You are on page 1of 14

Οδυσσέας Ελύτης «Η τρελή ροδιά»

Το ποίημα είναι γεμάτο από αισθήματα αισιοδοξίας και εικόνες της ελληνικής
φύσης, που μέσα στη φαντασία του ποιητή συμπλέκονται με τη μόνιμη εικόνα
μιας τρελής ροδιάς. Αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε στροφής. Στη
μεταμορφωτική της δύναμη αποδίδει ο ποιητής ό,τι βλέπει γύρω του και ό,τι
αισθάνεται. Αλλά και η ίδια η ροδιά συχνά μεταμορφώνεται με τη δύναμη της
φαντασίας του ποιητή.

Πρωινό ερωτηματικό
κέφι à pleine haleine

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς


Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια


Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη


Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγενη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει


Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαί-
μονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρε-
λή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου


Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της

1
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

à pleine haleine με γεμάτη την αναπνοή, με μια ανάσα.


στ. 2. θολωτές καμάρες: των νησιωτικών σπιτιών.
στ. 7. που ξυπνούν (οι κάμποι)· δηλ. το πρωί. Η σειρά των λέξεων: όταν τα
ολόγυμνα κορίτσια θερίζουνε στους κάμπους που ξυπνούν.
στ. 11. που ξεχειλίζει κτλ.: που κάνει ν' ακούονται τα ονόματά τους σαν
πλήθος από κελαηδισμούς.
στ. 14. με χιλιάδες πρίσματα: με χιλιάδες ιριδισμούς (σαν αυτούς που
βλέπουμε όταν κοιτάζουμε μέσα από κρυστάλλινα πρίσματα).
στ. 19. που χαιρετάει: να συνδεθεί με το: μια θάλασσα (στ. 21).
στ. 24. που τρίζει: που κάνει να τρίζουν.
στ. 25. πανύψηλα: επίρρ. Η εικόνα του στίχου αυτού, αρκετά ασαφής· ίσως
προβάλλει την κορυφή του δέντρου στο φόντο του ουρανού.

Η ευδαιμονία και η ζωτικότητα είναι δύο στοιχεία που διατρέχουν την


ποιητική αυτή σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη και φανερώνουν τη διάθεση του
ποιητή να υμνήσει την ομορφιά της ζωής, που σε πείσμα κάθε αντιξοότητας
και δυσκολίας κατορθώνει να διατηρεί αλώβητα τα θέλγητρά της. Ο ποιητής
ανιχνεύει τα θέλγητρα αυτά στα απλά καθημερινά δώρα της ζωής και όχι σε
περιττές εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, όπως είναι ο υλικός πλούτος και η
πολυτέλεια. Η ζωή, άλλωστε, παρέχει άφθονες αφορμές ευτυχίας ακόμη και
στις πιο λιτές πτυχές του φυσικού κάλλους.

Η τρελή ροδιά: Ο τίτλος του ποιήματος μας παραπέμπει στην εικόνα ενός
δέντρου που λόγω του ανέμου κινεί τα κλαδιά του ανεξέλεγκτα. Συνάμα,
βέβαια, σε μεταφορικό επίπεδο αποδίδεται η ζωογόνος εκείνη δύναμη που
καθιστά τη ροδιά σύμβολο της ακατάλυτης δύναμης της ζωής. Η ροδιά
χαρακτηρίζεται, άρα, για την ευδαίμονα διάθεσή της∙ είναι γεμάτη ενέργεια,
πάθος για ζωή και χαρά. Όπως η ζωή τείνει να συνεχίζει την πορεία της
ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει, έτσι και η ροδιά διατηρεί αναλλοίωτη την
ευδιαθεσία της, αφού συμβολίζει υπό μία έννοια τη διαρκή αγάπη για τη ζωή.

Πρωινό ερωτηματικό
κέφι à pleine haleine
Με την υποσημείωση αυτή που συνοδεύει τον τίτλο ο ποιητής μας φανερώνει
ορισμένα βασικά στοιχεία του ποιήματος. Διευκρινίζεται, έτσι, πως όσα
καταγράφει διαδραματίζονται στο πλαίσιο ενός πρωινού. Ενώ, η λέξη
ερωτηματικό μας παραπέμπει στην απορία εκείνη -στο επαναλαμβανόμενο
ερώτημα του ποιητή- που διατρέχει όλη τη σύνθεση, για το αν είναι η τρελή
ροδιά που κάνει όλα όσα διαπιστώνει να συμβαίνουν κατά τη διάρκεια
εκείνου του πρωινού.
Η λέξη «κέφι» είναι σημαντική για την κατανόηση του συναισθηματικού
κλίματος που κυριαρχεί στο ποίημα, καθώς όλες οι δράσεις που οφείλονται
στην τρελή ροδιά ή αποδίδονται σε αυτή διακρίνονται για την έντονη
ευδιαθεσία που φανερώνουν. Ενώ, η φράση «με μια ανάσα» υποδηλώνει πως
όλα όσα αναφέρει ο ποιητής εξελίσσονται τάχιστα. Αποτελούν επί της ουσίας
όσα αντικρίζει κανείς να συμβαίνουν ταυτόχρονα μόλις ξεκινά η ημέρα.

2
Παράλληλες δράσεις και συναισθήματα, που έρχονται να αναδείξουν την
έξοχη ομορφιά της φύσης και του ανθρώπινου βίου.

