Professional Documents
Culture Documents
Ποίηση
Ποιήματα 1950-2005 (περιέχει 8 συλλογές), Τυπωθήτω
Ξένα ποιήματα, Νεφέλη
Σάτιρες, Νεφέλη
Λίστες, Εκδόσεις Πατάκη
Φιλοσοφία
Το απόλυτο και το τάβλι, Εκδόσεις Πατάκη
Ο Έλληνας Βούδδας, Εκδόσεις Πατάκη
Τρίπτυχο (Επικοινωνία – Αγάπη – Ελευθερία), Εκδόσεις Πατάκη
Πεζά
Παρ’ όλα αυτά, Εκδόσεις Πατάκη
Μικρά βήματα, Εκδόσεις Πατάκη
Ημερολόγιο του καύσωνα, Εκδόσεις Πατάκη
Τολμηρές ιστορίες, Opera
Οι δρόμοι μου (Μιχαήλ Βόδα, Ρήνου, Γαλήνης, Παράσχου), Ωκεανίδα
Δοκίμια
Δοκίμια Ι (Οδυσσέας Ελύτης), Νεφέλη
Δοκίμια ΙΙ (Τα πρόσωπα της ποίησης), Νεφέλη
Δοκίμια ΙΙΙ (Από την πορνογραφία στα κόμικς), Εκδόσεις Πατάκη
Δοκίμια (ανθολογία), Opera
Μεταφράσεις
Elias Canetti: Οι φωνές του Μαρρακές, Libro
Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της
ελληνικής νομοθεσίας (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα)
άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό,
οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
Eκδόσεις Πατάκη
Σειρά: Τα βιβλία του Νίκου Δήμου
Νίκος Δήμου, Παρ’ όλα αυτά
Υπεύθυνος έκδοσης: Κώστας Γιαννόπουλος
Διορθώσεις: Κώστας Σίμος
Στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση: «ΦΑΣΜΑ» Αφοι Καπένη Κ. & Α. Ο.Ε.
Φιλμ, μοντάζ: Κέντρο Γρήγορης Εκτύπωσης
Copyright© Σ. Πατάκης A.E.E.Δ.E. (Eκδόσεις Πατάκη) και Νίκος Δήμου, 2013
Πρώτη έκδοση από τις εκδόσεις Νεφέλη, Aθήνα, 1981
Τέταρτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Ιούλιος 2014
Κ.Ε.Τ. 8563 • Κ.Ε.Π. 504/14 • ISBN 978-960-16-5434-8
Πρώτη ψηφιακή έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Αύγουστος 2014
Κ.Ε.Τ. 8564 • ISBN 978-960-16-5563-5
ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38, 10437 AΘHNA, THΛ.: 210.36.50.000, 801.100.2665, 210.52.05.600
YΠOK/MA: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ – ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄ ΚΤΕΟ), 57009 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ, THΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, ΦAΞ: 2310.70.63.55
Τ Η ΒΛΕΠΕΙΣ από μακριά, ανάμεσα σε πολλούς, και από μακριά την κοιτάς
όπως νιώθεις:
σε θέλω!
κι εκείνη απαντάει ίδια ανοιχτά:
σε θέλω!
Η πρώτη συνεύρεση είναι των ματιών. Σε γεμίζει. Ήσυχος, ήρεμος
περιμένεις. Μπορεί να περάσει καιρός αλλά τη γνωρίζεις, ήδη, με σιγουριά
υπογάστρια. Την άλλη φορά που θα τύχει, ίσως τα μάτια της στην αρχή να
παίξουν:
τι γίνεται; δεν με θέλεις πια;
ειρωνικά – για να σπάσουν αμέσως (όπως και τα δικά σου) σε μια γυμνή
ανάγκη:
σε θέλω.
Τώρα η ορμή είναι τόση που σας φοβίζει. Έτσι, όταν τελικά θα βρεθείτε,
θα αρχίσετε συζήτηση, περίπατο, μουσική. Λάθος. Γιατί από έξω, όταν
μπορείτε να ξεκινήσετε από μέσα; Από τη ρίζα.
Κάποια στιγμή οι φλυαρίες ξεφτάνε και γίνεται σιωπή –αβάσταχτη– και
τότε το πρώτο δειλό άγγιγμα – και αμέσως παροξυσμός. Τρως, τρώγεσαι,
καταπίνεις, καταβροχθίζεσαι. Σκλάβοι της πείνας. Και όταν τελειώσετε δεν
ξέρετε ούτε ποιος, ούτε τι. Υπάρχει μια ανακούφιση και μια νέα
μεγαλύτερη πείνα. Τώρα θα γίνει ο έρωτας επώνυμος.
Και γίνεται με το μικρό άγγιγμα και το δειλό γέλιο, με το άγριο σφίξιμο
και τον σκληρό πόνο, με την οδυνηρή παράταση και αναβολή, με την
αναγνώριση και προσομοίωση του ρυθμού σου από εκείνη και του δικού
της από σένα.
Κι έρχεται η περίοδος της ωριμότητας (που ποτέ δεν γνωρίζουν οι Δον
Ζουάν της αλλαγής). Όταν κατεβαίνετε πια στο κρεβάτι βαρείς από τη
γνώση του άλλου, έμπειροι από την πείρα γενεών, σοφοί της αφής,
επαναστάτες της έκπληξης. Με το πάθος να αυξάνει και να βαθαίνει όσο
περνάει ο χρόνος. Με την ανάγκη να γίνεται πιο καυτή όσο συχνότερα
ικανοποιείται. Με τη δίψα πιο έντονη όσο μεθάς.
Α! τι όμορφο θέαμα δύο συνειδητοί –ασυνείδητοι– εραστές στον έρωτα.
Ο καθένας τους είναι ακριβώς αυτό που είναι –το ανεπανάληπτο εγώ του–
και μαζί η προβολή ενός τεράστιου Απρόσωπου. Όσο πιο βαθιά
προσωπικός ο έρωτας τόσο πιο ανώνυμος. Γιατί η έκσταση είναι το
ξεπέρασμα του εγώ μέσα από το εσύ – παντού και κυρίως στην αγκαλιά του
άλλου.
Τι όμορφο θέαμα: δύο εραστές σμίγουν στο μεγάλο κρεβάτι εκτελώντας
τη χορογραφία της αφής. Πότε γρήγορα, πότε βασανιστικά αργά, πότε ίσια,
πότε αντίστροφα, πότε ακίνητοι ώρες, σαν τα φίδια, πότε σε φρενίτιδα
παράφορη. Ποιος χορογραφεί – ποιος κατευθύνει; Κανείς. Και οι δύο μαζί,
αυθόρμητα αντιδρώντας ο ένας στον άλλο, αναδρώντας ο ένας στον άλλο.
Εδώ δεν υπάρχει τρίτος – σκηνοθέτης ή επικυρίαρχος. Εδώ είναι η πιο
ελεύθερη, η πιο αυθόρμητη πράξη του κόσμου.
(Μα δεν είστε «δούλοι» του ενστίκτου; Γελάω. Εγώ είμαι το ένστικτο – τι
δούλος είμαι όταν ανήκω στον εαυτό μου! Σωπάστε πουριτανοί
αποτρόπαιοι, ευνουχίσατε τον κόσμο, σκοτώσατε τις αισθήσεις, νεκρώσατε
την πηγή της ζωής! πώς ζείτε; από μας ζείτε!).
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στους εραστές μας. Ο «ήλιος του απογεύματος»
φωτίζει διαγώνια το κρεβάτι. Κατάκοπα, παράλυτα σώματα βυθισμένα στον
ύπνο της απόλυτης λήθης. Όμως τώρα αναδύονται, ανοίγουν τα μάτια,
κοιτάζονται, θυμούνται και αναπολούν πάλι την έκφραση της αρχής:
σε θέλω
σε θέλω
κι απλώνουν ξανά χέρι στο αγαπημένο σώμα. Πιο αργά, πιο βαριά, αλλά
γλυκύτερα. Ο κουρασμένος έρωτας είναι δυο φορές έρωτας.
Είναι μια άλλη θρησκεία αυτή. Βωμός, ένα άσπρο μαξιλάρι· λατρεία, η
αφή. Πραγματώνει την έκσταση με τη θέση κι όχι με την άρνηση, με το
χόρτασμα κι όχι με τη νηστεία. Είναι η μεγάλη λειτουργία του ζωντανού
όντος. Πρόλογος της μόνης μαγικής πράξης που ξέρουμε στον κόσμο – της
αναπαραγωγής.
(Εν ονόματι της αναπαραγωγής ζήτησαν να ευνουχίσουν τον έρωτα!
Πόσο παρά φύσιν μπορεί να φτάσει η σκέψη! Αλλά δεν υπήρξε ποτέ θέμα
ηθικής – μόνο θέμα εξουσίας. Ήθελαν να ελέγχουν τους ανθρώπους, να
τους κρατούν υποτελείς. Και οι αισθήσεις ελευθερώνουν!).
Ο καθένας ας διαλέξει τις δικές του πύλες της έκστασης, δεν διαφωνώ.
Δημοκρατία της λύτρωσης – φτάνει να μην επεμβαίνει στις δικές μου
επιλογές. Και για μένα πρώτη είναι η μεγάλη ελευθερία των αισθήσεων –
και ύστερα η θύελλα και η πειθαρχία των παθών.
