You are on page 1of 4

Published on 902.gr (https://www.902.

gr)
Αρχική > «Η Ελλάδα και οι συνθήκες των Βαλκανικών πολέμων»

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ Γ. ΓΚΙΣΓΚΙΝΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ
15/06/2018 22:05

Εκδήλωση με θέμα: «Οι διεθνείς εξελίξεις, η κατάσταση στην περιοχή και τα κυριαρχικά
δικαιώματα της Ελλάδας», διοργάνωσε την Πέμπτη 14 Ιούνη, στο ξενοδοχείο «ΤΙΤΑΝΙΑ»,
η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ. Τις θέσεις του ΚΚΕ παρουσίασε ο ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος, Δημήτρης
Κουτσούμπας.

Στη συζήτηση συνέβαλε με παρέμβασή του ο Γιώργος Γκισγκίνης, Μεταπτυχιακός φοιτητής στην
Ευρωπαϊκή ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου
Αθήνας, με θέμα: «Η Ελλάδα και οι συνθήκες των Βαλκανικών πολέμων».

Παρατίθεται η παρέμβασή του:

«Οι εκρηκτικές αντιθέσεις μεταξύ των αστικών κρατών της δυτικής Ευρώπης και της Βαλκανικής
Χερσονήσου, η διαλυτική κατάσταση που είχε επέλθει η Οθωμανική Αυτοκρατορία, οδήγησαν στην
έκρηξη των Βαλκανικών πολέμων. Παράλληλα, πριν, κατά τη διάρκειά τους, αλλά στη λήξη τους
αναπτύχθηκε μια έντονη διπλωματική δραστηριότητα, με κορυφαίες στιγμές τις δύο συνθήκες που
υπογράφτηκαν, αυτή στο Λονδίνο στις 30 Μάη του 1913, που ήταν και η επίσημη κατάληξη του Α'
Βαλκανικού πολέμου και αυτή στο Βουκουρέστι στις 10 Αυγούστου 1913 που, αντίστοιχα, αποτύπωσε
το συσχετισμό ισχύος μεταξύ των βαλκανικών κρατών μετά τη λήξη του δεύτερου Βαλκανικού
πολέμου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαδικασίες με τις οποίες επιτυγχάνεται και δημιουργείται η


συμμαχία των βαλκανικών κρατών πριν ξεσπάσει ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος. Στην πρώτη φάση
των βαλκανικών πολέμων, μιλάμε για τα κράτη της Ελλάδας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, του
Μαυροβουνίου, στη δεύτερη μόνο φάση θα μπει στο παιχνίδι και η Ρουμανία. Αυτά τα κράτη, έχοντας
αρχικά σε διπλωματικό επίπεδο και την ανοικτή στήριξη της Ρωσίας, βλέποντας τις εξελίξεις στην
Οθωμανική Αυτοκρατορία (Κίνημα Νεότουρκων, κρίση στην κυβέρνηση του κομιτάτου Ένωσης και
Προόδου και αντιδραστικοποίηση της πολιτικής του απέναντι στις εθνικές μειονότητες, ιταλική
εισβολή στην Τρίπολη, κλπ.), αλλά και κινούμενα κατά βάση το καθένα από το δικό του
μεγαλοϊδεατισμό, άρχισαν να προετοιμάζουν το έδαφος, το καθένα από τη δική του πλευρά, για τη
διαφαινόμενη έκρηξη που ερχόταν. Είναι φανερό ότι η οποιαδήποτε συμμαχία μεταξύ των αστικών
αυτών κρατών επρόκειτο να είναι ιδιαίτερα αδύναμη, αφού το μοναδικό συνεκτικό της στοιχείο θα
ήταν η αντίθεση στην Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά τα βασικά ζητήματα, που αποτελούσαν το
εύφλεκτο υλικό στις συμφωνίες αυτές, δηλαδή το πώς θα μοιραζόταν η λεία του "μεγάλου ασθενή"
παρέμεναν εκεί.