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς


Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Το τοπίο που επιλέγει ο ποιητής είναι νησιώτικο και μας υπενθυμίζει τη


σταθερή αγάπη του για την ομορφιά και την αγνότητα του αιγαιοπελαγίτικου
χώρου. Μέσα στις ολόλευκες αυλές -διαχρονική μέριμνα των νησιωτών το
ασβέστωμα των εξωτερικών χώρων του σπιτιού, που προσφέρει στην εικόνα
των αιγαιοπελαγίτικων νησιών το ιδιαίτερο γνώρισμα της συνύπαρξης του
λευκού με το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού-, όπου φυσά ο θερμός
νοτιάς κι ακούγεται σαν σφύριγμα το πέρασμά του από τις θολωτές κάμαρες
των σπιτιών, συναντάμε την πρώτη παρουσία και επενέργεια της ζωτικής
δύναμης, που εδώ παρουσιάζεται από τον ποιητή με τη μορφή της τρελής
ροδιάς. Εδώ, παράλληλα, τίθεται για πρώτη φορά το ερώτημα εκείνο που,
επαναλαμβανόμενο σε κάθε στροφή, λειτουργεί ως το συνεκτικό μοτίβο του
ποιήματος: «πέστε μου είναι η τρελή ροδιά».
Ο ποιητής ρωτά αν την πρωινή εκείνη ώρα που φυσά ο νοτιάς είναι η τρελή
ροδιά που κινείται -που τινάζεται- κάτω από το φως του ήλιου και σκορπίζει
ολόγυρα το καρποφόρο γέλιο της. Η προσωποποίηση της ροδιάς που γελά και
η μεταφορά σχετικά με το καρποφόρο γέλιο της, αποδίδουν την αίσθηση πως
το δέντρο αυτό, όπως και κάθε δέντρο άλλωστε, εκπροσωπεί ουσιαστικά τη
δύναμη και τη ζωτικότητα της φύσης. Η κίνηση του δέντρου με τους
γευστικούς καρπούς, που έχουν μια ιδιαίτερη ομορφιά με το κόκκινο χρώμα
τους, μοιάζουν με μια χαρωπή προσφορά της φύσης προς τους ανθρώπους.
Η κίνηση, μάλιστα, του δέντρου γίνεται άλλοτε χάρη στα πείσματα του
ανέμου, όταν φυσά, δηλαδή, με ένταση, κι άλλοτε χάρη στα ψιθυρίσματά του,
όταν, δηλαδή, χαμηλώνει την έντασή του. Μια διαρκής εναλλαγή ανάμεσα
στην έντονη κίνηση και στην ηπιότερη, που δημιουργεί την αίσθηση πως το
δέντρο έχει αποκτήσει ζωντάνια ανάλογη με αυτή που χαρακτηρίζει τις
κινήσεις ενός ανθρώπου.
Ο ποιητής ρωτά τους αναγνώστες (ή ακροατές) του να του πουν αν είναι η
τρελή ροδιά εκείνη που την ώρα του πρωινού, την ώρα που στην εκκλησία
τελείται η ακολουθία του Όρθρου, σπαρταρά, έχοντας στα κλαδιά της
νεογέννητα φύλλα∙ ένδειξη κι αυτή της διαρκούς της συμμετοχής στην
αδιάκοπη συνέχεια της ζωής. Αν είναι εκείνη που ανοίγει στο φως του ήλιου μ’
ένα ρίγος θριάμβου όλα της τα χρώματα∙ αν είναι εκείνη που τρέμοντας, λόγω
του πρωινού ανέμου, αποκαλύπτει στα ψηλότερα κλαδιά της όλα τα χρώματα
των φύλλων και των καρπών της, συμπληρώνοντας με την παρουσία της την
ομορφιά του πρωινού τοπίου.

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια


Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου

3
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Η επόμενη επενέργεια της τρελής ροδιάς σχετίζεται με τα όμορφα κορίτσια


που θερίζουν το πρωί στους κάμπους, μόλις αυτοί έχουν ξυπνήσει
(προσωποποίηση). Τα κορίτσια παρουσιάζονται από τον ποιητή ολόγυμνα,
μιας και η πολύ πρωινή ώρα που ξεκινούν τη δουλειά τους τα κρατά ακόμη σ’
επαφή με τον κόσμο των ονείρων, όπου κυκλοφορούν ελεύθερα, χωρίς τις
συμβάσεις του πραγματικού κόσμου. Η εικόνα σκοπίμως συγχέει τα όρια
ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, ώστε να υπάρχει η αναγκαία
ελευθερία να αποδοθεί ο ερωτισμός που ανακινείται στην ψυχή του ποιητή
χάρη στη θέα αυτών των δροσερών και νεανικών πλασμάτων.
Τα κορίτσια παρουσιάζονται να θερίζουν με τα ξανθά τους χέρια τριφύλλια,
γεγονός που φανερώνει τη διάθεση του ποιητή να διατηρήσει το αμφίσημο
των αναγνώσεων, μιας και το επίθετο «ξανθά» μας παραπέμπει περισσότερο
στο χρώμα των μαλλιών. Εντούτοις, θα μπορούσε να εκληφθεί ως αναφορά
στο νεανικό φωτεινό δέρμα που υπό το φως του πρωινού ήλιου δημιουργεί
την εντύπωση μιας ξανθιάς, χρυσής απόχρωσης.
Τα ολόγυμνα κορίτσια την ώρα που θερίζουν, γυρίζουν τα πέρατα των ύπνων
τους, αφού η σκέψη τους είναι ελεύθερη να παραμένει ακόμη στα όνειρα που
μόλις πριν λίγη ώρα εγκατέλειψαν προκειμένου να βρεθούν στον κάμπο. Η
νεανική ηλικία είναι, άλλωστε, στενά συνυφασμένη με την ονειροπόληση και
την αδιάπτωτη ευθυμία που προκύπτει από τη συχνή επαφή με τον κόσμο της
φαντασίας, και, άρα, τη διαφυγή από τις δυσκολίες ή τις τυχόν ασχήμιες του
πραγματικού κόσμου.
Εδώ, βέβαια, προκύπτει και η ιδιαίτερη επενέργεια της τρελής ροδιάς, η
οποία φροντίζει να γεμίζει με φως τα χλωρά τους πανέρια. Φροντίζει, δηλαδή,
να προσφέρει την ελπίδα, τη ζωτικότητα, την ευθυμία και την αισιοδοξία, ως
δώρα πολύτιμα για τα όμορφα αυτά κορίτσια που καλούνται να εργαστούν
σκληρά. Κι είναι η τρελή ροδιά που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά
τους∙ που γεμίζει, δηλαδή, με ομορφιά τους πρωινούς ήχους από τις
συνομιλίες τους, κάνοντας τον κάμπο να αντηχεί από τις κελαηδιστές νεανικές
τους φωνές.
Είναι, λοιπόν, η τρελή ροδιά που τα κάνει όλα αυτά, ρωτά, κατά τρόπο
ρητορικό ο ποιητής. Είναι η τρελή ροδιά που με το μοίρασμα της χαράς, της
ομορφιάς και της αισιοδοξίας μάχεται τη συννεφιά του κόσμου; Είναι η τρελή
ροδιά που κατορθώνει με την επενέργειά της να καθιστά ακόμη και τις
επίμοχθες στιγμές της καθημερινότητας φωτεινές και γεμάτες κέφι;

