You are on page 1of 16

7.

ΤΟ ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

7.1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε προηγούµενο κεφάλαιο, αναφέρθηκε ότι όταν ο αριθµός Reynolds (Re),


της ροής είναι µεγάλος, το πεδίο ροής µπορεί να χωρισθεί σε δύο περιοχές.

Η πρώτη περιοχή, είναι εκεί, όπου οι δυνάµες λόγω ιξώδους είναι αµελητέες.
Στην περιοχή αυτή το ρευστό µπορεί να θεωρηθεί ιδανικό και η ροή
παραµένει αστρόβιλη. Εποµένως οι εξισώσεις που περιγράφουν τη ροή είναι
οι εξισώσεις Euler.

Η δεύτερη περιοχή είναι εκεί όπου οι δυνάµεις του ιξώδους, είναι της αυτής,
τουλάχιστον τάξης µεγέθους µε τις υπόλοιπες δυνάµεις.

Οι δυνάµεις του ιξώδους είναι σηµαντικές, εκεί όπου υπάρχει µεταβολή της
κλίσης της ταχύτητας δηλαδή, όπου οι όροι:

! !Ci
( )
!xi !x j

είναι µη µηδενικοί.
Συνήθως αυτό συµβαίνει κοντά σε στερεές επιφάνειες όπου η σχετική
ταχύτητα του ρευστού στην στερεή επιφάνεια, γίνεται µηδέν. Η δεύτερη αυτή
περιοχή ονοµάζεται οριακό στρώµα και είναι πολύ σηµαντική γιατί στην
περιοχή αυτή δηµιουργούνται οι απώλειες ενέργειας, εµφανίζεται η δύναµη
αντίστασης και αποµακρύνεται απο τη θερµοδυναµική αντιστρεπτότητα η
ροή.
Κύριο χαρακτηριστικό είναι οτι την περιοχή αυτή δηµιουργείται στο ρευστό
στροβιλότητα, γιατί ο όρος ν∇ 2ω , στην εξίσωση της στροβιλότητας, δεν είναι
αµελητέος.

Η ιδέα του χωρισµού της ροής σε δύο περιοχές, µια ενός ιδανικού ρευστού
χωρίς στροβιλότητα, και µια άλλη όπου δηµιουργείται στροβιλότητα, οφείλεται
στον Prandtl.
Με αυτό τον τρόπο έγινε η σύζευξη της κλασσικής υδροδυναµικής που
µελετήθηκαν στο κεφάλαιο 5 µε τα φαινόµενα που παρατηρούνται στην
πράξη.

7.2. ΒΑΣΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ

Το οριακό στρώµα είναι µια περιοχή όπου η ταχύτητα µεταβάλλεται από µια
ελάχιστη τιµή, που µπορεί να είναι µηδέν, αν το οριακό στρώµα αναπτύσεται
πάνω σε µια επιφάνεια, µέχρι µια µέγιστη τιµή που είναι η τιµή της ταχύτητας
εκεί όπου η ροή είναι αστρόβιλη. Στο σχ. 7.1, δείχνεται η µεταβολή της
ταχύτητας κοντά σε µια στερεή επιφάνεια.

Η ταχύτητα C, µέσα στο οριακό στρώµα, είναι συνάρτηση της απόστασης y,


από το τοίχωµα και πλησιάζει την Co ασυµπτωµατικά για y→∝.
Σχ. 7.1 Σχηµατική παράσταση οριακού στρώµατος

Ονοµάζεται πάχος δ του οριακού στρώµατος σε ένα σηµείο x, η τιµή του y, για
την οποία η ταχύτητα C, είναι ίση µε το 99% της ταχύτητας Co.

Το ποσοστό είναι θέµα συµφωνίας γιατί η ’άκρη’ του οριακού στρώµατος είναι
εκεί οπου οι δυνάµεις του ιξώδους είναι µηδενικές. Η επίδραση του ιξώδους
υπάρχει όµως παντού, εκτείνεται στο άπειρο, εποµένως το πού θα θεωρήσει
κανείς ότι η επίδρασή του είναι αµελητέα είναι θέµα επιλογής.

