Professional Documents
Culture Documents
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
γραμμής σύμφωνα με τη σχ.(6.2.3γ). Έτσι μεταξύ δύο διατομών Α1 και Α2 ισχύει η εξίσωση της
συνέχειας
A1ρ1 u1 = A2 ρ2 u 2 = m
= στθ. (7.1.1)
όπου m είναι η παροχή μάζας, δηλ. η μάζα που ρέει κατά τη μονάδα του χρόνου (kg/s), Σχήμα 7.1.
Αν η ροή είναι ασυμπίεστη, δηλ. ρ1 = ρ2 = ρ, ισχύει
όπου Q είναι η παροχή όγκου (m3/s). Και στις δύο σχέσεις γίνεται η παραδοχή, ότι η κατανομή της
ταχύτητας εγκάρσια στο σωλήνα, δηλ. στις θεωρούμενες διατομές, είναι σταθερή. Αν αυτό δεν συμβαίνει
(Σχήμα 7.2), τότε θεωρείται ροϊκό νήμα διατομής dA για το οποίο ισχύει η εξίσωση συνέχειας στη μορφή:
u1 . u2 u1 .
A u2 = u 1
V V
ρ1 ρ2 ρ1 ρ2
Α2 Α1 A2 = Α 1
Α1 x
= ρQ = ρuA με Q = V .
Σχήμα 7.1 Στον ροϊκό σωλήνα ισχύει η αρχή της διατήρησης της μάζας m
= ρ u dA = ρ dQ
m (7.1.3α)
A A
Όταν η διατομή του σωλήνα είναι κυκλική ακτίνας R, είναι dA = 2 π r∙dr και η σχέση αυτή δίνει :
R
m
= 2π ρ u r dr (7.1.3β)
0
um
R dA u(r)
r u(r)
x
Σχήμα 7.2 Ροή με σταθερή κατανομή ταχύτητας (ομοιόμορφη ροή) και πραγματική κατανομή ταχύτητας σε αγωγό.
R
Q 2
um =
A R 0
= 2 u (r ) r dr (7.1.3γ)
με την προϋπόθεση, ότι είναι γνωστή είτε η παροχή όγκου είτε η κατανομή της ταχύτητας.
m=
dV (7.1.4α)
Vo
W
dA
Vo
Σχήμα 7.3 Στην επιφάνεια ελέγχου που περιβάλλει τον όγκο Vo ισχύει η εξίσωση της συνέχειας.
Η ολοκλήρωση περιλαμβάνει όλον τον όγκο Vo και η πυκνότητα ρ δεν χρειάζεται να είναι
σταθερή. Τη στοιχειώδη επιφάνεια dA της επιφάνειας ελέγχου διαρρέει η μάζα του ρευστού WdA .
Το μέτρο του διανύσματος dA είναι η επιφάνεια dA του επιφανειακού στοιχείου. Η διεύθυνση της
επιφάνειας oρίζεται με τη διεύθυνση του πρωτοκάθετου διανύσματος dn, που κατά συνθήκη θεωρείται
θετική προς τα έξω. Έτσι η παροχή μάζας WdA είναι θετική, όταν το ρευστό εκρέει από το ένα μέρος
της C και αρνητική όταν εισρέει από το εμπρόσθιο τμήμα της C. Η ολική μάζα του ρευστού που εκρέει από
τον όγκο Vο στη μονάδα του χρόνου είναι τότε
=
m
WdA (7.1.4β)
C
7.4 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
C dn
W
ds
dA
..
ροικές
γραμμές
Το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα έχει την έννοια της ολοκλήρωσης σ' όλη την κλειστή επιφάνεια C
που περικλείει το ολοκλήρωμα. Μετά την εκροή της μάζας m
στον χρόνο dt, η μάζα που περιέχει ο όγκος
ελέγχου ελαττώνεται κατά
m
t
=−
t dV (7.1.5)
Vo
Με εξίσωση των σχ.(7.1.4 και 5) προκύπτει
t dV = − WdA
(7.1.6α)
Vo C
Με τη βοήθεια του θεωρήματος του Gauss (θεώρημα της απόκλισης βλ. υποκεφάλαιο 20.2)
μετατρέπεται το επικαμπύλιο ολοκλήρωμα σε ολοκλήρωμα όγκου
WdA =
div (W)dV (7.1.6β)
C Vo
t dV +
div (W)dV = 0 ή
+ div(W) dV = 0
t
(7.1.6γ)
Vo Vo Vo
Επειδή ο όγκος Vο που εφαρμόζεται το ολοκλήρωμα είναι τυχαίος και η σχέση αυτή ισχύει για
κάθε όγκο ελέγχου, μέσα στον οποίο ούτε παράγεται ούτε αφαιρείται μάζα ρευστού - όπως στην
προκείμενη περίπτωση - θα έχουμε:
+ div(W) = 0 (7.1.7)
t
Οι σχ.(7.1.6γ και 7) αποτελούν αντίστοιχα την ολοκληρωτική και τη διαφορική μορφή της
εξίσωσης της συνέχειας μη μόνιμης ροής σε οποιοδήποτε σύστημα συντεταγμένων. Ιδιαίτερα η σχ.(7.1.7)
για τρισδιάστατη ροή σε καρτεσιανές συντεταγμένες γράφεται:
(u) () (w)
+ + + =0 (7.1.8)
t x y z
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 5
Για άλλα συστήματα συντεταγμένων εφαρμόζεται αντίστοιχη έκφραση για την απόκλιση div
(βλ. υποκεφάλαιο 20.2). Πάρα πέρα ανάπτυξη της σχ.(7.1.7) δίνει με τη βοήθεια του διανυσματικού
λογισμού:
+ div W + W grad = 0 (7.1.9)
t
Μόνιμη (ρ/t = 0), ασυμπίεστη (grad ρ = 0) ροή σε καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων x, y, z
δίνει την εξίσωση συνέχειας:
u w
div W = + + =0 (7.1.10)
x y z
Σε συνδυασμό με το διανυσματικό μέγεθος της ταχύτητας χρησιμεύει σε υπολογισμούς η εισαγωγή
του διανύσματος της πυκνότητας ροής (kg/sm²)
W = i (u) + j () + k (w) (7.1.11)
A2
u2
A1 u
u1
C
Από τη γενική εξίσωση συνέχειας σχ.(7.1.6α) προκύπτει το αποτέλεσμα της παρ. 7.1.1 για μόνιμη
μονοδιάστατη ροή σε ροϊκό σωλήνα στο Σχήμα 7.5
WdA +
t
dV = WdA = − u1A11 + u 2 A 2 2 = 0 δηλ. η σχ. (7.1.1).
C V C
Όπως η ταχύτητα, η επιτάχυνση είναι επίσης ένα διανυσματικό μέγεθος. Η θεώρηση αυτή έπεται
από τη συνάρτηση της ταχύτητας από τις δύο μεταβλητές του τόπου και χρόνου, αφού η επιτάχυνση b
εκφράζεται με την ολική παράγωγο της ταχύτητας ως προς τον χρόνο
dW( r , t )
b= (7.2.1α)
dt
όπου dW είναι το ολικό διαφορικό πρώτης τάξης της ταχύτητας.
