You are on page 1of 19

28 εγκληματίες ναζί που κατέφυγαν στη Νότια

Αμερική
από panther1924

Αντιφασισμός / Αντιεθνικισμός / Αντιρατσισμός Ιστορία - Θεωρία

Η μεταπολεμική ιστορία δείχνει ότι μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της
Ναζιστικής Γερμανίας πολλές χιλιάδες ναζί και φασίστες εγκληματίες πολέμου κατέφυγαν στη Νότια
Αμερική και κυρίως στην Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή και Παραγουάη. Αυτοί που βοήθησαν στη διαφυγή
τους ήταν η ναζιστική οργάνωση ODESSA, η λιγότερο γνωστή ναζιστική οργάνωση Die Spinne, διάφοροι
εκπρόσωποι της Χριστιανικής Εκκλησίας, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και άλλοι. Σε μια μυστική
συνάντηση που έγινε τον Αύγουστο του 1944 στο Στρασβούργο, διάφοροι Γερμανοί μεγαλοεπιχειρηματίες
(βιομήχανοι και τραπεζίτες) αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν τη δημιουργία δικτύων διαφυγής διαφόρων
στελεχών του ναζιστικού κόμματος, με την ελπίδα δημιουργίας ενός Τέταρτου Ράιχ τα επόμενα χρόνια.
Παρακάτω παραθέτουμε μια σύντομη λίστα με 28 ονόματα φυγάδων που κατέφυγαν στη Νότια Αμερική
για να μη λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που διέπραξαν.

1) Ludolf von Alvensleben (17 March 1901 – 17 March 1970) : Αξιωματικός των SS και της Γερμανικής
Αστυνομίας στην κατεχόμενη Πολωνία και στη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ). Κατηγορήθηκε για εγκλήματα
πολέμου, μεταξύ των οποίων ήταν και η δολοφονία τουλάχιστον 4.247 Πολωνών από μονάδες που
βρίσκονταν υπό τις διαταγές του. Τον Απρίλιο του 1945 συνελήφθη από Βρετανούς στρατιώτες, αλλά στα
τέλη του 1945 απέδρασε από το Neuengamme. Στις αρχές του 1946 έφυγε μαζί με την οικογένειά του με
προορισμό την Αργεντινή. Στη χώρα αυτή έζησε με το ψεύτικο όνομα Carlos Lücke και η κυβέρνηση του
Περόν το 1952 του έδωσε αργεντίνικη υπηκοότητα. Τον Ιανουάριο του 1964, το περιφερειακό δικαστήριο
του Μονάχου εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον Alvensleben για τη δολοφονία τουλάχιστον 4.247
ανθρώπων στην κατεχόμενη από τους ναζί Πολωνία, αλλά αυτός δεν οδηγήθηκε ποτέ στη δικαιοσύνη.
Πέθανε το 1970 στην Αργεντινή, στο χωριό Santa Rosa de Calamuchita.

2) Nikolaus "Klaus" Barbie (26 October 1913 – 25 September 1991) : Αξιωματικός των SS και της
Γκεστάπο. Έγινε γνωστός ως «ο χασάπης της Λυών» για την προσωπική συμμετοχή του σε απάνθρωπα
βασανιστήρια εις βάρος Γάλλων αντιναζιστών – αντιφασιστών. Μετά τον πόλεμο, δέχτηκε πρόθυμα να
προσφέρει τις υπηρεσίες του στη CIC (αμερικανική στρατιωτική υπηρεσία πληροφοριών), η οποία τον
θεώρησε χρήσιμο υπάλληλο στο πλαίσιο των αντικομμουνιστικών της σχεδιασμών. Εντάχθηκε στη CIC το
1947 και στάλθηκε στη Δυτική Γερμανία. Οι Γάλλοι εντόπισαν τα ίχνη του Κλάους Μπάρμπι και αφού τον
καταδίκασαν για εγκλήματα πολέμου, ζήτησαν από τις ΗΠΑ να τους τον παραδώσουν. Οι Αμερικάνοι
κατάφεραν να τον φυγαδεύσουν στη Βολιβία, με τη βοήθεια Κροατών Ρωμαιοκαθολικών ιερέων, όπως ο
Krunoslav Draganović. Το 1965 ο Μπάρμπι προσλήφθηκε από τη BND (Μυστικές Υπηρεσίες Δυτικής
Γερμανίας) με το κωδικό όνομα «Adler» (Αετός) και με αρχικό μηνιαίο μισθό 500 γερμανικά μάρκα. Στη
Βολιβία, ζούσε καλά στη Λα Παζ, με το ψεύτικο όνομα και είχε εξαιρετικές σχέσεις με υψηλόβαθμους
Βολιβιανούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένων και Βολιβιανών δικτατόρων. Ασχολήθηκε με εμπόριο
όπλων στη Βολιβία και διορίστηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας. Το 1971 εντοπίστηκε στο Περού από
δύο διάσημους κυνηγούς ναζιστών : τον Serge Klarsfeld και την Beate Klarsfeld. Στις 19 Ιανουαρίου 1972
μια γαλλική εφημερίδα δημοσίευσε μια φωτογραφία του, αλλά ο Μπάρμπι κατάφερε να επιστρέψει στη
Βολιβία και η κυβέρνηση της χώρας αρνήθηκε να τον εκδώσει στη Γαλλία. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες,
είχε συμμετάσχει στους σχεδιασμούς για την εξόντωση του Τσε Γκεβάρα (1967) και στο Πραξικόπημα της
Κοκαΐνης (1980). Το 1983, η νεοεκλεγείσα δημοκρατική κυβέρνηση τον συνέλαβε στη Λα Παζ, λόγω του
ότι χρωστούσε στην κυβέρνηση δέκα χιλιάδες δολάρια και λίγες μέρες αργότερα τον εξέδωσε στη Γαλλία.
Το 1984, ο Μπάρμπι κατηγορήθηκε για εγκλήματα που διέπραξε ως επικεφαλής της Γκεστάπο στη Λυών
την περίοδο 1942 - 1944. Η δίκη άρχισε στις 11 Μαΐου 1987 στη Λυών και ο συνήγορος υπεράσπισής του
χρηματοδοτήθηκε από τον Ελβετό François Genoud. Στις 4 Ιουλίου 1987, ο Μπάρμπι καταδικάστηκε σε
ισόβια κάθειρξη. Πέθανε στη φυλακή στη Λυών στις 25 Σεπτεμβρίου 1991.

3) Gerhard Bohne (born July 1, 1902 in Braunschweig , July 8, 1981) : Το 1930 εντάχθηκε στο Ναζιστικό
Κόμμα (NSDAP) και στα Τάγματα Εφόδου (SA). Το 1949 διέφυγε στην Αργεντινή όπου εργάστηκε σε μια
βιομηχανία και στη συνέχεια ως νομικός σύμβουλος. Το 1955 επέστρεψε στη Γερμανία. Το 1959 τέθηκε
υπό κράτηση. Στις 22 Μαΐου 1962, ο Γενικός Εισαγγελέας του Ανώτατου Περιφερειακού Δικαστηρίου της
Φρανκφούρτης τον κατηγόρησε για «δολοφονία τουλάχιστον 15.000 ανθρώπων». Στις 15 Μαρτίου 1963,
έλαβε κρατική υγειονομική περίθαλψη. Χρησιμοποιώντας ως αφορμή τα θέματα υγείας, μπόρεσε τον
Ιούλιο του 1963 να πάει στη Δανία, στη Ζυρίχη και στο Μπουένος Άιρες με το ψεύτικο όνομα Kurt Alfred
Rüdingerhiding. Στις 27 Φεβρουαρίου 1964 συνελήφθη από την Αστυνομία της Αργεντινής. Παραδόθηκε
στη γερμανική αστυνομία στις 11 Νοεμβρίου 1966. Παρουσιάστηκαν πολλά εμπόδια στην προσπάθεια του
δικαστηρίου να ολοκληρώσει τη δίκη, καθώς ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε προβλήματα υγείας.

4) Herberts Cukurs (17 May 1900 in Liepāja, Russian Empire – 23 February 1965, Uruguay) : Λετονός
αεροπόρος και εγκληματίας πολέμου. Διέφυγε στη Βραζιλία με το πραγματικό του όνομα και ίδρυσε μια
επιχείρηση στο Σάο Πάολο. Κάποιοι τον έπεισαν να ταξιδέψει στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, όπου
στις 23 Φεβρουαρίου 1965 εκτελέστηκε από ανθρώπους της Μοσάντ.

5) Pierre Daye (1892, Schaerbeek, Belgium – 1960, Buenos Aires, Argentina) : Βέλγος δημοσιογράφο και
δωσίλογος. Μέλος του ακροδεξιού φιλοβασιλικού και καθολικού κόμματος των Ρεξιστών (Rexist Party)
που είχε για αρχηγό τον Λεόν Ντεγκρέλ. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διέφυγε στην
Αργεντινή και συμμετείχε μαζί με άλλους σε μια σύσκεψη στην οποία συζητήθηκε η οργάνωση ενός
δικτύου διαφυγής ναζιστών δωσιλόγων και εγκληματιών πολέμου από την Ευρώπη έτσι ώστε να μην
οδηγηθούν στη δικαιοσύνη. Πέθανε το 1960 στην Αργεντινή.

6) Adolf Eichmann (1906 – 1962) : Ο Άντολφ Άιχμαν, συνταγματάρχης των SS και επιφανής ναζιστής,
υπήρξε ένας από τους πιο σαδιστές δολοφόνους της σύγχρονης ιστορίας και ένας από αυτούς με το
μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για το Ολοκαύτωμα (Holocaust). Γεννήθηκε στο Solingen της Γερμανίας στις
19 Μαρτίου 1906. Ήταν παιδί μιας προτεσταντικής μεσοαστικής οικογένειας με πατέρα επιχειρηματία. Το
1927 άρχισε να εργάζεται ως τοπικός περιοδεύων αντιπρόσωπος μιας θυγατρικής εταιρείας της πανίσχυρης
αμερικανικής Στάνταρντ Όιλ, της Vacuum Oil Company. [Θυμίζουμε ότι η πετρελαϊκή Standard Oil
ιδρύθηκε από τον Γερμανοαμερικάνο μεγαλοεπιχειρηματία Τζον Ροκφέλερ (John Davison
Rockefeller)]. Για την πρόσληψή του Άιχμαν στην εν λόγω εταιρεία μεσολάβησε ο οικογενειακός του
φίλος Έρνστ Καλτενμπρούννερ. Στην εργασία αυτή παρέμεινε μέχρι το 1933, οπότε και απολύθηκε λόγω
περικοπών προσωπικού.

Το 1932, σε ηλικία 26 ετών, με υπόδειξη του Ερνστ Καλτενμπρούννερ έγινε μέλος του Αυστριακού
τμήματος του Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP) με αριθμό μέλους 889895. Στη συνέχεια έγινε μέλος των
SS και το 1934 υπηρέτησε με το βαθμό του ομαδάρχη (Scharführer) στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του
Νταχάου.

Το Νοέμβριο του 1934 μετατέθηκε στην Ασφάλεια (Sicherheitspolizei) και τοποθετήθηκε στην υπηρεσία
της SD (Sicherheitsdienst). Στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο τμήμα που ασχολείτο με τους Εβραίους, το
οποίο ήταν διαρκώς απασχολημένο με τη συλλογή πληροφοριών για τους διακεκριμένους Εβραϊκής
καταγωγής πολίτες. Η τοποθέτηση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του.

Το 1935 παντρεύτηκε την Βερόνικα (Βέρα) Λιμπλ (Veronica Catalina Liebl), με την οποία απέκτησε
τέσσερις γιους. Τον ίδιο χρόνο ονομάζεται επισήμως υπεύθυνος των "Εβραϊκών ζητημάτων" της SD.
Επισκέπτεται πολλές εβραϊκές συνοικίες σε γερμανικές πόλεις, από τις οποίες αποκομίζει ογκώδεις τόμους
σημειώσεων. Μαθαίνει ένα συνονθύλευμα εβραϊκών διαλέκτων και το 1937 πραγματοποιεί, ύστερα από
εισήγηση του προϊσταμένου του Χέρμπερτ Χάγκεν, ένα σύντομο ταξίδι στην Παλαιστίνη για να εξετάσει
τις δυνατότητες μετανάστευσης των Εβραίων της Γερμανίας εκεί. Όμως οι Βρετανικές αρχές τού αρνούνται
τη χορήγηση βίζας.

Ο Άιχμαν επιστρέφει στη Γερμανία και το 1938 μετατίθεται στην Βιέννη, όπου τοποθετείται επικεφαλής
του "Γραφείου Μετανάστευσης Εβραίων". Είναι το μόνο άτομο που μπορεί να υπογράφει άδειες εξόδου
Εβραίων από την χώρα. Αρχικά, η δικαιοδοσία αυτή αφορούσε στην Αυστρία, αργότερα όμως επεκτάθηκε
στην Τσεχοσλοβακία και λίγο αργότερα σε ολόκληρη την επικράτεια του Γερμανικού Ράιχ πριν τον
Πόλεμο. Ο Άιχμαν έγινε ο ειδικός στον τομέα της εκδίωξης των Εβραίων. Μέσα σε διάστημα 18 μηνών,
150.000 Εβραίοι είχαν εγκαταλείψει (μετά από εξαναγκασμό) την Αυστρία. Η εκβιαστική αυτή
μετανάστευση αποτέλεσε θαυμάσια μέθοδο "εκπαίδευσης" για τον Άιχμαν, ο οποίος άρχισε πλέον να
χειρίζεται υποθέσεις εξαναγκαστικών εκτοπίσεων Εβραίων στην Πολωνία. Το 1939 κερδίζει τη θέση του
ειδικού συμβούλου επί των "εκκενώσεων" Εβραίων και Πολωνών από εδάφη του Ράιχ. Το Γραφείο του
έγινε ο προθάλαμος των αναγκαστικών εκτοπίσεων Εβραίων προς τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης που
δημιουργήθηκαν στην κατεχόμενη Πολωνία.