Συµβατικά θεωρείται ότι το πάχος δ αναφέρεται στο 99% και συµβολίζεται για
ακρίβεια σαν δ99 ή δ999 αν ο ποσοστό είναι 99,9%, κ.ο.κ.

Πέρα από το µέγεθος δ, µπορεί κανείς να θεωρήσει ορισµένα µεγέθη που


βρίσκονται µε ολοκλήρωση στη διεύθυνση y, και εκφράζουν τη συµπεριφορά
του οριακού στρώµατος.

Για την περίπτωση της ιδανικής ροής, δηλαδή της περίπτωσης όπου το
ιξώδες του ρευστού είναι µηδέν, η ταχύτητα του ρευστού σε όλο το ύψος δ του
οριακού στρώµατος θα ήταν C0. H µάζα ανα µονάδα πλάτους του οριακού
στρώµατος στην περίπτωση αυτή θα ήταν

m = C0!

Στην περίπτωση του πραγµατικού ρευστού η µάζα που περνάει απο την ίδια
περιοχή θα είναι

"
m! = # !
C(y)dy

και η οποία είναι µικρότερη απο τη µάζα m. Εποµένως στην περίπτωση του
πραγµατικού ρευστού «περνάει» µέσα απο το πεδίο ροής λιγότερη µάζα.
Εκφραση της µάζας αυτής είναι το εµβαδόν της διαγραµµισµένης περιοχής
στο σχ. 7.1. Αν η ροή ηταν ιδανική, οπότε η ταχύτητα θα ήταν παντού ίση µε
C0, για να «περνά» η ίδια µάζα µε αυτή που πραγµατικά περνά, θα πρέπει
να µειωθεί ουσιαστικά το εµβαδόν της διατοµής.

Ένα χαρακτηριστικό µήκος του οριακού στρώµατος είναι το πάχος µετάθεσης


(displacement thickness) δ*, και ορίζεται σαν:

" C
!* = # (1! )dy (7.1)
!
C!

Το µέγεθος αυτό εκφράζει το εµβαδόν της διαγραµµισµένης επιφάνειας


διηρεµένο µε την ταχύτητα Co και δείχνει το πόσο θα πρέπει να «µετακινηθεί»
η στερεή επιφάνεια, ώστε υποθέτοντας ότι η ταχύτητα είναι σταθερή και ίση µε
Co, να περνά κάτω απο ιδανικές συνθήκες η ίδια παροχή µάζας ή όγκου.

Το δεύτερο ολοκληρωµένο µέγεθος έχει σχέση µε την απώλεια της ορµής του
ρευστού στο οριακό στρώµα. Το ρευστό που περνάει από µια στοιχειώδη
επιφάνεια δy επί τη µονάδα πλάτους, έχει ορµή

(ρCδy) C

Ενώ µέσα απο την περιοχή του οριακού στρώµατος η ορµή θα είναι

!
! !
!CCdy

Αν το ρευστό ήταν χωρίς ιξώδες, τότε η ορµή που θα είχε στην περιοχή του
οριακού στρώµατος θα είναι

ρδC0Co.

Εποµένως λόγω του οριακού στρώµατος περνάει απο την περιοχή ύψους δ
λιγότερη ορµή. Η διαφορά ανάµεσα στο ιδανικό ρευστό και στο πραγµατικό
µεταφράζεται σε απώλεια ορµής λόγω της παρουσίας του οριακού
στρώµατος. Αυτή η απώλεια ορµής µε βάση την κατανοµή της ταχύτητας C
µέσα στο οριακό στρώµα θα είναι:

"
# !
! (C! ! C )Cdy

Αρα αν το ρευστό θεωρηθεί ιδανικό για να περνά ορµή ίση µε αυτή που έχει
το πραγµατικό ρευστό θα πρέπει να ελαττωθεί η διατοµή του πεδίου ροής.
Ορίζεται σαν πάχος απώλειας ορµής θ, η απόσταση που θα πρέπει να
µετακινηθεί το τοίχωµα, όταν το ρευστό είναι ιδανικό για να περνά η ίδια ορµή
στο ρευστό να ισχύει δηλαδή

"
!" Co2 = # !
! (C0 ! C(y))C(y)dy

απο την οποία προκύπτει το πάχος απώλειας ορµής


" C C
!= # (1! )dy (8.2)
!
C! C!