Με τις συνιστώσες π.χ. κατά τις τρεις διευθύνσεις του καρτεσιανού συστήματος συντεταγμένων x,
y, z είναι:
b = i b x + j b y + kb z (7.2.1β)
Για μονοδιάστατη ροή κατά τη διεύθυνση του άξονα s ενός ροϊκού σωλήνα η επιτάχυνση κατά τη
σχ.(7.2.1α) είναι
dW 1 W W
bs = = dt + ds (7.2.1γ)
dt dt t s
όπου η ολική μεταβολή της ταχύτητας, δηλ. η ολική της παράγωγος dW, αναπτύχθηκε λαμβάνοντας υπόψη
ότι W = W(s,t). Η παράγωγος, δηλ. η επιτάχυνση, είναι τότε:
W W DW
bs = +W = (7.2.2)
t s Dt
Η παράγωγος DW/Dt έχει στη Ρευστομηχανική αυτό τον ιδιαίτερο συμβολισμό με κεφαλαίο D.
Ονομάζεται ουσιαστική παράγωγος ή ουσιαστική επιτάχυνση και χρησιμοποιείται στη ρευστομηχανική
για να χαρακτηρίζει την παραγώγιση κατά την παρακολούθηση της κίνησης του ρευστού.
DW(s, t)
bs =
Dt
W s
bs
..
ροικές
γραμμές
Στην προηγούμενη σχέση ο όρος W/t είναι η τοπική επιτάχυνση, ο όρος W(W/s) η
μεταθετική επιτάχυνση του ρευστού. Έτσι η επιτάχυνση ρευστού δεν μηδενίζεται οπωσδήποτε, αν δεν
υπάρχει τοπική επιτάχυνση, όπως συμβαίνει στη μόνιμη ροή, όπου είναι W/t = 0. H επιτάχυνση του
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 7
ρευστού μηδενίζεται, αν σύγχρονα είναι WW/s = 0, δηλ. αν η ροή συμβαίνει σε ροϊκό σωλήνα σταθερής
διατομής. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για ομοιόμορφη ροή. (Σύγκρινε το ανάλογο της κίνησης υλικού
σημείου σε περιφέρεια κύκλου με σταθερή ταχύτητα, όπου όμως υπάρχει η φυγόκεντρος επιτάχυνση).
D Dw w w w w
by = = +u + +w bz = = +u + +w (7.2.4β,γ)
Dt t x y z Dt t x y z
Το γεγονός ότι η ολική επιτάχυνση εξαρτάται κατά τέτοιο σύνθετο τρόπο από την ταχύτητα του
ρευστού και τις παραγώγους της, προκαλεί, έστω και σε μόνιμη ροή, τις κυριότερες δυσκολίες στην
επίλυση των βασικών εξισώσεων της ρευστομηχανικής, οι οποίες ένεκα της επιτάχυνσης είναι μη
γραμμικές.
και βρίσκει εφαρμογή στα ρευστά. Η μάζα του ρευστού μπορεί να είναι η μάζα dm του στοιχείου ρευστού ή
η μάζα m που περιέχεται σε έναν όγκο (ή επιφάνεια) ελέγχου που περιβάλλεται από μια επιφάνεια (ή
καμπύλη) ελέγχου. Η δύναμη F είναι συνήθως η συνισταμένη διαφόρων ειδών δυνάμεων, οι οποίες
επιδρούν στο ρευστό. Οι δυνάμεις μπορεί να είναι εξωτερικές ή/και εσωτερικές του ρευστού και μπορούν
γενικά να διακριθούν στις ακόλουθες τρεις ομάδες.
( )
Α. Καθολικές δυνάμεις FU επιδρούν σ' όλη τη μάζα του θεωρούμενου ρευστού από δυναμικά
πεδία. Παραδείγματα τέτοιων πεδίων είναι η βαρύτητα και τα μαγνητικά πεδία, που επιδρούν αν το ρευστό
είναι αγώγιμο (π.χ. ρευστά μέταλλα). Το δυναμικό πεδίο δίνεται από το διάνυσμα της δύναμης f U που
7.8 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
ασκείται στη μονάδα όγκου του ρευστού. Έτσι μπορεί να εκφραστεί σε ολοκληρωτική και διαφορική
μορφή στις σχέσεις:
dFU = f U dV → FU = f U dV
(7.3.2α)
V
Π.χ. για το πεδίο γήινης βαρύτητας είναι f U = g σε Pa/m ή N/m3. Δηλαδή είναι το παλαιότερα
χρησιμοποιούμενο “ειδικό βάρος” σε N/m3 και η αντίστοιχη δύναμη βαρύτητας F U σε Ν. Οι καθολικές
δυνάμεις επιδρούν στο κέντρο βάρους της θεωρούμενης μάζας ρευστού. Σε περιπτώσεις ροής ρευστών
μικρής πυκνότητας (αέρια) οι καθολικές δυνάμεις παίζουν αμελητέο ρόλο.
Β. Δυνάμεις πίεσης ( F p) επιδρούν στην εξωτερική επιφάνεια Α που περιβάλλει τη μάζα του ρευστού
και εκφράζονται στη σχέση (βλ. επίσης Σχήμα 7.7):
dFp = − p dA → Fp = − p dA
(7.3.2β)
A
Η επιφάνεια έχει μια διεύθυνση που εκφράζεται με το μοναδιαίο διάνυσμα της πρωτοκαθέτου
n . Επειδή αυτή θεωρείται θετική προς τα έξω η συνισταμένη δύναμη πίεσης είναι αρνητική.
p
το n
dA
t
Γ. Διατμητικές δυνάμεις ( F) προκαλούνται από τις διατμητικές τάσεις το , ένεκα του ιξώδους του
ρευστού, εφαπτομενικά στην εξωτερική επιφάνεια, Σχήμα 7.7. Η διεύθυνση της συνισταμένης εξαρτάται
από τη διεύθυνση της επιφάνειας που ορίζεται από μοναδιαίο διάνυσμα t εφαπτομενικά στην επιφάνεια:
dF = o dA → F = o dA (7.3.2γ)
A
p
dm b s = dA dsb s = p − p + ds dA + gdA ds − R
s
Για την επιτάχυνση αντικαθιστούμε κατά τη σχ.(7.2.3) την ουσιαστική επιτάχυνση Du/Dt:
Du u u
bs = = +u και διαιρούμε δια του όγκου του στοιχείου dV = ds dA
Dt t s
u u p
+ u = − + g − R (7.3.5α)
t s s
όπου R' = R/dV η δύναμη τριβής ανά μονάδα όγκου. Το συνα εκφράζεται με τα στοιχειώδη διαστήματα ds
και dz στο τρίγωνο, το οποίο σχηματίζεται με προβολή του ds στην κατακόρυφη διεύθυνση z:
dz
συνα = − . Τελικά η ισορροπία δίνει την ακόλουθη διαφορική εξίσωση:
ds
z
dA
p
ds g
R
dz
2
dA
α
u θp
p+ ds
θs
-z
u
dG=dm g=ρ dA ds g s
Σχήμα 7.8 Ισορροπία δυνάμεων στοιχείου ρευστού σε γενική περίπτωση μονοδιάστατης ροής.
7.10 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
u (u 2 ) p dz
+ + + g + R = 0 (7.3.5β)
t 2 s s ds
Είναι η γενική μορφή της εξίσωσης κίνησης της μονοδιάστατης ροής ρευστού με τριβή.