Το γεγονός ότι αυτά τα κράτη έβλεπαν τον πόλεμο να έρχεται, όχι μόνο παθητικά, αλλά συνεχώς
προετοιμάζονταν γι' αυτόν αλλά και τον επιδίωκαν, φαίνεται από το γεγονός ότι όλα βρίσκονταν σε
πυρετώδεις πολεμικές προετοιμασίες (για παράδειγμα κατά το έτος 1911 η Ελλάδα ξόδεψε 48 εκατ.
εκείνη την εποχή σε πολεμικούς εξοπλισμούς και κάλεσε μια γαλλική και μια αγγλική στρατιωτική
αποστολή για να εκπαιδεύσουν το πεζικό και το ναυτικό αντίστοιχα), ότι σχεδόν σε όλες τις
συνθήκες που υπογράφονται μεταξύ τους υπάρχουν προβλέψεις και συμφωνίες είτε φανερές, είτε
μυστικές, για διανομή εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε περίπτωση σύγκρουσης. Τέτοιο
παράδειγμα είναι η Σερβοβουλγάρικη Συνθήκη που υπογράφτηκε στη Σόφια στις 13 Μάρτη του 1912,
που προέβλεπε, μεταξύ πολλών άλλων, τη διανομή των εδαφών της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία που θα
προέκυπτε σε περίπτωση εφαρμογής της συμφωνίας αυτής θα είχε την έκταση της Μεγάλης
Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, με τη διαφορά ότι η Βουλγαρία θα αποζημιωνόταν με ολόκληρη τη
Θράκη για τα τμήματα της Μακεδονίας, που θα επιδικάζονταν στη Σερβία. Το Μάη του 1912
υπογράφτηκε και στρατιωτική σύμβαση μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου, πριν ακόμα υπογραφεί η συνθήκη που αναφέρθηκε, είχε ξεκινήσει μυστικές
συνομιλίες με τη βουλγαρική πλευρά για σύναψη συμμαχίας, η οποία και υπογράφηκε στις 19 Μάη του
1919, ήταν αμυντική συμμαχία, που συμπληρωνόταν και με στρατιωτική σύμβαση, διάρκειας τριών
χρόνων. Χαρακτηριστικό είναι ότι για να μπορέσει να υπογραφεί η συμφωνία αυτή, αποσιωπήθηκε
κάθε αναφορά που αφορούσε το ζήτημα της διανομής εδαφών που θα προέκυπταν από τυχόν
πολεμική σύγκρουση, ιδιαίτερα αυτών της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα, που και οι
δύο πλευρές την είχαν στις υψηλές τους προτεραιότητες. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου, είχαν
επιτευχθεί προφορικές συμφωνίες με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο.

Λίγο διάστημα μετά την επίσημη κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου στις 9 Οκτώβρη 1912, έγινε
φανερό ότι η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα ήταν γρήγορη και αναπόφευκτη. Η γοργή
αλλαγή των συσχετισμών στη βαλκανική, ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να μετακινηθούν από τη
θέση για καμία αλλαγή του status quo στην περιοχή και να συγκαλέσουν τη Διάσκεψη του Λονδίνου,
το Δεκέμβρη του 1912. Εκεί βρίσκονταν σε παράλληλη πορεία διαπραγματεύσεων δύο διασκέψεις. Η
μια που ξεκίνησε στις 12/12 και αποτελούταν από τους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων, που
ουσιαστικά έπαιξε τον κύριο ρόλο. Και η άλλη που αποτελούταν από εκπροσώπους των Συμμαχικών
βαλκανικών κρατών. Μετά από αρκετές διακοπές στις συζητήσεις, μεγάλες διαπραγματεύσεις και
παράλληλη εξέλιξη των μετώπων, η τελική συνθήκη που σηματοδότησε και τη λήξη των πολέμων
υπογράφηκε στις 30/5 του 1913. Οι ίδιοι οι σύμμαχοι με πίεση έβαλαν την υπογραφή τους, καθώς η
συνθήκη δεν ικανοποιούσε καμία πλευρά. Τι προέβλεπε:

Αξίζει να σημειωθεί πως παρ' όλο που οι διατάξεις της ήταν υποχρεωτικές, αυτή θεωρήθηκε
"προκαταρκτική".

1. Εκχώρηση στους συμμάχους όλων των κτήσεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δυτικά της
γραμμής Αίνου - Μηδείας, με εξαίρεση την Αλβανία, της οποίας τα σύνορα θα διακανονίζονταν
από τις Μεγάλες Δυνάμεις.

2. Ο σουλτάνος παραιτούνταν από τα δικαιώματά του στην Κρήτη.

3. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αναλάμβαναν να αποφασίσουν την τύχη των οθωμανικών κτήσεων του
Αιγαίου πέραν της Κρήτης και της χερσονήσου του Άθω.

4. Μια διεθνής επιτροπή με έδρα το Παρίσι θα διακανόνιζε τις οικονομικές εκκρεμότητες

5. Ενώ ζητήματα σχετικά με αιχμαλώτους, δικαστική εξουσία, εθνικότητα και την εμπορία θα
ρυθμίζονταν με ειδικές συμβάσεις, μεταξύ των άμεσα ενδιαφερομένων.

Όπως είναι φανερό, η συνθήκη άφησε ανοικτά, ή παρέκαμψε ζητήματα που κυοφορούσαν το σπέρμα
της σύγκρουσης, πέρα του ότι θα ήταν έτσι και αλλιώς αδύνατον να ικανοποιηθούν οι
μεγαλοϊδεατισμοί όλων των πλευρών ταυτόχρονα. Για παράδειγμα, η χάραξη των ενδοβαλκανικών
συνόρων, η εμφάνιση του αλβανικού κράτους (κομμάτια της Αλβανίας ήταν προς διανομή, μέσα στα
προσύμφωνα των συμμάχων), η κατοχή του μεγαλύτερου μέρους της Μακεδονίας από τη Σερβία, σε
αντίθεση με την προϋπάρχουσα συμφωνία με τη Βουλγαρία, η τύχη των νησιών του Αιγαίου και η
προσπάθεια να μη συσχετιστούν τα Δωδεκάνησα με τις συμφωνίες, ήταν όλοι εκείνοι οι παράγοντες,
που έθεσαν εξ' αρχής το ζήτημα ενός νέου πολέμου στο επίκεντρο.

Οι αστικές τάξεις Ελλάδας και Σερβίας, μπροστά στο κοινό τους μεγάλο ανταγωνιστή, τη Βουλγαρία
και μπροστά στο μοίρασμα της λείας του προηγούμενου πολέμου συμμάχησαν με ευνοϊκότερους
όρους και για τους δύο. Υπογράφτηκε συνθήκη μεταξύ των δύο χωρών την 1η Ιούνη του 1913, η
οποία ήταν αμυντική, στρατιωτική και οικονομική, που μεταξύ άλλων προέβλεπε και αμοιβαία
υποστήριξη των εδαφικών αξιώσεων των δύο χωρών έναντι της Βουλγαρίας.

Ο Β' Βαλκανικός πόλεμος ξεκίνησε στις 28 Ιούνη του 1913 και σε αυτόν γρήγορα ενεπλάκησαν, πέρα
από την Ελλάδα, το Μαυροβούνιο, η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Βουλγαρία μετά της
αλλεπάλληλες ήττες, ζήτησε την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι ξεκίνησε στις 30 Ιούνη
του 1913 η Συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου, που συνήλθε εν μέσω αντιπαραθέσεων και ισχυρών
ανταγωνισμών, στο εσωτερικό των Βαλκανικών δυνάμεων, των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και
αναμεταξύ τους. Τελικά, η Συνδιάσκεψη κατέληξε στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, στις 10
Αυγούστου 1913.

Υπογράφτηκε μεταξύ Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Ελλάδας, Σερβίας και Μαυροβουνίου, αποτύπωσε το


νέο συσχετισμό δυνάμεων που είχε διαμορφώσει ο βαλκανικός πόλεμος, χωρίς να αναφερθεί στις
εκκρεμότητες του πρώτου.

H Ρουμανία επέκτεινε τα σύνορά της στον Εύξεινο Πόντο προς τον νότο, μέχρι τις παρυφές της
Βάρνας, προσαρτώντας τη Σιλιστρία, καθώς και τις δύο μικρές πόλεις Τουτρακάν και Μπαλτσίκ.

Στη Σερβία περιήλθε ολόκληρο το κεντρικό τμήμα της κοιλάδας του Αξιού.

Η Ελλάδα προσάρτησε την Καβάλα και επέκτεινε τα σύνορά της τριάντα μίλια ανατολικά της πόλης
αυτής, μέχρι τις εκβολές του Νέστου. Τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, τη νότια Ήπειρο με τα
Ιωάννινα, τα νησιά του Αιγαίου (εκτός από τα Δωδεκάνησα που έμεναν στους Ιταλούς, την Ίμβρο και
την Τένεδο που έμεναν στην τουρκική κατοχή).

Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου είναι και η συνθήκη που μοιράστηκε ο γεωγραφικός χώρος με το
όνομα "Μακεδονία". Το 51% του εδάφους της το πήρε η Ελλάδα, το 39% η Σερβία (σημερινή ΠΓΔΜ),
το 9,5% το πήρε η Βουλγαρία και ένα 0,5% του εδάφους πέρασε στην Αλβανία. Όλες οι μετέπειτα
διακρατικές και διεθνείς συνθήκες, όπως π.χ. η Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά το τέλος του Α'
Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και των Παρισίων μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν τροποποίησαν τα
σύνορα όπως καθορίστηκαν από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Στο πλαίσιο διμερών επαφών μεταξύ της Ελλάδας και της Ρουμανίας, οι πρωθυπουργοί των δύο
χωρών Βενιζέλος και Μαγιορέσκου, είχαν ανταλλάξει επιστολές βάσει των οποίων η πρώτη
συναινούσε "να παράσχει αυτονομία εις τας σχολάς και εκκλησίας των Κουτσόβλαχων και να
επιστρέψει την σύστασιν επισκοπής δια τούτους".

Ο συμβατικός διακανονισμός του Βουκουρεστίου, αν και συχνά, χαρακτηρίζεται ως "απλή εκεχειρία",


επέδειξε αξιοσημείωτη αντοχή. Τα όρια που χάραξε, με εξαίρεση την απόσπαση της Δυτικής Θράκης
από τη Βουλγαρία και την εκχώρησή της στην Ελλάδα μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, άντεξαν
στην πίεση του χρόνου κατά τη διάρκεια μιας περιόδου δραματικών μεταβολών στον πολιτικό χάρτη
της Ευρώπης.

Τα ζητήματα που είχε αφήσει εκκρεμή η Συνθήκη του Λονδίνου, αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής
συμβατικής ρύθμισης κατά τους μετέπειτα μήνες, εκτός από εκείνα των νησιών του Αιγαίου και του
Άγιου Όρους, που διευθετήθηκαν οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923).

Ελληνοτουρκική σύμβαση της 14ης Νοέμβρη 1913 προέβλεπε την επανάληψη των διπλωματικών
σχέσεων των δύο χωρών και ρύθμιζε ζητήματα δικαστικής δικαιοδοσίας, εθνικότητας, εμπορίας και
ανταλλαγής αιχμαλώτων.

Τα σύνορα μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας καθορίστηκαν με την Ελληνοσερβική συνθήκη της 17ης Μάη
1913.

Τα σύνορα του νέου αλβανικού κράτους από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, οριοθετήθηκαν με τις
αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων την άνοιξη το 1913

Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 17 Δεκέμβρη 1913:

Περιελάμβανε το πόρισμα της επιτροπής που ήταν επιφορτισμένη με τη χάραξη των αλβανικών
συνόρων, βάσει των αποφάσεων της πρεσβευτικής διάσκεψης του Λονδίνου, κατακύρωση στην
Αλβανία ολόκληρη τη Βόρεια Ήπειρο και η νήσο Σάσωνα, η οποία είχε ενωθεί με την Ελλάδα το 1864,
ως εξάρτημα των Ιονίων.

Όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, η ιστορία επιβεβαιώνει ότι πάντα η αλλαγή συνόρων γίνεται με
αίμα των λαών, για την προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Ιδιαίτερα στην εποχή μας έχει σημασία, για αυτό το λόγο ο λαός μας να παλέψει για καμία αλλαγή
συνόρων, να μην "τσιμπήσει" στο εθνικιστικό δηλητήριο διαφόρων δυνάμεων, που τον καλούν να βρει
λύσεις στα προβλήματά του ενάντια σε γειτονικούς λαούς, που τίποτα δεν έχει να χωρίσει. Τα
σύνορα είναι σαφώς καθορισμένα από τις διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες και δεν πρέπει να
αλλάζουν».

Σύνδεσμοι
[1] https://www.902.gr/eidisi/politiki/161309/i-ellada-kai-oi-synthikes-ton-valkanikon-polemon
[2] https://www.902.gr/politiki
[3]
https://www.902.gr/eidisi/politiki/161226/oi-laoi-ehoyme-koino-symferon-na-agonistoyme-enantia-se-ee-nato-ipa-kai

You might also like