Ο Άιχμαν μετατίθεται για μια ακόμη φορά, τον Δεκέμβριο του 1939, στο Γραφείο 4 (Amt IV), όπως
λεγόταν το γραφείο της Γκεστάπο στο Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA), και τοποθετείται
επικεφαλής της Υποδιεύθυνσης Β4. Για τα επόμενα έξι χρόνια το γραφείο του Άιχμαν ήταν το επιτελείο
εκπλήρωσης της «Τελικής Λύσης» (Endlösung). Η πρακτική εφαρμογή της «Τελικής Λύσης» άρχισε με τη
δημιουργία, από άνδρες της Υποδιεύθυνσής του, αρχικά γκέτο στις μεγάλες κατεχόμενες πόλεις. Πρώτα
στη Βαρσοβία και ύστερα στο Λοτζ. Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε και σε πόλεις της κατεχόμενης ζώνης
στη Σοβιετική Ένωση.

Οι μεταφορές Εβραίων στα ειδικά δημιουργημένα Στρατόπεδα Θανάτου άρχισαν το καλοκαίρι του 1941. Ο
ίδιος ο Άιχμαν ήταν υπεύθυνος για να οργανώνει το σύστημα μεταφορών των Εβραίων από όλα τα μέρη της
κατεχόμενης Ευρώπης προς τα στρατόπεδα αυτά, όπου και θα εξοντώνονταν. Για να διαπιστώσει την
πρόοδο των «εργασιών» της «Τελικής Λύσης», ο Άιχμαν επισκέπτεται το στρατόπεδο του Άουσβιτς το
1941. Τον Νοέμβριο του 1941 προάγεται σε Αντισυνταγματάρχη (Sturmbannfuhrer) των SS και έχει ήδη
οργανώσει τις μαζικές εκτοπίσεις Εβραίων από τη Γερμανία και τη Βοημία, σύμφωνα με τις εντολές του
Χίτλερ «να εκκαθαρίσει το Ράιχ από τους Εβραίους το ταχύτερο δυνατό». Στις 20 Ιανουαρίου
1942 πραγματοποιείται με άκρα μυστικότητα σε ένα προάστιο του Βερολίνου η Διάσκεψη της Βάνζεε,
κατά την οποία συζητήθηκαν θέματα που σχετίζονταν με το σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων.

Ο Άιχμαν επισκέφτηκε πολλά γκέτο και στρατόπεδα θανάτου στα πλαίσια των καθηκόντων του.
Επισκέπτεται ξανά το στρατόπεδο του Άουσβιτς και εκεί, σε συνεργασία με τον Διοικητή του στρατοπέδου
Ρούντολφ Ες, επιλέγει προσεκτικά τους χώρους εγκατάστασης των θαλάμων αερίων. Εγκρίνει τη χρήση του
Zyklon-B ως αερίου θανάτου και παρακολουθεί προσωπικά τις πρώτες εφαρμογές του, για να βεβαιωθεί για
την επιτυχία της μεθόδου. Φαίνεται ικανοποιημένος από τους αριθμούς των εκτελεσθέντων αντιπάλων του
ναζισμού. Περιοδεύει συχνά σε όλες τις κατεχόμενες περιοχές και οργανώνει με προσοχή τις μεταφορές
ανθρώπων προς τα στρατόπεδα θανάτου. Υπάρχει εντολή να αφαιρούνται από τους Εβραίους όλα τα
πολύτιμα αντικείμενα (ακόμη και τα χρυσά δόντια), τα γυαλιά όρασης, τα υποδήματα, οι βέρες, ακόμη και
τα μαλλιά από τις γυναίκες κρατούμενες. Όλα αυτά πλουτίζουν τα ταμεία των SS.

Ο Άιχμαν μέχρι το τέλος του πολέμου συνεχίζει να πραγματοποιεί μαζικές εκτελέσεις στους θαλάμους
αερίων των στρατοπέδων θανάτου. Τον Μάρτιο του 1944 πρωτοστατεί στη σφαγή των Εβραίων που είχαν
απομείνει στην Ουγγαρία. Τον Αύγουστο του 1944 αναφέρει στον Χίμλερ, ότι αρκετά εκατομμύρια
Εβραίων είχαν εξολοθρευθεί στα στρατόπεδα θανάτου καθώς επίσης και από τις «κινητές μονάδες», τα
Einsatzgruppen.

Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άιχμαν καταφέρνει να διαφύγει από την Ουγγαρία στην
Αυστρία, όπου και συλλαμβάνεται από τους Αμερικανούς. Επειδή έχει φροντίσει να πάρει το πλαστό
όνομα «Ότο Έκμαν» (Otto Eckmann), οι Αμερικανοί δεν του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία. Εγκλείεται σε
στρατόπεδο αιχμαλώτων, όχι όμως υψηλής ασφαλείας, και έτσι καταφέρνει να δραπετεύσει και κρύβεται
επί τρία ολόκληρα χρόνια στη Γερμανία. Το μεγάλο μερίδιο ευθύνης του στο Ολοκαύτωμα αποκαλύπτεται
στη Δίκη της Νυρεμβέργης μέσω των μαρτυριών αλλά και όσων εγγράφων διασώθηκαν. Τα ίχνη του, όμως,
έχουν χαθεί. Ο Άιχμαν είναι εξαφανισμένος. Οι Ισραηλινοί όμως είναι διατεθειμένοι να ψάξουν παντού
μέχρι να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν. Δημιουργούν το ειδικό «σώμα» των Εκδικητών (Nokmim),
που έχει ως στόχο τον εντοπισμό εγκληματιών πολέμου που είτε έχουν διαφύγει τη σύλληψη, από αμέλεια
των δυνάμεων κατοχής της Γερμανίας ή έλλειψη τεκμηρίων, είτε έχουν αλλάξει ταυτότητα και κρύβονται,
όπως ο Άιχμαν.

Ο Άιχμαν καταφέρνει, το 1950, με τη βοήθεια της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, να
προμηθευτεί ένα Ιταλικό διαβατήριο στο όνομα Ρικάρντο Κλέμεντ (Riccardo Clement), στο οποίο
εμφανίζεται ως άπολις (χωρίς υπηκοότητα). Το ίδιο έτος του χορηγείται βίζα, πάλι με τη μεσολάβηση του
Ερυθρού Σταυρού, για να μεταβεί στην Αργεντινή. [Ας μην ξεχνάμε ότι η Αργεντινή υπήρξε το καταφύγιο
πολλών ναζιστών εγκληματιών πολέμου]. Αρχικά εγκαταστάθηκε σε ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες,
όπου άνοιξε ένα καθαριστήριο ρούχων. Το κατάστημα χρεοκόπησε λίγο αργότερα και ο Άιχμαν
μετακινήθηκε στην πόλη Tucuman, όπου εργάστηκε για ένα εργοστάσιο επεξεργασίας νερού και
αρδεύσεων. Το 1952 κάλεσε τη σύζυγο και τα παιδιά τους να έρθουν κοντά του, όπως και έγινε. Το 1953,
όμως, η εταιρεία για την οποία εργαζόταν χρεοκόπησε και η οικογένεια μετακινήθηκε ξανά στο Μπουένος
Άιρες. Ο Άιχμαν προσελήφθη ως υπάλληλος της τοπικής αντιπροσωπείας της Μερτσέντες - Μπενζ
(Mercedes - Benz).

Το 1959 η Μοσάντ, δηλαδή η μυστική υπηρεσία του Ισραήλ, πληροφορείται από έναν Εισαγγελέα ότι ο
Άιχμαν είναι ζωντανός και βρίσκεται στην Αργεντινή με το όνομα Κλέμεντ. Πράκτορες της Μοσάντ
πηγαίνουν στην Αργεντινή και θέτουν τον Άιχμαν υπό παρακολούθηση. Δεν έχουν, όμως, αρκετά στοιχεία
για να πεισθούν για την πραγματική ταυτότητα του κ. Ρικάρντο Κλέμεντ. Την απόδειξη τους παρέχει ο ίδιος
ο Άιχμαν, όταν στις 11 Μαΐου 1960 πηγαίνει να εορτάσει την αργυρή επέτειο του γάμου του (δηλαδή την
επέτειο 25 χρόνων γάμου) με τη σύζυγό του, την οποία υποτίθεται ότι είχε νυμφευθεί στην Αργεντινή μόλις
πριν μερικά χρόνια. Οι Ισραηλινοί, έχοντας την επιβεβαίωση που ζητούσαν, αναλαμβάνουν δράση.
Οργανώνουν και πραγματοποιούν την απαγωγή του καταζητούμενου εγκληματία και τον κρατούν
αιχμάλωτο σε ασφαλές κρησφύγετο, μέχρι να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να τον φυγαδεύσουν χωρίς να
γίνουν αντιληπτοί από τις αρχές της Αργεντινής. Η οικογένειά του τον αναζητά, τηλεφωνώντας σε
νοσοκομεία και κλινικές, αποφεύγει, όμως, να ειδοποιήσει την Αστυνομία.

Στις 21 Μαΐου 1960 οι Ισραηλινοί βάζουν τον Άιχμαν ναρκωμένο, σε ένα εμπορικό αεροσκάφος της Ελ Αλ
και τον οδηγούν στην Ιερουσαλήμ. Στις 23-5-1960 ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός Μπεν Γκουριόν
ανακοινώνει τη σύλληψη του Άιχμαν. Η Αργεντινή διαμαρτύρεται για την απαγωγή του Άιχμαν και ύστερα
από άκαρπες διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, ζητεί σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το
Ισραήλ συγκροτεί, σύμφωνα με τον Ισραηλινό ποινικό νόμο, τριμελές Δικαστήριο. Την υπεράσπιση του
Άιχμαν αναλαμβάνει ο Γερμανός δικηγόρος δρ. Ρόμπερτ Σερβάτιους (Robert Servatius).

Η πολύκροτη δίκη, άρχισε στις 11 Απριλίου 1961. Η κατηγορία αφορούσε συνολικά δεκαπέντε αδικήματα,
ανάμεσα στα οποία εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, εγκλήματα κατά των Εβραίων και συμμετοχή σε
εκτός νόμου οργάνωση (τα SS). Ο Κατήγορος προσκόμισε μεγάλο όγκο εγγράφων, με τα οποία απεδείκνυε
την εμπλοκή του κατηγορουμένου στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο. Το Δεκέμβριο του 1961 το
δικαστήριο αποφασίζει ότι ο Άιχμαν είναι ένοχος για όλες τις κατηγορίες και τον καταδικάζει σε θάνατο με
απαγχονισμό. Τελικά εκτελέστηκε στις 31-5-1962.

7) Aribert Ferdinand Heim (28 June 1914 – 10 August 1992) : Ήταν Αυστριακός γιατρός, μέλος των SS και
έγινε γνωστός ως «Δόκτωρ Θάνατος» ανάμεσα στους κρατουμένους του ναζιστικού στρατοπέδου
Μαουτχάουζεν, λόγω των απάνθρωπων πειραμάτων που πραγματοποίησε και είχαν ως θύματα τους
έγκλειστους του στρατοπέδου. Συνελήφθη από Αμερικανούς στρατιώτες το Μάρτιο του 1945 και κλείστηκε
σε στρατόπεδο αιχμαλώτων. Η εγκληματική του δράση δεν ήταν γνωστή και έτσι αφέθηκε ελεύθερος. Όταν
επιζώντες του στρατοπέδου Μαουτχάουζεν τον εντόπισαν, έγιναν προσπάθειες για τη σύλληψή του, αλλά
αυτός κατάφερε να διαφύγει από τη Γερμανία το 1962. Σύμφωνα με όσα ισχυρίστηκε ο γιος του, διέσχισε
τη Γαλλία και την Ισπανία, πέρασε στη Βόρεια Αφρική και κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου και
εγκαταστάθηκε. Τα έσοδά του ήταν τα ενοίκια των διαμερισμάτων ενός κτηρίου στο Βερολίνο, το οποίο,
όμως, η γερμανική κυβέρνηση κατέσχεσε το 1979. Ο εντοπισμός του αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση. Ο
Efraim Zuroff από το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ (Simon Wiesenthal) επισκέφτηκε τη Χιλή, γνωρίζοντας ότι
εκεί ζούσε η κόρη του που λεγόταν Waltraud Diharce, αλλά και επειδή είχε κάποιες πληροφορίες ότι στη
χώρα είχε βρει καταφύγιο και ο ίδιος ο Aribert Ferdinand Heim. Τον Αύγουστο του 2008 ο γιος του,
Ρούντιγκερ, ζήτησε να κηρυχθεί επίσημα νεκρός ο πατέρας του, ώστε να μπορέσει να κάνει ανάληψη των
χρημάτων του, για να τα δωρίσει σε ερευνητές που ασχολούνται με την τεκμηρίωση των φρικαλεοτήτων
που διαπράχθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στις 5 Φεβρουαρίου 2009 η ZDF (Γερμανική
Κρατική Τηλεόραση) και οι «Times» της Νέας Υόρκης κατόρθωσαν να εντοπίσουν, με ελάχιστες
αμφιβολίες, χάρη στον χαρτοφύλακα που βρέθηκε εκεί, τα ίχνη του Χάιμ. Ζούσε στο Κάιρο της Αιγύπτου,
σε ένα δωμάτιο του 6ου ορόφου στο ξενοδοχείο "Κασρ ελ Μεντίνα" (Qasr el-Medina), είχε ασπαστεί τη
θρησκεία του Ισλαμισμού και είχε πάρει το όνομα Ταρέκ Φαρίντ Χουσεΐν (Tarek Farid Hussein). Σύμφωνα
με το πιστοποιητικό θανάτου του, ο Χάιμ απεβίωσε στις 10 Αυγούστου 1992, σε ηλικία 78 ετών.

