You are on page 1of 56

29

Δημητρίου Ν. Μόσχου
Ἐπίκουρου Καθηγητῆ

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΕΙ Β΄ (εαρινό

εξάμηνο 2013)

ἀποκλειστικά πρός χρῆσιν τῶν φοιτητῶν


Τεῦχος 2

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
30

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΕΥΧΟΥΣ

3. Από το Σχίσμα του 1054 έως το τέλος του Μεσαίωνα


3.1. Ανατολή
3.1.1. 1054-1204 Η εκκοσμικευση στην Ανατολη – Το Κομνήνειο κράτος.
3.1.1.1. Επίδραση στίς δομές καί τή θεολογία.
3.1.1.2. Μπροστά στη φεουδαρχοποίηση
3.1.1.3. Οι σχέσεις με τη Δύση.
3.1.2. 1204-1453 Η Εκκλησία στο Ύστερο Βυζάντιο
3.1.2.1. Τό αἴτημα γιά νέες δομές
3.1.2.2. Το αίτημα για νέα θεολογική σύνθεση.
3.1.2.3. Εκκλησία και κοινωνία
3.1.2.4. Σχέσεις με τη Δύση.
3.1.2.5. Ἡ Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας
3.1.2.6. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας
3.2. Ο Χριστιανισμός στον δυτικό Άνω & Υστερο Μεσαίωνα (1054-1453/1517).
3.2.1. 1054-1309 η δυτικη εκκλησια στον κυριως μεσαιωνα – κυριαρχια παπα Ρώμης.
3.2.1.1. Ἡ ἔριδα περί περιβολῆς (1075-1124).
3.2.1.2. Ἐκκλησιαστικές ἐξελίξεις στά δυτικοευρωπαϊκά βασίλεια (1124-1309).
3.2.1.3 Οἱ Σταυροφορίες καί ἡ ἐπέκταση στήν Ανατολή.
3.2.2. 1309-1517 Ύστερος Μεσαίωνας: παρακμή ρωμαϊκής Εκκλησίας –
μεταρρυθμιστικό κίνημα.
3.2.2.1 Ἀντεπίθεση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας – Αἰχμαλωσία τῆς Ἀβινιόν (1309-1378).
3.2.2.2.Μέγα (παπικό) Σχίσμα καί ἀνάπτυξη τοῦ συνοδικοῦ κινήματος (1378-1449).
3.2.3. Η σχέση της εκκλησίας με τη μεσαιωνική κοινωνία.
3.2.3.1. Ἡ ἐξέλιξη τῶν θεσμῶν στήν κοινωνική παρέμβαση.
3.2.3.2. Μορφές κριτικῆς στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικότητας (αἱρέσεις, σχίσματα).
3.2.3.3. Μοναστικά τάγματα
3.2.3.4. Θεολογία καί πνευματικότητα

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
31

3. ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ 1054 ΕΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ


ΤΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ

3.1. ΑΝΑΤΟΛΗ

ΧΡΟΝΙΚΑ ΟΡΙΑ – ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Στήν Ἀνατολή ἡ ἀκμή τοῦ Βυζαντίου τόν 11ο αἰ. ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν
αὔξηση τῶν Δυνατῶν (ἰσχυρῶν οἰκονομικά, κυρίως γαιοκτημόνων, πού μποροῦν μέ τήν
οἰκονομική τους δύναμη νά ἐπηρεάσουν τή συμπεριφορά ἄλλων), μιᾶς κάποιας μορφῆς
φεουδαρχοποίηση, ἀνάπτυξη μιᾶς τάξης ἰσχυρῆς παλατιανῆς γραφειοκρατίας, ἀλλά καί
ἀνάπτυξη τῆς παιδείας καί τῆς οἰκονομίας. Ἡ Δύση ἀποτελεῖ πλέον ὑπολογίσιμη δύναμη
καί στή Βαλκανική ἀναπτύσσονται ἀνεξάρτητες πολιτικές ὀντότητες. Ἡ ἀσάφεια στίς
πολιτικές κατευθύνσεις (πού ἐκφράζεται μέ συνεχεῖς συγκρούσεις μεταξύ
γραφειοκρατῶν καί γαιοκτημόνων τῆς ἐπαρχίας) σέ συνδυασμό μέ τίς δύο ἥττες τοῦ
1071 (ἀπό τούς Νορμανδούς στήν Κ. Ἰταλία καί ἀπό τούς Σελτζούκους στή Μ. Ἀσία)
ἐπιτείνει τήν ἀστάθεια πού τελικά (1081) φέρνει στήν ἐξουσία τούς ἐπαρχιῶτες εὐγενεῖς
Κομνηνούς. Μαζί τους ἔρχεται ἕνα νέο ὕφος διακυβέρνησης: κουλτούρα βυζαντινῆς
ἀριστοκρατίας, οἰκογενειοκρατία, πυκνές σχέσεις μέ τή Δύση καί τμηματική ἀπώλεια
τῆς Μ. Ἀσίας. Τό στρατοκρατικό καί μονοδιάστατο ὕφος τῆς «μικρομεσαίας ἀγροτικῆς
δημοκρατίας» (Gelzer) δίνει τή θέση του σ' ἕνα πολύπλοκο, πολυκεντρικό πολιτικό σύ-
στημα μέ ἀστική παιδεία. Τό Βυζάντιο γίνεται ἕνα πιό εὐρωπαϊκό καί λιγότερο
"ἀνατολικό" κράτος καί ἡ κοινωνία καί ὁ πολιτισμός ἔχει περισσότερο
«ἐκκοσμικευμένο» χαρακτήρα.
Ἕως τό 1204, στίς παραπάνω συνθῆκες ἡ Ἐκκλησία βλέπει τήν ἀστική κουλ-
τούρα καί τήν οἰκονομική δύναμη τῶν λαϊκῶν νά εἰσβάλλει (κάποτε δημιουργικά καί
κάποτε ἀπειλητικά) στούς θεσμούς. Σέ ἐπίπεδο ἱεραρχίας, ἀκριβῶς γιά νά ἐλεγχθεῖ ἡ
εἴσοδος τῶν λαϊκῶν, γίνεται μεγαλύτερη ἡ ἐξάρτηση ἀπό τό κράτος.
Καθώς ἡ ἀστική παιδεία χρησιμοποιεῖ τήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη σέ νέες
συνθέσεις, ἡ ἱεραρχία ἐπιλέγει ὄχι τόν θεολογικό διάλογο ἀλλά τό δογματικό
φορμαλισμό πού διαφυλάσσεται μέ συνόδους, οἱ ὁποῖες στήν πραγματικότητα
ἀποτελοῦν ἕνα εἶδος αὐτοκρατορικῶν συμβουλίων μέ ἐλάχιστη ἐπίπτωση στή ζῶσα
πίστη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι παράγοντες πολιτικῶν
ζυμώσεων, πολλοί εἶναι εὐγενεῖς καί διανοούμενοι. Ἡ ζῶσα ὅμως θεολογία
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
32

ἐμφανίζεται περισσότερο στά κείμενα τῆς νηπτικῆς γραμματείας τῶν ἀσκητῶν μέ πρῶτο
τόν Συμεών τό Νέο Θεολόγο καί εἶναι θεσμικά (ἀλλά ὄχι κοινωνικά) περιθω-
ριοποιημένη, ἀφήνοντας ἔτσι τόν κοσμικό οὑμανισμό νά διαγράφει τή δική του
ἀποκλίνουσα τροχιά. Σύνθεση θά ἐπιχειρηθεῖ μόνο ἀπό τίς ἡσυχαστικές ἔριδες καί μετά.
Σέ ἐπίπεδο κοινωνίας ἐπιχειρεῖται ἀνύψωση τῆς θέσης τῶν κληρικῶν, ἐνῶ
μεγάλη μάχη διεξάγεται γιά τή φυσιογνωμία τῶν μοναστηριῶν, τῶν ὁποίων ἡ
λειτουργία συμπυκνώνει ὅλες τίς ἀντιφάσεις τῆς κοινωνίας, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιαστική
δυναμική. Ἡ Ἐκκλησία ἀσκεῖ μεγαλύτερο ἔλεγχο στήν κοινωνία καθώς διαθέτει
ἀποτελεσματικό σύστημα κανόνων, ἐλέγχει τό οἰκογενειακό δίκαιο κλπ. Τό τίμημα
ὅμως εἶναι ἡ πρόσδεση στό ἅρμα τοῦ Κομνήνειου κράτους, πού φαίνεται καί ἀπό τίς
σχέσεις μέ τή δυτική Ἐκκλησία (περνοῦν μέσα ἀπό τίς κρατικές ἐπιλογές). Συνοπτικά, ὁ
ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἀναλύεται σέ συντηρητικό ρόλο τῆς Ἱεραρχίας ἀλλά καί σέ
διείσδυση τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν στήν κοινωνία.
Μετά τό 1204, ἡ κατάρρευση τοῦ μεγαλεπήβολου Κομνήνειου κράτους θά
συμπαρασύρει καί τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἅλωση τοῦ 1204 δημιούργησε γεωπολιτικά ἕνα
ριζικά νέο τοπίο πού διατηρήθηκε καί μετά τό 1261 μέχρι τό 1453. Τό ἀστικό στοιχεῖο
ἀναπτύσσεται μακρυά ἀπό τόν παρεμβατισμό τοῦ κράτους, οἱ πόλεις πρακτικά
αὐτοδιοικοῦνται καί γιά πρώτη φορά ἡ Κ/πολη χάνει τήν ἀδιαμφισβήτητη
πρωτοκαθεδρία. Γιά πρώτη φορά ἀναπτύσσονται ἔντονες κοινωνικές συγκρούσεις πού
ἐκφράζονται σέ δύο ἐμφυλίους πολέμους καί ἐξεγέρσεις (1321-1328, 1341-1347).
Πολλά κράτη ἀναπτύσσονται στά Βαλκάνια καί στή Μ. Ἀσία, ἀκόμη καί μετά τό 1261.
Γιά πρώτη φορά ἀναπτύσσεται ἡ ἑλληνικότητα ὡς ἐθνικό συνεκτικό στοιχεῖο (καί ὄχι
μόνο ὡς καταδικαστέες εἰδωλολατρικές ἀπόψεις). Τέλος, ἡ προσέγγιση μέ τή Δύση
γίνεται πάνω στή ρεαλιστική βάση πού ἔδωσε ἡ εἰκόνα τοῦ 1204. Μιά εἰκόνα πού
γέννησε φόβο, μίσος, ἀλλά καί σεβασμό τοῦ ἄλλου ὡς ἀντιπάλου (ἀφοῦ οἱ Λατίνοι
ἔπαψαν νά εἶναι οἱ μακρινοί βάρβαροι καί ἔγιναν οἱ δυνατοί καί ἐπικίνδυνοι
κατακτητές). Βαθμιαῖα, τόν 14ο αἰ., γίνονται προσεγγίσεις: λατινικά ἔργα
μεταφράζονται στά ἑλληνικά, ἐνῶ ἑλληνικά χειρόγραφα μεταφέρονται στή Δύση.
Τά παραπάνω στοιχεῖα ἐπηρεάζουν ἄμεσα τήν Ἐκκλησία: ἄν καί ἡ πρόσδεσή
της στό ἅρμα τῆς κρατικῆς ἐξουσίας κατά τήν περίοδο τῶν Κομνηνῶν ἦταν ἐπιβλαβής
καί γιά τήν ἴδια ἀλλά καί γιά τό κράτος, ἡ ἑδραίωσή της στήν κοινωνία θά εἶναι τέτοια
πού μετά τό 1204, ἀπελευθερωμένη ἀπό τήν παραπαίουσα ἐξουσία, θά θέσει ὅρους καί
αἰτήματα γιά νέες δομές (ἀναζωογόνηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος), νέα θεολογία
(π.χ. ἡσυχαστική ἔριδα) καί νέα, βαθύτερη σχέση μέ τήν κοινωνία (πνευματικότητα).

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
33

Αὐτά ἀποτελοῦν στοιχεῖα πού θά ἐπιτρέψουν στήν Ἐκκλησία νά ἐπιβιώσει καί μετά τό
τέλος τοῦ Βυζαντίου τό 1453 καί νά διακονήσει ὀρθά τήν κοινωνία.

3.1.1. 1054-1204 Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ – ΤΟ ΚΟΜΝΗΝΕΙΟ ΚΡΑΤΟΣ.

3.1.1.1. Ἐπίδραση στίς δομές καί τή θεολογία.

Βασικότερη ἐξέλιξη εἶναι ἡ ἀκόμη μεγαλύτερη ἐπικέντρωση τῆς λειτουργίας


τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ παλαιότερη τάση νά
συγκαλεῖται ἡ Ἔκτακτη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τώρα ἐνισχύεται καί τό ὄργανο αὐτό
ἀποτελεῖ ἕνα σχεδόν τακτικό καθοδηγητικό ὄργανο ὅλης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας,
μολονότι καί πάλι ἡ Πενταρχία δέν ἔπαψε νά ἀποτελεῖ βασική θεωρητική ἀρχή.
Ὡστόσο, ἡ λειτουργία του δυσχεραίνεται ἀπό τήν παρουσία πολλῶν ἐπισκόπων πού
ἔχουν καταφύγει στήν Κωνσταντινούπολη λόγῳ τῶν τουρκικῶν ἐπιδρομῶν καί
βρίσκονται μακριά ἀπό τό ποίμνιό τους. Πολλές φορές ραδιουργοῦν καί βρίσκονται
σέ ἀντίθεση μέ μιά ἄλλη ὁμάδα, αὐτή τοῦ πατριαρχικοῦ κλήρου τῆς Ἁγίας Σοφίας
πού στελεχώνει τίς διάφορες γραφειοκρατικές ὑπηρεσίες. Τέλος, ἔντονη εἶναι καί ἡ
παρουσία τοῦ αὐτοκράτορα (εἰδικά τοῦ Μανουήλ Α΄, 1143-1185) πού μέ τά
συγγενικά του ἀρχοντικά πρόσωπα εἶναι ἕνας τρίτος παράγοντας. Ἔτσι ἡ Σύνοδος
αὐτή δυσκολεύεται νά ἐκφράσει ἀπόλυτα τό παραδοσιακό συνοδικό πνεῦμα: αὐτό τῆς
παραστατικῆς ἐκπροσώπησης τῶν ποιμαινόντων ἐπισκόπων, πού ἐκφράζουν τό
βίωμα τῆς κατά τόπους τελούμενης Θείας Εὐχαριστίας.
Ἡ νέα πραγματικότητα ἐγκαινιάζεται ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μιχαήλ Ψελλοῦ
(1018-πιθ. 1078) πού ἔγινε πρῶτα παλατιανός γραμματέας καί ἀπό τήν ἐποχή τοῦ
Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου (καί ὕστερα κατά τούς κατοπινούς ἐπιγόνους τῆς
Μακεδονικῆς δυναστείας) περί τό 1042 μυστικοσύμβουλος καί Ὕπατος τῶν
φιλοσόφων στό ἀπό τόν αὐτοκράτορα ἐπανιδρυθέν Πανεπιστήμιο τῆς Κων-
σταντινούπολης. Περί τό 1055-1056 προσπάθησε νά ἀποτραβηχτεῖ μέ τό φίλο του
Ἰωάννη Ξιφιλίνο σέ μονή τῆς Βιθυνίας, ἀλλά σύντομα ἐπανῆλθε στήν αὐλή,
συμμετεῖχε σ’ ὅλες τίς ραδιουργίες τῆς ἀνατροπῆς τοῦ αὐτοκράτορα Ρωμανοῦ Δ΄
(1071) γιά νά ἐγκαταστήσει τό ἔργο τῶν χειρῶν του, τόν Μιχαήλ Ζ΄, ὁ ὁποῖος ὅμως
τόν ἐξεδίωξε τελικά κι ἔτσι ὁ Ψελλός πέθανε στήν ἀφάνεια περί τό 1078. Ὁ Ψελλός
καυτηρίαζε τήν ἐπιφανειακή καί δεισιδαιμονική εὐσέβεια τῶν συγχρόνων του (καί

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
34

κυρίως τῆς παλατιανῆς τάξης) καί ἀπό τήν ἄλλη πίστευε στή φιλοσοφία μέ μία, ὅμως,
πνευματική διάσταση, πού πιθανόν συνδύαζε νηπτική ἐμπειρία καί νεοπλατωνική
«θεωρία». Ὁ ἴδιος θέλοντας νά αὐτοεμφανισθεῖ ὡς εἰσηγητής μιᾶς ἀναβίωσης τῆς
ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέψης ἀνέπτυξε σέ ποικίλα φιλοσοφικά ἐργίδια καί
ἐπιστολές του μιά φιλοσοφική μεθοδολογία στήν κρίση ζητημάτων πίστεως
ἀκροβατώντας στά ὅρια τῆς παραδοσιακῆς ὀρθόδοξης θεολογίας μέ βάση τόν
αὐτόνομο φιλοσοφικό λόγο. Παρά τίς ἀντιθέσεις του μέ τούς πατριάρχες τῆς ἐποχῆς
(Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, Κωνσταντίνο Γ΄ Λειχούδη καί Ἰωάννη Η΄ Ξιφιλίνο, ἐκ τῶν
ὁποίων οἱ δύο τελευταίοι μέχρις ἑνός σημείου φίλοι του), δέν ἔγινε δυνατό νά βρεθεῖ
τίποτε ἐπιλήψιμο στίς ἀπόψεις του, διότι ἡ γλώσσα του κρύβει ἐπιδέξια τή σκέψη του
μέσα ἀπό λεπτή εἰρωνεία καί ἀλληγορία.
Τό ἴδιο, ὅμως, δέν ἐπαναλήφθηκε μέ τόν μαθητή του «Ὕπατο τῶν
φιλοσόφων» Ἰωάννη Ἰταλό (1025-μετά τό 1082). Μέσα σ’ ἕνα θολό πολιτικά τοπίο
κάποιες ἀπόψεις τοῦ, ἀνίκανου νά ἐλιχθεῖ, Ἰταλοῦ πού φέρνουν πρός τήν εἰκονομαχία
καί τόν Νεοπλατωνισμό καί ἀμφισβητοῦν τήν ἐκκλησιαστική αὐθεντία στή βίωση καί
διδαχή τῆς ἀληθείας καταδικάζονται ἀπό Ἐνδημοῦσα Σύνοδο τό 1077 καί οἱ ἀπο-
φάσεις πού μεταφέρονται στό κείμενο τοῦ Συνοδικοῦ (πού διαβάζεται τελετουργικά
τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας) ξεκαθαρίζουν ὅτι οἱ φιλοσοφικές ἀπόψεις τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων εἶναι χρήσιμες μόνον «πρός παίδευσιν» καί δέν ὑποκαθιστοῦν τήν
Ἀποκάλυψη ἐν Χριστῷ.
Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ (1081-1118) ὁ Ἰωάννης Ἰταλός
ἐπαναπροσήχθη σέ σύνοδο (1082) μέ ἀφορμή τή θεωρούμενη ὡς εἰκονομαχική
ἄποψη ὅτι οἱ εἰκόνες ἦταν ἁπλῆ «σκιά» τοῦ πρωτοτύπου καί μποροῦσαν νά
καταστραφοῦν. Μολονότι προσπάθησε νά ἀπομακρύνει τίς ὑποψίες ἀπ' αὐτό πού
θεωροῦνταν νεοπλατωνικές καί εἰκονομαχικές ἀπόψεις δέν ἀπέφυγε τήν καταδίκη
κάτω καί ἀπό τό γενικότερο κλῖμα ἀντιδυτικισμοῦ πού εἶχε προέλθει ἀπό τόν,
θανάσιμο γιά τό κράτος, νορμανδικό κίνδυνο. Οἱ ἀνακρίσεις ἐπεκτάθηκαν καί στούς
μαθητές του πού κατεῖχαν σημαντικά ἀξιώματα σέ σχολές καί στήν ἐκκλησιαστική
διοίκηση. Ἀπό τόν κύκλο ὅμως αὐτόν ξεπήδησαν πολλές ἀμφισβητήσεις γύρω ἀπό
τήν προσέγγιση τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος: ὁ μαθητής τοῦ Ἰταλοῦ Νεῖλος
ὑποστήριζε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ θεώθηκε «φύσει» καί ὄχι «θέσει»
(δηλαδή ἀπό τήν ἕνωσή της μέ τή θεϊκή) καί καταδικάστηκε τό 1087 ἀπό Ἐνδημοῦσα
Σύνοδο. Ἄλλος μαθητής, ὁ λόγιος Μητροπολίτης Νικαίας Εὐστράτιος (1092-1120
περ.), πού συμμετεῖχε καί σέ ἑνωτικές συζητήσεις στήν Κωνσταντινούπολη μέ τόν
ἐπίσκοπο Μεδιολάνου Πέτρο Χρυσσολάνο (1112), χώριζε σέ δύο τά πρόσωπα τοῦ
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
35

Χριστοῦ κατά τρόπο νεστοριανικό καί τελικά σέ Ἐνδημοῦσα Σύνοδο πού συγκάλεσε
ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Θ’ Ἀγαπητός (1111-1134) δέχθηκε αὐστηρή ἐπίπληξη. Τό
σημαντικό στίς ἀπόψεις αὐτές εἶναι ὁ τρόπος θεολογίας πού βασίζεται σέ
φιλοσοφικές παραδοχές καί συλλογισμούς πού παρακάμπτουν τίς ἀποφάσεις τῶν
Συνόδων.
Τό φαινόμενο συνεχίσθηκε σέ δύο θεολογικές ἔριδες τοῦ β΄ μισοῦ τοῦ 12ου
αἰ. Κατά τή μία ὁ ἱεροκήρυκας διάκονος Βασίλειος ἐπέμεινε σέ λόγους του ὅτι ἡ
σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ εἶχε ἀποδέκτες καί τά τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος,
ἐνῶ οἱ καθηγητές τῆς Ἁγίας Σοφίας Νικηφόρος Βασιλάκης και Μιχαήλ
Θεσσαλονικεύς ὑποστήριζαν ὅτι εἶχε μόνο τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα. Τό θέμα ἔθιγε
καί τό νόημα καί τή λειτουργία τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Μετά ἀπό πολλές συζητήσεις
Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τοῦ 1156 καταδίκασε τίς ἀπόψεις τῶν Βασιλάκη καί
Θεσσαλονικέως. Ὁ πρῶτος, ὅμως, δέν ἀποδέχθηκε τίς ἀποφάσεις, ἐνῶ καί ἄλλος λό-
γιος κληρικός, ὁ Σωτήριχος Παντεύγενος, ὑποστήριξε γραπτά τίς ἀπόψεις τοῦ
Βασιλάκη (κυρίως μέ τό σκεπτικό ὅτι μιά τέτοια ἄποψη μποροῦσε νά ὁδηγήσει σέ
Νεστοριανισμό). Τελικά κι αὐτές οἱ ἀπόψεις καταδικάσθηκαν τό 1157, ἄν καί
συνεχίσθηκαν νά συζητῶνται μέχρι τέλος τοῦ αἰώνα (ὁ μοναχός Μύρων Συκιδίτης τίς
διέδιδε καί θεωροῦσε πώς ἀντανακλῶνταν καί στήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας –
τελικά καταδικάσθηκε τό 1199).
Ἕνα ἄλλο σημαντικό ζήτημα ἦταν ἡ ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου «Ὁ Πα-
τήρ μου μείζων μου ἐστί» (Ἰω. 14, 29) ἀπό τόν Δημήτριο ἐκ Λάμπης τῆς Φρυγίας,
πού ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κατώτερος τοῦ Πατρός. Μετά ἀπό συζητήσεις τοῦ
Δημητρίου μέ τόν αὐτοκράτορα Μανουήλ καί συλλογή πατερικῶν χωρίων πού
ἀποδείκνυαν ὅτι ἡ «κατωτερότητα» ἀναφέρεται μόνο στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ, οἱ ἀπόψεις τοῦ Δημητρίου καταδικάσθηκαν ἀπό διευρυμένη Ἐνδημοῦσα
Σύνοδο τό 1166, πού συγκάλεσε ὁ Οἰκ. Πατριάρχης Λουκᾶς Χρυσοβέργης (1157-
1169) μέ τή συμμετοχή τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Ἀθανασίου (1166-1180) καί
Ἰεροσολύμων Νικηφόρου τοῦ Β΄ (1166-1180) καί σχεδόν ὅλων τῶν μελῶν τῆς
βασιλικῆς οἰκογενείας, συγκλητικῶν κλπ. Ὅπως καί στήν πρώτη περίπτωση οἱ
ἀπόψεις αὐτές συνεχίσθηκαν ἀπό τούς Κερκύρας Κωνσταντίνο καί μοναχό Ἰωάννη
Εἰρηνικό, πού καταδικάσθηκαν τό 1170.
Τά παραπάνω γεγονότα εἶναι ἐνδεικτικά ὄχι μόνο τῶν θεολογικῶν τάσεων
ἀλλά καί τοῦ δομικοῦ τους πλαισίου: οἱ περισσότεροι θεολογοῦντες εἶναι μέλη τῆς
πανίσχυρης ὁμάδας τοῦ κλήρου τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού διδάσκει στή νέα
Πατριαρχική Ἀκαδημία, ἔχουν σημαντικά ἀξιώματα στήν ἐκκλησιαστική διοίκηση
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
36

καί διψοῦν γιά ἄνοδο μέσα ἀπό τή δίοδο πρός τό Παλάτι. Τό ὄργανο γιά τό στοχασμό
τους εἶναι ἡ κοσμική οὑμανιστική παιδεία πού μεταδίδεται σέ πολλές σχολές καί
κύκλους λογίων. Οἱ αὐτοκράτορες ἀπό τήν ἄλλη ἀναλαμβάνουν ἐνεργό ρόλο στά τῆς
Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀλέξιος Α΄ (1081-1118) πού ἀπαλλοτρίωσε ἄνετα μέρος τῆς
ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας γιά τόν ἀγώνα του κατά τῶν Νορμανδῶν, ἐνήργησε ἀπό
τήν ἄλλη ὡς ὑψηλός προστάτης τῆς Ἐκκλησίας: κυνήγησε μέ δική του πρωτοβουλία
περιβόητες αἱρετικές ὁμάδες (Βογομίλους), ἵδρυσε μονές, ξεκαθάρισε τίς
ἁρμοδιότητες τῆς Συνόδου καί ἀπομάκρυνε τούς παροικοῦντες ἐπισκόπους,
αὐτοπροβλήθηκε ὡς «ἐπιστημονάρχης» (διαιτητικός δικαστής) τῆς Ἐκκλησίας.
Μολονότι ἐπί Ἰωάννου Β΄ (1118-1143) ἡ Ἐκκλησία ἀνέκτησε μέρος τῶν
πρωτοβουλιῶν, ὁ πατριαρχικός κλῆρος ἐπεδίωκε πρωτίστως τή βασιλική εὔνοια. Ὁ
Μανουήλ Α΄ (1143-1185) μέ τό πληθωρικό καί ρομαντικό ὕφος ἐξουσίας διακήρυξε
ἐκ νέου τήν «ἐπιστημοναρχική» του ἰδιότητα, προήδρευσε ὁ ἴδιος στή Σύνοδο καί
πῆρε πιεστικά θέση γιά τό «Ὁ πατήρ μου μείζων μου ἐστί», ἐνῶ διαπραγματευόταν
μόνος γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱεραρχία ἀφέθηκε στήν
ἔντονη αὐτή προστασία τῆς πολιτείας καί ἔδειξε ἀδράνεια πού φάνηκε ἀσυγχώρητη
στά ἑπόμενα χρόνια τῆς πλήρους πολιτικῆς καί ἠθικῆς ἐξαχρειώσεως τῆς δυναστείας
τῶν Ἀγγέλων, πού ὁδήγησε τελικά τούς Σταυροφόρους μέσα στήν Πόλη. Ἡ ἱεραρχία
ἀφέθηκε σ' ἕναν δογματικό φορμαλισμό πού ἀπέφευγε τή γόνιμη θεολογική
συζήτηση καί ἔμενε σέ συλλογές πατερικῶν χωρίων. Αὐτό, ἄλλωστε, ἦταν
γενικότερα τάση τῆς ἐποχῆς: ἡ δογματική γραμματεία ἐξαντλεῖται σέ
ἐγκυκλοπαίδειες αἱρέσεων, ὅπως ἡ «Πανοπλία Δογματική» τοῦ Εὐθυμίου Ζιγαβηνοῦ,
ἤ ἡ «Πανοπλία» ἤ «Θησαυρός Ορθοδοξίας» τοῦ Νικήτα Χωνιάτη. Ὡστόσο, ἡ
Ἐκκλησία κέρδισε μέ τό νά ὀργανώσει στιβαρότερα τό ποιμαντικό της ἔργο στήν
κοινωνία. Τά ἠθικά ἑρείσματα δέν θά ἔρθουν ὅμως ἀπό τήν ὑποταγμένη στούς
Κομνηνούς κωνσταντινουπολιτική ἱεραρχία, ἀλλά ἀπό τή λαϊκή εὐσέβεια καί τούς
νηπτικούς ἀσκητές.

