You are on page 1of 4

J. T.

Papademetriou, Τὰ Σχέδη τοῦ Μυός: New Sources and Text, στο Classical Studies Presented to Ben Edwin Perry by
his Students and Colleagues at the University of Illinois, Urbana: University of Illinois Press, 1969, 219-22
ΤΑ ΣΧΕ∆Η ΤΟΥ ΜΥΟΣ
(1.) Εἰ βούλεσθε, ὦ παῖδες, τραφῆναι τήµερον λογικῶς, ἰδοὺ ὁ (2)
µῦς ὑµῖν τὸ συσσίτιον δίδωσιν. Οἴδατε δὲ ὡς τὸ ζῷον λίχνον
ἐστὶ καὶ κατὰ τὸν Ποιητὴν ἐµβασίχυτρον.
∆ιόπερ καί που τῶν παλαιῶν τις ἄριστον κατασκευασάµενος καὶ (5)
τοὺς ἑταίρους αὐτοῦ συγκαλέσας πρὸς ἑστίασιν ἀνεκέκλιτο· ἡ τῶν
βρωµάτων δέ, ἢ µᾶλλον εἰπεῖν, ἡ τῆς σαρκοφαγίας ὀσµὴ τὰς
γνάθους ὑπέσαινε τοῦ µυός. ἔνθεν τοι καὶ µετὰ τὸ τελεσθῆναι
τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο τῶν φίλων ἑστίαµα τοῖς λειψάνοις ὁ µῦς ὀξέως
ἐπέδραµε· καὶ ἐπιδραµὼν τῶν µὲν ἄλλων ὑπερεφρόνησε καὶ παρῆλ- (10)
θεν ὡς ἄχρηστα καὶ ἀφῆκεν ὡς ἄβρωτα καὶ οὐδὲ βλέπειν προσ-
εποιήσατο, ὅλος δὲ τοῦ κρανίου τῆς τρίγλης ἐγένετο. ἦν γὰρ ἐκεῖσε
µάλα πολλὰ καὶ διάφορα λείψανα· ἦν ἐκεῖσε καὶ γεράνου κνήµη
καὶ ῥάχις λαγὼ καὶ πέρδικος σκέλος καὶ ἐν τοῖς ὀστέοις λεπτὰ
σαρκία περιεσῴζετο· ἦν ἐκεῖσε καὶ τρίγλης ἀγλαοµόρφου κρανίον (15)
καὶ τούτῳ φέρων ὁ µῦς ἐπέρριψεν ἑαυτόν. καὶ ἦν ὁµοῦ λιχνευό-
µενος καὶ φοβούµενος· ἅµα τὸ στόµα ὑπήνοιγε καὶ ἅµα ὑπό-
τροµος ἀνεπόδιζεν. ἡ µὲν γαστὴρ ἤπειγεν εἰς τροφήν, τὸ δὲ δέος
ἔτρεπεν εἰς φυγήν· τὸ µὲν ὀρεκτικὸν ἀνηρέθιζεν, ἀλλ’ ἀντεπεῖχε
τὸ δειλοκάρδιον· ἅµα ἐπέτρεχε καὶ ἅµα ἀπέτρεχε· καὶ ὡς ἐδώδι- (20)
µον ἤθελε καὶ ὡς πολέµιον ἔφευγεν. ὑπώπτευε γάρ, µή πού τις
κατοικίδιος αἰλουρὶς τοῖς ὀστέοις ἐµπερικρύπτοιτο. ὅµως δὲ τὸ
δέος ὀψέ ποτε ἀποτιναξάµενος τῷ κρανίῳ τῆς τρίγλης ἐνέπιπτε.