Από τις αισθήσεις ξεκινάνε όλα. Και ο έρωτας (η πρώτη χαρά) και η
τέχνη (κι αυτή πρώτη). Γιατί ποιος ξεχωρίζει; Ο έρωτας συνεχώς γίνεται
τέχνη και η τέχνη έρωτας.
Κι όταν είμαι σε βαθιά κατάθλιψη, αρκεί να δω ένα ζευγάρι
ερωτευμένους για να ξαναβρώ την πίστη μου. Α! τα νέα παιδιά που
καίγονται και ψάχνουν και βυθίζονται σε μέγα αυτοερωτισμό και
δοκιμάζουν το έτερο σαν εαυτό, μέχρι να μάθουν να νιώθουν τον εαυτό
τους σαν άλλο. Εγώ κι εσύ ένα και το ίδιο.
(Να, φωνάζει ο πουριτανός: όλα αυτά, ταπεινά, του σώματος! Όχι, φίλε,
της ψυχής! γιατί αυτή ζωντανεύει το σώμα. Άψυχο σώμα δεν παίζει ούτε
και ασώματη ψυχή. Ένα είναι όλα, και σε ένα απολήγουν).
Και, θεέ μου, τι μυριάδες διαφορετικές αισθήσεις μεταφέρει μια
επιδερμίδα! Κάθε τετραγωνικό εκατοστό χίλιες νευρικές απολήξεις, κάθε
μία ένας τόνος στη συμφωνία της αφής. Κι αλλιώς το άγγιγμα, αλλιώς το
χάδι, αλλιώς το κράτημα, αλλιώς η πίεση, αλλιώς ο πόνος. Κάθε παραλλαγή
πολλαπλασιάζεται με δυνατότητες σε θέσεις, ήχους, λόγους, μυρωδιές,
εικόνες. Αυτή η μουσική ούτε τελειώνει ούτε επαναλαμβάνεται. Μόνο
κορυφώνεται πάλι, και πάλι ξαναρχίζει όταν κοιτάς:
σε θέλω
σε θέλω
αλλά μπορεί να κοιτάζεις και με άγγιγμα, ή με φωνή, με στάση ή με
άρωμα.
(Όλα αυτά δεν θα τα νιώσουν ποτέ αυτοί που κατακτούν, αυτοί που
συλλέγουν, αυτοί που εκτονώνονται, αυτοί που υφίστανται, αυτοί που
ανακουφίζονται, αυτοί που πετυχαίνουν. Όλα αυτά είναι απρόσιτα γι’
αυτούς που δεν μπορούν να προσεγγίσουν ασυνείδητα για να γνωρίσουν
συνειδητά, και να λυτρωθούν ασυνείδητα. Όλα αυτά είναι αδύνατα για
όσους δεν έχουν τη σοφία του αυθορμητισμού και τον αυθορμητισμό της
σοφίας.
Προσέξτε! η απελευθέρωση του έρωτα είναι παγίδα των πουριτανών.
Αυτοί που έκαναν την επανάσταση κατανάλωση, έκαναν τον θεό
εμπορεύσιμο, θέλουν να γίνει και η έκσταση αναλώσιμη).
Αλλά η πραγματική έκσταση δεν αναλίσκεται – ούτε αναλίσκει.
Αναγεννάται και θάλλει σαν κερασιά την άνοιξη. Ιερός είναι ο έρωτας στο
άγγιγμα, στο αγκάλιασμα, στην ηδονή και τη μέθεξη. Όμορφος είναι ο
έρωτας που περικλείει τη γλυκύτατη τρυφερότητα και το καταλυτικό πάθος.
Υπέροχοι είναι οι ρυθμοί εναλλαγής τρυφεράδας και μίσους, έντασης, και
ύφεσης, δόξας και μελαγχολίας. Θεσπέσιες είναι οι κινήσεις του μυστικού
μπαλέτου. Όλα είναι ελεύθερα στους αγωνιστές της αφής. Σίγουρη είναι η
απόλυτη στιγμή για τους καθαρούς, τους ελεύθερους, τους διάφανους. Και
πόσο ανθρώπινο (μέσα στη θεϊκή έκρηξη του είναι) το τελικό ευτυχισμένο
χαμόγελο του άλλου με τις σκιές κάτω απ’ τα μάτια:
Σε θέλω. Κι όσο σε θέλω, υπάρχω.
Ο τρελός με τα πουλιά
Α αξιοπρέπειας.
ΥΤΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ θα έπρεπε να έχει έναν άλλο τίτλο: η ποιότητα της
Απ’ όσα έμβια όντα έχω γνωρίσει, ο άνθρωπος έχει τον χαμηλότερο
δείκτη αξιοπρέπειας. Είναι το μόνο ον που καταφέρνει να φέρεται αδέξια,
να κάνει γκάφες, να ταπεινώνεται, να φτηναίνει, να εξευτελίζεται, να
γελοιοποιείται.
Ένα ζώο δεν γίνεται γελοίο. Η κάθε του κίνηση, η κάθε του στάση έχουν
ποιότητα, σιγουριά και ύφος. Κι αν, καμιά φορά, γελοιοποιηθεί είναι χάρη
στην παρέμβαση των ανθρώπων.
Όπως στο τσίρκο.
Δεν σας κρύβω πως ο μόνος λόγος που πάω στο τσίρκο είναι η ελπίδα
πως κάποτε θα δω την επανάσταση των ζώων. Α! πώς θα ζητωκραυγάσω
από χαρά, όταν ο ελέφαντας θα πάρει στο κυνήγι τη σαχλο-ωραία
αναβάτιδα, όταν το άλογο θα τινάξει κάτω την ψευτο-μπαλαρίνα, και όταν
η πληγιασμένη τίγρις θα δώσει ένα καλό μάθημα στον θηριοδαμαστή της!
Και στις ταυρομαχίες είμαι φανατικά με το μέρος του ταύρου.
Αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια είναι τα άλλα ονόματα της ελευθερίας. Και
τα πιο ελεύθερα ζώα –τα μόνα που δεν δαμάζονται ούτε στο τσίρκο, τα
μόνα που δεν υποτάσσονται σε αφέντη– είναι οι γάτες.
Όλοι οι γάτοι είναι αξιοπρεπείς, αλλά κανείς σαν τον Μούψη... Έντεκα
χρόνια έζησε κοντά μου, και ήταν τόσο σωστός, τόσο άψογος, τόσο
απόλυτος που –κάπου– με τρόμαζε.
Ποτέ δεν ζήτησε κάτι. Ποτέ δεν ζητιάνεψε φαγητό – όσο κι αν πεινούσε.
Αν του έδινες καλά – αν όχι, ήταν άξιος να πεθάνει από την πείνα, αλλά δεν
θα παρακαλούσε. Ποτέ δεν ενόχλησε με την παρουσία του. Ήταν πάντα τη
σωστή ώρα στη σωστή θέση. Στη γωνιά του γραφείου μου, όταν έγραφα,
στα πόδια του κρεβατιού μου, όταν πήγαινα να κοιμηθώ. Έδωσε όλους τους
αγώνες του –τσακώθηκε, σφάχτηκε, πόνεσε, αγάπησε– χωρίς να γκρινιάξει
ή να κομπάσει. Σύντροφος πιστός, αλλά ποτέ ιδιαίτερα οικείος. Πάντα
κρατούσε τη σωστή (γι’ αυτόν) απόσταση.
Οι άλλοι γάτοι παίζουν, ζητιανεύουν, χαϊδεύονται, τρίβονται,
γουργουρίζουν. (Πάντα βέβαια όταν αυτοί θέλουν – και πάντα με ευπρέπεια
και διακριτικότητα. Ποτέ οι συμπαθητικές βαρβαρότητες των σκύλων). Ο
Μούψης ήταν διαφορετικός: σαν να ανήκε σε άλλη ράτσα. Όταν ήταν
παρών γινόταν το ακίνητο και αόρατο κέντρο: σιωπηλός και συλλογισμένος
σαν στωικός φιλόσοφος, κέρδιζε τον σεβασμό όχι μόνο των άλλων γάτων
(που ούτε τον πλησίαζαν) αλλά και των ανθρώπων.
Τώρα ο Μούψης δεν υπάρχει πια. Ήταν ο πιο κοντινός φίλος για έντεκα
χρόνια – και ο μόνος στη ζωή μου που δεν με πρόδωσε ποτέ. Αντιμετώπισε
τον θάνατο με την ίδια αξιοπρέπεια με την οποία έζησε. Κι όχι μόνο τον
αντιμετώπισε, αλλά τον επεζήτησε με τον δικό του τρόπο.
Κάποια μέρα, μετά από μια επώδυνη μάχη με δύο λυκόσκυλα, αποφάσισε
να τελειώσει. Οι πληγές του δεν ήσαν θανατηφόρες, αλλά το παντοδύναμο
ένστικτό του δεν του έκρυψε την αλήθεια. Ήταν γέρος, άρρωστος και, την
επόμενη φορά, ο πρώτος τυχών σκύλος θα τον κατασπάραζε. Αυτόν που
είχε τρέψει σε φυγή τόσους και τόσους! Κατάλαβε πως το μόνο που
μπορούσε πια να περιμένει ήταν ο εξευτελισμός της αδυναμίας.