3.1.1.2. Μπροστά στή φεουδαρχοποίηση

Τό πρόβλημα τῆς φεουδαρχοποίησης εἶναι ἀρκετά σύνθετο, ἀλλά ἡ πιο


ἐνδιαφέρουσα πτυχή του γιά μᾶς εἶναι ἡ ἐπίπτωσή του στόν πολιτισμό. Ὁ
«ἐξαριστοκρατισμός» τῆς βυζαντινῆς κουλτούρας ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή μεγάλη
ἀνάπτυξη τῆς σπουδῆς στήν κλασσική σκέψη πού ὁδηγεῖ σέ κλονισμό τῶν ἀποδεκτῶν
σχέσεων μεταξύ θεολογίας καί φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ. Τή διείσδυση τῆς
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
37

φιλοσοφίας μέσα στήν Ἐκκλησία τήν εἴδαμε θαυμάσια στίς ἔριδες πού
προαναφέραμε. Πολλοί ἐπίσκοποι προέρχονται ἀπό ἀριστοκρατικές οἰκογένειες καί
ἀναπτύσσουν πλούσιο συγγραφικό ἔργο. Εἶναι πιθανό ὅτι τουλάχιστον ἀπό τήν
πλευρά τῆς κοινωνίας ἀκόμη κι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας περιλαμβάνει ὡς ἕνα σημεῖο
τό συγγραφικό ἔργο.
Πέραν ὅμως ἀπό τήν πλευρά τοῦ πολιτισμοῦ οἱ προκλήσεις τῆς
φεουδαρχοποίησης φαίνονται τόσο στήν ἀπαίτηση γιά αὐξημένο ρόλο τῶν λαϊκῶν
στήν ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν δομῶν, ὅσο καί στόν ἀγώνα γιά τόν ἔλεγχο τῶν
μοναστηριῶν. Γιά τό πρῶτο θέμα εἶναι χαρακτηριστική ἡ προτίμηση πολλῶν ἰδιωτῶν
γιά ἰδιωτικές λειτουργίες σέ ἀντίστοιχα παρεκκλήσια μέ ἰδιωτικούς ἱερεῖς καθώς καί
ἡ μαζική ἀπαίτηση γιά εἴσοδο στόν κλῆρο πολλῶν ἀνερχόμενων ἐπαγγελματιῶν. Τά
μοναστήρια ὑπέστησαν ὅλη τήν ποικιλότητα τῆς κοινωνικῆς ἐξέλιξης: ἀπετέλεσαν
κέντρα δικτύωσης μεταξύ τῶν ἰσχυρῶν οἰκογενειῶν (πού τά ἵδρυαν), ἀλλά καί
χώρους κοινωνικῆς προσφορᾶς (περίθαλψης, ἐκπαίδευσης κλπ.) καί κέντρα
πνευματικότητας καί προσευχῆς, ἀλλά καί ἐργοδότη γιά μεγάλο μέρος τοῦ ἀγροτικοῦ
πληθυσμοῦ. Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Νικηφόρου B΄ Φωκᾶ (963-969) χρονολογεῖται ὁ
θεσμός τῆς «χαριστικῆς» (παραχώρησης σέ ἰδιώτη τῆς διαχείρισης μιᾶς μονῆς μέ
σκοπό τήν ἀνοικοδόμησή της) πού ἐξελίχθηκε σέ τρόπο προσόδου πού χάριζε ἡ
βασιλική οἰκογένεια σέ ὀπαδούς της (φεουδαρχοποίηση) καί ἔγινε κρίκος στήν
ἁλυσίδα τῆς ἐνσωμάτωσης τοῦ μοναστηριοῦ στήν παραγωγική διαδικασία. Πολλά
μοναστήρια ὑπῆρξαν περίφημα κέντρα ὀργανωμένου φιλανθρωπικοῦ ἔργου, ὅπως ἡ
Μονή Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη (σημ. Zeyrek Τζαμί), πού διοικοῦσε
ἕνα νοσοκομεῖο ἐπανδρωμένο καί ἐξοπλισμένο μέ σχεδόν σύγχρονα κριτήρια.
Ὑπῆρξε, ὅμως, μεγάλος ἀγώνας γιά νά ἐμποδιστεῖ ὁ ἔλεγχος τοῦ μοναστηριοῦ ἀπό
τόν ἱδρυτή-χαριστικάριο, πού συνήθως διαχειριζόταν τά οἰκονομικά τῆς μονῆς,
ἐπενέβαινε σ' αὐτήν καί προσπαθοῦσε νά μεταφέρει τή διαχείριση στούς ἀπογόνους
του σάν νά ἦταν ἡ μονή κληρονομήσιμη περιουσία.
Πῶς ἀντέδρασε ἡ Ἐκκλησία σ' ὅλα τά παραπάνω; Κατ' ἀρχάς σέ συνεργασία
μέ τό κράτος σκλήρυνε τούς ὅρους θεολογικῆς ἐνασχόλησης: αὐστηρές καταδίκες τῆς
ἐνασχόλησης μέ τά δόγματα μέ φιλοσοφικό τρόπο καί ἀπό μή ἐκκλησιαστικά
ἁρμόδιους μέ σημαντικότερο (καί ἀποτρεπτικότερο) παράδειγμα τόν Ἰωάννη Ἰταλό.
Κατόπιν σημαντικά συνέβαλε καί ἡ ἀνάπτυξη τοῦ κανονικοῦ δικαίου σ’ ἕνα χρηστικό
σύνολο πού διελάμβανε πολλές ἐπιμέρους πτυχές τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Τό ἔργο αὐτό,
πού ἐπιτελέσθηκε κυρίως μέ τήν ἐργασία τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος ξεκαθάρισε τή
σχέση κανόνων πρός κρατικούς νόμους, ἁρμοδιότητα δικαστηρίων γιά λαϊκούς καί
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
38

κληρικούς, καθώς καί σοβαρά ζητήματα οἰκογενειακοῦ δικαίου. Ἔτσι τώρα ὑπῆρχε
ἕνα σημαντικό ἐργαλεῖο μέ τό ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία ἀσκοῦσε μέ ἀποσαφηνισμένες
ἁρμοδιότητες τό ποιμαντικό της ἔργο1.
Στό θέμα τῶν μοναστηριῶν ὑπῆρξε συνεχῶς μεγαλύτερος ἔλεγχος τῶν
«χαριστικῶν» κυρίως μέ τή συστηματική καταγραφή τους ἀπό τήν πατριαρχική καί
μητροπολιτική ὑπαλληλία καί τήν ἐπανενεργοποίηση τῶν 4ου καί 24ου κανόνων τῆς Δ΄
Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού θέσπιζε ἔλεγχο τῶν οἰκείων ἐπισκόπων στήν ἵδρυση ἀλλά
καί τή διοίκηση τῶν μονῶν ἀλλά καί τό ἀναπαλλοτρίωτο τῆς περιουσίας τους.
Ταυτόχρονα ὁρίστηκαν μέ σαφήνεια οἱ ἁρμοδιότητες τῶν «κτητόρων» πάνω στή ζωή
τῆς μονῆς.
Τέλος, ἐπιχειρήθηκε ἔντονος χωρισμός τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου ἀπό τόν κλῆρο
στό λειτουργικό πεδίο (π.χ. ἀπαγορεύθηκε αὐστηρά ἡ παραμονή λαϊκῶν στό ἱερό
κλπ.). Μέ ὅλα τά παραπάνω βλέπουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐντατικοποίησε τό ποιμαντικό
της ἔργο στήν κοινωνία γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν πρόκληση τῶν καιρῶν. Βέβαια, σέ
κάποιες περιπτώσεις δυσαρέστησε τήν ἀνερχόμενη «ἐκκοσμικευμένη» τάξη τῶν
δυνατῶν, ἀλλά φάνηκε νά κερδίζει τό σεβασμό τῆς πλειοψηφίας στήν κοινωνία, παρ'
ὅλο πού ὡς ἱεραρχία ταυτίστηκε ὑπερβολικά μέ τίς κρατικές ἐπιλογές.

3.1.1.3. Οἱ σχέσεις μέ τή Δύση.

Μολονότι τό 1054 θεωρήθηκε ἡ τομή στό Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν (βλ.


Εἰσαγωγή), στά μάτια τῶν συγχρόνων ἦταν ἕνα θλιβερό ἐπεισόδιο πού δέν ἐπέδρασε
ἀμέσως στίς σχέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν (στίς σύγχρονες βυζαντινές πηγές δέν
ἀναφέρεται καθόλου). Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ἐρώτημα τοῦ πάπα Οὐρβανοῦ Β΄ πρός
τίς βυζαντινές ἀρχές γιά τό λόγο τῆς μή μνημόνευσής του στά Δίπτυχα (1089). Ἡ
πατριαρχική γραμματεία ἀνακάλυψε τελικά ὅτι ἐκκρεμοῦσε συνοδικό (κοινωνικό)
γρᾶμμα τοῦ πάπα πού νά μαρτυρεῖ γιά τήν κοινή πίστη (ἄρα νά καταδικάζει τό
filioque). Ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Α΄ θεωρώντας «ἔκνομο» νά ἐκπέσει ἡ
μνημόνευση ἔξω ἀπό συνοδική καταδίκη (πού δέν μαρτυροῦνταν πουθενά) πρότεινε
νά μνημονευθεῖ ὁ πάπας καί κατόπιν νά συζητηθοῦν οἱ ὅποιες διαφορές σέ σύνοδο. Ἡ

1
Βλ.σχετικά P. Magdalino, «Enlightenment and Repression in Twelfth-Century Byzantium. The
evidence of the canonists», στό Ν. Οἰκονομίδη (ἐπιμ.) Τό Βυζάντιο κατά τόν 12ο αἰώνα.
Κανονικό Δίκαιο, κράτος καί κοινωνία [Ἑταιρεία Βυζαντινῶν καί Μεταβυζαντινῶν Μελετῶν,
Διπτύχων - Παράφυλλα 3], Ἀθήνα 1991, σ. 357-373.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
39

Σύνοδος ἀντέτεινε νά ὑποβληθεῖ πρῶτα ἀπό τόν πάπα ἕνα τέτοιο τυπικό στήν οὐσία
κοινωνικό γρᾶμμα (μέ Σύμβολο τῆς πίστεως, πού δέν θά περιεῖχε τό filioque), νά
περιληφθεῖ ξανά στά Δίπτυχα, καί κατόπιν νά συζητηθοῦν οἱ ὅποιες διαφορές σέ
σύνοδο. Τελικά καμμία διαδικασία δέν τελεσφόρησε ἀπό ἐξωγενεῖς παράγοντες.
Τά περιστατικά αὐτά δείχνουν ὅτι δέν εἶχε ἀκόμη συνειδητοποιηθεῖ τό
σχίσμα, ἐνῶ προσκυνήματα καί μεταφορές λειψάνων ἁγίων συνεχίζονταν κανονικά
ἀπό τό Βυζάντιο πρός τήν Ἰταλία2. Ὅπως καί στά ἄλλα θέματα, τίς σχέσεις τῶν δύο
Ἐκκλησιῶν σημάδευσε τελικά ἡ πολιτική: ἡ μόνιμη ἐχθρότητα τῶν Νορμανδῶν, ἡ
ψυχρότητα ἀνάμεσα σέ Βυζαντινούς καί Δυτικοευρωπαίους πού ἀναπτύχθηκε κατά
τήν Α΄ Σταυροφορία (1095) καί κυρίως ἡ ἀκούραστη προπαγάνδα ἑνός ὀρκισμένου
ἀντιβυζαντινοῦ Νορμανδοῦ, τοῦ Βοημούνδου τοῦ Ταρέντο (Τάραντα), πού κατάφερε
νά πείσει τόν πάπα Πασχάλη Β΄ (1099-1118) ὅτι γιά τήν ἀποτυχία τῶν
σταυροφορικῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων στήν περιοχή τοῦ Λιβάνου ἔφταιγε ἡ
perfidea Graecorum (ἀπιστία τῶν Ἑλλήνων), στερεότυπο πού ἔκτοτε διαδόθηκε σ’
ὅλη τήν Εὐρώπη. Παράλληλα, ἡ δημιουργία τῶν σταυροφορικῶν κρατῶν στήν
Παλαιστίνη καί τή Συρία ἀπομακρύνει τούς νόμιμους Πατριάρχες Ἀντιοχείας καί
Ἱεροσολύμων καί τούς ἀντικαθιστᾶ μέ Λατίνους3. Μέσα σέ αὐτό τό κλῖμα ἀποκτᾶ τό
Σχίσμα πρακτικές ἐκκλησιαστικοπολιτικές συνέπειες γιά τήν Ἀνατολή, ἐνῶ τίθενται
σταδιακά στή Δύση τά ἰδεολογικοπολιτικά θεμέλια γιά τό νέο πολιτικό στόχο τῶν
Σταυροφοριῶν, τήν κατάληψη τῆς «σχισματικῆς» Κωνσταντινούπολης, πού θά
ἐπιτευχθεῖ τελικά μέ πρωτοφανῆ βιαιότητα τό 1204.
Ἀλλά καί στήν Ἀνατολή ἡ πολιτική ἔπαιζε καθοριστικό ρόλο καί γιά τίς
ἑνωτικές διαπραγματεύσεις: μέ ἀφορμή τήν πολιτική συνεννόηση τοῦ βυζαντινοῦ
αὐτοκράτορα Ἰωάννη Β΄ μέ τόν Γερμανό αὐτοκράτορα Λοθάριο τό 1136, ἦρθε στή
Βασιλεύουσα ὁ Ἄνσελμος τῆς Ἁβελβέργης (Havelberg) καί διεξήγαγε συζητήσεις γιά
τίς διαφορές τῶν Ἐκκλησιῶν μέ τόν Νικήτα Νικομηδείας - ἀπό τίς πιό διεισδυτικές
καί ταυτόχρονα νηφάλιες ἐπαφές τέτοιου εἴδους σ’ ὅλη τήν περίοδο. Ἡ βυζαντινή
Ἐκκλησία ἀργότερα, τό 1166-1167, προσδεμένη στό κρατικό ἅρμα παρακολούθησε
μέ περιορισμένες ἀντιδράσεις τίς ρομαντικές προτάσεις τοῦ Μανουήλ Α΄ (1143-
1180) νά ὑπαγάγει τή βυζαντινή Ἐκκλησία στήν παπική μέ ἀντάλλαγμα νά τόν στέψει
ὁ πάπας Ἀλέξανδρος Γ΄ (1159-1181) στή Ρώμη αὐτοκράτορα τῆς παλαιᾶς ρωμαϊκῆς

2
Τέτοια περίπτωση εἶναι τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀπό τά Μύρα στό Μπάρι τό 1087, πρίν δηλαδή
ξεκινήσουν οἱ Σταυροφορίες.
3
Περισσότερα τώρα γι’ αὐτό βλ. J. Pahlitzsch, Graeci und Suriani im Palästina der
Kreuzfahrerzeit, Berlin 2001.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
40

αὐτοκρατορίας, ὥστε νά ἀναστήσει τό παλαιό ρωμαϊκό κράτος. Παρά τήν ἀ-


νεδαφικότητα τῶν σχεδίων αὐτῶν γίνεται πλέον σαφές ὅτι ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν
εἶναι ἕνα πολιτικό χαρτί πού προτιμοῦν νά παίζουν οἱ αὐτοκράτορες, πραγματικότητα
πού ἐπαναλήφθηκε καί τό 1198 μέ ἐπιστολή τοῦ Ἀλεξίου Γ΄ Ἀγγέλου (1195-1203)
πρός τόν πάπα Ἰννοκέντιο Γ΄.

3.1.2. 1204-1453 Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

3.1.2.0. Τό πολιτικό πλαίσιο

3.1.2.1. Τό αἴτημα γιά νέες δομές

Ἡ ὕπαρξη πολλῶν κρατῶν στή Βαλκανική καί τή Μ. Ἀσία μετά τό 1204 ἔθετε
αὐτομάτως προκλήσεις πρός τήν ἑνότητα τῆς ἐκκλησιαστικής δικαιοδοσίας τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μετά τήν Ἅλωση καί τό θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἰωάννη
Ι’ Καματηροῦ τό 1206, ἐξελέγη νέος Πατριάρχης ὁ Μιχαήλ Δ΄ Αὐτωρειανός τό 1208
στή Νίκαια. Τόσο στό κράτος τῆς Ἠπείρου ὅσο καί τῆς Τραπεζοῦντος οἱ ἐκεῖ ἡγέτες
Μιχαήλ Δούκας καί Δαυίδ Κομνηνός ἐπεδίωκαν ἐκκλησιαστική αὐτονομία στίς
περιοχές τους, ὥστε νά μήν ἀναγκάζονται νά ἀποδέχονται ὡς ἀνώτατη ἀρχή τόν
Πατριάρχη, πού θά ἦταν ὄργανο τῶν ἀντιζήλων τους αὐτοκρατόρων τῆς Νικαίας.
Ἔτσι προωθοῦσαν τήν πλήρωση κενῶν ἐπισκοπικῶν θέσεων ἀπό ἐκλογές πού ἔκαναν
τοπικές σύνοδοι στά κράτη τους. Αὐτό δέν ἦταν ἀντικανονικό (ἀφοῦ ἐπαρχιακές
σύνοδοι ἐξακολουθοῦσαν νά ὑπάρχουν) ἀλλά χρειαζόταν ἡ ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενι-
κοῦ Πατριάρχη καί, εἰδικά στήν ἐκλογή Μητροπολιτῶν ἤ Ἀρχιεπισκόπων ἐνεργοῦσε
ἡ Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, πού τώρα ὑπολειτουργοῦσε. Στήν Τραπεζοῦντα ὁ κλῆρος δέν
ἔφθασε στό σημεῖο νά ἀνεξαρτητοποιηθεῖ μονομερῶς. Στήν Ἤπειρο, ὅμως,
λειτούργησε σύνοδος ἐπισκόπων στήν Ἄρτα πού ὑπό τόν Ναυπάκτου Ἰωάννη
Ἀπόκαυκο (πού ἔγινε ὁ κύριος θεωρητικός ὑποστηρικτής τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς
Ἠπειρωτικῆς ἱεραρχίας) ἄρχισε ἀπό τό 1213 νά προβαίνει σέ χειροτονίες, συνήθως
ὑπό τήν ὑπόδειξη τοῦ Μιχαήλ τῆς Ἠπείρου (Δημητρίου Χωματηνοῦ στήν Ἀχρίδα τό
1218, Γεωργίου Βαρδάνη στήν Κέρκυρα τό 1219 κ.ο.κ.), ἐνῶ ἡ Ἀρχιεπισκοπή
Ἀχρίδας διεκδικοῦσε ἀρχαῖα προνόμια αὐτοκεφαλίας λόγω τῆς (λανθασμένης)
ταύτισής της μέ τήν ἀρχαία ἐπισκοπή τῆς Πρώτης Ἰουστινιανῆς, πού ἀντιπροσώπευε
τόν παπικό θρόνο κατά τόν 6ο καί 7ο αἰώνα. Ὡς ἀπάντηση ὁ Πατριάρχης Μανουήλ Α΄

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
41

στη Νίκαια ἀνύψωσε τόν Σέρβο ἐπίσκοπο τοῦ Πεκίου (Peć) Σάββα σέ ἀρχιεπίσκοπο
τό 1219 (ἤ 1229), ὥστε νά μειώσει τήν ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδος. Ἔτσι, βέβαια, ἐπέτεινε
τήν ἐκκλησιαστική κατάτμηση τῆς περιοχῆς, ἀλλά ἦταν σημεῖο τῶν καιρῶν, ὅτι
ἄρχιζε ἡ πολλότητα τῶν ἐκκλησιαστικῶν κέντρων στήν περιοχή καί ἡ ἀνάπτυξη
ἐθνικῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως συνέβη καί μέ τήν παραχώρηση περιορισμένης
αὐτοκεφαλίας στήν Ἀρχιεπισκοπή Τυρνόβου τῶν Βουλγάρων τό 1235 4 οἱ ὁποίοι
εἶχαν συγκροτήσει τό β’ βουλγαρικό κράτος ἀπό τό 1187. Λίγο ἀργότερα, τό 1359,
θά χειροτονηθεῖ ἀπό τόν Πατριάρχη Κάλλιστο Α΄ Μητροπολίτης Οὐγγροβλαχίας σέ
ἀνταπόκριση τοῦ αἰτήματος τοῦ βοεβόδα Ἀλεξάνδρου Βασαράβα καί στίς ἀρχές τοῦ
15ου αἰώνα Μητροπολίτης Μολδαβίας καί θά τεθοῦν ἔτσι καί οἱ βάσεις τῆς
Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.
Ἡ κρίση ἐπιδεινώθηκε, ὅταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος ἔστεψε τόν Δεσπότη
τῆς Ἠπείρου λίγο μετά τό 1225 αὐτοκράτορα στή Θεσσαλονίκη. Ἡ ἀλληλογραφία
πού σώζεται τήν ἐποχή αὐτή ἀνάμεσα στόν Ναυπάκτου Ἰωάννη Ἀπόκαυκο καί τόν
Ἀχρίδος Δημήτριο Χωματηνό ἀπό τή μιά καί τούς Πατριάρχες στή Νίκαια ἀπό τήν
ἄλλη, οἱ ὁποίοι διαμαρτύρονται κυρίως γιά τή στέψη (πού ἔθιγε βασικότατο προνόμιο
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη) ἀλλά δευτερευόντως καί γιά τίς χειροτονίες, δείχνει
τήν ἐκκλησιαστική κρίση πού προκαλεῖται ἀπό τήν πολιτική ἔκλειψη τῆς
Κωνσταντινούπολης. Ἡ κρίση, βέβαια, θά θεραπευθεῖ μετά τήν πολιτική ἔκλειψη καί
τοῦ κράτους τῆς Ἠπείρου μετά τήν ἥττα του ἀπό τούς Βουλγάρους στήν Κλοκοτι-
νίτσα τό 1230 καί τήν ἀποστολή τοῦ πατριαρχικοῦ ἐξάρχου Νικηφόρου Ἀγκύρας τό
1232, ἀλλά δείχνει τήν ἀνάγκη νέας πολυκεντρικότητας στίς ἐκκλησιαστικές ἀρχές
πού δημιουργεῖ τό νέο πολιτικό τοπίο, γεγονός πού ἀντανακλᾶται καί στήν ἀπονομή
τίτλων, ὅπως «Παναγιώτατος», σέ κομβικές πόλεις τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς
Παλαιολόγους (Θεσσαλονίκη, Μονεμβασία) γιά νά δοθεῖ ἕνα μικρό συμβολικό
κομμάτι ἐκκλησιαστικής ἀναγνώρισης ἰδιαιτέρου κύρους καί σ’ αὐτές.
Μιά δεύτερη σημαντική ἐξέλιξη εἶναι ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ συνοδικοῦ
θεσμοῦ. Αὐτό τό βλέπουμε σέ δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ἡ μία εἶναι τό
αἴτημα πού ἀρθρώνεται ἀπό διάφορες πλευρές, ἤδη ἀπό τά μισά τοῦ 13ου αἰ., γιά
σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού θά θεραπεύσει τό σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν. Οἱ
ἁπλές διαπραγματεύσεις ἀνάμεσα στόν αὐτοκράτορα καί τόν πάπα δέν ἰκανοποιοῦν
τήν ἐκκλησιαστική συνείδηση. Ἔτσι κατά καιρούς εἴτε διατυπώνεται τό αἴτημα ἀπό
τόν πατριάρχη Ἀρσένιο Αὐτωρειανό (1254-1260, 1261-1264) πρός τόν πάπα, εἴτε ἀπό

4
Γόνη, Ἱστορία, 55-71, 186-191.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
42

τόν πατριάρχη Ἰωσήφ Α΄ τό 1274 σέ κείμενο Ὅρκου του πού ἀπέκρουε τίς πιέσεις
τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ γιά Ἕνωση, εἴτε ἀπό τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό τό
1339 σέ ἀποστολή πρός τόν πάπα Βενέδικτο τόν ΙΒ΄, εἴτε ἀργότερα τό 1367. Οἱ προ-
σπάθειες αὐτές ὁδήγησαν (σέ συνδυασμό μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς συνοδικῆς κίνησης
στή Δύση, βλ. παρακάτω) στή Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας τό 1438/39.
Ἄνοιγαν ὅμως καί τό δρόμο γιά τήν ἀνανέωση γενικά τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, πρᾶγμα
πού φαίνεται στό δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα, τῶν συνόδων τοῦ 14ου αἰ. γιά
τήν ἡσυχαστική ἔριδα.
Πράγματι, οἱ Σύνοδοι τοῦ 1341, 1347, 1351 καί 1368, ἐνῶ τυπικά ἦταν διευ-
ρυμένες Ἐνδημοῦσες Σύνοδοι στήν πραγματικότητα δέν εἶχαν σχέση μέ τίς συνόδους
τοῦ 12ου αἰ. Τό θεολογικό θέμα ἄγγιζε εὐρύτερα φιλοσοφικά, θεολογικά καί
ἐκκλησιολογικά προβλήματα, κινητοποίησε πλῆθος ἐπισκόπων, διήρκεσε μεγάλο
χρονικό διάστημα, προκάλεσε ἔντονο προβληματισμό γιά τούς ὅρους λειτουργίας τοῦ
συνοδικοῦ συστήματος καί στά ἄλλα Πατριαρχεῖα (εἰδικά τοῦ Ἀντιοχείας, τοῦ ὁποίου
ὁ Πατριάρχης ἦταν ἀντιησυχαστής), ἐπαναβεβαίωσε τήν ἀρχή τῆς Πενταρχίας,
παρήγαγε μέγα πλῆθος θεολογικῶν ἔργων καί συγκίνησε πλήθη λαϊκῶν καί μοναχῶν.
Ἔτσι τό συνοδικό σύστημα ἀναδείχθηκε ξανά, παρά καί ἔξω ἀπό τίς ἐπεμβάσεις τῆς
πολιτείας καί μιᾶς μικρῆς παραδοσιοκρατικῆς ὁμάδας ἀρχιερέων πού διέμεναν στήν
Κωνσταντινούπολη, σέ εὐρύτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀληθείας καί ὁδηγό
τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματος.
Μιά ἄλλη ἐνδιαφέρουσα πτυχή εἶναι ἡ προσπάθεια νά βρεθεῖ ἕνας
λειτουργικός τρόπος ἐκκλησιαστικῆς διαποίμανσης τῶν λατινοκρατούμενων
περιοχῶν (μέ πρώτη καί καλύτερη τήν Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1204-1261) πού νά
διασώζει τίς βασικές προϋποθέσεις τῶν κανόνων καί τῆς συνέχειας στήν αὐθεντία τῆς
Ἐκκλησίας, καθώς οἱ Λατίνοι κατακτητές ἐπέβαλλαν δικούς τους ἐπισκόπους στίς
περιοχές τους (ὅπως εἶχαν κάνει μέ τήν Ἀντιόχεια καί τά Ἰεροσόλυμα τόν καιρό τῶν
ἐφήμερων λατινικῶν κρατιδίων τόν 12ο αἰ.). Τέλος, σημαντικά εἶναι καί τά
προβλήματα τῆς διαποίμανσης τῶν σλαβικῶν περιοχῶν. Ὅλες αὐτές οἱ κινήσεις
καλοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά ἀνταποκριθεῖ σέ δύσκολες προκλήσεις, ἔχουν
ὅμως τό θετικό ὅτι τή βγάζουν ἀπό τήν ἀδράνεια. Αὐτό θά ἐπιτρέψει στήν ἱεραρχία
νά θέσει μέ περισσότερη πείρα καί δύναμη τούς ὅρους της, ὄχι μόνο στούς
χριστιανούς αὐτοκράτορες (ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἀποτελεσματικῆς ἀντίδρασης
στήν ἑνωτική πολιτική πολλῶν Παλαιολόγων βασιλέων), ἀλλά μετά ἀπό λίγο καί
ἀπέναντι στούς ἀλλόθρησκους Ὀθωμανούς.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
43

3.1.2.2. Τό αἴτημα γιά νέα θεολογική σύνθεση.

