You are on page 1of 135

2.

MEΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ-
843-1204

Α. ΜΕΡΟΣ. ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ


ΤΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ (1081)
Αρχιτεκτονική και διάκοσμος στα
μνημεία

Διδάσκων: Πασχάλης Ανδρούδης


Επίκουρος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας και
Τέχνης
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Καταστροφή Ιερών εικόνων
από τους εικονομάχους.
Μικρογραφία από το ψαλτήρι
«του Χλουντώφ»,
9ος αιώνας
Η ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ (843)
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η περίοδος της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1025), μπορεί να χωριστεί σε δύο άνισες,
ως προς τη σημασία, αλλά και τη διάρκειά τους χρονικές περιόδους. Η πρώτη από αυτές διήρκεσε από
το 867, έτος της ανόδου στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βασιλείου του Μακεδόνος (867-886),
σφετεριστή της εξουσίας και ιδρυτή της Μακεδονικής Δυναστείας, μέχρι το 1025, έτος θανάτου του
Βασιλείου Β΄ (976-1025), του επονομαζόμενου «Βουλγαροκτόνου». Η δεύτερη χρονική περίοδος
εκτείνεται από το 1025 ως το 1056, έτος θανάτου του τελευταίου μέλους της Δυναστείας, της
αυτοκράτειρας Θεοδώρας, ανεψιάς του Βασιλείου Β΄. Στη συνέχεια και μέχρι το 1081 που
εγκαινιάζεται η Δυναστεία των Κομνηνών, βασίλευσαν πολλοί αυτοκράτορες με σύντομη παραμονή
στο θρόνο, ενώ και οι συνέπειες της διακυβέρνησής τους ήταν συχνά δυσμενείς.
Η πρώτη περίοδος υπήρξε μια από τις πιο λαμπρές περιόδους της πολιτικής ζωής της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία έφθασε στο απόγειό της δύναμής της. Οι αυτοκράτορες κατά την
εποχή εκείνη ακολούθησαν μια άλλη, διαφορετική πολιτική, όχι την παλαιά αμυντική των
προκατόχων τους, αλλά αντίθετα μια επεκτατική πολιτική ενάντια στους Άραβες στα ανατολικά, αλλά
και στους Βούλγαρους και τους Ρώσους στα βόρεια. Η νέα πολιτική εφαρμόστηκε στο πεδίο της
μάχης με πολλούς και μακροχρόνιους αγώνες ενάντια στους προαναφερθέντες λαούς, αλλά στο τέλος
στέφθηκε από πλήρη επιτυχία. Η αναδιοργάνωση του στρατού της Αυτοκρατορίας, ύστερα από τις
μακραίωνες συγκρούσεις με τους Άραβες κατέστησε δυνατούς τους θριάμβους και την επέκταση των
συνόρων του Βυζαντίου στα χρόνια της βασιλείας των Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και
Βασιλείου Β΄ (β΄ μισό του 10ου- αρχές του 11ου αιώνα). Σημειώθηκαν λοιπόν σπουδαίες νίκες
ενάντια στους Βουλγάρους, νίκες ενάντια στους Άραβες στην Κύπρο, την Κρήτη, τη Συρία και την
Παλαιστίνη. Τέλος, πραγματοποιήθηκε προσάρτηση εδαφών στην Αρμενία, στη βόρεια Βαλκανική,
όπως και τη νότια Ιταλία.
ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΑΜΟΡΙΟΥ- ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΜΙΧΑΗΛ Γ΄ -
843- 867

ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ-

ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Α΄ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΟΣ –


867- 886

ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΛΕΟΝΤΟΣ ΣΤ΄ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ 886- 913

ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤ΄ ΤΟΥ


ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΟΥ 912- 959
H εποχή του Μιχαήλ Γ' - Δυναστεία του
Αμορίου (9ος αι)

-Το τέλος της εικονομαχίας


- Η σχολή της Μαγναύρας και ο Λέων ο
Φιλόσοφος
- Ο Φώτιος και το ενδιαφέρον για τους
αρχαίους συγγραφείς
- Εκχριστιανισμός των Σλάβων και των
Βουλγάρων
- Αραβοβυζαντινοί πόλεμοι-ακριτικά
τραγούδια
Η μετα-εικονομαχική τέχνη και νέες κατευθύνσεις
Το εικονογραφικό πρόγραμμα των ναών