Σε περίπτωση που στη ροή επιδρά επιτάχυνση b U τυχαίου δυναμικού πεδίου η σχ.(7.3.5) γράφεται:
u (u 2 ) p
+ + − b U (b U , s ) + R = 0 (7.3.6)
t 2 s s
Οι μονάδες των όρων είναι δύναμη ανά μονάδα όγκου (Ν/m3). Αν πολλαπλασιαστούν οι όροι
βαθμωτά με το μήκος ds, τότε παριστάνουν το έργο που παράγουν οι δυνάμεις, όταν επιδρούν στο στοιχείο
κατά τη μετακίνησή του κατά ds:
u (u 2 ) p
ds + ds + ds − b U (b U , s )ds + R ds = 0 (7.3.7)
t 2 s s
Οι διαστάσεις των όρων είναι τώρα ενέργεια ανά μονάδα όγκου (J/m3) ή πίεση (Ν/m2). Αν η
εξίσωση αυτή διαιρεθεί με την πυκνότητα του ρευστού (που είναι πάντοτε 0 ) δίνει:
u u2 1 p R
ds + ds + ds − b U (b U , s )ds + ds = 0 (7.3.8)
t
s 2 s
Οι μονάδες των όρων είναι τώρα ενέργεια ανά μονάδα μάζας (J/kg), δηλ. ειδική ενέργεια ή ειδική
ενθαλπία. Οι τρεις διαφορετικές μορφές της εξίσωσης κίνησης μπορούν να εκφράζουν την ισορροπία
δυνάμεων, την ισορροπία των αντίστοιχων πιέσεων και τον ισολογισμό της ενέργειας στο θεωρούμενο
στοιχείο ρευστού.
Η σχ.(7.3.6) είναι γνωστή ως εξίσωση της ορμής και η σχ.(7.3.8) ως εξίσωση της μηχανικής
ενέργειας. Η εξίσωση της ορμής καταστρώνεται επίσης για δισδιάστατη ή τρισδιάστατη ροή (βλ. Κεφάλαιο
12) και αποτελείται από ένα σύστημα δύο ή τριών εξισώσεων, οι οποίες είναι γνωστές ως οι εξισώσεις
Νavier - Stokes.
u2
p+ + g z = . = p t (7.3.9α)
2
και σε μονάδες ειδικής ενέργειας (J/kg)
p u2
+ + g z = . = h t (7.3.9β)
2
Η σταθερά ολοκλήρωσης pt είναι η ολική πίεση και ht η ολική μηχανική ενέργεια ανά μονάδα
μάζας, δηλ. η ολική ενθαλπία του ρευστού. Σ’ αυτή τη μορφή η εξίσωση Bernoulli ταυτίζεται με την
εξίσωση ενέργειας, την οποία αναπτύσσουμε στην παράγραφο 7.4.1. Γι’ αυτό στις εφαρμογές επικρατεί
κάποια σύγχυση στην ονοματολογία, ευτυχώς χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 11
Στις τεχνικές εφαρμογές, κυρίως της υδραυλικής και των ρευστοδυναμικών μηχανών, η εξίσωση
του Bernoulli χρησιμοποιείται σε διαστάσεις μήκους (m):
p u2
+ + z = . = (7.3.9γ)
g 2g
Η σταθερά Η είναι το ολικό ύψος ή ολικό φορτίο. Οι υπόλοιποι τρεις όροι ονομάζονται:
p
: πιεζομετρικό ύψος (ή ύψος ενέργειας υδροστατικής πίεσης, ή πιεζομετρικό φορτίο)
g
u2
: ύψος ταχύτητας (ή κινηματικό ύψος ή ύψος κινητικής ενέργειας ή κινητικό φορτίο ή φορτίο ταχύτητας)
2g
z : ύψος θέσης (ή δυναμικό ύψος ή ύψος ενέργειας ένεκα θέσης ή φορτίο θέσης) (7.3.9δ-στ)
Ο συνδυασμός των μεγεθών p, ρ, z,
p
+z (7.3.9ζ)
g
ονομάζεται υδροστατικό ύψος (ή υδροστατικό φορτίο ή υδραυλικό φορτίο).
Αντίστοιχη ορολογία χρησιμοποιείται για τους όρους πίεσης και ενθαλπίας. Ιδιαίτερα ονομάζονται
σε θεωρητικές και υπολογιστικές διερευνήσεις της ρευστομηχανικής, ο όρος
p : στατική πίεση, σ' αντίθεση προς τον όρο (7.3.9η)
2
u
=q : δυναμική πίεση (7.3.9θ)
2
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων στο πλήθος των εφαρμογών τονίζεται ιδιαίτερα, ότι η εξίσωση
του Bernoulli ισχύει μόνο για άτριβη, μονοδιάστατη και ασυμπίεστη ροή. Η ονοματολογία των
διαφόρων όρων της, που γράφεται πρώτη και εκτός παρενθέσεων στις σχ.(7.3.9δ-στ), θεωρείται η πιο
δόκιμη.
u u u 1 p 1 p
+u + =− +u + =− +g (7.3.12α,β)
t x y x t x y y
Ολοκλήρωση της σχέσεως αυτής, σε συμπιεστή ροή όπου στθ. , δίνει την εξίσωση
u2
dp
+ = . (7.3.15)
2
που ονομάζεται πολλές φορές εξίσωση Bernoulli για συμπιεστή ροή. Η ολοκλήρωση είναι δυνατή, αν
είναι γνωστή έκφραση ρ = ρ (p). Για ασυμπίεστη ροή, ρ = στθ., έχουμε τη σχ.(7.3.9β) χωρίς υψομετρική
διαφορά.
όπου dqε είναι η εξωτερική ενέργεια, δηλ. η ανταλλαγή ενέργειας με το περιβάλλον, και dqV η ενέργεια
που προέρχεται από την εσωτερική τριβή του ρευστού και παραμένει σ' αυτό. (βλ. Σχήμα 7.9). Σ' αυτή
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 13
μπορεί να περιληφθεί και άλλη μορφή ενέργειας, όπως θερμότητα συμπύκνωσης, χημική ενέργεια, αν
στη ροή συμβαίνουν χημικές αντιδράσεις κλπ. Στην προηγούμενη σχέση εισάγεται η ειδική ενθαλπία,
σχ.(2.3.3β)
dh = de + dp + pd (7.4.2β)
dqε
p2,u2
τ
dqv
p1,u1 2
τ
z2
dqε
1
z1
Σχήμα 7.9 Διάθερμη ροή σε ροϊκό σωλήνα με αναντίστρεπτη παραγωγή θερμότητας dqV .
Η σχέση αυτή είναι η γενικότερη μορφή της εξίσωσης της ενέργειας και συνδέει τη μηχανική
ενέργεια της ροής με τη θερμική ενέργεια του ρευστού. Ο όρος u du είναι η κινητική ενέργεια, ο όρος
g∙dz η πεδιακή ενέργεια και ο όρος dqε η ενέργεια που προσάγεται ή απάγεται από το θεωρούμενο όγκο
ελέγχου του ρευστού. Στον όρο της ειδικής ενθαλπίας dh περιέχεται η εσωτερική ενέργεια του ρευστού, η
ενέργεια που προέρχεται από τις αναντίστρεπτες μεταβολές στη ροή και η ενέργεια των δυνάμεων πίεσης.
Η τελευταία μπορεί να είναι έργο, το οποίο απαιτείται για να υπερνικηθούν οι εξωτερικές πιέσεις στο
θεωρούμενο όγκο ελέγχου (ή στοιχειακό όγκο) ή έργο που μετατρέπεται κατά την εσωτερική συμπίεση του
ρευστού όταν αυτό είναι συμπιεστό.