Αποφάσισε τότε να πεθάνει. Έπαψε να τρώει. Τα καλύτερα κομμάτια, τα
πιο λιχούδικα φαγητά τον έκαναν μόνο και μόνο να αποστρέφει το κεφάλι
του. Άρχισε να αδυνατίζει, να εξαφανίζεται. Αλλά η αποχή του σιδερένια.
Κι εγώ σεβάστηκα και ακολούθησα τη θέλησή του.
Τις τελευταίες μέρες –ίσως για να δείξει πως εκτιμούσε τη φιλία τόσων
χρόνων– ήρθε για πρώτη φορά πιο κοντά μου. Ανέβηκε (με πολύ κόπο) στα
γόνατά μου και γουργούρισε. Άπλωσε το σκελετωμένο σαγόνι του να το
χαϊδέψω. Και με αποχαιρέτισε αίροντας για μία φορά την απόσταση που ο
ίδιος είχε θεσπίσει.
Ο Μούψης βρίσκεται τώρα βαθιά σε κάποια γωνιά του κήπου.
Προσπάθησα να οικοδομήσω γύρω του όση περισσότερη απόσταση,
σιγουριά και γαλήνη. Να διαφυλάξω –και για μετά– την αξιοπρέπειά του.
Σκέπτομαι τώρα, πως το γεγονός ότι πολλές φορές δανείστηκα το όνομά
του για να υπογράψω επιστολές, κείμενα, μελέτες δεν ήταν (όπως τότε
νόμιζα) ένα χαριτωμένο εύρημα. Ήταν μια ενδόμυχη επιθυμία, μια κρυφή
θέληση να του μοιάσω σε πολλές ιδιότητές του.
Έχουμε κατατάξει τα ζώα σύμφωνα με τις δικές μας αξιολογικές κλίμακες
και, φυσικά, τα έχουμε τοποθετήσει κάτω από εμάς. Αυθαίρετη και
εγωιστική ιεράρχηση που μας βάζει στην κορυφή της δημιουργίας...
Αλλά, όποια κλίμακα αξιών κι αν χρησιμοποιήσετε, δύσκολα θα βρείτε
άνθρωπο να έζησε και να πέθανε με την αξιοπρέπεια του Μούψη. Κυρίως
εκεί, μπροστά στον θάνατο, φαίνεται –ό,τι κι αν λέμε– πόσο ανώτερο από
μας είναι ένα ζώο.
Τις άδειες νύχτες αναζητώ τη ζεστασιά του στα πόδια μου και σκέπτομαι.
Άραγε θα αξιωθώ κι εγώ ποτέ, σε μια μου πράξη, μια τέτοια ποιότητα;
Αλλά η φύση, που προδώσαμε, δεν απαντά. Και η νύχτα είναι κρύα και
τεράστια χωρίς τον Μούψη.
Το συρματόπλεγμα
Τ Ο ΟΙΚΟΠΕΔΟ δίπλα στο σπίτι μας είχε πουληθεί από καιρό. Δεν
νοιάστηκαν ωστόσο οι νέοι ιδιοκτήτες να το περιφράξουν – κι έτσι
αποτελούσε ακόμη τη συνέχεια του κήπου μας.
Ήταν μια άχρηστη συνέχεια. Ποτέ σχεδόν δεν περπατούσαμε προς τα
εκεί. Τα πεύκα γέμιζαν τη γη πευκοβελόνες και είχε σχηματιστεί ένα
στρώμα τόσο παχύ, που είχε υποκαταστήσει το χώμα. Από γειτονικά γιαπιά
πετούσαν καδρόνια, παλιοσίδερα, και χώματα. Σε μιαν άκρη είχαν ρίξει και
κάτι άχρηστα σπασμένα έπιπλα.
Όμως, όταν χαμήλωνε το βράδυ ο ήλιος, το δάσος (έτσι το λέγαμε)
έπαιρνε μια όψη μαγική. Πύρωνε ο ήλιος τις ξερές πευκοβελόνες κι έκανε
λίμνες – λίμνες χρυσές πάνω στη γη. Ήταν το «δάσος της δύσης». Και την
άνοιξη είχε αηδόνια. Κάθε βράδυ.
Αυτές ήσαν μικρές στιγμές που σπάνια τις χαιρόμασταν. Πνιγμένοι στη
δουλειά, ούτε τον δικό μας κήπο δεν είχαμε καιρό να δούμε – όχι το πέρα
οικόπεδο. Συχνά μάλιστα παραπονιόμασταν πως, ξέφραγο όπως ήταν, είχε
καταντήσει σκουπιδαριό. Κάποιος είπε να ειδοποιήσουμε τον ιδιοκτήτη να
το φράξει. Μπαίναν και κάτι σκύλοι και κυνηγούσαν τους γάτους μας.
Και προχθές, την ώρα που λείπαμε, ήρθαν εργάτες και περιφράξανε το
οικόπεδο. Ένα άσχημο συρματόπλεγμα ήρθε και κόλλησε πλάι στο σπίτι,
έκοψε στα δυο την πλαγιά του κήπου, χώρισε τα πεύκα σε «δικά μας» και
«δικά τους». Ξαφνικά όλα άλλαξαν.
Για τ’ αηδόνια βέβαια θα είναι σύμπτωση που έπαψαν να τραγουδούν.
Πέρασε η εποχή τους και έτυχε να συμπέσει. Γιατί τώρα, τι ξέρουν τ’
αηδόνια από το συρματόπλεγμα; Αλλά εμείς δεν μπορούμε πια να
κάτσουμε στον κήπο. Ασφυξία μας πιάνει και στένεμα φοβερό. Σαν να μας
έκλεισαν μέσα, σαν να περιφράξανε εμάς κι όχι το δίπλα οικόπεδο.
Ο κήπος μας έχασε την ανάσα του, την προοπτική του, την άπλα του. Ο
ήλιος δύει βέβαια πάλι στο ίδιο μέρος, αλλά οι χρυσές λίμνες μέσα από το
συρμπατόπλεγμα δεν είναι ωραίες. Μαύρο πλέγμα τυπώνεται στο χρυσό.
Σκύλοι δεν μπαίνουν πια, όμως οι γάτοι μας δεν μοιάζουν ευτυχείς. Σαν να
τους πλακώνει κι αυτούς το συρματόπλεγμα. Πάνε κοντά, το μυρίζουν, το
εξετάζουν και απορούν.
Θα μου πείτε – δεν έχει τέσσερις πλευρές ο κήπος σας; Γιατί μόνο τη μία
κοιτάτε; Μα, όπως όταν βγάζεις δόντι η γλώσσα σου μόνον εκεί πηγαίνει
(δεν έχεις τόσα άλλα δόντια;) έτσι και το μάτι. Αυτόματα πέφτει σ’ αυτή τη
μεριά και στυλώνεται και μένει. Εκεί είναι το τραύμα.
Ο ωραίος κήπος, ο περιποιημένος, με το γκαζόν, τις τριανταφυλλιές και
τους θάμνους, έχασε τώρα τη μισή του δόξα. Έχασε το φόντο του – το
άσχημο πευκόδασος πάνω στο οποίο προβαλλόταν.
Έτσι χάσαμε τον μισό κήπο, και (μαζί) την ομορφιά όλου του κήπου –
πριν να χάσουμε και τον άλλο μισό. Γιατί σύντομα πρέπει να φύγουμε (το
σπίτι δεν μας ανήκει). Νιώθαμε από καιρό σαν τους πρωτόπλαστους. Ποια
αμαρτία θα μας εξόριζε από τον ωραίο κήπο; Ίσως η αμαρτία όλων μας,
που κάναμε τους κήπους τόσο ακριβούς και τόσο σπάνιους – που κανείς
πια δεν μπορεί να τους χαρεί.
Δεν ξέρω αν θα είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο ν’ αφήσουμε τον κήπο,
έτσι που τον τραυμάτισαν βαριά. Ωστόσο, πρώτη φορά ένιωσα τι σκληρό,
απάνθρωπο και αφύσικο πράγμα είναι ένα συρματόπλεγμα. Γυαλίζει το
μέταλλό του καινούριο, η γεωμετρική του στειρότητα προδίνει κάθε ρυθμό
της φύσης, η κρυάδα του παγώνει φυτά και ζώα. Ούτε ένα πουλάκι δεν είδα
να κάθεται επάνω του – κι ας είναι γεμάτος πουλιά ο κήπος.
Σίγουρα θα μου πείτε πως αυτό το συρματόπλεγμα είναι αθώο μπροστά
σ’ εκείνα που είδαν ανθρώπους να πεθαίνουν, να βασανίζονται, να λιώνουν.
Και βέβαια δεν είναι αυτό το συρματόπλεγμα του Άουσβιτς ή του Αϊ-
Στράτη. Αλλά, πέστε μου, ξέρετε ένα συρματόπλεγμα που να είναι καλό,
ζεστό, όμορφο; Όλα τα συρματοπλέγματα –από το ειρηνικό ενός φράχτη
μέχρι το άγριο της φυλακής, του φρενοκομείου, του στρατοπέδου– είναι
απάνθρωπα.
