You are on page 1of 579

3/9/2021

Η καταπολέμηση
του ρατσισμού και
της ξενοφοβίας
μέσω του ποινικού
δικαίου
Ν. 927/1979, όπως τροποποιήθηκε
με τους Ν. 4285/2014 και 4491/2017

Διδακτορική Διατριβή
Μητσέλου Βασιλικής
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ
ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΗΣ – ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
«Η ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ -
Ν. 927/1979, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟΥΣ Ν. 4285/2014 ΚΑΙ
4491/2017»

Παύλου Στέφανος
Καθηγητής Δ.Π.Θ., Επιβλέπων

Μπέκας Ιωάννης
Καθηγητής Δ.Π.Θ., Μέλος τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής

Κοσμάτος Κωνσταντίνος
Επίκουρος Καθηγητής Δ.Π.Θ., Μέλος τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής

Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης
Καθηγητής Δ.Π.Θ., Μέλος επταμελούς εξεταστικής επιτροπής

Δημήτραινας Γεώργιος
Επίκουρος Καθηγητής Δ.Π.Θ., Μέλος επταμελούς εξεταστικής επιτροπής

Κιούπης Δημήτριος
Αναπληρωτής Καθηγητής Ε.Κ.Π.Α., Μέλος επταμελούς εξεταστικής επιτροπής

Ζαχαριάδης Αθανάσιος
Επίκουρος Καθηγητής Α.Π.Θ., Μέλος επταμελούς εξεταστικής επιτροπής

Μητσέλου Βασιλική
Σεπτέμβριος 2021
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ
ΩΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

Ι. ΓΙΑΤΙ ΟΔΗΓΗΘΗΚΕ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ
1. Εισαγωγικά ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………..3
2. Πώς ορίζονται ο ρατσισμός και η ξενοφοβία……………………………………………………………………………………………………5
2.1. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ……………………………………………………………………………………………………8
2.1.1. Αντισημιτισμός …………………………………………………………………………………………………………………………..8
2.1.2. Απαρτχάιντ ………………………………………………………………………………………………………………………………11
3. Η μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου εποχή. Ένας καινούριος κόσμος ανατέλλει …………………………….12

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΔΡΑΣΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟ
ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟ ΠΑΡΟΝ

I. ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΥΠΕΡΚΡΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ - ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ


1. Η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ)………………………………………………………………….. 16
2. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων (CERD)…… …….17
II. ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ – ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
1. Το Συμβούλιο της Ευρώπης …………………………………………………………………………………………………………………………..23
2. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ………………………………………………………………………..24
3. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)………………………………………………………………….. 29
4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας (European Commission against Racism
and Intolerance) ………………………………………………………………………………………………………………………………………………..33
III. ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ – ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ/ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ
1. Εισαγωγικά ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………40
2. Η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας· μία ρομαντική διακήρυξη ή μία προσπάθεια νομικής
κατοχύρωσης; ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………42
2.1. Εισαγωγή ………………………………………………………………………………………...……………………………………………..42
2.2. Η έκθεση Δ. Ευρυγένη για την άνοδο του φασισμού και του ρατσισμού στην Ευρώπη…………………..44
2.3. Δραστηριότητες της Ε.Ε. για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των
διακρίσεων…………………………………………………………………………………………………………………………………………… 47
3. Μεταβατικές επισημάνσεις…………………………………………………………………………………………………………………………..57

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο Ν. 927/1979, «ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΜΟΥ ΠΡΑΞΕΩΝ Ή ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ
ΑΠΟΣΚΟΠΟΥΣΩΝ ΕΙΣ ΦΥΛΕΤΙΚΑΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ» (ΦΕΚ Α΄
139/28.06.1979)

I. ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΟ ΤΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ Ν.
4285/2014
1. Εισαγωγικές διευκρινίσεις……………………………………………………………………………………………………………………………. 62
1.1. Το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Διάκριση του ρατσιστικού λόγου από το έγκλημα μίσους …..62
1.2. Ήταν λοιπόν ο Ν. 927/1979, ως ίσχυε, ένας «αντιρατσιστικός» νόμος; …………………………………………..72
2. Διαχρονική εξέλιξη της εγχώριας ποινικής νομοθεσίας για την κατασταλτική αντιμετώπιση της ρητορικής του
μίσους και των ρατσιστικών διακρίσεων …………………………………………………………………………………………………………..75
3. Οι επιμέρους διατάξεις του Ν. 927/1979……………………………………………………………………………………………………… 79
3.1. Η δημόσια υποκίνηση διακρίσεων, μίσους ή βίας (άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979)………………………….. 79
3.2. Δημιουργία ή συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση (άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 927/1979)…………………………87
3.3. Εκφορά προσβλητικών ιδεών (άρθρο 2 Ν. 927/1979)……………………………………………………………………. 88
3.4. Ρατσιστικές διακρίσεις κατά τη συναλλακτική παροχή αγαθών ή προσφορά υπηρεσιών (άρθρο 3 Ν.
927/1979) ………………………………………………………………………………………………………………………………………………89
3.5. Η κατ’ έγκληση δίωξη…………………………………………………………………………………………………………………….. 92
4. Σχετική νομολογία του Άρειου Πάγου και των δικαστηρίων ουσίας ……………………………………………………………. 94
4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις …………………………………………………………………………………………………………….94
4.2. Η μοναδική υπόθεση που κρίθηκε στο επίπεδο του ανώτατου ακυρωτικού…………………………………. 96
4.3. Οι υποθέσεις κατά γνωστής εφημερίδας……………………………………………………………………………………… 102
4.4. Η εισαγγελική διάταξη…………………………………………………………………………………………………………………. 102
4.5. Η υπόθεση με τη στρατιωτική παρέλαση ……………………………………………………………………………………..104
5. Μεταβατικές επισημάνσεις……………………………………………………………………………………………………………………….. 106
ΙΙ. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 927/1979 ΜΕ ΤΟ Ν. 4285/2014: ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ Ή ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ
ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΡΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ 2008/913/ΔΕΥ ΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε.;
1. Εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες μέσα στις οποίες εκκολάφθηκε η ιδέα για εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος
νομοθετικού πλαισίου……………………………………………………………………………………………………………………………………. 107
1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις………………………………………………………………………………………………………….. 107
1.2. Η νομοπαρασκευαστική διαδικασία και η κοινοβουλευτική διαδρομή του ν. 4285/2014……………. 108
1.3. Το κοινωνικό πλαίσιο προ της τροποποίησης………………………………………………………………………………. 111
2. Η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ε.Ε., της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την
καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού
δικαίου…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………… 113
2.1. Εισαγωγή……………………………………………………………………………………………………………………………………… 113
2.2. Η νομιμοποίηση της Απόφασης-Πλαίσιο και η επενέργειά της στην ελληνική ποινική έννομη
τάξη…………………………………………………………………………………………………………………………………………………….. 118
2.2.1. Η εξελικτική διαδικασία της εισαγωγής από την Ευρώπη κανόνων ποινικής φύσεως…………… 118
2.2.2. Η εναρμόνιση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ……………… 121
2.2.3. Οι Αποφάσεις-Πλαίσιο. Ήταν πράγματι το κατάλληλο μέσο για τον επιδιωκόμενο σκοπό;
Ζητήματα Νομιμοποίησης………………………………………………………………………………………………………………. 124
2.3. Συνοπτική εξέταση των επιμέρους προβλέψεων της υπό ανάλυση απόφασης-πλαίσιο……………… 131
2.3.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις……………………………………………………………………………………………………. 131
2.3.2. Τα επιμέρους υποδεικνυόμενα αδικήματα…………………………………………………………………………… 136
2.3.3. Διαπιστώσεις ως προς το σεβασμό των θεμελιωδών αρχών της ποινικής δογματικής και του
κοινοτικού δικαίου κατά τη διαδικασία της θέσπισης των υπό εξέταση «ελάχιστων κανόνων» για τον
ορισμό των εγκλημάτων και τις ποινές……………………………………………………………………………………………. 146
2.3.4. Σύνοψη συμπερασμάτων αναφορικά με τις επιμέρους διατάξεις της απόφασης-πλαίσιο…… 163
3. Σύνοψη συμπερασμάτων και τελικές επισημάνσεις………………………………………………………………………………….. 168
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ & ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ:
ΤΟ ΔΙΠΤΥΧΟ ΤΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗΣ

Ι. ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 927/1979


1. Εισαγωγή………...................................................................................................................................................176
2. Κριτική παρουσίαση των απόψεων που υποστηρίχθηκαν για το προστατευόμενο έννομο αγαθό από τις
διατάξεις για την καταστολή της ρητορικής του μίσους…………………………………………………………………………………. 187
3. Τί τελικά προσβάλλει ο ρατσιστικός λόγος; Απάντηση ιδωμένη από την έποψη της θεωρίας του έννομου
αγαθού…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………… 211
3.1. Εισαγωγικά προλεγόμενα…………………………………………………………………………………………………………….. 211
3.2. Προσανατολισμός σε επιμέρους ατομικά έννομα αγαθά…………………………………………………………….. 213
3.3. Συν-προστασία της δημόσιας τάξης;……………………………………………………………………………………………. 225
4. Σύνοψη συμπερασμάτων……………………………………………………………………………………………………………………………. 235
ΙΙ. ΤΟ «ΠΡΟΒΛΗΜΑ» ΤΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ
1. Η απαίτηση για εξισορρόπηση αντικρουόμενων συμφερόντων…………………………………………………………………. 240
2. Ελευθερία της έκφρασης και δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος: σύγκρουση και υπερίσχυση ή
στάθμιση και πρακτική εναρμόνιση;………………………………………………………………………………………………………………. 241
2.1. Εισαγωγικά προλεγόμενα…………………………………………………………………………………………………………….. 241
2.2. Η πράξη -όπως αυτή νοείται σε ένα φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο- ως βάση της ποινικής καταστολής
της ρητορικής του μίσους…………………………………………………………………………………………………………………… 243
2.3. Στάθμιση συμφερόντων και πρακτική εναρμόνιση λόγω της τυπικής ισοδυναμίας των
συνταγματικών αρχών και δικαιωμάτων……………………………………………………………………………………………. 249
3. Συμπεράσματα…………………………………………………………………………………………………………………………………………… 253
ΙΙΙ. ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις………………………………………………………………………………………………………………………… 256
2. Ρητορική του μίσους: μονόδρομος ή διακρίνουσα αντιμετώπιση στη νομολογία του ΕΔΔΑ;…………………….. 258
3. Σύνοψη των σχετικών θέσεων που ακολουθεί το ΕΔΔΑ…………………………………………………………………………….. 263
4. Τελικές παρατηρήσεις αναφορικά με το βαθμό «διείσδυσης» της νομολογίας του ΕΔΔΑ στην ελληνική
έννομη τάξη……………………………………………………………………………………………………………………………………………………. 265
IV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ …………………………………………………………………………………………………………………………………………………..274
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 927/1979, ΟΠΩΣ ΕΧΟΥΝ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ

Ι. «ΑΡΘΡΟ 1: ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΟΚΙΝΗΣΗ ΒΙΑΣ Ή ΜΙΣΟΥΣ»


1. Η μορφή του άρθρου, όπως αυτό ισχύει σήμερα……………………………………………………………………………………….. 274
2. Συνοπτική παρουσίαση και περιεκτικός σχολιασμός των υπαγόμενων στο άρθρο 1 διατάξεων –
μορφολογικές παρατηρήσεις…………………………………………………………………………………………………………………………. 275
3. Η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979)………………………………………………………………………………………………………………………………………………………. 278
3.1. Η αντικειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 278
3.2. Απόπειρα – Συμμετοχή………………………………………………………………………………………………………………… 365
3.2.1. Απόπειρα………………………………………………………………………………………………………………………………. 365
3.2.2. Συμμετοχή…………………………………………………………………………………………………………………………….. 372
3.3. Λόγοι άρσης του αδίκου………………………………………………………………………………………………………………..373
3.3.1. Εισαγωγικά…………………………………………………………………………………………………………………………….373
3.3.2. Ενάσκηση δικαιώματος ή διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος;………………………………………… 375
3.3.3. Ικανοποίηση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος……………………………………………………………………. 379
3.4. Η υπαιτιότητα……………………………………………………………………………………………………………………………… 383
3.4.1. Η υποκειμενική υπόσταση……………………………………………………………………………………………………. 383
3.4.2. Πραγματική πλάνη………………………………………………………………………………………………………………… 385
3.5. Ο τελικός καταλογισμός σε ενοχή – η συνείδηση (ή δυνατότητα συνείδησης) του αδίκου…………. 388
3.6. Το τιμωρητό…………………………………………………………………………………………………………………………………. 389
3.7. Συρροές …………………………………………………………………………………………………………………………………………391
3.8. Δικονομικά ζητήματα…………………………………………………………………………………………………………………… 391
3.9. Διαχρονικό δίκαιο………………………………………………………………………………………………………………………… 405
4. Η δημόσια υποκίνηση σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων (άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 927/1979)……… 407
4.1. Η αντικειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 407
4.2. Η υποκειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 411
5. Ευθύνη από το αποτέλεσμα (άρ. 1 παρ. 3 του Ν. 927/1979)……………………………………………………………………… 411
6. Η συγκρότηση ή συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση ή ένωση προσώπων (άρ. 1 παρ. 4 του Ν.
927/1979)………………………………………………………………………………………………………………………………………………………. 417
6.1. Η αντικειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 417
6.2. Απόπειρα – Συμμετοχή………………………………………………………………………………………………………………… 426
6.2.1. Απόπειρα……………………………………………………………………………………………………………………………… 426
6.2.2. Συμμετοχή……………………………………………………………………………………………………………………………. 426
6.3. Η υποκειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 427
6.4. Συρροή………………………………………………………………………………………………………………………………………… 428
7. Η τέλεση της δημόσιας υποκίνησης διακρίσεων, μίσους ή βίας από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο (άρ. 1
παρ. 5 του Ν. 927/1979)…………………………………………………………………………………………………………………………………. 432
7.1. Η αντικειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 432
7.2. Η υποκειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 435
7.3. Το τιμωρητό…………………………………………………………………………………………………………………………………. 436
ΙΙ. «ΑΡΘΡΟ 2: ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΣΙΑ Ή ΑΡΝΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ»
1. Η μορφή του άρθρου, όπως αυτό ισχύει σήμερα………………………………………………………………………………………. 436
2. Συνοπτική παρουσίαση και περιεκτικός σχολιασμός των υπαγόμενων στο άρθρο 2 διατάξεων - μορφολογικές
παρατηρήσεις…………………………………………………………………………………………………………………………………………………. 437
3. Συγκριτική επισκόπηση της νομικής αντιμετώπισης του ιστορικού αναθεωρητισμού - αποκλίνουσες
ρυθμίσεις στον ευρωπαϊκό χώρο……………………………………………………………………………………………………………………. 443
4. Ζητήματα συμβατότητας της ποινικοποίησης της δημόσιας άρνησης εγκλημάτων (άρθρο 2) με το δικαίωμα
της ελευθερίας της γνώμης…………………………………………………………………………………………………………………………….. 453
5. Η δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων (άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979)…………………………………. 462
5.1. Η αντικειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………………… 462
5.2. Απόπειρα – Συμμετοχή………………………………………………………………………………………………………………… 508
5.2.1. Απόπειρα………………………………………………………………………………………………………………………………. 508
5.2.2. Συμμετοχή…………………………………………………………………………………………………………………………….. 511
5.3. Λόγοι άρσης του αδίκου………………………………………………………………………………………………………………. 511
5.4. Η υπαιτιότητα………………………………………………………………………………………………………………………………. 513
5.4.1. Η υποκειμενική υπόσταση…………………………………………………………………………………………………….. 513
5.4.2. Πραγματική πλάνη………………………………………………………………………………………………………………… 516
5.5. Ο τελικός καταλογισμός σε ενοχή – η συνείδηση (ή δυνατότητα συνείδησης) του αδίκου………….. 519
5.6. Το τιμωρητό…………………………………………………………………………………………………………………………………. 521
5.7. Συρροές………………………………………………………………………………………………………………………………………… 521
5.8. Δικονομικά ζητήματα…………………………………………………………………………………………………………………… 525
5.9. Διαχρονικό δίκαιο………………………………………………………………………………………………………………………… 527
ΙΙΙ. «ΑΡΘΡΟ 3: ΤΕΛΕΣΗ ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ»
1. Η διάταξη του άρθρου 3 μετά το Ν. 4285/2014………………………………………………………………………………………….. 530
2. Συνοπτική παρουσίαση της εισαχθείσας ρύθμισης περί διαδικτυακής τέλεσης των εγκλημάτων του Ν.
927/1979 και των εγερθεισών αντιρρήσεων επ’ αυτής………………………………………………………………………………….. 531
3. Ποιος είναι τελικά ο τόπος τέλεσης των εγκλημάτων του Ν. 927/1979, όταν αυτά τελούνται μέσω του
διαδικτύου;…………………………………………………………………………………………………………………………………………………….. 538
4. Συμπεράσματα……………………………………………………………………………………………………………………………………………. 544
Βιβλιογραφία…………………………………………………………………………………………………………………………………………………546
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ

ΩΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

[1]
[2]
Ι. ΓΙΑΤΙ ΟΔΗΓΗΘΗΚΕ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ
ΑΝΑΛΗΨΗ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟΥ
ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ

1. Εισαγωγικά

Η οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας των ισχυουσών στην ελληνική έννομη τάξη


ποινικών διατάξεων αναφορικά με την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων
ρατσισμού και ξενοφοβίας στο πλαίσιο του Ν. 927/1979 (Α’ 139), «Περί κολασμού πράξεων ή
ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις», όπως αυτός τροποποιήθηκε με τους Ν.
4285/2014 (ΦΕΚ Α’ 191) και 4491/2017 (ΦΕΚ Α’ 152), η οποία ερμηνεία συμβάλλει
καθοριστικά στη δικαστική αποσαφήνιση της ποινικής ευθύνης του δράστη μιας ρατσιστικής
συμπεριφοράς και συνακόλουθα στη δίκαιη κυρωτική απάντηση της Πολιτείας απέναντι σε
μια κριθείσα ως ποινικά αξιόλογη πράξη1, κρίνεται ατελέσφορη ή σε κάθε περίπτωση ελλιπής,
αν δεν προηγηθεί μία, σύντομη έστω, αναφορά στο ρατσισμό και την ξενοφοβία ως έννοιες
αλλά και ως ιστορικά-κοινωνικά φαινόμενα.
Και τούτο είναι απόλυτα λογικό, καθότι το Ποινικό Δίκαιο με την εξέχουσα παρουσία
του μέσα στο δικαιϊκό σύστημα, λόγω της ιδιαίτερης φύσης των κυρωτικών του κανόνων 2,
νομιμοποιείται να επέμβει μόνο σε οριακές περιπτώσεις, εκεί δηλαδή όπου πλέον έχει
εξαντληθεί η αποτελεσματικότητα των άλλων δικαιϊκών κλάδων. Ουσιαστικά, το ποινικό
δίκαιο επεμβαίνει με τις ρυθμίσεις του στο σημείο εκείνο από το οποίο μια ανθρώπινη
συμπεριφορά εξέρχεται των ορίων της ανεκτικότητας (τα οποία όρια βέβαια δεν είναι
σταθερά, αλλά μεταβάλλονται ανάλογα με τις ισχύουσες συνθήκες της εκάστοτε εποχής) και
εκλαμβάνει διαβρωτικές για την ομαλή κοινωνική συμβίωση διαστάσεις. Ο ποινικός νομοθέτης
τυποποιεί εγκλήματα, όταν ένα κοινωνικό φαινόμενο εκδηλώνεται μέσω ανθρώπινων
συμπεριφορών που προσβάλλουν βάναυσα, είτε με τη μορφή της βλάβης ή με τη μορφή της
διακινδύνευσης, αγαθά του κοινωνικού συνόλου, που έχουν αναχθεί κατόπιν νομοθετικής τους
αξιολόγησης σε έννομα. Λειτουργεί, λοιπόν, ή τουλάχιστον θα έπρεπε να λειτουργεί, ως ultima
ratio, προβλέποντας αναλογικές ποινικές κυρώσεις, που θα ανταποκρίνονται στην ουσία της

1 Η εφαρμογή ενός κανόνα δικαίου, δηλαδή η νομική υπαγωγή, προϋποθέτει σαφώς την κατανόηση
και την ερμηνεία του ίδιου του κανόνα, η δε ερμηνεία με τη σειρά της προϋποθέτει την κατανόηση των
δικαιοπολιτικών λόγων που επέβαλαν την εκάστοτε νομική ρύθμιση.
2 Βλ. γι’ αυτό Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 16, όπου ορίζει την ποινή ως

«μια προβλεπόμενη από το νόμο, σκληρή, δηλαδή στιγματιστική και οδυνηρή μεταχείριση, η οποία
επιβάλλεται σε κάποιον από την Πολιτεία προκειμένου να γίνει αισθητή ως τέτοια, ως αποκλειστική
έκφραση ιδιαίτερης, υπερβατικά στηριγμένης αποδοκιμασίας για μια αντικανονική συμπεριφορά του».
Άλλωστε, και η ίδια η ποινική διαδικασία για την κατάγνωση ή μη της ενοχής του δράστη είναι
«αμφιδύναμη», αφού δεν λειτουργεί απλώς προστατευτικά για τον κατηγορούμενο, αλλά ταυτόχρονα
είναι επιβαρυμένη με «πρόγευση ιδιαίτερης αποδοκιμασίας».

[3]
προσβολής και το βαθμό της ενοχής του δράστη. Δυστυχώς, αυτή η τόσο βασική, θεμελιώδης
θα έλεγε κανείς, αρχή του Ποινικού Δικαίου δεν γίνεται πάντοτε σεβαστή, καθότι αρκετές
φορές λησμονείται πόσο επεμβατική είναι η λειτουργία αυτού του δικαιϊκού κλάδου σε
ορισμένα ατομικά δικαιώματα του πολίτη, όταν φθάνει η ώρα της ποινικής καταστολής, αλλά
και νωρίτερα, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνολικής ποινικής διαδικασίας. Όπως χαρακτηριστικά
αναφέρεται, η ποινική καταστολή λειτουργεί ως ένας «οδοστρωτήρας» που μπορεί να
«ισοπεδώσει» τα αγαθά του κατηγορουμένου3.
Καθίσταται συνεπώς αδήριτη η ανάγκη να εξετασθούν πρωταρχικά, σίγουρα βέβαια με
συνοπτικό τρόπο και όσο το επιτρέπει το ευρύτερο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, ο
ρατσισμός και η ξενοφοβία ως έννοιες καθώς και ως ιστορικά-κοινωνικά φαινόμενα. Οι όποιες
αναφορές, ωστόσο, δεν φιλοδοξούν να εξαντλήσουν τα σχετικά φαινόμενα, τα οποία άλλωστε
είναι αντικείμενο ξεχωριστής επιστημονικής μελέτης, παρά μόνο να δώσουν στον αναγνώστη
το στίγμα του ρατσισμού, να τον βοηθήσουν ίσως να αφουγκρασθεί τον απόηχό τους στο
πέρασμα της ιστορίας των λαών κι έτσι να κατανοήσει ευκολότερα το μέγεθος της απαξίας που
γέννησε την ανάγκη για ποινικοποίηση.
Ελλείψει μίας σύντομης μεν αλλά πάντως περιεκτικής αναφοράς στην έννοια του
ρατσισμού, πώς είναι δυνατόν ο ερμηνευτής και ο εφαρμοστής των κυρωτικών διατάξεων που
συνθέτουν το νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων
του ρατσισμού και της ξενοφοβίας να κατανοήσει το λόγο της ποινικοποίησης, το εύρος
εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, τη σπουδή του νομοθέτη -κοινοτικού και εθνικού- να
προστατεύσει «αξίες» που διακυβεύονται, οριοθετώντας μορφές αξιόποινης συμπεριφοράς;
Γιατί, λοιπόν, επιλέχθηκαν ορισμένες και όχι όλες οι μορφές και οι εκδηλώσεις ρατσισμού και
ξενοφοβίας κατά τη διαδικασία της δημιουργίας εγκληματικού αδίκου; Υπάρχουν μήπως
κοινωνικές εκδηλώσεις ανθρώπινης συμπεριφοράς που δεν εμπίπτουν στις τυποποιημένες
νομοτυπικές υποστάσεις του εν λόγω νομοθετήματος κι αν ναι, ποιες είναι αυτές και πού
συναντούν τα όριά τους; Τα προαναφερθέντα ερωτήματα που γεννώνται δεν είναι φυσικά τα
μοναδικά, όταν έχει δρομολογηθεί η προσπάθεια για μια ουσιαστική και σε βάθος κατανόηση
και ερμηνεία του νόμου, με τη χρήση βεβαίως όλων εκείνων των μεθοδολογικών εργαλείων
που μας είναι γνωστά στην επιστημονική έρευνα (γραμματική, ιστορική – βουλητική, λογική –
συστηματική, αναλογική και τελεολογική ερμηνεία των κανόνων του Ποινικού Δικαίου).
Άλλωστε, όπως είναι γνωστό, η κατά συνταγματική πρόβλεψη «τυποποίηση» του
ποινικού φαινομένου (άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος), η επακριβής δηλαδή οριοθέτηση του
χώρου προσβολής4, διαδραματίζει ένα σημαντικότατο ρόλο· οι επιλογές του νομοθέτη δεν είναι
ή τουλάχιστον δε φαίνονται να είναι, τυχαίες και απερίσκεπτες, αλλά εξυπηρετούν ένα σκοπό,
την τόσο σημαντική για όλους μας ασφάλεια του δικαίου. Με την επακριβή περιγραφή της

3 Βλ. Α. Κωστάρα, ΠΔ. Έννοιες και Θεσμοί του Γενικού Μέρους, 2016, σ. 14.
4 Κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο ορισμένο (n.c.n.p.s.l. certa), ως μία από τις τέσσερις
επιμέρους αρχές που απορρέουν από την ουσιαστική αποτύπωση στο Σύνταγμα της βασικής για το
ποινικό δίκαιο γενικής αρχής «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο»

[4]
αξιόποινης συμπεριφοράς καθίσταται σαφές σε όλους τους κοινωνούς του δικαίου ποιες
συμπεριφορές θα πρέπει να αποφεύγονται, ως αποτελούσες εγκλήματα, και παράλληλα
καθορίζεται με σαφήνεια ποιο είναι το μέγεθος εκείνο (άλλως «αξία» ή «έννομο αγαθό») που
επιδιώκει να προστατεύσει ο νομοθέτης. Παράλληλα, βέβαια, μέσα από την τυποποίηση
αναδεικνύεται και η διττή λειτουργία του Ποινικού Δικαίου, αφενός μεν η προστατευτική για
τα έννομα αγαθά, αφετέρου δε η εγγυητική (ή αλλιώς εξασφαλιστική) για τις ατομικές
ελευθερίες των πολιτών, αποτελεί με άλλα λόγια όχι μόνο μέτρο προστασίας των έννομων
αγαθών αλλά και μέτρο ελευθερίας των πολιτών5.
Το «γιατί» και το «πώς» πρωτίστως της γέννησης, της εκτροφής και μεταγενέστερα της
έξαρσης των ρατσιστικών και ξενοφοβικών φαινομένων αποτελούν κυρίως αντικείμενο
έρευνας ιστορικών, πολιτικών, κοινωνιολογικών, οικονομικών ακόμα και ψυχολογικών
επιστημών. Όμως, η απάντηση της Πολιτείας απέναντι σε μορφές συμπεριφοράς που αφενός
δυναμιτίζουν την ειρηνική κοινωνική συμβίωση και τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας,
αφετέρου θέτουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση (διακινδυνεύουν ή βλάπτουν) θεμελιώδη
ανθρώπινα δικαιώματα και αξίες6, ορμώμενες7 από θεωρίες περί δήθεν ύπαρξης «ανώτερων»
και «κατώτερων» βιολογικά φυλών, δεν μπορεί παρά να έρθει μέσω του ποινικού δικαίου.
Αρκεί να μη λησμονείται ο ιδιαίτερος ρόλος αυτού, οι αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται και οι
σκοποί τους οποίους υπηρετεί. Μόνο μέσα από μία τέτοια ανάγνωση μπορεί κανείς να
αναλογιστεί τη σπουδαιότητα αλλά και να επιβεβαιωθεί η δημοκρατική νομιμοποίηση της
ποινικής καταστολής στο πλαίσιο της αντιμετώπισης ρατσιστικών και ξενοφοβικών μορφών
συμπεριφοράς.
Άλλωστε, όπως θα καταφανεί και στην πορεία της ανάλυσης, το ποινικό δίκαιο και η
μέσω αυτού κατάστρωση ποινικών υποστάσεων για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και
εκδηλώσεων του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, η οριοθέτηση με άλλα λόγια της προσβολής,
καθώς και η πρόβλεψη αναλογικών και αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων για τον ίδιο σκοπό
αναδεικνύονται (άσχετα αν αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα) ως τα έσχατα στο δύσκολο
αυτό αγώνα. Σε αντίθετη περίπτωση, η «εργαλειοποίηση» του ποινικού δικαίου, τουτέστιν η
χρησιμοποίησή του εκ μέρους της Πολιτείας σε ένα πρώιμο στάδιο, χωρίς να έχει φροντίσει
προηγουμένως να διαμορφώσει υποδομές και να εξασφαλίσει στους πολίτες της τις
κατάλληλες συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές,
εκπαιδευτικές), αλλά και να εξαντλήσει κάθε άλλο ηπιότερο δυνατό μέσο, καταλήγει με
αναπόφευκτη σχεδόν βεβαιότητα στο γνωστό δίπολο: ανύπαρκτη πρόληψη - ατελέσφορη
καταστολή.

2. Πώς ορίζονται ο ρατσισμός και η ξενοφοβία

5 Βλ. για τη θέση αυτή Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 29.
6 Σαφώς εδώ δεν εννοούνται ηθικές αξίες, ιδεολογικές σκοπιμότητες και στόχοι φρονηματικού
χαρακτήρα.
7 Αρχικά τουλάχιστον.

[5]
Ο «ρατσισμός», οι ρίζες και οι γενεσιουργές αιτίες του οποίου εντοπίζονται στα βάθη
των αιώνων και συγκεκριμένα από την εποχή κυρίως της ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής
πολιτικής και των σχέσεων που διαμορφώθηκαν μεταξύ των αποικιών και των μητροπόλεων,
από την προσπάθεια που καταβλήθηκε για τη δικαιολόγηση της δουλείας των «μαύρων» 8 και
του απόηχου της προσπάθειας αυτής στη Δύση, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ.
αντισημιτισμός) από εποχές που φθάνουν πίσω στο μακρινό παρελθόν της ανθρωπότητας,
ξεκίνησε αρχικά ως μια θεωρία που προσιδίαζε στο «φυλετισμό».
Προκειμένου όμως να γίνει αντιληπτή η διαφοροποίηση ανάμεσα στις έννοιες
«ρατσισμός» και «φυλετισμός» δεν αρκεί η ετυμολογική ανάλυση των όρων. Αυτό συμβαίνει,
διότι και οι δύο προαναφερθείσες έννοιες έχουν ως βάση τη λέξη «φυλή» ή αλλιώς «ράτσα»9,
οι οποίες εν πολλοίς έχουν το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο. Τουναντίον, οι έννοιες «ρατσισμός»
και «φυλετισμός» δεν ταυτίζονται, για λόγους που παρατίθενται αμέσως παρακάτω. Από τη
μία, λοιπόν, ο «ρατσισμός» νοηματοδοτεί περιπτώσεις, όπου ως κριτήρια διακριτικής
μεταχείρισης επιλέγονται είτε τα προσδιοριστικά της κοινωνικής παράστασης ενός ατόμου
στοιχεία, όπως είναι για παράδειγμα η εθνοτική του καταγωγή, οι θρησκευτικές του
πεποιθήσεις, η γλώσσα που ομιλεί, ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, οι σωματικές και
νοητικές μειονεξίες που τυχόν έχει, είτε τα βιολογικά και εντεύθεν εγγενή του χαρακτηριστικά.
Ο «φυλετισμός» από την άλλη σημαίνει μια πολιτική διαχωρισμού των ανθρώπων σε
«ανώτερες» και «κατώτερες» «φυλές», με βάση όμως όχι τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά,
όπως τα προαναφερθέντα, αλλά αποκλειστικά τα γενετικά-βιολογικά. Ενδεικτικά αναφέρονται
το χρώμα του δέρματος, το μέγεθος του κρανίου και η κατασκευή των μαλλιών 10. Σήμερα,
βέβαια, οι έννοιες «ρατσισμός» και «φυλετισμός» είναι μάλλον υπάλληλες και όχι ταυτόσημες,
με την πρώτη, ως ευρύτερη, να περιλαμβάνει και τη δεύτερη.
Η ιδέα ότι οι γηγενείς πληθυσμοί των κατακτημένων περιοχών ήταν «κατώτεροι»
εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό τον επεκτατισμό των ευρωπαίων κατακτητών του 15ου αιώνα,

8 Ο όρος τίθεται εντός εισαγωγικών, λόγω του ότι αμφισβητείται εν μέρει η ορθότητα της χρήσης
αυτού από το κίνημα της πολιτικής ευπρέπειας, που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70. Το κίνημα αυτό,
βέβαια, ξεκίνησε ορθά σε μία προσπάθεια επίδειξης πραγματικής και όχι απλώς τυπικής γλωσσικής
ευαισθησίας απέναντι σε ομάδες ανθρώπων (π.χ. μαύροι, ομοφυλόφιλοι, παχύσαρκοι, αλκοολικοί,
ανάπηροι κ.ά.). Ως εκ τούτου, αντί των όρων «μαύρος», «νέγρος» ή «έγχρωμος», που έχουν αποκτήσει
ρατσιστική υφή, προκρίθηκε η χρήση του όρου «αφροαμερικανός».
9 Ως «ράτσα» στη νέα ελληνική ορίζεται «το σύνολο των ατόμων που κατοικεί για μεγάλο διάστημα

στον ίδιο τόπο, με κοινό πολιτισμό και ιστορικές παραδόσεις και κοινά (υποθετικά ή πραγματικά)
φυλετικά χαρακτηριστικά, ουσιαστικά δηλαδή ταυτίζεται σχεδόν με τις έννοιες «φυλή» και «γένος».
Ετυμολογικά δε, υποστηρίζεται ότι κατάγεται από το αραβικό “ras”, που σημαίνει κεφάλι, καταγωγή.
Βλ. σχετικά το λήμμα «ρατσισμός» σε Εγκυκλοπαίδεια Επιστήμη και Ζωή (Τόμος 16, σ. 292-293).
10 Βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, Ο ευρωπαϊκός ρατσισμός, 2000, σ. 23 επ. για μια επακριβή οριοθέτηση των

εννοιών «φυλή», «φυλετισμός», «ράτσα» και «ρατσισμός» καθώς και για την εννοιολογική σύγχυση
που επικρατεί γύρω από τη χρήση των όρων αυτών ανάλογα με τις ιδεολογικές σκοπιμότητες που
υπηρετούνται κάθε φορά.

[6]
καθότι με την αποδοχή της θεωρούσαν πως νομιμοποιούσαν τη δράση τους και ταυτόχρονα
πως είχαν την ηθική «δικαιολόγηση» για εκμετάλλευση ακόμη και για απάνθρωπη
μεταχείριση των ντόπιων προς ίδιον όφελος. Η ιδέα αυτή δεν άργησε να τύχει και
επιστημονικής μελέτης. Διάφορες κατηγορίες επιστημόνων (κυρίως βιολόγοι και
ανθρωπολόγοι) ασχολήθηκαν συστηματικά με το κατά πόσο πράγματι υφίσταται μία διαίρεση
του ανθρώπινου γένους σε «φυλές» με κριτήρια, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα
μορφολογικά γνωρίσματα του ατόμου.
Η ιδέα της κατηγοριοποίησης των ανθρώπων σε «ανώτερες» και «κατώτερες» «φυλές»,
η οποία ειρήσθω εν παρόδω απορρίφθηκε περίτρανα ως επιστημονικά ατεκμηρίωτη από μέρος
της επιστημονικής κοινότητας, έλαβε με την πάροδο του χρόνου και την οργάνωση των
κοινωνιών μια καινούρια ονομασία αλλά και ένα διαφοροποιημένο περιεχόμενο.Ο
«ρατσισμός», παρόλο που ως κοινωνικό φαινόμενο είναι διαχρονικό, ως όρος εμφανίζεται για
πρώτη φορά την περίοδο του μεσοπολέμου11. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα συνιστά η
προκατάληψη όσον αφορά στην πρόσληψη του «άλλου». Κι όταν γίνεται λόγος για «άλλον»,
εννοείται αρχικά, από ιστορικής άποψης, αυτός που προέρχεται από διαφορετική «φυλή» και
στη συνέχεια ο οποιοσδήποτε παρουσιάζει μια διαφορετικότητα, μία απόκλιση από το
συνήθως συμβαίνον, όντας πάντα αυτός ο «άλλος» κατώτερος και περιθωριοποιημένος.
Δεν αρκεί όμως να εμφορείται κανείς από στερεότυπες, αντικοινωνικές πεποιθήσεις και
αρνητική προδιάθεση απέναντι σε άτομα και ομάδες που προσδιορίζονται βάσει κάποιων
χαρακτηριστικών τους, είτε βιολογικών είτε κοινωνικών, για να χαρακτηρισθεί ως
«ρατσιστής» αλλά θα πρέπει συνάμα να προβαίνει και σε πρακτική διακρίσεων εις βάρος
αυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην ερμηνεία του όρου «ρατσισμός».
Τόσο η υπερβολική του διεύρυνση όσο και η ανεδαφική συστολή μπορεί να επηρεάσουν
σημαντικά το βαθμό της κοινωνικής επίδρασης που έχει η οριοθέτηση του φαινομένου, η
οποία με τη σειρά της αλληλοεπιδρά και με τη θεσμική αντιμετώπιση αυτού12.
Δεν θα πρέπει επίσης να συγχέεται ο ρατσισμός με την ξενοφοβία. Η τελευταία
αποτελεί περισσότερο ένα συναίσθημα, μια νοοτροπία, μία αντίληψη. Σε κάποιες δε
περιπτώσεις ενσαρκώνεται ως στάση επιφυλακτικότητας και μισαλλοδοξίας, ακόμη και
νοσηρού φόβου, απέναντι σε κάθε τι ξένο (κυρίως ξένους και αλλοδαπούς) και άρα, αρχικά
τουλάχιστον, άγνωστο. Ξενοφοβικές τάσεις εκδηλώνονται περισσότερο όταν συνυπάρξουν σε
μία ανασφαλή κοινωνία δύο παράγοντες· οικονομική και πολιτική κρίση από τη μία,
πληθωρικές μεταναστευτικές και κυρίως προσφυγικές ροές από την άλλη. Σε μια τέτοια

11Βλ. γι’ αυτό Ζ. Παπαδημητρίου, όπ.π., σ. 41.


12 Βλ. και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Εξεταστική Επιτροπή για την άνοδο του φασισμού και του
ρατσισμού στην Ευρώπη, Εισήγηση Δ. Ευρυγένη, 1987, σ. 27, όπου επισημαίνεται ότι: «Εάν
υιοθετήσουμε έναν υπερβολικά στενό ορισμό του ρατσισμού, διατρέχουμε τον κίνδυνο αναλύοντας τις
διακοινοτικές σχέσεις να περιορίσουμε αυθαίρετα τον αριθμό των σχετικών φαινομένων. Προφανώς
υπάρχει κι ο αντίθετος κίνδυνος: χρησιμοποιώντας δηλαδή ένα υπερβολικά ευρύ ορισμό του
ρατσισμού, να αποδυναμώσουμε το φαινόμενο που θέλουμε να αναλύσουμε».

[7]
χρονική συγκυρία η πολιτική χειραγώγηση των ξενοφοβικών τάσεων μπορεί πολύ εύκολα να
οδηγήσει σε διάχυση αυτών των συναισθημάτων στην κοινωνία και περαιτέρω σε πρακτικές
κοινωνικού διαχωρισμού, ίσως και σε πράξεις βίας εμφορούμενες από μίσος απέναντι στις
νεοεισερχόμενες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, συνεπώς και σε ρατσισμό.
Ωστόσο ο ρατσισμός, όπως ορίσθηκε παραπάνω, ως μία πρακτική διακρίσεων
εμφορούμενη από αρνητικά συναισθήματα, δε φαίνεται να είναι πάντα η αναπόδραστη
συνέπεια της ξενοφοβίας. Ο ρατσισμός είναι κάτι το ακραίο, είναι ανθρώπινη κοινωνική εκ-
δήλωση, υπό την έννοια ότι εξωτερικεύεται, γίνεται δηλαδή αντιληπτή από τις αισθήσεις των
άλλων ανθρώπων. Τουναντίον η ξενοφοβία, ως μία εσωτερική κατάσταση (φρόνημα,
συναίσθημα), μολονότι ηθικά καταδικαστέα, καθότι μεταχειρίζεται τον ξένο ως εχθρό και όχι
ισότιμα, δε δύναται να μεταχειρισθεί ως παράνομη συμπεριφορά άξια ποινικού κολασμού.
Όταν όμως εξωτερικεύεται και μετουσιώνεται σε κοινωνικές διακρίσεις, επιθετικές και
υβριστικές συμπεριφορές ή, ακόμα χειρότερα, σε πράξεις βίας, οι οποίες με τη σειρά τους
μπορεί να φθάσουν μέχρι την εθνοκάθαρση και τη γενοκτονία, υπόκειται σε κύρωση κατά το
μέτρο που ορίζει ο νόμος που την προβλέπει ως αξιόποινη συμπεριφορά.

2.1. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα

Από θεωρία, λοιπόν, περί υποτιθέμενων «ανώτερων» και «κατώτερων» βιολογικά


φυλών εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε κοινωνικό φαινόμενο που καλλιεργούσε την ανισότητα και
τις διακρίσεις. Βέβαια, καταλυτικό ρόλο στη μετάβαση αυτή διαδραμάτισε η στοχευμένη και
συστηματική δράση κύκλων εξουσίας, οι οποίοι μόνο να κερδίσουν είχαν από την καλλιέργεια
και διάδοση αυθαίρετων και παραπλανητικών ιδεών αναφορικά με την ανισότητα των
ανθρώπινων «φυλών».

2.1.1. Αντισημιτισμός

Ένα από τα πιο ευρέως διαδεδομένα ρατσιστικά κινήματα στην ιστορία της
ανθρωπότητας υπήρξε ο αντισημιτισμός13, φαινόμενο που παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα σε
σχέση με άλλα ρατσιστικά κινήματα, αυτήν της χωροχρονικής του συνέχειας (κυρίως από την
εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και εντεύθεν) αλλά και της συστηματικότητάς του.
Βέβαια, στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονισθεί ότι δεν θα πρέπει να γίνεται
εννοιολογική σύγχυση των όρων «αντιιουδαϊσμός» και «αντισημιτισμός». Στη μεν πρώτη
περίπτωση κυριαρχεί το θρησκευτικό μίσος, στη δε δεύτερη περνάμε στη φάση του φυλετικού
διαχωρισμού, καθότι με τη χρήση της επιχειρείται μια αναγωγή των Εβραίων από θρησκευτική
κοινότητα σε «φυλή».

13 Ο όρος «αντισημιτισμός» επινοήθηκε το 1873 από έναν Γερμανό δημοσιογράφο, τον Βίλχελμ Μαρ.
Βλ. γι’ αυτό S.S. Friedman, A History of the Holocaust, Youngstown State University, publ. in 2004 in
Great Britain by Vallentine Mitchell, σ.3.

[8]
Ως έννοια ο αντισημιτισμός υποδηλώνει πρωτίστως την εχθρότητα κατά των Εβραίων
και δευτερευόντως κατά του Σιωνισμού (του εθνικιστικού κινήματος των Εβραίων, από το
οποίο προέκυψε και το κράτος του Ισραήλ), ενώ ως θρησκευτικό κίνημα (με την έννοια του
αντιιουδαϊσμού), εμφανίζει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων και συγκεκριμένα στην
αρχαιότητα14. Η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ιουδαίας (63 π.Χ. – 135 μ.Χ.) άφησε πίσω της δύο
εκατομμύρια νεκρούς Εβραίους ενώ δεν έλειψε η σφαγή τους και από πολλούς άλλους
κατακτητές, π.χ. Βυζαντινούς, Άραβες και Βησιγότθους. Η Ιερά Εξέταση της μεσαιωνικής
περιόδου προσέθεσε στον πολυάριθμο κατάλογο των νεκρών μερικές χιλιάδες ακόμα
Εβραίους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στη γηραιά ήπειρο, αρχικά σε εμπορικά λιμάνια της
περιοχής της Μεσογείου την εποχή της κατάκτησης της Ιουδαίας από τους Βαβυλώνιους, το
586 π.Χ.15, και μεταγενέστερα, τον 1ο αιώνα μ.Χ., στην Ισπανία, στην Ιταλία καθώς και στη
Γερμανία. Ο θρησκευτικός αντιιουδαϊσμός όλων αυτών των αιώνων, ενισχυμένος από τις
προκαταλήψεις του Μεσαίωνα, συνεχίστηκε μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση το 1789, οπότε και
μετουσιώθηκε πλέον στο φαινόμενο του αντισημιτισμού, του άκρατου δηλαδή μίσους εναντίον
των Εβραίων της Ευρώπης με το πρόσχημα της «φυλετικής κατωτερότητας», οι οποίοι στο
μεταξύ είχαν καταφέρει να αποτελέσουν σημαντικό αντίπαλο δέος στον τομέα της οικονομίας
και των επιχειρήσεων. Οι σφοδρές διώξεις και η πολιτική της κοινωνικής απομόνωσης των
Εβραίων συνεχίστηκαν ακατάπαυστα σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης μέχριτα ρωσικά πογκρόμ
του 1881-1882,περιορίσθηκαν κάπως κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (1914-
1918), λόγω της συμμετοχής των Εβραίων στον πόλεμο στο πλευρό των εθνικών κρατών των
οποίων είχαν καταστεί πολίτες, και έφτασαν πια κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου στην πιο
ειδεχθή μορφή τους, με αποκορύφωμα το Ολοκαύτωμα16.
Ο αντισημιτισμός γνώρισε, όπως αναφέρθηκε μόλις παραπάνω, μία σημαντικότατη
έξαρση το 19ο αιώνα σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου απογειώθηκε όμως λίγο μετά το
τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου (1918) στη Γερμανία, όπου και αναπτύχθηκε σε
οργανωμένη μορφή δίωξης εναντίον των απανταχού Εβραίων.
Με την ήττα της αυτοκρατορικής Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και
γεννήθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933), το πρώτο δημοκρατικό πολίτευμα στην
ιστορία της Γερμανίας17, ήδη είχε αναπτυχθεί ο μύθος του «πισώπλατου μαχαιρώματος», που

14 Βλ. P. Schafer, Judeophobia: Attitudes toward the Jews in the Ancient World. Cambridge: Harvard
UniversityPress, 1997, σ. 208 επ.
15 Πρώτος σταθμός στην ιστορία της εβραϊκής Διασποράς. Για μια ιστορική καταγραφή του

θρησκευτικού και πολιτικού αντιιουδαϊσμού από την αρχαιότητα μέχρι και το Μεσαίωνα βλ. Ζ.
Παπαδημητρίου, όπ.π., σ. 64-91.
16 Βλ. για τη συνοπτική αυτή ιστορική διαδρομή S.S. Friedman, όπ.π., σ. 3, στην υποενότητα: “The

Jew as scapegoat”, (ελληνική μετάφραση: «Οι Εβραίοι ως αποδιοπομπαίοι τράγοι»), όπου


καταγράφεται και ο ακριβής αριθμός των θυμάτων μεταξύ των Εβραίων ανά τους αιώνες.
17Bλ. Η. Α. Winkler, (Μετάφραση: Ά. Σαλτάμπαση), Βαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία, 1918-1933,

πέμπτη έκδοση, εκδ. Πόλις.

[9]
απέδιδε την ήττα της Γερμανίας σε παρασκηνιακές ενέργειες πολιτικών που είχαν διαβρωθεί
από εβραϊκούς και κομμουνιστικούς κύκλους. Όντας ταπεινωμένος και πικραμένος ο
γερμανικός λαός από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, ζώντας ταυτόχρονα μέσα σε ένα χάος που
είχε δημιουργηθεί από την οικονομική κρίση της εποχής, πίστεψε πως μοναδική διέξοδο από
την όλη κατάσταση που επικρατούσε θα του εξασφάλιζε ένα ριζοσπαστικό κόμμα με εξίσου
ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Ο λαϊκισμός του Χίτλερ κατάφερε να κάνει ένα μεγάλο μέρος του
γερμανικού λαού να πιστέψει ότι ήταν το κατάλληλο πρόσωπο που θα έδινε ξανά πνοή στη
Γερμανία.
Υπό τις συνθήκες αυτές και την παράλληλη πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η
άνοδος του ναζισμού ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Ο εθνικοσοσιαλισμός και η νομοθεσία του Γ’
Ράιχ, μέσω της προπαγάνδας του Χίτλερ, είχε πλέον ως κύριο μέλημα την κοινωνική, ηθική και
εν τέλει τη φυσική εξόντωση των Εβραίων όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και παντού στην
Ευρώπη. Η δικτατορία του Χίτλερ, που εδραιώθηκε με τον εμπρησμό του κτηρίου του
Ράιχσταγκ (Κοινοβούλιο) της Γερμανίας το Φεβρουάριο του 1933 και τη μετέπειτα έκδοση του
περίφημου νόμου «υπέρ της προστασίας του λαού και του κράτους», σήμανε την αρχή μίας
ιδιαίτερα τραγικής δωδεκαετούς πορείας, κατά τη διάρκεια της οποίας τα ανθρώπινα
δικαιώματα γνώρισαν μία δίχως προηγούμενο αμφισβήτηση στη σύγχρονη ιστορία του
ανθρώπινου γένους.
Παγκοσμίως γνωστός για τη θηριωδία του ήταν ο διωγμός που υπέστησαν οι Εβραίοι
από τη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ κατά το χρονικό διάστημα 1933-1945 με αποκορύφωμα
όλων το Ολοκαύτωμα και την κόλαση που έζησαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως ήταν το
Άουσβιτς, το Νταχάου, το Μαουτχάουζεν κ.ά., μετά την απόφαση για την «τελική λύση του
Εβραϊκού Ζητήματος», που ελήφθη τον Ιανουάριο του 1942 στη συνδιάσκεψη στη λίμνη
Wannsee.
Τρομακτική ώθηση στην προσπάθεια εκλογίκευσης του μίσους ενάντια των Εβραίων
έδωσαν, δυστυχώς, είτε άμεσα είτε έμμεσα και τα έργα ευρωπαίων λόγιων και επιστημόνων.
Ειδικότερα, κατά το 19ο αιώνα, ο Άγγλος ψυχολόγος Φράνσις Γκάλτον, επηρεασμένος από τη
θεωρία του Καρόλου Δαρβίνου σχετικά με τη φυσική επιλογή ως διαδικασία εξέλιξης του
ανθρώπινου είδους, ασπάζεται τη θεωρία του «Κοινωνικού Δαρβινισμού», μέσω της οποίας
προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι πλέον υλοποιήσιμη η βελτίωση του ανθρώπινου είδους μέσω
επεμβάσεων στο γενετικό του υλικό. Μόνο που η «βελτίωση» αυτή ήταν επιλεκτική, καθότι
αφορούσε σε Άγγλους συμπολίτες του των οποίων την ήδη ανεπτυγμένη πνευματική και
διανοητική ικανότητα θέλησε να ενισχύσει. Αυτή η διαδικασία «ευγονικής», όπως
ονομάσθηκε, δεν άργησε να οδηγήσει σε κοινωνικές ανισότητες αλλά και να γίνει αντικείμενο
εκμετάλλευσης την κατάλληλη χρονική στιγμή στη ναζιστική Γερμανία, οπότε και
επιχειρήθηκε μια διαδικασία αναπαραγωγής «φυλετικά ανώτερων» ανθρώπων, μέσω ενός
κατευθυνόμενου και ειδικά σχεδιασμένου προγράμματος ζευγαρωμάτων18

18Για την «ευγονική» του Γκάλτον καθώς και τη «φυλετική υγιεινή» που εφαρμόσθηκε στη ναζιστική
Γερμανία βλ. Ζ. Παπαδημητρίου, όπ.π., σ. 163-175.

[10]
Παράλληλα στην Ευρώπη, ο Γάλλος διπλωμάτης, κόμης Κομπινό (Joseph Arthurde
Gobineau, 1816-1882), δημοσιεύει το Δοκίμιό του «για την Ανισότητα των Ανθρώπινων
Φυλών» (“Essay on the Inequality of the Human Races”), όπου και εκφράζει τις απόψεις του
για την παρακμή των λαών «άριας» καταγωγής λόγω της πρόσμειξής τους με άλλες «φυλές»,
δίχως ωστόσο να ασπάζεται αντισημιτικές απόψεις, ενώ αντίθετα ο χριστιανός θεολόγος
Μαρτίνος Λούθηρος (Martin Luther)κατά την εποχή της Μεταρρύθμισης στο δοκίμιό του
«Σχετικά με τους Εβραίους και τα ψέματά τους» (“Concerning the Jews and their Lies”)
εκφράζει έντονα τον αντισημιτισμό του και παράλληλα προτείνει ένα πρόγραμμα δέκα
σημείων για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται οι μισητοί εβραίοι. Κατά τους νεότερους
χρόνους, ο Άγγλος Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain) με το
ογκώδες έργο του (1.500 σελίδες), «Τα θεμέλια του 19ου αιώνα», όπου και υποστήριζε ότι ο
καθαρότερος φυλετικά τύπος λαού είναι ο γερμανικός, επηρεάζει έντονα τον Άλφρεντ
Ρόζεμπεργκ, εξέχον μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας, με αποτέλεσμα
να συμβάλλει έντονα κι αυτός με τις ακραίες ερμηνείες του στην ανάπτυξη του ρατσισμού στη
ναζιστική Γερμανία19.
Σταχυολογώντας κανείς, εν κατακλείδι, ιστορικές καταγραφές από την πλούσια
βιβλιογραφία αναφορικά με το διωγμό των Εβραίων συνάγει ευχερώς το συμπέρασμα πως
αποτέλεσαν θύματα μιας αμείλικτης, διαρκούς και συστηματικής προσπάθειας κοινωνικής
απομόνωσης και κυρίως φυσικής εξόντωσης.

2.1.2. Απαρτχάιντ

Με διαφορετικό όνομα αλλά αντίστοιχη ιδεοληψία, αυτή της «ανωτερότητας» μίας


φυλής έναντι κάποιας άλλης, εκδηλώθηκε ο κρατικός ρατσισμός και στη Νότια Αφρική ήδη
από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι αποικιοκράτες Ευρωπαίοι φτάνοντας στο ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας χτίζουν τους
πρώτους οικισμούς τους αποτελώντας όμως, όπως ήταν φυσικό, τη μειοψηφία, καθότι οι
γηγενείς αποτελούν σχεδόν το 80% του πληθυσμού.
Ο φόβος των λευκών για το άγνωστο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι ντόπιοι
αποτελούσαν φθηνά εργατικά χέρια δίνει την αφορμή για τη δημιουργία ενός κλίματος
αποστασιοποίησης μεταξύ των διαφορετικών λαών και παράλληλα εκμετάλλευσης των
γηγενών σε αγροτικές εργασίες. Παράλληλα, υφέρπει ο φόβος για φυλετική πρόσμειξη και
συγχρωτισμό με ανθρώπους που δεν ανήκουν στη λευκή «φυλή» ενώ παράλληλα κυριαρχεί η
αντίληψη μεταξύ των λευκών πως οι «μαύροι», μολονότι «κατώτεροι», μπορούν κάλλιστα να
εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους.
Κάπως έτσι γεννιέται το Απαρτχάιντ, μια κρατική πολιτική φυλετικού διαχωρισμού από
μέρους των λευκών σε βάρος των μαύρων και των έγχρωμων στη Νότια Αφρική, η οποία

19Για μία λεπτομερέστερη καταγραφή των αντισημιτικών θέσεων που αναπτύχθηκαν στους κόλπους
των μη-εβραίων (Gentiles, όπως ονομάστηκαν) βλ. σε S.S. Friedman, όπ.π., σ. 1-13.

[11]
ξεκίνησε από την εκμετάλλευση της γης και εκδηλώθηκε με το πέρασμα των χρόνων σε όλες
τις εκφάνσεις της ζωής -οικονομική, πολιτική, κοινωνική- με νομική κάλυψη και υπόσταση20.
Το Απαρτχάιντ καταργήθηκε επίσημα το Δεκέμβριο του 1993 από το Κοινοβούλιο της
Νότιας Αφρικής μετά από πολυάριθμους αιματηρούς και μη, κοινωνικούς αγώνες των
καταπιεσμένων μαύρων. Ήδη στο ενδιάμεσο η κατακραυγή της διεθνούς κοινότητας και των
διεθνών οργανισμών, κυρίως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), πίεζε αφόρητα για
την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων. Χρειάστηκαν ογδόντα περίπου χρόνια
για να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές οι μαύροι πληθυσμοί της Νότιας Αφρικής.
Κατάφεραν ωστόσο τον Απρίλιο του 1994 να κυριαρχήσουν με δημοκρατικές διαδικασίες και
να εκλέξουν τον πρώτο μαύρο Πρόεδρο της χώρας, Νέλσον Μαντέλα.
Το ανθρώπινο γένος, και συγκεκριμένα ένα μέρος αυτού, ενστερνίζεται για μία ακόμη
φορά «βολικές» μάλλον θεωρίες περί «κατωτερότητας» και «ανωτερότητας» των φυλών και
γράφει με τα πιο μελανά χρώματα την ιστορία των ανθρώπων.

3. Η μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου εποχή. Ένας καινούριος κόσμος


ανατέλλει

Το Απαρτχάιντ, το ναζιστικό καθεστώς στη Γερμανία του Γ’ Ράιχ καθώς και ο λεγόμενος
αντινεγρισμός (ρατσισμός κατά των μαύρων), ο οποίος κορυφώθηκε στις Η.Π.Α. τα χρόνια της
δράσης του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ (1929-1968) και αποκλιμακώθηκε με τη δολοφονία του και
την παράλληλη υπογραφή του νόμου περί κατάργησης των φυλετικών διακρίσεων από τον
πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, αποτέλεσαν τις πιο αποτρόπαιες μορφές και εκδηλώσεις ρατσισμού
με οδυνηρές συνέπειες και αιματηρά «στίγματα» στην ιστορία των λαών ανά τους αιώνες,
προκαλώντας μέχρι και σήμερα τον αποτροπιασμό και την κατακραυγή της διεθνούς
κοινότητας.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και την οδυνηρή γνώση των όσων είχαν
διαδραματισθεί κατά τη διάρκειά του δεν ήταν δυνατό να μην έρθει μια απάντηση αλλά και
μια οργανωμένη προσπάθεια αποκατάστασης της αλήθειας και ανατροπής των επιστημονικά
αθεμελίωτων θεωριών περί δήθεν «ανωτερότητας» και «κατωτερότητας» των φυλών εκ
μέρους διεθνών οργανισμών και ειδικευμένων οργανώσεων αυτών.
Πέραν τούτων έπρεπε ταυτόχρονα να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια, ούτως
ώστε να διασφαλισθεί ότι τα λάθη της ανθρωπότητας και οι θηριωδίες του παρελθόντος δεν θα
επαναλαμβάνονταν στα επόμενα χρόνια. Ο σεβασμός και η διασφάλιση των δικαιωμάτων και
των ελευθεριών του ανθρώπου, που τόσο είχαν πληγεί όλα τα προηγούμενα χρόνια,
αποτελούσαν πλέον κοινό στόχο όλων των λαών που εξήλθαν καταρρακωμένοι από την

20 Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται: «Ο ρατσισμός κατάφερε να επικρατήσει και σε χώρες όπου


οι λευκοί αποτελούσαν μειοψηφία! Αυτό έγινε και στη Νότια Αφρική, όπου οι λευκοί καταπίεζαν τους
μαύρους και τους είχαν σε ¨καραντίνα¨ επί 100 σχεδόν χρόνια!» Βλ. γι’ αυτό Γ. Σκιάδη, Απαρτχάιντ σε
Α. Κεσόπουλου (Επιμ.), Τα μεγάλα ιστορικά αινίγματα της εποχής μας (από το 1940 έως το 1995), Ο
κόσμος σε αναστάτωση, τόμος 13, σ. 123-130.

[12]
εμπειρία ενός παγκόσμιου πολέμου με τραγικές συνέπειες και αναρίθμητες ανθρώπινες
απώλειες. Ανάληψη αντίστοιχων πρωτοβουλιών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πριν
δηλαδή την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου, ίσως και να είχε αποτρέψει σε μεγάλο βαθμό τις
τραγωδίες του ναζιστικού καθεστώτος.
Έτσι αναδύθηκε πλέον ως απόλυτα επιτακτική η ανάγκη της διεθνούς κατοχύρωσης και
προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και φυσικά της
εντεύθεν ανατροπής της πρακτικής διακρίσεων. Ένας καινούριος κλάδος δικαίου έμελλε να
κάνει την εμφάνισή του.

[13]
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Η ΔΟΜΗΜΕΝΗ ΔΡΑΣΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ


ΤΗΣ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΠΡΟΣΦΑΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟ ΠΑΡΟΝ

[14]
[15]
I. ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΥΠΕΡΚΡΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ - ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ
ΕΜΒΕΛΕΙΑΣ

1. Η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ)

Μείζονος σημασίας υπήρξε, ήδη από το έτος 1948 (10 Δεκεμβρίου), η Οικουμενική
Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (στο εξής ΟΔΔΑ),
η οποία προετοιμάστηκε και υποβλήθηκε στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. από την ειδικά
συντεταγμένη για το σκοπό αυτό Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Περισσότερο γνωστή
για την «ηθική» της αξία21, καθότι ανέλαβε σε παγκόσμιο επίπεδο και κάτω από δύσκολες
συνθήκες τα ηνία στον τομέα του αποτελεσματικού σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου
και των θεμελιωδών ελευθεριών αυτού, στερούμενη εντούτοις νομικής δεσμευτικότητας καθώς
και μηχανισμών ελέγχου εφαρμογής των διατάξεών της, συνέβαλε αποφασιστικά στην
εξύψωση του ανθρώπου σε διεθνές πλέον επίπεδο σε υποκείμενο δικαίου, σε φορέα δηλαδή
δικαιωμάτων που σχετίζονται άμεσα και με την αναγνώριση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως
condition sine qua non για μια ουσιαστική δικαιοσύνη και ειρήνη σε όλο τον κόσμο.
Με αυτή την ηθικά νομιμοποιητική βάση, που διατρανώνεται άλλωστε και στο Προοίμιό
της, προβλέπει στο άρθρο 1 ότι: «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην
αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση, και οφείλουν να
συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης» και διατηρώντας αναλλοίωτη την
ουσία της προχωράει στο άρθρο 2, όπου κατοχυρώνεται η απόλαυση των δικαιωμάτων και των
ελευθεριών που προκηρύσσονται σε αυτή χωρίς καμία απολύτως διάκριση λόγω φυλής, φύλου,
γλώσσας, χρώματος, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής
καταγωγής, περιουσίας, γέννησης ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης.
Μολονότι από άποψης νομικής φύσεως η ΟΔΔΑ δεν είχε δυνατότητα επιβολής ούτε και
μηχανισμούς ελέγχου αντίστοιχους με εκείνους άλλων διεθνών συμβάσεων, όπως θα δούμε
παρακάτω, αποτέλεσε στο πέρασμα των χρόνων μία πράξη παγκόσμιας εμβέλειας καθώς και
οικουμενικής αναγνώρισης και αποδοχής από δημοκρατικές κοινωνίες, στο βαθμό μάλιστα που
χαρακτηρίστηκε ως «η Magna Carta της ανθρωπότητας»22 στο πεδίο της προστασίας των
δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αποτέλεσε ταυτόχρονα το θεμέλιο λίθο για δύο νομικές
συνθήκες, ήτοι το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (στο
εξής ΔΣΑΠΔ), που υιοθετήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκεμβρίου 196623 από κοινού με δύο

21 Όπως αυτή αναγνωρίζεται στην προσπάθεια μιας σύντομης αλλά και παράλληλα περιεκτικής
κριτικής επισκόπησης από την Π. Νάσκου-Περάκη, Μηχανισμοί Προστασίας Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, 2009, σ. 80-81.
22 Για το χαρακτηρισμό αυτό, που της αποδόθηκε από την Πρόεδρο της Επιτροπής, Eleanor Roosevelt

στη Γενική Συνέλευση βλ. Π. Νάσκου-Περάκη, ό.π., σ. 78 και την εκεί υπ’ αριθμ. 185 υποσημείωση.
23 Στην Ελλάδα κυρώθηκε με το Ν. 2462 ΦΕΚ Α' 25/26.2.1997. Στο άρθρο 26 αυτού κατοχυρώνεται η

ισότητα έναντι του νόμου, το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης από το νόμο χωρίς καμία διάκριση όπως
επίσης και η αποτελεσματική προστασία έναντι πάσης διακρίσεως, ειδικότερα λόγω φυλής, χρώματος,

[16]
Προαιρετικά Πρωτόκολλα, και το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά
και Πολιτιστικά Δικαιώματα, το οποίο ομοίως υιοθετήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 16 Δεκεμβρίου
196624. Αμφότερα τέθηκαν σε ισχύ το 1976. Αμετάβλητη παρέμεινε στο χρόνο η
αδιαμφισβήτητη αξία της, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την επαναλαμβανόμενη επίκλησή
της στα Προοίμια αναρίθμητων Διεθνών Συμβάσεων.
Οι εμπνευστές και δημιουργοί όλων των ως άνω αναφερόμενων διεθνών συμβάσεων
αντιλαμβάνονταν πως ένας ήταν ο τρόπος για να χτισθεί μία παγκόσμια κοινωνία ειρήνης,
χαρακτηριζόμενη από συνθήκες ουσιαστικής δικαιοσύνης και ελευθερίας, μέσα στην οποία θα
ήταν δυνατό να πραγματωθεί ο σκοπός ενός κράτους δικαίου. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από το
να δημιουργηθεί ένα κοινό μέτωπο δράσης που θα αναγνώριζε ως μία εκ των θεμελιωδών
αρχών την αξία του ανθρώπου25.

2. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών
Διακρίσεων (CERD)

Καθοριστική στον τομέα της αντιμετώπισης και της καταπολέμησης των διακρίσεων,
όχι μόνο των φυλετικών, φάνηκε να είναι η «Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την
Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων». Υιοθετήθηκε με την απόφαση της Γενικής
Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. 2106 Α (XX) της 21ης Δεκεμβρίου 1965, τέθηκε σε ισχύ στις 4
Ιανουαρίου 1969 σύμφωνα με το άρθρο 19 αυτής, ενώ υπεγράφη από την Ελλάδα στις 7

γένους, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης,


περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης. Προβλέπεται ταυτόχρονα η δυνατότητα να απαγορεύεται
εκ του νόμου κάθε διάκριση προκειμένου να εξασφαλισθεί η επίτευξη του ως άνω σκοπού.
24 Στην Ελλάδα κυρώθηκε με το Ν. 1532/1985, ΦΕΚ Α΄ 25.

25 Δηλαδή την ιδιότητα του ανθρώπου να είναι ίσος με όλους τους άλλους, λόγω του ότι όλοι

μοιραζόμαστε ένα κοινό, αναπαλλοτρίωτο χαρακτηριστικό, την ανθρώπινη ιδιότητα. Η αξία αυτή
αναγνωρίζεται σε όλες τις Συμβάσεις ως μία γενική μήτρα που κυοφορεί επιμέρους δικαιώματα του
ανθρώπου, με την έννοια ότι δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη, καλλιέργεια και
απόλαυση αυτών. Αυτό, άλλωστε, διατρανώνουν τα συμβαλλόμενα κράτη στα προοίμια των σχετικών
Συμβάσεων. Η παραπάνω παρατήρηση επιβεβαιώνει την κοινωνική σημασία της αναγνώρισης της
αξιοπρέπειας του ανθρώπου ως ακρογωνιαίου λίθου για την ομαλή κοινωνική συμβίωση αλλά και την
εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι αναγορεύεται ταυτόχρονα σε
απόλυτη αξία, ή τουλάχιστον ιεραρχικά ανώτερη από άλλες συνταγματικά κατοχυρωμένες. Σε σχέση δε
με την ανθρώπινη ζωή, της οποίας μάλιστα προηγείται σε επίπεδο συνταγματικής προστασίας (η
αξιοπρέπεια κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ. ενώ η ζωή στο άρθρο 5 παρ. 2 Συντ.), δεν
υπερισχύει ως έχουσα υπέρτερη αξία, ούτε είναι σημαντικά κατώτερη η προσβολή της, ούτως ώστε να
μπορεί να εφαρμοσθεί το ά. 25 ΠΚ για την άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης προσβολής της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας (π.χ. υπό τη μορφή βασανιστηρίων), όταν γίνεται για να αποτραπεί παρών
και αναπότρεπτος με άλλα μέσα κίνδυνος που απειλεί τη ζωή άλλου ανθρώπου. Βλ. σχετικά Γ. Μπέκα,
Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, 2004, σ. 20-22.

[17]
Μαρτίου 1966 και κυρώθηκε με το Ν.Δ. 494/1970 της 3ης Απριλίου 1970 (ΦΕΚ
Α΄77/3.4.1970)26.
Υπήρξε έντονη κινητικότητα προγενέστερα της υιοθέτησης της Σύμβασης από τη Γενική
Συνέλευση και μεγάλη σπουδή για την αντίκρουση των αντισημιτικών τάσεων, που ενέτειναν
να εδραιωθούν μεταξύ κύκλων στη μεταπολεμική Ευρώπη, δηλαδή μετά το τέλος του Β’
Παγκόσμιου Πολέμου. Η αντισημιτική τάση, όπως προελέχθη, είχε αρχίσει να γενικεύεται ήδη
από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Μπροστά σε μία τέτοια δυσοίωνη
πραγματικότητα ο Ο.Η.Ε. ανέλαβε δράση με στόχο την καταδίκη όλων των μορφών και
εκδηλώσεων του ρατσισμού.
Η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. υιοθέτησε ένα κείμενο, η ιδιαιτερότητα του οποίου
έγκειται στο γεγονός ότι περιλαμβάνει δεσμευτικές για τα κράτη-μέλη διατάξεις27, ενώ
ταυτόχρονα προβλέπει και ένα μηχανισμό εφαρμογής της Σύμβασης, ένα όργανο δηλαδή στο
οποίο θα αναφέρονται με εκθέσεις τα κράτη-μέλη για τα μέτρα που λαμβάνουν σε νομοθετικό,
δικαστικό, διοικητικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο κρίνεται αναγκαίο για την υλοποίηση των
στόχων της Σύμβασης. Το όργανο αυτό προβλέφθηκε στο άρθρο 8 και δεν είναι άλλο από την
Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων28. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της
η Επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση για τα πεπραγμένα στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. και
παράλληλα έχει τη δυνατότητα να υποβάλλει συστάσεις και υποδείξεις στα κράτη-μέλη για την
αποτελεσματικότερη θεσμική κατοχύρωση της απαγόρευσης των πάσης φύσεως διακρίσεων29.
Αποφασιστική για τη νομική αλλά κυρίως για την ουσιαστική κατοχύρωση της
Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων
υπήρξε η συμβολή της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη
και τον Πολιτισμό (UNESCO)30.

26 Συλλογή Συμβάσεων Ηνωμένων Εθνών Νο 9464, Τόμος 660, σ. 195. Για την πορεία που
ακολουθήθηκε και τις εργασίες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την τελική θέση της Σύμβασης σε ισχύ
από τη Γενική Συνέλευση βλ. αναλυτικά Π. Νάσκου-Περάκη, ό.π., σ. 143-147.
27 Όπως διατυπώθηκε από την Επιτροπή για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων στην

Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Βλ. γι’ αυτό Π.
Νάσκου-Περάκη, ό.π., σ. 145, υποσημείωση με αριθμό 14.
28 “Committee on the elimination of racial discrimination (CERD)”. Βλ. το με αριθμό

CERD/C/GRC/20-22 έγγραφο της ως άνω Επιτροπής, δημοσιευμένο στην επίσημη ιστοσελίδα


www.ohchr.org, σχετικά με τις παρατηρήσεις της στην αναφορά που υπέβαλε η Ελλάδα το έτος 2015
σχετικά με τις εξελίξεις και τα νέα μέτρα μου λήφθηκαν στο πεδίο της καταπολέμησης του ρατσισμού.
29 Άρθρο 9 της Σύμβασης. Περαιτέρω βλ. άρθρα 11-13 αυτής για τη διακρατική αναφορά, όταν ένα

κράτος-μέλος κρίνει ότι κάποιο άλλο δεν εφαρμόζει τη Σύμβαση και άρθρο 14 για την ατομική
αναφορά, που δύναται να υποβάλλει πρόσωπο ή ομάδα προσώπων ενός εκ των συμβεβλημένων
κρατών σε βάρους αυτού για ενδεχόμενη απαγορευμένη διακριτική μεταχείριση και εντεύθεν
παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση.
30 “United Nations Educational Scientific and Cultural”. Ιδρύθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1945 στο

Λονδίνο και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 184/1946 ΦΕΚ Α΄ 328.

[18]
Η ειδικευμένη αυτή οργάνωση προέβη σε μία σημαντικότατη κίνηση τόσο από άποψη
ουσίας όσο και άποψη συμβολισμού. Κατορθώνει να συγκεντρώσει ήδη από το 195031 ομάδες
επιστημόνων (σε πρώτη φάση κυρίως βιολόγων και μεταγενέστερα κοινωνιολόγων,
ψυχολόγων κ.ά.) θέτοντάς τους το βασικό ερώτημα «επί της φυλής»32. Κλήθηκαν ουσιαστικά
να απαντήσουν με επιστημονική τεκμηρίωση επί του ακόλουθου ερωτήματος: κατά πόσο
πράγματι υφίσταται μία διαφοροποίηση μεταξύ των λαών και μία κατηγοριοποίηση αυτών σε
«ανώτερους» και «κατώτερους» με βάση τα γενετικά-βιολογικά τους χαρακτηριστικά. Η
πρωτοβουλία αυτή εκ μέρους της UNESCO αποσκοπούσε φυσικά στο να καταστήσει γνωστά
στον κόσμο τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τον όρο «φυλή», έναν όρο παραφρασμένο
από κάποιους, όχι τυχαία βέβαια, που είχε δώσει αφορμή για τη γένεση ρατσιστικών
προκαταλήψεων ανά την υφήλιο, ταυτόχρονα δε, είχε ως απώτερο στόχο την καταπολέμηση
του ρατσισμού.
Η τελευταία Σύνοδος των ειδικών στο Παρίσι το 1967, κατόπιν επιστημονικής έρευνας
και τεκμηρίωσης, διακηρύσσει τελικά με κατηγορηματικό τρόπο τις θέσεις της. Η διακήρυξη
είναι καταπέλτης για τις διατυπωθείσες θεωρίες περί «ανωτερότητας» και «κατωτερότητας»
των φυλών, επί τη βάση βιολογικών χαρακτηριστικών, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά και
επιβεβαιώνοντας τις θέσεις όλων τον προηγούμενων επιστημόνων, διατυπώνει δε την άποψη
ότι: «τα ρατσιστικά δόγματα στερούνται απολύτως της οποιασδήποτε επιστημονικής βάσης»33
ενώ ταυτόχρονα εκφράζει την ειδικού βάρους ακόλουθη θέση αυτής ότι: «ο ρατσισμός
χονδροειδώς παραποιεί τη γνώση της ανθρώπινης βιολογίας» (“Racism grossly falsifies the
knowledge of human biology”).
Λίγο αργότερα, και συγκεκριμένα το 1978, η Unesco υιοθετεί τη Διακήρυξη «περί φυλής
και φυλετικής προκατάληψης», όπου στο άρθρο 2 επισημαίνει χαρακτηριστικά: «κάθε θεωρία
που είτε ενέχει τον ισχυρισμό ότι φυλετικές ή εθνικές ομάδες είναι εγγενώς ανώτερες ή
κατώτερες, αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι ορισμένες θα είχαν δικαίωμα να εξουσιάσουν ή να
παραμερίσουν κάποιες άλλες που θεωρούνται κατώτερες, είτε βασίζει αξιολογικές κρίσεις σε

31 Η πρώτη Δήλωση επί της φυλής ήταν του 1950 (Statement on race), ακολούθησε η δεύτερη του 1951
(Statement on the nature of race and race differences), εν συνεχεία, και συγκεκριμένα το έτος 1964,
δόθηκαν στη δημοσιότητα Προτάσεις πάνω στις βιολογικές όψεις της φυλής (Proposals on the biologic
alaspects of race) ενώ τέλος, το Σεπτέμβριο του 1967, έλαβε χώρα και η τέταρτη Δήλωση σχετικά με τη
φυλή και τη φυλετική προκατάληψη (Statement on race and racial prejudice).
32 Βλ. την έκδοση της Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση, την Επιστήμη και τον

Πολιτισμό (UNESCO) του 1969 (COM.69/11.27/A):“Four Statements on the Race Question” στο
διαδικτυακό τόπο της Unesco: http://unesdoc.unesco.org.
33 “Racist doctrines lack any scientific basis whatsoever”, βλ. τη μόλις ως άνω αναφερθείσα ειδική

έκδοση της UNESCO του 1969, σ. 50.

[19]
φυλετικές διαφορές, δεν έχει επιστημονική θεμελίωση και αντίκειται στις ηθικές και
δεοντολογικές αρχές της ανθρωπότητας»34.
Όταν τελικά η Συνθήκη για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων έγινε μια
ηχηρή και με παγκόσμιο αντίκτυπο πραγματικότητα, υιοθέτησε νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις
και εξοπλίσθηκε με διάφορους μηχανισμούς, έχοντας πάντοτε ως απώτερο στόχο όχι απλά την
άμβλυνση των προβλημάτων αλλά την εξάλειψη αυτών35. Χαρακτηριστικά ο αντίστοιχος στην
αγγλική γλώσσα όρος που χρησιμοποιήθηκε στον τίτλο αυτής, ο οποίος και απέδιδε ακριβώς το
νόημα και το στόχο της Σύμβασης, ήταν “elimination”, που μεταφράζεται στην ελληνική ως
«εξάλειψη», παρά τη χρήση του όρου «κατάργηση» στον ελληνικό κυρωτικό νόμο.
Με 25 συνολικά άρθρα, χωρισμένα σε τρία μέρη, ορίζει αυθεντικά πλέον στο πρώτο
άρθρο τι σημαίνει «φυλετική διάκριση»36, αφού πρώτα αποκηρύσσει στο Προοίμιό της με
απόλυτο τρόπο τη δήθεν επιστημονική τεκμηρίωση των αντιμαχόμενων απόψεων,
αναφέροντας πως: «πάσα περί ανωτερότητος δοξασία βασιζομένη επί της φυλετικής
διαφοροποιήσεως τυγχάνει επιστημονικώς σφαλερά, ηθικώς καταδικαστέα, κοινωνικώς
άδικος και επικίνδυνος και ότι ουδεμία δικαιολογία της φυλετικής διακρίσεως υπάρχει, τόσον
εν τη θεωρία όσον και εν τη πράξει, οπουδήποτε».
Ταυτόχρονα προχωράει ένα βήμα παραπέρα και διευρύνει την έννοια της φυλετικής
διάκρισης, αξιοποιώντας πέρα από την ήδη αμφισβητούμενη έννοια της «φυλής» και ορισμένα
αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι αυτά του χρώματος, της καταγωγής, της εθνικής ή
εθνοτικής προέλευσης, εντάσσοντας κάτω από το προστατευτικό της φάσμα ένα ευρύ σύνολο

34 Βλ. σχετικά το διαδικτυακό τόπο www.unesco.org/webworld/peace_library/UNESCO/HRIGHTS.


Αναφορά του συγκεκριμένου αποσπάσματος γίνεται και στο κείμενο του Α. Μάνεση, Όψεις και
αντιμετώπιση του ρατσισμού, ΤοΣ 2000, σ.13 επ., που αποτέλεσε την εναρκτήρια ομιλία του στο
«Διεθνές Συνέδριο για τον οικονομικό και κοινωνικό ρατσισμό» στη Θεσσαλονίκη στις 14-18 Μάϊου
1995. Βλ. επίσης και Α. Μπρεδήμα, Οι ρυθμίσεις και διαδικασίες της UNESCO κατά των διακρίσεων,
ΝοΒ 1997, σ. 956.
35 Βλ. Π. Νάσκου-Περάκη, όπ.π., σ. 145 και την εκεί υπ’ αριθμ. 14 υποσημείωση. Σύμφωνα με τη

δήλωση της Επιτροπής για τη Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για
την Καταπολέμηση του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας: «Η Σύμβαση αποτελεί το μόνο εργαλείο της
διεθνούς κοινότητας για την καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων, η οποία είναι ταυτόχρονα
παγκόσμια σε εμβέλεια, εκτενής στο ρυθμιστικό της πεδίο, νομικά δεσμευτική στο χαρακτήρα της και
εξοπλισμένη με μέτρα εφαρμογής».
36 Βλ. Διεθνείς Συμβάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου που δεσμεύουν την Ελλάδα, επιμ. Χ.

Μπουρλογιάννη - Βράιλα και Ε. Πετρουλά, 2003, σελ. 249-263, όπου και: Μέρος πρώτον. Άρθρον 1:
«Εν τη παρούση Συμβάσει ο όρος φυλετική διάκρισις υπονοεί πάσαν διάκρισιν, εξαίρεσιν,
παρεμπόδισιν ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή
εθνολογικής προελεύσεως με τον σκοπόν ή αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή διακινδυνεύσεως της
αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως, υπό όρους ισότητος, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν, κοινωνικόν, μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον
τομέα του δημοσίου βίου».

[20]
περιπτώσεων. Η συγκεκριμένη ευρύτητα του όρου «φυλετική διάκριση» είναι συνειδητή και
όχι τυχαία· επιτυγχάνεται μέσω αυτής ευρύτητα στην προστασία και ταυτόχρονα αποφεύγεται
το ατόπημα της «φυλετικής κατηγοριοποίησης» των ανθρώπων, κάτι που αναμφισβήτητα θα
ενίσχυε τις αποκρουόμενες θεωρίες περί «ανωτερότητας» και «κατωτερότητας» των φυλών
ανά την υφήλιο. Ωστόσο, στο άρθρο 1 παρ. 2 προβλέπει την εξαίρεση του στοιχείου της
ιθαγένειας, της ιδιότητας δηλαδή ενός ατόμου να αποτελεί υπήκοο κάποιου κράτους, από τους
παράγοντες που μπορούν να θεμελιώσουν απαγορευμένη διάκριση στο πλαίσιο της Σύμβασης.
Στο άρθρο 2 παράγραφος 1 διατρανώνει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη καταδικάζουν τη
φυλετική διάκριση και ταυτόχρονα αναλαμβάνουν την υποχρέωση να ακολουθήσουν όλα
εκείνα τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής που θα οδηγούν στην εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών
διακρίσεων. Στο άρθρο 3 τονίζει ιδιαιτέρως ότι τα κράτη-μέλη «καταδικάζουν τη φυλετική
απομόνωση και apartheid», λαμβάνοντας μέτρα που θα συμβάλλουν στην εκρίζωση τέτοιων
πρακτικών στα εδάφη που βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της.
Μεταξύ άλλων, καταδικάζεται πανηγυρικά από τα κράτη-μέλη στο άρθρο 437 της
Σύμβασης κάθε προπαγανδιστική ενέργεια αλλά και κάθε οργάνωση που βασίζεται σε ιδέες ή
θεωρίες περί ανωτερότητας μιας φυλής ή ομάδας προσώπων ενός χρώματος ή εθνολογικής
προέλευσης και οι οποίες (οργανώσεις) με τη σειρά τους προσπαθούν να δικαιολογήσουν ή να
προάγουν το φυλετικό μίσος και κάθε μορφή διάκρισης. Αναλαμβάνουν ταυτόχρονα την
υποχρέωση να δρομολογήσουν «άμεσα και θετικά» μέτρα ενδεδειγμένα για την εξάλειψη κάθε
μορφής διακρίσεων, μεταξύ των οποίων και τα ακόλουθα: ήτοι το να καταστήσουν ποινικά
κολάσιμη38 την οποιαδήποτε διάδοση ιδεών βασιζόμενων σε φυλετική ανωτερότητα και μίσος,
την παρότρυνση προς φυλετική διάκριση, τις πράξεις βίας ή την παρότρυνση προς διάπραξη
τέτοιων πράξεων εναντίον οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή

37 Το άρθρο 4 της Σύμβασης, σε σχέση με το Διεθνές Σύμφωνο του Ο.Η.Ε. για τα Ατομικά και
Πολιτικά Δικαιώματα (19 Δεκεμβρίου 1966), και συγκεκριμένα το άρθρο 20 αυτού, όπου επίσης
απαγορεύεται εκ του νόμου οποιαδήποτε προτροπή σε μίσος εθνικό, φυλετικό ή θρησκευτικό και η
οποία αποτελεί παρακίνηση σε διακρίσεις, εχθρότητα ή βία, διαφέρει ως προς το εξής σημαντικό
στοιχείο: χρησιμοποιεί τις κυρώσεις του νόμου (ποινικού) προκειμένου να επιτύχει το γνωστό σκοπό
της Σύμβασης. Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί, «το άρθρο 4 στοχεύει στην πρόληψη παρά
στη θεραπεία (prevention rather than cure)». Για τη θέση αυτή της Επιτροπής που ιδρύθηκε από τα
Ηνωμένα Έθνη για τον έλεγχο και την επίβλεψη της εφαρμογής της Σύμβασης, βλ. St. Farrior, Molding
the Matrix: The Historical and Theoretical Foundations of International Law Concerning Hate Speech,
Berkeley J., Int’ Law, Τόμος 14, 1996, σ. 48.
38 Υπήρξε αρχικά μια σχετική αμφισβήτηση περί του αν η φράση: “offense punishable by law” του

αγγλικού πρωτότυπου κειμένου της Σύμβασης σήμαινε και ποινικό αδίκημα, καθότι εκφράσθηκαν
απόψεις ότι ενδεχομένως να εννοούταν απλώς αξιοποίηση του αστικού δικαίου για την επίλυση
ζητημάτων που θα προκύπταν ή και των διοικητικών κυρώσεων, ως μέτρων λιγότερο επώδυνων για τον
παραβάτη. Εν τέλει, επικράτησε μεταξύ των μελών της Επιτροπής η εκδοχή των ποινικών κυρώσεων
λόγω της εγγενούς αποτελεσματικότητας αυτών. Βλ. γι’ αυτό St. Farrior, όπ.π. σ. 51 στην ενότητα “B.
Civil or criminal sanction?”.

[21]
εθνολογικής προέλευσης και επίσης τη χορήγηση κάθε βοήθειας για φυλετική δραστηριότητα,
περιλαμβανομένης και της χρηματοδότησης αυτών. Μεταξύ των «άμεσων» και «θετικών»
μέτρων που πρέπει να λάβουν τα κράτη-μέλη προς την κατεύθυνση της εξάλειψης των
διακρίσεων υποδεικνύεται επίσης και η απαγόρευση οργανώσεων που ασκούν οργανωμένη
προπαγάνδα και παροτρύνουν σε φυλετική διάκριση, αλλά και η ανακήρυξη των ήδη
υπαρχόντων ως παράνομων, ενώ ταυτόχρονα αναλαμβάνουν τα κράτη-μέλη την υποχρέωση
να καταστεί ποινικό αδίκημα η συμμετοχή σε τέτοιας μορφής οργανώσεις. Τέλος, υπάρχει και
μια πρόβλεψη απευθυνόμενη προς τα συμβαλλόμενα κράτη να μην επιτρέψουν στις κρατικές
αρχές την παρότρυνση ή την ενθάρρυνση με οποιοδήποτε τρόπο των φυλετικών διακρίσεων.
Των παραπάνω προβλέψεων προηγείται στο ίδιο άρθρο η ρήτρα «λαμβάνοντας δεόντως
υπόψη» ή, σύμφωνα με μια άλλη διατύπωση, «τηρουμένων των αρχών…» (“due account”
clause), σύμφωνα με την οποία όλες οι ενέργειες και οι πρωτοβουλίες που θα αναληφθούν από
τα κράτη-μέλη για την εξάλειψη των διακρίσεων θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις
ενσωματωμένες στην Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αρχές όπως επίσης
και τα δικαιώματα που ρητά εκτίθενται στο άρθρο 5 της παρούσας Σύμβασης.
Αρχικά αποτυπώθηκαν επιφυλάξεις από διάφορα κράτη-μέλη39, λόγω του ότι η
ανωτέρω πρόβλεψη περί απαγόρευσης διάδοσης ιδεών βασισμένων σε φυλετική ανωτερότητα
προσκρούει, κατά τη γνώμη τους, στην ελευθερία της έκφρασης και της συνάθροισης. Η
Επιτροπή, ωστόσο, επέμενε στην πιστή εφαρμογή του άρθρου 4 με δικαιολογητική βάση το
γεγονός ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν αποτελεί μόνο δικαίωμα, και μάλιστα απόλυτο, ούτε
έχει απεριόριστη εφαρμογή. Αντλώντας δε επιχείρημα από τη διατύπωση του άρθρου 29 παρ.
2 της ΟΔΔΑ, υποστηρίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα που
κατοχυρώνεται στη Σύμβαση, υπόκειται σε περιορισμούς λόγω της συνύπαρξης των ανθρώπων
και της οργάνωσης αυτών σε κοινωνίες. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν «αποκλειστικό σκοπό να
εξασφαλίζεται η αναγνώριση και ο σεβασμός των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων,
και να ικανοποιούνται οι δίκαιες απαιτήσεις της ηθικής, της δημόσιας τάξης και του γενικού
καλού σε μια δημοκρατική κοινωνία». Άλλωστε, η ελευθερία της έκφρασης δε συνεπάγεται
μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις, και εν προκειμένω την υποχρέωση να μην
διασπείρονται ρατσιστικές απόψεις που δεν συνάδουν με το πνεύμα της Σύμβασης40.
Στην πρόβλεψη συνεπώς του άρθρου 4 της Σύμβασης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε,
έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με ν.δ. και αποτελεί έκτοτε αναπόσπαστο μέρος της εσωτερικής
ελληνικής νομοθεσίας με υπερνομοθετική ισχύ, βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος,

39 Όπως για παράδειγμα, από μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και της Κολομβίας, με το
πρώτο κράτος να αρνείται να επιβάλλει τιμώρηση για την έκφραση ιδεών ή την παρότρυνση σε
διάκριση, εκτός βέβαια αν υπάρχει ταυτόχρονη πρόκληση και σε βία, ενώ το δεύτερο εκφράζει φόβους
για κατάχρηση εξουσίας. Βλ. St. Farrior, όπ.π., σ. 49.
40 Βλ. Π. Νάσκου-Περάκη, όπ.π., σ. 159 και τη συναφή υπόθεση Mohammed Hassan Gelle κατά

Δανίας, Communication No. 34/2004, 6 Μαρτίου 2006, CERD/C/68/D/34/2004, παρ. 7.5.


Περαιτέρω, St. Farrior, όπ.π., σ. 50.

[22]
συναντάμε τον κανόνα εκείνο που οδήγησε την ελληνική Πολιτεία, ευθυγραμμίζοντας το
δίκαιό της με την απορρέουσα από τη Σύμβαση αρχή περί απαγόρευσης φυλετικών
διακρίσεων, στην ψήφιση του νόμου 927/1979 (ΦΕΚ Α΄139), όπως τιτλοφορήθηκε τότε: «Περί
κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» 41, του νόμου δηλαδή
που ήρθε να τροποποιήσει μεταγενέστερα ο νόμος 4285/2014 (ΦΕΚ Α΄ 191/10.9.2014),
«Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α΄ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση - πλαίσιο
2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και
εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες
διατάξεις», ο οποίος και αποτελεί το αντικείμενο έρευνας της παρούσας μελέτης.

II. ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ – ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

1. Το Συμβούλιο της Ευρώπης

Ο Ο.Η.Ε. με τα θεσμικά του όργανα και τις ειδικευμένες οργανώσεις, απαριθμώντας


σήμερα 193 κράτη-μέλη, δεν αποτέλεσε ευτυχώς τη μοναδική προσπάθεια υπερκρατικού
συντονισμού για τη διασφάλιση και προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Λίγα χρόνια
αργότερα, μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, η ίδια όπως κάποτε κινητήριος δύναμη
ώθησε δέκα ευρωπαϊκά κράτη στη σύσταση ενός καινούριου οργανισμού με περιορισμένη
αρχικά εμβέλεια σε σχέση με τον Ο.Η.Ε. Προφανώς οι πληγές που είχε αφήσει ο πόλεμος ήταν
ακόμα ανοικτές, ενώ παράλληλα η ανάγκη για ευρωπαϊκή ενοποίηση με στόχο την
αποτελεσματικότερη προάσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που τόσο είχαν
καταρρακωθεί, αναδεικνυόταν εξίσου επιτακτική, όπως άλλοτε42. Θα μπορούσε κανείς να

41 Αντίστοιχες νομοθετικές πράξεις την εποχή εκείνη έλαβαν χώρα και σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά
κράτη, όπως άλλωστε είχαν υποχρέωση προς τούτο, υποχρέωση που απέρρεε σαφώς από την
προσχώρησή τους στη Συνθήκη καθώς και από την επικύρωσή της με νόμο. Ενδεικτικά βλ. το νόμο της
18ης Φεβρουαρίου 1971 που τροποποιεί ορισμένες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (Κάτω Χώρες), το
νόμο με αρ. 72-546 της 1ης Ιουλίου 1972 «περί καταπολεμήσεως του ρατσισμού» (Γαλλία), το άρθρο
266β του Ποινικού Κώδικα που τροποποιήθηκε το 1971 (Δανία), το νόμο με αριθ. 654 της 13ης
Οκτωβρίου 1975 (Ιταλία), το Νόμο περί φυλετικών σχέσεων του 1976 (Ηνωμένο Βασίλειο), το νόμο της
9ης Αυγούστου 1980 που προσθέτει στον Ποινικό Κώδικα τα νέα άρθρα 454 και 455 (Λουξεμβούργο),
το νόμο της 30ής Ιουλίου 1981 «που αποσκοπεί στην καταστολή ορισμένων πράξεων εμπνευσμένων
από το ρατσισμό και την ξενοφοβία» (Βέλγιο), το άρθρο 130 του Ποινικού Κώδικα (Ομοσπονδιακή
Δημοκρατία της Γερμανίας).
42 Όπως, άλλωστε, διακηρύσσεται και στο άρθρο 1, κεφάλαιο 1 του Καταστατικού του Συμβουλίου της

Ευρώπης: «Ο στόχος του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η πραγματοποίηση ευρύτερης ενότητας
μεταξύ των μελών του για το σκοπό της διαφύλαξης και συνειδητοποίησης των ιδανικών και των αρχών
που αποτελούν την κοινή τους κληρονομιά και η διευκόλυνση της οικονομικοκοινωνικής τους
προόδου». Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και από τους συντάκτες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την

[23]
ισχυρισθεί ότι το όραμα μιας υπερεθνικής συνεργασίας είχε φτάσει σε επίπεδα ωριμότητας. Ο
παραδοσιακός κανόνας της κρατικής πρωτοβουλίας που διεκδικούσε αποκλειστικότητα στη
διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών ήταν πλέον
ξεπερασμένος. Το έργο αυτό έπρεπε να ενισχυθεί με διακρατική συνεργασία και συσπείρωση
γύρω από τον κοινό αγώνα.
Απότοκο της κοινωνικής αυτής αναγκαιότητας ήταν η ίδρυση του Συμβουλίου της
Ευρώπης (ΣτΕ)43 στις 5 Μαΐου του 1949 με τη Συνθήκη του Λονδίνου. Το ΣτΕ απαρτιζόταν
αρχικά από δέκα ευρωπαϊκά κράτη, συνδετικός κρίκος των οποίων αποτελούσε η δημοκρατική
τους συνείδηση καθώς και η κοινή πολιτική παράδοση στο σεβασμό της αξίας του ανθρώπου.
Σήμερα με έδρα το Στρασβούργο της Γαλλίας περιλαμβάνει 47 κράτη-μέλη της Ευρώπης και
της ανατολικής περιφέρειάς της44, εκ των οποίων τα 28 είναι μέλη και της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, ενώ παρατηρήτριες χώρες αυτού αποτελούν οι Αγία Έδρα, οι Η.Π.Α., ο Καναδάς, το
Μεξικό και η Ιαπωνία45.
Συνιστά εξέχοντα ευρωπαϊκό οργανισμό, o οποίος συστήθηκε με στόχο την ευρωπαϊκή
ενοποίηση αλλά και παράλληλα τη νομική επεξεργασία, προώθηση και επίλυση ζητημάτων που
άπτονται του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και
συλλήβδην όλων των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή κοινωνία (π.χ. προστασία
του περιβάλλοντος, διαφθορά, τρομοκρατία, ξενοφοβία, έλλειψη ανεκτικότητας κ.ά.).
Ιστορικής και ουσιαστικής αξίας κατάκτηση αποτελεί το γεγονός ότι όλα τα κράτη-μέλη του
ΣτΕ δεν εφαρμόζουν τη θανατική ποινή46.
Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια, σε ευρωπαϊκό-
περιφερειακό τουλάχιστον επίπεδο, αντιμετώπισης φαινομένων ξενοφοβίας, ρατσισμού,
έλλειψης ανεκτικότητας απέναντι στο διαφορετικό, υπό τη μορφή της διακριτικής (άνισης)
μεταχείρισης και της εξ αυτής παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων, έρχεται μέσα από τη
σύσταση και λειτουργία του ΣτΕ με τρόπους και μηχανισμούς που θα εξετασθούν στις αμέσως
επόμενες ενότητες.

2. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)

Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών στο προοίμιο αυτής
εμπλουτισμένη με τη σκέψη ότι μέσο για την επίτευξη του προαναφερόμενου σκοπού είναι η
προάσπιση και η ανάπτυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
43 Διεθνώς γνωστό ως Council of Europe, Conseil de l’ Europe.

44 Μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, η οποία προσχώρησε στο ΣτΕ στις 9 Αυγούστου 1949 ως

ενδέκατο κράτος-μέλος.
45 Για περισσότερες πληροφορίες επί του ΣτΕ βλ. τον επίσημο ιστότοπο αυτού: www.coe.int.

46 Η θανατική ποινή καταργήθηκε ολοσχερώς με τη θέση σε ισχύ του 13ου Πρωτόκολλου (ETS No.

187) της ΕΣΔΑ, το οποίο έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Ν. 3289/2004 (ΦΕΚ Α΄ 227/26.11.2004)
και τέθηκε σε ισχύ την 1 Ιουνίου 2005, όπως αυτό προκύπτει από την επίσημη ιστοσελίδα του ΣτΕ,
http://www.coe.int/en/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/187/signatures.

[24]
Μόνο η ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης δίχως την παράλληλη νομική κατοχύρωση
των αξιών που διατρανώνει ότι υπερασπίζεται θα αποτελούσε μια ρομαντική, ίσως και
συμβολική κίνηση. Ως εκ τούτου, ακολούθησε η συνομολόγηση μίας συνθήκης μου έμελλε να
αποτελέσει σταθμό, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, στον τομέα της
προάσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Συγκεκριμένα, στις 4 Νοεμβρίου 1950 στη Ρώμη υπογράφεται από τα κράτη-μέλη η
«Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (“European
Convention of Human Rights” και στο εξής ΕΣΔΑ). Τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1953.
Όσον αφορά στην ελληνική έννομη τάξη η ΕΣΔΑ ή αλλιώς η Σύμβαση της Ρώμης κυρώθηκε
αρχικά με το Ν. 2329/1953 (Α 68). Κατά την περίοδο της δικτατορίας είχε καταγγελθεί με την
υπ’ αρ. ΥΣ 01-16 της 5/13.2.1970 (ΦΕΚ Α 36) ανακοίνωση του Υπουργού Εξωτερικών,
κυρώθηκε δε εκ νέου με το ΝΔ 53/1974 (ΦΕΚ Α 256)47.
Ο κυριαρχικός πλέον ρόλος που διαδραματίζει η ΕΣΔΑ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως
αυτή εμπλουτίσθηκε και από Πρωτόκολλα που ψηφίσθηκαν μεταγενέστερα 48, αναδεικνύεται
μέσα από δύο χαρακτηριστικά της γνωρίσματα: πρώτον, τη νομική κατοχύρωση μιας σειράς
ανθρώπινων δικαιωμάτων που τα συμβαλλόμενα κράτη υποχρεούνται να εγγυηθούν εντός της
επικράτειάς τους (άρθρα 2 έως 14 της Σύμβασης)49 και δεύτερον, την αρχική πρόβλεψη δύο
μηχανισμών προς το σκοπό της εξασφάλισης του σεβασμού των υποχρεώσεων που
αναλαμβάνονται (άρθρο 19). Έτσι, ιδρύθηκε αφενός μεν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων50, αφετέρου δε, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο

47 Βλ. Α. Μαγγανά, Χ. Χρυσανθάκη, Δ. Βανδώρου, Λ. Καρατζά, Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων


του Ανθρώπου. Νομολογία & Ερμηνευτικά Σχόλια, 3η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 3 κ. επ. και το
διαδικτυακό τόπο ΝΟMOS: lawdb.intrasoftnet.com.
48 Στο σύνολό τους 16 μέχρι και σήμερα. Το τελευταίο, για την ακρίβεια το 16ο Πρωτόκολλο, άνοιξε

προς υπογραφή στο Στρασβούργο στις 2 Οκτωβρίου 2013, CETS no. 214. Έχει κυρωθεί από 6 κράτη-
μέλη μέχρι στιγμής, μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται η Ελλάδα.
49 Μεταξύ αυτών τα ακόλουθα: Δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 2), απαγόρευση βασανιστηρίων (άρθρο 3),

απαγόρευση της δουλείας και των καταναγκαστικών έργων (άρθρο 4), το δικαίωμα στην προσωπική
ελευθερία και ασφάλεια (άρθρο 5), το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη (άρθρο 6), το δικαίωμα μη επιβολής
ποινής άνευ νόμου (άρθρο 7), το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (άρθρο 8),
ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας (άρθρο 9), ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10),
ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι (άρθρο 11), δικαίωμα γάμου και ίδρυσης οικογένειας
(άρθρο 12), δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής (άρθρο 13), απαγόρευση των
διακρίσεων κατά τη χρήση των αναγνωριζόμενων στη Σύμβαση δικαιωμάτων και
ελευθεριών (άρθρο 14), προστασία της ιδιοκτησίας (άρθρο 1 Πρόσθετου Πρωτόκολλου), δικαίωμα
στην εκπαίδευση (άρθρο 2 Πρόσθετου Πρωτόκολλου), δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές (άρθρο 3
Πρόσθετου Πρωτόκολλου), απαγόρευση θανατικής ποινής (άρθρο 1 του 6 ου Πρωτόκολλου), δικαίωμα
για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου (άρθρο 2 του 7ου Πρωτόκολλου) κ.ά.
50Σύμφωνα με το άρθρο 31 του αρχικού κειμένου της ΕΣΔΑ, η Επιτροπή είχε κυρίως διαπιστωτικό

ρόλο επί των παραβιάσεων που λάμβαναν χώρα και ταυτόχρονα είχε τη δυνατότητα να διατυπώνει

[25]
εξής ΕΔΔΑ), ένας δικαστικός μηχανισμός προστασίας επιφορτισμένος με την εξέταση
ατομικών ή διακρατικών προσφυγών κατά κράτους-μέλους που παραβιάζει την ΕΣΔΑ, κατόπιν
βέβαια εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων. Σήμερα, βέβαια, το κείμενο της
Σύμβασης, όπως αυτή τροποποιήθηκε από το 14ο Πρωτόκολλο51, δεν περιλαμβάνει στις
προβλέψεις της την ως άνω αναφερθείσα Επιτροπή, καθότι καταργήθηκε, αφήνοντας πλέον
μοναδικό όργανο το ΕΔΔΑ52.
Μεταξύ των 59 άρθρων της ΕΣΔΑ, όπου και κατοχυρώνονται τα δικαιώματα και οι
ελευθερίες των πολιτών που διαβιούν στα εδάφη των συμβεβλημένων κρατών-μελών, υπάρχει
και το άρθρο 14, σύμφωνα με το οποίο η χρήση όλων των δικαιωμάτων αυτών και των
ελευθεριών πρέπει να διασφαλίζεται για όλους τους κοινωνούς αδιάκριτα. Ανεξαρτήτως
δηλαδή φυλής, φύλου, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων,
εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή
άλλης κατάστασης. Η τελευταία αυτή πρόβλεψη έχει ιδιαίτερη αξία λόγω του ότι υπονοεί μία
ενδεικτική και όχι περιοριστική αναφορά των συνθηκών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε
απαγορευμένη διάκριση στην απόλαυση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών εις βάρος
κάποιου ανθρώπου ή και ομάδας ανθρώπων και εντεύθεν σε ρατσισμό 53, διευρύνοντας κατ’
αυτόν τον τρόπο την προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση.

απλώς τη γνώμη της επ’ αυτών καθώς και να κάνει κατάλληλες προτάσεις για την επίλυση των
προβλημάτων που αναφύονταν. Συνεπώς, η δράση της δεν διεπόταν από συνθήκες δεσμευτικότητας
για τα μέρη.
51 CETS no. 194, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 2010.

52 Βλ. Π. Νάσκου-Περράκη, όπ.π., σ. 350 καθώς και τον επίσημο ιστότοπο του ΣτΕ, www.coe.int.

Εξακολουθεί, βέβαια, να υφίσταται η Επιτροπή Υπουργών του ΣτΕ, που είναι πολιτικό όργανο και
επιμελείται της πιστής εφαρμογής αλλά και εκτέλεσης των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με το
άρθρο 46 της Σύμβασης, όπως ισχύει σήμερα.
53 Άλλωστε σήμερα έχει πλέον εγκαταλειφθεί, ως επί το πλείστον κι όχι απόλυτα, η παραδοσιακή

έννοια του ρατσισμού ως φυλετισμού, αναφορικά με την ύπαρξη βιολογικά ανώτερων και κατώτερων
φυλών, καθότι οι θεωρίες αυτές έχουν επαρκώς και εμπεριστατωμένα αντικρουσθεί από την
επιστημονική κοινότητα. Έχει ωστόσο αντικατασταθεί από νέες μορφές εναντίωσης προς κάθε τι το
διαφορετικό και αποκλίνον, λαμβάνοντας έτσι περισσότερο κοινωνική διάσταση παρά βιολογική (τα
κοινωνικά χαρακτηριστικά που μπορεί να εντάξουν έναν άνθρωπο στην κατηγορία «άλλος»
καθιστώντας τον «μειονότητα» είναι ποικίλα· ενδεικτικά αναφέρονται η υπηκοότητα, η θρησκεία, οι
πολιτικές πεποιθήσεις, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η εθνοτική καταγωγή κ.ά.). Για τη διάκριση
του σύγχρονου πλέον ρατσισμού σε «πολιτισμικό», «ανταγωνιστικό» και «φοβικό» βλ. Χ. Βασματζίδη,
Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα, ΕΔΔΔΔ
1/2015, σ. 22 επ. Ο σύγχρονος λοιπόν μετασχηματισμός του φυλετικού ρατσισμού σε μορφές με
περισσότερο ίσως κοινωνιολογικά κριτήρια δεν άλλαξε την ουσία του φαινομένου. Όποιον επιθετικό
προσδιορισμό κι αν προσδώσει κανείς στο ρατσισμό, όσο ωραιοποιημένος ενδεχομένως κι αν είναι ο
μανδύας που ενδύεται, αυτός εξακολουθεί να μην είναι μια έννοια ουδέτερη, όπως η τύχη, που κρίνεται
κατά περίπτωση ως καλή ή κακή. Είναι πάντοτε φορτισμένη αρνητικά, εστιάζει στις διαφορές των

[26]
Αρχικά όμως η απαγόρευση των διακρίσεων δεν ήταν αυτοτελώς τυποποιημένη, όπως
προκύπτει από την ανάγνωση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, αλλά σχετικά περιορισμένη, αφού
έπρεπε να αναζητηθεί ιδωμένη σε συνδυασμό με κάποιο(-α) από τα δικαιώματα που
κατοχυρώνονται στη Σύμβαση54. Κι αυτό διότι η παραβίαση του ως άνου άρθρου δεν
εξεταζόταν μεμονωμένα, αλλά σε απόλυτη συνάρτηση με τις διατάξεις της Συμβάσεως καθώς
και των Πρόσθετων σε αυτήν Πρωτοκόλλων που κατοχύρωναν τα εκεί αποκλειστικά
αναφερόμενα δικαιώματα και ελευθερίες. Μάλιστα, το δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε
ότι δεν υπήρχε λόγος για ενασχόληση και με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ, όταν διαπιστωνόταν
αυτοτελής παραβίαση κάποιας άλλης διάταξης της Σύμβασης που κατοχύρωνε δικαίωμα ή
ελευθερία55. Πλέον, από τη θέση σε ισχύ του 12ου Πρωτοκόλλου56, αφαιρέθηκε ο ως άνω
περιορισμός και κατοχυρώθηκε η πλήρης και γενική απαγόρευση των διακρίσεων πάνω σε
οποιαδήποτε βάση από οποιαδήποτε δημόσια αρχή, καλύπτοντας ουσιαστικά όλο το φάσμα
του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Ουσιαστική συμβολή προς την ίδια κατεύθυνση
διαδραμάτισε και εξακολουθεί να διαδραματίζει η νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ με όλες
εκείνες τις μεθόδους που μετέρχεται κατά τη διαδικασία ερμηνείας των άρθρων της ΕΣΔΑ
πάντα σε σύμπλευση με τις απαιτήσεις της εκάστοτε εποχής57.

ανθρώπων, στα στοιχεία εκείνα, είτε εγγενή είτε επίκτητα, είτε ηθελημένα είτε μη, που καθιστούν
κάποιον εξαίρεση από το γενικό κανόνα, από την πλειονότητα των ανθρώπων. Και αυτές τις διαφορές
δεν τις αποδέχεται, αντιθέτως τις επικρίνει, μπορεί και να τις φοβάται (πλησιάζοντας έτσι στην
ξενοφοβία) ή, σε ακραίες περιπτώσεις, τις απορρίπτει με τη βία. Το πρόσωπο δε που συγκεντρώνει στο
πρόσωπό του στοιχεία που τον διαφοροποιούν από την πλειονότητα βιώνει συνήθως περιθωριοποίηση,
ανασφάλεια, έχθρα, μίσος και διακρίσεις. Διακρίσεις στην απόλαυση των δικαιωμάτων και των
θεμελιωδών ελευθεριών του που, όταν έχουν ως πηγή προέλευσης κρατικούς φορείς και μηχανισμούς,
συνιστούν παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, το οποίο όπως θα αναλυθεί και παρακάτω, δεν έχει
ανεξάρτητη ύπαρξη, παρά εξετάζεται σε συνδυασμό με άλλα άρθρα της ΕΣΔΑ.
54 Βλ. και Ν. Φραγκάκη, Η απαγόρευση των διακρίσεων στη νομολογία του ΕΔΔΑ και το Δωδέκατο

Πρόσθετο στην ΕΣΔΑ Πρωτόκολλο, ΕΕΕυρΔ Ειδικό Τεύχος 2001, σ. 534, όπου αναφέρεται σε
εξάρτηση της απαγόρευσης από τα συγκεκριμένα δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνονται στην
ΕΣΔΑ.
55 Για περισσότερη σχετική νομολογία βλ. Ν. Φραγκάκη, όπ.π., σ. 532-535.

56 ETS no. 177. Το 12ο Πρωτόκολλο υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 2000 και τέθηκε σε ισχύ

την 1 Απριλίου του 2005. Έχει κυρωθεί από 19 κράτη μεταξύ των οποίων δεν συμπεριλαμβάνεται η
Ελλάδα, η οποία το έχει μόνο υπογράψει. Περισσότερες πληροφορίες επ’ αυτού στον επίσημο ιστότοπο
του ΣτΕ, www.coe.int. Για περισσότερες πληροφορίες επί του 12ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου βλ. Ν.
Φραγκάκη, Η απαγόρευση των διακρίσεων στη νομολογία του ΕΔΔΑ και το Δωδέκατο Πρόσθετο στην
ΕΣΔΑ Πρωτόκολλο, ΕΕΕυρΔ Ειδικό Τεύχος 2001, σ. 531 επ. και ιδίως σ. 543 επ.
57 Βλ. σε Σ-Η. Ακτύπη, Π. Βογιατζή, Μ. Καραβία, Η. Καστανά, Μ. Α. Κωστοπούλου, Ε. Μίχα, Λ. Μ.

Μπολάνη, Ν. Σανσονέτη, Τ. Σταυρινάκη, Σ. Τρεκλή, Μ. Τσίρλη, ΕΣΔΑ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2013, σ.
5-10, σχετικά με την τελεολογική και εξελεγκτική ερμηνεία της ΕΣΔΑ, οι οποίες οδηγούν στη διεύρυνση
της προστασίας των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

[27]
Αποτιμώντας εν συντομία το έργο της ΕΣΔΑ κρίνεται αναμφισβήτητα ότι επηρέασε
θετικά τις εσωτερικές νομοθεσίες των συμβεβλημένων κρατών-μελών, με την οποία
προσπάθησαν και προσπαθούν ακόμα να εναρμονισθούν τα τελευταία. Έχει παρατηρηθεί ότι
οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ, οι οποίες έχουν ειρήσθω εν παρόδω αυξηθεί με εντυπωσιακούς
ρυθμούς σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του58, μολονότι είναι νομικά δεσμευτικές
μόνο για τους διαδίκους της υπόθεσης που άγεται προς κρίση, ασκούν σημαντική επιρροή και
σε τρίτα κράτη-μέλη, επηρεάζοντας τις εσωτερικές τους νομοθεσίες προς την κατεύθυνση του
πνεύματος της Σύμβασης59. Ανεπηρέαστη από τον αντίκτυπο της ΕΣΔΑ δεν θα μπορούσε να
παραμείνει και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία, ναι μεν αποτελεί ξέχωρη οντότητα από εκείνη
του Συμβουλίου της Ευρώπης, εμφορείται ωστόσο από τα ίδια ιδανικά και τους ίδιους
οραματισμούς με το τελευταίο, στο επίπεδο τουλάχιστον της προστασίας των ανθρώπινων
δικαιωμάτων60.
Παράλληλα, στον εξωευρωπαϊκό χώρο αποτέλεσε πρότυπο για την αντίστοιχη
«Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» του 196961, του «Αφρικανικού Χάρτη
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών» του 198162 καθώς και της «Αραβικής Χάρτας
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» του 1994, η οποία και αναθεωρήθηκε το 2002 ενώ τέθηκε
σε ισχύ το 200863.

58 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: «το ΕΔΔΑ έχει πέσει θύμα της επιτυχίας του», αφού εκκρεμεί
ενώπιόν του η εκδίκαση χιλιάδων υποθέσεων. Ενδεικτικά, στις 30.9.2015 εκκρεμούσε η συζήτηση
66.150 υποθέσεων. Σχετικά με την επισήμανση αυτή βλ. την ιστοσελίδα του Ελληνικού Υπουργείου
Εξωτερικών, www.mfa.gr/exoteriki-politiki/i-ellada-stous-diethneis-organismous/symboulio-tis-
europis.html.
59 Σχετικά με την επισήμανση αυτή βλ. τον πρόλογο του Χ. Ροζάκη σε Σ-Η. Ακτύπη, Π. Βογιατζή κ.λπ,

όπ.π., σ. XI-XIV.
60 Ξεχωριστή αναφορά για την Ευρωπαϊκή Ένωση θα πραγματοποιηθεί σε επόμενη ενότητα.

61 Στο άρθρο 1 της οποίας θεσπίζεται ως γενική υποχρέωση αφενός ο σεβασμός των δικαιωμάτων και

των ελευθεριών που αναγνωρίζονται από την Αμερικανική Σύμβαση, αφετέρου η εξασφάλιση της
ελεύθερης και πλήρους άσκησης αυτών χωρίς καμία διάκριση λόγω φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας,
θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, οικονομικής
κατάστασης, γέννησης ή άλλης κοινωνικής κατάστασης.
62 Βλ. σχετικά Π. Νάσκου-Περράκη, όπ.π., σ. 441. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Χάρτη κάθε άτομο

δικαιούται να απολαμβάνει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που προβλέπονται σε αυτόν χωρίς καμία
διάκριση, όπου και επαναλαμβάνονται σχεδόν όλα τα αναφερόμενα στην προηγούμενη υποσημείωση
κριτήρια. Παρατηρείται δηλαδή μία σχετική ταύτιση ανάμεσα στα δύο κείμενα της αμερικανικής και
αφρικανικής ηπείρου όσον αφορά στην ανάληψη της υποχρέωσης για απόλαυση των κατοχυρωμένων
σε αυτά δικαιωμάτων άνευ διακρίσεων.
63 Όπου και κατοχυρώνεται ως ξεχωριστό ατομικό δικαίωμα και όχι ως γενική υποχρέωση το

δικαίωμα στην ισότητα χωρίς διακρίσεις, ενώ συγκαταλέγονται στα κριτήρια που μπορεί να οδηγήσουν
σε απαγορευμένη διάκριση και η γνώμη, η σκέψη, ο πλούτος, η φυσική ή ψυχική ανικανότητα (άρθρο 3
παρ. 1). Η προσθήκη αυτή μόνο ως θετική θα μπορούσε να αξιολογηθεί, δεδομένων και των

[28]
Η ΕΣΔΑ στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου που συγκροτούν την ελληνική έννομη τάξη
κατέχει φυσικά τη θέση που της επιφυλάσσει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος,
αναγνωρίζοντάς της αυξημένη τυπική ισχύ από την επικύρωσή της με νόμο. Αποτελεί
αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, υπερέχει έναντι διατάξεων τυπικού
νόμου όχι όμως και έναντι των κανόνων του Συντάγματος64 και επηρεάζει, ή τουλάχιστον θα
έπρεπε να επηρεάζει καθοριστικά, την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του εσωτερικού
μας δικαίου. Επισημαίνεται δε ότι η νομολογία του Στρασβούργου, όπου και η έδρα του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει επιδράσει σημαντικά στην οπτική
του Έλληνα νομοθέτη αλλά και των ανώτερων κυρίως δικαστηρίων της χώρας μας, τη στιγμή
μάλιστα που η Ελλάδα έχει καταδικασθεί επανειλημμένα για παραβίαση των δικαιωμάτων που
κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ65.

3. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)

Σύμφωνα με το άρθρο 19 της Σύμβασης, συστήθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο


Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΔΔΑ) με έδρα το Στρασβούργο, το οποίο αποτέλεσε
τον πρώτο σε διεθνές επίπεδο δικαστικό μηχανισμό για την επίβλεψη της τήρησης των
υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση και τα μεταγενέστερα Πρωτόκολλά για τα
κράτη-μέλη. Η σύσταση, η οργάνωση και η λειτουργία του ρυθμίζονται από τα άρθρα 19 έως
51 της Σύμβασης, όπου και προβλέπονται μεταξύ άλλων και οι διαδικασίες ατομικής και
διακρατικής αναφοράς66. Για μια πιο αποτελεσματική λειτουργία του ΕΔΔΑ τέθηκε σε ισχύ το
14ο Πρωτόκολλο67 την 1η Ιουνίου 2010.
Επιφορτισμένο με την εξέταση προσφυγών68 που αφορούν παραβιάσεις από τα κράτη-
μέλη στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, μετά
την εξάντληση όλων των εσωτερικών ένδικων μέσων69, αποφαίνεται δεσμευτικά μόνο για τους
διαδίκους70 ενώ προβλέπει επανόρθωση και αποζημίωση για το θιγόμενο μέρος, εφόσον
κρίθηκε ότι παραβιάσθηκε η Σύμβαση υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 41 αυτής. Ειδικό ρόλο

ιδιαιτεροτήτων της ευρύτερης περιοχής. Για τις συμβάσεις προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων
εκτός του ευρωπαϊκού χώρου βλ. Σ. Περράκη, Διαστάσεις της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων
του ανθρώπου. Προς ένα jus universalis, 2013, καθώς και Ε. Ρούκουνα, Διεθνής προστασία των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 1995.
64 Βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, γ’ έκδοση, 2004, σ. 264-265.

65 Βλ. Α. Μαγγανά κ.ά., όπ.π., σ. 4 και 490, όπου παρατίθεται παράρτημα με υποθέσεις κατά της

Ελλάδος που εκδικάσθηκαν από το ΕΔΔΑ.


66 Άρθρα 33 και 34 της Σύμβασης.

67 CETS no. 194

68 Όροι και προϋποθέσεις άσκησης αυτών στο άρθρο 35 της Σύμβασης.

69 Άρθρο 35.

70 Άρθρο 46.

[29]
στην όλη διαδικασία αναλαμβάνει και η Επιτροπή Υπουργών, που επιβλέπει την τήρηση των
αποφάσεων καθώς και τη συμμόρφωση των κρατών-μελών με αυτές71.
Μεταξύ των αιτιάσεων που περιλαμβάνονται στις ασκηθείσες ατομικές ή διακρατικές
προσφυγές είναι και η παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, όπου και προβλέπεται η αρχή της
ίσης μεταχείρισης στην απόλαυση των κατοχυρωμένων στη Σύμβαση και στα Πρόσθετα
Πρωτόκολλα αυτής δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Αυτό που πρέπει να επαναληφθεί εδώ είναι ότι στο άρθρο 14 της ΕΣΔΑ δεν θεσπίζεται
αυτοτελής απαγόρευση των διακρίσεων, που να εξετάζεται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από τις
λοιπές διατάξεις της ΕΣΔΑ. Τουναντίον, σύμφωνα πάντοτε με τη διαρκή και σταθερή
νομολογία του ΕΔΔΑ στο συγκεκριμένο ζήτημα, η παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών
εξετάζεται μόνο υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στις ουσιαστικές
διατάξεις της Σύμβασης. Για παράδειγμα, στην απόφαση Κωνσταντινίδης κατά Ελλάδος72,
όπου ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι είναι θύμα διάκρισης λόγω διαφορετικής
και άνισης μεταχείρισης όμοιων καταστάσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επήλθε
παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, εξεταζόμενο όχι αυτοτελώς αλλά σε συνδυασμό με το
άρθρο 8 της Σύμβασης. Η απόφασή του αυτή στηρίζεται στο επιχείρημα ότι, προκειμένου να
υπάρξει ζήτημα άνισης μεταχείρισης ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και εντεύθεν παραβίαση
του άρθρου 14, πρέπει πράγματι να υφίσταται εκ μέρους κρατικών μηχανισμών διαφορά στην
αντιμετώπιση των προσώπων που τίθενται σε συγκρίσιμες (δηλαδή παρόμοιες) καταστάσεις.
Αν όμως για τη διακριτική μεταχείριση της κρινόμενης υπόθεσης υφίσταται αντικειμενική και
λογική αιτιολογία, δηλαδή αν επιδιώκεται θεμιτός σκοπός ή υφίσταται λογική σχέση
αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού, τότε
δεν μπορεί να γίνει ευχερώς λόγος για απαγορευμένη διάκριση στην αντιμετώπιση του ατόμου
ή της ομάδας ατόμων. Εν προκειμένω, βέβαια, κρίθηκε ότι οι καταστάσεις που αναφέρει ο
προσφεύγων και αποτελούν τη βάση της κατηγορίας του δεν είναι συγκρίσιμες (παρόμοιες)
και συνεπώς δικαιολογείται από μέρους του κράτους διαφορετική μεταχείριση αυτών.
Επιπλέον, στην υπόθεση Biao κατά Δανίας73, το Δικαστήριο έκρινε ότι επήλθε
παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, διότι ένας εσωτερικός
μεταναστευτικός νόμος της Δανίας, σχετικός με τη ρύθμιση ζητημάτων οικογενειακής
επανένωσης, είχε ως αποτέλεσμα την άνευ αντικειμενικής και εύλογης αιτιολογίας διακριτική
μεταχείριση ατόμων, επί τη βάσει της εθνοτικής τους καταγωγής και υπηκοότητας. Ειδικότερα
ο αιτών, γεννημένος στο Τόγκο, έχοντας ζήσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη Γκάνα

71 Άρθρο 46.
72 Προσφυγή υπ’ αριθμόν 58809/09, παρ. 64-67 (αναφορικά με την παραβίαση του άρθρου 8 της
ΕΣΔΑ, σχετικά με το δικαίωμα του σεβασμού της προσωπικής ζωής του προσφεύγοντος, το οποίο
εξετάζεται μεμονωμένα αλλά και σε συνδυασμό με το άρθρο 14).
73 Biao v. Denmark [GC], no. 38590/10, ECHR 2016. Σχετικά με την υπόθεση αυτή βλ. στον επίσημο

ιστότοπο του ΣτΕ, www.echr.coe.int, και στην επίσημη έκδοση του ΕΔΔΑ υπό τον τίτλο: “Overview of
the Court’s case-law from 1 January to 15 June 2016”, σ. 36.

[30]
προτού εισέλθει στη Δανία το 1993 και αποκτώντας μόλις το 2002 τη δανέζικη υπηκοότητα,
υπέβαλε αίτηση στο κράτος προκειμένου να χορηγηθεί άδεια διαμονής στη σύζυγό του για
οικογενειακή ένωση, η οποία καταγόταν από την Γκάνα. Η αίτηση ωστόσο απορρίφθηκε. Η
αιτίαση στην προσφυγή του ενώπιον του ΕΔΔΑ στηρίχθηκε στο γεγονός ότι υφίσταται ένας
νόμος στη Δανία που επιτρέπει την οικογενειακή ένωση, όταν ο αιτών έχει τη δανέζικη
υπηκοότητα για περισσότερα από 28 χρόνια, και συνεπώς, κατά την άποψη του
προσφεύγοντος, ο νόμος αυτός έχει ως αποτέλεσμα τη διακριτική μεταχείριση σε βάρος
προσώπων που δεν πληρούν τούτη την προϋπόθεση, δίχως να υπάρχει εύλογη αιτία προς μία
τέτοια ρύθμιση, επί τη βάσει της εθνοτικής τους καταγωγής. Κλήθηκε λοιπόν το Δικαστήριο να
αποφανθεί αν πράγματι ο νόμος που προβλέπει ευνοϊκότερη μεταχείριση των ανθρώπων που
είχαν την δανέζικη εθνοτική καταγωγή (και όχι απλώς τη δανέζικη υπηκοότητα) σε σύγκριση
με εκείνους που είχαν άλλη, πέραν της δανέζικης, εθνοτική καταγωγή και αποκτούσαν τη
δανέζικη υπηκοότητα αργότερα στη ζωή τους συνεπάγεται απαγορευμένη διακριτική
μεταχείριση. Εν τέλει το Δικαστήριο αποφάσισε πως συνέτρεχε παραβίαση του άρθρου 14, σε
συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης, καθότι η διαφοροποίηση στη μεταχείριση εκ μέρους
της Δανίας δεν υπαγορευόταν από κάποια «αντικειμενική και εύλογη» δικαιολογία και ως εκ
τούτου ήταν απαγορευμένη.
Μέσα από την ενδεικτική παράθεση των παραπάνω υποθέσεων που απασχόλησαν το
ΕΔΔΑ αναδείχθηκαν οι τρεις βασικές παραδοχές του Δικαστηρίου αναφορικά με την εξέταση
περιπτώσεων παραβίασης του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ. Καταρχάς, η προαναφερθείσα διάταξη
δεν εξετάζεται ποτέ μεμονωμένα παρά μόνο σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις της Σύμβασης.
Κατά δεύτερον, κατά την κρίση του ΕΔΔΑ οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά
και απαραίτητα απαγορευμένη διάκριση. Τέτοια υφίσταται αφενός μεν όταν λαμβάνει χώρα
διαφορετική μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται σε ανάλογη ή συγκρίσιμη κατάσταση 74,
δίχως να υπάρχει «αντικειμενική και λογική (ή αλλιώς εύλογη) αιτιολογία» για κάτι τέτοιο,
αφετέρου δε όταν χωρίς «αντικειμενική» και «εύλογη» αιτιολογία παραλείπει ένα κράτος να
μεταχειρισθεί με διαφορετικό τρόπο πρόσωπα που βρίσκονται σε ουσιωδώς διαφορετικές
συνθήκες75. Στην πρώτη περίπτωση, όταν η διαφοροποίηση δεν έχει επαρκές έρεισμα, όταν
δηλαδή δεν διαγιγνώσκεται η απαιτούμενη σχέση αναλογικότητας μέσου προς σκοπό, οδηγεί
αναπόδραστα σε παραβίαση της ΕΣΔΑ. Και τέλος, ενώ γενικότερα κατοχυρώνεται η αρχή της
ίσης μεταχείρισης παρόμοιων καταστάσεων, δίνεται η διακριτική ευχέρεια στα κράτη να
καθορίσουν διαφορετική μεταχείριση (περιορίζοντας προφανώς δικαιώματα) σε περιπτώσεις

74 Βλ. σχετικά υπόθεση Di Trizio κατά Ελβετίας, αριθμός προσφυγής: 7186/09, 2 Φεβρουαρίου 2016
όπ.π., σ. 38.
75 Βλ. υπόθεση Θλιμμένος κατά Ελλάδος, αριθμός προσφυγής 34369/97, όπου το Δικαστήριο έκρινε

πως επήλθε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 9, λόγω του ότι η ελληνική
κυβέρνηση, δίχως λογική και αντικειμενική αιτιολογία, δεν μεταχειρίστηκε πρόσωπα που βρίσκονταν
υπό διαφορετικό καθεστώς με διαφορετικό τρόπο. Βλ. σχετικά Α. Μαγγανά κ.ά., όπ.π., σ. 344-347 και
ΠοινΔικ 2001, σ. 41.

[31]
που είναι μεν ανάλογες μεν ως προς τα περισσότερα σημεία, εμφανίζουν ωστόσο σε κάποιο
βαθμό διαφορές. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτό συμβαίνει εφόσον συντρέχουν ισχυροί
λόγοι που θα πρέπει να αποδεικνύονται από το κράτος-μέλος76.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει το ΕΔΔΑ στις διακρίσεις που λαμβάνουν χώρα επί τη βάσει
του όρου «φυλή», στις περιπτώσεις δηλαδή, όπου εφαλτήριο και αφορμή για απαγορευμένη
(υπό τις ως άνω αναφερθείσες προϋποθέσεις) διακριτική μεταχείριση πολίτη αποτελεί η
φυλετική του καταγωγή, η οποία φυσικά κατά την άποψη του Δικαστηρίου διακρίνεται από
την εθνική/εθνοτική καταγωγή. Βέβαια, δε χρειάζεται η φυλετική καταγωγή να αποτελεί τον
αποκλειστικό λόγο της διαφοροποιημένης/άνισης μεταχείρισης, αρκεί να λήφθηκε υπόψη σε
αποφασιστικό βαθμό κατά τη λήψη κάποιου μέτρου.
Οι διακρίσεις αυτές εμφανίζουν ιδιαίτερο απαξιολογικό βάρος, καθότι προσβάλλουν
βάναυσα τα σύγχρονα δημοκρατικά ιδεώδη στα οποία εδράζεται το ΣτΕ77, και ως εκ τούτου θα
πρέπει να αντιμετωπισθούν ανάλογα. Τα κράτη, θεωρεί το ΕΔΔΑ, δεν θα πρέπει να είναι
φειδωλά στη λήψη αποτρεπτικών μέσων καθώς και στη θέσπιση αναλογικών κυρώσεων στον
τομέα της βίαιης συμπεριφοράς λόγω φυλετικών διακρίσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτέλεσαν κατά καιρούς οι διακρίσεις που έλαβαν χώρα εις βάρος των Ρομά. Το δικαστήριο
εμφανίζει ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα που άπτονται της μεταχείρισης αυτής της
πολυπαθούς και ευάλωτης ομάδας, όπως λ.χ. στην αντιμετώπισή τους από τις εθνικές αρχές σε
εσωτερικές διαδικασίες αλλά και στον ιδιαίτερα σημαντικό τομέα της εκπαίδευσης78.
Ανάλογη είναι η στάση του Δικαστηρίου στις περιπτώσεις βίαιης μεταχείρισης των
ανθρώπων από τις εθνικές αρχές, που μπορεί να φθάσουν μέχρι και το σημείο της θανάτωσης
προσώπου από αστυνομικό όργανο ή της εξευτελιστικής μεταχείρισης αυτού, πάλι στην ίδια
βάση. Ενώ όμως από ουσιαστικής άποψης το Δικαστήριο είναι επιφυλακτικό ως προς την
κατάφαση των ρατσιστικών κινήτρων εκ μέρους του κρατικού οργάνου λόγω, προφανώς,
αντικειμενικών δυσχερειών στην απόδειξη ύπαρξης μιας εσωτερικής ψυχικής κατάστασης,
όπως είναι τα ρατσιστικά κίνητρα79, σε διαδικαστικό επίπεδο τουναντίον αυστηροποιεί τη
στάση του.

76 Ενδεικτικά, Μπασιμακόπουλος κατά Ελλάδος, παρ. 75-91, προσφυγή υπ’ αριθμ. 552/10 στον
επίσημο ιστότοπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, www.nsk.gr.
77 Μία πρώιμη αποτύπωση αυτών εντοπίζουμε στο Προοίμιο της ΕΣΔΑ, που αποτελεί αναπόσπαστο

μέρος της Συνθήκης, σύμφωνα μάλιστα και με το άρθρο 31 παρ. 2 της Σύμβασης της Βιέννης για το
δίκαιο των Συνθηκών. Εκεί αναδεικνύεται η ανάγκη για την ύπαρξη ενός «πολιτικού καθεστώτος
αληθώς δημοκρατικού», όπου και θα βασισθεί η δικαιοσύνη και η ειρήνη στον κόσμο.
78 Π.χ. υπόθεση Moldovan κ.ά. κατά Ρουμανίας, 12.7.2005, παρ. 139-140, Paraskeva Todorova κατά

Βουλγαρίας, 25.3.2010, παρ. 39-46. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Σ-Η. Ακτύπη, Π. Βογιατζή κ.λπ,
όπ.π., σ.513-517.
79 Βλ. ενδεικτικά την υπόθεση Nachova κατά Βουλγαρίας (Ευρεία Σύνθεση του Δικαστηρίου),

6.7.2005, σε Σ-Η. Ακτύπη, Π. Βογιατζή κ.λπ, όπ.π., σ. 514.

[32]
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη γενική αρχή του ΕΔΔΑ για διαφορετική μεταχείριση
ανόμοιων καταστάσεων, το Δικαστήριο επιτάσσει να αντιμετωπίζουν οι κρατικές αρχές τα
εγκλήματα αλλά και κάθε άλλο περιστατικό ρατσιστικής βίας με ιδιαίτερη προσοχή και
αυξημένο καθήκον επιμέλειας σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο περιστατικό βίας. Οφείλουν
συγκεκριμένα να εξετάσουν με επιμέλεια το ενδεχόμενο ύπαρξης ρατσιστικού κινήτρου. Λόγω
του δυσαπόδεικτου όμως αυτού, προτείνεται η διερεύνηση στην επίμαχη υπόθεση ορισμένων
ενδεικτών, όπως είναι λ.χ. η χρήση ρατσιστικών, μειωτικών ή/και προσβλητικών εκφράσεων
εκ μέρους των αστυνομικών οργάνων, η αδικαιολόγητη για τη συγκεκριμένη περίπτωση χρήση
υπερβολικής βίας, η επίκληση εκ μέρους του θύματος ρατσιστικής αντιμετώπισής του, η
ένταξη των οργάνων σε εξτρεμιστικές οργανώσεις κ.ά.80.

4. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας (European


Commission against Racism and Intolerance)

Το ΣτΕ απόλυτα αφοσιωμένο στον καταστατικό αλλά και ουσιαστικό του σκοπό όντας
παράλληλα ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο στο ειδικότερο ζήτημα της καταπολέμησης του
ρατσισμού και της ξενοφοβίας δεν επαφίεται για την αντιμετώπισή τους, που ειρήσθω εν
παρόδω παρουσιάζουν σημαντική άνοδο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μονάχα στη δράση του
ΕΔΔΑ, που ερμηνεύει και εφαρμόζει την ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο από την πλευρά του επεξεργάζεται διαρκώς σε νομολογιακό επίπεδο την
ερμηνεία του άρθρου 14 της Σύμβασης81, όπως βέβαια τονίστηκε και παραπάνω, πάντοτε
επικουρικά, σε συνδυασμό δηλαδή με άλλες διατάξεις της Σύμβασης κι όχι αυτοτελώς.
Επικουρείται όμως ταυτόχρονα σε σημαντικό βαθμό από την ομόρροπη, οργανωμένη δράση
των θεσμικών οργάνων του Συμβουλίου, την Επιτροπή των Υπουργών, την Κοινοβουλευτική
Συνέλευση, μεταξύ των οποίων πλέον εξέχουσα θέση καταλαμβάνει και η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (E.C.R.I.).
Η πρώτη Σύνοδος Κορυφής των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών-μελών
του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έλαβε χώρα στη Βιέννη στις 9 Οκτωβρίου 1993, υιοθέτησε
σχέδιο δράσης ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό και τη μισαλλοδοξία.
Απότοκος αυτής της Συνόδου ήταν η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του
Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (European Commission against Racism and Intolerance).
H Επιτροπή αναπτύσσει τις δραστηριότητές της σε ένα μοτίβο βήμα προς βήμα, καθότι
έτσι εξασφαλίζεται περισσότερη ασφάλεια, σταθερότητα και αποτελεσματικότητα, ενώ
καθορίζει ως στόχους της τα ακόλουθα: την επιθεώρηση των νομοθετικών, αστυνομικών και εν
γένει μέτρων κάθε κράτους-μέλους ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό

80 Υπόθεση Bekos και Koutropoulos κατά Ελλάδας.


81 Να θυμίσω στο σημείο αυτό ότι το άρθρο 14 διασφαλίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων και
ελευθεριών που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ, χωρίς διάκριση λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας,
καταγωγής, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, συμμετοχής
σε εθνική μειονότητα, ιδιοκτησίας, γέννησης ή άλλων χαρακτηριστικών.

[33]
και τη μισαλλοδοξία, την πρόταση περαιτέρω δράσης σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό
επίπεδο, τη διατύπωση συστάσεων γενικής πολιτικής στα κράτη-μέλη καθώς και τη μελέτη
διεθνών νομικών εργαλείων σε συνάρτηση, όπου είναι απαραίτητο, με την επιβολή τους82
πάνω στο ζήτημα αυτό.
Σύμφωνα δε με το άρθρο 10 του Καταστατικού του E.C.R.I., υιοθετείται το σύστημα της
κράτος-προς-κράτος προσέγγισης83, στο πλαίσιο της οποίας θα διενεργούνται επισκέψεις
επαφής στο υπό έλεγχο κράτος, πάντα βέβαια σε συνεργασία με τις εθνικές του αρχές, θα
γίνεται εμπιστευτικός διάλογος με τις αρχές, θα λαμβάνονται υπόψη έγγραφα, μαρτυρίες και
τεκμήρια, κατόπιν των οποίων θα συντάσσεται μία έκθεση βασισμένη σε ικανό όγκο
πληροφοριών84, όπου θα παρατίθεται η κατάσταση που επικρατεί ανά χώρα σχετικά με τα
φαινόμενα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας συνοδευόμενη, όπου είναι απαραίτητο, από
υποδείξεις και συστάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν 85.
Επιδιώκεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας ουσιαστικός και εποικοδομητικός διάλογος με τις
εθνικές κυβερνήσεις μέσα από τον οποίο αναμένεται να προκύψουν αποτελεσματικές λύσεις
στον τομέα της καταπολέμησης αυτών των φαινομένων. Άλλωστε, η σχέση αυτή είναι
αμφίδρομη, καθότι και οι δύο πλευρές μπορούν να ωφεληθούν από την παράλληλη
επεξεργασία εθνικών και διεθνών πρακτικών στον τομέα της καταπολέμησης του ρατσισμού
και της ξενοφοβίας με την ταυτόχρονη ενδεχομένως άντληση εμπειριών από άλλες ευρωπαϊκές
οργανώσεις που συμμερίζονται το ίδιο όραμα, όπως είναι το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο, για
το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω.
Στο πλαίσιο λοιπόν των παραπάνω αρμοδιοτήτων της η Επιτροπή κατά του Ρατσισμού
και της Μισαλλοδοξίας εξέδωσε στις 13 Δεκεμβρίου του 2002 την υπ’ αριθμ 7 Σύσταση Γενικής
Πολιτικής. Με αυτή συνέστησε στις κυβερνήσεις των κρατών μελών, σε περίπτωση
ανυπαρξίας σχετικής ρύθμισης, να θεσπίσουν νομοθεσία για την καταπολέμηση του ρατσισμού
και των φυλετικών διακρίσεων86. Σε περίπτωση δε ατελούς ρύθμισης, η σύσταση κατέτεινε στη
συμπλήρωση των ενδεχόμενων κενών που υπήρχαν στις επιμέρους εθνικές νομοθεσίες αλλά
και στην ολοκλήρωση της υφιστάμενης νομοθετικής διαδικασίας, όπου είχε ξεκινήσει.

82 Όπως διατυπώνονται οι στόχοι αυτοί στο άρθρο 1 του Καταστατικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
κατά του ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας. Βλ. το Καταστατικό στο διαδικτυακό τόπο του ΣτΕ:
http://www.coe.int.
83 Country-by-country approach.

84 Άρθρο 11 του Καταστατικού.

85 Ενδεικτικά, κατόπιν σύστασης της Επιτροπής στην Ελλάδα για αξιόπιστη καταγραφή του

φαινομένου του ρατσισμού, με στόχο πάντα την αποτελεσματική αντιμετώπισή του, ιδρύθηκε με το Ν.
4356/2015 (άρ. 15-19 αυτού) Εθνικό Συμβούλιο κατά του ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας.
86 Ολόκληρο το κείμενο δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα της Επιτροπής:
www.coe.int/t/dghl/monitoring/ecri/activities/GPR/EN/Recommendation_N7.

[34]
Πιο συγκεκριμένα, κλήθηκαν τα κράτη-μέλη να καταστήσουν ποινικά κολάσιμες τις
ακόλουθες μορφές συμπεριφοράς, όπως αυτές αναλυτικά περιγράφονται στην οικεία ενότητα
της υπ’ αριθμ. 7 Σύστασης:
α) τη δημόσια υποκίνηση βίας, µίσους ή διακρίσεων,
β) τις δημόσιες προσβολές και δυσφήμιση,
γ) τις απειλές εναντίον ενός ατόμου ή ενός συνόλου ατόμων λόγω της φυλής, του
χρώματος, της γλώσσας, της θρησκείας, της ιθαγένειας ή της εθνικής ή εθνοτικής τους
καταγωγής,
δ) τη δημόσια έκφραση, µε ρατσιστικές προθέσεις, ιδεολογίας η οποία προβάλλει την
ανωτερότητα ενός συνόλου ατόμων ή υποτιμά ή δυσφημεί το σύνολο αυτό λόγω της φυλής, του
χρώματος, της γλώσσας, της θρησκείας, της ιθαγένειας ή της εθνικής ή εθνοτικής του
καταγωγής,
ε) τη δημόσια άρνηση, υποβάθμιση, δικαιολόγηση ή υπεράσπιση, µε ρατσιστικές
προθέσεις, εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή εγκλημάτων
πολέμου,
στ) τη δημόσια διάδοση ή δημόσια διανομή ή την παραγωγή ή αποθήκευση µε σκοπό τη
δημόσια διάδοση ή διανομή µε ρατσιστικές προθέσεις έγγραφου, εικονογραφημένου ή άλλου
υλικού σχετικού µε τις πράξεις που αναφέρονται παραπάνω,
ζ) τη συγκρότηση ή ανάληψη της ηγεσίας ομάδας η οποία υποδαυλίζει το ρατσισμό, την
παροχή υποστήριξης στην εν λόγω ομάδα, τη συμμετοχή στις δραστηριότητές της µε σκοπό τη
συνέργεια στα αδικήματα που αναφέρονται παραπάνω και τέλος,
η) τις φυλετικές διακρίσεις κατά την άσκηση καθηκόντων στο πλαίσιο δημόσιου
λειτουργήματος ή επαγγέλματος.
Υπήρξε επίσης και σύσταση το ρατσιστικό κίνητρο σε όλα ανεξαιρέτως τα εγκλήματα,
πέρα των προαναφερόμενων, να αποτελέσει επιβαρυντική περίσταση.
Ήδη στην Ελλάδα ήταν σε ισχύ ο Ν. 927/1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών
αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις», που ικανοποιούσε κάποιες από τις
προαναφερθείσες συστάσεις της Επιτροπής. Αρκετά χρόνια αργότερα, στις 28 Ιουλίου του
2016, ψηφίσθηκε και ο Ν. 4411/201687, με τον οποίο κυρώθηκε και έχει πλέον την ισχύ που
ορίζει το άρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) για το
έγκλημα στον Κυβερνοχώρο και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, σχετικά με την
ποινικοποίηση πράξεων ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης, που διαπράττονται μέσω
Συστημάτων Υπολογιστών88.
Τα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης είχαν πλήρη επίγνωση ότι οι εξελίξεις της
τεχνολογίας στον πεδίο των ηλεκτρονικών υπολογιστών παρείχαν πρόσφορο έδαφος για μια

87Φ.Ε.Κ. 142 A'/03.08.2016.


88 Η μεν Σύμβαση για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο υπογράφηκε στη Βουδαπέστη, στις 23
Νοεμβρίου 2001, το δε Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής υπογράφηκε στο Στρασβούργο, στις 28
Ιανουαρίου 2003.

[35]
ταχύτατη και ανεμπόδιστη κυκλοφορία ρατσιστικών ιδεολογημάτων ανά την υφήλιο. Στην
προσπάθειά τους να ανακόψουν όσο γινόταν την εξέλιξη αυτή, σεβόμενα ταυτόχρονα και την
ελευθερία της έκφρασης, συμφώνησαν να αναλάβουν την προώθηση ορισμένων κοινών
αλλαγών στις εθνικές τους νομοθεσίες. Ιδιαίτερα στον τομέα του ποινικού δικαίου κάθε
κράτος-μέλος ανέλαβε την υποχρέωση να καταστήσει ποινικά κολάσιμες τις ακόλουθες
μορφές συμπεριφοράς, εφόσον αυτές γίνονται από πρόθεση και χωρίς δικαίωμα: α) τη
διανομή ή με άλλο τρόπο διάθεση στο κοινό ρατσιστικού και ξενοφοβικού υλικού μέσω
πληροφορικού συστήματος89, β) την απειλή, μέσω συστήματος υπολογιστή, με τη διάπραξη
σοβαρού ποινικού αδικήματος εις βάρος ατόμων, επειδή ανήκουν σε μια ομάδα που
διακρίνεται λόγω φυλής, χρώματος, ή εθνοτικής καταγωγής ή θρησκείας90, γ) τη δημόσια
προσβολή μέσω υπολογιστή προσώπων, επειδή ανήκουν σε κάποια από τις πιο πάνω ομάδες91
και τέλος, δ) τη διανομή ή με άλλο τρόπο διάθεση στο κοινό μέσω πληροφορικού συστήματος
υλικού στο οποίο διατυπώνεται άρνηση, υποβάθμιση, έγκριση ή δικαιολόγηση γενοκτονίας ή
εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας92, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται σε
αυτό.
Πέραν των παραπάνω συστάσεων η Επιτροπή, όπως προαναφέρθηκε, αναλαμβάνει και
διενεργεί, ανά κύκλους επιτήρησης, μία κράτος προς κράτος προσέγγιση με στόχο την
αποτελεσματικότερη εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε κάθε χώρα-μέλος του ΣτΕ
σχετικά με εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας. Στο πλαίσιο του πέμπτου κύκλου
επιτήρησης93, ο οποίος επίσημα είχε ξεκινήσει το πρώτο τρίμηνο του 2013, η έκθεση που
αφορά στο κάθε υπό εξέταση κράτος, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, επικεντρώνεται στα
τέσσερα ακόλουθα βασικά σημεία: α) νομοθετικά θέματα, β) ομιλίες μίσους, γ) βία και δ)
πολιτικές ένταξης.
Ειδικότερα για την Ελλάδα παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα: Μολονότι έχει καταγραφεί
κάποια σχετική πρόοδος στον τομέα της αντιμετώπισης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας94

89 Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρο 3 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.


90 Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρο 4 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
91 Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρο 5 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

92 Κεφάλαιο ΙΙ, άρθρο 6 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Βλ. επίσης και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, H

ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής
διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 97 επ.
93 Η επιτήρηση ανά χώρα αφορά σε όλα τα κράτη-μέλη του ΣτΕ και πραγματοποιείται σε κύκλους

διαρκείας πέντε ετών, οπότε και καλύπτονται εννέα με δέκα χώρες κάθε φορά. Βλ. σχετικά σ. 5 του
προλόγου της έκθεσης της ECRI για την Ελλάδα (πέμπτος κύκλος επιτήρησης), που δημοσιεύτηκε στις
24 Φεβρουαρίου 2015 στον επίσημο ιστότοπο του ΣτΕ: www.coe.int/ecri και καλύπτει την κατάσταση
μέχρι τις 18 Ιουνίου 2014.
94 Βλ. σ. 7 της πέμπτης Έκθεσης για την Ελλάδα, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα:
http://www.coe.int/t/dghl/monitoring/ecri/Country-by-country/Greece, η οποία αφορά στο διάστημα
μέχρι 18 Ιουνίου 2014. Βλ. επίσης και τα συμπεράσμτα της Επιτροπής αναφορικά με την εφαρμογή των
συστάσεων που έγιναν στην Ελλάδα κατά το στάδιο της ενδιάμεσης παρακολούθησης με τη μόλις

[36]
από την υιοθέτηση της τέταρτης έκθεσης του 2009, εξακολουθούν να υφίστανται ζητήματα
που εγείρουν εύλογες ανησυχίες. Κατ’ ουσία η Ελλάδα, κατά την κρίση της Επιτροπής, έλαβε
μέτρα που κρίθηκαν ανεπαρκή και παράλληλα δεν ολοκλήρωσε τις διαδικασίες που ήδη από
την προηγούμενη έκθεση είχε κληθεί να ολοκληρώσει. Πιο συγκεκριμένα, δόθηκε έμφαση στο
να ξεκινήσει η διαδικασία επικύρωσης του δωδέκατου (12ου) Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ95, παρά
τις επανειλημμένες επιφυλάξεις που έχει διατυπώσει η χώρα μας αναφορικά με το σχετικά
μικρό αριθμό των επικυρώσεων του πρωτοκόλλου αυτού από τις άλλες χώρες, καθώς και στο
να θέσει σε ισχύ ολοκληρωμένη και πολυτομεακή στρατηγική προκειμένου να αντιμετωπίσει
τις βαθύτερες αιτίες του ρατσισμού.
Όσον αφορά δε στην κατηγορία των ομιλιών του μίσους, παρατηρείται μία
ανησυχητική αύξηση, κυρίως σε επίπεδα δημόσιου λόγου και δη πολιτικού96, δίχως να
συνοδεύονται αυτά τα φαινόμενα από αντίστοιχες επίσημες καταδίκες με αποτέλεσμα να
κυριαρχεί μια γενικευμένη πολιτική ατιμωρησίας97. Εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων και

παραπάνω αναφερθείσα Έκθεση, τα οποία υιοθετήθηκαν στις 5 Δεκεμβρίου 2017 και δημοσιεύτηκαν
στις 27 Φεβρουαρίου 2018 στην ίδια ως άνω ιστοσελίδα.
95 ETS No. 177. Το 12ο Πρωτόκολλο προβλέπει μια γενική απαγόρευση των διακρίσεων κι ως εκ

τούτου αποτελεί μια ευρύτερη και καθολικής έκτασης πρόβλεψη σε σχέση με εκείνη που υφίσταται στο
άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και η οποία είναι περιορισμένη, διότι αναφέρεται μόνο στην απαγόρευση των
διακρίσεων κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη
Σύμβαση. Το συγκεκριμένο Πρωτόκολλο αίρει αυτόν τον περιορισμό και εγγυάται πλέον την απόλυτη
απαγόρευση των διακρίσεων πάνω σε οποιαδήποτε βάση και από οποιαδήποτε δημόσια αρχή.
96 Κυρίως με την άνοδο του κόμματος της Χρυσής Αυγής, η οποία εισήλθε στο Δημοτικό Συμβούλιο

της Αθήνας το 2010 και στη Βουλή το 2012. Βέβαια, ρατσιστικές και δη αντισημιτικές απόψεις βρήκαν
υποστηρικτές όχι μόνο μεταξύ των οπαδών εξτρεμιστικών κινημάτων, αλλά και στους κόλπους της
Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ υποστήριξε ανοικτά στην
τηλεόραση το Δεκέμβριο του 2010 τις αντισημιτικές του απόψεις (σ. 17 της έκθεσης, υποσημ. υπ’ αριθμ.
16), όταν κατηγόρησε τον παγκόσμιο Σιωνισμό για μια συνωμοσία υποδούλωσης της Ελλάδας και της
Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ευτυχώς, τέτοιες κινήσεις δεν έτυχαν αποδοχής και υιοθέτησης από το σύνολο
της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία χαρακτήρισε ως επαινετική τη νομοθεσία για την
καταπολέμηση του ρατσισμού, καθότι συμβάλει στην εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης.
97 Οι εισαγγελικές αρχές είχαν ενημερώσει την αντιπροσωπεία της ECRI ότι για το 2013 μόλις 15

υποθέσεις είχαν ερευνηθεί και 9 διώξεις είχαν πραγματοποιηθεί βάσει του ν. 927/1979. Για την περίοδο
μέχρι το 2012, το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ODIHR) του ΟΑΣΕ,
κατόπιν πληροφοριών εκ μέρους της Ελληνικής Εισαγγελίας, πληροφόρησε την ECRI ότι μόνο ένα
ρατσιστικό έγκλημα, εις βάρος ατόμων αφρικανικής καταγωγής, είχε διωχθεί, το 2011 εκδόθηκε μία
μόνο καταδίκη και τα έτη 2009-2010 δεν υπήρξε κανένα κρούσμα ρατσιστικής βίας ή ομιλιών μίσους!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλλά και φωτεινή εξαίρεση στη γενικευμένη τάση ατιμωρησίας δημόσιων
τοποθετήσεων βλ. στη σ. 16 της έκθεσης για την Ελλάδα, όπου και αναφέρεται η αυτεπάγγελτη δίωξη
του Αλέξανδρου Πλωμαρίτη, μέλους του πολιτικού κόμματος της Χρυσής Αυγής, για παράβαση του ν.
927/1979, ο οποίος σε ένα ντοκιμαντέρ σχετικά με τη Χρυσή Αυγή που μεταδόθηκε από βρετανικό

[37]
μάλιστα όχι μόνο ακροδεξιών, τμήματα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, μέρος της
κοινωνίας, κομμάτι των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (εφημερίδες, τηλεόραση, ραδιόφωνο),
πολιτικοί εξτρεμιστές αλλά και απλοί πολίτες μέσω του Διαδικτύου αναπαράγουν διαρκώς
στερεότυπα, απευθύνουν υποτιμητικά και ρατσιστικά σχόλια απέναντι σε ανθρώπους που
ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, παρενοχλούν λεκτικά και γενικά υποδαυλίζουν το
μίσος και το φανατισμό σε καθημερινό επίπεδο μέσα από έναν ακραίο εθνικιστικό λόγο98.
Κάτι τέτοιο, όπως είναι αναμενόμενο, δε θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής της
Επιτροπής, η οποία προέβη σε μια σειρά συστάσεων προς το ελληνικό κράτος, ξεκινώντας από
την πρόταση για δημιουργία μίας κεντρικής βάσης δεδομένων για δικαστικές υποθέσεις, ούτως
ώστε να γίνεται μία συστηματική παρακολούθηση και καταγραφή των περιστατικών ομιλιών
του μίσους99. Συνιστά την επέκταση ακόμα και στον ιδιωτικό τομέα των δυνατοτήτων των
εξειδικευμένων φορέων που προωθούν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, δηλαδή του
Συνηγόρου του Πολίτη100, της Επιτροπής Ίσης Μεταχείρισης και της Επιθεώρησης
Εργασίας101. Καλεί την πολιτική και θρησκευτική ηγεσία της χώρας να επιδείξουν μία σθεναρή
στάση ενάντια σε ακραία φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας καθώς και να καταδικάζουν
δημόσια ομιλίες μίσους102, υποδεικνύει στα πολιτικά κόμματα να λάβουν μέτρα αυτορρύθμισης
για τον περιορισμό αυτών των φαινομένων103, τόσο μέσα στη Βουλή όσο και γενικότερα στο
δημόσιο βίο των πολιτικών εκπροσώπων τους (π.χ. πειθαρχικές κυρώσεις), προτρέπει να
εφαρμόζεται ανελλιπώς ο ν. 927/1979 σε περιπτώσεις ομιλιών μίσους στα ΜΜΕ104, συνιστά
στις ελληνικές αρχές να επικυρώσουν το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Σύμβασης για το
Έγκλημα στον Κυβερνοχώρο105, απευθύνει έκκληση για μια συστηματική συνεργασία με την
ηγεσία της Εκκλησίας προς την κατεύθυνση της πρόληψης των ομιλιών μίσους106, ενώ τέλος
δεν παρέλειψε να συστήσει οι υφιστάμενες μεν, σποραδικές δε πρακτικές που υιοθετήθηκαν
από το ελληνικό κράτος σε μία προσπάθεια προώθησης της ανοχής στα σχολεία να
γενικευθούν αλλά και να εδραιωθούν, ούτως ώστε να τεθούν γερά θεμέλια στην καταπολέμηση

κανάλι δήλωσε πως: «οι μετανάστες θα πρέπει να μετατρέπονται σε σαπούνι» και ότι «είμαστε έτοιμοι
να ανοίξουμε τους φούρνους».
98 Πληθώρα συγκεκριμένων περιστατικών της ελληνικής πραγματικότητας καταγράφεται στις σελίδες

16-22 της έκθεσης, όπου και παραπέμπω.


