You are on page 1of 1

720 ἀλλὰ καὶ ὧς ἱππεῦσι μετέπρεπον ἡμετέροισι Μα κι έτσι εγώ, πεζός κι αν έμεινα, τους άλλους πα στ᾿ αμάξια

καὶ πεζός περ ἐών, ἐπεὶ ὧς ἄγε νεῖκος Ἀθήνη. σ᾿ αντρειά ξεπέρασα, τι αφέντευε τον πόλεμο η Παλλάδα.
ἔστι δέ τις ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Είναι ένας ποταμός που χύνεται στη θάλασσα, ο Μινύος,
ἐγγύθεν Ἀρήνης, ὅθι μείναμεν Ἠῶ δῖαν πλάι στην Αρήνη· εκεί προσμέναμε με τ᾿ άλογα οι Πυλιώτες
ἱππῆες Πυλίων, τὰ δ᾽ ἐπέρρεον ἔθνεα πεζῶν. την άγια αυγή· κι ερχόταν πίσω μας σμάρι πυκνό η πεζούρα.
Εκείθε βιαστικά μες στ᾿ άρματα ντυμένοι ξεκινούμε,
725 ἔνθεν πανσυδίῃ σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
και στου Αλφειού καταμεσήμερα τ᾿ άγια νερά τραβάμε.
ἔνδιοι ἱκόμεσθ᾽ ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο.
Σφάζουμε εκεί στον παντοδύναμο το Δία σφαχτά πανώρια,
ἔνθα Διὶ ῥέξαντες ὑπερμενεῖ ἱερὰ καλά,
στον Αλφειό ταυρί, και δεύτερο ταυρί στον Ποσειδώνα,
ταῦρον δ᾽ Ἀλφειῷ, ταῦρον δὲ Ποσειδάωνι,
στην Αθηνά τη γαλανομάτη γελάδα απ᾿ το κοπάδι.
αὐτὰρ Ἀθηναίη γλαυκώπιδι βοῦν ἀγελαίην,

730 δόρπον ἔπειθ᾽ ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν


τελέεσσι, Μετά δειπνούμε στο στρατόπεδο, στο λόχο του ο καθένας,
καὶ κατεκοιμήθημεν ἐν ἔντεσιν οἷσιν ἕκαστος και κοιμηθήκαμε πλαγιάζοντας συνάρματοι, στον όχτο
ἀμφὶ ῥοὰς ποταμοῖο. ἀτὰρ μεγάθυμοι Ἐπειοὶ του πόταμου. Κι οι Ηλείοι οι λιοντόκαρδοι φτασμένοι κιόλας ζώνουν
ἀμφέσταν δὴ ἄστυ διαρραῖσαι μεμαῶτες· γοργά το κάστρο, λαχταρίζοντας να το κατακουρσέψουν·
ἀλλά σφι προπάροιθε φάνη μέγα ἔργον Ἄρηος· μα πριν σηκώνουνταν ο πόλεμος ο φοβερός μπροστά τους·
τι ως απ᾿ τη γης ο γήλιος πρόβαλε ψηλά στραφτοβολώντας,
735 εὖτε γὰρ ἠέλιος φαέθων ὑπερέσχεθε γαίης,
το γιο του Κρόνου ανακαλιόμαστε βοηθό και την Παλλάδα,
συμφερόμεσθα μάχῃ Διί τ᾽ εὐχόμενοι καὶ Ἀθήνῃ.
κι έτσι οι στρατοί τη μάχη αρχίζουμε᾿ κι ως ήρθαμε στα χέρια,
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Πυλίων καὶ Ἐπειῶν ἔπλετο νεῖκος,
πρώτος εγώ το Μούλιο σκότωσα, τρανό κονταρομάχο,
πρῶτος ἐγὼν ἕλον ἄνδρα, κόμισσα δὲ μώνυχας
και πήρα τα μονόνυχα άτια του᾿ γαμπρός του Αυγεία λογιόταν,
ἵππους,
Μούλιον αἰχμητήν· γαμβρὸς δ᾽ ἦν Αὐγείαο,