Μετά τη νίκη των Εικονόφιλων και τη θριαμβευτική


αποκατάσταση των θρησκευτικών εικόνων στην
Κωνσταντινούπολη και σε όλη την υπόλοιπη επικράτεια,
γεννήθηκε στο Βυζάντιο μια νέα αντίληψη για την οργάνωση και
διακόσμηση του εσωτερικού χώρου των ναών. Επίσης οι τέχνες
του Βυζαντίου αναγεννήθηκαν στην κυριολεξία από τις στάχτες
τους και ακολούθησε μια λαμπρή καλλιτεχνική περίοδος, η οποία
μπορεί να γνώρισε την κορύφωσή της τον 10ο αιώνα, αλλά
συνεχίστηκε και αργότερα, μέχρι το τέλος του 12ου αιώνα.
Αρχιτεκτονική
Τα μεγάλα έργα της εποχής του Ιουστινιανού Α΄
(527-565) αποτελούν ουσιαστικά τα πρότυπα για την
αρχιτεκτονική δραστηριότητα της Μέσης Βυζαντινής
περιόδου (843-1204). Παρόλα αυτά, τα κατά πολύ
περιορισμένα οικονομικά μέσα του κράτους και των
επαρχιακών διοικήσεων οδήγησαν σε επιλογές κτιρίων, αλλά
και του γλυπτού διακόσμου τους, πολύ μικρότερης κλίμακας
σε σχέση με την παλαιοχριστιανική περίοδο.
Η βυζαντινή εκκλησιαστική και κοσμική
αρχιτεκτονική του 9ου-11ου αιώνα παρουσιάζει μια μεγάλη
πληθώρα αρχιτεκτονικών τύπων και εξωτερικής εμφάνισης
των κτισμάτων, αλλά και νεωτερισμών, ιδιαίτερα στη
χερσόνησο του Αίμου κατά τον 10ο αιώνα , όπου γνώρισε
ιδιαίτερη άνθηση.
Πάντως οι μεσοβυζαντινοί ναοί ήταν κατά πολύ μικρότερα κτίσματα σε σχέση με
τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές, γεγονός που ασφαλώς διευκόλυνε και την
ανέγερσή τους. Σε όλους τους νέους ναούς, μικρότερους και μεγαλύτερους,
εφαρμόζονταν οι ίδιες αρχές για την κατασκευή των τρούλων και των θόλων.
Όλοι οι τρούλοι, οι ημικυλινδρικοί θόλοι και τα σταυροθόλια κατασκευάζονταν
με κατάλληλα διαμορφωμένους ξυλότυπους.
Στη ναοδομία της μεσοβυζαντινής περιόδου κυριάρχησε ο αρχιτεκτονικός τύπος
του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο ναού, οποίος αποτελεί μετεξέλιξη
προγενέστερων αρχιτεκτονικών μορφών του Βυζαντίου. Ο εν λόγω τύπος μπορεί
με τη σειρά του να διακριθεί σε μικρότερους επιμέρους τύπους, με βάση την
αμοιβαία σχέση μεταξύ του κύριου σταυρικού τετραγώνου και του Ιερού:
α) τον σύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο,
β) τον ημισύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο,
γ) τον απλό τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο και
δ) τον απλό δικιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό.
Ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος που εμφανίστηκε αυτή την περίοδο είναι
ο οκταγωνικός, ο οποίος διακρίνεται με τη σειρά του στον «ηπειρωτικό» ή
σύνθετο οκταγωνικό και στο «νησιωτικό» ή απλό οκταγωνικό.
Οι υπόλοιποι αρχιτεκτονικοί τύποι της περιόδου είναι η βασιλική (σε πολύ
μικρότερες όμως διαστάσεις σε σχέση με την βασιλική της παλαιοχριστιανικής
περιόδου), ο ελεύθερος σταυρός με τρούλο, ο τρίκογχος και ο τετράκογχος ναός.
Σύνθετοι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι

Ο τρούλος στους σύνθετους σταυροειδείς εγγεγραμμένους ναούς στηρίζεται σε


πεσσούς ή σε κίονες, με τη μεσολάβηση τεσσάρων τόξων και ισάριθμων σφαιρικών
τριγώνων (λοφίων). Τα τόξα είναι τα μέτωπα των ημικυλιδρικών καμαρών των
τεσσάρων κεραιών του σταυρού. Ο σταυρός εγγράφεται σε ορθογώνιο ή τετράγωνο,
δημιουργώντας τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα με στέγαση κατά πολύ χαμηλότερη
με την αντίστοιχη του σταυρού. Το σταυρικό σχήμα διαγράφεται τόσο στην κάτοψη
του ναού, όσο και στην ανωδομή και τη στέγασή του. Οι καμάρες των κεραιών του
σταυρού παραλαμβάνουν τις πλάγιες ωθήσεις του τρούλου, ενώ τα γωνιακά
διαμερίσματα εξουδετερώνουν τις ωθήσεις των καμαρών. Έτσι ο τρούλος φέρεται σε
τέσσερα λεπτά στηρίγματα (πεσσούς ή κίονες), ενώ επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα
της εύκολης επικοινωνίας στο εσωτερικό του ναού και επιτυγχάνεται η ενότητά του.
Οι ερευνητές της βυζαντινής αρχιτεκτονικής διακρίνουν στην αρχιτεκτονική των
σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της εποχής δύο κυρίαρχες τάσεις:

α) Τα μνημεία της «Σχολής της Κωνσταντινούπολης»


β) Τα μνημεία της «Ελλαδικής Σχολής»
Σταυροειδείς εγγεγραμμένοι ναοί του «μεταβατικού τύπου»

Μια ιδιαίτερη κατηγορία ναών είναι αυτή του λεγόμενου «μεταβατικού τύπου»,
στην οποία υπάρχει ο συνδυασμός της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής και του ναού
του ελεύθερου σταυρού. Στους ναούς του τύπου αυτού, η στήριξη του τρούλου
δεν γίνεται σε τέσσερα ελεύθερα στηρίγματα όπως στους μεταβατικούς
(τρουλαίες βασιλικές) της «Σχολής της Κωνσταντινούπολης», αλλά σε τοίχους.
Τα γωνιακά διαμερίσματα καλύπτονται από ημικυλινδρικούς θόλους οι οποίοι
διατάσσονται κατά τον άξονα του κτιρίου, ενώ οι αψίδες ενώνονται με τον
εγγεγραμμένο σταυρό. Ο τύπος αυτός προέκυψε σταδιακά, αρχικά με τον
περιορισμό του μήκους του ναού και μετά με τη διεύρυνση των ανοιγμάτων στους
τοίχους μεταξύ των κλιτών. Υπάρχουν επίσης και ναοί στους οποίους το δυτικό
σκέλος είναι μικρότερο σε μήκος από το ανατολικό, με συνέπεια αυτές οι
επιφάνειες τοίχων να έχουν τη μορφή παραστάδων ή να είναι λίγο μεγαλύτερες
(συνεπτυγμένο δυτικό σκέλος).
Οι γνωστοί στις μέρες μας μεταβατικοί ναοί είναι, σύμφωνα με τον Παναγιώτη
Βοκοτόπουλο, είκοσι τρεις τον αριθμό . Από όλα αυτά τα μνημεία το παλαιότερο
βάσει ακριβούς χρονολόγησης είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου στη Σκριπού της
Βοιωτίας (873/874)
Κωνσταντινούπολη- Νέα Εκκλησία

