You are on page 1of 1

680 ἵππους δὲ ξανθὰς ἑκατὸν καὶ πεντήκοντα και τρεις φορές πενήντα αλόγατα ξανθοτριχάτα ακόμα,

πάσας θηλείας, πολλῇσι δὲ πῶλοι ὑπῆσαν. φοράδες όλες τους, κι οι πιότερες βύζαιναν και πουλάρια.
καὶ τὰ μὲν ἠλασάμεσθα Πύλον Νηλήϊον εἴσω Κι όλα τα κούρσα αυτά τα φέραμε μες στου Νηλέα την Πύλο,
ἐννύχιοι προτὶ ἄστυ· γεγήθει δὲ φρένα Νηλεύς, τη νύχτα, στο καστρί᾿ και χάρηκε στα φρένα του ο Νηλέας,
οὕνεκά μοι τύχε πολλὰ νέῳ πόλεμον δὲ κιόντι. που πήγα -τόσο νιος στον πόλεμο και τόσα κούρσα επήρα.
Και μόλις έφεξε, τελάλιζαν οι κράχτες, όσοι ξέρουν
685 κήρυκες δ᾽ ἐλίγαινον ἅμ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι
πως τους χρωστούν στην άγιαν Ήλιδα, να συναχτούν κι οι πρώτοι
τοὺς ἴμεν οἷσι χρεῖος ὀφείλετ᾽ ἐν Ἤλιδι δίῃ·
της Πύλος όλοι τους μαζώχτηκαν, τη μοιρασιά να κάνουν.
οἳ δὲ συναγρόμενοι Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες
και σε πολλούς οι Ηλείοι χρωστούσανε, γιατί στα χρόνια εκείνα _
δαίτρευον· πολέσιν γὰρ Ἐπειοὶ χρεῖος ὄφειλον,
στην Πύλο μέσα λίγοι εμέναμε κι εκείνοι ρημαγμένοι'
ὡς ἡμεῖς παῦροι κεκακωμένοι ἐν Πύλῳ ἦμεν·

690 ἐλθὼν γάρ ῥ᾽ ἐκάκωσε βίη Ἡρακληείη τι είχε ο Ηρακλής ο τρανοδύναμος έρθει να μας ρημάξει,
τῶν προτέρων ἐτέων, κατὰ δ᾽ ἔκταθεν ὅσσοι σε πιο παλιούς καιρούς, και σκότωσε τους πιο αντρειανούς μας
ἄριστοι· όλους.
δώδεκα γὰρ Νηλῆος ἀμύμονος υἱέες ἦμεν· Δώδεκα γιους είχε ο αψεγάδιαστος Νηλέας αναστημένα,
τῶν οἶος λιπόμην, οἳ δ᾽ ἄλλοι πάντες ὄλοντο. κι απ᾿ όλους μόνο εγώ του απόμενα, χάθηκαν οι άλλοι᾿ κι έτσι
ταῦθ᾽ ὑπερηφανέοντες Ἐπειοὶ χαλκοχίτωνες οι Ηλείοι πολύ το πήραν πάνω τους οι χαλκοθωρακάτοι,
κι άρχίσαν να μας φέρνουνται άσκημα, τι δε μας λογάριαζαν.
695 ἡμέας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωντο.
Και τότε ο γέροντας ξεδιάλεξε, δικά του να κρατήσει,
ἐκ δ᾽ ὃ γέρων ἀγέλην τε βοῶν καὶ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν
τρακόσια αρνιά και βόδια, παίρνοντας μαζί και τους τσοπάνους·
εἵλετο κρινάμενος τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
τι ήταν τρανό στην άγιαν Ήλιδα το χρέος που του χρωστούσαν,
καὶ γὰρ τῷ χρεῖος μέγ᾽ ὀφείλετ᾽ ἐν Ἤλιδι δίῃ
στεφανοφόρα τέσσερα άλογα και δυο από πάνω αμάξια,
τέσσαρες ἀθλοφόροι ἵπποι αὐτοῖσιν ὄχεσφιν