Τέλος, ορίζεται σαν συντελεστής µορφής Η, ο λόγος:

!*
H= (8.3)
"

Ο συντελεστής Η χαρακτηρίζει τη µορφή του οριακού στρώµατος και είναι


συνάρτηση του αριθµού Reynolds.

7.3. ΟΙ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΙΑΚΟΥ ΣΤΡΩΜΑΤΟΣ

Στην πράξη έχει παρατηρηθεί ότι το οριακό στρώµα είναι συνήθως λεπτό σε
σχέση µε το µήκος του οριακού στρώµατος, όπως αυτό αναπτύσσεται κυρίως
πάνω σε επιφάνειες όπως αυτές πτερύγων αεροσκαφών που είναι ανοικτές
στο περιβάλλον. Το µήκος του οριακού στρώµατος έχει συνήθως τις
διαστάσεις της ροής χαρακτηρίζεται δηλαδή απο το µήκος L, ενώ το πάχος
του οριακού στρώµατος είναι µερικές τάξεις µεγέθους µικρότερο. Επειδή,
λοιπόν, υπάρχει αυτή η µεγάλη διαφορά των γεωµετρικών χαρακτηριστικών
σε διάφορες κατευθύνσεις µερικοί όροι στις εξισώσεις ροής είναι αµελητέοι.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα την απλοποίηση των εξισώσεων και την
ευκολότερη επίλυσή τους.

Η ανάλυση που θα γίνει εδώ, θα περιοριστεί σε οριακά στρώµατα, όπου η ροή


είναι µόνιµη και διδιάστατη.

Για ευκολία θα µελετηθούν οι εξισώσεις του οριακού στρώµατος που


αναπτύσσεται πάνω σε µια επίπεδη πλάκα. Το σύστηµα συντεταγµένων
ορίζεται σαν χ η διεύθυνση κατά µήκος της πλάκας, (βλέπε σχ. 7.2) και y η
διεύθυνση ή κάθετη στην πλάκα.

Σχ. 7.2 Ανάπτυξη οριακού στρώµατος σε επιφάνεια


Η αρχή των συντεταγµένων είναι στο σηµείο Α, στην αρχή της πλάκας. Η
ταχύτητα, µακριά από την πλάκα, Co, είναι παράλληλη στην πλάκα και είναι
συνάρτηση της απόστασης χ, δηλαδή:

C! = f (x)

και η αντίστοιχη πίεση είναι:

p! = f (x)

Υποτίθεται ότι η ταχύτητα Co και η πίεση po, είναι γνωστές. Συνήθως αυτές
επιβάλλονται από τη ροή του «ιδανικού» ρευστού που είναι µακριά από την
επιφάνεια και υπολογίζονται λύνοντας τις εξισώσεις Euler στην περιοχή αυτή.
Επιπλέον υποτίθεται ότι το ρευστό είναι ασυµπίεστο, άρα

ρ=σταθερό.

Θεωρούνται τώρα τα χαρακτηριστικά µεγέθη που περιγράφουν τη ροή στο


οριακό στρώµα. Στη διεύθυνση χ, το χαρακτηριστικό µήκος είναι L και η
χαρακτηριστική ταχύτητα είναι Cx. Στη διεύθυνση y, το χαρακτηριστικό µήκος
είναι το πάχος του οριακού στρώµατος δ και η ταχύτητα η Cy.

Το µέγεθος της κλίσης πίεσης στη διεύθυνση x, θεωρείται Π, ενώ στην


διεύθυνση y, είναι Y. Τα δύο µεγέθη Π και Υ, δεν είναι απαραίτητα της ίδιας
τάξης µεγέθους. Προκειµένου να καθορισθούν οι εξισώσεις που περιγράφουν
τη ροή στο οριακό στρώµα, θα αναλυθούν τα µεγέθη κάθε όρου στις
εξισώσεις που περιγράφουν τη ροή.