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά
Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της
Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Η τρελή ροδιά, ωστόσο, δεν εμπλέκεται μόνο με την καθημερινότητα των


απλών ανθρώπων, καθώς η ζωτικότητά της και η ακατάλυτη αισιοδοξία της
κάνουν ακόμη και την ίδια την ημέρα να αισθάνεται ζήλια και να προσπαθεί
να την ξεπεράσει σε ομορφιά και σε θέλγητρα. Έτσι, η προσωποποιημένη και
ζηλιάρα μέρα στολίζεται με φτερά εφτά διαφορετικών ειδών και κυκλώνει τον
αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα, με χιλιάδες εκτυφλωτικά πρίσματα που

4
διαθλούν το φως του και σχηματίζουν μια εκπληκτική πανδαισία
χρωματισμών και ιριδισμών.
Εικόνα έξοχης ομορφιάς που αξιοποιεί τους συμβολισμούς των αριθμών
προκειμένου να εμπλουτίσει το νόημα των στίχων. Έχουμε, έτσι, τα εφτά είδη
φτερών που παραπέμπουν στα εφτά χρώματα του ουράνιου τόξου∙ τα
χιλιάδες πρίσματα που παραπέμπουν στις χιλιάδες δροσοσταλίδες του
πρωινού, μας και στις πλείστες υδάτινες πηγές που διαθλούν κάθε πρωί το
φως του ήλιου, και στη συνέχεια τις εκατό βιτσιές, που έρχονται να
αποδώσουν την ταχύτητα με την οποία κινείται η τρελή ροδιά.
Είναι, ρωτά ο ποιητής, η τρελή ροδιά που αρπάζοντας μια χαίτη, ενός
υποτιθέμενου αλόγου ή ακόμη και μιας ακτίνας του ήλιου, και χτυπώντας μ’
εκατό βιτσιές σπεύδει να φέρει την ελπίδα της καινούριας ημέρας που
ανατέλλει. Είναι η τρελή ροδιά που λειτουργεί ως κήρυκας της νέας ημέρας
και όλων των προσδοκιών που τη συνοδεύουν, μεταφέροντας με την
ακατάπαυστη ευδαιμονία της το ελπιδοφόρο μήνυμα;
Η στάση της τρελής ροδιάς απέναντι στη νέα ημέρα που ξημερώνει
φανερώνει την πρόθεση του ποιητή να παρουσιάσει ένα αντίβαρο απέναντι
στη θλίψη και στη γκρίνια που τόσο υπονομεύουν το νέο ξεκίνημα. Έτσι, η
τρελή ροδιά ούτε θλιμμένη είναι, ούτε γκρινιάρα, αλλά υποδέχεται τη νέα
μέρα αναγνωρίζοντας το πλήθος και την έκταση των ελπίδων που συνοδεύουν
τον ερχομό της.

Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη


Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά
Μια θάλασσα ετοιμόγενη με χίλια δυο καράβια
Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
Σ’ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

Η τρελή ροδιά είναι παρούσα και στο χώρο της θάλασσας, καθώς με το
ξεκίνημα της νέας μέρας, που σηματοδοτεί και την εκκίνηση πλήθους νέων
ταξιδιών, εμφανίζεται να χαιρετά σε όλα τα μάκρη τους ταξιδευτές τινάζοντας
σαν μαντίλι τα κλαδιά της με τα φύλλα τους κι εκείνη τη δροσερή φωτιά
(οξύμωρο σχήμα), που πιθανώς είναι οι κόκκινοι καρποί της υπό το φως του
ήλιου.
Η τρελή ροδιά στέλνει τον πρωινό χαιρετισμό της στην ετοιμόγενη θάλασσα
που φουσκωμένη όπως είναι με τον ανεξάντλητο όγκο του νερού της κυοφορεί
χίλια δυο καράβια κι είναι έτοιμη να τα συντροφεύσει στο ταξίδι τους με τα
κύματά της που χίλιες και δυο φορές ξεκινούν και πάνε σε ακρογιαλιές
αμύριστες∙ σε ακρογιαλιές που για πρώτη φορά φτάνει κάποιος σε αυτές κι
είναι άρα εντελώς ανεξερεύνητες από τους ανθρώπους.
Μήπως, λοιπόν, είναι η τρελή ροδιά που κάνει τα πανιά των πλοίων να τρίζουν
μέσα στον διάφανο αέρα; Μήπως είναι η τρελή ροδιά που στέλνει το μήνυμα
της αισιοδοξίας και της ευδαιμονίας ακόμη και στους ναυτικούς που έχοντας
εγκαταλείψει την ασφάλεια της στεριάς καλούνται να διατρέξουν τις
εκπληκτικές εκτάσεις της θάλασσας και ν’ ανακαλύψουν τόπους νέους και
ανέγγιχτους;

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει


Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσίς του κόσμου τις κακοκαιριές του δαί-

5
μονα
Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρε-
λή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Η τρελή ροδιά και η επενέργειά της δεν περιορίζεται μόνο στο νησιωτικό
τοπίο και τη θάλασσα, μα κινείται ακόμη και στα μεγαλύτερη ύψη, όπου το
γαλανό τσαμπί του ουρανού ανάβει χάρη στο φως του ήλιου και γιορτάζει τον
ερχομό της νέας ημέρας, διατηρώντας τον αγέρωχο χαρακτήρα που του
προσδίδει η απόστασή του από το χώρο της γης. Κι είναι ο χώρος του ουρανού
γεμάτος κινδύνους, όπως αυτούς που φροντίζει να αποσοβήσει η τρελή ροδιά
σπάζοντας με φως τις κακοκαιρίες που στέλνει ο δαίμονας στη μέση του
κόσμου. Η αναφορά στον δαίμονα μας παραπέμπει στην τάση των αρχαίων
να αποδίδουν τα δυσμενή καιρικά φαινόμενα στη δράση οργισμένων
θεοτήτων.
Είναι η τρελή ροδιά εκείνη που απλώνει πέρα ως πέρα την κροκάτη τραχηλιά
-το ροδόχρωμο ένδυμα- της μέρας, κοσμώντας το τοπίο με τα χρώματα της
ανατολής που έχουν τόσο συχνά υμνηθεί με τραγούδια σ’ όλο τον κόσμο; Είναι
η τρελή ροδιά εκείνη που με βιασύνη λύνει τα μεταξωτά ρούχα της ημέρας,
προκειμένου να φανερωθεί σε όλους το άμετρο κάλλος της;