καὶ ἦν ἰδεῖν τὸν µῦν ἐπιγανύµενον καὶ χορεύοντα καὶ µονονουχὶ
τὰ τοιαῦτα καυχώµενόν τε καὶ λέγοντα· “Ἆρά που καὶ (25)
βασιλεὺς τοιαύταις τρυφαῖς ἐναγάλλεται; καὶ ποῦ τοσαύτην παν-
δαισίαν ἀπραγµατεύτως εὑρήσειε;” ταῦτά πως ὁ µῦς καθ’ ἑαυτὸν
µεγαληγορῶν καὶ τῇ κεφαλῇ τῆς τρίγλης περιχορεύων καὶ πυκνὰ
πυκνὰ τοῖς ὀδοῦσι δάκνων αὐτὴν καί, “Ὢ τῆς εὐτυχίας,” βοῶν,
“ὅτι περ οὐδὲ τὰ τῆς θαλάττης κάλλιστά µε λανθάνουσι βρώ- (30)
µατα. βαβαὶ τῆς ταχυτῆτος, ἧς ἐπλούτησα, καὶ δυνάµεως, ἧς οὐδ’
Αἴας, οὐδ’ Ἀχιλλεύς, οὐδὲ Μενέλαοί τινες, οὐδὲ Νέστορες ηὐτύ-
χησαν πώποτε, οὓς ἡ ποίησις σοφῶς κατηγλάισε. ταῖς κορυφαῖς
τῶν µετεώρων οἰκηµάτων ἀναθρῴσκων καὶ αὖθις ἐκεῖθεν ταχινῶς
κατερχόµενος µονονουχὶ βασιλεύω γῆς καὶ θαλάττης καὶ πάσαις (35)
ἄλλαις τρυφαῖς ὑπάρχω κατάκοµος.” ταῦτα λέγων ὁ δυστυχὴς
ἐκεῖνος µῦς καὶ πλείω φθεγγόµενος σοβαρῶς, ἐξαίφνης, ὅπερ
δέδοικεν, ἔπαθεν· ἡ γὰρ αἰλουρίς ποθεν ἐκπηδήσασα τοῦτον
συνέλαβε· καὶ οὕτω παίγνιον ταύτης ἔµπροσθεν ὁ δείλαιος
προὔκειτο τῆς συµφορᾶς τῷ πάθει νικώµενος. καὶ ὁ πρὶν ὑπερή- (40)
φανος µῦς ἀµφοτέραις χερσὶ τοῦ γενείου ἐδράττετο καὶ τὰς τοῦ
πώγωνος τρίχας προρρίζους ἀνέσπα καὶ δάκρυσι τοὔδαφος ἅπαν
κατέβρεχεν.
Ἀλλ’ εἰ δοκεῖ στήσωµεν ὦδε τὸν λόγον,
ὡς καὶ καθεξῆς µυὸς ἐκ τῶν βρωµάτων (45)
τραφῆτε, παῖδες, τῇ λογικῇ δυνάµει.

(2.) Ἰδοὺ καὶ σήµερον ἁβρὸν ὑµῖν τὸ ἑστίαµα ἡ τοῦ µυὸς εὐτρε-
πίσειε τράπεζα.
Ὡς γὰρ ἐκεῖνον εἶχεν ἐντὸς τῶν ἀρκύων ἡ αἰλουρὶς καὶ κατέ-
παιζεν, ἠρώτα τοῦτον, τίνος πατρὸς καὶ µητρὸς υἵωτο παῖς καὶ τίς (50)
ὁ βίος καὶ ἡ πρᾶξις, καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν, ἀρχῆς ἀπ’ ἄκρης τὰ περὶ
τούτου ἠρώτα µαθεῖν. καὶ ὁ δυστυχὴς εὐθὺς συγκεκοµµένῳ τῷ
ἄσθµατι, “Οὐ δύναµαι, κυρία µου,” ἔφη, “πλησίον ὁρῶν σε τἀµὰ
ἀτρόµῳ λόγῳ διατρανοῦν. ἀλλ’ εἰ βούλει, µικρὸν ἀναχώρησον καὶ
οὕτω φιλαλήθως ἐρῶ σοι πάντα τὰ κατ’ ἐµέ.” ἡ δὲ βλοσυρῶς (55)
αὐτὸν βλέψασα, “Ἵνα τί, κάκιστε τῶν µυῶν,” ἔφη, “δολίως
φθέγγῃ βουλόµενος ἀπατῆσαί µε; ἢ γοῦν φθέγγου τὰ σά, ἢ κατά-
βρωµα ἤδη γένῃ καὶ σπάραγµα.” ὁ δ’ αὐτίκα δακρύων, “Ἐγώ,
κυρία µου,” ἔφη, “Ἐλαιοπότης κικλήσκοµαι, ὁ δέ γε πατὴρ
Λαρδοφάγος καὶ ἡ µήτηρ Παστόλειχος.” ὑπολαβοῦσα δ’ αὖθις ἡ (60)
αἰλουρὶς ἠρώτα τὸν µῦν· “Καὶ τί σου τὸ τοσοῦτον δάκρυον; καὶ
κατοικίδιος αἰλουρὶς τοῖς ὀστέοις ἐµπερικρύπτοιτο. ὅµως δὲ τὸ
δέος ὀψέ ποτε ἀποτιναξάµενος τῷ κρανίῳ τῆς τρίγλης ἐνέπιπτε.
