You are on page 1of 17

ΜΑΣΑΪ: Η ΦΥΛΗ ΦΟΒΗΤΡΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ

Λίγες αφρικανικές φυλές κατάφεραν να αποκτήσουν τόσο μεγάλη φήμη όσο οι Μασάι.
Το όνομά τους έγινε συνώνυμο του θάρρους, της υπερηφάνειας αλλά και της
αγριότητας, εμπνέοντας δέος και φόβο στο άκουσμά του. Κατά τον 19 ο αιώνα η φυλή
των Μασάι έγινε γνωστή πέρα από την «μαύρη ήπειρο», όταν Βρετανοί και Γερμανοί
άρχισαν να εξερευνούν και να αποικίζουν την Ανατολική Αφρική. Οι αναφορές που
έστελναν στις χώρες τους έκαναν λόγο για έναν ανυπότακτο και πολεμοχαρή λαό, ο
οποίος αψηφούσε στον ίδιο βαθμό όλους τους επίδοξους αντιπάλους του, Αφρικανούς,
Άραβες και Ευρωπαίους.

Η αρχική κοιτίδα των Μασάι βρισκόταν στο νότιο τμήμα της κοιλάδας του Νείλου,
βόρεια της λίμνης Τουρκάνα (παλιότερα λίμνη Ροδόλφου). Από εκεί, κατά τον 15ο
αιώνα, άρχισαν σταδιακά να μεταναστεύουν προς Νότο, και να αποικίζουν την
περιοχή των Μεγάλων Λιμνών (Βικτώρια, Τανγκανίκα κ.α). Η διείσδυσή τους στην
Ανατολική Αφρική συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε μέσα στα επόμενα 300 χρόνια. Η
εγκατάστασή των Μασάι όμως στις νέες εστίες τους ήταν κάθε άλλο παρά ειρηνική,
καθώς οι φυλές που κατοικούσαν ήδη εκεί αντιστάθηκαν στους νεήλυδες. Μια
μάλλον περίεργη θρησκευτική πεποίθηση ενέτεινε το πολεμικό κλίμα ανάμεσα στις
δύο πλευρές. Οι Μασάι πίστευαν ότι είχαν λάβει από τους θεούς το δικαίωμα
ιδιοκτησίας πάνω σε όλα τα βοοειδή της γης. Έτσι θεωρούσαν υποχρέωσή τους να
αποκτήσουν τα κοπάδια των άλλων φυλών.

Στρατιωτική οργάνωση, οπλισμός και τακτικές των Μασάι

Ο στρατός των Μασάι βασιζόταν σε σειρές ηλικίας οι οποίες στρατολογούνταν κάθε


επτά χρόνια. Η διαδικασία γινόταν ομαδικά, έτσι ώστε να καλλιεργηθεί από νωρίς
στους νεοσυλλέκτους το απαραίτητο «πνεύμα μονάδος». Κάθε νεαρός άνδρας που
βρισκόταν στα τελευταίο στάδιο της εφηβείας του υποβαλλόταν, μαζί με τα άτομα
της ίδιας σειράς, σε μια ειδική τελετή μύησης και ονομαζόταν «μοράν», δηλαδή
«πολεμιστής» στην γλώσσα των Μασάι. Για τα επόμενα 15 χρόνια η μοναδική του
ασχολία θα ήταν ο πόλεμος και η στρατιωτική εκπαίδευση. Οι κτηνοτροφικές και
άλλες παραγωγικές δραστηριότητες της κοινότητας προορίζονταν για τα μικρά παιδιά
και τους γηραιότερους. Με αυτόν τον τρόπο, οι Μασάι διέθεταν ουσιαστικά έναν
μόνιμο επαγγελματικό στρατό, έτοιμο ανά πάσα στιγμή τόσο για άμυνα όσο και για
επίθεση. Οι σειρές ηλικίας χωρίζονταν σε δύο τμήματα: το «δεξί χέρι», με άτομα λίγο
μεγαλύτερα και το «αριστερό χέρι», με νεαρότερους άνδρες. Οι υποδιαιρέσεις αυτές
λάμβαναν δικές τους, ξεχωριστές ονομασίες όπως «τα λευκά σπαθιά», «τα δόρατα με
μακριά αιχμή», «οι ακατάβλητοι», «οι άπληστοι» κ.α. Κάθε τμήμα σειρών ηλικίας

1
διαιρείτο παραπέρα σε τρεις ομάδες, ανάλογα με τις ημερομηνίες περιτομής των
μελών τους.

Οι νεαροί Μασάι πολεμιστές ζούσαν σε ξεχωριστούς στρατιωτικούς καταυλισμούς,


δίπλα στους οικισμούς όπου διέμενε ο υπόλοιπος πληθυσμός. Όσο υπηρετούσαν την
δεκαπενταετή τους θητεία, απαγορευόταν να παντρεύονται, να πίνουν αλκοόλ και να
καπνίζουν. Τρέφονταν αποκλειστικά με κρέας, γάλα και αίμα βοοειδών, καθώς
θεωρούσαν ότι τα λαχανικά, τα φρούτα και κάθε άλλου είδους τροφή καθιστούσαν
τον άνδρα μαλθακό. Πολλές φορές, οι Μασάι συνήθιζαν πριν την μάχη να πίνουν ένα
παρασκεύασμα από βότανα που τους έκανε να μην αισθάνονται φόβο ή κόπωση. Το
ποτό αυτό αποτελούσε ένα ισχυρό ναρκωτικό, που συνδύαζε τις επιδράσεις της
αμφεταμίνης και της κάνναβης.

Το βασικό όπλο ενός μοράν ήταν το δόρυ, το οποίο είχε μακρύτερη και πλατύτερη
αιχμή από τα αντίστοιχα των άλλων φυλών. Για ατομική άμυνα οι Μασάι
χρησιμοποιούσαν ασπίδες σχήματος οβάλ από δέρμα βούβαλου. Οι εξωτερικές τους
επιφάνειες ήταν βαμμένες συνήθως με άσπρα, κόκκινα και μαύρα χρώματα σε
καμπυλοειδή σχέδια που δήλωναν την φατρία ή την σειρά ηλικίας του κατόχου. Οι
νεαροί πολεμιστές διατηρούσαν μακριά μαλλιά τα οποία έπλεκαν σε πλοκάμους,
βάφοντας τα με κόκκινη ώχρα. Με το ίδιο χρώμα κάλυπταν συχνά τα πρόσωπα, τους
ώμους και τις αιχμές των δοράτων τους ώστε να δείχνουν αιματοβαμμένα. Ένα
κάλυμμα κεφαλής από φτερά στρουθοκαμήλου προσαρμοζόταν στην κάθετη
περίμετρο του προσώπου, προσομοιάζοντας με χαίτη λιονταριού. Τον οπλισμό ενός
Μασάι συμπλήρωναν κοντά σπαθιά και ξύλινοι κεφαλοθραύστες. Τα άτομα
μεγαλύτερης ηλικίας πολεμούσαν συνήθως με τόξα και βέλη, τα οποία πολλές φορές
έφεραν δηλητηριασμένες αιχμές. Οι νεαροί Μασάι πολεμιστές απαγορευόταν να
χρησιμοποιούν εκηβόλα όπλα, προκειμένου να μάχονται υποχρεωτικά εκ του
συστάδην.

Στους Μασάι δεν φαίνεται να υπήρχε κάποιο σύστημα αυστηρής ιεραρχίας με


διακριτούς ρόλους αξιωματικών και διοικητών. Κάθε στρατιωτικός καταυλισμός
διέθετε μια ομάδα επιλέκτων, οι οποίοι ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα,
επιβάλλοντας την απαιτούμενη πειθαρχία στους συμπολεμιστές τους. Οι πρεσβύτεροι
και οι μάγοι της φυλής γίνονταν πάντα σεβαστοί αλλά οι υποδείξεις τους δεν
θεωρούνταν απαραίτητα δεσμευτικές. Κατά καιρούς όμως, διάφοροι θρησκευτικοί
ηγέτες αποκτούσαν επιρροή σε έναν σημαντικό αριθμό φατριών, οδηγώντας τες σε
εκστρατείες εναντίων άλλων φυλών ή και ομοεθνών τους.

