You are on page 1of 73

Παρ’ όλα αυτά

Νίκος Δήμου: Συνοπτικός κατάλογος βιβλίων

Ποίηση
Ποιήματα 1950-2005 (περιέχει 8 συλλογές), Τυπωθήτω
Ξένα ποιήματα, Νεφέλη
Σάτιρες, Νεφέλη
Λίστες, Εκδόσεις Πατάκη

Φιλοσοφία
Το απόλυτο και το τάβλι, Εκδόσεις Πατάκη
Ο Έλληνας Βούδδας, Εκδόσεις Πατάκη
Τρίπτυχο (Επικοινωνία – Αγάπη – Ελευθερία), Εκδόσεις Πατάκη

Πεζά
Παρ’ όλα αυτά, Εκδόσεις Πατάκη
Μικρά βήματα, Εκδόσεις Πατάκη
Ημερολόγιο του καύσωνα, Εκδόσεις Πατάκη
Τολμηρές ιστορίες, Opera
Οι δρόμοι μου (Μιχαήλ Βόδα, Ρήνου, Γαλήνης, Παράσχου), Ωκεανίδα

Δοκίμια
Δοκίμια Ι (Οδυσσέας Ελύτης), Νεφέλη
Δοκίμια ΙΙ (Τα πρόσωπα της ποίησης), Νεφέλη
Δοκίμια ΙΙΙ (Από την πορνογραφία στα κόμικς), Εκδόσεις Πατάκη
Δοκίμια (ανθολογία), Opera

Μελέτες, σχόλια και σάτιρα


Νικοδήμου Ευφημιστού Άπαντα, Νεφέλη
Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας, Εκδόσεις Πατάκη
Κοινοτοπίες, Νεφέλη
Οι Νέοι Έλληνες, Νεφέλη
Κι εσείς διαφημιστής, Γιόχαν Σεμπάστιαν;, Ερμείας
Παρακμή και πτώση της Νέας Δημοκρατίας, Νεφέλη
Η Χώρα του Εδώ και Τώρα, Νεφέλη
Η χαμένη τάξη, Εκδόσεις Πατάκη
Μετά τον Μαρξ, Νεφέλη
Απολογία ενός ανθέλληνα, Opera
Ψηφιακή ζωή, Opera Ο καθρέφτης (θέατρο), Ελληνικά Γράμματα
Ειρωνικό (νεοελληνικό) Λεξικό, Εκδόσεις Πατάκη
Ασκήσεις ελευθερίας, Τυπωθήτω
Μιλώντας μ’ έναν αγανακτισμένο νέο για επαναστάσεις, Εκδόσεις Πατάκη
Φωτογραφικά
Το φως των Ελλήνων, Μουσείο Μπενάκη
Το νέο βιβλίο των γάτων, Καρβέν

Μεταφράσεις
Elias Canetti: Οι φωνές του Μαρρακές, Libro
Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της

ελληνικής νομοθεσίας (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα)

και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Aπαγορεύεται απολύτως

άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό,

μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή,

εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε

οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

Eκδόσεις Πατάκη
Σειρά: Τα βιβλία του Νίκου Δήμου
Νίκος Δήμου, Παρ’ όλα αυτά
Υπεύθυνος έκδοσης: Κώστας Γιαννόπουλος
Διορθώσεις: Κώστας Σίμος
Στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση: «ΦΑΣΜΑ» Αφοι Καπένη Κ. & Α. Ο.Ε.
Φιλμ, μοντάζ: Κέντρο Γρήγορης Εκτύπωσης
Copyright© Σ. Πατάκης A.E.E.Δ.E. (Eκδόσεις Πατάκη) και Νίκος Δήμου, 2013
Πρώτη έκδοση από τις εκδόσεις Νεφέλη, Aθήνα, 1981
Τέταρτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Ιούλιος 2014
Κ.Ε.Τ. 8563 • Κ.Ε.Π. 504/14 • ISBN 978-960-16-5434-8
Πρώτη ψηφιακή έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Αύγουστος 2014
Κ.Ε.Τ. 8564 • ISBN 978-960-16-5563-5

ΠANAΓH TΣAΛΔAPH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38, 10437 AΘHNA, THΛ.: 210.36.50.000, 801.100.2665, 210.52.05.600

KENTPIKH ΔIAΘEΣH: EMM. MΠENAKH 16, 10678 AΘHNA, THΛ.: 210.38.31.078

YΠOK/MA: ΚΟΡΥΤΣΑΣ (ΤΕΡΜΑ ΠΟΝΤΟΥ – ΠΕΡΙΟΧΗ Β΄ ΚΤΕΟ), 57009 ΚΑΛΟΧΩΡΙ ΘEΣΣΑΛΟNIKHΣ, THΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, ΦAΞ: 2310.70.63.55

Web site: http://www.patakis.gr • e-mail: info@patakis.gr, sales@patakis.gr


στον Ν. και στη Μ.
Το ποτέ και το πουθενά

Δ ΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙ ΠΟΤΕ; —Ποτέ.


—Τι θα πει ποτέ; Κοιτάζω μακριά. Προσπαθώ να περιγράψω την
αιωνιότητα.
—Ποτέ θα πει: ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο. Ούτε σε ένα μήνα, ούτε σε τρεις.
Ούτε σε ένα χρόνο, ούτε σε δέκα.
—Ίσως όμως αργότερα…
—Δεν υπάρχει αργότερα από το ποτέ.
Καρφώνω το βλέμμα μηχανικά σε ένα μεγάλο αγκάθι. Κατάλαβε; Δεν
κατάλαβε. Βλέπω το επόμενο ερώτημα να αγωνιά στα μάτια του.
Κάθομαι στον κήπο με τον εαυτό μου – και προσπαθώ να του εξηγήσω. Ο
εαυτός μου είναι ένα μικρό παιδάκι όλο απορίες. Εγώ είμαι γέρος. Αλλά
δεν μπορώ να απαντήσω.
—Ποιο είναι πιο δυνατό; Το ποτέ ή το ποτέ-ποτέ; —Είναι το ίδιο.
—Δεν είναι! Το ποτέ-ποτέ είναι πιο δυνατό. Κι εσύ δεν είπες ποτέ-ποτέ.
Είπες ποτέ. Μπορεί να ξαναγυρίσει.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο μηδέν και το μηδέν; Παίρνω τον
εαυτό μου τον μικρό από το χέρι και περπατάμε στον κήπο. Αυτός κρατάει
μέσα του μία ερώτηση κι εγώ ένα κενό.
—Και τώρα πού είναι; —Πουθενά.
—Τι θα πει πουθενά; —Πουθενά θα πει: ούτε εδώ, ούτε εκεί, ούτε αλλού.
—Δηλαδή πού είναι; Το πουθενά είναι το ποτέ του χώρου. (Το ποτέ είναι
το πουθενά του χρόνου).
Τα μάτια του έχουν πλημμυρίσει αγωνία. Κάπου ετοιμάζεται δάκρυ και
πίσω από αυτό κραυγή.
—Πού είναι; Δεν έχω άλλη σωτηρία από το ψέμα. Θα ξαναπώ τον μύθο
της ψυχής που δεν αντέχει το ποτέ και το πουθενά.
—Είναι στον παράδεισο.
—Τι είναι ο παράδεισος; —Ένας κήπος.
—Σαν κι αυτόν; —Πιο μεγάλος. Και πιο ωραίος.
—Πάμε!
—Δεν γίνεται.
—Γιατί; —Κανείς δεν μπορεί να πάει στον παράδεισο αν δεν περάσει από
το ποτέ και το πουθενά.
—Μου λες ψέματα!
Ξέρει –και ξέρω– πως λέω ψέματα. Είναι όμως ο εαυτός μου, ο μικρός.
Ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει και δεν εγκαταλείπει. Το πείσμα του
ζωντανού.
—Αν είναι αλήθεια, πάμε!
—Πού; —Στο ποτέ, το πουθενά και τον παράδεισο! Βλέπεις; Σκύβεις το
κεφάλι. Είπες ψέματα!
Ένας ψεύτικος κήπος – γεωμετρικός τόπος στη συμβολή του ποτέ και του
πουθενά. Ανύπαρκτες οι συντεταγμένες του.
Κλαίει.
—Δεν θα την ξαναδώ! Ποτέ!
Τώρα τραντάζεται από τους λυγμούς. Α! να μπορούσα και εγώ να
κλάψω… Μα το κενό δεν έχει μάτια. Βλέπω τον εαυτό μου τον μικρό να
κλαίει και να που εγώ δεν καταλαβαίνω.
—Εσύ (λυγμός) δεν λυπάσαι; —Λυπάμαι.
—Δεν κλαις; —Δεν μπορώ να κλάψω.
—Μέχρι χθες έκλαιγες.
—Τώρα δεν μπορώ…
—Μα τώρα έφυγε!
—Γι’ αυτό δεν μπορώ!
Το ποτέ και το πουθενά είναι δύο λουλούδια στον ίδιο κήπο. Τα βλέπω. Ο
άνεμος τα λικνίζει συνέχεια – και δεν είναι ποτέ πουθενά. Ο εαυτός μου, ο
μικρός, με κοιτάει σταθερά. Δεν κλαίει πια. Στα μάτια του έχει σκιές
φόβου.
—Γιατί δεν κλαις; —Δεν μπορώ.
Στα μάτια του έχει σκιές τρόμου. Κάνει ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του
ανατριχιάζει. Κατάλαβε.
—Δεν είσαι εγώ. Είσαι το ποτέ…
—Είμαι.
—Είσαι το πουθενά.
—Είμαι.
—Πότε έφυγες; —Μαζί της.
—Γι’ αυτό δεν κλαις; —Γι’ αυτό.
Τώρα νιώθει ξαφνικά το ψύχος του κόσμου.
—Επειδή δεν άντεξες…
—ναι
—Επειδή δεν μπόρεσες να καταλάβεις…
—ναι
—Έγινες ένα με το ποτέ και το πουθενά.
Ψιθυρίζουμε. Τα πουλιά είναι πιο μεγαλόφωνα. Βραδιάζει.
—Την αγαπούσες τόσο πολύ; —ναι
—Δεν θα ξανακλάψεις ποτέ; —Ποτέ.
Υπάρχει ποτέ και σ’ αυτή τη ζωή. Το φέρνει ένας κρύος αέρας από την
άλλη. Νυχτώνει.
—Τώρα πρέπει να φύγω; —ναι.
Ο εαυτός μου, ο μικρός, έχει ρυτίδες στη φωνή του. Η γάτα που ήρθε να
τριφτεί στα πόδια του είναι ξένη. Η νύχτα είναι ξένη. Ο εαυτός του είναι
ξένος.
Έφυγε όπως περπατούσαμε παιδιά στις πλάκες – προσπαθώντας να μην
πατήσει ούτε στο ποτέ, ούτε στο πουθενά. Μες στο σκοτάδι.
Ο ήλιος του απογεύματος

Τ Η ΒΛΕΠΕΙΣ από μακριά, ανάμεσα σε πολλούς, και από μακριά την κοιτάς
όπως νιώθεις:
σε θέλω!
κι εκείνη απαντάει ίδια ανοιχτά:
σε θέλω!
Η πρώτη συνεύρεση είναι των ματιών. Σε γεμίζει. Ήσυχος, ήρεμος
περιμένεις. Μπορεί να περάσει καιρός αλλά τη γνωρίζεις, ήδη, με σιγουριά
υπογάστρια. Την άλλη φορά που θα τύχει, ίσως τα μάτια της στην αρχή να
παίξουν:
τι γίνεται; δεν με θέλεις πια;
ειρωνικά – για να σπάσουν αμέσως (όπως και τα δικά σου) σε μια γυμνή
ανάγκη:
σε θέλω.
Τώρα η ορμή είναι τόση που σας φοβίζει. Έτσι, όταν τελικά θα βρεθείτε,
θα αρχίσετε συζήτηση, περίπατο, μουσική. Λάθος. Γιατί από έξω, όταν
μπορείτε να ξεκινήσετε από μέσα; Από τη ρίζα.
Κάποια στιγμή οι φλυαρίες ξεφτάνε και γίνεται σιωπή –αβάσταχτη– και
τότε το πρώτο δειλό άγγιγμα – και αμέσως παροξυσμός. Τρως, τρώγεσαι,
καταπίνεις, καταβροχθίζεσαι. Σκλάβοι της πείνας. Και όταν τελειώσετε δεν
ξέρετε ούτε ποιος, ούτε τι. Υπάρχει μια ανακούφιση και μια νέα
μεγαλύτερη πείνα. Τώρα θα γίνει ο έρωτας επώνυμος.
Και γίνεται με το μικρό άγγιγμα και το δειλό γέλιο, με το άγριο σφίξιμο
και τον σκληρό πόνο, με την οδυνηρή παράταση και αναβολή, με την
αναγνώριση και προσομοίωση του ρυθμού σου από εκείνη και του δικού
της από σένα.
Κι έρχεται η περίοδος της ωριμότητας (που ποτέ δεν γνωρίζουν οι Δον
Ζουάν της αλλαγής). Όταν κατεβαίνετε πια στο κρεβάτι βαρείς από τη
γνώση του άλλου, έμπειροι από την πείρα γενεών, σοφοί της αφής,
επαναστάτες της έκπληξης. Με το πάθος να αυξάνει και να βαθαίνει όσο
περνάει ο χρόνος. Με την ανάγκη να γίνεται πιο καυτή όσο συχνότερα
ικανοποιείται. Με τη δίψα πιο έντονη όσο μεθάς.
Α! τι όμορφο θέαμα δύο συνειδητοί –ασυνείδητοι– εραστές στον έρωτα.
Ο καθένας τους είναι ακριβώς αυτό που είναι –το ανεπανάληπτο εγώ του–
και μαζί η προβολή ενός τεράστιου Απρόσωπου. Όσο πιο βαθιά
προσωπικός ο έρωτας τόσο πιο ανώνυμος. Γιατί η έκσταση είναι το
ξεπέρασμα του εγώ μέσα από το εσύ – παντού και κυρίως στην αγκαλιά του
άλλου.
Τι όμορφο θέαμα: δύο εραστές σμίγουν στο μεγάλο κρεβάτι εκτελώντας
τη χορογραφία της αφής. Πότε γρήγορα, πότε βασανιστικά αργά, πότε ίσια,
πότε αντίστροφα, πότε ακίνητοι ώρες, σαν τα φίδια, πότε σε φρενίτιδα
παράφορη. Ποιος χορογραφεί – ποιος κατευθύνει; Κανείς. Και οι δύο μαζί,
αυθόρμητα αντιδρώντας ο ένας στον άλλο, αναδρώντας ο ένας στον άλλο.
Εδώ δεν υπάρχει τρίτος – σκηνοθέτης ή επικυρίαρχος. Εδώ είναι η πιο
ελεύθερη, η πιο αυθόρμητη πράξη του κόσμου.
(Μα δεν είστε «δούλοι» του ενστίκτου; Γελάω. Εγώ είμαι το ένστικτο – τι
δούλος είμαι όταν ανήκω στον εαυτό μου! Σωπάστε πουριτανοί
αποτρόπαιοι, ευνουχίσατε τον κόσμο, σκοτώσατε τις αισθήσεις, νεκρώσατε
την πηγή της ζωής! πώς ζείτε; από μας ζείτε!).
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στους εραστές μας. Ο «ήλιος του απογεύματος»
φωτίζει διαγώνια το κρεβάτι. Κατάκοπα, παράλυτα σώματα βυθισμένα στον
ύπνο της απόλυτης λήθης. Όμως τώρα αναδύονται, ανοίγουν τα μάτια,
κοιτάζονται, θυμούνται και αναπολούν πάλι την έκφραση της αρχής:
σε θέλω
σε θέλω
κι απλώνουν ξανά χέρι στο αγαπημένο σώμα. Πιο αργά, πιο βαριά, αλλά
γλυκύτερα. Ο κουρασμένος έρωτας είναι δυο φορές έρωτας.
Είναι μια άλλη θρησκεία αυτή. Βωμός, ένα άσπρο μαξιλάρι· λατρεία, η
αφή. Πραγματώνει την έκσταση με τη θέση κι όχι με την άρνηση, με το
χόρτασμα κι όχι με τη νηστεία. Είναι η μεγάλη λειτουργία του ζωντανού
όντος. Πρόλογος της μόνης μαγικής πράξης που ξέρουμε στον κόσμο – της
αναπαραγωγής.
(Εν ονόματι της αναπαραγωγής ζήτησαν να ευνουχίσουν τον έρωτα!
Πόσο παρά φύσιν μπορεί να φτάσει η σκέψη! Αλλά δεν υπήρξε ποτέ θέμα
ηθικής – μόνο θέμα εξουσίας. Ήθελαν να ελέγχουν τους ανθρώπους, να
τους κρατούν υποτελείς. Και οι αισθήσεις ελευθερώνουν!).
Ο καθένας ας διαλέξει τις δικές του πύλες της έκστασης, δεν διαφωνώ.
Δημοκρατία της λύτρωσης – φτάνει να μην επεμβαίνει στις δικές μου
επιλογές. Και για μένα πρώτη είναι η μεγάλη ελευθερία των αισθήσεων –
και ύστερα η θύελλα και η πειθαρχία των παθών.
Από τις αισθήσεις ξεκινάνε όλα. Και ο έρωτας (η πρώτη χαρά) και η
τέχνη (κι αυτή πρώτη). Γιατί ποιος ξεχωρίζει; Ο έρωτας συνεχώς γίνεται
τέχνη και η τέχνη έρωτας.
Κι όταν είμαι σε βαθιά κατάθλιψη, αρκεί να δω ένα ζευγάρι
ερωτευμένους για να ξαναβρώ την πίστη μου. Α! τα νέα παιδιά που
καίγονται και ψάχνουν και βυθίζονται σε μέγα αυτοερωτισμό και
δοκιμάζουν το έτερο σαν εαυτό, μέχρι να μάθουν να νιώθουν τον εαυτό
τους σαν άλλο. Εγώ κι εσύ ένα και το ίδιο.
(Να, φωνάζει ο πουριτανός: όλα αυτά, ταπεινά, του σώματος! Όχι, φίλε,
της ψυχής! γιατί αυτή ζωντανεύει το σώμα. Άψυχο σώμα δεν παίζει ούτε
και ασώματη ψυχή. Ένα είναι όλα, και σε ένα απολήγουν).
Και, θεέ μου, τι μυριάδες διαφορετικές αισθήσεις μεταφέρει μια
επιδερμίδα! Κάθε τετραγωνικό εκατοστό χίλιες νευρικές απολήξεις, κάθε
μία ένας τόνος στη συμφωνία της αφής. Κι αλλιώς το άγγιγμα, αλλιώς το
χάδι, αλλιώς το κράτημα, αλλιώς η πίεση, αλλιώς ο πόνος. Κάθε παραλλαγή
πολλαπλασιάζεται με δυνατότητες σε θέσεις, ήχους, λόγους, μυρωδιές,
εικόνες. Αυτή η μουσική ούτε τελειώνει ούτε επαναλαμβάνεται. Μόνο
κορυφώνεται πάλι, και πάλι ξαναρχίζει όταν κοιτάς:
σε θέλω
σε θέλω
αλλά μπορεί να κοιτάζεις και με άγγιγμα, ή με φωνή, με στάση ή με
άρωμα.
(Όλα αυτά δεν θα τα νιώσουν ποτέ αυτοί που κατακτούν, αυτοί που
συλλέγουν, αυτοί που εκτονώνονται, αυτοί που υφίστανται, αυτοί που
ανακουφίζονται, αυτοί που πετυχαίνουν. Όλα αυτά είναι απρόσιτα γι’
αυτούς που δεν μπορούν να προσεγγίσουν ασυνείδητα για να γνωρίσουν
συνειδητά, και να λυτρωθούν ασυνείδητα. Όλα αυτά είναι αδύνατα για
όσους δεν έχουν τη σοφία του αυθορμητισμού και τον αυθορμητισμό της
σοφίας.
Προσέξτε! η απελευθέρωση του έρωτα είναι παγίδα των πουριτανών.
Αυτοί που έκαναν την επανάσταση κατανάλωση, έκαναν τον θεό
εμπορεύσιμο, θέλουν να γίνει και η έκσταση αναλώσιμη).
Αλλά η πραγματική έκσταση δεν αναλίσκεται – ούτε αναλίσκει.
Αναγεννάται και θάλλει σαν κερασιά την άνοιξη. Ιερός είναι ο έρωτας στο
άγγιγμα, στο αγκάλιασμα, στην ηδονή και τη μέθεξη. Όμορφος είναι ο
έρωτας που περικλείει τη γλυκύτατη τρυφερότητα και το καταλυτικό πάθος.
Υπέροχοι είναι οι ρυθμοί εναλλαγής τρυφεράδας και μίσους, έντασης, και
ύφεσης, δόξας και μελαγχολίας. Θεσπέσιες είναι οι κινήσεις του μυστικού
μπαλέτου. Όλα είναι ελεύθερα στους αγωνιστές της αφής. Σίγουρη είναι η
απόλυτη στιγμή για τους καθαρούς, τους ελεύθερους, τους διάφανους. Και
πόσο ανθρώπινο (μέσα στη θεϊκή έκρηξη του είναι) το τελικό ευτυχισμένο
χαμόγελο του άλλου με τις σκιές κάτω απ’ τα μάτια:
Σε θέλω. Κι όσο σε θέλω, υπάρχω.
Ο τρελός με τα πουλιά

Ξ ΥΠΝΗΣΕ στη μέση της νύχτας από εκκωφαντικά κελαηδίσματα πουλιών.