Η Νέα Εκκλησία κτίστηκε από τον Βασίλειο Α΄ στα 885 σε ένα


πραγματικά μεγαλοπρεπές σχέδιο, το οποίο έμελλε να επηρεάσει καταλυτικά την
εξέλιξη της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής και την καθιέρωση του τύπου του
τρουλαίου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού . Ο ναός περιγράφηκε από τον
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο (945-959) ως πεντάτρουλος και με
δεύτερα πλάγια κλίτη. Στο εξωτερικό του ημισφαιρίου τους οι τρούλοι του ναού
ήταν επικαλυμμένοι με πλάκες χαλκού οι οποίες έλαμπαν και από μακριά
φαίνονταν ως χρυσές. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πορφυρογέννητου, το κύριο
σώμα του ναού πλαισίωνε στα βόρεια ένας: « … περίπατος κυλινδροειδής εξ ενύλων
γραφών κατηγλαϊσμένος την οροφήν … », ενώ στα νότια ένας « … άλλος ισομήκης
και ισόδομος δίαυλος … ».
Από την Νέα Εκκλησία σήμερα δεν σώζονται κατάλοιπα, ούτε μπορούν να
αποδοθούν σε αυτήν γλυπτά. Είναι πιθανό ότι κατά μίμηση αυτής κτίστηκε
ανάμεσα στα 1037 και 1046, ο μεγάλος ναός της Αγίας Σοφίας του Κιέβου, αρχικά
ως πεντάκλιτος και πεντάτρουλος. Αργότερα οι Ρώσοι μεγάλωσαν περαιτέρω την
έκτασή του, προσθέτοντας και άλλα κλίτη, ενώ οι τρούλοι αυξήθηκαν σε 13,
συμβολίζοντας έτσι τον Χριστό και τους δώδεκα Αποστόλους
ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ,
ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ 880
ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ,
ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ 880
ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ,
ΕΓΚΑΙΝΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ 880
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗ ΣΚΡΙΠΟΥ ΤΗΣ
ΒΟΙΩΤΙΑΣ
Πιθανότατα ο ναός σχεδιάσθηκε ως ταφικό μνημείο του χορηγού
του, του Λέοντα Πρωτοσπαθάριου (εκκλησιαστικός αξιωματούχος και
στρατηγός, διοικητής του θέματος της Ελλάδας που είχε έδρα τη
Θήβα) (873/874 μ.Χ.).
Οι Επιγραφές του Ναού

Από τις επιγραφές του ναού της Παναγίας,


ιδιαίτερα δεσπόζουν οι τρεις κτητορικές
επιγραφές και μία επιγραφή που βρίσκεται
στη δυτική πλευρά του νάρθηκα της εκκλησίας.
Οι επιγραφές αυτές, εκτός από το ότι καθόρισαν
το όνομα με το οποίο η εκκλησία
έγινε γνωστή ως «Παναγία Σκριπού», αποτελούν
πηγή πληροφοριών για το ναό, όπως η
ταυτότητα του κτήτορα και το έτος ανέγερσης
του ναού.
«ΕΠΗ ΒΑΣΙΛΙΟΥ Κ ΚΟΝΣΤΑΝΤΗΝΟΥ  ΚΑΪ ΛΕΩΝΤΟΣ
ΤΟΝ ΘΗΩΤΑΤΟΝ ΒΑΣΪΛΕΩΝ ΤΟΝ ΡΩΜΕΟΝ»

Η επιγραφή αυτή αναφέρεται στον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄


Μακεδόνα (867-886) και στα δύο παιδιά του, Κωνσταντίνο και
Λέοντα τον Στ΄ το Σοφό.
«ΕΚΑΛΗΕΡΓΗΣΕ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΤΟΥ ΑΓΪΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΤΟΥ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΕΟΝ Ο ΠΑΝΕΥΦΪΜΟΣ ΒΑΣΗΛΗΚΟΣ
ΠΡΟΤΟΣΠΑΘΑΡΪΟΣ ΚΑΪ ΕΠΗ ΤΟΝ ΥΚΪΑΚΟΝ ΥΠΕΡ
ΛΥΤΡΟΥ ΚΑΪ ΑΦΕΣΕΟΣ ΤΟΝ ΠΟΛΛΩΝ ΑΥΤΟΥ
ΑΜΑΡΤΗΩΝ ΕΤΟΥΣ ΑΠΟ ΚΤΗΣΕΟΣ ΚΟΣΜΟΥ
ΕΞΑΚΪΣΧΗΛΙΟΣΤΟ ΤΡΪΑΚΟΣΗΟΣΤΩ ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΩ Β»
«ΕΚΑΛΗΕΡΓΗΣΕΝ ΤΩΝ ΝΑΟΝ ΤΟΥ ΑΓΪΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΤΟΥ
ΚΩΡΥΦΕΟΥ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΛΕΟΝ Ω ΠΑΝΕΥΦΥΜΟΣ
ΒΑΣΪΛΗΚΟΣ ΠΡΟΤΟΣΠΑΘΑΡΗΟΣ ΚΑΪ ΕΠΗ ΤΩΝ ΥΚΗΑΚΩΝ ΥΠΕΡ
ΛΥΤΡΟΥ ΚΑΪ ΑΦΕΣΕΟΣ ΤΟΝ ΠΟΛΛΩΝ ΑΥΤΟΥ ΑΜΑΡΤΗΟΝ ΕΠΗ
ΪΓΝΑΤΗΟΥ ΤΟΥ ΥΚΟΥΜΕΝΗΚΟΥ ΠΑΤΡΗΑΡΧΟΥ ΑΜΗΝ»
Οι επιγραφές αυτές, όπως και η κυρίως κτητορική
επιγραφή, είναι γραμμένες με ανάγλυφα αλλά
ανορθόγραφα γράμματα,
αναφέρουν ότι τα παρεκκλήσια αυτά είναι αφιερωμένα
στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο και κτίστηκαν από
το Λέοντα Πρωτοσπαθάριο
έξι χιλιάδες τριακόσια ογδόντα δύο χρόνια από κτίσεως
κόσμου, επί Πατριαρχείας του Οικουμενικού Πατριάρχη
Ιγνατίου, δηλαδή το έτος 873 με 874 μ.Χ.
Ο Ιγνάτιος, ο οποίος είναι και άγιος της εκκλησίας και
γιορτάζει στις 23 Οκτωβρίου,  διετέλεσε Πατριάρχης δύο
φορές, από το 846 έως το 858 κι από το 867 ως το 877
μ.Χ.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιγνάτιος
Στη δυτική πλευρά του νάρθηκα και στην αριστερή γωνία, βρίσκεται επιγραφή με
χαραγμένα γράμματα και με κείμενο που αποτελείται από δώδεκα τρίμετρους ιαμβικούς
στίχους. Η επιγραφή αναφέρει

