You are on page 1of 17

Εισαγωγικά Ο αυτισμός ονομαζεται επίσημα ‘’διαταραχή αυτιστικού φάσματος ‘’( ΔΑΦ)

ωστόσο οι επιστήμονες παρά την σημαντική πρόοδο στην μελέτη των χαρακτηριστικών της
διαταραχής εχουν διαφωνίες μεταξύ τους οι οποίες επιρρεαζουν την διάγνωση και την
αντιμετώπιση της διαταραχής ( π.χ. βλ. στο βιβλίο ) επίσης Οι διαφωνίες αυτές οφείλονται μεταξύ
άλλων στο γεγονός ότι τα άτομα με αυτιστικά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν πολύ μεγάλες
διαφορές ως προς τις δυνατότητες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στους τομείς της
λεκτικής και μη-λεκτικής επικοινωνίας, της συμπεριφοράς και των γνωστικών ικανοτήτων δηλαδή
τα άτομα με δαφ παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους Συνεπώς, η αποσαφήνιση των όρων που
σχετίζονται με τον αυτισμό δεν έχει μόνον επιστημολογική αξία, αλλά επηρεάζει και τη διαδικασία
εντοπισμού και διάγνωση της διαταραχής, εφόσον κάθε όρος αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο
σύνολο δυνατοτήτων και αδυναμιών του ατόμου και ουσιαστικά αποδίδει τη διάγνωση δηλαδή
είναι σημαντικό να αποσαφηνιστούν οι όροι μιας και έτσι είναι δυνατός ο εντοπισμός και η
διάγνωση της διαταραχής μιας και ο κάθε όρος αναφέρεται σε συγκεκριμένες δυνατότητες –
αδυναμίες τέλος Η διάγνωση με τη σειρά της παρέχει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές για το
σχεδιασμό του προγράμματος αντιμετώπισης.

Λέξεις κλειδιά= Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές, Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος, σύνδρομο


Asperger, σύνδρομο Rett, αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας, θεωρία του νου, θεωρία
διυποκειμενικότητας

Σύντομη ιστορική αναδρομή (βλ βιβλίο )


Διάκριση των όρων Διάχυτες Αναπτυξιακές
Διαταραχές (δαδ) και Διαταραχή Αυτιστικού
Φάσματος (δαφ) = οι επιστήμονες παρά την σημαντική πρόοδο στην
μελέτη των χαρακτηριστικών της διαταραχής εχουν διαφωνίες μεταξύ τους οι οποίες
επιρρεαζουν την διάγνωση και την αντιμετώπιση της διαταραχής π.χ. Μία τέτοιου είδους
έντονη διαφωνία ανέκυψε, όταν άλλαξε η ταξινόμηση της διαταραχής στο DSM5 (APA,
2013) σε σχέση με το DSM-IV (APA, 2000). Επίσης Οι διαφωνίες αυτές οφείλονται μεταξύ
άλλων στο γεγονός ότι τα άτομα με αυτιστικά χαρακτηριστικά παρουσιάζουν πολύ μεγάλες
διαφορές ως προς τις δυνατότητες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στους τομείς
της λεκτικής και μηλεκτικής επικοινωνίας, της συμπεριφοράς και των γνωστικών
ικανοτήτων. δηλαδή τα άτομα με δαφ παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους Συνεπώς, η
αποσαφήνιση των όρων που σχετίζονται με τον αυτισμό δεν έχει μόνον επιστημολογική
αξία, αλλά επηρεάζει και τη διαδικασία εντοπισμού και διάγνωση της διαταραχής, εφόσον
κάθε όρος αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σύνολο δυνατοτήτων και αδυναμιών του
ατόμου και ουσιαστικά αποδίδει τη διάγνωση δηλαδή είναι σημαντικό να αποσαφηνιστούν
οι όροι μιας και έτσι είναι δυνατός ο εντοπισμός και η διάγνωση της διαταραχής μιας και ο
κάθε όρος αναφέρεται σε συγκεκριμένες δυνατότητες – αδυναμίες τέλος Η διάγνωση με
τη σειρά της παρέχει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές για το σχεδιασμό του
προγράμματος αντιμετώπισης.------ Ο όρος Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές
(ΔΑΔ) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’80 για να περιγράψει ένα
σύνολο διαταραχών που έχουν νευρολογικά αίτια, έναρξη στην παιδική ηλικία και
χαρακτηρίζονται από προβλήματα στην κοινωνική αλληλεπίδραση, τη δημιουργική
δραστηριότητα και τις δεξιότητες λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας αλλά και
στερεοτυπίες Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι διαταραχές που περιλαμβάνονται στην
κατηγορία ΔΑΔ σύμφωνα με το DSM-IVκαι το ICD-10. Επίσης Η αυτιστική διαταραχή και η
διαταραχή Asperger (όροι του DSM-IV) ταξινομούνται στην ευρύτερη κατηγορία Διαταραχή
Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ).

Η έννοια του φάσματος Ο όρος φάσμα προέρχεται από τις φυσικές


επιστήμες και χρησιμοποιείται για να περιγράψει το φαινόμενο κατά το οποίο
διαφορετικές διαταραχές παρουσιάζουν τα ίδια πυρηνικά χαρακτηριστικά, τα οποία
εκδηλώνονται με πολλούς διαφορετικούς συνδυασμούς και βαθμούς σοβαρότητας βέβαια
Στα κατηγορικά συστήματα ταξινόμησης τέτοιου είδους διαταραχές θεωρούνται διακριτές,
παρόλο που συνήθως παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα συννοσηρότητας. έτσι Ο όρος φάσμα
υποδηλώνει την αδυναμία των κατηγορικών συστημάτων ταξινόμησης να ερμηνεύσουν τα
φαινόμενα συννοσηρότητας και αντιπροσωπεύει τα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης
των αναπτυξιακών διαταραχών. έτσι Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση οι διαταραχές με
κοινή συμπτωματολογία μπορούν να ταξινομηθούν σε μία διάσταση ανάλογα με την
ένταση και την έκταση των συμπτωμάτων Στο DSM-5 χρησιμοποιείται ο όρος Διαταραχή
Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ), για να περιγράψει μία κατηγορία η οποία ενσωματώνει
διαταραχές που στο DSM-IV ήταν διακριτές, όπως η Αυτιστική Διαταραχή (Αυτισμός), ο
Υψηλά Λειτουργικός Αυτισμός, η Διαταραχή Asperger, και η Διάχυτη Αναπτυξιακή
Διαταραχή μη προσδιοριζόμενη διαφορετικά (αλλαγή διότι πλέον το δαφ ενσωματωνει
μέσα του κατηγορίες που προηγουμένως ήταν διακριτές) διότι τροποποίηση αυτή είναι
αποτέλεσμα ερευνών οι οποίες δείχνουν ότι οι διαταραχές αυτές στην πραγματικότητα
αποτελούν μία και μόνη διαταραχή με διαφορετικά επίπεδα στη σοβαρότητας των
συμπτωμάτων. ----- Σε σχέση με τον αυτισμό ο όρος φάσμα χρησιμοποιείται με διάφορες
ερμηνείες. Έτσι Ο όρος φάσμα μπορεί να αναφέρεται σε ένα από τα ακόλουθα:1) Τα
πυρηνικά χαρακτηριστικά του αυτισμού που εμφανίζονται στον κλινικό πληθυσμό μπορούν
να αποτυπωθούν σε μία διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι ανάμεσα στα άτομα που εκδηλώνουν
αυτιστικά χαρακτηριστικά παρατηρούνται διαφορές ως προς τη σοβαρότητα και την
εκδήλωση των συμπτωμάτων.2) Η εκδήλωση των αυτιστικών χαρακτηριστικών παρουσιάζει
συνέχεια από το γενικό στον κλινικό πληθυσμό. Αυτή η ερμηνεία του φάσματος απαιτεί τον
προσδιορισμό αυτιστικών χαρακτηριστικών, τα οποία μπορεί να εκδηλωθούν σε όλον τον
πληθυσμό. Τα αυτιστικά χαρακτηριστικά συνίστανται σε μεμονωμένες συμπεριφορές οι
οποίες όταν συνδυαστούν διαμορφώνουν τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM και του ICD. Η
συγκεκριμένη άποψη υποστηρίζεται από το εύρημα ότι η βαθμολόγηση σε
ερωτηματολόγια εντοπισμού αυτιστικών χαρακτηριστικών (π.χ. η Ποσοτική Λίστα για τον
Αυτισμό στα Νήπια ή η Δοκιμασία για το Αυτιστικό Φάσμα στα Παιδιά) κατανέμεται σε ένα
συνεχές. Τα αυτιστικά χαρακτηριστικά υφίστανται ως γενετική προδιάθεση στο γενικό
πληθυσμό, ενώ η ακραία εκδήλωσή τους συνιστά τη διαταραχή. Ορισμένα
ερωτηματολόγια, όπως η Κλίμακα Κοινωνικής Ανταπόκρισης ή ο Δείκτης Αυτιστικού
Φάσματος περιλαμβάνουν ερωτήσεις που αντιστοιχούν σε αυτιστικά χαρακτηριστικά, τα
οποία δεν περιλαμβάνονται στα κριτήρια του DSM(π.χ. «αναστατώνεται σε περιστάσεις
όπου συμβαίνουν πολλά γεγονότα» ή «πολλές φορές προσέχει λεπτομέρειες που σε
άλλους περνούν απαρατήρητες»). Η βαθμολογία στις ερωτήσεις αυτές κατανέμεται επίσης
σε ένα συνεχές. 3) Ο όρος αυτισμοί είναι χρήσιμος, εφόσον αντανακλά τη σημαντική
ετερογένεια που παρατηρείται στο αυτιστικό φάσμα. Το DSM5 δε δίνει έμφαση στο
διαχωρισμό υποομάδων, αλλά δίνει έμφαση στα κοινά χαρακτηριστικά τους, ενώ οι
ατομικές διαφορές εντοπίζονται σε συγκεκριμένα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά.
Μολονότι φαίνεται πως η αξιοπιστία της διάγνωσης μπορεί να βελτιωθεί με τη χρήση του
ευρύτερου όρου ΔΑΦ (σε σύγκριση με τον προσδιορισμό υπο-ομάδων που προτείνει
τοDSM-IV), προκειμένου να κατανοηθεί το βιολογικό υπόστρωμα των αυτισμών είναι