Η εξίσωση της συνέχειας, δίνεται απο τη σχέση:

!Cx !Cy
+ =0 (7.4)
!x !y

και τα αντίστοιχα µεγέθη είναι:

Cx Cy
L !

Οι δύο αυτοί όροι, θα πρέπει να είναι της ίδιας τάξης µεγέθους δεδοµένου οτι
το άθροισµά τους απο την εξίσωση της συνέχειας εξ. 7.4 είναι µηδέν. Αυτό
σηµαίνει ότι η ταχύτητα Cy, που είναι κάθετη στο τοίχωµα θα είναι ανάλογη
του:

C x!
Cy ! (7.5)
L

Οταν λοιπόν το οριακό στρώµα είναι λεπτό, τότε ο λόγος:

δ/L
είναι µικρός και αντίστοιχα η ταχύτητα Cy είναι µικρή σε σύγκριση µε την
ταχύτητα του ρευστού που είναι παράλληλη στην πλάκα την Cx.

Η εξίσωση Navier-Stokes, στη διεύθυνση x, είναι:

!Cx !C 1 !p !2 C !2 C
Cx + Cy x = " + " 2x + " 2x (7.6)
!x !y ! !x !x !y

και τα αντίστοιχα µεγέθη είναι:

Cx CyCx Cx2 Π Cx Cx
! ! !
L ! L ρL L2 "2

Στο αριστερό µέλος, όλοι οι όροι είναι της αυτής τάξης µεγέθους.

Οι όροι που επηρεάζονται από το ιξώδες έχουν διαφορετικά µεγέθη και ο


λόγος τους είναι: (δ L ) 2 . Δεδοµένου ότι δ<<L, ο όρος

! (!2Cx !x 2 )

είναι πολύ µικρότερος από τον όρο

! (!2Cx !y 2 )

και εποµένως µπορεί να αµεληθεί.

Η εξίσωση Navier-Stokes στη διεύθυνση y, είναι

!Cy !C 1 !p !2 C !2 C
Cx + Cy y = " + " 2y + " 2y (7.7)
!x !y ! !y !x !y

(α) (β) (γ) (δ) (ε)

και τα αντίστοιχα µεγέθη, θα είναι:

Cy Cx2!
(α) Cx ! χρησιµοποιώντας την εξ. 7.5
L L

Cy2 Cx2!
(β) ! 2 οµοίως απο την εξ 7.5
! L

Y
(γ)
ρδ
! C y ! C x"
(δ) ! 3 απο την εξ. 7.5
L2 L

νU y νU x
(ε) ≈ οµοίως απο την εξ. 7.5
δ2 Lδ

Ο όρος που περιλαµβάνει την πίεση, θα είναι του ίδιου µεγέθους µε τον
µεγαλύτερο από τους όρους που εµφανίζονται σε κάθε εξίσωση.

Εποµένως, από την εξίσωση χ, θα ισχύει:

! Cx2 C
" " " 2x (7.8)
!L L #

και από την εξίσωση y, θα έχουµε:

! Cx2" # Cx
" " (7.9)
!" L L"

και εποµένως ο λόγος Υ/Π θα είναι:

(Y Π ) ≈ (δ 2 / L2 ) .

Αυτό σηµαίνει ότι η κλίση πίεσης κάθετα στο οριακό στρώµα, είναι πολύ
µικρότερη από την µεταβολή της πίεσης στη διεύθυνση χ και εποµένως:

1 !p 1 dp!
= (7.10)
! !x ! dx

και

∂p
<< ε
∂y

Αυτό σηµαίνει ότι η στατική πίεση µέσα στο οριακό στρώµα για σταθερό χ,
είναι σταθερή.