Οι Μασάι προτιμούσαν την μάχη σώμα με σώμα, εφορμώντας κατευθείαν κατά του
εχθρού. Οι ικανότεροι πολεμιστές σχημάτιζαν στο κέντρο της παράταξης μια σφήνα,
προστατευόμενοι από μία πλαγιοφυλακή σε κάθε πλευρό τους και μία οπισθοφυλακή.
Ο σχηματισμός αυτός ήταν γνωστός ως «τα φτερά του αετού». Όταν αντιμετώπιζαν
εμπροσθογεμή όπλα, οι Μασάι ακολουθούσαν μια έξυπνη τακτική. Στην πρώτη
εχθρική βολή έπεφταν όλοι μαζί στο έδαφος για να αποφύγουν τα βλήματα. Αμέσως
μετά έτρεχαν κοντά στους αντιπάλους τους και τους χτυπούσαν με τα δόρατά, προτού

2
εκείνοι προλάβουν να γεμίσουν και να οπλίσουν για δεύτερη φορά. Παρόλα αυτά, οι
Μασάι δεν μπόρεσαν ποτέ να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τα οπισθογεμή όπλα.

Εμφύλιοι πόλεμοι και συγκρούσεις με άλλες αφρικανικές φυλές

Η σταδιακή επέκταση των Μασάι προς Νότο αποτέλεσε ένα από τα αιματηρότερα
επεισόδια της αφρικανικής ιστορίας. Για πολλές δεκαετίες οι μάχες των ήδη
εγκατεστημένων φυλών εναντίον των εισβολέων από τον Βορρά αποτελούσαν μόνιμο
καθεστώς. Οι συγκρούσεις αυτές εντάθηκαν μετά το 1700 και άλλαξαν για πάντα την
ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Αφρική. Τον 18 ο αιώνα οι Μασάι επιτέθηκαν
εναντίον του ισχυρού έθνους των Καλέντζιν, στην Δυτική Κένυα. Ο πόλεμος
διήρκεσε πολλά χρόνια, με τους επιτιθέμενους να κερδίζουν συνεχώς έδαφος. Τελικά
οι Καλέντζιν αναγκάστηκαν να συμπτυχτούν δυτικότερα, προς την λίμνη Βικτώρια,
εγκαταλείποντας τους εύφορους βοσκότοπούς τους. Την ίδια περίοδο, οι νότιοι
κλάδοι των Μασάι εκστράτευσαν στην σημερινή Τανζανία και επιτέθηκαν στους
Ντατόγκα. Οι τελευταίοι ηττήθηκαν κατά κράτος και αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν τον κρατήρα Νγκορονγκόρο, όπου κατοικούσαν για πολλές δεκαετίες.
Ανάλογη ήταν και η τύχη όλων των άλλων φυλών που αντιστάθηκαν στους εισβολείς.

Δύο ήταν τα στοιχεία που εξασφάλιζαν στους Μασάι πλεονέκτημα στη μάχη. Αφενός
είχαν υιοθετήσει ένα καθαρά επιθετικό δόγμα, στοχεύοντας στην επέκταση μέσω της
πλήρους εξολόθρευσης του εχθρού. Αφετέρου χρησιμοποιούσαν βαριά δόρατα, με
μακρύτερη και πλατύτερη αιχμή, ικανά να προκαλέσουν θανατηφόρα τραύματα με το
πρώτο χτύπημα. Αντίθετα, οι αντίπαλοί τους έδιναν έμφαση στην άμυνα,
αποσκοπώντας περισσότερο στην προστασία των κοπαδιών τους από τους επιδρομείς
και διέθεταν ελαφρύτερα όπλα. Έτσι, οι Μασάι έφτασαν σταδιακά να κατέχουν
εκτεταμένες περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν σε τμήματα της κεντρικής, νότιας και
δυτικής Κένυα καθώς και της βόρειας και κεντρικής Τανζανίας.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα οι Μασάι είχαν ουσιαστικά σταματήσει να


εξαπλώνονται. Τα σύνορα της επικράτειάς τους άρχισαν να παγιώνονται, λόγω της
σθεναρής αντίστασης που προέβαλαν κάποιες γειτονικές φυλές. Ήταν η περίοδος
κατά την οποία οι Μασάι διαπίστωναν ότι δεν ήταν οι μοναδικοί δεξιοτέχνες του
πολέμου στην Ανατολική Αφρική. Γύρω στα 1830 η προώθησή τους προς τα νότια
ανακόπηκε από την φυλή Γκόγκο και αργότερα από τους Χέχε, οι οποίοι είχαν την
φήμη εξίσου δεινών πολεμιστών. Στον Βορρά οι Μασάι ηττήθηκαν από τους
Τουρκάνα, περίπου το 1850, και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν νότια της λίμνης
Ροδόλφου (σημερινή λίμνη Τουρκάνα). Όπως συμβαίνει πολλές φορές σε ανάλογες
περιπτώσεις, οι πολεμικές ήττες αναζωπύρωσαν εσωτερικές έριδες. Έτσι, την ίδια
περίοδο ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Μασάι που κατοικούσαν κοντά
στην λίμνη Ναϊβάσα και σε κάποιες φατρίες της δυτικής Κένυα. Οι τελευταίες
επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον των ομοεθνών τους και κατάφεραν αρχικά να
τους νικήσουν. Στη συνέχεια όμως οι Μασάι της Ναϊβάσα βρήκαν συμμάχους από
την Νότια Κένυα και πέρασαν στην αντεπίθεση. Οι Δυτικοί έπαθαν πανωλεθρία,

3
εγκατέλειψαν τις εστίες τους και ξεκίνησαν προς αναζήτηση νέων περιοχών
εγκατάστασης. Κατά τις περιπλανήσεις τους συγκρούστηκαν με την φυλή Νάντι και,
όπως ήταν αποδυναμωμένοι, ηττήθηκαν κατά κράτος. Οι ελάχιστοι επιζώντες βρήκαν
καταφύγιο στις όχθες του κόλπου Καβιρόντο, στην λίμνη Βικτώρια, και στις νότιες
όχθες της λίμνης Μπαρίνγκο.

Σε όλη την διάρκεια της ιστορίας τους οι διάφορες φατρίες των Μασάι συγκρούονταν
συχνά μεταξύ τους, για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ήταν κάτι το
συνηθισμένο σε μια κοινωνία όπου η διάκριση στην μάχη αποτελούσε την ύψιστη
καταξίωση. Καμιά εμφύλια διαμάχη όμως δεν υπήρξε τόσο μακροχρόνια και
πολύνεκρη όσο ο πόλεμος ανάμεσα στους Μασάι και τους Κουάφι. Κατά την
σύγκρουση αυτή, η κάθε αντίπαλη πλευρά δεν επιδίωκε να νικήσει απλώς τον εχθρό
αλλά να τον εξολοθρεύσει ολοκληρωτικά. Οι Κουάφι ήταν ένας κλάδος των Μασάι ο
οποίος σταδιακά ισχυροποιήθηκε και αυτονομήθηκε. Η επικράτειά τους οριζόταν από
το τους λόφους Τάιτα στα ανατολικά και το όρος Κιλιμάντζαρο στα δυτικά. Το 1830
περίπου οι Κουάφι έφτασαν στο αποκορύφωμα της ισχύος τους. Ο πληθυσμός και ο
στρατός τους αυξήθηκαν σημαντικά κι έτσι αποφάσισαν τότε να εκστρατεύσουν
νότια, εναντίον των Γκόγκο για να αρπάξουν τα κοπάδια τους. Τελικά όμως οι
Κουάφι ηττήθηκαν, υφιστάμενοι τεράστιες απώλειες. Παράλληλα, την ίδια περίοδο
έπεσαν στην επικράτειά τους σύννεφα από ακρίδες, που αφάνισαν το γρασίδι στα
βοσκοτόπια. Σύντομα οι Κουάφι άρχισαν να λιμοκτονούν, καθώς τα κοπάδια τους
αποδεκατίζονταν από την έλλειψη τροφής.

Οι Μασάι από τις πεδιάδες της νοτιοδυτικής Κένυα εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία
και επιτέθηκαν στους αποδυναμωμένους ομοεθνείς τους, προκειμένου να
απαλλαγούν οριστικά από έναν επικίνδυνο γείτονα. Οι Κουάφι ηττήθηκαν και εντέλει
διαλύθηκαν, σκορπίζοντας σε διάφορες κατευθύνσεις. Μερικοί επιζώντες βρήκαν
καταφύγιο στα πυκνά δάση και τους ορεινούς όγκους των γειτονικών περιοχών.
Κάποιοι άλλοι κινήθηκαν νότια και αναγκάστηκαν να συζήσουν με φυλές τις οποίες
κάποτε περιφρονούσαν.

