You are on page 1of 137

5140_1

http://digital.lib.auth.gr/record/140887

The physical item is part of Aristotle University of Thessaloniki Libary Collection.


This digital representation of the original is made available to the public, under the
Creative Commons Attribution-ShareAlike 4.0 International License.
ΟΣ ΙΔ'
ΤΕΥΧΟΣ ^Δ'— hc'

ΙαΝΟΫΑΡΙΟΣ-Μ ΑΡΤΙΟΣ

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ

eiTICTHMONIKON
eeo/VoriKON cyrrj’XMMx

GKAIAOMGNON ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ

Σ. Γλαγόλεφ, Κατοικεΐται 6 ν Αρης ; σοστόμου A. Παπαδοjtούλου) 100—


ηται εις

Μελ.έτη απολογητική κατά μετάφρασιν 102. — Η Βιβλιογραφία: Πβ-


Γρηγ. Παηαμιχαήλ {Τέλος) . . 5—51
.
* Λ μίλκα Σ. Άλιβιζάτ ον, Σνμβολ.αι
τρόβσκη. 9 Em τον ζητήματος τής γενε-

σεως τής θεωρίας του Φαλλμεράϋρερ.
»

εις την νεωτέραν * Ιστορίαν τής Έκκλ.η- Σοκολ.ώφ, eΗ Έκκλ.ησία 1Αντιόχειας„


οίας τής Ελλάδος' e Ο Γεώργιος Τυ- Δυοβοννιώτου, Νικηφόρος θεοτόκης.
πάλδος Ίακωβάτος και ή εκκλησιαστική Βολ.ομπονγεφ, 4Η Οίκουμ. Σύνοδος και
Π

άφομοίωσις (συνέχεια).............. 52 — 67 ό Πάπ^ς Ρώμης. Μπουζεσκούλ, *Η


ΣΙρεσβ. Δημητρίου Καλλίμαχον, άρχαιότης και ή σύγχρονος εποχή, Σύγ­
Πατμιακής Βιβλιοθήκης Συμπλήρωμα : χρονα θέματα εν τή αρχαία Έλλάδι,
Α.

“Αγνωστοι κώδικες (συνέχεια) 68—Si? Καρτάλ.η, Ή Ιταλική πολιτική εν 'Αλ­


Γρηγορίον Πατταμιχαήλ, *Ιστορία βανία και τοΐς Βαλκανίοις. Περί τής
ενός επιστημονικού βαθμόν. (Μία ιστο­ λ.αϊ'κής ηιαλ.μωδίας έν τοϊς ναοΐς. Καλ­
ρική συνεδρία έν τή Θεολ. ’Ακαδημίρ λινίκου κηρύγματα από τετραδίου. 9Α­
τής Πετρουπόλεως)......... .S1—99 δαμάντιου, *Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη.
Νέαι συγγραφαι «at μελέται : Λ' Άνδρομάρη, At μητροπόλεις των 'Αθη­
Κριτική: Κωνσταντίνου Ν. Καλ· νών. Γρόσοου, Περί των έπιταφίαττ
λινίκον; Πέραν του Τάφον (κρίσις Χρυ­ λ.όγων κ τ>................................ 104—129

ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Έχ^τοΰ Πατριαρχικόν Τυπογραφείο!»
■-------------- .*----------------

1915
ESEACOH ΕΙΣ

ΔΕΥΤΕΡΑΝ ΕΚΔΟΣΙΝ

exxxxoc

ΘΡΙΧΙ/IROC

ΥΠΟ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΓ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
.

ΤΙΜΑΤΑΙ: ενός αελλινίον
Π

ΔΙΑ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡ.: φρ. δύο


Α.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ

.

Π
Α.
Α.
Π

.
εκκ/1 ηςιαςτικος

βΙ MCTHMONIKON
Θ60\0Γ)Κ0Ν cyrrpxMMX

€ΚΔΙΔΟΜ€ΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ

.

liw / \
Π

ΤΟΜΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ


Α.

ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Εχ τσϋ ΖΓατριαρχιχοΰ Τυπογραφείου
♦-

1915
Α.
Π

.
v^M ΚΑΤΟΙΚΕΙΤΑΙ Ο ΑΡΗΣ;*
ΜΕΛΕΤΗ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ
τπο
X. ΓΛΑΓΟΛΕΦ

ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΝ ΓΡΗΓ. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ


.

7.

Έν τοίς μέχρι τοΰδε είρημένοις προσήχθη παν δ,τι ουσι­


ώδες έλέχθη περί τοϋ ζητήματος τοϋ κατοικήσιμου τοΰ "Αρεως.
Π

Μόνον λίαν προκατειλημμένος δύναται να ίσχυρισθή, δτι τδ


κατοικήσιμον τούτο είνε γεγονός καί οόχί πρόβλημα. Διότι
Α.

πραγματικαί αποδείξεις περί τοΰ δτι κατοικείται ό "Αρης δεν


ύπάρχουσιν. Εννοείται, δτι έκ τούτου δεν έ'πεται δτι ό "Άρης
είνε ακατοίκητος. Δεν είνε δυνατόν να άρνηθή τις τό κατοι-
κήσιμον ού μόνον τοΰ ’Άρεως, άλλα καί τής Σελήνης. Ό
Φλαμμαριών έν τή τελευταία έκδόσει τής λαϊκής αύτοΰ 'Α­
στρονομίας έπιμένει επί τοϋ δυνατοΰ τής τοιαύτης ύποθέσεως*
παραδέχεται καί την ΰπαρξιν άτμοσφαίρας έπί τής Σελήνης,
συγχρόνως δέ καί τό δυνατόν τής ύπάρξεως ζωής καί άνευ ά­
τμοσφαίρας. Άλλ’ ή σφαίρα τοΰ δυνατοΰ είνε άπειρος. Ημείς
θά ήθέλομεν να γνωρίζωμεν δχι τό δυνατόν, άλλα τό ύπαρ­
χον. Ό Κατόλικος Ζουάν τό γνωρίζει άνευ έρεύνης, έκ των
προτέρων Εσχυριζόμενος δτι οι κόσμοι κατοικοΰνται. Ό έλευ—
θερόφρων Walles μετ’ έρεύνας άγεται είς τό συμπέρασμα ότι.

* Συνέχεια από σελ. 564 καί τέλος.


6 Σ. Γλαγόλεφ

οί κόσμοι δεν κατοικοΰνται. Συγχρόνως δμως άμφότεροι Ισχυ­


ρίζονται δτι οί κόσμοι είνε αναγκαίοι- καί κατά μέν τον πρώ­
τον είνε αναγκαίοι διά τούς κατοίκους τιυν, κατά δέ τον δεύ­
τερον, διά νά προσδοθή ευστάθεια εις τδ ηλιακόν σύστημα.
Εις την τελεολογίαν ταύτην έπισυνάπτονται αί βεβαιώσεις, δτι ■
ή χριστιανική θρησκεία καί προϋποθέτει καί άρνείται το κατοι-
κήσιμον τών κόσμων.
Διά τον λαβύρινθον τούτον ανάγκη νά εΰρωμεν τον μίτον
τής ’Αριάδνης. Έκ πάντων τών προμνημονευθέντων συγγρα­
φέων πληρέστερος καί άντικειμενικώτερος είνε 6 Όρτολάν.
Είνε αληθές, δτι τό βιβλίον αύτοϋ είνε σχετικώς παλαιόν (1894),
άλλ’ έν τή έπιστήμη ουδέν έκτοτε παρουσιάσθη ούσιωδώς νέον
περί τοΰ έπασχολοΰντος ημάς ζητήματος, ή δέ αγία Γραφή
έξηκολούθησε βεβαίως νά παραμένη άμετάβλητος. Ιδού διατή.
έπ’ αυτής κυρίως συγκεντροΰντες τήν έρευναν τοΰ ζητήματος
νομίζομεν, δτι βέλτιστα θά διαφωτίσωμεν αυτό.
.
Ό Όρτολάν κατώρθωσε νά καταστήση. τό περιεχόμενον ■

τοΰ συγγράμματος του ένδιαφέρον καί έν έκείνοις ακόμη τοΐς.
τμήμασιν, ένθα μόνον ψυχροί άποβαίνουσιν οί άλγεβρικοί τύ­
Π

ποι καί πρυτανεύουσι ξηροί μαθηματικοί όπολογισμοί. Άναμ-


φιβόλως θά ήδύνατο νά ήνε συντομώτερος, άλλ' 6 άναγνώστης
Α.

ευχαρίστως τφ συγχωρεΐ τούς λυρικούς πλατειασμούς καί τάς


ένιαχοΰ παρεμβαλλομένας παρεκβάσεις, διότι ού μόνον δεν κου-
ράζουσι τον αναγνώστην, άλλ’, άπ’ εναντίας, προσδίδουσι ζω­
ηρότητα εις τό βιβλίον καί έλκύουσιν αυτόν περισσότερον.
Τοιαύτη είνε ή έξωτερική ίδιότης τοΰ βιβλίου του. Τό
περιεχόμενον του δέ μαρτυρεί περί τής εύρείας καί πολυμε­
ρούς μορφώσεως τοΰ συγγραφέως αύτοΰ. Ούτος, διδάκτωρ ών
τής θεολογίας καί τοΰ Κανονικού Δικαίου, κάλλιστα γινώσκει
τήν ΓΑγ. Γραφήν καί τά συγγράμματα τών Πατέρων. 'Αρκούν­
τως έμελέτησε καί τήν ’Αστρονομίαν καί τήν Φυσικήν. Έν
πάση περιπτώσει, ταύτας κατέχει τόσον, ώστε, έν δλω αύτοΰ
τψ έξ ύπέρ 4ό0 σελίδων συγγράμματι, νά μή δύναταί τις νά
Κατοικεΐται 4 "Αρης; 7

υποδείξω ολίσθημά τι περί τάς γενικώς παραδεδεγμένας αλή­


θειας έν τη περί τοΰ ούρανοΰ επιστήμη. Θά είπη τις ότι τοΰτο
αποτελεί αρνητικόν έπαινον, άλλα καί ημείς λέγομεν, δτι οίος-
δήποτε καί αν ήνε ούτος, δεν άποτελεί κλήρον πάντων των
απολογητών, καί αυτών έτι τών τής Εσπερίας. Παρά τοίς κα-
τολίκοις, εις οϋς άνήκει 6 Όρτολάν, ύπάρχουσι δύο ειδών άπο-
λογηταί: οί θεολόγοι καί οι φυσιολόγοι· τούτων οί μέν πρώτοι
συχνάκις ψωρώνται άγνοοΰντες την έπιστήμην, κατά τών ανα­
τρεπτικών τής οποίας έξαγομένων διευθύνουσι τά όπλα των, οί
δε δεύτεροι, ένίοτε τελείως άγνοοΰντες την Θεολογίαν, κάμνου-
σιν εις τάς μαντικάς υποθέσεις τών έπιστημόνων υποχωρήσεις
τοιαύτας, οποίας δεν δύναται ν’ άποδεχθή ό θεολόγος. Ό Όρ-'
τολάν είνε άπηλλαγμένος τών δύο τούτων άκροτήτων εινε θε­
ολόγος, άλλά δεν στρέφει τά νώτα καί προς τάς φυσικάς έπι-
στήμας. Δεν δύναταί τις όμως νά ίσχυρισθή, δτι τά άπδ τών
Ιπιστημών τούτων έφόδιά του, άτινα έχρησιμοποίησε κατά την
.
συγγραφήν τοΰ βιβλίου του, ήσαν πολύ πλούσια, καί δτι υπέρ

τδ μέτρον ύπ’ αυτών παρειλκύσθη εις βαθμόν παραβλάψαντα
τδ σύγγραμμά του.
Τά κυριώτερα βοηθήματα τοΰ Όρτολάν ήσαν ή «Αστρο­
Π

νομία» τοΰ Newcomb καί Engenlman καί τδ σύγγραμμα τοΰ


Α.

Κ· Fay: «Περί τής προελεύσεως τών κόσμων». Εις την’Αστρο­


νομίαν τοΰ Newcomb ό Όρτολάν ήδύνάτο νά έμπιστευθή
πλήρως, άλλά εις μάτην, καί δη άπολύτως, ένεπιστεύθη καί
εις τάς προϋποθέσεις τοΰ τελευταίου. Ή κριτική τοΰ Fay εινε
σοβαρά, άλλ’ αί ίδικαί του θεωρίαι εινε πολύ ύποθετικαί. Ό
Όρτολάν, ως φαίνεται, άκολουθεΐ αυτόν δταν άποδεικνύη, δτι.
πάντας τούς πλανήτας τοΰ ήμετέρου συστήματος, έξαιρουμένης
τής Γής, δέον νά φανταζώμεθα άκατοικήτους, ή δέ συλλογι­
στική μέθοδος τής θέσεως ταύτης, ως καί παρά τφ Fay, φαί­
νεται λίαν ισχυρά. Άλλ’ ό Όρτολάν δεν έπρεπε ν’ άκολουθήση
τδν Fay έν οίς όμιλεί περί τής ήλικίας τών πλανητών, περί τής
προελεύσεως τών κόσμων καί τής γενέσεως τοΰ ήλιακοΰ συ-
8 Σ. Γλαγόλεφ

σχήματος. Τους ισχυρισμούς του Fay ό Όρτολάν ονομάζει


«σύγχρονον έπιστήμην», οΰτοι δμως δέν είνε επιστήμη, άλλ'
υποθέσεις ένδς έκ των λειτουργών τής έπιστήμης, υποθέσεις μή
άριθμοϋσαι μάλιστα οπαδούς μεταξύ των επιστημόνων. Έ σύγ-
χυσις αΰτη υποθέσεων προς πανθομολογουμένας αλήθειας εμ­
ποιεί ούχι κολακευτικήν έντύπωσιν. Και εΐνε αΰτη ιδιαζόντως
άτοπος έν συγγράμματι θεολογικώ απολογητική)· ό θεολόγος
ολιγώτερον παντός άλλου δέον νά παρασύρηται υπό παντός ανέ­
μου διδασκαλίας. Δυστυχώς ή αδυναμία αΰτη άπαντα παρά τφ
Όρτολάν. Παρασυρόμενος υπό τών μαντευμάτων τού Fay, έλ-
κύεται έτι και υπό τής ύποθέσεως τού παγκοσμίου αίθέρος, έκ
τής ύποθέσεως δέ ταύτης, ως εϊοομεν, είνε έ'τοιμος νά εξηγήσω
καί την άλληλεπίδρασιν τής ψυχής καί τού σώματος, καί την
άνάστασιν τών σωμάτων καί την άφθαρτοποίησιν αυτών. Άλλ’
ό αιθήρ είνε απλή φυσική ύπόθεσις, ήτις — τίς οίδε — πιθα­
νόν ταχέως νά καταστή άχρηστος. Ή περί τού αίθέρος ύπόθεσις
.
έγκειται έν τή "ιδέα, δτι ή μεταξύ τών σωμάτων έκτασις καί τά

έν τοϊς σώμασι κενά νά ήνε πλήρη ατόμων sui generis. Τά άτομα
ταΰτα είνε ά,3αρή, απολύτως στερεά ή απολύτως έλαστικά, δεν
Π

παρουσιάζουσιν άντίστασιν είς τά έν αύτοΐς κινούμενα σώματα


καί άποτελοϋν τό μέσον τού φωτός, τής θερμότητος, τού ηλεκ­
Α.

τρισμού, κατά τήν γνώμην δέ πολλών (ως φαίνεται δέ καί τοΰ


Όρτολάν) καί τής έλξεως. Δέν είνε δύσκολον νά πιστοποιηθή,
δτι έν τή περί τών ατόμων τούτων παραστάσει ύπάρχουσι πολλαΐ
αντιφάσεις: ή στερεότης τού σώματος ευκόλως έξηγεϊται ως άπο-
τέλεσμα τών μερικών έλξεων, ένώ ένταύθα, άπ’ έναντίας, τά φαι­
νόμενα τής έλξεως θέλουσι νά έξηγήσωσιν έκ τών ωθήσεων
τών στερεών σωμάτων. Εις τον αιθέρα άποδίδουσι τήν ικανό­
τητα τής διά τών ιδίων εαυτού ωθήσεων μεταδόσεως τής κι-
νήσεως είς τά σώματα, άρνούνται δέ δτι έχει τήν ικανότητα ν’ άν-
θίσταται είς τήν κίνησίν των. Ή ανάγκη αΰτη τής άποδόσεως
είς τον αιθέρα αντιφατικών ίδιοτήτων ώθησε πολλούς πεπειρα­
μένους φυσιοδίφας είς τήν άρνησιν τής ύπάρξεώς του. Τον αί-
Κατοικείται δ “Αρης; 9

■ θέρα ήρνείτο καί ό Clausius. Σήμερον ό χημικός Ostwald διά


τής ύποθέσεως τοΰ ενεργητισμού (energie) έπ’ ϊ'σης είνε κατά
τοΰ αίθέρος. Οί φυσικοί καί οι χημικοί ήρχισαν νά σχηματίζωσι
την πεποίθησιν, δτι προς έξήγησιν των φαινομένων δεν είνε
άνάγκη νά καταφεύγη τις εις τον προβληματικόν αιθέρα, δτι την
μηχανικήν μεταξύ των φαινομένων σχέσιν δυνατόν νά παραστή-
σωμεν διά μαθηματικού τύπου χωρίς νά καταφεύγωμεν εις υπο­
θέσεις. Είνε αληθές, δτι ύπάρχουσι καί θερμοί οπαδοί τής περί
αιθέρας θεωρίας, άλλ’ 6 άρθμός των δεν είνε τόσον μέγας, ίόστε
δ Όρτολάν εν ταΐς τολμηραΐς κρίσεσι περί τής μεταμορφώσεως
των σωμάτων των δικαίων νά βασισθή έπ’ αυτών.
Προς άνάπτυξιν τής ιδέας, δτι ή περί άναστάσεως καί
ααί άφθαρτοποιήσεως των σωμάτων διδασκαλία οΰδέν τδ αντι­
φατικόν καί τδ λογικώς καί πραγματικώς αδύνατον περιέχει,
-ό Όρτολάν κατέφυγεν ούχί εις τάς έπιστημονικάς υποθέσεις^
άλλ' εις τδ δ,τι ή επιστήμη πραγματικώς γνωρίζει περί τής
.
• ΰλης, περί τών διαφόρων αυτής καταστάσεων καί τοΰ μετα­

σχηματισμού τών ιδιοτήτων αυτής έν ταΐς καταστάσεσι ταύ-
ταις Ό,τι ονομάζομεν στερεά, υγρά ή άέρινα σώματα εινε
Π

μόνον μερική είς ημάς έκδήλωσις τής άγνωστου ουσίας, ήτις


-υπό άλλας συνθήκας δύναται νά έμφανισθή ύπδ δλως διαφό­
Α.

ρους μορφάς, γνωρίζομεν δέ πλεΐστα φαινόμενα άποδεικνύοντα^


δτι τοιαύται ’ μορφαί είνε δυναταί, καί έν τή πραγματικότητι
-ύπάρχουσιν. ’Ήδη δ Crooks άπέδειξε τούτο διά τών επί τών
.είς άκρον ήραιωμένων αερίων έργασιών του. Ή υλη δύναται
-νά παρουσιασθή ούχί μόνον ύπδ την μορφγ)ν σκοτεινού καί
■άδρανοΰς δγκου, αλλά καί έν είδει άκτινοβόλου, άπολύτως
διεισδυτικού στοιχείου. Τδ αύτδ έβεβαίωσαν καί αί ακτίνες τοΰ
Roentgen καί αί άκτινοβολίαι τού ραδίου. Έν γένει είνε δυ-
"ναταί τοιαύται μεταμορφώσεις τής ύλης, τάς όποιας ούδ’ ώνει-
ρεύθησαν οί σοφοί μας. 'Εννοείται, δτι έπί πάντων τούτων δεν
δύναται νά οίκοδομηθή έπιστημονική θεωρία τής άναστάσεως
•τών σωμάτων, ούχ ήττον δμως τελείως άποστομοΰνται όσοι
10 Σ. Γλαγόλεφ

ισχυρίζονται δτι «τοϋτο εινε αδύνατον». Τά γεγονότα ταΰτα'


δεν άποκαλύπτουσι μέν τήν αλήθειαν, άλλ’ ύποδεικνύουσιν εις
τον ανθρώπινον νοΰν τό άπομεμακρυσμένον εκείνο πεδίον, δπου
εύρίσκεται ή αλήθεια, ήν προαισθάνεται ή καρδία.
Έλκυομενος ύπδ των υποθέσεων ό Όρτολάν είνε έτοιμος
να ζητήση τήν έπικύρωσιν αυτών έν τή άγ. Γραφή. Ένδειξιν
περί ΰπάρξεως τοΰ αίθερος ευρίσκει έν τή βίβλο) τοϋ Ίώβ
(γ,ς', 7). Τδ παρελθόν θά έπρεπε να είχε διδάξει αυτόν πόσον
είνε έπικίνδυνον τό στηρίζειν υποθέσεις επί τοϋ κύρους τής
άγ. Γραφής, δεν ήθέλησεν δμως να διδαχθή έξ αύτοΰ. Μετά
ωραίας σκέψεις περί τοΰ δτι ή έν τή αγία Γραφή περί τοϋ
κόσμου καί τής προελεύσεώς του διδασκαλία δεν δύναται νά
ήνε έπιστημονική, άλλ’ έξάπαντος άνθρωποπρεπής, άρχεται μετά
ζήλου έκζητών έν αυτή ένδείξεις περί τοΰ σφαιροειδούς τής
Γής, περί τής περιστροφής καί τής περιφοράς αυτής. Άλλ7
έάν έν τή άγ. Γραφή τά φαινόμενα περιγράφωνται δπως παρου­
.
σιάζονται εις τήν αίσθησιν τής όράσεως τοΰ απλού ανθρώπου,

καί ούχί δπως εις τον νοερόν οφθαλμόν τοΰ έπιστήμονος, θά-
ήτο ματαία δλως ή έν αυτή ζήτησις ένδείξεων περί τοΰ πώς
Π

πράγματι τελούνται τά γινόμενα καί τά φαινόμενα. Ή γλώσσα


τής άγ. Γραφής είνε γλώσσα, δΓ ής έλάλει καί πάντοτε θά
Α.

λαλή ή άνθρωπότης. «Άνέτειλεν ο ήλιος» καί «άνέτειλεν ή


σελήνη», είνε φράσεις, από τών οποίων δεν δύναντάι νά άπαλ-
λαγώσιν ού μόνον οί άπλοι, άλλ’ ούδ’ οί σοφοί άνθρωποι. Οι
άστρονόμοι λέγουσιν : «ό ήλιος διήλθε τον μεσημβρινόν», «ευ­
θεία άνατολή τοΰ άστέρος», ούδείς δέ αμφιβάλλει περί τής
έννοιας τών όρων τούτων, ουδέ μέμφεται τούς άστρονόμους
έπί ανακρίβεια έκφράσεως. Έν τούτοις οΰτοι μέν, έάν ήθελον,
ήδύναντο ν’ άντικαταστήσωσι τάς έκφράσεις ταύτας δΓ άλλων
όρθότερον διατυπουσών τήν έννοιάν των, έν τή άγ. Γραφή δμως
δεν είνε δυνατόν νά γείνη άντικατάστασις, διότι είνε προωρι-
σμένη δΓ δλους τούς ανθρώπους, καί ούχί μόνον διά τούς εύ-
μοιρήσαντας άστρονομικής μορφώσεως. Διά τοΰτο ή άγ. Γραφή
Κατοικεϊται 6 Άρης ; 11

περιγράφει τά φαινόμενα όπως φαίνονται, έπαφήνουσα εις τε


τούς σοφούς καί είς τούς άσοφους καί απλούς τον ορισμόν τού
πραγματικού αυτών χαρακτήρος. «Καί έστη ό ήλιος καί ή
σελήνη έν στάσει» ('Ιησούς Ναυή ι', 13), άναγινώσκομεν έν τή
άγ. Γραφή. Ό οπαδός τής πτολεμαϊκής θεωρίας θά έννογ)ση
τάς λέξεις ταύτας κυριολεκτικώς· ό οπαδός τού Κοπερνίκου θά
έρμηνεύση ταύτας έν τή έννοια, ότι ή Γή έπί στιγμήν άνέ-
στειλε τήν περί τον έαυτής άξονα κίνησιν άλλος δέ τις ίσως
προτείνη τήν θεωρίαν τής βαθμιαίας ένισχύσεως τής διαθλά-
σεως, συνεπεία τής οποίας (ένισχύσεως), καίτοι ή Γή έξηκο-
λούθει τήν έαυτής κίνησιν, τό άτμοσφαιρικόν τούτο φαινόμε-
νον ήνάγκαζε τούς κατοίκους τής ΙΙαλαιστίνης νά βλέπωσι
τον "Ηλιον διαρκώς είς τό ίδιον μέρος. Δυνατόν νά προταθώσι
καί άλλαι έρμηνεϊαι. Τί δμως πράγματι συνέβη, μόνον ό Θεός
γνωρίζει. Έν τίνι δμως συνίστατο τό φαινόμενον από έπόψεως
έξωτερικής,' τούτο πας τις έννοεΐ έκ τής άγιογραφικής περι­
.
γραφής, τούτο δέ καί μόνον εΐνε άναγκαΐον διά τούς θρησκευ-

τικούς σκοπούς. Ό Όρτολάν ευρίσκει έν τή άγ. Γραφή έν-
δείξεις περί τών πόλων, περί τού άξονος τής Γής καί περί
Π

τής στροφής αυτής, άλλα προς τάς ύπ’ αυτού ύποδεικνυομέ-


νας έκφράσεις ή άρχαιότης συνέδεεν δλως διάφορον, έννοιαν,
Α.

αυτός δ’ είχεν άνάγκην νά άποδείξή δτι οι θεόπνευστοι συγ­


γραφείς μεταχειρίζονται τάς έκφράσεις έκείνας ύφ’ οίαν έννοιαν
μεταχειριζόμεθα αύτάς σήμερον ήμεΐς, ή δεν έπρεπε νά παρα-
πέμψη ποσώς είς αύτάς. Οι άρχαΐοι ένόμιζον, δτι ό ουρανός
στρέφεται περί στερεόν άξονα, ου τά άκρα έστρέφοντο έν άκι-
νήτοις κοιλώμασι. Παρά τώ Βιτρουβίω άπαντα περιγραφή δλου
τούτου τού ουρανίου μηχανισμού, έν τω όποίω ύπάρχουν ου
μόνον κοιλώματα διά τά πέρατα τού άξονος, αλλά καί άκτΐνες
δμοιαι προς τάς άκτΐνας τού τροχού, χρησιμεύουσαι διά τήν
στροφήν τού ουρανού. Ό Αναξαγόρας ύπέθετεν, δτι κατ’ άρχάς
πάντες οί άστέρες έστρέφοντο περί το ζενίθ (δεν έγνώριζον
δτι έκαστος τόπος έχει τά ίδικά του ζενίθ), καί, επομένως, ό
12 Σ. Γλαγόλεφ

άξων τοΰ ουρανού ήτο κάθετος ώς προς τήν Γην, μετέπειτα


δ’ άπέκτησε κλίσιν. Όφείλομεν νά όμολογήσωμεν, ότι αί
—τανΰν απολύτως άποκρουόμεναι— ιδέα: αύται πλησιάζουσι
προς το άγιογραφικόν κείμενον, πολύ περισσότερον ή αί νέαι
θεωρίαι. Ινα: τούτο είνε εύνόητον. Αί διδασκαλία', των αρχαίων
προήρχοντο έκ της άρχής δτι τα πράγματα όντως είνε τοι-
αύτα, οποία φαίνονται. Ή άγ. Γραφή περιγράφει εκείνο τό
οποίον φαίνεται, εντεύθεν δ’ ή σύμπτωσις των άγιογραφικών
περιγραφών προς τάς αρχαίας κοσμογραφικάς καί κοσμολογι­
κάς παραστάσεις.
Ή άγ. Γραφή δεν άρνείται τήν θεωρίαν τοΰ Κοπερνίκου,
δπως δεν άρνοΰνται αυτήν τα ύφ’ ήμών παρατηρούμενα φαινό­
μενα (αί κινήσεις τού Ήλιου, των αστέρων, των πλανητών)·
άλλ’ εάν ή έρευνα τών φαινομένων παρέχη λόγους προς απο­
δοχήν τού συστήματος τού Κοπερνίκου, ούδαμώς πρέπει νά
άσχυρισθώμεν, δτι ή σπουδή τής Βίβλου άγει είς τό αυτό έξαγό-
.
μενον. Ούδείς μέχρι τοΰδε θεολόγος έκαμεν άνακάλυψιν έπί τή

βάσει τής άγ. Γραφής. Πράγματι δέ, εάν ή άγ. Γραφή έν ταίς
περί τής φύσεως άφηγήσεσιν αυτής παρουσίαζεν άκριβώς .τήν
Π

πραγματικότητα, έν τοιαύτη περιπτώσει δεν θά ήδύνατο νά


περιγράψη αυτήν διά τών εκφράσεων ού μόνον τοΰ Πτολεμαίου,
Α.

αλλά καί τού Κοπερνίκου. Ή φιλοσοφία μάς διδάσκει, δτι ή ύλη,


ή κίνησις, ή έκτασις καί ό χρόνος ούδαμώς είνε τοιαΰτα, οία φαί­
νονται είς ημάς. Ταΰτα είνε είκόνες αοράτων πραγμάτων. Καί
ή κοσμολογία τοΰ Κοπερνίκου είναι επ’ ίσης υποκειμενική, ώς
καί ή τοΰ Πτολεμαίου- μετήλλαςεν άπλώς ό τρόπος τής έπόψεως.
Ή άγ. Γραφή, ανεξαρτήτως άπό τών θεωριών, περιγράφει ήμίν
τό φαινομενικόν Σύμπαν· τό πραγματικόν Σύμπαν θ’ άποκαλυ-
φθή ήμίν κατά τό πλήρωμα τοΰ χρόνου.
Ό Όρτολάν ώς προς τάς έπιστημονικάς προϋποθέσεις άρέ-
σκεται είς τήν εξής μέθοδον. Ή άγ. Γραφή — κατ’ αυτόν —
■ ήδη διδάσκει περί εκείνων, τά όποια μόλις προϋποθέτει ή έπι-
στήμη. Καί Ισχυρίζεται τούτο έν σχέσει προς τό οίκήσιμον τών
Κατοικείται 4 ”Αρήί ; 13

κόσμων. Ή έπιστήμη δεν έχει λόγους νά έπιμένη εις τό κατοι-


κήσιμον των κόσμων, αλλά μέρη τινά της άγ. Γραφής μάς άναγ-
κάζουσι —λέγει ό Όρτολάν— νά προϋποθέσωμεν αυτό. No-'
μίζομεν, δτι ή σύγχρονος γνώσις— ακριβώς ή σύγχρονος— θά
έπρεπε νά έμποδίση τον Όρτολάν νά ύποστηρίζη τάς προϋπο­
θέσεις του ταύτας. Είνε αληθέστατη ή βεβαίωσις αύτοΰ, δτι ή
άγ. Γραφή διδάσκει δτι ό αριθμός πάντων των λογικών οντων
τοΰ σύμπαντος είνε άμέτρως μεγαλείτερος τοΰ αριθμού τών
κατοίκων τής Γής. Άλλ’ είνε έπ’ ίσης άναντίρρητον, δτι ή
άγ. Γραφή παρεκτός τών άνθρώπων παραδέχεται εν μόνον γέ­
νος λογικών οντων, τούς άγγέλους, οίτινες είνε άσαρκα πνεύ­
ματα καί έχουσι φύσιν δλως διάφορον τής ήμετέρας. ΟΙ αρ­
χαίοι ήδύναντό νά τοποθετώσι τούς άγγέλους επί τοΰ ήλιου
καί τών αστέρων, διότι ήδύναντό νά προϋποθέτωσιν, δτι ή φύ-
σις τών λαμπτήρων τούτων είνε τελείως διάφορος τής γηΐνης.
Άλλ’ ή φασματοσκοπική άνάλυσις διδάσκει ημάς, δτι ολος ό
.
όλικός κόσμος έδημιουργήθη κατά μίαν καί τήν αυτήν εικόνα

καί όμοίωσιν, δτι δλη τών κόσμων ή πληθύς έσχηματίσθή έκ
τών αυτών 70—80 χημικών στοιχείων, τά όποια εύρίσκομεν
Π

έπί τής Γής, καί δτι ή φύσις τών οντων, έάν τοιαΰτα ύπάρ-
χωσιν έπί τών λοιπών κόσμων, πρέπει κατ’ άνάγκην νά όμοΐ-
Α.

άζη προς τήν τών γη'ίνων. Οι κάτοικοι τών ουρανίων κόσμων


πρέπει νά έχωσι βάρος ως καί οι τής Γής κάτοικοι, δεν δύ-
νανται νά μεταβαίνωσιν από τόπου είς τόπον χωρίς νά δια-
τρέχωσι διάστημα μεσολαβούν. Δεν είνε δυνατόν νά ταυτίζον­
ται προς τούς άγγέλους, ή νά άνάγωνται είς αυτούς οι λόγοι
τής Άποκαλύψεως, οί περί τών άγγέλων λεγόμενοι. Όφεί-
λομεν νά παραδεχθώμεν, δτι ή άγ. Γραφή ούδέν λέγει μήτε
περί τοΰ κατοικήσιμου, μήτε περί τοΰ μή κατοικήσιμου τών
ουρανίων λαμπτήρων. Ούδέν δέ περί αυτών κατ’ ουσίαν λέγει
καί ή έπιστήμη. Τό ζήτημα τοΰτο μέχρι σήμερον συνήθως
λύουσι διά τής καρδίας καί ουχί διά τοΰ λόγου.- Κατ’ αυτόν
δέ τον τρόπον λύει αυτό καί ό Όρτολάν.;
14 Σ. Γλαγόλβφ

Ό Όρτολάν, έπιμένων είς το οτι έν τή άγ. Γραφή εκτί­


θεται διδασκαλία περί τοΰ κόσμου, ήτις μόλις σήμερον καθί­
σταται κτήμα τής επιστήμης, έχειραγωγεϊτο, νομίζομεν, ύπό
τινων εσφαλμένων προκατειλημμένων θέσεων, αίτινες ούχί σπα-
νίως έν τω δυτικώ απολογητική) τύπω διετυποΰντο επ’ έσχα­
των. Ό Όρτολάν δήλα δή έκινεΐτο ύπό τής πεποιθήσεως, οτι
έν τή βαθεία άρχαιότητι ό πολιτισμός ϊστατο πολύ υψηλά,
οτι πολλαι κατακτήσεις των νεωτέρων χρόνων ήσαν ήδη κτήμα
τής άρχαιότητος. Ή πεποίθησις αΰτη ένεφανίσθη ως άντί-
δρασις κατά τής αντιθέτου άκρότητος, τής άλαζονικής δήλα δή
περιφρονήσεως προς τάς γνώσεις τής άρχαιότητος. ΙΙαρατρέ-
χοντες τό ζήτημα τής προ τοΰ κατακλυσμού σοφίας, τό ύπο-
κινηθέν ύπό τοΰ Ζουάν, συμφωνοΰμεν πλήρως προς τον Όρτο­
λάν καί τούς λοιπούς έν τούτο), οτι ή άλαζονική αύτη διά-
θεσις μαρτυρεί τό άκρως χθαμαλόν διανοητικόν καί ηθικόν
έπίπεδον των οΰτω περιφρονητικώς έκφραζομένων περί τής
.
άρχαιότητος. Τά πάντα όφείλομεν είς τούς άρχαίους, οί δ’

αρχαίοι ούδέν όφείλουσιν είς ήμάς. Καί, διά νά παραλείψωμεν
την φιλοσοφίαν, όμολογοΰμεν οτι τή βοήθεια μηδαμινωτάτων
Π

μέσων οί άρχαΐοι έ'καμαν μεγάλας άποκαλύψεις έν τω κύκλψ


των θετικών επιστημών, αί όποΐαι έτέθησαν ως βάσις τών ήμε-
Α.

τέρων περί φύσεως κρίσεων. Άλλ οί απόγονοι θά ήσαν άνά-


ξιοι τών προγόνων, έάν δεν έβαινον περαιτέρω. Τά κτίσματα
τών Αιγυπτίων, αί πρακτικαί (άλλ’ ούχί έπιστημονικαί) αυτών
γνώσεις έν τή σφαίρα τής ίατρικής καί τής χημείας, δίκαιον
έπισπώνται τον θαυμασμόν, ούδεμία δ’ άνάγκη ύπάρχει ν’ άπο-
δίδωμεν έ'τι είς αύτούς γνώσεις κοσμογραφικάς καί μαθημα-
τικάς, τάς οποίας πράγματι δεν είχον. Άλλ’ ό Όρτολάν, έπι­
μένων είς την ύψηλήν μόρφωσιν τοΰ Μωϋσέως, έκπαιδευθέντος
έν πάση σοφία αίγυπτίων, τολμηρώς μεταβάλλει την σοφίαν
ταύτην είς άθροισμα εύρειών θετικών γνώσεων. Δεν δυνάμεθα
νά τον άκολουθήσωμεν. ΤΙ σύγχρονος αίγυπτολογία διαθέτει
αρκετόν ύλικόν, ώστε νά δύνανται νά όρισθώσιν οί κύκλοι καί
Κατοίκεΐτα·. ό Άρης ; 15

τά όρια των γνώσεων των Αιγυπτίων κατά τήν εποχήν τοΰ


ΒΙωϋσέως, ταϋτα δε άποδεικνύονται ούχί καί τόσον εύρέα.
Καί, προ παντός, ό Όρτολάν δεν έχει δίκαιον, ίσχυρι-
ζόμενος, ότι ό ΒΙωϋσής έξεπαιδεύθη έν τοίς άνακτόροις του
Φαραώ κατά τήν άκμαιοτέραν εποχήν τοΰ αιγυπτιακού πολι­
τισμού. 'Η εποχή αυτή φέρεται πολύ αρχαιότερα, επί τής ιβ'
δυναστείας, ενώ ό Μωϋσής έζη, κατά πάσαν πιθανότητα, επί
των χρόνων τής ιθ' δυναστείας. Καί λέγομεν «κατά πάσαν
πιθανότητα», διότι έπί τή βάσει των υπαρχόντων δεδομένων
δεν είνε δυνατός ό ακριβής προσδιορισμός τής εποχής τοΰ
Μωϋσέως καί ή χρονολογία τής Εξόδου. ΓΙρότερον ώς Φαραώ
τής καταδιώξεως των Εβραίων ύπελάμβανον τον Ραμσήν Β'>
ύπεθετον δ’ ότι ή Έξοδος έγένετο έπί τοΰ διαδόχου του Με—
ρένφτ. Σήμερον ή γνώμη αυτή δέον ν’ άπορριφθή. Οι άνακα-
λυφθέντες έν Τέλ-ελ-’Αμάρν πίνακες ύποδεικνύουσιν, ότι κατά
τήν έποχήν τοΰ Μερένφτ οι Εβραίοι έζων έν Παλαιστίνη. Έν
.
πάσει όμως περιπτώσει δεν είνε δυνατόν νά μετακινηθή ση­

μαντικής ή χρονολογία τής Εξόδου των από τής έποχής τοΰ
Μερένφτ. Τί λοιπόν ήτο δυνατόν νά διδαχθή κατά τήν έποχήν
ταύτην έν Αιγύπτιο ό ΒΙωϋσής;
Π

Οί Αιγύπτιοι τήν χώραν αυτών έφαντάζοντο ώς κέντρον


Α.

τοΰ κόσμου, καρδίαν τοΰ Ινέμπ, έχοντος τήν κεφαλήν έστραμ-


μένην προς τον ιερόν νότον. Τον Νείλον έφαντάζοντο πηγά-
ζοντα έκ δύο οπών. Τον κόσμον έπ’ ίσης ένόμιζον ώς πελω-
ρίαν νήσον, έχουσαν σχήμα παραλληλεπιπέδου, περιβεβλημέ-
νην υπό όρέων ύποστηριζόντων τον σιδηροΰν τοΰ ούρανοΰ θό-
λον. Τοιαύτας έ'χοντες παραστάσεις δεν ήδύναντο βεβαίως νά
καθορίσωσιν όρθώς μήτε τον όγκον, μήτε τό βάρος τής Γής.
Οί Αιγύπτιοι ήσχολοΰντο πολύ περί τήν αστρονομίαν. Έν
πολλαίς πόλεσιν εΐχον αστεροσκοπεία (έν Τεντύρα, Τίνυϊ, ΒΙέμ-
φιδι, Ήλιουπόλει κλ.), από τών οποίων οί ιερείς προσεκτικής
παρετήρουν πάντα τά έν τψ ούρανψ έπισυμβαίνοντα φαινόμενα.
Άλλ’ αί παρατηρήσεις αΰται ήσαν αίσθητικαί θεωρίαι μάλλον
16 Σ. Γλαγόλεφ

ή έπιστημονικαί έρευναι. 'Ως καλλίτερα δ’ άπόδειξις τοΰ περί'


ωρισμένου των άστρονομικών γνώσεων των Αιγυπτίων είνε τδ
ήμερολόγιον αυτών. Έν τή βαθεία άρχαιότητι διήρουν το έτος
είς 12 μήνας, ών έκαστος είχε 30 ημέρας. Τδ έσφαλμένον
τής άριθμήσεως ταύτης ταχέως κατεφάνη, καί διά τοΰτο είς
τάς 360 ημέρας τοΰ έτους προσέθηκαν άλλας 5 «έπαγομένας»
ημέρας. Περί τής προσθήκης δέ ταύτης έπλάσθη παρ’ αυτοΐς δ άκό-
λουθος μύθος. Ή θεά Νοΰτ είχε σχέσεις μετά τοΰ Σέμπ. Ό Ρά
(θεδς τοΰ Ήλιου), μαθών τοΰτο, διά μαγγανειών κατώρθωσεν ώστε
νά μη δύναται ή Νουτ ν’ άπαλλαγή τής έγκυμοσύνης έν ούδενί
τών μηνών οίουδήποτε έτους. Ό Θώθ δμως, οστις ήγάπα την
θεάν, ήρχισε νά παίζη δστράκια μετά τής Σελήνης, έκέρδησε
δέ παρ’ αυτής τδ ‘έξηκοστδν έκάστης ήμέρας, οΰτω δέ κερδή-
σας 5 ήμέρας προσέθηκεν αύτάς είς τάς 360. Έν τούτοις
καί ή ρομαντική αυτή προσθήκη, καίτοι έμείωσε την μεταξύ
τοΰ πολιτικοΰ έτους τών Αιγυπτίων καί τοΰ άστρονομικοΰ δια­
.
φοράν, δέν έξουδετέρωσεν δμως δλως αυτήν τδ πολιτικδν έτος

ήτο παρ’ αυτοΐς κατά Ο* τοΰ ήμερονυκτίου μικρότερον τοΰ
άστρονομικοΰ, ώστε 1461 πολιτικά έτη ίσοΰντο πρδς 1460
Π

άστρονομικά. Αί ώραι τοΰ έτους, ή έποχή τής πλημμύρας τοΰ


Νείλου, τής σποράς καί τοΰ θερισμοΰ έπρεπε νά μετακινώνται
Α.

άπδ τών μέν εις άλλους μήνας. Έάν πράγματι έγνώριζον νά


κάμνωσιν άστρονομικούς υπολογισμούς καί κατεΐχον άστρονομι-
κάς γνώσεις, δέν θά συνέβαινε τοΰτο.
Ή άνάπτυξις τής αστρονομίας προϋποθέτει άνάπτυξιν τής
μαθηματικής. Άπδ τής ιθ' δυναστείας περιεσώθη μαθηματική
πραγματεία, έξ ής καταφαίνεται δτι οι Αιγύπτιοι έν τή καθαρά
μαθηματική δέν έπέδειξαν μεγάλας προόδους. Ήσαν καλοί
πρακτικοί γεωμέτραι, ως φαίνεται έκ τών πυραμίδων καί τών
ναών των, αλλά δέν ήσαν θεωρητικοί. Τά μέτρα των π. χ.
ήσαν άτελέστερα τών βαβυλωνιακών. Έν τή σφαίρα τής θεω­
ρίας δέν έξυψώθησαν ούτε μέχρι τής κατανοήσεως έν τψ συνόλιρ-
τοΰ γνωστοΰ πυθαγορείου θεωρήματος, καθ’ 3 τδ τετράγωνον-
Κατο’.χείται δ “Αρη; ; 17

τής υποτείνουσας ίσοΰται προς το άθροισμα των τετραγώνων


των δύο καθέτων πλευρών. Μεθ’ ίεράς έκπλήξεως άνεκάλυ-
ψαν, ότι, έάν ή μία κάθετος = 3 καί ή άλλη = 4, ή υπο­
τείνουσα θά ήνε = 5 (3Χ3+4Χ4 = 5Χ5), καί παρεδέχθη-
σαν μεν το τρίγωνον τούτο ως ιερόν (δ άρθ. 3 έσήμαινε παρ’
αύτοΐς τον ’Όσιριν, 6 4 τήν ’Ίσιδα καί ό 5 τον Τ£2ρον), άλλα
δεν έσκέφθησαν να γενικεύσωσι τήν άνακάλυψιν ταύτην.
Αί Αιγύπτιοι ήσαν λαός πρακτικός, δεν έπεχείρουν μα-
κρά ταξείδια άνά τήν Γήν καί δεν άνήγοντο μακράν επί
τής θαλάσσης. Ό Μωϋσής πολύ δλίγας κοσμογραφικάς γνώ­
σεις ήδύνατο παρ' αύτοΐς νά άποκτήση. Ή έπίδρασις τής
αιγυπτιακής μορφώσεως θά έπρεπε ν’ άποτυπωθή έν τοΐς
έργοις του διά φανταστικών κοσμογραφικών καί κοσμογονικών
παραστάσεων. Άλλ’ έγραφεν ούχί καθ’ ύπαγόρευσιν τών αίγυ-
πτίων ιερέων, άλλ’ υπό τήν χειραγωγίαν τού άγ. Πνεύματος
Τό "Αγ. Πνεύμα δεν άπεκάλυψεν εις αυτόν τά μυστήρια τήο .
Γής καί τού Ουρανού, άλλ’ άγόμενος ύπ’ αυτού ούδεν έγραψεν

έσφαλμένον ούτε περί τού Ουρανού, ούτε περί τής Γής.
Ή υπερφυσική έπίδρασις προεφύλαξε τον Μωϋσήν άπό
τών φυσικών πλανών. Άλλ’ ή έπίδρασις αΰτη δεν προεφύλαξε
Π

τούς έρμηνευτάς τής μωσαϊκής άφηγήσεως. Οι άγ. Πατέρες,


οί έρμηνεύσαντες τήν βίβλον τής Γενέσεως, έχειραγωγούντο υπό
Α.

τών περί φύσεως γνώσεων τών συγχρόνων αύτοΐς καί έπανε-


λάμβανον πολλάς αύτών πλάνας. Ό Όρτολάν προσεπάθησε
νά παραστήση, δτι αι άστρονομικαί καί κοσμολογικά! γνώσεις
κατά τούς πρώτους χρόνους τής χριστιανικής έποχής ίσταντο υψηλά,
καί δτι κατά τήν έποχήν έκείνην έκράτουν ηλιοκεντρικοί ίδέαι.
Τούτο δεν εινε άληθές. Ή δόξα περί τού σφαιρικού σχήματος
τής Γής, γεννηθεΐσα εκατοντάδας έτών προ Χριστού καί συγ­
κεχυμένους διατυπωθεΐσα υπό πολλών άπο τής έποχής τού Άρι-
στοτέλους, προσέλαβε μορφήν έπιστημονικής θεωρίας, άλλ’ ή
ιδέα περί κινήσεως τής Γής τότε ήτο τέλεον άγνωστος έν τή
φιλοσοφία καί τή έπιστήμη. ’Ιδού ύπό τίνος κοσμολογίας
" *ΕηηΧ. Φάρος,, τόμ. /.:Γ I*/? -IjfV (9Ιανονάοιος·ΜάηΐΜς) 193·Γ> 2
18 2. Γλαγόλεφ

έχειραγωγοΰντο κατά τήν πατρολογικήν εποχήν. Ό κόσμος διη-


ρεϊτο εις δύο διακεκριμένα άπ’ άλλήλων συστήματα: Τον ουρανόν
μετά κανονικών κυκλικών κινήσεων τοΰ αίθέρος, και τήν Γην
μετά μεταβλητών εύθυγράμμων αντιθέτων κινήσεων τών στοι­
χείων και ό μέν πρώτος έθεωρεΐτο ώς συγκέντρωσις παντός
τελείου, αρμονικού καί αμεταβλήτου· ή δέ δευτέρα οίκητήριον
τής άτελείας καί τής αιωνίως μεταβλητής ποικιλίας. Καθ’ ον
χρόνον τά μεμονωμένα γήινα όντα γεννώνται καί αφανίζονται,
άποκτώσι καί χάνουσιν ιδιότητας, μεγεθύνονται καί μειοΰνται, οί
αστερισμοί δεν γεννώνται καί δεν αφανίζονται, κατ’ άναλογίαν
προς τούς ουρανίους θεούς εΐνε άπηλλαγμένοι πάσης μεταβολής
καί κινούνται εν άναλλοιώτω περιστροφή κατά κατευθύνσεις
άπαξ διά παντός καθορισθείσας. Περί τήν ακίνητον Γήν στρέ­
φονται σφαιροειδείς σφαίραι, έπί τής πλησιεστέρας αυτών είνε
προσηλωμένη ή Σελήνη, έπί τών αμέσως επομένων ό "Ηλιος,
πέντε πλανήται καί, τέλος, έπί τής μάλλον άπομεμακρυσμένης
.
οί απλανείς αστέρες. Λαμβάνοντες ύπ’ όψιν, ότι ή άμοιβαία θέ-

σις τών άστέρων παραμένει άμετάβλητος, δι’ αυτούς ύπέθετον
ύπάρχουσαν ιδιαιτέραν σφαίραν. Άπ’ εναντίας, προς έξήγησιν
Π

τής άποκλίσεως τών πλανητών άπό τής κανονικής οδού άπέδι-


δον εις έκάστην εξ αυτών πολλάς σφαίρας άλληλοεξηρτημέ-
Α.

νας, εις τήν χαμηλοτέραν δ’ αυτών ύπέθετον προσηλωμένον


δεδομένον πλανήτην. Κατά τήν άνάπτυξιν τής θεωρίας ταύτης
ό Αριστοτέλης ήρίθμησεν έν όλω 55 σφαίρας. Μετά ταΰτα ή
θεωρία τού Άριστοτέλους ύπεχώρησεν εις τούς έπικύκλους τοΰ
Πτολεμαίου.
Οι άγ. Πατέρες έν ταίς έρμηνείαις τής άγιογραφικής δι­
δασκαλίας περί τής φύσεως έχειραγωγοΰντο ούχί ύπό ανεξαρ­
τήτων περί αυτής έρευνών, άλλ’ ύπό τών σχετικών συγγρα­
φών τών Ελλήνων φιλοσόφων. Ό άγ. Βασίλειος π. χ. εϊχεν
οδηγόν τον ’Αριστοτέλη. Τούτου ένεκα πολλάς πλάνας τοΰ
Σταγειρίτου βλέπομεν έπαναλαμβανομένας έν τή Έξαημέριρ.
Τήν διδασκαλίαν περί αυτομάτου γενέσεως, περί προελεύσεως
Κατοικείται δ 'Αρης; 19

•των μυών καί των βατράχων έκ της βροχής, περί τών 'βιοτύ­
πων ιδιοτήτων τού λέοντος κτλ., δ Μ. Βασίλειος εκθέτει εμπι­
στευόμενος κατά λέξιν εϊς τούς έλληνας ζωολόγους, αί δε
πλάναι, εις τάς οποίας οΰτω περιπίπτει, είνε τόσον μεγάλαι,
ώστε καί αυτός ό Ρώσος μεταφραστής αυτού κατά τον ιη' αι­
ώνα εθεώρησεν άναγκαΐον νά παρατηρήση, δτι την ευθύνην αυ­
τών δεν υπέχει ό Μ. Βασίλειος, διότι «ήπάτησαν αυτόν οί
έλληνες συγγραφείς». Οί μετά ταΰτα άκμάσαντες Πατέρες καί
έν γένει οί εκκλησιαστικοί συγγραφείς έπραςάν τι άπλούστερον:
δεν άνέγνωσαν τούς "Ελληνας φιλοσόφους, άλλά μόνον τον
Μ. Βασίλειον. Ούδείς δε θά τολμήση νά όνειδίση αυτούς έπί
τφ δτι άπό τού μεγάλου αύτών έργου, τής θρησκευτικής καί
■ήθικής δήλα δή διαπαιδαγωγήσεως τής ανθρωπότητας, δεν
άφήρουν καιρόν 1 διά νά έξετάζωσι τούς αστέρας ή τά άνθη.
Δεν ειχον καιρόν καί νά σπουδάζωσι την φύσιν, άλλ’ ένεκα
τούτου καί ολίγον έγνώριζον αυτήν. Παρελάμβανον την γνω­
.
στήν (έθνικήν) περί φύσεως διδασκαλίαν, άλλά διεφώτιζον αυ­

τήν διά τού χριστιανικού φωτός. "Ο,τι έφαίνετο αΰτοίς έν ταΐς
φιλοσοφικαΐς διδασκαλίαις άσύμφωνον προς τήν χριστιανικήν
πίστιν, άπεσκοράκιζον ώς πλάνην. Έμμόνως ανέπτυσσαν έν
Π

τοίς συγγράμμασιν αύτών τήν περί Προνοίας καί σκοπιμότητος


Α.

ιδέαν έν τή ζωή τού κόσμου. Έν τοίς περί φύσεως συλλογισμοίς


των άκλόνητον σημασίαν έχει έκείνη ή θρησκευτικοηθική
έποψις, άφ' ής έξετίμων τά φαινόμενα, άλλ’ αί περιγραφαί καί
έρμηνεΐαι τών φαινομένων δεν έχουσι σημασίαν. Ό Όρτολάν
αποσπά άπό τά συγγράμματα αυτών μεμονωμένα χωρία, τά όποια,
λαμβανόμενα κεχωρισμένως άπό τών συμφραζομένων, παρου­
σιάζονται κατ’ ουσίαν άσαφή, ερμηνεύει όμως αυτά κατά τον
άρεστόν αύτψ τρόπον, έντεύθεν δ’ έξάγεται, δτι ό Μ. Βασίλειος
ήσπάζετο τήν υπόθεσιν τού παγκοσμίου αίθέρος, ό δέ μακάριος
Αυγουστίνος έδίδασκε περί τής κινήσεως τής Γής. Άμφότεροι
ουτοι οί συγγραφείς, διιδόντες ίσως πολλά έν ταΐς άνθρωπί-
-ναις τύχαις, δεν θά προεΐδον πάντως, δτι θά άναφανώσί ποτέ
20 Σ. Γλαγόλεφ

αί διδασκαλίαι έκεΤναι, δπαδούς τών οποίων κατονομάζει αυ­


τούς ό Όρτολάν. Άλλ’ ο Όρτολάν δρθώς έσημείωσεν ώς σπου-
δαΐον γνώρισμα τών άγ. πατέρων, το δτι ούτοι ουδέποτε τάς
περί φύσεως θεωρίας των ή τάς ερμηνείας των δογματικώς
άπέδιδον εις την βιβλικήν περί φύσεως διδασκαλίαν. Καί άπό
τής έπόψεως ταύτης ούτοι ίσταντο άπείρως ύψηλότερον πολλών
φιλοσόφων τής ήμετέρας εποχής. Οι τελευταίοι άνακηρύττου-
σιν ώς ύπο τής έπιστήμης κτηθείσας αλήθειας καί τάς τολ-
μηροτέρας φυσικοεπιστημονικάς ύποθέσεις, έπ’ αυτών δέ, ώς έπί
άκλονήτων θεμελίων, έποικοδομοϋσι τά εαυτών συστήματα. Οί άγ.
Πατέρες δμως ήσαν εις άκρον εφεκτικοί. Διαφόρως μέν έκαστος
ήρμήνευε τήν μωσαϊκήν περί δημιουργίας τού κόσμου άφήγησιν,
ουδέποτε δμως ώνείδιζον άλλήλους διά τήν διαφορότητα τών
γνωμών (οί άγ. Γρηγόριος ό Νύσσης καί 'Αθανάσιος ό Μέ-
γας ήρνοϋντο τήν γραμματικήν έννοιαν του α' κεφ. τής Γενέ·
σεο)ς· απ’ έναντίας, οί θεολόγοι τής Άντιοχικής Σχολής, έπί κε­
φαλής
.
δ’ αυτών ό Χρυσόστομος, έπέμενον εις αυτήν), ουδέ

Ικώλυόν τινα νά έρευνήση δλως ανεξαρτήτως τήν φύσιν. Τά
πορίσματα τών έρευνών τούτων άπεδέχοντο καί έχαιρέτων μετ’
Π

εύμενείας. Έάν έζων έπί τής έποχής τού Κοπερνίκου ή τοΰ


Γαλιλαίου, άναμφιβόλως θά άπεδέχοντο τήν νέαν ηλιοκεντρι­
Α.

