You are on page 1of 24

ΑΙΣΧΥΛΟΥ

ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ [μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρης]

ΠΡΟΛΟΓΟΣ [94-137]

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑΣ

Κοιμάστε, οϊμέ! και σαν κοιμάστε, ποιά σας χρεία;

μα εγώ από σας σε τέτοιο τρόπο ατιμασμένη,

κάτω στον Άδη, για το φόνο πὄχω κάμει,

δε λέει να πάψει των νεκρών η καταφρόνια

κι άτιμη τριγυρνώ· γιατ᾽ έχω, ξέρετέ το,

την πιο από μέρους τους μεγάλη κατηγόρια·

100μα πὄπαθα τέτοιο κακό απ᾽ τους πιο ζεστούς μου,

κανείς θεός δεν είπε να οργιστεί για μένα

που μάνα, σφάχτηκ᾽ απ᾽ τα χέρια του παιδιού μου!

Νά, δείτε αυτές μου τις πληγές με την καρδιά σας,

γιατ᾽ η ψυχή λαμπρότερα βλέπει στον ύπνο,

που έτσι δεν είναι οξύθωρη στο φως της μέρας.

Κι όμως πόσα δεν έχετε γευτεί από μένα

κι ακράσωτες χοές και προσφορές καθάριες

και δείπνα που σεμνά τα ετοίμαζα τη νύχτα

σ᾽ ώρες που για κανέν᾽ άλλο θεό δεν είναι·

μα όλ᾽ αυτά τώρα βλέπω ποδοπατημένα

και κείνος πάει και ξέφυγε σαν το ζαρκάδι

κι έτσι αλαφρά καταμεσίς απ᾽ τα πλεμάτια

με πολύ περιγέλιο σας πηδάει και πάει.

Μ᾽ ακούστε μου κι είναι αυτά για τη ψυχή μου

όσα είπα· και ξυπνήστε, θεές του Κάτω κόσμου,

που όνειρο τώρα κράζω σας, η Κλυταιμνήστρα.


ΧΟΡΟΣ

(Μούγκρισμα)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μουγκρίζετε, μα εκείνος πήρε τώρα δρόμο,

γιατ᾽ οι δικοί μου έχουν βοηθούς, εγώ όμως όχι.

ΧΟΡΟΣ

(Μούγκρισμα)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Βαθιά κοιμάσαι και δεν το ψυχοπονιέσαι

αυτό πὄπαθα, πὄφυγε ο φονιάς μου ο γιος μου.

ΧΟΡΟΣ

(Ούρλιασμα)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ούρλιαζε, κοίμου· μα δε λες και να ξυπνήσεις;

ποιά δουλειάν έχεις παρά το κακό να κάνεις;

ΧΟΡΟΣ

(Ούρλιασμα)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Συμφώνησαν δυο δυνατοί, ο ύπνος κι ο κόπος

κι αδράνισαν της δράκαινας την άγριαν άφρη.

ΧΟΡΟΣ

(Διπλό δυνατό μούγκρισμα)

Πιάστο, πιάστο, πιάστο, έχε το νου σου!

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Στ᾽ όνειρο κυνηγάς αγρίμι κι αλυχταίνεις

σα σκύλος που όλο της δουλειάς του έχει την έγνοια.

τί κάνεις; σήκω κι ας μη σε νικάει ο κόπος·


τον ύπνο απόδιωξε να δεις τι έχομε πάθει.

Ας σου πληγώσουν την καρδιά οι ονειδισμοί μου

που είναι για τους φιλότιμους σα φτερνιστήρια·

τρέχα και φύσα πάνω του θανάτου αγέρα,

για να τον λιώσει ο αχνός, τω σωθικώ σου η φλόγα.

Εμπρός, με δεύτερα κυνήγια μάρανέ τον!

[.....]

ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ [397-488]

ΑΘΗΝΑ

Από μακριά άκουσα φωνή που με καλούσε

πέρ᾽ απ᾽ τις όχθες του Σκαμάντρου, ενώ της χώρας

έπαιρνα κατοχή, που οι αρχηγοί κι οι πρώτοι

των Αχαιών μου χάρισαν απ᾽ του πολέμου

τα λάφυρα, πλούσια μερίδα, να την έχω

συθέμελη με όλα της δικιά μου πάντα,

χάρισμα διαλεχτό για του Θησέα τα τέκνα.

Από κει πήρ᾽ ακούραστο το πόδι κι ήρθα

δίχως φτερά, σφυροκοπώντας στον αγέρα

τη φουσκωμένη αιγίδα μου κι έχοντας κάτω

απ᾽ τ᾽ άρμ᾽ αυτό πουλάρια αδάμαστα ζεμένα.

Μα βλέπω επίσκεψη παράξενη εδώ τώρα,

που όχι φοβούμαι, μα μου ξάφνισε το μάτι·

ποιοί τάχα να ᾽στε; σ᾽ όλους σας το λέω στη μέση:

στον ξένο αυτό, που στ᾽ άγαλμά μου έχει προσπέσει,

και σε σας, που δε μοιάζετε πλάσμα κανένα

κι ούτε μες στις Θεές ποτέ οι Θεοί σάς είδαν

ούτε μ᾽ ανθρώπινες μορφές παρόμοιες είστε.