Η ολοκλήρωση της σχ.(7.4.3) μεταξύ των διατομών 1 και 2 ενός ροϊκού σωλήνα (Σχήμα 7.9) δίνει
u 22 u12
− + h 2 − h1 − (q 2 − q1) + gz 2 − gz1 = 0 (7.4.4)
2 2
Με το συμβολισμό q12 q2 - q1 ο τελικός ισολογισμός της ενέργειας στη μονοδιάστατη μόνιμη
ροή είναι:
u12 u2
+ h1 + gz1 + q12 = 2 + h 2 + gz 2 (7.4.5)
2 2
Σε αδιαβατική ροή είναι q12 = 0 και η σχ.(7.4.5) μπορεί να γράφεται γενικότερα
7.14 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
u2
h t1 = 2 + h 2 + gz 2 = h t 2 (7.4.6)
2
όπου ht1 είναι η ειδική ολική ενθαλπία στην κατάσταση 1, η οποία, μετά από μεταβολές μηχανικής και
θερμικής ενέργειας κατά αντιστρεπτό ή αναντίστρεπτο τρόπο, καταλήγει στην ολική ενθαλπία ht2 της
κατάστασης 2 του ρευστού. Έτσι τελικά μπορεί να γραφεί
u2
+ h + g z = h t = . (7.4.7)
2
Στη μορφή αυτή η εξίσωση ενέργειας ονομάζεται από διάφορους συγγραφείς εξίσωση του
Bernoulli για συμπιεστή ροή. Ο όρος της ενθαλπίας περιέχει κατά τον ορισμό, σχ.(2.3.3α), την εσωτερική
ενέργεια του ρευστού h = e + p/ρ
u2 p
+ e + + g z = . (7.4.8)
2
Η σχέση αυτή διαφέρει από την εξίσωση του Bernoulli γιατί περιέχει επιπρόσθετα την εσωτερική
ενέργεια του ρευστού και η πυκνότητα δεν είναι σταθερή.
1 2
p1
hv
u1 p2
u2
z1 z2
hv
ολική ενέργεια
p1/ρ χωρίς απώλειες
p/ρ ολική ενέργεια
2 με απώλειες
u1 /2
2
u /2
gz1
gz
Σχήμα 7.10 Κατανομή ενέργειας κατά μήκος ροϊκού σωλήνα για ροή με απώλειες.
(με hV12 = qV12), η οποία ατυχώς ονομάζεται συχνά εξίσωση Bernoulli με όρο απωλειών, ενώ η εξίσωση
Bernoulli νοείται ιστορικά εφαρμόσιμη σε ρευστά χωρίς απώλειες. Δεν περιέχει όρους που αφορούν την
εσωτερική ενέργεια του ρευστού, έστω και αν στο θεωρούμενο σωλήνα ρευστού προσάγεται ή απάγεται η
θερμότητα dq. Σύμφωνα με το πρώτο θερμοδυναμικό αξίωμα, σχ.(2.3.1), είναι με ρ = στθ.
1
de = dq − p d = dq − pd = dq (7.4.10)
δηλ. η εσωτερική ενέργεια του ρευστού αυξομειώνεται χωρίς αυτό να επηρεάζει το εσωτερικό έργο του
ρευστού. Η εξίσωση ενέργειας για ασυμπίεστο ρευστό, σχ.(7.4.9), μπορεί να παρασταθεί γραφικά με
διάγραμμα μεταβολής της ενέργειας πίεσης και ταχύτητας, πεδιακής ενέργειας και ενέργειας απωλειών
κατά μήκος αποκλίνοντος ροϊκού σωλήνα. Η ταχύτητα μειώνεται σύμφωνα με την αρχή της συνέχειας με
επακόλουθο την αύξηση της στατικής πίεσης κατά την εξίσωση της ενέργειας. Οι απώλειες αυξάνουν κατά
μήκος του σωλήνα, ενώ η πεδιακή ενέργεια μειώνεται λόγω της κλίσης του (Σχήμα 7.10).
7.4.2 Εξίσωση ενέργειας στη γενική περίπτωση ροής
Σε πραγματικό ρευστό τη μεταφορά ορμής με την εσωτερική τριβή συνοδεύει και μετάδοση
θερμότητας, δηλ. ενέργειας, με την αγωγιμότητα του ρευστού (βλ. υποκεφάλαια 5.5, 14.7, 12 και 13).
Θεωρώντας ένα μόνιμο στοιχείο όγκου το οποίο διαρρέει ομογενές ρευστό, η αρχή διατήρησης της
ενέργειας συνοψίζεται στον ισολογισμό : η χρονική μεταβολή της εσωτερικής και κινητικής ενέργειας
είναι αποτέλεσμα της μεταφοράς ενέργειας με την κινούμενη μάζα του ρευστού που εισρέει και εκρέει από
το θεωρούμενο στοιχείο όγκου, της ενέργειας που μεταδίδεται ένεκα της αγωγιμότητας του ρευστού από το
περιβάλλον προς το ρευστό και αντίθετα, της ενέργειας που αντιστοιχεί στις δυνάμεις πεδίου, της ενέργειας
των δυνάμεων πιέσεως και των δυνάμεων τριβής του ρευστού. Σε ολοκληρωτική μορφή μπορεί να γραφεί
για τη χρονική μεταβολή της ενέργειας του ρευστού στον όγκο V επιφάνειας Α και την ενέργεια του
ρευστού που εισρέει και εκρέει, δηλ. για την αντίστοιχη ισχύ της ροής P (Σχήμα 7.11) συνολικά:
W 2 W 2
P =
t
2
+ e dV +
2
+ e WdA =
P (7.4.11α)
V A
2
όπου e η ειδική εσωτερική ενέργεια, και ΣΡεξ το σύνολο των εξωτερικών
W 2 = W , W dA = dV
ισχύων, V η παροχή όγκου του ρευστού. Το ρευστό έχει την αγωγιμότητα k και παρουσιάζει μεταβολή
θερμοκρασίας grad T, η οποία προκαλεί μεταφορά θερμότητας q στα όρια της επιφάνειας (μεταφορά
θερμότητας με “συναγωγή”). Η αντίστοιχη θερμική ισχύς είναι κατά τον νόμο του Fourier,
σχ.(5.5.1):
k grad T dA = PT (7.4.11β)
A
Η ισχύς των πεδιακών δυνάμεων είναι (βλ. σχ.(7.3.2α))
f U W dV = PU (7.4.11γ)
V
7.16 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
. σdA
q
dA
W
τ
F
τ
Σχήμα 7.11 Εφαρμογή της εξίσωσης της ενέργειας σε ροή όγκου V που περιβάλλεται από την επιφάνεια ελέγχου Α.
Η ισχύς των δυνάμεων πίεσης και η ισχύς των διατμητικών τάσεων, οι οποίες τελικά συνιστούν
τη συνισταμένη τάση σ, είναι αυτή που αποτελεί το εξωτερικό έργο του ρευστού στη μονάδα χρόνου:
W dA = P + Pp = P + p W dA (7.4.11δ)
A A
p1 = pa
p1 A1
1
u1
z1
h ρ
u2 u2
u2 2
A2
z z2
pα
Σχήμα 7.12 Εκροή υγρού χωρίς απώλειες από οπές και στόμια με ίδια ταχύτητα u2 για το ίδιο ύψος της στάθμης του
υγρού.
