You are on page 1of 1

120 ὣς ἄρα τοῖς οὔ τις δύνατο χραισμῆσαι ὄλεθρον όμοια και κείνους Τρώας δε δύνουνταν κανένας να γλιτώσει,

Τρώων, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ὑπ᾽ Ἀργείοισι φέβοντο. γιατί κι αυτοί στα πόδια το᾿ βαζαν, διωγμένοι απ᾿ τους Αργίτες.
αὐτὰρ ὃ Πείσανδρόν τε καὶ Ἱππόλοχον μενεχάρμην Τον Πείσαντρο και τον Ιππόλοχο μετά τον πολέμαρχο,
υἱέας Ἀντιμάχοιο δαΐφρονος, ὅς ῥα μάλιστα τους γιους του Αντίμαχου του αντρόκαρδου, που παίρνοντας
χρυσὸν Ἀλεξάνδροιο δεδεγμένος ἀγλαὰ δῶρα χρυσάφι
δώρο ακριβό από τον Αλέξαντρο δεν αφήνε τους Τρώες
125 οὐκ εἴασχ᾽ Ἑλένην δόμεναι ξανθῷ Μενελάῳ, να δώσουν πίσω στον ξανθόμαλλο Μενέλαο την Ελένη—
τοῦ περ δὴ δύο παῖδε λάβε κρείων Ἀγαμέμνων δικοί του ήταν οι γιοι που ετσάκωσε πα σ᾿ ένα αμάξι τώρα
εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας, ὁμοῦ δ᾽ ἔχον ὠκέας ἵππους· ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας· μαζί το κυβερνούσαν.
ἐκ γάρ σφεας χειρῶν φύγον ἡνία σιγαλόεντα, Τα γυαλιστά λουριά τους ξέφυγαν από τα χέρια, τ᾿ άτια
τὼ δὲ κυκηθήτην· ὃ δ᾽ ἐναντίον ὦρτο λέων ὣς σκιάχτηκαν, κι ως ο Ατρείδης χίμιξεν απάνω τους σα λιόντας,

130 Ἀτρεΐδης· τὼ δ᾽ αὖτ᾽ ἐκ δίφρου γουναζέσθην· σκύψαν εκείνοι από το αμάξι τους και τον παρακαλιόνταν:
ζώγρει Ἀτρέος υἱέ, σὺ δ᾽ ἄξια δέξαι ἄποινα· « Υγιέ του Ατρέα, ζωντάρι πιάσε μας, και δέξου πλήθια λύτρα·
πολλὰ δ᾽ ἐν Ἀντιμάχοιο δόμοις κειμήλια κεῖται τι είναι πολλά αγαθά στου Αντίμαχου κρυμμένα τα κελάρια,
χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος, χρυσάφι και χαλκός και σίδερο με κόπο δουλεμένο.
τῶν κέν τοι χαρίσαιτο πατὴρ ἀπερείσι᾽ ἄποινα, Θα 'δινε ο κύρης μας αρίφνητα για ξαγορά μας τώρα,
μόνο πως ζούμε ακόμα αν μάθαινε στ᾿ Αργίτικα καράβια.»
135 εἰ νῶϊ ζωοὺς πεπύθοιτ᾽ ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.
Έτσι κι οι δυο τους τότε κλαίγοντας στο βασιλιά μιλούσαν
ὣς τώ γε κλαίοντε προσαυδήτην βασιλῆα
παρακαλώντας, μ᾿ ανελέημονη γρικούν φωνή στ᾿ αφτιά τους:
μειλιχίοις ἐπέεσσιν· ἀμείλικτον δ᾽ ὄπ᾽ ἄκουσαν·
«Αν είστε σεις οι γιοί του Αντίμαχου του καστροπολεμάρχου,
εἰ μὲν δὴ Ἀντιμάχοιο δαΐφρονος υἱέες ἐστόν,
που το Μενέλαο, τότε που 'φτασε με το θεϊκό Οδυσσέα
ὅς ποτ᾽ ἐνὶ Τρώων ἀγορῇ Μενέλαον ἄνωγεν

