You are on page 1of 1

240 σπάσσατο· τὸν δ᾽ ἄορι πλῆξ᾽ αὐχένα, λῦσε δὲ

μετά με μια σπαθιά στο σβέρκο του του παραλύει τα γόνα.


γυῖα.
Σε μολυβένιον ύπνο, πέφτοντας, βυθίστηκεν ο δόλιος,
ὣς ὃ μὲν αὖθι πεσὼν κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον
τους εδικούς του ως εδιαφέντευε κι αλάργα απ᾿ την καλή του,
οἰκτρὸς ἀπὸ μνηστῆς ἀλόχου, ἀστοῖσιν ἀρήγων,
που δεν τα χάρηκε, κι ας έδωκε πολλά για να την πάρει᾿
κουριδίης, ἧς οὔ τι χάριν ἴδε, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε·
εκατό βόδια της πρωτόδωκε κι έταζε χίλια ακόμα,
πρῶθ᾽ ἑκατὸν βοῦς δῶκεν, ἔπειτα δὲ χίλι᾽ ὑπέστη
κι αρνιά και γίδια, από τ᾿ αρίφνητα που του 'βοσκαν κοπάδια.
245 αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς, τά οἱ ἄσπετα ποιμαίνοντο. Μα τότε ο Ατρείδης Αγαμέμνονας τον έγδυσε, και πίσω
δὴ τότε γ᾽ Ἀτρεΐδης Ἀγαμέμνων ἐξενάριξε, γυρνούσε στους Αργίτες τα όμορφα κρατώντας άρματά του.
βῆ δὲ φέρων ἀν᾽ ὅμιλον Ἀχαιῶν τεύχεα καλά. Όπως αντίκρισε το αδέρφι του νεκρό να πέφτει χάμω,
τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε Κόων ἀριδείκετος ἀνδρῶν ο Κόωνας, πρώτος γιος του Αντήνορα, στον κόσμο ξακουσμένος,
πρεσβυγενὴς Ἀντηνορίδης, κρατερόν ῥά ἑ πένθος

250 ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε κασιγνήτοιο πεσόντος.


καημός ανείπωτος του σκέπασε μεμιάς τα δυο του μάτια.
στῆ δ᾽ εὐρὰξ σὺν δουρὶ λαθὼν Ἀγαμέμνονα δῖον,
Στάθηκε πλάι στον Αγαμέμνονα κρυφά με το κοντάρι
νύξε δέ μιν κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε,
και του χτυπάει το καλαμόχερο, πιο κάτω απ᾿ τον αγκώνα,
ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή.
κι απ᾿ το κοντάρι που στραφτάλιζε βγήκε ο χαλός αντίκρυ.
ῥίγησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
Έκοψε κρύος τον Αγαμέμνονα το ρήγα ιδρώτας τότε,
255 ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἀπέληγε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο, μα δεν παράτησε τον πόλεμο και τη σφαγή, μονάχα
ἀλλ᾽ ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος. με το ανεμόθρεφτο κοντάρι του χιμάει στον Κόωνα πάνω.
ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον Ωστόσο αυτός τον Ιφιδάμαντα, που ίδιοι γονιοί είχαν κάμει,
ἕλκε ποδὸς μεμαώς, καὶ ἀΰτει πάντας ἀρίστους· τραβούσε από το πόδι, κι έκραζε στους αντρειωμένους όλους·
τὸν δ᾽ ἕλκοντ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ὑπ᾽ ἀσπίδος μα όπως τραβούσε, τον επέτυχε πιο κάτω απ᾿ το σκουτάρι
ὀμφαλοέσσης

260 οὔτησε ξυστῷ χαλκήρεϊ, λῦσε δὲ γυῖα·


το αφαλωτό με το κοντάρι του και του 'λυσε τα γόνα·
τοῖο δ᾽ ἐπ᾽ Ἰφιδάμαντι κάρη ἀπέκοψε παραστάς.
τρέχει, κι απά στον Ιφιδάμαντα του κόβει το κεφάλι.
ἔνθ᾽ Ἀντήνορος υἷες ὑπ᾽ Ἀτρεΐδῃ βασιλῆϊ
Έτσι απ᾿ το γιο του Ατρέα δαμάστηκαν και χάσαν τη ζωή τους
πότμον ἀναπλήσαντες ἔδυν δόμον Ἄϊδος εἴσω.
οι γιοί του Αντήνορα, βουλιάζοντας στο μαύρον Άδη κάτω.
αὐτὰρ ὃ τῶν ἄλλων ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν
Κι ωστόσο επήρε αυτός και χίμιζε και μες στους Τρώες τους άλλους
265 ἔγχεΐ τ᾽ ἄορί τε μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν, με το σπαθί και το κοντάρι του και με χοντρά λιθάρια,
ὄφρά οἱ αἷμ᾽ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς. όση ώρα ακόμα το αίμα ανάβρυζε ζεστό από την πληγή του.
αὐτὰρ ἐπεὶ τὸ μὲν ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ᾽ Μα μόλις η πληγή ξεράθηκε και στάθη πια το γαίμα,
αἷμα, τον πήραν οι σουβλιές αβάσταχτες τον αντρειωμένο Ατρείδη.
ὀξεῖαι δ᾽ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο. Πώς σε γυναίκα πια ετοιμόγεννην οι πικροπονοδότρες
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα

270 δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι


θεές Λεχούσες σφάχτη στέλνουνε, κι είναι της Ήρας κόρες,
Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι,
και σέρνουν σουβλερούς ξοπίσω τους, φαρμακωμένους πόνους·
ὣς ὀξεῖ᾽ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο.
τέτοιες σουβλιές στο χέρι του ένιωσε κι ο Ατρείδης ο αντρειωμένος.
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε, καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε
Πηδάει στο αμάξι ευτύς και πρόσταξε του αμαξολάτη, τ᾿ άτια
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν· ἤχθετο γὰρ
στα βαθουλά να τρέξει τ᾿ άρμενα, τι εβάραινε η καρδιά του'
κῆρ.
και δυνατά, πριν φύγει, εφώναξε, ν᾿ ακούσουν όλοι οι Αργίτες:
275 ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς· «Καλοί μου φίλοι, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες κρατήστε τώρα εσείς τον πόλεμο τον άγριο, να γλιτώστε
ὑμεῖς μὲν νῦν νηυσὶν ἀμύνετε ποντοπόροισι τα πελαγόδρομα καράβια μας, τι ολημερίς εμένα
φύλοπιν ἀργαλέην, ἐπεὶ οὐκ ἐμὲ μητίετα Ζεὺς τους Τρώες δεν άφησε ο βαθύγνωμος ο Δίας να πολεμήσω.»
εἴασε Τρώεσσι πανημέριον πολεμίζειν.

You might also like