You are on page 1of 3

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ – Γ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β’:
Είναι ο Αόριστος που σχηματίζουν ορισμένα ρήματα, σε ενεργητική και μέση φωνή, χωρίς
το χαρακτηριστικό -σ- του Αορίστου, αλλά και με διαφορετικές καταλήξεις.

Αόριστος α’
αύξηση + θέμα ρήματος + σ (ή άλλες εξαιρέσεις) + καταλήξεις Αορίστου

Ο Αόριστος β’ έχει τον εξής σχηματισμό:


αύξηση + θέμα* + καταλήξεις Παρατατικού [|Οριστική]
/ καταλήξεις Ενεστώτα [Υποτακτική, Ευκτική, Προστακτική, Απαρέμφατο,
Μετοχή]

*Το θέμα των ρημάτων που σχηματίζουν Αόριστο β’, δεν είναι ίδιο με αυτό του Ενεστώτα.
Αντίθετα, προέρχεται:
1. Από το καθαρό ρηματικό θέμα, χωρίς προσφύματα, π.χ. ἀμαρτ-αν-ω (θέμα: αμαρτ)
- ἤμαρτον.
2. Από το ρηματικό θέμα με αναδιπλασιασμό, π.χ. ἀγ-ω (θέμα: αγ) ἤγ-αγ-ον.
3. Από ρηματικό θέμα αυτούσιο χωρίς αναδιπλασιασμό, π.χ. γίγνομαι (ρηματικό θέμα:
γεν) ἐ-γεν-όμην.
4. Από αδύνατο ρηματικό θέμα, π.χ. λείπω (ρηματικό θέμα: λειπ, αδύνατο θέμα: λιπ)
ἐ-λιπ-ον.
5. Από συνώνυμο θέμα, π.χ. ὁρῶ (ρ. θέμα: ιδ) ε-ἶδ- ον.

Πίνακας συνηθέστερων ρημάτων με αόριστο β΄

ρήμα αόριστος β’ – Οριστική Αόριστος β’ - Υποτακτική


[θέμα + καταλ. Παρατ.] [θέμα + καταλ. Ενεστ.]
ἄγω                        ἤγαγον ἀγά γ-ω
αἱρῶ                       εἷλον ἕλ-ω
αἰσθάνομαι                        ᾐσθόμην αἴσθ-ωμαι
ἁμαρτάνω                           ἥμαρτον ἁμάρτ-ω
ἀποθνῄσκω                         ἀπέθανον ἀποθάν-ω
ἀφικνοῦμαι                        ἀφικόμην ἀφίκ-ωμαι
βάλλω   ἔβαλον βάλ-ω
γίγνομαι, εἰμί                     ἐγενόμην γέν-ωμαι
ἔρχομαι                             ἦλθον ἔλθ-ω
 εὑρίσκω                              εὗρον, ηὗρον εὕρ-ω
ἔχω                        ἔσχον σχ-ῶ
λαγχάνω               ἔλαχον λάχ-ω
λαμβάνω              ἔλαβον λάβ-ω
λανθάνω                           ἔλαθον λάθ-ω
λέγω                      εἶπον εἴπ-ω
λείπω                     ἔλιπον λίπ-ω
μανθάνω                           ἔμαθον μάθ-ω
ὁρῶ       εἶδον      ἴδ-ω
πάσχω   ἔπαθον                 πάθ-ω
πίπτω                     ἔπεσον πέσ-ω
τυγχάνω                            ἔτυχον τύχ-ω
τρέχω                    ἔδραμον δράμ-ω
φέρω                     ἤνεγκον ἐνέγκ-ω
φεύγω   ἔφυγον                 φύγ-ω

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΑΤΟΥΡΟΥ ΕΛΕΝΑ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ – Γ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΚΛΙΣΗ

Ενεργητικός αόριστος β΄

Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο


Μετοχή
ἔ-βαλ-ον βάλ-ω βάλ-οιμι —
ἔ-βαλ-ες βάλ-ῃς βάλ-οις βάλ-ε βαλ-εῖν
ἔ-βαλ-ε βάλ-ῃ βάλ-οι βαλ-έτω
ἐ-βάλ-ομεν βάλ-ωμεν βάλ-οιμεν —
ἐ-βάλ-ετε βάλ-ητε βάλ-οιτε βάλ-ετε
ἔ-βαλ-ον βάλ-ωσι(ν) βάλ-οιεν βαλ-όντων βαλ-ὼν
βαλ-οῦσα
βαλ-ὸν

Παρατηρήσεις:
1.   Το απαρέμφατο και η μετοχή τονίζονται πάντοτε στη λήγουσα (το απαρέμφατο με
περισπωμένη και η μετοχή αρσενικού με οξεία)· μαθεῖν, ἐλθεῖν - μαθών, ἐλθών.
2.   Το β΄ ενικό πρόσ. της προστακτικής των ρ. ἔρχομαι, εὑρίσκω, λαμβάνω, λέγω και ὁρῶ,
όταν δεν είναι σύνθετο, τονίζεται στη
λήγουσα: (ἔρχομαι - ἦλθον) ἐλθέ, (εὑρίσκω - ηὗρον) εὑρέ, (λαμβάνω - ἔλαβον) λαβέ, (λέγω 
- εἷπον) εἰπέ, (ὁρῶ - εἶδον) ἰδὲ (αλλά: ἄπελθε, ἔξευρε, παράλαβε, πρόειπε, πάριδε).

 Μέσος αόριστος β΄

Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική Απαρέμφατο


Μετοχή
ἐ-βαλ-όμην βάλ-ωμαι βαλ-οίμην  —
ἐ-βάλ-ου βάλ-ῃ βάλ-οιο βαλ-οῦ βαλ-έσθαι
ἐ-βάλ-ετο βάλ-ηται βάλ-οιτο βαλ-έσθω
ἐ-βαλ- βαλ-ώμεθα βαλ-  —
όμεθα βάλ-ησθε οίμεθα βάλ-εσθε
ἐ-βάλ-εσθε βάλ-ωνται βάλ-οισθε βαλ-έσθων βαλ-όμενος
ἐ-βάλ-οντο βάλ-οιντο βαλ-ομένη
βαλ-όμενον

Παρατηρήσεις:
1.   Το απαρέμφατο (είτε απλό, είτε σύνθετο) τονίζεται στην
παραλήγουσα: γενέσθαι, λαβέσθαι - συγγενέσθαι, ἀντιλαβέσθαι.
2.   Το β΄ ενικό πρόσ. της προστακτικής (είτε απλό, είτε σύνθετο) κανονικά τονίζεται στη
λήγουσα και παίρνει περισπωμένη: γενοῦ, λαβοῦ - συγγενοῦ, ἀντιλαβοῦ· αν όμως είναι
μονοσύλλαβο και σύνθετο με δισύλλαβη πρόθεση, ανεβάζει τον τόνο στην
παραλήγουσα: (ἔχομαι - ἐσχόμην) σχοῦ - παράσχου, (ἕπομαι - ἑσπόμην) σποῦ - ἐπίσπου.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΑΤΟΥΡΟΥ ΕΛΕΝΑ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ – Γ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΦΑΤΟΥΡΟΥ ΕΛΕΝΑ – ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

You might also like