κήν διδασκαλίαν, διά τοΰ κύρους των δέ θά καθιέρουν αυτήν


καί θά διηυκόλυνον τήν διάδοσίν της. Διά τοΰ αύτοΰ άλλως]
τε κύρους ύπεστήριζον τήν γεωκεντρικήν κοσμολογίαν. ’Άξιον
δέ σημειώσεως είνε, δτι οί ΙΙατέρες ουδέποτε άπεδέχοντο ύπό-
θεσιν κατά πάσας αυτής τάς λεπτεπιλέπτους καί παραδόξους
λεπτομέρειας. Ή ποικιλία π. χ. καί τδ πολυσύνθετον τοΰ άρι-
στοτελικοΰ κοσμολογικού συστήματος εις τον νοΰν των παρι-
σιάζετο πάντοτε ώς ύποπτος. Οί Πατέρες βαθέως οιεξήγησαν
έαυτοΐς τήν ιδέαν τής παντοδυναμίας καί πανσοφίας τοΰ Θεοΰ.
Προς τήν "ιδέαν δέ ταύτην άναποσπάστως συνεδέθη ή σκέψις,
δτι ό Θεδς επιτυγχάνει τούς άρίστους σκοπούς δι' άπλουστά-
των μέσων. Ή σοφία έκδηλοΰται έν τή άπλότητι. Ή θέσις
Κατοικεΐται δ Άρης ; 21

-αυτή διικνείται δι' δλης τής Έξαημέρου του Μ. Βασιλείου,


ταυ την δύναταί τις νά εύρη έν τοΐς συγγράμμασι του Κυρίλλου
'Ιεροσολύμων καί παρ’ άλλοις Πατράσιν. 'Ιδού διατί θά έσκέ-
πτοντο, ότι αί ί>5 σφαΐραι τού Άριστοτέλους εινε παρά πολλαί,
καί δτι ό Θεός κυβέρνα τάς κινήσεις του ουρανίου μηχανι­
σμού τή βοήθεια πολύ ολιγωτέρου αριθμού αρχών. Ούτω, αν
καί οί ΙΙατέρες δεν είχον πολλάς καί όρθάς περί φύσεως γνώ­
σεις, έκέκτηντο όμως βαθέως άληθεΐς σκέψεις επί τής έρεύνης
τής φύσεως. Έμάντευον, οτι έν τή φύσει πρέπει νά πρυτανεύη
ή αρχή τής ελάχιστης ένεργείας. Έκ τούτου δ' ού μόνον
αναιρείται ή Ιδέα τού οτι ή θρησκεία έχθρικώς έχει προς
την θετικήν γνώσιν, αλλά καί βεβαιοΰται δτι ή θρησκεία καθα­
γιάζει καί ευλογεί την αληθή επιστήμην καί ύποβοηθεΐ μάλι­
στα αυτήν.
Ή θέσις αυτή υποστηρίζεται καί ύπδ τού Όρτολάν, μετ’
αυτού δε θά συμφωνήση καί πάσα πιστεύουσα καρδία. Ήμεΐς
.
μόνον παρετηρήσαμεν, δτι έν ταΐς σκέψεσί του περί των αμοι­

βαίων σχέσεων τής ’Αστρονομίας καί τής Θεολογίας ό Όρτολάν
αποδίδει υπερβολικήν σημασίαν εις τινας υποθέσεις καί ύπερμε-
γεθύνει τάς γνώσεις των αρχαίων έν τή σφαίρα των θετικών
Π

επιστημών. Αί άτέλειαι όμως τού συγγράμματος του δεν πρέπει


Α.

νά θεωρηθώσιν ώς λίαν σπουδαΐαι. Αί υποθέσεις, τάς οποίας


άσπάζεται, δεν περιέχουν τι έχθρικδν προς την θρησκείαν, ή
δ' ύπερβολική αυτού έκτίμησις τών γνώσεων τών αρχαίων έν
πάση περιπτώσει εινε καλλίτεραι καί εύγενέστεραι τής ύπδ
-πολλών έκφραζομένης χλεύης κατά τών παραστάσεων τών
άρχαίων. Ή χλεύη αύτη εινε έπονειδιστοτέρα τής έπί τφ πατρί
άσεβείας τού Χάμ, παρέχει δέ αφορμήν καί ένδόσιμον είς τα
τέκνα τών χλευαστών νά καταγελώαι τών πεποιθήσεων καί
τών θεωριών τών πατέρων των. ’Ιδού διατί δεν εί'μεθα διατε­
θειμένοι νά θεωρήσωμεν ώς σπουδαίαν ένοχήν τάς ύποδειχθεί-
σας έλλείψεις τού συγγράμματος τού Όρτολάν. Έν τψ έργω
ίου ύπάρχουν άτέλειαι σοβαρώτεραι καί σφάλματα καί άναλη-
22 2. Γλαγόλεφ

θεΐς ισχυρισμοί καί έσφαλμέναι αντιλήψεις, έχουσαι, καθ'


ημάς, πολύ σπουδαιοτέραν σημασίαν. Περί τούτων δ’ εσται ήμΐν
Ιν τοΐς εφεξής ό λόγος.
“Εν εκ των προσόντων του βιβλίου τοΰ Όρτολάν εϊνε ο
εύγε,νής αύτοΰ τόνος. Καίτοι εϊνε δυτικός, μετά σεβασμού παρα­
πέμπει εϊς τούς ανατολικούς συγγραφείς, καί, πολέμων τούς
έχθρικώς προς την χριστιανικήν θρησκείαν διακειμένους συγ­
γραφείς, καταφέρεται—κατά την ιδίαν αύτοΰ εκφρασιν—ούχ·
κατά των προσώπων, άλλά μόνον κατά των διδασκαλιών αυτών
ως προς τά πρόσωπα, ούδεμίαν έπιτρέπει εϊς εαυτόν υβριστι­
κήν καί απότομον εκφρασιν. ΙΙαρ’ δλα ταΰτα δμως, αί ιδιότη­
τες τής δυτικής ομολογίας, ής εϊνε οπαδός, Ιπιθέτουν έπ'ι τού
συγγράμματος του σφραγίδα ΐδιότυπον καί έξαναγκάζουσιν αυ­
τόν εν τισι σημείοις ν’ άπέχη τής αλήθειας καί τής άμερολη-
ψίας, ν’ ακόλουθή δέ άβασίμους καί παραδόξους γνώμας.
Είτε συνειδητώς, είτε άσυνειδήτως, ό Όρτολάν παρου­
.
σιάζει τήν δίκην τοΰ Γαλιλαίου ούχί πιστώς. Λέγει π. χ., ότι

ό Γαλιλαίος κακώς έβάσιζε τήν θεωρίαν του καί είχε τήν τόλ­
μην νά προτείνη ίδιαν ερμηνείαν τής άγ. Γραφής, οπερ έξηρέ-
Π

θισε τήν Ινογκρεγκάτσιαν ό Πάπας, κατά τον Όρτολάν, ού­


δεμίαν σχέσιν είχε προς τό ζήτημα. Άλλ’ ή ύπόθεσις τοΰ Γα­
Α.

λιλαίου σήμερον έξιχνιάσθη καθ’ δλας της τάς λεπτομέρειας,


ούδαμώς ο’ έχει όπως παριστα αύτήν ό Όρτολάν. Ή κατα-
δίωξις καί καταδίκη τοΰ Γαλιλαίου έγίνετο καί έγεινε κατά
τήν βουλήν καί τήν έπιθυμίαν τοΰ Πάπα, έχομεν δέ τήν προ­
σωπικήν γνώμην, δτι καί οίοςδήτις άλλος έν τή θέσει τοΰ
Πάπα θά προσεφέρετο προς τον Γαλιλαίον ούχί διαφόρως, ίσως
δέ πολλοί καί έτι χειρότερον. Ή μεγαλοφυΐα τοΰ Γαλιλαίου
ϊστατο άπείρως ύψηλότερον τοΰ ήθικοΰ του σθένους· ό Γαλι­
λαίος όλιγώτερον πάντος άλλου ήτο ικανός νά ρίψη κατά πρό-
σωπον τοΰ δικαστηρίου τήν περιβόητον, άλλά μυθιστορικήν
φράσιν «e pur si muove», ήτο δμως πολύ ικανός νά μετα-^
χειρισθή πονηριάν καί δολιότητα, νά συγχίση τούς μέν καί νά
Κατο’.χβΐται t "Αρη; ; 23

καταγελάση των δέ, όσοι ειλικρινή συμπάθειαν ετρεφον προς


αυτόν, καίπερ μή συμμεριζόμενοι τάς ιδέας του. Ό Γαλιλαίος
έγεννήθη τω 1564, μέχρι οέ του 1632 έζη έν δόξη καί τιμή
καί δεν υπεβλήθη εις διωγμόν. Αί ίδέαι του δεν ήσαν μυ-
στικαί, καί δμως ό ΙΙάπας Παίλος Ε', δστις οΰδαμώς συνεμερίφετο
ταύτας, άφηνεν 'αυτόν ήσυχον. Την κατά του Γαλιλαίου καταδί-
ωξιν έκίνησεν ο ΙΙάπας Οϋρβανός II' (τέως καρδινάλιος Μαφφέο
Μπαρμπερίνη), προσωπικός τοϋ Γαλιλαίου φίλος. Πώς δέ τούτο
συνέβη; "Οταν ό Οϋρβανός Η' άνήλθε τον θρόνον, ό Γαλιλαίος
' έφαντάσθη δτι έπέστΥ] ήδη ή κατάλλγ,λος περίστασις όπως μερι—
μνήση περί τής άρσεως τής άπαγορεύσεως, δι' ής κατεδικάσθη
τό βιβλίον τοΰ Κοπερνίκου «De revolutionibus orbium coe-
lestium», —άπαγορεύσεως, ήτις επεβλήθη, σημειωτέον, χάρις
εις την σφοδράν πολεμικήν τοΰ Γαλιλαίου κατά των έναντιο-
φρονούντων. Έπί τω σκοπψ τούτω μετέβη εκ Φλωρεντίας είς
Ρώμην προς τον Πάπαν. Έγένετο δεκτός μετά πολλής προσή­
νειας, έπλήρωσαν
.
αυτόν δώρων, καί προς τον προστάτην αύ-

τοϋ, τον Δοΰκα τής Τοσκάνης Φερδινάνδον Β', ό Πάπας άπηύ-
θυνεν έπιστολήν, εν ή έπήνει ού μόνον τά επιστημονικά προσ­
Π

όντα τοΰ Γαλιλαίου, αλλά καί τήν αγάπην αύτοΰ προς την
ευσέβειαν. Φυσικόν όμως ήτο, ότι ό Πάπας δεν έξεδήλωσεν
Α.

ιδιαιτέραν προθυμίαν προς άστρονομικάς έριδας· φαίνεται ότι


οΰτε τήν θεωρίαν τοΰ Πτολεμαίου έγνώριζεν, ούτε τήν τοΰ Κο­
περνίκου, είς δέ τον Γαλιλαίον κατά τάς μετ’ αύτοΰ συζητή­
σεις μετ’ άγαθωσύνης άντέτεινεν, ότι οι άγγελοι ευκόλως δύ-
νανται νά κινώσι τούς αστέρας καθ' ον τρόπον φαίνονται είς
ημάς κινούμενοι, ότι ό Θεός είνε παντοδύναμος καί δέν πρέ­
πει νά όποτάσσωμεν Αΰτον είς τούς νόμους τής ανάγκης. Ό Γα­
λιλαίος οΰτω δέν κατώρθωσε νά έπιτύχη τήν άρσιν τής άπα­
γορεύσεως τοΰ βιβλίου τοΰ Κοπερνίκου, ούχ ήττον όμως αυτός
ό ίδιος έξηκολούθει ν’ άπολαύη τής πλήρους συμπάθειας τοΰ
Πάπα. Τί δ' έπραξε μετά ταΰτα ; Συνέγραψε σύγγραμμα «Dia-
logo intorno ai massimi sisterni del mondo», Iv τψ οποίΐι)
24 Σ. Γλαγόλεφ

δύο πρόσωπα, ο Σαγρέδος καί ό Σαλβιάτης (ονόματα πραγμα­


τικών φίλων τοΰ Γαλιλαίου) έκθέτουσι καί έρμηνεύουσι τάς
θεωρίας τοΰ Γαλιλαίου προς τρίτον ομιλητήν, τον Σιμπλίκιον,
( — απλοϊκόν, βλάκα), οστις τάς δίαμφισβητεΐ. Ή διαλογική
ύφη τοΰ βιβλίου άπέκρυπτε τοΰ συγγραφέως το πρόσωπον,
έπαφίνετο δ' εις τον άναγνώστην νά έκτιμήση τάς κρίσεις τών
συζητητών, ενώ τό βιβλίον έπεφύλασσε τον τελευταΐον λόγον
εις τον Σιμπλίκιον, οστις άπεφαίνετο, ότι «ο Θεός είνε παντο­
δύναμος, δεν πρέπει δέ νά υποτάσσωμεν Αυτόν εις τον νόμον
τής άνάγκης». Δυστυχώς ό Γαλιλαίος κατώρθωσε νά εκτύπωση
το βιβλίον του τοΰτο (ό λογοκριτής δεν ύπώπτευσε τό περιε-
χόμενον, διό καί μετά ταΰτα έτιμωρήθη). Οί ενδιαφερόμενοι
άναγνώσται άκόπως διεϊδον έν τώ Σιμπλικίω τον Ούρβανόν II’,
εις τον όποιον καί κατήγγειλαν τό πράγμα. Ό Πάπας έξωρ-
γίσθη, ό δέ Γαλιλαίος παρεδόθη εις το δικαστήριον. Έφ' όσον
δύναταί τις νά κρίνη έξ όλων τών λεπτομερειών τής ύποθέσεως,
.
6 Γαλιλαίος δεν ύπέφερε κυρίως τόσον έκ στερήσεων καί βα­

σάνων, όσον έξ ήθικοΰ έξευτελισμοΰ. Ό αστρονόμος, οστις περι-
έπαιζε τον Σιμπλίκιον, έδέησε πανηγυρικώς καί γονυπετής νά
Π

δηλώση προ τής Ίεράς Κογκρεγκάτσιας, συν άλλοις, καί τά


εξής : «μέ ύπώπτευσαν, ζωηρώς ως αίρετικώς φρονοΰντα ότι
Α.

έν τώ κέντρω τοΰ κόσμου κεΐται ό "Ηλιος καί όχι ή Γή, ή


οποία κινείται. Διά τοΰτο, έπιθυμών νά έξαλείψω έκ τής ιδέας
τών ύμετέρων Πανιεροτήτων καί παντός κατολίκου τοιαύτην
ίσχυράν, αλλά καί δικαίαν κατ’ έμοΰ υποψίαν, μετά καθαράς
καρδίας καί είλικρινοΰς πίστεως άπαρνοΰμαι, αναθεματίζω καί
μισώ τάς προμνημονευθείσας αιρέσεις καί πλάνας καί έν γένει
πάσαν άλλην πλάνην, αντίθετον προς την διδασκαλίαν τής
άγιας Ρωμαιοκατολικής Εκκλησίας· ορκίζομαι, ότι εις τό εξής
ούτε θά είπω ούτε θά ίσχυρίζωμαι είτε προφορικώς είτε γρα-
πτώς τΐ, δυνάμενον νά προκαλέση κατ’ έμοΰ παρόμοιας υπό­
νοιας, έάν δέ καί πληροφορηθώ περί αιρετικού τίνος ή υπόπτου
επί αιρέσει, θά καταγγείλω αυτόν τούτψ τψ ίερφ κριτηρίφ,—τη
Κατο'.κεΙται δ ”Αρη; ; 25

Ίερα Εξετάσει, ή τώ ίεροξεταστή τοΰ μέρους εκείνου, έν τώ


όποίω θά εύρίσκωμαι» .. . Πρέπει νά ύποθέσωμεν, δτι 6 θλι­
βερός ούτος προφορικός λίβελλος ικανοποίησε πλήρως τον Ούρ-
βανόν. Ό Γαλιλαίος κατεδικάσθη εις κάθειρξιν, άλλα επιθυ­
μία τοΰ Πάπα ήλευθερώθη χωρίς νά παραμείνη έν τω δεσμώ­
τη piq) ουδέ δύο ημερονύκτια. Κρίνοντες σήμερον, μετά δύο καί
ήμισυν αιώνας, τά τής δίκης ταύτης, δεν δυνάμεθα νά παραδεχθώ-
μεν ότι δ Πάπας προσηνέχθη έν τή υποθέσει ταύτη μετ’ άκρας
σκληρότητας, ή ότι ό Γαλιλαίος είχεν απόλυτον δίκαιον. Άλλ’
ό Όρτολάν παρασιωπά έκ τής δίκης ταύτης τον Πάπαν, έπι-
θυμών όπως ό Ρωμαίος Άρχιερεΰς τηρήση το γόητρον τοΰ
άλαθήτου. Πάπας, έκδικούμενος διά προσωπικήν υβριν, απο­
τελεί εικόνα δυσάρεστον βεβαίως διά κατόλικον θεολόγον.
Ό'Όρτολάν έν ταίς κρίσεσί του περί τοΰ Γαλιλαίου παρου­
σιάζεται περισσότερον κατόλικος παρ’ ό,τι απαιτείται παρά
-κατολίκου. Τινάς δ’ έκφράσεις τοΰ Όρτολάν περί τοΰ άλαθή­
.
του τοΰ Πάπα δύναταί τις νά έκλάβη έν τή έννοια τοΰ ότι ό

Πάπας είνε αλάθητος καί έν τοίς έπιστημονικοΐς ζητήμασιν
άλλά τοΰτο ούτε 6 βατικανικός ορισμός τοΰ 1870 παραδέχεται.
Π

Έν γένει ό sine ira et studio διερευνών τάς παραδοξο­


τέρας υποθέσεις καί θεωρίας Όρτολάν μόνον άπαξ μεταβάλλει
Α.

τον ήρεμον τόνον, όταν ομιλή περί των κοσμολογικών παρα­


στάσεων Κοσμά τοΰ Ίνδικοπλεύστου. Μετά πολλής ειρωνείας
έκφράζεται περί τοΰ γεωγράφου μοναχοΰ, συνοδεύων μάλιστα
την εκθεσιν τών γνωμών του διά τών τοΰ Όρατίου: «risum
teneatis, amici». Φρονοΰμεν όμως, ότι ό Όρτολάν έν τή περι-
πτώσει ταύτη δεν έχει δίκαιον. Αί γνώμαι τών άλλων (Γρα-
τρή, Σιαμποτή, Δελέτρ, κλ.), προς τάς οποίας δεικνύει συμ­
πάθειαν, είνε άξιοκατακριτώτεραι καί άξιογελαστότεραι τών
τοΰ Κοσμά. Οί κατολικοί ούτοι συγγραφείς, οί οποίοι προέβα-
λον τάς φανταστικάς των θεωρίας, έμαρτύρηααν αύτοπεποίθη-
σιν μηδαμώς δικαιολογουμένην έκ τών πενιχρών των προσόντων
έπέδειξαν τάσεις νά μάθωσι καί νά ίδωσιν ό,τι οί άλλοι δεν
26 Σ. Γλαγόλεφ

έμαθον ούτε είδον, κα'ι απέδειξαν δτι ούτε τήν χριστιανικήν


πίστιν είχον, ούτε τα δεδομένα τής επιστήμης ένόησαν. Περί
τοϋ Δελέτρ μάλιστα προκειμένου, ή θεωρία αύτοϋ έμμόνως
υποβάλλει τήν σκέψιν, δτι ήτο ψυχοπαθής. Έν τούτοις ό
Όρτολάν προς πάντας τούτους τούς συγγραφείς φέρεται μετά
τιμής, δεν ευρίσκει δέ λόγους επαρκείς νά ονειδίση τον Κο-
σμάν. Φρονοϋμεν, εν τούτοίς, δτι είχε το καθήκον ν’ απόδειξη
το άβάσιμον των κατά τού Κοσμά είρωνευμάτων των ιστορικών
τής Γεωγραφίας. Ό τολμηρός οΰτος καί επιχειρηματίας θαλασ-
σοπλεύστης προσήνεγκεν εις τήν γεωγνωσίαν πλείστας υπη­
ρεσίας, έν πάση δέ περιπτώσει δεν πρέπει νά συγκρίνωμεν αυ­
τόν προς τούς είρωνευομένους αυτόν οίκτρούς γεωγράφους, των
οποίων ή δλη έκδούλευσις έγκειται έν τώ δ,τι γνωρίζουσι
περί των έρευνών καί των ανακαλύψεων των άλλων. Έν τή
εαυτού «Χριστιανική Τοπογραφία» ό Κοσμάς άνεκοίνωσε νέας
άκριβείς καί εις άκρον πολυτίμους ειδήσεις περί Ινδιών»
.
περί Αιθιοπίας καί περί τού άφρικανικοϋ καί τού ινδικού βα­

σιλείου. Έκ τής ’Αλεξάνδρειάς, όπόθεν κατήγετο, (τούτου δ’
ένεκα καί άποκαλοΰσιν αυτόν ένιότε Αιγύπτιον), έπεχείρησε
Π

μακρά ταξείδια άνά πάσας τάς τότε γνωστάς χώρας τοϋ αρχαίου
κόσμου, πάντα δ’ δσα είδε καί ήκουσε μετέδωκε μετ’ απολύ­
Α.

του ειλικρίνειας. Έν τώ συγγράμματι αυτού εύρίσκονταί σπου-


δαΐαι ένδείξεις περί τών σχέσεων τής Αίγύπτου, τών ’Ινδιών
καί τής Κίνας προς τήν Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν. ΤΙ γλώσσα
αυτού, κατά τήν κρίσιν τών ειδικών, διακρίνεται έπί σαφή­
νεια καί άπλότητι, αί'τινες ήσαν ασυνήθεις διά βυζαντινόν τού
ς·’ αίώνος. Προς τούτοις δέ ό Κοσμάς έκόσμησε το βιβλίον
αυτού καί δι’ εικόνων. Βεβαίως, αί θεωρητικαί παραστάσεις αυ­
τού στερούνται σημασίας. Φρονοΰμεν δμως, δτι κατά τήν ς' έκα-
τονταετηρίδα αύται κατεϊχον θέσιν ούχί κατιυτέραν τής θέσεως
πολλών άλλων υποθέσεων, καί δτι δέν πρέπει νά έκλαμβάνω-
μεν αύτάς ως δλως άκυβέρνητον φαντασίας πτήσιν. Αυτή ή
περί τής Γης παράστασις έν εϊδει έπιμήκους δρθογωνίου διά-
Κατοικεϊτα: δ "Αρης ; 27

γεωγράφον τής τ' εκατονταετηρίδας έβασίζετο ού μόνον έν ταΐς


ίδιοτύπως ήρμηνευμέναις έπιστολαΐς τοΰ άπ. Παύλου, άλλα
καί επί αυτοπρόσωπων παρατηρήσεων. Ό αλεξανδρινός ταξει-
διώτης τής εποχής εκείνης περισσότερον καί μακρότερον έτα-
ξείδευε προς άνατολάς καί δυσμάς τής πατρίδος του, παρά
προς βορράν καί προς νότον. ’Άλλως τε ή άπό Γιβραλτάρ
μέχρι Κίνας έκτασις εινε σημαντικωτέρα τής άπό Δουνάβεως
μέχρις Αιθιοπίας. Ή προϋπόθεσις τοΰ Κοσμά, καθ’ ήν προς
δυσμάς καί βορράν τοΰ κόσμου εύρίσκονται υψώματα, όπισθεν
των οποίων ο "Ηλιος κρύπτεται κατά την άνά τον ουρανόν κί-
νησίν του, εινε ή πρωτογενής έξήγησις τής άνατολής καί
τής δύσεως, διά την εποχήν εκείνην μή έστερημένη άληθο-
φανείας. Ή προϋπόθεσις αϋτοΰ, ότι προς βορράν υπάρχει πε-
λώριον κωνοειδές όρος, όπισθεν τής κορυφής μέν τοΰ όποιου
ό "Ηλιος βαίνει κατά τό θέρος, τής βάσεως δέ κατά τον χει­
μώνα (ως επί μακρότερον ή ή κορυφή χρόνον άποκρυπτούσης
.
αυτόν), όταν κινήται χαμηλότερον ουτος, παρουσιάζεται ως ευ­

φυής έξήγησις τής άνίσου διάρκειας των ήμερων καί των νυ­
κτών κατά τάς διαφόρους τοΰ έτους ώρας. Αί υποθέσεις αύ-
Π

τοΰ λίαν απλώς καί σαφώς διεξήγουν τά άστρονομικά φαινό­


μενα. Καί άπεδείχθησαν μέν άνακριβείς, άλλά πόσαι άκόμη
Α.

υποθέσεις, σήμερον κρατοΰσαι έν τή επιστήμη, δέν θά άπο-


δειχθώσι τελείως άβάσιμοι ! Καί διά τοΰτο άρά γε εινε άξι-
ογέλαστοι ;
Έν πάση όμως περιπτώσει, εάν τις ήνε άξιογέλαστος,
ουτος πάντως εινε ούχί ό προτείνων έσφαλμένην έξήγησιν,
άλλ’ ό είς αυτήν πιστεύων. Καί άπό τής έπόψεως ταύτης
εινε περίεργον, ότι αί κοσμολογικαί άντιλήψεις τοΰ Κοσμά δέν
εύρον συμπάθειας έν Βυζαντίψ. Έν τή κατολική Δύσει όμως
ευρειαν έσχον διάδοσιν. Καί έν Ρωσία ήρέσκοντο νά άναγι-
νώσκωσι τό βιβλίον Κοσμά τοΰ Ίνδικοπλεύστου, άλλ’ εκεί δέν
ύπήρχον καί πολλά βιβλία, ή δέ μόρφωσις ήτο στοιχειωδε-
στάτη, διά τοΰτο δ’ ουδόλως τυγχάνει θαυμαστόν, ότι καί τά
28 2. Γλαγόλεφ

βιβλία τοΰ Κοσμά άπετέλουν άπλήστως καταπινομένην πνευ­


ματικήν τροφήν. Άλλα διατί ή Δύσις τόσον είλκύετο προς
τάς κοσμογραφικάς του "ιδέας;
Εις τδ ερώτημα τοΰτο θά δο^ή άπάντησις ολίγον τι
άπωτέρω.
Τώρα ύποδείξωμεν μίαν έτι καί τελευταίαν έλλειψιν τοΰ
Όρτολάν έν τω ίστορικώ μέρει τοΰ συγγράμματος του. Όμι-
λών περί τοΰ τόπου, ένθα οί Πατέρες έτοποθέτουν τον παρά­
δεισον καί τον αδην, καί σημείων ότι τον αδην συνήθως ύπέ-
θετον ευρισκόμενον έν τω κέντρω τής Γης, προσθέτει, ότι πλη­
σίον τοΰ άδου έτοποθέτουν καί το καθαρτήριον. Άλλα τίς των
ανατολικών πατέρων έδωκεν εις αυτόν τοιαύτην τοπογραφίαν ;
Ουδεμίαν αναφέρει παραπομπήν, γενικώς δέ, προς γνώσιν τών
έσχατολογικών διδασκαλιών τών ΙΙατέρων, παραπέμπει τον ανα­
γνώστην εις τήν Δογματικήν τοΰ ϋουάρετς. Έν τούτοις, χωρίς
νά συμβουλευθώμεν τοΰτον, ήδη έκ τοΰ βιβλίου τοΰ Όρτολάν
.
δύναταί τις νά πληροφορηθή διατί αποδίδει τάς τοιαύτας τοπο-

γραφικάς παραστάσεις εις τούς άγ. ΙΙατέρας. «Παρά τον αδην
—λέγει— (οί άγ. Πατέρες καί έν γένει οί έκκλησ. συγγρα­
Π

φείς) έθετον το καθαρτήριον, διότι οί πλεΐστοι έταύτιζον τήν


καθαρτικήν του φλόγα προς έκεϊνο τό όποιον θά καίη έν τω
Α.

οίκητηρίω τών αιωνίων βασάνων», ήτοι, άλλαις λέξεσιν, οί άγ.


Πατέρες συνέχεον τό καθαρτήριον μετά τοΰ άδου, διότι ούδε-
• νος καθαρτηρίου τήν ϋπαρξιν προϋπέθετον. 'Ως κατόλικος, ό
Όρτολάν ζητεί παρά τών άνατολικών πατέρων διδασκαλίαν
περί καθαρτηρίου καί νομίζει, ότι έκεΐνοι έθηκαν καί έλυσαν
τό ζήτημα τής τοποθεσίας του. Μή ευρών δέ παρ’ αυτοΐς τό
ζητηθέν, ορίζει διά τών ίδικών του υπολογισμών. τό πώς θά
έπρεπε νά είχον λύσει τό ζήτημα, ούτω δέ τήν ίδικήν του
λύσιν παρουσιάζει ώς από τών Πατέρων πηγάζουσαν. Ένταΰθα
πλέον έναργώς βλέπομεν πώς αί δογματικαί πεποιθήσεις έκώ-
λυον τον συγγραφέα νά πάραμένη απολύτως πιστός είς τήν
αλήθειαν.
Κατο'.κεΙται 6 Άρη; ; 29'

8.

Εις τάς γνώμας και κρίσεις τοΰ Όρτολάν υπάρχει μία'


γενική ελλειψις, άντανακλωμένη έπί τοΰ δλου περιεχομένου
τοΰ συγγράμματος του καί όφειλομένη εις τάς κατολικάς του
πεποιθήσεις. Αι ιδιότητες τοΰ κατολικισμοΰ ανέκαθεν χαρα­
κτηρίζονται διά τοΰ δρου «ύλικότης». Οι κατόλικοι είνε άκροι
ρεαλισταί είς τά ζητήματα τής πίστεως. Άρέσκονται νά
ψαύουν καί, ούτως είπεϊν, νά έξυλοποιοΰν καί τά πνευματι-
κώτερα των αντικειμένων καί των ζητημάτων. Τήν δευτέραν
παρουσίαν τοΰ Γίοΰ τοΰ άνθρώπου, τήν μέλλουσαν κρίσιν, τον
αδην καί τδ.ν παράδεισον οί κατόλικοι Θεολόγοι έζωγράφησαν
διά χρωμάτων τόσον ζωηρών, ώσεί δλα ταΰτα τά γεγονότα
καί τούς τόπους νά είδον ίδίοις όφθαλμοΐς. Πάντα δέ ταΰτα
περιέγραψαν κατ’ εικόνα καί όμοίωσιν των επί τής γής.
Έν ταΐς παραστάσεσί των έξυλοποίουν τά πνεύματα, τά τε
.
αγαθά καί τά κακά, τήν μακαριότητα των αγίων παρίστων

κατ’ εικόνα τής γηΐ'νης ευδαιμονίας, οΰτω δέ βλέπομεν δτι ή
κατολική τέχνη παρίατα τούς δικαίους καί τάς δικαίας έν
είδει ωραίων καί εύρωστων ανθρώπων, άποπνεόντων γηΐνην
Π

ευμάρειαν, καί ελάχιστα έχόντων τήν σκέψιν προς τον ουρα­


νόν έστραμμένην. Ούτος είνε ό λόγος, διά τον οποίον ή «Χρι­
Α.

στιανική Τοπογραφία» τοΰ Κοσμά εΰρε συμπαθή άπήχησιν


έν τή Δύσει καί άνεγινώσκετο μετά ζήλου υπό των κατολι-
κών. Ό Κοσμάς οι’ ύπερβολικοΰ ρεαλισμοΰ φαντάζεται δ,τι
πρέπει νά νοήται πνευματικώς. Οί άστέρες—παρ’ αύτω—τί­
θενται είς κίνησιν ύπό των αγγέλων (ως καί παρά τψ πάπα
Ούρβανω). Υπέρ τό στερέωμα ύπήρχεν άλλη τοΰ κόσμου
δροφή, έπί τής οποίας εύρίσκονται οί έκλεκτοί, υπερθεν δέ
καί ταύτης ύψοΰται ή ουράνιος βασιλεία, ής ό αρχηγός Ίησοΰς
Χριστός υποδεικνύει τήν είς αυτήν οδόν είς τούς πιστούς.
Τά πάντα έν ταΐς περιγραφαΐς τοΰ Κοσμά είνε απλά, σαφή
καί ύλικά, οί δέ κατόλικοι—οί θρησκευτικοί ούτοι ύλισταί—εΰ-
30 2. Γλαγόλεφ

εξηγήτως είλκύσθησαν υπό των ύπ’ αύτοΰ γραφέντων. Άλλ’


ακριβώς ένεκα των αυτών ιδιοτήτων τοΰ βιβλίου τοΰ Κοσμά
οί εν Βυζαντίω δεν ήσθάνοντο προς αύτδ κλίσιν. Οί ορθόδο­
ξοι θεολόγοι πάντοτε είχον έν νψ, δτι τα πνευματικά δεν
πρέπει νά παριστώνται κατ’ αναλογίαν τών γήινων. 'Ως έν
τή βυζαντινή τέχνη δεν υπήρχε ρεαλισμός, αί δέ βυζαντινά!
Απεικονίσεις τών αγίων όμιλοΰσι περί τής νεκρώσεως τής
σαρκός, περί νίκης κατά τών γήινων και τών φθαρτών και
αποκλειστικούς πνευματικής ζωής, οΰτω καί εν ταΐς θρησκευ-
τικαΐς παραστάσεσι τών ανατολικών θεολόγων παν το υλικόν
άπεσκορακίζετο, τά δέ πνευματικά πνευματικώς καί ήρευνώντο.
Ό Όρτολάν, έκθετων τάς διδασκαλίας τών έκκλησ. συγγρα­
φέων περί τών έσχατολογικών ζητημάτων, τοΰ αδου, τοΰ
παραδείσου κλ., δεν θέλει νά παρατήρησή, δτι οί μεγάλοι
τής ’Ανατολής φωστήρες—ό Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος ό Θεολό­
γος, ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος—έδίδασκον, ότι έν τοΐς ζητήμασι
τούτοις δεν είνε δυνατόν νά
.
λεχθή τι ακριβές καί δτι είνε

ολως άνόητον νά παρέχωνται εις αυτά ακριβείς Απαντή­
σεις. Οί δυτικοί δμως συγγραφείς δέν ένόησαν την έπιφύλα-
Π

ξιν ταύτην. Είς πάντα τά σχετιζόμενα προς την πίστιν ζητή­


ματα, τά όποια προκαλεΐ ή άργή περιέργεια, καί τών οποίων
Α.

ή λύσις ούδαμώς ωφελεί την πνευματικήν Ανάπτυξιν καί τε-


λειοποίησιν τοΰ Ανθρώπου, Απεπειράθησαν νά δώσωσι τάς
πληρεστέρας καί διεξοδικωτέρας τών Απαντήσεων. Καί αί
Απαντήσεις αύται ήσαν δλως φανταστικαί. ’Ενώ δ’ οί μετα­
γενέστεροι δυτικοί θεολόγοι ώφειλον ν’ Αποκρούσωσιν αύτάς,
αξιον παρατηρήσεως είνε δτι, Αποκρούσαντες τάς απαντήσεις,
ήρξαντο ν’ Ασχολώνται περί ζητήματα, τά όποια είχον Ανάγ­
κην νέων Απαντήσεων. Τοιαύτας δέ προτείνει καί ό Όρτολάν.
Είς τό ζήτημα περί τήο δευτέρας παρουσίας άπαντα, ως είδο-
μεν, δτι ή Γή δύναται νά καταστραφή έκ τής πτώσεως έπ’
αυτής πληθύος μετεωρολίθων, καί δτι τό τέλος αυτής δέν θά
ήνε τέλος καί τοΰ όρατοΰ σύμπαντος. Έφαντάζετο, δτι οί
Καιο'.κεΐται 6 ”Αρης ; 31

δίκαιοι θ’ άπολαύωσι τής θεωρίας τοϋ έναστρου ούρανοΰ καθ’


,οϊον τρόπον καί ήμείς άποθαυμάζομεν αυτόν κατά τάς ένα­
στρους νύκτας. ’Ανέπτυσσε τήν θεωρίαν τής έπανασυστάσεως
των σωμάτων, τό δέ ζήτημα τής αμοιβαίας σχέσεως τοΰ
■πνεύματος καί τοΰ σώματος έτοιμος είνε να λύση έν τή έν­
νοια δτι μεσάζουσα αρχή μεταξύ τής ύλης καί τής ψυχής
είνε ό αιθήρ (ίλλ* ό αιθήρ εΐνε ΰλη· τι είνε λοιπόν ή ψυχή;)
Συμπαθώς έχει προς τάς ιδέας τοϋ Γρατρή, Σιαμποτή καί
.Δελέτρ καί, άναιρών τάς νοσηράς αυτών φαντασιοπληξίας, δεν
λέγει ότι αί άπόπειραι αυται προς λύσιν των ύπ’ αυτών δια-
τυπουμένων έσχατολογικών ζητημάτων είνε ανόητοι, άρκεΐταί
δέ μόνον είς τον ισχυρισμόν, ότι αί λύσεις αυτών είνε ασύ­
στατοι. Έν τούτοις έν τή άγ. Γραφή θά ήδύνατο νά εύρη
ένδείξεις σαφείς, ότι πάσαι αί άπόπειραι τής άναπαραστάσεως
τοΰ άπωτάτου τούτου μέλλοντος θ’ άποδειχθώσιν άνεπιτυχείς.
«Αγαπητοί—λέγει ο άγ. ’Ιωάννης ό Θεολόγος—νΰν τέκνα
.
-Θεού έσμέν, καί ουπω έφανερώθη τί έσόμεθα- οίδαμεν δέ ότι

Ιάν φανερωθή, όμοιοι αύτψ έσόμεθα, ότι όψόμεθα αυτόν κα­
θώς έστι» (Α' Ίω. γ', 2). Είς ένα καί μόνον άνθρωπον άπε-
Π

καλύφθη κατά τι τό μέλλον τοΰτο: «οίδα άνθρωπον έν Χρι-


στψ προ έτών δεκατεσσάρων, είτε έν σώματι ούκ οίδα, είτε έκ­
Α.

τος τοΰ σώματος ούκ οίδα, ό Θεός οίδεν άρπαγέντα τον


τοιοΰτον έως τρίτου ούρανοΰ- καί οίδα τον τοιοΰτον άνθρωπον-
£ΐτε έν σώματι είτε έκτος τοΰ σώματος ούκ οίδα, ό Θεός
οίδεν ότι ήρπάγη είς τον παράδεισον καί ήκουσεν άρρητα
ρήματα, ά ούκ έξόν άνθρώπω λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ', 2—4).
"Ωστε τό όραμα, το οποίον είδεν ό άπ. Παΰλος, δέν εΐνε περι-
γραπτόν, καί ή άποκάλυψις, τήν οποίαν έλαβε, δέν εΐνε μετα-
δοτή. Άλλ’ έάν ό ίδών λέγη, ότι δι’ ανθρώπινης γλώσσης
δέν εΐνε δυνατή ή μετάδοσις τών όραθέντων καί άκουσθέντων,
πώς οι μή ίδόντες θέλουν νά μάς διαζωγραφήσωσι τήν άπε-
ρίγραπτον ταύτην εικόνα τοΰ μακαρίου μέλλοντος;
Η έπιστημη έν τούτψ δέν δύναται νά μάς βοηθήση. Φρο-
32 Σ. Γλαγόλεφ

νοΰμεν, ότι ή σημασία της ώς προς τδ ζήτημα περί τοΰ πολυ­


αρίθμου των κόσμων καί τής τύχης αυτών πρέπει να ήνε διά­
φορος. Ή επιστήμη δεν λύει απορίας, άλλ’ άπομακρύνει εν­
στάσεις, τάς οποίας προυβαλλον άπιστοι έπιστήμονες κατά των
θρησκευτικών παραστάσεων. ΓΙρδ παντός άποδεικνύει το πλή­
ρως ασύστατον τών συλλογισμών περί τοΰ άσυμβιβάστου τής
μηδαμινότητος τής Γής προς τον μέγαν αυτής προορισμόν. Ό
Όρτολάν έγραψε πολλάς ωραίας σελίδας περί τοΰ ότι ή παρα-
δοχή τής μηδαμινότητος τών διαστάσεων τής Γής ούδαμώς δύ-
ναται να κλονήση την πίστιν είς τήν έπ' αυτής ένσάρκωσιν
τοΰ Γίοΰ τοΰ Θεοΰ. Άλλα πραγματιστικώς θεωρών τά πράγματα,
παραλείπει τί λέγει ή βαθεΐα επιστήμη περί τής μηδαμινότη-
τος, τοΰ άκαταμετρήτου, καί έν γένει περί τής τοπικής έκτά-
σεως. Έν ταΐς κρίσεσί του περί τοΰ μεγέθους τών αστέρων καί
τών μεταξύ αυτών άποστάσεων συλλογίζεται άπδ έπόψεως έπι-
τρεπούσης τήν πραγματικήν ύπόστασιν τόπου,
. μεγεθών καί
άποστάσεων ύφ' οί'αν έχομεν ήμείς νΰν περί τής υφής αυτών

παράστασιν.
Έν τούτοις ή σύγχρονος Γεωμετρία μάς διδάσκει, οτι αί
κρίσεις ημών περί όγκου καί άκαταμετρήτου έχουσιν υποκει­
Π

μενικόν χαρακτήρα, οτι καί τό άπείρως μικρόν δυνατόν νά


Α.

φανή ήμΐν άπείρως μέγα, καί οτι, έν γένει, αί πραγματικαί


διαστάσεις τών πραγμάτων είνε είς ήμάς άγνωστοι. ΙΙροσπα-
θήσωμεν όσον τό δυνατόν άπλούστερον καί συντομώτερον νά
έκθέσωμεν τήν διδασκαλίαν ταύτην.
Έν τή Γεωμετρία τοΰ Εύκλείδου υπάρχει θεωρία, ένέ-
χουσα σπουδαίαν σημασίαν έν τή πράξει, είνε δ’ αύτη ή τών
όμοιων σχημάτων καί σωμάτων. Δύο σχήματα ή δύο σώματα
δνομάζονται όμοια, όταν αί άμοιβαΐαι σχέσεις- τών στοιχείων
εν τώ ένί ταυτίζωνται τελείως προς τάς σχέσεις τών άντι-
στοίχων έν τω έτέρο» στοιχείων. Ούτως, έάν φαντασθώμεν τρί­
γωνον, ούτινος αί πλευραί ίσοΰνται προς 4', 5 καί 6 πήχεις,
είτα δέ καί έτερον, τοΰ οποίου· αί- πλευραί- ίσοΰνται προς 8,
Κατοιχεΐται δ “Αρης ; 33

10, 12, τά τρίγωνα ταϋτα θά ήνε όμοια, αί σχέσεις των στοι­


χείων των θά ήνε "ίσαι (4:5 = 8: 10. 5 : 6 = 10 : 12),
αί μεταξύ ίσων αντιστοίχων σιοιχείων γωνίαι θά ήνε ίσαι. ’Επ'
ίσης, εάν φαντασθώμεν δύο κυλίνδρους, αί σχέσεις τών άξόνων
των οποίων προς τάς διαμέτρους τών βάσεων είνε ίσαι (3 : 7
= 6:14), οί κύλινδροι ούτοι επ’ ίσης θά όνομασθώσιν δμοιοι.
’Επί τής θεωρίας τών όμοίων σωμάτων καί σχημάτων βασί­
ζεται ή κατασκευή τών ύπδ κλίμακα σχεδίων (models), τών
σχεδιαγραμμάτων κτλ. Οΰτω, ή σφαίρα είνε σχέδιον (τύπος)
τής γηΐνης σφαίρας. Έάν φαντασθώμεν σφαίραν έχουσαν διά­
μετρον δύο πήχεων, καί ένθυμηθώμεν, δτι ή διάμετρος τής
γηΐνης σφαίρας ίσοΰται προς 12.801.37 2 μέτρα (λαμβάνομεν
τον κατά προσέγγισιν αριθμόν), θά εχωμεν τον κατά 9 έκα-
τομ. φοράς όλιγώτερον καθορισμόν τών μηκών τής σφαίρας,
δηλ. τόσον, δσον 2 πήχεις είνε μικρότεροι τών 12.801.372
μέτρων. Έν τοϊς όμοίοις σώμασιν ή σχέσις τών επιφανειών
ίσοΰται προς τήν σχέσιν τών τετραγώνων τών εύθυγράμμων
.

διαστάσεων. Οΰτω, ή έπιφάνεια τής σφαίρας θά ήνε ούχί κατά.
9 έκατ. φοράς μικροτέρα τής έπιφανείας τής γηΐνης σφαίρας,
Π

άλλά 9.000.000 φοράς είς τό τετράγωνον (9.000.000·). Τοι—


αύτη θά ήνε ή σχέσις τής έπιφανείας τής Εόρώπης έπί τής
Α.

σφαίρας προς τήν πραγματικήν Ευρώπην, τοιαύτη έπ’ ίσης


θά ήνε ή σχέσις τών έπιφανειών τών νήσων, τών χερσονήσων,
τών λιμνών καί τών θαλασσών έπί τής σφαίρας προς τάς αντι­
στοίχους έπί τής Γής έκτάσεις. Ή δέ σχέσις τών όγκων τών
όμοίων σωμάτων ίσοΰται πρός τον κΰβον τών σχέσεων τών
γραμμικών διαστάσεων. Ούτως, ό όγκος τής σφαίρας θά ήνε.
9 έκατ. φοράς είς τον κύβον μικρότερος τοΰ όγκου τής Γής
(9.G00.0003).
Τώρα ας φαντασθώμεν, ότι όν τι πεπροικισμένον δι’ ύπε-
ρανθρώπων δυνάμεων καί ικανοτήτων, όδηγούμενον υπό τής
προεκτεθείσης θεωρίας, θά ήθελε νά έπιχειρήση τήν κατα­
σκευήν σχεδίου (modele) τοΰ όλου όρατοΰ κόσμου, σχεδίου
" ΈηηΧ. Φάρος ,, τόμ. ΙΛ' τιΰχ. Ij/T-ljd* (*Ιανουάζμος-Μΰοτ·ος) 3
34 Σ. Γλαγόλεφ

δέ τόσον μικροΰ, ώστε νά ήτο δυνατόν ευκόλως νά περιλη-


cp0Tfj έν τή παλάμη βρέφους. ”Ας ύποθέσωμεν κατόπιν, όχι το
φανταστικόν τοΰτο όν θά είχε τήν ικανότητα νά παραγάγΐ]
ανθρώπους όμοιους προς ημάς, ζφα έπ' ίσης καί φυτά, ώστε
πάντες ούτοι οί δργανισμοί νά έζων ζωήν όμοίαν προς τήν ίδι·|
κήν μας, θά διεκρίνοντο δ’ άφ' ημών μόνον κατά τάς μικρο-
σκοπικάς των διαστάσεις. Αί ένέργειαι πάντων των φυσικών
νόμων έν τφ νεω τούτω κόσμον πρέπει νά ήνε ανάλογοι προς’ ί
τήν ένέργειαν αυτών έν ώ κοσμώ ζώμεν ημείς, θά μετεβάλ-
λοντο δέ μόνον οί νόμοι περί τών άπολύτων (ούχί δέ τών|
σχετικών) διαστάσεων. Οΰτω, ή άκτίς τοΰ ήλιου έν τφ νέψΙ
τούτω κόσμψ πρέπει νά διανύη κατά δευτορόλεπτον 29O.698.G80
μέτρα, —μέτρα τοΰ νέου κόσμου καί ούχί τοΰ ήμετέρου—,τοι
δέ φωτεινόν κΰμα έκεϊ πρέπει νά ήνε τοσάκις μικρότερον τοΰ'
ήμετέρου, δσον ή μεταξύ τοΰ Ήλιου καί τής Γης άπόστασιςΙ
έκεΐ είνε μικροτέρα ή παρ’ ήμΐν. Τώρα ξάς μεταβιβασθώμεν
κατά φαντασίαν εις τό φανταστικόν
.
τοΰτο σύστημα κόσμου,

ΙΙρό ημών ίσταται άνθρωπος έκ τής Γής έκείνης. Εύκολο»
είνε νά φαντασθώμεν πώς σκέπτεται, αισθάνεται καί έκτιμα τό
Π

πράγματα ο προβληματικός άνθρωπος τοΰ φανταστικού τούτο»


κόσμου. ’Απαράλλακτα, δπως καί ημείς. ΤΙ Γή του οι’ αυ­
Α.

τόν είνε τόσον μεγάλη, δπως καί δΓ ήμάς ή ίδική μας· ό|


Ήλιος του θά ήνε τόσον μακράν άπ’ αυτοΰ, δπως καί άο
ημών ό ήμέτερος. Μετά τής αύτής υπερηφάνειας, δπως καί
ημείς, θά λαλή περί τοΰ μεγαλείου τών δυνάμεων τοΰ ανθρώ­
που, δημιουργήσαντος σιδηροδρόμους, δυνάμένους έν βραχεί
διαστήματι νά μεταφέρωσι τούς ταξειδιώτας είς τεράστιας άπο-Ι
στάσεις, θά έναβρύνηται έπί τφ τηλεσκόπιό), τή βοήθεια τοδ|
οποίου κατώρθωσε νά θεωρή τά θαυμαστά φαινόμενα έπί τοΰΙ
Έλίου, θά καυχάται έπί τφ μικροσκοπία), διά τοΰ οποίου άνε-
κάλυψε θαυμάσιον μικροοργανισμών κόσμον. Καθ’ οίον τρόπον
καί ημείς, θά ώμίλει έπ’ ίσης περί τοΰ απείρου τοΰ τόπου,
’Άς κάμωμεν μίαν ακόμη προϋπόθεοιν. ’Άς παραδεχθώμενν,
ΚατοικεΙται δ Άρης ; 35

-:δτι άνθρωπός τις έκ τής ήμετέρας Γής δλως δΓ αυτόν άπα-


ρατηρήτως μετεφέρετο εις τήν Γην εκείνην, τών διαστάσεων
αύτοΰ άνολόγως σμικρυνομένων και επειδή μεταξύ τής Γής
έκείνης καί τής ήμετέρας προϋποθέτομεν πλήρη αναλογίαν,
άς παραδεχθώμεν, δτι τό πρόσωπον, τό αντιστοιχούν προς τον
■ήμέτερον έκεΐ μετενεχθέντα άνθρωπον, μετεφέρετο έκεϊθεν είς
τήν ήμετέραν Γήν, μεγεθυνομένων άναλόγως τών διαστάσεων
αυτοΰ. θά άντελαμβάνοντο τά ήμέτερα πρόσωπα τάς γενομέ-
νας εις αυτά μεταβολάς; ’Όχι, δεν θά ήδύναντο νά τάς διακρί­
νουν, διότι αί σχέσεις των προς τά περί αυτά αντικείμενα
καί πρόσωπα θά παρέμενον αμετάβλητοι. Εντεύθεν έξάγεται,
δτι δσας δήποτε φοράς καί αν σμικρυνθή (ή, δπερ τό ίδιον,
μεγεθυνθή) τό Σόμπαν, δεν θά παρετηροϋμεν τοϋτο, έφ’ δσον
•αί μεταξύ τών πραγμάτων σχέσεις ήθελον παραμένει αί αύ-
ταί. Έάν τώρα, αυτήν τήν στιγμήν, ολόκληρον τό Σόμπαν
μετεβάλετο εις δγκον μιας στιγμής, ήμεΐς, ως καί πρότερον,
.
θά έθαυμάζομεν τό μεγαλεΐόν του καί θά ώμιλοΰμεν περί τής

τεράστιας μεταξύ τών άστέρων άποστάσεως. Ό Πρωταγόρας
ελεγεν, δτι «άνθρωπος μέτρων πάντων πραγμάτων» έστίν, ή
Π

έκφρασις δ' αΰτη είνε ορθή καί από γεωμετρικής (μέτρον απο­
στάσεων) καί από φυσικής (μέτρον δυνάμεων) έπόψεως. Αί
Α.

μεταξύ τών άστέρων αποστάσεις φαίνονται εις ήμάς τερά-


στιαι, διότι ό άριθμός, ο παριστών τήν σχέσιν του ίδικοΰ
μας μεγέθους προς τάς εκτάσεις ταύτας, υπερβαίνει τον ήμέ­
τερον λογισμόν. Τό σύνολον τών δυνάμεων, τών ένεργουσών
έν τώ κόσμψ, έκτιμάται υπό τοΰ ανθρώπου έπ’ ίσης κατά
τήν αυτήν αιτίαν. ’Αλλά, μέτρον ών πάντων πραγμάτων ό
άνθρωπος, δεν έχει μέτρον πρός καταμέτρησιν έαυτοϋ. Τοιου­
τοτρόπως δέ μανθάνει καί γινώσκει μόνον τάς μεταξύ τών
πραγμάτων σχέσεις, ουχί δέ καί αυτά τά πράγματα. Γνωρίζει
πόσας φοράς ή μεταξύ Ήλιου καί Γής άπόστασις είνε μικρο-
τέρα τής μεταξύ τοΰ Ήλιου καί τοΰ Ποσειδώνος, γνωρίζει επ’
ίσης ποσάκις* ό "Ηλιος ίσχυρότερον έλκει τήν Γήν ή ή Γή
36 2. Γλαγόλβφ

τον "Ηλιον, άλλ’ άγνοεί τάς πράγματικάς διαστάσεις οίουδή-


ποτέ αντικειμένου, αγνοεί το πραγματικόν μέγεθος τής ελκτι­
κής ή άπωστικής δυνάμεως οίουδήποτε σώματος. Ή σκέψις
άγει εις τδ εξαγόμενον, ότι έξ όσονδήποτε μικρών: τόπου,
ύλης καί δυνάμεως, καί εν γένει στοιχείων, έξ ών άποτελεΐται
τδ ύπάρχον, δύναται να κατασκευασθή κόσμος, ουτος είς"
τα επ' αύτοϋ ζώντα όντα θά φαίνηται τοιοΰτος, οποίος εις
ήμάς φαίνεται ό ήμέτερος. Τδ εξαγόμενον τοΰτο άγει εις
άλλο, ότι καί τδ ήμέτερον σύμπαν κατ’ ουσίαν είνε άπείρως
μικρδν καί ότι, μόνον τδ γεγονός, ότι ημείς οί ίδιοι παρι-
στώμεν άπείρως μικρδν μέρος τοΰ άπείρως μικροϋ τούτου-
όλου, μάς αναγκάζει να θεωρώμεν τήν οικουμένην ως τε
άπείρως μέγα.
Τοιουτοτρόπως ημείς άγνοοΰμεν τδ πραγματικδν τοΰ σύμ-
παντός μέγεθος· γνωρίζομεν, ότι άπδ γεωμετρικής καί φυσικής
έπόψεως είνε άμέτρως μεγαλείτερον ημών καί τοΰ ήμετέρου-
πλανήτου. Έκ τούτου όμως ούδαμώς πρέπει
. να πορισθώμεν

έξαγόμενα έξευτελιστικά διά τήν ήμετέραν πνευματικήν φύσιν'-
οί φρόνιμοι άνθρωποι, τουλάχιστον, ουδέποτε ήχθησαν εις τοι-
Π

αύτας σκέψεις. "Οταν εις τδν Άμλέτον, μετά θλίψεως είπόντα


ότι ό κόσμος παριστα φυλακήν, ό κόλαξ αύλικδς άντεΐπεν :
Α.

«ίσως ό κόσμος είνε στενδς διά τήν μεγάλην ψυχήν σας καί
διά τοΰτο σάς φαίνεται ως φυλακή», εκείνος άπήντησεν: «ώ
θεέ μου! ή μεγάλη μου ψυχή θά έχώρει καί εις φλοιόν κα­
ρύου, καί θά έθεώρουν έμαυτδν κύριον τοΰ άπειρου χώρου...»
Ή σημασία τοΰ πνεύματος ούδαμώς αντιστοιχεί πρδς τάς δια­
στάσεις τοΰ περιέχοντος αύτδ σώματος. 'Ο έλέφας είνε μεγα-
λείτερος τοΰ ανθρώπου, καί έν τούτοις ούδαμώς είνε εύφυέστε-
ρος αύτοΰ. Τδ σύστημα τών ’Άλπεων είνε άσυγκρίτως μεγα­
λείτερον όλων τών έλεφάντων τοΰ κόσμου, καί όμως έν όλιμ
αύτών τώ λιθίνω όγκω κρύπτεται όλιγωτέρα ζωή καί νοΰς ή
έν τώ σώματι τοΰ έσχάτου τών άγριων. Όμιλοΰσι περί τοΰ
άσημάντου τής Γής έν συγκρίσει πρδς τούς άστρικούς κόσμους.
Κατοικείται 6 ’ Αρης ; 37

Ή Γή άς ήνε μηδαμινή, άλλ' ό έπ’ αυτής ζών άνθρωπος μη­


δαμινός δεν εΐνε. ’Ήδη δ Πασκάλ έλεγεν, δτι ο άνθρωπος
εινε ανώτερος τοΰ σύμπαντος. Το σόμπαν δύναται να κατα-
στρέψη τόν άνθρωπον, άλλ' αί παμμέγισται αύτοΰ δυνάμεις,
καταστρέφουσαι τον φορέα τοΰ νοΰ, δεν θά έχωσι συνείδησιν
τής έκμηδενίσεως ταύτης, ένώ 6 άνθρωπος θά έχη συνείδη-
σιν δτι φονεύει αυτόν ή δύναμις των στοιχείων. La grandeur
•de l'homme est grande en ce qu'il se connait miserable.
Un arbre ne se connait pas miserable. Άλλ’ δχι μόνον
τό δένδρον αγνοεί τήν μηδαμινότητά του- ταύτην άγνοεί καί
-δ "Ηλιος· ένψ καί ό "Ηλιος είνε απλώς εις μηδαμινός κόκκος
άμμου έν παραβολή προς το δλον σύστημα τοΰ Γαλαξίου. ’Έν
τινι τών συγγραμμάτων τοΰ Βολταίρου δύο γιγάντειοι αντι­
πρόσωποι δύο γιγαντιαίων κόσμων διαλέγονται περί τοΰ σκο-
ποΰ τών άστέρων είς τον διάλογον έπενέβη μικρόν ζωΰφιον
φέρον μέλαν πιλίδιον καί περιπλακέν εις τον μικρόν δάκτυλον
.
τοΰ ετέρου τών συνδιαλεγομένων (— τοΰτο άφίκετο έκ τής

.Γής), καί εΐπεν, δτι τά πάντα έδημιουργήθησαν διά τούς άν-
■ΰρώπους (—είς τούς οποίους ανήκε καί το ζωΰφιον τούτο)
-καί δτι περί τούτου δυνατόν νά πληροφορηθώσιν έκ τής έκ-
Π

-δοθείσης επιτομής τών συγγραμμάτων τοΰ αγίου Θωμά. Είνε


Α.

