You are on page 1of 1

80 τῶν μὲν ἄρ᾽ οὐκ ἀλέγιζε πατήρ· ὃ δὲ νόσφι

Μ᾿ αυτός μηδέ και τους λογάριαζε᾿ μον᾿ φεύγει και καθίζει


λιασθεὶς
μακριά απ᾿ τους άλλους καμαρώνοντας στη δύναμη του, κι είχε
τῶν ἄλλων ἀπάνευθε καθέζετο κύδεϊ γαίων
τα μάτια ρίξει απά στ᾿ Αργίτικα τα πλοία, στων Τρωών το κάστρο,
εἰσορόων Τρώων τε πόλιν καὶ νῆας Ἀχαιῶν
σ᾿ αυτούς που έσφαζαν και που εσφάζουνταν και στου χαλκού τη
χαλκοῦ τε στεροπήν, ὀλλύντάς τ᾽ ὀλλυμένους τε.
λάμψη.
ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ,
Όσο βαστούσε η αυγή και πλήθαινε το φως της άγιας μέρας,
85 τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ κι από τους δυο στρατούς σωριάζουνταν πολλοί από τις ριξιές τους·
λαός· όμως την ώρα που συντάζεται να φάει ψωμί ο ξωμάχος
ἦμος δὲ δρυτόμος περ ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον στα ποροφάραγγα, τι απόκαμαν τα χέρια του να κόβουν
οὔρεος ἐν βήσσῃσιν, ἐπεί τ᾽ ἐκορέσσατο χεῖρας απ᾿ το πουρνό δέντρα θεόρατα, και μπούχτισε η καρδιά του,
τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, και για γλυκό ψωμί στο σπλάχνο του πλημμύρισε η λαχτάρα'
σίτου τε γλυκεροῖο περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ,

90 τῆμος σφῇ ἀρετῇ Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας


την ώρα αυτή τους Τρώες ετσάκισαν με την παλικαριά τους,
κεκλόμενοι ἑτάροισι κατὰ στίχας· ἐν δ᾽ Ἀγαμέμνων
ο ένας του άλλου κουράγιο δίνοντας μες στις γραμμές, οι Αργίτες.
πρῶτος ὄρουσ᾽, ἕλε δ᾽ ἄνδρα Βιάνορα ποιμένα
Πρώτος χιμώντας ο Αγαμέμνονας το Βήνορα σκοτώνει
λαῶν
το βασιλιά και τον άκράνη του, τον αλογάρη Οϊλέα.
αὐτόν, ἔπειτα δ᾽ ἑταῖρον Ὀϊλῆα πλήξιππον.
Μπροστά του είχε σταθεί, απ᾿ τ᾿ αμάξι του ψηλά πηδώντας κάτω'
ἤτοι ὅ γ᾽ ἐξ ἵππων κατεπάλμενος ἀντίος ἔστη·
μα όπως χιμούσε ομπρός, στο μέτωπο με σουβλερό κοντάρι
95 τὸν δ᾽ ἰθὺς μεμαῶτα μετώπιον ὀξέϊ δουρὶ του ρίχνει᾿ κι ο χαλκός του κράνους του δε βάστηξε στο χτύπο,
νύξ᾽, οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε χαλκοβάρεια, μον᾿ και το κράνος και το κόκαλο τρυπά ο χαλκός, και λιώμα
ἀλλὰ δι᾽ αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου, ἐγκέφαλος δὲ του έγιναν τα μυαλά, κι ως χίμιζε, στο χώμα τον ξαπλώνει.
ἔνδον ἅπας πεπάλακτο· δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα. Μα ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας τους παρατά εκεί πέρα,
καὶ τοὺς μὲν λίπεν αὖθι ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων

