You are on page 1of 5

«Μιας και ο τραυλισμός μου προερχόταν τόσο πολύ από το άγχος που ένιωθα

αναλογιζόμενος πώς οι άλλοι μπορεί να αντιδράσουν, βρήκα ότι οι ελαφρές

επαναλήψεις και καθυστερήσεις (στην εκφορά του λόγου) ήταν λιγότερο πιθανόν

να προκαλέσουν μεγάλα μπλοκαρίσματα τώρα που το άγχος έφυγε στο μεγαλύτερο

μέρος» (Από βιωματική αφήγηση ατόμου με τραυλισμό)

30

ΠΗΓΗ

Δ Στασινός (2020). Η Ειδική Συμπεριληπτική Εκπαίδευση 2027…Αθήνα: Εκδόσεις

Παπαζήση, σ. 273

Να σχολιάσεις με επιχειρήματα και την απαραίτητη τεκμηρίωση βασικά σημεία του

παραπάνω αποσπάσματος συντάσσοντας ένα συνοπτικό κείμενο μιας σελίδας

περίπου και να καταθέσεις περίληψή του μισής σελίδας περίπου στο forum της

πλατφόρμας (κύρια ανάρτηση). Παράλληλα, να αλληλεπιδράσεις με

συμφοιτητές σου διαβάζοντας και σχολιάζοντας σε σύντομο κείμενο

αντίστοιχες θέσεις τους σε αναρτημένα κείμενά τους το οποίο και θα

αναρτήσεις στην πλατφόρμα (δεύτερη ανάρτηση).

Απαιτείται ανάρτηση στην πλατφόρμα

Τελευταία μέρα κατάθεσης: 03/12/23 (ώρα 24.00 μ.μ.)

Ο τραυλισμός ανήκει στην γενικότερη κατηγορία των διαταραχών προφορικού λόγου (ομιλίας) , οι
οποίες αναφέρονται στην μη τυπική ανάπτυξη της καθομιλουμένης εκ μέρους του ατόμου και
μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη συντονισμού μεταξύ των μυών που εμπλέκονται στην παραγωγή
του λόγου. Συγκεκριμένα , τα άτομα με διάγνωση τραυλισμού κατά το DSM-IV αντιμετωπίζουν
προκλήσεις στην επίτευξη της ρέουσας ομιλίας και στην διατήρηση ενός σταθερού ρυθμού ομιλίας.
Ο τραυλισμός χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις και εμβολές φθόγγων, συλλαβών και λέξεων ,
μπλοκάρισμα ή δισταγμό κατά την ομιλία, μη ολοκληρωμένες φράσεις , σπασμούς των μυών στον
λάρυγγα και την θωρακική κοιλότητα κατά την διάρκεια της ομιλίας, αφύσικος τόνος και ένταση ,
δυσρυθμίες και πολλά άλλα κατά περίπτωση. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε
περίπτωση ατόμου που εμφανίζει τραυλισμό είναι ξεχωριστή και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως
τέτοια καθώς υπάρχουν μεταξύ άλλων διαφορές από άτομο σε άτομο όσον αφορά την αιτιολογία,
τον βαθμό σοβαρότητας και την εκδήλωση των συμπτωμάτων. Όσον αφορά τα αίτια του
τραυλισμού δεν υπάρχει μια καθολική και σταθερή άποψη , καθώς πολλοί είναι οι παράγοντες που
μπορεί να εμπλέκονται σε κάθε περίπτωση. Επιπλέον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα άτομα που
βιώνουν τραυλισμό μπορεί να αντιμετωπίσουν κυμαινόμενες περιόδους ως προς την εκδήλωση του
λόγου τους. Βέβαια , το φαινόμενο του τραυλισμού και η βίωση των συμπτωμάτων του φαίνεται να
ενσταλάζει μια αίσθηση φόβου , οδηγώντας στην αντίληψη της συναισθηματικής αστάθειας και
στην εκδήλωση άγχους. Ο παραπάνω ισχυρισμός επιβεβαιώνεται καθώς αυτά τα άτομα
επιδεικνύουν συχνά υποαπόδοση στα ακαδημαϊκά επιτεύγματα λόγω της έλλειψης
αυτοπεποίθησης για τις ικανότητες τους.

