You are on page 1of 17

ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Δρ. Νίκος Μεταξίδης


(nmetaxides@gmail.com )
Λίγη ιστορία…
Από το 18ο αιώνα η γεωγραφία αναζητά την δική της
τεχνική γλώσσα. Παράλληλα με τις εξερευνήσεις που
«πλουτίζουν» τη γεωγραφική γνώση, αναπτύσσεται το
επιστημονικό έργο που δίνει στη γεωγραφία τα αναλυτικά
εργαλεία που χρειάζεται. Η γεωγραφία εξελίσσει το πεδίο
της παράλληλα με την εξέλιξη των επιστημών της
βιολογίας, της γεωλογίας, της βοτανικής κτλ. Την ίδια
εποχή αναπτύσσεται η στατιστική που δίνει στους
γεωγράφους το ποσοτικό εργαλείο που έχουν ανάγκη. Ο
19ος αιώνας φέρνει εξελίξεις στην κλιματολογία, την
υδρολογία, τη γεωμορφολογία. Επίσης η πρόοδος της
μελέτης των αγροτικών δομών και η ανάπτυξη της
δημογραφίας συνεισφέρουν και στην άνθηση της
γεωγραφικής επιστήμης.
Κλασσική Γεωγραφία (19ος αιώνας):

• Δίνει έμφαση στην αναζήτηση αιτιατών σχέσεων ανάμεσα


στο χώρο και τις ανθρώπινες δραστηριότητες και
συμπεριφορές.
• Αναπτύσσεται ο γεωγραφικός ντετερμινισμός
ή αιτιοκρατία. Η θεωρία αυτή παραδέχεται ότι όλα όσα
συμβαίνουν στον κόσμο γίνονται σύμφωνα με κάποια αιτία,
που την ακολουθεί αναγκαστικά πάντα το ίδιο αποτέλεσμα.
Πιστεύει ότι οι ανθρώπινες συμπεριφορές επηρεάζονται
από τις φυσικές συνθήκες. Κατά συνέπεια το κλίμα, η
γονιμότητα του εδάφους της Ευρώπης επέτρεψαν την
ανάπτυξη, ενώ στην Αφρική, για παράδειγμα, το ζεστό και
υγρό κλίμα έκαναν τους ανθρώπους νωθρούς, με
αποτέλεσμα την υπανάπτυξη.
• Η θεωρία του Δαρβίνου
(1859) παγίωσε το ρόλο της
αιτιοκρατίας στη μελλοντική
Γεωγραφία.
• Η αιτιοκρατία συνετέλεσε
στην αποικιοκρατία και στις
επεμβάσεις «εκπολιτιστικού
χαρακτήρα»,
συγκαλύπτοντας τάσεις
εκμετάλλευσης.
• Οι γεωγράφοι αναζητούν να
θεσπίσουν φυσικούς νόμους
που να καταδεικνύουν την
επίδραση του χώρου στην
ανθρώπινη συμπεριφορά.
H ανθρώπινη και η φυσική γεωγραφία προσεγγίζουν η μια την
άλλη αλλά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε γεωγραφική
παράδοση. Στη Γαλλία, για παράδειγμα οι γεωγράφοι μένουν
πολύ πιο κοντά στους ιστορικούς από ότι στους φυσιοδίφες
(naturalists).

Η κάθε προσέγγιση επηρεάζει διαφορετικά τη μεθοδολογική


έρευνα (περιγραφή και ταξινόμηση των φαινομένων) της
γεωγραφίας ως διακριτού επιστημονικού κλάδου.

φυσιοδίφης (naturalist): αυτός που


ασχολείται με την έρευνα και τη μελέτη της
φύσης και ιδίως των ζώων, των φυτών και των
ορυκτών.
Η επιστήμη της βιολογίας (19ος αιώνας) περιλαμβάνει τρεις διακριτούς
κλάδους : τη βοτανική (επιστήμη των φυτών), τη ζωολογία (επιστήμη των
ζώων), την ανθρωπολογία (επιστήμη του ανθρώπου).

Ο Friedrich Ratzel (1844 - 1904) τοποθετεί τις


κοινωνικές σχέσεις στη φυσική γεωγραφία.
Συμπληρώνει την ανθρωπολογία με τη
γεωγραφία αναγνωρίζοντάς την ως φυσική
επιστήμη που μελετά την κατανομή του φυσικού
κόσμου - άρα και των ανθρώπων - πάνω στον
πλανήτη.