απαραίτητο να προσδιοριστούν οι διαφορές ανάμεσα στις υπο-ομάδες ---- σύμφωνα


με το DSM-5 η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) είναι μία
νευροαναπτυξιακή διαταραχή, η οποία παρουσιάζεται με επίμονα ελλείμματα στην
κοινωνική επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς και με περιορισμένες,
επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες επίσης Η ΔΑΦ είναι
μία κληρονομική μακροχρόνια διαταραχή που επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να
επικοινωνεί και να σχετίζεται με τους άλλους επίσης Όπως ορίζει η ετυμολογία της λέξης
αυτισμός, η οποία προέρχεται από τη λέξη «εαυτός», το άτομο κλείνεται στον εαυτό του
και αδιαφορεί για τον κοινωνικό περίγυρο επίσης Η ΔΑΦ έχει έναρξη στην πρώιμη παιδική
ηλικία και προκαλεί ελλείμματα σε ποικίλους τομείς της ζωής του ατόμου, όπως την
προσωπική, την κοινωνική, την ακαδημαϊκή και την επαγγελματική. ------ Πιο
συγκεκριμένα, τα διαγνωστικά κριτήρια που θέτει πλέον η Αμερικανική
Ψυχιατρική Εταιρία (APA, 2013) είναι τα ακόλουθα: Α. Επίμονα ελλείμματα
στην κοινωνική επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση σε πληθώρα
πλαισίων, τα οποία δεν οφείλονται σε αναπτυξιακή καθυστέρηση, και
εκδηλώνονται στον παρόντα χρόνο ή στο παρελθόν με τα ακόλουθα:α1)
Ελλείμματα στην κοινωνική και συναισθηματική αμοιβαιότητα, που κυμαίνονται από
δυσκολία στην κοινωνική προσέγγιση και αποτυχία αμοιβαιότητας στον διάλογο, μέχρι
περιορισμένο μοίρασμα ενδιαφερόντων, συγκινήσεων και συναισθημάτων, έως και
αποτυχία έναρξης ή ανταπόκρισης σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις α2) Ελλείμματα στη μη
λεκτική επικοινωνιακή συμπεριφορά που χρησιμοποιείται κατά την κοινωνική
αλληλεπίδραση, τα οποία κυμαίνονται από ελλιπή απαρτίωση/ολοκλήρωση της λεκτικής
και μη λεκτικής επικοινωνίας, έως διαταραγμένη βλεμματική επαφή και γλώσσα σώματος
ή ελλείμματα στην κατανόηση και χρήση χειρονομιών, μέχρι παντελή απουσία εκφράσεων
προσώπου και μη λεκτικής επικοινωνίας. Α3) Ελλείμματα στην ανάπτυξη, διατήρηση και
κατανόηση των σχέσεων, που κυμαίνονται από δυσκολίες προσαρμογής της συμπεριφοράς
σε συγκεκριμένες κοινωνικές απαιτήσεις, έως δυσκολία στο μοίρασμα φανταστικού
παιχνιδιού και δημιουργίας φίλων, μέχρι και απουσία ενδιαφέροντος για άλλους
Β. Περιορισμένες επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές,
ανθρώπους.
ενδιαφέροντα ή δραστηριότητες: β1 Στερεοτυπικές ή επαναλαμβανόμενες
κινήσεις, χρήση αντικειμένων ή λόγου. Β2) Επιμονή στην ομοιότητα, άκαμπτη εμμονή σε
ρουτίνες, ή τελετουργικά μοτίβα λεκτικών και μη λεκτικών συμπεριφορών. Β3) Εξαιρετικά
περιορισμένα, σταθεροποιημένα ενδιαφέροντα, μη φυσιολογικά σε ένταση και
εστίαση.β4) Υπερ- ή υπο-αντίδραση σε αισθητηριακά ερεθίσματα ή ασυνήθιστα
ενδιαφέροντα σε αισθητηριακές πτυχές του περιβάλλοντος. Γ Τα συμπτώματα
πρέπει να είναι παρόντα κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο
(αν και μπορεί να μην εκδηλωθούν πλήρως μέχρι οι κοινωνικές
απαιτήσεις να υπερβούν τις περιορισμένες ικανότητες του ατόμου
ή μπορεί να μεταμφιεστούν από μαθημένες στρατηγικές στη
μετέπειτα ζωή) Δ. Τα συμπτώματα να προκαλούν κλινικά
ελλείμματα στην κοινωνική, επαγγελματική ή άλλη σημαντική
περιοχή της τρέχουσας λειτουργικότητας του ατόμου. Ε. Τα
συμπτώματα να μην επεξηγούνται καλύτερα από νοητική
αναπηρία (Αναπτυξιακή Διαταραχή της Νόησης) ή από
γενικευμένη αναπτυξιακή καθυστέρηση. Αναφορικά με την ηλικία
έναρξης της διαταραχής, το DSM-IV-TR απαιτούσε τα συμπτώματα
να ξεκινούν πριν την ηλικία των τριών ετών (APA, 2000), ενώ το
DSM-5 διευκρινίζει ότι τα συμπτώματα πρέπει να είναι παρόντα
κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο, χωρίς να προσδιορίζει
συγκεκριμένη ηλικία (APA, 2013). Συνολικά, οι προαναφερθείσες
αλλαγές στόχο είχαν να διευκολύνουν τη διαγνωστική διαδικασία
και να προσαρμόσουν το διαγνωστικό εγχειρίδιο σε ότι απαντάται
στην κλινική πράξη.----- Τέλος, το DSM-5 ορίζει τρείς υποκατηγορίες βαρύτητας με
βάση το επίπεδο λειτουργικότητας του ατόμου. Συγκεκριμένα Το επίπεδο 1 χαρακτηρίζεται
από δυσκολίες οι οποίες χρήζουν «Ανάγκης υποστήριξης», στο επίπεδο 2 οι δυσκολίες
είναι αξιοσημείωτες, επομένως απαιτείται «Ανάγκη ενισχυμένης υποστήριξης», ενώ στο
επίπεδο 3 υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες στην κοινωνικοποίηση και την ευελιξία, οι οποίες
καθιστούν αδήριτη την «Ανάγκη ιδιαίτερα ενισχυμένης υποστήριξης». Κάθε διάγνωση
μπορεί να συνοδευτεί και από επιμέρους προσδιοριστές (specifiers), οι οποίοι παρέχουν
πιο πλήρη εικόνα για τις δυσκολίες και τις ικανότητες του κάθε ατόμου, αναφέροντας,
παραδείγματος χάριν, αν η διαταραχή συνοδεύεται από νοητική αναπηρία, γλωσσική
αναπηρία ή κάποια άλλη ιατρική κατάσταση Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται αναλυτικότερα
τα επίπεδα λειτουργικότητας της ΔΑΦ σύμφωνα με το DSM 5 ( επίπεδα σοβαρότητας δαφ -
βλ πίνακα)

Το σύνδρομο Asperger= Μολονότι το DSM-5 δεν αναγνωρίζει πλέον το


σύνδρομο Asperger ως μία ανεξάρτητη διαταραχή ( το εντάσει μέσα στο δαφ) , ορισμένοι
επιστήμονες διατυπώνουν έντονες διαφωνίες σχετικά με το ζήτημα αυτό συγκεκριμενα
Οι McPortland και συνεργάτες (2012) διαπίστωσαν ότι το 60% περίπου των ατόμων που
διαγιγνώσκονται με ΔΑΦ με βάση το DSM5, όντως ανταποκρίνονται στα συγκεκριμένα
κριτήρια ( του συνδόμου ασπεντζερ) αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο για το 40% Μάλιστα
αυτή η διαφοροποίηση ισχύει κυρίως για άτομα με ηπιότερα γνωστικά ελλείμματα.
Ομοίως, οι Mattila και συνεργάτες (2012) πραγματοποίησαν μία επιδημιολογική μελέτη
στην οποία συνέκριναν τα κριτήρια του DSMIV-TR με τα κριτήρια του DSM5 και
διαπίστωσαν ότι τα τελευταία ήταν λιγότερο αξιόπιστα στη διάγνωση της ΔΑΦ και
ιδιαίτερα των παιδιών με σύνδρομο Asperger και υψηλά λειτουργικό αυτισμό. Επιπλέον
οι Tsai και Ghaziuddin (2014) σε μία μετα-ανάλυση σχετικών ερευνών διαπίστωσαν ότι
στο 76% αυτών βρέθηκαν σημαντικές ποιοτικές και ποσοτικές διαφορές μεταξύ του
συνδρόμου Asperger και της Αυτιστικής Διαταραχής καθώς και της Διάχυτης

Αναπτυξιακής Διαταραχής μη προσδιορισμένης διαφορετικά άρα Με βάση τα


ευρήματα αυτά οι συγγραφείς συμπέραναν ότι ανεξάρτητα από τα κριτήρια που
προτείνει το DSM-5 η έρευνα αλλά και η κλινική πράξη καταδεικνύουν σημαντικές
διαφοροποιήσεις των επιμέρους διαταραχών που εντάσσονται στο αυτιστικό φάσμα.