Μεταξύ των επιπέδων 1 και 2 η ενέργεια του ρευστού μένει σταθερή με την παραδοχή, ότι δεν
υπάρχουν απώλειες:
p1 u2 p u2
+ 1 + g z1 = 2 + 2 + g z 2
1 2 2 2
u 2 = u12 + 2g h + 2 ( p1 − p 2) (7.5.1)
για ασυμπίεστο ρευστό (ρ1 = ρ2 = στθ.) και z1 - z2 = h. Αν το δοχείο είναι ανοικτό (p1 = p2 = pα) και τόσο
μεγάλης διατομής (Α1 >> Α2), ώστε η στάθμη του ρευστού να παραμένει σταθερή (u1 << u2), προκύπτει ο
τύπος του Τορικέλι (Tοricelli):
u 2 = 2g h (7.5.2)
Η ταχύτητα εκροής εξαρτάται μόνο από την υψομετρική διαφορά της στάθμης της ελεύθερης
επιφάνειας και του επιπέδου εκροής και είναι ανεξάρτητη από την πυκνότητα του υγρού και τη διεύθυνση
εκροής. Ο τύπος του Toricelli ισχύει για h = στθ. Αν h στθ. η στάθμη μεταβάλλεται με το χρόνο και η
ροή είναι μη μόνιμη (βλ. παράγραφο 7.5.8).
7.5.1Β Συντελεστής συστολής, συντελεστής ταχύτητας και συντελεστής παροχής ελεύθερης εκροής.
Υπό την επίδραση της τριβής “η ροή εμποδίζεται” και η πραγματική ταχύτητα εκροής είναι μικρότερη. Η
πραγματική διατομή Αe δέσμης ρευστού δεν είναι η ίδια με τη γεωμετρική διατομή Α=Α2 του στομίου.
Αυτό οφείλεται στο οριακό στρώμα, το οποίο σχηματίζεται στα τοιχώματα του στομίου και στη συστολή
της δέσμης ρευστού, Σχήμα 7.13. Ένεκα της αδράνειας η ροή δεν μπορεί να ακολουθήσει έντονες
7.18 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
μεταβολές της μορφής των τοιχωμάτων των οπών και συστέλλεται στη διατομή Αe < Α2 ανάλογα με το
είδος του στομίου. Ο λόγος των εμβαδών των διατομών είναι ο συντελεστής συστολής
e
= με Α = Α2 στο Σχήμα 7.12, (7.5.3)
A
που πάντοτε είναι α < 1. Τη μείωση της ταχύτητας από την επίδραση της τριβής εκφράζει ο συντελεστής
ταχύτητας φ στον τύπο του Toricelli:
u 2 = 2gh (7.5.4)
Αe
α β γ
Σχήμα 7.13 Είδη στομίων εκροής υγρών.
Η επίδραση των δύο συντελεστών μειώνει την παροχή από την ιδανική τιμή
Q = Au 2 = A 2gh (7.5.5)
μ=αφ (7.5.7)
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 19
στρογγυλεμένο
ακροφύσιο
κυλινδρικό
επιστόμιο
2 0,82 1 0,82
l Aπρ= d π
4
d
l/d = 2-3
κωνικό
επιστόμιο o o o o
l =3 δ 10 20 45 90
δ d μ 0,95 0,94 0,88 0,74
l
d
d1
l < 2d2
2 2
φ = 0,97 d2 / d1 0,1 0,2 0,4 0,6 0,8 1,0
l > 2d2 α ,85 ,84 ,87 ,90 ,94 1,0
l
φ = 0,95
d2
Πίνακας 7.1 Συντελεστές ταχύτητας, συστολής και εκροής για διάφορα στόμια για ασυμπίεστη ροή.
είναι ο συντελεστής εκροής ή παροχής. Η τιμή του συντελεστή μ δίνεται εμπειρικά σε πίνακες (βλ.
Πίνακα 7.1) από αποτελέσματα μετρήσεων σε διάφορα είδη οπών και στομίων. Εξαρτάται από τη
γεωμετρία τους και τον αριθμό Reynolds της ροής. Τα στόμια εκροής στον Πίνακα 7.1 είναι ενδεικτικά
δείγματα από ένα μεγάλο πλήθος τύπων και γεωμετριών, οι οποίοι συναντώνται διεθνώς στις
μηχανολογικές κυρίως κατασκευές. Ορισμένοι τύποι στομίων είναι τυποποιημένοι (στους γερμανικούς
κανονισμούς DIN και VDI, αμερικανικούς ASME, ευρωπαϊκούς ΕΝ κ.ά.), επειδή εφαρμόζονται στα
βιομηχανικά προϊόντα των αντίστοιχων χωρών. Παρομοίως είναι τυποποιημένοι και οι αντίστοιχοι
συντελεστές ταχύτητας, συστολής και εκροής με τιμές μεγάλης βεβαιότητας.
7.20 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
u 2 − u 22
p = p 2 − p1 = 1 (7.5.8α)
2
ή με την εξίσωση συνέχειας u1A1 = u 2A 2 = Q ασυμπίεστου ρευστού
u12 2
p = 1 − A1 (7.5.8β)
2 A 22
α/2
u1 u2 u2
p1 p2 p2
A2 A1
A1 A2
Ειδικότερα είναι Δp > 0 για διαχύτη και Δp < 0 για ακροφύσιο. Γενικότερα η μεταβολή πίεσης
είναι στην πραγματικότητα:
u 2 A2
p e = D 1 1 − 1 (7.5.8γ)
2 A 22
όπου ο συντελεστής ανάκτησης της πίεσης ή βαθμός απόδοσης του διαχύτη ηD δηλώνει την επίδραση
της τριβής σε ροή πραγματικού ρευστού και εξαρτάται από τον αριθμό Reynolds (βλ. Κεφάλαιο 8). Η
επίδραση αυτή είναι μεγάλη στους διαχύτες, οι οποίοι παρουσιάζουν μεγάλες απώλειες τριβής σε σύγκριση
με τα ακροφύσια. Αντίστοιχη είναι η διαφορά των τιμών του ηD (βλ. παράγραφο 7.7.2Β και Σχήμα 7.54).
7.5.2Β Σωλήνες Venturi. Η μεταβολή της πίεσης σε αγωγούς με συστολές (στενώσεις) χρησιμοποιείται
για τη μέτρηση παροχής του ρευστού σε μόνιμη ροή. Μια τέτοια συστολή είναι ο λαιμός ενός σωλήνα
Venturi. Ο λόγος των εμβαδών των διατομών 1 και 2 στο Σχήμα 7.15
d 22
m = A2 = (7.5.9)
A1 d12
ορίζει την αύξηση της ταχύτητας στο λαιμό του σωλήνα και έτσι την παροχή
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 21
Q = Q2 = u 2 A 2 = Q1 = u1A1 (7.5.10α)
A1 A2,d2
u1 u2
d1 d=d1
p1 p2
Σχήμα 7.15 Γεωμετρία και χαρακτηριστικά ροϊκά μεγέθη του σωλήνα Venturi.
p1 u12 p 2 u 22
Με την εξίσωση του Bernoulli + = +
2 2
u1
και την εξίσωση συνέχειας u1A1 = u 2A 2 → u2 = = u1
A 2 A1 m
προκύπτει για ασυμπίεστο ρευστό η ταχύτητα στο λαιμό της συστολής
1 2(p1 − p 2) u
u2 = = 1 (7.5.10β)
1 − m2 m
Η διαφορά Δpw = p1 - p2 μετριέται με μανόμετρο και ονομάζεται ενεργός πίεση. Η διάμετρος του
αγωγού d1 είναι γνωστή από την κατασκευή και η διάμετρος του λαιμού του μετρητή Venturi d2
δοσμένη. Η θεωρητική παροχή όγκου υπολογίζεται από τη σχ.(7.5.10α). Για πραγματικά ρευστά η
παροχή είναι μικρότερη ένεκα της επίδρασης της τριβής στα τοιχώματα του σωλήνα (σύγκρ. παράγρ. 7.5.1)
εκφραζόμενη με τον συντελεστή C < 1,
Q = C A2 u 2 (7.5.11)
Η τιμή του συντελεστή C δίνεται μαζί με τον μετρητή Venturi από τον κατασκευαστή του και
συνήθως είναι περίπου 0,97.