Μα να προσβάλλει άλλον κανείς για ελάττωμά του

που ο ίδιος δεν έχει, δίκιο ούτε σωστό δεν είναι.

ΧΟΡΟΣ

Κόρη του Δία, κοντολογίς θα μάθεις όλα·

εμείς της Νύχτας οι φριχτές είμαστε κόρες

και Κατάρες μας λεν μες στον Κατώκοσμό μας.

ΑΘΗΝΑ

Τώρα και τη γενιά και τ᾽ όνομά σας ξέρω.

ΧΟΡΟΣ

Ευθύς θα μάθεις και τ᾽ αξίωμά μου ακόμα.

ΑΘΗΝΑ

420Αν κανείς βέβαια καθαρά μου το εξηγήσει.

ΧΟΡΟΣ

Απ᾽ τα σπίτια του εμείς το φονιά κυνηγούμε.

ΑΘΗΝΑ

Και πού στο τέλος σταματά το διώξιμό του;

ΧΟΡΟΣ

Εκεί που τί θα πει χαρά ποτέ δε ξέρουν.

ΑΘΗΝΑ

Και με τέτοια λοιπόν σφίγγεις κι αυτόν κυνήγια;

ΧΟΡΟΣ

Ναι, γιατί πήε φονιάς της μάνας του να γίνει.

ΑΘΗΝΑ

Από άλλη ανάγκη, ή από κάποιας οργής φόβο;

ΧΟΡΟΣ

Σε τέτοιο κρίμα, τί μπορεί ένα γιο να σπρώξει;

ΑΘΗΝΑ
Είστε δυο μέρη εμπρός, μα το ένα μόνο ακούω.

ΧΟΡΟΣ

Μα όρκο από μας δε δέχεται κι ούτε αυτός παίρνει.

ΑΘΗΝΑ

430Ενώ τα δίκια λες πως θες, δίκια δεν κάνεις.

ΧΟΡΟΣ

Πώς λες; δε μου εξηγάς; σοφία δα δε σου λείπει.

ΑΘΗΝΑ

Λέω πως δεν πρέπει τ᾽ άδικο να νικά μ᾽ όρκους.

ΧΟΡΟΣ

Μα ανάκρινέ μας συ και απόφαση ίσια βγάλε.

ΑΘΗΝΑ

Να πάρω λέτε επάνω μου λοιπόν την κρίση;

ΧΟΡΟΣ

Ναι, γιατί σε σεβόμαστε καθώς τ᾽ αξίζεις.

ΑΘΗΝΑ

Τί έχεις σ᾽ αυτά να πεις, ω ξένε στη σειρά σου;

Λέγε από πού είσαι; ποιάς γενιάς, τί σου έχει τύχει;

γι᾽ αυτά που σου κατηγορούν υπερασπίσου,

στο δίκιο σου αν μπιστεύεσαι κι έχεις καθίσει

κρατώντας τ᾽ άγαλμά μου στην Εστία μου δίπλα

ικέτης ταπεινός στου Ιξίονα το σχήμα.

Σ᾽ όλ᾽ αυτά απάντα μου λοιπόν, σωστά να μάθω.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ω Δέσποιν᾽ Αθηνά, πρώτα να βγάλω θέλω

απ᾽ τα στερνά τα λόγια σου μεγάλην έγνοια.

δεν είμ᾽ ακάθαρτος και μόλυσμα δεν είχα


στα χέρια, όταν σου πρόσπεσα στ᾽ άγαλμα ικέτης·

και θα σου φέρω απόδειξη γι᾽ αυτό μεγάλη:

νόμος προστάζει αμίλητος ο φονιάς να ᾽ναι

ώσπου σφαχτού γαλαθηνού χυθεί το αίμα

πάνω στα χέρια του και τόνε καθαρίσει.

Εγώ, καιρός που αγιάστηκα σε σπίτια ανθρώπων

και με τρεχάμενα νερά και με σφαχτάρια·

λέγω λοιπόν να βγήκ᾽ η έγνοια αυτή απ᾽ τη μέση·

τώρα και τη γενιά μου ευτύς θα μάθεις· είμαι

απ᾽ τ᾽ Άργος· τον πατέρα μου καλά γνωρίζεις,

τον Αγαμέμνονα, που αρμάτωσε το στόλο

ναυτών ηρώων και μ᾽ αυτόν εσύ έχεις κάμει

της Τροίας την πόλη να μην είναι τώρα πόλη·

μα εκείνος από θάνατο κακόν επήγε

στο γυρισμό του· γιατ᾽ η μάνα μου η κακούργα

τον σκότωσε με ξομπλιαστά τυλίγοντάς τον

βρόχια, που του λουτρού μαρτύρησαν το φόνο·

κι εγώ, ως τα τότε εξόριστος, σαν ήρθα πίσω

σκότωσα τη μητέρα μου· ναι, δεν τ᾽ αρνιούμαι,

μ᾽ αίμα το αίμα του πατέρα μου εγδικώντας·

κι είχα συνένοχο σ᾽ αυτά και το Λοξία,

που πάθια μου προφήτευε θα με σπαράζαν

αν στους ενόχους όσα πρόσταξε δεν κάμω.