8) Sophus Magdalon Buck Kahrs (28 March 1918 – 18 November 1986) : Νορβηγός αξιωματικός των SS.
Έδρασε στη Φινλανδία και στη Νορβηγία. Το 1934 εντάχθηκε στο ακροδεξιό νορβηγικό κόμμα «Nasjonal
Samling». Μετά τον πόλεμο, συνελήφθη και κατηγορήθηκε για την προδοτική – δωσιλογική του δράση.
Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας και 19 χρόνια στη φυλακή. Δραπέτευσε στις 3
Ιουλίου 1947, μαζί με άλλους τρεις κρατούμενους. Ήρθε σε επαφή με άλλα πρώην μέλη των SS και
κατέφυγε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Βρήκε δουλειά ως ηλεκτρολόγος και αργότερα ως
εργοδηγός σε μια αμερικανική εταιρεία αυτοκινήτων. Πέθανε στην Αργεντινή στις 18 Νοεμβρίου 1986.

9) Walter Kutschmann (24 July 1914 – 30 August 1986) : Γερμανός αξιωματικός των SS και της Γκεστάπο.
Ήταν μέλος των Einsatzkommando με έδρα την Πολωνία. Ήταν υπεύθυνος για τη σφαγή 1.500 Πολωνών
Εβραίων στο Lwów της Πολωνίας την περίοδο 1941-1942. Επίσης, ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας
και του Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP). Μετά το τέλος του πολέμου, ζήτησε βοήθεια από τη ναζιστική
οργάνωση ODESSA και διέφυγε μέσω θάλασσας στην Αργεντινή στις 16 Ιανουαρίου 1948. Εκεί τον
Αύγουστο του 1973 παντρεύτηκε τη Geralda Baeumler, γερμανικής καταγωγής επιχειρηματία και
κτηνίατρο. Εγκαταστάθηκαν στην παραθεριστική πόλη Miramar. Έζησε εκεί μέχρι τον Ιανουάριο του 1975,
όταν εντοπίστηκε από τον δημοσιογράφο Alfredo Serra. Ο διάσημος κυνηγός ναζιστών Simon Wiesenthal
στη Βιέννη κανόνισε την έκδοση του Kutschmann. Την ίδια χρονιά η Interpol ζήτησε τη σύλληψή του. Οι
αρχές της Αργεντινής προσπάθησαν να τον συλλάβουν, αλλά αυτός ξέφυγε. Το 1975 ήταν και το έτος που
ανακλήθηκε η αργεντίνικη υπηκοότητά του. Το 1985 έγινε και δεύτερο αίτημα έκδοσής του και συνελήφθη
από πράκτορες της Interpol στην πόλη Vicente López. Κρατήθηκε σε νοσοκομείο του Μπουένος Άιρες,
όπου πέθανε από καρδιακή προσβολή, πριν εκδοθεί.

10) René Lagrou (1904–1969, Spain) : Φλαμανδός που γεννήθηκε στο Blankenberge του Βελγίου. Ήταν
πολιτικός, δικηγόρος και δωσίλογος. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής του Βελγίου ίδρυσε τα
Algemeene-SS Vlaanderen που αποτέλεσαν τα Φλαμανδικά SS. Μετά το τέλος του πολέμου βρήκε
καταφύγιο στην Ισπανία, χάρη στη φιλική αντιμετώπιση που επιφύλαξε στους ναζιστές η δικτατορία του
Φράνκο. Καταδικάστηκε σε θάνατο από το δικαστήριο εγκλημάτων πολέμου στην Αμβέρσα και
φοβούμενος ότι μπορεί να εκδοθεί στο Βέλγιο, διέφυγε στην Αργεντινή τον Ιούλιο του 1947 με το ψεύτικο
όνομα Reinaldo van Groede. Στην Αργεντινή πρωτοστάτησε στη δημιουργία δικτύων διαφυγής για πολλούς
ναζί εγκληματίες (με τη βοήθεια της κυβέρνησης του Περόν), έτσι ώστε να αποφευχθεί η ποινική τους
δίωξη από ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, εντάχθηκε στην División de Informaciones που ήταν μια Υπηρεσία
Πληροφοριών της Αργεντινής. Πέθανε στην Ισπανία το 1969.

11) Omar Amin (πραγματικό όνομα : Johann von Leers) (25 January 1902 – 5 March 1965) : Μέλος του
Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP) και των SS, γνωστός για τις ρατσιστικές – αντισημιτικές απόψεις του. Το
1945 κατέφυγε στην Ιταλία, ζώντας εκεί για πέντε χρόνια, και στη συνέχεια μετακόμισε στην Αργεντινή το
1950 όπου συνέχισε να κάνει ναζιστική προπαγάνδα. Εγκωμιάστηκε από τον Παλαιστίνιο ηγέτη της
μουσουλμανικής εκκλησίας Mohammed Amin al-Husseini για την πίστη και την αφοσίωσή του στον
αραβικό εθνικισμό. Στη συνέχεια έφυγε από την Αργεντινή και πήγε στην Αίγυπτο με τη βοήθεια του
Mohammed Amin al-Husseini. Ασπάστηκε τον Ισλαμισμό και απέκτησε νέο όνομα : Omar Amin. Έγινε
πολιτικός σύμβουλος του Προέδρου Gamal Abdel Nasser και πέθανε στο Κάιρο το 1965.

12) Josef Mengele (Germany, 16 March 1911 – Brazil, 7 February 1979) : Γιατρός, φανατικός ναζιστής,
ψυχρός δολοφόνος και γνωστός ως «Άγγελος του Θανάτου» . Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1911 και ήταν
παιδί οικογένειας βιομηχάνων. Το 1937 εντάχθηκε στο Ναζιστικό Κόμμα και το 1938 στα SS. Έγινε ένας
από τους διασημότερους γιατρούς των SS και πραγματοποίησε πολλά αποτρόπαια και θανατηφόρα
πειράματα. Έπαιρνε ανθρώπους που ήταν κρατούμενοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και τους
χρησιμοποιούσε για πειραματόζωα, αδιαφορώντας για το αν θα πεθάνουν. Τραυματίστηκε στο Ανατολικό
Μέτωπο και επέστρεψε στο Βερολίνο. Το Μάιο του 1943 διορίστηκε γιατρός στο στρατόπεδο του
Άουσβιτς. Μετά την ήττα της Γερμανίας (1945), ο Μένγκελε γλύτωσε τη σύλληψη. Κυκλοφορούσε
ελεύθερος με το ψεύτικο όνομα "Fritz Hollmann". Από το 1945 ως το 1949 εργάστηκε σε μια φάρμα ενός
χωριού της Βαυαρίας. Ανέθεσε σε ένα παλιό του φίλο, το Hans Sedlmeier, να οργανώσει το σχέδιο
διαφυγής του στην Αργεντινή. Πήγε στο Μπουένος Άιρες όπου γνώρισε τον Άιχμαν. Το 1955 αγόρασε το
50 % των μετοχών της φαρμακευτικής εταιρίας Fadro Farm και χώρισε με τη γυναίκα του. Μετά από τρία
χρόνια παντρεύτηκε τη χήρα του αδερφού του.

Όταν έμαθε για τη σύλληψη του Άιχμαν αναστατώθηκε και φοβήθηκε ότι μπορεί να έρθει και η δική του η
σειρά να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του. Γι’ αυτό μετακόμισε στην Παραγουάη το 1962. Ήλπιζε ότι η
Παραγουάη θα ήταν ασφαλές καταφύγιο επειδή ο δικτάτορας Alfredo Stroessner είχε γερμανική καταγωγή
και είχε γύρω του άτομα που ήταν ναζιστές. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε σε ένα προάστιο του
Σάο Πάολο. Πέθανε στις 7 Φεβρουαρίου 1979 την ώρα που κολυμπούσε, στη Bertioga της Βραζιλίας.
Θάφτηκε με το όνομα "Wolfgang Gerhard".

13) Wilfred von Oven (La Paz, Bolivia, 4 May 1912 – Buenos Aires, Argentina, 13 June 2008) : Την
περίοδο 1943-1945 προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Υπουργείο Προπαγάνδας του Joseph Goebbels.
Εντάχθηκε στα Τάγματα Εφόδου (SA) και στο Ναζιστικό Κόμμα (NSDAP). Το 1943, με το βαθμό του
υπολοχαγού, διορίστηκε στην OKW. Μετά το τέλος του πολέμου κρυβόταν με ένα ψεύτικο όνομα και το
1951 κατέφυγε στην Αργεντινή. Παρέμεινε αμετανόητος ναζιστής και οπαδός του νεοπαγανισμού ως το
τέλος της ζωής του.

14) Erich Priebke (27 July 1913 – 11 October 2013) : Αξιωματικός των SS. Μετά την ήττα της Ναζιστικής
Γερμανίας βρέθηκε στο Νότιο Τιρόλο και μετά εγκαταστάθηκε στην Αργεντινή. Μετά από πολλά χρόνια,
μια ομάδα ερευνητών του ABC News εντόπισαν έγγραφα που περιείχαν πληροφορίες για τη συμμετοχή του
στη σφαγή των σπηλαίων των Ardeatine. Το Μάιο του 1995 ένα δικαστήριο της Αργεντινής έκανε δεκτό το
αίτημα της Ιταλίας για την έκδοσή του. Τον Αύγουστο του 1995 όμως, αποφασίστηκε να μην εκδοθεί και
ότι η υπόθεση αυτή έχει λήξει. Ο Ιταλός στρατιωτικός εισαγγελέας Antonio Intelisano, δήλωσε ότι τα
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται. Τελικά, μετά από πολλούς μήνες καθυστερήσεων,
το ανώτατο δικαστήριο της Αργεντινής αποφάσισε ότι η Priebke έπρεπε να εκδοθεί στην Ιταλία. Τον
έβαλαν σε ένα αεροπλάνο, με απευθείας πτήση από το Bariloche στο Ciampino. Καταδικάστηκε σε 15
χρόνια φυλάκιση. Αυτά μειώθηκαν σε 10 χρόνια λόγω της ηλικίας του και της υποτιθέμενης κακής υγείας.
Τον Μάρτιο του 1998, το Εφετείο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη μαζί με τον Karl Hass, άλλο πρώην
μέλος της SS. Λόγω της ηλικίας του, ο Priebke τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1997,
αποφασίστηκε ότι η Priebke δεν θα μπορούσε να εκδοθεί στη Γερμανία. Πέθανε στη Ρώμη το 2013, σε
ηλικία 100 ετών.
15) Walter Rauff (19 June 1906 – 14 May 1984) : Αξιωματικός των SS. Το 1948 πήγε στη Δαμασκό και
εργάστηκε ως στρατιωτικός σύμβουλος του Προέδρου Hosni Zaim. Μόλις έφυγε από τη Συρία, ο Rauff
κατέφυγε στον Λίβανο και αργότερα επέστρεψε στην Ιταλία, όπου απέκτησε ένα δελτίο διέλευσης για τον
Ισημερινό (Εκουαδόρ), όπου εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του. Στη χώρα αυτή έζησε μέχρι το
1958. Έπειτα πήγε στη Χιλή. Την περίοδο 1958-1963 κέρδισε 70.000 γερμανικά μάρκα, δουλεύοντας ως
πράκτορας στις Μυστικές Υπηρεσίες της Δυτικής Γερμανίας (BND). Το Δεκέμβριο του 1962 συνελήφθη
από τις χιλιανές αρχές μετά από αίτημα της Γερμανίας για έκδοση, αλλά απελευθερώθηκε μετά από σχετική
απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Χιλής πέντε μήνες αργότερα το 1963. Η ακροδεξιά στρατιωτική
δικτατορία του Augusto Pinochet στη Χιλή, αρνήθηκε όλα τα αιτήματα για έκδοσή του για να δικαστεί στη
Δυτική Γερμανία ή στο Ισραήλ. Εν τω μεταξύ, ο Rauff εξαφανίστηκε. Πέθανε στο Σαντιάγο της Χιλής στις
14 Μαΐου 1984 από καρδιακή προσβολή.

16) Eduard Roschmann (25 November 1908 – 8 August 1977, Paraguay) : Αυστριακός ναζί, μέλος των SS
και διοικητής του γκέτο της Ρίγας το 1943. Είχε ευθύνη για πολλές δολοφονίες και άλλες φρικαλεότητες.
Το 1948 κατάφερε να φύγει από τη Γερμανία. Ταξίδεψε πρώτα στη Γένοβα και από εκεί στην Αργεντινή με
πλοίο, με ένα δελτίο που του έδωσε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και με τη βοήθεια που του έδωσε ο
καθολικός επίσκοπος Alois Hudal. Έφτασε στην Αργεντινή το 1948 και ίδρυσε μια επιχείρηση εισαγωγής
και εξαγωγής ξύλου στο Μπουένος Άιρες. Το 1955 παντρεύτηκε, αν και δεν είχε διαζευχθεί από την πρώτη
σύζυγό του. Η δεύτερη γυναίκα του τον άφησε το 1958. ο γάμος αργότερα κηρύχθηκε άκυρος. Το 1968,
υπό την ονομασία "Frederico Wagner" έγινε πολίτης της Αργεντινής. Το 1960, το ποινικό δικαστήριο στο
Γκρατς εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Roschmann με κατηγορίες για δολοφονία τουλάχιστον 3.000
Εβραίων την περίοδο 1938-1945 και δολοφονίας τουλάχιστον 800 παιδιών ηλικίας κάτω των 10. Το 1963,
το περιφερειακό δικαστήριο στο Αμβούργο της Δυτικής Γερμανίας εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του
Roschmann. Τελικά διέφυγε στην Παραγουάη. Πέθανε στην Asuncion της Παραγουάης στις 8 Αυγούστου
1977.