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου


Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

Η τρελή ροδιά κάνει αισθητή την παρουσία της και σε διάφορα επίπεδα του
χρόνου, αφού εμφανίζεται και στα μεσοφούστανα της πρωταπριλιάς, δηλαδή
την άνοιξη, αλλά και σε τζιτζίκια του δεκαπενταύγουστου, δηλαδή στην
κορύφωση του καλοκαιριού, διατρέχοντας έτσι όλους τους μήνες της
καλοκαιρίας. Κι ο ποιητής ρωτά, είναι η τρελή ροδιά εκείνη που παίζει, που
οργίζεται και που ξελογιάζει τους ανθρώπους, αποδιώχνοντας από τη φοβέρα
κι απ’ ό,τι μοιάζει απειλητικό τα μαύρα σκοτάδια; Είναι η τρελή ροδιά εκείνη
που στέλνει στο στήθος του ήλιου -στο λαμπρό φως της ημέρας- μεθυστικά
πουλιά και ανοίγει φτερά στο στήθος των πραγμάτων, αφαιρώντας τους το
βάρος της πραγματικότητας και δίνοντάς τους την ελαφρότητα της
ευδαιμονίας, ώστε καθετί σ’ αυτό τον κόσμο να αποκτά μια πιο θετική και
πρόσχαρη πλευρά; Είναι η τρελή ροδιά εκείνη που ανοίγει φτερά στο στήθος
των πιο βαθιών ονείρων μας, ώστε να τους δώσει τη δυνατότητα να
υλοποιηθούν, παραγνωρίζοντας την απαισιοδοξίας μας που τείνει να τα κρατά
δέσμια από το φόβο πως δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν;
Εμφανής, η πρόθεση του ποιητή να αποδώσει στην τρελή ροδιά όλο το εύρος
της δύναμης που έχουν τα πλέον θετικά συναισθήματα, όπως είναι αυτά της
ελπίδας, της πίστης, της αισιοδοξίας και της βαθιάς ευδαιμονίας. Μιας
δύναμης, δηλαδή, που μπορεί να αποδιώχνει το φόβο και την ανησυχία,
αποκαλύπτοντας όλη την ομορφιά της ζωής και επιτρέποντας στους
ανθρώπους να ονειρεύονται χωρίς δισταγμό, αφού σ’ αυτό τον κόσμο της
χαράς και της ακατάπαυστης ελπίδας ακόμη και τα πιο απίθανα όνειρα έχουν

6
τουλάχιστον το δικαίωμα να φανερωθούν, έστω κι αν δεν μπορούν πάντοτε να
γίνουν πραγματικότητα. Άλλωστε, τα πιο βαθιά μας όνειρα υπάρχουν κάποτε
μόνο για να λειτουργούν ως στήριγμα στις στιγμές της δυσκολίας με τη
λυτρωτική τους δύναμη να αψηφούν τα όρια και τους περιορισμούς της
πραγματικότητας.
Η επενέργεια της τρελής ροδιάς κορυφώνεται σ’ αυτή την στροφή, αφού η
λειτουργία της δεν περιορίζεται στον εξωτερικό καλλωπισμό της φύσης, αλλά
προχωρά βαθιά στην ψυχή των ανθρώπων και αποδιώχνει το φόβο και τη
δυσπιστία. Προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να αντικρίζουν τα
πράγματα με αισιοδοξία και τους απαλλάσσει από το βάρος της
πραγματικότητας. Όλα, από τις πρακτικές δυσκολίες της πραγματικότητας
μέχρι τα πιο κρυφά όνειρα, αποκτούν φτερά χάρη στην επενέργεια της τρελής
ροδιάς και παύουν να είναι δέσμια των ψυχρών περιορισμών της λογικής. Οι
άνθρωποι αποκτούν, έτσι, ένα βαθύ αίσθημα ελευθερίας, που τους επιτρέπει
να μην καταπιέζονται από τις τρέχουσες αντιξοότητες και να διατηρούν την
ελπίδα τους στην έστω μελλοντική πραγμάτωση των ονείρων και των
προσδοκιών τους.

Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)

Φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Γεννήθηκε στο Ηράκλειο.