Κι αν δίκια ή όχι το ᾽καμα, συ θα το κρίνεις,

γιατί από σένα ό,τι να ᾽ρθει, τα δέχομαι όλα.

ΑΘΗΝΑ

Αν κανείς το ᾽χει πιο βαρύ για να το κρίνουν


θνητοί το πράμ᾽ αυτό, μα και για με δε στέκει

βαρύοργες δίκες φονικές να ξεδιαλύνω·

μάλιστ᾽ αφού και συ στα πάντα ετοιμασμένος,

μου ήρθες ικέτης καθαρός και δίχως βλάβη

και βρίσκω και πως άφταιγος στη πόλη μου είσαι·

μα κι αυτές πάλιν εύκολα κανείς δε διώχτει,

που τέτοιο έχουν αξίωμα, κι αν δεν νικήσουν

θα στάξει αργότερα σ᾽ αυτή τη γη φαρμάκι

το χόλιασμά τους, μαύρη αβάσταγη αρρώστια.

480Έτσ᾽ είναι· κι είτε μείνουνε κι είτε τις στείλω,

κι απ᾽ τα δυο κίντυνος βαρύς, που άκρη δε βρίσκω.

Μα μια που εδώ κατάντησε να ᾽ρθει το πράμα,

ορκωτούς φόνων δικαστές θενα διαλέξω,

που έξω από τον όρκο δεν πατούν μ᾽ άδικη γνώμη,

κι αυτόν θα ορίσω το θεσμόν αιώνιος να ᾽ναι.

Σεις φέρτε ωστόσο μαρτυρίες κι αποδείξεις,

της δίκης βοηθήματα μ᾽ όρκους δεμένα·

κι εγώ τους πιο άξιους αφού εκλέξω απ᾽ το λαό μου

θα ᾽ρθω, να πάρ᾽ η απόφαση της δίκης τέλος.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ [490-525]

ΧΟΡΟΣ

Τώρ᾽ άνω κάτω θα γενεί

μ᾽ αυτούς τους νέους θεσμούς,

αν του φονιά της μάνας του

η δίκη και το κρίμα θα νικήσει·

τώρα το χέρι πιο εύκολο


θενά ᾽χουν όλ᾽ οι άνθρωποι,

τώρα απ᾽ εδώ και μπρος πολλές

στ᾽ αλήθεια φονικές πληγές

προσμένουν τους γονιούς απ᾽ τα παιδιά τους.

Γιατ᾽ ούτ᾽ εμάς τις Σκύλες πια

τις εκδικήτρες θα τραβά

οργή καμιά για τα έργ᾽ αυτά,

μα ελεύτερο θ᾽ αφήνω κάθε φόνο,

κι ο ένας τον άλλο θα ρωτούν,

ενώ τα πάθη θα ιστορούν

του διπλανού: πού το κακό

θενα σταθεί; μα ο ίδιος παθός

μάταια παρηγοριά και γιατρειά δίνει.

Κι ας μη δέρνεται κανείς

σαν τον έβρ᾽ η κακιά ώρα

τέτοιες βάζοντας φωνές:

Πού είσαι δίκη,

πού των Ερινύων θρόνος;

Τέτοιους θρήνους στεναχτά

ένας πατέρας θα σκορπά

ή μια μάνα νιόπαθη,

γιατ᾽ ο πύργος ο ψηλός

της Δίκης πέφτει ένας σωρός.

Κάπου ο φόβος είν᾽ καλός


και να μένει καθισμένος

πρέπει μες στο νου φρουρός·

πάντ᾽ αξίζει

η γνώση και με το στανιό·

γιατί ποιός μες στην καρδιά

σα δε θρέφει φόβου σκιά,

είτε πόλη είτ᾽ άνθρωπος

σέβεται τη δίκη πια;

ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ [566-1020]

ΑΘΗΝΑ

Κήρυκα, κράξε κι ησυχία στο πλήθος κάμε

κ᾽ η σάλπιγγα η τυρρηνική η βροντοφωνούσα

γιομίζοντας μ᾽ ανθρώπινη εμπνοή ας σημάνει

περίτρανο διαλάλημα σ᾽ όλο το πλήθος·

γιατί πρέπει τώρα που το Κριτήριο τούτο

συνάζεται, σιωπή να γίνει, για να μάθει

κι όλη η πόλη τους νόμους μου που αιώνιοι θα ᾽ναι,

και σωστή νά ᾽βγει απόφαση κι αυτής της Δίκης.

ΧΟΡΟΣ

Άρχοντ᾽ Απόλλων᾽, όριζε σε κείνα πὄχεις·

τί έχεις να κάμεις και σ᾽ αυτό το πράμα, πε μας;

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Ήρθα και μάρτυράς του εδώ, γιατ᾽ αυτός είναι

κατά το νόμο ικέτης μου και πρόσφυγάς μου

και τον καθάρισ᾽ απ᾽ αυτόν εγώ τον φόνο,


κι ακόμα και συνήγορος, γιατ᾽ έχω ευθύνη

του φόνου της μητέρας του· μα εσύ τη δίκη

άνοιξε και μια απόφαση βγάλε όπως ξέρεις.