17) Hans-Ulrich Rudel (2 July 1916 – 18 December 1982) : Γερμανός πιλότος που μετά τον πόλεμο
δραστηριοποιήθηκε στο νεοναζιστικό κίνημα στη Λατινική Αμερική. Κατέφυγε στην Αργεντινή το 1948.
Βοήθησε στο να βρεθεί ένα σπίτι για τον Josef Mengele. Εργάστηκε ως έμπορος όπλων και στρατιωτικός
σύμβουλος στα καθεστώτα του Juan Perón στην Αργεντινή, του Augusto Pinochet στη Χιλή και του
Alfredo Stroessner στην Παραγουάη. Στις εκλογές της Δυτικής Γερμανίας το 1953, ο Rudel, ο οποίος είχε
επιστρέψει στη Δυτική Γερμανία, ήταν υποψήφιος της ακροδεξιάς παράταξης, αλλά δεν εκλέχτηκε στο
Bundestag. Στη συνέχεια, μετακόμισε στην Παραγουάη, όπου εργάστηκε ως ξένος εκπρόσωπος για
διάφορες γερμανικές εταιρείες. Το 1977, έγινε εκπρόσωπος της Γερμανικής Λαϊκής Ένωσης (German
People's Union), ένα νεοναζιστικό πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε από τον εξτρεμιστή πολιτικό Gerhard
Frey. Ο Rudel πέθανε στη Δυτική Γερμανία το 1982.

18) Dinko Šakić (8 September 1921 – 20 July 2008) : Κροάτης φασίστας, μέλος της κροατικής φασιστικής
οργάνωσης Ουστάσι (Ustaše) και διοικητής του στρατοπέδου Jasenovac, στο οποίο δολοφονήθηκαν
πολυάριθμοι Σέρβοι, Εβραίοι, κομμουνιστές και διάφοροι αντιφασίστες – αντιναζιστές. Εγκαταστάθηκε
στην Αργεντινή το 1947, δημιουργώντας μια κλωστοϋφαντουργική επιχείρηση. Σε μια συνέντευξή του
δήλωσε ότι ευχόταν να είχαν δολοφονηθεί περισσότεροι Σέρβοι στο Jasenovac. Συνελήφθη το 1998 και
εκδόθηκε στην Κροατία. Την ίδια χρονιά κρίθηκε ένοχος εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της
ανθρωπότητας και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκιση. Κλείστηκε στη φυλακή Lepoglava, σε ένα κελί
που ήταν εξοπλισμένο με μια τηλεόραση και έναν υπολογιστή για να γράψει τα απομνημονεύματά του.
Πέθανε από καρδιακά προβλήματα σε νοσοκομείο του Ζάγκρεμπ στις 20 Ιουλίου 2008.

19) Paul Schäfer Schneider (4 December 1921 – 24 April 2010, Chile) : Γερμανός ιδρυτής μιας
θρησκευτικής σέκτας (αίρεσης) Γερμανών μεταναστών στην περιοχή Colonia Dignidad της Χιλής. Το 1959
κατηγορήθηκε για σεξουαλική κακοποίηση δύο παιδιών και διέφυγε από τη Δυτική Γερμανία μαζί με
μερικούς οπαδούς του. Ασπάστηκε τις χριστιανικές διδασκαλίες του Αμερικανού ιεροκήρυκα William M.
Branham. Το 1961 εμφανίστηκε στη Χιλή, όπου του χορηγήθηκε άδεια από τον Πρόεδρο της χώρας για να
ιδρύσει σε ένα τεράστιο αγρόκτημα την Dignidad Beneficent Society που αργότερα έγινε γνωστή ως
Colonia Dignidad. Εξαφανίστηκε στις 20 Μαΐου 1997, για να ξεφύγει από τις κατηγορίες για σεξουαλική
κακοποίηση παιδιών, που υποβλήθηκαν αυτή τη φορά από αρχές της Χιλής. Δικάστηκε στη Χιλή και
καταδικάστηκε ερήμην στα τέλη του 2004. Εντοπίστηκε το 2005 στην περιοχή Las Acacias, 40 χλμ. από το
Μπουένος Άιρες της Αργεντινής. Στάλθηκε πίσω στη Χιλή. Κατηγορήθηκε ότι συμμετείχε στην εξαφάνιση
του πολιτικού ακτιβιστή και αντικαθεστωτικού Juan Maino το 1976. Η Colonia Dignidad χρησιμοποιήθηκε
ως τόπος βασανιστηρίων σε βάρος ανθρώπων που ήταν πολιτικοί αντίπαλοι της δικτατορίας του Augusto
Pinochet. Στις 24 Μαΐου 2006, ο Schäfer καταδικάστηκε σε 33 χρόνια φυλάκιση για σεξουαλική
κακοποίηση 25 παιδιών και καταδικάστηκε να καταβάλει 770 εκατομμύρια πέσος (περίπου 1,5
εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) σε 11 ανήλικους. Στις 24 Απριλίου 2010 πέθανε στο νοσοκομείο Ex-
Penitentiary του Σαντιάγο της Χιλής λόγω καρδιακής ανεπάρκειας.

20) Walter Paul Emil Schreiber (21 March 1893 - 5 September 1970) : Στις 30 Απριλίου 1945 συνελήφθη
από τον Κόκκινο Στρατό και μεταφέρθηκε στην ΕΣΣΔ (Σοβιετική Ένωση). Το 1946 εμφανίστηκε ως
μάρτυρας στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Αργότερα προσλήφθηκε από την αμερικάνικη Counter Intelligence
Corps (CIC) και το 1951 πήγε στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της επιχείρησης Paperclip. Στις 22 Μαΐου 1952
μεταφέρθηκε με στρατιωτικό αεροσκάφος στη Νέα Ορλεάνη και από εκεί στο Μπουένος Άιρες. Πέθανε
από καρδιακό επεισόδιο στις 5 Σεπτεμβρίου 1970 στο San Carlos de Bariloche, στην Αργεντινή.

21) Josef Franz Leo Schwammberger (14 February 1912 – 3 December 2004) : Συνελήφθη στην Αυστρία το
1945, αλλά δραπέτευσε το 1948. Βρήκε καταφύγιο στην Αργεντινή. Μετά από χρόνια, οι προσπάθειες που
έκανε το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ για να οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης καρποφόρησαν. Το 1990
εκδόθηκε στη Δυτική Γερμανία για να δικαστεί. Στις 18 Μαΐου 1992, καταδικάστηκε από το περιφερειακό
δικαστήριο της Στουτγάρδης σε ισόβια κάθειρξη, την οποία επρόκειτο να εκτίσει στο Mannheim. Πέθανε
στη φυλακή στις 3 Δεκεμβρίου 2004, σε ηλικία 92 ετών.

22) Franz Paul Stangl (26 March 1908 – 28 June 1971) : Αυστριακός αξιωματικός των SS και Διοικητής
την περίοδο 1942-1943 του Ναζιστικού Στρατοπέδου της Τρεμπλίνκα (Treblinka), η οποία είναι στην
ανατολική Πολωνία. Το 1945 συνελήφθη από τους Αμερικανούς. Τότε ήταν γνωστή μόνο η συμμετοχή του
στις ένοπλες ενέργειες εναντίον των παρτιζάνων ανταρτών στη Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία. Η
εγκληματική του δράση στην Πολωνία ήταν άγνωστη.

Μεταφέρθηκε στην Αυστρία και οδηγήθηκε σε μια φυλακή στο Linz στα τέλη του 1947, εξαιτίας της
συμμετοχής του στο πρόγραμμα Ευθανασίας (T-4 Euthanasia Program) στο Schloss Hartheim. Ο Stangl
κατάφερε να δραπετεύσει από τη φυλακή και να διαφύγει στην Ιταλία (30-5-1948) με τον Αυστριακό
πρώην συνάδελφό του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Sobibor, Gustav Wagner, με τη βοήθεια του
φιλοναζιστή επισκόπου Alois Hudal και του δικτύου του Βατικανού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βοήθησε πολυάριθμους ναζιστές εγκληματίες να φύγουν από την Ευρώπη όπου
κινδύνευαν να δικαστούν και να βρουν ασφαλές καταφύγιο σε άλλες χώρες (π.χ. Αργεντινή).

Χρησιμοποιώντας ένα διαβατήριο του Ερυθρού Σταυρού, ο Stangl έφυγε από την Ιταλία και βρήκε
καταφύγιο στη Συρία. Έζησε ασφαλής στη χώρα αυτή για τρία χρόνια (1948-1951), μαζί με την οικογένειά
του. Εργάστηκε ως μηχανολόγος μηχανικός σε ένα κλωστοϋφαντουργικό μύλο.

Το 1951 εγκαταστάθηκε στη Βραζιλία και μετά το 1959 εργάστηκε σε εργοστάσιο της γερμανικής εταιρείας
αυτοκινήτων Volkswagen, χάρη στη βοήθεια που του πρόσφεραν κάποιοι φίλοι του.

Μόνο το 1961 το όνομά του εμφανίστηκε στον επίσημο αυστριακό κατάλογο των "αναζητηθέντων
εγκληματιών". Παρόλα αυτά, ο ίδιος συνέχισε να μένει ατιμώρητος και να απολαμβάνει την ελευθερία του
για μερικά χρόνια ακόμα.
Τελικά, στις 28 Φεβρουαρίου 1967 συνελήφθη στη Βραζιλία. Τα ίχνη του εντοπίστηκαν από τον διάσημο
κυνηγό ναζιστών εγκληματιών (Nazi-hunter) Σιμόν Βίζενταλ (Simon Wiesenthal). Μετά την έκδοσή του
στη Δυτική Γερμανία, συνελήφθη για συνυπευθυνότητα στη μαζική δολοφονία 900.000 Εβραίων στην
Τρεμπλίνκα (Treblinka). Δικάστηκε την περίοδο 13 Μαΐου – 22 Οκτωβρίου 1970 και καταδικάστηκε σε
ισόβια κάθειρξη στις 22 Οκτωβρίου 1970. Για άγνωστο λόγο, οι εγκληματικές ενέργειες του Stangl στο
στρατόπεδο του Sobibor δεν απασχόλησαν καθόλου την εισαγγελία στη διάρκεια της δίκης του. Κατά τη
διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, ο Stangl παραχώρησε συνέντευξη στην Gitta Sereny.

Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στη φυλακή του Ντίσελντορφ στις 28 Ιουνίου 1971.

23) Egil Holst Torkildsen (21 July 1916 – 17 July 1979) : Νορβηγός ναζιστής και εκδότης. Εντάχθηκε στα
SS στο τελευταίο διάστημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον πόλεμο, καταδικάστηκε σε 5 χρόνια
φυλάκιση για την προδοτική – δωσιλογική του δράση. Το 1947 έφθασε με ένα πλοίο στην Ισπανία. Από την
Ισπανία ταξίδεψε στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, όπου έγινε πρόεδρος της τοπικής ένωσης
Νορβηγών Ναζί. Αργότερα θέλησε να επιστρέψει στη Νορβηγία. Πέθανε το 1979.

24) Siegfried Uiberreither (Salzburg, 29 March 1908 – Sindelfingen, 29 December 1984) : Αυστριακός ναζί
και Gauleiter στην περιοχή Styria της Αυστρίας. Το 1931 εντάχθηκε στα Τάγματα Εφόδου (SA). Το 1947,
φοβούμενος ότι μπορεί να έπεφτε στα χέρια των Γιουγκοσλάβων, διέφυγε στην Αργεντινή,
χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα, με τη βοήθεια του Αυστριακού καθολικού επισκόπου Alois Hudal.
Προσλήφθηκε από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν ο Adolf Eichmann. Αργότερα έζησε στο
Sindelfingen της Νότιας Γερμανίας, με ψεύτικο όνομα.

25) Carl Peter Værnet (April 28, 1893 – November 25, 1965) : Δανός γιατρός στο ναζιστικό στρατόπεδο
του Μπούχενβαλντ. Μετά τον πόλεμο, συνελήφθη στην Κοπεγχάγη και ανακρίθηκε. Κατάφερε να διαφύγει
και βρήκε καταφύγιο στη Βραζιλία και στη συνέχεια στο Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, όπου πέθανε το
1965.

26) Vjekoslav Vrančić (25 March 1904 – 25 September 1990) : Υψηλόβαθμο στέλεχος της κροατικής
φασιστικής οργάνωσης Ustaše και Υφυπουργός Εξωτερικών της κροατικής κυβέρνησης της Ustaše. Ήταν
έμπιστος του Ante Pavelić και συνέβαλε στην προσπάθεια ίδρυσης του κροατικού στρατιωτικού σώματος
«Kroatische Waffen-SS Freiwilligen» στο Ζάγκρεμπ το 1943. Αργότερα διέφυγε στην Αργεντινή με πλαστά
χαρτιά που απέκτησε με τη βοήθεια του Krunoslav Draganovic. Έζησε στο Μπουένος Άιρες μέχρι το
θάνατό του το 1990. Ήταν ενεργός στην κροατική κοινότητα της Αργεντινής, συμμετείχε σε τρομοκρατικές
ενέργειες ακροδεξιών οργανώσεων και εξέδωσε μια εβδομαδιαία εφημερίδα.

