Professional Documents
Culture Documents
Οπτική Αναπηρία και ομάδες παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο πλαίσιο του ενιαίου σχολείου
Οπτική Αναπηρία και ομάδες παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στο πλαίσιο του ενιαίου σχολείου
Περιεχό μενα
Εισαγωγή........................................................................................................................2
3. Κυπριακή Πραγματικότητα σε σχέση με την ειδική αγωγή και την οπτική αναπηρία
......................................................................................................................................10
5. Συμπέρασμα-Συζήτηση............................................................................................15
6. Βιβλιογραφικές αναφορές........................................................................................17
1
Εισαγωγή
Η αναπηρία, είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό το οποίο νοηματοδοτείται τόσο
από τα υποκείμενα όσο και από την ίδια την κοινωνία. Ωστόσο, ο ορισμός της
αναπηρίας εμπεριέχει διάφορα άτομα αλλά και ομάδες αλλά και δίαφορετικά
χαρακτηριστικά. Η ετερότητα στους ανθρώπους, όπως και η έννοια της αναπηρίας
μπορούν να προσεγγιστούν με βάση αντικρουόμενες θεωρίες και ενέχουν μέσα τους
κοινωνικές αλλά και πολιτικές και ηθικές αξίες οι οποίες είναι κυρίαρχες σε κάθε
εποχή.
Η όραση αποτελεί μια από τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπου , μέσα από την οποία ο
άνθρωπος εξερευνεί και ανακαλύπτει τον χώρο γύρο του και αποκτά την γνώση.
Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι, έχουν είτε από την γέννηση τους είτε μετά από κάποιο
ατύχημα ή ακόμη και κάποια ασθένεια, μερική ή και ολική απώλεια της αίσθησης της
όρασης, με αποτέλεσμα να διακρίνονται από οπτική αναπηρία.
Όταν αναφερόμαστε στην οπτική αναπηρία, κάνουμε λόγο τόσο για τα άτομα τα
οποία πάσχουν από ολική τύφλωση όσο για εκείνα με περιορισμένες δυνατότητες
όρασης. Η οπτική αναπηρία είναι στην ουσία η δυσλειτουργία των ματιών ή η
αδυναμία τους να ανταποκριθούν πλήρως στις λειτουργίες τους. Σημαντικό σε αυτό
το σημείο είναι να αναφέρουμε ότι η οπτική αναπηρία δεν συνιστά την ολοκληρωτική
απώλεια της όρασης, αλλά το άτομο είναι σε θέση να αντιληφθεί μερικώς είτε το φώς
είτε κάποιες κινήσεις και εικόνες.
Το μοντέλο της συνεκπαίδευσης έχει ως κύριο σκοπό και στόχο την ενσωμάτωση και
την ένταξή όλων των μαθητών στα πλαίσια της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και
την παροχή ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών σε όλους τους μαθητές. Δίνεται κυρίως
έμφαση στην συμμετοχή όλων των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και
την εμπλοκή τους σε αυτή με σκοπό και την ενσωμάτωση τους αργότερα στην
κοινωνία.
2
πλαίσιο και ύστερα γίνεται αποσαφήνιση των βασικών χαρακτηριστικών της οπτικής
αναπηρίας αλλά και της πολιτικής της συνεκπαίδευσης που ακολουθείται.
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η αναπηρία αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο δεν
επιδέχεται συγκεκριμένο ορισμό και για αυτό τον λόγο υπάρχει μια σύγχυση σε
σχέση με τον ορισμό του φαινομένου. Σύμφωνα με τον Titchkosky (2009, 1-2) η
ετερότητα στους ανθρώπους, όπως και η έννοια της αναπηρίας μπορούν να
προσεγγιστούν με βάση αντικρουόμενες θεωρίες και ενέχουν μέσα τους κοινωνικές
αλλά και πολιτικές και ηθικές αξίες οι οποίες είναι κυρίαρχες σε κάθε εποχή.