καὶ ἦν ἰδεῖν τὸν µῦν ἐπιγανύµενον καὶ χορεύοντα καὶ µονονουχὶ
ὁ µανδύας; ποῦ τὰ τῶν ποδῶν σου σανδάλια;” ὁ δὲ µῦς ἐθέλων (65)
ἑαυτὸν δικαιοῦν καὶ ὅσιον ἐµφαίνειν ὡς τὰ πολλά, ὡς ἂν ἀπο-
δράσῃ τὸν κίνδυνον, “Ἐγώ, κυρία µου,” ἔφη, “τῶν παρ’ ἡµῖν
µοναχῶν πέλω καθηγεµὼν καὶ σχήµατι µεγάλῳ κοσµοῦµαι καὶ
κίδαρις ἐµοὶ καὶ µανδύας καὶ τὰ λοιπά· κανόνα δὲ τοῖς ὑπ’ ἐµὲ
κατέστησα ἀκριβῆ, ὡς δὶς τοῦ σαββάτου εὔχεσθαί σε ὡς ἀγαθήν.” (70)
ἡ δέ, “Καὶ µεµάθηκας,” φησί, “ψαλτήριον ψάλλειν καὶ εὐχὰς
ἀναπέµπειν καὶ ἅπερ πέλει τοῖς µοναχοῖς συνήθεια ἀκριβής;”
καὶ ὃς εὐθὺς τὸν ψαλµὸν ἀνὰ στόµα ἐλάµβανε· “Κυρία µου, µὴ
τῷ θυµῷ σου ἐλέγξῃς µε, µηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς µε.
ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως τέλους.” καὶ αὖθις, “Ἡ καρδία (75)
µου ἐταράχθη καὶ δειλία θανάτου ἐπέπεσεν ἐπ’ ἐµέ, ὅτι αἱ ἀνοµίαι
µου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν µου. ἐβραγχίασα κράζων, ὠλιγώθην
καὶ ἐσίγησα καὶ ἡ ἀλγηδών µου ἐνώπιόν µού ἐστι διὰ παντός, καὶ
οἱ φοβερισµοί σου ἐξετάραξάν µε, καὶ τὰ λοιπά.”
Ἡ δὲ αἰλουρὶς αὖθίς φησιν, “Ἐκεῖνο δὲ πῶς οὐ ψάλλεις; τό, (80)
Ἔλαιον θέλω καὶ οὐ θυσίαν, βούτυρον βοῶν καὶ γάλα προβάτων
µετὰ στέατος ἀρνῶν· καί, Ἀγαπητά µοι ταῦτα ὑπὲρ µέλι· καί,
Ἐν ἐλαίῳ πίονι ἔχρισα καὶ ἐλίπανα τὴν κεφαλήν µου, καὶ τὰ
ἑξῆς.” ὁ δὲ ἰδών, ὅτι οὐκ ὠφελεῖ, ἀλλὰ µᾶλλον καταγινώσκεται,
“Ταῦτα,” φησίν, “ἐγώ, κυρία µου, ἐφυλαξάµην ἐκ νεότητός µου (85)
καὶ οὐκ ἔφαγον οὔτε µέλι, οὔτε γάλα, οὔτε βούτυρον, ἀλλὰ µόνον
τῶν τῆς θαλάττης ἁγνῶν βραχέως καθάπτοµαι, ἵνα φθάσω τῶν
ἀρετῶν τὸ ἀκρότατον.”
