You are on page 1of 2

 Ονειροπόλος και αισιόδοξος υπερήλικος τρόφιμος γηροκομείου

Για δες, ξημέρωσε κιόλας. Άλλη μια μέρα. Δόξα τω Θεώ! Καλημέρα, ήλιε, καλημέρα!
Κοίτα πώς τρυπώνει το φως μέσα από τις κουρτίνες, πώς παιχνιδίζει πάνω στον καθρέφτη.
Τυχερός ήμουν που με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Στην άλλη πλευρά του διαδρόμου οι
«συνάδελφοι» βλέπουν στον φωταγωγό. Χα, χα, οι «συνάδελφοι»… Λες κι έχω να πάω στη
δουλειά. Κρίμα θά ‘ταν! Μέρα μ’ ήλιο σαν κι αυτό να την τρώει τ’ αφεντικό… Σε καλό μου, τι
μ’ έπιασε με τα τραγούδια σήμερα; Α, να θυμηθώ να ζητήσω μπαταρίες για το ραδιοφωνάκι
μου. Το ρολόι εκεί στον τοίχο ας μείνει σταματημένο, τι να το κάνω, μη χάσω το ραντεβού με
τον κυρ-Χάρο; Ας κρατάει αυτός την ώρα κι ας την έχει έγνοια. Καλά τον ξεγέλασα πάλι, και
με το εγκεφαλικό εδώ είμαι ακόμη. Στράβωσε λίγο το στόμα, στράβωσε και το μουστάκι κι
έμεινε παράλυτο το ένα χέρι, ε και; Μπορώ με τ’ άλλο πάντα να τσιμπάω το μάγουλο αυτής της
τσαπερδόνας της νοσοκόμας. Έλα, μη ζηλεύεις εσύ που μου χαμογελάς μέσα από τη
φωτογραφία. Θά ‘χεις και σήμερα το δωράκι σου. Θα βγω κούτσα-κούτσα με το μπαστουνάκι
μου στον κήπο και θα σου κόψω -κρυφά- το πιο όμορφο τριαντάφυλλο. Εδώ νά θα το βάλω, στο
ποτήρι δίπλα στην κορνίζα. Και μετά θα κλείσω τα μάτια και θα ονειρευτώ ότι περπατάμε χέρι-
χέρι στην ακρογιαλιά την ώρα που δύει ο ήλιος βάφοντας τη θάλασσα με χίλια χρώματα.
Καλημέρα καλή μου, σ’ αγαπώ!

 Φιλόμουσος πυγμάχος με κλίση στην κλασική μουσική

Τον ηλίθιο, τον ηλίθιο! Πόσες φορές του τό ‘χω πει; Όταν ανεβαίνω στο ρινγκ θέλω ν’
ακούγονται τα Κάρμινα Μπουράνα. Τι έβαλε αυτός; Τον …Γαλάζιο Δούναβη. Μάλιστα, να
χορέψω βαλσάκι με το βουβάλι που με περίμενε ξεφυσώντας και βγάζοντας αφρούς. Νά ‘μαι
τώρα, για κοίτα με: μαυρισμένα και τα δυο μάτια, πρησμένα τα χείλια, σχίστηκε πάλι και το
φρύδι. Αν δεν φόραγα το επιστόμιο θά ‘μουν και χωρίς δόντια. Πώς να ρίξω γροθιά στον άλλο
που αντηχούσε στ’ αυτιά μου η μελωδία του Στράους; Ενώ ο Ορφ πάντα μ’ ανέβαζε, με
ξεσήκωνε. Έτσι μού ’ρθε να παρατήσω τον αγώνα στη μέση. Δεν αντέχω άλλο, διχασμένη
προσωπικότητα έχω καταντήσει. Εγώ πιάνο ήθελα να μάθω, όχι να προπονούμαι απ’ το πρωί ώς
το βράδυ στον σάκο του μποξ και στο σπιντ μπαγκ. Ας όψεσαι βρε πατέρα που ήθελες να με
βάλεις στις πολεμικές τέχνες για να «γίνω άντρας». Κρυφά άκουγα στο παλιό πικάπ τους
δίσκους κλασικής μουσικής της μακαρίτισσας της μάνας μου. Μπαχ, Μπετόβεν, Μότσαρτ,
Βιβάλντι, Τσαϊκόφσκι… Άνοιγαν οι ουρανοί και κατέβαινε μια αιθέρια ορχήστρα αγγέλων. Μα
εγώ, αντί να χαϊδεύω τα πλήκτρα του πιάνου, έπρεπε να εξασκούμαι στο χουκ, στο άπερκατ και
στο ντιρέκτ. Και τώρα, «έφυγες» κι εσύ… Πού είσαι ένα μήνα τώρα να καμαρώνεις πού
‘βγαλες γιο πρωταθλητή; Είναι ώρα να ανεβάσω από το υπόγειο το πικάπ και τους δίσκους.
Τώρα πια μπορώ να πετάξω τα κόκκινα γάντια…

You might also like