3
Ωστόσο, ο παραπάνω ορισμός δεν παρουσιάζει τον χαρακτήρα της αναπηρίας και για
τον λόγο αυτό, δεν είναι αποδεκτός από τα Ευρωπαϊκά κράτη. (Ζώνιου – Σιδέρη,
2011: 18).Κατά συνέπεια, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έκανε αναθεώρηση της
πρώτης του έκδοσης μεταβάλλοντας το περιεχόμενο της αναπηρίας «ένα σύνθετο και
μεταβαλλόμενο φαινόμενο, που οφείλεται στην αλληλεπίδραση των προσωπικών
χαρακτηριστικών ενός ατόμου και των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος, μέσα στο
οποίο το άτομο ζει» (World Health Organization, 2001: 18) Σύμφωνα με το
Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, (2008: 33) οι περιορισμοί των
δραστηριοτήτων σχετίζονται «δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα άτομα στην εκτέλεση
των δραστηριοτήτων ή τα προβλήματα που βιώνει ένα άτομο στην εμπλοκή του σε
καταστάσεις ζωής»
Σωματικές δομές και λειτουργίες: έχουν σχέση με την σωματική βλάβη, την
ανωμαλία ή και την απώλεια
Ατομικές δραστηριότητες: έχει σχέση με την φύση αλλά και το μέγεθος της
λειτουργικότητας του ίδιου του ατόμου
Συμμετοχή στην κοινωνία: έχει σχέση με τον τρόπο αλλά και το επίπεδο
συμμετοχής των ατόμων στην κοινωνία
4
Όπως αναφέρει ο Μιχαηλίδης (2009: 4) το άτομο με αναπηρία» «υστερεί σε κάποια
αίσθηση ή μέλος του σώματός του το οποίο μπορεί να είναι ή να μην είναι εμφανές και
που ακολουθείται από μια λειτουργική βλάβη που ενδέχεται να την έχει αποκτήσει το
άτομο κατά τη διάρκεια της ζωής του ή να γεννήθηκε με αυτή»
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον Oliver (1996: 33) η αναπηρία είναι μια
κοινωνική κατασκευή ή οποία είναι υπαρκτή μέσα από τους περιορισμούς τους
οποίους δέχεται το άτομο από την ίδια την κοινωνία και με από τις προκαταλήψεις
αλλά και τις θεσμικές διακρίσεις εις βάρος τους.
Από την άλλη πλευρά, με βάση το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας το οποίο
επικράτησε και στις αρχές του 1970, η αναπηρία είναι αποτέλεσμα της ίδια της
κοινωνίας. Αρχικά, το συγκεκριμένο μοντέλο επικράτησε από κινήματα των ατόμων
5
με αναπηρία αλλά και από μειονοτικές ομάδες με σκοπό να αντιμετωπίζονται ισάξια
από την κοινωνία. (Halmos, 2016: 3)
Στο κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας γίνεται μετατόπιση της αναπηρίας από την
ατομική ευθύνη στην κοινωνική. Το συγκεκριμένο μοντέλο λαμβάνει υπόψη του
κοινωνικές παραμέτρους οι οποίες αποτελούν την «ρίζα» του προβλήματος δίνοντας
παράλληλα έμφαση στην ένταξη των ατόμων με αναπηρία μέσα στην κοινωνία αλλά
και στο σύνολο. Σε αυτό το σημείο σημαντικό είναι να αναφερθεί πως το κοινωνικό
μοντέλο της αναπηρίας μετατοπίζεται από τις παθητικές πολιτικές σε σχέση με το
ιατρικό και βαδίζει στην ενεργό δράση και την παροχή βοηθείας στα άτομα με
αναπηρία.