Ἡ δὲ αἰλουρὶς ταῦτά φησι; “Καὶ τίς ἄλλος, εἰ µὴ σύ, ὦ
καθηγούµενε τῶν µυῶν, τοὺς τῶν µοναχῶν ταλάρους ἀναδιφᾷ (90)
καὶ κατεσθίει ὅ, τι περ ἄρα καὶ τύχοι; τίς τὰς ἐλαιοδόχους κανδήλας
ἀποκενοῖ; καὶ εἰ µὲν τὴν µοναχικήν σου στολὴν ἐνεδέδυσο, ἐνετρά-
πην ἂν κἀγὼ καὶ ἐδυσωπήθην διὰ τὸ σχῆµά σου· ἐπεὶ δ’ ἄτερ τῶν
µοναχικῶν ἀµφίων σου ἐξῆλθες ἀπὸ τῆς κέλλης σου, τὸ στόµα
µου γενήσεται τάφος σου, (95)
ὡς ἂν ἐκεῖσε τῶν προσευχῶν τὰ γέρα
λήψῃ πρεπόντως, ὦ µυῶν καθηγέτα.”
Θεόδωρος Πρόδρομος (12ος αι.), Τὰ σχέδη τοῦ μυός, 1.1-2.97

(Mετάφραση)
(1.) Αν θέλετε, παιδιά μου, να τραφείτε σήμερα λογικά, ορίστε το ποντίκι σας δίνει το συσσίτιο.
Ξέρετε όμως ότι το ζώο είναι λαίμαργο και σύμφωνα με τον ποιητή μπαίνει μέσα στα
τσουκάλια.
Γι αυτόν ακριβώς και όταν κάπου κάποιος από τους παλιούς προετοίμασε γεύμα (πρωινό) και
(5) κάλεσε τους φίλους του, είχε καθίσει για φαγητό. Η μυρωδιά λοιπόν των φαγητών, ή
μάλλον καλύτερα της κρεοφαγίας έκανε να τρέχουν τα σάλια (έδινε χαρά στα σαγόνια) του
ποντικού. Γι αυτό βέβαια και μετά που τέλειωσε το πλούσιο εκείνο γεύμα των φίλων του, ο
ποντικός με ορμή (γενναιότητα) επιτέθηκε στα υπολείμματα και μετά το πρώτο γιουρούσι (και
αφού επιτέθηκε) τα υπόλοιπα τα περιφρόνησε (10) και τα προσπέρασε σαν να ήταν άχρηστα και
τα άφησε χωρίς να τα αγγίξει (αφάγωτα) και προσποιήθηκε ότι ούτε καν τα βλέπει, ενώ
αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο κεφάλι του μπαρμπουνιού. Υπήρχαν βέβαια εκεί πάρα πολλά
και διάφορα αποφάγια: (υπήρχε εκεί) μια κνήμη πελαργού και τα πλευρά ενός λαγού και ένα
πόδι πέρδικας και ανάμεσα στα κόκαλα είχαν απομείνει μικρά κομμάτια σάρκας· ακόμη υπήρχε
και το κεφάλι ενός «πανέμορφου» μπαρμπουνιού (15) και ο ποντικός πήγε και έπεσε πάνω του.