Στην αρχή χάρηκε. Ξημέρωσε, σκέφτηκε. Μετά συνειδητοποίησε πως
ήταν μαύρη νύχτα, και πως δεν ζούσε πια –αλίμονο– στην εξοχή, μα στο
κέντρο της πόλης.
Αλλά τα πουλιά εξακολούθησαν. Τότε τρόμαξε. Κατάλαβε πως είχε
ψευδαισθήσεις.
—Είμαι τρελός! Θεέ μου, τρελάθηκα!
Ο φόβος τον έκοψε στα δυο. Ανασηκώθηκε, άναψε το φως. Προσπάθησε
να ξυπνήσει εντελώς. Το κελάηδισμα συνεχιζόταν. Άγριες, τσιριχτές
κραυγές, μπλεγμένες με μικρά, ήσυχα τιτιβίσματα – και ανάσπαρτες
μελωδικές τρίλιες.
—Αηδόνι, ψιθύρισε.
Οι τρίλιες και οι λαρυγγισμοί του αηδονιού άρχισαν να κυριαρχούν στον
ηχητικό χώρο – και τι περίεργο: ο φόβος του απάλυνε, μια ηρεμία, μια
πραότητα, μια γαλήνη τού χαλάρωσαν τα μέλη.
Κι έτσι, έγινε δύο: ο άνθρωπος που φοβόταν την τρέλα του – και ο άλλος
που χαιρόταν τη μελωδία των πουλιών.
—Σ’ όλη μου τη ζωή θ’ ακούω τώρα ανύπαρκτα πουλιά; αναρωτιόταν ο
ένας. Κι ο άλλος έλεγε: Θεέ μου! πόσον καιρό είχα ν’ ακούσω αηδόνι!
Αλλά ο λογικός εαυτός κυριάρχησε.
—Πρέπει να δω ένα γιατρό. Κάτι πρέπει να γίνει!
Ο γιατρός τού έδωσε μια σειρά από διάφορα χάπια σε διάφορες ώρες. Τα
πουλιά εξασθένησαν και σιγά-σιγά χάθηκαν. Ξαναβρήκε τη σιγουριά του,
την αυτοπεποίθησή του. Έπαψε να φοβάται πως ξαφνικά στη μέση μιας
συζήτησης ή την ώρα της δουλειάς του θα τρόμαζε από ανύπαρκτους
κελαηδισμούς.
Τα χάπια τού ρύθμισαν και άλλες ιδιομορφίες της ζωής του. Του πήραν τις
εκρήξεις αισιοδοξίας και τις κρίσεις μελαγχολίας, τις αιχμές και τις
πτώσεις. «Κάπου μου σιδέρωσαν τη ζωή», σκέφθηκε. Δούλευε πιο στρωτά,
ζούσε πιο ομαλά, κοιμόταν πιο βαθιά.
Αλλά κάποια νύχτα ξαναξύπνησε απότομα. Και τώρα τον τρόμαξε η
σιωπή. Κανένας ήχος, ούτε φυσικός θόρυβος.
Η σιωπή του μπετόν και της πόλης ήταν ξαφνικά πιο βαριά από τον τρόμο
της παραίσθησης. Από κείνη τη μέρα, παρ’ όλα τα πολλά χάπια, πήρε την
κάτω βόλτα. Ήταν μελαγχολικός, σκυθρωπός, αμίλητος.
Ξαναπήγε στον γιατρό. Εκείνος του άλλαξε τη σύνθεση των χαπιών.
Αλλά δεν έγινε τίποτα.
Άρχισε τώρα να βλέπει περίεργα όνειρα – ακου-στικά όνειρα.
Πρωταγωνιστούσαν ήχοι – άνεμος φυσούσε, κύματα που σερνόντουσαν
στα βότσαλα, φύλλα που θρόιζαν, και πουλιά... πολλά πουλιά.
Στα όνειρα αυτά ήταν ευτυχισμένος. Αλλά όταν ξυπνούσε ξανάπεφτε
στην κατάθλιψη. Άρχισε ν’ αναρωτιέται, τι θα γινόταν αν σταματούσε τα
χάπια. Ένιωσε πως είχαν δημιουργήσει μέσα του ένα τρίτο πρόσωπο –
άσχετο με τον υγιή αλλά και με τον τρελό εαυτό του. Αυτό το πρόσωπο τον
καταπίεζε φοβερά.
Όμως δίσταζε να σταματήσει γιατί έτρεμε το ανύπαρκτο. Όπως όλοι μας
είχε εκπαιδευτεί στον φόβο της τρέλας.
Αλλά μια μέρα τόλμησε. Η αποκόλληση από τα φάρμακα ήταν πολύ
οδυνηρή – τον απορρύθμισε τελείως. Κάπου όμως είχε ξεπεράσει μέσα του
τις συμβάσεις του «κανονικού» και του «ανώμαλου» και άρχισε να δέχεται
την αίσθηση όπως του ερχόταν.
Τότε γύρισαν και τα πουλιά. Η εμπειρία δεν ήταν αμιγής. Είχε
ευχαρίστηση αλλά και τρόμο. Ιδιαίτερα όταν βρισκόταν μέσα στους
κλασικούς συμβατικούς χώρους, στις τυπικές καθημερινές καταστάσεις:
στο τρόλεϊ, στη δουλειά, στο πάρτι. Εκεί ξαφνικά η παραίσθηση τον
απομόνωνε τελείως από τους άλλους. Αυτό δεν το άντεχε.
Σκέφθηκε να ξαναπάει στον γιατρό. Αλλά θα του έδινε πάλι χάπια.
Πέρασε καιρός –και πολλή ταλαιπωρία– μέχρι να καταλάβει τι έπρεπε να
κάνει. Μάζεψε όλα του τα υπάρχοντα, παραιτήθηκε από τη δουλειά του,
αποχαιρέτισε τους γνωστούς του.
Πήγε κι έχτισε ένα σπιτάκι σε μια λόχμη ποταμού όπου μαζεύονταν τα
περισσότερα πουλιά της χώρας. Εκεί έκανε το καινούριο του νοικοκυριό.
Βρήκε δουλειά να βοηθάει στο διπλανό χωριό – πάντα χρειάζεται ένας
γραμματιζούμενος. Και βολεύτηκε.
Τώρα, όταν ακούει πουλιά, δεν ξέρει αν είναι τα «δικά του» ή τα
πραγματικά. Γιατί ο τόπος είναι παράδεισος των πετεινών – κι έγινε ακόμη
πιο πολύ αφότου ήρθε αυτός κι έδιωξε τους λίγους κυνηγούς και τα παιδιά
με τις ξόβεργες.
Όλη μέρα κελαηδισμοί αντηχούν στ’ αυτιά του. Και τι τον νοιάζει από
πού έρχονται;
Ένιωσε τότε πως ο μόνος τρόπος να μη φοβάσαι τη διαφορά ανάμεσα
στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, είναι να την καταργήσεις.
Χάρηκε που τα ανύπαρκτα πουλιά τον έφεραν κοντά στα υπαρκτά.
Και, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ήταν ευτυχισμένος.
Περνάει η μουσική

Η ΜΠΑΝΤΑ ξεκίνησε. Άκου!


Ξεχωρίζεις πρώτα τους ακραίους ήχους – πίφερα και γκρανκάσα.
Τριλλίτ-τριλλίτ κελαηδάνε τα πίφερα. Ουγκ-ουγκ χτυπάει η γκρανκάσα.
Η μπάντα πλησιάζει. Σε στενούς δρόμους ελίσσεται τώρα η μελωδία.
Α! σας χαρίζω όλες τις συμφωνικές σας ορχήστρες – με τα βιολιά και τα
κοντραμπάσα. Οι ορχήστρες δεν περπατούν. Δεν περνάνε κάτω από τα
παράθυρά σου.
Και τίποτα δεν είναι πιο τρυφερό από ένα χαμηλόφωνο λυρικό χάλκινο.
Η μπάντα περνάει. Κάτω από δεντροστοιχίες. Μέσα από πλατείες. Σε
ανθισμένα πάρκα. Σε μεγάλες λεωφόρους.
Και γύρω κόσμος και πίσω παιδιά, πολλά παιδιά. Κι ένας αέρας γιορτής
και χαράς και σχόλης.
Τριλλίτ-τριλλίτ πάνε τα πίφερα. Ουγκ-ουγκ βροντάει η γκρανκάσα.
Με μια μπάντα να παίζει, πηγαίνουν στον πόλεμο. Με μια μπάντα
γιορτάζουν τη νίκη ή θρηνούνε τον θάνατο. Τα πιο πένθιμα εμβατήρια και
τους πιο χαρούμενους χορούς, τα χάλκινα τους παίζουν.
Με μια μπάντα πίνουν την μπίρα. Με μια μπάντα χορεύουν το βαλς και
την πόλκα. Και η τζαζ από μια περιπατητική μπάντα ξεκίνησε.
Η μπάντα περνάει. Δεν ακούς μόνο – βλέπεις! Λάμψεις μελένιες από τα
χάλκινα, λάμψεις ασημένιες από τα κλαρινέτα και το ψηλό γκλόκενσπιλ.
Κόκκινες οι στολές, χρυσά τα γαλόνια, άσπρα τα λοφία. Ανοίγουν και
κλείνουν όλα μαζί τα τρομπόνια και η τούμπα θεμελιώνει τη μελωδία με τα
βαριά της πατήματα.
Είναι η μουσική των ανοιχτών χώρων και της ανοιχτής καρδιάς. Είναι η
μουσική που σε κάνει ή να γελάς ή να κλαις. Είτε που εγκαρδιώνεσαι
ρυθμικά με το νεύρο της ή που λιώνεις απαλά με τη μελωδία της.
Όποιος δεν έχει ακούσει ιταλική μπάντα να παίζει Τραβιάτα σε
ανοιξιάτικο κήπο, δεν έχει κλάψει ποτέ από μουσικό έρωτα. Όποιος δεν
έχει ακούσει γερμανική μπάντα να παίζει τη Δόξα της Πρωσίας, δεν έχει
ποτέ περπατήσει χαρούμενος προς τον θάνατο. Όποιος δεν έχει ακούσει –
τριπλή– αμερικάνικη μπάντα να παιανίζει τα μαρς του Σούσα, δεν έχει
νιώσει πόσο εφηβικά νέα ήταν η Αμερική του 1890. Όποιος δεν έχει
ακούσει τον Αμλέτο στη Σπιανάδα, δεν έχει ακούσει τίποτα!
Ναι, ξέρω, τα πνευστά είναι του πολέμου – αλλά και του χορού. Είναι της
μάχης – αλλά και της έκστασης. Σάλπιγγα κι όχι βιολί θα σημάνει τη
Δευτέρα Παρουσία.
Η μπάντα περνάει. Και χωρίς να το θέλεις σηκώνεσαι, περπατάς. Θα την
ακολουθούσες ως το τέλος του κόσμου. Τέτοιο μαγνητισμό έχουν τα
μέταλλά της!
Σέβομαι τα έγχορδα, αγαπώ το πιάνο. Μα τα πνευστά τα ζωντανεύει η
ίδια η αναπνοή του ανθρώπου – η ανάσα του, η ψυχή του. Και τα κρουστά
είναι ανθρώπινος σφυγμός.
Η μπάντα περνάει. Τρομπέτες, τύμπανα, τρομπόνια και πίφερα. Κυλάει
σαν ποτάμι, σαν ζωή. Στους δρόμους ο ήχος της αντανακλάει σε σπίτια και
ανθρώπους. Κοπέλες κρέμονται στα μπαλκόνια να δούνε τους λεβέντες,
γερόντοι θυμούνται τα νιάτα τους, οι νέοι μετράνε την αντρειά τους. Α!
ποια ορχήστρα αξιώθηκε τέτοια δόξα; Ποια ορχήστρα, θαμμένη σε μια
σκοτεινή βελούδινη αίθουσα, με εκατό ή και χίλιους ακροατές, δεν θα
ζήλευε τα χαρούμενα πλήθη, τον καθαρό αέρα και τον αρραβώνα της
μπάντας με τον λαό; Ως και οι κλασικοί συνθέτες τη ζήλεψαν. Ο Χάυντν
έβαλε το πέρασμά της στην πιο ωραία του συμφωνία. Ο Μπετόβεν έγραψε
μουσική γι’ αυτήν. Και στην πιο δυνατή παραλλαγή της Ενάτης,
μεταμορφώνει την ορχήστρα του σε μπάντα.
Ωστόσο, εκείνη δεν παίρνει από τους μεγαλοφυείς τη σημασία της. Ξέρει
να αντλεί τη δύναμή της από την απλή μουσική του λαού. Αυτή που
περιφρονούν οι διανοούμενοι – αυτή που αγαπάει ο κοσμάκης. Παίζει σε
τρία τέταρτα και σε τέσσερα τέταρτα. Παίζει στο τσίρκο και στο πανηγύρι,
στην παρέλαση και στις γιορτές. Έχει δύναμη, ποίηση, μα και χιούμορ!
(Αλήθεια, πώς θα ήταν ένα τσίρκο με ορχήστρα εγχόρδων;).
Η μπάντα σταμάτησε. Ο μαέστρος (τα πιο πολλά χρυσά, το πιο ψηλό
λοφίο) γυρίζει και κοιτάζει τους μουσικούς.
Τώρα ξέρουν όλοι πως η μπάντα θα παίξει το πιο ωραίο της κομμάτι. Κι
αλήθεια (πόσο δύσκολη είναι η τέχνη του πνευστού), τώρα τα τρομπόνια
ακούγονται πιο απαλά και από βιολοντσέλα. Και οι σάλπιγγες σαν χαμηλές
φωνές ανθρώπων.
Αλλά από το βάθος, βροντή πλησιάζει ο ρόλος του τύμπανου και η
τούμπα φέρνει κραδασμούς υποχθόνιους.
Και ξαφνικά οι σάλπιγγες τρυπάνε τον ουρανό και η γκρανκάσα γκρεμίζει
και ξαναχτίζει τον κόσμο.
Η μπάντα τώρα μιλάει με τον θεό – και ο λαός αφουγκράζεται.
Αλλά πάλι ξαναγυρίζει η μελωδία και μαλακώνει τον πόνο της ζωής.
Και είναι απόγευμα λαμπρό – ήλιος, γιορτινή πλατεία, δέντρα πολύχρωμα
σαν πάρκο του Ρενουάρ και η μπάντα παίζει με μια γλύκα που δεν
αντέχεται.
Κι όταν θα τελειώσει, θα γυρίσει πίσω σκορπίζοντας μουσική σ’ όλη την
πόλη.
Α, πώς αγαπάω τα θεόπνευστα χάλκινα που περπατάνε και χορεύουν! Α,
τι νοσταλγία που έχει ο απόηχος της μπάντας μέσα στους δρόμους!...
Η μπάντα χάνεται. Ακούς τώρα μόνο τους ακραίους ήχους. Τριλλίτ-
τριλλίτ τα πίφερα. Ουγκ- ουγκ η γκρανκάσα.
Όταν ήρθε ο Καβάφης

Ε ΝΑΣ ΦΙΛΟΣ μού χάρισε πολύτιμο δώρο.