Ἡ ἄνοδος τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ συνοδεύθηκε μετά τόν 13ο αἰ. (εἰδικά
στό κράτος τῆς Νικαίας) μέ μιά ἀνάπτυξη τῆς μαθηματικῆς σκέψης, πού ἐπανέφερε
μέ μεγαλύτερη ἐνάργεια φιλοσοφικά προβλήματα, ὅπως ἡ προέλευση τῆς γνώσης, ἡ
οὐσία τοῦ κόσμου κλπ. καί προσπαθήθηκε νά δοθεῖ μιά μεταφυσική ἀπάντηση πού θά
ἀναμείγνυε τήν ἀστρονομία καί τόν ἀναβιωμένο πλατωνισμό. Μέσα ἀπ' αὐτά,
ἀβίαστα, τέθηκε καί πάλι τό παλαιό καίριο πρόβλημα τῆς μετοχῆς στό Θεό. Ἡ
χριστιανική σκέψη πάνω στά βήματα τοῦ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ μιλοῦσε γιά τή
μετοχή ἐν Χριστῷ, πού γινόταν προοδευτικά καί μέ ἐλευθερία μέχρι τά ἔσχατα
(θέωση). Ἡ προοδευτική αὐτή μετοχή γινόταν αἰσθητή ἀκόμη καί ἀπ΄ αὐτή τή ζωή μέ
τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἄσκηση (ἡσυχία). Τήν
ἄποψη αὐτή ὑποστήριζαν οἱ ἀσκητές πού συνέχιζαν τό ἔργο τοῦ μεγάλου νηπτικοῦ
συγγραφέα Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου (949-1022), σέ γνωστά ἀσκητικά κέντρα,
ὅπως τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τέτοιος ἀσκητής ἦταν π.χ. ὁ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, πού ἀπό
τή Μ. Ἀσία πῆγε στό Σινᾶ καί τήν Κρήτη καί ἔμαθε τή νοερά προσευχή καί τή δίδαξε
στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά καί ὁ μαθητής του στά Παρόρια Θεοδόσιος ὁ Τυρνοβίτης, πού
διέδωσε τήν ἡσυχαστική τεχνική καί στή Βουλγαρία. Ἀντίθετα, πολλοί φιλόσοφοι
μιλοῦσαν γιά νεοπλατωνική «ἐπιστροφή» τοῦ ἀνθρώπου στό Ἕν, πού γινόταν μέσῳ
τῆς ἔκστασης ἀλλά καί τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ πάνω στήν οὐσία τοῦ κόσμου
πού ἦταν κυρίως οἱ μαθηματικές του ἀναλογίες.
Ἡ παράλληλη πορεία καί ψυχρότητα μεταξύ τῶν δύο τάσεων μέχρι τίς ἀρχές
ου
τοῦ 14 αἰώνα μετατράπηκε σέ ἀνοιχτή σύγκρουση μέ καταλύτη τήν ἀπερίσκεπτα
ἐπιθετική συμπεριφορά τοῦ φιλοσόφου μοναχοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ (1290-
1350). Αὐτός μετά τόν ἐρχομό του ἀπό τήν Καλαβρία ἐγκαταστάθηκε ἀρχικά στήν
Κωνσταντινούπολη καί κατόπιν λόγῳ ἐρίδων μέ τόν φιλόσοφο Νικηφόρο Γρηγορᾶ
στή Θεσσαλονίκη μέ δική του σχολή. Ταξιδεύοντας στά 1337 στό Ἅγιο Ὄρος
συνάντησε ἀσκητές πού τοῦ μίλησαν γιά τίς θεοπτικές ἐμπειρίες πού προκύπτουν ἀπό
τήν νοερά προσευχή. Τούς χαρακτήρισε Μεσσαλιανούς (τήν ἐνθουσιαστική αἵρεση
τοῦ 4ου αἰ. πού μιλοῦσε γιά σωματική θέα τοῦ Θεοῦ καί συνεχῆ προσευχή, ἀλλά ὄχι
ἐκκλησιαστική ζωή) σέ ἔργα πού συνέγραψε. Τήν ἀντίκρουση τῶν κατηγοριῶν αὐτῶν
Ἡ ἡσυχαστική
ἀνέλαβε γιά λογαριασμό τῶν μοναχῶν ὁ ἐπίσης ἁγιορείτης μοναχός Γρηγόριος
Παλαμᾶς (1296-1357 ἤ 1359), ὁ ὁποῖος στά ἔργα του (τρεῖς «Τριάδες ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων») διατύπωσε τή διδασκαλία τῆς μετοχῆς στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ πού γίνεται βιωματικά, ἀσκητικά καί ἐκκλησιαστικά (Ἡσυχασμός).
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
44

Ἀναπτύσσοντας τή διδασκαλία περί δύο ἐνεργειῶν πού ἀντιστοιχοῦν στίς δύο φύσεις
τοῦ Χριστοῦ κατά τίς ἀποφάσεις τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δίδαξε ὅτι οἱ
ἄκτιστες ἐνέργειες εἶναι ἔκφραση/προϊόν τῆς ἄκτιστης Οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
ὅμως παραμένει ἀπρόσιτη καί ἀμέθεκτη. Ἔτσι σώζεται ὁ ἀντινομικός χαρακτήρας
τῆς μετοχῆς τοῦ κτιστοῦ (ἀνθρώπου-κόσμου) στό ἄκτιστο (Θεό).
Ἐνῶ ἡ διδασκαλία-ἀπολογία τοῦ Παλαμᾶ ἀπέναντι στίς κατηγορίες Βαρλαάμ
ἔγινε δεκτή σέ Σύνοδο πού συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1341 ὑπό τόν
αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Γ΄, ὁμάδα ὑπό τόν πρώην μαθητή τοῦ Παλαμᾶ Γρηγόριο
Ἀκίνδυνο (1300-1349) τόν κατηγόρησε γιά «καινά δόγματα». Ὁ νέος ἀντίπαλος τοῦ
Παλαμᾶ θά ἦταν ὁ δογματικός φορμαλισμός καί ἡ παραδοσιαρχία πού ἐπικρατοῦσε
στήν ἱεραρχία τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν 10ο αἰ., ὅπως εἴδαμε. Ὁ Ἀκίνδυνος
συμμάχησε μέ τόν κατ' ἐξοχήν ἐκφραστή αὐτῆς τῆς παραδοσιαρχικῆς νοοτροπίας, τόν
ἴδιο τόν Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΔ΄ Καλέκα, πού μέ τή σειρά του συμμάχησε μέ τήν
Ἀντιβασιλεία, στόν ἐμφύλιο πόλεμο, πού ἀκριβῶς τότε, μέ τόν ξαφνικό θάνατο τοῦ
Αὐτοκράτορα λίγο μετά τή λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, ξεσποῦσε ἀνάμεσα στήν
Ἀντιβασιλεία περί τόν ἀνήλικο Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο (1341-1391) καί τόν
ἀνταπαιτητή τοῦ θρόνου, φίλο τοῦ θανόντος Ἀνδρονίκου, Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό
(1341-1354). Ὁ Παλαμᾶς θεωρήθηκε Καντακουζηνικός ἐπειδή ἀρνήθηκε νά
συμπράξει στήν πολιτική προπαγάνδα τῆς Ἀντιβασιλείας ἐναντίον τοῦ
Καντακουζηνοῦ καταδικάστηκε καί διώχθηκε, καί ἡ ἡσυχαστική θεολογία του
θεωρήθηκε ἀπαγορευμένη (μέ μιά κραυγαλέα παρερμηνεία τῶν ἀποφάσεων τῆς
Συνόδου τοῦ 1341 πού ἀπαγόρευε τό «δογματίζειν» ἀπό ἀναρμόδιους μή ἐπισκόπους
μέ βάση τούς κανόνες 64 καί 19 τῆς Πενθέκτης Οἰκ. Συνόδου, μέ τό σκεπτικό ὅτι
ἀπαγόρευε καί τό «δογματίζειν» ἀπό τόν ἴδιο τόν Παλαμᾶ).
Τελικά μετά ἀπό περιπέτειες καί ἔντονη πολεμική γραμματεία ἀνάμεσα στούς
Ἡσυχαστές καί τούς Ἀντιησυχαστές, ἐπανῆλθε ἡ πολιτική ὀμαλότητα καί οἱ δύο
πολιτικές πλευρές ἀπό κοινοῦ σέ Σύνοδο τό 1347 δικαίωσαν τόν Παλαμᾶ καί τόν
Ἡσυχασμό καί καταδίκασαν τόν Ἀκίνδυνο καί τόν Καλέκα. Σέ μιά τρίτη φάση
ἀνέλαβε ὅμως ὁ φιλόσοφος Νικηφόρος Γρηγορᾶς (1293-1361) μιά βίαιη (ἀλλά ἐκτός
ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας) ἀνασκευή τοῦ Ἡσυχασμοῦ συνδυάζοντας τό θεολογικό
φορμαλισμό τοῦ Ἀκινδύνου καί νεοπλατωνικό φιλοσοφικό λεξιλόγιο. Τελικά, κα-
ταδικάστηκε κι αὐτός μέ τή σειρά του τό 1351, ἐνῶ ἡσυχαστές εἶχαν ἤδη τοποθετηθεῖ
στόν Οἰκουμενικό θρόνο καί ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶχε χειροτονηθεῖ ἀρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
45

Ἡ ἡσυχαστική σκέψη ἀποτελεῖ ἕνα δεῖγμα δυνατότητας σύνθεσης τῆς


ὀρθόδοξης πατερικῆς σκέψης καί ἀνταπόκρισης στίς προκλήσεις τῶν ἡμερῶν μέ
λαμπρά ἀποτελέσματα ἐφάμιλλα τῆς ἐποχῆς τῶν Μεγάλων Πατέρων, ἀνάμεσα στούς
ὁποίους μπορεῖ νά συγκαταλεχθεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς. Ἡττήθηκε ὁ
δογματικός φορμαλισμός (πού χρησιμοποιοῦσε χαρακτηριστικά τούς Κανόνες τῆς
Πενθέκτης γιά ἀπαγόρευση τοῦ δογματίζειν) καί ἡ ἀγνόηση τοῦ κοσμικοῦ λόγου ἀπό
τή θεολογία. Ταυτόχρονα, ἦρθε στό προσκήνιο μιά γόνιμη θεολογική ἐπεξεργασία
τοῦ ἀσκητικοῦ βιώματος καί τῆς «θεώσεως» ὡς σκοποῦ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ
σύνθεση, πάντως, αὐτή πού θά ἔφτανε στήν καθημερινή στάση ζωῆς μέσα ἀπό τό
ἐμπνευσμένο ἔργο τοῦ Νικολάου Καβάσιλα (1320-μετά τό 1391), πού συνδύασε τή
θεολογική βάση τοῦ Ἡσυχασμοῦ μέ τήν εὐσέβεια μέσα στήν κοινωνική πράξη καί
τήν ἐκκλησιαστική ζωή, σταμάτησε προσωρινά μέ τή γενικότερη κρίση τῆς ὑστερο-
βυζαντινῆς κοινωνίας. Τό ἔργο της θά ἐπαναληφθεῖ μέ τή Φιλοκαλική ἀναγέννηση
τοῦ 18ου αἰώνα.
Τελευταία ἀντιπολίτευση ἐμφανίζεται ἀπό μαθητές τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ,
πού ἔχουν ὅμως ἤδη μετατραπεῖ σέ εἰσηγητές τῆς σχολαστικῆς θεολογίας τῆς Δύσης
στό Βυζάντιο. Ἔτσι, ἡ διαμάχη μετατρέπεται σέ ζήτημα ἀντιμετώπισης τῆς
σχολαστικῆς σκέψης. Ἐνῶ ὁ ἀντιησυχαστής Πρόχορος Κυδώνης καταδικάζεται τό
1368, ὁ ἀδελφός του Δημήτριος Κυδώνης (1323-1397/98) μεταφράζει ἀπό τά
λατινικά μέρος τῆς «Summa contra gentiles» τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη (βλ. παρακάτω γι’
αὐτό τό ἔργο) καί ὁ παλαιός μαθητής τοῦ Νικηφόρου Γρηγορᾶ Ἰωάννης
Κυπαρισσιώτης ἀντικρούει τή διάκριση Οὐσίας καί Ἐνεργειῶν στό Θεό μέ βάση τή
σχολαστική ἐπιχειρηματολογία (τραυματισμός τῆς ἁπλότητας τῆς Θείας Οὐσίας,
ἁπλότητας πού ἔχει ὅμως συλληφθεῖ μέ φιλοσοφικούς-κτιστούς ὅρους). Ἡ μεταφορά
τῆς σχολαστικῆς σκέψης ξυπνᾶ τήν πολεμική πολλῶν θεολόγων συγγραφέων, ὅπως
τοῦ Κάλλιστου Ἀγγελικούδη, ἐνῶ ἄλλοι ὅπως ὁ Γεώργιος Σχολάριος (1405-λίγο μετά
το 1472) θαυμάζουν τόν Ἀκινάτη μολονότι παραμένουν αὐστηρά ἀντιδυτικοί.
Τά τελευταῖα μᾶς εἰσάγουν στό θολό τοπίο τῆς σκέψης τοῦ 15ου αἰ. πού
παραμένει χωρίς ὀρίζουσες μέ συγγραφεῖς, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλοι εἶναι ἰκανοί
ὀρθόδοξοι θεολόγοι (Μᾶρκος Εὐγενικός, 1391/2-1445), ἄλλοι ἀποκρούουν τή δυτική
θεολογία ἀλλά τή θαυμάζουν (Σχολάριος), ἤ ἄλλοι ζητοῦν ἀναβίωση τῆς
ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας καί θρησκείας (Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων, 1360-
1452). Ὅμως τό αἴτημα γιά νέα θεολογική σύνθεση θά φέρει καρπούς ἀρκετά μετά
τήν Ἅλωση τοῦ 1453.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
46

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
47

3.1.2.3. Ἐκκλησία καί κοινωνία

Οἱ νέες συνθῆκες φέρνουν νέες ἀπαιτήσεις γιά τήν παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας
στήν κοινωνία. Τώρα, πλέον, μιλᾶμε γιά μία ἀνεπτυγμένη ἀστικά κοινωνία στήν
ὁποία ὁ Χριστιανισμός ἔχει διεισδύσει τόσο, ὥστε τό ἐκκλησιαστικό ζήτημα τῆς
ἕνωσης τῶν Ἐκκλησιῶν ἤ τό θεολογικό τῆς μετοχῆς στό Θεό νά ἀφορᾶ ὁλόκληρο τόν
προσανατολισμό τῆς κοινωνίας καί νά ἐπιτρέπει καί σύγκρουση τῆς Ἐκκλησίας μέ
τήν Πολιτεία μέ νικηφόρους ὅρους. Αὐτό συνέβη κατά τήν σύγκρουση τοῦ πατριάρχη
Ἀρσενίου Αὐτωρειανοῦ μέ τόν σφετεριστή τοῦ θρόνου Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (πού
δημιούργησε τό λεγόμενο Ἀρσενιανό Σχίσμα) καί τήν ἄρνηση τῶν ἀνθενωτικῶν νά
δεχθοῦν τίς ἀποφάσεις τῆς ἑνωτικῆς παπικῆς συνόδου τῆς Λυών τοῦ 1274 πού
ὁδήγησε σέ διωγμούς ἀπό τό κράτος, ἀλλά πού τελικά τό ἀνάγκασε σέ συμβιβασμό
ἐπί Ἀνδρονίκου Β΄ (1282-1328).
Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Χριστιανισμός ὑποχωρεῖ δραματικά στή Μ. Ἀσία καθώς ἡ
προέλαση τῶν Σελτζούκων καί κατόπιν τῶν Ὀθωμανῶν διώχνουν, ἐξισλαμίζουν καί
γενικά ἐξαφανίζουν τό χριστιανικό ποίμνιο. Τά οἰκονομικά τῶν μικρασιατικῶν
ἐκκλησιῶν καταρρέουν, οἱ ἐπίσκοποι γιά πολιτικούς καί οἰκονομικούς λόγους δέν
ἐγκαθίστανται στίς ἕδρες τους, ὁ ἐκκλησιαστικός χάρτης ἀλλάζει δραστικά.
Ἐνδοχώρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι πλέον ἡ ΒΔ Μικρά Ἀσία (Βιθυνία)
καί κατόπιν ὅσα νησιά τοῦ Αἰγαίου δέν λατινοκρατοῦνται, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία
καί μέρος τῆς ὑπόλοιπης Ἑλλάδας. Στίς αὐτονομημένες πόλεις ὁ ἐπίσκοπος πού
βρίσκεται ἐκεῖ ἀποτελεῖ ἠθικά καί καθεστωτικά πηγή αὐθεντίας. Ἡ Ἐκκλησία
στρέφεται μέσῳ αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων στό νά ἀμβλύνει τίς κοινωνικές ἀνισότητες
μεταξύ φτωχῶν ἀγροτῶν καί πλουσίων γαιοκτημόνων καί ἀστῶν. Αὐτό συμβαίνει
τόσο στή Φιλαδέλφεια μέ τόν μητροπολίτη της Θεόληπτο ὅσο καί στή Θεσσαλονίκη
πού ταλανίζονται ἀπό ἐξεγέρσεις καί δυσαρέσκειες. Πολλά ἔργα ἀπό θεολόγους καί
ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες τῆς ἐποχῆς ἐκφράζουν αὐτή τήν προσπάθεια. Τέτοιοι εἶναι ὁ
Ἀλέξιος Μακρεμβολίτης, ὁ Ἰσίδωρος Γλαβᾶς, ἀλλά καί ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅταν
ἐγκαταστάθηκε στή Θεσ/νίκη κ.ἄ. Ὁ μετέπειτα (ἡσυχαστής) πατριάρχης Ἰσίδωρος
Βούχειρ (ἤ Βουχερᾶς) πρωταγωνιστεῖ στίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. σέ ὁμάδα Χριστιανῶν
στρατευμένων στήν κοινωνική μέριμνα.
Στήν Κωνσταντινούπολη ἔχουμε προσπάθειες γιά ἀναμόρφωση στή
διαποίμανση μέ ἀπαίτηση τοῦ Πατριάρχη Ἀθανασίου Α΄ (1289-1293, 1304-1310) νά
ἀπομακρυνθοῦν οἱ παρεπιδημοῦντες ἐπίσκοποι καί μοναχοί στίς ἐπισκοπές τους καί
τά μοναστήρια τους καί νά μή ζοῦν παρασιτικά στήν Πόλη. Ὁ ἡσυχαστής
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
48

Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ (1350-1353, 1355-1364) ἔδωσε αὐστηρές ὁδηγίες γιά τήν


ἀνύψωση τῶν ἠθῶν τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, θέσπισε τό θεσμό τοῦ ἐξάρχου
(ἐπιθεωρητῆ) τῶν κληρικῶν (1355) καί ζήτησε ἐνυπόγραφη διαβεβαίωση γιά
συμμόρφωσή τους, ἐνῶ ἀργότερα (1400) ἐπιδιώχθηκε νά μπεῖ τάξη στό σύστημα
ἀδειῶν γάμου, καθώς ἡ πατριαρχική ὑπαλληλία ἔλεγχε τό σύνολο τοῦ οἰκογενειακοῦ
δικαίου. Ἡ στροφή σ' ἕνα δικαιικό-θεσμικό σύστημα διαποίμανσης ἔφερε καί
ἀνάλογες ἀντιδράσεις πού πῆραν τή μορφή ἀποχῆς ἀπό τά καθήκοντά τους τῶν
ὀφφικιαλίων κληρικῶν τοῦ Πατριαρχείου, τῶν ὁποίων τά προνόμια θίγονταν. Ὅμως ἡ
ὅλη ἐξέλιξη δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία στρέφεται πρός μιά διαποίμανση καί κοινωνική
παρέμβαση πού λαμβάνει ὑπ' ὄψη της τούς θεσμούς πού εἶναι ὑπό ἐξέλιξη καί ὄχι τήν
ὀμπρέλλα ἑνός κράτους πού καταρρέει, ὅσο κι ἄν θεωρητικά δείχνει νά ταυτίζεται
μαζί του.
Τέλος, στήν παρέμβαση τῆς Ἐκκλησίας συμβάλλει καί ὁ ἀνανεωμένος ρόλος
τοῦ μοναχισμοῦ. Μετά τήν αὐστηρή πολιτική τοῦ πατριάρχη Ἀθανασίου Α΄ καί τούς
Ἡσυχαστές ἡ μοναστική ζωή τέθηκε σέ νέα βάση: ἀσκήθηκε αὐστηρή κριτική στήν
τάση ἐκκοσμίκευσης καί πλουτισμοῦ τῶν μοναστηριῶν, τονίσθηκε ἡ ἰσότητα ὅλων
τῶν μοναχῶν, ἐνῶ πολλά μοναστήρια ἔγιναν κέντρα πνευματικότητας μέ διεθνῆ
χαρακτήρα φέρνοντας τούς λαούς σέ μεγαλύτερη σχέση μεταξύ τους, ὅπως στήν
περίπτωση τοῦ Γρηγορίου Σιναΐτου (δασκάλου τοῦ ἡσυχαστῆ Πατριάρχη Καλλίστου)
πού ἵδρυσε μεικτό μοναστῆρι ἀπό Ἕλληνες καί Βουλγάρους στά Παρόρια τῆς
Θράκης μέ μεγάλη ἐπίδραση στή βουλγαρική πνευματική ζωή. Γενικά ἡ πνευ-
ματικότητα τῆς νηπτικῆς σκέψης πού ἔφεραν στό προσκήνιο οἱ Ἡσυχαστές ἔδωσε
πνοή στόν καθοδηγητικό ρόλο τῶν μοναστηριῶν πού θά παίξουν σπουδαῖο ρόλο στά
χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Τέλος, εὐεργετική ἦταν ἡ ἐπίδραση τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί
στήν τέχνη τῶν βαλκανικῶν λαῶν.

3.1.2.4. Σχέσεις μέ τή Δύση.

Ὁλόκληρη ἡ ὑστεροβυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τή διαπάλη


μεταξύ ἑνωτικῶν καί ἀνθενωτικῶν. Ἡ πάλη αὐτή δέν εἶναι μόνο θεολογική, ἀλλά καί
πολιτιστική καί κοινωνική. Καθώς ἡ Ἐκκλησία θέτει αἰτήματα γιά νέες δομές,
θεολογία καί κοινωνική παρέμβαση βρίσκεται σέ ἔντονη πίεση: νά συμμαχήσει μέ τή
Λατινική Ἐκκλησία χάνοντας τήν ἰδιοπροσωπία της, που σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν
ἐμμονή της στήν παράδοση τῆς ἀρχαίας ἑνιαίας Ἐκκλησίας τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων καί τῆς Πενταρχίας ἤ νά διαλέξει τό δρόμο τῆς ἀνεξαρτησίας μέ τό κόστος
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
49

τῆς ἀπομόνωσης; Ἡ ἄρχουσα δυναστεία τόσο τῶν Λασκαριδῶν ὅσο καί τῶν Παλαιο-
λόγων ἔχει συνήθως ὡς στόχο τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν (πού ἡ Ρώμη βλέπει ὡς
ἐπιστροφή καί ὑποταγή τῶν Ὀρθοδόξων στόν παπικό θρόνο) ἐπιδιώκοντας, ὅπως καί
οἱ Κομνηνοί καί οἱ Ἄγγελοι, πολιτικούς σκοπούς: εἴτε νά ἀνακαταλάβει τήν
Κωνσταντινούπολη, εἴτε νά ἀντιμετωπίσει ποικίλους Δυτικούς ἐχθρούς (Ἀνδεγαυικό
βασίλειο, Γερμανό αὐτοκράτορα) ἤ τούς Τούρκους.

3.1.2.4.1. Ἀπό τό 1204 ἕως τό 1282

Οἱ πρῶτες ἐπαφές ἄρχισαν ἤδη τό 1206 καί προκλήθηκαν ἀπό τήν κανονική
ἀνωμαλία τῆς ὀργάνωσης μιᾶς παράλληλης λατινικῆς ἱεραρχίας. Ὁ «Πατριάρχης»
Θωμᾶς Μοροσίνι ἀπαίτησε νά μνημονεύεται στά Δίπτυχα καί τό Μνημόσυνο ἀπό
τούς κληρικούς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καθώς ἐκείνοι ἀρνήθηκαν, ξέσπασαν
ἔντονες συζητήσεις γιά τή σχέση ἀνάμεσα στό Λατίνο «Πατριάρχη» καί τόν ἐπιχώριο
κλῆρο. Παρά τίς τριβές αὐτοῦ τοῦ εἴδους διεξήχθησαν ἑνωτικές διαπραγματεύσεις
μεταξύ Νικαίας καί Ρώμης τό 1214. Ἡ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (βλ. παρακάτω)
κατεδείκνυε μέ τίς ἀποφάσεις της γιά ποιό λόγο κάθε σοβαρή προσπάθεια τέτοιου
εἴδους ἦταν καταδικασμένη: ὁ πάπας Ἰννοκέντιος Γ΄ ἀντιμετώπιζε τήν Ἕνωση ὡς
ὑπόθεση προσαρμογῆς τῶν ὀρθοδόξων στή Ρωμαϊκή Ἐκκλησία. Ἡ ἀλλαγή στήν
πολιτική συγκυρία πού προκλήθηκε ἀπό τό θάνατο τοῦ Λατίνου αὐτοκράτορα τῆς
Κωνσταντινούπολης Ἐρρίκου d´Angre d´Hainaut τό 1216 καί ἡ ἀρχή τῆς
κατάρρευσης τοῦ λατινικοῦ κράτους καθώς καί οἱ πολλές στρατιωτικές ἐπιτυχίες τοῦ
ἡγεμόνα τῆς Ἠπείρου Θεοδώρου Δούκα (1215-1230), πού στέφθηκε τό 1224
αὐτοκράτορας στή Θεσσαλονίκη, ἐπέφεραν τή στροφή τοῦ πάπα Ὁνωρίου Γ΄ (1216-
1227) πρός μιὰ προσέγγιση μέ τόν Θεόδωρο καί ἀπεσταλμένοι του ἔφθασαν στόν
αὐτοκράτορα τῆς Ἠπείρου γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Πέτρου Courtenay. Προφανῶς,
αὐτό ἦταν τό πολιτικό ὑπόβαθρο γιά νά ξεκινήσουν νέες προτάσεις ἀπό τόν
ἀνταγωνιστή τοῦ Θεοδώρου Δούκα, τόν Θεόδωρο Λάσκαρη καί τόν Πατριάρχη τῆς
Νικαίας τό 1219 γιά μιά μείζονα σύνοδο μέ τόν σκοπό τῆς Ἑνώσεως. Μετά τήν
ἄρνηση ὅμως τοῦ Ἰωάννη Ἀπόκαυκου ἐξ ὀνόματος ὅλης τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἠπείρου,
τό ἐγχείρημα ἔπεσε στό κενό.
Τήν τρίτη δεκαετία τοῦ 13ου αἰώνα καί μετά τήν καταστροφική ἥττα τοῦ
Θεοδώρου Ἀγγέλου ἀπό τόν βούλγαρο Τσάρο Ἰβάν Ἀσέν Γ’ (1218-1241) στή μάχη
τῆς Κλοκοτινίτσας καί τή στέψη τοῦ Ἰωάννη Brienne ὡς νέου Λατίνου αὐτοκράτορα
τό 1231, ὁ αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας Ἰωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222-1254)
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
50

φοβούμενος μιά συμμαχία ἐναντίον του ἐπιχείρησε νέες διαπραγματεύσεις μέ τή


Ρώμη το 1232. Ὁ Πατριάρχης Γερμανός παρακινούμενος καί ἀπό τήν εὐσεβῆ
πρόθεση πέντε Φραγκισκανῶν, πού μόλις εἶχαν ἐπιστρέψει ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους,
συνέπραξε καί ἀπέστειλε μ’ ἐκείνους ἐπιστολή στόν πάπα Γρηγόριο Ι’ (1227-1241),
ὅπου διατυπωνόταν ἡ προτροπή γιά Ἕνωση ἐπί τῆ βάσει κοινῆς Πατερικῆς
Παραδόσεως. Πράγματι, στίς 15/1/1234 ἔφθασαν στή Νίκαια παπικοί ἀντιπρόσωποι,
πού σέ τέσσερεις συνεδρίες συζήτησαν ἀναλυτικά τό ζήτημα τοῦ filioque. Τά
ἀντλούμενα ἀπό πατερικά χωρία ἐπιχειρήματα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν
ἀντιμετωπίσθηκαν ἀπό τό ἔργο τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη. Στίς 26/1 εἰσήχθη τό θέμα
τῆς τελέσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐνῶ τήν ἑπομένη σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ
αὐτοκράτορα οἱ ἀντιπρόσωποι ἔκαναν σαφές ὅτι ὡς Ἕνωση ἐννοοῦσαν τήν ὑποταγή
τῶν Ἑλλήνων στήν ρωμαϊκή Ἐκκλησία, τήν ὁποία ὁ πάπας θά δεχόταν μέ μεγάλη
συγκατάβαση. Ἔτσι τερματίσθηκαν οἱ συζητήσεις. Λίγο ἀργότερα, στίς 12 Ἀπριλίου
ἔφθασαν ἐκ νέου στό Νυμφαῖο παπικοί ἀντιπρόσωποι, πού ἐπέμεναν νά συζητηθεῖ ἡ
ἐγκυρότητα τῆς τελέσεως τῆς Θείας Εὐχαριστίας, παρά τήν ἐπιμονή τῶν Ὀρθοδόξων
νά συζητηθεῖ ξανά τό filioque. Οἱ συζητήσεις τελείωσαν μέ ἀμοιβαῖα γραπτά κείμενα,
ὅπου ἐκτίθετο ἡ θέση τῶν Ὀρθοδόξων γιά τό θέμα τῆς Εὐχαριστίας καί τῶν Λατίνων
γιά τό θέμα τοῦ filioque. Παρά τήν πρόταση τοῦ αὐτοκράτορα νά γίνουν ἀμοιβαῖες
παραχωρήσεις, οἱ παπικοί ἀντιπρόσωποι ἀρνήθηκαν ὁποιαδήποτε παραχώρηση.
Καθώς ὁ Βατάτζης προσέβλεπε στήν ἀνακατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως
ξαναέστειλε πρεσβεῖες στόν πάπα τό 1246, πού ἀπάντησε μέ ἐνθουσιασμό στίς
30/1/1247 ἀποστέλλοντας τόν ἀρχηγό τῶν Φραγκισκανῶν Ἰωάννη τῆς Πάρμα μέ
ὁδηγίες οἱ σχετικές συζητήσεις νά περιοριστοῦν στό filioque – συζητήσεις πού δέν
κατέληξαν πουθενά. Νέα πρεσβεία ἀπό τόν Βατάτζη τό 1253 μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο
Κυζίκου καί τόν Σάρδεων ἔφερε νέες προτάσεις σέ κείμενο ἑννέα θέσεων πού κατ’
ἀρχήν καί ὑπό προϋποθέσεις συμφωνοῦσε στήν ὑποταγή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
στόν πάπα ὑπό τόν ὅρο νά καταργηθεῖ στήν πράξη ἡ λατινική αὐτοκρατορία τῆς
Κωνσταντινουπόλεως. Μολονότι ὁ πάπας ἔδειξε διάθεση νά ἀποδεχθεῖ τίς προτάσεις
προέκυψαν σοβαρές δυσκολίες στήν ὑλοποίηση. Ὁ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης
ξαναξεκίνησε τίς συνομιλίες μέ τόν διάδοχο τοῦ Ἰννοκεντίου Ἀλέξανδρο Δ’. Ἡ
συνάντηση τοῦ Θεοδώρου μέ τόν παπικό ἐκπρόσωπο Κωνσταντίνο τοῦ Orvieto στή
Θεσσαλονίκη τό 1256 δέν εἶχε, πάντως, συνέχεια.
Αὐτό πού εἶναι ἐνδιαφέρον γιά εὐρύτερα συμπεράσματα γιά τίς σχέσεις
Ἐκκλησίας καί αὐτοκρατορίας εἶναι ὅτι σ’ ὅλες τίς προτάσεις τῶν αὐτοκρατόρων τῆς
Νίκαιας παρατηρεῖται καί πολιτική καί ἐκκλησιαστική συναίνεση. Ἀντίθετα, στά
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
51

σχετικά διαβήματα τοῦ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου μετά τήν ἀνακατάληψη τῆς


Κωνσταντινουπόλεως καί τήν ἐπανίδρυση ἑνός ἀρκετά ἰσχυροῦ βυζαντινοῦ κράτους
τό 1261, ἡ ἀντίδραση ἦταν διαφορετική. Πράγματι, ἡ νέα προσέγγιση μέ τή Ρώμη
εἶχε τό χαρακτήρα τῆς ἀποτροπῆς μιᾶς εὐρύτερης ἀντιβυζαντινῆς συμμαχίας μεταξύ
δυτικῶν βασιλείων καί Ἁγίας Ἕδρας ὑπό τόν Κάρολο Ἀνδεγαυό. Αὐτό ἦταν καί τό
ὑπόβαθρο τῆς ἀποστολῆς μιᾶς πολυπληθοῦς ἀντιπροσωπείας στή Σύνοδο τῆς Λυών
τοῦ 1274 – ἡ πρώτη σοβαρή ἑνωτική προσπάθεια σ’ ἕνα συνοδικό πλαίσιο, χωρίς
ὅμως γνήσια συνοδική συνείδηση, ἀφοῦ οἱ ἑκατέρωθεν πολιτικές πιέσεις δέν ἄφηναν
κλῖμα διαλόγου. Στή σύνοδο συμμετεῖχε καί ὁ Ἰωάννης Bonaventura, ἐνῶ ὁ ἄλλος
μεγάλος θεολόγος τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Θωμᾶς Ἀκινάτης δέν πρόλαβε νά
προσέλθει, διότι πέθανε ἀκριβῶς τήν ἐποχή ἐκείνη.
Στή Σύνοδο συμφωνήθηκε ἡ μνημόνευση τοῦ πάπα, τό πρωτεῖο καί τό
ἔκκλητο, ἀλλά δέν κατέληξαν γιά τό θέμα τοῦ filioque καί τά ἄλλα ζητήματα.
Πάντως, δέν συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Πατριαρχείων καί ὑπῆρχε καί
ζωηρή ἀντίδραση. Ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ Α’ ὁ Καλεσιώτης ἐκδιώχθηκε καί ἀνέλαβε ὁ
Ἰωάννης Βέκκος πού προσπάθησε νά ἐπιβάλει παντοῦ τήν ἕνωση, παρά τίς
ἀντιδράσεις στό Ἅγ. Ὄρος κ.ἀ., μαζί μέ τούς Θεόδωρο Μελιτηνιώτη καί Γεώργιο
Μετοχίτη. Ἡ μεγάλη ἀντίδραση, πού ἐμπεριεῖχε καί τή γενικώτερη ἀντιπάθεια πρός
τόν ἄδικο παραμερισμό τῆς λαοφιλοῦς δυναστείας τῶν Λασκαριδῶν, καί οἱ
παθιασμένες θεολογικές συζητήσεις ἔδειξαν καί στόν τομέα αὐτό ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς
σύνολο, δέν ἦταν πλέον προσδεδεμένη παθητικά στό ἅρμα τοῦ κράτους, ὅπως στήν
ἐποχή τῶν Κομνηνῶν, καί δέν ἦταν διατεθειμένη νά ἀπεμπολήσει βασικές
προτεραιότητές της.