Και, εδώ που τα λέμε, κάθε φράχτης είναι απάνθρωπος. Είναι κάτι που
χωρίζει τους ανθρώπους. Δικό μου – δικό σου, λέει ο φράχτης. Εγώ – εσύ,
λέει ο φράχτης. Φίλος – εχθρός, λέει. Όριο είναι ο φράχτης, σύνορο, τέρμα,
απαγόρευση. Ό,τι χωρίζει τους ανθρώπους είναι κακό. Καλό είναι ό,τι τους
ενώνει.
Βέβαια, ένας παλιός φράχτης, φορτωμένος περικοκλάδα, χτισμένος
πελεκητή πέτρα, χορταριασμένος και χαραγμένος από τον καιρό, μπορεί να
είναι όμορφος. Ξεχνάς τον ρόλο του, θαυμάζοντας τα σχέδια του χρόνου
και της φύσης επάνω του. Ενώ το συρματόπλεγμα είναι και απάνθρωπο και
άσκημο. Άσκημο σαν όλο τον «καινούριο» πολιτισμό του μέταλλου, του
πλαστικού και του τσιμέντου.
Πολύν καιρό μετά, όταν θα έχουμε αφήσει χρόνια πίσω αυτό τον κήπο, το
συρματόπλεγμα θα χορταριάσει, θα καλυφθεί από αναρριχώμενα, θα
σκουριάσει λίγο και θα χαθεί. Αυτοί που θα ’ρθουν μετά από μας, θα το
θεωρήσουν αυτονόητο. Εκεί, γι’ αυτούς, θα τελειώνει ο κήπος. Και δεν θα
σκεφθούν ότι κάποτε ο κήπος ήταν απέραντος. Ότι κάποτε δεν υπήρχαν
καθόλου συρματοπλέγματα, ούτε φράχτες· και η γη ήταν μία για όλους.
Έτσι παίρνουμε τα όρια για αυτονόητα και τυφλωνόμαστε. Έτσι
δεχόμαστε τη σκλαβιά, τη διάκριση, την αποξένωση. Αυτονόητα. Η
συνήθεια είναι ο θάνατος της ελπίδας.
Το βράδυ κάθισα στον κήπο και περίμενα, ώσπου η δροσιά του Μάη
έφτασε στο κόκαλο. Ούτε απόψε άκουσα αηδόνια. Περίμενα ως αργά, αργά
τη νύχτα. Δεν τραγούδησαν. Φοβάμαι πως δεν θα ξανατραγουδήσουν για
μας.
Εισβολή σκότους
(Νύχτα της Τρίτης 24 Φεβρουαρίου 1981) ΤΩΡΑ
ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ πως η ζωή
χωρίζεται κάθετα σε δύο μέρη. Στη μέση μια δόνηση. «Πριν», η συμβατική
ζωή της καθημερινότητας. «Μετά», η αποκαλυπτική ζωή του Απρόβλεπτου.
Στις έντεκα παρά τέταρτο κάναμε σχέδια για το μέλλον. Στις έντεκα παρά
πέντε δεν υπήρχε μέλλον. Δεν υπήρχε ούτε παρόν, γιατί βέβαια δεν μπορεί
να ονομάσει κανείς ανθρώπινο παρόν δύο τρομοκρατημένα κουνέλια με
150 σφυγμούς και πανικό σ’ όλα τα μέλη.
Σεισμός.
Το μεγάλο ον που μας κρατάει στην πλάτη του σάλεψε και ξαφνικά σπίτια
πέσανε, άνθρωποι πέθαναν, δρόμοι έκλεισαν.
Αλλά κυρίως πέθανε το μέλλον.
Τι θα κάνουμε αύριο; —Τι ραντεβού έχεις το πρωί; —Πότε θα γράψεις
αυτό που σου ζήτησα; Όλες αυτές οι ερωτήσεις ξαφνικά δεν είχαν νόημα.
Πρώτα, γιατί δεν ξέρεις αν θα υπάρχει αύριο. Ύστερα, γιατί κι αν υπάρξει,
τα πράγματα που θέλεις να κάνεις τώρα είναι εντελώς διαφορετικά από
αυτά που προγραμμάτιζες. Τώρα θέλεις να καθίσεις γύρω από μια φωτιά
μαζί με συνανθρώπους, οποιουσδήποτε συνανθρώπους – να μοιραστείς τον
φόβο τους, την αγωνία και την ελπίδα τους. Θέλεις να ξαναδείς φίλους και
δικούς. Θα ’θελες (αν προλάβεις) να βάλεις μπροστά άλλα σχέδια, που σ’
όλη σου τη ζωή κρατούσες κρυφά.
Δουλειά; Κοινωνικές υποχρεώσεις; Διασκεδάσεις; Τι; Πότε; Μέσα στον
καθένα εδρεύει τώρα ο Υπέρτατος Τρόμος. Το Κενό του Απροσδιόριστου.
Κανείς δεν ελέγχει την κατάσταση. Ο Πρόεδρος, ο Πρωθυπουργός
απευθύνουν μηνύματα και συστάσεις – και φαντάζουν αστείοι και αδύναμοι
σαν βρέφη. Η σιγουριά τελείωσε· η επόμενη δόνηση μπορεί να είναι η
τελευταία – ή η τελευταία σου.
—Είχα πει της Μαίρης να περάσει το πρωί…
Δεν θα περάσει. Είναι αυτονόητο. Έχει βγάλει τη νύχτα σε μια πλατεία,
είναι κατάκοπη και παγωμένη, και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε στον
κόσμο είναι να βγει για ψώνια στα μαγαζιά.
—Ποια μαγαζιά; Θ’ ανοίξουν; Ο πανικός του σεισμού δεν έχει καμία
σχέση με τον φόβο του ατυχήματος. Είναι μια πρωτόγονη, άγρια,
ενστικτώδης αντίδραση που λέει: ΦΥΓΕ! Που λέει: ΕΞΩ ΑΠΟ ΚΛΕΙΣΤΟΥΣ
ΧΩΡΟΥΣ! Όλη η αντισεισμική λογική του κόσμου δεν σε πείθει να
ξεπεράσεις αυτή την αιφνίδια μετασεισμική κλειστοφοβία…
Αλλά είναι και το άλλο.
Είναι η παρουσία του Απροσδιόριστου, του Απρόβλεπτου, του
Τρομακτικού, που την κρύβουμε και την απωθούμε στην καθημερινή ζωή
μας. Ένας άνθρωπος πεθαίνει, εμείς συνεχίζουμε. Πολλοί άνθρωποι
πεθαίνουν, εμείς συνεχίζουμε. Επιμένουμε να αγνοούμε τη Σκοτεινή
Πλευρά. Κάνουμε σχέδια, οργανώνουμε, ετοιμάζουμε. Και ξαφνικά: Ένας
σεισμός σε πιάνει από τον ηθικό σου γιακά και σε ταρακουνάει ώσπου να
γίνεις κουρέλι!
ΟΛΟΙ το ένιωσαν αυτό το συναίσθημα. ΟΛΟΙ κοιτάχτηκαν με άδεια μάτια
μετά τα οχτώ δευτερόλεπτα τρόμου. ΟΛΟΙ είδαν ξαφνικά τη Σκοτεινή Όψη
του κόσμου.
Και πάγωσαν.
Ναι, τίποτα δεν είναι σίγουρο, τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δεν
ελέγχεται. Χρειάζεται όμως ένας σεισμός για να το καταλάβουν ξαφνικά οι
άνθρωποι.
Βολεμένοι στην αίσθηση της τεχνολογικής μας παντοδυναμίας, έχουμε
για κάθε πρόβλημα τη λύση: Ταχυκαρδία, πάρε χάπι! Κρύο, άναψε σόμπα!
Δυσκολίες, πάρε λεφτά!
Σεισμός; Τι το γιατρεύει αυτό; Και κυρίως τι γιατρεύει την αβεβαιότητα,
όταν καταλάβεις ότι όχι, δεν είναι αυτονόητο πως η γη είναι σταθερή και
ακίνητη και σίγουρη βάση! Πως δεν σημαίνει τίποτα το «πατάω γερά στη
γη» – όταν η γη δεν πατάει γερά η ίδια.
Μπορεί, πριν τελειώσω αυτή τη φράση, να με καταπιεί ένα βάραθρο. Κι
αλήθεια γράφω αυτά τα λόγια πιο πολύ για να ξορκίσω τον φόβο.
Το σπίτι τρέμει. Ο γάτος μου με την τρίχα όρθια, τεντωμένος, τα μάτια
στυλωμένα, με κοιτάει θαρρείς παρακλητικά: κάνε κάτι, σταμάτα το!
Να μπορούσα! Αλίμονο, εγώ δεν μπορώ να σταματήσω τον εσωτερικό
σεισμό των σπλάχνων μου!
Άγρια νύχτα. Οι άνθρωποι έχουν έρθει κοντά-κοντά. Φίλοι και γείτονες,
συγγενείς και άγνωστοι. Ακουμπάνε ο ένας στον άλλο και ζεσταίνονται.
Δεν είναι μόνο ο φόβος που τους έδιωξε από τα σπίτια: είναι η ανάγκη για
επαφή, για επικοινωνία, για παρηγοριά.