άναντίρρητον, δτι έάν έπί τών λοιπών κόσμων ύπήρχον κά­


τοικοι πεπροικισμένοι δι’ αισθήματος καί λογικοΰ, θά προ-
εκυπτεν έκ τούτου, δτι τό φυσικόν σόμπαν έδημιουργήθη ούχί
διά μόνην τήν άνθρωπότητα. Αλλά δεν γνωρίζομεν τοιούτους
κατοίκους. Μόνον, παρά τούς ισχυρισμούς τοΰ Βολταίρου, δυνά-
μ,εθα νά ίσχυρισθώμεν, δτι έπί τοΰ 'Ηλιου καί τού Σείριου
■δεν ύπάρχουσι, καί δτι, έάν ή υπαρξις τοΰ Ήλιου έχη σκο­
πόν τινα, ούτος έγκειται ούχί έν αύτώ τώ Ήλίω, αλλά μάλ-
,λ-ον έν έκείνοις τοΐς μικροΐς ζωϋφίοις, τά οποία ζώσιν έπί τής
Γής καί τά οποία τόσον ειρωνεύεται ό τής Femes φιλό­
σοφος.
Έν τή θεία άποκαλύψει ευρίσκομεν ώραίαν έξήγησιν
38 Σ. Γλαγόλεφ

τής διπλής σχάσεως τοΰ ανθρώπου προς τό σόμπαν: «’Όψομαί-


τούς ουρανούς έ'ργα των δακτύλων σου, σελήνην και αστέρας,
ά σύ έθεμελίωσας· τί έστιν άνθρωπος δτι μιμνήσκει αυτού; ή
υΐδς ανθρώπου δτι έπισκέπτη αυτόν;» (ψαλμ. η', 4—5). Ό·
άνθρωπος εϊνε τόσον μικρός καί μηδαμινός έν παραβολή πρός
πάντα δσα έδημιούργησεν ό Παντοδύναμος, ώστε παρουσιάζε­
ται άκατανόητον διατί ό Θεός έκδηλοΐ περί αύτοΰ ιδιαιτέραν
μέριμναν. Άλλ’ ό Ψαλμωδός δεν άφίνει χό ύπ' αύτοΰ διατυ-
πωθέν έρώτημα άνευ άπαντήσεως. Έν τοίς άκολούθοις στίχοις
τοΰ ψαλμοΰ του δίδει την άπάντησιν ταύτην: «ήλάττωσας αυ­
τόν βραχύ τι παρ’ άγγέλους, δόξη καί τιμή έστεφάνωσας αυ­
τόν, καί κατέστησας αυτόν επί τά έ’ργα των χειρών σου'
πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αύτοΰ»... (6—7). Ό'
φυσικώς μηδαμινός άνθρωπος, πλασθείς κατ’ εικόνα Θεοΰ
είνε μέγας πνευματικής, καί διά τοΰτο δλον έκεΐνο το άμε-
τρον ποσόν τής φυσικής ένεργείας (εν συγκρίσει πρός τάς φυ-
.
σικάς του δυνάμεις), το όποιον περιέχει έν έαυτψ τό Σόμπαν,

δέον να ύποταχθή εις αύτόν. Πώς τοΰτο θά γείνη, άγνοοΰμεν,
άλλά, γνωρίζοντες τό άψευδές των θείων έπαγγελιών, άκρα-
Π

δάντως είς τοΰτο πιστεύομεν. Οί έπιστήμονες, οί άρνούμενοι


την ΰπαρξίν σκοπών έν τή φύσει, λέγουσιν, δτι, έάν παρα-
Α.

δεχθώμεν μόνον την Γήν ως κατοικήσιμον, ή ΰπαρξις τών


άπειρων κόσμων (ών πολλοί άναμφιβόλως ούδέποτε θά κατα-
στώσιν ορατοί ούτε διά τοΰ τηλεσκοπίου) θά ήνε τελείως,
άσκοπος. Ό συλλογισμός ουτος είνε διττώς ασύστατος- α) έάν
έν γένει δεν ύπάρχωσι σκοποί,. είνε περιττόν νά έκπλήττη-
ταί τις διότι καί ή ΰπαρξις τών κόσμων είνε άσκοπος- β) ή
ΰπαρξις τών κόσμων τούτων δυνατόν νά εχη προσεχεστάτους
καί άπωτάτους σκοπούς. Περί τών πρώτων σαφώς μάς διδά­
σκει ή άγ. Γραφή: «δτε έγενήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή
μεγάλη πάντες άγγελοί μου» (Ίώβ. λη', 7). Τό κάλλος τοΰ
άρτιδημιουργήτου σύμπαντος προύκάλεσεν ένθουσιασμόν μεταξύ
τών άγγέλων. Τοΰτο σημαίνει, δτι ή θεωρία αύτοΰ χρησιμεύει
Ινατοικεΐται 6 “Αρης; 39

ώς πηγή χαράς καί διά τούς κατοίκους τοΰ ουρανού. Βεβαίως


δεν γνωρίζομεν, όποιον φαίνεται είς αυτούς, άλλα νομίζομεν,
δτι τοΐς παρουσιάζεται διάφορον καί ώραιότερον ή δσον είς
ημάς φαίνεται. Διότι ημείς βλέπομεν μόνον την σκιάν των
δντων, ούχί δέ καί αυτά τά δντα· καί όμως καί ημάς ό
ουρανός σαγηνεύει διά τής μαγευτικής ώραιότητός του.
Είς τά νότια μέρη ό ουρανός εινε ωραιότερος ή είς τά βό­
ρεια, διά τούτο δέ παρά τοίς άρχαίοις λαοίς, τοΐς ζώσιν εν
τοΐς νοτίοις, αι άστρονομικαί παραστάσεις είχον μεγάλην ση­
μασίαν εν τε τή θρησκεία καί έν τφ βίω.
«Πρέπει νά ίδη τις—λέγει ό Weiss—πόσον κατά ώραίαν
άνατολικήν νύκτα είς τά βάθη τού βαθυκυάνου ουρανού άνταυ-
γάζουσιν οί αστέρες μετά λάμψεως άγνωστου έν τή Ευρώπη·
πρέπει νά ίδη τις τό φαινόμενον τούτο, διά νά έννοήση διατί
έ άνατολίτης έν τή άνατολή καί τή δύσει των ένέβλεπεν
ιδιαιτέραν ένεργειαν τής θείας Παντοδυναμίας. Έν τή άνταυ-
.
γεία των άκτίνων των, έκπεμπουσών τό φως έκ τού μυστη­

ριώδους βάθους, ώσεί ήτο έπ' αυτού προσηλωμένη ή θεότης
διά των άπειρων της δφθαλμών ή φλογερά των γραφή παρου-
σιάζετο είς αυτόν ώς άγγελία περί τού Απείρου, τάς σκο-
Π

τεινάς ύποθήκας τοΰ οποίου έδέχετο έν τή καρδία του. "Οταν


Α.

δέ παρετήρει, δτι ή ζωή καί ό θάνατος έν τή φύσει, τό έαρ


καί τό φθινόπωρον, εΐνε αύστηρώς συνδεδεμένα προς τήν κί-
νησιν των γνωστών αύτφ λαμπτήρων, μετά μείζονος ετι πεποι-
θήσεως έθεώρει αυτούς ώς ίσχυροτάΐας τής ζωής δυνάμεις».
’Αλλά καί ό κάτοικος τής άνατολής καί τού νότου ήδύνατο
να βλέπη έπί τού ουρανού μόνον δ,τι είνε προσιτόν είς το
βλέμμα τού άνθρώπου. Διά τούς άγγέλους δέ είς τά βάθη τοΰ
ουρανού θά άποκαλυπτηται δ,τι ημείς ούτε νά φαντασθώμεν
δυνάμεθα. Παρά τφ Εφραίμ τφ Σύρω υπάρχει ερμηνεία των
λόγων τού Σωτήρος: «έν τφ οίκω τοΰ ΓΙατρός μου μοναί
πολλαί είσι» (Ιω. ις-', 2). Ό Όρτολάν αόθαιρέτως διαβλέπει
έν τοΐς λόγοις τούτοις ένδειξιν περί τού πολυαρίθμου των
40 Σ. Γλαγόλεφ

κατοικουμένων κόσμων, υπό τάς «μονάς» δέ εΐνε έτοιμος νά


νοήση καχοικουμένους πλανήτας. Ό άγ. Έφραίμ αναφέρει
τους λόγους τούτους και εις τούς αγγέλους και εις τούς δι­
καίους, καί έν γένει είς πάντας, εις δσους ανήκει ή συμμετοχή
τοϋ βασιλείου τής δόξης, άλλ’ ή ερμηνεία αυτού εΐνε άσυγ-
κρίτως βαθυτέρα, κάί έξ αυτής δυνάμεθα νά έννοήσωμεν, σύν
άλλοις, πόσον διάφορος πρέπει νά ήνε ή έντύπωσις, την οποίαν
τό σύμπαν έμποιεΐ επί των θεωρούντων αύτό διαφόρων όντων·
«ΙΙολλάς μονάς παρά τφ Πατρί—λέγει ό Έφραίμ — ο Σωτήρ
ονομάζει τούς βαθμούς τής άντιλήψεως των έν τή χώρα έκείνη
(τή ουρανίω βασιλείφ) καθισταμένων, καί έννοώ τάς διαφοράς
έκείνας, έν αίς άπολαύουσι τής μακαριότητας, καθ’ δν χω-
ροΰσι βαθμόν. Διότι ό Κύριος ώνόμασε πολλάς μονάς ούχί
κατά διαφοράν τόπων, άλλά κατά βαθμόν προσόντων. Καθ’
ον τρόπον τάς ακτίνας τού αισθητού ήλιου άπολαμβάνει έκα-
σεος κατά τον βαθμόν τής καθαρότητος τής οπτικής του δυ-
.
νάμεως καί τής έντυπώσεωο, καί καθ’ οίον τρόπον έκ τής αυ­

τής λυχνίας, τής φωτιζούσης μίαν οικίαν, έκάστη άκτίς πη­
γάζει διάφορος, ένφ τό φως δεν διαιρείται εις πολλούς λαμ­
Π

πτήρας, κατά τον αυτόν τρόπον έν τφ μέλλοντι αίώνι πάν-


τες μέν οί δίκαιοι άμερίστως έν μια καί τή αυτή χαρά έγκα-
Α.

θίστανται, έκαστος δμως κατά τό ’ίδιον μέτρον φωτίζεται ύπό


τού αυτού νοητού Ήλιου, κατά τον βαθμόν δέ τής αξίας
αντλεί τήν χαράν καί την ευφροσύνην ώσεί έν τφ αύτφ αέρι
καί τόπω, έν τφ αύτφ οίκητηρίω, τή θεωρία καί τή είκόνι.
Ούοείς δέ βλέπει τούς βαθμούς καί τού άνωτάτου καί τοϋ
κατωτάτου, ίνα, βλέπων τήν ύπερβαίνουσαν χάριν τού άλλου
καί τήν εαυτού στέρησιν, μή έχη έν τούτω δι’ έαυτον αι­
τίαν θλίψεως κάί άνησυχίας. Μή γένοιτο τούτο έκεΐ, έ^θα ούκ
έστι λύπη καί στεναγμός, άλλ’ έκαστος κατά τήν δοθεΐσαν
αύτφ χάριν, κατά τον έαυτοΰ βαθμόν, έσωτερικώς χαίρει, έξω-
τερικώς δέ πάντες έχουσι τήν αύτήν θεωρίαν καί τήν αύτήν
χαράν». Επόμενοι τή ερμηνεία τού άγ. Έφραίμ όφείλομεν νά
Κατοικεΐται δ “Αρης ; 41

-ύποθέσωμεν, δτι καί εις τάς διαφόρους των άγγέλων τάξεις


•κατά διάφορον βαθμόν αποκαλύπτεται ή ώραιότης τοϋ Ιιύμ-
καντος καί ό σκοπός των ιδιαιτέρων κόσμων.
Αλλ’ δλοι άναμφιβόλως έν τινι βαθμψ διαβλέπουσι καί
κατανοοΰσιν έν τίνι συνίσταται ό σκοπός ούτος. Άγνοοϋμεν
τούτο ως προς πολλούς κόσμους, άλλα πιστεύομεν δτι ή ύπό-
στασίς των δεν θά παραμένη άσκοπος. Ό νους ήμών δεν δύ—
ναται νά παραδεχθώ, δτι ό ’Ανώτατος Νους έποίησέ τι μά-
ταιον καί περιττόν. Οι άκατοίκητοι καί άγνωστοι κόσμοι ίσως
καρουσιάζουσιν ύλην, ή οποία κατά τό πλήρωμα τού χρόνου
θά ήνε χρήσιμος. Ή άγ. Γραφή καί ή 'Εκκλησία μάς διδά—
σκουσι περί τής άναστάσεως τών σωμάτων. Ή φυσική άρα
φύσις θά υπάρχη καί έν τψ μέλλοντι αίώνι. θά άναμορφωθή,
καί άναμφιβόλως οί δίκαιοι άμερίστως θά κυριεύωσιν έν αυτή.
Ή δέ κυριότης αΰτη θά ήνε άγαθή, καί την ύλην καί τάς
δυνάμεις τών κόσμων θά κατευθύνη προς τό αγαθόν. Δεν γνω-
ρίζομεν βεβαίως πώς τούτο θά γείνη, ούτε
. δυνάμεθα νά τό

φαντασθώμεν, άλλά ή ίδιάζουσα τώ ήμετέρω πνεύματι πίστις
είς τό σκόπιμον τών οντων μάς άναγκάζει νά πιστεύωμεν
Π

τούτο.
Την πίστιν ταύτην είς τήν σκοπιμότητα τών οντων ού-
Α.

δέν γεγονός έκλόνησε μέχρι σήμερον. Μόνον ή πείρα μάς


έδίδαξεν, δτι έν σπανίαις περιπτώσεσι δυνάμεθα νά μαντεύωμεν
τούς σκοπούς τής φύσεως· οί σκοποί οΰτοι ένίοτε είνε τόσον
άπομεμακρυσμένοι, ώστε δεν είνε είς θέσιν νά διακρίνη αυ­
τούς ή άνθρωπίνη δράσις. "'Άς άναχθώμεν κατά διάνοιαν είς
τό μεμακρυσμένον γεωλογικόν παρελθόν τού ήμετέρου πλανή­
του, είς τήν λιθανθρακικήν π. χ. έποχήν. Τότε άνθρωποι, μα­
στοφόρα καί πτηνά δεν ύπήρχον έπί τής Γής. Ύποθέσωμεν
δμως δτι έζων που, είς άλλους κόσμους, όντα δμοια προς τούς
άνθρώπους, πεπροικισμένα διά νοΰ καί άπασχοληθέντα είς ζη­
τήματα περί τής αίτιας καί τού σκοπού τών φαινομένων. Τπο-
>θέσωμεν δέ, δτι άντιπρόσωπός τις τών τοιούτων οντων τυ—
42 Σ. Γλαγόλεφ

χαίως εύρέθη έπί τής ήμετέρας Γης. ’Αναμφιβόλους, ή φυσική


είκών, ήτις θά έξειλίσσετο προ αύτοϋ, θά τφ ένεποίει έντύ-
πωσιν μελαγχολικήν καί μονοτονον. Θά εΰρισκε ποικίλα είδη
διαφόρων φυτών γιγαντιαίων διαστάσεων, φυσικώς δέ θά έπήρ-
χετο εις τον νουν τοϋ επισκέπτου τούτου ή άπορία, διατί καί
πρός τίνα σκοπόν αυξάνονται αυτά τά μελαγχολικά, λεπιο-
βριθή καί άστεροειδή φυτά; Καί έν ή έ'τι περιπτώσει ήθελεν
ύποτεθή, δτι έχουσιν ίδιότυπόν τινα καλλονήν, ταύτην ούδείς
άπολαμβάνει ουδέ θά άπολαμβάνη· οδδεμία έξ αυτών εις ού-
δένα προέρχεται ωφέλεια, ούτε ώς τροφή δυνατόν νά χρησι-
μεύσωσι διά τους δργανισμούς, οί όποιοι κατοικοϋσι τήν Γήν.
’Αναμφιβόλους ή φύσις παράγει πολλά άσκοπα—θά συνεπέραι-
νεν ό έπισκέπτης τής Γής μας—, τά παρήγαγε καί θά τά
έκμηδενίση· εις ούδένα ώφέλειάν τινα προύξένησαν, καί ο
θάνατος δ’ αυτών ούδένα θά ώφελήση. Τοιουτοτρόπως σκε-
πτόμενος ό έπισκέπτης ουτος θά περιέπιπτεν εις πλάνην με-
.
γάλην. Τά—κατά τήν γνώμην του — ανωφελή ταϋτα πελώρια

δένδρα ή φύσις μετέπειτα μετέβαλεν εις γαιάνθρακας, οί όποιοι
τόσον εΐνε χρήσιμοι εις τήν σύγχρονον άνθρωπότητα. 'Αλλά
Π

δεν έγκειται έν τούτψ ή κυρία των σημασία. Έν τή φιλογε-


νετική έξελίξει τής παγκοσμίου ζωής τά φυτά ταϋτα ή σαν
Α.

άπαραίτητοι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ τών κατωτέρων φυτικών


ειδών τής δεβονικής καί σιλουριανής εποχής καί τών ποικί­
λων άνωτάτων φυτικών ειδών, τά όποια έδόθησαν είς κυριό­
τητα τφ άνθρώπω. Κατά τήν μεμακρυσμένην έκείνην έποχήν
ένέκρυπτον ήδη έν έαυτοΐς δυνάμει τά άνώτατα είδη τής
ζωής, τά όποια κατόπιν ένεφανίσθησαν ώς άνωτάτη έπίγονος
γενεά δι’ αναρίθμητου ποσοϋ γενεών. Ό Κύριος οδηγεί τον
κόσμον εις τήν τελειότητα, αλλά αί οδοί, δι’ ών οδηγεί, ώς έπί
τό πλεΐστον παραμένουσιν αινιγματώδεις καί ακατάληπτοι εις
τον άνθρωπον. «’Ανεξερεύνητα τά κρίματα αύτοϋ καί ανεξι­
χνίαστοι αί οδοί αύτοϋ» (Ρωμ. ια',. 33) !
Τούς ανθρώπους, οί οποίοι έπιμένουσιν εις τήν ιδέαν τής
Κατοικεϊται δ "Αρης ; 43

μηδαμινότητος τής Γης — καί τής ίδιας εαυτών μηδαμινότητος,


έπομένως—, σκανδαλίζουσιν οί χρονικώς λίαν άπομεμακρυσμέ-
νοι σκοποί, ώς καί οί τοπικώς μεμακρυσμένοι κόσμοι. Διατί ο
Θεός έφικνεΐται των έρισθέντων σκοπών έν διαρκεία τοσούτων
αιώνων και ούχί στιγμιαίως, καί διατί οι κόσμοι, έάν όχι διά
παντός, αλλά έπί χιλιετηρίδας παραμένουσιν άχρηστοι καί ανω­
φελείς; ’Αλλά τίς είπεν εις αυτούς, ότι οί κόσμοι ούτοι είνε
άχρηστοι καί ανωφελείς; "Ισως χρειάζονται διά την ευστά­
θειαν τοΰ ήμετέρου συστήματος, ίσως δε καί δι’ άλλο τι.
’Έπειτα δέ 6 λόγος αυτός περί χιλιετηρίδων είνε τόσον αφε­
λής, όσον αφελής είνε καί ό λόγος περί αποστάσεων τεραστίων
«μία ήμερα παρά Κυρίω ώς χίλια έτη, καί χίλια έτη ώς
ήμερα μία» (Β' Πέτρ. γ', 8. πρβλ. Ψαλμ. πθ', 5). Τί έστι
χρόνος καί χρονική διάρκεια; Δεν δύναται 6 άπείρως μικρός
χρόνος νά φανή εις ήμάς ύπερμέτρως τεράστιος, ώς τούτο δύ-
ναται, ώς είδομεν, νά συμβή καί έν σχέσει προς το άπείρως μι­
.
κρόν διάστημα ; Πρός καταμέτρησιν τού χρόνου καί προς κατα-

μέτρησιν τής έκτάσεως δεν έχομεν μονάδα άντικειμενικήν. Την
διάρκειαν τοΰ παρελθόντος χρόνου μετροΰμεν διά τοΰ ποσοΰ τών
Π

μεταβολών, αίτινες έγένοντο κατά το διάστημα τούτο. Μονάδα


χρόνου θεωροΰμεν την περίοδον τής στροφής τής Γής περί τον
Α.

άξονα αυτής, τό δέ 24&ν μέρος τής περιόδου ταύτης όνομάζο-


μεν ώραν. Άλλ’ ας φαντασθώμεν, ότι ή Γή ήρξατο στρεφό­
μενη περί τον άξονά της έκατομμυριάκις ταχύτερον έν τοιαύτη
περιπτώσει τοσαυτάκις ταχύτερον θά έφέρετο άνά την τροχιάν
της περί τον "Ηλιον, άναλόγως θά μετεβάλλετο καί ή έπιτά-
χυνσις, μεταδιδόμενη εις τά σώματα δυνάμει τού μάρους, έκα­
τομμυριάκις άρα ταχύτερον θά παρήγοντο έν ήμΐν τά φυσιολο­
γικά καί ψυχολογικά φαινόμενα. Έν τοιαύτη περιπτώσει θά
παρετηρούμεν την έπισυμβάσαν έπιτάχυνσιν; ’Όχι· αί χιλιετη­
ρίδες, αιτινες τότε πραγματικώς θά ήσαν ολιγώτερον διαρκείς
ήμίσεως ήμερονυκτίου, θά έφαίνοντο ήμΐν, ώς καί πρότερον,
παμμέγιστον χροντκόν διάστημα. Δύναταί τις νά παραδεχθή.,.
.44 Σ. Γλαγόλεφ

και έπιτάχυναιν μεγαλειτέραν ή κατά εν έκατομμύριον, οπότε


θά έχωμεν το έξαγόμενον ότι όλην τήν πολυαίωνα ιστορίαν τοΰ
.κόσμου, ήτις έξειλίχθη έν τοΐς άπείροις μεταξύ των αστέρων χώ-
ροις, δύναταί τις νά φαντασθν'] έξελιχθεΐσαν έν διαρκεία ενός
.δευτερολέπτου κατ’ άκτΐνα έχουσαν μήκος ενός χιλιοστομέτρου.
Τά μεγέθη ταΰτα δυνατόν νά σμικρυνθώσιν έπ' άπειρον, καί
όμως ή ιστορία τοΰ κόσμου θά μείνη ή αυτή, οποίαν τήν γνω-
ρίζομεν, άπείρως δήλα δή πολυσύνθετος καί άπείρως έγκύμων
γεγονότων.
Δεν γνωρίζομεν τί κατ’ ουσίαν είνε ό χρόνος, ό τόπος καί
ή ΰλη, αλλά γνωρίζομεν μόνον 'έν είδος λογικών όντων, ζών-
των έν συνθήκαις τόπου καί χρόνου καί περιβαλλομένων ύλην.
Τά όντα ταΰτα είνε οι άνθρωποι. Έάν τήν φαινομενικήν πραγ­
ματικότητα θεωρήσωμεν ως τήν πραγματικήν άλήθειαν, καί
έάν δεχθώμεν, δτι έν δλιρ τω σύμπαντι κατοικεϊται μόνη ή Γή,
θά έχωμεν τήν έντύπωσιν, ότι τό σύμπαν είνε άπείρως
. τερά­
στια έρημος, έν άπείρως μικκύλη γωνία τής οποίας παρεπλα-

νήθησαν μηδαμινά τινα ζώντα όντα. Άλλ’ έάν άφεθή κατά
ji-έρος ή αφελής αυτή κοσμοθεωρία, καί έάν γείνη δεκτόν —
..απαραίτητος δέ πρέπει νά γείνη δεκτόν — ότι έπί δργάνου
Π

τινός τοΰ ήμετέρου πνεύματος έπερρίφθη κάλυμμα, άποκρύπτον


Α.

από τής θεωρίας αύτοΰ τήν πραγματικήν των πραγμάτων όψιν,


τότε τό γιγάντειον τοΰ κόσμου δεν πρέπει νά μάς ταράττη.
Φαντασθώμεν σφαίραν μεμονωμένων έν τψ κενφ, έχουσαν διά­
μετρον 10 βερστίων ( = 10.GG7 μ. 810)· ή έπιφάνεια αυτής
θά ήνε κατά προσέγγισιν ίση προς 125G τετραγ. βέρστ. (4 π
RJ = 4.3, 14. 102 = 125G). Φαντασθώμεν προσέτι ότι τυφλός
τις, τοποθετημένος έπί τής σφαίρας ταύτης, ήρχιζε νά έρευνα
τήν έπιφάνειαν- κινούμενος κατά τήν γραμμήν τοΰ μεγάλου
κύκλου (ώς καί ημείς έπί τής Γής βαίνομεν) καί διανύων καθ’
ημέραν 80 βέρστια, μετά δύο ημερονύκτια θά έπέστρεφεν εις
τό σημεΐον τής αφετηρίας· δεν θά έμάντευεν έν τούτοις τό
πράγμα καί θά ήδύνατο αιωνίως νά περιστρέφηται κατά κύκλον
Κατο'.κεϊτα'. δ "Αρης ; 45

έχοντα μήκος 62,8 βερστ. (2π R = 2.3,14.10 = G2,8b), νομίζων


ον. κινείται εις το άπειρον. Έάν έπεχείρει νά έρευνήση τήν '
σφαίραν κατά διαφόρους διευθύνσεις, θά ήγετο είς τδ συμπέρα­
σμα ότι εύρίσκεται έπί έπιπέδου τίνος, εκτεινόμενου κατά πά­
σας τάς διευθύνσεις προς το άπειρον. Δεν συμβαίνει παρόμοιόν ·
τι και εις ήμάς ; Δεν φαίνεται εις ήμάς το σύμπαν τόσον
μέγα διότι οί πνευματικοί ήμών οφθαλμοί είνε κλειστοί; Τούτο'
υπαινίσσεται ήμΐν ή νέα, μή Εύκλείδειος, Γεωμετρία.
Ό Όρτολάν λέγει, δτι ή καρδία του θέλει τούς άνωθεν
ήμών λάμποντας κόσμους κατοικήσιμους, ώστε καί επ’ αυτών
νά ζώσι λογικά καί ήθικά όντα καί μεταξύ ήμών καί αυτών
νά υπάρχω πνευματικός σύνδεσμος. ’Αλλά μήπως ή καρδία μας
δεν ευρίσκει άνάπαυσιν καί χαράν έν τή ιδέα περί ύπάρξεως'
άπειρου αριθμού πνευμάτων; Μήπως ή πίστις εις αγγέλους -
φύλακας διαρκώς πλησίον ήμών παραμένοντας καί προφυλάτ-
τοντας ήμάς κατά πάσας τάς τρίβους μας, δεν λέγει περισ­
.
σότερα εις τήν ήμετέραν καρδίαν ή ή ύπόθεσις περί ύπάρ-·

ξεως κατοίκων έπί τού ‘Άρεως, κατασκευαζόντων διώρυγας επί
τών ηπείρων των ; Ή καρδία μας ζητεί ζωήν, νοΰν καί
Π

άγάπην, ή όέ άγ. Γραφή μάς διδάσκει περί πληρώματος τής


ζωής τών ουρανίων κατοίκων έν τώ ούρανψ.
Α.

Ό άνθρωπος έχει τάσιν προς τό άπειρον, ούχί προς


τον φανταστικώς άπειρον χώρον ή κόσμον, άλλά προς τον '
πράγματικώς άπειρον, τον Θεόν, ό δ’ άπειρος Θεός κατήλθεν
έπί τής Γής καί έκοινώνησε τής άνθρωπότητος καί τής γη-
ί'νης φύσεως. Οί συλλογισμοί περί τού ότι ό Θεός δεν ήδύ-
νατο νά ένσαρκωθή έπί τής Γής, ως έκ τής άκρας αυτής
μηδαμινότητος, είνε πολύ κακή φιλοσοφία. Είδομεν ήδη, ότι
αυτή ή σκέψις περί μηδαμινότητος τής Γής έβασίσθη έπί κα­
κής γνώσεως τής φύσεως. Τώρα ας στρέψωμεν τήν προσοχήν
εις τι άλλο. Ή σύγχρονος έπιστήμη μάς άπεκάλυψεν, ότι ή
φυσική καί χημική φύσις τού σύμπαντος ταυτίζεται πλήρως
προς τήν τής Γής, προ πολλοΰ δ' ήδη γνωρίζομεν, ότι όλη
46 Σ. Γλαγόλεφ

ή ΰλη τοΰ σύμπαντος συνδέεται διά τοΰ συνδέσμου τής έ'λξεως,


ότι δέ αί ιδιότητες έκαστου ατόμου οφείλονται ούχί εις τήν
φύσιν αΰτοΰ, άλλ’ εις τήν επ’ αΰτοΰ έπενέργειαν τής όλης
ύλης τοΰ σύμπαντος. Εντεύθεν ή συνένωσις οίουδήποτε μικροϋ
μέρους τής ΰλης μετά τής άνωτάτης αρχής εΐνε συνένωσις
ολοκλήρου τής ύλης μετά τής αρχής ταύτης, ώς έπακολού-
θημα δ’ αυτής έχει τήν μεταμόρφωσή τοΰ δλου ύλικοΰ κό­
σμου. "Οταν Κύριος ό Θεός ένεφύσησεν εις τον πρώτον άν­
θρωπον «πνοήν ζωής καί έγένετο άνθρωπος εις ψυχήν ζώ-
σαν» (Γεν. β', 7), ή δλη ΰλη τοΰ σύμπαντος μετέσχε τής
νέας αρχής, εν τή ιστορία δέ τοΰ κόσμου ήρξατο νέα περί­
οδος. Ή περίοδος αΰτη διήρκεσε μέχρις ου αυτός ό Θεός
κατέβη εις τήν Γήν καί συνήνωσε μετά τής θεότητός του τήν
φυσικήν καί πνευματικήν φύσιν τοΰ άνθρώπου. Έκτοτε ό άν­
θρωπος απέκτησε δύο μέσα προς άποκατάστασιν έν έαυτώ τής
παραφθαρείσης τοΰ Θεοΰ είκόνος, καί προς άνάπλασιν καί τε-
λειοποίησιν
.
τής πνευματικής του φύσεως. "Οταν το στάδιον

τής άναγεννήσεως καί τελειώσεως φθάση προς το τέρμα αύτοΰ,
τότε καί ή φυσική φύσις οφείλει νά άναπλασθή, ί'να κατα-
Π

στή κατοικητήριον επάξιον των δικαίων τοΰ Θεοΰ υιών.


«Τότε ήξει τό τέλος» (Ματθ. κδ', 14). Ό Όρτολάν έκ-
Α.

φράζει τήν ύπόθεσιν, δτι "ίσως ή άνάπλασις τής Γής καί ή


άνάστασις τών σωμάτων θά προέλθη πολύ μετά τήν επί τής
Γής έκπνοήν καί τοΰ τελευταίου άνθρώπου. Υποθέτει προς
τούτοις, δτι ή Γή ίσως επί πολλούς αιώνας θά φέρηται άνά
το διάστημα ώς κατηφές κατάψυχρον νεκροταφεΐον. Κατά τής
τοιαύτης δμο>ς ύποθέσεως διαρρήδην άποφαίνονται, οΰς φαίνε­
ται, οί λόγοι τοΰ άπ. Παύλου: «πάντες μέν ού κοιμηθησό-
μεθα, πάντες δέ άλλαγησόμεθα, έν άτόμω, έν ριπή οφθαλμού,
έν τή έσχάτη σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καί οί νεκροί έγερθή-
σονται άφθαρτοι, καί ημείς άλλαγησόμεθα- δει γάρ τό φθαρ­
τόν τοΰτο ένδύσασθαι άφθαρσίαν καί τό θνητόν τοΰτο έν-
δύσασθαι άθανασίαν» (Α' Κορ. ιε', 51—53). Το αυτό ό άπ.
Κατοικεϊται 6 Άρης ; 47

Παύλος λέγει έν τή προς Θεσσαλονικεις Επιστολή (Α' θεσσ.


δ', 16—17).
Είνε αληθές, δτι οί λόγοι τοϋ άπ. Παύλου δεν πρέπει
νά νοώνται κατά γράμμα έν τφ συνόλω αυτών. Έν ταΐς
έκφράσεσιν «άλλαγησόμεθα» ή «ημείς οί περιλειπόμενοι. . .
άρπαγησόμεθα έν νεφέλαις». .. ή έν τή έννοια του α' πληθ·
προσώπου, δεν πρέπει νά περιλάβωμεν καί τον μεταχειρι-
σθέντα την έκφρασιν τοϋ α προσ. άπ. Παύλον, υπό - δέ τούς
«ζώντας» πρέπει νά νοήσωμεν ούχί τούς έν σαρκί έπί τής
Γης παραμένοντας, άλλ’ ίσως τούς έν πνεύματι ζώντας. ’Αλλά
καί αν άκόμη έν σχέσει προς τούς προσαχθέντας στίχους
δεχθώμεν την τελευταίαν ερμηνείαν, έν τοιαύτη περιπτώσει
έν γένει οί τε λόγοι τοϋ άπ. Παύλου καί οί τοϋ Κυρίου
έμπεδοΰσιν έν ήμιν την ιδέαν, δτι το τέλος τοϋ κόσμου θά
έπέλθη προ τοϋ τέλους τής άνθρωπότητος. Ό Όρτολάν δεν
■θίγει τά έδάφια ταύτα τής άγ. Γραφής, άλλ’ απλώς έκφράζει
την έαυτοΰ ύπόθεσιν είς ούδέν βασιζόμενος
. δεόομένον.

Έξ άλλου δμως έκδηλοΐ έπίμονον πρόθεσιν νά βασίση
άλλην αύτοΰ ύπόθεσιν, δτι τό τέλος καί ή άνακαίνισις τής
Π

Γής δεν θά ήνε τέλος καί άνάπλασις τοϋ δλου σύμπαντος.


Δεν ήδυνήθη δμως νά εύρη συλλογισμούς προς βεβαίωσιν τής
Α.

θέσεως ταύτης, παρεκτός τοϋ καί ύπό τινων έκκλησιαστικών


συγγραφέων διατυπωθέντος, δτι ίσως οι άστέρες θά τηρηθώ-
σιν ίνα ή θεωρία των παρέχη τέρψιν είς τούς δικαίους.
Όριστικώς άποκρούομεν την ύπόθεσιν ταύτην. Ή έπιστήμη
καί ή θρησκεία, καθ’ ημάς, έξ ίσου άντιτίθενται προς αυτήν.
Ή έπιστήμη λέγει, δτι οί άστέρες δεν θά τηρηθώσιν. Ή
έξέλιξις τής παγκοσμίου ζωής βασίζεται έπί τής άνιαότητος
τών κινήσεων τών διαφόρων σωμάτων, ή, -δπερ ταύτόν κατ’
ουσίαν—έπί τής άνιαότητος τών θερμοκρασιών των. Αί κινή­
σεις καί αί θερμοκρασίαι τείνουσι νά έξισωθώσιν. Ούδέν ύπάρ-
χει έν τφ κόσμω κωλύον τήν πραγματοποίησιν τής τάσεως
ταύτης. ’Εάν δέ συμβαίνωσι πάντοτε παραβιάσεις τής ίσορρο-
48 2. Γλαγόλεφ

πίας των θερμοκρασιών και της ίσότητος των κινήσεων,


οφείλονται αύται εις τό δτι έν τισι μέρεσιν . έπέρχεται έξίσω-
σις των θερμοκρασιών και τών κινήσεων έν ποσότητι πολύ
μεγαλειτέρα. Τδ σύμπαν, επομένως δε και τδ άστρικδν σύ­
στημα, τείνει πρός τινα κατάστασιν έχουσαν όρια, δταν οέ
φθάση τά· δρια ταΰτα, δεν θά ύπάρχωσι μήτε ήλιοι, μήτε πλα--
νήται, μήτε βαθυκύανος ουρανός.
Ή Επιστήμη διδάσκουσα περί τοΰ τέλους του σύμπαντος
συγχρόνως προτείνει τοιαύτην διδασκαλίαν περί τής φυσικής συ-
στάσεως τοΰ κόσμου, ή οποία, έν άντιπαραβολή πρός την διδα­
σκαλίαν τής ήμετέρας πίστεως περί τής μελλούσης τύχης τής
Γής άπαραιτήτως άγει εις τδ πόρισμα, δτι μεεά τής Γής θά με-
ταμορφωθή καί ολόκληρον τδ σύμπαν. Ή φυσική σύστασις όλου
τοΰ κόσμου είνε ή αυτή. Είς τδ τέλος ή Γή θά ύποστή όρι—
στικήν μεταμόρφωσιν : τδ φθαρτόν θά ένδυθή άφθαρσίαν, ή όύ-
ναμις τής έλξεως δεν θά έμποδίζη τά ήμέτερα σώματα νά άνα-
λαμβάνωνται πρός τδν άέρα,
.
καί αυτή ή φύσις τών σωμάτων

θά αλλαγή (Μεταμόρφωσις τοΰ Κυρίου, Ματθ. ιζ', 2. Μάρκ. θ', 3.
Λουκ. θ', 29). Την τοπικήν ταύτην μεταβολήν τής ύλης είς
Π

δλως νέαν κατάστασιν δυνάμεθα νά νοήσωμεν δυνατήν μόνον


Ιπί τή προϋποθέσει, δτι καί πάσα ή λοιπή υλη τής οικουμέ­
Α.

νης θά μεταβάλη κατάστασιν. Έν έναντία περιπτώσει είνε


αδύνατον νά φαντασθή τις την θέσιν τής νέας Γής έν τω συ-
στήματι τοΰ παλαιοΰ κόσμου. Άλλ’ 6 παλαιός ούτος κόσμος
δεν θά ύπάρχη.
Ό Απόστολος προσδοκά ού μόνον καινήν Γήν, άλλά καί
καινόν ουρανόν (Β' ΙΙέτρ. γ', 13). Ό Όρτολάν καί άλλοι
παραβάλλουσι τήν μέλλουσαν διά πυρός κάθαρσιν τής Γής πρός
την προτέραν δι’ υδατος κάθαρσιν, παραπέμπουσι δ’ είς τδν
άπ. Πέτρον, παρ’ ω άπαντα ή σύγκρισις αΰτη. Άλλ’ έν τώ παρ-
ελθόντι ύπήρξεν ούχί άνακαίνισις, μεταμόρφωσις, άλλά τιμωρία
τοΰ κόσμου, ό δ’ άπόστ. Πέτρος σαφέστατα καί όριστικώς άπο-
κρούει τήν ιδέαν, δτι ή μέλλουσα πυρκαϊά θά είνε όμοια πρός
Κατοικεΐται δ "Αρης ; 49

τον κατακλυσμόν τοΰ παρελθόντος. Έν τώ μέλλοντι «ουρανοί


ροιζηδον παρελεύσονται, στοιχεία δέ καυσούμεναι λυθήσονται,
και γη και τά εν αυτή έργα κατακαήσεται» (Β' Πέτρ. γ', 10).
Ό Όρτολάν δλως ύλιστικώς καί γηΐνως φαντάζεται την
μέλλουσαν των δικαίων ζωήν. Ό αυτός ουρανός—κατ’ αυτόν —
θά ύπάρχη καί ό αυτός κόσμος, κατ’ ουσίαν δέ καί ή αυτή
Γή μεταβεβλημένη (ίσως μόνον ολίγον) διά τοΰ πυρός. Τοι-
αύτη δμως παράστασις είνε απαράδεκτος. Τους δικαίους άνα-
μένει ή μακαριότης, μακαριότης δ’ έν τούτψ τψ κόσμω εΐνε
άδύνατος.Έάν ή άνακαίνισις δεν θά θίξη τούς κόσμους τοΰ ούρα-
νοΰ, καί εάν οι κόσμοι ούτοι θά ήνε κατψκημένοι, τοΰτο σημαίνει
δτι ή φθορά καί ό θάνατος θά ύφίστανται καί έν τω μέλλοντι
αίώνι. ’Αλλά καί έάν ή φθορά καί ό θάνατος καί έν γένει τά
πάθη καί αι βάσανοι ήφανίζοντο, καί πάλιν ή γη'ίνη ευδαιμο­
νία δεν θά ήδύνατο νά ικανοποίηση τούς ανθρώπους. Ό κό­
σμος ούτος κρύπτει άφ’ ημών καί την αληθή των πραγμά­
.
των ουσίαν καί τον τελικόν των όντων σκοπόν. Διψώμεν άπο-

καλύψεως των μυστηρίων, ταΰτα δέ θ’ άποκαλυφθώσιν εις τούς
άρίστους δταν κατά τήν έσχάτην ημέραν ή Γή καί ό Ουρανός
Π

άπαλλαγώσι των περιβαλλόντων αυτούς καλυμμάτων καί έμφα-


νισθώσι καινοί καί φωτοφόροι διά τούς δεδοξασμένους τής Γής
Α.

υιούς.
Ό μέγας Πλάτων προησθάνετο τήν μέλλουσαν ταύτην
θεωρίαν τής θείας δόξης καί ώραιότητος υπό των έκλεκτών
υιών τής άνθρωπότητος. Έν τψ «Συμποσίψ» αύτοΰ ή Διοτίμα,
γυνή Μαντινική, διδάξασα τον Σωκράτη περί τοΰ δτι ύπάρχει
κάλλος απόλυτον, ούδέν περιέχον έν έαυτψ αισθητόν καί σω­
ματικόν, κάλλος καθ’ εαυτό, έξ ου προέρχεται παν τό ούραΐον,
καί τό όποιον ούτε μεγεθύνει, άλλ’ ούτε καί μειοΐ ή άλλοιοΐ ή
έμφάνισις ή έκμηδένισις πάντων των νέων ειδών τοΰ ωραίου,—
διδάξασα περί τούτων τόν Σωκράτη, λέγει: «ένταΰθα τοΰ βίου,
είπερ που άλλοθι, βιωτόν άνθρώπψ, θεωμένορ αυτό τό καλόν...
Τί δήτα οίόμεθα, εί τω γένοιτο αύτό τό καλόν ίδεΐν ειλικρινές,
*EmhL· Φάροζ ,, τόμ. 1.:V τενχ. Λ* (*Ιανουάαιος·ΜΛρχιος) 1915 4
δΟ Σ. Γλαγόλεφ

καθαρόν, άμικτον, άλλα μή άνάπλεων σαρκών τε άνθρωπίνων


καί χρωμάτων καί άλλης πολλής φλυαρίας θνητής, άλλ’ αυτό
τό θειον καλόν δύναιτο μονοειδές ίδειν; Άρ’ οί'ει φαϋλον
βίον γίγνεσθαι έκεΐσε βλέποντας άνθρώπου καί εκείνο ω δεΐ
θεωμένου καί ξυνόντος αύτψ; ’Ή ουκ ένθυμεΐ, ότι ένταΰθα
αύτώ μονάχου γενήσεται, όρώντι ω ορατόν το καλόν, τίκτειν
ουκ είδωλα αρετής, άτε ούκ ειδώλου έφαπτομένφ, άλλ’ άληθή,
άτε τοϋ αληθούς έφαπτομένφ· τεκόντι δέ άρετήν άληθή καί θρε-
ψαμένψ υπάρχει θεοφιλεΐ γενέσθαι, καί είπερ τω άλλφ άνθρώ-
πων άθανάτφ καί έκείνω ;» (Συμπόσ. κθ'. 211 — 212,D--E).
"Ο,τι συγκεχυμένως προησθάνθϊ] ό Πλάτων, είνε σαφώς
ύπεσχημένον εις την πιστεύουσαν άνθρωπότητα. Οί δίκαιοι
θά θεωρώσι την θείαν δόξαν καί τό θειον κάλλος. Προς άπόκτη-
σιν πνευματικής οράσεως ίκανωμένης προς ταύτην την θεωρίαν,
δέον να παιδαγωγηθή καί τελειοποιηθή τό πνεύμα. Ή δέ
θεολογία διδάσκει πώς πρέπει νά γίνηται ή διαπαιδαγώγησή
αυτή, άλλα καί ή
.
Αστρονομία δεν πρέπει νά παραμένη, ουδέ

παρέμεινεν αμέτοχος εν τω μεγάλφ τούτφ έ'ργφ. «Ύπάρχουσι
δύο πράγματα—είπεν ό Κάντ—τά όποια πληροΰσι την ψυ­
Π

χήν νέου πάντοτε καί αυξανομένου θαυμασμού καί εύλαβείας,


εφ' όσον συχνότερον καί μακρότερον άσχολεΐται εις αυτά ό
Α.

νους: ό έναστρος ουρανός υπέρ ημάς καί ο ηθικός έν ήμΐν


νόμος».
Ό Κάντ ήτο όρθολογιστής, άλλ’ εν τοΐς λόγοις του
τούτοις διαφαίνεται μυστικιστική χροιά. Ώς φαίνεται, ο ου­
ρανός έπέόρασεν επί τής ψυχής τού φιλοσόφου τής Καινιξβέρ-
γης καί έπλήρου αυτόν ήδέος δέους καί άσαφοϋς αίσθήσεως
τού άπειρου. Κάτοικος τής Καινιξβέργης ό Κάντ, ουδέποτε
είδεν ή τον έξωργισμένον ωκεανόν ή τάς άκαταβλήτους χι­
ονώδεις άλύσεις τών όρέων, άλλ’ ούτε τό τρυφερώς ώραΐον
φυτικόν βασίλειον τής νοτίου Ευρώπης. Διά τών λέξεων όμως
τούτων έδειξεν, ότι παν ό,τι ώραιότερον έχει ή φύσις εΐνε
άποκεκαλυμμένον εις όλην τήν άνθρωπότητα. Ή τάξις, ή
Κατοικίΐτα·. δ Άρης ; 51

■ αρμονία, τό κάλλος καί το άπειρον τοΰ ενάστρου ούρανοΰ


εξαγγέλλει ήμΐν το μυστήριον τοϋ άπειρου. Ούχ'ι ή περί
κατοίκων τοΰ ’Άρεως ιδέα πληροί την καρδίαν μας ταπεινώ-
σεως, άλλ’ ή ίδέα περί τοΰ άπειρου Δημιουργού καί Δεσπό­
του τοΰ ποιητικού τούτου άπειρου. Ή σκέψις δ’ ημών, λόγους
ζητοΰσα προς έκφρασιν των αισθημάτων, άτινα προκαλεΐ ο ου­
ρανός, φυσικώτερον εινε νά στραφή προς τούς Ψχλμούς, προς
την άγ. Γραφήν. Αυτή κάλλιον πάντων των βιβλίων τοΰ κό­
σμου ύπέδειξεν είς τον άνθρωπον τήν ηθικήν τοΰ σύμπαντος
άποψιν, καί κάλλιον όλων των βιβλίων τοΰ κόσμου άπεκάλυψε
τήν ηθικήν άλήθειαν. Υπολείπεται το ζήτημα τής θεωρητι­
κής αλήθειας. Φρονοΰμεν, οτι έφ’ οσον 6 άνθρωπος πλησιάζει
προς τήν άλήθειαν, πλησιάζει προς τήν κατανόησιν τής άγ.
Γραφής. Έάν στραφώμεν προς τήν ιστορίαν τής ’Αστρονομίας
καί ίδωμεν ποΐαι υποθέσεις ώβελίζοντο έν αυτή έν τή φορά των
αιώνων ώς έσφαλμέναι, θά ίδωμεν, οτι αί υποθέσεις αΰται άντέ—
.
φασκον καί προς τό γράμμα τής άγ. Γραφής καί, κυριώτατα,

πρός αυτήν τήν θεμελιώδη θέσιν, οτι ό Δημιουργός εινε παν­
τοδύναμος καί πάνσοφος. Καί σήμερον τά μυστήρια τοΰ ούρα­
νοΰ παραμένουσι μυστήρια, άλλ' οτι οί ουράνιοι λαμπτήρες
Π

κυβερνώνται υπό σοφής χειρός, τοΰτο πλέον δεν εινε μυστή­


Α.

ριον. Τά ουράνια φαινόμενα παρουσιάζουσιν ήμΐν συνδυασμόν


κάλλους καί νοΰ. Καί τό μέν κάλλος αισθάνεται έκαστος, περί
τοΰ κυβερνώντος δ’ αυτά νοΰ δύναται νά όμιλήση πας μαθητής,
μετά δέ τον μαθητήν άσυγκρίτως περισσότερα θά είπη ό επι­
στήμων. Καί ή επιστήμη επαναλαμβάνει τούς λόγουςτοΰ Ψαλ-
μανδοΰ : «Οί ούρανοί διηγούνται δόξαν Θεοΰ».
ΣΤΜΒΟΛΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΩΤΕΡΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

0 ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ ΙΑΚΩΒΑΤΟΣ


ΚΑΙ Η

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΦΟΜΟΙΩΣΙΣ
ΥΠΟ

ΑΜΙΛΚΑ Σ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ

Γ
‘Η εν Άϋ'ήναις Β\ έ&νική των 'Ελλήνων αυνέλευαις.
Σννεδρίασις τής 22α$ Ιουλίου 1864.

«..............Κατά την εναρξιν τής σηζητήσεως επί τής συντάξεως


τοΰ Συντάγματος ό Γεώργιος Ίακωβάτος έπρότεινε την επομένην τρο^
πολογίαν επι τοΰ 1ου και 2°υ άρθρων.

Περί Θρησκείας.
ΆρΘρον 1. .
Ή θρησκεία τοΰ έθνους είναι ή τής ’Ανατολικής ’Ορθοδόξου

τοΰ Χριστοΰ Εκκλησίας, επικρατοΰσα έν Έλλάδι καί προστατευομένη
υπό τοΰ Κράτους, πάσα δέ άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή, έκ-
τελοΰσα άκωλΰτως τα τής λατρείας αυτής υπό την προστασίαν των
Π

νόμων, απαγορευόμενου κτλ.


νΑρΟρον 2.
Α.

»Ή ’Ορθόδοξος Εκκλησία τής Ελλάδος αναγνωρίζει τον ’Αρχι­


επίσκοπον αυτής, τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, μνημονευόμενον υπό*

* Συνέχεια από σελ. 631.


'Ο Γ. Τοπάλδος Ίακωβδτος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 53

*οΰ Μητροπολίτου ’Αθηνών και χορηγούντο τό μύρον καί τάς προς


-χειροτονίαν τών έν Έλλάδι αρχιερέων εκδόσεις.
»Οί επίσκοποι τη; ’Εκκλησίας τής Ελλάδος ένεργοΰσι τά αρχι­
ερατικά αυτών καθήκοντα κατά τούς κανόνας τής ’Εκκλησίας, ανε­
ξαρτήτως ό εις από τού άλλου.
»Ή συναψις τού γάμου τών 'Ορθοδόξων 'Ελλήνων πολιτών και
-τό διαζυγιον υπάγονται εις την αποκλειστικήν αρμοδιότητα τών επισκό­
πων τής Εκκλησίας τής Έλιλάδος.
‘Ο πλερεξούσιος
Γεώργιος Τνπαλδυς Ίαχωβάζος.
’Επί τής προτάσεως ταυτης, συζητουμένων τών 1°υ καί 2°υ άρθρων
τοΰ Συντάγματος, δίδεται τό πρώτον ό λόγος εις τόν κ. Ίακωβάτον,
δστις έλεξε ταΰτα :
«’Αδελφοί πληρεξούσιοι! Φαιδρός παρουσιάζομαι ενώπιον τής
Συνελευσεως1 τής Έλλιάδος καί έξαιτοϋμαι παρ’ υμών εύμένειαν είς
δ,τι θέλω εκθέσει ενώπιον σας. Λαβών ύπ’ ό'ψιν τό σχέδιον τοΰ Συν­
τάγματος, ώφειλον καί ώς πληρεξούσιος τής δλης Ελλάδος καί ώς
.πληρεξούσιος τής Έπτανήσου νά εΐπω κατά πόσον δυναται νά συν-
•αρμολογηθή με την κατάστασιν τής Ίονίου πολιτείας.— "Ολοι λέγο-
.
μεν νά άφομοιωθή ή Επτάνησος με την Ελλάδα· άλλ’ εάν οί νόμοι

δεν δύνανται νά έφαρμοσθώσιν είς δλας τάς επαρχίας τής Ελλάδος,
νομίζω δτι ή άφομοίωσις είναι αδύνατον νά εφαρμοσθή εντελής.
Ταΰτα λέγω, διότι έχω προ οφθαλμών την συνθήκην, ήας ήνωσε την
Π

Επτάνησον με την Ελλάδα. 'Η συνθήκη δεν είναι απόλυτος, άλλ’


•εγένετο υπό ορούς τινάς. ΈσυνΟηκολόγησεν ή Ελλάς προς την
Α.

’Αγγλίαν, προς την Ρωσίαν, προς την Γαλλίαν καί πρύς αυτήν τήν
‘Επτάνησον επομένως είναι καί ήτο τής τιμής έκάστου συμβαλλόμε­
νου νά μένη πιστός είς τόν λόγον του.
Ή από 17 Μαρτίου συνθήκη περί Ένώσεως τής Έπτανήσου
-ορίζει εν τώ αλ αυτής άρθρω τά ακόλουθα: «Ή Α. Μ. ή Βασίλισσα
» τοΰ Ηνωμένου Βασιλείου τής Μ. Βρεττανίας καί τής Ιρλανδίας,
. » επιθυμοΰσα νά πραγματοποιήσω τήν ευχήν, ήν ή Βουλή τής 'Ηνω­
μένης Πολιτείας τών Ίονίων Νήσων έξέφρασεν υπέρ τής μετά τής
> Ελλάδος ένώσεως των, συνήνεσεν υπό τούς παρακατιόν διαλαμβα-
■» νομένους δρους».
"Αρθρον 4. 'Η μετά τοΰ Βασιλείου τής Ελλάδος έ'νωσις τής
» Ηνωμένης Πολιτείας τών Ίονίων Νήσων ούδαμώς ακυρώσει
> τάς υπό τής ύπαρχουσης νομοθεσίας τών νήσων καθιερωμένος*)
*) Ή Έθνοσυνέλευσις τοΰ 1864.
54 Άμίλκα Σ. Άλιβιζάτοο

» άρχάς της έλευθέρας λατρείας καί τής άνεξιθρησκείας.


«Επομένως τά καθιερωθέντα θρησκευτικά δικαιώματα και προ-
» νόμια υπό τοΰ α'. καί ε'. κεφαλαίου τοΰ Συνταγματικού χάρτου
» τής Ηνωμένης Πολιτείας των Ίονίων Νήσων καί ιδίως ή άναγνώ-
» ρισις τής ’Ορθοδόξου ’Ανατολικής ’Εκκλησίας ως ’Εκκλησίας επι-
» κρατούσης εν ταΐς νήσοις».
Επομένως δεν μένει ή συνθήκη είς τα γενικά καί αόριστα, άλλα
καταβαίνει εις τά ώρισμένα καί τά ειδικά καί τά καθ’ έ'καστα- επο­
μένως τά καθιερωθέντα θρησκευτικά δικαιώματα καί προνόμια υπό
τοΰ α'. καί ε'. κεφαλαίου τοΰ Συνταγματικού χάρτου τής 'Ηνωμένης
Πολιτείας των Ίονίων Νήσων καί ιδίως ή άναγνώρισις τής Ελληνι­
κής Εκκλησίας, ώς Εκκλησίας έπικρατοΰσης έν ταΐς νήσοις, ή από­
λυτος ελευθερία τής λατρείας, ή χορηγουμένη είς την ’Εκκλησίαν
τοΰ Κράτους τής προστάτιδος Δυνάμεως, καί ή πλήρης άνεξιθρησκεία
ή πρός τάς άλλας κοινότητας ύποσχεθεΐσα, διατηρηθήσονται καί μετά
την ενωσιν έν δλη αυτών τή έκτάσει. “Αμα ή Ευρωπαϊκή συνθήκη
μάς παραπέμπει είς τό 1 καί 5 κεφάλαιον τοΰ Ίονίου συντάγματος
τοΰ 1817, οφείλω νά εκθέσω εΐς τήν Σεβαστήν Συνέλευσιν τάς δια­
τάξεις τοΰ Συντάγματος εκείνου.
.

«Πολίτευμα τής Ηνωμένης ’Επικράτειας τών Ίονίων Νήσων
κεφάλαιον α'. μνημονευόμενον υπό τής Ευρωπαϊκής συνθήκης τής
Ένώσεως.
«Άρθρον 3. Ή μεν επικρατούσα θρησκεία αυτών τών Επαρ­
Π

χιών είναι ή ’Ανατολική ’Ορθόδοξος. Κάθε δε ά/.λο είδος χριστιανι­


κής λατρείας θά εΰρίσκη ύπεράσπισιν καθώς εφεξής».
Α.

’Ενταύθα καθιεροΰται ή αρχή, δτι ή ’Ορθόδοξος ’Ανατολική


’Εκκλησία είναι ή θρησκεία τής Έπτανήσου.
«’Άρθρον 23. Ή δημοσία τής νεότητος άγο)γή ουσα υποκείμε­
νον, τό όποιον οΰσιωδώς άναφέρεται είς τήν πρόοδον καί ευδαιμο­
νίαν κάθε κοινωνίας, καί ουσα συμφορωτάτη τόσον είς τά ήθη καί
εις τήν θρησκείαν τοΰ τόπου, ώστε οί ιερείς μάλιστα νά απολαμβά­
νουν ελευθερίαν καί προσήκουσαν ανατροφήν, όμολογεΐται εδώ δτι
είναι έν από τά πρώτα χρέη αμέσως μετά τήν άντάμωσιν τής Γερου­
σίας, άφ’ οΰ ό τοΰ πολιτεύματος χάρτης επικυρωθή από τον Προσ­
τάτην 'Ηγεμόνα, τό νά παρθοΰν τά καθήκοντα μέτρα άπ’ αυτήν
πρώτον μέν διά τήν σύστασιν στοιχειωδών σχολείων, και μετέπειτα
διά τήν άποκατάστασιν μιας ακαδημίας διά τά διάφορα είδη τών
επιστημών, τής φιλοσοφίας καί τών ωραίων τεχνών».
Ό Γ. Τυπάλδος Ίακωβατος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 55

Τούτο εφαρμόζεται καθ’ όσον άφορφ την αγωγήν τοΰ κλήρου,


ώστε πρέπει έν κατάστημα εκκλησιαστικόν άναγκαίως καί απαραιτή­
τους νά ύπάρχη έν Έπτανήσφ δια τον κλήρον τής Επτάνησου.
«Κεφ. 5», μνημονευόμενου υπό τής περί ένώσεως συνθήκης.
»’Άρθρον 1. Τό θρησκευτικόν σύστημα τών ηνωμένων επαρχιών
των Ίυνίων Νήσων θα συνίσταται από ’Αρχιεπισκόπους ή ’Επισκό­
πους, από Τοποτηρητάς (μεγάλους Οικονόμους), από ’Εφημερεύοντας
εις όλας τάς διαφόρους Ινορίας, μοναστήρια καί συστήματα τής
θρησκείας μας, όντα όλα αυτά τής έπικρατοόσης ορθοδόξου θρησκείας
αυτών τών επαρχιών, δηλαδή τής ’Ανατολικής». Τό άρθρον τούτο
είναι άθικτον, είναι μέρος Ευρωπαϊκής συνθήκης.
»’Άρθρον Α'. Επειδή ή πρέπουσα καί ικανή ύποστήριξις
κάθε θρησκευτικού συστήματος έχει ουσιώδη έπίρροιαν εις τήν δια-
τήρησιν τής ηθικής καί ευταξίας, καί εις τήν ευδαιμονίαν τού λαού,
καί επειδή ούδέν άλλο τόσον ούσιωδώς συντείνει εις τήν περίθαλ-
•ψιν καί συντήρησιν τού τοιούτου συστήματος, όσον ό ικανός αριθμός
τών άξιων ποιμένων αυτού' καί επειδή ή δ τηρημένη θέσις αυτών
τών επικρατειών απαιτεί άναγκαίως μεγάλην επιμέλειαν ως αυτό τό
προηγουμένου' καί επειδή ευλόγως πιστεύεται, ότι άρχήθέν τινες
.

