κοντά του
Παιονίδην ἥρωα κατ᾽ ἰσχίον· οὐ δέ οἱ ἵπποι

340 ἐγγὺς ἔσαν προφυγεῖν, ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ.


το αμάξι του να φύγει τρέχοντας, κι ήταν βαρύ το λάθος.
τοὺς μὲν γὰρ θεράπων ἀπάνευθ᾽ ἔχεν, αὐτὰρ ὃ
Τ᾿ άτια κρατούσε ο αμαξολάτης του πέρα μακριά, και τούτος
πεζὸς
πεζός στους πρώτους μέσα εμάχουνταν, ως που τον βρήκε ο Χάρος.
θῦνε διὰ προμάχων, εἷος φίλον ὤλεσε θυμόν.
Τους είδε τότε ο μέγας Έχτορας μες στις γραμμές, και πέφτει
Ἕκτωρ δ᾽ ὀξὺ νόησε κατὰ στίχας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽
σκούζοντας πάνω τους, κι οι φάλαγγες των Τρωών ξοπίσω
αὐτοὺς
έρχονταν.
κεκλήγων· ἅμα δὲ Τρώων εἵποντο φάλαγγες.
Κι ως τον αντίκρισε ο βροντόφωνος Διομήδης, σύγκρυο του 'ρθε,
345 τὸν δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης, και του Οδυσσέα γυρνώντας μίλησε, που πλάι του εκεί βρισκόταν:
αἶψα δ᾽ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα· «Κακό μεγάλο ο γαύρος Έχτορας, που απάνω μας πλακώνει'
νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται ὄβριμος Ἕκτωρ· μα εμείς εδώ ας σταθούμε ασάλευτοι να κονταροκρουστούμε.»
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ στέωμεν καὶ ἀλεξώμεσθα μένοντες. Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα,
ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος

350 καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε τιτυσκόμενος κεφαλῆφιν,


ἄκρην κὰκ κόρυθα· πλάγχθη δ᾽ ἀπὸ χαλκόφι και δεν ξαστόχησε᾿ τον πέτυχε στην κορυφή του κράνους,
χαλκός, την κεφαλή του ως εσημάδευε᾿ μα το χαλκό τινάζει
οὐδ᾽ ἵκετο χρόα καλόν· ἐρύκακε γὰρ τρυφάλεια πίσω ο χαλκός, και στ᾿ ώριο δέρμα του δε φτάνει᾿ τι το κράνος
τρίπτυχος αὐλῶπις, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων. το στενοπρόσωπο, το τρίδιπλο, τον γλίτωσε του Φοίβου.
Ἕκτωρ δ᾽ ὦκ᾽ ἀπέλεθρον ἀνέδραμε, μίκτο δ᾽ Κι ο Έχτορας μίλια πισωγύρισε και χώθη μες στ'ασκέρι,
ὁμίλῳ, κι άπα στα γόνατα σωριάστηκε, κι ακούμπησε στο χώμα
τ᾿ αδρό του χέρι, και του σκέπασε μαύρη νυχτιά τα μάτια.
355 στῆ δὲ γνὺξ ἐριπὼν καὶ ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ
Μα ως που να τρέξει στο κοντάρι του ξοπίσω ο Διομήδης
γαίης· ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψεν.
τραβώντας μέσα από τους πρόμαχους, να ιδεί που του 'χε πέσει,
ὄφρα δὲ Τυδεΐδης μετὰ δούρατος ᾤχετ᾽ ἐρωὴν
ο Έχτορας πήρε ανάσα, επήδηξε στο αμάξι απάνω πάλε,
τῆλε διὰ προμάχων, ὅθι οἱ καταείσατο γαίης
τόφρ᾽ Ἕκτωρ ἔμπνυτο, καὶ ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας

You might also like