ΑΘΗΝΑ

Τη δίκη ανοίγω και σε σας το λόγο δίνω,

γιατ᾽ είναι που ο κατήγορος μιλώντας πρώτος

θα έμπαζε στην υπόθεση σωστά έναν άλλο.

ΧΟΡΟΣ

Αν και πολλές, τα λόγια μας σύντομα θα ᾽ναι

κι ένα προς ένα εσύ σ᾽ ό,τι ρωτούμε απάντα·

και πρώτα πε μου: έχεις τη μάνα σου σκοτώσει;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τη σκότωσα κι αυτό καθόλου δεν τ᾽ αρνιούμαι.

ΧΟΡΟΣ

Από τα τρία παλαίματα πάει, νά, το πρώτο.

ΟΡΕΣΤΗΣ

590Δεν είμ᾽ ακόμα κατά γης να μου καυχιέσαι.

ΧΟΡΟΣ

Πρέπει και πώς την σκότωσες να πεις ακόμα.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τραβώντας το σπαθί το ᾽μπηξα στο λαιμό της.

ΧΟΡΟΣ

Ποιός σ᾽ έπεισε και ποιός τη συμβουλή είχε δώσει;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Του θεού οι χρησμοί, που εδώ και μάρτυράς μου στέκει.

ΧΟΡΟΣ

Να σφάξεις τη μητέρα σου σ᾽ έβαλε ο μάντης;


ΟΡΕΣΤΗΣ

Ναι και δε το μετάνιωσα ποτέ μου ώς τώρα.

ΧΟΡΟΣ

Σε λίγο άλλα θα λες, σα θα σ᾽ αρπάξει η ψήφος.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τα θάρρη μου έχω στου πατέρα μου τον τάφο.

ΧΟΡΟΣ

Έλπιζε στους νεκρούς, αφού έχεις μάνα σφάξει.

ΟΡΕΣΤΗΣ

600Διπλό είχε πάρει επάνω της εκείνη κρίμα.

ΧΟΡΟΣ

Πώς τάχα; εξήγα το σ᾽ αυτούς, που θα δικάσουν.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Άντρα της και πατέρα σκότωσε δικό μου.

ΧΟΡΟΣ

Εκείνη πάει, σχωρέθηκε· συ ζεις ακόμα.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μα όσο που ζούσε, πώς δεν τήνε κυνηγούσες;

ΧΟΡΟΣ

Μ᾽ αυτόν που σκότωσε δεν ήταν ένα αίμα.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι εγώ απ᾽ της μάνας μου λοιπόν ήμουν το αίμα;

ΧΟΡΟΣ

Και πώς τότε στα σπλάχνα της σ᾽ έθρεψε μέσα,

κακούργε; της μητέρας σου το αίμα απαρνιέσαι;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τώρα μαρτύρησέ μου εσύ κι εξήγησέ το,


610αν είχα δίκιο, Απόλλωνα, να τη σκοτώσω·

γιατ᾽ είν᾽ αλήθεια το ᾽καμα και δεν τ᾽ αρνιούμαι·

μ᾽ αν δίκιο ή όχι αυτό σου φαίνεται το αίμα,

πες πώς το κρίνεις, για να πω και γω σε τούτους.

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Σε σας, που η Αθηνά μεγάλο έχει ορίσει

κριτήριο, θενα πω: πως δίκαια το ᾽χει κάμει

κι ως μάντης που ᾽μαι ψέμα δεν μπορεί να λέγω.

Δεν έδωσ᾽ απ᾽ το μαντικό ποτέ μου θρόνο

χρησμό ούτε γι᾽ άντρα ούτε γυναίκα ούτε για πόλη,

που να μην ήταν προσταγή του Δία πατέρα·

πόσο λοιπόν βαραίνει αυτό, καλά σας θέλω

να στοχαστείτε και με τη βουλή να πάτε

σύμφωνα του πατέρα μου, γιατ᾽ από το Δία

πιο πολλή δύναμη κανείς όρκος δεν έχει.

ΧΟΡΟΣ

Ο Δίας λοιπόν, καθώς το λες, σου έδωκ᾽ εκείνο

να πεις του Ορέστη το χρησμό, για να εκδικήσει

το φόνο του πατέρα του, χωρίς καθόλου

το σεβασμό της μάνας του να λογαριάσει;

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Το ίδιο δεν είναι αν σκοτωθεί ένας ήρωας άντρας

με του σκήπτρου τη θεόδοτη εξουσία ζωσμένος

κι από γυναίκα μάλιστα· κι όχι με βέλη

που από μακριά στον πόλεμο ρίχνει Αμαζόνα,

μα όπως θ᾽ ακούσετε, Αθηνά, και σεις που τώρα

630θ᾽ αποφασίσει η ψήφος σας γι᾽ αυτή τη δίκη:


Γυρνούσε από τον πόλεμο και τα είχε ως τότε

φέρει δεξιά τα πιότερα· και κείνη πάλι

χαρούμενη τον δέχτηκε, μα όταν στο τέλος

έβγαιν᾽ απ᾽ το λουτρό, τον τύλιξε τριγύρω

με πέπλο κεντητό που πέρασμα δεν είχε

κι έτσι πιασμένο τον κτυπά και τον σκοτώνει.

