Professional Documents
Culture Documents
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β’:
Είναι ο Αόριστος που σχηματίζουν ορισμένα ρήματα, σε ενεργητική και μέση φωνή, χωρίς
το χαρακτηριστικό -σ- του Αορίστου, αλλά και με διαφορετικές καταλήξεις.
Αόριστος α’
αύξηση + θέμα ρήματος + σ (ή άλλες εξαιρέσεις) + καταλήξεις Αορίστου
*Το θέμα των ρημάτων που σχηματίζουν Αόριστο β’, δεν είναι ίδιο με αυτό του Ενεστώτα.
Αντίθετα, προέρχεται:
1. Από το καθαρό ρηματικό θέμα, χωρίς προσφύματα, π.χ. ἀμαρτ-αν-ω (θέμα: αμαρτ)
- ἤμαρτον.
2. Από το ρηματικό θέμα με αναδιπλασιασμό, π.χ. ἀγ-ω (θέμα: αγ) ἤγ-αγ-ον.
3. Από ρηματικό θέμα αυτούσιο χωρίς αναδιπλασιασμό, π.χ. γίγνομαι (ρηματικό θέμα:
γεν) ἐ-γεν-όμην.
4. Από αδύνατο ρηματικό θέμα, π.χ. λείπω (ρηματικό θέμα: λειπ, αδύνατο θέμα: λιπ)
ἐ-λιπ-ον.
5. Από συνώνυμο θέμα, π.χ. ὁρῶ (ρ. θέμα: ιδ) ε-ἶδ- ον.
ΚΛΙΣΗ
Ενεργητικός αόριστος β΄
Παρατηρήσεις:
1. Το απαρέμφατο και η μετοχή τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα (το απαρέμφατο με
περισπωμένη και η μετοχή αρσενικού με οξεία)· μαθεῖν, ἐλθεῖν - μαθών, ἐλθών.
2. Το β΄ ενικό πρόσ. της προστακτικής των ρ. ἔρχομαι, εὑρίσκω, λαμβάνω, λέγω και ὁρῶ,
όταν δεν είναι σύνθετο, τονίζεται στη
λήγουσα: (ἔρχομαι - ἦλθον) ἐλθέ, (εὑρίσκω - ηὗρον) εὑρέ, (λαμβάνω - ἔλαβον) λαβέ, (λέγω
- εἷπον) εἰπέ, (ὁρῶ - εἶδον) ἰδὲ (αλλά: ἄπελθε, ἔξευρε, παράλαβε, πρόειπε, πάριδε).
Μέσος αόριστος β΄
Παρατηρήσεις:
1. Το απαρέμφατο (είτε απλό, είτε σύνθετο) τονίζεται στην
παραλήγουσα: γενέσθαι, λαβέσθαι - συγγενέσθαι, ἀντιλαβέσθαι.
2. Το β΄ ενικό πρόσ. της προστακτικής (είτε απλό, είτε σύνθετο) κανονικά τονίζεται στη
λήγουσα και παίρνει περισπωμένη: γενοῦ, λαβοῦ - συγγενοῦ, ἀντιλαβοῦ· αν όμως είναι
μονοσύλλαβο και σύνθετο με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζει τον τόνο στην
παραλήγουσα: (ἔχομαι - ἐσχόμην) σχοῦ - παράσχου, (ἕπομαι - ἑσπόμην) σποῦ - ἐπίσπου.