Γιατί ξαφνικά το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο και από μέσα
πρόβαλε η μορφή του Άγνωστου, του Απροσδόκητου, του Σκοτεινού.
Κι αυτή δεν την αντέχει ο άνθρωπος μόνος του. Όποιος κι αν είναι,
φιλόσοφος ή σκαφτιάς.
Στριμώχνεται λοιπόν κοντά στους συνανθρώπους του και μοιράζεται τον
Μεγάλο Φόβο.
Βέβαια, αν δεν επαναληφθεί το κακό, κάποια μέρα ο μεγάλος φόβος θα
ξεχαστεί. Θα πηγαίνουμε πάλι για ψώνια στα μαγαζιά και στο κουτούκι για
μπακαλιάρο.
Ο άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τον σεισμό γιατί μπορεί να τον
ξεχνάει.
Κάποιοι θα πεθάνουν, κάποια σπίτια θα πέσουν, κάποιοι θα τρομάξουν
για πάντα.
Αλλά οι άλλοι θα συνεχίσουν να ζούνε, σαν να μην είχαν φοβηθεί ποτέ.
Θα τα ξεχάσουν όλα.
Γι’ αυτό και θα ξανατρομάξουν διπλά (και θα ξαναθυμηθούν τους
συνανθρώπους τους), όταν θα τους φανερωθεί πάλι η Σκοτεινή Όψη του
κόσμου.
Η ανάγκη της ανάγκης
Σ Κέρκυρα.
ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ η λέξη παράδεισος σημαίνει ένα πράγμα: Πασχαλινή
Φαντάζομαι τον παράδεισό μου, σαν παράδεισο των αισθήσεων. Και σ’ όλο
τον κόσμο, μόνο σ’ έναν τόπο, μόνο μία στιγμή τον χρόνο, φτάνουν όλες οι
αισθήσεις ταυτόχρονα στην κορύφωσή τους.
Μεγάλο Σάββατο πρωί, ώρα εννέα, στη Σπιανάδα.
Η πρώτη ευτυχία έρχεται από την αίσθηση του χώρου. Τι ηδονή για την
ψυχή, που έχει χάσει τα μέτρα της ανάμεσα στο συμπιεσμένο και στο
απεριόριστο! Εδώ ο χώρος λειτουργεί, αναπνέει. Έχει την άνεση, τον ρυθμό
και τα όρια που περιμένεις. Αισθάνεσαι τοποθετημένος στις ανθρώπινες
συντεταγμένες σου – στις σωστές σου αναλογίες. Τίποτα δεν σε πιέζει, όλα
γύρω σου σε στηρίζουν, σε πλαισιώνουν. Esplanade, Σπιανάδα. Εδώ η λέξη
πλατεία βρίσκει το πρώτο της νόημα.
Η δεύτερη ευτυχία είναι η όραση. Βλέπεις το κερκυραϊκό φως γλυκό,
μελένιο, να χαϊδεύει τις προσόψεις των σπιτιών του Λιστόν. (Α! οι
προσόψεις της Κέρκυρας: πίνακες τέχνης και φύσης – όπου τα χρώματα και
η υγρασία παίζουν μόνο με τόνους και ημιτόνια). Βλέπεις τον καταγάλανο
ουρανό (πάντα είναι γαλανός ο ουρανός το Μεγάλο Σάββατο στην
Κέρκυρα – ο Άγιος φροντίζει γι’ αυτό), μέσα από τα πορφυρά λουλούδια
του δέντρου του Ιούδα. Σε λίγο θα δεις τα χρυσά, τα γαλάζια και τα κόκκινα
της λιτανείας.
Πανηγύρι έχει η όσφρηση. Όλη η Κέρκυρα ένας κήπος. Ευωδιάζει τόσο
έντονα, που ώρες-ώρες σε ζαλίζει. Πνοές-πνοές έρχονται σαν μικρά κύματα
οι μυρωδιές – κάθε λουλούδι, κάθε δέντρο, κάθε πλαγιά και κάθε χωριό της
Κέρκυρας σου στέλνει το δικό του μήνυμα.
Όλα όμως θα τα δέσει η ακοή, μόλις από μακριά ακουστούν οι ήχοι της
μεγάλης λιτανείας. Το Μέγα Σάββατο οι Κερκυραίοι περπατάνε τον Άγιό
τους. Με φιλαρμονική και στολές. Με σεβασμό και έξαρση. Με μουσική.
Μουσική στην Κέρκυρα – που έχει περισσότερες φιλαρμονικές από
κινηματογράφους. (Ένας ορισμός του πολιτισμού; Όταν οι ασκούντες την
τέχνη ξεπερνάνε τους θεατές;). Δεν θα ξεχάσω ποτέ κάποιο πρώτο πρωινό
ξύπνημα σ’ ένα παλιό, πανύψηλο ξενοδοχείο της Σπιανάδας, όταν από κάθε
παράθυρο ακουγόταν και άλλη μπάντα.
Στην Κέρκυρα η μουσική δεν είναι απλός ήχος. Γίνεται περιβάλλον.
Γίνεται ζωή. Γίνεται –τελικά– οι ακροατές της. Το κοινό δεν είναι δέκτης
αλλά τμήμα του έργου.
Κάποτε αυτό θα το πούνε «χάπενιγκ».
Υπάρχει ένα μουσικό κομμάτι που ακούγεται μόνο στην Κέρκυρα, μόνο
στη λιτανεία. Ένα κομμάτι μελωδικό σαν τους κήπους της Κέρκυρας,
λυπημένο σαν την εβδομάδα των Παθών, λυρικό σαν το ασημένιο φως των
ελαιώνων, ρυθμικό σαν το κύμα της θάλασσας. Πένθιμο εμβατήριο από τον
«Άμλετ». Οι Κερκυραίοι το λένε απλά «ο Αμλέτος».
Όταν λοιπόν ανυψωθεί ο Αμλέτος σαν λυγμός και σαν έκσταση πάνω από
τις κοκκινόχρυσες στολές της Παλαιάς Φιλαρμονικής, η αίσθηση δεν
αντέχεται. Η ζωή τεντώνει τόσο μέσα σου, που νομίζεις πως θα σπάσεις
από ευτυχία. Σαν πόνος και σαν βάλσαμο ο Αμλέτος κυματίζει πάνω από
την πλατεία κι εσύ γεύεσαι τον παράδεισο σ’ αυτή τη Γη.
Δεκατρείς φορές έχω ακούσει τον Αμλέτο στη Σπιανάδα και κάθε φορά
νομίζω πως η καρδιά μου θα σταματήσει (και ίσως εύχομαι να σταματήσει,
έτσι!). Αψηφώ την εορταστική ταλαιπωρία, την τουριστική πολυκοσμία, τη
βαρβαρότητα των ορεσίβιων (δίπλα στους Επτανήσιους, όλοι εμείς είμαστε
αρκούδες). Ό,τι και να γίνεται γύρω, ο Άγιος και ο Αμλέτος νικάνε – και το
θαύμα λειτουργεί κάθε Μεγάλο Σάββατο στη Σπιανάδα.
Α, Κέρκυρα-Κέρκυρα, που δεν γνώρισες την τυραννία του Τούρκου και
την κακομοιριά του πεύκου. (Το δέντρο-ραγιάς, άμορφο και άσκημο). Που
μαζί με τ’ αδέρφια σου νησιά σώζετε το όνομα της ποίησης και της
μουσικής στην Ελλάδα.
Κι αν τύχει να είμαι μακριά, όπου κι αν βρεθώ, όταν έρθει Μεγάλο
Σάββατο τραγουδάω μέσα μου τον Αμλέτο. Κλείνω τα μάτια και για ένα
δευτερόλεπτο το θαύμα συντελείται πάλι.
Ο παλιός Αμλέτος, ο σκοτεινός πρίγκιπας της αμφιθυμίας, πνίγηκε στο
φως, τη μελωδία και τη μυρωδιά της άνοιξης. Αμφιβολία καμιά: «γλυκιά η
ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
Ο παράδεισός μου: Φως, ανθισμένη Σπιανάδα και η Παλαιά Φιλαρμονική
να παίζει, να παίζει, να παίζει τον Αμλέτο.
Η Επιστροφή
Α Ν ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΥΟΜΑΙ για κάτι στη ζωή μου, είναι πως δεν χρωστάω
πουθενά. Και δεν μιλάω για λεφτά (ούτε από αυτά χρωστάω). Μιλάω
για υποχρεώσεις, συναλλαγές, οφειλές κάθε είδους.
Όμως, κάθε φορά που κάνω αυτή τη σκέψη, συνειδητοποιώ πως
ψεύδομαι. Σε κάποιον χρωστάω – και θα χρωστάω όλο και περισσότερα
όσο ζω. Η οφειλή μου σ’ αυτόν είναι τεράστια και ανεκπλήρωτη. Συνεχώς
τραβάω προκαταβολές από την τράπεζά μου, βάζοντας ενέχυρο τον ίδιο
μου τον εαυτό.
Αυτός ο κάποιος είναι ο χρόνος. Χρωστάω χρόνο – ή χρωστάω στον
Χρόνο, αν θέλουμε να προσωποποιήσουμε τον Γενειοφόρο Γέροντα.