99 Βλ. σ. 16 της Έκθεσης, όπου και η υπ’ αριθμ. 35 σύσταση της Επιτροπής.

100 Μιας ανεξάρτητης αρχής, η σύσταση, οργάνωση, στελέχωση και λειτουργία της οποίας ρυθμιζόταν

από τους Ν. 3304/2005, Ν. 3094/2003 καθώς και το π.δ. 273/1999. Σήμερα βέβαια ο Ν. 4443/2016
έχει καταργήσει το Ν. 3304/2005 ενώ έχει αντικαταστήσει τα άρθρα 1, 3 και 4 του Ν. 3094/2003.
101 Συστάσεις υπ’ αριθμ. 31 και 33, σ. 16 της Έκθεσης

102 Σύσταση υπ’ αριθμ. 45, σ. 19 της Έκθεσης.

103 Σύσταση υπ’ αριθμ. 48, σ. 20 της Έκθεσης.

104 Σύσταση υπ’ αριθμ. 52, σ. 21 της Έκθεσης.

105 Κυρώθηκε αργότερα στην Ελλάδα με το νόμο υπ’ αριθμ. 4411/2016 (ΦΕΚ Α΄ 142/03.08.2016).

106 Συστάσεις υπ’ αριθμ. 56 και 57, σ. 22 της Έκθεσης.

[38]
του φυλετικού διαχωρισμού που υφίστανται κυρίως τα παιδιά Ρομά ήδη από τα πρώτα χρόνια
της κοινωνικής τους ένταξης107.
Η τελευταία Έκθεση της ECRI για την Ελλάδα, η οποία καλύπτει το διάστημα μέχρι 18
Ιουνίου 2014, αποτυπώνει με καίριο τρόπο την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας,
έτσι όπως αυτή διαπιστώθηκε μέσα από επίσημους και ανοικτούς ελέγχους και με τη
συνεπικουρία των επίσημων ελληνικών αρχών, ανεξάρτητων και εξειδικευμένων στην
προάσπιση της ισότητας φορέων αλλά και μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Δυστυχώς οι διαπιστώσεις, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων, είναι αρνητικές και
αποβαίνουν σε βάρος της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού που χαρακτήριζε τη χώρα
μας και συνέβαλε στην κατάκτηση μιας εμπεδωμένης κοινωνικής ειρήνης, δικαιοσύνης και
ασφάλειας. Τα δεδομένα άλλαξαν άρδην και μάλιστα προς το χειρότερο, κυρίως με την έναρξη
της οικονομικής κρίσης, συνδυασμένης χρονικά με τη μεταναστευτική έκρηξη που έλαβε χώρα
σχεδόν ταυτόχρονα. Ο δημόσιος διάλογος σε όλες τις εκφάνσεις του χαρακτηριζόταν και
χαρακτηρίζεται ακόμα από λαϊκισμό και εθνικιστικές εξάρσεις, από ρητορική του μίσους και
διαχωριστικές πρακτικές που υποσκάπτουν, όπως είναι φυσικό, τα θεμέλια μιας δημοκρατικής
κοινωνίας, αλλά και εξυπηρετούν ταυτόχρονα βραχυπρόθεσμα σχέδια προς το συμφέρον των
λίγων. Αντί να εξετάζονται η οικονομική κρίση και το μεταναστευτικό ως ένα πολύπλευρο,
πολυπαραγοντικό και αλλά κυρίως κοινωνικοπολιτισμικό φαινόμενο που χρήζει ψύχραιμης
αντιμετώπισης, προτάσσονται συναισθηματικά επιχειρήματα, που στοχεύουν στο θυμικό του
ανθρώπου και που βαθαίνουν όλο και περισσότερο το τείνον να εδραιωθεί διακρισιακό χάσμα
ανάμεσα στις κοινωνίες. Προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση και, ακόμα χειρότερα, να
χαράξουν βαθιά στη συνείδηση του Έλληνα ότι η κοινωνική ευημερία και οικονομική
ανάπτυξη θα έρθει μέσα από μια συνειδητοποίηση και πρόταξη της «ανωτερότητας» του
ελληνικού έθνους, μέσα από μια εθνική κάθαρση και επίτευξη εθνικής ομοιογένειας,
θρέφοντας έτσι σχεδόν απροκάλυπτα το «τέρας» του φόβου, του μίσους ακόμα και της βίας
απέναντι στον άλλον, το διαφορετικό και αμφισβητώντας ταυτόχρονα έτσι την ίδια την
ανθρώπινη ιδιότητα αυτού του «άλλου».
Η δυσοίωνη αυτή πραγματικότητα είναι παρούσα και διαβάλλει τη χώρα μας στο
εξωτερικό, κυρίως όμως υποσκάπτει τα θεμέλια μια πανανθρώπινης, ειρηνικής συμβίωσης. Η

107Ενδεικτική της «έμμεσης» διάκρισης που υφίστανται τα παιδιά Ρομά σχετικά με την απόλαυση του
δικαιώματος στην εκπαίδευση είναι και η ελληνική υπόθεση Σαμπάνης κατά Ελλάδος που απασχόλησε
το ΕΔΔΑ (αριθμός προσφυγής: 32526/05, Στρασβούργο, 5.6.2008). Η υπόθεση αυτή σχετιζόταν με τη
διακριτική μεταχείριση των παιδιών κατά την εγγραφή τους σε σχολείο το σχολικό έτος 2004-2005, τα
οποία τοποθετήθηκαν σε ειδικές προπαρασκευαστικές τάξεις και μάλιστα, σε χώρο διαφορετικό του
κυρίως σχολικού κτηρίου. Η διαφοροποιημένη αυτή μεταχείριση έλαβε χώρα κατά την κρίση του
Δικαστηρίου δίχως να υφίσταται «αντικειμενική και εύλογη» αιτιολογία, όπως άλλωστε απαιτεί να
υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις η σταθερή νομολογία του ΕΔΔΑ, όταν καλείται να εξετάσει ενδεχόμενη
παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ. Για περισσότερες πληροφορίες επί της υποθέσεως βλ. στον
ιστότοπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους: www.nsk.gr.

[39]
τελευταία είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στην εξέλιξη των ανθρώπων και εντεύθεν των
ομάδων, οποιαδήποτε συγκρότηση κι αν έχουν. Το διακύβευμα είναι μεγάλο και έτσι η
εναπόθεση των ελπίδων μας στην τύχη δεν είναι επιλογή. Η κινητοποίηση των μηχανισμών του
κράτους είναι πρωταρχικής σημασίας και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποκαθίσταται
από την ανάληψη ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η οποία μόνο επικουρικό ρόλο μπορεί να
επιτελέσει στον τομέα της καταπολέμησης του ρατσισμού και εντεύθεν της διασφάλισης της
κοινωνικής ειρήνης. Το κράτος δικαίου επιτελώντας το συνταγματικό του σκοπό, που δεν είναι
άλλος από την κατοχύρωση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του
ατόμου108, είναι κυρίως εκείνο που θα προτάξει τους μηχανισμούς του και θα οχυρώσει την
κοινωνία των πολιτών.
Δεν είναι όμως μόνο η σε εθνικό επίπεδο προσπάθεια αρκετή για την αποτελεσματική
καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων αλλά απαιτείται να οργανώνεται και σε
επίπεδο διακρατικής συνεργασίας και κυρίως μέσα από τους θεσμούς ενός πανευρωπαϊκού
οργανισμού που εξασφαλίζει, πέραν των άλλων, και όρους τοπικής εγγύτητας. Επόμενος και
τελευταίος στη σειρά διακρατικός οργανισμός που συμβάλλει καθοριστικά με τις δράσεις του
στην αντιμετώπιση του ρατσισμού είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία βέβαια πέρασε μέσα
από πολλές συμπληγάδες για να φτάσει στη σημερινή της μορφή.

III. ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ – ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ/ΕΝΩΣΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

1. Εισαγωγικά

Η προσπάθεια κατοχύρωσης και προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου γενικά


καθώς και της καταπολέμησης των διακρίσεων και του ρατσισμού ειδικότερα που
καταβλήθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο από διεθνείς οργανισμούς και τα θεσμικά τους όργανα
αλλά και σε ευρωπαϊκό-περιφερειακό (ΣτΕ), όπως αυτή αναλύθηκε στις προηγούμενες
ενότητες, συμπληρώνεται και επικουρείται από μία παράλληλη τάση που αναπτύχθηκε σχεδόν
ταυτόχρονα109 στους κόλπους της ευρωπαϊκής ηπείρου και συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της
ευρωπαϊκής κοινότητας110.

108Έτσι σε Χ. Βασματζίδη, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια.
Συνταγματικά Ζητήματα, ΕΔΔΔ 1/2015, σ. 22 επ.
109 Σχεδόν ταυτόχρονα, διότι, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, πρώτα υιοθετήθηκε από τη Γενική

Συνέλευση του Ο.Η.Ε. η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στις 10 Δεκεμβρίου 1948,
κατόπιν ιδρύθηκε το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ) στις 5 Μαΐου 1949, ακολούθησε η Ευρωπαϊκή
Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υιοθετήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1950 και τέθηκε σε ισχύ το
1953, ενώ ήδη από τις 9 Μαΐου 1950 παρουσιάζεται δημόσια από το Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών,
Robert Schuman, η ιδέα για τη δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής Κοινότητας με αποδέκτη όλα τα
ευρωπαϊκά κράτη. Η πρώτη στη σειρά Ιδρυτική Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται

[40]
Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, που έπληξαν βαθύτατα το παγκόσμιο στερέωμα το πρώτο
μισό του 20ού αιώνα, επρόκειτο να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο και στην πολυεπίπεδη
αναδιοργάνωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε κρίσης, πόσο
μάλλον μιας πολεμικής σύρραξης με αναρίθμητα θύματα στο πέρασμά της, αλλά και
αναπόδραστη συνέπεια αυτής αποτέλεσε η προσπάθεια των ανθρώπων για
επαναπροσδιορισμό των βασικών αξιών της ζωής και για αλλαγή πλεύσης προς μία πορεία
ειρηνικής συμβίωσης και ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη ενός ευρωπαϊκού οικοδομήματος συνιστούσε το
όραμα των εμπνευστών για μία ομαλή και πρωτίστως ειρηνική συμβίωση των λαών της
Ευρώπης, που τόσο είχαν ταλανιστεί από τον πόλεμο. Η ενοποίηση βέβαια των ευρωπαϊκών
κρατών ήταν ένα όραμα το οποίο δεν μπορούσε να επιτευχθεί άμεσα, τουναντίον απαιτούσε
διαδοχικές προσπάθειες. Από την εποχή του Robert Schuman, που καλούσε σύσσωμη την
Ευρώπη να εξετάσει την προοπτική μιας πολιτικής ένωσης και την εντεύθεν υπογραφή της
Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1951 στο
Παρίσι, μέχρι σήμερα με την Ευρωπαϊκή Ένωση των 28111 μεσολάβησαν ακατάπαυστες
προσπάθειες και πολλαπλές Συνθήκες112 (ιδρυτικές, μεταρρυθμιστικές, προσχώρησης και
Πρωτόκολλα) για την ευόδωση αυτού του τόσου πολυπόθητου στόχου.

πραγματικότητα και υπογράφεται στο Παρίσι, στις 18 Απριλίου 1951. Βάσει αυτής ιδρύθηκε η
Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η οποία αποτέλεσε την απαρχή μίας πορείας με
στόχο την ειρηνική συνύπαρξη όλων των ευρωπαϊκών κρατών μέσω της διαδικασίας της ενοποίησης
και της οικονομικής συνεργασίας. Όπως είναι φυσικό, για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου ήταν
απαραίτητο να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια αλλά και να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες
για τη διασφάλιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η κατοχύρωσή τους ήταν εκ των ων ουκ άνευ για τη
διαφύλαξη της ειρήνης και για την πρόοδο του ανθρώπινου είδους, στόχοι που τόσο πανηγυρικά
διατυπώνονταν και επαναλαμβάνονταν στα Προοίμια όλων των Συνθηκών, Ιδρυτικών και
Μεταρρυθμιστικών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
110 Έτσι και ο Γ. Νικολόπουλος σε Η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο πλαίσιο της

ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: μία αμφιλεγόμενη διαδικασία, ΠοινΔικ 2001, σ. 178, όπου επισημαίνει ότι:
«…το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου … αναπτύσσεται παράλληλα στο πλαίσιο
τριών έννομων τάξεων: των κρατών-μελών της Ε.Ε., της ευρωπαϊκής-κοινοτικής βαθμίδας εξουσίας και
του Συμβουλίου της Ευρώπης».
111 Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, και την

προσχώρηση της Κροατίας την 1.7.2013.


112 Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, Συνθήκες της Ρώμης-

Συνθήκες ΕΟΚ και EURATOM, Συνθήκη Συγχωνεύσεως-Συνθήκη των Βρυξελλών, Ενιαία Ευρωπαϊκή
Πράξη, Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση-Συνθήκη του Μάαστριχτ, Συνθήκη του Άμστερνταμ,
Συνθήκη της Νίκαιας και πιο πρόσφατη η Συνθήκη της Λισαβόνας. Για μία λεπτομερέστερη καταγραφή
της διαδικασίας υιοθέτησης αλλά και του περιεχομένου των ως άνω Συνθηκών βλ. Ε. Σαχπεκίδου,
Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Β’ Έκδοση, 2013.

[41]
Η οικονομική φυσιογνωμία που ήθελαν να προσδώσουν στην Ένωση στις απαρχές της
ίδρυσής της, όσο κι αν κατείχε τα πρωτεία, καθότι ευνοούσε και συνέβαλλε στην προώθηση
μιας ενιαίας και ισχυρής αγοράς δίχως να επηρεάζει ταυτόχρονα τον απόρθητο τομέα της
εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών, δεν άργησε να μετεξελιχθεί κατά ένα φυσικό και
σχεδόν αναμενόμενο τρόπο σε έναν πιο ολοκληρωμένο, υπερεθνικό πολιτικό οργανισμό,
έτοιμο να αντιμετωπίσει τις διεθνείς προκλήσεις και την ανταγωνιστική ύπαρξη άλλων
υπερκρατικών σχηματισμών. Στο «όχημα» λοιπόν της μετεξέλιξης αυτής δεν άργησε να
προσδεθεί και η συστηματική προσπάθεια της καταπολέμησης του ρατσισμού, της ξενοφοβίας
αλλά και των αθέμιτων διακρίσεων, ως φαινομένων κατάφωρης παραβίασης των αρχών και
αξιών στις οποίες εδράζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

2. Η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας· μία ρομαντική διακήρυξη ή


μία προσπάθεια νομικής κατοχύρωσης;

2.1. Εισαγωγή

Μολονότι η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ως εκπλήρωση του οράματος


εμπνευσμένων ηγετών113, κινούταν σχεδόν παράλληλα με τη διεθνή τάση για την προστασία
των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εύκολα θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι η ενοποιημένη
Ευρώπη από την απαρχή της σύστασής της δεν επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον που υπήρξε σε
ευρύτερο επίπεδο, ούτε κατέβαλε σημαντική προσπάθεια για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων
του ανθρώπου114. Τουναντίον, οι πρωταρχικοί στόχοι που τέθηκαν ήδη από τη Συνθήκη για την
Ίδρυση της ΕΟΚ είχαν διαφορετικούς προσανατολισμούς. Πιο συγκεκριμένα, αποσκοπούσαν
αφενός στο μετασχηματισμό των οικονομικών όρων των συναλλαγών στο έδαφος της
Κοινότητας, αφετέρου στη δημιουργία μίας πολιτικής ένωσης που θα διαδραμάτιζε
καθοριστικό ρόλο στον ευρωπαϊκό χώρο115.
Άλλωστε, το ζήτημα της προάσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και η συναφής
ανάγκη καταπολέμησης των κοινωνικών φαινομένων του ρατσισμού και της ξενοφοβίας δεν
ήταν μονάχα πραγματικό· ήταν εξίσου νομικό. Για την ακρίβεια υφίστατο πραγματικό
έλλειμμα ρητά ανατεθειμένης αρμοδιότητας στην Κοινότητα στον τομέα αυτό, καθότι δεν
υπήρχε στις ιδρυτικές συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κάποιος ουσιαστικός κανόνας

113 «Αρχιτέκτονας» της ευρωπαϊκής ιδέας ήταν ο Γάλλος πολιτικός JeanMonnet.


114 Χαρακτηριστική είναι η ρήση του πρώην δικαστή Pescatore ότι: «Οι δημιουργοί των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων δεν προβληματίστηκαν πολύ για τα νομικά θεμέλια του κτιρίου τους και έδωσαν πολύ λίγη
προσοχή στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου μέσα στο νέο ευρωπαϊκό
οικοδόμημα». Βλ. γι’ αυτό D. Martin, Οι φυλετικές διακρίσεις και το κοινοτικό δίκαιο, ΝοΒ 1997, σ. 931.
115 Όπως συνάγεται από το Προοίμιο της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΟΚ. Τα επίσημα κείμενα όλων

των Συμβάσεων παρουσιάζονται στον επίσημο ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, http://eur-
lex.europa.eu.

[42]
δικαίου που να απαγορεύει τις διακρίσεις, ούτε όμως κάποια διάταξη θεσμικού περιεχομένου
που να παρείχε τη νομική δυνατότητα για ανάληψη οργανωμένης δράσης116.
Όμως η κατάσταση αυτή δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ, ενώ πολύ γρήγορα κατέστη
εμφανές ότι η δραστηριοποίηση αυτού του νέου οικοδομήματος θα ήταν πολυεπίπεδη και όχι
μονομερώς προσανατολισμένη. Ήδη με την υπόθεση Internationale Handelsgesellschaft,
περισσότερο γνωστή ως υπόθεση “Solange” (:ενόσω)117, του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού
Δικαστηρίου της Γερμανίας, που κλήθηκε να αποφασίσει σχετικά με τη νομιμότητα ενός
κοινοτικού κανονισμού, αμφισβητήθηκε η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου και παράλληλα
ευχερώς διαπιστώθηκε το μεγάλο έλλειμα στο πεδίο της προστασίας των ανθρώπινων
δικαιωμάτων.
Οι κινήσεις που ακολούθησαν μολαταύτα δεν είχαν να συνεισφέρουν πολλά στο σχετικό
τομέα . Δυστυχώς, η προαναφερθείσα έλλειψη νομιμοποιητικής βάσης σε συνδυασμό και με
118

την απουσία πολιτικής βούλησης είχαν ως αποτέλεσμα την περιορισμένη δράση, η οποία
μάλιστα δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια απλών εκφράσεων βούλησης για αποτελεσματική
καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Η εξαγγελία του σεβασμού των
ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως αυτά κατοχυρώνονται πρωτίστως στην ΕΣΔΑ, σε άλλες
διεθνείς συνθήκες και στα εθνικά συντάγματα των κρατών-μελών, ομοίαζε περισσότερο με μια
ρομαντική διακήρυξη παρά με μια σοβαρή προσπάθεια κατοχύρωσής τους119. Παρότι βέβαια
δεν υπήρχε, αρχικά τουλάχιστον, στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων ένα ενιαίο νομικό
κείμενο αντίστοιχο της ΕΣΔΑ, τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν το θεματοφύλακά τους. Αυτός
δεν ήταν άλλος από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής ΔΕΚ), το οποίο είχε
ήδη σχηματίσει μέσω των αποφάσεών του έναν κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων με σαφείς
αναφορές σε διεθνείς συμβάσεις, πρωτίστως στην ΕΣΔΑ και δευτερευόντως στο ΔΣΑΠΔ, και
ταυτόχρονα εμπνεόμενο από τα εθνικά συντάγματα των κρατών-μελών που απαρτίζουν την
ένωση.

116 Βλ. σχετικά Π. Στάγκο, Η κοινοτική αρμοδιότητα στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας, Αρμεν 1996, σ. 818-832.
117 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση βλ. Π. Στάγκο, Η δικαστική προστασία των

θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική έννομη τάξη, 2004, σ. 336 επ., από όπου και τα στοιχεία που
παρατίθενται στο κείμενο.
118 Αναλυτική αναφορά για την «Κοινή Δήλωση της Συνελεύσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής»

του 1977 και τη «Διακήρυξη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών» του 1989 από το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βλ. Ε. Σαχπεκίδου, όπ.π., σ. 46. Αμφότερες οι ως άνω ενέργειες είχαν απλώς
ως στόχο να υπογραμμίσουν τη σημασία, την αξία και το σεβασμό που επέδιδαν τα θεσμικά όργανα
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαιώματα του ανθρώπου.
119 Χαρακτηριστική αλλά και ενδεικτική της κατάστασης ήταν η κοινή διακήρυξη του Κοινοβουλίου,

του Συμβουλίου και της Επιτροπής «εναντίον του ρατσισμού και της ξενοφοβίας» στις 11 Ιουνίου 1986
(ΕΕ αρ. C 158/1, 25.6.1986), όπου απλώς καταδικαζόταν κάθε μορφή ρατσιστικών εκδηλώσεων και
ταυτόχρονα διακηρυσσόταν η βούληση για προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

[43]
2.2. Η έκθεση Δ. Ευρυγένη για την άνοδο του φασισμού και του ρατσισμού στην
Ευρώπη

Όπως διαρκώς επαναλαμβάνεται σε όλες σχεδόν τις ιδρυτικές αλλά και τροποποιητικές
Συνθήκες της ενοποιημένης Ευρώπης, σταθερή βάση πάνω στην οποία πρέπει διαρκώς να
στηρίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αποτελεί ο σεβασμός προς τα δικαιώματα του
ανθρώπου, που πρέπει να εκδηλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής στο έδαφος των
κοινοτήτων.
Στην τεσσαρακοστή λοιπόν επέτειο από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου επέλεξε
το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προβεί σε μία κίνηση σημαντική, τόσο από άποψη ιστορικού
συμβολισμού όσο και από πλευράς ουσιαστικού περιεχομένου, που έμελλε να εμπνεύσει την
περαιτέρω πορεία της Ένωσης στον τομέα της καταπολέμησης του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας.
Ο απόλυτος σεβασμός του Κοινοβουλίου στα ανθρώπινα δικαιώματα και δη στην
ανθρώπινη αξιοπρέπεια καθώς και στις εξ αυτής εκπορευόμενες αρχές της ίσης μεταχείρισης
και της απαγόρευσης των διακρίσεων, σε συνδυασμό με την ανησυχητική τάση που
σημειώθηκε εκείνη την εποχή στην Ευρώπη σχετιζόμενη με την αύξηση ρατσιστικών και
φασιστικών ομάδων120, οδήγησαν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο να αναλάβει άμεση δράση.
Συστήθηκε έτσι Εξεταστική Επιτροπή121, η οποία κλήθηκε να καταρτίσει εντός
προδιαγεγραμμένου χρονικού διαστήματος έκθεση με αντικείμενο τα αίτια της αύξησης των
ρατσιστικών και φασιστικών ομάδων εντός αλλά και εκτός της κοινότητας στον ευρύτερο
ευρωπαϊκό χώρο καθώς και τη σύνδεση του φαινομένου αυτού με την επιδείνωση των
οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν εν γένει. Ενάμιση χρόνο σχεδόν
αργότερα, το 1985, η Επιτροπή παρέδωσε την Έκθεσή της με εισηγητή το Δ. Ευρυγένη122.
Η σπουδαιότητα της έκθεσης της Εξεταστικής Επιτροπή εντοπίζεται σε δύο κυρίως
σημεία: πρώτον, στο γεγονός ότι εξέτασε τα φαινόμενα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, και
συγκεκριμένα, κατά πόσον πράγματι παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση σε αυτά στον
ευρύτερο χώρο της Ευρώπης, διεξοδικά και πολύπλευρα, με επιστημονικές μεθόδους εργασίας,
γραπτές μαρτυρίες, ακροάσεις και δημόσιες συνεδριάσεις. Η πρακτική αυτή βοήθησε τα μέλη
της Επιτροπής να συναγάγουν σημαντικά συμπεράσματα αναφορικά με την κατάσταση που
επικρατούσε στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης τη δεδομένη χρονική στιγμή -μάλιστα η
αναφορά πραγματοποιείται για κάθε χώρα ξεχωριστά-καθώς και τα αίτια που δημιουργούσαν

120 Πλήγμα στις αξίες που υιοθετεί η Ε.Ε. αποτέλεσε η εκπροσώπηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
ενός ακροδεξιού-ρατσιστικού κόμματος της Γαλλίας στις εκλογές για την επιλογή των αντιπροσώπων
τον Ιούνιο του 1984.
121 Η λεγόμενη: «Εξεταστική Επιτροπή για την άνοδο του φασισμού και του ρατσισμού στην

Ευρώπη».
122 Για το πλήρες κείμενο της Έκθεσης βλ. στο διαδικτυακό τόπο
bookshop.europa.eu/europe/AX4686654GRC_001.pdf. Περαιτέρω βλ. ενδεικτικά και Π.Νάσκου-
Περράκη, Ρατσισμός και ξενοφοβία στην Ευρώπη, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 2 επ.

[44]
ή ενέτειναν τα φαινόμενα του φασισμού και του ρατσισμού στην Ευρώπη. Η διερεύνηση των
αιτιών, που ενίοτε διαφέρουν από χώρα σε χώρα ανάλογα με τις οικονομικές, ιστορικές και
πολιτισμικές συνθήκες κάθε μίας εξ αυτών, αναγκαστικά έπεται της ανάλυσης της
κατάστασης. Άλλωστε, στο σημείο αυτό δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και μία συστηματική
σκιαγράφηση των δράσεων που αναλήφθηκαν κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, οι
οποίες, μάλιστα, παρουσιάστηκαν ξεχωριστά σε κάθε ένα από τα επίπεδα που οργανώνεται
και ενσαρκώνεται ο σύγχρονος πολιτικός βίος στην Ευρώπη: σε διεθνές, ευρωπαϊκό-
περιφερειακό, ευρωπαϊκό-κοινοτικό και εθνικό επίπεδο.
Το δεύτερο, ίσως και σπουδαιότερο, σημείο στο οποίο εντοπίζουμε την ιδιαίτερη αξία
της Έκθεσης Ευρυγένη είναι το γεγονός ότι, πέρα από γενικές παρατηρήσεις, επισημάνσεις
και συμπεράσματα, παρέχονται και συστάσεις-προτάσεις123, οι οποίες στοχεύουν τόσο στην
εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων μέσα στα όρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας όσο και στην
πρόληψη-καταστολή των ακραίων ρατσιστικών ή φυλετικά μεροληπτικών εκδηλώσεων.
Προτείνεται για την ακρίβεια η αντιμετώπιση του φαινομένου να είναι πολυεπίπεδη και
διαρθρωμένη στις εξής πέντε παραμέτρους: θεσμικό καθεστώς, πληροφόρηση, εκπαίδευση,
δράση των κοινωνικών δυνάμεων και κατευθύνσεις για γενική συζήτηση 124. Καθοριστικό ρόλο,
κατά την άποψη του εισηγητή, φαίνεται να διαδραματίζει ο νόμος125 υπό τις ακόλουθες,
ωστόσο, δύο βασικές προϋποθέσεις: κατά πρώτον, στον πόλεμο που κηρύσσει η δημοκρατία
έναντι του ρατσισμού οφείλει να υπάρξει ιδιαίτερη μέριμνα, ούτως ώστε να μην υποστούν
ανεπίτρεπτο περιορισμό τα ίδια τα δημοκρατικά ιδεώδη που αποτελούν τη βάση του
ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κατά δεύτερον, η προσφυγή στην κατασταλτική αντιμετώπιση
του ρατσισμού μέσω του δικαίου (όλων των κλάδων και κυρίως του ποινικού) θα πρέπει να
αποτελεί την έσχατη επιλογή ή αλλιώς την “ultima ratio”126. Στο σημείο αυτό ο εισηγητής

123 Σύμφωνη και η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, H ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των
εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 97 επ.
124 Για λεπτομέρειες σχετικές με την κάθε παράμετρο ξεχωριστά βλ. Έκθεση Ευρυγένη, 1985, στον

ιστότοπο: bookshop.europa.eu/europe/AX4686654GRC_001.pdf, σ. 118-125.


125 Βλ. Έκθεση Ευρυγένη, όπ.π., σ. 106, όπου χαρακτηριστικά τα λόγια του εισηγητή: «Καταρχήν δεν

πρέπει να λησμονούμε ότι κάθε μέτρο, αρνητικού ή θετικού χαρακτήρα, που αποσκοπεί στην εξάλειψη
των φυλετικών διακρίσεων στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού καθεστώτος πρέπει σε τελευταία ανάλυση
να στηρίζεται σε κανόνα δικαίου. Από την άποψη αυτή, ο νόμος αποτελεί μέσο τελείως απαραίτητο και
πανταχού παρόν».
126 Η θέση αυτή που διατυπώνεται στην Έκθεση Ευρυγένη είναι απολύτως συμβατή με τη θεμελιώδη

αρχή του ποινικού δικαίου, ότι δηλαδή η χρήση αυτού του κλάδου δικαίου, και συγκεκριμένα η
ποινικοποίηση ανθρώπινων συμπεριφορών, θα πρέπει να επιλέγεται μόνο όταν κρίνεται απαραίτητη
προκειμένου να προστατευτεί μια βασική αξία, ή, κατά άλλη διατύπωση, ένα θεμελιώδες αγαθό του
κοινωνικού συνόλου, υπό την ταυτόχρονη φυσικά προϋπόθεση ότι όλα τα υπόλοιπα μέτρα κρίνονται
ανεπαρκή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Βλ. τη συναφή μονογραφία του Ι. Μανωλεδάκη (1980),
Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας, στο Ν. Ανδρουλάκης και Γ. Μαγκάκης (Επιμ.), ΠΟΙΝΙΚΑ. Για
την αρχή αυτή στον ευαίσθητο και σχετικά νέο τομέα του ενωσιακού ποινικού δικαίου βλ. European

[45]
αντιλαμβάνεται τη λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη διαφύλαξη των θεμελιωδών
δικαιωμάτων-ελευθεριών και στην κατασταλτική αντιμετώπιση του ρατσισμού μέσω του
νόμου· από τη μία πλευρά, η τελευταία οφείλει να συναντά τα όριά της στη διαφύλαξη των
ατομικών ελευθεριών που αποτελούν τη βάση μιας δημοκρατικής κοινωνίας, ούτως ώστε να
αποφευχθεί μία επικίνδυνη διολίσθηση σε καθεστώς υπερβολικού περιορισμού αυτών.
Συγχρόνως όμως πρέπει να υπάρξει πρόνοια προκειμένου να μην καταστούν αντικείμενο
εκμετάλλευσης οι ελευθερίες αυτές από πρόσωπα, συλλογικά ή ατομικά, τα οποία,
προφασιζόμενα την ανάγκη για αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων τους, καταλήγουν
να καταστρατηγούν την ίδια την ουσία (τον πυρήνα) του δικαιώματος του οποίου υποτιθέμενα
υπεραμύνονται127.
Συνεπώς η χρήση του νόμου είναι μεν νευραλγικός τομέας του αγώνα, ωστόσο δεν είναι
ο μοναδικός, ούτε φυσικά κατέχει τα πρωτεία. Το ποινικό δίκαιο τυποποιεί εγκλήματα, ορίζει
δηλαδή ποιες εκδηλώσεις ρατσιστικών και ξενοφοβικών συμπεριφορών είναι τόσο αφόρητες
για την ομαλή κοινωνική συμβίωση και απειλεί για την τέλεσή τους την επιβολή ανάλογης με
την απαξία τους ποινής. Όμως το δίκαιο δεν διαμορφώνει ανθρώπινες συνειδήσεις128 (ίσως τις
επηρεάζει σε κάποιο βαθμό μέσω της γενικοπροληπτικής και ειδικοπροληπτικής λειτουργίας
της ποινής), ούτε επιδρά καθοριστικά στα ρατσιστικά κίνητρα των πράξεων. Γι’ αυτό και ο
πανανθρώπινος αγώνας ενάντια στο ρατσισμό και την ξενοφοβία δεν κερδίζεται πρωτίστως με
τη βία129 αλλά η μάχη, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, δίνεται στο πεδίο της

Criminal Policy Initiative (ECPI), The Manifesto on European Criminal Policy in 2011, σε European
Criminal Law Review, volume 2011, σ. 86 κ.επ. και κυρίως σ. 88. Έτσι, και η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι,
όπ.π., σ. 98, όπου και αναφέρεται πως: «…Το ποινικό δίκαιο όμως πρέπει να χρησιμοποιείται όταν
άλλες ηπιότερες μορφές κοινωνικού ή θεσμικού ελέγχου δεν αποδίδουν, να καθιστά σαφές αυτό που
έρχεται να προστατέψει με την επιβολή ποινής ανταποκρινόμενο στην ουσία του φαινομένου που
αντιμετωπίζει, να διαφυλάσσει το ανάλογο μέτρο της αντίδρασης προς αυτό που τιμωρεί και να έχει
συνέπεια στην εφαρμογή του, για να μην καταντά γράμμα κενό».
127 Πρόκειται δηλαδή για μια καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Σχετική πρόβλεψη υπάρχει στο

άρθρο 17 της ΕΣΔΑ. Βλ. Έκθεση Ευρυγένη, όπ.π., σελ. 107.


128 Υπό το πρίσμα μιας φιλελεύθερης αντίληψης του ποινικού δικαίου, όπου αμφισβητείται έντονα και

με πειστική επιχειρηματολογία το κατά πόσο μπορεί η επίτευξη της ηθικής να αποτελέσει στόχο
νομοθετικής (και δη ποινικής) πρόβλεψης, δε θα μπορούσε κανείς παρά να συμφωνήσει με την
απόλυτα εύστοχη και πάντα επίκαιρη δήλωση του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ του νεότερου, ότι δηλαδή: “It
may be true that morality cannot be legislated, but behavior can be regulated. The law may not
change the heart, but it can restrain the heartless”. Για τη δήλωση αυτή βλ. Martin Luther King, Jr.,
An Address before the National Press Club, σε A Testament of Hope: The Essential Writings and
Speeches of Martin Luther King, Jr., σ. 99 επ., 1986.
129 Έστω κι αν πρόκειται για θεσμική, κρατική βία με νομιμοποιητικό έρεισμα. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, 7

θέσεις για το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη, 1992, σ. 11-28, όπου ορίζει το δίκαιο γενικά (και όχι μόνο το
νόμο) «ως την έλλογη, ρυθμισμένη ανθρώπινη βία μέσα στον κοινωνικό χώρο». Η δικαιϊκή βία
αντιπαραβάλλεται προς την αυθαίρετη βία που ασκούν μεμονωμένα άτομα ή ομάδες.

[46]
ανάπτυξης και καλλιέργειας δημοκρατικών ιδεωδών, με το να εμφυσήσει μέσα στον άνθρωπο
την ιδέα του σεβασμού της ανθρώπινης αξίας, μίας εγγενούς ιδιότητας του ανθρώπου ως όντος
που είναι ίσο με όλους τους άλλους εξαιτίας ακριβώς της ανθρώπινης ιδιότητας του.
Αυτό βέβαια με τη σειρά του προϋποθέτει μια αποτίναξη των ρατσιστικών
ιδεολογημάτων που είναι βαθιά ριζωμένα στις καρδιές και συνειδήσεις των ευρωπαϊκών λαών
και κυρίως εκείνων της Δυτικής Ευρώπης. Μπορεί ο ρατσισμός να είναι ένα παγκόσμιο
φαινόμενο, ωστόσο οι πιο αποτρόπαιες μορφές του εκδηλώθηκαν στην Ευρώπη, και
ειδικότερα στη ναζιστική Γερμανία σε βάρος των Εβραίων. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι ο
ρατσισμός ως βίωμα, ως εμπειρία συνδέθηκε αναπόσπαστα με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία
και την ανάγκη για προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της καθεστηκυίας τάξης και
των κύκλων εξουσίας. Γι’ αυτό άλλωστε και στη σύγχρονη ιστορία των ευρωπαϊκών λαών κάθε
φορά που αμφισβητούνται τα αναφαίρετα για αυτούς αλλά υπό αμφισβήτηση για άλλους
δικαιώματά τους, λόγω για παράδειγμα κάποιας οικονομικής κρίσης, αναζωπυρώνεται, σαν να
μην έσβησε ποτέ, η φλόγα της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
συνιστά η στάση πολλών δυτικοευρωπαίων της «ενωμένης» Ευρώπης την τελευταία τριετία
απέναντι στο τεράστιο κύμα πολιτικών και οικονομικών προσφύγων από χώρες του λεγόμενου
Τρίτου Κόσμου.
Μόνο όταν κατορθώσουμε να ξεφύγουμε από τα στενά όρια του δυτικού πολιτισμού που
προωθεί ως μοντέλο ανάπτυξης την αποκλειστική προσήλωση στο ατομικό συμφέρον και
αναγνωρίσουμε το πρόβλημα των «άλλων», όποιοι κι αν είναι αυτοί, ως δικό μας μπορεί η
ισότιμη απόλαυση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών να γίνει μια οικουμενική
πραγματικότητα.

2.3. Δραστηριότητες της Ε.Ε. για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της
ξενοφοβίας και των διακρίσεων

Μέχρι την υιοθέτηση της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης ή αλλιώς Συνθήκης της


Λισαβόνας130 η σχετική με την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και εντεύθεν την
καταπολέμηση των ρατσιστικών διακρίσεων κατάσταση στο έδαφος των ευρωπαϊκών
κοινοτήτων ήταν κάπως συγκεχυμένη.
Ειδικότερα, παρατηρούμε πως από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ (ΣυνΕΕ)131,
οπότε και δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούμενη από τους γνωστούς τρεις
πυλώνες, η πανηγυρική διακήρυξη της προσήλωσης στο σεβασμό των ανθρώπινων
δικαιωμάτων δεν απουσίαζε από κανένα μεταγενέστερο νομικό κείμενο. Συγκεκριμένα, στο
Προοίμιο αυτής και ταυτόχρονα στο άρθρο ΣΤ’ διατρανώνεται ότι: «Η Ένωση σέβεται τα

130 Υπογράφηκε στη Λισαβόνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007 και τέθηκε σε ισχύ την 1 Δεκεμβρίου 2009.
Κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 3671/2008 (ΦΕΚ Α’ 129/3.7.2008). Βλ. σχετικά έγγραφο
2007/C 306/01.
131 Υπογράφηκε στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε ισχύ την 1 Νοεμβρίου 1991.

Κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2077/1992 (ΦΕΚ Α’ 136). Βλ. σχετικά έγγραφο 92 C 191/01.

[47]
θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη
Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις
των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου», δίχως ωστόσο να προβλέπεται
κάποιος μηχανισμός που θα εξασφάλιζε την αποτελεσματική τους προστασία ή κάποια
διαδικασία που θα οδηγούσε σε επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση συμπεριφοράς ή δράσης
αντικρουόμενης προς αυτά132. Εξακολουθεί λοιπόν να ισχύει το προγενέστερο καθεστώς της
απλής διακήρυξης σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων δίχως να υφίσταται θεσμικό
αντίκρισμα.
Η μόνη δραστηριότητα εξάλλου που εκδηλώθηκε στον τομέα της καταπολέμησης του
ρατσισμού και της ξενοφοβίας ήταν η διαμόρφωση και επεξεργασία προτάσεων από τα
αρμόδια όργανα του Τρίτου Πυλώνα, ο οποίος αφορούσε στη Συνεργασία στους τομείς της
Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων, που προβλέπεται στον τίτλο VI της πρώην
Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αργότερα με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ133, που τροποποίησε μεταξύ άλλων τη
Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Συνθήκες πρί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων, επαναλαμβάνεται για άλλη μια φορά η ίδια προσήλωση στα θεμελιώδη
δικαιώματα134, απλώς με την εξής διαφοροποίηση: προβλέπεται για πρώτη φορά μία
διαδικασία ελέγχου και επιβολής κυρώσεων σε βάρος κράτους-μέλους στο οποίο
διαπιστώνεται σοβαρή και διαρκής παραβίαση των αρχών που μνημονεύονται στην
παράγραφο 1 του άρθρου 6, ήτοι της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των
δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και τέλος του κράτους δικαίου135.
Σε περίπτωση διαπίστωσης παραβίασης εκ μέρους ενός κράτους-μέλους, με τη διαδικασία που
προβλέπεται στο άρθρο 7, είναι δυνατόν, αφού πρώτα κληθεί το τελευταίο να υποβάλλει τις
παρατηρήσεις του και να εκθέσει τις απόψεις του, να αποφασισθεί από το Συμβούλιο η
αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Συνθήκη136.

132 Βλ. D. Martin, όπ.π.,ΝοΒ 1997, σ. 932.


133 Υπογράφηκε στο Άμστερνταμ στις 2 Οκτωβρίου 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1 Μαΐου 1999.
Κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 2691/1999 (ΦΕΚ Α’ 47/12.3.1999). Βλ. σχετικά έγγραφο 97/C 340/01.
134 Το νέο άρθρο 6 (πρώην ΣΤ’) της ΣΕΕ, και συγκεκριμένα η δεύτερη παράγραφος αυτού, όπου

γίνεται αναφορά στο σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, παραμένει αναλλοίωτη, ενώ επέρχονται
μεταβολές στις παραγράφους 1 και 3.
135 Με τη νέα αρίθμηση πρόκειται για τα άρθρα 6, 7 και 236 (πρώην ΣΤ, ΣΤ.1) της τροποποιητικής

Συνθήκης του Άμστερνταμ. Για το πλήρες κείμενο της Συνθήκης βλ. το διαδικτυακό τόπο:
https://europa.eu/european-union/sites/europaeu/files/docs/body/treaty_of_amsterdam_el.pdf.
136 Η πρώτη φορά που έλαβε χώρα μία τέτοια διαδικασία ήταν στις 4 Φεβρουαρίου 2000 με απόφαση

του Συμβουλίου Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων εναντίον της Αυστρίας, λόγω του ότι συμμετείχε
ακροδεξιό κόμμα στην κυβέρνησή της. Για την επισήμανση αυτή βλ. Γ. Νικολόπουλο, όπ.π., σ. 178 και
την εκεί υπ’ αριθμ. 6 υποσημείωση. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη στο κείμενο

[48]
Τότε ήταν που για πρώτη φορά, με την τροποποίηση της Συνθήκης περί ιδρύσεως της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας (νεοεισαχθέν άρθρο 6Α ή, σύμφωνα με τη νέα αρίθμηση, άρθρο 13
της ΣΕΚ137) υπήρξε πρόβλεψη «για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής
ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου
προσανατολισμού» με την ανάληψη κατάλληλης δράσης από το Συμβούλιο, που αποφασίζει
ομόφωνα μετά από πρόταση της Επιτροπής και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ουσιαστικά, σαράντα χρόνια μετά από την ίδρυση της ΕΟΚ, διάστημα κατά το οποίο η Ε.Ε.
στον τομέα της απαγόρευσης των διακρίσεων ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένη στις
διακρίσεις λόγω φύλου στην αγορά εργασίας, εισήχθη νομική βάση με στόχο την επέκταση της
δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων που βασίζονται σε άλλα κριτήρια138. Η
σπουδαιότητα της πρόβλεψης αυτής έγκειται δηλαδή στην καινοτομία της να εισαγάγει ως
κριτήριο απαγορευμένης διάκρισης τους τελευταίους τρεις παράγοντες, δηλαδή την αναπηρία,
την ηλικία και το γενετήσιο προσανατολισμό. Μολονότι η πρόβλεψη του άρθρου 13 δεν
περιείχε ευθεία απαγόρευση των διακρίσεων επί τη βάσει των εκεί απαριθμούμενων
κριτηρίων, ούτε και άγγιζε το εύρος και τη δεσμευτικότητα του αντίστοιχου άρθρου 14 της
ΕΣΔΑ («η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών
δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας,
πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν
μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως»), κατάφερε να σηματοδοτήσει μια
νέα εποχή στην υιοθέτηση ευρωπαϊκών πολιτικών καθώς και στη λήψη μέτρων, τόσο σε
κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, αναφορικά με ζητήματα ίσης μεταχείρισης και
απαγόρευσης διακρίσεων.
Επίσης, στο νέο άρθρο 29 της ΣυνΕΕ139 προβλέφθηκε η ίδρυση του νέου τρίτου πυλώνα
της Ένωσης, που αντικατέστησε τη Συνεργασία στη Δικαιοσύνη και τις Εσωτερικές Υποθέσεις,
τιτλοφορούμενου πλέον ως εξής: «Διατάξεις για την Αστυνομική και Δικαστική συνεργασία σε
Ποινικές Υποθέσεις». Με τη διάταξη αυτή επιδιώκεται η αστυνομική και δικαστική
συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις καθώς και η εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας των
κρατών-μελών μέσα στο ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο του «…να παρέχει (εν. η Ένωση) στους
πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και

αναφερόμενη διαδικασία ελέγχου και επιβολής κυρώσεων βλ. Π. Ιωακειμίδη, Η Συνθήκη του
Άμστερνταμ, 1998, σ. 80-81.
137 Νυν άρθρο 19 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε.

138 Έτσι οι P. Craig και G. De Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, fifth edition, Oxford

University Press, σ. 855. Για το υπόβαθρο αυτής της νομοθετικής ρύθμισης βλ. M. Bell, The New Article
13 EC Treaty: A Sound Basis for European Antidiscrimination Law? (1999), Maastricht Journal of
European and Comparative Law, 6 MJ, σ. 5, του ιδίου, Anti-Discrimination Law and the European
Union, Oxford University Press, 2002.
139 Σύμφωνα με την παλαιά αρίθμηση άρθρο Κ.1., το οποίο μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του

Άμστερνταμ αναριθμήθηκε σε άρθρο 29.

[49]
δικαιοσύνης…». Ο μόλις προαναφερόμενος στόχος θα επιτευχθεί, εκτός των ανωτέρω, «και με
την πρόληψη και την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας». Δίνεται με άλλα
λόγια ρητή αρμοδιότητα στα κοινοτικά όργανα140 να αναλάβουν νομοθετική δράση στο
συγκεκριμένο πεδίο εγκληματικότητας, εκδίδοντας ποινικού περιεχομένου πράξεις που
προβλέπονται στο πλαίσιο του Τρίτου Πυλώνα (μεταξύ αυτών και οι αποφάσεις-πλαίσιο).
Εξάλλου δεν ήταν μόνο ανθρωπιστικοί οι λόγοι που καθιστούσαν αδήριτη την ανάγκη
για ισότιμη και άνευ διακρίσεων απόλαυση των δικαιωμάτων αλλά και ωφελιμιστικοί, αφού
δεν άργησε να γίνει αντιληπτό ότι τέτοια φαινόμενα αποτελούσαν πρόσκομμα στην ομαλή
ανάπτυξη της διευρυμένης πλέον αγοράς και εντεύθεν στην οικονομική πρόοδο της
κοινότητας. Μια τέτοια επιδίωξη δεν ήταν εφικτή μέσα σε ένα περιβάλλον ραγδαίας αύξησης
ρατσιστικών και ξενοφοβικών φαινομένων. Ας μην λησμονούμε άλλωστε ότι ένας εκ των
πρωταρχικών στόχων των ευρωπαϊκών κοινοτήτων από την ίδρυσή τους ακόμα ήταν η
οικονομική ολοκλήρωση, κάτι που όμως δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί δίχως την παράλληλη
εξασφάλιση και λειτουργία κοινωνικών και πολιτισμικών υποδομών που θα προωθούσαν τη
δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα141.
Η πρώτη φορά που το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναλαμβάνει πρωτοβουλία
στον τομέα της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, βάσει του άρθρου Κ.3 της
Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι με την υπ’ αριθμ. 96/443/ΔΕΥ Κοινή Δράση της
15ης Ιουλίου 1996142. Αντιλαμβανόμενο το Συμβούλιο ότι η ύπαρξη διαφορών στις ποινικές
νομοθεσίες των κρατών-μελών στο εγειρόμενο ζήτημα αποτελεί γεγονός που δημιουργεί
προσκόμματα στη διεθνή δικαστική συνεργασία εκδίδει την ως άνω αναφερόμενη Κοινή
Δράση. Δημιουργεί δέσμευση για τα επιμέρους μέλη, ώστε να εξασφαλισθεί ενεργός
δικαστική συνεργασία όσον αφορά στα αδικήματα που περιγράφονται σε αυτήν, και
περαιτέρω, εάν είναι αναγκαίο για τη συνεργασία τους, είτε να καταστούν οι συγκεκριμένες
μορφές συμπεριφοράς ποινικώς κολάσιμες είτε, αντ' αυτού, να παρεκκλίνουν από την αρχή
του διττού αξιοποίνου αυτών.
Οι μορφές συμπεριφοράς που καταγράφονται στην Κοινή Δράση είναι οι ακόλουθες:

140 Εν προκειμένω το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


141 Bλ. σχετικά το «Ευρωπαϊκό Μανιφέστο των επιχειρήσεων εναντίον του κοινωνικού αποκλεισμού»
που υπογράφηκε μετά τη λήξη της συνδιάσκεψης που έγινε στο Λονδίνο, το Μάιο του 1995, με
συμμετέχοντες τους διευθυντές των 40 ισχυρότερων ευρωπαϊκών επιχειρηματικών ομίλων υπό την
προεδρία του J. Delors, ως κίνηση ενδεικτική του φόβου των επιχειρηματικών και οικονομικών κύκλων
αναφορικά με την αρνητική επίδραση των ρατσιστικών και ξενοφοβικών φαινομένων στην ομαλή
ανάπτυξη και διεύρυνση της αγοράς σε Π. Στάγκο, όπ.π., 2004, σ. 453 και υποσημείωση υπ’ αριθμ.
1190· του ιδίου, όπ.π., Αρμεν 1996, σ. 823-826, όπου και χαρακτηρίζει την ταύτιση της καταπολέμησης
του ρατσισμού με την οικονομική λογική της κοινής αγοράς ως «αρνητικό όριο των προτάσεων».
142 Διαθέσιμη στον επίσημο ιστότοπο για τη νομοθεσία της Ε.Ε. http://eur-lex.europa.eu/legal-

content, OJ L 185, 24.7.1996, σ. 5.

[50]
α) η δημόσια υποκίνηση διακρίσεων, βίας ή φυλετικού μίσους έναντι ατόμων ή μέλους
ομάδας προσδιοριζόμενης με βάση το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία ή την εθνική ή εθνοτική
καταγωγή,
β) η δημόσια υπεράσπιση, με ρατσιστικούς ή ξενόφοβους σκοπούς, των εγκλημάτων
κατά της ανθρωπότητας και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
γ) η δημόσια άρνηση των εγκλημάτων που ορίζονται στο άρθρο 6 του οργανισμού του
διεθνούς στρατοδικείου που προσαρτήθηκε στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Απριλίου
1945, στο βαθμό που η άρνηση αυτή συνιστά περιφρονητική ή μειωτική συμπεριφορά έναντι
ομάδας ατόμων προσδιοριζόμενης με βάση το χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία ή την εθνική ή
εθνοτική καταγωγή,
δ) η δημόσια διάδοση και διανομή γραπτού υλικού εικόνων και άλλων μέσων που
εκφράζουν ρατσισμό ή ξενοφοβία και τέλος,
ε) η συμμετοχή σε δραστηριότητες ομάδων, οργανώσεων ή ενώσεων, που συνεπάγονται
διακρίσεις, βία και φυλετικό, εθνοτικό ή θρησκευτικό μίσος.
Μολονότι το Συμβούλιο τάσσεται υπέρ της καταπολέμησης του ρατσισμού και της
μισαλλοδοξίας, σε μια προσπάθεια να περιορίσει τα ολοένα και αυξανόμενα εγκλήματα που
τελούνται στο έδαφος της Ένωσης με τέτοια κίνητρα, προτείνει μια σειρά από μέτρα. Τα μέτρα
αυτά όμως στοχεύουν περισσότερο στο να καταπολεμήσουν τις συμπεριφορές εκείνες που
υποκινούν τις διακρίσεις και υποδαυλίζουν το φυλετικό μίσος. Κατευθύνει δηλαδή τη δράση
του και άρα τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν όχι ενάντια στους δράστες της βίας ή σε
αυτούς που προβαίνουν σε διακρίσεις (λόγω διαφορετικής φυλής, έθνους, θρησκείας κλπ.),
αλλά στα πρόσωπα που υποκινούν αυτές τις ενέργειες. Από την άλλη, διακηρύσσει την άμεση
ανάγκη για ποινικοποίηση της δημόσιας υπεράσπισης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, με
την επισήμανση βέβαια του ρατσιστικού σκοπού, καθώς και της δημόσιας άρνησης
εγκλημάτων, όταν αυτή είναι περιφρονητική ή μειωτική για άτομα που προσδιορίζονται με τα
γνωστά διακρισιακά κριτήρια. Φαίνεται έτσι να προωθεί, ως επί των πλείστων, ένα συμβολικό
δίκαιο παρά να χαράζει μια αποτελεσματική νομοθετική στρατηγική που θα θίγει τον πυρήνα
του προβλήματος. Δίνεται προτεραιότητα με άλλα λόγια στην καταπολέμηση της διάδοσης
ρατσιστικών ιδεών και όχι στην καταπολέμηση των ρατσιστικών πρακτικών (αυθαίρετες
διακρίσεις, βία) που εκδηλώνονται σε καθημερινό επίπεδο. Η ως άνω επισήμανση ουδόλως
βέβαια αναιρεί ή έστω μειώνει την αξία της ποινικοποίησης μορφών συμπεριφοράς που
βρίσκονται ένα (ή και περισσότερα) στάδια πριν τη διάπραξη των παραπάνω αναφερόμενων
ρατσιστικών πρακτικών. Ωστόσο, φανερώνει το στίγμα της ποινικής νομοθέτησης σε
ευρωπαϊκό-κοινοτικό επίπεδο την εποχή εκείνη.
Μερικά χρόνια αργότερα υπό το καθεστώς της Συνθήκης του Άμστερνταμ, η οποία στο
μεταξύ είχε αρχίσει να ισχύει143, παρατηρείται μια έντονη κινητικότητα εκ μέρους του
Συμβουλίου στο πεδίο της εξασφάλισης ενός υψηλού επιπέδου προστασίας έναντι των
αθέμιτων διακρίσεων. Γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι μόνο σε επίπεδο Κοινότητας μπορεί να
143 Από την 1η Μαΐου 1999.

[51]
αναληφθεί κατάλληλη δράση προς την επιθυμητή κατεύθυνση144 μέσω μιας εναρμόνισης των
εσωτερικών νομοθεσιών των κρατών-μελών, τη στιγμή που μεμονωμένες ενέργειες αδυνατούν
να αντιμετωπίσουν επαρκώς το φλέγον αυτό ζήτημα. Έτσι εκδίδονται τρεις Οδηγίες με τις
οποίες υλοποιείται σε επίπεδο ΕΕ η εξαγγελία για ανάληψη δράσης κατά των διακρίσεων,
κατεξοχήν στους τομείς της εργασίας, της απασχόλησης (ακόμα και της αυτοαπασχόλησης),
της εκπαίδευσης, του επαγγελματικού προσανατολισμού, των κοινωνικών παροχών καθώς και
της πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες που είναι διαθέσιμες στο κοινό.
Πιο συγκεκριμένα, η υπ’ αριθμ. 2000/43/ΕΚ Οδηγία της 29ης Ιουνίου 2000 εκδόθηκε
από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχο την εφαρμογή της αρχής της ίσης
μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής 145. Σημαντικό είναι
το γεγονός ότι δίνεται ορισμός της έννοιας «διάκριση», η οποία περαιτέρω διακρίνεται σε
άμεση και έμμεση, ενώ παράλληλα οριοθετείται και το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω
διατάξεων, αφού προσανατολίζονται στους τομείς της εργασίας, της απασχόλησης, της
επαγγελματικής κατάρτισης, της συμμετοχής σε σωματεία και επαγγελματικές οργανώσεις,
των κοινωνικών παροχών, της εκπαίδευσης και της πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες. Τέλος
αναφέρεται η υποχρέωση για θέσπιση ενός φορέα ο οποίος θα είναι επιφορτισμένος με την
προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως φυλετικής ή
εθνοτικής καταγωγής, μέσω της παροχής ανεξάρτητης συνδρομής στα θύματα διακρίσεων,
διενέργειας ανεξάρτητων ερευνών και τέλος δημοσίευσης ανεξάρτητων εκθέσεων καθώς και
διατύπωσης συστάσεων για κάθε θέμα που αφορά τις διακρίσεις.
Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 2000/78/ΕΚ Οδηγία της 27ης Νοεμβρίου 2000, που
εκδόθηκε ομοίως από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιχειρήθηκε η διαμόρφωση
ενός γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία 146. Το πεδίο
εφαρμογής της εκτείνεται τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα ενώ εισάγει και μια
καινοτομία σε σύγκριση με την προηγούμενη Οδηγία 147, καθότι διευρύνεται πλέον η βάση των
κριτηρίων που μπορεί να προκαλέσουν διακρισιακή συμπεριφορά. Πέραν της εθνοτικής ή
φυλετικής καταγωγής ενός ατόμου λαμβάνεται πλέον μέριμνα και για τα ακόλουθα στοιχεία:
τη θρησκεία και γενικότερα τις πεποιθήσεις, τις ειδικές ανάγκες, την ηλικία καθώς και το
γενετήσιο προσανατολισμό αυτού. Αξιομνημόνευτη είναι και η πρόβλεψη πως η συνδεόμενη με
ένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία παρενόχληση νοείται ως διάκριση, εφόσον βέβαια

144 Λαμβανομένων υπόψη φυσικά και των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, που
υπαγορεύει το άρθρο 5 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ενοποιημένη
απόδοση Άμστερνταμ).
145 Http://eur-lex.europa.eu. Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 180 της 19/07/2000 σ. 0022 – 0026. Για

περισσότερες λεπτομέρειες βλ. P. Craig και G. De Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, όπ.π., σ.
868 κ.επ.
146 Http://eur-lex.europa.eu. Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 303 της 02/12/2000 σ. 0016 – 0022.

147 Οδηγία 2000/43/ΕΚ.

[52]
συνεπάγεται την προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου και τη δημιουργία εχθρικού,
ταπεινωτικού ή εξευτελιστικού περιβάλλοντος για εκείνο.
Τέλος, με την υπ’ αριθμ. 2004/113/ΕΚ Οδηγία του Συμβουλίου της ΕΕ της 13ης
Δεκεμβρίου 2004 ενορχηστρώνεται η προσπάθεια για την εξάλειψη των διακρίσεων λόγω
φύλου στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και κατ’ επέκταση για την προώθηση μιας
ουσιαστικής ισότητας ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες148.
Στην Ελλάδα και την εσωτερική της έννομη τάξη οι προβλέψεις των παραπάνω δύο
χρονολογικά πρώτων Οδηγιών αποτυπώθηκαν αρχικά στο Ν. 3304/2005 (ΦΕΚ Α'
16/27.01.2005), «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή
εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου
προσανατολισμού». Στη συνέχεια ο νόμος αυτός καταργήθηκε με την παρ. 1 του άρ. 22 του Ν.
4443/2016 (ΦΕΚ Α’ 232/9.12.2016), «Ι. Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί
εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους
καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση
μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ περί μέτρων που
διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης
κυκλοφορίας των εργαζομένων», με την παρ. 2 δε του αυτού άρθρου του αυτού νόμου ορίζεται
ότι: «οι διατάξεις του Μέρους Α εφαρμόζονται σε εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν
παραβάσεις του N. 3304/2005». Η τρίτη Οδηγία μεταφέρθηκε στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα
με το Ν. 3769/2009 (ΦΕΚ Α΄ 105/01.07.2009), «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης
ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή
αυτών και άλλες διατάξεις», με τον οποίο καθιερώθηκε ένα νομοθετικό πλαίσιο για την
καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου στο ειδικότερο πεδίο της πρόσβασης σε αγαθά και
υπηρεσίες.
Οι προβλέψεις του νόμου που αντικατέστησε τον 3304/2005 ανταποκρίνονται πλήρως
στο πνεύμα και τις απαιτήσεις και των δύο πρώτων ως άνω Οδηγιών, καθότι δημιουργείται ένα
κανονιστικό πλέγμα διατάξεων που λειτουργούν προστατευτικά149 για τον εργαζόμενο
απέναντι σχεδόν σε κάθε είδους διάκριση, ενώ δεν παραλείφθηκε και η πρόβλεψη ποινικής

148Http://eur-lex.europa.eu. Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 373 της 21/12/2004, σ. 37-43.


149 Βλ. μεταξύ άλλων άρθρο 11, παρ. 2 του Ν. 4443/2016, Κυρώσεις, (άρθρα 15 της Οδηγίας
2000/43/ΕΚ, 17 της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ), όπου προβλέπεται ότι η παραβίαση της αρχής της ίσης
μεταχείρισης από πρόσωπο που ενεργεί ως εργοδότης καθ’ οποιοδήποτε στάδιο πρόσβασης στην
εργασία και την απασχόληση, κατά τη σύναψη ή άρνηση σύναψης εργασιακής σχέσης ή στη διάρκεια,
λειτουργία, εξέλιξη ή λύση αυτής συνιστά παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας για την οποία
επιβάλλονται από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του
N. 3996/2011 (Α 170).

[53]
κύρωσης150 για το πρόσωπο εκείνο που, κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή
υπηρεσιών στο κοινό, παραβιάζει την κατά τον παρόντα νόμο απαγόρευση της διακριτικής
μεταχείρισης για λόγους φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών
καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας,
οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή
χαρακτηριστικών φύλου151. Τέλος, με τον ίδιο νόμο και κατόπιν απαίτησης της ΕΕ μέσω των
Οδηγιών του Συμβουλίου για ανάθεση της προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε
κάποιο φορέα152 ορίζεται ως ανεξάρτητη αρχή επιφορτισμένη με αυτό το δύσκολο έργο ο
Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος είχε ήδη συσταθεί εν τω μεταξύ με το Ν. 3094/2003,
ισχυροποιήθηκε με το Ν. 3304/2005 και εδραιώθηκε με το Ν. 4443/2016. Πλέον διευρύνονται
οι αρμοδιότητές του και ταυτόχρονα ενισχύεται ο ρόλος του, προκειμένου να εκπληρώσει
αποτελεσματικά το θεσμικό του έργο153.
Εκτός από τις δράσεις που υπαγορεύθηκαν σε κοινοτικό επίπεδο υπό το πνεύμα του
άρθρου 13 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας154 σχετικά με το ζήτημα
της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ως επιμέρους έκφανση της ανάγκης
αποτελεσματικής προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η ΕΕ προχώρησε σε μια σειρά
και άλλων πρωτοβουλιών155, οι οποίες, όπως θα δούμε και στην πορεία της ανάλυσης, ήταν μεν
σημαντικές, έμειναν ωστόσο περισσότερο σε επίπεδο αναλυτικό και διαπιστωτικό.
Πιο συγκεκριμένα, με απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της Κέρκυρας, τον Ιούνιου
του 1994, συστήθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Ξενοφοβίας, υπό
το όνομα Επιτροπή Kahn. Στο πλαίσιο των εργασιών της ήταν και «η υποβολή συστάσεων
προσαρμοσμένων κατά το δυνατόν σε εθνικές και τοπικές συνθήκες για την καλύτερη
συνεργασία των κυβερνήσεων και των διαφόρων κοινωνικών εταίρων για την προώθηση της
ανοχής, της κατανόησης και της συνεννόησης με τους αλλοδαπούς»156.
Λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1997, και κατόπιν πρότασης του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου προς την Επιτροπή, ιδρύθηκε στη Βιέννη το «Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των
φαινομένων του ρατσισμού και της ξενοφοβίας» (E.U.M.C.) με τον υπ’ αριθμ. 1035/1997/ΕΟΚ
150 Τιμωρείται με φυλάκιση έξι (6) μηνών μέχρι τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000)
έως πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Οι πράξεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο διώκονται
αυτεπαγγέλτως.
151 Συναφές και το καταργημένο πλέον άρ. 361Β του ΠΚ, το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 29 του

Ν. 4356/2015, ΦΕΚ Α’ 181/24.12.2015, «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες
διατάξεις».
152 Άρθρο 13 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ.

153 Για μια συστηματική καταγραφή των ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της

λειτουργίας του βλ. https://www.synigoros.gr, Ο Συνήγορος του Πολίτη, φορέας προώθησης της αρχής
της ίσης μεταχείρισης.
154 Ενοποιημένη απόδοση Άμστερνταμ.

155 Εκτός των Οδηγιών.

156 Βλ. σχετικά Π. Νάσκου-Περράκη, Ρατσισμός και ξενοφοβία στην Ευρώπη, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 24-26.

[54]
Κανονισμό του Συμβουλίου της 2.6.1997157. Το Παρατηρητήριο, που αποτέλεσε τον πρώτο
σταθμό στην πορεία προς μία ενιαία και αποτελεσματική αντιμετώπιση των διακρίσεων,
λειτούργησε τον Ιανουάριο του 1998 και είχε ως έργο να συγκεντρώνει πληροφορίες και
δεδομένα σχετικά με τα φαινόμενα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στο έδαφος της
ευρωπαϊκής ηπείρου, ούτως ώστε να διαχέει περαιτέρω τις πληροφορίες αυτές τόσο στα
θεσμικά όργανα της ΕΕ όσο και στα ίδια τα κράτη-μέλη158, με απώτερο στόχο πάντοτε την
κατάλληλη και λυσιτελή αντιμετώπιση των φαινομένων.
Το διοικητικό του συμβούλιο απαρτίζεται από «ανεξάρτητες προσωπικότητες» που
ορίζονται από τα κράτη-μέλη159. Η δράση του αποδείχθηκε μάλιστα τόσο θετική που όχι απλώς
διατηρήθηκε αναλλοίωτη στο πέρασμα των χρόνων αλλά είχε και ως περαιτέρω αποτέλεσμα τη
διαστολή των αρμοδιοτήτων του καθώς και την εδραίωσή του ως πυλώνα χάραξης κεντρικής
πολιτικής στον τόσο ευαίσθητο και συνάμα καθοριστικό τομέα της προστασίας των
ανθρώπινων δικαιωμάτων160. Το Παρατηρητήριο ενισχύεται προς την κατεύθυνση της
αποτελεσματικότερης δράσης με τη στενή συνεργασία με διάφορους φορείς, εθνικούς και
μη161, προωθώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν πολύτιμο, εσωτερικό διάλογο του κοινοτικού
διοικητικού μηχανισμού μαζί τους, με τη σύσταση του δικτύου RAXEN (Racism and
Xenophobia Information Network) καθώς και με την εκπόνηση ερευνών και επιστημονικών
μελετών πάνω στο συγκεκριμένο τομέα.
Όλες οι παραπάνω ενέργειες αλλά και οι εξελίξεις που ακολούθησαν μέχρι και την πιο
πρόσφατη τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και της Συνθήκης περί
Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (ή αλλιώς
«Μεταρρυθμιστική Συνθήκη») ήταν ενδεικτικές του επιφυλακτικού κλίματος που επικρατούσε
στον ευρύτερο τομέα της κατοχύρωσης και προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι πιο
δυναμικές λύσεις δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους.
Για την ακρίβεια, η σχετικά μακρά περίοδος που διανύθηκε από το πρώτο ακόμα βήμα
για την υλοποίηση του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέχρι και το χρονικό σημείο που

157 Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε την 1η Μαρτίου 2007 από τον κανονισμό (ΕΚ)
αριθ. 168/2007 με τον οποίο δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
158 Άρθρο 2, παράγραφος 1 του Κανονισμού 1035/1997, ΕΕ αριθμός L 151/1 της 10.6.1997.

159 Άρθρο 8 παράγραφος 1 του Κανονισμού 1035. Βλ. και Ι.Κουκιάδη, Οι νεότερες εξελίξεις στην

Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα των διακρίσεων και της ξενοφοβίας, 2002, σ. 14.
160 Μετονομάσθηκε δε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε «Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των

δικαιωμάτων του ανθρώπου», κατόπιν πρότασης της πρώτης από τις «επιτροπές των σοφών», στη
σύνοδο των Βρυξελλών του Δεκεμβρίου 2003, οπότε και διευρύνθηκε η δράση του μέσω αναθεώρησης
της ιδρυτικής του πράξης. Βλ. σχετικά Π. Στάγκο, όπ.π., 2004, σ. 459-461.
161 Όπως είναι οι Στρογγυλές Τράπεζες σε εθνικό επίπεδο (άρθρο 2, παράγραφο 1, εδάφιο θ’ του

κανονισμού 1035/97), Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, μέλη μειονοτήτων καθώς και ειδικοί επί του
θέματος αλλά και πολλοί άλλοι, το έργο των οποίων δύναται να συνδράμει στην υλοποίηση του στόχου
του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου.

[55]
τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας το Δεκέμβριο του 2009 δε διακρίνεται από ανάληψη
ουσιαστικών πρωτοβουλιών στον τομέα της υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Δεν
υπήρξε καμία νομική πρόβλεψη που να καταγράφει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις
θεμελιώδεις ελευθερίες σε ένα αυτοτελές και ανεξάρτητο νομικό κείμενο, όπως για
παράδειγμα πέτυχε η ΕΣΔΑ, το οποίο να προβλέπει ταυτόχρονα μηχανισμούς επίβλεψης και
διαδικασίες επιβολής κυρώσεων ή λήψης μέτρων σε περιπτώσεις αποδεδειγμένων
παραβιάσεων. Κατ’ αποτέλεσμα, η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο επίπεδο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν τουλάχιστον ελλιπής. Μόνο η παραπομπή στις διατάξεις της ΕΣΔΑ
αλλά και η επίκληση των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών-μελών εκ μέρους
του ΔΕΚ κατά τη διαδικασία ελέγχου της συμβατότητας των εθνικών κανόνων με το κοινοτικό
δίκαιο δεν εξασφάλιζε στο διαρκώς εξελισσόμενο θεσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης την
απαραίτητη αυτοτέλεια και ανεξαρτησία στο συγκεκριμένο τομέα. Αν κάτι δεν άλλαζε
σύντομα, όπως άλλωστε το απαιτούσαν οι περιστάσεις, το ζήτημα της προστασίας των
ανθρώπινων δικαιωμάτων ήταν καταδικασμένο σε ανεπάρκεια162.
Εν τω μεταξύ, σε μία προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων που γεννήθηκαν υπό το
υφιστάμενο καθεστώς της απουσίας δεσμευτικού, αυτόνομου και ενιαίου καταλόγου
ανθρώπινων δικαιωμάτων, αποφασίζεται από τους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων στις
συνόδους Κορυφής της Κολωνίας (1999) και του Τάμπερε (1999) να δοθεί ένα τέρμα με τη
δημιουργία ενός Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 2000
διακηρύσσεται πανηγυρικά από τρία όργανα της Ε.Ε. και συγκεκριμένα από το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αλλιώς ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Νίκαιας163.
Στο άρθρο 21 αυτού κατοχυρώνεται η απαγόρευση διακρίσεων και συγκεκριμένα στην
παράγραφο 1, αναφέρεται πως: «Απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής,
χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών,
γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας
μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου
προσανατολισμού», ενώ στην παράγραφο 2 επισημαίνεται το εξής: «Εντός του πεδίου
εφαρμογής των Συνθηκών και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους, απαγορεύεται
κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».

162 Ειδικά για το ζήτημα της ανεπάρκειας στον τομέα της κατοχύρωσης των ανθρώπινων δικαιωμάτων
στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κοινοτήτων και τους λόγους που καθιστούν αναποτελεσματική την
προστασία βλ. Γ. Νικολόπουλο, όπ.π., σ. 177 επ. και κυρίως σ. 178, όπου παρατίθεται ταυτόχρονα και
μία σειρά προβληματισμών αναφορικά με την παράλληλη λειτουργία τριών έννομων τάξεων -
ευρωπαϊκών/κοινοτικών, ευρωπαϊκών/περιφερειακών και εθνικών των κρατών-μελών στο
συγκεκριμένο τομέα.
163 Βλ. διεξοδικά Ε. Σαχπεκίδου, όπ.π., σ. 75-76 και 141-147· για κριτική επί της υιοθέτησης του Χάρτη

από την Ε.Ε. βλ. Γ. Νικολόπουλο, όπ.π., σ. 181-183.

[56]
Ωστόσο, το όλο εγχείρημα απέτυχε να υιοθετήσει ένα κείμενο με δεσμευτικού
χαρακτήρα διατάξεις, παραμένοντας για άλλη μια φορά στο επίπεδο των πανηγυρικών
διακηρύξεων που τίποτα παραπάνω δεν είχαν να προσφέρουν στο τόσο ευαίσθητο αυτό
ζήτημα164, παρά μόνο να ενοποιήσουν σε ένα κείμενο διάσπαρτες διατάξεις από άλλα
νομοθετήματα, εμπλουτίζοντάς το ταυτόχρονα με καινούριες προβλέψεις που σχετίζονταν πιο
άμεσα πλέον με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

3. Μεταβατικές επισημάνσεις

Η προσπάθεια που καταβλήθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια για μία συνοπτική


παρουσίαση των αντανακλαστικών που επέδειξε η διεθνής κοινότητα απέναντι στα τείνοντα
να εδραιωθούν ρατσιστικά και ξενοφοβικά φαινόμενα, από τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου
Πολέμου μέχρι και σήμερα, δεν επιδιώκει ούτε φιλοδοξεί να αναλύσει διεξοδικά τις σχετικές με
την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την καταπολέμηση των διακρίσεων
ρυθμίσεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου. Μία τέτοια ανάλυση εκφεύγει των ορίων της
παρούσας εργασίας. Το ζητούμενο είναι απλώς να πραγματοποιηθεί μία ομαλή μετάβαση του
αναγνώστη από το διεθνές γίγνεσθαι στο κυρίαρχο θέμα της παρούσας μελέτης, που δεν είναι
άλλο από την ερμηνεία των διατάξεων εκείνων της ελληνικής έννομης τάξης που στοχεύουν
στην καταπολέμηση με τα μέσα του ποινικού δικαίου ορισμένων πολύ σοβαρών εκδηλώσεων
του ρατσιστικού και του ξενοφοβικού φαινομένου.
Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν τον τελευταίο αιώνα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο
όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο δημιούργησαν γόνιμο έδαφος για την
ανάδειξη μίας δίχως προηγούμενο ανθρωπιστικής κρίσης, στους κόλπους της οποίας
ανατροφοδοτήθηκε ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, φαινόμενα που δε θα μπορούσαν παρά να
αντιμετωπιστούν και με τα μέσα της ποινικής καταστολής. Μπορεί να γίνεται ευρέως
αποδεκτό ότι η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων θα πρέπει να είναι πολυεπίπεδη,
προκειμένου να είναι αποτελεσματική, δεν παροράται, ωστόσο, η αξία μιας ποινικής
νομοθέτησης, που, ως γνωστόν, με τα μέσα που διαθέτει αποτελεί ένα ισχυρό όπλο στα χέρια
κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Βέβαια, η ποινικοποίηση στο συγκεκριμένο τομέα, όπως
άλλωστε και σε κάθε άλλο τομέα εγκληματικότητας, προκειμένου να είναι συνταγματικά
ανεκτή, θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από φιλελεύθερο πνεύμα και να σέβεται τις θεμελιώδεις
αρχές τόσο της συνταγματικής τάξης όσο και του ποινικού δόγματος.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο συνύπαρξης και αλληλοϋποστήριξης των συνταγματικών
αρχών με τις παραδοχές του ποινικού δικαίου επιχείρησε ο Έλληνας νομοθέτης να
ενσωματώσει στην εσωτερική μας έννομη τάξη τις προβλέψεις της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ

164 Για «υπεκφυγή από την κάλυψη του πραγματικού ελλείμματος στη Ε.Ε.» αλλά και για
«πληθωρισμό των σχετικών κειμένων-με κίνδυνο μάλιστα να οδηγηθούμε στην υποβάθμιση της έννοιας
του θεμελιώδους δικαιώματος» κάνει λόγο ο Γ. Νικολόπουλος, όπ.π., σ. 181.

[57]
απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. αναφορικά με την καταπολέμηση ορισμένων πολύ
σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας με τα μέσα του ποινικού δικαίου. Οι σχετικές
διατάξεις επέβαλαν τη διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου αντιμετώπισης μεταξύ των κρατών-
μελών, με κομβικά σημεία την ποινικοποίηση αφενός της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους
κατά μεμονωμένων προσώπων ή ομάδων προσώπων που προσδιορίζονται βάσει φυλετικών,
χρωματικών, θρησκευτικών, εθοτικών κ.ά. χαρακτηριστικών και αφετέρου της δημόσιας
επιδοκιμασίας, άρνησης ή χονδροειδούς υποτίμησης της σοβαρότητας εγκλημάτων
γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, εγκλημάτων πολέμου καθώς και των
εγκλημάτων που τελέστηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του Β’
Παγκόσμιου Πολέμου, εφόσον οι ως άνω συμπεριφορές στρέφονταν επίσης κατά
μεμονωμένων προσώπων ή ομάδων προσώπων που προσδιορίζονται βάσει των
προαναφερθέντων χαρακτηριστικών. Ούσες οι τελευταίες ένα προγενέστερο χρονικά -όχι
όμως σε κάθε περίπτωση και αναγκαίο- στάδιο σε σχέση με άλλες εκφάνσεις του ρατσιστικού
φαινομένου, όπως είναι για παράδειγμα το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά (το οποίο
αντιμετωπίζεται στην ελληνική έννομη τάξη στο πλαίσιο του άρθρου 82Α ΠΚ) και η διακριτική
μεταχείριση κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό (άρθρο 11
του ν. 4443/2016), κρίθηκε από το νομοθέτη ότι είναι απόλυτα επιτακτική ανάγκη να
τυποποιηθούν αμφότερες ως εγκλήματα, που θα απειλούν ποινικές κυρώσεις ανάλογες με την
ιδιάζουσα απαξία της εκάστοτε συμπεριφοράς.
Η επίδραση της διαδικασίας μεταφοράς της απόφασης-πλαίσιο στην ελληνική έννομη
τάξη δεν εξαντλείται στη διαμόρφωση απλώς ενός νέου νομοθετικού πλαισίου κατά τις
επιταγές και τα πρότυπα της ενωσιακής νομοθετικής πράξης – ο Ν. 927/1979, εξάλλου, «περί
κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» προϋπήρχε, δε
διαμορφώθηκε το πρώτον το 2014 με τη θέσπιση του Ν. 4285, «Τροποποίηση του ν. 927/1979
(Α’ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση - πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου
2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας
μέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες διατάξεις», αλλά τροποποιήθηκε με τον
τελευταίο. Η ως άνω διαδικασία, έτσι όπως πραγματοποιήθηκε και στο βαθμό που οδήγησε
στη δημιουργία καινούριων νομοτυπικών υποστάσεων στο πεδίο της ποινικής καταστολής
μορφών «ρητορικής του μίσους», δημιουργεί προβληματισμούς αναφορικά με το βαθμό
σεβασμού θεμελιωδών αρχών της ποινικής δογματικής και του κοινοτικού-ενωσιακού δικαίου.
Ο εγκλιματισμός, λοιπόν, του αναγνώστη σε αυτό το σχετικά νέο «περιβάλλον» της
ποινικής νομοθεσίας προϋποθέτει να ακολουθηθούν ορισμένα βήματα. Πιο συγκεκριμένα,
κρίνεται σκόπιμο να προηγηθεί μια ιστορική αναδρομή στις διατάξεις του Ν. 927/1979, όπως
αυτός ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4285/2014, καθώς και στη νομολογία
ελληνικών δικαστηρίων που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία και την εφαρμογή τους. Τούτη η
διαδρομή προετοιμάζει το έδαφος για μια πλήρη κατανόηση του νέου νομοθετικού πλαισίου,
καθότι μέσα από τη συγκριτική επισκόπηση παλιών και νέων διατάξεων καθώς και από την
παρακολούθηση των αλλαγών, εσκεμμένων ή μη, στην οποίες προέβη ο νομοθέτης φωτίζεται

[58]
το ιστορικό πλαίσιο που γέννησε την ανάγκη για αλλαγή και συνάμα αναδεικνύονται πτυχές
που ενδεχομένως να διέφευγαν της προσοχής του ερμηνευτή και του εφαρμοστή του δικαίου.
Στη συνέχεια, ακολουθεί μια αναφορά στις κοινωνικές συνθήκες -εθνικές και διεθνείς- που
οδήγησαν στη νομοθετική παρέμβαση για την επικαιροποίηση και τον εκσυγχρονισμό του Ν.
927/1979, ώστε αυτός να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις και να ανταποκρίνεται στα νέα
δεδομένα της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Τελευταία, αλλά εξίσου σημαντική είναι
και η σύντομη και ταυτόχρονα περιεκτική αναφορά που επιχειρείται στην υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο της Ε.Ε. και στις επιμέρους προβλέψεις της, ώστε να
καταστεί δυνατή η συναγωγή συμπερασμάτων σχετικών με το βαθμό διείσδυσης των
ενωσιακών επιταγών στην εσωτερική μας έννομη τάξη όπως επίσης και με ζητήματα
πρακτικής υφής που επηρεάζουν την ερμηνεία των υπό εξέταση κανόνων δικαίου (π.χ.
προστατευόμενο έννομο αγαθό, βαθμός τυποποιούμενης προσβολής, περιορισμός του εύρους
του αξιοποίνου μέσω ρητρών εξαίρεσης κ.ά.).

[59]
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ο Ν. 927/1979, «ΠΕΡΙ ΚΟΛΑΣΜΟΥ ΠΡΑΞΕΩΝ Ή ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ


ΑΠΟΣΚΟΠΟΥΣΩΝ ΕΙΣ ΦΥΛΕΤΙΚΑΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ» (ΦΕΚ Α΄
139/28.06.1979)

[60]
[61]
I. ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΠΡΟ ΤΗΣ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟ Ν. 4285/2014

1. Εισαγωγικές διευκρινίσεις

1.1. Το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Διάκριση του ρατσιστικού λόγου από το
έγκλημα μίσους

Ήδη από την αρχή αυτού του μέρους της εργασίας είναι σημαντικό να γίνει μία
διευκρίνιση αναφορικά με την εστίαση του ποινικού νομοθέτη στο πλαίσιο του υπό εξέταση
νόμου.
Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, ο Ν. 927/1979 αποτέλεσε στην
ελληνική έννομη τάξη από την απαρχή της θέσπισής του το κατεξοχήν θεσμικό πλαίσιο για την
ποινική καταστολή των πράξεων εκείνων που αποσκοπούσαν σε φυλετικές διακρίσεις 165.
Γενεσιουργός λόγος του παραπάνω νομοθετήματος ήταν η Διεθνής Σύμβαση των Ηνωμένων
Εθνών της 21ης Δεκεμβρίου 1965 για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων166.
Στο πλαίσιο της υλοποίησης των ειλημμένων υποχρεώσεων που απέρρεαν από την ανωτέρω
Σύμβαση, η Ελλάδα ποινικοποίησε α) τη δημόσια προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που
μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος ατόμων ή ομάδας ατόμων εκ μόνου
του λόγου τους φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής167, β) τη δημιουργία ή/και τη συμμετοχή
σε οργανώσεις που επιδιώκουν τη ρατσιστική προπαγάνδα ή τις δραστηριότητες που τείνουν
σε φυλετικές διακρίσεις168 και γ) τη δημόσια εκφορά ιδεών προσβλητικών κατά ατόμου ή
ομάδας ατόμων για τους ίδιους ως άνω λόγους169. Τέλος, το εν λόγω νομοθέτημα
συμπεριελάμβανε και τη ρατσιστική διάκριση κατά την κατ’ επάγγελμα προμήθεια αγαθών και
την προσφορά υπηρεσιών170. Απουσίαζε, βέβαια, η σημερινή πρόβλεψη του άρθρου 2171 περί
ποινικοποίησης της δημόσιας επιδοκιμασίας, του ευτελισμού και της κακόβουλης άρνησης της
ύπαρξης ή της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων
κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν
αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων. Παρατηρούμε,
δηλαδή, ότι η κατεύθυνση του συγκεκριμένου νομοθετήματος ήταν κυρίως προς την

165 Όπως αυτό προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του νομοθετήματος.
166 Κυρώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας με το ν.δ. 494/1970. Για περισσότερες πληροφορίες
βλ. παραπάνω Μέρος Α’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 2.
167 Άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979.

168 Άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 927/1979.

169 Άρθρο 2 του Ν. 927/1979.

170 Άρθρο 3 του Ν. 927/1979.

171 Όπως αυτό διαμορφώθηκε με τις αλλαγές του Ν. 4285/2014.

[62]
απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου172 από τη μία και της ρατσιστικής διάκρισης από την άλλη,
ενώ ουδεμία θέση κατείχε το ρατσιστικό έγκλημα.
Επίκεντρο, λοιπόν, του ποινικού κολασμού κατέστη ευθύς εξαρχής ο δημόσια
εκφερόμενος λόγος που προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος και βία σε βάρος ατόμου ή ομάδας ατόμων, έχων ως αποκλειστικό αίτιο173 τη
φυλετική ή την εθνική καταγωγή του θύματος, καθώς και ο λόγος που προσβάλλει πρόσωπα ή
ομάδες προσώπων για την ίδια ως άνω αιτία, εκτοπίζοντας έτσι από το ποινικό ενδιαφέρον του
Έλληνα νομοθέτη τις λοιπές εκδηλώσεις του ρατσιστικού φαινομένου174. Άλλωστε ο ρατσισμός,
ως κοινωνικό φαινόμενο, εκδηλώνεται με ποικίλες μορφές και μάλιστα δύναται να διαγράψει
ανοδική πορεία, από άποψη επικινδυνότητας, σε επίπεδο πρακτικών συνεπειών. Μια ομιλία
μίσους μπορεί η ίδια να μετουσιωθεί ή και να παρωθήσει άλλους υπό κατάλληλες συνθήκες σε
διακρίσεις, σε πράξεις βίας ακόμα και στη φυσική εξόντωση του θύματος.
Σε αυτόν το λόγο ακριβώς προσανατολίσθηκε η ποινική απαξία των διατάξεων,
δίνοντας έτσι το στίγμα του Ν. 927/1979, το οποίο θα παραμείνει διαχρονικά αναλλοίωτο καθ’
όλη τη διάρκεια της ιστορικής πορείας που διέγραψε και φυσικά εξακολουθεί να ισχύει μέχρι
και σήμερα, υπό το πρίσμα των καθοριστικών αλλαγών που επέφερε ο Ν. 4285/2014175,176. Πιο

172 Τόσο του προτρεπτικού σε διακρίσεις μίσος ή βία όσο και του δυσφημιστικού.
173 «Εκ μόνου του λόγου», όπως ρητά αναγραφόταν στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979 (στην αρχική του μορφή).
174 Μοναδική εξαίρεση στο πλαίσιο του Ν. 927/1979, πριν τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 4285/2014,

συνιστούσε το άρθρο 3 αυτού. Εκεί δεν τιμωρούταν ο ρατσιστικός λόγος αλλά η ρατσιστική διάκριση σε
ένα πολύ συγκεκριμένο πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας των ανθρώπων, αυτό της κατ’ επάγγελμα
προμήθειας αγαθών ή προσφοράς υπηρεσιών. Εκείνος δηλαδή που προέβαινε σε αποκλεισμό κάποιου
προσώπου από την παροχή υπηρεσιών και αγαθών λόγω της φυλετικής ή της εθνικής του καταγωγής
(μετέπειτα λόγω και της θρησκείας του) τιμωρούταν βάσει του άρθρου 3. Οι διακρίσεις συνιστούν
επιμέρους έκφανση του ρατσιστικού φαινομένου, διακρίνονται, ωστόσο, τόσο από το ρατσιστικό λόγο
όσο και από τα εγκλήματα μίσους, για τα οποία γίνεται λόγος αμέσως παρακάτω.
175 Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από τα Πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΚΘ’ Συνεδρίασης (2-09-

2014) της Βουλής, σ. 2368 και 2370 κατά τη συζήτηση για την ψήφιση του νομοσχεδίου του
Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με την τροποποίηση του
Ν. 927/79. Τόσο η Εισηγήτρια του Σύριζα όσο και ο Ειδικός Αγορητής του ΠΑ.ΣΟ.Κ. επεσήμαναν
εμφατικά ότι το υπό συζήτηση νομοσχέδιο δεν ασχολείται με το ρατσιστικό έγκλημα και τη ρατσιστική
πράξη, αλλά επιδιώκει να διώξει το δημόσια εκφερόμενο λόγο του μίσους, που στην αγγλόφωνη
βιβλιογραφία καταγράφεται ως “hate speech”.
176 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 15, όπου επισημαίνει ότι

«Συνεπώς, ο Ν. 927/1979, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 4285/2014, περιορίζεται, όπως η ιστορική,


συστηματική και γραμματική ερμηνεία του τελευταίου αυτού Νόμου καταδεικνύει, μόνο στην
ποινικοποίηση του λόγου του μίσους ή ρατσιστικού λόγου ή ρητορικής του μίσους». Σε εγκλήματα
εκφοράς ρατσιστικού λόγου αναφέρεται η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση του
ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, σ. 729 επ..

[63]
συγκεκριμένα, μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν με τον προαναφερόμενο νόμο,
εξακολουθεί να τυποποιείται το άδικο της δημόσιας υποκίνησης ρατσιστικών διακρίσεων177,
βίας ή μίσους, ενώ προστέθηκε πλέον και αυτό της δημόσιας επιδοκιμασίας, του ευτελισμού ή
της κακόβουλης άρνησης της ύπαρξης ή της σοβαρότητας κάποιων συγκεκριμένων
εγκλημάτων178. Σε αντιδιαστολή με το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, η μεν πρώτη των
παραπάνω αναφερόμενων συμπεριφορών179 εμφανίζεται κατά ένα μέρος σχετικά
περιορισμένη, καθότι δεν τιμωρείται οποιαδήποτε δημόσια προτροπή σε πράξεις που μπορούν
να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία, αλλά μόνο εκείνη που λαμβάνει χώρα κατά τρόπο που
εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική
ακεραιότητα των θυμάτων. Εν μέρει, όμως, παρουσιάζεται και ευρύτερη σε σχέση με την
προηγούμενη πρόβλεψη του άρθρου 1, παρ. 1 του Ν. 927/1979, αφού διευρύνεται σημαντικά ο
κατάλογος των κριτηρίων που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση της ρατσιστικής
συμπεριφοράς180. Προστίθενται για την ακρίβεια το χρώμα, οι γενεαλογικές καταβολές, η
εθνοτική καταγωγή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά
φύλου και η αναπηρία. Η δε δεύτερη από τις τυποποιούμενες και ως άνω αναφερόμενες
ποινικώς ενδιαφέρουσες συμπεριφορές181 περιορίζεται ως προς το αξιόποινό της διττά, καθότι
κατά πρώτον τα εγκλήματα τα οποία επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται ο δράστης
θα πρέπει να έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των
Ελλήνων και κατά δεύτερον η συμπεριφορά θα πρέπει είτε να εκδηλώνεται κατά τρόπο που
μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή να ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά ομάδας
ανθρώπων ή μέλους αυτής που προσδιορίζεται με τα γνωστά διακρισιακά κριτήρια. Στην
κατηγορία του δημόσια εκφερόμενου, προτρεπτικού σε διακρίσεις, μίσος ή βία λόγου
προστίθεται και εκείνος που προτρέπει σε διάπραξη φθοράς πραγμάτων που
χρησιμοποιούνται από πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που έχουν τα χαρακτηριστικά που
αναφέρονται στο νόμο182.

177 Η οποία, μολονότι δεν αναφέρεται ως συμπεριφορά στον τίτλο του νέου άρθρου 1, προκύπτει
εντούτοις ευθέως από την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος.
178 Όπως ακριβώς τιτλοφορείται το νέο άρθρο 2 του Ν. 927/1979, το οποίο αντικατέστησε το παλιό

άρθρο 2. Στο τελευταίο θεωρούταν αξιόποινη η δημόσια εκφορά προσβλητικών ιδεών για ένα άτομο ή
ομάδα ατόμων λόγω της φυλετικής ή της εθνικής τους καταγωγής (μεταγενέστερα λόγω και της
θρησκείας). Η πρόβλεψη αυτή σήμερα έχει απαλειφθεί και έχει αντικατασταθεί από την πρόβλεψη για
δημόσια επιδοκιμασία ή κακόβουλη άρνηση εγκλημάτων.
179 Άρθρο 1, παρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρ. 1 παρ. 1 του ν.

4285/2014.
180Έτσι και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 729.

181 Άρθρο 2, παρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρ. 2 παρ. 1 του ν.

4285/2014.
182 Άρθρο 1, παρ. 2 του Ν. 927/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρ. 1 παρ. 2 του ν.

4285/2014.

[64]
Στην ελληνική βιβλιογραφία και αρθρογραφία ο ρατσιστικός λόγος αποδίδεται
ποικιλότροπα183, ενώ αντιδιαστέλλεται από το έγκλημα μίσους, που αρχικά τουλάχιστον είχε
καθιερωθεί ως τέτοιο184. Ένα έγκλημα μίσους προϋποθέτει την τέλεση ενός οποιουδήποτε
αδικήματος του ειδικού μέρους του ποινικού δικαίου (π.χ. φθορά ξένης ιδιοκτησίας, σωματική
βλάβη, ανθρωποκτονία) και περαιτέρω ο δράστης αυτού θα πρέπει να εμφορείται από ένα
πολύ συγκεκριμένο κίνητρο, αυτό της προκατάληψης185. Η αρνητική προδιάθεση του δράστη

183 Συνηθέστερα γίνεται λόγος για «ρητορική του μίσους», «ρατσιστικό λόγο» ή «λόγο του μίσους».
Βλ. σχετικά Χ. Ανθόπουλο, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα, ΕΕΕυρΔ
2001, σ. 30 επ., όπου επιπλέον εντάσσεται ο λόγος του μίσους σε μια γενικότερη κατηγορία
εγκλημάτων, τα αποκαλούμενα «εγκλήματα γνώμης». Ομοίως και ο Χ. Βασματζίδης, Ποινικοποίηση
του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα, ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 27. Στη
διεθνή βιβλιογραφία αποδίδεται πλέον εναλλακτικά με τους όρους “hate speech” ή “racist speech”,
παρά τις διακυμάνσεις που καταγράφονται διαχρονικά αναφορικά με το ειδικότερο περιεχόμενό του.
Βλ. γ’ αυτό C. Haupt, Regulating hate speech-Damned if you do and damned if you don’t: Lessons
learned from comparing the German and U.S. approaches, Boston University International Law
Journal, Vol. 23, σ. 304, η οποία παραπέμπει για τον ορισμό στον S. Walker, Hate Speech: The History
of an American Controversy, University of Nebraska Press 1994. Πρβλ. και M. Rosenfeld, Hate Speech
in Constitutional Jurisprudence: A Comparative Analysis, 24 Cardozo Law Review, σ. 1523 επ. (2003),
available at: https://larc.cardozo.yu.edu/faculty-articles/148, όπου και πραγματοποιείται μια
συγκριτική μελέτη του περιεχομένου που απέκτησε διαχρονικά η ρητορική του μίσους στις Η.Π.Α.,
στον Καναδά και στη Γερμανία, σε συνάρτηση με το δικαιολογητικό λόγο της σχετικής ποινικής
νομοθέτησης ανά περίπτωση.
184 Αργότερα, όπως θα δούμε παρακάτω, μετονομάσθηκε σε «ρατσιστικό έγκλημα» και στη συνέχεια

σε «έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά» με τους Ν. 4285/2014 και 4356/2015 αντίστοιχα.


185 Έναν εγκληματολογικό ορισμό του «εγκλήματος μίσους» (αλλιώς γνωστό ως έγκλημα

προκατάληψης ή ρατσιστικής βίας) παραθέτει η Α. Χαλκιά, Εγκλήματα ρατσιστικού μίσους στην


Ελλάδα της κρίσης, Εγκληματολογία 2013, σ. 80 επ., κυρίως σ. 81, όπου προσδιορίζει τη ρητορική του
μίσους ως «κάθε μορφή έκφρασης που απευθύνεται σε αντικείμενα προκατάληψης και την οποία
χρησιμοποιούν οι δράστες για να διασύρουν τους παραλήπτες της». Για «μισαλλοδοξία», ως το
θεμελιωτικό κίνητρο των εγκλημάτων μίσους, κάνει λόγο ο Χ. Βούλγαρης, Τα εγκλήματα μίσους,
ΠοινΔικ 2010, σ. 711. Βλ. επίσης του ιδίου, Τα εγκλήματα μίσους και η ποινική αντιμετώπισή τους στην
Ελλάδα, ΠοινΔικ 2015, σ. 277. Υποστηρίζει μάλιστα ότι η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους
επιτυγχάνεται είτε με τη διάπλαση και θέσπιση διακεκριμένων εγκλημάτων ή με τη θέσπιση ιδιώνυμων
εγκλημάτων. Από εγκληματολογική άποψη εξετάζει τα εγκλήματα μίσους και η Β. Ζύγουρα, Η νομική
αντιμετώπιση του ρατσιστικού φαινομένου σε ΕΕ και Ελλάδα, ΠοινΔικ 2016, σ. 1135 επ. και
συγκεκριμένα σ. 1145, υποσημ. με αριθμό 102, όπου υιοθετείται η διεθνώς αναγνωρισμένη έννοια
αυτού ως «εγκληματικής πράξης η οποία υποκινείται από μίσος, μεροληψία ή προκατάληψη κατά
προσώπου ή περιουσίας βάσει της πραγματικής ή αντιλαμβανόμενης φυλής, εθνοτικής καταγωγής,
φύλου, θρησκείας, αναπηρίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού του θύματος». Βλ. και Χ.
Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος, ΝοΒ 2016, σ. 14 επ., ο οποίος προσδιορίζει το
ρατσιστικό λόγο (“hate speech”, όπως είθισται να αναφέρεται στην αγγλική ορολογία) ως «πράξεις

[65]
απέναντι στο θύμα του βασίζεται σε αυθαίρετες γενικεύσεις και στερεοτυπικές αντιλήψεις για
εκείνο λόγω κάποιων χαρακτηριστικών του, τα οποία είναι είτε εγγενή-κι έτσι δεν μπορεί να τα
αποβάλλει ή τουλάχιστον όχι εύκολα (π.χ. χρώμα δέρματος, φυλετικά χαρακτηριστικά, φύλο)-
είτε όχι (π.χ. θρησκεία, σεξουαλικός προσανατολισμός, εθνότητα). Στην τελευταία μάλιστα
περίπτωση τα ως άνω χαρακτηριστικά είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το θύμα, ως άτομο
που διαβιεί μέσα σε μια κοινωνία, διότι είναι προσδιοριστικά της συνείδησης καθώς και της
κοινωνικής του παράστασης και ταυτότητας. Ως εκ τούτου του είναι δύσκολο και μάλλον
ανεπιθύμητο να τα αποκηρύξει ή να τα αλλάξει. Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, ενός εγκλήματος
μίσους έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι με την τέλεσή του προσβάλλεται η ταυτότητα του
θύματος και παράλληλα αμφισβητείται το δικαίωμά του να αυτοπροσδιορίζεται καθώς και να
συμμετέχει με όρους ισότητας σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού του βίου186. Επιπλέον δε, ο
αρνητικός του αντίκτυπος δεν περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο θύμα που πλήττεται αλλά
και στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα που ανήκει και με την οποία μοιράζεται κάποια κοινά
χαρακτηριστικά187.
Στην ελληνική έννομη τάξη τα εγκλήματα μίσους, όπως ορίσθηκαν ανωτέρω, αρχικά δεν
αντιμετωπίσθηκαν ούτε με τη θέσπιση ιδιώνυμων εγκλημάτων, ούτε με τη θέσπιση
διακριμένων παραλλαγών που να κλιμακώνουν προς το βαρύτερο την απαξία του βασικού
αδικήματος188. Μολονότι τα εγκλήματα μίσους δεν απουσίαζαν από την ελληνική
πραγματικότητα και καθημερινότητα, ο εγχώριος νομοθέτης δε θεώρησε σκόπιμο να
ασχοληθεί μαζί τους παρά μόνο το έτος 2008. Με το Ν. 3719/2008189 προστέθηκε στο τέλος
της παραγράφου 3 του άρθρου 79 του Ποινικού Κώδικα το ακόλουθο εδάφιο: «Η τέλεση της
πράξης από μίσος εθνικό, φυλετικό, θρησκευτικό ή μίσος λόγω διαφορετικού γενετήσιου
προσανατολισμού κατά του παθόντος συνιστά επιβαρυντική περίσταση»190. Παρατηρούμε
δηλαδή πως επιλέχθηκε η οδός της επιβάρυνσης της προβλεπόμενης για το τελεσθέν έγκλημα
ποινής προς τα ανώτατα όριά της, κάτι που σαφώς αποτελούσε απλώς επιμετρητική υπόδειξη

φραστικής βίας». Ο ρατσιστικός λόγος (“hate speech”) και τα κοινά εγκλήματα που τελούνται από
μίσος (“hate crimes”) εντάσσονται, σύμφωνα με την ίδια ως άνω άποψη, σε μια γενική κατηγορία
εγκλημάτων μίσους εν ευρεία έννοια.
186 Έτσι ο Γ. Βούλγαρης, ΠοινΔικ 2010, όπ.π., σ. 711.

187 Αυτά ακριβώς που αποτέλεσαν τη βάση της προκατάληψης. Βλ. σχετικά Α. Χαλκιά, όπ.π, σ. 81,

όπου χαρακτηρίζεται το έγκλημα μίσους ως «έγκλημα μήνυμα» και «συμβολικό έγκλημα». Σύμφωνος
και ο Γ. Βούλγαρης, ΠοινΔικ 2010, όπ.π., σ. 711.
188 Για περιπτώσεις αλλοδαπών έννομων τάξεων όπου αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε επίπεδο

ποινικής πρόβλεψης το ζήτημα των εγκλημάτων μίσους βλ. Γ. Βούλγαρη, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 712.
189 Άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 3719/2008, ΦΕΚ Α’ 241/26.11.2008, Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια,

το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις.


190 Τροποποιήθηκε δε με το άρθρο 66 του Ν. 4139/2013, ΦΕΚ Α' 74/20/03/2013, Νόμος περί

εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις, ούτως ώστε να διευρυνθεί η βάση των διακρίσεων υπέρ
του αξιοποίνου, συμπεριλαμβάνοντας πλέον και καινούρια κριτήρια. Παρέμεινε, όμως, επιβαρυντική
περίσταση με την επιπλέον πρόβλεψη ότι η ποινή δεν αναστέλλεται.

[66]
προς το δικαστή που θα εξέταζε τη συγκεκριμένη περίπτωση κι όχι θέσπιση μιας
διακεκριμένης μορφής εγκλήματος. Η πρόβλεψη αυτή μάλιστα έδινε την εντύπωση ότι
ικανοποιούσε επαρκώς τη μεταγενέστερη υποχρέωση που δημιουργήθηκε για την Ελλάδα από
το άρθρο 4 της με αριθμό 2008/913/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο της 28ης Νοεμβρίου του
Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης191.
Πρώτη φορά αυτοτελές ρατσιστικό έγκλημα εισήχθη στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα με
το Ν. 4285/2014192, όπου προστέθηκε μετά το άρθρο 81 το άρθρο 81Α με τίτλο «Ρατσιστικό
έγκλημα». Το τελευταίο κατήργησε την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 79 παρ. 3 εδάφιο
τελευταίο και αντ’ αυτού εισήγαγε στον Ποινικό μας Κώδικα αυτοτελές ρατσιστικό έγκλημα με
τα επιπλέον κριτήρια του χρώματος, των γενεαλογικών καταβολών, της εθνοτικής καταγωγής,
του σεξουαλικού (αντί του γενετήσιου) προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου και της
αναπηρίας. Παρά όμως την προαναφερθείσα καινοτομία ο ιστορικός νομοθέτης δεν κατάφερε
να απόσχει από το να συμπεριλάβει στη νομοτυπική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος τον
όρο «μίσος», ως κίνητρο του δράστη για την τέλεση της αξιόποινης πράξης193. Συνακόλουθα,
για την κατάφαση της ποινικής ευθύνης του δράστη ο δικαστής έπρεπε αναπόδραστα να
διέλθει μέσα από την έρευνα της ύπαρξης του συγκεκριμένου κινήτρου.
Το μίσος, όμως, ως διαθετική έννοια που αναφέρεται στην ψυχική-συναισθηματική
κατάσταση του δράστη194 ούτε εμπειρικά αντιληπτό είναι195 ούτε κατ’ επέκταση ευχερώς
διαπιστώσιμο196. Πέραν των αποδεικτικών δυσχερειών που ήταν δυνατό να προκύψουν από

191 Που όριζε ότι: «Για αδικήματα εκτός αυτών που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, τα κράτη-μέλη
λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα
θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις ή, εναλλακτικά, ότι τα κίνητρα αυτά λαμβάνονται υπόψη από
τα δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής». Βλ. σχετικά στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ L
328/55 της 6ης Δεκεμβρίου 2008, διαθέσιμη διαδικτυακά στον επίσημο ιστότοπο για τη νομοθεσίας
της ΕΕ: http://eur-lex.europa.eu. Στην ουσία, όμως, τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα δεν
ταυτίζονται με την έννοια «μίσος».
192 Άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 4285/2014, ΦΕΚ Α’ 191/10.9.2014, «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139)

και προσαρμογή του στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την
καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού
δικαίου (L 328) και άλλες διατάξεις».
193 «Εάν η πράξη τελείται από μίσος λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών

καταβολών, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας
φύλου ή της αναπηρίας κατά του παθόντος, το κατώτατο όριο ποινής αυξάνεται ως εξής …».
194 Φυσικά κρίσιμο χρονικό σημείο για τη διαπίστωση της ύπαρξης του μίσους είναι ο χρόνος τέλεσης

της πράξης, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 17 ΠΚ, δηλαδή ο χρόνος συμπεριφοράς του δράστη.
195 Αφού εντοπίζεται στον εσωτερικό κόσμο του δράστη και συγκεκριμένα στο συναισθηματικό.

196 «Το γεγονός αυτό δημιουργούσε αποδεικτικές δυσχέρειες και προφανώς συνέβαλλε στη

σπανιότητα εφαρμογής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν.


4356/2015, σ. 13-14.

[67]
την ύπαρξη μιας τέτοιας έννοιας στην τυπική υπόσταση του ρατσιστικού εγκλήματος197, η
ουσία της αμφισβήτησης για την εγκυρότητα της ύπαρξής της επικεντρωνόταν στην ασάφεια
της έννοιας μίσος198. Για την ακρίβεια, η ύπαρξή του όρου «μίσος» ως εσωτερικής-ψυχικής
κατάστασης του δράστη δε συνέβαλε στην ασφάλεια δικαίου, όπως αυτή είναι απαραίτητο να
προκύπτει από την τυποποίηση την ανθρώπινων συμπεριφορών σε ποινικούς, κυρωτικούς
κανόνες. Ο κάθε πολίτης πρέπει να γνωρίζει ποιες ακριβώς συμπεριφορές είναι αξιόποινες και
τιμωρούνται από το νόμο, σύμφωνα με τη συνταγματικής περιωπής αρχή «κανένα έγκλημα
καμία ποινή χωρίς νόμο ορισμένο»199.
Όλες οι παραπάνω επισημάνσεις προφανώς αξιολογήθηκαν μετέπειτα από το νομοθέτη,
ο οποίος με το Ν. 4356/2015200 αντικατέστησε το παλαιό άρθρο 81Α εισάγοντας μια καινούρια
ρύθμιση υπό τον τίτλο: «Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά», όπου προστέθηκε στον
κατάλογο και η κατηγορία «χαρακτηριστικά φύλου»201. Με την τροποποίηση αυτή
παραμερίστηκε η αμφισβητούμενη έννοια «μίσος» και διατυπώθηκε έτσι η αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος, ώστε να δοθεί έμφαση στο αντικειμενικό και εμπειρικά202
αντιληπτό γεγονός της στοχοποίησης του συγκεκριμένου θύματος λόγω κάποιων
συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που φέρει, για την ακρίβεια λόγω των χαρακτηριστικών της
φυλής, του χρώματος, της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, των γενεαλογικών καταβολών, της
θρησκείας, της αναπηρίας, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των
χαρακτηριστικών του φύλου203. Δεν απαιτείται πια η διαπίστωση της ύπαρξης μίσους στο

197 Πάντως, το προβαλλόμενο επιχείρημα της δυσκολίας απόδειξης υπέρ της απάλειψης της έννοιας
«μίσος» δεν είναι το πλέον καθοριστικό.
198 Για μια σύντομη κριτική της απάλειψης του όρους «μίσους» από τον Ν. 4356/2015 βλ. Α.

Μαυροειδάκου, Κριτική προσέγγιση του ρατσιστικού εγκλήματος σύμφωνα με τον Ν. 4356/2015,


ΠοινΔικ 2016, σ. 385-386. Βλ. όμως και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, H ποινική καταστολή της ρατσιστικής
ρητορείας, των εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 109, η οποία
εντοπίζει την προβληματική της σχετικής διάταξης στο γεγονός ότι η τελευταία, έτσι όπως
διατυπώθηκε, έδινε την εντύπωση πως η ύπαρξη του μίσους στο πρόσωπο του δράστη και όχι το
οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα αποτελεί το στοιχείο εκείνο που παίζει κυριαρχικό ρόλο στην κατάφαση
του εν λόγω εγκλήματος. Παραγνώριζε δε το γεγονός ότι «η πρόσθετη απαξία ενός ρατσιστικού
εγκλήματος έγκειται στην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που στηρίζεται στην επιλογή
θυματοποίησης ενός ανθρώπου, επειδή αυτός φέρει συγκεκριμένες ιδιότητες ως τέτοιος».
199 “Nullum crimen nulla poena sine lega certa”, άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος.

200 Άρθρο 21 του Ν. 4356/2015, ΦΕΚ Α’ 181/24-12-2015, Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων,

ποινικές και άλλες διατάξεις.


201 Το σημερινό πλέον 82Α ΠΚ, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το Ν. 4619 /2019.

202 Όπως αυτό προκύπτει από την αναφορά του νόμου στις «περιστάσεις» τέλεσης της πράξης. Για

την επισήμανση αυτή βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 736. Η φράση πάντως
«εάν από τις περιστάσεις προκύπτει» έχει εγκαταλειφθεί στο άρθρο 82 Α ΠΚ με το Ν. 4619/2019.
203 Είτε τα φέρει πραγματικά αυτά τα χαρακτηριστικά το θύμα, είτε ο δράστης νομίζει ότι τα φέρει,

όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση

[68]
πρόσωπο του δράστη για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος. Η πραγματοποιούμενη
επαύξηση των απειλούμενων πλαισίων ποινής και η εντεύθεν διαμόρφωση διακεκριμένων
μορφών για όλα καταρχήν204 τα τυποποιημένα αδικήματα δικαιολογείται από το γεγονός ότι
διαπιστώνεται μια πρόσθετη απαξία205 στη συμπεριφορά του εν λόγω δράστη, ο οποίος μπορεί
πλέον να εμφορείται από οποιοδήποτε συναίσθημα κι όχι απαραίτητα μόνο από μίσος206.
Αρκεί να επιλέγει το θύμα του εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών207 που αναφέρονται
περιοριστικά στο νόμο, απέναντι στα οποία μπορεί να είναι προκατειλημμένος και αρνητικά
διακείμενος, μπορεί να νιώθει μίσος, μπορεί όμως και να νιώθει οργή ή απαξίωση ή και
οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα. Συνεπώς, σημείο αναφοράς που αξιολογείται δικαστικά για τη
στοιχειοθέτηση του ρατσιστικού εγκλήματος αποτελεί το αντικειμενικό γεγονός της
στοχοποίησης ενός ανθρώπου και εντεύθεν της θυματοποίησης αυτού λόγω των
συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που φέρει. Με την παραπάνω νομοθετική επιλογή
αναδεικνύεται ως κομβικό σημείο το εμπειρικά προσβάσιμο ρατσιστικό κίνητρο. Παράλληλα
αφαιρείται το υποκειμενικό στοιχείο του μίσους, ως μιας εσωτερικής-συναισθηματικής
κατάστασης του δράστη, αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο όλα τα άτοπα της υιοθέτησης
υποκειμενικών στοιχείων, τα οποία ως γνωστόν νοθεύουν το αντικειμενικό άδικο208.
Τέλος, σαφής βέβαια είναι και η διάκριση της ρητορικής του μίσους από την έννοια της
διάκρισης. Η αρχή της ισότητας, η απαγόρευση των διακρίσεων, ο σεβασμός της αξίας του
ανθρώπου και γενικά η απόλαυση των ατομικών ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων
χωρίς διακρίσεις κατοχυρώνονται πολλαπλά. Έχει μάλιστα προηγηθεί209 η σπονδυλωτή

δικαιωμάτων, ποινικές και άλλες διατάξεις», δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα


http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos/2_nomothesia, σ. 5. Βλ. όμως και τις αντιρρήσεις για την
ορθότητα της θέσης αυτής σε Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 109-110, λόγω του ότι με
μια τέτοια ερμηνεία διευρύνεται ανεπίτρεπτα, πέρα από το γράμμα του νόμου, το αξιόποινο.
204 Ακόμα και εγκλήματα του Ειδικού Μέρους του ΠΚ που δε θίγουν ατομικά έννομα αγαθά, όπως π.χ.

η διατάραξη της κοινής ειρήνης (άρ. 189 ΠΚ), έχουν επιβαρυμένο απειλούμενο πλαίσιο ποινής, όταν
συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 81Α του ΠΚ. Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον
2015, σ. 736. Ομοίως και η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι σε Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι - Ν. Μπιτζιλέκης - Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 2016, σ. 192-193.
205 Αλλά και αυξημένη ενοχή, συμπληρώνει η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ.

736.
206 Έτσι η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 2016, σ. 192-193, όπου

επιπλέον η πρόσθετη απαξία του εγκλήματος με ρατσιστικά χαρακτηριστικά εντοπίζεται στην


προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
207 Τα οποία δε χρειάζεται να είναι και τα αποκλειστικά αίτια της συμπεριφοράς του δράστη. Σύγκρινε

και τη φράση «…εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των», που χρησιμοποιήθηκε
από το νομοθέτη στην αρχική διατύπωση του άρθρου 1, παρ. 1 του Ν. 927/1979.
208 Έτσι Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, 1998, σ. 67-68.

209 Βλ. ανωτέρω Μέρος Α’.

[69]
διάρθρωση της κατοχύρωσης και προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων210 σε διεθνές,
ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.
Μεταξύ όλων των ως άνω κειμένων υπάρχει μία διάταξη που παρέχει έναν
ικανοποιητικό ορισμό της έννοιας «διάκριση». Μέσα δε από την ανάγνωση του ορισμού
επιβεβαιώνεται η αυτόνομη θέση των διακρίσεων στο ρατσιστικό φαινόμενο, σε σύγκριση με
τη ρητορική του μίσους και το έγκλημα μίσους211. Αυτή δεν είναι άλλη από το άρθρο 1, μέρος
πρώτο της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, όπου:
«Εν τη παρούση Συμβάσει ο όρος "φυλετική διάκρισις" υπονοεί πάσαν διάκρισιν, εξαίρεσιν,
παρεμπόδισιν ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της
εθνικής ή εθνολογικής προελεύσεως με τον σκοπόν ή αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή
διακινδυνεύσεως της αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως, υπό όρους ισότητος, των
δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν,
κοινωνικόν, μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον τομέα του δημοσίου βίου». Περαιτέρω, με την
υπογραφή της ίδιας ως άνω Σύμβασης τα κράτη-μέλη καταδικάζουν τη φυλετική διάκριση212
και ταυτόχρονα αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως εφαρμόσουν άμεσα και θετικά μέτρα
ενδεδειγμένα για την εξάλειψη κάθε παρότρυνσης ή ενεργειών προς μια τέτοια διάκριση 213.
Γίνεται εύκολα αντιληπτό λοιπόν ότι υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο να
προβαίνει κανείς σε αθέμιτες διακρίσεις σε βάρος ατόμων ή ομάδας ατόμων λόγω των
συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που διαθέτουν214 και στο να προτρέπει άλλους σε τέτοιες
διακρίσεις215.
Εκείνο όμως που έχει περισσότερη σημασία να τονισθεί εδώ είναι το εξής: ο Ν.
927/1979, όπως αρχικά είχε ψηφισθεί από τη Βουλή των Ελλήνων προς συμμόρφωση με τις
υποχρεώσεις που απέρρεαν από την κυρωμένη με νόμο Διεθνή Σύμβαση για την κατάργηση
των διακρίσεων, τυποποίησε ως ποινικό αδίκημα μόνο τη δημόσια προτροπή σε πράξεις216 που
μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις σε βάρος προσώπων ή ομάδας προσώπων εκ μόνου του
λόγου της φυλετικής ή της εθνικής τους καταγωγής217. Τουναντίον, η πρακτική των

210 Ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί και η προστασία έναντι των ρατσιστικών διακρίσεων.
211 Ή ορθότερα πλέον το έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, όπως μόλις ανωτέρω αναλύθηκε.
212 Άρθρο 2 της Σύμβασης. Για το σκοπό αυτό τα κράτη-μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να

διαμορφώσουν και να υιοθετήσουν ομόρροπη πολιτική και πρακτικές, χωρίς όμως εδώ, σε αντίθεση με
το άρθρο 4, να αναφέρεται η υποχρέωση ποινικοποίησης της τέλεσης φυλετικών διακρίσεων.
213 Άρθρο 4 της Σύμβασης.

214 Συμπεριφορά που οφείλεται σε στερεοτυπικές, ανεδαφικές ακόμα και ιρασιοναλιστικές αντιλήψεις

του διακρίνοντος αναφορικά με την αξιακή του «ανωτερότητα» σε σχέση με το θύμα του.
215 Βέβαια, στο Ν. 927/1979, πριν τις τροποποιήσεις του Ν. 4285/2014, τυποποιούνταν ως αδικήματα

και οι δύο περιγραφόμενες στο κυρίως κείμενο συμπεριφορές, στα άρθρα 3 και 1 αντίστοιχα. Όσον
αφορά δε στην ποινικοποίηση των διακρίσεων, αυτή περιοριζόταν μόνο στο πεδίο της κατ’ επάγγελμα
προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών.
216 Ή (εντελώς περιττά) ενέργειες.

217 Άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Όπως αυτό επιβαλλόταν από το άρθρο 4 περ. α’ της Σύμβασης.

[70]
ρατσιστικών διακρίσεων, όπως ακριβώς αυτή οριοθετήθηκε στο άρθρο 1 (μέρος πρώτο) της
Σύμβασης, δεν αποτέλεσε αντικείμενο ποινικού κολασμού για τον Έλληνα νομοθέτη της
εποχής εκείνης. Η μοναδική σχετική πρόβλεψη, η οποία μάλιστα είναι και περιορισμένης
εμβέλειας, καθότι αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πεδίο της κοινωνικής δραστηριότητας των
ανθρώπων, εντοπίζεται στο άρθρο 3 του νόμου218, το οποίο και καταργήθηκε αργότερα με το
άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3304/2005, ΦΕΚ Α’ 16/27.01.2005. Ούτε όμως ο Ν. 4285/2014
υιοθέτησε οποιαδήποτε πρόβλεψη για απαγόρευση των αθέμιτων διακρίσεων καθεαυτές.
Στην ελληνική έννομη τάξη η απορρέουσα από το Σύνταγμα γενική αρχή της ισότητας
των Ελλήνων έναντι του νόμου219 και η εξ αυτής απαγόρευση των διακρίσεων, που
κατοχυρώθηκε παράλληλα και σε πολυάριθμα διεθνή κείμενα220, εξειδικεύτηκαν με τους
νόμους 3304/2005221, 3769/2009222, 4356/2015223 και 4443/2016224.
Εν κατακλείδι, από την ανάλυση των όρων «ρητορική του μίσους», «ρατσιστικό
έγκλημα» και «ρατσιστικές διακρίσεις» συνάγεται το συμπέρασμα πως όλοι αποτελούν
επιμέρους εκφάνσεις του ρατσιστικού φαινομένου, εμφανίζουν ωστόσο πλήρως διακριτούς
ρόλους, δίχως βέβαια αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται η αλληλεπίδραση μεταξύ τους.
Τουναντίον, το συνήθως συμβαίνον σε μια κοινωνία που εγκολπώνεται ρατσιστικά
ιδεολογήματα είναι να συνυπάρχουν αλλά και να διαδρούν όλες οι ως άνω αναφερόμενες
συμπεριφορές. Γι’ αυτό, άλλωστε, κάθε έννομη τάξη που στοχεύει στην καταπολέμηση του
ρατσισμού εν γένει θα πρέπει να έχει στη φαρέτρα της ένα πλήρες και συνεκτικό νομοθετικό
πλαίσιο ιεραρχημένων κανόνων δικαίου που βάλλουν προς κάθε κατεύθυνση.

218 «Διά φυλακίσεως μέχρις ενός έτους ή διά χρηματικής ποινής ή δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων
τιμωρείται όστις κατ` επάγγελμα προμηθεύων αγαθά ή προσφέρων υπηρεσίας αρνείται εις τίνα την
παροχήν τούτων μόνον λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής αυτού ή εξαρτά την παροχήν από
όρον αναγόμενον εις την φυλετικήν ή εθνικήν καταγωγήν τινός».
219 Άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντάγματος.

220 Ενδεικτικά: Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, Ευρωπαϊκή

Σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου, Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, Συνθήκη για τη λειτουργία
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
221 ΦΕΚ Α’ 16/27.01.2005, Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή

εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου


προσανατολισμού. Καταργήθηκε στη συνέχεια με την παρ. 1 του άρθρου 22 του Ν.4443/2016, ΦΕΚ Α’
232/9.12.2016.
222 ΦΕΚ Α’ 105/01.07.2009, Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών όσον

αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών και άλλες διατάξεις.
223 Με το άρθρο 29 αυτού προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα το (καταργημένο πλέον) άρθρο 361Β,

τιτλοφορούμενο ως εξής: «Άρνηση παροχής υπηρεσιών-αγαθών λόγω χαρακτηριστικών φυλής,


χρώματος».
224 ΦΕΚ Α’ 232/9.12.2016, Αρχή της ίσης μεταχείρισης. Για μια λεπτομερέστερη ανάλυση των εδώ

αναφερόμενων νόμων βλ. ανωτέρω Μέρος Α’, Κεφάλαιο ΙΙΙ, Ενότητα 2.3. Πρβλ. και Β. Ζύγουρα, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 1138-1142.

[71]
Βασικό αντικείμενο της παρούσας μελέτης, όμως, αποτελεί μόνο ένα μέρος της
συνολικής «αντιρατσιστικής» νομοθεσίας που έχει υιοθετήσει η Ελλάδα. Κι αυτό δεν είναι
άλλο από το Ν. 927/1979, όπως αυτός ίσχυε πριν, αλλά και όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια
με τις σαρωτικές αλλαγές που επέφερε ο Ν. 4285/2014. Η βασική225 κατεύθυνση αυτού, όπως
ειπώθηκε και ανωτέρω, είναι προς την καταπολέμηση της ρητορικής του μίσους, του δημόσια
δηλαδή εκφερόμενου λόγου που είτε προτρέπει σε ρατσιστικές διακρίσεις, μίσος ή βία, είτε
δημόσια επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα ορισμένων
εγκλημάτων226.

1.2. Ήταν λοιπόν ο Ν. 927/1979, ως ίσχυε, ένας «αντιρατσιστικός» νόμος;

Μολονότι οι προαναφερθείσες έννοιες που συναπαρτίζουν το ρατσιστικό φαινόμενο227


ως κοινωνική εκδήλωση είναι αρκούντως ορισμένες στα διεθνή νομικά κείμενα και συμβάσεις,
το ίδιο θα έλεγε κανείς ότι δεν ισχύει για την έννοια «ρατσισμός». Προκειμένου να δοθεί μία
ασφαλής απάντηση στο ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω, θα πρέπει πρώτα να προηγηθεί
μία σημασιολόγηση της κεντρικής έννοιας «ρατσισμός» σε συνάρτηση με τη θεσμική
αντιμετώπισή του κυρίως σε διεθνές-ευρωπαϊκό επίπεδο228.
Καταρχάς αποτελεί παγιωμένη παραδοχή ότι η υπάλληλη έννοια «φυλετισμός», ως μια
θεωρία διαχωρισμού των ανθρώπων σε «ανώτερες» και «κατώτερες» «φυλές» με βάση
αποκλειστικά τα γενετικά-βιολογικά τους χαρακτηριστικά, είναι αστοιχείωτη και επιστημονικά
αθεμελίωτη229. Ο «ρατσισμός» από την άλλη, που απασχολεί το σύνολο σχεδόν των έννομων
τάξεων, ορίζεται ως «η πεποίθηση230 ότι λόγοι όπως η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία,
η ιθαγένεια ή η εθνική ή εθνοτική καταγωγή δικαιολογούν την καταφρόνηση για ένα άτομο ή
μια ομάδα ατόμων ή την έννοια της ανωτερότητας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων»231.

225 Όχι όμως και μοναδική, καθότι τυποποιούνται ως αδικήματα και κάποιες άλλες συμπεριφορές, που
θα αναδειχθούν στην οικεία ενότητα.
226 Βλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 14, ο οποίος επισημαίνει ότι: «Ο

λόγος του μίσους (hate speech) … τοποθετείται στο προστάδιο τέτοιων πράξεων (εννοεί τα εγκλήματα
μίσους), διαμορφώνει ιδίως το κίνητρο του δράστη και εν γένει δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την
τέλεσή τους».
227 Ρητορική του μίσους, ρατσιστικό έγκλημα (ή έγκλημα μίσους) και ρατσιστικές διακρίσεις.

228 Άλλωστε, έχει παρατεθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο η έννοια του ρατσισμού ως κοινωνικού

φαινομένου και η συναφής διάκρισή του από το φυλετισμό. Εδώ, αυτό που ενδιαφέρει είναι το πώς
ορίζεται ο ρατσισμός στα σχετικά διεθνή νομικά κείμενα, τα οποία επηρέασαν και την ελληνική
νομοθεσία κατά τη μεταφορά τους στο δικαιϊκό μας σύστημα.
229 Όπως έχει ήδη καταδειχθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο.

230 Η έμφαση της γράφουσας.

231 Βλ. την υπ’ αριθμ. 7 Σύσταση Γενικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του ρατσισμού

και της μισαλλοδοξίας (ECRI) της 13ης Δεκεμβρίου 2002, δημοσιευμένη σε

[72]
Πέραν του ως άνω ορισμού που δίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του ρατσισμού και
της ξενοφοβίας σε κανένα άλλο νομικό κείμενο δεν απαντάται αντίστοιχη προσπάθεια
οριοθέτησης αυτής της έννοιας. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την απόλυτη και
γενικευμένη απροθυμία για χρήση του όρου «φυλή» (ή «ράτσα»232) οδηγεί στο συμπέρασμα
ότι ο ρατσισμός δεν αποτελεί τόσο μία νομική έννοια που χρήζει οριοθέτησης, όσο ένα σύνολο
πεποιθήσεων με κοινωνικές και εγκληματολογικές προεκτάσεις. Προσδιορίζεται και
επαναπροσδιορίζεται με την πάροδο του χρόνου, εξελίσσεται και ταυτόχρονα επηρεάζεται ως
προς το περιεχόμενό του από τις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Από τον
ιστορικά πρότερο «φυλετισμό» έχουμε φτάσει σε σύγχρονες μορφές ρατσισμού233, που λογικά
κι αυτές με τη σειρά τους θα παραχωρήσουν τη σκυτάλη σε άλλες, ενδεχομένως άγνωστες έως
σήμερα μορφές. Υπό μία ευρεία έννοια δε, περιλαμβάνει τη μισαλλοδοξία, την καταφρόνηση,
την ξενοφοβία και εν γένει όλες εκείνες τις καταστάσεις μυαλού (states of mind)234 -άλλως τις
συναισθηματικές καταστάσεις- που έχουν ως αποτέλεσμα235 ή ως σκοπό μία από (ή και όλες)
τις εκφάνσεις του ρατσιστικού φαινομένου, ήτοι τη ρητορική του μίσους, το ρατσιστικό
έγκλημα και τις ρατσιστικές διακρίσεις.
Στο πλαίσιο, ωστόσο, της παρούσας μελέτης δεν εξετάζεται (και δεν θα μπορούσε
άλλωστε να εξεταστεί) ο ρατσισμός ως πεποίθηση, ως ιδεολογία, ως κατάσταση μυαλού εν
γένει236. Εκείνο που ενδιέφερε τον ιστορικό ποινικό νομοθέτη και, φυσικά, τον
ερμηνευτή/εφαρμοστή των υπό κρίση ποινικών διατάξεων ήταν και εξακολουθεί να είναι ο
ρατσισμός ως μία μορφή εκ-δήλωσης στον κοινωνικό χώρο του εσωτερικού κόσμου του
δράστη, και συγκεκριμένα των πρακτικών εκείνων που υιοθετεί και με τις οποίες μεθοδεύεται
η εφαρμογή του συνόλου των θεωριών που αποτελούν το περιεχόμενό του237. Το νομικό και δη,
το ποινικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη σκέψη-ψυχισμό του δράστη που μετουσιώνεται σε

www.coe.int/t/dghl/monitoring/ecri/activities/GPR/EN/Recommendation_N7/REC7-2003-8-
GRC.pdf (ανακτήθηκε στις 27-9-2017), από όπου και ο ορισμός.
232 Από όπου προκύπτει ετυμολογικά η έννοια ρατσισμός. Η έννοια «φυλή» αμφισβητείται

επιστημονικά ως προς την ορθότητά της και γι’ αυτό το λόγο τίθεται εντός εισαγωγικών.
233 Βλ. σχετικά Α. Μάνεση, Όψεις και αντιμετώπιση του ρατσισμού, ΤοΣ 2000, σ.13 επ. καθώς και Χ.

Βασματζίδη, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά
Ζητήματα, ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 22 επ.
234 Για ψυχική κατάσταση κάνει λόγο και η Β. Ζύγουρα, ΠοινΔικ 2016, όπ.π., σ. 1136.

235 Όχι αναπόδραστα βέβαια, ούτε πάντοτε.

236 “Cogitationis poenam nemo patitur”.

237 Ως «εναντίωση προς κάθε μορφής ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, η οποία μπορεί να καταλαμβάνει

από την εναντίωση στη διαφορετική φυλή και άλλα βιολογικά χαρακτηριστικά μέχρι στις διαφορετικές
εκφάνσεις της πολιτισμικής και σεξουαλικής ταυτότητας του ανθρώπου» ορίζει το ρατσισμό η Μ.
Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 97 επ.

[73]
πράξη, η οποία εξωτερικεύεται επιδρώντας στον κοινωνικό χώρο238. Αυτή η κίβδηλη ιδεολογία
που διαχωρίζει τους ανθρώπους σε «ανώτερες» και «κατώτερες» φυλές, όταν εξελίσσεται σε
ρητορική του μίσους προτρέποντας άλλους να προβούν σε πράξεις που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος ατόμων ή ομάδας ατόμων, έχουσα ως
αποκλειστικό αίτιο τη φυλετική ή την εθνική τους καταγωγή, τυποποιήθηκε ως αδίκημα στο
άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Επιπλέον, με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου τιμωρούνταν όσοι
εξέφραζαν προσβλητικές ιδέες κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή της
εθνικής τους προέλευσης239, ενώ τέλος στο άρθρο 3 απειλούνταν ποινικές κυρώσεις κατά των
επαγγελματιών που αρνούνταν την παροχή αγαθών ή την προσφορά υπηρεσιών σε πρόσωπα
λόγω της φυλετικής ή της εθνικής τους καταγωγής ή εξαρτούσαν την παροχή αυτή από όρο
αναγόμενο στη φυλετική ή στην εθνική καταγωγή των θυμάτων240.
Υπό το πρίσμα των ως άνω επιχειρημάτων, λοιπόν, η απάντηση που πρέπει να δοθεί στο
αρχικά τιθέμενο ερώτημα είναι ότι ο επιθετικός προσδιορισμός «αντιρατσιστικός»241 απάδει
του χαρακτηρισμού του Ν. 927/1979 ως τέτοιου. Πιο συγκεκριμένα, το εν λόγω ποινικό
νομοθέτημα δεν επιδιώκει να καταπολεμήσει το ρατσισμό ως ιδεολογία. Στοχεύει στην
κατασταλτική αντιμετώπιση ορισμένων242 εκδηλώσεων και πρακτικών που υλοποιούν τη
ρατσιστική ιδεολογία, όπως αυτές έχουν ειδικότερα προσδιορισθεί ανωτέρω. Ο
«οδοστρωτήρας» του ποινικού δικαίου, ως η βαθύτερη μορφή κρατικής επέμβασης στα έννομα
αγαθά του πολίτη, λειτουργεί (ή τουλάχιστον πρέπει να λειτουργεί) ως έσχατο μέσο, όταν τα
προληπτικά κοινωνικά μέτρα για την καταπολέμηση του ρατσισμού καθώς και οι λοιπές
νομικές κυρώσεις του δικαιϊκού μας συστήματος έχουν αποτύχει να διεκπεραιώσουν τον
θεσμικά και κοινωνικά ανατεθειμένο ρόλο τους. Έχει δε ως μοναδικό σκοπό να επιτελέσει την
ιδιαίτερα σημαντική -ενόψει του εξέχοντος χαρακτήρα του- κοινωνική λειτουργία στο πλαίσιο
της ανάπτυξης και της συντήρησης του κοινωνικού βίου, που δεν είναι άλλη από α) «την
προστατευτική των έννομων αγαθών (του ατόμου ή της κοινωνικής ολότητας) και β)
εξασφαλιστική του ατόμου έναντι των κρατικών οργάνων»243.

238 Βλ. Γ. Μπέκα, Πρακτική διδασκαλία ποινικού δικαίου, ΓΜ, 2005, σ. 50, όπου δίνεται ο ορισμός
της πράξης (άρθρο 14 ΠΚ), όπως αυτή νοείται στο ποινικό δίκαιο. Παρόμοια και ο Ν. Ανδρουλάκης,
ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 145 επ.
239 Εδώ τυποποιούταν μία διακεκριμένη παραλλαγή της εξύβρισης, η οποία ως ειδικότερη διάταξη

απωθούσε το άρθρο 361 ΠΚ. Έτσι Ι. Μοροζίνης, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης,
ΠοινΧρον 2010, σ. 448.
240 Ποινικοποίηση μίας μορφής διάκρισης.

241 Εκείνος, δηλαδή, που αντιτίθεται στο ρατσισμό.

242 Και συγκεκριμένα εκείνων που θεωρούνται αφόρητες για την αρμονική συμβίωση των κοινωνών

του δικαίου, λόγω του ότι επιφέρουν σημαντική ζημία στην κοινωνία. Για την παραπάνω βασική αρχή
της ποινικής νομοθέτησης βλ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προκλήσεις για τον σύγχρονο ποινικό
νομοθέτη, ΠοινΧρον 2015, σ. 481 επ.
243 Έτσι Ν. Χωραφάς (επιμέλεια Κ. Σταμάτη), Ποινικόν Δίκαιον, σ. 5.

[74]
2. Διαχρονική εξέλιξη της εγχώριας ποινικής νομοθεσίας για την κατασταλτική
αντιμετώπιση της ρητορικής του μίσους και των ρατσιστικών διακρίσεων

Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της ρητορικής του μίσους
στην Ελλάδα, όπως αυτό έχει διαχρονικά εξελιχθεί κατόπιν εξωτερικών κυρίως «πιέσεων», δεν
μπορεί να υποστηριχτεί ότι διαπνέεται από όρους νεωτεριστικούς. Το ισχύον πλέγμα
διατάξεων που προσανατολίζεται στην καταπολέμηση του ρατσιστικού λόγου, μετά και την
τελευταία ουσιαστική τροποποίησή του από το Ν. 4285/2014 (ΦΕΚ Α΄191/10.09.2014), δεν
αποτελεί έμπνευση του εθνικού νομοθέτη, αλλά ως επί το πλείστον υλοποίηση των διεθνών
(τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο) δεσμεύσεων της Ελλάδας, που απορρέουν
από υπογεγραμμένες και κυρωμένες διεθνείς συμβάσεις καθώς και από τη συμμετοχή της
χώρας μας σε υπερκρατικούς σχηματισμούς.
Οι περισσότερες εκ των ως άνω συμβάσεων έχουν ένα πιο διευρυμένο πλαίσιο, καθότι
αποσκοπούν γενικά στην προάσπιση και κατοχύρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και
ελευθεριών, όλες ωστόσο εμπεριέχουν, έστω και αποσπασματικά, διατάξεις που κατατείνουν
στην καταπολέμηση του ρατσιστικού και ξενοφοβικού φαινομένου. Στο σημείο αυτό δεν έχει
σημασία να επαναληφθούν όλες οι σχετικές διεθνείς συνθήκες και τα συμβατικά κείμενα που
δεσμεύουν την Ελλάδα, καθότι σχετική λεπτομερής αναφορά έχει πραγματοποιηθεί σε
προηγούμενο κεφάλαιο244. Πρέπει, ωστόσο, να γίνει επαναληπτική μνεία σε μία εξ αυτών και
συγκεκριμένα στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Κατάργηση Κάθε Μορφής
Φυλετικών Διακρίσεων, που υιοθετήθηκε με την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε.
2106 Α (XX) της 21ης Δεκεμβρίου 1965, τέθηκε σε ισχύ στις 4 Ιανουαρίου 1969 (σύμφωνα με το
άρθρο 19), ενώ κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 494/1970 της 3ης Απριλίου 1970 (ΦΕΚ Α΄
77/3.4.1970).
Η σπουδαιότητα της παραπάνω Σύμβασης, πέραν του καθοριστικού ρόλου που
διαδραμάτισε και διαδραματίζει ακόμα στη διαμόρφωση μιας οικουμενικής αντιρατσιστικής
συνείδησης, έγκειται παράλληλα και στο γεγονός ότι αποτέλεσε την απαρχή και έθεσε τις
βάσεις σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, για τη διαμόρφωση ενός
νομικού καθεστώτος που ποινικοποιεί μορφές συμπεριφοράς οι οποίες συνεπάγονται, μεταξύ
άλλων, αθέμιτη διακριτική μεταχείριση ή, ακόμα χειρότερα, βία σε βάρος ατόμων βασισμένη
σε ρατσιστικά ιδεολογήματα. Με μια εγγύτερη προσέγγιση, όμως, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η
άκριτη αποδοχή και ενσωμάτωση της Σύμβασης της Νέας Υόρκης στο εθνικό μας δίκαιο
περισσότερα προβλήματα θα γεννούσε από εκείνα που θα προσπαθούσε να αποτρέψει ή να
επιλύσει. Ενδεικτική της προβληματικής αυτής είναι η πρόβλεψη για ποινικοποίηση κάθε
διάδοσης ιδεών245 βασιζόμενων στη φυλετική ανωτερότητα και το μίσος εναντίον
οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή εθνολογικής προέλευσης (άρθρο

244 Βλ. παραπάνω, Μέρος Α’ της παρούσας μελέτης.


245 Έμφαση της γράφουσας.

[75]
4 περίπτωση α’)246. Όσο όμως κι αν τάσσεται κανείς, από ηθική άποψη, εναντίον αυτής της
συγκεκριμένης συμπεριφοράς, δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι η ζητούμενη
ποινικοποίησή της αγγίζει τα όρια των δυνατοτήτων του ποινικού δικαίου, το οποίο, λόγω του
εξαιρετικού χαρακτήρα των ποινικών του κυρώσεων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τους
νομοθετούντες με φειδώ. Η έλλογη και δημοκρατικά νομιμοποιημένη ποινικοποίηση οφείλει
να αποφεύγει την αυθαίρετη αναγωγή της οποιασδήποτε αποκλίνουσας συμπεριφοράς σε
έγκλημα. Παράλληλα, θα πρέπει να είναι προσηλωμένη στη διττή λειτουργία του Ποινικού
Δικαίου, που υπαγορεύει την προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη. Η προστασία
αυτή τίθεται εν αμφιβόλω, όταν οι περιορισμοί των συνταγματικά κατοχυρωμένων
δικαιωμάτων ερμηνεύονται διασταλτικά.
Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω αντιλαμβάνεται κανείς ότι τίθεται εν προκειμένω ζήτημα
περιορισμού ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος, που δεν είναι άλλο
από την ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης ορισμένης γνώμης (όπως αυτή κατοχυρώνεται
στο άρθρο 14 παρ. 1 του Ελληνικού Συντάγματος247), αφής στιγμής προκρίνεται η
ποινικοποίηση της διάδοσης ιδεών, η οποία και περιλαμβάνεται ως φάση στην ελευθερία της
γνώμης248. Και ως τέτοιος (εν. ως περιορισμός) θα πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Ειρήσθω εν
παρόδω, η ελευθερία της γνώμης με όλες τις επιμέρους εκφάνσεις της δεν προστατεύεται με
απόλυτο τρόπο από το Σύνταγμα, αλλά με τη λεγόμενη «επιφύλαξη του νόμου249», που
σημαίνει ότι η κατοχύρωση αυτής της ελευθερίας για τον πολίτη αφενός σχετικοποιείται,
αφετέρου δεν συνεπάγεται και απαλλαγή του από τις δεσμεύσεις των γενικών νόμων του

246 Όταν μάλιστα προτάθηκε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών η τροποποίηση του
επίμαχου άρθρου 4 που αφορούσε στην απαίτηση για απαγόρευση των διάδοσης ιδεών (“dissemination
of ideas”) μεταξύ των χωρών που εναντιώθηκαν στην τροποποίηση αυτή ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο και
η Κολομβία. Αξιομνημόνευτο ήταν το επιχείρημα ότι μια τέτοια πρόβλεψη θα ήταν ξεπερασμένη, θα
οδηγούσε δε σε υπόθαλψη της τυραννίας και σε κατάχρηση εξουσίας. Ο μόνος τρόπος να γινόταν δεκτή
μία τέτοια τροποποίηση ήταν να συμπεριληφθεί η ρήτρα της πρόκλησης ή της πιθανότητας πρόκλησης
πράξεων βίας (“all incitement to racial discrimination resulting in or likely to cause acts of violence”),
όπως άλλωστε ήταν και το αρχικό σχέδιο. Τελικά υιοθετήθηκε η μέση λύση που προτάθηκε από τη
Νιγηρία και είναι γνωστή ως “due regard clause”, υπό την έννοια ότι η λήψη οποιουδήποτε μέτρου θα
πρέπει να τελεί υπό την επιφύλαξη της τήρησης των αρχών που ενσωματώνονται στην Οικουμενική
Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Για τα παραπάνω βλ. St. Farrior, Molding the Matrix: The
Historical and Theoretical Foundations of International Law Concerning Hate Speech, Berkeley J., Int’
Law, Τόμος 14, 1996, σ. 48-49.
247 Αλλά και διεθνώς, στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, στο άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα

Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
248 Έτσι ο Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό δίκαιο, γ’ έκδοση, 2004, σ. 490 και 498.

249 «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους

στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους», άρ. 14 παρ. 1 του Συντ.

[76]
κράτους250. Η ενδεχόμενη, όμως, χρήση κανόνων ποινικού περιεχομένου που εμπεριέχονται σε
κάποιο γενικό νόμο του κράτους για την καταστολή μιας τέτοιας συμπεριφοράς και η
συνακόλουθη απειλή ποινής θα συνιστούσε εν προκειμένω ευθεία και βαθιά παρέμβαση εκ
μέρους του νομοθέτη στα ατομικά έννομα αγαθά του υποτιθέμενου δράστη (προσωπική
ελευθερία, περιουσία, τιμή), δίχως όμως η επέμβαση αυτή να είναι ουσιαστικά
νομιμοποιημένη. Κι αυτό, διότι η απλή διάδοση ιδεών που βασίζονται στην ανωτερότητα λόγω
χρώματος δέρματος, φυλετικής ή εθνολογικής προέλευσης, δίχως να συνοδεύεται από κάποια
προτροπή (έστω έμμεση) σε διακρίσεις/βία ή από κάποια «προσβολή»251 ενός ατόμου ή μιας
ομάδας ατόμων που προσδιορίζονται βάσει των παραπάνω χαρακτηριστικών, δεν προσβάλλει
κάποιο έννομο αγαθό, είτε με τη μορφή της βλάβης είτε με τη μορφή της διακινδύνευσης252.
Όσον αφορά ειδικότερα στο έννομο αγαθό «δημόσια τάξη», εφόσον γίνει δεκτό ότι πράγματι
υφίσταται ως τέτοιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διακινδυνεύεται από την έκφραση και
διάδοση ιδεών253, όσο ειδεχθείς αλλά και αποκρουστικές ή ακόμα και ανατρεπτικές κι αν είναι
αυτές254. Αυτό, άλλωστε, είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας. Ούτε όμως και η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια προσβάλλεται με την ίδια ως άνω συμπεριφορά, στο βαθμό που δεν
αμφισβητείται εν προκειμένω το δικαίωμα στην ισότιμη απόλαυση των ατομικών ελευθεριών
και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ούτε και αναιρείται κατά κάποιο τρόπο η ισότιμη έναντι του
νόμου μεταχείριση κάποιου προσώπου ή ομάδας ατόμων. Τέλος, αναφορικά με τα λοιπά
ατομικά δικαιώματα (ζωή, υγεία, τιμή, ιδιοκτησία) που προστατεύονται επίσης από το
Σύνταγμα και ως εκ τούτου δύναται να αποτελέσουν θεμιτούς περιορισμούς στην ελευθερία
της γνώμης, στην εδώ εξεταζόμενη συμπεριφορά θεωρώ ότι ουδόλως προσβάλλονται.
Ως φράγμα, συνεπώς, στην ποινικοποίηση της διάδοσης απλώς ρατσιστικών ιδεών,
όπως αυτή υπαγορεύθηκε από τη Συνθήκη της Νέας Υόρκης, θα μπορούσε να λειτουργήσει το
εθνικό μας Σύνταγμα, οι προβλέψεις του οποίου255, άλλωστε, υπερισχύουν έναντι του
αυξημένης ισχύος κυρωτικού διεθνούς συνθήκης τυπικού νόμου, ο οποίος από τη θέση του σε
ισχύ καθιστά τις διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου
28 παρ. 1 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου.
Υπερέχουν δε οι τελευταίες μόνο έναντι κάθε αντίθετης διάταξης τυπικού νόμου όχι όμως και
έναντι των κανόνων του Συντάγματος256.

250 Έτσι ο Κ. Μαυριάς, όπ.π., σ. 504.


251 Λ.χ. κάποιος μειωτικός χαρακτηρισμός.
252 Βλ. γι’ αυτό Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης,

ΠοινΔικ 2013, σ. 484.


253 Ακόμα και τη δημόσια.

254 Βλ. γι’ αυτό Κ. Μαυριά, όπ.π., σ. 509.

255 Εδώ αναφορικά με την ελευθερία της γνώμης και των θεμιτών περιορισμών αυτής σε μια

δημοκρατική κοινωνία.
256 Έτσι Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό δίκαιο, 2004, σ. 265. Ομοίως και Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό

Δίκαιο, Ι,α, Τρίτη έκδοση, 1982, σ. 156 επ.

[77]
Επανερχόμενη στα ιστορικά δεδομένα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1966
για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, αλλά και στη διείσδυσή της στην
ελληνική έννομη τάξη, αξίζει να σημειωθεί ότι επικυρώθηκε στην Ελλάδα το 1970 κατά τη
διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος του Γεώργιου Παπαδόπουλου, δίχως να συνοδεύεται η
επικύρωση αυτή από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 της Σύμβασης άμεσα και θετικά
νομοθετικά μέτρα, ενδεδειγμένα για την εξάλειψη του ρατσισμού. Λίγα χρόνια μετά την πτώση
της χούντας των Συνταγματαρχών, και συγκεκριμένα το 1979, η κυβέρνηση Καραμανλή με
Υπουργό Εξωτερικών το Γεώργιο Ράλλη και Υπουργό Δικαιοσύνης το Γεώργιο Σταμάτη,
εκδίδει το Ν. 927/1979 της 28.06.1979: «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών
εις φυλετικάς διακρίσεις» (Α' 139), ο οποίος και ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα του
Κοινοβουλίου. Η ψήφιση του ως άνω νόμου υπαγορεύθηκε περισσότερο από την ανάγκη για
υλοποίηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ελλάδα ως μέλος του Ο.Η.Ε. 257, στο πλαίσιο
μάλιστα της μεταπολίτευσης και της γενικότερης προσπάθειας που καταβλήθηκε σε εθνικό
επίπεδο για πολιτική ανασυγκρότηση και εδραίωση δημοκρατικών ιδεωδών.

257 Η ψήφιση του Ν. 927/1979 στην αρχική του μορφή δε φάνηκε να αναδύεται ως απόλυτα
επιτακτική ανάγκη, υπαγορευόμενη από τα κοινωνικά και ιστορικά δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας
της εποχής εκείνης. Κρίθηκε όμως σκόπιμο να υπάρξει ειδική ρύθμιση στην ελληνική νομοθεσία που θα
ανταποκρινόταν πλήρως στις υποχρεώσεις που απέρρεαν για την Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση της
Νέας Υόρκης του 1965 για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων. Το γεγονός αυτό
επιβεβαιώνεται και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 927/1979, όπου και εξαρχής αποτυπώνεται η
ανάγκη για λήψη και εφαρμογή μέτρων ομόρροπων προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς της Σύμβασης.
Ήδη, βέβαια, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κυρίως από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 η χώρα
μας ήρθε σε επαφή με ένα πρώτο μεγάλο προσφυγικό ρεύμα Αφροασιατών και Πολωνών, ωστόσο, δεν
καταγράφονται φαινόμενα εντάσεων στις σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και ξένων, δίχως όμως να
απουσιάζουν και κάποιες ναζιστικές, φασιστικές και αντισημιτικές εκδηλώσεις. Όπως, όμως,
χαρακτηριστικά αποτυπώνεται και στην Έκθεση Ευρυγένη (Δεκέμβριος 1985), στο σημείο κατά το
οποίο εξετάζεται η τυχόν αύξηση του φασισμού και του ρατσισμού συγκεκριμένα στην Ελλάδα την
εποχή εκείνη: «η στάση του αυτόχθονος πληθυσμού απέναντι στις εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες
χαρακτηρίζεται από πνεύμα ανοχής και ξενοφιλίας και στερείται, κατά κανόνα, φυλετικών
προκαταλήψεων». Δυστυχώς, η εικόνα αυτή για την ελληνική κοινωνία άλλαξε άρδην από το 1988 κι
έπειτα, οπότε και σημειώθηκε μια ποιοτική προς το χειρότερο διαφοροποίηση της πρόσληψης και
στάσης του Έλληνα απέναντι στον «ξένο», αποδιδόμενη κυρίως στη μεγάλη ροή οικονομικών
προσφύγων, ιδιαίτερα από την Αλβανία, σε μια εποχή εθνικιστικής έξαρσης στα Βαλκάνια, όπως αυτό
καταγράφεται στη μελέτη των Δ. Δώδου – Π. Καφετζή – Α. Μιχαλοπούλου – Η. Νικολακόπουλου,
Ξενοφοβία και ρατσισμός στην Ελλάδα 1988-1992, 2005, σ. 321-343.