Η έννοια της οπτικής αναπηρίας συνεπάγεται είτε σε ολική απώλεια της όρασης είτε
σε μερική απώλεια σε ένα ή και στα δύο μάτια. Σε σχέση με τον ορισμό της οπτικής
αναπηρίας υπάρχει μια διαφοροποίηση από χώρα σε χώρα. Ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας διαφοροποιεί σημαντικά τον ορισμό της οπτικής αναπηρίας τόσο
στην «χαμηλή» όραση όσο και στην «σοβαρή χαμηλή» όραση. Ωστόσο με βάση την
Εγκυκλοπαίδεια ‘Επιστήμη και ζωή’ η τύφλωση ‘οφείλεται σε βλάβη της οπτικής
οδού, που αποτελείται από τα δύο µάτια (δέκτες των οπτικών ερεθισµάτων), τα δύο
οπτικά νεύρα (αγωγός του οπτικού ερεθίσµατος) και από τους δύο λοβούς του ινιακού
λοβού του εγκεφάλου (κέντρο συναρµολόγησης και επεξεργασίας των ερεθισµάτων)»
(Εγκυκλοπαίδεια «Επιστήµη και ζωή»)
Όταν αναφερόμαστε στην οπτική αναπηρία, κάνουμε λόγο τόσο για τα άτομα τα
οποία πάσχουν από ολική τύφλωση όσο για εκείνα με περιορισμένες δυνατότητες
όρασης. Η οπτική αναπηρία είναι στην ουσία η δυσλειτουργία των ματιών ή η
αδυναμία τους να ανταποκριθούν πλήρως στις λειτουργίες τους. Σημαντικό σε αυτό
το σημείο είναι να αναφέρουμε ότι η οπτική αναπηρία δεν συνιστά την ολοκληρωτική
απώλεια της όρασης, αλλά το άτομο είναι σε θέση να αντιληφθεί μερικώς είτε το φώς
είτε κάποιες κινήσεις και εικόνες(Kirshbaum, Olkin, 2002). Η παραπάνω σημείωση
είναι σημαντική καθώς όπως φαίνεται οι άνθρωποι στην πλειοψηφία έχουν
λανθασμένη εικόνα σε σχέση με την οπτική αναπηρία και την συγχέουν με την
τύφλωση. Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα, η οπτική αναπηρία διαφοροποιείται
6
σημαντικά από άτομο σε άτομο καθώς τα μάτι έχουν πολλές λειτουργίες αλλά και
δυνατότητες. (Kirshbaum, Olkin, 2002).
Στα άτομα μικρότερης ηλικίας, η τύφλωση αποτελεί μια πιο περίπλοκη διαδικασία
καθώς τα μάτι είναι αρκετά πιο ευαίσθητα σε σχέση με των ενηλίκων και συνεπώς τα
παιδία με διαγνωσμένη ολική τύφλωση μπορούν να δουν μόνο το 5% από
αντικείμενα τα οποία βρίσκονται στον χώρο τους. Σε αντίθεση, τα παιδία με μερική
τύφλωση έχουν την δυνατότητα όρασης σε ποσοστό έως και 10-20%. (Kirshbaum,
Olkin, 2002).
7
σχέση με προβλήματα τα οποία συμβαίνουν κατά την διάρκεια του τοκετού όπως
τραυματισμού στο κρανίο του βρέφους. Τέλος, τα μεταγεννητικά αίτια είναι αυτά τα
οποία έχουν σχέση μολύνσεις ή ακόμη και με τραυματισμούς κατά την διάρκεια ζωής
του ατόμου ή και παιδικές ασθένειες.