Δεδοµένου ότι έξω από το οριακό στρώµα δεν υπάρχουν µεταβολές στη
διεύθυνση y, και το ρευστό είναι ιδανικό, τότε ισχύει ο νόµος του Bernoulli:

1
!C!2 + p! = const (7.11)
2

και παίρνοντας το διαφορικό ως προς χ, προκύπτει:


dC! 1 dp!
C! =! (7.12)
dx ! dx

Εποµένως, οι εξισώσειςπου περιγράφουν τη ροή του διδιάστατου οριακού


στρώµατος είναι:

!Cx !C dC !2 C
Cx + Cy x = C! ! + ! 2x (7.13α)
!x !y dx !y

!Cx !Cy
+ =0 (7.13β)
!x !y

Υπάρχουν εποµένως, δύο εξισώσεις και δύο αγνώστους Cx, Cy, και
υποτίθεται ότι η κατανοµή της ταχύτητας Cο, έξω από το οριακό στρώµα,
είναι γνωστή.

Οι εξισώσεις (7.13) είναι οι εξισώσεις του οριακού στρώµατος σε διαφορική


µορφή, όπως τις περιέγραψε για πρώτη φορά ο Prandtl.

7.3.1 Η ολοκληρωµένη εξίσωση της ορµής.

Μια δεύτερη έκφραση, των εξισώσεων του οριακού στρώµατος, πιο χρήσιµη
για τον υπολογισµό των παραµέτρων του οριακού στρώµατος είναι η
ολοκληρωµένη στη διεύθυνση y, εξίσωση της ορµής. Η εξίσωση αυτή
προκύπτει µε ολοκλήρωση της εξίσωσης (7.13α) στην κατεύθυνση y, για
σταθερό χ.
Η εξίσωση (7.13α) µπορεί να γραφεί µε την βοήθεια της (7.13β) σαν:

!Cx2 !(CxCy ) dC 1 !"


+ = C! ! + (7.14)
!x !y dx ! !y

όπου η διατµητική τάση τ, δίνεται από τη σχέση:

!Cx
! =µ (7.15)
!y

Η εξίσωση (7.14) µπορεί να ολοκληρωθεί από y=0 έως y=h>δ. Τότε θα


ισχύει:

h !Cx2 h dC! !
" dy + C!Ch = " C! dy # w (7.16)
! !
!x dx "

όπου τw, είναι η διατµητική τάση στο τοίχωµα y=0, και Ch ορίζεται µε τη
βοήθεια της εξίσωσης της συνέχειας (2.13β) σαν:

h "Cx
Ch = ! # dy (7.17)
!
"x
συνδιάζοντας τις εξισώσεις (7.16), (7.17) και επειδή

Co-C=0 για y≥δ,

θα ισχύει:

h " dC !
# {! [Cx (C! ! Cx )]! ! (C! ! Cx )}dy = ! w (7.18)
!
"x dx "

και µε τη βοήθεια των εξισώσεων (7.1), (7.2) και (7.3) προκύπτει:

d 2 dC #
(C! ! ) + " * C! ! = w (7.19)
dx dx $

!! " ! dC!
= w 2 " (H + 2) (7.20)
!x #C! C! dx

Η εξίσωση (7.20) είναι η ολοκληρωµένη έκφραση της εξίσωσης της ορµής,


όπως εφαρµόζεται στα οριακά στρώµατα.

7.3.2 Η εξίσωση εισροής.

Το πάχος του οριακού στρώµατος είναι συνάρτηση της απόστασης χ από το


σηµείο που αρχίζει να δηµιουργείται. Εποµένως η άκρη του οριακού
στρώµατος εκεί δηλαδή όπου y=δ, δεν είναι παράλληλη, στη γενική
περίπτωση, στην επιφάνεια όπου y=0. Επίσης η γραµµή που ενώνει το πάχος
δ σε κάθε σηµείο χ δεν ειναι γραµµή ροής γιατί όπως θα αποδειχθεί
παρακάτω υπάρχει συνισταµένη της ταχύτητας κάθετη στη διεύθυνση s του
οριακού στρώµατος.
Αυτό σηµαίνει ότι θα πρέπει από την αρχή της συνέχειας, να υπάρχει µια
εναλλαγή µάζας και εποµένως και ορµής ανάµεσα στο οριακό στρώµα και
στην περιοχή του αστρόβιλου ρευστού.