Προεξοφλώ συνεχώς ό,τι μέλλοντα χρόνο έχω, για να τον ζήσω τώρα.
Είχα ένα συμφοιτητή –καλή του ώρα, ζει τώρα στη Γερμανία– που, με
ένα δικό του τρόπο, ζούσε συνέχεια στο μέλλον. Ο πατέρας του είχε
καταθέσει γι’ αυτόν ολόκληρο το ποσό που θα χρειαζόταν για τις σπουδές
του. Έπρεπε ο φίλος να τραβάει κάθε μήνα από την Τράπεζα ένα μηνιάτικο,
αλλά δεν τον έφτανε. Προεξοφλούσε λοιπόν το μέλλον του, προχωρώντας
τους οικονομικούς μήνες πιο γρήγορα από τους ημερολογιακούς. Τον
ρωτάγαμε: τι μήνα έχουμε τώρα; (ήταν Σεπτέμβρης του 1956). Απαντούσε:
Αύγουστος του 1958.
Βέβαια, κάπου στο τέλος αυτές οι προεξοφλήσεις έχουν κακή κατάληξη.
Ο φίλος ταλαιπωρήθηκε αρκετά – και το ίδιο θα γίνει και με εμένα. Ελπίζω
ωστόσο να έχω προεξοφλήσει τόσο χρόνο πριν πεθάνω, που να βάλω ένα
καλό «φέσι» στον Σεβάσμιο Γέροντα. Είναι το μόνο «φέσι» για το οποίο
δεν θα έχω τύψεις συνειδήσεως.
Κι επειδή δεν μου φτάνει μόνο ο χρόνος που προεξοφλώ από το μέλλον
μου – δανείζομαι κι από τους τρίτους. Παίρνω από φίλους –που δεν τους
βλέπω ποτέ–, από ασχολίες που δεν κάνω, από υποχρεώσεις που δεν
εκπληρώνω. Παίρνω κι από τον ίδιο τον εαυτό μου: τον χρόνο της
ανάπαυσης, της διασκέδασης, της τεμπελιάς. Είναι γιγάντιες οι οφειλές μου
προς τον εαυτό μου: του χρωστάω δεξιώσεις, πάρτι, σινεμά, ταξίδια,
παρέες, διακοπές και –κυρίως– χιλιάδες ώρες ύπνου.
Μαζεύω λοιπόν χρόνο από παντού. Όπως οι φιλάργυροι τα λεφτά. Μόνο
που εγώ δεν τον φυλάω αλλά τον ξοδεύω τον χρόνο μου. Ποτέ δεν
κατάφερα να δημιουργήσω ένα «αποθεματικό» – πάντα τα πράγματα που
σχεδιάζω είναι περισσότερα από τον χρόνο που διαθέτω. Και υποψιάζομαι
πως, αν ένα Αγαθό Πνεύμα ερχόταν και μου χάριζε άλλα εκατό χρόνια
ζωής, θα άρχιζα αμέσως παζάρια για περισσότερα…
Ναι, έχω το άγχος του χρόνου. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως αυτά
που θέλω να κάνω (και να ζήσω) είναι άπειρα – ενώ η ζωή μου είναι
πεπερασμένη. Πάντα ήμουνα δραστήριος – αλλά από τότε που
συνειδητοποίησα τα όριά μου, έγινα υπομανιακός. Δεν μπορώ να αφήσω
στιγμή ανεκμετάλλευτη.
Γι’ αυτό βρίσκω αδιανόητη την ανία. Τους ανθρώπους που «δεν έχουν τι
να κάνουν», που «σκοτώνουν την ώρα τους», που «χάνουν τον καιρό τους».
Αυτούς που πάνε σιγά-σιγά – λες και θα ζήσουν χίλια χρόνια... Άγχος με
πιάνει και οργή, όταν τους βλέπω. Μου ’ρχεται να πάω κοντά τους και να
τους σπρώξω, να τους κουνήσω, να τους πυροδοτήσω.
Κι άλλες φορές με πιάνει παράπονο και σκέπτομαι να πάω και να τους
ζητήσω τον χρόνο που τους περισσεύει. Να γίνω ζητιάνος χρόνου. Αν
μπορούσα να πάρω χρόνο από όλους όσους βαριούνται – πόσα πράγματα
θα έκανα!
Αλίμονο! Σ’ αυτό τον αγώνα βγαίνω πάντα χαμένος. Όσο κι αν τρέξω –
όσο κι αν ξεκλέψω χρόνο– τελικά το ισοζύγιο θα ’ναι αρνητικό για μένα.
Ουτοπία να πιστεύω πως προεξόφλησα. Ό,τι μου ανήκει θα πάρω, κι αυτό
θα είναι λιγότερο απ’ όσο μου χρειάζεται.
Και μη μου πείτε για υστεροφημία – για έργα που νικάνε τον χρόνο κ.λπ.
Δεν μπορώ (ούτε θέλω) να φανταστώ τίποτα μετά από τον θάνατό μου.
Πού να πιστέψω στην αιωνιότητα – εδώ δεν πιστεύω στο αύριο! Η ζωή
μου τελειώνει κάθε στιγμή. Το μέλλον δεν υπάρχει για μένα – είναι μια
απλή πιθανότητα. Ποτέ δεν κάνω συγκεκριμένα σχέδια, ποτέ δεν
οραματίζομαι. Από τις διαστάσεις του χρόνου μόνο το παρόν με αγγίζει –
ούτε αυτό που πέρασε, ούτε αυτό που (ίσως) έρθει.
Αυτός είναι ο ένας λόγος για την αγωνία του χρόνου που με κατέχει. Ο
άλλος είναι η απληστία μου. Δεν θέλω να παραιτηθώ από τίποτα – δεν
δέχομαι να παραιτηθώ. Πιστεύω πως η παραίτηση είναι συμβιβασμός και
ευνουχισμός της προσωπικότητας – ακόμη και όταν γίνεται για «υψηλούς»
στόχους. Ο πνευματικός άνθρωπος που παραιτείται από τον «κόσμο της
ύλης», ο επιστήμονας που αποκόβεται από τη γνώση της καθημερινής ζωής,
ο διανοούμενος που εγκαταλείπει την πράξη – όλοι αυτοί για μένα είναι
μισοί και συμβιβασμένοι άνθρωποι. Νομίζω πως μόνο όποιος ζει το σύνολο
– είναι σωστά.
Κι έτσι, το μόνο που μου μένει είναι να τρέχω πίσω από τον χρόνο. Να
βρίσκω χίλιους τρόπους για να τον προεκτείνω, να τον πολλαπλασιάσω.
Να, π.χ., με την ξεκούραση. Οι άλλοι ξεκουράζονται με το να μην κάνουν
τίποτα. Εγώ ξεκουράζομαι κάνοντας κάτι άλλο. Και πολλές φορές
προσπαθώ να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Όλα αυτά είναι φτωχά τεχνάσματα που δεν ξεγελάνε τον Γέροντα. Η
άμμος μέσα στην κλεψύδρα του κυλάει ασταμάτητα. Όσο και να τρέχω,
στέκω τελικά στο ίδιο σημείο. Γιατί ο χρόνος ο δικός μου είμαι εγώ –
αρχίζει και τελειώνει μαζί μου.
Να, λοιπόν, γιατί δεν τα ’χω καλά με τον χρόνο. Ζω συνέχεια σε πίστωσή
του. Και αλίμονο όταν θα ’ρθει η ώρα να πληρώσω τους τόκους.
Ένοχο πάθος
Κ ΑΙ ΤΩΡΑ είναι καιρός να γράψω για μια ερωτική ιστορία. Μια ερωτική
ιστορία όπως δεν υπάρχουν πια σήμερα. Γεμάτη πάθος, ενοχές, έλξη
και αμαρτία. Μια απαγορευμένη αγάπη, ένα εμποδισμένο αίσθημα, μια
παράλογη ανάγκη.
Από τότε που εμπεδώθηκε η σεξουαλική επανάσταση, από τότε που
καθιερώθηκε η κοινωνική ανοχή, από τότε που η Άννα Καρένινα και η
Έμμα Μποβαρύ έγιναν περίεργες ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, ο έρωτας
έχει χάσει την πίκρα του και τη μέθη του.
Όμως εγώ ζω από χρόνια μια σειρά απαγορευμένα πάθη. Α! μην
προσπαθήσετε να μαντέψετε. Ο «έρωτας που δεν λέει το όνομά του» δεν
είναι ο ομόφυλος έρωτας (αυτός πια το λέει και το παραλέει!). Είναι ο δικός
μου.
Παραλλαγή του πυγμαλιωνικού σύνδρομου, ο έρωτάς μου αφορά άψυχο.
Αν άψυχο μπορεί να ονομασθεί ένα αντικείμενο νευρικό, γρήγορο,
ευαίσθητο, άγριο ή ήπιο – αλλά πάντα ζωντανό.
Μιλάω για αυτοκίνητο.
Ήδη το ανάθεμα σηκώνεται, ήδη οι νέοι ηθικολόγοι σμίγουν τα φρύδια,
ήδη οι προφήτες του αντικαταναλωτισμού εξανίστανται. Δεν σας είπα; Το
πιο απαγορευμένο πάθος της εποχής μας.