Μία αυθεντική φωτογραφία του Καβάφη μέσα σε ωραιότατη παλαιά
ξύλινη κορνίζα.
Η χειρονομία του φίλου με συγκίνησε ιδιαίτερα – μια που από όλους τους
ποιητές μας ξεχωρίζω τον Αλεξανδρινό. Αλλά περισσότερο με συγκίνησε η
μορφή του ποιητή στη φωτογραφία. Εκφράζει στον έπακρο βαθμό τα τρία
γνωρίσματα της τέχνης του: οξύνοια, πείρα κι αισθητική τάξη. Ο Καβάφης
εικονίζεται άψογα ντυμένος – αισθητικά. Πίσω, χαρτί ταπετσαρίας
γεωμετρικά ανθισμένο. Τα μάτια του, μέσα από τα μη εφαρμόζοντα γυαλιά,
διαπερνούν. Εξυπνάδα διαχέεται σ’ όλο το δωμάτιο.
Σοβαρός σαν νυμφίος ή πρέσβης, τέλεια μίμηση του εαυτού του, βέβαιος
για την αιωνιότητα των λόγων του, ωραίος όσο η ποίηση, ο ποιητής
κοιτάζει. Τα φαινομενικά πρόχειρα ακουμπισμένα γυαλιά (το μόνο
ατημέλητο στοιχείο, μαζί με τα ατίθασα φρεσκολουσμένα μαλλιά) δίνουν
μεγαλύτερο βάθος στο βλέμμα. Το ήξερε σίγουρα αυτό ο ποιητής και τα
τοποθετούσε ακριβώς στην πρέπουσα απόσταση. Τίποτα σ’ αυτή τη
φωτογραφία δεν είναι τυχαίο. Ποτέ η έννοια της «πόζας» δεν
συγκεκριμενοποιήθηκε έτσι. Ο ποιητής έχει τοποθετήσει (για να μην πω
σκηνοθετήσει) τον εαυτό του. Συνθέτει την έκφραση και τη μορφή του σαν
ποίημα. Όμως πάλι ποτέ πόζα δεν ήταν πιο φυσική – κι εδώ φαίνεται το
μέγεθος της τέχνης του. Γιατί ο Καβάφης δεν ήταν μόνο ποιητής ποιημάτων
αλλά και ποιητής του βίου του. Περνούσε από τη ζωή στα ποιήματα και
από τα ποιήματα στη ζωή του όσο κανένας άλλος. Δημιούργησε το
περιβάλλον της φωτογραφίας όπως δημιουργούσε το περιβάλλον της ζωής:
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ· χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες: με τόσα περιστατικά, με τόσα
πράγματα.
Κ’ αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
Το κοστούμι σκούρο, σοβαρό, με μια αδιόρατη λεπτή ρίγα. Η γραβάτα
από βαρύ μετάξι – φαίνεται το δύσκολο πέσιμο και η θαμπή γυαλάδα.
Μαντίλι στο τσεπάκι, κολάρο γεωμετρικά άψογο. Η λήψη (νομίζω του
Μεγαλοκονόμου) έχει τη σαφήνεια και τη διαύγεια Καβαφικού λόγου.
Μόνον οι παλαιές μηχανές με τα τεράστια αρνητικά μπορούσαν να
αποτυπώσουν τέτοια λεπτομέρεια. Και μόνον οι αχνές παλιές εκτυπώσεις
μπορούσαν να δώσουν στην γκρίζα σάρκα αυτή τη ζωντανή φωτοσκίαση.
Αλλά πέρα από θρίαμβος του φωτογράφου, η φωτογραφία αυτή είναι
θρίαμβος του ποιητή. Που μπόρεσε, ακόμη και σε ξένο χώρο, με ξένα μέσα,
να υποτάξει το υλικό του και να το διαμορφώσει όπως ήθελε. Ένα πορτρέτο
του Καβάφη είναι (έπρεπε να είναι) μια δημιουργία του Καβάφη. Το
μοντέλο έγινε ζωγράφος. Ο φωτογράφος απεικόνισε όχι τη μορφή αλλά την
κυρίαρχη βούληση του ποιητή. Όχι «έτσι που σε εαυτό του τον
μεταμορφώνει η αιωνιότητα» αλλά έτσι που αυτός διαμορφώνει τον εαυτό
του για την αιωνιότητα!
Το μυστικό της μεγάλης τέχνης: η απόλυτη κυριαρχία πάνω στα
εκφραστικά μέσα. Ο Καβάφης ελέγχει εδώ ακόμη και τη φωτογραφία του.
Περισσότερο: ελέγχει το «είδος» του προσώπου του. Είναι αυτή η μορφή
γέροντα εξήντα έξι ετών; Ούτε γι’ αστείο! Το βλέμμα νεανικό και έντονο,
το δέρμα διπλοξυρισμένο και λείο – ο υπέροχος Πρωτέας, ο μείζων μίμος
ενσαρκώνει την αιώνια νεότητα του ποιητή. Οι μεγάλοι ερωτικοί (και ήταν
ο μέγιστος πάντων) δεν γερνούν ποτέ – ιδιαίτερα στο πορτρέτο τους.
Κοιτάζω τη φωτογραφία με δέος. Ο Αλεξανδρινός πέτυχε περισσότερα:
την έκανε αυτοδύναμο έργο τέχνης. Η θέα της, και σε ανθρώπους ξένους,
υποβάλλει αυθεντία, ποιότητα, αρμονία. Η σύνθεση, η τάξη, το
ανεξάντλητα έξυπνο βλέμμα, το σαφές και ακριβέστατο ύφος σταματούν,
καθηλώνουν, λυτρώνουν. Είναι ένα κατορθωμένο έργο – άλλο ένα ποίημα
αυτό το πρόσωπο. Θα το ήξερε αυτό ο Μέγας Συνειδητός όταν ένευσε στον
φωτογράφο: Τώρα!
Δίπλα στη φωτογραφία φροντίζω συνεχώς να έχω «ωραία λουλούδια και
άσπρα – ως ταίριαζαν πολύ». Θα του άρεσαν αυτά, ως και η περίτεχνη
βαριά ρωσική κορνίζα που τον περιβάλλει. Μόνο που τώρα είναι δύσκολο
για μένα να καθίσω στο γραφείο μου. Ιδιαίτερα δύσκολο να γράψω,
νιώθοντας Βλέμμα πίσω από τον δεξή μου ώμο. Πώς να στήσει κανείς έστω
και μία φράση, όταν αντιμετωπίζει την ακαριαία ειρωνεία του
Αλεξανδρινού; Τρεις μέρες έσκιζα χαρτιά – την τέταρτη σκέφθηκα: θα
γράψω γι’ Αυτόν. Είναι ο μόνος τρόπος να μην τον ενοχλήσει η γραφή.
Αυτάρεσκος (κι ας ήταν αυστηρότατος στον εαυτό του) θα χαιρόταν τον
έπαινο του δήμου (έστω: και των σοφιστών). Και σκέπτομαι πως τώρα που
διαβάζει, πάνω από τον ώμο μου, θα χαμογελάει κρυφά. Διαβλέπει το
τέχνασμα (αυτός!) αλλά δεν παύει να απολαμβάνει παράλληλα την ηδονή
του επαίνου.
Πήγα να γράψω: πόσο μάλλον, που είναι ο έπαινος ειλικρινής, αλλά
σταμάτησα. Γι’ αυτόν φοβάμαι πως η ειλικρίνεια της αλήθειας θα ήταν
πάντα δεύτερη – μετά την ειλικρίνεια της τέχνης. Θα προτιμούσε ψέματα
πολύ καλογραμμένα, από άτεχνα διατυπωμένες αλήθειες.
Ας είναι. Γράφω για να εξευμενίσω το βλέμμα του. Είναι δύσκολο να
τυραννάς τις λέξεις κάτω από τη ματιά του απόλυτου μονάρχη μιας
γλώσσας. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο, έχοντας δίπλα σου αυτή την
ακοίμητη συνείδηση της ιστορίας, να σχολιάσεις τρέχοντα γεγονότα,
πολιτικά, ιστορικά, αισθητικά. Το παντοδύναμο Βλέμμα διαπερνά τα πάντα
και αναδεικνύει αμέσως τη ματαιότητα της προσπάθειας, την ειρωνεία της
φιλοδοξίας, την αφέλεια της ελπίδας. Με δύο στίχους έχει ανατρέψει όσα
θα περιγράψεις σε δύο σελίδες.
Από τον μηδενισμό της ιστορικής ειρωνείας ο Καβάφης είχε δύο
διαφυγές: το αστικό σαλόνι της στωικής αξιοπρέπειας (πανοπλία
Αιμιλιανού Μονάη: σαν το άψογο κοστούμι στη φωτογραφία), και το
σκοτεινό υπόγειο του πάθους. Οριστικό αλεξίθυμο ήταν γι’ αυτόν ο άλλος
έρωτας, στον οποίο η απαγόρευση έδινε ελευθερία και βάθος. Έτσι η
ποίηση γινόταν εμπαθής και εμπύρετη. Καυτή, όμως λαξευμένη ψύχραιμα.
Σκέπτομαι: λάθος να είναι στο γραφείο το πορτρέτο – καλύτερα στο
δωμάτιο του έρωτα. Εκεί, ξέρω, θα είχε ο ποιητής επιείκεια. Το οξύτατο
βλέμμα θα γλύκαινε για εραστές, έστω και ετερόφυλους. Άλλωστε η
αυστηρότητα της φωτογραφίας, ξέρουμε, ήταν τιθασευμένο πάθος. Τόσο,
που σχεδόν δεν άφηνε χώρο για αίσθημα.
Ναι, το βλέμμα θα άλλαζε. Άλλα συναισθήματα θα παίρναν τη θέση της
οξύνοιας, της ειρωνείας. Συμπάθεια, σίγουρα – αλλά και φθόνος. Σοφία
θησαύρισεν αρκετή, ο ποιητής, δόξα ικανή, την αίσθηση της τέχνης του και
της μαστοριάς του τη χάρηκε. Αλλά ηδονή δεν χόρτασε (κανείς δεν
χορταίνει). Έτσι αντικρίζοντας ζωντανούς εραστές θα ένιωθε δίκαιη ζήλια.
(Καλύτερα όμως, παρά λαθραναγνώστης σε άτεχνα κείμενα. Άτεχνος
έρωτας δεν υπάρχει – εκεί η έλλειψη τέχνης ερεθίζει τους σοφούς).
Και όσο το σκέπτομαι τόσο πείθομαι. Το πιθανότερο είναι, βέβαια,
συμπάθεια και φθόνο. Συμπάθεια και φθόνο θα ένιωθεν η φωτογραφία.
Ψυχοσάββατο

Υ ΠΑΡΧΟΥΝ εδώ λουλούδια, χιλιάδες λουλούδια ανάμεσα στα


κυπαρίσσια. Υπάρχουν μυρωδιές έντονες και απαλές, το αεράκι τις
ενορχηστρώνει. Κάπου κρυμμένη μια μπάντα παίζει πένθιμα εμβατήρια.
Ποτέ δεν ήσαν πνευστά και χάλκινα τόσο γεμάτα ζωή.
Ο άπλετος ήλιος ανεβάζει την πολιτεία των νεκρών και την εξαϋλώνει.
Ήρθα να σκεφθώ τον θάνατο και συνάντησα ζωή. Πολύχρωμη,
πολυθόρυβη, εκτυφλωτική, εκθαμβωτική. Τι πανηγύρι αντίστροφο, τι
δύναμη!
Και η οξύτητα της άνοιξης, σαν οδύνη.
Πουθενά δεν είναι πιο άνοιξη από ό,τι μέσα στα μνήματα. Κάθε χόρτο,
κάθε λουλούδι διαδηλώνει μια νίκη – ένα πείσμα.
Αυτοί οι θλιμμένοι, μαυροντυμένοι άνθρωποι έχουν άγρια δίψα στα
μάτια. Αρπακτικά σχεδόν κοιτάνε τη ζωή. Νέες κοπέλες ανθίζουν, έφηβοι
ψιθυρίζουν, ο πυρετός καίει τους πάντες. Ερωτικά σχεδόν ψέλνουν οι
παπάδες.
Πριν μία εβδομάδα...
Πριν μία εβδομάδα είχα περπατήσει όλο το μήκος του πόνου, κλαίγοντας,
αποχαιρετώντας, με μουδιασμένο τον νου, παγωμένα τα μέλη. Με καρδιά
βαριά και μυαλό άδειο που αντηχούσε από τη φοβερή ερώτηση.
Και τώρα το ίδιο τοπίο θάλλει, ανοίγεται ηδονικά, λιβάνι και λουλούδια
καλύπτουν τις ερωτήσεις – όλα είναι απλά, παρόντα, αυτονόητα. Ακόμη και
οι ψυχές περνάνε, χαϊδεύοντας, με την αύρα.
Θηρίο η ζωή, ανήμερο, άπληστο, ανίκητο. Από τη ρωγμή του τάφου
χόρτο, από τη σκληρή πέτρα λουλούδι, από τον πόνο πόθος.
Νιώθω πως τα δάκρυα είναι δικά μας – αλλά στους νεκρούς ταιριάζει πιο
πολύ η ζωή. Τίποτε άλλο δεν θέλουν οι νεκροί παρά να ζούμε εμείς –όσο
γίνεται πιο πολύ, ακόμη περισσότερο– για λογαριασμό τους.
Ήρθα να αφήσω λίγα άνθη σ’ έναν τάφο, και φεύγω κρατώντας μια
δύναμη που με τρομάζει.
Και η μπάντα παίζει ανάμεσα στα κυπαρίσσια, όλο μελαγχολία και
γλυκύτητα. Ο κόσμος χαίρεται τον ήλιο, αναπνέει τον αέρα, μυρίζει τα
λουλούδια. Μαζεύει ζωή με όλους τους πόρους και τη διοχετεύει –σαν με
ρίζες– στο χώμα.
Και ξαφνικά δεν νιώθω θλίψη πια γι’ αυτήν που έφυγε: έζησε σωστά,
έζησε δίκαια. Κάπου θα ’θελα να έμενε κι άλλο. Αλλά τώρα –περίεργο–
μου φαίνεται φυσικό. Τελεσίδικο. Δεδομένο.
Όπως δεδομένη είναι η άνοιξη. Και η ευδία των ουρανών.
Φεύγω μια τανυσμένη χορδή – σαν τόξο. Τρέχω στους δρόμους,
προσπερνάω επικίνδυνα. Δεν μετανιώνω για τίποτα, πρώτη φορά χωρίς
τύψεις. Δεν χρωστάω, δεν με νοιάζει. Όσα μου καταλογίζουν, μου είναι
αδιάφορα, όσα καταλογίζω στον εαυτό μου, ανύπαρκτα.
Και μόνο ένα έχει σημασία: ζωή κι άλλη ζωή κι ένταση και δύναμη και
ταχύτητα κι αίσθηση κι έρωτας.
Τρέχω με παράνομο τρόπο με ένα ανήθικα ταχύ όχημα (πόσες τύψεις μου
’χε κοστίσει!). Δεν αναιρώ τίποτε απ’ όσα έχω, απ’ όσα είμαι. Χαίρομαι την
αντίσταση του αέρα που μου μαστιγώνει το πρόσωπο.
Θυμάμαι την καλή μου φίλη:
Όταν –πάνε χρόνια– πέθανε, στα τριάντα πέντε της, αγόρασα ένα χρυσό
ρολόι που καιρό ήθελα – και δεν τολμούσα. Το φοράω από τότε και τη
νιώθω γύρω στο χέρι μου.
ΤΩΡΑ!
Τώρα θέλω να δαγκώσω ένα σκληρό μήλο. Θέλω να μυρίσω έρωτα.
Θέλω να βουρκώσω από ένταση.
Τρέχω πιο γρήγορα, πιο γρήγορα. Η πολιτεία των νεκρών με ακολουθεί.
Με τους δρόμους, τα σπίτια, τα μνημεία της.
Επάνω σ’ έναν τάφο καθόταν ένας γάτος. Μαυρόασπρος, σοβαρός,
μεγαλόπρεπος. Ακίνητος σαν άγαλμα – μόνο τα μάτια του ζωντανά.
Αύριο, λοιπόν, αύριο θα μιλήσουμε για πολιτική, για οικονομία, για
εφημερίδες και για δουλειές. Αύριο θα γράψουμε σχόλια για επίκαιρα
θέματα. Αλλά σήμερα ζούμε. Ζωή βγαλμένη από τις παρυφές, από τα όρια.
Ύψιστη επικαιρότης η ζωή.
Οι μέρες μεγαλώνουν. Αρχίζει πάλι η μεγάλη γιορτή του φωτός. Κι εγώ ο
φωτολάγνος, ο φωτομανής, περιμένω.
Όταν δεν θα είμαι εδώ – θυμηθείτε με τις ημέρες τις ατέλειωτες του
Ιουνίου. Αυτές αγαπούσα.
Άγρια, σκληρή, όμορφη, τρελή, άδικη, ανήθικη, ανόητη, τρυφερή,
υπέροχη, τραγική, άνιση ζωή.
Αναφορά στον πλοίαρχο Νέμο

Ο ΤΑΝ ΘΑ ΕΡΘΕΙ η Ώρα, άλλοι σε άλλους θα δώσουν λόγο – αλλά εγώ σ’


Αυτόν. Τον Μέγα Σιωπηλό που μπήκε στη ζωή μου στα επτά μου
χρόνια και τη σφράγισε αθόρυβα και ανεξίτηλα.
Πέρασαν δεκαετίες για να καταλάβω πως, από τη μέρα της πρώτης
ανάγνωσης, ποτέ δεν εγκατέλειψα πια τον Ναυτίλο. Πέρασαν δεκαετίες για
να εννοήσω πως ο «παραμυθάς», ο «εφευρέτης», είναι ένας από τους
κορυφαίους ποιητές της ανθρωπότητας – και δικός του ο μόνος μεγάλος
λαϊκός μύθος της εποχής μας. Πλάι στον Οδυσσέα, τον Αμλέτο, τον Δον
Κιχώτη, η χάλκινη μορφή του Δίκαιου της Τεχνολογίας, του Ρομαντικού
της Επιστήμης, του Αθώου της Απόλυτης Δύναμης θα τριγυρίζει αιώνια,
είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα, παίζοντας Μπαχ μέσα σε ένα
τέλειο μεταλλικό κέλυφος.
Πλοίαρχε Νέμο, σε χαιρετώ!
Λυπάμαι αυτούς που δεν σε γνώρισαν στην ηλικία όπου η ποιητική
φαντασία είναι υπέρτατη εξουσία. Λυπάμαι αυτούς που δεν σε διάβασαν
στην εκπληκτική υπερρεαλιστική μετάφραση του Αλέξανδρου Σκαλίδου –
σε μια ποιητική καθαρεύουσα που προσπάθησε να μιμηθεί ο Εμπειρίκος.
Λυπάμαι αυτούς που δεν κάθισαν ώρες άγρυπνοι στο κρεβάτι να συνδέουν
τα μυστικά νήματα ανάμεσα στη Μυστηριώδη Νήσο, τα Τέκνα του
Πλοιάρχου Γκραντ και τις Είκοσι Χιλιάδες Λεύγες υπό την Θάλασσαν.
Μεγαλώνοντας, νόμισα πως σε ξεπέρασα – μαζί με τους άλλους ήρωες
της νιότης μου, τον Δικ Σανδ, τον Φιλέα Φογγ, τον Ρωβύρο τον Κατακτητή,
τον Μιχαήλ Στρογκώφ. Νόμισα πως χαθήκατε όλοι εσείς, με τις μεγάλες
εκδόσεις (σχήμα 8ον) του Ι. Σιδέρη, με τις χαλκογραφίες του Ριού, του
Νεβίλ και του Μπενέτ.
Όμως, κάθε φορά που με συγκλόνιζε η αδικία, κάθε φορά που με
ενοχλούσε η μικρότητα, κάθε φορά που με τύφλωνε η αγανάκτηση, σε
ένιωθα μέσα μου. Κάθε φορά που πήγαινα να χάσω τον έλεγχό μου, να
ξεχάσω την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, να μικρύνω, σε ένιωθα μέσα μου.
Σιωπηλός, αγέρωχος, απόλυτος, καθόσουν στο τιμόνι, κυρίαρχος του
εαυτού σου και της οικουμένης.
Δεν σ’ έφτασα ποτέ – ήσουν όμως το Μεγάλο Πρότυπο. Και ο Ναυτίλος
το Μεγάλο Μέσο. Κι αυτή η σύζευξη είναι ο μύθος σου. Η θέληση που
έγινε τεχνολογία. Το απόλυτο που έγινε όργανο. Η επιστήμη σαν μοίρα!
Από όλους τους σκοτεινούς ρομαντικούς ήρωες –τους επαναστάτες, τους
βυρωνικούς άθεους, τους μυστικούς εκδικητές– εσύ ήσουν ο πιο απτός, μια
και πέρα από τη μορφή σου είχες υλοποιήσει τη θέλησή σου σ’ ένα τέλειο
τεχνολογικό δημιούργημα. Χαιρόμουν την εκδίκηση του Μοντεχρήστου,
την αποκοτιά του Ντ’ Αρτανιάν, την ανδρεία του Ιβανόη, την αθωότητα
του Όλιβερ Τουίστ. Αλλά τις νύχτες ταξίδευα με τον Ναυτίλο σε σκοτεινούς
βυθούς, κάτω από τους πάγους της Ανταρκτικής, στα ερείπια της
Ατλαντίδας. Μετείχα στην τέλεια κατασκευή, την απόλυτη
λειτουργικότητα, τη μηχανική ευαισθησία του μεταφυσικού σου σκάφους.
Ενώ μέσα σου ένιωθα σαν ξηρό πάγο να καίει το μίσος και η ανάγκη για
εκδίκηση.
Αργότερα υιοθέτησα την περιφρόνησή σου για τα ακίνητα και το
έμβλημά σου: Mobilis in mobili (κινητός εν κινητώ). Κληρονόμησα την
αγάπη σου για τη μηχανή, που είναι διάσταση του ανθρώπου. Τη μοναξιά
σου δεν χρειάστηκε να την υιοθετήσω – ήρθε από μόνη της. Και το όνομά
σου το κατάλαβα αργά, που λατινικά θα πει: Ουδείς.
Πλοίαρχε Νέμο, σε χαιρετώ!
Και μαζί σου χαιρετώ τον γενειοφόρο παππού των μύθων, τον Ιούλιο
Βερν, που τώρα καταλαβαίνω το αληθινό του μέγεθος. Α! όχι, δεν ήταν
τυχαίο που δημιούργησε μορφές-αρχέτυπα, που επιβιώνουν στο
υποσυνείδητο όλων μας. Δεν είχε μόνο φαντασία, χιούμορ, παντογνωσία
και εφευρετικότητα – είχε ποίηση. Γιατί μόνο η ποίηση φτιάχνει έπος,
μύθους και αιώνιους ήρωες.
Ξαναδιαβάστε τον: ακόμη και τα δευτερεύοντα έργα του: τον Ματθία
Σάντορφ, τον Καίσαρα Κασκαμπέλ, τον Λαχνό, και το Αιγαίο στις Φλόγες.
Ξαφνικά θα φύγετε για μεγάλα ταξίδια. Σας περιμένει ο Πύργος των
Καρπαθίων, οι Μέλαινες Ινδίες, τα 500 εκατομμύρια της Βεγούμ, οι Τρεις
Ρώσοι και οι Τρεις Άγγλοι, ο Κοσμοκράτωρ με το τρισυπόστατο όχημά του,
ο Ρωβύρος με το Άλμπατρος («Διομήδεια» μεταφράζει ο άλλος μέγιστος
καθαρευουσιάνος σουρεαλιστής, ο Παναγιώτης Ι. Φέρμπος!).
Και πιο πολύ σας περιμένει ίσκιος στους ίσκιους, ακαθόριστη μορφή
μίσους και προδομένης αγάπης, τεχνικής ιδιοφυΐας και σιδερένιας θέλησης,
ο χάλκινος πρίγκιπας των Ινδιών, ο αόρατος εκδικητής, ο πλοίαρχος Νέμος.
Θα ’θελα έτσι να είναι το τελευταίο μεγάλο ταξίδι μου – για να συμπέσει
με το πρώτο. Να γλιστράω σε σκοτεινούς βυθούς με τον Ναυτίλο. Από τα
κρύσταλλα των παραθύρων να περνάει ο ενάλιος κόσμος, ενώ εγώ, ναύτης
σε στάση προσοχής, θα δίνω την τελευταία αναφορά μου στον Κυβερνήτη.
Πλοίαρχε Νέμο, σε χαιρετώ!
Ο θάνατος του Μούψη