[78]
3. Οι επιμέρους διατάξεις του Ν. 927/1979

3.1. Η δημόσια προτροπή σε πράξεις δυνάμενες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος


ή βία (άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979)

Στην αρχική του μορφή ο Ν. 927/1979 περιλάμβανε πέντε άρθρα, οι προβλέψεις των
οποίων αντιστοιχούσαν στο άρθρο 4 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την κατάργηση
κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, αντιγράφοντας έτσι εν μέρει τα μέτρα που ενδεικτικά
αναφέρονται σε αυτή.
Στα άρθρα 1 έως 3 διαπλάθονταν οι ακόλουθες τέσσερις νομοτυπικές υποστάσεις, που
επέσυραν, όπως είναι φυσικό, ποινική κύρωση:
α) στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 προβλεπόταν ο ποινικός κολασμός όποιου:
«δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή
παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδος προσώπων εκ μόνου του
λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των»258. Το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979
αποτελεί εξειδίκευση της απαίτησης που απορρέει από το άρθρο 4 περίπτωση α’ της
Σύμβασης259 για τη λήψη κατάλληλων μέτρων ενάντια στη διάχυση ρατσιστικών
συμπεριφορών στην κοινωνία.
Αξιοσημείωτες αναφορικά με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του συγκεκριμένου νόμου είναι
οι ακόλουθες δύο επιλογές του εθνικού νομοθέτη260: πρώτον, το γεγονός ότι επιλέγει την
ποινικοποίηση της δημόσιας προτροπής σε πράξεις ή ενέργειες, οι οποίες με τη σειρά τους261
έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος262 ή βία263 σε βάρος ατόμου ή ομάδας

258 Τιμωρούταν δε με φυλάκιση μέχρι δύο έτη (πλαίσιο ποινής: 10 ημέρες-2 χρόνια) ή με χρηματική
ποινή ή και με τις δύο παραπάνω ποινές.
259 Όπου και προβλέπεται το εξής: «Τα κράτη-μέλη…αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως

εφαρμόσωσιν άμεσα και θετικά μέτρα ενδεδειγμένα δια την εξάλειψιν πάσης παροτρύνσεως ή
ενεργειών προς τοιαύτην διάκρισιν και, προς τον σκοπόν τούτον,… όπως μεταξύ άλλων: α) Δηλώσωσι
κολάσιμον κατά νόμον παράβασιν πάσαν… παρότρυνσιν προς φυλετικήν διάκρισιν, ως και πράξεις βίας
ή παρότρυνσιν προς διάπραξιν τοιούτων πράξεων εναντίον οιασδήποτε φυλής, ή ομάδας προσώπων
άλλου χρώματος ή εθνολογικής προελεύσεως…».
260 Στο σημείο αυτό δεν θα πραγματοποιηθεί πλήρης ανάλυση των επιμέρους στοιχείων της

αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των οικείων αδικημάτων, παρά μόνο μια επιλεκτική
αναφορά σε συγκεκριμένες τοποθετήσεις του Έλληνα νομοθέτη που δίνουν το στίγμα και εν γένει το
πνεύμα του υπό εξέταση νόμου.
261 Πράξεις ή ενέργειες άλλου ή άλλων ατόμων, διαφορετικών του προτρέψαντος, όπως αυτό

προκύπτει από τη λογική των πραγμάτων, καθότι ο δράστης δεν είναι νοητό να προτρέπει τον εαυτό
του.
262 Η έννοια «μίσος» χρησιμοποιείται στο άρθρο 4 περίπτωση α’ της Σύμβασης μόνο στην περίπτωση

κατά την οποία αναλαμβάνεται η υποχρέωση να καταστεί ποινικά κολάσιμη κάθε διάδοση ιδεών
βασιζόμενων σε φυλετική ανωτερότητα και μίσος («πάσαν διάδοσιν ιδεών βασιζομένων επί της

[79]
ατόμων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλετική ή την εθνική τους καταγωγή 264, μιας
συμπεριφοράς δηλαδή που, ιδωμένη σε γραμμική θεώρηση από άποψη εξέλιξης, είναι
απομακρυσμένη από την ίδια την πραγμάτωση της ρατσιστικής διάκρισης, του μίσους ή της
βίας.
Βέβαια εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στην Εισηγητική Έκθεση του νόμου265
αναφέρεται πως τιμωρείται με τις ποινές που αναγράφονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του
νομοσχεδίου «ο εκ προθέσεως δημοσίως προβαίνων266 ή προτρέπων εις πράξεις ή ενεργείας
συνιστώσας267 ή εκδήλωσιν μίσους ή βίας κατά προσώπων ή ομάδος προσώπων, λόγω της
φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, δια της χρησιμοποιήσεως των εν διατάξει ενδεικτικώς
αναφερομένων μέσων». Παρατηρείται, δηλαδή, μία διπλή διαφοροποίηση σε σχέση με την
τελική διατύπωση του κειμένου του νόμου. Πρώτον, η εισηγητική έκθεση του ν. 927/1979
συμπεριελάμβανε στο άρθρο 1 παρ. 1 ως δράστη και το πρόσωπο εκείνο που τελεί («ο εκ
προθέσεως προβαίνων» εις…) πράξεις ή ενέργειες268 που συνιστούν εκδήλωση μίσους ή βίας
σε βάρος προσώπων ή ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής τους269,

φυλετικής ανωτερότητος και μίσους»). Συνεπώς, το στοιχείο της παρότρυνσης σε πράξεις που μπορούν
να προκαλέσουν μίσος εισάγεται για πρώτη φορά στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος από
τον Έλληνα νομοθέτη, δίχως να υφίσταται τέτοια υποχρέωση. Παρατηρούμε δηλαδή ότι στη μεν πρώτη
περίπτωση το μίσος αποτελεί το κίνητρο της συμπεριφοράς του δράστη, ενώ στη δεύτερη το δυνητικό
αποτέλεσμα αυτής, με βάση το γράμμα του νόμου. Η εν λόγω επιλογή (β’ περίπτωση) δε φαίνεται να
συνάδει με την απαγόρευση για ποινικοποίηση του φρονήματος, των σκέψεων δηλαδή και των
συναισθημάτων, όσο ακόμα αυτές δεν έχουν εκδηλωθεί στον εξωτερικό και κοινωνικό χώρο,
επιφέροντας μια μεταβολή σε αυτόν (άρ. 7 παρ. 1 του Σ και άρ. 14 παρ. 1 του ΠΚ). Μια σύμφωνη με το
Σύνταγμα ερμηνεία επιτάσσει να θεωρηθεί ως δυνητικό αποτέλεσμα η τέλεση πράξεων μίσους και όχι η
δημιουργία απλώς ενός συναισθήματος. Έτσι και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015,
σ. 731.
263 Περαιτέρω, άξια ποινικού κολασμού θεωρείται κατά τη Σύμβαση και η παρότρυνση προς φυλετική

διάκριση («πάσαν παρότρυνσιν προς φυλετικήν διάκρισιν») και προς διάπραξη πράξεων βίας [«ή
παρότρυνσιν προς διάπραξιν τοιούτων (αναφέρεται στο προηγούμενο: «ως και πράξεις βίας»).
264 Κι όχι καθ’ εαυτή τη διάκριση ή την τέλεση πράξεων βίας, μολονότι ξεκάθαρα αναφέρονται στη

Σύμβαση ως άξιες ποινικού κολασμού και οι πράξεις βίας («…, ως και πράξεις βίας...») εναντίον
οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή εθνολογικής προέλευσης.
265 Κ. Σιφναίου, Πανδέκται Νέων Νόμων και Διαταγμάτων, Τόμος ΝΔ΄ 30, σ. 463-465.

266 Η έμφαση της γράφουσας.

267 Η έμφαση της γράφουσας.

268 Αινιγματική η επιλογή της παρατακτικής παράθεση δύο απολύτως ταυτόσημων εννοιών (πράξεις ή

ενέργειες) κι ως εκ τούτου κρίνεται περιττή η χρήση του δεύτερου όρου.


269 Βέβαια, η συγκεκριμένη διατύπωση παραπέμπει εν μέρει σε έγκλημα μίσους (ή ρατσιστικό

έγκλημα), όπως αυτό εννοιολογήθηκε παραπάνω, και φυσικά συνοδεύεται από όλα τα
προαναφερθέντα επιχειρήματα υπέρ της απάλειψης της έννοιας «μίσος» από την αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος. Ίσως η διατύπωση αυτή αποτελεί μια πρώιμη αναφορά στο ρατσιστικό
έγκλημα, το οποίο πάντως τυποποιήθηκε για πρώτη φορά στον Ποινικό Κώδικα ως γενική,

[80]
ενώ τελικά στη διάταξη του νόμου προβλέφθηκε μόνο η ποινικοποίηση της συμπεριφοράς του
προσώπου που προτρέπει σε τέτοιου είδους πράξεις270. Συνέβαινε έτσι το νομικό παράδοξο να
απειλείται με ποινική κύρωση εκείνος που δημόσια προτρέπει σε πράξεις που μπορούσαν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία, όχι όμως και εκείνος που τελούσε πράξεις που
συνίστανται σε βία, εκδηλώσεις μίσους ή διακρίσεων κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων
λόγω των συγκεκριμένων κριτηρίων που περιοριστικά αναφέρονταν στο νόμο271. Επιπρόσθετα,
αξιοσημείωτη είναι και η διαφοροποίηση ανάμεσα στη γραμματική διατύπωση της εν λόγω
διάταξης του τελικού κειμένου του νόμου και στην εισηγητική έκθεση σχετικά με το ζήτημα της
προσφορότητας της συμπεριφοράς του δράστη να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία. Από τη
μεν πρώτη, προκύπτει λογικά ότι ο δράστης προτρέπει άλλους σε πράξεις (ή εντελώς περιττά
ενέργειες) οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν272, έχουν δηλαδή ως δυνητικό αποτέλεσμα273,
διακρίσεις, μίσος ή βία. Εννοείται προφανώς με αυτή τη διατύπωση ότι θα πρέπει να
μεσολαβήσει η συμπεριφορά τρίτου προσώπου, πέραν του δράστη της προτροπής και του
θύματος, η οποία θα ενέχει ως ιδιότητα τη δυνατότητα πρόκλησης μίσους κλπ. Όμως,
επίκεντρο του ποινικού ενδιαφέροντος και εντεύθεν της δικαστικής αξιολόγησης αποτελούν ο
ίδιος ο δράστης και οι ιδιότητες της δικής του συμπεριφοράς και όχι άλλων παρεμβαλλόμενων
ατόμων, όπως υποδηλώνει λανθασμένα η διατύπωση του νόμου. Συνεπώς, ο ίδιος ο
προτρεπτικός λόγος του δράστη και ο τρόπος που αυτός εκφέρεται είναι πρωτίστως αυτός που
θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία274. Ομόρροπη προς το
ανωτέρω πνεύμα της διάταξης είναι η πρόβλεψη στην εισηγητική έκθεση του νόμου για
δράστη προτρέποντα «εις πράξεις ή ενεργείας συνιστώσας ή εκδήλωσιν μίσους ή βίας κατά
προσώπων ή ομάδας προσώπων, λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, δια της
χρησιμοποιήσεως των εν διατάξει ενδεικτικώς αναφερομένων μέσων, αλλά και παντός ετέρου

διακεκριμένη μορφή για όλα καταρχήν τα εγκλήματα, με το άρθρο 10 του Ν. 4285/2014 (το 2008
αποτελούσε μόνο, όπως είδαμε ανωτέρω, επιβαρυντική περίσταση, που φυσικά δε συνιστά αυτοτελές
έγκλημα) και συνεπώς η επαύξηση της ποινής στο έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά ήταν
αδύνατη την εποχή εκείνη (καθότι δεν συμπεριλήφθηκε εν τέλει στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979,
ούτε σε κάποιο άλλο άρθρο του ίδιου νόμου και γενικά ούτε σε κάποιο άλλο νομοθέτημα).
270 Και μάλιστα δημόσια, με τα εκεί ενδεικτικά αναφερόμενα μέσα.

271 Φυλετική ή εθνική καταγωγή, μετέπειτα και το θρήσκευμα, όπως θα δούμε παρακάτω.

272 Αυτό προκύπτει από τη χρήση της μετοχής «δυναμένας». Η πτώση, ο αριθμός και το πρόσωπο της

μετοχής υποδηλώνουν ότι προσδιορίζει το μόλις προηγηθέν ουσιαστικό «πράξεις».


273 Και όχι ως κίνητρο.

274 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ.

446 επ., ο οποίος επισημαίνει ότι θα πρέπει να γίνει μια διορθωτική-τελεολογική ερμηνεία του νόμου,
σε συνάρτηση και με τη θέση που υποστηρίζει για το προστατευόμενο έννομο αγαθό, τέτοια που να
θεωρεί αξιόποινη τη συμπεριφορά του δράστη, μόνο όταν ο ίδιος ο προτρεπτικός λόγος είναι
πρόσφορος να προκαλέσει βία, εκδηλώσεις μίσους ή διακρίσεις.

[81]
μέσου, ως είναι λ.χ. και η παροχή πάσης βοηθείας ή η χρηματοδότησις δια φυλετικάς
δραστηριότητας»275.
Η προαναφερθείσα επιλογή του εθνικού νομοθέτη, υπαγορευμένη σαφώς από το άρθρο
4 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, ήγειρε πολύ ενδιαφέροντα δογματικά και ερμηνευτικά
ζητήματα. Υπήρξε για την ακρίβεια ένας διάλογος μεταξύ των θεωρητικών σχετικά με το αν
τυποποιείται στην παρ. 1 του άρθρου πρώτου του ν. 927/1979 ένα έγκλημα αφηρημένης
διακινδύνευσης276 ή αφηρημέν(α)ης-συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) διακινδύνευσης277.
Κριτήριο για τη διάκριση των εγκλημάτων διακινδύνευσης σε αφηρημένη και αφηρημένη(-α)-
συγκεκριμένη (άλλως δυνητική) αποτελεί το στοιχείο της προσφορότητας της συμπεριφοράς
του δράστη να θέσει σε κίνδυνο το προστατευόμενο από τη διάταξη έννομο αγαθό, χωρίς
βέβαια να χρειάζεται να έχει επέλθει πράγματι το αποτέλεσμα του κινδύνου. Πιο
συγκεκριμένα, εξετάζεται το κατά πόσο απαιτείται από το νόμο για την πλήρωση της
αντικειμενικής υπόστασης του εκάστοτε εγκλήματος να διαπιστώνεται αντίστοιχα είτε μια
«αφηρημένη» ή μια «συγκεκριμένη επικινδυνότητα» της συμπεριφοράς να προκαλέσει
κίνδυνο278. Κι όταν γίνεται λόγος για συγκεκριμένη επικινδυνότητα της συμπεριφοράς,
εννοείται το κατά πόσο στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσε πράγματι να επέλθει ο
275 Βέβαια, η διαφοροποίηση τούτη υποδηλώνει ότι η συμπεριφορά που περιγράφεται στην
Εισηγητική Έκθεση είναι στενότερη σε σχέση με την περιγραφόμενη στο νόμο.
276 Όπως υποστηρίζει ο Γ. Αποστολάκης, σε Η ποινική καταστολή των φυλετικών, εθνικών και

θρησκευτικών διακρίσεων, ΠοινΔικ 2002, σ. 1185 και ιδίως σ. 1186. Το άρθρο του Αποστολάκη στην
Ποινική Δικαιοσύνη από κοινού με το αμέσως παρακάτω αναφερόμενο του Ι. Μοροζίνη είναι από τα
λίγα που συναντάει κανείς κατόπιν σχετικής έρευνας στην ελληνική βιβλιογραφία και αρθρογραφία
αναφορικά με την εξέταση του Ν. 927/1979, και ιδιαίτερα των στοιχείων της νομοτυπικής υπόστασης
αυτών, πριν τις σημαντικές τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4285/2014. Συναφή βέβαια είναι και τα
κείμενα των Χ. Ανθόπουλου, Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης, 2000,
του ιδίου, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 31 επ.,
Χ. Παπαστυλιανού, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελευθερίας του
λόγου, ΠοινΔικ 2005, σ. 333 επ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία
της έκφρασης ΠοινΧρον 2013, 481 επ.
277 Ή επικινδυνότητας, θέση που υποστήριξε ο Ι. Μοροζίνης, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 447.

278 Από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι.Έγκλημα, 2006,

σ. 174 και 177 (υποσ. 28), ο οποίος κάνει λόγο για «εγκλήματα επικινδυνότητας», τα οποία διαχωρίζει
από τα «εγκλήματα κινδύνου», στα οποία και απαιτείται για την κατάφασή τους η πρόκληση μίας
«κατάστασης κινδύνου βλάβης ενός έννομου αγαθού». Μια «γενική ικανότητα» της τυποποιημένης στο
νόμο συμπεριφοράς να προκαλέσει κίνδυνο για ένα έννομο αγαθό απαιτεί ο Χ. Μυλωνόπουλος, ΠΔ.
Γενικό Μέρος. Ι, 2007, σ. 152 για την οριοθέτηση των εγκλημάτων αφηρημένα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης (ή αλλιώς καταλληλότητας-Eignungsdelikte). Για «πράξη επικίνδυνη in abstracto»,
ώστε να καθίσταται αναγκαία η μετάθεση της ποινικής προστασίας προς τα εμπρός, και χωρίς
διαπίστωση κινδύνου κάνει λόγο ο Ν. Χωραφάς (επιμ. Σταμάτη), Ποιν. Δίκαιον, όπ.π., σ. 174
αναφορικά με τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης. Ομοίως και ο Ι. Γιαννίδης, σε Συστηματική
Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, Άρθρα 1-133, 2005, ερμηνεία άρθρου 14 του ΠΚ, σ. 153-154.

[82]
κίνδυνος βλάβης του έννομου αγαθού279. Αν αντίθετα η ως άνω ιδιότητα της συμπεριφοράς δε
χρειάζεται να διαπιστώνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά απλώς αποτέλεσε το λόγο της
νομοθετικής πρόβλεψης, τότε αναφερόμαστε πλέον στα εγκλήματα αφηρημένης
επικινδυνότητας280,281.
Σύμφωνα τώρα με την άποψη που υποστήριξε την πρώτη θέση, τέθηκε ως κριτήριο
διάκρισης το κατά πόσο οι παρεμβληθείσες συμπεριφορές (και συγκεκριμένα οι πράξεις ή

279 Ή, σύμφωνα με μια άλλη διατύπωση, κατά πόσο διαπιστώνεται ο κίνδυνος ως αφηρημένα ή
συγκεκριμένα (in concreto, στη συγκεκριμένη περίπτωση) πραγματικά «δυνάμενος» να προκύψει,
δηλαδή ως δυνατότητα και όχι ως πραγματικό, εμπειρικά διαγνώσιμο γεγονός (ως αποτέλεσμα της
πράξης που αναγράφεται ρητά στην αντικειμενική υπόσταση), οπότε στην τελευταία περίπτωση θα
επρόκειτο για εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης. Η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου, λοιπόν,
θα είναι είτε αφηρημένη, έτσι δηλαδή όπως την έκρινε ήδη ο νομοθέτης στο στάδιο της νομοθετικής
πρόβλεψης, είτε συγκεκριμένη, όπως δηλαδή θα την κρίνει ο δικαστής πλέον στο στάδιο της δικαστικής
διερεύνησης της συγκεκριμένης υπόθεσης και υπό τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά. Έτσι ο Ι.
Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 271-272. Πρόκειται ουσιαστικά για τα εγκλήματα
αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης ή αλλιώς για τα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης,
όπως χαρακτηρίζονται από τον Ν. Παρασκευόπουλο, Φρόνημα και καταλογισμός στο Ποινικό δίκαιο,
1987.
280 Σύμφωνα με τον Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γεν. Θεωρία, όπ.π., σ. 270-272, τα εγκλήματα αυτά

ονομάζονται μη γνήσια εγκλήματα διακινδύνευσης ή εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης, στα


οποία «η αφηρημένη δυνατότητα βλάβης έχει κριθεί a priori από το νομοθέτη και ανεξάρτητα από
εμπειρικές συνθήκες που θα επέτρεπαν την εμπειρική εξέλιξή της σε βλάβη». Βλ. επίσης εκεί και τους
προβληματισμούς του συγγραφέα σχετικά με τα παραπάνω εγκλήματα, που κατά την άποψή του,
οδηγούν σε τιμώρηση του φρονήματος δίχως τη συμπερίληψη στην αντικειμενική τους υπόσταση ενός
«όρου κινδύνου». Πρβλ. και Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι, 2007, σ. 150, όπου επισημαίνεται
ότι «ο κίνδυνος δεν είναι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης αλλά ο νομοθετικός λόγος για τον
οποίο αυτά τιμωρούνται». Ομοίως και ο Ν. Χωραφάς (επιμ. Σταμάτη), Ποιν. Δίκαιον, όπ.π., σ. 174,
αναφέρει ότι στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης ο κίνδυνος δεν αποτελεί στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης, αλλά «νομοθετικήν αιτίαν της διαμορφώσεως του εγκλήματος τούτου».
281 Πρβλ. όμως και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Άρθρα 264-289 ΠΚ, 2005, σ.

43-44, η οποία αντιλαμβάνεται τον αφηρημένο κίνδυνο ως ένα «ουσιαστικό, εμπειρικό μέγεθος
κινδύνου για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση» και δεν αρκείται στη γενική-αφηρημένη επικινδυνότητα
της συμπεριφοράς, όπως την εκτίμησε ο νομοθέτης, λόγω της στατιστικά συχνής εμφάνισής της, αλλά
απαιτεί ταυτόχρονα και την «πραγματική δυνατότητα της τυποποιούμενης και συγκεκριμένα
κρινόμενης συμπεριφοράς να προκαλέσει τον κίνδυνο». Πρβλ. Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι.
Έγκλημα, 2006, σ. 176-178, όπου και οριοθετεί τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης σε σχέση με
τα εγκλήματα της αφηρημένα-συγκεκριμένης χρησιμοποιώντας το ποσοτικό και συνάμα ποιοτικό
κριτήριο του πόσοι περισσότεροι αιτιακοί όροι πρέπει να έχουν πραγματωθεί, έτσι ώστε «να μπορεί
ανά πάσα στιγμή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να εισέλθει το έννομο αγαθό σε μια λειτουργική
εστία κινδύνου».

[83]
ενέργειες) των τρίτων282 στις οποίες προτρέπει ο δράστης του άρθρου 1 είναι πρόσφορες να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία. Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για
έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης, με την αιτιολογία ότι δε χρειάζεται πράγματι να επέλθει
το αποτέλεσμα της βλάβης του έννομου αγαθού, αρκεί να υπάρχει μια γενική προσφορότητα
των συγκεκριμένων (ενδιάμεσων) πράξεων να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία283. Η δε
δεύτερη υποστηριζόμενη άποψη απαιτεί για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος τη διαπίστωση
σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (in concreto) ότι ο προτρεπτικός λόγος του δράστη
μπορούσε (ήταν πρόσφορος) στην εξεταζόμενη περίπτωση να προκαλέσει τουλάχιστον
συγκεκριμένο κίνδυνο για τα προστατευόμενα ατομικά έννομα αγαθά των ευάλωτων
κοινωνικών ομάδων που θίγονται284. Η θεώρηση του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο
1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 ως εγκλήματος δυνητικής, άλλως αφηρημένα-συγκεκριμένης
διακινδύνευσης τεκμηριώνεται με την ακόλουθη επιχειρηματολογία: αφικνείται από τη σωστή
βάση, που είναι η οριοθέτηση του προστατευόμενου από τις εν λόγω διατάξεις έννομου
αγαθού. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πιο πάνω θέση, «(προ-) προστατεύονται ατομικά
έννομα αγαθά (ιδίως ζωή, υγεία, τιμή, αλλά και ανθρώπινη αξία), υπό την έννοια συνολικής
προστασίας «τάξεων» ατομικών έννομων αγαθών των μελών των συγκεκριμένων στοχευμένων
ομάδων»285. Στη συνέχεια, το δυνητικό αποτέλεσμα που αναφέρεται στη διάταξη ότι μπορεί να
προκληθεί από τον προτρεπτικό λόγο του δράστη (αυτό της βίας, μίσους ή διακρίσεων κατά

282 Κι όχι του προτρέψαντος δράστη, που αποτελεί και το υποκείμενο που πραγματώνει την
αντικειμενική υπόσταση των συγκεκριμένων αδικημάτων. Βλ. όμως αντίθετα Ι. Μοροζίνη, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2010, σ. 448, όπου και τάσσεται υπέρ μίας διορθωτικής-τελεολογικής ερμηνείας του άρθρου
πρώτου του Ν. 927/1979, σύμφωνα με την οποία η δυνατότητα (προσφορότητα) πρόκλησης
διακρίσεων, μίσους ή βίας κατά ατόμων ή ομάδας ατόμων αναφέρεται στον προτρεπτικό λόγο του
δράστη, χαρακτηρίζει δηλαδή αυτόν (είναι ιδιότητά του) κι όχι τις πράξεις ή τις ενέργειες τρίτων
προσώπων, που δεν είναι, άλλωστε, υποκείμενα τέλεσης των τυποποιημένων εδώ αδικημάτων.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την τελευταία άποψη, θα πρέπει ο προτρεπτικός λόγος του δράστη να είναι
πρόσφορος να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία.
283 Κατά την ακριβή διατύπωση του συγγραφέα: «Δεν είναι απαραίτητο να προκληθούν πράγματι οι

διακρίσεις, το μίσος και η βία. Αρκεί ότι οι πράξεις που αφορά η προτροπή είναι πρόσφορες να
προκαλέσουν τέτοιο αποτέλεσμα. Πρόκειται δηλαδή για αδίκημα αφηρημένης διακινδύνευσης».Βλ. γι’
αυτό Γ. Αποστολάκη, όπ.π., σ. 1186.
284 Δίχως να απαιτείται βέβαια η επέλευση συγκεκριμένου κινδύνου. Παραθέτει δε το χαρακτηριστικό

παράδειγμα όπου κάποιος αναφέρει ενώπιον της Ακαδημίας Αθηνών τη φράση: «ο εβραϊσμός πρέπει
να εξαλειφθεί με κάθε μέσον». Σε μια τέτοια περίπτωση δε θεωρεί πως υπάρχει προσφορότητα για
πρόκληση κινδύνου, αντιδιαστέλλοντάς την με την περίπτωση να αναφέρει κανείς την ίδια φράση
μπροστά σε μια «κοχλάζουσα» συγκέντρωση μελών νεοεθνικοσοσιαλιστικής οργάνωσης. Βλ. σχετικά Ι.
Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 447.
285 Βλ. Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 447.

[84]
προσώπου ή ομάδας προσώπων)286 ταυτίζεται με «την κατάσταση εκείνη που εγκυμονεί
κινδύνους για τα ατομικά έννομα αγαθά»287 και άρα τυποποιείται προφανώς, σύμφωνα με την
άποψη αυτή, μια δυνατότητα κινδύνου για τα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα αγαθά
και όχι μια δυνατότητα βλάβης. Η μόλις προαναφερθείσα επιχειρηματολογία οδηγεί σε ένα
φαινομενικά ορθό αποτέλεσμα, ότι δηλαδή τυποποιείται στο νόμο ένα αδίκημα δυνητικής
διακινδύνευσης, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου σε κάθε μερικότερη περίπτωση αρκεί να
αποδειχθεί ότι η συμπεριφορά του δράστη ήταν πρόσφορη (είχε τη δυνατότητα υπό τις
δεδομένες συνθήκες του περιστατικού) να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία, δηλαδή κίνδυνο
για τα ατομικά έννομα αγαθά του (ή των) θιγόμενου(-ων) προσώπου(-ων). Αν πράγματι έτσι
έχουν τα πράγματα, δεν απαιτείται να έχουν πληρωθεί τόσοι όροι ώστε να βρίσκεται το έννομο
αγαθό μέσα στην πηγή του κινδύνου. Αρκούν και λιγότεροι, έτσι που ανά πάσα στιγμή να
καθίσταται δυνατή η διακινδύνευση του προστατευόμενου έννομου αγαθού.
Δεύτερη αξιομνημόνευτη επιλογή του εθνικού νομοθέτη στο άρθρο 1 παρ. 1 συνιστά το
γεγονός ότι, προσανατολισμένος προς την κατεύθυνση που έθεσε η Σύμβαση, θέτει ως
αποκλειστικά αίτια του ρατσιστικού λόγου288 τη φυλετική και την εθνική καταγωγή του
θύματος, δίχως να γίνεται η οποιαδήποτε αναφορά σε άλλα στοιχεία, όπως είναι για
παράδειγμα η θρησκεία289, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αναπηρία ή η ταυτότητα φύλου
του θύματος290. Βέβαια, το 1984, με εισήγηση του Γ. Α. Μαγκάκη, υπουργού Δικαιοσύνης της
κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, προστίθεται με μια τροπολογία που εισήχθη στο άρθρο 24 του Ν.
1419/84 και η περίπτωση του θρησκεύματος. Σύμφωνα με αυτή: «Όπου στο Ν. 927/1979 "περί
κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις" αναφέρεται η
φυλετική ή εθνική καταγωγή, προστίθεται και η περίπτωση "του θρησκεύματος”».
Η παραπάνω επιλογή δημιουργεί την εντύπωση ότι τα κριτήρια της φυλετικής και της
εθνικής καταγωγής (μετέπειτα και του θρησκεύματος) πρέπει να αποτελούν το μοναδικό λόγο

286 Όρος, βέβαια, της αντικειμενικής υπόστασης είναι η δυνατότητα της συμπεριφοράς να προκαλέσει
αυτά τα αποτελέσματα και όχι τα αποτελέσματα καθεαυτά.
287 Βλ. Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 447.

288 «Εκ μόνου του λόγου…», περιορίζοντας αντίστοιχα το αξιόποινο.

289 Η παράλειψη του όρου αυτού οφειλόταν ενδεχομένως και σε πιέσεις που υφίστατο η ελληνική

κυβέρνηση από κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, διότι φοβόταν η τελευταία ότι η συμπεριφορά
πολλών ιερέων πιθανώς θα μπορούσε να υπαχθεί στις τυποποιημένες νομοτυπικές υποστάσεις του εν
λόγω νομοθετήματος. Βλ. σχετικά Τ. Κατσιμάρδο, (2013). Αναδρομή σ’ ένα ελληνικό παράδοξο.
Αντιρατσιστική νομοθεσία με ατέλειες ή παραλείψεις. Εφημερίδα Έθνος. Ανακτήθηκε στις 26/10/2016
από την ιστοσελίδα
http://www.ethnos.gr/politiki/arthro/antiratsistiki_nomothesia_me_ateleies_h_paraleipseis-
63841093.
290 Δίχως φυσικά ταυτόχρονα να υφίσταται η δυνατότητα για θεμελίωση αξιοποίνου σε αυτές τις

περιπτώσεις, καθότι μία τέτοια αναλογική ερμηνεία, φιλτραρισμένη μέσα από τη συνταγματικά
κατοχυρωμένη αρχή: «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο σαφή» (“nullumcrimen, nulla poena
sine lege stricta”), απαγορεύεται, ως αποβαίνουσα σε βάρος του κατηγορουμένου.

[85]
για τον οποίο ο δράστης προέβη στην τυποποιούμενη συμπεριφορά. Για την ακρίβεια θα
πρέπει να διαγιγνώσκεται ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά αποτελούν το αίτιο291, και μάλιστα το
μοναδικό, της συμπεριφοράς, η δε συμπεριφορά το αιτιατό αυτών. Επιλέγει δηλαδή ο δράστης
τα θύματά του και τα στοχοποιεί μόνο και μόνο επειδή φέρουν ορισμένες ιδιότητες (φυσικές ή
κοινωνικές, εγγενείς ή επίκτητες)292 και άρα για αυτό που είναι293. Βέβαια, είναι αδιάφορο το
εάν τα ως άνω χαρακτηριστικά δημιουργούν στο δράστη αισθήματα μίσους294, περιφρόνησης,
καταφρόνησης και διάθεση υποτίμησης απέναντι στη στοχευμένη ομάδα295. Αν όμως
συντρέχει ταυτόχρονα και κάποιος άλλος λόγος, που δε σχετίζεται με αυτά τα κριτήρια, όπως
π.χ. η προηγούμενη συμπεριφορά του ατόμου ή της ομάδας ατόμων σε βάρος των οποίων
στρέφεται ο δράστης του άρ. 1 παρ. 1 (είτε στρεφόμενη κατά του δράστη της προτροπής ή
άσχετη με αυτόν), δεν πληρούται ο όρος «εκ μόνου του λόγου» της προτροπής296. Θα πρέπει,
με άλλα λόγια, να γίνει η εξής σκέψη: αν έλειπαν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του
θύματος, θα προέβαινε ο δράστης στην πράξη της προτροπής;297 Σε περίπτωση καταφατικής
απάντησης, δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη συμπεριφορά του δράστη και τα
στοιχεία της φυλετικής και εθνικής καταγωγής του θύματος, καθώς επίσης και του
θρησκεύματος αυτού.
Δυνατότητα για διεύρυνση της βάσης και συνάμα πολλαπλασιασμού των αιτιών που
γεννούν τη ρητορική του μίσους, μολονότι δεν αξιοποιήθηκε από τον Έλληνα νομοθέτη κατά
το χρονικό σημείο της ψήφισης του Ν. 927/1979, φαίνεται να παρέχεται στα κράτη-μέλη της
Σύμβασης. Καταρχάς, η δυνατότητα αυτή ευχερώς συνάγεται από το Προοίμιο298 της

291 Conditio sine qua non (όρος χωρίς τον οποίο δεν…).
292 Αντικειμενικά προσδιορίσιμες.
293 Εφόσον τα χαρακτηριστικά αυτά είναι προσδιοριστικά της βιολογικής ταυτότητας του ατόμου και

της κοινωνικής του παράστασης.


294 Το μίσος, ή ορθότερα οι πράξεις μίσους, όπως έγινε δεκτό παραπάνω, αποτελεί το δυνητικό

αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη και όχι το κίνητρο αυτής.


295 Από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν απαιτείται για την πλήρωση των όρων της ειδικής υπόστασης

του εγκλήματος.
296 Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει και από την αντιπαραβολή της υπό εξέταση διάταξης με το νέο

άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014. Στο τελευταίο έχει
απαλειφθεί η σχετική πρόβλεψη, ενώ αρκεί η ένταξη του θύματος σε κάποια από τις εκεί αναφερόμενες
ομάδες, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η ύπαρξη και κάποιου άλλου λόγου (π.χ. προσωπικού). Για την
τελευταία παρατήρηση βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ΠοινΧρον 2015, σ. 731.
297 Εδώ αξιολογείται το σκεπτικό που ακολουθείται με βάση τη θεωρία του ισοδυνάμου των όρων.

298 Για την αξία του προοιμίου μιας συνθήκης ως αναπόσπαστου μέρους αυτής, συμβάλλοντος στην

ερμηνεία αλλά και εφαρμογή της, βλ. άρθρο 31 της Σύμβασης της Βιέννης περί του δικαίου των
συνθηκών, η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.Δ. 402 της 2/23 Μαΐου 1974, ΦΕΚ Α’ 141, όπου και
αναφέρεται πως: «1. Η συνθήκη δέον να ερμηνεύηται καλή τη πίστει, συμφώνως προς την συνήθη
έννοιαν ή τις δίδεται εις τους όρους της συνθήκης, εν τω συνόλω αυτών και υπό το φως του

[86]
Σύμβασης. Εκεί γίνεται αναφορά στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και
ξεκάθαρα επισημαίνεται η ανάγκη ανάπτυξης και ενθάρρυνσης του παγκόσμιου σεβασμού και
τήρησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών όλων, άνευ
διακρίσεως φυλής, φύλου, γλώσσας και θρησκείας299. Κατά δεύτερον, προκύπτει από το ίδιο το
πνεύμα της Σύμβασης, αφού, συμπλέοντας με τα Ηνωμένα Έθνη, θέτει ως απώτερο στόχο την
εγκαθίδρυση και την εμπέδωση μιας παγκόσμιας κοινωνίας ανθρώπων που θα διέπεται από
όρους ειρηνικής συμβίωσης και φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών, όπου όλοι ανεμπόδιστα θα
απολαμβάνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους «άνευ ουδεμίας διακρίσεως, ιδίως300
φυλετικής, χρώματος και εθνικής προελεύσεως».

3.2. Δημιουργία ή συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση (άρθρο 1 παρ. 2 Ν.


927/1979)

Συνεχίζοντας την ανάγνωση του Ν. 927/1979 παρατηρούμε πως στο άρθρο 1 παρ. 2 του
νόμου τιμωρούταν301 όποιος: «συνιστά ή συμμετέχει εις οργανώσεις, αι οποίαι επιδιώκουν
ωργανωμένην προπαγάνδαν ή δραστηριότητας πάσης μορφής τείνουσας εις φυλετικάς
διακρίσεις». Η ρύθμιση αυτή ικανοποιεί με τη σειρά της την απορρέουσα από το άρθρο 4
περίπτωση β’ της Σύμβασης302 απαίτηση για πρόβλεψη ποινικού κολασμού ενάντια σε
εκδηλώσεις ανθρώπινης συμπεριφοράς που σχετίζονται με τη σύσταση ή/και τη συμμετοχή σε

αντικειμένου και του σκοπού της. 2. Το σύνολον της συνθήκης, διά τους σκοπούς ερμηνείας ταύτης,
εκτός του κειμένου, περιέχοντος τον προοίμιον και τα παραρτήματα αυτής, περιλαμβάνει:…».
299 Για το Προοίμιο της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων

βλ. το Ν.Δ. 494/1970 της 3ης Απριλίου 1970 (ΦΕΚ Α΄ 77/3.4.1970). Μετά την επικύρωση τίθεται το
πρωτότυπο κείμενο στη γαλλική και ακολουθεί η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα.
300 Η χρήση του όρου «ιδίως» στην Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ), η

οποία και λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τη Σύμβαση, όπως αυτό διατρανώνεται στην αρχή σχεδόν
του Προοιμίου της, υποδηλώνει μια ενδεικτική κι όχι περιοριστική παράθεση των λόγων που μπορεί να
οδηγήσουν σε απαγορευμένη διάκριση. Άλλωστε, η συχνή παραπομπή στην ΟΔΔΑ μπορεί να
ερμηνευτεί μόνο ως γεγονός που υποδηλώνει στενή ιδεολογική σύνδεση ανάμεσα στα δύο διεθνή
κείμενα, αποτελώντας έτσι η τελευταία όχι μόνο πηγή έμπνευσης για τη Σύμβαση αλλά και θεμιτή βάση
για την ερμηνεία της.
301 Με τις ίδιες ποινές που απειλεί και η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου («Δια των εν παρ. 1 ποινών

τιμωρείται…»), δηλαδή με φυλάκιση μέχρι δύο έτη (πλαίσιο ποινής: 10 ημέρες-2 χρόνια) ή με
χρηματική ποινή ή και με τις δύο παραπάνω ποινές.
302 Συγκεκριμένα: «Τα κράτη-μέλη … αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως εφαρμόσωσιν άμεσα και

θετικά μέτρα ενδεδειγμένα δια την εξάλειψιν πάσης παροτρύνσεως ή ενεργειών προς τοιαύτην
διάκρισιν και, προς τον σκοπόν τούτον,…όπως μεταξύ άλλων: β) Δηλώσωσι ως παρανόμους οργανώσεις
και απαγορεύσωσι τας οργανώσεις ταύτας ως και τας δραστηριότητας ωργανωμένης προπαγάνδας και
πάντα άλλον τύπον προπαγανδιστικής δραστηριότητας, αίτινες παροτρύνουσιν εις την φυλετικήν
διάκρισιν και αίτινες ενθαρρύνουσιν αυτήν, και όπως δηλώσωσιν ως υπό του νόμου κολάσιμον αδίκημα
την συμμετοχήν εις τοιαύτας οργανώσεις ή τοιαύτας δραστηριότητας».

[87]
οργανώσεις που προωθούν τις διακρίσεις μέσω συστηματικής προπαγάνδας καθώς και με
οποιεσδήποτε άλλες προπαγανδιστικές δραστηριότητες303, οι οποίες παροτρύνουν σε
φυλετικές διακρίσεις και ενθαρρύνουν αυτές.

3.3. Εκφορά προσβλητικών ιδεών (άρθρο 2 Ν. 927/1979)

Το άρθρο 2 του Ν. 927/1979, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατόπιν της προσθήκης του
θρησκεύματος με το Ν. 1419/84 (άρθρο 24), καθιστούσε ποινικά κολάσιμη και επισύρουσα
ταυτόχρονα ποινική κύρωση304 την ακόλουθη συμπεριφορά: «Όστις δημοσίως, είτε
προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου
μέσου, εκφράζει ιδέας προσβλητικάς κατά προσώπου ή ομάδος προσώπων λόγω της φυλετικής
ή εθνικής καταγωγής των ή του θρησκεύματος». Η ως άνω αναφερόμενη διάταξη θυμίζει μεν,
δεν ταυτίζεται ωστόσο (ή τουλάχιστον δε θα έπρεπε να ταυτίζεται305) με την αντίστοιχη
πρόβλεψη του άρθρου 4 περίπτωση α’ της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, όπου απαιτείται να
καταστεί ποινικά κολάσιμη «πάσαν διάδοσιν ιδεών βασιζομένων επί της φυλετικής
ανωτερότητας και μίσους». Πάντως, αντικειμενικά στο Ν. 927/1979 απαιτείτο η δημόσια
εκφορά προσβλητικών ιδεών αναφορικά με κάποιο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων επί τη βάσει
της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής ή του θρησκεύματός τους.
Αναφορικά με το εν λόγω έγκλημα εκφράστηκαν παραλλάσσουσες απόψεις περί του
εάν πρόκειται για ειδικότερη διάταξη (lex specialis) της εξύβρισης του ά. 361 ΠΚ, και μάλιστα
για διακεκριμένη παραλλαγή306, ή για έγκλημα ιδιώνυμο307 (sui generis) σε σχέση με την
εξύβριση. Υποστηρικτική βάση της πρώτης αποτέλεσε η θέση ότι και στο άρθρο 2 του Ν.
927/1979 τυποποιείται ως αδίκημα η εκφορά προσβλητικών/καταφρονητικών ιδεών σε βάρος
ενός ατόμου ή ομάδας ατόμων λόγω συγκεκριμένα της φυλετικής ή της εθνικής καταγωγής ή
λόγω του θρησκεύματος του θύματος, συμπεριφορά που υποβιβάζει το άτομο και του αποδίδει
ένα μειωμένο status τιμής, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην εξύβριση, όπου και εκεί ο παθών
υποβιβάζεται σε ένα κατώτερο επίπεδο τιμής308. Ενόψει αυτού κρίνεται ότι το άδικο του

303 Μη συστηματικές, μεθοδευμένες.


304 Με φυλάκιση μέχρι ένα έτος (πλαίσιο ποινής 10 ημέρες - 1 έτος) ή χρηματική ποινή ή και με τις δύο
παραπάνω ποινές.
305 Δεν είναι η εκφορά των ιδεών γενικά που τιμωρείται με την εν λόγω διάταξη, αλλά η εκφορά

ισχυρισμών που προσβάλλουν την τιμή του άλλου, όπως συμβαίνει στο ά. 361 του ΠΚ.
306 Όπως υποστήριξε ο Ι. Μοροζίνης, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 448. Μολονότι προβλέπονται οι ίδιες

ακριβώς ποινές και για τις δύο πράξεις (φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή ή σωρευτική
επιβολή αυτών), το αδίκημα που τυποποιείται στο άρθρο 2 του Ν. 927/1979, με την τροποποίηση που
επήλθε με το Ν. 2910/2001 (άρθρο 39 παρ. 4), διωκόταν πλέον αυτεπαγγέλτως κι όχι κατόπιν
υποβολής εγκλήσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 368 για την εξύβριση. Ως εκ τούτου θεωρήθηκε
διακεκριμένη παραλλαγή.
307 Βλ. σχετικά Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1187.

308 Για την άποψη αυτή βλ. Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 448.

[88]
άρθρου 2 δεν είναι τόσο διαφοροποιημένο (aliud) σε σχέση με το άδικο του 361 ΠΚ, ώστε να
χαρακτηρισθεί ως ιδιώνυμο έγκλημα, αλλά ότι πρόκειται για μια ξεκάθαρη περίπτωση
ειδικότερης προσβολής της τιμής309. Η λογική σχέση της υπαλληλίας που φαίνεται να διέπει τις
δύο διατάξεις, σύμφωνα με την προαναφερθείσα άποψη, βασίζεται προφανώς στο ότι το
αδίκημα του άρθρου 2 του Ν. 927/1979, υπό την προγενέστερη μορφή του, εμπεριείχε την
εξύβριση του 361 ΠΚ (αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση) με εξειδικευμένο όμως το
υλικό αντικείμενο του εγκλήματος (πρόσωπο ή ομάδα προσώπων 310), το οποίο προσδιορίζεται
αποκλειστικά βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, ήτοι της καταγωγής (φυλετικής ή
εθνικής) ή του θρησκεύματος αυτού (εξειδικεύεται έτσι η καταφρονητική συμπεριφορά σε
σχέση με μία ειδικότερη έκφανση της ανθρώπινης προσωπικότητας).

3.4. Ρατσιστικές διακρίσεις κατά τη συναλλακτική παροχή αγαθών ή προσφορά


υπηρεσιών (άρθρο 3 Ν. 927/1979)

Τελευταίο στη σειρά άρθρο, που περιέχει τόσο το περιγραφικό όσο και το κυρωτικό
μέρος, είναι το άρθρο 3, όπου καταγράφεται ως αξιόποινη συμπεριφορά η ακόλουθη: «όστις
κατ’ επάγγελμα προμηθεύων αγαθά ή προσφέρων υπηρεσίας αρνείται εις τινά την παροχήν
τούτων μόνον λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής αυτού ή εξαρτάν την παροχήν από
όρον αναγόμενον εις την φυλετικήν ή εθνικήν καταγωγήν τινός»311.
Εδώ τυποποιούνταν υπαλλακτικά312 ως αδικήματα αφενός η άρνηση προμήθειας
αγαθών ή παροχής υπηρεσιών σε κάποιον εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή της εθνικής του

309 Πρβλ. όμως Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1187, όπου υποστηρίζεται η αντίθετη άποψη,
ότι δηλαδή πρόκειται για ιδιώνυμο έγκλημα, καθότι εντοπίζονται τρεις βασικές διαφορές ανάμεσα στα
δύο υπό κρίση αδικήματα: πρώτον, η εξύβριση μπορεί να καλύπτει όλο το φάσμα της ανθρώπινης
προσωπικότητας και αξιοπρέπειας κι όχι μόνο τις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 2 του Ν. 927/1979,
δεύτερον, στην εξύβριση ο παθών είναι πάντοτε συγκεκριμένο πρόσωπο και όχι ομάδα ατόμων και
τέλος, η εξύβριση μπορεί να λάβει χώρα και ιδιωτικά, σε αντίθεση με την πρόβλεψη του άρθρου 2 του
Ν. 927/1979 για δημόσια εκφορά των προσβλητικών ιδεών.
310 Καθιερώνεται εν προκειμένω η συλλογική εξύβριση. Βλ. όμως αντίθετα Δ. Σπινέλλη, Το έννομον

αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού προσβολαί, Αθήνα, 1976, σ. 313, του ιδίου, Ποινικό Δίκαιο,
Ειδικό Μέρος, Εγκλήματα κατά της τιμής, άρθρα 361-369 ΠΚ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σ. 17 επ., του
ιδίου, Το έννομο αγαθό της τιμής και οι αξιόποινες προσβολές του (τριάντα χρόνια μετά), ΠοινΧρον
2006, σ. 961 καθώς και Ν. Λίβο, Επί της εξυβρίσεως με ομαδικόν χαρακτηρισμόν (Παρατηρήσεις εξ
αφορμής της ΑΠ 1427/1990), ΠοινΧρον ΜΑ’, σ. 1217.
311 Τιμωρείται δε με φυλάκιση μέχρι ενός έτους (πλαίσιο ποινής 10 ημέρες - 1 χρόνος) ή με χρηματική

ποινή ή και με τις δύο παραπάνω ποινές.


312 Έγκλημα πολύτροπο και, μάλιστα, γνήσιο πολύτροπο ή αλλιώς διαζευκτικά/υπαλλακτικά μικτό. Οι

περισσότεροι τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο
αποτελώντας πάντοτε ένα έγκλημα, εφόσον βέβαια δεν έχει ειρηνεύσει το προστατευόμενο από τη
διάταξη και στη συγκεκριμένη περίπτωση θιγόμενο έννομο αγαθό, εξακολουθεί δηλαδή να βρίσκεται
κάτω από την εγκληματική κυριαρχία του δράστη. Για παράδειγμα, αρνείται Έλληνας αρτοποιός την

[89]
καταγωγής και μετέπειτα και της θρησκείας αυτού, μόνο όμως από πρόσωπα που κατ’
επάγγελμα κι όχι ευκαιριακά προμήθευαν αγαθά ή παρείχαν τις υπηρεσίες τους. Ως
υποκείμενα τέλεσης εννοούνται ενδεικτικά οι έμποροι (λιανικής ή χονδρικής πώλησης)
τροφίμων-φρούτων, ένδυσης-υπόδησης καθώς και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που παρέχουν
στο κοινό τις υπηρεσίες τους, όπως είναι οι γιατροί, οι δικηγόροι, ξενοδόχοι κ.ά., υπό την
περιοριστική προϋπόθεση ότι η προμήθεια γίνεται κατ’ επάγγελμα. Συνεπώς, από την αρχική
μορφή του αδικήματος αυτού αποκλείονταν οι περιπτώσεις παροχής αγαθών ή υπηρεσιών στο
πλαίσιο φιλανθρωπικής δράσης, ανθρωπιστικής βοήθειας, παροχής ελεημοσύνης από
θρησκευτικούς φορείς ακόμα και συγκεκαλυμμένης βοήθειας από κομματικές οργανώσεις.
Επρόκειτο, συνεπώς, για έγκλημα ιδιαίτερο κι όχι κοινό, διότι υποκείμενο τέλεσης (ως φυσικός
αυτουργός) των ως άνω υπαλλακτικά διατυπωμένων εγκλημάτων μπορούσε να είναι μόνο
πρόσωπο που έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα που το διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους
ανθρώπους, αυτήν της κατ’ επάγγελμα παροχής υπηρεσιών ή προμήθειας αγαθών. Aφετέρου
αδίκημα αποτελούσαν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η ως άνω παροχή εξαρτιόταν από όρο
αναγόμενο στη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή ενός προσώπου (και μεταγενέστερα στη
θρησκεία). Η δεύτερη αυτή διαζευκτικά διατυπωμένη περίπτωση φαίνεται να ενέχει
μεγαλύτερη ουσιαστική απαξία (επιπρόσθετο αντικειμενικό άδικο) σε σχέση με την πρώτη,
αφού η εξαρτώμενη από όρο (δηλαδή προϋπόθεση) αναγόμενο στη θρησκεία ή την καταγωγή -
φυλετική ή εθνοτική- ενός ατόμου παροχή προσβάλει σε ένα βαθμό, πέραν των άλλων, και την
προσωπική ελευθερία του θύματος (επί παραδείγματι: δέχεται ένας χριστιανός ξενοδόχος να
παράσχει κατάλυμα σε ένα μουσουλμάνο πρόσφυγα και τα δύο ανήλικα τέκνα του μία κρύα
νύχτα του χειμώνα μόνο υπό τον όρο ότι θα προβεί σε κάποια πράξη περιφρόνησης του Ισλάμ).
Σε μία τέτοια περίπτωση η αρχή της αναλογίας θα επέβαλε αντίστοιχη επιβάρυνση και στην
απειλούμενη ποινή. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν προβλέφθηκε.
Το άρθρο 3 καταργήθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3304/2005313, ενώ
η παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου προέβλεπε φυλάκιση έξι (6) μηνών μέχρι τριών (3) ετών και
χρηματική ποινή χιλίων (1.000) έως πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ σε βάρος όποιου παραβίαζε
την προβλεπόμενη στο Ν. 3304/2005 απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης για λόγους
εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής ή θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας
ή γενετήσιου προσανατολισμού κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή προσφορά
υπηρεσιών στο κοινό314. Βέβαια, πλέον ο Ν. 3304/2005 έχει καταργηθεί στο σύνολό του με το

πώληση ψωμιού σε αλλοεθνή γυναίκα (εξαιτίας της καταγωγής της από την Αλβανία), ενώ στη
συνέχεια, και μετά από θερμή παράκληση της τελευταίας, καθότι βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, δέχεται
την προμήθεια με τον όρο να αποκηρύξει το εθνικό της φρόνημα.
313 Νόμος 3304 (ΦΕΚ Α΄ 16/27.01.2005): Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως

φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή


γενετήσιου προσανατολισμού.
314 Ενώ αρχικά το άρθρο 3 του Ν. 927/1979, πριν την κατάργησή από το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν.

3304/2005, προέβλεπε για τις εκεί τιμωρούμενες πράξεις φυλάκιση μέχρι ένα έτος ή χρηματική ποινή

[90]
άρθρο 22 του Ν. 4443/2016, Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της
αρχής της ίσης μεταχείρισης ...για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία …
(ΦΕΚ Α΄ 232/9.12.2016). Στη θέση του άρ. 16 παρ. 1 του Ν. 3304/2005 βρίσκεται πλέον το άρ.
11 παρ. 1 του Ν. 4443/2016, όπου και πάλι απειλείται για την ίδια μορφή αξιόποινης
συμπεριφοράς ποινή φυλάκισης από έξι μήνες έως τρία χρόνια σωρευτικά με χρηματική ποινή
χιλίων έως πέντε χιλιάδες ευρώ.
Στο μεταξύ, με το Ν. 4356/2015 (ΦΕΚ Α΄ 181/24.12.2015), και συγκεκριμένα με το
άρθρο 29 αυτού, προστέθηκε στον Ποινικό Κώδικα στο κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της
τιμής (21ο κεφάλαιο), μετά το άρθρο 361 Α, το άρθρο 361 Β315. Το εν λόγω άρθρο διαπνεόταν
από το ίδιο αντιρατσιστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει την απαγόρευση διακρίσεων κατά τη
συναλλακτική διάθεση αγαθών ή προσφορά υπηρεσιών στο κοινό316, ενώ ταυτόχρονα
επέκτεινε την ποινική προστασία που παρέχεται στο άτομο από τον ήδη παράλληλα ισχύοντα
Ν. 4443/2016 απέναντι σε περιπτώσεις καταφρονητικής του μεταχείρισης κατά την προσφορά
υπηρεσιών ή την προμήθεια αγαθών σε εθελοντικό-ανθρωπιστικό επίπεδο317. Πλέον το άρ. 361

ή και τις δύο προαναφερόμενες ποινές, μετά τη θέσπιση του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 3304/2005, όπου
και τυποποιούνταν ως αδικήματα παρόμοιες μορφές συμπεριφοράς, το πλαίσιο ποινής αυξανόταν
σημαντικά (πλέον σε φυλάκιση από έξι μήνες έως τρία χρόνια). Αντίστοιχα, όμως, θα έπρεπε να είχε
αυξηθεί και το πλαίσιο ποινής του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 (στην παράγραφο 1 το πλαίσιο της
απειλούμενης ποινής είναι φυλάκιση τριών μηνών έως τρία χρόνια και χρηματική ποινή 5.000 έως
20.000 ευρώ), μετά την τροποποίησή του από το Ν. 4285/2014, για τις εκεί προβλεπόμενες
συμπεριφορές, οι οποίες είναι από άποψη απαξίας σοβαρότερες σε σχέση με εκείνες που
αποτυπώνονταν στο άρθρο 16 παρ. 1, πριν την κατάργησή του. Όπως παρατηρούσε σχετικά ο Χ.
Παπαχαραλάμπους, Η ποινική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα της κατοχύρωσης
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, ΠοινΔικ 2007, σ. 1434 επ., «προκαλείται
δυσαρμονία με το παραμένον σε ισχύ άρθρο 1 Ν. 927/1979, που υποτίθεται ότι ρυθμίζει σοβαρότερες
πράξεις, τιμωρητέες για το λόγο αυτό αυστηρότερα από ότι αυτές του καταργηθέντος άρθρου 3…».
315 «1. Όποιος προμηθεύει αγαθά ή προσφέρει υπηρεσίες ή αναγγέλλει με δημόσια πρόσκληση την

παροχή ή προμήθεια αυτών αποκλείοντας από καταφρόνηση πρόσωπα λόγω των χαρακτηριστικών
φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας,
σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου τιμωρείται με φυλάκιση
τουλάχιστον τριών (3) μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.2.
Εάν στην πράξη της προηγούμενης παραγράφου συμμετείχαν δύο (2) ή περισσότεροι επιβάλλεται
ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι
πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ».
316 Προηγούμενο άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 3304/2005 και πλέον άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 4443/2016.

317 Βλ. σχετικά Π. Αλικάκο, Το περιστατικό βίας ή μίσους ως αξιόποινη πράξη, ΠοινΔικ 2016, σ. 36 επ.

Βλ. επίσης την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4356/2015, όπου με έμφαση αποτυπώνονταν τα ακόλουθα:
«Η επέκταση της ποινικής προστασίας στο πεδίο της εθελοντικής-ανθρωπιστικής προσφοράς αγαθών
και υπηρεσιών κρίνεται αναγκαία, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις, ο καταφρονητικού χαρακτήρα
αποκλεισμός δεν αποµειώνει απλώς την κοινωνική παράσταση του θύματος αλλά υποδηλώνει την
άρνηση της ίδιας της ανθρώπινής του ιδιότητας, ταπεινώνοντας έτσι το θύμα αλλά και

[91]
Β έχει καταργηθεί με το Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α΄95/11-06-2019), διότι, όπως αναφέρεται στην
Αιτιολογική Έκθεση στο Σχέδιο Νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», η ύπαρξη της
συγκεκριμένης διάταξης στο σύστημα των εγκλημάτων κατά της τιμής δημιουργεί σοβαρά
ερμηνευτικά προβλήματα και παράλληλα γιατί το στοιχείο του ρατσιστικού χαρακτήρα
οποιουδήποτε εγκλήματος εντάχτηκε στη διάταξη του νέου άρ. 82 Α.
Σήμερα πλέον, μετά την κατάργηση του (παλιού) άρθρου 3 του Ν. 927/1979 με το
άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3304/2005, υφίσταται μετά το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 το νέο άρθρο
3 αυτού, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4285/2014 και το οποίο και τιτλοφορείται
ως εξής: «Τέλεση μέσω διαδικτύου»318.

3.5. Η κατ’ έγκληση δίωξη

Ένα αξιομνημόνευτο αλλά και χαρακτηριστικό γνώρισμα του νόμου 927/1979 υπό το
καθεστώς προ της τροποποιήσεώς του, όπως αυτό προκύπτει μέσα από την ανάγνωση του
τέταρτου άρθρου, ήταν η απαίτηση προς υποβολή εγκλήσεως εκ μέρους του θύματος για τη
δίωξη των σε αυτόν αναφερόμενων εγκλημάτων319.
Η επιλογή του νομοθέτη για κατ’ έγκληση κι όχι αυτεπάγγελτη δίωξη των
τυποποιημένων εδώ εγκλημάτων γέννησε αντιδράσεις. Οι βουλευτές του ΚΚΕ έθεσαν το
ερώτημα: «Γιατί να τιμωρούνται αυτά (τα εγκλήματα) μονάχα κατ’ έγκληση; Είναι αδικήματα
που αφορούν μονάχα το πρόσωπο που θίγεται ή είναι αδικήματα που αφορούν την πολιτεία
γενικά;»320. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, η επιφυλακτικότητα που εκφράσθηκε από
επίσημα και μη χείλη για την ορθότητα της επιλογής αυτής ήταν απολύτως βάσιμη, καθώς
ψυχανεμιζόταν εξαρχής το καθεστώς που θα ίσχυε για τα επόμενα περίπου είκοσι έτη, μέχρι
και την τροποποίηση του άρθρου 4 το 2001321. Οι υποβληθείσες εγκλήσεις ήταν ελάχιστες και,

προπαγανδίζοντας στο κοινωνικό σύνολο την αντίληψη ότι υπάρχουν ζωές απογυμνωμένες από την
ιδιότητα του προσώπου, ζωές δηλαδή ανάξιες για τροφή ή για θεραπεία». Βλ. και Π. Αλικάκο, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 40, όπου διατυπώνει την άποψη πως εδώ εισάγεται ένα υποκειμενικό στοιχείο του
αδίκου (η καταφρόνηση), όπως παρόμοια ισχύει και σε πολλά άλλα αδικήματα του προϊσχύοντος ΠΚ
(π.χ. άρθρα 199, 300, 312, 358, 394 παρ. 4, 406, 407 πΠΚ).
318 «Όταν οι πράξεις των προηγουμένων άρθρων τελούνται μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου

επικοινωνίας, τόπος τέλεσης θεωρείται και η Ελληνική Επικράτεια, εφόσον στο έδαφος της παρέχεται
πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους».
319 Άρθρο 4 του Ν. 927/1979 (στην αρχική του μορφή): «Επί των κατά τον παρόντα νόμον εγκλημάτων

ή δίωξις χωρεί μόνον επί εγκλήσει».


320 Βλ. γι’ αυτό Τ. Κατσιμάρδο, (2013). Ελληνική αντιρατσιστική νομοθεσία: «Γεννήθηκε» το 1979,

αλλά ακόμα δεν έχει ενηλικιωθεί…, Εφημερίδα Ημερησία. Ανακτήθηκε στις 29/10/2016 από την
ακόλουθη ιστοσελίδα: http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26510&subid=2&pubid=113053207.
321 Για την ελλειμματική εφαρμογή του Ν. 927/1979 βλ. και Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ.

1184, ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι: «Είναι πολύ πιθανό να μην έχει καθόλου εφαρμοσθεί
στην πράξη μέχρι σήμερα». Αποδίδει, ωστόσο, τόσο τη μη εφαρμοσιμότητά του όσο και τη μη

[92]
μάλιστα, απορρίφθηκαν στο σύνολό τους με αιτιολογημένες διατάξεις της αρμόδιας
εισαγγελικής αρχής322, οδηγώντας έτσι σε ένα καθεστώς ατιμωρησίας των σχετικών πράξεων,
λες και δεν υπήρξε στην Ελλάδα το χρονικό εκείνο διάστημα ρατσιστικό έγκλημα της φύσεως
των διατάξεων του Ν. 927/1979.
Η αδυναμία αυτή του νομοθετήματος εντοπίσθηκε και επισημάνθηκε και από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI)323 ως πρόσκομμα
στην προσπάθεια καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, εκφράζοντας
ταυτόχρονα τον προβληματισμό ότι οι σχετικές ποινικές διατάξεις (του Ν. 927/1979) θα
ατονούσαν. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, στη δεύτερη έκθεσή της για την Ελλάδα (της 10ης
Δεκεμβρίου 1999), χαιρέτισε την πρόταση που συμπεριλήφθηκε στο νομοσχέδιο για τη
μετανάστευση και την ιθαγένεια, η οποία και προέβλεπε την αυτεπάγγελτη πλέον δίωξη των
εγκλημάτων του Ν. 927/1979, στο πλαίσιο της βελτίωσης της νομοθεσίας για την
καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Η πρόταση δεν άργησε να γίνει πραγματικότητα, καθότι με το άρθρο 39 του Ν.
2910/2001324 τροποποιήθηκε το άρθρο 4 του Ν. 927/1979, όπου και προβλέφθηκε ότι: «Οι
πράξεις που περιγράφονται στα άρθρα 1 έως 3 του ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139 Α΄) διώκονται
αυτεπαγγέλτως»325. Τελικά η μέριμνα του νομοθέτη για αυτεπάγγελτη δίωξη διατηρήθηκε και
μετέπειτα, υπό το καθεστώς του Ν. 4285/2014326, που τροποποίησε συλλήβδην το Ν.
927/1979. Συγκεκριμένα το άρθρο 5 παράγραφος 2 του Ν. 4285/2014 κατήργησε την
παράγραφο 4 του άρθρου 39 του Ν. 2910/2001, ενώ το άρθρο 5 παράγραφος 1 ορίζει ότι: «Οι
πράξεις που περιγράφονται στον παρόντα νόμο, καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται

εφαρμογή του όχι μόνο στην απαίτηση για υποβολή έγκλησης εκ μέρους του θύματος αλλά και στο
αντικειμενικό γεγονός ότι οι παθόντες είναι κυρίως άνθρωποι που ανήκουν σε μειονότητες.
322 Όπως επισημαίνεται στην έκθεση των Α. Γαζάκη – Δ. Συρρή – Α. Τάκη, Ρατσισμός και διακρίσεις

στην Ελλάδα σήμερα, 2014, σ. 16. Βέβαια, στην προαναφερόμενη έκθεση γίνεται λόγος για
«αρχειοθέτηση» των σχετικών εγκλήσεων, ωστόσο, για την ορθότητα του νομικού λόγου κρίθηκε ως
ακριβέστερο να αναγραφεί η φράση: «απορρίφθηκαν … με αιτιολογημένες διατάξεις», όπως άλλωστε
ορίζει και το άρθρο 51 του ΚΠΔ.
323 Η δεύτερη Έκθεση για την Ελλάδα της 10 Δεκεμβρίου 1999 από την ECRI (European Commission

against Racism and Intolerance) είναι αναρτημένη στον επίσημο ιστότοπο του Συμβουλίου της
Ευρώπης (ΣτΕ) και συγκεκριμένα στο http://www.coe.int/t/dghl/monitoring/ecri/Country-by-
country/Greece.
324 ΦΕΚ Α' 91/2.5.2001, Νόμος υπ’ αριθμ. 2910: «Είσοδος και παραμονή αλλοδαπών στην Ελληνική

Επικράτεια. Κτήση της ελληνικής ιθαγένειας με πολιτογράφηση και άλλες διατάξεις».


325 Η νομοθετική αυτή αλλαγή ικανοποίησε και την ECRI, γεγονός που επισημάνθηκε με ευχαρίστηση

στην Τρίτη Έκθεσή της για την Ελλάδα της 5ης Δεκεμβρίου 2003.
326 Νόμος υπ’ αριθ. 4285 (ΦΕΚ Α’ 191/10.9.2014). Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α΄ 139) και

προσαρμογή του στην απόφαση - πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την
καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού
δικαίου (L 328) και άλλες διατάξεις.

[93]
συνεπεία αυτών, διώκονται αυτεπαγγέλτως. Ο παθών, κατά την υποβολή της έγκλησης, όπως
και όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν καταβάλλει το σχετικό παράβολο υπέρ του
Δημοσίου».
Η πολυπόθητη και αναμενόμενη τροποποίηση του 2001, μολονότι διευκόλυνε
σημαντικά τη δίωξη των εγκλημάτων του Ν. 927/1979, αφού παρείχε πλέον τη δυνατότητα στις
εισαγγελικές αρχές να διώξουν την πράξη αυτεπάγγελτα327, δε συνοδεύτηκε από αύξηση των
ποινικών διώξεων, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, τουλάχιστον μέχρι τη θέση σε ισχύ του Ν.
4285/2014.

4. Σχετική νομολογία του Άρειου Πάγου και των δικαστηρίων ουσίας

4.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Αναζητώντας κανείς δημοσιευμένες αποφάσεις στα ευρετήρια των νομικών περιοδικών


της χώρας μας σχετικά με την εφαρμογή του Ν. 927/1979 βρίσκεται καταρχάς αντιμέτωπος με
μία έκπληξη. Παρά την αδιάλειπτη και πολυετή ισχύ του νόμου αυτού σε βάθος τριάντα πέντε
περίπου χρόνων328, ελάχιστες αποφάσεις απασχόλησαν τόσο, ώστε να κριθούν άξιες
δημοσίευσης κι έτσι να καταστούν αντικείμενο προβληματισμού για τη θεωρία και τη
νομολογία329. Μια περαιτέρω ενδελεχής έρευνα, ωστόσο, κατέδειξε πως το ζήτημα δεν είναι η
μη δημοσίευση αποφάσεων στο νομικό τύπο330 αλλά η πλήρης σχεδόν απουσία331

327 Κατόπιν, δηλαδή, ενημέρωσης (όχι μόνο από το θύμα αλλά και από οποιονδήποτε τρίτο) ή και ιδίας
γνώσης του εισαγγελέα σχετικά με την τέλεση των συγκεκριμένων αδικημάτων, η οποία γνωστοποίηση
θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει χώρα και από οργανώσεις που ενεργοποιούνται προς υπεράσπιση
των ανθρώπων που ανήκουν σε μειονότητες ή που αποτελούν συχνά στόχο δηλώσεων οι οποίες
υποκινούν διακρίσεις, μίσος ή βία.
328 Μέχρι και τις τροποποιήσεις που επήλθαν με το Ν. 4285/2014.

329 Χαρακτηριστικές είναι η ΟλΑΠ 3/10, ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ., η οποία εκδόθηκε κατόπιν άσκησης

αναίρεσης από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά της υπ’ αριθμ. 913/2009 αθωωτικής απόφασης
του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καθώς και η υπ’ αριθμ. 588/2011 απόφαση του Ναυτοδικείου
Πειραιώς δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών (www.dsanet.gr.).
Για την τελευταία βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, η Ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, σ. 729 επ. και Ι. Μοροζίνη, N. 927/1979, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, 2016, σ. 3.
330 Έντυπο ή ηλεκτρονικό.

331 Η χρήση του όρου «σχεδόν» επιβάλλεται, καθότι οι εξαιρέσεις αυτής της διαπίστωσης είναι τόσες

λίγες και μάλιστα σε βάθος τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος που δημιουργούν στον αναγνώστη μία
αίσθηση γενικευμένης ατιμωρησίας για τα περιγραφόμενα στο νόμο αδικήματα (οι περισσότεροι
μελετητές κάνουν λόγο για 3 ή 4 ποινικές διώξεις, ίσως και λίγο περισσότερες, σε καμία περίπτωση
όμως στη συχνότητα και στον όγκο που θα ανέμενε κανείς). Βέβαια, με το ΠΔ 132/2012 (ΦΕΚ Α’
239/11-12-2012) προβλέφθηκε η σύσταση Τμημάτων Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας σε κάθε

[94]
εισαγγελικών διώξεων και εντεύθεν αποφάσεων δικαστηρίων ουσίας (αθωωτικών ή
καταδικαστικών) που να αφορούν στο συγκεκριμένο νομοθέτημα332.
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις οδηγούν στη διατύπωση τριών υποθέσεων: είτε ότι πράγματι
σε όλο το χρονικό διάστημα ισχύος του νόμου 927/1979 δεν υπήρξε (ή δεν διαπιστώθηκε) η
τέλεση κάποιου από τα αδικήματα που τυποποιούνταν στο συγκεκριμένο νομοθέτημα333, είτε
ότι για κάποιο λόγο ήταν αρκετά δύσκολη η εφαρμογή του στην πράξη 334 ή τέλος ότι δεν
υπήρχε βούληση για εφαρμογή335. Η επίκληση της ανάγκης για κατοχύρωση και προστασία

αστυνομική διεύθυνση της ΕΛ.ΑΣ., γεγονός που, σε συνδυασμό με το διορισμό ειδικού εισαγγελέα για
τα φαινόμενα του ρατσισμού, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οδήγησε στο σχηματισμό περαιτέρω
δικογραφιών έκτοτε και στην περαιτέρω προώθηση αυτών στις αρμόδιες εισαγγελίες.
332 Για “law in the books” κάνει λόγο ο Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος, ΝοΒ 2016,

σ. 209.
333 Πράγμα μάλλον απίθανο, αν λάβει κανείς υπόψη και τα περιστατικά που έλαβαν χώρα στην

Ελλάδα από την άνοδο του κόμματος της Χρυσής Αυγής και την είσοδό της στο Κοινοβούλιο.
Λεπτομερής περιγραφή της κατάστασης πραγματοποιείται στην Ειδική Έκθεση της Ανεξάρτητης
Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη του 2013, που τιτλοφορείται ως εξής: «Το φαινόμενο της ρατσιστικής
βία στην Ελλάδα και η αντιμετώπισή του», δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα της αρχής,
www.synigoros.gr. Ενδεικτική του κλίματος αλλά και της αίσθησης που υπάρχει στο εξωτερικό για την
Ελλάδα είναι και η ταξιδιωτική οδηγία που εξέδωσε η πρεσβεία των ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2012,
σχετικά με τον κίνδυνο ρατσιστικών επιθέσεων κατά Αμερικανών πολιτών στην Ελλάδα, ειδικά όταν
αυτοί έχουν φυλετικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αλλοδαπούς μετανάστες. Ο Γ.
Αποστολάκης, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1184, επισημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα ο νόμος 927/1979
δεν έχει εφαρμοσθεί καθόλου στην πράξη. Λαμβάνοντας υπόψη τη χρονολογία της δημοσίευσης του
άρθρου (Νοέμβριος του 2002), η ανωτέρω επισήμανση επιβεβαιώνεται ως αληθής, καθότι δεν κατέστη
εφικτό να ανευρεθεί κάποια σχετική απόφαση μέχρι τότε.
334 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ΠεντΕφΑθ 913/2009: «Το γεγονός ότι επί 30 περίπου

χρόνια ο νόμος 927/1979 έχει ελάχιστα εφαρμοσθεί δεν σημαίνει ότι είναι αντισυνταγματικός, αλλά
(σημαίνει) τη δυσχέρεια υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου αυτού συγκεκριμένης συμπεριφοράς
προσώπων, λόγω της παρεχόμενης από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις ελευθερίας της έκφρασης
των στοχασμών του ατόμου που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού. Επιπλέον, λόγο
περιορισμένης εφαρμογής του ως άνω νόμου αποτελεί και το ότι οι παθόντες φέρονται άτομα που κατά
τεκμήριο προέρχονται από μειονοτικές ομάδες, που κατά κανόνα είναι ανίσχυρα κοινωνικά και
οικονομικά». Για τη συνταγματική πτυχή του ζητήματος ως σημείου τομής στην ερμηνεία και
εφαρμογή του Ν. 927/1979 βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση στην οποία προβαίνει ο Χ.
Ανθόπουλος, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 31
επ.
335 Πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί η σιωπή της Πολιτείας καθώς και η απουσία νομικών

αντανακλαστικών στη διάχυση του ρατσιστικού φαινομένου που παρατηρήθηκε την τελευταία κυρίως
δεκαετία την Ελλάδα; Μία σιωπή που δίνει την εντύπωση στους πολίτες ότι αυτές οι μορφές
συμπεριφοράς είναι κοινωνικά ανεκτές, επιτρέποντας έτσι περαιτέρω τη διολίσθηση σε ακόμα πιο
ακραία εκδήλωση ρατσιστικής συμπεριφοράς που φθάνει μέχρι τη φυσική εξόντωση των θυμάτων της.

[95]
της ελευθερίας της έκφρασης και της επιστημονικής έρευνας, οι οποίες ορθά σε αρκετές
περιπτώσεις εμποδίζουν την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω νομοθετήματος, δεν μπορεί
αδιακρίτως να τίθεται ως πρόσκομμα στην τιμώρηση ορισμένων προσώπων και να καταλήγει
σε ασυδοσία, ιδίως δε όταν διαπιστώνεται ευθεία παρακίνηση στην τέλεση εγκληματικών
πράξεων ή βαριά προσβολή του ατομικού έννομου αγαθού της τιμής336.

4.2. Η μοναδική υπόθεση που κρίθηκε στο επίπεδο του ανώτατου ακυρωτικού

Η πρώτη γνωστή ασκηθείσα ποινική δίωξη για παράβαση του Ν. 927/1979 στρέφεται
κατά ενός προσώπου, δικηγόρου στο επάγγελμα και συγγραφέα-ιστορικού, που συνέγραψε
και κυκλοφόρησε βιβλίο με τίτλο: «Οι Εβραίοι. Όλη η αλήθεια», ύστερα από μήνυση της
αντιρατσιστικής οργάνωσης Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ).
Το κατηγορητήριο προέβλεπε ότι δικάζεται ο ως άνω κατηγορούμενος για παράβαση των
άρθρων 1 (παρ. 1) και 2 του Ν. 927/1979, διότι «δημοσίως, δια του τύπου, με πρόθεση,
προέτρεψε σε πράξεις και ενέργειες δυνάμενες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος και βία κατά
προσώπων και ομάδων προσώπων, εκ μόνου του λόγου της φυλετικής και εθνικής καταγωγής
αυτών, ενώ εξέφρασε και ιδέες προσβλητικές κατά ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής και
εθνικής καταγωγής των και δη των Εβραίων γενικώς»337.
Αρχικά η υπόθεση είχε προσδιορισθεί να εκδικασθεί από το Β’ Τριμελές Εφετείο
Πλημμελημάτων Αθηνών στις 5 Σεπτεμβρίου 2007, κατόπιν όμως κάποιων διακοπών και
αναβολών, εκδικάσθηκε τελικά στις 3 Δεκεμβρίου 2007. Με την πρωτόδικη απόφαση
καταδικάστηκε ο δεύτερος των κατηγορουμένων σε ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων μηνών με
τριετή αναστολή, ενώ κατόπιν άσκησης εφέσεως εκ μέρους του παραπέμφθηκε η υπόθεση να
εκδικασθεί από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο και εξέδωσε στη συνέχεια την υπ’
αριθμ. 913/2009 αθωωτική απόφασή του ανατρέποντας έτσι την πρωτοβάθμια κρίση. Όμως, η
υπόθεση αυτή έμελλε να έχει περαιτέρω εξέλιξη, καθότι ασκήθηκε αναίρεση υπέρ του νόμου
από τον Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, η οποία και
εισήχθη στην Ολομέλεια του Άρειου Πάγου. Έτσι, λοιπόν, κλήθηκε το ανώτατο ακυρωτικό
δικαστήριο της χώρας μας να ελέγξει τη νομική ορθότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της
ουσίας που προηγήθηκε καθώς και να εξασφαλίσει το ενιαίο της νομολογιακής κρίσης με τη

336 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η χυδαία υβριστική συμπεριφορά του Βουλευτή τότε της
Χρυσής Αυγής, Η.Π., απέναντι στους συντελεστές της θεατρικής παράσταση Corpus Christi, που
επρόκειτο να λάβει χώρα στο θέατρο Χυτήριο στην Ιερά Οδό στην Αθήνα. Η επίθεση εξαπολύθηκε
κυρίως εναντίον του σκηνοθέτη της παράστασης λόγω της εθνικής (αλβανικής για την ακρίβεια)
καταγωγής του. Βλ. σχετικά Α. Γαζάκη – Δ. Συρρή – Α. Τάκη, Ρατσισμός και διακρίσεις στην Ελλάδα
σήμερα, 2014, σ. 51.
337 Βλ. σχετικά το δελτίο τύπου που εξέδωσε το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι

στις 29 Σεπτεμβρίου 2007 στην ιστοσελίδα: http://cm.greekhelsinki.gr/.

[96]
σωστή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του υπό κρίση νόμου. Βέβαια, δημοσιευμένες
αποφάσεις δικαστηρίων ουσίας προ της υπ’ αριθμ. 3/2010 απόφασης της Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου δεν κατέστη εφικτό να ανευρεθούν στα γνωστά νομικά περιοδικά της χώρας
μας καθώς και σε σχετικούς ιστότοπους ανεύρεσης δικαστικών αποφάσεων. Γίνεται έτσι
σαφές ότι ο Άρειος Πάγος εισέφερε την, κατά την άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας,
ορθή κρίση του επί των ζητημάτων που τέθηκαν διαμέσου της επιβεβαίωσης των παραδοχών
του Πενταμελούς Εφετείου, δίχως όμως να έχει προηγηθεί κάποια νομολογιακή «προϊστορία»
σχετική με τα αδικήματα του Ν. 927/1979.
Εν τέλει, με την υπ’ αριθμ. 3/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Άρειου Πάγου
απορρίφθηκε η υπέρ του νόμου 34/1-7-2009 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για
αναίρεση της 913/27-3-2009 αποφάσεως του Α’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Η
πλειοψηφία των δικαστών δέχτηκε πως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι δηλαδή δεν
πληρούται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στον
κατηγορούμενο αξιόποινων πράξεων, όπως αυτό προκύπτει από την εκτίμηση του συνολικού
περιεχομένου του βιβλίου και όχι από την αποσπασματική ανάγνωση διάφορων μεμονωμένων
τμημάτων338, διαλαμβάνει πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες για την τεκμηρίωση της θέσης της.
Άλλωστε, στο κατηγορητήριο και την εκκαλούμενη απόφαση δεν είχαν περιληφθεί και οι
θρησκευτικοί λόγοι339 και ως εκ τούτου το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε
καθόλου με την αιτιώδη σύνδεση των λόγων του κατηγορουμένου με τη θρησκευτική
ταυτότητα των Εβραίων. Περαιτέρω, επικράτησε η γνώμη ότι έχει γίνει ορθή ερμηνεία και
εφαρμογή των άρ. 1 παρ. 1 και άρ. 2 του Ν. 927/1979, στηρίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την
απαλλακτική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, παραδοχές οι οποίες επέφεραν δικονομικά
την αξιολόγηση των αναιρετικών αιτιάσεων εκ μέρους του Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου ως
αβάσιμων.
Ως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της αναιρεσίβλητης απόφασης άξια αναφοράς
κρίνονται τα ακόλουθα: αρχική παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας ήταν πως ο
κατηγορούμενος δε στρεφόταν συλλήβδην κατά όλων των εβραίων, αλλά συγκεκριμένα κατά
μίας πολιτικοθρησκευτικής ομάδας αυτών, τους λεγόμενους εβραιοσιωνιστές. Άλλωστε, όπως
ειπώθηκε και ανωτέρω, η θρησκεία δεν είχε συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο ως αίτιο της
συμπεριφοράς του δράστη, μολονότι είχε ήδη ενταχθεί στο άρθρο 1 του ν. 927/1979 με νόμο

338 Αφού προέκυψε ότι: «ο κατηγορούμενος δεν είχε πρόθεση να προτρέψει τον αναγνώστη σε
πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά των Εβραίων, ούτε να
εκφράσει προσβλητικές ιδέες κατ’ αυτών (Εβραίων), εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής
καταγωγής τους, δηλαδή χωρίς τη συνδρομή και άλλων λόγων».
339 Γεγονός αξιοπερίεργο βέβαια, καθότι και μόνη η αναφορά σε «Εβραίους» στο βιβλίο του

κατηγορουμένου παραπέμπει σε θρησκευτική ομάδα (πιστοί της εβραϊκής θρησκείας, άλλες συνώνυμες
έννοιες «Ιουδαίος» και «Ισραηλίτης») και όχι σε εθνοτική ή φυλετική καταγωγή ή υπηκοότητα (όπως
υποδηλώνει η χρήση της έννοιας «Ισραηλινός», αυτός δηλαδή που είναι υπήκοος του σύγχρονου
κράτους του Ισραήλ).

[97]
του 1984, κι έτσι το δικαστήριο κατάφερε να παρακάμψει το σκόπελο της αναζήτησης του
αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου340 μεταξύ του θρησκεύματος, ως αποκλειστικού αιτίου
της συμπεριφοράς του δράστη, και της προτροπής εκ μέρους του341 σε πράξεις που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία εις βάρος των εβραίων. Περαιτέρω, έγινε δεκτό πως η
οξύτατη κριτική που άσκησε μέσω του βιβλίου του σε βάρος των τελευταίων δε στοιχειοθετεί
την τέλεση των αδικημάτων που περιγράφονται στα άρθρα 1 (παρ. 1) και 2 του ν. 927/1979,
αλλά αποτελεί άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας της
έκφρασης και της διάδοσης ιδεών, δίχως συνάμα να εντοπίζεται εν προκειμένω υπέρβαση των
συνταγματικών ορίων καθώς και εκείνων που ορίζει το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Στο πλαίσιο
ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, που βασίζεται στην ανεκτικότητα και τον πλουραλισμό,
ακόμα και αντιδημοκρατικές και ακραίες απόψεις θα πρέπει να μπορούν να εκφράζονται
ελεύθερα, ενώ παράλληλα θα πρέπει να γίνεται σεβαστό το δικαίωμα του καθενός να
ερμηνεύει και να αξιολογεί ιστορικά γεγονότα σύμφωνα με τις προσωπικές του αντιλήψεις και
την κοσμοθεωρία του342. Εξάλλου, υπό το καθεστώς προ της τροποποίησης του Ν. 927/1979 με
το Ν. 4285/2014 η άρνηση του Ολοκαυτώματος ως ιστορικού γεγονότος δεν αποτελούσε
ποινικό αδίκημα, με αποτέλεσμα να μην συνέτρεχε περίπτωση τιμωρίας του κατηγορουμένου
για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του343.
Αναφορικά με την πρώτη πράξη, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος «δημοσίως, δια του
τύπου, με πρόθεση, προέτρεψε σε πράξεις και ενέργειες δυνάμενες να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος και βία κατά προσώπων και ομάδων προσώπων, εκ μόνου του λόγου της
φυλετικής και εθνικής καταγωγής αυτών» (άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979), έγινε δεκτό ότι δεν
πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 του νόμου, διότι σε ορισμένες των
περιπτώσεων η συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν συνιστά καν «προτροπή», αλλά
έκφραση επιστημονικής γνώμης (έστω και δυσάρεστης) και οξείας κριτικής κι επιπλέον δεν
ενέχει το στοιχείο της «παρότρυνσης» ή της «διέγερσης» για την τέλεση πράξεων ή ενεργειών,

340 Η κατάφαση ή μη του οποίου εξαρτάται από το συμπέρασμα που θα προκύψει, αξιοποιώντας το
σκεπτικό της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (“conditio sine qua non”), από τον ακόλουθο
υποθετικό συλλογισμό: αν θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι δε συνέτρεχε (εξέλιπε) εν προκειμένω ο λόγος του
συγκεκριμένου θρησκεύματος της στοχευμένης ομάδας ατόμων, τότε αναζητούμε ταυτόχρονα αν θα
προέβαινε ή όχι ο δράστης σε προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος τους. Αν η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι αποφατική, τότε
διαπιστώνεται και η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, ως άγραφου όρου της
αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, απαραίτητου για τη στοιχειοθέτηση του αρχικού αδίκου.
341 «Εκ μόνου του λόγου», όπως αναγράφεται ρητά στο νόμο.

342 Βλ. την υπ’ αριθμ. 3/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σε ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ.

και ΠοινΧρ 2010, σ. 456 επ.


343 Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων

και των ποινών (“nullum crimen nulla poena sine lege”).

[98]
καθότι επιδιώκει απλώς την αποδοχή των απόψεων του συγγραφέως344. Παράλληλα δε, σε
κάποιες άλλες περιπτώσεις η μη πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου
εγκλήματος οφείλεται στο ότι η προτροπή του κατηγορουμένου σε τέλεση πράξεων δεν είχε ως
αποκλειστική αιτία και λόγο345 τη φυλετική ή την εθνική καταγωγή των προσώπων σε βάρος
των οποίων καταφερόταν. Από το εισαγωγικό κιόλας μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας
«κρατάει τις αποστάσεις» του346 και διατυπώνει επανειλημμένα ότι δε στρέφεται γενικά
εναντίον όλων των εβραίων, ως λαού, φυλής ή έθνους347 αλλά καταφέρεται ενάντια των
εβραιοσιωνιστών, μιας συνωμοτικής, πολιτικοθρησκευτικής οργάνωσης που εκμεταλλεύεται
τις διδαχές του Ταλμούδ (μισαλλόδοξες και αντιχριστιανικές) για την εδραίωση της
παγκόσμιας κυριαρχίας τους εις βάρος των υπόλοιπων λαών και μεταξύ αυτών και των
Ελλήνων. Όσον αφορά δε στην υποκειμενική υπόσταση, αυτή δεν πληρούται, επειδή δεν
υπήρξε γνώση και θέληση348 του δράστη να προτρέψει σε ενέργειες ή πράξεις που μπορεί να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίας σε βάρος ατόμων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή
εθνικής τους καταγωγής. Τουναντίον, αποσκοπούσε απλώς στην έκφραση των προσωπικών
του απόψεων, όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση την ιδία αντίληψη του συγγραφέα και την
προσωπική του κοσμοθεωρία, σε ανεκτά πάντοτε συνταγματικά πλαίσια.

344 Από τη στιγμή που το δικαστήριο προτάσσει ως παραδοχή του ότι η συμπεριφορά του
κατηγορουμένου δεν αποτελεί «προτροπή», αφού δεν ενέχει παρότρυνση και ενθάρρυνση για τέλεση
πράξεων ή ενεργειών, ενδεχομένως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν ασχολήθηκε καθόλου με το
λογικά επόμενο ζήτημα, του κατά πόσο δηλαδή υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση δυνατότητα να
προκαλέσουν πράγματι οι πράξεις ή οι ενέργειες των τρίτων στις οποίες προέτρεψε (εδώ, όπως
προειπώθηκε, δεν προέτρεψε καν) ο δράστης διακρίσεις, μίσος ή βία κατά ατόμων ή ομάδας ατόμων
που προσδιορίζονται βάσει της φυλετικής ή της εθνικής τους καταγωγής.
345 Δεν υπήρχε, δηλαδή, ο απαραίτητος για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του

εγκλήματος αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, υπό την έννοια ότι η προτροπή εκ μέρους του δράστη
δεν οφειλόταν σε χαρακτηριστικό του θύματος που σχετίζεται με τη φυλετική ή εθνική του καταγωγή.
346 Αν αυτό συνέβη προσχηματικά ή όχι δε φάνηκε να ενδιαφέρει το δικαστήριο.

347 Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού οι εβραίοι δεν αποτελούν λαό, ούτε φυλή ή έθνος αλλά

θρησκευτική ομάδα με κοινές θρησκευτικές και πολιτισμικές παραδόσεις. Μήπως λοιπόν η σπουδή του
αυτή να αναφέρει στο εισαγωγικό κομμάτι του βιβλίου ότι δε στοχοποιεί τους εβραίους γενικά ως έθνος
ή «φυλή» (που δεν συνιστούν ούτως ή άλλως), αλλά αποκλειστικά και μόνο το συνωμοτικό,
πολιτικοθρησκευτικό κίνημα των εβραιοσιωνιστών κρύβει την αγωνία του να μην υπαχθεί η
συμπεριφορά στις νομοτυπικές υποστάσεις των εν λόγω εγκλημάτων; Ως δικηγόρος, άλλωστε, είναι
πολύ πιθανό να γνώριζε την ύπαρξη του σχετικού νόμου. Η σκέψη αυτή διαλαμβάνεται και στο
σκεπτικό της μειοψηφούσας γνώμης της Ολομέλειας, η οποία διείδε έναν προσχηματικό διαχωρισμό εκ
μέρους του συγγραφέα στην προσπάθειά του να ταυτίσει υπόρρητα στη σκέψη του αναγνώστη τις
έννοιες εβραίος και εβραιοσιωνισμός.
348 Δηλαδή δόλος, που ως μορφή υπαιτιότητας περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των στοιχείων

της αντικειμενικής υπόστασης.

[99]
Σχετικά με τη δεύτερη πράξη, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος εκφράζει δημόσια ιδέες
προσβλητικές κατά ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής και εθνικής καταγωγής τους, και
δη των εβραίων γενικώς (ά. 2 του Ν. 927/1979), ομοίως έγινε δεκτό ότι δεν πληρούται η
αντικειμενική υπόσταση349 του άρθρου αυτού. Μολονότι σε κάποιες των περιπτώσεων θα
μπορούσε η συμπεριφορά του να εκληφθεί ως καταφρονητική για τους εβραίους350, από τη
νοηματική σύνδεση του συνόλου του κειμένου προκύπτει για άλλη μια φορά ότι στρέφεται
αποκλειστικά εναντίον των αποκαλούμενων εβραιοσιωνιστών (πολιτικοθρησκευτική
ομάδα)351, τους οποίους θεωρεί συνωμότες και υπεύθυνους για τα στο επίμαχο βιβλίο
αναφερόμενα εγκλήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και αυτά κατά των Ελλήνων και των
Παλαιστινίων. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Τα αποσπάσματα αυτά δεν συνιστούν έκφραση
προσβλητικών ιδεών σε βάρος προσώπων ή ομάδας προσώπων, λόγω της φυλετικής ή εθνικής
καταγωγής τους, αλλά οξεία κριτική σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο για τις πράξεις των
Εβραίων και ιδιαίτερα κατά των Παλαιστινίων»352. Σε άλλη δε περίπτωση η χρήση
συγκεκριμένων όρων που διαλαμβάνονται στο κατηγορητήριο ως προσβλητικές353 κρίθηκε ότι
δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τέτοιες.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όμως είναι και η άποψη της μειοψηφίας, η οποία,
επιστρατεύοντας μια συνταγματικά ορμώμενη επιχειρηματολογία354, θεώρησε πως η

349 Ούτε και η υποκειμενική για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται και στην πρώτη πράξη.
350 Στη σελίδα 626 του βιβλίου αναγράφεται: «Διότι εμείς είμεθα ΕΛΛΗΝΕΣ δηλαδή ανωτέρα Φυλή
και όχι άθλιοι σημίται».
351 Συνεπώς και πάλι η εκφορά των λόγων του δεν απορρέει από τη φυλετική ή εθνική καταγωγή των

προσώπων, αλλά στρέφεται αποκλειστικά σε βάρος μιας συγκεκριμένης υπο-ομάδας των εβραίων, τους
λεγόμενους εβραιοσιωνιστές, οι οποίοι προσδιορίζονται πολιτικά και θρησκευτικά. Κι εδώ η θρησκεία
δεν έχει συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο.
352 Αποκλειστικό αίτιο αποτελεί σε αυτήν την περίπτωση η συμπεριφορά των Ισραηλινών απέναντι

στους Παλαιστίνιους, επομένως εκφράζεται υποτιμητικά εναντίον τους όχι για αυτό που είναι, αλλά για
αυτά που έχουν κάνει σε καιρό πολέμου. Σαφώς προκύπτει ότι εδώ γίνεται υπαινιγμός για άλλη μια
φορά στην έλλειψη αιτιώδους συνάφειας.
353 Στη σελίδα 206 του βιβλίου (κάτω από μια φωτογραφία παιδιών) αναγράφεται: «Μας έδειξαν

αυτήν την φωτογραφίαν (πότε; πού; Ποίοι ήσαν κλπ, άγνωστον, και μας είπαν Εβραιόπουλα εις
στρατόπεδον συγκεντρώσεως. Δεκτόν. Τα βλέπομεν τετράπαχα...». Εδώ το δικαστήριο δέχτηκε πως ο
συγγραφέας υπονοεί ότι τα παιδιά αυτά δεν είναι ταλαιπωρημένα, όπως θέλουν να τα παρουσιάζουν οι
εβραίοι, αλλά «καλοζωισμένα».
354 Όπως άλλωστε έπραξε και το Πενταμελές Εφετείο για την αιτιολόγηση της αποφάσεώς του, το

οποίο, αφού πρώτα τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας του Ν. 927/1979, παρέθεσε στη συνέχεια μια
σειρά από επιχειρήματα περί της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης που
κατέτειναν στη λογική υποστήριξη μιας εκ των βασικών του παραδοχών. Προφανώς λοιπόν το Εφετείο
δεν ασχολήθηκε επιφανειακά μόνο με το ζήτημα της πλήρωσης ή μη των στοιχείων της ποινικής
υπόστασης των οικείων εγκλημάτων αλλά διέβλεψε το συνταγματικής τάξεως ζήτημα της σύγκρουσης
των προβλέψεων του τυπικού νόμου με κατοχυρωμένες στο Σύνταγμα ατομικές ελευθερίες. Ως εκ

[100]
προσβαλλόμενη με αναίρεση απόφαση του Εφετείου στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης
αιτιολογίας. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίχθηκε πως δεν υφίσταται επαρκής, πειστική και
απρόσβλητη λογικών αντιρρήσεων σύνδεση των αναγραφόμενων στο βιβλίο μόνο με τους
εβραιοσιωνιστές, έτσι όπως διατείνεται ο συγγραφέας355, τη στιγμή που ο τελευταίος σε
αρκετά αποσπάσματά του φέρεται εναντίον όλων των εβραίων αδιακρίτως. Έτι περαιτέρω,
σύμφωνα πάντα με την ίδια ως άνω άποψη της μειοψηφίας, δεν αιτιολογείται από το Εφετείο
επαρκώς η παραπάνω κρίση του, καθότι δεν εισφέρεται πειστική επιχειρηματολογία περί της
προσφορότητας και της αναγκαιότητας356 των επιθετικών και προσβλητικών αναφορών του
συγγραφέα σε βάρος όλων των εβραίων, ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο σε
κριτική κατά των εβραιοσιωνιστών, καυτηριάζοντας έτσι τη συμπεριφορά τους. Στην
προσπάθειά του να προστατεύσει ένα ατομικό δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα,
αυτό της ελευθερίας της έκφρασης, δεν έπεισε γιατί οι επιλογές του κατηγορουμένου ήταν
αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του στόχου του, που δεν ήταν άλλος από το να
καυτηριάσει συγκεκριμένες πράξεις των εβραιοσιωνιστών. Και σε τελική ανάλυση, γιατί ήταν
πιο σημαντική η προστασία της ελευθερίας της έκφρασης του δράστη από τα προσβαλλόμενα
έννομα αγαθά των θυμάτων;
Αναδύεται έτσι εδώ ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζει ο φυσικός δικαστής της
κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Είναι καθοριστικής σημασίας να προβαίνει σε μια σύμφωνη
με το Σύνταγμα ερμηνεία του νόμου 927/1979357 αναλογιζόμενος τόσο το απαραβίαστο του
πυρήνα του εκάστοτε θιγόμενου δικαιώματος358 όσο και την αρχή της αναλογικότητας, στην
προσπάθειά του να οδηγηθεί σε μια in concreto στάθμιση των συγκρουόμενων κάθε φορά
έννομων αγαθών και εν τέλει στην πρακτική εναρμόνιση αυτών.
Η παραπάνω υπόθεση, με τις διακυμάνσεις και τις ανατροπές που έλαβαν χώρα έως και
την αμετάκλητη εκδίκαση, καταγράφεται ως η πιο γνωστή περίπτωση άσκησης δίωξης για τα
αδικήματα που προβλέπονταν στο Ν. 927/1979 υπό τη μορφή που είχε πριν υποστεί

τούτου προχώρησε στην κατάστρωση του δικανικού του συλλογισμού έχοντας ως οδηγό τις προβλέψεις
του Συντάγματος αλλά και τους νόμιμους περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται υπό προϋποθέσεις τα
ατομικά δικαιώματα (ά. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, ά. 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ).
355 Χαρακτηριστικά, στις σελίδες 1245-1246 του βιβλίου του γράφει: «Επανειλημμένως θα τονίσω ότι

δεν επιτίθεμαι εναντίον των Εβραίων ως ατόμων, ως λαού, ως φυλής, ως Έθνους, αλλ’ εναντίον της
θρησκείας των, επειδή αυτή διδάσκει, ότι οι Εβραίοι συνεφώνησαν με τον Θεό τους (Ιεχωβά) αυτοί να
τον λατρεύουν κι εκείνος να τους εξασφαλίσει την παγκόσμιον κυριαρχίαν και όλα τα Έθνη του
κόσμου, να υποταγούν στους Εβραίους και να είναι δούλα αυτών».
356 Ως επί μέρους εκφάνσεις της αρχής της αναλογικότητας (ά. 25 παρ. 1 του Συντάγματος).

357 Ως νομοθέτημα που εισάγει περιορισμούς όχι μόνο στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της

ελευθερίας της έκφρασης αλλά και σε άλλα, όπως θα δούμε παρακάτω.


358 Ώστε αυτό να μην φτάνει στο σημείο να αναιρείται πλήρως. Γνωστός στη συνταγματική θεωρία ως

«περιορισμός των περιορισμών». Βλ. σχετικά Π. Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά


Δικαιώματα, 2η έκδοση, σ. 205-219, όπου γίνεται λόγος για όρια των περιορισμών. Μεταξύ αυτών
αναλύεται και η αρχή της αναλογικότητας.

[101]
τροποποίηση δια του Ν. 4285/2014, ο οποίος και άλλαξε άρδην όλες τις προβλέψεις του
προγενέστερου καθεστώτος.

4.3. Οι υποθέσεις κατά γνωστής εφημερίδας

Την ίδια χρονιά (2007) ασκήθηκαν άλλες δύο διώξεις για παράβαση των άρθρων του Ν.
927/1979. Η μεν πρώτη στρεφόταν σε βάρος ενός αρθρογράφου γνωστής εφημερίδας από
κοινού με τον εκδότη και τον αρχισυντάκτη αυτής, λόγω του ότι σε δημοσιευμένο κείμενο
εμπεριέχονταν προσβλητικές εκφράσεις για τους Ρομά που βρίσκονται στην Ελλάδα, λόγω της
εθνικής τους καταγωγής (παράβαση του άρθρου 2 του Ν. 927/1979), ενώ στη δεύτερη
περίπτωση η δίωξη στρεφόταν πάλι κατά των ίδιων ως άνω προσώπων (κατά συναυτουργία)
με την αιτίαση ότι εξέφρασαν δημόσια, δια του τύπου, προσβλητικές ιδέες κατά των Εβραίων
(παράβαση του άρθρου 2 του Ν. 927/1979), καθόσον με τις φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν
στο δημοσιευμένο άρθρο της εφημερίδας αναμφισβήτητα «εκφράζεται μίσος και περιφρόνηση
κατά των Εβραίων και επιθυμία όπως μη υπάρχουν Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη και γενικότερα,
αφετέρου δε αμφισβητείται ευθέως και χλευάζεται το γεγονός της εξολόθρευσης χιλιάδων
Εβραίων από τους Γερμανούς στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κατά τη διάρκεια του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου»359.
Η πρώτη υπόθεση προσδιορίσθηκε να εκδικασθεί από το ΙΑ’ Τριμελές
Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 25 Ιουνίου του 2007 και κατόπιν αναβολής προσδιορίσθηκε
τελικώς για τη 15 Νοεμβρίου του 2007, χωρίς όμως να μας γνωστοποιείται το αποτέλεσμα της
δίκης που πραγματοποιήθηκε. Η δεύτερη πράξη προσδιορίσθηκε να εκδικασθεί ομοίως από το
ΙΑ’ Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 18 Δεκεμβρίου του 2007 με άγνωστο το
περιεχόμενο της δικαστικής κρίσης.

4.4. Η εισαγγελική διάταξη

Στην ιστορική-νομική αλληλουχία των γεγονότων καταγράφεται ως σχετική και η υπ’


αριθμ. 26/2011 Διάταξη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αιγίου360, η οποία εκδόθηκε
κατόπιν έγκλησης που υποβλήθηκε από εκπροσώπους του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των
Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) και από μέλη της Ένωσης Ουμανιστών Ελλάδας
(ΕΝΩ.ΟΥΜ.Ε.) σε βάρος Μητροπολίτη για παράβαση από μέρους του τελευταίου των άρθρων

359 Κατά την ακριβή διατύπωση του κατηγορητηρίου, δίχως ωστόσο να αναφέρεται σε αυτό το
απαραίτητο, μεταξύ άλλων, για τη θεμελίωση του αρχικού αδίκου αίτιο της συμπεριφοράς των
δραστών, αν δηλαδή η έκφραση προσβλητικών ιδεών εις βάρος των Εβραίων έγινε λόγω της εθνικής ή
της φυλετικής τους καταγωγής ή λόγω της θρησκευτικής τους ταυτότητας. Οι πληροφορίες για το
ειδικότερο περιεχόμενο των στο κυρίως κείμενο αναφερόμενων κατηγορητηρίων έχουν αντληθεί από
το δελτίου τύπου που εξέδωσε το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) στις
29 Σεπτεμβρίου 2007, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα: http://cm.greekhelsinki.gr/. Ανακτήθηκε στις 7
Νοεμβρίου 2016.
360 Δημοσιευμένη στα Ποινικά Χρονικά, τόμος 2013, σ. 314 επ.

[102]
1 παρ. 1 και 2 του Ν. 927/1979. Ο Μητροπολίτης, με κείμενο που δημοσίευσε στο προσωπικό
του ιστολόγιο, αναφέρεται στους κινδύνους απώλειας της εθνικής ταυτότητας ημών των
Ελλήνων και αμφισβήτησης της εδαφικής μας ακεραιότητας που εγκυμονεί η συμπεριφορά
ορισμένων κυβερνητικών εκπροσώπων αλλά και εκπροσώπων των Μέσων Μαζικής
Ενημέρωσης. Πέραν αυτών, θεωρεί υπεύθυνους και ορισμένους συμπολίτες μας, μεταξύ των
οποίων και αυτούς που προΐστανται του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του
Ελσίνκι, τους οποίους χαρακτηρίζει ως «ά-εθνους, ά-θεους και α-πάτριδες δήθεν Έλληνες»,
αναφέροντας συνάμα ότι η Ελληνική Δημοκρατία δε σπεύδει να τους αφαιρέσει την ελληνική
ιθαγένεια και υπηκοότητα αποστέλλοντάς τους στο πυρ το εξώτερον ως προδότες της
Πατρίδας. Αυτοί, κατά την άποψη του Μητροπολίτη, προωθούν την απομάκρυνση των
θρησκευτικών συμβόλων από τα ελληνικά σχολεία, την κατάργηση της προσευχής και του
εκκλησιασμού και ως εκ τούτου καλεί όλους τους Έλληνες να ξυπνήσουν από το λήθαργο και
να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αναλαμβάνοντας ενεργό δράση, έντιμα, νόμιμα και
ειρηνικά361.
Η εισαγγελέας που εξέτασε την ως άνω έγκληση την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη,
καθότι έκρινε ότι το επίδικο δημοσίευμα του Μητροπολίτη στο προσωπικό του ιστολόγιο δεν
μπορεί να θεωρηθεί ότι προτρέπει σε πράξεις που μπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος η
βία σε βάρος των εγκαλούντων. Αντιθέτως, κρίθηκε ότι τηρείται το αναγκαίο μέτρο που
απαιτείται για την έκφραση των προσωπικών απόψεων του Μητροπολίτη κι ως εκ τούτου η
συγγραφή του κειμένου αποτελεί μια μορφή δημόσιας έκφρασης γνώμης, όπως αυτή
επιτρέπεται από το άρ. 14 παρ. 1 του Συντάγματος. Σε επίπεδο, λοιπόν, αδίκου θεωρήθηκε ότι
δε συντρέχει η πλήρωση του συγκεκριμένου όρου362 της αντικειμενικής υπόστασης του
αδικήματος που προβλέπεται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Όσον αφορά δε στο δεύτερο
ισχυρισμό εκ μέρους του Μητροπολίτη, ότι δηλαδή: «Το επονομαζόμενο Παρατηρητήριο
Συμφωνιών του Ελσίνκι, στο οποίο προΐστανται ά-εθνοι, ά-θεοι και α-πάτριδες δήθεν
Έλληνες363, προωθεί την απομάκρυνση των θρησκευτικών συμβόλων από τα ελληνικά
σχολεία», κρίθηκε ότι δεν αποτελεί εξύβριση του ά. 361 ΠΚ, διότι δε συντρέχει το
υποκειμενικό στοιχείο του δόλου.
Για άλλη μια φορά δηλαδή παρατηρούμε πως οι δικαστικές αρχές (εν προκειμένω ο
αρμόδιος εισαγγελέας της δίωξης) δεν κήρυξαν το νόμο αντισυνταγματικό στο σύνολό του 364,
αλλά επιχειρήθηκε μια σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των όρων αυτού. Η ελευθερία της
έκφρασης, ως αμυντικό ατομικό δικαίωμα, κατοχυρώνεται πλήρως στο Σύνταγμα, τελεί όμως

361Κατά τα ακριβή αναγραφόμενα στο προσωπικό ιστολόγιο του Μητροπολίτη.


362«Προτρέπει».
363 Η υπογράμμιση της γράφουσας, προκειμένου να επισημανθεί η, κατά την άποψη των

εγκαλούντων, εξυβριστική φράση που θεωρούν ότι θίγει την αξιοπρέπειά τους, λόγω του ότι
αμφισβητείται η ελληνική τους ταυτότητα.
364 Προφανώς επηρεασμένη η εισαγγελέας από την υπ’ αριθμ. 3/2010 σχετική απόφαση της

Ολομέλειας του Άρειου Πάγου, την οποία άλλωστε επικαλείται και στη διάταξη που εξέδωσε.

[103]
ταυτόχρονα υπό τη γενική επιφύλαξη του νόμου, δίχως βέβαια να μπορεί ποτέ ένας
περιορισμός να φθάσει μέχρι το σημείο να αναιρέσει τον πυρήνα του δικαιώματος. Υπό το
πρίσμα της μόλις προηγηθείσας παραδοχής, το βάρος της ζυγαριάς ανάμεσα στην ελευθερία
της έκφρασης και στον επιτρεπτό περιορισμό αυτής από την απαξία που γεννά ο κίνδυνος
προσβολής των προστατευόμενων από το Ν. 927/1979 έννομων αγαθών έγειρε για άλλη μια
φορά υπέρ του συνταγματικού δικαιώματος του άρ. 14 παρ. 1. Ίσως όμως ένας ερμηνευτής και
εφαρμοστής του νόμου, σε περιπτώσεις που εμπλέκονται εμφανώς και με ενάργεια ζητήματα
συνταγματικής τάξεως, οφείλει να επιδείξει λίγη περισσότερη προσοχή και να υπεισέλθει σε
όλες τις πτυχές της επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας (ά. 25 Σ),
ως εγγυητικού ορίου. Από την άλλη πάλι, η επιλογή αυτής της οδού, που προτάσσεται σαφώς
της ενασχόλησης με το λογικά επόμενο ζήτημα, του κατά πόσο δηλαδή η συμπεριφορά του
δράστη είναι πρόσφορη να οδηγήσει σε πράξεις που (οι τελευταίες με τη σειρά τους) μπορούν
να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία, βοηθά να παρακάμπτεται ο σκόπελος της
διερεύνησης των όποιων δυσχερών ζητημάτων που συνάπτονται με τα εγκλήματα
διακινδύνευσης.

4.5. Η υπόθεση με τη στρατιωτική παρέλαση

Άξια μνείας είναι και η καταδικαστική απόφαση του Ναυτοδικείου Πειραιά για
παράβαση του άρθρου 2 του Ν. 927/1979365, με την οποία καταδικάστηκαν σε ποινή
φυλάκισης τριών μηνών και δεκαπέντε ημερών ο επικεφαλής του αγήματος των ΟΥΚ στη
στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2010 και οι δύο προπορευόμενοι ένστολοι, ενώ οι
λοιποί κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες λόγω αμφιβολιών. Το
κατηγορητήριο366 έκανε αναφορά στα εξής υπό δικαστική διερεύνηση περιστατικά: «μέλη του
αγήματος της Μονάδας Υποβρυχίων Αποστολών (ΜΥΑ) του Λιμενικού Σώματος (Λ.Σ) που
συμμετείχε στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2010, αφού αποφάσισαν από κοινού και
εξέφρασαν δημοσίως ιδέες προσβλητικές κατά ομάδας προσώπων λόγω της εθνικής τους
καταγωγής, συγκεκριμένα, μετά από την αποχώρησή τους από την εξέδρα των επισήμων στην
Πλατεία Συντάγματος και ενώ συνέχισαν την πορεία τους σε συγκροτημένο σχηματισμό και με
βηματισμό παρέλασης επί των οδών Πανεπιστημίου και Αγ. Κωνσταντίνου, ανέκραξαν όλοι
μαζί ενώπιον των θεατών της παρέλασης τις εξής φράσεις: ‘Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι
ποτέ, το αίμα σου θα χύσουμε γουρούνι Αλβανέ’, ‘Τους λένε Σκοπιανούς, τους λένε Αλβανούς,

365 Αριθμός απόφασης 588/2011, η οποία και δημοσιεύθηκε στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών
«ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ» Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Βλ. σχετική αναφορά σε Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 481 επ. και Ι. Μοροζίνη, N. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 3.
366 Οι πληροφορίες για το υπ’ αριθμ. 87/2011 κλητήριο θέσπισμα έχουν αντληθεί και πάλι από το

δελτίου τύπου που εξέδωσε το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ) στις 21
Δεκεμβρίου 2011, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα: http://cm.greekhelsinki.gr/. Ανακτήθηκε στις 7
Νοεμβρίου 2016.

[104]
τα ρούχα μου θα ράψω με δέρματα από αυτούς’, ‘Θα γίνει μακελειό, μετά θα εκδικηθώ, όταν θα
προσκυνήσετε σημεία και σταυρό’».
Το Τριμελές Ναυτοδικείο Πειραιά πείσθηκε για την ενοχή μόνο τριών εκ του αγήματος
του λιμενικού σώματος, και συγκεκριμένα του επικεφαλής καθώς και δύο προπορευόμενων
ενστόλων, καθότι εκείνοι ήταν μετά βεβαιότητας τα πρόσωπα που με πάθος και ένταση
αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους αναφώνησαν τα στο κατηγορητήριο αναγραφόμενα
συνθήματα σε βάρος των Αλβανών και των Σκοπιανών. Αίτιο της συμπεριφοράς τους ήταν η
εθνική καταγωγή των προσώπων σε βάρος των οποίων διατύπωσαν δημόσια προσβλητικούς
και καταφρονητικούς ισχυρισμούς. Ιδιάζουσας σημασίας είναι και η άποψη που εξέφρασε η
πλειοψηφία του δικαστηρίου, ότι δηλαδή ο αναμφισβήτητος κατά τα άλλα πατριωτισμός των
δραστών δεν τους προσφέρει ασυλία και, μάλιστα, το γεγονός ότι ανήκουν σε σώματα
ασφαλείας δύναται να προσδώσει στις συνέπειες των ενεργειών τους μια πολλαπλασιαστική
ισχύ στα στρώματα της κοινωνίας, υπό την έννοια προφανώς ότι μπορεί να δρομολογήσει
περαιτέρω αρνητικές εξελίξεις αλλά και να οδηγήσει, υπό πρόσφορες συνθήκες, σε μαζική
τέλεση εγκλημάτων σε βάρος των συγκεκριμένων ομάδων ατόμων που προσδιορίζονται
εθνικά.
Μολονότι για τη στοιχειοθέτηση του αδίκου του εγκλήματος που τυποποιείται στο άρ. 2
του Ν. 927/1979 δεν απαιτείται η διαπίστωση της προσφορότητας της συμπεριφοράς του
δράστη να προκαλέσει περαιτέρω αρνητικές συνέπειες367, το δικαστήριο προχώρησε στην
παραπάνω επισήμανση, η οποία αναδεικνύει ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του
συγκεκριμένου νομοθετήματος. Αυτό δεν είναι άλλο από τον τρόπο εκφοράς του λόγου που
εμφορείται από ρατσιστικά κίνητρα, ο οποίος είναι ποινικά κολάσιμος368 όταν εκφέρεται
δημόσια και όχι ιδιωτικά, καθότι στην πρώτη περίπτωση οι εγκυμονούντες κίνδυνοι για τα
ατομικά έννομα αγαθά των πολιτών πολλαπλασιάζονται σημαντικά.
Στο ιστορικό συνεχές των ποινικών διώξεων για παράβαση του Ν. 927/1979, πριν τις
σημαντικές τροποποιήσεις που υπέστη με το Ν. 4285/2014, δεν καταγράφονται μέχρι το τέλος
του 2011 άλλες περιπτώσεις369, ενώ από το έτος 2012 και μέχρι το Σεπτέμβριο του 2014 (οπότε
και επήλθε η τροποποίηση δια της αντικατάστασης με το Ν. 4285/2014) ο αριθμός των

367 Όπως για παράδειγμα ισχύει στην περίπτωση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Εδώ αρκεί μόνο το
αντικειμενικό γεγονός της δημόσιας εκφοράς προσβλητικών ιδεών ή ορθότερα προσβλητικών-
καταφρονητικών δηλώσεων-χαρακτηρισμών σε βάρος προσώπων λόγω της φυλετικής ή της εθνικής
τους καταγωγής (και μετέπειτα του θρησκεύματος).
368 Και υπό τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων του συγκεκριμένου νομοθετήματος.

369 Υφίστανται βέβαια δύο καταδικαστικές κρίσεις, που αφορούσαν όμως σε εξύβριση που έλαβε

χώρα λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού του θύματος κι όχι σε παράβαση του άρθρου 2 του Ν.
927/1979, καθότι δεν είχε συμπεριληφθεί στο τελευταίο το στοιχείο αυτό ως ένα εκ των αιτιών για τη
δημόσια εκφορά προσβλητικών χαρακτηρισμών. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατό οι συμπεριφορές των
δραστών να υπαχθούν στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 2 του Ν. 927/1979.

[105]
δικογραφιών για παραβάσεις του τυποποιούνται στο συγκεκριμένο νομοθέτημα αυξάνεται 370.
Η αύξηση αυτή παρατηρείται αφενός μεν λόγω των συστηματικών επιθέσεων (λεκτικών και
μη) ορισμένων υποστηρικτών αλλά και κάποιων μελών του κόμματος της Χρυσής Αυγής,
αφετέρου δε λόγω της συνδυασμένης δράσης των Γραφείων Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας
που συστάθηκαν στις επιμέρους Αστυνομικές Διευθύνσεις της ΕΛ.ΑΣ. 371 και των Ειδικών
Εισαγγελέων για τις υποθέσεις φυλετικού μίσους.

5. Μεταβατικές επισημάνσεις

Κατόπιν λοιπόν μιας μακρόχρονης ύπαρξης αλλά και παράλληλα υποτονικής εφαρμογής
του ο Ν. 927/1979 κρίθηκε σκόπιμο να εκσυγχρονισθεί. Οι αλλαγές που επρόκειτο να
πραγματοποιηθούν ήταν απαραίτητες όχι μόνο για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά το
εδραιωμένο πλέον σε όλους τους κοινωνικούς κύκλους φαινόμενο του ρατσιστικού λόγου, αλλά
και για να υπάρχει εναρμόνιση με τα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η Ελλάδα ως κράτος-μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης έπρεπε να προσδεθεί με τα λοιπά κράτη στο κοινό όχημα της δραστικής
καταπολέμησης του ρατσιστικού φαινομένου σε όλες τις εκφάνσεις του, εναντίον των οποίων
εμφανίζεται η Ένωση να δείχνει μηδενική ανοχή. Η όποια συνεπώς αναποτελεσματικότητα
των ρυθμίσεων του αρχικού Ν. 927/1979 έπρεπε να αντιμετωπισθεί με ένα νομικά αρτιότερο
και πληρέστερο, από άποψη προστασίας, πλέγμα διατάξεων.

370 Βλ. Α. Γαζάκη – Δ. Συρρή – Α. Τάκη, όπ.π., σελ. 50 και συγκεκριμένα την υποσημείωση υπ’ αριθμ.
50, όπου αναφέρεται το με αριθμό πρωτοκόλλου 7017/7/16830/30-08-2013 έγγραφο του Υπουργείου
Προστασίας του Πολίτη προς τη Βουλή σε απάντηση κοινοβουλευτικού ελέγχου για τις σχηματισθείσες
δικογραφίες που σχετίζονται με τις παραβάσεις του ν. 927/1979 και την πορεία αυτών.
371 Με το ΠΔ 132/2012, ΦΕΚ Α’ 239/11-12-2012.

[106]
ΙΙ. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 927/1979 ΜΕ ΤΟ Ν. 4285/2014: ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ Ή ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΡΟΣ
ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ 2008/913/ΔΕΥ ΤΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ Ε.Ε.;

1. Εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες μέσα στις οποίες εκκολάφθηκε η ιδέα για
εκσυγχρονισμό του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου

1.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Στις 9 Σεπτεμβρίου του 2014 έγινε δεκτό με ισχνή πλειοψηφία372 από τη Βουλή των
Ελλήνων το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση
πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών
και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας µέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες
διατάξεις» αποτελώντας πλέον νόμο του ελληνικού κράτους. Τέθηκε δε σε ισχύ από τη
δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι στις 10 Σεπτεμβρίου 2014373.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιόδου που μεσολάβησε από την κατάθεση του
πρώτου Σχεδίου Νόμου (στο εξής Σ/Ν) στη Βουλή έως και την ψήφιση του τελικού κειμένου
του νόμου ήταν ο πολιτικός διχασμός ανάμεσα στις εκάστοτε κυβερνήσεις αλλά και στα
κόμματα που αντιπροσωπεύονταν στη Βουλή αναφορικά με τις επιμέρους ρυθμίσεις και ιδίως
με τις κατηγορίες που αποτελούσαν την αιτία των εκεί τυποποιημένων αδικημάτων.
Αποτέλεσμα μάλιστα αυτού του διχασμού ήταν να μην φτάσει ποτέ προς ψήφιση στην
Ολομέλεια της Βουλής το πρώτο Σ/Ν με τον τίτλο «Καταπολέμηση Εκδηλώσεων Ρατσισμού και
Ξενοφοβίας»374, μολονότι ψηφίσθηκε κατά πλειοψηφία στην αρμόδια Κοινοβουλευτική
Επιτροπή375.
Λόγω ακριβώς της πολιτικής αντιπαράθεσης κατατέθηκαν έκτοτε πολλαπλές προτάσεις
νόμου από όλα σχεδόν τα τότε γνωστά κόμματα της Βουλής. Μετά από παλινωδίες τριών
περίπου ετών, το κατατεθέν Σ/Ν που τελικά ψηφίσθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής

372 Βλ. τα πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΛΔ’ Συνεδρίασης (9-9-2014) της Ολομέλειας της Βουλής,
δημοσιευμένα στον επίσημο ιστότοπο αυτής, http://www.hellenicparliament.gr, όπου και
καταγράφονται τα αποτελέσματα της ονομαστικής ψηφοφορίας, σ. 2714, 2717-2721.
373 Όπως όριζε το άρθρο 11 του νόμου, ΦΕΚ Α΄ 191, 10-09-2014.

374 Της 16ης Νοεμβρίου 2011, επί υπουργίας των κ. Ε. Βενιζέλου (Υπουργός Οικονομικών) και Μ.

Παπαϊωάννου (Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Για το πλήρες


κείμενο αυτού βλ. στην ιστοσελίδα της Βουλής.
375 Έτσι σε Β. Ζύγουρα, Η νομική αντιμετώπιση του «ρατσιστικού φαινομένου» σε ΕΕ και Ελλάδα,

ΠοινΔικ 2016, σ. 1146 και τις εκεί υπ’ αριθμ. 106 και 108 υποσημειώσεις.

[107]
αποτέλεσε ως επί το πλείστον συγκερασμό των ως άνω προτάσεων376. Πέραν των όποιων
επιφυλάξεων περί ποδηγέτησης της ελευθερίας της έκφρασης και της επιστημονικής έρευνας
καθώς και περί αποκοπής του ομφάλιου λώρου μεταξύ του ηθικού αυτουργού της ρατσιστικής
βίας και του φυσικού αυτουργού αυτής, το νομοσχέδιο έγινε τελικά δεκτό στο σύνολό του κατά
πλειοψηφία. Ακόμα όμως και τότε η πολιτική συναίνεση σε βασικά σημεία του νομοθετήματος
ήταν ανύπαρκτη, ενώ δεν έλειψαν και επισημάνσεις περί πολιτικών σκοπιμοτήτων που
στάθηκαν εμπόδιο στην προ πολλού υιοθέτησή του. Εκτός από την έντονη διαφωνία
αναφορικά με τα προτεινόμενα κριτήρια που αποτελούσαν τη βάση του ρατσιστικού λόγου,
σημείο τριβής αποτέλεσε και η συζήτηση γύρω από το άρθρο 2 του κατατεθέντος
νομοσχεδίου377, που διακρινόταν από ζωηρή πολιτική σημειολογία. Ενδεικτική του κλίματος
πολιτικής διαφωνίας ήταν, μεταξύ άλλων, και η πρωτοβουλία τριάντα οκτώ κυβερνητικών
βουλευτών, συνεπικουρούμενη από κάποιους εθνικιστικούς και θρησκευτικούς κύκλους, να
απαιτήσουν την ποινικοποίηση της αμφισβήτησης της καταστροφής των χριστιανικών
πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του Πόντου ως γενοκτονίας378.

1.2. Η νομοπαρασκευαστική διαδικασία και η κοινοβουλευτική διαδρομή του ν.


4285/2014

Ήδη από το έτος 2011 το αρχικό Σ/Ν, αφού είχε ολοκληρωθεί και η επεξεργασία του,
είχε αναρτηθεί σε δημόσια διαβούλευση μέσω μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας στο διαδίκτυο
με ημερομηνία έναρξης την 22 Φεβρουαρίου 2011 και λήξης την 3 Μαρτίου του ίδιου ως άνω
έτους379.
Μέσα από τη διαδικασία αυτή δόθηκε η ευκαιρία σε πολίτες (νομομαθείς και μη) αλλά
και σε οργανώσεις να εκφράσουν τις απόψεις τους περί του σχετικού νομοσχεδίου καθώς και
να εισφέρουν χρήσιμες παρατηρήσεις και σκέψεις επ’ αυτού, οι οποίες μάλιστα λήφθηκαν
υπόψη από το Υπουργείο κατά τη μετέπειτα διαμόρφωση της τελικής του μορφής. Στο
μεγαλύτερο βαθμό τα σχόλια που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο380 ήταν αρνητικά,
επικεντρώθηκαν δε στο σημείο τομής των ρυθμίσεων του νόμου με συνταγματικής περιωπής
αρχές και αξίες, όπως είναι η ελευθερία της έκφρασης και της επιστημονικής έρευνας.
Κεντρική επισήμανση αποτέλεσε η σκέψη - ίσως και ο φόβος - ότι η απαγόρευση του

376 Όπως, άλλωστε, επισημαίνει στη συζήτηση του νομοσχεδίου επί της αρχής και ο Εισηγητής της
Νέας Δημοκρατίας, Ανδρέας Κουτσούμπας. Βλ. τα πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΚΘ’ Συνεδρίασης (2-9-
2014) του Τμήματος Διακοπής Εργασιών της Βουλής, σ. 2367, δημοσιευμένα στον επίσημο ιστότοπο
της Βουλής.
377 Ο τίτλος αυτού πριν την ψήφιση των άρθρων ήταν «Δημόσιος εγκωμιασμός ή άρνηση

εγκλημάτων».
378 Όπως αυτό επισημαίνεται στην έρευνα των Α. Γαζάκη – Δ. Συρρή – Α. Τάκη, όπ.π., σελ. 56.

379 Η σχετική Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης είναι αναρτημένη στον ιστότοπο της Βουλής.

380 Και συγκεκριμένα στη διαδικτυακή πλατφόρμα https://diavgeia.gov.gr.

[108]
ρατσιστικού λόγου, ακόμα και του πιο ακραίου, υποσκάπτει τα θεμέλια της δημοκρατίας και
του κράτους δικαίου καθόσον μέρος εμποδίζει την απρόσκοπτη άσκηση συνταγματικά
κατοχυρωμένων αλλά και διεθνώς αναγνωρισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Εν τέλει τα σχόλια αξιολογήθηκαν από το αρμόδιο Υπουργείο και έτσι
πραγματοποιήθηκαν ορισμένες αλλαγές επί του νομοσχεδίου σε σημεία που κρίθηκε
σκόπιμο381. Μάλιστα, επισημάνθηκε ότι ελήφθη μέριμνα ώστε η διαμόρφωσή του να μην
αποτελέσει για άλλη μια φορά αποτέλεσμα άκριτης μεταφοράς ή, ακόμα χειρότερα,
αντιγραφής στην ελληνική έννομη τάξη των ευρωπαϊκών-ενωσιακών ρυθμίσεων382. Το
ζητούμενο ήταν η ενσωμάτωση των τελευταίων και η σαφής περιγραφή της αξιόποινης
συμπεριφοράς383. Για την επίτευξη αυτού του στόχου αξιοποιήθηκαν παραδοσιακές έννοιες
και παραδοχές του ελληνικού ποινικού δόγματος, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατόπιν
πολύχρονης εποικοδομητικής συνδιαλλαγής μεταξύ της νομολογίας των ελληνικών
δικαστηρίων και της θεωρίας384. Άλλωστε, και ο ίδιος ο ευρωπαίος νομοθέτης ενδιαφέρεται
μόνο να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της εκάστοτε απόφασης-πλαίσιο, αφήνοντας
στον εθνικό νομοθέτη να οριοθετήσει εκείνος με τα κατάλληλα εθνικά εργαλεία τις αξιόποινες
συμπεριφορές385. Παράλληλα δε μέσω της εμπειρικής έρευνας καταβλήθηκε προσπάθεια
ούτως ώστε να αξιολογηθεί και το ευρύτερο περιβάλλον της ελληνικής κοινωνίας μέσα στο
οποίο θα τύχει εφαρμογής η εν λόγω νομοθεσία386. Τέλος, δόθηκε έμφαση στο ότι η προστασία
της ελευθερίας της έκφρασης είναι απόλυτη και πρωταρχική, στο μέτρο βέβαια που ορίζει το
εθνικό μας Σύνταγμα αλλά και η ΕΣΔΑ, ενώ επίκεντρο του ποινικού ενδιαφέροντος είναι μόνο
οι συμπεριφορές εκείνες που εμπεριέχουν μια δυναμική βίας και θυματοποίησης σε βάρος
ανθρώπων ή ομάδας ανθρώπων που δεν ανταποκρίνονται στα φυλετικά, θρησκευτικά,
πολιτισμικά κ.ά. πρότυπα του δράστη. Εάν βέβαια επιτεύχθηκαν εν τέλει όλοι οι ως άνω στόχοι
της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής κατά την τυποποίηση των σχετικών αδικημάτων είναι
ζήτημα που θα εξετασθεί σε επόμενη ενότητα.
Στη συνέχεια το Σ/Ν στάλθηκε στην Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του
Ανθρώπου (ΕΕΔΑ)387 προκειμένου η τελευταία να τοποθετηθεί επί των ρυθμίσεών του, με
381 Ενδεικτική της προσπάθειας ήταν η αντικατάσταση του όρου «εχθροπάθεια» με τον όρο «μίσος»,
όπως και η εγκατάλειψη του όρου «γενετήσιος προσανατολισμός» κατά την αναδιατύπωση του άρθρου
3 του Σ/Ν και η χρήση στη θέση του του όρου «σεξουαλικός προσανατολισμός».
382 Όπως επισημαίνει μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής. Βλ. γι’ αυτό A. Chouliaras,

Transposing the Framework Decision on Combating Racism and Xenophobia into the Greek Legal
Order, eu-crim 1/2011, σ. 39 επ. και ιδίως σ. 41-42.
383 Με βάση τη μερικότερη αρχή “nullum crimen nulla poena sine lege certa”, που απορρέει από το

άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος.


384 A. Chouliaras, όπ.π., σ. 41.

385 Άρθρο 34 παρ. 2 στοιχ. β’ της ΣυνθΕΕ.

386 A. Chouliaras, όπ.π., σ. 41.

387 Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου συστήθηκε με το Ν. 2667/1998 (ΦΕΚ Α’

281). Σύμφωνα με αυτόν, η ΕΕΔΑ αποτελεί συμβουλευτικό όργανο της Πολιτείας σε θέματα

[109]
βάση πάντοτε τις τιθέμενες από το νόμο που διέπει τη λειτουργία της αρμοδιότητές της. Μετά
την εισήγηση που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια της ΕΕ∆Α κατά την από 17.3.2011
συνεδρίασή της, και συγκεκριμένα το Δεκέμβριο του 2011, το Σ/Ν κατατέθηκε στη Βουλή και
εγκρίθηκε μετέπειτα από την αρμόδια Διαρκή Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης
και Δικαιοσύνης, δίχως ωστόσο να εισαχθεί τότε στην Ολομέλεια της Βουλής προς ψήφιση. Δεν
ήταν παρά μόνο μετά από ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα, και μάλιστα από το Τμήμα
Διακοπής Εργασιών της Βουλής Θέρους 2014, που ξεκίνησαν και πάλι οι νομοθετικές εργασίες
για την ολοκλήρωση της ψήφισης του νομοσχεδίου.
Τελικά στη συνεδρίαση της 9 Σεπτεμβρίου του 2014 το νομοσχέδιο του Υπουργείου
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Τροποποίηση του ν. 927/1979
(Α’139) και προσαρμογή του στην απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου
2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας
µέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες διατάξεις» έγινε δεκτό κατά πλειοψηφία σε μόνη
συζήτηση επί της αρχής και έλαβε τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.
Το ζήτημα που μετ’ επιτάσεως τίθεται εν προκειμένω είναι το κατά πόσο ο ψηφισθείς
από τη Βουλή των Ελλήνων Ν. 4285/2014 αποτέλεσε δικαιοπολιτική επιλογή ορμώμενη από τα
κοινωνικά δεδομένα της εποχής και δη, από τη ραγδαία αύξηση του ρατσιστικού φαινομένου,
το οποίο μάλιστα σχεδόν απροκάλυπτα και εσκεμμένα παρουσιάσθηκε από κάποιους κύκλους
ως μια επιτακτική εθνική πρακτική. Ήδη, όμως, από τον τίτλο του συγκεκριμένου
νομοθετήματος βλέπει κανείς και την υλοποίηση, μέσω αυτού, μιας διεθνούς «υποχρέωσης»
της Ελλάδας να αναπροσαρμόσει το ήδη υπάρχον νομοθετικό της πλαίσιο για την
καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας388 στα πρότυπα του ευρωπαϊκού-
ενωσιακού389 μοντέλου, όπως το τελευταίο παρουσιάζεται στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
Απόφαση-Πλαίσιο της 28ης Νοεμβρίου 2008 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Βλ. σχετικά την Ετήσια Έκθεση 2012-
2013 της ΕΕΔΑ, η οποία βρίσκεται αναρτημένη στην ιστοσελίδα της Επιτροπής «ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ», http://www.nchr.gr.
388 Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο Έλληνας νομοθέτης με το Ν. 4285/2014 δεν νομοθέτησε σε λευκό

καμβά, όσον αφορά στην κατασταλτική αντιμετώπιση του ρατσιστικού φαινομένου, καθότι προϋπήρχε
ήδη από το 1979 ο νόμος 927, για τον οποίο έχει προηγηθεί εκτενής αναφορά στο Πρώτο Κεφάλαιο του
Μέρους Β’ της παρούσας μελέτης.
389 Γίνεται λόγος για ενωσιακό και όχι κοινοτικό δίκαιο, διότι τη νομική βάση της συγκεκριμένης

απόφασης-πλαίσιο, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ με σκοπό την προσέγγιση των
νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών, αποτέλεσαν τα πρώην άρθρα 29 (με τη
νέα αρίθμηση της τροποποιητικής Συνθήκης του Άμστερνταμ, με την παλαιά Κ.1), 31 και 34 παρ. 2
στοιχ. β΄ της Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για ρύθμιση του Τρίτου Πυλώνα, ο οποίος
περιείχε διατάξεις για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις. Τα
συγκεκριμένα άρθρα τροποποιήθηκαν αργότερα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία και κατήργησε
το σύστημα των «πυλώνων», ενώ οι ρυθμίσεις τους περιλήφθηκαν στα άρθρα 67 και 83 της Συνθήκης
για τη Λειτουργία της ΕΕ. Οι αποφάσεις-πλαίσιο αντικαταστάθηκαν με Οδηγίες.

[110]
Η αναζήτηση των λόγων για τους οποίους ωθήθηκε ο εθνικός νομοθέτης σε
τροποποίηση του ήδη υπάρχοντος νομοθετικού καθεστώτος για την κατασταλτική
αντιμετώπιση του ρατσιστικού φαινομένου καθίσταται έτσι το αμέσως επόμενο εξεταζόμενο
θέμα.

1.3. Το κοινωνικό πλαίσιο προ της τροποποίησης

Όταν το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συνέστησε εξεταστική επιτροπή με


αντικείμενο τη διερεύνηση της ανόδου του ρατσισμού και του φασισμού στην Ευρώπη, η
κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα δεν καταγράφηκε ως ιδιαίτερα ανησυχητική. Όπως
ο ίδιος ο Δ. Ευρυγένης επεσήμανε, ως Εισηγητής στην Έκθεση του 1985 για τα αποτελέσματα
των εργασιών της επιτροπής, «η ακροδεξιά και, πολύ περισσότερο, ο φασισμός και ο ναζισμός
δεν μπόρεσαν ποτέ να ριζώσουν στην πολιτική ζωή της χώρας». Περαιτέρω αναφέρεται ότι:
«Η στάση του αυτόχθονος πληθυσμού απέναντι στις εθνικές ή θρησκευτικές μειονότητες
χαρακτηρίζεται από πνεύμα ανοχής και ξενοφιλίας και στερείται, κατά κανόνα, φυλετικών
προκαταλήψεων»390.
Από την εποχή εκείνη όμως μέχρι και το έτος 2009, με αποκορύφωμα τη διετία 2012-
2013, η κατάσταση άλλαξε άρδην προς το χειρότερο. Η εμπειρική και μόνο αντίληψη της
καθημερινότητας στην Ελλάδα αποδεικνύει την ύπαρξη μιας πραγματικότητας που
χαρακτηρίζεται από πληθώρα καταγεγραμμένων περιστατικών της λεγόμενης «ρητορικής του
μίσους» στο δημόσια εκφερόμενο λόγο καθώς και ρατσιστικών πρακτικών. Οι εκδηλώσεις του
ρατσιστικού φαινομένου και μεταξύ αυτών ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος
πραγματοποιούνται από μέλη του λεγόμενου εξτρεμιστικού χώρου, όμως δεν απουσιάζουν και
από τους κόλπους της πολιτικής ζωής, της δημοσιογραφίας, του ορθόδοξου κλήρου, ακόμα και
του καλλιτεχνικού χώρου.
Το Σ/Ν για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και
ξενοφοβίας, που κατατέθηκε στη Βουλή το 2011 και ωρίμασε το 2014, οπότε και ψηφίστηκε ως
νόμος του ελληνικού κράτους, εμφανίσθηκε σε μια χρονική συγκυρία υψηλών κοινωνικών
εντάσεων. Φαινόμενα ρατσιστικά είχαν παρατηρηθεί στην Ελλάδα ήδη από τη δεκαετία του
‘60 με τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές από το πρώην ανατολικό μπλοκ, όμως η μεγάλη
έκρηξη επήλθε από το 2009 και έπειτα, με την εμφάνιση των πρώτων σημαδιών της
χρηματοπιστωτικής, οικονομικής καθώς και κοινωνικής κρίσης στο ελληνικό γίγνεσθαι. Κατά
την επίσκεψή της στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του πέμπτου κύκλου επιτήρησης, η
αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας (ECRI)391

390 Βλ. το πλήρες κείμενο της Έκθεσης στο διαδικτυακό τόπο


bookshop.europa.eu/europe/AX4686654GRC_001.pdf, και συγκεκριμένα σ. 50, όπου περιγράφεται η
κατάσταση για την τυχόν αύξηση του φασισμού και του ρατσισμού στην Ελλάδα.
391 Που ιδρύθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Για τη δράση της έγινε λόγος στο Μέρος Α’,

Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 4.

[111]
διαπίστωσε ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά ομιλιών μίσους στο δημόσια εκφερόμενο λόγο από το
2009 κι έπειτα, και κυρίως με την άνοδο της Χρυσής Αυγής στον πολιτικό βίο της χώρας392. Το
Συμβούλιο της Ευρώπης ορίζει την «ομιλία μίσους» ως κάθε μορφή έκφρασης που διαδίδει,
υποκινεί, προωθεί ή δικαιολογεί το φυλετικό μίσος, την ξενοφοβία, τον αντισημιτισμό ή άλλες
μορφές μίσους που στηρίζονται στη μισαλλοδοξία, όπως τη μισαλλοδοξία που εκφράζεται μέσα
από επιθετικό εθνικισμό και εθνοκεντρισμό, διάκριση και εχθρικότητα κατά των μειονοτήτων,
των μεταναστών και των ανθρώπων με καταγωγή από την αλλοδαπή»393. Οι ομιλίες αυτές
στρέφονταν κυρίως κατά των μεταναστών που εισέρχονταν παράνομα στη χώρα μας, ενώ δεν
έλειπαν εκδηλώσεις αντισημιτισμού σε βάρος των Εβραίων, εριστικών λόγων σε βάρος των
εθνικά «ύποπτων» μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης καθώς και απέχθειας και διαχωρισμού
έναντι των ΛΟΑΤ+394. Ακόμα και άτομα με ειδικές ανάγκες βρέθηκαν στο στόχαστρο. Πέραν
βέβαια του ρατσιστικού λόγου καταγράφονται και περιστατικά ρατσιστικής βίας, τα οποία
είναι στο μεγαλύτερο όγκο τους υποκινούμενα από προηγηθείσες ομιλίες395.
Περιπτώσεις δημόσια εκφερόμενου ρατσιστικού λόγου, όπως αυτός προσδιορίζεται από
το ΣτΕ, αναδεικνύονται η μία μετά την άλλη. Ενδεικτικά, το Δεκέμβριο του 2010
Μητροπολίτης Πειραιώς εξέφρασε στην τηλεόραση τις αντισημιτικές του απόψεις λέγοντας
πως οι ίδιοι οι εβραίοι συντόνισαν το Ολοκαύτωμα, ενώ ταυτόχρονα κατηγόρησε τους
εβραιοσιωνιστές για μεθοδευμένες προσπάθειες υποδούλωσης της Ελλάδας και της
Ορθοδοξίας396. Περαιτέρω, στελέχη της Χρυσής Αυγής και υποστηρικτές της εκφράζουν
μισαλλόδοξες, δυσανεκτικές ακόμα και ιρασιοναλιστικές απόψεις έναντι των εβραίων, των
μεταναστών και εν γένει οποιουδήποτε δεν ταιριάζει στα εθνικά, θρησκευτικά και κοινωνικά
τους «πρότυπα»397. Ακόμα όμως και μέσα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ακούστηκαν ακραίες
απόψεις398.

392 Βλ. τη σχετική έκθεση της ECRI για την Ελλάδα (πέμπτος κύκλος επιτήρησης, που αφορά στο
διάστημα από το 2009 έως και τον Ιούνιου του 2014) δημοσιευθείσα στις 24 Φεβρουαρίου 2015 στην
επίσημη ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης και ειδικότερα σε:
http://www.coe.int/t/dghl/monitoring/ecri/Country-by-country/Greece/.
393 Βλ. την υπ’ αριθ. R (97) 20 Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών στα κράτη μέλη, που υιοθετήθηκε

στις 30.10.1997, δημοσιευμένη σε https://rm.coe.int/1680505d5b. Ανακτήθηκε στις 2-10-2017.


394 Στα δε αγγλικά: LGBT+, είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις
λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς.
395 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα θύματα του ρατσιστικού παραληρήματος για το έτος

2013 βλ. την Ετήσια Έκθεση (2013) του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, που
δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 2011 με πρωτοβουλία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους
Πρόσφυγες και της Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα
http://rvrn.org.
396 Στο περιστατικό αυτό αναφέρεται η Έκθεση της ECRI για την Ελλάδα, όπ.π., σ. 17.

397 Χαρακτηριστική η φράση του Αλέξανδρου Πλωμαρίτη, μέλους της Χρυσής Αυγής, σε ντοκιμαντέρ

βρετανικού καναλιού: «οι μετανάστες θα πρέπει να μετατρέπονται σε σαπούνι» και ότι «είμαστε

[112]
Αυτή η πνιγηρή κοινωνική πραγματικότητα σε συνδυασμό με την ελλειμματική
εφαρμογή του ισχύοντος νόμου για την κατασταλτική αντιμετώπιση του ρατσιστικού
φαινομένου καθιστούσαν πλέον αδήριτη την ανάγκη για αναμόρφωση399 του σχετικού
θεσμικού πλαισίου. Είναι σαφές πως ο δρόμος προς μια ανεκτικότερη κοινωνία που σέβεται
αδιακρίτως τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του άλλου ανεξαρτήτως εθνικότητας, χρώματος,
θρησκείας, φύλου κλπ. είναι μακρύς και δεν επιτυγχάνεται μόνο μέσω του ποινικού δικαίου.
Ωστόσο, παραμένει μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι οι κανόνες του έχουν ένα παιδαγωγικό
χαρακτήρα, στο βαθμό που καθιστούν σαφές στην κοινωνία ποιες μορφές ανθρώπινης
συμπεριφοράς είναι ανεκτές από το νομοθέτη, τι αξιολογείται ως σημαντικό για την ομαλή και
ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων και συνεπώς τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Ήταν,
όμως, μόνο η ανάγκη για ένα πιο αποτελεσματικό και συνεκτικό θεσμικό πλαίσιο στον τομέα
της καταπολέμησης των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας που οδήγησε στην
τροποποίηση του Ν. 927/1979 ή συνέτρεχε παράλληλα και μια άλλη διεθνής συγκυρία που
δρομολόγησε πιο επιτακτικά τις εξελίξεις;

2. Η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ε.Ε., της 28ης


Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων
ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου

2.1. Εισαγωγή

Ήδη από το 2001400 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όντας το μοναδικό αρμόδιο όργανο της ΕΕ
για κατάρτιση νομοθετικών προτάσεων σε ζητήματα που δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν
αποτελεσματικά σε εθνικό επίπεδο, υπέβαλε προς το Συμβούλιο της ΕΕ για έγκριση την
πρότασή της για μια νέα ενωσιακή πράξη και συγκεκριμένα, για την υιοθέτηση μιας

έτοιμοι να ανοίξουμε τις φούρνους». Για τη δήλωσή του αυτή ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως δίωξη από τον
αρμόδιο εισαγγελέα για παράβαση των άρθρων 1 (παρ. 1) και 2 του Ν. 927/1979.
398 Μερίδα των πολιτικών παρουσιάζει συλλήβδην τους παράνομους μετανάστες ως υπαίτιους των

προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας. Βλ. και την Έκθεση του Επιτρόπου του Συμβουλίου της
Ευρώπης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Νιλς Μούιζνιεκς, μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα,
Στρασβούργο, Απρίλιος 2013, σ. 6-8, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα https://rm.coe.int/ (χρόνος
πρόσβασης στις 20-08-2017) καθώς και την Έκθεση της ECRI για την Ελλάδα, όπ.π., σ. 17-19.
399 Για «συμπλήρωση» γίνεται λόγος στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση του

ν. 927/1979 (Α’ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου
2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του
ποινικού δικαίου (L 328)».
400 Για μια αναλυτική περιγραφή των σχετικών με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της

ξενοφοβίας δράσεων που υλοποιήθηκαν σε επίπεδο Ε.Ε., πέραν της εδώ αναλυόμενης Απόφασης-
Πλαίσιο, βλ. προηγουμένως Μέρος Α’, Κεφάλαιο ΙΙΙ.

[113]
απόφασης-πλαίσιο αναφορικά με την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων
ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου401.
Ένας από τους βασικούς στόχους που έθεσε η Ένωση και που πανηγυρικά διατυπώθηκε
στις αρχικές διατάξεις της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως αυτή τροποποιήθηκε
από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ402, ήταν η παροχή ενός υψηλού επιπέδου προστασίας εντός
ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης για όλους τους πολίτες που διαβιούν στην
επικράτειά της403. Μέσα σε αυτόν θα κυοφορούνταν και μετέπειτα θα δημιουργούνταν οι
συνθήκες εκείνες που θα ήταν πρόσφορες για την ευόδωση της επιδιωκόμενης οικονομικής και
κοινωνικής προόδου. Η προοπτική και η προσπάθεια επίτευξης ενός τέτοιου οραματιζόμενου
περιβάλλοντος όμως καθίστατο ιδιαίτερα δυσχερής από τη διόγκωση, μεταξύ άλλων, και των
φαινομένων του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Άλλωστε, τα τελευταία παραβιάζουν
κατάφωρα τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του
ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αλλά και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες
αποτελούν το θεμέλιο λίθο της Ένωσης και ταυτόχρονα είναι κοινές στα κράτη μέλη404.
Η πληθώρα των εθνικοτήτων που διαβιούσαν στα εδάφη της ευρωπαϊκής επικράτειας
καθώς και η πολυπολιτισμικότητα που τη διέκρινε ήταν χαρακτηριστικά που δεν
αξιολογούνταν από όλους τους πολίτες της ΕΕ ως θετικά. Γεγονότα και στοιχεία
πιστοποιούσαν την ύπαρξη βαθιά ριζωμένων ρατσιστικών ιδεολογημάτων και εντεύθεν
πρακτικών που υπέσκαπταν τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οράματος405. Δυστυχώς, κανένα
κράτος-μέλος της ΕΕ δεν ήταν απρόσβλητο από το ρατσιστικό-ξενοφοβικό φαινόμενο, όπως
αυτό άλλωστε καταδεικνύεται από τις ετήσιες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου των
Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας406. Το ίδιο επισημαίνεται και από επίσημους
εκπροσώπους σε άλλα διεθνή φόρα (όπως το ΣτΕ) καθώς και από κυβερνητικά χείλη των
επιμέρους εθνικών κρατών, ενώ δεν λείπουν και προσπάθειες ανάδειξης της κατάστασης από
μέσα μαζικής ενημέρωσης. Επικρατεί, βέβαια, η πεποίθηση ότι οι γνωστές περιπτώσεις
ρατσιστικών και ξενοφοβικών εκδηλώσεων είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, με τον κύριο

401 Proposal for a Council Framework Decision on combating racism and xenophobia, (COM (2001)
664 final - 28.11.2001/0270 (CNS)), σ. 269, διαθέσιμο στηνιστοσελίδα http://eur-lex.europa.eu
(χρόνος πρόσβασης στις 20-08-2017).
402 Τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Για το πλήρες κείμενο της Συνθήκης του Άμστερνταμ βλέπε

https://europa.eu/european-union/sites/europaeu/files/docs/body/treaty_of_amsterdam_el.pdf
(ανακτήθηκε στις 20-08-2017).
403 Άρθρο 2 παρ. 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής ΣυνθΕΕ).

404 Άρθρο 6 της ΣυνθΕΕ.

405 Η κατάσταση που επικρατούσε αποτυπώνεται εναργώς στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού

Κοινοβουλίου της 20ης Σεπτεμβρίου 2000 σχετικά με τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην
Παγκόσμια Διάσκεψη κατά του ρατσισμού και με την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ένωση.
Έγγραφο ΕΕ C 146 της 17.5.2001, σ. 110.
406 Έγγραφα ΕΕ L 151 της 10.06.1997 και ΕΕ L 245 της 29.09.2003.

[114]
όγκο να παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό λόγω της γενικευμένης ανασφάλειας και του
φόβου καταγγελίας από τα θύματα.
Αντιμέτωπη με ένα τέτοιο κοινωνικό υπόβαθρο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινητοποιήθηκε
άμεσα υποβάλλοντας την πρότασή της. Με την ενεργοποίηση των διατάξεων της Συνθήκης του
Άμστερνταμ, η οποία στο μεταξύ είχε ήδη τεθεί σε ισχύ, έγινε αντιληπτό ότι ο δρόμος προς την
επίτευξη του ιδεολογικού της στόχου περνούσε μέσα από την αξιοποίηση ενός προσφιλούς για
την εποχή εκείνη και περισσότερο αποτελεσματικού μέσου του λεγόμενου Γ’ Πυλώνα. Το
νομικό αυτό εργαλείο δεν ήταν άλλο από τις αποφάσεις-πλαίσιο, οι οποίες ως κανονιστικές
πράξεις χρησιμοποιήθηκαν διαχρονικά στο πεδίο της επιχειρούμενης προσέγγισης των
κανόνων του ποινικού δικαίου με τη θέσπιση «ελάχιστων κανόνων» για τους ορισμούς των
εγκλημάτων και τις ποινές ανάμεσα στα κράτη-μέλη. Μόνο που αυτή τη φορά η ανάληψη
δράσης επεκτάθηκε και εντατικοποιήθηκε σε σχέση με την προγενέστερη πρόβλεψη της υπ’
αριθμ. 96/443/ΔEY συναφούς Κοινής Δράσης της 15ης Ιουλίου 1996, που ενέκρινε το
Συμβούλιο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την
καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας407.
Μετά από αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις επί οκτώ ολόκληρα χρόνια408 το Συμβούλιο
της ΕΕ υιοθέτησε την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο της 28ης Νοεμβρίου 2008
«για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω
του ποινικού δικαίου»409. Βέβαια, από την κατάθεση της πρότασης που υποβλήθηκε από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 29 Νοεμβρίου 2001 μέχρι την υιοθέτηση του τελικού κειμένου της
απόφασης-πλαίσιο μεσολάβησαν πολλές ενδιάμεσες προκαταρκτικές συνομιλίες μεταξύ των
αντιπροσωπειών των επιμέρους κρατών-μελών. Παρατηρήθηκε έντονη διχογνωμία αναφορικά
με τη δυνατότητα ποινικοποίησης της ρητορικής του μίσους, καθότι θεωρήθηκε ότι θα
μπορούσε να οδηγήσει σε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, του τύπου και του
συνέρχεσθαι410. Έτσι, έπρεπε να συμπεριληφθούν ασφαλιστικές δικλείδες που θα περιόριζαν
το εύρος του αξιοποίνου, ώστε να γίνονται έμπρακτα σεβαστές οι ως άνω θεμελιώδεις για ένα
κράτος δικαίου αρχές. Προς τούτη την κατεύθυνση εκφράστηκαν απόψεις που ζητούσαν να
εξαρτάται το αξιόποινο της συμπεριφοράς είτε από τον απειλητικό, εξυβριστικό ή προσβλητικό
χαρακτήρα αυτής ή από την ικανότητα που είχε να διαταράσσει τη δημόσια τάξη 411. Σε κάθε

407 Σχετικά με αυτή βλ. στο Μέρος Α’, Κεφάλαιο ΙΙΙ, Ενότητα 2.3.
408 Για μια λεπτομερή καταγραφή της οκταετούς πορείας που διανύθηκε μέχρι την υιοθέτηση της εν
λόγω απόφασης-πλαίσιο βλ. στην ιστοσελίδα http://eur-lex.europa.eu/procedure/EN/2001_270,
Procedure 2001/0270/CNS, Έγγραφο COM (2001) 664: Proposal for a Council Framework Decision on
combating racism and xenophobia.
409 Το πλήρες κείμενο αυτής είναι αναρτημένο στην ιστοσελίδα της ΕΕ, http://eur-lex.europa.eu.

Επίσημη Εφημερίδα της EE, έγγραφο L 328 της 6ης Δεκεμβρίου 2008.
410 Βλ. έγγραφο 5983/02 του Συμβουλίου της ΕΕ.

411 Για τις απαιτήσεις αυτές που εκφράστηκαν βλ. έγγραφα 10817/02, 11460/02, 12221/02, 13447/02,

14283/02, 15490/02, 6658/03 του Συμβουλίου της ΕΕ.

[115]
περίπτωση πάντως η αδυναμία υιοθέτησης μιας τελικής πράξης δεν οφειλόταν τόσο στα
τεχνικά ζητήματα που αναφύονταν και τα οποία, όπως είναι φυσικό, οφείλονταν στις
διαφορετικές φυσιογνωμίες των επιμέρους έννομων τάξεων. Κυρίως το πρόβλημα ήταν
πολιτικό, καθότι τα περισσότερα κράτη-μέλη δεν ήταν διατεθειμένα ακόμα να συμφωνήσουν
σε μια συμβιβαστική λύση, επιμένοντας στις επιφυλάξεις που διατύπωναν412. Εν τέλει, το
κείμενο που υιοθετήθηκε αποτέλεσε ένα συγκερασμό των απόψεων που εκφράστηκαν κατά
καιρούς από τις εθνικές αντιπροσωπείες, αφού από τη μία απαλείφθηκαν όροι, ενώ από την
άλλη προστέθηκαν ρήτρες διαφυγής και δυνατότητες περιορισμού του αξιοποίνου, ώστε να
μπορούσε να επιτευχθεί κατά το δυνατόν413 η βασική επιδίωξη της απόφασης-πλαίσιο, δηλαδή
η σύγκλιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών-μελών στο
συγκεκριμένο τομέα εγκληματικότητας.
Ο στόχος της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο ήταν διττός, καθότι αφενός μεν απέβλεπε στο
να εξασφαλισθεί ότι ορισμένες, ιδιαίτερα σοβαρές, εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας θα
τυποποιούνταν με ενιαίο τρόπο ως ποινικά αδικήματα σε όλα τα κράτη-μέλη, τιμωρούμενα με
ένα ελάχιστο προβλεπόμενο επίπεδο αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών
ποινικών κυρώσεων414. Αφετέρου δε, έπρεπε να βελτιωθεί και να ενθαρρυνθεί η δικαστική
συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών στο συγκεκριμένο τομέα415, πρόβλεψη που εμμέσως
πλην σαφώς υποδήλωνε μια σαφή αμφισβήτηση ως προς τη δυνατότητα των εθνικών κρατών
να αντιμετωπίσουν σε ικανοποιητικό βαθμό, δρώντας μεμονωμένα, τη διόγκωση της
συγκεκριμένης μορφής εγκληματικότητας.
Η βασική διαφορά της εξεταζόμενης απόφασης-πλαίσιο με την υπ’ αριθμ. 96/443/ΔΕΥ
σχετική Κοινή Δράση416, της οποίας έπεται, είναι ότι πλέον αναλαμβάνεται ρητά η υποχρέωση
για ομόρροπη ποινικοποίηση (το πρώτον θέσπιση «ελάχιστων κοινών κανόνων» για την
προσέγγιση των ορισμών στα εγκλήματα και τις ποινές ή ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών
διατάξεων) των αναφερόμενων μορφών συμπεριφοράς με κατάλληλο κυρωτικό πλαίσιο417, ενώ
με την προγενέστερη υπήρχε η δυνατότητα επιλογής για τα κράτη-μέλη ανάμεσα σε θέσπιση
των σχετικών εγκλημάτων ή σε παρέκκλιση από την αρχή του διττού αξιοποίνου418.
412 Βλ. ενδεικτικά το υπ’ αριθμ. 5118/07 έγγραφο του Συμβουλίου της ΕΕ.
413 Μια τέτοια επιδίωξη δεν μπορούσε να επιτευχθεί στον απόλυτο βαθμό τη δεδομένη χρονική
στιγμή, συμπέρασμα το οποία αποτυπώθηκε μάλιστα και στην υπ’ αριθμ. (6) σκέψη του προοιμίου της
απόφασης-πλαίσιο.
414 Παράγραφος 13 του προοιμίου της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο.