Κατάγεται από τη Λέσβο. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στα
ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1935 με ποιήματα στο περιοδικό Τα Νέα
Γράμματα. Ενώ ο Γ. Σεφέρης ανανεώνει την ελληνική ποίηση επηρεασμένος
από το συμβολισμό, ο Οδ. Ελύτης γράφει αφομοιώνοντας τα πιο ουσιώδη
στοιχεία του υπερρεαλισμού. Από την ποιητική του παραγωγή ξεχωρίζουν οι
τρεις πρώτες συλλογές του, που τα κύρια χαρακτηριστικά τους μπορούν να
συνοψιστούν στα εξής: α) Το ποίημα εκφράζει μια βαθιά αίσθηση της ζωής,
υγεία και νεανικό σφρίγος, που εξωτερικεύονται με τη συνεχή παράθεση
απροσδόκητων εικόνων. β) Οι εικόνες συνδέονται μεταξύ τους συνειρμικά και
διακρίνονται για την ανανεωμένη και συναισθηματικά φορτισμένη γλώσσα
τους. Σημαντική όμως τομή στην ποιητική του γραφή αποτελεί το Άξιον Εστί,
γιατί όσο κι αν διατηρεί τα βασικά συστατικά της, κατορθώνει να μετουσιώσει
τα πιο γόνιμα στοιχεία της ποιητικής μας παράδοσης. Με το Άξιον Εστί
αρχίζει η ώριμη περίοδος του Ελύτη. Γενικά, θεωρείται ως ένας από τους πιο
σημαντικούς νεοέλληνες ποιητές, που με την πλούσια φαντασία του ανανέωσε
την ελληνική ποίηση. Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ της
λογοτεχνίας. Το έργο του: α) Ποιητικές συλλογές: Προσανατολισμοί (1940),
Ήλιος ο Πρώτος (1943), Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για το Χαμένο
Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1945), Το Άξιον εστί (1959), Έξι και Μια Τύψεις
για τον Ουρανό (1960), Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά
(1971), Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας (1971), Θάνατος και Ανάσταση του
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (χειροποίητη έκδοση του γλύπτη Κουλεντιανού,
Παρίσι 1971), Το Μονόγραμμα (1972), Τα Ετεροθαλή (1974), Μαρία Νεφέλη
(1978), Ο μικρός ναυτίλος (1985), Δυτικά της λύπης (1995) κ.ά. β) Δοκίμια: Ο
Ζωγράφος Θεόφιλος (1973), Ανοιχτά χαρτιά (1974), Η Μαγεία του
Παπαδιαμάντη (1976). γ) Μεταφράσεις: Δεύτερη Γραφή (1976), μεταφράσεις
ποιημάτων του Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Ελιάρ, Ζουβ, Ουγκαρέτι, Λόρκα,
Μαγιακόφσκι. Μετέφρασε επίσης τα θεατρικά έργα: Νεράιδα του Ζιροντού,
Ο Κύκλος με την Κιμωλία του Μπρεχτ και Δούλες του Ζενέ.

7
Οδυσσέας Ελύτης «Ήλιος ο Πρώτος» XVI

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο


Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.

Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη


Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.
Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα
Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά


Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

Το 1943, χρονιά που εκδόθηκε η συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη «Ήλιος ο Πρώτος»,
οι Έλληνες δοκιμάζονταν σκληρά από την ανηλεή Γερμανική Κατοχή, γεγονός που
καθιστούσε την απελευθέρωση της χώρας ζητούμενο και προσδοκία όλων. Συνάμα, όμως, η
ελληνική κοινωνία συγκλονιζόταν κι από μιαν ακόμη διαφαινόμενη ελπίδα, αυτή της πλήρους
αναμόρφωσης των πολιτικών και κοινωνικών δομών μέσω της ολοένα ενισχυόμενης
κομμουνιστικής ιδεολογίας. Έτσι, το μήνυμα του ποιητή για τον ερχομό της «ωραίας
πολιτείας», για τον ερχομό της προσδοκώμενης αλλαγής, ήταν όχι μόνο ευπρόσδεκτο, μα και
αναγκαίο, για να ενισχυθεί το κλονισμένο ηθικό των Ελλήνων.
Οι ελπιδοφόροι στίχοι του Ελύτη, βέβαια, ξεπερνούν κατά πολύ τη χρονική
συγκυρία και τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν, καθώς η σκέψη
πως το όραμα κι οι επιθυμίες των ανθρώπων μπορούν να υλοποιηθούν κάποια στιγμή -Κι
όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα- καλύπτει μιαν ανάγκη διαχρονική.

«Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο


Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι
Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο
Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν
Αεροβάτες
Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας
Ένας Θεός το ξέρει.»

Ο Οδυσσέας Ελύτης, που προσέφερε με το έργο του μια ανατρεπτική θέαση της ποιητικής
πραγμάτωσης, γνωρίζει καλά πως κάθε καίρια αλλαγή προκύπτει χάρη σ’ εκείνους
που τολμούν να ονειρευτούν και να επιδιώξουν όσα στους άλλους μοιάζουν
ουτοπικά ή ακόμη και ανεπιθύμητα. Γνωρίζει πως οι πρωτοπόροι κάθε κοινωνίας, όπως
άλλωστε κι οι αγωνιστές, αντιμετωπίζονται από εκείνους που έχουν υποταχθεί στη δύναμη

