You are on page 1of 1

320 νηῶν ὠκυπόρων σχεδὸν ἐλθέμεν ἔκ τε πυθέσθαι.

ἀλλ᾽ ἄγε μοι τὸ σκῆπτρον ἀνάσχεο, καί μοι ὄμοσσον


να πάω κοντά στα γοργοτάξιδα καράβια και να μάθω.
ἦ μὲν τοὺς ἵππους τε καὶ ἅρματα ποικίλα χαλκῷ
Μα το ραβδί σου τώρα σήκωσε ψηλά και κάμε μου όρκο,
δωσέμεν, οἳ φορέουσιν ἀμύμονα Πηλεΐωνα,
πως τ᾿ άτια και το χαλκοπλούμιστο το αμάξι θα μου δώσεις,
σοὶ δ᾽ ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι οὐδ᾽ ἀπὸ
αυτά που κουβαλούν τον άψεγο γιο του Πηλέα στη μάχη.
δόξης·
Δε θα σου βγω κακός μαντάτορας και θα φανώ ως με θέλεις·
325 τόφρα γὰρ ἐς στρατὸν εἶμι διαμπερὲς ὄφρ᾽ ἂν μιαν άκρη ως άλλη εγώ το ασκέρι τους θα το διαβώ, ως να φτάσω
ἵκωμαι μπρος στο καράβι του Αγαμέμνονα, κει που οι ρηγάδες όλοι
νῆ᾽ Ἀγαμεμνονέην, ὅθι που μέλλουσιν ἄριστοι βουλή θα στήνουν, αν θα φύγουνε, για πόλεμο αν θ᾿ ανοίξουν.»
βουλὰς βουλεύειν ἢ φευγέμεν ἠὲ μάχεσθαι. Είπε, κι εκείνος του τ᾿ ορκίστηκε με το ραβδί στα χέρια:
ὣς φάθ᾽, ὃ δ᾽ ἐν χερσὶ σκῆπτρον λάβε καί οἱ «Στο Δία τον ίδιο, το βροντόχαρο της Ήρας άντρα, αμώνω:
ὄμοσσεν·
ἴστω νῦν Ζεὺς αὐτὸς ἐρίγδουπος πόσις Ἥρης

330 μὴ μὲν τοῖς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος


δε θ᾿ ανεβεί σε τούτα τ᾿ άλογα ποτέ κανένας άλλος
Τρώων, ἀλλά σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι.
από τους Τρώες, μον᾿ θα τα χαίρεσαι μονάχα εσύ για πάντα.»
ὣς φάτο καί ῥ᾽ ἐπίορκον ἐπώμοσε, τὸν δ᾽ ὀρόθυνεν·
Είπε, κι ορκίστηκε όρκον άνεργο, μ᾿ αυτός αναγκαρδιώθη'
αὐτίκα δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐβάλλετο καμπύλα τόξα,
κι ευτύς στους ώμους γύρα επέρασε το γυριστό δοξάρι'
ἕσσατο δ᾽ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῖο λύκοιο,
λύκου ψαρού ετυλίχτη άπόξω του δερμάτι, στο κεφάλι
335 κρατὶ δ᾽ ἐπὶ κτιδέην κυνέην, ἕλε δ᾽ ὀξὺν ἄκοντα, από κουνάβι κράνος φόρεσε, το σουβλερό κοντάρι
βῆ δ᾽ ἰέναι προτὶ νῆας ἀπὸ στρατοῦ· οὐδ᾽ ἄρ᾽ φουχτώνει, και κινάει για τ᾿ άρμενα᾿ κι ουδ᾿ ήτανε γραφτό του,
ἔμελλεν γυρνώντας απ᾿ τα πλοία, στον Έχτορα να φέρει τα μαντάτα.
ἐλθὼν ἐκ νηῶν ἂψ Ἕκτορι μῦθον ἀποίσειν. Κι ως πίσω του άφησε τη μάζωξη, φαριά κι ανθρώπους—όλα,
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν κάλλιφ᾽ ὅμιλον, πήρε το δρόμο γοργοπόδαρος· μα ως σίμωνε, τον είδε
βῆ ῥ᾽ ἀν᾽ ὁδὸν μεμαώς· τὸν δὲ φράσατο προσιόντα