Εισάγει το ρόλο της ιστορικής ανάπτυξης και της πολιτιστικής επιρροής.


Αντιμετωπίζει το κράτος ως «φυσική» οντότητα που, μαζί με το
περιβάλλον, προσδιορίζει την ανθρώπινη δράση. Η υποβάθμιση του
Ανθρώπου έναντι μιας κρατικής οντότητας, αποτέλεσε τη βάση της
γεωπολιτικής ανάπτυξης του «ζωτικού» χώρου της ναζιστικής ιδεολογίας.
Υποστηρίζει ότι θα επικρατήσει η πιο προηγμένη κοινωνία (κοινωνικός
δαρβινισμός).
Τα εθνικά κράτη αποτελούν γέννημα των τελευταίων αιώνων. Το 19ο
αιώνα εμφανίστηκε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη μια στενή σύνδεση
μεταξύ της εθνικής ένταξης και των πολιτικών διαδικασιών.

Ωστόσο, ακόμη και τον 19ο αιώνα τα εθνικά κράτη δεν ήταν ούτε η
μοναδική ούτε καν η κυρίαρχη μορφή πολιτικής δομής στην Ευρώπη.
Οι υπερεθνικές αυτοκρατορίες είχαν υπό τον έλεγχό τους μεγαλύτερες
εκτάσεις και μεγαλύτερους πληθυσμούς. Επιπλέον, σημαντικές ήταν οι
ταυτότητες υποεθνικής κλίμακας, περιφερειακές, τοπικές. Για
παράδειγμα η Αυστρία ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, όπου
ζούσαν πολλοί και διαφορετικοί λαοί (Γερμανοί, Ούγγροι, Σλάβοι). Η
Ρωσία ήταν επίσης μια μεγάλη αυτοκρατορία με πολλούς
διαφορετικούς λαούς στο εσωτερικό της (Ρώσοι , Τάταροι, Κοζάκοι,
Ουκρανοί).

Ο εθνικισμός κέρδιζε σταδιακά έδαφος, οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες


γίνονταν όλο και πιο εύθραυστες και στο τέλος κατέρρευσαν, με τα
εθνικά κράτη να γίνονται κυρίαρχες πολιτικές οντότητες.
Στη λογική του Ratzel η Ανθρώπινη Γεωγραφία
παίζει τρεις διαφορετικούς ρόλους :
• Το ρόλο της χωρικής δημογραφίας (ανθρώπινη κατανομή
στον πλανήτη, πληθυσμιακές πυκνότητες, μεταναστεύσεις,
δημογραφική ανάπτυξη κτλ.)
• Το ρόλο της χωρικής ανθρωπολογίας (χωρική κατανομή των
φαινομένων που απασχολούσαν εκείνη την εποχή τους
ανθρωπολόγους : εθνότητες, γλώσσες, τρόπους ζωής,
επίπεδο πολιτισμικό και ανθρώπινες δραστηριότητες για
επιβίωση όπως περιοδεύοντες κυνηγοί, νομάδες
κτηνοτρόφοι, αγρότες)
• Το ρόλο της ανθρώπινης οικολογίας (σχέσεις του ανθρώπου
με το περιβάλλον του, όπως είδη τροφής στα οποία έχει
πρόσβαση, υλικά για να κατασκευάζει την κατοικία του και
το ρουχισμό του, χρόνο που απαιτεί η αναζήτηση τροφής, ο
κύκλος εορτών κτλ.)
Περιφερειακή Γεωγραφία (τέλη 19ου-αρχές 20ου αι.)

• Δίνει έμφαση στη μελέτη ενός τόπου μέσα από διάφορες οπτικές
(οικονομική, κοινωνική, πολιτική κτλ.) με βασικό εργαλείο
αναφοράς την ιστορία.

• Βασίστηκε στην πιθανοκρατία ασκώντας κριτική στον


περιβαλλοντικό ντετερμινισμό.

• Παρά τη ρήξη της με τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμό θεωρούσε


και αυτή τη «φύση» δεδομένη.