Ζω διπλή ζωή. Σαν Δόκτωρ Τζέκυλ είμαι ένας σοβαρός, ευυπόληπτος
αστός, που μόνες του αδυναμίες (ήδη ύποπτες) είναι η αγάπη για τα βιβλία
και τις γάτες.
Αλλά στο υπόγειο του σπιτιού μου έχω κρυμμένα φοβερά μηχανήματα.
Και σαν Μίστερ Χάυντ αργά τη νύχτα εξαπολύομαι στους άδειους δρόμους.
Ξέρω: είναι αντικοινωνικό, απάνθρωπο, επικίνδυνο. Χρησιμοποιώ το
αυτοκίνητο σαν αυτοσκοπό. Δεν με μεταφέρει πουθενά – απλώς
αυτοκινούμαι. Καταναλίσκω πολύτιμη ενέργεια χωρίς αντιπαροχή. Και –
αλίμονο– δεν οδηγώ πεντάπορτα, πενταθέσια, πεντάτροχα οικογενειακά
αυτοκίνητα. Αντίθετα, κινούμαι με επίπεδες κατασκευές που δύσκολα
χωράνε δύο άτομα.
Μην προσπαθήσετε να μου εξηγήσετε πως κάνω λάθος. Πόσο λογικά
μπορείτε να αναλύσετε στον παίκτη του μπακαρά, την ώρα που τραβάει
οκτώ, τις πιθανότητες της μπάνκας; Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν παίζω
τυχερά παιχνίδια.
Αλλά οι μηχανές με τρελαίνουν. Η οδήγηση είναι για μένα μία από τις
Καλές Τέχνες – ένα μηχανικό μπαλέτο ανοιχτών οριζόντων. Με την
ακρίβεια και την εγκράτεια του χορευτή, εκτελώ τη χορογραφία του
δρόμου.
Δεν με νιώθετε; Λυπάμαι. Ο καθένας πρέπει να μπορεί να συναισθάνεται
τα πάθη του άλλου, έστω κι αν δεν τα συμμερίζεται. Αλλιώς η ζωή θα ήταν
πολύ φτωχή.
Να σας μιλήσω για την τελευταία μου αγάπη; Ήρθε μετά από μια περίοδο
εγκράτειας (είχα αποφασίσει να «το κόψω»). Είχα πουλήσει όλες τις
διαβολικές μηχανές, είχα στείλει τον Μίστερ Χάυντ στην εξορία της
λογικής και είχα βολέψει τον Δόκτορα Τζέκυλ σε ένα τετράγωνο
τετράτροχο.
Άχρωμη ζωή!
Μέχρι που ΤΗΝ είδα.
Έγραψα τότε: «Τέσσερις μήνες πάλεψα με τη λογική μου, με το ήθος μου,
με τη σοβαρότητά μου, με τις ενοχές μου, με το πορτοφόλι μου. Κάθε τόσο
περνούσα και την κοίταζα. Περίμενε υπομονετική, ήσυχη αλλά σίγουρη για
τη γοητεία της. Ήξερε ότι θα αργήσει να αγοραστεί γιατί ήταν “τεκμήριο”.
Τεκμήριο αμάχητο, όχι πλούτου (άλλα αυτοκίνητα τον τεκμηριώνουν
καλύτερα), αλλά γούστου και γνώσης. Κλεισμένη στις αιφνίδιες καμπύλες
και τις δυνατές αιχμές της (που κοσμούν ήδη το Μουσείο Μοντέρνας
Τέχνης της Νέας Υόρκης) περίμενε.
»Άντεξα ακόμη ένα μήνα. Και τελικά ξανακύλησα. “Ενέδωσα”, που θα
έλεγε ο Αλεξανδρινός.
»Τώρα οδηγώ ένα αυτοκίνητο που με το τιμόνι του απασχολεί όλες τις
νευρικές απολήξεις των δακτύλων, ενώ με τα πεντάλ του διαψεύδει όλα τα
εξαρτημένα ανακλαστικά της συνηθισμένης οδήγησης».
Το οδηγώ ακόμη.
Είναι ένα από τα τελευταία καθαρόαιμα. (Είδος υπό εξαφάνιση). Ένα
χειροποίητο έργο τέχνης. Είναι αμαρτία ν’ αγαπάς το άσπρο σου άτι;
Αλίμονο τότε στους ήρωες των παραμυθιών και τους ιππότες της νιότης
μας…
Ξέρω, δεν έχω ελπίδες σε έναν κόσμο όπου και οι παλαιοί παθιασμένοι
της κίνησης έγιναν οικολόγοι και ηθικολόγοι. Παρόλο που, στον δικό μου
κόσμο, το Περιβάλλον δεν συγκρούεται με την Αυτοκίνηση. Φτάνει να
υπάρχει σωστή χωροταξική σκέψη.
Αλλά η Μαζική Λογική και τα Μαζικά Μέσα προχωρούν. Οι Εγωιστές
της Αυτονομίας, οι Αναρχικοί της Ταχύτητας, οι Αισθησιακοί της Φυγής
χάνουν το παιχνίδι.
Ζω την τελευταία ίσως από τις μεγάλες ερωτικές μου ιστορίες.
Παράλογα, παράνομα, αλλά με πάθος.
Ας δοξολογήσουμε, λοιπόν, το Πάθος. Κινεί και συγκινεί τους
ανθρώπους. Μεταβάλλει τη Διάρκεια σε Ένταση και την Έκταση σε
Έκσταση. Δίνει προοπτική και βάθος στη ζωή.
Ας δοξολογήσουμε περισσότερο το απαγορευμένο πάθος. Στην
καθημερινή σύγκρουσή του με την τάξη του μέσου όρου, ξαναθεμελιώνει
τη δημιουργική αμφιθυμία του ανθρώπου.
Ναι, Δόκτορα Τζέκυλ, έχεις δίκιο – τώρα όμως λέγομαι Μίστερ Χάυντ.
Η νύχτα είναι μεγάλη – και η διχοτόμηση της φωτισμένης ευθείας γίνεται
αθόρυβα, αεροδυναμικά. Όπως και η αιώρηση στη σκοτεινή στροφή που
φωτίζεται απότομα, με γωνίες.
Καταδικάστε το πάθος – αλλά κατανοήστε την αναγκαιότητά του και
ευλογήστε το μεγάλο παράδοξο: Στην αδυναμία μου βρίσκεται η δύναμή
μου.
Ο πόνος της άνοιξης
Ξ
ΑΝΑ και πάλι, όσο κι αν ξέρουμε πια το τοπίο του έρωτα και το μικρό κοιμητήρι με τα ηχηρά του
ονόματα και το φρικτό απόκρυφο φαράγγι όπου οι άλλοι τελειώνουν: ξανά και πάλι βγαίνουμε
ζευγαρωμένοι κάτω από τα γέρικα δέντρα, γέρνουμε ξανά και πάλι ανάμεσα στα λουλούδια,
απέναντι στον ουρανό.
Ε ΙΜΑΙ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΗΠΟ, ένα βράδυ της άνοιξης. Ξεχάστηκα εδώ όλη μέρα
πίνοντας ήλιο και βάρυνα τόσο, που αποκλείεται να μετακινηθώ.
Είμαι ευτυχισμένος.
Ξέρω πως είναι αδιανόητο και ανήθικο να είμαι ευτυχισμένος. Αλλά είμαι
γεμάτος ήλιο, μυρωδιές, κι έχω στο δέρμα εκείνο το γαργάλημα που λέει
πως ήρθε η άνοιξη. Το δέρμα ξυπνάει. Κι αρχίζει να ζει. Ψάχνει να μιλήσει
με άλλο δέρμα.
Δεν θέλω τίποτα, δεν συλλογίζομαι τίποτα, δεν θυμάμαι τίποτα.
Προσπαθώ να τρομάξω τον εαυτό μου. Ο οργανισμός μου δεν αντιδρά. Η
μακάρια νάρκη συνεχίζεται.
Γυρίζω από τ’ άλλο πλευρό.
Ένα κομμάτι γαλάζιος ουρανός μέσα από μαύρα κλαριά. Πόσο γαλάζιος.
Πόσο μαύρα.
Είμαι ευτυχισμένος.
Θα ήθελα να φωνάξω έναν συμβολαιογράφο (απ’ αυτούς του θεάτρου με
την επίσημη μαύρη ενδυμασία και το ψηλό καπέλο – ναι, οπωσδήποτε
ψηλό καπέλο). Να τον βάλω να πιστοποιήσει με συμβολαιογραφική πράξη
το γεγονός: «Επειδή έχω περάσει χρόνια γκρινιάζοντας, επειδή έχω
αμαρτήσει συχνά ενάντια στην ευτυχία, επειδή έχω περιγράψει, αναλύσει,
σχολιάσει, ερμηνεύσει, τονίσει, δοξολογήσει τη δυστυχία, εγώ, ο Νίκος
Δήμου, αλλοτριωμένος άνθρωπος του εικοστού αιώνα, παιδί του μπετόν και
των καυσαερίων, του συστήματος και του κατεστημένου, δηλώνω –έχοντας
σώες τις φρένες, και διαυγή τον νου– ότι είμαι ευτυχής.