700 ἐλθόντες μετ᾽ ἄεθλα· περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον που τα 'χε στείλει εκεί να τρέξουνε, να πάρουν το τριπόδι.
θεύσεσθαι· τοὺς δ᾽ αὖθι ἄναξ ἀνδρῶν Αὐγείας Μα ο βασιλιάς Αυγείας τα κράτησε δικά του, και μονάχα
κάσχεθε, τὸν δ᾽ ἐλατῆρ᾽ ἀφίει ἀκαχήμενον ἵππων. να γύρει ο αμαξολάτης πρόσταξε, θλιμμένος, δίχως άτια.
τῶν ὃ γέρων ἐπέων κεχολωμένος ἠδὲ καὶ ἔργων Γι᾿ αυτά τα λόγια κι έργα ο γέροντας χολιώντας ξεδιαλέγει
ἐξέλετ᾽ ἄσπετα πολλά· τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἐς δῆμον ἔδωκε και παίρνει τότε κούρσα αρίφνητα, και τ᾿ άλλα τα μοιράζει
στον κόσμο, κι όλοι έφυγαν έχοντας το που 'πρεπε ο καθένας.
705 δαιτρεύειν, μή τίς οἱ ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
Κι εκεί που εμείς γι᾿ αυτά γνοιαζόμασταν, κι ολόγυρα στο κάστρο
ἡμεῖς μὲν τὰ ἕκαστα διείπομεν, ἀμφί τε ἄστυ
σφάζαμε βόδια στους αθάνατους, στην τρίτη μέρα απάνω,
ἕρδομεν ἱρὰ θεοῖς· οἳ δὲ τρίτῳ ἤματι πάντες
πλακώνουν και μονόνυχα άλογα κι αμέτρητη πεζούρα.
ἦλθον ὁμῶς αὐτοί τε πολεῖς καὶ μώνυχες ἵπποι
Μαζί κι οι δυο Μολίονες βρίσκουνταν αρματωμένοι, κι ήταν
πανσυδίῃ· μετὰ δέ σφι Μολίονε θωρήσσοντο

710 παῖδ᾽ ἔτ᾽ ἐόντ᾽, οὔ πω μάλα εἰδότε θούριδος ἀλκῆς. άγουροι ακόμα, που από πόλεμο πολλά μαθές δεν ξέραν.
ἔστι δέ τις Θρυόεσσα πόλις αἰπεῖα κολώνη Είναι μια πόλη Θρύο, πυλιώτικη, σε ολόρθη ράχη απάνω,
τηλοῦ ἐπ᾽ Ἀλφειῷ, νεάτη Πύλου ἠμαθόεντος· στον Αλφειό κοντά, παράμερα, πολύ μακριά απ᾿ την Πύλο'
τὴν ἀμφεστρατόωντο διαρραῖσαι μεμαῶτες. αυτήν να ζώσουν τότε εγύρευαν, να την κατακουρσέψουν.
ἀλλ᾽ ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον, ἄμμι δ᾽ Ἀθήνη Μα σύντας πια τον κάμπο εδιάβηκαν, φτάνει η Αθηνά τρεχάτη
μέσα στη νύχτα από τον Όλυμπο σε μας και παραγγέλνει
715 ἄγγελος ἦλθε θέουσ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου θωρήσσεσθαι
ν᾿ αρματωθούμε, κι ολοπρόθυμους στην Πύλο μας μαζώνει,
ἔννυχος, οὐδ᾽ ἀέκοντα Πύλον κάτα λαὸν ἄγειρεν
τι θέλαμε και μεις τον πόλεμο. Μα εγώ να βγω στη μάχη
ἀλλὰ μάλ᾽ ἐσσυμένους πολεμίζειν. οὐδέ με Νηλεὺς
ο κύρης μου ο Νηλέας δεν άφηνε, και μου 'κρυψε και τ᾿ άτια,
εἴα θωρήσσεσθαι, ἀπέκρυψεν δέ μοι ἵππους·
τι τάχα ήμουν ακόμα ακάτεχος στην τέχνη του πολέμου.
οὐ γάρ πώ τί μ᾽ ἔφη ἴδμεν πολεμήϊα ἔργα.

You might also like