Εντούτοις, δύο συμπαγείς ομάδες των Κουάφι κατάφεραν να βγουν αλώβητες από
την καταστροφή και περιπλανήθηκαν για αρκετό καιρό, αναζητώντας ασφαλέστερους
τόπους. Τελικά, η μία από αυτές εγκαταστάθηκε στο οροπέδιο Λαϊκίπια, της
κεντρικής Κένυα, ενώ η άλλη σε περιοχές της δυτικής. Για ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα οι Κουάφι έζησαν ειρηνικά. Στους νέους τόπους εγκατάστασής τους
βρήκαν άφθονο κυνήγι και μεγάλες εκτάσεις από καταπράσινα λιβάδια, κατάλληλα
για την βοσκή βοοειδών. Με το πέρασμα των χρόνων οι Κουάφι έγιναν ξανά ισχυροί,
καθώς ο πληθυσμός τους είχε αυξηθεί σημαντικά, ενώ διέθεταν τεράστια αποθέματα
τροφίμων. Έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους πίστεψαν ότι είχε έρθει πλέον ο
καιρός να πάρουν την εκδίκησή τους για τις ήττες του παρελθόντος.

Ο πόλεμος ανάμεσα στους Κουάφι και τους Μασάι ξέσπασε εκ νέου γύρω στα 1870.
Αυτή τη φορά οι συγκρούσεις γενικεύθηκαν και οι απώλειες των εμπολέμων ήταν
μεγαλύτερες, με χιλιάδες νεκρούς για κάθε πλευρά. Οι Κουάφι επιτέθηκαν αρχικά

4
στους Μασάι της κεντρικής και της δυτικής Κένυα, οι οποίοι αντιστάθηκαν με
θάρρος και αποφασιστικότητα. Παρά την πεισμώδη άμυνά τους όμως, δεν μπορούσαν
να συγκρατήσουν την ορμή των εχθρών τους και γνώριζαν την μία ήττα μετά την
άλλη. Οι Κουάφι απώθησαν σταδιακά τους Μασάι από τις πατρογονικές τους εστίες,
σφαγιάζοντας χωρίς έλεος κάθε μέλος των νικημένων φατριών.

Η έκβαση του πολέμου θορύβησε κι άλλους πληθυσμούς, οι οποίοι δεν συμμετείχαν


στις εχθροπραξίες μέχρι εκείνη την στιγμή. Είχε καταστεί πια σαφές ότι οι Κουάφι
αποτελούσαν μια απειλή που μπορούσε να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, αν δεν
αντιμετωπιζόταν εγκαίρως. Έτσι, οι Μασάι όλων των περιοχών μέχρι το Νότο
συνασπίστηκαν και πέρασαν στην αντεπίθεση. H έκβαση του πολέμου άλλαξε. Οι
Κουάφι εγκατέλειψαν τα εδάφη που είχαν κατακτήσει και τράπηκαν σε φυγή. Ο
αριθμός των πολεμιστών τους μειωνόταν δραματικά, ύστερα από τις συνεχείς ήττες
και τα αποθέματα τροφίμων λιγόστευαν. Παρόλα αυτά ο πόλεμος θα συνεχιζόταν για
αρκετά χρόνια ακόμα, χωρίς όμως να ανακοπεί η σταθερή πορεία των Κουάφι προς
τον αφανισμό. Λίγο πριν την οριστική ήττα τους η κατάστασή στην οποία είχαν
περιέλθει ήταν τραγική. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους είχε εξολοθρευτεί
και τα κοπάδια τους βρίσκονταν πλέον στα χέρια των Μασάι. Στα δεινά των Κουάφι
προστέθηκε ξανά η λιμοκτονία. Ορισμένοι ήταν τόσο απελπισμένοι ώστε έφτασαν σε
σημείο να πωλούν τα παιδιά τους για να επιβιώσουν. Όταν τελείωσε ο πόλεμος οι
νικητές στάθηκαν ανελέητοι. Οι Κουάφι της δυτικής Κένυα αφανίστηκαν ολοσχερώς,
ενώ στο οροπέδιο Λαϊκίπια παρέμειναν μερικά υπολείμματα της άλλοτε κραταιάς
φυλής, έχοντας συνθηκολογήσει εγκαίρως. Κάποιες άλλες μεμονωμένες ομάδες
βρήκαν ασφάλεια στον κόλπο Καβιρόντο ή αναγκάστηκαν να φύγουν βορειότερα.

Παρά τις εμφύλιες διενέξεις όμως και την σταθεροποίηση της εξάπλωσής τους, οι
Μασάι δεν έπαψαν να επιτίθενται σε άλλες φυλές. Τον Αύγουστο του 1865
εκστράτευσαν με επιτυχία εναντίον των Γκάλα, που κατοικούσαν κοντά στον ποταμό
Τάνα. Μια δεύτερη επιδρομή των Μασάι κατά τις ίδιας φυλής το 1867, συμπλήρωσε
τις καταστροφικές συνέπειες της πρώτης. Αποτέλεσμα αυτών των εκστρατειών ήταν
να αφανιστούν πλήρως όλοι οι οικισμοί των Γκάλα, νότια του ποταμού Τάνα. Επίσης,
οι Μασάι βρίσκονταν μονίμως σε πόλεμο με τους Κικούγιου, τους Κάμπα και τους
Τσάγκα. Οι φυλές αυτές έδωσαν σκληρό αγώνα για να κρατήσουν τα εδάφη τους,
αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά περιορίστηκαν στα βουνά και τα δάση που
βρίσκονταν στην περιφέρεια της επικράτειας των Μασάι. Πολλές άλλες φυλές της
Ανατολικής Αφρικής δεν κατάφεραν ποτέ να συγκεντρώσουν μεγάλους αριθμούς
βοοειδών, παρά το ότι κατοικούσαν σε εύφορες πεδιάδες. Αιτία ήταν οι συχνές
επιδρομές των Μασάι, οι οποίες μείωναν συνεχώς τον αριθμό των κοπαδιών τους.

Στις παραλιακές περιοχές η κατάσταση που επικρατούσε ήταν αρκετά διαφορετική


από ό,τι στον Βορρά και στον Νότο. Οι αφρικανικές φυλές που κατοικούσαν
ανατολικά, στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού, δεν προέβαλαν αξιόλογη αντίσταση
κατά των Μασάι. Στην περιοχή όμως αυτή βρίσκονταν διάσπαρτες οι φρουρές ενός
εντελώς διαφορετικού εχθρού, του αραβικού Σουλτανάτου της Ζανζιβάρης.

5
Συγκρούσεις με τους Άραβες και το Σουλτανάτο της Ζανζιβάρης

Η νήσος Ζανζιβάρη, κοντά στις ακτές της Ανατολικής Αφρικής, αποτελεί σήμερα
ημιαυτόνομη επαρχία της Τανζανίας. Κατά τον 19 ο αιώνα όμως ήταν η έδρα ενός
οικονομικά ακμάζοντος σουλτανάτου, το οποίο πλούτιζε από το εμπόριο
μπαχαρικών, ελεφαντόδοντου και δούλων. Οι κάτοικοί του ήταν Άραβες, Ινδοί και
Αφρικανοί Σουαχίλι. Σταδιακά η Ζανζιβάρη επέκτεινε την κυριαρχία της και στην
απέναντι ακτή, θέτοντας υπό τον έλεγχό της πόλεις όπως η Μομπάσα, η Βάνγκα, η
Κίλουα κ.α. Κατευθυνόμενα προς την ενδοχώρα της Ανατολικής Αφρικής, τα
καραβάνια του σουλτανάτου ακολουθούσαν εμπορικές διαδρομές, αρκετές από τις
οποίες περνούσαν μέσα από την επικράτεια των Μασάι. Η είσοδος των ξένων
εμπόρων στην περιοχή αυτή υπήρξε η απαρχή ενός μακροχρόνιου, ακήρυχτου
πολέμου, που διήρκεσε δεκαετίες. Κανέναν εχθρό δεν πολέμησαν οι Μασάι τόσο
επίμονα όσο το αραβικό Σουλτανάτο της Ζανζιβάρης. Οι δύο πλευρές βρίσκονταν σε
μια διαρκή εμπόλεμο κατάσταση, όπως οι Η.Π.Α με τις φυλές των Ινδιάνων. Ακόμα
κι όταν τα καραβάνια του σουλτανάτου περνούσαν με επιτυχία μέσα από την γη των
Μασάι, το τίμημα συνήθως ήταν βαρύ. Άραβες και Σουαχίλι έμποροι είχαν καταφέρει
να διασχίσουν την περιοχή αυτή ήδη από την δεκαετία του 1840, φτάνοντας μέχρι την
λίμνη Μπαρίνγκο. Παρόλα αυτά κατέληξαν σύντομα στο συμπέρασμα ότι η
συγκεκριμένη διαδρομή ήταν μακράν η πιο επικίνδυνη από τις εμπορικές οδούς που
οδηγούσαν στην ενδοχώρα. Συνήθως οι Μασάι ζητούσαν από τα καραβάνια βαρύ
φόρο σε είδος, για να τους επιτρέψουν την διέλευση. Πολλές φορές όμως απλώς
επιτίθονταν χωρίς προειδοποίηση.