• Στο πλαίσιό της αναπτύσσεται η μελέτη του τοπίου από τον


Auguste Meitzen (1822-1910), ο οποίος αναλύει τις ορατές
τροποποιήσεις του χώρου που επιφέρουν οι επιχειρήσεις. Ο
γεωγράφος, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος Walter Christaller
(1893-1969) διατυπώνει τη Θεωρία των Κεντρικών Τόπων
προσπαθώντας να εξηγήσει το μέγεθος και τη διάταξη των
οικισμών στο χώρο.
Εμφανίζεται στο Μεσοπόλεμο. Δίνει
έμφαση στην επίδραση του Ανθρώπινη Οικολογία της
ανθρώπου στο περιβάλλον και Σχολής του Σικάγο
ειδικά στην πόλη, την οποία και
θεωρεί οικοσύστημα. Η αναλυτική
αυτή προσέγγιση κινείται στη βάση
μιας οπτικής βασισμένης σε
«φυσικές ιστορίες» η κάθε μία από
τις οποίες εστίαζε σε συγκεκριμένες
κοινωνικές ομάδες και σε διακριτές
περιοχές της πόλης. Παραδείγματα
σχετικών μελετών αφορούν τις
συμμορίες ανηλίκων, τις
εκδιδόμενες γυναίκες, τις περιοχές
των φθηνών κατοικιών, τις περιοχές
των μειονοτικών ομάδων (γκέτο). Οι
μελέτες αυτές αντιπροσώπευαν μια
συγκεκριμένη αστική κοινωνιολογική
προσέγγιση, την ανθρώπινη
οικολογία [human ecology].
Νέα Γεωγραφία

Από το Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, επηρεασμένη από το έργο των Von


Thünen (1783-1850), Walter Christaller (1893-1969) (Θεωρία των
Κεντρικών Τόπων), Alfred Weber (1868-1958) (μέθοδος τριγώνων)
και τον August Lösch (1906-1945) (έννοια του ανταγωνισμού)
αναδύεται η «νέα γεωγραφία» με τη μορφή μιας περιφερειακής
επιστήμης που είναι αποφασιστικής σημασίας για την οικονομία.
Η θέση μιας επιχείρησης υπολογίζεται - με μαθηματικά εργαλεία -
σε σχέση με τις πρώτες ύλες, την εργασία και την αγορά.
Στις ΗΠΑ ο γεωγράφος Walter Isard (Location and Space Economy, 1956)
σχεδιάζει λύσεις για την αντιμετώπιση του αστικού κορεσμού με τη βοήθεια
μαθηματικών υπολογισμών. Ο Edward Ullmann (Geography as Spatial
Interaction, 1980) ειδικός του αστικού χώρου, εντάσσει τη Νέα Γεωγραφία στη
Σχολή του Seattle, προτείνοντας έναν νέο ορισμό της ανθρώπινης γεωγραφίας
ως επιστήμης των επιπτώσεων της απόστασης.

Η απομάκρυνση από την αγορά επιδρά πάνω στις αποφάσεις


χωροθέτησης των οικονομικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων.

Η γεωγραφία απομακρύνεται,
σταδιακά, από τις φυσικές
επιστήμες για να γίνει πλήρως
επιστήμη του ανθρώπου.

Αποστάσεις, κόστη, πόλοι,


κόμβοι και δίκτυα αποτελούν
όρους μιας νέας γεωγραφικής
καθημερινότητας.
Ποσοτική Γεωγραφία

Γεννήθηκε μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Υιοθετεί την θετικιστική


επιστημολογική προσέγγιση, με πρότυπό της τις φυσικές επιστήμες.
Πρεσβεύει μια α-κοινωνική γεωγραφική γλώσσα. Στη στοχοθεσία
της βρίσκεται η γενίκευση, μέσα από τη διατύπωση νόμων
καθολικής ισχύος (γέννηση μαθηματικοποιημένων μοντέλων που
προκύπτουν μέσα από την εμπειρική παρατήρηση). Αντιλαμβάνεται
το χώρο ως γεωμετρική έκφραση και υποτάσσεται στη
χαρτογράφηση με μια μονοδιάστατη έννοια της απόστασης που
περιορίζει το χώρο «στο κεφάλι μιας καρφίτσας». Γεννιέται η εικόνα
του «οικονομικού ανθρώπου» ο οποίος δρώντας ορθολογικά
στοχεύει στη μεγιστοποίηση της σχέσης του χώρου με την
οικονομική δραστηριότητα. Παγιώνει την πολυεπιστημονικότητα.
Η κριτική της ποσοτικής γεωγραφίας προέρχεται από
μεταβατικές σχολές διεπιστημονικής αντίληψης
(συμπεριφορική γεωγραφία, ριζοσπαστική γεωγραφία,
φιλελεύθερη γεωγραφία, κριτική γεωγραφία).