740 πρεσβυτάτην δὲ θύγατρ᾽ εἶχε ξανθὴν Ἀγαμήδην, κι είχε την πιο μεγάλη κόρη του, τη λιόξανθη Αγαμήδη,
ἣ τόσα φάρμακα ᾔδη ὅσα τρέφει εὐρεῖα χθών. που κάτεχε όσα βγαίνουν βότανα στης γης τα πλάτη απάνω.
τὸν μὲν ἐγὼ προσιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρί, Καθώς χιμούσε, με το χάλκινο τον χτύπησα κοντάρι,
ἤριπε δ᾽ ἐν κονίῃσιν· ἐγὼ δ᾽ ἐς δίφρον ὀρούσας κι ως μες στη σκόνη αυτός σωριάστηκε, στο αμάξι του πηδώντας
στῆν ῥα μετὰ προμάχοισιν· ἀτὰρ μεγάθυμοι Ἐπειοὶ εγώ στους πρώτους μέσα εστάθηκα. και τότε οι Ηλείοι σκόρπισαν
φύλλα φτερά, νεκρό ως αντίκρισαν το γαύρο τους προλάτη,
745 ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, ἐπεὶ ἴδον ἄνδρα πεσόντα
που μες στους άλλους αλογάρηδες ξεχώριζε στη μάχη.
ἡγεμόν᾽ ἱππήων, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι.
Και τότε εγώ πλακώνω απάνω τους σα μελανό δρολάπι᾿
αὐτὰρ ἐγὼν ἐπόρουσα κελαινῇ λαίλαπι ἶσος,
πενήντα αμάξια τους εκούρσεψα, και γύρα στο καθένα
πεντήκοντα δ᾽ ἕλον δίφρους, δύο δ᾽ ἀμφὶς ἕκαστον
δυο δυο τη γης δάγκωναν πέφτοντας απ᾿ το δικό μου χέρι.
φῶτες ὀδὰξ ἕλον οὖδας ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ δαμέντες.

750 καί νύ κεν Ἀκτορίωνε Μολίονε παῖδ᾽ ἀλάπαξα,


Και τους Μολίονες λέω θα σκότωνα, τους γιους του Αχτόρου, τότε,
εἰ μή σφωε πατὴρ εὐρὺ κρείων ἐνοσίχθων
αν μες στον πόλεμο ο πατέρας τους, ο μέγας Κοσμοσείστης,
ἐκ πολέμου ἐσάωσε καλύψας ἠέρι πολλῇ.
με καταχνιά δεν τους εσκέπαζε βαριά, να τους γλιτώσει.
ἔνθα Ζεὺς Πυλίοισι μέγα κράτος ἐγγυάλιξε·
Και τότε νίκη ο Δίας εχάρισε μεγάλη στους Πυλιώτες·
τόφρα γὰρ οὖν ἑπόμεσθα διὰ σπιδέος πεδίοιο
τι στο κυνήγι τους εστρώσαμε μες στο φαρδύ τον κάμπο
755 κτείνοντές τ᾽ αὐτοὺς ἀνά τ᾽ ἔντεα καλὰ λέγοντες, σκοτώνοντας τους και μαζώνοντας τις ώριες τους αρμάτες,
ὄφρ᾽ ἐπὶ Βουπρασίου πολυπύρου βήσαμεν ως που πάτησαν το πολύσταρο Βουπράσιο τ᾿ άλογά μας,
ἵππους και τ᾿ όρος του Αλησίου που λέγεται, και τον Ωλένιο βράχο᾿
πέτρης τ᾽ Ὠλενίης, καὶ Ἀλησίου ἔνθα κολώνη γιατί η Αθηνά να πάει δεν άφηνε το ασκέρι μας πιο πέρα.
κέκληται· ὅθεν αὖτις ἀπέτραπε λαὸν Ἀθήνη. Εκεί σκοτώνω εγώ τον ύστερο, και τ᾿ άτια πίσω τότε
ἔνθ᾽ ἄνδρα κτείνας πύματον λίπον· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ

You might also like