Θα ήταν πρακτικά αδύνατο να συγκεντρωθούν σε μια εξαντλητική απαρίθμηση όλες


οι συγκρούσεις ανάμεσα στην Ζανζιβάρη και τους Μασάι. Σίγουρα όμως υπήρξαν
κάποιες ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες περιπτώσεις. Το 1857 ένα εμπορικό καραβάνι
κατευθυνόταν από τις ανατολικές ακτές προς την ενδοχώρα της σημερινής Κένυα.
Την προστασία του είχαν αναλάβει Άραβες φρουροί και Ασιάτες μισθοφόροι, στην
υπηρεσία του σουλτάνου της Ζανζιβάρης. Οι συγκεκριμένοι πολεμιστές ήταν άρτια
εκπαιδευμένοι και σκληροτράχηλοι επαγγελματίες στρατιώτες, που φημίζονταν για
την μαχητικότητά τους. Αν και προέρχονταν από διάφορες χώρες της Δυτικής Ασίας
και της Αραβικής Χερσονήσου, είχε επικρατήσει να αποκαλούνται «Βελούχοι»,
ασχέτως καταγωγής. Μια νύχτα, λίγη ώρα αφού το καραβάνι είχε στρατοπεδεύσει, οι
ανιχνευτές παρατήρησαν κάποιες φωτιές στους γειτονικούς λόφους και έσπευσαν να
εξακριβώσουν περί τίνος επρόκειτο. Επιστρέφοντας, ανέφεραν ότι μια ισχυρή δύναμη
Μασάι πολεμιστών πλησίαζε απειλητικά. Οι ιθύνοντες του καραβανιού όμως
εκτίμησαν ότι η απόσταση που τους χώριζε από τους επιδρομείς ήταν αρκετά μεγάλη.
Ένιωθαν σίγουροι ότι οι Μασάι δεν θα τους έφταναν πριν την ανατολή του ήλιου.
Έτσι αποφασίστηκε το καραβάνι να μην μετακινηθεί, αλλά να περάσει τη νύχτα στην
θέση που είχε στρατοπεδεύσει. Αργότερα θα αποδεικνυόταν ότι η διαταγή αυτή ήταν
ένα μοιραίο λάθος.

6
Προτού ξημερώσει, περίπου 800 Μασάι πολεμιστές επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στον
αραβικό καταυλισμό με ιαχές και αλαλαγμούς, σφάζοντας χωρίς οίκτο τους έμπορους
και τους αχθοφόρους και λεηλατώντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μετά την σφαγή,
οι επιδρομείς συγκέντρωσαν τα βοοειδή του καραβανιού και ξεκίνησαν για τις εστίες
τους. Τον δρόμο τους όμως έφραζαν οι «Βελούχοι» και οι άλλοι ένοπλοι φρουροί της
Ζανζιβάρης, οι οποίοι περίμεναν τους αντιπάλους τους με τα μουσκέτα προτεταμένα.
Μια ομοβροντία πυρών θέρισε τις πρώτες γραμμές των Μασάι, που σκόρπισαν εδώ κι
εκεί πανικόβλητοι. Εξαιτίας της σύγχυσης που προκλήθηκε, τα βοοειδή ξέφυγαν από
τους επιδρομείς κι άρχισαν να τρέχουν ελεύθερα προς κάθε κατεύθυνση. Οι άνδρες
της Ζανζιβάρης, αντί να γεμίσουν ξανά τα μουσκέτα τους και να προετοιμαστούν για
δεύτερη βολή, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, κυνηγώντας τις αγελάδες και τα βόδια.
Βλέποντάς το αυτό, οι Μασάι ανασυντάχθηκαν και επιτέθηκαν εκ νέου με
αναπτερωμένο το ηθικό. Αυτή τη φορά οι «Βελούχοι» και οι Άραβες στρατιώτες
κατακρεουργήθηκαν. Τουλάχιστον 25 φονεύθηκαν από τους Μασάι ενώ πολύ
περισσότεροι ήταν οι αγνοούμενοι, που χάθηκαν για πάντα μέσα στη ζούγκλα και το
σκοτάδι.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, περιστατικά σαν το προηγούμενο εξελίχθηκαν σε


μόνιμο φόβο για τα καραβάνια της Ζανζιβάρης. Οι Μασάι όμως δεν βρίσκονταν
πάντα στην θέση του αμυνόμενου. Το 1859 ήταν η χρονιά κατά την οποία οι
πολεμιστές τους πέρασαν στην αντεπίθεση και εκτέλεσαν επιδρομές μέχρι τις ακτές
του Ινδικού Ωκεανού. Κατάφεραν μάλιστα να λεηλατήσουν τις παράκτιες πόλεις
Μομπάσα και Βάνγκα, στην σημερινή Ανατολική Κένυα. Οι επιθέσεις αυτές δεν θα
ήταν οι τελευταίες. Οι επιδρομές των Μασάι στην περιοχή της Μομπάσα
επαναλήφθηκαν το 1876, το 1882 και το 1889, σπέρνοντας τον πανικό σε
Αφρικανούς και Άραβες κατοίκους.

Στις αρχές του 1877, ο Γερμανός εξερευνητής και βοτανολόγος Γιοχάνες


Χίλντεμπραντ ξεκίνησε με την αποστολή του από το όρος Κένυα με κατεύθυνση την
ενδοχώρα. Μετά από τρία εικοσιτετράωρα όμως αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να
εγκαταλείψει την εξερευνητική του προσπάθεια, έχοντας λάβει κάποιες ιδιαίτερα
ανησυχητικές ειδήσεις. Λίγες μέρες πριν την αναχώρησή του, οι Μασάι της περιοχής
από την οποία θα διερχόταν, είχαν εξολοθρεύσει ολοσχερώς ένα καραβάνι που
αριθμούσε 1500 οπλισμένους άνδρες. Την ίδια χρονιά ο Χίλντεμπραντ προσκλήθηκε
να συμμετάσχει σε ένα καραβάνι 2000ων εμπόρων ελεφαντόδοντου που θα ταξίδευαν
προς την λίμνη Βικτώρια. Εκείνος για κάποιους λόγους αρνήθηκε αλλά, όπως
αποδείχθηκε αργότερα, η απόφαση αυτή του είχε σώσει την ζωή. Ένα χρόνο μετά, ο
Γερμανός εξερευνητής έμαθε πως το συγκεκριμένο καραβάνι δέχτηκε τελικά την
επίθεση των Μασάι, οι οποίοι άφησαν πίσω τους ελάχιστους επιζώντες.

Το 1881 ο χώρος γύρω από την λίμνη Ελμεντέιτα, στην σημερινή Κένυα, έγινε
μάρτυρας μιας από τις πιο δραματικές συγκρούσεις μεταξύ Μασάι και διερχόμενων
εμπόρων. Στην περιοχή αυτή, ένα καραβάνι 300ων περίπου Σουαχίλι περικυκλώθηκε
από εκατοντάδες πολεμιστές της φυλής Κουάφι οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε
προηγουμένως, αποτελούν κλάδο των Μασάι. Οι έμποροι προέβαλαν σθεναρή

7
αντίσταση, αποκρούοντας ηρωικά κάθε επίθεση των πολυπληθέστερων αντιπάλων
τους. Επί δύο ημέρες και μία νύχτα οι Κουάφι αδυνατούσαν να διασπάσουν την
άμυνα του καραβανιού, χάνοντας ολοένα και περισσότερους άνδρες. Η επιμονή τους
όμως και η αδιαφορία τους για τις ανθρώπινες απώλειες, έφεραν τελικά καρπούς.
Κατά την διάρκεια της δεύτερης νύχτας οι Σουαχίλι εξάντλησαν μέχρι και το
τελευταίο φυσίγγιο από τα πυρομαχικά τους, διαπιστώνοντας ότι κάθε αντίσταση
ήταν πλέον μάταιη. Αποφάσισαν τότε να διαφύγουν υπό την κάλυψη του σκοταδιού,
περνώντας κρυφά μέσα από τον κλοιό των Κουάφι. Για κακή τους τύχη όμως, έγιναν
γρήγορα αντιληπτοί από τους εχθρούς τους, οι οποίοι τους αποδεκάτισαν χωρίς έλεος.
Τρία μόνο άτομα κατάφεραν να σωθούν και να φτάσουν, ύστερα από πολλές
περιπέτειες, στην ασφάλεια των παράκτιων πόλεων. Εκεί περιέγραψαν με κάθε
λεπτομέρεια τι είχε συμβεί, δίνοντας μια πολύ παραστατική εικόνα τόσο για την
απελπισμένη αντίσταση του καραβανιού όσο και για την απίστευτη σκληρότητα των
Κουάφι. Οι διηγήσεις τους έκαναν μεγάλη εντύπωση και οι μνήμες από την μάχη
κοντά στην λίμνη Ελμεντέιτα παρέμειναν ζωντανές για πολλά χρόνια.