τέτοιος τον βρήκε θάνατος, καθώς σας είπα,

τον ήρωα τον τρισένδοξο αρχηγό του στόλου,

κι έτσι όπως τον ιστόρησα, ν᾽ αγαναχτήσουν

αυτοί πὄχουν ταχθεί τη δίκη αυτή να κρίνουν.

ΧΟΡΟΣ

Πιο σημασία κατά που λες ο Δίας δίνει

στο φόνο του πατέρα, ενώ έριξεν ο ίδιος

στα σίδερα το γέρο του πατέρα Κρόνο·

πώς να μην είν᾽ ενάντια αυτά με τ᾽ άλλα που ᾽πες;

και σεις να ᾽σαστε μάρτυρες γι᾽ αυτά π᾽ ακούτε.

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Κνώδαλα σ᾽ όλους μισητά, θεούς κι ανθρώπους,

τα σίδερα μπορούν να λύσουν και το πράμα

έχει γιατρειά κι άπειρ᾽ οι τρόποι να γλιτώσεις·

μα όταν το χώμα πιει το αίμα ενός ανθρώπου,

μια και πεθάνει, ανάσταση πια δεν υπάρχει,

μα ουδ᾽ ο πατέρας μου σ᾽ αυτό γητειές και ξόρκια

650δε βρήκε, που όλα τ᾽ άλλα άνω και κάτω στρέφει

και φέρνει δίχως να του κόβεται η πνοή του.

ΧΟΡΟΣ

Κοιτά πώς πολεμάς αθώο να μας τον βγάλεις!


αφού το αίμα της μάνας του, αίμα δικό του,

έχυσε κατά γης, πώς θα καθίσει στο Άργος

στο πατρικό το σπίτι του; ποιούς κοινούς θα ᾽χει

βωμούς να κάνει τις θυσίες του; ποιά φατρία

στους αγιασμούς της θα δεχτεί να παίρνει μέρος;

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Κι αυτό θ᾽ αποκριθώ και πόσο ορθά στοχάσου·

δεν είναι η μάνα που γεννάει αυτό που λένε

παιδί της· θρέφει μοναχά το νέο το σπέρμα·

ο άντρας που σπέρνει, αυτός γεννά· κείνη σαν ξένη

το φύτρο σώζει, αν ο θεός γερό τ᾽ αφήσει.

και θα σου φέρω απόδειξη σ᾽ αυτό που λέω.

πατέρας γίνεται να υπάρξει δίχως μάνα,

νά, μάρτυρας εμπρός του Ολύμπιου Δία η κόρη,

που μέσα σε κοιλιάς δε θρέφτηκε σκοτάδια,

κι όμοιό της ποιά θεά βλαστάρι θα γεννούσε;

Μα εγώ, από τ᾽ άλλο, θενα κάμω όπως γνωρίζω,

την πόλη σου, Αθηνά, και το λαό μεγάλους

κι αυτόν ικέτη σου έστειλα να σου προσπέσει

για να ᾽ναι πάντα σ᾽ όλο τον καιρό πιστός σου

και να τον έχεις σύμμαχο, Θεά, και τούτον

και τη γενιά του κι έτσι μένει στον αιώνα

να σου φυλάουν την πίστη αυτοί κι οι απόγονοί τους.

ΑΘΗΝΑ

Δε φτάνει τόσα; να καλέσω αυτούς πια τώρα

δίκια με τη συνείδησή τους να ψηφίσουν;

ΧΟΡΟΣ
Εμείς τα βέλη που έχομε τα ρίξαμ᾽ όλα·

τώρα, πώς θα κριθεί ο αγώνας περιμένω.

ΑΘΗΝΑ

Και σεις; πώς κι από σας παράπονο δε θα ᾽χω;

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Είπαμ᾽ όσα είχαμε και μεις· και σεις τον όρκο

680να ᾽χετε σα ψηφίζετε μες στην καρδιά σας.

ΑΘΗΝΑ

Ακούτε τώρα το τί ορίζω εδώ, Αθηναίοι:

Πρώτη φορά σήμερα εσείς κρίνετε δίκη

για αίμα χυμένο· μα το Βουλευτήριο τούτο

των δικαστών θα μείνει πια στο εξής για πάντα

στου Αιγέα τη χώρα. Πάνω στου Άρη αυτό το βράχο,

που οι Αμαζόνες είχαν στήσει τις σκηνές των,

όταν από έχτρα του Θησέα κίνησαν κι ήρθαν

για πόλεμο και πύργωσαν στο κάστρο ενάντια

καινούργιο κάστρο, τον ψηλόπυργο αυτόν τότε,

και κάμανε θυσίες στον Άρη, κι έτσι ως τώρα

κρατάει κι ο βράχος τ᾽ όνομά του, Άρειος πάγος,

— σ᾽ αυτόν επάνω ο Σεβασμός κι ο αδερφός Φόβος

θα συγκρατούνε το λαό μέρα και νύχτα

να μη αδικούν· φτάνει να μην παραμορφώνουν

με νέες τους νόμους αλλαγές οι ίδιοι οι πολίτες·

όταν μολύνεις καθαρό νερό με λάσπες

και βρωμερ᾽ αποχύματα, να πιεις δε θα ᾽χεις.