27) Gustav Franz Wagner (18 July 1911 – 3 October 1980, Brazil) : Αυστριακός και μέλος των SS, με
θητεία στο ναζιστικό στρατόπεδο του Sobibór. Λόγω της βιαιότητάς του, έγινε γνωστός ως «Τέρας» και
«Λύκος». Δραστηριοποιήθηκε στο πρόγραμμα ευθανασίας T4 στο Hartheim, σε διοικητικό πόστο. Οι
επιζώντες του στρατοπέδου Sobibór, τον χαρακτήρισαν ψυχρό σαδιστή. Μετά τον πόλεμο καταδικάστηκε
σε θάνατο ερήμην, αλλά διέφυγε (χάρη στη βοήθεια ενός κληρικού από την Ιταλία) με τον Franz Stangl στη
Βραζιλία. Εκεί έγινε δεκτός ως μόνιμος κάτοικος στις 12 Απριλίου 1950 και στις 4 Δεκεμβρίου 1950
εκδόθηκε βραζιλιάνικο διαβατήριο στο όνομα της νέας του ταυτότητας. Έζησε στη Βραζιλία ανενόχλητος
μέχρι να εντοπιστεί από τον Simon Wiesenthal και να συλληφθεί στις 30 Μαΐου 1978. Τα αιτήματα
έκδοσής του που έγιναν από το Ισραήλ, την Αυστρία και την Πολωνία απορρίφθηκαν από το Γενικό
Εισαγγελέα της Βραζιλίας. Τον Οκτώβριο του 1980, βρέθηκε με ένα μαχαίρι στο στήθος του στο Σάο
Πάολο. Σύμφωνα με τον πληρεξούσιό του, ο Wagner αυτοκτόνησε. Η ημερομηνία θανάτου του ήταν η 3η
Οκτωβρίου 1980.

28) Horst Wagner (Poznan, 17 May 1906 – Hamburg, 13 March 1977) : Γερμανός διπλωμάτης του Τρίτου
Ράιχ, που ασχολήθηκε με ζητήματα που αφορούσαν τους Εβραίους. Το 1938 άρχισε να εργάζεται στο
Υπουργείο Εξωτερικών. Είχε εμπλακεί σε εγκλήματα πολέμου εναντίον Αμερικανών αιχμαλώτων πολέμου.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, συνελήφθη από τους Αμερικάνους και οδηγήθηκε σε μια φυλακή στο
Σάλτσμπουργκ. Δραπέτευσε από ένα στρατόπεδο στις 25 Αυγούστου 1948, πήγε στην Ιταλία και μετά στη
Νότια Αμερική. Το 1952 επέστρεψε στην Ιταλία με ψεύτικο όνομα ως ανταποκριτής εφημερίδων. Εκεί
εντοπίστηκε και ένα ιταλικό δικαστήριο αποφάσισε το 1958 να μην τον εκδώσει στη Γερμανία. Στα τέλη
του 1958 πήγε οικειοθελώς στη Δυτική Γερμανία.

Ξεκίνησε μια προκαταρκτική έρευνα στο Έσσεν. Ο Wagner φυλακίστηκε για περίπου 15 μήνες, μέχρι το
Μάρτιο του 1960 που το Δικαστήριο τον απελευθέρωσε με εγγύηση. Η πρώτη ημέρα της κύριας ακρόασης
προγραμματίστηκε για τις 20 Μαΐου 1968 στο περιφερειακό δικαστήριο του Essen. Όμως προέκυψαν
διάφορα εμπόδια. Η αναρρωτική άδεια - επιβεβαιωμένη, μεταξύ άλλων, από τις εκτιμήσεις του ψυχιάτρου
του Αμβούργου Han Bürger-Prinz - καθυστέρησε τη διαδικασία έως την προσωρινή διακοπή το 1974 λόγω
της αδυναμίας του εναγομένου. Το τέλος ήρθε με το θάνατο του Wagner στις 13 Μαρτίου 1977.

Ενδεικτική βιβλιογραφία :

Ιάκωβος Χονδροματίδης, Επιχείρηση Odessa. Οι μυστικές διαδρομές διαφυγής των ναζί, εκδόσεις Μαύρος
Ήλιος, 2013

Andrew Nagorski, Οι κυνηγοί των Ναζί. Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου,
εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016

Eric Lichtblau, Οι ναζί της διπλανής πόρτας, εκδόσεις Ποταμός, 2016

Για ποιά βαρβαρότητα μιλάμε;


από Αλέξης Κροκιδάς

“Nach Auschwitz, ein Gedicht zu schreiben, ist barbarisch”. Είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση
μετά το Αουσβιτς, έλεγε ο Τέοντορ Αντόρνο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 προκαλώντας αναστάτωση
αμηχανία και θυμό στους Γερμανούς και γερμανόφωνους διανοούμενους, στοχαστές και ποιητές. Πώς
μπορείς να γράψεις ποιηματάκια για το ανείπωτο? Για την ανείπωτη φρίκη του ολοκαυτώματος?

Μερικοί σιώπησαν. Αλλοι αντέδρασαν και έπιασαν την πέννα να γράψουν για αυτό που δεν γράφεται. Ισως
με μια βαθειά μελαγχολία, ακόμα με μια βίαια καταγγελτική μελαγχολία. Ο Πάουλ Τσέλαν ας πούμε στην
Φούγκα του Θανάτου. Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα ο Αντόρνο αναίρεσε την "απαγόρευση"
προσφέροντας έναν καθόλα χλιαρό συμβιβασμό, «ο πόνος έχει το ίδιο δικαίωμα να εκφραστεί, όπως αυτός
που υποφέρει να κραυγάσει, γι’ αυτό είναι λάθος, ότι δεν πρέπει να γράφεται ποίηση μετά το Άουσβιτς».
Ναί βέβαια, ο πόνος έχει δικαίωμα να εκφραστεί. Κανείς δεν λέει το αντίθετο. Ομως πώς? Και γιατί?

Ισως το ανείπωτο δεν πρέπει να εκχυδαϊστεί μέσα απο τον ποιητικό λόγο. Μέσα απο κανέναν λόγο. Ισως.
Καμμία συμφιλίωση, κανένας συμβιβασμός. Μια καινούργια γλώσσα, ένας καινούργιος λόγος πρέπει να
κατασκευαστεί, ένας λόγος που δεν θα είναι πιά λόγος, έχοντας ανατρέψει και καταργήσει τον ίδιο τον
λόγο. Ισως.
Ποιός συγκινείται με όλη αυτή την άκρως συγκινητική φιλολογία για το πώς τοποθετούμαστε απένταντι
στην ανείπωτη βαρβαρότητα? Μήπως η συγκίνηση τους (μας) για το ανείπωτο, δεν είναι τίποτα άλλο παρά
μια ανακούφιση? Η ανακούφιση που έρχεται όταν λέμε "Εκανα το χρέος μου."

Το έκανα λοιπόν. Αναγνωρίζω την ύστατη βαρβαρότητα. Μόνο που αναγνωρίζοντας την ως τέτοια, δεν έχω
ήδη υποβαθμίσει μια άλλη βαρβαρότητα που όμως δεν είναι καθόλου άλλη, στον χώρο και τον χρόνο μιας
αόρατης κανονικότητας? Αυτό το συγκριτικό παιχνίδι είναι όντως πολύ ανακουφιστικό. Και διαστροφικά
χρήσιμο. Μπροστά στην φρίκη του ολοκαυτώματος, μπορούμε να ξεχνάμε ή τουλάχιστον να μην μας
λούζει παγωμένος ιδρώτας για την φρίκη στα ορυχεία της Νότιας Αφρικής, στα ορυχεία κοβαλτίου στο
Κονγκό, στα άθλια εργοστάσια-τάφους στο Μπαγκλαντές και πάει λέγοντας. Ε καλά, δύσκολα λίγο τα
πράγματα εκεί, αλλά δεν είναι και Αουσβιτς βρε αδερφέ. Εξανθρωπίστηκε το Αουσβιτς, ή μήπως μάλλον το
κάναμε εξαγωγή στην Αφρική και σε άλλες μακρυνές χώρες εκτός δυτικού κόσμου? Αρκετά μακρυά ωστε
οι απόηχοι της φρίκης να μην φτάνουν στα ευαίσθητα αυτιά μας. Ομως αυτό που δεν φτάνει απο μακρυά
δεν φτάνει κι απο κοντά. Αυτή εξάλλου δεν είναι η ιδεο-λογική της αποστασιοποίησης? Πρόσφατα απέλυσε
η Leroy Merlin μια γυναίκα με σκλήρυνση κατα πλάκας. Τι να κάνουμε? Εντάξει η φουκαριάρα, την
συμπονούμε κάπως, αλλά μην τρελαθούμε κιόλας. Δεν μιλάμε εδώ για φρίκη.

Κι όμως μιλάμε ή θα έπρεπε να μιλάμε. Στην απολογία του στο δικαστήριο το 1894, που δεν ήταν βέβαια
απολογία, ο Emile Henry μιλάει για αυτήν ακριβώς την "αόρατη" βαρβαρότητα της κανονικότητας στις
φτωχογειτονιές του Παρισιού. "Μήπως δεν πρέπει να να μετρήσουμε ανάμεσα στα αθώα θύματα αυτά τα
παιδιά που αργοπεθαίνουν απο αναιμία γιατί το ψωμί είναι σπάνιο στα σπίτια τους: τις γυναίκες που
γίνονται χλωμές δουλεύοντας στις βιοτεχνίες σας, δουλεύοντας για 40 σού και που είναι τυχερές όταν η
ένδεια δεν τις σπρώχνει στην πορνεία: τους γέρους άντρες που τους έχετε κάνει μηχανές παραγωγής όλη
τους την ζωή και που τους πετάτε στα σκουπίδια ή στα φτωχοκομεία όταν πιά οι δυνάμεις τους έχουν
εξαντληθεί".

Μα, θα διαμαρτυρηθεί κάποιος ευαίσθητος άνθρωπος με πολιτική συνείδηση, ναί, πολύς κόσμος
δυσκολεύεται, αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά πιά, τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα και σε κάθε
περίπτωση δεν ζεί ο κοσμάκης όπως ζούσε στο Παρίσι στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπάρχουν βέβαια ακόμα
πολλές αδικίες αλλά προοδεύουμε, ίσως όχι τόσο γρήγορα όσο θα θέλαμε, αλλά υπάρχει κοινωνική
πρόοδος. Δεν μπορείς να το αρνηθείς αυτό.

Κι όμως το αρνούμαι. Αρνούμαι να παίξω αυτό το συγκριτικό παιχνίδι και να καθησυχάσω την καρδούλα
μου και την συνείδηση μου. Ακόμα κι αν δεχόμουν ότι τα πράγματα εδώ δεν είναι τόσο τραγικά, (και ποιός
αλήθεια μου δίνει το δικαίωμα να το κρίνω?) μπορούν και δεν είναι τόσο τραγικά, ακριβώς επειδή είναι
τραγικά αλλού, επειδή το κοβάλτιο στο κινητό μου για να στέλνω viber μυνηματάκια στην γκομενίτσα μου,
βγαίνει από τα ορυχεία του Κονγκό μέσα σε συνθήκες ανείπωτης βαρβαρότητας.

Και τι κάνω λοιπόν? Εγώ τίποτα. Γράφω “ποιηματάκια” θυμού και οδύνης. Εδώ, κάτω από τα πεύκα, με
θέα τον αγαπημένο μου Ευβοϊκό, τοποθετούμαι απέναντι στην βαρβαρότητα, ως ευσυνείδητος μεσο-αστός.
Τα χέρια μου καθαρά. Οχι δυστυχώς η συνειδηση μου. Αλλά αυτό είναι δικό μου πρόβλημα.

Εμαθα από τον Emile Henry να βλέπω κάπως το αόρατο, κάπως να νιώθω την βαρβαρότητα της
κανονικότητας. Όμως δεν τόλμησα ποτέ να κάνω κάτι γι αυτό. Το ρολόι μου δεν σταμάτησε στιγμή.

Ein mencsch stirbt… und keine, keine Uhr bleibtstehen…Ένας άνθρωπος πεθαίνει… και κανένα, κανένα
ρολόι δεν σταματάει.

Δύο Έλληνες του Ολοκαυτώματος περιγράφουν


την κόλαση Άουσβιτς
Αντιφασισμός / Αντιεθνικισμός / Αντιρατσισμός Ρατσιστική - Φυλετική Βία
Ελένη Μπέλλου

Ήταν 27 Ιανουαρίου του 1945 όταν τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το


μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου στην Πολωνία. Από το 2005 η 27η
Ιανουαρίου καθιερώθηκε ως Διεθνής Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό
καθεστώς κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το tvxs.gr θυμάται μία από της πιο μαύρες σελίδες της
παγκόσμιας ιστορίας - αυτή της Τελικής Λύσης - μέσα από τις συγκλονιστικές μαρτυρίες δύο Ελλήνων
Εβραίων που κατάφεραν να βγουν ζωντανοί μέσα από την κόλαση του στρατοπέδου συγκέντρωσης του
Άουσβιτς.

Η Τελική Λύση

Μποϊκοτάζ στις εβραϊκές επιχειρήσεις, αποκλεισμός των εβραίων από δημόσια αξιώματα και υποχρέωση
να φορούν όταν κυκλοφορούν το άστρο του Δαβίδ. Τα μέτρα αυτά δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα για το
ναζιστικό καθεστώς το οποίο προχώρησε ένα βήμα παραπάνω καταλήγοντας στη σκέψη να καταλάβει τη
Μαδαγασκάρη και να την μετατρέψει σε «αποθήκη Εβραίων».