Α αξιοπρέπειας.
ΥΤΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙ θα έπρεπε να έχει έναν άλλο τίτλο: η ποιότητα της

Απ’ όσα έμβια όντα έχω γνωρίσει, ο άνθρωπος έχει τον χαμηλότερο
δείκτη αξιοπρέπειας. Είναι το μόνο ον που καταφέρνει να φέρεται αδέξια,
να κάνει γκάφες, να ταπεινώνεται, να φτηναίνει, να εξευτελίζεται, να
γελοιοποιείται.
Ένα ζώο δεν γίνεται γελοίο. Η κάθε του κίνηση, η κάθε του στάση έχουν
ποιότητα, σιγουριά και ύφος. Κι αν, καμιά φορά, γελοιοποιηθεί είναι χάρη
στην παρέμβαση των ανθρώπων.
Όπως στο τσίρκο.
Δεν σας κρύβω πως ο μόνος λόγος που πάω στο τσίρκο είναι η ελπίδα
πως κάποτε θα δω την επανάσταση των ζώων. Α! πώς θα ζητωκραυγάσω
από χαρά, όταν ο ελέφαντας θα πάρει στο κυνήγι τη σαχλο-ωραία
αναβάτιδα, όταν το άλογο θα τινάξει κάτω την ψευτο-μπαλαρίνα, και όταν
η πληγιασμένη τίγρις θα δώσει ένα καλό μάθημα στον θηριοδαμαστή της!
Και στις ταυρομαχίες είμαι φανατικά με το μέρος του ταύρου.
Αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια είναι τα άλλα ονόματα της ελευθερίας. Και
τα πιο ελεύθερα ζώα –τα μόνα που δεν δαμάζονται ούτε στο τσίρκο, τα
μόνα που δεν υποτάσσονται σε αφέντη– είναι οι γάτες.
Όλοι οι γάτοι είναι αξιοπρεπείς, αλλά κανείς σαν τον Μούψη... Έντεκα
χρόνια έζησε κοντά μου, και ήταν τόσο σωστός, τόσο άψογος, τόσο
απόλυτος που –κάπου– με τρόμαζε.
Ποτέ δεν ζήτησε κάτι. Ποτέ δεν ζητιάνεψε φαγητό – όσο κι αν πεινούσε.
Αν του έδινες καλά – αν όχι, ήταν άξιος να πεθάνει από την πείνα, αλλά δεν
θα παρακαλούσε. Ποτέ δεν ενόχλησε με την παρουσία του. Ήταν πάντα τη
σωστή ώρα στη σωστή θέση. Στη γωνιά του γραφείου μου, όταν έγραφα,
στα πόδια του κρεβατιού μου, όταν πήγαινα να κοιμηθώ. Έδωσε όλους τους
αγώνες του –τσακώθηκε, σφάχτηκε, πόνεσε, αγάπησε– χωρίς να γκρινιάξει
ή να κομπάσει. Σύντροφος πιστός, αλλά ποτέ ιδιαίτερα οικείος. Πάντα
κρατούσε τη σωστή (γι’ αυτόν) απόσταση.
Οι άλλοι γάτοι παίζουν, ζητιανεύουν, χαϊδεύονται, τρίβονται,
γουργουρίζουν. (Πάντα βέβαια όταν αυτοί θέλουν – και πάντα με ευπρέπεια
και διακριτικότητα. Ποτέ οι συμπαθητικές βαρβαρότητες των σκύλων). Ο
Μούψης ήταν διαφορετικός: σαν να ανήκε σε άλλη ράτσα. Όταν ήταν
παρών γινόταν το ακίνητο και αόρατο κέντρο: σιωπηλός και συλλογισμένος
σαν στωικός φιλόσοφος, κέρδιζε τον σεβασμό όχι μόνο των άλλων γάτων
(που ούτε τον πλησίαζαν) αλλά και των ανθρώπων.
Τώρα ο Μούψης δεν υπάρχει πια. Ήταν ο πιο κοντινός φίλος για έντεκα
χρόνια – και ο μόνος στη ζωή μου που δεν με πρόδωσε ποτέ. Αντιμετώπισε
τον θάνατο με την ίδια αξιοπρέπεια με την οποία έζησε. Κι όχι μόνο τον
αντιμετώπισε, αλλά τον επεζήτησε με τον δικό του τρόπο.
Κάποια μέρα, μετά από μια επώδυνη μάχη με δύο λυκόσκυλα, αποφάσισε
να τελειώσει. Οι πληγές του δεν ήσαν θανατηφόρες, αλλά το παντοδύναμο
ένστικτό του δεν του έκρυψε την αλήθεια. Ήταν γέρος, άρρωστος και, την
επόμενη φορά, ο πρώτος τυχών σκύλος θα τον κατασπάραζε. Αυτόν που
είχε τρέψει σε φυγή τόσους και τόσους! Κατάλαβε πως το μόνο που
μπορούσε πια να περιμένει ήταν ο εξευτελισμός της αδυναμίας.
Αποφάσισε τότε να πεθάνει. Έπαψε να τρώει. Τα καλύτερα κομμάτια, τα
πιο λιχούδικα φαγητά τον έκαναν μόνο και μόνο να αποστρέφει το κεφάλι
του. Άρχισε να αδυνατίζει, να εξαφανίζεται. Αλλά η αποχή του σιδερένια.
Κι εγώ σεβάστηκα και ακολούθησα τη θέλησή του.
Τις τελευταίες μέρες –ίσως για να δείξει πως εκτιμούσε τη φιλία τόσων
χρόνων– ήρθε για πρώτη φορά πιο κοντά μου. Ανέβηκε (με πολύ κόπο) στα
γόνατά μου και γουργούρισε. Άπλωσε το σκελετωμένο σαγόνι του να το
χαϊδέψω. Και με αποχαιρέτισε αίροντας για μία φορά την απόσταση που ο
ίδιος είχε θεσπίσει.
Ο Μούψης βρίσκεται τώρα βαθιά σε κάποια γωνιά του κήπου.
Προσπάθησα να οικοδομήσω γύρω του όση περισσότερη απόσταση,
σιγουριά και γαλήνη. Να διαφυλάξω –και για μετά– την αξιοπρέπειά του.
Σκέπτομαι τώρα, πως το γεγονός ότι πολλές φορές δανείστηκα το όνομά
του για να υπογράψω επιστολές, κείμενα, μελέτες δεν ήταν (όπως τότε
νόμιζα) ένα χαριτωμένο εύρημα. Ήταν μια ενδόμυχη επιθυμία, μια κρυφή
θέληση να του μοιάσω σε πολλές ιδιότητές του.
Έχουμε κατατάξει τα ζώα σύμφωνα με τις δικές μας αξιολογικές κλίμακες
και, φυσικά, τα έχουμε τοποθετήσει κάτω από εμάς. Αυθαίρετη και
εγωιστική ιεράρχηση που μας βάζει στην κορυφή της δημιουργίας...
Αλλά, όποια κλίμακα αξιών κι αν χρησιμοποιήσετε, δύσκολα θα βρείτε
άνθρωπο να έζησε και να πέθανε με την αξιοπρέπεια του Μούψη. Κυρίως
εκεί, μπροστά στον θάνατο, φαίνεται –ό,τι κι αν λέμε– πόσο ανώτερο από
μας είναι ένα ζώο.
Τις άδειες νύχτες αναζητώ τη ζεστασιά του στα πόδια μου και σκέπτομαι.
Άραγε θα αξιωθώ κι εγώ ποτέ, σε μια μου πράξη, μια τέτοια ποιότητα;
Αλλά η φύση, που προδώσαμε, δεν απαντά. Και η νύχτα είναι κρύα και
τεράστια χωρίς τον Μούψη.
Το συρματόπλεγμα

Τ Ο ΟΙΚΟΠΕΔΟ δίπλα στο σπίτι μας είχε πουληθεί από καιρό. Δεν
νοιάστηκαν ωστόσο οι νέοι ιδιοκτήτες να το περιφράξουν – κι έτσι
αποτελούσε ακόμη τη συνέχεια του κήπου μας.
Ήταν μια άχρηστη συνέχεια. Ποτέ σχεδόν δεν περπατούσαμε προς τα
εκεί. Τα πεύκα γέμιζαν τη γη πευκοβελόνες και είχε σχηματιστεί ένα
στρώμα τόσο παχύ, που είχε υποκαταστήσει το χώμα. Από γειτονικά γιαπιά
πετούσαν καδρόνια, παλιοσίδερα, και χώματα. Σε μιαν άκρη είχαν ρίξει και
κάτι άχρηστα σπασμένα έπιπλα.
Όμως, όταν χαμήλωνε το βράδυ ο ήλιος, το δάσος (έτσι το λέγαμε)
έπαιρνε μια όψη μαγική. Πύρωνε ο ήλιος τις ξερές πευκοβελόνες κι έκανε
λίμνες – λίμνες χρυσές πάνω στη γη. Ήταν το «δάσος της δύσης». Και την
άνοιξη είχε αηδόνια. Κάθε βράδυ.
Αυτές ήσαν μικρές στιγμές που σπάνια τις χαιρόμασταν. Πνιγμένοι στη
δουλειά, ούτε τον δικό μας κήπο δεν είχαμε καιρό να δούμε – όχι το πέρα
οικόπεδο. Συχνά μάλιστα παραπονιόμασταν πως, ξέφραγο όπως ήταν, είχε
καταντήσει σκουπιδαριό. Κάποιος είπε να ειδοποιήσουμε τον ιδιοκτήτη να
το φράξει. Μπαίναν και κάτι σκύλοι και κυνηγούσαν τους γάτους μας.
Και προχθές, την ώρα που λείπαμε, ήρθαν εργάτες και περιφράξανε το
οικόπεδο. Ένα άσχημο συρματόπλεγμα ήρθε και κόλλησε πλάι στο σπίτι,
έκοψε στα δυο την πλαγιά του κήπου, χώρισε τα πεύκα σε «δικά μας» και
«δικά τους». Ξαφνικά όλα άλλαξαν.
Για τ’ αηδόνια βέβαια θα είναι σύμπτωση που έπαψαν να τραγουδούν.
Πέρασε η εποχή τους και έτυχε να συμπέσει. Γιατί τώρα, τι ξέρουν τ’
αηδόνια από το συρματόπλεγμα; Αλλά εμείς δεν μπορούμε πια να
κάτσουμε στον κήπο. Ασφυξία μας πιάνει και στένεμα φοβερό. Σαν να μας
έκλεισαν μέσα, σαν να περιφράξανε εμάς κι όχι το δίπλα οικόπεδο.
Ο κήπος μας έχασε την ανάσα του, την προοπτική του, την άπλα του. Ο
ήλιος δύει βέβαια πάλι στο ίδιο μέρος, αλλά οι χρυσές λίμνες μέσα από το
συρμπατόπλεγμα δεν είναι ωραίες. Μαύρο πλέγμα τυπώνεται στο χρυσό.
Σκύλοι δεν μπαίνουν πια, όμως οι γάτοι μας δεν μοιάζουν ευτυχείς. Σαν να
τους πλακώνει κι αυτούς το συρματόπλεγμα. Πάνε κοντά, το μυρίζουν, το
εξετάζουν και απορούν.
Θα μου πείτε – δεν έχει τέσσερις πλευρές ο κήπος σας; Γιατί μόνο τη μία
κοιτάτε; Μα, όπως όταν βγάζεις δόντι η γλώσσα σου μόνον εκεί πηγαίνει
(δεν έχεις τόσα άλλα δόντια;) έτσι και το μάτι. Αυτόματα πέφτει σ’ αυτή τη
μεριά και στυλώνεται και μένει. Εκεί είναι το τραύμα.
Ο ωραίος κήπος, ο περιποιημένος, με το γκαζόν, τις τριανταφυλλιές και
τους θάμνους, έχασε τώρα τη μισή του δόξα. Έχασε το φόντο του – το
άσχημο πευκόδασος πάνω στο οποίο προβαλλόταν.
Έτσι χάσαμε τον μισό κήπο, και (μαζί) την ομορφιά όλου του κήπου –
πριν να χάσουμε και τον άλλο μισό. Γιατί σύντομα πρέπει να φύγουμε (το
σπίτι δεν μας ανήκει). Νιώθαμε από καιρό σαν τους πρωτόπλαστους. Ποια
αμαρτία θα μας εξόριζε από τον ωραίο κήπο; Ίσως η αμαρτία όλων μας,
που κάναμε τους κήπους τόσο ακριβούς και τόσο σπάνιους – που κανείς
πια δεν μπορεί να τους χαρεί.
Δεν ξέρω αν θα είναι πιο εύκολο ή πιο δύσκολο ν’ αφήσουμε τον κήπο,
έτσι που τον τραυμάτισαν βαριά. Ωστόσο, πρώτη φορά ένιωσα τι σκληρό,
απάνθρωπο και αφύσικο πράγμα είναι ένα συρματόπλεγμα. Γυαλίζει το
μέταλλό του καινούριο, η γεωμετρική του στειρότητα προδίνει κάθε ρυθμό
της φύσης, η κρυάδα του παγώνει φυτά και ζώα. Ούτε ένα πουλάκι δεν είδα
να κάθεται επάνω του – κι ας είναι γεμάτος πουλιά ο κήπος.
Σίγουρα θα μου πείτε πως αυτό το συρματόπλεγμα είναι αθώο μπροστά
σ’ εκείνα που είδαν ανθρώπους να πεθαίνουν, να βασανίζονται, να λιώνουν.
Και βέβαια δεν είναι αυτό το συρματόπλεγμα του Άουσβιτς ή του Αϊ-
Στράτη. Αλλά, πέστε μου, ξέρετε ένα συρματόπλεγμα που να είναι καλό,
ζεστό, όμορφο; Όλα τα συρματοπλέγματα –από το ειρηνικό ενός φράχτη
μέχρι το άγριο της φυλακής, του φρενοκομείου, του στρατοπέδου– είναι
απάνθρωπα.
Και, εδώ που τα λέμε, κάθε φράχτης είναι απάνθρωπος. Είναι κάτι που
χωρίζει τους ανθρώπους. Δικό μου – δικό σου, λέει ο φράχτης. Εγώ – εσύ,
λέει ο φράχτης. Φίλος – εχθρός, λέει. Όριο είναι ο φράχτης, σύνορο, τέρμα,
απαγόρευση. Ό,τι χωρίζει τους ανθρώπους είναι κακό. Καλό είναι ό,τι τους
ενώνει.
Βέβαια, ένας παλιός φράχτης, φορτωμένος περικοκλάδα, χτισμένος
πελεκητή πέτρα, χορταριασμένος και χαραγμένος από τον καιρό, μπορεί να
είναι όμορφος. Ξεχνάς τον ρόλο του, θαυμάζοντας τα σχέδια του χρόνου
και της φύσης επάνω του. Ενώ το συρματόπλεγμα είναι και απάνθρωπο και
άσκημο. Άσκημο σαν όλο τον «καινούριο» πολιτισμό του μέταλλου, του
πλαστικού και του τσιμέντου.
Πολύν καιρό μετά, όταν θα έχουμε αφήσει χρόνια πίσω αυτό τον κήπο, το
συρματόπλεγμα θα χορταριάσει, θα καλυφθεί από αναρριχώμενα, θα
σκουριάσει λίγο και θα χαθεί. Αυτοί που θα ’ρθουν μετά από μας, θα το
θεωρήσουν αυτονόητο. Εκεί, γι’ αυτούς, θα τελειώνει ο κήπος. Και δεν θα
σκεφθούν ότι κάποτε ο κήπος ήταν απέραντος. Ότι κάποτε δεν υπήρχαν
καθόλου συρματοπλέγματα, ούτε φράχτες· και η γη ήταν μία για όλους.
Έτσι παίρνουμε τα όρια για αυτονόητα και τυφλωνόμαστε. Έτσι
δεχόμαστε τη σκλαβιά, τη διάκριση, την αποξένωση. Αυτονόητα. Η
συνήθεια είναι ο θάνατος της ελπίδας.
Το βράδυ κάθισα στον κήπο και περίμενα, ώσπου η δροσιά του Μάη
έφτασε στο κόκαλο. Ούτε απόψε άκουσα αηδόνια. Περίμενα ως αργά, αργά
τη νύχτα. Δεν τραγούδησαν. Φοβάμαι πως δεν θα ξανατραγουδήσουν για
μας.
Εισβολή σκότους
(Νύχτα της Τρίτης 24 Φεβρουαρίου 1981) ΤΩΡΑ
ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΩ πως η ζωή
χωρίζεται κάθετα σε δύο μέρη. Στη μέση μια δόνηση. «Πριν», η συμβατική
ζωή της καθημερινότητας. «Μετά», η αποκαλυπτική ζωή του Απρόβλεπτου.