Στο σχ.7.3, παρουσιάζεται ένα µέρος του οριακού στρώµατος. Ορίζεται σαν
ταχύτητα εισροής η συνιστώσα της ταχύτητας που είναι κάθετη στην γραµµή
που ορίζει την άκρη του οριακού στρώµατος. Εποµένως η CE, εκφράζει την
µεταβολή της µάζας στο οριακό στρώµα ανά µονάδα πλάτους σαν συνάρτηση
της απόστασης χ.
Σχ. 7.3 Εισροή ρευστού στο οριακό στρώµα

Στην άκρη του οριακού στρώµατος η µία συνιστώσα της ταχύτητας είναι η Cxo
διεύθυνση χ, ενώ στη διεύθυνση y, θα υπάρχει η συνιστώσα Cy0. Από την
εξίσωση της συνέχειας θα ισχύει:

! "Cx d ! d!
Cy! = ! # dy = ! # Cx dy + Cx! (7.18)
! !
"x dx dx

Από τον ορισµό του δ* ισχύει:

d d !
(Cx!! *) = ! (Cx! " Cx )dy (7.19)
!
dx dx

και αντικαθιστώντας στην εξίσωση (7.18) θα προκύψει:

d dC
Cy! = (Cx!! *) ! ! x! (7.20)
dx dx

Δεδοµένου ότι η uΕ ορίζεται σαν:

d !
CE ! " Cx dy (7.21)
!
dx

µπορεί κάποιος να γράψει, χρησιµοποιώντας την (7.18)

d!
CE = Cx! ! Cy!
dx

και χρησιµοποιώντας τον ορισµό του δ*, θα προκύψει:


d d!
CE = [Cx! (! ! ! *)] = Cx! ! Cy! (7.22)
dx dx

Η εξίσωση (7.22) ονοµάζεται εξίσωση εισροής και δίνει µια ακόµη σχέση
µεταξύ των διαφόρων παραγόντων που επηρεάζουν τη ροή, στο οριακό
στρώµα.

7.4 ΤΟ ΟΡΙΑΚΟ ΣΤΡΩΜΑ ΠΛΑΚΑΣ ΜΕ ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΚΛΙΣΗ ΠΙΕΣΗΣ

Οι διαφορικές εξισώσεις του οριακού στρώµατος, έχουν λυθεί για µερικές


βασικές ροές, όπως η ροή ρευστού σε επίπεδη πλάκα όπου η κλίση της
πίεσης στη διεύθυνση της ροής είναι µηδέν.

dC! 1 dp!
C! =! (7.23)
dx ! dx

Εποµένως, η ταχύτητα στο ιδανικό ρευστό είναι σταθερή κατά µήκος της
πλάκας, δηλαδή:

Cο = σταθερό.

Στην περίπτωση αυτή, οι εξισώσεις θα είναι:

!Cx !C !2 C
Cx + Cy x = ! 2x (7.24α)
!x !y !y

!Cx !Cx
+ =0 (7.24β)
!x !y

Με οριακές συνθήκες:

Cx = Cy = 0 για y = 0 και

Cx → Co για y→∝

Υποτίθεται ότι το οριακό στρώµα στην περίπτωση αυτή είναι όµοιο, δηλαδή η
διανοµή της ταχύτητας σε κάθε σηµείο, µπορεί να γραφεί σαν συνάρτηση µιας
µόνο µεταβλητής. Δηλαδή, ενώ στη γενική περίπτωση ισχύει:

C
= g(x, y) (7.25)
C!

για οριακά στρώµατα που παραµένουν όµοια (similar) θα ισχύει:


C
= g(n) (7.26)
C!
Η τιµή της µεταβλητής n, µπορεί να είναι:

Υ
n= (7.27)
Δ

όπου

! x 12
!=( )
C!

Αν λοιπόν, θεωρήσει κάποιος τη ροϊκή συνάρτηση ψ, τότε από την εξίσωση


(8.26) θα προκύψει:

! = C!!f (n) (7.28)

όπου f’ = g και ο τόνος σηµαίνει διαφόρηση ως προς n.

Τέλος, απο τη εξίσωση (7.24α) θα προκύψει:

ff ' '+2f ' ' ' = 0 (7.29)

µε οριακές συνθήκες:

f = f’ = 0 για n=0
f’ → 1 για n→∝

Η εξίσωση (7.29) έχει λυθεί από τον Blasius.