Η λύση εγκαταλείφθηκε επειδή το Γ’ Ράιχ δεν είχε ικανοποιητική ναυτική δύναμη. Αποφασίστηκε, τελικά,
η «μετανάστευση» των Εβραίων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και γκέτο. Παρά την πείνα και την εργασία
στα κάτεργα ούτε αυτή η λύση απέδιδε το αποτέλεσμα που επιζητούσε το Ναζιστικό καθεστώς που ήθελε
την άμεση λύση, δηλαδή την άμεση εξόντωση των Εβραίων.

Στις 20 Ιανουαρίου του 1942 συγκλήθηκε στο προάστιο του Βερολίνου, Wannsee, μια διάσκεψη, στην
οποία ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, αρχηγός των υπηρεσιών ασφαλείας του Τρίτου Ράιχ, ενημέρωσε τους
αξιωματούχους του καθεστώτος για την «Τελική Λύση» που είχε αποφασιστεί για το «εβραϊκό πρόβλημα».

Στοιβαγμένοι σαν ζώα σε βαγόνια εμπορικών αμαξοστοιχιών, όρθιοι, με μία κούπα νερό την ημέρα και ένα
βαρέλι για τις φυσικές τους ανάγκες οι Εβραίοι της Ευρώπης ανάμεσα στους οποίους και οι Έλληνες
ξεκίνησαν για ένα ταξίδι με τελικό προορισμό... το θάνατο. Από τους 65.000 Έλληνες εβραίους επέζησαν
μόλις οι 1.000.

Ανάμεσα τους ο Ισαάκ Μιζάν από την Άρτα και ο Χάινς Κούνιο από τη Θεσσαλονίκη οι οποίοι μίλησαν
στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα το 2013, για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ του: «Νεοναζί: Το Ολοκαύτωμα της
Μνήμης».

Ένα τατουάζ από την κόλαση

Μόλις 16 χρονών ο Ισαάκ Μιζάν είδε τους Γερμανούς να εισβάλουν στην Άρτα, συλλαμβάνοντας αυτόν
και την οικογένειά του καθώς και όσους Εβραίους κατοικούσαν στην περιοχή. Τους συγκέντρωσαν στην
κεντρική πλατεία της πόλης και σε έναν κινηματογράφο, και από εκεί τους στοίβαξαν σε ένα τρένο με
ενδιάμεσους σταθμούς το Αγρίνιο και το Ρουφ, πριν τον τελικό προορισμό που ήταν το κολαστήριο του
Άουσβιτς. Στο προαύλιου του πολωνικού στρατοπέδου συγκέντρωσης γινόταν η πρώτη διαλογή. Εκεί
απέκτησε το πρώτο και μοναδικό του «τατουάζ». Τον αριθμό 182641 που μέχρι σήμερα τον ακολουθεί
χαραγμένος στο χέρι του.

«Μας κατεβάσανε απ’ τα βαγόνια και έπεφτε καμιά βουρδουλιά. Μας χώρισαν σε άνδρες και γυναίκες και
μας εξέταζε ένας γιατρός των Ες-Ες. Όσους ήτανε για τα κρεματόρια τους φορτώναν σε φορτηγά. Γυναίκες
με παιδιά πήγαιναν κατευθείαν στους φούρνους. Το τραγικότερο όλων ήταν τα μικρά κοριτσόπουλα που
νόμιζαν ότι πηγαίνοντας με το φορτηγών θα τύχουν καλύτερης μεταχείρισης και παίρναν παιδάκια στην
αγκαλιά τους. Ήταν το λάθος το μεγάλο για τα κορίτσια αυτά. Όπως και για τους άντρες, οι οποίοι άλλοι
έκαναν τους κουτσούς, άλλοι έκαναν τους στραβούς και γι’ αυτούς υπήρχε ίδια η μοίρα τους που τους
ξεχωρίσαν τους ‘βαλαν στα φορτηγά και τους πήγαν κατευθείαν για τα κρεματόρια», διηγείται ο Ισαάκ
Μιζάν.
«Την ώρα που ξεχωρίσανε τον πατέρα μου από μένα πάω στον Γερμανό και λέω εγώ είμαι μικρός και θέλω
να πάω μαζί με τον πατέρα μου. Βεκ, βεκ, μου λέει και με διώχνει. Από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναείδα ούτε
τους γονείς, ούτε τις αδερφές μου που μαζί με τα παιδιά τους, κατευθείαν τους έβαλαν στους θαλάμους
αερίων και κατέληξαν στα κρεματόρια», θυμάται συγκινημένος.

Ο κ. Χάινς Κούνιο, 15 χρονών το 1943, μεταφέρθηκε μαζί με την οικογένεια του στο Άουσβιτς με την
πρώτη αποστολή Εβραίων προς το στρατόπεδο της φρίκης. Τους συγκέντρωσαν στο προαύλιο και ρώτησαν
αν μιλάει κάποιος γερμανικά. Ήταν οι μόνοι που τα μιλούσαν επειδή η μητέρα του καταγόταν από τη
γερμανόφωνη Σουδητία της Τσεχοσλοβακίας κι έτσι ανέλαβαν το ρόλο των διερμηνέων, που όπως
αργότερα κατάλαβε τους χάρισε και την επιβίωση τους.

«Η άφιξη σίγουρα υποθέτω ήταν και αυτή προγραμματισμένη να είναι, όπως ήτανε. Κι αυτό για να σπάσει
το ηθικό. Όλα τα τρένα στο Auschwitz έφταναν τη νύχτα. Άνοιξαν την πόρτα μετά βίας, ξέρετε η πόρτα
ήταν συρόμενη και άνοιγε μόνον απ’ έξω, φωνάζοντας «κατεβείτε» και άρχισαν το ξυλοκοπάνισμα με
ραβδιά μεγάλα. Μιλούσανε και δεν καταλάβαινε κανένας και τότε ρώτησαν ποιος μιλάει γερμανικά. Οι
μόνοι, οι οποίοι βγήκαμε μπροστά ήμασταν εμείς, οι τέσσερις. Πατέρας, μητέρα και δυο παιδιά. Τα παιδιά
δεν δικαιούνταν να ζήσουν. Στέλνονταν στα κρεματόρια χωρίς διαλογή. Εμάς μας χρειάζονταν όμως και
μας κράτησαν», θα πει ο Χάινς Κούνιο.

«Πριν να μεταφερθούμε στο στρατόπεδο υπήρχε ένας εκεί ειδικός ο οποίος σου χάραζε τον αριθμό σου.
Ήταν δύο πένες, η μία πάνω στην άλλη. Η μία τρυπούσε το δέρμα και η άλλη έχυνε το μελάνι από πάνω. Ο
αριθμός μου ήταν ο 109565. Και παρατηρείστε τον ότι είναι καλογραμμένος. Το βλέπετε; Οι άλλοι ήταν
κακογραμμένοι», διηγείται στον φακό του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα, δείχνοντας το δικό του «τατουάζ».
«Ένα τατουάζ που με ακολουθεί μια ολόκληρη ζωή. Αριθμός της πρώτης αποστολής στο Άουσβιτς», θα πει
εξηγώντας ότι ο επίσης κατάδικος που είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της χάραξης των αριθμών
κρατουμένων, φρόντισε ιδιαίτερα τον δικό του επειδή και οι δύο μιλούσαν γερμανικά. «Εσείς μιλάτε
Γερμανικά και γω μιλάω Γερμανικά. Θα σας κάνω ωραίο αριθμό για με θυμάστε για όλη σας τη ζωή. Σας
τον κάνω μικρό», του είχε πει ενώ τον τρυπούσε.

«Μας χωρίζανε ανάλογα με το γράμμα που ξεκίναγε το επίθετο μας και μας έβαζαν το νούμερο. Εμένα μου
βάλανε το νούμερο 182641. Τα ξαδέρφια μου που ήμασταν μαζί στην ίδια σειρά ο ένας είχε 182642,
182642 κτλ. Ένα τατουάζ από την κόλαση. Εγώ νομίζοντας ότι αυτό το πράγμα θα σβήσει γιατί άρχισε να
ματώνει, αλλά το έχω ανεξίτηλο ακόμη και σήμερα», λέει ο κ. Ισαάκ Μιζάν.

Ο καπνός ανέβαζε τις ψυχές στον ουρανό

«Τα κρεματόρια του Auschwitz βρίσκονταν όλα στο παραπλήσιο στο γειτονικό στρατόπεδο του Birkenau.
Εκεί ήταν η μεγάλη παραγωγή του θανάτου», λέει ο Χάινς Κούνιο. «Τα κρεματόρια ήταν πολλά. Ήταν
πέντε μεγάλα εργοστάσια, πέντε μεγάλες καμινάδες, που ξερνούσαν αλύπητα καπνό μαύρο την ημέρα και
τη νύχτα φώτιζαν κατακκόκινο όλο το χώρο. Γιατί; Φωτίζονταν από μία φλόγα, μισό μέτρο πάνω από την
καμινάδα και μετά ξεκινούσε ο μαύρος καπνός, ο οποίος πήγαινε με τις ψυχές των ανθρώπων στον
ουρανό», θα διηγηθεί περιγραφικά ο κ. Κούνιο.

«Πολλές φορές όταν στεκόμασταν στο χώρο του προσκλητηρίου για να μας μετρήσουνε, έπεφταν στο
κεφάλι μας νιφάδες στάχτη. Την έπιανες. Έβαζες το χεράκι σου έτσι και γέμιζε εδώ νιφάδες. Αυτές οι
νιφάδες ήτανε η στάχτη των νεκρών», θα πει.

«Οι αιχμάλωτοι δε γνώριζαν για τα κρεματόρια και μύριζαν την τσίκνα και έλεγαν ότι οι Γερμανοί τρώνε
καλά», θυμάται ο κ. Μιζάν. Στη συνέχεια κατάφερε να έρθει σε επαφή με τα ξαδέλφια του που ήταν
στους Zonder Commando, την ομάδα κατάδικων στους οποίους οι ναζί είχαν επιβάλλει το δυσβάσταχτο
καθήκον της καύσης των νεκρών. Ήταν τότε που έμαθε τι ακριβώς γινόταν με όσους δεν είχαν υποχρεωθεί
σε καταναγκαστικά έργα όπως εκείνος. Τα όσα του εκμυστηρεύονταν υπό άκρα μυστικότητα και το φόβο
μη τους αντιληφθούν οι δεσμοφύλακες ανατριχιαστικά.

Το δύσκολο έργο τους ξεκίναγε εφόσον οι μέλλοντες νεκροί οδηγούνταν στους θαλάμους των μοιραίων
«μπάνιων» που από τις ντουζιέρες τους αντί για νερό απελευθερώνονταν το δηλητηριώδες αέριο Zyklon B.
«Μου έλεγαν τα παιδιά ότι ανοίγοντας την πόρτα ήταν τόσοι πολλοί ανεβασμένοι σε αυτοί, που όταν την
άνοιγαν έπεφταν μαζί 30, 40, 50 άτομα. Οι τοίχοι και οι πόρτες ήταν ματωμένες από τα χέρια που
προσπαθούσαν να βρουν έξοδο να αναπνεύσουν. Εκτός των άλλων το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι συνήθως
στην κορυφή των στοιβαγμένων πτωμάτων ήταν μωρά παιδιά που τα πετάγανε οι μανάδες επάνω μήπως
μπορέσουν να αναπνεύσουν, αλλά υπήρχαν και νέοι άνθρωποι, οι οποίοι ποδοπατούσαν τους πιο μεγάλους
για να ανέβουνπιο ψηλά. Μετά από 10 λεπτά δεν υπήρχε κανείς», διηγείται ο Ισαάκ Μιζάν.

«Δουλειά μετά αναλάμβαναν τα παιδιά των Zonder Commando. Έπαιρναν τους νεκρούς, τους έβαζαν σε
καρότσια και τους ανεβάζανε στον 1ο όροφο που ήταν τα κρεματόρια. Μία συγκλονιστική λεπτομέρεια που
μου λέγανε τα ξαδέρφια μου είναι ότι έβαζαν στον φούρνο 2 άντρες και μία γυναίκα. Σας κινεί την
περιέργεια; Η εξήγηση είναι ότι όταν υπήρχε μία γυναίκα καιγόντουσαν τα πτώματα πιο γρήγορα», θα πει.

«Μέσα σε λίγα λεπτά δεν υπήρχε τίποτε. Λίγα λεπτά, ε; Κόκκαλα μόνο, καμιά νεκροκεφαλή, κανένα
κόκαλο από τα χέρια που δεν καίγονται εύκολα. Ότι απέμενε το θρυμμάτιζαν για να εξαφανίσουν τα
πειστήρια», θυμάται από την πλευρά του ο Χάινς Κούνιο. «Τη στάχτη την βάζαν σε ένα καρότσι. Πίσω από
τα κρεματόρια υπήρχε μία λίμνη. Υπήρχε μία στενή γέφυρα από την οποία χωρούσε να περάσει ίσα-ίσα ένα
καροτσάκι. Ένας κατάδικος ακολουθούμενος από έναν σκοπό έπρεπε να αδειάσει το περιεχόμενο στη
λίμνη. Μετά θα καθάριζαν τους φούρνους. Όλα τα καθάριζαν...», θα συμπληρώσει.