Στις έντεκα παρά τέταρτο κάναμε σχέδια για το μέλλον. Στις έντεκα παρά
πέντε δεν υπήρχε μέλλον. Δεν υπήρχε ούτε παρόν, γιατί βέβαια δεν μπορεί
να ονομάσει κανείς ανθρώπινο παρόν δύο τρομοκρατημένα κουνέλια με
150 σφυγμούς και πανικό σ’ όλα τα μέλη.
Σεισμός.
Το μεγάλο ον που μας κρατάει στην πλάτη του σάλεψε και ξαφνικά σπίτια
πέσανε, άνθρωποι πέθαναν, δρόμοι έκλεισαν.
Αλλά κυρίως πέθανε το μέλλον.
Τι θα κάνουμε αύριο; —Τι ραντεβού έχεις το πρωί; —Πότε θα γράψεις
αυτό που σου ζήτησα; Όλες αυτές οι ερωτήσεις ξαφνικά δεν είχαν νόημα.
Πρώτα, γιατί δεν ξέρεις αν θα υπάρχει αύριο. Ύστερα, γιατί κι αν υπάρξει,
τα πράγματα που θέλεις να κάνεις τώρα είναι εντελώς διαφορετικά από
αυτά που προγραμμάτιζες. Τώρα θέλεις να καθίσεις γύρω από μια φωτιά
μαζί με συνανθρώπους, οποιουσδήποτε συνανθρώπους – να μοιραστείς τον
φόβο τους, την αγωνία και την ελπίδα τους. Θέλεις να ξαναδείς φίλους και
δικούς. Θα ’θελες (αν προλάβεις) να βάλεις μπροστά άλλα σχέδια, που σ’
όλη σου τη ζωή κρατούσες κρυφά.
Δουλειά; Κοινωνικές υποχρεώσεις; Διασκεδάσεις; Τι; Πότε; Μέσα στον
καθένα εδρεύει τώρα ο Υπέρτατος Τρόμος. Το Κενό του Απροσδιόριστου.
Κανείς δεν ελέγχει την κατάσταση. Ο Πρόεδρος, ο Πρωθυπουργός
απευθύνουν μηνύματα και συστάσεις – και φαντάζουν αστείοι και αδύναμοι
σαν βρέφη. Η σιγουριά τελείωσε· η επόμενη δόνηση μπορεί να είναι η
τελευταία – ή η τελευταία σου.
—Είχα πει της Μαίρης να περάσει το πρωί…
Δεν θα περάσει. Είναι αυτονόητο. Έχει βγάλει τη νύχτα σε μια πλατεία,
είναι κατάκοπη και παγωμένη, και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε στον
κόσμο είναι να βγει για ψώνια στα μαγαζιά.
—Ποια μαγαζιά; Θ’ ανοίξουν; Ο πανικός του σεισμού δεν έχει καμία
σχέση με τον φόβο του ατυχήματος. Είναι μια πρωτόγονη, άγρια,
ενστικτώδης αντίδραση που λέει: ΦΥΓΕ! Που λέει: ΕΞΩ ΑΠΟ ΚΛΕΙΣΤΟΥΣ
ΧΩΡΟΥΣ! Όλη η αντισεισμική λογική του κόσμου δεν σε πείθει να
ξεπεράσεις αυτή την αιφνίδια μετασεισμική κλειστοφοβία…
Αλλά είναι και το άλλο.
Είναι η παρουσία του Απροσδιόριστου, του Απρόβλεπτου, του
Τρομακτικού, που την κρύβουμε και την απωθούμε στην καθημερινή ζωή
μας. Ένας άνθρωπος πεθαίνει, εμείς συνεχίζουμε. Πολλοί άνθρωποι
πεθαίνουν, εμείς συνεχίζουμε. Επιμένουμε να αγνοούμε τη Σκοτεινή
Πλευρά. Κάνουμε σχέδια, οργανώνουμε, ετοιμάζουμε. Και ξαφνικά: Ένας
σεισμός σε πιάνει από τον ηθικό σου γιακά και σε ταρακουνάει ώσπου να
γίνεις κουρέλι!
ΟΛΟΙ το ένιωσαν αυτό το συναίσθημα. ΟΛΟΙ κοιτάχτηκαν με άδεια μάτια
μετά τα οχτώ δευτερόλεπτα τρόμου. ΟΛΟΙ είδαν ξαφνικά τη Σκοτεινή Όψη
του κόσμου.
Και πάγωσαν.
Ναι, τίποτα δεν είναι σίγουρο, τίποτα δεν είναι δεδομένο, τίποτα δεν
ελέγχεται. Χρειάζεται όμως ένας σεισμός για να το καταλάβουν ξαφνικά οι
άνθρωποι.
Βολεμένοι στην αίσθηση της τεχνολογικής μας παντοδυναμίας, έχουμε
για κάθε πρόβλημα τη λύση: Ταχυκαρδία, πάρε χάπι! Κρύο, άναψε σόμπα!
Δυσκολίες, πάρε λεφτά!
Σεισμός; Τι το γιατρεύει αυτό; Και κυρίως τι γιατρεύει την αβεβαιότητα,
όταν καταλάβεις ότι όχι, δεν είναι αυτονόητο πως η γη είναι σταθερή και
ακίνητη και σίγουρη βάση! Πως δεν σημαίνει τίποτα το «πατάω γερά στη
γη» – όταν η γη δεν πατάει γερά η ίδια.
Μπορεί, πριν τελειώσω αυτή τη φράση, να με καταπιεί ένα βάραθρο. Κι
αλήθεια γράφω αυτά τα λόγια πιο πολύ για να ξορκίσω τον φόβο.
Το σπίτι τρέμει. Ο γάτος μου με την τρίχα όρθια, τεντωμένος, τα μάτια
στυλωμένα, με κοιτάει θαρρείς παρακλητικά: κάνε κάτι, σταμάτα το!
Να μπορούσα! Αλίμονο, εγώ δεν μπορώ να σταματήσω τον εσωτερικό
σεισμό των σπλάχνων μου!
Άγρια νύχτα. Οι άνθρωποι έχουν έρθει κοντά-κοντά. Φίλοι και γείτονες,
συγγενείς και άγνωστοι. Ακουμπάνε ο ένας στον άλλο και ζεσταίνονται.
Δεν είναι μόνο ο φόβος που τους έδιωξε από τα σπίτια: είναι η ανάγκη για
επαφή, για επικοινωνία, για παρηγοριά.
Γιατί ξαφνικά το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο και από μέσα
πρόβαλε η μορφή του Άγνωστου, του Απροσδόκητου, του Σκοτεινού.
Κι αυτή δεν την αντέχει ο άνθρωπος μόνος του. Όποιος κι αν είναι,
φιλόσοφος ή σκαφτιάς.
Στριμώχνεται λοιπόν κοντά στους συνανθρώπους του και μοιράζεται τον
Μεγάλο Φόβο.
Βέβαια, αν δεν επαναληφθεί το κακό, κάποια μέρα ο μεγάλος φόβος θα
ξεχαστεί. Θα πηγαίνουμε πάλι για ψώνια στα μαγαζιά και στο κουτούκι για
μπακαλιάρο.
Ο άνθρωπος είναι πιο δυνατός από τον σεισμό γιατί μπορεί να τον
ξεχνάει.
Κάποιοι θα πεθάνουν, κάποια σπίτια θα πέσουν, κάποιοι θα τρομάξουν
για πάντα.
Αλλά οι άλλοι θα συνεχίσουν να ζούνε, σαν να μην είχαν φοβηθεί ποτέ.
Θα τα ξεχάσουν όλα.
Γι’ αυτό και θα ξανατρομάξουν διπλά (και θα ξαναθυμηθούν τους
συνανθρώπους τους), όταν θα τους φανερωθεί πάλι η Σκοτεινή Όψη του
κόσμου.
Η ανάγκη της ανάγκης

Τ Ο ΠΡΩΤΟ ΠΡΑΓΜΑ που βλέπω κάθε πρωί –ανοίγοντας το παράθυρό μου–


είναι μία παρέα πεινασμένοι γάτοι. Ομολογώ πως εγώ φταίω για την
παρουσία τους – τους ταΐζω. Αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Σκέπτομαι
πως κάθε ζωντανό πλάσμα έχει το δικαίωμα της πείνας του. Και μου
φαίνεται αδιανόητο να αδιαφορήσω για την ανάγκη του πλησίον μου. (Και
μην αρχίσετε, παρακαλώ, τις φυλετικές διακρίσεις!).
Και μετά αναλογίζομαι την παντοδυναμία αυτής της ανάγκης που οδηγεί
τους γάτους (και τους ανθρώπους) να ζητιανεύουν. Και τον δικό μας
καθωσπρεπισμό που θεωρεί τη ζητιανιά (και την ανάγκη) αναξιοπρεπή. Το
’χω ακούσει παιδί: «Μα δεν ντρέπεται να ζητιανεύει;». Κάποτε, όταν
εκπολιτισθούμε, θα πρέπει να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη
αξιοπρέπεια από αυτή της ανάγκης. Και πως ο σεβασμός στην (όποια)
ανάγκη του άλλου, είναι ο πρώτος κανόνας ενός ουσιαστικού κώδικα καλής
συμπεριφοράς.
Και ύστερα σκέπτομαι: προς τι αυτό το φοβερό κίνητρο – και ο αγώνας;
Προς τι ζει ένας γάτος (ή και ένας άνθρωπος); Ζει (και πεινάει και
αγωνίζεται να φάει) μόνο για να εκθρέψει άλλους γάτους που θα φέρουν
στον κόσμο άλλους; Η διαιώνιση για τη διαιώνιση;
Σε πρώτη ματιά φαίνεται άσκοπη αυτή η μάχη. Μετά συλλογίζομαι πως,
στους άλλους ανθρώπους που θα ’ρθουν μετά από μένα, θα χρειαστούν
άλλοι γάτοι να τριφτούν στα πόδια τους. Κι άλλα πουλιά να τους
ξυπνήσουν χαράματα. Η συνολική παράσταση συνεχίζεται, οι ηθοποιοί
αλλάζουν.
Η κάθετη κίνηση της ιστορίας –από γενιά σε γενιά– φαίνεται μάταιη.
Εξασφαλίζει όμως την οριζόντια πληρότητα. Σε κάθε στιγμή ο κήπος του
κόσμου είναι πλήρης με όλα τα ζωντανά. Κάθε φορά άλλα. Τι να γίνει;
Είμαστε φθαρτοί και ανταλλάξιμοι!
Ωστόσο υπάρχει μια αιωνιότητα στις σχέσεις των πραγμάτων. Σε εκατό
και σε χίλια χρόνια κάποιος θα ανοίγει ένα παράθυρο, θα ταΐζει τους γάτους
της γειτονιάς και θα νιώθει όπως εγώ τώρα. Ίσως και να είναι όπως εγώ.
Και οι γάτοι με τον ίδιο τρόπο θα δείχνουν την πείνα και την ανάγκη –
αλλά και την ικανοποίησή τους.
Ωστόσο βασανίζει πολύ η εναλλακτική σκέψη: Γιατί να είμαστε φθαρτοί;
Γιατί να επιβάλλεται αυτή η συνεχής αλλαγή φρουράς; Και γιατί να υπάρχει
πείνα; Γιατί να μην είναι ο κάθε οργανισμός αυτάρκης – να παράγει μέσα
του όσα αναλίσκει. Ή, έστω, να τα αντλεί άκοπα από το περιβάλλον σαν
φυτό;
Α! Η εναλλακτική σκέψη! Τι κακό προνόμιο του ανθρώπου! Πόσο
ευτυχισμένοι οι γάτοι που δεν την έχουν (έτσι τουλάχιστον νομίζω) και
μπορούν να δέχονται το δεδομένο σαν το μόνο δυνατό.
Αλλά η απορία παραμένει. Δεν είναι πιο ισορροπημένο, σαν ύπαρξη, το
φυτό που δεν ζητιανεύει την τροφή του κάτω από ένα παράθυρο; Και που
δεν σκοτώνει ένα άλλο πλάσμα για να ζήσει; Γιατί, όσο «ανεβαίνουμε» την
κλίμακα των όντων, η ανάγκη γίνεται πιο σύνθετη, πιο σκληρή, πιο
ανοιχτή; Γιατί η εξέλιξη να φέρνει μαζί την επιθετικότητα και την ιεραρχία
της δύναμης;
Μάταιες σκέψεις. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι πως
κάποιο Σχέδιο υπάρχει. (Μου είναι μαθηματικά αδύνατον να δεχθώ πως
όλος ο έμβιος κόσμος προήλθε από τυχαίες συναντήσεις σωματιδίων ύλης.
Αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη παραβίαση του νόμου των πιθανοτήτων).
Αλλά αγνοώ το Σχέδιο – και αν υπάρχει Σχεδιαστής. (Προσοχή στην
ανθρωπομορφική παγίδα: Η ύπαρξη ενός πράγματος δεν προϋποθέτει
λογικά ούτε τον δημιουργό του, ούτε καν την αιτία του).
Κι έτσι ταΐζω κάθε πρωί τους γάτους – που τώρα απαιτούν πλέον τη δόση
τους. Και κυκλοφορώ με μόνιμα αισθήματα ενοχής για κάθε άνθρωπο ή
γάτο που τον κατέχει ανάγκη ανεκπλήρωτη. Πιστεύω πως είναι άδικο αφού
–έστω– υπάρχει η ανάγκη, να μη βρίσκει αυτόματα και την ικανοποίησή
της. Κάτι δεν πέτυχε εδώ στο Σχέδιο.
Εκτός αν –με μια υπολογισμένη σκληρότητα– το Σχέδιο προβλέπει τη
δυσκολία της εκπλήρωσης για να μας υποχρεώσει σε δράση. Ο γάτος δεν
θα γουργούριζε στα πόδια μου αν δεν υπήρχε η Ανάγκη, ούτε εγώ θα
έγραφα αυτό το κείμενο. Ούτε θα δούλευε κανένας. Θα καθόμασταν όλοι
ακίνητοι, σαν φυτά, και θα ρουφούσαμε τροφή από τις ρίζες μας.
Ο Μπαλζάκ έγραφε για να πληρώνει τα χρέη του (όσο δεν είχε χρέη, δεν
έγραφε). Το ίδιο και ο Ντοστογιέφσκι. Αν δεν είχαν ανάγκες δεν θα τους
διαβάζατε τώρα. Αλλά κι αυτοί που δεν έγραφαν για να καλύψουν υλικές
χρείες, κάποια άλλη ανάγκη ικανοποιούσαν.
Βέβαια, η δημιουργία κάτω από το μαστίγιο της ανάγκης δεν δίνει την
ευτυχία. Πιο μακάριο είναι το ακίνητο φυτό. Αλλά ποιος είπε πως η ευτυχία
είναι η μοίρα του ανθρώπου; Μια ανάγκη είναι και αυτή – που ποτέ δεν
στερεύει.
Καλοκαίρι ’51

Τ Η ΛΕΓΑΜΕ αμμουδιά, αλλά δεν ήταν. Μικροί τόποι άμμου ανάμεσα σε


βράχους. Ίσα που χώραγε να καθίσει ένας άνθρωπος, με τα πόδια του
μέσα στο νερό.
Οι πέτρες ήσαν άσχημες. Δεν υπήρχαν ωραία βότσαλα γυαλισμένα από το
κύμα. Παντού συμπαγή κοκκινωπά πετρώματα άμορφα, με
ενσωματωμένους μέσα τους βράχους, κροκάλες, κοχύλια. Σκληρό τοπίο.
Σαν τη βρεγμένη, γλιστερή ξέρα που πατούσες μπαίνοντας στη θάλασσα.
Ο βοριάς φύσαγε αδιάκοπα. Από τις εξήντα μέρες των διακοπών οι μισές
ανήκαν στο μελτέμι. Ούτε να σταθείς δεν μπορούσες.
Σήμερα, εκεί είναι τόσες πολυκατοικίες, που από τον δρόμο ούτε που
υποψιάζεσαι τη θάλασσα. Μόνο αν τύχεις στο μπαλκόνι της τελευταίας
σειράς μπορεί να την αντικρίσεις. Αλλά τότε, το πιο κοντινό σπίτι ήταν ένα
τέταρτο δρόμος. Μόνο το εξοχικόν κέντρον «Η Ζούγκλα» ήταν κοντά.
Τα πρώτα χρόνια κάναμε δυο ως τρεις ώρες να φτάσουμε από την Αθήνα
– κυνηγώντας τα λίγα κομμάτια άσφαλτο ανάμεσα στις τρύπες. Αργότερα,
όταν φτιάχτηκε ο δρόμος, κάναμε μία ώρα, κι όταν τάχυναν τ’ αυτοκίνητα,
μισή. Τώρα, την Κυριακή θέλεις πάλι τρεις ώρες. Από τη συμφόρηση.
Τα κορίτσια τα λέγανε Μιράντα, Μαρίνα, Μάρω, Λίνα, Λένα. Μένανε
μακριά – μισή ώρα με το πόδι. Εγώ όμως πήγαινα με το ποδήλατο. Είχε
άσπρα λάστιχα και άφηνε ωραία κεντητά σχέδια στο ξερό σαν πούντρα
κοκκινωπό χώμα.
Είχαμε βέβαια και τα δικά μας κορίτσια, αλλά αυτές ήσαν «μικρές». (Θεέ!
πόσο ζύγιζαν τότε ένα-δύο χρόνια, και πού σήμερα;).
Γλυκόπικρη, περίεργη εφηβεία, γεμάτη μύθους, φόβους και απαντοχή.
Κρύβαμε το άγχος μας κάτω από έναν ψεύτικο ρομαντισμό και την
περιέργεια πίσω από μια μάσκα πολυγνωσίας.
Δεν ξέραμε τίποτε. Αλλά οι μύθοι μας ήσαν τόσο αληθινοί για μας, που
νομίζαμε πως τα ξέραμε όλα.
Ερωτευμένοι; Ναι – γενικά. Όλοι με όλους. Πού και πού ξεχώριζε ένα
ζευγάρι και πάλι χανόταν. Κανείς δεν αγαπούσε τον άλλο – όλοι αγαπούσαν
τον έρωτα. Ή την ιδέα του να είσαι ερωτευμένος.
Άτσαλη, αδέξια, ανοικονόμητη εφηβεία! Μισοσχηματισμένα σώματα,
μισοβρασμένα μυαλά, μισοαρχινισμένες κινήσεις. Που το τέλος τους
χανόταν στο σκοτάδι του ανεκπλήρωτου.
Ατμόσφαιρα ασφυκτικά αστική. Τι «πρέπει», τι δεν «πρέπει». Οι μαμάδες
διακριτικές κάπου στο βάθος, φρουροί της ηθικής. Δεν είχαν ακόμη
αλλάξει πολλά από τον προπολεμικό κόσμο του Κοσμά Πολίτη...
Αλλά εμείς «τολμούσαμε». Νυχτερινά μπάνια, χορευτικοί εναγκαλισμοί,
υπονοούμενα, μισόλογα. Πού και πού κανένα ποίημα. Ή κάποια αφή.
Και ξαφνικά υποχωρούσαμε τρομαγμένοι από την ίδια μας την τόλμη.
Τα βράδια είχε πάντα φεγγάρι. (Δεν είναι δυνατόν αλ­λά έτσι τα θυμάμαι).
Καθόταν η παρέα κοντά στη θά­λασσα, στο «πρώτο» ή στο «δεύτερο» ή στο
«τρίτο» λιμα­νάκι. Τραγουδούσαμε τότε –πότε συναισθηματικά, πότε αστεία
και βάρβαρα– όταν το αίσθημα μας έπεφτε πολύ.
Κι ο ήλιος δίπλα στη θάλασσα... Εκείνη η μυρωδιά από το φύκι και το
αλάτι... Οι κλεφτές ματιές στα διπλανά σώματα, που έδειχναν τον δρόμο
που κάποτε και σ’ εμάς θα έπαιρνε ο έρωτας. Κάθε φορά που κλείνω τα
μάτια στον ήλιο, δίπλα στη θάλασσα, αυτόματα ξαναγυρίζω.
Και κάτω απ’ αυτή την κοιμισμένη καλοκαιρινή νωχέλεια, δούλευε η πιο
σκληρή περιπέτεια που δίνεται στον άνθρωπο να ζήσει. Η εφηβεία.
Ψάχναμε: τον άλλον, τα βιβλία, τον κόσμο, τον εαυτό μας.
Ανακαλύπταμε: σκέψεις, αισθήσεις, σχέσεις, κατα­στάσεις. Μια λαίμαργη
περιέργεια μας έκανε να καταβροχθίζουμε τα πάντα. Α! είχαμε γερά
στομάχια. Αλλά οι ψυχές μας ήσαν ευαίσθητες.
Τα κορίτσια που έκλαιγαν χωρίς λόγο – γιατί πλημμύριζε μέσα τους το
σιωπηλό κύμα της εφηβείας τους. Τα αγόρια που θύμωναν και παρίσταναν
τους άντρες για να κρύψουν την αβυσσαλέα τους αβεβαιότητα. (Θεέ μου, κι
αν τώρα ξαφνικά με φιλούσε, τι θα ’πρεπε να κάνω;... Πανικός!).
Α! πόσα πιο πολλά ξέρω τώρα στη σοφία που κέρδισα από τόσες ήττες.
Πόσο καταλαβαίνω τον αβέβαιο και συχνά ανυπόφορο έφηβο που
προσπαθούσε –μιλώντας αδιάκοπα ή σιωπώντας πεισματικά– να βρει
κάποια διέξοδο προς τον εαυτό του.
Όχι, δεν θα ’θελα να ξαναγυρίσω. Ήσαν σκληροί και σκοτεινοί χρόνοι –
και μέσα στη μόνιμη αναστάτωση δεν ήξερες να ξεχωρίσεις, να χαρείς ούτε
καν τις ανάπαυλες. Κάθε μέρα επανάσταση και –τι περίεργο– κάθε μέρα
συμμόρφωση και κάθε μέρα ανία.
Ανία; Έχω από τότε να νιώσω αυτό το συναίσθημα. Τώρα, αντίθετα δεν
με φτάνει ο χρόνος. Πώς μπορούσα τότε –μέσα σε τόση ζωή– να βαριέμαι;
Μα, γιατί ήμουν απέξω. Θεατής με ένα συνεχές αίσθημα απόστασης και
αποξένωσης. Η φυλακή του εγώ που δεν ξέρει ακόμα να προσεγγίσει το
εσύ – ούτε τον κόσμο.
Βλέπω μία παλιά φωτογραφία. Όχι, δεν ήμασταν ωραίοι – με τα ημιτελή
σώματα και τις αδέξιες, ψεύτικες στάσεις. Μόνο τα μάτια όλων καίνε με
πυρετό περιέργειας και απληστίας. Η ζωή έρχεται. Όλοι αδημονούν.
Α! τι μου θύμισε πάλι το καλοκαίρι! Είναι το αλάτι και το άρωμα από τα
φύκια. Οι πολυκατοικίες σκότωσαν το τοπίο, έφραξαν τα μελτέμια, έχτισαν
τα λιμανάκια, σκίασαν τις μικρές αμμουδιές.
Αλλά το άρωμα και τη γεύση της θάλασσας, το άρωμα και τη γεύση της
μνήμης δεν μπορούν να τα σκοτώσουν.
Ο Αμλέτος στη Σπιανάδα