Ούτε δεσποτισμό μα ούτε αναρχία να στρέγει

— κι έγνοια του ας το ᾽χει — το λαό μου συμβουλεύω,


κι ούτ᾽ απ᾽ την πόλη κάθε φόβο να εξορίζει.

Σα δε φοβάται τίποτα, ποιός θα ᾽ναι δίκιος;

Τέτοιο ιερό θεσμόν αν σέβεστε όπως πρέπει,

κάστρο θενά ᾽χει η χώρα σας για να τη σώζει,

που όμοιό του δε θα βρίσκεται σ᾽ όλο τον κόσμο,

ούτε στου Πέλοπα τα μέρη ούτε στους Σκύθες·

αδιάφθορο και σεβαστό μ᾽ αυστηρή γνώμη

στήνω το Βουλευτήριο αυτό μέσα στη χώρα,

που όταν κοιμάται φρουρός άγρυπνός της να ᾽ναι.

Τις συμβουλές εμάκρυνα που είχα να δώσω

για το μέλλον στη πόλη μου· μα καιρός τώρα

να σηκώνεστ᾽ εσείς να ρίξετε στις κάλπες

τη ψήφο σας και ξεδιαλύνετε την κρίση

μ᾽ όλο το σέβας του όρκου σας. Είπα ό,τι είχα.

ΧΟΡΟΣ

Μα τη βαριά την παρουσία μας για τη χώρα

να μην περιφρονήσετε, συμβουλή δίνω

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Κι εγώ σας λέω, τους χρησμούς μου και του Δία

φυλαχτείτε μην κάμετε κι άδικα πάνε.

ΧΟΡΟΣ

Για φονικά να γνοιάζεσαι δεν είν᾽ δουλειά σου

κι αγνά δε θα ᾽χεις πια μαντεία χρησμούς να δίνεις.

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Να ᾽σφαλε κι ο πατέρας λες, όταν ο πρώτος

Ιξίονας ο φονιάς τού πρόσπεσεν ικέτης;

ΧΟΡΟΣ
Εσύ το λες, μ᾽ αν δεν κερδίσω εγώ τη δίκη,

θα νιώσει τότε η χώρ᾽ αυτή πόσο βαραίνω.

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Εσύ και μέσα στους παλιούς και μες στους νέους

θεούς τιμή δεν έχεις· και θα σε νικήσω.

ΧΟΡΟΣ

Τα ίδια στου Φέρητα έκαμες τα σπίτια· ανθρώπους

τις Μοίρες έπεισες απέθαντους να κάμουν.

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Έναν που σε τιμά, δεν είναι λοιπόν δίκιο

να ευεργετείς, αν τύχει μάλιστα σε ανάγκη;

ΧΟΡΟΣ

Συ ᾽σαι που χάλασες τις παλιές μοιρασιές μας

και με κρασί ξεγέλασες θεές αρχαίες.

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Συ ᾽σαι που παίρνοντας σε λίγο τη χαμένη,

τ᾽ άβλαβο θα ξερνάς φαρμάκι στους εχθρούς σου.

ΧΟΡΟΣ

Μ᾽ αφού εσύ νεός ποδοπατείς τα γερατειά μου,

στέκω, ως ν᾽ ακούσω την απόφαση της δίκης,

δίβουλη αν πρέπει να οργιστώ μ᾽ αυτή την πόλη.

ΑΘΗΝΑ

Σε μένα πέφτει το στερνό να πω το λόγο·

τη ψήφο μου θα δώσω εγώ για τον Ορέστη,

γιατί δε μ᾽ έχει εμένα μάνα γεννημένη

και προτιμώ μ᾽ όλη μου την καρδιά τον άντρα,

σ᾽ όλα έξω από το γάμο· κι έτσι του πατέρα


το μέρος παίρνω κι ένα τίποτα λογιάζω

μιανής γυναίκας θάνατο, που έχει σκοτώσει

τον άντρα της τον κυβερνήτη των σπιτιών της·

λοιπόν κι αν ίσ᾽ οι ψήφοι βγουν, νικά ο Ορέστης.

Τους ψήφους βγάλτε γρήγορα μες απ᾽ τις κάλπες

σεις που σας έχει ανατεθεί τούτο το χρέος.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ω Φοίβε Απόλλωνα, ποιά θα ᾽ναι τάχα η κρίση;

ΧΟΡΟΣ

Ω μαύρη Νύχτα, μάνα μου, τα βλέπεις τούτα;

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τώρα εδώ κρίνεται η ζωή, ή ο θάνατός μου.