3.1.2.4.2. Τό διάστημα 1282-1352

Ὁ διάδοχος τοῦ Μιχαήλ Ἀνδρόνικος Β΄ φρόντισε νά ἀνακαλέσει τίς ὅποιες


ἀποφάσεις καί νά ἀποκαταστήσει τήν ἐκκλησιαστική εἰρήνη μέ ἀποτέλεσμα νά τόν
ἀφορίσει ὁ Κλἠμης Ε’ στίς 3 Ἰουνίου 1307 καί νά ἀπαγορεύσει καί δοσοληψίες μαζί
του (παπικό ἐμπάργκο)5. Τήν ἐποχή ἐκείνη πολλές πολιτικές δυνάμεις ὑποστήριζαν
ἀκόμη τούς κληρονόμους τῆς κατηργημένης Λατινικῆς αὐτοκρατορίας τῆς
Κων/πολης καί ἦταν ἐχθρικοί πρός τό Βυζάντιο. Καθώς, βεβαίως, τό Βυζάντιο
ἀδυνατίζει σέ ὅλους τούς τομεῖς καί ἕνας πρῶτος ἐμφύλιος πόλεμος τό συγκλονίζει, ὁ

5
Βλ. Gill, Byzantium and the Papacy 188.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
52

ἐγγονός καί διάδοχος τοῦ Ἀνδρονίκου Β’ Ἀνδρόνικος Γ΄ (1328-1341) παρακολουθεῖ


διαρκῶς τά σταυροφορικά σχέδια στή Δύση πού αναφέραμε, τά ὁποῖα ἐπιδιώκει νά
ἐκμεταλλευθεῖ, ὥστε νά ἀπωθήσει τούς Τούρκους. Βεβαίως, δέν ἰσχύει ὅτι
προσχώρησε ὁ ἴδιος προσωπικά στόν Ρωμαιοκαθολικισμό τό 1332, ὅπως ἀναφέρει
ἕνα φραγκισκανικό Χρονικό. Τέτοιες πληροφορίες, ὅμως, καταδεικνύουν τήν ὕπαρξη
ἑνωτικῆς μερίδας καθώς καί τήν ἐπίγνωση πού εἶχε ἡ ἐξωτερική πολιτική τοῦ Βυζαντίου
τῆς διεθνοῦς συγκυρίας, πού εἶχε ἀλλάξει ἤδη ἐπί Ἀνδρονίκου Β΄.
Ἀνάμεσα στα 1323 και 1334 σημειώθηκαν πράγματι νέες πολιτικές εξελίξεις
που σηματοδοτούνται από τη στροφή της Βενετίας που αποφάσισε να
επαναπροσεγγίσει το Βυζάντιο για να συγκροτήσει μια αντιτουρκική συμμαχία, ιδέα
που τελικά υλοποιήθηκε με τη Συμμαχία του 1334. Πρόκειται για μια νέα πολιτική
που δεν βλέπει πλέον ως στόχο την σταυροφορία (passagium) στην Παλαιστίνη μέσα
από βάσεις στο Βυζάντιο ή την Αίγυπτο των Μαμελούκων, αλλά εκκαθάριση των
θαλασσών από Τούρκους πειρατές που είχαν αυτή την εποχή να γίνονται επικίνδυνοι.
Στήν ἀλλαγή αὐτή πολιτικῆς βασικός μοχλός ὑπῆρξε ὁ διανοούμενος καί συγγραφέας
Marino Sanudo Torsello ὁ Πρεσβύτερος. Ὁ πολιτικός ρεαλισμός τόν ἔκανε νά
ἀλλάξει στάση καί νά προπαγανδίσει τήν ἀναγκαία ἐπανασύγκλιση μέ τό Βυζάντιο
καθώς ὁ νέος ἐχθρός πού ἐμφανιζόταν στήν ἀνατολική Μεσόγειο μετά τό 1325 ἦταν
οἱ Ὀθωμανοί Τούρκοι. Καθώς σημειώθηκε τό 1327 μιά ἔντονη διπλωματική
δραστηριότητα γιά τή δημιουργία μιᾶς ἀντιτουρκικῆς συμμαχίας (“societas contra
Turchos pro defensione locorum nostrorum”). Σ’αὐτή τήν κατάσταση ἔσπευσε καί ὁ
Ἀνδρόνικος (Β΄) νά συμμετάσχει μέ ἀποτέλεσμα μαζί μέ τήν πολιτική σύγκλιση νά
ξεκινήσουν καί νέες διαπραγματεύσεις γιά τήν Ἕνωση. Πράγματι, παπικά γράμματα
φθάνουν συχνά στήν Κωνσταντινούπολη τήν περίοδο 1331-33 καί ἐνῶ ὁ Ἀνδρόνικος Γ΄
ἔχει πλέον ἀναλάβει, ἐνῶ στίς 8 Μαρτίου 1333 ἡ μεγάλη Συμμαχία ἀπό τίς ναυτικές
δυνάμεις Βενετίας καί Γαλλίας μαζί μέ τήν Ἁγία Ἕδρα συγκροτεῖται στήν Ἀβινιόν. Ὁ
Ἀνδρόνικος Γ΄ καλεῖται μέ τή μεσολάβηση τοῦ Φιλίππου τῆς Γαλλίας νά προσχωρήσει
στή ρωμαιοκαθολική πίστη (ἄν καί αὐτό ὑποτίθεται ὅτι θά ἔμενε μυστικό) ὥστε νά
διευκολυνθοῦν οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις της Συμμαχίας κατά τῶν Τούρκων, πού εἶχαν
ἀρχίσει τό 1334 στό Ἀδραμύττιο.
Όλα τα παραπάνω εἶναι τό πλαίσιο γιά νά κατανοηθεῖ ἡ κινητικότητα στό θέμα
τῶν ἑνωτικῶν συζητήσεων τῆς τρίτης δεκαετίας τοῦ 14ου αἰώνα. Τό 1334 ἔρχονται
παπικοί ἀντιπρόσωποι ὁ τιτουλάριος ἐπίσκοπος Βοσπόρου Δομηνικανός Fransesco da

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
53

Camerino, καί ὁ Λατίνος ἐπίσκοπος Χερσῶνος Richard6 γιά συνομιλίες. Ὁ Πατριάρχης


Ἰωάννης ΙΔ΄ Καλέκας ἐπιφορτίζει τόν γνωστό μας Βαρλαάμ Καλαβρό νά
έκπροσωπήσει τούς Ὀρθοδόξους. Ἡ ἀποστολή τοῦ Βαρλαάμ συνεχίζεται καί στήν ἴδια
τήν αὐλή τοῦ πάπα Βενεδίκτου ΙΒ΄ (1334-1342) στήν Ἀβινιόν.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός εἰσῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1347
βρῆκε τόν παπικό ἀπεσταλμένο Bartolomeo τοῦ Negroponte, πού εἶχε μεταφέρει τήν
ἀπό 21/10/1343 ἀπάντηση τοῦ πάπα στόν νεαρό Παλαιολόγο Ἰωάννη Ε΄ γιά βοήθεια
κατά τῶν Τούρκων. Ὁ Βartolomeo ἐστάλη πίσω μαζί μέ τούς Νικόλαο Σιγηρό καί
Γεώργιο Σπανόπουλο ἀπό τόν ἐστεμμένο στό μεταξύ ὡς Ἰωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό
στίς 22/9/1347 γιά ἑνωτικές συζητήσεις, σέ μιά εὐνοϊκή συγκυρία καθώς
προετοιμαζόταν νέα Σταυροφορία κατά τῶν Τούρκων στή Σμύρνη. Αὐτή τή φορά ὅμως
εἶχε ὡριμάσει τό αἴτημα γιά σύγκληση συνόδου. Ἄν καί μέ σχετική καθυστέρηση ὁ
πάπας Κλήμης ΣΤ΄ ἀπάντησε θερμά στήν προοπτική συνόδου ὅλων τῶν Πατριαρχείων.
Ὁ θάνατός του στις 6/12/1352 καί κυρίως ἡ ἀναζωπύρωση τοῦ ἐμφυλίου στό Βυζάντιο
(παρ’ ὅλο πού ὁ διάδοχος τοῦ Κλήμεντος Ἰννοκέντιος ΣΤ’ ἀντιδροῦσε θετικά)
ἐμπόδισαν τή συνέχιση τῶν συζητήσεων. Ἡ μεταστροφή τοῦ Ἰωάννου Ε΄ στόν
Ρωμαιοκαθολικισμό ἦταν ἕνα γεγονός μεμονωμένο, πού δέν ἄσκησε καμμιά ἐπίδραση
στίς ἐξελίξεις.

3.1.2.4.3. Προετοιμάζοντας τή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας

Καθώς στή Δύση μέ τό παπικό σχίσμα καί τή συνοδική κίνηση ἀναπτύσσεται


ὅλο καί περισσότερο ἡ ἰδέα ὅτι ἡ αὐθεντία τοῦ πάπα ὑπόκειται σ’ αὐτήν τῆς συνόδου
(βλ. παρακάτω) κερδίζει ἔδαφος καί στή Δύση ἡ ἰδέα τῆς σύγκλησης μιᾶς συνόδου γιά
νά ἐπιτευχθεῖ ἡ Ἕνωση. Ἡ ἰδέα τῆς Συνόδου λειτουργοῦσε καταλυτικά ὄχι μόνο γιά τήν
«ἐπιστροφή (reductio) τῶν Ἑλλήνων» (ὅπως ἀποκαλοῦσαν τήν ἐκκλησιαστική ἕνωση)
ἀλλά καί γιά τήν ἐσωτερική κατάσταση τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας μετά τά μαθήματα τοῦ
Ἰωάννη Gerson (+1429) στό Πανεπιστήμιο τοῦ Παρισιοῦ γιά τή δικαιοδοσία τῆς
Συνόδου.
Ἤδη στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντίας (βλ. παρακάτω) ὁ βυζαντινός αὐτοκράτορας
ἔστειλε ἐκπροσώπους πού ἐμφανίσθηκαν στή Σύνοδο μαζί μέ τόν μονίμως διαμένοντα
στήν Ἰταλία ὡς διδάσκαλο Ἑλληνικῶν Μανουήλ Χρυσολωρᾶ στίς 28/10/1414. Ὁ

6
R.-J. Loenertz, «Les missions dominicaines en Orient», Arcivum Fratrum Praedicatorum 2
(1932) σ. 10 καί 31-32.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
54

Χρυσολωρᾶς πέθανε λίγο ἀργότερα στίς 15/3/1415. Τά πολλά θέματα μέ τά ὁποῖα


ἀσχολήθηκε ἡ Σύνοδος ὑποχρέωσαν, πάντως, τό ζήτημα τῆς Ἑνώσεως νά περιμένει.
Μιά καινούρια Σύνοδος ἔπρεπε νά ἐξετάσει τό θέμα, καί ἐν τῷ μεταξύ ἄρχισαν νά
συλλέγονται καί ἀντιγράφονται πολεμικά ἔργα «κατά τῶν Ἑλλήνων». Νέα βυζαντινή
ἀντιπροσωπεία ἀποτελούμενη ἀπό τούς Ἰωάννη Βλαδύντερο καί Νικόλαο
Εὐδαιμονοϊωάννη ἔφθασε στήν Κωνσταντία στίς 25/3/1416 καί ἔμεινε μέχρι τέλους.
Ὑπέβαλε ἕνα (μή σωζόμενο σήμερα) κείμενο 36 ἄρθρων πού ἔθετε τούς ὅρους τῶν
Ὀρθοδόξων γιά τήν Ἕνωση, ἐνῶ ὁ Εὐδαιμονοϊωάννης συνέβαλε ἰδιαίτερα καί κατά τήν
ἐκλογή τοῦ νέου πάπα Μαρτίνου Ε΄ στίς 11/11/1417 κι ἔτσι ἀπέκτησε ἰδιαίτερη σχέση
μαζί του. Ἀφοῦ κατάφερε νά πάρει ἄδεια γάμου μεταξύ βυζαντινῶν εὐγενῶν καί
δυτικῶν πριγκιπισσῶν, ἔπεισε τόν πάπα ὅτι οἱ πάντες στό Βυζάντιο διατίθενται θετικά
πρός τήν Ἕνωση. Ἐν τῷ μεταξύ ἔφθασε καί ἀπό τή Ρωσία ἄλλη ἀντιπροσωπεία ὑπό τόν
σχισματικό ἐπίσκοπο Γρηγόριο Τσαμπλάκ πού προπαγάνδιζε ἐπίσης τήν Ἕνωση. Ἡ
σημασία τοῦ προσώπου αὐτοῦ συνίσταται, κυρίως στόν τονισμό τῆς σημασίας τῆς
συνοδικῆς ἰδέας. Μέ τήν προεργασία αὐτή ἦταν ἑπόμενο ὁ πάπας νά ἑτοιμάζεται γιά
ἑνωτικές διαπραγματεύσεις κι ἔτσι στίς 27/3/1420 ὅρισε τόν Καρδινάλιο Fonseca ὡς
παπικό ἐκπρόσωπο στήν Κωνσταντινούπολη πρός τό σκοπό συγκλήσεως μιᾶς ἑνωτικῆς
συνόδου πού θά διεξαγόταν στήν Κωνσταντινούπολη, χωρίς πιθανώτατα νά ἐπιδιώκει
μιά ριζική συζήτηση καί σύγκλιση γιά τά κρίσιμα ζητήματα. Ἡ πρεσβεία, πάντως,
ἀναβλήθηκε λόγῳ οἰκονομικῶν δυσχερειῶν κι ὅταν ὁ Fonseca ἀποφάσισε νά
ἀναχωρήσει τό καλοκαίρι τοῦ 1422, οἱ Τοῦρκοι ἤδη εἶχαν ἀποκλείσει τήν Πόλη. Ὁ
πάπας περιορίστηκε νά στείλει μιά ὑποβαθμισμένη ἐκπροσώπηση μέ τόν Μινορίτη
Antonio da Massa πού ἔστειλε τό φθινόπωρο τοῦ 1422 μιά ἀναφορά, σύμφωνα μέ τήν
ὁποία ἀνέφερε ὅτι ἔγινε δεκτός ἀπό τόν Μανουήλ Β΄ (16/9) τόν Ἰωάννη Η΄ (15/10) καί
ἀπό τόν Πατριάρχη (20/10) καί ἐξέθεσε τά ἑννέα σημεῖα τοῦ πάπα γιά τήν ἐπίτευξη
Ἑνώσεως. Κύριο ζήτημα ἦταν ἡ σημασία τῆς συνοδικῆς διαδικασίας καί ἡ παρεχόμενη
στρατιωτική βοήθεια ἀπό τόν βασιλιά τῆς Ἀραγωνίας σέ περίπτωση πού τό σχέδιο
εὐοδωνόταν. Ὁ πάπας ἀπαιτοῦσε, ὅμως, συγκεκριμένες δεσμεύσεις γιά τόν τόπο καί τό
χρόνο τῆς Συνόδου. Ἡ ἀπάντηση τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννη καί τοῦ Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως πού ὑποδήλωνε τίς ἐπιφυλάξεις τῶν Ὀρθοδόξων καί πρότεινε ὡς
χῶρο ἐργασιῶν τήν Κωνσταντινούπολη, ἔδειχνε καθαρά στόν πάπα ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι
δέν θά ἀποδέχονταν, παρά τά προβλήματά τους, μιά ὑποταγή, ὅπως τήν εἶχε φαντασθεῖ.
Ἔτσι οἱ διαπραγματεύσεις πάγωσαν γιά τά ἑπόμενα χρόνια. Μέ ἐξαίρεση τό ταξίδι τοῦ
αὐτοκράτορα Ἰωάννη στήν αὐλή τοῦ βασιλιᾶ τῆς Οὐγγαρίας Σιγισμούνδου γιά
στρατιωτική βοήθεια τό 1424 ἡ ἑπόμενη κίνηση ἔγινε τό 1426, ὁπότε ὁ πάπας Μαρτίνος
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
55

ἔστειλε μέ τόν Φραγκισκανό Ἀνδρέα Χρυσοβέργη προτάσεις ἡ Σύνοδος νά διεξαχθεῖ


στήν Ἰταλία. Μολονότι ἡ ἀπάντηση δόθηκε μόλις στίς ἀρχές τοῦ 1430 ὁ πάπας εἶχε
καταγάγει μιά νίκη. Ἡ ἀπελπιστική στρατιωτικοπολιτική κατάσταση τοῦ Βυζαντίου
τούς ὠθοῦσε (παρά τούς δικαιολογημένους φόβους τοῦ Πατριάρχη ὅτι θά περιέρχονταν
σέ κατάσταση οἰονεί ὁμηρίας) σέ ἀποδοχή τῆς πρότασης γιά σύνοδο σέ ἰταλικό ἔδαφος,
σέ μιά παράλια πόλη μεταξύ Καλαβρίας καί Ἀγκώνας. Μετά τό θάνατο τοῦ Μαρτίνου
(20/2/1431) οἱ σχετικές διαπραγματεύσεις ἔγιναν ἀντικείμενο ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ τοῦ
νέου πάπα Εὐγενίου Δ΄ καί τῆς Συνόδου τῆς Βασιλείας (βλ. παρακάτω).
Ἀπό τό 1433 ἕως τό 1438 σημειώθηκε ἔντονος ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν
συνοδικῶν τῆς Βασιλείας καί τοῦ πάπα γιά νά κερδίσουν τούς Ὀρθόδοξους ὡς
συνομιλητές μέ κύριο διαπραγματευτικό ὅπλο προτάσεις γιά τόν τόπο σύγκλησης τῆς
Συνόδου. Ἐνῶ ὁ παπικός λεγάτος Χριστόφορος Garatoni ὑποσχόταν ὡς τόπο συνόδου
τήν Κωνσταντινούπολη, Ἕλληνες ἀπεσταλμένοι διαπραγματεύονταν ἀπό τά μέσα τοῦ
1434 στή Βασιλεία γιά τήν ἐπιλογή μιᾶς εὐρωπαϊκῆς πόλης. Οἱ χωριστές
διαπραγματεύσεις ἦταν ἕνα ἐπικίνδυνο παιχνίδι γιά τόν πάπα, ἐνῶ ταυτόχρονα οἱ
συνοδικοί προέβαλλαν σθεναρή ἀντίσταση. Ἔτσι οἱ Ὀρθόδοξοι δέχθηκαν τελικά στίς
27/4/1435 ὅποια ἀπόφαση θά δεχόταν ἡ Βασιλεία. Ὅμως, ἀκριβῶς τότε, ἄρχισε ἡ
ἐπιδείνωση τῶν σχέσεων πάπα καί Συνόδου, ἐνῶ οἱ συνοδικοί Ἰωάννης τῆς Ραγούσας,
Heinrig Menger καί Simon Fréron προσπαθοῦσαν τό 1436 στήν Κωνσταντινούπολη νά
ἐπιτύχουν τήν τελική συγκατάθεση. Στή Βασιλεία ἡ ἀντιπαπική πλειοψηφία ἐπέλεξε
στίς 7/5/1437 τήν Ἀβινιόν, ἐνῶ ἡ φιλοπαπική μειοψηφία μιά ἰταλική πόλη. Καθώς ἡ
συγκεκριμένη ἔριδα μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη ὅπου τό Σεπτέμβριο 1437
ἔφθασαν τά παπικά καί στίς 3/10 τά συνοδικά πλοῖα, οἱ βυζαντινοί ἐπέλεξαν τελικά νά
συνταχθοῦν μέ τίς παπικές προτάσεις. Ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς σχετίζεται βέβαια
καί μέ τήν ἀπόσταση (ἡ Ἀβινιόν βρισκόταν μακρύτερα) καθώς καί μέ πολιτικές
ἐκτιμήσεις τῆς στιγμῆς, ὅμως περισσότερο φαίνεται ὅτι ἔπαιξαν καθαρά θεολογικοί καί
ἐκκλησιολογικοί λόγοι7, καθώς ἡ συνοδική διαδικασία ὅπως προσπαθοῦσε νά τήν
ὑλοποιήσει τό δυτικό συνοδικό κίνημα μέ τήν ἐμπλοκή ἐθνικῶν ποσοστώσεων κλπ.
ἦταν τελείως ξένη πρός τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, πού ἔβλεπε τή σύνοδο ὡς
διαδικασία ἐπισκοπική καί, ἑπομένως, ἡ φιλοπαπική μειοψηφία τῆς Βασιλείας καί ὁ
πάπας ἦταν οἱ φυσικοί τους συνομιλητές. Μεταξύ παπικῶν καί Ὀρθόδοξων
συμφωνήθηκε ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὅτι ἡ αὐθεντία τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι

7
D. J. Geanakoplos, «The Council of Florence (1438-39) and the problem of Union between the
Byzantine and Latin Churches», Church History 24 (1955) ἰδιαίτ. σ. 233-234.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
56

ἀνώτερη ἀπό τοῦ πάπα, κι ὅτι αὐτός ἀπαγορεύεται νά εἰσάγει νέα στοιχεῖα σέ σύμβολα
πίστεως κλπ. (Λόγος τοῦ Βησσαρίωνος). Ἐπίσης, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκ. Συνόδων καί ἡ
διδασκαλία ἐγκρίτων Πατέρων κατέστησαν τό κριτήριο ὀρθότητας των θεμάτων.

3.1.2.4.4. Διεξαγωγή τῆς Συνόδου

Στίς 24/11/1437 ἔφθασε βυζαντινή ἀντιπροσωπεία 700 ἀτόμων στή Φερράρα,


πού εἶχε ἐπιλεγεῖ (κυρίως ἀπό τόν αὐτοκράτορα Σιγισμούνδο) λόγω τοῦ πλούτου, τῆς
ἀσφάλειας πού παρεῖχε καί τῆς εὔκολης πρόσβασης ἀπό τή Βενετία, στήν ὁποία ἔφθασε
στίς 8/2/1438 ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης. Μετά ἀπό πλούσια ὑποδοχή ἔφθασε στίς 4/3
στή Φερράρα καί τέσσερεις μέρες ἀργότερα ἔφθασε καί ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ Β΄ (1416-
1439). Οἱ πρῶτες δυσκολίες σέ ἐπίπεδο πρωτοκόλλου (οἱ Ὀρθόδοξοι ἀρνήθηκαν νά
φιλήσουν τό πόδι τοῦ πάπα καί νά τοποθετηθεῖ ὁ θρόνος του στό κέντρο τῶν συνοδικῶν
συζητήσεων στό ναό τοῦ ἁγ. Γεωργίου) δέν ἐμπεριεῖχαν βυζαντινή ματαιοδοξία ἤ ἔστω
ἰσχυρογνωμοσύνη, ἀλλά ἔδειχναν καί τή διαφορετική προσέγγιση τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας στήν αὐθεντία τοῦ πάπα, πού δέν τήν θεωροῦσε ἀνώτερη ἀπό αὐτήν τῆς
Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἔτσι ὅλοι οἱ θρόνοι τοποθετήθηκαν κατά μῆκος τοῦ κλίτους
τοῦ ναοῦ.
Ἀπό τόν Μάιο ἕως τόν Ἰούλιο 1438 ἀναμένονταν οἱ ἐκπρόσωποι ἄλλων
εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων κι ἔτσι διεξήχθησαν προσυνοδικές συζητήσεις πού ἀφοροῦσαν
ἕνα τελείως ἄγνωστο ζήτημα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, αὐτό τῆς διδασκαλίας περί
Καθαρτηρίου Πυρός. Ὁ βασικώτερος ἐκπρόσωπος τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Καρδινάλιος
Cesarini καί τῶν Ὀρθοδόξων Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός ἀντάλλαξαν ἀπόψεις πού τό
μόνο πού κατέστησαν σαφές ἦταν ἡ τελείως διαφορετική ἀντιμετώπιση. Ὡστόσο, ἡ
σχετική ἐργασία τοῦ Ἐφέσου εἶναι μιά σημαντική θεολογική συνεισφορά στό θέμα αὐτό
μέχρι σήμερα, καθώς ἀντιμετωπίζει τή διδασκαλία αὐτή μέ δύο βασικά θεολογικά
κριτήρια: τήν ἀπόρριψη τῆς ρωμαιοκαθολικῆς διδασκαλίας περί ἀξιομισθίας καί τήν
ἀντιμετώπιση τῶν διδασκομένων περί τῆς «μέσης καταστάσεως» ὡς προφητική
προτύπωση τῆς μελλούσης γενικῆς κρίσεως, δίνοντας στό ζήτημα αὐτό τήν ὀρθή
ἐσχατολογική του διάσταση στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Καθώς τά χρονικά ὅρια ἐξαντλοῦνταν, ὑποστήριξη ἀπό τίς δυτικοευρωπαϊκές
δυνάμεις δέν ἐρχόταν, ἐνῶ ἐξαπλωνόταν καί ἡ πανώλη, ἄρχισαν οἱ κυρίως συζητήσεις
στίς 8/10/1438. Τό πρῶτο σημεῖο συζήτησης ἦταν, φυσικά, τό θέμα τοῦ "Filioque".
Προτοῦ, ὅμως, ξεκινήσει ἡ δογματική πλευρά οἱ Ὀρθόδοξοι ἔθεσαν σωστά τό
διαδικαστικό ζήτημα ἄν μπορεῖ νά γίνει εἰσαγωγή ὅρων στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀπό
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
57

ὁποιονδήποτε (ἀκόμη καί ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο, πολλῷ μᾶλλον ἀπό τόν Πάπα
μόνο), ἐφ’ ὅσον ὑπάρχουν ρητές ἀπαγορεύσεις γι’ αὐτό. Ὅπως καί στά ὑπόλοιπα
ζητήματα, μολονότι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔφεραν πολλά καί σοβαρά ἐπιχειρήματα, ἡ πίεση ἀπό
τή μεριά τοῦ αὐτοκράτορα, πού προσδοκοῦσε σέ στρατιωτική βοήθεια καί ἀπό τή μεριά
τῶν Λατίνων δέν ἄφηνε τίς συζητήσεις νά ἐξελιχθοῦν, ἐνῶ ὑπῆρχε καί ἡ μερίδα πού,
ὅπως ἀποδείχθηκε, ἦταν πρόθυμη σέ μεγαλύτερες παραχωρήσεις πρός χάριν ἑνώσεως
ὅπως ὁ λόγιος Μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων. Τή χαριστική βολή ἔδωσε ἡ
ἀπόφαση τοῦ πάπα Εὐγενίου νά μετακινηθεῖ ἡ Σύνοδος στή Φλωρεντία, γιά
οἰκονομικούς λόγους, πρᾶγμα πού ἔκανε τήν πίεση ἐπί τῶν Ὀρθοδόξων ἀφόρητη. Τόν
Φεβρουάριο 1439 ἄρχισαν οἱ συζητήσεις στή Μονή τῆς Santa Maria Novella σέ μιά
Φλωρεντία πού διαπερνοῦσε τό ἀναγεννησιακό πνεῦμα τῶν Μεδίκων, καί πού
ἀποσκοποῦσε καί σέ μιά ἐπέκταση τῶν ἐπιχειρηματικῶν της σχεδίων μέ τήν εὐκαιρία
τῆς συνόδου, διότι ἡ Φλωρεντία εἶχε ἐνσωματώσει τήν Πίζα καί διεκδικοῦσε τά
ἐμπορικά προνόμια τῆς τελευταίας.
Σέ ὀκτώ συνεδρίες προσκομίσθηκαν χωρία Ἑλλήνων καί Λατίνων Πατέρων καί
ἐκτέθηκαν τά ἐπιχειρήματα κάθε πλευρᾶς γιά τή δογματική διάσταση τοῦ filioque.
Μέχρι τόν Ἀπρίλιο καί καθώς ἀκόμη καί τό σιτηρέσιο τῶν βυζαντινῶν ἐκπροσώπων
καθυστεροῦσε, ἐνῶ οἱ Τοῦρκοι διαρκῶς ἔσφιγγαν τόν κλοιό γύρω ἀπό τήν
Κωνσταντινούπολη, οἱ Νικαίας Βησσαρίων καί Γεώργιος Σχολάριος ἔκαναν κάποια
βήματα ἀναγκαστικῆς προσέγγισης πρός τή λατινική διδασκαλία. Μολονότι στίς 10
Ἰουνίου πέθανε ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ, ἤδη εἶχε ἑτοιμαστεῖ ἕνα σχετικό κείμενο πρός
ὑπογραφή, σχετικό μέ τό "Filioque" καί συνεχίζονταν οἱ συζητήσεις γιά τά ζητήματα α)
Καθαρτήριο, β΄) παπικό πρωτεῖο, γ’) τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας μέ ἄζυμα καί δ΄) τό
πρόβλημα τῆς «Ἐπικλήσεως» κατά τήν Εὐχαριστία. Ὁ Ἰωάννης Montenigro καί ὁ
Θωμᾶς Torquemada ἦταν αὐτοί πού διηύθυναν τώρα τίς συζητήσεις. Τελικά,
τό δ΄ δέν ἔγινε δεκτό, τό α΄ ἔγινε, τό γ΄ ἀφέθηκε καί τό β΄, πού ἦταν ἕνα ἀπό τά
σημαντικώτερα, ἔγινε ἀντικείμενο πολλῶν ἀντιπροτάσεων, ὥσπου ἔγινε δεκτό τό
πρωτεῖο μέ τό ἔκκλητο ἀλλά μέ τόν ἀσαφῆ περιορισμό στόν Ὅρο «καθ’ ὅν τρόπον καί
ἐν τοῖς Πρακτικοῖς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐν τοῖς ἱεροῖς κανόσι
διαλαμβάνεται». Ἡ ἑνωτική Βούλλα ἑτοιμάσθηκε μεταξύ 28/6 καί 4/7/1439 καί
ὑπογράφηκε στίς 5 Ἰουλίου ἀπό τήν βυζαντινή ἀντιπροσωπεία. Ἡ Ἕνωση, ὅμως, καί οἱ
σχετικές πανηγυρικές ἐκδηλώσεις ἐπισκιάσθηκαν ἀπό τήν ἀνυποχώρητη στάση τοῦ
Μάρκου Ἐφέσου, ὁ ὁποῖος συνέχισε τόν ἀνένδοτο ἀγώνα κατά τῆς ὑποχρεωτικά
ἐπιτευχθείσης Ἑνώσεως καί ἀρνήθηκε (μαζί μέ μερικούς ἄλλους ἐπισκόπους καί τούς
Γεώργιο Σχολάριο, Γεώργιο Γεμιστό-Πλήθωνα καί τόν ἀδελφό τοῦ αὐτοκράτορα
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
58

Δημήτριο, πού ἐπιζητοῦσε πολιτικό πλεονέκτημα) νά ὑπογράψει τόν Ὅρο. Ὁ πάπας,


βέβαια, προσπάθησε νά δικάσει γι’ αὐτό τόν Ἐφέσου, ἀλλά αὐτό δέν ἔγινε δεκτό.