8
των παγιωμένων καταστάσεων, ως αιθεροβάμονες που επιζητούν ανέφικτες ανατροπές.
Γνωρίζει πως μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες για να προκύψει μια επιδιωκόμενη
αλλαγή -όσο μικρή ή παράτολμη- είναι να ξεπεραστούν οι αντιδράσεις κι η πολεμική εκείνων
που από φόβο ή δειλία αδυνατούν να δεχτούν τα οφέλη από την ανατροπή όσων μέχρι εκείνη
τη στιγμή αποτελούσαν γι’ αυτούς τη μόνη οικεία πραγματικότητα.
Οι άνθρωποι, επομένως, που διατηρούν την ανεξαρτησία της σκέψης τους και δεν διστάζουν
να διεκδικούν ριζικές ή κάποτε και τελείως απαραίτητες βελτιώσεις στη ζωή τους, είναι
αναγκασμένοι να δέχονται τα χτυπήματα όχι μόνο εκείνων ενάντια των οποίων
αγωνίζονται, μα και μιας μεγάλης μερίδας των συμπολιτών τους, οι οποίοι παρά το γεγονός
πως συνυπάρχουν στις ίδιες συνθήκες καταπίεσης, ανέχειας και υποδούλωσης, δεν έχουν το
απαραίτητο ηθικό σθένος για να δεχτούν πως η «απελευθέρωση» είναι εφικτή∙ κυρίως γιατί ο
δρόμος προς αυτή είναι στρωμένος με δύσκολους αγώνες και σημαντικές απώλειες.
Οι οραματιστές κι οι αγωνιστές, λοιπόν, της κοινωνίας -κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής-
χρειάζονται, όχι μόνο την πνευματική εκείνη ελευθερία που θα τους επιτρέψει να διακρίνουν
τις δυνατότητες πίσω και πέρα από κάθε εμπόδιο, μα και τη δύναμη να αντέξουν τις
αλλεπάλληλες αντιδράσεις, καθώς και τη συνεχή προσπάθεια, μέχρι να δουν το
όνειρό τους να υλοποιείται. Κι είναι αυτό το στοιχείο που συγκινεί τον ποιητή απέναντι
στους συνανθρώπους του που δεν παύουν να αγωνίζονται.
Μπορεί οι άνθρωποι αυτοί να δίνουν την εντύπωση πως είναι αεροβάτες, που έχουν ελάχιστη
επαφή με την πραγματικότητα και άρα ελάχιστα αποθέματα ψυχικής δύναμης, μα η αλήθεια
τους είναι τελείως διαφορετική. Είναι σε θέση να οραματίζονται ακριβώς γιατί το
όνειρο κι η ελπίδα έχουν σφυρηλατηθεί μέσα τους με πόνο και αγωνία τέτοιας
έντασης, ώστε η υπόστασή τους να έχει καταστεί πλέον ακλόνητη. Τα υλικά που συνθέτουν
τους ανθρώπους με τα πιο παράτολμα όνειρα, είναι πέτρες, σίδερο, φωτιά και αίμα∙ είναι τα
πιο σκληρά και τα πιο σταθερά υλικά, που έχουν πάρει το βάπτισμά τους στην απώλεια, στην
απογοήτευση, μα και στην απαντοχή.
Αν στους άλλους μοιάζουν να στερούνται ερεισμάτων λογικής και ηθικής, επειδή
έχουν το «θράσος» να διεκδικούν δυσεπίτευκτες αλλαγές∙ αν στους άλλους δίνουν την
εντύπωση πως είναι φτιαγμένοι από «σκέτο σύννεφο», επειδή ό,τι αποζητούν μοιάζει
επικίνδυνα νεφελώδες και ανυπόστατο, αυτό δεν είναι παρά μια παραπλανητική εντύπωση.
Οι άνθρωποι αυτοί έχουν δομήσει την προσωπικότητα και τη θέλησή τους παλεύοντας για
χρόνια αρνήσεις και δυσκολίες. Έχουν νικήσει μέσα τους την αμφισβήτηση χιλιάδες
φορές, προτού αποδώσουν φωνή και πράξεις στις προσδοκίες τους.
Μόνο ο Θεός το ξέρει πώς έχουν περάσει τις μέρες και τις νύχτες τους, πόσες φορές έχουν
φτάσει στην πλήρη απόγνωση κι έχουν επανακάμψει, πόσες φορές έχουν εγκαταλείψει, μόνο
για να γυρίσουν ξανά πιο δυνατοί. Έτσι, εκείνοι που τους λιθοβολούν και τους αποκαλούν
αεροβάτες, δεν γνωρίζουν καθόλου πόσο πολύ έχει δοκιμαστεί κι έχει ισχυροποιηθεί μέσα
τους η απόφαση να δράσουν και να επιτύχουν το ανέφικτο που επιθυμούν.

«Φίλε μου όταν ανάβ’ η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη


Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.»

Ο ποιητής με τη χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου στην πρώτη στροφή εντάσσει τον εαυτό
του στη χορεία των οραματιστών, που διεκδικούν την αναγέννηση της πολιτείας. Ενώ, στη
δεύτερη στροφή, απευθύνει το λόγο σ’ έναν φίλο και ομοϊδεάτη, θέλοντας να παρουσιάσει με
μεγαλύτερη έμφαση την αγωνιώδη ψυχική δοκιμασία όσων, όπως κι ο ίδιος, πόθησαν την
αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης. Μέσα, λοιπόν, από τα λόγια παραμυθίας που
ακολουθούν καθίστανται ορατές οι διακυμάνσεις κι οι δοκιμασίες εκείνων που δεν
έπαψαν να προσδοκούν και να επιδιώκουν την καλυτέρευση της ζωής και την αποτίναξη
των δεσμών.

Συνεχίζοντας ο ποιητής την καταληκτική σκέψη της πρώτης στροφής, πως μόνο ο Θεός ξέρει
πως περνούν τις μέρες και τις νύχτες τους, μας δίνει μιαν εικόνα από τα αγωνιώδη ξενύχτια,
που συνοδεύουν την απροθυμία παράδοσης στην αδράνεια του συμβιβασμού. Όταν, λοιπόν, η
νύχτα ανάβει την ηλεκτρική οδύνη του ανήσυχου ανθρώπου, γίνεται αίφνης ορατό το δέντρο
της καρδιάς που απλώνεται και διακλαδώνεται στην πόλη. Τα νυχτερινά φώτα στα σπίτια

9
εκείνων που ξαγρυπνούν λειτουργούν ως δείκτης εντοπισμού των αδέσμευτων
ψυχών∙ των ψυχών που δεν μπορούν να αφεθούν στην εύκολη λήθη του ύπνου.

Άνθρωποι που ξαγρυπνούν με αναμμένα τα φώτα, μα και άνθρωποι που βρίσκονται διαρκώς
σε μια στάση ικεσίας, παρακαλώντας τη λευκή -και άρα αγνή- Ιδέα να πραγματωθεί
επιτέλους, ανατρέποντας τα δεινά και επιφέροντας μια ουσιαστική αλλαγή στη ζωή τους. Μια
ικεσία όμως που διαρκεί χρόνια, καθώς η ζητούμενη αλλαγή, όπως και κάθε πραγματική
μετάπλαση της κοινωνίας, δεν μπορεί παρά να χρειάζεται πολύ χρόνο, μέχρι να μπορέσει να
υλοποιηθεί. Ιδίως, μάλιστα, όταν η αλλαγή αυτή έρχεται αντιμέτωπη με τα
συμφέροντα ανθρώπων, ομάδων και κοινωνικών τάξεων που για χρόνια κρατούσαν τον
έλεγχο της πολιτείας.

«Κι όμως του πόθου τ’ όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα


Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά
Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες
Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει
Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή
Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.»