340 διογενὴς Ὀδυσεύς, Διομήδεα δὲ προσέειπεν· πρώτα ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος και του Διομήδη κάνει:
οὗτός τις Διόμηδες ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεται ἀνήρ, «Κάποιος, Διομήδη, από τ᾿ ασκέρι τους ζυγώνει κατά δώθε'
οὐκ οἶδ᾽ ἢ νήεσσιν ἐπίσκοπος ἡμετέρῃσιν, δεν ξέρω, για τα πλοία μας έρχεται, να ιδεί, να μαντατέψει,
ἦ τινα συλήσων νεκύων κατατεθνηώτων. για τους νεκρούς, εδώ που βρίσκουνται κοιτάμενοι, να γδύσει.
ἀλλ᾽ ἐῶμέν μιν πρῶτα παρεξελθεῖν πεδίοιο Να προσπεράσει ας τον αφήσουμε για λίγο μες στον κάμπο,
κι έπειτα πέφτοντας απάνω του τον πιάνουμε στα χέρια
345 τυτθόν· ἔπειτα δέ κ᾽ αὐτὸν ἐπαΐξαντες ἕλοιμεν
μονοστιγμίς. Μ᾿ αν τούτος τρέχοντας ξεφύγει, στρίμωχνε τον
καρπαλίμως· εἰ δ᾽ ἄμμε παραφθαίησι πόδεσσιν,
όλη την ώρα απάνω στ᾿ άρμενα, μακριά από τους δικούς του,
αἰεί μιν ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατόφι προτιειλεῖν
με το κοντάρι κυνηγώντας τον, στο κάστρο μη μας φύγει.»
ἔγχει ἐπαΐσσων, μή πως προτὶ ἄστυ ἀλύξῃ.
Ως είπαν τούτα, επαραμέρισαν και μες στους σκοτωμένους
ὣς ἄρα φωνήσαντε παρὲξ ὁδοῦ ἐν νεκύεσσι

350 κλινθήτην· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ὦκα παρέδραμεν ἀφραδίῃσιν.


ξαπλώθηκαν, κι αυτός, ο ανέμυαλος, τους προσπερνάει με βιάση.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἀπέην ὅσσόν τ᾽ ἐπὶ οὖρα πέλονται
Μα μόλις πίσω του τους άφησε, σαν όσο δρόμο παίρνουν
ἡμιόνων· αἱ γάρ τε βοῶν προφερέστεραί εἰσιν
μοναναπνιας μουλάρια σέρνοντας σε χέρσο απά χωράφι
ἑλκέμεναι νειοῖο βαθείης πηκτὸν ἄροτρον·
το στέριο αλέτρι, τι έχουν πιότερο κουράγιο από τα βόδια,
τὼ μὲν ἐπεδραμέτην, ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἔστη δοῦπον
του χύθηκαν. Κι αυτός εστάθηκε το σάλαγο γρικώντας.
ἀκούσας.
Είπε μαθές μην είχεν ο Έχτορας καινούργια διάτα βγάλει,
355 ἔλπετο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀποστρέψοντας ἑταίρους κι έρχονταν απ᾿ τους Τρώες οι σύντροφοι να τον γυρίσουν πίσω.
ἐκ Τρώων ἰέναι πάλιν Ἕκτορος ὀτρύναντος. Μα σύντας το πολύ τους χώριζε μια κονταριά μονάχα,
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἄπεσαν δουρηνεκὲς ἢ καὶ ἔλασσον, κι ένιωσε οχτροί πως ήταν, το 'βαλε μεμιάς γοργά στα πόδια,
γνῶ ῥ᾽ ἄνδρας δηΐους, λαιψηρὰ δὲ γούνατ᾽ ἐνώμα να φύγει᾿ όμως οι δυο από πίσω του τον πήραν του κυνηγού.
φευγέμεναι· τοὶ δ᾽ αἶψα διώκειν ὁρμήθησαν.

You might also like