Το ότι υπάρχουν παράγοντες που δεν είναι μετρήσιμοι


(κοινωνικές συμπεριφορές, υποκειμενικές αντιλήψεις)
αποτελεί την ισχυρότερη κριτική στην ποσοτική γεωγραφία.
Κριτική Γεωγραφία (από το 1970)
Αντιλαμβάνεται το χώρο ως κοινωνική κατασκευή. Οι χωρικές κατανομές
και η γεωγραφική διαφοροποίηση είναι αποτέλεσμα κοινωνικών
διαδικασιών. Προχωράει από το καθολικό στην παρατήρηση (απαγωγικός
συλλογισμός).
Οι οπαδοί της πιστεύουν στη ριζοσπαστική παρέμβαση των γεωγράφων
στα ζητήματα πολιτικής και στην ενεργό κριτική του καπιταλισμού*.
Αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη γεωγραφία ως την επιστήμη των
χωρικών ανισοτήτων, που εκφράζονται και ως ταξικές ανισότητες στο
χώρο της εργασίας όσο και του ελεύθερου χρόνου, στις ανισότητες
μεταξύ περιοχών και κυρίως μεταξύ Βορρά - Νότου. Δεν αρκείται, όπως η
μαρξιστική γεωγραφία, στην καταδίκη των ανισοτήτων, αλλά αναζητά την
ερμηνεία των παραγόντων που τις προκαλούν στα αστικά κέντρα, στην
ύπαιθρο, στις υπανάπτυξη χώρες. Κρίνει την παραδοσιακή γεωγραφία ως
φορέα ιδεολογικής επιβολής των κυρίαρχων τάξεων .

* Όταν η κοινή γνώμη στρέφεται στο Βιετνάμ και στην εξάπλωση του πολυεθνικού κεφαλαίου,
ο πολιτικός και οικονομικός ιμπεριαλισμός γίνονται αντικείμενο σφοδρής κριτικής.
Η εποχή των συνθέσεων

Τα τελευταία 20 χρόνια η γεωγραφία παρουσιάζει διάφορες όψεις


βασισμένη σε όλα αυτά τα ρεύματα. Συνδυάζει στατιστικά στοιχεία
και γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών (GIS), των οποίων η
γραφική απεικόνιση μέσω υπολογιστή επιτρέπει τη λήψη
περισσότερο ή λιγότερο σύνθετων σχεδίων και χαρτών. Η
συμπεριφορική γεωγραφία αναρωτιέται για τη σχέση του
ανθρώπου με το περιβάλλον από ψυχολογική παρά από οικονομική
άποψη. Από την τάση αυτή γεννιούνται η πολιτισμική γεωγραφία η
οποία ενδιαφέρεται για τη σχέση ανθρώπου / χώρου στις
αναπαραστάσεις της και η κοινωνική γεωγραφία η οποία μελετά τις
δομές της κοινωνίας και τις χωρικές επιπτώσεις των κοινωνικών
λειτουργιών και δημογραφικών δεδομένων. Με επίκεντρο και την
κοινωνική διάσταση, η ριζική γεωγραφία, εμπνευσμένη από τον
μαρξισμό, καθιστά τον ιστορικό υλισμό τον μοναδικό κινητήρα
χωροταξικού σχεδιασμού.
Βιβλιογραφικές πηγές

• Claval, P. Géographie humaine et économique


contemporaine, Paris, PUF, 1984.
• Claval, P. Épistémologie de la géographie, Paris, Nathan,
2001.
• Debié, Frank. Géographie économique et humaine, Éditions
PUF 1998.
• Agnew, J. - Livingstone, D. – Rogers, A. (eds), Human
Geography. An Essential Anthology, Oxford, Blackwell,
1996.
• Gregory, D. - Johnston, R. - Pratt, G. - Watts, M. -
Whatmore, S. The Dictionary of Human Geography, Wiley-
Blackwell, 2009.

You might also like