3.1.2.4.5. Συνέπειες τῆς Συνόδου - ἐξελίξεις μέχρι τό 1453

Ἀνασκοπώντας ὅλο τό ἐγχείρημα τῆς Συνόδου, διαπιστώνουμε ὅτι ἀπό ὅλες τίς
ἑνωτικές διαπραγματεύσεις μέχρι τόν 15ο αἰώνα αὐτή ἡ διαδικασία ἦταν ἡ πιό
συμμετοχική καί πιό διεξοδική μέ ἀναλυτικές συζητήσεις γιά ὅλα τά μεγάλα ἐπίμαχα
θέματα. Ὅμως, ὅπως παρατηροῦν καί διακεκριμένοι ρωμαιοκαθολικοί ἱστορικοί, ὅπως ὁ
H.- G. Beck, ἡ ἴδια ἡ πιεστική στρατιωτικοπολιτική συγκυρία φαλκίδευε τήν ἐλευθερία
τῆς συνοδικῆς διαδικασίας καί καθιστοῦσε τήν πίεση πάνω στούς Ὀρθόδοξους
ἀσφυκτική8. Ὅσον ἀφορᾶ τά ἀποτελέσματα, αὐτά σαφῶς εὐνόησαν περισσότερο τόν
πάπα πού σταθεροποίησε τή θέση του ἀπέναντι στή Σύνοδο τῆς Βασιλείας καί ἀπέκτησε
ἕνα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα γιά νά ἐπαναλάβει τήν ἴδια διαδικασία καί μέ τούς
Κόπτες καί τούς Ἀρμενίους. Ἀντίθετα, τό μόνο κέρδος γιά τούς Βυζαντινούς ἦταν ἕνας
ἀκόμα πικρός διχασμός, πού τούς ἔκανε ἀκόμη πιό εὐάλωτους ἀπέναντι στούς
Τούρκους καί ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ὁ παπικός θρόνος οὔτε τή δύναμη, οὔτε τά πλούτη
τῆς περιόδου τοῦ 13ου αἰώνα διέθετε. Μόλις δύο καράβια ἦταν ἡ περίφημη στρατιωτική
βοήθεια πού ἦρθε στήν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ὁ πάπας Εὐγένιος ἀπέτυχε νά
ὀργανώσει μιά ἀντιτουρκική σταυροφορία καθόσον τά μόνα πιστά καθολικά κράτη
Πολωνία καί Οὐγγαρία ἔριζαν γιά ζητήματα διαδοχῆς στό θρόνο τους καί μόνον οἱ
ναυτικές πόλεις ἐξόπλισαν ἕναν στολίσκο, πού μέ τή μεσολάβηση τοῦ Cesarini ἦλθαν
μόλις τόν Αὔγουστο τοῦ 1443. Τήν ἴδια ἐποχή ἔφθασαν μέχρι τή Σόφια
οὐγγροπολωνικά στρατεύματα πού ὑποχρέωσαν τό Σουλτάνο Μουράτ Β΄ σέ ἀνακωχή.
Μέ τήν ἀψυχολόγητη, ὅμως, ρήξη της ἀπό τόν ἐπί κεφαλῆς πολωνό βασιλέα Λαδίσλαο
ἀκολούθησε ἡ καταστροφική ἥττα στή Βάρνα στίς 10/11/1444, πού ἔβαλε ὁριστικό
τέλος σέ σοβαρά σταυροφορικά ἀντιτουρκικά σχέδια, καί ἕδειξε πόσο πολιτικά λάθος
ἦταν ἡ ἑνωτική ἀπόπειρα μέ τέτοιους ὅρους.
Ὅλο αὐτό τό διάστημα, πάντως, μέχρι τό 1453 ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς
βυζαντινῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται ἀπό τήν μάταιη προσπάθειά της σέ ἐπίπεδο
ἡγεσίας νά ἐπιβάλει τίς ἀποφάσεις τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας στό ἐκκλησιαστικό σῶμα.
Δέν ἦταν μόνο ὁ Ἐφέσου Μᾶρκος Εὐγενικός πού πολεμοῦσε μέ τά κηρύγματα καί τά

8
Beck, Kirche, σ. 598.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
59

ἔργα του τήν Ἕνωση, ἀλλά καί οἱ ἴδιοι οἱ ἐκπρόσωποι πού εἶχαν ὑπογράψει, ἔδειχναν νά
τό μετανοιώνουν. Ὁ Μητροφάνης Κυζίκου, πού ὑποστηριζόμενος ἀπό τό ἑνωτικό
κόμμα ἐκλέχθηκε Πατριάρχης Κων/λεως στίς 2/5/1440 (Μητροφάνης Β΄) προσπάθησε
στίς βενετοκρατούμενες περιοχές νά ἐπιβάλει τό μνημόσυνο τοῦ πάπα καθώς στήν ἴδια
του τή δικαιοδοσία ὁ λαός καταδίκαζε μέ κάθε μέσον τήν Ἕνωση κι ὅσους τήν
ὑποστήριζαν. Μέχρι τό θάνατό του στίς 1/8/1443 δέν πέτυχε τίποτε. Στό Βυζάντιο ὁ
Μᾶρκος Εὐγενικός συνέχιζε τόν ἀνένδοτο ἀγώνα, ἐνῶ οἱ ἀνθενωτικοί βρῆκαν καί
πολιτικό στήριγμα στίς φιλοδοξίες τοῦ Δημητρίου Παλαιολόγου, πού δέν εἶχε
ὑπογράψει τήν Ἕνωση. Στή Ρωσία ὁ ἑνωτικός Ἕλληνας Μητροπολίτης Κιέβου
Ἰσίδωρος πού προσπάθησε νά κάνει ἀποδεκτή τήν ὑπογραφεῖσα Ἕνωση συνελήφθη τήν
ἄνοιξη τοῦ 1441, δικάστηκε ἀπό συνοδικό δικαστήριο, δραπέτευσε καί ὁ ἡγεμόνας τῆς
Μόσχας Βασίλειος ἐξέλεξε τό 1448 τόν Ρῶσο Ἰωνᾶ Μητροπολίτη Κιέβου. Ἔκτοτε δέν
ἐπανεξελέγη Ἕλληνας Μητροπολίτης Κιέβου. Ἡ κατάρρευση τοῦ κύρους τῆς
κωνσταντινουπολιτικῆς Ἐκκλησίας στό σλαβικό κόσμο ἦταν μιά ἀκόμη συνέπεια τῆς
Φερράρας-Φλωρεντίας.
Μετά τήν καταστροφή τῆς Βάρνας παρά τήν ἄφιξη τοῦ παπικοῦ στολίσκου τό
καλοκαίρι τοῦ 1444 καί τό θάνατο τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ ἡ Ἕνωση ἐξακολουθοῦσε νά
θεωρεῖται ὡς μή γενόμενη. Ὁ Γεώργιος Σχολάριος ἀναδείχθηκε μετά ἀπό δημόσια
συζήτηση μέ τόν Δομηνικανό Βαρθολομαῖο Lapacci τό 1445 σέ νέο ἡγέτη τῶν
ἀνθενωτικῶν. Τήν κατάσταση ἐπιδείνωσε καί μιά σειρά τακτικῶν λαθῶν τοῦ πάπα ὁ
ὁποῖος α) συνέδεσε εὐθέως τή στρατιωτική βοήθεια μέ τήν ἀποδοχή τῆς Ἕνωση
στέλνοντας τόν Garatoni στήν Κωνσταντινούπολη, πού ἀντιμετώπισε τούς ἑνωτικούς
κληρικούς ὡς ἐκτελεστικά του ὄργανα δημιουργώντας ἐπιπρόσθετα προβλήματα καί β)
ἀντάμειψε τούς ὀπαδούς τῆς Ἕνωσης μέ μισθούς καί ἀξιώματα στή Δύση (π.χ. τόν
Μητροπολίτη Βησσαρίωνα), ἐνέργεια πού ἀφ’ ἑνός τούς ἐξέθετε ὡς πουλημένους στόν
πάπα καί δεύτερον τούς ἀπομάκρυνε καί ἀπό τήν Ἀνατολή, ὅπου θά ἔπρεπε νά εἶχαν
παραμείνει γιά νά προπαγανδίσουν τήν Ἕνωση (ἀφοῦ ὑποτίθεται ὅτι αὐτό ἐπεδίωκαν).
Ὁ τελευταῖος βυζαντινός αὐτοκράτορας Κων/νος ΙΑ΄ Δράγασης Παλαιολόγος,
πού στέφθηκε στό Μιστρά στίς 6/1/1449, προσπάθησε νά προωθήσει τήν Ἕνωση ὡς μιά
ὕστατη προσπάθεια γενικῆς ἐπιστράτευσης γιά τήν τελική ἄνιση ἀναμέτρηση μέ τούς
Ὀθωμανούς τοῦ νεαροῦ Μωάμεθ Β΄. Παρά τόν οὐσιαστικά συμβολικό χαρακτήρα της
τόσο οἱ ἀνθενωτικοί Ἰωάννης Εὐγενικός καί Γεώργιος Σχολάριος δέν παραιτήθηκαν ἀπό
τόν ἀνθενωτικό ἀγώνα, ἐνῶ καί σχετικές προτάσεις ἀνθενωτικῶν μέ τόν Ἀνδρόνικο
Βρυέννιο Λεοντάρη στίς ἀρχές τοῦ 1451 νά συγκληθεῖ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν
Κωνσταντινούπολη ἔλαβαν τήν ἐπιθετική ἀπάντηση τοῦ πάπα Νικολάου Ε΄ (1447-
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
60

1455) ὁ ὁποῖος ὄχι μόνο ἀρνήθηκε, ἀλλά ἀπαίτησε συγκεκριμένα μέτρα ἀπό τόν
αὐτοκράτορα γιά τήν πάταξη τῶν ἀνθενωτικῶν. Ἀντίθετα, στρατιωτική βοήθεια ἦρθε
ἐλάχιστη (διακόσιοι τοξότες) ὑπό τόν Ἰσίδωρο Κιέβου (καί νῦν πλέον παπικό λεγάτο)
στίς 26/10/1452. Ἡ πολιορκία καί ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἡ ἡρωϊκή
κατάληξη μιᾶς ὁλόκληρης ἐποχῆς πού συμπαρέσυρε καί τό τέλος τῶν σχέσεων τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὑπό καθεστώς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας μέ τή Δύση.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
61

ΚΕΦ. 3.2. Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΔΥΤΙΚΟ ΑΝΩ & ΥΣΤΕΡΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ


(1054-1453/1517).

Τό ἔτος 1054 παρά τή συμβολική του διάσταση στήν ἐπισημοποίηση τῆς


διάσπασης τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας στή Δυτική Ἐκκλησία εἶναι περισσότερο ἕνα
σημεῖο σέ μιά μεγαλύτερη ἑνότητα πού εἶναι ἡ ἰσχυροποίηση τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ ὡς
ἀπάντηση στόν φεουδαρχικό δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, πού κατακερμάτιζε τήν ἑνότητα
τῆς ἐκκλησίας διεισδύοντας μέ τίς δομές του σ’ αὐτήν (πολλοί ἐπίσκοποι φεουδάρχες),
στήν ἐμπέδωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ μιά ἀχανή Εὐρώπη, στήν ἀνύψωση τοῦ θεσμοῦ
ἀπό τήν ὁμηρεία στήν ὁποία εἶχε περιέλθει ὑπό τά ἀντίπαλα κόμματα τῆς ρωμαϊκῆς
ἀριστοκρατίας. Τό 1054 καί τό 1122 (Κογκορδάτο τῆς Worms) εἶναι δύο
χαρακτηριστικές στιγμές πού ἔχουν κοινό παρονομαστή τόν ἀντίκτυπο τοῦ
μεταρρυθμιστικοῦ κινήματος τοῦ Κλουνιακοῦ, πού ἐπέτυχε αὐτή τήν ἀνύψωση. Κατά τή
διάρκεια ὅμως τοῦ 11ου, ὅλου τοῦ 12ου καί τοῦ 13ου αἰ. ἡ ἀνύψωση αὐτή ὁδήγησε σέ μιά
ἀπολυταρχία τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ εἰς βάρος τοῦ κανονικοῦ τρόπου διοικήσεως τῆς
Ἐκκλησίας, ἐνέπλεξε τόν παπικό θεσμό στίς πολιτικές διαμάχες τῶν εὐρωπαϊκῶν
βασιλείων (κυρίως μέ τίς ἀντιπαλότητες μέ τήν Ἁγία Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία τοῦ
Γερμανικοῦ Ἔθνους), ἐπέβαλε ἕναν ἰμπεριαλιστικό τρόπο λειτουργίας στήν χριστιανική
καί ἰσλαμική Ἀνατολή (Σταυροφορίες) καί τελικά τήν ἀποξένωση τοῦ ποιμνίου πού μέ
τίς Σταυροφορίες, τήν ἐμπορική ἀνάπτυξη καί ἄλλες διαδικασίες ἄρχισε νά στρέφεται
στίς ὁλοένα καί πιό σταθεροποιημένες πολιτικά καί οἰκονομικά ἐθνικές μοναρχίες κατά
τόν Ὕστερο Μεσαίωνα (ἀπό τόν 14ο αἰ.). Μετά ἀπό τή Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῆς
Ἀβινιόν (1309-1378), τό Μέγα Σχίσμα (1378-1415) καί τή Συνοδική κίνηση, ὁ δρόμος
πρός τήν περιθωριοποίηση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ἐγκόσμια ἐξουσία εἶναι
πλέον ἀνοιχτός.

3.2.1. 1054-1309 Η ΔΥΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑ – ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΠΑΠΑ


ΡΩΜΗΣ.

Σύνδεση με τα προηγούμενα: Είχαμε πει ότι καθώς με το θάνατο Ερρίκου


προβλήθηκε από πολλούς φεουδάρχες και επισκόπους ὡς αὐτοκράτορας τῆς
Γερμανίας ο Κορράδος Β΄ (1024-1039), εγκαινιάσθηκε η σαλική ή Φραγκονική
δυναστεία. Ο Κορράδος προσάρτησε τη Βουργουνδία (1034), επαναβεβαίωσε την
κυριαρχία του στην Ιταλία, αναγκάσθηκε όμως να παραχωρήσει στους Νορμανδούς
του Βενεβέντου στα νότια της χερσονήσου γαίες (ως τιμάριο) το 1038 θέτοντας έτσι
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
62

τις βάσεις για το μελλοντικό κράτος των Νορμανδών. Η παρουσία των Νορμανδών
στην Κ. Ιταλία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο πολεμικό κλίμα, που αναπτύχθηκε
μεταξύ Ανατολής και Δύσεως γενικά. Ο γιός του Κορράδου Ερρίκος Γ΄ (1039-1056)
ανάμεσα σε άλλα προσπάθησε να αναμορφώσει την παπική αυθεντία καθώς, όταν
έφθασε στη Ρώμη, συνάντησε τρεις ταυτόχρονους πάπες, που είχαν προκύψει από τις
ατελείωτες φατριαστικές διαμάχες που χαρακτήριζαν όλη αυτή την εποχή από τον 10ο
αιώνα. Για να αναμορφώσει την Εκκλησία συγκάλεσε τη σύνοδο του Σούτρι το 1046
και εξέλεξε πάπα τον αρχιεπίσκοπο Βαμβέργης (Bamberg) Κλήμεντα Δ΄.

3.2.1.1. Ἡ ἔριδα περί περιβολῆς (1075-1124).

Ἀλλαγή σκηνικοῦ στη Ρώμη

Από την εποχή αυτή και μετά θα αναδειχθούν σημαντικές προσωπικότητες στον
παπικό θρόνο όπως ο Λέων Θ΄ (1049-1054) που θα φέρουν τις αρχές του Κλουνύ
(μαζί με τον Οὐμβέρτο τοῦ Moyuenmoutier, πού τον ἔκανε ἐπίσκοπο-Καρδινάλιο τῆς
Silva Candida, βλ. παραπάνω) και θα καταπολεμήσουν την ευνοιοκρατία, τη
διαφθορά και τη σιμωνεία. Όμως, μοιραία έτσι θα συγκρουστούν με τις
καισαροπαπικές τάσεις των Γερμανών αυτοκρατόρων (καί μέ την Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ὅπως εἴδαμε). Έχει πλέον στηθεί το σκηνικό για την «έριδα περί
περιβολής» που θα ξεσπάσει στη διάρκεια της μακράς βασιλείας του γιου του
Ερρίκου, Ερρίκου Δ΄ (1056-1106).
Το 1059 ο πάπας Νικόλαος ο Β΄ συγκάλεσε Σύνοδο στο Λατερανό και ρύθμιζε τα
της εκλογής του πάπα (χωρίς ανάμιξη λαϊκών). Ήταν ἡ ἐποχή πού βρῆκε ἰκανούς
συμμάχους για τον ἀνανεωμένο παπικό θεσμό, δηλ. την Pataria (βλ. παρακάτω) πού
ὑποχρέωσε τον ἀνταγωνιστή ἀρχιεπίσκοπο Μιλάνου νά δώσει ὅρκο ὑποτέλειας στον
πάπα, τούς μεγάλους φεουδάρχες τῆς Βόρειας Ἰταλίας καί τούς Νορμανδούς πού τούς
«χορήγησε» ὅλη τη Νότια Ἰταλία. Το 1073 ἐκλέχθηκε ὁ Ἱλδεβράνδης πάπας ὡς
Γρηγόριος Ζ΄ χωρίς τη συγκατάθεση τοῦ Αὐτοκράτορα, μόνο ἐνημερώνοντάς τον.
Στα τέλη τοῦ 1074 ἀπαγορεύθηκε τελείως σέ ἐγγάμους κληρικούς νά λειτουργοῦν.
Μέ τή νέα Σύνοδο τοῦ 1075 καί την ἀπόφασή της ἐναντίον τῆς περιβολῆς τῶν
ἐπισκόπων ἀπό λαϊκούς καί τον Αὐτοκράτορα ξέσπασε ἡ ἔριδα.

Ἡ ἔριδα

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
63

Ὁ Ἐρρίκος Δ΄ μέ τήν ὑποστήριξη ὅλων τῶν ἡγεμόνων καί τῶν περισσότερων


ἐπισκόπων, συγκάλεσε σύνοδο στή Βορματία (Worms) τό 1076 καί σέ σκληρή
ἐπιστολή του ἀπέρριπτε τίς παπικές ἀποφάσεις, κατηγοροῦσε τον πάπα Γρηγόριο ὡς
ἐπίορκο, ἀντικανονικό, ἀνήθικο καί ταραξία καί τόν καλοῦσε μέ σκληρά λόγια νά
παραιτηθεῖ. Ὁ πάπας ἀπάντησε μέ τήν ἴδια βιαιότητα τιμωρώντας μέ καθαίρεση ἤ
ἀργία τούς ἐπισκόπους τῆς Βορματίας καί ἀφορίζοντας τό Γερμανό αὐτοκράτορα. Οἱ
φοβερές ποινές τροφοδότησαν τήν ἀντιπολίτευση τῶν γερμανῶν φεουδαρχῶν καί
ἀνάγκασαν τόν Αὐτοκράτορα νά διασχίσει τίς Ἄλπεις καί νά ἐπιδιώξει νά συναντήσει
τόν πάπα γιά νά τοῦ ζητήσει συγνώμη, ἐνῶ ἤδη ἐκείνος κινοῦσε πρός τό Βορρά
(Augsburg). Στή μέση συναντήθηκαν στό φρούριο τῆς Κανόσσα, ὅπου ὑπό
μυθιστορηματικές συνθῆκες (ὁ αὐτοκράτορας ὑποτίθεται ὅτι ἔμεινε ἀπ’ ἔξω τρεῖς
μέρες σέ μετάνοια κλπ.) ὁ Ἐρρίκος συναντήθηκε καί ζήτησε συγνώμη ἀπό τόν πάπα
(28.1.1077).
Ἡ ἔριδα, ὅμως, θά συνεχιζόταν: οἱ γερμανοί ἡγεμόνες συνέχισαν τήν
ἀντιπολίτευση ἐξέλεξαν ἄλλο αὐτοκράτορα (Ροδόλφο τῆς Σουαβίας) μέ ἀποτέλεσμα
ὁ Ἐρρίκος νά κινηθεῖ στρατιωτικά ἐναντίον τους. Ὁ πάπας βρῆκε τήν εὐκαιρία νά
ἐπαναλάβει τήν ἀπαγόρευση περιβολῆς (1078) καί τό σκηνικό ἐπαναλήφθηκε
(ἀφορισμός Ἐρρίκου καί καθαίρεση ἀπ’ ἐκείνον τοῦ πάπα, 1080). Αὐτή τή φορά,
ὅμως, ὁ Ἐρρίκος νίκησε ὅλους τούς ἐχθρούς του (γερμανούς δούκες, Ροδόλφο,
κόμησσα τῆς Τοσκάνης Ματθίλδη ὑποστηρίκτρια τοῦ πάπα, ρωμαϊκό στρατό)
ὑποστηριζόμενος καί ἀπό τούς βυζαντινούς, κατέλαβε τή Ρώμη τό 1083 καί ἐπέβαλε
τόν Κλήμεντα Γ΄, πού ἔστεψε αὐτοκράτορα τόν Ἐρρίκο Δ΄. Ὁ Γρηγόριος
ἀπομονώθηκε καί πέθανε στήν ἐξορία τό 1085, ἐνῶ οἱ Καρδινάλιοι ἐξέλεξαν ἄλλο
πάπα, τόν Βίκτωρα Γ΄ (1083-1088) καί κατόπιν τόν ὀπαδό τοῦ Κλουνύ Οὐρβανό Β΄
(1088-1099) πού ἔμεινε πιό πολύ γνωστός στήν ἱστορία γιά τό κάλεσμα στήν Α΄
Σταυροφορία.

Οἱ λύσεις

Στό μεταξύ εἶχαν ἤδη δοθεῖ κάποιες συμβιβαστικές λύσεις σέ ἄλλα κράτη,
ὅπου εἶχε παρουσιαστεῖ τό ἴδιο πρόβλημα, δηλαδή στή Γαλλία, ὅπου ὁ βασιλιᾶς
Φίλιππος Α΄ εἶχε ἀποφύγει νά συγκρουστεῖ καί στήν Ἀγγλία μέ τόν ἐπίσκοπο καί
μεγάλο θεολόγο Ἄνσελμο τῆς Κανταβρυγίας (Καντέρμπουρυ), ὁ ὁποῖος
προσπαθοῦσε νά «κρατήσει τά προσχήματα» μέ ὅρκο πίστεως στό βασιλιᾶ Γουλιέλμο
Β΄ (1087-1100) ἀλλά καί διεκδίκηση λόγου στά τῆς ἐκλογῆς ἐπισκόπων.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
64

Ἀναγκάστηκε, παρά ταῦτα, νά φύγει δύο φορές γιά τή Ρώμη (συμμετεῖχε καί στήν
ἑνωτική Σύνοδο τῆς Βάρεως τό 1098) καί τελικά νά καταλήξει σέ συμφωνία μέ τόν
Ἐρρίκο τόν Α΄ (1100-1135) τό 1107 (Κονκορδάτο τοῦ Westminster). Ἡ συμφωνία
προέβλεπε νά ἐγκαταλείψει ὁ βασιλιάς τήν ἐκκλησιαστική περιβολή μέ δακτυλίδι καί
ποιμαντορική ράβδο ἀλλά νά κρατήσει τό δικαίωμα τῆς ἀπόδοσης πρός αὐτόν ὅρκου
ὑποταγῆς (hommagium) ἀπό τόν ἐπίσκοπο καὶ τῆς παράδοσης τοῦ σκήπτρου σ’
αὐτόν. Αὐτό ἦταν μιά λύση πού τήν εἶχαν ἤδη ἐπεξεργασθεῖ τό 1090 ὁ Γκύ τῆς
Φερράρας καί ὁ ἐπίσκοπος τῆς Σάρτρ (Chartres) Ἴβων (Yves). Ἐνῶ στή Σύνοδο τοῦ
Κλερμόντ τό 1095 ἐπαναβεβαιώθηκε ἡ ἄρνηση τῆς περιβολῆς ἀπό λαϊκούς, ὁ
ἱστορικός συμβιβασμός τῆς διπλῆς περιβολῆς στήν Ἀγγλία ἐπικυρώθηκε τό 1106 ἀπό
τόν μετριοπαθῆ διάδοχο τοῦ Οὐρβανοῦ Πασχάλη Β΄ (1099-1118). Ὁ δρόμος γιά νά
συμβιβασθεῖ ὁ νέος αὐτοκράτορας Ἐρρίκος Ε΄ (1106-1125) μέ τόν πάπα ἦταν
ἀνοικτός, πρᾶγμα πού ἔγινε στή συμφωνία τοῦ Σούτρι τό 1111 ὅπου ὁ αὐτοκράτορας
ἔπαψε νά ἔχει τό δικαίωμα τῆς περιβολῆς, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ἔχασε τά δικαιώματα σέ
βασιλικές γαῖες. Λόγῳ τῶν πολλῶν ἀντιδράσεων ὅμως, ἡ συμφωνία ἀναβλήθηκε καί
ἐπί τῶν διαδόχων τοῦ Πασχάλη, ὁπότε ἡ διαμάχη ἀναρριπίσθηκε μέ ἀφορισμούς,
μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Καλλίστου Β΄ (1119-1124), ὁπότε μετά πάλι καί ἀπό
συγκρούσεις ἐπήλθε τελικά μιά συμφωνία στήν πόλη Βορματία (Worms), τό
λεγόμενο Κογκορδάτο τῆς Βορματίας (23.9.1122), ὅπου ἡ διπλή περιβολή
διαχωρίσθηκε ἀπό τή χειροτονία, πού ἀποσυνδέθηκε ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ
αὐτοκράτορα. Ὁ αὐτοκράτορας ἔχανε τήν ἐκκλησιαστική περιβολή ἀλλά διατηροῦσε
τό δικαίωμα στήν ἴδια τή Γερμανία ὅπου βασίλευε νά προβάλει βέτο στήν πολιτική
περιβολή τοῦ ἐπισκόπου, πού θά τόν ἐμπόδιζε νά ἐγκατασταθεῖ στήν ἐκκλησία του
καί νά τήν ποιμάνει, ἀφοῦ δέν θά εἶχε πρόσβαση στίς γαῖες καί τίς προσόδους της.
Ἀντίθετα, στίς ἄλλες περιοχές (Ἰταλία, Βουργουνδία) δέν εἶχε τέτοιο δικαίωμα βέτο.
Ἡ συμφωνία ἐπικυρώθηκε στή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τό 1123, πού θεωρεῖται ἀπό
τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὡς Θ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (μετά τήν Η΄ παπόφιλη σύνοδο
στήν Κων/πολη τό 869 πού καταδίκαζε τόν Φώτιο, σύμφωνα μέ τήν ἀρίθμηση τοῦ
Καρδιναλίου Bellarmin τόν 17ο αἰ.). Μετά τό 1123 θεωρεῖται ὅτι ἀρχίζει ἡ ἐποχή τοῦ
ἀνανεωμένου, μετερρυθμισμένου παπισμοῦ γιά τή Δύση.