Σ Κέρκυρα.
ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΟΥ η λέξη παράδεισος σημαίνει ένα πράγμα: Πασχαλινή

Φαντάζομαι τον παράδεισό μου, σαν παράδεισο των αισθήσεων. Και σ’ όλο
τον κόσμο, μόνο σ’ έναν τόπο, μόνο μία στιγμή τον χρόνο, φτάνουν όλες οι
αισθήσεις ταυτόχρονα στην κορύφωσή τους.
Μεγάλο Σάββατο πρωί, ώρα εννέα, στη Σπιανάδα.
Η πρώτη ευτυχία έρχεται από την αίσθηση του χώρου. Τι ηδονή για την
ψυχή, που έχει χάσει τα μέτρα της ανάμεσα στο συμπιεσμένο και στο
απεριόριστο! Εδώ ο χώρος λειτουργεί, αναπνέει. Έχει την άνεση, τον ρυθμό
και τα όρια που περιμένεις. Αισθάνεσαι τοποθετημένος στις ανθρώπινες
συντεταγμένες σου – στις σωστές σου αναλογίες. Τίποτα δεν σε πιέζει, όλα
γύρω σου σε στηρίζουν, σε πλαισιώνουν. Esplanade, Σπιανάδα. Εδώ η λέξη
πλατεία βρίσκει το πρώτο της νόημα.
Η δεύτερη ευτυχία είναι η όραση. Βλέπεις το κερκυραϊκό φως γλυκό,
μελένιο, να χαϊδεύει τις προσόψεις των σπιτιών του Λιστόν. (Α! οι
προσόψεις της Κέρκυρας: πίνακες τέχνης και φύσης – όπου τα χρώματα και
η υγρασία παίζουν μόνο με τόνους και ημιτόνια). Βλέπεις τον καταγάλανο
ουρανό (πάντα είναι γαλανός ο ουρανός το Μεγάλο Σάββατο στην
Κέρκυρα – ο Άγιος φροντίζει γι’ αυτό), μέσα από τα πορφυρά λουλούδια
του δέντρου του Ιούδα. Σε λίγο θα δεις τα χρυσά, τα γαλάζια και τα κόκκινα
της λιτανείας.
Πανηγύρι έχει η όσφρηση. Όλη η Κέρκυρα ένας κήπος. Ευωδιάζει τόσο
έντονα, που ώρες-ώρες σε ζαλίζει. Πνοές-πνοές έρχονται σαν μικρά κύματα
οι μυρωδιές – κάθε λουλούδι, κάθε δέντρο, κάθε πλαγιά και κάθε χωριό της
Κέρκυρας σου στέλνει το δικό του μήνυμα.
Όλα όμως θα τα δέσει η ακοή, μόλις από μακριά ακουστούν οι ήχοι της
μεγάλης λιτανείας. Το Μέγα Σάββατο οι Κερκυραίοι περπατάνε τον Άγιό
τους. Με φιλαρμονική και στολές. Με σεβασμό και έξαρση. Με μουσική.
Μουσική στην Κέρκυρα – που έχει περισσότερες φιλαρμονικές από
κινηματογράφους. (Ένας ορισμός του πολιτισμού; Όταν οι ασκούντες την
τέχνη ξεπερνάνε τους θεατές;). Δεν θα ξεχάσω ποτέ κάποιο πρώτο πρωινό
ξύπνημα σ’ ένα παλιό, πανύψηλο ξενοδοχείο της Σπιανάδας, όταν από κάθε
παράθυρο ακουγόταν και άλλη μπάντα.
Στην Κέρκυρα η μουσική δεν είναι απλός ήχος. Γίνεται περιβάλλον.
Γίνεται ζωή. Γίνεται –τελικά– οι ακροατές της. Το κοινό δεν είναι δέκτης
αλλά τμήμα του έργου.
Κάποτε αυτό θα το πούνε «χάπενιγκ».
Υπάρχει ένα μουσικό κομμάτι που ακούγεται μόνο στην Κέρκυρα, μόνο
στη λιτανεία. Ένα κομμάτι μελωδικό σαν τους κήπους της Κέρκυρας,
λυπημένο σαν την εβδομάδα των Παθών, λυρικό σαν το ασημένιο φως των
ελαιώνων, ρυθμικό σαν το κύμα της θάλασσας. Πένθιμο εμβατήριο από τον
«Άμλετ». Οι Κερκυραίοι το λένε απλά «ο Αμλέτος».
Όταν λοιπόν ανυψωθεί ο Αμλέτος σαν λυγμός και σαν έκσταση πάνω από
τις κοκκινόχρυσες στολές της Παλαιάς Φιλαρμονικής, η αίσθηση δεν
αντέχεται. Η ζωή τεντώνει τόσο μέσα σου, που νομίζεις πως θα σπάσεις
από ευτυχία. Σαν πόνος και σαν βάλσαμο ο Αμλέτος κυματίζει πάνω από
την πλατεία κι εσύ γεύεσαι τον παράδεισο σ’ αυτή τη Γη.
Δεκατρείς φορές έχω ακούσει τον Αμλέτο στη Σπιανάδα και κάθε φορά
νομίζω πως η καρδιά μου θα σταματήσει (και ίσως εύχομαι να σταματήσει,
έτσι!). Αψηφώ την εορταστική ταλαιπωρία, την τουριστική πολυκοσμία, τη
βαρβαρότητα των ορεσίβιων (δίπλα στους Επτανήσιους, όλοι εμείς είμαστε
αρκούδες). Ό,τι και να γίνεται γύρω, ο Άγιος και ο Αμλέτος νικάνε – και το
θαύμα λειτουργεί κάθε Μεγάλο Σάββατο στη Σπιανάδα.
Α, Κέρκυρα-Κέρκυρα, που δεν γνώρισες την τυραννία του Τούρκου και
την κακομοιριά του πεύκου. (Το δέντρο-ραγιάς, άμορφο και άσκημο). Που
μαζί με τ’ αδέρφια σου νησιά σώζετε το όνομα της ποίησης και της
μουσικής στην Ελλάδα.
Κι αν τύχει να είμαι μακριά, όπου κι αν βρεθώ, όταν έρθει Μεγάλο
Σάββατο τραγουδάω μέσα μου τον Αμλέτο. Κλείνω τα μάτια και για ένα
δευτερόλεπτο το θαύμα συντελείται πάλι.
Ο παλιός Αμλέτος, ο σκοτεινός πρίγκιπας της αμφιθυμίας, πνίγηκε στο
φως, τη μελωδία και τη μυρωδιά της άνοιξης. Αμφιβολία καμιά: «γλυκιά η
ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα».
Ο παράδεισός μου: Φως, ανθισμένη Σπιανάδα και η Παλαιά Φιλαρμονική
να παίζει, να παίζει, να παίζει τον Αμλέτο.
Η Επιστροφή

Ε ΣΥ ΕΦΥΓΕΣ. Πίσω σου όλα συνεχίζουν.


Αυτό είναι το πιο σκληρό. Το πιο δύσκολο. Μικρός θάνατος. Το κύμα
βουίζει όλη τη νύχτα – δεν το ακούς. Ο άνεμος λυγάει τις καλαμιές – δεν τις
βλέπεις. Σ’ ένα μονωμένο δωμάτιο με τεχνητό φως, τεχνητό αέρα –
προσθέτεις, αφαιρείς, γράφεις, σημειώνεις.
Ζωή, όμως, είναι κάτι άλλο.
Ζωή είναι η διαδοχή της μέρας και της νύχτας, της συννεφιάς και του
ήλιου, της γαλήνης και της τρικυμίας. Εσύ τώρα, λίγο ξέρεις αν έξω είναι
μέρα ή νύχτα, αν βρέχει ή φυσάει. Σου φαίνεται απίθανο πως, πριν λίγες
μέρες, είχες απόλυτα συντονιστεί με τους ρυθμούς της φύσης, είχες
εναρμονισθεί με τις διαδοχές της, είχες ταυτισθεί με την τάξη της. Τώρα
αφύσικος, τεχνητός, ανύπαρκτος, άρχισες πάλι να κοιμάσαι και να ξυπνάς
με ωράρια, χάπια και ξυπνητήρια.
Η ζωή είναι κάπου μακριά. Και συνεχίζει.
Ο κρυφός κάβουρας που –εναλλάξ– καιροφυλακτούσε και
κατρακυλούσε. Η ξύπνια μικρή σαύρα που ξεπέρασε τον σερπετό της φόβο
και σου έκανε παρέα κάθε πρωί. Ο σκαραβαίος που σκαρφάλωνε στα
χόρτα. Οι βάτραχοι που κόαζαν και αντικόαζαν μέσα στη νύχτα. Η
πυγολαμπίδα που είχε σωθεί το φως της. Και τα τριζόνια που έχασαν τον
δρόμο τους – και σε ξύπνησαν στις πέντε το πρωί με το στεντόρειο
μεταλλικό «κρι» τους, μέσα στο δωμάτιο. Τώρα πρέπει να τα ξεχάσεις.
Και τη σαύρα; Με το κομψό τσάκισμα του λαιμού, αριστερά; Γιατί ο
παραμικρός ήχος της πόλης σε ξυπνάει, ενώ το πελώριο βουητό της
θάλασσας σε νανούριζε; Γιατί το τρίξιμο της πόρτας σε ξαγρυπνάει, ενώ το
σκληρό κόασμα των βατράχων σε κοίμιζε; Ποια αντιστοιχία έβρισκαν μέσα
σου οι ήχοι αυτοί (που ούτε παιδί δεν τους πρωτάκουσες, γέννημα της
πόλης) και γίνονται υποσυνείδητα αποδεκτοί; Γιατί η πιο γαλήνια μουσική
του κόσμου να είναι τα κουδούνια από το κοπάδι που ερχόταν κάθε πρωί
στο ποτάμι; Εσύ τώρα έχεις πεθάνει γι’ αυτούς τους ήχους κι αυτοί για
σένα. Αλλά ένιωσες, για μια φορά, πόσο γρήγορα μπορείς να ξαναγίνεις
άνθρωπος και να υπάρξεις. Κατάλαβες πόσα λίγα χρειάζονται στην ευτυχία
– το φως και το σκοτάδι, ο άνεμος και το νερό και τα κουδούνια του
κοπαδιού.
Κι όσο πικραίνεσαι που αυτά συνεχίζουν χωρίς εσένα, τόσο, για τον ίδιο
λόγο, ελπίζεις. Επειδή συνεχίζουν. Όχι που θα πας να τα ξαναβρείς
(αλίμονο, δεν ορίζεις πια τον χρόνο σου, ούτε τον εαυτό σου!). Αλλά
χαίρεσαι που υπάρχουν και λειτουργούν και κρατάνε τη ζωή ζωντανή. Για
όποιον, όταν, όπου, όποτε μπορέσει να τη ζήσει.
Τηλέφωνα. Εισερχόμενα. Γραμμάτια. Τράπεζες. Έντοκα δάνεια. Σαύρες.
Τριζόνια. Κύματα. Καλαμιές. Είναι η ίδια η ζωή αυτά – ή μήπως η ύλη και
αντι-ύλη που αναιρούν η μία την άλλη; Όσο και να προσπαθώ να σκεφθώ
ταυτόχρονα τους δύο κόσμους δεν χωράνε μαζί στον νου μου.
Έξω από τα τείχη υπάρχει η ζωή. Μέσα στα τείχη υπάρχουμε εμείς.
Φυλακισμένοι του εαυτού μας. Εμείς χτίσαμε τα τείχη. Εμείς κλείσαμε τις
πύλες. Εμείς μαντρώσαμε έξω τα στοιχεία της φύσης. Τόσο που να γίνονται
απλές προγνώσεις της Μετεωρολογικής, ή οχληρά εμπόδια στη δουλειά
μας. Θερμοκρασία, άνεμος, βροχή – στην πόλη είναι προβλήματα! Έξω από
τα τείχη είναι ζωή, ρυθμός και κόσμος.
Τριακόσιες πενήντα μέρες μέσα στα τείχη – και δεκαπέντε απέξω.
Αντιστροφή της θέσης. Τόσο που όταν πλησιάζουν οι «διακοπές»,
εκνευρίζεσαι, ενοχλείσαι, βλαστημάς. Πού θα πάμε και τι θα κάνουμε, και
τι χρειάζονται – και είναι ανάγκη, δηλαδή! Μουρμουρίζεις για τον
κοινωνικό καταναγκασμό του «πρέπει» (γιατί πρέπει;), για τον
καταναλωτισμό που προσπαθεί να σου πουλήσει έτοιμη συσκευασμένη
Φυγή, για την υποχρέωση να διακόψεις ό,τι κάνεις, και ξαφνικά να
μαυρίσεις, να διασκεδάσεις, να ξεκουραστείς αναγκαστικά.
Και επαναστατείς: Τι θέλει μια κοινωνία όπου και η ξεκούραση έγινε
υποχρέωση, όπου το μαύρισμα έγινε καταναγκασμός (πώς είσαι έτσι
άσπρος, άρρωστος είσαι;), όπου η φυγή έγινε πρόγραμμα. Και λες: όχι αυτή
τη φορά, όχι, δεν πάω πουθενά!
Κι έχεις δίκιο. Καλά ή άσχημα είχες βρει έναν ρυθμό και συνεχίζεις – πώς
να διακόψεις; Και πώς να συνεχίσεις μετά; Είναι τόση η απόσταση των δύο
κόσμων που σε τρομάζει. Είναι τέτοια η «αλλαγή» που πρέπει να γίνει στη
ζωή σου, που φοβάσαι την ανατροπή των πάντων. Αλλά, περισσότερο από
όλα, φοβάσαι (χωρίς να το ξέρεις ακόμη) την επιστροφή.
Δύσκολα βγαίνεις απ’ τα τείχη. Οι πρώτες ώρες σού φαίνονται ανόητες,
κενές, άδειες. Ακόμη έχεις τον εκνευρισμό και την κινητικότητα της πόλης.
Ωσότου κάποτε χαλαρώνεις. Συντονίζεσαι. Υπάρχεις. Και τότε σε πιάνει ο
πανικός της επιστροφής. Ξαφνικά μοιάζει η ζωή που σε περιμένει –η εντός
των τειχών– χωρίς νόημα. Ξαφνικά συνειδητοποιείς πως η ζωή αυτή είναι
θάνατος με δόσεις. Η πίεση μόνο σε κρατάει ζωντανό, η υποχρέωση και η
ανάγκη. Τρεκλίζεις από το ένα ραντεβού στο άλλο, από το ένα γραμμάτιο
στο επόμενο.
Και το χειρότερο: Ξέρεις πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Η
«επιστροφή στη φύση» είναι ένα άδειο ρομαντικό σύνθημα. Το όνειρο της
αχυροκαλύβας σε κάποιο παραδείσιο νησί (όπου η τροφή κρέμεται στα
δέντρα –ίσα να σηκώνεις το χέρι– όπου τα ζώα ήμερα σου κάνουν
συντροφιά και οι καλοί ιθαγενείς χορεύουν το σούρουπο), το όνειρο αυτό
έχει χρόνια πεθάνει. Και στο πιο μακρινό νησί του Ειρηνικού τα εξωτικά
φρούτα βιομηχανοποιούνται, τα ζώα έχουν χαθεί ή αγριέψει και οι ιθαγενείς
χορεύουν μόνο για τους τουρίστες. Αλλά μήπως κι εσύ θα μπορούσες να
ζήσεις έτσι; Θα άντεχες – πόσο; Οι τοξίνες του πολιτισμού θα απαιτούσαν
σε λίγο τα δικά τους.
Είναι πάντως μια παρηγοριά να ξέρεις πως έξω από τα τείχη βουίζει
ακατάπαυστα το μεγάλο ωκεάνειο κύμα, πως ο αέρας λυγίζει και κινεί τα
καλάμια, πως ο ήλιος δύει πάντα μέσα σε πορφυρή ομίχλη και πως τα
χιλιάδες μικρά ζώα –ο χαριτωμένος πληθυσμός της χαμηλής γης– εκτελούν
πάντα τη χορογραφία με προαιώνια τάξη.
Η προαιώνια τάξη! Ίσως αυτό είναι που σου λείπει περισσότερο. Γιατί
αυτή και μόνο αυτή θα μπορούσε να βοηθήσει στην πιο δύσκολη στιγμή.
Αν είναι προβληματική η ζωή μέσα στα τείχη, ο θάνατος είναι αδύνατος.
Ενώ έξω –με τους προαιώνιους ρυθμούς, τη δημοκρατική ισότητα των
όντων, την ένταξη στον φυσικό ορίζοντα– όπου το εγώ σου χάνει την
άρρωστη σημασία του – ίσως θα ήταν πιο εύκολο να πεθάνεις.
Επί Πιστώσει