415 Βλ. έγγραφο 52001PC0664 (eur-lex.europa.eu/legal-content), και συγκεκριμένα στην παράγραφο

(4) της πρότασης.


416 Οι Κοινές Δράσεις δεν υφίσταντο άλλωστε ως νομικό εργαλείο μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ,

που τροποποίησε τη Συνθήκη για την ΕΕ.


417 Για την ακρίβεια, οι αποφάσεις-πλαίσιο δημιουργούν δεσμευτικότητα στα κράτη-μέλη ως προς το

επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου
και των μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 34 παρ. 2 στοιχ. β’ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
418 Όπως αυτό ρητά αναγράφεται στην παράγραφο Α υπό τον τίτλο Ι της Κοινής Δράσης.

[116]
Η απορρέουσα από την απόφαση-πλαίσιο υποχρέωση για σύγκλιση των εθνικών
ποινικών νομοθεσιών στο συγκεκριμένο τομέα εγκληματικότητας, που επεκτείνεται φυσικά σε
όλα τα συμβαλλόμενα κράτη μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή
για την εποχή και τα δεδομένα υπάρχουσα εθνική νομοθεσία κατέστησαν σαφές πως μια
αλλαγή του Νόμου 927 της 25/28.6.1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών
αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» ήταν πλέον αναπόφευκτη. Το εάν θα επιλεγόταν
τελικά μια δραστική αλλαγή των διατάξεων αυτού, μέσω ενδεχόμενης κατάργησης, ή μια απλή
συμπλήρωση στις ρυθμίσεις του, μέσω τροποποίησης, ήταν ζήτημα που απασχόλησε 419.
Πάντως μέλος της ίδιας της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής επισημαίνει: «Δεν υπάρχει
ανάγκη να τεκμηριωθεί γιατί η Επιτροπή προτίμησε να συντάξει ένα νέο νόμο αντί να
τροποποιήσει απλώς τον υπάρχοντα· η απλή αντιπαραβολή του περιεχομένου της Απόφασης-
Πλαίσιο με εκείνο του νόμου 927 δεν καταλείπει αμφιβολία ότι δεν υπήρχε χώρος για μικρές
αλλαγές»420.
Προτού όμως αναλυθεί ο νέος Ν. 4285/2014 που τροποποίησε τον προγενέστερο στον
τομέα της ποινικοποίησης ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας, κρίνεται σκόπιμο να προηγηθεί μια σύντομη αναφορά στο ενωσιακό421
πρωτογενές δίκαιο που νομιμοποιούσε την παραγωγή νομικών κανόνων ενωσιακής
προέλευσης, ήτοι των λεγόμενων αποφάσεων-πλαίσιο, με διατάξεις ποινικού περιεχομένου. Η
αξία μια τέτοιας αναφοράς γίνεται άμεσα αντιληπτή σε εθνικό-θεσμικό επίπεδο και ιδιαίτερα
στον ευαίσθητο τομέα του ποινικού δικαίου, αν αναλογισθεί κανείς τις αντανακλαστικές
συνέπειες που είχε η ευρωπαϊκή πρόβλεψη θεσμικής δυνατότητας για δημιουργία δεσμευτικών
«ελάχιστων κανόνων» για τους ορισμούς των εγκλημάτων και τις ποινές, οι οποίοι με τις
κατάλληλες διαδικασίες εισήχθησαν εν τέλει στην εσωτερική μας έννομη τάξη422.
Ζήτημα αποτελεί το κατά πόσο οι ευρωπαϊκοί κανόνες ποινικής φύσεως και δη η
κατηγορία των εδώ εξεταζόμενων αποφάσεων-πλαίσιο αλλοιώνουν ως εισακτέο «προϊόν» την
παραδοσιακή και ταυτόχρονα χρονικά εμπεδωμένη φυσιογνωμία του ποινικού μας δικαίου, τη
στιγμή μάλιστα που πολλές φορές επιλέγεται ως πρακτική κατά τη διαδικασία της
ενσωμάτωσης η «δουλική» και «άκριτη», ακόμα και «αυτούσια» μεταφορά τους στην

419 Στην Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4285/2014 αναφέρεται χαρακτηριστικά: «…κρίνεται αναγκαία η
συμπλήρωσή του ενόψει των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας…». Βλ. όμως
και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 4, όπου αναφέρεται ότι: «Τελικά επί της
ουσίας ο Ν. 927/1979 «αντικαταστάθηκε διά τροποποιήσεως», αφού όλες οι διατάξεις του (άρθρα 1 έως
4) αντικαταστάθηκαν και καμία δεν διατήρησε την αρχική της μορφή…».
420 Βλ. επίσης Ι. Μοροζίνη, ο.π., σ. 4, παραπομπή από Α. Chouliaras, όπ.π., eu-crim 1/2011, σ. 41.

421 Δηλαδή του Γ’ Πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που, όπως θα δούμε παρακάτω, περιείχε

διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.
422 Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, που αποτελεί και αντικείμενο της παρούσας μελέτης, συνιστά ο Ν.

4285/2014, με την ψήφιση του οποίου από τη Βουλή των Ελλήνων ενσωματώθηκε στην εθνική μας
έννομη τάξη η εδώ εξεταζόμενη απόφαση-πλαίσιο, τροποποιώντας τον προγενέστερο σχετικό νόμο.

[117]
ελληνική έννομη τάξη423. Περαιτέρω, η κριτική παρουσίαση των επιμέρους διατάξεων της υπό
εξέταση απόφασης-πλαίσιο διυλισμένων μέσα από το φίλτρο των βασικών αρχών του
ενωσιακού πρωτογενούς δικαίου και της εν γένει ποινικής δογματικής αποτελεί αναπόσπαστο
κομμάτι του παρόντος κεφαλαίου. Διότι αυτές ακριβώς οι διατάξεις αποτέλεσαν τη βάση πάνω
στην οποία στηρίχθηκε η νομοπαρασκευαστική διαδικασία μεταφοράς της υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ στο ελληνικό σύστημα του
ουσιαστικού ποινικού δικαίου424.
Ανεξάρτητα πάντως από τα όποια «προβληματικά» σημεία της εδώ εξεταζόμενης
απόφασης-πλαίσιο, η μεταφορά της στην ελληνική έννομη τάξη μέσα από τη διαδικασία της
ενσωμάτωσης, ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της αρμονική, με εξαίρεση κάποιες δογματικές
αστοχίες, οι οποίες και θα επισημανθούν στην κατάλληλη ενότητα. Το σίγουρο είναι πάντως
ότι καταβλήθηκε μια αξιόλογη προσπάθεια από μέρους της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής,
ώστε να αποφευχθεί μια «άκριτη» και κατ’ επέκταση μη ανταποκρινόμενη στα δεδομένα και
τις βασικές αρχές του ελληνικού ποινικού δόγματος ενσωμάτωση425.

2.2. Η νομιμοποίηση της Απόφασης-Πλαίσιο και η επενέργειά της στην ελληνική


ποινική έννομη τάξη

2.2.1. Η εξελικτική διαδικασία της εισαγωγής από την Ευρώπη κανόνων ποινικής
φύσεως

Ήδη από τη Συνθήκη της Ρώμης426, με την οποία ιδρύθηκαν η Ευρωπαϊκή Οικονομική
Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Euratom), βασική

423 Όπως ακριβώς χαρακτηρίζεται η διαδικασία αυτή σε Σ. Παύλου, Το Ποινικό Δίκαιο και οι
“Αποφάσεις-Πλαίσιο” της Ε.Ε., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ., όπου καταγράφονται ενδιαφέρουσες
επισημάνσεις σχετικά με τους δογματικούς και πρακτικούς κινδύνους που εγκυμονεί μια τέτοια
πρακτική. Σύμφωνος και ο Χ. Μυλωνόπουλος, Κοινοτικό Ποινικό Δίκαιο και Γενικές Αρχές του
Κοινοτικού Δικαίου, ΠοινΧρον 2010, σ. 161 επ.
424 Οι αποφάσεις-πλαίσιο, ως μη έχουσες άμεση ισχύ, βάσει του άρθρου 34 παρ. 2 στοιχ. γ’ της

ΣυνθΕΕ, αφήνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων για την
επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και έτσι χρειάζεται να διέλθουν μέσα από τη διαδικασία
της ενσωμάτωσης μέσω του εκάστοτε εθνικού Κοινοβουλίου (ψήφιση εθνικού νόμου προς εφαρμογή
της απόφασης-πλαίσιο).
425 Όπως επισημαίνει και μέλος αυτής: «Αφενός, η Επιτροπή προσπάθησε να αποφύγει τα λάθη που

γίνονταν σχεδόν συστηματικά σε προηγούμενες προσπάθειες για την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ
στην ελληνική έννομη τάξη. Ανιχνεύοντας τη ρίζα στην απλή μεταφορά, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το
γενικό πλαίσιο, κάτι που επανειλημμένα οδήγησε στην κυριολεκτική αναπαραγωγή των νομικών
εργαλείων της ΕΕ, μια πηγή πρόσθετων προβλημάτων, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες και
την παράδοση του ελληνικού συστήματος του ποινικού δικαίου». Βλ. γι’ αυτή τη δήλωση A. Chouliaras,
eucrim 1/2011, όπ.π., σ. 41. Σύμφωνος και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 5.
426 Υπεγράφη στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου 1957 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1958.

[118]
επιδίωξη αποτέλεσαν η γενικότερη οικονομική συνεργασία των κρατών-μελών καθώς και η
ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων διαμέσου ανοικτών συνόρων. Η
διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης απαιτούσε για την επίτευξή της τη δημιουργία μιας
ενιαίας και ανοικτής αγοράς, δίχως εσωτερικά σύνορα. Ο στόχος αυτός παρέμεινε διαχρονικά
αναλλοίωτος καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης των τριών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων427.
Διατηρήθηκε επίσης και με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ που ίδρυσε την
Ευρωπαϊκή Ένωση428, ενώ μετεξελίχθηκε αργότερα σε μια σταδιακή διαδικασία ενοποίησης,
όχι μόνο οικονομικής-κοινωνικής αλλά κυρίως πολιτικής. Πέραν βέβαια της ελεύθερης
κυκλοφορίας προσώπων εξίσου επιτακτική ήταν και η ανάγκη για δημιουργία ενός χώρου
μέσα στον οποίο θα αισθάνονταν ασφαλείς και προστατευμένοι όλοι οι λαοί.
Όμως η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και εμπορευμάτων σε μια εσωτερική αγορά
δίχως σύνορα και ελέγχους όχι μόνο δεν εξασφάλιζε την ασφάλεια αλλά αντιθέτως
δρομολόγησε μία νέα κατάσταση με ανεπιθύμητες συνέπειες, φέρνοντας πολύ γρήγορα την
Ένωση αντιμέτωπη με σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας. Οι τελευταίες αναπτύσσονταν
διακρατικά και διασυνοριακά, απασχολώντας έτσι παράλληλα τις αρχές περισσότερων του
ενός κρατών-μελών. Η ως άνω κατάσταση αποτελούσε πρόσκομμα στην πολυπόθητη
οικονομική, κοινωνική και πολιτική πρόοδο βλάπτοντας άμεσα τα συμφέροντα της Ένωσης.
Προκειμένου λοιπόν να αντιμετωπιστεί δραστικότερα σε επίπεδο Ένωσης πλέον η
άνοδος της διασυνοριακής εγκληματικότητας429, ως επιμέρους έκφανσης της «οργανωμένης»
εγκληματικότητας, κρίθηκε απαραίτητη η θεσμοθέτηση μίας εντατικότερης διακυβερνητικής
συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών. Η προσπάθεια αυτή εντάχθηκε θεσμικά στο λεγόμενο
«Τρίτο Πυλώνα» της Ένωσης, ο οποίος είχε ως αντικείμενο τη στενή συνεργασία στον τομέα
της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών Υποθέσεων (ΔΕΥ) 430. Η δε ρύθμιση των θεμάτων που
ενέπιπταν στον τρίτο πυλώνα προβλέφθηκε στον τίτλο VI (άρθρα Κ έως Κ.9 της ΣυνθΕΕ),
«Διατάξεις Σχετικά με τη Συνεργασία στους τομείς της Δικαιοσύνης και των Εσωτερικών

427 Δηλαδή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1951, της Ευρωπαϊκής
Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ) το 1957.
428 Γνωστή ως Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣυνθΕΕ), στο άρθρο 1 της οποίας αναφέρεται ότι:

«Με την παρούσα συνθήκη, τα ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕNΑ ΜΕΡΗ ιδρύουν μεταξύ τους μία
ΕΥΡΩΠΑÏΚΗ ΕNΩΣΗ, εφεξής καλούμενη «Ένωση». Υπεγράφη δε, στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και
τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993. Κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2077/1992 (ΦΕΚ Α’ 136),
«Κύρωση της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των σχετικών πρωτοκόλλων και των δηλώσεων
που περιλαμβάνονται στην Τελική Πράξη».
429 Τη νομική έννοια του διασυνοριακού εγκλήματος μας δίνει ο Σ. Παύλου, Το διασυνοριακό έγκλημα

και η σταδιακή προσαρμογή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας για την αποτελεσματικότερη
αντιμετώπισή του, ΠοινΧρον 2002, σ. 776 επ. Βλ. επίσης Α. Χαραλαμπάκη, Βασικοί προβληματισμοί ως
προς την αντιμετώπιση του διασυνοριακού εγκλήματος από το Ποινικό Δίκαιο, ΠοινΧρον 2002, σ. 97
επ.
430 Ο Α’ Πυλώνας, εξ ολοκλήρου κοινοτικός, αφορούσε στη διαχείριση της οικονομίας, ενώ ο Β’

Πυλώνας περιείχε διατάξεις σχετικές με την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας.

[119]
Υποθέσεων». Μεταξύ των τομέων που τέθηκαν ως θέματα κοινού ενδιαφέροντος υπήρχε
πρόβλεψη, από ποινική άποψη, και για την καταπολέμηση της τοξικομανίας και της απάτης
διεθνούς κλίμακας, για τη δικαστική συνεργασία στις ποινικές υποθέσεις καθώς και για την
αστυνομική συνεργασία για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και άλλων σοβαρών μορφών
διεθνούς εγκληματικότητας431. Ο Γ’ Πυλώνας, με την ενεργοποίηση των διατάξεών του και την
υιοθέτηση εργαλείων, όπως ήταν οι Κοινές Θέσεις, οι Κοινές Δράσεις και οι Συμβάσεις, έδινε
τη δυνατότητα για περαιτέρω διακρατική συνεργασία στους προαναφερόμενους τομείς.
Σχετική με το θέμα της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ήταν η Κοινή
Δράση 96/443/ΔΕΥ της 15ης Ιουλίου 1996432, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο, κατόπιν
ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης δυνάμει του άρθρου Κ.3, παρ. 2, περ. β’ της ΣυνθΕΕ. Η ως
άνω Κοινή Δράση θεσπίσθηκε μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο, όπου οι εκδηλώσεις του
ρατσιστικού φαινομένου είχαν λάβει ανησυχητικά διευρυμένη έκταση. Ενδεικτική ήταν η
περίπτωση Verdeke με εμπλεκόμενα μέρη ένα Βέλγο πολίτη ως δράστη και κάποια άτομα
εβραϊκής θρησκείας που διαβιούσαν στην Ολλανδία, ως θύματα. Τα τελευταία έλαβαν
φυλλάδια όπου και γινόταν λόγος για αμφισβήτηση του Ολοκαυτώματος433, συμπεριφορά η
οποία προβλέφθηκε μετέπειτα στην Κοινή Δράση ως χρήζουσα ποινικοποίησης434.
Η συμπερίληψη των ανωτέρω τομέων στον τρίτο πυλώνα και η προβλεπόμενη
ακολούθως435 δυνατότητα για λήψη θεσμικών μέτρων από το Συμβούλιο αποσκοπούσε στην
εξυπηρέτηση των εν γένει σκοπών της Ένωσης, κυρίως όμως στην εξασφάλιση της ελεύθερης
κυκλοφορίας των προσώπων εντός των ανοιχτών συνόρων.
Ωστόσο, το δικαίωμα θέσπισης κανόνων ποινικού περιεχομένου ανήκε ακόμα
αποκλειστικά στη σφαίρα της εθνικής κυριαρχίας των επιμέρους κρατών-μελών, δίχως τούτο
να αμφισβητείται από τις διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ436. Ως εκ τούτου, γίνεται

431 Άρθρο Κ.1 της ΣυνθΕΕ.


432 Για την Κοινή Δράση βλ. Μέρος Α’, Κεφάλαιο ΙΙΙ, Ενότητα 2.3.
433 Για το γεγονός αυτό βλ. Β. Ζύγουρα, ΠοινΔικ 2016, όπ.π., σ. 1143.

434 Περίπτωση δ’: «δημόσια διάδοση και διανομή γραπτού υλικού εικόνων και άλλων μέσων που

εκφράζουν ρατσισμό ή ξενοφοβία».


435 Άρθρο Κ.3 της ΣυνθΕΕ.

436 Δεν υφίστατο τότε κάποιο άρθρο στη ΣυνθΕΕ που να καθιέρωνε επίσημα αρμοδιότητα και να

παρείχε εξουσιοδότηση στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέσπιση άμεσα εφαρμοστέων
κανόνων ποινικού δικαίου, όπως συνέβη αργότερα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, μέσω των Οδηγιών
και των Κανονισμών. Για τις εξελίξεις στον τομέα του ποινικού δικαίου μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας
βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, Το Ευρωπαϊκό ποινικό δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ΠοινΧρον 2011, σ.
81 επ. Ούτε όμως είχαν τεθεί ακόμα, τυπικά τουλάχιστον, οι βάσεις για την προσέγγιση των κανόνων
του ποινικού δικαίου, διαδικασία που ξεκίνησε επίσημα με τη συνθήκη του Άμστερνταμ. Παράλληλα,
εξέλιπε και από την Κοινότητα η αρμοδιότητα προς θέσπιση ποινικών διατάξεων, λόγω έλλειψης
ειδικής προς τούτο ρύθμισης από την ιδρυτική της Συνθήκη. Σύμφωνος με το ότι το ποινικό δίκαιο
παραμένει ακόμα στην εθνική κρατική κυριαρχία των κρατών-μελών είναι και ο Π. Φιλόπουλος,
Κοινοτικό Δίκαιο και εθνικό Ποινικό Δίκαιο (Μέρος 1ο), ΠοινΧρον 2003, σ. 289 επ.

[120]
αντιληπτό ότι υπήρχε χώρος μόνο για θέσπιση κανόνων που θα προωθούσαν την ευρωπαϊκή,
διακυβερνητική συνεργασία των κρατών-μελών σε ποινικές υποθέσεις και όχι για άμεση
θέσπιση κανόνων που τυποποιούν ποινικό άδικο. Βέβαια, παρόλο που απουσίαζε η
οποιαδήποτε πρόβλεψη για αρμοδιότητα των οργάνων της Ένωσης στο συγκεκριμένο τομέα κι
επιπλέον η σχετική δραστηριότητα στο πεδίο του ποινικού δικαίου ήταν συγκεχυμένη,
διαπιστώνεται στενή σύνδεση, τόσο ιδεολογική όσο και εννοιολογική, με τη μεταγενέστερη,
δρομολογούμενη από τις διατάξεις της Συνθήκης του Άμστερνταμ, προσπάθεια εναρμόνισης
των εθνικών ποινικών νομοθεσιών437.
Το τελευταίο εγχείρημα ήταν ούτως ή άλλως εκ της φύσεως του δύσκολο, λόγω και της
εγγενούς διαφορετικότητας στις φυσιογνωμίες, στις καταβολές, ακόμα και στις βασικές αρχές
των ποινικών έννομων τάξεων των κρατών-μελών438. Γρήγορα οι προβλέψεις του Γ’ Πυλώνα
κρίθηκαν ανεπαρκείς και αλυσιτελείς ενάντια στη ραγδαία αύξηση της διασυνοριακής
εγκληματικότητας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ταυτιζόταν με το «οργανωμένο έγκλημα».
Υπήρχε λοιπόν άμεση ανάγκη για υπερκέραση των αναφυόμενων δυσλειτουργιών. Τη λύση
στο πρόβλημα επιχείρησε να προσφέρει η Συνθήκη του Άμστερνταμ.

2.2.2. Η εναρμόνιση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών με τη Συνθήκη του


Άμστερνταμ

Η Συνθήκη του Άμστερνταμ439, που τροποποίησε μεταξύ άλλων και τη Συνθήκη για την
Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλαξε άρδην το τοπίο στον τομέα της πρόληψης και της καταπολέμησης
της εγκληματικότητας και κυρίως στις περιπτώσεις της λεγόμενης «βαριάς»
εγκληματικότητας440. Η καινοτομία που εισήχθη ήταν ένα νέο, δραστικό, νομικό εργαλείο· οι
αποκαλούμενες αποφάσεις-πλαίσιο του τροποποιημένου πλέον Γ’ Πυλώνα.
Ενώ υπό τις προγενέστερες διατάξεις είχε καθιερωθεί ως ένας εκ των στόχων της
Ένωσης η προωθημένη και στενή συνεργασία στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών

437 Βλ. σχετικά Σ. Παύλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ., όπου γίνεται λόγος για το «ιδεολόγημα
του διασυνοριακού εγκλήματος», το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως άλλοθι αλλά και ως αντικειμενική αιτία
για τη διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου, αποτελώντας έτσι το νομιμοποιητικό έρεισμα για την
εξελισσόμενη εναρμόνιση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών.
438 Ορισμένες ενδεικτικές διαφοροποιήσεις επισημαίνει ο Π. Φιλόπουλος, Κοινοτικό Δίκαιο και εθνικό

Ποινικό Δίκαιο. (Μέρος 2ο), ΠοινΧρον 2003, σ. 289 επ.


439 Υπεγράφη στο Άμστερνταμ στις 2 Οκτωβρίου 1997 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999.

440 Συγκεκριμένα στο άρθρο 29 της ΣυνθΕΕ αναφέρονται οι περιπτώσεις της τρομοκρατίας, της

εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και
όπλων, της δωροδοκίας και της απάτης. Σχετικά με το ότι πρόκειται για μία ενδεικτική απαρίθμηση
αξιόποινων πράξεων και άρα υφίσταται η δυνατότητα για εναρμόνιση των εθνικών ποινικών
νομοθεσιών και σε άλλους τομείς εγκληματικότητας βλ. και Σ. Καρανικόλα, Η Επίδραση του
Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στην Ελληνική Ποινική Έννομη Τάξη, 2012, σ. 133 και την εκεί υπ’
αριθμ. 512 υποσημείωση.

[121]
υποθέσεων, τώρα πια με την εισαγωγή του άρθρου 29 στη ΣυνθΕΕ η στόχευση
συγκεκριμενοποιείται. Παράλληλα εγκαταλείπεται το προγενέστερο αόριστο μοντέλο της
συνεργασίας, αντικαθιστάμενο από την πρόβλεψη για την παροχή ενός υψηλού επιπέδου
προστασίας στους πολίτες της Ένωσης μέσα σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και
δικαιοσύνης, με παράλληλη πρόληψη και καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας441.
Για πρώτη φορά η από κοινού δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις
περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό
ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων
πράξεων και τις ποινές στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας
και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών442. Ο νέος Γ’ Πυλώνας υπό τον τίτλο «VI. Διατάξεις
για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» επιδιώκει, μέσα από μια
σειρά κατάλληλων νομικών εργαλείων (κοινές θέσεις, αποφάσεις-πλαίσιο, αποφάσεις και
διεθνείς συμβάσεις), να εξασφαλίσει στους πολίτες της Ένωσης ένα χώρο καλύτερο από ποτέ,
όπου ο ρατσισμός και η ξενοφοβία δεν θα είχαν πλέον ξεκάθαρα θέση. Είναι σχεδόν
αυτονόητη προϋπόθεση η εξάλειψη κατά το δυνατόν των φαινομένων του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας για την επίτευξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης443. Ο
παραπάνω στόχος δύναται να επιτευχθεί, πέραν των άλλων, και μέσω της προσέγγισης όπου
είναι αναγκαίο των κανόνων ποινικού περιεχομένου στα κράτη μέλη, σύμφωνα με την
πρόβλεψη του άρθρου 31 παράγραφος 1 στοιχείο ε’444. Η κινητήρια δύναμη που προωθούσε τη
διαδικασία της ποινικής εναρμόνισης ήταν κατεξοχήν οι αποφάσεις-πλαίσιο445.
Η τυπική διαδικασία προοδευτικής θέσπισης ελάχιστων κανόνων για τους ορισμούς των
εγκλημάτων και τις ποινές, ως ειδικότερη μορφή δράσης για την επίτευξη της δικαστικής
συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και εντεύθεν για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης εντός της ΕΕ, είχε επίσημα ξεκινήσει μέσα από μια ρητή (και άρα

441 Άρθρο 29 της ΣυνθΕΕ. Βλ. και άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ: «Η Ένωση θέτει ως στόχους να διατηρήσει και
να αναπτύξει την Ένωση ως χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, μέσα στον οποίο
εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε συνδυασμό με κατάλληλα μέτρα όσον αφορά
τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, το άσυλο, τη μετανάστευση και την πρόληψη και καταστολή της
εγκληματικότητας».
442 Άρθρο 31, παρ. 1, περ. ε’ της ΣυνθΕΕ.

443 Βλ. σχετικά C. Gualtieri, Racism and xenophobia, RIPD 2006, σ. 263 επ. καθώς και T. Harvey,

Racism, Race Discrimination and Xenophobia, 1999, σ. 329 επ.


444 Άρθρο 29 της ΣυνθΕΕ.

445 Σχετικά με αυτές βλ. Ε. Ρ. Σαχπεκίδου σε Π. Ν. Στάγκο - Ε. Ρ. Σαχπεκίδου, Δίκαιο των

Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σ. 227-228, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκή


σύγκλιση και ποινικό δίκαιο. Σύγχρονες εξελίξεις, ΠοινΔικ 2001, σ. 1284 επ., όπου καταγράφονται οι
αμφιβολίες της συγγραφέως αναφορικά με την τυπική διαδικασία παραγωγής των αλλά και την
ουσιαστική εναρμόνιση του περιεχομένου κάποιων εξ αυτών με τις βασικές αρχές του ποινικού δικαίου
και Σ. Παύλου, Το Ποινικό Δίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της ΕΕ., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ.

[122]
τυπική446) νομοθετική εξουσιοδότηση απορρέουσα ευθέως εκ της Συνθήκης για την
Ευρωπαϊκή Ένωση447.
Η πολιτική αυτή, που συστήθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, εδραιώθηκε λίγο
καιρό μετά την έναρξη ισχύος της μέσα από τα πολιτικά συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου των Υπουργών, που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1999 στο Τάμπερε448. Δόθηκε
έτσι ιδιαίτερη έμφαση στην αναγκαιότητα για σύγκλιση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών
τόσο σε επίπεδο ορισμών και νομοτυπικών υποστάσεων όσο και σε επίπεδο πρόβλεψης
κυρώσεων. Η σχετική δραστηριότητα που καταγράφεται από τότε εντοπίζεται σε ένα αρκετά
ευρύ φάσμα αξιόποινων συμπεριφορών, όπως ήταν για παράδειγμα το οικονομικό έγκλημα
(π.χ. καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας στα μέσα πληρωμής πλην των
μετρητών449, ξέπλυμα χρήματος και δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του
εγκλήματος450), η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα451, η τρομοκρατία452, η παράνομη διακίνηση

446 Δυστυχώς, η ευθέως δοτή από τη Σύμβαση εξουσιοδότηση για θέσπιση ελάχιστων κανόνων ως
προς τους ορισμούς των εγκλημάτων και τις ποινές παρερμηνεύθηκε μάλλον ως εξουσιοδότηση για
«εργαλειοποίηση» του ουσιαστικού ποινικού δικαίου και εντεύθεν για λεπτομερειακή κατάστρωση
ποινικών υποστάσεων απευθείας από το ενωσιακό περιβάλλον. Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι,
Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας, 2001, σ. 25, την ίδια, Πρόταση για
Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή, ΠοινΔικ 2002, σ. 569 επ. καθώς και Α. Γιαννακούλα, Έγκλημα και
Ποινή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 2015, σ. 9. Πρβλ. και Σ. Παύλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ.,
όπου επισημαίνεται ότι: «ποτέ μέχρι σήμερα η ΕΕ δεν είχε αποκτήσει αρμοδιότητα για άμεση και
ευθεία θέσπιση εν στενή έννοια ποινικών διατάξεων».
447 Βέβαια, παρά τη σχετική αρμοδιότητα της Ένωσης, τα όργανα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Α’

Πυλώνας) εξακολουθούσαν να παραμένουν δίχως εξουσιοδότηση προς θέσπιση ποινικών διατάξεων.


Βλ. γι’ αυτό Σ. Καρανικόλα, όπ.π., σελ. 135 επ., όπου παρατίθενται οι αντικρουόμενες απόψεις για την
αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε ζητήματα ποινικού δικαίου. Βλ. επίσης Π. Φιλόπουλο,
όπ.π., ΠοινΧρον 2003, σ. 289 επ., ο οποίος μάλλον συντάσσεται με την κρατούσα άποψη της θεωρίας,
ότι δηλαδή ο κοινοτικός νομοθέτης δεν είχε αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων ποινικού
περιεχομένου. Υπήρχε μεν η πρόβλεψη στην ίδια τη ΣυνθΕΕ, και μάλιστα στο άρθρο 42 αυτής, για
«κοινοτικοποίηση» των δράσεων στους τομείς της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε
ποινικές υποθέσεις, διαδικασία όμως που μπορούσε να λάβει χώρα μόνο υπό την προϋπόθεση ότι τα
κράτη μέλη θα την αποδεχθούν σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Βλ. γι’
αυτό Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2001, σ. 1284 επ. καθώς και την εκεί υπ’ αριθμ. 9
υποσημείωση.
448 Βλ. Α. Chouliaras, όπ.π., σ. 39.

449 Απόφαση-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28.5.2001, ΕΕ L 149.Βλ. σχετικά Σ. Παύλου,

Η ποινική προστασία των «μέσων πληρωμής» στην Ε.Ε., ΠοινΧρον 2010, σ. 353.
450 Απόφαση-πλαίσιο 2001/500/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26.6.2001, ΕΕ L 333.

451 Απόφαση-πλαίσιο 2003/568/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 22.7.2003, ΕΕ L 192.

452 Απόφαση-πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13.6.2002, ΕΕ L 164, όπως τροποποιήθηκε

με την απόφαση-πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ.

[123]
ναρκωτικών453, το οργανωμένο έγκλημα454 κ.α.455 καθιστώντας έτσι τις αποφάσεις-πλαίσιο το
πλέον αρμόζον αλλά και σύνηθες μέσο για την εργαλειακή διαχείριση των επιδιωκόμενων
στόχων.

2.2.3. Οι Αποφάσεις-Πλαίσιο. Ήταν πράγματι το κατάλληλο μέσο για τον


επιδιωκόμενο σκοπό; Ζητήματα Νομιμοποίησης

Με το βλέμμα στραμμένο στον ορίζοντα του συντονισμού της δράσης των κρατών-
μελών για την επίτευξη των εν γένει σκοπών της Ένωσης, όπως αυτοί οριοθετήθηκαν στην
αμέσως προηγούμενη ενότητα, δόθηκαν στο Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε., βάσει του άρθρου
34 της ΣυνθΕΕ, κάποιες αρμοδιότητες ενταγμένες στο ιδεολογικό πλαίσιο του Γ’ Πυλώνα. Μία
εξ αυτών αποτελούσε και η υιοθέτηση αποφάσεων-πλαίσιο456, οι οποίες αποτέλεσαν το
αμφισβητούμενο, από άποψη νομιμοποίησης, κανονιστικό εργαλείο για την επιδιωκόμενη
προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων των κρατών-μελών.
Η τυπική διαδικασία υιοθέτησης αυτών προέβλεπε στρατηγικό ρόλο του Συμβουλίου
της ΕΕ, το οποίο αποφάσιζε ομόφωνα κατόπιν πρωτοβουλίας οποιουδήποτε κράτους-μέλους ή
της Επιτροπής. Η συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατ’ επέκταση και των
εκπροσώπων της λαϊκής κυριαρχίας, στη διαδικασία αυτή ήταν αποκλειστικά γνωμοδοτική457,
γεγονός που αποτελούσε τη βάση της επιχειρηματολογίας όσων μιλούσαν για το γνωστό ως
«δημοκρατικό έλλειμμα» των ποινικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 458. Με άλλα λόγια, η
επιχειρούμενη σύγκλιση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών μέσω της θέσπισης κάποιων
ελάχιστων κανόνων, τόσα ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των
εγκλημάτων όσο και ως προς τις ποινές, προβλέφθηκε από τις διατάξεις της ΣυνθΕΕ ότι θα
γίνεται από ένα όργανο της εκτελεστικής και όχι της νομοθετικής εξουσίας, αποτελούμενο από
αντιπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων459. Μία τέτοια πρόβλεψη σαφώς δίνει την

453 Απόφαση-πλαίσιο 2004/757/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 25.10.2004, ΕΕ L 335.


454 Απόφαση-πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24.10.2008, ΕΕ L 300.
455 Για περισσότερες αποφάσεις-πλαίσιο βλ. Σ. Παύλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ., του ιδίου,

Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα Ποινικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, Αποφάσεις-Πλαίσια, 2005.
456 Άρθρο 34 παρ. 2 στοιχ. β’ της ΣυνθΕΕ, όπου αναφέρεται ότι το Συμβούλιο μπορεί: «να υιοθετεί

αποφάσεις-πλαίσιο με σκοπό την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των
κρατών μελών».
457 Άρθρο 39 παρ. 1 της ΣυνθΕΕ.

458 Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Νεότερες εξελίξεις του ποινικού δικαίου στην Ε.Ε. και

δικαιοκρατικά ελλείμματα, ΠοινΧρον 2006, 577 επ., Χ. Μυλωνόπουλο, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 161
επ., του ιδίου, Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ΠοινΧρον 2011, σ. 81
επ., Σ. Παύλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ. και Π. Φιλόπουλο, όπ.π., (Μέρος 1ο), ΠοινΧρον 2003,
σ. 289 επ., Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, Προς ένα «Ευρωπαϊκό» Ποινικό Δίκαιο; ΠοινΧρον 2003, σ. 961.
459 Και συγκεκριμένα από Υπουργούς από κάθε χώρα της ΕΕ, ανάλογα με τον προς συζήτηση τομέα

πολιτικής. Βλ. σχετικά και Σ. Παύλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ., όπου αναφέρεται ότι το

[124]
εντύπωση ότι η ποινική, νομοπαραγωγική διαδικασία σε επίπεδο Ένωσης, ούσα προϊόν
διακυβερνητικής συνεργασίας και όχι δημοκρατικής νομιμοποίησης μέσω κάποιου
κοινοβουλίου, αποτελεί μέσο προς επίτευξη ενός σπουδαιότερου σκοπού. Αυτή η κορυφαία
στιγμή δημοκρατικής υλοποίησης και έκφρασης της κρατικής εξουσίας ανατίθεται πλέον σε
«τεχνοκράτες»460 και παράλληλα υποβιβάζεται σε παράγοντα που υπηρετεί έναν
σπουδαιότερο, κατά πως φαίνεται, προορισμό, που δεν είναι άλλος από την αστυνομική και
δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις461. Δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί πως η
Ε.Ε., έχοντας ως απώτερο στόχο την προστασία των συμφερόντων της μέσω της δημιουργίας
ενός κλίματος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, λειτουργούσε περισσότερο
επιχειρησιακά, με όρους αστυνομικής πρακτικής, και λιγότερο δογματικά462.
Περαιτέρω, μία επιπρόσθετη προβληματική στο πεδίο της υιοθέτησης αποφάσεων-
πλαίσιο σχετιζόταν με την πρόβλεψη στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι αυτές
«δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα αλλά αφήνουν στην
αρμοδιότητα των εθνικών αρχών την επιλογή του τύπου και των μέσων. Δεν παράγουν άμεσο
αποτέλεσμα»463. Η μόλις προαναφερόμενη διάταξη συμπορευόταν απόλυτα με τη μέχρι τότε
γενικά επικρατούσα παραδοχή πως τα κράτη-μέλη δεν έχουν απεμπολήσει εξουσίες που
ανάγονται στον πυρήνα της εθνικής τους κυριαρχίας κατά την προσχώρησή τους στις
ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ως εκ τούτου,
αυτό που συνιστά λόγο άμεσης δέσμευσης είναι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή η
σύγκλιση των επιμέρους εθνικών ποινικών νομοθεσιών μέσα στο προκαθορισμένο χρονικό
πλαίσιο και στους τομείς που ρητά αναφέρονταν στο άρθρο 31 παρ. 1, στοιχ. ε’ αλλά και όπου

γεγονός αυτό, από κοινού ιδωμένο με άλλους παράγοντες, προσδίδει στα ευρωπαϊκά αυτά εργαλεία το
«δογματικό τους στίγμα».
460 Για τη χρήση του όρου αυτού, συνοδευόμενη από επιφυλάξεις αναφορικά με το εν λόγω σύστημα

παραγωγής κανόνων ποινικού δικαίου βλ. Σ. Παύλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ.
461 Μέσα στο ευρύτερο βέβαια ιδεολογικό πλαίσιο της παροχής υψηλού επιπέδου προστασίας εντός

ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1 της ΣυνθΕΕ.
462 Προβλήματα όχι μόνο τυπικής αλλά και ουσιαστικής νομιμοποίησης των αποφάσεων-πλαίσιο

εντοπίζει εδώ ο Χ. Μυλωνόπουλος, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 161 επ. Σύμφωνη και η Μ. Καϊάφα-
Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2001, σ. 1284 επ. Πρβλ. όμως και Δ. Μουζάκη, Επί της ποινικής αρμοδιότητας
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Μια κριτική προσέγγιση, ΠοινΧρον 2004, σ. 485, ο οποίος θεωρεί μη
αποδεκτές τις έντονες επιφυλάξεις της προηγούμενης συγγραφέως σχετικά με την έλλειψη
δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων-πλαίσιο, καθότι κατά την ενσωμάτωσή τους σε εθνικό
επίπεδο τουλάχιστον διέρχονται από το εθνικό Κοινοβούλιο κι έτσι επιτυγχάνεται η τυπική
νομιμοποίησή τους. Σύμφωνη με την τελευταία άποψη και η Α. Γιαννακούλα, όπ.π., σ. 48-51, η οποία
θεωρεί πως το έλλειμμα στη νομιμοποίηση εξισορροπείται από την πρόβλεψη για έλλειψη
δεσμευτικότητας στη δύναμη των αποφάσεων-πλαίσιο και την εκπορευόμενη ευρεία, εθνική
αρμοδιότητα των κρατών-μελών για θεραπεία των όποιων αναντιστοιχιών σε σχέση με τις
συνταγματικές τους προβλέψεις.
463 Άρθρο 34 παρ. 2 στοιχ. β’ της ΣυνθΕΕ.

[125]
αλλού υφίστατο αρμοδιότητα της Ένωσης βάσει του άρθρου 29 της ΣυνθΕΕ. Η σύγκλιση με τη
σειρά της, ως μορφή δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, αποσκοπούσε εν τέλει
στην παροχή ενός υψηλού επιπέδου προστασίας στους πολίτες. Για την επίτευξή της θα
προσδιορίζονται από τα μόνα αρμόδια επιμέρους εθνικά συστήματα οι επακριβείς νομοτυπικές
υποστάσεις και οι απειλούμενες ποινές, σύμφωνα πάντα με τις συνταγματικές τους αξίες αλλά
και τις δογματικές τους παραδοχές. Επιπλέον δε, σε συνδυασμό και με την παρακάτω
αναφερόμενη αρχή της προοδευτικής θέσπισης «ελάχιστων κανόνων» για τους ορισμούς των
εγκλημάτων και τις ποινές, τα κράτη-μέλη θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να διευρύνουν
περαιτέρω το αξιόποινο, εφόσον κρινόταν σκόπιμο για τη συγκεκριμένη κατηγορία
εγκληματικότητας, ή ακόμα και να θεσπίσουν αυστηρότερο πλαίσιο ποινής από το
προβλεπόμενο στην απόφαση-πλαίσιο. Η παραπάνω ερμηνεία, άλλωστε, δεδομένης και της
έλλειψης αμεσότητας και της εντεύθεν αναγκαίας μεταφοράς των αποφάσεων-πλαίσιο,
λειτουργούσε ομόρροπα με την ανάγκη για ομαλή ένταξη και αποφυγή αξιολογικών
αντινομιών στο εσωτερικό των εθνικών έννομων τάξεων.
Ωστόσο, η πραγματικότητα και η πρακτική των αποφάσεων-πλαίσιο αναιρούσε
ουσιαστικά την παραπάνω πρόβλεψη. Η επίτευξη της προσέγγισης των κανόνων σε ποινικές
υποθέσεις, ως διαδικασία που περιλάμβανε την προοδευτική θέσπιση μέτρων από μέρους της
Ένωσης για την υιοθέτηση «ελάχιστων κανόνων» ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης των εγκλημάτων και τις ποινές, δεν περιοριζόταν απλώς στην περιγραφή
συμπεριφορών που έπρεπε κατ’ ελάχιστο να τιμωρούνται ως αδικήματα. Αντιθέτως,
χαρακτηριζόταν από εξαντλητική οριοθέτηση του αξιοποίνου και αναλυτικότατη κατάστρωση
ποινικών υποστάσεων με εξειδικευμένες, ποινικώς κολάσιμες, ανθρώπινες συμπεριφορές464
και οριοθετημένα (μόνο βέβαια ως προς το ανώτατα όρια) απειλούμενα πλαίσια ποινής465.
Συνεπώς, το περιθώριο που υφίστατο για τα κράτη-μέλη και τα νομικά τους συστήματα να
παρεμβαίνουν νομοθετικά σε χώρους αξιοποίνου ήσσονος ή ακόμα και μείζονος σημασίας, σε
σχέση με την κάθε μορφή εγκληματικότητας, ήταν, αν όχι ανύπαρκτο, σίγουρα όμως
ασφυκτικά περιορισμένο.

464 Βλ. σχετικά και Σ. Παύλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2004, σ. 961 επ., ο οποίος εντοπίζει ένα «νομοτεχνικό
πρωτογονισμό» στην τυποποίηση λόγω «της αναλυτικής παράθεσης διαφόρων πράξεων, συνεχόμενων
μεν στενά μεταξύ των, αλλά και πολλαπλώς εννοιολογικά και συνεπώς κανονιστικά
αλληλοκαλυπτόμενων». Παρόμοια και η Α. Γιαννακούλα, όπ.π., 118-125, όπου επισημαίνεται μια
τεχνική «παραθετικής διατύπωσης στοιχείων του εγκλήματος» στην κατάστρωση των ελάχιστων
κανόνων στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης.
465 Εύστοχη η τοποθέτηση του Χ. Μυλωνόπουλου, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 161 ότι: «ώστε οι ίδιες οι

αποφάσεις-πλαίσιο περιέχουν αντικοινοτικές διατάξεις, αντίθετες προς τη ΣΕΕ, η οποία, αντιθέτως,


σέβεται τους συνταγματικούς κανόνες των κρατών-μελών», από όπου και ο προβληματισμός για την
αμφισβητούμενη δυνατότητα της Ένωσης να εξειδικεύει τις νομοτυπικές υποστάσεις των
υποδεικνυόμενων εγκλημάτων.

[126]
Ο παραπάνω προβληματισμός, βέβαια, θα πρέπει να εξετασθεί σε συσχετισμό με την
πρόβλεψη του άρθρου 31 παρ. 1 στοιχείο ε’ της ΣυνθΕΕ, όπου αναφέρεται πως: «Η από κοινού
δράση για τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την
προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της
αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές στους τομείς της
οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης
ναρκωτικών». Προβλέπεται, δηλαδή, εκ της ίδιας της Συνθήκης η δυνατότητα της Ένωσης να
ορίζει έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή κανόνων τυποποίησης όσον αφορά στο χώρο του
αξιοποίνου466, με την επισήμανση, ωστόσο, ότι η αρμοδιότητα αυτή περιορίζεται στις
συγκεκριμένες παραπάνω αναφερόμενες κατηγορίες της σοβαρής εγκληματικότητας467.
Μολονότι η δυνατότητα για προοδευτική θέσπιση ελάχιστων κανόνων ως προς τα
στοιχεία της νομοτυπικής υπόστασης των εγκλημάτων καθώς και ως προς τις ποινές υφίστατο
για τις περιπτώσεις της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της παράνομης
διακίνησης ναρκωτικών468, παρατηρείτο το φαινόμενο να υιοθετούνται αποφάσεις-πλαίσιο με
εξειδικευμένες ποινικές υποστάσεις σε τομείς πέρα αυτών. Βέβαια, τόσο η έννοια της
οργανωμένης εγκληματικότητας όσο και αυτή της τρομοκρατίας, σε αντιδιαστολή με την
παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, ως μη επακριβώς προσδιορισμένες από άποψη
περιεχομένου, στάθηκαν αιτία και αφορμή για μια «ευρύτερη» ερμηνεία τους469. Εντάχθηκαν,
για την ακρίβεια, εννοιολογικά σε αυτές όχι μόνο τα εγκλήματα που τοποθετούνταν στον
πυρήνα τους, όπως ήταν για παράδειγμα η συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και η

466 Πάντα όμως προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης αυτού σε ακόμα περισσότερα πεδία
εγκληματικότητας, παρά τη φαινομενικά περιορισμένη εμβέλεια των όρων που χρησιμοποιούνταν στο
άρθρο 31 παρ. 1, στοιχ. ε’ της ΣυνθΕΕ, όπως θα δούμε παρακάτω.
467 Η πρόβλεψη για τη σταδιακή θέσπιση ελάχιστων κανόνων για τον ορισμό των στοιχείων του

εγκλήματος και τις ποινές, που ξεκίνησε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και περιοριζόταν στους τρεις
ως άνω αναφερόμενους τομείς εγκληματικότητας καθώς και σε όσους κρινόταν αναγκαίο βάσει του
άρθρου 29 της ΣυνθΕΕ, αποτέλεσε εκ νέου αντικείμενο πρόβλεψης στη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η
τελευταία τροποποίησε μεταξύ άλλων και τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (και
αντικαταστάθηκε από τον τίτλο: «Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», στο εξής
ΣΛΕΕ). Με το άρθρο 83 παρ. 1 εδαφ. α’ ΣΛΕΕ δόθηκε ρητή εξουσιοδότηση στα εκεί αναφερόμενα
όργανα της ΕΕ να παράγουν ποινικό δίκαιο. Διευρύνθηκε η βάση των εγκλημάτων στα οποία η Ένωση
έχει ποινική αρμοδιότητα για τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων (σύμφωνα με το β’ εδάφιο), ενώ υπό
προϋποθέσεις δύνανται να υπαχθούν ακόμα περισσότερα πεδία εγκληματικότητας (εδάφιο γ’).
468 Που ακόμα και αυτή καθ’ εαυτή αμφισβητείται, λόγω του ότι ανατίθεται σε εκτελεστικό όργανο

νομοθετική εξουσία που εξακολουθεί να ανήκει στον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-
μελών.
469 Βλ. σχετικά Α. Γιαννακούλα, όπ.π., σ. 18-22, όπου παρατίθεται η άποψη που αποδέχεται την

ευρύτητα των αρμοδιοτήτων της Ένωσης στο χώρο της προσέγγισης των ορισμών των εγκλημάτων και
των ποινών, συστηματοποιημένη σε τέσσερα «επίπεδα», όπως αυτά εν μέρει παρατίθενται και στο
κυρίως κείμενο της παρούσας μελέτης.

[127]
συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση, αλλά και άλλες περιπτώσεις εγκληματικότητας που
συνδέονταν άμεσα με τις ως άνω αναφερόμενες συμπεριφορές, υπό την προϋπόθεση όμως ότι
παρουσίαζαν χαρακτηριστικά οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. σοβαρότητα από άποψη
συνεπειών για τα συμφέροντα της Ένωσης, διακρατικός χαρακτήρας, δομημένη δράση
προσώπων οργανωμένων σε ομάδες). Ενδεικτικές εγκληματικές συμπεριφορές που
εντάχθηκαν σε αυτή την κατηγορία ήταν η εμπορία ανθρώπων, η σεξουαλική εκμετάλλευση
παιδιών και η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες470.
Περαιτέρω, η ως άνω αναφερόμενη «ευρύτερη» ερμηνεία του άρθρου 31, παρ. 1, στοιχ.
ε’ της ΣυνθΕΕ συνδυάστηκε και με το άρθρο 29 της ΣυνθΕΕ, όπου γινόταν ευθέως λόγος για
την πρόληψη και την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ως ειδικότερου,
επιμέρους τρόπου επίτευξης του ιδεολογικού στόχου της δημιουργίας ενός χώρου ελευθερίας,
ασφάλειας και δικαιοσύνης για τους πολίτες της Ένωσης. Μπορεί, λοιπόν, τα ρατσιστικά και
τα ξενοφοβικά εγκλήματα να μην εντάσσονταν εννοιολογικά στον πυρήνα του οργανωμένου
εγκλήματος ή της τρομοκρατίας, ούτε και να αποτελούσαν μορφές παραβατικότητας που
συνδέονται άμεσα με τα παραπάνω, συνιστούσαν όμως αδιαμφισβήτητα μορφές ανθρώπινης
συμπεριφοράς που κλόνιζαν σοβαρά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα κι ως εκ τούτου διακύβευαν τα
συμφέροντα για τα οποία είχε ενδιαφέρον να προστατεύσει η Ένωση. Όταν μάλιστα
διαπιστωνόταν ότι μια τέτοια επικίνδυνη κατάσταση θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί
αποτελεσματικότερα όχι μεμονωμένα αλλά σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κοινούς και
συμβατούς κανόνες για όλα τα κράτη-μέλη, τότε, σύμφωνα και με την αρχή της
επικουρικότητας471, η Ένωση είχε αρμοδιότητα να θεσπίσει μέτρα, ούσα πλέον και ουσιαστικά
νομιμοποιημένη να επέμβει με τα μέτρα της ποινικής καταστολής.
Τέλος, δεν μπορεί κανείς παρά να συσχετίσει και την ενδεικτική απαρίθμηση στο άρθρο
29 παρ. 2 της ΣυνθΕΕ των ειδικότερων πλέον εγκλημάτων που έπρεπε να αντιμετωπισθούν
από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αν ήθελε η τελευταία να φτάσει στο στόχο της δημιουργίας ενός
χώρου που διέπεται από όρους ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης για τους λαούς που
διαβιούν στην επικράτειά της. Συγκεκριμένα, αναφερόταν ότι: «Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται
με την πρόληψη και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, οργανωμένης ή μη, ιδίως της
τρομοκρατίας, της εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της παράνομης
διακίνησης ναρκωτικών και όπλων, της δωροδοκίας και της απάτης».
Η επιχειρούμενη όμως υπέρβαση των ορίων που χάραζε η Συνθήκη, η οποία οδηγούσε
κατ’ αποτέλεσμα σε τυποποίηση ανθρώπινων συμπεριφορών ως αδικημάτων σε πεδία
εγκληματικότητας πέρα από αυτά που όριζε σαφώς το γράμμα του νόμου, αντιμετωπίσθηκε με
περίσκεψη από μέρος της θεωρίας ως υποκείμενη σε εύλογες αντιρρήσεις472. Κι αυτό διότι

470 Άλλωστε, η εμπορία ανθρώπων και τα εγκλήματα κατά παιδιών αναφέρονται στην ενδεικτική
απαρίθμηση του άρθρου 29 παρ. 2 της ΣυνθΕΕ ως μορφές εγκληματικότητας που χρήζουν πρόληψης
και καταστολής.
471Αναφέρεται στο άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ και στο άρθρο 5 της ΣυνθΕΚ.

472 Έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 161 επ.

[128]
διαπιστωνόταν προφανώς ευθεία παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης (άρθρο 7 παρ.
1 του Σ) σε εθνικό αλλά και γενικά παραδεδεγμένης σε διεθνές επίπεδο αρχής της νομιμότητας
(«κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο»473), η οποία, ως γνωστόν, φιλτράρει οποιαδήποτε
ρύθμιση διεκδικεί είσοδο στο χώρο ενός φιλελεύθερου ποινικού δικαίου. Έτσι λοιπόν, ακόμα κι
αν προσπαθήσει κανείς να δικαιολογήσει την επέκταση της ποινικής αρμοδιότητας της
Ένωσης σε μη ρητά αναφερόμενους στη Συνθήκη τομείς εγκληματικότητας474 επικαλούμενος
τη διασταλτική ερμηνεία του κανόνα δικαίου, θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το εξής
ανυπέρβλητο εμπόδιο: η διορθωτική-τελολογική του κανόνα δικαίου ερμηνεία, έστω και με τη
μορφή της διαστολής, νοείται και είναι επιτρεπτή όσο ακόμα βρισκόμαστε εντός του
γράμματος του νόμου και δεν εκφεύγουμε αυτού. Γι’ αυτό και η διασταλτική ερμηνεία,
τουλάχιστον στο χώρο του ποινικού δικαίου, δύναται να λειτουργήσει ως ερμηνευτική μέθοδος
ακόμα και όταν αποβαίνει σε βάρος του κατηγορουμένου και εντεύθεν υπέρ του αξιοποίνου,
αρκεί η ερμηνεία αυτή να μην αποκλείεται από τη γραμματική ερμηνεία του κανόνα
δικαίου475. Ως εκ τούτου, η επιχειρούμενη δια του άρθρου 31 παρ. 1 στοιχ. ε’ της ΣυνθΕΕ
σύγκλιση των ορισμών των εγκλημάτων και των ποινών σε αδικήματα που ξεκάθαρα δε
δύνανται να υπαχθούν γλωσσικά, έστω και κατ’ επιτρεπτή διαστολή, σε κάποιον από του
τομείς του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης
ναρκωτικών476 απαγορεύεται, καθότι συνεπάγεται τη δημιουργία αξιοποίνου εκεί που δεν
προβλέπεται477.
Το μοναδικό ίσως αντεπιχείρημα που θα μπορούσε να προβληθεί εδώ είναι ότι, κατά το
χρονικό διάστημα που υιοθετούνταν αποφάσεις-πλαίσιο από το Συμβούλιο της ΕΕ, δεν
υφίστατο η έννοια του «ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου»478, ως ειδικότερου κλάδου δικαίου στο

473 Σύμφωνα με αυτή την αρχή το αξιόποινο δημιουργείται μόνο με νόμο και όχι ερμηνευτικά. Βλ. Ι.
Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική θεωρία, 2004, σ. 97.
474 Και συγκεκριμένα στο άρθρο 31 παρ. 1, στοιχ. ε’.

475 Διότι το «δυνατό γλωσσικό νόημα» του ποινικού κανόνα πρέπει να θεωρηθεί ως το απώτατο όριο

της ερμηνείας. Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 111.
476 Δηλαδή στον πυρήνα αυτών, σε αντιστοιχία με τη συστηματοποίηση που καταγράφει η Α.

Γιαννακούλα, όπ.π., σ. 18 επ.


477 Έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 161 επ. και ο ίδιος, «Γλωσσικό νόημα» του

ποινικού κανόνα και «αληθής βούληση» του ιστορικού νομοθέτη. Η περίπτωση του άρθρου 263Α ΠΚ,
ΠοινΧρον 1993, σ. 353 επ. Εδώ θα πρόκειται ουσιαστικά για μια «απαγορευμένη in malam partem
ανάλογη εφαρμογή, αναλογία δηλαδή που υπερβαίνει το γλωσσικό-λεκτικό νόημα του κανόνα». Έτσι ο
Ν. Ανδρουλάκης, όπ.π., σ. 114.
478 Ο όρος αυτός - όχι ιδιαίτερα δόκιμος για την εποχή προ της Συνθήκης της Λισαβόνας - αντλήθηκε

από τη μελέτη της Α. Μπενάκη-Ψαρούδα, Προς ένα «Ευρωπαϊκό» Ποινικό Δίκαιο; ΠοινΧρον 2003, σ.
961 επ.

[129]
πλαίσιο ενός εν είδει κρατικού μορφώματος479 και κυρίως στο πλαίσιο μιας ενιαίας πολιτειακής
εξουσίας που θα πρέπει να διέπεται από κάποιες θεμελιώδεις αρχές για την ουσιαστική
νομιμοποίησή του κατά τη διαδικασία παραγωγής κανόνων ποινικού περιεχομένου 480. Ήταν
περισσότερο μια προσπάθεια σύγκλισης των επιμέρους εθνικών νομοθεσιών, μια δεσμευτική
ως προς το αποτέλεσμα και όχι ως προς το μέσο υπενθύμιση στα εθνικά κράτη της ΕΕ ότι η
εγκληματικότητα θα παταχθεί αποτελεσματικότερα μέσα από τη συνδυασμένη και
οργανωμένη σε κοινές βάσεις δράση481. Το ενωσιακό ποινικό δίκαιο, άλλωστε, προγενέστερα
της Συνθήκης της Λισαβόνας παρουσίαζε μια σειρά από αδυναμίες, όπως ήταν για παράδειγμα
η έλλειψη συνεκτικότητας και συνοχής. Αυτές ακριβώς οι αδυναμίες γέννησαν την ανάγκη για
επαναπροσδιορισμό των αλυσιτελών νομικών ρυθμίσεων της Συνθήκης του Άμστερνταμ.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να λεχθεί ότι, ακόμα κι αν υφίσταντο λογικές και ισχυρά
τεκμηριωμένες αντιρρήσεις ως προς την επιχειρούμενη εναρμόνιση των εθνικών ποινικών
νομοθεσιών σε ενωσιακό επίπεδο μέσω των υιοθετούμενων αποφάσεων-πλαίσιο, υπάρχει
πάντα η οπισθοφυλακή του εθνικού Κοινοβουλίου, του οποίου τα νομικά αντανακλαστικά θα
πρέπει να είναι διαρκώς σε εγρήγορση482. Μπορεί ετερόκλητες ομάδες ανθρώπων με μοναδικό
συνεκτικό στοιχείο το όραμα για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ορμώμενες από διαφορετικές
νομικές βάσεις και θεσμικές εγγυήσεις, να δίνουν το γενικό πρόσταγμα στην ποινική
πρόβλεψη, επαφίεται όμως στην κάθε εθνική νομοθετική εξουσία να διαφυλάξει την ποινική
δογματική της, οι οποία συνιστά ενσάρκωση αλλά και εξειδίκευση των συνταγματικών της
παραδόσεων. Αν λοιπόν διατηρούμε τις όποιες επιφυλάξεις απέναντι σε υπερκρατικές
διαδικασίες, τις οποίες σαφώς δεν μπορούμε να αποφύγουμε ως χώρα, λόγω της οικειοθελούς
συμμετοχής μας σε διεθνείς, ευρωπαϊκούς-περιφερειακούς και ευρωπαϊκούς-
κοινοτικούς/ενωσιακούς οργανισμούς, έχουμε την εξής δυνατότητα: πρωτίστως να
κατανοήσουμε και να αφουγκραστούμε την ποινική μας ταυτότητα, όπως αυτή έχει

479 Για «μετεωρισμό μεταξύ του εθνικού κράτους και της απροσδιόριστης, υπερεθνικής,
αμορφοποίητης πολιτικά οργάνωσης» κάνει λόγο ο Δ. Ζημιανίτης, Ο ρόλος του ΔΕΚ, ΠοινΧρον 2008,
σ. 961 επ.
480 Μόνο αργότερα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας υπήρξε ρητή πρόβλεψη για τη θέσπιση ελάχιστων

κανόνων για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων. Οι θεμελιώδεις αρχές αποτυπώθηκαν
μεταγενέστερα σε Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Της 22 Μαΐου 2012 σχετικά με την
προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά το ποινικό δίκαιο (2010/2310(ΙΝΙ)).
481 Βλ. όμως και έντονες επιφυλάξεις που διατυπώνει ο Σ. Παύλου, ΠοινΧρον 2004, όπ.π., σ. 961 επ.,

όπου και ο συγγραφέας προοικονομεί τις βαθύτερες και μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες που θα
έχει (και ήδη σε αρκετές περιπτώσεις είχε) η ανάληψη νομοπαραγωγικής δράσης στον τομέα του
ποινικού δικαίου από ευρωπαϊκούς διοικητικούς μηχανισμούς, πόσο μάλλον όταν αυτή η δράση
μεταφέρεται αυτούσια στην ελληνική έννομη τάξη.
482 Πρβλ. όμως και Δ. Ζημιανίτη, όπ.π., ΠοινΧρον 2008, σ. 961 επ., που επισημαίνει ότι η ex post

παρέμβαση του εθνικού νομοθέτη δεν αρκεί για την κάλυψη του λεγόμενου «δημοκρατικού
ελλείμματος», που παρατηρείται κατά τη διαδικασία υιοθέτησης των τριτοπυλωνικών εργαλείων, όπως
είναι εν προκειμένω οι αποφάσεις-πλαίσιο.

[130]
διαμορφωθεί κατόπιν μακροχρόνιας, εξαντλητικής και γόνιμης επεξεργασίας, και
δευτερευόντως, εξίσου όμως σημαντικά, να αξιοποιήσουμε κατάλληλα από την ποινική μας
παρακαταθήκη τις αρχές εκείνες που υπηρετούν την κεφαλαιώδους σημασίας διττή λειτουργία
του ποινικού δικαίου: προστατευτική των έννομων αγαθών και εγγυητική για τις ατομικές
ελευθερίες του πολίτη.
Συνδυαστικά, όμως, με τα παραπάνω δε θα πρέπει να λησμονούμε και την υποχρέωση
που φέρει ο εθνικός δικαστής, ως εφαρμοστής πλέον και της ενωσιακής νομικής πράξης (έστω
και έμμεσα), να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με την πρώτη, έτσι ώστε να
επιτυγχάνεται πλήρως ο τιθέμενος σκοπός της καθώς και να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική
εφαρμογή των αποφάσεων-πλαίσιο που υιοθετούνται από το άρθρο 34 παρ. 2 της ΣυνθΕΕ. Η
υποχρέωση τούτη483 δε συνάγεται ευθέως εκ της Συνθήκης αλλά καθιερώθηκε μέσα από την
υπαρκτή μεν, περιορισμένη δε νομολογία484 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το
οποίο κλήθηκε να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση επί του κύρους και της ερμηνείας των
αποφάσεων-πλαίσιο485.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω και σε συνάρτηση πλέον με την εδώ εξεταζόμενη απόφαση-
πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. για την καταπολέμηση των πιο σοβαρών εκδηλώσεων
ρατσισμού και ξενοφοβίας κρίνεται ώριμη πια η ενασχόληση με τις επιμέρους προβλέψεις
αυτής, ούτως ώστε να προσδιορισθεί στο παρόν σημείο η ποιότητα των ενωσιακών ρυθμίσεων,
φιλτραρισμένων μέσα από τις βασικές αρχές του ενωσιακού πρωτογενούς δικαίου και τα
διδάγματα της ποινικής δογματικής, και αργότερα εν τέλει ο βαθμός της απορρόφησής τους
από την ελληνική έννομη τάξη.

2.3. Συνοπτική εξέταση των επιμέρους προβλέψεων της υπό ανάλυση απόφασης-
πλαίσιο

2.3.1. Εισαγωγικές επισημάνσεις

483 «Αρχή της σύμφωνης ερμηνείας» και «υποχρέωση του εθνικού δικαστή να αναφέρεται στο
περιεχόμενο της απόφασης-πλαίσιο, όταν ερμηνεύει τους οικείους κανόνες του εθνικού δικαίου»,
σκέψεις υπ’ αριθμ. 43 και 44 αντίστοιχα της απόφασης που αναφέρεται στην επόμενη υποσημείωση.
484 Βλ. σχετικά την Υπόθεση C-105/2003, Απόφαση της 16.6.2005 του ΔΕΚ, που αφορά ζήτημα που

εμπίπτει στον Γ’ Πυλώνα της Ένωσης (Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις),
δημοσιευμένη σε ΠοινΔικ 2006, σ. 52, με παρατηρήσεις Δ. Ζημιανίτη.
485 Βλ. όμως και τις επιφυλάξεις του Δ. Ζημιανίτη για τη «μεταφορά» της υποχρέωσης αυτής από τον

κοινοτικό χώρο του Α’ Πυλώνα, όπου και το πρώτον ισχύει λόγω της έλλειψης άμεσου (κάθετου ή
οριζόντιου) αποτελέσματος των κανόνων του («αρχή της υπεροχής του Κοινοτικού δικαίου έναντι του
εθνικού»), στον Γ’ Πυλώνα, ο οποίος όμως δε διέπεται από τις ίδιες θεσμικές και δημοκρατικές
εγγυήσεις όσον αφορά στην παραγωγή κανόνων δικαίου (γνωστό και ως «δημοκρατικό έλλειμμα»),
όπ.π., ΠοινΔικ 2006, σ. 58.

[131]
Το ζήτημα της ποινικής νομοθέτησης, είτε αυτή λαμβάνει χώρα σε εθνικό είτε σε
υπερεθνικό επίπεδο, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής για τους νομοθετούντες, οι οποίοι καλούνται
να εφαρμόσουν στην πράξη τις αρχές της ποινικής δογματικής, όπως αυτές έχουν
αποκρυσταλλωθεί στη θεωρία μετά από μακροχρόνια επεξεργασία. Παράλληλα, όταν η
σχετική δραστηριότητα καταγράφεται σε επίπεδο Ένωσης, καλούνται να σεβαστούν επιπλέον
και τις γενικές αρχές που διέπουν το κοινοτικό δίκαιο, ούσες όχι μόνο γραπτή πρόβλεψη της
ίδιας της ιδρυτικής Συνθήκης αλλά και συνολική αποτύπωση των κοινών συνταγματικών
παραδόσεων των επιμέρους κρατών-μελών486. Βέβαια, το ζήτημα της υποχρέωσης του
κοινοτικού νομοθέτη αναφορικά με το σεβασμό των θεμελιωδών αρχών του ουσιαστικού
ποινικού δικαίου είναι τρόπον τινά αμφιλεγόμενο487. Εξεταζόμενο, ωστόσο, σε συνδυασμό με
τη θεσμική δυνατότητα αυτού για καθορισμό «ελάχιστων κανόνων» ως προς τα στοιχεία της
αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές στους τομείς
εγκληματικότητας που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Ένωσης, γίνεται δεκτό στην παρούσα
μελέτη ότι ο προαναφερόμενος σεβασμός είναι άκρως απαραίτητος.
Καταρχάς, οι θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου παρουσιάζονται συνοπτικά μέσα
από τις ακόλουθες επισημάνσεις: α) η ποινική πρόβλεψη οφείλει να επεκτείνεται μόνο σε
εκείνες τις ανθρώπινες συμπεριφορές που προσβάλλουν αφόρητα κάποιο προστατευόμενο
έννομο αγαθό, προκαλώντας έτσι σημαντική ζημία στην κοινωνία, β) η λήψη μέτρων ποινικής
καταστολής θα πρέπει να επιλέγεται μόνο όταν άλλα μέτρα, λιγότερο επεμβατικά, αδυνατούν
να αντιμετωπίσουν εξίσου αποτελεσματικά το ίδιο πρόβλημα, γ) η αρχή της αναλογικότητας
πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και κατά την πρόβλεψη της ποινικής κύρωσης, δ) η αρχή της
νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών, όπως αυτή ορίζεται μέσα από την
συνταγματικής περιωπής αρχή «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο» (άρ. 7 παρ. 1 του Σ)
αποδεικνύει τη σημασία που έχει η «τυποποίηση» ορισμένων ανθρώπινων συμπεριφορών ως
αδικημάτων σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, ε) εξειδίκευση της παραπάνω αρχής αποτελεί και
η απαίτηση για σαφή περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς, έτσι ώστε ο κάθε πολίτης να
γνωρίζει επακριβώς αλλά και από πριν τι είναι αυτό που αποδοκιμάζεται από την Πολιτεία, στ)
486 Άρθρο 6 της πρώην ΣυνθΕΕ, το οποίο στην μεν παρ. 1 θεμελίωνε ευθέως εκ του κειμένου της
σεβασμό στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, στα δικαιώματα του ανθρώπου και στις
θεμελιώδεις ελευθερίες αλλά και στο κράτος δικαίου. Στην παρ. 2 δε, παραπέμπει για το ειδικότερο
περιεχόμενο αυτών στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και στις κοινές
συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
487 Η μία τάση θεωρεί ότι η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου ήδη από τον ενωσιακό νομοθέτη

οδηγεί στην ουσιαστική νομιμοποίηση των ενωσιακών κανόνων. Βλ. σχετικά Χ. Μυλωνόπουλο, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2010, σ. 161 επ. Στον αντίποδα αυτής της άποψης τίθεται εκείνη που υποστηρίζει ότι από τη
στιγμή που οι «ελάχιστοι κανόνες» δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα έναντι των πολιτών των κρατών-
μελών και δεν τίθεται ακόμα θέμα πλήρους εναρμόνισης μεταξύ των επιμέρους εθνικών νομοθεσιών
δεν απαιτούνται και αυξημένες εγγυήσεις κατά την παραγωγή κανόνων σε επίπεδο Ένωσης. Βλ. γι’
αυτό P. Asp, The Substantive Criminal Law Competence of the EU, 2012, σ. 174 καθώς και A. Klip,
European Criminal Law, An Integrative approach, 3rd edition, Intersentia, 2016.

[132]
εξίσου θεμελιώδης όμως είναι και η απαίτηση για δημοκρατική νομιμοποίηση της κρατικής
εξουσίας που επιβάλλεται στους πολίτες μέσω των καταναγκαστικών μηχανισμών του ποινικού
δικαίου, νομιμοποίηση η οποία επιτυγχάνεται μέσω της διάκρισης των λειτουργιών και
εντεύθεν της παραγωγής κανόνων δικαίου από κοινοβουλευτικό νομοθετικό σώμα, ζ) η αρχή
του καταλογισμού ή αλλιώς αρχή της ενοχής εμποδίζει την αναγνώριση αντικειμενικής
ευθύνης στο πρόσωπο του δράστη, αφού απαιτεί ο τελευταίος να είναι όχι απλά αίτιος, αλλά
υπαίτιος του εγκλήματος που διέπραξε και τέλος, η) η αρχή της απαγόρευσης της διπλής
αξιολόγησης μιας συμπεριφοράς συνιστά εξειδίκευση της αρχής του σεβασμού της αξίας του
ανθρώπου488.
Το να γνωρίζει κανείς τις ως άνω αρχές δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι είναι σε θέση και
να τις ενσωματώσει ομαλά μέσα στη διαδικασία παραγωγής κανόνων ποινικού περιεχομένου,
γι’ αυτό άλλωστε και εναπόκειται στη θεωρία να εξετάζει με κριτικό πνεύμα και υπό συνθήκες
ψυχραιμίας τις όποιες αξιολογικές αναντιστοιχίες-ανακολουθίες και φυσικά να τις
επισημαίνει. Αυξημένη αντιληπτικότητα και ταχύτατα αντανακλαστικά αξιώνονται σε κάθε
περίπτωση, πόσο μάλλον όταν η νομοπαραγωγική διαδικασία κανόνων ποινικού περιεχομένου
έχει ευρωπαϊκή-ενωσιακή προέλευση και νομιμοποίηση. Στην τελευταία περίπτωση, η
εξασφάλιση ισορροπίας ανάμεσα στην υλοποίηση των ενωσιακών στόχων και στον έμπρακτο
σεβασμό των θεμελιωδών αρχών της ποινικής δογματικής συνιστά προϋπόθεση εκ των ων ουκ
άνευ489.
Η «εργαλειοποίηση490» του ποινικού δικαίου, ήτοι η χρήση αυτού από τα κοινοτικά
νομοθετικά όργανα ως μέσου για την εξυπηρέτηση της αμοιβαίας αναγνώρισης των
δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών-μελών, της επιχειρούμενης εναρμόνισης και
εντεύθεν της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης του οργανωμένου και διασυνοριακού

488 Για μία αναλυτικότερη ερμηνεία των επιμέρους αρχών, όπως αυτές συνοπτικά τίθενται εν
προκειμένω, βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004. Οι ως άνω αρχές, ιδωμένες ως εξίσου
σημαντικές στο πλαίσιο του κοινοτικού ποινικού δικαίου, επισημαίνονται και από τον Χ.
Μυλωνόπουλο, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 161 επ. Για σύνδεση των επιμέρους αρχών με την
επιχειρούμενη ευρωπαϊκή ποινική πολιτική βλ. κατατοπιστικά M. Kaiafa-Gbandi, The Importance of
Core Principles of Substantive Criminal Law for a European Criminal Policy Respecting Fundamental
Rights and the Rule of Law, European Criminal Law Review EuCLR No. 1 2011, Volume 1, pages 7–34,
της ίδιας, Η σημασία των θεμελιωδών αρχών του ουσιαστικού ποινικού δικαίου για μια ευρωπαϊκή
αντεγκληματική πολιτική που σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και το κράτος δικαίου, ΝοΒ 58 (2010),
σ. 2177. Βλ. επίσης Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προκλήσεις για τον σύγχρονο ποινικό νομοθέτη,
ΠοινΧρον 2015, σ. 481 επ.
489 Για περαιτέρω θεμελίωση της παραδοχής αυτής βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Μπορεί να επιβιώσει το

Ποινικό Δίκαιο - όπως διαμορφώθηκε μέχρι σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο - και στο νέο αιώνα;, Υπερ
2000, σ. 15 επ. αλλά και τον ίδιο, Προβληματισμοί για τη συγκρότηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού
δικαστικού χώρου, Υπερ 1999, σ. 1091 επ.
490 Για την επινόηση του όρου αυτού αλλά και τους λόγους που συνέβη βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι,

όπ.π., ΝοΒ 2010, σ. 2181.

[133]
εγκλήματος, αποκαλύπτει μία δυσοίωνη πραγματικότητα. Μία πραγματικότητα που πλέον
απροκάλυπτα φανερώνεται από τους εκπροσώπους των διοικητικών μηχανισμών των
Βρυξελλών και δεν είναι άλλη από την πρόταξη της ασφάλειας έναντι της ελευθερίας, με
όποιους κινδύνους αυτή εγκυμονεί491. Πιο συγκεκριμένα, η διττή λειτουργία που επιτελεί το
ποινικό δίκαιο -προστατευτική για τα έννομα αγαθά και εγγυητική για τις ατομικές ελευθερίες
των πολιτών492- φαίνεται να παραγκωνίζεται από μια δήθεν επιτακτικότερη ανάγκη για
αποτελεσματικότερη πάταξη της διασυνοριακής εγκληματικότητας. Όμως, η εγκληματικότητα
ήταν, είναι μέχρι και σήμερα και θα εξακολουθεί να είναι πάντα επικίνδυνη, δίχως ο βαθμός
επικινδυνότητάς της να αυξάνεται βαθμηδόν με το χρόνο, τουλάχιστον όχι πειστικά.
Τουναντίον, η ανάγκη για μια φιλελεύθερη ποινική νομοθέτηση αυξάνεται όλο και
περισσότερο σήμερα, που προτάσσονται εμφατικά ο φόβος και η ανασφάλεια ως
δικαιολογητικά ερείσματα για την περιστολή των ατομικών ελευθεριών των ανθρώπων.
Η ιδιαίτερη φύση των κανόνων του ποινικού δικαίου, άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από
το γεγονός ότι κανένας άλλος κλάδος δικαίου δεν παρουσιάζει τόσο μεγάλη παρεμβατικότητα
σε μερικά εκ των σπουδαιότερων έννομων αγαθών του ανθρώπου, όπως είναι η προσωπική
ελευθερία, η τιμή και η περιουσία. Οι μηχανισμοί της ποινικής καταστολής λειτουργούν ως
«οδοστρωτήρας» που μπορούν να «ισοπεδώσουν» τα έννομα αγαθά του πολίτη, κυρίως δε σε
περιπτώσεις λάθους, ενώ ο στιγματισμός που βιώνει σε περίπτωση καταδίκης χαράζεται
ανεξίτηλα στη μνήμη του ιδίου και του κοινωνικού του περίγυρου493.
Ενόψει των ανωτέρω, η ενεργοποίηση των αρχών που διέπουν τη λειτουργία του
ποινικού δικαίου κατά τη νομοπαραγωγική διαδικασία, κυρίως δε σε ευρωπαϊκό-ενωσιακό
επίπεδο, διασφαλίζει την απαραίτητη για όλους μας ασφάλεια του δικαίου, ισχυροποιεί την
εμπιστοσύνη των πολιτών σε ένα δικαιοκρατικό σύστημα κανόνων δικαίου και απλώνει έναν
συνεκτικό ιστό προστασίας των ατομικών ελευθεριών ανάμεσα σε όλες τις επιμέρους εθνικές
έννομες τάξεις, δίχως να εξαντλείται σε αφηρημένες έννοιες και συμβολισμούς.
Εξίσου σημαντικές, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, είναι και οι γενικές αρχές του
κοινοτικού δικαίου, που αναφέρονται βέβαια στις ιδρυτικές συνθήκες και παράλληλα

491 Όπως εμφατικά επισημαίνει ο S. Franz, Ο προσανατολισμός του Ποινικού Δικαίου στις συνέπειες
της πράξης και τα όριά του, ΠοινΧρον 2010, σ. 625 επ.. Ομοίως και ο Ι. Μανωλεδάκης, Ασφάλεια
κράτους ή ελευθερία; σε Μανιτάκη Α.-Τάκη Α., Τρομοκρατία και δικαιώματα. Από την ασφάλεια του
κράτους στην ανασφάλεια δικαίου, 2003, σ. 23 καθώς και του ιδίου, Δημοκρατία – Ελευθερία –
Ασφάλεια. Το τρίπτυχο της ιδανικής πολιτείας, σε Τιμ. Τομ. Ι. Μανωλεδάκη, I. Δημοκρατία –
Ελευθερία – Ασφάλεια, 2005, σ. 49.
492 Ή όπως το έθεσε ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 29, «το ποινικό δίκαιο δεν είναι

μόνο μέτρο προστασίας, αλλά και μέτρο ελευθερίας».


493 Για την ιδιαίτερη ταυτότητα του Ποινικού Δικαίου βλ. Α. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και

Θεσμοί του Γενικού Μέρους, 2016, σ. 14 καθώς και Ι. Μανωλεδάκη, Προβληματισμοί για τη
συγκρότηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού ποινικού δικαστικού χώρου, Υπερ 1999, σ. 1091 επ.

[134]
πηγάζουν, μεταξύ άλλων494, και από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-
μελών495. Επιγραμματικά και συνοπτικά αναφέρονται: α) η αρχή της επικουρικότητας, η οποία
καθιερώνεται στο άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ και στο άρθρο 5 της ΣυνθΕΚ, β) η αρχή της
αναλογικότητας και αναγκαιότητας της ποινικής καταστολής - η αρχή της ultima ratio, της
χρήσης δηλαδή του ποινικού δικαίου ως έσχατου καταφύγιου, γ) η αρχή της δικαιολογημένης
εμπιστοσύνης ή αλλιώς της ασφάλειας δικαίου (legal certainty), η οποία αποτελεί και
επιμέρους έκφανση της αμέσως επόμενης αρχής, δ) η αρχή της νομιμότητας ή αλλιώς αρχή του
σεβασμού των νόμιμων προσδοκιών του πολίτη, αναλυόμενη σαφώς σε όλες τις μερικότερες
αρχές της (π.χ. απαγόρευση της αναδρομικής ισχύος σε βάρος του κατηγορουμένου,
απαγόρευση της αοριστίας, γνωστή και ως αρχή της ειδικότητας, απαγόρευση της αναλογικής
εφαρμογής σε βάρος του κατηγορουμένου), ε) η αρχή της προσωπικής ενοχής, στ) η απαίτηση
για ένα ποινικό δίκαιο που εστιάζει σε ανθρώπινες συμπεριφορές που προκαλούν σημαντική
ζημία στην κοινωνία και άρα αποκλείεται το συμβολικό ποινικό δίκαιο και τέλος, ζ) η αρχή της
απαγορευμένης διπλής ποινικής αξιολόγησης496.
Ο συνδυασμός όλων των ανωτέρω, δηλαδή τόσο των αρχών της ποινικής δογματικής
όσο και των κοινοτικών επιταγών, συνεπάγεται μια ποινική νομοθέτηση που σέβεται τόσο τον
εαυτό της, ως κορυφαία στιγμή υλοποίησης του κράτους δικαίου, όσο και τον πολίτη,
αντιμετωπίζοντάς τον ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ως ον για χάρη του
οποίου λειτουργούν οι θεσμοί.
Απομένει, λοιπόν, στο σημείο αυτό να εξετασθεί αν και κατά πόσο οι ρυθμίσεις της υπ’
αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σέβονται
επί της ουσίας και πραγματώνουν τις παραπάνω αναφερόμενες αρχές. Γιατί μόνο σε
περίπτωση καταφατικής απάντησης θα μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστικά νομιμοποιημένους
κανόνες ποινικού περιεχομένου από τα αρμόδια κοινοτικά νομοθετικά όργανα, ως μορφή
έκφρασης εκχωρημένης εξουσίας που ασκείται νόμιμα και αυτοπεριορίζεται από
συνταγματικές προβλέψεις. Άλλωστε, και η ίδια η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση
διακηρύσσει στο άρθρο 6 αυτής ότι: «1. Η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της
δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών

494 ΕΣΔΑ και νομολογία του ΔΕΚ (σήμερα ΔΕΕ).


495 Για μία λεπτομερή καταγραφή αυτών βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ΠοινΧρον 2010, όπ.π., σ. 161 κ.επ.
Τουιδίου, ΠοινΧρον 2011, σ. 81 κ.επ. Πρβλ. καιT. Tridimas, The General Principles of EU Law, 2nd
edition, 2007, Oxford European Union Law Library.
496 Βλ. σχετικά και το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ης Μαϊου 2012 σχετικά με την

προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά το ποινικό δίκαιο (2010/2310(ΙΝΙ)) σχετικά με τις θεμελιώδεις αρχές
που θα πρέπει να διέπουν τους κανόνες ποινικού περιεχομένου. Βλ. επίσης την Ανακοίνωση της
Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική
Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, Προς μία πολιτική ποινικού δικαίου της ΕΕ:
κατοχύρωση της αποτελεσματικής εφαρμογής των πολιτικών της ΕΕ μέσω του ποινικού δικαίου.
Έγγραφο COM (2011) 573 τελικό, 20.09.2011.

[135]
και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη. 2. Η Ένωση σέβεται τα
θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη
Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις
των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου».

2.3.2. Τα επιμέρους υποδεικνυόμενα αδικήματα

Η εδώ κρινόμενη απόφαση-πλαίσιο διαρθρώνεται γύρω από δύο κατηγορίες


εγκλημάτων που συνιστούν ιδιαίτερα σοβαρές εκφάνσεις του ρατσιστικού και του
ξενοφοβικού φαινομένου. Η πρώτη περιλαμβάνει συμπεριφορές που σχετίζονται με τη
λεγόμενη «ρητορική του μίσους» ή αλλιώς το «ρατσιστικό λόγο», οι οποίες διευρύνουν το
αξιόποινο σε πεδία διακινδύνευσης των προστατευόμενων έννομων αγαθών (άρθρο 1), ενώ η
δεύτερη αφορά ουσιαστικά στα «εγκλήματα μίσους». Για την ακρίβεια, στην τελευταία
περίπτωση δεν τα οριοθετεί, απλώς περιλαμβάνει έναν επιμετρητικό κανόνα που επιτάσσει
επιβάρυνση της απειλούμενης ποινής προς τα ανώτατα όριά της και αφορά στα λοιπά
εγκλήματα που υφίστανται σε μια εθνική νομοθεσία, πέραν των αναφερόμενων στα άρθρα 1
και 2 της απόφασης-πλαίσιο, όταν αυτά τελούνται με ρατσιστικά ή ξενοφοβικά κίνητρα
(άρθρο 4). Εναλλακτικά, προβλέπεται ότι το ρατσιστικό και το ξενοφοβικό κίνητρο θα πρέπει
να λαμβάνονται υπόψη ήδη σε επίπεδο νομοθετικής πρόβλεψης για τη διαμόρφωση
παραλλαγών που κλιμακώνουν την ποινή του βασικού εγκλήματος.
Ειδικότερα, στο άρθρο 1 προβλέπεται ότι: «1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα
αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες
πράξεις:

α) η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους
ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των
γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής,
β) η τέλεση πράξης που αναφέρεται στο στοιχείο α) με δημόσια διάδοση ή διανομή
φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού,
γ) η δημόσια επιδοκιμασία, η άρνηση ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας όσον
αφορά εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα
πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού
Δικαστηρίου, και η οποία στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που
προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών
καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά
τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή
μέλους μιας τέτοιας ομάδας,

[136]
δ) η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων
τα οποία ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που
προσαρτάται στη συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, η οποία στρέφεται κατά
ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του
χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής
καταγωγής, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει
βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας ομάδας.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να τιμωρούν
μόνον συμπεριφορά η οποία είτε εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη
είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα».
Η τελική μορφή του άρθρου πρώτου δεν συμπεριέλαβε εν τέλει, παρά τη σχετική
πρόταση που καταβλήθηκε από πολλές αντιπροσωπείες, την υποκίνηση σε διακρίσεις, όπως
αυτή είχε αποτυπωθεί στον τίτλο Ι, σημεία Α, στοιχ. α’ της κοινής δράσης του 1996. Η
απάντηση της Επιτροπής ήταν πως κρίνεται περιττή η συμπερίληψη της υποκίνησης σε
διακρίσεις στην παρούσα απόφαση-πλαίσιο, καθότι η καταπολέμηση των διακρίσεων
αποτελούσε ήδη αντικείμενο κοινοτικής πρόβλεψης και αρμοδιότητας, όπως αυτό προέκυπτε
από το άρθρο 13 της ΣυνθΕΚ497.
Το στίγμα βέβαια αυτής της ενωσιακής νομοθετικής πράξης δεν δόθηκε τόσο μέσα από
τις όποιες διαφωνίες αναφορικά με τη συμπερίληψη ή όχι της υποκίνησης σε διακρίσεις, όσο
σε σχέση με την «υποκίνηση» καθεαυτή σε βία ή μίσος, ως μορφή συμπεριφοράς την οποία
ζητάει η ΕΕ να ποινικοποιήσουν τα κράτη-μέλη (άρ. 1, παρ. 1, στοιχ.α’). Για τη συγκρότηση του
άδικου χαρακτήρα της προαναφερόμενης πράξης ο κοινοτικός νομοθέτης περιορίζεται απλώς
στην περιγραφή της συμπεριφοράς του δράστη, η οποία συνίσταται σε «υποκίνηση βίας ή
μίσους498», στον τρόπο499 και στα μέσα τέλεσης αυτής500. Στη συνέχεια501 παρέχεται η
δυνατότητα στα κράτη-μέλη να περιορίσουν το αξιόποινο της συμπεριφοράς του δράστη,
συναξιολογώντας σε επίπεδο αρχικού αδίκου είτε την εκδήλωσή της «κατά τρόπο που

497 Βάσει αυτού, άλλωστε, είχαν εκδοθεί δύο Οδηγίες από το Συμβούλιο για την καταπολέμηση των
διακρίσεων, πρώτον η Οδηγία 2000/43/ΕΚ, «περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης
προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής» και δεύτερον, η Οδηγία 2000/78/ΕΚ,
«για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία». Γι’
αυτές βλ. αναλυτικά Β. Ζύγουρα, Η νομική αντιμετώπιση του «ρατσιστικού φαινομένου» σε ΕΕ και
Ελλάδα, ΠοινΔικ 2016, σ. 1135 επ.
498 Που στρέφεται κατά ομάδας ατόμων ή μέλους ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του

χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.
499 «Δημόσια».

500«Με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού» (άρ. 1, παρ. 1, στοιχ. β’.

501 Άρθρο 1 παρ. 2.

[137]
διαταράσσει τη δημόσια τάξη» είτε τον «απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα»
της.
Η προσθήκη της τελευταίας διάταξης στην ενωσιακή πράξη ήταν αποτέλεσμα της
διαφωνίας502 μεταξύ των επιμέρους κρατών-μελών αναφορικά με την ακριβή διατύπωση του
άρθρου πρώτου, παρ. 1, στοιχ. α’ της υπό κρίση απόφασης-πλαίσιο. Ειδικότερα, σημείο έριδας
αποτέλεσε η απαίτηση κάποιων εξ αυτών να συνδεθεί ο ρατσιστικός λόγος με ένα
συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ειδάλλως θεωρούσαν ότι θα βρίσκονταν ενώπιον μιας
ανομιμοποίητης ποινικοποίησης που επιδιώκει και καταλήγει να τιμωρεί την έκφραση-
εξωτερίκευση του εγκληματικού φρονήματος του δράστη της υποκίνησης503. Πιο
συγκεκριμένα, η βρετανική αντιπροσωπεία αρχικά διατύπωσε μια επιφύλαξη ουσιαστικής
φύσεως σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης της εξεταζόμενης απόφασης-πλαίσιο, καθώς
θεωρούσε ότι οι διατάξεις της, έτσι όπως είχαν αρχικά διατυπωθεί, περιόριζαν μάλλον σε
ανεπίτρεπτο βαθμό την ελευθερία έκφρασης, του τύπου και του συνέρχεσθαι. Η κάμψη, όμως,
των ατομικών ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του πολίτη που συνεπαγόταν η
συγκεκριμένη επιλογή της ποινικοποίησης της απλής «υποκίνησης» δε δικαιολογούταν εν
προκειμένω ως ανεκτός περιορισμός των παραπάνω δικαιωμάτων και ελευθεριών σε μια
δημοκρατική κοινωνία. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μόνο αν η χρήση του ποινικού δικαίου ήταν
απολύτως απαραίτητη, ως τελευταίο καταφύγιο504, για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου
εγκλήματος και παράλληλα δεν ερχόταν σε αντίθεση με την απαίτηση για μη τιμώρηση του
φρονήματος. Για την περιστολή, λοιπόν, του αξιοποίνου σε εύρος ανεκτό αλλά και για τη
νομιμοποίηση της ποινικοποίησης του ρατσιστικού λόγου πρότεινε να εισαχθεί στο κείμενο
ένα επιπρόσθετο στοιχείο από τη συνδρομή του οποίου θα εξαρτιόταν το άδικο, ότι δηλαδή:
«Η εν λόγω συμπεριφορά θα πρέπει να είναι απειλητική, υβριστική και προσβλητική και να
συνοδεύεται µε την πρόθεση δημιουργίας ρατσιστικού µίσους ή να ενδέχεται να έχει αυτό το
αποτέλεσμα»505. Η γερμανική αντιπροσωπεία με τη σειρά της πρότεινε να προστεθεί η φράση:
«κατά τρόπο ικανό να διαταράξει τη δημόσια ειρήνη»506. Τελικά, η συμβιβαστική λύση που
επικράτησε έδινε τη δυνατότητα (και άρα δεν θεμελίωνε υποχρέωση) στα κράτη-μέλη να
τιμωρούν τις συμπεριφορές που αναφέρονται στο στοιχ. α’, της παρ. 1 του άρθρου 1 εφόσον
πληρούν μία από τις δύο παραπάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις (άρθρο 1, παρ. 2). Στην
Ελλάδα, όπως θα αναφερθεί στην οικεία ενότητα, κατά την ενσωμάτωση της απόφασης-
πλαίσιο επιλέχθηκε ο περιορισμός του αξιοποίνου στις περιπτώσεις εκείνες όπου
διαπιστώνεται ότι η συμπεριφορά εκδηλώνεται: «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη

502 Οι διαφωνίες αυτές υποδηλώνουν και τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα επιμέρους εθνικά
νομικά συστήματα.
503 Μία τέτοια διάταξη θα προσέκρουε στις εθνικές έννομες τάξεις των κρατών-μελών που σέβονταν

την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών.


504 Ultimum refugium ή αλλιώς ultima ratio.

505 Έγγραφο 5983/02 του Συμβουλίου της ΕΕ.

506Έγγραφο 10817/02 του Συμβουλίου της ΕΕ.

[138]
δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως
άνω προσώπων»507.
Αναφορικά τώρα με το ειδικότερο περιεχόμενο της έννοιας «υποκίνηση» λεκτέα τα
ακόλουθα. Αφής στιγμής δεν παρατίθεται στην υπό κρίση ενωσιακή πράξη ένας αυθεντικός
ορισμός της παραπάνω έννοιας από τον κοινοτικό νομοθέτη, θα επιχειρηθεί ο προσδιορισμός
της συναξιολογώντας τόσο τη δυνατότητα περιορισμού του αξιοποίνου που καταγράφεται
στην παρ. 2 του άρθρου 1 της απόφασης-πλαίσιο, όσο και τους αντίστοιχους ποινικούς όρους
της ελληνικής έννομης τάξης. Επίσης, αποφασιστικής φύσεως κριτήριο για την ερμηνεία του
σχετικού όρου είναι και η εν γένει λειτουργία του ποινικού δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος
«υποκίνηση» παραπέμπει εκ πρώτης όψεως, τουλάχιστον για τα δεδομένα του ελληνικού
ποινικού δικαίου, σε μια μορφή συμμετοχικής συμπεριφοράς, αυτήν της ηθικής αυτουργίας, με
την οποία όμως εν τέλει δεν φαίνεται να ταυτίζεται. Το συμπέρασμα τούτο συνάγεται από την
ίδια τη διατύπωση του ενωσιακού κανόνα, ο οποίος για την περιγραφή της αξιόποινης
συμπεριφοράς του δράστη αρκείται απλώς στη χρήση του αντικειμενικού γεγονότος της
«δημόσιας υποκίνησης», δίχως η συμπεριφορά αυτή να συνοδεύεται από την πρόσθετη
προϋπόθεση της τέλεσης σε επίπεδο αδίκου κάποιου ολοκληρωμένου ρατσιστικού εγκλήματος
από το υποκινούμενο πρόσωπο ή έστω κάποιας αρχή εκτέλεσης ενός τέτοιου εγκλήματος508.
Όπως επίσης δε φαίνεται να απαιτείται509 και η πρόκληση απόφασης στο υποκινούμενο
πρόσωπο να προβεί σε πράξεις ρατσιστικής βίας ή μίσους, στρεφόμενες κατά ατόμων ή
ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας κλπ.
Συνεπώς, η συγκεκριμένη επιλογή του όρου «υποκίνηση» για την περιγραφή της αξιόποινης
συμπεριφοράς του δράστη, αποκομμένη από την παρ. 2 της απόφασης-πλαίσιο, αποτελεί
ένδειξη για την απομάκρυνση του κοινοτικού νομοθέτη από την έννοια της συμμετοχής, όπως
αυτή νοείται στο εθνικό μας δίκαιο, ενώ προσιδιάζει περισσότερο στο σχήμα της απόπειρας
ηθικής αυτουργίας (άρ. 186 ΠΚ)510.
Μία τέτοια θεώρηση, ωστόσο, καθόσον μέρος δεν απαιτεί για τη θεμελίωση ποινικού
αδίκου την τέλεση τουλάχιστον απόπειρας του υποκινούμενου εγκλήματος ρατσιστικής βίας ή
μίσους, δηλαδή τη δημιουργία τουλάχιστον ενός συγκεκριμένου κινδύνου για τα
προστατευόμενα έννομα αγαθά, οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα στην απαίτηση για μια πιο
προωθημένη έστω μορφή διακινδύνευσης για αυτά. Άλλωστε, η ουσιαστική απαξία μιας
εγκληματικής συμπεριφοράς έγκειται στο ότι προσβάλλει έννομα αγαθά, είτε με τη μορφή της
βλάβης, είτε με τη μορφή της διακινδύνευσης, επιφέροντας μια αλλαγή-μεταβολή στον

507 Άρθρο 1, παρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014.


508 Σύμφωνα με το σύστημα της περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης που ισχύει στον ελληνικό
ποινικό κώδικα, για την κατάφαση της ηθικής αυτουργίας απαιτείται η τέλεση τελικά άδικης πράξης
από το φυσικό αυτουργό, δηλαδή τουλάχιστον απόπειρα ενός εγκλήματος.
509 Τουλάχιστον ευθέως από το γράμμα της διάταξης του ενωσιακού κανόνα.

510 Κυρίως βέβαια στην προγενέστερη μορφή του, πριν δηλαδή την ψήφιση του νέου ΠΚ με το ν.

4619/2019.

[139]
εξωτερικό κόσμο. Συνεπώς, απαιτείται σε κάθε περίπτωση η εδώ περιγραφόμενη συμπεριφορά
να δημιουργεί μία μορφή κινδύνου για τα έννομα αγαθά. Ειδάλλως, θα βρισκόμασταν ενώπιον
μιας ανομιμοποίητης τιμώρησης του φρονήματος του υποκινούντος δράστη.
Επειδή, όμως, σε καμία περίπτωση δε δύναται να αγνοηθεί η πρόβλεψη της παρ. 2 για
περιστολή και εντεύθεν διάσωση του αξιοποίνου σε περιπτώσεις που, από τον τρόπο τέλεσης
της υποκίνησης, διαπιστώνεται, είτε δυνατότητα διατάραξης της δημόσιας τάξης ή ο
απειλητικός/υβριστικός/προσβλητικός χαρακτήρας της συμπεριφοράς, καταλήγουμε στο
συμπέρασμα πως πρόκειται εν τέλει για κάθε μορφή δημόσιας προτροπής511, άμεσης ή
έμμεσης512, σε ένα ή και σε περισσότερα άτομα να τελέσουν ρατσιστικά εγκλήματα. Η
προτροπή αυτή μπορεί να μη φτάνει στο σημείο να τελεστεί τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης ενός
ρατσιστικού εγκλήματος, σίγουρα όμως θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί με τρόπο513 που
δημιουργεί κάποια μορφή κινδύνου514 για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά.
Ουσιαστικά, με τη χρήση του όρου «υποκίνηση515» βίας ή μίσους στο άρθρο 1, παρ. 1,
στοιχ. α’ δεν μπορεί τελικά να γίνει λόγος για ολοκληρωμένη προσβολή (με τη μορφή της
βλάβης) των προστατευόμενων από την εν λόγω διάταξη έννομων αγαθών, παρά μόνο για
διακινδύνευση αυτών, κατατάσσοντας το συγκεκριμένο έγκλημα στο προστάδιο της
προσβολής των προστατευόμενων έννομων αγαθών516.
Στη συνέχεια του άρθρου 1, και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 αυτού, παρατίθεται
μια διευκρίνιση, ότι δηλαδή: «Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αναφορά στη θρησκεία
θεωρείται ότι καλύπτει, τουλάχιστον, συμπεριφορά η οποία συνιστά πρόσχημα για να
κατευθύνονται οι πράξεις κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που
προσδιορίζεται βάσει φυλής, χρώματος, γενεαλογικών καταβολών, ή εθνικής ή εθνοτικής
καταγωγής». Η διευκρίνιση αυτή δημιουργεί εύλογες απορίες περί της χρησιμότητάς της και
παράλληλα δεν εισφέρει κάτι το ουσιαστικό στην επεξήγηση του όρου «θρησκεία». Ίσως

511 Η οποία όμως δεν αρκεί να είναι ιδιωτική αλλά θα πρέπει να είναι δημόσια.
512 Ή αλλιώς συγκεκαλυμμένη. Για μια ερμηνεία του όρου «υποκίνηση» βλ. Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου, Η «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση» στο στόχαστρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΠοινΧρον 2009,
σ. 583 επ., όπου και χαρακτηρίζεται εξαιρετικά ευρεία, δεδομένης μάλιστα και της απουσίας
οποιασδήποτε πρόβλεψης στην εκεί εξεταζόμενη υπ’ αριθμ. 2008/919/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ε.Ε. που να περιορίζει το εύρος του αξιοποίνου της στρατολόγησης τρομοκρατών (π.χ.
το στοιχείο της δημόσιας τέλεσης της πράξης ή ο κίνδυνος τέλεσης ενός τρομοκρατικού εγκλήματος).
513 Όσον αφορά στο έννομο αγαθό δημόσια τάξη, η δημόσια υποκίνηση σε βία ή μίσος μπορεί κάτω

από συγκεκριμένες ευνοϊκές συνθήκες (π.χ. φανατισμένο ακροατήριο με εξτρεμιστικές απόψεις


εξοπλισμένο με ρόπαλα) να οδηγήσει στη διατάραξη της δημόσιας τάξης, δηλαδή μπορεί να προκαλέσει
κίνδυνο να διασαλευτεί η κοινωνική ευταξία σε ένα δεδομένο χώρο.
514 Δυνάμενου να προκύψει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.

515“ Publicly inciting to…” στα αγγλικά και “l’ incitation publique a la…” στα γαλλικά.
516 Ας ορίσουμε εντελώς πρώιμα στο σημείο αυτό ως προστατευόμενα έννομα αγαθά των διατάξεων
της υπό κρίση ενωσιακής πράξης τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την περιουσία, την προσωπική
ελευθερία και την τιμή αόριστου αριθμού προσώπων αλλά και τη δημόσια τάξη.

[140]
αποτελεί κατάλοιπο του αρχικού κειμένου517 της απόφασης-πλαίσιο, όταν ακόμα η θρησκεία
δεν είχε συμπεριληφθεί στην παρ. 1, στοιχ. α’ του άρθρου 1 ως στοιχείο που καθιστά μια ομάδα
ή ένα μέλος αυτής υποψήφιο θύμα δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους.
Τέλος, στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου προβλέπεται η δυνατότητα για τα κράτη-
μέλη να δηλώσουν ότι θα τιμωρούν την πράξη της άρνησης ή χονδροειδούς υποτίμησης της
σοβαρότητας των εγκλημάτων που προβλέπονται στα στοιχεία γ ή/και δ μόνο εφόσον τα
εγκλήματα που αναφέρονται εκεί έχουν αναγνωρισθεί με αμετάκλητη απόφαση εθνικού
δικαστηρίου αυτού του κράτους-μέλους ή/και διεθνούς δικαστηρίου ή με αμετάκλητη
απόφαση διεθνούς δικαστηρίου μόνον. Εισήχθη δηλαδή εδώ μια δυνατότητα για τον εκάστοτε
εθνικό νομοθέτη να συνδέσει το αξιόποινο της δημόσιας άρνησης ή της χονδροειδούς
υποτίμησης, και όχι της επιδοκιμασίας, με το αντικειμενικό γεγονός της αναγνώρισης των εν
λόγω εγκλημάτων με αμετάκλητη απόφαση είτε του εθνικού δικαστηρίου αυτού του κράτους-
μέλους ή διεθνούς δικαστηρίου.
Κατά τη συνήθη διάρθρωση των ποινικών διατάξεων που εκπορεύονται από την
Ευρωπαϊκή Ένωση518 ακολουθεί η πρόβλεψη για την ηθική αυτουργία, τη συνεργία και την
προτροπή (άρθρο 2). Αρχικά, στην παράγραφο 1 προτάσσεται η αναφορά στην ηθική
αυτουργία και, μάλιστα, η ανάγκη τιμώρησής της περιορίζεται μόνο στα αδικήματα που
περιγράφονται στο άρθρο 1, παρ. 1, στοιχ. γ) και δ). Στην επόμενη παράγραφο του ίδιου
άρθρου επισημαίνεται ότι κάθε κράτος-μέλος πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να
εξασφαλίσει την τιμώρηση της συνεργίας και της προτροπής, δίχως σε αυτή την περίπτωση να
υπάρχει κάποιος περιορισμός ως προς τα αδικήματα. Επειδή δεν υφίσταται ειδικότερος
προσδιορισμός των χρησιμοποιούμενων αυτών όρων στην απόφαση-πλαίσιο519, λογικό και
επόμενο είναι να ερμηνευτούν κατά τρόπο σύμφωνο με τα γενικώς ισχύοντα στην εσωτερική
έννομη τάξη του κάθε κράτους-μέλους. Πρόκειται για την ακρίβεια για όρους του γενικού
μέρους του ουσιαστικού ποινικού δικαίου για τους οποίους δεν έχει την αρμοδιότητα η Ένωση
να προσδιορίσει επακριβώς το ειδικότερο περιεχόμενο520. Με δεδομένη τη μόλις

517 Έγγραφα 11460/02 και 12221/02 του Συμβουλίου της ΕΕ.


518 Κάποια χρόνια αργότερα μάλιστα, για την εξασφάλιση ενιαίας και αρμονικής εφαρμογής και
ερμηνείας των διατάξεων ποινικού περιεχομένου στην ΕΕ, ενόψει τότε και της έναρξης ισχύος της
Συνθήκης της Λισαβόνας, το Συμβούλιο της ΕΕ εξέδωσε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές και πρότυπες
διατάξεις για τις διενεργούμενες πράξεις στον τομέα του ποινικού δικαίου. Βλ. σχετικά το Σημείωμα της
Προεδρίας προς το Συμβούλιο, με αριθμ. προτ. Επιτρ. 16542/1/09 REV 1 JAI 868 DROIPEN 160 με
θέμα «Σχέδιο συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με πρότυπες διατάξεις προς καθοδήγηση των
εργασιών του Συμβουλίου στον τομέα του ποινικού δικαίου».
519 Όπως υπήρχε για παράδειγμα στα αρχικά κείμενα της απόφασης-πλαίσιο για τους όρους

«ρατσισμός και ξενοφοβία», «ρατσιστική ή ξενόφοβη ομάδα» και «νομικό πρόσωπο». Για το
ειδικότερο περιεχόμενο αυτών βλ. έγγραφο 5983/02 του Συμβουλίου της ΕΕ.
520 Είναι το λεγόμενο ζήτημα των «έμμεσων παραπομπών», όπως έτσι χαρακτηρίζεται από την Α.

Γιαννακούλα, όπ.π., σ. 104-115 η οποία αναφέρει ότι είναι «πρακτικά αναπόφευκτη» αλλά και
«θεσμικά κατοχυρωμένη» η ερμηνεία τέτοιων όρων με βάση τους κανόνες δικαίου που ισχύουν στα

[141]
προαναφερόμενη παραδοχή, η έννοια της προτροπής521 καλύπτεται επαρκώς, όσον αφορά
τουλάχιστον στο ελληνικό ποινικό σύστημα, από την έννοια της ηθικής αυτουργίας του γενικού
μέρους του ποινικού μας κώδικα (άρθρο 46 παρ. 1 ΠΚ). Μολονότι η «πρόκληση απόφασης»
που απαιτείται να διαπιστώνεται για τη στοιχειοθέτηση της ηθικής αυτουργίας δεν ταυτίζεται
ως προς το περιεχόμενο με την έννοια της προτροπής-η πρώτη ως κάτι το περισσότερο-
θεωρούμε ότι, από τη στιγμή που δεν υπάρχει πλησιέστερος όρος στο ελληνικό ποινικό
σύστημα, καλύπτει επαρκώς τη θεσμοθετούμενη ανάγκη για τιμώρηση της προτροπής.
Εξάλλου, η απουσία οποιασδήποτε πρόβλεψης στο σημείο αυτό522 για τιμώρηση της απόπειρας
των υποδεικνυόμενων συμπεριφορών μπορεί να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι τα εν λόγω
αδικήματα συνιστούν κατά βάση εγκλήματα διακινδύνευσης και ως εκ τούτου, έγινε αντιληπτό
από τους ευρωπαίους νομοθέτες ότι μια θεσμοθετούμενη δυνατότητα για περαιτέρω
διεύρυνση του αξιοποίνου θα δημιουργούσε δογματικά προβλήματα στις εθνικές έννομες
τάξεις που δε θα έκαναν χρήση της δυνατότητας για περιορισμό του αξιοποίνου που τους
παρέχεται στην παρ. 2 της απόφασης-πλαίσιο.
Έπεται η διάταξη που ορίζει τις προϋποθέσεις αναφορικά με τη διαμόρφωση των
ποινικών κυρώσεων σε βάρος των φυσικών προσώπων-δραστών των αδικημάτων που
περιγράφονται στο άρθρο 1 και εν μέρει523 στο άρθρο 2. Η απόφαση-πλαίσιο για το ρατσισμό
εκδόθηκε σε περίοδο που ίσχυε ακόμα η Συνθήκη του Άμστερνταμ και ως εκ τούτου ήταν
ενταγμένη στο ιδεολογικό πλαίσιο του Γ’ Πυλώνα αναφορικά με τη δημιουργία ενός χώρου
ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης για όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η
επίτευξη του μόλις προαναφερόμενου στόχου εξασφαλιζόταν μέσα από την κατοχύρωση από
το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης της θεσμικής δυνατότητας για προσέγγιση, πέραν των
ορισμών την εγκλημάτων, και των ποινών στους τομείς εγκληματικότητας που εντάσσονταν
στην αρμοδιότητά της.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, προβλέφθηκε στο άρθρο 3 της απόφασης-πλαίσιο το
αίτημα για θέσπιση όχι οποιασδήποτε μορφής κυρώσεων, αλλά συγκεκριμένα ποινικών. Το
αίτημα αυτό άλλωστε υπαγορεύεται από τον ίδιο τον τίτλο του άρθρου 3, που αναφέρεται ρητά
σε ποινικές κυρώσεις, και ταυτόχρονα εξασφαλίζει την ανάγκη για ποινικοποίηση των
περιγραφόμενων συμπεριφορών. Όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, η δικαστική συνεργασία σε

κράτη-μέλη. Συνιστούν για την ακρίβεια περιπτώσεις που υπάγονται στους τομείς «συντρέχουσας
αρμοδιότητας» και άρα διέπονται από τους εθνικούς κανόνες βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της Συνθήκης
για τη Λειτουργία της ΕΕ.
521 Και κατά μείζονα λόγο η ταυτόλεξη έννοια της ηθικής αυτουργίας, ως όρος που χρησιμοποιείται

στην απόφαση-πλαίσιο.
522 Διότι και η απόπειρα ανήκει στο γενικό μέρος, όπως και οι διάφορες μορφές συμμετοχής.

523 Διότι, αναφορικά με την ηθική αυτουργία, τη συνεργία και την προτροπή του άρθρου 2 της

απόφασης-πλαίσιο, το άρθρο 3 παρ. 1 περιέχει αίτημα για λήψη αποτελεσματικών, αναλογικών και
αποτρεπτικών ποινικών κυρώσεων. Οι ως αναφερόμενες συμπεριφορές όμως δεν καταλαμβάνονται και
από το αίτημα της παρ. 2 του άρθρου 3.

[142]
ποινικές υποθέσεις, ως επιμέρους τρόπος επίτευξης του στόχου για δημιουργία και παροχή
ενός υψηλού επιπέδου προστασίας στους πολίτες της Ένωσης, απαιτούσε την προοδευτική
θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων για τα στοιχεία των εγκλημάτων και
τις ποινές. Ως δεύτερη προϋπόθεση ορίσθηκε ότι οι προβλεπόμενες για τα αδικήματα των
άρθρων 1 και 2 ποινικές κυρώσεις πρέπει να είναι «αποτελεσματικές, αναλογικές και
αποτρεπτικές» (άρθρο 3 παρ. 1). Συνδυάστηκε δε περαιτέρω με το αίτημα για απειλή ποινικών
κυρώσεων «το ανώτατο όριο των οποίων είναι ένα ως τρία έτη τουλάχιστον στέρησης της
ελευθερίας» (άρθρο 3 παρ. 2).
Παρατηρούμε λοιπόν εν όψει των ανωτέρω ότι ο ενωσιακός νομοθέτης εργάσθηκε και
κινήθηκε εν τέλει με βάση ένα συνδυαστικό μοντέλο πρόβλεψης κυρώσεων, οι οποίες
πρωταρχικά θα πρέπει να είναι ποινικές. Μη αρκούμενος στο αίτημα για αποτελεσματικές,
αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις προχώρησε σε ένα επιπρόσθετο αίτημα,
σύμφωνα με το οποίο ορίστηκε ότι το ανώτατο όριο της απειλούμενης ποινής θα πρέπει να
εντάσσεται στο πλαίσιο ένα έως τρία έτη τουλάχιστον στέρηση της ελευθερίας. Όταν βέβαια
γίνεται λόγος για «στέρηση της ελευθερίας» αυτή θα πρέπει να ερμηνεύεται και να
καθορίζεται με βάση το σύστημα ποινών και τους ορισμούς που ισχύουν σε κάθε εθνική έννομη
τάξη, ανάλογα βέβαια και του προβλεπόμενου από αυτήν, τελικού, ανώτατου ύψους ποινής.
Επαφίεται μεν στον εθνικό νομοθέτη να αξιολογήσει την απαξία της εκάστοτε συμπεριφοράς
και έτσι, συνυπολογίζοντας και το υπάρχον σύστημα ποινών, να καθορίσει το αρμόζον πλαίσιο
ποινής, με την υπόδειξη ωστόσο από τον ενωσιακό νομοθέτη το ανώτατο όριο αυτής να μην
είναι μικρότερο του ενός έως τρία έτη στέρησης της ελευθερίας. Συνεπώς, ο εθνικός νομοθέτης
δε φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να ορίσει το ανώτατο όριο της απειλούμενης ποινής για τα
εν λόγω αδικήματα κάτω του ενός έτους. Αυτό που μπορεί να κάνει, όμως, για τον
προσδιορισμό του ανώτατου ορίου είναι είτε να κινηθεί μέσα στο πλαίσιο ένα έως τρία έτη
στέρηση της ελευθερίας ή να υπερβεί τα τρία έτη, δυνατότητα που συνάγεται ευχερώς από τη
χρήση του όρου τουλάχιστον. Η πραγματοποίηση της υπέρβασης αυτής ωστόσο από τον
εθνικό νομοθέτη, προκειμένου να είναι νομιμοποιημένη και θεσμικά κατοχυρωμένη, θα πρέπει
να λάβει υπόψη της αφενός μεν το βαθμό της προσβολής του διαφαινόμενου έννομου αγαθού,
αφετέρου δε τα ισχύοντα πλαίσια ποινών524. Εξίσου σημαντικό όμως είναι να συναξιολογηθεί
και το συνολικό πλαίσιο ποινών που απειλείται στο εσωτερικό της έννομης τάξης για άλλες
προσβολές του ίδιου έννομου αγαθού. Μόνο έτσι γίνεται έμπρακτα σεβαστή η αρχή της
αναλογίας, η οποία βέβαια δεσμεύει εξίσου και τον ευρωπαίο νομοθέτη από κοινού με την
απαίτηση για αποτελεσματικότητα και αποτρεπτικότητα των ποινικών κυρώσεων.
Πέραν όμως των φυσικών προσώπων, αναγνωρίζεται στη συνέχεια και ευθύνη των
νομικών προσώπων για τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, εφόσον αυτές
τελούνται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο δρα είτε σε ατομική βάση
είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει διευθυντική θέση (άρθρο

524Όπως είναι για παράδειγμα στο ελληνικό σύστημα τα πλαίσια ποινών που ρυθμίζονται στα άρθρα
51-55 του ΠΚ.

[143]
5). Ευθύνη του νομικού προσώπου μπορεί να θεμελιωθεί και όταν η έλλειψη εποπτείας ή
ελέγχου κ μέρους του προβλεπόμενου στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσώπου,
καθιστά εφικτή την τέλεση πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 προς όφελος του
συγκεκριμένου νομικού προσώπου από πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του. Μολονότι η
απόφαση-πλαίσιο δεν υποχρεώνει τα εθνικά κράτη να επιβάλλουν ποινικές525 κυρώσεις, οι
όποιες κυρώσεις θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και
αποτρεπτικές (άρθρο 6).
Στο άρθρο 7 εντοπίζει κανείς μια πρόνοια του ενωσιακού νομοθέτη και ταυτόχρονα μια
υπόδειξη προς τα κράτη-μέλη, ούτως ώστε η υιοθετούμενη μέθοδος προοδευτικής θέσπισης
ελάχιστων κανόνων για τον ορισμό των συγκεκριμένων πλέον εγκλημάτων στο πλαίσιο της
Ένωσης να μην γίνει αφορμή για καταστρατήγηση θεμελιωδών αρχών, όπως είναι η ελευθερία
της έκφρασης, του τύπου και του συνεταιρίζεσθαι. Πρόνοια σχεδόν αυτονόητη, ίσως και
περιττή, αφής στιγμής στην ίδια τη Συνθήκη για την ΕΕ εκφράζεται ο σεβασμός στα
δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες του, όπως κατοχυρώνονται στην
ΕΣΔΑ526 και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών-μελών,
«ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου»527. Ίσως όμως επειδή ελλοχεύει ο κίνδυνος της
παραβίασης αυτών όχι τόσο στο στάδιο της ενωσιακής πρόβλεψης όσο κατά τη διαδικασία της
ενσωμάτωσης, οπότε και θα συγκροτηθούν οι ειδικότερες νομοτυπικές υποστάσεις,
διατυπώνεται μια ρήτρα528 που θα πρέπει να καθοδηγήσει τους εθνικούς νομοθέτες σε μία
συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οφείλουν για την ακρίβεια να οριοθετήσουν το αξιόποινο των
συγκεκριμένων αδικημάτων σε τέτοιο εύρος που να μην θίγονται οι συγκεκριμένες θεμελιώδεις
αρχές, ήτοι η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και η ελευθερία της έκφρασης, ιδίως η ελευθερία
του τύπου και της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης, όπως οι προαναφερόμενες αρχές
κατοχυρώνονται άλλωστε και στα εθνικά τους συντάγματα.
Στο άρθρο 8 αποτυπώνεται η ήδη διαπιστωμένη ανάγκη ώστε η έρευνα και η δίωξη των
εν λόγω αδικημάτων να μην εξαρτάται από αναφορά ή καταγγελία του θύματος, το οποίο,

525 Συμπέρασμα που συνάγεται από το εκ της σιγής του νόμου επιχείρημα και μέσα από τη λογική
σύγκριση των άρθρων 3 και 6 της απόφασης-πλαίσιο. Στο πρώτο γίνεται ρητή αναφορά σε ποινικές
κυρώσεις, ενώ στο δεύτερο ο νομοθέτης σιωπά και μιλάει απλώς για κυρώσεις. Έτσι και οι D. Frände,
A. Suominen, Evaluation of the Framework Decision 2008/913/JHA on combating certain forms and
expressions of racism and xenophobia by means of criminal law on the basis of the Manifesto for a
European Criminal Policy, 2012, σ. 5.
526 Άρθρα 10 και 11 αυτής.

527 Άρθρο 6 της ΣυνθΕΕ, παράγραφοι 1 και 2.

528 Για «γενική ρήτρα» που επιτρέπει τη διαμόρφωση «εξαιρέσεων» στη μέθοδο διατύπωσης

ελάχιστων κανόνων και περαιτέρω τον περιορισμό του αξιοποίνου κάνει λόγο η Α. Γιαννακούλα, όπ.π.,
σ. 136-139. Σε «ρήτρα διαφυγής» αναφέρεται ο Ι. Μοροζίνης, ΠοινΧρον 2010, όπ.π., σ. 446 επ., η
οποία δεν είναι και τόσο πρωτοφανής για τα δεδομένα του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου, όπως
επισημαίνει ο συγγραφέας, αφού εντοπίζεται και σε άλλες ενωσιακές πράξεις, όπως για παράδειγμα
στα άρθρο 2 και 3 της απόφασης-πλαίσιο 2008/919/ΔΕΥ και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ.

[144]
κατά την ειδικότερο διατύπωση στην παράγραφο (11) του Προοιμίου της απόφασης-πλαίσιο,
«είναι συχνά ιδιαιτέρως ευάλωτο και διστάζει να κινήσει δικαστικές διαδικασίες». Πρόκειται
ουσιαστικά για τη διάταξη που εξασφαλίζει το αυτεπάγγελτο της δίωξης, δίχως δηλαδή να
απαιτείται η υποβολή εγκλήσεως από μέρους του θύματος για την ποινική δίωξη των
συγκεκριμένων αξιόποινων συμπεριφορών.
Τέλος, στην αλληλουχία των διατάξεων τελευταία θέση καταλαμβάνουν: α) εκείνη που
οδηγεί στη θεμελίωση δικαιοδοσίας για το κάθε κράτος-μέλος αναφορικά με τα αδικήματα των
άρθρων 1 και 2 (άρθρο 9), β) το άρθρο που θεμελιώνει υποχρέωση για τα κράτη-μέλη να
συμμορφωθούν με την παρούσα απόφαση-πλαίσιο, θεσπίζοντας τα αναγκαία μέτρα, με
καταληκτική ημερομηνία την 28 Νοεμβρίου 2010 (άρθρο 10) και γ) εκείνη που επιφέρει την
κατάργηση της προγενέστερης σχετικής 96/443/ΔΕΥ κοινής δράσης, που έχει καταστεί άνευ
περιεχομένου. Η ακροτελεύτια διάταξη τοποθετεί χρονικά την έναρξη ισχύος της απόφασης-
πλαίσιο στην ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, ήτοι την 6η Δεκεμβρίου 2008529.
Κατόπιν της προηγηθείσας παράθεσης των διατάξεων της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναδεικνύονται μέσα από μια
αφαιρετική διαδικασία κάποια κυρίαρχα χαρακτηριστικά, τα οποία προσδιορίζουν τόσο τον
ιδεολογικό της προσανατολισμό όσο και το νομοτεχνικό της αποτύπωμα. Αρχικά, είναι σαφής
αλλά και επιβεβλημένη η διάκριση μεταξύ της ρητορικής του μίσους και του εγκλήματος
μίσους. Αμφότερα συνθέτουν το ρατσιστικό φαινόμενο και ως εκ τούτου χρήζουν, με βάση το
προϊσχύον πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 29 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 31,
παρ. 1 στοιχ. ε’ της ΣυνθΕΕ), ποινικής καταστολής. Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή
τους, όντας ενταγμένα στο ιδεολογικό πλαίσιο του Γ’ Πυλώνα, επιστρατεύθηκε το πλέον
αρμόζον νομικό εργαλείο αυτού, η απόφαση-πλαίσιο. Ο στόχος δύναται να επιτευχθεί μέσω
της προσέγγισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των εθνικών κρατών και
ειδικότερα, μέσω της προοδευτικής θέσπισης μέτρων για τον καθορισμό «ελάχιστων κανόνων»
για τον ορισμό των σχετικών εγκλημάτων αλλά και στις ποινές (άρθρο 31, παρ. 1 στοιχ. ε’ της
ΣυνθΕΕ). Είναι όμως, πράγματι «ελάχιστοι» οι κανόνες που θέσπισε ο ενωσιακός νομοθέτης
στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη στιγμή που οι υποδεικνυόμενες συμπεριφορές διαπιστώνεται
ότι είναι αρκετά απομακρυσμένες από την έννοια της βλάβης και παράλληλα οι
χρησιμοποιούμενες έννοιες σχετικά δύσκολα προσδιορίσιμες, ίσως και ασαφείς; Κι αν είναι
πράγματι «ελάχιστοι», τότε ποιες ακριβώς δυνατότητες καταλείπονται στον εθνικό νομοθέτη
για περαιτέρω νομοθετική δράση; Εύλογα γεννάται το ερώτημα, λοιπόν, μήπως τελικά η
ευρωπαϊκή πρωτοβουλία παρήγαγε ενωσιακό δίκαιο κατά παράβαση των αρχών που διέπουν
την ίδια τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και των γενικών αρχών του κοινοτικού
δικαίου, δημιουργώντας έτσι προβλήματα στον εθνικό νομοθέτη κατά τη διαδικασία της
ενσωμάτωσης. Ο τελευταίος κλήθηκε να τυποποιήσει ποινικό άδικο έχοντας ως οδηγό
διατάξεις που φαίνεται να παραβιάζουν σε τελική ανάλυση όχι μόνο το πρωτογενές δίκαιο της
529 Επίσημη Εφημερίδα ΕΕ L328 της 6.12.2008.

[145]
Ένωσης αλλά και θεμελιώδεις αρχές της παραγωγής κανόνων ποινικού περιεχομένου, όπως
αυτές εκτέθηκαν παραπάνω.

2.3.3. Διαπιστώσεις ως προς το σεβασμό των θεμελιωδών αρχών της ποινικής


δογματικής και του κοινοτικού δικαίου κατά τη διαδικασία της θέσπισης των υπό
εξέταση «ελάχιστων κανόνων» για τον ορισμό των εγκλημάτων και τις ποινές

Σημείο εκκίνησης κάθε δημοκρατικά νομιμοποιημένης ποινικής νομοθέτησης και


παράλληλα απόλυτο όριο στη δυνατότητα του νομοθέτη να επεμβαίνει με τα μέσα καταστολής
του ποινικού δικαίου στις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών αποτελεί ο
προσδιορισμός του αγαθού της κοινωνικής ζωής η προστασία του οποίου αξιολογείται από το
νομοθέτη ως ύψιστης σημασίας για την αρμονική και ειρηνική κοινωνική συμβίωση530.
Η ως άνω παραδοχή, αν και αποτελεί κατάκτηση αρκετών εθνικών έννομων τάξεων, δεν
φάνηκε να υψώνεται, αρχικά τουλάχιστον, σε θεμελιώδη αρχή στο πλαίσιο του ενωσιακού
ποινικού δικαίου. Και δεν θα μπορούσε άλλωστε. Η Ένωση αντιλαμβάνεται πως τα επιμέρους
εθνικά κράτη μέσα από τις ιστορικές τους διαδρομές έχουν αποκτήσει τις νομικές τους
ιδιαιτερότητες, οι οποίες σαφώς μεν διαφέρουν κατά περίπτωση, αντικατοπτρίζουν όμως από
την άλλη τη σύλληψη του ποινικού φαινομένου και το ρόλο που διαδραματίζει το ποινικό
δίκαιο στην αντιμετώπισή του. Απαιτεί, βέβαια, πλέον οι θεσπιζόμενες αξιόποινες
συμπεριφορές να εξαντλούνται σε περιπτώσεις που προκαλούν σημαντική ζημία531 στην
κοινωνία, σε άτομα ή σε ομάδα ατόμων532, δίχως όμως να προσδιορίζει ή να εστιάζει έστω σε
κάποιο αγαθό της κοινωνικής ζωής που χρήζει προστασίας533. Εναπόκειται στις επιμέρους
εθνικές έννομες τάξεις να το προσδιορίσουν, σε όσες τουλάχιστον αποτελεί συστατικό στοιχείο
της ποινικής τους κουλτούας.
Στην εδώ εξεταζόμενη απόφαση-πλαίσιο εκείνο που φάνηκε να απασχολεί περισσότερο
το αρμόδιο νομοθετικό όργανο ήταν η επίτευξη μιας ακόμα αποτελεσματικότερης προσέγγισης
των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών-μελών καθώς και μιας εγγύτερης

530 Γνωστή στο ηπειρωτικό δίκαιο και ως θεωρία του έννομου αγαθού. Στο δε αγγλοσαξωνικό δίκαιο
έχει επικρατήσει ως «αρχή της (ετερο-) βλάβης» (“harm principle”). Για την τελευταία βλ. J. S. Mill, On
Liberty, 1859 αλλά και J. Feinberg, Harm to others, Moral Limits of the Criminal Law, vol. 1, 1984.
531 Είτε επειδή θίγουν πράγματι ή απειλούν σοβαρά κάποιο δικαίωμα ή κάποιο ουσιώδες συμφέρον

της Ένωσης. Απαιτείται, δηλαδή, ως επί το πλείστον επέλευση βλάβης και δευτερευόντως
διακινδύνευσης και, μάλιστα, όχι κάποιος αόριστος κίνδυνος. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι περιορισμένα σε
αριθμό τα εγκλήματα διακινδύνευσης, αφήνοντας κατά το μάλλον εκτός ρυθμιστικού πεδίου τα
εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης.
532 Κι έτσι δεν αρκεί η αναφορά σε αφηρημένες έννοιες ή σε συμβολισμούς, όπως θα τονίσει αργότερα

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το από 22.5.2012 ψήφισμά του «σχετικά με την προσέγγιση της ΕΕ όσον
αφορά το ποινικό δίκαιο» (2010/2310(ΙΝΙ)), υπ’ αριθμ ΙΖ.3, 1η περίπτωση.
533 Η έννοια του έννομου αγαθού άλλωστε είναι σχετική ακόμα και μέσα στους κόλπους του ελληνικού

ποινικού δόγματος, καθότι αμφισβητείται από μερίδα εκπροσώπων της ελληνικής ποινικής θεωρίας.
Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, Γεν. Μέρος-Έγκλημα, σ. 66 επ.

[146]
διακρατικής συνεργασίας. Οι επιδιώξεις αυτές δεν είχαν καταφέρει ακόμα να γίνουν
πραγματικότητα, παρά την προγενέστερη Κοινή Δράση 96/443/ ΔΕΥ του Συμβουλίου της 15 ης
Ιουλίου 1996. Καθοριστικό εμπόδιο στην προσπάθεια εναρμόνισης υψωνόταν η
διαφορετικότητα στις νομικές προσεγγίσεις των κρατών-μελών γενικά, αλλά και ειδικότερα σε
σχέση με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Παρόλο που η υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της 28ης
Νοεμβρίου 2008 προτάσσει534 εμφατικά τη θέση ότι: «ο ρατσισμός και η ξενοφοβία
αντίκεινται ευθέως στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των
δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου,
αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι οποίες είναι κοινές στα κράτη
μέλη», δεν εξειδικεύει σε κανένα απολύτως σημείο το προστατευόμενο έννομο αγαθό για χάρη
του οποίου κρίνεται απαραίτητη η ποινική πρόβλεψη. Ούτε παρατίθεται κάποιος άλλος
συνώνυμος όρος που να υποδηλώνει το προστατευόμενο μέγεθος535. Ένα στίγμα αυτού μας
δίνεται ίσως μέσα από την αόριστη αναφορά ότι τα φαινόμενα του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας συνιστούν απειλή για τις ομάδες προσώπων που γίνονται στόχος αυτών 536, χωρίς
όμως να επιχειρείται κάποια ειδικότερη αναφορά σε συγκεκριμένα έννομα αγαθά που
προσβάλλονται από τις περιγραφόμενες συμπεριφορές. Απλώς επαναλαμβάνεται διαρκώς537 η
ανάγκη για σύγκλιση των επιμέρους εθνικών έννομων τάξεων στον τομέα της πρόληψης και
της καταστολής εγκλημάτων ρατσισμού και ξενοφοβίας, ώστε οι μελλοντικοί δράστες να
λάβουν το μήνυμα ότι μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι πουθενά στο έδαφος της ενωσιακής
επικράτειας ανεκτή και ότι τιμωρείται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές
κυρώσεις.
Ούτε, όμως, η πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρου πρώτου της απόφασης-πλαίσιο538 μας
παρέχει ικανοποιητικό έρεισμα για την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος αναφορικά με το
είδος του προστατευτέου έννομου αγαθού. Περισσότερο δημιουργεί μία σύγχυση γύρω από το
ζήτημα, καθότι μπορεί να ερμηνευθεί διττά· είτε δηλαδή ότι προστατευόμενο έννομο αγαθό

534 Ως εισαγωγική σκέψη στην παράγραφο (1) του προοιμίου, που προτάσσεται έναντι των λοιπών
δεκαπέντε. Όλες μαζί θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν ένα είδος εισηγητικής έκθεσης.
535 Η προσφιλής φράση για τον προσδιορισμό του έννομου αγαθού που άρχισε να υιοθετείται

μεταγενέστερα στο πλαίσιο της ενωσιακής νομοθετικής δραστηριότητας ήταν η εξής: «οι ποινικές
διατάξεις θα πρέπει να επικεντρώνονται στη συμπεριφορά που θίγει πράγματι ή απειλεί σοβαρά το
δικαίωμα ή ουσιώδες συμφέρον που αποτελεί το αντικείμενο προστασίας». Βλ. γι’ αυτό το υπ’ αριθμ.
16542/2/09 έγγραφο του Συμβουλίου της ΕΕ με θέμα «Σχέδιο συμπερασμάτων του Συμβουλίου
σχετικά με πρότυπες διατάξεις προς καθοδήγηση των εργασιών του Συμβουλίου στον τομέα του
ποινικού δικαίου».
536 Παράγραφος (5) του προοιμίου.

537 Ξοδεύοντας σχεδόν εφτά παραγράφους στο προοίμιο της απόφασης-πλαίσιο.

538 «Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να τιμωρούν μόνον

συμπεριφορά η οποία είτε εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει
απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα».

[147]
είναι η δημόσια τάξη ή η ζωή, η υγεία/σωματική ακεραιότητα, η τιμή και η προσωπική
ελευθερία ενός ατόμου(-ων), είτε ότι απλώς με τη συγκεκριμένη αναφορά εξειδικεύεται ο
τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του
τυποποιούμενου αδικήματος. Ας μην λησμονούμε, άλλωστε, ότι η συμπερίληψη των δύο
εναλλακτικά διατυπωμένων προϋποθέσεων στην παρ. 2 του άρθρου πρώτου ήταν αποτέλεσμα
συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς που προέκυψε μεταξύ κάποιων εθνικών
αντιπροσωπειών κατά το στάδιο της διαπραγμάτευσης. Κατεξοχήν η Γερμανία και το Ηνωμένο
Βασίλειο απαιτούσαν τη σύνδεση του ρατσιστικού λόγου με τα προαναφερόμενα
αποτελέσματα, ανάλογα με τα εθνικές τους αντιλήψεις περί ποινικού δικαίου539, προκειμένου
να εξασφαλισθεί και η νομιμοποίηση των διατάξεων.
Επιπλέον, ερμηνευτικά ζητήματα εγείρονται και από τη διαφοροποιημένη αποτύπωση
της παρ. 2 στα αγγλικά και στα γαλλικά540, που είναι δύο εκ των επίσημων γλωσσών της Ε.Ε.
Σε αυτές γίνεται λόγος για συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν
(άλλως, μπορεί ή είναι ενδεχόμενο) να διαταράξει τη δημόσια τάξη κλπ. και όχι για
συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη κλπ.541. Με βάση
την τελευταία διατύπωση η ερμηνεία που δίνεται είναι ότι πρόκειται για συμπεριφορά που
εκδηλώνεται κατά τρόπο βλαπτικό για τη δημόσια τάξη, ενώ, έχοντας κατά νου ως κριτήριο
την αρχικά διατυπωμένη απόδοση του κειμένου542, το συμπέρασμα μεταβάλλεται και
συνάγεται πλέον ότι αξιώνεται μια συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο επικίνδυνο για
εκείνη. Άλλωστε, στη συνέχεια η χρήση της φράσης «απειλητικός χαρακτήρας» για την
περιγραφή της τιμωρούμενης συμπεριφοράς αποκαλύπτει δίχως ερμηνευτικά προβλήματα ότι
ο νομοθέτης περιγράφει και πάλι μια συμπεριφορά που διακινδυνεύει ατομικά έννομα αγαθά.
Συμπερασματικά, ναι μεν για την επιχειρούμενη εναρμόνιση στο συγκεκριμένο πεδίο
εγκληματικότητας μέσω της θεμελίωσης ποινικού αδίκου ελήφθησαν υπόψη κάποια
συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία αντλήθηκαν από στατιστικές έρευνες και εθνικές αναφορές
σχετικά με τη φύση και τα αποτελέσματα των εν λόγω εγκλημάτων στην κοινωνία543, σε

539 Βλ. περαιτέρω και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 5-7, ο οποίος αναφέρει
ότι: «Για την ερμηνεία του νέου «αντιρατσιστικού νόμου» οι δογματικές αναφορές στα γερμανικά
πρότυπα είναι αναπόφευκτες» και στη συνέχεια επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης ότι η συμβολή της
γερμανικής προεδρίας στο Συμβούλιο της ΕΕ το έτος 2007 ήταν καθοριστική για τον προσδιορισμό του
ειδικότερου περιεχομένου των υπό κρίση διατάξεων.
540 Στα αγγλικά: “for the purpose of paragraph 1, Member States may choose to punish only conduct

which is either carried out in a manner likely to disturb public order or which is threatening, abusive or
insulting”, στα δε γαλλικά: “Aux fins du paragraphe 1, les Étatsmembres peuvent choisir de ne punir
que le comportement qui est soit exercé d’ une manière qui risque de troubler l’ ordre public, soit
menaçant, injurieuxouin sultant”.
541 Όπως δηλαδή μεταφράστηκε στα ελληνικά.

542 Στα αγγλικά και στα γαλλικά.

543 Γεγονός που αποτυπώνεται στην υπ’ αριθμ. (2)παράγραφο του προοιμίου, που τίθεται ως μια

μορφή Εισηγητικής Έκθεσης της απόφασης-πλαίσιο. Βλ. έγγραφο ΕΕ C 146 της 17.5.2001, σ. 110.

[148]
κανένα σημείο της υπό εξέταση ενωσιακής πράξης εντούτοις δεν επισημαίνονται λεπτομερώς
τα αγαθά που πρέπει να προστατευθούν δια της ποινικής πρόβλεψης. Το ότι δεν
επισημαίνονται, βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν υφίστανται κιόλας. Διότι, αν πράγματι με τις
περιγραφόμενες στην απόφαση-πλαίσιο ανθρώπινες συμπεριφορές δεν υπάρχει προσβολή
(είτε με τη μορφή της βλάβης, είτε με τη μορφή της διακινδύνευσης) κάποιου έννομου αγαθού
ή, κατά την προσφιλή πια έκφραση, κάποιου «θεμελιώδους συμφέροντος άξιου
προστασίας»544, τότε απουσιάζει και το ουσιαστικό άδικο545 από τη συμπεριφορά του δράστη,
γεγονός που καθιστά το ποινικό δίκαιο έρμαιο στα χέρια τεχνοκρατών για την εξυπηρέτηση
πολιτικών σκοπιμοτήτων. Σε κάθε τέτοια περίπτωση πάντως η προσφυγή στην ποινική
καταστολή από τον κοινοτικό νομοθέτη θα πρέπει να αποφεύγεται ως ανομιμοποίητη. Ως
τελευταίος φραγμός σε μια τέτοια ανεπίτρεπτη δογματική εκτροπή στην πορεία προς ένα
φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο τίθεται ο εθνικός νομοθέτης, που οφείλει να διαφυλάξει την
εσωτερική του έννομη τάξη. Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι εάν πράγματι
προσβάλλονται έννομα αγαθά με τις περιγραφόμενες ανθρώπινες συμπεριφορές και σε
περίπτωση καταφατικής απάντησης το αμέσως επόμενο εξεταζόμενο ζήτημα είναι ποια είναι
αυτά.
Αν και τα παραπάνω ερωτήματα θα αποτελέσουν αντικείμενο εκτενέστερης
απασχόλησης στο επόμενο κεφάλαιο της παρούσας μελέτης και ειδικότερα στο πλαίσιο της
εξέτασης του Ν. 927/1979 πλέον, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014, ας
αρκεστούμε για λόγους προοικονομίας σε μία σύντομη μεν, περιεκτική δε απάντηση. Θα
πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη συνάμα και το ακόλουθο δεδομένο· το εν λόγω ενωσιακό
νομοθετικό εργαλείο, με τη θέσπιση «ελάχιστων κανόνων» για τον ορισμό των εγκλημάτων και
των ποινών στο συγκεκριμένο πεδίο εγκληματικότητας, απευθύνεται σε πολυάριθμες και
διαφορετικές μεταξύ τους έννομες τάξεις προσπαθώντας να καλύψει τις ιδιαίτερες ανάγκες
της κάθε μίας ξεχωριστά. Για την ακρίβεια, με τις διατάξεις του παρέχει τη δυνατότητα546 στα

544 Όπως διατυπώθηκε στο Κείμενο Αρχών για μια Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, της ECPI
(European Criminal Policy Initiative), ΠοινΔικ 2010, σ. 70. Η σύνταξη του ως άνω κειμένου αποτελεί
μια πρωτοβουλία μιας ομάδας 14 καθηγητών του ποινικού δικαίου από διάφορες νομικές σχολές
κρατών-μελών της ΕΕ. Το ίδιο κείμενο είναι δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα της ECPI,
www.crimpol.eu/manifesto, διαθέσιμο σε διάφορες γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική.
Πρώτη φορά όμως δημοσιεύτηκε σε ZIS 2009, σ. 697-747.
545 Τουλάχιστον όπως αυτό νοείται σε ένα φιλελεύθερο δικαιϊκό σύστημα. Βλ. γι’ αυτό Ι.
Μανελαδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 766 και Ν. Χωραφά (επιμ. Σταμάτη), Ποιν. Δίκαιον, όπ.π.,
σ. 127.
546 Και άρα δεν επιβάλλεται η υποχρεωτική σύνδεση του δημόσια εκφερόμενου και προτρεπτικού σε

βία, μίσος ή διακρίσεις λόγου, λόγω ρατσισμού, με την προσβολή του έννομου αγαθού της δημόσιας
τάξης ή με άλλα ατομικά έννομα αγαθά του(-ων) θύματος(-ων). Έτσι η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 101, η οποία προκρίνει ως προστατευτέο από τις ενωσιακές διατάξεις έννομο αγαθό
την αξία του ανθρώπου, την «ιδιότητά του (δηλαδή) ως όντος που είναι ίσο με όλους τους άλλους
ανθρώπους εξαιτίας της ανθρώπινης ιδιότητάς του». Σύμφωνοι με την παραπάνω άποψη περί

[149]
κράτη-μέλη να αποφασίσουν εκείνα, με γνώμονα πάντα τις δογματικές και συνταγματικές τους
παραδοχές, αν επιθυμούν την ποινικοποίηση απλώς της ρητορικής του μίσους547 ή και
περαιτέρω τη σύνδεση αυτής με ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, το οποίο μάλιστα δύναται να
διαφέρει κατά περίπτωση548. Συνεπώς, ενόψει και της παραπάνω παραδοχής αλλά και της
ευρείας διατύπωσης των περιγραφόμενων συμπεριφορών, μπορεί κάλλιστα το
προστατευόμενο έννομο αγαθό της δημόσιας υποκίνησης σε βία ή μίσος που στρέφεται κατά
ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει κάποιων χαρακτηριστικών,
όπως είναι για παράδειγμα η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία κλπ., να είναι η δημόσια τάξη549, η
ζωή, η υγεία/σωματική ακεραιότητα, η προσωπική ελευθερία, και η τιμή ενός ατόμου ή
ομάδας ατόμων550. Έντονη αμφισβήτηση, όμως, εγείρεται σχετικά με τη δυνατότητα
ποινικοποίησης της επιδοκιμασίας, της άρνησης και της χονδροειδούς υποτίμησης της
σοβαρότητας των εγκλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, παρ. 1, στοιχ. γ’ και δ’ της
απόφασης-πλαίσιο, έστω και με την προσθήκη της πρόσθετης προϋπόθεσης «η συμπεριφορά
αυτή (να) εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο
κατά μιας ομάδας ή κατά ενός μέλους μιας ομάδας» που προσδιορίζεται βάσει των εδώ
αναφερόμενων χαρακτηριστικών. Η αμφισβήτηση έγκειται αφενός μεν στην προωθημένη
διεύρυνση του αξιοποίνου σε περιοχές αρκετά απομακρυσμένες από τη βλάβη του έννομου
αγαθού όπου δε διαπιστώνεται ούτε καν κάποια αφηρημένη διακινδύνευση αυτού, αφετέρου

προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και οι A. Klip, European Criminal Law, 2009, σ. 199 καθώς
και C. Mancuso, European Criminal Policy, 2008, σ. 269.
547 Η οποία περιλαμβάνει τόσο τη δημόσια υποκίνηση σε βία ή μίσος όσο και την επιδοκιμασία,

άρνηση ή χονδροειδή υποτίμηση της σοβαρότητας ορισμένων εγκλημάτων (το λεγόμενο


«αναθεωρητισμό»).
548 Δηλαδή μπορεί να είναι είτε ο (εν όψει συγκεκριμένης περίπτωσης δυνάμενος να προκύψει)

κίνδυνος διατάραξης της δημόσιας τάξης ή ο απειλητικός, υβριστικός ή προσβλητικός χαρακτήρας της
συμπεριφοράς.
549 Για παράδειγμα στη γαλλική έννομη τάξη κριτήριο ουσιαστικής νομιμοποίησης της ποινικής

νομοθέτησης συνιστά «η καταλληλότητα μιας συμπεριφοράς να διαταράξει σημαντικά τη δημόσια


τάξη». Βλ. γι’ αυτό H. Satzger, όπ.π., ΠΛογ 2008, σ. 492. Αντίθετη η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 101, διότι θεωρεί ότι η συγκεκριμένη δυνατότητα που παρέχεται στα κράτη-μέλη
λειτουργεί απλώς περιοριστικά αναφορικά με το εύρος του αξιοποίνου των περιγραφόμενων
συμπεριφορών και δεν προσδιορίζει απαραίτητα τη δημόσια τάξη ως αποκλειστικά προστατευόμενο
έννομο αγαθό. Το ίδιο, μάλιστα, δέχεται ότι ισχύει και αναφορικά με το στοιχείο της «δημοσιότητας».
550 Σύμφωνη και η Α. Γιαννακούλα, όπ.π., σ. 232-235. Βλ. όμως και ην εκεί υπ’ αριθμ. 672

υποσημείωση, όπου παραπέμπει στον A. Klip, European Criminal Law, 2009, σ. 199, σύμφωνα με την
άποψη του οποίου οι εξεταζόμενες διατάξεις προστατεύουν το έννομο αγαθό της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας.

[150]
δε λόγω του ανεπίτρεπτου περιορισμού του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της
ελευθερίας της έκφρασης551.
Όσον αφορά στην καθιερωμένη στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την ίδρυση της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας και αναφερόμενη επίσης στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την
Ευρωπαϊκή Ένωση αρχή της επικουρικότητας λεκτέα τα ακόλουθα: με βάση την αρχή αυτή η
Κοινότητα έχει το δικαίωμα να επέμβει νομοθετικά σε τομείς που δεν υπάγονται στην
αποκλειστική της αρμοδιότητα μόνο «εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης
δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται συνεπώς,
λόγω των διαστάσεων ή των αποτελεσμάτων της προβλεπόμενης δράσης, να επιτευχθούν
καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο». Κριτήριο για την επιλογή της μίας ή της άλλης λύσης
αποτέλεσε στη συγκεκριμένη περίπτωση το κατά πόσο ο στόχος της κατ’ ελάχιστο
αποτελεσματικής τιμωρίας των πιο σοβαρών μορφών ρατσιστικών και ξενοφοβικών
εγκλημάτων δύναται να επιτευχθεί επαρκώς σε επίπεδο κρατών-μελών ή συλλογικά, δηλαδή
με κανόνες «κοινούς και συμβατούς»552.
Το Συμβούλιο εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη το Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου σχετικά µε τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Παγκόσμια Διάσκεψη κατά
του ρατσισμού και µε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ένωση553, έκρινε ότι τα
προαναφερόμενα εγκλήματα ενέχουν ιδιαίτερη απαξία και αποτελούν μερικές από τις πιο
σοβαρές μορφές παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που λαμβάνουν ολοένα και
μεγαλύτερες διαστάσεις στον κόσμο554 λόγω και της αυξανόμενης χρήσης του διαδικτύου, πίσω
από την ανωνυμία του οποίου κρύβονται αρκετοί δράστες. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε και
προηγουμένως, η προγενέστερη σχετική κοινή δράση δεν είχε αποφέρει αξιόλογα
αποτελέσματα. Εν όψει των ανωτέρω, κρίθηκε ότι μια τέτοια ιδιαζόντως σοβαρή μορφή
εγκληματικότητας, με διασυνοριακές ενίοτε διαστάσεις, δύναται να αντιμετωπιστεί
αποτελεσματικότερα με διεθνή συνεργασία σε επίπεδο Ένωσης με κανόνες συλλογικής δράσης
και κοινής τυποποίησης. Η κρίση αυτή αποτυπώθηκε και στην παράγραφο (13) του προοιμίου
της Εισηγητικής Έκθεσης της απόφασης-πλαίσιο.
Επικαλούμενη λοιπόν η Ένωση την αρχή της επικουρικότητας έδειξε ευθέως στα εθνικά
κράτη την αμφισβήτησή της αναφορικά με την από μέρους τους δυνατότητα για επαρκή και
αποτελεσματική αντιμετώπιση του ρατσιστικού και ξενοφοβικού φαινομένου. Η παραπάνω
κρίση όμως δε φάνηκε να είναι αυθαίρετη, αλλά αποτελούσε συμπέρασμα που στηρίχθηκε στα
ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις εκθέσεις της Επιτροπής Έρευνας σχετικά µε
το ρατσισμό, την ξενοφοβία και τον αντισημιτισμό, και ειδικότερα το ψήφισμά του της 16ης

551 Για την αντισυνταγματικότητα της ποινικοποίησης του «αναθεωρητικού λόγου» βλ. Ι. Μοροζίνη,
όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 449-450 αλλά και τον ίδιο, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 11.
552 Παράγραφοι (4), (5) και (13) του προοιμίου.

553 Έγγραφο ΕΕ C 146 της 17.5.2001, σ. 110.

554 Για την ακρίβεια, στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χρησιμοποιήθηκε ο όρος

«αναζωπύρωση».

[151]
Μαρτίου 2000555. Οι εκθέσεις και οι μελέτες που εκπονήθηκαν προγενέστερα της νομοθετικής
δραστηριότητας της Ένωσης στο πεδίο της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας
ανέδειξαν την αύξηση των πράξεων ρατσιστικής βίας, κυρίως σε βάρος μεταναστών και μελών
μειονοτήτων, και παράλληλα κατέστησαν σαφή την ανάγκη για επέμβαση της Ένωσης, λόγω
και της αναποτελεσματικότητας της προηγούμενης ενωσιακής νομοθεσίας. Οι δύο αυτοί
παράγοντες θεωρήθηκαν ότι θεμελιώνουν επαρκώς τη δυνατότητα για επέμβαση της Ένωσης
με βάση την αρχή της επικουρικότητας556. Όμως, όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η αρχή της
επικουρικότητας αποτελεί όριο στην άσκηση ενωσιακής αρμοδιότητας για την εναρμόνιση των
εθνικών ποινικών νομοθεσιών. Μάλιστα, τίθενται ως προϋποθέσεις για τη δράση των
κοινοτικών οργάνων τόσο η βαρύτητα των εγκλημάτων που χρήζουν ποινικοποίησης, όσο και η
έκταση αυτών (υπό την έννοια του διασυνοριακού χαρακτήρα). Ακόμα λοιπόν κι αν τα εδώ
περιγραφόμενα αδικήματα τυχαίνει σε κάποιες περιπτώσεις να έχουν μια υπερσυνοριακή
διάσταση557, η βαρύτητά τους -όπως αυτή προκύπτει από την απειλούμενη ποινή αλλά και την
ένταξη αυτής σε ένα συνολικό σύστημα ποινών σε επίπεδο Ένωσης, συναξιολογώντας και το
γεγονός ότι πρόκειται ως επί το πλείστον για εγκλήματα διακινδύνευσης- δε δικαιολογεί την
επέμβαση της Ένωσης για την επιδιωκόμενη εναρμόνιση.
Πέραν της αρχής της επικουρικότητας, η Ένωση, αποφασίζοντας να επέμβει με τα μέσα
καταστολής του ποινικού δικαίου σε πεδία εγκληματικότητας που σχετίζονται τόσο με τη
ρητορική του μίσους (άρθρο 1) όσο και με τα εγκλήματα μίσους (άρθρο 4), ελέγχεται
περαιτέρω κατά πόσο επέδειξε σεβασμό προς την αρχή της αναλογικότητας καθώς και προς
τις εκπορευόμενες από την τελευταία επιμέρους αρχές της καταλληλόλητας και της
αναγκαιότητας558. Ένας τέτοιος σεβασμός προϋποθέτει τη διαπίστωση ότι η προσφυγή στο
ποινικό δίκαιο είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, που δεν είναι
άλλος από την καταπολέμηση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
Επιπρόσθετα είναι απαραίτητος και ο εμπειρικός έλεγχος του κατά πόσο θα μπορούσαν να

555 Γεγονός που αποτυπώνεται στις εισαγωγικές σκέψεις (τρίτη παύλα) του ψηφίσματος του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Παγκόσμια Διάσκεψη
κατά του ρατσισμού και µε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ένωση.
556 Πρβλ. όμως και την άποψη που υποστηρίζει ότι πίσω από τη νομοθετική πρωτοβουλία για τα

εγκλήματα που σχετίζονται με την ιστορία ενός έθνους κρύβεται ένας δικαιολογημένος ηθικά
συμβολικός σκοπός μεν, ο οποίος ωστόσο δεν θα πρέπει να οδηγεί σε κατάχρηση του ποινικού δικαίου.
Για τη θέση αυτή βλ. Κείμενο Αρχών για μια ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική, European Criminal
Policy Initiative, ZIS 2009, σ. 757.
557 Κάτι που συμβαίνει συνήθως με τη χρήση του διαδικτύου.

558 Ως επιμέρους συνιστώσες της αρχής της αναλογικότητας lato sensu. Η έσχατη λύση (αφού δεν

υφίστανται εξίσου αποτελεσματικά λιγότερο επαχθή, άλλως ηπιότερα, μέτρα) για την αντιμετώπιση
μιας ιδιαζόντως βλαπτικής για την κοινωνία συμπεριφοράς που θίγει ένα θεμελιώδες συμφέρον άξιο
προστασίας καθίσταται εξ αυτού αναγκαία και η αναγκαιότητα με τη σειρά της αποτελεί στοιχείο της
αρχής της αναλογικότητας. Βλ. σχετικά Θ. Δαλακούρα, Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα
δικονομικού καταναγκασμού, 1993.