Το 1887 οι Μασάι επιτέθηκαν σε ένα πολυάριθμο καραβάνι από την Ζανζιβάρη που
περιελάμβανε περίπου 2000 οπλισμένους άνδρες, χωρίς όμως να το αιφνιδιάσουν. Οι
ενέδρες αυτές πλέον αποτελούσαν ένα ενδεχόμενο για το οποίο ήταν
προετοιμασμένος κάθε έμπορος ο οποίος θα διέσχιζε την περιοχή των Αφρικανικών
Μεγάλων Λιμνών. Οι άνδρες από την Ζανζιβάρη έλαβαν θέσεις άμυνας και
εξαπολύοντας μια πρώτη ομοβροντία προκάλεσαν μεγάλες απώλειες τον εχθρό. Δεν
είχαν όμως τον απαιτούμενο χρόνο για να εκτελέσουν δεύτερη βολή. Οι ταχύτατοι
Μασάι έφτασαν πολύ γρήγορα κοντά στις γραμμές των Αράβων, προτού εκείνοι
προλάβουν τα γεμίσουν ξανά τα όπλα. Ακολούθησε μια σύντομη αλλά σφοδρή μάχη
σώμα με σώμα, κατά την οποία σφαγιάστηκαν μέχρι τον τελευταίο όλοι οι άνδρες
που συμμετείχαν στο καραβάνι. Αφού λεηλάτησαν τα εμπορεύματα, οι Μασάι
έβαλαν τα νεκρά σώματα των αντιπάλων τους το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζοντας
σειρές από αυτά. Στη συνέχεια τοποθέτησαν στο πτώμα του κάθε Άραβα το όπλο που
ο ίδιος κρατούσε προηγουμένως στη μάχη, ως ένδειξη περιφρόνησης.

Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι εκτός από την παραδοσιακή εχθρότητα των Μασάι
για κάθε ξένο που εισχωρούσε στην περιοχή τους, οι συγκρούσεις πυροδοτούνταν και
εξ’ αιτίας της προκλητικής συμπεριφοράς των καραβανιών. Οι Άραβες και οι
Σουαχίλι έμποροι είχαν μεγάλη πίστη στην ανωτερότητα των πυροβόλων όπλων τους
απέναντι στα δόρατα και τις ασπίδες του εχθρού. Έτσι, πολλές φορές λεηλατούσαν τα
χωριά των Μασάι και αιχμαλώτιζαν τις γυναίκες τους. Τα μέλη της συγκεκριμένης
φυλής εξάλλου πωλούνταν συνήθως έναντι υψηλού αντιτίμου στα διάφορα
σκλαβοπάζαρα, ειδικά οι νεαρές κοπέλες.

Ο ερχομός των Ευρωπαίων

Οι παλαιότερες γραπτές αναφορές για τους Μασάι προέρχονται από δύο Γερμανούς
ιεραπόστολους και εξερευνητές, τους Γιοχάνες Ρέμπμαν και Γιόχαν Λούντβιχ Κραπφ.

8
Αυτοί ήταν και οι πρώτοι μη Αφρικανοί που έφτασαν στο όρος Κιλιμάντζαρο, το
1848. Από τα τέλη του 19 ου αιώνα, οι επαφές των Ευρωπαίων με τους Μασάι θα
γίνονταν ολοένα και συχνότερες.

Τον Δεκέμβριο του 1882, ο Γερμανός ιστοριοδίφης Γκούσταβ Φίσερ, ξεκίνησε από
τις ακτές της Τανζανίας, αναζητώντας μια συντομότερη διαδρομή προς την λίμνη
Βικτώρια. Οι συνεχείς επιθέσεις των Μασάι όμως εναντίον του καραβανιού του, σε
συνδυασμό με μια τροπική ασθένεια που τον προσέβαλε, τον ανάγκασαν να
επιστρέψει άδοξα στην βάση του.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Φίσερ, στις αρχές του 1883, ο Σκωτσέζος γεωλόγος και
εξερευνητής Τζόζεφ Τόμσον ξεκίνησε από την Μομπάσα, έχοντας τον ίδιο σκοπό με
τον Γερμανό ομόλογό του. Ολοκληρώνοντας την αποστολή του, έγινε ο πρώτος
Ευρωπαίος που κατάφερε να διασχίσει την χώρα των Μασάι, όχι όμως χωρίς
δυσκολίες. Το καραβάνι του αναγκάστηκε πολλές φορές να πληρώσει βαρείς φόρους
σε είδος, συχνά υπό την απειλή ακοντίων. Ο Τόμσον υπέμεινε στωικά την αυθάδη και
ερειστική συμπεριφορά των Μασάι, οι οποίοι ξεπέρασαν κάθε όριο. Δεν δίστασαν να
σκοτώσουν κάποιους άνδρες του Σκωτσέζου εξερευνητή και να ζητήσουν επιπλέον
φόρο, επειδή το αίμα τους «λέρωσε» την γη τους. Σε κάποια άλλη περίπτωση
τράβηξαν την μύτη του Τόμσον για να δουν αν αυτή μπορούσε να αποσπαστεί, όπως
η τεχνητή οδοντοστοιχία του.

Τον Φεβρουάριο και τον Μάιο του 1886 οι Μασάι επιτέθηκαν σε μια προτεσταντική
ιεραποστολή που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Τάνα. Κίνητρο βέβαια ήταν η
λαφυραγωγία και όχι κάποια θρησκευτική διαφορά. Κατά την επιδρομή της 3 ης Μαΐου
έχασαν την ζωή τους ο Βρετανός ιεραπόστολος Τζων Χάουτον και η σύζυγός του
Άννι. Στη συνέχεια οι Μασάι λεηλάτησαν την ιεραποστολή και σκότωσαν πολλούς
Γκάλα Χριστιανούς που διέμεναν εκεί κοντά.

Το 1887, ο Ούγγρος εξερευνητής κόμης Τέλεκι, κατάφερε να διασχίσει δύο φορές την
χώρα των Μασάι, χωρίς να συγκρουστεί μαζί τους. Εξίσου ειρηνική ήταν και η
διέλευση της αποστολής του Βρετανού Φρέντερικ Τζάκσον, το 1889, με προορισμό
την λίμνη Βικτώρια. Δεν μπορεί να ειπωθεί όμως το ίδιο και για τον Γερμανό
εξερευνητή και πολιτικό Καρλ Πήτερς, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για την μάχη
του Ελμπετζέτ, την πρώτη μεγάλη σύγκρουση Ευρωπαίων με Μασάι.

Η μάχη του Ελμπετζέτ

Ο Εμίν Πασάς ήταν ένας Γερμανός γιατρός, που το 1878 διορίστηκε από την
αιγυπτιακή κυβέρνηση διοικητής του Νότιου Σουδάν. Το 1885 αποκόπηκε από τον
υπόλοιπο κόσμο, εξαιτίας του ισλαμικού κινήματος των Μαχντιστών (βλέπε τεύχος
188 ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ). Η αποστολή που διοργανώθηκε το 1889 από τον
Πήτερς τυπικά αποσκοπούσε στην σωτηρία του Εμίν Πασά. Ουσιαστικά όμως
αποτελούσε μια προσπάθεια προώθησης των γερμανικών αποικιοκρατικών

9
συμφερόντων στην Ανατολική Αφρική. Ο Πήτερς ξεκίνησε στις 25 Ιουλίου 1889 από
την παραλιακή πόλη Ουίτου, στην σημερινή Κένυα. Μαζί του είχε 25 Σομαλούς
στρατιώτες με επαναληπτικά τυφέκια και 85 αχθοφόρους, πολλοί από τους οποίους
έφεραν όπλα παλαιότερου τύπου. Εκτός από τον Πήτερς, επικεφαλής του καραβανιού
ήταν ένας επίσης Γερμανός, ο αξιωματικός Άντολφ φον Τίντεμαν και ο έμπιστος
Σομαλός οδηγός τους, Χουσεΐν Φαρά. Στα τέλη Δεκεμβρίου η αποστολή,
κατευθυνόμενη δυτικά, είχε φτάσει στο οροπέδιο Λαϊκίπια. Εκεί θα γινόταν η πρώτη
συνάντηση των δύο Γερμανών με τους Μασάι.