Ποια λοιπόν είναι τα θετικά χαρακτηριστικά του DSM5; ( βλ βιβλίο


) α) ομαδοποιεί όλα τα ελλείμματα στην κοινωνικότητα και την επικοινωνία σε μία
κατηγορία ή διάσταση (ενώ στο προηγούμενο οι επικοινωνία και η κοινωνικότητα ήταν
δύο ξεχωριστές κατηγορίες ωστόσο υπάρχει αλληλεπίδραση γι αυτό δεν είναι σωστή η
διάκριση) επίσης τόσο η κοινωνικότητα οσο και η επικοινωνια προυποθέτουν

θεωρία του νου δηλαδή την ικανότητα κατανόησης των σκέψεων και των
συναισθημάτων του άλλουν β) με τον προσδιορισμό επιπέδων σοβαρότητας στην
εκδήλωση των συμπτωμάτων του αυτισμού, δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης του
επιπέδου λειτουργικότητας του ατόμου. Παρόλο που η κλίμακα του DSM5 περιλαμβάνει
μόνον 3 βαθμούς, είναι δυνατό να εντοπιστούν ατομικές διαφορές γ) η χρήση
«προσδιοριστικών χαρακτηριστικών», όπως «με ή χωρίς νοητική αναπηρία» ή «με ή
χωρίς ελλείμματα στη γλωσσική ανάπτυξη» παρέχει τη δυνατότητα για περαιτέρω
περιγραφή των ατομικών διαφορών, τουλάχιστον ως προς τις δύο αυτές ικανότητες.
Δεδομένου ότι οι ικανότητες αυτές μπορούν να αποτελέσουν ισχυρούς προγνωστικούς
δείκτες της μετέπειτα συμπεριφοράς, το DSM5 φαίνεται τελικά ότι συνδυάζει την παλαιά
σοφία με τη σύγχρονη διαγνωστική πρακτική.----- Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στην
πραγματικότητα η πολυαγαπημένη κατηγορία Συνδρόμο Asperger (η οποία
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο DSM-IV ύστερα από 50 χρόνια αναμονής) στην
πραγματικότητα δεν καταργείται, εφόσον εξακολουθεί να περιγράφει μία υπο-ομάδα
ατόμων, τα οποία δεν παρουσιάζουν δυσκολίες στα δύο προσδιοριστικά χαρακτηριστικά
που προαναφέρθηκαν (στην Ευρώπη, όπου χρησιμοποιείται το ICD-10, εξακολουθεί να
υφίσταται ο όρος Σύνδρομο Asperger, τουλάχιστον μέχρι το ICD-11 ακολουθήσει τον ίδιο
δρόμο με το DSM-5). Ωστόσο Ορισμένα άτομα με ΣΑ μπορεί εύλογα να αισθάνονται ότι
απειλούνται από την κατάργηση της συγκεκριμένης κατηγορίας στο DSM-5, η οποία
περιγράφει τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο, στην πράξη η κατηγορία Σύνδρομο
Asperger δεν έχει χάσει καθόλου τη σημασία της. Αντίθετα, η Αμερικανική Ψυχολογική
Εταιρεία ίσως χρειάζεται να επεκτείνει τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της, ώστε να
διευρυνθεί συμπεριλαμβάνοντας πληροφορίες που προέρχονται από το αναπτυξιακό
ιστορικό (π.χ η ηλικία εκφοράς των πρώτων λέξεων ή προτάσεων). Έτσι όλα τα
χαρακτηριστικά της κατηγορίας σύνδρομο Asperger θα αποτελούν πλέον μέρος της νέας
κατηγορίας ΔΑΦ

Το σύνδρομο Asperger – χαρακτηριστικά - σύγκριση


με πιο σοβαρές μορφές δαφ = Δεδομένων των διαφωνιών για την
κατάργηση του ΣΑ, κρίνεται σκόπιμο στο παρόν κείμενο να παρουσιαστούν τα βασικά
του χαρακτηριστικά συγκεκριμένα Σε σύγκριση με τα παιδιά που σύμφωνα με τον
παραδοσιακό ορισμό παρουσιάζουν αυτιστική διαταραχή, τα άτομα με ΣΑ συνήθως δεν
εμφανίζουν καθυστέρηση στη γλώσσα επίσης Στην προηγούμενη έκδοση του DSM (DSM-
IVTR·ΑΡΑ, 2000) αναφέρεται σαφώς ότι τα άτομα με ΣΑ δεν μπορεί να παρουσιάζουν
σημαντική καθυστέρηση στην ανάπτυξη της γλώσσας.δηλαδή τα παιδιά με ΣΑ θεωρείται
ότι έχουν φυσιολογική γλωσσική ανάπτυξη και μέχρι την ηλικία των 2 ετών
χρησιμοποιούν μεμονωμένες λέξεις, ενώ παράγουν φράσεις από την ηλικία των 3 ετών.
Επισης Αν και τα άτομα με ΣΑ παρουσιάζουν παρόμοιες δυσκολίες στην κοινωνική
αλληλεπίδραση και στη δημιουργία συναισθηματικών σχέσεων με αυτές που
χαρακτηρίζουν άλλα άτομα με ΔΑΦ, εκδηλώνουν λιγότερα συμπτώματα και με
διαφορετική μορφή επίσης , τα άτομα με ΣΑ αν και εμφανίζουν ασυνήθιστα ή
περιορισμένα ενδιαφέροντα και έμμονες ενασχολήσεις, όπως και τα παιδιά με άλλες
μορφές ΔΑΦ, παρουσιάζουν ποιοτικές διαφορές στην εκδήλωση αυτών των
συμπτωμάτων επίσης Τα άτομα με ΣΑ συνήθως εστιάζουν σε ένα ειδικό θέμα
ενδιαφέροντος (π.χ. χάρτες, δεινόσαυροι), ενώ τα παιδιά με πιο σοβαρές μορφές ΔΑΦ
εκδηλώνουν συχνά έμμονη ενασχόληση με το μέρος ενός αντικειμένου (π.χ. γυρίζουν τη
ρόδα σε ένα αυτοκινητάκι ή ευθυγραμμίζουν αντικείμενα). Επίσης Ορισμένα άτομα με
ΣΑ μπορούν να συσσωρεύσουν πληθώρα πληροφοριών για συγκεκριμένα θέματα, για
παράδειγμα γνωρίζουν το όνομα των πρωτευουσών όλου του κόσμου, τις σημαίες όλων
των κρατών, προγραμματισμό Η/Υ, τα είδη των δεινοσαύρων, τον καιρό και άλλα
παρόμοια. Επίσης Παρόλο που και τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά αναπτύσσουν
συγκεκριμένα ενδιαφέροντα καθώς μεγαλώνουν (π.χ. συλλέγουν σήματα
ποδοσφαιρικών ομάδων, γραμματόσημα, νομίσματα), τα παιδιά με ΣΑ συνήθως
εκδηλώνουν πιο περιορισμένα ενδιαφέρονται και συγκεντρώνουν πληθώρα
πληροφοριών, χωρίς να κατανοούν τις ευρύτερες σχετικές έννοιες επίσης Όπως
τονίστηκε ήδη, τα παιδιά με ΣΑ, διαθέτουν πιο αναπτυγμένες λεκτικές δεξιότητες σε
σύγκριση με τα παιδιά που εκδηλώνουν πιο σοβαρές μορφές ΔΑΦ. Ωστόσο, τα
ελλείμματα στην κοινωνική αμοιβαιότητα συχνά έχουν ως αποτέλεσμα οι συζητήσεις να
μετατρέπονται σε ένα «σύστημα επικοινωνίας μονής κατεύθυνσης», καθώς τα παιδιά
μπορεί να μονολογούν ασταμάτητα για το συγκεκριμένο θέμα της εμμονής τους, χωρίς
να ενδιαφέρονται ή να προσέχουν τις αντιδράσεις του ακροατή. Επίσης Ενώ τα παιδιά με
πιο σοβαρές μορφές δαφ αδιαφορούν εντελώς για τους άλλους, τα παιδιά με ΣΑ μπορεί
να προσεγγίζουν τους άλλους, ιδιαίτερα όσο μεγαλώνουν. Ωστόσο ο τρόπος τους είναι
παράδοξος και εκκεντρικός Επίσης, τα παιδιά με ΣΑ είναι πιο πιθανό να θέλουν να
δημιουργήσουν φιλίες με συνομηλίκους τους καθώς μεγαλώνουν. Όμως, οι κοινωνικές
τους δεξιότητες είναι περιορισμένες και δεν κατανοούν επαρκώς τις σχετικές
διαδικασίες. Έτσι . Τα ελλείμματα στις κοινωνικές δεξιότητες συχνά ερμηνεύονται ως
έλλειψη ευαισθησίας για τα συναισθήματα των άλλων και αυτό πολλαπλασιάζει το
αίσθημα ματαίωσης στο παιδί, εφόσον δεν γίνεται αποδεκτό από τους συνομηλίκους
του.επίσης Ενώ τα παιδιά με υψηλά λειτουργικό αυτισμό μοιάζουν πιο απομονωμένα
και εκδηλώνουν λιγότερο ενδιαφέρον για τους άλλους, τα άτομα με ΣΑ συχνά
συνειδητοποιούν με επώδυνο τρόπο την αδυναμία τους να διαμορφώσουν
διαπροσωπικές σχέσεις επίσης Ενώ τα άτομα με πιο σοβαρές μορφές ΔΑΦ εμφανίζουν
μεγαλύτερη τάση για επαναλαμβανόμενες κινήσεις (π.χ. χειροκρότημα) και διατηρούν
τις ικανότητές τους στην οπτική κινητική λειτουργικότητα, τα άτομα με ΣΑ είναι
πιθανότερο να παρουσιάσουν προβλήματα στην κινητική ανάπτυξη, τα οποία
εκδηλώνονται στις αδέξιες και παράξενες κινήσεις τους. Συγκεκριμένα Η κλινική
παρατήρηση ή οι αναφορές των γονέων υποδεικνύουν δυσκολίες στον συντονισμό,
αδέξιο ή παράξενο βηματισμό καθώς και ελλείμματα στην οπτικο–κινητική
λειτουργικότητα επίσης Το ΣΑ συνήθως γίνεται αντιληπτό πιο αργά σε σύγκριση με τις
πιο σοβαρές μορφές ΔΑΦ, γιατί η καθυστέρηση στην απόκτηση της γλώσσας, τη
γνωστική ανάπτυξη και τις προσαρμοστικές δεξιότητες δεν είναι σημαντική επίσης Τα
παιδιά με ΣΑ εκδηλώνουν δύο ακόμη χαρακτηριστικά κατά τα αρχικά στάδια της
ανάπτυξης τα οποία τα διαφοροποιούν από τα παιδιά με πιο σοβαρές μορφές ΔΑΦ.
Πρώτον, μπορεί να εκδηλώσουν έμμονη ενασχόληση με τους αριθμούς και τα γράμματα.
Π.χ. το παιδί μπορεί να παρουσιάσει υπερλεξία δηλαδή την ικανότητα να
αποκωδικοποιεί λέξεις με ευκολία από πολύ μικρή ηλικία επίσης Δεύτερον, τα μικρά
παιδιά με ΣΑ συνήθως δημιουργούν συναισθηματικό δεσμό με τους γονείς, τα αδέλφια
και άλλα μέλη της οικογένειας τους. Ωστόσο, η ικανότητα αυτή δε γενικεύεται σε
συνομηλίκους και τα παιδιά συχνά συμπεριφέρονται με απρόβλεπτο τρόπο, όταν
παίρνουν την πρωτοβουλία να ξεκινήσουν μία κοινωνική επαφή. Ειδικότερα, μπορεί να
πλησιάζουν πολύ κοντά (κοιτάζουν έντονα τον άλλο ή τον αγκαλιάζουν ανάρμοστα) ή να
φωνάζουν προς το άλλο παιδί. επίσης Αν και τα παιδιά με ΣΑ κατέχουν τη γλώσσα σε
ικανοποιητικό βαθμό, συνήθως παρουσιάζουν ελλείμματα στην κατανόηση
ανεπαίσθητων γλωσσικών μηνυμάτων και στην εκδήλωση αμοιβαιότητας, η οποία
αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό της διαπροσωπικής επικοινωνίας. Π.χ. τα
μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να συνεχίζουν μια συζήτηση σχεδόν με τη μορφή μονόλογου
και χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την ανταπόκριση του συνομιλητή τους.
Πάντως, η νοητική λειτουργικότητα των παιδιών με ΣΑ κυμαίνεται εντός του
φυσιολογικού εύρους, σε αντίθεση με άλλα παιδιά με ΔΑΦ, τα οποία συνήθως
παρουσιάζουν κάποιο βαθμό νοητικής αναπηρίας. Επίσης Σε σύγκριση με άλλα παιδιά
με ΔΑΦ, ακόμη και αυτά με υψηλά λειτουργικό αυτισμό, τα παιδιά με ΣΑ είναι λιγότερο
πιθανό να εμφανίσουν ηχολαλία, αν και έχουν την τάση να επαναλαμβάνουν τις ίδιες
φράσεις. επίσης Επιπλέον, τα παιδιά αυτά περιγράφονται από τους γονείς τους ως
«πολύ φλύαρα» και έχουν την τάση να αναπτύσσουν μακρές σχολαστικές συζητήσεις, να
χρησιμοποιούν ιδιότυπες εκφράσεις και ασυνήθιστο τόνο φωνής επισης Αν και τα
παιδιά με ΣΑ διαθέτουν πιο πλούσιο λεξιλόγιο από τους συνομηλίκους τους με υψηλά
λειτουργικό αυτισμό, παρουσιάζουν παρόμοια προβλήματα στον τομέα της
πραγματολογίας, της κατανόησης και του τονισμού τέλος Παρόλο που παρατηρούνται
διαφορές μεταξύ των παιδιών με σύνδρομο Asperger με άλλα παιδιά με ΔΑΦ στη
γλωσσική ανάπτυξη, ορισμένες μελέτες υποστηρίζουν ότι στην εφηβεία οι διαφορές
αυτές αμβλύνονται