Με βάση το βιωματικό απόσπασμα που μελετάμε αυτή την εβδομάδα γίνεται κατανοητό ότι ο
τραυλισμός συνοδεύεται σε μεγάλο βαθμό από αρνητικά συναισθήματα όπως το άγχος του ατόμου
σχετικά με το πως σκέφτονται οι άλλοι γι’ αυτό. Σύμφωνα με τους Κάκουρο και Μανιαδάκη (2006)
στο πλαίσιο των αγχωδών διαταραχών, η εκδήλωση των συμπτωμάτων δεν αποδίδεται
αποκλειστικά στα περιβαλλοντικά ερεθίσματα καθαυτά, αλλά μάλλον στην αντίληψη του ατόμου
για αυτά τα ερεθίσματα. Επομένως, όταν τα άτομα που ερμηνεύουν ορισμένα ερεθίσματα ως
απειλητικά και αντιλαμβάνονται την έλλειψη ελέγχου πάνω τους είναι επιρρεπή να εκδηλώσουν
συμπτώματα που σχετίζονται με αγχώδεις διαταραχές. Έτσι , και στην περίπτωση του τραυλισμού το
υποκείμενο πρόβλημα έγκειται στην μη λειτουργική αντίληψη του ατόμου για την δική του
ικανότητα να ελέγχει την ευχέρεια της παραγωγής του λόγου του , εμποδίζοντας κατά συνέπεια
την ικανότητα του να ομιλεί αποτελεσματικά. Αυτή η αντίληψη, που προκύπτει από την πεποίθηση
του ατόμου για την έλλειψη ικανότητας ελέγχου της ομιλίας του , οδηγεί στην εκδήλωση
συμπτωμάτων τραυλισμού ( σ.161-162). Έτσι , λοιπόν , αυτό το συναίσθημα μπορεί να μπλοκάρει
ακόμα περισσότερο τα άτομα με αποτέλεσμα να μην τολμούν καν να μιλήσουν φοβούμενοι τις
συνέπειες και τις αντιδράσεις των άλλων. Η πράξη του να στοχάζεται το άτομο με τραυλισμό την
ομιλία του μπορεί να προκαλέσει αισθήματα ανασφάλειας και αμφιβολίας για τον εαυτό του,
ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου είναι το κέντρο της προσοχής. Κατά συνέπεια, αυτό μπορεί να
οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα άγχους κατά την ομιλία ή ακόμα και όταν το άτομο σκέφτεται
σχετικά με την ομιλία. Επιπλέον, τα άτομα με τραυλισμό συνήθως βιώνουν αρνητικά συναισθήματα
και χαμηλή αυτοεκτίμηση, τα οποία μπορούν να αποδοθούν στον επιπολασμό δυσμενών
εμπειριών, όπως τραυματικά περιστατικά στο σχολείο ή επανάληψη της ίδιας τάξης. Τα άτομα ,
λοιπόν , πρέπει να συμφιλιωθούν με τον εαυτό τους και να μην προσηλώνονται στην επίτευξη
ιδανικών προτύπων ομιλίας ή να μιμούνται τους άλλους.

Ως εκ τούτου, τα άτομα πρέπει να αναζητήσουν την κατάλληλη υποστήριξη προκειμένου να