Ο Πήτερς συνήθιζε να προπορεύεται του καραβανιού αναζητώντας νερό και


θηράματα. Το πρωί της 21ης Δεκεμβρίου 1889, έχοντας μαζί του τον Χουσεΐν Φαρά
και δύο βοηθούς του, έφτασε σε έναν μικρό ποταμό, ο οποίος σε κάποιο σημείο του
διέθετε πέρασμα. Κατά μήκος της κάθε όχθης του βρισκόταν μια στενόμακρη
δασώδης έκταση με πυκνή βλάστηση. Ο Πήτερς έκρινε ότι το συγκεκριμένο σημείο
ήταν ιδανικό για να στήσει το στρατόπεδό του. Έτσι, έστειλε πίσω έναν από τους
βοηθούς του, προκειμένου να ενημερώσει σχετικά το καραβάνι, ενώ ο ίδιος συνέχισε
την πορεία του, αναζητώντας αντιλόπες. Κάποια στιγμή, είδε μπροστά του μεγάλα
κοπάδια βοοειδών συνοδευόμενα από πολλούς ανθρώπους. Αμέσως κατάλαβε ότι
επρόκειτο για Μασάι. Ο Γερμανός εξερευνητής θεώρησε συνετό να υποχωρήσει
μέχρι το σημείο όπου θα στηνόταν το στρατόπεδό του και να περιμένει μέχρι να έρθει
το καραβάνι του. Φθάνοντας όμως εκεί, περικυκλώθηκε από δεκάδες Μασάι
πολεμιστές, οι οποίοι εντούτοις είχαν ειρηνικές προθέσεις. Ήθελαν απλώς να
μιλήσουν μαζί του και να μάθουν τον σκοπό της παρουσίας του στην περιοχή τους.
Μετά από λίγο έφθασαν και οι Σομαλοί στρατιώτες με το υπόλοιπο καραβάνι, προς
μεγάλη ανακούφιση του Πήτερς. Οι συνομιλίες με τους Μασάι συνεχίστηκαν μέσω
διερμηνέων στον ίδιο φιλικό τόνο και όλα έδειχναν πως οι δύο πλευρές δεν θα
έρχονταν σε προστριβές. Για κάθε ενδεχόμενο πάντως, οι Σομαλοί είχαν τα
επαναληπτικά τους τυφέκια σε ετοιμότητα.

Το κλίμα άλλαξε όταν ήρθαν κάποιοι άλλοι Μασάι πολεμιστές, ζητώντας από τον
Πήτερς να μην εγκαταστήσει το στρατόπεδό του στο σημείο που είχε επιλέξει, επειδή
από εκεί περνούσαν τα κοπάδια τους για να πιούν νερό. Ο Γερμανός αρνήθηκε,
αντιτείνοντας ότι υπήρχε αρκετός χώρος τόσο για το στήσιμο των σκηνών του όσο
και για την διέλευση των βοοειδών. Οι Μασάι συμφώνησαν απρόθυμα και
αποχώρησαν. Ο Πήτερς συνέχισε το κυνήγι και μετά από λίγα λεπτά έφτασε μπροστά
σε έναν χαμηλό, επιμήκη λόφο, καλυμμένο με γρασίδι. Στην κορυφή του βρισκόταν
το χωριό Ελμπετζέτ και δίπλα σε αυτό ο καταυλισμός των πολεμιστών Μασάι, οι
οποίοι ζούσαν χωριστά από τους υπόλοιπους κατοίκους. Ο λόφος ήταν παράλληλος
με τον μικρό ποταμό, δίπλα στον οποίο στηνόταν το στρατόπεδο του Γερμανού
εξερευνητή.

Κατά τις 14:00, ο Πήτερς επέστρεψε στον έτοιμο πλέον καταυλισμό του, όπου τον
περίμενε μια ομάδα από πρεσβύτερους των Μασάι. Δίπλα τους είχε συγκεντρωθεί
ένα κοπάδι ταύρων, οι οποίοι έδειχναν ιδιαίτερα ανήσυχοι. Ο Πήτερς φοβήθηκε πως
κάποιο από αυτά τα ζώα ετοιμαζόταν να του επιτεθεί κι έτσι το πυροβόλησε

10
σκοτώνοντας το. Το συγκεκριμένο περιστατικό έκανε ιδιαίτερα άσχημη εντύπωση
στους γέροντες των Μασάι. Εντούτοις, ακολούθησαν τον Πήτερς στην σκηνή του για
να συνομιλήσουν μαζί του, όπως είχαν ζητήσει. Φθάνοντας όμως εκεί, βρήκαν
αρκετούς πολεμιστές Μασάι οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί κάτω από ένα δέντρο,
τραγουδώντας έναν πολεμικό ύμνο. Ο Πήτερς πίστεψε ότι σύντομα θα του ζητούσαν
φόρο σε είδος, όπως έκαναν με όλους όσους περνούσαν από την επικράτειά τους.
Αποφασισμένος να μην υποστεί την ίδια άσχημη μεταχείριση με τον Τόμσον, προέβη
σε μια σειρά προκλητικών ενεργειών. Αρχικά πυροβόλησε έναν γύπα, πάνω στο
δέντρο όπου είχαν συγκεντρωθεί οι Μασάι πολεμιστές. Όταν κάποιος από τους
πρεσβύτερους διαμαρτυρήθηκε για αυτήν την πράξη, ο Γερμανός εξερευνητής έριξε
δύο βολές πάνω από το κεφάλι του για εκφοβισμό. Ύστερα έδωσε διαταγή να
απομακρυνθούν όλοι οι Μασάι από το στρατόπεδο, προκειμένου οι συνομιλίες να
συνεχιστούν εκτός της περιμέτρου του.

Ο Πήτερς πρότεινε στους πρεσβύτερους να του παραχωρήσουν κάποιους οδηγούς


μέχρι την λίμνη Μπαρίνγκο και να του πουλήσουν μερικά γαϊδούρια. Ως αντάλλαγμα,
εκείνος θα τους έδινε μια μεγάλη ποσότητα συρματόσχοινου καθώς και χρωματιστές
χάντρες. Οι πρεσβύτεροι απαίτησαν να δοθεί πρώτα φόρος στους νεαρούς πολεμιστές
και μετά να κλείσει η συμφωνία. Ο Πήτερς αρνήθηκε και οι Μασάι αποχώρησαν
αμίλητοι. Ένας Κικούγιου από το καραβάνι ερμήνευσε την συγκεκριμένη κίνηση ως
προμήνυμα πολέμου.

Το ίδιο απόγευμα ο Πήτερς πήρε μαζί του 30 άνδρες και συναντήθηκε ξανά με τους
γέροντες των Μασάι, αυτή την φορά στο Ελμπετζέτ. Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη
και οι διαθέσεις των νεαρών πολεμιστών απροκάλυπτα επιθετικές. Ο Πήτερς
περιόρισε της απαιτήσεις του, ζητώντας έναν και μόνο οδηγό μέχρι την λίμνη
Μπαρίνγκο. Δεν επιθυμούσε πλέον την αγορά γαϊδουριών ή άλλων ζώων ενώ οι
δεσμεύσεις του για το συρματόσχοινο και τις χρωματιστές χάντρες παρέμεναν σε
ισχύ. Οι Μασάι συμφώνησαν, λέγοντας ότι το επόμενο πρωί θα έστελναν στον
καταυλισμό του καραβανιού έναν οδηγό. Παρόλα αυτά, η ρήξη ανάμεσα στις δύο
πλευρές ήταν πια ανεπανόρθωτη.

Κατά τις 21.00 ο Πήτερς εκτόξευσε στον αέρα μπλε και κόκκινες φωτοβολίδες,
θέλοντας να δείξει στους Μασάι πως αυτός και οι άνδρες του βρίσκονται σε
ετοιμότητα. Εντούτοις, οι κάτοικοι του Ελμπετζέτ δεν έδειξαν να πτοούνται. Καθόλη
την διάρκεια της νύχτας, μικρές ομάδες Μασάι πολεμιστών εκτόξευαν βέλη και
εκτελούσαν σποραδικές επιθέσεις κατά του στρατοπέδου. Κάποιοι από αυτούς
κατάφεραν να περάσουν την περίμετρο και να κλέψουν αρκετά εφόδια του
καραβανιού. Οι σκοποί πυροβολούσαν στα τυφλά, μέσα στο σκοτάδι και η νύχτα
πέρασε κάθε άλλο παρά ήρεμα.

Το πρωί της 22ας Δεκεμβρίου ο Πήτερς διαπίστωσε ότι οι Μασάι δεν είχαν στείλει τον
οδηγό που υποσχέθηκαν. Αυτό όμως ήταν πια αναμενόμενο, ύστερα από την
επιδρομή της προηγούμενης νύχτας. Ο Γερμανός εξερευνητής σκέφτηκε πως αν
άφηνε τους αντιπάλους του ατιμώρητους, εκείνοι θα αποθρασύνονταν εντελώς.