από αύτάς τάς νήσους εχαίροντο τό προνόμιον τού νά έχουν επισκό­
πους προϊσταμένους τού θρησκευτικού των συστήματος, καί τό
όποιον προνόμιιον έκτοτε κατελύθη, όμολογεΐται ώς αναγκαίου, ότι
παρά τούς καθεστώτος ήδη αρχιεπισκόπους ή επισκόπους τής νήσου
Π

Κέρκυρας, τής Κεφαλληνίας, τής Λευκάδος καί τών Κυθήρων θά


κατασταθή ένας αρχιεπίσκοπος ή επίσκοπος διά τήν νήσον τής Ζα­
Α.

κύνθου, ένας επίσκοπος διά τήν νήσον τής ’Ιθάκης καί ένας επίσκο­
πος διά τήν νήσον τών ΙΊαξών· καί όμολογεΐται επί πλέον, ότι ό
τρόπος περί τοΰ οποίου πρέπει νά προστρέξωμεν περί αυτού τοΰ
υποκειμένου εις τήν πανιερωτάτην κεφαλήν τής ’Ανατολικής 'Ορθο­
δόξου 'Εκκλησίας εις τήν Κωνσταντινούπολή, άφίνεται εις τήν Με-
γαλειότητά του τον προστατεύοντα βασιλέα. Εννοείται πάντοτε όμως
ότι ή σύστασις αυτών τών νέων εκκλησιαστικών αρχών δεν πρέπει
νά έπιφέρη καμμίαν προσθήκην όποτασδήποτε δαπάνης εις τάς προσ­
όδους αυτών τών Επαρχιών».
Είναι άρθρου Ευρωπαϊκής συνθήκης, ώστε οι Ιπίσκοποι πρέπει
νά μή λείπουν από τήν Επτάνησον, έστω καί από τήν ’Ιθάκην καί
από τούς Παξούς καί από τά Κύθηρα' ούτε τό ελάχιστου μοναστή-
ριον τής Έπτανήσου δύναται νά θεωρηθή Ιδιοκτησία ή δημοσία ή
δημοτική.
56 Άμίλκα Σ. Άλιβιζάτου

«Άρθρον 2. Επειδή εις τό προηγούμενον άρθρον έγεινεν ή


πρέπουσα πρόβλεψις, ώ; προς ιό άναγκαΐον σύστημα τής ’Ορθοδό­
ξου καί έπικρατούσης θρησκείας αυτών τών επαρχιών, είναι καθ'
υπερβολήν άνάρμοστον καί άσύμφορον εις αύτάς τάς επαρχίας (θεω-
ροϋντες τήν πρέπουσαν καί άναπόιρευκτον ΰποστήριξιν τών αναγκαίων
ποιμένων, δπου χρειάζονται δι’ όποιονδήποτε σύστημα χριστιανικής
θρησκείας, to νά πληοώνουν τήν δαπάνην, ή νά υποστηρίζουν τήν
αρχήν, ότι αρχιερείς ή αξιωματικοί κάθε άλλης θρησκείας πρέπει νά
πληρώνωνται καί νά ζώσιν από αΰτάς τάς επαρχίας ή από κανένα
κεφάλαιον προσόδου, τό όποιον δύναται φρονιμώτερον νά άφιερωθή
εις άλλην χρήσιν, πάρεξ μόνον εκείνην τής έπικρατούσης θρησκείας
αυτών τών επαρχιών. Εξαιρούνται μόνον αυτοί οί αρχιερείς καί αξι­
ωματικοί εκείνων τών θρησκειών, όπου τώρα πραγματικώς εύρίσκον-
ται κατοικοΰντες καί διενεργοΰντες τήν αξίαν των εΐς αύτάς τάς
επαρχίας, οί όποιοι αυτοί συγχωροϋνται νά μένουν μόνον, έως ότου
ζούν».
Ό λόγος είναι, ότι ουδέποτε δύναται νά μισθοδοτηθή ξένος επί­
σκοπος έν Έπτανήσω ή ξένος ίερεύς.
«Άρθρον 3. ’Επειδή εις αύτάς τάς ’Επαρχίας νομίζεται άναγ-
.

καιότατον τό νά ύπάρχη έ'νας Μητροπολίτης τής έπικρατούσης θρη­
σκείας τής ’Ορθοδόξου ’Ανατολικής ’Εκκλησίας, έχοντες μέ τήν συγκα­
τάθεσήν τού Παναγιωτάτου ’Αρχηγού τής ανατολικής ’Εκκλησίας τού
Πατριάρχου τής Κωνσταντινουπόλεως τήν έν γένει πνευματικήν υπερ­
Π

οχήν καί δύναμιν έπάνω τών ποιμένων όλων τής έπικρατούσης εΐς αύ­
τάς τάς νήσους έκκλησίας, όμολογεΐται ότι είναι χρήσιμοι». 'Γοιούτον
Α.

ήτο τό σέβας, τό όποιον ή μεγάλη Βρετταιία έ'φερεν εΐς τήν ’Ανατο­


λικήν Έκκ?,ησίαν. «Έάν δεν είναι όμως έναντίον εΐς τούς κανόνας
τάξιν καί τύπους τής εΐρημένης έκκλησίας, ότι ό εΐρημένος Μητροπο­
λίτης νά είναι ό υπό τού ΙΙαναγιωτάτου Πατριάρχου κατά τήν τάξιν
έπικυρτσθείς αρχιεπίσκοπος ή έπίσκοπος, διά τάς τέσσαρας μεγάλος νή-
σοτ>ς αύτών τών έπαρχιών κατά σειράν, δηλαδή ότι οί αρχιεπίσκοπο1
ή έπίσκοποι οί προσηκόντως ψηφισμένοι καί κατά τάξιν χειροτονημέ­
νοι, πρέπει έκαστος εξ υποδοχή:, καί όλοι κατά τό πολίτευμα τούτθ]
νά άποδέχωνται τό αξίωμα τού Μητροπολίτου δι' όλην τήν πενταετίαν
μιάς Γερουσίας». Αύτό έζητήθη, καί ό Πατριάρχης δεν τό παρεχώρη-
σεν καί ή Μεγάλη Βρεττάνια μέ τήν εξουσίαν τής Έπτανήσου ύπέκυ-
ι[ιεν εΐς τήν θέλησιν τού εΐρημένου Πατριάρχου, διότι ούδ’ αύτός ό
Πατριάρχης δύναται ν’ άλλάξη τούς τύπους καί τήν τάξιν, τήν όποιαν
*0 Γ. Τυπάλδος Ίακωβάτος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 57

ίστερέωσεν ή εκκλησία και οί συνοδικοί κανόνες, εξ εναντίας έλήφθη


πρόνοια διά να έφαρμοσδή τό β' μέρος τοΰ παρόντος άρδρου. «’Αλλ
αν ίσως αύτή ή διάταξις φανή παραμικρόν άσύμφωνος με τούς κα­
νόνας τής έπικρατούσης εκκλησίας, όμολογείται επί πλέον, δτι ό ’Αρχιε­
πίσκοπος ή ’Επίσκοπος τής Κέρκυρας, τής Κεφαλληνίας, τής Ζακύν­
θου καί τής Λευκάδος, θά γίνηται κατά διαδοχήν έκαστος Μητροπο­
λίτης τής έπικρατούσης εδώ ’Ανατολικής Εκκλησίας, καί δτι ό τοιοΰ-
τος Μητροπολίτης (δταν δέν συμβαίνη νά είναι Μητροπολίτης ό αρ­
χιεπίσκοπος ή ό επίσκοπος τής Κερκύρας) πρέπει, αν δέν είναι εναν­
τίον με τούς ιερούς κανόνας τής έπικρατούσης έκκλησίας, νά παρευρί-
σκεται είς την καθέδραν τής διοικήσεως, καθ’ δλον τον καιρόν τής
συντάξεως τής Γερουσίας, ύπονοουμένης πάντοτε τής συστάσεως, τοιαύ-
της αρχιεπισκοπής, ή έπισκοπής διά τήν νήσον τής Ζακύνθου».
Καί ή άδωοτάτη αυτή διάταξις τοΰ άρθρου δέν έφηρμόσδη καθ’
ολοκληρίαν, διότι έδεωρήδη από τούς έπισκόπους τής Επτάνησου, δτι
•είναι έναντία εις τά έπισκοπικά καθήκοντα νά έγκαταλείπουν τήν έπι-
σκοπήν των καί νά άπέρχωνται εις Κέρκυραν νά παρευρίσκωνται,
ενόσω συνεδριάζουν αί Βουλαί τής Επτάνησου. Καί τί γίνεται ή Επι­
σκοπή έκείνη; Τί γίνονται οί χριστιανοί στερούμενοι πνευματικού ποι-
.

μένος; Τί γίνεται τό δικαστήριον τοΰ έπισκόπου ; Ό κλήρος αυτού;
“Ωστε ούτε καί τούτο έφηρμόαθίΊ, αλλά μόνον έπί φιλώ δνόματι έθεω-
ρεΐτο κατά διαδοχήν εξ υπαμοιβής, εις τών έπισκόπων τών τεσσάρα>ν
μεγάλων νήσων, ώς έξαρχος πλέον πάντοτε έμενεν έπί τού έπισκοπικοΰ
Π

του θρόνου.
«’Άρθρον 4. ’Επειδή ή αποφασιστική άποκατάστασις, δπου
Α.

.πρέπει ν’ άκολουδήση είς πάσαν μεταβολήν, αν τοιαύτη μεταβολή


συμβή έξ αιτίας τού πρώτου δηλαποιητικού άρδρου τού παρόντος τμή­
ματος, δέν δύναται νά συστηδή έ'ως δτου δέν γίνη γνωστή ή θέλησις
τού Προστιχτεύοντος Ήγεμόνος καί τού Ιΐαναγωτάτου πατρός τής έπι­
κρατούσης έκκλησίας.»
«"Ωστε δύο δυνάμεις ύπάρχουσιν, ό Βασιλεύς τής Αγγλίας καί δ
Πατριάρχης τής Κωνσταντινουπόλεως. Δέν έφοβήδη τίποτε ή Με­
γάλη Βρεττανία, ούτε από τήν έπιρροήν τοΰ Πατριάρχου ούτε από
τήν έπιρροήν τού Σουλτάνου, ούδέν- διότι ούτε Σουλτάνος, ούιε 11α-
τριάρχης δύναται νά παραβή τούς συνοδικούς κανόνας τής ’Ανατολι­
κής Έκκλησίας. «Όμ,ολογείται, δτι ή Γερουσία αυτών τών έπαρχιών
άναδέχεται πάσαν καί κάδε λογής δύναμιν μέ τήν συγκατάδεσιν τής
A. Ε. Λορδ. Μ. άρμοστοΰ τοΰ Προστάτου Βασιλέως, νά κάμη τέτοιας
58 Άμίλκα Σ. Άλιβιζάτου

μεταβολής, διορθώσεις και διαταγής άναφερομένας είτε εις τον τρόπον


τοΰ έκλέγειν τούς αξιωματικούς τής έπικρατούσης εδώ εκκλησίας, ή εις
κάθε άλλο υποκείμενον άναφερόμενον εις την ιδέαν, δσαι δεν είναι
έναντίαι με την πνευματικήν δύναμιν τής κεφαλής τής έπικρατούσης
θρησκείας τοΰ Παναγιωτάτου Πατρός καί Πατριάρχου τής Κωνσταν­
τινουπόλεως, και με τούς διατεταγμένους καί κανονισμένους νόμους
από τάς αγίας Συνόδους τής Ανατολικής Εκκλησίας».
Έκ τής άναγνώσεως αυτής τοΰ Συντάγματος καί τής Ευρωπαϊ­
κής Συνθήκης, εΐδετε δτι ή ‘Επτάνησος ευρίσκεται εις εξαιρετικήν
θέσιν ώς προς τήν πρώην Ελλάδα- εδώ είναι άλλο τό σύστημα τό
εκκλησιαστικόν καί άλλο τό εν Έπτανήσω- ή πρέπει νά μένωσι τά
πράγματα τοιουτοτρόπως, ή πρέπει νά ληφί)ή πρόνοια. Δεν είχον ού-
δεμίαν δυσκολίαν να παραδεχθώ τον πρώτον όρον τοΰ διλήμματος,
τό όποιον σάς ύπέβαλλον, άλλ’ εάν ύπάρχη προθυμία νά ϊδιυμεν
τάς δύο ’Εκκλησίας ηνωμένας, προτείνω, ώστε ή άφομοίωσις νά
γείνη τής Ελλάδος προς τήν Επτάνησον, καί ούχί τής Επτάνησου
πρός τήν Ελλάδα (θόρυβος).
Πρόεδρος. Καμμία πίεσις νά μή γείνη εις τήν άγόρευστν τοΰ
αγορεύοντας.
.
Γ. Ίακωβάτος. "Οπως έ'χουσι τά άρθρα τοΰ σχεδίου τοΰ Συντάγ­

ματος, είναι αδύνατον νά έφαρμοσθώσιν εν 'Επτανήσω, διότι, αν
έφαρμοσθώσιν, υπάρχει άμεσος άντικρυς παραβίασις τής Ευρωπαϊκής
Συνθήκης καί τοΰ μέρους αύτοΰ τοΰ αναπόσπαστου τοΰ Συντάγμα­
Π

τος τοΰ 1817.


«’Άρθρον 1. “Ή επικρατούσα θρησκεία εν Έλλάδι είναι ή τής
Α.

’Ανατολικής ’Ορθοδόξου τοΰ Χριστού ’Εκκί,ησίας». — Εύχαριστοΰμεν.


διότι τό σχέδιον τοΰ Συντάγματος δεν λέγει τίποτε, είναι ίστορικώτα-
τον, άλλα δέν έχομεν ανάγκην από τό Σύνταγμα νά μάθωμεν, ποία
είναι ή θρησκεία μας, ουδέ ποιος είναι ό οργανισμός τής Έκκλη-
σίας μας. Ή εκκλησία καί ή θρησκεία ΰπήρχον προ τής Ελλάδος,
ημείς δεν έκάμαμεν, ουδέ τήν πίστιν, ουδέ τήν θρησκείαν, ουδέ τήν
εκκλησίαν, καί αν ημείς αυτά τά πράγματα δέν έκάμαμεν, ούδέ ημείς
δυνάμεθα νά έπιληφθώμεν τοΰ τοιούτου αντικειμένου, καί ομολογώ
ότι ή πρώτη μου ιδέα ήτο νά απαιτήσω τήν διαγραφήν τών δύο
άρθρων τοΰ Συντάγματος, διότι ή θρησκεία δέν περιμένει έπικύρω-
σιν από ημάς τούς λαϊκούς καί αμαρτωλούς, αλλά ύποχρεούμεθα νά
παραδεχθώμεν, διότι μέ τά συμβάντα τοΰ 1833, τών 1843 καί 1852ι.

') Υπονοεί τά τής χειραψετήσεως τής Εκκλησίας άπό τής Μητρός Έκ­
Ό Γ. Τυπάλδος Ίακωβατος καί ή έκκληαίασχ'.κή άφομοίωσις 59

των όποιων ή άνάμνησις φέρει φρίκην, όφείλομεν νά άκυρώσωμεν


τά κακώς πραχθέντα- ιδού ή ανάγκη, διά ποιον πρέπει νά ληφθή
πρόνοια έκ μέρους τής Συνελεύσεως. Τό πρώιον μέρος τοϋ πρώτου
άρθρου ούδένα λόγον κάμνει περί εκκλησίας· είναι ιστορικόν δεν
θέλω νά μάθω την ιστορίαν τής εκκλησίας καί τής θρησκείας μου
από σύνταγμα, άφαιρώ από την δικαιοδοσίαν την λαϊκήν τοιοΰτον
άντικείμενον, διότι από Χριστού μέχρι τής σήμερον επί 18 αιώνας
ποτέ τά αντικείμενα ταΰτα δεν ήσαν τής άρμοδιότητος τών κοσμι­
κών. Τό δεύτερον μέρος τού πρώτου άρθρου «πάσα δε άλλη γνωστή
•θρησκεία είναι ανεκτή καί τά τής λατρείας αυτής τελούνται άκωλύ-
•τως υπό τήν προστασίαν τών νόμων». Τά τής λατρείας τών ξένων
θρησκειών τελούνται άκωλύτως υπό τήν προστασίαν ιών νόμων; Λαμ­
πρά ή αρχή τής ελευθερίας τής συνειδήσεως, λαμπρά ή ελευθερία -
τής λατρείας, καί πρώτη ορθόδοξος καί ή πλέον φιλόθρησκος ιδέα
είναι εκείνη, ή οποία υποστηρίζει καί τήν ελευθερίαν τής συνειδή-
σεως καί τήν ελευθερίαν τής λατρείας.
’Αλλά, Κύριοι, ερωτώ : τά τής λατρείας τών ξένων θρησκειών
πρέπει νά τελώνται άκωλύτα)ς, έ\ώ τά τής λατρείας της Ορθοδόξου
Εκκλησίας δεν αναφέρονται είς τό Σύνταγμα ώς τελούμενα άκω-
.

λύτω:; (γέλωτες).
Σ>ιρίπολος.— Συνάγεται φυσικώς.
’ϊαχωβάτος.— Καί διατί νομοθετούμεν διά τάς ξένας θρησκείας;
Π

θά σάς εΐπω τον λόγον. Τά δύο αυτά άρθρα δεν έτέθησαν υπέρ
τής ’Ορθοδόξου Εκκλησίας, άλλα κατά, είναι άρθρα, τά όποια
εθεσεν ό ”Οθων ! Σάς εφενάκισεν, uv εκλάβητε, δτι τά άρθρα αυτά
Α.

είναι υπέρ τής εκκλησίας Σας, ενώ ούδείς λόγος γίνεται υπέρ τής
’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, α>ς γίνεται τούτο είς τό σύνταγμα τό Δα­
νικόν τούτο τό σύνταγμα τής Δανίας ειιε εθνικόν, προστατεύει τήν.
θρησκείαν τού Κράτους. Κατ’ αυτό δέ φέρω εγώ τήν τροπολογίαν τού
συντάγματος καί ιδού αυτό- «Εθνική θρησκεία είναι ή τής Λου­
θηρανικής Ευαγγελικής Εκκλησίας καί ώς τοιαύτη προστατεύεται
υπό τού Κράτους». Έπρεπε νά τό εϊπη, διά νά προστατεύηται.
διότι, όπως έχει τό σχέδιον τού Συντάγματος, τό Κράτος δέν είναι
ίποχρεωμένον νά προσιατεύη τήν Εκκλησίαν τού τόποι1, ενώ, δυ­
νάμει τής δευτέρας παραγράφου τού άρθρου τούτου, οφείλει νά
δώση προστασίαν εις τά τής λατρείας τών άλλων θρησκειών καί

κλησίας Κων)πόλεως καί τήν ένεκα ταύτης έπικράτήσασαν ψυχρότητα μεταξύ


Ελλάδος καί Πατριαρχείου.
«0 'Αμίλκα Σ. Άλιβιζοϊτου

εγώ πρώτος δίδω προστασίαν καί ύποστήριξιν εις την λατρείαν τών
ξένων θρησκειών. Έαν μέ έξετάσητε ιδιωτικώς, ήθελα τό περί θρη­
σκείας τθέμα δλων τών θρησκειών τοΰ κόσμου νά μη τίθεται εις τά
συντάγματα, νά είναι ή εκκλησία μου ελεύθερα απολύτως, δπως ήτο
απολύτως ελεύθερος ό "Αγιος Πέτρος καί ό "Αγιος Παύλος νά κη­
ρύττουν τον Χριστόν καί νά τελούν τά μυστήρια τής θρησκείας,
διότι ύπήρχον τά μυστήρια από τής εποχής εκείνης, καί αΐ Πράξεις
ιών ’Αποστόλων τελειώνυυσι λέγουσαι, δτι ό Παύλος έκήρυττεν άκω-
λύτως.1 Καί την αυτήν ελευθερίαν, την οποίαν εγώ απαιτώ διά την
θρησκείαν μου, εις δλας τάς άλλας θρησκείας τού κόσμου ήθελον την
παραχωρήσει. Τί λέγω ; Καί έχω ανάγκην διά την θρησκείαν μου
καί τήν εκκλησίαν μου νά περιορίσω τάς άλλας θρησκείας καί τά
ά'λλα φρονήματα ; Καί μήπως επί τών ’Αποστόλων ύπήρχον Χριστι­
ανοί μόνον ; Καί μήπως δεν ύπήρχον είδωλολάτραι εις δλας αύτάς
τάς έποχάς; Καί μήπως δεν ύπήρχον αιρέσεις τών φιλοσόφων, οί
όποιοι έφερον τήν κατάλυσιν τής Ελλάδος καί τής Ρώμης; καί
δμως ουδέποτε οί ’Απόστολοι άπηγόρευσαν τά κηρύγματα, άλλα
συνεβούλευον εις τούς οπαδούς αύτών καί εις τούς μαθητάς «προσ­
έχετε καί εκλέγετε τύ καλόν»'2. Τρίτον μέρος τού πρώτου άρθρου
.

τού Συντάγματος’ «άπαγορευομένου τού προσηλυτισμού καί πάσης
» άλλης έπεμ|ίάσεως κατά τής επικραιούοης θρησκείας». ’Ιδού ή άπό-
δειξις, δτι τό άρθρον έτέθη διά νά προφυλάξη εναντίον τών επι­
βουλών, διότι φαίνεται δτι τό επικρατούν πνεύμα ήτο πολέμιον εις
Π

• τήν θρησκείαν καί εις τήν Εκκλησίαν τής Ελλάδος.


«’Άρθρον 2. Ή Ορθόδοξος ’Εκκλησία τή; Ελλάδος κεφαλήν
Α.

« γνωρίζουσα τον Κύριον ημών Ίηι.οΰν Χριστόν», — εγώ δέν τό


ήξεύρω,— «ύπάρχει αναποσπάστως ηνωμένη δογματικώς μετά τής εν
» Κωνσταντινουπόλει μεγάλης ΈκκλΊσί.ι. καί πάσης άλλης Όρθοδό-
» ξου τού Χριστού Εκκλησίας». —Τό βλέπω εις τά χαρτιά, αλλά δέν
τό βλέπω εις τά πράγματα.— Ουχί πας ό λέγων μοι Κύριε, Κύριε,
άλλ" ό ποιών τό θέλημα τού πατρός μου'*- «τηρούσα άπαρσσαλεύτως ώς
» έκεΐναι τούς τε ιερούς άποστολικούς κανόνας καί πρύ πάντων τάς ΐε-
» ράς παρ «δόσεις». Ό μέγας Βασίλειος, αδελφοί, λέγει, δτι είναι δόγ­
ματα καί αί παραδόσεις1- καί αυτή ή παράδυσις είναι δόγμα.'Όλας τάς

*) Πράς. ’Αποστόλων. κη\ 31.


-) α-. Θεσσαλ. ε’. 14.
3) ΜαιΟ. Ζ-, 21.
4) Μ, Βασιλείου περί τοΰ άγ. Πνεύματος κζ', κθ'.
'Ο Γ. Τυπάλδος Ίακωβατος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 61

παραδόσεις τηρεί ή εκκλησία ημών; "Οχι, πιστεύετε πράγμα φρικτόν>


εαν σάς τό εΐπω; το έλησμονήσαμεν δλοι εάν είναι δόγμα, οστις
φάγη άρτον χωρίς να κάμη τό σημεΐον τοϋ Τιμίου Σταύρον, παρα­
βαίνει δόγμα. Και διά τοΰτο νά μή γίνεται λόγος είς τό σύνταγμα
περί Θρησκείας- όπως θέλει ό καθείς, ά; τρώγη. «Είναι δέ αύτοκέ-
> ψαλος ενεργούσα ανεξαρτήτως πάσης άλλης εκκλησίας τά κυριαρχικά
τ> της δικαιώματα καί διοικεΐται υπό ίεράς συνόδου αρχιερέων». Τοι-
αύτη ή θέσις τής Εκκλησίας τής πρώην Ελλάδος. Ότι δεν είναι ή
αυτή με την θέσιν τής ’Εκκλησίας τής Επτάνησου είναι άναντίρρη-
τον καί αρκεί ή απλή συγκρισις τών δυο θέσεων, ΐνα καταλάβητε την
μεγάλην διαφοράν. ’Επιθυμώ καί εγώ νά παύση αυτή ή διαφορά"
ν’ άφήσωμεν τά πράγματα νά έξακολουθώσιν ουτω- δεν είναι ορθόν,
πάντοτε όμως προτιμύτερον παρά νά γίνη νέον σκάνδαλον. ’Εάν όμως :
θέλετε νά φέρετε θεραπείαν συμβουλεύοντες όχι διατάττοντες, διότι τό
άντικείμενον διαφεύγει την αρμοδιότητα ημών, αλλά συμβουλεύοντες
ως τέκνα τής μητρός εκκλησίας, ή οποία διετήρησε τον εθνισμόν, την
γλώσσαν καί τό φρόνημα, οφείλετε, λέγω, νά συμβουλεύσετε μέσην τινά
κατάστασιν, ή οποία φέρει τά πράγματα είς την αρμονίαν τηρείται ή
Ευρωπαϊκή Συνθήκη, τηρείται ή επιθυμία τής μεγάλης ’Εκκλησίας
.

καί όλων τών ορθοδόξων εκατόν εκατομμυρίων, διότι ημείς εΐμεθα
ασήμαντοι- θεωρήσατε ότι εΐμεθα ασήμαντοι εις τους κόλπους τής ’Ορ­
θοδόξου ’Εκκλησίας, θεραπεύει τό φρόνημα τό άκάθεκτον καί φλογώ­
δες τής Έπτανήσου- διότι εν Έπτανήσω ζώμεν εν τή θρησκεία. Έν
Π

αυτή ζώμεν καί κινούμεθα καί εσμέν- εκτός τής θρησκείας δεν υπάρ­
χει εθνισμός. Ό μόνος εθνισμός οστις υπάρχει εινε ή θρησκεία.
Α.

Κόκκινος.— Καί ή γλώσσα.


Ίακωβατος.— Μήτε ή γλώσσα- μόνον σιοιχείον τού εθνισμού
είναι ή θρησκεία, άφαιρουμένου τοϋ οποίου δεν υπάρχει πλέον δε­
σμός, δεν υπάρχει πλέον γένος, δεν υπάρχει πλέον ουδέν διά την
Ελλάδα- καί εάν, ό μή γένοιτο, χριστιανοί, ήθελεν άφαιρετθή ό χ'α-
ρακτήρ τής θρησκείας από τήν εθνότητα τών Ελλήνων,άλλο δεν βλέπω
είμή Φράγκους, είμή ’Αλβανούς, είμή Βλάχους, είμή ’Αθιγγάνους καί
Γύφτους, όχι ποτέ "Ελληνας. Τοιαΰτης ουσίας, τοιούτου αποτελέσματος
είναι ό χαρακτήρ, τον όποιον ή θρησκεία έχάραξεν εις τό μέτωπον τοϋ
Ελληνικού γένους! Έν τίνι λόγω έγένετο ή επανάστασις τό 21 ; Έν
τινι λόγφ έχύθησαν ποταμοί αιμάτων; Έν τίνι λόγω κατεστράφη ή Ελ­
λάς; Έν τίνι λόγφ επανεστάτησαν καί τά μέρη εκείνα, τά όποια ουδέν
κοινόν εθνολογικόν έχουν μετά τής Ελλάδος ; Καί οϊ Σέρβοι καί οί
62 Άμίλκα Σ. Άλιβιζάτου

Βλάχοι και οι Μολδαυοί, καί 'to Μαυροβούνιον, και ή Ρωσία, και ή


Αίγυπτος καί δπου προσκυνείται όρθοδόξως ό Σωιήρ ημών ό Χριστός;
’Όχι βεβαίως δια καταγωγήν, όχι δι' άλλον λόγον, άλλα μόνον διά
τήν διατήρησιν τής συνειδήσεως, άλλα μόνον καί μόνον διά την
■θρησκείαν, διά τήν ’Εκκλησίαν θέλετε εκ τών υστέρων νά Ιδήτε, δτι
δ μόνος χαρακιήρ, δ μόνος δεσμός, είναι δ θρησκευτικός; Οί Αλβα­
νοί τής ΊΙπείρου είναι ορθόδοξοι, είναι "Ελληνες· άμα είσεχώρη-
σεν δ οφις τοΰ Παπισμού εις τήν ’Αλβανίαν, καί τό ήμισυ αυ­
τής εγένετο Παπικόν, δεν είναι "Ελληνες· καί τοιαυτης οΰσης τής
θρησκείας τολμώμεν ημείς νά φέρωμεν τήν παραμικρόν μεταβολήν,
ώστε από μεταβολής εις μεταβολήν νά εύρεθώμεν μεμονωμένοι από
δλον τό κυρίως Ελληνικόν έθνος καί από δλους τούς ’Ορθοδόξους
Χριστιανούς καί είθε, είδε νά ήτο ελευθερωμένον δλον τό ελληνικόν
τήν καταγωγήν γένος, διότι τότε ήθελον είπεϊ εις τούς εθνικούς, δτι
τό έθνος ήλευθερώθη, τί έχομεν ημείς νά κάμωμεν με άλλην εθνό­
τητα άλλης γλώσσης, άλλης καταγωγής, άλλου μέλλοντος ; νά περι-
ορισθώμεν εις τήν κυρίως έκ καταγωγής εθνότητά μας. ’Αλλά δυ-
ναται “Ελλην καί πληρεξούσιος εν τή έθνοσυνελ.εύσει νά εϊπη ποιέ,
δτι τό 'Ελληνικόν έθνος άπηλευθερώθη; Δεν ε’ίμεθα τό τέταρτον,
.

ΐνα μή εϊπω τό δέκατον τοΰ Ελληνικού γένους, καί εάν λοιπόν
θέλετε από μεταβολής εις μεταβολήν νά άπομονώσητε τήν Ελλάδα,
παραιτεΐτε καί μέλλον, παραιτειτε καί έθνος, παραιτεΐτε καί γέ­
νος, καί άλλο δεν θά μείνωμεν εΐμί ολίγοι, Ινασχολούμενοι περί
Π

τήν κοιλίαν καί υπό τήν κοιλίαν. (Εύγε!)


’Εάν εξ εναντίας θελήσητε νά δώσητε άκρόασιν εις τό είδος
Α.

τής άφομοιώσεως, τό όποιον ταπεινώς προτείνω εις τήν Συνέλευσιν,


θέλετε είπεί, δτι επανέρχεται ή ειρήνη καί ή ελπίς.
Τί προτείνω εις τήν τροπολογίαν τών δύο άρθρων τού σχεδίου
τού Συντάγματος ;
Ουδέν μικρότατον μέρος· εκείνο τό όποιον τέλος πάντων πρέπει
ν’ άποδώση εις τό έθνος τήν ΰπαρξίν του, δ έστιν ή ένωσις τής
Έπτανήσου, τού δλου γένους, τήν δποίαν προτείνω- τήν σήμερον
ημείς θέλ.ομεν κέντρον- τό κέντρον πρέπει νά είναι νοητικόν, τοι-
οΰτον νοητικόν κέντρον δεν υπάρχει τήν σήμερον εδώ, άλλ’ υπάρ­
χει άλλιοΰ, καί πέριξ εκείνου πρέπει νά συγκεντρωθώμεν δλοι καί
όχι αυτό τό κέντρον μηδενίζοντες καί διασύροντες νά νομίζωμεν δτι
εϊμεθα δεν λέγω ’Ορθόδοξοι, άλλ’ ούτε καν "Ελληνες. ΓΙοΙός ποτέ εις
τον κόσμον είχεν αυτήν τήν δόξαν, ή όποια υπερβαίνει πάσαν έθνι-
Ό Γ. Τυπάλϊος Ίακωδίχος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 63

κήν δόξαν τού νά έ'χωμεν Οικουμενικόν Πατριάρχην εκ τοΰ γένους


ημών; Έάν θεωρήσωμεν κέντρον αυτό, έ'χομεν την πρωτοκαθεδρίαν
εις δλην την ’Ανατολήν έάν έ'χωμεν τό κέντρον ημείς, βεβαίως καί
•αυτός, δστις είναι τό κέντρον, θέλει ευλογήσει, καί ή ευλογία του
θέλει επιφέρει την ευτυχίαν καί την ευημερίαν. Κατά τό παρελθόν
..έφαίνετο, δτι επέπεσεν όλη ή μανία τοΰ κόσμου εις τους λογιωτά-
τους, εις τούς αμαθέστατους, εις τούς οπαδούς τής ξένης προπαγάνδας
επί τής κεφαλής ημών ενώ έπρεπε νά υποστηρίζεται ή μεγάλη εκ­
κλησία, εξηυτελίσθη- ενώ έπρεπε δι’ όλ,ων τών μέσων νά προάγεται^
διερρήχθη πάς ημών δεσμός μετ’ αυτής, ενώ έπρεπε νά προσφέρωμεν,
ώς επί τών Άποστόλ,ων, τό δηνάριόν μας εις την μεγάλην ’Εκκλη­
σίαν, έστω καί ευρισκομένην υπό δουλ.είαν πολιτείας, ποτέ δμως εκ­
κλησίας, ενώ λέγω, έπρεπε νά προσφέρωμεν τό δηνάριόν μας εις αυ­
τήν, κατηργήσαμεν καί την ιδιοκτησίαν τής μεγάλο]? ’Εκκλησίας εν
τώ έδάφει τής Ελλάδος. Δημεύετε, δημεύετε τά μοναστήρια τής
Ελλάδος, έρχεται ή θεία δίκη, καί θέλουσι δημευθή καί από άλλα
έθνη, καί οί πρώτοι, οί όποιοι θά φωνάζετε, εισθε ύμεΐ::, αλλά θά
εισθε αναπολόγητοι, διότι σείς είσθε τό
. σκάνδαλον, σείς εδώσατε
αφορμήν, διότι πρώτον, σείς έξεβιάσατε καί άπεσκυβαλίσατε τούς Πα­

τριάρχης καί την μεγάλην ’Εκκλησίαν, ών εδημεύσατε τά κτήματα,
.σείς έζητήσατε τό αύτοκέφαλον, τό άνόητον, τό άντιχριστιανικόν αύ-
τοκέφαλον τής εκκλησίας (θόρυβος).
Π

Πρόεδρος.— Μη διακόπτετε, Κύριοι! ησυχία.


Μπονμπουλης.— Κύριε Πρόεδρε, τάς πεποιθήσεις ούδείς δύνα-
ται νά διαταράξη, προ πάντων δταν είναι θρησκευτικοί.
Α.

’ ΐακωβάτος.— Τό αυτοκέφαλων θέλετε; νά τό έχετε (γέλως).


’Αλλά μή άπαιτήσητε δταν σείς κηρύττεσθε αυτοκέφαλοι, καί άλλο
έθνος τό οποίον έχει όλιγωτέρους δεσμούς μέ την μεγάλην Εκκλησίαν,
νά κηρύττεται αύτοκέφαλον καί αυτό. Καί διά τούτο εγώ ειπον εις τά
52 νά κηρυχθή αυτοκέφαλος καί τ’]Έπτάνησος, νά κηρυχθή αυτοκέφαλος
καί ή Βλαχία, αυτοκέφαλων τό Μαυροβούνιου, αυτοκέφαλος καί ή Σερ­
βία, αυτοκέφαλοι δλαι αί έπαρχίαι αϊ υπαγόμενοι εις τον Οικουμενι­
κόν θρόνον θέλετε; δεν θέλετε, διότι άμα ήκούσατε, δτι οι Βούλγαροι
απαιτούν την εκκλησίαν αυτών ανεξάρτητον, ωρύεσθε ώς λέοντες,
ενώ έπρεπε νά χειροκροτήσητε τούς Βουλγάρους. Μόνον ημείς δεν
ωφείλομεν νά χειροκροτήσωμεν αυτούς, διότι δεν εγκρίνομεν τό αύ­
τοκέφαλον τής Ελληνικής Εκκλησίας· ημείς εΐμεθα συνεπείς- σείς
.ασυνεπείς· σείς εδημεύσατε τά μοναστήρια τών ξένων δικαίως οί
64 Άμίλκα Σ. ’Αλιβιζάτοί)

Βλάχοι Ιδήμευσαν τά μοναστήρια τής μεγάλης Εκκλησίας (θόρυβος)·.


—’Έρχομαι είς τό συμπέρασμα, εις το συμπέρασμα εκείνο, τσ
όποιον φέρει τήν άριιονίαν, την ειρήνην, την αγάπην καί την ευ­
λογίαν μεταξύ των ’Ορθοδόξων Ελλήνων. Μέ δλην τήν πραότητα,
με όλην τήν αγάπην, ή ’Εκκλησία τής Έπτανήσου Ιπί 18 αιώνας
ήτο πραγματικούς ηνωμένη μέ τήν μεγάλην Εκκλησίαν, καί πραγμα-
τικώς επί 18 αιώνας ουδέποτε παρεπονήθη, οΰιε αυτή ούτε ή εκ­
κλησία, ούτε οί διέποντες τάς τύχας τής Έπτανήσου ξένοι, διότι ό
δεσμός ήτο πνευματικός, ήτο χριστιανικός καί άποστολικός, τό μνημό-
συνον, τό μύρον καί αί εκδόσεις- ιδού ή κατά τινας φοβερά πρότα-
σις τής Εκκλησίας πρός τήν πατρίδα. ’Εάν εύδοκήσητε, πράγμα τό
όποιον απαιτώ καί από τήν θρησκείαν καί από τήν συνείδησίν σας,
προ πάντων νά μή χωρίσητε από τούς σκοπούς τοΰ μέλλοντος, τά
όποιον νά λάβητε ύπ’ δ'ψιν μέ βαθύνοιαν, ελπίζω ότι θέλετε επικυ­
ρώσει τήν άφομοίωσιν τής Ελλάδος μετά' τής μεγάλης Εκκλησίας.
Αί προταθεΐσαι τροπολογίαι είναι άπλούσταται, είναι σύμφωνοι μέ
τούς κανόνας, είναι σύμφωνοι μέ τήν τιμήν τοΰ έθνους, είναι σύμ­
φωνοι μέ τό λαμπρόν μέλλον καί μέ τάς ελπίδας του-. εάν πεισθήτε
ότι ταϋτα πάντα συνενοΰνται είς αυτήν τήν τροπολογίαν, παρακα?αύ

νά τήν παραδεχθήτε.
Μή θέλετε νά φέραηιεν φιλολογικήν συζήτησιν, διότι τήν άπάν-
τησιν είς τά τότε γραφέντα τήν έχω έτοίμην καί θέλετε ίδεϊ τάς
Π

βλασφημίας, τάς ανοησίας καί τάς μωρολογίας τάς τότε γραφείσας.


Άλλ’ εδώ δέν εΐμεθα ούτε ιερείς, ούτε φιλόλογοι- ημείς εΐμεθα πλη­
ρεξούσιοι έθνους, ημείς άναχωροΰμεν από τήν αρχήν τών καθεστώ­
Α.

των- ποια τά καθεστώτα τοΰ 1821, έστω καί τοΰ 1833, ήσαν αυτή
ή κατάστασις τής Ικκλησίας- αυτήν οφείλετε νά Ιξακολουθήσητε, χω­
ρίς νά λάβετε ύπ’ ό'ψιν τά διά μέσου, διότι είναι άκυρα ως έργα
τής βίας, τής απάτης καί τής πειθανάγκης.
«Ή ’Ορθόδοξος εκκλησία τής Ελλάδος αναγνωρίζει τον άρχι-
»■ επίσκοπον αύιή;»- είς τί συνίσταται ή άναγνώρισις αϋτη; «.τον Οί-
» κουμενικόν ΙΙατριάρχην μνημονευόμενον ύπό τοΰ μητροπολίτου
> ’Αθηνών, καί χορηγοΰντα τό μύρον καί τάς πρός χειροτονίαν τών
» εν Έλλάδι αρχιερέων εκδόσεις».
Τά δύο υπάρχουν, τό μνημόσυνον, τό έχει ό Πατριάρχης, καίτοι
κακώς· τό μύρον τό χορηγεί, καίτοι κακώς- αί πρός χειροτονίαν εκδό­
σεις θέλουν έκδίδεσθαι ώς έξεδίδοντο πρός τήν Επτάνησον. Ποτέ
Πατριάρχης δέν έφερεν άντίρρησιν, ποτέ; δέν έγινεν ραδιουργία, ποτέ
Ό Γ. Τυπάλδος Ίακωβάτος καί ή εκκλησιαστική άφομοίωσις 65

δεν ήσθάνθημεν τήν πίεσιν οίασδήποτε ξένης πολίτικης· και αν ποτέ


έπράττετό τι κακόν, οί χριστιανοί τό ύπέφερον χάριν τής ένότητος,
χάριν τής αγάπης· αλλά τό υπόλοιπον είναι προς δόξαν τής εκκλησίας
τής Ελλάδος καί τής Επτάνησου σύμφωνα μέ τούς κανόνας καί σύμ­
φωνα μέ πάσαν φρόνιμον καί σοφήν πολιτείαν.
«Οί επίσκοποι τής ’Εκκλησίας τής 'Ελλάδος ένεργοΰσι τά άρχιε-
» ρατικά αυτών καθήκοντα κατά τούς κανόνας τής Εκκλησίας άνε-
» ξαρτήιως ό εις τοϋ άλλου» — Γνωρίζω, κύριοι, δτι αυτή είναι ή
συνείδησις δλων τών επισκόπων τοΰ βασιλείου· ώμίλησα μέ εμπεί­
ρους τού τόπου τούτου, καί δλοι μοί εΐπον, δτι ή ιερά σύνοδος δέν
ενεργεί κανονικώς, οί επίσκοποι δέν ύπακούουσι, διότι οδηγούνται από
επισκοπικόν πνεύμα, τό άποστολικόν, δτι έκαστος επίσκοπος είναι από­
λυτος εις τά επισκοπικά του καθήκοντα.
«Ή σύναψις τού γάμου τών ορθοδόξων Ελλήνων πολιτών»,—
ώστε εξαιρούνται οί πολΐται Έλληνες οί μή ορθόδοξοι, — «καί τό
διαζύγιον υπάγονται εις τήν αποκλειστικήν τών επισκόπων τής εκκλη­
σίας τής Ελλάδος δικαιοδοσίαν». ‘Ως εγίνετο 10 αιώνας, διότι από
τού πρώτου καί δευτέρου αίώνος ό γάμος έτελεΐτο cum benedictione
ecclesiae, μέ τήν ευλογίαν τής Εκκλησίας. Αυτά είναι τά καθεστώτα,
.

κατ’ αυτά ενήργει τά καθήκοντα ή ορθόδοξος Ικκλησία- καί αν τούτο-
γείνη καί εις τήν πρώην Ελλάδα, θά λάβετε τήν ευλογίαν εκατόν εκα­
τομμυρίων ορθοδόξων. [Μετά τήν ανωτέρω άγόρευσιν έλαβον τον λό­
Π

γον ό Χαρίλ. Τρικούπης, ό Κόκκινος, ό Σχινάς καί ό Ζαΐμης καί


έτερος, οϊτινες άντέκρουσαν τάς προτάσεις τού Ίακωβάτου, κατόπιν
ώμίλησεν ό Ν. Λούζης υπέρ τών προτάσεων τού Ίακωβάτου, καί ό
Α.

Καλλιγάς κατά. Μετά ταύτα λαβών τον λόγον ό Γεώργιος Ίακωβάτος


ελεξε τάδε],
’Αδελφοί πληρεξούσιοι, θεωρήσαντες τά άρθρα τοΰ συζητουμέ-
νου Συντάγματος, καθήκον έχομεν ως εκ τής αποστολής ημών, νά
ΰποβάλωμεν είς τήν Συνέλευσιν πράγματα, τά όποια νά τήν διευ­
θύνουν καί είς τήν συζήτησιν αυτήν καί νά προλάβωσι συγκρούσεις
μεταξύ τών διαφόρων επαρχιών τοΰ βασιλείου, προς είρηνοποίησιν
καί τών συνειδήσεων. Ή Συνέλευσις δέν εΐχεν απόλυτον εξουσίαν
νά θέσπιση οίαδήποτε άρθρα τοΰ Συντάγματος αυτής, απέναντι μιας
ευρωπαϊκής συνθήκης, ή οποία κηρύττει μέρος ολοκληρωτικόν έαυτής
τό πρώτον καί πέμπτον κεφάλαιον τού Ίονικοΰ Συντάγματος. Άνα-
γνώσατε τό πρώτον άρθρον τής συνθήκης, ή οποία Ινώνει τήν
‘Επτάνησον μέ τήν Ελλάδα υπό τον απαραίτητον δρον τής διατη-
" ΈηηΧ. Φάρος ,, to/*. ΙΑ' τβνχ. lj/? (Ίανουάοιος-ΑΙάρχιος) 191Λ 5
66 Άμίλκα Σ. Άλ’.β'.ζάχου

ρήσεως των δυο κεφαλαίων τοϋ Ίονικοΰ Συντάγματος Α'. και Ε'.
Σάς άναγινώσκω τό 4°ν άρθρον τής περί ένώσεως συνθήκης, διά
τοϋ οποίου οχι μόνον απολύτως κα.ί· άορίστως διατηρείται ή ελευθε­
ρία τής συνειδήσεως καί τής λατρείας Ιν Έπτανήσω, άλλα δι’ ου
πρέπει να διατηρηθή καί ή καθεστώσα κατάστασις τής Εκκλησίας
αυτής υπό την Πατρικήν εξουσίαν τοϋ Οικουμενικού Πατριάρχου.
Σάς εξέθεσα την κατάστασιν τών δύο εκκλησιών καί απέδειξα οτι
πολύ ύπερτέρα είναι ή κατάστασις τής ’Εκκλησίας τής Επτάνησου
τής καταστάσεως τής ’Εκκλησίας τής πρυιην Ελλάδος.
X. Τριχούπης.— Ζητώ τον λόγον.
Ίακωβΰτος.—· Ή μία Ικκλησία ευρίσκεται υπό την έποπτείαν
τής Μεγάλης ’Εκκλησίας, ή άλλη δε υπό την έποπτείαν μιάς λεγομέ-
νης αύτοκεφάλου Συνόδου.
Θαυμάζω, δτι δυσαρεστοΰνταί τινες άκούοντες «τής λεγομένης αύ­
τοκεφάλου Συνόδου»' νομίζουσιν οί τοιοΰτοι, δτι προσβάλλω τα καθε­
στώτα. Άλλ’ είναι σφάλμα ψηλαφητόν- δεν ύπάρχουσι καθεστώτα νό­
μιμα ενώπιον τής Συνελεύσεως-την σήμερον άναπλάσσεται τό Κράτος
καί οφείλει έκαστος καί μάλιστα πληρεξούσιος καί την γνώμην του νά
εΐπη καί τό παρόν νά καταδικάση, ή νά έπαινέση καί νά προτείνη
.

πράγματα άντικρυς εναντία εις τά υπάρχοντα, καθό καθεστώτα ως
πράγματα καί οϋχί ώς δίκαια: «Έκ τοϋ καρποϋ τό δένδρον γνωσ-
θήσεται», αυτή ή λυδία λίθος, ή οποία άποδεικνύει την άλήθειαν
καί την δικαιοσύνην τών διεπόντων τάς δύο ’Εκκλησίας νόμων καί
Π

εάν τά εις την Εκκλησίαν τής μιάς επαρχίας είναι πράγματα ορθό­
τερα καί μάλλον σύμφωνα καί μέ την καθολικήν εκκλησίαν καί μέ
Α.

τήν συνείδησιν τών χριστιανών καί τήν άρχήν, οφείλετε νά προ-


τιμήσητε τό καλλίτερον. Καί αυτή δεν είναι γνώμη έμή, είναι γνώμη
καί τοϋ άπεσταλμένου τής Κυβερνήσεως εις Επτάνησον, τοϋ προ-
αγορεύσαντος κυρίου Ζαΐμη, δστις ρητώς σάς εξέθεσε τό θέμα. ’Εξε­
τάσατε τήν κατάστασιν τών δύο ’Εκκλησιών, καί αν εΰρητε, δτι καί
τά αποτελέσματα καί οί νόμοι οί φέροντες τά άποτελέσματα ταϋτα
είναι καλλίτερα εις τήν μίαν επαρχίαν παρά εις τήν άλλην, σας
συμβουλεύω νά έκλέξητε τό καλλίτερον άνευ μικροφιλοτιμιών- καί
εάν εδώ εΰρητε τήν κατάστασιν κσλλιτέραν, εφαρμόσατε τούς νόμους,
οΐτινες έφερον ταύτην, αν δέ εΰρητε τό καλλίτερον εν Έπτανήσω,
τήν κατάστασιν εκείνην σάς συμβουλεύω νά παραδεχθήτε. Ημείς
εθίξαμεν ακροθιγώς, δτι συζητουμένου τοϋ αύτοκεφάλου τής ’Εκ­
κλησίας ή Ιδέα ημών ή προταθεΐσα ήτο νά Σάς καταδείξωμεν, δτι
'Ο Γ. Τυπάλϊος Ίακωβατος καί ή εκκλησιαστική άφομοΐιοσις 67

παρουσιάζετο αντίκρυ τοΰ συντάγματος οΰχΐ σκόπελος, άλλα ήπειρος,


αντίκρυ τής οποίας ενδεχόμενον ήτο να ναυαγήση καί τό νέον
σύνταγμα καί ίσως νά περιπλεχδώσιν αι διπλωματικαί σχέσεις τοΰ
Βασιλ.είυυ ημών. "Οδεν οφείλει ή Συνέλευσις νά όμολωγή χάριτας,
διότι έφωτίσαμεν αυτήν, καί αν έλέγομεν εις την Συνέλευσιν νά
σπευδη, συγχρόνως έλέγομεν «σπεύδε βραδέως». ’Εναντίον, ώς φαί­
νεται, αίηής τής Ιδέας ημών άνέστη ν’ αγόρευση ό έντιμος κ. Χα­
ρίλαος Τρικουπης. Μετ’ εΰχαριστήσεως εϊδομεν αυτόν κρισίμως συζη-
τούντα την ύπόδεσιν. Εϊδομεν εκ τοΰ τρόπου, εϊδομεν εκ τοΰ συλ­
λογισμού, εϊδομεν έκ πάντων, καί έμείναμεν ευχαριστημένοι’ διότι, αν
τά επιχειρήματα αυτού έτεινον εναντίον ημών, πλήν τό συμπέρασμα
μάς εδικαίωσε πληρέστατα. Άνέστη εναντίον τής γνώμης ημών 6
πληρεξούσιος κ. Κόκκινος, διά νά διορδώση έν ιστορικόν αδίκημα, τό
όποιον κατά την Ιδέαν του έπράξαμεν. Συνεπέρανεν δμως συμφώνως
μετά τού κ. Τρικουπη υπέρ τής γνώμης ημών’ καί ποία ή γνώμη
ημών ; “Οτι Ινόσω ή Επτάνησος δεν απολύεται άπό τής εξουσίας
τού Οικουμενικού Πατριάρχου, δ,τι καί αν νομοδετήτε, δεν δόναται
νά έχη χώραν αυτό είναι τό συμπέρασμα, αυτό ρητώς είναι
. ή αρχή,
την οποίαν πρεσβεύομεν. Εκείνος, δστις έφερε την ευγλωττίαν αδτοΰ

εναντίον τού πληρεξουσίου κ. Κοκκίνου, ό κ. Σχινάς, ευγλωττίαν ως
έλαιον άψοφητί ρέον κατά Πλάτωνα, εκείνος τού οποίου τά επιχει­
ρήματα ήσαν υπέρ ημών, συνεπέρανε καθ’ ημών δεν ομιλώ δέ περί
Π

τοΰ κ. Πανταλώοντος, διότι δεν συνεπέρανεν οΰδένα (γέλιως). Ό έντι­


μος κ. Λουζης ώμίλησε με εΰγλ.ωττίαν καί ύψος Άποστολικόν άμα
καί εθνικόν. Καί τοΰτο αρκεί εις αυτόν. 'Ο κ. Ζαΐμης πληρέστατα
Α.

μάς ύπηρήσπισε, διότι συνεπέρανε καί δημοσίως εξεφράσθη ενώπιον


τής συνελεόσεως, δτι διαπραγματεύεται ή Κυβέρνησις τοΰ Σεβαστού
βασιλέως ημών μετά τής Μεγάλης Εκκλησίας περί χειραψετήοεως τής
Ίονίου εκκλησίας *.

*) “Επβται τό τέλος.
ΠΑΤΜΙΛΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ

AFNCOCTOI KCOAIKGC
υπό
ΔΗΜΗΤΡΙΟΤ ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΥ

(64) Ψ^Θ'

Χαρτ. 0,197^0,145. Αίώνος ΙΕ' (φ. ιβ'—ρμ')

XI ICO I I γΜΟγ Ο Μ ΙΑ I XI

1. (φ. ιβ"2) «Τϋ α5χ·ξ| ήμερα κυριακ^ τ' τοΰ Ματθαίου


Εΰλόγησον Πάτερ».
Άρχ. «Εκείνον τον καιρόν όπου ήτο ό Χριστός είς τψ
γην καί έπεριπάτει. . . ».
Τέλ. «ό Θεός της ειρήνης εσται μετά πάντων ημών».
2. (φ. ιε'1) Κυριακή Ζ' τοΰ Ματθαίου.
.

Άρχ. «Πορευόμένος ό Χριστός καί εύγένοντας από το
απήτιον όπου άνέστησε μίαν θυγατέραν ενός άρχοντος.
3. (φ. ιζ'1) Κυριακή Η' τοΰ Ματθαίου.
Π

Άρχ. «Εις τον καιρόν όπου έπεριπάτειν ό Χριστός ετιι


τής γης, άγαπώντας την ησυχίαν επήγενεν έίς την έρημον...»■
Α.

Μ*. (φ· κ'2) Κυριακή Θ' τοΰ Ματθαίου.


Άρχ. «Την άπερασμένην κυριακήν όπου έγροικήσεη
αδελφοί μου ότι πώς ό Κύριος έχόρτασε ...
Ώατμιακής βιβλιοθήκη; συμπλήρωμα 69

5. (φ. κγ' ') Κυριακή Γ.


Άρχ. «Διδάσκει μας σήμερον δ Μακάριος Ματθαίος δ
_Ευαγγελιστής δτι τον καιρόν δποϋ έπεριπάτειν δ Χριστός εις
την γην, έδιάβην ένας άνϋρωπος . . . ».
6. (φ. κ<τ' *) Κυριακή ΙΑ'.
Άρχ. «Διδάσκων δ Κύριος παραβολικώς έί.εγεν δτι ή
βασιλεία των ουρανών ... ».
7. (φ. κη' -) Κυριακή ΙΒ'.
Άρχ. «Τώ καιρω έκείνω λέγει δ Ευαγγελιστής Ματϋάϊος
πηγαίνει ένας νέος ώς είκοσι χρόνων καί γονατίζει . . . >.
8. (φ. λ' '2) Κυριακή ΙΓ\
Άρχ. <ΔΟ Κύριος διδάσκοντας τον λαόν παραβολικώς
ελεγεν δτι πώς ητυν ένας άνϋ'ρωπος άρχοντας δ δποΐος έφύ-
τευσεν ένα άμπέλιν. . . ».
9. (φ. λο'2) Κυριακή ΤΔ'.
Άρχ. «'Ο Κύριος πάλιν διδάσκει μας σήμερον παρα­
βολικώς λέγων δτι πώς ή
.
βασιλεία τών ουρανών δμοιάζει

ώσάν ένα βασιλέα . . . ».
10. (φ. μ'1) Κυριακή ΙΕ'.
Π

Άρχ. «Οί γεωργοί δποϋ φυλάττουσι τών άνϋρώπων τά


χωράφια δταν είναι δ καιρός δποϋ κόπτουσι τά εύμορφα καί
Α.

μυριστικά άνϋη ... ».


11. (φ. μα' *) Κυριακή μετά τήν 'Ύψωσίν.
Άρχ. «.Τον καιρόν εκείνον δποϋ έπεριπάτειν δ Χριστός
£πί τής γης λέγει δ μακάριος Μ. δ Εύαγ. σήμερον πηγαίνει
ένας γραμματισμένος ...».
12. (φ. μδ' ’) Κυριακή F7'.
Άρχ. «Διδάσκει μας σήμερον δ Κύριος παραβολικώς
λέγοντας δτι δ Θεάνϋρωπος Χριστός...».
13. (φ. μς·'2) Κυριακή ΙΖ'.
Άρχ. «Τον καιρόν εκείνον δποϋ έπεριπάτει δ Χριστός
είς τήν γην έδιάβηκεν εις κάποιες χώρες δποϋ όνομάζουνταν
Τύρος καί Σιδών ... ».
70 Δημητρίου Καλλίμαχου

/4. ( φ. μη'2) Κυριακή προ τής Ύψώσεως.


Άρχ. «'Ο Κύριος διδάσκοντας τους 'Εβραίους ελεγεν άτι
τινάς δεν άνέβηκεν εις τον ουρανόν μόνον εγώ όποϋ έκα-
τέβηκα...»
14. (φ. νε'2) Κυριακή Α' τοΰ Λουκά.
Άρχ. «Τώ καιρω έκείνω έστώς δ ’Ιησούς παρά την λί­
μνην Γενησαρετ είδε δύο πλοία έστώτα παρά την λίμνην...»,
15. (φ. ξ'2) Κυριακή Β' τοΰ Λουκά.
Άρχ. «Πάλιν εις όλ.αις ταΐς άρεταΐς είναι ύφηλοτέρα ή
άγάπη καί όποϋ έχει την αγάπην κάμνει.. .».
16. (φ. ξζ'1) Κυριακή Γ'.
Άρχ. «Τής άναστάσεως το μέγα μυστήριον αδελφοί όχι
μόνον διά τά λόγια όποϋ μάς διδάσκει 6 Κύριος το πιστεν-
ομεν άλλ.ά καί είναι. .. ».
Π. (φ. σ'2) Κυριακή Δ'.
Άρχ. «'Εκείνοι οπού βουληϋοϋσι νά ύπάσιν εις μακρι­
νόν τόπον διά πραγματείαν τους ... ».
.