[152]
αντιμετωπισθούν εξίσου αποτελεσματικά αυτές οι δύο εκφάνσεις του ρατσιστικού φαινομένου
με άλλα ηπιότερα μέτρα, όπως είναι για παράδειγμα οι διοικητικές και οι αστικές κυρώσεις
καθώς και κάποιες κοινωνικές πολιτικές πρόληψης του φαινομένου. Μόνο σε περίπτωση
αρνητικού συμπεράσματος καθίσταται αναγκαία η ποινική κύρωση. Άλλωστε, ο ιδιαίτερος
χαρακτήρας του ποινικού δικαίου και των κυρωτικών του διατάξεων, ως συστήματος επιβολής
και επέμβασης σε θεμελιώδη δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες των πολιτών, επιβάλλει να
αποτελεί πάντοτε το έσχατο καταφύγιο (ultimum refugium ή αλλιώς ultima ratio) για την
επίτευξη του στόχου της αποτελεσματικής υλοποίησης της εκάστοτε επιχειρούμενης
πολιτικής559. Σε διαφορετική περίπτωση ενυπάρχει ο κίνδυνος της καταχρηστικής και
ανομιμοποίητης χρήσης του ποινικού δικαίου για συμβολικούς λόγους560.
Η παραπάνω μέριμνα του ευρωπαίου νομοθέτη αποτυπώθηκε εν μέρει στην
παράγραφο (6) του προοιμίου της υπό εξέταση απόφασης-πλαίσιο561. Εκεί ορθά επισημαίνεται
ότι ο ρατσισμός και η ξενοφοβία συνιστούν κοινωνικά προβλήματα για την αντιμετώπιση των
οποίων χρειάζεται μία συνδυασμένη δράση κοινωνικών και πολιτικών μέτρων, μη δυνάμενη να
περιορίζεται μόνο σε ποινικές προβλέψεις. Οι τελευταίες δεν μπορούν και δεν πρέπει να
αντικαταστήσουν τις πολιτικές πρόληψης. Ποινικής αντιμετώπισης χρήζουν εξάλλου οι πιο
σοβαρές μορφές εκδήλωσης του ως άνω φαινομένου562, οι οποίες σαφώς και δεν μπορούν να
αντιμετωπιστούν εξίσου αποτελεσματικά με τα λιγότερα επεμβατικά μέτρα που διαθέτει μια
έννομη τάξη563. Εν όψει των ανωτέρω κρίνεται αντιφατική η διακήρυξη του ίδιου του

559 Για σύνδεση (και όχι την ταύτιση) της αρχής της αναλογικότητας με την αρχή της ultima ratio σε
ευρωπαϊκό επίπεδο, υπό την ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας κι έπειτα, βλ. Α. Γιαννακούλα, όπ.π., σ.
242-244, η οποία περαιτέρω συνάγει το συμπέρασμα πως η εξάρτηση της τελευταίας από την πρώτη,
που κατοχυρώνεται πλέον στο πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης (άρθρο 69 της ΣΛΕΕ, 2ο Πρωτόκολλο για
την εφαρμογή της αρχής αυτής και άρθρο 49 παρ. 3 της Χάρτας Ατομικών Δικαιωμάτων της ΕΕ),
οδηγεί και στην ευθεία θεσμική θεμελίωση της αρχής της ultima ratio. Σύμφωνη και Μ. Καϊάφα-
Γκμπάντι, όπ.π., ΝοΒ 2010, σ. 2187.
560 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο H. Satzger, Τάσεις και Προοπτικές μιας ευρωπαϊκής πολιτικής

στο χώρο του ποινικού δικαίου, ΠΛογ 2008, σ. 490, «εδώ πρόκειται λιγότερο για πρόληψη του
εγκλήματος και πολύ περισσότερο για τη δημιουργία πολιτικών άλλοθι: η θέσπιση αυστηρών ποινικών
διατάξεων πρέπει να αποπροσανατολίσει από τα πραγματικά προβλήματα και να αποδείξει στους
ψηφοφόρους πως η κρατική εξουσία δραστηριοποιείται».
561 Ενώ στην παράγραφο (13) του προοιμίου παρατίθεται απλώς η φράση: «Σύμφωνα με την αρχή της

αναλογικότητας που προβλέπεται στο τελευταίο αυτό άρθρο (ενν. άρθρο 5 της ΣυνθΕΚ), η παρούσα
απόφαση-πλαίσιο δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου» δίχως
περαιτέρω επιχειρηματολογία για τη θεμελίωση της προαναφερόμενης θέσης.
562 Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό το τρίπτυχο: ρατσιστικός λόγος-εγκλήματα μίσους-ρατσιστικές

διακρίσεις, τα οποία αποτελούν επιμέρους εκφάνσεις του ρατσιστικού και ξενοφοβικού φαινομένου.
563 Βέβαια δεν παρατίθεται στην απόφαση-πλαίσιο κάποια εμπεριστατωμένη εξήγηση εκ μέρους του

κοινοτικού νομοθέτη που να δικαιολογεί την ανάγκη καταφυγής στο ποινικό δίκαιο ως έσχατη λύση,
ιδίως μάλιστα για τις διατάξεις εκείνες που περιγράφουν συμπεριφορές που θεμελιώνουν για πρώτη

[153]
κοινοτικού νομοθέτη για σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας564 και εντεύθεν για
περιορισμό της χρήσης του ποινικού δικαίου στην καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών μορφών
ρατσισμού και ξενοφοβίας συγκρινόμενη με το αίτημά του για ποινικοποίηση συμπεριφορών
που είναι αρκετά απομακρυσμένες όχι μόνο από τη βλάβη του έννομου αγαθού, αλλά και από
τη διακινδύνευση αυτού565.
Ενδεικτική του κλίματος σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας από τον ενωσιακό
νομοθέτη σε επίπεδο πλέον δευτερογενούς κανόνα δικαίου566 είναι η συνειδητή επιλογή της
απάλειψης από το άρθρο 1 παρ. 1, στοιχ. α’ της δημόσιας, εκ προθέσεως υποκίνησης σε
διακρίσεις567 που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται
βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της
εθνικής/εθνοτικής καταγωγής. Η επέκταση του αξιοποίνου στην τελευταία περίπτωση και η
εντεύθεν αντιμετώπιση της σχετικής παραμέτρου με τα μέσα του ποινικού δικαίου δεν κρίθηκε
προφανώς σκόπιμη, ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ultima ratio, δεδομένης μάλιστα και της
καταπολέμησης των διακρίσεων καθεαυτές σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο με τις ήδη
εκδοθείσες υπ’ αριθμ. 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ Οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Οι τελευταίες, ειρήσθω εν παρόδω, δεν περιλαμβάνουν ούτε προβλέπουν ευθέως την
ποινικοποίηση των συμπεριφορών που περιγράφονται σε αυτές, παρά μόνο αξιώνουν από τα
κράτη-μέλη τη λήψη κυρώσεων568, οι οποίες «πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με
την παράβαση και αποτρεπτικές»569. Πέραν της παραπάνω νομοθετικής επιλογής
αξιοπρόσεκτη είναι και η ενωσιακή πρόβλεψη στο άρθρο 1 παρ. 4 για παροχή δυνατότητας στα
κράτη-μέλη να δηλώσουν ότι θα τιμωρούν τις πράξεις της δημόσιας άρνησης ή χονδροειδούς
υποτίμησης της σοβαρότητας των εγκλημάτων που προβλέπονται στο ίδιο ως άνω άρθρο,

φορά αξιόποινο μεταξύ των κρατών-μελών. Ίσως το γεγονός ότι η προγενέστερη ενωσιακή νομοθετική
δραστηριότητα στον εν λόγω τομέα εγκληματικότητας (για την ακρίβεια η κοινή δράση με αριθμό
96/443/ΔΕΥ) δε σημείωσε αξιόλογη πρόοδο, ούτε επέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα (τουναντίον
ενισχύθηκαν έκτοτε τα ρατσιστικά εγκλήματα) να θεωρείται ότι παρέχει μια σχετικά επαρκή
αιτιολόγηση της αναγκαιότητας. Κατ’ ορθότερη εκτίμηση, ωστόσο, η παραπάνω διαπίστωση από μόνη
της δεν προσφέρει επαρκές έρεισμα, καθότι δεν καταγράφονται προγενέστερες προσπάθειες να
αξιοποιηθούν άλλα ηπιότερα μέσα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να φανούν χρήσιμα.
564 Στην παράγραφο (13) του προοιμίου.

565 Βλ. άρθρο 1, παρ. 1, στοιχ. γ’ και δ’ της απόφασης-πλαίσιο.

566 Δηλαδή στο πλαίσιο των διατάξεων του συγκεκριμένου νομοθετικού εργαλείου ενωσιακής

προέλευσης, που διακρίνεται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.


567 Μολονότι αξιώθηκε ρητά από ορισμένες εθνικές αντιπροσωπείες κατά το στάδιο των

διαβουλεύσεων η συμπερίληψή τους στην εν λόγω διάταξη.


568 Και όχι απαραίτητα ποινικών κυρώσεων, ειδάλλως θα γινόταν ρητή πρόβλεψη.

569 Άρθρα 15 και 17 των υπ’ αριθμ. 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ Οδηγιών του Συμβουλίου της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες και ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη με τους νόμους
3304/2005 και 4443/2016 αντίστοιχα. Για περισσότερες πληροφορίες επ' αυτών βλ. Β. Ζύγουρα, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 1138-1142.

[154]
στοιχεία γ’ και δ’, μόνον εφόσον τα τελευταία έχουν αναγνωρισθεί με αμετάκλητη απόφαση
εθνικού δικαστηρίου του κράτους-μέλους ή/και διεθνούς δικαστηρίου. Προφανώς ο νομοθέτης
εκτίμησε ότι οι παραπάνω αναφερόμενες πράξεις δεν έχουν την ίδια βαρύτητα από άποψη
απαξίας570, καθότι φαίνεται να επιτρέπεται μια σχετική αμφισβήτηση των συγκεκριμένων
εγκλημάτων τη στιγμή που δεν έχουν αναγνωριστεί επίσημα από κάποιο εθνικό ή/και διεθνές
δικαστήριο.
Προβληματική όμως εμφανίζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας στην υπό
εξέταση ενωσιακή πράξη κατά το στάδιο της πρόβλεψης των απειλούμενων ποινών για τα
αδικήματα που περιγράφονται στο άρθρο 1.
Αρχικά βέβαια θα πρέπει να γίνει η διευκρίνιση ότι οι όποιες επισημάνσεις και
διαπιστώσεις αναφορικά με το σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας αφορούν στις
εσωτερικές ρυθμίσεις της απόφασης-πλαίσιο, οι οποίες και συγκρίνονται μεταξύ τους για τη
συναγωγή συμπερασμάτων. Τουναντίον, δεν επιχειρείται στο παρόν στάδιο η συσχέτιση των
ποινικών κυρώσεων του εν γένει ενωσιακού δικαίου που έχει παραχθεί από τα αρμόδια
νομοθετικά όργανα στον τομέα της προσέγγισης των ορισμών των εγκλημάτων και των ποινών
και εντεύθεν για την επίτευξη των στόχων του Γ’ Πυλώνα. Αυτό που εξετάζεται είναι εάν και
κατά πόσο υφίσταται μια εσωτερική αξιολογική κλίμακα στην υπό κρίση απόφαση-πλαίσιο
που αποδίδει δια μέσου της εκάστοτε προβλεπόμενης ποινικής κύρωσης τη διαφορετική
απαξία των εκεί περιγραφόμενων συμπεριφορών.
Η τόσο σημαντική για το ποινικό δίκαιο αρχή της αναλογίας, η οποία όμως δεσμεύει
εξίσου και τον κοινοτικό νομοθέτη571, επιβάλλει η προβλεπόμενη ποινική κύρωση να είναι

570 Και άρα η ποινικοποίησή τους μη αναγκαία.


571 Ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, σύμφωνα και με τη σταθερή νομολογία του ΔΕΚ. Για
«ευρωπαϊκή νομιμοποιητική βάση» κάνει λόγο ο H. Satzger, όπ.π., ΠΛογ 2008, σ. 493. Η υποχρέωση
αυτή δεν απέρρεε από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης ευθέως, διότι κατά το χρονικό σημείο
θέσπισης της υπό εξέταση απόφασης-πλαίσιο δεν υπήρχε σχετική ρητή πρόβλεψη στις Συνθήκες, όπως
συνέβη αργότερα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (αυτοτελής πρόβλεψη της αρχής της αναλογικότητας
σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου υφίσταται πλέον τόσο στο άρθρο 5 της ΣυνθΕΕ όσο και στο άρθρο 69
της ΣΛΕΕ, στο 2ο Πρωτόκολλο για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της
αναλογικότητας και τέλος στο άρθρο 49 παρ. 3 της Χάρτας Ατομικών Δικαιωμάτων της ΕΕ), παρά μόνο
συναγόταν έμμεσα από την αρχή του κράτους δικαίου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της πρώην
ΣυνθΕΕ. Προβλέπεται, ωστόσο, ρητά στην υπό εξέταση απόφαση-πλαίσιο η αναλογικότητα, ως μία από
τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι απειλούμενες από τα κράτη-μέλη ποινικές κυρώσεις για
την παράβαση των συμπεριφορών που περιγράφονται στην εκάστοτε ενωσιακή νομοθετική πράξη (εν
προκειμένω άρθρο 3 παρ. 1 της απόφασης-πλαίσιο). Περαιτέρω δε, η αναλογικότητα εξασφαλίζει από
κοινού με τα άλλα δύο χαρακτηριστικά την «αποτελεσματική εφαρμογή» του κοινοτικού δικαίου, η
οποία με τη σειρά της, αποτελώντας έναν ενδιάμεσο στόχο για τον ενωσιακό νομοθέτη, εξυπηρετεί
τελικά τους εν γένει σκοπούς της Ένωσης. Για τη σύνδεση των χαρακτηριστικών της
αποτελεσματικότητας, της αναλογικότητας και της αποτρεπτικότητας με την «αποτελεσματική
εφαρμογή» του κοινοτικού δικαίου αλλά και για το ειδικότερο περιεχόμενο που αποδίδουν στα

[155]
ανάλογη του βαθμού του αδίκου και της ενοχής του δράστη. Η προαναφερόμενη συνθήκη
συνεπάγεται, αρχικά σε επίπεδο αντικειμενικό, ότι ένα έγκλημα βλάβης δεν θα πρέπει να
αξιολογείται572 σε αφηρημένο επίπεδο στον ίδιο βαθμό με ένα έγκλημα διακινδύνευσης, καθότι
δεν συντρέχει ίδιος βαθμός προσβολής του προστατευόμενου έννομου αγαθού573.
Επιπρόσθετα, κατά την ίδια λογική, τα διάφορα στάδια διακινδύνευσης του ίδιου
προστατευόμενου έννομου αγαθού θα πρέπει ομοίως να αξιολογούνται διαφορετικά, κάτι που
από άποψη ποινικής μεταχείρισης μεταφράζεται σε ηπιότερο πλαίσιο ποινής για τον πιο
απομακρυσμένο κίνδυνο βλάβης του έννομου αγαθού.
Στην προκειμένη περίπτωση προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 2 της απόφασης-πλαίσιο574
ότι πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, ώστε τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 αδικήματα να
τιμωρούνται με ποινικές κυρώσεις, το ανώτατο όριο των οποίων είναι ένα ως τρία έτη
τουλάχιστον στέρηση της ελευθερίας575, σε συνδυασμό και με το αίτημα για αποτελεσματικές,
αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις (άρθρο 3 παρ. 1). Στο άρθρο 1, όμως,
εγκολπώνονται δύο επιμέρους μορφές της ρητορικής του μίσους και συγκεκριμένα, η δημόσια
υποκίνηση βίας ή μίσους καθώς και η δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδής υποτίμηση
της σοβαρότητας των εγκλημάτων που αναφέρονται στα στοιχεία γ’ και δ’, οι οποίες, μολονότι
αποτελούν αμφότερες εγκλήματα διακινδύνευσης, διαφοροποιούνται ωστόσο στη βαρύτητα.
Για την ακρίβεια, η μεν πρώτη, έτσι όπως περιγράφεται, ζητάει την υποκίνηση ως τετελεσμένο
γεγονός, όταν μάλιστα αυτή είτε εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να διαταράξει τη
δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα. Η δε δεύτερη
αναφέρεται σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει
βία ή μίσος στρεφόμενο κατά ομάδας ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει της φυλής,
του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής/εθνοτικής
καταγωγής. Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι η τελευταία εκδοχή του ρατσιστικού λόγου είναι
ποινικώς ενδιαφέρουσα όταν δημιουργεί μια πιθανότητα/δυνατότητα εκδήλωσης κινδύνου για
τα προστατευόμενα έννομα αγαθά.
Πέραν της παραπάνω ρύθμισης, ο ίδιος ο ενωσιακός νομοθέτης κλιμακώνει στο αμέσως
επόμενο άρθρο576, όπου και καταχωρείται ουσιαστικά το αίτημα για τιμωρία του εγκλήματος
μίσους, την απειλούμενη ποινή για όλα εκείνα τα αδικήματα577, πέραν των αναφερόμενων στα

παραπάνω χαρακτηριστικά τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και κυρίως οι γενικοί εισαγγελείς του ΔΕΕ
μέσω των τοποθετήσεών τους βλ. Α. Γιαννακούλα, όπ.π., σ 274 και την εκεί υπ’ αριθμ. 6 υποσημείωση.
572 Η οποία αξιολόγηση αποδίδεται μέσω του απειλούμενου πλαισίου ποινής.

573 Υπάρχει για την ακρίβεια μειωμένο άδικο στη διακινδύνευση σε σχέση με τη βλάβη.

574 «Ποινικές κυρώσεις».

575 Επακριβώς οριοθετημένο πλαίσιο βέβαια δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί, διότι ορισμένες έννομες

τάξεις δεν αναγνωρίζουν πλαίσια, έχοντας ενδεχομένως ως κατώτατο όριο τη μία ημέρα.
576 Άρθρο 4, «Ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα».

577 Εννοείται αυτά που τυποποιούνται ως αδικήματα σε μια εθνική νομοθεσία.

[156]
άρθρα 1 και 2578, που τελούνται με ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα. Για τα τελευταία ζητά
από τα κράτη-μέλη να θεσπίσουν διατάξεις με τις οποίες τα εν λόγω κίνητρα είτε θα
θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις είτε θα λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια κατά
την επιμέτρηση της ποινής. Λόγω μάλιστα του γεγονότος ότι ο ενωσιακός νομοθέτης δεν
αποδίδει στην έννοια της «επιβαρυντικής περίστασης» το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο που της
αποδίδει ο Έλληνας νομοθέτης579, και σε συνδυασμό με τη σύγκριση με την επόμενη,
εναλλακτικά διατυπωμένη φράση, λογικά συνάγεται το συμπέρασμα πως η έννοια της
«επιβαρυντικής περίστασης» στο παράγωγο ενωσιακό δίκαιο σημαίνει μάλλον μια
διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος συνοδευόμενη από μεγαλύτερο πλαίσιο ποινής.
Η αξιολόγηση των παραπάνω ρυθμίσεων της απόφασης-πλαίσιο, διυλισμένων μέσα από
το φίλτρο της αρχής της αναλογικότητας, οδηγεί στην εξαγωγή των ακόλουθων
συμπερασμάτων: πρώτον, το γεγονός ότι ο ενωσιακός νομοθέτης δε διαφοροποιεί την
απειλούμενη ποινή ανάμεσα σε συμπεριφορές διαφορετικής βαρύτητας580 δημιουργεί τους
πρώτους κλυδωνισμούς στην επιχειρούμενη προσπάθεια για αξιολογική κλιμάκωση. Μπορεί η
παραπάνω αστοχία να θεραπευθεί από τον εθνικό νομοθέτη κατά τη διαδικασία της
ενσωμάτωσης κλιμακώνοντας ο ίδιος πλέον την αξιολογική βαρύτητα των επιμέρους
εκφάνσεων του εγκλήματος, εντούτοις, οι επιλογές του ενωσιακού νομοθέτη δεν αναιρούν την
ουσία της προσβολής της αρχής της αναλογικότητας. Επιπρόσθετα, ένα άλλο σημείο
προβληματισμού γεννάται με το δεύτερο, εναλλακτικά διατυπωμένο αίτημα της Ένωσης στο
άρθρο 4 της απόφασης-πλαίσιο, όπου προβλέπεται ότι για όλα τα άλλα αδικήματα που
τελούνται με ρατσιστικά και ξενοφοβικά κίνητρα θα πρέπει τα κίνητρα αυτά να λαμβάνονται
υπόψη από τα δικαστήρια κατά την επιμέτρηση της ποινής. Αποτελεί ουσιαστικά μια
επιμετρητική υπόδειξη προς τον εθνικό δικαστή να κινηθεί προς τα ανώτατα όρια της
προβλεπόμενης ποινής για το έγκλημα που τελέστηκε, λόγω ακριβώς του ρατσιστικού και του
ξενοφοβικού κινήτρου. Αυτό το έγκλημα όμως στο οποίο οδηγείται ο δράστης, όταν εμφορείται
από ρατσιστικά ή ξενοφοβικά κίνητρα, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα έγκλημα βλάβης (όπως

578 Κατά τη ρητή αναφορά του άρθρου 4. Άλλωστε, η λήψη υπόψη των κινήτρων αυτών και για τα
αδικήματα που περιγράφονται στο άρθρο 1 της απόφασης-πλαίσιο θα σήμαινε διπλή αξιολόγηση του
ίδιου στοιχείου για την επιβάρυνση της απειλούμενης ποινής, κάτι που απαγορεύεται.
579 Βλ. σχετικά τα έγγραφα 5468/2/06, σ. 3 και 6056/02, σ. 3 του Συμβουλίου της ΕΕ καθώς και το

έγγραφο COM 334/2004, σ. 36 από όπου προκύπτει ξεκάθαρα ότι, λόγω των αποκλινουσών
αντιλήψεων περί της έννοιας των επιβαρυντικών περιστάσεων των εθνικών νομοθεσιών των κρατών-
μελών, δεν είναι δυνατόν να υιοθετηθεί ένα κοινός ορισμός. Κατ’ αποτέλεσμα η παραπάνω έννοια
έμεινε δίχως ορισμό, εννοούμενη είτε ως διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος με μεγαλύτερο πλαίσιο
ποινής ή ως υποχρέωση του εθνικού δικαστή κατά το στάδιο της επιβολής ποινής να κινηθεί εντός
προδιαγεγραμμένων ορίων σε μεγαλύτερη ύψη.
580 Αφού προβλέπει το ίδιο ελάχιστο ανώτατο όριο (ένα έως τρία έτη τουλάχιστον στέρηση της

ελευθερίας) για την υιοθετούμενη από τα κράτη-μέλη ποινή τόσο για τη συμπεριφορά που
περιγράφεται στα στοιχεία α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της απόφασης-πλαίσιο όσο και
εκείνη των στοιχείων γ’ και δ’.

[157]
είναι για παράδειγμα η σωματική βλάβη, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, η ανθρωποκτονία κ.ά.).
Από την άλλη, οι συμπεριφορές που περιγράφονται στο άρθρο 1 της απόφασης-πλαίσιο
συνιστούν κατ’ ουσία εγκλήματα που εντάσσονται τυπολογικά στον ευρύτερο χώρο της
διακινδύνευσης των προστατευόμενων έννομων αγαθών581. Η επιλογή των τελευταίων από τον
ενωσιακό νομοθέτη ως άξιων ποινικής αντιμετώπισης σαφώς υποδεικνύει την ανάγκη προ-
προστασίας ορισμένων ιδιαίτερα σημαντικών έννομων αγαθών582, από την άλλη όμως λογικά
συνεπάγεται τη μέριμνα για αυστηρότερη μεταχείριση, από άποψη ποινής, των συμπεριφορών
εκείνων που συνιστούν βλάβη του ίδιου έννομου αγαθού. Μέριμνα που δε φαίνεται παρ’ όλα
αυτά να καταβλήθηκε. Δεδομένου ότι η επιμέτρηση από τον εθνικό δικαστή είναι μια
διαδικασία που λαμβάνει χώρα εντός ήδη προδιαγεγραμμένων ορίων (ανώτατων και
κατώτατων), χωρίς να μπορεί εν προκειμένω ο δικαστής να ξεπεράσει και να επιβάλλει εν τέλει
μεγαλύτερη τιμή ποινής από την ήδη προβλεπόμενη ανώτατη, θα έπρεπε ο ενωσιακός
νομοθέτης να μεριμνήσει ούτως ώστε να υπάρχει μια ασφαλιστική δικλείδα στο κείμενο της
απόφασης-πλαίσιο που να απαγορεύει ήδη σε επίπεδο ενωσιακής πράξης την πρόβλεψη
ισοϋψών πλαισίων ποινής για ένα έγκλημα διακινδύνευσης και ένα έγκλημα βλάβης του ίδιου
έννομου αγαθού. Κάτι τέτοιο σαφώς επιτυγχάνεται μόνο με το πρώτο διατυπωμένο αίτημα στο
άρθρο 4 για επαύξηση του απειλούμενου πλαισίου ποινής μέσω μιας πρόβλεψης
επιβαρυντικής περίστασης, υπό την εκδοχή φυσικά του διακεκριμένου εγκλήματος. Έτσι
εξασφαλίζεται ότι δεν θα οδηγούμαστε κατ’ αποτέλεσμα ήδη από το στάδιο της νομοθετικής
πρόβλεψης -και δη της ενωσιακής- σε κατανομή του ίδιου αξιολογικού βάρους μεταξύ
ανόμοιων καταστάσεων.
Το αίτημα για ουσιαστική νομιμοποίηση των κανόνων δικαίου ποινικού περιεχομένου
που έχουν ενωσιακή προέλευση περιλαμβάνει εξάλλου και την υποχρέωση του ευρωπαίου
νομοθέτη να διαπλάθει κανόνες δικαίου σύμφωνους με την αρχή της νομιμότητας γενικά583,
αλλά και ειδικότερα εν προκειμένω υπό την εκδοχή του επαρκώς ορισμένου στην περιγραφή
των αξιόποινων συμπεριφορών (n.c.n.p.s.l. certa), έτσι ώστε να γνωρίζει από πριν ο πολίτης
ποια ακριβώς συμπεριφορά τυποποιείται ως έγκλημα και ποια όχι. Η τελευταία επιμέρους
έκφανση απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στη νομοθετική εξουσία, δίχως να δεσμεύει τη
δικαστική, και ως εκ τούτου κρίνεται στο σημείο αυτό ως άξια αναφοράς.

581 Καθότι πρόκειται για δράστες που εκ προθέσεως, δημόσια, είτε υποκινούν σε βία ή μίσος είτε
επιδοκιμάζουν, αρνούνται ή χονδροειδώς υποτιμούν τη σοβαρότητα των εγκλημάτων που αναφέρονται
στα στοιχεία γ’ και δ’ κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά
ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της
θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.
582 Βλ. Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 446 επ., όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται στη

«σημασία του προσδιορισμού του προστατευόμενου εννόμου αγαθού ως συνόλου («τάξης») ατομικών
εννόμων αγαθών, των οποίων μετατίθεται η ποινική προστασία προς τα έμπροσθεν».
583 Αναλυόμενη στις τρεις ακόλουθες επιμέρους αρχές, ήτοι ο ποινικός νόμος πρέπει να είναι: α)

γραπτός, β) ορισμένος, γ) σαφής και δ) προηγούμενος της συμπεριφοράς.

[158]
Χρονικά η υιοθέτηση της υπό εξέταση απόφασης-πλαίσιο τοποθετείται σε σημείο που
το ακριβές περιεχόμενο και νόημα αυτής της αρχής δεν έχει προσδιορισθεί ακόμα από τα
θεσμικά όργανα της Ένωσης584, ωστόσο ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου
νοηματοδοτείται μέσα από τη νομολογιακή προσέγγισή της από το ΔΕΚ και το ΕΔΔΑ και
κυρίως από τις κοινές συνταγματικές και ποινικοδικαιϊκές παραδόσεις των κρατών-μελών που
συναπαρτίζουν την Ένωση585. Έτσι λοιπόν από την αρχή της νομιμότητας απορρέει για τον
κοινοτικό νομοθέτη η επιμέρους υποχρέωση για τήρηση της αρχής της ειδικότητας, τουτέστιν
η υποχρέωση να είναι όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρος στη διατύπωση των «ελάχιστων
κανόνων» για τον ορισμό των εγκλημάτων και τις ποινές. Συνακόλουθα θα πρέπει να
αποφεύγεται η υιοθέτηση υπερβολικά ευρειών και ως εκ τούτου αόριστων ρυθμίσεων στο
παράγωγο ενωσιακό δίκαιο.
Ο έμπρακτος και ουσιαστικός σεβασμός της αρχής της νομιμότητας, υπό την ειδικότερη
εκδοχή στην οποία αναφερθήκαμε μόλις παραπάνω, από τον κοινοτικό νομοθέτη κατά τη
διαδικασία της διατύπωσης των «ελάχιστων κανόνων» για τον ορισμό ων εγκλημάτων και τις
ποινές είναι κεφαλαιώδους σημασίας, καθότι τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας δεν
αναλώνονται μόνο σε ενωσιακό επίπεδο αλλά επεκτείνονται και σε εθνικό. Εξασφαλίζεται
καταρχάς η αποτελεσματικότερη επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της εκάστοτε
νομοθετικής πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, που στόχος της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
απόφασης-πλαίσιο είναι η καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και
ξενοφοβίας, αυτός δύναται να επιτευχθεί αποτελεσματικότερα μέσα από την περαιτέρω
προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών των κρατών-μελών στο συγκεκριμένο τομέα και
ειδικότερα, μέσα από την κοινή εφαρμογή ορισμένων κανόνων δικαίου ποινικού
περιεχομένου. Όσο πιο ξεκάθαρη είναι η διατύπωση του «ελάχιστου κανόνα» για τον ορισμό

584 Όπως συνέβη αργότερα με το υπ’ αριθ. 16542/2/2009 έγγραφο του Συμβουλίου της Ε.Ε.
τιτλοφορούμενο ως εξής: «Σχέδιο συμπερασμάτων του Συμβουλίου σχετικά με πρότυπες διατάξεις
προς καθοδήγηση των εργασιών του Συμβουλίου στον τομέα του ποινικού δικαίου». Στη με αριθμό (4)
σκέψη αναφορικά με τη διάρθρωση των ποινικών διατάξεων διατυπώνεται ως προϋπόθεση «η
περιγραφή της συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται ως αξιόποινη δυνάμει του ποινικού δικαίου πρέπει
να είναι επακριβής, ώστε να εξασφαλίζεται προβλεψιμότητα όσον αφορά την εφαρμογή, την εμβέλεια
και την έννοια της διάταξης». Ακολούθως, στο «Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22 ης
Μαΐου 2012 σχετικά με την προσέγγιση της ΕΕ όσον αφορά το ποινικό δίκαιο» αναγνωρίζεται ως
εξίσου θεμελιώδης αρχή κατά τη νομοπαραγωγική διαδικασία η αρχή της ειδικότητας (ως επιμέρους
έκφανση της αρχής της νομιμότητας), σύμφωνα με την οποία «τα στοιχεία ενός ποινικού αδικήματος
πρέπει να διατυπώνονται με ακρίβεια, προκειμένου να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα όσον αφορά
την εφαρμογή, το πεδίο και τη σημασία του». Βλ. και το με αριθμό COM 2011/573 έγγραφο της
Επιτροπής, όπου η αρχή της ειδικότητας ταυτίζεται με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία
αξιώνει τη διαμόρφωση κανόνων δικαίου με τέτοια ακρίβεια, ώστε να μπορεί ο κάθε πολίτης να
γνωρίζει από πριν ποιες συμπεριφορές θεωρούνται ποινικά κολάσιμες και ταυτόχρονα ποιες θα είναι οι
έννομες συνέπειες των πράξεών του.
585 Άρθρο 6 παρ. 2 της πρώην ΣυνθΕΕ.

[159]
των εγκλημάτων τόσο περισσότερο θα είναι σε θέση ο εθνικός νομοθέτης να αντιληφθεί όχι
μόνο την αξία εκείνη που πρέπει να προστατευθεί δια της τυποποιήσεως, αλλά και τους
τρόπους προσβολής της, οι οποίοι θα πρέπει στη συνέχεια να μεταφερθούν στο εσωτερικό της
εθνικής έννομης τάξης και να αποτελέσουν τα στοιχεία του εθνικού κανόνα δικαίου. Όταν ο
ευρωπαίος νομοθέτης διατυπώνει με ακρίβεια τη βούλησή του, όπως αυτή εκφράζεται μέσω
κάποιων ρητών επιλογών, τότε και ο εθνικός νομοθέτης διαθέτει στη φαρέτρα του ένα ισχυρό
εργαλείο που θα τον βοηθήσει να κατανοήσει επαρκώς τα θεμέλια πάνω στα οποία θα πρέπει
να στηριχθεί. Αν βέβαια τα θεμέλια αυτά είναι ρευστά, ελλοχεύει ο κίνδυνος να
συμπαρασυρθεί και ίδιος σε μια αυθαίρετη και ανομιμοποίητη επιλογή-τυποποίηση, αφού θα
παραβιάζεται το αίτημα για το ορισμένο της ποινικής διάταξης (n.c.n.p.s.l.c.). Αν όμως
προσπαθήσει να θεραπεύσει την αοριστία του ενωσιακού κανόνα, εξειδικεύοντας τις διατάξεις
του και παρεκκλίνοντας από αυτές σε βαθμό που να γίνεται σεβαστή η παραπάνω αρχή και
άρα να είναι ικανή να υπηρετήσει την εγγυητική λειτουργία της, διατρέχει τον κίνδυνο να μην
είναι συνεπής προς την υποχρέωση που γεννάται για εκείνον από τις ενωσιακές επιταγές, με
ό,τι αυτό συνεπάγεται για ένα κράτος-μέλος586.
Επιπρόσθετα, η σαφήνεια στη διατύπωση ενός ενωσιακού νομοθετικού εργαλείου, όπως
είναι οι αποφάσεις-πλαίσιο, είναι κρίσιμη και για την ορθότερη ερμηνεία και κατανόηση του
εθνικού νόμου ενσωμάτωσης από τον Ευρωπαίο πολίτη. Αυτό συμβαίνει, διότι, μολονότι οι
αποφάσεις-πλαίσιο δε δημιουργούν ευθέως αξιόποινο ούτε παράγουν άμεσο αποτέλεσμα,
ούτως ώστε να πρέπει να αποβλέψει κανείς σε αυτές προκειμένου να ρυθμίσει τη συμπεριφορά
του587, μπορούν να διευκολύνουν σε σημαντικό βαθμό με τη σαφήνειά τους την ερμηνεία του
κανόνα ενσωμάτωσης καθώς και την πλήρη κατανόηση των επιταγών ή των απαγορεύσεων
που απορρέουν για τον πολίτη588.
Συναφώς, μπορεί με μεγαλύτερη ευχέρεια να πραγματοποιηθεί μια διασταύρωση
μεταξύ των ενωσιακών και των εθνικών επιταγών και να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό εν τέλει
επετεύχθη ο στόχος της εκάστοτε απόφασης-πλαίσιο. Τέλος, αφής στιγμής η προσέγγιση των
εθνικών νομοθεσιών για την αποτελεσματική καταπολέμηση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας προϋποθέτει τη δημιουργία «ελάχιστων κανόνων» για τον ορισμό των εγκλημάτων
και τις ποινές, είμαστε σε θέση να μιλάμε ουσιαστικά για έμμεση «ποινικοποίηση». Για μια
διαδικασία δηλαδή που έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ποινικού αδίκου και άρα επιδρά σε
ατομικές ελευθερίες και θεμελιώδη δικαιώματα. Ως εκ τούτου, μια συναφής νομοθετική πράξη

586 Βλ. για το δίλημμα αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσει ο εθνικός νομοθέτης αλλά και τις συνέπειες
που μπορεί να έχει η επιλογή της μίας ή της άλλης θέσης, A. Klip, European CriminalLaw, 2009, σ. 172
και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΝοΒ 2010, σ. 2197.
587 Αναφορικά με τις αποφάσεις-πλαίσιο βλ. άρθρο 34, παρ. 2, στοιχ. β’ της πρώην ΣυνθΕΕ.

588 Έτσι εξυπηρετείται και η επιταγή για προβλεψιμότητα του αξιόποινου χαρακτήρα της πράξης, ως

απόρροια της εγγυητικής λειτουργίας της αρχή της νομιμότητας. Έτσι η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π.,
ΝοΒ 2010, σ. 2196. Για μια σύνδεση του κριτηρίου της προβλεψιμότητας με την αρχή της ασφάλειας
δικαίου βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 161.

[160]
θα πρέπει να πληροί όλες τις προϋποθέσεις ουσιαστικής νομιμοποίησής της και συνάμα να
σέβεται τις αρχές που διέπουν ένα κράτος δικαίου, μία από τις οποίες είναι και η ακρίβεια στη
διατύπωση της ποινικής διάταξης.
Στην υπό εξέταση απόφαση-πλαίσιο δύο είναι τα σημεία εκείνα που αμφισβητείται
έντονα εάν και κατά πόσο συνάδουν με το αίτημα για ακρίβεια στην περιγραφή και εντεύθεν
δημιουργούν εύλογες υπόνοιες για ύπαρξη αοριστίας στη διατύπωση. Πρώτη περίπτωση
συνιστά η χρήση της φράσης «υποκίνηση σε μίσος», την οποία συναντά κανείς αφενός στο
άρθρο 1 παρ. 1, στοιχ. α) της υπό εξέταση απόφασης-πλαίσιο, ως επιμέρους μορφή της
ρητορικής του μίσους (συμπεριφορά) που πρέπει να καταπολεμηθεί δια της τυποποιήσεως σε
αδίκημα, και αφετέρου στα στοιχεία γ) και δ) της ίδιας ως άνω παραγράφου, ως πιθανό
αποτέλεσμα της δημόσιας επιδοκιμασίας, άρνησης ή χονδροειδούς υποτίμησης της
σοβαρότητας των εγκλημάτων που αναφέρονται εκεί. Μολονότι στην υπ’ αριθμόν (9)
εισαγωγική σκέψη του προοιμίου δίνεται ένας υποτιθέμενος ορισμός της έννοιας «μίσος»589,
με μια προσεκτικότερη ανάγνωση αυτού γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι πρόκειται ουσιαστικά
για μια παράθεση των ελατηρίων εκείνων που μπορεί να δημιουργήσουν το αίσθημα του
μίσους σε έναν προκατειλημμένο άνθρωπο και όχι για ορισμό καθεαυτό. Το πρόβλημα,
άλλωστε, με την έννοια «μίσος» δεν εξαντλείται μόνο στο ότι είναι αρκετά ασαφής, ως
υποκειμενική κατάσταση, αλλά επεκτείνεται και στην κρίση ότι πρόκειται για ένα συναίσθημα,
μια εσωτερική κατάσταση του ανθρώπου που, έτσι όπως δίνεται τουλάχιστον, δεν εκδηλώνεται
στον εξωτερικό κόσμο590, με ό,τι η κρίση αυτή συνεπάγεται σε ένα περιβάλλον ασφάλειας
δικαίου. Δεύτερο προβληματικό σημείο από άποψη έλλειψης σαφήνειας στη διατύπωση
διαπιστώνει κανείς στη φράση «κατά τρόπο που μπορεί/είναι πιθανό να διαταράξει τη
δημόσια τάξη591 είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα», όπου και
εμπεριέχονται οι δύο εναλλακτικά διατυπωμένοι τρόποι εκδήλωσης των συμπεριφορών που
περιγράφονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 και τους οποίους μπορούν να επιλέξουν τα
κράτη-μέλη ως όριο στην ποινικοποίηση592. Ποιοι είναι οι τρόποι εκείνοι που μπορούν να

589 «Ο όρος «μίσος» θα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος γενικά σε μίσος που βασίζεται στη φυλή,
το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή».
590 Για την παρατήρηση ότι η συμπερίληψη ενός συναισθήματος στην περιγραφή της αξιόποινης

συμπεριφοράς δημιουργεί ανασφάλεια αλλά και για μια προσπάθεια οριοθέτησης της έννοιας «μίσος»
με αντικειμενικά δεδομένα, ώστε να εξυπηρετείται η ασφάλεια δικαίου βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2013, σ. 482 αλλά και την ίδια, Η
ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, σ. 731.
Σύμφωνη με την ασάφεια που προκύπτει ως προς τα όρια του αξιοποίνου από τη χρήση του παραπάνω
όρου είναι και η Α. Γιαννακούλα, όπ.π., σ. 135.
591 Κατά την αγγλική αποτύπωση του κειμένου.

592 Έτσι Χ. Μυλωνόπουλος, όπ.π., ΠοινΧρον 2011, σ. 89. Βλ. σχετικά και το Κείμενο Αρχών για μια

ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική, European Criminal PolicyI nitiative, ZIS 2009, σ. 748 κ.επ. και
κυρίως σ. 756. Ομοίως και σε The European Criminal Policy Initiative, The Manifesto on European
Criminal Policy in 2011, EuCLR 1/2011, σ. 98.

[161]
διαταράξουν μια δημόσια τάξη και επιπλέον γιατί παρέχεται η δυνατότητα στα εθνικά
κοινοβούλια να τυποποιήσουν άδικο εκεί όπου διαπιστώνεται απλώς ο υβριστικός χαρακτήρας
μιας συμπεριφοράς και όχι παράλληλα και η δυνατότητα για διατάραξη της δημόσιας τάξης
είναι μερικά από τα ερωτήματα που διατυπώνονται στο πλαίσιο της όλης αμφισβήτησης της
σαφήνειας της εν λόγω πρόβλεψης593.
Τελευταία κατά τη σειρά της εξέτασης εξίσου όμως σημαντική με τις προηγούμενες
είναι και η αρχή της ενοχής594, ο έμπρακτος σεβασμός της οποίας υποδηλώνει παράλληλα και
έμπρακτο σεβασμό της αξίας του ανθρώπου595. Η συνεκτίμηση της βουλητικής σύνδεσης του
δράστη με το αποτέλεσμα που παράγει (προσβολή) αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την
κατάφαση του εγκλήματος και εντεύθεν για την επιβολή της ποινής, καθότι σε αντίθετη
περίπτωση η κατάφαση της ποινικής ευθύνης θα ήταν αποτέλεσμα μιας απλής αιτιοκρατικής
σύνδεσης του βλαπτικού για κάποιο(-α) έννομο αγαθό αποτέλεσμα με την ενέργεια ή την
παράλειψη του δράστη596. Ταυτόχρονα θα εξανεμιζόταν πλήρως κάθε δυνατότητα να
υπηρετήσει η ποινή τη γενικοπροληπτική και την ειδικοπροληπτική λειτουργία της. Η αρχή της

593 Γενικά για μια διαπιστούμενη ασάφεια και αμφισημία στη διατύπωση των ορισμών στην υπό
εξέταση απόφαση-πλαίσιο βλ. D. Frände, A. Suominen, ECPI, 2012, όπ.π., σ. 5, οι οποίοι όμως εν τέλει
θεωρούν αποδεκτά τα δύο προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, στο βαθμό που μέσα από τη
συγκεκριμένη ποινικοποίηση προστατεύονται ύψιστης σημασίας αξίες. Γενικότερα για μια αποτίμηση
των νομοθετικών εργαλείων του Γ’ Πυλώνα που αποσκοπούν στην προσέγγιση των νομοθετικών και
κανονιστικών διατάξεων των κρατών-μελών σε ορισμένα πεδία εγκληματικότητας βλ. την εύστοχη
παρατήρηση του V. Mitsilegas, The Third Wave of Third Pillar Law: Which Direction for EU Criminal
Justice, ELRev 2009, σ. 536-537, “The third wave of EU substantive criminal law demonstrates an
effort by the European Union to develop and improve the existing legal framework. The main goal in
this context has been to keep abreast of international developments aimed at responding to perceived
global security threats such as terrorism and organised crime, while at the same time attempting to
send a clear message with regard to European values by taking a strong enforcement stance against
racism and xenophobia. In the field of both terrorism and organised crime, the relationship between
the Union and international fora is noteworthy: EU legislation largely takes on board and integrates
into the Union legal framework internationally agreed standards, which in their turn have been
modelled upon or strongly influenced by Union action. This strategy has led, however, to the
introduction in the Union legal order of an approach focusing on extensive criminalisation, based on
subjective elements, and aiming primarily at prevention. All newly adopted third pillar instruments
aiming at harmonisation of substantive criminal law present challenges to the principle of legal
certainty”.
594 Βλ. γι’ αυτή ενδεικτικά Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 908 επ., Ν.

Παρασκευόπουλο, Φρόνημα και καταλογισμός στο ποινικό δίκαιο, 1987, σ. 118 επ.
595 Βλ. για τη θέση αυτή Δ. Σπυράκου, Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή παραμόρφωση

του Ποινικού δικαίου, Μνήμη ΙΙ (Δασκαλόπουλου, Σταμάτη, Μπάκα), τ. Α΄, 1996, σ. 395, Ι.
Μανωλεδάκη, Η νέα διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου και ο κίνδυνος υποβάθμισης του νομικού μας
πολιτισμού, 2000, σ. 34-35, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΝοΒ 2010, σ. 2201.
596 Βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, όπ.π., σ. 915.

[162]
ενοχής όμως θέτει τον άνθρωπο στον επίκεντρο και δεν τον αντιμετωπίζει ως ένα απλό
αντικείμενο, όταν για την κήρυξη της ενοχής του συναξιολογεί, πέρα από το αντικειμενικό
γεγονός της προσβολής, και τον εσωτερικό του κόσμο απέναντι στην προσβολή τη
συγκεκριμένη χρονική στιγμή της τέλεσης του εγκλήματος.
Εφαρμοζόμενη η ως άνω αρχή σε ευρωπαϊκό/ενωσιακό επίπεδο νομοθετικής
πρόβλεψης οδηγεί στην απαγόρευση καθορισμού από τον κοινοτικό νομοθέτη αντικειμενικής
ποινικής ευθύνης για ένα πρόσωπο. Τουναντίον, θα πρέπει να αξιώνεται και η συνδρομή μιας
μορφής υποκειμενικής στάσης από μέρους του δράστη απέναντι στο άδικο που διαπράττει. Γι’
αυτό άλλωστε και δεν θα πρέπει να νοείται ενωσιακός κανόνας ποινικού περιεχομένου δίχως
την πρόβλεψη μιας μορφής υπαιτιότητας597. Συναφής βέβαια είναι και η απαίτηση η
επαπειλούμενη ποινή να είναι ευθέως ανάλογη του βαθμού της ενοχής του δράστη. Η αρχή της
αναλογικότητας, ως γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, διέπει και το στάδιο της πρόβλεψης
της ποινικής κύρωσης, κατά το οποίο θα πρέπει να συνεκτιμάται, πέραν του βαθμού της
προσβολής (αδίκου) και ο βαθμός της ενοχής του δράστη.
Αναφορικά με την αξιολόγηση της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο η
αποτίμηση είναι σε κάθε περίπτωση θετική, καθότι η εν λόγω αρχή γίνεται σεβαστή. Για την
ακρίβεια, διατυπώνεται το αίτημα να θεμελιώνεται ευθύνη στο πρόσωπο του δράστη μόνο
όταν αυτός εκ προθέσεως598 πραγματώνει τις συμπεριφορές που περιγράφονται εκεί.
Περαιτέρω, θετικά αξιολογείται και η απαίτηση να λαμβάνονται τα ρατσιστικά και ξενοφοβικά
κίνητρα υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις599 από τον εθνικό νομοθέτη, στο μέτρο που η
επαύξηση της ποινής δικαιολογείται από το επιπλέον ρατσιστικό κίνητρο του δράστη. Τέλος,
στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο δε θεμελιώνεται υποχρέωση των κρατών-μελών να
καταλογίσουν ποινική ευθύνη σε νομικά πρόσωπα, τουλάχιστον σε όσα εξ αυτών δεν
αναγνωρίζουν με βάση το ποινικοδικαιϊκό τους σύστημα τη συγκεκριμένη μορφή ευθύνης.

2.3.4. Σύνοψη συμπερασμάτων αναφορικά με τις επιμέρους διατάξεις της


απόφασης-πλαίσιο

Δεδομένου ότι η υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ


για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας
υιοθετήθηκε χρονικά σε περίοδο που ίσχυε η Συνθήκη του Άμστερνταμ, δηλαδή μέσα σε ένα
θεσμικό πλαίσιο που δεν είχαν καθιερωθεί ακόμα, σε τυπικό επίπεδο τουλάχιστον, οι
αυξημένες απαιτήσεις και οι θεσμικές εγγυήσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας για τη θέσπιση
ουσιαστικά νομιμοποιημένων κανόνων ποινικού περιεχομένου, θα πρέπει η αξιολόγηση των
επιμέρους διατάξεών της, από άποψη εναρμόνισης με τις εν γένει αρχές του κοινοτικού

597 Στο Κείμενο Αρχών, ECPI, ZIS 2009, όπ.π., σ. 754, η αρχή της ενοχής διατυπώνεται και ως αρχή
της ιδιαίτερης προσωπικής αποδοκιμασίας. Έτσι και η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΝοΒ 2010, σ. 2201
598 Άρθρο 1 παρ. 1.

599 Υπό την έννοια που προσδιορίστηκε ανωτέρω, δηλαδή ως μια διακριμένη μορφή του εγκλήματος.

[163]
δικαίου, να πραγματοποιηθεί πάνω στη βάση αυτή. Παράλληλα, βέβαια, λόγω του γεγονότος
ότι οδηγούσε έμμεσα600 σε θέσπιση αμιγώς ποινικών κανόνων, προσφέρεται προς έλεγχο της
συμβατότητάς της με τις θεμελιώδεις αρχές του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Η πρόβλεψη
στη Συνθήκη περί της δέσμευσης ενός κράτους-μέλους από μια απόφαση-πλαίσιο μόνο ως
προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και η εντεύθεν δυνατότητα των κρατών-μελών να
επιλέγουν εκείνα τον κατάλληλο τύπο και τα μέσα για την τελική διαμόρφωση του εθνικού
κανόνα ενσωμάτωσης δεν αναιρούν, ούτε αλλοιώνουν την υποχρέωση που φέρει το ίδιο το
ενωσιακό νομοθετικό εργαλείο να επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό βαθμό συμμόρφωσης με
θεμελιώδεις αρχές και αξίες της ποινικής νομοθέτησης, στο βαθμό που αποτελεί πρότυπο και
οδηγό για τη μετέπειτα εθνική νομοθετική δράση, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει για να
εξυπηρετήσει την επιδιωκόμενη εναρμόνιση. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονείται στο σημείο
αυτό και το γεγονός ότι έχει κριθεί νομολογιακά από το ΔΕΚ 601, με βάση την αρμοδιότητα που
έχει να αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις επί του κύρους και της ερμηνείας των
αποφάσεων-πλαίσιο602, πως το εθνικό δίκαιο εναρμόνισης (αλλά και εν γένει) πρέπει να
ερμηνεύεται σύμφωνα με την εκάστοτε απόφαση-πλαίσιο προς την οποία ευθυγραμμίζεται,
ώστε να εξασφαλίζεται η ενιαία και αποτελεσματική εφαρμογή της σε όλα τα κράτη-μέλη της
Ένωσης603. Συνεπώς, μόνο εκείνα τα ενωσιακά νομοθετικά εργαλεία που χαρακτηρίζονται από
μια λογική σεβασμού και διαφύλαξης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου μπορούν να

600 Κι όχι άμεσα, όπως άλλωστε ρητά διατυπώνεται στο άρθρο 34, παρ. 2, στοιχ. β’ της ΣυνθΕΕ,
καθότι οι αποφάσεις-πλαίσιο, ως ενωσιακές νομοθετικές πράξεις, δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα,
υπό την έννοια ότι δεν αναπτύσσουν άμεσα τις συνέπειές τους στο εσωτερικό των κρατών μελών, αλλά
απαιτείται και εθνικός νόμος ενσωμάτωσης για τη μεταφορά τους στο εσωτερικό μιας εθνικής έννομης
τάξης και δεν αρκεί απλώς η έγκυρη έκδοσή τους. Βλ. γι’ αυτό αλλά και για τη συναφή διάκριση της
άμεσης ισχύος από το άμεσο αποτέλεσμα Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Β’ έκδοση, 2013, σ. 486
επ., Π. Στάγκου-Ε. Σαχπεκίδου, Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
2000, σ. 148-151 και τέλος Δ. Ζημιανίτη, Παρατηρήσεις στην Υπόθεση C-105/2003 του ΔΕΚ, ΠοινΔικ
2006, σ. 58.
601 Βλ. την υπ’ αριθμ. C-105/2003 Υπόθεση που απασχόλησε το ΔΕΚ, το οποίο κλήθηκε να

αποφασίσει επί αιτήματος ιταλικής δικαστικής αρχής για έκδοση προδικαστικής απόφασης σχετικά με
την ερμηνεία της με αριθμό 2001/220/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ, επί της οποίας
εκδόθηκε απόφαση στις 16.6.2005, ΠοινΔικ 2006, σ. 52.
602 Άρθρο 35 παρ. 1 της ΣυνθΕΕ.

603 Πρβλ. όμως και τις έντονες επιφυλάξεις που διατυπώνει η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, σε Νομολογία του

ΔΕΚ και νέες δυνατότητες παρέμβασης της Ε.Ε. στο ποινικό δίκαιο των κρατών μελών, ΠοινΔικ 2006,
σ. 477-479, σχετικά με τη νομολογιακά καθιερωμένη αρχή της σύμφωνης ερμηνείας του εθνικού
δικαίου προς τις εκάστοτε αποφάσεις-πλαίσιο του Γ’ Πυλώνα (αναλογικά δηλαδή με τα όσα ισχύουν για
τις κοινοτικές Οδηγίες, προς τις οποίες προσομοιάζουν), πολύ δε περισσότερο σε περιπτώσεις που
ακόμα δεν έχουν καν μεταφερθεί οι τελευταίες στην εθνική έννομη τάξη, δεδομένου μάλιστα και του
διακυβερνητικού χαρακτήρα τις διαδικασίας έκδοσής τους από το Συμβούλιο, όπου το Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο έχει απλώς γνωμοδοτικό, συμβουλευτικό ρόλο (άρ. 39 ΣυνθΕΕ).

[164]
αποτελέσουν ασφαλή βάση για την ερμηνεία του εθνικού δικαίου, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν
τον τρόπο στην τόσο σημαντική για όλους μας ασφάλεια δικαίου.
Εν όψει των ανωτέρω γενικών παραδοχών αλλά και της αναλυτικής παρουσίασης των
επιμέρους διατάξεων της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο που προηγήθηκε, ιδωμένων μέσα από το
πρίσμα των κοινών θεμελιωδών αρχών που διέπουν τη διαδικασία παραγωγής ποινικών
κανόνων τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο, ανακεφαλαιώνουμε και συμπεραίνουμε
ως εξής:
Πρώτο γενικό συμπέρασμα το οποίο θα μπορούμε να συναχθεί είναι ότι ο κοινοτικός
ιστορικός νομοθέτης δεν επέδειξε στο μέγιστο δυνατό βαθμό σεβασμό στις αρχές που
συστηματικά παρατέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη ενότητα 604. Επικαλούμενη η Ένωση
την ανεπάρκεια των εθνικών ποινικών νομοθεσιών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το
ραγδαία αυξανόμενο ρατσιστικό και ξενοφοβικό φαινόμενο φανερώνει περισσότερο μια
αρκετά αυστηρή τιμωρητική διάθεση απέναντι στους υποψήφιους παραβάτες παρά μια
προσπάθεια προληπτικής αντιμετώπισης του φαινομένου με μέσα κοινωνικής πολιτικής. Σε
συνδυασμό μάλιστα και με τις εκφραζόμενες επιφυλάξεις για τη δημοκρατική νομιμοποίηση
της διαδικασίας παραγωγής των αποφάσεων-πλαίσιο605 αλλά και τη χαρακτηριστική
προσκόλληση, ίσως και εμμονή, της Ένωσης σε επιχειρησιακές πρακτικές για την επίτευξη
αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις606, θα μπορούσαμε να
υποστηρίξουμε ότι η υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο αποτελεί ένα κείμενο που
υπόκειται σε δογματικούς κλυδωνισμούς από άποψη περιεχομένου, μη συμβατό στα
περισσότερα σημεία με τις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει να διέπουν τη φιλελεύθερη
αντεγκληματική πολιτική στην Ευρώπη607 και τέλος, με συμβολικές ίσως προεκτάσεις, που

604 Πρβλ. όμως και την ολική αξιολόγηση της συγκεκριμένης απόφασης-πλαίσιο από τους D. Frände,
A. Suominen, Evaluation of the Framework Decision 2008/913/JHA on combating certain forms and
expressions of racism and xenophobia bymeans of criminallaw on the basis of the Manifesto for a
European Criminal Policy, 2012, European Criminal Policy Initiative, οι οποίοι καταλήγουν στο
συμπέρασμα ότι διαπιστώνεται πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του Κειμένου Αρχών για μια
ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική της ECPI.
605 Οι οποίες και οδήγησαν μετέπειτα, υπό το καθεστώς της Συνθήκης της Λισαβόνας, στην υιοθέτηση

ενός αυστηρότερου πλαισίου για την τυπική νομιμοποίηση των νομικών εκείνων εργαλείων (Οδηγίες
και Κανονισμοί) μέσω των οποίων θεσπίζονται πλέον ποινικές διατάξεις. Για τη θεσμική κατοχύρωση
των παραπάνω με τη Συνθήκη της Λισαβόνας βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, όπ.π., ΠοινΧρον 2011, σ. 81 επ.
606 Όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την υιοθέτηση «ελάχιστων κανόνων» ως προς τις ποινές (άρθρο

31, παρ. 1, στοιχ. ε’ της πρώην ΣυνθΕΕ) και συγκεκριμένα, μέσα από την τακτική που εφαρμόστηκε για
τη διαμόρφωση των στερητικών της ελευθερίας ποινών με κριτήριο όχι μόνο την απαξία της πράξης
αλλά κυρίως τη δυνατότητα έκδοσης.
607 Όπως αυτές καταγράφονται στο Κείμενο Αρχών για μια ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική της

European Criminal Policy Initiative, ΠοινΔικ 2010, σ. 69 επ. και επαναλαμβάνονται αργότερα σε The
European Criminal Policy Initiative, The Manifesto on European Criminal Policy in 2011, EuCLR
1/2011, σ. 86 επ.

[165]
επιβάλλουν σε τελική ανάλυση μεγάλης έκτασης παρέμβαση του εθνικού νομοθέτη, η οποία
βέβαια σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να παραβλέπει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της
εκάστοτε ενωσιακής νομοθετικής πράξης.
Θετικό πρόσημο θα μπορούσε να συνοδεύει παρ’ όλα αυτά κάποιες επιμέρους επιλογές.
Ειδικότερα, το αίτημα της ύπαρξης ενός νόμιμου συμφέροντος άξιου προστασίας
εξυπηρετείται, καθότι, αν και δεν κατονομάζεται ρητά το θεμελιώδες εκείνο συμφέρον που
χρήζει προστασίας, προκύπτει παρ’ όλα αυτά έμμεσα από τις περιγραφόμενες συμπεριφορές
που χρήζουν ποινικοποίησης. Πρόκειται μάλιστα για αξίες που απορρέουν από το ίδιο το
κείμενο της ΣυνθΕΕ, η οποία και διακηρύσσει ήδη από τα εισαγωγικά της άρθρα τον
προσανατολισμό όχι μόνο του πρωτογενούς αλλά και του παράγωγου ενωσιακού δικαίου στις
αξίες που γίνονται κοινά αποδεκτές και κατοχυρώνονται από τις επιμέρους εθνικές έννομες
τάξεις (άρθρο 6 της ΣυνθΕΕ), όπως αυτές διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη υπό την καταλυτική
επίδραση του Διαφωτισμού. Άλλωστε, η πρόληψη και η καταπολέμηση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας ορίζονται ρητά ως στόχος στην ίδια την (πρώην) ΣυνθΕΕ (άρθρο 29). Επιπλέον,
σεβαστή εν μέρει γίνεται και η αρχή της ultima ratio, ούσα άμεσα συνδεδεμένη με την αρχή
της αναλογικότητας. Ορισμένες από τις πλέον σοβαρές εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας,
έτσι όπως περιγράφονται στις υποδεικνυόμενες συμπεριφορές, πλην της υποκίνησης σε
διακρίσεις που ήδη αντιμετωπίζονται (οι τελευταίες) με άλλα ηπιότερα μέσα, είναι αναγκαίο
να αντιμετωπιστούν με ποινικές κυρώσεις. Αξιοπρόσεκτη είναι σαφώς και η παροχή
δυνατότητας στα κράτη-μέλη να αποφύγουν την ποινικοποίηση ήσσονος σημασίας
περιπτώσεων, όπως αυτή καταγράφεται στο άρθρο 1 παρ. 4. Πέραν των ανωτέρω, δεν
φαίνεται να υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την αρχή της ενοχής (nulla poena sine culpa), στο
βαθμό που απαιτείται από τα κράτη-μέλη η τυποποίηση των περιγραφόμενων συμπεριφορών
ως αδικημάτων μόνο όταν τελούνται εκ προθέσεως. Σημαντική είναι επίσης και η
διαφοροποίηση στο ζήτημα της αντιμετώπισης της τυχόν ευθύνης των νομικών προσώπων,
καθώς εδώ δεν απαιτείται η χρήση ποινικών ειδικά κυρώσεων για την αντιμετώπιση των
εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, σεβόμενη έτσι η απόφαση-πλαίσιο τις ποινικές
παραδόσεις ορισμένων εθνικών έννομων τάξεων (π.χ. ελληνική και γερμανική) που δεν
αναγνωρίζουν ποινική ευθύνη στα νομικά πρόσωπα. Τέλος, η αρχή της ενοχής, εκτός από το
αίτημα που προβάλλει για προσωπική αποδοκιμασία του δράστη, συνεπάγεται και
διαφορετική αντιμετώπιση από άποψη απειλούμενης ποινής για τις περιπτώσεις που
διαπιστώνεται διαφοροποιημένος βαθμός ενοχής του δράστη (απόρροια της σύνδεσής της με
την αρχή της αναλογικότητας). Εξ αυτού ορθή κρίνεται και η πρόβλεψη επιβαρυντικής
περίστασης (ως διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος) για τα λοιπά εγκλήματα που τελούνται
με ρατσιστικό και ξενοφοβικό κίνητρο608.

608 Αν και η πρόβλεψη αυτή του άρθρου 4 ελέγχεται από άποψη συμβατότητας με την αρχή της
επικουρικότητας, ως ορίου στη νομοθετική αρμοδιότητα του ευρωπαίου νομοθέτη στο χώρο του
ποινικού δικαίου, καθότι δεν αιτιολογείται επαρκώς για ποιο λόγο μια εθνική νομοθεσία δεν δύναται

[166]
Σε δεύτερο όμως επίπεδο κρίσης και ουσιαστικού ελέγχου του υπό εξέταση νομοθετικού
εργαλείου προκύπτει ότι πλεονάζουν δυστυχώς οι δογματικές παρεκκλίσεις, οι οποίες έθεσαν
επί τάπητος επιμέρους, κι όχι βέβαια εν συνόλω, ζητήματα οριακής εφαρμογής κάποιων
θεμελιωδών αρχών. Πιο συγκεκριμένα, η αρχή της νομιμότητας, υπό την ειδικότερη εκδοχή
του ορισμένου της ποινικής διάταξης, επιβάλλει οι προς θέσπιση κανόνες να ικανοποιούν το
αίτημα για σαφήνεια στην περιγραφή των αξιόποινων συμπεριφορών. Μολονότι υπό το
καθεστώς της Συνθήκης του Άμστερνταμ υφίσταται για τις εθνικές νομοθεσίες ένα σχετικά
ευέλικτο περιθώριο τυποποίησης κατά το στάδιο της ενσωμάτωσης, οπότε και δικαιολογείται
έως ένα βαθμό μια σχετική αοριστία στον ενωσιακό κανόνα, δεν φαίνεται ανεκτή και κυρίως
δόκιμη609 η χρήση ανεπίτρεπτα ευρειών αλλά και αόριστων εννοιών. Ως εκ τούτου, καθίσταται
προβληματική η χρήση της φράσης «κατά τρόπο που μπορεί να διαταράξει τη δημόσια τάξη»,
στο βαθμό που δεν διευκρινίζεται ποιοι είναι αυτοί οι τρόποι. Εξίσου προβληματική για τον
ίδιο λόγο κρίνεται και η διατύπωση «όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι
πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μια τέτοιας
ομάδας». Στο ίδιο επίπεδο, όπως αναλύθηκε και ανωτέρω, κινείται και η χρήση της έννοιας
«μίσος». Πέραν όμως της ασάφειας στην περιγραφή και η ίδια η υπερβολική ευρύτητα ενός
χρησιμοποιούμενου όρου αρκεί για να διαταράξει την ισορροπία που επιδιώκει η αρχή της
νομιμότητας (lex certa). Έτσι, λοιπόν, η «υποκίνηση μίσους» της παρ. 1, στοιχ. α’ του άρθρου
πρώτου δημιουργεί ερωτηματικά κατά πόσο αυτή είναι συμβατή με την αρχή της νομιμότητας.
Εξίσου σημαντικά είναι και τα προβλήματα που αναφύονται αναφορικά με την αρχή
της αναλογικότητας καθώς και με την άμεσα συνδεδεμένη με αυτή αρχή της ultima ratio. Σε
ένα κράτος δικαίου η έλλογη εγκληματολογική πολιτική δε θεωρείται απλώς επιλογή, αλλά
ουσιαστική προϋπόθεση που οδηγεί σε νομιμοποίηση των παραγόμενων κανόνων δικαίου. Δεν
υποδουλώνεται σε κοινωνικές πιέσεις ούτε και ετεροκατευθύνεται από τα ΜΜΕ, που ζητούν
την παραδειγματική τιμωρία των δραστών, αλλά θεμελιώνεται σε συνταγματικά
κατοχυρωμένες και γενικώς παραδεδεγμένες αρχές. Απαραίτητη είναι σαφώς και η εμπειρική
διάγνωση του προς ρύθμιση προβλήματος, το οποίο θα πρέπει να φτάνει σε βαθμό που
προσβάλλει σημαντικά και αδικαιολόγητα τα θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ειδάλλως,
υφέρπει ο κίνδυνος της καταχρηστικής χρήσης του ποινικού δικαίου σε μια προσπάθεια
εξυπηρέτησης δημαγωγικών σκοπών ή επίδειξης εξουσίας610. Στην υπό κρίση απόφαση-
πλαίσιο πρώτιστα και κατά το περισσότερο μέρος τυποποιούνται εγκλήματα διακινδύνευσης,
και μάλιστα όχι μόνο συγκεκριμένης διακινδύνευσης αλλά και αφηρημένα-συγκεκριμένης
(άλλως δυνητικής), διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το αξιόποινο σε περιοχές αρκετά
απομακρυσμένες από τη βλάβη. Η διεύρυνση αυτή βέβαια δεν είναι άγνωστη γενικά στο

από μόνη της να αντιμετωπίσει αυτό το ζήτημα για λόγους εσωτερικής συστηματικής συνέπειας. Βλ. για
την παραπάνω θέση το Κείμενο αρχών της ECPI, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 69 επ.
609 Διότι δεν εξυπηρετεί την επιδιωκόμενη σύγκλιση.

610 Βλ. γι’ αυτό H. Satzger, όπ.π., ΠΛογ 2008, σ. 490, ο οποίος επισημαίνει τον υποκρυπτόμενο

«συμβολισμό πολιτικής εξουσίας» στις προσπάθειες των ευρωπαϊκών θεσμών για προσέγγιση.

[167]
ποινικό δίκαιο, ούτε και αδόκιμη. Θα πρέπει όμως να γίνεται με φειδώ και παράλληλα να
συνοδεύεται από ουσιαστικό σεβασμό και στις λοιπές θεμελιώδεις αρχές της ποινικής
δογματικής για να μην φτάνουμε σε καταχρηστική εφαρμογή των μέσων ποινικής καταστολής.
Όταν δε εξισώνονται από άποψη απειλούμενης ποινής διαφοροποιημένες μορφές
διακινδύνευσης, όπως συμβαίνει εδώ, τότε παραβιάζεται και η αρχή της αναλογικότητας.
Τέλος, ουσιαστικές επιφυλάξεις έχουν διατυπωθεί σχετικά και με το σεβασμό της αρχής
της επικουρικότητας, που θεμελιώθηκε στην ίδια την ΣυνθΕΕ, αφού δεν εξηγήθηκε επαρκώς
και εμπεριστατωμένα γιατί οι εσωτερικές ήδη υπάρχουσες εθνικές νομοθεσίες δεν ήταν σε
θέση να αντιμετωπίσουν σε τοπικό επίπεδο τις συγκεκριμένες περιπτώσεις ρατσισμού και
ξενοφοβίας.
Συμπερασματικά θα έλεγε κανείς ότι τα θετικά σημεία της υπό κρίση απόφασης-
πλαίσιο μειονεκτούν έναντι εκείνων που δημιουργούν προβληματισμό και πάντως σε κάθε
περίπτωση αξιολογείται με αρνητικό πρόσημο όσον αφορά στον έλεγχο της διασφάλισης ενός
ικανοποιητικού επιπέδου σεβασμού των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου και της
ποινικής δογματικής. Το επισφαλές επιχείρημα που επικαλούνται τα θεσμικά όργανα της
Ένωσης για την ενεργοποίησή τους, ότι δηλαδή ο στόχος της καταπολέμησης ρατσιστικών και
ξενοφοβικών αδικημάτων μπορεί να επιτευχθεί πληρέστερα και αποτελεσματικότερα μέσω της
προσέγγισης του ποινικού δικαίου, μάλλον αποτελεί πρόσχημα για την εξυπηρέτηση ιδίων
συμφερόντων. Αυτά ίσως να μην είναι αμιγώς «οικονομικά», όπως ήταν άλλοτε611, πάντως
είναι δύσκολο να παραβλέψει κανείς την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εδραιωθεί
στο παγκόσμιο στερέωμα ως μία άλλη μετρήσιμη οικονομική αλλά και πολιτική δύναμη612, που
δε διστάζει να θυσιάσει εν όψει της επίτευξης του παραπάνω στόχου αρχές και αξίες.

3. Σύνοψη συμπερασμάτων και τελικές επισημάνσεις

Επανερχόμενη εν κατακλείδι στο ερώτημα που τέθηκε ήδη από την αρχή του παρόντος
κεφαλαίου, κατά πόσο δηλαδή η τροποποίηση του Ν. 927/1979 με το μεταγενέστερο Ν.
4285/2014 υπήρξε πράγματι απόρροια των κοινωνικών αλλαγών που μεσολάβησαν,
καθιστώντας έτσι αναγκαία την παρέμβαση του ποινικού νομοθέτη, ή μήπως τελικά ήταν η

611 Βλ. την κριτική που ασκήθηκε παλιότερα στο ευρωπαϊκό “Corpus Juris” για την προστασία των
οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε Ι. Μανωλεδάκη, Προβληματισμοί για τη συγκρότηση ενός
ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου, Υπερ 1999, σ. 1096, Δ. Σπινέλλη, Το Corpus Juris για την
προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Υπερ 1999, σ. 3 επ. και W.
Hassemer (απόδοση στα ελληνικά Ε. Αραπίδου), Προβλεπόμενες εξελίξεις στη δογματική του Ποινικού
δικαίου και την αντεγκληματική πολιτική, Υπερ 2000, σ. 3 επ.
612 Για «οικονομικίστικη» σύλληψη κάνει λόγο ο Ι. Μανωλεδάκης, Η νέα διεθνοποίηση του ποινικού

δικαίου και ο κίνδυνος υποβάθμισης του νομικού μας πολιτισμού, 2000, σ. 38, που υπονομεύει το
«νομικό μας πολιτισμό», όπως αυτός διαμορφώθηκε κάτω από τη θετική επίδραση της πρώτης φάσης
διεθνοποίησης του ποινικού δικαίου.

[168]
επικαλούμενη υποχρέωση συμμόρφωσης με την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο
του Συμβουλίου της Ε.Ε.613 ο δικαιοπολιτικός λόγος της νομοθετικής μεταβολής, λεκτέα τα
ακόλουθα:
Ξεκινώντας από το δεύτερο, διαζευκτικά διατυπωμένο ερώτημα, ως υπόθεση
εργασίας614, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η απάντηση δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρη.
Η υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ της 28ης Νοεμβρίου
2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας
μέσω του ποινικού δικαίου άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία της δημοσίευσής της στην
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι στις 6 Δεκεμβρίου 2008615. Η δε
προθεσμία συμμόρφωσης με τις διατάξεις του εν λόγω ενωσιακού εργαλείου αλλά και
παράλληλα απόδειξης της συμμόρφωσης αυτής από τα κράτη μέλη ήταν σχεδόν διετής, καθότι
με το άρθρο 10 παρ. 1 ορίσθηκε ως καταληκτική ημερομηνία μέχρι την οποία τα κράτη μέλη
έπρεπε να θεσπίσουν τα κατάλληλα εθνικά μέτρα η 28 Νοεμβρίου 2010. Έως και τις 28
Νοεμβρίου του 2013 το Συμβούλιο έφερε την υποχρέωση να αξιολογήσει το βαθμό
συμμόρφωσης των κρατών μελών με τις ενωσιακές επιταγές, σε περίπτωση δε που
διαπιστωνόταν παραβίασή τους είχε τη δυνατότητα να πράξει τα προβλεπόμενα από τη
ΣυνθΕΕ.
Ωστόσο στο ενδιάμεσο, και συγκεκριμένα την πρώτη Δεκεμβρίου 2009, άρχισε να
ισχύει η Συνθήκη της Λισαβόνας (ή αλλιώς «Μεταρρυθμιστική Συνθήκη»), η οποία
τροποποίησε τις ιδρυτικές συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προκειμένου να οργανωθεί η
μετάβαση από τις θεσμικές διατάξεις των Συνθηκών που εφαρμόζονταν πριν από την έναρξη
ισχύος τη Συνθήκης της Λισαβόνας σε εκείνες που προβλέπονται στην τελευταία, κρίθηκε
επιβεβλημένο να προβλεφθούν κάποιες μεταβατικές διατάξεις. Ειδικότερα, το 36ο
Πρωτόκολλο (τίτλος VII), που συναρτήθηκε στις Συνθήκες, συμπεριέλαβε μεταβατικές
διατάξεις ακριβώς για να διευθετηθεί το ζήτημα της αντιμετώπισης των ενωσιακών πράξεων
που είχαν εκδοθεί προγενέστερα, υπό το καθεστώς της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
(όπως αυτή είχε τροποποιηθεί από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ), μεταξύ των οποίων
συγκαταλέγονταν και οι αποφάσεις-πλαίσιο του Γ’ Πυλώνα. Το άρθρο 9 των μεταβατικών
διατάξεων ορίζει ότι: «Τα έννομα αποτελέσματα των πράξεων των θεσμικών οργάνων, των
λοιπών οργάνων, και των οργανισμών της Ένωσης που εκδίδονται βάσει της Συνθήκης για την
Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας διατηρούνται έως
ότου οι πράξεις αυτές καταργηθούν, ακυρωθούν ή τροποποιηθούν κατ’ εφαρμογή των
Συνθηκών». Έπεται δε το άρθρο 10, στην πρώτη παράγραφο του οποίου αναφέρεται πως: «Ως
μεταβατικό μέτρο όσον αφορά τις πράξεις της Ένωσης στον τομέα της αστυνομικής
συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες εκδόθηκαν πριν

613 Εφόσον βέβαια επιβεβαιώνεται η ύπαρξη μιας τέτοιας εθνικής υποχρέωσης.


614 Η οποία ξεφεύγει από το πλαίσιο της παρούσας μελέτης, γι’ αυτό και η απάντηση δίνεται σύντομα
και περιεκτικά, σύμφωνα με τη θέση της γράφουσας.
615 ΕΕ L 6.12.2008.

[169]
από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας, οι αρμοδιότητες των θεσμικών οργάνων
είναι οι ακόλουθες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εν λόγω Συνθήκης: οι
αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 258 της Συνθήκης για τη λειτουργία της
Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ισχύουν και οι αρμοδιότητες του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης δυνάμει του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στην έκδοση που
ισχύει πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας παραμένουν αμετάβλητες,
συμπεριλαμβανομένων των τομέων στους οποίους έχουν γίνει αποδεκτές δυνάμει του άρθρου
35, παράγραφος 2 της εν λόγω Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Τέλος, στην παράγραφο
3 του ίδιου ως άνω άρθρου επισημαίνεται πως: «3. Εν πάση περιπτώσει, το μεταβατικό μέτρο
που προβλέπεται στην παράγραφο 1 παύει να παράγει αποτελέσματα πέντε έτη μετά την
ημερομηνία έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας».
Ενόψει των ανωτέρω, αφής στιγμής η υπό εξέταση απόφαση-πλαίσιο εκδόθηκε σε
χρονικό σημείο προγενέστερο της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας και συνάμα δεν
είχε καταργηθεί, ακυρωθεί ή τροποποιηθεί εν τω μεταξύ616 κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών617,
συνάγεται ότι από 1η Δεκεμβρίου 2009 και έπειτα η Επιτροπή δεν είχε τη δυνατότητα να
προσφύγει κατά της Ελλάδος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 618 με την κατηγορία
της παραβίασης από τη χώρας μας, ως κράτος-μέλος της ΕΕ, υποχρέωσης προερχόμενης εκ
των Συνθηκών. Μολαταύτα, η έλλειψη σχετικής αρμοδιότητας του εν λόγω θεσμικού οργάνου
δεν απέκλειε τη δυνατότητα κάποιου άλλου κράτους μέλους της ΕΕ να προσφύγει στο ΔΕΕ
κατά της Ελλάδας με βάση τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 259 της ΣΛΕΕ και, σε
περίπτωση μη συμμόρφωσης με την απόφαση του Δικαστηρίου, να επιβληθεί εν τέλει στη
χώρα μας η καταβολή κατ’ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής619. Το Δικαστήριο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης620 από την άλλη εξακολουθούσε να έχει τη θεσμική αρμοδιότητα621 να
αποφαίνεται μέχρι τη λήξη της μεταβατικής περιόδου622 με προδικαστικές αποφάσεις επί του
κύρους και της ερμηνείας των αποφάσεων-πλαίσιο, υπό την αυτονόητη σαφώς προϋπόθεση
ότι οι εισφερόμενες σε αυτό ενωσιακές πράξεις του Γ’ Πυλώνα (όπως η εδώ εξεταζόμενη
απόφαση-πλαίσιο) δεν είχαν στο μεταξύ καταργηθεί, ακυρωθεί ή τροποποιηθεί κατ’ εφαρμογή
616 Βλ. γι’ αυτό S. Peers, European Commission: Action Plan on the Stockholm Programme, διαθέσιμο
σε www.statewatch.org/analyses/no-94-stockholm-action-plan-comments-steve-peers.pdf.
617 Σύμφωνα με το άρθρο 1 του 36ου Πρωτοκόλλου: «Στο παρόν Πρωτόκολλο, ως «Συνθήκες» νοούνται

η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η
Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας».
618 Εξουσία ασκήσεως της σχετικής προσφυγής έχει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, στο

πλαίσιο της ασκήσεως της διασφαλιστικής της αρμοδιότητας και της λειτουργίας της ως θεματοφύλακα
του ενωσιακού δικαίου.
619 Άρθρο 259 της ΣΛΕΕ.

620 Όπως παλιότερα το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεδομένης της ευθείας

παραπομπής από τη μεταβατική διάταξη στο άρθρο 35 της πρώην ΣυνθΕΕ.


621 Υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 της ΣυνθΕΕ.

622 Ήτοι, την 1η Δεκεμβρίου 2014.

[170]
των Συνθηκών623. Σε κάθε περίπτωση και τα δύο προαναφερόμενα μεταβατικά μέτρα έπαυσαν
να ισχύουν μετά την 1η Δεκεμβρίου 2014, δηλαδή πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της
Συνθήκης της Λισαβόνας, που σημαίνει ότι αφενός μεν η Επιτροπή ανέκτησε τις εκ του άρθρου
258 της ΣΛΕΕ εκπορευόμενες αρμοδιότητές της624, αφετέρου δε το ΔΕΕ (πρώην ΔΕΚ) δεν
μπορούσε πλέον να αποφανθεί με προδικαστικές αποφάσεις επί του κύρους και της ερμηνείας
των αποφάσεων-πλαίσιο, εκτός αν είχαν στο μεταξύ τροποποιηθεί.
Η μεταβολή των παραπάνω αναφερόμενων αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και του
Δικαστηρίου μετά την παρέλευση πενταετίας από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της
Συνθήκης της Λισσαβόνας, όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση της φράσης «το μεταβατικό
μέτρο που προβλέπεται στην παράγραφο 1 παύει να παράγει αποτελέσματα»625, δε σημαίνει
ότι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ (μεταξύ αυτών και οι αποφάσεις-πλαίσιο) που
είχαν εκδοθεί υπό το προγενέστερο θεσμικό καθεστώς παρέμεναν σε ισχύ για το συγκεκριμένο
μεταβατικό χρονικό διάστημα και μετά καταργήθηκαν αυτόματα626. Αντιθέτως, οι έννομες
συνέπειές τους παραμένουν περιορισμένες επ’ αόριστον, έως ότου τροποποιηθούν627. Η
οποιαδήποτε λοιπόν υποχρέωση προς συμμόρφωση για τα κράτη-μέλη μόνο ατελής θα
μπορούσε ίσως να χαρακτηρισθεί628.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η Ελλάδα ψήφισε το Ν. 4285/2014,
«Τροποποίηση του Ν. 927/1979 (Α’ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση-πλαίσιο
2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και
εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες
διατάξεις», προγενέστερα της λήξης της μεταβατικής περιόδου, και συγκεκριμένα το
Σεπτέμβριο του 2014.

623 Κάτι το οποίο δεν προκύπτει για την εδώ εξεταζόμενη απόφαση-πλαίσιο, όπως αναφέρθηκε και
παραπάνω.
624 Αιτιολογημένη γνώμη επί της παραβίασης από κάποιο κράτος-μέλος υποχρέωσης εκπορευόμενης

από τις Συνθήκες και προσφυγή στο ΔΕΕ κατά κράτους-μέλους σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του
τελευταίου με την αιτιολογημένη γνώμη.
625 Παράγραφος 3, άρθρου 10, τίτλος VII, 36ου Πρωτοκόλλου (σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις),

προσαρτημένου στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη για τη λειτουργία της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.
626 Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο με νέα νομοθετική πράξη που το προβλέπει ρητά, δυνάμει του

τροποποιημένου πλέον πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης.


627 Έτσι οι S. Peers, European Commission: Action Plan on the Stockholm Programme, όπ.π. και P.

Craig – G. De Burca, EU Law, Text, Cases and Materials, όπ.π., σ. 937.


628 Πρβλ. και Χ. Μυλωνόπουλο, όπ.π., ΠοινΧρον 2011, σελ. 91, όπου επισημαίνεται ότι οι εν λόγω

Αποφάσεις-Πλαίσιο «παραμένουν σε ισχύ μέχρι πέντε έτη από την υπογραφή της Συνθήκης» αλλά και
Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σελ. 10, ο οποίος αναφέρει ότι «παύουν
ουσιαστικά να ισχύουν» μετά την πάροδο της μεταβατικής περιόδου και ως εκ τούτου δεν υφίστατο
υποχρέωση για την Ελλάδα να τροποποιήσει το νομοθετικό της καθεστώς.

[171]
Συμπεραίνοντας, ακόμα και αν καταλήξει κανείς στο ότι δεν υπήρχε υποχρέωση για την
Έλληνα νομοθέτη να μεταβάλλει το ήδη υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση
ορισμένων εκδηλώσεων του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σε σύμπλευση με τις ενωσιακές
επιταγές, δεν μπορεί πάντως να παραβλέψει την αξία των ερμηνευτικών συμπερασμάτων που
απορρέουν από την ανάλυση της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο. Η τελευταία, όπως θα δούμε στο
επόμενο μέρος, επηρέασε σε σημαντικό βαθμό τη διαμόρφωση του τελικού κειμένου του νόμου
4285/2014, η ερμηνεία του οποίου καθίσταται πλέον ευχερέστερη και πιο πλήρης. Δεν πρέπει
να λησμονούμε, βέβαια, και το γεγονός ότι το ποινικό δίκαιο ενέχει μία δυναμική, αφού
αφουγκράζεται τις κοινωνικές αλλαγές και επεμβαίνει με τα μέσα της ποινικής καταστολής,
όταν κρίνεται απαραίτητο. Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο εθνικός νομοθέτης
παρατήρησε την όξυνση του ρατσιστικού φαινομένου και των πολλαπλασιαστικών συνεπειών
που είχε στην κοινωνία, διέβλεψε την καθοδική πορεία που θα διέγραφε η εφαρμογή του
προγενέστερου, σχετικά ελλιπούς νομοθετικού καθεστώτος στο συγκεκριμένο τομέα μπροστά
σε μια ενδεχόμενη αμηχανία του να παρέμβει με τα κατασταλτικά μέτρα ενός πιο σύγχρονου
και αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου και κατέληξε στο συμπέρασμα πως ήταν αδήριτη η
ανάγκη για εκσυγχρονισμό και συμπλήρωση του Ν. 927/1979.
Στο επόμενο κεφάλαιο θα αναδειχθούν καίρια ζητήματα ποινικής δογματικής που
άπτονται της ερμηνείας του ισχύοντος πλέον στην Ελλάδα, κατόπιν όλων των σχετικών
εθνικών και ευρωπαϊκών παρεμβάσεων, νομικού πλαισίου για την καταπολέμηση εκδηλώσεων
ρατσισμού και ξενοφοβίας που σχετίζονται με το λόγο του μίσους. Κυρίαρχο χαρακτηριστικό
των σχετικών εγκλημάτων είναι ότι διαπλάθονται, ως επί το πλείστον, ως εγκλήματα
διακινδύνευσης, υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί αναγκαίο όρο και προϋπόθεση της
κατάφασης του αδίκου η επέλευση της βλάβης, και, μάλιστα, αόριστου αριθμού ατομικών
έννομων αγαθών αλλά και ενός υπερατομικού. Η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή διευρύνει
το αξιόποινο σε περιοχές έξω του στενού κύκλου της προσβολής (ήτοι της βλάβης) των
προστατευόμενων έννομων αγαθών, προκειμένου να επιτύχει την ευρύτερη δυνατή προστασία
τους.
Προκειμένου όμως να εξαχθεί ένα στέρεο και ασφαλές συμπέρασμα αναφορικά με το
είδος της τυποποιούμενης διακινδύνευσης (αφηρημένης, δυνητικής ή συγκεκριμένης;), θα
πρέπει η ακολουθούμενη ερμηνευτική πορεία να ξεκινήσει από την αποσαφήνιση του
μεγέθους εκείνου που κρίθηκε εν προκειμένω ως άξιου προστασίας και συνιστά εντεύθεν το
νομικό αντικείμενο των υπό κρίση διατάξεων, υπό το πρίσμα της θεωρίας του έννομου
αγαθού629. Η εύρεση και ανάδειξή του είναι μείζονος σημασίας, καθότι όχι μόνο διευκολύνει

629Η χρήση του όρου «έννομο αγαθό» και η σταδιακή υπερίσχυσή της στην Επιστήμη του Ποινικού
Δικαίου έναντι άλλων σχετιζόμενων, όπως είναι οι ακόλουθες: «αξία», «συμφέρον», «μέγεθος
προστασίας», φαίνεται να έχει παγιωθεί, παρά τις αντιρρήσεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με
την υποστασιοποίηση και την «υλικότητά» του. Βλ. σχετικά με την έννοια «έννομο αγαθό» Α.
Κατσαντώνη, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμος πρώτος, Η διδασκαλία περί εγκλήματος και αι
μορφαί εμφανίσεως αυτού, σ. 138 επ., Α. Κωστάρα, Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και Θεσμοί του Γενικού

[172]
την επίλυση νομικών προβλημάτων πρακτικής φύσεως, αλλά νομιμοποιεί συνάμα την
πρόβλεψη ποινής και τη χρήση των κατασταλτικών μέσων του ποινικού δικαίου. Εξάλλου, η
εισαγωγή που προηγήθηκε ευελπιστώ να έδωσε στον αναγνώστη, εν μέρει τουλάχιστον, το
στίγμα της κοινωνικής αναγκαιότητας που γέννησε τη συγκεκριμένη αντιρατσιστική
νομοθεσία και που προσδιορίζει το νομιμοποιημένο εύρος της ποινικής προστασίας.

Μέρους, 2η έκδοση, 2016, σ. 20 επ., Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους,
έκδοση γ’, σ. 42 επ., Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενική Θεωρία, 2004, σ. 145 επ., τον ίδιο, Η
διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, 1973, σ. 24 επ., του ιδίου, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια
του ποινικού δικαίου, 1998, Κ. Σταμάτη, Η συρροή ποινικών νόμων εν γένει και η μη τιμωρητή προτέρα
ή υστέρα πράξις, 1967, σ. 46 επ., Δ. Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν, ΠοινΧρον 1971 (ΚΑ’), σ. 721 επ., Δ.
Σπυράκο, Η κριτική λειτουργία της έννοιας του έννομου αγαθού, 1996, Α. Χαραλαμπάκη, Επιτομή
Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2016, σ. 7 επ., Ν. Χωραφά (επιμέλεια Κ. Σταμάτη), Ποινικόν Δίκαιον,
Τόμος Πρώτος, σ. 4 επ. Πρβλ. Ν. Ανδρουλάκη, Γεν. Μέρος-Έγκλημα, σ. 66 επ. για μια κριτική επί της
θεωρίας του έννομου αγαθού.

[173]
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ & ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑ:

ΤΟ ΔΙΠΤΥΧΟ ΤΗΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΗΣ

[174]
[175]
Ι. ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟ ΕΝΝΟΜΟ ΑΓΑΘΟ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 927/1979

1. Εισαγωγή

Η Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139) και
προσαρμογή του στην απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την
καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του
ποινικού δικαίου (L 328)»630 προτάσσει εμφατικά στην εναρκτήρια παράγραφό της την
προσήλωση της Ελληνικής Δημοκρατικής Πολιτείας στην «ουσιαστική προώθηση της ισότητας
ενώπιον του νόμου» και στην «εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων». Την παραπάνω επιλογή
θεμελιώνει στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντάγματος (στο εξής «Σ»). Στο μεν πρώτο
προσδιορίζεται ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου ως πρωταρχική
υποχρέωση της Πολιτείας, στο δε δεύτερο κατοχυρώνεται η ισότιμη προστασία και απόλαυση
των εκεί αναφερόμενων ατομικών δικαιωμάτων, δίχως δηλαδή διάκριση εθνικότητας, φυλής,
γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.
Η ίδια η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη προς ποινικοποίηση ορισμένων ανθρώπινων
συμπεριφορών που συνδέονται με ρατσιστικές και ξενοφοβικές εκδηλώσεις εμπλουτίζει και
συμπληρώνει την ευρύτερη προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα συνεκτικό νομοθετικό
πλαίσιο υπέρ της εξασφάλισης της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων και της απαγόρευσης
κάθε αυθαίρετης διάκρισης. Βέβαια, οι ποινικές διατάξεις του Ν. 4285/2014, που
τροποποίησαν τον προγενέστερο Ν. 927/1979, «Περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών
αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις», αποτελούν εξειδίκευση όχι μόνο των ως άνω
αναφερθεισών, αλλά και των ακόλουθων γενικών συνταγματικών προβλέψεων: α) του
δικαιώματος που έχει ο καθένας να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να
συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει
τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη (άρθρο 5 παρ. 1
του Σ), β) της γενικής αρχής της ισότητας ενώπιον του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Σ), γ)
της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης (άρθρο 13 του Σ) και τέλος, δ) της κατ’ άρθρο 25
παρ. 1 του Σ πρόβλεψης περί διασφάλισης της ανεμπόδιστης και αποτελεσματικής άσκησης
των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, τα οποία και τελούν υπό την
εγγύηση του Κράτους631. Είναι, με άλλα λόγια, οικοδομημένο πάνω στη στέρεη βάση των
συνταγματικών προβλέψεων, όπως αυτές συμπληρώνονται σε ορισμένες περιπτώσεις από
διεθνείς Συμβάσεις (π.χ. άρ. 26 ΔΣΑΠΔ, άρ. 2 παρ. 2 ΔΣΟΚΜΔ, άρ. 14 ΕΣΔΑ, Διεθνής
Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής διακρίσεων, άρ. 20 και 21 ΧΘΔΕΕ), λόγω της θέσης

630 Αναρτημένη στην ιστοσελίδα www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-


Nomothetikou-Ergou.
631 Έτσι ο Α. Μάνεσης, Όψεις και αντιμετώπιση του ρατσισμού, ΤοΣ 1/2000, σ. 24. Ομοίως και ο Χ.

Βασματζίδης, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά
ζητήματα, ΕΔΔΔΔ, 1/2015, σ. 23 επ. Βλ. και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.

[176]
που επιφυλάσσει στις τελευταίες ο συνταγματικός νομοθέτης μέσω του άρθρου 28 παρ. 1 του
Σ.
Εξάλλου το άρ. 5 παρ. 2 του Σ δεν περιορίζει την απόλυτη και χωρίς διακρίσεις (δηλαδή
ισότιμη) προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας στους Έλληνες πολίτες, αλλά την
επεκτείνει και σε όλους εκείνους που βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια. Δεν είναι βέβαια
μόνο τα μόλις προαναφερθέντα ατομικά δικαιώματα η απόλαυση των οποίων εξασφαλίζεται
ισότιμα για όλους τους ανθρώπους (ημεδαπούς και αλλοδαπούς), αλλά και μια πληθώρα άλλων
που εντάσσονται στην προσωπική και κοινωνική σφαίρα του καθενός 632. Αντίθετα, η γενική
αρχή της ισότητας απέναντι στο νόμο, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Σ,
επιφυλάσσεται μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια633, παρά
μόνο σε εξαιρετικές, ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις634. Περιορίζεται στην ισότητα των
δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων. Άλλωστε, η ιδέα της πραγματικής, ουσιαστικής ισότητας
των ανθρώπων είναι ουτοπική και γι’ αυτό η μόνη μορφή ισότητας που δύναται να
κατοχυρωθεί είναι η νομική, δηλαδή η ισονομία.
Από τις παραπάνω παρατηρήσεις δεν προκύπτει, καταρχάς τουλάχιστον, ως επαρκής
νομιμοποιητική βάση για την ποινική καταστολή εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας η
επικαλούμενη στην Αιτιολογική Έκθεση αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση τα
ιδιαίτερα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά ομάδων ή προσώπων. Άλλωστε, δεν πρέπει
να λησμονούμε και τη βασική αρχή που διέπει το Ποινικό Δίκαιο, ότι δηλαδή το τελευταίο θα
πρέπει να λειτουργεί ως “ultima ratio”, να επιλέγεται δηλαδή μόνο όταν δεν υπάρχει ηπιότερο
μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Τότε μόνο καθίσταται αναγκαία η ποινή. Με
δεδομένο, λοιπόν, το γεγονός ότι υφίστανται κι άλλοι κλάδοι δικαίου (π.χ. αστικό, διοικητικό)
που μπορούν να αντιμετωπίσουν εξ ίσου αποτελεσματικά ορισμένες περιπτώσεις αυθαίρετων
διακρίσεων635, κατ’ επιταγή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, και άρα δε χρειάζεται για αυτές
η προσφυγή στο ποινικό δίκαιο, η επιλογή εκ μέρους της Πολιτείας για ποινικοποίηση της
ρητορικής του μίσους, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 και 2 του Ν. 4285/2014, υποδηλώνει
ότι υπάρχουν και συμπεριφορές με μεγαλύτερη ουσιαστική απαξία, όπου πλέον δεν είναι μόνο

632 Βλ. για τη διάκριση σε πολιτική και οικονομική ισότητα αφενός και την προσωπική και κοινωνική
ισότητα αφετέρου Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Β’ τόμος, β’ έκδοση, σ.
1223. Η μεν πρώτη, ως γενική αρχή της ισότητας (άρ. 4 παρ. 1 του Σ), αναγνωρίζεται μόνο στους
Έλληνες πολίτες, η δε δεύτερη κατοχυρώνεται εξίσου για όλους τους ανθρώπους, ούτως ώστε να
απολαμβάνουν ισότιμα και ελεύθερα τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται σε αυτή.
633 Δηλαδή δεν εφαρμόζεται άμεσα και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών.

634 Όπως π.χ. στις περιπτώσεις της αμοιβής ίσης εργασίας (άρ. 22 παρ. 1, υποπαρ. 2 του Σ).

635 Όπως για παράδειγμα αρχικά ο Ν. 3304/2005 και στη συνέχεια ο Ν. 4443/2016 που τον

κατήργησε, καθώς και ο Ν. 3769/2009.

[177]
αναγκαία η ποινή ως έσχατο καταφύγιο, αλλά και η ίδια η συμπεριφορά είναι τόσο
ανεπιθύμητη που είναι αναγκαίο να αποτραπεί δια της ποινικής πρόβλεψης636.
Αναζητείται περαιτέρω αν θα μπορούσε να αποτελέσει ικανοποιητικότερη
δικαιοπολιτική βάση του υπό εξέταση νομοθετήματος η θεμελιώδης θέση ότι όλοι οι άνθρωποι
έχουν την ίδια εγγενή «αξία», την οποία οφείλει να σέβεται και να προστατεύει απόλυτα η
ελληνική δημοκρατική Πολιτεία βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος 637. Υπάρχει από
τη γέννηση και την ένταξη στο ανθρώπινο είδος. Δημιουργεί μία κοινή αφετηρία και
συνεπάγεται την εγγενή ισότητα της αξίας του ανθρώπου638, την οποία μάλιστα δικαιούνται
και πρέπει να απολαμβάνουν ισότιμα όλοι οι άνθρωποι639. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι
ορισμένες μορφές διακρίσεων, όπως αυτές που πηγάζουν από ρατσιστικά ιδεολογήματα και
προκαταλήψεις περί ανωτερότητας ορισμένων φυλών και εντεύθεν κατωτερότητας κάποιων
άλλων, δεν παραβιάζουν απλώς την αρχή της ισότητας και την αρχή της δίκαιης και ίσης
μεταχείρισης, η οποία άλλωστε απευθύνεται στους φορείς της δημόσιας εξουσίας, αλλά πολύ
περισσότερο θίγουν την ίδια την αξία του ανθρώπου, τον αυτονόητο και φυσικά κεκτημένο
πυρήνα της ύπαρξής του, που τον διακρίνει από οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη και δεν εξαρτάται
από την ύπαρξη ή μη ορισμένων ατομικών δεξιοτήτων. Επειδή, όμως, η έννοια «αξία»
θεωρήθηκε ότι έχει περισσότερο μία φιλοσοφική ή/και θεολογική χροιά, προκρίθηκε ως
προσφορότερη και σε αντικατάστασή της η χρήση του όρου «αξιοπρέπεια»640.

636 Για την αναγκαιότητα της ποινής και τον επιμερισμό αυτής πρώτον σε «αναγκαιότητα του
στόχου», ότι δηλαδή «το επιδιωκόμενο μέσω της ποινής είναι αναγκαίο να επιδιωχθεί», και δεύτερον
σε «αναγκαιότητα του μέσου ή της ποινής sticto sensu», ότι δηλαδή «η πραγμάτωση του
επιδιωκόμενου μόνο με την ποινή μπορεί να επιτευχθεί» βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι.
Θεωρία για το έγκλημα, 2006, σ. 48.
637 Σχετικά με το εάν η ανθρώπινη αξία (και η συναφής έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπεια) μπορεί

να αποτελέσει προστατευόμενο έννομο αγαθό, άρα και νομιμοποιητική βάση, του υπό εξέταση
νομοθετικού οικοδομήματος είναι ένα ερώτημα στο οποίο θα επανέλθουμε με λεπτομέρειες παρακάτω.
638 Χαρακτηριστική είναι η Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών, του 1776, που θεωρεί

ως «αυταπόδεικτες αλήθειες, ότι όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι· ότι είναι προικισμένοι από τον
Δημιουργό τους με ορισμένα αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα· ότι ανάμεσα σε αυτά είναι η ζωή, η
ελευθερία και η επιδίωξη της ευτυχίας», θέση με την οποία συνηγορεί αργότερα και η Οικουμενική
Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, του 1948. Σύμφωνα με αυτή, «όλοι οι άνθρωποι γεννώνται
ελεύθεροι και ίσοι σε αξιοπρέπεια και σε δικαιώματα». Παρόμοια και η Σύμβαση του ΟΗΕ του 1965
«Για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων», όπου απορρίπτονται ως οι θεωρίες περί
«ανώτερων» και «κατώτερων» φυλών ως «επιστημονικά ατεκμηρίωτες».
639 Βλ. και Α. Μάνεση, όπ.π., ΤοΣ 1/2000, σ. 16, όπου και υποστηρίζει ότι: «Όλοι (εν. οι άνθρωποι)

είναι διαφορετικοί, αλλά και όλοι είναι ίσοι, επειδή ακριβώς έχουν την κοινή σε όλους ανθρώπινη
ιδιότητα και την συναφή αξία».
640 Η οποία και συναντάται στο άρθρο 7 παρ. 2 του Σ. Βλ. για την επισήμανση του κειμένου Π.Δ.

Δαγτόγλου, όπ.π., 2η έκδοση, σ. 1322. Βλ. και Κ. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη
Αξιοπρέπεια, σ. 33, υπ. 56, όπου και επισημαίνει ότι θεωρεί τους όρους αυτούς ταυτόσημους. Πρβλ.

[178]
Βέβαια και η μόλις προαναφερθείσα θέση δεν είναι αναντίρρητη. Στην αναζήτηση της
δικαιολογητικής βάσης αναφορικά με την ποινικοποίηση της δημόσιας εκφοράς του
ρατσιστικού λόγου, με το ειδικότερο περιεχόμενο που διαλαμβάνει στα άρθρα 1 και 2 του Ν.
927/1979, όπως τροποποιήθηκαν με το Ν. 4285/2014, η προτίμηση της ανθρώπινης αξίας
έναντι της προαναφερθείσας ισότητας δεν είναι κατ’ ανάγκη ορθή. Υποστηρίζεται ότι το θετό
δίκαιο, δηλαδή το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά
σε μια οργανωμένη υπό όρους κράτους δικαίου κοινωνία, έχει τυπική και παράλληλα
ουσιαστική νομιμοποίηση, όταν διέπεται από όρους σαφήνειας, προβλεψιμότητας,
ουδετερότητας (άλλως γενικότητας) και αφαιρετικότητας641. Δηλαδή από τη μία απαιτείται οι
κανόνες δικαίου να ισχύουν το ίδιο για όλους τους κοινωνούς του δικαίου ανεξαιρέτως, οι
οποίοι μάλιστα θα είναι ορισμένοι και θα ισχύουν από πριν, ούτως ώστε οι πολίτες να
γνωρίζουν τις έννομες συνέπειες των επιλογών τους κι ως εκ τούτου ελεύθερα να προβαίνουν
σε αυτές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη απέναντι στην κρατική δράση
και επιτυγχάνεται εν μέρει ασφάλεια δικαίου. Υποδηλώνει, όμως, ταυτόχρονα και το γεγονός
ότι η τυπικότητα του θετού δικαίου είναι μεν ένας αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής όρος για την
εμπέδωσή του σε μια δημοκρατική κοινωνία. Χρειάζεται και ένα αξιολογικό υπόβαθρο, που
δεν είναι άλλο από την καθίδρυση μιας έννομης τάξης που διέπεται από όρους ίσης ελευθερίας
για όλους τους ανθρώπους, όπου όλοι θα απολαμβάνουν τις ίδιες ελευθερίες 642. Ο σκοπός
αυτός, άλλωστε, βρίσκεται εντός του ισχύοντος συνταγματικού πλαισίου, το οποίο και
καθορίζει το αντικειμενικό σύστημα αξιών, έχοντας πάντα ως τελικό στόχο την υλοποίηση του
κράτους δικαίου, μιας πραγματικής δηλαδή και ουσιαστικής δικαιοσύνης643. Ένας τέτοιος
φιλελεύθερος σκοπός όμως δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί δίχως σεβασμό του ανθρώπου και
αναγνώριση της εγγενούς αξίας του. Συνεπώς, ορθότερο θα ήταν στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι
η προστασία του ιστορικά κατακτημένου και κυρίως του αναφαίρετου δικαιώματος για
ελευθερία και ισότητα, που δικαιούνται να απολαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι,
απορρέει από την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητά τους και τη συναφή αξία που συνεπάγεται η

όμως και Α. Δημητρόπουλο, Συνταγματικά Δικαιώματα. Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, όπ.π., σ. 271,
που θεωρεί σαφώς διακριτές μεταξύ τους τις παραπάνω έννοιες, με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια να μην
μπορεί να εξαντλήσει το νοηματικό εύρος της έννοιας «αξία».
641 Σύμφωνα με τον Ι. Καντ, «το δίκαιο είναι το σύνολο των θεσμικών όρων κάτω από τους οποίους η

ελευθερία καθενός μπορεί και πρέπει να συνυπάρξει με εκείνη των άλλων κάτω από νόμους με ισχύ
γενική για όλους». Βλ. γι’ αυτό Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, επιτομή, σ. 3.
642 Έτσι ο Κ. Σταμάτης, όπ.π., σ. 4.

643 Μία τέτοια θεώρηση του δικαίου βασίστηκε αρχικά στις ιστορικές κατακτήσεις των φιλοσοφικών

ρευμάτων του Διαφωτισμού και των μετέπειτα επαναστάσεων, επαναπροσδιορίστηκε αργότερα μέσα
από το φιλελεύθερο πνεύμα που διέπνεε τη μεταπολεμική Γερμανία και τέλος, στη σύγχρονη εποχή,
εδραιώθηκε στη θεωρία του κοινωνικού συστήματος. Έτσι ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ, 1/2015, σ.
27-35, όπου και προβαίνει σε καταγραφή της ιστορικής διαδρομής των θεωριών περί της έννοιας του
έννομου αγαθού.

[179]
κοινή αυτή ιδιότητα644. Ως εκ των άνω επιχειρημάτων φαίνεται να προκύπτει ότι η προστασία
της ανθρώπινης αξίας είναι περισσότερο ένας διαρκώς επιδιωκόμενος στόχος της νομοθετικής
εξουσίας, κατ’ επιταγή του συνταγματικού νομοθέτη645, στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου
δημοκρατικού πολιτεύματος και συνάμα μία αναγκαία βάση που προσιδιάζει σε κάθε εν γένει
νομοθετική πρόβλεψη, παρά μία αυτοτελής νομιμοποιητική βάση στο υπό εξέταση
νομοθέτημα646. Θα μπορούσε κάλλιστα να ισχυριστεί κανείς ότι η αρχή του απαραβίαστου της
ανθρώπινης αξίας «φωτίζει» το σύνολο των κανόνων δικαίου της ελληνικής έννομης τάξης, ως
ένας ισχυρός προβολέας του οποίου το φως διασκορπίζεται παντού, προσδίδοντας έτσι έναν
ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα στο νομικό μας πολιτισμό. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί στο
σημείο αυτό ότι η διάταξη του άρ. 2 παρ. 1 δεν έχει υπέρτερη ισχύ σε σχέση με τις λοιπές
συνταγματικές διατάξεις, αλλά υπακούει και αυτή στη λογική της τυπικής ισοδυναμίας των
συνταγματικών κανόνων647.
Πάντως από μία απλή ανάγνωση της Αιτιολογικής Έκθεσης στο σχέδιο νόμου για την
τροποποίηση του ν. 927/1979 δεν προκύπτει με σαφήνεια το προστατευόμενο από τις
διατάξεις και εντεύθεν το προσβαλλόμενο από τις τυποποιούμενες συμπεριφορές έννομο
αγαθό648, ως νομιμοποιητική βάση της προβλεπόμενης ποινικοποίησης. Όπως αναφέρθηκε και
παραπάνω, αρχικά γίνεται επίκληση της επιλογής για προώθηση της ισότητας και για
εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων. Στη συνέχεια επαναλαμβάνεται αυτολεξεί η υπ’ αριθμ. (1)
σκέψη της Εισηγητικής Έκθεσης στη με αριθμό 2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ε.Ε., ότι δηλαδή: «ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αντίκεινται ευθέως στις αρχές
της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές στις οποίες θεμελιώνεται η
Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι κοινές στα κράτη-μέλη». Είδαμε, βέβαια, ότι η επικαλούμενη λίγο

644 Βλ. σχετικά Α. Μανιτάκη, Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, σ. 405,
ο οποίος θεωρεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως «κανονιστική μήτρα όλων των θεμελιωδών
δικαιωμάτων και ελευθεριών».
645 Άρθρο 2 παρ. 1 του Σ, διάταξη η οποία κατά την κρατούσα άποψη θεσπίζει κανόνα δικαίου

επιτακτικό και δεν είναι απλώς μία κατευθυντήρια αρχή. Η Πολιτεία οφείλει τόσο να σέβεται όσο και
να προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, υπό την έννοια ότι οφείλει επιπρόσθετα να λαμβάνει τα
κατάλληλα μέτρα (μεταξύ αυτών και τα νομοθετικά), ώστε να αποφεύγεται η προσβολή της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας από φορείς κρατικής εξουσίας αλλά και από τρίτους, δηλαδή τους πολίτες.
Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η εκδ., σ. 1320 κ.επ. και κυρίως σ.
1322.
646 Όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο Ν. Ανδρουλάκης, Το νέο Σύνταγμα και η ποινική δικαιοσύνη,

στην έκδοση: Η επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του ιδιωτικού και Δημοσίου δικαίου, σ. 65,
αναφορικά με το άρθρο 2 παρ. 1 του Σ. «το πνευματικό της φως διαχέεται πια σ’ ολόκληρη τη
νομοθεσία μας, και σαν τέτοια δεν μπορεί παρά ν’ ασκεί βαθύτατη επίδραση και στο χώρο της ποινικής
δικαιοσύνης-κατεξοχήν μάλιστα σ’ αυτόν».
647 Έτσι ο Α. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, Σύστημα συνταγματικού δικαίου, σ. 256.

648 Ή αλλιώς το νομικό αντικείμενο των ποινικών διατάξεων ή το αντικείμενο προστασίας.

[180]
παρακάτω αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, και ορθότερα των αυθαίρετων διακρίσεων,
είναι απόρροια της αρχής της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων, μιας και η πραγματική
ισότητα είναι ουσιαστικά ανέφικτη και ανύπαρκτη. Αποτελεί για την ακρίβεια τον ένα πόλο
του άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η αρχή της ισότητας, όπως νοηματοδοτήθηκε
παραπάνω649. Τέλος, παρατίθεται και η θέση πως η ανάγκη για την καταπολέμηση του
ρατσισμού και της ξενοφοβίας «θεμελιώνεται στα δικαιώματα της ανθρώπινης ελευθερίας και
αξιοπρέπειας». Ουσιαστικά, δηλαδή, πραγματοποιείται μια καθολική αναφορά από τον εθνικό
νομοθέτη σε όλες εκείνες τις συνταγματικές αρχές του νομικού μας συστήματος που δύνανται
να στηρίξουν δικαιοπολιτικά την επιλογή του για καταπολέμηση εν γένει του ρατσισμού και
της ξενοφοβίας μέσα σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου.
Ωστόσο, η ποινική καταστολή της ρητορικής του μίσους, που συνδέεται άρρηκτα με τα
κοινωνικά φαινόμενα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, ενέχει μια ιδιαιτερότητα που
προκύπτει πρωτίστως από την ίδια τη φύση του ποινικού δικαίου, ως κλάδου του δημόσιου
δικαίου. Παράλληλα αποτελεί και μια ειδικότερη περίπτωση650 σε σχέση με τη νομοθέτηση
που προκύπτει από τη γενικότερη ανάγκη, αλλά και την υποχρέωση που φέρει ένα κράτος
δικαίου να εξαλείφει τις αυθαίρετες διακρίσεις, απαγορεύοντάς τες, και να προωθεί έτσι την
ουσιαστική ισότητα στην απόλαυση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των ανθρώπων
που διαβιούν στην επικράτειά του.
Η μόλις προηγουμένως αναφερθείσα ιδιαιτερότητα του ποινικού δικαίου αποτελεί ένα
ζήτημα το οποίο προσφέρεται για αυτοτελή και σε βάθος ανάλυση, η οποία ωστόσο ξεφεύγει
του πλαισίου της παρούσας μελέτης. Για τη νοηματική σύνδεση, όμως, με την κεντρική έννοια
του «έννομου αγαθού», που θα μας απασχολήσει εκτενέστερα εν προκειμένω, απαραίτητη
κρίνεται η ακόλουθη σύντομη αναφορά.
Η εφαρμογή των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού δικαίου από τα συγκροτημένα για
το σκοπό αυτό θεσμικά όργανα της Πολιτείας και φυσικά οι ποινικές διαδικασίες που
εγείρονται σε βάρος κάποιου φυσικού προσώπου από την ύπαρξη ενδείξεων ότι έχει τελεστεί
ένα έγκλημα παράγουν για εκείνο έννομα και μη αποτελέσματα τόσο ξεχωριστά, σε σχέση με
εκείνα που παράγουν άλλοι κλάδοι δικαίου (π.χ. αστικό, διοικητικό), που αναγκαστικά θέτουν
(και θα πρέπει να θέτουν) φραγμούς στην άσκηση της ποινικής νομοθέτησης εκ μέρους της
οργανωμένης Πολιτείας. Ενδεικτικό του χαρακτήρα του ποινικού κολασμού είναι το στοιχείο
του «στιγματιστικού» χαρακτήρα της ποινής, η οποία προβλέπεται από το νομοθέτη και
επιβάλλεται από τα δικαστήρια προκειμένου να γίνει αισθητή από το δράστη μιας αξιόποινης
πράξης ως «κακό»651. Από τις απαρχές της ποινικής διαδικασίας εκθέτει τον εμπλεκόμενο στα

649 Τον άλλο πόλο αποτελεί η «επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως». Βλ. γι’ αυτό Π.Δ.
Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 1218.
650 Έτσι και ο Α. Χουλιάρας, Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου, ΝοΒ 2017, Τόμος 65, σ. 1222

επ..
651 Για τον Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 16 επ., κεντρική έννοια του

ποινικού δικαίου είναι αυτή της ποινής, από την οποία προβαίνει σε αναλογική απαγωγή των ορίων του

[181]
μάτια των συμπολιτών του ως ενδεχόμενο παραβάτη του νόμου, ενίοτε δε τον περιθωριοποιεί,
ενώ στις σοβαρότερες περιπτώσεις τον απομακρύνει από την ελεύθερη κοινωνική διαβίωση,
απενεργοποιώντας ορισμένες δυνατότητές του. Η διάγνωση της ενοχής και η επιβολή ποινής
στοχεύει παράλληλα και στον εσωτερικό του κόσμο, έτσι ώστε να αισθανθεί ο δράστης στο
«πετσί του», όπως θα έλεγε και ο λαός μας, την αποδοκιμασία της Πολιτείας για το έγκλημα
που διέπραξε. Κανένας άλλος κλάδος δικαίου δε συνεπάγεται τέτοιες βαρύτατες επιπτώσεις
στην ατομική και κοινωνική σφαίρα του ανθρώπου, παραδοχή που καθιστά σαφή τη
μοναδικότητα της ποινικής καταστολής. Ασφαλιστική δικλείδα και παράλληλα όριο απέναντι
σε μια ενδεχόμενη καταχρηστική ποινική νομοθέτηση, που συνεπάγεται παράνομη επέμβαση
στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου και ενδεχομένως και στο φρόνημά του, αποτελούν οι
επιταγές του κράτους δικαίου652 καθώς και η πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας για
σεβασμό και προστασία της αξίας του ανθρώπου653 .
Σε ένα κράτος δικαίου ο ποινικός νομοθέτης δεν είναι ελεύθερος να καταστήσει ποινικά
κολάσιμη οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά. Το Ποινικό Δίκαιο αποβλέπει στην

εγκλήματος, σ. 51. Την ορίζει δε ως «μία προβλεπόμενη από το νόμο σκληρή, δηλ. στιγματιστική και
οδυνηρή μεταχείριση, η οποία επιβάλλεται σε κάποιον από την Πολιτεία, προκειμένου να γίνει αισθητή
ως τέτοια, ως αποκλειστική έκφραση ιδιαίτερης, υπερβατικά στηριγμένης αποδοκιμασίας για μια
αντικανονική συμπεριφορά του». Βλ. όμως και Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, για την
«υλική υπόσταση» της ποινής, ως στοιχείο του ποινικού φαινομένου, και τη «διαλεκτική σύλληψη»
αυτής. Για τον Α. Κατσαντώνη, ΠΔ. Γενικόν Μέρος. Ι., 1972, σ. 24, οι κανόνες του ποινικού δικαίου
αποτελούν το όχημα για την άσκηση του “ius puniendi” της Πολιτείας, η οποία επιβάλλει «δια του
εξαναγκασμού και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον» ορισμένη συμπεριφορά. Πρβλ. και την άποψη
του Γ.Α. Μαγκάκη, ΠΔ. Διάγραμμα, 1984, σ. 22, ο οποίος επιχειρηματολογεί ιδιαίτερη εύστοχα υπέρ
της «ιδιαίτερα έντονης ιδιομορφίας» του Ποινικού Δικαίου, με την οποία συμφωνεί και ο Ν.
Μπιτζιλέκης, σε Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 2016, σ. 29-33. Συναφώς και ο Α. Κωστάρας, ΠΔ.
Έννοιες και θεσμοί, 2016, σ. 12 επ. Τέλος, ο Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον (επιμ. Κ. Σταμάτη, 1978), σ.
5 ορίζει την ποινή ως την «ενεργοτέραν και βαθύτερον εν τη προσβολή των εννόμων αγαθών του
ατόμου χωρούσαν έννομον βίαν».
652 Στα συνταγματικά όρια της ποινής, όμως, διαπλέκονται και τα ηθικά, ισχυρίζεται ο Ν.

Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 55 επ. και κυρίως σ. 58. Στην
αντικειμενικοποίηση των ηθικών ορίων, ως ασφαλούς βάσης ενός βέβαιου και ουδέτερου δικαίου,
σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η «αρχή της βλαπτικότητας», θέση στην οποία καταλήγει σαφώς
επηρεασμένος από τον άγγλο φιλόσοφο John Stuart Mill. Για την ηθική βάση του ποινικού δικαίου βλ.
και Χ. Μυλωνόπουλο, Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 50-51. Πρβλ. όμως και Ι.
Μανωλεδάκη, Το έννομο αγαθό, 1998, σ. 108, 194 και 199, όπου εκφράζει μια αποστροφή ως προς την
εμπλοκή των ηθών στο φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο, καθότι τα ήθη αποτελούν, κατά τη γνώμη του,
«μέγεθος προστασίας ολοκληρωτικών ποινικών συστημάτων». Οι αξιολογήσεις που παρεισφρέουν
μέσω αυτών νοθεύουν το αντικειμενικό άδικο και δημιουργούν ανασφάλεια δικαίου με την
υποκειμενική τους αβεβαιότητα, δημιουργώντας παράλληλα τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη
χειραγώγηση του φρονήματος των πολιτών. Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 157.
653 Έτσι ο Δ. Σπινέλλης, Το έννομον αγαθόν, ΠοινΧρον 1971 (ΚΑ’), σ. 732 επ.

[182]
πραγμάτωση και εξασφάλιση των προϋποθέσεων εκείνων που είναι απαραίτητες για την
ανεμπόδιστη ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου και συνάμα στην ειρηνική κοινωνική
συμβίωση των πολιτών654. Δεν μπορεί να απειλήσει ποινή εναντίων συμπεριφορών που δεν
προσβάλλουν κατά τρόπο ανυπόφορο αγαθά του ατόμου ή του συνόλου που έχουν αναχθεί
από την Πολιτεία σε έννομα, και μάλιστα στο βαθμό που να εγείρουν έντονη «ηθικοκοινωνική
απαξία»655. Η παρατήρηση αυτή, βέβαια, δε σημαίνει ότι το Ποινικό Δίκαιο υφίσταται για να
εκπληρώνει τους κανόνες που επιτάσσει η Ηθική, ούτε ότι υποτάσσεται σε αυτήν. Ο
λειτουργικός προορισμός του εξαντλείται στη ρύθμιση των ανθρώπινων συμπεριφορών με
χρήση εξαναγκαστικών μέσων, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι διέπεται από όρους
ουσιαστικής κοινωνικής Δικαιοσύνης, στην πραγμάτωση της οποίας αποβλέπει ένα κράτος
δικαίου656. Η Δικαιοσύνη, άλλωστε, αποτελεί μία από τις βασικές αξίες της Ηθικής,
προσδίδοντας έτσι την απαραίτητη αξιολογική διάσταση στο θετό δίκαιο657. Θετό δίκαιο,
λοιπόν, που διέπεται από όρους Δικαιοσύνης είναι αυτό που εξασφαλίζει σε όλους την ισότιμη
απόλαυση των ελευθεριών, επιδεικνύοντας παράλληλα σεβασμό και ανοχή στη
διαφορετικότητα των ηθικών αντιλήψεων των μελών της κοινωνίας, οι οποίες, βέβαια, ούτε
μπορούν ούτε και πρέπει να επιβάλλονται εξαναγκαστικά. Όταν όμως αναιρείται μέσα σε μια
κοινωνία η δυνατότητα για βίωση αυτής της ελευθερίας από τη δράση άλλων ανθρώπων, το
Κράτος νομιμοποιείται και ως εκ τούτου οφείλει να επέμβει με τα μέσα της ποινικής
καταστολής, αρκεί οι περιορισμοί της ελευθερίας που εισάγονται δια της νομοθεσίας να είναι

654 Βλ. Γ.Α. Μαγκάκη, ΠΔ. Διάγραμμα, 1984 σ. 35 επ. και κυρίως σ. 38, C. Roxin, The Legislation
Critical Concept of Goods-in-law under Scrutiny, EuCLR 2013, σ. 6 και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979,
Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 20.
655 Για την ηθικοκοινωνική αποδοκιμασία που εκφράζει η ποινή βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό

Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 17, ο οποίος αναφέρεται στην Ηθική ως μία μορφή «υπερβατικού
στηρίγματος της ιδιαίτερης αποδοκιμασίας» της ποινής. Βλ. επίσης του ιδίου, «Άσεμνο» και ποινή
σήμερα, ΠΧ ΛΓ’ (1983), σ. 209 επ. και κυρίως 215 επ., όπου και εξετάζεται το ερώτημα κατά πόσο
«είναι δουλειά του ποινικού δικαίου να προστατεύει με την προσιδιάζουσα σ’ αυτό σκληρή κύρωση-την
ποινή-τους κανόνες της όποιας ηθικής». Ομοίως και ο Χ. Μυλωνόπουλος, ΠΔ, Γενικό Μέρος. Ι, 2007, σ.
8-9, που διατείνεται ότι ναι μεν ο σκοπός του ποινικού δικαίου δεν είναι ηθικοπλαστικός, παράλληλα
όμως, χωρίς αυτό να έρχεται σε αντίθεση με τη μόλις προαναφερθείσα θέση του, συμφωνεί ότι η απειλή
ποινής θα πρέπει να προβλέπεται για συμπεριφορές «κοινωνικοηθικώς ανυπόφορες». Παρόμοια ο
ίδιος, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 50-51. Έντονα απορριπτικός αναφορικά με τις
ηθικοκοινωνικές αξίες συμπεριφοράς, ως μέσο συγκερασμού του έννομου αγαθού με τα ιδεώδη στο
κέντρο βάρους του ποινικού συστήματος είναι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 148-
149. Πρβλ. και Δ. Σπινέλλη, όπ.π., ΠΧ ΚΑ’, σ. 731 επ.
656 Έτσι ο Γ.Α. Μαγκάκης, Π.Δ. Διάγραμμα, 1984, σ. 37. Ομοίως και ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ,

1/2015, σ. 35.
657 Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο H.-J. Rudolphi, Die verschiedenen Aspekte des

Rechtsgutsbegriffs, Honig, FS, 1970, σ. 151 επ. η απονομή τυπικής δικαιοσύνης μπορεί να
πραγματώνεται και σε ένα κράτος αδίκου.

[183]
δικαιολογημένοι658. Περαιτέρω, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η ποινή είναι ένα «κακό»
που πρέπει να γίνεται αισθητή ως τέτοιο659. Και, μάλιστα, λόγω της συνταγματικά
κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας660, πρέπει να είναι ένα ανάλογο κακό, δηλαδή να
αποτελεί μια οργανωμένη απάντηση της Πολιτείας, η οποία να αποδοκιμάζει το δράστη για
την άδικη πράξη που διέπραξε στον ίδιο βαθμό που κι αυτός, από άποψη βαρύτητας της
προσβολής και βαθμού της ενοχής, διατάραξε την κοινωνική ομαλότητα και κανονικότητα.
Στη λειτουργία της αυτή η Πολιτεία περιορίζεται από συνιστώσες που κατατείνουν τόσο
στην προστασία των έννομων αγαθών όσο και στην εξασφάλιση των ατομικών ελευθεριών του
πολίτη από την αυθαίρετη άσκηση της κρατικής λειτουργίας661. Και όταν γίνεται λόγος περί

658 Εξάλλου, οι αξίες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, έτσι όπως διαμορφώθηκαν από τις κοινωνικο-
πολιτικές αλλά και φιλοσοφικές αντιλήψεις των Τόμας Χομπς, Τζον Λοκ, Ζ.Ζ. Ρουσώ και Ιμμάνουελ
Καντ, διαπερνώντας τους αιώνες και εμποτίζοντας τις μετέπειτα εθνικές νομοθεσίες των κρατών,
απαιτούν μια κοινωνία όπου όλοι θα απολαμβάνουν ισότιμα και ελεύθερα τα δικαιώματά τους, με «την
ελευθερία του ενός να σταματά εκεί που αρχίζουν να θίγονται τα όρια της ελευθερίας των άλλων». Για
την έννοια του φιλελευθερισμού βλ. G. Gaus, S.D. Courtland and D. Schmidtz, "Liberalism", The
Stanford Encyclopedia of Philosophy (Spring 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL =
<https://plato.stanford.edu/archives/spr2018/entries/liberalism/.
659 Μέσα σε αυτή την τοποθέτηση συμφύρονται τόσο η φύση όσο και η λειτουργία της ποινής, δίχως

όμως αυτό να σημαίνει ότι δίνεται προτεραιότητα ή έστω έμφαση στην ανταποδοτική λειτουργία της
ποινής, και μάλιστα υπό την ακραία εκδοχή που θέλησε να δώσει σε αυτή ο Γερμανός εκπρόσωπος του
φιλοσοφικού ρεύματος του Ιδεαλισμού, Ιμμάνουελ Καντ (1724-1804). «Πράττε», λέει ο Καντ, «μόνο
βάσει μιας τέτοιας αρχής που να μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις η αρχή αυτή να γίνει ένας καθολικός
νόμος», ένας κανόνας που να ισχύει για ολόκληρη την ανθρωπότητα, Ι. Καντ, Τα θεμέλια της
μεταφυσικής των ηθών, μετ. Γ. Τζαβάρας, 1984, σ. 71. Αυτή είναι η γνωστή «κατηγορική προσταγή»
του Καντ, ο ηθικός νόμος, που σε σχέση με το ποινικό δίκαιο εν γένει και την ποινή συγκεκριμένα
σημαίνει ότι η Πολιτεία οφείλει να μεταχειρίζεται τον εγκληματία ως σκοπό και όχι να τον υποβιβάσει
σε μέσο για την εκπλήρωση κάποιου σκοπού και ως εκ τούτου θα πρέπει να επιβάλλει ποινή μόνο και
μόνο γιατί διαπράχθηκε ένα έγκλημα, ως ανταπόδοση σε αυτόν, και όχι για να συνετιστούν οι άλλοι.
Βλ. για την παρατήρηση αυτή Ν. Παρασκευόπουλο, Ποινολογία, 2016, σ. 33 και Ν. Μπιτζιλέκη, σε
Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, 2016, σ. 34.
660 Άρθρο 25 παρ. 1, εδάφιο τελευταίο του Σ.

661 Για αυτή τη διττή λειτουργία του ποινικού δικαίου βλ., μεταξύ άλλων, και Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ.

Γενικό Μέρος Ι, 2007, σ. 5 επ. καθώς και τον ίδιο, ΠΔ. Γενικό μέρος, 2η έκδ., 2020, 48-51. Βλ. επίσης
την πολύ εύστοχη τοποθέτηση του Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 29, ότι «το ποινικό
δίκαιο δεν είναι μόνο μέτρο προστασίας αλλά και μέτρο ελευθερίας». Ο Γ.Α. Μαγκάκης, ΠΔ.
Διάγραμμα, 1984, σ. 39 χαρακτηρίζει την προστατευτική των έννομων αγαθών λειτουργία ως
«πρωταρχική και βασική», τη δε εξασφαλιστική του ατόμου ως «δευτερογενή». Σύμφωνος με τη διττή
κοινωνική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου και ο Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, (επιμ. Κ. Σταμάτη,
1978), σ. 5.

[184]
έννομων αγαθών στο ποινικό δίκαιο662, εννοούνται τα στοιχεία εκείνα της κοινωνικής
πραγματικότητας που έχουν αναχθεί κατόπιν αξιολογικής κρίσης από το νομοθέτη σε
έννομα663, λόγω της καθολικής αξίας που αναγνωρίζεται σε αυτά από το γενικότερο συμφέρον

662 Βλ. σχετικά με την έννοια «έννομο αγαθό» Ν. Δημητράτο, Έννομο αγαθό, 1998, σ. 23 επ., Α.
Κατσαντώνη, ΠΔ, Γενικόν Μέρος. Ι., σ. 138 επ., Α. Κωστάρα, ΠΔ, Έννοιες και Θεσμοί, 2016, σ. 20 επ.,
Γ.Α. Μαγκάκη, ΠΔ, Διάγραμμα, 1984, σ. 42 επ., Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 145 επ.,
τον ίδιο, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, 1973, σ. 24 επ., του ιδίου, Το έννομο αγαθό, 1998,
Δ. Σπυράκο, Η κριτική λειτουργία της έννοιας του έννομου αγαθού, 1996, Κ. Σταμάτη, Η συρροή
ποινικών νόμων, 1967, σ. 46 επ., Δ. Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν, ΠοινΧρον 1971 (ΚΑ’), σ. 721 επ., 801
επ., Δ. Σπυράκο, Η κριτική λειτουργία της έννοιας του εννόμου αγαθού, 1996, σ. 41 επ., Α.
Χαραλαμπάκη, Επιτομή Ποινικού Δικαίου, 2016, σ. 7 επ., Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, (επιμέλεια Κ.
Σταμάτη 1978), σ. 4 επ. Πρβλ. όμως και Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 66 επ.
για μια κριτική επί της θεωρίας του έννομου αγαθού, όπως επίσης και του ιδίου, «Επιστήμη» και
Μεταφυσική στο Ποινικό Δίκαιο, ΠΧ Λ’ (1980), σ. 385 επ., Το τέλος μιας «θεωρίας», ΠΧ 1980, σ. 507
επ., «Άσεμνο» και ποινή σήμερα, ΠΧ 1981, σ. 210 επ., για μια κριτική ειδικά επί της διαλεκτικής
σύλληψης του έννομου αγαθού από τον Ι. Μανωλεδάκη και ιδίως της υλικότητας αυτού.
663 Η θέση αυτή του κειμένου αντικατοπτρίζει τη σύγχρονη θεώρηση του έννομου αγαθού από την

ποινική επιστήμη, όπως διαχρονικά μετεξελίχθηκε, ξεκινώντας από τις πιο πρωτόγονες μορφές του,
υπαγορευμένες από το ιδεολογικό υπόβαθρο του Διαφωτισμού, στις μεταγενέστερες συλλήψεις των
κοινωνιών του «κινδύνου», φτάνοντας πια στη σημερινή φιλελεύθερη μορφή του. Για μια σύντομη
προσέγγιση των θεωριών περί του έννομου αγαθού βλ. Χ. Βασματζίδη, όπ.π., ΕΔΔΔΔ 1/2015, σ. 27 επ.
Λεπτομερέστερη σχετική ανάλυση βλ. σε Δ. Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν ΠοινΧρον 1971, σ. 721 επ.,
801 επ. καθώς και του ιδίου, Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού προσβολαί, 1976, σ.
26-48. Απέναντι στις δύο αντιμαχόμενες τάσεις, ότι δηλαδή το έννομο αγαθό είναι είτε ένα τμήμα της
εμπειρικής πραγματικότητας (ένα πράγμα, πρόσωπο ή κατάσταση) και άρα δύναται να βλαφθεί
κυριολεκτικά ή μια άυλη και αφηρημένη οντότητα (μια ιδέα, αξία, αξίωση, σκοπός και ratio legis των
επιμέρους ποινικών νόμων), που μόνο μεταφορικά μπορεί να υποστεί βλάβη, ο Δ. Σπινέλλης
τοποθετείται κριτικά και προκρίνει ως ορθότερο έναν συγκερασμό, μία «σύνθεση» των
προαναφερθεισών τάσεων. Έννομο αγαθό συνεπώς είναι, σύμφωνα με τον Δ. Σπινέλλη, ένα τμήμα της
πραγματικότητας που αξιολογείται από το νομοθέτη ως δέον «να έχη ούτω». Απώτατο εγγυητικό όριο
της έννοιας «έννομο αγαθό» καθίστανται οι προβλέψεις του δημοκρατικού Συντάγματος, οι οποίες
παράλληλα καθορίζουν και την έννοιά του. Το Σύνταγμα καθορίζει το αντικειμενικό πλαίσιο αξιών
εντός του οποίου οφείλει να κινείται, αλλά και πάνω στο οποίο πρέπει να εδραιώνεται ο κοινός (εν
προκειμένω ο ποινικός) νομοθέτης. Για τη θέση αυτή βλ. Δ. Σπινέλλη, Ζητήματα από την επίδραση του
Συντάγματος 1975 στο ποινικό δίκαιο, ΕΕΝ 1980, σ. 849 επ. Σύμφωνος και ο Κ. Κωνσταντινίδης,
Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, όπ.π., σ. 33. Στην αφηρημένη, λοιπόν, έννοια του έννομου
αγαθού αντιτάσσεται η τάση που έχει ως μεθοδολογική αφετηρία την εμπειρική-νατουραλιστική
σύλληψή του. Με βάση την τελευταία, τα έννομα αγαθά έχουν υλική υπόσταση, αποτελώντας έτσι
αντικείμενο της εμπειρικής πραγματικότητας. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της θεώρησης στην ελληνική
ποινική πραγματικότητα είναι ο Ι. Μανωλεδάκης, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, 1973, σ.
88-104, όπου και η διαλεκτική σύλληψη της έννοιας του έννομου αγαθού. Βλ. επίσης τον ίδιο, Το
έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, 1998, σ. 57-87 και τον ίδιο, ΠΔ, Γενική Θεωρία,

[185]
διατήρησής τους, ως όρων θεμελιωδών για την επίτευξη της κοινωνικής ειρήνης. Αυτή ακριβώς
η γενικότητα του συμφέροντος στη διατήρηση των αγαθών, ως κριτήριο για την αναγωγή τους
σε έννομα, αποκρούει το εφιαλτικό για κάθε φιλελεύθερη κοινωνία ενδεχόμενο να ορίζεται
μονομερώς από τους εκάστοτε κυβερνώντες το σύνολο των αγαθών που κρίνονται άξια
προστασίας664. Σε μια τέτοια περίπτωση ο καθένας από εμάς θα ήταν έρμαιο των
διαφοροποιημένων εκτιμήσεων, κοινωνικών και νομικών, αλλά και των ατομικών επιδιώξεων
της εκάστοτε κρατικής εξουσίας, όπως συνέβαινε στην ακραία του μορφή στα ολοκληρωτικά
καθεστώτα.
Όλες οι παραπάνω τοποθετήσεις συγκλίνουν τελικά στην προσπάθεια προσδιορισμού
των ορίων εκείνων που, όπως ελέχθη παραπάνω, περιορίζουν τον ποινικό νομοθέτη στην
άσκηση της νομοθετικής εξουσίας του. Συναρτώνται δε άμεσα και με το ζήτημα της
νομιμοποιητικής βάσης των υπό εξέταση διατάξεων, δηλαδή με την αναζήτηση του
προστατευόμενου από το νόμο και συνάμα του προσβαλλόμενου από τις περιγραφόμενες
συμπεριφορές έννομου αγαθού. Η απάντηση στην αναζήτηση αυτή προσδιορίζει την
ουσιαστική απαξία της πράξης που τυποποιείται στο νόμο ως αξιόποινη. Προσδιορίζει, με άλλα
λόγια, την ουσία του αδίκου665. Παράλληλα διευκολύνει την ανάλυση του αναδυόμενου
προβλήματος τομής συνταγματικών προβλέψεων, όπως αυτό θα εξεταστεί παρακάτω. Τέλος,
παρά το γεγονός ότι η σχετική έννοια, έτσι όπως εννοιολογικά προσδιορίστηκε, έτυχε
αμφισβήτησης, φάνηκε εν τέλει η αναζήτηση του προστατευόμενου από τις εκάστοτε ποινικές
διατάξεις έννομου αγαθού να κυριαρχεί ως πρωταρχικό, μεθοδολογικό εργαλείο ερμηνείας
τους.

2004, σ. 145 επ., όπου και παραπέμπει στο θεμελιωτή της έννοιας αυτής, τον γερμανό J. Birnbaum
(Archiv des Criminalrechts, Neue Folge, 1834). Σχετική και η κριτική που ασκεί στην καντιανής
προέλευσης άποψη του K. Amelung, Rechtsgüterschutz und Schutz der Gesellschaft, 1972, σ. 232.
Σύμφωνα με τον Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ, Γενική Θεωρία, 2004, σ. 147 και 151, τα έννομα αγαθά «δεν είναι
κρίσεις (αξίες), αλλά υλικά αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου, καθώς και φυσικές ή κοινωνικές
ιδιότητες αυτών. Πάντως, ανεξάρτητα από τη θέση που λαμβάνουν οι σύγχρονοι θεωρητικοί στο ως
άνω ζήτημα, κυριαρχεί σε κάθε περίπτωση η θετικιστική σύλληψή του έννομου αγαθού, υπό την έννοια
ότι αναδεικνύεται ως στοιχείο άξιο προστασίας, μόνο όταν ο νομοθέτης το κρίνει και το αξιολογεί ως
τέτοιο, σε αντίθεση με την παλιότερα υποστηριζόμενη θέση, ότι δηλαδή τα αγαθά είναι προϋφιστάμενα
της νομοθετικής προστασίας, προσδιορισμένα με εξωδικαιϊκά κριτήρια. Εξάλλου, μεταφυσικές
αντιλήψεις περί του έννομου αγαθού απηχούν απολιθωμένες απόψεις και ως εκ τούτου απορρίπτονται.
Έτσι οι Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 66 επ. και κυρίως σ. 69, Ν.
Δημητράτος, Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο, 1998, σ. 32 επ. καθώς
και 303 επ., Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ, Γενική Θεωρία, 2004, σ. 153. Βλ. τέλος και Δ. Σπινέλλη, Το έννομον
αγαθόν, ΠΧ 1971 (ΚΑ’), σ. 807, ο οποίος ναι μεν δέχεται την αξιολόγηση της σχετικής έννοιας από
κάποιο υποκείμενο, μόνο που το υποκείμενο αυτό δεν θα πρέπει να είναι ο νομοθέτης, αλλά η
κοινωνική ομάδα, βάσει του κρατούντος σε αυτή συστήματος αξιών.
664 Βλ. Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, επιτομή, 2009, σ. 12.

665 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ, Γενική Θεωρία, 2004, σ. 763-766.

[186]
2. Κριτική παρουσίαση των απόψεων που υποστηρίχθηκαν για το προστατευόμενο
έννομο αγαθό από τις διατάξεις για την καταστολή της ρητορικής του μίσους

Πρωτοπόρος στην ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 927/1979 (όπως αυτές ίσχυαν πριν
την τροποποίησή τους με το Ν. 4285/2014) ήταν ο Γ. Αποστολάκης666, ο οποίος αναφορικά
με το κρισιολογούμενο ζήτημα υποστήριξε την άποψη ότι αυτό που προστατεύεται με τις
προαναφερθείσες διατάξεις είναι το δικαίωμα του οποιουδήποτε βρίσκεται στην Ελλάδα
(δηλαδή όχι μόνο των Ελλήνων πολιτών) για ισότητα στη μεταχείριση και αποφυγή των
διακρίσεων που πραγματοποιούνται με φυλετικά, εθνικά και θρησκευτικά κριτήρια667. Βασίζει
δε τη θέση του αυτή σε συνταγματικές διατάξεις και συγκεκριμένα στο άρθρο 5 παρ. 2, όπου
και τοποθετεί το κέντρο βάρους της άποψής του668, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 του
Συντ. Προφανώς για να προλάβει τυχόν εύλογες αντιρρήσεις στο θέμα της οριοθέτησης των
διακρίσεων, καθότι μια διευρυμένη σύλληψη της σχετικής έννοιας θα οδηγούσε σε
απαράδεκτα για το ποινικό δίκαιο αποτελέσματα και εντεύθεν σε ανασφάλεια δικαίου,
επισημαίνει πως αντικείμενο ενδιαφέροντος στο πλαίσιο του υπό εξέταση νόμου είναι μόνο οι
διακρίσεις εκείνες που έχουν ως συνέπεια «την κατάργηση ή τον περιορισμό της
αναγνωρίσεως, της απολαύσεως ή της ασκήσεως των ατομικών δικαιωμάτων και θεμελιωδών
ελευθεριών στα πεδία του αστικού, οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού και πολιτιστικού
βίου»669.

666 Βλ. Γ. Αποστολάκη, Η ποινική καταστολή των φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών διακρίσεων,
ΠοινΔικ 2002, σ. 1185.
667 Όπως και ο ίδιος αναφέρει: «Ή αλλιώς, το δικαίωμα να διαβιώνει κανείς στην Ελλάδα χωρίς

διακρίσεις εξ αιτίας της φυλής, της εθνικότητας ή της θρησκείας του». Η άποψη αυτή υιοθετείται και
στη με αριθμό 26/2011 Διάταξη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αιγίου, ΠΧ 2013, σ. 314 επ., για το
περιεχόμενο της οποίας βλ. παραπάνω, Μέρος Β’. Επαναλαμβάνεται δε και ως κρατούσα υπό το
προγενέστερο καθεστώς άποψη από τον Χ. Βασματζίδη, όπ.π., ΕΔΔΔΔ, 1/2015, σ. 35-36.
668 Όπως αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι επικαλείται πρώτη τη σχετική διάταξη, επικουρούμενη

από εκείνη του άρ. 4 παρ. 1, η οποία, άλλωστε, κατοχυρώνει τη γενική αρχή της ισότητας των Ελλήνων
(μόνο) ενώπιον του νόμου, ενώ ο Ν. 927/1979 θεσπίστηκε, κατά την άποψη του Αποστολάκη, για να
προστατεύσει το δικαίωμα όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων που διαβιούν στην Ελλάδα για ισότητα
στη μεταχείριση και αποφυγή διακρίσεων. Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 2 του Συντ., στο οποίο και
εδράζεται η θέση του, κατοχυρώνει την προσωπική και κοινωνική ισότητα εξίσου για ημεδαπούς και
αλλοδαπούς. Πρβλ. εδώ και την άποψη του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ.
20, ότι ο Αποστολάκης ορθώς εκκινεί από τη θέση αυτή, ωστόσο, παρατηρεί ότι το κέντρο βάρους
πρέπει να τεθεί στα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, που αναφέρονται
στο άρ. 5 παρ. 2 του Συντ., η απόλυτη προστασία των οποίων πρέπει να λαμβάνει χώρα δίχως
διακρίσεις. Τη θέση του αυτή την είχε διατυπώσει και παλιότερα ο Ι. Μοροζίνης, Απαγόρευση
διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠΧ 2010, σ. 446.
669 Πηγή της ερμηνείας του αυτής αποτέλεσε η Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής

φυλετικών διακρίσεων του 1966, που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.Δ. 494/1970, και ειδικότερα το
πρώτο της άρθρο, το οποίο, μάλιστα, είναι στενότερο της δικής μας συνταγματικής πρόβλεψης στο άρ.

[187]
Σε συνέχεια όμως των θέσεων που αναπτύχθηκαν στην αρχή του παρόντος μέρους της
εργασίας670, αναφορικά με το κατά πόσο η αρχή της (νομικής) ισότητας και εντεύθεν η αρχή
της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων, που με τη σειρά της η τελευταία συνεπάγεται μεταξύ
άλλων και την απαγόρευση των αυθαίρετων671 διακρίσεων, μπορεί να αποτελέσει επαρκή
νομιμοποιητική βάση και κατ’ ακολουθία το προστατευόμενο έννομο αγαθών των υπό εξέταση
διατάξεων, λεκτέα τα ακόλουθα: η αρχή της ισότητας, όπως αυτή διατυπώνεται και
κατοχυρώνεται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 2 του Συντ., αλλά και όπως προσδιορίστηκε
παραπάνω, αποτελεί εκτός από αντικειμενικό κανόνα δικαίου που δεσμεύει το νομοθέτη, τη
διοίκηση και τα δικαστήρια και αμυντικό ατομικό δικαίωμα. Σύμφωνα με τη συνταγματική
θεωρία, ανήκει στην κατηγορία των “status negativus”, αποτελεί δηλαδή μία αξίωση του
ατόμου έναντι του κράτους, και μάλιστα μία αξίωση παράλειψης, καθότι απαιτεί από το
τελευταίο να μην ενεργεί και να μην επεμβαίνει με τις δραστηριότητές του στο χώρο
ελευθερίας του εκάστοτε ατόμου. Δεν αποτελεί μία απλή κατευθυντήρια πρόταση ή ευχή, αλλά
συνιστά υποκειμενικό δικαίωμα, υπό την έννοια ότι δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να εγείρει
«αγώγιμες και εξαναγκαστές έννομες αξιώσεις»672, οριοθετώντας την κρατική εξουσία έναντι
της οποίας βρίσκεται εκτεθειμένο. Η θέση αυτή έχει άμεσες συνέπειες και στο χώρο της
λεγόμενης «τριτενέργειας» των ατομικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, θα εξεταστεί εν συντομία
το εάν αλλά και το κατά πόσο η αρχή της ισότητας και η συνεπαγόμενη αρχή της απαγόρευσης
των αυθαίρετων διακρίσεων, ως κλασικό αμυντικό ατομικό δικαίωμα, δεσμεύει μόνο το
κράτος, αναπτύσσοντας έτσι «κάθετη ενέργεια», ή ισχύει παράλληλα και στις σχέσεις μεταξύ
των ιδιωτών («οριζόντια ενέργεια»), προστατεύοντας συνεπώς το άτομο όχι μόνο από το
κράτος, αλλά και από οποιονδήποτε τρίτο (προφανώς ιδιώτη, πέραν του φορέα του σχετικού
δικαιώματος). Καθότι στο σημείο αυτό παρέλκει μία λεπτομερής ανάλυση περί του πότε τα
ατομικά δικαιώματα αναπτύσσουν «άμεση ή έμμεση τριτενέργεια»673, θα αρκεστώ απλώς στη
θέση που φαίνεται να επικρατεί, ότι δηλαδή η άμεση εφαρμογή της αρχής της ισότητας στις
σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών («άμεση τριτενέργεια») θα είχε αρνητικές αντανακλαστικές

5 παρ. 2, αφού δεν περιλαμβάνει τις θρησκευτικές και τις πολιτικές πεποιθήσεις ως διακρισιακά
κριτήρια. Αντιθέτως η ΕΣΔΑ, στο άρθρο 14, εξασφαλίζει ευρύτερο πεδίο προστασίας σε σχέση με το
Σύνταγμα, καθότι απαγορεύει διακρίσεις που βασίζονται και σε επιπρόσθετα κριτήρια, όπως είναι π.χ.
η περιουσία, η γέννηση ή άλλη κατάσταση (status). Μέσω όμως του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντ. οι
παραπάνω διακρίσεις απαγορεύονται κι αυτές, ακόμα κι αν δεν εντάσσονται ρητά στο άρθρο 5 παρ. 2
του Συντ., αυξάνοντας το επίπεδο προστασίας που παρέχει το τελευταίο στο συνταγματικό δικαίωμα
της απαγόρευσης των διακρίσεων.
670 Μέρος Γ’.

671 Δηλαδή εκείνων που πραγματοποιούνται βάσει ανυπόστατων ή άσχετων κριτηρίων, δίχως να

λαμβάνεται υπόψη η ουσιώδης ομοιότητα των υπό κρίση περιπτώσεων. Βλ. για αυτό Π.Δ. Δαγτόγλου,
Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 1218.
672 Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 8.

673 Βλ. σχετικά Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 115 επ. καθώς και Γ. Πατρίκιο, Η

Τριτενέργεια των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του ατόμου, ΘΠΔΔ 5/2011, σ. 507 κ.επ.

[188]
συνέπειες στον ιδιωτικό τομέα, όπου κατά κανόνα επικρατεί η ελευθερία των συμβάσεων 674,
κάτι που δεν ήταν στις επιδιώξεις του συνταγματικού νομοθέτη, ο οποίος εκφράστηκε ρητά σε
όποιες περιπτώσεις επιθυμούσε την «άμεση τριτενέργεια» της αρχής της ισότητας (π.χ. στο
άρθρο 22 παρ. 1 υποπαρ. 2, όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα ίσης αμοιβής, ανεξαρτήτως
φύλου ή άλλης διάκρισης, για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας). Ακόμα πιο σημαντικό όμως
επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι, σε τελική ανάλυση, δεν είναι η αξίωση για ισότητα 675 και η
συνεπαγόμενη απαγόρευση των αυθαίρετων διακρίσεων το προστατευόμενο από τις διατάξεις
του Ν. 927/1797 έννομο αγαθό συνιστά το γεγονός ότι το Ποινικό Δίκαιο επεμβαίνει και
οφείλει να επεμβαίνει με τα κατασταλτικά του μέσα μόνο στην εσχάτη των περιπτώσεων, εκεί
δηλαδή όπου άλλοι κλάδοι δικαίου (π.χ. αστικό, διοικητικό) αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την
κατάσταση εξίσου αποτελεσματικά. Η επέμβαση αυτή δικαιολογείται κατεξοχήν στις
διακρίσεις (υπό το ειδικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνουν χώρα) που δεν αμφισβητούν
απλώς το δικαίωμα του άλλου στην ισότητα, αλλά την ίδια την αξία του ως ανθρώπου, ο
σεβασμός και η προστασία της οποίας αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας
(άρ. 2 παρ. 1 και άρ. 106 παρ. 2 του Συντ676).
Βέβαια, το ερώτημα κατά πόσο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια677, ως συνταγματικά
προστατευόμενη αξία, δύναται να αποτελέσει επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την
απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου είχε απασχολήσει και στο παρελθόν την ελληνική
επιστήμη, πριν δηλαδή από τη δημοσίευση της μελέτης του Αποστολάκη678. Ο Χ.
Ανθόπουλος, που ήταν και ο κύριος εκφραστής αυτής της αναζήτησης, έθεσε καταρχάς ως
βάση της συλλογιστικής του την άποψη ότι τα «εγκλήματα γνώμης»679 προσβάλλουν κατά
κύριο680 λόγο ατομικά αγαθά και όχι κρατικά ή κοινωνικά. Πέραν αυτού, αμφισβήτησε τη

674 Εξάλλου το ίδιο το Σύνταγμα, στο άρθρο 5 παρ. 1 αυτού, κατοχυρώνει το δικαίωμα του καθενός να
αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και
πολιτική ζωή της χώρας, με μοναδικούς περιορισμούς τα δικαιώματα των άλλων, τις προβλέψεις του
Συντάγματος και τα χρηστά ήθη.
675 Όπως υποστηρίζει ο Α. Χουλιάρας, Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου, ΝοΒ 2017, σ. 1232,

όπου και υποστηρίζει ότι ο μισαλλόδοξος λόγος προκαλεί βλάβη, εκδηλωμένη σε ατομικό επίπεδο,
καθότι εισάγει διακρίσεις σε βάρος ατόμων που προσδιορίζονται με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά.
676 Σύμφωνα με το οποίο: «Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε

βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας».
677 Ταυτιζόμενη εν προκειμένω με την ανθρώπινη αξία.

678 Αναζητώντας το έννομο αγαθό βάσει του οποίου θα μπορούσε να τεθεί θεμιτός, νομοθετικός

περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, ο Χ. Ανθόπουλος, Η απαγόρευση
του ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 31 επ., προέβη σε πολύ
ενδιαφέροντες συλλογισμούς αναφορικά με το ως άνω ζήτημα, εξετάζοντάς το κυρίως από
συνταγματική άποψη, δίχως, όμως, παράλληλα να διευκρινίζει τι ακριβώς εννοεί, όταν αναφέρεται
στην έννοια «ρατσιστικός λόγος».
679 Μεταξύ αυτών και ο ρατσιστικός λόγος.

680 Αν και όχι μόνο.

[189]
δυνατότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ως συνταγματικής αξίας ιδωμένης «per se, δηλαδή
χωρίς αναγωγή στα ειδικότερα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων αποτελεί τη σύνθεση681», να
αποτελέσει ασφαλές συνταγματικό έρεισμα που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμούς στην
ελευθερία της έκφρασης μέσω της ποινικής απαγόρευσης του ρατσιστικού λόγου. Η
επιχειρηματολογία του Χ. Ανθόπουλου682 για τη στήριξη της θέσης του περιστρέφεται κατά
βάση γύρω από τις εξής δύο παραδοχές: πρώτον, ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δε συνιστά μια
υπερ-συνταγματική αξία που υπερτερεί έναντι όλων των υπόλοιπων ατομικών δικαιωμάτων,
παρά το γεγονός ότι ο σεβασμός και η προστασία της (ακόμα και από προσβολές τρίτων,
δηλαδή ιδιωτών) αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας (άρ. 2 παρ. 1 του
Συντ.). Δεν εμπεριέχει με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη θέση του, μια υπεραξία που μπορεί να
υπερακοντίσει όλα τα υπόλοιπα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεύτερον, η τυχόν αναγνώριση μιας
τέτοιας υπεραξίας και εντεύθεν η θέση της ως βάση της ποινικοποίησης του ρατσιστικού λόγου
θα μας οδηγούσε αντιμέτωπους με το νομικό παράδοξο «να συγκρούεται η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια … με τον εαυτό της»683 κάθε φορά που περιορίζεται η ελευθερία της έκφρασης
στην περίπτωση του ρατσιστικού λόγου. Κι αυτό, διότι το δικαίωμα για ελεύθερη έκφραση
πηγάζει από την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με αποτέλεσμα κάθε φορά που θίγεται το πρώτο να
θίγεται αυτόματα και αναπόδραστα και το δεύτερο. Ενισχύει, μάλιστα, την άποψή του
λέγοντας ότι, ειδικά για το χώρο του ποινικού δικαίου, όπου απαιτείται σαφήνεια στην
έκφραση, η υιοθέτηση μιας τέτοιας βάσης ποινικοποίησης δυνάμενης να ερμηνευθεί
πολλαπλώς και κατά βούληση θα αποτελούσε πλήγμα στην ασφάλεια δικαίου684, ίσως και θα
μπορούσε να ιδωθεί ως μία άλλη κερκόπορτα ικανή να οδηγήσει στην (εν. απαράδεκτη)
παρείσφρηση του «μοραλισμού» στο χώρο του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, μέσω της
απαγόρευσης και τιμώρησης συμπεριφορών που επισύρουν απλώς ηθικοκοινωνική απαξία,
δίχως παράλληλα να προκαλούν κάποια βλάβη685.
Παρά την ορθή εκκίνηση της επιχειρηματολογίας του Χ. Ανθόπουλου από το γεγονός
ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια686 δε συνιστά μια υπεραξία (σε επίπεδο συνταγματικής τάξης)
και άρα δεν έχει υπέρτερη τυπική ισχύ σε σχέση με τα λοιπά δικαιώματα που κατοχυρώνονται

681 Όπως είναι για παράδειγμα η τιμή (άρ. 5 παρ. 2 του Συντ.), η οποία δεν ταυτίζεται μεν με την
ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά συνιστά ένα από τα αγαθά που συνθέτουν την έννοιά της.
682 Βλ. γι αυτήν Χ. Ανθόπουλου, όπ.π., ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 36 επ.

683 Έτσι χαρακτηριστικά ο Χ. Ανθόπουλος, όπ.π., ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 37.

684 Επιχείρημα προφανώς βασιζόμενο στη θέση που εξέφρασε ο Ι. Μανωλεδάκης, «Ανθρώπινη

αξιοπρέπεια»: έννομο αγαθό ή απόλυτο όριο στην άσκηση εξουσίας, σε Ι. Μανωλεδάκη - C. Prittwitz
(επιμ.), Η ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, 1997, σ. 9 επ., ότι «η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια δεν θα έπρεπε να θεωρείται ως αυτόνομο έννομο αγαθό του ποινικού δικαίου, γιατί δεν
έχει αναφορά σε κάποιο αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου» και δύσκολα «μπορεί να ανταποκριθεί …
στις δικαιοκρατικές απαιτήσεις για το ορισμένο της τυποποίησης».
685 Χ. Ανθόπουλος, όπ.π., ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 38 επ.

686 Ταυτιζόμενη προφανώς με την ανθρώπινη αξία.

[190]
στο Σύνταγμα687, ο ως άνω συγγραφέας φαίνεται να παρορά ορισμένες ερμηνευτικές
παραμέτρους οι οποίες είναι καθοριστικές στην προσπάθεια οριοθέτησης του
προστατευόμενου από τις διατάξεις του Ν. 927/1979 έννομου αγαθού. Πράγματι, η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρ. 2 παρ. 1 του Συντ., παρά το γεγονός ότι είναι
ενταγμένη ως διάταξη στο Τμήμα Α’ αυτού, που αφορά στη μορφή του Πολιτεύματος688, είναι
εκτός από (αντικειμενικός) κανόνας δικαίου689 και ένα (υποκειμενικό) ατομικό δικαίωμα690,

687 Συνακόλουθα, τυχόν σύγκρουση συνταγματικώς κατοχυρωμένων ατομικών δικαιωμάτων δεν


μπορεί να λυθεί με κριτήρια υπέρτερης και κατώτερης ισχύος, καθότι την ύπαρξη τέτοιων δεν
αναγνωρίζει το ελληνικό Σύνταγμα. Βλ. γι’ αυτό Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 132.
688 Και άρα εκτός του Μέρους Δεύτερου, που περιλαμβάνει τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα (άρ.