Αιτιοπαθογένεια της ΔΑΦ=Η ΔΑΦ είναι μία νευροαναπτυξιακή


διαταραχή δηλαδή Αυτό σημαίνει ότι προκαλείται από διαταραχές στη δομή και τη
λειτουργία του εγκεφάλου. Ωστόσο οι μελέτες για την αιτιοπαθογένεια της ΔΑΦ
αφορούν διαφορετικά επίπεδα: το γενετικό, το νευροανατομικό και το κοινωνικο –
γνωστικό επίσης Παρόλο που οι γνώσεις μας για τους πιθανούς μηχανισμούς που
εμπλέκονται στη ΔΑΦ έχουν αυξηθεί δραματικά, τα αίτια δεν έχουν ακόμη
προσδιοριστεί με σαφήνεια. Επίσης Στο γενετικό επίπεδο, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι
η ΔΑΦ προκαλείται από γενετικές ανωμαλίες επίσης Η κληρονομικότητα της ΔΑΦ στους
μονοζυγώτες διδύμους κυμαίνεται από 60 – 90% (αντίθετα η κληρονομικότητα στους
διζυγωτικούς διδύμους είναι μόλις 5%), ενώ ο κίνδυνος εμφάνισης αυτιστικών
χαρακτηριστικών στα αδέλφια των παιδιών με ΔΑΦ είναι περίπου 3 – 6% δηλαδή 50 έως
100 φορές μεγαλύτερος από τον κίνδυνο εμφάνισης της διαταραχής στον γενικό
πληθυσμό. Επιπλέον, η ΔΑΦ παρουσιάζει υψηλή συννοσηρότητα με γενετικά σύνδρομα,
όπως το σύνδρομο Angelman, το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Rett και το σύνδρομο
εύθραυστου Χ επίσης Στο νευροχημικό επίπεδο φαίνεται ότι τα άτομα με ΔΑΦ
παρουσιάζουν ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα σεροτονίνης σε σύγκριση με τα τυπικά
αναπτυσσόμενα παιδιά συγκεκριμένα Η σεροτονίνη είναι νευροδιαβιβαστής υπεύθυνος
για τη διάθεση. Στο νευροανατομικό επίπεδο (Εικόνα 1) τα άτομα με ΔΑΦ παρουσιάζουν
αυξημένο όγκο εγκεφάλου που πιθανότατα συνδέεται με τους ταχείς ρυθμούς αύξησης
του εγκεφάλου κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης, αλλά μειωμένο όγκο μεσολοβίου2 .
Επιπλέον, απεικονιστικές μελέτες καταδεικνύουν πολύ περιορισμένη ή και μηδενική
δραστηριότητα της αμυγδαλής σε άτομα με αυτισμό κατά τη διάρκεια γνωστικών
κοινωνικών έργων με αντισταθμιστική/ με ισσοροπιμένη δραστηριότητα μερών του
εγκεφάλου που τυπικά συνδέονται περισσότερο με την επεξεργασία πληροφοριών για
αντικείμενα επίσης τις περισσότερες περιπτώσεις, όπως φαίνεται και στην Εικόνα 1, τα
άτομα με ΔΑΦ παρουσιάζουν νευροανατομικές ανωμαλίες σε πολλές και διαφορετικές
περιοχές του εγκεφάλου, με κυρίαρχες τις βλάβες στο μεταιχμιακό σύστημα επίσης Οι
βασικές κοινωνικο-γνωστικές θεωρίες που επιχειρούν να ερμηνεύσουν τη ΔΑΦ είναι η
θεωρία της Επιτελικής Λειτουργικότητας (Frith & Happé, 1994), η θεωρία της Ασθενούς
Κεντρικής Συνοχής (Frith, 1989) και η Θεωρία του Νου (Baron-Cohen, Leslie & Frith, 1985).
Συγκεκριμένα η επιτελική λειτουργικότητα είναι ένα ενιαίο σύνολο γνωστικών
λειτουργιών στις οποίες περιλαμβάνεται ο σχεδιασμός, ο συλλογισμός, η μνήμη
εργασίας, ο έλεγχος των παρορμήσεων, η αναστολή, η γνωστική ευελιξία, η έναρξη και
παρακολούθηση μίας δράσης, η επίλυση προβλημάτων, η ικανότητα διατήρησης της
προσοχής και η ικανότητα καινοτόμων δράσεων. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές,
βασική αιτία της ΔΑΦ είναι τα ελλείμματα στην επιτελική λειτουργικότητα. Η
προσέγγιση αυτή ερμηνεύει ορισμένα χαρακτηριστικά της ΔΑΦ, όπως η δυσκολία
προσαρμογής σε νέες συνθήκες, η άκαμπτη συμπεριφορά και η ακατάλληλη απόκριση
στις κοινωνικές περιστάσεις (Pellicano, 2012). Ωστόσο, αδυνατεί να εξηγήσει άλλα
χαρακτηριστικά συμπτώματα της ΔΑΦ. Επίσης Επίσης, σύμφωνα με τη θεωρία της
Κεντρικής Συνοχής τα ΤΑ παιδιά παρουσιάζουν μία φυσική τάση για συνοχή και
επεξεργάζονται τα ερεθίσματα στο σύνολό τους συγκεκριμένα Η κεντρική συνοχή
αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την ικανότητα του ατόμου να επεξεργάζεται τις
εισερχόμενες πληροφορίες ανάλογα με το πλαίσιο, με σκοπό τη νοηματοδότησή τους,
αγνοώντας ασήμαντες λεπτομέρειες (Happé, 2003). Αντίθετα, τα παιδιά με ΔΑΦ έχουν
την τάση να επικεντρώνονται στα επιμέρους στοιχεία παρά στο σύνολο, σε συνδυασμό
με μία αδυναμία ενσωμάτωσης της πληροφορίας στο πλαίσιό της και συνεκδοχικά
δυσκολία στην ερμηνεία του νοήματος μίας κατάστασης . Η Θεωρία του Νου (Theory of
Mind) αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου να κατανοεί ότι οι άλλοι έχουν
πεποιθήσεις, επιθυμίες, σκέψεις, και συναισθήματα που μπορεί να διαφέρουν από τα
δικά τους (Baron Cohen et al., 1985). ΗΗ δυσκολία στην αναγνώριση και κατανόηση των
σκέψεων των άλλων αποτελεί βασικό έλλειμμα των ατόμων με ΔΑΦ Ωστόσο, η Θεωρία
του Νου παρόλο που παρέχει μία ερμηνεία για τις δυσκολίες των ατόμων με ΔΑΦ στην
επικοινωνία, δεν εξηγεί άλλα πυρηνικά ελλείμματα της διαταραχής, όπως τις
στερεοτυπικές και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές Επιπλέον, σύμφωνα με τους
υποστηρικτές της Θεωρίας του Νου στα παιδιά αυτή εμφανίζεται και διαμορφώνεται
περίπου στα 3.5 έτη, ενώ βασίζεται στη γλώσσα Όμως, οι έρευνες που βασίζονται στη
θεωρία της Διυποκειμενικότητας που θα αναλυθεί παρακάτω, υποστηρίζουν ότι η
ικανότητα αναγνώρισης της σκέψης και των συναισθημάτων των άλλων εμφανίζεται ήδη
από την ηλικία των 9 μηνών και αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη της γλώσσας .
επισήμανση = Η Θεωρία του Νου αναφέρεται ουσιαστικά σε μία ικανότητα ή μία
διεργασία των παιδιών και όχι σε ένα θεωρητικό κατασκεύασμα που επιχειρεί να
ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη ικανότητα ή διεργασία