7.5.2Γ Υποπίεση και σπηλαίωση. Μεγάλη πτώση πίεσης σε σημεία που επικρατούν υψηλές ταχύτητες
("υπερταχύτητες") των υγρών προκαλεί σπηλαίωση, δηλ. τοπική εξάτμιση του υγρού με σχηματισμό
φυσαλίδων ατμού. Είναι γνωστό ότι μπορεί να βράσει και να εξατμίσει κανένας νερό, όχι με αύξηση της
θερμοκρασίας, αλλά μειώνοντας την εξωτερική πίεση στην τιμή pd της τάσης των ατμών. Ενώ για τη
θερμοκρασία 100 oC το νερό βράζει στην p = 1atm 1,0133 bar, για θερμοκρασία 15 oC βράζει σε πίεση
pd = 0,0173 bar (βλ. Πίνακα 5.3 για την τάση ατμών νερού). Όταν σε σημείο του ροϊκού πεδίου η στατική
πίεση γίνει p pd, τότε το νερό εξατμίζεται τοπικά και σχηματίζονται φυσαλίδες γεμάτες ατμό. Μέσα στις
φυσαλίδες επικρατεί πίεση p pd και εξωτερικά p > pd.
Με βάση τις παραπάνω τιμές προκύπτει, ότι στον λαιμό του σωλήνα Venturi, (Σχήμα 7.15), η πίεση
γίνεται
p = 0,0173 bar = 1730 Pa = 17,3 mbar = p d (7.5.12α)
όταν π.χ. στην είσοδο του σωλήνα επικρατούν οι ροϊκές συνθήκες: θερμοκρασία 15 οC, πίεση 2 atm και
ταχύτητα
u1 = 3 m/s ( m = 0,148 δηλ. u 2 = 20,27 m / s) (7.5.12β)
7.22 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
Για το καθαρό νερό σε 21oC και σε επίπεδο θαλάσσης η pd είναι περίπου 2,5 kPa, που σημαίνει,
ότι, όταν ένα σώμα κινείται σε νερό σε συνηθισμένη θερμοκρασία και η πίεση στην επιφάνεια του σώματος
μειωθεί σε περίπου 2,5 kPa, αναμένεται να αρχίσει σπηλαίωση.
Μια πιο πρακτική σχέση από την p pd προκύπτει, όταν η ελάχιστη πίεση εκφράζεται σε όρους
εύκολα μετρούμενων μεγεθών, χρησιμοποιώντας την αρχή του Bernoulli. Θεωρούμε μια σφαίρα ακίνητη σ'
ένα ρεύμα που ρέει από δεξιά προς τ' αριστερά με σταθερή ταχύτητα u1. Aν Α και Β είναι δύο σημεία που
βρίσκονται στην ίδια ροϊκή γραμμή και το Β είναι το σημείο όπου η τοπική πίεση είναι ελάχιστη, τότε από
την εξίσωση του Bernoulli για τα δύο σημεία προκύπτει
u 22
2
2 −1
p m = p + p s − u1 (7.5.12γ)
2 u2
1
όπου pm, u2 η πίεση και η ταχύτητα στο Β, pα η πίεση στην ελεύθερη επιφάνεια και ps η υδροστατική πίεση
στο Α. Ο όρος στην παρένθεση είναι ανεξάρτητος της ταχύτητας u1, γιατί η u2 μεταβάλλεται ανάλογα με
την u1. Aυξάνοντας την u1 με σταθερά τα ps, pα, η pm μειώνεται προς την pd και σε εργαστηριακά
πειράματα πετυχαίνονται έως και αρνητικές τιμές. Ωστόσο στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι
να διαταράσσεται η ροή και να σχηματίζονται κοιλότητες με μικρές θετικές τιμές. Mε τροποποίηση της
σχ.(7.5.12γ) η συνθήκη για την αποφυγή της σπηλαίωσης γίνεται
2
p + p s − p d u 22
−1
> (7.5.12δ)
2
u1 u12
2
H sv
= > ( ) c (7.5.12ζ)
H
όπου Ηsv είναι το θετικό καθαρό ύψος αναρρόφησης στην είσοδο της αντλίας ή ακριβώς κάτω από το
στροφέα του στροβίλου και Η είναι το ολικό ύψος κάτω από το οποίο ο στρόβιλος ή η αντλία λειτουργεί
χωρίς σπηλαίωση. Οι τιμές (σT)c και σc βρίσκονται από πειράματα. Τα πειράματα γίνονται σε ροές με
μοντέλα γεωμετρικά όμοια, αλλά μικρότερα από την πρωτότυπη εγκατάσταση. Αυτό έχει το πλεονέκτημα
του μικρότερου κόστους και περισσότερο ακριβή έλεγχο των πειραμάτων, ενώ επιτρέπει τη διόρθωση των
χαρακτηριστικών του σχεδίου δοκιμάζοντας στις συνθήκες λειτουργίας διαφορετικές διαμέτρους και
ταχύτητες, όπως και πλάτος και σχήμα των πτερυγίων.
Υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στον τύπο σπηλαίωσης, στον οποίο μικρές φυσαλίδες ξαφνικά
εμφανίζονται στο στερεό σύνορο της ροής, μεγαλώνουν κι εξαφανίζονται και στον τύπο, όπου κοιλότητες
σχηματίζονται στο όριο και παραμένουν σ' επαφή μ' αυτό, όσο οι συνθήκες που έγινε ο σχηματισμός τους
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 23
συνεχίζονται. Το πρώτο είδος ονομάζεται σπηλαίωση φυσαλίδων ή παρoδική σπηλαίωση και το δεύτερο
σπηλαίωση μόνιμης κατάστασης ή επιφανειακή.
Σημαντική διαφορά παρουσιάζουν οι περιοχές πίεσης όπου αρχίζει η σπηλαίωση στα πειράματα -
που συμβαίνει όταν πλησιάζει την τάση ατμών - και στις πρακτικές εφαρμογές. Η διαφορά μπορεί να
εξηγηθεί από το ότι το νερό συνήθως περιέχει διαλυμένο αέρα ή αέριο καθώς και στερεά σωματίδια. Η
παρουσία των ξένων ουσιών μαζί με τις ταλαντώσεις της πίεσης σε τυρβώδη ροή, επηρεάζει τη συνέχεια
του υγρού και μικραίνει την επιφανειακή του τάση. Όσο μειώνεται η τοπική πίεση, σχηματίζονται στις
ασυνέχειες μικροσκοπικές κοιλότητες γεμάτες ατμό ή μικρές ποσότητες αέρα. Η διαδικασία συνεχίζεται
μέχρι να επέλθει ισορροπία μεταξύ των διαφόρων δυνάμεων στην επιφάνεια των κοιλοτήτων. Αυτή η
εξήγηση ταιριάζει με το φαινόμενο, όπου οι φυσαλίδες σχηματίζονται σε κατάλληλες περιοχές μικρής
πίεσης, μεγαλώνουν γρήγορα σε σχετικά μεγάλο μέγεθος και ξαφνικά διαλύονται, συνήθως με
"ενδόρρηξη", όταν βρεθούν σε περιοχές μεγαλύτερης πίεσης.