4 επ.). Η συγκεκριμένη επιλογή του συνταγματικού νομοθέτη αξιοποιείται από μέρος της θεωρίας ως
επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι το άρθρο 2 παρ. 1 δεν κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα. Βλ. γι’ αυτό με
επιπρόσθετη επιχειρηματολογία Α. Μανιτάκη, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων κατά
το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σ. 119 επ. και κυρίως σ. 127-131.
689 Για την ακρίβεια επιτακτικός κανόνας δικαίου και νομικά πλήρως δεσμευτική διάταξη που δεν

υπόκειται σε κανένα περιορισμό και σε καμία επιφύλαξη νόμου. Σύμφωνοι σε αυτό οι Π.Δ. Δαγτόγλου,
Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 1328, Κ. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια,
όπ.π., σ. 45, Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές
παραδόσεις, δ’ έκδοση, σ. 108 επ. και Κ.Χ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σ.
109.
690 Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 1325, όπως και την εκεί υποσημ. 20, με το

επιχείρημα ότι μια αντίθετη ερμηνεία θα αντέφασκε σε αυτή την ίδια την αξία του ανθρώπου ως
φυσικού υποκειμένου δικαίου. Στη θέση του αυτή εμμένει και στη νεότερη έκδοση του βιβλίου του,
Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, σ. 899. Στην ίδια κατεύθυνση
και ο Α. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, 2008, σ. 254
και 264. Σύμφωνη με την παραπάνω άποψη και η νομολογία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού
Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο συνάγει από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 1 παρ. 1 και
2 παρ. 1 του Ομοσπονδιακού Συντάγματος το ατομικό δικαίωμα επί της προσωπικότητας. Επ’ αυτού βλ.
Α. Γαζή, Η επίδρασις του Συντάγματος επί του Αστικού Δικαίου, στο Η επίδρασις του Συντάγματος του
1975 επί του ιδιωτικού και επί του δημοσίου δικαίου, Εισηγήσεις, Δημοσιεύματα του Ελληνικού
Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, Αθήνα, 1976, σ. 12, υποσ. 18. Για τη σχετική παλαιότερη
θεωρητική διαμάχη στη Γερμανία και τις νεότερες αντιλήψεις της νομολογίας βλ. Κ. Ζώρα, Η
συνταγματική αρχή του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το
Γερμανικόν Ομοσπονδιακόν Σύνταγμα, ΤοΣ 1978, σ. 3-4 καθώς και 15 επ.. Τη λειτουργία του άρ. 2 παρ.
1 του Συντ. ως ατομικού δικαιώματος αποκρούει ο Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, όπ.π., σ.
111, με τον οποίο ταυτίζεται και ο Κ. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια,
όπ.π., σ. 47. Ο τελευταίος δέχεται ότι μόνο η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 περί απαγόρευσης των
βασανιστηρίων και άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εισάγει ένα θεμελιώδες ατομικό
δικαίωμα. Μόνο που με την παραδοχή του αυτή παρορά το γεγονός ότι το άρθρο 7 παρ. 2 του Συντ.
είναι απλώς μια ειδικότερη διάταξη σε σχέση με το άρθρο 2 παρ. 1, το οποίο κατοχυρώνει εξίσου μία
αξίωση του πολίτη έναντι του κράτους για λήψη μέτρων προστασίας έναντι των προσβολών της

[191]
φορέας του οποίου είναι κάθε φυσικό πρόσωπο ανεξαρτήτως υπηκοότητας, ακόμα και οι
ανιθαγενείς. Στην πρωταρχική, λοιπόν, υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να
προστατεύει την αξία του ανθρώπου αντιστοιχεί και πρωταρχικό δικαίωμα του ατόμου.
Μπορεί, συνεπώς, η συγκεκριμένη ταξιθέτηση του συντακτικού νομοθέτη να υποδηλώνει τη
σπουδαιότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως θεμελιώδους αρχής για τη συνταγματική τάξη
γενικά, δε σημαίνει όμως ταυτόχρονα ότι έχει υπέρτερη τυπική ισχύ σε σχέση με οποιαδήποτε
άλλη διάταξη του Συντάγματος που κατοχυρώνει ατομικό δικαίωμα. Φανερώνει απλώς με την
επιλογή του αυτή ότι η παρουσία της φωτίζει το σύνολο των ρυθμίσεων του Α’ Τμήματος, που
αφορούν στη μορφή του πολιτεύματος, υπό το νόημα ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου
αποτελεί το θεμέλιο λίθο της λαϊκής κυριαρχίας και εντεύθεν του δημοκρατικού μας
πολιτεύματος. Παράλληλα όμως είναι και μια γενική αρχή, η γενικότερη για την ακρίβεια όλων
των διατάξεων περί ατομικών δικαιωμάτων, που εξειδικεύεται σε άλλες, επιμέρους διατάξεις
του Συντάγματος, και ως τέτοια υποχωρεί έναντι της ειδικής διάταξης που την εκφράζει και τη
συγκεκριμενοποιεί στην εκάστοτε κρινόμενη περίπτωση691. Εφαρμόζεται επικουρικά, μόνο
δηλαδή όταν μία περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί στην ειδικότερη διάταξη692. Ως εκ τούτου,
στην περίπτωση του ρατσιστικού λόγου δεν είναι συνήθως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια που
συγκρούεται με τον εαυτό της, όπως παρατηρεί παραπάνω ο Χ. Ανθόπουλος, αλλά μεταξύ τους
τα επιμέρους ατομικά δικαιώματα που εξειδικεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια693. Τέλος, δε
θεωρώ ότι τίθεται θέμα ανασφαλούς οριοθέτησης της ποινικής παρέμβασης με την εισαγωγή
των διατάξεων του Ν. 927/1979 και τη θεώρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως
προστατευομένου από αυτές έννομου αγαθού, καθότι η τελευταία δύναται να έχει ένα σαφές

ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τον οποιονδήποτε (είτε αυτός είναι το κράτος, δημόσιος φορέας ή
ιδιώτης). Η ιδιαιτερότητα -αν θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει έτσι- του άρθρου 2 παρ. 1
έγκειται στο ότι οι περισσότερες εκδηλώσεις της προσωπικότητας του ατόμου, όπως αυτή
διαμορφώνεται μέσα από τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά του δικαιώματα, προστατεύονται ήδη
από ειδικότερες διατάξεις (π.χ. άρ. 5 παρ. 2 που αφορά στη ζωή και στην τιμή, άρ. 7 παρ. 2 που αφορά
στην απαγόρευση των βασανιστηρίων και άλλων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από την
Πολιτεία και τα όργανά της κατά την άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων τους, όχι όμως από τους
ιδιώτες) επιτρέποντας έτσι στη διάταξη για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια να εφαρμοστεί μόνο στις
περιπτώσεις που δεν καλύπτονται ήδη από άλλα άρθρα του Συντάγματος. Έτσι ο Α. Γαζής, όπ.π., σ. 14-
16.
691 Βάσει του κανόνα «τα ειδικά γενικών επικρατέστερα». Ενδεικτική η περίπτωση του άρ. 7 παρ. 2

του Συντ., όπου κατοχυρώνεται ειδικά και μόνο η απαγόρευση των βασανιστηρίων, οποιασδήποτε
σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, της άσκησης ψυχολογικής βίας καθώς και κάθε άλλης
προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στη διάταξη αυτή θεμελιώθηκε το άρθρο 137Α ΠΚ, όπου και
ποινικοποιούνται προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας προερχόμενες από φορείς της δημόσιας
εξουσίας (κρατικά όργανα) κατά την εκτέλεση διωκτικών, ανακριτικών κλπ. σχετικών καθηκόντων.
692 Πρβλ. εδώ Α. Δημητρόπουλο, Συνταγματικά Δικαιώματα. Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, σ. 256,

ο οποίος αναφέρεται σε συνεφαρμογή της γενικής αυτής διάταξης με τις ειδικότερες.


693 Η οποία υποχωρεί ως γενικότερη διάταξη έναντι των ειδικών.

[192]
και πλήρως προσδιορισμένο εννοιολογικό περιεχόμενο, και μάλιστα αυτοτελές, δηλαδή όχι
απόλυτα ταυτισμένο με εκείνο της αντίστοιχης συνταγματικής αξίας.
Για τον προσδιορισμό του υπάρχει συνεπώς η δυνατότητα να αντληθούν επιχειρήματα
από τη γενική συνταγματική αρχή της «αξίας του ανθρώπου», όπως αυτή κατοχυρώνεται στο
άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ., δίχως απαραίτητα να αλληλεπικαλύπτονται ως έννοιες και από
άποψη περιεχομένου το έννομο αγαθό και το συνταγματικά κατοχυρωμένο ατομικό δικαίωμα
αντίστοιχα. Άλλωστε, είτε δεχτούμε ότι οι έννοιες «αξία του ανθρώπου» και «ανθρώπινη
αξιοπρέπεια» είναι έννοιες ταυτόσημες694 είτε όχι695, ούσα η τελευταία προσφορότερη να
αποδώσει την κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης φύσεως και όχι τη σωματική ή την
πνευματική696, γεγονός παραμένει ότι διευκολύνεται η νοηματική σύνδεση του έννομου
αγαθού «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» με την εν λόγω συνταγματική αρχή. Για την ακρίβεια, όχι
απλώς διευκολύνεται, αλλά κυρίως επιβάλλεται η νοηματοδότηση του συγκεκριμένου έννομου
αγαθού μέσω αυτής, αφού το Σύνταγμα, ως κανόνας υπέρτερης τυπικής ισχύος, διαμορφώνει
το πλαίσιο αρχών της συνταγματικής τάξης, εντός του οποίου οφείλει να κινείται (και) ο
ποινικός νομοθέτης. Ο τελευταίος αναδεικνύει μέσα από την τυποποίηση τα αγαθά που
χρήζουν προστασίας, η δε επιλογή του αυτή δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη και να
υπερακοντίζει τους σκοπούς του Συντάγματος, αλλά να συμπλέει με αυτούς697.
Αναζητώντας, λοιπόν, την έννοια και το περιεχόμενο της «ανθρώπινης αξιοπρέπειας»,
ως έννομου αγαθού πλέον, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε λέγοντας ότι αυτή αποτελεί τον
φυσικά κεκτημένο698 και άρα αναφαίρετο πυρήνα της προσωπικότητας699 του κάθε ανθρώπου,

694 Έτσι ο Κ. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, όπ.π., σ. 41, ο οποίος
ενισχύει τη θέση του αυτή με αναγωγή στο άρθρο 1 παρ. 1 του δυτικογερμανικού Συντάγματος, που
αποτέλεσε πηγή για την ελληνική αντίστοιχη συνταγματική διάταξη.
695 Έτσι ο Α. Δημητρόπουλος, Συνταγματικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 271.

696 Βλ. Α. Δημητρόπουλο, Συνταγματικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 269-271, όπου και γίνεται αναφορά στο

τρισδιάστατο της ανθρώπινης αξίας (υλική, πνευματική και κοινωνική υπόσταση του ανθρώπου).
697 Έτσι ο C. Roxin, Strafrecht, Allgemeiner Teil, Bd. I, 1992, σ. 11 επ. καθώς και ο Ν. Δημητράτος,

Έννομο αγαθό, 1998, σ. 311 επ.


698 Εκ της γεννήσεως δηλαδή.

699 Δίχως να ταυτίζεται με αυτή, διότι η προσωπικότητα είναι έννοια ευρύτερη από την αξία. Ναι μεν

θεμελιώνεται στην αξία του ανθρώπου, ωστόσο περιλαμβάνει και εκφάνσεις της ατομικότητας του
καθενός, όπως αυτές προκύπτουν από τις επιμέρους ιδιότητες, ικανότητες και καταστάσεις που
εξατομικεύουν το κάθε πρόσωπο, στοιχεία τα οποία δεν εξετάζουμε για την αναγνώριση της
ανθρώπινης αξίας. Έτσι ο Δ. Σπινέλλης, Το έννομον αγαθόν της τιμής, 1976, σ. 206 επ. Για τον ορισμό
της έννοιας «προσωπικότητα» βλ. Α. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, πανεπιστημιακές
παραδόσεις, δ’ έκδ., σ. 116. Η προσωπικότητα συνεπώς, όπως και η τιμή άλλωστε, είναι τρόπον τινά
έννοιες ετερόφωτες, διότι εμφανίζονται στις σχέσεις του ατόμου με τους άλλους ανθρώπους κι έτσι
αποκτούν περιεχόμενο, σε αντίθεση με την ανθρώπινη αξία, που δεν εξαρτάται από κάποιον άλλο
παράγοντα πέραν της ανθρώπινης ιδιότητας. Εξ’ ου και η αμφισβήτησή μου περί της ορθότητας της
θέσης του Χ. Ανθόπουλου, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 44-45, ότι το άμεσο

[193]
ως όντος που έχει γεννηθεί, υπάρχει και παράλληλα διαθέτει νόηση 700. Η ίδια η ετυμολογική
ανάλυση της λέξης μας παραπέμπει σε μια αξία που πρέπει να έχει ο άνθρωπος701, δίχως αυτή
να εξαρτάται από οποιαδήποτε στοιχεία προσδιοριστικά της κοινωνικής του παράστασης ή της
φυσικής του ταυτότητας. Εξαιτίας όμως της εγγενούς αοριστίας που φαίνεται να παρουσιάζει
η έννοια «ανθρώπινη αξιοπρέπεια» και για να μην ταυτολογώ702 θα προσπαθήσω να την
οριοθετήσω προσθέτοντας έναν ακόμα παράγοντα. Το γεγονός ότι έχω αξία ως άνθρωπος δε
σημαίνει απλώς ότι έχω δικαίωμα να είμαι αυτός που επιλέγω να είμαι, να είμαι δηλαδή ο
εαυτός μου703. Η παραδοχή τούτη, αν και ορθή, ταιριάζει περισσότερο στον ηθικό
προσδιορισμό της σχετικής έννοιας. Επειδή όμως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια έχει πλέον
συνταγματική κατοχύρωση704, άρα είναι και μια δικαιϊκή έννοια, που απευθύνεται και στον
κοινό (εν προκειμένω στον ποινικό) νομοθέτη, πρέπει να αποκτήσει και ένα αντίστοιχο, ρητά

συνταγματικό θεμέλιο της ποινικής απαγόρευσης του ρατσιστικού λόγου πρέπει να εντοπισθεί στο
δικαίωμα στην τιμή. Σύμφωνα με την άποψη της θεωρίας, η τιμή ορίζεται ως «το δικαίωμα
υπερηφάνειας ή κύρους που δικαιούται να έχει κανείς εφόσον εκπληρώνει ορισμένες προϋποθέσεις» [η
λεγόμενη «οντολογική» πλευρά του έννομου αγαθού τιμή, έτσι ο Δ. Σπινέλλης, Το έννομο αγαθό της
τιμής-τριάντα χρόνια μετά, ΠΧ ΝΣΤ’ (2006), σ. 962. Άλλως, ως η αξίωση για σεβασμό της κοινωνικής
παράστασης του ατόμου, ώστε να εξασφαλίζεται η ισοτιμία και η ελευθερία του μέσα στον κοινωνικό
χώρο. Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό, 1998, σ. 295 επ. Με αυτό το περιεχόμενο, όμως, η
τιμή δεν ταυτίζεται απόλυτα με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αφού προϋποθέτει διάδραση του
ανθρώπου με τον κοινωνικό του περίγυρο, ενώ η τελευταία όχι. Για την «αξιολογική πλευρά» του
έννομου αγαθού «τιμή» (γιατί έχει αξία, δηλαδή, και γιατί προστατεύεται) βλ. Δ. Σπινέλλη, Το έννομο
αγαθό της τιμής-τριάντα χρόνια μετά, ΠοινΧρον 2006, σ. 962.
700 Και αυτοπροσδιορίζεται, συμπληρώνει ο Ν. Παρασκευόπουλος, Η προστασία της ανθρώπινης

αξιοπρέπειας: σημεία εξασθένησης σε Ι. Μανωλεδάκη – C. Prittwitz (επιμ.), Η Ποινική προστασία της


ανθρώπινης αξιοπρέπειας όπ.π., σ. 76.
701 Για αξία που πρέπει να έχει ο κάθε άνθρωπος, ως έλλογο και συνειδητό όν, ως «πρόσωπο», κάνει

λόγο ο Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 109. Παρόμοια και ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά
Δικαιώματα, όπ.π., σ. 1325, που αναφέρεται στον άνθρωπο, ως φυσικό υποκείμενο δικαίου, διακριτό
από τα άλογα όντα και τα αντικείμενα του δικαίου.
702 Λέγοντας, δηλαδή, ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια (ως έννομο αγαθό, που είναι το υπό εξέταση

θέμα) είναι απλώς η αξία που πρέπει να έχει ο κάθε άνθρωπος.


703 Έτσι ο Κ. Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, 1987, σ. 42, ο οποίος

ομολογεί βέβαια κι αυτός με τη σειρά του ότι ο σχετικός ορισμός δεν είναι απαλλαγμένος από κάποια
αοριστία.
704 Αρχικά καθιερώθηκε στη γερμανική έννομη τάξη, και συγκεκριμένα στο άρθρο 1 παρ. 1 του

Θεμελιώδους Νόμου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μετά από την τραγική εμπειρία
των ειδεχθών εγκλημάτων που διεπράχθησαν από το ναζιστικό καθεστώς (1949). Από τη συγκεκριμένη
διάταξη εμπνεύσθηκε αργότερα (1975) και ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης, ο οποίος διακήρυξε
στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντ. ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου συνιστούν
πρωταρχική υποχρέωση του κράτους».

[194]
προσδιορισμένο περιεχόμενο705. Τέτοιο που να ευνοεί την ασφάλεια δικαίου και να καθιστά
σαφές ποιο είναι το δικαίωμα εκείνο που, σε πραγματικό πλέον επίπεδο, συγκρούεται ενίοτε
με την ελευθερία της έκφρασης, όποτε η άσκηση του ενός αποκλείει αναπόφευκτα την άσκηση
του άλλου706. Με τις παραπάνω παραδοχές ως βάση αλλά και ως κατευθυντήρια γραμμή
φρονώ ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια αποκτά σαφές εννοιολογικό περιεχόμενο και άρα μπορεί
να αποτελέσει αυτοτελώς προστατευόμενο έννομο αγαθό707, όταν αντιμετωπίζεται
επιπρόσθετα και ως το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να προστατεύει τη διατήρηση της
υπάρχουσας κατάστασής του και συνάμα να εμποδίζει την οποιαδήποτε ενέργεια
χειροτέρευσής της, όχι να αναγνωρίζεται θετικά, αλλά να μην προσβάλλεται από τον
οποιονδήποτε708 η νομική του ιδιότητα ως υποκειμένου δικαίου, ως όντος δηλαδή που έχει

705 Όχι απαραίτητα ιδωμένο μέσα από τη διαλεκτική-φυσιοκρατική θεωρία του Ι. Μανωλεδάκη, Η
διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, 1973, του ιδίου, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του
ποινικού δικαίου, 1998 και του ιδίου, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 145 επ., ο οποίος ούτως ή άλλως
αρνείται τη δυνατότητα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας να αποτελέσει έννομο αγαθό, διότι: «δεν έχει
αναφορά σε κάποιο αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου» και δύσκολα μπορεί «να ανταποκριθεί … στις
δικαιοκρατικές απαιτήσεις για το ορισμένο της τυποποίησης». Έτσι ο ίδιος, «Ανθρώπινη αξιοπρέπεια»:
έννομο αγαθό ή απόλυτο όριο στην άσκηση εξουσίας, σε Ι. Μανωλεδάκη – C. Prittwitz (επιμ.), Η
ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, 1995, σ. 9 επ. Εξάλλου, θεωρεί ότι τα έννομα αγαθά
δεν είναι νομικά (δηλ. δικαιώματα), αλλά κοινωνικά μεγέθη, που ανήκουν στον χώρο των όντων. Πρβλ.
όμως εδώ και τη θέση του Α. Δημητρόπουλου, Συνταγματικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 267, με βάση την
οποία η ανθρώπινη αξία είναι ένα πραγματικό και έννομο (συνταγματικό μεν) αγαθό, που έχει
υπόσταση στον εξωτερικό κόσμο, καθότι αντικείμενο προστασίας είναι εν τέλει ο ίδιος ο άνθρωπος ως
corpus και animus.
706 Για το ζήτημα αυτό βλ. παρακάτω, στην υποενότητα II. Το «πρόβλημα» τομής των συνταγματικών

προβλέψεων.
707 Πρβλ. εδώ και την άποψη που εκφέρει η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Η ποινική καταστολή της

ρατσιστικής ρητορείας, των εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης: προς μια
ουσιαστική προστασία της αξίας του ανθρώπου, ΠοινΔικ 2016, σ. 97 κ.επ. και κυρίως σ. 108, σύμφωνα
με την οποία η αξιοπρέπεια συνιστά μια «σαφή ιδιότητα» του ανθρώπου που, από όποια θεώρηση περί
έννομου αγαθού και αν την εξετάσεις, παρέχει όλα τα εχέγγυα για να αναγνωριστεί ως τέτοιο από το
δίκαιο. Η δημόσια άρνηση της ίσης αξίας των ανθρώπων και η δυνατότητα της συγκεκριμένης άρνησης
να μετατραπεί σε πράξη που την υλοποιεί είναι, σύμφωνα με τη Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, η ουσία της
προσβολής που ενέχει ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος. Βέβαια, παρά το γεγονός ότι
προσδιορίζει την αξιοπρέπεια ως «την αξία του ανθρώπου ως όντος που προσδιορίζεται με βάση τα
βιολογικά, πολιτισμικά, σεξουαλικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά του, εξαιτίας της οποίας ο
άνθρωπος είναι ίσος με όλους τους άλλους ανθρώπους», τη συνδέει μόνο με το δικαίωμα της ίσης
μεταχείρισης. Σύμφωνα με την ίδια ως άνω άποψη, άλλωστε, το έννομο αγαθό που πρέπει να
προστατευτεί με τις διατάξεις της με αριθμό 2008/913/ΔΕΥ Απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε. είναι η αξία
του ανθρώπου. Έτσι η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 101.
708 Δηλαδή όχι μόνο από το κράτος και από δημόσιους φορείς, αλλά και από ιδιώτες, είτε αυτοί δρουν

μεμονωμένα είτε είναι οργανωμένοι σε ομάδες.

[195]
συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα709, τα οποία δικαιούται να απολαμβάνει ακώλυτα
στην κοινωνία υπό όρους ισότητας και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγμα,
διακριτού από τα άλογα όντα καθώς και από τα αντικείμενα του δικαίου710. Και τα παραπάνω
δικαιώματα δεν εξαντλούνται μόνο στη μη αμφισβήτηση από τον οποιονδήποτε της ίσης και
απαράγραπτης αξίας του κάθε ανθρώπου711, η οποία θεμελιώνεται ακριβώς στην ανθρώπινη
ιδιότητά του, αλλά περιλαμβάνουν και το δικαίωμα στην ισότιμη μέσα στην κοινωνία ύπαρξη
και μεταχείριση και τη μη διάκριση712, ισότητα η οποία εκφράζεται και με την ακώλυτη

709 Αλλά και υποχρεώσεις.


710 Πρβλ. και Χ. Βασματζίδη, όπ.π., ΕΔΔΔΔ, 1/2015, σ. 37, ο οποίος ναι μεν δέχεται ότι η αξία του
ανθρώπου, με την οποία ταυτίζει και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μπορεί να στηρίξει συνταγματικά το
άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, εντούτοις την προσδιορίζει ως εσωτερικό συναίσθημα τιμής και ως
κοινωνική αναγνώριση και υπόληψη. Βλ. επίσης και Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και
ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ. 447, υπ. 12, όπως επίσης και τον ίδιο, Ν. 927/1979,
Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 30, όπου και χαρακτηρίζεται ως «υπερβολική» η κριτική που ασκείται
από τον Ανθόπουλο κατά της υποστασιοποίησης του έννομου αγαθού της «αξίας του ανθρώπου» (ή της
«ανθρώπινης αξιοπρέπειας»). Συνδέει δε κι αυτός την αξία του ανθρώπου με το έννομο αγαθό της
τιμής, και συγκεκριμένα της «εσωτερικής τιμής» της οποίας αποτελεί ειδική έκφανση, ή με τη στατική
έποψη της αξιολογικής πλευράς της τιμής, «αφού με την προσβολή της τιμής, που συνιστά μείωση,
θίγεται το στοιχείο της ισότητας, διαταράσσεται δηλαδή η θέση ισότητας δράστη και θύματος στην
κοινωνία». Πρβλ. εδώ και την άποψη του Α. Χουλιάρα, Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου, ΝοΒ
2017, σ. 1230-1231, ο οποίος δεν εντοπίζει το νομιμοποιητικό έρεισμα των διατάξεων του Ν. 927/1979
(υπό το νέο καθεστώς) στην τιμή ή την κοινωνική υπόληψη συγκεκριμένων προσώπων, αλλά
πρωτίστως στην αξία του ανθρώπου, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί «συγκεκριμένη εκδήλωση της
καταστατικής αρχής περί ισότητας όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτως των επιμέρους χαρακτηριστικών
τους». Σχετική και η άποψη της υπ’ αριθμ. 3/2010 απόφασης της ΟλΑΠ, σύμφωνα με την οποία: «Η
άσκηση των συνταγματικών αυτών δικαιωμάτων πρέπει να κρίνεται σε συνδυασμό με την απορρέουσα
από τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 2 πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας για σεβασμό και
προστασία της αξίας του ατόμου, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η φυλετική και εθνική
καταγωγή του, στην οποία και ανταποκρίθηκε με τον ν. 927/1979, και προεχόντως, με την επικύρωση,
ως μέλος της διεθνούς κοινότητας, με το ν.δ. 494/1970 της υπογραφείσης στις 7-3-1966 Διεθνούς
Συμβάσεως». Βλ. συναφώς και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση, ΝΟΜΟΣ.
711 Η οποία αποτελεί και την «αξιολογική πλευρά» του έννομου αγαθού «τιμή», δικαιολογεί δηλαδή

την προστασία της τελευταίας, όπως υποστηρίζει ο Δ. Σπινέλλης, όπ.π., ΠοινΧρον 2006, σ. 962, ο
οποίος τονίζει περαιτέρω ότι «η έποψη αυτή της τιμής είναι ένα στατικό μέγεθος που δεν δύναται ποτέ
να μειωθεί ή να χαθεί».
712 Η οποία, άλλωστε, όπως έγινε δεκτό παραπάνω, δεν αναπτύσσει άμεση τριτενέργεια (δηλαδή δεν

απευθύνεται άμεσα στους ιδιώτες, γεννώντας αξιώσεις παράλειψης στις μεταξύ τους σχέσεις), παρά
μόνο έμμεση. Για την απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης για λόγους φυλετικής, εθνικής ή
εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων, σεξουαλικού προσανατολισμού κ.ά. σε ένα
συγκεκριμένο τομέα της συναλλακτικής ζωής βλ. (υπό τον προϊσχύσαντα ΠΚ) Π. Αλικάκο, Το

[196]
συμμετοχή στην κοινωνική ζωή δια της ελεύθερης έκφρασης των προσωπικών επιδιώξεων του
καθενός, καθώς και το δικαίωμα στην προστασία της ζωής, της υγείας, της τιμής, της
προσωπικής ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Άλλωστε, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπορεί να
θίγεται αυτοτελώς, δίχως παράλληλα να προσβάλλονται τα προαναφερθέντα έννομα αγαθά,
που προστατεύουν ορισμένες μόνο πτυχές της προσωπικότητας του ατόμου.
Εν κατακλείδι, από τη συνταγματικά επιβαλλόμενη υποχρέωση κρατικής προστασίας
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρ. 2 παρ. 1 του Συντ.) απορρέει και η συνταγματικότητα
νόμων που απαγορεύουν στις μεταξύ ιδιωτών σχέσεις συμπεριφορές που αμφισβητούν την
ανθρώπινη ιδιότητα του άλλου και την απορρέουσα από αυτή ίση αξία που έχει με όλους τους
υπολοίπους ή το αναφαίρετο δικαίωμά του στην απόλαυση των ατομικών του δικαιωμάτων,
λόγω ακριβώς αυτής της εγγενούς αξίας που έχει ως άνθρωπος, δίχως όμως παράλληλα να
επιτάσσεται και να επιβάλλεται η υιοθέτηση ενός κοινωνικού προτύπου «ηθικής»
συμπεριφοράς, όπως λ.χ. αυτό της αποδοχής του άλλου χωρίς τις οποιεσδήποτε
προκαταλήψεις (θρησκευτικές, φυλετικές, εθνοτικές κτλ.). Αποστολή του δικαίου εν γένει και
του ποινικού συγκεκριμένα δεν είναι να δημιουργεί κοινωνικές συνειδήσεις περί του τι είναι
ηθικά ορθό713, ούτε και να απαγορεύει στους κοινωνούς του δικαίου συμπεριφορές που
βλάπτουν μόνο τους ίδιους και κανέναν άλλο714,715, αλλά να προστατεύει τα έννομα αγαθά και
να διασφαλίζει τον άνθρωπο από τον κίνδυνο της κρατικής αυθαιρεσίας. Τέλος, επειδή

περιστατικό βίας ή μίσους ως αξιόποινη πράξη. Η νέα διάταξη του άρθρου 361Β ΠΚ, ΠοινΔικ 2016, σ.
36 επ. και κυρίως σ. 40.
713 Για την έννοια του μοραλισμού στο ποινικό δίκαιο και τη διάκριση αυτής από τον πατερναλισμό βλ.

εντελώς συνοπτικά Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010,
σ. 452, υποσημ. 47.
714 Γι’ αυτό και ως επί το πλείστον τυποποιούνται ως αδικήματα οι ετεροπροσβολές, εκτός ολίγων

εξαιρέσεων, όπου η τυποποιούμενη ως αδίκημα αυτοπροσβολή, δηλαδή η προσβολή του αγαθού από
τον ίδιο το φορέα του, μπορεί να αποτελέσει άδικη πράξη, όταν συμπροσβάλλεται με αυτή και κάποιο
άλλο έννομο αγαθό, του οποίου ο αυτοπροσβάλλων δεν έχει εξουσία διάθεσης, καθώς και όταν με τη
συμπεριφορά αυτή διακινδυνεύουν και έννομα αγαθά που ανήκουν σε άλλα πρόσωπα (π.χ. η κοινώς
επικίνδυνη βλάβη, άρθρο 273 ΠΚ). Βλ. σχετικά Ν. Παρασκευόπουλο, Ποινική ευθύνη από
αυτοκαταστροφικάς πράξεις, ΕλλΕπιθΕγκλ 1989, τομ. 3-4, σ. 58 επ. Βλ. επίσης του ιδίου, Τα θεμέλια
του ποινικού δικαίου, 2008, σ. 104 επ., του ιδίου, Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην
Ελλάδα, 2004, σ. 120 επ. (καθώς και τον πρόλογο του Ι. Μανωλεδάκη στο έργο αυτό), όπως επίσης και
Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 848, Α. Παπαδαμάκη, Εγκλήματα κατά της στρατιωτικής
υπηρεσίας, 1990, σ. 133 επ., Στ. Ρουμελιώτου, Οι αυτοπροσβολές από την άποψη του Ποινικού δικαίου
και της εγκληματολογίας, ΠΛογ 2006, σ. 2385 επ.
715 Αντίθετος στην πατερναλιστική εξουσία, σε αυτή δηλαδή που φέρεται στους πολίτες της ως παιδιά,

προσπαθώντας να καταστείλει δια του ποινικού δικαίου συμπεριφορές αυτοπροσβλητικές, ήταν και ο
Im. Kant, Zum ewigen Frieden, Ein philosophischer Entwurf, Hrsg. R. Malter, (1795) 1984, Reclam, σ.
11. Παρόμοια και ο άγγλος ωφελιμιστής φιλόσοφος John Stuart Mill, On Liberty, 1976, και σε ελληνική
μετάφραση Ν. Μπαλή, Τζ. Στ. Μιλ, Περί Ελευθερίας, 1983, σ. 129.

[197]
ακριβώς αφορά στον πυρήνα της ύπαρξης του ατόμου και εντεύθεν της προσωπικότητάς του,
όταν γίνεται λόγος για ποινικά απαγορευμένη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θα
πρέπει να εννοούνται μόνο οι περιπτώσεις εκείνες στις οποίες διαπιστώνεται σοβαρή
προσβολή αυτής της αρχής αναφορικά τόσο με την ύπαρξη όσο και τη δράση του ατόμου716.
Βέβαια, παρά τις διαχρονικές προσπάθειες οριοθέτησης της σχετικής έννοιας και
συσχέτισής της με την έννοια του έννομου αγαθού στο χώρο του ποινικού δικαίου, η
ανθρώπινη αξιοπρέπεια έτυχε ισχυρής αμφισβήτησης ως τέτοιο. Με κεντρικό προβληματισμό
το εάν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνιστά έννοια «υπάλληλη» ή «παράλληλη» προς το έννομο
αγαθό, ο Ι. Μανωλεδάκης, αναπτύσσοντας εν συντομία τη θεωρία του περί της διαλεκτικής
έννοιας των έννομων αγαθών, καταλήγει στο ότι η αξία του ανθρώπου δεν αποτελεί κάποιο
αντικείμενο του εξωτερικού κόσμου, ούτε καν μια ιδιότητα του ανθρώπινου σώματος που
υπόκειται σε αξιολόγηση από το νομοθέτη σχετικά με το συμφέρον διατήρησής της και
εντεύθεν στην αναγωγή της σε έννομο αγαθό. Αντιθέτως, είναι μία «μετα-φιλελεύθερη» έννοια
που εκφράζει μια στάση της σύγχρονης δημοκρατικής και φιλελεύθερης έννομης τάξης
απέναντι στον άνθρωπο ως «υποκείμενο της Ιστορίας ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπειρική
επαλήθευση και εξατομίκευση αυτής σε συγκεκριμένο σώμα ή ιδιότητα»717. Ως εκ των άνω η
ανθρώπινη αξιοπρέπεια δε συνιστά έννομο αγαθό, όπως επίσης δε συνιστά και ατομικό
δικαίωμα, αλλά μια «απόλυτη δικαιϊκή έννοια, με απόλυτο δικαιϊκό αίτημα τον καθολικό
σεβασμό της»718. Εντούτοις η παραδοχή της παραπάνω άποψης θα μας έφερνε αντιμέτωπους

716 Λ.χ. στην υποθετική περίπτωση που η αρχηγός μιας ακροδεξιάς οργάνωσης στο πλαίσιο μιας
δημόσιας ομιλίας της προτρέπει τα μέλη αυτής να μην ψωνίζουν αγαθά από μουσουλμάνους συντοπίτες
τους, διότι οι τελευταίοι, λόγω της πίστης τους, αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως κατώτερα όντα. Εν
προκειμένω ο δράστης προτρέπει μεν σε διακρίσεις κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με
βάση τη θρησκεία, ωστόσο δεν προβαίνει σε αυτή τη συμπεριφορά σε βάρος των μουσουλμάνων για
κάτι που είναι και ακριβώς επειδή είναι (ενν. υποδεέστερο από άποψη αξίας), αμφισβητώντας έτσι την
ιδιότητα και εντεύθεν την αξία τους ως ανθρώπινων όντων, αλλά για κάτι που κάνουν. Διαφορετική θα
ήταν η αξιολόγηση της παραπάνω περίπτωσης, αν ο δράστης προέτρεπε στην ίδια ως άνω
συμπεριφορά, επειδή υποβιβάζει τους μουσουλμάνους στο επίπεδο του ζώου ή του πράγματος,
θέτοντας έτσι υπό σοβαρή αμφισβήτηση την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητά τους.
717 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, «Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια»: Έννομο αγαθό ή απόλυτο όριο στην άσκηση

εξουσίας; σε Ι. Μανωλεδάκη – C. Prittwitz (επιμ.), Η Ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας


όπ.π., σ. 9 επ. και κυρίως σ. 14-15 και 18-19. Βλ. και του ιδίου, Το έννομο αγαθό, 1998, σ. 241-252.
Αντίθετος όμως ο Ν. Παρασκευόπουλος, Η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: σημεία
εξασθένησης σε Ι. Μανωλεδάκη – C. Prittwitz (επιμ.), Η Ποινική προστασία της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, σ. 76, που αναγνωρίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως έννομο αγαθό του ποινικού
δικαίου. Ομοίως και ο Ν. Μπιτζιλέκης, Ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τιμή, σε Ι. Μανωλεδάκη – C.
Prittwitz (επιμ.), σ. 100, ο οποίος επισημαίνει ότι αναγνωρίστηκε και καθιερώθηκε ως έννομο αγαθό
και de lege lata στο άρθρο 137Α του ΠΚ.
718 Παρόμοια και οι Δ. Σπυράκος, Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων, Υπερ 1993, σ. 37 και η Ε.

Συμεωνίδου-Καστανίδου, Κατάχρηση εξουσίας & ανθρώπινα δικαιώματα, 2013, σ. 108-113. Πρβλ. εδώ

[198]
με το εύλογο ερώτημα, γιατί υφίστανται περιπτώσεις δικαιϊκών ρυθμίσεων που κάμπτουν
ευθέως την πρόβλεψη και εντεύθεν την κρατική υποχρέωση για προστασία της αξίας του
ανθρώπου, παρά την (υποτιθέμενη) απόλυτη προστασία αυτής, σε αντίθεση απ’ ότι συμβαίνει
με τα έννομα αγαθά, που προστατεύονται σχετικά719; Σύμφωνος με την τάση αμφισβήτησης
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως αυτοτελώς προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι και ο C.
Prittwitz720, ο οποίος κατ’ αρχάς δέχεται ως αυτονόητη την ποινική προστασία της μέσω της
ειδικότερης τυποποίησης μορφών συμπεριφοράς προσβλητικών για τα έννομα αγαθά που
συνθέτουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (όπως είναι για παράδειγμα η ζωή, η σωματική
ακεραιότητα και η ελευθερία). Φαίνεται να αντιμετωπίζει δηλαδή την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
ως μία έννοια γένους, που εξειδικεύεται στις επιμέρους εκφάνσεις της. Μέσω των προσβολών
των τελευταίων προσβάλλεται και εκείνη και, κατά λογική αναγκαιότητα, μέσω της
προστασίας αυτών προστατεύεται έμμεσα και η ίδια. Βέβαια το πλαίσιο αναφοράς του με βάση
το οποίο επιχειρηματολογεί είναι ως επί το πλείστον οι δύο νομοτυπικές μορφές μίας
γερμανικής και μίας ελληνικής διάταξης που προστατεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αυτές
των άρθρων 130 του γερμΠΚ και 137Α του ελλΠΚ αντίστοιχα721 με όλα τα προβλήματα
αοριστίας που συμφύρονται από την ίδια την τυποποίηση των ανωτέρω αδικημάτων.
Καταλήγει πάντως στη δυνατότητα προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσω του
ποινικού δικαίου και για την ακρίβεια μέσω συγκεκριμένα περιγραφόμενων προσβολών
αυτής722.
Όλες οι παραπάνω αμφισβητήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να παραμεριστεί η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια723 από το προστατευτικό πεδίο των διατάξεων του Ν. 927/1979724, ήδη από την

και Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 454-456, ο οποίος επισημαίνει
χαρακτηριστικά ότι σε μια υποτιθέμενη περίπτωση σύγκρουσης της ανθρώπινης ζωής με την
αξιοπρέπεια, δεν τίθεται θέμα σύγκρουσης δύο έννομων αγαθών, καθότι «η αναφορά στην τελευταία
δεν έχει νόημα εισαγωγής ενός νέου συμφέροντος-αγαθού προς στάθμιση, αλλά αναγωγής σε έναν
θεμελιώδη κανόνα δικαιοσύνης, δίκαιης συμπεριφοράς».
719 Για σχετική περιπτωσιολογία βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ανθρώπινη αξιοπρέπεια: προστατευόμενο

ή και απειλούμενο από το ποινικό δίκαιο μέγεθος; σε Ι. Μανωλεδάκη – C. Prittwitz (επιμ.), Η ποινική
προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σ. 39 επ., η οποία κάνει λόγο ακόμα και για «ανοχή» του
ενδεχομένου προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενόψει ενός υπέρτερου συμφέροντος.
720 C. Prittwitz, Προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσω του ποινικού δικαίου ή από το ποινικό

δίκαιο; σε Ι. Μανωλεδάκη – C. Prittwitz (επιμ.), Η Ποινική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας,


όπ.π., σ. 26-27 και 29-33.
721 Και στις δύο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι όρος της αντικειμενικής υπόστασης.

722 Έτσι ο C. Prittwitz, όπ.π., σ. 33.

723 Ως έννομο αγαθό.

724 Στο σημείο αυτό πρέπει να επαναληφθεί η αρχική διατύπωση του άρθρου 1 του ν. 927/1979, η

οποία όριζε ότι: «όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή
εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας
να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδος προσώπων εκ μόνου του λόγου της

[199]
εποχή προ της τροποποιήσεώς του με το μεταγενέστερο Ν. 4285/2014, και να δοθεί αρχικά
ένα προβάδισμα στη δημόσια τάξη725, με νοηματικό περιεχόμενο όμοιο με εκείνο που
προστατεύουν οι διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του ΠΚ726. Θεωρήθηκε για την ακρίβεια ότι
συμπίπτει με την κοινή ειρήνη727, νοούμενη προφανώς ως μία κατάσταση ηρεμίας και ευταξίας
σε ένα συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, η οποία (ενν. κατάσταση) αποτελεί το αποτέλεσμα της
σύνθεσης δύο παραγόντων: αφενός της ύπαρξης ρυθμιστικών κανόνων μέσα σε ένα κράτος και
αφετέρου της γενικής υποταγής των πολιτών σε αυτούς728.
Σύμφωνη με την παραπάνω ειδικότερη729 ερμηνεία του έννομου αγαθού «δημόσια
τάξη» είναι και η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, η οποία ορμώμενη από τη θέση του Ι.

φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή με χρηματικήν ποινήν ή
και δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων. 2. Διά των εν παρ. 1 ποινών τιμωρείται και όστις συνιστά ή
συμμετέχει εις οργανώσεις, αι οποίαι επιδιώκουν ωργανωμένην προπαγάνδαν ή δραστηριότητας πάσης
μορφής τεινούσας εις φυλετικάς διακρίσεις».
725 Αναφορά στη δημόσια τάξη ως συνταγματικό αγαθό χάριν του οποίου μπορούν να δικαιολογηθούν

ποινικοί περιορισμοί στο ρατσιστικό λόγο και εντεύθεν στην ελευθερία της έκφρασης, κάνει για πρώτη
φορά, τουλάχιστον όσον αφορά στην ελληνική ποινική επιστήμη, ο Χ. Ανθόπουλος, Η απαγόρευση του
ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 46. Βλ. επίσης και Χ. Παπαστυλιανό,
Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελευθερίας του λόγου, ΠοινΔικ 2005, σ.
333 επ, όπου και γίνεται μια προσπάθεια να οριοθετηθούν οι περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια τάξη,
μέσω των ποινικών διατάξεων που την προστατεύουν (και συγκεκριμένα μέσω των εγκλημάτων που
τυποποιούνται στο έκτο κεφάλαιο του ΠΚ), μπορεί να νοηθεί ως ένας αποδεκτός περιορισμός της
ελευθερίας της έκφρασης, με κριτήριο την αρχή της κατοχύρωσης των ίσων πραξιακών ελευθεριών για
όλους. Για την ακρίβεια, η δημόσια τάξη δε θα πρέπει να μετατρέπεται «από προϋπόθεση της ισότιμης
άσκησης δικαιωμάτων σε περιορισμό με βάση το περιεχόμενο της άποψης που εκφράζεται». Έτσι για
παράδειγμα, η πρόκληση ενός ομιλητή προς τα μέλη ενός πολιτικού κόμματος για επίθεση με καδρόνια
και φωτοβολίδες ενάντια στα μέλη ενός άλλου πολιτικού κόμματος συνιστά περίπτωση επιτρεπτού
περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης, δια της προστασίας της δημόσιας τάξης, διότι η πρόκληση αυτή
δε συνιστά έκφραση προσωπικών απόψεων (που πρέπει να προστατευτεί), αλλά προσπάθεια
«φίμωσης» των αντιπάλων και συνεπώς περιορισμό της δυνατότητάς τους για ισότιμη συμμετοχή στο
δημόσιο χώρο.
726 Άρθρα 183 επ. ΠΚ

727 Έτσι ο Χ. Ανθόπουλος, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 47.

728 Έτσι, δηλαδή, όπως την όρισε ο Ι. Μανωλεδάκης στα έργα του: Το έννομο αγαθό, 1998, σ. 374 και

Επιβουλή της δημόσιας τάξης, Άρθρα 183-197 ΠΚ, 1994, σ. 18 επ., στην προσπάθειά του να οριοθετήσει
τη δημόσια τάξη ως ένα αυτοτελές έννομο αγαθό, με σαφές και διακριτό περιεχόμενο από αυτό των
υπολοίπων. Πρβλ. εδώ και την προγενέστερη, σχετική κριτική που είχε ασκήσει ο Α. Κωστάρας, Χρήση
και κατάχρηση μιας αυθεντίας, σε Μνήμη N. Χωραφά, H. Γάφου, K. Γαρδίκα, 1986, σ. 107 επ.,
αναφορικά με την αναγωγή της δημόσιας τάξης σε έννομο αγαθό.
729 Σε αντίθεση με την ευρύτερη σύλληψή της από τους συντάκτες του Ποινικού Κώδικα (του 1951),

αφού από την ανάγνωση της Αιτιολογικής Έκθεσης του Σχεδίου ΠΚ αναφορικά με το κεφάλαιο
«Επιβουλή της Δημοσίας Τάξεως» προκύπτει ότι οι συντάκτες αυτού αντιλαμβάνονταν τη δημόσια τάξη

[200]
Μανωλεδάκη, αναπτύσσει την επιχειρηματολογία της σχετικά με τη θεώρηση της δημόσιας
τάξης ως προστατευόμενου έννομου αγαθού από τις διατάξεις του ελληνικού αντιρατσιστικού
νόμου730. Οριοθετεί, βέβαια, τη δημόσια τάξη απέναντι σε μία γενική θεώρησή της και την
αντιλαμβάνεται ως μία κατάσταση «ειρηνικής συνύπαρξης ανθρώπων και πραγμάτων στον
κοινωνικό χώρο με την οποία εξασφαλίζεται η ελεύθερη ύπαρξη και διακίνησή τους»731.
Θεωρεί δε ότι θίγεται, όταν διαταράσσονται οι σχέσεις ισοτιμίας και ελευθερίας των πολιτών
μέσα στο κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα να θίγεται ολόκληρο το τελευταίο και όχι κάποια
μεμονωμένα άτομα ή κοινωνικές ομάδες. Η προσβολή της δημόσιας τάξης διαπιστώνεται,
σύμφωνα με την άποψή της, κατεξοχήν σε περιπτώσεις όπου παρατηρείται μία ένωση
δυνάμεων, ένας «πυρήνας» για την ακρίβεια «διάπραξης εγκληματικών πράξεων», που
δημιουργεί όρους υπεροχής έναντι των υπολοίπων καθώς και στις περιπτώσεις εκείνες που
επιτυγχάνεται (ή είναι δυνατή) η κινητοποίηση αόριστου αριθμού ατόμων προς διάπραξη των
στο νόμο αναφερόμενων αποτελεσμάτων. Αυτή ακριβώς η υπεροχή των δυνάμεων
διαταράσσει τους όρους ισοτιμίας μέσα στον κοινωνικό χώρο, δίχως όμως να θίγει ή τέλος
πάντων να θίγει αναγκαστικά και τα ατομικά έννομα αγαθά των προσώπων σε βάρος των
οποίων κατευθύνονται732.
Η παραπάνω άποψη, παρότι μπορεί να καλύπτει μερικές από τις πιθανές περιπτώσεις
που ήταν δυνατό να υπαχθούν στην αντικειμενική υπόσταση των παρ. 1 και 2 του άρθρου
πρώτου του Ν. 927/1979, όπως αυτός ίσχυε πριν από την τροποποίησή του, δεν εξαντλεί
ωστόσο το σύνολο των πιθανών εκδοχών που ερμηνευτικά υπάγονται στην υπό εξέταση
διάταξη. Για παράδειγμα, ας λάβουμε υπόψη την περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο
προτρέπει δημόσια733 σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν βία ή εκδηλώσεις μίσους σε
βάρος μίας συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας, όπως είναι λ.χ. οι εβραίοι, από την οποία
προτροπή τελικά κινητοποιείται (ή μπορεί ακόμα, λόγω των δεδομένων συνθηκών, να
κινητοποιηθεί προς την κατεύθυνση της τέλεσης των συγκεκριμένων πράξεων) μόνο ένας
ακροατής του, δίχως έτσι να διαπιστώνεται ανισορροπία δυνάμεων. Αν αναλογιστεί κανείς το
συγκεκριμένο παράδειγμα και το συγκρίνει με τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν από την
Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, δε θα διαπιστώσει κάποιο σοβαρό έλλειμμα όσον αφορά στην
απαξία της συμπεριφοράς του προτρέποντος δράστη. Κι αυτό ισχύει, διότι αφενός υφίσταται

ως την ειρήνη όλων των έννομων αγαθών και όχι ως κάποιο ξεχωριστό και με αυτοτελές περιεχόμενο
αγαθό στη διατήρηση του οποίου έχει συμφέρον το κοινωνικό σύνολο. Βλ. για την παρατήρηση αυτή Ι.
Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, 1994, σ. 3.
730 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον

2013, σ. 484, έτσι όπως διατύπωσε την άποψή της, πριν επέλθουν οι αλλαγές στην περιγραφή του
αδικήματος με το Ν. 4285/2014.
731 Βλ. την αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

732 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 484.

733 Ενώπιον αόριστου αριθμού ατόμων.

[201]
εν προκειμένω προσβολή734 ατομικών έννομων αγαθών αόριστου αριθμού ατόμων, αφετέρου
δεν είναι η δημόσια τάξη (ή κατ’ ανάγκη αποκλειστικά και κύρια) το έννομο αγαθό που ήθελε
πρωτίστως να προστατέψει ο νομοθέτης. Ούτε δύναται να υποστηριχθεί με λογικά
επιχειρήματα ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν υπάγεται στην παρ. 1 του άρθρου πρώτου
του Ν. 927/1979, το οποίο παρεμπιπτόντως πουθενά δεν ανέφερε, ούτε όμως και συναγόταν
από την ερμηνεία του, ότι για την κατάφαση του συγκεκριμένου εγκλήματος (σε επίπεδο
αδίκου) απαιτείτο το στοιχείο της κινητοποίησης (ή της δυνατότητας κινητοποίησης) αόριστου
αριθμού ατόμων, πόσο μάλλον της τέλεσης των πράξεων (που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία) από αόριστο αριθμό ατόμων. Αν πάλι, σύμφωνα με την παραπάνω
άποψη, γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση κινητοποίησης (ή της δυνατότητας κινητοποίησης)
ενός μόνο προσώπου για τέλεση πράξεων βίας ή εκδηλώσεων μίσους σε βάρος αόριστου
αριθμού ατόμων από το ακροατήριο του δράστη δε συντρέχει προσβολή της δημόσιας τάξης
και άρα δεν τελείται το έγκλημα που τυποποιείται στην παρ. 1 του άρθρου πρώτου του Ν.
927/1979, τότε ο δράστης η συμπεριφορά του οποίου πληροί όλους τους όρους της
νομοτυπικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος735, θα πρέπει να μείνει ατιμώρητος
(τουλάχιστον για το συγκεκριμένο έγκλημα). Το συμπέρασμα τούτο δεν είναι δικαιοπολιτικά
ορθό. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει και η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι736, «… εφόσον ο δημόσια
εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος μπορεί να κινητοποιήσει έστω και έναν σε πράξεις βίας ή
διακρίσεων κατά ενός προσώπου, επειδή αυτός προσδιορίζεται π.χ. με βάση τη φυλή του […]
υπάρχει επαρκής βάση ποινικοποίησης, γιατί η πράξη αποδεικνύεται αντικειμενικά πρόσφορη
να υποκινήσει σε πράξεις βίας ή σε διακρίσεις κατά ανθρώπων που προσδιορίζονται με βάση
χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους ως ανθρώπων, δηλ. να υποκινήσει κατά συγκεκριμένου
προσώπου που φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και κατά οποιουδήποτε άλλου τα φέρει,
επειδή τα φέρει, και όχι επειδή είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει σε διακινδύνευση
της δημόσιας τάξης». Εξάλλου, το προβαλλόμενο από μέρους της Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου
ενισχυτικό της άποψής της επιχείρημα737, ότι η εκφορά λόγου που καλεί σε ομαδική δράση,
όπως και η συμμετοχή σε εγκληματικές ομάδες «δεν μπορούν καν να θεωρηθούν ως απειλή σε
βάρος των πιθανών θυμάτων, ως προσβολή δηλαδή της ελευθερίας τους, έστω και με τη μορφή
δυνητικής διακινδύνευσης, γιατί η απειλή πρέπει να περιέρχεται σε γνώση των θυμάτων ή
έστω να απευθύνεται προς αυτά, κάτι που δεν είναι αναγκαίο στη συγκεκριμένη περίπτωση»,

734 Με τη μορφή της διακινδύνευσης (υπαρκτού κινδύνου ή δυνατότητας κινδύνου).


735 Το οποίο απαιτούσε έναν οποιοδήποτε δράστη που δημόσια, είτε προφορικά είτε δια του τύπου ή
δια γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες
που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων εκ μόνου
του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των (μετέπειτα και του θρησκεύματος).
736 Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Η ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των εγκλημάτων

ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 106.


737 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον

2013, σ. 481 επ.

[202]
θέτει λανθασμένα ως προαπαιτούμενο μόνο την προσβολή της ελευθερίας των θυμάτων, που
για να την αισθανθούν θα πρέπει κιόλας να την αντιληφθούν. Εντούτοις, η περιγραφόμενη στο
νόμο συμπεριφορά δε βάλλει αποκλειστικά κατά της προσωπικής ελευθερίας. Προσβάλλει,
όπως θα δούμε και αναλυτικότερα παρακάτω, και άλλα ατομικά έννομα αγαθά738, μεταξύ των
οποίων και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι η απαξία της συμπεριφοράς λ.χ. ενός γονέα
που προτρέπει δημόσια τους δασκάλους, τους λοιπούς γονείς των παιδιών που φοιτούν στο
ίδιο δημοτικό σχολείο με εκείνο των παιδιών του και οποιονδήποτε άλλο ακούει το λόγο του να
απαγορεύσουν την είσοδο στο σχολείο, τη συναναστροφή και την παρακολούθηση των
μαθημάτων σε παιδιά προσφύγων, για λόγους που ανάγονται στη φυλετική ή στην εθνική
καταγωγή των τελευταίων739, έγκειται πρωτίστως στην προσβολή740 της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας των στοχευόμενων προσώπων, τα οποία, λόγω της ιδιότητάς τους ως ανθρώπων,
είναι ίσα από άποψης αξίας με όλους τους άλλους, ανεξαρτήτως φυλετικής καταγωγής ή
χρώματος δέρματος ή θρησκείας και έτσι έχουν το δικαίωμα να αποκρούουν την οποιαδήποτε
αμφισβήτηση της ίσης και όχι υποδεέστερης αξίας τους καθώς και την αμφισβήτησή τους ως
υποκειμένων δικαίου με τα ίδια ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και η ισότιμη
μεταχείριση. Απαιτείται βέβαια, μεταξύ άλλων, η συμπεριφορά του δράστη να ήταν
αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει έστω και έναν ακροατή-αποδέκτη του λόγου στο να
προβεί στην παραπάνω πράξη, η οποία συνιστά εξάλλου αυθαίρετη διάκριση. Δεν ήταν,
λοιπόν, ήδη υπό το προγενέστερο καθεστώς η προσβολή της δημόσιας τάξης που
δικαιολογούσε δικαιοπολιτικά και νομιμοποιούσε συνάμα την επιβολή ποινής σε αντίστοιχες
περιπτώσεις, αλλά η προσβολή741 αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών.
Αντίστοιχη θεώρηση περί του προστατευόμενου έννομου αγαθού από τις διατάξεις της
αντιρατσιστικής νομοθεσίας υπήρξε και στη γερμανική έννομη τάξη. Προστατευόμενο

738 Βλ. χαρακτηριστικά εδώ Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης,
ΠοινΧρον 2010, σ. 445, που καταλήγει στο ότι δεν είναι η προσβολή της δημόσιας τάξης που γεννά την
απαξία του ρατσιστικού λόγου. Άλλωστε, αυτή νοούμενη ως κοινωνική ειρήνη δεν μπορεί να
αποτελέσει αυτοτελώς προστατευόμενο έννομο αγαθό, καθότι ούτως ή άλλως είναι και ο γενικός
σκοπός του ποινικού δικαίου. Εκείνο που επιδιώκει ο νομοθέτης με την τυποποίηση των συγκεκριμένων
αδικημάτων είναι η προστασία των ατομικών έννομων αγαθών «σε ένα απώτερο προστάδιο της
προσβολής τους και γι’ αυτό καταστρώνονται νομοθετικά (ή πρέπει να καταστρώνονται) ως εγκλήματα
διακινδύνευσης και μάλιστα όχι συγκεκριμένης».
739 Υπό την έννοια ότι θα πρέπει να αποκρούεται από τους γονείς η προοπτική της οποιασδήποτε

συναναστροφής των παιδιών τους με τα εν λόγω άτομα ως απεχθής. Μια τέτοια συμπεριφορά βάλλει
ευθέως κατά του πυρήνα της ύπαρξης ενός ανθρώπου, της αξιοπρέπειάς του, αφού υποβιβάζεται σε
κάτι κατώτερο από τους υπόλοιπους, λόγω ενός προσδιοριστικού της ταυτότητάς του στοιχείου, και
παράλληλα δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για υλοποίηση της πράξης.
740 Με τη μορφή της διακινδύνευσης, μιας και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στο βαθμό που είναι αυταξία

απορρέουσα από την ανθρώπινη ιδιότητα, δεν βλάπτεται, ούτε καταστρέφεται, ούτε μειώνεται.
741 Εν προκειμένω με τη μορφή της διακινδύνευσης.

[203]
έννομο αγαθό τόσο των γενικότερων υποστάσεων που απέβλεπαν έμμεσα στην καταπολέμηση
των εγκλημάτων με ακροδεξιά-ρατσιστικά κίνητρα [π.χ. παρ. 111 του γερμανικού ποινικού
Κώδικα (StGB) περί δημόσιας πρόκλησης για τέλεση εγκλημάτων, παρ. 140: εγκωμιασμός και
επιδοκιμασία εγκλημάτων, παρ. 125: διατάραξη της κοινής ειρήνης κλπ.], όσο και των
ειδικότερων που απέβλεπαν πιο άμεσα στην καταστολή του ρατσιστικού λόγου [π.χ. παρ. 130
StGB: φανατισμός-διέγερση του λαού (Volksverhetzung), όπου η πράξη, μεταξύ άλλων, πρέπει
να είναι πρόσφορη να διαταράξει τη δημόσια ειρήνη, και παρ. 131: εξερεθισμός (διέγερση) σε
φυλετικό μίσος] θεωρήθηκε πρωτίστως742 η δημόσια ειρήνη και δευτερευόντως, είτε το
συγκριμένο έννομο αγαθό που απειλείται με την πράξη (στην περίπτωση της παρ. 111 StGB) ή
τα ατομικά αγαθά των πολιτών, ιδίως εκείνων που ανήκουν σε μειονότητες (στην περίπτωση
της παρ. 125 StGB)743. Ως δημόσια τάξη ορίστηκε η κατάσταση εκείνη που συνίσταται
«αντικειμενικώς μεν στην εγγυημένη από την έννομη τάξη, ελεύθερη φόβου έναντι αλλήλων
κοινωνική συμβίωση των πολιτών, υποκειμενικώς δε στην εμπιστοσύνη του πληθυσμού,
τουλάχιστον ενός μη ασήμαντου αριθμού προσώπων, ως προς τη διατήρηση της κατάστασης
αυτής»744. Αναφορικά, μάλιστα, με το κλασικό έγκλημα ρατσιστικού λόγου, που είναι η
διέγερση του λαού745, δεν έλειψαν και απόψεις που εντόπιζαν το δικαιολογητικό λόγο της
θεσπίσεως (τη λεγόμενη “ratio legis”) και στην προστασία της αξίας του ανθρώπου. Τόσο η
βούληση του Γερμανού ιστορικού νομοθέτη, που εκφράσθηκε ρητά προσθέτοντας ως
περιοριστικό του αξιοποίνου όρο της αντικειμενικής υπόστασης την προσβολή της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας746, όσο και η αξιολόγηση της περιγραφόμενης στο νόμο συμπεριφοράς
αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν την ως αναφερθείσα άποψη. Ως προσβολή της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας που δικαιολογεί την ενεργοποίηση της σχετικής διάταξης
θεωρήθηκε η αμφισβήτηση της ανθρώπινης ιδιότητας του άλλου, ως μέλους μιας
πληθυσμιακής ομάδας της κοινωνίας, αλλά και της εξ ίσου αναφαίρετης αξίας του747. Παρά τη

742 Κατ’ εξαίρεση διατυπώθηκαν και επιφυλάξεις ως προς την ορθότητα της θεώρησης της δημόσιας
ειρήνης ως αυτοτελούς έννομου αγαθού.
743 Έτσι ο Σ. Καρεκλάς, Οι δυνατότητες του ποινικού δικαίου για την προστασία των μειονοτήτων,

Υπερ 1995, σ. 622 επ. Βλ. επίσης και Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της
έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ. 447, υπ. 11, με πλούσια βιβλιογραφική αναφορά από τη γερμανική
επιστήμη καθώς και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης,
ΠοινΧρον 2013, σ. 483, υποσημ. με αριθμούς 29-31, με περαιτέρω γερμανική βιβλιογραφία, τόσο για
τις γενικότερες διατάξεις του γερμανικού ΠΚ όσο και για τα ειδικότερα εγκλήματα υποκίνησης σε
διακριτική μεταχείριση.
744 Βλ. για τον ορισμό Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον

2010, σ. 446.
745 Παράγραφος 130 του γερμανικού ποινικού Κώδικα (Volksverhetzung).

746 Έτσι ο Σ. Καρεκλάς, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 626.

747 Βλ. LK-v. Bubnoff παρ. 130, 1· S/S Lenckner, παρ. 130, 7· Lackner, παρ. 130, 1, SK Rudolphi , παρ.

130, 7, διαφορετικά ο ΑΚ-Ostendorf, παρ. 130, 4. Βλ. επίσης και Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων
και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ. 446, υπ. 12 και τον ίδιο, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’

[204]
σχετική ομοφωνία αναφορικά με το πότε διαπιστώνεται προσβολή της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, δεν έλειψαν και διαφωνίες, ιδίως στην περίπτωση που ο δράστης με τη
συμπεριφορά του στοχοποιεί απαράγραπτα δικαιώματα του θύματός του, τα οποία ανήκουν
στο βασικό πυρήνα της προσωπικότητάς του, όπως είναι για παράδειγμα η τιμή. Η τάση που
επικράτησε εν τέλει ήταν προς την κατάφαση της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε
όλες εκείνες τις περιπτώσεις που διαπιστώνεται εν γένει προσβολή της ευρύτερα ιδωμένης στο
πλαίσιο του γερμανικού Συντάγματος αξίας του ανθρώπου748.
Επιστρέφοντας στην ελληνική έννομη τάξη παρατηρούμε ότι, ακόμα και μετά τη
νομοθετική αλλαγή που επήλθε με το Ν. 4285/2014, (ΦΕΚ Α’ 191/10.9.2014),
«Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α 139) και προσαρμογή του στην απόφαση - πλαίσιο
2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και
εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες
διατάξεις», πολλαπλασιάστηκαν οι απόψεις που δέχονται τη δημόσια τάξη ως το
προστατευόμενο από τις υπό εξέταση διατάξεις έννομο αγαθό749. Μάλιστα, προς ενίσχυση της
ήδη υπάρχουσας επιχειρηματολογίας πραγματοποιείται επίκληση της σαφούς εμμονής του
νομοθέτη στη δημόσια τέλεση των εν λόγω αδικημάτων, αφού τόσο στο άρθρο 1 όσο και στο
άρθρο 2 του Ν. 4285/2014 γίνεται λόγος για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους καθώς και για
δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων αντίστοιχα. Η συγκεκριμένη επιλογή,
υποστηρίζεται, δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Έλληνα νομοθέτη, αλλά εισήχθη

άρθρο, 2016, σ. 25 με επιπλέον σχετική γερμανική βιβλιογραφία. Λόγω δε της αοριστίας της δημόσιας
τάξης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως έννομων αγαθών, αλλά και λόγω της τομής τους με την
ελευθερία της έκφρασης, ο Σ. Καρεκλάς, Οι δυνατότητες του ποινικού δικαίου για την προστασία των
μειονοτήτων, Υπερ 1995, σ. 628, προτείνει την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων μέσα από μια
εξισορροπητική αξιολόγηση όλων των ως άνω αναφερόμενων συγκρουόμενων κατά περίπτωση
αγαθών. Πρβλ. όμως και D. Sterberg-Lieben in A. Schönke – H. Schröder, Strafgesetzbuch (StGB), 30
Auflage, 2019, § 130 Volksverhetzung, on-line έκδ., όπου αποκρούεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως
ανεξάρτητο αντικείμενο προστασίας.
748 Για περισσότερες περιπτώσεις που χαρακτηρίσθηκαν από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό

Δικαστήριο της Γερμανίας ως προσβλητικές για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια βλ. Κ. Ζώρα, όπ.π., ΤοΣ
1978, σ. 12 επ.
749 Βλ. σχετικά Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος, ΝοΒ 2016, σ. 209 επ.

Παρατηρούμε επίσης και να ενισχύονται οι ήδη προϋπάρχουσες. Βλ. χαρακτηριστικά Ε. Συμεωνίδου –


Καστανίδου, Η ποινική απαγόρευση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015,
σ. 729 επ.. Βλ. τέλος και Α. Χουλιάρα, Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου, ΝοΒ 2017, σ. 1222 επ.,
ο οποίος ήταν και μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την προετοιμασία ενός εκ των
σχετικών νομοσχεδίων. Σύμφωνα μάλιστα με τον τελευταίο, η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου
βρίσκει νομιμοποιητικό και δικαιοπολιτικό έρεισμα όχι μόνο στην προστασία των ατομικών
δικαιωμάτων, αλλά και στην ανάγκη κατοχύρωσης του ελάχιστων εκείνων όρων που διασφαλίζουν και
εγγυώνται την ύπαρξη μιας δημοκρατικής κοινωνίας.

[205]
πρωτίστως από τον Ευρωπαίο750, σε μία προσπάθεια να καταστεί σαφές ότι δεν ενδιαφέρει «η
δύναμη πειθούς που έχει ο λόγος, αλλά κυρίως (ενν. υπάρχει ενδιαφέρον) για τον αριθμό των
ατόμων που είναι πιθανό να επηρεαστούν από αυτόν»751. Επιπρόσθετα υποστηρίζεται752 ότι «ο
λόγος που εκφέρεται δημόσια έχει τη δύναμη να κινητοποιεί αόριστο αριθμό ατόμων …, αυτή η
κινητοποίηση αόριστου αριθμού ατόμων σε βάρος των εννόμων αγαθών αλλοιώνει τις σχέσεις
ισοτιμίας μεταξύ των ανθρώπων, αναιρεί την “ειρηνική συνύπαρξη” ανθρώπων και πραγμάτων
στον κοινωνικό χώρο και θίγει τελικά το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης». Για άλλη μια
φορά, ωστόσο, η συγκεκριμένη άποψη παρορά το γεγονός ότι, ναι μεν ο δημόσια εκφερόμενος
ρατσιστικός λόγος μπορεί, υπό προϋποθέσεις και όχι πάντα βέβαια, να κινητοποιήσει αόριστο
αριθμό ατόμων σε βάρος ατόμου ή ατομικά προσδιορισμένης ομάδας προσώπων, είναι δυνατό
πάντως εκ των συνθηκών να μπορούσε σε μία συγκεκριμένη περίπτωση να κινητοποιήσει
μόνον έναν εκ των ακροατών σε βάρος αόριστου αριθμού έννομων αγαθών και κανέναν άλλο.
Ακόμη όμως και τότε υπάρχει δυνατότητα τιμώρησης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, η
απαξία της οποίας έγκειται, όπως ελέχθη και ανωτέρω, στη δυνατότητα διακινδύνευσης
αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών. Γιατί αυτός ο ένας που τελικά κινητοποιήθηκε
προς την υλοποίηση των προτεινόμενων πράξεων θα στραφεί όχι μόνο κατά ενός
συγκεκριμένου προσώπου που φέρει ένα από τα χαρακτηριστικά που αποτελούν τη βάση των
διακρίσεων, αλλά και κατά οποιουδήποτε άλλου προσώπου φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά753,
ήτοι κατά άγνωστου και μη προσδιορίσιμου εξαρχής αριθμού ατόμων και εντεύθεν κατά
αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών.
Εν κατακλείδι, αν δεχόμασταν ως αποκλειστικά προστατευόμενο από τις εν λόγω
τροποποιημένες διατάξεις το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, θα έπρεπε να αποδεχτούμε
συνακόλουθα και τη μη τέλεση του εγκλήματος της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους (άρ. 1
παρ. 1 Ν. 927/1979) στην παραπάνω περίπτωση, αφού τελικά με την κινητοποίηση ενός μόνο
αποδέκτη του λόγου και όχι ολόκληρου πλήθους, σε συνδυασμό και με τη μη ύπαρξη
δυνατότητας στη συγκεκριμένη περίπτωση να κινητοποιηθούν περισσότερα πρόσωπα, δε
διαπιστώνεται ανατροπή των σχέσεων ισοτιμίας και εντεύθεν προσβολή (με τη μορφή της
διακινδύνευσης) της δημόσιας τάξης754. Τούτη η εκδοχή, όπως τονίστηκε και ανωτέρω, είναι

750 Στη με αριθμό 2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο, όπως και στο ν. 927/1979, το αξιόποινο
συναρτάται με τη δημόσια τέλεση των επιμέρους περιγραφόμενων συμπεριφορών.
751 Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730. Παρόμοια και ο Α. Χουλιάρας,

όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1240-1241.


752 Από την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730.

753 Επειδή ακριβώς ο δράστης στοχοποιεί ολόκληρες ομάδες πληθυσμού για το λόγο ότι παρουσιάζουν

ένα ή και περισσότερα από τα χαρακτηριστικά που τον απωθούν και τον κάνουν να πιστεύει ότι
προσδίδουν μειωμένη αξία στο πρόσωπο που τα φέρει.
754 Συμπέρασμα όμως μη αποδεκτό, διότι, όπως θα δούμε και παρακάτω, ο νομοθέτης με τη διάπλαση

του εγκλήματος της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους (άρθρο 1 ο του Ν. 927/1979, όπως αυτό
αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1ο του Ν. 4285/2014) θέλησε να προστατεύσει και ατομικά έννομα

[206]
δικαιοπολιτικά λανθασμένη και παράλληλα αντιβαίνει στο σαφές γράμμα του νόμου, που
απαιτεί πράξη πρόσφορη να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας
προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τα στη διάταξη απαριθμούμενα χαρακτηριστικά.
Πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι, αν ουδείς κινητοποιήθηκε ούτε και μπορούσε να
κινητοποιηθεί αόριστος και μη γνωστός εκ των προτέρων αριθμός ατόμων από το δημόσια
εκφερόμενο λόγο του δράστη (γιατί για παράδειγμα απευθύνθηκε σε φιλήσυχο κοινό που
αποκρούει ούτως ή άλλως ως αντιδημοκρατικές τέτοιες απόψεις ή γιατί δεν ακούστηκε καν η
μετάδοση του μηνύματος και έτσι δεν έγινε αντιληπτό το νόημα που ήθελε να εξωτερικεύσει με
το λόγο του ο δράστης), το έγκλημα δεν τελείται (ως ολοκληρωμένο τουλάχιστον), παρόλο που
υπάρχει προτροπή, καθότι δε συντρέχει εν προκειμένω το στοιχείο της προσφορότητας της
πράξης του δράστη να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία και συνακόλουθα δε συντρέχει
δυνατότητα κινδύνου στη συγκεκριμένη περίπτωση ούτε φυσικά για τη δημόσια τάξη ούτε
όμως για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων που στοχοποιεί με
το λόγο του ο δράστης.
Σύμφωνα δε με την άποψη του Χ. Παπαχαραλάμπους η υποκίνηση βίας ή μίσους δε
στρέφεται πρωτίστως κατά ατομικών έννομων αγαθών, η δε τυποποίηση της συμπεριφοράς
αυτής ως αδικήματος δεν προσβλέπει τόσο στην «προσωθημένη προστασία από προσβολές
ατομικών έννομων αγαθών»755. Τα τελευταία θίγονται κατεξοχήν στα κοινά εγκλήματα μίσους.
Ο προσανατολισμός του νομοθέτη στα εγκλήματα υποκίνησης, σύμφωνα με την άποψη αυτή,
στρέφεται περισσότερο προς μία συλλογική κατεύθυνση, όπου αναδεικνύεται ως
προστατευτέο έννομο αγαθό η δημόσια τάξη756 «ενόψει και του υπερατομικού χαρακτήρα της
προσβολής»757. Η συγκεκριμένη μορφή εγκληματικότητας, ειδικότερα, αφής στιγμής
χαρακτηρίζεται από μια «α-προσωποποιημένη» επιλογή του θύματος, που στη θέση του θα
μπορούσε να είναι και οποιοδήποτε άλλο φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά (π.χ. χρώμα δέρματος,
εθνική καταγωγή, θρησκεία, σεξουαλικός προσανατολισμός κ.ά.), τα οποία ειρήσθω εν
παρόδω σε κάποιες περιπτώσεις δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει, φαίνεται να παρουσιάζει
μια συλλογική διάσταση και όχι μια εξατομικευμένη κατεύθυνση. Στόχος δεν είναι το
μεμονωμένο άτομο, αλλά η ευρύτερη ομάδα της οποίας αποτελεί μέλος. Η «υπερατομικότητα»
της προσβολής έγκειται ακριβώς στη διακύβευση της οικουμενικότητας της ανθρώπινης

αγαθά, και μάλιστα να προωθήσει την προστασία τους σε προστάδια της βλάβης, διαπλάθοντας για το
λόγο αυτό ένα έγκλημα διακινδύνευσης.
755 Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 213.

756 Την οποία και οριοθετεί ως ένα μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης, όπου κυριαρχεί η «ελεύθερη

επικοινωνία των πολιτών». Βλ. γι’ αυτό Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 214.
757 Βλ. εδώ την κριτική που ασκεί ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 24,

αναφορικά με τη συλλογιστική πορεία του Παπαχαραλάμπους για την ανάδειξη του προστατευτέου
έννομου αγαθού από τις διατάξεις του υπό εξέταση νόμου· εκκινεί από τον τρόπο που προσβάλλεται το
έννομο αγαθό και καταλήγει στο είδος αυτού, ενώ η πορεία θα έπρεπε να είναι η αντίστροφη.

[207]
αξίας758, τα θεμέλια της οποίας θίγονται στην περίπτωση του ρατσιστικού λόγου759. Προκρίνει
λοιπόν εν τέλει ως προστατευόμενο έννομο αγαθό την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η βλάβη της
οποίας από το ρατσιστικό έγκλημα προσβάλλει συνακόλουθα και τη δημόσια τάξη. Εξάλλου,
προς ενίσχυση της θέσης του περί δημόσιας διάστασης του πράγματος ο Παπαχαραλάμπους
επιστρατεύει και την επιλογή του νομοθέτη στο άρθρο 5 του Ν. 927/1979 να καταργήσει την
έγκληση. Ο αντίλογος, ωστόσο, στην παραπάνω άποψη σχετίζεται με το γεγονός ότι
χαρακτηρίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως ένα υπερατομικό έννομο αγαθό. Ορθά μεν
επισημαίνει ότι η τυποποίηση της δυνατότητας κινδύνου για τη δημόσια τάξη στην
αντικειμενική υπόσταση δεν είναι δεσμευτική για την κρίση περί του προστατευτέου έννομου
αγαθού760, αλλοιώνει εντούτοις την έννοια του ατομικού έννομου αγαθού και καθιστά έτσι
ανασφαλή τη σαφή, κατά τα άλλα, διάκρισή της από αυτή του υπερατομικού761. Ατομικά
έννομα αγαθά είναι αυτά που πηγάζουν από ένα φυσικό πρόσωπο (είτε ως φυσικές είτε ως
κοινωνικές ιδιότητές του) ή αποτελούν το ίδιο αυτό πρόσωπο και επιπρόσθετα επιστρέφουν
στο ζωντανό συγκεκριμένο άνθρωπο, που αποκαλείται φορέας των έννομων αυτών αγαθών762.
Αντιδιαστέλλονται δε από τα υπερατομικά έννομα αγαθά, καθότι τα τελευταία, μολονότι
πηγάζουν από φυσικό πρόσωπο, δεν επιστρέφουν σε αυτό, όπως συμβαίνει στα ατομικά, αλλά
κατευθύνονται σε άλλα πρόσωπα και έχουν στόχο τη ρύθμιση της συμπεριφοράς αυτών.
Φορέας τους δε είναι αόριστος αριθμός ατόμων. Ως εξ αυτής της διάκρισης ευχερώς συνάγεται
ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δε συνιστά υπερατομικό έννομο αγαθό. Αντιθέτως,
συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά του ατομικού. Ούτε, βέβαια, η προσβολή της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε μία συγκεκριμένη περίπτωση έχει υπερατομικό χαρακτήρα 763,
αφού μπορεί μεν να αφορά σε περισσότερα πρόσωπα, όταν απευθύνεται η προτροπή του
δράστη της υποκίνησης σε βάρος των μελών μιας ευρύτερης ομάδας, εξατομικεύεται-
επιστρέφει όμως στο καθένα ξεχωριστά. Τέλος, το επιχείρημα περί αυτεπάγγελτης πλέον
δίωξης των υπό εξέταση αδικημάτων έναντι της παλαιότερης κατ’ έγκληση δεν είναι

758 Κατά προφανή αντιδιαστολή από την εξατομικευμένη προσβολή της αξίας του εκάστοτε ατόμου
που στοχοποιείται, είτε ως μονάδας είτε ως μέλους μια ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει
των ίδιων χαρακτηριστικών.
759 Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π, ΝοΒ 2016, σ. 211-212.

760 Γι’ αυτό, άλλωστε, και τη χαρακτηρίζει ως «σύμπτωμα» της βλάβης της ανθρώπινης αξίας, η οποία

θα μπορούσε κάλλιστα να διαπιστωθεί ακόμα και στην περίπτωση της αφηρημένης διακινδύνευσης της
δημόσιας τάξης, άσχετα που ο νομοθέτης για λόγους αποσπασματικής ποινικής νομοθέτησης επέλεξε
τη δυνητική διακινδύνευση της τελευταίας ως όρο περιοριστικό του αξιοποίνου. Σύμφωνος και ο Χ.
Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 39.
761 Οι υπογραμμίσεις της γράφουσας.

762 Βλ. για την έννοια των ατομικών έννομων αγαθών Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ.

175.
763 Όπως φαίνεται να προκύπτει από τη φράση του Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π, ΝοΒ 2016, σ. 211,

«…τραυματίζεται υπερατομικά η κανονιστική θωράκιση της υπαρξιακής ασφάλειας του προσώπου, που
μια δημοκρατική έννομη τάξη οφείλει να προστατεύει κατ’ εξοχήν».

[208]
καθοριστικό για την κατάφαση της δημόσιας τάξης ως προστατευτέου έννομου αγαθού, διότι η
πρόβλεψη τούτη, σε συνδυασμό και με την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής του
παραβόλου της έγκλησης και της πολιτικής αγωγής από μέρους του παθόντος764, είναι αφενός
μεν απόρροια της έντονης αποδοκιμασίας της έννομης τάξης για τις πράξεις αυτές και
αποτελεί έκφραση αυξημένου δημόσιου ενδιαφέροντος για τη διερεύνηση και κολασμό τους,
αφετέρου δε διευκολύνει την καταφυγή στη δικαιοσύνη των θυμάτων των σχετικών
εγκλημάτων.
Εν κατακλείδι, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στο άρθρο 1 (παρ. 1) του Ν. 927/1979
προστέθηκε στη συνέχεια με το Ν. 4285/2014 και ένας περιοριστικός του αξιοποίνου όρος, ο
οποίος μάλιστα είναι υπαλλακτικά διατυπωμένος, και που απαιτεί την τέλεση της υποκίνησης
από μέρους του δράστη «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή
για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων…»,
δημιουργώντας εύλογες απορίες κατά πόσο η προσθήκη τούτη (συν-) προσδιορίζει και το
προστατευόμενο έννομο αγαθό765. Πιο συγκεκριμένα, αν ανατρέξουμε στο νομοθετικό πλαίσιο
για την καταπολέμηση της ρατσιστικής ρητορικής και της εν γένει ρατσιστικής πρακτικής που
ίσχυε στην Ελλάδα πριν από την ψήφιση του Ν. 4285/2014, ο οποίος αντικατέστησε τα άρθρα
1 και 2 του Ν. 927/1979766, «περί κολασμού πράξεων η ενεργειών αποσκοπουσών εις
φυλετικάς διακρίσεις», θα διαπιστώσουμε ότι, τουλάχιστον για το αξιόποινο της δημόσιας
προτροπής σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε
βάρος προσώπων ή ομάδας προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή της εθνικής
καταγωγής τους (μετέπειτα και του θρησκεύματος) 767, ο ιστορικός νομοθέτης αρκούταν σε
λιγότερες προϋποθέσεις απ’ ότι ο μεταγενέστερος. Αρκούσε η ως άνω περιγραφόμενη ενέργεια

764 Όπως ακριβώς δηλαδή το θέλησε ο νομοθέτης στο άρθρο 5 του Ν. 4285/2014. Βλ. σχετικά και Ι.
Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 26, όπου και συμπεραίνεται ότι: «η άποψη που
υποστηρίζει την δημόσια τάξη ως προστατευόμενο έννομο αγαθό προσκρούει στο σαφές γράμμα του
άρθρου 5, η δε συνεπής εφαρμογή της καταλήγει contra legem στον άτοπο αποκλεισμό των προσώπων
κατά των οποίων στρέφονται οι συμπεριφορές από την δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής». Βλ.
και τη λίαν προσφάτως απόφαση του ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία
κρίθηκε ορθή η αποδοχή της παράστασης πολιτικής αγωγής από την αμέσως ζημιωθείσα ομάδα που
είχε εκτεθεί στις δηλώσεις του δράστη, απορρίπτοντας συνάμα τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι
προστατευόμενο έννομο αγαθό από τις διατάξεις του Ν. 927/1979 είναι αποκλειστικά η δημόσια τάξη.
765 Βλ. αντίθετα Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, H ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των

εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 101, η οποία υποστηρίζει ότι
εκείνο που προστατεύεται τελικά, τόσο στη διεθνή έννομη τάξη όσο και στην ελληνική, είναι η αξία του
ανθρώπου.
766 Εξάλλου, το άρθρο 3 είχε ήδη καταργηθεί με το άρ. 16 του Ν. 3304/2005, το δε άρθρο 4 με το

άρθρο 39 παρ. 4 του Ν. 2910/2001 και το άρθρο 5 απλώς όριζε την έναρξη ισχύος του νόμου.
767 Η οποία, άλλωστε, είναι και η μοναδική συμπεριφορά που, από κοινού με τη συγκρότηση-

συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση, παρέμεινε αξιόποινη και μετά τις νομοθετικές αλλαγές που
επήλθαν με το Ν. 4285/2014.

[209]
αφενός μεν να είναι πρόσφορη να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία κατά των ως άνω
προσώπων, αφετέρου να έχει ως αποκλειστικό αίτιο τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του
θύματος, υπό την έννοια ότι, αν έλειπαν αυτά, θα έλειπε και η ενέργεια του δράστη. Πουθενά,
ωστόσο, δεν γινόταν αναφορά σε δημόσια τάξη και σε κίνδυνο (ή σε δυνατότητα κινδύνου)
διατάραξης αυτής. Ούτε επίσης υπήρχε η φράση που συμπεριλήφθηκε αργότερα με το Ν.
4285/2014 «…ή ενέχει απειλή για τη ζωή την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως
άνω προσώπων». Η λακωνική αυτή διατύπωση του νόμου ήταν προφανώς υπαγορευμένη από
τη Διεθνή Σύμβαση περί κατάργησης κάθε μορφής φυλετικής διάκρισης, που υπογράφηκε στη
Νέα Υόρκη στις 7 Μαρτίου του 1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 494/1970. Η
τελευταία768 επίσης δεν πραγματοποιούσε την οποιαδήποτε αναφορά σε δημόσια τάξη και
επιμέρους ατομικά έννομα αγαθά που πιθανόν να κινδύνευαν από την «παρότρυνση» του
δράστη. Συνεπώς, ήταν σαφές ότι το αξιόποινο του δράστη δε βρισκόταν σε συνάρτηση ούτε
και εξαρτιόταν από οποιασδήποτε μορφής προσβολή της δημόσιας τάξης, με αποτέλεσμα η
απαξία της συμπεριφοράς να είναι πλήρως απαγκιστρωμένη από αυτή. Εκείνο που είχε
σημασία για το άδικο ήταν, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η προσφορότητα της προτροπής
του δράστη για πρόκληση διακρίσεων, μίσους ή βίας σε βάρος μεμονωμένων ανθρώπων ή
ομάδας ατόμων. Ήταν δηλαδή ξεκάθαρη η επιλογή του νομοθέτη να κινηθεί προς την
κατεύθυνση της προστασίας ατομικών έννομων αγαθών769. Εξάλλου, ακόμα και σε επίπεδο
Συμβουλίου της Ευρώπης οι Συστάσεις Γενικής Πολιτικής που εκδίδονται κατά καιρούς από
την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) και οι οποίες
εμπεριέχουν κατευθυντήριες γραμμές απευθυνόμενες στα κράτη-μέλη για τη διαμόρφωση των
εθνικών τους νομοθεσιών δε θέτουν ως προϋπόθεση της τιμώρησης του ρατσιστικού λόγου τη
σύνδεση αυτού με την οποιαδήποτε διατάραξη ή πιθανότητα διατάραξης της δημόσιας
τάξης770.
Το ερώτημα, λοιπόν, που γεννάται εύλογα στη συνέχεια είναι αν με τη μεταγενέστερη
προσθήκη771 στη νομοτυπική υπόσταση του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979 της φράσης «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει
απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων…»
άλλαξε κάτι ως προς το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Μήπως άλλαξε η αξιολογική
τοποθέτηση του νομοθέτη απέναντι σε αυτές τις συμπεριφορές, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που

768 Και συγκεκριμένα στο άρθρο 4 αυτής.


769 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 28.
770 Βλ. π.χ. τις υπ’ αριθμ. 7 και 15 Συστάσεις, που εξέδωσε το 2002 και το 2015 αντίστοιχα η Επιτροπή,

δημοσιευμένες στον ιστότοπο https://www.coe.int/en/web/european-commission-against-racism-and-


intolerance, υπό τον τίτλο ECRI General Policy Recommendation No.7 (revised) on national legislation
to combat racism and racial discrimination - adopted on 13 December 2002 and revised on 7 December
2017 και ECRI General Policy Recommendation No.15 on Combating Hate Speech - adopted on 8
December 2015.
771 Από το άρθρο 1 του Ν. 4285/2014.

[210]
να αναδεικνύεται ως προστατευόμενο έννομο και κάτι επιπρόσθετο σε σχέση με το
προηγούμενο καθεστώς; Ή μήπως είναι μια εκδήλωση της εν μέρει772 συμμόρφωσής του προς
τις επιταγές της απόφασης-πλαίσιο, απαλλαγμένη από αξιολογικές κρίσεις; Βέβαια, θα πρέπει
πλέον για την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα να ληφθεί υπόψη και η μεταβολή του
απειλούμενου πλαισίου ποινής και συγκεκριμένα η αυστηριοποίηση αυτού, αφού πλέον η
προτροπή773 απειλείται με φυλάκιση από τρεις μήνες έως τρία χρόνια και με χρηματική ποινή
από πέντε έως είκοσι χιλιάδες ευρώ, ενώ στο παρελθόν το πλαίσιο για την ίδια πράξη
κυμαινόταν από το ελάχιστο της φυλάκισης, δηλαδή τις δέκα ημέρες, έως τα δύο έτη, με
διαζευκτικά (και όχι σωρευτικά όπως τώρα) απειλούμενη τη χρηματική ποινή ή και τις δύο
ποινές. Τι είναι αυτό που έπαιξε ρόλο στη συνείδηση του νομοθέτη και τον οδήγησε στην
αυστηριοποίηση του απειλούμενου πλαισίου ποινής του νέου πλέον άρθρου 1 παρ. 1 Ν.
927/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4285/2014; Η απάντηση στα
παραπάνω ερωτήματα θα επιχειρηθεί να δοθεί μέσα από τις αναπτύξεις της αμέσως επόμενης
ενότητας, όπου και θα αναδειχθεί με σαφήνεια το προστατευόμενο από τις τροποποιημένες
πλέον διατάξεις του Ν. 927/1979 έννομο αγαθό.

3. Τί τελικά προσβάλλει ο ρατσιστικός λόγος; Απάντηση ιδωμένη από την έποψη


της θεωρίας του έννομου αγαθού

3.1. Εισαγωγικά προλεγόμενα

Ο προσδιορισμός του προστατευόμενου από τις υπό εξέταση διατάξεις έννομου αγαθού
δεν είναι απλώς ένα ακανθώδες θεωρητικό πρόβλημα, η επίλυση του οποίου προβληματίζει
τους ενασχολούμενους με την ποινική επιστήμη και παρέχει πρόσφορο έδαφος για εις βάθος
δογματική επεξεργασία και σύνδεση επιμέρους συνιστωσών.
Μπορεί η ακριβής και συνάμα επιτυχής απόδοση της σχετικής έννοιας να ταλάνισε
γενιές θεωρητικών, τουλάχιστον στις έννομες τάξεις όπου αναγνωρίζεται ως βασικό συστατικό
της φυσιογνωμίας του ποινικού δικαίου, ωστόσο ο εντοπισμός του συνδετικού κρίκου μεταξύ
όλων εκείνων των αγαθών που αναγορεύτηκαν σε έννομα αναδεικνύει και το ρόλο που
διαδραματίζει σε ένα φιλελεύθερο κράτος δικαίου. Ανεξάρτητα από τη θέση που τηρεί κανείς
απέναντι στο ζήτημα της ιδεαλιστικής ή νατουραλιστικής σύλληψης του έννομου αγαθού,
772 Εν μέρει, διότι το άρθρο 1 παρ. 2 της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο, έτσι όπως αυτό
αποδόθηκε στα ελληνικά, προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα (άρα τη διακριτική
ευχέρεια και όχι την υποχρέωση) να περιορίσουν το αξιόποινο και να τιμωρούν τις εκεί
περιγραφόμενες συμπεριφορές, όταν αυτές εκδηλώνονται είτε κατά τρόπο που διαταράσσεται (και άρα
όχι απλώς διακινδυνεύει ή δύναται να διακινδυνεύσει) η δημόσια τάξη, είτε έχουν απειλητικό,
υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα (εκ των οποίων τα τελευταία δύο δε μεταφέρθηκαν στο ελληνικό
κείμενο). Βέβαια, το αγγλικό κείμενο αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκδηλώνονται κατά τρόπο που
είναι πιθανόν να διαταράξουν τη δημόσια τάξη (“in an manner likely to disturb public order”).
773 Άρθρο 1, παρ. 1.

[211]
εκείνο που φαίνεται να κυριαρχεί πλέον είναι ο θετικιστικός χαρακτήρας της διαδικασίας
ανάδειξης των αξιών που πρέπει να προστατευτούν από την έννομη τάξη. Βασικό, λοιπόν,
χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των έννομων αγαθών είναι ακριβώς η αναγόρευσή τους σε
δικαιϊκά προστατευόμενα από την αξιολογική κρίση του νομοθέτη. Προϋπάρχουν σαφώς
αυτής, μόνο που ο νομοθέτης είναι εκείνος που θα αποφασίσει ποιο μέρος της κοινωνικής
πραγματικότητας χρήζει καθολικής αναγνώρισης και εντεύθεν προστασίας από την
Πολιτεία774. Η κρίση του αυτή δε θα πρέπει να είναι αυθαίρετη. Το κύριο σημείο στην όλη
διαδικασία είναι η επιλογή των κριτηρίων που θα αξιοποιήσει, διότι πάντα ελλοχεύει ο
κίνδυνος να παρασυρθεί-εσκεμμένα ή μη-ο νομοθέτης σε ανάδειξη έννομων αγαθών που δεν
τυγχάνουν καθολικής αναγνώρισης, παρά μόνο συνιστούν εγωιστικές επιδιώξεις ή ακόμα
χειρότερα κατατείνουν στην επιδίωξη στόχων ιδεολογικού ή φρονηματικού χαρακτήρα. Το
ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι ένα έννομο αγαθό να λειτουργεί ως συνιστώσα του
κράτους δικαίου, να συμπορεύεται με τους σκοπούς των συνταγματικών προβλέψεων αυτού
και εν τέλει να υφίσταται ως τέτοιο, διότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει πως εξυπηρετεί μία
λειτουργική αξία σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο775.
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να προσδιοριστεί με ακρίβεια
το προστατευόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων του Ν. 927/1979 για τη ρητορική του μίσους,
έτσι όπως αυτό προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία του τροποποιημένου πλέον κειμένου
του νόμου, της αιτιολογικής έκθεσης στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139)
και προσαρμογή του στην απόφαση – πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για
την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του
ποινικού δικαίου (L 328)», των συνεδριάσεων που πραγματοποιήθηκαν και που προηγήθηκαν
της ψήφισης του νόμου, καταγεγραμμένων στα πρακτικά της Βουλής, της έκθεσης δημόσιας
διαβούλευσης επί του σχετικού νομοσχεδίου και, τέλος, της έκθεσης της επιστημονικής
υπηρεσίας της Βουλής επί του ως άνω αναφερόμενου νομοσχεδίου. Άξια μνείας εν προκειμένω
είναι και η προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της
Ε.Ε., η αντιπαραβολή της οποίας με το κείμενο του νόμου παρέχει ασφαλές έρεισμα για την
εξαγωγή γόνιμων συμπερασμάτων.

774 Έτσι και ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 153, σύμφωνα με τον οποίο τα έννομα
αγαθά προσδιορίζονται από το θετό δίκαιο.
775 Βλ. γι’ αυτό Ν. Δημητράτο, όπ.π., σ. 305, όπου και παρατηρείται εύστοχα ότι η αξία της ανάδειξης

ενός αγαθού σε έννομο έγκειται ακριβώς στη διαφύλαξη της δυνατότητας που παρέχει η εκάστοτε αξία
στον φορέα της για χρήση αυτής, η οποία, μάλιστα, χρήση θα πρέπει να είναι σε σύμπνοια με τους
σκοπούς που αναγνωρίζει μια δημοκρατική έννομη τάξη. Ως εκ τούτου, «βλάβη του έννομου αγαθού
δεν σημαίνει συνεπώς μία «νατουραλιστικά» νοούμενη μεταβολή της καταστάσεως ενός αντικειμένου -
τούτο αφορά ενδεχομένως στο in concreto υλικό αντικείμενο του εγκλήματος. Βλάβη […] σημαίνει τον
περιορισμό ή την εκμηδένιση της δυνατότητας χρησιμοποιήσεως του, τη διατάραξη τελικά της
αναγνωρισμένης αυτού λειτουργικής ουσίας».

[212]
3.2. Προσανατολισμός σε επιμέρους ατομικά έννομα αγαθά

Η ελληνική έννομη τάξη αναγνωρίζει ότι οι διάφορες εκδηλώσεις ρατσισμού και


ξενοφοβίας, από τις πιο ελαφριές έως τις βαρύτερες776, αποτελούν μια μορφή παθογένειας του
κοινωνικού φαινομένου, που διαβρώνει το συνεκτικό κοινωνικό ιστό, διαρρηγνύει τις σχέσεις
ισοτιμίας μεταξύ των πολιτών και κυρίως οδηγεί στη θυματοποίηση ενός ολοένα και
μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού. Αποκορύφωμα των ως άνω εκδηλώσεων αποτελεί η
άσκηση ρατσιστικής βίας, η οποία, παρόλο που δεν είναι σε κάθε περίπτωση το αναγκαίο
αποτέλεσμα μιας οποιασδήποτε ρατσιστικής συμπεριφοράς, αιωρείται ως «απειλή» στην
κοινωνία και έτσι συμβάλλει στη διάχυση του φόβου και της ανασφάλειας. Η πληθώρα των
καταγεγραμμένων εγκλημάτων με ρατσιστικό κίνητρο μαρτυρεί μια βαθιά προσβολή των
θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών του ατόμου777.
Από την παραπάνω κοινωνιολογική παρατήρηση συνάγεται ότι γενικά οι ρατσιστικές
και ξενοφοβικές συμπεριφορές προσβάλλουν πρωτίστως το ίδιο το άτομο, χάριν του
οποίου λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί σε ένα κράτος δικαίου εννόμως συνυπαρχόντων
προσώπων. Ο ρατσιστικός λόγος, ως μία επιμέρους έκφανση του ρατσιστικού φαινομένου,
προσβάλλει κι αυτός με τη σειρά του τα άτομα ή τις ομάδες ατόμων που στοχοποιεί 778. Όπως
χαρακτηριστικά επισημαίνεται και στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχέδιο νόμου
για τη ρητορική του μίσους, «οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές εκδηλώσεις συνιστούν απειλή για
τις ομάδες και τα πρόσωπα που γίνονται στόχος τους …779». Ο προσανατολισμός του
συγκεκριμένου νομοθετήματος προς την προστασία ατομικών έννομων αγαθών διαφαίνεται
επιπρόσθετα και από το ίδιο το γράμμα του νόμου. Συγκεκριμένα, στο τροποποιημένο
άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 απειλείται ποινή σε βάρος εκείνου που «με πρόθεση,
δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή
τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων780, που
προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την
εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, τα
χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία». Μάλιστα, η συγκεκριμένη ρύθμιση ταυτίζεται εν
μέρει με εκείνη του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, όσον αφορά στο

776 Οι οποίες συνεπάγονται την κλιμακωτή, τιμωρητική αντίδραση της ελληνικής πολιτείας.
777 Για την ανάδειξη των εγκλημάτων μίσους από εγκληματολογική άποψη βλ. Α. Χαλκιά, Εγκλήματα
ρατσιστικού μίσους στην Ελλάδα της κρίσης, Εγκληματολογία 2013, σ. 80 επ., όπου και επισημαίνεται
ότι «βασικό χαρακτηριστικό των εγκλημάτων μίσους είναι η προσβολή της ταυτότητας του ατόμου».
Επιπρόσθετα, τα τελευταία «παραβιάζουν την αξιοπρέπεια του ατόμου, την ιδέα της ισότητας μεταξύ
των μελών της κοινωνίας, δηλαδή, θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα». Σύμφωνος και ο Χ. Βούλγαρης,
Τα εγκλήματα μίσους, ΠοινΔικ 2010, σ. 711.
778 Έτσι και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1227.

779 Η έμφαση της γράφουσας.

780 Η έμφαση της γράφουσας.

[213]
προαναφερόμενο κομμάτι της αξιόποινης συμπεριφοράς781, αφού η μόνη ουσιαστική αλλαγή
που επήλθε είναι η διεύρυνση της βάσης των διακρίσεων, η οποία σε κάθε περίπτωση αφορά
σε χαρακτηριστικά (εγγενή ή επίκτητα) που συνδέονται άμεσα με κάποιο πρόσωπο.
Περαιτέρω στο άρθρο 2 του ίδιου ως άνω νόμου ομοίως απειλείται ποινή ενάντια εκείνου που
«με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε
άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα
εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του
Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις
διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και η συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά
ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία,
τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό,
την ταυτότητα φύλου ή την αναπηρία, όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που
μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μίας
τέτοιας ομάδας ή μέλους της»782. Τέλος, στο άρθρο 5 του Ν. 4285/2014 γίνεται ξεκάθαρα
λόγος για «παθόντα», ο οποίος κατά την υποβολή της έγκλησής του, όπως και όταν παρίσταται
ως πολιτικώς ενάγων, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του σχετικού παραβόλου
υπέρ του Δημοσίου783. Η τελευταία αυτή πρόβλεψη ενισχύει την άποψη ότι η στόχευση του
νομοθέτη είναι κυρίως προς την προστασία ατομικών έννομων αγαθών, καθότι, αν ο
νομοθέτης ήθελε να προστατεύσει (αποκλειστικά784) κάποιο υπερατομικό/συλλογικό έννομο
αγαθό (π.χ. τη δημόσια τάξη), η σχετική πρόβλεψη θα στερούταν νοήματος και συνακόλουθα
πρακτικής εφαρμογής. Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 115 παρ. 1 του ΠΚ, «έγκληση
δικαιούται να υποβάλει ο αμέσως παθών από την αξιόποινη πράξη, εκτός αν ο νόμος ορίζει
διαφορετικά», η δε έννοια του υπερατομικού έννομου αγαθού συνίσταται ακριβώς στο ότι
αυτό ναι μεν πηγάζει από φυσικά πρόσωπα, ωστόσο, δεν επιστρέφει σε αυτά, αλλά
κατευθύνεται σε άλλα πρόσωπα785. Ως εκ τούτου, φορέας ενός υπερατομικού έννομου αγαθού
δεν μπορεί να είναι ένα πρόσωπο, αλλά ένας αόριστος αριθμός ατόμων. Συνεπώς, από τα

781 Όπως ίσχυε δηλαδή το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, προτού αντικατασταθεί από το άρθρο 1 του
Ν. 4285/2014.
782 Η έμφαση της γράφουσας. Βλ. όμως και Α. Χουλιάρα, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1246, σύμφωνα με τον

οποίο για την κατάφαση του συγκεκριμένου αδικήματος απαιτείται επιπρόσθετα η διαπίστωση ότι η
δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη, δίχως
ωστόσο να αναγράφεται κάτι σχετικό στην αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος.
783 Πάντως, σύμφωνα με το α’ εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 5, «οι πράξεις που περιγράφονται στον

παρόντα νόμο καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται συνεπεία αυτών διώκονται αυτεπαγγέλτως».
Παρόλο που τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά είναι κατεξοχήν ατομικά, ισχύει ο κανόνας της
αυτεπάγγελτης δίωξης.
784 Αν, αντίθετα, συμπροστατεύεται από κοινού με ατομικά έννομα αγαθά η δημόσια τάξη, ουδέν

πρόβλημα υπάρχει.
785 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 175.

[214]
παραπάνω προκύπτει ότι στα τυποποιημένα εν προκειμένω αδικήματα δε θα υπήρχε αμέσως
παθών και αναπόδραστα δε θα υπήρχε και δικαίωμα προς υποβολή εγκλήσεως.
Το ερώτημα που τίθεται μετ’ επιτάσεως κατόπιν τω ανωτέρω επισημάνσεων είναι ποιο
(-α) συγκεκριμένο (-α) έννομο (-α) αγαθό (-ά) προστατεύεται (-ονται) μέσα από τις υπό κρίση
διατάξεις.
Καταρχάς, η άσκηση βίας (κατά προσώπων ή πραγμάτων) με ρατσιστικό κίνητρο, η
υλοποίηση αθέμιτων διακρίσεων επί τη βάσει των στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών
καθώς και η εκδήλωση (εξωτερίκευση) συναισθημάτων μίσους για τους ίδιους ως άνω λόγους
στρέφονται πάντα κατά κάποιου προσώπου και συνακόλουθα βλάπτουν επιμέρους ατομικά
έννομα αγαθά του (λ.χ. ζωή, υγεία/σωματική ακεραιότητα, τιμή, προσωπική ελευθερία,
ιδιοκτησία, ανθρώπινη αξιοπρέπεια). Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι εάν η συμπεριφορά
εκείνου που με το δημόσια εκφερόμενο λόγο του υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε
πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία έχει κάποια ουσιαστική απαξία,
δηλαδή έναν ουσιαστικά άδικο χαρακτήρα, ούτως ώστε να είναι νομιμοποιημένη η ποινική
καταστολή, και αν ναι, σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή. Έτι περαιτέρω, στασιάζεται αν η
αναζητούμενη απαξία, εφόσον βέβαια διαπιστωθεί, είναι ίδια με εκείνη που προκύπτει από την
τέλεση ενός εγκλήματος μίσους ή μήπως η δημόσια εκφορά ρατσιστικού λόγου, που
ουσιαστικά προετοιμάζει το έδαφος για τα εγκλήματα μίσους, προσβάλλει κάτι διαφορετικό ή
ακόμα και κάτι παραπάνω786.
Ως γνωστόν, η ουσία του αδίκου σε ένα φιλελεύθερο δικαιϊκό σύστημα συνίσταται στην
προσβολή έννομων αγαθών, είτε με τη μορφή της βλάβης είτε με τη μορφή της διακινδύνευσής
τους με ανθρώπινη πράξη787 και ως εκ τούτου θα πρέπει να αναζητηθεί στις υπό εξέταση
διατάξεις αν διακρίνεται, με βάση την τυποποίηση, ένα αποτέλεσμα βλάβης ή ένα αποτέλεσμα
κινδύνου ή ακόμα και μια δυνατότητα κινδύνου για συγκεκριμένα έννομα αγαθά788.

786 Για το ερώτημα αυτό βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 18. Χωρίς
βέβαια να γίνεται συνάμα αποδεκτό ότι η εκφορά ρατσιστικού λόγου είναι πάντα και λογικό
προαπαιτούμενο ενός εγκλήματος μίσους ή ότι η τέλεση του τελευταίου είναι αναγκαίο αποτέλεσμα
μιας προηγηθείσας έκφρασης με ρατσιστική πρόθεση. Ερωτήματα σχετικά με το προστατευόμενο
έννομο αγαθό γεννώνται και στην Θ. Πανταζή, Η «ελευθερία» του δημόσιου ρατσιστικού λόγου,
ΠοινΔικ 2018, σ. 836 επ..
787 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 765-766.

788 Στην περίπτωση τούτη θα γινόταν λόγος για διάπλαση ενός εγκλήματος αφηρημένα-

συγκεκριμένης, άλλως δυνητικής διακινδύνευσης. Για την παραδοχή της δυνατότητας κινδύνου ως
κατάστασης και εντεύθεν ως αποτελέσματος βλ. Γ. Μπέκα, Η αιτιώδης συνάφεια στα κοινώς
επικίνδυνα εγκλήματα, Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Δ. Σπινέλλη, τόμος Α’, 2001, σ. 129 επ., με
περαιτέρω παραπομπές σε πηγές που υποστηρίζουν την αντίθετη εκδοχή. Βλ. επίσης τον ίδιο, Η
προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, 2004, σ. 370, όπου και αναφέρει ότι τόσο ο
κίνδυνος όσο και η δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου συνιστούν αποτελέσματα «στο βαθμό που
πρόκειται για μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο με την οποία αυξάνεται βαθμηδόν η πλήρωση των
όρων που, αν όλοι πραγματωθούν, θα επέλθει η βλάβη του έννομου αγαθού (κίνδυνος ή δυνατότητα

[215]
Ένα πρώτο συμπέρασμα αναφορικά με την προρρηθείσα αναζήτηση θα μπορούσε να
εξαχθεί από τον τρόπο που επιλέγει ο νομοθέτης να εκφραστεί κατά τη διατύπωση των υπό
εξέταση διατάξεων, δηλαδή από την περιγραφή της αντικειμενικής τους υπόστασης.
Ειδικότερα, στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, έτσι όπως τροποποιήθηκε με το Ν.
4285/2014, τυποποιείται ένα έγκλημα διακινδύνευσης ατομικών έννομων αγαθών789,
καθότι για την τιμώρηση του δράστη δε χρειάζεται να επέλθει κάποια βλάβη σε αυτά 790, αλλά
αρκεί και μόνο το γεγονός ότι με τη συμπεριφορά του επέφερε μια μεταβολή στον εξωτερικό
κόσμο που αποτελεί όρο κινδύνου για τα έννομα αγαθά των προσώπων που στοχοποιεί 791. Για
την ακρίβεια, τιμωρείται «όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του
διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε
πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή
ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις
γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό,
την ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου792 ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε

κινδύνου)». Πρβλ. όμως και Ι. Μοροζίνη, Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης, ΠοινΧρον 2015, σ. 486 επ., ο οποίος χαρακτηρίζει τη δυνατότητα κινδύνου ως ιδιότητα της
συμπεριφοράς του δράστη και όχι ως αποτέλεσμα με την τεχνική έννοια του όρου. Βλ. περαιτέρω τον
ίδιο, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 67, όπου και χαρακτηρίζει τα υπό κρίση εγκλήματα ως
εγκλήματα συγκεκριμένης επικινδυνότητας και συνακόλουθα ως απλής συμπεριφοράς (τυπικά) και όχι
αποτελέσματος (ουσιαστικά).
789 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 26, με την επισήμανση ότι οι

υπό εξέταση διατάξεις «καταστρώνονται (ή πρέπει να καταστρώνονται) ως εγκλήματα διακινδύνευσης


και μάλιστα όχι συγκεκριμένης».
790 Δε χρειάζεται να τελεστούν αθέμιτες διακρίσεις, πράξεις μίσους ή βίας κατά προσώπου ή ομάδας

προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ούτε να επέλθει βλάβη στη
ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων. Εξάλλου, η πραγματοποίηση
αυθαίρετων διακρίσεων και η τέλεση πράξεων βίας ή μίσους κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που
προσδιορίζονται βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών δεν εγκυμονούν απλώς κινδύνους για τα
προστατευόμενα έννομα αγαθά των ως άνω προσώπων, αλλά είναι καταστάσεις που εμπεριέχουν
βλάβη για αυτά. Το να προβώ λ.χ. σε μια πράξη σωματικής βίας κατά ενός ομοφυλόφιλου, ακριβώς
επειδή είναι ομοφυλόφιλος, αποτελεί συμπεριφορά που επιφέρει βλάβη τόσο στο έννομο αγαθό της
υγείας/σωματικής ακεραιότητας όσο και σε εκείνο της αξιοπρέπειας του ως άνω προσώπου, όπως και
το να τον φτύσω κατάμουτρα για τον ίδιο ως άνω λόγο συνιστά πράξη μειωτική, δηλαδή βλαπτική, για
το έννομο αγαθό της τιμής και ίσως ορθότερα, της αξιοπρέπειάς του.
791 Έτσι ορίζει τα εγκλήματα διακινδύνευσης ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 262-

264. Βλ. συναφώς και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση, ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία «ο ρατσιστικός
λόγος ή λόγος του μίσους αποτελεί μια κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους για τα ατομικά έννομα
αγαθά των μελών της κοινωνίας και ειδικά των μελών εκείνων των πληθυσμιακών ομάδων, τις οποίες
στοχοποιεί».
792 Οι λέξεις «χαρακτηριστικά φύλου» της παρ. 1 προστέθηκαν με το άρθρο 7 του Ν. 4491/2017, ΦΕΚ

Α’ 152/13.10.2017.

[216]
κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική
ακεραιότητα των ως άνω προσώπων». Για την κατάφαση, δηλαδή, του αρχικού αδίκου
απαιτείται υποκίνηση, πρόκληση, διέγερση ή προτροπή σε πράξεις που μπορούν793 να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπου που
προσδιορίζονται με βάση τα στο νόμο αναφερόμενα χαρακτηριστικά και επιπλέον η υποκίνηση
αυτή (κ.λπ.) να γίνεται με επικίνδυνο τρόπο για τη δημόσια τάξη ή για τα επιμέρους ατομικά
έννομα αγαθά που αναφέρονται ρητά (ζωή, ελευθερία ή σωματική ακεραιότητα)794.
Εξετάζοντας το τμήμα εκείνο της αντικειμενικής υπόστασης του παραπάνω εγκλήματος
που μεταφέρθηκε σχεδόν αυτούσιο από την προγενέστερη μορφή του άρθρου795 ήδη μπορούμε
να συνάγουμε ένα πρώτο συμπέρασμα. Ο δράστης της υποκίνησης, πρόκλησης, διέγερσης ή
προτροπής πρέπει να δημιουργεί με τη συμπεριφορά του μία λειτουργική πηγή κινδύνου
για τα έννομα αγαθά της ζωής, της υγείας/σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής
ελευθερίας ή/και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας796 του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που

793 Είναι, δηλαδή, αντικειμενικά πρόσφορες. Βλ. σχετικά και ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΧρον 2010, σ. 456
και 464, όπως επίσης και ΠλημμΑιγ 322/2018, δημοσιευμένη στη NOMOS, όπου επισημαίνεται ότι: «οι
πράξεις και ενέργειες, στις οποίες προτρέπει το υποκείμενο του εγκλήματος, πρέπει να είναι ικανές και
πρόσφορες να προκαλέσουν «διακρίσεις, μίσος ή βία», χωρίς να απαιτείται και να προκληθούν». Έτσι
και η 18/2018 ΔιατΕισΕφετΠειρ (NOMOS).
794 Προσδιορίζεται, δηλαδή, ο επικίνδυνος χαρακτήρας της συμπεριφοράς, όπως ακριβώς συμβαίνει

και στο άρθρο 309 ΠΚ, όπου τυποποιείται ο επικίνδυνος τρόπος που πρέπει να τελεστεί μια απλή
σωματική βλάβη, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνη.
795 «Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή

εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας
να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπων ή ομάδος προσώπων εκ μόνου του λόγου της
φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των…».
796 Ενισχυτικά βλ. και τα λεγόμενα του Α. Κουτσούμπα στα πρακτικά της Συνεδρίασης της Βουλής με

αριθμό ΚΘ’ /2.9.2014, επί του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σ. 2368, ο οποίος επισημαίνει πως «Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, νομίζω
ότι με το υπό κρίση νομοσχέδιο γίνεται μία προσπάθεια από την πλευρά από το νομοθετικό σώμα από
την Βουλή να προσαρμοστούμε στα νέα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα. Προασπίζουμε την
ανθρώπινη αξιοπρέπεια. […]. Κλείνοντας, κύριε Υπουργέ, επειδή όλα άπτονται της προστασίας της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προσωπικότητας και επειδή ήταν και παρέμβασή μου στην αρμόδια
επιτροπή και επειδή είδα ότι έρχεται ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, θα ήθελα να σας θυμίσω ότι εδώ
φέρνουμε διατάξεις για την προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας της προσωπικότητας…».
Παρόμοια και ο ειδικός αγορητής κόμματος της συμπολίτευσης που στήριξε το νομοσχέδιο, βουλευτής,
Κ. Τριανταφύλλου, σε Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΛΓ΄/5.9.2014, σ. 2584, «Διότι η ανομία έχει να
κάνει με το να έχει κάποιος τη δυνατότητα να καθυβρίζει και να υποκινεί βία, με τρόπο ο οποίος ενέχει
απειλή για την ελευθερία, τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα ενός άλλου που διαφοροποιείται είτε
λόγω φυλής είτε λόγω εθνικής καταγωγής είτε λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας
φύλου. Αυτός ο άλλος, ναι, θα προστατευθεί. Θα προστατευθεί απ’ αυτήν εδώ την ελληνική πολιτεία με
κάθε τρόπο. Και δεν είναι περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης. Είναι προστασία στην ανθρώπινη

[217]
στοχοποιεί, καθότι προσπαθεί να προκαλέσει σε έναν άλλο άνθρωπο (τον αποδέκτη του λόγου
του - ατομικά ορισμένο ή και μη) άμεσα ή έμμεσα την απόφαση να προβεί ο τελευταίος, όχι σε
οποιεσδήποτε πράξεις, αλλά μόνο σε εκείνες που μπορούν να προκαλέσουν (ή συνιστούν οι
ίδιες) αυθαίρετες διακρίσεις, μίσος ή βία. Η συμπεριφορά του δράστη, δηλαδή, δρομολογεί μία
αιτιώδη διαδρομή - πορεία προς τη βλάβη των ως άνω αναφερόμενων ατομικών έννομων
αγαθών, δίχως να χρειάζεται για την κατάφαση του αδίκου να βιώνουν τα τελευταία πράγματι
τον κίνδυνο797. Από την άλλη, όμως, δεν αρκεί να έχει συντρέξει μόνο η προαναφερθείσα
συμπεριφορά, αλλά χρειάζεται να πραγματωθούν και άλλοι αιτιακοί όροι, που θα
καθιστούν δυνατή ανά πάσα στιγμή την είσοδο των έννομων αγαθών στην πηγή του
κινδύνου798.
Από τις παραπάνω επισημάνσεις προκύπτει, λοιπόν, ότι για τη μέχρι το συγκεκριμένο
σημείο της περιγραφόμενης στο νόμο συμπεριφοράς κατάφαση του αδίκου απαιτείται σε
αρχική φάση η δημιουργία ενός συγκεκριμένου κινδύνου πρόκλησης απόφασης στους
αποδέκτες του λόγου για τέλεση πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν (ή συνιστούν οι ίδιες)
ρατσιστικές διακρίσεις, μίσος ή βία. Επιπρόσθετα, αφής στιγμής έγινε δεκτό ότι η

αξιοπρέπεια. Και δεν αντιλαμβάνομαι όσους θεωρητικολογούν ή νομικολογούν όταν η διάταξη είναι
συγκεκριμένη και δεν λέει απλώς «μίσος». Λέει «μίσος κατά του διαφορετικού, κατά της ομάδας ή του
προσώπου». Όταν αυτή η συμπεριφορά ή ο λόγος ενέχει κίνδυνο ή απειλή για τη σωματική
ακεραιότητα και ελευθερία, αυτό πιστεύετε ότι πρέπει να το αφήσουμε να συνεχίζεται στη χώρα μας;
[...] Η αξιοπρέπεια του καθενός, η δυνατότητα του καθενός να κυκλοφορεί χωρίς να φοβάται και χωρίς
να απειλείται η ζωή του, λόγω της φυλής ή του χρώματός του, είναι αναγκαιότητα σε μια δημοκρατική
κοινωνία». Σύμφωνος με την προστασία των στο κυρίως κείμενο αναφερόμενων έννομων αγαθών είναι
και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 28. Για το ότι ο ρατσιστικός λόγος
αντιστρατεύεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (την οποία ταυτίζει με την ανθρώπινη αξία) κάνει λόγο
και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1228-1230, δίχως να τη συνδέει με την τιμή ή την κοινωνική
υπόληψη των στοχοποιημένων ανθρώπων. Βλ. τέλος σχετικά και την υπ’ αριθμ. 5 Εγκύκλιο Παραγγελία
(αρ. πρωτ. 13813/12-12-2018) του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου απευθυνόμενη προς τους κ.κ.
Εισαγγελείς Εφετών της Χώρας και τους κ.κ. Εισαγγελείς Πρωτοδικών της Χώρας και δι’ αυτών προς
όλους τους Εισαγγελικούς Λειτουργούς της Υπηρεσίας τους, όπου και πάλι γίνεται λόγος για την
προάσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μέσω ων εξεταζόμενων διατάξεων.
797 Δίχως, δηλαδή, να απαιτείται και επέλευση (αποτελέσματος) κινδύνου για κάποιο (-οια) από τα

προστατευόμενα έννομα αγαθά.


798 Για το ότι στα εγκλήματα αφηρημένα(-ης) - συγκεκριμένης διακινδύνευσης (άλλως δυνητικής,

άλλως απόπειρας πρόκλησης κινδύνου) θα πρέπει «πέρα από τη δημιουργία μίας λειτουργικής και
προσβάσιμης στα έννομα αγαθά εστίας κινδύνου, να αποδεικνύονται και επιπλέον αιτιακοί όροι, που
καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση ανά πάσα στιγμή δυνατή την είσοδο του εγγύς ευρισκόμενου
εννόμου αγαθού σ’ αυτήν» βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, (Άρθρα 264-289
ΠΚ), 2005, σ. 69. Σύμφωνη με το ότι στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης θα πρέπει να
συντρέξουν και επιπλέον όροι για την έναρξη της διαδικασίας προς τη βλάβη του αγαθού και η Ε.
Συμεωνίδου – Καστανίδου, Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 2001,
σ. 643.

[218]
κατεύθυνση του νόμου είναι προς την προστασία κυρίως ατομικών έννομων αγαθών, πριν
ακόμα εξετάσω το εδάφιο που προστέθηκε στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979799 σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης προς την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
απόφαση-πλαίσιο, χρειάζεται να προστεθεί ως προαπαιτούμενο του αδίκου η
συνδρομή και κάποιων επιπλέον αιτιακών όρων στην πορεία προς τη βλάβη, ήτοι η
περιέλευση του μηνύματος που εξωτερικεύεται με το λόγο του δράστη σε γνώση του αποδέκτη,
έτσι ώστε να επιδράσει στη συνείδηση άλλου φυσικού προσώπου, και επιπρόσθετα η αντίληψη
του νοήματος της εκδήλωσης του δράστη, ώστε να είναι δυνατή ανά πάσα στιγμή σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση η είσοδος των προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων αγαθών
στην πηγή του κινδύνου, την οποία, βέβαια, δημιούργησε το πρώτον η συμπεριφορά του
δράστη, ως πρώτος όρος της πορείας προς τη βλάβη. Θα πρέπει, συνεπώς, ο ρατσιστικός λόγος
του δράστη, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που τελέστηκε, να αξιολογείται ως επικίνδυνος
να δημιουργήσει μία κατάσταση που, αν αυτή μετεξελιχθεί περαιτέρω, θα υποστούν βλάβη τα
προαναφερόμενα ατομικά έννομα αγαθά των στοχοποιημένων προσώπων ή ομάδας
προσώπων.
Ακολούθως χρειάζεται να γίνει η εξής διευκρίνιση· αρχικά θα πρέπει να τονιστεί ότι,
όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει και η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι800, «οποιαδήποτε
δυνατότητα βλάβης, ακόμα και η πιο απομακρυσμένη, δεν μπορεί να θεωρείται κίνδυνος» 801.
Η αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 ναι μεν δεν αφήνει κανένα
περιθώριο για αμφισβήτηση ότι ουσιαστικά τυποποιείται ένα έγκλημα διακινδύνευσης, όμως
δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο το είδος αυτής (αφηρημένη, αφηρημένα-συγκεκριμένη,
συγκεκριμένη). Σύμφωνα με την ερμηνεία που έγινε δεκτή μόλις παραπάνω, απαραίτητο
στοιχείο για τη συγκρότηση του αδίκου είναι η προσφορότητα τόσο της συμπεριφοράς του
δράστη που εκφέρει τον προτρεπτικό-ρατσιστικό λόγο802 όσο και των προτρεπόμενων

799 Για το οποίο θα γίνει λόγος παρακάτω.


800 Έτσι η ίδια σε Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005, σ. 40.
801 Έτσι και παλιότερα ο Δ. Σπινέλλης, Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων

διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρον ΚΓ’ (1973), σ. 254.


802 Υπό την έννοια ότι τελικά και ο ίδιος ο δράστης υποκινεί, προκαλεί κ.τλ. με επικίνδυνο τρόπο,

δηλαδή με τρόπο που θα μπορούσε (είναι πρόσφορος) να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία.
Σύμφωνος ως προς το παραπάνω συμπέρασμα και ο Ι. Μοροζίνης, Απαγόρευση διακρίσεων και
ελευθερία της έκφρασης, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 448, μόνο που, με εφαλτήριο την παραπάνω
παραδοχή, καταλήγει σε λανθασμένο συμπέρασμα, συγκεκριμένα δηλαδή ότι: «Το αληθές νόημα είναι
λοιπόν ότι τιμωρείται όποιος προτρέπει τρίτους κατά τρόπο που είναι πρόσφορος να προκαλέσει
διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων ή ομάδων προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή
εθνικής καταγωγής [ή του θρησκεύματός] τους, ήτοι ότι οι προτρεπόμενες πράξεις συνίστανται σε βία,
εκδηλώσεις μίσους ή διακρίσεων κατά των προσώπων αυτών, ο δε λόγος είναι πρόσφορος να
προκαλέσει την τέλεσή των». Εντούτοις, δεν εξηγείται επαρκώς, γιατί οι προτρεπόμενες ενέργειες
πρέπει να συνιστούν απαραίτητα οι ίδιες βία κ.λπ. Με την άποψη που υποστηρίζεται εδώ, αντιθέτως,

[219]
πράξεων να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία. Η δε πραγματοποίηση των διακρίσεων, η
εκδήλωση του μίσους ή η τέλεση πράξεων βίας (που πάντως δεν απαιτούνται για την πλήρωση
της αντικειμενικής υπόστασης) ισοδυναμεί με μία κατάσταση βλάβης για τα προστατευόμενα
ατομικά έννομα αγαθά. Μπορεί λοιπόν η περιγραφή της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 1
παρ. 1 του Ν. 927/1979 από το νομοθέτη803 να δίνει την εντύπωση ότι απαιτείται μια
δυνατότητα βλάβης που ισοδυναμεί με πραγματωμένο κίνδυνο για ατομικά έννομα αγαθά,
ωστόσο η σωστή ερμηνεία επιβάλλει τη θεώρηση της δυνατότητας πρόκλησης κινδύνου804 ως
αναγκαίου και συνάμα επαρκούς όρου για τη συγκρότηση του καταρχήν αδίκου της
συμπεριφοράς.
Περιγράφεται εν κατακλείδι μία δυνατότητα της τυποποιούμενης στο νόμο
συμπεριφοράς να προκαλέσει κίνδυνο, καθότι απαιτείται όχι απλώς η δημιουργία μίας
λειτουργικής και προσβάσιμης στα έννομα αγαθά εστίας κινδύνου, η οποία ειρήσθω εν
παρόδω δημιουργείται το πρώτον με την εκφορά-εκστόμιση του λόγου από το δράστη με τον
τρόπο που επισημάνθηκε παραπάνω, αλλά επιπρόσθετα η συνδρομή κάποιων επιπλέον
αιτιακών όρων, ήτοι της περιέλευσης του λόγου σε γνώση του αποδέκτη (ενός τουλάχιστον)
και συνάμα της αντίληψης του νοήματος που εμπεριέχεται σε αυτόν, έτσι που τα
προστατευόμενα από τη διάταξη και συνάμα απειλούμενα από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά
του δράστη έννομα αγαθά να μπορούν ανά πάσα στιγμή να εισέλθουν στην εγγύς ευρισκόμενη
εστία κινδύνου που δημιουργήθηκε με την εκφορά του λόγου. Παράλληλα, είναι ευνόητο το ότι
η εκστόμιση του ρατσιστικού λόγου και η εξ αυτής αντίληψη του νοήματος που εξωτερικεύει
με το λόγο του ο δράστης από τον αποδέκτη του λόγου για υλοποίηση αθέμιτων διακρίσεων,
ρατσιστικής βίας και πράξεων μίσους δε σημαίνει αυτόματα ότι εκείνη τη στιγμή τα
προστατευόμενα έννομα αγαθά βιώνουν τον κίνδυνο, βρίσκονται δηλαδή μέσα στην εστία του
κινδύνου805. Εκείνο που απαιτείται συνεπώς δεν είναι να έχει πράγματι δημιουργηθεί ο

αρκεί απλώς να είναι πρόσφορες να προκαλέσουν αυτά τα αποτελέσματα. Αυτή τους η προσφορότητα
καθεαυτή δεν αναιρεί, ούτε αποκλείει την υπονοούμενη προσφορότητα και του προτρεπτικού λόγου.
803 Που κάνει λόγο για υποκίνηση, προτροπή κ.λπ. σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν

διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων, δηλαδή σε τελική ανάλυση σε πράξεις
που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη σε ατομικά έννομα αγαθά.
804 Ουσιαστικά πρόκειται για μια δυνατότητα της δυνατότητας βλάβης, υπό την έννοια ότι αρκεί να

πραγματωθούν τόσοι όροι, ώστε μελλοντικά να είναι δυνατή η δημιουργία μίας κατάστασης που θα
συνιστά δυνατότητα βλάβης, δηλαδή κίνδυνο βλάβης.
805 Για την έννοια του κινδύνου βλ. μεταξύ πολλών Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα,

2006, σ. 174 επ., Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005, σ. 19 επ., την ίδια, Έννοια
και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, 1987, σ. 126 επ., Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική
Θεωρία, 2004, σ. 263-264, Ν. Παρασκευόπουλο, Η διάκριση κινδύνου και βλάβης στο σύγχρονο
Ποινικό Δίκαιο, σε τιμ. τόμ. για τον Δ. Σπινέλλη, τόμ. Β΄, σ. 791 επ., Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η
διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα διακινδύνευσης, σε τιμ. τόμ. για τον Δ. Σπινέλλη, τόμ. Β΄, σ.
1051 επ., Δ. Σπινέλλης, Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, ΠΧ ΚΓ’
(1973), σ. 241 επ., Α. Τριανταφύλλου, Η έννοια του κινδύνου στα εγκλήματα συγκεκριμένης

[220]
κίνδυνος, αλλά να μπορούσε να προκύψει αυτός στη συγκεκριμένη περίπτωση. Γι’ αυτό και
είναι ορθότερο το συγκεκριμένο αδίκημα να χαρακτηριστεί ως αφηρημένα - συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, άλλως δυνητικής806, 807. Εξάλλου, η απαίτηση για την κατάφαση του αδίκου
της διαπίστωσης δυνατότητας κινδύνου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτή που
περιστέλλει το αξιόποινο σε ικανοποιητικά και συνταγματικά αποδεκτά επίπεδα και παρέχει
τα εχέγγυα για σεβασμό της ελευθερίας της έκφρασης, στο βαθμό που προβλέπεται τιμωρία
όχι για το περιεχόμενο του λόγου του δράστη, αλλά για το βλαπτικό αποτέλεσμα808 που
παράγει ο λόγος του.

διακινδύνευσης, ΠοινΧρον 1994, σ. 19 επ., Α. Χαραλαμπάκη, Επιτομή Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος,
2016, σ. 100.
806 Βλ. και Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ.

447-448 καθώς και του ιδίου, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 26, σύμφωνα με τον οποίο:
«Οι ποινικές διατάξεις της ρητορικής του μίσους προστατεύουν (μαζικά) ατομικά έννομα αγαθά σε ένα
απώτερο προστάδιο της διά βλάβης προσβολής τους και γι’ αυτό καταστρώνονται νομοθετικά (ή πρέπει
να καταστρώνονται) ως εγκλήματα διακινδύνευσης και μάλιστα όχι συγκεκριμένης». Σύμφωνος με τον
Ι. Μοροζίνη και ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 45, ο οποίος ενστερνίζεται την άποψη ότι
πρόκειται για έγκλημα αφηρημένης-συγκεκριμένης διακινδύνευσης, δίχως ωστόσο να παραθέτει
κάποια επιχειρηματολογία για την υποστήριξή της.
807 Γ’ αυτό το λόγο δεν είναι απολύτως ορθή η παρακάτω ρήση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Χ.

Αθανασίου, στα πρακτικά της Συνεδρίασης της Βουλής με αριθμό ΚΘ’ /2.9.2014, σ. 2394 επ., «δεν
είναι, λοιπόν, μόνο ο λόγος, αλλά ο λόγος που έχει ως αποτέλεσμα τη βία». Είναι, ορθότερα, ο λόγος
που έχει ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα βίας.
808 Υπό τη μορφή της διακινδύνευσης και ειδικότερα του δυνάμενου να προκύψει στη συγκεκριμένη

περίπτωση κινδύνου. Βλ. εδώ και Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 260, όπου διακρίνει το
αποτέλεσμα με τη στενή, τεχνική έννοια του όρου από το αποτέλεσμα με την ουσιαστική έννοια του
όρου, ήτοι τη μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που επιφέρουν όλα τα γνήσια εγκλήματα, είτε πρόκειται
για βλάβη είτε πρόκειται για διακινδύνευση κάποιου έννομου αγαθού. Το αποτέλεσμα για το οποίο
γίνεται λόγος στο κυρίως κείμενο νοείται υπό την ευρεία-ουσιαστική έννοια του όρου.

[221]
Στο δε άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979, έτσι όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το
άρθρο 2 του Ν. 4285/2014, τυποποιείται ένα έγκλημα διακινδύνευσης πρωτίστως
ατομικών έννομων αγαθών και δευτερευόντως της δημόσιας τάξης. Το συμπέρασμα
τούτο κάθε άλλο παρά αυθαίρετο είναι. Και εξηγούμαι αμέσως: εκείνο που ενδιαφέρει το
νομοθέτη εν προκειμένω δεν είναι να ποινικοποιήσει μια δημόσια έκφραση, ένα λόγο δηλαδή
που έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο809, όσο δυσάρεστο ή αποκρουστικό κι αν είναι· μια
τέτοια επιλογή, άλλωστε, θα ήταν συνταγματικά ανεπίτρεπτη, καθότι θα παραβίαζε κατάφωρα
την ελευθερία της έκφρασης και της ακαδημαϊκής έρευνας810. Στον ακαδημαϊκό ιστορικό
αναθεωρητισμό δεν υπάρχουν περιθώρια για ποινική καταστολή, παρά μόνο για έναν ισχυρό
αντίλογο, επιστημονικά τεκμηριωμένο. Ένας λόγος, όμως, που επιφέρει ορισμένα
αποτελέσματα811 στον εξωτερικό κόσμο, τα οποία συνίστανται είτε σε βλάβη είτε σε
διακινδύνευση δικαιϊκά προστατευόμενων έννομων αγαθών είναι -και πρέπει να είναι- ποινικά
κολάσιμος.

809 Αυτό της άρνησης ή της υποτίμησης της σημασίας ιστορικών γεγονότων.
810 Βλ. εδώ τη διάκριση στην οποία προβαίνει ο Χ. Ανθόπουλος, Η απαγόρευση του ρατσιστικού
λόγου, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 47, αναφορικά με την περίπτωση της απαγόρευσης του λόγου του «ιστορικού
αναθεωρητισμού». Από τη μία υφίσταται η περίπτωση του λόγου εκείνου που απλώς αμφισβητεί την
ύπαρξη ή την έκταση ή προβαίνει σε διαφορετική αξιολόγηση ορισμένων εγκλημάτων, όπως είναι για
παράδειγμα τα εγκλήματα του ναζιστικού καθεστώτος, αντλώντας επιχειρήματα από την ιστορική
έρευνα, και από την άλλη είναι η περίπτωση του αναθεωρητικού λόγου που δεν περιορίζεται απλώς
στην αμφισβήτηση της ύπαρξης ιστορικών γεγονότων, αλλά συνδυάζεται με απειλητικές, προσβλητικές
και καταφρονητικές δηλώσεις σε βάρος των επιζώντων του Ολοκαυτώματος και των συγγενών τους.
Είναι ξεκάθαρο κατά τον ως άνω συγγραφέα ότι η δεύτερη περίπτωση «δεν καλύπτεται από τη
συνταγματική εγγύηση της ελευθερίας της έκφρασης και της πληροφόρησης (άρθρο 14 παρ. 1 Συντ.),
ούτε από την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας (άρθρο 16 παρ. 1 Συντ.), αφού η άσκηση των
ελευθεριών αυτών δεν επιτρέπεται να προσβάλλει την ηθική σφαίρα των άλλων». Βλ. επίσης και C.
Roxin, The Legislation Critical Concept of Goods-in-Law under Scrutiny, EuCLR 2013, σ. 9 και 13, όπου
υποστηρίζει ότι η απλή άρνηση, χωρίς προκλητικό περιεχόμενο και προπαγανδιστικό χαρακτήρα, δεν
πρέπει να τιμωρείται. Παρόμοια και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 38 επ.
και κυρίως σ. 41.
811 Με την πλατιά, ουσιαστική έννοια του όρου.

[222]
Απομένει, κατόπιν των παραπάνω γενικών παρατηρήσεων, να εντοπιστεί ειδικά πλέον η
νομιμοποιητική βάση της ποινικοποίησης της υπό εξέταση συμπεριφοράς καθώς και ο βαθμός
της τυποποιούμενης προσβολής των προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων αγαθών812.
Άλλωστε, μια εμπεριστατωμένη εξέταση του προστατευόμενου έννομου αγαθού στο πλαίσιο
κάθε ποινικού νομοθετήματος, πέραν του ότι νομιμοποιεί την πρόβλεψη ποινής, αιτιολογεί
συνάμα τη λειτουργία του ποινικού δικαίου ως ultima ratio. Βοηθητικό εργαλείο για τον
εντοπισμό του προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι καταρχάς η ίδια η διατύπωση της υπό
κρίση διάταξης. Θα πρέπει η προς ποινικοποίηση πράξη («επιδοκιμασία», «ευτελισμός» ή
«κακόβουλη άρνηση») να κατευθύνεται προς ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων, υπό την
έννοια ότι η πράξη, με πρόφαση τη συζήτηση και την επιστημονική έρευνα γύρω από ένα
ιστορικό γεγονός, στρέφεται και προσπαθεί να προσβάλλει ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων που
προσδιορίζονται βάσει των στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών813. Περαιτέρω, η
συμπεριφορά του δράστη θα πρέπει να εκδηλώνεται με τέτοιο τρόπο που, ναι μεν δεν
περιγράφονται τα μέσα ή οι συνθήκες αυτού, αλλά σίγουρα θα έχει τη δυνατότητα να
υποκινήσει βία ή μίσος ή θα ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μιας τέτοιας
ομάδας ή μέλους της814. Μέσα από την παράθεση των παραπάνω αναφερόμενων νομοθετικών
επιλογών γίνεται αντιληπτό ότι δικαιολογητική βάση της τυποποίησης αποτέλεσε κατά κύριο
λόγο η προστασία ανθρώπων, είτε ως μονάδων είτε ιδωμένων μέσα σε συλλογικές οντότητες,
και συνακόλουθα ατομικών έννομων αγαθών και, μάλιστα, αόριστου αριθμού αυτών, αφού δεν
είναι προσδιορίσιμος εκ των προτέρων ο αριθμός των ατόμων που είναι πιθανόν να πληγούν
από τη συμπεριφορά του δράστη. Επιχείρημα υπέρ της άποψης περί προστασίας αόριστου
αριθμού ατομικών έννομων αγαθών από την υπό κρίση διάταξη είναι και η συστηματική
ένταξη αυτής στο πλαίσιο του συγκεκριμένου νομοθετήματος. Ο Ν. 927/1979 περιλαμβάνει και
τη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, η οποία, όπως έγινε δεκτό προηγουμένως, προστατεύει
επίσης αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών. Συνεκτικός κρίκος των δύο άρθρων είναι η
προσφορότητα της εκάστοτε τυποποιούμενης συμπεριφοράς να προκαλέσει βία ή μίσος σε
βάρος ομάδων ή μελών τους που προσδιορίζονται βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών815. Δε θα
812 Ζήτημα το οποίο είναι ορθότερο να εξεταστεί λεπτομερώς κατά το οικείο μέρος της ανάλυσης της
αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Εδώ θα πραγματοποιηθεί μόνο μία σύντομη αναφορά.
813 « … και η συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται

με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική
καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου «χαρακτηριστικά φύλου» ή την
αναπηρία».
814 « … όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή

ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της».
815 Συμπέρασμα που συνάγεται, πέρα από τη γραμματική διατύπωση των υπό ανάλυση διατάξεων, και

από την Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979, όπου ρητά διατυπώνεται
ότι «θα πρέπει να αποφεύγεται η ποινική απαξίωση εκδηλώσεων, που θεωρούνται εντελώς
απρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή προσώπου εξαιτίας των
φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους». Βλ. επίσης την άποψη που εξέφρασε το Υπουργείο

[223]
ήταν συνεπώς λογικό μια παρόμοια διατύπωση να αποδίδει έναν εντελώς διαφορετικό
προσανατολισμό όσον αφορά στα επιμέρους προστατευόμενα συμφέροντα816. Δεν είναι,
άλλωστε, λογικό να συνάγεται το συμπέρασμα ότι ως εκ της παραπάνω διατύπωσης ο
νομοθέτης απέβλεψε αποκλειστικά στην προστασία της δημόσιας τάξης, ως αυτοτελώς
προστατευόμενου έννομου αγαθού817, αφού, ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι επιδιώκεται με την εν
λόγω ποινικοποίηση η αποφυγή εμπειρικών καταστάσεων ρατσιστικής βίας και μίσους από
προτρεπτικούς λόγους που μπορούν να προκαλέσουν διασάλευση της ομαλής κοινωνικής
συμβίωσης, αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ξέχωρα ιδωμένες από την πιθανή
προσβολή (με τη μορφή της διακινδύνευσης) αόριστου αριθμού ανθρώπων και συνακόλουθα
αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών. Η τελευταία βρίσκεται στο προσκήνιο των
δυνητικών αποτελεσμάτων της υπό κρίση ρατσιστικής συμπεριφοράς, με την πιθανή προσβολή
της δημόσιας τάξης να ακολουθεί ως αναγκαίο αποτέλεσμα (με την ευρεία του όρου έννοια) 818.
Τι σημασία έχει η διατήρηση της τάξης από μόνη της σε ένα συγκεκριμένο χωροχρόνο, όταν
διαπιστώνεται ταυτόχρονα ίδιος βαθμός προσβολής819 και για αόριστο αριθμό ατομικών
έννομων αγαθών; Εξάλλου, οι θεσμοί και οι νομικοί κανόνες και πρωτίστως οι συνταγματικές

Δικαισύνης στην Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης που συνοδεύει την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου,
σύμφωνα με την οποία «θα τιμωρηθούν, αντίθετα, … όσοι παροτρύνουν με δημόσιο διάλογο έναν όχλο
να εξοπλισθεί λ.χ. με ρόπαλα και αλυσίδες και να αναζητήσει θύματα μεταξύ εκείνων που δεν
ανταποκρίνονται στα φυλετικά, θρησκευτικά ή πολιτισμικά του πρότυπα. Τιμωρούνται, με άλλα λόγια,
συμπεριφορές που προκαλούν σε βιαιοπραγίες, μίσος και αντιπαλότητα, ώστε να μπορεί να
διασαλευθεί άμεσα η ομαλή κοινωνική συμβίωση».
816 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 39, μόνο που θεωρεί ότι η

προσφορότητα πρόκλησης βίας ή μίσους διατυπώνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στις δύο
διατάξεις, συμπέρασμα με το οποίο διαφωνώ.
817 Έτσι υποστηρίζει ο Χ. Βασματζίδης, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου, ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 48.

Αντίθετος με τον τελευταίο και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 39.
818 Πρβλ. Α. Βόλη, Η ποινική υπόσταση της άρνησης ιστορικού γεγονότος υπό το πρίσμα της

απόφασης Perincek κατά Ελβετίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, της
17ης Δεκεμβρίου 2013, ΤοΣ 2014, σ. 301, όπου επισημαίνει ότι στο στο γερμανικό χώρο επικράτησε –
θεωρητικά και νομολογιακά – η άποψη ότι η αντίστοιχη διάταξη αποσκοπεί στη διαφύλαξη της
δημόσιας ειρήνης, έννοια πάντως που αμφισβητήθηκε έντονα από γερμανούς θεωρητικούς ως μη
δυνάμενη να εξυπηρητήσει τη λειτουργία του έννομου αγαθού ως παρακολουθηματική έως και
αφόρητα αόριστη. Βλ. σχετικά C. Roxin, Strafrecht AT, Band I, 4η έκδοση, 2006, σ. 28 και F. Streng, JZ
2001, σ. 205. Δεν έλλειψαν, βέβαια, και οι απόψεις μελετητών που επικαλέστηκαν ατομικά και
συλλογικά έννομα αγαθά στην προσπάθεια δικαιολόγησης της εν λόγω ποινικοποίησης, όπως η αξιακή
πεποίθηση, η συλλογική μνήμη, η τιμή, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ιστορική αλήθεια, ακόμη και η
«ιστορία ως στοιχειώδης αντίληψη για την αυτό-κατανόηση της κοινωνίας», δίχως όμως τα
περισσότερα από αυτά - τουλάχιστον τα συλλογικά - να τύχουν ευρείας αποδοχής και αναγνώρισης.
819 Με τη μορφή της δυνητικής διακινδύνευσης. Υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν τόσο η

Αιτιολογική έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 όσο και η Έκθεση Δημόσιας
Διαβούλευσης που τη συνοδεύει.

[224]
διατάξεις που κατοχυρώνουν ανθρώπινα δικαιώματα έχουν έναν, θα έλεγε κανείς,
ανθρωπιστικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι έχουν ως απώτατο σκοπό τον ίδιο τον άνθρωπο
και όχι αόριστες κατασκευές υπερατομικών έννομων αγαθών.

3.3. Συν-προστασία της δημόσιας τάξης;

Το νέο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 μετά την αντικατάστασή του προϋποθέτει, όμως,
πέραν των ανωτέρω, και την τέλεση της υποκίνησης, πρόκλησης κ.λπ. κατά τρόπο που εκθέτει
σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή (ενν. κατά τρόπο που) ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή
τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων. Η κατά το συγκεκριμένο τρόπο
διαμόρφωση του νέου άρθρου, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω αντικαταστάθηκε820, δεν
τροποποιήθηκε απλώς, φανερώνει την αμηχανία του νομοθέτη καθώς και την αμφιβολία που
φαίνεται να τον διακατέχει σχετικά με την ορθότητα της προγενέστερης μορφής της διάταξης.
Μπροστά στο φόβο μιας ενδεχόμενης προσβολής του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας
της έκφρασης821, ο οποίος κάθε άλλο παρά δικαιολογημένος είναι822, εισήγαγε το
συγκεκριμένο εδάφιο και κατέστησε συνάρτηση του αδίκου την τέλεση της πράξης κατά τρόπο
επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή/και τα έννομα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας ή της
σωματικής ακεραιότητας. Η επιλογή αυτή καθιστά, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό,
δυσχερέστερη την κατάφαση του άδικου χαρακτήρα της πράξης σε σχέση με την προηγούμενη
μορφή του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979823, αφού απαιτείται πλέον, πέραν της προτροπής
σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας
προσώπων, και η πλήρωση ενός εκ των δύο διαζευκτικά διατυπωμένων προϋποθέσεων.
Τυποποιείται, δηλαδή, ως αδίκημα η προτροπή824 που όχι μόνο είναι πρόσφορη να προκαλέσει
διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων, αλλά εκθέτει ταυτόχρονα σε

820 Όπως αναγράφεται στο άρθρο 1 του Ν. 4285/2014, «το άρθρο 1 του ν. 927/1979 αντικαθίσταται
ως εξής:…».
821 Διάχυτος αυτός και στην αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του Ν.

927/1979, όπου επισημαίνεται ότι: «Κάθε προσπάθεια ποινικοποίησης των εκδηλώσεων ρατσισμού και
ξενοφοβίας ενέχει τον κίνδυνο προσβολής του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης (βλ.
άρθρο 10 της EΣΔΑ και άρθρα 14 έως 16 του Συντάγματος), γι’ αυτό και το περιεχόμενο των σχετικών
ποινικών τυποποιήσεων συναντά τα όριά του στα άρθρα 10 παρ. 2, 14 και 17 της ΕΣΔΑ, στα άρθρα 19
παρ. 2, 3 και 21 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και στα
άρθρα 5 παρ.1, 2, 16 παρ.1 εδάφιο 2 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, πρέπει να
αποφεύγεται η ποινική απαξίωση εκδηλώσεων, που θεωρούνται εντελώς απρόσφορες να οδηγήσουν
στη θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή προσώπου εξαιτίας των φυσικών και πολιτισµικών
χαρακτηριστικών τους».
822 Βλ. παρακάτω υποσημείωση υπ’ αριθμ. 826.

823 Πριν, δηλαδή, από τις αλλαγές που επέφερε στη διατύπωση του εν λόγω άρθρου ο Ν. 4285/2014.

824 Η μία από τις λοιπές, διαζευκτικά διατυπωμένες πράξεις της αντικειμενικής υπόστασης.

[225]
κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική
ακεραιότητα των προσώπων ή των ομάδων προσώπων και τα οποία προσδιορίζονται βάσει
των χαρακτηριστικών που αναφέρονται στη διάταξη.
Το ερώτημα που εύλογα δημιουργείται κατόπιν της προαναφερθείσας προσθήκης είναι
αν μεταβλήθηκε σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς η θεώρηση του νομοθέτη αναφορικά
με το προστατευόμενο από τη διάταξη έννομο αγαθό καθώς και το εάν διευρύνεται το
αξιόποινο, διότι η φράση «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη» ενδεχομένως
να τιμωρεί πια και συμπεριφορές που δεν ήταν δυνατό παλιά να συμπεριληφθούν825. Η ευθεία
αναφορά στη δημόσια τάξη καθώς και στα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της προσωπικής
ελευθερίας και της σωματικής ακεραιότητας και η συμπερίληψη των ανωτέρω στην
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος θα μπορούσε κάλλιστα να εκληφθεί ως ρητή έκφραση
της βούλησης του νομοθέτη να συν-προστατεύσει τα συγκεκριμένα τέσσερα έννομα αγαθά826.

825 Εδώ αντιστρέφεται το ερώτημα που θέτει η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ.
731, το κατά πόσο δηλαδή η «αναφορά στην απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική
ακεραιότητα προσώπων (και όχι στη δημόσια τάξη) διευρύνει το αξιόποινο, καλύπτοντας μορφές
συμπεριφοράς που στρέφονται κατά ατομικών αγαθών». Το ερώτημα αυτό, έτσι όπως διαμορφώνεται,
είναι εύλογο δεδομένης της θεώρησης της ως άνω συγγραφέως ότι προστατευόμενο από τη διάταξη
έννομο αγαθό ήταν (υπό το προγενέστερο καθεστώς) και είναι (με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν.
4285/2014) η δημόσια τάξη.
826 Έτσι και ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 38, ο οποίος μάλιστα θεωρεί ότι η νέα διάταξη

είναι αρτιότερη από την προηγούμενη, αφού «ο νομοθέτης θέλοντας να προλάβει την όποια ένσταση
αντισυνταγματικότητας κάνει ρητή αναφορά σε συνταγματικώς προστατευόμενα αγαθά». Όμως,
σύμφωνα με την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, η προγενέστερη μορφή του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979 ήταν εξίσου συμβατή με τις συνταγματικές προβλέψεις, καθότι και εκεί προστατεύονταν
συνταγματικά αγαθά, παρόλο που δεν αναγράφονταν ρητά, αλλά προέκυπταν σαφώς από την ερμηνεία
της διάταξης. Μάλιστα, τα ατομικά έννομα αγαθά που αναγράφονται ρητά στο συγκεκριμένο σημείο
της σημερινής διάταξης, ήτοι η ζωή, η προσωπική ελευθερία και η σωματική ακεραιότητα, ήδη
προστατεύονταν και πριν από τη νομοθετική μεταβολή του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Επίσης,
με την ερμηνεία που προτείνεται στο κυρίως κείμενο κανένας φόβος οριοθέτησης του αξιοποίνου
επέκεινα του συνταγματικώς επιτρεπτού (λόγω δηλαδή ενδεχόμενης ανεπίτρεπτης προσβολής της
ελευθερίας της έκφρασης) δε θα έπρεπε να υφίσταται. Ενδεικτικό της πρόθεσης του ιστορικού
νομοθέτη είναι και το άρθρο του Α. Χουλιάρα, Transposing the Framework Decision on Combating
Racism and Xenophobia into the Greek Legal Order, eucrim, 1/2011, σ. 39 επ. όπως επίσης και του
ιδίου, Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου, ΝοΒ 2017, σ. 1241, ο οποίος συμμετείχε ως μέλος στη
νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων. Επισημαίνει ειδικότερα ότι «προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η δημόσια τάξη ή/και
τα (ατομικά) έννομα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας των προσώπων
που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα κλπ.». Αυτή η επιλογή αναδεικνύει την πρόθεση του
νομοθέτη να αποδοθεί τόσο η συλλογική όσο και η ατομική διάσταση του μισαλλόδοξου λόγου. Βλ.
συναφώς και τη λίαν προσφάτως εκδοθείσα απόφαση ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, όπου

[226]
Εξάλλου, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι και στην ίδια την αιτιολογική έκθεση
του νομοσχεδίου για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 και την προσαρμογή του τελευταίου
στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση
ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου
εντοπίζεται ο καινούριος προσανατολισμός του Έλληνα νομοθέτη προς την κατεύθυνση της
προστασίας και του έννομου αγαθού «δημόσια τάξη». Αξίζει δε να μεταφερθεί αυτούσια εν
προκειμένω η ακόλουθη ρήση: «Για τούτο, και σε συμφωνία με το πνεύμα της απόφασης-
πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, κρίνεται σκόπιμο να ερευνάται η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης
εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ομαλή
κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά
των οποίων στρέφονται»827. Έτσι αποδεικνύεται και ο αποσπασματικός χαρακτήρας του
ποινικού δικαίου, το οποίο λειτουργεί - και πρέπει να λειτουργεί - ως έσχατο καταφύγιο,
ποινικοποιώντας μόνο εκείνες τις ρατσιστικές συμπεριφορές που συνιστούν δράση προς
έτερον και που θεωρούνται ως οι πλέον σοβαρές.
Τις αντιρρήσεις του ως προς την ανωτέρω προστασία της δημόσιας τάξης επισημαίνει
εμφατικά ο Ι. Μοροζίνης828, σύμφωνα με τον οποίο «η προσεκτική ανάγνωση του άρθρου 1
καταδεικνύει όμως ότι τίποτε δεν άλλαξε σε σχέση με το προϊσχύσαν δίκαιο όσον αφορά το
αντικείμενο προστασίας και εντέλει το έννομο αγαθό· απλώς τέθηκαν περισσότερες
προϋποθέσεις, και μάλιστα περιοριστικές, του ποινικού κολασμού. Προστατεύονται δηλαδή τα
ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, υγείας/σωματικής ακεραιότητας και προσωπικής ελευθερίας,
καθώς και εκείνο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (από την παρ. 1) και, επιπλέον, της ιδιοκτησίας
(από την παρ. 2)». Μάλιστα, προς επίρρωση του ισχυρισμού του συνδέει την προσθήκη του
συγκεκριμένου εδαφίου με την παρ. 2 του πρώτου άρθρου της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε., στην οποία ήθελε να προσαρμοσθεί ο Έλληνας
νομοθέτης. Αναφέρει συγκεκριμένα ότι η επιλογή αυτή υπαγορεύτηκε απλώς από τη
δυνατότητα που παρέχει η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο στις εθνικές έννομες τάξεις να
περιορίσουν το αξιόποινο, με την επιπρόσθετη πρόβλεψη για δυνατότητα τιμώρησης της
δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους, όταν αυτή «είτε εκδηλώνεται κατά τρόπο που
διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα».
Καταλήγει δε στο ότι «η διατάραξη της δημόσιας τάξης, λοιπόν, πράγματι προβλέφθηκε από
τον Έλληνα Νομοθέτη, ως επιπλέον προϋπόθεση για έλλογο περιορισμό του εύρους του
ποινικού κολασμού. Με άλλα λόγια, ο (συγκεκριμένος) κίνδυνος για την δημόσια τάξη δεν

επισημαίνεται ότι «…με την εν λόγω διάταξη προστατεύεται παράλληλα και η δημόσια τάξη ή η
δημόσια ειρήνη, ως απόρροια της κατάστασης κατά συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδας προσώπων».
827 Βλ. γι’ αυτό την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4285/2014, αναρτημένη στον ιστότοπο:

www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou, όπου και οι λοιπές


συνοδευτικές εκθέσεις καθώς και τα πρακτικά των συνεδριάσεων που προηγήθηκαν της ψήφισης του
σχετικού νόμου.
828 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 28 επ.