 Κάποιοι ερευνητές είχαν υποστηρίξει πως ο αυτισμός συνδέεται με κάποια


εμβόλια (π.χ. ιλαρά κτλ) ωστόσο αυτή η άποψη καταρρίφθηκε

Θεωρία Διυποκειμενικότητας – Πρώιμη


διάγνωση ΔΑΦ Τη θεωρία της διυποκειμενικότητας ανέπτυξε ο Colwyn
Trevarthen (1982, 1990, 1994). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι δυναμικές διαδικασίες
αλληλοκατανόησης προθέσεων , εμπειριών και συναισθημάτων ανάμεσα σε συνειδητά
ενεργητικούς επικοινωνιακούς συντρόφους βασίζονται σε έμφυτα κίνητρα συνεργασίας.
Τα βρέφη είναι ικανά να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους διαδικασίες από την αρχή της
ζωής, μολονότι η διαφοροποίηση της διυποκειμενικότητας στο χρόνο οδηγεί σε αλλαγές
στην επικοινωνία που παρατηρούνται κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Τα βρέφη ήδη
από τη γέννησή τους εκδηλώνουν ενδιαφέρον για τις εκφράσεις των άλλων, ενώ σε
ηλικία 2 μηνών είναι ευαισθητοποιημένα στο αμοιβαίο μοίρασμα συγκινήσεων και
διαφοροποιούν την ομαλή από τη διαταραγμένη επικοινωνία Σε ηλικία 6 μηνών τα
βρέφη είναι σε θέση να διαχειρίζονται καλύτερα τις συναισθηματικές καταστάσεις και
αρχίζουν να ανταποκρίνονται στις προσκλήσεις σε παιχνίδια Ωστόσο, μέχρι την ηλικία
των 9 μηνών τα βρέφη αντιλαμβάνονται τις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους μόνο από
τη δική τους προοπτική Από την ηλικία αυτή και μετά όμως είναι ικανά να
αντιλαμβάνονται τις αλληλεπιδράσεις και από την προοπτική/ κατάσταση του
επικοινωνιακού συντρόφου. Ειδικότερα, στην ηλικία των 9 μηνών τα βρέφη εκδηλώνουν
έντονο ενδιαφέρον για τις συναισθηματικές αντιδράσεις των άλλων που αφορούν
αντικείμενα ή πρόσωπα του περιβάλλοντος τους, ανταποκρίνονται σε εντολές και
απαγορεύσεις και εναρμονίζουν τις προθέσεις και τα ενδιαφέροντα τους με τις
προθέσεις και τα ενδιαφέροντα του επικοινωνιακού συντρόφου κατά την εξερεύνηση ή
τη χρήση αντικειμένων Σε αυτήν την ηλικία αναπτύσσεται η ικανότητα των βρεφών να
κατευθύνουν την προσοχή του άλλου προς ένα αντικείμενο του δικού τους
ενδιαφέροντος, αλλά και να παρακολουθούν το ενδιαφέρον του άλλου προς ένα
αντικείμενο, ενώ είναι σε θέση να κατανοούν τα συναισθήματα, τα ενδιαφέροντα και τις
προθέσεις των άλλων σε σχέση με τα αντικείμενα και να συμμετέχουν εμπρόθετα σε
συνεργατικές δραστηριότητες Με άλλα λόγια, οι συγκεκριμένες συμπεριφορές δεν έχουν
απλά ως στόχο να προσελκύσουν την προσοχή προς τον εαυτό, αλλά να μοιραστούν με
τον άλλο ενδιαφέροντα σχετικά με το περιβάλλον. Ως εκ τούτου με βάση τη θεωρία της
διυποκειμενικότητας ήδη από τον πρώτο χρόνο της ζωής ορισμένες συμπεριφορές
αποτελούν ενδείξεις ότι το άτομο θα αναπτύξει αργότερα ΔΑΦ = Η έρευνα για τις
πρώιμες ενδείξεις της ΔΑΦ βασίζεται σε αναδρομικές αναφορές των γονέων ή
μαγνητοσκοπήσεις που έχουν πραγματοποιήσει οι ίδιοι οι γονείς αλλά και σε
προδρομικές μελέτες με αδέρφια παιδιών που έχουν ήδη λάβει διάγνωση ΔΑΦ και
θεωρούνται ομάδα υψηλού κινδύνου. Οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με τη μέθοδο
της αναδρομικής ανάλυσης μαγνητοσκοπήσεων αποκαλύπτουν ότι παιδιά που αργότερα
διαγνώστηκαν με ΔΑΦ παρουσίαζαν ενδείξεις άτυπης ανάπτυξης ήδη από τον πρώτο
χρόνο της ζωής Εντούτοις, σε πολλές περιπτώσεις η διάγνωση της ΔΑΦ γίνεται συνήθως
μεταξύ τριών και πέντε ετών, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα πλεονεκτήματα της
πρώιμης παρέμβασης, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του
παιδιού Είναι αξιοσημείωτο ότι περίπου το 50% των γονέων ανιχνεύει συμπεριφορές και
εκφράζει ανησυχία για την ανάπτυξη του παιδιού ήδη από τον πρώτο χρόνο ζωής του ,
δηλαδή πολύ πριν ληφθεί η επίσημη διάγνωση Μάλιστα, η εμπειρία ανατροφής ενός
μεγαλύτερου αδερφού τυπικής ανάπτυξης ή ακόμα περισσότερο άτυπης ανάπτυξης
δημιουργεί πιο έντονες ανησυχίες για το νεότερο παιδί, ακόμα κι αν τα συμπτώματά του
είναι ηπιότερα Γι’ αυτόν τον λόγο τονίζεται ότι στην περίπτωση που οι γονείς εκφράζουν
κάποια ανησυχία, θα πρέπει ο/η παιδίατρος ή όποιος/α άλλη επαγγελματίας έρχεται σε
επαφή με το παιδί, να τους καθοδηγούν σε ειδικούς επαγγελματίες υγείας για πρώιμη
διάγνωση. Οι συμπεριφορές που κυρίως προκαλούν ανησυχία αφορούν κυρίως στη
μίμηση και στη δείξη ( γλωσσική λειτουργεία χρησιμοποιώντας στοιχεία από το
περιβάλλον του ομιλιτή προκειμένου να αναφερθούμε σε αυτόν ), η οποία στα τυπικά
αναπτυσσόμενα παιδιά εμφανίζεται προς το τέλος του πρώτου χρόνου. Πρώιμες
ενδείξεις μπορούν να παρατηρηθούν και σε σχέση με την αλληλεπίδραση, τον δεσμό και
την κοινωνική προσοχή. Ερευνητικά δεδομένα έχουν δείξει ότι παιδιά με αυτιστικά
χαρακτηριστικά έχουν δυσκολία επικέντρωσης στην ανθρώπινη φωνή και στην
επεξεργασία χαρακτηριστικών του ανθρώπινου προσώπου. Επίσης, παρουσιάζουν
μειωμένη ανταπόκριση στην επίκληση του ονόματός τους ήδη από την ηλικία των 12
μηνών, ενώ πληθώρα ερευνών έχει αποδείξει πως η φτωχή βλεμματική επαφή είναι ένα
από τα πιο χαρακτηριστικά σημάδια της ΔΑΦ στα μικρά παιδιά Μία άλλη καθοριστικής
σημασίας ικανότητα που πλήττεται στη ΔΑΦ αφορά στον αλληλοσυντονισμό της
προσοχής Ο αλληλοσυντονισμός της προσοχής αναφέρεται στην επικοινωνία του
βρέφους και του προσώπου που το φροντίζει για ένα θέμα του άμεσου περιβάλλοντος.
Όπως αναφέρθηκε, στην τυπική ανάπτυξη, η ικανότητα αυτή εμφανίζεται περίπου στην
ηλικία των 12 μηνών και περιλαμβάνει δεξιότητες όπως το μοίρασμα, η ακολουθία και η
κατεύθυνση της προσοχής του άλλου συντρόφου Πρώιμα ελλείμματα στον