Η ελπίδα ποτέ δεν πεθαίνει, ούτε στο Άουσβιτς

«Ήρθατε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως και για να αναπαυθείτε σε τούτο το στρατόπεδο έχει μόνο μία
έξοδο, την ψηλή καμινάδα», ήταν το μήνυμα των ναζί δεσμοφυλάκων προς τους κρατούμενους όταν αυτοί
πια άρχισαν να μαθαίνουν για τα κρεματόρια. «Μάθαμε για τα κρεματόρια, αλλά δε μας έκανε καμία
εντύπωση διότι περιμέναμε ότι οπωσδήποτε την ίδια μοίρα θα είχαμε ούτως ή άλλως κι εμείς.

Η ψυχολογία των ανθρώπων που επιβίωσαν από την κόλαση του Άουσβιτς ήταν και αυτή που τους έδωσε
τη δύναμη να βγουν ζωντανοί αν και όλα έδειχναν ότι ο θάνατος ήταν ένα αδιέξοδο μονοπάτι.

«Είχα μεγάλη πίστη στο θεό. Κάθε βράδυ τον παρακαλούσα. Από κει και πέρα τίποτε άλλο. Ήλπιζα. Όχι
πίστευα, ήλπιζα», λέει ο Ισαάκ Μιζάν. «Στα αλήθεια δεν μας ενδιέφερε η ζωή και δεν προσπαθούσαμε.
Όταν γινόταν η καθιερωμένη διαλογή το βράδυ ήταν σαν να μην αφορούσε εμένα, να αφορούσε κάποιον
τρίτο. Διότι ήξερα ότι αν δε θα είμαι σε αυτή τη σειρά που θα καταλήξει στα κρεματόρια, θα είμαι στην
επόμενη». Όπως λέει ο κ. Μιζάν ήταν καθαρά θέμα τύχης που βγήκε ζωντανός μέσα από αυτό το
καλαστήριο. «Πώς άντεξα; Στο Άουσβιτς είχα φτάσει τα 35 κιλά. Τα ξαδέρφια από το Zonder Commando
μου έφερναν όταν μπορούσαν ψωμί και ζαμπόν, γιατί εκείνους τους τάιζαν κανονικά. Εκείνο που με
κράτησε όμως ζωντανό – είναι περίεργο- αλλά ήταν το...μίσος». «Ήθελα να ζήσω για να τους εκδικηθώ»,
θα πει, κάτι που φυσικά δεν έκανε.

«Κάθε μέρα βλέπαμε τα ιδία και τα ιδία . Ως διερμηνείς σε αυτούς που κατεβαίνουν από τα βαγόνια
καταφέρναμε και δίναμε κάποιες οδηγίες. Το πρώτο που τους λέγαμε είναι ξεχάστε τα όλα, αλλά μην
απελπίζεστε. Θα ζήσετε! Δουλέψτε, μην μιλάτε και θα σωθείτε. Αυτές ήταν οι οδηγίες που τους δίναμε. Σε
όλες τις αποστολές από την Ελλάδα, 19 αν θυμάμαι καλά, ήμουν παρών. Σε κάθε μία λέγαμε το ίδιο», θα
πει από την πλευρά του ο Χάινς Κούνιο. «Ελπίζαμε. Την ελπίδα δεν την σβήνεις πότε», θα καταλήξει.

Το Ολοκαύτωμα

Υπολογίζεται ότι μόνο στα στρατόπεδα εξολόθρευσης θανατώθηκαν, με τουφεκισμό, καταναγκαστική


εργασία, απαγχονισμό και δηλητηριώδη αέρια περίπου τρία εκατομμύρια Εβραίων.

Το σύνολο των Εβραίων που θανατώθηκαν από την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος στην εξουσία μέχρι
την κατάρρευσή του ανέρχεται σε έξι περίπου εκατομμύρια.

Πρόκειται για το «Ολοκαύτωμα» τη μεγαλύτερη γενοκτονία της παγκόσμιας ιστορίας.


http://m.tvxs.gr/mo/i/168185/f/news/san-simera/dyo-ellines-toy-olokaytomatos-perigrafoyn-tin-kolasi-toy-
aoysbits.html

Η σύλληψη και η δίκη 4 Διοικητών Ναζιστικών Στρατοπέδων

Το κείμενο αυτό αποτελεί μια σύντομη αναφορά στην προσπάθεια εντοπισμού, στη σύλληψη και στη δίκη
τεσσάρων προσώπων που διετέλεσαν διοικητές διαφόρων Ναζιστικών Στρατοπέδων Συγκέντρωσης (Nazi
concentration camps) και συμμετείχαν στο Έγκλημα που έμεινε γνωστό ως Ολοκαύτωμα (Holocaust).

Rudolf Höss (γνωστός και ως Höß, Hoeß ή Hoess) (1901 – 1947)

Ο Ρούντολφ Ες, μέλος του Ναζιστικού Κόμματος (NSDAP) και των SS, αρχικά βρέθηκε στο στρατόπεδο
συγκέντρωσης του Νταχάου (1934), μετά στο Ζάξενχαουζεν (1938) και το 1940 έγινε Διοικητής στο
Άουσβιτς. Το Άουσβιτς απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό, δηλαδή το Στρατό της Σοβιετικής
Ένωσης (ΕΣΣΔ), στις 27 Ιανουαρίου 1945.

Ο Ρούντολφ Ες διέφυγε τη σύλληψη για ένα μεγάλο διάστημα μετά τον πόλεμο. Εξαφάνισε την πραγματική
του ταυτότητα και ισχυριζόταν ότι είναι κηπουρός. Συνελήφθη από τους Βρετανούς στις 11-3-1946.
Προσπάθησε να τους παραπλανήσει, δηλώνοντας ψεύτικο όνομα και ψεύτικη ιδιότητα. Όμως, τα στοιχεία
τον διέψευσαν. Οι Βρετανοί αφού πρώτα έφθασαν στα ίχνη του χάρη στις πληροφορίες που τους έδωσε η
γυναίκα του, είδαν τη βέρα που φορούσε και του ζήτησαν να τη βγάλει για να δουν τι ακριβώς ήταν
χαραγμένο σε αυτήν. Όταν ο Ρούντολφ Ες αρνήθηκε, με τον ψευδή ισχυρισμό ότι η βέρα είχε σφηνώσει στο
δάχτυλό του και δεν έβγαινε, οι Βρετανοί του εξήγησαν ότι υπάρχει και η επιλογή του κοψίματος του
δαχτύλου. Ο Ες κατάλαβε ότι τα ψέματά του δεν θα είχαν κανένα όφελος και την έβγαλε από το δάχτυλό
του. Έτσι λοιπόν, η βέρα ήταν το τελευταίο στοιχείο που χρειάζονταν οι διώκτες του για να σιγουρευτούν
απόλυτα για την πραγματική ταυτότητα του συλληφθέντα Γερμανού. Αποκαλύφθηκε η αλήθεια και
περίοδος ελευθερίας τελείωσε.

Στις 15 Απριλίου 1946 ο Ρούντολφ Ες κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Η
κατάθεσή του ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική για τα ναζιστικά εγκλήματα. Αποκάλυψε με κυνισμό και με
αρκετές λεπτομέρειες όλη τη διαδικασία της βιομηχανίας εξόντωσης πολυάριθμων ανθρώπων στο Άουσβιτς
και φώτισε διάφορες πτυχές του Ολοκαυτώματος.

Στις 25 Μαΐου 1946 οι Βρετανοί τον παρέδωσαν στους Πολωνούς για να δικαστεί. Η δίκη του άρχισε στις
11 Μαρτίου 1947 και τελείωσε στις 29 Μαρτίου 1947. Στις 2 Απριλίου 1947 καταδικάστηκε σε θάνατο.
Απαγχονίστηκε στις 16 Απριλίου 1947 μπροστά στην είσοδο του κρεματορίου του Άουσβιτς Ι.

Το τελευταίο διάστημα της ζωής του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, έγραψε τα
απομνημονεύματά του, περιγράφοντας με κυνισμό τον τρόπο μαζικής εξόντωσης κρατουμένων που
εφάρμοσε στο Άουσβιτς, με θύματα διαφόρων ηλικιών, ακόμα και παιδιά. Το βιβλίο των
απομνημονευμάτων του Ρούντολφ Ες κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1995 από τις εκδόσεις Νεφέλη με
τίτλο «Rudolf Hoess. Αυτοβιογραφία». Σε κάποιο σημείο του βιβλίου του, ο Ρούντολφ Ες γράφει τα εξής :
«Το φθινόπωρο του 1941 η Γκεστάπο, βάσει μυστικής διαταγής, έκανε έρευνα στα στρατόπεδα των
Σοβιετικών αιχµαλώτων πολέµου για την επισήμανση των πολιτρούκ, των επιτρόπων και των
διακεκριµένων πολιτικών στελεχών, που παραδόθηκαν στα πιο κοντινά στρατόπεδα συγκέντρωσης µε
σκοπό την εξόντωσή τους. Στο Άουσβιτς εξακολουθούσαν να φτάνουν μικρές τέτοιου είδους αποστολές.
Τουφεκίζονταν στο λατομεἱο κοντά στα κτίρια του μονοπωλίου, στην αυλή του μπλοκ 11. Στη διάρκεια
ενός υπηρεσιακού ταξιδιού μου, ο αναπληρωτής μου χαουπτστουρμφύρερ Φριτς χρησιμοποίησε με δική
του πρωτοβουλία αέριο κατά τη θανάτωση Σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου. Γέμισε με αιχμαλώτους τα
κελιά που βρίσκονταν στα υπόγεια και φορώντας αντιασφυξιογόνα μάσκα έριξε στα κελιά κυκλώνιο Β
(Zyklon B), που προκάλεσε ακαριαία το θάνατο. Το αέριο κυκλώνιο Β το χρησιμοποιούσε στο Άουσβιτς η
εταιρεία «Τες και Στάμπενοφ» για την εξόντωση των ζωυφίων και γι’ αυτό η διοίκηση του στρατοπέδου
είχε πάντα μια ορισμένη ποσότητα φιαλών με το αέριο αυτό. Αρχικά το δηλητηριώδες αέριο,
παρασκεύασμα πρωσικού οξέος, το χρησιμοποιούσαν μόνο υπάλληλοι της εταιρείας «Τες και Στάμπενοφ»
με την τήρηση εξαιρετικών μέτρων προφύλαξης, αργότερα όµως η εταιρεία εκπαίδευσε μερικούς
υγειονομικούς υπαλλήλους απολύμανσης, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το αέριο για την απολύμανση και την
εξόντωση των ζωυφίων. Στο επόμενο ταξίδι του Άιχµαν του ανακοίνωσα τα σχετικά µε τη χρησιμοποίηση
του κυκλωνίου Β. Αποφασίσαµε ότι θα χρησιμοποιούµε αυτό το αέριο στην επιχείρηση μαζικής εξόντωσης.
Εξακολουθήσαμε να σκοτώνουμε τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους με τη βοήθεια του κυκλωνίου Β, αλλά όχι
πια στο μπλοκ 11, γιατί μετά τη χρήση έπρεπε να εξαεριστεί ολόκληρο το κτίριο επί δυο µέρες
τουλάχιστον. Ορίσαμε ως θάλαμο αερίων το νεκροθάλαμο του κρεµατορίου στο δάσος, κοντά στο
νοσοκοµείο, αφού φροντίσαμε για το ερμητικό κλείσιμο των θυρών και ανοίξαµε τρύπες στην οροφή για τη
διοχέτευση του αερίου.» .

Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Rainer Höss, εγγονός του Ρούντολφ Ες, καταδικάζει τα εγκλήματα του
ναζισμού – φασισμού, αποδοκιμάζει όσα έκανε ο παππούς του και δηλώνει ότι ο νεοναζισμός αποτελεί
ιδιαίτερα επικίνδυνη απειλή για το σύγχρονο κόσμο.

Arthur Liebehenschel (1901 - 1948)

O Arthur Liebehenschel εντάχθηκε στο Ναζιστικό Κόμμα το 1932 και στα SS το 1934. Ήταν Διοικητής στο
στρατόπεδο του Άουσβιτς από το Δεκέμβριο του 1943 μέχρι το Μάιο του 1944. Στη συνέχεια διετέλεσε
Διοικητής στο στρατόπεδο του Majdanek από τις 19 Μαΐου 1944 μέχρι της 22 Ιουλίου 1944. Το
στρατόπεδο αυτό εκκενώθηκε λόγω του ότι ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε ανησυχητικά γρήγορα.

Συνελήφθη από τους Αμερικάνους όταν τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και εκδόθηκε στην Πολωνία.
Κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη δίκη που έγινε στην Κρακοβία για τα
εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο Άουσβιτς (24 Νοεμβρίου – 22 Δεκεμβρίου 1947) και καταδικάστηκε σε
θάνατο. Τον κρέμασαν στις 28 Ιανουαρίου 1948.

Franz Stangl (1908 - 1971)

Τον Αύγουστο του 1943, λίγο μετά την εξέγερση στην Treblinka, ο Διοικητής της Treblinka Franz Stangl
μεταφέρθηκε στην Τεργέστη για να οργανώσει την εκστρατεία εναντίον των Γιουγκοσλάβων παρτιζάνων.
Η επόμενη αποστολή του στην Ιταλία ήταν ως ειδικός υπεύθυνος παροχής υπηρεσιών στο Einsatz-Poll, ένα
στρατηγικό έργο κατασκευής στην κοιλάδα Po, με τη συμμετοχή πολύ μεγάλου αριθμού Ιταλών
εργαζομένων υπό γερμανική διοίκηση. Λόγω ασθένειας, το 1945 επέστρεψε στη Βιέννη.