Από την άλλη πλευρά, ένας από τους τομείς στον οποίο τα άτομα με προβλήματα
όρασης έχουν δυσκολία είναι και ο ψυχοκινητικός τομέας. Συγκεκριμένα, σε αυτό τον
τομέα εντοπίζεται ο προσανατολισμός όπως επίσης και η κινητικότητα. Είναι
σημαντικό, να αποσαφηνισθεί το περιεχόμενο τους ώστε να γίνει αντιληπτός και ο
βαθμός δυσκολίας των ατόμων με οπτική αναπηρία. Αρχικά, η κινητικότητα
σχετίζεται με την ικανότητα του ατόμου να κινείται μέσα στον περιβάλλοντα χώρο
του, ενώ ο προσανατολισμός σχετίζεται με την επίγνωση της θέσης του ατόμου μέσα
στον χώρο τον οποίο βρίσκεται και κινείται. (Κουτάντος, 2005)
8
Ακόμη, βρίσκονται αντιμέτωπα με δυσκολία σε σχέση με την στάση του σώματος
όπως επίσης και σε σχέση με την κινητικότητα αλλά και την ισορροπία τους
(Heward, 2011). Για τον λόγο αυτό, πολλές φορές τα άτομα με κινητική αναπηρία
κάνουν χρήση μπαστουνιού ώστε η μετακίνηση τους να καταστεί πιο εύκολη αλλά
και να μπορούν να προσανατολίζονται καλύτερα μέσα στον χώρο. (Heward, 2011).
Από την άλλη πλευρά, τα άτομα τα οποία διακρίνονται από ολική ή μερική απώλεια
της όρασης έχουν αυξημένες τις άλλες αισθήσεις, καθώς αξιοποιούν σε σημαντικό
βαθμό τόσο τα οσφρητικά όσο και τα ηχητικά ερεθίσματα με σκοπό να είναι σε
επικοινωνία με τον περιβάλλοντα χώρο γύρω τους. Έχουν αυξημένες αντιληπτικές
ικανότητες καθώς μέσω αυτών μπορούν και έχουν την δυνατότητα προσλήψεις
πληροφοριών από το περιβάλλον τους. Όπως αναφέρει ο Gibson (1969) η αίσθηση
της αφής όπως επίσης και της ανίχνευσης είναι αρκετά ανεπτυγμένες στα άτομα με
οπτική αναπηρία. Τα άτομα τα οποία έχουν κάποια μορφή οπτικής αναπηρίας
αντιλαμβάνονται με καθυστέρηση το περιβάλλοντα χώρο γύρω τους, όπως και την
οργάνωση του χώρου και του περιβάλλοντος τους. Σε σχέση με την ανεπτυγμένη
ικανότητα της αφής, σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα, τα άτομα αυτά έχουν
ανεπτυγμένες κάποιες περιοχές του εγκεφάλου οι οποίες σχετίζονται με την όραση,
δίνοντας τους έτσι την ικανότητα να απεικονίζουν τα αντικείμενα και τους
ανθρώπους μέσω της αυξημένης απτικής ικανότητας τους. (Goyal, Hansen &
Blakemore, 2006)
9
Το πρώτο στάδιο είναι αυτό της ίδρυσης ειδικών σχολείων στην Κύπρο την περίοδο
1929-1979 όταν οι βρετανοί αποικιοκράτες επιχειρούσαν να δημιούργησαν μια
θετική εικόνα μετά από την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάνης το 1925. Μέσα σε
αυτά τα πλαίσια ιδρύθηκε η πρώτη Σχολή Τυφλών ως μια ένδειξης κατευνασμού των
συναισθημάτων των Κυπρο. Οι μαθητές σε αυτή την σχολή αρχικά, ήταν μόνο αγόρια
ενώ προοδευτικά μετά το 1945 ξεκίνησαν να εγγράφονται και κορίτσια. Από το έτος
1982 το απολυτήριο του Γυμνασίου από την σχολή τυφλών αναγνωρίστηκε ως
ισότιμο με τα υπόλοιπα γυμνάσια δίνοντας έτσι την δυνατότητα στους μαθητές με
προβλήματα όρασης για περαιτέρω εκπαίδευση. Ωστόσο, παρά το σημαντικό αυτό
βήμα, το 1986 με απόφαση του διοικητικού συμβούλιου αποφασίστηκε η ένταξη
όλων ων μαθητών σε σχολεία γενικής εκπαίδευσης και το 1990 τερματίστηκα η
λειτουργία της σχολής. (Σχολή Τυφλών Άγιος Βαρνάβας, 2005).