Α Ν ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΥΟΜΑΙ για κάτι στη ζωή μου, είναι πως δεν χρωστάω
πουθενά. Και δεν μιλάω για λεφτά (ούτε από αυτά χρωστάω). Μιλάω
για υποχρεώσεις, συναλλαγές, οφειλές κάθε είδους.
Όμως, κάθε φορά που κάνω αυτή τη σκέψη, συνειδητοποιώ πως
ψεύδομαι. Σε κάποιον χρωστάω – και θα χρωστάω όλο και περισσότερα
όσο ζω. Η οφειλή μου σ’ αυτόν είναι τεράστια και ανεκπλήρωτη. Συνεχώς
τραβάω προκαταβολές από την τράπεζά μου, βάζοντας ενέχυρο τον ίδιο
μου τον εαυτό.
Αυτός ο κάποιος είναι ο χρόνος. Χρωστάω χρόνο – ή χρωστάω στον
Χρόνο, αν θέλουμε να προσωποποιήσουμε τον Γενειοφόρο Γέροντα.
Προεξοφλώ συνεχώς ό,τι μέλλοντα χρόνο έχω, για να τον ζήσω τώρα.
Είχα ένα συμφοιτητή –καλή του ώρα, ζει τώρα στη Γερμανία– που, με
ένα δικό του τρόπο, ζούσε συνέχεια στο μέλλον. Ο πατέρας του είχε
καταθέσει γι’ αυτόν ολόκληρο το ποσό που θα χρειαζόταν για τις σπουδές
του. Έπρεπε ο φίλος να τραβάει κάθε μήνα από την Τράπεζα ένα μηνιάτικο,
αλλά δεν τον έφτανε. Προεξοφλούσε λοιπόν το μέλλον του, προχωρώντας
τους οικονομικούς μήνες πιο γρήγορα από τους ημερολογιακούς. Τον
ρωτάγαμε: τι μήνα έχουμε τώρα; (ήταν Σεπτέμβρης του 1956). Απαντούσε:
Αύγουστος του 1958.
Βέβαια, κάπου στο τέλος αυτές οι προεξοφλήσεις έχουν κακή κατάληξη.
Ο φίλος ταλαιπωρήθηκε αρκετά – και το ίδιο θα γίνει και με εμένα. Ελπίζω
ωστόσο να έχω προεξοφλήσει τόσο χρόνο πριν πεθάνω, που να βάλω ένα
καλό «φέσι» στον Σεβάσμιο Γέροντα. Είναι το μόνο «φέσι» για το οποίο
δεν θα έχω τύψεις συνειδήσεως.
Κι επειδή δεν μου φτάνει μόνο ο χρόνος που προεξοφλώ από το μέλλον
μου – δανείζομαι κι από τους τρίτους. Παίρνω από φίλους –που δεν τους
βλέπω ποτέ–, από ασχολίες που δεν κάνω, από υποχρεώσεις που δεν
εκπληρώνω. Παίρνω κι από τον ίδιο τον εαυτό μου: τον χρόνο της
ανάπαυσης, της διασκέδασης, της τεμπελιάς. Είναι γιγάντιες οι οφειλές μου
προς τον εαυτό μου: του χρωστάω δεξιώσεις, πάρτι, σινεμά, ταξίδια,
παρέες, διακοπές και –κυρίως– χιλιάδες ώρες ύπνου.
Μαζεύω λοιπόν χρόνο από παντού. Όπως οι φιλάργυροι τα λεφτά. Μόνο
που εγώ δεν τον φυλάω αλλά τον ξοδεύω τον χρόνο μου. Ποτέ δεν
κατάφερα να δημιουργήσω ένα «αποθεματικό» – πάντα τα πράγματα που
σχεδιάζω είναι περισσότερα από τον χρόνο που διαθέτω. Και υποψιάζομαι
πως, αν ένα Αγαθό Πνεύμα ερχόταν και μου χάριζε άλλα εκατό χρόνια
ζωής, θα άρχιζα αμέσως παζάρια για περισσότερα…
Ναι, έχω το άγχος του χρόνου. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως αυτά
που θέλω να κάνω (και να ζήσω) είναι άπειρα – ενώ η ζωή μου είναι
πεπερασμένη. Πάντα ήμουνα δραστήριος – αλλά από τότε που
συνειδητοποίησα τα όριά μου, έγινα υπομανιακός. Δεν μπορώ να αφήσω
στιγμή ανεκμετάλλευτη.
Γι’ αυτό βρίσκω αδιανόητη την ανία. Τους ανθρώπους που «δεν έχουν τι
να κάνουν», που «σκοτώνουν την ώρα τους», που «χάνουν τον καιρό τους».
Αυτούς που πάνε σιγά-σιγά – λες και θα ζήσουν χίλια χρόνια... Άγχος με
πιάνει και οργή, όταν τους βλέπω. Μου ’ρχεται να πάω κοντά τους και να
τους σπρώξω, να τους κουνήσω, να τους πυροδοτήσω.
Κι άλλες φορές με πιάνει παράπονο και σκέπτομαι να πάω και να τους
ζητήσω τον χρόνο που τους περισσεύει. Να γίνω ζητιάνος χρόνου. Αν
μπορούσα να πάρω χρόνο από όλους όσους βαριούνται – πόσα πράγματα
θα έκανα!
Αλίμονο! Σ’ αυτό τον αγώνα βγαίνω πάντα χαμένος. Όσο κι αν τρέξω –
όσο κι αν ξεκλέψω χρόνο– τελικά το ισοζύγιο θα ’ναι αρνητικό για μένα.
Ουτοπία να πιστεύω πως προεξόφλησα. Ό,τι μου ανήκει θα πάρω, κι αυτό
θα είναι λιγότερο απ’ όσο μου χρειάζεται.
Και μη μου πείτε για υστεροφημία – για έργα που νικάνε τον χρόνο κ.λπ.
Δεν μπορώ (ούτε θέλω) να φανταστώ τίποτα μετά από τον θάνατό μου.
Πού να πιστέψω στην αιωνιότητα – εδώ δεν πιστεύω στο αύριο! Η ζωή
μου τελειώνει κάθε στιγμή. Το μέλλον δεν υπάρχει για μένα – είναι μια
απλή πιθανότητα. Ποτέ δεν κάνω συγκεκριμένα σχέδια, ποτέ δεν
οραματίζομαι. Από τις διαστάσεις του χρόνου μόνο το παρόν με αγγίζει –
ούτε αυτό που πέρασε, ούτε αυτό που (ίσως) έρθει.
Αυτός είναι ο ένας λόγος για την αγωνία του χρόνου που με κατέχει. Ο
άλλος είναι η απληστία μου. Δεν θέλω να παραιτηθώ από τίποτα – δεν
δέχομαι να παραιτηθώ. Πιστεύω πως η παραίτηση είναι συμβιβασμός και
ευνουχισμός της προσωπικότητας – ακόμη και όταν γίνεται για «υψηλούς»
στόχους. Ο πνευματικός άνθρωπος που παραιτείται από τον «κόσμο της
ύλης», ο επιστήμονας που αποκόβεται από τη γνώση της καθημερινής ζωής,
ο διανοούμενος που εγκαταλείπει την πράξη – όλοι αυτοί για μένα είναι
μισοί και συμβιβασμένοι άνθρωποι. Νομίζω πως μόνο όποιος ζει το σύνολο
– είναι σωστά.
Κι έτσι, το μόνο που μου μένει είναι να τρέχω πίσω από τον χρόνο. Να
βρίσκω χίλιους τρόπους για να τον προεκτείνω, να τον πολλαπλασιάσω.
Να, π.χ., με την ξεκούραση. Οι άλλοι ξεκουράζονται με το να μην κάνουν
τίποτα. Εγώ ξεκουράζομαι κάνοντας κάτι άλλο. Και πολλές φορές
προσπαθώ να κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Όλα αυτά είναι φτωχά τεχνάσματα που δεν ξεγελάνε τον Γέροντα. Η
άμμος μέσα στην κλεψύδρα του κυλάει ασταμάτητα. Όσο και να τρέχω,
στέκω τελικά στο ίδιο σημείο. Γιατί ο χρόνος ο δικός μου είμαι εγώ –
αρχίζει και τελειώνει μαζί μου.
Να, λοιπόν, γιατί δεν τα ’χω καλά με τον χρόνο. Ζω συνέχεια σε πίστωσή
του. Και αλίμονο όταν θα ’ρθει η ώρα να πληρώσω τους τόκους.
Ένοχο πάθος

Κ ΑΙ ΤΩΡΑ είναι καιρός να γράψω για μια ερωτική ιστορία. Μια ερωτική
ιστορία όπως δεν υπάρχουν πια σήμερα. Γεμάτη πάθος, ενοχές, έλξη
και αμαρτία. Μια απαγορευμένη αγάπη, ένα εμποδισμένο αίσθημα, μια
παράλογη ανάγκη.
Από τότε που εμπεδώθηκε η σεξουαλική επανάσταση, από τότε που
καθιερώθηκε η κοινωνική ανοχή, από τότε που η Άννα Καρένινα και η
Έμμα Μποβαρύ έγιναν περίεργες ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, ο έρωτας
έχει χάσει την πίκρα του και τη μέθη του.
Όμως εγώ ζω από χρόνια μια σειρά απαγορευμένα πάθη. Α! μην
προσπαθήσετε να μαντέψετε. Ο «έρωτας που δεν λέει το όνομά του» δεν
είναι ο ομόφυλος έρωτας (αυτός πια το λέει και το παραλέει!). Είναι ο δικός
μου.
Παραλλαγή του πυγμαλιωνικού σύνδρομου, ο έρωτάς μου αφορά άψυχο.
Αν άψυχο μπορεί να ονομασθεί ένα αντικείμενο νευρικό, γρήγορο,
ευαίσθητο, άγριο ή ήπιο – αλλά πάντα ζωντανό.
Μιλάω για αυτοκίνητο.
Ήδη το ανάθεμα σηκώνεται, ήδη οι νέοι ηθικολόγοι σμίγουν τα φρύδια,
ήδη οι προφήτες του αντικαταναλωτισμού εξανίστανται. Δεν σας είπα; Το
πιο απαγορευμένο πάθος της εποχής μας.
Ζω διπλή ζωή. Σαν Δόκτωρ Τζέκυλ είμαι ένας σοβαρός, ευυπόληπτος
αστός, που μόνες του αδυναμίες (ήδη ύποπτες) είναι η αγάπη για τα βιβλία
και τις γάτες.
Αλλά στο υπόγειο του σπιτιού μου έχω κρυμμένα φοβερά μηχανήματα.
Και σαν Μίστερ Χάυντ αργά τη νύχτα εξαπολύομαι στους άδειους δρόμους.
Ξέρω: είναι αντικοινωνικό, απάνθρωπο, επικίνδυνο. Χρησιμοποιώ το
αυτοκίνητο σαν αυτοσκοπό. Δεν με μεταφέρει πουθενά – απλώς
αυτοκινούμαι. Καταναλίσκω πολύτιμη ενέργεια χωρίς αντιπαροχή. Και –
αλίμονο– δεν οδηγώ πεντάπορτα, πενταθέσια, πεντάτροχα οικογενειακά
αυτοκίνητα. Αντίθετα, κινούμαι με επίπεδες κατασκευές που δύσκολα
χωράνε δύο άτομα.
Μην προσπαθήσετε να μου εξηγήσετε πως κάνω λάθος. Πόσο λογικά
μπορείτε να αναλύσετε στον παίκτη του μπακαρά, την ώρα που τραβάει
οκτώ, τις πιθανότητες της μπάνκας; Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν παίζω
τυχερά παιχνίδια.
Αλλά οι μηχανές με τρελαίνουν. Η οδήγηση είναι για μένα μία από τις
Καλές Τέχνες – ένα μηχανικό μπαλέτο ανοιχτών οριζόντων. Με την
ακρίβεια και την εγκράτεια του χορευτή, εκτελώ τη χορογραφία του
δρόμου.
Δεν με νιώθετε; Λυπάμαι. Ο καθένας πρέπει να μπορεί να συναισθάνεται
τα πάθη του άλλου, έστω κι αν δεν τα συμμερίζεται. Αλλιώς η ζωή θα ήταν
πολύ φτωχή.
Να σας μιλήσω για την τελευταία μου αγάπη; Ήρθε μετά από μια περίοδο
εγκράτειας (είχα αποφασίσει να «το κόψω»). Είχα πουλήσει όλες τις
διαβολικές μηχανές, είχα στείλει τον Μίστερ Χάυντ στην εξορία της
λογικής και είχα βολέψει τον Δόκτορα Τζέκυλ σε ένα τετράγωνο
τετράτροχο.
Άχρωμη ζωή!
Μέχρι που ΤΗΝ είδα.
Έγραψα τότε: «Τέσσερις μήνες πάλεψα με τη λογική μου, με το ήθος μου,
με τη σοβαρότητά μου, με τις ενοχές μου, με το πορτοφόλι μου. Κάθε τόσο
περνούσα και την κοίταζα. Περίμενε υπομονετική, ήσυχη αλλά σίγουρη για
τη γοητεία της. Ήξερε ότι θα αργήσει να αγοραστεί γιατί ήταν “τεκμήριο”.
Τεκμήριο αμάχητο, όχι πλούτου (άλλα αυτοκίνητα τον τεκμηριώνουν
καλύτερα), αλλά γούστου και γνώσης. Κλεισμένη στις αιφνίδιες καμπύλες
και τις δυνατές αιχμές της (που κοσμούν ήδη το Μουσείο Μοντέρνας
Τέχνης της Νέας Υόρκης) περίμενε.
»Άντεξα ακόμη ένα μήνα. Και τελικά ξανακύλησα. “Ενέδωσα”, που θα
έλεγε ο Αλεξανδρινός.
»Τώρα οδηγώ ένα αυτοκίνητο που με το τιμόνι του απασχολεί όλες τις
νευρικές απολήξεις των δακτύλων, ενώ με τα πεντάλ του διαψεύδει όλα τα
εξαρτημένα ανακλαστικά της συνηθισμένης οδήγησης».
Το οδηγώ ακόμη.
Είναι ένα από τα τελευταία καθαρόαιμα. (Είδος υπό εξαφάνιση). Ένα
χειροποίητο έργο τέχνης. Είναι αμαρτία ν’ αγαπάς το άσπρο σου άτι;
Αλίμονο τότε στους ήρωες των παραμυθιών και τους ιππότες της νιότης
μας…
Ξέρω, δεν έχω ελπίδες σε έναν κόσμο όπου και οι παλαιοί παθιασμένοι
της κίνησης έγιναν οικολόγοι και ηθικολόγοι. Παρόλο που, στον δικό μου
κόσμο, το Περιβάλλον δεν συγκρούεται με την Αυτοκίνηση. Φτάνει να
υπάρχει σωστή χωροταξική σκέψη.
Αλλά η Μαζική Λογική και τα Μαζικά Μέσα προχωρούν. Οι Εγωιστές
της Αυτονομίας, οι Αναρχικοί της Ταχύτητας, οι Αισθησιακοί της Φυγής
χάνουν το παιχνίδι.
Ζω την τελευταία ίσως από τις μεγάλες ερωτικές μου ιστορίες.
Παράλογα, παράνομα, αλλά με πάθος.
Ας δοξολογήσουμε, λοιπόν, το Πάθος. Κινεί και συγκινεί τους
ανθρώπους. Μεταβάλλει τη Διάρκεια σε Ένταση και την Έκταση σε
Έκσταση. Δίνει προοπτική και βάθος στη ζωή.
Ας δοξολογήσουμε περισσότερο το απαγορευμένο πάθος. Στην
καθημερινή σύγκρουσή του με την τάξη του μέσου όρου, ξαναθεμελιώνει
τη δημιουργική αμφιθυμία του ανθρώπου.
Ναι, Δόκτορα Τζέκυλ, έχεις δίκιο – τώρα όμως λέγομαι Μίστερ Χάυντ.
Η νύχτα είναι μεγάλη – και η διχοτόμηση της φωτισμένης ευθείας γίνεται
αθόρυβα, αεροδυναμικά. Όπως και η αιώρηση στη σκοτεινή στροφή που
φωτίζεται απότομα, με γωνίες.
Καταδικάστε το πάθος – αλλά κατανοήστε την αναγκαιότητά του και
ευλογήστε το μεγάλο παράδοξο: Στην αδυναμία μου βρίσκεται η δύναμή
μου.
Ο πόνος της άνοιξης

Ο ΛΑ ΚΑΛΑ, αλλά γιατί η Άνοιξη; Δεν αντέχεται!


Αυτό το φτωχό σώμα, που σταθερά πορεύεται τον δρόμο της φθοράς,
βλέπει την αναγέννηση, την ανανέωση, την ανάπλαση, και μαραζώνει από
πάθος και φθόνο.
Τι είναι αυτός ο κύκλος ο μυστικός της κατάλυσης και της ανάστασης;
Γιατί πρέπει ο σπόρος να πεθάνει στο χώμα, για να ξαναζήσει; Είναι
σημάδι, προμήνυμα ανάστασης και για μας; Ή είμαστε πλάσμα που δεν
ξανανθίζει; Η ύπαρξη αλλάζει στέκι αυτή την εποχή, φεύγει από το μυαλό
και πάει στο δέρμα. Ζεις τώρα με την αφή και την όσφρηση. Είναι οι
αισθήσεις της άνοιξης που ξυπνάνε πάντα τέτοια εποχή.
(Κάτι μπορείς να δεις και τον χειμώνα – αλλά να μυρίσεις; Και τι να
πιάσεις όταν όλα είναι παγωμένα και διώχνουν;).
Τώρα όμως το δέρμα χαλαρώνει, ανοίγουν οι πόροι, μπαίνει μέσα ο
κόσμος. Το σοφό δέρμα ξέρει, καταλαβαίνει και χρησμοδοτεί. Μακάρι να
μπορούσαν όλοι ν’ ακολουθούν τις συμβουλές του!
Και η όσφρηση αποκτά οξύτητα σχεδόν οδυνηρή. Τις κοντινές μυρουδιές
δεν τις αντέχει – χαίρεται πιο πολύ τα μακρινά ανεπαίσθητα αρώματα.
Κάποιος μυστικός σφυγμός μέσα σου επιταχύνεται, και ανοίγεις, ανοίγεις
εντελώς. Ανεβαίνει το κύμα της ζωής –πλημμύρα εσωτερική– και μόνο το
σταματάει αυτός ο ανεξήγητος κόμπος στον λαιμό. Πυρετός σε καίει. Όλα
γίνονται πιο έντονα, πιο επιθετικά. Νιώθεις πως τώρα πρέπει να ερωτευθείς,
ή να πεθάνεις.
Η απαίτηση της άνοιξης. Ζητάει από σένα κάτι δυνατό, ακραίο – μια
αρχή, ένα τέλος. Πολλοί ζευγαρώνουν την άνοιξη. Πολλοί πεθαίνουν.
Η απαίτηση της άνοιξης. Οι ποιητές την ξέρουν καλά: Τι θέλει τούτη η
Άνοιξη; σαλεύουν
αόρατα, πανάλαφρα
των δέντρων τα κλαδιά.
Τι θέλει η μυρωδιά
που μας χτυπά απαλότατα
με μυγδαλιάς ανθόκλωνο
την καρδιά; Η Μαρία Πολυδούρη, κοντά στον θάνατο, ένιωσε
ξαφνικά την άνοιξη να την τραβάει από το μανίκι…
Σκληρότερος μήνας ο Απρίλης, ξεπετάει
πασχαλιές από τη νεκρή γη, ανακατεύει
μνήμη και πόθο, κεντρίζει
τις νωθρές ρίζες με ανοιξιάτικη βροχή.
Όσο περνάνε τα χρόνια πληθαίνουν οι ποιητές που φοβούνται την Άνοιξη.
Αντίθετα με τους παλιούς που την τραγουδούσαν, οι σημερινοί νιώθουν την
άνοιξη σαν βάρος και οδύνη.
Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της
οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους…
Η Άνοιξη είναι καθαρή, αδιάλυτη, ασυμβίβαστη Ζωή – και γι’ αυτό είναι
απαίτηση και βάρος και τυραννία. Όσο πιο πολύ αγαπάς τη ζωή τόσο
αντιδράς σ’ αυτή τη συμπύκνωση της αίσθησης που σου ζαλίζει τον νου και
σου λύνει τα μέλη. Ο Βούδας είχε δίκιο – όσο πιο πολύ αγαπάμε τόσο πιο
πολύ υποφέρουμε, όσο περισσότερο δινόμαστε τόσο πιο πολύ πονάμε.
Απάνθρωπη δοκιμασία πρέπει να είναι η άνοιξη για τον ασκητή! Γίνεται
να μη νιώθει την ανάγκη να κυλιστεί στο γρασίδι; Όλοι οι θώρακες
πέφτουν και μένει η σάρκα γυμνή, θνητή αλλά τόσο διψασμένη για ζωή και
ανεκπλήρωτη αιωνιότητα.
Άραγε, για να απαλύνουν τον πόνο της Άνοιξης έδιναν όλες οι θρησκείες,
τις μέρες αυτές, μήνυμα Αναστάσιμο; Μήνυμα που γινόταν εύκολα
πιστευτό, όταν έβλεπε κανείς γύρω την αισθητή απόδειξη της ανάστασης
των λουλουδιών; Πανάρχαιες δοξασίες, που επιβιώνουν ακόμη.
…κάτω από τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά.
Απωλέτο καλός Άδωνις! μοιρολογούσαν στους αρχαίους χρόνους τον νέο
θεό της Άνοιξης. Ο μύθος λέει πως από το αίμα του (όταν τον σκότωσε ο
κάπρος του θανάτου) φύτρωσαν ανεμώνες: και του Χριστού οι πληγές σαν
ανεμώνες
τούς φάνταζαν, στα χέρια και στα πόδια.
Δεν υπήρξε θρησκεία –και η πιο πρωτόγονη– που να μη δώσει συμβολική
σημασία σ’ αυτό τον κύκλο της φθοράς και της ανανέωσης. Από τις τελετές
γονιμότητας και τα όργια των αγρίων μέχρι τη θυσία, τα πάθη και την
ανάσταση του Ναζωραίου – η Άνοιξη δεν ήταν ποτέ μία εποχή. Ήταν πάντα
ένα μήνυμα.
Αυτό το αίμα που βουίζει στις φλέβες, γυρεύει απάντηση. Αυτή η
δύναμη, που μεθάει και σκοτώνει, ζητάει δικαίωση. Δεν μας αρκεί η χθόνια
ζωή, όταν βλέπουμε τον παράδεισο για μια στιγμή πραγματικό γύρω μας.
Η ελληνική απαισιοδοξία δεν βγαίνει από άρνηση της ζωής (όπως η
ινδική) αλλά από κατάφαση. Καλή η ζωή αλλά λίγη – από τον Όμηρο το
φωνάζουν αυτό οι Έλληνες. Καλή η Άνοιξη, αλλά λίγη. Ελάχιστη!
Ίσως γι’ αυτό ν’ αξίζει πιο πολύ να τη ζήσουμε. Ανοίξτε την καρδιά,
δεχτείτε τον κόσμο. Ότι ιδού ο χειμών παρήλθε, ο υετός απήλθεν… Τα άνθη
ώφθη εν τη γη... φωνή της τρυγόνος ηκούσθη εν τη γη ημών!
Μελέτη θανάτου

Ξ
ΑΝΑ και πάλι, όσο κι αν ξέρουμε πια το τοπίο του έρωτα και το μικρό κοιμητήρι με τα ηχηρά του
ονόματα και το φρικτό απόκρυφο φαράγγι όπου οι άλλοι τελειώνουν: ξανά και πάλι βγαίνουμε
ζευγαρωμένοι κάτω από τα γέρικα δέντρα, γέρνουμε ξανά και πάλι ανάμεσα στα λουλούδια,
απέναντι στον ουρανό.