Η σπηλαίωση προκαλεί ασυνέχειες στη ροή του ρευστού και οδηγεί σε καταστροφή του υλικού
των τοιχωμάτων του αγωγού, όταν οι φυσαλίδες ατμού επανυγροποιούνται σε περιοχές πίεσης p > pd. Η
επανυγροποίηση συμβαίνει ακαριαία με ενδόρρηξη και ταυτόχρονη αύξηση της πίεσης στο σημείο που
προϋπήρξαν. Η τάξη μεγέθους της πίεσης είναι 100 - 1000 bar και έτσι ικανή να επιφέρει τοπικές
αλλοιώσεις στους αγωγούς. Το φαινόμενο της σπηλαίωσης είναι συνηθισμένο σε έλικες πλοίων και σε
πτερυγώσεις στροφείων αντλιών και υδροστροβίλων, όπου καταβάλλονται ιδιαίτερες κατασκευαστικές
προσπάθειες να αποφεύγεται. Ακόμα παρουσιάζεται στους πυρήνες των στροβίλων (δίνες).
Η σπηλαίωση περιορίζει την ταχύτητα στην οποία μπορούν να λειτουργήσουν οι υδραυλικές
μηχανές, καθώς μειώνεται η απόδοση, παράγονται θόρυβος και δονήσεις και προκαλείται γρήγορη
διάβρωση στις οριακές επιφάνειες, ακόμα κι όταν αποτελούνται από χυτοσίδηρο, μπρούντζο ή άλλα
σκληρά υλικά. Η κόπωση των υλικών λόγω των μεγάλων πιέσεων μπορεί να εξηγηθεί ως εξής. Το χρονικό
διάστημα του σχηματισμού των φυσαλίδων είναι περίπου 2μs (10-6 s), με αποτέλεσμα να μην διαλύεται ο
αέρας ή το αέριο μέσα σ' αυτές. Κατά τη διάλυσή τους επίσης σε πολύ μικρό χρόνο, τα υγρά σωματίδια
μετακινούνται προς το κέντρο της φυσαλίδας και προσκρούουν στη στερεή επιφάνεια με πολύ μεγάλες
ταχύτητες. Η ενδόρρηξη με τη συνεπαγόμενη πολύ μεγάλη τοπική αύξηση πίεσης προκαλεί τη φθορά των
μεταλλικών επιφανειών.
Ο περιορισμός στην ταχύτητα των πλοίων, λόγω της μείωσης της ώθησης, όταν παρουσιάζεται
σπηλαίωση, έχει ξεπεραστεί με τη ριζική εγκατάλειψη του συμβατικού σχεδιασμού των ελίκων. Με νέες
μεθόδους σχεδιασμού κατά τον οποίο η ροϊκή ανάλυση περιλαμβάνει την επίδραση της σπηλαίωσης, π.χ.
τις φυσαλίδες ατμού σε περιοχές χαμηλής πίεσης κ.ά., κατασκευάζονται οι ονομαζόμενες έλικες
υπερσπηλαίωσης. Αυτές όμως δεν προορίζονται να αντικαταστήσουν πλήρως τις συμβατικές έλικες, διότι
είναι κατάλληλες μόνο για πολύ μεγάλα πλοία.
δύο σημεία ανακοπής Α, όπου η ταχύτητα του ρευστού της ροϊκής γραμμής 1 μηδενίζεται. Η ροϊκή γραμμή
11 είναι γραμμή συμμετρίας του ροϊκού πεδίου, όπως και ο άξονας BB . Τα ροϊκά μεγέθη σε αρκετά
μεγάλη απόσταση από το σώμα, όπου δεν επηρεάζονται από την παρουσία του (απέραντη ροή)
χαρακτηρίζονται με το δείκτη ή 1. Η κατάσταση στο σημείο ανακοπής με τον δείκτη t. Η εξίσωση του
Bernoulli ισχύει κατά μήκος κάθε ροϊκής γραμμής.
t
8
8
B
A
1 1
A
B
u ,p ut, pt απορροή
8
προσροή
Σχήμα 7.28 Χαρακτηριστικά ροϊκού πεδίου ιδεώδους ρευστού γύρω από συμμετρικό σώμα με σημεία ανακοπής Α.
Έτσι στη γραμμή ανακοπής 1 έως το Α, όπου η ροή "ανακόπτεται" (ut = 0) με αποτέλεσμα να
αναγκάζεται να διαφεύγει πλευρικά, ισχύει
2
u2 u
p + = p t + t t (7.5.34α)
2 2
Με ut = 0 για το σημείο ανακοπής και ρ = ρt = ρ για ασυμπίεστη ροή, η πίεση ανακοπής
στο σημείο ανακοπής Α προκύπτει σε
u2
p t = p + (7.5.34β)
2
Μετά το σημείο ανακοπής η ροή στην επιφάνεια του σώματος επιταχύνεται, πετυχαίνει τη μέγιστη
τιμή της στο σημείο Β και επιβραδύνεται πάλι μέχρι το δεύτερο σημείο ανακοπής στην περιοχή της
απορροής του ροϊκού πεδίου. Αντίστοιχα η μέγιστη τιμή της πίεσης στο ροϊκό πεδίο, η πίεση ανακοπής pt,
ελαττώνεται μέχρι το σημείο Β και αυξάνεται στη διαδρομή από Β μέχρι Α.
7.5.5Β Μέτρηση ροϊκής ταχύτητας με σωλήνα Πράντλ (Prandtl) και σωλήνα Πιτό (Pitot). Η
σχ.(7.5.34β) δίνει τη δυνατότητα μέτρησης της ταχύτητας της ροής u με τη βοήθεια του σωλήνα Prandtl
(Ludwig Prandtl 1900), ο οποίος μετράει συγχρόνως την πίεση ανακοπής pt και τη στατική πίεση της
ροής p. Η μετρούμενη πίεση με την πλευρική οπή του σωλήνα είναι ίση με την p, επειδή οι ροϊκές
γραμμές του ρευστού είναι παράλληλες προς την επιφάνεια του σωλήνα (βλ. παράγραφο 7.5.3Α). Η
διαφορά των δύο πιέσεων μπορεί να μετρηθεί με ένα όργανο και η ταχύτητα της απέραντης ροής είναι
(σύγκρινε Σχήμα 7.29) μετά από εφαρμογή της σχ.(7.5.34)
2( p t − p ) p q
u = = 2 = 2 (7.5.35α)
7. ΒΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ 7. 25
u ,p
8
u ,p
8
Σωλήνας Prandtl p
8
q = pt - p = Δp
8
pt
u ,p
8
Σωλήνας Pitot pα
pt - pα = Δp
pt ολική πίεση pt
p στατική πίεση
pα ατμοσφαιρική πίεση
Σχήμα 7.29 Αρχή λειτουργίας σωλήνα Prandtl και σωλήνα Pitot. Οι διαστάσεις και τα μεγέθη των οργάνων είναι
προτυποποιημένα και έτσι επιλεγμένα ώστε ο διορθωτικός παράγοντας C να μη διαφέρει πολύ από τη μονάδα.