ΧΟΡΟΣ

Για μας, αν θα χαθούν ή αν μείνουν οι τιμές μας.

ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ

Σωστά τους ψήφους όσους βγάζετε μετράτε,

μήπως γενεί στο χώρισμα καμιά αδικία·

ένας να λείψει γίνονται κακά μεγάλα

και μ᾽ ένα ψήφο πιότερο γλιτώνει σπίτι.

ΑΘΗΝΑ

Αθώος βγήκε αυτός απ᾽ το έγκλημα του φόνου,

γιατ᾽ ίσοι οι ψήφοι πέσανε κι απ᾽ τις δυο κάλπες.

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ω που τα σπίτια μου έσωσες, ω εσύ Παλλάδα,

που πίσω στην πατρίδα μου με ξαναφέρνεις

που πια δεν είχα, και θα λες μες στην Ελλάδα·

Αργίτης πάλι γένηκε και νοικοκύρης


στο βιος το πατρικό του, χάρη στην Παλλάδα

και στο Λοξία, και σ᾽ αυτόν χάρη τον τρίτο

που όλα τα πάντα κυβερνά, το Δία σωτήρα,

που του πατέρα μου ελεήθηκε το φόνο

και μ᾽ έσωσε απ᾽ τα νύχια αυτών, όταν τις είδε

που ήρθαν να πάρουν της μητέρας μου το μέρος.

Μα εγώ, Αθηνά, στη χώρ᾽ αυτή και στο λαό σου,

πρι φύγω για τα σπίτια μου όρκο θα δώσω,

που να βαστά απ᾽ εδώ και μπρος και στον αιώνα:

Κανείς απ᾽ τ᾽ Άργος κυβερνήτης τ᾽ άρματά του

μη ξεκινήσει καταδώ τ᾽ αντρειωμένα·

γιατί μες απ᾽ τον τάφο μου που θα ᾽μαι τότε,

όποιος αυτούς τους όρκους μου θενα πατήσει,

μ᾽ αλόγιαστες κακοτυχιές θα τον ταράξω

και θα ᾽ναι ο δρόμος του άκαρδος μ᾽ όσες στο διάβα

θα στήνω κακοσημαδιές, να μετανιώσει·

μ᾽ αν τους φυλάγουν κι αν την πόλη της Παλλάδας

τιμούνε πάντα και βοηθούν με τ᾽ άρματά τους,

έτσι θα μ᾽ έχουν πάντοτε και πιο δικό τους

Χαίρε λοιπόν, θεά, και συ λαέ της χώρας,

που εχθρός ποτέ στο πάλεμα μη σου γλιτώνει

και τ᾽ άρματα σου ν᾽ ακλουθά για πάντα η νίκη.

ΧΟΡΟΣ

Α, θεοί, νέοι θεοί, τους νόμους τους παλιούς μου

ποδοπατάτε και μου παίρνετ᾽ απ᾽ τα χέρια.

Και καταφρονεμένη και βαριογομισμένη

η μαύρη εγώ, στη χώρα τούτη, αλί!


θα στάξω φθορά,

θα χύσω φαρμάκι, θα χύσω,

τ᾽ άχτι να βγάλω απ᾽ την καρδιά,

κι απ᾽ το φαρμάκι θ᾽ απλώσει στη γης

σε φύλλα και σπόρους παντού φυλλοξέρα

—ω εκδίκησ᾽ εκδίκηση! — ν᾽ αφήσει εδώ πέρα

περνώντας θανάτου φθορά.

Στενάζω· τί κάνω;

βαριά στους ανθρώπους θα πέσω·

αλί μας! μεγάλα που πάθαμ᾽ εμείς

με το άτιμο πένθος,

αλίμονο, κόρες της Νύχτας.

ΑΘΗΝΑ

Εμέν᾽ ακούτε, μην το παίρνετε το πράμα

κατάκαρδα έτσι, και δεν είστε σεις χαμένες·

με ισοψηφία μόνο και χωρίς νοθείες

κρίθηκε η δίκη, κι όχι για ταπείνωσή σας·

μα ήταν του Δία οι ολότρανες οι μαρτυρίες

κι ο ίδιος εδώ τις έφερε που στον Ορέστη

έδωσε το χρησμό, πως τίποτα δεν έχει

κακό να πάθει, αν έκανε ό,τι έχει κάμει.

Μα εσείς στη χώρ᾽ αυτή βαριά χολή ξερνάτε·

σκεφτείτε, μη σας παίρν᾽ η οργή, μηδέ τους κάμπους

κάμετ᾽ άκαρπους στάζοντας αφρό απ᾽ το στόμα

μ᾽ αχνούς καυτούς που ανήμερα τις σπορές φτείρουν.

Γιατ᾽ άφευχτα σας τάζω εγώ, πως στη γη τούτη

θενά ᾽χετ᾽ άδυτα άξιά σας να κατοικείτε


και στους λιπαροθρόνους σας βωμούς επάνω

θα σας τιμά με σεβασμό βαθύ ο λαός μου.

[......]

ΧΟΡΟΣ

Εγώ να πάθω αυτά, καημός!