Το 1945 ο Stangl συνελήφθη από τους Αμερικανούς. Τότε ήταν γνωστή μόνο η συμμετοχή του στις ένοπλες
ενέργειες εναντίον των παρτιζάνων ανταρτών στη Γιουγκοσλαβία και την Ιταλία. Η εγκληματική του δράση
στην Πολωνία ήταν άγνωστη.

Μεταφέρθηκε στην Αυστρία και οδηγήθηκε σε μια φυλακή στο Linz στα τέλη του 1947, εξαιτίας της
συμμετοχής του στο πρόγραμμα Ευθανασίας στο Schloss Hartheim. Ο Stangl κατάφερε να δραπετεύσει από
τη φυλακή και να διαφύγει στην Ιταλία (30-5-1948) με τον Αυστριακό πρώην συνάδελφό του από το
στρατόπεδο συγκέντρωσης του Sobibor, Gustav Wagner, με τη βοήθεια του φιλοναζιστή επισκόπου Alois
Hudal και του δικτύου του Βατικανού. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία βοήθησε
πολυάριθμους ναζιστές εγκληματίες να φύγουν από την Ευρώπη όπου κινδύνευαν να δικαστούν και να
βρουν ασφαλές καταφύγιο σε άλλες χώρες (π.χ. Αργεντινή).
Χρησιμοποιώντας ένα διαβατήριο του Ερυθρού Σταυρού, ο Stangl έφυγε από την Ιταλία και βρήκε
καταφύγιο στη Συρία. Έζησε ασφαλής στη χώρα αυτή για τρία χρόνια (1948-1951), μαζί με την οικογένειά
του. Εργάστηκε ως μηχανολόγος μηχανικός σε ένα κλωστοϋφαντουργικό μύλο.

Το 1951 εγκαταστάθηκε στη Βραζιλία και μετά το 1959 εργάστηκε σε εργοστάσιο της γερμανικής εταιρείας
αυτοκινήτων Volkswagen, χάρη στη βοήθεια που του πρόσφεραν κάποιοι φίλοι του.

Μόνο το 1961 το όνομά του εμφανίστηκε στον επίσημο αυστριακό κατάλογο των "αναζητηθέντων
εγκληματιών". Παρόλα αυτά, ο ίδιος συνέχισε να μένει ατιμώρητος και να απολαμβάνει την ελευθερία του
για μερικά χρόνια ακόμα.

Τελικά, στις 28 Φεβρουαρίου 1967 συνελήφθη στη Βραζιλία. Τα ίχνη του εντοπίστηκαν από τον διάσημο
κυνηγό ναζιστών εγκληματιών (Nazi-hunter) Σιμόν Βίζενταλ (Simon Wiesenthal). Μετά την έκδοσή του
στη Δυτική Γερμανία, συνελήφθη για συνυπευθυνότητα στη μαζική δολοφονία 900.000 Εβραίων στην
Τρεμπλίνκα (Treblinka). Δικάστηκε την περίοδο 13 Μαΐου – 22 Οκτωβρίου 1970 και καταδικάστηκε σε
ισόβια κάθειρξη στις 22 Οκτωβρίου 1970. Για άγνωστο λόγο, οι εγκληματικές ενέργειες του Stangl στο
στρατόπεδο του Sobibor δεν απασχόλησαν καθόλου την εισαγγελία στη διάρκεια της δίκης του. Κατά τη
διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, ο Stangl παραχώρησε συνέντευξη στην Gitta Sereny.

Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στη φυλακή του Ντίσελντορφ στις 28 Ιουνίου 1971.

Josef Kramer (1906-1945)

Ο Josef Kramer δήλωσε ότι σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε εθελοντικά στα SS, λίγο καιρό μετά την ένταξή
του στο Ναζιστικό Κόμμα (NSDAP). Το 1936 στάλθηκε στο Νταχάου που το χαρακτήριζε ως ένα «πολύ
καλό στρατόπεδο». Στη συνέχεια μετατέθηκε στο Ζάξενχαουζεν και το 1939 στάλθηκε στο Μαουτχάουζεν.
Προήχθη σε Obersturmfuhrer. Το Μάιο του 1940 διορίστηκε υπασπιστής του Διοικητή του Άουσβιτς,
Ρούντολφ Ες. Το Νοέμβριο του 1941 επέστρεψε στο Νταχάου για μερικούς μήνες και ύστερα στο
Νάτσβαϊλερ (Natzweiler) στη Γαλλία, όπου έγινε Διοικητής του τον Οκτώβριο του 1942.

Το Μάιο του 1944 ο Kramer επέστρεψε στο Άουσβιτς και τοποθετήθηκε επικεφαλής ενός στρατοπέδου του
συμπλέγματος του Άουσβιτς. Συγκεκριμένα, έγινε Διοικητής του Άουσβιτς ΙΙ – Μπίρκεναου, στο οποίο
έχασαν τη ζωή τους πάρα πολλοί άνθρωποι.

Το Δεκέμβριο του 1944 στάλθηκε στο Μπέργκεν – Μπέλσεν και έγινε Διοικητής του στρατοπέδου.

Όταν οι Βρετανοί απελευθέρωσαν το Μπέργκεν – Μπέλσεν, συνέλαβαν τον Διοικητή του στρατοπέδου
Josef Kramer (15-4-1945) και τον φυλάκισαν μέσα στο χώρο του στρατοπέδου, προσέχοντας να μην τον
λιντσάρουν οι κρατούμενοι.

Σε διάφορες περιπτώσεις, ο Kramer, γνωστός και ως «κτήνος του Μπέργκεν - Μπέλσεν», προσπαθούσε
εσκεμμένα να ωραιοποιήσει την κατάσταση που επικρατούσε στα διάφορα ναζιστικά στρατόπεδα
συγκέντρωσης ή δήλωνε άγνοια για να αποφύγει κάποιες ερωτήσεις των Βρετανών που τον ανέκριναν.

Πέρα από την απάνθρωπη συμπεριφορά του Kramer και των φρουρών απέναντι στους κρατουμένους του
Μπέργκεν – Μπέλσεν, θα πρέπει να προσθέσουμε και το ότι οι γιατροί του στρατοπέδου συνήθιζαν να
κάνουν ενέσεις με βενζίνη ή φαινόλη στις φλέβες των κρατουμένων.
Σχετικά με το Άουσβιτς, παρά την προσπάθεια του Kramer να αποποιηθεί τις ευθύνες που αναλογούσαν σε
αυτόν, αλλά και σε διάφορους αδίστακτους γιατρούς που μετέτρεψαν κρατουμένους σε πειραματόζωα, τα
στοιχεία που συγκέντρωσε η βρετανική Ομάδα Έρευνας για Εγκλήματα Πολέμου αρ. 1 ήταν αρκετά για να
τον διαψεύσουν πανηγυρικά. Η Ρενέ Ερμάν που είχε συλληφθεί στη Γαλλία και είχε σταλεί στο Άουσβιτς
για να εργαστεί ως νοσοκόμα στο εργαστήριο για πειράματα υπό τον γιατρό των SS Βέμπερ, δήλωσε ότι ο
Βέμπερ έστελνε διάφορες κρατούμενες γυναίκες στο Μπίρκεναου «όπου γινόταν επιλογή για να εντοπίσουν
εκείνες που ήταν κατάλληλες για εργασία». Οι γυναίκες που κρίνονταν ως ανίκανες για εργασία στέλνονταν
στους θαλάμους αερίων (gas chambers) για να εξοντωθούν. Η Ρενέ Ερμάν ήξερε επίσης ότι ο γιατρός των
SS Σούμαν είχε στειρώσει νεαρές Ελληνίδες, υποβάλλοντάς τες σε ισχυρή ακτινοβολία με ακτίνες Χ ή
χειρουργώντας τες και αφαιρώντας τα γεννητικά τους όργανα. Υπήρχαν και άλλοι αδίστακτοι γιατροί όπως
οι γιατροί των SS Βιρτς και Κλάουμπεργκ, που χειρουργούσαν γυναίκες χωρίς αναισθητικό και τους
αφαιρούσαν τη μήτρα.

Ο ναζιστής γιατρός Fritz Klein που εντάχθηκε εθελοντικά στα SS και στάλθηκε στο Άουσβιτς για να
εργαστεί με άλλους γιατρούς των SS όπως ο Βιρτς και ο Μένγκελε, ομολόγησε ότι γνώριζε πως όσοι από
τους κρατουμένους κρίνονταν ανίκανοι για εργασία στέλνονταν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων για
εξόντωση και αναγνώριζε το δικό του μερίδιο ευθύνης.

Η Βρετανική Υπηρεσία για Εγκλήματα Πολέμου δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα στοιχεία που
προέκυψαν σχετικά με τα ναζιστικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο Μπέργκεν – Μπέλσεν και δεν
επιδίωξε να κάνει πιο εκτεταμένη έρευνα. Η ομάδα που έκανε τις έρευνες στο Μπέργκεν – Μπέλσεν δεν
διέθετε επαρκές προσωπικό και δεν έλαβε τη χρηματοδότηση που της είχαν υποσχεθεί.

Στις 17 Σεπτεμβρίου 1945 άρχισε η δίκη των υπευθύνων για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο
Μπέργκεν – Μπέλσεν. Η συγκεκριμένη δίκη είναι γνωστή και ως «Belsen Trial» και άρχισε πριν αρχίσει η
Δίκη της Νυρεμβέργης. Ως αίθουσα του Δικαστηρίου χρησιμοποιήθηκε ένα παλιό σχολείο του Lüneburg.
Στις εφημερίδες δημοσιεύτηκαν τα ονόματα και οι φωτογραφίες του Josef Kramer, της ανέκφραστης Irma
Grese (ερωμένης του Kramer, γνωστής για το σαδισμό με τον οποίο συμπεριφερόταν στα θύματά της), της
Johanna Bormann που έβαζε το σκύλο της να επιτεθεί σε γυναίκες κρατούμενες και των υπολοίπων
κατηγορουμένων ναζιστών. Είχαν συγκεντρωθεί πολλοί δημοσιογράφοι και υπήρχε και ένας εξώστης για το
κοινό χωρητικότητας 400 ατόμων, ο οποίος ήταν γεμάτος.

Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Kramer παραδέχτηκε ότι στο Νάτσβαϊλερ (Natzweiler) κατασκευάστηκαν
θάλαμοι αερίων με δική του διαταγή και χρησιμοποιήθηκαν για την εξόντωση κρατουμένων. Ισχυρίστηκε
επίσης ότι : «Η πρώτη φορά που είδα κανονικό θάλαμο αερίων ήταν στο Άουσβιτς. Ήταν προσαρτημένος
στο κρεματόριο. Το κτίριο που περιλάμβανε το κρεματόριο και το θάλαμο αερίων βρισκόταν στο
στρατόπεδο Άουσβιτς ΙΙ- Μπίρκεναου, στο οποίο ήμουν διοικητής. Επισκέφθηκα το κτίριο στην πρώτη
επιθεώρηση του στρατοπέδου την οποία έκανα τρεις μέρες μετά την άφιξή μου εκεί, αλλά τις πρώτες οκτώ
μέρες που ήμουν εκεί δεν λειτούργησε. Ύστερα από οκτώ μέρες έφθασε η πρώτη μεταφορά, από την οποία
επιλέχθηκαν τα θύματα για τους θαλάμους αερίων και ταυτοχρόνως έλαβα γραπτή διαταγή από τον
Ρούντολφ Ες, ο οποίος διοικούσε ολόκληρο το στρατόπεδο του Άουσβιτς, ότι μολονότι ο θάλαμος αερίων
και το κρεματόριο βρίσκονταν στο δικό μου τμήμα του στρατοπέδου, δεν είχα οποιαδήποτε δικαιοδοσία σε
αυτούς. Στην πραγματικότητα, τις διαταγές για το θάλαμο αερίων τις έδινε πάντα ο Ρούντολφ Ες και είμαι
σταθερά πεισμένος ότι ο Ρούντολφ Ες λάμβανε αυτές τις διαταγές από το Βερολίνο». Όταν ρωτήθηκε από
το συνταγματάρχη Μπάκχαουζ για ποιο λόγο υπήρχαν θάλαμοι αερίων στο Άουσβιτς, ο Kramer δήλωσε
άγνοια. Για όσα τον κατηγορούσαν, χρησιμοποιούσε ως δικαιολογία το ότι υπάκουγε σε διαταγές ανωτέρων
του.

Στις 17 Νοεμβρίου 1945, 13 από τους κατηγορούμενους (Josef Kramer, Irma Grese και άλλοι)
καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό. Στις 13 Δεκεμβρίου 1945 απαγχονίστηκαν στη φυλακή
Χάμελιν.

Επίλογος
Από τη μελέτη της ιστορίας διδασκόμαστε ότι ο ναζισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από τη μεγάλη του
ευθύνη για το αιματοκύλισμα της ανθρωπότητας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και από τη
βιομηχανοποιημένη διαδικασία εξόντωσης ανθρώπων που έθεσε σε εφαρμογή στα διάφορα στρατόπεδα.
Καλό είναι να θυμόμαστε ότι ο ναζισμός δεν έπαψε να υπάρχει λόγω της στρατιωτικής του ήττας το 1945
και ότι συνεχίζει να αποτελεί απειλή κατά της ανθρωπότητας ακόμα και σήμερα.

Ενδεικτική βιβλιογραφία :

1) Andrew Nagorski, Οι κυνηγοί των ναζί, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016

2) Ιάκωβος Χονδροματίδης, Επιχείρηση Odessa, εκδόσεις Μαύρος Ήλιος, 2013

3) Laurence Rees, Άουσβιτς, εκδόσεις Πατάκη, 2006

4) A.T. Williams, Οι μεγάλες δίκες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2017

You might also like