140 ἀγγελίην ἐλθόντα σὺν ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ


αὖθι κατακτεῖναι μηδ᾽ ἐξέμεν ἂψ ἐς Ἀχαιούς, στην Τροία μαντατοφόρος, φώναζε στους συναγμένους Τρώες
νῦν μὲν δὴ τοῦ πατρὸς ἀεικέα τίσετε λώβην. να τον σκοτώσουν δίχως άργητα, να μη διαγύρει πίσω,
ἦ, καὶ Πείσανδρον μὲν ἀφ᾽ ἵππων ὦσε χαμᾶζε τώρα του κύρη σας την άτιμη βουλή θα μου πλερώστε»
δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος· ὃ δ᾽ ὕπτιος οὔδει Αυτά είπε, κι απ᾿ το αμάξι έγκρέμισε τον Πείσαντρο, στο στήθος
ἐρείσθη. με το κοντάρι του τρυπώντας τον κι αυτός στη γη ξαπλώθη.
Μετά σκοτώνει τον Ιππόλοχο, που 'χε πηδήξει κάτω'
145 Ἱππόλοχος δ᾽ ἀπόρουσε, τὸν αὖ χαμαὶ ἐξενάριξε
με το σπαθί τα χέρια του 'κοψε, του πήρε το κεφάλι,
χεῖρας ἀπὸ ξίφεϊ τμήξας ἀπό τ᾽ αὐχένα κόψας,
και το κορμί του σπρώχνει, ως κούτσουρο να κυλιστεί στ᾿ ασκέρι.
ὅλμον δ᾽ ὣς ἔσσευε κυλίνδεσθαι δι᾽ ὁμίλου.
Άφησε αυτούς μετά και χύθηκεν εκεί που πλήθια ασκέρια
τοὺς μὲν ἔασ᾽· ὃ δ᾽ ὅθι πλεῖσται κλονέοντο
ξεπαραλυούσαν, και ξοπίσω του κι οι άλλοι αντρειωμένοι Αργίτες'
φάλαγγες,
τῇ ῥ᾽ ἐνόρουσ᾽, ἅμα δ᾽ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί.

150 πεζοὶ μὲν πεζοὺς ὄλεκον φεύγοντας ἀνάγκῃ, πεζοί πεζούς σκότωναν που 'φευγαν μεβιάς, κι αμαξολάτες
ἱππεῖς δ᾽ ἱππῆας· ὑπὸ δέ σφισιν ὦρτο κονίη αμαξολάτες (κι από κάτω τους ο κουρνιαχτός πετιόταν
ἐκ πεδίου, τὴν ὦρσαν ἐρίγδουποι πόδες ἵππων στον κάμπο μέσα απ᾿ των αλόγων τους τα βροντερά ποδάρια)
χαλκῷ δηϊόωντες· ἀτὰρ κρείων Ἀγαμέμνων με το χαλκό χτυπώντας᾿ κι άπαυτα σκοτώνοντας ξοπίσω
αἰὲν ἀποκτείνων ἕπετ᾽ Ἀργείοισι κελεύων. χιμούσε ο ρήγας Αγαμέμνονας και ψύχωνε τους άλλους.
Χαλάστρα πυρκαγιά πως χύνεται σε σύδεντρο ρουμάνι,
155 ὡς δ᾽ ὅτε πῦρ ἀΐδηλον ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ,
κι οι άνεμοι εδώ κι εκεί στρουφίζοντας τη ρίχνουν, και τα θάμνα
πάντῃ τ᾽ εἰλυφόων ἄνεμος φέρει, οἳ δέ τε θάμνοι
σύριζα πέφτουν, απ᾿ τη μάνητα της φλόγας χτυπημένα'
πρόρριζοι πίπτουσιν ἐπειγόμενοι πυρὸς ὁρμῇ·
όμοια και τότε απ᾿ του Αγαμέμνονα τα χέρια κάτω έπεφταν
ὣς ἄρ᾽ ὑπ᾽ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι πῖπτε κάρηνα
κεφάλια Τρωών που έφευγαν κι έσερναν βροντώντας τ᾿ άδεια αμάξια
Τρώων φευγόντων, πολλοὶ δ᾽ ἐριαύχενες ἵπποι

You might also like