εξαλείψουν το συντριπτικό αίσθημα άγχους που σχετίζεται με τον τραυλισμό τους και να
αναπτύξουν μια συμφιλιωτική νοοτροπία προς αυτόν. Επιπλέον, είναι σημαντικό να απέχει κανείς
από την προσήλωση στις πιθανές αντιδράσεις των άλλων κατά την ομιλία, γιατί αυτό εμποδίζει την
πρόοδό τους και επιδεινώνει την κατάστασή τους. Έτσι, καθίσταται επιτακτική ανάγκη για αυτά τα
άτομα να αυξήσουν την αυτοπεποίθησή τους, γιατί με αυτόν τον τρόπο, η πιθανότητα να μειωθούν
τα συμπτώματα του τραυλισμού γίνεται πολύ έντονη. Ποιες θα είναι, λοιπόν , οι συνέπειες για την
αποτελεσματική παρέμβαση εάν αγνοηθεί ο συναισθηματικός αντίκτυπος του τραυλισμού; Στο
πλαίσιο της αντιμετώπισης του τραυλισμού, οι επαγγελματίες του κλάδου θα πρέπει να στρέφουν
την προσοχή τους τόσο στην ενδυνάμωση της ομιλίας όσο και στις συναισθηματικές εμπειρίες που
βιώνουν αυτά τα άτομα. Οι ειδικοί θα πρέπει να υποστηρίζουν την ενθάρρυνση αυτών να
συμμετάσχουν σε συζήτηση σχετικά με τα συναισθήματά τους και τον τρόπο με τον οποίο
αντιλαμβάνονται τη συγκεκριμένη περίσταση και να προσπαθήσουν με τις κατάλληλες παρεμβάσεις
να τους αποβάλλουν αυτό το άγχος. Κατά συνέπεια, τόσο ο λογοθεραπευτής όσο και τα άλλα
εξειδικευμένα μέλη του προσωπικού δεν θα πρέπει να επικεντρώνονται αποκλειστικά στη
διδασκαλία τεχνικών λόγου, αλλά θα πρέπει επίσης να καλλιεργούν ένα φιλικό και συνεργατικό
περιβάλλον που διευκολύνει την απελευθέρωση από τα αρνητικά συναισθήματα.
Κάκουρος Ε., Κ. Μανιαδάκη (2006). Τραυλισμός. Η φύση και η αντιμετώπισή του στα παιδιά και
στους εφήβους. Τυπωθήτω.

Στασινός, Δ. (2020). Η Ειδική Συμπεριληπτική Εκπαίδευση 2027. Η Ελκυστική Εκδίπλωσή της στο
Νέο-ψηφιακό Σχολείο με Ψηφιακούς Πρωταθλητές. Εκδόσεις Παπαζήση (γ’ αναθεωρημένη έκδοση).

Σχολιο = Καλησπέρα Μάρθα. Μου άρεσε το κείμενο σου καθώς αναδεικνύεις την πολύπλευρη φύση
του τραυλισμού. Ως εκ τούτου , ο τραυλισμός δεν αποτελεί μόνο ένα εμπόδιο παραγωγής λόγου ,
αλλά και ένα ψυχολογικό εμπόδιο , όπου η συναισθηματική κατάσταση του επηρεαζόμενου ατόμου
έχει σημαντικό αντίκτυπο στην έκταση του τραυλισμού του. Τα άτομα που βιώνουν τραυλισμό είναι
επιρρεπή στο να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ανίκανο να μιλήσουν αποτελεσματικά , με
αποτέλεσμα να βιώνουν άγχος και να αυξάνονται τα συμπτώματα του τραυλισμού τους. Ως
συνέπεια αυτών των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων, τα άτομα αναπτύσσουν συχνά συμπεριφορές
αποφυγής που εμποδίζουν την ικανότητά τους να λειτουργούν αποτελεσματικά και μειώνουν το
επίπεδο βελτίωσης τους. Έτσι , για την αντιμετώπιση και τη μείωση των συμπτωμάτων του
τραυλισμού, είναι επιτακτική ανάγκη για τους επαγγελματίες όχι μόνο να εστιάζουν στις τεχνικές
ομιλίας αλλά και να εξετάζουν την ψυχολογική κατάσταση των ατόμων με τραυλισμό και να
αναζητούν τρόπους βελτίωσης.

Σχόλιο = Καλησπέρα Νικολέττα. Συμφωνώ απόλυτα με τους ισχυρισμούς σου . Το παρεχόμενο