[227]
είναι προσδιοριστικός του αδίκου της συμπεριφοράς, αλλά συνιστά εξωτερικό όρο του
αξιοποίνου…».
Αρνητικό πρόσημο στη συγκεκριμένη επιλογή βάζει και η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι829,
σύμφωνα με την οποία είναι προβληματική η απόκλιση του Έλληνα νομοθέτη από τις
προβλέψεις της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο. Πέραν τούτου, εντοπίζει μία
ασυμβατότητα στην πρόβλεψη του νόμου για δημόσια υποκίνηση σε πράξεις που μπορούν
πράγματι να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία και στην απαίτηση που περιγράφεται στην
αιτιολογική έκθεση για αποφυγή ποινικοποίησης των συμπεριφορών εκείνων που είναι
εντελώς απρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή προσώπου
εξαιτίας των φυσικών και πολιτισμικών τους χαρακτηριστικών. Η ασυμβατότητα έγκειται στο
γεγονός ότι μία δημόσια προτροπή σε πράξεις που μπορούν πράγματι να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία συνιστά από μόνη της μία μορφή θυματοποίησης και εμπεριέχει ήδη
αρκετό άδικο, δίχως την ανάγκη για επιπρόσθετη προσβολή της δημόσιας τάξης, όπως αυτό
προκύπτει από την αδιαμφισβήτητη, σύμφωνα με την ως άνω εκτιθέμενη άποψη, προσβολή
της αξίας του ανθρώπου, αφού με την προτροπή πραγματοποιείται «δημόσια άρνηση της
ανθρώπινης αξίας» και παράλληλα υπάρχει «δυνατότητα της συγκεκριμένης άρνησης να
μετατραπεί σε πράξη που την υλοποιεί»830. Σύμφωνα, όμως με την άποψη που υποστηρίχθηκε
παραπάνω στο κείμενο, ότι δηλαδή ο προτρεπτικός λόγος και οι συναφείς πράξεις του
εγκλήματος (υποκίνηση, πρόκληση, διέγερση ή προτροπή) δε χρειάζεται να συνιστούν ευθέως
προτροπή σε διακρίσεις, μίσος ή βία, αλλά αρκεί να υφίσταται υποκίνηση, διέγερση κ.λπ. σε
πράξεις που μπορούν απλώς να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία, συνάγεται ότι η
συμπεριφορά του δράστη831 καθεαυτή δε χρειάζεται να συνιστά δημόσια άρνηση της ίσης
ανθρώπινης αξίας των στοχευόμενων προσώπων ή ομάδας· αρκεί να είναι πρόσφορη να
προκαλέσει συγκεκριμένο κίνδυνο για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά. Η προσφορότητα
τούτη, όπως θα αναλυθεί εκτενώς και παρακάτω, διαπιστώνεται, όταν η συμπεριφορά του
δράστη παράγει μία συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου να δημιουργηθεί μία κατάσταση που,
αν μετεξελιχθεί περαιτέρω, θα πραγματοποιηθούν αθέμιτες διακρίσεις, πράξεις μίσους ή/και
βίας, οι οποίες (αν πραγματοποιηθούν, κάτι το οποίο πάντως δε χρειάζεται) ισοδυναμούν με
βλάβη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή/και ενός εκ των λοιπών ατομικών έννομων αγαθών:

829 Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 104 επ.


830 Προς την ίδια κατεύθυνση και ο Γ. Νούσκαλης, Οι προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου
κατά το άρθρο 1 Ν 927/1979 στα πρόσφατα νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου
Πάγου, ΠοινΔικ 2021, σ. 6 επ., ο οποίος διαβλέπει μια στροφή της νομολογίας του Ανώτατου
Ακυρωτικού μας, με την υπ’ αριθ. 858/2020 απόφασή του, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, προς την
κατεύθυνση μιας εντατικότερης προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στο βαθμό που το
απαξιολογικό βάρος της προσβολής της υπερτερεί της όποιας προσβολής της δημόσιας τάξης, δίχως,
μάλιστα, να την προϋποθέτει. Αρχικός εκφραστής της θέσης αυτή ήταν η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 97 επ.
831 Εκείνου δηλαδή που εκφέρει το ρατσιστικό λόγο, του «πομπού».

[228]
ζωή - υγεία/σωματική ακεραιότητα – προσωπική ελευθερία - ιδιοκτησία. Αν επιπρόσθετα η
συμπεριφορά του δράστη της εκφοράς του λόγου περιλαμβάνει και φράσεις που πράγματι
αμφισβητούν την ίση αξία των στοχοποιημένων προσώπων (π.χ. είναι ζώα, είναι κατώτερης
αξίας, δεν τους αξίζει να ζουν κ.ά.) θα τιμωρηθεί ενδεχομένως και για εξύβριση (άρ. 361 ΠΚ)
σε συνδυασμό με το άρ. 82 Α του ΠΚ (έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά)832, που
προβλέπει αυστηρότερο πλαίσιο ποινής.
Όσο εύλογες και αν θεωρηθούν πάντως οι παραπάνω αντιρρήσεις, το μόνο σίγουρο
είναι ότι ο νομοθέτης εκφράστηκε ρητά, συμπεριλαμβάνοντας ευθέως τη δυνατότητα
διακινδύνευσης833 της δημόσιας τάξης στην αντικειμενική υπόσταση των παρ. 1 και 2 του
άρθρου 1 του Ν. 927/1979, είτε ως εναλλακτικά διατυπωμένο834 (σε διάζευξη με τη δυνατότητα
διακινδύνευσης των προαναφερόμενων ατομικών έννομων αγαθών) όρο για την κατάφαση
του αδίκου είτε ως αποκλειστικό835. Ως εκ τούτου, η προσβολή της δημόσιας τάξης (με τη
μορφή της δυνατής διακινδύνευσης αυτής) συν-προσδιορίζει τον ουσιαστικά άδικο χαρακτήρα
της πράξης836, επεκτείνοντας τον τελευταίο και σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται, εκτός της

832 Κι όχι απλώς με το άρθρο 361 ΠΚ, όπως επισημαίνει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, 2016, σ. 30, υποσημ. με αριθμό 160. Βλ. σχετικά Α. Στεφανίδου, Έγκλημα με ρατσιστικά
χαρακτηριστικά: Ανάλυση των διατάξεων του άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα, Αρμεν 2019, σ. 1110
επ.
833 Μ τη χρήση της φράσης «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη». Έτσι ο Α.

Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1244. Ομοίως και παλαιότερα ο ίδιος, Transposing the Framework
Decision on Combating Racism and Xenophobia into the Greek Legal Order, eucrim 1/2011, σ. 42, όπου
χαρακτηριστικά επισημαίνει τα εξής: “Art. 3 (εν. στο σχέδιο νόμου) declares as a criminal offence any
public intentional incitement to violence or hatred against a group of persons or a member of such a
group, defined by reference to race, colour, religion, national or ethnic origin, sexual orientation, or
even against property used exclusively by these persons or groups (hate speech), in a manner that could
endanger public order (endangerment or anticipatory crime). Therefore, the danger need not be either
abstract or concrete but potential in the sense that the court must evaluate whether it could have
materialised under certain circumstances”. (Οι εμφάσεις της γράφουσας).
834 Στην παράγραφο 1.

835 Στην παράγραφο 2, όπου προβλέπει τιμωρία για όποιον «με πρόθεση και με τα μέσα και τους

τρόπους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, υποκινεί, προτρέπει, προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη
φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα,
κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη». Η συγκεκριμένη διάταξη δε φαίνεται να
προστατεύει το ατομικό έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας, ούτε και κάποιο άλλο (εν. ατομικό) έννομο
αγαθό, διότι τα αντικείμενα στα οποία αναφέρεται δε χρειάζεται να ανήκουν στα στοχοποιημένα
πρόσωπα. Αρκεί απλώς να χρησιμοποιούνται από αυτά. Βλ. σχετικά και παρακάτω, Μέρος Τέταρτο,
Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 4, Η δημόσια υποκίνηση σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων (άρθρο 1 παρ.
2 του Ν. 927/1979). Αντίθετος ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 28.
836 Βλ. και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, όπου διαβάζει κανείς ότι «από άποψη ουσιαστικής

εγκληματικής απαξίας που στηρίζει την ποινική κύρωση, θα μπορούσε να λεχθεί ότι η διάταξη
προστατεύει και αυτή ταύτη τη “δημόσια τάξη ή ευταξία”».

[229]
δυνατότητας να κινδυνέψουν ατομικά έννομα αγαθά, δυνατότητα να τεθεί σε κίνδυνο η
δημόσια τάξη837. Δεν είναι, λοιπόν, ο λόγος που έχει απαξία ως μία εξωτερίκευση ακραίων
απόψεων σε μια δημοκρατική κοινωνία. Τέτοιου είδους τυποποίηση θα αντέκρουε στο
Σύνταγμα και δε θα μπορούσε να γίνει ανεκτή. Εκείνο που γεννά την απαξία του ρατσιστικού
λόγου είναι οι ιδιότητές του σε συνδυασμό με τη δρομολόγηση μιας πορείας με σφόδρα
πιθανές αρνητικές επιπτώσεις τόσο σε ουσιώδη ατομικά έννομα αγαθά όσο και στην ομαλή
κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων, που διέπεται από όρους ισότητας και ελευθερίας.
Η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου ισχυρίζεται838 πως η επιλογή του νομοθέτη να
προσθέσει στην αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 την απειλή της ζωής,
της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας «δεν προσθέτει τίποτα στο εύρος του
αξιοποίνου», αφού ακόμα και οι δημόσια τελούμενες πράξεις (υποκίνηση, διέγερση κ.λπ.) που
ενέχουν απειλή για τα μόλις ως άνω αναφερθέντα έννομα αγαθά συνιστούν ήδη δυνητική
διακινδύνευση της δημόσιας τάξης, εφόσον συντρέχει προσφορότητα της πράξης να
κινητοποιήσει ένα ή περισσότερα πρόσωπα στην τέλεση των διακρίσεων, του μίσους ή της
βίας. Όμως, όπως τονίστηκε και σε προηγούμενο σημείο, όταν από τις συνθήκες αποδεικνύεται
ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δυνατόν να κινητοποιηθεί ή κινητοποιήθηκε τελικά
μόνο ένα άτομο και όχι ολόκληρο πλήθος προς την κατεύθυνση της τέλεσης πράξεων π.χ. βίας
και συνεπώς δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση δυνατότητα να προκληθεί κάποιος
κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, υφίσταται ήδη επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την
τυποποίηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς ως ποινικά άδικης και συνακόλουθα για την πρόβλεψη
ποινής, το οποίο (εν. άδικο) συνίσταται στην απαξία της συμπεριφοράς ως θέτουσας αιτιακούς
όρους για την επέλευση βλάβης σε αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών 839.
Σε αντίθεση με τις παραγράφους 1 και 2 του άρ. 1 του Ν. 927/1979, η παρ. 4 του ίδιου
ως άνω άρθρου, όπου τυποποείται ως αδίκημα η συγκρότηση ή η συμμετοχή σε
οργάνωση ή ένωση προσώπων που επιδιώκει συστηματικά τη δημόσια υποκίνηση
βίας, μίσους ή διακρίσεων, δεν εμπεριέχει κάποια αντίστοιχη πρόβλεψη για δυνατότητα
διακινδύνευσης840 της δημόσιας τάξης ή κάποιου εκ των ατομικών έννομων αγαθών που
αναφέρονται στην παρ. 1. Ενισχυτική της άποψης ότι δεν απαιτείται με βάση την παρ. 4 του
άρ. 1 κάποια συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου για έννομο αγαθό είναι και η ίδια η
Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του Ν. 927/1979. Η εκεί
αναφερόμενη απαίτηση για εκτίμηση κάθε φορά «της προσφορότητας του συγκεκριμένου

837 Για το ότι η φράση: «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη
ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων» δε συνιστά εξωτερικό όρο του
αξιοποίνου, όπως υποστηρίζει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 98 επ., βλ. παρακάτω, σ.
303 επ..
838 Βλ. την ίδια, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 732.

839 Βλ. συναφώς Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, H ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των

εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 106.


840 Ή, πολύ περισσότερο, βλάβης.

[230]
κινδύνου», μη αρκούμενης της απλής αφηρημένης πιθανολόγησης της έκθεσης σε κίνδυνο
μιας ομάδας, ενός προσώπου ή πράγματος, σχετίζεται μόνο με τα αδικήματα των παρ. 1 και 2
του άρ. 1. Η δε εν συνεχεία αναφερόμενη σκοπιμότητα της διατήρησης της παλιότερης
διάταξης (άρ. 1 παρ. 2 του Ν. 927/1979, πριν υποστεί τροποποίηση με το Ν. 4285/2014) περί
συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργανώσεις οι οποίες επιδιώκουν οργανωμένη προπαγάνδα ή
δραστηριότητα κάθε μορφής τείνουσας σε φυλετικές διακρίσεις έπεται της προαναφερθείσας
διευκρίνισης αναφορικά με το είδος της απαιτούμενης διακινδύνευσης και ως εκ τούτου δεν
μπορεί παρά να αποτελεί μια μη σχετιζόμενη τοποθέτηση, στην οποία δε μεταφέρονται οι
προϋποθέσεις των λοιπών παραγράφων του ίδιου άρθρου. Το όποιο συμπέρασμα λοιπόν
αναφορικά με το είδος του προστατευόμενου έννομου αγαθού καθώς και του βαθμού
προσβολής του θα πρέπει να συναχθεί από την ερμηνεία της τυποποιούμενης συμπεριφοράς
και από τη συστηματική τοποθέτηση του εν λόγω αδικήματος στο πλαίσιο του άρθρου 1 του Ν.
927/1979.
Η συγκρότηση ή η συμμετοχή σε οργάνωση ή ένωση προσώπων, έτσι όπως
τυποποιείται841, δεν απαιτεί για την κατάφαση του καταρχήν αδίκου να τελούνται ήδη οι
πράξεις των παραγράφων 1 και 2, δηλαδή η δημόσια υποκίνηση διακρίσεων, μίσους ή βίας
κατά προσώπων ή πραγμάτων842. Αρκεί η εκάστοτε οργάνωση ή ένωση να επιδιώκει
συστηματικά την τέλεση αυτών των πράξεων843. Η τυποποίηση αυτή, ωστόσο, στο βαθμό
που δεν περιλαμβάνεται ρητά στην αντικειμενική υπόσταση της κρινόμενης διάταξης κάποια
μορφή βλάβης ή κάποιος κίνδυνος ή συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου για έννομο αγαθό,

841 «Οποιος συγκροτεί ή συμμετέχει σε οργάνωση ή ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής που
επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1 και 2, τιμωρείται με τις ποινές της
παραγράφου 1, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».
842 Βέβαια, με τη χρήση του όρου «πράξεων» των παρ. 1 και 2 θα μπορούσε να εννοείται η τέλεση των

αναφερόμενων στην παρ. 1 του άρ. 1 πράξεων ή ενεργειών που μπορούν να προκαλέσουν (ή συνιστούν
οι ίδιες) διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει των
στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών. Αντίθετα ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, 2016, σ. 35, ο οποίος θεωρεί ότι τυποποιείται εν προκειμένω μια «οργανωμένη λεκτική
προπαγάνδα». Σε συστηματική επιδίωξη τέλεσης εγκλημάτων δημόσιας προτροπής σε διακρίσεις ή
πράξεις βίας ή μίσους αναφέρεται και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση του
ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, σ. 735. Παρόμοια και η Θ. Πανταζή, Η
«ελευθερία» του δημόσιου ρατσιστικού λόγου, ΠοινΔικ 2018, σ. 836 επ. Ορθότερο τελικά είναι να γίνει
δεκτό ότι οι περιπτώσεις συγκρότησης ή συμμετοχής σε ένωση προσώπων που επιδιώκει την τέλεση
πράξεων ρατσιστικής βίας, μίσους ή διακρίσεων και όχι τη δημόσια υποκίνηση σε αυτές μπορούν να
υπαχθούν στο νέο άρθρο 187 ΠΚ, συντρεχουσών βέβαια και των λοιπών προϋποθέσεων αυτού, σε
συνδυασμό με το άρ. 82 Α ΠΚ για την αξιολόγηση του ρατσιστικού κινήτρου.
843 Βλ. χαρακτηριστικά Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της

έκφρασης, ΠοινΧρον 2013, σ. 487, η οποία επισημαίνει ότι «Δεν είναι, αντίθετα, αναγκαία η ανάπτυξη
οποιασδήποτε σχετικής δραστηριότητας από την πλευρά τους». Ομοίως και μεταγενέστερα η ίδια,
όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735.

[231]
όπως αυτό συνάγεται από την απουσία οποιασδήποτε σχετικής και προσφιλούς στο νομοθέτη
έκφρασης844, σε συνδυασμό βέβαια και με την έλλειψη υλικού αντικειμένου της πράξης,
εγείρει ερωτηματικά αναφορικά με το βαθμό της τυποποιούμενης προσβολής και
συνακόλουθα με το είδος του προστατευτέου έννομου αγαθού. Όσον αφορά το μεν είδος
της προσβολής (βλάβη ή διακινδύνευση καθώς και την ειδικότερη μορφή της τελευταίας)
μπορούν να υποστηριχθούν τα ακόλουθα: η μεμονωμένη και μη οργανωμένη δημόσια
τελούμενη υποκίνηση διακρίσεων, μίσους ή βίας κατά προσώπων ή πραγμάτων (παρ. 1 και 2
του άρ. 1) έγινε δεκτό ότι αποτελεί έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, καθότι απαιτεί για την
κατάφαση του αδίκου τη διαπίστωση συγκεκριμένης δυνατότητας κινδύνου για τα
προστατευόμενα από τις ως άνω διατάξεις έννομα αγαθά. Η συγκρότηση και η συμμετοχή σε
οργάνωση ή ένωση προσώπων που απλώς επιδιώκει (ακόμα και συστηματικά) και δε
χρειάζεται να προβαίνει στην τέλεση των παραπάνω πράξεων, ως συμπεριφορά, βρίσκεται ένα
στάδιο πριν από την προαναφερθείσα συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου των παρ. 1 και 2.
Συνεπώς, ως εκ της θέσεώς της αυτής στην πορεία προς τη βλάβη των προστατευόμενων
έννομων αγαθών τοποθετείται λογικά στον εναπομείναντα χώρο της αφηρημένης
διακινδύνευσης845. Αναφορικά δε με το είδος του προστατευόμενου έννομου αγαθού,
δεδομένης και της αναγκαιότητας διαπίστωσης αυτού για την ουσιαστική νομιμοποίηση της
διάταξης, θεωρώ ότι τυποποιείται εν προκειμένω ένα έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης
πρωτίστως της δημόσιας τάξης846 και δευτερευόντως αόριστου αριθμού ατομικών έννομων
αγαθών847, και συγκεκριμένα εκείνων που δύνανται να προσβληθούν από τις συστηματικά
επιδιωκόμενες από την οργάνωση ή ένωση πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρ. 1 848. Η προσθήκη

844 Λ.χ. να γίνεται αναφορά σε μία συμπεριφορά η οποία μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο ή βλάβη ή
ακόμα μπορεί να βλάψει κάποιο έννομο αγαθό.
845 Ακόμα και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 36, που δε δέχεται τη

δημόσια τάξη ως αυτοτελώς προστατευόμενο έννομο αγαθό, εν πάσει περιπτώσει, ακόμα κι αν


θεωρηθεί ότι είναι, δεν υφίσταται βλάβη από την εδώ τυποποιούμενη συμπεριφορά. Η μόνη
υποστηρίξιμη κατά την άποψή του θέση είναι αυτή της αφηρημένης επικινδυνότητας της
συμπεριφοράς είτε για τη δημόσια τάξης, είτε για τα ατομικά έννομα αγαθά.
846 Βλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 215, ο οποίος, όμως, κάνει λόγο για «διατάραξη»

της δημόσιας τάξης, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρεται στην «προσωθημένη φύση της παρεχόμενης με το
οργανωσιακό έγκλημα της παρ. 4 προστασίας». Βλ. επίσης Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2013 σ. 485 και την ίδια, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 734. Πρβλ. όμως και Ν. Λίβο, Ζητήματα
ερμηνείας του άρθρου 187 Π.Κ., ΠοινΧρον 2015, σ. 310, ο οποίος χαρακτηρίζει το συναφές έγκλημα του
άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ ως έγκλημα βλάβης της δημόσιας τάξης.
847 Σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης μόνο ατομικών έννομων αγαθών και όχι της δημόσιας

τάξης αναφέρεται ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 34.


848 Για το ότι το συναφές, αλλά όχι πάντως ταυτιζόμενο έγκλημα του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ έχει την ίδια

(περίπου) κατεύθυνση ως προς τα προστατευόμενα έννομα αγαθά βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και
ελευθερία: Ερμηνεία του Ν. 2928/2001 για το οργανωμένο έγκλημα και σχετικά κείμενα, 2002, σ. 104,
τον ίδιο, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, 1994, σ. 123, όπου κάνει λόγο, όμως, για έγκλημα

[232]
στην αντικειμενική υπόσταση της συστηματικής επιδίωξης τέλεσης πράξεων δημόσιας
υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων και όχι γενικά κάποιου εγκλήματος (κακουργήματος ή
πλημμελήματος) δεν είναι τυχαία, ούτε και θα μπορούσε να απουσιάζει, αφού αυτή δίνει το
στίγμα της απαξίας από κοινού με την περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς. Η
ιστορικοβουλητική ερμηνεία της διάταξης, όπως αυτή διαφαίνεται από την αιτιολογική έκθεση
στο σχέδιο νόμου, αλλά και η συστηματική τοποθέτηση της παρ. 4 στο πλαίσιο του άρ. 1
φαίνεται να επιτρέπει μια τέτοια θεώρηση.
Για να μπορεί να γίνει λόγος για αφηρημένο κίνδυνο πάντως θα πρέπει η συμπεριφορά
του δράστη να εμπεριέχει μια «ενεργητική δυνατότητα βλάβης», δηλαδή να δημιουργεί έναν
«εμπειρικό όρο κινδύνου»849, κατά τρόπο που να μην είναι απολύτως απρόσφορη η επέλευση
του κινδύνου και η εντεύθεν εξέλιξη προς τη βλάβη. Βέβαια, αρκεί και μόνο αυτός ο ένας όρος
κινδύνου που δρομολογεί την αιτιώδη διαδρομή προς τη βλάβη, δίχως να χρειάζεται να
συντρέξουν και άλλοι αιτιακοί όροι, όπως συμβαίνει στα εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης. Για την ικανοποίηση της προαναφερθείσας απαίτησης είναι απαραίτητη η
συγκρότηση ή η συμμετοχή σε οργάνωση ή ένωση που όχι απλώς επιδιώκει την τέλεση των
πράξεων που τυποποιούνται στις παρ. 1 και 2 του άρ. 1 του Ν. 927/1979850, αλλά και που
διαθέτει τέτοια υποδομή, έστω και στοιχειώδη, ώστε εκ των πραγμάτων να είναι σε θέση να
τελεί εγκλήματα δημόσιας υποκίνησης σε βία, μίσος ή διακρίσεις και περαιτέρω να μπορεί να
εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη 851. Μόνο τότε οι ομάδες αυτές αποτελούν εστία κινδύνου
για τα εδώ προστατευόμενα έννομα αγαθά852.

αφηρημένα-συγκεκριμένης διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Η έννοια του


οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ, ΠοινΔικ 2003, σ. 538, Λ. Μαργαρίτη, Εγκληματική Οργάνωση
(άρθρο 187 ΠΚ), ΠοινΔικ 2005, σ. 1429, Χ. Σατλάνης – Λ. Μαργαρίτης, Είναι δυνατή η θεώρηση ενός
πολιτικού κόμματος ή μιας πολιτικής οργάνωσης ως εγκληματικής οργάνωσης; ΠοινΔικ 2013, σ. 761.
849 Για τους στα εισαγωγικά τιθέμενους όρους βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική

των κ.ε.ε., 1987, σ. 132.


850 Δεν αρκεί δηλαδή μια απλή σύμπτωση βουλήσεων.

851 Βλ. σχετικά Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735. Σύγκρινε εδώ και την

άποψη της Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 104, σύμφωνα με την οποία αποτιμάται
θετικά η ποινικοποίηση της συγκρότησης ή συμμετοχής σε οργάνωση ή ένωση προσώπων, «αρκεί η
ύπαρξη τέτοιας φύσης οργανώσεων να έχει τα ίδια χαρακτηριστικά που φέρουν και οι εγκληματικές ή
τρομοκρατικές οργανώσεις, και όχι να πρόκειται απλά για οποιασδήποτε μορφής ένωση προσώπων».
852 Πρβλ. τη συναφή διάταξη του άρ. 4, στοιχ. β’ της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε

μορφής φυλετικών διακρίσεων, η οποία και αποτέλεσε το μοναδικό κανονιστικό πρότυπο για την
τυποποίηση της παρ. 2 του άρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτός ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με
το Ν. 4285/2014. Σύμφωνα λοιπόν με το σχετικό εδάφιο της προαναφερθείσας σύμβασης γινόταν
απαιτητή από τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη μόνο η ποινικοποίηση της συμμετοχής σε οργανώσεις και
δραστηριότητες οργανωμένης προπαγάνδας, οι οποίες παροτρύνουν σε (και όχι απλώς επιδιώκουν τη)
φυλετική διάκριση και ενθαρρύνουν αυτή. Αντίστοιχη πρόβλεψη απουσιάζει από τα ευρωπαϊκά
θεσμικά κείμενα.

[233]
Η υποστηριζόμενη από την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου άποψη περί προσβολής της
δημόσιας τάξης από την υπό κρίση συμπεριφορά853, δίχως ωστόσο να οριοθετεί το βαθμό
προσβολής, αφού δε διευκρινίζει αν τυποποιείται βλάβη η διακινδύνευση της δημόσιας
τάξης854, αντικρούεται από τον Ι. Μοροζίνη, ο οποίος, όπως έχει επισημανθεί και ανωτέρω,
δεν πιστεύει πως η δημόσια τάξη είναι ένα αυτοτελώς προστατευόμενο έννομο αγαθό, παρά
μόνο μια αντανάκλαση των στο πλαίσιο του συγκεκριμένου νομοθετήματος προστατευόμενων
ατομικών έννομων αγαθών. Βλάβη της δημόσιας τάξης, λέει, «θα υπάρχει τότε και μόνον τότε,
όταν έχει ήδη καταλυθεί η ειρηνευμένη κατάσταση περισσότερων ατομικών εννόμων αγαθών
αορίστου αριθμού προσώπων-φορέων αυτών (θα έχουν αρχίσει «ταραχές» κ.λπ.)».
Χαρακτηρίζει, μάλιστα, ως αντισυνταγματική τη διάταξη, όχι μόνο λόγω της κατά την άποψή
του αόριστης διατύπωσης αυτής, αλλά και εξαιτίας του ότι επιδιώκεται η νομοθετική επέμβαση
με τα μέσα της ποινικής καταστολής στο άβατο του φρονήματος και των σκέψεων, που
παραμένουν ως τέτοιες στον εσωτερικό κόσμο του δράστη.
Κλείνοντας στο σημείο αυτό την ενότητα αναφορικά με το προστατευόμενο από την
παρ. 4 του άρ. 1 έννομο αγαθό, αξίζει να σημειωθεί ότι η θεώρηση της υπό κρίση διάταξης ως
εγκλήματος αφηρημένης διακινδύνευσης, τόσο της δημόσιας τάξης όσο και των ατομικών
έννομων αγαθών της ζωής, υγείας και προσωπικής ελευθερίας, δημιουργεί μία
ενδοσυστημική855 αξιολογική αντινομία. Το απειλούμενο εν προκειμένω πλαίσιο ποινής είναι
όμοιο με εκείνο των παρ. 1 και 2 του ίδιου ως άνω άρθρου856. Δεν μπορεί, ωστόσο, ένα έγκλημα
αφηρημένης διακινδύνευσης να απειλεί την ίδια κύρωση με ένα έγκλημα δυνητικής
διακινδύνευσηςτων ίδιων έννομων αγαθών857, αφού διαφοροποιείται ο βαθμός της απαξίας. Η
συνταγματικής περιωπής αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει τη διαφοροποίηση μεταξύ
διατάξεων όσον αφορά την απειλούμενη ποινική κύρωση, όταν τυποποιείται διαφορετικός
βαθμός αδίκου. Ως εκ τούτου, προτείνεται η νομοθετική παρέμβαση για την υποβάθμιση του
απειλούμενου στην παρ. 4 πλαισίου ποινής, σε επίπεδα κατώτερα εκείνου που απειλείται στις
παρ. 1 και 2.

853 Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013 σ. 485, «Τέτοιου είδους συσσωματώσεις


αποτελούν «εστίες κινδύνου», που εκ των πραγμάτων αναιρούν την ισότιμη συμμετοχή όλων στην
κοινωνική ζωή, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τη δημόσια τάξη, όπως ακριβώς την προσβάλλει και
η ύπαρξη εγκληματικών και τρομοκρατικών οργανώσεων ή κοινών συμμοριών». Η ίδια, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2015, σ. 734, «Η συμπεριφορά αυτή, όπως ευρύτερα κάθε συσσωμάτωση για την τέλεση
εγκληματικών πράξεων, συνιστά ήδη εξαιτίας αυτού και μόνο του γεγονότος - της ένωσης δηλαδή των
δυνάμεων - έγκλημα που προσβάλλει τη δημόσια τάξη, αναιρώντας την ισότιμη συμμετοχή όλων στην
κοινωνική ζωή».
854 Ο όρος «προσβολή» μπορεί κάλλιστα να συνίσταται είτε σε βλάβη είτε σε διακινδύνευση.

855 Στο πλαίσιο δηλαδή του Ν. 927/1979.

856 «Όποιος συγκροτεί η συμμετέχει … τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1, αν η πράξη δεν

τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».


857 Όπως είναι τα αδικήματα των παρ. 1 και 2 του άρ. 1 του Ν. 927/1979.

[234]
4. Σύνοψη συμπερασμάτων

Από την ανάλυση που προηγήθηκε κατέστη σαφές ότι ο σκοπός του ιστορικού νομοθέτη
που αναδιαμόρφωσε το Ν. 927/1979 στο σύνολό του ήταν διττός· από τη μία προσπάθησε να
ανταποκριθεί στην υποχρέωση που απέρρεε για την Ελλάδα από την υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. για εναρμόνιση του ποινικού της
δικαίου με τις ευρωπαϊκές προβλέψεις, έτσι ώστε να επιτευχθεί μία όσο το δυνατόν κοινή
προσέγγιση στα ζητήματα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Από την άλλη καταβλήθηκε
προσπάθεια να αναδειχθεί τόσο η συλλογική όσο και η ατομική διάσταση του ρατσιστικού
φαινομένου, καθότι το τελευταίο, σύμφωνα με πρόσφατες εγκληματολογικές έρευνες, αλλά
και διεθνείς αξιολογήσεις, βάλλει τόσο κατά του ατόμου προσβάλλοντας την αξιακή του
ταυτότητα, όσο και κατά της δημόσιας τάξης, αφού κλιμακώνει τα συναισθήματα φόβου και
ανασφάλειας μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας και παράλληλα αυξάνει τις πιθανότητες να
διαταραχθεί η ειρηνική κοινωνική διαβίωση σε ένα συγκεκριμένο χωροχρόνο.
Ειδικότερα, με τη νέα διαμόρφωση των άρθρων του υπό εξέταση νομοθετήματος
αναδείχθηκαν ξεκάθαρα ως προστατευόμενα έννομα αγαθά τόσο η δημόσια τάξη όσο και τα
επιμέρους ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της υγείας/σωματικής ακεραιότητας, της
προσωπικής ελευθερίας, της ιδιοκτησίας καθώς και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο νομοθέτης επέλεξε αντί της τροποποίησης την εξ ολοκλήρου εκπόνηση ενός νέου
σχεδίου νόμου (πολυάριθμων για την ακρίβεια, έως ότου να υπάρξουν οι κατάλληλες πολιτικές
συγκυρίες και η αναγκαία πολιτική βούληση), με αποτέλεσμα να ψηφισθεί εν συνεχεία ένας
νέος νόμος, ο 4285/2014, που αντικατέστησε συλλήβδην τις προγενέστερες διατάξεις του Ν.
927/1979858. Η επιλογή τούτη υπαγορεύτηκε όχι μόνο από τις προβλέψεις της ως άνω
αναφερθείσας απόφασης-πλαίσιο, αλλά και από τις υπάρχουσες τότε κοινωνικές συγκυρίες,
που ανέδειξαν ως αδήριτη την ανάγκη για απόκτηση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού
νομοθετήματος, που θα ήταν ικανό να αντιμετωπίσει τις σοβαρές προκλήσεις του διαρκώς
πολλαπλασιαζόμενου ρατσιστικού φαινομένου.
Για τη διαμόρφωση των νέων διατάξεων υπήρξε μέριμνα να μη λάβει χώρα απλώς μία
άκριτη μεταφορά των ενωσιακών προβλέψεων στο εσωτερικό της ελληνικής έννομης τάξης και
ταυτόχρονα ελήφθη υπόψη η πλούσια νομολογία που παρέχει το ΕΔΔΑ σχετικά με την
ερμηνεία των διατάξεων που κατοχυρώνουν την ελευθερία της έκφρασης και την
καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ΕΣΔΑ (άρθρα 10 και 17 της
ΕΣΔΑ). Βασιζόμενος σε αυτήν, ο Έλληνας νομοθέτης επιδεικνύει μια αξιοπρόσεχτη εμμονή στη

858 Βλ. γι’ αυτό A. Chouliaras, Transposing the Framework Decision on Combating Racism and
Xenophobia into the Greek Legal Order, eucrim 1/2011, σ. 41, όπου αναφέρεται ότι: “There is no need
to substantiate why the Committee gave preference to drafting a new law rather than simply amending
the existing one; the mere juxtaposition of the content of FD with that of law 927 leaves no doubt that
there was no room for minor changes”.

[235]
δημόσια τάξη, εισάγοντας ευθέως στο κείμενο του νόμου μία από τις πάγιες859 θέσεις της
νομολογίας του ΕΔΔΑ, ότι δηλαδή η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου συνιστά επιτρεπτό
περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης, όταν διαπιστώνεται ότι δημιουργεί «άμεσο και
επικείμενο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη».
Κατόπιν των ανωτέρω, φαίνεται ότι η εκπόνηση ενός νομοσχεδίου και η συνακόλουθη
ψήφιση ενός καθολικά αλλαγμένου νόμου ήταν απόρροια μιας αξιολογικής επανατοποθέτησης
του νομοθέτη απέναντι στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις του ρατσιστικού φαινομένου. Δεν
πραγματοποιήθηκαν απλώς προσθήκες και τροποποιήσεις που προσέθεσαν κάτι το επιπλέον
από άποψη ουσιαστικής απαξίας στις ήδη υπάρχουσες διατάξεις. Τουναντίον, υπήρξε μία
εξαρχής επανεκτίμηση του διογκωμένου πλέον φαινομένου, ένας επαναπροσδιορισμός των
προστατευτέων μεγεθών και εντεύθεν μια αξιολογική επανατοποθέτηση σχετικά με το ποια
ακριβώς συμπεριφορά πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ποινικής πρόβλεψης. Συνακόλουθα,
και η πρόβλεψη υψηλότερων πια ποινών υπαγορεύτηκε όχι από την ανάγκη σεβασμού της
αρχής της αναλογικότητας, με βάση την οποία δικαιολογείται αυστηρότερη ποινή, όταν
υφίσταται αυξημένος βαθμός αδίκου ή ενοχής860, αλλά από την επανατοποθέτηση του
νομοθέτη απέναντι στη ρητορική του μίσους, σύμφωνα με την οποία ο νομοθέτης έκρινε ότι ο
ρατσιστικός λόγος βάλλει ούτως ή άλλως και κατά της δημόσιας τάξης. Στην κρίση του
καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η έκταση των
αποτελεσμάτων του ρατσιστικού λόγου, οι πολυεπίπεδες συνέπειες που επιφέρει, η βαθιά
εισβολή του στην κοινωνική ομαλότητα και συνοχή καθώς και η προσβολή των δικαιωμάτων
του ατόμου ή της ομάδας ατόμων κατά των οποίων στρέφεται. Με την παραπάνω εκτίμηση
δικαιολογείται και η διαφοροποίηση στην προβλεπόμενη ποινή της παρ. 1 του άρ. 1 του Ν.
927/1979, σε σχέση με την προγενέστερη μορφή της, το μεγαλύτερο ύψος της οποίας
υποδηλώνει ότι περιλαμβάνεται στην απαξία του προτρεπτικού κ.λπ. λόγου και η προσβολή
της δημόσιας τάξης.
Συνεπώς, η προσθήκη του εδαφίου «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια
τάξη ή (ενν. κατά τρόπο που) ενέχει απειλή για τη ζωή την ελευθερία ή τη σωματική
ακεραιότητα των ως άνω προσώπων» στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 1 παρ. 1 του
Ν. 927/1979 σημαίνει ότι ο νομοθέτης έθεσε ένα αμφιβόλω την ορθότητα της προγενέστερης
διάταξης861, διακρίνοντας ενδεχομένως μία αντισυνταγματικότητα σε αυτήν ή έναν
ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης862.

859 Αλλά όχι τη μοναδική.


860 Σε σχέση προφανώς με προγενέστερες διατάξεις.
861 Η οποία δεν εμπεριείχε μία αντίστοιχη πρόβλεψη, αρκούταν απλώς στη δημόσια προτροπή σε

πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων η ομάδας προσώπων εκ
μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής.
862 Από την έκθεση δημόσιας διαβούλευσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο σχέδιο νόμου με τον προτεινόμενο τίτλο «Για την καταπολέμηση
ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου» αξίζει να

[236]
Κλείνοντας την ενότητα αξίζει να σημειωθεί για άλλη μια φορά ότι ήδη οι
προϋφιστάμενες διατάξεις του Ν. 927/1979, έτσι όπως ήταν διαμορφωμένες και έτσι όπως
ερμηνεύθηκαν στην παρούσα μελέτη, αποτύπωναν ούτως ή άλλως ένα ουσιαστικό άδικο, αφού
και τότε απαιτούταν η προσβολή (με τη μορφή της διακινδύνευσης) ατομικών έννομων
αγαθών, και, μάλιστα, όχι μόνο αυτών που αναφέρονται πλέον ρητά, μετά την παρεμβολή του
Ν. 4285/2014, στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 1 παρ. 1. Σε αντίθετη περίπτωση θα
ήταν ανεξήγητο το γεγονός πώς παρέμενε επί 35 σχεδόν συναπτά έτη ενεργός ένας νόμος
δίχως νομιμοποιητική βάση. Εξάλλου, το γεγονός ότι ήταν σχεδόν ανεφάρμοστος δε σήμαινε
άνευ ετέρου ότι ήταν και αντισυνταγματικός863. Εν τέλει, δε θεωρώ πως από δικαιοπολιτικής
άποψης ήταν αναγκαία η προσθήκη της δυνητικής διακινδύνευσης των συγκεκριμένων
έννομων αγαθών, ήτοι της ζωής, της ελευθερίας, της σωματικής ακεραιότητας ή/και της
δημόσιας τάξης, καθότι η περιγραφόμενη συμπεριφορά και σε σύμπνοια με τις συνταγματικές
προσβλέψεις ήταν και μεγαλύτερο εύρος προσβολών κάλυπτε864, με προεξάρχουσα αυτήν της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δίχως την ανάγκη προσβολής της δημόσιας τάξης865.

επισημανθεί η ακόλουθη ρήση: «δεν τιμωρείται η απλή έκφραση γνώμης […] ούτε καν απόψεις που
είναι απροκάλυπτα ρατσιστικές ή ξενοφοβικές. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, στο μέτρο που του
επιτρέπει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ και εφόσον η συμπεριφορά του δεν μπορεί να οδηγήσει στη
θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή προσώπου. Η προστασία του δικαιώματος αυτού παραμένει
απόλυτη και πρωταρχική. Θα τιμωρηθούν, αντίθετα […] όσοι παροτρύνουν με δημόσιο λόγο έναν όχλο
να εξοπλισθεί λ.χ. με ρόπαλα και αλυσίδες και να αναζητήσει θύματα μεταξύ εκείνων που δεν
ανταποκρίνονται στα φυλετικά, θρησκευτικά ή πολιτισμικά του πρότυπα. Τιμωρούνται, με άλλα λόγια,
συμπεριφορές που προκαλούν σε βιαιοπραγίες, μίσος και αντιπαλότητα, ώστε να μπορεί να
διασαλευθεί άμεσα η ομαλή κοινωνική συμβίωση».
863 Βλ. σχετικά και την υπ’ αρθμ. 913/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (αδημ.),

όπου στο σκεπτικό της οποίας τονίζεται ότι: «Το γεγονός ότι επί 30 περίπου χρόνια ο νόμος 927/1979
έχει ελάχιστα εφαρμοστεί δεν σημαίνει ότι είναι αντισυνταγματικός, αλλά (σημαίνει) τη δυσχέρεια
υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου αυτού συγκεκριμένης συμπεριφοράς προσώπων, λόγω της
παρεχόμενης από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις ελευθερίας της έκφρασης των στοχασμών του
ατόμου που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού».
864 Δίχως να τίθεται θέμα ανεπίτρεπτου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης.

865 Βλ. εδώ και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, H ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των

εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 107, όπου και παρατίθεται
παλιά αλλά και νεότερη νομολογία του ΕΔΔΑ (Arslan v. Turkey, 8.7.1999· Perincek v. Switzerland,
15.10.2015· Belek and Velioglu v. Turkey, 6.10.2015), από την οποία ευχερώς προκύπτει ότι ο
αποδεκτός περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης διαμέσου ποινικών προβλέψεων δεν προϋποθέτει
και δυνατότητα του ρατσιστικού λόγου για μαζική κινητοποίηση ενός ακροατηρίου σε ρατσιστικές
πράξεις. Τουναντίον, εκείνο που απαιτείται για το θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης,
ιδιαίτερα στον ευαίσθητο τομέα του δημόσιου και δη του πολιτικού διαλόγου, είναι να υπάρχει
υποκίνηση σε βία κατά ενός ατόμου ή να διαπιστώνεται προτροπή σε μίσος, ακόμα και σε μη
ανεκτικότητα.

[237]
Άλλωστε, η υιοθέτηση της άποψης ότι η δημόσια τάξη συνιστά αυτοτελώς
προστατευόμενο έννομο αγαθό έχει επικριθεί στο παρελθόν ουκ ολίγες φορές. Ήδη η
ιστορικο-βουλητική ερμηνεία των διατάξεων εκείνων που ανήκουν συστηματικά στο Έκτο
Κεφάλαιο του ΠΚ και ομοιάζουν σε σημεία με τα εγκλήματα που εξετάζονται εδώ866,
φανερώνει την αντίληψη των συντακτών του ΠΚ αναφορικά με αυτή. Πιο συγκεκριμένα,
φάνηκε ότι αντιλαμβάνονταν τη δημόσια τάξη περισσότερο ως μια περιεκτική έννοια, που
συμπυκνώνει μέσα της τη δυνατότητα προσβολής όλων των επιμέρους έννομων αγαθών τόσο
του ατόμου, είτε αυτά είναι ατομικά, είτε κοινωνικά, όσο και του κράτους867. Καταλήγει η
δημόσια τάξη, με βάση αυτή τη θεώρηση, να αποτελεί τον περίγυρο προστασίας όλων αυτών
και όχι ένα έννομο αγαθό με αυτοτελές και άκρως οριοθετημένο περιεχόμενο868. Προς
αποσόβηση των κινδύνων που παράγονται από μία μάλλον θολή αντίληψη του περιεχομένου
του συγκεκριμένου έννομου αγαθού για την ορθή ερμηνεία των ενταγμένων στο έκτο
κεφάλαιο διατάξεων η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι869 τόνισε ότι «εκείνο που τιμωρείται (εν τέλει)
στη διατάραξη της κοινής ειρήνης είναι αυτοτελώς η αναίρεση της γενικής υποταγής των
πολιτών στην έννομη τάξη και όχι η οποιαδήποτε προσβολή άλλων ατομικών εννόμων
αγαθών870», δίνοντας έτσι ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό ως προς τη θεώρηση του
προστατευόμενου έννομου αγαθού και υποβοηθώντας παράλληλα την ορθή ερμηνεία των
υπαγόμενων στο έκτο κεφάλαιο διατάξεων. Μόνο που ο συγκεκριμένος προσανατολισμός είναι
από συστηματική άποψη ορθός για τα επιμέρους αδικήματα του κεφαλαίου τούτου, δίχως
όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι κατάλληλος και για την ερμηνεία των διατάξεων κατά της
ρητορικής του μίσους871.

866 Πρόκειται για τα αδικήματα που τυποποιούνται στα άρθρα 183 και κυρίως 184 ΠΚ.
867 Βλ. την Αιτιολογική Έκθεση του ΣχΠΚ 1929/1933, εις Ζαχαρόπουλου, Ελληνικός Ποινικός Κώδιξ,
1950, σ. 189, «Τα εν τω κεφαλαίω τούτο αδικήματα κοινόν και προέχον γνώρισμα έχουσι την κατά της
δημοσίας τάξεως επιβουλήν. Το στοιχείον τούτο ευρίσκεται βεβαίως εν παντί αδικήματι, εν τούτοις τα
άλλα αδικήματα, εκτός των περί ων νυν ο λόγος, αποτελούσι άμα ως διαπραχθώσι τετελεσμένην
προσβολήν, παραβιάζοντα ευθέως δικαίωμα τι είτε του φυσικού προσώπου, είτε της πολιτείας, είτε
ετέρου τινός νομικού προσώπου, τα ήδη όμως υπό συζήτησιν αδικήματα τελούνται χωρίς εισέτι να
παραβιασθή τοιούτον δικαίωμα, ενέχουσιν όμως εν εαυτοίς το σπέρμα της παραβιάσεως ταύτης, ήτοι
την επιβουλήν».
868 Εξ αυτού και η κριτική που ασκεί ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, 1994, σ. 2-4

καθώς και σ. 18-25, ο οποίος προσπάθησε να προσδώσει ένα συγκεκριμένο νόημα στο έννομο αγαθό
«δημόσια τάξη», καθιστώντας το έτσι ένα μέγεθος αυτόφωτο και όχι ετερόφωτο. Πρβλ. εδώ και Ι.
Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 22, ο οποίος, τουλάχιστον για τα αδικήματα που
τυποποιούνται στο Ν. 927/1979, αρνείται εντελώς τη δυνατότητα της δημόσιας τάξης να αποτελέσει το
προστατευόμενο έννομο. Σύμφωνος και ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 39.
869 Βλ. γι’ αυτό Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 50 επ.

870 Η έμφαση της γράφουσας.

871 Πρβλ. εδώ Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 43-53, όπου και

υποστήριξε ότι η «δημόσια τάξη δεν είναι το προσβαλλόμενο με τα «κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα»

[238]
Έναντι της παραπάνω αναφερθείσας γενικευμένης θεώρησης στάθηκε και η Ε.
Συμεωνίδου – Καστανίδου, η οποία υποστήριξε ένα πιο απτό περιεχόμενο του έννομου
αγαθού «δημόσια τάξη», χαρακτηρίζοντάς την ως την «ειρηνική συνύπαρξη ανθρώπων και
πραγμάτων στον κοινωνικό χώρο, με την οποία εξασφαλίζεται η ελεύθερη ύπαρξη και
διακίνησή τους»872. Οι διαπιστωμένες σχέσεις ισοτιμίας και ελευθερίας μέσα στην κοινωνία
είναι αυτές που ενσαρκώνουν την ειρηνευμένη συνύπαρξη των ανθρώπων και των πραγμάτων,
και άρα και τη δημόσια τάξη, με το ρατσιστικό – προτρεπτικό λόγο να αλλοιώνει αυτή την
ειρηνευμένη κατάσταση.
Είναι, όμως, πράγματι η διαπίστωση μιας αλλοίωσης στις σχέσεις ισοτιμίας των πολιτών
αυτή που δημιουργεί το πρώτον873 την ουσιαστική απαξία ενός δημόσια εκφερόμενου
ρατσιστικού λόγου ή μήπως η τελευταία διαπιστώνεται ανεξάρτητα της προσβολής (ή της
οποιασδήποτε δυνατότητας προσβολής) της δημόσιας τάξης; Βέβαια, και το υποστηριζόμενο
ότι874 «η ανωτέρω παραδοχή στηρίζεται, μάλλον, στο γεγονός ότι η απειλή για τα
αναφερόμενα στο νόμο προσωποπαγή αγαθά των ατόμων/ομάδων-στόχων του λόγου μίσους
δεν προκύπτει μόνο όταν δημιουργείται με αυτόν ή ενισχύεται ένα ήδη υπάρχον έκρυθμο
κλίμα εχθροπάθειας αλλά και όταν τα ανωτέρω άτομα οδηγούνται λόγω του φόβου στον
περιορισμό της ισότιμης και ελεύθερης συμμετοχής τους στον κοινωνικό χώρο», που
προσπαθεί να ενισχύσει προφανώς την, κατά τα λοιπά πολύ έυστοχη, θέση του γράφοντος ότι
η ουσιαστική απαξία ενός π.χ. ομοφοβικού λόγου έγκειται περισσότερο στην προσβολή της
ανθρώπινης αξιοπρέπεια του στόχου, παρά στην προσβολή της δημόσιας τάξης, εγείρει έναν,
αμυδρό έστω, προβληματισμό· όπως δεν μπορεί να είναι συνάρτηση του αδίκου, μεμονωμένα
εξεταζόμενη, η πρόσληψη του λόγου από το ακροατήριο και η κατάσταση αυτού κατά την
εκφώνηση του λόγου875, έτσι δεν μπορεί να αποτελεί και αποκλειστικό ή, εν πάσει περιπτώσει,
μείζον κριτήριο η κατάσταση του στόχου και, συγκεκριμένα, ο αυτοπεριορισμός του, λόγω του
φόβου και της ανασφάλειας που τυχόν αισθάνεται, στην απόλαυση των ατομικών του
δικαιωμάτων και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Τα παραπάνω θα έπρεπε

έννομο αγαθό, διότι τα τελευταία προσβάλλουν κατά κύριο λόγο αόριστο αριθμό ατομικών έννομων
αγαθών (ή κοινωνικά, πέραν όμως της δημόσιας τάξης)». Για τη νοηματική σύνδεση των εγκλημάτων
της ρητορικής του μίσους με τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/197, Ερμηνεία
κατ’ άρθρο, 2016, σ. 32 επ.
872 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 484 καθώς και την ιδία, όπ.π., ΠοινΧρον

2015, σ. 730.
873 Ή, τέλος πάντων, σε περίπτωση μη προσβολής (με τη μορφή της διακινδύνευσης) της ζωής, της

υγείας ή της προσωπικής ελευθερίας.


874 Βλ. σχετικά Γ. Νούσκαλη, Οι προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου κατά το άρθρο 1 Ν

927/1979 στα πρόσφατα νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ 2021,
σ. 6 επ..
875 Για την ακρίβεια «…χωρίς να χρειάζεται ούτε να απευθύνεται σε στοχευμένο και υπό ειδικές

περιστάσεις “κοχλάζον” ακροατήριο υπό συνθήκες έκρυθμης ατμόσφαιρας», έτσι ο Γ. Νούσκαλης,


όπ.π., ΠοινΔικ 2021, σ. 6 επ.

[239]
ίσως να προβληματίσουν λίγο περισσότερο τον Έλληνα νομοθέτη και να αποτελέσουν οδηγό
στη συνείδησή του για μία πιο ολιστική, σύγχρονη και συνάμα ανθρωπιστική αντιμετώπιση του
φαινομένου876, η οποία, βέβαια, δε θα πρέπει να παρορά και βασικές αρχές του ποινικού
δικαίου, όπως είναι η αρχή της βλάβης του άλλου, όπως αυτή οριοθετείται και από τις αρχές
της αναλογικότητας και της επικουρικότητας.

ΙΙ. ΤΟ «ΠΡΟΒΛΗΜΑ» ΤΟΜΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΕΨΕΩΝ

1. Η απαίτηση για εξισορρόπηση αντικρουόμενων συμφερόντων

Κάθε προσπάθεια ποινικοποίησης της ρητορικής του μίσους είναι ένα δύσκολο
διάβημα, καθότι έρχεται αντιμέτωπη με το ζήτημα της εξισορρόπησης αντικρουόμενων
συμφερόντων. Μια ουσιαστικά νομιμοποιημένη ποινική νομοθέτηση στο συγκεκριμένο τομέα
εγκληματικότητας οφείλει να επιλύει ορθά τις συγκρούσεις που ανακύπτουν ανάμεσα στα
αγαθά που προσπαθεί να προστατέψει και σε εκείνα που προσβάλλονται από την ίδια την
κρατική παρέμβαση.
Όπως ελέχθη και ανωτέρω, η έννομη τάξη, έτσι όπως τουλάχιστον γίνεται αντιληπτή
στο πλαίσιο ενός φιλελεύθερου και δημοκρατικού κράτους δικαίου, καλείται να εξασφαλίσει το
αναφαίρετο δικαίωμα προς ισότητα και ελευθερία όλων των ανθρώπων που συνυπάρχουν
κάτω από τη σκέπη της. Στις σύγχρονες, ανταγωνιστικές κοινωνίες, ωστόσο, ο σκοπός αυτός
δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί και προϋποθέτει όρους ορθής συγκρότησης του δικαίου.
Προϋποθέτει, για την ακρίβεια, κανόνες δικαίου οι οποίοι θα σέβονται το δικαίωμα όλων να
αναπτύσσουν ελεύθερα την προσωπικότητά τους και να διαμορφώνουν εκείνοι, εξίσου
ελεύθερα και αυτόνομα, τον ηθικό τους προσανατολισμό και τον ατομικό τους βίο. Εξ’ ου και η
ανεκτικότητα που θα πρέπει να καλλιεργεί ένα κράτος δικαίου απέναντι στη διαφορετικότητα.
Παράλληλα, βέβαια, είναι πολύ σημαντικό να προσδιορίζει με σαφήνεια το σημείο εκείνο
μέχρι το οποίο είναι ανεκτή η ενάσκηση της ελευθερίας στο δημόσιο βίο, η οποία ούτως ή
άλλως δεν είναι απεριόριστη, θέτοντας όρια και θεμιτούς περιορισμούς, που θα είναι κοινοί για
όλους και θα εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις για μια αρμονική κοινωνική συμβίωση στο μέτρο
του δυνατού877.

876 Βλ. και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 110, η οποία διαβλέπει ότι είναι ώριμες πλέον
οι συνθήκες για έναν επαναπροσδιορισμό της στάσης τόσο απέναντι στην οριοθέτηση του ρατσιστικού
φαινομένου όσο και στην αντιμετώπισή του από το ποινικό δίκαιο, με επίκεντρο ενδιαφέροντος την
«ουσιαστική προστασία της αξίας του ανθρώπου», όπως άλλωστε τιτλοφορείται και το άρθρο της.
877 Συναφώς και η ρήση του Ι. Πανούση στη συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή για τη ψήφιση του

σχετικού νομοσχεδίου (Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΛΓ΄/5.09.2017, σ. 2579): «Όμως, η ηθική της
ανοχής-και αυτό πρέπει να είναι φανερό-αφορά τον λόγο και όχι τις πράξεις. Ο νομοθέτης δεν πρέπει
να θέλει να επιβάλλει ένα ετερώνυμο ηθικό και ιδεολογικό πρότυπο: «έτσι πρέπει να είναι ο κόσμος»,
«έτσι πρέπει να μιλάτε». Πρέπει, όμως, να προστατεύει τους πολίτες από τα εγκλήματα µίσους».

[240]
Η κρατική εξουσία με τη χρήση των εξαναγκαστικών μέσων της ποινικής καταστολής
περιορίζει τις ελευθερίες των πολιτών. Κι αυτό το κάνει για λογαριασμό όλων των κοινωνών
του δικαίου, προκειμένου να προστατεύσει αποτελεσματικά το δικαίωμά τους για ισότιμη
απόλαυση των θεμελιωδών ελευθεριών τους. Η θέση αυτή δεν αποτελεί νομικό παράδοξο. Το
αντίθετο θα έλεγε κανείς, αφού μέσω της επιβολής έννομων και θεμιτών περιορισμών
επιτυγχάνεται διαλεκτικά η άρση των παρεμποδισμών της ελευθερίας και η αποτελεσματική
άσκησή της878. Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν εν προκειμένω και μάλιστα μετ’ επιτάσεως
είναι πότε, σε ποιο βαθμό και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι θεμιτοί οι εν λόγω περιορισμοί της
ελευθερίας των πολιτών που επιβάλλονται δια του κρατικού εξαναγκασμού 879. Φυσικά, δε θα
πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι ακόμη και αυτοί οι ίδιοι οι αυτονόητοι και αναπόφευκτοι
περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων-ελευθεριών υπόκεινται σε δικούς τους περιορισμούς,
οι οποίοι μάλιστα δε θα πρέπει να υπερβαίνουν κάποια όρια, ούτως ώστε να μην καταλήγουν
οι συνταγματικές προβλέψεις γράμμα κενό.

2. Ελευθερία της έκφρασης και δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος:


σύγκρουση και υπερίσχυση ή στάθμιση και πρακτική εναρμόνιση;

2.1. Εισαγωγικά προλεγόμενα

Σε συνάρτηση με την ποινικοποίηση της ρητορικής του μίσους έχει πυροδοτήσει έντονο
επιστημονικό διάλογο το κατά πόσο είναι θεμιτοί οι περιορισμοί που εισάγονται από το
συγκεκριμένο νομοθέτημα στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας της
έκφρασης (άρθρο 14 παρ. 1 του Συντ., άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, άρθρο 11 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, άρθρο
19 της ΟΔΔΑ και άρθρο 19 του ΔΣΑΠΔ)880.

878 Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες,
πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδοση, σ. 64. «Έννομος καταναγκασμός νομιμοποιείται
ηθικοπολιτικά στο μέτρο που αίρει τους παρεμποδισμούς της ελευθερίας». Έτσι ο Κ. Σταμάτης, Η
θεμελίωση των νομικών κρίσεων, επιτομή, 2009, σ. 10. Σύμφωνα δε με τον P. Noll, Begriff und
Funktion der gutten Sitten im Strafrecht, 1969, σ. 214 επ., στο πλαίσιο μιας ορθής αντεγκληματικής
πολιτικής οι κανόνες δικαίου «θα δημιουργούν περισσότερη ελευθερία απ’ όση καταστρέφουν».
879 Το εάν επιτρέπονται περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα δεν αποτελεί καν ερώτημα προς

εξέταση, καθότι οι ελευθερίες, ως εξουσίες που απονέμονται στο λαό από το ισχύον δίκαιο, υπάρχουν
και άρα προστατεύονται σχετικά. Η σχετικότητα της προστασίας τους απορρέει όχι μόνο από την
άσκηση των δικαιωμάτων του καθενός σε συνδυασμό με την άσκησή τους από άλλους, αλλά πρωτίστως
από τη μέριμνα της κρατικής εξουσίας για τη διατήρηση και διασφάλιση της επιβολής της, από την
οποία, άλλωστε, εξαρτάται η ύπαρξη και η άσκηση κάθε δικαιώματος.
880 Ενδεικτικά για το ζήτημα αυτό οι Χ. Ανθόπουλος, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου, ΕΕΕυρΔ

2001, σ. 31 επ., ο οποίος κάνει λόγο για «εγκλήματα γνώμης», όταν συντρέχει περίπτωση γενικής
απαγόρευσης του ρατσιστικού λόγου ή ορισμένων υποκατηγοριών του, Χ. Βασματζίδης, Ποινικοποίηση
του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα, ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 27, Α.
Μάνεσης, Όψεις και αντιμετώπιση του ρατσισμού, ΤοΣ 2000, σ. 26, Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979,

[241]
Ο ιστορικός νομοθέτης αναγνώρισε ρητά το γεγονός ότι δια της τυποποίησης των
συγκεκριμένων αδικημάτων γεννάται ζήτημα τομής συνταγματικά κατοχυρωμένων
δικαιωμάτων881, με αυξημένο κίνδυνο προσβολής του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας
της έκφρασης882. Με τη νομοθετική πρόβλεψη, όπως διαπιστώθηκε και στη μόλις
προηγούμενη ενότητα, επιδιώκεται η προστασία των δικαιωμάτων που αναμφίβολα
προσβάλλει ο ρατσισμός και ειδικότερα ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος, δηλαδή ο
λόγος που υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου
ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει φυλετικών, εθνοτικών, θρησκευτικών κ.λπ.
χαρακτηριστικών. Ο δε τρόπος με τον οποίο εκφέρεται θα πρέπει να μπορεί να δημιουργήσει
κίνδυνο διασάλευσης της δημόσιας τάξης ή να ενέχει απειλητικό χαρακτήρα για τη ζωή, την
ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων 883. Προς αποσόβηση του
κινδύνου ανεπίτρεπτου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης αναφέρεται στην
Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139) και
προσαρμογή του στην απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την
καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του
ποινικού δικαίου (L 328)» ότι: «θα πρέπει να αποφεύγεται η ποινική απαξίωση εκδηλώσεων,
που θεωρούνται εντελώς απρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση συγκεκριμένης
ομάδας ή προσώπου εξαιτίας των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους. Για τούτο,
και σε συμφωνία με το πνεύμα της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, κρίνεται σκόπιμο να
ερευνάται η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και
επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και
ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται».

Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 15 επ., Α. Χουλιάρας, Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου, ΝοΒ
2017, σ. 1222 επ. Πρβλ. και Χ. Παπαστυλιανό, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός
περιορισμός της ελευθερίας του λόγου, ΠοινΔικ 2005, σ. 333 επ., όπου γίνεται αναφορά στην
ελευθερία του λόγου σε συνάρτηση, όμως, με τα εγκλήματα του (προϊσχύσαντος) ΣΤ’ Κεφαλαίου του
Ειδικού Μέρους του ΠΚ περί επιβουλής της δημόσιας τάξης.
881 Τα οποία, μάλιστα, κατοχυρώνονται και σε διάφορα διεθνή κείμενα. Όπως επισημάνθηκε και

παραπάνω, η ποινικοποίηση της ρητορικής του μίσους θεμελιώνεται στο συνταγματικό βάθρο των
άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 2, 5 παρ. 1 και 2, 13 και 25 παρ. 1, όπου και προστατεύονται τα
δικαιώματα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας, της ελεύθερης ανάπτυξης της
προσωπικότητας καθώς και της ισότιμης (δηλαδή χωρίς αυθαίρετες διακρίσεις) προστασίας της ζωής,
της τιμής και της ελευθερίας και τέλος, της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης.
882 «Κάθε προσπάθεια ποινικοποίησης των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας ενέχει τον κίνδυνο

προσβολής του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, γι’ αυτό και το περιεχόμενο των
σχετικών ποινικών τυποποιήσεων συναντά τα όριά του στα άρθρα 10 παρ. 2, 14 και 17 της ΕΣΔΑ, στα
άρθρα 19 παρ. 2, 3 και 21 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα
και στα άρθρα 5 παρ. 1, 2, 16 παρ. 1 εδάφιο 2 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος». (Οι υπογραμμίσεις της
γράφουσας). Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του Ν. 927/1979.
883 Άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, υπό τον τίτλο «Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους».

[242]
Μέσα από την παραπάνω πρόβλεψη, αλλά και από την ανάλυση που προηγήθηκε στην
προηγούμενη ενότητα δίνεται η ευκαιρία να συναχθεί ένα γόνιμο για την περαιτέρω ανάπτυξη
συμπέρασμα. Σχετίζεται δε αυτό με την ανάδειξη των προστατευόμενων από τις υπό εξέταση
ποινικές διατάξεις έννομων αγαθών, ως κεντρικού νοηματικού άξονα γύρω από τον οποίο
περιστρέφεται τόσο ένα ουσιαστικής τάξεως ζήτημα, ήτοι η ουσιαστική νομιμοποίηση της
συγκεκριμένης ποινικής πρόβλεψης, όσο και πρακτικά ζητήματα, που άπτονται της ερμηνείας
των τυποποιούμενων αδικημάτων καθώς και του συσχετισμού αυτών με άλλες ποινικές
διατάξεις (συρροή). Επιπρόσθετα, ο σαφής πλέον προσδιορισμός του έννομου αγαθού είναι
αυτός που θα καταστήσει ευχερέστερη την προσπάθεια επίλυσης της αναδυόμενης κατά
περίπτωση συνταγματικής τάξεως σύγκρουσης.
Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να πραγματοποιηθεί μία σύντομη αναφορά στο
ειδικότερο περιεχόμενο της ελευθερίας της έκφρασης και κυρίως να προσδιορισθεί ποια
επιμέρους έκφανση αυτής δύναται να αποτελέσει -και αποτελεί τελικά- αντικείμενο της υπό
κρίση ποινικοποίησης. Επιπρόσθετα, λόγω της προαναφερθείσας σχετικότητας της
προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, είναι εξίσου σημαντικό να διερευνηθεί το ζήτημα των
περιορισμών του εν λόγω ατομικού δικαιώματος, που επιβάλλονται με νόμο μέσα σε ένα
δημοκρατικό και φιλελεύθερο κράτος δικαίου, και αναπόφευκτα το ζήτημα της ύπαρξης
περιορισμών στη θέσπιση δια νόμου περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης, ως απώτατου
εγγυητικού ορίου του λειτουργικού της πυρήνα, ο οποίος πρέπει να παραμείνει άθικτος884.
Τέλος, θα αναφερθεί ότι, ακόμα και στις περιπτώσεις που η ύπαρξη ενός γενικού νόμου
συνεπάγεται θεμιτό περιορισμό στην ελευθερία της έκφρασης, η ερμηνεία του και η εφαρμογή
του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση θα πρέπει να υπακούει και να υπαγορεύεται από μία
λογική «ουσιαστικής στάθμισης» και «πρακτικής εναρμόνισης» μεταξύ των εκατέρωθεν
αντικρουόμενων και συνταγματικά προστατευόμενων έννομων αγαθών. Η πρακτική αυτή
είναι γνωστή στο πλαίσιο του συνταγματικού δικαίου και ως θεωρία της «αμοιβαίας
επενέργειας» ή «θεωρία της αλληλεπίδρασης» (Wechselwirkungstheorie)885.

2.2. Η πράξη -όπως αυτή νοείται σε ένα φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο- ως βάση της
ποινικής καταστολής της ρητορικής του μίσους

Το σχετικό νομοσχέδιο για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 αναρτήθηκε σε δημόσια


διαβούλευση στο διαδίκτυο και, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε έντονη δυσφορία

884 Έτσι ο Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδ., σ. 77. Το


απαραβίαστο του πυρήνα του δικαιώματος ως «περιορισμό των περιορισμών» δέχονται και οι Κ.
Χρυσόγονος – Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η αναθεωρημένη έκδοση, 2017, σ.
131-135.
885 Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 504-505. Βλ.

επίσης και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, 2016, σ. 42, με αναφορά σχετικών αποφάσεων του γερμανικού
Συνταγματικού Δικαστηρίου.

[243]
αναφορικά με τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και της επιστημονικής έρευνας,
στο βαθμό, μάλιστα, που να αιτείται ακόμα και η απόσυρσή του, λόγω ποινικοποίησης
(σύμφωνα με την άποψη των σχολιαστών) της απλής έκφρασης γνώμης 886. Το Υπουργείο
Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποκρινόμενο στα σχόλια που
προέκυψαν κατά τη δημόσια διαβούλευση έσπευσε να δηλώσει ρητά και κατηγορηματικά ότι
σε καμία περίπτωση δεν τιμωρείται η απλή έκφραση γνώμης 887. Τουναντίον, η προστασία της
ελευθερίας της έκφρασης «παραμένει απόλυτη και πρωταρχική», ενώ εκείνο που αποτελεί
επίκεντρο του ποινικού ενδιαφέροντος είναι ο ρατσιστικός λόγος που έχει πολλαπλασιαστικές
συνέπειες στην κοινωνία, και συγκεκριμένα εκείνος που προτρέπει σε πράξεις που μπορούν να
οδηγήσουν σε θυματοποίηση προσώπων ή ομάδας προσώπων, δημιουργώντας τις κατάλληλες
κατά περίπτωση προϋποθέσεις και συνθήκες για διατάραξη της ομαλής κοινωνικής
συμβίωσης. Άλλωστε, η ελευθερία του λόγου, πέρα από την αδιαμφισβήτητη αξία που έχει
τόσο για τον ίδιο τον άνθρωπο ατομικά, καθότι συμβάλλει στην ολοκλήρωσή του 888, όσο και
για την κοινωνία και πολιτεία συλλογικά, στο βαθμό που επηρεάζει τη λειτουργία του
δημοκρατικού πολιτεύματος889, δύναται σε συγκεκριμένο πλαίσιο να έχει και αρνητικά
αποτελέσματα. Σε πολλές περιπτώσεις ο λόγος δεν είναι άμοιρος δυσμενών συνεπειών και ως
εκ τούτου θα πρέπει να υφίσταται κάποιους περιορισμούς. Το κρίσιμο, βέβαια, ζήτημα είναι να

886 Βλ. την Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης αναρτημένη στο www.hellenicparliament.gr


Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou. Βλ. χαρακτηριστικά τα σχόλια επί του άρθρου 3.
887 Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Ούτε καν απόψεις που είναι απροκάλυπτα ρατσιστικές ή

ξενοφοβικές. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, στο μέτρο που του επιτρέπει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ
και εφόσον η συμπεριφορά του δεν μπορεί να οδηγήσει στη θυματοποίηση συγκεκριμένης ομάδας ή
προσώπου. Θα τιμωρηθούν, αντίθετα, όπως γίνεται και στο ισχύον ποινικό μας δίκαιο, αλλά και σε όλον
τον πολιτισμένο κόσμο, όσοι παροτρύνουν με δημόσιο λόγο έναν όχλο να εξοπλισθεί π.χ. με ρόπαλα και
αλυσίδες και να αναζητήσει θύματα μεταξύ εκείνων που δεν ανταποκρίνονται στα φυλετικά,
θρησκευτικά ή πολιτισμικά του πρότυπα. Τιμωρούνται, με άλλα λόγια, συμπεριφορές που προκαλούν
σε βιαιοπραγίες, μίσος και αντιπαλότητα, ώστε να μπορεί να διασαλευθεί άμεσα η ομαλή κοινωνική
συμβίωση».
888 Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ «η ελευθερία της έκφρασης συνιστά ένα από τα

ουσιώδη θεμέλια της δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές συνθήκες για την πρόοδό της και
την αυτοπραγμάτωση κάθε ατόμου» (υπόθεση Handyside/1976, παρ. 49). Η μόλις προαναφερθείσα
θέση του ΕΔΔΑ αποδίδει τον λεγόμενο «υπαρκτικό χαρακτήρα» της ελεύθερης έκφρασης, όπως τον
χαρακτηρίζει ο Α. Αναγνωστόπουλος, στην ομιλία που παρέθεσε στο Ηράκλειο Κρήτης την 01
Δεκεμβρίου 2018 με θέμα: «Η ελευθερία Του Λόγου στην Ελλάδα Σήμερα». Βλ. για την
προπαρατεθείσα νομολογία και το σχετικό χαρακτηρισμό τον ίδιο στο ιστολόγιό του
http://anamorfosis.net/blog/.
889 Βλ. σχετικά Σ. Τσακυράκη, Η Ελευθερία του Λόγου στις Η.Π.Α., 1997, σ. 281-285.

[244]
προσδιορισθούν ποιες είναι οι δυσμενείς αυτές συνέπειες και κάτω υπό ποιες προϋποθέσεις
δικαιολογούνται οι προαναφερθέντες περιορισμοί890.
Η παραπάνω θέση του Υπουργείου αντανακλά τη διατυπωθείσα από το Μάνεση891
διάκριση της ελευθερίας της γνώμης892 ανάμεσα α) στη γνώμη, ως άποψη και πεποίθηση, η
οποία σε πρώτη φάση διαμορφώνεται κι έτσι κατέχεται, β) στην (εν. ελεύθερη, απλή) έκφραση
μιας ήδη διαμορφωθείσας γνώμης893 και τέλος γ) στην εκδήλωση-εξωτερίκευση της γνώμης με
τρόπους, μέσα και σε συνθήκες που μπορούν να της προσδώσουν το χαρακτήρα της πράξης,
όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στο χώρο του Ποινικού Δικαίου, και που περαιτέρω μπορούν να
την καταστήσουν άξια ποινικής καταστολής, λόγω υπέρβασης του συνταγματικά επιτρεπτού
περιεχομένου της894. Από τις προαναφερθείσες φάσεις, μέσα από τις οποίες διέρχεται η
ελευθερία της γνώμης, η μοναδική που αδυνατεί να καταστεί σε κάθε περίπτωση αντικείμενο
ποινικής καταστολής είναι η λήψη, διαμόρφωση και κατοχή γνώμης. Το άρθρο 14 του ΠΚ
ορίζει το έγκλημα ως «πράξη895 άδικη και καταλογιστή σε εκείνον που την τέλεσε, η οποία
τιμωρείται από το νόμο». Απαραίτητη, δηλαδή, ελάχιστη προϋπόθεση και συνάμα βάση του
εγκληματικού οικοδομήματος είναι η ύπαρξη πράξης, η οποία, μάλιστα θα πρέπει να
συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά. Ένα εξ αυτών είναι το λεγόμενο «εξωτερικό» της
ανθρώπινης συμπεριφοράς, να εξελίσσεται δηλαδή στον έξω κόσμο, στην εμπειρική

890 Για το ζήτημα αυτό βλ. Σ. Τσακυράκη, όπ.π., σ. 281 επ., ο οποίος αναφέρει ότι ορθή αφετηρία του
σχετικού προβληματισμού είναι η θέση πως «ο λόγος δύναται να καταστεί επικίνδυνος». Μάλιστα, «ο
κίνδυνος να επέλθει κάποιο δεινό, το οποίο η εξουσία δικαιούται να αποτρέψει, πρέπει να είναι σαφής,
άμεσος και πιθανός. Τέτοιος κίνδυνος μόνον στην άμεση υποκίνηση σε παράνομη πράξη υπάρχει. Ο
κίνδυνος από την προπαγάνδιση οποιασδήποτε ιδέας, της πλέον ανατρεπτικής ή απεχθούς, είναι
αναπόφευκτο τίμημα της ελευθερίας του λόγου».
891 Βλ. σχετικά Α. Μάνεση, όπ.π., ΤοΣ, 2000, σ. 26, στην προσπάθειά του να θέσει τους

προβληματισμούς που εγείρει κάθε επιχειρηματολογία υπέρ της δυνατότητας αλλά και της
σκοπιμότητας της κατασταλτικής αντιμετώπισης του ρατσισμού. Τελικά δεν έλαβε κάποια θέση, έδωσε
όμως το στίγμα της ανελεύθερης και συμβολικής ποινικοποίησης. Βλ. επίσης και Π.Δ. Δαγτόγλου,
Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 490, όπου γίνεται αναφορά μόνο στις δύο πρώτες επιμέρους όψεις της
ελευθερίας της γνώμης.
892 Βέβαια το ελληνικό Σύνταγμα αναφέρεται σε έκφραση και διάδοση στοχασμών (άρ. 14 παρ. 1).

Επικράτησε, ωστόσο, η χρήση της φράσης: «ελευθερία της γνώμης».


893 Βλ. και Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 490-500, ο οποίος

διακρίνει σε φάσεις την ελευθερία της γνώμης.


894 Σε αντιδιαστολή με τη β’ περίπτωση.

895 Στην έννοια της πράξης περιλαμβάνονται τόσο οι ενέργειες όσο και οι παραλείψεις, οι τελευταίες

ως αντίστιξη των πρώτων (άρθρο 14 παρ. 2 ΠΚ). Εξάλλου, πέρα από τον κοινό νόμο, πρωτίστως το
Σύνταγμα (άρθρο 7 παρ. 1) αναφέρεται στην έννοια της πράξης ως βάσης του εγκλήματος («έγκλημα
δεν υπάρχει … χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία
της»).

[245]
πραγματικότητα και έτσι να γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις896. Συνεπώς, το φρόνημα, οι
απλές γνώμες, οι ιδέες και οι σκέψεις που παραμένουν ανέκφραστες στον εσωτερικό, ψυχικό
κόσμο του δράστη ουδόλως αφορούν το Ποινικό Δίκαιο897. Αυτό εξάλλου είναι εύλογο, αν
αναλογιστεί κανείς την τελολογία του Ποινικού Δικαίου, δηλαδή τον προορισμό του να
ρυθμίζει την κοινωνική ζωή των ανθρώπων, όπως αυτή εκδηλώνεται με την εξωτερική τους
συμπεριφορά.
Όσο εύκολη και σχεδόν αυτονόητη είναι όμως τούτη η παρατήρηση για το χώρο της
ποινικής καταστολής, τόσο δύσκολη μπορεί να εξελιχθεί η διάκριση ανάμεσα στη
συνταγματικά κατοχυρωμένη και άρα προστατευόμενη ελεύθερη έκφραση898 και διάδοση
γνώμης, η οποία ως αποθετικό ή αλλιώς αμυντικό ατομικό δικαίωμα περιλαμβάνει, όπως
αναφέρθηκε και παραπάνω, μεταξύ άλλων και το δικαίωμα να εκφράζει κανείς και να διαδίδει
γνώμες, δίχως να παρεμποδίζεται, δίχως να παρενοχλείται και δίχως να υφίσταται δυσμενείς
έννομες συνέπειες899, και στην ανεπίτρεπτη έκφραση και διάδοση γνωμών που συνεπάγεται
άμεση βλάβη ή κίνδυνο ή ακόμα και δυνατότητα κινδύνου για άλλα, επίσης συνταγματικά
προστατευόμενα δικαιώματα900. Η τελευταία αναγκαστικά επιφέρει περιορισμούς στην
ελεύθερη έκφραση του δράστη, ενόψει συνδυαστικά τόσο του τρόπου εκφοράς όσο και των
συνεπειών του λόγου του901, με τελικό στόχο την προστασία των δικαιωμάτων που

896 Έτσι σταθερά οι Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 145 επ., Α. Κωστάρας,
ΠΔ. Έννοιες και θεσμοί, 2016, σ. 281, Γ.Α. Μαγκάκης, ΠΔ. Διάγραμμα, 1984, σ. 146, Ι. Μανωλεδάκης,
ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 194, Α. Χαραλαμπάκης, Επιτομή Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, 2016,
σ. 117.
897 “Cogitationis poenam nemo patitur”.

898 Άλλως εκ-δήλωση, δηλαδή η με οποιοδήποτε τρόπο εξωτερίκευσή της στον κοινωνικό χώρο,

προϋπόθεση η οποία δε συναντάται στην α’ περίπτωση της διάκρισης. Υπό αυτή την έννοια δύναται να
λάβει το χαρακτήρα της πράξης.
899 Η εκδήλωση αυτή αποτελεί περιεχόμενο της «θετικής ελευθερίας της έκφρασης». Έτσι οι Κ.

Χρυσόγονος – Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 332.


900 Για την προσέγγιση του ζητήματος αυτού ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016,

σ. 19, προτείνει την υιοθέτηση μιας «τυπολογικής/συγκριτικής μεθόδου (με διατύπωση κανόνων
«τόσο-όσο»)», υπό την εξής έννοια: «Όσο πιο συγκεκριμένη και άμεση είναι η διακινδύνευση ενός
εννόμου αγαθού από μία έκφραση γνώμης, τόσο ελαχιστοποιούνται οι απαιτήσεις για την επέμβαση
[ενν. στο ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης]· όσο πιο έμμεσες και απομακρυσμένες
παραμένουν οι επαπειλούμενες βλάβες εννόμων αγαθών, τόσο αυξάνονται οι απαιτήσεις που πρέπει να
τίθενται. Έτσι, επεμβάσεις στην ελευθερία της γνώμης πρέπει να γίνονται τόσο περισσότερο
αποδεκτές, όσο περιορίζονται στις μορφές που προσλαμβάνει και τις περιστάσεις που συνοδεύουν μία
εξωτερίκευση γνώμης στον εξωτερικό κόσμο. Όσο περισσότερο, αντίθετα, συνεπάγονται κατ’
αποτέλεσμα μία καταπίεση της γνώμης ως προς το περιεχόμενό της, τόσο υψηλότερες είναι οι
απαιτήσεις για την παραδοχή μιας συγκεκριμένης απειλής διακινδύνευσης εννόμου αγαθού».
901 Γιατί, αν αρκεστούμε αποκλειστικά στις συνέπειες του λόγου, δίχως να αξιολογήσουμε τον τρόπο

εκφοράς του, τις προθέσεις του ομιλητή καθώς και το εμπειρικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έλαβε χώρα,

[246]
προσβάλλονται από έναν τέτοιο λόγο. Σαφές πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό ότι οι
περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης, προκειμένου να είναι συνταγματικά θεμιτοί, δε θα
πρέπει να επιβάλλονται με αποκλειστική αναφορά στο περιεχόμενο του λόγου902 και να
αποσκοπούν έτσι στην τιμώρηση του φρονήματος του δράστη, αλλά αντιθέτως οφείλουν να
αποβλέπουν στην προστασία των αγαθών εκείνων που αποτέλεσαν την αιτία της νομοθετική
πρόβλεψης903 και που προσβάλλονται με το ρατσιστικό λόγο. Συνεπώς, ακόμα και ο ακραία
ρατσιστικός ή μισαλλόδοξος λόγος που δε φτάνει μέχρι το σημείο να προσβάλει τα
προστατευόμενα εν προκειμένω έννομα αγαθά (διακινδυνεύοντάς τα) δεν μπορεί και δεν
πρέπει να εξαιρεθεί από το προστατευτικό πεδίο των άρθρων 14 του Συντ. και 10 της ΕΣΔΑ 904,
διότι σε μία τέτοια περίπτωση το βάρος θα έπεφτε στο περιεχόμενο του λόγου και όχι στα
βλαπτικά του αποτελέσματα, πράγμα ανεπίτρεπτο για ένα αντικειμενικό ποινικό σύστημα.
Η παραπάνω διάκριση, άλλωστε, είναι πολύ σημαντική και από άποψη πρακτικών
συνεπειών. Η τυχόν ποινικοποίηση από πλευράς του νομοθέτη ανθρώπινων συμπεριφορών
που εξικνούνται μέχρι του σημείου της συνταγματικά επιτρεπτής ελεύθερης έκφρασης και
διάδοσης μίας γνώμης έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τη θεώρηση της σχετικής διάταξης ως

θα καταλήγαμε να τιμωρούμε ακόμα και εκείνον το δράστη οι αντίθετες, ακόμα και αποκρουστικές
απόψεις του οποίου θα γίνονταν αντιληπτές από ένα προκατειλημμένο αρνητικά (ή και θετικά)
απέναντί του, ίσως και φανατισμένο ακροατήριο, το οποίο περαιτέρω θα προέβαινε σε συμπεριφορές
που προκαλούν ή μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος προσώπου ή ομάδας
προσώπων. Αιτία των δυσμενών συνεπειών θα ήταν ενδεχομένως τότε η δική τους πρόσληψη του λόγου
και όχι η συμπεριφορά και η πρόθεση του δράστη. Η τελευταία, άλλωστε, όπως θα δούμε και
παρακάτω, μπορεί να συνιστά υπό προϋποθέσεις άσκηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος,
ερχόμενη κατά μέτωπο αντιμέτωπη με κάποιο άλλο τέτοιο. Ως εκ τούτου, απαραίτητο επόμενο στάδιο
καθίσταται η στάθμιση των κατά περίπτωση συγκρουόμενων συμφερόντων.
902 Στο τι λέει, δηλαδή, κανείς.

903 Έτσι οι Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνατγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 505, Ι. Μοροζίνης,

Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 18 με περαιτέρω αναφορές σε νομολογία του γερμανικού
Συνταγματικού Δικαστηρίου και Χ. Παπαστυλιανός, όπ.π., ΠοινΔικ 2005, σ. 334-335. Βλ. επίσης και
F.W. Lawrence, The Collision of Rights in the Violence Conductive Speech, Cardozo Law Review
19/1998, σ. 1333 επ. Πρβλ. όμως εδώ και την απόφαση του γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού
Δικαστηρίου του 1958, γνωστή ως υπόθεση LÜTH, BVerfGE 7, 198 (1958), όπου το δικαστήριο, κατόπιν
στάθμισης μεταξύ του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης του LÜTH, ο οποίος τάχθηκε υπέρ ενός
μποϊκοτάζ σε βάρος μιας μεταπολεμικής, αντισημιτικής ταινίας, ενάντια στα επαγγελματικά και
οικονομικά συμφέροντα του σκηνοθέτη αυτής, προέκρινε την προστασία του πρώτου, στηριζόμενο στη
σημασία της εκφρασθείσας γνώμης για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης σε ένα θέμα σημαντικό για
τη γενική ευημερία.
904 Έτσι οι Χ. Ανθόπουλος, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 31 επ. και Κ.

Χρυσόγονος-Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 340. Σύμφωνος και ο Ι.
Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 43, με την περαιτέρω προϋπόθεση της τήρησης
«αυστηρής ουδετερότητας ως προς το περιεχόμενο του λόγου», σύμφωνα με τις απαιτήσεις της
νομολογίας του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.

[247]
αντισυνταγματικής και άρα ανίσχυρης905, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου και παρεμπίπτοντος
ελέγχου που διενεργείται από το φυσικό δικαστή που θα επιλαμβανόταν της εκάστοτε
υπόθεσης906. Αν πάλι ο ποινικός νομοθέτης μεριμνεί πράγματι για την απαγόρευση
συμπεριφορών που, μολονότι περιορίζουν το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, κατατείνουν
στην προστασία άλλων ατομικών δικαιωμάτων που προσβάλλονται 907 με την τυποποιούμενη
συμπεριφορά908, και συνεπώς εξ αυτού του λόγου δεν τίθεται πρόβλημα συνταγματικότητας
του νόμου, εναπόκειται πλέον στον εφαρμοστή του δικαίου να αποφασίσει για τη
συγκεκριμένα κρινόμενη περίπτωση την προστασία ποιου εκάστοτε δικαιώματος θα προκρίνει
μέσα από μια διαδικασία στάθμισης και πρακτικής εναρμόνισης των εκατέρωθεν
αντιτιθέμενων δικαιωμάτων.

905 Δηλαδή μη εφαρμόσιμης. Προτού όμως απορρίψουμε ένα νόμο συλλήβδην ως αντισυνταγματικό,
είναι προτιμότερο να εξαντληθεί πρώτα το δυνατό νοηματικό εύρος των διατάξεών του υπό το πρίσμα
των συνταγματικών προβλέψεων που τέμνονται εν προκειμένω, εξασφαλίζοντας έτσι τη διατήρηση της
ισχύος της ερμηνευτέας διάταξης. Έτσι ο Κ. Χρυσόγονος, Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των
νόμων, σε Δ. Τσάτσο, Η ερμηνεία του Συντάγματος, 1995, σ. 385-446.
906 Κατ’ επιταγή του άρθρου 93 παρ. 4 του Σ. Βλ. σχετικά Β. Σκουρή-Β. Βενιζέλο, Ο δικαστικός

έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, 1985, σ. 57 επ.


907 Εδώ η προσβολή με την ευρεία έννοια, δηλαδή είτε με τη μορφή της βλάβης είτε της

διακινδύνευσης. Πρβλ. εδώ και τη θέση που υποστήριξε ο Ι. Πανούσης, όπ.π., (Πρακτικά Βουλής,
Συνεδρίαση ΛΓ΄/5.09.2017, σ. 2580): «Οι απόλυτες απαγορεύσεις έκφρασης ρατσιστικής ιδέας και η
διέγερση σε μίσος με βάση ρατσιστική προπαγάνδα, θέλουν οριοθετήσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε
έκφραση σκέψεων, ιδεών που δεν δημιουργεί έστω μια δυνατότητα κινδύνου για το συγκεκριμένο
έννομο αγαθό, δεν μπορεί να είναι καν αρχικά άδικη συμπεριφορά».
908 Προκειμένου να μην προβώ σε λήψη του ζητουμένου, δηλαδή να προϋποθέσω ως δεδομένη τη μία

ή την άλλη θέση, πριν καν την αποδείξω επιχειρηματολογώντας, ορθότερο θα ήταν να προηγηθεί η
εξέταση της νομοτυπικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979, έτσι όπως αυτό τροποποιήθηκε από το Ν. 4285/2014. Για λόγους προοικονομίας, όμως,
μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί στο σημείο αυτό ότι η διατύπωση του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 δεν
εγείρει ζητήματα αντισυνταγματικότητας και ανεπίτρεπτου περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης.
Αξιομνημόνευτη στο σημείο αυτό είναι η θέση που εξέφρασε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών στην υπ’
αριθμ. 913/2009 (αδημοσ.) απόφασή του (υπό το προγενέστερο βέβαια καθεστώς), ότι δηλαδή: «…Εν
όψει όλων των προεκτεθέντων … υφίσταται συνταγματικό πεδίο εφαρμογής, αν και αυστηρά
περιορισμένο, των παραπάνω διατάξεων του νόμου 927/1979, ο οποίος δεν αντίκειται στις διατάξεις
των άρθρων 5 παρ. 2, 14 παρ. 1 και 16 παρ. 1 του Συντάγματος». Επίσης, «Το γεγονός ότι επί 30
περίπου χρόνια ο νόμος 927/1979 έχει ελάχιστα εφαρμοστεί δεν σημαίνει ότι είναι αντισυνταγματικός,
αλλά (σημαίνει) τη δυσχέρεια υπαγωγής στις διατάξεις του νόμου αυτού συγκεκριμένης συμπεριφοράς
προσώπων, λόγω της παρεχόμενης από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις ελευθερίας της έκφρασης
των στοχασμών του ατόμου που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού». Οι υπογραμμίσεις
της γράφουσας.

[248]
2.3. Στάθμιση συμφερόντων και πρακτική εναρμόνιση λόγω της τυπικής
ισοδυναμίας των συνταγματικών αρχών και δικαιωμάτων

Το ελληνικό Σύνταγμα δεν καθιερώνει καμία απολύτως ιεράρχηση μεταξύ των ατομικών
δικαιωμάτων και ελευθεριών909. Όσο σημαντική είναι η ελευθερία της γνώμης και της
έκφρασης αυτής μέσα σε μια πλουραλιστική, δημοκρατική κοινωνία, άλλο τόσο σημαντικά
είναι και τα λοιπά δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, όπως για παράδειγμα το
δικαίωμα της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1)910, της ελεύθερης ανάπτυξης της
προσωπικότητας και της συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας
(άρθρο 5 παρ. 1), το δικαίωμα της ισότητας (των Ελλήνων πολιτών βασικά) ενώπιον του νόμου
(άρθρο 4 παρ. 1), το δικαίωμα ζωής, τιμής, προσωπικής ελευθερίας καθώς και υγείας (άρθρο 5
παρ. 2 και 5)911, η θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13) και το δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρθρο 17).
Άλλωστε, ειδικότερη έκφανση της σχετικότητας της προστασίας των συνταγματικών
δικαιωμάτων είναι και η παρατήρηση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αδύνατη η εξάσκηση
περισσότερων ελευθεριών ταυτόχρονα από περισσότερους ανθρώπους, οπότε και η άσκηση
της μίας περιορίζει ή και αποκλείει αναπόφευκτα την άλλη912. Γεννάται έτσι ζήτημα επιλογής
του εφαρμοστέου κανόνα. Για παράδειγμα, το δικαίωμα του καθενός να εξωτερικεύει και να
διαδίδει με οποιονδήποτε τρόπο στον κόσμο μία γνώμη που έχει913 δύναται σε ορισμένες

909 Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 132. Ομοίως και ο
Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδ., σ. 65 καθώς και οι Κ.
Χρυσόγονος-Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 140.
910 Αν και το άρθρο 2 παρ. 1 αποτελεί ουσιαστικά μία γενική διάταξη που δεν κατοχυρώνει ειδικό

ατομικό δικαίωμα. Ως τέτοια λειτουργεί επικουρικά έναντι των διατάξεων που κατοχυρώνουν ειδικά
ατομικά δικαιώματα.
911 Όπου απαγορεύεται κάθε διάκριση στην προστασία τους, στηριζόμενη στην εθνικότητα, τη φυλή,

τη γλώσσα και τις θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του ατόμου (οποιουδήποτε ατόμου που διαβιεί
εντός της ελληνικής επικράτειας και όχι απαραίτητα Έλληνα).
912 Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδ., σ. 64 επ.

Διαφορετικό, βέβαια, είναι το ζήτημα της «συρροής» ατομικών δικαιωμάτων και εντεύθεν
συνταγματικών κανόνων συμβατών μεταξύ τους. Η μορφή αυτή διαπιστώνεται σε περιπτώσεις όπου
μία βιοτική σχέση μπορεί να εμπίπτει και να καλύπτεται από περισσότερες διατάξεις που
κατοχυρώνουν ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προσκρούουν μεταξύ
τους.
913 Λ.χ. πιστεύω ότι όλοι οι Εβραίοι πρέπει να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Χαρακτηριστική

είναι η περίπτωση με την οποία ασχολήθηκε η προαναφερθείσα 913/2009 (αδημ.) αθωωτική απόφαση
του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών για παράβαση των παρ. 1 και 2 του άρθρου πρώτου του Ν.
927/1979 (πριν τις τροποποιήσεις που υπέστη με το Ν. 4285/2014) και η οποία απασχόλησε περαιτέρω
και την Ολομέλεια του Άρειου Πάγου, που εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3/2010 απόφασή της, κατόπιν
αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου, απορρίπτοντας εν τέλει την
τελευταία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τάχθηκε υπέρ της προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης
του κατηγορουμένου διατυπώνοντας την άποψη πως ο κατηγορούμενος-συγγραφέας απλώς εκφέρει

[249]
περιπτώσεις να συγκρουσθεί με το δικαίωμα που έχει και πρέπει να απολαμβάνει κάποιος
άλλος προς προστασία της αξιοπρέπειας, της ζωής, της υγείας, της τιμής, της ελευθερίας και
της ιδιοκτησίας του. Σε τέτοιες περιπτώσεις ανακύπτει το ζήτημα της σύγκρουσης
συμφερόντων και εντεύθεν της στάθμισης αυτών, με κριτήρια, βέβαια, που θα συνυπολογίζουν
τόσο το συστατικό χαρακτήρα που έχει η ελευθερία της έκφρασης για μια δημοκρατική
κοινωνία, όσο και την in concreto αναγκαιότητα της προστασίας των άλλων δικαιωμάτων.
Ως εκ ανωτέρω, όταν τίθεται ζήτημα σύγκρουσης, δε δύναται να υποστηριχθεί ότι θα
υπερισχύει σε κάθε περίπτωση η ελευθερία της έκφρασης, ως ένα δήθεν απόλυτο δικαίωμα,
ανώτερο ή σημαντικότερο όλων των υπολοίπων914. Άλλωστε, κι αυτή τελεί εκ του Συντάγματος
υπό τη γενική επιφύλαξη του νόμου915, υπό την έννοια ότι δεν είναι μια απεριόριστη και
άκαμπτη ελευθερία, αλλά υπάγεται στους γενικούς νομικούς κανόνες συμβιώσεως. Κι αυτό,
διότι η έκφραση και διάδοση μιας γνώμης δύναται ορισμένες φορές να προσβάλει, είτε με τη
μορφή της βλάβης είτε με τη μορφή της διακινδύνευσης, άλλα έννομα αγαθά και δικαιώματα
που επίσης κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα και άρα προστατεύονται από αυτό916. Σε μια τέτοια

την επιστημονική του γνώμη, όταν αξιολογεί αρνητικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων στους οποίους
αναφέρεται, όπως άλλωστε έχει το δικαίωμα, και δεν παρακινεί από πρόθεση σε πράξεις ή ενέργειες
που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων, ούτε εκφράζει προσβλητικές
ιδέες, λόγω της εθνικής και φυλετικής καταγωγής των Εβραίων. Έκρινε, εξάλλου, ότι δε συνέτρεχε
περίπτωση εφαρμογής των εξαιρέσεων στην ελεύθερη έκφραση που θεμελιώνει το Σύνταγμα και η
ΕΣΔΑ. Για περισσότερες λεπτομέρειες επί των παραπάνω αποφάσεων αλλά και για την πολύ
ενδιαφέρουσα άποψη της μειοψηφίας βλ. Μέρος Δεύτερο, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 4.2.
914 Αντίθετα από αυτό που ισχύει στις Η.Π.Α., όπου για λόγους ιστορικοκοινωνικούς και βαθιάς

επίδρασης της φιλελεύθερης πολιτικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας του Τζ. Λοκ, η ελευθερία του λόγου
έχει αναχθεί σε ένα ιεραρχικά ανώτερο δικαίωμα. Βλ. για αυτό M. Rosenfeld, Hate Speech in
Constitutional Jurisprudence: A Comparative Analysis, 24 Cardozo Law Review, 2003, σ. 1529. Βέβαια,
είναι σημαντικό να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση: η όποια διαφοροποίηση επισημαίνεται ανάμεσα στις
περισσότερες υπό σύγκριση χώρες (μεταξύ αυτών οι Η.Π.Α. και η Γερμανία) και εντεύθεν στις
αντίστοιχες έννομες τάξεις αφορά αποκλειστικά στην αντιμετώπιση της ρητορικής του μίσους, υπό την
έννοια του λόγου που προκαλεί φυλετικό μίσος ή έχθρα και όχι εκείνου που προκαλεί βία ή κίνδυνο
βίας, μιας και η τελευταία περίπτωση αναγνωρίζεται δίχως αμφισβήτηση από όλες τις υπό εξέταση
έννομες τάξεις ως άξια απαγόρευσης. Βλ. συναφώς και Κ. Μαυριά, Η ελευθερία του πολιτικού λόγου
κατά το Σύνταγμα των Η.Π.Α., 1978, σ. 59 επ. Πρβλ., όμως, και την υπ’ αριθμ. ΟλΑΠ 13/1999, ΤοΣ
1999, σ. 253.
915 Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 του Σ: «καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά,

γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους».
916 Βλ. επίσης και την πρόβλεψη του άρθρου 2 παρ. 2 του Συντάγματος: «Η Ελλάδα, ακολουθώντας

τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, επιδιώκει την εμπέδωση της ειρήνης, της
δικαιοσύνης, καθώς και την ανάπτυξη των φιλικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των κρατών» και τη
συναφή διάταξη του ΔΣΑΠΔ (άρθρο 20): «1. Κάθε προπαγάνδα υπέρ του πολέμου απαγορεύεται από
τον νόμο. 2. Κάθε προτροπή προς μίσος εθνικό, φυλετικό ή θρησκευτικό που αποτελεί παρακίνηση σε

[250]
περίπτωση, λοιπόν, θεμιτός περιορισμός του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της
έκφρασης μπορεί να γίνει μόνο κατά τρόπο αντικειμενικό, δηλαδή με γενικό νόμο, που δε
στοχεύει να πλήξει συγκεκριμένο πρόσωπο, ομάδα προσώπων ή συγκεκριμένη γνώμη 917, 918, και
επιπρόσθετα να δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος·
εν ολίγοις να τεθεί με νόμο που προστατεύει ισάξια έννομα αγαθά. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει
ότι η ελευθερία της έκφρασης θα πρέπει να περιορίζεται σε κάθε περίπτωση, ενόψει
σύγκρουσης με μια πληθώρα άλλων δικαιωμάτων. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η
απάντηση δεν μπορεί να είναι εκ των προτέρων δοσμένη, γενικά και αφηρημένα. Τουναντίον,
η προτίμηση και προστασία της μίας ελευθερίας-δικαιώματος και ο αναγκαστικός περιορισμός
της άλλης θα πρέπει να αναζητηθεί μέσα από την αξιολόγηση και τη συσχέτιση των εκάστοτε
θιγόμενων συνταγματικά προστατευόμενων έννομων αγαθών (και των τυχόν προβλεπόμενων
περιορισμών τους) σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και στη συγκεκριμένη όψη προσβολής
τους (in concreto)919. Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία στάθμισης των εκατέρωθεν
δικαιωμάτων920, την οποία θα πρέπει να επιδιώκει ο κάθε εφαρμοστής του δικαίου σε όλες

διακρίσεις, εχθρότητες ή βία απαγορεύεται από τον νόμο». Η συσχέτιση αυτή πραγματοποιείται από
τον Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 508.
917 Τέτοιος είναι ο Ν. 927/1979, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014. Βλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν.

927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο , 2016, σ. 18, ο οποίος τάσσεται υπέρ της άποψης ότι το άρθρο 1 του Ν.
927/1979 (όχι όμως και το άρθρο 2, τουλάχιστον σε όλες τις αναφορές του) «συνιστά γενικό νόμο που
επιτρεπτώς κατ’ αρχήν περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης για να προστατεύσει έννομα αγαθά».
Θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης μέσω της νομοτυπικής υπόστασης του άρ. 1 παρ. 1 του
Ν. 927/1979, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014, διαβλέπει και ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ,
1/2015, σ. 45, ο οποίος ορθά επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη διάταξη του νόμου στοχεύει, πέραν της
προστασίας των άλλων ατομικών δικαιωμάτων, και στην εξασφάλιση της ίδιας της ελευθερίας της
έκφρασης για λογαριασμό όλων των προσώπων εκείνων που θίγονται από το ρατσιστικό λόγο. Το
στοιχείο αυτό αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για τη διάκριση από την περίπτωση της καταχρηστικής
άσκησης του δικαιώματος.
918 Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 504. Ομοίως και ο Α. Μάνεσης,

Συνταγματικά Δικαιώματα, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδ., σ. 66-71 καθώς και οι Κ. Χρυσόγονος


– Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 335-336. Πρβλ. και Ι. Καμτσίδου, Η
επιφύλαξη υπέρ του νόμου, 2001, σ. 207. Βλ. παρόμοια και W. Brugger, The Treatment of Hate Speech
in German Constitutional Law (Part I), German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, σ. 20.
919 Βλ. και Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, επιτομή, 2009, σ. 316, όπου επισημαίνει

χαρακτηριστικά: «Προτείνεται λοιπόν μία ad hoc σχέση προτίμησης ανάμεσά τους, με γνώμονα τη
βέλτιστη δυνατή έκβαση στη σύγκρουση των δικαιωμάτων και έννομων αγαθών που διακυβεύονται».
920 Για τα κριτήρια μιας αντικειμενικής και αμερόληπτης στάθμισης μέσα από την εφαρμογή της

αρχής της πρακτικής εναρμόνισης βλ. Κ. Χρυσόγονο-Σ. Βλαχόπουλο, Ατομικά και Κοινωνικά
Δικαιώματα, όπ.π., σ. 142. Βλ. επίσης και F. MÜLLER, Juristische Methodik, 4η έκδοση, Berlin, 1989, σ.
175-176, όπου: «οι διατάξεις του Συντάγματος πρέπει να εφαρμόζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή
πραγμάτωση του κανονιστικού περιεχομένου τους και όχι απλώς με την επικράτηση της μίας επί της
άλλης».

[251]
εκείνες τις περιπτώσεις που η έκφραση και διάδοση μιας γνώμης συνεπάγεται υπαρκτό
κίνδυνο ή διαβαθμισμένη δυνατότητα κινδύνου για άλλα έννομα αγαθά.
Επιπρόσθετα, η όποια ουσιαστική στάθμιση δεν αρκεί να κατατείνει απλώς στη
διαφύλαξη ενός ισάξιου έννομου αγαθού921, αλλά οφείλει να υπακούει και στη λογική της
αρχής της αναλογικότητας922 (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφιο δ’ Συντ.)923: «Οι κάθε είδους
περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να
προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη
υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Ως δείκτης που χαράσσει το όριο
μέχρι το οποίο επιτρέπεται να φτάσει ο περιορισμός του εκάστοτε ατομικού δικαιώματος
απαιτεί από όλα τα μέσα άσκησης κρατικής εξουσίας, και εν προκειμένω τόσο τη νομοθετική
πράξη όσο και τη δικαστική απόφαση, να προβούν στον έλεγχο των παρακάτω προϋποθέσεων.
Προηγείται αρχικά η εξέταση του εάν ο περιορισμός είναι κατάλληλος -άλλως πρόσφορος- για
την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού
συμφέροντος. Ακολουθεί στη συνέχεια ο έλεγχος της αναγκαιότητας του περιορισμού, ήτοι το
κατά πόσο υπήρχε ή όχι λιγότερο επαχθές -άλλως ηπιότερο σε ένταση, έκταση ή διάρκεια,
εξίσου όμως αποτελεσματικό- μέτρο πάλι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.
Και τέλος, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, φάνηκε να εντάσσεται στην όλη
διαδικασία ελέγχου και η ήδη γνωστή στη νομολογία του γερμανικού Ομοσπονδιακού
Συνταγματικού Δικαστηρίου παράμετρος της sticto sensu (εν στενή έννοια) αναλογικότητας,
δηλαδή εάν η ωφέλεια που επιδιώκεται με τον εν λόγω περιορισμό υπολείπεται ή όχι της
προκαλούμενης βλάβης, έτσι ώστε τελικά ο περιορισμός να μην είναι δυσανάλογος σε σχέση με
το σκοπό που εξυπηρετεί.
Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, ακόμα και αν πληρούνται όλες οι ως άνω
προϋποθέσεις, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο η πρόκριση της μίας λύσης έναντι της

921 Αυτού δηλαδή η προστασία του οποίου απορρέει από κανόνα ισάξιας τυπικής ισχύος, εν
προκειμένω του Συντάγματος.
922 Πέραν των λοιπών γενικών αρχών που συνάγονται από το Σύνταγμα και έχουν καθιερωθεί από τη

νομολογία των δικαστηρίων, οι οποίες είναι γνωστές και ως «περιορισμοί των περιορισμών». Λ.χ. ο
αντικειμενικός και απρόσωπος χαρακτήρας των εισαγόμενων περιορισμών, η δικαιολόγηση τους από
σοβαρούς λόγους γενικότερου συμφέροντος, το απαραβίαστο του πυρήνα του δικαιώματος, η στενή
ερμηνεία των περιορισμών και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Για τις προαναφερθείσες
αρχές βλ. Α. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδ., σ. 76-77 καθώς
και Κ. Χρυσόγονο – Σ. Βλαχόπουλο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 120-135.
923 Για την πρακτική εφαρμογή της στο κείμενο αναφερόμενης αρχής σε επίπεδο ποινικής απόφασης

βλ. την προηγούμενη υποσημείωση και συγκεκριμένα την άποψη που διατυπώθηκε από τη μειοψηφία
της Ολομέλειας. Για σχετική βιβλιογραφία βλ. Α. Γέροντα, Η αρχή της αναλογικότητας στο γερμανικό
δημόσιο δίκαιο, ΤοΣ 1983, σ. 20 επ., Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, 2η
εκδ., σ. 211 επ., Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο
δίκαιο, 1989, Α. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδ., σ. 77, Κ.
Χρυσόγονο-Σ. Βλαχόπουλο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 126-131.

[252]
άλλης αφήνει περιθώριο εφαρμογής στο υποχωρούν δικαίωμα, ούτως ώστε να αποφεύγεται η
πλήρης κατάλυσή του. Το ζητούμενο είναι πάντα ο μικρότερος δυνατός περιορισμός και όχι το
ασφυκτικό στένεμα των περιθωρίων του, ενόψει της βαρύνουσας σημασίας του
προτιμητέου924. Η δε βαρύτητα των έννομων αγαθών που προσβάλλονται από το ρατσιστικό
λόγο θα κριθεί από το βαθμό της προσβολής που υφίστανται σε κάθε μερικότερη περίπτωση,
είτε αυτή συνίσταται σε βλάβη, είτε σε διακινδύνευση. Δε χρειάζεται, βέβαια, να
προσβάλλονται925 πράγματι αυτά, αρκεί και να υπάρχει η δυνατότητα να προσβληθούν926.

3. Συμπεράσματα

Αδιαμφισβήτητο είναι ότι τα αδικήματα που τυποποιούνται στα άρθρα 1 και 2 του Ν.
927/1979 δημιούργησαν ήδη από το χρονικό σημείο της κατάθεσης στη Βουλή του πρώτου
σχετικού νομοσχεδίου αμφιβολίες αναφορικά με τη συμβατότητά τους με τη συνταγματικά
κατοχυρωμένη ελευθερία της έκφρασης927. Δεν έλειψαν οι φωνές που πρότειναν την
απόσυρση του νομοσχεδίου για τη ρητορική του μίσους με το επιχείρημα ότι ποινικοποιεί την
«εξωτερίκευση συναισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας» και οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα σε μία
ιδιαίτερα ανελεύθερη πρόταση928, αφού θεωρήθηκε ότι εγκληματοποιεί το φρόνημα, πράγμα
που είναι γενικά ανεπίτρεπτο για ένα φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο.

924 Με τη σχετική λογική του «όσο πιο σοβαρά περιορίζονται (τα ατομικά δικαιώματα) τόσο
ισχυρότεροι πρέπει να είναι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους εξυπηρετεί η νομοθετική
ρύθμιση». Συναφώς η απόφαση BVerfGE 30, 292, σ. 316-317 του γερμανικού Ομοσπονδιακού
Συνταγματικού Δικαστηρίου. Για τις παρατηρήσεις αυτές βλ. Κ. Χρυσόγονο-Σ. Βλαχόπουλο, Ατομικά
και Κοινωνικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 128-129. Έτσι και ο Κ. Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών
κρίσεων, επιτομή, 2009, σ. 319.
925 Είτε με τη μορφή της βλάβης είτε με τη μορφή της διακινδύνευσης.

926 Όπως χαρακτηριστικά επεσήμανε ο βουλευτής Ι. Πανούσης κατά τη διάρκεια της ΚΘ’ Συνεδρίασης

της Βουλής (Πρακτικά Συνεδρίασης από 2-9-2014, σ. 2376-2377): «…Αυτό σημαίνει ότι κάθε έκφραση
σκέψεων, ιδεών που δεν δημιουργεί έστω και μία δυνατότητα αντικειμενικού κινδύνου για το
συγκεκριμένο έννομο αγαθό δεν μπορεί να είναι καν αρχικά άδικη συμπεριφορά». Βλ. επίσης και Ι.
Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 19, που καταλήγει ότι: «Από τα παραπάνω
προκύπτει ως πρώτο συμπέρασμα ότι η τυποποίηση εγκλημάτων αφηρημένης επικινδυνότητας
(αφηρημένης διακινδύνευσης) για την καταστολή της ρητορικής του μίσους είναι ως επί το πλείστον
ασύμβατη με το συνταγματικό πλαίσιο, οποιοδήποτε και αν είναι το προστατευόμενο έννομο αγαθό».
927 Όπως πληροφορούμαστε και από την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και

ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2013, σ. 481.


928 Βλ. τα σχόλια επί των άρθρων 1 και 2 όπως αυτά συνοπτικά παρουσιάστηκαν στην Έκθεση

Δημόσιας Διαβούλευσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων επί
του προτεινόμενου σχεδίου νόμου με τον τίτλο: «Καταπολέμηση Εκδηλώσεων Ρατσισμού και
Ξενοφοβίας», κατόπιν δημόσιας διαβούλευσης στο διαδίκτυο.

[253]
Αρχής γενομένης από την παραδοχή ότι τα υπό εξέταση αδικήματα συνιστούν
«εγκλήματα εξωτερίκευσης»929, με αποτέλεσμα να ποινικοποιείται όχι η απλή διαμόρφωση
μιας γνώμης, ούτε, βέβαια, η απλή έκφραση αυτής, αλλά η εκ-δήλωση/γνωστοποίηση σε
τρίτους μιας άποψης με τρόπο που παράγει αποτελέσματα βλαπτικά για έννομα αγαθά, θα
έλεγε κανείς ότι οι αμφιβολίες και οι φόβοι που γεννήθηκαν κρίνονται ως ένα βαθμό αβάσιμοι.
Γίνεται εξάλλου αποδεκτό στην έννομη τάξη μας ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι ένα
απεριόριστο δικαίωμα. Τουναντίον, υπόκειται σε περιορισμούς. Εδώ, βέβαια, χρειάζεται
προσοχή· οι τυχόν τιθέμενοι δια νόμου περιορισμοί (όπως αυτοί που προκύπτουν δια της
ποινικής πρόβλεψης και της εντεύθεν αναγωγής μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης
συμπεριφοράς σε ποινικό αδίκημα) δεν μπορούν να οδηγούν το συγκεκριμένο ατομικό
δικαίωμα σε ασφυκτικό περιορισμό, δηλαδή σε πλήρη κατάλυσή του. Συσχετίζοντας την
προαναφερθείσα θέση με τη ρητορική του μίσους θα λέγαμε ότι μια απόλυτη απαγόρευση της
έκφρασης ρατσιστικών ιδεών, ακόμα και των πιο ακραίων και αποκρουστικών, είναι απολύτως
ασύμβατη με το ελληνικό Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, στο βαθμό που ο ομιλητής θα ερχόταν
αντιμέτωπος με τα κατασταλτικά μέτρα του ποινικού μηχανισμού, όχι για τα βλαπτικά
αποτελέσματα που θα παρήγαγε ο λόγος του, αλλά για το περιεχόμενο αυτού930. Σε μια τέτοια
περίπτωση ο σχετικός νόμος θα ήταν αντισυνταγματικός και συνάμα θα αποτελούσε ρήγμα
στη θεμελιώδη αξίωση του ποινικού δόγματος να τιμωρείται μία πράξη για τη βλαπτικότητά
της σε δικαιϊκά αναγνωρισμένα έννομα αγαθά931, κάτι που δε φαίνεται πάντως να ισχύει
αναφορικά με το άρθρο πρώτο του Ν. 927/1979932, όπως καταδείχτηκε από την ανάλυση που
προηγήθηκε933.

929 Όπως αποκαλούσε και τα αδικήματα της διέγερσης σε απείθεια και της εγκωμίασης
κακουργήματος (άρ. 183 και 185 ΠΚ, το οποίο έχει πλέον καταργηθεί) ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της
δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, 1994, σ. 41.
930 Το περιεχόμενο μιας εκφρασθείσας γνώμης θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παραμένει αδιάφορο

για το δικαστή. Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, α’ τόμος, β’
έκδοση, σ. 505.
931 Από φιλοσοφική άποψη βλ. εδώ και την κλασική θέση του Τζ. Στ. Μιλ, σύμφωνα με τον οποίο: «ο

μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί νόμιμα να ασκείται εξουσία σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης
κοινότητας, παρά τη θέλησή του, είναι η αποτροπή της ζημιάς (άλλως βλάβης) των άλλων. Το δικό του,
φυσικό ή ηθικό, όφελος δεν αποτελεί βάσιμο λόγο. Δεν μπορεί να αναγκαστεί νόμιμα να κάνει ή να
αποφύγει κάτι, επειδή αυτό θα τον ωφελήσει περισσότερο, επειδή θα τον κάνει πιο ευτυχισμένο,
επειδή, κατά τη γνώμη των άλλων, αυτό είναι φρόνιμο και σωστό», Τ.Σ. Μιλ, Περί Ελευθερίας, μτφρ. Ν.
Μπαλής, 1983. Πρβλ. επίσης και τον J. Feinberg, The Moral Limits of Criminal Law, Vol. 1, Harm to
others, New York, Oxford University Press, 1984, σ. 36.
932 «Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους». Για την κρίση περί συνταγματικότητας ή μη του άρθρου 2

του Ν. 927/1979, «δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων» βλ. παρακάτω, Μέρος Τέταρτο,
Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 4.
933 Έτσι και ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 44-45. Εν προκειμένω, ο θεμιτός περιορισμός

της ελευθερίας της έκφρασης δια της εισαγωγής της συγκεκριμένης ποινικής πρόβλεψης εδράζεται,

[254]
Είναι αλήθεια, όμως, ότι τα ατομικά δικαιώματα της ελευθερίας της έκφρασης, της
τέχνης, της έρευνας και της επιστήμης επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το πεδίο εφαρμογής
των σχετικών διατάξεων του υπό εξέταση νομοθετήματος, καθότι άλλοτε αποκλείουν την
πλήρωση των όρων της αντικειμενικής υπόστασης των αδικημάτων που τυποποιούνται εκεί
και συνακόλουθα την κατάφαση του καταρχήν άδικου χαρακτήρα της πράξης και άλλοτε
οδηγούν σε άρση αυτού. Σε όσες περιπτώσεις σύγκρουσης είναι αναγκαίο να βρεθεί μία χρυσή
τομή ανάμεσα στις προβλέψεις του Ν. 927/1979 και στα ως άνω αναφερθέντα ατομικά
δικαιώματα είναι σημαντικό να ακολουθηθεί μία διαδικασία ουσιαστικής στάθμισης και
πρακτικής εναρμόνισης των εκατέρωθεν αντιτιθέμενων συμφερόντων-αγαθών, που εξίσου
βέβαια προστατεύονται από το Σύνταγμα. Όταν σε μία συγκεκριμένη περίπτωση 934 η αξία που
ενσωματώνεται στο ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης κατισχύει της απαξίας
που εκπορεύεται από την εξατομικευμένη προσβολή935 του θιγόμενου έννομου αγαθού, δεν
μένει στον εφαρμοστή του δικαίου παρά να προκρίνει ως ορθότερη λύση την άρση του άδικου
χαρακτήρα της πράξης936. Κι αυτό, διότι η απλή ένδειξη περί του άδικου χαρακτήρα της
κρινόμενης πράξης, όπως αυτή απορρέει από την πλήρωση των όρων της αντικειμενικής
υπόστασης ενός εκ των εδώ εξεταζόμενων αδικημάτων, δεν αρκεί για την κατάφαση του
τελικά άδικου χαρακτήρα της πράξης. Επιβάλλεται να ελεγχθεί μήπως τυχόν κάποιος άλλος
κλάδος δικαίου, πόσο μάλλον το Σύνταγμα, επιτρέπει κατ’ εξαίρεση την πράξη. Η διαδικασία

σύμφωνα με μία άποψη, στο ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν μπορεί να ασκηθεί ως ατομικό δικαίωμα
καταχρηστικά από μία μερίδα της κοινωνίας, οδηγώντας ορισμένους ανθρώπους ή ομάδες (π.χ.
μειονότητες) σε σιωπή, λόγω αισθημάτων φόβου και ανασφάλειας από τις ρατσιστικές εκδηλώσεις.
Πρόκειται για το μετριοπαθές μοντέλο της λεγόμενης «μαχητικής δημοκρατίας», το οποίο
υποστηρίζεται συνήθως από τη φράση-κλειδί «καμία ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας». Βλ.
σχετικά W. Brugger, The Treatment of Hate Speech in German Constitutional Law (Part I), German
Law Journal, Vol. 4, No. 1, 2003, σ. 1 επ. καθώς και Α. Χουλιάρα, Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου
λόγου, ΝοΒ 2017, σ. 1227.
934 Λ.χ. στο πλαίσιο άσκησης έντονης, ακόμα και δυσμενούς, πλην όμως νόμιμης κριτικής.

935 Βλάβη ή διακινδύνευση.

936 Βλ. σχετικά Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ.

449 και αργότερα τον ίδιο, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 60 και 116-117, όπου τάσσεται
υπέρ της υιοθέτησης ενός λόγου άρσης του αδίκου «πέραν μεν του τεθειμένου κοινού δικαίου, πλην
όμως εξ του Συντάγματος συναγόμενου». Πρβλ. εδώ και τις παρατηρήσεις της Α. Διονυσοπούλου, που
περιορίζονται όμως αποκλειστικά επί του άρθρου 2 του νομοσχεδίου για την καταπολέμηση του
ρατσισμού και της ξενοφοβίας, στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής. Προτείνει την
εισαγωγή στη σχετική διάταξη ενός ειδικού λόγου άρσης του αδίκου κατά το πρότυπο του άρθρου 367
του ΠΚ, παρόλο που δέχεται ότι τα ατομικά δικαιώματα μπορούν να λειτουργήσουν γενικά ως λόγοι
άρσης του αδίκου στο πλαίσιο του γενικού λόγου της διαφύλαξης δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Βλ.
επίσης παρακάτω, Μέρος Τέταρτο, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.3.

[255]
αυτή, βέβαια, δε φαίνεται να είναι μια εύκολη υπόθεση και σε κάθε περίπτωση πάντως θα
πρέπει να τελεί υπό τον αυτονόητο έλεγχο της αρχής της αναλογικότητας937.
Άλλωστε, εν κατακλείδι, και η ίδια η υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ε.Ε. εισήγαγε πρόβλεψη στο άρθρο 7 παρ. 2 αυτής, σύμφωνα με την οποία:
«Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν
μέτρα που αντιβαίνουν προς τις θεμελιώδεις αρχές τους σχετικά με την ελευθερία του
συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως την ελευθερία του τύπου και την
ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης, όπως προκύπτουν από τις συνταγματικές
παραδόσεις ή τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα, τις ευθύνες και τις διαδικαστικές
εγγυήσεις για τον τύπο ή άλλα μέσα ενημέρωσης, όταν οι κανόνες αυτοί αναφέρονται στον
καθορισμό ή τον περιορισμό της ευθύνης».

ΙΙΙ. ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΜΙΣΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ


ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Πέραν της συνταγματικής πρόβλεψης εντός της ελληνικής έννομης τάξης, η ελευθερία
της έκφρασης κατοχυρώνεται και διεθνώς. Αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μια
πληθώρα διεθνών διακηρύξεων των ατομικών δικαιωμάτων που εμπεριείχαν διατάξεις για την
προστασία της ελευθερίας της έκφρασης. Μεταξύ αυτών και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής «ΕΣΔΑ» ή «Σύμβαση»), η οποία στο άρθρο 10 παρ. 1
ορίζει ότι: «Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τούτο
περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως
πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων…» 938.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής «ΕΔΔΑ» ή
«Δικαστήριο»), μέσα από την πλούσια νομολογία που διαμόρφωσε επί της συγκεκριμένης
ελευθερίας, υπερθεματίζει την αξία της και αναγνωρίζει τον καταλυτικό ρόλο που
διαδραματίζει στην εμπέδωση και διαφύλαξη της δημοκρατίας. Η λήψη και η ανταλλαγή
γνωμών, ιδεών και πληροφοριών επιτρέπει τη διαμόρφωση προσωπικής άποψης και
περαιτέρω την έκφραση και διάδοση αυτής, ενδυναμώνοντας τη συμμετοχή του πολίτη στις

937Για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, ως κριτήριου ουσιαστικής στάθμισης, βλ. την υπ’
αριθμ. 913/2009 (αδημ.) απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που κλήθηκε να ερμηνεύσει τις
«ξεχασμένες» σχεδόν διατάξεις του Ν. 927/1979, όπως αυτές ίσχυαν υπό το προγενέστερο καθεστώς,
καθώς και την υπ’ αριθμ. 3/2010 απόφαση της Ολομέλειας του Άρειου Πάγου, ΠοινΧρον 2010, σ. 456,
που εκδόθηκε κατόπιν άσκησης αναίρεσης υπέρ του νόμου από τον Εισαγγελέα του Άρειου Πάγου.
938 Σχετικές και οι διατάξεις άλλων διεθνών διακηρύξεων, όπως λ.χ. το άρθρο 19 του ΔΣΑΠΔ, το

άρθρο 19 της ΟΔΔΑ και το άρθρο 11 του ΧΘΔΕΕ.

[256]
δημοκρατικές διαδικασίες που επηρεάζουν τον καθημερινό του βίο. Επηρεάζει, δηλαδή, διττά
τον άνθρωπο, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, αφού συντελεί στη διαμόρφωση
της προσωπικότητάς του, στην πρόοδο και στην αυτοεκπλήρωσή του και παράλληλα
ενδυναμώνει τη συμμετοχή του στον πολιτικό βίο για θέματα που τον αφορούν939. Μάλιστα, η
κατοχύρωση της ελευθερίας της έκφρασης κατατείνει στην προστασία ακόμα και -ή μάλλον,
ακόμα περισσότερο- απόψεων που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν την Πολιτεία ή
οποιοδήποτε κομμάτι του πληθυσμού, κατ’ απαίτηση του πλουραλισμού και της
ανεκτικότητας, στοιχείων που πρέπει να διακρίνουν μια δημοκρατική πολιτεία940.
Τα νομικά αντανακλαστικά του Δικαστηρίου, όμως, συνετέλεσαν στο να διαγνωσθεί
ταυτόχρονα και η ανάγκη για περιστολή του εν λόγω δικαιώματος ή ορθότερα για ειδικότερο
προσδιορισμό της έκτασης προστασίας που παρέχεται από τις αρχές δυνάμει της
συγκεκριμένης διατάξεως. Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ: «Η άσκησις
των ελευθεριών τούτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις
ωρισμένας διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπό του νόμου και
αποτελούντας αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την
εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του
εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, την προστασίαν της υπολήψεως ή των
δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή
την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας»941. Με αφετηρία τη
συγκεκριμένη πρόβλεψη αλλά και με κριτήριο τη σπουδαιότητα της ελευθερίας της έκφρασης
για το δημοκρατικό πολίτευμα ανέπτυξε μια εντυπωσιακή νομολογία στην προσπάθειά του να
την κατοχυρώσει, ερμηνεύοντας στενά τους τιθέμενους περιορισμούς942, διευρύνοντας
αντίστοιχα το δυνατό εύρος προστασίας. Δεν παραγνώρισε, ωστόσο, ότι υπάρχουν μορφές
λόγου που αντιστρατεύονται τα δικαιώματα ορισμένων ατόμων ή/και ομάδων ατόμων και
υπονομεύουν την κοινωνική ηρεμία. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις όπου με το λόγο
ενθαρρύνονται η βία και οι εξεγέρσεις καθώς και εκείνες που συνιστούν ομιλία μίσους. Ως
προς τις τελευταίες ειδικά, μολονότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός προσδιορισμός του

939 ΕΔΔΑ, Couderc and Hachette Filipacchi Associes κατά Γαλλίας, 10.11.2015, παρ. 88-89, ΕΔΔΑ,
Morice κατά Γαλλίας, 23.04.2015, παρ. 124, ΕΔΔΑ, Lilliendahl κατά Ισλανδίας, 11.06.2020, παρ. 28.
940 ΕΔΔΑ, Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7.12.1976, παρ. 49, ΕΔΔΑ, Pentikäinen κατά

Φινλανδίας, 20.10.2015, παρ. 87, ΕΔΔΑ, Bédat κατά Ελβετίας, 29.03.2016, παρ. 48.
941 Βλ. εδώ Β. Χειρδάρη σε Λ. Κοτσαλή, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό

Δίκαιο, 2014, σ. 825, ο οποίος αποτιμά ως αρνητική την απαρίθμηση τόσων πολλών περιορισμών στο
δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης.
942 Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΕΔΔΑ «οι εξαιρέσεις στην ελευθερία της έκφρασης πρέπει να

ερμηνεύονται στενά και η ανάγκη για οποιοδήποτε περιορισμό πρέπει να είναι πειστικά
αιτιολογημένη». Βλ. σχετικά The Observer and Guardian κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 26.11.1991, παρ.
59.

[257]
εννοιολογικού περιεχόμενου της έννοιας «ρητορική του μίσους»943, το Δικαστήριο
επιφυλάσσει διαφοροποιημένη αντιμετώπιση. Κοινός τους τόπος είναι η δυνατότητα του λόγου
να προκαλέσει συναισθήματα μίσους απέναντι σε ορισμένες ομάδες προσώπων ή και σε
μεμονωμένα άτομα που προσδιορίζονται ως επί το πλείστον βάσει φυλετικών, εθνολογικών και
θρησκευτικών χαρακτηριστικών, αλλά πλέον και βάσει του γενετήσιου προσανατολισμού.
Ταυτόχρονα, βέβαια, θα πρέπει να υπάρχει και αντίστοιχη πρόθεση του δράστη. Το πώς
διαφοροποιούνται είναι ένα ζήτημα που εξετάζεται αμέσως παρακάτω. Ανάλογα, λοιπόν, με
την τοποθέτηση του Δικαστηρίου το αποτέλεσμα είναι ότι άλλοτε είναι κατηγορηματικά
αρνητικό ως προς την επέκταση της προστασίας που παρέχει το άρθρο 10 της Σύμβασης
(αναφορικά με την ελευθερία της έκφρασης)944, υπό την έννοια ότι ορισμένες περιπτώσεις
αποκλείονται εντελώς από την προστασία αυτού, και άλλοτε ότι υπάρχουν «λιγότερο σοβαρές»
περιπτώσεις τις οποίες το ΕΔΔΑ δε θεωρεί ότι εμπίπτουν εντελώς εκτός της προστασίας του
αρ. 10, πλην όμως θα πρέπει να σημειωθούν κάποιοι αναγκαίοι για μια δημοκρατική κοινωνία
περιορισμοί στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, ανάλογοι του επιδιωκόμενου σκοπού.

2. Ρητορική του μίσους: μονόδρομος ή διακρίνουσα αντιμετώπιση στη νομολογία


του ΕΔΔΑ;

Μια προσεκτική ανάγνωση της νομολογίας του ΕΔΔΑ αναφορικά με το άρθρο 10 της
ΕΣΔΑ οδηγεί στο συμπέρασμα πως το Δικαστήριο, όταν εξετάζει υποθέσεις που αφορούν στην
υποκίνηση μίσους μέσω του λόγου, εκδηλώνει μια διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των
περιπτώσεων που δύνανται να υπαχθούν εννοιολογικά στη ρητορική του μίσους. Πάντως αυτή

943 Βλ. γι’ αυτό τη Μελέτη υπ’ αριθμ. 406/2006 της Επιτροπής της Βενετίας, «Έκθεση για τη σχέση
μεταξύ της Ελευθερίας Έκφρασης και της Ελευθερίας Θρησκείας: το θέμα της ρύθμισης και δίωξης της
Βλασφημίας, της Θρησκευτικής Προσβολής και της Υποκίνησης Θρησκευτικού μίσους, έγγραφο CDL-
AD (2008)026-e/23.10.2008, δημοσιευμένο σε http://www.venice.coe.int. Ο μοναδικός ορισμός της
έννοιας «ρητορική του μίσους» δίνεται στην υπ’ αριθμ. (97) 20 Σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του
Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη-μέλη, δημοσιευμένη σε https://rm.coe.int, ως εξής: “the term
"hate speech" shall be understood as covering all forms of expression which spread, incite, promote or
justify racial hatred, xenophobia, anti-Semitism or other forms of hatred based on intolerance,
including: intolerance expressed by aggressive nationalism and ethnocentrism, discrimination and
hostility against minorities, migrants and people of immigrant origin”. Στην ξένη βιβλιογραφία βλ. W.
Brugger, The Treatment of Hate Speech in German Constitutional Law (Part I), German Law Journal,
2003, σ. 12 και A. Zimmer, Hate Speech im Völkerrecht, 2001, σ. 17.
944 Σε αντίθεση απ’ ότι συμβαίνει με τις περιπτώσεις του λόγου που «προσβάλλει, σοκάρει ή ενοχλεί»,

όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σ. 22-23. Βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Dicle κατά Τουρκίας, 10.11.2004,
παρ. 12.

[258]
αποτελεί περισσότερο έννοια γένους, που εσωκλείει διαφορετικά είδη μισαλλόδοξου λόγου 945,
μερικά από τα οποία παρατίθενται αμέσως παρακάτω εν είδει παραδείγματος.
Η πρώτη προσέγγιση περιλαμβάνει τον αποκλεισμό946 από το προστατευτικό πεδίο του
άρθρου 10 της ΕΣΔΑ των πλέον σοβαρών περιπτώσεων ρητορίας του μίσους, κατά τις οποίες ο
δράστης εκφράζεται με τρόπο εντελώς ασυμβίβαστο με τις αξίες και τις θεμελιώδεις αρχές που
εγκολπώνει η Σύμβαση και χρησιμοποιεί το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης για
σκοπούς αντίθετους με το πνεύμα αυτής947, τείνοντας περισσότερο προς την άρνηση και τον
εκμηδενισμό των αξιών που κατοχυρώνονται εκεί948. Για την ακρίβεια, το Δικαστήριο θεωρεί
τότε ότι συντρέχει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, σύμφωνα με το άρθρο 17 της
Σύμβασης949, και ότι ο προσφεύγων δεν μπορεί να επωφεληθεί από την προστασία που του
παρέχει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Η δεύτερη προσέγγιση σχετίζεται με τις «λιγότερο σοβαρές»
περιπτώσεις, εκείνες δηλαδή κατά τις οποίες ναι μεν χρησιμοποιείται λόγος που εμπεριέχει
έντονη προκατάληψη, προάγει δηλαδή ή δικαιολογεί ή προτρέπει σε μίσος (εδώ
συγκαταλέγονται και προσβολές, χλευασμοί ή συκοφαντίες950), εντούτοις ο λόγος αυτός δεν
είναι ικανός να βλάψει τις θεμελιώδεις αξίες της Σύμβασης, ούτε χρησιμοποιείται για να
καταλύσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που προστατεύονται αυτή. Εν προκειμένω,
αντίθετα από ότι συμβαίνει στην προηγούμενη περίπτωση, το Δικαστήριο αναγνωρίζει το
δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση και έτσι εξετάζει, σε ένα επόμενο βήμα, το κατά πόσο
υφίσταται περιορισμός σε αυτήν και εάν ο περιορισμός τούτος βρίσκεται σε συμφωνία με το
άρ. 10 της ΕΣΔΑ, έχοντας υποστεί αναγκαίους περιορισμούς, ανάλογους προς τον
επιδιωκόμενο νόμιμο και θεμιτό σκοπό951.

945 Λ.χ. ακραίος εθνικιστικός λόγος, ξενοφοβικός, ομοφοβικός, ιστορικός αναθεωρητισμός,


αντισημιτισμός κ.ά.
946 ΕΔΔΑ, Seurot κατά Γαλλίας, 18.05.2004, Perinçek κατά Ελβετίας, 15.10.2015, παρ. 113-115.

947 ΕΔΔΑ, M’ Bala M’ Bala κατά Γαλλίας, 20.10.2015, (αριθμ. προσφ. 25239/13), παρ. 32 επ.

948 Για «επιδίωξη ανατροπής θεμελιωδών αξιών της Σύμβασης» κάνει λόγο η Τ. Σταυρινάκη, σε Λ.-Α.

Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, σ. 496. Βλ.
επίσης και A. Weber, Manual on Hate Speech, Council of Europe Publishing, Strasbourg, 2009, σ. 22
επ.
949 Σύμφωνα με το οποίο: «Ουδεμία διάταξις της παρούσης Συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως

επαγομένη δι' έν Κράτος, μίαν ομάδα ή έν άτομον οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις
δραστηριότητα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών,
των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση Συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών
τούτων μεγαλυτέρων των προβλεπομένων εν τη ρηθείση Συμβάσει».
950 ΕΔΔΑ, Lilliendahl κατά Ισλανδίας, 11.06.2020, παρ. 36.

951 Με βάση το γράμμα της Σύμβασης, όπως αυτό προκύπτει από την παρ. 2 του άρθρου 10. Σύμφωνα

δε με το δικαστήριο «η ανεκτικότητα και ο σεβασμός της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων
αποτελούν τα θεμέλια μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας. Επομένως, μπορεί κατ’ αρχήν
να θεωρηθεί αναγκαία σε ορισμένες δημοκρατικές κοινωνίες η επιβολή κυρώσεων ή ακόμα και η
πρόληψη όλων των μορφών έκφρασης που διαδίδουν, προτρέπουν, προάγουν ή δικαιολογούν το μίσος

[259]
Οι περιπτώσεις λόγου που αποκλείονται από την προστασία του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ
σκιαγραφούνται στις παρακάτω ενδεικτικές υποθέσεις: Στην υπόθεση Pavel Ivanov κατά
Ρωσίας952 προσφεύγων ήταν ένας ιδιοκτήτης και αρχισυντάκτης εφημερίδας που
καταδικάστηκε από τα εθνικά δικαστήρια για υποκίνηση σε φυλετικό μίσος. Η καταδίκη
προέκυψε από τη δημοσίευση άρθρων στα οποία παρουσιάζονταν οι Εβραίοι ως πηγή όλων
των προβλημάτων της Ρωσίας. Καλούσε δε τους Ρώσους σε αποκλεισμό των Εβραίων από κάθε
μορφή της κοινωνικής ζωής, λόγω του ότι οι τελευταίοι θεωρούνταν από τον προσφεύγοντα ως
ανάξιοι να ζουν και να υπάρχουν ανάμεσά τους. Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι το αντισημιτικό
περιεχόμενο των λόγων του προσφεύγοντα υποκινούσε μίσος προς τον εβραϊκό πληθυσμό της
Ρωσίας και παράλληλα έθετε υπό αμφισβήτηση βασικές αξίες της Σύμβασης, όπως είναι η
ανεκτικότητα, ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και η κοινωνική ειρήνη. Με αυτά τα
χαρακτηριστικά λοιπόν κρίθηκε ότι εξέπιπτε εντελώς του προστατευτικού πεδίου του άρθρου
10 της ΕΣΔΑ, κηρύσσοντας την προσφυγή του απαράδεκτη, λόγω καταχρηστικής άσκησης
δικαιώματος (άρθρο 17)953. Στην υπόθεση Glimmerveen και Haqenbeek κατά
Ολλανδίας954 η Επιτροπή έκρινε ομοίως απαράδεκτη την προσφυγή προσώπων που είχαν
καταδικαστεί εντός της εσωτερικής έννομης τάξης λόγω κατοχής φυλλαδίων στα οποία
αναγράφονταν συνθήματα υπέρ των «Λευκών Ολλανδών» και κατά όλων των υπολοίπων, οι
οποίοι έπρεπε να εγκαταλείψουν την Ολλανδία. Η κατάχρηση δικαιώματος εν προκειμένω
συνίστατο στη χρήση του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης έξω από το
πνεύμα και τους σκοπούς της Σύμβασης, καθότι αποσκοπούσε στη φυλετική διάκριση955. Στη
δε Norwood κατά Ηνωμένου Βασιλείου956 το Δικαστήριο για άλλη μια φορά έκρινε πως η
προτροπή σε θρησκευτικό μίσος, με τη χρήση εικόνας που απεικόνιζε τους Δίδυμους Πύργους
να φλέγονται, συνοδευόμενη από την έκφραση «Έξω το Ισλάμ – Ας προστατέψουμε το
βρετανικό λαό», συνιστούσε μορφή έκφρασης που αποτελούσε κατ’ ουσία σφοδρή επίθεση
κατά θρησκευτικής ομάδας. Ως τέτοια, «αντίκειται στις αξίες που έχουν ανακηρυχθεί και

με βάση τη μισαλλοδοξία, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατυπώσεις, οι προϋποθέσεις, οι περιορισμοί ή οι


κυρώσεις που επιβάλλονται είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό». Έτσι ΕΔΔΑ,
Erbakan κατά Τουρκίας, 6.07.2006, παρ. 56. Για περαιτέρω σχετική νομολογία βλ. Τ. Σταυρινάκη σε
Λ.-Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, σ. 497
επ..
952 ΕΔΔΑ, 20.02.2007.

953 Παρόμοια και η ΕΔΔΑ, M’Bala M’Bala κατά Γαλλίας, 20.10.2015 (αριθμ. προσφ. 25239/13).

954 Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 11.10.1979.

955 Υποκίνηση σε φυλετικές διακρίσεις, μη εμπίπτουσα στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 10 της

ΕΣΔΑ, συνιστούσε και η περίπτωση του Βέλγου Βουλευτή και προέδρου του πολιτικού κόμματος Front
National στο Βέλγιο, ο οποίος κατά την προεκλογική περίοδο διένειμε φυλλάδια με συνθήματα «κατά
της Ισλαμοποίησης του Βελγίου», συνοδευόμενα από την παρακίνηση σε διωγμό και απέλαση των μη
Ευρωπαίων ανέργων. Υπόθεση ΕΔΔΑ, Féret κατά Βελγίου, 16.07.2009. Βλ. γι’ αυτή Τ. Σταυρινάκη σε
Λ.-Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, σ. 497.
956 ΕΔΔΑ, 16.11.2004.

[260]
προστατεύονται από τη Σύμβαση, δηλαδή την ανεκτικότητα, την κοινωνική ειρήνη και την
απαγόρευση των διακρίσεων», με αποτέλεσμα ο προσφεύγων να αδυνατεί να επωφεληθεί της
προστασίας που του επιφυλάσσει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ να εκφράζεται ελεύθερα. Τέλος, από
τις πιο διαδεδομένες μορφές έκφρασης που αποκλείονται από τον προστατευτικό μανδύα του
άρθρου 10 είναι ο ιστορικός αναθεωρητισμός957 και ακόμα περισσότερο η άρνηση του
Ολοκαυτώματος. Στην υπόθεση Garaudy κατά Γαλλίας958 το Δικαστήριο κλήθηκε να
ασχοληθεί με την περίπτωση ενός συγγραφέα που είχε τιτλοφορήσει το βιβλίο του «Οι
ιδρυτικοί μύθοι του σύγχρονου Ισραήλ». Κατηγορήθηκε και κρίθηκε ένοχος από τα εθνικά
δικαστήρια για αμφισβήτηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, για δημόσια δυσφήμιση
της εβραϊκής κοινότητας και για υποκίνηση φυλετικού μίσους. Κρίθηκε ότι τα σχόλιά του
αμφισβητούσαν αλήθειες σαφώς παραδεδεγμένων ιστορικών γεγονότων και δεν επεδίωκαν
επιστημονικό ή ιστορικό σκοπό. Τουνατίον, ο λόγος του ήταν περισσότερο υποστηρικτικός
προς το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο και επιθυμούσε να αποκαταστήσει. Με αυτό το
περιεχόμενο, ο «ρεβιζιονιστικός» λόγος του συγγραφέα κρίθηκε από το ΕΔΔΑ ως μια από τις
«πιο σοβαρές μορφές φυλετικής δυσφήμισης των Εβραίων και ως υποκίνηση μίσους σε βάρος
τους» καθώς και ως «σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη» και συνεπώς ανάξιος προστασίας.
Για άλλη μια φορά το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του αρνητή ως ratione materiae
αβάσιμη959.
Στον αντίποδα της κατάχρησης δικαιώματος (άρθρο 17) και της συνεπαγόμενης
άρνησης εφαρμογής του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ βρίσκονται οι περιπτώσεις εκείνες που το
Δικαστήριο δέχεται πως το υφιστάμενο και επιβεβαιωμένο κατά τα άλλα δικαίωμα του
προσφεύγοντος να εκφράζεται ελεύθερα πρέπει να περισταλεί και να υποστεί τους αναγκαίους
για μια δημοκρατική κοινωνία περιορισμούς, οι οποίοι πάντως τίθενται περιοριστικά στην παρ.
2 του ίδιου ως άνω άρθρου και πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά960. Το δικαστήριο

957 Πολύ χαρακτηριστική είναι η υπόθεση Perinçek κατά Ελβετίας, 15.10.2015, η οποία μάλιστα
δίχασε τους κρίνοντες δικαστές του ΕΔΔΑ αναφορικά με το κατά πόσο η αμφισβήτηση της σφαγής
Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915, στην οποία προέβη Τούρκος πολιτικός, ενέπιπτε στην περίπτωση
της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος ή στο πεδίο των αναγκαίων περιορισμών της ελευθερίας της
έκφρασης μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Βλ. γι’ αυτή Τ. Σταυρινάκη, σε Λ.-Α. Σισιλιάνο, όπ.π.,
2017, σ. 648.
958 ΕΔΔΑ, 24.06.2003, https://hudoc.echr.coe.int.

959 Βλ. σχετικά και τις παλιότερες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του

Ανθρώπου, την οποία αντικατέστησε αργότερα εξ ολοκλήρου το ΕΔΔΑ. Ενδεικτικά υπόθεση Honsik
κατά Αυστρίας, 18.10.1995, καθώς και Marais κατά Γαλλίας, 24.06.1996. Αμφότερες σχετικές με
αμφισβήτηση εγκλημάτων που τελέστηκαν κατά των Εβραίων από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς.
960 Βλ. εδώ την αρνητική κριτική που ασκεί ο Β. Χειρδάρης, σε Λ. Κοτσαλή, ΕΣΔΑ και Ποινικό Δίκαιο,

σ. 841, στην τακτική πολλών ελληνικών δικαστηρίων να αγνοούν τόσο τη ρητή γραμματική διατύπωση
του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, και συγκεκριμένα των περιορισμών που τίθενται στην παρ. 2 αυτού, όσο και
την πάγια νομολογία που έχει αναπτύξει το ΕΔΔΑ σχετικά, περιστέλλοντας κατ’ αποτέλεσμα
ανεπίτρεπτα την ελευθερία της έκφρασης. Η τακτική αυτή συνιστά ευθεία παραβίαση δικαιώματος που

[261]
παρεμπιπτόντως τόνισε σε αρκετές περιπτώσεις ότι η εκφορά αποκλινουσών απόψεων, ακόμα
και εξτρεμιστικών, δίχως παράλληλα να υπάρχει άμεση ή συναγόμενη προτροπή σε βία, μίσος
ή διακρίσεις εκ μέρους του δράστη της προτροπής, προστατεύεται από την ΕΣΔΑ, ενώ τυχόν
καταδίκη από τα εθνικά δικαστήρια για έκφραση απόψεων που αποκλίνουν από τις
καθιερωμένες, δίχως άλλου τινός όρου, συνιστά παραβίαση του άρθρου 10 αυτής961.
Ενδεικτική της τακτικής που ακολουθεί το ΕΔΔΑ αναφορικά με την εξέταση
ενδεχόμενης προσβολής της ελευθερίας της έκφρασης είναι η υπόθεση Medya FM Reha
Radyo ve ÿletiÿim Hizmetleri A.ÿ. κατά Τουρκίας962. Η υπόθεση είχε ως εξής:
προσφεύγουσα ήταν μια τουρκική εταιρία που εξέπεμπε ραδιοφωνικά προγράμματα. Σε ένα εξ
αυτών είχε προβεί σε σχόλια που υπονόμευαν την ύπαρξη και την ανεξαρτησία της Τουρκικής
Δημοκρατίας, όπως επίσης και την εθνική ενότητα. Παρά την επιβολή διοικητικών κυρώσεων,
οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω ουδέποτε εφαρμόστηκαν στην πράξη, η εταιρία εκ νέου
εξέπεμψε σχόλια που κρίθηκαν ικανά να προκαλέσουν βία, μίσος, τρομοκρατικές πράξεις και
φυλετικές διακρίσεις. Το αποτέλεσμα ήταν να επιβληθεί μια γενική απαγόρευση
αναμετάδοσης για 365 ημέρες. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την προσφυγή της εταιρίας, έκρινε
αρχικά ότι πράγματι η απαγόρευση αυτή συνιστούσε επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης.
Η επέμβαση αυτή, ωστόσο, προβλεπόταν στο νόμο και επεδίωκε νόμιμους σκοπούς.
Περαιτέρω, στο πεδίο ελέγχου της αναγκαιότητας του περιορισμού του ατομικού αυτού
δικαιώματος σε μια δημοκρατική κοινωνία, απεφάνθη ότι οι λόγοι που δόθηκαν από τις αρχές
για τη δικαιολόγηση της ποινής ήταν «σχετικοί και επαρκείς». Τέλος, η επέμβαση ήταν και
ανάλογη του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού, καθότι η συμπεριφορά της προσφεύγουσας είχε
ξεπεράσει το όρια ανεκτικότητας που θέτει κάθε πλουραλιστική δημοκρατία. Με τα παραπάνω
δεδομένα η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη και ο περιορισμός του ατομικού δικαιώματος της

κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ, προκαλώντας έτσι απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ’
του ΚΠΔ.
961 Χαρακτηριστική η υπόθεση του ΕΔΔΑ, Gündüz κατά Τουρκίας, 4.12.2003, όπου κρίθηκε ότι το

γεγονός της υπεράσπισης της σαρίας από μόνο του, ακόμα και με τη ζωηρή εκφορά των εξτρεμιστικών
ιδεών της σέκτας του προσφεύγοντος, χωρίς παράλληλα να γίνεται από μέρους του υποκίνηση σε βία,
δεν μπορεί να θεωρηθεί ρητορική του μίσους. Αντιθέτως, στο πλαίσιο ενός πλουραλιστικού διαλόγου
ήταν επιβεβλημένη η ανοχή του συγκεκριμένου λόγου. Ομοίως και σε ΕΔΔΑ, Faruk Temel κατά
Τουρκίας, 01.02.2011, όπου υπήρξε η εκτίμηση ότι ο ζωηρός πολιτικός λόγος επί επίκαιρων ζητημάτων
γενικού ενδιαφέροντος δε συνιστούσε στην προκειμένη περίπτωση προτροπή σε βία και ως εκ τούτου
κακώς υπήρξε ποινική καταδίκη για τέτοια συμπεριφορά. Η παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ ήταν
πρόδηλη κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Βλ. επίσης και ΕΔΔΑ (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης), Perinçek
κατά Ελβετίας, 15.10.2015.
962 ΕΔΔΑ, 14.11.2006.

[262]
ελευθερίας της έκφρασης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνος με το γράμμα και το
πνεύμα του νόμου963.

3. Σύνοψη των σχετικών θέσεων που ακολουθεί το ΕΔΔΑ

Μέσα από την προαναφερθείσα παράθεση, ανάλυση και κατηγοριοποίηση της


νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με τη ρητορική του μίσους, ιδωμένη σε συνάρτηση με την
κατοχυρωμένη στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ ελευθερία της έκφρασης, συνάγεται το ακόλουθο
συμπέρασμα: το Δικαστήριο καταβάλλει διαρκώς σπουδαία προσπάθεια να εξασφαλίσει τη
μέγιστη δυνατή προστασία στο εν λόγω δικαίωμα. Μάλιστα, η εξελικτική του νομολογία κάθε
άλλο παρά συντηρητική θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, αφού φροντίζει να επεκτείνει τον
προστατευτικό ιστό της διάταξης, και συγκεκριμένα της παρ. 1 του υπό εξέταση άρθρου, σε
κάθε περίπτωση λόγου, ακόμα και εκείνου που «προσβάλλει, σοκάρει ή ενοχλεί».
Αφουγκράζεται από τη μία τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις
των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, από την άλλη όμως πιέζει προς μία φιλελεύθερη
κατεύθυνση, διευρύνοντας τα δυνατά όρια ερμηνείας της σχετικής διάταξης, γεγονός που δε
γίνεται πάντα εύκολα αποδεκτό. Θα έλεγε κανείς ότι φιλοδοξεί και συνάμα επιδιώκει με τη
σθεναρή του στάση να υπερκεράσει όλες τις συντηρητικές εκείνες δυνάμεις που βάλλουν κατά
της ελευθερίας της έκφρασης, καθότι αναγνωρίζει ότι αυτή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο
κάθε δημοκρατικής πολιτείας.
Παρά ταύτα, το Δικαστήριο αναγνωρίζει πως ο λόγος σε κάποιες περιπτώσεις εγκυμονεί
κινδύνους που δεν είναι δυνατό να υποτιμηθούν. Οι κίνδυνοι αυτοί απειλούν τόσο τα
δικαιώματα των μελών ορισμένων κοινωνικών ομάδων όσο και την κοινωνική ειρήνη.
Ξεκινώντας, βέβαια, από την εκτίμηση ότι δεν είναι το περιεχόμενο του λόγου καθ’ εαυτό που
θα πρέπει να ενδιαφέρει, προβαίνει περαιτέρω σε εξέταση του κατά πόσο υφίσταται
προτροπή, άλλως υποκίνηση σε χρήση βίας, σε τέλεση ακραίων πράξεων (μεταξύ αυτών και οι
αθέμιτες διακρίσεις), ακόμα και σε δημιουργία μίσους απέναντι σε ευάλωτες κοινωνικές
ομάδες ή μεμονωμένα άτομα. Αποφασιστικά κριτήρια για την εκτίμηση αυτή είναι η ιδιότητα
του προσφεύγοντος, οι συνθήκες και το ειδικότερο πλαίσιο (χρονικό, ιστορικό και τοπικό) στο
οποίο εκφράστηκε, το κοινό στο οποίο απευθυνόταν, ακόμα και ο τρόπος που επέλεξε να
εκφραστεί. Τότε το Δικαστήριο προβαίνει σε μια διχοτομημένη αντιμετώπιση. Με κριτήριο το
εάν ο προτρεπτικός λόγος τείνει ή όχι προς την άρνηση και τον εκμηδενισμό των θεμελιωδών
αξιών της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο είτε θεωρεί πως συντρέχει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος
και συνεπώς εξαιρεί εντελώς το συγκεκριμένο λόγο από την προστασία του άρθρου 10 (αλλά
και από οποιοδήποτε άλλο άρθρο της Σύμβασης), είτε κρίνει πως συντρέχει στη συγκεκριμένη

963 Για περιπτώσεις αναγκαίας σε μια δημοκρατική κοινωνία παρέμβασης στην ελευθερία της
έκφρασης βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Soulas και λοιποί κατά Γαλλίας, 10.07.2008, Balsytė-Lideikienė κατά
Λιθουανίας, 4.11.2008, Le Pen κατά Γαλλίας, 20.04.2010 καθώς και Lilliendahl κατά Ισλανδίας,
11.06.2020, ΠοινΔικ 2021, σ. 146 επ.. Βλ. όμως αντίθετα ΕΔΔΑ, Association Ekin κατά Γαλλίας,
17.07.2001.