αλληλοσυντονισμό της προσοχής μπορεί να οδηγήσουν σε δυσκολίες και σε άλλους
τομείς της ανάπτυξης, όπως η ανάπτυξη της ικανότητας συμβολισμού και της γλώσσας
Σχετικές έρευνες εξέτασαν την έναρξη του αλληλοσυντονισμού της προσοχής μετρώντας
τις εναλλαγές του βλέμματος του παιδιού, τις φωνοποιήσεις και τις χειρονομίες. ΤΤα
αποτελέσματα έδειξαν πως αν και οι προαναφερόμενες συμπεριφορές εμφανίζονταν σε
τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, απουσίαζαν στα μισά σχεδόν από τα παιδιά με ΔΑΦ, με
εξαίρεση την εναλλαγή του βλέμματος που χρησιμοποιούνταν από το 86% των παιδιών
με ΔΑΦ. Ωστόσο, παρόμοια προβλήματα εκδηλώνονται και σε άλλες αναπτυξιακές
διαταραχές, όπως η νοητική αναπηρία, με αποτέλεσμα η πρώιμη διάκριση των δύο
διαταραχών να καθίσταται δύσκολη. Επιπλέον, οι αναφορές των γονέων μπορεί να είναι
ευάλωτες στην προκατάληψη ανάκλησης/ ακύρωσης (recall bias) ή στη μετέπειτα γνώση
της διάγνωσης του παιδιού που ενδέχεται να επιδρά στην ανάκληση/ακύρωση.
Μεθοδολογικά, πρέπει να επισημανθεί επίσης, πως ένα μεγάλο ποσοστό αυτού του
τύπου ερευνών χρησιμοποιούν κλειστού τύπου ερωτήσεις για τη συλλογή των
δεδομένων, οι οποίες περιορίζουν τους γονείς στην ελεύθερη έκφραση των ανησυχιών
τους. Ένας άλλος πολλά υποσχόμενος τρόπος διερεύνησης της πρώιμης ανάπτυξης στα
παιδιά με ΔΑΦ είναι οι προδρομικές έρευνες σε ομάδες υψηλού κινδύνου Στις έρευνες
αυτές συμμετέχουν μικρότερα αδέλφια παιδιών που έχουν διαγνωστεί με ΔΑΦ, με βάση
το δεδομένο των υψηλών ποσοστών κληρονομικότητας της διαταραχής Επιπλέον, αξίζει
να σημειωθεί ότι ορισμένα από τα παιδιά αυτά παρόλο που σε μεγαλύτερη ηλικία δε
διαγνώστηκαν με ΔΑΦ, παρουσίασαν άλλες αναπτυξιακές δυσκολίες όπως Διαταραχή
Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) ή καθυστέρηση στην ανάπτυξη της
γλώσσας και ιδιαίτερα στον πραγματολογικό τομέα. Επιπλέον, τα αδέρφια που
παρουσιάζουν καθυστέρηση στην απόκτηση βασικών δεξιοτήτων από τον πρώτο έως τον
τρίτο χρόνο βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο για εκδήλωση ΔΑΦ. Κλινικές
παρατηρήσεις έδειξαν ότι περίπου το ένα τρίτο από αυτά τα παιδιά εκδήλωσε αυτιστικά
συμπτώματα, όπως δυσκολίες στην επικοινωνία ή περιορισμένες επαναλαμβανόμενες
συμπεριφορές, οι οποίες παρατηρούνται συχνά στα μέλη της οικογένειας ατόμων με
ΔΑΦ. Επίσης, οι Schwichtenberg και συνεργάτες (2013) παρατήρησαν ελαφρώς
αυξημένα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και επιθετικότητας σε παιδιά ηλικίας 3 ετών
υψηλού κινδύνου που δεν είχαν διάγνωση ΔΑΦ. Οι προδρομικές μελέτες στα αδέρφια
υψηλού κινδύνου προσφέρουν μοναδική ευκαιρία μελέτης των πρώιμων δεικτών της
ΔΑΦ, μέσα από την εκ των υστέρων σύγκριση τριών ομάδων βρεφών: αδέρφια υψηλού
κινδύνου τα οποία αργότερα αναπτύσσουν ΔΑΦ, αδέρφια υψηλού κινδύνου που δεν
αναπτύσσουν ΔΑΦ και βρέφη χαμηλού κινδύνου που έχουν ΤΑ αδέρφια μόνο και δεν
αναπτύσσουν ΔΑΦ Με αυτόν τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθούνται άμεσα
οι συμπεριφορές των παιδιών υπό ελεγχόμενες συνθήκες (κάτι που είναι δύσκολο να
επιτευχθεί σε αναδρομικές μελέτες ανάλυσης μαγνητοσκοπήσεων) και να αποφεύγονται
οι προκαταλήψεις ανάκλησης που συχνά συνοδεύουν τις γονεϊκές αναφορές.
Επιπρόσθετα, επιτρέποντας την παρατήρηση της συμπεριφοράς με τυποποιημένο τρόπο,
οι προδρομικές μελέτες προσφέρουν ευκαιρίες συλλογής συμπεριφορικών,
νευροφυσιολογικών και/ή ηλεκτροφυσιολογικών δεδομένων. Χρησιμοποιώντας αυτές
τις μεθόδους, οι ερευνητές έχουν εντοπίσει μοτίβα στην εξέλιξη της συμπεριφοράς γύρω
στο τέλος του πρώτου έτους ζωής, που μπορεί να θεωρηθούν πρώιμοι δείκτες κινδύνου
για ΔΑΦ, όπως είναι η μικρότερη ανταπόκριση στην επίκληση του ονόματος του
βρέφους, ο μειωμένος αλληλοσυντονισμός προσοχής, οι επαναλαμβανόμενες
συμπεριφορές και κινήσεις του σώματος, καθώς και η άτυπη χρήση των αντικειμένων. Οι
Zwaigenbaum και συνεργάτες (2005) ήταν από τους πρώτους που διενέργησαν έρευνα σε
παιδιά υψηλού κινδύνου, αποδεικνύοντας πως τα παιδιά με μεγαλύτερα αδέρφια με
ΔΑΦ έχουν διακριτά χαρακτηριστικά σε σχέση με τις ομάδες χαμηλού κινδύνου
(αδέρφια παιδιών χωρίς διάγνωση ΔΑΦ) σε έναν αριθμό συμπεριφορών, όπως η οπτική
προσοχή και η παθητικότητα. ε πιο πρόσφατη έρευνα, η Zwaigenbaum (2010)
επιβεβαίωσε τα αρχικά αυτά ευρήματα και προσέθεσε ως πρώιμα σημάδια ΔΑΦ τις
δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση και τη γνωστική ανάπτυξη. Επιπροσθέτως,
άλλες έρευνες ανέφεραν πως η πλειονότητα των βρεφών που αργότερα διαγνώσθηκαν
με ΔΑΦ είχαν περιορισμένη βλεμματική επαφή στην ηλικία των δύο ετών και δεν
ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα του ονόματός τους, συμπεριφορά που
συμπεριλαμβάνεται ως δείκτης ΔΑΦ σε όλα τα διαγνωστικά εργαλεία αξιολόγησης ς. Σε
πρόσφατη προδρομική μελέτη των Miller και συνεργατών (2017) αναφέρεται ότι τα
βρέφη που αργότερα ανέπτυξαν ΔΑΦ σημείωναν αποτυχία ανταπόκρισης στην επίκληση
του ονόματός τους ήδη από την ηλικία των 9 μηνών, νωρίτερα δηλαδή από ό,τι είχαν
καταγράψει άλλες προδρομικές μελέτες. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί πως πρόκειται
για μία συμπεριφορά που είναι πιθανό να παρουσιάζει μειωμένη εκδήλωση, αλλά δεν
απουσιάζει πλήρως από το συμπεριφορικό ρεπερτόριο των παιδιών με ΔΑΦ Κλινικοί
ψυχολόγοι αξιολόγησαν μέσα από μαγνητοσκοπήσεις τη συμπεριφορά παιδιών με ΔΑΦ,