βιωματικό απόσπασμα χρησιμεύει ως πειστική απόδειξη για την υποστήριξη της ιδέας ότι ο
μετριασμός των επιπέδων άγχους των ατόμων που πάσχουν από τραυλισμό είναι πολύ πιθανό να
αποφέρει αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην κατάσταση τους. Επιπλέον, θα εστιάσω την προσοχή μου
στην αναφορά σου σχετικά με την σημαντικότητα της κοινωνικής βοήθειας και κατανόησης για την
αποτελεσματική διαχείριση του τραυλισμού. Συγκεκριμένα , η αυτοπεποίθηση των παιδιών με
τραυλισμό στις ικανότητες τους μειώνεται όταν αντιμετωπίζουν συνθήκες στο περιβάλλον τους
που αυξάνουν την πιθανότητα να βιώσουν αποτυχία. Εάν , λοιπόν , οι γονείς και το σχολείο έχουν
υπερβολικές προσδοκίες, είναι πιθανό να ενισχυθεί η αρνητική αντίληψη του παιδιού για τις
ικανότητες του και να αυξηθεί το άγχος του . Αυτό μπορεί ενδεχομένως να οδηγήσει στο να
εσωτερικεύσει το παιδί αυτές τις προσδοκίες και να βιώσει μεγαλύτερη πιθανότητα αποτυχίας.
Επομένως , είναι επιτακτική ανάγκη για το άτομο με τραυλισμό να λάβει κοινωνική υποστήριξη από
το περιβάλλον του, καθώς αυτό μπορεί να μετριάσει το άγχος του για την κατάστασή του και να
ενισχύσει την πίστη του στην ικανότητά του να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Ωστόσο, σύμφωνα με ένα σύγχρονο πολυπαραγοντκό μοντέλο το οποίο κερδίζει διαρκώς έδαφος οι
διαταραχές άγχους είναι αποτέλεσμα διαταραγμένης αντίληψης του ατόμου για την αυτό-
αποτελεσματκότητά του (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2012). Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν
επηρεάζεται μόνο από τα ερεθίσματα τα οποία δέχεται το άτομο από το

περιβάλλον αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο ερμηνεύει τα ερεθίσματα αυτά

ανάλογα με τα κίνητρα, τις εμπειρίες και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.

Επιπλέον, οι αντιδράσεις του ατόμου είναι ανάλογες τόσο με την ερμηνεία των ερεθισμάτων

όσο και με την αξιολόγηση του ίδιου για την ικανότητά του να αντιμετωπίσει μία κατάσταση

την οποία εκτιμά ως επικίνδυνη ή ως απειλητική. Όταν το άτομο θεωρεί ότι δεν είναι ικανό να
αντιμετωπίσει μία απαιτητική κατάσταση, βιώνει άγχος. Όμως πως διαμορφώνεται αυτή η

διαταραγμένη αντίληψη του ατόμου για τις ικανότητές του;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό βασίζεται στην έννοια της επιγένεσης. Συνήθως υπάρχει ένα

πρωταρχικό πρόβλημα το οποίο έχει οργανική αιτιολογία. Στη βάση του προβλήματος αυτού

ενδέχεται στη συνέχεια να εκδηλωθούν επιπρόσθετα προβλήματα είτε σε συνάρτηση με τις

διαφορετικές απαιτήσεις κάθε αναπτυξιακού επιπέδου είτε σε συνάρτηση με τις αντιδράσεις

και τους χειρισμούς του περιβάλλοντος του παιδιού στα προβλήματα που απορρέουν από το

πρωταρχικό πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Bandura η εμπιστοσύνη των παιδιών στις ικανότητές τους
επηρεάζεται

συνήθως αρνητικά, όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος είναι τέτοιες που τα οδηγούν σε

καταστάσεις στις οποίες είναι πιθανό ότι θα αποτύχουν. Η εμπιστοσύνη οικοδομείται όταν οι

απαιτήσεις των γονέων είναι σύμφωνες με τις πραγματικές ικανότητες του παιδιού και έτσι το

παιδί οδηγείται στην επιτυχία. Με άλλα λόγια οι απαιτήσεις των γονέων προσδιορίζουν για τα

παιδιά το επίπεδο στο οποίο πρέπει να κατακτήσουν ορισμένες δεξιότητες προκειμένου οι

γονείς τους να είναι υπερήφανοι για αυτά. Στο βαθμό που τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι έχουν

κατακτήσει αυτό το επίπεδο, διαμορφώνουν ανάλογα την αίσθηση αυτό αποτελεσματικότητάς

τους. Αν οι γονείς έχουν υπερβολικές προσδοκίες, η αρνητική εικόνα την οποία ενδεχομένως

να διαμορφώσει ένα παιδί για τις ικανότητές του ενδυναμώνεται και ανάλογα με την

προσωπικότητά του το παιδί είναι πολύ πιθανό να μεγιστοποιεί στο μυαλό του τα βιώματα