Μεταφράζω Ρίλκε γιατί είναι ένας σίγουρος τρόπος να εξορκίσεις τον


φόβο του μηδενός. Είναι φορές που η γεύση μου είναι γεμάτη θάνατο και
τότε μόνον ο ποιητής του θανάτου μπορεί να με σώσει.
Μέθοδος ομοιοπαθητική.
Ένας-ένας φεύγουν αυτές τις μέρες φίλοι κι αγαπημένοι, γνωστοί και
άγνωστοι. Πού πάνε; Κι εμείς, πώς συνεχίζουμε; Έτσι, όπως γράφει ο
Ρίλκε, ξεχνώντας όσα ξέρουμε – πορευόμαστε, ερωτευόμαστε,
δημιουργούμε; Κάθε λίγο ξανανοίγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας.
Θαυμαστό πώς επιμένουμε να αγνοούμε και να ζούμε.
Άλλος χάνεται στα ενενήντα –πλήρης ημερών– άλλος στα σαράντα. Αχ,
αυτός ο γελοίος στατιστικός μέσος όρος επιβίωσης (74 οι άνδρες, 81 οι
γυναίκες), που κάνει άλλους νεκρούς να χρωστάνε και άλλους να έχουν
λαμβάνειν.
Ο «αλησμόνητος», ο «αξέχαστος», ο «αιώνια ζωντανός»: συνώνυμα του
«ξεχασμένος». Οι πιο πολλοί δεν αφήνουν τίποτα πίσω, παρά μόνο μία
μικρή πληγή στα στήθη των δικών τους. Που επουλώνεται κάποτε κι αυτή.
Και οι άλλοι, που αφήνουν έργο; Είναι αυτή επιβίωση; Ποιανού; Η
αγανάκτηση είναι πιο μεγάλη γι’ αυτούς που δεν πρόλαβαν. Αυτούς που,
όπως γράφει ο Μάρκος Αυρήλιος, ο σκηνοθέτης τούς βγάζει από το έργο
πριν τελειώσει: «Αλλά δεν έπαιξα ακόμη τις πέντε πράξεις – μόνο τις τρεις.
–Σωστά μιλάς, μόνο που, στη ζωή, οι τρεις πράξεις είναι ολόκληρο το έργο.
Το τέλος ορίζει αυτός που τότε ήταν αιτία να συντεθείς και τώρα αιτία της
διάλυσης. Ούτε για τη μια ούτε για την άλλη έχεις ευθύνη. Φύγε λοιπόν
χωρίς κακία – γιατί κι αυτός που σε απολύει κακία δεν έχει».
Μεταφράζω Μάρκο Αυρήλιο, αλλά η γεύση δεν φεύγει. Αύριο μπορεί να
είναι μια λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα. Ίσως να ξεχάσω βλέποντας τις
αμυγδαλιές – ίσως και να πονέσω περισσότερο. Αλλά σήμερα ζω τον
θάνατο των άλλων (τον δικό μας –αλίμονο ή ευτυχώς– δεν θα τον
«ζήσουμε» ποτέ. Ότι ουδέν προς ημάς θάνατος, όπως είπε ο Επίκουρος).
Και σκέπτομαι: να μας δίδασκε κάτι αυτή η φοβερή Απουσία. Να μας
δίδασκε έστω να ζήσουμε σωστά. Να μπορούσαμε στη ζωή μας να ήμασταν
πάντα έτσι μεγαλόθυμοι, ευαίσθητοι, καλοσυνάτοι, ανθρώπινοι όπως
είμαστε όταν αποχαιρετούμε αγαπημένο φίλο.
Με πόσο ευγενική, καθαρή και έντιμη ψυχή φεύγουμε από το κοιμητήρι.
Για να ξεχάσουμε γρήγορα – και Αυτόν που έφυγε, και το Μέτρο που για
λίγο μας χάρισε.
Κακώς, κάκιστα έχουμε διώξει τη μνήμη του θανάτου από τη ζωή. Η
ενθύμησή του (memento mori!) μόνο καλό μπορεί να φέρει. Να διδάξει
ταπεινοφροσύνη, ανθρωπιά, αγάπη, κατανόηση. Να διδάξει σωστή
αξιοποίηση της κάθε στιγμής, στη μοναδικότητά της. Να μας λυτρώσει από
τη μικροπρέπεια της καθημερινής προστριβής.
Μη φυλάτε τον έπαινο και την αναγνώριση, την αγάπη και τη ζεστασιά,
για «μετά θάνατον». Δώστε όσο περισσότερα προλαβαίνετε στο σύντομο
διάλειμμα που μας έχουν παραχωρήσει. Χαρίστε τον εαυτό σας και ίσως να
τον βρείτε!
«Στόχος της σταδιοδρομίας μας είναι ο θάνατος. Είναι το αναγκαστικό
αντικείμενο της σκόπευσής μας: αν τον φοβόμαστε πώς είναι δυνατόν να
κάνουμε ένα βήμα μπροστά, χωρίς πυρετό; Το φάρμακο του κοινού
ανθρώπου είναι να μην τον σκέπτεται!… Αν ήταν εχθρός που μπορούσαμε
να αποφύγουμε θα ’λεγα να δανειστούμε τα άρματα της δειλίας. Αλλά
αφού δεν γίνεται, παρά να σας πιάσει –φυγάδα, δειλό, όπως και γενναίο– ας
μάθουμε να τον αντιμετωπίζουμε με πόδι σταθερό, και να τον πολεμάμε.
Και πρώτα, ας του αφαιρέσουμε το μεγάλο του πλεονέκτημα, παίρνοντας
δρόμο ανάποδο από τον συνηθισμένο. Ας πάψουμε να τον βλέπουμε σαν
ξένο, ας εξασκηθούμε σ’ αυτόν, ας τον συνηθίσουμε, μην έχοντας άλλο
στον νου, από τον θάνατο».
Μεταφράζω Μονταίνι – αλλά δεν πείθομαι. Διαβάζω λίγο παρακάτω,
«όσο για μένα, ήμουν σε συνεχή τρόμο και πανικό: γιατί ποτέ άνθρωπος
δεν θεοποίησε τόσο τη ζωή, ποτέ άνθρωπος δεν έδινε πιο μεγάλη σημασία
στη διάρκειά της… Κάθε στιγμή την ένιωθα να φεύγει».
Α! Μισέλ ντε Μονταίνι, ανθρώπινε, πολύ ανθρώπινε, πόσο πιο αληθινός
είσαι όταν φοβάσαι παρά όταν ντύνεσαι τον στωικό μανδύα με τα
αποφθέγματα των φιλοσόφων. Κι από τα 108 δοκίμιά σου, πόσα είναι
αφιερωμένα στη ζωή; Λιχούδη, φιλήδονε, λαίμαργε Μονταίνι, που τάχα
ήθελες να σκέπτεσαι μόνιμα τον θάνατο…
Τον θάνατο ούτε να τον θυμάται αντέχει κανείς, ούτε να τον ξεχάσει
μπορεί. Το ακατανόητο, το παράλογο, το αντιφατικό δεν νοείται – κι όμως
υπάρχει. Και μας περιμένει.
Το μόνο βάλσαμο είναι η καλοσύνη. Λίγη καλοσύνη στους ζωντανούς,
είναι το καλύτερο μνημόσυνο γι’ αυτούς που φεύγουν – και η μεγαλύτερη
θωράκιση αυτών που μένουν.
Και ίσως κάποτε αξιωθούμε τη δύναμη που περιγράφει ο Μάρκος
Αυρήλιος: «Αυτό τον σύντομο χρόνο να τον ζήσουμε σαν που ταιριάζει στη
φύση και χαρούμενα να τον κλείσουμε – όπως η ώριμη ελιά που πέφτει,
ευλογώντας τη μητέρα γη και το δέντρο, που την έθρεψε».
Η άλλη επανάσταση

Ε ΙΜΑΙ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΗΠΟ, ένα βράδυ της άνοιξης. Ξεχάστηκα εδώ όλη μέρα
πίνοντας ήλιο και βάρυνα τόσο, που αποκλείεται να μετακινηθώ.
Είμαι ευτυχισμένος.
Ξέρω πως είναι αδιανόητο και ανήθικο να είμαι ευτυχισμένος. Αλλά είμαι
γεμάτος ήλιο, μυρωδιές, κι έχω στο δέρμα εκείνο το γαργάλημα που λέει
πως ήρθε η άνοιξη. Το δέρμα ξυπνάει. Κι αρχίζει να ζει. Ψάχνει να μιλήσει
με άλλο δέρμα.
Δεν θέλω τίποτα, δεν συλλογίζομαι τίποτα, δεν θυμάμαι τίποτα.
Προσπαθώ να τρομάξω τον εαυτό μου. Ο οργανισμός μου δεν αντιδρά. Η
μακάρια νάρκη συνεχίζεται.
Γυρίζω από τ’ άλλο πλευρό.
Ένα κομμάτι γαλάζιος ουρανός μέσα από μαύρα κλαριά. Πόσο γαλάζιος.
Πόσο μαύρα.
Είμαι ευτυχισμένος.
Θα ήθελα να φωνάξω έναν συμβολαιογράφο (απ’ αυτούς του θεάτρου με
την επίσημη μαύρη ενδυμασία και το ψηλό καπέλο – ναι, οπωσδήποτε
ψηλό καπέλο). Να τον βάλω να πιστοποιήσει με συμβολαιογραφική πράξη
το γεγονός: «Επειδή έχω περάσει χρόνια γκρινιάζοντας, επειδή έχω
αμαρτήσει συχνά ενάντια στην ευτυχία, επειδή έχω περιγράψει, αναλύσει,
σχολιάσει, ερμηνεύσει, τονίσει, δοξολογήσει τη δυστυχία, εγώ, ο Νίκος
Δήμου, αλλοτριωμένος άνθρωπος του εικοστού αιώνα, παιδί του μπετόν και
των καυσαερίων, του συστήματος και του κατεστημένου, δηλώνω –έχοντας
σώες τις φρένες, και διαυγή τον νου– ότι είμαι ευτυχής.
Έστω και για ένα λεπτό, μία ώρα, μία μέρα. Είμαι. Και το λέω. Αυτή
είναι η άλλη επανάσταση».
Πολλούς αιώνες αργότερα, οι ιστορικοί θα ονομάσουν τα χρόνια μας:
εποχή του νέου πουριτανισμού.
Εποχή όπου η ευτυχία ήταν αμαρτία, κι όπου όλοι: συγγραφείς, ποιητές,
μουσικοί, διανοούμενοι, αγρότες, εργάτες, αστοί, πλούσιοι λαοί, φτωχοί
λαοί, καταριόντουσαν συνεχώς την τύχη τους.
Πόσον καιρό έχετε να διαβάσετε ένα χαρούμενο ποίημα; Να ακούσετε
ένα κεφάτο τραγούδι; Κάποιος πρέπει να κάνει την επανάσταση της
ευτυχίας.
Δεν θα αλλάξει τίποτα – μόνο ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα.
Αλλά κάπου, σαν ευτυχισμένοι άνθρωποι, θα είμαστε πιο σωστοί και πιο
ελεύθεροι.
(Η δυστυχία και η γκρίνια εξυπηρετούν το σύστημα, φίλοι! Οι
ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκες. Το σύστημα σας θέλει
ανικανοποίητους!).
Ποιος αντιεξουσιαστής θα κάνει αυτή την επανάσταση; Εν τω μεταξύ
έσφιξε το κρύο και μαζεύτηκα στο σπίτι.
Αύριο –ξέρω, μη μου πείτε– θα ’ρθουν όλα. Θα με πολιορκήσουν πάλι. Ο
κήπος θα έχει χαθεί. (Μήπως ήταν ο κήπος που με έκανε ευτυχισμένο;).
Αλλά ακόμη έχω μέσα μου πολύ ήλιο. Αρκετό για μέρες.
Το μυστικό της ευτυχίας είναι το σήμερα. Τα αύριο είναι εφεύρεση των
δυστυχισμένων. Είτε σαν ελπίδα, είτε σαν απειλή.
Σήμερα, λοιπόν, είμαι ευτυχισμένος. Και όπως έλεγε ο γλυκύτατος
Πετρώνιος, «κανείς δεν μπορεί να μου πάρει πίσω όσα έζησα».
Παρ’ όλα αυτά

Κ ΑΘΕ ΕΠΕΤΕΙΟΣ είναι μια νίκη πάνω στον χρόνο. Κάθε νίκη πάνω στον
χρόνο είναι μια πύρρεια νίκη.
Γιορτάζω γενέθλια – κι αναρωτιέμαι: τι γιορτάζω; Το ότι υπάρχω ακόμη;
Μα τότε δοξολογώ το τυχαίο. Όλα τα κεραμίδια που πέρασαν δίπλα στο
κεφάλι μου.
Ποιο είναι το χαρμόσυνο μήνυμα στα γενέθλια; Όχι, βέβαια, πως είμαι
ένα χρόνο πιο γέρος! (Σοφότερος; Ωριμότερος; Τι παρηγορικές
αυταπάτες!). Ούτε φυσικά πως μπαίνω σε έναν «καινούριο» χρόνο. (Άλλη
απάτη: τεχνητές τομές ελπίδας – πρωτοχρονιές, γενέθλια). Δεν υπάρχει
παλιός και νέος χρόνος – ο χρόνος είμαστε εμείς. Κι εμείς δεν αλλάζουμε
από μια στιγμή στην άλλη…
Λοιπόν τι νόημα στα γενέθλια; Άραγε μόνο η κενή επιβίωση της αρχαίας
ετήσιας τελετής για τον εξευμενισμό του «γενεθλίου δαίμονος»; Του
μικρού θεού που συγκληρώθηκε μαζί μας στη γέννηση, για να μας
προστατεύει σ’ όλη μας τη ζωή;
Οι αρχαίοι θεοί πέθαναν. Δαίμονες υπάρχουν μόνο στην άσφαλτο ή στο
τυπογραφείο. Κανείς δεν μας προστατεύει πια. Όμως εμείς καλούμε κάθε
χρόνο φίλους και σβήνουμε κεράκια (μήπως είναι τα φοβερά «κεριά» του
Καβάφη;). Και γιορτάζουμε – τι; Που μεταβολίσαμε για έναν ακόμη χρόνο
το οξυγόνο της ατμόσφαιρας; Αλλά κάθε μικρό ζώο και κάθε σεμνό φυτό
το ίδιο πράττει – χωρίς κομπασμούς και πανηγύρια.
Σκέπτομαι τα χρόνια που έζησα πάνω στη γη, «θλιβερή γραμμή κεριών
σβησμένων». Και δεν βρίσκω άλλο νόημα να δώσω στα γενέθλια (του κάθε
ανθρώπου), από το πείσμα του ΠΑΡ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ.
Παρ’ όλα αυτά ζωντανός!
Παρ’ όλα αυτά ελεύθερος!
Παρ’ όλα αυτά διάφανος!
Παρ’ όλα αυτά: την εσωτερική κόπωση και την εξωτερική φθορά, τη
βιολογική κούραση και την ψυχική τριβή…
…τώρα πιο νέος, πιο ζωντανός, πιο ερωτευμένος!
Παρ’ όλα αυτά: την ύπουλη, υποσυνείδητη, διάβρωση με «μη», «αρχές»
και «πρέπει», το πότισμα με νερό της υποταγής (στην κούνια, το σχολείο,
τον στρατό), τους πειρασμούς της εξουσίας και της δύναμης…
…σήμερα πιο επαναστάτης, πιο εικονοκλάστης, πιο αναρχικός!
Παρ’ όλα αυτά: την εκμετάλλευση της ανάγκης, την καταδυνάστευση της
επιθυμίας, τον οικονομικό εξανδραποδισμό, τον εξαναγκασμό σε
συμβιβασμούς…
…πιο ανεξάρτητος, πιο ασυμβίβαστος, πιο ανυποχώρητος!
Παρ’ όλα αυτά: την ιδεολογική καταπίεση, τον θρησκευτικό εκβιασμό
(παραδοχή – ή οριστικός θάνατος), το πολιτικό δίλημμα (ή ανήκεις – ή δεν
υπάρχεις), παρ’ όλη την προπαγάνδα, τον προσηλυτισμό, την πνευματική
τρομοκρατία…
…τώρα πιο αδέσμευτος, πιο ανοιχτός, πιο ελεύθερος!
Παρ’ όλα όσα μας δίδαξαν:
γκρέμισα, κατεδάφισα και αυτοδίδακτος ξανάχτισα χρόνο με χρόνο τον
κόσμο μου! Τα γενέθλια αυτού του κόσμου γιορτάζω.
Με κατήχησαν να ντρέπομαι για τη χαρά. Παρ’ όλα αυτά κέρδισα την
ελευθερία της ηδονής – που είναι προϋπόθεση για την ηδονή της
ελευθερίας!
Μου έδειξαν όλες τις σκηνοθεσίες που κρύβουν τον θάνατο. Παρ’ όλα
αυτά έχω φόβο θανάτου μόνιμα στον ουρανίσκο. Και –παρ’ όλα αυτά–
πολεμάω.
Θήτευσα στη σχολή του «ανδρισμού»: Παρ’ όλα αυτά τώρα κλαίω
ελεύθερα ό,τι χάνω. Βρήκα την τρυφερότητα πιο γενναία από την ανδρεία!
Διδάχθηκα να δυσπιστώ στον ορμέμφυτο εαυτό μου. Παρ’ όλα αυτά
αντέστρεψα την αδυναμία και τη δύναμή μου – τις αγκάλιασα μαζί κι έγινα
ένας.
Μελέτησα προσεχτικά τα ιερά βιβλία. Παρ’ όλα αυτά δεν τυφλώθηκα
(όπως οι πιστοί) αλλά φωτίστηκα (όπως οι τρελοί και οι άγιοι). Με το φως
της άγνοιας.
Παρόλο που με έμαθαν άλλα – έφτασα τώρα να πιστεύω πως η ελευθερία
των ανδρών θα έρθει από τις γυναίκες, των πλούσιων από τους φτωχούς,
των σοφών από τους αγράμματους.
Έζησα σ’ έναν κόσμο ετερόνομο –νιώθοντας παρ’ όλα αυτά αυτόνομος–
και καλλιεργώντας με πάθος την αυτονομία, μήπως κάποτε ανθίσει παντού.
Και μολονότι πολλοί με πολέμησαν –δεξιοί και αριστεροί, λόγιοι και
έμποροι, ισχυροί και αδύναμοι– παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσαν να μου
πάρουν την καλοσύνη.

Να το τραγούδι και το πείσμα του παρ’ όλα αυτά. Το μόνο άξιο


«γενέθλιον» άσμα.
Ναι –τόσων και τόσων χρόνων– και παρ’ όλα αυτά αυθεντικά παρών!
Ελάχιστοι δικαιούνται να το τραγουδήσουν. Οι λίγοι που πέτυχαν. Αυτοί
που ξεκινούν. Και αυτοί –όπως εγώ– που κυλάνε χρόνια την πέτρα στον
ανήφορο, τη βλέπουν πάλι να πέφτει και ΠΑΡ’ ΟΛΑ ΑΥΤΑ συνεχίζουν…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Το κείμενο «Όταν ήρθε ο Καβάφης» είναι αφιερωμένο στον Αιμίλιο Καλιακάτσο. Το κείμενο
«Ψυχοσάββατο» είναι αφιερωμένο στη μνήμη της θείας μου Μαρίας Ν. Καλβοκορέσση. Οι
μεταφράσεις κειμένων (όπου απαντούν) είναι δικές μου. Τα ποιήματα στο κείμενο «Ο πόνος
της άνοιξης» είναι: Έλιοτ (Έρημη Χώρα), Σαχτούρης και Σικελιανός («Στ’ Οσίου Λουκά»).
Ν.Δ.

You might also like