11
Αποφάσισε λοιπόν να επιτεθεί το ίδιο κιόλας πρωί εναντίον του Ελμπετζέτ. Ο
Τίντεμαν συμφώνησε και για τον σκοπό αυτό ετοίμασε 35 ένοπλους άνδρες. Η μικρή
αυτή δύναμη έφυγε από το στρατόπεδο και άρχισαν να διασχίζουν την δασώδη
έκταση που εκτεινόταν στις όχθες του μικρού ποταμού. Κάποια στιγμή οι Σομαλοί
στρατιώτες σταμάτησαν, έπεσαν στα γόνατα και προσευχήθηκαν στον Αλλάχ.
Βγαίνοντας από την δασώδη έκταση, οι άντρες του Πήτερς σχημάτισαν αμέσως μια
ευθεία γραμμή χωρισμένη σε τρία τμήματα. Ο Γερμανός εξερευνητής τέθηκε
επικεφαλής του δεξιού, ο Χουσεΐν Φαρά του κεντρικού και ο Τίντεμαν του
αριστερού. Της παράταξης προπορευόταν ένας αφρικανός που κρατούσε την
γερμανική σημαία.

Διατηρώντας αυτόν τον σχηματισμό, ο Πήτερς και οι άνδρες του βάδισαν κατά του
Ελμπετζέτ. Στον δρόμο τους συνάντησαν διάφορα κοπάδια βοοειδών των Μασάι.
Ένας νεαρός βοσκός τους έβρισε επειδή ενοχλούσαν τα ζώα του, μόνο και μόνο για
να δεχτεί αμέσως μια σφαίρα στα πλευρά και να πέσει νεκρός. Λόγω του πρωινού
ψύχους οι περισσότεροι Μασάι κοιμούνταν ακόμα, αλλά ο πυροβολισμός τους
ξύπνησε. Οι άνδρες βγήκαν γρήγορα από την είσοδο του Ελμπετζέτ για να
αντιμετωπίσουν τους επιτιθεμένους. Τα δε γυναικόπαιδα διέφυγαν κατεβαίνοντας τις
πλαγιές του λόφου από την αντίθετη πλευρά. Επικεφαλής της άμυνας στην είσοδο
του Ελμπετζέτ ήταν ένας από τους πρεσβύτερους με τους οποίους είχε συνομιλήσει ο
Πήτερς την προηγούμενη ημέρα. Οι δύο άνδρες ήρθαν ξανά πρόσωπο με πρόσωπο,
αυτήν την φορά στο πεδίο της μάχης. Ο Μασάι εκτόξευσε τρία βέλη εναντίον του
Πήτερς, αλλά όλα αστόχησαν. Ο Γερμανός πυροβόλησε δύο φορές κατά του
πρεσβύτερου χωρίς αποτέλεσμα. Μια τρίτη σφαίρα όμως από το όπλο του Πήτερς
διαπέρασε τους κροτάφους του Μασάι, ρίχνοντάς τον νεκρό στο έδαφος. Οι
πολεμιστές, βλέποντας νεκρό τον ηγέτη τους, εγκατέλειψαν την είσοδο του
Ελμπετζέτ και υποχώρησαν από την άλλη πλευρά του λόφου. Ο Πήτερς είχε
καταλάβει το χωριό μαζί με 2000 βοοειδή που βρήκε εκεί, χωρίς την παραμικρή
απώλεια. Οι Μασάι αντίθετα είχαν επτά νεκρούς.

Οι πανηγυρισμοί των νικητών όμως δεν θα διαρκούσαν για πολύ. Ο Πήτερς διέκρινε
από τον λόφο όπου βρισκόταν μια πυκνή μάζα πολεμιστών Μασάι, η οποία
κατευθυνόταν απειλητικά προς το στρατόπεδό του. Αμέσως έδωσε διαταγή για
εγκατάλειψη του υψώματος και εσπευσμένη αναχώρηση. Κινούμενη όσο ταχύτερα
μπορούσε, η μικρή δύναμη του Πήτερς έφτασε στο στρατόπεδο πριν τους Μασάι. Οι
σκηνές ξεστήθηκαν αμέσως και σύντομα όλο το καραβάνι ήταν έτοιμο να συνεχίσει
την πορεία του. Η φάλαγγα προχώρησε μέσα στην δασώδη έκταση, προκειμένου να
κινείται υπό την κάλυψη των δέντρων. Όμως, μετά από μόλις τρία λεπτά πορείας, ο
Πήτερς και οι άνδρες του βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Μασάι, οι οποίοι είχαν
εισχωρήσει στο δάσος και ετοιμάζονταν να τους επιτεθούν. Ο Γερμανός εξερευνητής
πίστεψε ότι όλα είχαν τελειώσει, αλλά παρέμεινε σταθερός την θέση του. Οι
περισσότεροι Μασάι προχωρούσαν προσεκτικά από δέντρο σε δέντρο, για να
προστατεύονται από τις σφαίρες, ενώ κάποιοι άλλοι εκτόξευαν βέλη. Η μάχη που
ακολούθησε ήταν άγρια, καθώς και οι δύο πλευρές επιδείκνυαν την ίδια επιμονή.

12
Τόσο ο Πήτερς όσο και ο Τίντεμαν κινδύνευσαν να χάσουν την ζωή τους. Ο πρώτος
σώθηκε τελευταία στιγμή από παρέμβαση του μάγειρά του και ο δεύτερος από τους
ένοπλους αχθοφόρους του.

Μετά από μισή ώρα μάχης, οι Μασάι απωθήθηκαν έξω από το δάσος και άρχισαν να
υποχωρούν τακτικά προς τον λόφο του Ελμπετζέτ. Φτάνοντας στην βάση του
υψώματος, ο Πήτερς και οι άντρες του διέσπασαν τις γραμμές των αντιπάλων τους,
εφόρμησαν κατά του οικισμού και τον κατέλαβαν για δεύτερη φορά. Το Ελμπετζέτ
όμως ήταν ακόμα έρημο, καθώς οι Μασάι δεν είχαν επιστρέψει εκεί, μετά την
αποχώρηση του Πήτερς. Ακολούθησαν τότε σκηνές απίστευτης βαρβαρότητας και
από τις δύο πλευρές. Αρχικά ο Γερμανός εξερευνητής έδωσε διαταγή να πυρποληθεί
ολοσχερώς το Ελμπετζέτ και ο παρακείμενος καταυλισμός των πολεμιστών.
Βλέποντας τις φλόγες, οι Μασάι που ήταν συγκεντρωμένοι κάτω από τον λόφο
άρπαξαν τα πτώματα των ανδρών του Πήτερς και τα κατακρεούργησαν. Η ειδεχθής
αυτή πράξη προκάλεσε μια εξίσου αποτρόπαια αντίδραση. Οι Σομαλοί και οι
Αφρικανοί αχθοφόροι πήραν τα σώματα κάποιων Μασάι, τα οποία έτυχε να
βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, και τα αποκεφάλισαν. Στην συνέχεια πέταξαν τα
κομμένα κεφάλια κάτω από τον λόφο, προς την κατεύθυνση των συγκεντρωμένων
πολεμιστών.

Ο Πήτερς μέτρησε 43 νεκρούς Μασάι, αλλά εκτίμησε ότι οι συνολικές απώλειες του
εχθρού πρέπει να ήταν τριπλάσιες. Το καραβάνι είχε επτά νεκρούς και αρκετούς
τραυματίες, κυρίως από βέλη. Το πιο δυσάρεστο όμως για τον Πήτερς ήταν ότι τα
πυρομαχικά των Σομαλών άρχισαν να εξαντλούνται. Από τα 1500 συνολικά φυσίγγια
των επαναληπτικών τυφεκίων τους είχαν απομείνει μόνο 600. Ανάλογες ελλείψεις
υπήρχαν και στα πυρομαχικά των ένοπλων αχθοφόρων. Ο Πήτερς έπρεπε πλέον να
αποφεύγει τις συγκρούσεις με τους Μασάι. Έτσι, το καραβάνι εγκατέλειψε το
Ελμπετζέτ στις 11.30 και συνέχισε εσπευσμένα την πορεία του βορειοδυτικά.