Ο πρώτος νόμος σε σχέση με την ειδική αγωγή στην Κύπρο έκανε λόγο για παιδία με
αναπηρίες τα οποία τα κατέτασσε σε τέσσερις κατηγορίες: σε δυσπροσάρμοστα,
ασκήσιμα, σωματικά ανάπηρα και ως εκπαιδευτικός καθυστερούντα. Ωστόσο, ο πιο
σημαντικό νόμος στην Κύπρο ήταν το 1999 με βάση τον οποίο ορίστηκαν με σαφηνια
οι έννοιες της ειδικής αγωγής, όπως επίσης και καθορίστηκε το εκπαιδευτικό πλαίσιο
σε σχέση με την εκπαίδευση των παιδιών αυτών τόσο σε δημόσιες δομές, όσο και σε
κατάλληλα σχεδιασμένες δομές σε σχέση με τις ανάγκες του κάθε μαθητή.
Σε σχέση με το νομικό πλαίσιο για τους μαθητές που υπάγονται στην οπτική
αναπηρία στην Ελλάδα, οι μαθητές αυτοί συγκαταλέγονται στο σύνολο των μαθητών
με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες και Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση. (αρθ. 3,
Ν.3699/2008 Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές
εκπαιδευτικές ανάγκες)
10
Ακόμα, οι μαθητές αυτοί έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν σε ειδικά
οργανωμένα και κατάλληλα στελεχωμένα Τμήματα Ένταξης (ΤΕ) τα οποίο
λειτουργούν τόσο σε γενικά σχολεία όσο και σε ειδικά.
Σε γενικότερο πλαίσιο, η ειδική αγωγή στην Ελλάδα αλλά και η συνεκπαίδευση των
μαθητών με αναπηρία ξεκίνησε από το 1974 (Μαρινάκου-Καλαϊτζίδη, 2017) Έπειτα
από δύο χρόνια, δόθηκε οδηγία ένταξης των αποκλινόντων μαθητών στους
διευθυντές των σχολείων εάν έχουν την δυνατότητα να παρακολουθήσουν το
πρόγραμμα του σχολείου. Μέχρι και τα μέσα του 80΄η συνεκπαίδευση αλλά και η
ειδική αγωγή στην χώρα μας λειτουργούσε αποσπασματικά ενώ ήταν το 1981, όπου
και ψηφίστηκε ο πρώτος νόμος για την ειδική αγωγή. (Ζώνιου-Σιδέρη, 2000).
Το 2000 ήταν και πρώτος νόμος σε σχέση με την ειδική αγωγή ο οποίος είχε μια
σύγχρονη αντίληψη σε σχέση με την αναπηρία αλλά και στις επιδιώξεις τους φάνηκε
πως οι μαθητές με αναπηρία δεν αποκλείονταν από την γενική εκπαιδευτική πολιτική,
αλλά αντίθετα έγινε λόγος για συνεκπαίδευση. (Παπαμιχαήλ, 2006).
11
4 Πρακτικές εκπαιδευτικές εισηγήσεις σε μαθησιακό, συναισθηματικό,
κοινωνικόεπίπεδο στο πλαίσιο της ενιαίας εκπαίδευσης.
Στην σύγχρονη πραγματικότητα, μια από τις πιο σημαντικές προκλήσεις τις οποίες
αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα είναι η εκπαίδευση αλλά και η ένταξη των
ατόμων με προβλήματα και αναπηρίες στην γενική εκπαίδευση μεταξύ άλλων και
των μαθητών με οπτική αναπηρία. Το μοντέλο της συνεκπαίδευσης έχει ως κύριο
σκοπό και στόχο την ενσωμάτωση και την ένταξή όλων των μαθητών στα πλαίσια
της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά και την παροχή ίσων εκπαιδευτικών ευκαιριών
σε όλους τους μαθητές. Δίνεται κυρίως έμφαση στην συμμετοχή όλων των μαθητών
στην εκπαιδευτική διαδικασία αλλά και την εμπλοκή τους σε αυτή με σκοπό και την
ενσωμάτωση τους αργότερα στην κοινωνία. (Booth & Ainscow, 2002).