100 στήθεσι παμφαίνοντας, ἐπεὶ περίδυσε χιτῶνας·


με στήθια που από νιάτα ξάστραφταν, γυμνούς και κουρσεμένους,
αὐτὰρ ὃ βῆ Ἶσόν τε καὶ Ἄντιφον ἐξεναρίξων
κι αυτός στον Ίσο και στον Άντιφο τραβάει να τους σκοτώσει,
υἷε δύω Πριάμοιο νόθον καὶ γνήσιον ἄμφω
τους γιους του Πρίαμου —κλεφτογέννητος ο πρώτος, γνήσιος ο
εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας· ὃ μὲν νόθος ἡνιόχευεν,
άλλος—
Ἄντιφος αὖ παρέβασκε περικλυτός· ὥ ποτ᾽
πα σ᾿ ένα αμάξι οι δυο᾿ τα νιόλουρα κρατούσε ο νόθος τότε,
Ἀχιλλεὺς
κι ο Άντιφος δίπλα του ο περίλαμπρος᾿ στης Ίδας τα φαράγγια
105 Ἴδης ἐν κνημοῖσι δίδη μόσχοισι λύγοισι, τους είχε, εκεί τ᾿ αρνιά τους που 'βοσκαν, πιάσει ο Αχιλλέας και δέσει
ποιμαίνοντ᾽ ἐπ᾽ ὄεσσι λαβών, καὶ ἔλυσεν ἀποίνων. με αλυγαριας κλωνάρια κάποτε, κι αφήκε τους με λύτρα.
δὴ τότε γ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων Μα τώρα ο ρήγας Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, τον πρώτο
τὸν μὲν ὑπὲρ μαζοῖο κατὰ στῆθος βάλε δουρί, πιο πάνω απ᾿ το βυζί κατάστηθα χτυπάει με το κοντάρι
Ἄντιφον αὖ παρὰ οὖς ἔλασε ξίφει, ἐκ δ᾽ ἔβαλ᾽ και ρίχνει κάτω, και τον Άντιφο με μια σπαθιά στ᾿ αφτί του,
ἵππων.

110 σπερχόμενος δ᾽ ἀπὸ τοῖιν ἐσύλα τεύχεα καλὰ


βιαστικά τους γδύνει τ᾿ άρματα᾿ κι εκεί απεικάστη ποιοί 'ταν
γιγνώσκων· καὶ γάρ σφε πάρος παρὰ νηυσὶ
τι στα γοργά αποδίπλα τ᾿ άρμενά τους είχε ιδεί πιο πρώτα,
θοῇσιν
τη μέρα που ο Αχιλλέας ο γρήγορος τους έφερε απ᾿ την Ίδα.
εἶδεν, ὅτ᾽ ἐξ Ἴδης ἄγαγεν πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς.
Πώς σε αλαφίνας γοργογόνατης μονιά χιμίζει λιόντας,
ὡς δὲ λέων ἐλάφοιο ταχείης νήπια τέκνα
κι αρπάζει τα μικρά της άμαχα μες στα γερά του δόντια,
ῥηϊδίως συνέαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν
και σπάει τα κόκαλα τους, παίρνοντας την τρυφερή ζωή τους·
115 ἐλθὼν εἰς εὐνήν, ἁπαλόν τέ σφ᾽ ἦτορ ἀπηύρα· κι εκείνη, αυτού σιμά κι αν βρίσκεται, μα δεν μπορεί να τρέξει
ἣ δ᾽ εἴ πέρ τε τύχῃσι μάλα σχεδόν, οὐ δύναταί σφι να τα συντράμει, τι παράλυσε κι ατή της απ᾿ το φόβο᾿
χραισμεῖν· αὐτὴν γάρ μιν ὑπὸ τρόμος αἰνὸς ἱκάνει· και πιλαλάει στα δάση γρήγορα και στα πυκνά ρουμάνια,
καρπαλίμως δ᾽ ἤϊξε διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην δρώμενη, βιαστική, απ᾿ το ανήμερο θεριό κυνηγημένη'
σπεύδουσ᾽ ἱδρώουσα κραταιοῦ θηρὸς ὑφ᾽ ὁρμῆς·

You might also like