Τις επόμενες ημέρες οι Μασάι ακολουθούσαν επίμονα την φάλαγγα του Πήτερς από
αρκετά μεγάλη απόσταση, αποφεύγοντας να επιτεθούν. Το τέλος των εχθροπραξιών
όμως απείχε πολύ ακόμα. Στις 23 Δεκεμβρίου μια επίθεση των Μασάι απετράπη
λόγω της έκλειψης ηλίου που συνέβη εκείνη την ημέρα. Το φαινόμενο αυτό
ερμηνεύτηκε από τους αποθαρρυμένους πολεμιστές είτε ως δυσμενής οιωνός είτε ως
τέχνασμα των λευκών. Μια νυχτερινή επίθεση των Μασάι, την παραμονή των
Χριστουγέννων στις 22:00, αποκρούστηκε από τον Πήτερς με επιτυχία. Οι
επιτιθέμενοι υποχώρησαν ύστερα από τρίωρη μάχη κατά την οποία το καραβάνι δεν
είχε ούτε έναν νεκρό. Σε αυτό βοήθησαν οι φωτοβολίδες που εκτόξευε συνεχώς ο
Πήτερς, εξασφαλίζοντας καλύτερη ορατότητα στους σκοπευτές του. Το καραβάνι
συνέχισε την πορεία του καταδιωκόμενο πάντα από τους Μασάι και μετά από πολλές
περιπέτειες έφτασε στην ασφάλεια της λίμνης Μπαρίνγκο, στις 12 Ιανουαρίου 1890.
Παρά τις προσπάθειες όμως του Πήτερς, ο Εμίν Πασάς διασώθηκε τελικά από έναν
άλλον εξερευνητή, τον Βρετανο-αμερικανό Χένρυ Μόρτον Στάνλυ.

13
Επίλογος

Το 1890, Βρετανία και Γερμανία ολοκλήρωσαν τον διαμελισμό της Ανατολικής


Αφρικής, οριστικοποιώντας τα σύνορα των επικρατειών τους. Οι Μασάι που
βρέθηκαν υπό την κυριαρχία του Λονδίνου, δεν προκάλεσαν προβλήματα στην νέα
διοίκηση, με εξαίρεση κάποιες συγκρούσεις μικρής κλίμακας το 1894 και 1895.
Αντίθετα, οι σχέσεις τους με τους Γερμανούς παρέμειναν τεταμένες καθόλη την
διάρκεια της αποικιοκρατίας. Οι Μασάι πολέμησαν στο πλευρό των Βρετανών
εναντίον των Κικούγιου, στην δεκαετία του 1890, και κατά των γερμανικών
αποικιακών δυνάμεων, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με το πέρασμα του 20 ου
αιώνα η Αφρική εκσυγχρονιζόταν αργά αλλά σταθερά. Οι Μασάι προσαρμόστηκαν
στις νέες συνθήκες, εγκαταλείποντας σταδιακά τις πολεμικές και ληστρικές τους
συνήθειες. Σήμερα ο πληθυσμός τους αριθμεί πάνω από 1.600.000 άτομα,
μοιρασμένα σχεδόν εξίσου ανάμεσα στην Νότια Κένυα και την Βόρεια Τανζανία.
Παρά την αστικοποίηση της αφρικανικής ηπείρου, πολλοί Μασάι συνεχίζουν να ζουν
στην σαβάνα, ακολουθώντας τον παραδοσιακό τρόπο ζωής, όπως οι πρόγονοί τους
πριν εκατοντάδες χρόνια.

Βιβλιογραφία.

(1) Richard Burton: ZANZIBAR AND TWO MONTHS IN EAST AFRICA,


William Blackwood & Sons, Edinburgh, 1858.

(2) Carl Peters: NEW LIGHT ON DARK AFRICA, Ward, Lock and Co., London,
New York and Melbourne, 1891.

(3) Charles Eliot: THE EAST AFRICA PROTECTORATE, Arnold, London, 1905.

(4) Arne Perras: CARL PETERS AND GERMAN IMPERIALISM 1856-1918,


Clarendon Press, Oxford, 2004.

(5) Joseph Thomson: THROUGH MASAI LAND, Sampson Low, Marston, Searle
& Rivington, London, 1887.

(6) Gerald Portal: THE BRITISH MISSION TO UGANDA IN 1893, Arnold,


London, 1894.

(7) Chris Peers: WARRIOR PEOPLES OF EAST AFRICA 1840-1900, Osprey


Men at Arms, Oxford, 2005.

Λεζάντες

1. Ασπίδα των Μασάι, με χαρακτηριστικά χρώματα και μοτίβα.

14
2. Μασάι πολεμιστής με το θήραμά του, ένα αρσενικό λιοντάρι.

3. Το δουλεμπόριο ανθούσε στην Ανατολική Αφρική τον 19ο αιώνα.


Καλλιτεχνική απεικόνιση μαύρων σκλάβων με φρουρό από την Ζανζιβάρη.

4. Μασάι πολεμιστές από την Κένυα με πλήρη εξάρτυση, τέλη 19 ου- αρχές 20ου
αιώνα.

5. Μασάι πολεμιστές από την Γερμανική Ανατολική Αφρική, αρχές 20ου αιώνα.

6. Καλλιτεχνική απεικόνιση Σουαχίλι φρουρών που προστάτευαν τα καραβάνια


της Ζανζιβάρης.

7. Ζωγραφική αναπαράσταση της μάχης του Ελμπετζέτ.

8. Διάφοροι τύποι σπαθιών που χρησιμοποιούν οι Μασάι.

9. Τα καραβάνια από την Ζανζιβάρη, όπως αυτό της φωτογραφίας, αποτελούσαν


συχνά στόχο των Μασάι πολεμιστών.

10. Ο Γερμανός εξερευνητής Καρλ Πέτερς (κέντρο) κατά την διάρκεια κάποιας
αποστολής του, μαζί με δύο συνεργάτες του.

11. Ο Σκωτσέζος εξερευνητής Τζόζεφ Τόμσον, μαζί με δύο Σουαχίλι βοηθούς


του.

12. Τυπικός εξοπλισμός ενός Μασάι πολεμιστή: ασπίδα, σπαθί με την θήκη του,
κεφαλοθραύστης, δόρατα και στολίδι κεφαλής.

13. Σύγχρονοι Μασάι πολεμιστές, κατά την εκτέλεση του παραδοσιακού τους
χορού με τα υψηλά επιτόπια άλματα.

14. Μασάι πολεμιστές με τα χαρακτηριστικά στολίδια κεφαλής που μιμούνται την


χαίτη του λιονταριού, τέλη 19ου- αρχές 20ου αιώνα.

Λεζάντα χάρτη: Η Ανατολική Αφρική κατά τον 19ο αιώνα.

Γεωγραφικά ονόματα

Λίμνη Τουρκάνα (λίμνη Ροδόλφου) = Lake Turkana (Lake Rudolf)

Λίμνη Βικτώρια = Lake Victoria

15
Λίμνη Τανγκανίκα = Lake Tanganyika

Κρατήρας Νγκορονγκόρο = Ngorongoro Crater

Ποταμός Τάνα = Tana River

Μομπάσα = Mombasa

Βάνγκα = Vanga

Κίλουα = Kilwa

Λόφοι Τάιτα = Taita Hills

Όρος Κιλιμάντζαρο = Mount Kilimanjaro

Οροπέδιο Λαϊκίπια = Laikipia Plateau

Λίμνη Ελμεντέιτα = Lake Elmenteita

Ουίτου = Witu

Κόλπος Καβιρόντο = Kavirondo Gulf

Λίμνη Μπαρίνγκο = Lake Baringo

Λίμνη Ναϊβάσα = Lake Naivasha

Ελμπετζέτ = Elbejet

Ονόματα φυλών

Μασάι = Masai

Καλέντζιν = Kalenjin

Ντατόγκα = Datoga

Γκόγκο = Gogo

Χέχε = Hehe

Κικούγιου = Kikuyu

Κάμπα = Kamba

Τσάγκα = Chaga

Σουαχίλι = Swahili

Νάντι = Nandi

16
Κουάφι = Kwafi

Γκάλα = Galla

Τουρκάνα = Turkana

Ονόματα προσώπων

Γιοχάνες Ρέμπμαν = Johannes Rebmann

Γιόχαν Λούντβιχ Κραπφ = Johann Ludwig Krapf

Γκούσταβ Φίσερ = Gustav Fischer

Τζόζεφ Τόμσον = Joseph Thomson

Τζων Χάουτον = John Houghton

Άννι Χάουτον = Annie Houghton

κόμης Τέλεκι = Count Sámuel Teleki

Φρέντερικ Τζάκσον = Frederick Jackson

Καρλ Πήτερς = Carl Peters

Εμίν Πασάς = Emin Pasha

Χένρυ Μόρτον Στάνλυ = Henry Morton Stanley

Γιοχάνες Χίλντεμπραντ = Johannes Hildebrandt

Άντολφ φον Τίντεμαν = Adolf von Tiedemann

Χουσσεΐν Φαρά = Hussein Fara

17

You might also like