18. (φ. οκ'1) Κυριακή Ε'.
Άρχ. «λΑγαΰά καί ωφέλιμα μεν είναι τά ϋεϊα λόγια εις
Π

εκείνους όποϋ τά προσέχουν αλλά πλέον... ».


19. (φ. πζ'2) Κυριακή Τ.
Α.

Άρχ. «"Ωσπερ καϋώς τρέφουσι τά σώματα οι διάφοροι


καρποί όπου κάμνει ή γή κά·&ε χρόνον. . . ».
20. (φ. ήδ'1) Κυριακή Ζ'.
Άρχ. «Πολλαΐς φοραϊς καί μεγάλη άνάγκη καί δυνατή
·&λνψις οίκονομεΐ καί παρακινεί τούς άν&ρώπους... ».
21. (φ. ρ'1) Κυριακή Η'.
Άρχ. «Μέγα έμπόδιον προς αρετήν είναι ή ύπερηφα-
via καί ή έπαρσις καί εύκολα εξαπατά καί γελά τον άν&ρω-
πον . .. ».
22. (φ. ργ' *) Κυριακή Θ'.
Άρχ. «Μέγα κακόν είναι είς τούς άν&ρώπους ή πλεο­
νεξία καί δεν είναι χειρότερον έξω άπό αυτήν... ».
Πατμιακής βιβλιοθήκης συμπλήρωμα 71

23. (φ. ρθ'-) Κυριακή Γ.


Άρχ. «Ο Κύριος και Θεύς ημών εύγάλλ.οντας τόν ’Ιου­
δαϊκόν λαόν έπαίδευέν τους με πολ.λούς τρόπους...».
24. (φ. ριδ'ή Κυριακή ΙΑ'.
Άρχ. «Προσϋέτει μας σήμερον ό μακάριος και ευαγγε­
λιστής Λουκάς την διδασκαλίαν τής παραβολής,..».
25. (φ. ριΘ'1) Κυριακή ΙΒ'.
Άρχ. «ΙΙολΙούς και διαφόρους τρόπους μας ε'δωκεν ό
Θεός νά κάμνωμεν_ διά την σωτηρίαν μας . . . ».
26. (φ. ρκβ'1) Κυριακή ΙΓ'.
Άρχ. «Ωσπερ από τα πολλά και διάφορα φαγητά γί­
νεται τό φλέγμα, και από το φλέγμα γεννάται ό πυρετός... ».
27. (φ. ρκς·'2) Κυριακή ΙΔ'.
Άρχ. «Τώ καιρώ εκείνοι, έγένετο έν τω έγγίζειν τόν Ί-
ησοΰν εις την cΙεριγ^ώ και ιδού τυφλ.ύς τις έκάϋητο παρά την
οδόν προσαιτων ... » .
28. (φ. ρλ'1) Κυριακή ΙΕ'.
.

Άρχ. «Πάσα άδικία και αρπαγή και πλεονεξία και των
κακών κάκιστη ...■».
Π

29. (φ. ρλξ'-) Κυριακή των αγίων προπατόρων. Λόγος


ε?ς τον προπάτορα καί πατριάρχην καί δίκαιον 'Αβραάμ.
Α.

Άρχ. «Οταν ένας άνϋρωπος ξένος και διαβάτης περί­


πατεϊ εις μίαν στράταν άγνώριστην ... ».
Τέλ. (έλλιπ.) «... και ό ’Αβραάμ γυρίζει όπίσω του νά
ίδή τις είναι όπου έπίασε τό χέριν του».
Τό φ. 1β περιέχει τεμάχιον λόγου τής Ε' Κυριακής τοΰ Λουκά.
Των άνωτέρω λόγων ό τής Α' Κυριακής τοΰ Λουκά (φ. νε’-)
καί τής ΙΔ' τοΰ αύτοΰ (φ. ρκς-'-) είναι γεγραμμένος είς γλώσσαν κα­
θαρεύουσαν.
Άδηλον τίς ό συγγραφεύς τών άνωτέρω λόγων.
Παρατηροΰμεν 8τι αίσθημα βαθύ διακρίνει τδν συγγραφέα και
θερμοτης πίστεως καί φαντασία. Καί από γλωσσικής δέ άπόψεως είναι
άξιος πολλής προσοχής ό κώδιξ, άποτελών καλήν συμβολήν είς τήν
μελέτην τής δημώδους γλώσσης τοΰ ΙΕ' αίώνος.
72 Δημητρίου Καλλίμαχου

Οί τίτλοι καί τά κεφαλαία γράμματα μικρά, δι’ έρυθροΰ.


Έν φ. Ια διά νεωτάτης χειρδς σημειοΰνται: «25 αίώνος. παρά-
φρααις τον Ευαγγελίου». Τό δεύτερον μέρος τοΰ σημειώματος προδί­
δει πλάνην τοΰ γράψαντος καθόσον δεν πρόκειται περί παραφράσεω;
τοΰ Ευαγγελίου.
Ό κώδιξ, ούτινος ή στάχωσις έξερρύη, φέρει παλαιάν σελίδωσιν
διά γραμμάτων, ήν έτηρήσαμεν.
Τά πρώτα 11 φ. έξερρύησαν. Χάρτης στερεός.

(65) Ω'

Χαρτ. 0,15Χ.0,10. Αίώνος ΙΗ' (φ. 61)

Λ I λ φ Ο |’ λ.

1. (φ. 1α) ’Ακολουθία τοΰ 'Αγίου Ίωάννον τοΰ Θεο­


λόγου (άκέφ.).
2. (φ. 24α) «Νέα πρόσθεσις εις τήν βίβλον, οι κοσμοχαρ-
μόσυνοι κδ' οίκοι προς
.
τήν νοϊτήν σκάλαν τον τίμιον καί

ζωοποιόν σταυρόν τοΰ Σωτήρος Χριστοΰ».
3. (φ. 37α) «Βίος καί πολιτεία τοΰ οσίου πατρός ημών
Π

Μακαρίου τοΰ Ρομέου».


Άρχ. «Παρακαλοϋμεν ημείς οί πατέρες οι ταπεινοί και
Α.

ελάχιστοι μοναχοί Θεόφιλος καί Σέργιος...».


4. (φ. 38α) «Άποκάλυψις τής ύπεραγίας Θεοτόκου περί
των κολάσεων δπου κολάζονται οί αμαρτωλοί».
’Αρχ. «Κατ' έκέϊνον τον καιρόν ότε ή νπεραγία Θεοτό­
κος άνέβαινεν εις τό όρος των έλαιών . . . ».
Έπίτιτλα έν φ. 24α, 37α.
Τά φ. 236, 55—57 λευκά.
Έπί τοΰ παράφυλλου, τοΰ προσκεκολλημένου τή σταχώσει άρι-
στερά, σημειοΰται: «'Ιεζεκιήλ Μοναχός» καί κατωτέρω διά παλαιο-
τέρας χειρός : «Μανουήλ».
Έπί τοΰ παράφυλλου τής σταχώσεως, δεξιά, παρατηροΰμεν δοκί­
μια γραφϊδος άσήμαντα.
Στάχωσις έκ βύρσης κίτρινης, άποτελούσης πιθανώτατα πινάκιο*
Πατμιακής βιβλιοθήκης συμπλήρωμα 73

παλαιοτέρου κωδικός μετ’ έπιτύπων τετραγώνων σχημάτων και απλών


κοσμημάτων.
Χάρτης λεπτός.

(66) ΩΑ’

Χαρτ. 0,164y0,105. Αίώνος ΙΗ' (φ. 72).

AlX ψΟC λ

1. (φ. 9“) Άδηλον διήγησις.


Άρχ. «Άναγινώσκεται γάρ εις τάς έκκλησιαστικάς ιστο­
ρίας δτι ένας ταλαίπωρος αμαρτωλός κακά συγχωρημένος...».
2. (φ. 13“) «Ευχή συγχωρητική ε£ς έξομολογούμενον».
3. (φ. 14“) «Τύπος προικοσυμφώνου γράμματος».
4. (φ. 28α) Όδηγίαι διά τον πνευματικόν και συναγωγή
κανόνων.
Τούτων προτάσσεται έν φ. 19α *πίναξ ακριβής τον παρόντος
βιβλίου» περιλαμβάνων κεφ. σιγ
.
Έν φ. Ια συμβουλή «βταν ελθη τινάς χριστιανό' διά νά τόν έξο-

μολογήσης».
Τά φ. lg—8, 18g, 26—27 λευκά.
Ό χάρτης των φ. 1—8 νεώτερος, πρόσθετος.
Π

Στάχωσις άπλή χάρτινη.


Α.

(67) ΩΒ’

Μεμβράν. 0,243X0,178. Αίώνος Γ (φ. 15—167)

ANACTACIOC CINAITHC — MA3.IMOC —


KACIANOC

1. (φ. 15“) Άρχ. άκέφ. από τοϋ τέλους τής Ε' έρωτήσεως,
άπό τής περικοπής τοΰ Χρυσοστόμου ε£ς τόν Εξάψαλμον: «είς το
ζην ϊνα την όγδόην ημέραν την άλάτρευτον φ&άσης την μέλ-
λονσαν ... ».
Τέλ. «Οί δε τά φαΰλα πραξαντες εις άνάστασιν κρίσεως».
<Τ' Έρώτ. (φ. 16α) «Καλόν έστιν άρα τό έξομολογεΐσθαι
■,τά αμαρτήματα ημών πνευματικούς άνδράσιν ;»
74 Δημητρίου Καλλίμαχου Γ

Άρχ. «Καλόν καί πάνν ωφέλιμον, αλλά μη τής άπειρο)ς


και ιδιωτικώς περί τά τοιαντα ...»
Παράθεσις χωρίων* 1) εκ των ’Αριθμών, 2) Ήσαίου, 15) Ώσηέ,
4) ’Ιώβ, ο) Διονυσίου τοΰ ’Αρεοπαγίτου έκ τοΰ περί των ίερώς κεκοι-
μημένων 6) έκ των Άποστολικών διατάξεων, 7) τοΰ Θεολόγου έκ
τοΰ είς τά Φώτα, 8) τοΰ άγιου Βασιλείου έκ τών ασκητικών. Π) Μα­
ξίμου έκ τών άπορων, 10) τοΰ αυτοΰ έκ τών κεφαλαίων, 11) Χρυσο­
στόμου έκ τοΰ κατά Ίωάννην — έκ της προς Έφεσίους— έκ τών ’Ανα­
βαθμών, 12) έκ της Κλίμακος.
Ζ' Έρώτ. (φ. 246) «Καλόν άρα τό κοινωνεΐν συνεχώς
ή έκ διαλειμάτων ;»
Άρχ. «Τον Άποστόλ,ον λέγοντας δοκιμαζέτω όέ άν&ρω-
πος εαυτόν και όντως έκ τον άρτου έοϋιέτω ...»
Περικοπαί: 1) τοΰ Χρυσοστόμου έκ της προς Έφεσίους—έκ τή:
πρός Εβραίους, 2) τοΰ άγιου Βασιλείου έκ της προς Καισάριον Πα­
τρίκιον έπιστολής.
Η' Έρώτ. (φ. 2G6) «Έκ πόσων τρόπων ή πορνεία καί οί
.
ένυπνιασμοί έν τφ ανθρώπορ γίνονται»

Άρχ. «Καϋώς οί πατέρες φασιν έκ τεσσάρων’ έκ φυσι­
κής πνρωσεως.. .» Περικοπαί: 1) έκ τοΰ Ήσαίου, 2) Ηερεμίου,
3) τοΰ 'Αγίου Βασιλείου έκ τοΰ Α' Ψαλμοΰ, 4) Ισιδώρου έκ τών
Π

έπιστολών, 5) Θεοδώρητου έκ της θεραπευτικής, 6) Μαξίμου έκ τών


κεφαλαίων, 7) έκ τής Κλίμακος, 8) τοΰ άγιου ’Αθανασίου έκ τών έρω-
Α.

τήσεων, 9) τοΰ Χρυσοστόμου έκ τοΰ ς ψαλμοΰ, 10) Ίωσήπου έκ τών


Μακαββαϊκών, 11) Μαξίμου έκ τοΰ προς Πύρρον.
Θ' Έρώτ. (φ. 36tt) «Πόσοι τρόποι έγκαταλείψεως είσιν,
είτε είς θλίψεις, είτε είς άσθενείας η καί είς αμαρτίας καί πώς...»
Άρχ. «Πολλοί μεν καί διάφοροι είσιν έγκαταλ.είιρεως
τρόποι■ κατά δύο δέ... ».
Περικοπαί: 1) τής ’Εξόδου, τοΰ Δευτερονομίου, 2) Κριτών, 3) τοΰ
Σολομώντος, 4) τοΰ Σειράχ, δ) Ώσηέ, Μιχαίου, Ναουμ, Ήσαΐου, 6)
‘Ιερεμίου, 7) τοΰ Ευαγγελίου, 8) Ιακώβου Αποστόλου, 9) Πέτρου

*) Παραθέτομεν ενταύθα λεπτομερώς τά περιεχόμενα, καθόσον παρατηρούμε·/


διαφοράς περί τήν εκλογήν τών χωρίων τοΰ κωδικός παραβαλόντες αυτόν πρός τήν
έν 'Αθήναις εκδοοιν, ήν καί μόνην ήτο δυνατόν νά έχωμεν ύπ’ όψει έν Πάτμφ
(’Αναστάσιος Σιναΐτης υπό 'Ιερωνύμου Bovqov Μονάχον. ’Αθήναι 1889).
Πατμιακής βιβλιοθήκης συμπλήρωμα 75

'Αποστόλου, 10) Παύλου ’Αποστόλου. 11) τοΰ άγιου Βασιλείου έκ των


Ασκητικών, 12) Μαξίμου εκ τών κεφαλαίων, 13) τού Χρυσοστόμου έκ
τής πρός Κορινθίους Α'— ζ' ψαλμοΰ— έκ τών αναβαθμών — έκ τών
προς Σταγείριον, 14) ’Αθανασίου εκ τών έρωτήσεων, 15) Διαδόχου
έκ τών ασκητικών κεφαλαίων, 16) Ευσεβίου ΙΙαμφίλου έκ τών πρός
Μαρίνον.
Γ Έρώτ. (φ. 46s) «ΙΙόθεν όρώμεν τινας πιστούς σωμα­
τικά πταίσματα ποιοϋντας ύπδ δε τοΰ Θεοΰ ευεργετούμενους...».
Άρχ. «7α τον Θεοΰ κρίματα άκατάληπτά είσιν και άνερ-
μήνεντα· και διά τούτο. . . ».
Περικοπαί: 1) τού Χρυσοστόμου έκ τής πρός Κορινθ(ίους). 2) έκ
τοΰ κατά Ματθαίον—έκ τών Πράξεων.
ΙΑ' Έρώτ. (φ. 49α) «Τού Θεοΰ λέγοντος διά τοΰ Προφή­
του Άγγαίου· έμον έστιν τδ άργύριον και τδ χρυσίον άρα λοι-
πδν πας άνθρωπος πλουτήσας έκ Θεοΰ έπλούτησεν;»
Άρχ. «7ο μεν έμον τδ άργύριον και έμον τδ χρυσίον
εΐρηταί' τδ δε ώ έάν ΰέλω >.
.

ΙΙερικοπαί: 1) Σολομών —Σειράχ—Δαβίδ—Ήσαίου, 2) τοΰ Χύσσης
εκ τοΰ εις τό Πάτερ ήμών, 3) τοΰ άγιου Βασιλείου έκ τής προς
πλουτοΰντας—έκ τής 'Εξαημέρου, 4) τοΰ Θεολόγου έκ τοΰ εις τόν έξι-
σοτήν, δ) Νείλου Μοναχοΰ, έκ τοΰ πρός Άγάθιον, 6) τοΰ Χρυσοστό­
Π

μου, 7) έκ τής πρός Κορινθίους—κατά Ίωάννην—έκ τοΰ περί Άνα-


στάσεως—Παλλαδίου έκ τοΰ βίου τοΰ Χρυσοστόμου.
Α.

1Β' Έρώτ. (φ. 54α) «Τί έστιν δ Μαμωνάς τής άοικίας».


Άρχ. «Ον καΰ·’ α νομίζονσί τινες τδν άπδ αδικίας καί
πλεονεξίας σνναγόμενον πλ,οϋτον . . . ».
ΙΙερικοπαί: 1) τοΰ Σολομώντος, 2) Σιράχ, 3) Μαλαχίου, 4) 'Ιε­
ζεκιήλ, δ) έκ τών άποστολικών διατάξεων, 6) τοΰ Χρυσοστόμου έκ
τής πρός Ρωμαίους—πρός Έφεσίους—τοΰ κατά Ίωάννην—κατά Ματ­
θαίον, 7) ’Ισιδώρου έπιστολ. πρός Ευσέβιον έπίσκοπον.
ΙΓ' Έρώτ. (φ. 59β) «Πόσον μέτρον τών Ιδίων χρημάτων
δφείλει προσφέρειν τις τφ Θεφ»
Άρχ. «Των 'Ελλήνων και άνομων τούς ίδίονς ίίεονς καί
τάς ϋνγατέρας ϋνσάντων τοΐς ύλεοΐς αντών...»
ΙΖ άκέφ. Περικοπαί: 1) τοΰ Ώσηέ, 2) τοΰ άγιου Βασιλείου έκ
τών ούκ εστιν αίτιος τών κακών δ Θεός—έκ τών Ασκητικών, 3) τοΰ
71ί Δημητpiou Καλλίμαχου

Χρυσοστόμου έκ τοΰ κατά Ματθαίον—των αναβαθμών, 4) Θεολόγου


έκ τού περί χαλάζης, 5) Ισιδώρου έκ τών έπιστολών, θεοδώρητου έκ
τών ΙΙροφητών.
ΙΗ' Έρώτ. (φ. 63α) «’Άρα πάντες οί κρημνιζόμενοι ή
καταποντιζόμενοι ή καταχοννύμενοι κατά θείαν απειλήν καί
πρόσταξιν πάσχουσιν ή έξ ένεργείας του πονηρού».
Άρχ. «Οτι μεν κα0? α φησίν ή Γραφή άνεξερεύνητα
τά κρίματα τοϋ Θεοϋ... ».
ΙΙερικοπαί: 1) Χ'εμεσίου έπισκόπου Έμέσης έκ τοΰ περί ΙΙρονοίας,
2) τού άγ.'ου Βασιλείου εκ τοΰ ουκ αίτιος τών κακών ό Θεός, 3) τοΰ
Χρυσοστόμου έκ τοΰ είς σεισμόν—προς Σταγείριον — Τιμόθεον Β' —
κατά Ίωάννην, 4) τοΰ Θεολόγου έκ τοΰ περί φιλοπτώχων, 5) τοΰ
άγιου Βασιλείου έκ τών ασκητικών, 6) Μαξίμου έκ τών κεφαλαίων
ΙΘ' Έρώτ. (φ. 70*) «Τί έστιν ή τύχη καί έξεστιν τον
χριστιανόν ομολογεΐν τύχην»
Άρχ. «Τύχη μεν παρά τυΐς ”Ελλησιν έρρή'&η' ήτις έατίν
απρονόητος κόσμου διοίκησις ...»
.
ΙΙερικοπαί.: 1) τοΰ Νύσσης έκ τοΰ περί Ειμαρμένης—τοΰ Θεολό­

γου έκ τοΰ περί Φιλοπτωχείας.
Κ' Έρώτ. (φ. 72β) «Έκ ποιας ουνάμεως οί τά εναντία
φρονοΰντες καί πράττοντες προφητεύουσι πολλάκις καί θαυμα-
Π

τουργοΰσιν»
Άρχ. «Τά σημεία καί αί ΰαυματονργίαι καί αί προρρή­
Α.

σεις πολλάκις καί δι’ άναζίων... »


ΙΙερικοπαί: 1) ’Εκ τοΰ Τερεμίου, 2) 'Ιεζεκιήλ, 3) τοΰ Έκκλησι-
αστοΰ —έκ τής σοφίας αυτού, 4) έκ τών Άποστ. Διατάξεων, Θεοοω-
ρήτου έκ τών άπορων, ό) Κυρίλλου έκ τών περί τής έν πνεύματ:
λατρείας (ελλιπές).
ΚΑ' Ερώτ. (άκέφαλ.) ΙΙερικοπαί: 1) Θεολόγου έκ τής εις
Καισάριον τόν άοελφόν, 2) τοΰ Χρυσοστόμου έκ τοΰ κατά Ματθαίον,
.3) Διαδόχου έκ τών περί πνευματικής τελειότητας, 4) τοΰ αγίου Χει­
λού έκ τοΰ προς Άγάθιον.
ΚΒ' Έρώτ. (φ. 80) «Ποια αμαρτήματα συγχωροΰνται μετά
θάνατον διά τών λειτουργιών καί εύχών καί έλεημοσυνών τών
-γινομένων υπέρ τών κοιμηθέντων».
.

Π
Α.

ΠανομοιΑτνπον χώδ. άρ. (67) ΩΒ 0,243^0.178 ΑΙώνος Γ.


78 Δημητρίου Καλλίμαχου

Άρχ. «Καί περί τούτων πάλιν ό μέγας Διονύσιος λέγει


δτι ει μεν ψιλά τινα και άτελή . . . ».
ΙΙερικοπαί: 1) Διονυσίου εκ των περί των ίερώς κεκοιμημένων
2) εκ των Άποστ. Διατάξεων, 'Ιεζεκιήλ, 3) τοΰ αγίου Έπιφανίου έ/
των ΙΙαναρίων, -I) τοΰ Χρυσοστόμου εκ τοΰ κατά Ματθαίον.
2. (φ. 83α) Τοΰ οσίου πατρός ήμών Μαχίμου προ:
Έλπίδιον πρεσούτερον περί άγάπης κεφάλαια Γ'»1.
Διηρημένα εις Δ' εκατοντάδας· ή Β' έκατ. έν φ. 935, ή Γ' εν
φ. 109α και ή Δ' έν φ. 123α.
Προτάσσεται:
Έν φ. 82“: «Πρόλογος των κεφαλαίων τοΰ έν άγιοι:
πατρός ... ».
Άρχ. «'7(5ον προς τω περί ασκητικού βίου λόγω και
τον περί άγάπης λόγον πέμποφα τη σή δσιότητι πάτερ Έ'λπίδιε...*.
3. (φ. 1356) «Τοΰ Άββά Καΰιανοϋ τοΰ Ρωμαίουψπρ'ος
Κάστορα επίσκοπον περί τε διατυπώσεως καί κανόνων των κατά
τήν Αίγυπτον καί Ανατολήν κοινοβίων καί τής τούτων δια­
.

γωγής» (ελλιπές τό τέλος).
Άρχ. «όΕπειδή μοι προσέταξας Μακαριώτατε Πάτερ
Κάστορ ,
Π

4. (φ. 149“) Τοΰ ανιόν, προς τον αυτόν περί των


οκτώ τής κακίας λογισμών».
Α.

Α' «Περί έγκρατείας γαστρός. Αόγος Α'».


Άρχεται άκέφ. (μεταλαμβάνοντα) «τινά τροφής έτι τής ορέ-
ξεως έγκειμενης»
Β' (φ. 1496) «Περί πορνείας. Αόγος Β'».
Άρχ. «Δεύτερος ήμΐν έστ'ιν άγων κατά τοΰ πνεύματος
τής πορνείας καί τής επιθυμίας. .. ».
Γ' (φ. 1525) «Περί φιλαργυρίας. Αόγος F».
Άρχ. «Τρίτος ήμΐν έστ'ιν άγων κατά τοΰ πνεύματος τής
φιλαργυρίας· ξένος οϋτος ό πόλεμος . .. ».
Δ' (φ. 158“) «Περί οργής. Αόγος Δ'».
Άρχ. «Τέταρτος ήμΐν έστ'ιν άγων κατά τοΰ πνεύματος τής
*) Migne Patrol. Or. XC, 960 έξ.
Π ατμιακής Βιβλιοθήκης συμπλήρωμα 79

οργής δπως συν Θεώ τον τούτου -&ανατηψ6ρον Ιόν ... ».


Ε' (φ. 1635) «ΙΙερί λύπης. Λόγος Ε'».
’Λρχ. «Πέμπτος ήμϊν άγων έστιν κατά τον πνεύματος
τής λύπης τοϋ έπισκοτοϋντος τή ψνχή .. . ».
Τ' (φ. 165α) «Περί ακηδίας. Λόγος Τ'».
Άρχ. «Εκτος ήμϊν έστϊν άγιον κατά τοϋ πνεύματος τής
ακηδίας, τον σννεζενγμένον ... ».
Ελλιπές μόνον κατά δύο τρεις σειράς έν τελεί: «άπδ ταντης
ήλευ&έρωσας, άλ?Α μάλλον (έκδοτον και δοϋλον παρέδωκας’
γίνωσκε τοίννν δτι βαρντέρως σε, ώς λειποτάκτην καταπολε­
μήσει, εί μή τον λοιπού δι’ υπομονής και προσενχής και τον
εργον των χειρών ταύτην καταπαλαΐυαι σπονδάσεις).
Οι λοιποί δύο λόγοι περί κενοδοξίας καί περί όπερηφανίας περι-
είχοντο πιθανώς εις τά φ. τοΰ κωδικός άτινα έξερρύησαν.
Έν φ. 15α προτάσσεται άκέφαλος ή άπόκρισις εις το Ε' ερώ­
τημα: «εις το ζην ϊνα τήν όγδόην ήμέραν . .. ».
.
Τέλ. «... εις άνάστασιν ζωής οι δε τά φαϋλα πράζαν-

τες εις άνάστασιν κρίσεως».
Μεταξύ τών φ. 56—57 έξερρύησαν φ. δύο. Μεταξύ τών φ. 59
—60 έξερρύη τετράδιον εν ήτοι φ. οκτώ έν οις περίείχοντο ή συνέ­
Π

χεια τής ΙΓ' έρωτήσεως καί αί λοιπαί από ΙΑ' — IT καί ή αρχή τής
ΙΖ'. Μεταξύ τών 78 — 79 έξερ. δύο φ. επίσης δύο καί μεταξύ τών φ.
Α.

148 —149. 'Έν μεταξύ τών φ. 159 —160.


Άποκεκομμένη ή ώα κατά μήκος τών φ. 15, 20 — 21, 23, 30—
31, 30, 48, 91, 144, 164, 167, τοΰ δέ φ. 161 ή κάτω ώα.
Ο κώδιξ, ούτινος ή στάχωσις έξερρύη, φέρει σελίδωσιν δι’ αρα­
βικών αριθμών, ήν έτηρήσαμεν.

(68) ΩΓ'

Χαρτ. 0,145χ0,118. Αίώνος ΓΤ' (φ. 84)

GaOAI\CT1I<ON - ΓιΛ€ΜΜγΑΙ 1C

1· (φ. 1α) Νεκρώσιμος άκολουθία.


Άρχ. άκέφ. «... τα' και ζωήν τήν έμήν έταλάνισα' έταρά-
χ&η γάρ δλον και ετρεμε».
80 Δημητρίου Καλλίμαχο»

2. (φ. 13α) «Έτέρα έξοδος εις ιερείς, συντεθεΐσα παρά


‘Ιλαρίωνος ‘Ιερόμονάχου υιοϋ Γεωργίου Νομικού Μεγίστης,
ανεψιού δέ των τιμιωτάτων Ιερομόναχων 'Ιλαρίωνος καί Θεο-
φάνους».
3. (φ. 44“) «Κανών νεκρώσιμος ού ή άκροστιχίς : έκτον
προσαυδώ τοΐς άπελθοϋσι μέλος».
4. (φ. 49β) «'Έτερος κανών νεκρώσιμος φέρων Ακροστι­
χίδα την δε : θνήσκουσι πιστοΐς ογδον πλέκω μέλος».
5. (φ. 556) «’Αντίφωνα εις τάς έορτάς συντεθέντα παρά
τοΰ σοφωτάτου κυροΰ Γεωργίου τοΰ Βλεμήδους».
Έπίτιτλα άπλά δι’ έρυθροϋ έν φ. 44α, 556, 57α, 58α, 59α, 616,
63α, 64β, 656, 676, 696, 71α, 73α, 75α, 78α, 79β, 82β.
Είκάζομεν δτι καί οΕ ύπ’ άρ. 3 καί 4 κανόνες είναι εργον τοϋ
αύτοΰ 'Ιερομονάχου 'Ιλαρίωνος.
Χάρτης μαλακός. Ή στάχωσις έξερρύη.
Έν φ. Ια τδ σημείωμα διά νεωτάτης χειρός: «/ζ' αιώνος"
έξοδιαστικόν».
.

Π
Α.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΒΑΘΜΟΥ
ΥΠΟ
ΓΡΗΓΟΡΙΟΤ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ

[ Μία ιστορική συνεδρία έν τή θεολογ. ’Ακαδημία Πετρουπόλεως ]

Έν οΰδενί τών οπουδήποτε άνωτάτων ’Εκπαιδευτηρίων άπονε-


μεται βαθμός επιστημονικός μετά τοσαύτης αΰστηρότητος, μεθ' όσης
άπονέμεται οΰτος εν ταΐς εν Ρωσία Θεολογικαΐς Άκαδημίαις, διότι
ούδαμοΰ αλλαχού αποδίδεται είς Ιπιστημονικόν βαθμόν σημασία το-
σαυτη, όση έν αΰταΐς. Δεν γνωρίζομεν πόθεν παρέλαβον αί Άκα-
δημίαι αυται τον πυρήνα τοΰ θεμελιώδους αυτών καταστατικού,
ουδ’ έχομεν ταύτην την στιγμήν πρόχειρα τά στοιχεία τοΰ αρχαιότε­
ρου αυτών οργανισμού. Τό βέβαιον είνε, δτι ή τής πρώτης μεν
Θεολογικής ’Ακαδημίας Ιν Ρωσία ΐδρυσις οφείλεται είς Έλληνας,
δόντας είς αυτήν τον τίτλον τής «Έλληνο-λατινικής» ’Ακαδημίας,
τά μάλιστα δ’ έπέδρασεν επί τών έν Ρωσία Άκαδημιών, ως καί έπί
τής καθόλου Θεολογικής Επιστήμης, έ'νεκα λόγων ιστορικών άμεσωτέ-
ρας γειτνιάσεως, ή γερμανική Θεολογική ’Επιστήμη. ’Ακριβώς δε τούτο
είναι τό περίεργον, δτι, ένώ έν Γερμανία ό έπιστημονικός τίτλος
.
τού «Διδάκτορος» άπονέμεται είς πάντα τελειόφοιτον τών γερμανικών

Πανεπιστημίων, έν Ρωσία 6 τίτλος οΰτος αποτελεί κλήρον ολίγων
έκλεκτών τής ’Επιστήμης μυστών, οΐτινες δύνανται νά έπιτύχωσιν αυ­
τού μόνον αφού τύχωσι πρότερον άλλων έπιστημονικών βαθμών.
Π

Οί έπιστημονικοί βαθμοί τών Θεολογικών ’Ακαδημιών είνε


τρεις : Candidat, Magister καί Doctor. Καί ό μέν πρώτος παρέχε­
Α.

ται είς τον τελειόφοιτον διά τοΰ διπλώματος, άπονεμομένου αΰτώ


μετ’ έπιτυχή δοκιμασίαν κατά τάς έξετάσεις απάντων τών έτών1 καί

') Έν ταΐς Θ. Άκαδημίαις αί εξετάσεις είνε ετήσιοι καί μόνον προφορι­


κοί.

*Επηλ. Φάρος,, τόμ. 1.Υ τ«νχ. L·// -Uj<V (*Ιανονά(μοζ·Μ<ίοτιης) 191:'· 6


82 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

ικανοποιητικήν μέν βαθμολογίαν πασών τών επιστημονικών διατρι­


βών τών τριών πρώτων ετών1, ευμενή δέ κρίσιν περί τής κατά τό
τέταρτον (καί τελευταίοι) ακαδημαϊκόν έτος ΰποβληθείσης πολυσελίδου
Εναισίμου διατριβής'2.Δυσμενής κρίσις τοΰ καθηγητοΰ περί τής Έναι.
σίμου διατριβή: στερεί τον τελειόφοιτον τό δίπλωμα. Ό δέ δεύτε­
ρος τίτλος (Wagister) άπονέμεται εις τον κεκτημένον η^η τον πρώτον
(Caildidat). Πρός τοϋτο δέον νά ύποβληθή εις την Σύγκλητον τής
’Ακαδημίας υπό τοΰ Candidat είτε ή προϋποβληθεΐσα εναίσιμο;
διατριβή, ήδη τελείως συμπετληρωμένη καί επε’ξειργασμένη επί τή
βάσει νεωτέρων επιστημονικών μελετών, εϊτε νέον πριοτότυπον επι­
στημονικόν · σύγγραμμα επί άλλου θέματος. Τό σύγγραμμα τοΰ το
υποβάλλεται εις την Σύγκλητον έντυπον, μετά τής πρός αυτήν δ'
αναφοράς τοΰ αϊτούντος τον άνώτερον τούτον επιστημονικόν β ιθμδν
δ συγγραφεΐις αποστέλλει εις την ’Ακαδημίαν αντίτυπα τοΰ έργου του
ισάριθμα πρός τούς απαρτίζοντας τήν Σύγκλητον Κχθηγητάς. 'Η
αΐτησις άναγινώσκεται εν συνεδρία τής Συγκλήτου, μετ’ άποφασιν δ’
αυτής επί τοΰ παραδεκτοΰ τοΰ δ τοβαλλομένου συγγράμματος, όρίζετοι
διμελής εκ Καθηγητών κριτική επιτροπή, ΐνα έκάτερος μελετήσας έπι-
.
σταμένοος ύποβάλη τήν περί αύτοϋ κρίσιν του. Έν ή περιπτώοει

αί κρίσεις άποδειχθώσιν ευμενείς, τοΰτο άγγέλλ,εται εν νέα συνεδρία
τής Συγκλήτου, με θ’ δ αυτή ορίζει τήν ήαέραν καί ώραν, καθ’ ήν
θά γείνη ή επίσημος δημοσία τοΰ υτοβληθέντος έργου ύπεράσπισις
(Colloquium). Κατ’ αυτήν
Π

υπό τού συγγραφέως εΛι παρουσία τού


Μητροπολίτου τής πόλεως, έν' ή ή ’Ακαδημία, ως ανώτατου ταύτη;
ά'ρχοντος, τού Πρύτανεως, τής Συγκλήτου, τών φοιτητών καί οίοονδή·
Α.

ποτέ άλλων ξένων, άναγινώσκεται τό λεγόμενον «curriculum vitae»


τού συγγραφέως, με θ’ δ ουτος από τής έ'δρας αναπτύσσει τό θέμα
τής συγγραφής καί τήν σημασίαν αυτοΰ, καί δικαιολογεί τον τρόπον* *)

*) Οί φοιτηταί ύποχρεοϋνται κατά τά τρία ταϋτα έτη νά συγγράψωσιν άνά


μίαν επιστημονικήν διατριβήν καθ’ έκάτερον έξάμηνον εις θέματα ύπό τών
καθηγητών οριζόμενα.
*) Τό θέμα τής έναισίμου διατριβής ή δίδεται ύπό τοΰ Καθηγητοΰ, ή έν.”
λέγεται ύπό τοΰ φοιτητοΰ καί έπιδοκιμάζεται ύπ’ έκείνου. Ή περί τής έν·
αισ. διατριβής κρίσις γίνεται έγγραφος ύπό δύο Καθηγητών, κρινόντων
αυτήν χωριστά- άμφοτέρων τούτων αί κρίσεις άναγινώσκονται έν συνεδρίρ τη;
Άκαδημ. Συγκλήτου, καταχωρίζονται εις τά πρακτικά, καί δημοσιεύονται έν
Παραρτήματι τοΰ έπιστημονικοϋ περιοδικού τής ’Ακαδημίας. Πάιαι αί χειρό­
γραφοι εναίσιμοι διατριβαί των τελειόφοιτων φυλάσσονται ήριθμημέναι έν
τοΐς άρχείοις τής Ακαδημίας.
"Ιστορία ένός επιστημονικού βαθμού 83

-tfj; εργασίας του, την ην ήκολούθησε μέθοδον, τάς επί τοϋ θέμα­
τος θεωρίας καί εΐ τι συναφές. Τούτου γενομένου, ό μέν έ'τερος των
-άπαρτιζόντων την κριτικήν επιτροπήν Καθηγητών αναπτύσσει καί
ενταύθα τάς εαυτού κρίσεις τονίζων τά προσόντα τού εξεταζομένου
έργου, ό δ’ ετερος, οίονεί τήν αντιπολιτευτικήν κριτικήν αντιπροσω­
πεύω'’, υποδεικνύει τά τυχόν τρωτά τού συγγράμματος και επικρίνει
δ,τι κατά τήν κρίσιν του εΐνε έπικριτέον. Έάν αμφότεροι οί καθηγη-
ταί εν τέλει συμφωνήσωσιν εις τό δτι τό έργον άνταποκρίνεται
προς τον ζητούμενυν επιστημονικόν βαθμόν, δ συγγραφεύς άνακη-
ρύσσεται αμέσως Magister Theologiae, καί δέχεται τά συγχαρητή­
ρια των παρευρισκομένων υπό τάς επευφημίας τή; όμηγύρεως. Παρα­
τηρήσεις καί κρίσεις δύναται νά προτείνη επί τής συγγραφής καί ό
.■βοΐ’λόμενος εκ των παρόντων.
Ό βαθμός Doctor άπονέμεται εις μόνους τούς ήδη κεκτημέ­
νους τόν τού Magister. Προς τούτο τό δποβληθησόμενον σύγ­
γραμμα δέον νά ήνε πρωτότυπον, άνώτερον τού διά τόν πρότερον
βαθμόν ύποβληθέντος καί εξαντλούν τελείως τό υπό διαπραγμάτευ­
σή θέμα άπο πάοης ίπόψεως. Ή ακαδημαϊκή Σύγκλητος ορίζει καί
.
!ν τή περιπτώσει ταύτη διμελή εκ των μελών αυτής κριτικήν Επι­

τροπήν, έκάτερος δε τών κριτών Καθηγητών διά τήν κρίσιν αυτού
αμείβεται δι’ εκατόν ρουβλίων εκ τού ακαδημαϊκού Ταμείου. Αί
κριτικαί είναι διεξοδικώταται, ούδέν σημεϊον τής υπό κρίσιν συγγρα­
Π

φής άφίνουσαι άνεξέταστον.Έάν συμπέσωσιν εις τό εξαγόμενον αυτών


άμφότεραι αί κρίσεις, αΐτινες άναγινώσκόνται εν συνεδρία τής Συγ­
κλήτου, υπέρ τής απονομής εις τόν συγγραφέα τού άνωτάτου τού­
Α.

του βαθμού, οΰτος άνακηρύσσεται Doctor ευθύς αμέσως, άνευ δημο­


σίας ύπερασπίσεως.1

’) Καθηγητής τής Ακαδημίας δύναται νά ήνε καί απλούς Candidat, τιτλο­


φορείται όμως «Υφηγητής» (Docent). "Οταν απόκτηση τόν βαθμόν Magister,
λαμβάνει τόν τίτλον «’Εκτάκτου ΚαΟηγητοϋ», «Τακτικός δέ Καθηγητής» γί­
νεται μόνον όταν λάβη τόν βαθμόν Doctor. Ή άπόκτηαις έκαστου έπισιημο-
νικοΰ βαθμού υπό ΚαΟηγητοϋ συνεπάγεται καί τήν αύςησιν τού μισθού του.
ΟΙ «Τακτικοί Καθηγηταί» έχουσι καί άλλα τινά προνόμια έν τή Άκαδημίφ.—
Ό βαθμός Doctor εΐνε γενικός, ώς «Doctor Theologiae», καί μερικώτερος, άν
άνάγηται αύστηρώς εις ειδικόν τής Θεολογίας κλάόον, οΐον Doctor τού Έκ-
κλησ. Δικαίου, τής Έκκλησ. "Ιστορίας. — Doctor δύναται ν’ άναγορευθή καί ό
μή παρουσιάσας μέν είδικόν έπιστημονικόν σύγγραμμα Magister, μεγάλας δ’
όμως παρασχών διά μελετών καί άλλων επιστημονικών εργασιών υπηρεσίας
εις τήν Θεολογικήν "Επιστήμην έν τή περιπτοισει ταύτη ό αϊτών τόν βαθμόν
84 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Β'

Περατώσας τάς έν τή Θεολογ. Άκαδημίφ τής Πετρουπόλεως


σπουδάς μου ώς Candidat τής Θεολογίας, είχον υποβάλει εις την
Σύγκλητον κατά τάς επί διπλώματι εξετάσεις Εναίσιμον διατριβήν
ρωσιστί υπό τον τίτλον: «Ό "Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ’Αρχιεπίσκο­
πος Θεσσαλονίκης». ’Επειδή δέ ό προς συγγραφήν αυτής χρόνος άπε-
δείχθη ανεπαρκής προς άποτέλεσιν τοΰ δλου έργου, εις τήν ’Ακαδη­
μίαν ύπέβαλον μόνον τρία κεφάλαια, κριθέντα επαρκή καί τυχόντα
χρηματικού βραβείου. Μετά τήν εκ τής ’Ακαδημίας άποφοίτησιν εΐρ-
γάσθην προς συμπλήρωσιν τοΰ συγγράμματος, εξέδωκα δ’ αυτό τφ
1911 ενταύθα ελληνιστί. Έχων τό δικαίωμα, δπως ώς πτυχιοΰχο;
Candidat τής Ρωσικής ’Ακαδημίας ζητήσω τον βαθμόν Magister,
άπέστειλα έξ ’Αλεξάνδρειάς σχετικήν αΐτησιν προς τήν Σύγκλητον
τής Θεολογ. ’Ακαδημίας, εις ήν διεβίβασα καί ισάριθμα τοΐς άκα-
δημα ϊκοΐς Καθηγηταΐς αντίτυπα τοΰ έργου μου. Ή αΐτησίς μου άνε-
κοινώθη εν τή συνεδρία τής Συγκλήτου τής 22 Μαρτίου 1911
μετά τής προσθήκης, δτι τό έργον εινε γεγραμμένον ελληνιστί,
ευθύς δ’ άνετέθη ή περί τής συγγραφής κρίσις
. εις δυο εκ των τα­

κτικών Καθηγητών: τον βυζαντινολόγον κ. Ίω. Σοκολώφ, καί τον
Καθηγητήν τής Ελληνικής γλώσσης Πρωθιερέα κ. Μιχαήλ Όρλώφ,
χωρίς νά γείνη επί πλέον λόγος ή διαμαρτυρία διά τήν γλώσσαν
Π

τής συγγραφής, πρώτην ταύτην φοράν ϋποβαλλομένον εις ’Ακαδημίιν


συγγράμματος επί έπιατημονικω βαάμώ εν ξένη γλώσπη. Ό σχετι­
Α.

κός ορισμός τής Συγκλήτου έλεγεν, δτι, «ή επί τώ βαθμώ Magister


έξέτασις τοΰ ύποβληθέντος συγγρα'μματος άνετέθη εις τούς είρημέ-
νους καθηγητάς ΐνα έκάτερος αυτών κατ’ ιδίαν παρουσιάση κατά
τον τακτόν χρόνον τήν εαυτού κρίσιν».1
Έν τούτοις κατά τήν συνεδρίαν τής Συγκλήτου τής 20 ’Απρι­
λίου τοΰ αύτοΰ έτους 1911, άποβάσαν μοναδικήν έν τοΐς χρο-
νικοΐς τής ’Ακαδημίας διά τά εν αυτή έκτυλιχθέντα, ό εκ τών με-

εινε οΰχί ό Magister αυτός, άλλ’ είτε αυτή ή πλειονοψηφία τής Σύγκλητον,
είτε όμάς των μελών αυτής, παρουσιάζουσα είς τήν ολομέλειαν τής Συγκλή­
του τήν δικαιολογίαν τής αίτήσεως.—Ούδείς μή τελειόφοιτος Θεολογ. 'Ακα­
δημίας αναγορεύεται Magister, ή Doctor. Έν τη περιπτώσει ταύτη άπονέμεται
μόνον ό βαθμός Doctor είς ξένους επιστήμονας, καί μόνον «honoris causa»·
Μέχρι σήμερον οΰδεμία τοιαύτη περίπτωσις παρουσιάσθη, καθ’ όσον γνωρίζομεν
') «Πρακτικά τής Συγκλήτου» τοΰ άκαδημ. έτους 1910—1911, σελ. 222.
‘Ιστορία ένός επιστημονικού βαθμοΰ 85

λών τής κριτικής Επιτροπής τοϋ συγγράμματος Πρωθ. κ. Μ.


■■Όρλώφ διετύπωσεν αντιρρήσεις επί τής κατ' αρχήν αποδοχής
«υιού ώς γεγραμμένου εν ελληνική γλώσση.

«Δια τοϋ ορισμού τής Συγκλήτου—έδήλωσεν 6 κ. Όρλώφ—υπό


χρονολογίαν 22 Μαρτίου 1911, γενομένου έν απουσία μου, μοί
-ανετέίλη ή εξέτασις τοϋ συγγράμματος τοϋ Γρηγορίου Παπαμιχαήλ
έν τή ελληνική γλώσση υπό την Ιπιγραφήν: «Ό "Αγιος Γρηγάριος
Παλαμας, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης», ύποβληθέντος επί τώ βαθμω
Magister.
«Παρακαλώ την 'Υμετέραν Πανιερότητα1 όπως εις την Σύγκλη­
τον εν πρώτη ευκαιρία προϋποβληδώσιν οί λόγοι, διά τους οποίους:
•α') τό σύγγραμμα τοϋτο, ώς έχει, δεν εινε δυνατόν νά γείνη δεκτόν
έπΐ τώ είρημένω βαθμω, και β') θεωρώ έμαυτόν άπηλλαγμένον τοϋ
καθήκοντος τής έξετάσεως αύτοϋ χωρίς ποσώς νά παραβώ τό κα­
θήκον, δπερ μοί επιβάλλει ή έδρα μου τής αρχαίας Ελληνικής
γλώσσης. Έάν ή Σύγκλητος δεν συμφονήση πρός τούς λόγους μου
τούτους, δα εύρεθώ εις την ανάγκην να κάμω έκκλησιν εις την
‘Αγιωτ. Σύνοδον·1.
.
«Τό εν λόγω σύγγραμμα ύφ’ οΐαν ό'ψιν παρουσιάζεται δεν δύ-

ναται νά γείνη αποδεκτόν πρός άπόκτησιν τοϋ είρημενού βαθμοΰ
διά τούς εξής λόγους :
«1) Διά τής αποδοχής συγγράμματος, συντεταγμένου έν ξένη
Π

γλώσση, διά την Ρωσικήν Άκαδηιιίαν δηιιιονργεΤται προηγούμενοι’,


μη έ π ιϋ ν μη τ ο ν διά τό μέλλον. 'II 'Ελληνική γλώοσα από
Α.

τής έπόψεως ταύτης, ούδε.μίαν προνομιούχοι1 {λέσιν δύναιαι νά ίλεω-


ζηάη εχουσα υπέρ τάς ίίλλας γλώσσας. Έάν ά ταξ ή έλευθεριόιης
αυτή έπιτραπή δι’ "Ελληνα τό γένος, ή ’Ακαδημία δά ήνε ηθικώς
υποχρεωμένη νά έπιτρέψη ποτέ παρομοίαν ελευθεριότητα καί διά
Βούλγαρον, Σέρβον, καί εν γένετ δι’ οίονδήποτε ξένον, όστις δι’ οί-
ονδήτινα λόγον ή δεν θέλει, ή δεν δύναται νά γράψη καί νά έκ-
δώση επιστημονικόν έργον έν ρωσική γλώσση. 'Αναμφιβόλους, ή
ήμετέρα ’Ακαδημία είνε κεκλημένη νά έξυπηρετή πως τούς σκοπούς* *)

*) Ό Πρύτανις τής ’Ακαδημίας, ό καί Πρόεδρος τής Συγκλήτου, φερει


τόν βαθμόν Επισκόπου.
*) Ή Άγιωτάτη Σύνοδος τής Ρωσίας έχει τήν άνωτάτην αρχήν καί έπο-
πτειαν έπί τών ιδρυμάτων τής Θεολ. Έκπαιδεύσεως, πάν δέ δυοεπίλυτον ζή­
τημα τών ’Ακαδημαϊκών Συγκλήτων εφεσιβάλλεται εις αυτήν, ήτις καί απο­
φασίζει άνεκκλήτως.
86 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

τής φιλολογικής άναπτύξεως τής πατρίου γλώσσης, ήτοι τής ρωσικής,,


εφ’ δσον αΰτη—ή Ακαδημία —εινε ίδρυμα ονχι καθαρώς επιστημο­
νικόν, άλλα διδακτικό επιστημονικόν. Άλλα τό προκείμενον γεγονός,
τής έκκλίσεως από τοΰ κανόνος και τά δυνατά εν τώ μέλλοντι
παρόμοια γεγονότα άντιβαίνουσιν όριστικώς προς τούς σκοπούς
τούτους.
«2) Έρωτάται : ό συγγραφεύς τοΰ ελληνικού συγγράματος είχε
σοβαρά ελατήρια προς υποβολήν εις την Ρωσικήν ’Ακαδημίαν τοΰ
έργου αυτού Ιξάπαντος εν ελληνική γλώσση, διά νά λάβη τοιοΰτον
σπουδαΐον επιστημονικόν βαθμόν, οιος ό τοΰ Magister; Έγώ δέν
διακρίνω ποσώς εν τού·φ ελατήρια σοβιρά, Ικτός τής αυθαιρεσίας.
Ό συγγραφεύς δέν εινε επαρκώς κάτοχος τής ρωσικής γλώσσης.
Αλλά τούτο εινε άνύποιστον διά τούς ήμετέρους σπουδαστάς, αυτός
δέ δύναται νά γείνη Ιδικός μας μέλλιον Magister. "Η δ συγγραφεύς
εφείσθη εκατοντάδων τινών ρουβλίων προς μετάφρασιν τοΰ έργου
του εις ιήν ρωσικήν. Έν τούτοις πάντες οι λοιποί εκδόται, οί ζη-
τοΰντες επιστημονικούς βα\3μούς, ύπολογίζυυσι τήν περίπτωσιν ταύιηνΓ
χωρίς νά ήνε εν θέσει, κρείττονι ή αυτός. Ό δέ συγγραφεύς ίσως
ούδεμίαν ύπέστη υλικήν θυσίαν, άφοΰ υποβάλλει ήμίν απλώς άνατύ-
.

πωσιν εξ ελληνικού περιοδικού.1
«3) Ό ύπό τής Συγκλήτου άπονεμόμενος επιστημονικός βαθμός
επικυρούται κατόπιν ύπό τής Άγ. Συνόδου.Άλλά καθ’ ολην τήν ακα­
δημαϊκήν μου υπηρεσίαν ούδέν γνωρίζω παράδειγμα επικυρώσεως βα­
Π

θμού, αποκτώμενου κατά τρόπον, όποιος προϋποτίθεται ενταύθα.


«4) Ό βαθμός Candidat εινε εν συγκρίσει προς τον τού Ma­
Α.

gister κατώτερος μεν, άλλ’ επ’ ίσης επιστημονικός. Έάν επιτροπή


έξαίρεσις οποία ή παρούσα, εινε φυσικόν νά παρουσιασθώσιν αξιώσεις
επί έξαιρέσεως καί ώς προς τόν βαθμόν Candidat από μέρους των
ξένων φοιτητόόν, τών άνεπαρκώς γινωσκόντων τήν ρωσικήν φιλολο­
γικήν γλώσσαν'2. Τά μέλη τής Συγκλήτου γνωρίζουσιν έξ ιδίας πεί-

ή Τό έμόν περί οΰ ό λόγος σύγγραμμα έξεδόθη τό πρώτον τμηματικώς


έν τφ ·’Εκκλησιαστική) Φάρο)».
!) Ό ένιστάμενος Καθηγητής εννοεί ένταϋθα τοΰτο, ότι, έάν κατ' έξαίρε-
σιν από τοΰ γενικού κανόνος γεί'η δεκτόν τό έν ελληνική γλόισση σύγγραμμα
διά τόν βαθμόν Magister, φόβος υπάρχει μή ύπό μή Ροισων φοιτητών (Βουλ­
γάρων, Σέρβων, Μαυροβουνίων, Σύρων, Ιαπώνων) διατυπωθώσιν τ/.ξιώσεις
συγγραφής έν ξένη γλώσση καί αυτών τών ’Εναισίμων διατριβών, δι’ ών άπο-
νέμεται ό βαθμός Candidat.
‘Ιστορία ένός επιστημονικού βαθμού 87

ρας, δπ τοιοΰτοι φοιτηταί άσθενώς κατέχοντες τον ρωσικόν λόγον


υπήρξαν, καί δύνανται νά ύπάρχωσι. Δεν συγκαταριθμεΐται άυά γε
μεταξύ τών τοιούτων φοιτητών καί ό περί ου ό λόγος Candidat;
«Έάν ή Σύγκλητος δεν τθά θέληση νά συμφωνήση προς τους
λόγους μου τούτους, παρακαλώ νά επιστήση την προσοχήν αυτής
εις άλλους, διά τούς οποίους εγώ Θεωρώ εμαυτόν απαλλασσόμενων
τοΰ καθήκοντος τής εξετάσεως τοϋ προκειμένου συγγράμματος. Είνε
δέ ούτοι οί εξής:
«1) Κατά τον νέον Κανονισμόν τής ’Ακαδημίας, παρ’ ήμίν
ύπάρχουσι δύο εθραι τοΰ μαθήματος τής Πατρολογίας, έκτος τών
προτέρων δύο Ιδρών τοΰ μαθήματος τής 'Ιστορίας τής ’Ανατολικής
’Εκκλησίας. ’Εντεύθεν επεται, δτι ύπάρχουσι τέσσαρες Καθηγηταί,
δι’ έκαστον έκ τών οποίων τό περιεχόμενον τοΰ ύπ’ δψιν ελληνικοΰ
συγγράμματος είνε λίαν συγγενές.1 Ή έδρα τής Ελληνικής γλώσσης
εχει ενα μόνον Καθηγητήν, εις αυτήν δ’ άνετέθησαν νΰν καί άλλαι
νέαι άσχολίαι, ήτοι ή σπουδή τής. ελληνικής θεολογικής γλώσσης κατά
ταύτην ή εκείνην αυτής τήν φάσιν4. Διά τον Καθηγητήν άρα τής
.
') Ο κ. Καθηγητής εννοεί διά τούτων, δτι τό έμόν σύγγραμμα άνάγεται

εις τον κύκλον τών μαθημάτων καί τών τεσσάρων τούτων Καθηγητών.
2) "Οτε ήμην φοιτητής έν τή Θ. Άκαδημίφ τής Πετρουπόλεως, ήτοι πριν
ή έφαρμοσθή ό μετά ταΰτα συνταχθείς νέος Κανονισμός τών έν Ρωσιςι Θεολ.
Άκαδημιών, ό Καθηγητής τής Ελληνικής έν τή Άκαδημίφ ταύτη έδίδασκε
Π

μόνον τήν άρχαίαν ‘Ελληνικήν τών κλασικών συγγραφέων (ίδίφ τήν τοΰ
"Ομήρου καί τού Ηροδότου), τήν Σανσκριτικήν, καί συγκριτικήν ριζολογίαν
Α.

(επί τή βάσει τών ριζών τής ελληνικής γλώσσης). Τών φοιτητών ΰντων υπο­
χρεωμένων άμα τή εις τήν 'Ακαδημίαν είσοδο) νά έγγραφώσιν εις τήν έτέ-
ραν τών εδρών τών αρχαίων γλωσσών, τήν Λατινικήν ή τήν Ελληνικήν, προΰ'
τίμησα τήν δευτέραν, ΐνα σπουδάζω μετά πλειονος ά'έσεως τήν Ρωσικήν γλώσ­
σαν. Ευθύς άπό τών πρώτων έπιακέψεων τών παραδόσεων τής Ελληνικής
έδρας, εξεπλάγην διά τήν μέθοδον, ήν ήκολούθει ό Καθηγητής τής Ελληνι­
κής Πρα)θ. κ. Όρλώφ. Κατά τό η' έτος ολόκληρον έδιδαξε τό σανσκριτικόν
αλφάβητον, άνάγνωσιν καί γραμματικήν μεθ’ έρμηνείας στοιχειωδών φράσεων,
κατά δέ τό δεύτερον έτος έδιδαξε σελίδας τινάς τοΰ "Ομήρου μεθ’ ‘Ομηρικής
’Αρχαιολογίας καί διεξοδικωτάτην νεφελώδη θεωρίαν ελληνικής συντάξεως τής
φράσεως «Τό ρόδον θάλλει!» Άλλ’ εις τί ήθελον χρησιμεύσει εις θεολόγους
φοιτητάς, καί μάλιστα Ρώσους, άτελέστατα γινώσκοντας στοιχειά τινα τής
αρχαίας ελληνικής άπό τών σεμιναριακών σπουδών, έχοντας δ’ ανάγκην νά
κάιαμάθο)σι τήν γλώσσαν τής Παλαιός καί τής Καινής Διαθήκης, τών Πατέ-
ρων τής ’Εκκλησίας καί τών λοιπών έκκλησιαστικών καί βυζαντινών συγγρα­
φέων,—εις τί, λέγω, θά έχρησίμευον εις θεολόγους φοιτητάς ή Σανσκριτική,
ο "Ηρόδοτος, ό Όμηρος, καί τά πελάγη άκατανοήτων συντάξεων; Ή έδρα, ώς
83 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

Ελληνικής γλώσοης θ’ άπαιτηί)ή χρόνος, ΐνα καταστή κύριος τοΰ


θέματος έν τή νέα ιαύτη σφαίρα τής γνώσεως.
«2) Πάλιν κατά την κυρίαν τοΰ νέου Κανονισμού έννοιαν, ή
'Έδρα τής Ελληνικής γλιόσσης εινε μάδημα μόνον τής γλώσσης,
ύφ’ ήν νοείται ή γραμματική, τό λεξικόν και ό,τι συναφές. Ό Κα­
θηγητής άρα τής Ελληνικής δύναται νά κρίνη ούχ'ι οιονδήποτε σύγ­
γραμμα, γεγραμμένον έν ελληνική, άλλα μόνον σύγγραιιμα πραγμα-
τευόμενον περί τής ελληνικής ΐεράς ή πατρολογικής γλιόσσης.. . Έν
τή έννοια ταύτη οΰτος δύναται νά προσέρχηται αρωγός εις έκαστον
θεολόγον Καθηγητήν, ούτε δύναται όμως, ούτε οφείλει νά άναλαμ-
βάνη τήν κρίσιν τού όλου έργου.
«3) Τό υπό κρίσιν ΰποβληΟέν σύγγραμμα ούδέν απολύτως παρέ­
χει μοι, ως Καθηγητή τής Ελληνικής γλώσσης, προς κρίσιν, άλλως
τε δέ ό συγγραφεύς ούτε κατέτεινε προς τήν σπουδήν τής γλώσσης
τοΰ άγ. Πατρός1, ώς απαράσκευος προς τοιαύτην έργασίαν-, Κατά
τούς προτέρους Κανονισμούς και κατά τον νέον, εις τάς ’Ακαδημίας
δεν έδόθη τό μάλλον ουσιώδες διά τήν τοιαύτην προπαρασκευήν,
όπερ εινε ή ιστορική σπουδή τής γλωσσολογίας,. διότι δεν κατέστη

εΐχεν, ήτο τελείως άσκοπος, διότι δέν έμόρφωνε θεολόγους, άλλα κατήρ-
τιζε γλωσσολόγους, — αλλά καί διά τίνος καταρτισμού! ’Ενθυμούμαι δ1
ότι, όταν ενώπιον τού ΚαθηγητοΟ τούτου έδιδον εξετάσεις είς τήν ομηρικήν
’Αρχαιολογίαν, δέν έφείσθη οΰτος ήμιώρου όλου διά ν’ άναλύση μετ’ έμοΰ τό
Π

ομηρικόν άρμα είς τά έξ ών σύγκειται μετά των ομηρικών όνομασιών τών


μερών του, διά νά διαλάμψη όλη αΰτοϋ ή ελληνική πολυμάθεια. ΙΙρό αυτού,
Α.