3.2.1.2. Ἐκκλησιαστικές ἐξελίξεις στά δυτικοευρωπαϊκά βασίλεια (1124-1309).

Ἀμέσως μετά τή Συμφωνία τῆς Βορματίας, τά προβλήματα πού προέρχονταν


ἀπό τίς ἀσάφειες στή σχέση μεταξύ τῶν δύο ἐξουσιῶν (πάπα καί Γερμανοῦ
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
65

Αὐτοκράτορα), ἐπανῆλθαν κατά τήν ἀνάμιξη τοῦ παπικοῦ θρόνου στίς δυναστικές
περιπέτειες πού ἀκολούθησαν τό τέλος τῆς φραγκονικῆς ἤ σαλικῆς δυναστείας, ἐνῶ
καί στό ἐσωτερικό τῆς παπικῆς κουρίας συντελοῦνται διεργασίες πού ἀφοροῦν τό
πέρασμα ἀπό τή δράση τοῦ μεταρρυθμιστικοῦ μοναχισμοῦ πρός τό ρόλο τῶν
ἐπισκόπων.

Σχίσμα τοῦ 1130

Αὐτό ἔγινε σαφές τό 1130 κατά τό σχίσμα πού ξέσπασε γιά πρώτη φορά μετά
τά σκοτεινά χρόνια τῆς παπικῆς κατάπτωσης τοῦ 11ου αἰώνα, ἀνάμεσα στόν πάπα
Ἀνάκλητο Β΄ καί τόν Ἰννοκέντιο Β΄ πού ἐξελέγησαν τήν ἴδια μέρα ἀπό διαφορετικές
φατρίες ρωμαϊκῶν κομμάτων καί ὑποστηρίχθηκαν καί ἀπό τό ἐξωτερικό (ἀπό
Γερμανούς ὁ δεύτερους, ἀπό τούς Νορμανδούς ὁ πρῶτος). Ἡ προσπάθεια νά κλείσει
τό σύντομο ἀλλά σημαντικό αὐτό γιά τήν ἱστορία τοῦ παπισμοῦ σχίσμα ὁδήγησε στήν
ἐνίσχυση τῆς σημασίας τοῦ παπικοῦ θεσμοῦ μέ τήν θεωρητική θεμελίωση τοῦ
Βερνάρδου τοῦ Κλαιρβώ (βλ. παρακάτω) καί τήν πρακτική ἀνάπτυξη τοῦ κανονικοῦ
δικαίου (βλ. ὁμοίως παρακάτω). Ἔτσι, οἱ πάπες εἶναι πλέον κυρίαρχοι τοῦ πολιτικοῦ
παιχνιδιοῦ,. Τό 1139 ἔγινε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ, γιά νά κλείσει τό σχίσμα,
ἀλλά μέσα ἀπό μιά μεγάλη ἐκπροσώπηση μέ πάνω ἀπό ἑκατό ἐπισκόπους
ἀποφασίσθηκαν καί ἄλλα σημαντικά θέματα: ἀπαγόρευση γάμου κληρικῶν, ἐκλογή
ἐπισκόπων ἀπό κληρικούς καθεδρικῶν ναῶν, ἐνῶ καταδικάσθηκαν ὅσοι ἀπέρριπταν
τό νηπιοβαπτισμό καί τή Θ. Εὐχαριστία, καί τονίσθηκε ἡ ἀνάγκη τῆς ἐπιβολῆς τοπικά
τῶν ἐκεχειριῶν («εἰρήνης τοῦ Θεοῦ» treuga Dei) ἀπό βιαιότητες μεταξύ ἐνόπλων
εὐγενῶν πού διετάρασσαν τά ἤθη. Οἱ ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου θεωρεῖται ὅτι
ὁλοκληρώνουν τίς μεταρρυθμίσεις τῆς Γρηγοριανῆς περιόδου. Ἡ ἑπόμενη περίοδος
δυναμικῶν παπῶν σ’ ἕνα ἀγῶνα ἐπιβολῆς πάνω στά διάφορα βασίλεια θά φέρει τόν
παπικό θεσμό στόν κολοφώνα τῆς ἰσχύος του.

Γερμανία

Στη Γερμανία μετά την παρένθεση τοῦ Αὐτοκράτορα Λοθαρίου Γ΄ (1125-


1137) ἐγκαινιάσθηκε ἡ δυναστεία τῶν (Hohen)Staufen με τον Κονράδο Γ΄ (1138-
1152). Ὁ νέος ἰκανός αὐτοκράτορας Φρειδερίκος Α΄ ὁ Βαρβαρόσσα (1152-1190)
προσπάθησε νά ἐπιβάλει τά αὐτοκρατορικά δικαιώματα καί ἀνέλαβε τήν προστασία
τοῦ παπικοῦ θρόνου μέ ἀντάλλαγμα τή στέψη του ἀπό τόν πάπα Εὐγένιο Γ’
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
66

(Συμφωνία τῆς Κωνσταντίας 1153) ὅπου γιά πρώτη φορά οἱ δύο θεσμοί συμφωνοῦν
νά στηρίζουν ἀπόλυτα ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἔναντι τρίτων (Νορμανδῶν, Βυζαντινῶν). Ὁ
διάδοχός του Εὐγένιου Ἁδριανός Δ΄ (1154-1159) τόν ἔστεψε τό 1154 ἀπαιτώντας
ὅμως συμβολικά ἀπό τόν αὐτοκράτορα τό ρόλο τοῦ ἱπποκόμου καί δίνοντας ἔτσι τό
στίγμα τῆς πολιτικῆς του. Παρά τή μεγάλη πολιτική του ἰσχύ ὁ Φρειδερίκος
συνάντησε ἀντιδράσεις κι ἀπό τά ὑπόλοιπα βασίλεια γιά τόν ἡγεμονικό του ρόλο, ἐνῶ
ὁ νέος ἐκλεγμένος ἀπό τό ἀντιβασιλικό κομμάτι τῶν Καρδιναλίων πάπας Ἀλέξανδρος
Γ΄ (1159-1181) κατάφερε μετά ἀπό ἥττα τοῦ Φρειδερίκου στό Λεγνάνο (1176) νά
ἐπιβληθεῖ κατά τῶν ἀντιπάλων του, καί παρά τήν ἀντίδραση ἐναντίον καί τοῦ βασιλιᾶ
τῆς Ἀγγλίας Ἐρρίκου Β΄ τοῦ Πλανταγενέτη (1154-1189). Ὁ παπικός θρόνος φαινόταν
πανίσχυρος.

Ἀγγλία

Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ βασιλείου τῆς Ἀγγλίας ἔγινε με την κατάκτηση τῶν


Ἀγγλοσαξώνων ἀπό τον Νορμανδό Ἐρρίκο τόν Κατακτητή τό 1066. Οἱ διάδοχοί του
κατάφεραν νά ἔρθουν σέ κάποιο συμβιβασμό με την Ἐκκλησία (βλ. παραπάνω), ἀλλά
ἀπό το 1139 ἕως το 1154 ἐπικράτησε κλῖμα ἀναρχίας, ὁπότε οἱ ἐκκλησιαστικοί
ἄρχοντες καί οἱ εὐγενεῖς ἐνδυναμώθηκαν. Ὁ πρῶτος τῆς δυναστείας Ἀνζού-
Πλανταγενετῶν Ἐρρίκος Β΄ (1154-1189) μέ τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ Clarendon (1164)
ἤθελε νά περιορίσει τήν Ἐκκλησία πού εἶχε ἀποκτήσει μεγάλη δύναμη ἀπό τήν ἐποχή
πολιτικῆς ἀστάθειας πρίν τό 1154. Καθώς προσπάθησε νά ἐντάξει τούς κληρικούς σέ
κρίση ὑπό κοσμικά δικαστήρια ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Καντέρμπουρυ Θωμᾶς Becket
πού ὑποστήριξε τά δικαιώματα τῆς Ρώμης ἐξορίσθηκε καί τελικά μετά τήν ἐπιστροφή
του δολοφονήθηκε μέσα στόν Καθεδρικό ναό στίς 29/12/1170. Οἱ συνέπειες ὑπῆρξαν
συντριπτικές γιά τόν Ἐρρίκο πού τέθηκε σέ «ἀπαγόρευση» καί μετά ἀπό
διαπραγματεύσεις πολλῶν ἐτῶν μέ τή Ρώμη καί ἐπίδειξη μετάνοιας μέ τή μορφή τῆς
ἀπόλυτης ὑποταγῆς στήν Ἁγία Ἕδρα μπόρεσε νά συγχωρεθεῖ.

Ὁ ἀπόλυτος θρίαμβος

Μετά τό θρίαμβο τοῦ πάπα Ἀλεξάνδρου Γ΄ Σύνοδος στό Λατερανό (1179)


(ΙΑ΄ Οἰκουμενική κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς, στήν ὁποία εἴδαμε ὅτι εἶχε
προσκληθεῖ καί ὁ Συροϊακωβίτης Πατριάρχης) ὅριζε ὅτι ἀρκοῦσε πλειοψηφία 2/3 τῶν
Καρδιναλίων καί ὄχι ὁμοφωνία γιά τήν ἐκλογή πάπα. Ἔτσι ἔμπαινε τέλος στίς μακρές
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
67

περιόδους χηρείας τοῦ θρόνου. Στό τέλος τῆς ἐποχῆς Φρειδερίκου ἡ Γερμανία
περνοῦσε σέ φάση ἐσωτερικῆς κρίσης καί πολιτικῆς ἀδυναμίας, ἐνῶ, ἀντίθετα, ὁ
παπικός θρόνος μέ τά μοναστικά τάγματα καί τίς Σταυροφορίες φαινόταν κυρίαρχος
καί στην ἡπειρωτική Εὐρώπη.
Ὁ Ἰννοκέντιος Γ΄ (1198-1216) μέ ἰσχυρό πολιτικό νοῦ καί μεγάλη μόρφωση
νομική καί θεολογική (Παρίσι, Μπολώνια), ἐπέβαλε τήν παπική κυριαρχία ἐπί τοῦ
αὐτοκρατορικοῦ θεσμοῦ μέ μινιμαλισμό στά λόγια ἀλλά μαξιμαλισμό στά ἔργα.
Διακήρυξε τή θεωρία περί ἡλίου καί σελήνης, περί τοῦ πάπα ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ
Χριστοῦ (vicarius Christi) καί προσπάθησε πάσῃ θυσία νά ἀποφύγει ἑνοποίηση τῆς
Σικελίας μέ τή Γερμανική Αὐτοκρατορία. Ἔθεσε σκληρούς ὅρους γιά τήν
ἀναγνώριση ἑνός ἀπό τούς ἀντίζηλους γιά τό γερμανικό στέμμα καί τελικά μέ
συμμαχίες σέ σχετικούς πολέμους κατέστησε φόρου ὑποτελῆ τήν Ἀγγλία ὑπό τόν
Ἰωάννη Α΄ Ἀκτήμονα (1199-1216), τή Σικελία καί τήν Πορτογαλία, ἤλεγχε τήν
κατάσταση στή Γερμανία, τή Γαλλία καί τή Νορβηγία, ἐνῶ μετά τό 1204
ἐμφανιζόταν καί ὡς ἀρχηγός καί τῆς Χριστιανικῆς Ἀνατολῆς. Τό 1214 γίνεται ἡ Δ΄
Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ (ΙΒ΄ Οἰκουμενική) πού ἀποφασίζει γιά τήν ἐπικύρωση τῆς
Οὐνίας ὡς μοντέλου ἐκκλησιαστικῆς ἕνωση μέ τήν Ἀνατολή, τήν Ἱερά Ἐξέταση, τήν
ἀπαγόρευση ἵδρυσης νέων μοναστικῶν ταγμάτων κλπ. Οἱ ἑπόμενοι πάπες, πάντως, θά
συναντοῦσαν μεγάλες δυσκολίες γιά νά κρατήσουν τήν πολιτική δύναμη τοῦ παπικοῦ
θρόνου.

Ἀρχή κάμψης

Ὁ Γρηγόριος Θ΄ (1227-1241) συγκρούσθηκε μέ τόν αὐτοκράτορα Φρειδερίκο


Β΄ καί ὁ Ἰννοκέντιος Δ΄ (1243-1254) στή Σύνοδο τῆς Λυών (1245) προσπάθησε νά
ἀφορίσει τόν Φρειδερίκο, ἀλλά χωρίς μεγάλη ἀπήχηση. Ἤδη τήν ἐποχή αὐτή
ἐμφανίζονται αἱρετικά κινήματα (Βάλδιοι, Καθαροί) καί τά ἐπαιτικά μοναστικά
τάγματα (Φραγκισκανοί, Δομηνικανοί) πού ἀσκοῦν ἔμμεση κριτική μέσα στήν
Ἐκκλησία στή βάση τῆς ἀρχικῆς χριστιανικῆς ἁπλότητας καί πνευματικότητας. Οἱ
ἑπόμενοι πάπες προσπάθησαν νά διασφαλίσουν τήν προσάρτηση ἤ τόν ἔλεγχο τῆς
Σικελίας ἀπό πιθανή ἕνωση με Γερμανία. Ἤδη ἀπό το 1221 ἡ Σικελία ὀργανωνόταν
σέ πιο σύγχρονο κράτος με ὑπαλλήλους, κεντρική διοίκηση καί νόμους. Τελικά
δημιουργήθηκε τό Βασίλειο τῶν δύο Σικελιῶν ὑπό τόν Κάρολο τόν Α’ τόν
Ἀνδεγαυικό (1266) ἀδελφό τοῦ βασιλιᾶ τῆς Γαλλίας Λουδοβίκου Θ΄ σέ μιά
γαλλόφιλη στροφή τῶν παπῶν. Ἡ Σύνοδος τῆς Λυών τοῦ 1274, πού συγκλήθηκε
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
68

ἀπό τόν πάπα Γρηγόριο Ι΄ ἐπισφράγισε μιά ἕνωση Ἐκκλησιῶν ὑπό τήν ἀσφυκτική
πίεση πάνω στόν βυζαντινό αὐτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, πού μέ τή σειρά του πίεσε τή
βυζαντινή ἐκκλησία, μέ ἀποτέλεσμα ἡ «Ἕνωση» αὐτή νά καταστεῖ ἀνενεργή μόλις
μετά τό 1282 οἱ Σικελοί ἐπαναστάτησαν καί ἔδιωξαν τούς Γάλλους.
Ὁ πάπας Βονιφάτιος Η΄ (1292-1303) διαδήλωνε στή θεωρία τήν ἀπόλυτη
ἐξουσία τοῦ πάπα σέ ὅλα, σέ μιά ἐποχή ὅμως πού ἦταν ἐντελῶς ἀνακόλουθη.
Συγκρούσθηκε μέ τούς βασιλεῖς τῆς Γαλλίας Φίλιππο Δ΄ (1285-1314) καί Ἀγγλίας
Ἐδουάρδο Α΄ (1272-1307) καί προσπάθησε νά ἐνισχύσει τίς διαδικασίες συλλογῆς
ἐκκλησιαστικῶν φόρων στά βασίλεια αὐτά. Ὅμως συνάντησε ἐμπόδια ἀπό τούς
βασιλεῖς τους (διότι εἶχαν ἤδη ἀρχίσει περιορισμοί ἀπό τούς εὐγενεῖς στην αὐθαίρετη
φορολόγηση ἀκόμη καί ἀπό τη Ρώμη) πού ὁδήγησαν σέ σύγκρουση καί ἀφορισμό
τους (Una sanctam 1302). Στή Γαλλία, ὅμως, καταδικάσθηκε ὁ πάπας γιά σιμωνία,
τυραννία, ἀκολασία κλπ. καί ἄρχισε νά καλλιεργεῖται ἡ ἰδέα ὅτι ἡ Σύνοδος εἶναι πάνω
ἀπό τόν πάπα. Ὁ Βονιφάτιος πέθανε λίγο μετά τήν ὀργανωμένη ἀπό τόν
πρωθυπουργό τοῦ Φιλίππου Nogaret ἐπίθεση στό σπίτι του στό Ἀνάγνι, τό 1303.

3.2.1.3. Οἱ Σταυροφορίες καί ἡ ἐπέκταση στήν Ἀνατολή.

Οἱ Σταυροφορίες ἀπό τή σκοπιά τῆς Δύσης συνδύασαν τό ἰδανικό τῆς


ἱεραποδημίας (διαδεδομένο στή Δύση) μέ τά χαρακτηριστικά τῆς ἱπποσύνης καί τῆς
τιμῆς. Τό πρῶτο κήρυγμα τοῦ πάπα Οὐρβανού Β΄ στήν Κλερμόν (1088-1099) τό
1095 ὁδήγησε σέ ἕνα ἀπίστευτο ἐνθουσιασμό στήν Α΄ Σταυροφορία πού μετά ἀπό
τίς γνωστές περιπέτειες στήν Κωνσταντινούπολη καί τή Μ. Ἀσία κατάφερε νά
καταλάβει τήν Ἰερουσαλήμ τό 1099.
Tό 1147-1149 διεξάγεται ἡ Β΄ Σταυροφορία πού ἀπό ὑπόθεση τῶν ἱπποτῶν
ἔγινε ὑπόθεση βασιλιάδων (Κορράδου Γ΄, Λουδοβίκου Ζ΄ τῆς Γαλλίας καί Ρογήρου
Β΄ Σικελίας). Τελειώνει στή Μ. Ἀσία. Ὅταν τό 1187 καταλήφθηκε ὁριστικά ἡ
Ἰερουσαλήμ ἀπό τόν Αἰγύπτιο Σαλαδδίνο τροφοδοτήθηκε τό κῦμα τῆς Γ’
Σταυροφορίας (1189-1192) πού ἔγινε ὑπόθεση τοῦ Γερμανοῦ αὐτοκράτορα
Φρειδερίκου Γ΄ Βαρβαρόσσα (μαζί μέ τούς βασιλεῖς τῆς Γαλλίας καί Ἀγγλίας
Ριχάρδο Α΄ τόν Λεοντόκαρδο), πού πνίγηκε στόν Καλύκανδο ποταμό τό 1190.
Κατάφεραν μόνο νά καταλάβουν τήν Ἄκκωνα τό 1191 πού ἔπεσε τελευταία τό 1291
καί σημάδεψε τό τέλος τῶν λατινικῶν βασιλείων στή Μ. Ἀνατολή. Μετά τήν Δ΄
Σταυροφορία τό 1204 πού κατέληξε στήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης εἴχαμε
τό 1211 τήν «παιδική Σταυροφορία» πού κατέληξε σέ τραγωδία, ἐνῶ τό 1212
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
69

ξεκινοῦν οἱ ἀπελευθερωτικοί ἀγῶνες ἐναντίον τοῦ Ἰσλάμ στήν Ἰσπανία ἀπό τήν
Καστίλλη, τήν Ἀραγώνα καί τή Ναβάρρα (πού θεωροῦνται ἐπίσης Σταυροφορία).
Ὅταν ὁ Φρειδερίκος Β΄ διακόπτει την Ε΄ σταυροφορία ἀφορίζεται ἀπό τόν πάπα
Γρηγόριο Θ΄ καί τήν ἐπαναλαμβάνει, ὁπότε καταλαμβάνει ἀναίμακτα τό 1229 τήν
Ἰερουσαλήμ πού διατηρεῖται μέχρι τό 1244. Στην ΣΤ΄ Σταυροφορία ὁ Λουδοβίκος Θ΄
καταλαμβάνει για λίγο τη Δαμιέττη στην Αἴγυπτο το 1249 για νά νικηθεῖ λίγο
ἀργότερα στη Μανσούρα καί νά αἰχμαλωτισθεῖ. Μετά ἀπό πληρωμή λύτρων
ἀπελευθερώνεται, ὀχυρώνει την Ἄκκωνα καί ἀναχωρεῖ για τη Γαλλία το 1254. Ζ΄
Σταυροφορία διεξάγεται τό 1270 (στην Τύνιδα!) μέ μηδαμινά ἀποτελέσματα. Το
1291 καταλαμβάνεται ἀπό τούς Μαμελούκους ἡ Ἄκκων καί οἱ Χριστιανοί
ἐγκαταλείπουν ὅλη τη Μ. Ἀνατολή. Βάσεις δυτικές μένουν μόνο ἡ Κύπρος ὑπό τούς
Λουζινιάν μέχρι το 1489 καί τά Δωδεκάννησα ὑπό τούς Ἰωαννίτες μέχρι το 1523.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 14ου αἰ. διεξάγονται κυρίως Σταυροφορίες ἐναντίον τῶν Τούρκων.
Παρά τά πρόσκαιρα (μεγάλα) ὀφέλη τῶν δυτικῶν φεουδαρχῶν ἀπό την
ἐπέκταση στην Ἀνατολική Μεσόγειο, τη μεταφορά πλούτου, το ἄνοιγμα τοῦ
ἐμπορίου καί την ἐπαφή με τούς ἀνατολικότερους πολιτισμούς, τά ἀποτελέσματα
μακροϊστορικά για την Χριστιανική Ἐκκλησία ἦταν σαφῶς ἀρνητικά: ἐπιδείνωσαν τή
θέση τῶν Χριστιανῶν στήν Ἀνατολή (πού θεωρήθηκαν πράκτορες τῶν Δυτικῶν) καί
ἔφεραν μεγαλύτερη σύγχυση καί καχυποψία μεταξύ Δυτικῶν καί Ἀνατολικῶν
Χριστιανῶν μέ ἀποκορύφωμα τό δρᾶμα τῆς ἅλωσης τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό
τούς Σταυροφόρους.

3.2.2. 1309-1517 ΥΣΤΕΡΟΣ ΜΕΣΑΙΩΝΑΣ: ΠΑΡΑΚΜΗ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ –


ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ.

3.2.2.1 Ἀντεπίθεση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας – Αἰχμαλωσία τῆς Ἀβινιόν (1309-


1378).

Πολλοί θεολόγοι ὅπως ὁ Μαρσίλιος τῆς Παδούης καί, ἀργότερα, ὁ


Γουλιέλμος Ὄκκαμ (+1349, βλ. παρακάτω) προανήγγελλαν μιά νέα ἐποχή, καθώς
στήριζαν τήν παπική ἐξουσία σέ πολιτικές ἀρχές ἀντιπροσωπευτικότητας μέσα στήν
Ἐκκλησία, ἐνῶ μορφές ἁγίων (Αἰκατερίνη τῆς Σιένα, Μάιστερ Έκκαρτ) ἀναβιώνουν
τήν πνευματική πλευρά τῆς χριστιανικῆς πίστης. Πολλές χῶρες (ἀκόμη καί ἡ
Γερμανία) ἀδιαφοροῦσαν γιά τή στέψη ἀπό τόν πάπα, καί ἄρχισαν νά ἐπιβάλλουν
σοβαρούς περιορισμούς στήν κανονική ἐξάρτηση καί τήν πληρωμή φόρων, ἐνῶ τήν
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
70

ἴδια αὐτή ἐποχή παρουσιάζονται τά πρῶτα δείγματα ἐθνικῆς ἀναγέννησης στήν


Ἰταλία μέ τόν Δάντη (Dante Alighieri, +1321), τόν Πετράρχη (+1374) καί τόν
Βοκάκκιο (+1380).
Αὐτές οἱ ζυμώσεις ἔπρεπε νά ἐπηρεάσουν καί τό Κογκλάβιο τῶν Καρδιναλίων
τό ὁποῖο ἦταν ἀπασχολημένο νά ἐκλέξει πάπα μετά τόν τραγικό θάνατο τοῦ
Βονιφατίου καί ἦταν διχασμένο ἀνάμεσα σέ ἕνα ἀντιγαλλικό καί σ’ ἕνα φιλογαλλικό
κόμμα. Ἡ ὀκτάμηνη ἀρχιερωσύνη τοῦ ἀδύναμου Βενεδίκτου ΙΑ΄ (1303-1304) δέν
μπόρεσε νά λύσει κανένα πρόβλημα. Τελικά ὁ ἐκλεγείς τό 1305 Γάλλος Κλήμης Ε’
(1305-1314), πού θεωρήθηκε μιά συμβιβαστική λύση, γιά νά ἀποφύγει τήν
ἀντιπολίτευση τῶν εὐγενῶν τῆς Ρώμης ἔμεινε στή Γαλλία καί τελικά ἐγκαταστάθηκε
στήν Αβινιόν τό 1309 κι αὐτό ἀποτέλεσε τήν ἀρχή δεινῶν. Θεωρήθηκε ἐνεργούμενο
τῆς γαλλικῆς πολιτικῆς (καί πράγματι ἦταν, βλ. π.χ. τή σύνοδο τῆς Βιέννης Γαλλίας
τό 1314 πού καταδίκασε τούς Ναΐτες ὑπακούοντας στίς ἐπιταγές τοῦ Γάλλου βασιλιά)
ἔχασε σέ αὐθεντία καθώς διόρισε Καρδιναλίους Γάλλους συγγενεῖς του, ἀπώλεσε τά
παπικά ἔσοδα ἀπό τίς κτήσεις στήν Ἰταλία καί ἀντιμετώπισε μεγάλες ἀντιδράσεις στή
συλλογή ἐκκλησιαστικῶν φόρων ἀπό ἄλλες χῶρες. Ἡ περίοδος αὐτή τῆς παπικῆς
ἕδρας στήν Ἀβινιόν κατά τήν ὁποία ἀνῆλθαν 7 πάπες στο θρόνο ὀνομάσθηκε κυρίως
ἀπό ρωμαιοκαθολικούς ἱστορικούς «Βαβυλώνεια αἰχμαλωσία». Ὁ Ιωάννης ΚΒ΄
(1316-1334) ἀναδιοργάνωσε τά οἰκονομικά διαμορφώνοντας ἕνα ὄργανο πού δίκαζε
γιά διάφορα ζητήματα καί εἰσέπραττε σχετικά τέλη. Ὁ Βενέδικτος ΙΒ΄ (1336-1342)
ἦταν γενικά καλῶν προθέσεων ἀλλά σκληρός μέ τίς ἀποκλίνουσες θεολογικές
ἀπόψεις (ἦταν μορφωμένος θεολογικά ὁ ἴδιος) καί μέ διάθεση γιά μεταρρυθμίσεις
τῶν μοναστικῶν κυρίως ταγμάτων, πού τίς πραγματοποιοῦσε ἀρκετά αὐταρχικά. Ἡ
γενικώτερη πρόσδεσή του στό ἅρμα τῆς Γαλλίας, ὅμως, καί ἡ ἔλλειψη πολιτικῆς
εὐστροφίας τόν ἐξέθεσε σέ κριτική ἀκόμη καί προσωπική (ὅπως τοῦ Πετράρχη, πού
τόν χαρακτήριζε μέθυσο). Ὁ Κλήμης ΣΤ΄ (1342-1352) προστάτευσε τούς Ἰουδαίους
(ἀντίθετα μέ ἄλλους προκατόχους του) καί ὁλοκλήρωσε τή διδασκαλία περί ἀφέσεων,
καθώς ἤδη ἀπό τό 1300 εἶχε κηρυχθεί τό πρῶτο ἔτος Ἰωβηλαῖο ἄφεσης, ὅταν ἄρχισαν
νά πωλοῦνται συγχωροχάρτια. Πάντως, ἡ ὕπαρξη δύο διαφορετικῶν κουριῶν στή
Ρώμη καί τήν Ἀβινιόν σήμαινε μεγάλη σπατάλη πού ὁδηγοῦσε σέ ἀφαίμαξη τῶν
πιστῶν.

3.2.2.2. Μέγα (παπικό) Σχίσμα καί ἀνάπτυξη τοῦ συνοδικοῦ κινήματος (1378-
1449).