Η µεταβολή της f’ , δηλαδή του λόγου C/Co, δίνεται στο σχήµα 8.4, σαν
συνάρτηση του n. Η καµπύλη αυτή, λέγεται καµπύλη Blasius και η αναλυτική
της έκφραση είναι:
1
! = 4, 99(" x / C! ) 2 (8.30)

! !1
= 4, 99 Re x 2 (8.31)
x

όπου Rex είναι ο αριθµός Reynolds, βασισµένος στην απόσταση x, από την
αρχή και την ταχύτητα του ρευστού, έξω από το οριακό στρώµα, δηλαδή:

!C! x
Re x =
µ
Σχ. 7.4 Η κατανοµή τς ταχύτητας στο οριακό στρώµα κατά Blasius

Από την εξίσωση (7.31) φαίνεται ότι όσο πιο µεγάλη η απόσταση x, τόσο πιο
παχύ είναι το οριακό στρώµα ενώ αντίθετα όσο πιο µεγάλος ο αριθµός
Reynolds, τόσο πιο λεπτό το οριακό στρώµα.

Το στρωτό οριακό στρώµα που περιγράφεται από τις σχέσεις του Blasius,
γίνεται ασταθές όσο αυξάνει ο αριθµός Reynolds και τελικά µετατρέπεται σε
τυρβώδες.

Η επίλυση των εξισώσεων του οριακού στρώµατος για άλλες περιπτώσεις


γίνεται µε ειδικές τεχνικές που όµως ξεφεύγουν από τον σκοπό του παρόντος
βιβλίου.

7.5 ΑΠΟΚΟΛΛΗΣΗ ΟΡΙΑΚΟΥ ΣΤΡΩΜΑΤΟΣ

Η βασική υπόθεση στην ανάπτυξη των εξισώσεων του οριακού στρώµατος,


είναι ότι η µεταβολή της ταχύτητας στη διεύθυνση x, κατά µήκος της στερεάς
επιφάνειας είναι µικρή σε σύγκριση µε την κλίση της ταχύτητας στη διεύθυνση
y, δηλαδή ισχύει:

!Ci !C
<< i (7.32)
!x !y
Υπάρχουν όµως περιπτώσεις όπου η παραπάνω συνθήκη δεν ισχύει και τότε
θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις των εξισώσεων Navier-Stokes στην γενική
τους µορφή. Η περιοχή ισχύος της συνθήκης που περιγράφεται από την
ανισότητα (7.32), εξαρτάται από την κλίση της πίεσης στην άκρη του οριακού
στρώµατος.
Υπάρχουν δύο δυνατότητες:

Η πρώτη είναι όταν:

dp! / dx < 0

και εποµένως:

dC! / dx > 0 .

Η ταχύτητα του ρευστού στην άκρη του οριακού στρώµατος αυξάνεται στη
διεύθυνση x. Τότε, δεδοµένου ότι η διατµητική τάση στο τοίχωµα είναι θετική
από την εξίσωση (7.20) θα ισχύει ότι στη χειρότερη περίπτωση το πάχος
απώλειας ορµής, θα αυξάνεται ελαφρά στη διεύθυνση x, ενώ αν η

dC! / dx
είναι µεγάλη, µπορεί το πάχος απώλειας ορµής ακόµη και να µειωθεί. Η
περίπτωση λοιπόν,

dp / dx

θεωρείται ότι είναι ευνοϊκή όσον αφορά την ανάπτυξη και τις συνέπειες
γενικότερα της παρουσίας του οριακού στρώµατος.
Η δεύτερη περίπτωση είναι όταν:

dp!
>0
dx

και εποµένως:

dC!
<0
dx
Σχ. 7.5 Ανάπτυξη οριακού στρώµατος µε θετική κλίση πίεσης

Στην περίπτωση αυτή, και οι δύο όροι στο δεξιό µέλος της εξίσωσης (7.20)
είναι θετικοί, εποµένως, το πάχος απώλειας ορµής, θα αυξάνεται στη
διεύθυνση x. Αυτό σηµαίνει ότι το ρευστό στο οριακό στρώµα όσο προχωρεί
στην διεύθυνση x θα χάνει ενέργεια που στην πράξη είναι ουσιαστικά κινητική
ενέργεια. Υπάρχει δηλαδή η πιθανότητα να µη µπορεί να προχωρήσει
περισσότερο και η ταχύτητα του ρευστού εποµένως να γίνει µηδέν. Στο
σηµείο αυτό, λοιπόν, δηµιουργείται η λεγόµενη αποκόλληση της ροής.