βλέπετε, ΐστατο Έλλην φοιτητής ! Άλλ’ ό "Ελλην φοιτητής ευθύς άπό τοΰ
πρώτου μαθήματος δέν έδυσκολεύθη νά άντιληφΟή τήν έν τή 'Ελληνική πολυ­
μαθή άγνοιαν τού κ. ΚαθηγητοΟ, ώς γενήσεται καταφανές έκ τών περαιτέρω
λεπτομερειών τής συνεδρίας. Πάντες οί "Ελληνες φοιτηταί τής ’Ακαδημίας
ήσθάνοντο δυσφορίαν έπί τή κατά κόρον έπαναλαμβανομένη υπό τοΰ Καθηγη-
τού τούτου κατ’ αυτών προσβολή, οσάκις διέκρινεν έν τή παραδόσει "Ελληνα:
«Σεις οί "Ελληνες δέν γνωρίζετε ελληνικά καί πρέπει νά προσέχετε, διότι είνε
δύσκολα!» Καί έλεγε ταύτα καθ’ όν χρόνον οί Ρώσοι φοιτηταί ήγνόουν αυτά
τά στοιχεία τής Ελληνικής γλώσσης ! Ή κατά τών 'Ελλήνων φοιτητών δυσμέ­
νεια τοΰ ΚαθηγητοΟ τούτου έξεδηλοϋτο καί έν τούτιμ, ότι σχεδόν πάντοτε έλάμ-
βανον παρ’ αύτοΰ είς τό μάθημα τής Ελληνικής βαθμόν κατώτερον τού δι·
δομένου είς τούς Ρώσους συναδέλφους των!
’) Δήλα δή τοΰ Γρηγορίου Παλαμά.
2) Ό κ. Καθηγητής είνε αξιολύπητος, προσπαθών νά μεταχειρισθή πά­
σαν σοφιστείαν Χνα δικαιολογήση τήν έξ άγνοιας τής 'Ελληνικής γλώσσης
άποχήν άπό τής κρίσεως τής συγγραφής. Ό σκοπός τοΰ συγγράμματος μου
δέν ήτο παντάπασιν ή έξέτασις τής γλιόσσης τοΰ Γρηγορίου Παλαμά.·,
‘Ιστορία ένός επιστημονικού βαθμού 89

έ'η συνειδητή ή ανάγκη αυτής. Τοΰτο θά γείνη- αλλά, μέχρι τοϋ χρόνου
.εκείνου, ούδ’ άπόπειραι δύνανται νά γείνωσι προς σοβαρός εργασίας
ώς προς την ιερόν ή πατρολογικήν φιλολογίαν, ή δ’ 'Έδρα τής Ελλη­
νικής γλώσσης μέχρι τής εποχής εκείνης δα ήνε άορίστως υπηρετική,
τείνουσα μόνον προς τούς πλησιεστέρους καί μετριωτέρους σκοπούς.
*4) Τό ύποβαλλόμενον επί βαδμφ Magister σύγγραμμα έξεδόδη
κυρίως έν νεοελληνική γλώσση, ένφ έν τή ’Ακαδημία υπάρχει 'Έδρα
ιιόνον τή: αρχαίας Ελληνικής, τό όποιον δεν εΐνε τό αύιό. 'Η γνώ-
σις τής Νεοελληνικής προϋποδέτει μόνον ατομικήν ενασχόλησιν επ’
αύηής από μέρους τοΰ Καδηγητοϋ, διότι αί ήμέτεραι Άκαδημίαι δεν
παρέχονσιν άφορμός προς τυΰτο1.
«Παρακαλώ τήν ΰμετέραν Πανιερότητα να διαβιβάση τάς δικαι­
ολογίας μου ταυτας προς τήν 'Αγ. Σύνοδον. ’Επί τούτω επισυνάπτω
τό σύγγραμμα τοϋ υποψηφίου Magister, τό όποιον κριτικώς δά
εξετάσω μόνον άφ’ ής στιγμής αυιη άριητικώς δι5 εμέ άποφανδή».

Μετά τάς δηλώσεις ταυτας τοΰ Καδηγητοΰ τής Ελληνικής, ή


σύγκλητος ανέβαλε τήν επί τοϋ περιεργοτάτου τούτου ζητήματος άπό-
.
ψασιν δια τήν συνεδρίαν τής 26 τοΰ αΰτοΰ μηνός.

Έν τούτοις κατά τήν συνεδρίαν ταύτην ό προδιορισΰεΐς συγ­
κριτικός τοϋ συγγράμματος Καδηγητής κ. Ίω. Σοκολώφ, έκρινεν
άναγκαϊον ν’ άναι.ρέση τάς αναρρήσεις τοϋ συναδέλφου αυτού διά
Π

τών εξής :

«"Ενεκα τών προς τήν Σύγκλητον γενομένων δηλάτσεων τοϋ


Α.

καδηγ. Μ. Όρλώφ εν τφ ζητήμαα τής κριτική; έξετάσεως τοΰ επί


βαδμφ Magister ύποβληδέντος συγγράμματος τοΰ Γρηγορίου Παπα-
μι/οήλ, εγώ, ώς πρώτος — κατόι τον διορισμόν τής Συγκλήτου — κρι­
τής τοϋ συγγράμματος τούτου, παρακαλώ νά άκουσδή καί ή εμή δή-
λωσις.
«Παρά τήν γνώμην τοϋ κατδηγ. Μ. Όρλώφ, υποθέτω ότι ή
Σύγκλητος δεν έχει λόγους νά άναδεωρήση τό ζήτημα τής αποδοχής
τοΰ συγγράμματος τοΰ κ. Παπαμιχαήλ Ιπί τφ βαδμφ Magister.
«I. Ή Σύγκλητος, κατά τήν συνεδρίαν αΰιής τής 22 Μαρτίου,

’) Ό κ. Καδηγητής σφάλλεται. Πώς δεν παρέχονται άφορμαί, άφοΰ πλεΐ-


σται πηγαί τής Θεολογίας, πρό πάντων δε τής Βυζαντινολογίας καί τής Ιστο­
ρίας τής Εκκλησίας τής Ελληνικής ’Ανατολικής Εκκλησίας τών κάτω χρό­
νων εΐνε Νεοελληνικοί, εις δέ τούς φοι«ητάς δίδονται δέματα πρός διαπραγ-
ματευσιν έπί τή βάσει ακριβώς τών πηγών τούτων;
90 Γρτ,γορίου Παπαμιχαήλ

ήδη άπεφάσισε νά λύση τοϋ:ο εν έννοια θετική. Ή άπόφασις αυτή


έληφδη νομίμων μετά προκαταρκτικήν’ υπό των μελών τής Συγκλήτου
συζήτησιν καί ψηφοφορίαν. Τό σχετικόν πρακτικόν τής Συγκλήτου
(ύπ’ άριθ. 21) ύπεγράφη υπό πάντων τών έν τή συνεδρία παρόντων
μελών, ούδεΐς δέ τών κ. κ. Καθηγητών κατά την υπογραφήν τού
πρακτικού έδήλωσεν δτι έχει ιδιαιτέραν γνώμην επί τοϋ λυθέντος ζη­
τήματος. Κατόπιν τό ύπ’ άριθ. 21 πρακτικόν επεκυρώθη υπό τοϋ
Π ανιερ. Μητροπ. Πετρουπόλεως ’Αντωνίου.1 * Μετά τήν έπικύρωσιν του
πρακτικού, ό Πανιερ. Γεώργιος- ειδοποίησε με δι’ επιστολής υπό χρο­
νολογ. 31 Μαρτίου 11)11 καί άριθ. 370 περί τής ληφθείσης άποφά-
σεως τής Συγκλήτου. Άναγνωρίσας τήν άπόφασιν ταυτην τελείως
νόμιμον, Ιγώ ήδη ήρχισα τήν εκτέλεσιν τής άνατεθείσης μοι ύπό τής
Συγκλήτου υπηρεσιακής εντολής. 'Υποθέτω, δτι καί σήμερον διά
τήν Σύγκλητον δεν ύπάρχουσι τυπικά δεδομένα οΰτε προς άκυρωσιν,
ούτε προς άναθεώρησιν τής νομίμως ληφθείσης καί ύπό τοϋ Πανιερ.
Μητροπολίτου κυρωθείσης άποφάσεως περί αποδοχής τοΰ συγγράμ­
ματος τοϋ κ. Παπαμιχαήλ επί τώ βαθμώ Magister Theologiae.
«II. ’Αλλά δέν ύπάρχουσι λόγοι άναθεωρήσεως τοΰ ζητήματος
περί τής αποδοχής τοΰ συγγράμματος τοΰ κ. Παπαμιχαήλ καί από
.

τών δικαιολογιών, ας προβάλλει εν τή δηλώσει του δ Καθηγ. Μ.
Όρλώφ.
«1. Έν τή ήμετέρα ’Ακαδημία ήδη ύπάρχει προηγούμενον απο­
δοχής συγγραμμάτων έν ελληνική γ?^ώσση έπί απονομή επιστημο-
Π

νικοΰ βαθμοΰ3. .. Προς τό προηγούμενον τοΰιο δέον έν μέρει νά


Α.

') Τά πρακτικά τής Συγκλήτου μετά τήν ύπό τών καθηγητών υπογραφήν
ύποβαλλονται εις τήν εγκρισιν τοΰ Μητροπολίτου, οστις καί υπογράφει εν
έκαστον, έχων καί τό δικαίωμα άναιρέσεως άποφάσεώς τίνος, ήν δέν ήθελεν
εγκρίνει. Έπί έκτακτων καί σπουδαίων αποφάσεων άπαιτουμέ-ης τής συνοδι­
κής κυριόσεως, ό Μητροπολίτης παραπέμπει τό σχετικόν πρακτικόν εις τήν
Σύνοδον.
Ό Πρύτανις τής ’Ακαδημίας.
3) Παρακολουθών άπό έτών τά πρακτικά τών συνεδριών τής 'Ακαδημαϊ­
κής Συγκλήτου, μίαν μόνον γινώσκω περίπτωσιν υποβολής συγγραμμάτων
ελληνικών έπί έπιστημονικώ βαθμώ, τήν τοΰ νύν Καθηγ. τοΰ Πανεπιστημίου
κ. Άνδρούτσου, άποστείλαντος πρός τήν ’Ακαδημίαν τά συγγράμματά του ΐνα
τώ άπονεμηθή ό βαθμός Doctor. Ή 'Ακαδημία άνέθηκεν εις ’Επιτροπήν έκ
Καθηγητών τήν έξέτασιν αύτών, αλλά μέχρι σήμερον ή ύποθεσις παραμένει
στάσιμος. Τοΰτο πάντιος θ’ ύπονοή ό κ Καθηγητής. Ή περιπτωσις όμως
αΰτη δέν είνε η ανιή πρός τήν παρούσαν, καθ’ ήν απόφοιτος τής 'Ακαδημίας
τυγχάνει ό αϊτών "Ελλην συγγραφεύς, καί ή αΐτησις του διά τούτο εινε βικαι-
ωματική.
‘Ιστορία ένές επιστημονικού βαθμού 91

συγκαταλογισθή καί εις την ήμετέραν ’Ακαδημίαν, ώς και εις τάς


λοιπιίς, ή υποβολή επί έπισιημονικοίς βαθμοΐς καί εκείνων εκ των
συγγραμμάτων τών Ρώσων Καθηγητών, τά όποια είνε έφωδιασμένα
διά Παραρτηαάτων εν ελληνική γλώσση1. Καί εΐ'ε μεν αληθές, δη εν
τοϊς συγγράμμασι τούτους τών Ρώσων συγγραφέων μόνον τα Παρ­
αρτήματα εΐνε εν ελληνική γλώσση, άλλ' εννοείται ότι οί ακαδη­
μαϊκοί κριτικοί εΐνε υποχρεωμένοι νά προσέξωσιν εις αυτά ούχί όλι-
γώτερον ή εις αΰτας τάς επιστημονικός συγγραφάς, ενίοτε δέ πράγ­
ματι καταβάλλουσι τεράστιον κόπον προς σπουδήν ελληνιστί γεγραμ-
μένων Παραρτημάτων, προσηρτημένων εις ρωσικάς συγγραφάς2. Τά
προηγούμενα ταΰτα από έπόψεως τών συμφερόντων τής εν ταΐς Θεολ..
Άκαδημίαις 'Έδρας τής 'Ιστορίας τής Έλληνο - Ανατολικής Εκκλη­
σίας δι** εμέ παρουσιάζοντο ώς λίαν επιθυμητά διά τό μέλλον. ’Αλλά
δυστυχώς αί περιπτώσεις τής υποβολής εις τάς ήμετέρας ’Ακαδημίας
επιστημονικών συγγραμμάτων ελληνιστί συντεταγμένων ή μεθ’ ελλη­
νικών Παραρτημάτων ήσαν καί θά ήνε σπανιώτατα, μοναδικά καί
εξαιρετικά, ένεκα τής ανεπαρκούς επιστημονικής επεξεργασίας τής
'Ιστορίας τής Έλληνο - ’Ανατολικής Εκκλησίας . παρ’ ήμΐν τε καί εν
τή Ελληνική Ανατολή, οί επιστήμονες τής οποίας είνε όμόφρονες

μεθ’ ημών έν τώ θέματι τούτω. Τοιοΰτον έξαιρετικόν γεγονός
δέον νά θεωρηθή καί ή υπό τροφίμου τής ήμετέρας ’Ακαδημίας υπο­
βολή ελληνικής πραγματείας περί τοϋ άγ. Γρηγορίου τοΰ Παλαμά.
Π

Κατ’ εμέ, πρέπει μάλιστα μετά χαράς νά χαιρετισθή ή υποβολή τής


πραγματείας ταύτης εις τήν Σύγκλητον τής ήμετέρας ’Ακαδημίας.
Είνε αληθές τό λιχθέν υπό τοϋ καθηγ. Μ. Όρλώφ, ότι «ή ήμε-
Α.

τέρα ’Ακαδημία εΐνε κεκλημένη νά έξυπηρετή πως τούς σκοπούς τής


φιλολογικής άναπτύξεως τής πατρίου γλώσσης, ήτοι τής ρωσικής»,
άλλ’ είνε έτι δικαιότερον τό ότι ή Θεολογική Ακαδημία τής Πετρου-
πόλεοτς εινε κεκλημένη, κατά τό μέτρον τών επιστημονικών της δυνά­
μεων καί μέσων, νά συντελή εις τήν άνάπτυξιν τής ορθοδόξου θεολο-

’) Ενταύθα άναφέρονται τοιαΰτα συγγράμματα Ρώσων καθηγητών. Σύγ­


γραμμα ογκώδες μετά πολυσέλιδου Παραρτήματος Νεοελληνικών έγγράιροιν
υπέβαλεν εις τήν Ακαδημίαν τής Καζάν επί τώ βαθμφ Doctor καί αΰιός 6
κ. Σοκολώφ, υπό τόν τίτλον «Ιστορία τής ’Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως
κατά τον ιθ' αιώνα». Τό Παράρτημα μάλιστα τούτο τιτλοφορείται: «Τά Νεο­
ελληνικά».
*) ‘Ο κ. Σοκολώφ ενταύθα αναφέρει ώς παράδειγμα τόν όγκωδέστατον
τομον τών λειτουργικών μνημείων τού καθηγ. Α. Δμητριέβσκη.
.92 Γρηγορίοι) Παπαμιχαήλ

γικής Επιστήμης, νά σύνεργό εις την παμμερή αυτής επεξεργασίαν,


νά βοηδή Χαι υποστήριξή τούς τροφίμους αυτής εν τή επιστημονική
αυτών δράσει. ’Ακριβώς δ' εν τή παρούση περιπτώσει απαιτείται ή
προσοχή τής ’Ακαδημίας προς ενα τών έαυτής Caildidats, δστις προ·
ήλθεν εις την επιστημονικήν οδόν υπό τήν σημαίαν αυτής, σύνοδε
καί εν τή μεμακρυσμένη ’Αλεξάνδρειά τον πνευματικόν αυτού δεσμόν
προς τήν εαυτού Alma Mater, καί εργάζεται προς τιιιήν τής ’Ακα­
δημίας και μακράν τών ορίων τής ήμετέρας πατρίδος. Θα ιήτο, κατά
τήν γνώμην μου, εις ακρον άδικον νά έπιτεδή Ιξ δνοματος τής
’Ακαδημίας veto επί τής επιστημονικής δράσεαις τού κ. Παπαμιχαήλ
διά τον αποκλειστικόν λόγον, δτι δεν ακολουθεί τάς παραδόσεις τής
’Ακαδημίας δι εξαιρετικού τρόπου, προσιτού είς όλιγίστους. Σπου·
δαϊον δεν εινε τό δτι ή πραγματεία τού κ. Παπαμιχαήλ δεν θά συν­
τέλεση είς τήν άνάπτυξιν τής ρωσικής γλώσσης· αλλά σπουδαΐον εινε
τό ότι ή πραγματεία αύτη καί εν τή ελληνική γλώσση θά χρησιμεύση
επ' ώ μελεία τής εκκλησιαστική: βυζαντινολογίας, περί τούτου δ’ οφεί­
λει νά μεριμνήση ή ήμετέρα Άκαδηιιία. Βεβαίως δέ ού μόνον ούδε-
μίαν απώλειαν 9ά ύποστή ή ’Ακαδημία δεχόμενη τήν πραγματείαν
τού κ. Παπαμιχαήλ επί απονομή αύτω επιστημονικού βαθμού, άλλ
.

άπ’ εναντίας, εν τώ γεγονότι τής έμφανίσεως τής πραγματείας ταύτης
δέον νά πιστοποιήσαιμεν τό αποτέλεσμα τής επιστημονικής επιδρά-
σεως τής ήμετέρας ’Ακαδημίας καί επί τής Ελληνικής ’Ανατολής, νά
χαρώμεν δι’ αυτό καί νά έκτιμήσωμεν τούτο μετά πλήρους άμερολη-
Π

ψίας καί σοβαρότητος.


«2. Εινε άναντίρρητον, δτι ό κ. Παπαμιχαήλ, ύποβάλλων εις τήν
Α.

ήμετέραν ’Ακαδημίαν τήν πραγματείαν αυτού εν γλαόσοη ελληνική,


εκηήόη προς τούτο ούχί ύπ' «αυθαιρεσίας», άλλ’ ύπ’ ελατηρίων
σοβαρωτάτων. Εινε γνωστόν εις πολλά τών μελών τής Συ/κλήτου, δτι
ό κ. Παπαμιχαήλ, έπιτυχώς περατώσας τάς σπουδάς έν τή ήμετέρα
’Ακαδημία, κάλλιστα γινώσκει τήν ρωσικήν γλώσσαν καί εινε τελείως
κατηρτισμένος προς σύνταξιν επιστημονικών εργασιών έν τή γλώσση
τούτη. ’Εάν δέ έτύπωσε τό βιβλίον του ελληνιστί, βεβαίως ύπελόγι-
ζεν δτι καί ούτως έχουσα ή συγγραφή του έξ ίσου ά)ά έξυπηρέτει
τους σκοπούς τής έκκλησιαστικο-ίσιορικής επιστήμης, καί θά δια-
δοθή εύρύτερον ού μόνον έν τή όρθοδύξφ ’Ανατολή, αλλά καί έν
τΤΙ έιεροδόξω Δύσει, δπου τά ρωσικά βιβλία άναγινώσκοντατ δλιγώ-
τερον τών ελληνικών· ό συγγραφεύς ΰπέθετεν, δτι καί έν Ρωσία,
Ιν τώ ακαδημαϊκά» περιβάλλοντι, τό βιβλίον του θά έλκύση εις
‘Ιστορία ένός επιστημονικοί) βαθμού 93

εαυτό την προσήκουσαν προσοχήν και έκτίμησιν, Ιδίως σήμερον, μετά


ιήν έν πάσαις ταΐς Άκαδημίαις ΐδρυσιν τής έδρας τής 'Ιστορίας τής
Έλληνο-Ανατολικής Εκκλησίας,' εις ήν, προ παντός, καί αφορά.
Πρέπει έπ’ ίσης να έχωμεν ύτ’ δψιν, δτι προς έκδοσιν τοΰ βιβλίου
δ κ. Παπαμιχαήλ ου μόνον κόπον κατέβαλεν, αλλά καί ύλικάς δα-
πάνας ύπέστη, διότι εινε καλώς γνωστόν, δτι εν τή Ελληνική ’Ανα­
τολή οί συγγραφείς δεν αμείβονται διά τάς έν τοΐς περιοδικοΐς δη­
μοσιευόμενος πραγματείας αυτών, πολλάκις δέ καί δαπανώσιν έξ
Ιδίων διά την στοιχειοθέτησαν καί την έκτΰπωσιν. . . Διά τοΰτο δεν
θά ήνε βεβαίως δίκαιον νά υπεβάλλετο ούχί πλούσιος συγγραφεύς εις
δαπάνας δι' έκδοσιν τοΰ βιβλίου, άνταποκρινομένου καί δπως νϋν
εχεί2 εις σ ιβαρόν επιστημονικόν πρόβλημα έν τή σφαίρα τής βυζαν■
τινολογίας.
<3. Ό Καθηγητής Μ. Όρλώφ διαδηλοΐ υπερβολικήν πρόνοιαν
καί ματαίαν ανησυχίαν ως προς τήν τύχην τής πραγματείας τοΰ κ.
Παπαμιχαήλ, ή τις, μετά τήν έξέτασιν αυτής υπό τής ’Ακαδημαϊκής
Συγκλήτου, δέον νά ύποβληθή εις τήν Άγ. Σύνοδον. Τό ζήτημα
προς τό παρόν αφορά εις τήν Σύγκλητον καί τήν ’Ακαδημίαν. "Οταν
.
δέ ύποβληθή εις τήν έγκρισιν τής Άγ. Συνόδου, οΰδ’ έλαχίστη

υπάρχει αμφιβολία, δτι έν τή Άγ. Συνόδω θά εύρεθώσιν ειδικοί
κριτικοί τοΰ βιβλίου έκ τών μελών τής Ρωσικής Ιεραρχίας. Δύναμαι
δέ νά υποδείξω τούς προσωπικώς γνωστούς μοι ίεράρχας, οιοι 6
Π

Πανιερ. Σέργιος Άρχιεπ. Φιλλανδίας καί ό Πανιερ Θεοφάνης Επί­


σκοπος Ταυρίδος, ένδιαφερομένους διά τά θεολογικά έργα τοΰ άγ.
Γρηγορίου Παλαμά καί γινώσκοντας τήν ελληνικήν γλώσσαν.
Α.

«4. Δέν εινε πειστική διά τό προκείμενον ζήτημα καί ή παραπομπή


τοΰ Καθηγ. Όρλώφ εις τήν έν τώ μέλλον τι δυτατήν υποβολήν εις
τήν Σόγκλ.ητον συγγραμμάτων έπί βαθμώ Magister είτε καί Εναι­
σίμων διατριβών έν ξέναις γλώσσαις, ήτοι βουλγαρική καί σέρβική ή
οίαδήποτε άλλη. Τοΰτο εινε μόνον πιθανότης, ή οποία δυνατόν καί
νά μή παρουσιασθή ποτέ. Αλλά καί άν έτι παρόμοιοι περιπτοόσεις
παρουοιάζοντο, από τής Συγκλήτου θά έξαρτάται έκάστοτε νά δεχθή
προς έξέτασιν τά υποβαλλόμενα συγγράμματα ή νά απόρριψη αυτά’.

') Ή έδρα αΰτη μέχρι πρό τίνος ήτο ιδρυμένη μόνον έν τή Θεολ. Ακα­
δημία τής Πετρουπόλέως.
·) Δήλα δή έν τή ελληνική γλώσση.
3) ’Αλλ’ ήδόνατο νά προβληΟή καί τό εξής σπουδαϊον επιχείρημα : Ή
ελληνική γλώσσα διά τήν θεολογικήν επιστήμην, ώς γλώσσα τών πηγών τής ·
S4 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

«Μή θεωρών βάσιμους τάς δικαιολογίας τοΰ Καθηγ. Μ. Όρλώφ


τάς κατά τή; άιτοδοχής roD συγγράμματος τοΰ κ. Παπαμιχαήλ τπί
τώ βαθμω Magister, δεν άρνοϋμαι βεβαίως και δτι ό Καθηγ. Μ.
Όρλώφ δύναται νά έκκαλέτη την υπό τής Συγκλήτου ληφθεΐσαν καί
υπό τοΰ Πανιερ. Μ η τοοπολίτου κυρωθεΐσαν άπόφασιν περί αποδοχής
επισπμιονικοΰ έργου εν ελληνική γλώσση επί απονομή τοΰ βαθμού
Magister, καίτοι ούδεμία υπάρχει αμφιβολία περί τοΰ αποτελέσμα­
τος τής έκκλήσεως ταύιης, ή τις διευθύνεται οΐι μόνον κατά τής Συγ­
κλήτου, άλλα καί κατά τοΰ Άρχιερέως.
«Άποφαινόμενο; λοιπόν υπέρ τής τηρήσεως τής απολύτου νομι-
μότητος τής άποφάσετος τής Συγκλήτου περί αποδοχής τοΰ συγ­
γράμματος τοΰ κ. Παπαμιχαήλ, ώς πραγματείας επί τώ βαθμω Ma­
gister, δεν θεωρώ έπάναγκες νά έξ-:τάσω τούς λόγους εκείνους, δι’
οΰς ό Καθηγ. Όρλώφ θεωρεί έ ιυτόν άπηλλαγμένον τοΰ καθήκοντος
τοΰ δευτέρου κριτοΰ τής πραγματείας τούτης —, καίιοι δλη ή δύνα-
μις τή; δηλώσοως τοΰ Καθηγ. Όρλώφ, κατά τά φαινόμενα, περιέχε-
ται εν τώ δευτέρφ μέρει αυτής.
«Έάν δέ ή Σύγκλητος έπτθυμή νά συμφωνήση μετά τών τελευ­
ταίων δηλώσεων τοΰ Καθηγ. Μ. Όρλώφ, εγώ, ώς μέλος τής Συγ­
.

κλήτου, επιτρέπω εμαυτώ νά υποδείξω την εξής διέξοδον εκ τής τυ-
χαίως δηιιιουργηθείσης δυσχερείας :
1) Νά μή περιορισθή ό δεύτερος κριτής τοΰ βιβλίου τοΰ κ. Πα-
παμιχπήλ εις τήν τετράμηνον προθεσμίαν πρός υποβολήν τής περί
Π

αύτοΰ κρίσεώς του.


2) Νά διορισθή δεύτερος κριτής, άφοΰ εγώ πρώτος υποβάλω
Α.

τήν περί τοΰ βιβλίου κρίσιν μου,— διότι κατά τάς ημέρας ταύτας,
έ'νεκα τών συντόνων εργασιών τών κ.κ. Καθηγητών1, παρουσιάζονται
κωλύματα πρός εκλογήν δευτέρου κριτοΰ, άτινα μετά ταΰτα ευκόλως
δυνανται νά ύπερπηδηθώσι».

Μετά τάς δηλώσεις ταΰτας τοΰ Καθηγ. κ. Ί. Σοκολώφ, ό Κα­


θηγ. κ. Όρλώφ επήνεγκε συμπληρωμαιικάς τινας δηλώσεις εις τήν
προγενομένην δήλωσίν του, συγχρόνως δέ υπέδειξε καί τήν εξής περι-* *)

Θεολογίας καθόλου, δι’ αυτό τοΰτο δέον να κατέχη έν Θεολογική ’Ακαδημία


προνομιοΰχον θέσιν, απέναντι πάσης οίαςδήιτοτε άλλης ξένης νεωτέρας γλοόα­
σης. Διά τοΰτο δέ καί ύπάρχει έν αυτή ιδιαιτέρα "Εδρα διά τήν διδασκαλίαν
αύ τής.
*) ’Εν τή Άκαδημίρ: κατά τάς ημέρας ταύτας (’Απρίλιος—Μάϊος) διεξά-
-γονται αί προφορικοί έξετάσεις τών φοιτητών.
Ιστορία ένός επιστημονικού βαθμοο 95

-χοπί)ν εκ τής κρίσεως τοϋ κ. Σοκολώφ, τής γενομένης μέν δτε κατά τδ
•τελευταΐον έτος τών ακαδημαϊκών μου σπουδών ΰπέβαλον εν χειρό­
γραφα» την ’Εναίσιμόν μου επί τοΰ αυτοϋ θέμ (τος διατριβήν, δημο-
πιιενθείσης δ’ εν τοίς πρακτικοις τής Συγκλήτου τοΰ 1905 (εν σελ·
35G): «Ό συγγραφεύς, ώς ξένος, ουχί δλως ορθώς1 εκθέτει τάς σκέ­
ψεις του». Εις τοΰτο ό Καθηγ. κ. Σοκολώφ άντιπαρετήρησεν δτι
τό υποδειχθέν υπό τοΰ Καθηγ. Πρωθ. Όρλώφ απόσπασμα οΰδαμώς
αναιρεί την δήλωσιν αύτι)ΰ, δα ό κ. Π ιπαμιχαήλ δύναται σήμερον
νά συντάττη επιστημονικά φιλολογικά έργα καί έν ρωσική γλώσση,
διότι «πρώτον μέν, τό προσαχθέν άπόστασμα ανάγεται εις τό έτος
1905, έκτοτε δμως δ κ. Παπαμιχαήλ, καθ’ δσον εΐνε γνωσιόν
τφ κ. Σοκολώφ, έκαμε νέας προόδους έν τή ρωσσική γλώσση, διότι
μετά πλείστης προσοχής παρακολουθεί τήν ρωσικήν ιδεολογικήν φιλο­
λογίαν ώς Διευθυντής τών περιοδικών «'Εκκλησιαστικός Φάρος.» καί
«Πάνταινος», καί διεξάγει τήν ρωσικήν αλληλογραφίαν τοΰ Πατριαρ­
χείου 'Αλεξάνδρειάς· άλλα καί εκ τοΰ συγγράμματος τοϋ κ. Παπαμι-
χαήλ περί τοΰ άγ. Γρηγορίου Π (λαμα καταφαίνεται,' δτι καί εν
’Αλεξάνδρειά εξακολουθεί νά σπουδάζη καί τήν ρωσικήν ιδεολογικήν
φιλολογίαν, καί τήν ρωσικήν γλώσσαν· δεύτερον δέ, ή σημειωθεΐσα
.

εν τώ άποσπάσματι ατέλεια, άποτελοΰσα συνηθεστάτην ελλειτρlv καί
Ρώσων φοιτητών τής ’Ακαδημίας, δεν παρουσιάζεται δι’ επί μέ­
ρους συγγραφέα ώς τις έλλειψις ανεπίδεκτος διορθώσεως, δύναται δέ
νά έξαρτηθή εκ τυχαίων αιτίων, οιον εκ σπουδής προς συντέλεσιν
Π

εργασίας εμπροθέσμου».
Μετά τήν ούτω διεξαχθεΐσαν συζήτησιν, δ Πρόεδρος τής Συγ­
Α.

κλήτου Πρύτανις τής ’Ακαδημίας ’Επίσκοπος Γεώργιος έθηκεν εις


•ψηφοφορίαν τό ζήτημα υπό τήν εξής διατύπωσιν : «πρέπει νά παρα-
μείνη έν ϊσχύϊ ή από 22 Μαρτίου ληφθεΐσα άπόφασις τής Συγκλήτου
περί τοΰ ζητήματος τής αποδοχής επί τώ βαθμώ Magister Theolo-
giae τοϋ έν ελληνική γλώσση συγγράμματος τοΰ Candidat τής Θεο­
λογίας Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Έλληνος, ή ν' άναθεωρηθή ή υπό­
δεσις ;» Έπακολουτδησάσης τής ψηφοφορίας καί γενομένης τής διαλο­
γής τών ψήφων, «τών δοθεισών εις έκάτερον τών μελών τοϋ διλήμμα­
τος» τής προτάσεως, έπήλθεν ισοψηφία (έκ τών 22 παρόντων κατά
τήν ψηφοφορίαν'2 μελών, αί 11 έδόθησαν υπέρ τής ισχύος τής άκαδη-

Μ ’Από έπόψεως διατυπώσεως έν τη ρωσική φιλολογική γλώσση.


’) Οί Καθηγηταί τής ’Ακαδημίας συμποσοϋνται είς 33, "Εδραι δ' αύτής
εϊνε αί εξής :
1—2) Παλαιά ΑιαΘήκη [δύο έδραιή 3—4) Καινή Διαθήκη’[δύο έδραι]. 5)
96 Γρηγορίου Παπαμιχαλλ

μαϊκής άποφάσεως, αΐ δ' 11 υπέρ τής άναθεωρήσεως αυτή:), τής ψή­


φου δέ τοϋ Προέδρου άποδέιχθείσης μεταξύ ιών άποφανθέντων υπέρ
τής άναθεωρήσεως, άπεφασίσθη ή άναθεώρησις. Μετά τούτο ό ΙΙρΰ-
τανις προύβαλεν είς ψηφοφορίαν τό εξής ερώτημα: «νά δο9ή τώρα
αμέσως τό σύγγραμμα τοϋ Παπαμιχαήλ είς άλλον κριτήν, αντί τού
Καθηγ. Πρωθ. Όρλώφ, ή ν' άποταθή ή Σύγκλητος προηγουμένως
εις την 'Αγ. Σύνοδον προς διασάφησιν τοϋ άν όρθώς ή ’Ακαδημαϊκή
Σύγκλητος έπραξε διά τής από 22 Μαρτίου άποφάσεώς της δεχθεΐσα
επί τώ επιστημονικά» βαθμω Magister Theologiae τό σύγγραμμα
τοϋ Candidat τής ’Ακαδημίας εν τή Έκκλησ. 'Ιστορία, έκδεδομένον
Ιν γλώσση ελληνική». Τής πλειονοψηφίας άποφανθείσης υπέρ τής δευ·
τέρας προτάσεως, τό πρακτικόν υπεβλήθη προς κύρωσιν είς τον Μη­
τροπολίτην, δστις έσημείωσεν έπ’ αύτοΰ υπό ημερομηνίαν 1 Μαΐου
1911 : «Νά έτοιμασθή τό ερώτημα» (δήλα δή τό προς την 'Αγ.
Σύνοδον).'

Γ'

Μετά την υποβολήν τοΰ ερωτήματος τής 'Ακαδημαϊκής Συγκλή­


.

του εις την 'Αγ. Σύνοδον καί την εν συνοδική συνεδρία διεξοδικήν με­
λέτην τοΰ δλου ζητήματος, έν συνεδρία τής Συγκλήτου κατά μήνα
’Ιούνιον τοϋ αύτοϋ έτους, ό Πρύτανις άνεκοίνωσε τήν άπόφασιν τής
Συνόδου, έχουσαν οΰτω :
Π

Δογματική Θεολογία. 6) ’Απολογητική. 7) ’Ηθική Θεολογία. 8 — it) Πατρολο­


Α.

γία δύο έδραιλ 10) Ποιμαντική μετ’ ’Ασκητικής καί 'Ομιλητικής. 11) Λει­
τουργική. 12) Έκκλησιαστ. ’Αρχαιολογία καί Ιστορία τής Χριστιανικής Τέ­
χνης. 13) Εκκλησιαστικόν Δίκαιον. 14) 'Ιστορία τής ’Αρχαίας Εκκλησίας. 15)
'Ιστορία τής Έλληνο - ’Ανατολικής ’Εκκλησίας. 16) Ιστορία τής Ρωσικής
’Εκκλησίας. 17) Ιστορία τών Σλαυϊκών ’Εκκλησιών. 18) 'Ιστορία καί έλεγχος
τών δυτικών 'Ομολογιών έν συναφείς πρός τήν Ιστορίαν τής Δυτικής ’Εκ­
κλησίας άπό τοΰ 1054 μέχρι σήμερον. 19) 'Ιστορία καί έλεγχος τοΰ Ρωσι­
κού Ρασκόλ (Σχίσματος) καί τών Παλαιολατρών. 20) Ιστορία καί έλεγχος τών
ρωσικών αιρέσεων. 21) 'Ιστορία τής Φιλοσοφίας. 22) Συστηματική Φιλοσοφία
(Μεταφυσική) καί Λογική. 25' Ψυχολογία. 24) Παιδαγωγική. 25) Ρωσική Πολι­
τική 'Ιστορία. 26) Ελληνική γλώσσα καί φιλολογία. 27) Λατινική γλώσσα καί
φιλολογία. 28) Έκκλησιαστικο-Σλαυωνική καί Ρωσική γλώσσα καί Παλαιογρα­
φία. 29) Εβραϊκή γλώσσα, Βιβλική ’Αρχαιολογία καί Βιβλική Ιστορία. 30)
'Ιστορία τής Ρωσικής φιλολογίας. 31) ’Αγγλική γλώσσα καί φιλολογία. 32)·
Γαλλική γλώσσα καί φιλολογία. 33) Γερμαιική γλώσσα καί φιλολογία.
*) Πρακτικά τής Συγκλήτου τοΰ άκαδ. έτους 1911—1912 σελ. 229—238.
‘Ιστορία ένός επιστημονικοί) βαθμού 97

«Κατά διάταγμα (Ουκάζιον) τής Αΰτοΰ Αύτοκρατορικής Μεγα-


λειότητος1, ή 'Αγιωτάτη Διοικούσα Σύνοδος ή κ ου σε: την αναφο­
ράν τής ύμετέρας Πανιερότητος από 12 Μαΐου τοϋ έτους τούτου,
υπ’ άριθ. 518—4578 κατά παράκλησιν τής Συγκλήτου τής εν ΓΤε—
τρουπόλει Θεολογικής ’Ακαδημίας προς διασάφησιν τοϋ ζητήματος,
άν όρθώς έπραξεν ή Σύγκλητος δεχθεΐσα επί τώ βαθμφ Magister
Theologiae τό εν ελληνική γλώσση σύγγραμμα τοϋ Candidat τής
’Ακαδημίας Πετρουπόλεως Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, “Ελληνος, υπό
τον τίτλον «Ό άγ. Γρηγόριος Παλαμάς ’Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονί­
κης». Διέταξεν: Έπ'ι τή βάσει των διατυπωθεισών κρίσεων, ή
'Αγιωτάτη Σύνοδος ορίζει: νά έξηγηθή είς την Σύγκλητον τής Θεολο­
γικής 'Ακαδημίας Πετρουπόλεως, δτι τόσον εν τυΐς εν ενεργεία νό-
μοις τοϊς άφορώσιν είς τάς Θεολογικάς ’Ακαδημίας, δσον καί από επό-
ψεως τών συμφερόντων τής ρωσικής θεολογικής επιστήμης, δεν παρου­
σιάζονται κωλύματα προς αποδοχήν επί τφ βαθμφ Magister Theo­
logiae τοϋ εν λόγω εν ελληνική γλώσση συγγράμματος τοϋ Γρηγορίου
Παπαμιχαήλ»'2. * * * * * *
Τής συνοδικής ταύτης άποφάσεως γενομένης γνωστής τή Συγ-
κλήτω, άνεκόπη πάσα περαιτέρω συζήτησις, αντί δε τοϋ παραιτηθέν-
.

τος από τής κριτικής Επιτροπής Καθηγ. κ. Όρλώφ διωρίσθη κρι­
τής ό Καθηγ. τής Λειτουργικής κ. I. Α. Καραμπίνωφ.
Μετά τήν άντικατάστασιν ταύτην έκάτερος τών Καθηγητών-κρι-
τών χωριστά (I. Σοκολώφ καί I. Καραμπίνωφ) παρουσίασαν καί
Π

άνέγνωσαν τάς κριτικός αυτών εν άλλη συνεδρία τής Συγκλήτου,


άμφότεροι καταλήξαντες είς τό συμπέρασμα δτι τό σύγγραμμα τού κ.
Α.

Παπαμιχαήλ αναγνωρίζεται ως άξιον τής απονομής είς τον συγγρα­


φέα τοϋ βαθμού Magister Theologiae^. Ή Σύγκλητος μετά τήν

‘) ΑΙ αποφάσεις τής Συνόδου λαμβάνονται πάντοτε υπό τόν. τύπον τούτον


ανέκαθεν, λόγιο τής κατά τάς συνοδικός συνεδρίας παρουσίας τοϋ Αϋτοκρατο-
ρικοϋ 'Επιτρόπου, ώς άπό μέρους τοϋ Δύτοκράτορος.
2) Πρακτικά τής Συγκλήτου τοϋ άκαδ. έτους 1911—1912, σελ. 25 — 20.—
Ή άπόφασις αϋτη τής Συνόδου έδημοσιεύθη και έν τοΐς χρονικοϊς τοϋ επι­
σήμου συιοδικοϋ οργάνου -< 'Εκκλησιαστικοί Ειδήσεις».
a) Ή κρίσις τοϋ κ. Σοκολώφ έξεδόθη καί ιδιαιτέρως υπό τόν τίτλον: «Ό
άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, Άρχιεπ. Θεσσαλονίκης. Τά έργα αύτοΰ καί ή περί
'Ησυχίας διδασκαλία. Έξ άφορμής τοϋ συγγράμματος τοϋ Γρηγ. X. Παπα-
μιχαήλ: κ'Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, Άρχιεπ. Θεσσαλονίκης. Αλεξάνδρεια»
1911». 'Εν Πετρουπόλει 1913, σελίδες 90. Πρβλ. «Έκκλ. Φάρον» τ. ΙΓ’, σ.
87-90.

"ΈμηΚ, Φάρος,, τόμ. ΪΔ' τ«ΰχ. t-j/T-l-jiV (9Ιανονάη(θς·Δίάητως) 1915 7


98 Γρηγορίου Παπαμιχαήλ

άκρόασιν τών κριτικών ώρισε: «Συμφωνούντες προς τά πορίσματα τών


κρίσεων τών επισήμων κριτικών: τού τακτικού Καθηγητού I. I. Σο-
κολώφ και τοΰ εκτάκτου Καθηγ. I. Α. Καραμπίνοοφ περί τοΰ συγ­
γράμματος τοΰ Candidat τής Θεολογίας Γρηγορίου Παπαμιχαήλ, Έλ·
ληνός, υπό τον τίτλον «Ό άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ’Αρχιεπίσκοπος
Θεσσαλονίκης», δεχόμεθα τό είρημένον σύγγραμμα επί τώ επιστημο­
νικά) βαθμώ Magister Theologiae και επιτρέπομεν την δημοσίαν
αΐιτοϋ ΰπεράσπισιν εν δημοσία} colloquium, μεθ’ δ \θά ληφθή ή
οριστική κρίσις περί τής απονομής τοΰ ζητούμενου βαθμού εις τον
συγγραφέα.
Επίσημοι ένιστάμενοι1 εν τώ colloquium διορίζονται οί Καθηγ.
I. Σοκολώφ καί I. Καραμπίνωφ.
Περί τού χρόνου τοΰ colloquium ανατίθεται τώ Πανιερ. Πρυ-
τάνει νά συνεννοηθή μετά τού συγγραφέως τής πραγματείας καί τών
επισήμων ένισταμένων»'2.
Γενομένων τών εν τή άποφάσει ταύτη τής Συγκλήτου συνεννο­
ήσεων καί μετά την καί προς εμέ κοινοποίησίν των, διεβίβασα προς
την 'Αγ. Σύνοδον τής Ρωσίας αναφοράν, εν ή Ιξέθετον τούς λόγους,
.
δι’ους μοί είνε αδύνατον νά μεταβώ εις Πετρούπολιν προς δημοσίαν,

κατά τον νόμον, ΰπεράσπισιν τοΰ συγγράμματος μου, παρεκάλουν δ’
δπως έκτιμηθή δεόντως τό εύλογον αυτών καί δοθή πέρας εις την
ΰπόθεσιν άνευ τής διατυπώσεοος ταύτης, καθ' δσον μάλιστα ύπήρχον
Π

καί προηγούμενοι, εΐ καί σπάνιαι, παρόμοιοι περιπτώσεις.


Ή ‘Αγ. Σύνοδος κατιδούσα τό εύλογον τών δικαιολογιών έκύ-
Α.

ρωσε τό συμπέρασμα τών κριτικών, άνέθηκε δ’ είς τό πρωτεύον αυ­


τής Προεδρεύον μέλος, τον Πανιερ. Μητροπ. Πετρουπόλεως, δπως
ανακοίνωση τό πράγμα διά τής νομίμου οδού.
Μετά τούτο διεβιβάσθη προς την Α. Θ. Μν τον Πάπαν καί Πα-
τριάρχην ’Αλεξάνδρειάς κ. Φώτιον ή ακόλουθος επιστολή :

Τό Πρωτεύον μέ/.ο; Τφ Μακαριωτάτω Πατριάρχη τής Μεγάλης


της 'Αγιότατης
πόλεως ’Αλεξάνδρειάς καί πάσης γης Αί­
Διοιν.ούσης Συνόδου
γυπτου, Κΰρ Φωτίφ.

Πετρούπολις
Η ’Απριλίου 1011 Μακαριότατε,
*ΑριΐΚ ΟιίΚί.

Ή 'Αγιωτάτη Σύνοδος άκροασαμένη τής αναφοράς τοΰ Διευ&υν-

*) *0 ακαδημαϊκός ορος είνε «opponent».


J) Πρακτικά τής Συγκλήτου τοΰ άκαδ. έτους 1911—12 σελ. 152-153.
‘Ιοτορία ένός επιστημονικού βαθμοΰ 99

του τών δύο θεολογικών περιοδικών, των εκδιδομένων υπδ των ΙΙα-
τοιαοχείων ’Αλεξάνδρειάς, Γρηγορών ΓΙαπαμιχαήλ, περί απονομής
αυτώ του βαθμού Mllfjister Theolofjiae διά τδ σύγγραμμα αυτού υπό
τον τίτλον «Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ’Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονί­
κης» άνεν ύπερασπίσεως του συγγράμματος τούτον εν colloquium,
λα/ιβάνουσα δ’ νπ> οψιν οτι ό ΓΙαπαμιχαήλ δεν δνναται να ελθη εξ
’Αλεξάνδρειάς εις Πετρονπολιν εις τδ colloquium πρδς υπεράσπιση’
τής πραγματείας αυτού, και οτι κατά τάς κρίσεις τών Καϋηγητων τής
Αύτοκρατορικής Θεολογικής ’Ακαδημίας Σοκολώφ και Καραμπίνωφ
τδ είρημένον σύγγραμμα εινε άξιον τής απονομής τώ συγγράφει τον
βαθμού Mcigistc/' Theolofjiae, δΓ ορισμού αυτής άπδ 27—2Η Μαρ­
τίου 1014 υπ άριθμδν 2865 όδρισεν όπως άξιιοί)ή ό Παπαμιχαήλ τον
βαθμού Magister Theolofjiae διά τδ προμνημονευθεν σύγγραμμα
άνεν ύπερασπίσεως αυτού εν colloquium.
Άνατιθείς εμαυτδν ταις ' Υμετέραις ίεραρχικαΐς προσευχαΐς, δια-
τελώ μετ’ άδελιρικής εν Χριστώ άγάπης καί βαθ υτάτου σεβασμού
ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ
Μητροπολίτης Πετρονπόλεως.
.
Έκ τών μέχρι τούδε έκτεθέντων Ιπισήμων πρακτικών καί δια­

βημάτων καθίσταται καταφανές πώς μέν νοείται καί πόσον τιμάται
ή ’Επιστήμη καί, συνεπώς, οί επιστημονικοί βαθμοί εν Ρωσία, μετά
πόσης δέ τάξεως, σοβαρότητος καί ακρίβειας διεξάγονται τά τοιοΰτου
Π

είδους ζητήματα. Έξ άλλου δ’ ό γραφών ταΰτα θεωρεί εαυτόν ευ­


τυχή επί τώ οτι, υπό τοιαυτας συνθήκας πρωτοφανείς καί υπ’ αυτών
Α.

τών Ρώσων Καθηγητών χαρακτηρισθείσας ως «εξαιρετικός» διά


τά χρονικά τής Ρωσικής Θεολογικής ’Ακαδημίας, 'Έλλην επιστήμων
ήξιώθη υπ’ αυτής ανώτερου επιστημονικού Θεολογικοΰ βαθμοΰ, διά
τής περιπτώσεως δέ ταυτης ού μόνον εδημιουργήθη προηγούμε-
νον δικαίωμα, αλλά καί άνεγνωρίσθη προνομιούχος ή έν ταϊς
Ρωσικαΐς Άκαδημίαις θέσις τής Νεοελληνικής γλώσσης διά τής πρώ-
την ταύτην φοράν υποβολής συγγράμματος ελληνικού επί βαθμώ επι­
στημονικά».
ΝΕΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΑΙ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΓ
At προς την ΔιεύΦυνσιν έπεβταλμέναι συγγροφαί φέοουσιν άστεοίσκον.

Α'. ΚΡΙΤΙΚΗ

*,Κ ω ν στ αν τ ί νου Ν. Καλλινίκου, Πρωτοπρεσβυτέρου καϊ


Προϊσταμένου τής εν Μάντσεστερ Ελληνικής ’Ορθοδόξου 'Εκκλη­
σίας, «Πέραν τοΰ Τάφου». Έν ’Αλεξάνδρειά (Πατρ. Τυπογραφεΐον)
1914, 8°ν σ. 160.
Τό σύγγραμμα τοϋτο, δημοσιευθέν τμηματικώς έν τώ «Εκκλη­
σιαστικοί Φάρω», άνετυπώθη έν τω συνόλφ αύτοΰ είς τόμον. Ό συγ-
γραφευς έπέγραψεν αυτό χαρακτηριστικώτατα «Πέραν τον Τάφου»,
διότι τό έπασχολήσαν αυτόν θέμα εινε ή πέραν τοΰ τάφου ζωή, ή
αθανασία. Άλλ’ εινε δυνατή ή έξέτασις τοιουτου θέματος ; Εινε δυ­
νατή ή άπόδειξις τής περί αθανασίας αλήθειας ; Ό σ. προλαμβάνων
παρόμοιας ενστάσεις δικαιολογεί πληρέστατα έν τω προλόγω τό δυσχε-
ρέστατον αύτοΰ έγχείρημα, ύποδεικνύων διά γενικωτάτων γραμμών
τούς τρόπους δι’ ών μετά βεβαιότητος άποφαίνεται δτι, αν δεν σχίση
τό παραπέτασμα πέραν καί πέραν, πάντως όμως θά τό άνεγείρη έπί
μικρόν. Σαγηνεύει δ’ άληδώς τον άναγνοόστην από τών προπυλαίων
.
ήδη τοΰ θαυμάσιου αύτοΰ οικοδομήματος, ζωηρώς προεικονίζων αυτό

καί προεισάγων εις αυτό διά φωτεινοτάτων σκέψεων.
Διαιρεί τό σύγγραμμα είς δύο μέρη, ών τό μεν πρώτον γενικώς
εξετάζει τό ζήτημα περί τής αθανασίας, τό δέ δεύτερον είδικώς από
Π

χριστιανικής έπόψεως. Έν επτά κεφαλαίοις τοΰ α'. μέρους ό σ·


διεξέρχεται πάντα τά σχετικά ζητήματα άρχόμενος από τής σχέσεως
Α.

τοΰ σώματος καί τής ψυχής. Άναιρών τήν ύλιστικήν θεωρίαν περί
τής έν τώ άνθρώπω ύπάρξεως μόνον ύλης, άποδεικνύει τήν ψυχήν
ώς διάφορον τής ύλης, μή συνταυτιζομένην μετ’ αυτής, δύναμιν
πνευματικήν αδιαίρετον, διάφορον τής διαιρουμένης καί άποσυντι-
Νέαι ουγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 101

•γεμένης ύλης, συναπαρτίζουσαν την προσωπικότητα τοϋ ανθρώπου,


.-αυτεξούσιον, κυριαρχούσαν επί τού σώματος, μή δυναμένην ν’ άπο-
.θάνη μετά τής σαρκός. Τόμοι όλόκ?^ηροι δεν θά ήδυναντο νά λύσωσι
τά ζητήματα ταΰτα σαφέστερον. Έν ένί κεφαλαίφ ό σ. κατώρθωσε
νά συγκεντρώοη πάσας τάς δυνατάς αποδείξεις, πείθων, διότι αυτός
,εινε πεπεισμένος. Άποφεύγων τον σχολαστικόν τρόπον τής έρεύνης
τών ζητημάτων, προσάγει ζωντανάς καί αναντίρρητους αποδείξεις μετ’
εξαιρετικής παραστατικότητος καί τής χαρακτηριζούσης αυτόν χάριτος τού
.λόγου, ήτις προσδίδει ’ιδιαίτερόν τινα χρωματισμόν είς τάς σκέψεις
αυτού καί τούς συλλογισμούς. ’Αφελής καί απλούς, άπηλλαγμένος
παντός βάρους, λύει τά δυσχερέστατα τών άνθρωπολογικών προβλη­
μάτων καί εξάγει τά συμπεράσματα αυτού.
Παραστήσας εν τώ α'. κεφαλαίω την ψυχήν ώς αθάνατον και
άϋλον, έρχεται εις τό β'. κεφάλαιον νά έξεικονίση τήν ανεπάρκειαν τού
παρόντος βίου, ϊν’ άρυσθή εξ αυτής λαμπρόν επιχείρημα. Ύπό τήν
ανεπάρκειαν εννοεί τό άνικανοποίητον τών τής ψυχής πνευματικών
τάσεων Ιν τώ παρόντι βίω, διότι ή γνώσις, ή ελευθερία, ή πρόοδος,
;ή αγάπη, ό έρως προς τήν ζωήν μόνον έν τή αίωνιότητι εινε δυνα­
τόν νά ίκανοποιηθώσιν. Ό σοφός καί αγαθός Θεός δεν ήτο δυνατόν
.

νά προορίση ημάς διά τό στενόν παρόν, αλλά διά τό πλατύτερον μέλ-
•λον. Ό Θεός είνε δίκαιος, δεν υπάρχει δμως επί τής γής ή μεταξύ
.ήθικότητος καί ευδαιμονίας αρμονία, άρα, συμπεραίνει ό σ., υπάρχει
άλλη ζωή, ένθα ή δικαιοσύνη εντελώς θά θριαμβεύση. Τούτο αποτε­
Π

λεί «τήν λαμπροτέραν, λαϊκωτέραν, ισχυροτέραν καί πειστικωτέραν


•συγχρόνως απόδειξιν^· τής αθανασίας τής ψυχής, κατά τον Cousin,
Α.

προσάγει δέ ό σ. στίχους εξ αποσπάσματος τού Φιλήμονος, δι' ών


επισφραγίζει τό β'. κεφάλαιον.
Έν τώ γ\ καί δ', κεφαλαίω προσάγει τάς πεποιθήσεις τών δια­
φόρων λαών, ιδία δέ τού ελληνικού, καί τήν πίστιν αυτών είς τήν
μετά τθάνατον ζωήν, επιμελέστατα συναγαγών αυτήν καί έξ εθίμων
νεκρώσιμων καί έκ παραδόσεων καί εκ συγγραμμάτων. Λαμπρά άμφό-
τερα τά κεφάλαια, έν οις έξεικονίζεται ή αγωνιώδης τού ανθρώπου
προσπάθεια νά μαντεύση τί συμβαίνει πέραν τού τάφου, ή πεποίθη-
οις αυτού περί τής έπιβιώσεως. Περαιτέρω ό σ. έξετάσας τά διάφορα
ψυχικά φαινόμενα έν τφ ε'. κεφαλαίω καί παρασχών τήν ορθήν αύ-
ΐών έξήγησιν, έν στ', κεφαλαίω άποδεικνύει τό ψεύδος τής μετεμψυ-
;χώσεως καί τής κοινωνικής άπορροφήσεως, ΐνα έν τώ ζ'. καί τελευ­
ταία) κεφαλαίω παραστήση τάς έλλείψεις τών έκτος τού Χριστιανισμού
102 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

παραστάσεων περί τής αθανασίας. Συμπληρών δε τό πρώτον μέρος


τής πραγματείας υποδεικνύει, δτι ή άνθρωπότης εις εαυτήν άφιεμένη
ήτο ανίκανος νά έπιλύση τά μεγάλα περί τής αθανασίας προβλήματα.
Τό δεύτερον μέρος δύναται νά θεωρητή ώς διδασκαλία τοϋ Χρι­
στιανισμού περί τής αθανασίας. Κατορθώνει καί εν αύτώ ό συγγρα-
φεύς νά συγκεντρώση εις Ιπτά κεφάλαια πάντα τά σχετικά προς τό
εξεταζόμενον ΰπ’ αυτού ζήτημα. Χαρακτηρίζει εν τώ α'. κεφαλαίω
καί έπεξηγεΐ την περί αυτού άποκάλυψιν εν τή Παλαιό Διαθήκη,
υποδεικνύει έν τώ β'. τά χάσματα καί τούς περιορισμούς εν τή περί
αθανασίας διδασκαλία τοΰ ’Ιουδαϊσμού καί τάς Ραββινιστικάς δια-
στροφάς καί την τελειοποίησιν τής περί αθανασίας ιουδαϊκής διδα­
σκαλίας υπό τού Κυρίου ημών ’Ιησού Χριστού, την σχέσιν τού φυ­
σικού θανάτου προς την βασιλείαν τών ουρανών, την περί ζωής δι­
δασκαλίαν, τέλος την ένεστωτικήν ή ηθικήν οψιν τής βασιλείας τών
ουρανών καί τήν μελλοντικήν ή εσχατολογικήν. Ούτω, προκαθόρισα:
τάς χριστιανικός βάσεις τού εξεταζόμενου ζητήματος, εισέρχεται ό σ.
εν τώ γ'. κεφαλαίω είς τάς λεπτομέρειας. ’Εξετάζει έν αύτώ τήν συν­
τέλειαν τοΰ κόσμου, παρέχων τήν ορθήν ερμηνείαν τών σχετικών χω­
ρίων καί ενδείξεων τής 'Αγίας Γραφής, εκθέτει επί τή βάσει αύιής
.