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
71

Γιἀ πολλούς λόγους πού ἔχουν νά κάνουν μέ τόν Ἑκατονταετῆ Πόλεμο (1337-
1453) στήν Ἀγγλία, τήν πανούκλα στήν Εὐρώπη, τή γενικότερη δυσφορία κλπ. ὁ
Γρηγόριος Α΄ (1370-1377) γύρισε πίσω στή Ρώμη ἀλλά χωρίς τούς Γάλλους
Καρδιναλίους. Ἕνα χρόνο μετά πέθανε καί οἱ δύο κουρίες ἐξέλεξαν δύο
διαφορετικούς πάπες, οἱ Ἰταλοί τόν Οὐρβανό ΣΤ’ (1378-1389) καί οἱ Γάλλοι τόν
Κλήμη Ζ΄ (1378-1394) στήν Ἁβινιόν. Οἱ δύο πλευρές ἀφορίσθηκαν ἀμοιβαῖα καί ὅλοι
πιά οἱ πιστοί στή Δύση ἦταν ὑπό ἀφορισμό. Ὑπέρ τοῦ Οὐρβανοῦ ἦταν Γερμανία,
Ἀγγλία, Βοημία, Φλάνδρα, Κάτω Χῶρες, Καστίλλη, καί ὁρισμένες ἰταλικές
ἡγεμονίες, ὑπέρ τοῦ Κλήμη ἡ Γαλλία, Σκωτία, Ν. Ἰταλία, Αὐστρία, Σαβοΐα καί
ὁρισμένες ἡγεμονίες στή Γερμανία. Ἔπρεπε ἤ νά παραιτηθεῖ κάποιος (via cessionis)
ἤ νά γίνει σύνοδος (via synodica). Μετά τόν Κλήμη ἐκλέχθηκε ὁ ἰσπανός Βενέδικτος
ΙΓ΄ (1394-1409) καί τόν Οὐρβανό διαδέχθηκε ὁ Γρηγόριος ΙΒ΄ καί τό σχίσμα
διήρκεσε μέχρι τό 1415, κάνοντας σαφές σέ ὅλους ὅτι ὁ μαξιμαλισμός τῶν
Γρηγοριανῶν διακηρύξεων καί τοῦ Dictatus papae ἦταν πλέον κενό γράμμα.
Μπροστά σ’ αὐτή τήν πραγματικότητα πολλοί θεολόγοι ὅπως ὁ Κορράδος τοῦ
Γκέλνχάουζεν καί ὁ Ἐρρίκος τοῦ Λανγκενστάιν (κέιμενά τους δημοσιεύθηκαν τό
1380 καί 1381) διέδιδαν τήν ἄποψη ὅτι οἱ Καρδινάλιοι μποροῦν καί μόνοι τους νά
συγκαλέσουν σύνοδο, παρά τίς περί τοῦ ἀντιθέτου διακηρύξεις τοῦ dictatus papae.
Τελικά, μιά τέτοια σύνοδος συγκλήθηκε στήν Πίζα στίς 25/3/1409 μέ τό σκεπτικό ὅτι
μποροῦσε νά κριθεῖ ὁ πάπας ἀπό μιά σύνοδο ὄχι μόνο γιά αἵρεση ἀλλά καί γιά
μείζονα κανονικά παραπτώματα. Ὑπῆρχαν δύο θεωρίες: ὅτι ὁ πάπας ἦταν
ἐκτελεστικό ὄργανο τῶν συνόδων, ἤ ὅτι ἀποτελοῦσε μαζί μέ τούς καρδιναλίους ἕνα
σῶμα, διαδοχικό τῶν ἀποστόλων. Στό τέλος, ἡ Σύνοδος καθαίρεσε τούς δύο πάπες
(πού ὅμως δέν παραιτοῦνταν) καί ἐξέλεξε τόν Ἀλέξανδρο τόν Ε΄ πού πέθανε ἕνα
χρόνο μετά. Εἶχε ἀνοίξει ὁ δρόμος γιά μιά σοβαρή ἐκκλησιολογική ἐξέλιξη, ἄν καί ἡ
ἴδια ἡ Σύνοδος τῆς Πίζας δέν προχώρησε σέ ἄλλες μεταρρυθμιστικές ἀποφάσεις.
Μετά τίς σχετικές ἐνεργητικές κινήσεις τοῦ βασιλιᾶ τῆς Οὐγγαρίας (καί μετά τό 1433
ἐστεμμένου αὐτοκράτορα τῆς Γερμανίας) ἄνοιξε τίς ἐργασίες της ἡ Σύνοδος τῆς
Κωνσταντίας στίς 5/11/1414 στήν ὁποία προσκλήθηκαν καί Ἕλληνες ἀπεσταλμένοι.
Ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντίας (1414-1418) χαρακτηρίσθηκε ἀπό τήν ἰδιοτυπία τῆς
ἐκπροσώπησης κατά ἔθνη, μέ μεγάλη συμμετοχή (200 ἐπίσκοποι κλπ.) καί ἔτσι
προέκυψαν προβλήματα διαδικασίας (ψηφοφορίας κλπ.). Συμφωνήθηκε ἡ διπλή
ψηφοφορία, πρῶτα ἀνά ἔθνος καί κατόπιν ψηφοφορία στήν ὁλομέλεια. Μολονότι ὁ
ἐν τῷ μεταξύ ἐκλεγείς πάπας Ἰωάννης ΚΓ΄ (1410-1415) ἐγκατέλειψε τή σύνοδο, αὐτή
συνέχισε. Καθήρεσε τόν πάπα (1415), ἀλλά καί οἱ ἄλλοι δύο πού εἶχαν μείνει
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
72

(Γρηγόριος ΙΒ΄, Βενέδικτος ΙΓ΄) παραιτήθηκαν, διακήρυξε τήν ὑπεροχή τῆς Συνόδου
ἔναντι τοῦ πάπα καί ὅρισε τήν τακτή σύγκληση συνόδων στό μέλλον (μετά ἀπό 5, 7
καί ὕστερα κάθε 10 χρόνια) καί ἐξέλεξε τόν πάπα Μαρτίνο τόν Ε΄ (1417-1431).
Αὐτός συγκάλεσε, ὅπως προβλέφθηκε, τή Σύνοδο στή Βασιλεία τό 1431(-1449), στήν
πορεία πέθανε καί ἐκλέχθηκε στίς 3/3/1431 ὁ Εὐγένιος ὁ Δ΄ (1431-1447). Ὁ πάπας
ἔστειλε ὡς ἀπεσταλμένους τόν Ἰωάννη Ραγούσας καί τόν Ἰωάννη Palomar στή
Βασιλεία γιά νά ἀνοίξουν τίς ἐργασίες. Μετά ἀπό κάποιες ἀποτυχημένες προσπάθειες
νά διαλύσει τή Σύνοδο καί καθώς δυνάμωνε τό κοινό αἴσθημα γιά μεταρρυθμίσεις, ἐνῶ
ἡ σύνοδος ὑποστηριζόταν ἀπό πολλές εὐρωπαϊκές δυνάμεις καί ὑπῆρχε γενική ἐπιθυμία
νά προσέλθουν καί νά πεισθοῦν καί οἱ Χουσίτες, τό χάσμα μεταξύ πάπα καί Συνόδου
βάθαινε ἐπικίνδυνα. Ἔτσι ὁ πάπας ἀναγκάσθηκε νά διαπραγματευθεῖ μαζί της καί
τελικά τό 1434 τήν ἀποδέχθηκε. Ἡ Σύνοδος ἀπό τό 1434 ἕως τό 1438 πῆρε
ἀποφάσεις πού περιόριζαν πολλά παπικά προνόμια, ὅπως τῆς «ἀπαγόρευσης», τά
συγχωροχάρτια, τούς φόρους, ὅριζε τοπικές ἐκλογές ἀξιωματούχων ἀντί παπικῶν
διορισμῶν, ἀλλά δέν ὑπῆρχε περιθώριο συμβιβασμοῦ. Ταυτόχρονα ἄρχισαν καί οἱ
συζητήσεις γιά ἕνωση Ἀνατολῆς καί Δύσης, ἀλλά ἡ Σύνοδος περνοῦσε ἤδη ἀπό
παρακμή καί δέν ὑπῆρχαν πολλοί ἐπίσκοποι καί ἔτσι ἔφθασαν οἱ σχέσεις πάπα καί
Συνόδου στό χειρότερο σημεῖο, κυρίως ἐξαιτίας τῶν Annatae (βλ.)9. Ἡ μικρή
μειοψηφία ἐπισκόπων ἀκολούθησε τήν παπική πρόταση γιά σύνοδο σέ μιά πόλη τῆς
Ἰταλίας, σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειοψηφία, κι ὁ βυζαντινός ἐκπρόσωπος (ὅπως
ἐξηγήσαμε παραπάνω) δέχθηκε τήν εἰσήγηση τῶν ἐπισκόπων, πού στά μάτια του,
ἦταν ἡ φυσιολογική σύσταση μιᾶς συνόδου. Ἡ σύνοδος καθήρεσε τελικά τόν Εὐγένιο
(25/6/1439) καί ἐξέλεξε τόν Φήλικα τόν Ε΄ πού ὅμως μετά τόν θάνατο τοῦ Εὐγενίου
(1447) καί τήν ἐκλογή τοῦ Νικολάου Ε’ (1447-1455) παραιτήθηκε τό 1449 καί τότε ἡ
σύνοδος παραδέχθηκε τον Νικόλαο και σχόλασε. Δεν ξαναϋπῆρξε κάτι σχετικό μέχρι
τη Μεταρρύθμιση.

3.2.3. Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ.

3.2.3.1 Ἡ ἐξέλιξη τῶν θεσμῶν στήν κοινωνική παρέμβαση.

9
Σχετικά Jedin KG, τ. III/2, σ. 578-579.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
73

Στό πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοίκησης τονίσθηκε μετά τό dictatus papae τό


ὄνομα «πάπας» πού ἦταν ἀρχικά κάτι οὐδέτερο. Ἐπίσης, οἱ πάπες διέμεναν στό
Λατερανό μέχρι τό 1309 καί μετά τό 1378 στό Βατικανό κοντά στό ναό καί τόν τάφο
τοῦ ἀπ. Πέτρου. Διαμορφώθηκε ἡ παπική αὐλή (curia) μέ τούς Καρδιναλίους, πού
ἦταν ἀξιωματοῦχοι ποικίλων βαθμίδων πού μετά τό 1179 ἐξέλεγαν ἀποκλειστικά τόν
πάπα, σέ μιά συνεχῆ συνεδρία ὑπό ἀπομόνωση. Ὁ πάπας χειροτονοῦσε (ἔμμεσα
ἀποστέλλοντας τό Πάλλιο, χωρίς τό ὁποῖο ἡ χειροτονία ἦταν ἄκυρη – πρακτική πού
δέν ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξης Ἐκκλησία) δίκαζε ὅλους τούς κληρικούς, καί μέ
ἔκτακτους καί τακτικούς ἀπεσταλμένους (legati, nuntii) παρενέβαινε σέ ὑποθέσεις
καί εἰσέπραττε φόρους. Εἶχε δικαίωμα νά ἀνακηρύσσει ἁγίους (μετά ἀπό «δίκη»),
εἶχε ποικιλία ποινῶν, γινόταν ἅγιος λόγω ἀξιομισθιῶν τοῦ ἀπ. Πέτρου, ἔφερε
αὐτοκρατορικά διάσημα, καί εἶχε δύο ἐξουσίες (ἱερατική καί πολιτική, διπλό στέμμα
ἀπό τό 1059) καί μετά τό 1315 τρεῖς (ἐπί ἐπουρανίων, ἐπιγείων και καταχθονίων).
Βασικά ἔσοδά του ἦταν ἡ τακτική φορολογία (Δηνάριο Πέτρου), τα annatae
(δικαιώματα για την πλήρωση θέσεων), περιουσία τεθνεώτων επισκόπων,
χηρευουσών επισκοπών, τέλη δικαστικών λειτουργικών, συγχωροχάρτια, έκτακτη
φορολόγηση κληρικών ή μονών, Ιωβηλαία, φόροι υποτέλειας ολόκληρων κρατών
κλπ.

3.2.3.2. Μορφές κριτικῆς στά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικότητας (αἱρέσεις,


σχίσματα).

Ἡ ἐμφάνιση μεγάλων αἱρέσεων τόν 12ο αἰ. σχετίζεται ἄμεσα μέ τή


διαφαινόμενη ἐκκοσμίκευση καί τόν ὑπερβολικό πλουτισμό καί τήν ἀπολυταρχία τῆς
Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Κινήματα κριτικῆς πού τροφοδοτοῦνταν ἀπό τήν ἴδια τή
χριστιανική σκέψη ἀλλά καί παλαιές δυαρχικές θεωρίες καί ἐνθουσιαστικές τάσεις
ἀπετέλεσαν τά μεγάλα αἱρετικά κινήματα τῶν Καθαρῶν καί τῶν Βαλδίων, ἐνῶ σέ μιά
ἀνάλογη γραμμή κινήθηκαν καί οἱ πρόδρομοι τῆς Μεταρρύθμισης κατά τόν 14ο μέ
15ο αἰ. Ἰωάννης Οὐίκλιφ καί Ἰωάννης Χούς.
Οἱ Καθαροί ἐμφανίσθηκαν κυρίως στή Β. Ἰταλία καί τή Ν. Γαλλία στά μέσα
ου
τοῦ 12 αι. Περί τό 1167 ἔκαναν μιά ἐντυπωσιακή συνέλευση στήν Τουλούζη καί
ὑποστηρίχθηκαν καί ἀπό τοπικούς ἡγεμόνες. Ὑπολογίζεται ὅτι κατά τό 1228 τό 1/3
τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Φλωρεντίας ἦταν Καθαροί. Μικρές ὁμάδες πρέπει νά ἐπέζησαν
μέχρι τόν 14ο αἰ. Χαρακτηρίζονταν ἀπό ἔντονη δυαρχία (καλός-κακός Θεός),
ἀπόρριψη τῆς Π.Δ., δοκητισμό, καί ἀπόρριψη τῶν ὀρατῶν στοιχείων ἐκκλησιαστικῆς
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
74

ὀργάνωσης. Ἡ λογική τῆς καθαρότητας καί τῶν ἐγκρατιτικῶν τάσεων τούς ὁδήγησε
ὅπως τίς παρόμοιες περιπτώσεις τῶν Μανιχαίων, Βουδδιστῶν κλπ. στή διάκριση σέ
δύο κατηγορίες: τούς τελείους (perfecti) καί τούς πιστούς (credentes). Οἱ πρῶτοι
ἀπεῖχαν ἐντελῶς ἀπό τά τοῦ κόσμου (γάμος, κρεοφαγία, ἰδιοκτησία κλπ.)
Συναθροίζονταν γιά μελέτη τῶν Γραφῶν καί πίστευαν στό τελικό ἐφόδιο γιά τή
σωτηρία πού ἦταν τό consolamentum, πού ἔπρεπε ΟΛΟΙ νά τό λάβουν τοὐλάχιστον
πρίν τό θάνατό τους (ἐπίθεση χειρῶν μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου). Ἡ
Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία τούς ἀντιμετώπισε μέ τά ἀντιαιρετικά μοναστικά
τάγματα καί τήν Ἱερά Ἐξέταση, ἀλλά μετεξέλιξε καί τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου γιά
νά θυμίζει τό consolamentum.
Οἱ Βάλδιοι ξεκίνησαν ἀπό τόν πλούσιο ἔμπορο τῆς Λυών Βάλδο τό 1176, ὁ
ὁποῖος ἀποφάσισε νά ζήσει μέ ἀποστολική πτωχεία καί μάζεψε μαθητές. Αὐτοί δέν
εἶχαν ἰδιαίτερη αἱρετική θεολογία, ὅπως οἱ Καθαροί, ἀλλά πίστευαν σέ μιά ἐσωτερική
Ἐκκλησία πού δέν συμβάδιζε μέ κληρικούς ἀνήθικους (τῶν ὁποίων τά μυστήρια ἦταν
ἄκυρα) οὔτε μέ καινοτομίες, ὅπως τά συγχωροχάρτια. Θά μποροῦσαν νά μήν εἶχαν
ἐξελιχθεῖ σέ αἵρεση, ἄν ὁ πάπας Ἀλέξανδρος Γ΄ (1159-1181) τούς ἔδινε ἄδεια γιά νά
κηρύττουν καί ὁ Λούκιος Γ΄ δέν τούς ἀφόριζε τό 1184. Τελοῦσαν Λειτουργίες,
δημόσια ἐξομολόγηση, ἐξέλεγαν καί χειροτονοῦσαν τούς ἱερεῖς τους, ἔδιναν ἰδιαίτερη
βαρύτητα στό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό λαϊκούς καί στήν μυστική προσευχή. Ἡ
μεγάλη τους δύναμη βρισκόταν κυρίως στή Β. Ἰταλία, ὅπου μέχρι σήμερα σώζονται
μικρές προτεσταντικές κοινότητες πού τούς χαρακτηρίζουν πνευματικούς τους
προγόνους.
Καί οἱ δύο κινήσεις οὐσιαστικά ἐπέκριναν τήν πλουτομανία καί τήν
ἀνεπάρκεια τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, γι’ αὐτό τό πιό ἀποτελεσματικό ὅπλο ἐναντίον
τους ἦταν οἱ ἀντίστοιχες κινήσεις κριτικῆς στό ἐσωτερικό τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς
Ἐκκλησίας μέ τά «ἐπαιτικά τάγματα» καί τήν κίνηση τῶν «Πτωχῶν Καθολικῶν», πού
ἦταν κάτι παρόμοιο μέ τούς Βαλδίους ἀλλά μέ τήν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ θεολογικές ζυμώσεις τῆς λεγόμενης «κυρίως σχολαστικῆς» περιόδου
(Hochscholastik, βλ. παρακάτω) πού ἔφεραν τά μεγάλα συστηματικά ἔργα, ἡ γνώση
τοῦ πλήρους ἔργου τοῦ Ἀριστοτέλους, κλπ. ὁδήγησαν καί στήν ἐκδήλωση κριτικῆς
ἀπό ἀκαδημαϊκούς θεολόγους τῶν Πανεπιστημίων πού θύμιζαν σέ ἀρκετό βαθμό τό
Λούθηρο. Ὁ Ἰωάννης Οὐίκλιφ (1324-1384) ἦταν καθηγητής θεολογίας καί
φιλοσοφίας στήν Ὀξφόρδη καί δίδασκε τήν προσωπική κοινωνία ἀνθρώπου καί
Θεοῦ, τό ρόλο του στόν κόσμο ὡς διαχειριστῆ καί ὄχι ὡς κατόχου τῆς φύσης, ὅτι
κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μόνο ὁ Χριστός καί ὄχι ὁ Πάπας, ὑπέρτατη αὐθεντία ἡ
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
75

Ἁγία Γραφή κλπ. Τόν ὑποστήριζαν πολλοί, μαζί καί ὁ βασιλιάς καί πολλοί εὐγενεῖς,
κι ἔτσι ὁ ἀνώτερος κλῆρος καί ὁ πάπας δέν μποροῦσαν νά ἀσκήσουν μέτρα ἐναντίον
του. Πίστευε στόν ἀπόλυτο προορισμό καί ἐξαρτοῦσε τήν ἀξία τῶν μυστηρίων ἀπ’
αὐτούς πού τά τελοῦσαν, στή Θεία Ευχαριστία ἀπέρριπτε τή μετουσίωση καί μιλοῦσε
γιά τήν πραγματική παρουσία τῆς δυνάμεως τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ στόν ἄρτο καί τόν οἶνο. Ὀπαδοί του, ντυμένοι φτωχικά, κήρυτταν ἀνά δύο
τό Εὐαγγέλιο (Λολλάρδοι), αὐτοί καί κυρίως οἱ φτωχοί κληρικοί ὑπέφεραν
περισσότερο ἀπό διώξεις. Σέ ὕμνους, πάντως, πού ἔχουν συνθέσει φαίνεται μιά
ἰδιαίτερη εὐσέβεια γύρω ἀπό τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τούς μεταγγίσθηκε
μᾶλλον ἀπό πιό γνωστούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τοῦ ἡπειρωτικοῦ χώρου,
ὅπως τοῦ Βερνάρδου τοῦ Κλαιρβώ10. Μετά τό θάνατο τοῦ Οὐίκλιφ τό 1384 ἡ κίνηση
ἔχασε σέ δυναμισμό καί τελικά ὁ Ἐρρίκος Δ’ (1399-1413) ἐπέτρεψε τήν Ἱερά
Ἐξέταση στήν Ἀγγλία καί τούς ἐξόντωσε.
Οἱ ἀπόψεις τοῦ Οὐίκλιφ ἐπηρέασαν τόν Ἰωάννη Χούς (1373-1416) πού ἦταν
καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τῆς Πράγας. Χωρίς νά υἱοθετεῖ τίς ἀκραῖες θέσεις τοῦ
προηγουμένου γιά τή Θεία Εὐχαριστία, χαρακτηριζόταν ἀπό ἀντικληρικαλισμό καί
πίστη στόν ἀπόλυτο προορισμό. Ὑποστηρίχθηκε ἀπό λόγους σκοπιμότητας ἀπό τό
βασιλιᾶ τῆς Βοημίας Βεντσέσλα, ἀφορίσθηκε ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Πράγας (1410)
ἔκαψε τήν παπική βούλλα πού ὑποσχόταν ἄφεση γιά ὅσους θά συμμετεῖχαν σέ
Σταυροφορία καί τελικά προσπάθησε νά ὑποστηρίξει τίς θέσεις του στή Σύνοδο τῆς
Κωνσταντίας, ὅπου ὅμως, παρά τίς διαβεβαιώσεις ἀπό τόν Γερμανό Αὐτοκράτορα
Σιγισμούνδο, συνελήφθη, δικάστηκε καί καταδικάστηκε στόν διά πυρᾶς θάνατο τό
1415. Οἱ ὀπαδοί του, ἄν καί χωρίσθηκαν σέ δύο ὁμάδες, συνέχισαν νά
ὑπερασπίζονται τίς ἀπόψεις τους καί οἱ πιό ἀκραίοι ὀργανώθηκαν τό 1453 στήν
«Ἕνωση τῶν ἀδελφῶν».

3.2.3.3. Μοναστικά τάγματα.

Ἕνα σημαντικό τμῆμα τῆς διείσδυσης τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνία τό


ἀναλαμβάνουν τά μοναστικά τάγματα καί ἰδίως αὐτά πού συγκροτοῦνται καί
ἀναπτύσσονται μέσα στόν 12ο καί 13ο αἰ. Τέτοια ἦταν: α) τό τάγμα τῶν Κιστερσιανῶν
μοναχῶν. Αὐτό ἱδρύθηκε τό 1098 στό Citeaux τῆς Βουργουνδίας καί προσπάθησε

10
Βλ. Rob Lutton, Lollardy and Orthodox Religion in Pre-Reformation England, Suffolk/NY
2006, p. 68-79.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
76

μέχρι κεραίας νά ἐφαρμόσει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγίου Βενεδίκτου μέ ἐξωτερικά


χαρακτηριστικά τήν ἐργασία καί τά λευκά ἐνδύματα. Ἱδρύθηκαν κι ἄλλα μοναστήρια
πού ἀκολούθησαν τό πρῶτο καί οἱ ἡγούμενοί τους συνήρχοντο μιά φορά τό χρόνο
στό κεντρικό, ὅπου ἀσκοῦσαν νομοθετική, ἐκτελεστική καί δικαστική ἐξουσία. Σέ
ἀντίθεση μέ τό Κλουνιακό ἐπεδίωκαν μέχρι τά μέσα τοῦ 12ου αἰ. τήν ὑποταγή στόν
ἐπίσκοπο, μετά ὅμως ἐπεκράτησε ἡ ἐξαίρεσή τους (exemtio) καί ἡ ἄμεση ὑποταγή
τους στόν πάπα. Τό 1115 ἱδρύθηκε καί στό Κλαιρβώ μέ πρῶτο ἡγούμενο τόν
Βερνάρδο τοῦ Κλαιρβώ. Σύντομα μέ τόν ἀσκητισμό του καί τήν καταδίκη τῆς
πλουτομανίας ἔγινε πολύ ἀγαπητό καί ὑπερκέρασε τό Κλουνιακό τάγμα, πού ἦταν πιό
συγκεντρωτικό. Μέχρι τό 1134 πού πέθανε ὁ γενικός ἡγούμενος Ἄγγλος Στέφανος
Harding τό τάγμα ἀριθμοῦσε 80 μονές, ἐνῶ μέχρι τό θάνατο τοῦ Βερνάρδου τοῦ
Κλαιρβώ τό 1153 ἀριθμοῦσε 350 μονές σέ ὅλη τήν Εὐρώπη, μέχρι τή Νορβηγία καί
τήν Πολωνία.
β) τό Τάγμα τῶν Δομηνικανῶν. Ἱδρύθηκε ἀπό τόν Δομήνικο τό 1170, ὁ ὁποῖος
συνεργαζόμενος μέ τόν ἐπίσκοπο τῆς Ὄσμα Ντιέγκο γιά τήν καταπολέμηση τῶν
αἱρετικῶν συνειδητοποίησε ὅτι πρέπει νά μιμηθεῖ τόν ἀποστολικό ἀπέριττο τρόπο
χριστιανικῆς ζωῆς καί νά κηρύξει ἔτσι τό Εὐαγγέλιο, γι’ αὐτό καί ἐπίσημα (καί μέχρι
σήμερα), λέγεται Τάγμα Κηρύκων (Ordo Praedicatorum, μέ τά διακριτικά ἀρχικά
O.P.). Στήν Ἀγγλία ὀνομάσθηκαν Μαύροι Ἀδελφοί (Blackfriars) λόγω της μαύρης
κάππας τους. Υἱοθετώντας τόν Κανόνα τῶν Αὐγουστινιανῶν πέτυχε τό 1216 τήν
ἀναγνώριση ἀπό τόν πάπα Ὁνώριο Γ΄. Τό 1220 τό Τάγμα ἀπέκτησε τόν πρῶτο
Κανόνα του, πού ἀπαιτοῦσε ἀπόλυτη πτωχεία καί ἐπαιτεία. Ὀργανώθηκε σέ μονές-
παραρτήματα καί πολύ σύντομα οἱ μοναχοί καλλιέργησαν γιά κηρυκτικούς λόγους τή
θεολογική παιδεία μέ ἀποτέλεσμα νά ἀποτελέσουν τή βασική δεξαμενή θεολογικῶν
συμβούλων τοῦ παπικοῦ θρόνου, νά βγάλουν μεγάλους θεολόγους ἀπό τά σπλάχνα
τους (Θωμά Ἀκινάτη κ.ἀ.) ἀλλά καί νά στελεχώσουν τήν Ἱερά Ἐξέταση.
γ) Τό τάγμα τῶν Πραιμονστρατησίων (Prémontrés) πού ἱδρύθηκε τό 1126 ἀπό τόν
Νόρμπερτ Ἀρχιεπίσκοπο Μαγδεμβούργου ἔδινε ἔμφαση στόν κανόνα τοῦ Ἁγίου
Αὐγουστίνου καί στήν μυστική βίωση τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν ὀργανωμένο
ὄχι μέ «θυγατρικά μοναστήρια» ἀλλά τοπικά ἀνάλογα μέ τίς ἐκκλησιαστικές
ἐπαρχίες. Διαδόθηκε κυρίως στή Γερμανία, Βοημία, Γαλλία, Κάτω Χῶρες καί λίγο
στήν Ἀγγλία καί Ἰσπανία. Ἔδιναν ἔμφαση στήν κοινωνική ποιμαντική σέ ἐνορίες καί
στήν ἱεραποστολή στήν Ἀνατολή.
δ) Τό Τάγμα τῶν Φραγκισκανῶν. Ἱδρύθηκε ἀπό τόν ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης τῆς
Ἰταλίας (1182-1228) μέ σκοπό τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, τήν προσφορά σέ
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
77

ἀναξιοπαθοῦντες καί ἐνδεεῖς καί τήν προσωπική πτωχεία. Μετά ἀπό ἀπροθυμία καί
ἀπορρίψεις ἐγκρίθηκε τελικά ἀπό τόν πάπα Ὁνώριο Γ΄ τό 1223 ὁ Κανόνας του, κι
ἔτσι τό τάγμα γνώρισε μεγάλη διάδοση στή Γαλλία, Γερμανία, Ἰσπανία, Ἀγγλία,
Οὐγγαρία καί Συρία. Μετά τήν κοίμηση καί ἁγιοποίηση τοῦ Φραγκίσκου ὑπῆρξε
διάσταση μεταξύ τῶν ἀδελφῶν γιά τό βαθμό τῆς πτωχείας πού ἔπρεπε νά τηρεῖται.
Τελικά ἐπικράτησαν οἱ μετριοπαθεῖς, ἐνῶ οἱ αὐστηροί διώχθηκαν ἀλλά τό 1415 καί
ὁριστικά τό 1517 ἀναγνωρίσθηκαν καί οἱ δύο τάσεις (fratres minores, fratres
conventuales) ἐνῶ τό 1519 προέκυψαν καί ἀπό τούς ζηλωτές οἱ Καπουτσίνοι.
ε) Τήν ἴδια ἐποχή σημειώνουμε καί τά ἱπποτικά τάγματα, πού συνδύαζαν μοναστικούς
ὅρκους καί χρήση ὅπλων. Τά σημαντικώτερα ἦταν οἱ Ἰωαννίτες (ἤ Ξενοδόχοι) καί οἱ
Ναῒτες. Οἱ πρώτοι ἦταν ἕνωση πού διευκόλυνε ἀρχικά καί προστάτευε τους
προσκυνητές (πρό Σταυροφοριών, ὁπότε εἶχε ἱδρυθεῖ τό Ξενοδοχεῖο – Hospital τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου στήν Ἰερουσαλήμ) πού πήγαιναν νά προσκυνήσουν στούς Ἁγίους
Τόπους. Μετά τό 1099 ἀναδιοργανώθηκαν καί τό καταστατικό τους ἐπικυρώθηκε τό
1113 ἀπό τόν πάπα Πασχάλη τόν Β΄. Ὁ ἀρχηγός (πρωτομάγιστρος) πλαισιωνόταν
ἀπό ἕνα Ἀνώτατο Συμβούλιο καί τό τάγμα ἦταν χωρισμένο σέ ἔθνη («γλῶσσες»),
ἀπέκτησε δέ μεγάλη περιουσία καί κτήσεις. Μετά τό 1187 μεταφέρθηκαν στήν
Ἄκκρα, μετά τό 1291 στή Λεμεσό καί τό 1309 στή Ρόδο μέχρι την ἅλωση τοῦ νησιοῦ
ἀπό τούς Τούρκους τό 1522. Τέλος, πῆγαν στή Μάλτα, ὅπου διαλύθηκαν ἀπό τό
Ναπολέοντα τό 1798. Ἐπανιδρύθηκαν καί ἑνώθηκαν μ’ ἕνα ἀντίστοιχο
προτεσταντικό «Τάγμα» τοῦ 1538 καί ἀποτελοῦν σήμερα μιά ὀργάνωση κοινωνικῆς
εὐποιΐας (σωματεῖο ἐθελοντῶν) γιά παροχή πρώτων βοηθειῶν.
Οἱ Ναΐτες ἱδρύθηκαν τό 1119 μέ τήν ἐνθάρρυνση τοῦ Λατίνου βασιλιᾶ τῆς
Ἰερουσαλήμ Βαλδουίνου Β΄, ἦταν πολλοί εὐγενεῖς, ὑπάγονταν ἀπό τό 1139 ἀπευθείας
στόν Πάπα, συνδύαζαν μοναχισμό καί πολεμική ἐκπαίδευση, ἀπέκτησαν τεράστια
περιουσία καί διαμόρφωσαν ἕνα ὑποτυπῶδες τραπεζικό σύστημα. Τελικά ἡ μεγάλη
τους ἐπιτυχία, ἦταν καί ἡ αἰτία τῆς καταστροφῆς τους, γιατί ὁ βασιλιᾶς τῆς Γαλλίας
τούς κατεδίωξε γιά νά τούς πάρει τήν περιουσία (1307). Ἡ δίκη καί ἡ διά πυρᾶς
ἐκτέλεση τοῦ Μεγάλου Μαγίστρου τους γιά ἀποκρυφιστικές πρακτικές τροφοδότησε
πλῆθος θρύλων καί συνωμοσιολογικῶν ἑρμηνειῶν μέχρι σήμερα.
Ἄλλο ἱπποτικό τάγμα ἦταν τό Γερμανικό (Τευτονικό) Τάγμα πού μετά τό
1300 στράφηκε στόν ἐποικισμό περιοχῶν τῆς Βαλτικῆς καί ἀπετέλεσε παράγοντα τοῦ
φαινομένου τῆς γερμανικῆς ἐπέκτασης στήν Ἀνατολή (Drang nach Osten). Μέχρι τόν
15ο αἰώνα εἶχε ὀργανωθεῖ στίς περιοχές τῆς σημερινῆς Λιθουανίας καί βόρειας

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
78

Πολωνίας σέ μιά ἐδαφική ἡγεμονία, πού μετά τήν Μεταρρύθμιση θ’ ἀποτελέσει ἕνα
ἀπό τά συστατικά στοιχεῖα τοῦ Βασιλείου τῆς Πρωσσίας.
Τά παραπάνω μοναστικά τάγματα δέν ἀπέκλειαν καί πολλές ἄλλες μορφές
μοναχισμοῦ καί εἰδικά ἀναχωρητισμοῦ πού ξεκίνησε ἀπό τήν Κ. Ἰταλία ἀλλά
ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλο τό Μεσογειακό χῶρο. Ἀπ’ ἐκεῖ προῆλθαν ποικίλα τάγματα, ὅπως
τῶν Καρμελιτῶν κλπ. Βορειότερα, ὅμως, ἦταν δυσκολώτερη αὐτή ἡ μορφή γιά
κλιματολογικούς λόγους. Τό σημαντικώτερο, ὅμως, εἶναι ὅτι μέσα ἀπό τά διδακτικά
αὐτά τάγματα προσεγγίζονταν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού σε εξωτερικούς
χώρους (με κήρυγμα και εξομολόγηση) ἐνῶ ἡ ὑλική πλευρά αυτῆς τῆς παρέμβασης
φαίνεται στις οικοδομήσεις/τροποποιήσεις μεγάλων ναών σε κεντρικές ευρωπαϊκές
πόλεις πού συναγωνίζονται τούς καθεδρικούς καί οἰκοδομοῦνται μέ διαδοχικές
ἐπεμβάσεις σέ μικρότερα παλαιοχριστιανικά ἤ ρωμανικά κτίστματα11.