«ΟΥ ΦΘΟΝΟΣ ΟΥΔΕ ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΡΙΜΗΚΕΤΟΣ ΕΡΓΑ ΚΑΛΥΨΕΙ ΣΩΝ ΚΑΜΑΤΩΝ


ΠΑΝΑΡΙΣΤΕ ΒΥΘΩ ΠΟΛΥΧΑΝΔΕΙ ΛΗΘΗΣ ΕΡΓΑ ΕΠΕΙ ΒΟΟΩΣΙ ΚΑΙ ΟΥ ΛΑΛΕΟΝΤΑ ΠΕΡ
ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΔΕ ΓΑΡ ΤΕΜΕΝΟΣ ΠΑΝΑΟΙΔΙΜΟΝ ΕΞΕΤΕΛΕΣΑΣ ΜΗΤΡΟΣ
ΑΠΕΙΡΟΓΑΜΟΥ ΘΕΟΔΕΓΜΟΝΟΣ ΙΦΙΑΝΑΣΣΗΣ ΤΕΡΠΝΟΝ ΑΠΟΣΤΙΛΒΩΝ ΠΕΡΙΚΑΛΛΕΑ
ΠΑΝΤΟΘΕΝ ΑΙΓΛΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ Δ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩ ΕΣΤΑΤΟΝ ΑΜΦΩ ΩΝ
ΡΩΜΗΣ ΒΩΛΑΞ ΙΕΡΗΝ ΚΟΝΙΝ ΑΜΦΗΚΑΛΥΠΤΕΙ ΖΩΟΙΣ ΕΝ ΘΑΛΙΗΙΣΙΙ ΧΡΟΝΩΝ ΕΠ
ΑΠΕΙΡΟΝΑ ΚΥΚΛΑ Ω ΠΟΛΥΑΙΝΕ ΛΕΟΝ ΠΡΩΤΟΣΠΑΘΑΡΙΕ ΜΕΓΙΣΤΕ ΓΗΘΟΜΕΝΟΣ
ΚΤΕΑΤΕΣΣΙ ΚΑΙ ΕΝ ΤΕΚΕΕΣΣΙΝ ΑΡΙΣΤΟΙΣ ΧΩΡΟΝ ΕΠΙΚΡΑΤΕΩΝ ΤΕ ΠΑΛΑΙΦΑΤΟΥ
Η λόγια αυτή επιγραφή αυτή θυμίζει τη γλώσσα της Ιλιάδας και της
Οδύσσειας και είναι κατά κάποιο τρόπο προφητική και αναφέρει:
«Ούτε ο φθόνος, αλλά ούτε κι ο χρόνος θα καλύψει στο βυθό της λήθης
τα έργα του Λέοντα του Πρωτοσπαθάριου, ο οποίος κατείχε σαν κτήμα
του τον Ορχομενό. Και τα έργα αυτά τα οποία θα διαλαλούν διά μέσου
των αιώνων τα μεγαλεία του Θεού είναι το παναοίδιμον τέμενος της
απειρογάμου μητρός και τα δύο παρεκκλήσια των Αποστόλων Πέτρου
και Παύλου των οποίων την ιερή σκόνη», δηλαδή τα ιερά λείψανα,
«καλύπτει η γη της Ρώμης».
Με βάση τα παραπάνω η Παναγία δεν είναι απλά μνημείο χριστιανικό,
αλλά και μνημείο ελληνικό, καθώς καταρρίπτει όλες τις θεωρίες του
Falmeraier ότι τον ένατο αιώνα είχαν αφανισθεί οι Έλληνες από την
Ελλάδα και δεν ομιλούνταν τα ελληνικά.
Όλες λοιπόν οι επιγραφές της εκκλησίας, αλλά και ιδιαίτερα αυτή η
επιγραφή αποδεικνύουν ότι τον 9ο αιώνα και Έλληνες υπήρχαν στην
Ελλάδα και ελληνικά μιλούσαν και μάλιστα ορισμένοι από αυτούς
γνώριζαν άριστα, εκτός από την ελληνική διάλεκτο της εποχής, και την
αρχαία ελληνική γλώσσα.
Γλυπτός διάκοσμος
Εκτός από τις παραπάνω επιγραφές, ο εξωτερικός γλυπτός διάκοσμος της
Παναγίας Σκριπούς, ο οποίος δεν έχει προηγούμενο σε βυζαντινό ναό
περιλαμβάνει ανάγλυφους κοσμήτες με σταυρό, πτηνά και κισσόφυλλα, πλάκες με
ανάγλυφο διάκοσμο στις κόγχες, κιλλίβαντες (φουρούσια), μια πλάκα με ηλιακό
ρολόι, επιθήματα αμφικιονίσκων παραθύρων, κ.α. Στο εσωτερικό του ναού ο
γλυπτός διάκοσμος εντοπίζεται στους κοσμήτες και σε γλυπτά που προέρχονται
από το μαρμάρινο τέμπλο του .
Οι πλάκες με τον ανάγλυφο διάκοσμο στην κεντρική ημικυλινδρική
αψίδα του Ιερού είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ως προς τη μορφή και τον
ιδιαίτερο διάκοσμό τους. Η ζώνη εκατέρωθεν του παραθύρου της κεντρικής
αψίδας κοσμείται με συνδεόμενους κύκλους, από τους οποίους οι μεγαλύτεροι
περιέχουν μορφές ζώων, ανάμεσα σε κλαδιά κισσού, ενώ οι μικρότεροι κύκλοι με
κοσμούνται με ρόδακες. Τα κενά ανάμεσα σε κύκλους πληρούνται με παρόμοια
κλαδιά κισσού, ενώ στις δύο άκρες των γείσων έχει σκαλιστεί με ένα σύμπλεγμα
με ρόδακες, όμοιο με αυτό που υπάρχει σε ένα από τα θωράκια του ναού του
Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στη Θήβα. Σύμφωνα με τη Μαρία Σωτηρίου, τα
γλυπτά αυτά φανερώνουν τις ανατολικές επιδράσεις στη βυζαντινή γλυπτική της
εποχής.
ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ (ΤΕΛΟΣ 9ου
ΑΙΩΝΑ)
.