τά κατά τήν δευτέραν παρουσίαν τού Κυρίου, καί τό κριτήριον, επι-
λαμβανόμενος καί τοΰ ζητήματος περί συντέλειας τού κόσμου, ΐνα
παραστήση τάς ματαίας έν αύτώ απόπειρας τής έπιστήμης. Τά τρία
περαιτέρω κεφάλαια άφιεροΐ εις τό ζήτημα περί τής άναστάσεως τών
Π

νεκρών γενικώς καί, είδικώτερον, είς τά προ καί μετά τήν άνάστασιν,
παρενείρων πάντα τά σχετικά, έξαιρέτως δέ τά περί τοΰ Παραδείσου
Α.

καί τής Κολάσεως, διδάσκων δτι ό Παράδεισος καί ή Κόλασις δεν


είναι τόποι, αλλά πνευματικοί καταστάσεις. Τό τελευταΐον κεφάλαιον
επιγράφει «είς τούς ουρανούς». ’Εν αύτφ ό σ. περιγράφει τήν μετά
θάνατον έν τώ Παραδείσω ζ^οήν. Υποδεικνύει, δτι έν τοΐς ουρανοί:
αί δυνάμεις λειτουργούσιν εύγενέστεραι, τελειότεροι καί ακμαιότεροι,
καί δτι ό Παράδεισος είναι ή τελειοτέρα γνώσις, αΐσθησις, έλευθε-
ρία, αγάπη, ζωή κοινωνική, θεωρία τού θείου, τελειώνει δέ τό κεφά-
λαιον καί τήν δλην πραγματείαν διά τής παλαιός αλληγορίας τοΰ
Έρωτος καί τής Ψυχής, ήν οί πρώτοι Χριστιανοί παρά τών έθνι-
κών παραλαβόντες παρίστων έπί τών τάφων.
Τοιούτο τό περιεχόμενον τού συγγράμματος, ούτινος άπήλαυσαν
ήδη τού «Έκκλησ. Φάρου» οί άναγνώσται. Πάσα λεπτομερής αυτού
άνάλυσις μόνον νά βλάψη δύναται. Διότι τό έ'ργον τούτο αποτελεί
Νέαι ουγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 103

αρμονικόν τι σύνολον, ούτινος τά μέρη ακριβέστατα μέν ύπελογίσθη-


σαν, θαυμασίως δέ προς άλληλα συνεδέθησαν. Ό διεξερχόμενος αυτό
διατελεΐ διαρκώς αιχμάλωτος τοϋ συγγραφέως, δστις γνωρίζει ούχ'·
μόνον τί πρέπει νά εΐπη, άλλα καί πώς αυτό νά εΐπη. Καλλιτέχνης
τοΰ λόγου ό συγγραφεύς έμόρφωσεν ίδιον ύφος, δπερ έξαιρετικώς
εν τω έργω του τούτω εξεδηλώθη. 'Εντεύθεν ιό έ'ργον έχει καί λο­
γοτεχνικήν αξίαν μεγάλην. Ή ζωηρότατη καί παραστατική έ'κτρρασις
εξυπηρετεί άρμονικώτατα τα υψηλά νοήματα, τήν πειστικωτάτην λΰσιν
προβλημάτων, τούς συλλογισμούς, τάς σκέψεις. Δεν ε’ινε ξένος προς
τό θέμα του ό συγγραφευς, ούδ’ επιδιώκει απλώς επιστημονικούς
σκοπούς. Τάς γνώσεις, άς άπανταχόθεν δαψιλέστατα ήρύσθη, έχρη-
σιμοποίησε μόνον προς ενίσχυσιν τών λεγομένων του, καί προσήγαγε
χάριν τών δυσπιστούντων. Αυτός αποκαλύπτει πάν δ,τι ένδομύχως αι­
σθάνεται, έκδηλοΐ πεπυίθησιν καί ζητεί νά μετάγγιση ταύτην εις τήν
ψυχήν τών αναγνωστών του. ’Εντεύθεν ή έκθεσίς του έχει έξαρσιν
μεγάλην, ύπηρετουμένη υπό ανθηρού ύφους, προσφυέστατων εικόνων
καί παρομοιώσεων. ΠολΔαχού ή έκθεσις περιβάλλεται τής ποιήσεως
τήν καλ,λονήν έν πεζώ λόγω. Δεν γνωρίζω άν ποτέ συγγραφεύς ξένος
.
ή ήμέτερος ήδυνήθη μετά τοσαύτης χάριτος καί μετά τηλικαύτης επα­

γωγού πειστικότητος νά έπιληφθή τοιούτου δυσχερεστάτου ζητήματος»
οΐον τό περί αθανασίας. Άναμφιβόλως όμως ό κ. Καλλίνικος ηύιύ-
χησε νά παρουσιάση τελειότατον δι’ δν έπεδίωξε σκοπόν καί ώραιότα-
τον έργον.
Π

Έν Άΰήναις.
Άρχιμ. Χρυσόστομος Α. Παπαδοπουδος
Α.
104 Νέα·, συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Β- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Σύντμησις των τίτλων τών έν τή Βιβλιογραφία άναφερομένων περιοδικών ·


ΛΒ-Anal. Bollandiana ΘΑ—Θεολογ. 'Αγγελιαφ. Μόσχας
ΑΘΝ — 'Αθήνα Αθηνών IKZ-Intern. Kirchl. Zeitschrift
ΑΝΤ—Άνάπλασις Αθηνών ΙΠ.—Ιερός Πολύκαρπος
ΑΝ Π—Anthropos ΙΣ —Ιερός Σύνδεσμος
ΑΠΕ—Άνακ. Παλαιστ. 'Εταιρείας JA—Journal Asiatique
BAL—Bull, d'anc. litter. JTHS—Journ. of Theol. Stud.
BLE—Bull, de litt. eccles. ΛΑΟ - Λαογραφία
BX —Βιιζαντ. Χρονικά Πετρουπ. ΜΣ — Μοϋσαι Ζακύνθου
BZ —Byz. Zeitschrift ΜΣΚ—Μουσική ΚΠόλεως
ΓΡΜ - Γράμματα ’Αλεξανδρείας ΝΕ — Νέος Έλληνομνήμων
ΔΑΠΧ—Δελ. Αΰτ. Πανεπ. Χαρκόβου ΝΣ-Νέα Σιών
DZ—Die Zukunft OCH—Oriens Christianus
ΔΥΠ—Δελτ.ρωσ. Ύπ. Παιδ. OOM—Ορθόδ. Ομιλητής Καζάν
ΕΑ-Εύρωπ. Άγγελιαφόρος Πετρουπ. ΟΙΙΣ—Όρθ. Παλαιστ. Συλλογή, ρωσ.
ΕΑΚ—Έργα Άκαδ. Κίεβου ΠΝΘ— Παναθήναια. ’Αθήναι
ΕΑΒ—Έκκλησ. ’Αλήθεια Βερολίνου ΠΝΤ—Πάνταινος
ΕΑΚΠ—Έκκλησ. ’Αλήθεια ΚΠόλεως ΠΛ — Πίστις και Λόγος. Χάρκοβον
EBD—Ebdomadaire RB - Revue Biblique
ΕΕΤ - Έκκλ. Είδ. Τριπ. 'Ελλάδος RHE-Revue d Hist. Eccles.
ΕΙΠ —Έπιστημ. ίστ. περιοδ. Πετρουπ. RACH—Rivista di Apost. Christ.
ΕΚ—Έκκλησ. Κήρυξ Λάρνακος RO —Roma e 1 Oriente
ΕΚΑ—Έκκλ. ’Αγγελιαφ. Πετρουπ. RSR-Rech. de sc. relig.
ΕΟ —Echos d'Orient STR-Strannik. Πετρούπολις
ER-The Eccles Review, Philadelfia TOL—Theol. u. Glauben.
EY—Ευαγγελισμός ΚΠόλεως
.
THQ—Theol. Quartalsch.

ΕΦ — Έκκλ. Φάρος XA — Χριστ. ’Ανάγνωσμα. Πετρούπ.
ETD—Etudes. Compagnie de Jesus XK—Χριστ. Κρήτη
ΕΤΗ - Etudes de Theol. historique ΧΡ—Χριστιανός. Μόσχα.
ET—Etudes ΧΡΚ—Χριστιανικός Κόσμος Σύρου
ZKT - Zeitsclir. f. kath. Theol.
Π

Συντάκται τής Βιβλιογραφίας : X. [Χρυσόστομος Α. Παπαδόπουλος], Δ. Κ. [Δημήτριος


Καλλίμαχος], Γ. Π. [Γρηγόριος Παπαμιχαήλ],
Α.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Πετρόβαχη Π., Έπί τοϋ ζητήματος τής γενέσεως τής θεωρίας


τοΰ Φαλλμεράϋερ (ΔΥΠ 1913 Νοέμβρ. σελ. 107—149).
Διά τής πραγματείας του ταϋτης ό σ. υποδεικνύει, δτι έν τφ ζη-
τήματι τής τόσον διαβοηθείσης θεωρίας τοϋ Φα?ιλμεράϋερ περί τής
καταγωγής τών νεοελλήνων καί τοϋ τελείου Ικσλαυϊσμοϋ τής Έλλάδοςι
ot περί αυτήν άσχοληθέντες εϋρωπαΐοί τε και σλαϋοι επιστήμονες δεν
διηυκρίνισαν ως έμπρέπει την έν αϋτφ θέσιν τοΰ αύστριακοϋ σλαυϊ-
στοΰ Β. Kopidar, δστις προ τοΰ Φαλλμεράϋερ είχε διατυπώσει τάς
αύτάς σχεδόν θεωρίας έν ταΐς έθνολογικαις, γεωγραφικαΐς καί γλωσ-
σολογικαις αδτοΰ έρεϋναις περί τής γλώσσης καί φιΐιολογίας τών νε-
ωτερών Ελλήνων. ιΟ σ. άποδεικνϋει έπί τή βάσει τής έπιμελώς συλ-
λεγείσης φιλολογίας τοϋ ζητήματος προ τοΰ Φαλλμεράϋερ καί μετά
Νέαι αυγγραφαί καί μελέτα'. — Κριτική καί Βιβλιογραφία 105

γην έμφάνισιν τοΰ α' τόμου τοΰ έργου του, ότι ή βάσις τής θεωρίας
-ιοΰ Φαλλμεράϋερ ήτο ή αυτή προς την τοΰ Kopidar, καίτοι άμφότε-
ροι ήγνόουν τάς εργασίας άλλήλων, μόνον δέ τό πόρισμα τοΰ πρώ-
tov περί τής τελείας έκλείψεως τής Ελληνικής φυλής έν Ευρώπη
παρουσιάσθη ώς νέον, λέγει δέ καταλήγων, ότι «καί εάν ούδείς δυ­
νατοί νά άρνηθή την σημασίαν των εργασιών τοΰ Φαλλμεράϋερ εν
τή έννοια ότι ήγαγεν, έφ’ όσον τοϋτο ήτο δυνατόν επί τή βάσει
τών συγχρόνων επιστημονικών δεδομένων, εις την λεπτομερή διασά-
φησιν ενός εκ τών σπουδαιότατων ζητημάτων τής βυζαντινής ιστο­
ρίας, τοΰ ζητήματος περί σλαυϊκής έπιδράσεως έν Έλλάδι, δεν πρέπει
όμως νά λησμονώνται καί αί ύπηρεσίαι τόϋ έπιστήμονος έκείνου,
όστις ύπήρξεν ό πραγματικός αίτιος τής γενέσεως αυτής, καί, αν καί
δεν άνέπτυξεν αυτήν λεπτομερώς, όμως δεν ώθησεν αυτήν καί μέχρι
τοΰ άντεπιστημονικόΰ παραδόξου, έπιδιώκων νά έμποιήση έντΰπω-
σιν», όπως έπραξεν ό Φαλλμεράϋερ. Την μελέτην ταυτην ιδιαιτέ­
ρως συνιστώμεν εις την προσοχήν τών παρ’ ήμΐν ιστορικών, εθνο­
λόγων καί γλωσσολόγων. Γ. Π.
Σαγαρδά Λ., Σύμβολα! εις την 'Ιστορίαν τοΰ Χριστιανισμού έν
Συρία (ΧΑ Μάρτ. 1914 σ. 383—4.03).
.

Αί σύμβολα! αΰται εινε μετάφρασις τών άκαδ. αναγνωσμάτων»
τών υπό τοΰ καθηγ. τοΰ έν Καΐμπριδζ Πανεπιστημίου κ. F. C. Bur-
kitt —γνωστοΰ έκ τών ερευνών του περί τών αρχαίων συριακών μετα­
Π

φράσεων τών Ευαγγελίων— γενομένων τώ 1904 έν τώ έν Λονδίνω


ναώ τής άγ. Μαργαρίτας. Ία αναγνώσματα ταΰτα έξεδόθησαν υπό
Α.

τον τίτλονEarly Eastern Christianity, London, 1904, μετεφράσθη-


σαν δέ τώ 1907 καί εις την γερμανικήν υπό τοΰ Ε. Preuschen
(Urchristentum im Orient) διά την σπουδαιότητα αυτών. Ένταΰθα
παρατίθεται τό πρώτον άκαδ. ανάγνωσμα τοΰ Burkitt, πραγματευό-
,μενον περί τής πολιτικής θέσεως τής Εδέσσης, περί τής εκεί αρχής
τοΰ Χριστιανισμοΰ, περί τών περί Άβγάρου παραδόσεων μέχρι
τοΰ Σεραπίωνος ’Αντιόχειας, μεθ’ όν ό λόγος περί τοΰ καταλόγου
τών Επισκόπων Εδέσσης. Γ, ΓΙ.
'ΣοΗολώφ I. I. καθηγ., 'Η Εκκλησία Αντιόχειας, πραγματεία
περί τής συγχρόνου αυτής καταστάσεως. Πετρουπολις 1914, σ. IV—
■ 9δ, ρωσ.
Ό γνωστότατος παρ’ ήμΐν Ρώσος Καθηγητής έν τή μονογραφία
αυτοΰ ταυτη απεικονίζει τήν σύγχρονον θέσιν καί κατάστασιν τής
.Εκκλησίας ’Αντιόχειας κατά πάσας αυτής τάς έκδηλώσεις. Ώς αφορμή
106 Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

προς σύνταξιν τοΰ έργου έχρησίμευσεν εις τον σ. ή επ’ εσχάτων έν


Ρωσία έπίσκεψις τοΰ Μακαρ. Πατριάρχου ’Αντιόχειας κ. Γρηγορίου
άφ’ ενός, και άφ’ ετέρου ή παντελής έν τή ρωσική φιλολογία έλλει-
ψις πλήρους και άρτιας εργασίας περί τής Εκκλησίας ταύιης. 'Ως καί
ό συγγραφεύς αναφέρει έν τώ προλόγω αύτοϋ, τό κέντρον τής βαρύ—
τητος τής πραγματείας τούτης έγκειται έν τφ χαρακτηρισμώ τής διοι-
κήσεως τής ’Εκκλησίας ’Αντιόχειας έπί τή βάσει τής λεπτομερούς έπι-
στημονικής άναλΰσεως τοΰ ίσχύοντος Κανονισμού τής ’Εκκλησίας τού­
της (τής 31 Μσΐου 1906), δστις ούτε έν τή ρωσική, ούτε έν τή ευρω­
παϊκή φιλολογία έγένετο μέχρι τοΰδε άντικείμενον έπισταμένης με­
λέτης πρός σκοπούς καθαρώς έπιστημονικοΰς. Ούτως έν 20 κεφα-
λαίοις έξετάζεται ή έξωτερική θέσις τής Άντιοχικής Εκκλησίας, αί
προσφάτους κατά τά, τελευταία έτη γενόμεναι μεταβολαί έν τή ιεραρ­
χία αυτής, ή θέσις, τά δικαιώματα καί τά καθήκοντα τού Πατριάρ­
χου ’Αντιόχειας, ή τάξις τής πατριαρχικής έκλογής, ή άνωτάτη έκκλη-
σιαστική διοίκησις (Σύνοδος), τό ορθόδοξον πατριαρχικόν συμβούλων
καί τό μικτόν, τό πνευματικόν δικαστήριον, τά όφφικιούχα των Πα­
τριαρχείων πρόσωπα, αί έπαρχίαι τής Εκκλησίας, ή έκλογή τών μη­
τροπολιτών καί τά δικαιώματα αυτών
.
καί καθήκοντα, ή θέσις τών

μητροπολιτών κατά τά εαυτών βεράτια, ή έπαρχιακή διοίκησις, τά
κατά τάς ένορίας, τον κλήρον καί τον λαόν, ή κατάστασις καί ό ορ­
γανισμός τής έκπαιδεύσεως καθόλου, αί μοναί, ή έν τώ Άντιοχικώ
Π

κλίματι δράσις τών ετεροδόξων προπαγανδών κλ. Τό έργον είνε συν-


τεταγμένον μετά τής έπισταμένης άναλυτικότητος καί τής παμμεροϋς
Α.

ερεύνης, ήτις διακρίνει πάντα τά έργα τού σοφού συγγραφέως.


Γ. Π.
*Δνοβοννιώτον Κ. Νικηφόρος ό Θεοτόκης. Άνατύπωσις εκ
τής «Νέας Σιών». Έν 'Ιεροσολύμοις, Τύποις 'Ιερού Κοινού τού
Παναγ. Τάφου, 1913, σελ. 38.
Έν τή μελέτη ταύτη μετά την έκθεσιν έπιτόμου βιογραφίας τού
Θεοτόκη, ό λόγος γίνεται περί τε τών έκδεδομένων καί τών ανεκδό­
των τοΰ αειμνήστου ιεράρχου έργων, έπισυνάπτεται δε τό κείμενον έξ
ανεκδότων αυτού έπιοτολών, ειλημμένων έκ τοΰ 1335 χειρογράφου
τής Βιβλιοθήκης τοΰ Πανεπιστημίου τής Ελλάδος, ών τινές εινε
όίξιαι πολλής προσοχής. Γ. II,
Γιαζούαιεβιτς Μη., Ό έπί Δεκίου διωγμός κατά τών χριστι­
ανών (249—251). Σελίς έκ τής ιστορίας τών πρώτων χριστιανικών
αιώνων (ΠΑ 1914 Ν° 1 σ. 63—74 καί 2 σ. 164—177).
Νέαι αυγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 107

Allard Paul, Les esclaves chretiens depuis les premiers


temps de l’Eglise jusqu’a la fin de la domination Romaine en
Occident· Paris, Lecoffre—Gabalda, 1914 a. XIII —486.
Στρουμένακη Μ., Ή σχέσις των αύτοκρατόρων προς τάς
αρχαίας Οικουμενικός Συνόδους (STR Δεκ. 1913, σελ. 675 — 706).
Sallet L., Histoire de l’Eglise. Paris, De Gigord, 1913,
a. XXIV—424.
Βασίλειον Άρχιμ., Περί τής σημασίας τής Εκκλησίας (ΕΑΚ
1913, Δεκ. σ. 457—466).
Αέμπεδεφ Δ., ιερέως, Έκ της εποχής τών άρειανικών ερίδων :
Ό Παυλΐνος καί ό Ζήνων Επίσκοποι Τΰρου (ΒΧ τ. XX, 1913, σ.
117—188).
Αιαοιταιένκο Τ., ιερέως, Τα κοπτικά πρακτικά τής Γ’ Οικουμ.
Συνόδου, Εισαγωγή. (ΕΑΚ 1914 Μάρτ., τ. 393—419).
’Αδαμάντιου Άδαμ., 'Η μετονομασία τών τοπωνυμιών τής
Ελλάδος (Έφημ. «Νέα Ελλάς»—Άθήναι, 30 Μαρτ. 1914).
* Μελισσηνοϋ Χριστοδούλου, δ. ν. Επισκόπου ΓΙαμφίλου (νϋν
Μαρωνείας), Τά Ταταϋλα, ί'ιτοι Ιστορία τών Ταταούλων. Έν ΚΠό-
λει 1914, σ. η'—352. (Τιμ. φρ. 20).
.

* Βώκου Γερασίμου, Μεγάλη Ιστορία τοϋ Βαλκανο-τουρκικού
πολέμου. Τεύχος 1. Έκδοσις Βιβλιοπωλείου Δ. Δημηιράκου. Έν
’Αθήναις, Σταδίου 36, σελ. 80 Τιμ. δρχ. 0,50.
Π

Ροατόβταεφ Μ., Ή Ελληνική Άσία κατά την εποχήν τών Σε-


λευκιδών (ΕΙΠ Ν° 1, 1914, σελ. 39—63).
Α.

Αέμπεδεφ Δ. Ιερέως, Συμβολή εις τό ζήτημα περί τής Άντι-


οχικής Συνόδου τού 324 καί περί τής έν Άγκυρα Συνόδου (ΕΑΚ
1914 Άπρίλ. σ. 585—601, μετά συνεχείας).
Κακάβα Γρηγ. Π., 'Η έν ΚΠόλει Ζωοδόχος Πηγή υπό ιστορι­
κήν έποψιν (έφημ. «Φάρος τής ’Ανατολής» Τραπεζοΰντος άριθ. 532
1914). Ενταύθα τό τέλος τής μελέτης. Γ. Π.
Αέμπεδεφ Δ. Ιερέως, Συμβολή εις τήν ιστορίαν τής παρ’
Εβραίοις, Έλλησι καί Ρωμαίοις χρονολογίας [ΔΥΠ ’Ιούνιός 1914
σ. 266—299],
Σπουδαία επιστημονική διατριβή μαρτυρούσα πολυμάθειαν καί
κρίσιν. Γ. Π.
Ίβανώφ Μπ. Π., Αι δημόσιαι βιβλιοθήκαι τής αρχαίας Ρώμης.
Καζάν, 1914. (ρωσ.).
Wellnhofer Μ., Johannes Apokaucos, Metropolit von
.108 Νέαι αυγγραφαϊ καί μελέτα·.— Κριτική καί Βιβλιογραφία

Naupaktos in Aetolien (1155—1233). Sein Leben und seine


Stellung im Despotate von Spirus unter Michel Doukas und
Theodoros Komnenos. Munich, 1913, p. G9.
Βολομηονγεφ Μη., Ή Οικουμενική Σύνοδος και δ Πάπα;
Ρώμης [ΙΙΛ 1914 ’Ιούλιος σελ. 28—42, μετά συνεχείας].
Διά τής μελέτης ταύτης 6 σ. σκοπεί νά καθορίση επ'ι τή βάσει
τών ιστορικών γεγονότανν τόν βαθμόν τής μετοχής των Παπών Ρώ­
μης έν ταΐς Οικουμ. Συνόδοις και την πραγματικήν αυτών εν ταυ-
ταις θέσιν. Μερικώτερον ιδέ πραγματεύεται περ'ι τών εξής ζητημά­
των : α' άν όντως οι Πάπαι Ρώμης συνεκάλουν τάς οικουμ. Συν­
όδους και αν πάντοτε εις αυτούς άνήκεν ή τοιαύτη πρωτοβουλία' β'
.αν προήδρευον έν αύταΐς ή γενικώς αν κατε'ιχον τήν πρωτεύουσαν
θέσιν, καί άν ή γνώμη αυτών έβάρυνεν επί τής τελικής άποφάσεως
έν τή διατυπώσει τών δογματικών καί λοιπών εκκλησιαστικών αλη­
θειών γ' άν διά τοϋ κύρους αυτών οί Πάπαι έπεκύρουν τάς συν­
οδικός αποφάσεις ή απλώς μόνον τάς άπεδέχοντο· καί, τέλος, πώς
αί Οικουμ. Σύνοδοι έθεώρουν τόν Ρώμης Επίσκοπον, άν δήλα
δή παρεδέχοντο αύτόν ώς διδάσκαλον τής πίστεως καί τής ηθικής, καί
άν τό κύρος αυτού έθετον ύπεράνω
.
τών συνοδικών αποφάσεων.

Γ. Π.
Ξαν&ουδίδον Στεφ., Δύο νέα βιβλία περί τής Εκκλησίας Κρή­
της έπί ’Ενετοκρατίας [ΧΚ έτ. Β', τεύχος Β', 1914 σ. 247—300].
Π

Ό σ. ένταΰθα έχει ύπ’ οψιν δύο προ μικρού έκδοθέντα μικρά


βιβλία σχετιζόμενα πρός τήν έπί’Ενετοκρατίας ιστορίαν τής έν Κρήτη
Α.

’Εκκλησίας, αναλύει δ’ έξ αυτώντό έ'τερον : Ενα Tea, Saggio sulla


storia religiosa di Candia dal 1590 al 1630, Venezia 1913.
Γ. Π.
Stiglmar Josef, Synesius von Kyrene, Metropolit der
Pentapolis [ZKT 1914, III, σ. 509—5631-
Salaville S., Un peuple de race turque christianise au
XIII siecle; les Comans [EO Mai—Juin 1914 σ. 193-208]
*Ehrhard Albert Dr, Das Christentum im romischen Rei-
che bis Konstantin. Seine aussere Lage und innere Entwicklung,
Rede gehalten am Stiftungsfest der 'Kaiser Wilhelms-Universi-
tat Strassburg am 1. Mai 1911. Strassburg, J. H. Ed. Heitz, 1911,
σ. 52.
Allard Paul, Les esclaves Chretiens depuis les premiers
temps de l’Eglise jusqu’a la fin de la domination en Occident·
Paris, Gabalda, 1913, σ. XIII—484.
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 109

X., Les Bulgares et l’Eglise romaine depuis cinquante ans


(ETD, 1914, III).
Τερνάβταεφ B., Ή ρωμαϊκή αυτοκρατορία κα'ι ό Χριστιανισμός
(ΘΑ, Ίαν. 1914, σ. 18—50).
Gougaud L., La danse dans les Eglises (RHE, XV, N1'
1, 1914 σ. 5—22 και έξ).
* Μπουξεοχούλ Β., Ή άρχαιότης κα'ι ή σύγχρονος εποχή.
Σύγχρονα -θέματα έν τή αρχαία Έλλάδι. "Εκδ. βα, συμπεπληρωμένη. ·
Πετρούπολις, 1914, σ. IV—210 (ρωσ.).
Ό κα'ι εξ άλλων σπουδαίων έργων περί τής Ελληνικής 'Ιστο­
ρίας γνωστός έλληνομαθέστατος καθηγητής τοΰ Πανεπιστημίου τού ‘
Χαρκόβου κ. Μπουζεσκούλ εν τώ έργω του τούτφ πραγματεύεται έν
δέκα κεφαλαίοις περί πολιτικών καί κοινωνικών τινων εκφάνσεων,
αϊτινες, χαρακιηρίζουσαι τήν σύγχρονον ήμϊν εποχήν, δέν παρουσιά­
ζονται ως νέαι τινές αυτής είδικως μορφαί, άλλ’ άποδεικνύονται προ-
ϋφιστάμεναι ήδη έν τή κοινωνία καί τή πολιτεία τής αρχαίας Ελλά­
δος. Τοιαΰται εινε αι περί Πολιτείας, περί ηθικών αυτής βάσεων,
περί πολίτου, τύπων διοικητικών, ελευθερίας καί ίσότηιος, περί νό­
.
μου, ποινής, δικαίου καί δυνάμεως, περί κοινωνισμοϋ, περί γεωργικών

τάξεων (επί τών ΙΙτολεμαίων), τοΰ (έν ’Αλεξάνδρειά) αντισημιτισμού, ·
περί τού γυναικείου ζητήματος, περί ατομισμού, άπαισιοδοξισμοΰ καί
κοσμοπολιτισμού, περί Ιατρικής καί υγιεινής, περί έκπαιδεύσεως, περί
Π

τοΰ βίου τών πόλεων κλ. Διά τών ιστορικών τούτων αναδρομών
προς τό κλασικόν παρελθόν ό σ. προσεπάθησε νά υπόδειξη πόσον
Α.

πολλά σύγχρονα φαινόμενα ύπήρχον καί έν τώ αρχαίο) κόσμω καί


ποσον, ένεκα τούτου, ό κόσμος οΰτος παρουσιάζεται συγγενής προς
τήν καθ’ ημάς έποχήν καί πόσον, επομένως, καθίσταται εύκατάληπτος
είς ημάς. Βεβαίως δέν εΐνε δυνατόν νά ίσχυρισθή τις οτι υφίσταται
απόλυτός όμοιότης καί ταύτότης τής τόσον άπο με μακρύ σμένης άφ'
ημών άρχαιότητος, διότι έν τή Ιστορία δέν υπάρχει πλήρης ταύτότης"
έκαστη περίοδος ιστορική καί έκαστος λαός, προς τοϊς κοινοΐς χαρά­
κτη ριστικοΐς, έχουσι καί τά ιδιαίτερα αυτών γνωρίσματα- ή αναλογία'
όμως εινε μεγάλη, ταύτης δέ σπουδαίος παράγων εινε ή δύναμις τής
ιστορικής κληρονομιάς καί τής ιστορικής παραδόσεως- «τό παρελθόν
—λέγει ό σ.— δέν έξαλείφεται άνευ ίχνους, άλλ’ εΙσέρχεται ως ισχυ­
ρόν στοιχεΐον εΐς τήν νέαν άνάπτυξιν, υφίσταται, ζή περί ημάς, άρχό-
μενον από τών θραυσμάτων τής άρχαιότητος καί λήγον είς ιδέας,
•■δρύματα καί είς πολιτισμόν καθόλου». Τό είδος τών έν τώ βιβλίω
110 Νέα’, αυγγραφαί καί μελέτα·. — Κριτική καί Βιβλιογραφία

έξεταζομένων θεμάτων εινε εις άκρον ένδιαφέρον, ό δ’ αναγνώστης


έν ταΐς μορφαΐς τοϋ κοινωνικού και πολιτικού |ίίου τής άρχαιότητος
νομίζει orι παρακολουθεί την κίνησιν τής συγχρόνου εποχής. Τούτου
ένεκα το έ'ργον εν Ρωσία άνεγνώσθη άπλήστως, διό καί έν τώ αΰτώ
έτει έξεδόθη τό δεύτερον μεΟ’ ικανών προσθηκών. Θά ηύχόμεθα την
μετάφρασιν τοΰ έργου εις την ελληνικήν, όπως, άλλως τε, ευχής έ'ργον
θα ήτο νά μετεφράζοντο είς την ελληνικήν καί πάντα τά λοιπά έργα
τοΰ συγγραφέως («Ό Περικλής»· «Ή 'Αθηναίων Πολιτεία τοϋ Άρι-
στοτέλους ως πηγή διά τήν ιστορίαν τοΰ πολιτικού δργανισμοΰ τών
’Αθηνών μέχρι τοΰ τέλους τοΰ ε' αί.»· «Εισαγωγή εις τήν Ιστο­
ρίαν τής Ελλάδος»- «Ιστορία τής ’Αθηναϊκής Δημοκρατίας κλ.).
Γ. Π.
Λάμπρου Π. Σπ., 'Η λίμνη τών Ίωαννίνων καί α! επί τής νη·
σίδος αυτής μοναί (ΝΕ ΙΑ', Α'—Β' 1914, σ. 3—27).
’Επί τής νησίδος ταύτης εΰρηνται εξ μοναί, εις άς προστίθεται
καί έβδομη, τοΰ Προδρόμου τοΰ Βαπτιστον, εκλιποΰσα. Ή πασών
αρχαιότατη εινε ή τοΰ άγ. Νικολάου, προσαρτηδεΐσα τώ 1892 είς τήν
μονήν τής Έλεούσης. Αί λοιπαί εινε ή τοΰ άγ. Νικολάου (τοΰ Ντί-
.
λιου), ή μικρά τοΰ άγ. Παντελεήμονος, ή δνομαστή έν τή ιστορία h

τοΰ έν αυτή γενομένου φόνου τοΰ Άλή Πασά τώ 1822, προσαρτη-
θεΐσα καί αυτή είς τήν τής ’Ελεούσης, ή τοΰ προφ. Ήλιου, ή τού
Σωτήρος, ή τοΰ Προδρόμου (κτίσμα Νεκταρίου καί Θεοφάνους τών
Π

Άψαράδων), καί ή τοΰ άγ. Νικολάου, νΰν τιμώμενη επ’ δνόματι


Θεοτόκου τής ’Ελεούσης. Ό κ. Λάμπρος αναφέρει, δτι αί μοναί οώ-
Α.

ται ούτε χειρόγραφα κέκτηνται, οΰιε έγγραφα1 μόνον έν τή μονή τής


Έλεούσης σώζεται μία αξία λόγου άπανταχονοα τοΰ 1724 τοΰ ηγου­
μένου Νικηφόρου, ήν καί δημοσιεύει ως αξίαν λόγου, διότι γνωρίζει
ήμΐν τά δεινά, άτινα οί μοναχοί τών διαφόρων τής νήσου μονών
ύφίσταντο παρά τών Τούρκων τών Ίωαννίνων. Έπ’ ϊσης δημοσιεύ­
εται καί σιγίλλιον τοΰ πατρ. 'Ανθίμου <7'. Γ. II.
Λάμπρου Σπ. Π., Ή μονή Καστρίτσης καί οί έν αυτή κώδι­
κες (ΝΕ ΙΑ', A'—Β' 1914, σ. 28—43).
Ή μονή αύτη κεΐται εις άπόστασιν έξ|που χιλιομέτρων προς τα
ΝΑ τών Ίωαννίνων. Γ. Π.
Λάμπρου Σπ. Π., Τό Κατάστιχον τοΰ μοναστηριού Κάμενα;
(ΝΕ ΙΑ', A'—Β' 1914, σ. 44—52).
Ή μονή Κάμενας, τιμωμένη έπ’ δνόματι τής Κοιμήσεως τή;
Θεοτόκου, κεΐται πλησίον τοΰ Δελβίνου, κατέχει δ’ άξιολογώτατον
Νέαι αυγγραφαί καί μελέται — Κρ'.ν.κή καί Βιβλιογραφία 111

κώδικα έπιγραφόμενον «Κατάστιχον τοϋ μοναστηριού Κάμενας», εξ


οΰ πολλά διδασκόμενα περί τε αυτής τής μονής καί περί άλλων τής
Ηπείρου μερών. Τά κατά τον κώδικα τούτον εκθέτει ενταύθα ό κ.
Λάμπρος. Γ. Π.
Λάμπρου Σπ. 27., Αύτοκρατόρων τού Βυζαντίου χρυσόβουλλα
καί χρυσά γράμματα άναφερόμενα εις την ενωσιν των Εκκλησιών
(ΝΕ ΙΑ', A' —Β' 1914, σ. 94—128, μετά συνεχείας).
Πλήν τών τό πρώτον ήδη Ινταΰθα εκδιδομένων, ό κ. Λάμπρος
επανεκδίδει και πρότερον εκδεδομένα υπό τών Theiner—Miklosicli,
τό μέν διότι δεν εξεδόθησαν τούτα ακριβώς, τό δε ϊνα πρόσθεση
τάς παραλείφθείσας σημειώσεις περιλήψεων καί πρωτοκολλήσεως εν
τφ όπισθεν τών πρωτοτύπων περγαμηνών, καί ϊνα συμβάλη είς την
ιστορίαν τού ζητήματος τής ένώσεως τών ’Εκκλησιών, δπερ παρέλει-
ψαν νά πράξωσιν οί πρότεροι εκδόται. Γ. Π.
Κ. 1. Δ(υοβουνιώτου), Μητροφάνης ό Κριτόπουλος (ΙΣ 1914
.άρθ. 229 εξ.).
Βίος καί δράσις αυτού. Γ. Π.
Κοβαλέβακη Μ., 'Η αρχαία ’Ανατολή καί ή πρωτόγονος Ελλάς.
Καζάν 1914, ρωσ.
.

Ροααέϊκην Θ. Μ., Ή πρώτη διοίκησις τού Φωτίου Πατριάρ-
χου ΚΠόλεως (ΘΑ 1914, 8, σ. 593—669).
’Λρχ. Άνδρέα Τριαντάφυλλου, Ό μητροπολίτης Λοκρίδος Α­
Π

γαθάγγελος (1Σ 1914 άρθ. 222).


Βιογραφικαί πληροφορίαι περί τού μητροπολίτου τούτου, άποτε-
Α.

λοΰντος, κατά τον σ., μίαν τών σπουδαιότερων εκκλησιαστικών καί


εθνικών φυσιογνωμιών τού υπέρ ανεξαρτησίας άγώνος, τελείως ίσως
αγνώστου παρά τοϊς πολλούς σήμερον. Ό μητροπολίτης ούτος τότε
ενεργότατα καί λυσιτελέστατα έδρασεν,ολόκληρον τον βίον αυτού παρα-
σχών είς την υπηρεσίαν τής Εκκλησίας καί τής Πατρίδος (1780—
1852).
Κ. I. Δζυοβουνιώτου), Μελέτιος Συρίγος (ΙΣ 1914 άρθ. 223
-227).
Βίος, δρασις καί έργα τοϋ σπουδαίου τουτου Ικκλησιαστικοϋ
άνδρός, δν δ σ. εν τώ τέλει τής πραγματείας χαρακτηρίζει ως προσω­
πικότητα μεγάλης σημασίας ιδίως «Ιν τή άντιδράσει καί τή καταπο­
λεμήσει τής ομολογίας τού Λουκάρεως καί τών Καλβινιζόντων, εν ή
πρωτοστατών επέδρασε τά μέγιστα επί τών συγχρόνων καί τών
μετά ταϋτα, τών καταπολεμησάντων την καλουμένην ομολογίαν τοϋ
Λουκάρεως καί τούς Καλβινίζοντας». Γ. Π.
112 Νέαι αυγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Παπακωνσταντίνου Θεοφυλάκτου, ‘0 Φώτιος Πατριάρχης


Κωνσταντινουπόλεως. Ή γνώμη περί αυτού τού φανατικού (δυτικού-
αγγλου) Fortescue, καί δράσις αυτού έν γένει κατά την ήμετέραν
γνώμην. (ΙΣ 1914 άρθ. 227 εξ.).
Αέμπεδεφ Δ., 'Ιερέως, Συμβολαί εις την ιστορίαν τής κατα-
μετρήσεως τού χρόνου παρ' Έβραίοις, "Ελλησι καί Ρωμαίοις (ΔΥΠ
Ίούν. 1914 σ. 262—299, Αύγουστος 1914 σ. 159—228 καί Σεπτ.
1914, σ. 95—153, τέλος).
'Η πραγματεία αύτη διακρίνεται διά την πολυμάΟειαν καί τί]ΐΓ
κρίσιν. Γ. Π.
Groh F., Topografie starych Athen. Cast druha: Atheny
za doby klassicke, hellenisticke a rimske. V. Praze, 1913 (=To-
πογραφία των αρχαίων ’Αθηνών. Μέρος Β': Αι Άθήναι τής κλασ­
σικής, Ιλληνιστικής καί ρωμαϊκής εποχής).
Τεβιααώφ 2. Ε., Ή κατά τό 626 πολιορκία τής Κιονσταντι-
νουπόλεως υπό τών Άβάρων καί Σλαυων (ΔΥΠ Αΰγ. 1914, σ.
229—235).
Την πολιορκίαν ταύτην ο σ. θεωρεί μέν μη κατέχουσαν διακε-
.
κριμένην θέσιν έν τή ιστορία τού Βυζαντίου, διό καί υπό τών πλεί-

στων άγνοουμένην, σημειοί όμως αύιήν ώς περίεργον, διότι μετέσχον
αυτής Σλαύοι, Βούλγαροι καί άλλοι, Ρώσοι ίσως. Οΐ Βούλγαροι ση-
μειούνται κεχωρισμένως από τών Σλαύων, εντεύθεν δέ ό σ. διορά
Π

υπαινιγμόν εις την μη σλαυϊκήν τούτων καταγωγήν. Τούς Κοζάρουι,


’Αβαρούς καί Βουλγάρους θεωρεί τουρκικής καταγωγής. Τών Άβά­
Α.

ρων ή καταγωγή δεν έξηκριβώθη μέν ακόμη τελείως, έν τούτοις τσ


ό'νομα αυτών «Άβάροι»—«όμωροί» υποθέτει δτι υπομιμνήσκει τούς
«Εβραίους». Γ. Π.
* Φωκά Σεραφείμ, Μ. Οικονόμου, Προϊσταμένου τής έν Σίδνείί
Αυστραλίας ’Ορθοδόξου ’Εκκλησίας, ΤΙ Εκκλησία τής Ρώμης καί τό
πνεύμα αυτής πάλαι καί νύν. ’Ανατύποσσις έκ τού «Έκκλ. Φάρου .
Πατριαρχικόν Τυπογραφεΐον 1914, σελ. 48.
* Ζώη Λεωνίδα X., Άρχειοφύλακος, ’Αναγραφή συγγραφών καί
έκδόσεων: 1887—1914. Έν Ζακύνθω, Τυπογρ. ή «Πρόοδος», 1914;
σ. 32.
Έν τώ καταλόγω τούτφ τού φιλοπονωτάτου λογίου έκδοτου τών
«Μουσών» Ζακύνθου περι.ελήφθησαν αι φιλολογικαί, ίστορικαί, καλλκ
τεχνικαί καί βιογραφικαί μελέται καί διατριβαί αυτού, έν διαφόροις
περιοδικοϊς καί έφημερίσι προεκδοθεϊσαι, ών τινάς, άναγομένας εΐς
Nsai συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 113

ϊήν εκκλησιαστικήν ιστορίαν τής Επτάνησου, Ιξένισε καί ό «Έκκλ.


Φάρος». Γ. Π.
*Καρτάλη Άντ. Γ., Ή Ιταλική πολιτική εν 'Αλβανία καί τοίς
Βαλκανίοις. Έν Άθήναις. Καλλιτεχνικόν Τυπογρ. τοϋ «Εμπρός»,
1914. Σελ. 141. Τιμ. δρχ. 2,50.
’Εκθέτων ό σ. έν εννέα κεφαλαίοις τά τής αλβανικής, ηπειρωτι­
κής καί άδριατικής πολιτικής τής ’Ιταλίας καί τάς φιλοδοξίας αυτής
επί τή βάσει των τε επισήμων πράξεων τής ’Ιταλίας καί τών προσ­
φάτων γεγονότων, προσκαλεΐ τον αναγνώστην νά γνωρίση επί τή βά­
σει αύιών τήν ανατολικήν πολιτικήν τοϋ Ίταλ. Κράτους καί διατυποΐ
έν προλόγω τήν ιδέαν, δτι έκεινοι, εις βάρος τών οποίων έπιζητεΐται νά
ίκανοποιηθή ή υπέρμετρος ιμπεριαλιστική ιταλική φιλοδοξία, θά εΐμεθα
ημείς, «διότι ημάς πρώτους θά συνάντηση ή ’Ιταλία έν τή νέα πο­
λιτική αυτής σταδιοδρομία».Τούτου ένεκα τό συμπέρασμα έρχεται άφ’
εαυτού : «όφείλομεν νά παρακολουθώμεν μετά πολύ μεγαλειτέρας ή
πρότερον προσοχής τάς ιταλικός έν ’Ανατολή προσπάθειας». Τό έργον
εινε συγγεγραμμένον μετά σοβαρότητος καί βαθείας τών πραγμάτων
γνώσεοος. Γ. Π.
.
Flamion J., Saint Pierre a Rome. Examen de la these

et de la methode de M. Ouignebert (RHE 1913, 2, σ. 249—271).
Glawe W., Die Beziehung des Christentums zum hellen.
Heidentum (Bibl. Zeit. u. Streitfr. VIII, 8). Berlin—Lichterfelde,
Π

Runge, 1913 σ, 44.


Konstantin d. Gr. u. seine Zeit. Gesammelte Stu-
Α.

dien. Festgabe zum Konst.—Jub. 1913 u. z. gold. Priesterjub.


v. A. de Vnal, hrsg. v. J. Dolger. (R5m. Quart. Suppl. 19).
Freiburg, Herder, 1913, σ. 447 (μετά 22 πιν.) -- Περιεχόμενα: Ε.
Krebs, Die Religionen im Romerreich zu Beginn des . 4 Jahrli.
/· Witiig, Das Toleranzreskript von Mailand 313. A. Muller,
Lactantius: De mortibus persecutorum, od. die Beurteilung der
Christenverfolgungen im Lichte des Mailander Toleranzrescri-
ptes v. J. 313. J. Balic, S. Felice Martire di Salona sotto Dio-
cleziano. J. M. Pfilttisch, Die Rede Konstantins an die Ver-
sammlung der Heiligen. A. Wikenhauser, Zur Frage nach der
Existenz von nizanischen Synodalprotokollen. K. Landmann,
Konstantin d. Gr. als Feldherr. E. Becleer, Protest gegen den
Kaiserkult u. Verherrlichung des Sieges am Pons Milvius in
der altchristl. Kunst der konstant. Zeit. J. Leafkens, Der Tri-
EmmX, Φάαος tt Ύ0μ. ΙΔ' *€νχ· 5 (’Ιανονάριος-^ίάητιυς) 191~>
« * 8
114 Νέαι σογγραφαί καί μελέτα·. — Κριτική καί Βιβλιογραφία

umphbogen Konstantins. A. Bannistark, Konstantiniana aus syr,


Kunst u. Liturgie. Joh. Georg Herzog sn Sachsen, Konstantin
d. Gr. u. die h. Helena in der Kunst des christl. Orients. F,
Witte, Die Kolossalstatue Konstantins d. Gr. in der Voriialle
von S. Giovanni in Laterano. H. Swoboda, Bronzemonogramm
Cliristi aus Aquileia. J. Wilpert, Die Malereien der Grabkammer
des Trebius Justus aus dem Ende der konstant. Zeit. 0. JJa-
rucchi, II singulare cubicolo di Trebio Giusto spiegato nelle
sue pitture e nelle sue inscrizioni come appartenente ad una
setta cristiana di derivazione egiziana. J. P. Kirsch, Die ro-
mischen Titelkirchen zutn Zeit Konstantins d. Gr. M. Schwarz,
Das Stilprinzip der alchristl. Architektur. J. Strzygowski, Die
Bedeutung der Grtindung Kontantinopels fiir die Entwicklung
der cliristi. Kunst. J. J. Dolger, Die Taufe Konstantins u. ihre
Probleme. Γ. Γί.
ΓΙρς A. A., Ή Ρωσία καί ή Εγγύς’Ανατολή. ΙΙετρούπολις 1912.
Μοστκώφ Β., Ή Βουλγαρία, οί φίλοι αυτής και πολέμιοι θεω­
ρούμενοι από έπόψεως εκφυλισμού. Βαρσιάβα 1913 (ρωσ.).
.
Αρχιδιακόνου Δάονλιγκ, Επίτομοι ειδήσεις περί τών 16 συνό­

δων, των συγκληθεισών εν 'Ιεροσολύμοις από τοϋ 50—1 μέχρι τοϋ
1672 [μετάφρ. 2. Ζβερίνσκη] (STR Ίούλ.—Αύ'γ. 1913, σελ. 41—46),
Τοερνιάβακη Ν., Ό αύτοκράτωρ Θεοδόσιος ό Μέγας καί ή βα­
Π

σιλεία αυτού από επόψεως έκκλησιαστικοϊστορικής. Σέργιεφ Ποσάδ(ρωσ,),

ΛΑΤΡΕΙΛ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ
Α.

Περί τής λαϊκής ψαλμωδίας έν τοΐς ναοΐς (ΕΚΑ


1913, άριθ. 33 σελ. 1009—1012).
Πολύς λόγος γίνεται από τίνος χρόνου έν Ρωσία περί άνακαι-
νίσεως τού ένοριακοΰ βίου, ως εν δε τών μέτρων εις έ'λξιν τών ενο­
ριτών προς την κοινήν συνειδητήν λατρείαν υποδεικνύεται καί ή εισ­
αγωγή τής κοινής ψαλμωδίας τοϋ εκκλησιάσματος έν τοΐς ναοΐς κατά
τήν θείαν λειτουργίαν. Εις τούτο ακριβώς τό θέμα εινε άφιερωμένον
ιό κύριον τούτο άρθρον τού ακαδημαϊκού περιοδικού, συνηγορούντος
υπέρ έθους περιβεβλημένου κύρος πολυετές έν τή Εκκλησία. “On
κατά τάς ιεροτελεστίας συνέψαλεν ανέκαθεν ό έν τοΐς ναοΐς συνειλεγ-
μένος λαός μαρτυρούσι και χριστιανοί καί έθνικοί έτι συγγραφείς
τών πρώτων χριστιανικών αιώνων (Πλίνιος, Φίλων, ’Ιουστίνος, ’Ιγνά­
τιος, Άποστολ. Λιαταγαί). Έπί τής έποχής τών αιρέσεων οί αιρετι­
κοί έξεμεταλλεύοντο τήν κοινήν ψαλμωδίαν ως μέσον προπαγάνδα;
Νέα·, συγγραφαί καί μελέτα·. — Κριτική καί Βιβλιογραφία 115

-τών ιδεών raw (’Άρειος), εις to αυτό δέ μέσον, κατέφευγον καί οϊ


Πατέρες καί Διδάσκαλοι τής Εκκλησίας προς άντίδρασιν (Μ. ’Αθα­
νάσιος, Μ. Βασίλειος, Χρυσόστομος). Διατί δμως κατόπιν ή ωραία
αυτή συνήθεια κατηργήθη; Εις εκ τών σπουδαιότατων λόγων τοΰ
• φαινομένου τούτου εινε, δτι συν τω χρόνφ άναπτυσσομένης, βελτι-
■ ουμένης καί τελειοποιουμένης τής ψαλμωδίας ως τέχνης, ή απλή,
αφελής καί άτεχνος ψαλμφδία ήναγκάσθη να υποχώρηση προ τών εΐ-
δικώς μορφουμένων ψαλτών. Ή ανάγκη δμως τής επαναφοράς τής
κοινής ψαλμφδίας εινε καταφανής από ψυχολογικής έπόψεως. 'Όταν
• ό λαός συμψάλλη, άναγκαίως παρακολουθεί τήν εξέλιξιν τής λειτουρ­
γίας, προσέχει εις τάς λεπτομέρειας της, άσυνειδήτα)ς δ’ αναπτύσσεται
:έν αύτώ ενδιαφέρον ενσυνείδητον καί τάσις τοΰ νοήσαι τα τε τελού­
μενα καί τά ψαλλόμενα.'Η κοινή ψαλμωδία καθιστά μεγαλοπρεπεστέραν
-καί έπιβλητικωτέραν τήν θείαν λειτουργίαν, ή συνείδησις τής κοινής
πίστεως καί άδελφωσύνης εν τή επί τό αυτό παρουσία τών πιστών
έπικαλουμένων καί δοξολογούντων έν ένί στόματι καί μιά καρδία
τον κοινόν Πατέρα Θεόν μεταδίδει βαθείαν συγκίνησιν εις δλον τό
•έκκλησίασμα. Πολλάκις άκούομεν έν τοΐς καθ’ ημάς ναοίς έν τελέσει
■μνημοσύνου κοινώς ψαλλόμενου
.
τό «αίωνία ή μνήμη», εινε δέ κατα-

■φανεστάτη καί ή μεταδιδομένη εις πάντας συγκίνησις καί ή μεγαλο­
πρέπεια καί έπιβολή τής από τόσων στομάτων συνηχήσεως. Διά ταΰτα
πάντα φρονοΰμεν, δτι κάλλιστον θά ήτο νά είσαχθή καί παρ’ ήμΐν
Π

ή κοινή ψαλμφδία. Εις τούτο θά συνέτεινε πρώτον μεν ή καθ’ εν


ομοιόμορφον μέλος άπλοϋν, άνευ πολυσυνθέτου τεχνοτροπίας,
Α.

διδασκαλία τών λειτουργικών, τών απολυτίκιων καί κοντακίων καί


τών γνωριμωτέρων ασμάτων τών κυριωτέρων εορτών εις τούς μαθη-
τάς καί τάς μαθήτριας άπασών τών σχολών- δεύτερον δέ ό καταρτι­
σμός χορών έκ παίδων δσον τό δυνατόν πολυαριθμοτέρων καί τρί­
τον ή αυστηρά εις τούς ψάλτας άπαγόρευσις τοΰ έπεισάγειν ίδια μέλη
προς έπίδειξιν τέχνης εις τά προς κοινήν ψαλμωδίαν προορισμένα.
Επιμένομεν εις τήν εισαγωγήν τής κοινής ψαλμωδίας- τό μέτρον
τούτο θά λύση απλώς καί αυτομάτως πολλά τής λατρείας καί τοΰ
θρησκευτικού βίου τού λαού προβλήματα, διά τά όποια μάτην θά
κατετρίβοντο σοφαί κεφαλαί καί σοφώτεραι θεωρίαι. Γ. Π.
Καλλινίκου Κωνοτ. Ν., Πρωτοηρ., Κηρύγματα από τετραδίου
(ΕΥ Β', 1913, αρθ. 21, σελ. 165—166).
Δέν συντάσσεται ό σ. μέ τήν γνώμην τίνος τών κληρικών γρά-
ψαντός που, δτι, δπου ό θείος λόγος από στόματος ιεροκηρύκων δέν
116 Νέαι ουγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

ακούεται, εκεί πρέπει ν’ άναγινώσκωνται τετυπωμένοι λόγοι τών έγ-


γραμματωτέρων, ΐνα μή ό λαός τοΰ Θεοΰ άπομένη άνευ ευαγγελικής
τροφής. Ό σ. θέλει τό κήρυγμα θερμόν και ζωντανόν, διότι μόνον
τότε μετά προθυμίας και ενδιαφέροντος ακούεται καί μόνον τότε
καρποφορεί. Εινε δέ τό κήρυγμα τοιοΰτον, δταν ήνε προϊόν τοΰ ρή·
τορος, φυσικόν του τέκνον και γέννημα, καρπός τοΰ αισθήματος καί
τών διανοημάτων του, κάτοπτρον τοΰ εσωτερικού του κόσμου, Ιδιν.όν
του. "Αν πρόκειται διά τών τετραδίων νά καταστήσωμεν καί τό κή­
ρυγμα τύπον παγερόν καί φωνογράφον καί έγγαστρίμυθον, ματαία
θά ήνε πάσα απόπειρα προς άναζωογόνησιν τής λατρείας ημών. 'Η
σημερινή μας λατρεία κατέστη τόσον υλική καί αναίσθητος, ώστε «ή
μόνη σωστική σανίς προς άναζωογόνησιν αυτής μάς έμεινε τό θειον,
τό ζωντανόν, τό λαλούν, τό εψυχωμένον κήρυγμα». Γ. Π.
Καλλινίκου Κωνσταντίνου Ν., Τά άνθη έν τώ ναω (ΙΣ 1913
άρθ. 202).
Έχθρικώς διέκειντο εν τοΐς πρώτοις χριστιανικοΐς χρόνοις οί χρι­
στιανοί προς τά άνθη έν τή λατρεία, διότι ταύτα έχρησίμευον ακόμη
τότε ως Ιμφανές τής πολυθεΐας έμβλημα, μόνον δέ μετά τον θρίαμβον
.
τοΰ Χριστιανισμού ήρχισαν νά τά μεταχειρίζωνται κατά τάς ιεράς των

τελετάς. Περί τής έν ταΐς διαφόροις ίεραΐς τελεταΐς χρήσεώς των, ά;
καί περί τής περί αυτά πλοκής παραδόσεων τινων πραγματεύεται τού
γλαφυρού συγγραφέως τό ώραϊον τούτο άρθρον, τό όποιον άναγινώ-
Π

σκεται μετ’ ένδιαφέροντος κατά τοσούτο μάλλον εύνοήτου, καθ’ δσον


όμιλεΐ περί τών αγνών καί ωραίων άνθέων καί μάλιστα έν σχέσει
Α.

προς τήν λατρείαν. Γ. Π.