3.2.3.4. Θεολογία καί πνευματικότητα.

3.2.3.4.1. Πρώιμη περίοδος – ἔριδα περί γενικῶν ἐννοιῶν

Τό ὑλικό μέ τό ὁποῖο δούλευε ἡ θεολογία χρησιμοποιώντας τήν φιλοσοφία


ἦταν στή Δύση ἀρχικά λίγο. Μεταφρασμένα στά λατινικά ἦταν μόνο δύο ἀπό τά
λογικά ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη (Κατηγορίες, Περί Ἑρμηνείας) μέ εἰσαγωγή ἀπό τόν
Πορφύριο (De quinque vocis) καί συμπιλήματα τοῦ Marcianus Capella (μέσα τοῦ 5ου
αἰ), Κασσιοδώρου (480-570), Ἰσιδώρου Σεβίλλης καί ἀπό τά πλατωνικά ὁ Τίμαιος.
Ἀργότερα, κατά τόν 9ο αἰ. ἔρχεται στή Δύση ἕνα χειρόγραφο τοῦ Διονυσίου
Ἀρεοπαγίτου πού τό μετέφρασε ὁ Ἰωάννης Scotus Eriugena (810-880). Τόσο τό ἔργο
αὐτό ὅσο καί ὁ ἴδιος ὁ Eriugena μέ τό ἔργο του De divisione naturae ἔδωσαν νέα
ὤθηση στήν ἔριδα περί τῶν γενικῶν ἐννοιῶν. Ἡ ἔριδα μεταξύ Ρεαλισμοῦ καί
Νομιναλισμοῦ, ἤ «ἔριδα περί τίς γενικές ἔννοιες», ἀφορᾶ τό βασικό πρόβλημα στό
ὁποῖο βρέθηκε ἀπό τόν 6ο αἰ. μ.Χ. ἡ ἐμβρυακή δυτικοευρωπαϊκή σκέψη
μεταφράζοντας στά λατινικά τήν Εἰσαγωγή τοῦ Πορφυρίου στά λογικά ἔργα τοῦ
Ἀριστοτέλους: καθώς φτιάχνουμε τό "δέντρο" τῶν ἐννοιῶν ἀπό τίς πιό εἰδικές στίς
πιό γενικές (π.χ. Πέτρος, ἄνδρας, ἄνθρωπος κλπ.), μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν
κάπου πραγματικά, ἔξω ἀπό τό μυαλό μας οἱ γενικές ἔννοιες; Θετική ἀπάντηση ἔδινε

11
Πολύ ἐνδιαφέρουσες στό θέμα αὐτό εἶναι οἱ ἐργασίες τῆς Caroline A. Bruzelius καί εἰδικά
γιά τήν οἰκοδομική τεχνική τῶν Κιστερσιανῶν.
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
79

ὁ "Ρεαλισμός" πού ὁδηγοῦσε σέ μιά ἱεραρχική εἰκόνα τοῦ κόσμου. Τά γενικώτερα


ὑπάρχουν "περισσότερο" καί τά μερικώτερα "λιγώτερο". Ὁ "ἄνθρωπος" γενικά, ὡς
ἔννοια, "ὑπάρχει" περισσότερο ἀπό τούς συγκεκριμένους ἀνθρώπους. Ὑποχρεωτικά
λοιπόν ἀπό τό γενικώτατο συνάγουμε τό πραγματικώτατο (ens realissimum) μέσα
ἀπό τό ἐπιμέρους. Αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς ὀντολογικῆς ἀπόδειξης περί ὑπάρξεως τοῦ
Θεοῦ: ἄν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε μιά γενικώτατη ἔννοια πού τά ἐμπεριέχει ὅλα (τό
Θεό δηλαδή), αὐτή θά ὑπάρχει καί πιό σίγουρα ἀπ' ὅλα. Ἔτσι συνδεόταν ἡ
μεταφυσική στούς οὐρανούς μέ τήν πολιτική καί κοινωνική ἐξουσία, ὑπάγοντας ὅλα
τά ὁρατά καί συγκεκριμένα στήν ἐξουσία τοῦ ἀφηρημένου. Ὁ ἐπιμέρους ἄνθρωπος,
τά ἐπιμέρους πράγματα, ὑπάρχουν ἐπειδή ὑπάρχουν τά γενικώτερα, αἰώνια, ἀόρατα
πράγματα, δηλαδή ἡ "μεταφυσική". Ὁ Νομιναλισμός ἀντιδροῦσε στίς ἀπόψεις τοῦ
Ρεαλισμοῦ καί θεωροῦσε ὅτι οἱ ἔννοιες εἶναι "γυμνά ὀνόματα" πού προκύπτουν ἀπό
κώδικες τῆς κοινῆς ἐμπειρίας. Προηγεῖται δηλαδή ἡ ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων πού μᾶς
δίνει τήν ἔννοια τοῦ συγκεκριμένου κι ἀπ' αὐτή φθάνουμε στήν ἀφαίρεση, δηλ. τήν
ἀφηρημένη ἔννοια καί μέσῳ τῆς γλώσσας στό ὄνομα. Ὁ Νομιναλισμός
παρουσιάσθηκε ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά θά πάρει νέα ὤθηση ἀργότερα, τόν 14ο αἰώνα.

3.2.3.4.2. Ἱστορικές ἐξελίξεις ἀπό τον 9ο αιώνα.

Ποιό ἦταν τό ἱστορικό περιβάλλον αὐτῶν τῶν ἐξελίξεων; Τό ἕνα στοιχεῖο


ἦταν ἡ αὐλή τοῦ Καρλομάγνου, ὅπου ὁ Θεοδοῦλφος τῆς Ὀρλεάνης (750/60 -
18.12.821) ἦταν σημαντικό πρόσωπο αὐτοῦ τοῦ κύκλου, Βησιγότθος φυγάς ἐξ
Ἰσπανίας, μαθητής τοῦ Βενεδίκτου Ἀνιανῆς, ἐπίσκοπος Ὀρλεάνης, μεταφραστής και
συγγραφέας πιθανόν ταῶν Libri Carolini. Σημαντικώτατος ἐπίσης ἦταν ὁ Ἀλκουίνος
ἀπό τήν Ἀγγλία (735-804) πού σπούδασε τό 778 στήν Ὑόρκη παρά τόν Ἀρχιεπίσκοπο
Ecgberth, μαθητή τοῦ Βέδα Αἰνέσιμου. Ἀργότερα ἡ φήμη τοῦ Ἀλκουίνου ἔγινε τόσο
μεγάλη, πού τόν κάλεσε ὁ Καρλομάγνος νά γίνει αὐλικός δάσκαλος στό Ἄαχεν καί νά
ἐποπτεύσει τήν ὀργάνωση τῆς ἐκπαίδευσης στό φραγκικό βασίλειο. Ἄλλο σημαντικό
πρόσωπο ἦταν ὁ Ρατράμνος τοῦ Corbie (+870) πού μέ τό ἔργο του De corpore et
sanguine Domini εἰσήγαγε τίς εὐχαριστιακές ἔριδες ἀλλά συνέγραψε και ἐναντίον
«τῶν Ἑλλήνων» ὑπερασπιζόμενος τό filioque, ἐπί ἐποχῆς Φωτίου.
Τό ἄλλο σημαντικό στοιχεῖο παιδευτικῆς ἀνάπτυξης ἦταν τά μοναστήρια.
Περί τό 850 τά μοναστήρια ἔχουν ἕνα πρῶτο ρόλο ἀκόμη καί στή φιλοσοφική παιδεία
καί διαθέτουν σημαντικές βιβλιοθῆκες μέ 400-600 βιβλία πού περιεῖχαν 3 ἤ 4
φιλοσοφικά ἔργα ἡ κάθε μία. Ἐκτός ἀπό τήν Ἰρλανδία καί στή Laon οἱ μοναχοί (πού
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
80

εἶναι ἐπίσης ἰρλανδικῆς παραδόσεως) γνωρίζουν ἑλληνικά. Ὁ ἴδιος ὁ Eriugena


δίδασκε στή Λαόν. Σημαντικό ἔργο παράγεται καί στήν Auxerre. Πληροφορίες γι’
αὐτά μᾶς δίνουν οἱ κατάλογοι τῶν βιβλιοθηκῶν, ὅπου σώζονται12. Ἐπίσης
παλαιογραφική ἔρευνα στά χειρόγραφα ἔδειξε τό ἔργο πού γινόταν ἐκεῖ13. Ἔτσι
δίνεται μιά φιλοσοφική παιδεία πού διαρκεῖ μέχρι τό τέλος τοῦ αἰώνα14. Μετά τό 900
οἱ νορμανδικές καί σλαβικές ἐπιδρομές ἀνακόπτουν τήν ἐξέλιξη αὐτή καί ἡ σχολή τῆς
Laon καί τῆς Auxerre ἐξαφανίζονται μετά τό 970. Ὅμως, μετά τό 970 ἀρχίζει πάλι νά
ἀποκαθίσταται μιά ἐξέλιξη στό νεοσύστατο κράτος τῆς Γαλλίας. Τό 990
ἀναδεικνύεται ἡ σχολή τῆς Chartres. Στή θεολογία τά πράγματα εἶναι ἐξίσου δύσκολα
καί ὑπομνήματα στή Βίβλο φαίνεται νά ἔχουν ἐξαφανιστεῖ μέχρι τό 1060.

3.2.3.4.3. 11ος αἰ.-12ος αἰ.

Εἶναι πλέον ἡ ἐποχή πού ἔχουμε μιά ἀναγέννηση τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ.
Σημαντικοί στοχαστές ἀναδείχθηκαν οἱ Ἄνσελμος Κανταβρυγίας (1033-1109) καί ὁ
Γουλιέλμος τοῦ Champeaux (+1121). Αὐτοί ἀνῆκαν στούς ρεαλιστές, ἐνῶ ὁ
Ροσκελλίνος τῆς Compiéne (1050-1120) ἦταν Νομιναλιστής.
Ἡ ἀρχή τοῦ 12ου αἰ. σημαδεύεται ἀπό τό πέρασμα ἀπό τήν θεολογία τῶν
πνευματικῶν ἐμπειριῶν πού παραγόταν στά Ἀββαεῖα πρός τίς σχολές πού
στεγάζονται σέ ναούς καί ἄλλες ἐγκαταστάσεις τους στίς πόλεις. Αὐτό γίνεται ἀρχικά
σέ περιοχές πού βρίσκονται κυρίως στή Γαλλία, ὅπως στή Λαόν, τό Beck, τή Chartre
καί τήν Auxerre, πού προαναφέραμε. Ὅμως εἶναι διαφορετικές ἀπό τή Laon καί τήν
Auxerre τοῦ 9ου αἰ. Ἡ θεολογία, συνεπῶς, ὁρίζεται ἀπό τή μιά μεριά ἀπό τή μεγάλη
προσωπικότητα τοῦ Κιστερσιανοῦ Βερνάρδου τοῦ Κλαιρβώ, πού συνέβαλε στήν ἴαση
τοῦ σχίσματος τό 1130, ἔγραψε ἑρμηνευτικά ἔργα βαθειᾶς πνευματικότητας καί
θεωρεῖται στή Δύση ὁ τελευταῖος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ἄλλη ἀπό
μαθητές τοῦ Άνσελμου Κανταβρυγίας (Καντέρμπουρυ) πού ὑπῆρξε ὁ
σημαντικώτερος θεολογικός συγγραφέας τοῦ τέλους τοῦ 11ου αἰ. καί ἔγραψε
σημαντικά ἔργα (καί πολεμικά ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων) καί ἀνάμεσά τους τό «Cur
Deus Homo?». Οἱ μαθητές τοῦ Ἀνσέλμου ἔδρασαν στίς σχολές που προαναφέραμε
12
Βλ. D. Lehmann, Mittelalterliche Bibliothekskataloge I Konstanz und Chur, München
1918, Mittelalterliche Bibliothekskataloge IV, 1 Passau, Regensburg, München 1977.
13
J. Contreni, The cathedral school of Laon from 850 to 930 its manuscripts and masters,
München 1978.
14
Γιά τίς ἐξελίξεις τοῦ 9ου ἀπό τόν Καρλομάγνο ἔως τίς ἐπαρχιακές αὐτές σχολές βλ. J.
Marenbon, From the circle of Alkuin to the school of Auxerre London 1981
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
81

καί περιλάμβαναν τόν Ἄνσελμο τῆς Λαόν (1050-1117), τόν Οὔγο τοῦ Ἁγίου
Βίκτωρος (1096-1141) στό Παρίσι πού ἀρχίζει κι αὐτό νά ἀποκτᾶ σπουδαιότητα καί
κυρίως τον Πέτρο Αβελάρδο (1079-1142). Στή Λαόν ἐπίσης δίδασκε περί τό 1060 ὁ
Mangold ἤ Manegold (Mangold τοῦ Lautenbach). Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀνάπτυξη
μετά τό 970 μαζί μέ τήν ἄνοδο τοῦ γερμανικοῦ κράτους, ἡ ἄνοδος τῶν σχολῶν καί ἡ
χρήση τῶν παλαιότερων θεολογικῶν ἔργων τοῦ Ρατράμνου κλπ. συμβάλλουν στήν
ὁριστική διαφοροποίηση ἀπό τήν Ἀνατολή. Τό ἐκκλησιαστικό ἀντίστοιχο αὐτῆς τῆς
ἀνάκαμψης ἦταν ἡ ὑπέρβαση τοῦ σχίσματος τοῦ 1130 καί ἡ Σύνοδος τοῦ 1139.
Μέ τόν Ἀβελάρδο, πού χρησιμοποίησε τή διαλεκτική καί διατύπωσε
ὁρισμένες τολμηρές ἀπόψεις σέ διάφορα θεολογούμενα βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς
λεγόμενης πρώιμης σχολαστικῆς περιόδου, ἡ ὁποία ἐξωτερικά ἔχει τρία
χαρακτηριστικά: α) τήν ἀνάπτυξη τῆς κριτικῆς διερεύνησης τῶν πηγῶν τῆς θεολογίας
(δηλαδή τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Παραδόσεως τῶν Πατέρων) στίς σχολές πού
εἴδαμε ἤδη, β) τή διαμόρφωση τῆς ἐπιστήμης τοῦ Κανονικοῦ δικαίου στήν Μπολόνια
μέ τόν Καμαλδουλινό μοναχό Γρατιανό πού ἀμέσως μετά τή Σύνοδο τοῦ 1139
συνέταξε ἕνα χρηστικό ἑρμηνευτικό ὑπόμνημα πού ἐναρμόνιζε ἀντιφατικούς μεταξύ
τους κανόνες (“Concordia discordantium canonum”) καί γ΄) τήν ἀνάπτυξη τοῦ
θεσμοῦ τοῦ Πανεπιστημίου στό Παρίσι καί τήν Μπολόνια, ὡς ἐκπαιδευτικοῦ θεσμοῦ
μή ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικοῦ. Τό τελευταῖο συγκροτήθηκε ἀφ’ ἑνός στό Παρίσι σέ
διάφορους ἐπί μέρους χώρους ἀπό μεμονωμένους δασκάλους θεολογίας καί
ἐλευθέρων τεχνῶν (artes liberales) καί ἀφ’ ἐτέρου στήν Μπολόνια μέ τή συνένωση
τῶν διδασκάλων τοῦ Δικαίου σέ ἕνωση (universitas). Αὐτή πρέπει νά εἶχε
δημιουργηθεῖ ἀπό τό 1088, ἀλλά ἐπικυρώθηκε μέ διάταγμα τοῦ Φρειδερίκου τοῦ Α΄
(Habita) στή συνέλευση τῆς Roncaglia, ἑβδομῆντα χρόνια ἀργότερα, τό 1158, ὥστε
νά ὑπάρχει ἕνα ἐπιστημονικό σῶμα γιά γνωμοδοτήσεις σέ περίπτωση διαφωνιῶν ὄχι
μόνο κοσμικοῦ δικαίου, ἀλλά καί ζητημάτων ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας. Σχεδόν
ταυτόχρονα συνασπίσθηκαν καί οἱ μεμονωμένοι διδάσκοντες στήν Ὀξφόρδη.

3.2.3.4.4. 13ος αἰ. – Σχολαστική τεχνική καί Summae

Εἶναι σαφές ὅτι οἱ ἀνάγκες ἑνός ἀνανεωμένου μετά τό σχίσμα τοῦ 1139 καί
κινούμενου ἀπό τό μεταρρυθμιστικό πνεῦμα παπισμοῦ ὁδήγησαν στή χρηστική
τεχνική τῆς κωδικοποίησης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου μέ τό Decretum τοῦ
Γρατιανοῦ, πού παρέθετε τούς Κανόνες, τούς σχολίαζε ἀνάμεσα στίς γραμμές καί στό
τέλος παρέθετε μιά διαλεκτικά ἀναπτυσσόμενη ἐπιχειρηματολογία γιά τό τελικό
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
82

συμπέρασμα. Τά σχόλια μαζεύονταν ἀργότερα σέ στρώματα καί ἔμπαιναν ὡς


ὑποσημειώσεις. Ἔτσι, τελικά ἀναπτύχθηκαν οἱ λεγόμενες Summae. Ἡ ἀποφασιστική
ἐξέλιξη εἶναι ὅτι αὐτή ἡ τεχνική τῶν Νομικῶν Σχολῶν (ὅπως καί στή βυζαντινή καί
ἑλληνιστική ἐποχή σχολαστικός ἦταν ὁ ἀπόφοιτος τῆς κυρίως παραγωγικῆς ἀνώτερης
σχολῆς, τῆς νομικῆς) ἀπό τό κανονικό δίκαιο πέρασε καί στήν κυρίως θεολογία μέ τό
ἔργο τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ (+1160), μαθητή τοῦ Ἀβελάρδου, πού κατά τή διαμονή
του στή Ρώμη (1148-1150) γνώρισε τό ἔργο τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ σέ
μετάφραση τοῦ Βουργούνδιου τῆς Πίζας καί πιθανόν στήν Μπολόνια τή μέθοδο τοῦ
Γρατιανοῦ. Κωδικοποίησε τή θεολογική διδασκαλία σέ μιά τετράτομη Δογματική
στηριζόμενος ἰδιαίτερα στό ἔργο τοῦ Αὐγουστίνου, πού ὁλοκληρώθηκε περί τό 1157
καί ὀνομάσθηκε Sententiae. Ἡ μεθοδικότητά του καί ἡ συντηρητική καί μετριοπαθής
προσέγγιση τῶν ἐρωτημάτων (σέ ἀντίθεση μέ τό δάσκαλό του Ἀβελάρδο) ἔκανε τίς
Sententiae (παρά κάποιες κριτικές φωνές) τό βασικό ἐγχειρίδιο Δογματικῆς μέχρι τόν
16ο αἰώνα (ὁπότε ἀντικαταστάθηκε ἀπό τή Summa τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη), πού
μελετήθηκε καί σχολιάσθηκε ἐπανειλημμένα ἀπό πολλούς μεταγενέστερους καί
μνημονεύθηκε ἐπίσημα ὡς ἀναγνωρισμένη αὐθεντία στή Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τοῦ
1215. Ἔτσι ὁ 13ος αἰώνας ἀνοίγει μέ τήν κυρίως σχολαστική περίοδο καί τή
λειτουργία τῶν πρώτων Πανεπιστημίων.
Τά τελευταῖα αὐτά ἀναπτύχθηκαν σέ μιά τεταμένη (ἀλλά πάντως ἑδραιωμένη)
σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί τήν πόλη στήν Μπολόνια καί τήν Ὀξφόρδη καί πιό
ἀνεξάρτητα στό Παρίσι, ὅπου διδάσκοντες καί φοιτητές ἀποτελοῦσαν σωματεῖα πού
ἔλεγχαν τή διδασκαλία καί τή φοίτηση μέ ἐκλογές καί κρίσεις, ἐνῶ τό Πανεπιστήμιο
χωρίσθηκε σέ τέσσερεις σχολές, Ἰατρικῆς, Θεολογίας, Ἐλευθέρων Τεχνῶν καί
σπουδῆς τοῦ Decretum (Δίκαιο). Παράλληλα, ὁλοκληρώνεται ἡ γνώση τοῦ
Ἀριστοτέλους ἀπό ἰουδαϊκές καί ἀραβικές μεταφράσεις πού ἔγιναν στίς μεθοριακές
περιοχές μέ τούς Ἄραβες (Νεάπολη, Τολέδο) καί ἀπευθείας ἀπό τά ἑλληνικά, ἀπό
διαφόρους δυτικούς πού ἔφθασαν στήν Ἀνατολή μέ τίς Σταυροφορίες καί εἰδικά τήν
Δ΄. Παρά τίς ἐκκλησιαστικές ἀντιδράσεις (κυρίως σέ συνόδους στό Παρίσι) ἐναντίον
αὐτοῦ τοῦ «νέου» Ἀριστοτέλη (τοῦ ὁποίου τά μεταφρασμένα ἀπό συριακά στά
ἀραβικά ἑλληνιστικά ὑπομνήματα «μύριζαν» Νεοπλατωνισμό καί τά φυσικά του ἔργα
περιεῖχαν καί ἀσύμβατες μέ τό Χριστιανισμό ἀπόψεις) σύντομα ἐπεκτείνεται καί
χρησιμοποιεῖται ὅλος ὁ Ἀριστοτέλης.
Μέσα σ’ αὐτό τό κλῖμα καί μέ τή συμβολή τῶν μεγάλων διδασκαλικῶν
μοναστικῶν ταγμάτων (Φραγκισκανῶν, Δομηνικανῶν) ἀπογειώνεται ἡ σχολαστική
θεολογία μέ μεγάλη παραγωγή ἀπό Summae. Οἱ Φραγκισκανοί ἐκπροσωποῦνται ἀπό
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
83

τόν Ἀλέξανδρο Χαλέσιο (+1245) πού συνέταξε τή Summa universae Theologiae, τον
Ἰωάννη Βοναβεντούρα (1221-1274) καί τόν Δούνς Σκώτο (1265-1308). Τήν ἴδια
ἐποχή δροῦν στήν Ὀξφόρδη ὁ Robert Grosseteste καί ὁ Roger Bacon (1214-1292).
Στούς Δομηνικανούς ἀνήκει ὁ Ἀλβέρτος Μάγνος (ὁ Μέγας, 1193-1280) πού μέ τήν
πολυμάθειά του (doctor universalis) καί τό διεισδυτικό νοῦ του ἐπέβαλε τελικά ἕναν
«χριστιανικό» Ἀριστοτέλη, καί ὁ μαθητής του, ὁ πολύς Θωμᾶς Ἀκινάτης (1225-
1274), πού δίδαξε κυρίως στό Παρίσι (1252-1259, 1268-1272) καί στή Νεάπολη
(1272-1274). Συνέταξε φιλοσοφικά ὑπομνήματα στόν Ἀριστοτέλη, ἑρμηνευτικά στήν
Ἁγία Γραφή, ἀλλά εἶναι πιό γνωστός γιά τά μεγάλα συνθετικά του ἔργα Summa
contra gentiles (συν. 1258-1264 περίπου) καί τό ἀτελείωτο Summa Theologiae, πού
συνέταξε στό τέλος τῆς ζωῆς του (1267-1274). Στό ἔργο του προσπαθεῖ νά κάνει μιά
σύνθεση βασικῶν φιλοσοφικῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἀριστοτέλους μέ τή χριστιανική
Ἀποκάλυψη πού ὁλοκληρώνει τό ἔργο τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς. Ὅμως, ἡ σύνθεση
αὐτή δέν ἔγινε στήν ἐποχή του τελείως κατανοητή, ἔγινε μάλιστα καί ἀντικείμενο
κριτικῆς κυρίως ἀπό τούς Φραγκισκανούς, πού προαναφέραμε καί πού προέβαλαν
κυρίως τή σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἀργότερα, ὅμως ὁ Θωμισμός θά
ἀποτελοῦσε τό κυρίαρχο ἔνδυμα τῆς ρωμαιοκαθολικῆς σκέψης μέσα στό εὐρωπαϊκό
πνευματικό τοπίο καί ἡ Summa του θά ἀντικαταστήσει σέ βαρύτητα τίς Sententiae
τοῦ Πέτρου Λομβαρδοῦ.

3.2.3.4.5. 14ος αἰώνας

Τό πέρασμα στόν 14ο αἰ. πού σημαδεύει τόν ὕστερο Μεσαίωνα σημαδεύει καί
τό πέρασμα στήν κριτική ἀπέναντι στίς Σούμμες καί τόν ἐνοποιητικό θεολογικό λόγο
πού προσπαθοῦσε νά ὑποτάξει τόν κόσμο τῶν ὀρατῶν στόν κόσμο τῶν γενικῶν
ἐννοιῶν καί τελικά τῶν ἀοράτων. Τέτοια κριτική παρουσιάζεται στό Παρίσι μέ τον
Γουλιέλμο τοῦ Ὄκκαμ (+1349), πού θεωρεῖται εἰσηγητής τοῦ Νομιναλισμοῦ. Δι’
αὐτοῦ τίθενται τά Πανεπιστήμια πρό τοῦ διλήμματος νά ἀκολουθήσουν τήν κλασική
θεολογία καί φιλοσοφία (via antiqua) ἤ τή σύγχρονη κριτική μέθοδο τῆς ἐποχῆς τους
(via moderna);
Ἐκτός, ὅμως ἀπό τίς συγκρούσεις σέ ἐπίπεδο λογικῆς, ὑπῆρξαν καί μυστικοί
θεολόγοι πού ἔδιναν έμφαση στήν πνευματική ἐμπειρία τῆς ζωῆς μέ τό Χριστό, ὅπως
ὁ Μάιστερ Ἔκχαρτ (1260-1327), ὁ Νικόλαος τῆς Λύρας (+1340) καθώς καί ὁ Θωμᾶς
ἐκ Κέμπης (1380-1471) πού συνέγραψε ἕνα κλασικό καί πολυδιαβασμένο μέχρι
σήμερα ἔργο, τήν «Μίμησιν τοῦ Χριστοῦ», πού εἰσάγει μιά νέα εὐσέβεια μέ ἔμφαση
Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν
αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα
84

στήν προσωπική πνευματική αὐτοαξιολόγηση καί τήν ἀναζήτηση ἐμπειριῶν ταύτισης


μέ τό Χριστό (devotio moderna). Στά πλαίσια αὐτά καταλαβαίνουμε καί τίς κινήσεις
πού παρουσιάζονται στήν Ἀγγλία, ἀλλά ἀκόμα καί στήν Τσεχία, ὄχι ἁπλά ὡς
ἀκαδημαϊκῆς προελεύσεως ἀντιδράσεις ἀλλά ὡς ἔκφραση πλέον προσωπικῶν
προσπαθειῶν διαμόρφωσης μιᾶς εὐσέβειας γιά τό μέσο ἄνθρωπο, ὅπως εἴδαμε
παραπάνω ὅτι ἀποτελοῦσαν οἱ ὀπαδοί τοῦ Οὐίκλιφ στήν Ἀγγλία. Σ’ αὐτό πρέπει νά
συνέβαλε σέ μεγάλο βαθμό καί ἡ ἀνασφάλεια καί ὁ πανικός πού προέκυψαν ἀπό τήν
καταστροφική ἐπιδημία πανώλους πού ἐξολόθρευσε μεγάλο μέρος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ
πληθυσμοῦ καί ἄλλαξε τίς κοινωνικές καί οἰκονομικές σχέσεις. Ὁπωσδήποτε, καί ἡ
ἡσυχαστική ἔριδα στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή πρέπει ἱστορικά νά ἰδωθεῖ σ’ αὐτό τό
εὐρύτερο πλαίσιο τῆς ἀναζήτησης μιᾶς πιό ἄμεσης σχέσης μέ τό Θεό καί τήν
ἐμπειρία τῆς σωτηρίας.

Copyright κειμένου Δημήτριος Ν. Μόσχος. Κείμενο μη δημοσιεύσιμο, προς χρήσιν


αποκλειστικά των φοιτητών Τμήματος Θεολογίας που δήλωσαν το σχετικό μάθημα

You might also like