Εκκλησιαστική αρχιτεκτονική κατά τον


10ο αιώνα
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

Η τρίκλιτη βασιλική χρησιμοποιήθηκε την μεσοβυζαντινή εποχή


όπως και αργότερα, με τις δύο βασικές μορφές της, της
ξυλόστεγης και της καμαροσκέπαστης. Οι βασιλικές όμως την
εποχή αυτή είναι πολύ λίγες και αποτελούν ουσιαστικά
επιβιώσεις, αρχαϊσμούς και αρκετές φορές κτίστηκαν επάνω στα
ερείπια παλαιοχριστιανικών βασιλικών, των οποίων
ακολούθησαν λίγο-πολύ τροποποιημένο το αρχικό σχέδιο.
Χρησίμευαν συνήθως ως μητροπολιτικοί ναοί. Αυτό μπορεί να
ερμηνευτεί αφενός από τα συντηρητικό πνεύμα της
εκκλησιαστικής ηγεσίας, αφετέρου από τις ανάγκες που είχε ένας
μητροπολιτικός ναός, ο οποίος έπρεπε να είναι ευρύχωρος για να
συγκεντρώνει άμεσα το εκκλησίασμα, μιας και ο μητροπολιτικός
ναός ήταν στο Βυζάντιο η καρδιά της πόλης, ο άξονας της
κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής.
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

Είναι γεγονός ότι στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη η


βασιλική χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα ή σχεδόν καθόλου.
Αντίθετα, παρουσιάζει μεγάλη διάδοση στην επαρχία και στις
γειτονικές χώρες του Βυζαντίου. Τα τελευταία χρόνια όμως
διαπιστώθηκε η ύπαρξη πολλών μεσοβυζαντινών βασιλικών
στον ελλαδικό χώρο, από τη Μακεδονία μέχρι την Πελοπόννησο
και στα νησιά του Αιγαίου. Αυτή η διασπορά των βασιλικών σε
σχεδόν ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και μάλιστα σε περιοχές
που δεν είχαν ποτέ εγκατασταθεί Σλάβοι ανατρέπει μια θεωρία
που είχε διατυπωθεί παλαιότερα:
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη θεωρία, στα μεσοβυζαντινά χρόνια


που κυριαρχούν οι σταυροειδείς εγγεγραμμένοι και οι μονόχωροι
δρομικοί ναοί, η ίδρυση τρίκλιτων βασιλικών θα έπρεπε να
θεωρηθεί ως εκδήλωση της αντίδρασης του σλαβικού στοιχείου
στη βυζαντινή επιρροή της Κωνσταντινούπολης.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο αρχαίος τύπος της βασιλικής δεν
αναβίωσε στις σλαβικές χώρες των Βαλκανίων γα ειδικούς
λόγους, αλλά επεβίωσε στην Ελλάδα όπως και αλλού.
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ

Οι μεσοβυζαντινές βασιλικές συνεχίζουν την αρχιτεκτονική


μορφολογία που διαμορφώθηκε τον 7ο και τον 8ο αιώνα. Είναι
τρίκλιτες, έχουν ψηλότερο το κεντρικό κλίτος, που διατρυπάται
από παράθυρα. Οι στέγες είναι δίρριχτες, στο μεσαίο κλίτος και
μονόρριχτες στα πλάγια κλίτη. Τα κλίτη χωρίζονται με κίονες ή
πεσσούς ή και τοίχους με ανοίγματα. Οι περισσότερες είναι
ξυλόστεγες, υπάρχουν όμως και αρκετές καμαροσκέπαστες. Οι
τελευταίες ονομάζονται «ανατολίζουσες», γιατί ο τρόπος
στέγασης αυτός θεωρείται επίδραση της Ανατολής, όπου
εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό.
ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ
ΑΓΙΟΣ
ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ
ΠΡΕΣΠΑΣ (986-
990)
Ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα και τρεις
ημικυκλικές αψίδες. Η πρόθεση και το διακονικό στεγάζονται
με τρουλλίσκους και παίρνουν τη μορφή σταυροειδούς
εγγεγραμμένου, τρουλλαίου ναίσκου με συνεπρυγμένες τις
κεραίες.
Στη βασιλική φυλάσσονταν τα λείψανα του αρχιεπισκόπου
Λαρίσης Αγίου Αχιλλείου. Τα λείψανα μαζί με τους
παραδοθέντες στον ηγεμόνα των Βλάχων και των Βουλγάρων
Σαμουήλ κατοίκους μεταφέρθηκαν στην Πρέσπα το 985.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΣΤΡΟΥ ΣΕΡΒΙΩΝ ΚΟΖΑΝΗΣ
(π. 1000)
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΖΟΥΡΤΣΑΣ ΤΡΙΦΥΛΛΙΑΣ (τέλος
10ου αι.)
ΠΡΩΤΑΤΟ ΚΑΡΥΩΝ (πρώτο μισό 10ου
αι.)
Στο ρυθμό της τρίκλιτης βασιλικής ανήκει και η αρχική φάση του
αρχαιότερου ναού στο Άγιον Όρος που από τον 10ο αιώνα
αποβαίνει το σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο στη Μακεδονία
και γενικότερα στην Ορθοδοξία. Ο ναός βρίσκεται στις Καρυές, στο
κέντρο της χερσονήσου του Άθω, όπου είναι η έδρα του Πρώτου,
του πνευματικού ηγέτη της μοναστικής κοινότητας και για αυτό το
λόγο ίσως κτίστηκε στο ρυθμό της βασιλικής, όπως συνηθίζεται για
τους μητροπολιτικούς ναούς.
ΠΡΩΤΑΤΟ ΚΑΡΥΩΝ (πρώτο μισό 10ου
αι.)
ΠΡΩΤΑΤΟ ΚΑΡΥΩΝ (πρώτο μισό 10ου
αι.)
Ο ναός είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου και
κτίστηκε το α΄ μισό του 10ου αιώνα. Ο Όσιος Αθανάσιος ο
Αθωνίτης όταν ήλθε λίγο μετά το 961 στον Άθω, το 965 με χρήματα
του Λέοντος, αδελφού του Νικηφόρου Φωκά, άλλαξε την εσωτερική
διάταξη του ναού, διευρύνοντας το κέντρο του. Η διεύρυνση αυτή
συνίστατο στην αφαίρεση από το κέντρο πεσσών που χώριζαν τη
βασιλική σε κλίτη δημιουργώντας έτσι ένα εγκάρσιο κλίτος, όπου οι
δύο πλάγιες υποδιαιρέσεις του, η βόρεια και η νότια χρησίμευαν ωσ
χοροί. Έτσι το κτίριο πήρε ήδη τον 10ο αιώνα τη μορφ’η
σταυρόσχημου εσωτερικού εγγεγραμμένου ναού, του οποίου οι
κεραίες χωρίζονται με πεσσούς και μπορούσε από αυτήν την άποψη
να συσχετιστεί με τους μεταβατικούς σταυροειδείς εγγεγραμμένους
ναούς (Σκριπού), χωρίς όμως τρούλο.
ΒΑΣΙΛΙΚΕΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ (10ος αι.)

Ιδιόρρυθμες είναι οι τρεις μικρές τρίκλιτες βασιλικές «ανατολικού


τύπου» στην Καστοριά (Άγιος Στέφανος, Άγιοι Ανάργυροι,
Ταξιάρχες Μητροπόλεως).
.

MONH TOY ΛΙΒΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ


(907, Κωνσταντίνος Λίβας)
Το καθολικό της Μονής της Παναγίας Παναχράντου (ή Μονής του Λιβός) στην
Κωνσταντινούπολη αποτελεί ένα συγκρότημα
. από δύο ναούς. Ο βόρειος ναός, ο
οποίος ιδρύθηκε από τον δρουγγάριο του στόλου Κωνσταντίνο Λίβα το έτος 907,
κτίστηκε στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο.
Στα τέλη του 13ου αιώνα προστέθηκε στη νότια πλευρά του ναού ο ναός του
Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και περιμετρικά ένα περίστωο.
Ως προς τον τύπο του ο αρχικός βόρειος ναός είναι ένας σύνθετος σταυροειδής
εγγεγραμμένος τετρακιόνιος και πεντάτρουλος, με τους τέσσερις μικρότερους
τρούλους του να υψώνονται επάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα. Ο
αρχιτεκτονικός αυτός τύπος θεωρείται κατεξοχήν κωνσταντινουπολίτικος και
εφαρμόστηκε με επιτυχία στους σπουδαιότερους ναούς της εποχής .
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς στα 1453. η
μονή παραχωρήθηκε στην οικογένεια Fenari, ενώ η νότια εκκλησία μετατράπηκε
σε μεστζίτ (τζαμί χωρίς μιναρέ) στα 1460-1480. Το 1636 ο Μεγάλος Βεζίρης
Bayram Paşa αφαίρεσε τα εναπομείναντα γλυπτά και μαρμαροθετήματα από το
καθολικό, μετασκεύασε το μεστζίτ σε τζαμί προσθέτοντας μιναρέ και μετέτρεψε
τη βόρεια εκκλησία σε τεκέ .
Από τον αρχικό βόρειο ναό σώζεται πολύ κομψός γλυπτός
διάκοσμος, ο οποίος περιλαμβάνει γείσα, αμφικιονίσκους και
επιθήματα αμφικιονίσκων παραθύρων, υφαψίδια. Πολλά επίσης
γλυπτά του μεσοβυζαντινού ναού, όπως τμήματα από μαρμάρινες
πλάκες, κεφάλια και σώματα αετών και παγονιών (τα
χαρακτηριστικά τους καταστράφηκαν από τους Τούρκους),
σπαράγματα εικόνων με ενθετική τεχνική, πλαίσιο-διάφραγμα
παραθύρου από μάρμαρο, αλλά και εφυαλωμένα πλακίδια με γραπτό
διάκοσμο, βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1929 και της δεκαετίας του
1960. Στην ανασκαφή του 1929 στη βόρεια εκκλησία
ανακαλύφθηκαν πολλές μαρμάρινες μονολιθικές σαρκοφάγοι με
απλό διάκοσμο με σταυρό. Στις ανασκαφές αποκαλύφθηκαν και
σπασμένα μέλη από Παλαιολόγεια γλυπτά, τα οποία προέρχονται
από την υστεροβυζαντινή φάση του ναού.
.