Καλλινίκου Κωνατ. Ν., Πρωτοπρεσβυτέρου, Τά Παραβήματα,
(ΙΣ 1013 άρθ. 204 σελ. 4—7).
’Ενδιαφέρουσα μελέτη περί τών εκατέρωθεν τοΰ θυσιαστήριοι'
Προθέσεως καί Διακονικού. Γ. Π.
, Γολουμπτοώφ Α. Π. λειτουργία κατά τούς πρώτους χρό­
νους τού χριστιανισμού (ΘΑ 1913 Ίούλ.-Αΰγουστ. σελ. 621—643,
Όκτώβρ. σελ. 332 --356, μετά συνεχείας).
'Η πραγματεία αύτη άποτελεϊται έκ τών άκαδημεικών μαθημώ
των τοΰ άποθανόντος καθηγητοΰ τής Λειτουργικής έν τή Θεολογ. ’Α­
καδημία τής Μόσχας, πραγματεύεται δέ περί τής συστάσεως τοΰ Μυ­
στηρίου τής Θείας Ευχαριστίας, περί τής λειτουργίας τών άποστολι-
κών χρόνων, περί τής μαρτυρίας τοΰ Πλινίου ως προς τάς λειτουρ­
γικός τών πρώτων χριστιανών συνάξεις καί περί τής ιστορίας τήί
Neat αυγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 117

λειτουργίας κατά τούς αιώνας β' —δ' επί τή βάσει τών μαρτυριών τοϋ
’Ιουστίνου, τοΰ Ειρηναίου καί άλλων. Γ. Π.
Γολουμπταώφ Α. Π. (f), 'Η λειτουργία κατά τούς πρώτους
χριστιανικούς αιώνας (ΘΑ Δεκ. 1913, σ. 779—802, τέλος).
Ό μακαρίτης συγγραφέας ενταύθα πραγματεύεται περί τών λει­
τουργικών συμειωμάτων και τής εις κλάσεις διαιρέσεως αυτών, περί
τής λειτουργίας τοϋ αίγυπτιο αλεξανδρινού και τοΰ συρο-παλαιστι-
νοΰ κλάδου, τής λειτουργίας τών Άποστολικών Διαταγών καί τής
έπ’ δνόματι τοΰ αποστόλου Ιακώβου φερομένης. Γ. Π.
* Σκαμπαλλανόβιχς Μιχ. Καθηγ., Ερμηνευτικόν τυπικόν. Ερμη­
νευτική έκθεσις τοΰ 'Γυπικοΰ μεθ’ ιστορικής Εισαγωγής. Τεύχος II.
Κίεβον, 1013, σ. XIV—336 (ρωσ.).
Τό σύγγραμμα τούτο, έργον τοΰ Καθηγ. τής έν Κιέβφ Θεολογ.
’Ακαδημίας κ. Μ. Σκαμπαλλανόβιτς, έξεδόθη υπό τοΰ -θρησκευτικού
περιοδικού «Χειραγωγία τών επαρχιακών ιερέων»,Ικδιδομένον υπό τοΰ
εν τή αυτή πόλει Σεμιναρίου. Εις δύο διηρημένον κεφάλαια, εν μέν τώ
πρώτω έκθέτει καί ερμηνεύει την ακολουθίαν τοΰ Έσπερινοΰ, έν δέ
τώ δευτέρφ τον δρθρον. Ή ερμηνεία τοΰ Τυπικού εγένετο μετά
πολυμαθείας καί ευσυνείδητου
.
έπισιημονικής έπιμελείας, ήν μαρτυρεί

ή πλούσια φιλολογία, εις τήν επικουρίαν τής οποίας προστρέχει δ
-εμβριθής συγγραφεύς. Γ. ΓΙ.
Enringer Sebastian Dr, Die Anaphora des hi. Jako-
Π

bus, des Bruders des Herrn [OCH τ. IV, I, σ. 1—23].


Στεπάνωφ Φ. Π., 'Η λειτουργία τοΰ άγ. Ίωάννου τοΰ Χρυ­
Α.

σοστόμου. Μόσχα 1913 (ρωσ.).


Καλλίατου Άρχιμ., Άρχαΐον Τυπικόν τής Εκκλησίας Ιεροσο­
λύμων τοΰ Ζ' αίώνος (ΝΣ τ. ΙΔ', 1914, σελ. 35—59, μετά συνεχείας,
κατά μετάφρασιν έκ τοΰ ρωσικού).
Electric lights in church (ER LI, 5, Nov. 1914, σ. 614—615).

ΕΚΚΛΗΣ. ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
Δ(υοβουνιώχου) Κ. I., Ναθαναήλ ‘Ιερομόναχος (ΙΣ 1913 άρθ.
:204 σελ. 1—4).
Δημοσιεύονται δύο λόγοι («περί βλασφημίας», «περί τών παρα-
•διδόντων εαυτούς καί τά πράγματα αυτών τώ διαβόλω») Ναθαναήλ
ιινος, εκ ιοΰ 103 χειρογρ. τής Βιβλιοθήκης τής Βουλής τών Ελλή­
νων, περιέχοντος 12 εν δλω λόγους τοΰ αύτοΰ Ναθαναήλ. Τήν
ακμήν τοΰ αγνώστου τούτου εκκλησιαστικού συγγραφέως δ σ. ορίζει
μεταξύ τοΰ θ’ καί ιδ' αιώνων. Οί λόγοι οΰτοι διακρίνονται διά τήν
118 Νέαι σιιγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

απλότητα τοϋ ΰφους και την θερμότητα τής πίστεως και τοΰ αισθή­
ματος. Γ. Π.
Stahl in Otto, Die christliche griechische Litteratur. Miin-
chen, Beck, 1913, σ. IV—907—1246. Sonderabdruck aus W. von
Christ’s Griechischen Litteraturgeschichte, 5 Aufl. II Bd., 2,
Hafte.
Αέμπεδεφ A., Ή περί τών πνευμάτων διδασκαλία τοΰ Ώοιγέ-
νους (ΙΙΛ 1914 No δ, σελ. 593—613).
Θέμελη Τ. H., Ή πραγματεία τοΰ Ιερώνυμου κατά Ίωάννου
’Επισκόπου 'Ιεροσολύμων (ΝΣ τ. ΙΔ', 1914, σελ. 60—75, μετά συνε­
χείας).
Liidtke Willy Dr, Zur Ueberlieferung der Reden Gre­
gors von Nazianz (OCH τ. Ill, 1913 σελ. 263—276).
Pirot L„ L’ceuvre exegetique de Theodore de Mopsueste.
Rome, Bretschneider, 1913, σ. XX—334.
'Ιερομ. Παντελεήμονος, Ή ανθρωπολογία κατά τά συγγράμ­
ματα τοΰ άγ. Ίωάννου Δαμασκηνοΰ (ΘΑ 1914 Μάρτ. σ. 468 —495).
Λόγος ανέκδοτος τοΰ ’Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας Θεοφύλακτου
.

εις την μεταμόρφωσιν τοΰ Κυρίου (ΙΣ 1914 άρθ. 222).
Δημοσιεύεται εκ τοΰ υπ’ άριθ. 1020 χειρογράφου τής Βιβλιο­
θήκης τοΰ Πανεπιστημίου ’Αθηνών, τοΰ ιθ' αιώνος. Γ. Π.
Π

Γ. Ν. Χ(ατζιδάκι), Παρατηρήσεις εις Ψευδαμφιλόχιον (Α0Χ


ΚΣΤ', a— (Τ, 1914, σ. 123—134).
Α.

d'A les Adhe mar, Tertullien et Calliste. Louvain, Bu­


reau de la Revue, 1912 σ. 95
d’Ales A., Tatien Προς "Ελληνας, I (Rech. de SC. relig-
1912, 5, 6. 460—463).

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ

Κονοβάλωφ Ν., Ή Ποιμαντική Θεολογία καί ή «Ποιμαντική


’Ασκητική» (ΧΑ Ίοΰν. 1913, σ. 787—812).
Ώς έχει σήμερον ή Ποιμαντική, ΰπό πολλών δεν θεωρείται
άπηρτισμένη καί αυτοτελής ’Επιστήμη, ώς δανειζόμενη ώρισμένας.
θέσεις εκ διαφόρων Επιστημών θεολογικών τε (Δογματικής καί ’Ηθι­
κής) καί φιλοσοφικών (Ψυχολογίας καί Παιδαγωγικής), θεωρείται άρα
μάλλον ώς τέχνη, ή ώς ’Επιστήμη, διότι επεξεργάζεται τάς δανεία;
θέσεις απλώς κατά τούς ποιμαντικούς σκοπούς. Άλλ’ εκτός τής ελλεί-
■ψεως ταύτης, ή Ποιμαντική, ώς ’Επιστήμη, διαφόρως νοείται καί δι-
Neat συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 119

δάσκεται έν ταΐς διαψόροις χριστιανικαίς ομολογίας, π. χ. έν τώ Λα­


τινισμό) καί τω Προτεσταντισμό). ΙΙαρά τοΐς κατολικοΐς ή Ποιμ. μετε-
τράπη εις prudeiltia pastoralis, εις σύστημα δήλα δή κανόνων καί
οδηγιών χάριν τών ιερέων, είς έγχειρίδιον χειραγωγίας καζουϊστικής
υφής, Ιδίως διά τούς αρχαρίους ιερείς. Οί προτεστάνται σπυυδάζου-
σι την ΓΙοιμ. έν ιδία επιστήμη άποτελοΰση τμήμα τής Πρακτικής
θεολογίας, θεωρείται δε ως έχουσα κάλλιον έν τω Προτεσταντισμό)
καί έν σχέσει πρός τον Κατολικισμόν καί απολύτως. Καί έν τούτον
ή Ποιμ. ύφίσταται την έπίδρασιν τών δογματικόνν διαφορών τοΰ Προ­
τεσταντισμού, μή άναγνωρίζοντος μήτε ιεραρχίαν μήτε ποιμαντορικήν
αποστολήν αυτής ώς ιδίαν χαρισματικήν λειτουργίαν, έ'χουσαν ίδιον κύ­
ρος καί ίεραρχικάς προνομίας. 'Ο σ. δια μακρών ένδιατρίβων περί
την θέσιν ταΰτην τής Ποιμαντικής,σημείο! καί τήν έν Ρωσία λυπηράν
θέσιν τής Επιστήμης ταυτης, έκ τής άναλύσεως δέ τών ποιμαντικών
συστημάτων διαφόρων—ευαρίθμων— Ρώσων θεολόγων συγγραφέων,
πάντα ευρίσκει ανεπαρκή καί μή ικανοποιούντο τάς τρεις θέσεις τής
Ποιμαντικής Θεολογίας, ήτις, διά νά ήνε άπηρτισμένη καί ανεξάρτητος,
δέον α) νά ήνε Ίίπιστή μη, β) νά ήνε πρακτικώς ωφέλιμος
διά τό ποιμαντικόν έργον, δήλα δή
.
έφηρμοσμένη, καί γ) νά ήνε

ορθόδοξος Επιστήμη. Αϊ θέσεις αύται τότε μόνον, κατά τον σ.,
πληροΰνται, δταν συνδυασθή πρός τήν «’Ασκητικήν» καί άπαρτισθή
είς «Ποιμαντικήν ’Ασκητικήν», είς «Θεωρίαν τού ποιμαντικού ασκητι­
Π

σμού», εις τήν άπόδειξιν δέ τής θέσεως ταυτης άφιερούται τό πλεΐ-


στον τής μελέτης ταυτης. Γ. Π.
Α.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΛΟΓΙΑ

Δ(υόβουνιώτου) Κ, I., Ή στέιβις τών βασιλέων έν Βυζάντιο)


(ΙΣ 1913 αρθ. 202.
Δημοσιεύεται ένταύθα έκ τού κώδ. 35 τής Βιβλιοθήκης τής Βου­
λής τών Ελλήνων (ιη' at.),—τού περιέχοντος τό είς Γεώργιον τόν Κω-
δινόν τόν Κουροπαλάτην άποδιδόμενον «περί τών όφφικίων τού πα­
λατιού Κωνσταντινουπόλεως καί περί τών όφφικίων τής Μεγάλης Εκ­
κλησίας» μετενηνεγμένον εις τήν κοινήν διάλεκτον υπό τοΰ ίερομονάχου
Χρύσανθού (μετέπειτα πατριάρχου'Ιεροσολύμων)—, τό τμήμα τό υπό
τήν έπιγραφήν «περί τής τάξεως, όπου γίνεται, ό«αν στέφεται 6 βασι­
λεύς» καί «περί τής τάξεως, δπου γίνεται, δταν στέφεται βασίλισσα».
Γ. Π.
Τσερνοούσωφ Ε. Α., Σελίς έκ τής ιστορίας τοΰ πολιτισμού τού
Βυζαντίου κατά τόν ια' αιώνα (ΔΑΠΧ 1913, τεύχος 1, σελ. 1—16).
120 Νέαι σογγραφαί καί μελέται — Κριτ’.κή καί Βιβλιογραφία

Ό σ. χαρακτηρίζει ενταύθα την βασιλείαν Κωνσταντίνου Θ' τού


Μονομάχου (1042 —1054). Ουτος παρά την έπιπολαίαν του μόρφω·
σιν συνήθροισε περί εαυτόν σπουδαίου, σοφούς, οίοι ό Μιχαήλ Ψελ-
λός, ό ’Ιωάννης Ξιφιλΐνος, δ ’Ιωάννης Μαυρόπους και ά'λλοι δεύτε
ρεύοντες, τα μέγιστα δέ συνετέλεσεν εις την ακμήν των επιστημών
κατά τήν εποχήν ταυτην. Μνημεΐον τής προστασίας των επιστημών
υπό τοϋ Μονομάχου παρουσιάζεται ή τώ 1045 έκδοθεΐσα Νεαρά αυ­
τού σχετιζομένη προς τήν εν Βυζαντίψ ϊδρυσιν τής Νομικής Σχολής,
ταυτην δέ άναλύων δ σ. καταλήγει εις τό συμπέρασμα, δτι βασιλεύ:,
τόσον μεριμνήσας υπέρ τών επιστημών καί προστατεΰσας αύτάς, δέν
είνε άξιος επικρίσεων τόσον δυσμενών, οϊας έσώρευσε κατ’ αυτού ό
Γίββων, έ’στω και αν δέν ήτο αυστηρός φίλος τής εγκράτειας. Γ. Π.
Αόπαρεφ Χρ., Έπί τής τάξεως τής στέψεως τών βασιλέων εν
Βυζαντίω (εν τή «Συλλογή» τή έκδοθείση προς τιμήν τού Διευθυν·
τού τής έν Πετρουπόλει Αύτοκρ. Δημοσίας Βιβλιοθήκης Δ. Θ. Κο·
μπέκο, 1913 σελ. XI—257).
Ή Ιργασία αυτή αποτελεί πόρισμα μελέτης φλωρεντινού χειρο­
γράφου, περιέχοντος τάξιν στέψεως τών βυζαντινών βασιλέων σημαν-
τικώς διαφέρουσαν τής γνωστής ήδη.
.
Ό σ. επισυνάπτει έν τέλει κάι

τό κείμενον τοϋ χειρογράφου, τό πρώτον ενταύθα έκδιδομένου. Γ. Π.
Serviere D., L’etude du Droit Byzantin a propos d’une
recente publication [ΙννοεΙ τό σύγγραμμα τού Paul Collinet: Etu­
Π

des historiques sur le droit de Justinien, Paris, Larose et L.


Tenin, 1912 σ. XXXII—338] (EO 1913 No 101, σελ. 331 -337;.
Α.

Ban esc u N., Deux poetes byzantins inedits du XIII siecle,


Bucarest, Gobi, 1913 σ. 20.
Tafrali O., Melanges d'archeologie et d’epigraphie by·
zantines. Paris, Geuthner, 1913, σ. 96.
Ram baud A., Etudes sur l’histoire byzantine. Preface de
C. Diehl. Paris, Colin, 1912 σ. XXIII—319.
Diehl Chari, Catherine ou Theodora? (BZ XXII, 1—2, 1913,
σ. 88—89).
Schmit Theodor, Τί εινε ή βυζαντινή τέχνη; (ΕΑ 1912, ο,
221--255).
Schmit Theodor, Μνημεία βυαντινής τέχνης έν Έλλάδι
(ΔΥΠ 1912, Ίούλ. σ. 45—59).
Salaville S,, Bulletin d'histoire et d’archeologie byzanti-
lies: Pages byzantines. Histoire et topographie de Thessaloiii-
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 121

que. Ancienne eglise de Constantinople. Topographie, archite­


cture, sculpture et peinture byzantines. Cappadoce, Armenie,
Bithynie, Asie Mineure (EO 1913, N° 100, σ. 243—255).
Foord E., The Byzantine Empire, the rearguard ef euro-
pean civilization (with 32 full-page illustrations from photogra­
phs). London, Adam and Charles Black, 1911, a. 432.
Baumstark Anton Dr, Zuin stehenden Autorenbild der
byzantinischen Buchmalerei (OCH III, 1913, σ. 305—310).
Κουλαχόβσχη I. A. Κα&ηγ., Ό αύτοκράιωρ Φωκάς. Κεφά-
λαιον εκ της Βυζαντινής ιστορίας. Κίεβον 1914, σ. 21 (ρωσ.).
Ούσπέναχη Θ., 'Ιστορία τής βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τόμ.
Α'. Έκδοσις Μπροκχάους — Έφρόν. Πετρούπολις σελ. XIV—872
είς δ«ν.
* Άδαμαντίου I. 'Αδαμάντιου, Καθηγητού τοΰ Πανεπιστημίου,
‘Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη (ιστορία - κοινωνικός βίος - τέχνη). Μετά
εικόνων ολοσέλιδων καί εντός τοΰ κειμένου. Έκδοσις τοΰ «Συλλόγου
προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίιον». Κεντρική πώλησις: Βιβλιοπωλεΐον
Ίωάννου Ν. Σιδέρη. Έν Άθήναις 1914. Σελ. 158. Τιμ. δρχ. 1.
Δεν περιαυτολογεί, άλλα
.
κυριοΐ,εκιεί ό σ. γραφών εν συντόμω

προλόγω τοΰ βιβλίου του, δτι τούτο «έγράφη καί με αγάπην πολλήν
καί μέ εργασίαν Ιδίας ερευνης», καί «χωρίς δισταγμόν» ίσχυριζόμενος,
ότι πολλά έν αύτφ «είνε νέα καί πρωτότυπα, προερχόμενα αμέσως
Π

από αΰτάς τάς παλαιάς πηγάς». Άλλ’ εκτός των όμολογουμένων τού­
των προσόντων, ή εργασία αύιη έχει τό σπανίως αλλαχού άναζητού-
Α.

μενον προτέρημα, δτι δι’ΰφους λιτού καί γλώσσης απλής καί αφελούς,
καί διά τούτο λαλούσης ευθύ πρός τήν καρδίαν τού Έλληνος ανα­
γνώστου, έν συντομία, αλλά καί χωρίς νά παραλίπη τι τό ουσιώδες, καί,
προ πάντων, έπαγωγώς, παρέχει ανελλιπή τήν εικόνα τής Θεσσαλονίκης
από ιστορικής καί κοινωνικής έπόψεως καί από έπόψεως τέχνης. Τό
έργον διαιρείται είς τρία Μέρη- καί έν μέν τω πρώτω (σ. 7—33)
παρέχεται ή Ιστορική περιωπή τής Θεσσαλονίκης καί ή εικών τής ση­
μερινής πόλεως, έν δε τώ δευτέρω (34—99) έξιστορούνται αί άνά τούς
αιώνας Ιστορικοί αυτής τύχαι, καί έν τώ τρίτφ (100—158) περιγρά-
φοντα τά μνημεία τής πόλεως, οι ναοί, ή βυζαντινή τέχνη καί ή
βυζαντινή πόλις. Ώς βυζαντινήν χαρακιηρίζων τήν Θεσσαλονίκην ό
ο. λέγει (σ. 157) δικαίως, δτι «καί από τήν Κωνσταντινούπολιν ακόμη
περισσότερον χαρακτηριστική διέμεινεν ώς πόλις βυζαντινή. Ή Θεσ-
σαΐ,ονίκη είναι, δ,τι καί αί Άθήναι διά τήν αθάνατον τέχνην τής
122 Νέαι οογγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

αρχαίας Ελλάδος, δ,τι ή Φλωρεντία διά την ώραίαν τέχνην τής ’Ανα­
γεννήσεως1 ή Θεσσαλονίκη είναι ή Φλωρεντία, είναι αί Άθήναι τής
χριστιανικής 'Ελληνικής 'Ανατολής. Και ακόμη σπουδαιότερον από
αύτάς· αθάνατοι ώς πόλεις τέχνης λάμπουν αί Άθήναι και ή Φλω­
ρεντία, άλλα διέσωσαν αριστουργήματα μιας ώρισμένης περιόδου τής
τέχνης καί ενός νεκρωμένου ιστορικού βίου... Μόνη ή Θεσσαλονίκη
διετήρησε μέχρι τέλους πιστήν την εικόνα των πολυκύμάντων τυχών
τού Μεσαιωνικού Ελληνισμού, μόνη ή μεγάλη αΰιη πόλις διασώζει
έως σήμερον, επί είκοσι τρεις δλους αιώνας, συνεχείς τάς ιστορικός
αναμνήσεις, άδιάκοπον την σειράν των μνημείων τέχνης, καί ζή ακόμη
καί σήμερον τόν ιστορικόν αυτής βίον έντονον καί άδιάσπαστον»·
Γ. Π.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Πολίτου Ν. Γ., Περί τής τοπογραφικής σημασίας τών εκκλη­


σιών έν Έλλάδι προς άναγνώρισν αρχαίων ιερών (ΛΑΟ Δ', 1913
σελ. 12-21).
Πολλοί περιηγηταί καί αρχαιολόγοι Ισχυρίσθησαν, δτι
. αί χριστι­
ανικοί εκκλησίαι, αί εκτισμέναι εις τόπους δπου τό πάλαι ύπήρχον

ελληνικά ιερά, συνέχιζον την άρχαίαν λατρείαν, εκ τούτου δ’ εύχερώς
δύναται ν’ άναγνωρισθή καί τό γένος τής αρχαίας θεότητος, εις ήν
έκαστον τούτων ήτο άφιερωμένον, καί ή τοπογραφία τών αρχαίων
Π

εθνικών ναών. Τούτο δέ, διότι οί χριστιανοί, μνήμονες τής αρχαίας


θρησκείας, ετίμων αντί τών έκλελοιπότων θεών τούς αγίους εκείνους;
Α.

οΐτινες παρουσίαζον ομοιότητας καί συνάφειας τινάς προς τάς ιδιότη­


τας τών αρχαίων θεών, οΰτω δ’ έξφκοιούντο εύχερέστερον προς την νέαν
θρησκείαν, συνερχόμενοι προς τά σεβάσματα τών προπατόρων των,
προς α παλαιαί αναμνήσεις συνεδέοντο. Τούτο έτέθη ώς αρχή διευκο-
λύνουσα τάς τοπογραφικάς περί αρχαίων ναών μελέτας. Καί φέ-
ρουσι μεν οΐ οπαδοί τής αρχής ταύτης παραδείγματά τινα, άλλ’ ό κ.
Πολίτης ριζικώς προς αυτούς άντιφρονών διατείνεται, δικαίως, δτι
ισχυρότατοι λόγοι πείθουσιν, δτι ούδεμίαν αξίαν έχει ή ονομασία τών
εκκλησιών προς άναγνώρισιν τής θέσεως αρχαίων ιερών, καί δτι τό
τοπογραφικόν τούτο βοήθημα πρέπει νά άπορριφθή ώς παντελώς
άχρηστον. Διότι ούδεμία βεβαία μαρτυρία υπάρχει, δτι κατά τήν εισα­
γωγήν τού χριστιανισμού άρχαΐον ιερόν, μετατραπέν εις εκκλησίαν,
έλαβεν δνομα χριστιανικόν τοιούτο, ώστε ν’ άνακαλή όπωςδήποτε εις
τήν μνήμην τόν άρχαΐόν του κάτοχον, τουναντίον μάλιστα παρατη-
ρείται, δτι ούδέν απολύτως κοινόν υπάρχει μεταξύ τής αρχαίας καί
Νέα·, συγγραφαί καί μελέται—Κριτική καί Βιβλιογραφία 123

τής νέας ονομασίας. Ουδέποτε, εξ άλλου, δυνάμεθα νά εΐμεθα βέβαιοι,


δτι ή ονομασία χριστιανικής τίνος εκκλησίας παρέμεινεν ή αυτή ανέ­
καθεν. Ή χριστ. θρησκεία, παραλαμβιίνουσα αρχαία εθνικά ιερά καί
καδιεροϋσα ταΰτα εις ιδίαν χρήσιν, πρώτιστον μέλημα είχε νά έξα-
λείφΐ) παν τό ύπομιμνήσκον τήν προτέραν λατρείαν. Διότι ή ’Εκκλη­
σία δέν ήνείχετο σΐ'μβιβασμούς πρός τον εθνισμόν, διερρήγνυε πάντα
προς αυτόν δεσμόν, παν λείψανόν του έθεωρεΐιο άγος και βδέλυγμα,
και πρώτον της μέλημα ήτο «καΟαρισθήναι τον τόπον και άγιασδή-
ναι εις εκκλησίαν Θεοΰ», ώς λέγει Μάρκος ό διάκονος. Τοΰτου ενεκα
ό σ. φρονεί, οτι ουδέν βοήθημα εις τάς τοπογραφικάς ερευνάς προσ-
φέρουσι τά ονόματα των εκκλησιών. Γ. II.
Clarke Somers, Christian Antiquities in the Nile wal-
ley. A contribution towards the study of the ancient Churches.
Oxford, Clarendon Press, 1912, I vol. (μετ’ εικόνων, χαρτών κα'ι
πινάκονν).
’Επί εικοσαετίαν εργασθείς ό σ. επί τών χριστιανικών κοπτικών
μνημείων τής Αίγυπτου από Κάιρου μέχρι Χαρτούμ προσάγει εν τώ
βιβλίω του τούτα) περιγραφήν αυτών καί επίτομον ιστορίαν. Γ. Π.
.
Pfister Friedrich, Der Reliquienkult im Altertum (Re-

ligionsgeschichtliche Versuche und Vorarbeiten, t. V.). Giesen,
Topelman, 1909—1912. 2 vol. p. XII—686.
Delehaye H., Les origines du culte des martyrs. Bru­
Π

xelles. Bureau de la societe des Bollandistes, 1912. Σ. VIII-503.


Κονδακώφ N. Π., Ή Μακεδονία. ’Αρχαιολογικόν ταξείδιον.
Α.

Μετά 12 φωτοτυπ, πινάκων, 1 εγχρώμου αύτοτυπίας καί 194 εικόνων


έν τώ κειμένφ. Έκδοσις τοΰ Τμήματος τής ρωσ. γλώσσης κυί φιλο­
λογίας τής (εν Πετρουπόλει Ρωσικής) Αύτοκρατ. ’Ακαδημίας τών 'Επι­
στημών.
Minns EMis Η., Μ. A., Scythians and Greeks. A survey
of ancient history and archaeology on the North coast of the
Euxine from the Danube to the Caucasus. Cambridge, at the
University Press 1913. Σελ. XL-|-720 μετά 351 εικόνων, 9 χαρ­
τών καί 9 πινάκων.
Maspero Jean, Catalogue general des antiquites egy-
ptiennes du Musee du Caire. Papyrus grecs d’epoque byzantine.
t. II, fasc. II. Le Caire, Institut Frangais, 1912 σ. 85—1C8.
Αί Μ η τρο πόλεις τών ’Αθηνών, [«Εστία» Αθηνών,,
ιζ', 191.3, 5 Σεπτεμβρίου 1913J.
124 Νέαι αιιγγραφαί καί μελέται—Κριτική καί Βιβλιογραφία

Έν σημειώματι αυτού ό Άνδρο μάρης υπό την ανωτέρω


επιγραφήν παρατηρεί, δτι εν χώραις, έν αις δεν ύπάρχει άρχαιότης
αλλά μόνον παλαιότης, τό πρώτον πράγμα τό όποιον θά προτροπή
να ΐδη ό ξένος και νά θαυμάση εΐνε ό καθεδρικός ναός, δ παλαιότε-
ρος κα'ι τεχνικώτερος, ώς επί τό πολύ, τών ναών τοΰ τόπου. Έν Έλ-
λάδι κυριαρχεί ή άρχαιότης. Τό συναίσθημα, τό όποιον προκαλεΐ ό
σκοτεινός θόλος καί ό μουχλιασμένος τοίχος, εΐνε άγνωστον. Καί
διότι δεν είχον οίκοδομητικήν αντοχήν, ώστε ν’ άνθέξωσιν εις τάς ποι­
κίλας συμφοράς, καί διότι περιεφρονήθησαν καί, τό χειρότερον, διότ1
έκαλλωπίσδησαν διά μεταρρυθμίσεων καί επισκευών, όλίγιστα εΐνε τά
παλαιά οικοδομήματα εις την Ελλάδα, τό πλεΐστον Έκκλησίαι καί
ερείπια... ερειπίων. Αί Άθήναι δεν έχουσι νά δείξωσι τήν παλαιάν
Μητρόπολίν των. 'Ο παρά τήν σημερινήν Μητρόπολιν άναγλυφοβρι-
θής ναΐσκος τοΰ Αγίου Ελευθερίου, ή παλαιά Παναγία ή Γοργο-
επήκοος, λέγεται μεν παλαιά Μητρόπολις, άλλ’ υπό τήν σημασίαν ευ­
κτήριου τοΰ Μητροπολίτου καί οχι καθεδρικού ναού, Καθολικού
δπως Ιλέγετο αυτός τότε.
Καί κατά μεν τούς Βυζαντινού: χρόνους Καθολικόν ήτο ό Παρ-
θενών. "Οτε κατελήφθη οΰτος τώ 1204 υπό τών Φράγκων,
. φαίνεται

δτι οι "Ελληνες ειχον Μητρόπολίν το>ν εκκλησίαν τινά Παναγίαν,
ίσως καί αυτήν, κατά τό Τουρκικόν οικοδόμημα πού χρησιμεύει σή­
μερον ώς στρατιωτικός φούρνος.
Π

’Αλλά τώ 1456, κατά τήν Τουρκικήν κατάκτησυν, φαίνεται δτι


ήναγκάσθησαν νά έγκαταλείψωσι καί αυτήν καί εχρησιμοποίουν ώς
Α.

Καθολικόν ταιν τον ναόν τού Αγίου Ιίαντελεήμονος.


Ούτε ίχνος δεν σώζεται αυτού πλέον, κατά τήν πλατείαν τών δη­
μοπρασιών, δπου έκειτο. ’Αμφισβητήσεις τινάς γεννηθείσας περί τοΰ
αν μέχρι τού Άγώνος Μητρόπολις τών ’Αθηνών ήτο ό "Αγιος Παν-
τελεήμων ούτος ή άλλη τις εκκλησία, διελευκανεν εύαγγέλιον εύρεΟέν
έν Αίγίνη, εις τήν πρώτην σελίδα τού όποιου φέρεται τό εξής ση­
μείωμα :
«Τό παρόν εύαγγέλιον εΐνε τού Καθολικού τής ’Αθήνας τοΰ
Αγίου Παντελεήμονος».
Ποία ακριβώς εινε ή σημασία τοΰ δρου Καθολικόν μάς λέ­
γει σαφώς έ'να χρονικόν σημείωμα.
«Έλέγετο καθολικόν, διότι εκεί έτελοΰντο αι καθημερινοί λεγόμε­
νοι μεγάλοι λειτουργίαι παρά τοΰ Μητροπολίτου ’Αθηνών. Εκεί συν-
ήρχετο ό λαός τών 'Αθηνών καί ήκουεν άναγινωσκόμενα τά κ α θ ο-
Νέαι συγγραφαί καί μελέτα’. — Κριτική καί Βιβλιογραφία 125

λικά λεγόμενα, τουτέστι τά επίσημα έγγραφα, τά προερχόμενα είτε


έκ τής Υψηλής Πύλης, είτε εκ τής Μεγάλης εν Κωνσταντινουπόλει.
εκκλησίας. Ήρχετο νέος άρχιερεύς ; Έν αυτω τφ ναώ κα'ι τψ περι­
βόλι;) αυτού συνήρχετο τό πλήθος τών κατοίκων καί γινόμενης μονο­
εκκλησίας (δηλ. ένω αί άλλαι έκκλησίαι ήργουν) μετά τό τέλος
τής θείας λειτουργίας άνεγινώσκετο είς έπήκοον πάντων τό περί διο­
ρισμού του επίσημον έγγραφον τής Μ. ’Εκκλησίας καί έγνώριζε τον
νέον αρχιερέα του ό λαός καί ελάμβανε γνώσιν των προς αυτόν υπο­
χρεώσεων του. ’Ήρχετο νέος βοεβόδας ; Είς τον περίβολον τοΰ ναοΰ
τούτου συνήρχετο πάλιν τό πλήθος κατά πρόσκλησιν τών δημογερόν­
των καί άνεγινώσκετο τό τοΰ διορισμού φιρμάνιον». X.
Χαβιαρά Νικήτα καί Μιχαήλ Δ., Περαίας τής Ροδίων Ιπι-
γραφαί.— Χαβιαρά Μιχαήλ Δ., Νισύρου επιγραφαί. ’Αρχαιολογική
έφημερίς, 1913. Άθήνησι, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου σ. 1—1G. ί’Ανα-
τύπωσις).
Χαβιαρά Μιχαήλ Δ., Κνιδίας χερσονήσου Ιπιγραφαί. Άρχαι-
ολογ. Έφημερίς. 1913. Άθήνησι, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, σ. 17
(’Λνατύπωσις).
.
Χαβιαρά Νικήτα Δ., Άρχαιολογικής-Έταιρείας πάπυροι (πίναξ

1).—Κουγέα Σωκράτους Β., Είς τους άνω παπύρους. Άρχαιολογ.
Έφημερίς, 1913.'Άθήνησι, Τύποις, Π. Δ. Σακελλαρίου σ. 17 —19.
(Άνατύπωσις).
Π

Aigrain R., Manuel d'epigraphie chretienne II. Inscri­


ptions grecques (Choix de textes pour servir a l'etude des
Α.

sciences ecclesiastiques). Paris, Blond, 1913, σ. 126.


ΑΦΡΙΚΗ-ΑΙΓΥΠΤΟΛΟΠΑ

Μααιταχένκο Γ., Ή σημασία τού άγ. Κυρίλλου Άλ,εξαν-


δρεως έν τή ιστορία τής χριστιανικής θεολογίας (ΕΑΚ Μάϊος 1913
σελ. 94—116).
Griitzmacher G., Synesios ν. Kyrene, ein Charakter-
bild aus dem Untergang des Hellenentums. Leipzig, Deichert.
1913 σ. VII—80.
ΑΙΡΕΣΕΙΣ —ΠΛΑΝΑΙ

Ποκρόβοκη A., Ή ουσία τοΰ Μοντανισμοΰ καί ή ανάγκη


επιμόνου εκκλησιαστικού καί συνοδικού κατ’ αυτού άγώνος (Χρισπαν.
Ανάγνωσμα Πετρουπόλ. 1913, Νοέμβρ. σελ. 134—135.
Γ. Π., Περιοδεύουσα ψευδοπροσευχή (Πάνταινος Ε', 1913, σ.
230-234.
126 Νέαι συγγραφαί καί μ=λέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

Nesiotes Ε., La Fran-Magonnerie et l’Eglise Grecque


en Grece et en Turquie [1898 —1908J ( EO, 1913, N° 10()
σ. 232—236).
ΜΝΗΜΕΙΟΛΟΓΙΑ

Παντσένκο A. Μπ., ’Ανάγλυφά έκ τής Βασιλικής τοϋ Στου-


δίου εν ΚΠόλει (Δελτίον τοΰ εν ΚΠόλει Ρωσικού 'Αρχαιολογικοί Ίν-
στιτούτου, τόμ. XVI, 1912, σελ. 2—359, μετά φωτοτυπικών πινάκων).
Γιαννοηούλον I. Ν., Τεμάχιον μαρμάρινου ά'μβωνος έκ
τοΰ βορείου Μεσαιωνικού ‘Αλμυρού (By*. Zeitschrift XXII, 1—2,
1913, σ. 136-142).
ΡΗΤΟΡΙΚΗ

Γρόααου Ν. Ιερέως, Περί ιών επιταφίων Ικκλησιαστικών λόγων


(ΕΑΚ 1913, ’Ιούνιος, σελ. 325—347).
Τό είδος τούτο τών λόγων δεν εΐνε εκ των εύκολων Ιν τή ρητο­
ρική, απ’ εναντίας μάλιστα είνε τών δυσχερεστάτων, και αυτοί δ’ ο!
εγκρατέστατοι τοΰ λόγου τεχνΐται προφανείς δυσκολίας αισθάνονται έν
.
τή περιπτώσει τούτη περί την εκλογήν τού θέματος, τής προσωπικότη-

τος τού θανόντος άποτελούσης ως τά πολλά τον κοινόν σταυρόν τών
ρητόρων, διότι Ιπικίνδυνον εΐνε καί υπέρ τά εσκαμμένα νά ώθήσωσι
τούς επαίνους, καί ά'δικον νά εϊπωσιν ήττον τού πραγματικού. Ό σ.
Π

έν τή μελέτη ταύτη παρακολουθών την γένεσιν τών έπιταφίων


έκκλησ. λόγων προσπαθεί νά καθορίση τάς γενικάς θεωρίας καί τά
Α.

στοιχεία τού ρητορικού τούτου είδους, επί τή βάσει κυρίως τών έν


τή εκκλησιαστική ρητορική άνεγνωρισμένων ως κλασικών υποδειγ­
μάτων. Εύλόγως σημειοΐ, δτι την αρχήν αυτών οι επιτάφιοι λόγοι
έ'σχον από τών «εγκωμιαστικών λόγων», ούτοι δε τήν εαυτών από
τών λεγομένων «μαρτυρίων», άτινα κατ’ άρχάς μέν ήσαν άπλούστατα
καί στοιχειώδη, εΐτο δε κατήντησαν εις εγκωμιαστικόν είδος μάλλον
εκτεταμένον. Άναλύων τήν ρητορικήν έν τοΐς λόγοις τούτοις μέθοδον
τών κλασικωτέρων έκκλησ. ρητόρων τής χρυσής περιόδου τής Εκκλη­
σίας, ήτοι Γρηγορίου τού Θεολόγου, Γρηγορίου τού Νύσσης καί
Αμβροσίου τού Μεδιολάνων, ευρίσκει δτι ή θεωρία αυτών, αυτή καθ’
Ιαυτήν απλή οΰσα, δεν παρέχει συνθήκας εύνοούσας τήν εύρεΐαν άνά-
πτυξιν τού έπιταφίου λόγου έν τή Εκκλησία. Τούτου ένεκα από τής
έποχής τοΰ δ' αιώνος δεν άπαντώσιν έν τή ιστορία τής ρητορικής
κλασικά υποδείγματα, έπάξια τών προμνημονευθέντων, ούτε έν τή
’Ανατολή, ούτε έν τή Δύσει μέχρις αυτού τοΰ ιζ' αίώνος, οπότε άνε-
Νέαι συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία 127

.χράνη ό διάσημος γάλλος ίεροκήρυξ Βοσσουέτος. Αλλά καί εν γένει


δεν ένεφανίσθησαν σχετικά ρητορικά τάλαντα δυνάμενα νά προαγά-
γωσι τό είδος τοΰτο των ρητορικών λόγων. Γ. Π.

ΙΕΡΟΙ ΤΟΠΟΙ

Blyth Estelle, Jerusalem and Crusades. Ed. Jack. 1913


e. 280.
Λαμπρά εικονογραφημένη μελέτη τής Αγίας Πόλεως κατά την
περίοδον τών Σταυροφοριών. Δ. Κ.
Ζβερίναχη Σ., Ή Συρία καί ή Παλαιστίνη προ τής έξ Αίγυ­
πτου εξόδου τών Εβραίων κατά τά αιγυπτιακά μνημεία (STR Μά­
ιος 1913, σελ. G63—691).
Αί επ’ εσχάτων εν Αιγύπτιο γενόμεναι ανακαλύψεις έπέχυσαν
φώς καί επί τών σχέσεων, αΐτινες υφίσταντο μεταξύ τής Αίγύπτου
καί τής Συρίας, άποκατέστησαν δέ καί μέρος τής μέχρι τοϋδε αγνώ­
στου ιστορίας τής Συρίας καί Παλαιστίνης. At χώραι αύται εν τη
άρχαιότητι προύμηθεύοντο εξ Αίγύπτου σίτον, κτήνη καί ζωοτροφίας,
ούδεμίαν όμως μαρτυρίαν έχομεν κατά την μέχρι τής ιη' δυναστείας
(1587 π. X.) περίοδον περί
.
τών πολιτικών αυτών σχέσεων. Φαίνε­

ται, έν τούτοις, ότι πολλοί τών βασιλέων τής δυναστείας ταύτης διε-
ξήγον πολέμους προς την Συρίαν, εκυρίευσαν μάλιστα την Ασσυρίαν
καί την Βαβυλωνίαν, χάρις δ’ εις τά σωθέντα περί τών σχετικών μα­
Π

χών, έν οις καί κατάλογος τών ΰποταχθέντων λαών καί χωρών, εινε
δυνατόν νά συμπληρωθή αρκετόν κενόν εκ τής αγνώστου τέως ιστο­
Α.

ρίας τής Συρίας καί τής Παλαιστίνης. 'Ο σ. ενταύθα παραθέτει τά


ονόματα τών βασιλέων τής ιη' δυναστείας μετά τών χρονολογιών τών
επαλλήλων βασιλειών καί ονόματα χωρών κατά τό σύγγραμμα τοϋ
J. Garrow Duncan, The Exploration of Egypt and the Old Te­
stament. Γ. Π.
Harvey W., W. K. Lethahy, Ο. M. Dalton, H. A. A.
Cruso, H ea I da m A.C. The Church of the Nativity at Betlehem.
Illustrated from drawings and photographs by IF. Harvey and
others, edited by R. W. Schulte, honorary secretary of the By­
zantine research fund. Published on behalf of the fund by A-
T. Batsford. London, 1910, σελ, XI—76, μετά 12 εικόνων.
Έν τή πολυτίμω ταύτη έκδόσει περιέχονται: περιγραφή τής Βα­
σιλικής τής Βηθλεέμ· αρχιτεκτονική περί αυτής μελέτη- μελέτη περί
τών μωσαϊκών· σημείωσις περί τοϋ αγίου Σπηλαίου. Σπουδαία περί
128 Neat συγγραφαί καί μελέται — Κριτική καί Βιβλιογραφία

τοΰ έργου τούτου κρίσις έδημοσιευθη υπό Θ. Σ μ Iτ εν τώ Δελτίω


τοΰ (ρωσ.) 'Υπουργείου της Δημοσίας Έκπαιδευσεως (Αΰγ. 1913 σελ.
313-342). Γ. Π.
Φαγό Βικεντίου, Μνημεία τοΰ χριστιανισμού έν Τάραντι (ΒΧ
τ. XVIII, 1—4, 1911, σελ 390-398).
Προς τοις ναοΐς: S. Pietro Imperiale καί Madonna della
Giustizia, ών ή εποχή ήδη καθωρίσθη (ια' και ιβ' αΐ), τή 13 Φεβρ.
1900 ανεκαλύφθη εν έτι χριστιανικόν μνημεΐον εν Τάραντι, ή κρυπτή
τού Σωτήρος, ευρισκόμενη έν τοποθεσία καλούμενη Muriveta, ένθα
άλλοτε ύψοΰντο τα αρχαία τείχη τού Τάραντος. Ό λόγος ενταύθα
περ'ι αυτής καί περί τής έτι σπουδαιοτέρας κρυπτής τού ναού τού
άγ. Κατάλδου. Γ. Π.
Κηλάδου Ειρηναίον Άρχιμ., Ή πόλις 'Ιερουσαλήμ κατά τούς
αρχαίους χρόνους (ΝΣ ΙΓ', 1913, σ. 360—381, τέλος).
Φωτοπούλου Φιλήμονος Ίεροδ., 'Ο πατριάρχης 'Ιεροσολύμων
Πολύκαρπος [1808 —1827] (ΝΣ II”, 1913, σ. 642—6ό2).
Φωκυλίδου Ίωάννου, Ή νέα ’Εκκλησία τής Θεοτόκου εν 'Ιε­
ρουσαλήμ (ΝΣ ΙΓ', 1913, σ. 667—679).
.
Φωκυλίδου Ίωάννου, Μιχαήλ πρεσβύτερος και σύγκελλος Ιε­

ροσολύμων (ΝΣ ΙΓ', 1913, σ. 733—749).
C. Μ, Watson, The story of Jerusalem. Londres, Dent.
1912, σ. XX—389, μετ’ εικόνων, χαρτών κα’ι σχεδιαγραμμάτων.
Π

R. Jan in, Les Georgiens a Jerusalem. II, Les pelerins


occidentaux et les Georgiens, le monastere de Sainte Croix
Α.

(EO 1913, τ. XVI, σ. 211—219, συνέχεια).


Georg Johann Herzog zu Sachsen, Vier Fresko-
k5pfe aus dem Kreuzkloster bei Jerusalem (BZ 3—4 Heft 1912,
σ. 487—490).
Hartmann R., Materialien zur hist. Topographie der
Pala-estim-tertia (Z. d. Dtsch. Palast.-Ver. 1913, 2, σ. 100—113.
Ebd. σ. 180—198).
Sch i w i etz St., Das morgenlandische Monchtum. 2 Bd.
Das Monchtum auf Sinai u. in Palastina in 4. Jahr. Mainz, Kir-
chlein, 1913 (σ. VIII—1912).
Guthe H., Beitrage zur Ortskunde Paliistinas. 12. Kirjath
Jearim (Z. d. Deutsch. Palast-Ver. 1912, 2, σ. 81—99.
Miiller W. M. Die Afri in Palastina (Ebd. 256—261).
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ
--------- =3=5=*=---------

Κεφάλαιον όλοσχερώς καταβεβλημένον Δρ. 60-000.000

BfiPK ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΑ

ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ:
'Έν 'Ελλάδι. Έν ΠειραιεΤ, Πάτραις, Σύρψ, Καλάμαις, Τριπόλει, Βόλφ,
ΛαρΕσση. ΚαρδΕχση καί ΆγρινΕω.
Έν Κρήττ). Έν ΧανΕοις, ΉρακλεΕφ καί Ρεθύμνφ.
Ό Γενικός Διευθυντής I. ΗΛΙΑΣΚΟΣ
Τηλεγραφική Διεΰύυνσις: ΑΘΗΝΑ'ΓΚΗ—ATHENOCLES
Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ έκτελεΐ πάσαν Τραπεζιτι­
κήν έργασίαν ήτοι: Προεξοφλήσεις εμπορικών γραμματίων
και συναλλαγματικών. Προκαταβολάς έπι χρεογράφων και
εμπορευμάτων. Εισπράξεις τοκομεριδίων παντός είδους χρε-
ωγράφων, φορτωτικών, συναλλαγματικών* γραμματίων έσω-
.

τερικοΰ και εξωτερικού. Έκτελεΐ χρηματιστικάς έντολάς.
’Εκδίδει έπιταγάς, πιστωτικός έπιστολάς καί τηλεγραφικός
έντολάς π?ι.ηρωμών εν τε τώ έσωτερικω κιΛ έξωτερικφ. Α­
Π

νοίγει τρέχοντας ?*,)σμούς ήγγυημένους. Δέχεται καταθέσεις


χρεωγράφων προς φύλαξιν αντί ελάχιστων δικαιωμάτων καί
Α.

ενοικιάζει διαμερίσματα χρηματοκιβωτίων διαφόρων δια­


στάσεων υπό ορούς λίαν ευνοϊκούς διά τό κοινόν.
Ή Τράπεζα ’Αθηνών δέχεται καταθέσεις εις τραπεζο­
γραμμάτια, εις χρυσόν καί εις έπιταγάς (Cheques) επί τοϋ
εξωτερικού υπό όρους λίαν ευνοϊκούς.
Αί εις χρυσόν καταθέσεις εϊνε άποδοτέαι εις ό. νόμισμα
ένηργήθησαν, αί εις έπιταγάς (Cheques) ομοίως αποδίδον­
ται δι' έπιταγών (Cheques) τής Τραπέζης έπί τών έν τώ
έξωτερικφ ανταποκριτών της. Οί δεδουλευμένοι τόκοι πλη­
ρώνονται καθ’ εξαμηνίαν από τής πρώτης Ίανουαρίου καί
όπό τής πρώτης ’Ιουλίου έκάστου έτουςΛ
Ταμιευτήριον μέ ιδιαιτέραν υπηρεσίαν λ,ειτουργεΐ καθ'
ίκόστην. '
Πασίγνωστος τυγχάνει ή πηγή

VICHY
και ιδία ή πηγή

vichy-c£lestins
διά την ιαματικήν της Βύναμιν δσον
αφόρα τάς άσθενείας ' τής κύστεως,
των νεφρών, τής άρθρίτιδος καί τοΰ
διαβήτου ή

VICHY-GRANDE-GRILLE
διά τάς άσθενείας τοϋ ύπατος καί τοΰ
χολικού συστήματος καί ή

VICHY-HOPITAL
.

διά τάς άσθενείας τοΰ στομάχου καί
των έντοσθίων.
Π

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ
FELIX CHAINE
Α.

* Οδός Γερμανίας 2, ’Αλεξάνδρεια

«ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ» Ν. ΚΑΪΡΗΣ
Μηνιαΐον καλλιτεχνικόν περιοδικόν
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ
έκδιδόμενον έν ΆΌηναις, έτος δον
Συνδρομή: 'Εσωτερικόν δρ. 12. Ε­ Όδός Choubrah ’Aql£. 45
ξωτερικού φρ, χρ. 12.—Γραφεία'. 'Οδός
Χαριλάου Τρικονπη όρι&. 22. — Δημο­ ΚΑ·Ι·ΡΟΝ
σιεύει: φιλολογικά καί καλλιτεχνικά αρ-
Λρσ ναι εικόνας, έργα ΐλλήνων και ξένων
καλλιτεχνών’
Διευ&υντής Δ.Ί. Καλόγερό:τουλος
.

ΠωλεΤταυ πανταχοϋ
Π

ΓΕΝΙΚΟΣ ΙΙΡΑΚΤΩΡ ΔΙΑ ΤΗΝ


ΑΙΓΓΠΤΟΝ:,
Α.

FELIX CHAINE
•. ■
Alexandrie
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ
Μετοχικόν Κεφάλαιον όλοσχερώς καναβεβλη-
μένον φρ. 15,000,000.
ΕΔΡΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙ2
'Υποκαταστήματα Ίν ’Αλεξάνδρειά, Καΐρω, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη
Πρακτορεία έν Μοναστή ρέω καί Μιτυλήνη
Υποπρακτορεία έν Μαγνησία καί Περγάμω
Ή Τράπεζα τής Ανατολής έκτελεΐ άπάσας τάς Τραπεζιτικός εργασίας
"Ητοι Προκαταβολή επί Τίτλων καί Γραμματίων, Προεξοφλήσεις, Εισ­
πράξεις Γραμματίων, Εκδίδει Πιστωτ. Έπιστολάς, Συναλλαγματικάς, Έ-
πιταγάς, ’Ενεργεί τηλεγρ. έντολάς πληρωμής εις τάς κυριωτέρας πόλεις
τής Εΰώπης,.'Ανοίγει Τρεχουμιένους Λογαριασμούς, ’Αναλαμβάνει Πω-
λήσειςκαί ’Αγοράς Τίτλων, έξαργύρωσιν Τοκομεριδίων καίτήνέκτέλεσιν
Χρηματιστικών ’Εντολών.
'Η Τράπεζα τής ’Ανατολής ενεργεί επίσης προκαταβολάς επί Καπνών
Βαμβακοσπόρων, Δημητριακών κτλ. κτλ. δέχεται δέ εμπορεύματα εις
παρακαταθήκην άνοάμμβάνουσα την εις τάς καλλιτέρας τιμάς πώλησιν
.
αυτών.

Διά κά^ίθέσεις άποδυτέας εις πρώτην ζήτησιν 3 ο)ο
» , " » » μετά εξ μήνας 3 1)2 ο)ο
» λ- » » » έν έτος 4 ο)ο
» » » » δύο έτη καί πέρ. 5 ο)ο
Π

Ή Τράπεζα τής ’Ανατολής επί τώ σκοπώ τής έμψυχώσεως τοΰ


πνεύματος τής άποταμιεύσεως διωργάνωσεν ΕΙΔΙΚΟΝ ΤΜΗΜΑ ΤΑ­
Α.

ΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ, έν ω δέχεται καταθέσεις από Γ. Δ. 20 έως Γ. Δ.2ό.


πληρώνουσα τόκον 4 τοΐς ο)ο έτησίως.

“ ΜΟΥΣΙΚΗ „
Εικονογραφημένου μουσικόν περιοδικόν έκδιδόμενον
έν Κωνστανχινουπόλει
υπό Γ, Δ. ΠΑΧΤΙΚΟΥ
ΣΥΝΕΡΓΑΤΑΙ οί διαπρεπέστεροι 'Έλληνες καί ξένοι μουσικοί
καί μουσικολόγοι.—ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Μουαικο-φιλολογική περί τής
Ελληνικής, τής Ανατολικής καί τής Δυτικής έν γένει μουσικής υπό
ειδικών καλάμων.
Η “ΜΟΥΣΙΚΗ,, έν Ικάστω αυτής φυλλαδίφ δημοσιεύει έκλε-
κτά άσματα φωνητικής καί οργανικής μουσικής, παρασεσημασμένα διά
τής έκκληαιαατικής καί ευρωπαϊκής σημειογραφίας. -.
’Ετήσια συνδρομή προπληρωτέα: έκτος μεν τής Τουρκίας 15
φράγκα χρυσά, έντός δέ γρόσια 60-
Διεύθυνσις τοΰ Περιοδικού:

Γ· Δ· Π ΑΧΤ I ΚΟ Ν
Πέραν—Ταξείμιον, δδός Άχίο άρι·&. 41.
Είς ΚΩΝΣΤΑ ΝΤΙΝΟ ΥΠΟΛΙΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΦΑΡΟΥ»

Έν τοΐς Γραφείοις τοΰ «Εκκλησιαστικού Φάρου» πωλοΰνται ri


εξής βιβλία:

Γρηγορίον X. Παπαμιχαήλ, Ό άγιος Γρηγόριος ΙΙαλαμάς Αρ­


χιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.......................................................... φρ. 5
Τον αύτον, Πνευματισμός κα'ι Χριστιανισμός . » 3.50
» Σοσιαλισμός και Χριστιανισμός . » t
» Σοσιαλιστικών ειδώλων κατάλνσις » 1
» ’Αποκαλύψεις περί τής ρωσικής πολιτικής
εν τή όρθοδοξφ Έλληνικη ’Ανατολή » 1.5Q
» Βουδδισμός και Χριστιανισμός . . » 0,50
» Αί περ'ι ένώσεως σκέψεις τοΰ πρίγκηπος
Μαςίμιλιανοΰ και σκέψεις έπ'ι των σκέψεων » 1.
» Ή καϋσις των νεκρών............................. » 2
» ’Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμευς ;> 2
τ> Ελλάδος Θρίαμβος (έκδ. β') . » 1.25
Σωφρόνιόν Μητροπολίτον Αεοντοπόλε,^ζ, Λεξικόν .
της Καινής Διαθήκης........................................ ... » 20

Διά τούς φοιτητάς και ιεροσπουδαστές . . * 12
ΤοΟ αύτοϋ, Μιχαήλ τοΰ Γλυκά εις τάς απορίας
τής θείας Γραφής τόμος^ ’ Α' . » 5
Π

» Β' . » 5
» Ιστορία τής εν Βιέννη Ελληνικής Κοι-
Α.

νότητος.................................................. » 3
» Εύαγγέλιον Μαρίας τής Παλαιολογίνας » 3
Μελετίον Μητροπολίτον Κιτίον, Τό "Αγιον ’Όρος
και ή ρωσική πολιτική έν τή δρθοδ. Ελληνική ’Ανατολή » 5
Άρχιμ. Χρνοοατόμον Α. Παπαδοπούλον, Καϋη-
γητον τυν Πανεπιστημίου, Ό Ευαγγελιστής Μάρκος . . » 3
Διακ. Δημ. Καλλιμάχον, Ό Μακουκάς . . . . » 3
» Τό Πατριαρχεΐον ’Αλεξάνδρειάς
έν Άβυσστνίςι................................... » 1
> Τά έν Καΐρφ ελληνικά σχολεία
έπι Τουρκοκρατίας..............................» 1
Σπ. Π. Παπαγεωργίον, Εισαγωγή εις τήν Παλαιάν
Διαθήκην................................................................... . . » δ
Π ΑΤΡΙ ΑΡΧΕΙΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

“ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΦΑΡΟΣ,,
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΟΝ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ
ucroii ϊω ι&«δ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΠΑΜ!ΧΑΗΛ

Θεολογία, ’Εκκλησία, Αιγυπτιολογία, Ιστορία, Παιδαγω­


γική, Φιλοσοφία.
Πρωτότυποι πραγματεΐαι—Μεταφράσεις, μόνον κατ’ άρί-
- στην επιλογήν.
Κριτική έπιστημονική των σπουδαιότερων συγγραφών.
Βιβλιογραφικόν Δελτίον κατά τριμηνίαν: άνασκοπή τής
ευρωπαϊκής έπιστημονικής κινήσεως.
"Εκαστον τεύχος σύγκειται ές 6 τυπογρ. φύλλων.
Κατ’ έτος έκδίδονται δύο τόμοι, ών έκαστος σύγκειται
έκ 576 σελίδων.
Συνδρομή έτησία φρ. χρ. 25
.
Διά τούς σπουδαστάς τής Θεολογίας φρ. 12,50

Είς τούς συνόρομητάς τού «’Εκκλησιαστικού Φάρου» άπο-
στέλλεται δωρεάν ό
Π

“ΠΑΝΤ ΑΙΝΟΣ,,
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ “ΕΚΚΛΗΣ. ΦΑΡΟΓ,,
Α.

Ι/ΙΡΤΘΗ ΤΩ 1909
έν φ δημοσιεύονται:
Άρθρα πρακτικά: έκκλησιαστικά, ηθικά, παιδαγωγικά,
έποικοδομητικά, έπί των έπικαίρων ζητημάτων.
Άνασκοπή τής τε έν ταΐς Όρθοδόξοις καί τής έν ταΐς
Έτεροδόξοίς Έκκλησίαις έκκλησιαστικής και έκπαιδευτικής κι-
νήσεως.
Έκαστον φύλλον τού «Πανταίνου» άποτελεΐται έκ 16
σελίδων, ό έτήσιος δέ τόμος αύτοΰ άπαρτίζεται έκ σελίδων
900 περίπου.
Έ πιστολά ί τή Διευθύνσει καί Συντάξει: A la Di­
rection du «Phare Ecclesiastique» Alexandrie (Egypte) Rue Oessi
Pacha 10.
Εμβάσματα συνδρομών: Προς την Διεύθυνσιν τού Πατρι­
αρχικού Γραφείου διά τόν «Εκκλησιαστικόν Φάρον». Alexandrie
{Egypte), Patriarcat Grec.
Έπιστολαί τή Δ ιεκπεραιώσει: λ la Direction du
* Phare Ecclisiastique» διά την Διεκπεραίωσιν. Alexandrie {Egypte)
Rue Gessi Pacha 10.

You might also like