Η ενσωμάτωση αλλά και η ένταξη συνιστά ένα παγκόσμιο ζήτημα το οποίο έχει
αποκτήσει διεθνή εμβέλεια και πολλές είναι οι χώρες οι οποίες προσπαθούν να
εφαρμόσουν βέλτιστες πολίτες ένταξης και ενσωμάτωσης όλων των μαθητών με
οποιαδήποτε είδους αναπηρία. (Ζώνιου- Σιδέρη, 2000). Όπως αναφέρει ο Tilstone
(2000), σε όλες τις χώρες του κόσμου υπάρχουν προγράμματα στήριξης αλλά και
παρέμβασης για μαθητές με αναπηρίες με σκοπό την επίτευξη ενός αποτελεσματικού
εκπαιδευτικού περιβάλλοντος για όλους τους μαθητές συμπεριλαμβανομένου και των
μαθητών με οπτική αναπηρία. Απώτερος σκοπός των προγραμμάτων συνεκπαίδευσης
είναι η δημιουργία σχολείων χωρίς διακρίσεις. (Ζώνιου- Σιδέρη, 2000)
12
Έτσι λοιπόν, υπάρχουν τέσσερα μοντέλα σε σχέση με την συνεκπαίδευση τα οποία
είναι τα εξής: (Γιάννου, 2018).
13
τρόπο αυτό, έχουν την δυνατότητα μεγαλύτερης προσαρμοστικότητας αλλά και
μίμηση των κατάλληλων πρότυπων συμπεριφοράς. Τα παιδία αυτά, λόγω της
συνεκπαίδευσης, είναι κοινωνικά αποδεκτά από την ομάδα των ομηλίκων και
ταυτόχρονα μπορούν να προσαρμοστούν στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του
σχολείου αλλά και μετέπειτα της κοινότητας. Στους μαθητές με οπτική αναπηρία,
εφόσον έχουν τους παρέχεται ο κατάλληλος εξοπλισμός, έχουν την δυνατότητα μέσα
από την συνεκπαίδευση να γίνουν πιο αποτελεσματικοί στο μάθημα αλλά και να
αφομοιώσουν με μεγαλύτερη ευκολία την γνώση από τους συμμαθητές τους. ν
(Metsiou, Papadopoulos, & Agaliotis, 2011). Ακόμη, προσφέρεται η δυνατότητα
αλληλεπίδρασης αλλά και επικοινωνίας η οποίες με την σειρά τους βοηθούν τους
μαθητές με οπτική και όχι μόνο αναπηρία να ενσωματωθούν στην κοινωνία αργότερα
με μεγαλύτερη ευκολία.
Μια μεγάλη παρανόηση έγκειται στο γεγονός ότι με βάση τις αρχές της
συνεκπαίδευσης, όλοι οι μαθητές θα πρέπει να ενταχθούν στο ίδιο αναλυτικό
πρόγραμμα που ορίζει το γενικό σχολείο. Ωστόσο, σε περίπτωση που το υπάρχων
πρόγραμμα του σχολείου, δεν συμβαδίζει με τις ανάγκες των μαθητών με αναπηρία,
για αυτό τον σκοπό έχει αναπτυχθεί το Εξατομικευμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα
(ΕΕΠ). Ειδικότερα, το ΕΠΠ, αποσκοπεί στην επιτυχία όλων των μαθητών και είναι
διαμορφωμένο κατάλληλα για τους μαθητές με οπτική αναπηρία.
14
Σύμφωνα με τον Κουτάντος, (2005) στα ειδικά δημοτικά σχολεία, οι μαθητές με
οπτική αναπηρία έχουν ειδικούς δασκάλους οι οποίοι μεριμνούν για την φροντίδα
τους. Από την άλλη πλευρά, στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση τους, τα άτομα με
οπτική αναπηρία φοιτούν στις ίδιες σχολικές μονάδες με τα τυπικά αναπτυσσόμενα
παιδία ενώ ακόμη προβλέπεται και η ένταξη τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
(Στασινός, 2016).