MONH TOY ΜΥΡΕΛΑΙΟΥ,


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, 922
Η Μονή Οσίου Λουκά είναι χτισμένη στις δυτικές
υπώρειες του Ελικώνα κάτω από την ακρόπολη της
αρχαίας Στείριδας, κοντά στο χωριό Στείρι, στη
Βοιωτία. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα
μνημεία της μεσοβυζαντινής τέχνης και
αρχιτεκτονικής και περιλαμβάνεται στην κατάλογο
μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO
από κοινού με τα άλλα δύο σωζόμενα μοναστήρια
της μεσοβυζαντινής περιόδου στην Ελλάδα, τη
Νέα Μονή και τη Μονή Δαφνίου. Ο Όσιος Λουκάς
είναι ωστόσο μεγαλύτερος και διαφέρει από το
Δαφνί και τη Νέα Μονή στο ότι είναι αφιερωμένος
σε ένα μοναδικό Όσιο, τον Όσιο Λουκά τον
Στειριώτη (29 Ιουλίου 896 - 7 Φεβρουαρίου 953).
Ο ναός της Παναγίας της Μονής του Οσίου Λουκά, άσκησε μεγάλη επιρροή στον
πνευματικό και καλλιτεχνικό βίο της Ελλάδας, αλλά και στη ναοδομία των γύρω περιοχών.
Κτισμένος στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς
εγγεγραμμένου ναού με τρούλο, ο οποίος . κυριαρχεί στη ναοδομία της «Σχολής της
Κωνσταντινούπολης», ο κυρίως ναός έχει στα δυτικά του έναν ευρύχωρο νάρθηκα, ο οποίος
είναι γνωστός ως «λιτή». Η τελευταία συνέχεται με έναν ιδιότυπο εξωνάρθηκα,
αποτελούμενο από ένα ανοικτό προστώο με δύο κλειστά διαμερίσματα στα δύο του άκρα, τα
οποία εξείχαν από τους πλάγιους τοίχους του κυρίως ναού. Από τα διαμερίσματα αυτά το
νότιο ενσωματώθηκε στο μεταγενέστερο καθολικό της μονής. Όταν πραγματοποιήθηκαν
αναστηλωτικές εργασίες στο ναό, αποκαλύφθηκε, κάτω από την ορθομαρμάρωση του
καθολικού, μια τοιχογραφία που άλλοτε κοσμούσε τον ανατολικό τοίχο του νοτίου
διαμερίσματος του εξωνάρθηκα. Πρόκειται για τη μοναδική τοιχογραφία που διασώθηκε από
τον αρχικό διάκοσμο του ναού της Παναγίας και η οποία απεικονίζει το επεισόδιο της
εμφάνισης του αρχάγγελου Μιχαήλ στον Ιησού του Ναυή πριν από την άλωση της Ιεριχούς .
Η έκταση, ο πλούτος και ο διάκοσμος του ναού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αντίστοιχους σε
κτίσματα αυτοκρατορικά ή κτίσματα υψηλόβαθμων αξιωματούχων, όπως το καθολικό της
Μονής του Λιβός στην Κωνσταντινούπολη.
Οι υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού που σώζονται στο νότιο σκέλος του σταυρού και στο
διακονικό δεν είναι οι αρχικές. Απεικονίζουν ιεράρχες και έχουν χρονολογηθεί στο τέλος του
12ου αιώνα.
.
.
Ο ναός της Παναγίας διασώζει αξιόλογο γλυπτό διάκοσμο, ο
οποίος παρουσιάζει πρωτοτυπία. Στα ιδιαίτερα στοιχεία του
συγκαταλέγονται τα ψευδοκουφικά θέματα και γενικά οι
«ανατολίζουσες» επιδράσεις . Στο διάκοσμο συγκαταλέγονται το
μαρμάρινο τέμπλο, τα κιονόκρανα που στηρίζουν τον τρούλο, όπως
και οι μαρμάρινες πλάκες που τον επενδύουν εξωτερικά. Ο όρος
«ψευδοκουφικά», οφείλεται σε μίμηση από Βυζαντινούς τεχνίτες
της αραβικής γραφής με όρθιους χαρακτήρες («κουφικά») που
επινοήθηκε στην πόλη Κούφα της Αραβίας.
.
Το Καθολικό, που χτίστηκε για να στεγάσει τα λείψανα του
οσίου, είναι η μεγαλύτερη εκκλησία του συγκροτήματος
και βρίσκεται στα νότια της εκκλησίας της Παναγίας.
Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς
οκταγωνικού ναού, στον οποίο ο τρούλος (διαμέτρου
περίπου 9 μ.) στηρίζεται σε οκτώ πεσσούς αντί των
τεσσάρων του κανονικού εγγεγραμμένου σταυροειδούς
ναού. Οι πεσσοί αυτοί είναι τοποθετημένοι πιο κοντά στους
τοίχους διευρύνοντας τον κεντρικό χώρο του κυρίως ναού.
Ο συγκεκριμένος τύπος είναι ειδικότερα γνωστός ως
σύνθετος οκταγωνικός ή ηπειρωτικός, καθώς η
σταυροειδής διάταξη διατηρείται στις καμάρες της οροφής
και ανάμεσά τους παρεμβάλλονται ημιχώνια.
Χαρακτηριστικό του τύπου είναι και η διαμόρφωση
περιστώου γύρω από τον κεντρικό χώρο του κυρίως ναού.
Τα λαμπρά ψηφιδωτά που κοσμούν τις ανώτερες επιφάνειες του καθολικού,
αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά σύνολα της
μεσοβυζαντινής τέχνης. Χρονολογούνται γύρω στη δεύτερη και τρίτη
δεκαετία του 11ου αι., είναι δηλαδή πρωιμότερα από τα άλλα δύο μεγάλα
ψηφιδωτά σύνολα του ελλαδικού χώρου, αυτά της Νέας Μονής Χίου και
του Δαφνίου.
Στη κόγχη του ιερού απεικονίζεται η Παναγία ένθρονη Βρεφοκρατούσα, ενώ
στο χαμηλό θόλο πάνω από το ιερό παριστάνεται η Πεντηκοστή. Στο μεγάλο
τόξο επάνω από την είσοδο του ιερού εικονίζονται οι δύο αρχάγγελοι
Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο χριστολογικός κύκλος αντιπροσωπεύεται με
τέσσερις σκηνές στα ημιχώνια (ο Ευαγγελισμός που δεν σώζεται, η
Γέννηση, η Υπαπαντή και η Βάπτιση) και με τέσσερις σκηνές από τον κύκλο
του Πάθους (ο Νιπτήρας, η Σταύρωση, η Ανάσταση και η Ψηλάφηση του
Θωμά). Στο διακονικό διατηρούνται δύο σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης, ο
Δανιήλ στο λάκκο των Λεόντων και οι Τρεις Παίδες στην κάμινο. Τη
ψηφιδωτή διακόσμηση συμπληρώνουν παραστάσεις ενός πολύ μεγάλου
αριθμού αγίων, κυρίως μοναχών, ιεραρχών, στρατιωτικών αγίων και αγίων
ιατρών. Τα δύο παρεκκλήσια, βορειοδυτικό και νοτιοδυτικό, μικρό τμήμα
του βορειοανατολικού διαμερίσματος και η κρύπτη κοσμούνται με
τοιχογραφίες που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 11ου αι[
ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΥΣ
ΚΟΜΝΗΝΟΥΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Η΄ (1025- 1028)