Και μαζί λιγουρευόταν αλλά φοβόταν κιόλας· άνοιγε το στόμα και ταυτόχρονα έκανε πίσω
τρομαγμένος. Η κοιλιά του τον πίεζε να φάει, αλλά ο φόβος τον έτρεπε σε φυγή· η όρεξη του
τον ερέθιζε, αλλά τον συγκρατούσε η δειλιασμένη καρδιά του· έτρεχε μαζί προς τα εκεί και μαζί
απομακρυνόταν· (20) ήθελε μαζί να το φάει και την ίδια στιγμή το απέφευγε σαν τον
(χειρότερο) εχθρό. Γιατί υποπτευόταν μην τυχόν κάποια κατοικίδια γάτα κρυβόταν ανάμεσα
στα κόκαλα. Όμως μετά από κάποιο σημείο πέταξε τον φόβο από πάνω του και όρμησε πάνω
στο κεφάλι του μπαρμπουνιού. Και έβλεπε κανείς τον ποντικό να χαίρεται και να χορεύει και
σχεδόν να καυχιέται και να λέει τα εξής: «Άραγε (25) χαίρεται ο ίδιος ο βασιλιάς τέτοιες
απολαύσεις; Πού θα έβρισκε κανείς μια τέτοια πανδαισία χωρίς καμιά ενόχληση;» Ενώ λοιπόν
με αυτά τα μεγάλα λόγια μονολογούσε ο ποντικός και χόρευε γύρω από το κεφάλι του
μπαρμπουνιού και το δάγκωνε πότε-πότε και φώναζε, «τι ευτυχία, που ούτε τα καλύτερα
θαλασσινά δεν στερούμαι. (30) Πω, πω, τί ταχύτητα που έχω, και τί δύναμη, που ούτε ο
Αίαντας, ούτε ο Αχιλλέας, ούτε τίποτα Μενέλαοι, ούτε τίποτα Νέστορες, που η ποίηση βέβαια
σοφά τους δόξασε, ποτέ δεν τις κατάκτησαν. Ανεβαίνοντας στις κορυφές των πιο ψηλών
κτιρίων και πάλι κατεβαίνοντας γρήγορα από ‘κεί σχεδόν είμαι βασιλιάς της ξηράς και της
θάλασσας και (35) σαν τα πλούσια ριχτά μαλλιά έχω όλες τις αρετές.» Ενώ έλεγε αυτά ο
δύστυχος εκείνος ποντικός και ενώ με στόμφο έκανε ακόμη πιο πολλές δηλώσεις, ξαφνικά
έπαθε αυτό που φοβόταν· γιατί η γάτα ξεπήδησε από κάπου και τον τσάκωσε· και έτσι ο άμοιρος
στεκόταν σαν ένα παιχνιδάκι μπροστά της νικημένος από το πάθημα της συμφοράς (του). Και ο
πρωτύτερα (40) περήφανος ποντικός έπιανε και με τα δυο τα χέρια το γένι του και έβγαζε από
τη ρίζα τις τρίχες απ’ το πηγούνι του και με δάκρυα έβρεχε παντού το έδαφος.
Μα, αν σας φαίνεται καλό ας σταματήσουμε εδώ την αφήγηση,
για να τραφείτε και στη συνέχεια από του ποντικού τα εδέσματα, (45)
παιδιά μου, με τη λογική δύναμη.

(2.) Ιδού και σήμερα πλούσιο το γεύμα σας θα το ετοιμάσει το τραπέζι του ποντικού.
Αφού λοιπόν τον είχε μέσα στα δίχτυα της η γάτα και τον έπαιζε, τον ρωτούσε, ποιού πατέρα
και ποιάς μητέρας ήταν γιος και ποια η (50) ζωή και η δουλειά του, και με λίγα λόγια ρωτούσε
να μάθει τα πάντα για αυτόν. Κι αυτός ο δύστυχος αμέσως με κομμένη την ανάσα, είπε: «Δε
μπορώ, αφέντρα μου, όσο σε βλέπω κοντά μου να σου πω ό,τι με αφορά, χωρίς να τρέμει η
φωνή μου. Αν θέλεις όμως, πήγαινε λίγο πιο πέρα και έτσι θα σου πω την πάσα αλήθεια για
μένα.» Αυτή όμως (55) του έριξε μια βλοσυρή ματιά και του είπε, «γιατί, χειρότερε απ’ όλους
τους ποντικούς, μου μιλάς με δόλο θέλοντας να με εξαπατήσεις; Ή λοιπόν μου λες ό,τι σε