5. Συμπέρασμα-Συζήτηση
Η αναπηρία είναι μια κοινωνική κατασκευή ή οποία είναι υπαρκτή μέσα από τους
περιορισμούς τους οποίους δέχεται το άτομο από την ίδια την κοινωνία και με από τις
προκαταλήψεις αλλά και τις θεσμικές διακρίσεις εις βάρος τους. Η έννοια της οπτικής
αναπηρίας συνεπάγεται είτε σε ολική απώλεια της όρασης είτε σε μερική απώλεια σε
ένα ή και στα δύο μάτια. Σε σχέση με τον ορισμό της οπτικής αναπηρίας υπάρχει μια
διαφοροποίηση από χώρα σε χώρα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διαφοροποιεί
σημαντικά τον ορισμό της οπτικής αναπηρίας τόσο στην «χαμηλή» όραση όσο και
στην «σοβαρή χαμηλή» όραση.
15
6. Βιβλιογραφικές αναφορές
Ελληνικές
Βλάχου, Α., Διδασκάλου, Ε. & Παπαπάνου, Ι. (2012). Εννοιολογικές προσεγγίσεις
της αναπηρίας και οι επιπτώσεις τους στην εκπαίδευση των ατόμων με αναπηρία. Στο
Α. Ζώνιου-Σιδέρη, Ε. Ντεροπούλου-Ντέρου & Α. Βλάχου-Μπαλαφούτη (Επιμ.),
Αναπηρία και εκπαιδευτική πολιτική. Κριτική προσέγγιση της ειδικής και ενταξιακής
εκπαίδευσης (σσ. 65-92). Αθήνα: Πεδίο.
Ενηµερωτικό φυλλάδιο για το ΚΕΑΤ, Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, Αθήνα, 2002
16
Heward, W. L. (2011). Παιδιά με ειδικές ανάγκες. Μια εισαγωγή στην Ειδική
Εκπαίδευση. Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος
Σχολή Τυφλών Άγιος Βαρνάβας (2005). Ιστορικό Σχολής Τυφλών Άγιος Βαρνάβας.
Φτιάκα, Ε. (2007). Ειδική και Ενιαία Εκπαίδευση στην Κύπρο. Αθήνα: Ταξιδευτής.
Ξενόγλωσσες
Booth, T. & Ainscow, M. (2002). Index for inclusion developing learning and
participation in schools. Centre for Studies on Inclusive Education.
17
Goyal M.S., Hansen P.J., Blakemore C.B. (2006). Tactile perception recruits
functionally related visual areas in the late blind. Neuroreport.
Halmos, H. (2016). The Synthesis of the Medical and Social Model of Disability, with
Special Regard to the Field of Labour (Doctoral Thesis). Pazmany Peter Catholic
University, Budapest.
Kirshbaum Megan, Olkin Rhoda. (2002). Parents with Physical, Systemic, or Visual
Disabilities. Sexuality and Disabilities, p.p. 65-78
Lohmeier, K., Blankenship, K., & Hatlen, P. (2009). Expanded core curriculum: 12
years later. Journal of Visual Impairment & Blindness, 103(2), 103–112.
Metsiou, K., Papadopoulos, K., & Agaliotis, I. (2011). Adaptive behavior of primary
school students with visual impairments: The impact of educational settings. Research
in developmental disabilities, 32(6), 2340-2345.
Wolffe, K., & Kelly, S. (2011). Instruction in areas of the expanded core curriculum
linked to transition outcomes for students with visual impairments. Journal of Visual
Impairment & Blindness, 105(6), 340 –349.
18
World Health Organization. (2001). International Classification of Functioning,
Disability and Health. Geneva: World Health Organization’s Office of Publication
UNESCO. (2017). Education and Disability. Fact Sheet No. 40. Montreal: UNESCO
Institute for Statistics
19