ΖΩΗ ΚΑΙ ΡΩΜΑΝΟΣ Γ΄ (1028-1034)
ΖΩΗ ΚΑΙ ΜΙΧΑΗΛ Δ΄ (1034-1041)
ΜΙΧΑΗΛ Ε΄ (1041-1042)
ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Θ΄ ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ (1042-
1054)
ΘΕΟΔΩΡΑ (1055-1056)
ΜΙΧΑΗΛ ΣΤ΄ (1056-1057)
ΙΣΑΑΚΙΟΣ Α΄ ΚΟΜΝΗΝΟΣ (1057-1059)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι΄ ΔΟΥΚΑΣ (1059- 1067)
ΡΩΜΑΝΟΣ Δ΄ ΔΙΟΓΕΝΗΣ (1068-1071)
ΜΙΧΑΗΛ Ζ΄ ΔΟΥΚΑΣ (1071-1078)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Γ΄ ΒΟΤΑΝΕΙΑΤΗΣ (1078-1081)
ΝΕΑ ΜΟΝΗ - ΧΙΟΣ
Οκταγωνικοί ναοί «Νησιωτικού τύπου»
Καθολικό της Νέας Μονής Χίου

Το καθολικό της Νέας Μονής Χίου, το οποίο ανήκει στο λεγόμενο «νησιωτικό»
(ή απλό) οκταγωνικό τύπο κτίστηκε και διακοσμήθηκε γύρω στα 1054 από τον
αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055) .
Οι εξωτερικές όψεις του ναού διαρθρώνονται με τυφλά αψιδώματα, τοξωτά
κογχάρια σε δύο σειρές, πολυγωνικές αψίδες, καμπύλα αετώματα. Ο τρούλος δεν
είναι ο αρχικός, αλλά ανακατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα, έπειτα από μεγάλο
σεισμό ο οποίος κατέστρεψε τον αρχικό. Στις τοιχοποιίες του ναού παρατηρείται
η χρήση της τεχνικής της κρυπτής πλίνθου.
Στο εσωτερικό του ναού οι τοιχοποιίες καλύπτονται με ορθομαρμάρωση από
ορθογώνιες πολύχρωμες πλάκες μέχρι τη στάθμη γένεσης της θολοδομίας. Πιο
επάνω οι επιφάνειες κοσμούνται με εξαίσια ψηφιδωτά.
Τα γλυπτά του καθολικού προέρχονται από το τέμπλο, τα κιονόκρανα, τα
θυρώματα, κ.α. Το μαρμάρινο τέμπλο του ναού έχει ανακατασκευαστεί, με
συμπληρώσεις των μελών στα σημεία όπου αυτά είχαν χαθεί.

You might also like