αποτυχίας. Στην εδραίωση αυτής της αντίληψης συμβάλλουν συχνά και οι γονείς αντιδρώντας

με επικρίσεις, παρατηρήσεις και έκφραση απογοήτευσης. Κατά τον Bandura η αίσθηση


αυτόαποτελεσματικότητας αναφέρεται στις πεποιθήσεις των ανθρώπων σχετικά με τις ικανότητές

τους να αποδίδουν τόσο ικανοποιητικά, ώστε να ελέγχουν τελικά οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό τα

γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή τους. Αυτού του είδους οι πεποιθήσεις καθορίζουν τα

συναισθήματα, τις σκέψεις και τη συμπεριφορά τους. Η αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας

διαμορφώνει το είδος των υποθετικών σεναρίων τα οποία δημιουργούν οι άνθρωποι για τα

αποτελέσματα των προσπαθειών τους, δηλαδή για το κατά πόσο οι προσπάθειές τους θα

στεφθούν με επιτυχία ή θα καταλήξουν σε αποτυχία. Οι άνθρωποι με υψηλή αίσθηση


αυτόαποτελεσματικότητας αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής ως προκλήσεις προς κατάκτηση

και όχι ως απειλές προς αποφυγή. Σε περίπτωση αποτυχίας δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια

και ανακτούν γρήγορα την εμπιστοσύνη τις ικανότητές τους. Αντιμετωπίζουν τις απειλητικές

καταστάσεις με τη βεβαιότητα ότι μπορούν να τις ελέγξουν. Αντίθετα, οι άνθρωποι που


αμφιβάλλουν για τις ικανότητές τους αποφεύγουν τις καταστάσεις που οι ίδιοι εκλαμβάνουν

ως δύσκολες γιατί τις θεωρούν απειλητικές. Σε δύσκολες περιστάσεις μέμφονται τις ελλιπείς

τους δεξιότητες, αγωνιούν για τα εμπόδια που θα συναντήσουν και προβλέπουν αποτυχία αντί

να επικεντρωθούν στην προσπάθεια να τα καταφέρουν αποτελεσματικά. Σε περίπτωση

αποτυχίας μειώνεται ακόμα περισσότερο η εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους και είναι

επιρρεπείς στην κατάθλιψη. Επίσης σύμφωνα με τον Bandura, η αίσθηση


αυτόαποτελεσματικότητας ασκεί σημαντική επίδραση στο συναισθηματικό τομέα. Συγκεκριμένα,

επηρεάζει το βαθμό άγχους που ενδέχεται να βιώσουν οι άνθρωποι σε δύσκολες ή απειλητικές

καταστάσεις. Η διέγερση του άγχους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο οι

άνθρωποι πιστεύουν ότι οι καταστάσεις στις οποίες ζουν βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους ή

εξαρτώνται από παράγοντες εκτός του ελέγχου τους. Φαίνεται λοιπόν ότι η διέγερση του

άγχους δεν εξαρτάται από τις καταστάσεις αυτές καθ’ αυτές αλλά από τον τρόπο που οι

άνθρωποι τις αντιλαμβάνονται και τις ερμηνεύουν σε σχέση με τον εαυτό τους. Οι άνθρωποι

που πιστεύουν ότι δεν μπορούν να ασκήσουν έλεγχο στις δύσκολες καταστάσεις βιώνουν

συνήθως έντονο άγχος. Επιπλέον, τείνουν να αντιλαμβάνονται τα ερεθίσματα του

περιβάλλοντος ως όλο και περισσότερο απειλητικά και επικίνδυνα για τους ίδιους.

Μεγιστοποιούν τη σοβαρότητα των πιθανών απειλών και ανησυχούν ακόμη και για πράγματα

που σπάνια συμβαίνουν. Μέσω τέτοιων δυσλειτουργικών πεποιθήσεων συχνά υιοθετούν

αποφευκτική συμπεριφορά με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η λειτουργικότητά τους και να

μειώνεται το επίπεδο των επιδόσεών τους.

Κάκουρος Ε., Κ. Μανιαδάκη (2006). Τραυλισμός. Η φύση και η αντιμετώπισή του στα παιδιά και
στους εφήβους. Τυπωθήτω.

You might also like