Στο σχήµα 7.5α, δείχνονται οι διανοµές της ταχύτητας στη διεύθυνση x, για
την περίπτωση όπου

(dp / dx ) > 0.

Το ρευστό κοντά στο τοίχωµα, παρόλο που η ταχύτητα Co είναι µεγάλη,


επιβραδύνεται µέχρις ότου η ταχύτητά του γίνει µηδέν. Στο σηµείο αυτό,
εµφανίζεται το σηµείο αποκόλλησης, όπου ισχύει επίσης ότι:

!Cx
( ) y=0 = 0 (7.33)
!y

Η εξίσωση (7.33) συνήθως χρησιµοποιείται για την ανεύρεση του σηµείου


αποκόλλησης. Μετά το σηµείο αποκόλλησης, το ρευστό δεν µπορεί να
ακολουθήσει την επιφάνεια και κινείται προς το εσωτερικό της ροής και το
«κενό» που µένει καλύπτεται από ρευστό που έρχεται από την αντίθετη µεριά
από τη διεύθυνση της κυρίως ροής. Υπάρχει δηλαδή, µια περιοχή όπου η
ροή προχωρεί προς τη µια κατεύθυνση και µια άλλη κοντά στην επιφάνεια
όπου η ροή κινείται προς την αντίθετη διεύθυνση. Οι δύο περιοχές
χωρίζονται από µια γραµµή ροής που λέγεται ροϊκή γραµµή χωρισµού
(separation streamline) και αρχίζει από το σηµείο αποκόλλησης.

Σχ. 7.6 Αποκόλληση ροής

Από τα προηγούµενα όµως, είναι γνωστό ότι µια ροϊκή γραµµή, πρέπει να
έχει αρχή και τέλος, είτε στην είσοδο/έξοδο του ροϊκού πεδίου, είτε πάνω σε
στερεή επιφάνεια. Εποµένως, η περιοχή όπου εµφανίζεται αντιστροφή της
ροής, θα πρέπει να είναι περιορισµένη από την γραµµή χωρισµού, όπως
δείχνεται στο σχήµα 7.6, και ορίζεται από τα σηµεία s1, σηµείο αποκόλλησης,
και s2, σηµείο επανακόλλησης.

Η περιοχή που περικλύεται από την καµπύλη S1AS2 λέγεται φυσαλλίδα


αποκόλλησης και περιέχει όπως φαίνεται και στο σχήµα 7.6, µια δίνη. Η
στατική πίεση µέσα στην περιοχή της αποκόλλησης είναι συνήθως σταθερή,
και εποµένως η ροή του αστρόβιλου, ιδανικού ρευστού έξω από το οριακό
στρώµα, επηρεάζεται σηµαντικά. Ετσι, υπάρχει µια αλληλεπίδραση ανάµεσα
στη ροή µέσα στο οριακό στρώµα και την ροή έξω από αυτό. Ετσι, ενώ για το
κανονικό στρώµα η εξωτερική κατανοµή της ταχύτητας καθόριζε την εξέλιξή
του στην περιοχή της αποκόλλησης, υπάρχει σηµαντική αλληλεπίδραση
ανάµεσα στις δύο ροές.

Η αποκόλληση στρωτού οριακού στρώµατος, συνήθως ακολουθείται από


µετάβαση σε τυρβώδη ροή. Πάντως η γενική ιδέα της αποκόλλησης και
επανακόλλησης της ροής, ισχύει για όλα τα είδη ροής, τόσο δηλαδή για
στρωτή όσο και για τυρβώδη ροή, βέβαια µε διαφορές ως προς την ακριβή
θέση των διαφόρων χαρακτηριστικών σηµείων.

You might also like