κι εγώ η παλαιϊκιά να κατοικώ στη γης

σίχαμα καταφρονεμένο!

Λυσσάω απ᾽ την οργή, λυσσάω απ᾽ το κακό,

ω γης κι ουρανέ!

ποιός στα πλευρά περνά,

ποιός σφάχτης στην καρδιά;

άκουσε το θυμό μου, μάνα Νύχτα·

απ᾽ τις αρχαίες μου τις τιμές

μ᾽ άνομες πονηριές

με βγάλανε θεοί — κι είμαι τίποτα πια!

ΑΘΗΝΑ

Δε θ᾽ αποστάσω να μιλώ για το καλό σου,

για να μην πεις πως από με νεώτερή σου,

διώχτηκες συ, παλιά θεά, κι απ᾽ το λαό μου

έτσι αφιλόξεν᾽ απ᾽ εδώ κι ατιμασμένη.

Μ᾽ αν της Πειθώς τη δύναμη τιμάς την άγια

που με τη γλώσσα μου σκορπά γητειές και μάγια,

τότε θα μείνεις· μ᾽ αν δε θες να μείνεις πάλι

δε θα ᾽ταν δίκιο να ᾽ριχτες σ᾽ αυτή τη χώρα

έχθρα ή εκδίκηση ή ζημιά για το λαό μου,

890ενώ στο χέρι σου είναι να ᾽χεις και συ μέρος

στης γης την κατοχή μ᾽ όσες τιμές σού πρέπουν.


ΧΟΡΟΣ

Και, δέσποιν᾽ Αθηνά, ποιάν έδρα λες πως θα ᾽χω;

ΑΘΗΝΑ

Απίκραντη από κάθε θλίψη, μόνον δέξου.

ΧΟΡΟΣ

Δέχομαι· ποιές τιμές λοιπόν με περιμένουν;

ΑΘΗΝΑ

Να μην προκόβει δίχως σε κανένα σπίτι.

ΧΟΡΟΣ

Συ θα το κάμεις τέτοια δύναμη να πάρω;

ΑΘΗΝΑ

Μόνο όποιος σε τιμά την προστασία μας θα ᾽χει.

ΧΟΡΟΣ

Κι εγγύηση δίνεις, έτσι να βαστά για πάντα;

ΑΘΗΝΑ

Ξέρω, όσα δεν μπορώ, ποτέ μου να μην τάζω.

ΧΟΡΟΣ

Με κέρδισες θαρρώ, και την έχθρα μου αφήνω.

ΑΘΗΝΑ

Θα ᾽χεις λοιπόν φίλους πιστούς εδώ που θα ᾽σαι.

[......]

ΕΞΟΔΟΣ [1021 - 1047]

ΑΘΗΝΑ

Τους καλούς λόγους δέχομαι και τις ευχές σας

και με φεγγόβολες λαμπάδες θα οδηγήσω

το δρόμο σας στης γης μες στους βαθείς τους τόπους


μαζί με τις ιέρειες που τ᾽ άγαλμά μου

φυλάγουν· κι είναι δίκιο· γιατί πρέπει τ᾽ άνθος

όλης της χώρας του Θησέα να ᾽ρθει μαζί μας,

τ᾽ αρχοντολόι το διαλεχτό, κόρες, γυναίκες

και συνοδειά κι οι σεβαστές οι πρεσβυτέρες.

………………………………………………………..

με πορφυροβαμμένους στολισμένες πέπλους

τιμάτε τις θεές. Εμπρός, κι ας ξεχυθούνε

τα φέγγη της φωτιάς, που έτσι να πρέπει πάντα

1030καλόγνωμη κι η παρουσία των στη γη μας

με τ᾽ άνθισμα γενιάς αντρείας κι ευτυχισμένης.

ΟΙ ΣΥΝΟΔΕΥΤΡΕΣ

Κινήσετε το δρόμο σας, μεγάλες, δοξαστές

παρθένες κόρες της Νυχτός,

που οι συνοδειές μας με τιμή σας προβοδούν,

— Κι όλα τα πλήθη σιωπή

μ᾽ ευλάβεια ας κρατούν —

μες στα πανάρχαια τ᾽ άδυτα της γης, όπου τιμές

περίσσια απ᾽ άλλες ζηλευτές,

θυσίες αγνές και προσφορές σάς καρτερούν.

— Κι όλα τα πλήθη σιωπή

μ᾽ ευλάβεια ας κρατούν.

Καλοπροαίρετες σ᾽ αυτή τη χώρα και πιστές

ελάτε, θεες σεβάσμιες, κι η φεγγερή


στο δρόμο σας λαμπάδ᾽ ας σας ευφραίνει

— Κι ας συνοδεύει τους ψαλμούς

τώρα ο λαός μ᾽ αλαλαγμούς.

Παντοτινή ευτυχία αυτές θα μένουνε οι σπονδές

για της Παλλάδας το λαό· γιατ᾽ έτσι ο δυνατός

ο Δίας κι η Μοίρα ᾽ναι συμφωνημένοι.

— Κι ας συνοδεύει τους ψαλμούς

τώρα ο λαός μ᾽ αλαλαγμούς.

You might also like