αφορά ή αμέσως θα γίνεις μεζές και σε καταβροχθίζω.» Κι αυτός πάλι κλαίγοντας είπε: «Εγώ,
αφέντρα μου, λέγομαι Λαδοπιότης, και ο πατέρας μου Λαρδοφάγος και η μητέρα μου
Παστογλύφτρα.» Παίρνοντας πάλι το λόγο (60) η γάτα ρωτούσε τον ποντικό: «Και γιατί τα τόσα
σου δάκρυα; Και πού έμαθες να δακρύζεις; Μήπως στα μέρη σου υπάρχουν ασκητές που
προσεύχονται και δακρύζουν και είσαι κι εσύ ένας απ’ αυτούς; Πού είναι το ράσο σου που το
λένε παραμάνδυο; Πού είναι το κάλυμμα της κεφαλής; Πού είναι ο μανδύας σου; Πού τα
σανδάλια των ποδιών σου;» Και ο ποντικός θέλοντας (65) να δικαιολογηθεί και να φαίνεται
σεβάσμιος, όπως είναι σύνηθες (για τους μοναχούς), για να ξεφύγει τον κίνδυνο, είπε: «Εγώ,
αφέντρα μου, είμαι ηγούμενος των μοναχών μου και φέρω το μεγάλο σχήμα (είμαι ανώτερος
στο αξίωμα, μεγαλόσχημος) και έχω και κάλυμμα για την κεφαλή και μανδύα και όλα τ’ άλλα·
και όρισα ως απαράβατο καθήκον για τους υποτακτικούς μου, να προσεύχονται δυο φορές το
Σάββατο για την αγαθοσύνη σου.» (70) Κι αυτή είπε: «Και έχεις μάθει να ψάλλεις το ψαλτήρι
και να κάνεις προσευχές και ακριβώς όλα όσα συνηθίζουν οι μοναχοί;» Αυτός λοιπόν αμέσως
ξεκίνησε να λέει τον ψαλμό: «Κυρία μου, μη με ελέγξεις με το θυμό σου και μη με συνετίσεις με
την οργή σου. Ταλαιπωρήθηκα και ταπεινώθηκα μέχρι το τέλος.» Και πάλι, «η καρδιά (75) μου
ταράχθηκε και φόβος θανάτου έπεσε πάνω μου, γιατί οι αμαρτίες μου έφτασαν πάνω απ’ το
κεφάλι μου. Βράχνιασα να φωνάζω, έχασα τις δυνάμεις μου και έμεινα σιωπηλός και ο πόνος
μου μένει για πάντα μαζί μου, και οι φοβέρες σου με συντάραξαν, και τα λοιπά.»
Λέει λοιπόν αμέσως η γάτα, «πώς και δεν ψάλλεις εκείνο που λέει; (το,) (80) θέλω λάδι και όχι
θυσία, βούτυρο από βόδια και γάλα προβάτων μαζί με λίπος αρνιών· (και,) αυτά είναι πιο
αγαπητά σε μένα κι απ’ το μέλι· (και,) με παχύ λάδι έχρισα και λάδωσα το κεφάλι μου, και όσα
ακολουθούν.» Αυτός λοιπόν βλέποντας, ότι δεν κερδίζει τίποτα αλλά ακόμη περισσότερο
δυσχεραίνει τη θέση του, (της) λέει: «Αυτά εγώ, αφέντρα μου, τα φύλαξα από τα νιάτα μου (85)
και δεν έφαγα ούτε μέλι ούτε γάλα, ούτε βούτυρο, αλλά μόνο τα νηστίσιμα θαλασσινά λίγο
δοκιμάζω, για να φθάσω την τελειότητα των αρετών.»
Του λέει λοιπόν η γάτα τα εξής: «Και ποιος άλλος, εκτός από σένα, ηγούμενε των ποντικών,
ψαχουλεύει τα καλάθια των μοναχών (90) και κατατρώει οτιδήποτε του τύχει; Ποιος αδειάζει
τα γεμάτα λάδι καντήλια; Και αν εσύ είχες ντυθεί τη στολή του μοναχού, θα σε ντρεπόμουν κι
εγώ και θα σε σεβόμουν λόγω του σχήματός σου· επειδή όμως χωρίς τα μοναχικά σου άμφια
βγήκες από το κελλί σου, το στόμα μου θα γίνει ο τάφος σου, (95)
ώστε από ‘κεί των προσευχών τα βραβεία
θα πάρεις, όπως σου πρέπει, ηγούμενε των ποντικών.»

You might also like