You are on page 1of 1

200 Ἕκτορ υἱὲ Πριάμοιο Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε «Έχτορα, γιε του Πριάμου ασύγκριτε, που 'χεις του

υ 'χεις του Δία τη γνώση,


Ζεύς με πατὴρ προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι. ο αφέντης Δίας σε σένα μ᾿ έστειλε το λόγο του ν᾿ ακούσεις:
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν ὁρᾷς Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν Όσο θωράς τον Αγαμέμνονα το ρήγα μες στους πρώτους
θύνοντ᾽ ἐν προμάχοισιν, ἐναίροντα στίχας ἀνδρῶν, να χύνεται μπροστά, θερίζοντας των Τρωών το ασκέρι αράδα,
τόφρ᾽ ὑπόεικε μάχης, τὸν δ᾽ ἄλλον λαὸν ἄνωχθι τραβήξου εσύ, και στους επίλοιπους κουράγιο δίνε μόνο,
με τους οχτρούς στον άγριο τάραχο να πολεμούν αντρίκεια.
205 μάρνασθαι δηΐοισι κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην.
Μ᾿ αν κονταριά τον Αγαμέμνονα χτυπήσει για σαγίτα
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ
κι απά στο αμάξι ανέβει, δύναμη να σφάζεις θα σου δώσει,
εἰς ἵππους ἅλεται, τότε τοι κράτος ἐγγυαλίξει
ωσόπου πια στα καλοκούβερτα πλεούμενα σιμώσεις,
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκηαι
κι ο γήλιος πέσει βασιλεύοντας και το άγιο απλώσει σκότος.»
δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.

210 ἣ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις,


Ως είπε αυτά η γοργόποδη Ίριδα, μισεύει πίσω πάλε,
Ἕκτωρ δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε,
κι εκείνος πήδηξε άπ᾿ τ᾿ αμάξι του συνάρματος στο χώμα,
πάλλων δ᾽ ὀξέα δοῦρα κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ
κι έτρεξε, σειώντας τα κοντάρια του τα μυτερά, στ᾿ ασκέρι,
ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν.
να μπουν στον πόλεμο φωνάζοντας, κι άγρια ξανάβει μάχη.
οἳ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν,
Κάνουν κι αυτοί στροφή και βρέθηκαν αντίκρα στους Αργίτες'
215 Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας. μα όπως επήραν και δυνάμωσαν κι oι Αργίτες τις γραμμές τους,
ἀρτύνθη δὲ μάχη, στὰν δ᾽ ἀντίοι· ἐν δ᾽ Ἀγαμέμνων άνοιξε ο πόλεμος και στάθηκαν αντικριστά, κι εχύθη
πρῶτος ὄρουσ᾽, ἔθελεν δὲ πολὺ προμάχεσθαι μπροστά απ᾿ τους άλλους ο Αγαμέμνονας, να πολεμήσει πρώτος.
ἁπάντων. Πέστε μου τώρα, Μούσες, που 'χετε τον Όλυμπο παλάτι,
ἔσπετε νῦν μοι Μοῦσαι Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι ποιος ήρθε ομπρός στον Αγαμέμνονα και στάθη απ᾿ όλους πρώτος
ὅς τις δὴ πρῶτος Ἀγαμέμνονος ἀντίον ἦλθεν

220 ἢ αὐτῶν Τρώων ἠὲ κλειτῶν ἐπικούρων. για από τους Τρώες για από τους σύμμαχους τους
Ἰφιδάμας Ἀντηνορίδης ἠΰς τε μέγας τε κοσμοξακουσμένους;
ὃς τράφη ἐν Θρῄκῃ ἐριβώλακι μητέρι μήλων· Ο γιος ο αρχοντικός, ο λιόγεννος, του Αντήνορα Ιφιδάμας,
Κισσῆς τόν γ᾽ ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα αναθραμμένος στην πολύκαρπη, την αρνομάνα Θράκη'
μητροπάτωρ, ὃς τίκτε Θεανὼ καλλιπάρῃον· τον είχεν ο Κισσέας στο σπίτι του, παππούς από μητέρα,
της Θεανώς της ροδομάγουλης ο κύρης, αναστήσει,
225 αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβης ἐρικυδέος ἵκετο μέτρον, μικρός σαν ήταν μα σαν άνθισεν η φουμιστή του η νιότη,
αὐτοῦ μιν κατέρυκε, δίδου δ᾽ ὅ γε θυγατέρα ἥν· εκεί τον κράτησε και του 'δωκε την κόρη του γυναίκα'
γήμας δ᾽ ἐκ θαλάμοιο μετὰ κλέος ἵκετ᾽ Ἀχαιῶν κι αφήκε τον παστό τους νιόγαμπρός, γρικώντας πως εφτάσαν
σὺν δυοκαίδεκα νηυσὶ κορωνίσιν, αἵ οἱ ἕποντο. οι Δαναοί, και δώδεκα άρμενα ξοπίσω του ακλουθούσαν.
τὰς μὲν ἔπειτ᾽ ἐν Περκώτῃ λίπε νῆας ἐΐσας, Όμως τα πλοία τα καλοζύγιαστα τ᾿ αφήκε στην Περκώτη,

230 αὐτὰρ ὃ πεζὸς ἐὼν ἐς Ἴλιον εἰληλούθει· κι αυτός στεριάς επήγε κι έφτασε στης Τροίας το κάστρο μέσα.
ὅς ῥα τότ᾽ Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος ἀντίον ἦλθεν. Τούτος λοιπόν στον Αγαμέμνονα στάθηκε αντίκρα τότε'
οἳ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες, κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε, παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ᾽ ἔγχος, ο Ατρείδης το κοντάρι πέταξε λοξά και δεν τον βρήκε'
Ἰφιδάμας δὲ κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε μ᾿ αυτόν τον χτύπησε ο Ιφιδάμαντας στο θώρακα από κάτω,
στη ζώνη, κι έβαλε και δύναμη με το βαρύ του χέρι.
235 νύξ᾽, ἐπὶ δ᾽ αὐτὸς ἔρεισε βαρείῃ χειρὶ πιθήσας·
Μα το ζωνάρι τ᾿ ολοπλούμιστο δεν τρύπησε᾿ πιο πρώτα
οὐδ᾽ ἔτορε ζωστῆρα παναίολον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν
βρήκε ο χαλός τ᾿ ασημοστόλιδα και στράβωσε ως μολύβι.
ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβος ὣς ἐτράπετ᾽ αἰχμή.
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας αρπάζει το κοντάρι,
καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
και σέρνοντας τον του το τράβηξε μανιάζοντας, σα λιόντας'
ἕλκ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρὸς

You might also like