με γλωσσική καθυστέρηση και ΤΑ, επισημαίνοντας πως αν και η ομάδα των παιδιών με
ΔΑΦ ανταποκρινόταν σημαντικά λιγότερο από τις άλλες ομάδες, όλα τα παιδιά με ΔΑΦ
είχαν ανταποκριθεί στην επίκληση του ονόματός τους τουλάχιστον μία φορά. Επίσης,
προδρομικές μελέτες καταδεικνύουν ότι τα βρέφη υψηλού κινδύνου (14 μηνών)
πραγματοποιούσαν λιγότερες μη λεκτικές χειρονομίες ζήτησης, πήραν την πρωτοβουλία
για λιγότερες μη λεκτικές συμπεριφορές αλληλοσυντονισμού της προσοχής, ενώ δεν
εκδήλωναν αρκετά συχνά θετικό συναίσθημα. επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι οι
μητέρες δυσκολεύτηκαν να εναρμονίσουν το συναίσθημα τους με το συναίσθημα του
βρέφου ςΒρέθηκε, επίσης, ότι τα παιδιά αυτά αναστατώνονταν λιγότερο κατά τη
διάρκεια του πειράματος του ανέκφραστου προσώπου. Ωστόσο, άλλες έρευνες έχουν
δείξει πως τα παιδιά υψηλού κινδύνου για ΔΑΦ ανταποκρίνονται με παρόμοιο τρόπο με
τα ΤΑ στην συνθήκη του ανέκφραστου προσώπου Σε μεταγενέστερες προδρομικές
έρευνες διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που είχαν διαγνωστεί με ΔΑΦ σε ηλικία 36 μηνών,
είχαν εμφανίσει σε ηλικία 12 μηνών χαμηλότερα ποσοστά, τόσο αλληλοσυντονισμού της
προσοχής όσο και συμπεριφορών ζήτησης, αποτέλεσμα που συμφωνεί με τα
προηγούμενα ευρήματα Ωστόσο, σε ηλικία έξι μηνών, τα παιδιά αυτά είχαν την ίδια
πιθανότητα να κατευθύνουν το βλέμμα, τα χαμόγελα και τις φωνοποιήσεις τους προς τη
μητέρα τους όπως και η ομάδα ελέγχου. Πιο πρόσφατα, άλλοι μελετητές
μαγνητοσκόπησαν επεισόδια ελεύθερου παιχνιδιού μεταξύ γονέων και παιδιών ηλικίας
6 έως 15 μηνών σε εργαστηριακό περιβάλλον. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι τα βρέφη
υψηλού κινδύνου ήταν λιγότερο ενεργητικά από τα χαμηλού κινδύνου βρέφη στην
ομάδα ελέγχου, ενώ οι γονείς τους ανταποκρίνονταν λιγότερο και ήταν πιο
κατευθυντικοί (χρησιμοποιούσαν περισσότερο την αφή για να προκαλέσουν την
προσοχή των παιδιών τους και μεγαλύτερες χρονικά συμπεριφορές διέγερσης). Αν
ληφθούν υπόψη τα παραπάνω, μπορεί να διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι η εκδήλωση
αμοιβαιότητας, το θετικό συναίσθημα του βρέφους και η προσοχή του βρέφους στον
γονέα, στους 12 μήνες (αλλά όχι στους έξι μήνες), προέβλεπαν την έκβαση της ΔΑΦ σε
ηλικία 3 ετών.------ Όπως και με άλλες διαταραχές που καθορίζονται από τη
συμπεριφορά, είναι γνωστό ότι υπάρχουν αλλαγές στην ατομική πορεία έκφρασης της
διαταραχής με την πάροδο του χρόνου, ιδιαίτερα κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Σε
μερικά παιδιά τα συμπτώματα μπορεί να ατονήσουν, ενώ σε άλλα μπορεί να
επιδεινωθούν. Μελέτες σε αδέρφια υψηλού κινδύνου παρουσιάζουν ευρήματα σχετικά
με τη σταθερότητα της διάγνωσης από την ηλικία των 3 ετών έως τη μέση παιδική ηλικία.
Πιο συγκεκριμένα, οι Brian και συνεργάτες (2015) διαπίστωσαν ότι 1 στα 18 παιδιά, που
ταξινομήθηκαν ως ΔΑΦ σε ηλικία 3 ετών, δεν πληρούσε πλέον τα κριτήρια στη μέση
παιδική ηλικία (9 έτη) και 6 παιδιά υψηλού κινδύνου από τα 49 που δε θεωρήθηκαν ότι
πληρούν τα κριτήρια για ΔΑΦ σε ηλικία 3 ετών, αργότερα διαγνώστηκαν με ΔΑΦ.
Παρόμοιο μοτίβο εμφανίστηκε και στην πρόσφατη έρευνα των Shephard και
συνεργατών (2017), όπου 3 από τα 13 παιδιά που θεώρησαν ότι ανταποκρίνονται στα
διαγνωστικά κριτήρια της ΔΑΦ σε ηλικία 3 ετών, δεν έλαβαν τη διάγνωση της ΔΑΦ στη
μέση παιδική ηλικία· και 5 από τα 29 παιδιά που δε θεωρήθηκε ότι είχαν τα κριτήρια
ΔΑΦ στα 3 τους έτη, τα πληρούσαν σε ηλικία 7 ετών. Το τελευταίο μοτίβο είναι σύμφωνο
με το σκεπτικό που αναφέρεται στο DSM-5, δηλαδή ότι σε ορισμένα παιδιά με ΔΑΦ, τα
συμπτώματα μπορεί να γίνουν εμφανή μέχρι οι απαιτήσεις να ξεπεράσουν την
ικανότητά τους ερευνητές κατέγραψαν, επίσης, στην ομάδα υψηλού κινδύνου χωρίς
ΔΑΦ, αυξημένη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά, χαμηλότερη λειτουργικότητα και
περισσότερο άγχος αποχωρισμού σε σχέση με την ομάδα χαμηλού κινδύνου. νας από
τους βασικούς παράγοντες που περιπλέκουν τους διαγνωστικούς προβληματισμούς στα
πολύ μικρά παιδιά με ΔΑΦ είναι η έντονη φαινοτυπική ετερογένεια της έκφρασης του
συνδρόμου σε άλλες μελέτες χρησιμοποιήθηκε ένας αλγόριθμος ταξινόμησης και
παλινδρόμησης σε 30 ερωτήσεις του ADOS που χορηγήθηκε σε παιδιά 18 μηνών Η
μελέτη εντόπισε δύο συνδυασμούς χαρακτηριστικών ως ιδιαιτέρως προγνωστικών της
ΔΑΦ: φτωχή βλεμματική επαφή, σε συνδυασμό με λίγες επικοινωνιακές χειρονομίες και
περιορισμένη χρήση της χειρονομίας της προσφοράς αντικειμένων με σκοπό το
μοίρασμα, και (2) άθικτη βλεμματική επαφή, σε συνδυασμό με αναδυόμενες
επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές και περιορισμένη χρήση της χειρονομίας της
προσφοράς αντικειμένων με σκοπό το μοίρασμα. Τα αδέλφια υψηλού κινδύνου που
έδειξαν κάποιον από τους δύο συνδυασμούς ήταν 3 φορές πιο πιθανό να διαγνωστούν
με ΔΑΦ Μάλιστα, τα παιδιά που παρουσίασαν τον πρώτο συνδυασμό είχαν μεγαλύτερες
αναπτυξιακές καθυστερήσεις, σε σύγκριση με εκείνα που εμφάνισαν τον δεύτερο
συνδυασμό. Έλλειμμα στα κοινωνικά ερεθίσματα μπορεί να παρατηρηθεί, επίσης, κατά
τους πρώτους έξι μήνες ζωής, αλλά συνήθως παραβλέπεται λόγω της επικέντρωσης της
προσοχής που επιδεικνύουν τα παιδιά που αργότερα θα διαγνωστούν με ΔΑΦ προς τα
αντικείμενα Ωστόσο, έχει καταδειχθεί επίσης ότι τα παιδιά στο φάσμα του αυτισμού
παρουσιάζουν άτυπη οπτικοκινητική εξερεύνηση των αντικειμένων και μειωμένη
ευελιξία στην αποδέσμευση από ένα αντικείμενο και μετατόπιση της προσοχής τους