Κι αν η αναμονή είναι μακρόχρονη και αγωνιώδης, εντούτοις αυτό δε σημαίνει πως η


πραγμάτωση της ελπίδας και της προσδοκίας δεν επέρχεται ποτέ. Έτσι, αυτό που ποθείται
κι αυτό που συνιστά το όραμα των ανθρώπων, ξυπνά μια μέρα έχοντας λάβει
μορφή, έχοντας πραγματοποιηθεί. Εκεί που κάποτε άστραφτε η γυμνή ερημιά∙ εκεί που
κάποτε υπήρχαν μόνο αντιξοότητες, χωρίς καμία ένδειξη για τη δυνατότητα επίτευξης της
αλλαγής, τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία όπως τη θέλησαν οι άνθρωποι, που ποτέ δεν
έπαψαν να πιστεύουν, να αγωνίζονται και να προσπαθούν.
Ο ποιητής καλεί τον φίλο του να τον ακολουθήσει προς την αναγεννημένη πολιτεία, προς την
πολιτεία που αποτίναξε όλα εκείνα τα δεσμά των ξένων και των εγχώριων κατακτητών, τα
δεσμά των όπλων και των οικονομικών συμφερόντων. Μια πρόσκληση που ενέχει το
στοιχείο μιας διττής δικαίωσης, καθώς όχι μόνο θα καταφέρει να δει την πολιτεία για την
οποία αγωνίστηκε, μα θα έχει την ευκαιρία να την αντικρίσει νωρίτερα απ’ όλους τους
άλλους.

«Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά


Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε
Πως επιτέλους φάνηκε να ‘ρχεται από μακριά
Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!
Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν
Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες
Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι
Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά
Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!»

Ο ποιητής είναι εκείνος που θα οδηγήσει τον φίλο του στην ωραία πολιτεία, προτού
την αποκαλύψει η προσωποποιημένη Αυγή σε όλους τους ανθρώπους. Η Αυγή λαμβάνει εδώ
την έννοια του φανερώματος μιας νέας αρχής, μιας νέας εποχής, μακριά από τους εφιάλτες
και τους πόνους του παρελθόντος.
Δώσε το χέρι σου, λέει ο ποιητής, προτού μαζευτούν τα πουλιά στους ώμους των ανθρώπων
και κελαηδήσουνε την έλευση της νέας εποχής. Εικόνα που μας παραπέμπει βέβαια στον
παμψυχισμό της δημοτικής ποίησης, όπου οι ανθρώπινες ιδιότητες αποδίδονταν σε καθετί
έμψυχο ή άψυχο.
Τα πουλιά θα κελαηδήσουνε σε όλους πως έρχεται πια και στη δική μας χώρα η παρθένα
Ελπίδα, το αισιόδοξο μήνυμα της αλλαγής και της ανανέωσης, που έχει ήδη ηχήσει σε άλλες
μακρινές περιοχές∙ έρχεται, ως ανταμοιβή μα και ως κεκτημένο δικαίωμα, ύστερα από τόσα
χρόνια προσμονής και αγωνίας.
Πάμε, λοιπόν, καλεί ο ποιητής τον φίλο του, κι ας μας λιθοβολούν κι ας μας
αποκαλούν αεροβάτες, όσοι δεν ένιωσαν ποτέ πόση δύναμη και πόση αντοχή κρύβουμε
στην ψυχή μας. Η ελπίδα και το όνειρο ανήκουν, άλλωστε, σ’ εκείνους που έχουν δομήσει το
είναι τους με τα ισχυρότερα υλικά. Οι πέτρες, το σίδερο, το αίμα κι η φωτιά συμβολίζουν τις
αγωνίες, τις απώλειες, τον πόνο και τους αδιάκοπους αγώνες που έδωσαν οι άνθρωποι αυτοί
προκειμένου να μπορούν να τραγουδούν, να ελπίζουν και να ονειρεύονται. Χτίζουν, έτσι, την

10
«ωραία πολιτεία», όχι με ανέξοδα όνειρα, μα με κομμάτια της ψυχής τους που τα θυσίασαν
στο όνομα μιας νέας, αναμορφωμένης, ελεύθερης και δικαιότερης κοινωνίας.

Οδυσσέας Ελύτης «Δώρο Ασημένιο Ποίημα»

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα


που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-


λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας

Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-


χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο

Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου


πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι


που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους


άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι


τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.

Το 1969 ο Οδυσσέας Ελύτης φεύγει από την Ελλάδα της δικτατορίας και
πηγαίνει στο Παρίσι, όπου άρχισε να συγγράφει την ποιητική συλλογή Το
Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, στην οποία ανήκει το «Δώρο
Ασημένιο Ποίημα».
Ο ποιητής με συγκαλυμμένο τρόπο θα στηλιτεύσει το δικτατορικό καθεστώς
και θα μιλήσει για την ιδέα της δημοκρατίας∙ μια ιδέα που έχει απομακρυνθεί
από τη σκέψη του ελληνικού λαού, τόσο από τη βίαιη δράση των
συνταγματαρχών, όσο και παλιότερα από τον ξενόφερτο θεσμό της βασιλείας.
Η Ελλάδα έχει χάσει την αληθινή της φύση, έχοντας δεχτεί διαβρωτικές
επιδράσεις από άλλους λαούς, οι οποίοι όμως δεν είχαν ποτέ την ιστορία και
τα επιτεύγματα των Ελλήνων. Έτσι, το ασημένιο ποίημα που μας προσφέρει
ως δώρο ο ποιητής είναι η βαθιά αυτή προσδοκία πως η χώρα θα κατορθώσει
να αποτινάξει, όχι μόνο το δικτατορικό καθεστώς, αλλά και τους εν γένει
ανελεύθερους τρόπους πολιτικής οργάνωσης που έχει υιοθετήσει από άλλες
χώρες.
Η ανάγκη της ελευθερίας, η επιθυμία της επιστροφής σε ό,τι αποτελεί μια
καθαρά ελληνική πραγματικότητα, η προσδοκία της επιστροφής στη

11
δημοκρατία, είναι όσα δονούν την ψυχή του ποιητή κι όσα επιχειρεί να
μοιραστεί με τους αναγνώστες του.

Ερμηνευτική προσέγγιση του ποιήματος

«Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα


που μιλώ δεν έχει αλφάβητο»

Ο ποιητής ξεκινά το λόγο του με τη διαπίστωση πως ό,τι θα επιχειρήσει να πει


δεν είναι παρά μια ιδέα, μια αίσθηση που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, μιας
και δεν μπορεί επί της ουσίας να αποδοθεί με λέξεις. Ό,τι πρόκειται να πει δεν
είναι κάτι το απτό ή αποδεικτέο, είναι περισσότερο μια νοητική κατάσταση,
μια βαθιά συνειδητοποίηση σε σχέση με ό,τι βιώνει ο ίδιος και η χώρα του.