Σε περιπτώσεις που μπορεί να γίνει με αρκετή σιγουριά η παραδοχή, ότι η στατική πίεση της ροής
είναι ίση με την ατμοσφαιρική pα, τότε αρκεί να μετρηθεί μόνο η πίεση ανακοπής με τον σωλήνα Pitot
(Pitot 1732) και η ταχύτητα είναι
2( p t − p )
u = (7.5.35β)
Δηλαδή ο σωλήνας Pitot είναι παρόμοιος με το σωλήνα Prandtl αλλά δεν μετράει στατική πίεση,
επειδή χρησιμοποιείται σε ροές, όπου η p είναι γνωστή ή σίγουρα ίση με την πίεση περιβάλλοντος. Γι’
αυτό χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τη μέτρηση ταχύτητας σε αεροπλάνα και άλλα
αεροχήματα ή σε ελεύθερες ροές χωρίς περιορισμούς από τοιχώματα (jets).
Σε μετρήσεις ροής υγρών η μεγάλη ακρίβεια απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη η υψομετρική
διαφορά των σημείων μέτρησης των πιέσεων pt και p. Για πραγματικά ρευστά η τριβή επιδρά έτσι
ώστε οι σχ.(7.5.35) να μην ισχύουν ακριβώς αλλά με τον διορθωτικό παράγοντα C
2 p
u = C (7.5.36)
7.26 ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΡΕΥΣΤΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
Στις συνηθισμένες περιπτώσεις ροής είναι C < 1. Γενικότερα όμως ο C είναι συνάρτηση του
αριθμού Reynolds και κατά κανόνα δίνεται από τον κατασκευαστή του οργάνου ή προκύπτει από
πιστοποίησή του σε ελεγχόμενες συνθήκες ροής.
u2 = 0 p2
p2,u2 z2 ΡΔΜ: Ρευστοδυναμική μηχανή
z2
ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ ΑΝΤΛΙΑ
hVK2 Ηgeo=z2-z1
P, Q hVA1
ΡΔΜ
zA=zK
Κ Α p1
u1=0
z1
Α Κ
u1 z1
ροή σε μηχανή έργου (αντλία} p1
ροή σε κινητήρια μηχανή {στρόβιλος)
Σχήμα 7.30 Ο ρόλος ρευστοδυναμικής μηχανής στην εγκατάσταση σαν μηχανή έργου (υδραντλία ) και κινητήρια
μηχανή (υδροστρόβιλος → ).
Στην περίπτωση της αντλίας η παροχέτευση του υγρού γίνεται από την κάτω δεξαμενή στην επάνω.
Η παροχή όγκου της αντλίας είναι Q και η καθαρή ισχύς της P είναι η ενέργεια, που προσάγεται στο
ρευστό στη μονάδα του χρόνου. Με ρ την πυκνότητα του ρευστού η παροχή μάζας, δηλ. η μάζα του
ρευστού που ρέει ανά μονάδα χρόνου, είναι
= Q
m (7.5.37α)
δεχόμενη την ενέργεια ανά μονάδα χρόνου, δηλ. την ισχύ Ρ. Έτσι ανά μονάδα μάζας μεταδίδεται η ενέργεια
στο ρευστό,
P W J/s J m2
yt = σε = = = 2 (7.5.37β)
m kg s kg / s kg s
P
yt = − (7.5.37γ)
m
Το πρόβλημα στην περίπτωση εγκατάστασης ρευστοδυναμικής μηχανής είναι να υπολογιστεί η
ισχύς της μηχανής. Εφαρμόζεται η εξίσωση της ενέργειας σχ.(7.4.9) στα τρία τμήματα της εγκατάστασης
αντλίας: μεταξύ δεξαμενής αναρρόφησης και στομίου αναρρόφησης της αντλίας, μεταξύ αναρρόφησης Α
και κατάθλιψης Κ της αντλίας και μεταξύ στομίου κατάθλιψης και δεξαμενής κατάθλιψης. Στην πλευρά
αναρρόφησης και κατάθλιψης οι απώλειες είναι αντίστοιχα hVA1 και hVK2. Στη μηχανή-αντλία ισχύος P και
παροχής μάζας m εισάγεται στη ροή το ολικό ειδικό έργο yt. Η εξίσωση ενέργειας σε μονάδες ειδικού
έργου (J/kg = m /s ) γράφεται τότε:
2 2
p1 u12 p u2
+ + g(z1 − z1 ) = A + A + gz A + h VA 1 (7.5.38α)
2 2
p A u 2A p u2
+ + y t = K + K z A = z K (7.5.38β)
2 2
p K u 2K p u2
+ + gz K = 2 + 2 + g(z 2 − z 2 ) + h VK 2 (7.5.38γ)
2 2
Μετά από αφαίρεση της τρίτης από την πρώτη σχέση και εισαγωγή στη δεύτερη προκύπτει
p −p u 2 − u12
y t = 2 1 + g(z 2 − z 2 ) − g(z 1 − z1 ) + h VA 1 + h VK 2 + 2 (7.5.39)
2
Εξ άλλου ισχύει στα στόμια εισροής και εκροής της εγκατάστασης η υδροστατική αρχή, σχ.(3.1.3),
η οποία δίνει τις πιέσεις στις δεξαμενές
που εισάγονται στη σχ.(7.5.39). Οι απώλειες περιλαμβάνονται σ' έναν όρο hV12 και το ειδικό έργο της
μηχανής είναι
p − p1 u 22 − u12
yt = 2 + + g(z 2 − z1 ) + h V12 (7.5.41)
2
όπου Η είναι το μανομετρικό ύψος της μηχανής, Ηgeo το γεωδαιτικό ύψος και ΗV12 το ύψος απωλειών.
Στις συνήθεις περιπτώσεις είναι p1΄= p2΄= pα και u2 u1 ώστε το μανομετρικό της μηχανής να δίνεται με
την απλή σχέση
P = gQH = m
gH = m
yt (7.5.44)
Όπως αναφέρθηκε, P είναι η καθαρή ισχύς, την οποία δίνει - π.χ. στην περίπτωση της υδραντλίας -
ο άξονας της αντλίας στη μηχανή. Στη μηχανή δίνεται μέσω του συμπλέκτη με τον ηλεκτροκινητήρα η
ισχύς του άξονα Pw. Ο ηλεκτροκινητήρας διαθέτει την ισχύ Pel, η οποία συνήθως επιλέγεται κατά
περίπου 20% μεγαλύτερη της P στις εφαρμογές. Με την ισχύ στον άξονα Pw και την ισχύ της μηχανής P
(που ονομάζεται επίσης μηχανική ισχύς) ορίζεται ο βαθμός απόδοσης της ρευστοδυναμικής μηχανής
1
καθαρή ισχύς μηχανής P
η= → η = (7.5.45α)
ισχύς στον άξονα της μηχανής Pw
όπου το θετικό πρόσημο του εκθέτη ισχύει για την αντλία και το αρνητικό για τον υδροστρόβιλο. Ο
ορισμός αυτός ισχύει φυσικά για οποιοδήποτε είδος αντλίας, δηλ. εργομηχανής, και για κάθε είδος
στροβίλου, δηλ. κινητήριας μηχανής, βλ. σχετικά Κεφάλαιο 8.