Έστω και για ένα λεπτό, μία ώρα, μία μέρα. Είμαι. Και το λέω. Αυτή
είναι η άλλη επανάσταση».
Πολλούς αιώνες αργότερα, οι ιστορικοί θα ονομάσουν τα χρόνια μας:
εποχή του νέου πουριτανισμού.
Εποχή όπου η ευτυχία ήταν αμαρτία, κι όπου όλοι: συγγραφείς, ποιητές,
μουσικοί, διανοούμενοι, αγρότες, εργάτες, αστοί, πλούσιοι λαοί, φτωχοί
λαοί, καταριόντουσαν συνεχώς την τύχη τους.
Πόσον καιρό έχετε να διαβάσετε ένα χαρούμενο ποίημα; Να ακούσετε
ένα κεφάτο τραγούδι; Κάποιος πρέπει να κάνει την επανάσταση της
ευτυχίας.
Δεν θα αλλάξει τίποτα – μόνο ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα.
Αλλά κάπου, σαν ευτυχισμένοι άνθρωποι, θα είμαστε πιο σωστοί και πιο
ελεύθεροι.
(Η δυστυχία και η γκρίνια εξυπηρετούν το σύστημα, φίλοι! Οι
ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκες. Το σύστημα σας θέλει
ανικανοποίητους!).
Ποιος αντιεξουσιαστής θα κάνει αυτή την επανάσταση; Εν τω μεταξύ
έσφιξε το κρύο και μαζεύτηκα στο σπίτι.
Αύριο –ξέρω, μη μου πείτε– θα ’ρθουν όλα. Θα με πολιορκήσουν πάλι. Ο
κήπος θα έχει χαθεί. (Μήπως ήταν ο κήπος που με έκανε ευτυχισμένο;).
Αλλά ακόμη έχω μέσα μου πολύ ήλιο. Αρκετό για μέρες.
Το μυστικό της ευτυχίας είναι το σήμερα. Τα αύριο είναι εφεύρεση των
δυστυχισμένων. Είτε σαν ελπίδα, είτε σαν απειλή.
Σήμερα, λοιπόν, είμαι ευτυχισμένος. Και όπως έλεγε ο γλυκύτατος
Πετρώνιος, «κανείς δεν μπορεί να μου πάρει πίσω όσα έζησα».
Παρ’ όλα αυτά
Κ ΑΘΕ ΕΠΕΤΕΙΟΣ είναι μια νίκη πάνω στον χρόνο. Κάθε νίκη πάνω στον
χρόνο είναι μια πύρρεια νίκη.
Γιορτάζω γενέθλια – κι αναρωτιέμαι: τι γιορτάζω; Το ότι υπάρχω ακόμη;
Μα τότε δοξολογώ το τυχαίο. Όλα τα κεραμίδια που πέρασαν δίπλα στο
κεφάλι μου.
Ποιο είναι το χαρμόσυνο μήνυμα στα γενέθλια; Όχι, βέβαια, πως είμαι
ένα χρόνο πιο γέρος! (Σοφότερος; Ωριμότερος; Τι παρηγορικές
αυταπάτες!). Ούτε φυσικά πως μπαίνω σε έναν «καινούριο» χρόνο. (Άλλη
απάτη: τεχνητές τομές ελπίδας – πρωτοχρονιές, γενέθλια). Δεν υπάρχει
παλιός και νέος χρόνος – ο χρόνος είμαστε εμείς. Κι εμείς δεν αλλάζουμε
από μια στιγμή στην άλλη…
Λοιπόν τι νόημα στα γενέθλια; Άραγε μόνο η κενή επιβίωση της αρχαίας
ετήσιας τελετής για τον εξευμενισμό του «γενεθλίου δαίμονος»; Του
μικρού θεού που συγκληρώθηκε μαζί μας στη γέννηση, για να μας
προστατεύει σ’ όλη μας τη ζωή;
Οι αρχαίοι θεοί πέθαναν. Δαίμονες υπάρχουν μόνο στην άσφαλτο ή στο
τυπογραφείο. Κανείς δεν μας προστατεύει πια. Όμως εμείς καλούμε κάθε
χρόνο φίλους και σβήνουμε κεράκια (μήπως είναι τα φοβερά «κεριά» του
Καβάφη;). Και γιορτάζουμε – τι; Που μεταβολίσαμε για έναν ακόμη χρόνο
το οξυγόνο της ατμόσφαιρας; Αλλά κάθε μικρό ζώο και κάθε σεμνό φυτό
το ίδιο πράττει – χωρίς κομπασμούς και πανηγύρια.
Σκέπτομαι τα χρόνια που έζησα πάνω στη γη, «θλιβερή γραμμή κεριών
σβησμένων». Και δεν βρίσκω άλλο νόημα να δώσω στα γενέθλια (του κάθε
ανθρώπου), από το πείσμα του ΠΑΡ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ.
Παρ’ όλα αυτά ζωντανός!
Παρ’ όλα αυτά ελεύθερος!
Παρ’ όλα αυτά διάφανος!
Παρ’ όλα αυτά: την εσωτερική κόπωση και την εξωτερική φθορά, τη
βιολογική κούραση και την ψυχική τριβή…
…τώρα πιο νέος, πιο ζωντανός, πιο ερωτευμένος!
Παρ’ όλα αυτά: την ύπουλη, υποσυνείδητη, διάβρωση με «μη», «αρχές»
και «πρέπει», το πότισμα με νερό της υποταγής (στην κούνια, το σχολείο,
τον στρατό), τους πειρασμούς της εξουσίας και της δύναμης…
…σήμερα πιο επαναστάτης, πιο εικονοκλάστης, πιο αναρχικός!
Παρ’ όλα αυτά: την εκμετάλλευση της ανάγκης, την καταδυνάστευση της
επιθυμίας, τον οικονομικό εξανδραποδισμό, τον εξαναγκασμό σε
συμβιβασμούς…
…πιο ανεξάρτητος, πιο ασυμβίβαστος, πιο ανυποχώρητος!
Παρ’ όλα αυτά: την ιδεολογική καταπίεση, τον θρησκευτικό εκβιασμό
(παραδοχή – ή οριστικός θάνατος), το πολιτικό δίλημμα (ή ανήκεις – ή δεν
υπάρχεις), παρ’ όλη την προπαγάνδα, τον προσηλυτισμό, την πνευματική
τρομοκρατία…
…τώρα πιο αδέσμευτος, πιο ανοιχτός, πιο ελεύθερος!
Παρ’ όλα όσα μας δίδαξαν:
γκρέμισα, κατεδάφισα και αυτοδίδακτος ξανάχτισα χρόνο με χρόνο τον
κόσμο μου! Τα γενέθλια αυτού του κόσμου γιορτάζω.
Με κατήχησαν να ντρέπομαι για τη χαρά. Παρ’ όλα αυτά κέρδισα την
ελευθερία της ηδονής – που είναι προϋπόθεση για την ηδονή της
ελευθερίας!
Μου έδειξαν όλες τις σκηνοθεσίες που κρύβουν τον θάνατο. Παρ’ όλα
αυτά έχω φόβο θανάτου μόνιμα στον ουρανίσκο. Και –παρ’ όλα αυτά–
πολεμάω.
Θήτευσα στη σχολή του «ανδρισμού»: Παρ’ όλα αυτά τώρα κλαίω
ελεύθερα ό,τι χάνω. Βρήκα την τρυφερότητα πιο γενναία από την ανδρεία!
Διδάχθηκα να δυσπιστώ στον ορμέμφυτο εαυτό μου. Παρ’ όλα αυτά
αντέστρεψα την αδυναμία και τη δύναμή μου – τις αγκάλιασα μαζί κι έγινα
ένας.
Μελέτησα προσεχτικά τα ιερά βιβλία. Παρ’ όλα αυτά δεν τυφλώθηκα
(όπως οι πιστοί) αλλά φωτίστηκα (όπως οι τρελοί και οι άγιοι). Με το φως
της άγνοιας.
Παρόλο που με έμαθαν άλλα – έφτασα τώρα να πιστεύω πως η ελευθερία
των ανδρών θα έρθει από τις γυναίκες, των πλούσιων από τους φτωχούς,
των σοφών από τους αγράμματους.
Έζησα σ’ έναν κόσμο ετερόνομο –νιώθοντας παρ’ όλα αυτά αυτόνομος–
και καλλιεργώντας με πάθος την αυτονομία, μήπως κάποτε ανθίσει παντού.
Και μολονότι πολλοί με πολέμησαν –δεξιοί και αριστεροί, λόγιοι και
έμποροι, ισχυροί και αδύναμοι– παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσαν να μου
πάρουν την καλοσύνη.
Το κείμενο «Όταν ήρθε ο Καβάφης» είναι αφιερωμένο στον Αιμίλιο Καλιακάτσο. Το κείμενο
«Ψυχοσάββατο» είναι αφιερωμένο στη μνήμη της θείας μου Μαρίας Ν. Καλβοκορέσση. Οι
μεταφράσεις κειμένων (όπου απαντούν) είναι δικές μου. Τα ποιήματα στο κείμενο «Ο πόνος
της άνοιξης» είναι: Έλιοτ (Έρημη Χώρα), Σαχτούρης και Σικελιανός («Στ’ Οσίου Λουκά»).
Ν.Δ.