*ορισμός - Το ADOS (Autism Diagnostic Observation Schedule – Second Edition


(ADOS – 2) (Lord et al., 2012) είναι ένα ημιδομημένο και σταθμισμένο εργαλείο
αξιολόγησης των επιπέδων λειτουργικότητας της ΔΑΦ

Διαφορές ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ= Με βάση


τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IVκαι του ICD-10,η ΔΕΠ-Υ και η ΔΑΦ έχουν ελάχιστα
κοινά σημεία Στο DSM-IV η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ αποκλείει εξορισμού τη διάγνωση της
ΔΑΦ και το αντίστροφο, ενώ τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ σε άτομα με ΔΑΦ θεωρείται ότι
αποτελούν μέρος του αυτισμού. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια ερευνητικά και κλινικά
δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι δύο αυτές διαταραχές παρουσιάζουν υψηλή
συννοσηρότητα και πολλά κοινά χαρακτηριστικά Ειδικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι το 20 –
50% των παιδιών με ΔΕΠ-Υ πληροί τα κριτήρια και για τη διάγνωση ΔΑΦ, ενώ το 30 –
80% των παιδιών με ΔΑΦ πληροί τα κριτήρια και για διάγνωση ΔΕΠ-Υ Ένας από τους
παράγοντες που ερμηνεύουν τη διακύμανση στα ποσοστά συννοσηρότητας είναι και η
προέλευση του δείγματος δηλαδή Όπως είναι αναμενόμενο, τα ποσοστά
συννοσηρότητας στα κλινικά δείγματα είναι υψηλότερα σε σύγκριση με τα ποσοστά
συννοσηρότητας στα κοινοτικά δείγματα Στα κοινά χαρακτηριστικά των δύο διαταραχών
καταγράφονται η ελλειμματική προσοχή, η υπερδραστηριότητα, τα ελλείμματα στις
κοινωνικές δεξιότητες και την ενσυναίσθηση, τα προβλήματα στη συμπεριφορά, τη
γλωσσική ανάπτυξη και τη μη λεκτική επικοινωνία, η δυσκολία στη σύναψη φιλικών
σχέσεων, η ευερεθιστότητα ( νευρικότητα), τα προβλήματα ύπνου, τα ελλείμματα στις
επιτελικές λειτουργίες και τη ΘτΝ (θεωρία του νου) καθώς και οι δυσκολίες στην
κινητικότητα και την αντίληψη. Εξαιτίας των ελλειμμάτων στην προσοχή και τις
κοινωνικές δεξιότητες που παρατηρούνται και στις δύο διαταραχές, πολλές φορές
σημαντικό ποσοστό παιδιών με ΔΑΦ λαμβάνει εσφαλμένα τη διάγνωση της ΔΕΠ-Υ Το
γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθυστερεί η ορθή διάγνωση της ΔΑΦ και
αντίστοιχα η κατάρτιση ενός αποτελεσματικού προγράμματος αντιμετώπισης Παρόλες
όμως τις ομοιότητες, η ΔΕΠ-Υ και η ΔΑΦ παρουσιάζουν και σημαντικές διαφορές, οι
οποίες αιτιολογούν τη διαφορική διάγνωση μεταξύ των δύο διαταραχών. Μία
θεμελιώδης διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα προβλήματα στην κοινωνική
αλληλεπίδραση που παρατηρούνται στις ΔΑΦ οφείλονται σε ελλιπές κίνητρο, ενώ τα
αντίστοιχα προβλήματα που παρατηρούνται στη ΔΕΠ-Υ είναι αποτέλεσμα των
πρωτογενών συμπτωμάτων της διαταραχής. Επιπλέον, στις ΔΑΦ εκδηλώνονται
περισσότερες στερεοτυπίες και προβλήματα στη συναισθηματική ανταπόκριση και τη
βλεμματική επαφή καθώς και υπερευαισθησία στα αισθητηριακά ερεθίσματα, ενώ στη
ΔΕΠ-Υ παρατηρούνται υψηλότερα επίπεδα κινητικής δραστηριότητας. Ακόμη, οι δύο
διαταραχές παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές στην ποιότητα των προβλημάτων της
προσοχής. Τα περισσότερα παιδιά με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύονται να διατηρήσουν την
προσοχή τους εστιασμένη στις μονότονες δραστηριότητες ή τις δραστηριότητες που
απαιτούν παρατεταμένη διανοητική προσπάθεια Αντίθετα, τα παιδιά με ΔΑΦ υπερ-
εστιάζουν την προσοχή τους σε δραστηριότητες που τα ενδιαφέρουν και μπορούν να
περάσουν ώρες φτιάχνοντας ένα παζλ ή διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο πολλές φορές Τέλος,
αξίζει να σημειωθεί ότι στις ΔΑΦ εκδηλώνονται συχνά τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ, ενώ το
αντίθετο είναι πιο σπάνιο.

Συχνότητα της ΔΑΦ= Οι εκτιμήσεις για τη συχνότητα της ΔΑΦ


παρουσιάζουν πολύ μεγάλη διακύμανση. Ειδικότερα τα ποσοστά της αυτιστικής
διαταραχής φαίνεται ότι κυμαίνονται από 0.05 – 4.5/1.000, ενώ η αναλογία αυτιστικής
διαταραχής και διαταραχής Asperger είναι περίπου 5 : 1 Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι η
συχνότητα της διαταραχής Asperger είναι περίπου 1/1.000. Η διάγνωση ΔΑΦ είναι 5
φορές πιο συχνή στα αγόρια σε σύγκριση με τα κορίτσια. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν
μέχρι τώρα δημοσιευμένες επιδημιολογικές έρευνες. Ωστόσο, με βάση αυτά τα
δεδομένα, υπολογίζεται πως πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 4.000 έως 5.000 παιδιά
και ενήλικα άτομα με αυτιστική διαταραχή και 20.000 έως 30.000 άτομα με αυτιστικά
χαρακτηριστικά Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ποσοστά εμφάνισης της ΔΑΦ
πενταπλασιάστηκαν στη δεκαετία του ‘90. Μάλιστα σύμφωνα με έρευνες των
τελευταίων 5 ετών 1 στα 100 παιδιά παρουσιάζει κάποια αυτιστικά χαρακτηριστικά.
Φαίνεται ότι η αύξηση των καταγεγραμμένων περιστατικών ΔΑΦ αντανακλά εν μέρει τη
βελτίωση των διαγνωστικών κριτηρίων, η οποία με τη σειρά της είχε ως αποτέλεσμα την
αναγνώριση περισσότερων ατόμων με αυτιστικά χαρακτηριστικά αλλά υψηλή
λειτουργικότητα. Η πιο πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα, που διεξήχθη από το Κέντρο
Ελέγχου Πρόληψης Ασθενειών (Center for Disease Control and Prevention [CDC]) σε
πληθυσμό οχτάχρονων παιδιών σε έντεκα περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής,
αναφέρει ότι 1 στα 59 παιδιά (1,69%) διαγιγνώσκονται πλέον με ΔΑΦ (Baio et al., 2018).
Ωστόσο, αντίστοιχη έρευνα που έλαβε χώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπολογίζοντας τα
ετήσια ποσοστά διάγνωσης ΔΑΦ σε παιδιά ηλικίας 8 ετών από το 2004 έως το 2010,
βρήκε πολύ χαμηλότερη συχνότητα διάγνωσης στον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου,
1 στα 250 παιδιά (0,4%) για την ίδια χρονική περίοδο Οι ερευνητές θεωρούν ότι οι
παράγοντες αύξησης του ποσοστού των παιδιών με διάγνωση ΔΑΦ είναι ποικίλοι:
διευρυμένα διαγνωστικά κριτήρια, αναθεώρηση των συστημάτων ταξινόμησης,
καλύτερη ενημέρωση των ειδικών για τη συμπτωματολογία της διαταραχής, η οποία
οδηγεί σε βελτιωμένη αναγνώριση των περιστατικών, μικρή ηλικία διάγνωσης και το
φαινόμενο της διαγνωστικής υποκατάστασης (diagnostic substitution), δηλαδή της
ενσωμάτωσης περιπτώσεων που παλαιότερα κατηγοριοποιούνταν διαφορετικά στη
διάγνωση της ΔΑΦ.

Θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΑΦ Στα πλαίσια


της προσπάθειας βελτίωσης της λειτουργικότητας των ατόμων με ΔΑΦ, έχουν
αναπτυχθεί πολλές μέθοδοι αντιμετώπισης. Ορισμένοι ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις
βασίζονται στις αρχές της ψυχανάλυσης Ωστόσο, σύμφωνα με σχετικές μελέτες, τα
προγράμματα αντιμετώπισης που έχουν πιο άμεσα αποτελέσματα είναι αυτά που
ακολουθούν τις αρχές της γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας (οι αρχές αυτές και η
εφαρμογή τους σε διάφορες διαταραχές, όπως οι ΔΑΦ θα αναλυθούν στη Διδακτική
Ενότητα 8). Επιπλέον, έχουν διαμορφωθεί εκπαιδευτικές μέθοδοι και συστήματα με
κύριο στόχο ειδικά τη βελτίωση των επικοινωνιακών ικανοτήτων των παιδιών με ΔΑΦ.
Μερικά από τα πιο διαδεδομένα συστήματα αυτού του είδους είναι τα ακόλουθα: Α)
Σύστημα Επικοινωνίας μέσω Ανταλλαγής Εικόνων (Picture-Exchange Communication
System – PECS) (http://www.pecs-greece.com). B) Θεραπεία και
ΕκπαίδευσητωνΑυτιστικώνΠαιδιώνκαιτωνΠαιδιώνμεΑδυναμίεςστηνΕπικοινωνία
(TreatmentandEducationofAutisticandRelatedCommunicationHandicappedChildren –
TEACCH) (TEACCH). Γ) Σύστημα ΜΑΚΑΤΟΝ (http://www.makaton.org "Ίδρυμα για το
παιδί Παμμακάριστος" τηλ. 2294091206 και για τη Βόρεια Ελλάδα τηλ. 2310534475). Για
τη μουσικοθεραπεία στη ΔΑΦ να μελετηθεί το ακόλουθο κείμενο:
http://langcogdev.blogspot.com/2011/05/blog-post_23.html Την τελευταία δεκαετία έχει
αναπτυχθεί ιδιαίτερα ο κλάδος της Κοινωνικής Επικουρικής Ρομποτικής, ο οποίος
συμβάλει ιδιαίτερα στην έρευνα αλλά και την αντιμετώπιση προβλημάτων ΔΑΦ.

Σύνοψη/Ανακεφαλαίωση Αντικειμένου
Συνεδρίας Στην παρούσα εβδομαδιαία συνεδρία συζητήθηκαν ζητήματα που
αφορούν στη διάγνωση, τη συχνότητα, την αιτιοπαθογένεια αλλά και την αντιμετώπιση
της Διαταραχης Αυτιστικού Φάσματος. Παρόλο που το DSM5 καταργεί τις υπο-ομάδες
στο πλαίσιο της ΔΑΦ, υποστηρίζεται ότι η αναγκαιότητα της διατήρησή τους προκύπτει
από κλινικά και ερευνητικά δεδομένα, ενώ με τη σειρά της είναι απαραίτητη για τη
διάγνωση, τη θεραπευτική αντιμετώπιση αλλά και την πιο εμπεριστατωμένη μελέτη της
ΔΑΦ.

You might also like