Professional Documents
Culture Documents
Αποδεικτικό και στοχαστικό δοκίμιο
Αποδεικτικό και στοχαστικό δοκίμιο
«Στη νέα ελληνική γλώσσα διακρίνουμε, όπως και στην αρχαία, διαφορετικές
διαλέκτους, αυτές όμως δεν είναι καθόλου αντίστοιχες με τις αρχαίες
διαλέκτους. Η ανάπτυξη διαλέκτων της ΝΕ άρχισε από τα μεσαιωνικά χρόνια.
Είναι όμως αξιοσημείωτο γι’ αυτές πόσο κοντά παρέμειναν η μία στην άλλη
και με όλες τις δυσκολίες που παρουσίαζε, όπως θα πρέπει να έχουμε υπόψη,
η επικοινωνία με ορισμένες ελληνόφωνες περιοχές. Γλωσσολογικά την πιο
μεγάλη απόκλιση από τον κοινό κορμό παρουσιάζει μία από τις διαλέκτους, η
τσακωνική, απόγονος της αρχαίας δωρικής και ομιλούμενη γλώσσα μιας
δυσπρόσιτης περιοχής της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου. Όλες οι άλλες
διάλεκτοι της ΝΕ κατάγονται από την ελληνιστική κοινή. Ανάμεσά τους, την
πιο μεγάλη απόκλιση από την κοινή παρουσιάζει η ποντιακή-καππαδοκική
ομάδα διαλέκτων (τις μιλούσαν στη Μικρά Ασία) και η ομάδα διαλέκτων της
Νότιας Ιταλίας (όπου και σήμερα υπάρχουν ελληνόφωνοι).
Ό,τι συμβαίνει με τις μειονοτικές γλώσσες στην Ελλάδα, το ίδιο παρατηρείται
και στις διαλέκτους της ΝΕ: βαίνουν προς γρήγορη εξαφάνιση και ολοένα
παραχωρούν τη θέση τους σε μια κοινή ενιαία γλώσσα. Αυτό γίνεται κιόλας
από τα χρόνια του Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία (1821-1829),
ιδιαίτερα όμως παρατηρείται στον εικοστό αιώνα. Το συμπαγέστερο τμήμα
της εδαφικής επικράτειας που οι Έλληνες απελευθέρωσαν από τους Τούρκους
κατά τον Αγώνα της ανεξαρτησίας ήταν η Πελοπόννησος. Αυτό υπήρξε μια
ευνοϊκή σύμπτωση. Γιατί στην Πελοπόννησο (εκτός από την τσακωνική)
μιλιούνταν διάλεκτοι που φωνολογικά και μορφολογικά ανήκα στις
πλησιέστερες προς τη γραφόμενη γλώσσα. Όταν πρωτεύουσα του Ελληνικού
βασιλείου έγινε (το 1834) η Αθήνα, εκεί εγκαταστάθηκε μεγάλο πλήθος
Πελοποννησίων και σύντομα οι δικές τους διάλεκτοι επικράτησαν απέναντι
στην κάπως διαφορετική «παλιά αθηναϊκή», τη διάλεκτο που μιλούσαν οι
κάτοικοι της προεπαναστατικής Αθήνας.»
[Peter Mackridge «Η Νεοελληνική Γλώσσα»]
Το αποδεικτικό δοκίμιο:
Το στοχαστικό δοκίμιο:
- Τα δοκίμια που έχουν πιο ελεύθερη οργάνωση προσεγγίζουν
περισσότερο τη λογοτεχνία και η δομή τους δεν καθορίζεται από τη σχέση
απόδειξης ανάμεσα στη θέση του συγγραφέα και την υποστήριξη αυτής της
θέσης. Υπάρχει ένα κεντρικό θέμα με το οποίο οι επιμέρους ιδέες
συνδέονται περισσότερο ή λιγότερο συνειρμικά. Ο συγγραφέας
περιδιαβάζει ελεύθερα στο χώρο των ιδεών.
- Στο στοχαστικό δοκίμιο είναι εμφανής ο υποκειμενισμός, εφόσον ο
συγγραφέας χρησιμοποιεί το α΄ ενικό πρόσωπο, για να δηλώσει έτσι πως
καταγράφει εντελώς προσωπικές σκέψεις και προβληματισμούς.
- Η γλώσσα του στοχαστικού δοκιμίου είναι κυρίως ποιητική με πλήθος
εκφραστικών στοιχείων που παραπέμπουν σε λογοτεχνικό κείμενο
(μεταφορές, εικόνες, ποικίλα σχήματα λόγου).
- Το στοχαστικό δοκίμιο βασίζεται στην επίκληση στο συναίσθημα, καθώς
η προσπάθεια πειθούς του συγγραφέα δεν έχει τον αποδεικτικό χαρακτήρα
του επιστημονικού λόγου.
«Το κόκκινο πανί μου -το πιο κόκκινο- ήταν και είναι ακόμη η ευκολία. Την
υποψιαζόμουνα παντού. Κάτω από τα κηρύγματα για την απλότητα, για την
τάξη, για την εγκράτεια. Τη μυριζόμουνα πίσω από τις συνταγές για τον πεζό
λόγο, που όφειλε τάχα να περιορίζεται στις μικρές περιεχτικές φράσεις και ν’
αποφεύγει σαν το διάβολο τις εικονοπλαστικές αντιστοιχίες ή τους
συναισθηματικούς συνειρμούς. Εξάλλου, με δυσαρέσκεια έβλεπα, ολοένα και
περισσότερο γύρω μου, από ένα είδος νεοεγκεφαλισμού να ρέπουν όλοι προς
την αφηρημένη έκφραση, τις ηθελημένες παρασιωπήσεις - αυτός προπάντων
ο φόβος: μήπως τα πούμε όλα - τους μελετημένους υπαινιγμούς, τις έμμεσες
αναφορές σε παλαιότερα στρώματα παιδείας, μια αληθινή πανδαισία για όλα
τα γένη των συγχρόνων υδροκεφάλων.»
[Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά]
Το ημερολόγιο:
Επιστολή:
Τίμο –
...
Αν σ’ όλα αυτά τα γράμματά μου δεν εκφράζομαι πάντα με ακρίβεια ή δίκαια
συμπαθήστε με. Στους φίλους γράφω πάντα έτσι∙ γρήγορα, ό,τι μου έρθει,
όπως θα κουβέντιαζα. Αντίθετα στο γράψιμο το άλλο: είμαι φριχτά αργός.
Σχεδόν σαν τον Malherbe που όταν πια είχε ετοιμάσει το ποίημα για τους
γάμους ενός φίλου του, ο φίλος είχε πάρει διαζύγιο.
Το δεύτερο αίτιο της χαρά μου, και το κύριο, είναι, θα σου φανεί παράξενο,
πως μ’ αυτά τα γράμματα που μου στέλνεις και σου στέλνω, αρχίζω να σε
καταλαβαίνω σαν άνθρωπο. Για σκέψου τι τραγική είναι η μοίρα μας∙ αν δεν
γινόταν ο πόλεμος και δεν είχα εγκαταλειφθεί στο Τράνσβαλ μπορεί να μη
γινότανε αυτό. Και να πεις πως γνωριζόμαστε τόσα χρόνια. Και η χαρά αυτή
δεν είναι του ψυχολόγου, αλλά του φίλου. ...