Η γλώσσα με την οποία διαλέγεται ο ποιητής δεν έχει αλφάβητο, ούτε


εθνικότητα, είναι η γλώσσα της ανθρώπινης ψυχής που μπορεί να κατανοήσει
και να συλλάβει ιδέες πολύ πιο ουσιαστικές και καίριες, απ’ όσες θα μπορούσε
ποτέ να εκφράσει λεκτικά.

Είναι μια γλώσσα που την κερδίζεις με τα χρόνια, μέσα από τους μόχθους και
τις απογοητεύσεις της ζωής, όταν πια μπορείς να αντικρίσεις τον κόσμο γύρω
σου και να αισθανθείς τι έχει πραγματική αξία και τι λαμβάνοντάς το ως
δεδομένο το προσπέρασες, χάνοντας όμως την ομορφιά και την αλήθεια που
είχε να σου προσφέρει.

Είναι μια γλώσσα συλλαβική, της οποίας οι «συλλαβές», οι «ψηφίδες» δεν


είναι παρά τα εξαγνισμένα στον πόνο συναισθήματα, η ωρίμανση που
προκύπτει μόνο μέσα από πολλές δοκιμασίες, είναι οι διαπιστώσεις στις
οποίες φτάνεις έχοντας πρώτα βιώσει εμπειρίες αθέλητες κι επώδυνες.

«Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-


λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας»

Μια γλώσσα συλλαβική, όπως αυτή που συνθέτει ο ήλιος και τα κύματα της
θάλασσας, όπως δηλαδή η γλώσσα της γης, που την κατανοείς και τη
διαβάζεις μόνο, όταν βρίσκεσαι μόνος, μακριά από κάθε είδους
περισπασμούς. Μόνο τότε που είσαι εξόριστος από τη χώρα σου, ανενόχλητος
από τις πληγές της επικαιρότητας, μα και βαθιά πονεμένος, μπορείς
πραγματικά να αντιληφθείς τα μηνύματα που σου στέλνει η γη, τις αξίες και
την ομορφιά που σου προσφέρει απλόχερα, θέλοντας να σε κατευθύνει σε ό,τι
ενέχει απόλυτη σημασία. Η ομορφιά κι η ελευθερία της φύσης, που δε
γνωρίζει δυνάστες, δείχνουν τον αληθινό δρόμο.

«Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-


χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο»

Κι ο νους σου τρέχει στην πατρίδα, την πολλαπλώς βασανισμένη πατρίδα, που
έχει πια χάσει την αληθινή της φύση, κι έχει δεχτεί επιδράσεις από
πολιτισμούς ξένους. Στοιχεία φράγκικα ή σλαβικά, όπως είναι η βασιλεία ή η

12
πλήρης υποταγή σε καθεστώτα που στερούν κάθε δικαίωμα επιλογής και
απαγορεύουν κάθε επαφή των πολιτών με άλλους τρόπους σκέψης και
πολιτικής οργάνωσης. Έτσι και η Ελλάδα υπό των έλεγχο του δικτατορικού
καθεστώτος, η Ελλάδα που έφερε στον κόσμο τη Δημοκρατία, η Ελλάδα που
θα έπρεπε να διαμορφώνει κι όχι να διαμορφώνεται.
Κι όμως γνωρίζεις καλά πως αν επιχειρήσεις σε μια τέτοια περίοδο να
αποκαταστήσεις την αληθινή φύση της Ελλάδας, αν επιχειρήσεις έστω και να
μιλήσεις για το δημοκρατικό παρελθόν της χώρας, θα διωχθείς και θα
φυλακιστείς από το καθεστώς.

«Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου


πάντοτε»

Θα αναγκαστείς να λογοδοτήσεις, ευθέως στη δική σου εξουσία, στο


δικτατορικό καθεστώς, αλλά εμμέσως σε άλλες Εξουσίες, σε εκείνες που
βρίσκονται πίσω από τους δικτάτορες και τους στηρίζουν. Γιατί γνωρίζεις πως
ένα τέτοιο καθεστώς δεν είναι εγγενές και δεν είναι αυτοδύναμο, έχει
παροτρυνθεί κι έχει στηριχτεί από άλλους.

«Όπως γίνεται για τις συμφορές»

Θα λογοδοτήσεις σε κάποιους μέσω άλλων, όπως γίνεται και για τις συμφορές,
που δεν είναι πάντοτε προφανής η γενεσιουργός αιτία, παρά μόνο η αφορμή,
παρά μόνο το τυχαίο σύμπτωμα.

«Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι


που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους


άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι


τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.»

Όμως σκέψου εκείνο το παιχνίδι που έπαιζαν παλιότερα τα παιδιά -πιο παλιά
ελεύθερα στα αλώνια, στη συνέχεια περιορισμένα σε κάποια πολυκατοικία-
και στο οποίο, σύμφωνα με τους κανόνες, εκείνος που χάνει πρέπει να
μοιραστεί με τους άλλους μια αλήθεια.

Ένα παιχνίδι που έφερνε κοντά κερδισμένους και χαμένους, αφού


μοιράζονταν μεταξύ τους αλήθειες, αφού αποκάλυπταν ο ένας στον άλλο
πράγματα για τον εαυτό τους, κι έτσι στο τέλος έβγαιναν όλοι κερδισμένοι,
κρατώντας στα χέρια δώρο ένα ασημένιο ποίημα. Τους απέμενε η αγνότητα
της εξομολόγησης, της παραδοχής και της εκμυστήρευσης, σαν ένα ποίημα
στην πιο καθαρή του μορφή, σαν ένα ποίημα ασημένιο.

Έτσι, κι αυτό το ποίημα είναι μια προσπάθεια να ειπωθεί μιαν αλήθεια, να


φανερωθεί η σκέψη του ποιητή, που δεν μπορεί να δεχτεί πως η χώρα του,
πως η Ελλάδα η μητέρα της δημοκρατίας κι ενός πολυδύναμου πνευματικού

13
πολιτισμού, βρίσκεται δέσμια ενός δικτατορικού καθεστώτος, βρίσκεται υπό
τον έλεγχο εκείνων που δε θέλουν να της επιτρέψουν τη δημοκρατική της
προοπτική.

14

You might also like