[263]
περίπτωση ανάγκη για θεμιτό περιορισμό στην κατά τα άλλα επιβεβαιωμένη ελευθερία της
έκφρασης, δυνάμει του άρθρου 10 παρ. 2, λόγω ύπαρξης επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης, η
οποία δικαιολογεί τον εν λόγω περιορισμό. Στην ανωτέρω δεύτερη κατηγορία εντάσσονται και
οι περιπτώσεις λόγου που συνιστούν προκατάληψη σε βάρος ομάδων του πληθυσμού που
προσδιορίζονται με βάση όχι μόνο τις κλασικές πηγές προκατάληψης, π.χ. τη φυλή, την
καταγωγή και το χρώμα, αλλά και τον γενετήσιο προσανατολισμό (τον λεγόμενο «ομοφοβικό
λόγο»)964. Σε τέτοιες περιπτώσεις το ΕΔΔΑ δεν αρκείται απλώς στο να διαπιστώσει ότι
πρόκειται για «σοβαρές, εξαιρετικά επώδυνες και προκατειλημμένες μορφές έκφρασης» αλλά
εξετάζει παράλληλα και το κατά πόσο συντρέχουν στην εκάστοτε υπόθεση τρία βασικά
κριτήρια: της νομιμότητας της επέμβασης στην ελευθερία της έκφρασης (αν δηλαδή το μέτρο
που λήφθηκε και συνιστά τον περιορισμό προβλέπεται στο νόμο), του έννομου σκοπού (αν
δηλαδή το μέτρο επιδιώκει νόμιμο σκοπό) και, τέλος, της αναγκαιότητας σε μια δημοκρατική
κοινωνία. Δεν αποκλείεται, βέβαια, ο περιορισμός στην έκφραση ναι μεν να προβλέπεται στο
νόμο και να επιδιώκει κάποιο νόμιμο σκοπό, όπως είναι για παράδειγμα η πρόληψη
εγκλημάτων και της κοινωνικής αναταραχής και, συγκεκριμένα, η ανάγκη για διασφάλιση της
κοινωνικής συνύπαρξης του πληθυσμού, η προστασία της φήμης και των δικαιωμάτων
τμημάτων του πληθυσμού (π.χ. των Εβραίων), αλλά ο περιορισμός αυτός να μην είναι
αναγκαίος υπό τις δεδομένες συνθήκες και έτσι να μη δικαιολογεί στη συγκεκριμένη
περίπτωση μια τόσο σοβαρή παρέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης965.
Η συλλογιστική διαδικασία που ακολουθεί το Δικαστήριο, όπως διαφαίνεται και από τις
αμέσως προηγούμενες παρατηρήσεις, είναι συγκεκριμένη. Θυμίζει τη δική μας συνταγματική
τάξη, που απαιτεί στάθμιση αντικρουόμενων συμφερόντων και πρακτική εναρμόνιση αυτών.
Αναγνωρίζει, άλλωστε, ότι οι εποχές που διανύουμε είναι δύσκολες και απαιτητικές, καθότι οι
διευρυμένες κοινωνικές ανισότητες δημιουργούν κατάλληλες συνθήκες για σοβαρή
αμφισβήτηση των θεμελιωδών αξιών της Σύμβασης. Η ανάγκη για μία ψύχραιμη
εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων και τάσεων είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Γι’
αυτό το λόγο εξετάζει ευθύς εξ αρχής αν υφίσταται παρέμβαση στην ελευθερία έκφρασης.
Τότε μόνο ελέγχει αν αυτή η παρέμβαση προβλέπεται από το νόμο και επιδιώκει νόμιμο
σκοπό. Το τελευταίο βήμα αποτελεί ο έλεγχος της αναγκαιότητας, το κατά πόσο δηλαδή ο

964 Βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Lilliendahl κατά Ισλανδίας, 11.06.2020, παρ. 36, στην οποία το Δικαστήριο
κατηγορηματικά δηλώνει ότι ρητορική του μίσους συνιστούν και οι περιπτώσεις των επιθέσεων που
διαπράττονται σε βάρος ανθρώπων μέσω «προσβολών, χλευασμού ή συκοφαντιών», όπως ήταν εν
προκειμένω οι χαρακτηρισμοί kynvilla (σεξουαλική ανωμαλία) και kynvillingar (σεξουαλικά ανώμαλοι)
στρεφόμενοι κατά ομοφυλόφιλων ατόμων. Για την απόφαση αυτή βλ. Α. Καλιβιανάκη, (επιμ. –
μετάφραση) ΕΔΔΑ απόφ. της 11.6.2020 [Καταπολέμηση διακρίσεων – Μισαλλόδοξος λόγος –
Σεβασμός ιδιωτικής ζωής – Ελευθερία έκφρασης], ΠοινΔικ 2021, σ. 146 επ. καθώς και Γ. Νούσκαλη, Οι
προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου κατά το άρθρο 1 Ν 927/1979 στα πρόσφατα
νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ 2021, σ. 6 επ.
965 Βλ. σχετικά ΕΔΔΑ, Association Ekin κατά Γαλλίας, 17.07.2001.

[264]
νόμιμος περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης είναι παράλληλα και αναγκαίος σε μια
δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη του θεμιτού σκοπού που επιδιώκει. Η ΕΣΔΑ
προχωράει ένα βήμα παραπέρα και προσδιορίζει επακριβώς στην παρ. 2 του άρθρου 10 ποιοι
είναι οι σκοποί εκείνοι που δικαιολογούν περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση. Δεν
επαφίεται στη νομολογιακή διαμόρφωσή τους ή στην ερμηνευτική εξαγωγή τους. Τουναντίον,
τους κατονομάζει ειδικά και περιοριστικά, είτε από ανάγκη σαφούς οριοθέτησης, είτε από
φόβο για δημιουργία νομολογιακών κατασκευών αντίθετων στο πνεύμα της Σύμβασης. Οι
περιορισμοί αυτοί είναι: α) η εθνική ασφάλεια, β) η εδαφική ακεραιότητα, γ) η δημόσια
ασφάλεια, δ) η προάσπιση της τάξης, ε) η πρόληψη εγκλήματος, στ) η προστασία της
υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων, ζ) η παρεμπόδιση της κοινολόγησης εμπιστευτικών
πληροφοριών και η) η διασφάλιση του κύρους και της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η ερμηνεία που δίνει το ΕΔΔΑ είναι συσταλτική των τιθέμενων
περιορισμών, με κύριο σημείο αναφοράς την αναγκαιότητα του περιορισμού σε μια
δημοκρατική κοινωνία966.

4. Τελικές παρατηρήσεις αναφορικά με το βαθμό «διείσδυσης» της νομολογίας του


ΕΔΔΑ στην ελληνική έννομη τάξη

Προτού κλείσει όμως αυτή η ενότητα, αξίζει να σημειωθεί η ακόλουθη παράμετρος: η


παράθεση και επεξήγηση της συστηματικής αντιμετώπισης της ρητορικής του μίσους από
μέρους του ΕΔΔΑ δεν πραγματοποιήθηκε απλώς για τον εμπλουτισμό της ύλης με δικαιικές
πηγές και τοποθετήσεις έξωθεν της ελληνικής έννομης τάξης, αλλά και για ένα σκοπό ακόμα·
αυτόν της «υπενθύμισης» στην ελληνική θεωρία και ως επί το πλείστον στην ποινική
νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων967 ότι πέρα από την ελληνική έννομη τάξη, με τη δική
της βέβαια ιεραρχία των κανόνων που τη συγκροτούν968, υφίσταται και μία παράλληλη
διεθνής, οι κανόνες της οποίας, μέσα από την ερμηνεία που δίνει σε αυτούς το ΕΔΔΑ,
«διεισδύουν» τρόπον τινά στο εσωτερικό της χώρας μας και συνυφαίνουν την προστασία των
δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται στo ελληνικό Σύνταγμα.

966 ΕΔΔΑ, Dicle κατά Τουρκίας, 10.11.2004. Βλ. σχετικά Β. Χειρδάρη, σε Λ. Κοτσαλή, ΕΣΔΑ και
Ποινικό Δίκαιο, 2014, σ. 828-829.
967 Βλ. σε Β. Χειρδάρη, όπ.π., σ. 838 επ. την αρνητική αποτίμηση που κάνει ο συγγραφέας αναφορικά

με την ερμηνεία, εφαρμογή και τον εν γένει σεβασμό της νομολογίας του ΕΔΔΑ από τα ελληνικά
ποινικά δικαστήρια, τα οποία, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, επιδεικνύουν μια «αδιαφορία» για
την επίκληση του άρ. 10 της ΕΣΔΑ. Στις ελάχιστες δε περιπτώσεις που εφαρμόζουν την εν λόγω
διάταξη, είτε «διαβάζουν» λάθος τη νομολογία του ΕΔΔΑ, προς την οποία πρέπει να συμμορφώνονται,
είτε παραβιάζουν ακόμα και το γράμμα του νόμου, όπως αυτό υπαγορεύεται από τη διάταξη του
άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.
968 Στην κορυφή του οικοδομήματος βρίσκεται το Σύνταγμα. Για την ιεράρχηση των κανόνων δικαίου

στην ελληνική έννομη τάξη βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, γ’ έκδοση, 2004, σ. 263 επ.

[265]
Είναι γνωστή η θέση που επιφυλάσσει στην ΕΣΔΑ το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντ. από το
χρονικό σημείο της επικύρωσής της με νόμο και τη θέση της σε ισχύ, σύμφωνα με τους όρους
που προβλέπει. Υπερισχύει έναντι οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης τυπικού νόμου του
εσωτερικού μας δικαίου, όχι όμως και έναντι των κανόνων του Συντάγματος 969. Άλλωστε,
σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν
την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των
διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι»970, ενώ στις λοιπές παραγράφους του ίδιου ως άνω
άρθρου περιγράφεται η διαδικασία ελέγχου εκτέλεσης της εκάστοτε απόφασης, από τα
συγκροτημένα για το σκοπό αυτό όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ). Τα τελευταία
μπορούν ακόμα και να προβούν σε επιβολή κυρώσεων έναντι του κράτους που δε
συμμορφώνεται στις υποχρεώσεις του. Σε οριακές περιπτώσεις ένα κράτος-μέλος μπορεί να
έρθει αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο αποβολής του από το Συμβούλιο της Ευρώπης, σύμφωνα
με το άρθρο 8 του Καταστατικού του. Με βάση λοιπόν τις παραπάνω ρυθμίσεις προκύπτει ότι,
σε επίπεδο νομολογιακής αντιμετώπισης τουλάχιστον, ο Έλληνας ποινικός δικαστής
δεσμεύεται κατά το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης σε υποθέσεις που άπτονται της
ρητορικής του μίσους να λαμβάνει υπόψη σοβαρά το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της
έκφρασης και να εφαρμόζει το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, και μάλιστα ομόρροπα προς την αυθεντική
ερμηνεία στην οποία προβαίνει το ΕΔΔΑ971, αφής στιγμής οι προβλέψεις της Σύμβασης
συνιστούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, ως κανόνες αυξημένης
τυπικής ισχύος972. Δεν αποτελούν μια ρομαντική και αφηρημένη διακήρυξη, αλλά ένα σύστημα
κανόνων που αξιώνουν τήρηση από τα συμβαλλόμενα κράτη. Αν δεν το πράξει ο εθνικός μας
δικαστής, συντελεί στη δημιουργία διεθνούς ευθύνης του ελληνικού κράτους για πράξη
οργάνου της δικαστικής του εξουσίας973.
Ένας τελευταίος προβληματισμός που πρέπει να τεθεί εν προκειμένω είναι και η σχέση
της ΕΣΔΑ με το ελληνικό Σύνταγμα. Αρχικά τονίζεται ότι πρόθεση της γράφουσας εν
προκειμένω δεν είναι να απαντηθεί το δύσκολο974 ερώτημα της υπεροχής ή μη του

969 Έτσι ο Κ. Μαυριάς, όπ.π., σ. 265. Ομοίως και ο Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι,α, γ’ έκδοση,
1982, σ. 161.
970 Για λεπτομερή ανάλυση του άρθρου αυτού βλ. Σ. Τρεκλή, σε Λ.–Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση

Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπ.π., 2017, σ. 726 επ.


971 Ειδάλλως υποπίπτει σε ευθεία παραβίαση της ΕΣΔΑ και εντεύθεν σε παραγωγή απόλυτης

ακυρότητας, σύμφωνα με το άρθρο 171, παρ. 1 περ. δ’ του ΚΠΔ.


972 Σύμφωνοι εδώ οι Σ. Τρεκλή, όπ.π., σ 732 και Β. Χειρδάρης, όπ.π., σ. 841.

973 Για τη γενική αυτή αρχή του διεθνούς δικαίου βλ. Λ. – Α. Σισιλιάνο, Ο έλεγχος της συμμόρφωσης

των Κρατών προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:
πρόσφατες εξελίξεις, σε Α. Μαγγανά, (επιμ.), Τιμητικός Τόμος για την Αλίκη Γιωτοπούλου-
Μαραγκοπούλου: Δικαιώματα του Ανθρώπου-Έγκλημα-Αντεγκληματική πολιτική, 2003, σ. 1205 επ.
974 Διότι πλέον, πέρα από τη σαφή πρόβλεψη του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντ., θα πρέπει να

συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι με τη Συνθήκη της Λισαβόνας έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες για την
προσχώρηση της ΕΕ στην ΕΣΔΑ, ενώ παράλληλα ρητά αναφέρεται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την

[266]
Συντάγματος, που ταλανίζει τόσο εσωτερικά, σε επίπεδο θεωρίας και νομολογίας, όσο και
διεθνώς, από τη σκοπιά δηλαδή του ΕΔΔΑ. Εκείνο που έχει περισσότερο σημασία είναι να
αναδειχθεί το επίπεδο προστασίας που παρέχεται στα ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες
μέσα από τη σύντομη συγκριτική μελέτη του τρόπου προσέγγισης της ρητορικής του μίσους
τόσο από την ΕΣΔΑ και εντεύθεν τη νομολογία του ΕΔΔΑ, όσο και από το ελληνικό Σύνταγμα
και τα ελληνικά δικαστήρια. Περαιτέρω δε, εξετάζεται το κατά πόσο η σχέση μεταξύ των δύο
συγκεκριμένων δικαιϊκών συστημάτων εμφανίζεται ως παράλληλη, τέμνουσα ή εφάπτουσα.
Όπως αναφέρθηκε και στην προηγούμενη ενότητα, η ελευθερία της έκφρασης (άρθρο
10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) ή, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 14 παρ. 1 του ελληνικού
Συντάγματος, η ελευθερία έκφρασης και διάδοσης στοχασμών κατοχυρώνεται και άρα
προστατεύεται και στην εσωτερική μας έννομη τάξη. Τόσο το Σύνταγμα όσο και η ΕΣΔΑ
αναγνωρίζουν ότι η προστασία που παρέχεται από την εκάστοτε πρόβλεψη δεν περιορίζεται
στο σύνηθες πεδίο ανταλλαγής απόψεων και δεν εξαρτάται από το περιεχόμενο αυτών.
Επεκτείνεται και σε ιδέες διαφορετικές, μη κοινά αποδεκτές, ακόμα και αποκρουστικές, τις
οποίες θα πρέπει να ανέχεται μια πλουραλιστική δημοκρατία. Αυτή είναι άλλωστε και η
πεμπτουσία της προστασίας. Πέραν τούτου, όμως, είναι σαφές και το γεγονός ότι η ελευθερία
της έκφρασης συνυπάρχει και με όλα τα άλλα ατομικά δικαιώματα, εκφράζοντας έτσι
διάφορες πτυχές του ανθρώπινου βίου. Ενίοτε, μάλιστα, οι πτυχές αυτές αναγκαστικά
καλύπτονται από περισσότερες ελευθερίες και δικαιώματα που δεν μπορούν να συνυπάρξουν
μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να τίθεται θέμα επικράτησης του ενός έναντι του άλλου. Εξάλλου,
η ελευθερία της έκφρασης δεν αποτελεί ένα απεριόριστο δικαίωμα. Συναντά τα όριά του και
σταματά εκεί όπου αρχίζουν οι γενικοί νομικοί κανόνες συμβιώσεως, στοιχείο που δε συνιστά
κατ’ ακριβολογία περιορισμό του περιεχομένου του εν λόγω ατομικού δικαιώματος, αλλά
(λογικά πρότερο) «προσδιορισμό» αυτού975. Η πρόβλεψη «τηρώντας τους νόμους του
κράτους» του ελληνικού Συντάγματος έχει το νόημα ότι η συγκεκριμένη ελευθερία δεν είναι
ασυδοσία, αλλά δικαίωμα προσαρμοσμένο και στις ανάγκες των λοιπών κοινωνών του δικαίου,
που ρυθμίζονται με νομικούς κανόνες. Συνεπώς, η ελληνική συνταγματική τάξη προβλέπει
περιορισμό του υπό αναφορά δικαιώματος, υπό τη προϋπόθεση όμως ότι αυτός
πραγματοποιείται στη βάση ενός γενικού νόμου. Ενός νόμου δηλαδή που προστατεύει ένα
ισάξιο976 έννομο αγαθό, δίχως όμως να βάλλει προσωπικά κατά συγκεκριμένου ατόμου ή
ομάδας προσώπων και δίχως να έχει στόχο να πλήξει μία συγκεκριμένη γνώμη. Την ίδια
μέριμνα επιδεικνύει, άλλωστε, και η ΕΣΔΑ, η οποία αφενός αναγνωρίζει την κοινωνική ανάγκη
για περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης και αφετέρου προβαίνει η ίδια, στο άρθρο 10

Ευρωπαϊκή Ένωση η ΕΣΔΑ ως πηγή δικαίου της Ε.Ε. Εξάλλου, εδώ συνεφέλκεται και το ζήτημα της
κατίσχυσης ή μη του κοινοτικού δικαίου έναντι των διατάξεων του Συντάγματος.
975 Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 141-142, ο οποίος κατατάσσει τη ρήτρα

«τηρώντας τους νόμους του κράτους» στους εγγενείς περιορισμούς, άλλως εννοιολογικούς
προσδιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων.
976 Δηλαδή ένα επίσης συνταγματικά προστατευόμενο έννομο αγαθό.

[267]
παρ. 2 αυτής, σε αυθεντικό προσδιορισμό των νόμιμων σκοπών που πρέπει να επιδιώκει ένας
υπό του νόμου προβλεπόμενος περιορισμός. Οι περιορισμοί δεν θα πρέπει να αναιρούν τον
πυρήνα του δικαιώματος. Τουναντίον, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη σημασία που έχει η
ελευθερία της έκφρασης για τις δημοκρατικές κοινωνίες στις οποίες απευθύνονται το ΕΣΔΑ
και το ελληνικό Σύνταγμα. Πρακτικά αυτό καθίσταται δυνατό μέσα από μια διαδικασία
στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων, το αποτέλεσμα της οποίας, μάλιστα, θα πρέπει
να υπαγορεύεται από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως ανωτέρω
αναλύθηκε. Αυτό ακριβώς είναι άλλωστε και το νόημα του άρθρου 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ,
σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη του οποίου οι νόμιμοι κατά τα άλλα και επιδιώκοντες θεμιτό
σκοπό περιορισμοί πρέπει ταυτόχρονα να είναι και «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Βέβαια, είναι επίσης σημαντικό να τονισθεί εδώ ότι για να εξετασθεί περίπτωση τυχόν
περιορισμών του ατομικού δικαιώματος θα πρέπει πρώτα να διαπιστωθεί αν πράγματι στην
ελευθερία της έκφρασης υφίσταται παρέμβαση. Αν, με άλλα λόγια, διακινδυνεύει το αγαθό
που προστατεύεται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Αν αντιθέτως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει,
περιττεύει η εξέταση συνδρομής ενός από τους περιορισμούς. Αν λ.χ. το ΕΔΔΑ διαπιστώσει ότι
μία συγκεκριμένη μορφή έκφρασης λόγου που εμπεριέχει μίσος υποσκάπτει ή ακόμα
χειρότερα εκμηδενίζει τις θεμελιώδεις αξίες που πρεσβεύει η ΕΣΔΑ, τότε δε συντρέχει
περίπτωση προστατευόμενης ελεύθερης έκφρασης, αλλά κατάχρησης δικαιώματος, η οποία
προβλέπεται στο άρθρο 17 και απαγορεύεται977. Συνεπώς, εν προκειμένω παρέλκει η εξέταση
της ενδεχόμενης συνδρομής λόγων που περιορίζουν θεμιτά την ελευθερία της έκφρασης, αφού
η συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν απολαμβάνει καν την προστασία του ατομικού δικαιώματος
που παρέχεται από τη Σύμβαση. Στην ελληνική συνταγματική τάξη η έννοια της κατάχρησης
δικαιώματος συναντάται στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντ. το κανονιστικό εύρος της οποίας δεν
ταυτίζεται απόλυτα με το περιεχόμενο που της προσδίδει η νομολογία του ΕΔΔΑ, τουλάχιστον
όσον αφορά στην εδώ εξεταζόμενη θεματική978. Το πότε τελικά συντρέχει κατάχρηση
δικαιώματος σε μία συγκεκριμένη περίπτωση και άρα έκπτωση από το δικαίωμα που ασκείται
καταχρηστικά αποφασίζεται από τον εκάστοτε δικαστή, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θα
πρέπει να είναι φειδωλός ως προς τη χρήση της σχετικής διάταξης, λόγω της εγγενούς

977 Για την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στην ελληνική έννομη τάξη βλ. τη διάταξη του άρθρου
25 παρ. 3 του Συντ. Για μια ανάλυση αυτού βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά
Δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 158 επ. και Κ. Χρυσόγονο – Σ. Βλαχόπουλο, Ατομικά και Κοινωνικά
Δικαιώματα, 2017, σ. 103 επ.
978 Σε αντίθεση με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν κατέστη εφικτό να βρεθεί απόφαση εθνικού

δικαστηρίου που να εξετάζει υπόθεση που άπτεται του Ν. 927/1979, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα της
κατάχρησης δικαιώματος.

[268]
αοριστίας της έννοιας και συνακόλουθα του κινδύνου κατάχρησης της ίδιας της
απαγόρευσης979.
Από τις παραπάνω τοποθετήσεις προκύπτει ευχερώς ότι το επίπεδο προστασίας που
παρέχεται από τα δύο προαναφερθέντα δικαιϊκά συστήματα είναι παρόμοιο, δίχως το ένα να
υπολείπεται σε μεγάλο βαθμό έναντι του άλλου980. Ίσως η αναφορά στην παρ. 2 του άρθρου
10 της ΕΣΔΑ μιας πληθώρας δυνατών περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης να δίνει την
εντύπωση στενότερης προστασίας, ήτοι ευρύτερου περιορισμού του ατομικού δικαιώματος. Σε
κάθε περίπτωση όμως το ΕΔΔΑ έχει φροντίσει να ερμηνεύσει τους περιορισμούς αυτούς
συσταλτικά, μεγεθύνοντας κατ’ αποτέλεσμα το παρεχόμενο επίπεδο προστασίας981,
εξομοιώνοντας το σχεδόν με το ούτως ή άλλως μεγαλύτερο επίπεδο που προκύπτει εκ του
ελληνικού Συντάγματος982. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, όταν σε μία κρινόμενη περίπτωση
διαπιστώνεται παραβίαση της συγκεκριμένης διατάξεως της ΕΣΔΑ με βάση τις τοποθετήσεις
που πραγματοποιήθηκαν στο κείμενο, θα μπορεί πολύ εύκολα να διαπιστώνεται ταυτόχρονα
και παραβίαση του αντίστοιχου άρθρου του Συντάγματος. Όταν πάλι δεν υφίσταται
παραβίαση, αλλά περιορισμός, τα εργαλεία που προσφέρουν αμφότερα τα νομικά κείμενα για
την επίλυση του αναδυόμενου ζητήματος σχεδόν ταυτίζονται. Με αυτά τα δεδομένα, η
σύγκρουση των αντίστοιχων διατάξεων της ΕΣΔΑ και του ελληνικού Συντάγματος στο επίπεδο
της ρητορικής του μίσους αποτελεί περισσότερο ένα θεωρητικό πρόβλημα παρά μία
πραγματική κατάσταση που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, γεγονός σαφώς που καθιστά
ευχερέστερη την αξιοποίηση των ερμηνευτικών προσταγμάτων της νομολογίας του ΕΔΔΑ από
τα ελληνικά δικαστήρια.

IV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ανάλυση που προηγήθηκε στο Τρίτο Μέρος της παρούσας μελέτης κατέδειξε κάποιες
βασικές και συνάμα αμφιλεγόμενες συνιστώσες του φαινομένου που διεθνώς πλέον
αναγνωρίζεται ως «ρητορική του μίσους». Ανάμεσα στις περισσότερες έννομες τάξεις
καταγράφονται αντίρροπες τάσεις αναφορικά με το επίπεδο προστασίας που πρέπει να
παρέχεται στο ρατσιστικό λόγο, οι οποίες, μάλιστα, είναι άμεσα συνυφασμένες με το

979 Για τις προϋποθέσεις εφαρμογής της σχετικής διάταξης και τους προβληματισμούς που
παράγονται από τη χρήση της βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, όπ.π., σ. 158 επ. καθώς και Κ.
Χρυσόγονο – Σ. Βλαχόπουλο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σ. 108 επ..
980 Για την επικουρική/συμπληρωματική λειτουργία που επιτελεί η ΕΣΔΑ στο εσωτερικό μιας

υποδεέστερης, από άποψη προστασίας στα ατομικά δικαιώματα, έννομης τάξης, κάτι που δε φαίνεται
πάντως να ισχύει στην περίπτωση του Συντάγματός μας, βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, 2016, σ. 12-13.
981 Έτσι ο Β. Χειρδάρης, ΕΣΔΑ & Ποινικό Δίκαιο, όπ.π., σ. 841.

982 Έτσι και ο Κ. Χρυσόγονος, Η «μη» εφαρμογή της ΕΣΔΑ από τα ελληνικά δικαστήρια, ΤοΣ, 2002,

σ. 677 επ.

[269]
ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο που αποδίδεται στη συγκεκριμένη μορφή έκφρασης. Ως
τέτοια, πράγματι χρήζει καταρχήν και μέχρι ένα βαθμό983 προστασίας, με βάση τα διεθνή και
εσωτερικά καταστατικά κείμενα που κατοχυρώνουν και προστατεύουν την ελευθερία της
έκφρασης.
Ωστόσο, μία ομιλία που είτε εκτρέφεται από το μίσος είτε γεννά και διασπείρει αυτό σε
μία δημοκρατική κοινωνία984 μπορεί να μη φτάνει στο επίπεδο του λόγου που χρήζει
συνταγματικής προστασίας. Ως εκ τούτου, αναγνωρίζεται η δυνατότητα να επιβληθούν
περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης, με αποκορύφωμα την απειλή
ποινικής κύρωσης. Ο ποινικός κολασμός, άλλωστε, ως απάντηση μιας οργανωμένης και
δημοκρατικής πολιτείας στο ρατσιστικό λόγο, στο λόγο δηλαδή που έχει τη δυνατότητα να
βλάψει ατομικά και συλλογικά έννομα αγαθά, είναι η παράμετρος εκείνη του φαινομένου που
θα μας απασχολήσει διεξοδικά στις επόμενες ενότητες.
Η θέση που θα λάβει κανείς απέναντι στο ζήτημα της ποινικοποίησης της ρητορικής του
μίσους εξαρτάται εν πολλοίς -αν και όχι απαραίτητα αποκλειστικά- από το ιστορικό,
κοινωνικοπολιτικό και νομικό σύστημα στο οποίο γαλουχήθηκε. Στην αντίπερα όχθη του
Ατλαντικού985 υποστηρίζεται ως επί το πλείστον μία ευρύτατη προστασία αυτού του
συγκεκριμένου είδους του λόγου μη αποδεχόμενη περιορισμούς986, μεταξύ αυτών και του
σπουδαιότερου-του ποινικού κολασμού, τη στιγμή που στις νομικές κατεξοχήν παραδόσεις και
στις μοντέρνες πλέον αντιλήψεις των περισσότερων κρατών που συναπαρτίζουν την Ε.Ε. και
το ΣτΕ γίνεται κοινά αποδεκτή μία διαφορετική προσέγγιση, τείνουσα περισσότερο προς την
άρνηση της προστασίας του. Αξίες όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η ισότητα μεταξύ όλων,
ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, θρησκείας κ.λπ. βαρύνουν σημαντικά στη συνείδηση του
νομοθέτη και του εφαρμοστή του δικαίου, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή εκ των
προτέρων και σε κάθε περίπτωση η αποτίμηση του παρεχόμενου βαθμού προστασίας.
Ομολογουμένως, όμως, ακόμα και στις έννομες τάξεις που δεν αποδέχονται μία άνευ ετέρου
προστασία της ελεύθερης έκφρασης, έχουν θεσμοθετηθεί περιορισμοί στην απαγόρευση του
ρατσιστικού λόγου, ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν αναιρείται ο πυρήνας αυτού του τόσου
σημαντικού για την ολοκλήρωση του ατόμου δικαιώματος, όπως, άλλωστε, πρέπει να
συμβαίνει σε κάθε γνήσια δημοκρατική πολιτεία.

983 Μεγαλύτερο ή μικρότερο.


984 Υπό την ειδικότερη μορφή και τις επιμέρους διαστάσεις που θα αναλυθούν στο επόμενο κεφάλαιο.
985 Κυρίως στις Η.Π.Α.

986 Βλ. C. Haupt, Regulating hate speech-Damned if you do and damned if you don’t: Lessons learned

from comparing the German and U.S. approaches, Boston University International Law Journal, Vol.
23, σ. 299 επ. καθώς και W. Brugger, The Treatment of Hate Speech in German Constitutional Law
(Part I and II), German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, σ. 1 επ. Βλ. επίσης M. Rosenfeld, Hate
Speech in Constitutional Jurisprudence: A Comparative Analysis, Cardozo Law Review, p. 1523 (2003).

[270]
Παραδοσιακά, στη δική μας έννομη τάξη, όπως αυτή διαμορφώθηκε ιστορικά και
εξελίχθηκε κάτω από τη σοβαρή επίδραση του γερμανικού ποινικού συστήματος, το δικαίωμα
στην ελεύθερη έκφραση δεν είναι απόλυτο, αλλά επιδέχεται περιορισμούς, μεταξύ αυτών και ο
ποινικός κολασμός.
Το κατά πόσο, λοιπόν, είναι θεμιτός και συνταγματικά ανεκτός ο περιορισμός στην
ελευθερία της έκφρασης δια της ποινικοποίησης του μισαλλόδοξου λόγου είναι ζήτημα που
αναλύθηκε εκτενώς στο παρόν μέρος της εργασίας. Εκείνο που χρειάζεται περαιτέρω να
εξετασθεί είναι το ειδικότερο περιεχόμενο των διατάξεων που εισήχθησαν στο ποινικό μας
σύστημα με το Ν. 927/1979, όπως αυτός ισχύει σήμερα. Ειδικότερα, στο αμέσως επόμενο
κεφάλαιο θα μας απασχολήσουν οι δογματικές επιλογές του Έλληνα νομοθέτη αναφορικά με
την τυποποίηση των αδικημάτων της «δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους» στο άρθρο 1 και
της «δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων» στο άρθρο 2 του Ν. 927/1979. Η
ερμηνεία και ανάλυση των στοιχείων που απαρτίζουν τα προαναφερθέντα αδικήματα είναι
μείζονος σημασίας. Πέραν του ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι μίας μελέτης που
προσδοκά όχι μόνο να απασχολήσει σε θεωρητικό επίπεδο, δίνοντας αφορμή και ερείσματα
για περαιτέρω ανάλυση, αλλά και να βοηθήσει σε πρακτικό επίπεδο, κατατείνουν κυρίως στο
να αναδείξουν μία θεμελιώδη παράμετρο της υπό κρίση τυποποίησης. Αυτή δεν είναι άλλη από
το βαθμό συμμόρφωσης των διατάξεων με την κεφαλαιώδους σημασίας δικαιοκρατική αρχή
«κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο»987 (άρθρο 1 του ΠΚ και άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ.).
Οι ειδικότερες επιλογές του νομοθέτη προσδίδουν ένα ιδεολογικοπολιτικό στίγμα στο υπό
κρίση νομοθέτημα, το οποίο πρέπει ομολογουμένως να εξετασθεί με τη δέουσα προσοχή,
ούτως ώστε να κριθεί με ασφάλεια το κατά πόσο έγινε σεβαστός ο ακρογωνιαίος λίθος του
ποινικού μας συστήματος, ήτοι η αρχή της νομιμότητας, από κοινού βέβαια με τις αρχές που
την εξειδικεύουν. Η επίδρασή της γενικά είναι βαθιά, ουσιαστική και πολυεπίπεδη, καθότι
διαμορφώνει τη φυσιογνωμία του Ποινικού μας Δικαίου988. Ο δε σεβασμός της είναι ένα
ζήτημα που πρέπει πάντα να κρίνεται κατά περίπτωση. Ειδάλλως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να
διαφύγει της προσοχής μας μία ηθελημένη ή μη ολίσθηση σε νομοθετικές επιλογές που
παραβιάζουν τη συγκεκριμένη δικαιοκρατική αρχή. Εξίσου σημαντικός εν τέλει είναι και ο
έλεγχος του σεβασμού και άλλων αξιωμάτων του ποινικού μας δόγματος, όπως είναι για
παράδειγμα η αρχή της αναλογικότητας (άρ. 25 παρ. 1 εδάφ. 4 του Συντ.), ο κολασμός της
πράξης και όχι της προσωπικότητας του δράστη ή του φρονήματος αυτού, η αρχή τη ενοχής, η
αρχή της επικουρικότητας του Ποινικού Δικαίου κ.ά..

987 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, «Άρθρο 7 παρ. 1», σε: Γ. Κασιμάτης και Κ. Μαυριάς (επιμ.), Ερμηνεία του
Συντάγματος, Τόμος Α’, 2η έκδ., 2003, σ. 16 επ.
988 Έτσι ο Γ.-Α. Μαγκάκης, «Άρθρο 1: Καμία ποινή χωρίς νόμο», σε Δ. Σπινέλλη (επιμ.), Συστηματική

Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα. Άρθρα 1-133, 2005, σ. 15 .

[271]
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 927/1979, ΟΠΩΣ ΕΧΟΥΝ


ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ

[272]
[273]
Ι. «ΑΡΘΡΟ 1: ΔΗΜΟΣΙΑ ΥΠΟΚΙΝΗΣΗ ΒΙΑΣ Ή ΜΙΣΟΥΣ»

1. Η μορφή του άρθρου, όπως αυτό ισχύει σήμερα

Το άρθρο 1 του Ν. 927/1979 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4285/2014, ΦΕΚ Α’


191/10.9.2014, «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση-
πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών
και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες
διατάξεις»989. Στη συνέχεια, με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 4491/2017 ΦΕΚ Α’ 152/13.10.2017,
«Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης,
Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και
άλλες διατάξεις» προστέθηκαν στην παρ. 1 του άρθρου 1 και στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.
927/1979, μετά τις λέξεις «ταυτότητα φύλου», και οι λέξεις «χαρακτηριστικά φύλου». Οι
παραπάνω αλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί το άρθρο 1 του Ν. 927/1979 ως εξής:
1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με
οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή
ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας
προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές
καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα
φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη
δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως
άνω προσώπων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική
ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 - 20.000) ευρώ.
2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται όποιος με πρόθεση και με τα μέσα και τους τρόπους που
αναφέρονται στην παράγραφο 1, υποκινεί, προτρέπει, προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη
φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από τις παραπάνω ομάδες ή
πρόσωπα, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη.
3. Αν η πρόκληση, προτροπή, διέγερση ή υποκίνηση των προηγούμενων παραγράφων είχε ως
αποτέλεσμα την τέλεση εγκλήματος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και

989 Για τη μορφή και την ανάλυση του άρθρου 1 του Ν. 927/1979, όπως ίσχυε πριν τις τροποποιήσεις
που επέφερε ο Ν. 4285/2014, αλλά και γενικά για την ιστορικότητα και τις λοιπές ρυθμίσεις του
σχετικού νόμου κατά το παρελθόν βλ. Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι της παρούσας μελέτης και συγκεκριμένα
την ενότητα 3.

[274]
χρηματική ποινή δεκαπέντε έως τριάντα χιλιάδων (15.000-30.000) ευρώ. Σε περίπτωση
επιβολής ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, επιβάλλεται η αποστέρηση των
πολιτικών δικαιωμάτων από ένα έως πέντε έτη.
4. Όποιος συγκροτεί ή συμμετέχει σε οργάνωση ή ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής
που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1 και 2, τιμωρείται με
τις ποινές της παραγράφου 1, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.
5. Αν η πράξη των προηγουμένων παραγράφων τελέστηκε από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο,
κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, επιβάλλεται: α) στις περιπτώσεις
των παραγράφων 1 και 2, φυλάκιση έξι (6) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή
δέκα χιλιάδων έως είκοσι πέντε χιλιάδων (10.000-25.000) ευρώ και β) στην περίπτωση της
παραγράφου 3, φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή είκοσι πέντε
χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων (25.000 - 50.000) ευρώ.

2. Συνοπτική παρουσίαση και περιεκτικός σχολιασμός των υπαγόμενων στο άρθρο


1 διατάξεων – μορφολογικές παρατηρήσεις

Στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 τυποποιείται ένα έγκλημα


εξωτερίκευσης και συνάμα απλής συμπεριφοράς (τυπικό), το βάρος της ποινικής απαξίας
του οποίου δεν εξαντλείται απλώς στη συμπεριφορά του δράστη, αλλά επεκτείνεται και σε ένα
αποτέλεσμα990 διακινδύνευσης. Δε συνιστά μια απλή έκφραση, η τυχόν ποινικοποίηση της
οποίας θα παραβίαζε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης,
αλλά μια πράξη με κοινωνικό νόημα και, συγκεκριμένα, μια γνωστοποίηση προς άλλον ή
άλλους ανθρώπους (τους αποδέκτες του λόγου) με ορισμένο νοηματικό περιεχόμενο. Η
γνωστοποίηση, προκειμένου να είναι άδικη, θα πρέπει να τελείται κατά τέτοιο τρόπο (δίχως
αυτός, βέβαια, να περιγράφεται ρητά στο νόμο), ώστε να παράγει μία συγκεκριμένη
δυνατότητα κινδύνου είτε για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών (π.χ. ζωή, σωματική
ακεραιότητα, προσωπική ελευθερία) είτε (ή/και, για την ακρίβεια) για το συλλογικό έννομο
αγαθό της δημόσιας τάξης. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα έγκλημα δυνητικής
διακινδύνευσης των προαναφερόμενων έννομων αγαθών, το οποίο, ωστόσο, δεν έχει
αποτέλεσμα με την τεχνική έννοια του όρου και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης για
ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, τόπου επέλευσης αποτελέσματος, μη γνήσιας
παράλειψης κ.λπ.991 . Δε χρειάζεται να επέλθει βλάβη κάποιου έννομου αγαθού, ούτε όμως και

990 Αποτέλεσμα με την ουσιαστική έννοια του όρου, ως μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, και όχι ως
στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης.
991 Πρβλ. όμως και Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 171, ο οποίος

χαρακτηρίζει όλα τα εγκλήματα εξωτερικεύσεως ως ουσιαστικά ή αλλιώς αποτελέσματος. Το


αποτέλεσμα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, έγκειται στην περιέλευση της εξωτερίκευσης ενός
νοήματος, η οποία αποτελεί το έγκλημα, σε γνώση άλλου.

[275]
αρκεί μια απλή εξωτερίκευση των σκέψεων του δράστη· αυτή θα πρέπει να είναι πρόσφορη
στη συγκεκριμένη περίπτωση να προκαλέσει βία, μίσος ή διακρίσεις και να τελείται κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο διασάλευσης της δημόσιας τάξης ή
κίνδυνο βλάβης της ζωής, της υγείας ή της προσωπικής ελευθερίας ανθρώπων που
προσδιορίζονται βάσει των αναφερόμενων στη διάταξη προστατευόμενων χαρακτηριστικών.
Περιγράφονται πλέον περισσότεροι τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης, οι οποίοι μπορούν να
εναλλαχθούν μεταξύ τους εκφράζοντας έτσι μία μονάδα έννομου αγαθού, ώστε να μπορούν να
υπαχθούν κι άλλες μορφές συμπεριφοράς που δε συνιστούν ευθεία παρακίνηση σε τέλεση
πράξης. Ως εκ τούτου τυποποιείται ένα έγκλημα υπαλλακτικά μικτό.
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 τυποποιείται, όπως και στην
παράγραφο 1, ένα έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης για το έννομο αγαθό της δημόσιας
τάξης. Οι μορφές αξιόποινης συμπεριφοράς παραμένουν οι ίδιες με εκείνες της παραγράφου 1,
μόνο που εν προκειμένω περιγράφονται οι ρατσιστικές εκδηλώσεις που στρέφονται κατά
πραγμάτων (κινητών ή ακινήτων), τα οποία δεν έχει σημασία αν ανήκουν κατά κυριότητα στα
πρόσωπα ή στις ομάδες προσώπων που στοχοποιούνται λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών
τους, αρκεί να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα (όπως
π.χ. θρησκευτικά αντικείμενα, εθνικά σύμβολα, οίκοι λατρείας, χώροι διαμονής, εκπαίδευσης,
ψυχαγωγίας κ.λπ.992).
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 διαβάζει κανείς ένα έγκλημα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο (άρθρο 29 ΠΚ), για τη στοιχειοθέτηση του οποίου απαιτείται να
συντρέχουν οι εξής τρεις, ουσιώδεις και χαρακτηριστικές για τη συγκεριμένη κατηγορία
εγκλημάτων προϋποθέσεις: α) να υπάρχει μία πρόκληση, διέγερση, προτροπή ή υποκίνηση
των παραγράφων 1 ή 2 του ίδιου άρθρου, ως βασικό έγκλημα εκ δόλου τελούμενο, β) να
τελεστεί από κάποιον τρίτο (όχι το δράστη της πρόκλησης κ.λπ., ούτε το στοχοποιούμενο
πρόσωπο φυσικά) ένα ρατσιστικό έγκλημα βίας ή μίσους για το οποίο θα πρέπει να συντρέχει
τουλάχιστον αμέλεια του δράστη993 και γ) το έγκλημα αυτό θα πρέπει να είναι παραπέρα
αποτέλεσμα του βασικού εγκλήματος, δηλαδή της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους κατά
προσώπων ή πραγμάτων, υπό την έννοια ότι θα συνδέεται αιτιωδώς με αυτό. Με άλλα λόγια, η
δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους θα πρέπει να έχει ως αρχικό αποτέλεσμα την πρόκληση
απόφασης για τέλεση των παραπάνω πράξεων και ως παραπέρα την τέλεση εγκήματος
ρατσιστικής βίας ή μίσους.
Στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 μεταφέρεται, όχι πάντως αυτούσια,
η ρύθμιση του παλιού άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 927/1979, περί συγκρότησης ή συμμετοχής σε

992 Έτσι στην αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «τροποποίηση του Ν. 927/1979 και προσαρμογή
του στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση
ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου».
993 Και το οποίο, κατ’ επιταγή του άρθρου 29 ΠΚ, θα πρέπει να τυποποείται και ως αυτοτελές έγκλημα

από αμέλεια.

[276]
ρατσιστική οργάνωση. Πρόκειται για ένα έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης τόσο της
δημόσιας τάξης όσο και αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών που, στη διαδρομή προς
τη βλάβη, βρίσκεται ένα στάδιο πριν τη δημιουργία συγκεκριμένης δυνατότητας κινδύνου για
τα παραπάνω αναφερόμενα έννομα αγαθά. Οι εδώ τυποποιούμενες μορφές συσσωμάτωσης
δεν επιδιώκουν, όπως άλλοτε, οποιαδήποτε δραστηριότητα τείνουσα σε φυλετική διάκριση,
αλλά συγκεκριμένα τη συστηματική τέλεση των αδικημάτων που περιγράφονται στις
παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, δηλαδή τη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά
προσώπων ή πραγμάτων. Δε χρειάζεται και να τελούνται οι τελευταίες, αρκεί να συγκροτεί ή
να συμμετέχει ο δράστης σε μια οργάνωση ή ένωση προσώπων η οποία επιδιώκει διαρκώς
(τουλάχιστον μέχρι τη διάλυσή της με τον οποιονδήποτε τρόπο) και σε βάθος χρόνου μια
δημόσια τελούμενη ρητορική του μίσους σε βάρος ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων. Είναι
έγκλημα σύναψης σχέσης, καθότι ο τρόπος πραγμάτωσής του, όπως περιγράφεται στην
αντικειμενική υπόσταση, συνίσταται στη σύναψη μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα
άτομα, που προϋποθέτει τουλάχιστον τη σύμπτωση των βουλήσεών τους994. Είναι πλημμέλημα,
αφού για την τιμωρία του γίνεται παραπομπή στις ποινικές κυρώσεις της παρ. 1, όπου
προβλέπεται φυλάκιση και χρηματική ποινή, αυτεπαγγέλτως διωκόμενο και επικουρικό έναντι
κάθε διάταξης που τιμωρεί την ίδια πράξη βαρύτερα.
Τέλος, στην παράγραφο 5 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 τυποποιείται ένα ιδιαίτερο
έγκλημα, καθότι απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη η ιδιαίτερη ιδιότητα του
δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου. Μάλιστα, πρόκειται για μη γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, αφού
η εν λόγω ιδιότητα δε δημιουργεί για πρώτη φορά το αξιόποινο της συμπεριφοράς του δράστη,
αυτό προϋπάρχει ήδη στις παρ. 1 και του 2 του ίδιου άρθρου. Απλώς η ιδιαίτερη ιδιότητα το
επαυξάνει, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από τα αυξημένα πλαίσια ποινής που προβλέπονται
για το δράστη μιας δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους κατά προσώπων ή πραγμάτων 995, όταν
αυτός είναι δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος και παράλληλα λειτουργεί ως τέτοιος κατά την
τέλεση της πράξης («κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων»).

994 Έτσι για αυτή την κατηγορία εγκλημάτων ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 293-
294.
995 Όπως επίσης και του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος της παρ. 3, αλλά πάντως όχι της
συγκρότησης ή συμμετοχής σε ρατσιστική οργάνωση (αφού δεν περιλαμβάνεται, τουλάχιστον ρητά)
μεταξύ των περιπτώσεων α και β της παρ. 5. Θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρηθεί ότι προβλέπεται
αυξημένο πλαίσιο ποινής και για το δράστη των εγκλημάτων της παρ. 4, από τη στιγμή που στην
τελευταία δεν υπάρχει αυτοτελής πρόβλεψη ποινής, αλλά παραπομπή στην παρ. 1 για την εύρεσή της,
το δε στοιχείο α’ της παρ. 5 κάνει λόγο για τις «περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2» και όχι για τα
εγκλήματα των παρ. 1 και 2.

[277]
3. Η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων 996
(άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979)

3.1. Η αντικειμενική υπόσταση

α. Υποκείμενο – δράστης του κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 εγκλήματος μπορεί
να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος-φυσικό πρόσωπο, δίχως να χρειάζεται να συντρέχει κάποια
συγκεκριμένη ιδιότητα στο πρόσωπό του, όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση της αντωνυμίας
«όποιος» στη θέση του υποκειμένου τέλεσης της πράξης. Η αντωνυμία «όποιος» περιλαμβάνει
και το θηλυκό αυτής, αφού εννοεί τον άνθρωπο γενικά και όχι τον άντρα συγκεκριμένα.
Άλλωστε, δεν περιλαμβάνονται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος στοιχεία τα
οποία μπορούν να προσδώσουν μία συγκεκριμένη ιδιότητα στο δράστη, περιορίζοντας έτσι τον
κύκλο των προσώπων που μπορούν να τελέσουν ως αυτουργοί το εν λόγω αδίκημα. Συνεπώς,
τυποποιείται ένα αδίκημα κοινό997.
β. Εγκληματική συμπεριφορά: είναι η υποκίνηση, η πρόκληση, η διέγερση ή η
προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά
προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη
θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό
προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία.
Αναλυτικότερα:
β.i. Πράξη του εγκλήματος που τυποποιείται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 είναι
η δημόσια τελούμενη «υποκίνηση», «πρόκληση», «διέγερση» ή (δηλαδή σε διαζευκτική
τυποποίηση) «προτροπή» σε πράξεις ή ενέργειες. Ενώ η προγενέστερη μορφή του άρθρου
αρκούταν στην έννοια της «προτροπής», με το Ν. 4285/2014 προστέθηκαν και οι λοιποί τρεις
τρόποι τέλεσης του αδικήματος, οι οποίοι, μάλιστα, προβλέφθηκαν διαζευκτικά, αφού
χωρίζονται μεταξύ τους με το διαζευκτικό «ή», με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για ένα
έγκλημα πολύτροπο998. Εκείνο που έχει σημασία, δεδομένης της συγκεκριμένης νομοθετικής
επιλογής, είναι να εξετασθεί στο σημείο αυτό το κατά πόσο η τυποποίηση περισσότερων
τρόπων τέλεσης του υπό κρίση εγκλήματος δια της χρήσης αντίστοιχα περισσότερων όρων
υποδηλώνει ταυτόχρονα και διαφορετικό νόημα, διευρύνοντας έτσι το αξιόποινο. Εάν αντίθετα
διαπιστωθεί ότι όλες οι επιμέρους λέξεις αποδίδουν το ίδιο ακριβώς νόημα, τότε θα πρόκειται
για περιττή ταυτολογία και κατ’ επέκταση για αλυσιτελή νομοθετική φλυαρία.
Η ανάγνωση της Αιτιολογικής Έκθεσης στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση του Ν.
927/1979 και προσαρμογή του στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου
2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας
μέσω του ποινικού δικαίου (L 328)» καθώς και των λοιπών συνοδευτικών Εκθέσεων δεν

996 Όπως τιτλοφορείται πλέον το άρθρο 1 του Ν. 927/1979, μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο
1 του Ν. 4285/2014.
997 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 66.

998 Για την ακρίβεια, γνήσιο πολύτροπο ή διαζευκτικά (ή υπαλλακτικά) μικτό.

[278]
παρέχουν κανένα απολύτως έρεισμα για την ασφαλή τοποθέτηση επί του θέματος.
Συγκρίνοντας δε τη διατύπωση του νόμου σε επίπεδο εγκληματικής συμπεριφοράς με εκείνη
στην οποία προέβη ο ευρωπαίος νομοθέτης στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο,
όπου και έχει επιλεγεί αποκλειστικά και μόνο η χρήση του όρου «υποκίνηση» 999, παρατηρούμε
ότι υπάρχει διαφοροποίηση. Όμοια απόκλιση εντοπίζεται και ως προς τη διατύπωση του
άρθρου 4 του Ν.Δ. 494 της 24.3/3.4.1970, «περί κυρώσεως της εν Νέα Υόρκη υπογραφείσης
την 7ην Μαρτίου 1966 διεθνούς συμβάσεως περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών
διακρίσεων», με την επικύρωση της οποίας η Ελλάδα ανέλαβε για πρώτη φορά τη διεθνή
υποχρέωση να προβεί στη λήψη και εφαρμογή κατάλληλων μέτρων για την εξάλειψη των
φυλετικών διακρίσεων. Στο τελευταίο υπάρχει μέριμνα για ποινική πρόβλεψη, μεταξύ άλλων,
ενάντια σε συμπεριφορές που συνιστούν «παρότρυνση» προς φυλετική διάκριση καθώς και σε
πράξεις βίας σε βάρος οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή
εθνολογικής προέλευσης. Τόσο η έννοια της «υποκίνησης» όσο και αυτή της «παρότρυνσης»
βρίσκουν ελάχιστη απήχηση στα αδικήματα του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα1000.
Καταρχάς, φαίνεται να προκύπτει από τις παραπάνω παρατηρήσεις ότι η επιλογή του
Έλληνα νομοθέτη, όσον αφορά στη χρήση των τεσσάρων όρων που αποτυπώθηκαν τελικά στο
κείμενο του νόμου, είναι συνειδητή. Αποσκοπεί δε κατά πάσα πιθανότητα στη διατήρηση μιας
συνέχειας από την επιλογή όρων που είναι γνωστοί στο νομικό μας σύστημα, έχουν
χρησιμοποιηθεί και σε άλλες διατάξεις του ΠΚ1001 και έχουν τύχει έτσι πλούσιας θεωρητικής
επεξεργασίας και νομολογιακής αντιμετώπισης1002. Άλλωστε, μία τέτοια επιλογή συντείνει
στην επίτευξη ασφάλειας δικαίου, που είναι τόσο σημαντική στον τομέα του ποινικού δικαίου.
Το συμπέρασμα τούτο καθιστά αναπόφευκτη τη χρήση της ερμηνείας που προτείνεται και που
χρησιμοποιείται ήδη για την απόδοση των αντίστοιχων όρων του ΠΚ ως ερμηνευτικής πυξίδας
για την εννοιολόγηση των εξεταζόμενων στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης.
Ξεκινώντας από την έννοια της «προτροπής», ως της μόνης επιλογής του νομοθέτη
που μεταφέρθηκε αυτούσια στο νέο νομοθετικό πλαίσιο και συνάμα έτυχε στο παρελθόν
ερμηνείας τόσο από δικαστήριο ουσίας όσο και από το Ανώτατο Ακυρωτικό1003, όσον αφορά

999 Και συγκεκριμένα: «δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους».


1000 Πριν την ψήφιση του Νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α΄95/11.06/2019), οι
παραπάνω έννοιες εντοπίζονταν μόνο στα άρθρα 186 και 170 παρ. 2 του ΠΚ, όπου τυποποιούνταν,
μεταξύ άλλων, ως αδικήματα η παρότρυνση κάποιου στη διάπραξη ορισμένου κακουργήματος ή
πλημμελήματος και η υποκίνηση σε στάση αντίστοιχα. Σήμερα η έννοια της παρότρυνσης έχει
απαλειφθεί ως μορφή εγκληματικής συμπεριφοράς από το άρ. 186 ΠΚ.
1001 Βλ. για παράδειγμα τα άρθρα 135, 170 παρ. 2, 183, 184 και (παλιό) 186 ΠΚ.

1002 Έτσι και οι Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 66 και Α. Χουλιάρας, Η ποινικοποίηση του

μισαλλόδοξου λόγου, ΝοΒ 2017, σ. 1242.


1003 Βλ. την υπ’ αριθμ. ΟλΑΠ 3/2010 απόφαση, δημοσιευμένη στην ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ.

[279]
τουλάχιστον στο συγκεκριμένο αδίκημα, θα λέγαμε ότι σημαίνει παρότρυνση1004 σε πράξεις ή
ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας
προσώπων που διακρίνονται βάσει των στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών1005. Η
προτροπή θα μπορούσε ακόμα περισσότερο να ταυτιστεί και με την «πρόκληση» που
χρησιμοποιείται παρά τω πλευρώ της διέγερσης στα άρθρα 183 και 184 του ΠΚ, νοούμενη η
τελευταία ως «άμεση, ευθεία και αποκαλυμμένη ως προς το σκοπό της προτροπή άλλων να
προβούν σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη»1006. Πρέπει, δηλαδή, να πρόκειται για μια
ανακοίνωση του δράστη που απευθύνεται σαφώς και ευθέως σε άτομα μη ειδικώς
καθορισμένα1007, λ.χ. με την ανάπτυξη επιχειρηματολογίας, η οποία θα έχει σκοπό να

1004 Βλ. εδώ και Γ. Αποστολάκη, Η ποινική καταστολή των φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών
διακρίσεων, ΠοινΔικ 2002, σ. 1186, ο οποίος επισημαίνει ότι: «Η προτροπή ενέχει παρότρυνση,
παρόρμηση, διέγερση, ενθάρρυνση και παρακίνηση για την τέλεση κάποιας πράξεως ή ενέργειας».
Έτσι και οι ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ. και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. Ομοίως
και ο Ι. Μοροζίνης, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ. 447, ο
οποίος στο παρελθόν την είχε ταυτίσει με την έννοια της παρότρυνσης του άρ. 186 ΠΚ. Βέβαια, δεν
αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος η απλή παρακίνηση για την τέλεση κάποιας πράξης, όπως
παρατηρούσε παλιότερα η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της
έκφρασης, ΠοινΧρον 2013, σ. 481, αλλά θα πρέπει επιπρόσθετα (εν. η προτροπή) «να είναι
αντικειμενικά πρόσφορη να κινητοποιήσει στην τέλεση των συγκεκριμένων πράξεων, προσφορότητα
που κρίνεται με γνώμονα την ιδιότητα του δράστη, τον αριθμό και τα ειδικότερα χαρακτηριστικά των
αποδεκτών του μηνύματος και τις συγκεκριμένες συνθήκες τόπου και χρόνου».
1005 Έτσι η υπ’ αριθμ. 913/2009 (αδημ.) απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που έκρινε την

υπόθεση γνωστού συγγραφέα-ιστορικού που συνέγραψε το βιβλίο «Οι Εβραίοι. Όλη η αλήθεια». Στη
διατύπωση της μείζονος πρότασης το δικαστήριο απέδωσε ακριβώς την έννοια της παρότρυνσης, δίχως
κάποια περαιτέρω εξειδίκευση, στον όρο «προτροπή» της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 1 του Ν. 4285/2014.
Πάντως, κρίθηκε ότι η συμπεριφορά του δράστη δε συνιστούσε παρακίνηση-παρότρυνση σε πράξεις
που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία, αλλά συνταγματικά ανεκτή άσκηση του
δικαιώματος για ελεύθερη έκφραση των στοχασμών του υπό την ειδικότερη μορφή της άσκησης
δριμείας κριτικής και της αξιολόγησης ιστορικών γεγονότων. Βλ. όμως και την πολύ ενδιαφέρουσα
άποψη της μειοψηφίας του Άρειου Πάγου, η οποία στην υπ’ αριθμ. ΟλΑΠ 3/2010 απόφασή της,
ΠοινΔικ 2010, σ. 533, δέχτηκε ότι συντρέχει η σχετική προτροπή.
1006 Για τον ορισμό βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 37 και τις εκεί

περαιτέρω παραπομπές. Για την αρχική απόδοση, βέβαια, του νοηματικού εύρους του σχετικού όρου
βλ. την αιτιολογική έκθεση στο ΣχΠΚ 1929/1933, εις: Ζαχαρόπουλου, Ελληνικός Ποινικός Κώδιξ, 1950,
σ. 189. Την άποψη του περί της έννοιας της «προτροπής» αναθεωρεί ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979,
όπ.π., 2016, σ. 70 και επιλέγει πλέον ως ιστορικοδογματικά ορθότερη την αναφερόμενη στο κείμενο
ταύτιση.
1007 Δηλαδή σε αόριστο κύκλο προσώπων. Αρκεί η προτροπή προς το πλήθος «ένας από εσάς». Έτσι

σε Μ. Μαργαρίτη, (επιμ. Άντα Μαργαρίτη), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, 2020,


σ. 494, ερμηνεία άρθρου 184 ΠΚ. Σύμφωνος με αυτή την ερμηνεία στο πλαίσιο του άρ. 1 παρ. 1 Ν.

[280]
κατευθύνει σε ορισμένη πράξη ή παράλειψη1008. Αποτελεί, με άλλα λόγια, μια μορφή
συμπεριφοράς που απευθύνεται προπαντός στη λογική των ανθρώπων 1009 και όχι στο θυμικό
τους και που έχει ως στόχο να προκαλέσει στους αποδέκτες του λόγου την απόφαση να
προβούν σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε
βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει ορισμένων
χαρακτηριστικών1010. Οι πράξεις στις οποίες παρωθεί ο δράστης δεν έχει σημασία αν θα είναι
ειδικά καθορισμένες κατά τόπο, χρόνο και αντικείμενο. Μπορεί, δηλαδή, να είναι μπορεί και
να μην είναι1011. Αδιάφορο επίσης κρίνεται αν ο αποδέκτης του λόγου είχε ήδη αποφασίσει την
τέλεση της προτρεπόμενης πράξης, αρκεί η συμπεριφορά του ομιλητή να τείνει προς ενίσχυση
της απόφασης αυτής1012. Διακρίνεται δε από τη διέγερση, καθότι η τελευταία, όπως θα δούμε
παρακάτω, απευθύνεται στο συναισθηματικό κόσμο του αποδέκτη και παράλληλα δεν είναι
αποκαλυμμένη ως προς το σκοπό της.
Στο σημείο αυτό αξίζει να παρατεθεί η άποψη που διατυπώθηκε από τον Ι.
Μανωλεδάκη αναφορικά με την ερμηνεία της έννοιας «πρόκληση», ως διαζευκτικά

927/1979 και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 70. Βλ. όμως και Χ. Παπαστυλιανό, Η
δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελευθερίας του λόγου, ΠοινΔικ 2005, σ,
340-341, όπου διατυπώνει την άποψη ότι η πράξη του δράστη θα πρέπει να αφορά συγκεκριμένο
αριθμό προσώπων, προσδιορισμένων χρονικά και τοπικά με σκοπό τη διάπραξη συγκεκριμένων
πράξεων, διότι σε αντίθετη περίπτωση μια γενική και αφηρημένη προτροπή σε διάπραξη, από τη
στιγμή που αποσυνδέεται η τιμωρία από την αμεσότητα της πράξης και του αποτελέσματος,
προσδιορίζει τον κίνδυνο μόνο με βάση τις πιθανές συνέπειες του λόγου κι έτσι δεν αποκλείεται η
τιμώρηση του δράστη για το περιεχόμενο του λόγου του, πράγμα ανεπίτρεπτο με βάση την αρχή των
ίσων πραξιακών ελευθεριών.
1008 Βλ. και την ερμηνεία του αντίστοιχου όρου «πρόκληση» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 184 ΠΚ,

σε Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2η έκδοση, σ. 446. Από νομολογία βλ.


ΕφΑθ 1513/76, ΠοινΧρον ΛΣΤ’, σ. 417 και ΑΠ 737/78, ΠοινΧρον ΛΗ’, σ. 788.
1009 Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας

στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, σ. 730.


1010 Βλ. εδώ και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 70, ο οποίος χαρακτηρίζει την προτροπή ως

«κάθε ανακοίνωση του δράστη προς άλλους, σκοπούσα να προκαλέσει την θέληση προς πράξη ή
παράλειψη». Προς την ίδια κατεύθυνση και οι Β. Ζλάτκου και Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, Άρθρο 183 ΠΚ, σε
Α. Χαραραμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-234), 3η έκδοση,
2018, σ. 1261.
1011 Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για το άρθρο 184 ΠΚ, όπου γίνεται δεκτό ότι το κακούργημα ή το

πλημμέλημα στη διάπραξη του οποίου προκαλεί ή στοχεύει η προκλητική ή διεγερτική ενέργεια του
δράστη δεν πρέπει να είναι ειδικά καθορισμένο, ειδάλλως εφαρμόζεται το άρ. 186 ΠΚ. Βλ. όμως και Ι.
Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 57.
1012 Κατ’ αντιστοιχία με την ερμηνεία του άρ. 184 ΠΚ. Έτσι ο Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας,

Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, σ. 494, οι Β. Ζλάτκου/Ε. Καμπέρου – Ντάλτα, Άρθρο 184 ΠΚ σε Α.


Χαραραμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Πρώτος, 3η έκδοση, σ. 1264 και ο Ι.
Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 71.

[281]
τυποποιημένης πράξης των κατ’ άρθρο 183 και 184 εγκλημάτων του ΠΚ στρεφόμενων κατά
της δημόσιας τάξης. Περαιτέρω, είναι σημαντικό να ελεγχθεί εάν είναι ερμηνευτικά ορθή η
υιοθέτηση αυτής και η μεταφορά της κατά την ερμηνεία του αντίστοιχου όρου της
αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979. Ο Ι. Μανωλεδάκης υποστήριξε ότι η «πρόκληση», πέραν του περιεχομένου που της
αποδόθηκε παραπάνω1013, υπονοεί ως λέξη και τη «δημιουργία μίας κατάστασης1014». Η
κατάσταση αυτή δεν είναι άλλη από «τη δημιουργία απόφασης ανυπακοής1015 (ή τέλεσης
κακουργήματος ή πλημμελήματος1016) σε αόριστο αριθμό ανθρώπων, η οποία είναι συνέπεια
σαφούς νοητικής επικοινωνίας πομπού – δέκτη, δηλαδή συνέπεια της άμεσης και ευθείας και
αποκαλυμμένης ως προς το σκοπό της προτροπής του δράστη»1017. Σύμφωνα, δηλαδή, με την
άποψή του για την κατάφαση του σχετικού όρου της αντικειμενικής υπόστασης δεν αρκεί ο
δράστης να εκστόμισε το λόγο του, ούτε και να περιήλθε απλώς σε γνώση των προσώπων στα
οποία απευθύνεται και έτσι να έγινε αντιληπτός από το ακροατήριο1018. Απαιτείται
επιπρόσθετα και η δημιουργία απόφασης (ανυπακοής στο μεν άρ. 183 και τέλεσης του
εγκλήματος στο δε άρ. 184 ΠΚ) σε αόριστο αριθμό ατόμων. Μάλιστα, για την ενίσχυση της
θέσης του επικαλείται μία από τις θεμελιώδεις αξιώσεις του ποινικού δόγματος, να τιμωρείται
δηλαδή ο δράστης της εκφοράς λόγου (των εγκλημάτων γνώμης), όχι για το τι λέει, αλλά για τα
αποτελέσματα που παράγει ο λόγος του, ήτοι για τη βλαπτικότητά του απέναντι σε έννομα
αγαθά. Και τέτοια βλαπτικότητα, υπό την εκδοχή του δυνατού κινδύνου για το
προστατευόμενο έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης σε συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο,
διαβλέπει ο ως άνω συγγραφέας μόνο όταν έχει προκληθεί η αντίστοιχη απόφαση σε αόριστο
αριθμό ατόμων1019.
Μία τέτοια διασταλτική ερμηνεία (αφού χρησιμοποιεί ερμηνευτικά τον όρο «προκαλεί»
με την ευρύτερη έννοιά του), αν και απολύτως επιτρεπτή κατά την κρατούσα άποψη και
δικαιοκρατικά θεμιτή1020, καθότι βρίσκεται εντός των ορίων που διαγράφει η γλωσσική
διατύπωση στο νόημα του νόμου1021, δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να μεταφερθεί και για την

1013 Δηλαδή της προτροπής.


1014 Λ.χ. προκαλώ οργή, προκαλώ απόφαση ανυπακοής κλπ., όπως επισημαίνει ο ίδιος, σε Επιβουλή
της δημόσιας τάξης, 2η έκδοση, σ. 37.
1015 Στο άρθρο 183 ΠΚ.

1016 Στο άρθρο 184 ΠΚ.

1017 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 37-38.

1018 Όπως υποστήριξε παλιότερα ο Δ. Σπινέλλης, Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων

διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρον 1973, σ. 161 επ. και σ. 241 επ. για τη διέγερση και την πρόκληση.
1019 Βλ. γ’ αυτό Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 38, υποσημ. με αριθμό 25

και σ. 63.
1020 Έτσι γενικά ο Γ.-Α. Μαγκάκης, «Άρθρο 1: Καμία ποινή χωρίς νόμο», σε Δ. Σπινέλλη (επιμ.),

Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα. Άρθρα 1-133, σ. 33.


1021 Προκαλώ, εκτός από προτρέπω (σε προκαλώ π.χ. να κάνεις κάτι), σημαίνει και γίνομαι η αιτία

ενός γεγονότος, συναισθήματος κ.ά., δημιουργώ κάτι, προξενώ κάτι, επιφέρω.

[282]
ερμηνεία του αντίστοιχου όρου του εγκλήματος που εξετάζεται εν προκειμένω. Όπως έγινε
δεκτό και σε προηγούμενο μέρος της παρούσας μελέτης1022, το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979
συνιστά ένα έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης, το οποίο περιορίζει συνταγματικώς επιτρεπτά
την ελευθερία της έκφρασης, αφής στιγμής αποτελεί γενικό νόμο, που δε στοχεύει στο
περιεχόμενο του λόγου καθεαυτό, αλλά αποσκοπεί στο να προστατεύσει ομοίως συνταγματικά
προβλεπόμενα έννομα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, προσωπική ελευθερία, ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, δημόσια τάξη κ.λπ.) σε προστάδιο της προσβολής τους, όσο ακόμα δηλαδή δεν
έχουν υποστεί βλάβη, αλλά είναι πιθανό να βλαφθούν. Η αντικειμενική προσφορότητα των
τυποποιημένων πράξεων να δημιουργήσουν δυνατότητα κινδύνου για τα ως άνω αναφερόμενα
έννομα αγαθά1023 είναι δυνατόν να υπάρξει ήδη από τη στιγμή που θα εκστομισθεί π.χ. ο
δημόσια εκφερόμενος λόγος, εφόσον, βέβαια, συντρέξουν και οι κατάλληλες συνθήκες, χωρίς
απαραίτητα να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές και η δημιουργία απόφασης στον αποδέκτη του
λόγου για τέλεση των στο νόμο αναφερόμενων πράξεων. Δε χρειάζεται δηλαδή να προκληθεί
απόφαση για τέλεση πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία,
προκειμένου να μπορέσει να γίνει λόγος για δυνατότητα κινδύνου για τα εδώ προστατευόμενα
ατομικά και συλλογικά έννομα αγαθά1024. Η δυνατότητα κινδύνου μπορεί να διαπιστώνεται
και σε προγενέστερο χρονικό σημείο1025, αρκεί οι συνθήκες κάτω υπό τις οποίες τελέστηκε η
πράξη στη συγκεκριμένη περίπτωση να μπορούσαν πράγματι να επιφέρουν με αυξημένες
πιθανότητες ένα επιβλαβές αποτέλεσμα στα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα
αγαθά1026. Το ποινικό βάρος της απαξίας, λοιπόν, ακόμα και υπό τη στενή θεώρηση της
έννοιας «πρόκληση»1027, υπάρχει και εντοπίζεται στη δυνατότητα που εμπεριέχει ο λόγος με
τον τρόπο που εκφέρεται να προκαλέσει σε μία συγκεκριμένη περίπτωση κίνδυνο για τα εν

1022 Μέρος Γ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.2. επ.


1023 Μπορεί η διάταξη να κάνει λόγο για προτρεπόμενες πράξεις ή ενέργειες που μπορούν (είναι
δηλαδή αντικειμενικά πρόσφορες) να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία, όμως με την εδώ
υποστηριζόμενη άποψη θα πρέπει και ο ίδιος ο λόγος του δράστη να είναι εξίσου αντικειμενικά
πρόσφορος να προκαλέσει τα παραπάνω αποτελέσματα. Έτσι και ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ
2016, σ. 215.
1024 Αντίθετος ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 63, όπου διατυπώνει

την άποψη ότι: «μόνο τότε (δηλαδή όταν προκλήθηκε η απόφαση τέλεσης κακουργήματος ή
πλημμελήματος σε αόριστο αριθμό ανθρώπων) δημιουργείται στοιχειώδης έστω κίνδυνος για τη
“δημόσια τάξη”».
1025 Αυτό της εκφοράς του λόγου.

1026 Για δυνατότητα κινδύνου κάνουν λόγο και ο Ι. Μοροζίνης, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 447 και η Ε.

Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 485-488. Αντίθετος ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π.,


ΝοΒ 2016, σ. 214, που αναφέρεται σε συγκεκριμένο κίνδυνο.
1027 Προτροπή, δίχως τη δημιουργία απόφασης.

[283]
λόγω ατομικά καθώς και για το υπερατομικό έννομο αγαθό1028. Δεν είναι ο ακραίος
ρατσιστικός λόγος που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, δηλαδή ο έντονος, ο επικριτικός, ακόμα
και ο πιο αποκρουστικός, αλλά εκείνος που τείνει στη δημιουργία απόφασης στον αποδέκτη
για ενέργεια και ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα στις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες
εκδηλώνεται (με τον τρόπο που εκφέρεται, το κοινό στο οποίο απευθύνεται, τις τρέχουσες
κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες εκστομίζεται, τον τόπο και το χρόνο στον
οποίο πραγματοποιείται, την παρουσία ή μη αστυνομικής δύναμης) να προκαλέσει κίνδυνο για
τα έννομα αγαθά της ζωής, υγείας/σωματικής ακεραιότητας, προσωπικής ελευθερίας ή/και
της δημόσιας τάξης κ.λπ. 1029. Και υπό αυτή τη θεώρηση δε συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό
της ελευθερίας της έκφρασης, με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται να υιοθετηθεί κι εδώ η
προτεινόμενη στο πλαίσιο των άρθρων 183 και 184 ΠΚ συστηματική ερμηνεία1030. Εξάλλου, η
τελευταία ίσως να δικαιολογείται μόνο όσον αφορά στα προαναφερθέντα άρθρα του ΠΚ για
λόγους που αφορούν αποκλειστικά στη διαχρονική διαμόρφωσή τους 1031 και οι οποίοι δεν
έχουν καμία απολύτως σχέση με το εδώ εξεταζόμενο αδίκημα.
Τέλος, είναι δυνατό να αντιστραφεί το επιπρόσθετο επιχείρημα που επικαλείται ο Ι.
Μανωλεδάκης στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρ. 184 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει για
λόγους ταυτότητας του νομικού λόγου να εξισορροπηθούν ερμηνευτικά οι δύο διαζευκτικά
διατυπωμένες σε αυτό πράξεις, έτσι ώστε τόσο η «πρόκληση» όσο και η «διέγερση» να
εμπεριέχουν ως έννοιες και ένα αποτέλεσμα, αυτό της δημιουργίας απόφασης, αφής στιγμής η
«διέγερση» ως έννοια ούτως ή άλλως περιλαμβάνει γραμματικά αυτό 1032. Όμως, η ακριβής
μεταφορά και εφαρμογή της εν λόγω επιχειρηματολογίας λ.χ. στο άρθρο 135 παρ. 1 του ΠΚ1033
και η εντεύθεν εννοιολογική εξίσωση των χρησιμοποιούμενων εκεί φράσεων «προκαλεί» και
«προσπαθεί να διεγείρει»1034 θα είχε ως αναγκαστικό αποτέλεσμα να ερμηνευτεί ο όρος
«προκαλεί» ως «προσπάθεια να δημιουργήσει σε αόριστο αριθμό αποδεκτών την απόφαση να
τελέσουν τα όσα τους λέει ο δράστης», κάτι που φυσικά θα ερχόταν σε αντίθεση με τα όσα
υποστηρίζει για την «πρόκληση» του άρ. 184 ΠΚ. Το τελευταίο συμπέρασμα είναι μεν
ομόρροπο με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο Ι. Μανωλεδάκης για την ερμηνεία του
προαναφερθέντος όρου στο πλαίσιο του άρ. 184 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία, αφού ο
νομοθέτης στο άρθρο 135 παρ. 1 ΠΚ στη μία περίπτωση αρκείται στην εξωτερίκευση και δεν

1028 Αποκλείεται έτσι από το πεδίο εφαρμογής της εδώ εξεταζόμενης διάταξης μία αφηρημένη
προτροπή προς ενέργεια που δημιουργεί μία αφηρημένη δυνατότητα κινδύνου να προκληθεί βλάβη
κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον.
1029 Και φυσικά θα πρέπει να υπάρχει και αντίστοιχη πρόθεση του δράστη, όπως θα δούμε παρακάτω.

1030 Έτσι τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 64,

όπου επαναδιατυπώνει, όπως εκείνος κρίνει ορθότερη, την αντικειμενική υπόσταση του άρ. 184 ΠΚ.
1031 Βλ. τη σχετική παρατήρηση του Ι. Μανωλεδάκη, όπ.π., σ. 37, υποσημ. με αριθμό 24.

1032 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, όπ.π., σ. 63.

1033 Προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας.

1034 «Άλλους στο να επιχειρήσουν πράξεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 134».

[284]
ενδιαφέρεται για τη δημιουργία συναισθηματικής κατάστασης1035, τότε για λόγους ισότητας
θα πρέπει και στην άλλη περίπτωση1036 να ενδιαφέρεται εξίσου και μόνο για την εξωτερίκευση
της πρόκλησης, δίχως να χρειάζεται να επέλθει και αποτέλεσμα δημιουργίας νοητικής
απόφασης στους αποδέκτες του λόγου1037. Από την άλλη, όμως, παράγει και μία σύγχυση
αναφορικά με την ερμηνεία της λέξης «προκαλεί», αφού με την επίκληση και χρήση του ίδιου
επιχειρήματος άλλοτε σημαίνει δημιουργία απόφασης και άλλοτε όχι.
Εξάλλου, αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα συνεπείς στη θέση ότι περιορίζεται
υπέρμετρα η ελευθερία της έκφρασης, αφής στιγμής ο δράστης τιμωρείται για το περιεχόμενο
των λόγων του και όχι για το βλαπτικό αποτέλεσμα που παράγει με την πράξη του απέναντι
στα έννομα αγαθά1038, θα λέγαμε ότι η προαναφερθείσα παραδοχή ισχύει εξίσου και στην
περίπτωση της ερμηνείας που προτείνεται από τον Ι. Μανωλεδάκη και που απαιτεί τη
δημιουργία απόφασης στον αποδέκτη του λόγου. Τι περισσότερο έχει να προσφέρει στην
ουσιαστική απαξία του εγκλήματος, έτσι όπως διατυπώνεται στο νόμο, η πρόκληση απόφασης
από την απλή αντίληψη του νοήματος που εξωτερικεύει με το λόγο του ο δράστης; Ακόμα και
με την υιοθέτηση της εκδοχής που προτείνεται από τον ως άνω συγγραφέα, ο χαρακτήρας του
εξεταζόμενου εγκλήματος ως δυνητικής διακινδύνευσης δε μεταβάλλεται. Η αντικειμενική του
υπόσταση ολοκληρώνεται πριν από την εμπειρική επέλευση του κινδύνου, η δε ουσιαστική του
απαξία έγκειται στο ότι η μεταβολή που επέρχεται στον εξωτερικό κόσμο (αποτέλεσμα με την
ουσιαστική, πλατιά έννοια του όρου1039) και που συνδέεται με την ενέργεια του δράστη δεν
αποτελεί εμπειρικά διαπιστώσιμο κίνδυνο, αλλά συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου. Αυτή η
συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου, που νομιμοποιεί την πρόβλεψη της ποινής στο εν λόγω
αδίκημα, μπορεί να υπάρχει εξίσου και στην απλή αντίληψη από τον αποδέκτη του νοήματος
του δημόσια εκφερόμενου λόγου, αρκεί βέβαια να συντρέχουν και οι λοιπές κατάλληλες
συνθήκες. Κατά την άποψή μου, η πρόκληση απόφασης ενόψει των συγκεκριμένων
περιστάσεων από την πράξη του δράστη (υποκίνηση, διέγερση κ.λπ.) για τέλεση πράξεων που
μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε αόριστο αριθμό ατόμων που
προσδιορίζονται βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών απλώς αυξάνει τις πιθανότητες
επελεύσεως του επιβλαβούς αποτελέσματος για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών

1035 «Προσπαθεί να διεγείρει».


1036 «Προκαλεί».
1037 Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προσβολές του Πολιτεύματος. Άρθρα 134-137 ΠΚ, 1988, σ.

276.
1038 Αν, βέβαια, πράγματι ισχύει μία τέτοια παραδοχή, θέση που εδώ πάντως δε γίνεται δεκτή.

1039 Για το ειδικότερο περιεχόμενο της έννοιας αυτής και τη διάκρισή της από το αποτέλεσμα με την

τεχνική έννοια του όρου βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 259-260. Για τη διάκριση
των εγκλημάτων σε απλής συμπεριφοράς και αποτελέσματος (ή αλλιώς ουσιαστικά) βλ. και Ι. Γιαννίδη
σε Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, 2005, άρθρο 14, σ. 152-153.

[285]
ή/και για τη δημόσια τάξη1040, δίχως όμως να δημιουργεί απαραίτητα μία εμπειρικά
διαπιστώσιμη κατάσταση πραγματικού κινδύνου. Εν τέλει ο δράστης τιμωρείται, όχι για το
περιεχόμενο των λόγων του, αλλά για τη βλαπτικότητά του απέναντι στα προστατευόμενα από
τη διάταξη έννομα αγαθά. Η δε βλαπτικότητα αυτή συνίσταται στη συγκεκριμένη (ενόψει,
δηλαδή, μίας συγκεκριμένης περίπτωσης) δυνατότητα της τυποποιούμενης στο νόμο
συμπεριφοράς να προκαλέσει κίνδυνο βλάβης.
Όλες οι παραπάνω σκέψεις θεωρώ ότι τελικά περισσότερο περιπλέκουν την ερμηνεία
του όρου «προτρέπει» του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 και εντείνουν το δημιουργούμενο
αίσθημα ανασφάλειας δικαίου. Δεδομένης της εννοιολογικής ταύτισης1041 των όρων
προτροπή-πρόκληση είναι δυνατόν πλέον να υποστηριχθεί ότι προτρέπει εκείνος που με την
εξωτερίκευση του λόγου του ενώπιον αόριστου αριθμού ατόμων 1042 προσπαθεί κατά
αντικειμενικά εμφανή τρόπο να επηρεάσει άμεσα, σαφώς και ευθέως τη διάνοιά τους, έτσι
ώστε οι τελευταίοι να προβούν σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος πρόσωπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει
ορισμένων χαρακτηριστικών, όπως είναι για παράδειγμα η φυλή στην οποία ανήκουν, το έθνος
τους, οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις κ.λπ.1043. Όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί στο

1040 Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Ι. Μανωλεδάκης, H προστασία της δημοσίας τάξεως κατά τον
ελληνικόν ποινικόν κώδικα, Θεσσαλονίκη-Aθήναι 1970, σ. 111-112: «[η] δημόσια τάξις – η εν τω κράτει
ή εν δεδομένη περιοχή αυτού επικρατούσα ευταξία, συνεπεία τής εν αυτή υφισταμένης γενικής
υποταγής εις την έννομον ρύθμισιν – ευρίσκεται εν κινδύνω, όταν εις συγκεκριμένην περίπτωσιν έχη
δημιουργηθή τοιούτον ψυχολογικόν κλίμα εις αριθμόν ανθρώπων, ώστε η τέλεσις αξιοποίνων πράξεων
ή η έναρξις ταραχών να καθίσταται από στιγμής εις στιγμήν σχεδόν βεβαία ή επικειμένη και όχι απλώς
δυνατή, πιθανή ή ενδεχομένη. […] H διάγνωσις περί τής εξάψεως τών πνευμάτων και τής ψυχολογικής
εντάσεως εις δεδομένον χώρον, όπου ευρίσκεται πλήθος ατόμων είναι πραγματικόν ζήτημα, όχι
εξαιρετικώς δυσχερές, ως προκύπτει εκ τών διδαγμάτων τής κοινής πείρας, και πάντως όχι
δυσχερέστερον τής διαγνώσεως επικειμένης θερινής καταιγίδος».
1041 Η οποία δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι ίδιοι οι συντάκτες του προϊσχύοντος ΠΚ απέδωσαν

στην καθαρεύουσα τον όρο «πρόκληση» των άρθρων 183 και 184 ΠΚ ως «προτροπή» (αντίστοιχος
γερμανικός όρος: Aufforderung). Για την επισήμανση βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας
τάξης, β’ έκδοση, σ. 37 και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 70.
1042 Η ακόμα και ενώπιον ενός μόνο ατόμου ή μιας ομάδας ορισμένων ατόμων, αρκεί η «προτροπή»

να λαμβάνει χώρα δημόσια, δηλαδή να γίνεται αντιληπτή από αόριστο αριθμό ατόμων.
1043 Βλ. εδώ και Ι. Μοροζίνη, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ.

447, ο οποίος παλιότερα είχε υποστηρίξει ότι η «προτροπή» ταυτίζεται με την έννοια της
«παρότρυνσης» του άρ. 186 ΠΚ και ως εκ τούτου δεν απαιτείται η πρόκληση απόφασης στον άλλο να
τελέσει συγκεκριμένο αδίκημα. Αρκεί η προσπάθεια να πεισθεί κάποιος να τελέσει ένα έγκλημα ή να
ενισχυθεί η ήδη ληφθείσα απόφασή του να το τελέσει. Συναφώς και ο Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός
Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, άρθρο 184, σ. 494. Παρόμοια και η Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730. Και μετά όμως από την αναθεώρηση της ως άνω θέσης του
ο Ι. Μοροζίνης, δεχόμενος πλέον ότι η «προτροπή» ταυτίζεται με την «πρόκληση» των άρ. 183 και 184

[286]
παρελθόν1044, «αν ενέχει (ενν. η «προτροπή») παρότρυνση για την αποδοχή και μόνον των
ιδεών και απόψεων του υποκειμένου της προτροπής, έστω και ρατσιστικών, δεν ενδιαφέρει
τον ποινικό νομοθέτη. […] Ούτε πάλι συνιστά «προτροπή» η απλή έκφραση γνώμης
επιστημονικής, κριτικής έστω και δυσάρεστης ή και επικριτικής για τα μέλη μίας φυλής,
εθνικότητας ή θρησκείας»1045.
Το αμέσως επόμενο ζήτημα που χρήζει διευκρίνισης στο συγκεκριμένο σημείο είναι το
εξής: όπως προαναφέρθηκε, για λόγους ιστορικοδογματικούς κρίθηκε αναγκαία η
εννοιολογική ταύτιση του όρου «προτροπή» της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 1 παρ. 1 του
Ν. 927/1979 με εκείνου της «πρόκλησης» και μάλιστα, όχι οποιασδήποτε «πρόκλησης», αλλά
αυτής των άρθρων 183 και 184 του ΠΚ. Μια αναδρομή, ωστόσο, στις διατάξεις του ειδικού
μέρους του ΠΚ αναδεικνύει μία κρίσιμη πτυχή της ερμηνευτέας διάταξης. Θα μπορούσε κανείς
να υποστηρίξει ότι για λόγους ασφάλειας δικαίου είναι ορθότερο ο ίδιος όρος 1046, όταν
χρησιμοποιείται σε περισσότερες διατάξεις, και μάλιστα συστηματικά ανήκουσες στο
ευρύτερο πλαίσιο του ίδιου κλάδου δικαίου, να ερμηνεύεται με τον ίδιο τρόπο, έτσι ώστε να
αποδίδει πάντα το ίδιο νόημα. Αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητα ορθό, αν σκεφτούμε το πολύ
απλό παράδειγμα της λέξης «αποτέλεσμα» και τα διαφορετικά νοήματα που μπορεί να
εκφράσει στον κλάδο του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου, αναλόγως του άρθρου στο οποίο
εντάσσεται και φυσικά των συμφραζόμενων λέξεων 1047. Η ίδια ακριβώς λέξη, δηλαδή, είναι
δυνατό να αποκτά διαφορετικό νόημα, όταν συνοδεύεται από διαφορετικές προτάσεις, που
προσαρμόζουν το περιεχόμενό της στην απαίτηση του αντίστοιχου κανόνα δικαίου, δίχως αυτό
να δημιουργεί προβλήματα δογματικής ορθότητας. Επιστρέφοντας στην ερμηνεία του όρου
«προτρέπει», έγινε δεκτό ότι είναι συγγενής εννοιολογικά με τον όρο «προκαλεί»1048,
αποδίδοντας το ίδιο λογικό νόημα. Όμως ο τελευταίος συναντάται σε διάφορα άρθρα του
ΠΚ1049, και μάλιστα όχι πάντα με το ίδιο νοηματικό περιεχόμενο. Το ερώτημα, συνεπώς, εν
προκειμένω είναι πρώτον, αν η διαζευκτική τυποποίηση και διάκριση των όρων αυτών στην
αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 συνιστά μια περιττή ταυτολογία ή
σημαίνει και απόδοση διαφορετικού νοήματος και δεύτερον, αν πράγματι γίνει δεκτό ότι οι

ΠΚ, εξακολουθεί να δέχεται ότι δε χρειάζεται και δημιουργία απόφασης σε άλλον. Έτσι ο ίδιος, Ν.
927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 70.
1044 Γ. Αποστολάκης, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1186. Έτσι και στην ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010, σ. 533

αλλά και λίαν προσφάτως στην ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.


1045 Βλ. και την υπ’ αριθμ. 26/2011 Διάταξη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αιγίου (Κ.

Αθανασοπούλου), ΠοινΧρον 2013, σ. 314.


1046 Εν προκειμένω η «πρόκληση».

1047 Π.χ. αποτέλεσμα με την ευρεία και τη στενή, τεχνική του όρου έννοια, ευθύνη εκ του

αποτελέσματος κ.ά.
1048 Του άρ. 184 ΠΚ.

1049 Πέραν των άρθρων 183, 184 ΠΚ και στο άρθρο 135 παρ. 1, ενώ παλιότερα (πριν, δηλαδή, την

ψήφιση του Νέου Ποινικού Κώδικα, Ν. 4619/2019) και στο άρ. 186 ΠΚ.

[287]
διαφορετικές αυτές λέξεις εκφράζουν και διαφορετικό νόημα, με ποιο από εκείνα τα άρθρα
του Ποινικού Κώδικα θα πρέπει να γίνει αντιστοίχιση; Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η
«πρόκληση» των άρθρων 183 και 184 του ΠΚ δε στοιχίζεται απόλυτα με εκείνη του άρθρου 135
παρ. 1 ΠΚ.
Θα ξεκινήσω μάλλον ανορθόδοξα την πορεία της σχετικής αναζήτησης λέγοντας ότι η
πλειονότητα των μελετητών του υπό ερμηνευτική προσέγγιση αδικήματος υποστηρίζει πως η
προσθήκη επιπρόσθετων τρόπων τέλεσης τίποτα το ουσιαστικό δεν έχει να εισφέρει από
άποψη διεύρυνσης του αξιοποίνου1050. Τουναντίον, οι επιπρόσθετοι όροι αποτελούν απλώς
«διαφορετικές εκφάνσεις της έννοιας της προτροπής»1051. Θα μπορούσε κάλλιστα να
διατηρηθεί η αρχική επιλογή του νομοθέτη ως ακριβώς έχει και έτσι όλες οι διαβαθμίσεις της
πρόκλησης να υπαχθούν εννοιολογικά και δίχως ερμηνευτικά προβλήματα σε αυτήν. Συνεπώς,
η υποστηριζόμενη εννοιολογική «ευρύτητα»1052 του όρου «προτρέπει» καθιστά περιττή,
σύμφωνα με τις απόψεις που υποστηρίχθηκαν, κάθε περαιτέρω έκφραση με αποτέλεσμα να
μην μπορεί να γίνει λόγος για διεύρυνση του αξιοποίνου.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο νομοθέτης επέδειξε εν προκειμένω μια πρωτοφανή
και ίσως αχρείαστη φλυαρία, όπως αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται και λίγο παρακάτω από τη
διαζευκτική τυποποίηση των όρων «πράξεις ή ενέργειες» στις οποίες προτρέπει, υποκινεί κ.λπ.
ο δράστης του συγκεκριμένου αδικήματος. Όσο προφανής κι αν είναι η προαναφερθείσα
αμετροέπεια, άλλο τόσο εγείρει ερωτήματα περί της εννοιολογικής αλληλοεπικάλυψης,
τουλάχιστον για τη γράφουσα, η διαζευκτική τυποποίηση των όρων «υποκινεί», «προκαλεί»,
«διεγείρει» και «προτρέπει». Κατά τη γνώμη μου η «πρόκληση» που χρησιμοποιείται στην
αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 δεν ταυτίζεται απόλυτα με την
«προτροπή», όπως αυτή εννοιολογήθηκε παραπάνω στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρ. 1
παρ. 1 του Ν. 927/1979, και κατ’ επέκταση με την «πρόκληση» των άρθρων 183 και 184 του
ΠΚ. Συμπορεύεται περισσότερο με την «πρόκληση» του άρθ. 135 παρ. 1 και (παλιότερα) του
άρ. 186 ΠΚ, όπου ο σχετικός όρος χρησιμοποιείται για να καλύψει τις περιπτώσεις κατά τις
οποίες ο δράστης όχι απλώς προσπαθεί να πείσει, αλλά πράγματι δημιουργεί σε άλλους
απόφαση, στο μεν άρ. 135 παρ. 1 να τελέσουν συγκεκριμένη πράξη εσχάτης προδοσίας1053, στο
δε 186 να τελεστεί από τον αποδέκτη της πρόκλησης το συγκεκριμένο κακούργημα ή

1050 Έτσι οι: Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730, Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979,
Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 71 και Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1242.
1051 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

1052 Ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 71, δέχεται ότι: «Η προσθήκη της «πρόκλησης»,

«διέγερσης», «υποκίνησης» δεν είχε ως αποτέλεσμα μια διεύρυνση του αξιοποίνου, αλλά μάλλον την
δημιουργία της εντύπωσης μιας τέτοιας, στο πλαίσιο και του προεξάρχοντος συμβολικού χαρακτήρα
του ποινικού νομοθετήματος».
1053 Βλ. γι’ αυτό Μ. Γεωργιάδου/Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, Άρθρο 135 ΠΚ σε Α. Χαραραμπάκη, Ποινικός

Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Πρώτος, 3η έκδοση, σ. 1088. Έτσι και ο Μ. Μαργαρίτης,
Ερμηνεία-Εφαρμογή ΠΚ, 4η έκδοση, Άρθρο 135 ΠΚ, σ. 393.

[288]
πλημμέλημα1054. Η πρόκληση αυτή πρέπει, όπως και στην περίπτωση της προτροπής, να είναι
σαφώς και ευθέως τελούμενη, λ.χ. με την ανάπτυξη κάποιας επιχειρηματολογίας 1055. Η
διαφορά, συνεπώς, της εδώ αναφερόμενης «πρόκλησης» με την «προτροπή» που αναλύθηκε
παραπάνω συνίσταται καταρχάς στο ότι η πρώτη αφορά σε περιπτώσεις όπου ο δράστης
προκάλεσε πράγματι την απόφαση για τέλεση πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία, ενώ ο δεύτερος όρος καλύπτει μόνες εκείνες που καταβλήθηκε απλώς
προσπάθεια εκ μέρους του δράστη να επιδράσει στη βούληση άλλων ανθρώπων, δίχως να
περιλαμβάνεται απαραίτητα και το αποτέλεσμα της δημιουργίας απόφασης1056. Πολύ
περισσότερο δεν ενδιαφέρει για τη στοιχειοθέτηση της «προτροπής» (όπως βέβαια και της
«πρόκλησης») το εάν πράγματι τελέστηκαν ή όχι πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία1057. Ένα άλλο σημείο που μπορεί να διακρίνει την πρόκληση από την
προτροπή είναι ότι η πρώτη φαίνεται να έχει ευρύτερο περιεχόμενο, αφού περιλαμβάνει και
πράξεις επικοινωνίας οι οποίες δεν κατευθύνονται μονοσήμαντα προς την πρόκληση
απόφασης, αλλά αφήνουν ένα σχετικό περιθώριο επιλογής για τον αποδέκτη του λόγου1058.
Υποστηρίχθηκε1059, βέβαια, ότι η διαφοροποίηση των προαναφερθεισών
ερμηνευόμενων όρων έγκειται όχι τόσο στο αποτέλεσμα δημιουργίας απόφασης ή μη στον (-
ους) αποδέκτη (-ες) του εκφερόμενου λόγου, αλλά στο ότι η «πρόκληση», σε αντίθεση με την
«προτροπή», αφενός μεν απευθύνεται σε «ορισμένο ή ορισμένους ατομικώς αποδέκτες»,
αφετέρου δε απαιτεί συγκεκριμενοποίηση του «αντικειμένου της πράξεως και του
περιεχομένου αυτής, όχι όμως και καθορισμένο με λεπτομέρειες σχέδιο για την εκτέλεσή της».

1054 Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 275, όπου και αντιπαραβάλλεται με
τον όρο «παρότρυνση», που υποδηλώνει την «προσπάθεια απλώς επίδρασης σε ξένη βούληση». Βλ. και
Β. Ζλάτκου και Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, Άρθρο 186 ΠΚ, σε Α. Χαραραμπάκη, όπ.π., σ. 1271. Από
νομολογία (σχετικά με το παλιό άρθρο 186 ΠΚ) βλ. ΑΠ 1077/2016 ΠοινΧρον 2017, σ. 524 και
ΔΑεροδΛαρ 1/1992, Υπερ 1992, σ. 934. Όλα αυτά, βέβαια, ίσχυαν πριν την τροποποίηση του άρ. 186
ΠΚ, καθότι πλέον με το Ν. 4619/2019, παρά το ότι διατηρήθηκε ο τίτλος του άρθρου ως «πρόκληση και
προσφορά για την τέλεση εγκλήματος», περιορίζεται το αξιόποινο, μιας και αρκεί πλέον το να δώσω ή
να υποσχεθώ αμοιβή σε κάποιον για να τελέσει ορισμένο κακούργημα ή πλημμέλημα.
1055 Βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2η έκδοση, άρθρο 135 ΠΚ, σ. 358 και

Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 71.


1056 Βλ. γι’ αυτό την υπ’ αριθμ. 26/2011 ΔιατΕισΠημμΑιγ (Κ. Αθανασοπούλου), ΠοινΧρον 2013, σ. 314,

όπου χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι: «η προτροπή αυτή δεν ταυτίζεται με την έννοια της ηθικής
αυτουργίας, αφού δεν είναι απαραίτητο να γίνει αποδεκτή από το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται».
1057 Βλ. την αμέσως προηγούμενη υποσημείωση. Βλ. και ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ, σ. 533 επ.

1058 Π.χ. λέει ο δράστης στο αναστατωμένο από την έντονη προσφυγική ροή που έχει κατακλύσει το

νησί τους ακροατήριό του «εγώ στη θέση σας δε θα το άφηνα να περάσει έτσι αυτό· ή είμαστε
πατριώτες ή δεν είμαστε!».
1059 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 71-72, ο οποίος συμφωνεί κατά τα άλλα με την εδώ

υποστηριζόμενη θέση της ομόρροπης ερμηνείας του όρου «πρόκληση» με εκείνη του αντίστοιχου όρου
των άρ. 135 και 186 ΠΚ.

[289]
Απαιτούνται εν ολίγοις για την ερμηνεία της «πρόκλησης» οι ίδιες προϋποθέσεις που ήταν
απαραίτητο να συντρέχουν για την κατάφαση του προϊσχύοντος άρ. 186 ΠΚ, με αποτέλεσμα
να γίνεται λόγος για «απόπειρα ηθικής αυτουργίας σε έγκλημα βίας, μίσους ή διακρίσεων», με
την επισήμανση όμως ότι δε χρειάζεται και πρόκληση απόφασης σε άλλο πρόσωπο για την
τέλεση άδικης πράξης1060. Κατ’ αντιστοιχία, μάλιστα, με την ερμηνεία του άρ. 184, γίνεται
δεκτό σύμφωνα με την παραπάνω άποψη1061 ότι, όταν υπάρχουν αορίστως προκλήσεις σε
ρατσιστικές πράξεις μίσους, είναι πιο πιθανό μια τέτοια συμπεριφορά να υπαχθεί στη
γενικότερη έννοια της «προτροπής».
Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών είναι σημαντικό να πραγματοποιηθεί μια ακριβής
οριοθέτηση ανάμεσα στο αδίκημα που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 και στα
άρ. 184 και 186 του ΠΚ. Είναι γεγονός ότι για την εννοιολόγηση του όρου «προκαλεί» του Ν.
927/1979 αφενός μεν υπήρξε μια σχετική αποστασιοποίηση από το άρθρο 184 ΠΚ1062,
αφετέρου δε αντλήθηκαν επιχειρήματα από την ερμηνεία του (παλιού και ευρύτερου σε σχέση
με το σημερινό) άρ. 186 ΠΚ. Εντούτοις, για την κατάφαση του αδίκου του εδώ εξεταζόμενου
αδικήματος, είτε αυτό τελείται υπό την εκδοχή της «πρόκλησης» είτε τελείται υπό την εκδοχή
της «προτροπής», σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στο άρθρο 186 ΠΚ1063, δεν απαιτείται1064
1060 Βλ. την αμέσως προηγούμενη υποσημείωση. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται με συνδυασμένη
χρήση επιχειρημάτων από τα άρθρα 135 και 186 ΠΚ, σε αντίθεση με την εδώ υποστηριζόμενη θέση,
που απαιτεί και πρόκληση απόφασης για την τέλεση όχι απαραίτητα άδικης πράξης (ήτοι εγκλήματος
βίας, μίσους ή διακρίσεων, άλλωστε κάτι τέτοιο δεν απαιτείται από το νόμο), αλλά γενικά πράξης
αντικειμενικά πρόσφορης να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος προσώπου ή ομάδας
προσώπων.
1061 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 72.

1062 Στο βαθμό που το τελευταίο δεν απαιτεί και πρόκληση απόφασης στον αποδέκτη του λόγου.

1063 Το οποίο 186 ΠΚ προϋποθέτει πλέον δόσιμο ή υπόσχεση αμοιβής σε άλλον (παλιότερα πρόκληση

ή παρότρυνση) κατευθυνόμενη στην τέλεση ορισμένου κακουργήματος ή πλημμελήματος, ενώ, αν αυτό


δεν είναι ειδικά καθορισμένο, συνιστά αφηρημένη εκδήλωση εναντίον του νόμου και εφαρμόζεται το
άρ. 184 ΠΚ. Έτσι οι Β. Ζλάτκου και Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, Άρθρο 186 ΠΚ, σε Α. Χαραλαμπάκη, όπ.π.,
σ. 1271 καθώς και ο Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 2η έκδοση, άρθρο 184
ΠΚ, σ. 447. Βλ. όμως και Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 56 επ., όπου
διατυπώνει την άποψη ότι δεν είναι το ειδικά καθορισμένο ή μη της εγκληματικής πράξης στην οποία
προκαλεί ή διεγείρει ο δράστης που διαχωρίζει τα άρ. 184 και 186 ΠΚ, αλλά ο κίνδυνος διασάλευσης
της δημόσιας τάξης, λόγω του τυποποιούμενου στοιχείου της δημοσιότητας στο άρθρο 184 ΠΚ.
1064 Υπό την έννοια ότι μπορεί και να αφορά η πρόκληση ή η προτροπή σε συγκεκριμένη-ορισμένη

πράξη ή ενέργεια, αρκεί, όπως θα τονιστεί και παρακάτω, να τελείται δημόσια. Βέβαια, εδώ πρέπει να
σημειωθεί και το εξής: αν πράγματι η πρόκληση ή η διέγερση τελέστηκε δημόσια και ο δράστης της
απευθύνθηκε σε αόριστο αριθμό ατόμων για την τέλεση συγκεκριμένης πράξης ή ενέργειας κατά
προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει των στο ν. 927/1979 αναφερόμενων
χαρακτηριστικών και η οποία πράξη (ή ενέργεια) συνιστά πλημμέλημα ή κακούργημα που μπορεί να
προκαλέσει διακρίσεις ή μίσος κατά των παραπάνω προσώπων, τότε, εφόσον υπάρχει και δόλος
σκοπού για την τέλεση βιαιοπραγιών κατά των παραπάνω προσώπων, συντρέχει περίπτωση

[290]
συγκεκριμενοποίηση της προκαλούμενης πράξης ή της ενέργειας, η οποία με τη σειρά της θα
πρέπει να μπορεί να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος ανθρώπων1065. Επίσης δε
χρειάζεται1066 να απευθύνεται σε ατομικώς ορισμένο πρόσωπο ή σε πλειονότητα προσώπων
που μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων ατομικά1067. Μπορεί να απευθύνεται και σε

εφαρμογής τόσο του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 όσο και του άρ. 184 παρ. 2 ΠΚ. Η συρροή ανάμεσα
στις δύο διατάξεις θα είναι φαινομενική κατ’ ιδέα, λόγω του ότι αμφότερες οι διατάξεις είναι εγκλήματα
δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης (προσβάλλουν, δηλαδή, τουλάχιστον εν μέρει το ίδιο
έννομο αγαθό). Ειρήνευση αυτής, όπως είναι φυσικό, δεν έχει προλάβει να μεσολαβήσει, ο δε φορέας
εξακολουθεί να είναι ο ίδιος (ο κοινωνικός χώρος σε συγκεκριμένο χρόνο). Η συρροή αυτή θα επιλυθεί
με την αρχή της ειδικότητας υπέρ της διάταξης του 184 παρ. 2 ΠΚ. Βλ. για το θέμα αυτό λεπτομερώς
παρακάτω σ. 398-401. Εάν πάλι ο δράστης απευθύνθηκε μεν για την τέλεση συγκεκριμένης πράξης ή
ενέργειας σε συγκεκριμένο πρόσωπο-αποδέκτη ή ατομικά προσδιορίσιμη ομάδα προσώπων, αλλά
δημόσια, δηλαδή κατά τρόπο που μπορούσε να γίνει (και έγινε πράγματι) αντιληπτός από αόριστο
αριθμό ατόμων, εφόσον γεννήθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπό τις ειδικότερες περιστάσεις που
έλαβε χώρα η πρόκληση, διέγερση κ.λπ., δυνατότητα κινδύνου για τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής,
υγείας/σωματικής ακεραιότητας και της προσωπικής ελευθερίας ή για το συλλογικό έννομο αγαθό της
δημόσιας τάξης και εφόσον υπήρχε και η σχετική πρόθεση εκ μέρους του δράστη, τότε μπορεί και πάλι
να εφαρμοστεί η διάταξη του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Αν, όμως, στην τελευταία εκδοχή υπήρξε
δυνατότητα κινδύνου μόνο για κάποιο άλλο ατομικό έννομο αγαθό, π.χ. αυτό της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, τότε δεν μπορεί να εφαρμοστεί σίγουρα το άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, ούτε τα άρ. 184,
186 ή 46 παρ. 1 ΠΚ, εφόσον η προκαλούμενη πράξη δε συνιστά πλημμέλημα ή κακούργημα, αλλά άλλη
(ούτε καν αρχικά άδικη) πράξη. Το εάν σε κάποιες περιπτώσεις θα μπορέσει να εφαρμοστεί κατά
συρροή και η διάταξη του άρ. 186 ΠΚ (πέραν του ότι αυτή απαιτεί πλέον αποκλειστικά δόσιμο ή
υπόσχεση αμοιβής σε κάποιον) ή περαιτέρω της ηθικής αυτουργίας (άρ. 46 παρ. 1 ΠΚ) εξαρτάται,
μεταξύ άλλων, και από το αν η προκαλούμενη πράξη συνίσταται, όχι γενικά σε πράξη που μπορεί να
προκαλέσει διακρίσεις κ.λπ., αλλά ειδικά σε έγκλημα διακρίσεων, βίας ή μίσους. Κι αυτό, διότι η
ρητορική του μίσους, όπως αποτυπώνεται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, δε χρειάζεται να συνιστά
πάντα και προτροπή σε τέλεση εγκλήματος. Η δε ηθική αυτουργία σε αντικειμενικό επίπεδο απαιτεί,
πέραν της πρόκλησης απόφασης σε συγκεκριμένο άτομο για τέλεση συγκεκριμένου εγκλήματος, και
την τέλεση τουλάχιστον απόπειρας εκ μέρους του αποδέκτη-φυσικού αυτουργού. Για τη διάκριση
μεταξύ των άρ. 184 και 186 ΠΚ, υπό το παλαιό καθεστώς αυτών, βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της
δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 58-59.
1065 Ο νομοθέτης φαίνεται να θέλησε μια αόριστη αναφορά σε πράξεις ή ενέργειες ως περιεχόμενο της

αξιόποινης κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/179 πρόκλησης, προτροπής κ.λπ., όπως αυτό προκύπτει από
τη χρήση πληθυντικού αριθμού στη φράση: «όποιος … υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε
πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας
προσώπων».
1066 Υπό την έννοια ότι, όπως και παραπάνω, μπορεί και να απευθύνεται σε ορισμένο αποδέκτη

(πρόσωπο ή ομάδα προσώπων), αρκεί να τελείται δημόσια.


1067 Όπως, δηλαδή, απαιτείται για το άρθρο 186 ΠΚ (ΕφΑθ 5280/1981, ΝοΒ 1982, σ. 314, ΑΠ

486/1984, ΠοινΧρον ΛΔ’ σ. 919, ΑΠ 565/2017 ΠοινΔικ 2018, σ. 647, ΑΠ 913/2015 ΠοινΧρον 2017, σ.
203).

[291]
αόριστο αριθμό ατόμων. Κι αυτό ισχύει, διότι υπάρχει μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στο
έγκλημα που τυποποιείται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 και στο άρ. 186 του ΠΚ· η
«δημόσια» τέλεση της πράξης1068, η οποία απαιτείται να συντρέχει και στο άρ. 184 ΠΚ, όχι
όμως στο άρ. 186 ΠΚ1069, είναι όρος της αντικειμενικής υπόστασης που μας αναγκάζει να
δεχτούμε ότι δεν είναι καθοριστικής σημασίας για τη στοιχειοθέτηση του εδώ εξεταζόμενου
αδικήματος το συγκεκριμένο ή μη του αποδέκτη του λόγου και της προτρεπόμενης πράξης 1070,
αλλά η δημόσια τέλεση της πρόκλησης ή της προτροπής, ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί
κίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών (π.χ.
ζωή/υγεία/προσωπική ελευθερία/ανθρώπινη αξιοπρέπεια). Συνοψίζοντας τα παραπάνω δεν
απαιτείται συγκεκριμενοποίηση ούτε της προκαλούμενης πράξης1071 ούτε του προσώπου (ή της
ομάδας ανθρώπων) στο οποίο απευθύνεται η πρόκληση1072.
Η διέγερση, σε αντίθεση με την πρόκληση και την προτροπή, απευθύνεται όχι πλέον
στη λογική, αλλά στο συναισθηματικό κόσμο του αποδέκτη του λόγου 1073, αφού ο δράστης
προσπαθεί να εξάψει τα πάθη και τα ένστικτα του ακροατηρίου του1074. Ο συγκεκριμένος
τρόπος τέλεσης παρατηρείται περισσότερο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δράστης της
εκφοράς του ρατσιστικού λόγου δεν είναι πρόθυμος να αποκαλύψει ευθέως την πρόθεσή του
να δημιουργήσει στους αποδέκτες του λόγου του την απόφαση1075 για τέλεση πράξεων που
μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία και εν τέλει για την τέλεση των ίδιων των
διακρίσεων, της βίας και των πράξεων μίσους. Προσπαθεί έμμεσα (με τρόπο χειριστικό) να
πετύχει τον παραπάνω στόχο του προκαλώντας ερεθίσματα τα οποία ενεργοποιούν ψυχικές

1068 Η ανάλυση αυτού του όρου θα πραγματοποιηθεί παρακάτω.


1069 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 57 και 270 επ.
1070 Όπως ακριβώς δεν έχει σημασία για την εφαρμογή του άρ. 184 ΠΚ ούτε το ορισμένο ή μη του

αποδέκτη, ούτε το ορισμένο ή μη του εγκλήματος που αποτελεί το περιεχόμενο της πρόκλησης. Έτσι ο
Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδ., σ. 58-59.
1071 Και όχι του εγκλήματος, όπως μάλλον εκ παραδρομής αναφέρει ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017,

σ. 1242, ο οποίος κατά τα λοιπά εκφράζει την ίδια ως άνω άποψη. Ο Ν. 927/1979, στο άρθρο 1 παρ. 1
αυτού, κάνει λόγο για προτροπή, πρόκληση, διέγερση κ.λπ. σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία και όχι απαραίτητα σε διάπραξη εγκλήματος.
1072 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 450 και ο ίδιος, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 71,

για την ερμηνεία του όρου «προτροπή». Όμοια και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1242.
1073 Έτσι για τη «διέγερση» και ο Γ.Α. Μαγκάκης, Το έγκλημα της διεγέρσεως των πολιτών εις

μισαλλοδοξίαν, κατά το άρθρ. 192 Π.Κ., ΠοινΧρον 1963 (ΙΓ’), σ. 390.


1074 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδ., σ. 38-39, για την ερμηνεία του

αντίστοιχου όρου στο πλαίσιο του άρ. 183 ΠΚ. Πρβλ. και την αιτιολογική έκθεση στο ΣχΠΚ 1929/1933,
εις: Ζαχαρόπουλου, Ελληνικός Ποινικός Κώδιξ, σ. 139, 190. Έτσι και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730.
1075 Έτσι και ο Χ. Παπαστυλιανός, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της

ελευθερίας του λόγου: Προϋποθέσεις μιας σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των σχετικών
διατάξεων του ΠΚ, ΠοινΔικ 2005, σ. 340.

[292]
αντιδράσεις που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση (λ.χ. θυμός, οργή, φόβος,
απαισιοδοξία κ.ά.) και, μάλιστα, εμφανίζεται με την επίφαση της ελεύθερης απόφασης του
διεγειρόμενου1076. Εξάλλου, η εκφορά του λόγου εκ μέρους του δράστη στην περίπτωση της
διέγερσης δεν μπορεί να αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην παθητική αντίδραση από
μέρους του αποδέκτη, αλλά απαιτεί από τον τελευταίο κάτι παραπάνω, ήτοι ενέργεια προς τη
συγκεκριμένη κατεύθυνση που επιθυμεί ο δράστης. Η διέγερση, συνεπώς, για την κατάφασή
της προϋποθέτει την εκφορά ενός λόγου εκ μέρους του δράστη μέσω του οποίου προσπαθεί να
περάσει στο ακροατήριό του ένα κρυμμένο και υπόρρητο μήνυμα, που συνίσταται στη
δημιουργία σε άλλους απόφασης για την τέλεση των στον νόμο αναφερόμενων πράξεων και εν
τέλει για τέλεση αυτών. Έχει, δηλαδή, ένα συγκεκριμένο κίνητρο, που δεν είναι άλλο από το να
πραγματοποιηθούν πράξεις ρατσιστικής βίας ή μίσους ή αθέμιτες διακρίσεις 1077. Η
προσπάθεια να γίνουν απλώς αποδεκτές οι απόψεις του ομιλητή, όσο αποκρουστικές και
αντιδημοκρατικές κι αν είναι, όσο παραμένουν στο χώρο των ιδεών και δεν τείνουν να λάβουν
τη μορφή πράξης, είναι ποινικώς αδιάφορη. Η επίκληση στο συναίσθημα και συνάμα η
απαιτούμενη για την κατάφαση του όρου «διέγερση» ψυχολογική αναστάτωση του
ακροατηρίου θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι θυμίζει το «πάθος» στο οποίο είχε
αναφερθεί ο Αριστοτέλης μερικές χιλιάδες χρόνια πριν1078. Το «πάθος» είναι μία από τις τρεις
«αποδείξεις» που βρίσκονται στο επίκεντρο μιας πειστικής ομιλίας και ένας επιδέξιος ρήτορας
γνωρίζει πολύ καλά πως η επίκληση στη λογική του ανθρώπου δημιουργεί μεν κάποιες
προϋποθέσεις για πράξη, ωστόσο το συναίσθημα είναι εκείνο που θα οδηγήσει στην πράξη. Η
ζωηρή εντυπωσιακή γλώσσα, διανθισμένη με λόγια, ήχους και παραστάσεις1079 μπορεί να
χρησιμοποιηθεί για να μαγνητίσει συναισθηματικά το ακροατήριο και έτσι να το παρασύρει
στα επιθυμητά συναισθήματα, μόνο που ο «ρήτορας» εν προκειμένω προσπαθεί να ενσπείρει
στους αποδέκτες του λόγου του μία αποστροφή προς τα μέλη της στοχοποιημένης ομάδας και
συνάμα προσπαθεί να κατευθύνει το κοινό του προς ρατσιστικές ενέργειες. Η διέγερση, λόγω
του ότι δεν είναι ευθέως αποκαλυπτική ως προς τις προθέσεις του δράστη, όπως είναι η
προτροπή και η πρόκληση, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Για τη διαπίστωση του

1076 Βλ. την ερμηνεία του όρου «διέγερση» στο πλαίσιο του άρθρου 135 ΠΚ σε Μ. Μαργαρίτη, (επιμ.
Άντα Μαργαρίτη), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, 2020, σ. 393.
1077 Πρβλ. εδώ και τη διάταξη του άρ. 131 του γερμανικού ποινικού κώδικα, όπου και ανήκει ο

«εξερεθισμός» σε φυλετικό μίσος, συμπεριφορά που γίνεται δεκτό ότι θα έπρεπε από συστηματική
άποψη να ανήκει στο άρθρο 130. Ο εξερεθισμός σε φυλετικό μίσος φαίνεται να είναι κάτι παραπάνω
από την απλή διέγερση. Είναι μία έντονη μορφή διέγερσης που κατατείνει στη δημιουργία
πραγματικής εχθρότητας κατά των μελών μιας ομάδας. Βλ. για τις παρατηρήσεις αυτές Σ. Καρεκλά, Οι
δυνατότητες του ποινικού δικαίου για την προστασία των μειονοτήτων, Υπερ 1995, σ. 641.
1078 Για το πάθος γίνεται λόγος από όλους τους μεγάλους ρήτορες της αρχαιότητας, και συγκεκριμένα

στα έργα του Αριστοτέλη, του Κικέρωνα και του Κοϊντιλιανού.


1079 Για τέλεση της διέγερσης με έργα (παραστάσεις, ήχους) κάνει λόγο και ο Ι. Μανωλεδάκης,

Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 38.

[293]
υποκρυπτόμενου πίσω από τη λεκτική διατύπωση του δράστη αληθούς νοήματος της
έκφρασης, αλλά και για τη διάκριση αυτής από περιπτώσεις όπου ο ομιλητής απλώς εκφέρει
τις προσωπικές του απόψεις και τις κοσμοθεωρητικές του αντιλήψεις, πρέπει να
συνεκτιμηθούν οι συμφραζόμενες λέξεις, οι περιρρέουσες συνθήκες και το γενικότερο πλαίσιο
στο οποίο εκφέρεται ο λόγος1080. Η διέγερση φαίνεται έτσι να απαιτεί έναν αυξημένο για την
πλήρωση του σχετικού όρου βαθμό έντασης, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται, όταν ο δράστης
παρωθεί έμμεσα με την εξωτερίκευση των νοημάτων του λόγου του ενώπιον τρίτων προς μία
συμπεριφορά ικανή να οδηγήσει στη συγκεκριμένη περίπτωση σε αυθαίρετες διακρίσεις, σε
πράξεις εχθρικές ή/και σε πράξεις βίας σε βάρος κάποιων κοινωνικών ομάδων (πογκρόμ)1081.

1080 Βλ. εδώ Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 67 και τις εκεί περαιτέρω
παραπομπές σε Ν. Λίβο, Ο αξιόποινος εγκωμιασμός κακουργήματος, ΠοινΧρον 1997, σ. 723 επ. και Χ.
Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 214-215 και 220. Σύμφωνα με τους ανωτέρω, ο εφαρμοστής
του δικαίου στα εγκλήματα εξωτερίκευσης, πέρα από την εννοιολόγηση των συγκεκριμένων φράσεων
που χρησιμοποιεί κατά περίπτωση ο δράστης, θα πρέπει να συναξιολογεί και «το κοινωνικό νόημα που
έχει η όλη του συμπεριφορά ως επικοινωνιακό ενέργημα». Περαιτέρω (ειδικά για το καταργημένο
πλέον άρ. 185 ΠΚ), «όταν η όλη συμπεριφορά τού δράστη έχει το νόημα λ.χ. της τηλεοπτικής
συζητήσεως, τότε δεν μπορεί μια επί μέρους φράση του να απομονωθεί και να προσδοθεί σε αυτήν το
κοινωνικό νόημα τού εγκωμιασμού. Kι’ αυτό, διότι η όλη συμπεριφορά τού δράστη αξιολογείται και επί
τη βάσει τών πραγματολογικών δεδομένων τού νοήματος αυτής και όχι μόνο ενόψει τής σημασιολογίας
μιας φράσεως».
1081 Βλ. για παράδειγμα την υπ’ αριθμ. 322/2018 ΜονομΠλημΑιγ, Ισοκράτης, σύμφωνα με την οποία

κρίθηκε σε α’ βαθμό αθώος ο Μητροπολίτης για μια ανάρτηση που είχε κάνει στο προσωπικό του
ιστολόγιο, έπειτα από την κατάθεση προς ψήφιση στη Βουλή του νομοσχεδίου που αφορούσε το
σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο περιελάμβανε και τα ομόφυλα ζευγάρια, για παράβαση των άρ. 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979 και (του καταργημένου πλέον) 196 ΠΚ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε
καθόλου με την πιθανότητα οι συγκεκριμένες δηλώσεις του Μητροπολίτη να είναι προσχηματικές και
να εμπεριέχουν ένα υποκρυπτόμενο νόημα, το οποίο θα μπορούσε άνετα να εντοπίσει ένα μέσο και
απαλλαγμένο από προκαταλήψεις ακροατήριο, και έτσι να στοιχειοθετείται τελικά διέγερση σε πράξεις
που μπορούν να προκαλέσουν αυθαίρετες διακρίσεις ή μίσος σε βάρος της συγκεκριμένης κοινωνικής
ομάδας. Βλ. επίσης και ΔιατΕισΕφετΠειρ 18/2018, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με την οποία
αφήνεται υπόνοια περί του ότι η συμπεριφορά του Μητροπολίτη μπορεί και να θεωρηθεί ως διέγερση,
ασχέτως αν στη συνέχεια δεν ήταν δυνατή η στοιχειοθέτηση του εγκλήματος λόγω μη προσφορότητας
της συμπεριφοράς του δράστη να προκαλέσει «διακρίσεις, μίσος ή βία», ως απαιτεί επιπροσθέτως ο
νομοθέτης για την κατ’ αντικείμενο στοιχειοθέτηση της υπόψη πράξεως. Πάντως το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 47 & 49 ΤριμΠλημΑιγίου απόφασή του, έκρινε ότι υφίστατο πράγματι
διέγερση σε βάρος των ομοφυλόφιλων συναισθημάτων εχθρότητας και μίσους με τον προτρεπτικό του
λόγο. Ο δε ΑΠ, με την υπ’ αριθμ. 858/2020 απόφασή του (Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), κατόπιν άσκησης
αναίρεσης από τον καταδικασθέντα σε β’ βαθμό Μητροπολίτη, απέρριψε τις σχετικές αιτιάσεις περί
έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθώς και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής
του νόμου. Συναφής και η ΑΠ 1338/2017, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, με την οποία γίνεται καθορισμός
αρμοδιότητας κατά παραπομπή, κατόπιν άσκησης ποινικής δίωξης κατά θρησκευτικού λειτουργού

[294]
Εκείνο πάντως που δε χρειάζεται για την κατάφασή της είναι η δημιουργία απόφασης στον
αποδέκτη του λόγου να τελέσει λ.χ. κάποια ρατσιστική πράξη1082. Αρκεί η αντικειμενική
προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη να οδηγήσει σε πρόκληση απόφασης για τέλεση
πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία και φυσικά να υπάρχει
αντίστοιχη πρόθεση εκ μέρους του δράστη1083. Διεγείρομαι, εν τέλει, δε σημαίνει αναγκαστικά
ότι παίρνω τη σχετική απόφαση να τελέσω τέτοιου είδους πράξη, η δε διέγερση, ως
υπαλλακτικά διατυπωμένη μορφή συμπεριφοράς, θα πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορη
να δημιουργήσει στον αποδέκτη μια εσωτερική θέση για αυθαίρετες διακρίσεις ή
συναισθήματα μίσους 1084 ή βούληση για βία σε βάρος προσώπων που προσδιορίζονται βάσει
ορισμένων χαρακτηριστικών, όπως τα τελευταία προσδιορίζονται στο νόμο.
Τέλος, ο τέταρτος, υπαλλακτικά διατυπωμένος όρος «υποκινεί» έχει την έννοια ότι ο
δράστης ενεργεί για άλλη μια φορά θέλοντας να προκαλέσει στους αποδέκτες του λόγου του
την απόφαση να προβούν οι τελευταίοι σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις,
μίσος ή βία ή σε πράξεις που συνιστούν οι ίδιες διακρίσεις, μίσος ή βία 1085. Αδιάφορος είναι ο
λόγος του δράστη μέσω του οποίου εκφράζει απλώς τις προσωπικές του απόψεις. Τυχόν
τιμώρηση μίας τέτοιας συμπεριφοράς θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελευθερίας
της έκφρασης και απαγορευμένο αποκλεισμό του ομιλητή από το δημόσιο χώρο λόγω των
προσωπικών του απόψεων. Όπως και στα άρθρα 170 και 189 του ΠΚ, όπου χρησιμοποιείται ο
όρος «υποκινητές»1086, έτσι κι εδώ αυτός που υποκινεί είναι το πρόσωπο που κινεί τα νήματα,
που πρωτοστατεί και καθοδηγεί τους υπολοίπους στην τέλεση των συγκεκριμένων πράξεων.
Αναλαμβάνει, δηλαδή, έναν ηγετικό ρόλο στην καθοδήγηση άλλων προς την κατεύθυνση της

(Ιμάμη) για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους εναντίον των Εβραίων μέσω σελίδας κοινωνικής
δικτύωσης, με την ειδικότερη εκδοχή της διέγερσης.
1082 Βλ. αντίθετα Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 39.

1083 Ως στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που θα εξεταστεί σε επόμενη ενότητα.

1084 Βλ. και Σ. Καρεκλά, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 630, όπου και υποστηρίζει ότι μια απλή αρνητική διάθεση

απέναντι σε κάποια άτομα δεν αρκεί. Επιγραφές λ.χ. για απαγόρευση εισόδου ξένων εργαζόμενων ή
αλλοδαπών γενικότερα σε μαγαζιά και κέντρα διασκεδάσεως ή επιγραφές του τύπου «οι ξένοι είναι
ανεπιθύμητοι» δε φαίνεται να πληρούν την υποκειμενική, αλλά ούτε και την αντικειμενική υπόσταση
του εγκλήματος (εξεταζόμενη σε ένα πρωθύστερο στάδιο φυσικά), αφού δεν εμπεριέχουν έντονη
προτροπή για δημιουργία εχθρικού κλίματος σε βάρος κάποιων κοινωνικών ομάδων, ούτε περαιτέρω
μία κεκαλυμμένη έστω πρόθεση για τέλεση πράξεων μίσους και εχθρότητας.
1085 Βλ. σχετικά Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος, ΝοΒ 2016, σ. 217, όπου

υποστηρίζει ότι «οι πράξεις προσηλυτισμού σε ιδέες ή κοσμοθεωρίες, τελούμενες έστω και με
φορτικότητα, δεν συνιστούν ασφαλώς υποκίνηση, αφού δεν φέρονται από πρόθεση τέλεσης
εγκλημάτων από άλλους». Πρβλ. εδώ και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 71,
που πιστεύει ότι δεν τελείται η πράξη καν σε επίπεδο αδίκου, «ακριβώς επειδή το επικοινωνιακό
ενέργημα δεν έχει ήδη αντικειμενικώς το κοινωνικό νόημα της προτροπής».
1086 Της στάσης και της διατάραξης της κοινής ειρήνης αντίστοιχα.

[295]
τέλεσης των ρατσιστικών πράξεων (βίας, μίσους ή διακρίσεων)1087. Συνήθως, δηλαδή, ως
υποκινητές θεωρούνται τα πρόσωπα που πρωτοστατούν ή καθοδηγούν εκ των έσω τα μέλη
μιας ομάδας στη διάπραξη των παραπάνω πράξεων1088. Με το κριτήριο αυτό φαίνεται
ορθότερο να γίνει δεκτό ότι στη συγκεκριμένη υπαλλαγή τελέσεως ο δράστης απευθύνεται σε
συγκεκριμένους αποδέκτες1089 και παράλληλα αυτό το πράττει δημόσια1090. Μόνο που ο ρόλος
τους είναι περισσότερο παρασκηνιακός, καθότι ο όρος «υποκινώ» έχει τη σημασία ότι
κινούμαι αφανώς προς την κατεύθυνση που επιθυμώ. Έτσι είναι δυνατόν με την εκφορά του
λόγου του ο δράστης να μην προτρέπει ευθέως σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν τα εν
λόγω αποτελέσματα και παρ’ όλα αυτά να υποκρύπτεται στη συμπεριφορά του ένα έμμεσο
πλην όμως σαφές μήνυμα προς την κατεύθυνση της ρατσιστικής βίας, των διακρίσεων ή των
πράξεων μίσους. Υπ’ αυτήν την έννοια η «υποκίνηση» είναι πιο κοντά στη «διέγερση» απ’ ότι
στην «προτροπή» και στην «πρόκληση», καθότι οι δύο τελευταίες είναι συνήθως
απροκάλυπτες ως προς το σκοπό τους1091.
Ας μην λησμονείται στο σημείο αυτό ότι η εκ προθέσεως δημόσια υποκίνηση βίας ή
μίσους1092 που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται
βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή
εθνοτικής καταγωγής είναι μία από τις επιμέρους μορφές συμπεριφοράς που έπρεπε να

1087 Η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730 επισημαίνει ότι η υποκίνηση


καλύπτει κατά βάση την ηθική αυτουργία στην τέλεση μιας συγκεκριμένης πράξης, στοιχειοθετείται
όμως και όταν κάποιος διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στην τέλεσή της. Πρβλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν.
927/1979, 2016, σ. 73.
1088 Ο υποκινητής δεν είναι ανάγκη να μετέχει και ο ίδιος ενεργά στις υποκινούμενες πράξεις, μπορεί

να είναι και απών. Έτσι ο Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, 2020,
άρθρο 170 ΠΚ, σ. 470 και άρθρο 189, σ. 529. Από νομολογία βλ. ΑΠ 180/67, ΠοινΧρον ΙΖ, σ. 413.
1089 Π.χ. στα μέλη μιας ομάδας.

1090 Δίχως παράλληλα να χρειάζεται και να υποκινεί σε τέλεση συγκεκριμένης πράξης, όπως

υποστηρίζει ο Ι. Μοροζίνης, όπ.π., σ. 73. Λ.χ. ο αρχηγός μιας ακροδεξιάς ομάδας είναι δυνατό να
υποκινεί τα μέλη του σε επιθέσεις κατά μεταναστών γενικά. Έχει αυτοτελές περιεχόμενο, διακριτό από
τη γειτνιάζουσα διέγερση.
1091 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 73, μόνο που θεωρεί ότι η

υποκίνηση, όπως και η πρόκληση, κατατείνει στη δημιουργία απόφασης για την τέλεση συγκεκριμένης
πράξης.
1092 Δίχως να υπάρχει πρόβλεψη για την ποινικοποίηση της δημόσιας υποκίνησης διακρίσεων, σε

αντίθεση με τη υπ’ αριθμ. 7 Σύσταση Γενικής Πολιτικής που εξέδωσε το 2002 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης. Παρόμοια και η με
αριθμό 15 Σύσταση Γενικής Πολιτικής που εξέδωσε το 2015 το ως άνω όργανο του ΣτΕ. Αμφότερες οι
Συστάσεις καλούν τα κράτη-μέλη να ποινικοποιήσουν τη δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή
διακρίσεων, όταν αυτή τελείται από πρόθεση και στρέφεται κατά ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
λόγω της φυλής, του χρώματος, της γλώσσας, της ιθαγένειας ή της εθνικής ή της εθνοτικής τους
καταγωγής.

[296]
καταστούν αξιόποινες στο εσωτερικό των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να
προβλεφθούν για αυτή αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, με βάση την υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ για την καταπολέμηση ορισμένων
μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου1093. Βέβαια,
σύμφωνα με τις προβλέψεις της απόφασης-πλαίσιο τα κράτη-μέλη είχαν τη δυνατότητα να μην
καταστήσουν αξιόποινη οποιοδήποτε δημόσια υποκίνηση, παρά μόνο εκείνη που τελείται κατά
τρόπο που μπορεί να διαταράξει τη δημόσια τάξη ή έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό
χαρακτήρα, περιορίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το εύρος του αξιοποίνου 1094. Έτσι, λοιπόν, η
«υποκίνηση», ως μορφή αξιόποινης συμπεριφοράς ενός δράστη που λειτουργεί περισσότερο
παρασκηνιακά, επιλέχθηκε να έχει κι αυτή αυτοτελή παρουσία στην αντικειμενική υπόσταση
του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, προφανώς για λόγους προσαρμογής του νέου νομοθετικού
καθεστώτος στην απόφαση–πλαίσιο του Συμβουλίου της ΕΕ1095.
β.ii. Η αντικειμενική προσφορότητα της πράξης του δράστη να προκαλέσει διακρίσεις,
μίσος ή βία. Από τη γραμματική διατύπωση της υπό εξέταση διάταξης προκύπτει ότι για τη
στοιχειοθέτηση του αδικήματος που τυποποιείται εν προκειμένω θα πρέπει ο δράστης να
υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος προσώπου ή ομάδας ανθρώπων που
προσδιορίζονται με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά1096. Από συντακτικής απόψεως οι πράξεις
του δράστη, οι οποίες τυποποιούνται στο νόμο διαζευκτικά, είναι όλες μεταβατικά ρήματα και
έχουν αντικείμενο, τόσο άμεσο όσο και έμμεσο. Η αληθής έννοια της παραπάνω διατύπωσης
είναι ότι ένα πρόσωπο (ο δράστης) υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει άλλον ή άλλους
ανθρώπους (τον αποδέκτη ή τους αποδέκτες του λόγου του)1097 να προβεί (ή να προβούν) σε
πράξεις1098 (ή εντελώς περιττά σε ενέργειες) που μπορούν, είναι δηλαδή αντικειμενικά
πρόσφορες, να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία1099. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι η
αντικειμενική προσφορότητα1100 για πρόκληση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων είναι
αποκλειστικά ιδιότητα της συμπεριφοράς των αποδεκτών του λόγου του δράστη και όχι του

1093 Άρθρο 1 παρ. 1, περ. α’ της απόφασης-πλαίσιο.


1094 Πρόβλεψη η οποία αξιοποιήθηκε σε ένα βαθμό από τον Έλληνα νομοθέτη, όπως θα δούμε
παρακάτω.
1095 Μάλιστα η «υποκίνηση» τίθεται ως πρώτος όρος και στη συνέχεια ακολουθούν διαζευκτικά

τυποποιημένοι οι λοιποί τρεις.


1096 Όπως π.χ. φυλή, χρώμα, θρησκεία κ.ά.

1097 Κι αυτό είναι το άμεσο αντικείμενο (σε αιτιατική πτώση) των μεταβατικών ρημάτων.

1098 Η πρόταση «(εν. να προβούν) σε πράξεις ή ενέργειες» συνιστά το έμμεσο αντικείμενο των

μεταβατικών ρημάτων.
1099 Έτσι ορθά η ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΧρον 2010, σ. 456, 464, όπου επισημαίνεται ότι «Οι πράξεις και

ενέργειες, στις οποίες προτρέπει το υποκείμενο του εγκλήματος, πρέπει να είναι ικανές και πρόσφορες
να προκαλέσουν "διακρίσεις, μίσος ή βία", χωρίς να απαιτείται και να προκληθούν». Έτσι και η ΑΠ
858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.
1100 Ως εκ της λέξης «μπορούν», που τίθεται σε γ’ πληθυντικό πρόσωπο.

[297]
τελευταίου. Κάτω από το πρίσμα μίας τέτοιας διατύπωσης αναρωτιέται κανείς αν θα μπορούσε
να υπαχθεί στο εν λόγω αδίκημα η συμπεριφορά λ.χ. του αρχηγού μιας ακροδεξιάς οργάνωσης
της τοπικής κοινωνίας ο οποίος προτρέπει1101 δημόσια τον πρόεδρο του εμπορικού και
βιομηχανικού επιμελητηρίου του τόπου του να απευθυνθεί επίσης δημόσια στα χριστιανικά
μέλη του επιμελητηρίου που διατηρούν εμπορικά καταστήματα στην πόλη τους, προτρέποντάς
τα να τοποθετήσουν πινακίδες στην είσοδο των καταστημάτων τους με την επιγραφή
«απαγορεύεται η είσοδος στους μουσουλμάνους». Τον προτρέπει απλώς να μεταφέρει το
ρατσιστικό του μήνυμα σε περισσότερους αποδέκτες; Η συμπεριφορά του ως άνω δράστη δεν
αποκλείεται πάντως, με τη συνδρομή βέβαια και άλλων όρων, να προκαλέσει σε τελική
ανάλυση αυθαίρετες διακρίσεις, πράξεις μίσους ή βίας, αποτέλεσμα πάντως που δεν
τυποποιείται στο νόμο και ως εκ τούτου δεν απαιτείται να συντρέχει για την κατάφαση του
υπό εξέταση εγκλήματος. Μέσα από μία τέτοια υποθετική περίπτωση αντιλαμβάνεται κανείς
πόσο απομακρυσμένες από την τέλεση των αυθαίρετων διακρίσεων, των εκδηλώσεων μίσους ή
βίας συμπεριφορές μπορούν να υπαχθούν στην εξεταζόμενη συμπεριφορά, με πιθανά
εμπλεκόμενα πρόσωπα όχι μόνο το δράστη που εκφέρει το ρατσιστικό λόγο και τον (-ους)
άμεσο (-ους) αποδέκτη (-ες) του λόγου του, αλλά και περαιτέρω κάποιους τρίτους1102 στους
οποίους θα μεταφερθεί από τους άμεσους αποδέκτες το αρχικό ρατσιστικό μήνυμα, οι οποίοι
(εν. τρίτοι) ενδεχομένως θα προβούν κι αυτοί με τη σειρά τους είτε σε διακρίσεις, μίσος ή βία
είτε σε πράξεις που απλώς μπορούν να προκαλέσουν τα μόλις προαναφερθέντα αποτελέσματα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει μία αντιπαραβολή ανάμεσα στην ελληνική πρόβλεψη
του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρ. 1 του Ν. 4285/2014,
και σε εκείνη που επέλεξε ο ευρωπαίος νομοθέτης στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-
πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. Στην τελευταία1103 προτείνεται ως μέτρο για την
καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας η ποινικοποίηση της «δημόσιας υποκίνησης
βίας ή μίσους» και όχι της υποκίνησης που μπορεί να προκαλέσει βία ή μίσος. Αντίστοιχα
παλιότερα, στο άρθρο 4 παρ. α’ της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής
φυλετικών διακρίσεων αναφέρεται ότι τα κράτη – μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως,
μεταξύ άλλων, «δηλώσωσι κολάσιμον κατά νόμον παράβασιν πάσαν … παρότρυνσιν προς
φυλετικήν διάκρισιν, ως και πράξεις βίας ή παρότρυνσιν προς διάπραξιν τοιούτων πράξεων»
(εν. πράξεων βίας που προηγείται ως φράση). Βέβαια, δεν είναι απόλυτα καθοριστικό το ως
άνω περιεχόμενο των σχετικών προβλέψεων της Διεθνούς Σύμβασης του Ο.Η.Ε. και της
Απόφασης-Πλαίσιο της Ε.Ε. για την περιγραφή της τελικής μορφής της αξιόποινης
συμπεριφοράς από τις εθνικές έννομες τάξεις, διότι οι πρώτες χαράσσουν απλώς τα όρια της
ποινικοποίησης και δεν επιβάλλουν ταύτιση, αρκεί να γίνονται σεβαστές οι αρχές και τα

1101 Δίχως όμως να προκαλέσει στον αποδέκτη του λόγου του την απόφαση να τελέσει ο τελευταίος τη
συγκεκριμένη πράξη, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος και για ηθική αυτουργία στο άρ. 1
παρ. 1 Ν. 927/1979.
1102 Έμμεσοι αποδέκτες του λόγου.

1103 Άρ. 1 παρ. 1 στοιχ. α’.

[298]
δικαιώματα που απορρέουν για το άτομο από τις αντίστοιχες διεθνείς νομοθετικές πράξεις 1104.
Ακόμα όμως και στην παρ. 2 του άρ. 1 του ελληνικού Ν. 927/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε
με το άρ. 1 του Ν. 4285/2014, γίνεται λόγος για δράστη που «υποκινεί, προτρέπει, προκαλεί ή
διεγείρει σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων 1105, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από
τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα».
Ο Έλληνα νομοθέτης, λοιπόν, σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες περιπτώσεις
επέλεξε να τιμωρήσει στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 την υποκίνηση, πρόκληση κ.λπ. σε
πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν1106 ρατσιστικές διακρίσεις, μίσος ή βία και όχι σε
πράξεις που συνιστούν ή αποτελούν οι ίδιες1107 τέτοιου είδους διακρίσεις, μίσος ή βία. Και η
επιλογή του αυτή δεν μπορεί παρά να είναι συνειδητή, όπως αυτό προκύπτει από την
αντιπαραβολή της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Δεν
είναι λογικό μέσα στο ίδιο άρθρο αλλά σε διαφορετικές παραγράφους αυτού να
χρησιμοποιείται διαφορετική έκφραση και να εννοείται το ίδιο περιεχόμενο1108. Αν ο
νομοθέτης επιθυμούσε να καταστήσει ποινικά αξιόλογη μόνο την προτροπή, διέγερση κ.λπ. σε
πράξεις βίας, μίσους ή σε διακρίσεις θα μπορούσε να επιλέξει την αντίστοιχη έκφραση με
εκείνη της παρ. 2 του ίδιου άρθρου και όχι να διαφοροποιηθεί. Βέβαια, δεν αποκλείονται από
το πεδίο εφαρμογής του άρ. 1 παρ. 1 οι περιπτώσεις εκείνες του λόγου που συνιστούν ευθέως
προτροπή σε πράξεις που συνιστούν οι ίδιες ή εμπεριέχουν διακρίσεις, μίσος ή βία1109, απλώς
δεν είναι οι μόνες που πρέπει να τιμωρούνται1110. Με βάση τη διατύπωση του νόμου
τιμωρούνται και η υποκίνηση, πρόκληση κ.λπ. σε πράξεις απλώς πρόσφορες να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία1111.
Η επιλογή αυτή του Έλληνα νομοθέτη χαρακτηρίστηκε από κάποιους συγγραφείς ως
άστοχη1112, ακόμα και αντικείμενη στο άρ. 14 παρ. 1 του Συντ. και στο άρ. 10 της ΕΣΔΑ, όπου
κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Συγκεκριμένα, η Ε.

1104 Βλ. για την παραπάνω θέση, τουλάχιστον όσον αφορά στις νομοθετικές πράξεις της Ε.Ε., Α.
Γιαννακούλα, Έγκλημα και Ποινή στην Ευρωπαϊκή Ενωση, 2015, σ. 137
1105 Και όχι σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν φθορά ή βλάβη πραγμάτων.

1106 Η έμφαση της γράφουσας.

1107 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

1108 Βλ. όμως και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 75, ο οποίος προτείνει,

όπως θα φανεί και παρακάτω, την υιοθέτηση, με βάση τη συστηματική ερμηνεία, της εκδοχής ότι και
στις δύο περιπτώσεις ο δράστης θα πρέπει να προτρέπει σε πράξεις βίας, μίσους ή διακρίσεων (στην
παρ. 1 του άρ. 1) ή σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης (στην παρ. 2 του άρ. 1).
1109 Με επιχείρημα a fortiori (κατά μείζονα λόγο): a minore ad majus (από το έλασσον στο μείζον).

1110 Παρόμοια και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730-731.

1111 Όπως πολύ ορθά επισημαίνει η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 732, «αυτή η

διαφορετική διατύπωση υποδεικνύει ότι η συμπεριφορά που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 ν. 927/1979
είναι σαφώς ευρύτερη».
1112 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 75.

[299]
Συμεωνίδου-Καστανίδου1113 υποστήριξε ότι: «η θέσπιση, ωστόσο, ενός τόσο διευρυμένου
αξιοποίνου δεν αποτελούσε διεθνή υποχρέωση της χώρας. Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ για
την αντιμετώπιση των φυλετικών διακρίσεων απαιτεί την τυποποίηση κάθε παρότρυνσης προς
φυλετική διάκριση ή πράξεις βίας, ενώ και η Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ επιβάλλει μόνο
την ποινικοποίηση της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους. Είναι, άλλωστε, αμφίβολο αν ένα
τόσο διευρυμένο αξιόποινο μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιολογημένη προσβολή της ελευθερίας
του λόγου, αφού η περιγραφόμενη πράξη βρίσκεται στο προστάδιο οποιασδήποτε πιθανής
προσβολής της δημόσιας τάξης. Η διεύρυνση αυτή του αξιοποίνου συνιστά, επομένως, απλή
τιμώρηση του φρονήματος, που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή ως βάση περιορισμού της
ελευθερίας της έκφρασης. Το στοιχείο αυτό επιβάλλει τη συσταλτική, διορθωτική ερμηνεία του
νόμου, στο πλαίσιο που προσδιορίζουν τα άρθρα 10 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 Συντ., ώστε
αξιόποινη να θεωρείται μόνο η προτροπή σε διακρίσεις και πράξεις μίσους ή βίας». Το
ειδικότερο περιεχόμενο της ως άνω προτεινόμενης διορθωτικής-συσταλτικής ερμηνείας του
νόμου είναι να θεωρηθεί ότι η περιγραφόμενη στο νόμο προσφορότητα των προτρεπόμενων
(ενδιάμεσων) πράξεων να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία είναι στην ουσία ιδιότητα του
προτρεπτικού λόγου του δράστη, ήτοι της αξιόποινης συμπεριφοράς που τυποποιείται στην
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και όχι των προτρεπόμενων πράξεων1114.
Συνακόλουθα γίνεται δεκτό ότι ο (μοναδικός ουσιαστικά) λόγος που είναι αντικειμενικά
πρόσφορος να προκαλέσει αυτά τα αποτελέσματα είναι ο λόγος που προτρέπει ευθέως1115 σε
πράξεις βίας, εκδήλωσης μίσους ή διακρίσεων κατά προσώπων ή ομάδων προσώπων.
Πράγματι, η νομοθετική επιλογή για τιμώρηση των συμπεριφορών εκείνων που
συνιστούν διέγερση, υποκίνηση κ.λπ. σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις,
μίσος ή βία διευρύνει τον κύκλο των συμπεριφορών που είναι πιθανόν να υπαχθούν στην εν
λόγω διάταξη και, συντρεχουσών των λοιπών προϋποθέσεων του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979,
να τιμωρηθούν, σε σχέση με την παραπάνω προτεινόμενη διορθωτική-συσταλτική ερμηνεία,

1113 Βλ. την ίδια, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 732.


1114 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 75. Παρόμοια ο ίδιος
παλαιότερα, ΠοινΧρον 2010, σ. 450. Βλ. και Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 215, ο οποίος
κάνει λόγο για μία «δυνητικά κινδυνώδη προτροπή, όχι δυνητικά κινδυνώδεις προτρεπόμενες
πράξεις». Βλ. επίσης και Χ. Παπαστυλιανό, όπ.π., ΠοινΔικ 2005, σ. 344, όπου επισημαίνει, με αφορμή
την ερμηνεία των άρ. 183 επ. του ΣΤ’ Κεφαλαίου του ΠΚ και με αναγωγή στο κριτήριο της δημόσιας
τέλεσης των εκεί αναφερόμενων πράξεων, ότι «στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης η προσφυγή
σε κάποιες εγγενείς ιδιότητες του λόγου είναι απαραίτητη, καθώς ο ομιλητής δεν τιμωρείται για το
αποτέλεσμα που προκαλεί ο λόγος του αλλά για τη δυνατότητα που έχει ο λόγος να προκαλέσει το
συγκεκριμένο αποτέλεσμα, άσχετα αν αυτό επέλθει. Εφόσον η επέλευση του αποτελέσματος δεν είναι
απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, η αναφορά στις ιδιότητες
του λόγου είναι αναγκαία».
1115 Για την ακρίβεια όταν «οι προτρεπόμενες πράξεις είναι πράξεις βίας, εκδήλωσης μίσους ή

διακρίσεων … ο δε λόγος είναι πρόσφορος να προκαλέσει την απόφαση τέλεσής τους από τους προς ους
απευθύνεται». Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 75.

[300]
σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να τιμωρούνται μόνο εκείνες οι συμπεριφορές που
αποτελούν πρόκληση, προτροπή κ.λπ. σε πράξεις που εμπεριέχουν (άλλως συνιστούν οι ίδιες)
διακρίσεις, μίσος ή βία.
Όμως, ακόμα και ένα τόσο διευρυμένο αξιόποινο1116 μπορεί να θεωρηθεί
δικαιολογημένη προσβολή της ελευθερίας του λόγου και όχι απλή τιμώρηση του
φρονήματος1117, εφόσον γίνουν δεκτά τα ακόλουθα:
Καταρχάς, η ρητά αναγραφόμενη και απαιτούμενη προσφορότητα των προτρεπόμενων
πράξεων να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που
προσδιορίζονται βάσει των στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών δεν αποκλείει, ούτε και
αναιρεί την άγραφη μεν, αλλά σαφώς εννοούμενη προσφορότητα της συμπεριφοράς και του
ίδιου του δράστη, εκείνου δηλαδή που εκφέρει το ρατσιστικό λόγο, να προκαλέσει τα
παραπάνω αποτελέσματα. Προκειμένου, μάλιστα, να είναι πρόσφορη η συμπεριφορά του
δράστη να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων, αφής
στιγμής ο ίδιος δεν προβαίνει σε πράξεις βίας, μίσους ή διακρίσεων, θα πρέπει ο λόγος του
να είναι αντικειμενικά πρόσφορος να προκαλέσει στους αποδέκτες του την
απόφαση να τελέσουν οι τελευταίοι τέτοιου είδους πράξεις. Αυτό που ποινικοποιείται
εν προκειμένω είναι η συμπεριφορά του προσώπου που εκφέρει τον προτρεπτικό λόγο, όχι των
ενδιάμεσων προσώπων1118, το δε τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης που αφορά
αποκλειστικά και μόνο στο δράστη είναι οι περιγραφόμενες πράξεις, ήτοι η πρόκληση,
διέγερση, υποκίνηση και προτροπή. Θα ήταν παράλογο να μην απαιτείται και για την
αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη και, μάλιστα, πρωτίστως για αυτήν1119 να χαρακτηρίζεται
ως εξίσου δυνατή να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία. Συνεπώς, μέχρι στιγμής το
συμπέρασμα είναι τόσο η πράξη του δράστη (μία από τις υπαλλακτικά διατυπωμένες) όσο και
οι προτρεπόμενες πράξεις, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω δε χρειάζεται να τελεστούν, θα
πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά
προσώπου ή ομάδας προσώπων. Η προσφορότητα για πρόκληση των συγκεκριμένων
αποτελεσμάτων, δηλαδή, θα πρέπει να είναι ιδιότητα και των δύο, με τη μόνη διαφορά ότι η
πρώτη συμπεριφορά θα πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί, ενώ οι δεύτερες όχι1120.
Όμως η ως άνω αναφερθείσα απαίτηση για αντικειμενική προσφορότητα, ακόμα κι αν
χαρακτηρίζει γενικά και αφηρημένα και την πράξη του δράστη και τις προτρεπόμενες
ενέργειες, δεν εξασφαλίζει την αποφυγή μιας υπέρμετρης και ανεξέλεγκτης διεύρυνσης του

1116 Το οποίο πάντως δικαιολογείται από το γράμμα του νόμου, καθότι δε βγαίνει έξω από τα όρια που
διαγράφει η γλωσσική διατύπωση στο νόημα του νόμου.
1117 Και να διασωθεί έτσι η εξεταζόμενη διάταξη, δίχως να χρειάζεται να κριθεί ως αντισυνταγματική.

1118 Η οποία, εξάλλου, δε χρειάζεται να πραγματοποιηθεί.

1119 Αφού αυτή είναι το επίκεντρο της ποινικής αξιολόγησης.

1120 Έτσι και η ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΧρον 2010, σ. 456, 464 και η ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση

ΝΟΜΟΣ.

[301]
αξιοποίνου, κάτι που δε φαίνεται να ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη1121. Με εφαρμογή
απλώς του κριτηρίου μιας γενικόλογης και αφηρημένης προσφορότητας στο παράδειγμα που
τέθηκε στην αρχή της παρούσας υποενότητας1122 κανείς δε μας εγγυάται ότι δε θα τιμωρηθεί
το πρόσωπο εκείνο που με αφηρημένα πρόσφορο να οδηγήσει σε διακρίσεις, μίσος ή βία
τρόπο προτρέπει άλλον1123 σε πράξη1124 επίσης αφηρημένα πρόσφορη να προκαλέσει
διακρίσεις, μίσος ή βία. Είναι άραγε αυτό το ζητούμενο της υπό κρίση ποινικοποίησης; Πόσο
πίσω είναι διατεθειμένος να φτάσει ο νομοθέτης όσον αφορά στα στάδια που προηγούνται της
βλάβης των προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων αγαθών;
Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να τεθούν τα ορθά κριτήρια για την οριοθέτηση και
συνακόλουθα για την αναγκαστική περιστολή του αξιοποίνου, για τη διάσωση της διάταξης
από αντισυνταγματικότητα και συνάμα για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης.
Εκείνο που σε τελική ανάλυση ενδιαφέρει το νομοθέτη είναι να προστατεύσει τις ομάδες και
τα πρόσωπα που γίνονται συνήθως στόχος μιας ρατσιστικής και ξενοφοβικής συμπεριφοράς
εξαιτίας των χαρακτηριστικών που φέρουν, όπως αυτό προκύπτει, άλλωστε, και από τη ρητή
δήλωσή του στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4285/2014, όπου επισημαίνει ότι «οι ρατσιστικές
και ξενοφοβικές εκδηλώσεις συνιστούν απειλή για τις ομάδες και τα πρόσωπα, που γίνονται
στόχος τους, γι’ αυτό απαιτείται η παροχή από το κράτος αυξημένου βαθμού προστασίας με τη
λήψη ποικίλων μέτρων χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, και τα μέσα του ποινικού δικαίου,
ώστε να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, τόσο κατά
των φυσικών προσώπων που διαπράττουν τέτοια εγκλήματα, όσο και κατά των νομικών
προσώπων που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτά». Ατομικά έννομα αγαθά, όπως
είναι η ζωή, η υγεία/σωματική ακεραιότητα, η προσωπική ελευθερία, η ιδιοκτησία και η
ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τοποθετούνται στο επίκεντρο του ποινικού ενδιαφέροντος και
καλύπτονται από το πέπλο προστασίας του ποινικού μας συστήματος, έτσι ώστε να
αποφεύγεται η βλάβη αυτών. Είναι όμως μόνο η αποφυγή της βλάβης, ως μίας κατάστασης
ισοπεδωτικής για τα έννομα αγαθά, που ενδιαφέρει τον ποινικό νομοθέτη; Εξάλλου είναι
γνωστή η μέριμνα που επιδεικνύει ο τελευταίος διαπλάθοντας εγκλήματα διακινδύνευσης και
μετατοπίζοντας αντίστοιχα το κέντρο βάρους της απαξίας, όταν επιθυμεί να προστατεύσει
τόσο σημαντικά έννομα αγαθά, όπως είναι η ανθρώπινη ζωή και η υγεία1125.

1121 Στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4285/2014, που τροποποίησε το Ν. 927/1979, τονίζεται ότι θα
πρέπει να εξετάζεται αν κάθε συγκεκριμένη εκδήλωση είναι πρόσφορη να παραγάγει «άμεσο και
επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα
για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται».
1122 Βλ. παραπάνω το παράδειγμα με τον αρχηγό της ρατσιστικής οργάνωσης και τον πρόεδρο του

εμπορικού επιμελητηρίου.
1123 Τον πρόεδρο του εμπορικού επιμελητηρίου και άμεσο αποδέκτη του λόγου του.

1124 Στη μεταφορά του λόγου του σε τρίτα πρόσωπα, τους λεγόμενους έμμεσους αποδέκτες αυτού.

1125 Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 171.

[302]
Ο δράστης, λοιπόν, που δημόσια υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει άλλους κατά
τρόπο πρόσφορο να προκαλέσει σε αυτούς την απόφαση να προβούν οι τελευταίοι σε πράξεις
ή ενέργειες που είναι πρόσφορες με τη σειρά τους να προκαλέσουν (ή συνιστούν οι ίδιες)
διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων προτρέπει κ.λπ. κατά λογική
συνέπεια με τρόπο πρόσφορο να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία, η δε συμπεριφορά του θα
πρέπει να μπορεί1126 να δημιουργήσει κίνδυνο για τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της
υγείας/σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της δημόσιας τάξης. Η
προσφορότητα της συμπεριφοράς του να προκαλέσει κίνδυνο σε έννομα αγαθά είναι
εύκολο να διαγνωστεί σε περιπτώσεις όπου το κοινό στο οποίο απευθύνεται παρουσιάζει μία
τρόπον τινά «ετοιμότητα» για δράση απέναντι στις ομάδες ανθρώπων που στοχοποιούνται με
το ρατσιστικό λόγο. Ενδεικτικό της επικινδυνότητας της συμπεριφοράς του δράστη είναι το
παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Ι. Μοροζίνης1127, σύμφωνα με το οποίο αν κάποιος αναφέρει
σε μία «κοχλάζουσα» συγκέντρωση ενώπιον των μελών μιας ακροδεξιάς-ναζιστικής
οργάνωσης ότι ο «εβραϊσμός πρέπει να εξαλειφθεί με κάθε μέσο», είναι πιθανόν, υπό την
έννοια ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς το ενδεχόμενο, να δημιουργηθεί κίνδυνος για τα
προστατευόμενα ατομικά έννομα αγαθά και άρα η συμπεριφορά του δράστη κρίνεται
πρόσφορη στη συγκεκριμένη περίπτωση να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος
προσώπων ή ομάδας προσώπων. Το ίδιο, βέβαια, δεν ισχύει στην περίπτωση που ο δράστης
εκστομίζει τον ίδιο λόγο ενώπιον των μελών της Ακαδημίας Αθηνών». Επίσης, η Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου επισημαίνει, με κριτήριο πάντα την προστασία της δημόσιας τάξης,
ότι δυνατότητα κινδύνου υπάρχει από τη στιγμή που ο λόγος απευθύνεται σε ένα πλήθος που
είναι «έτοιμο» να δράσει (εξαιτίας των ευρύτερων συνθηκών που επικρατούν τη δεδομένη
στιγμή) και έχει τη δυνατότητα να το κάνει1128.
Κατά την άποψή μου δεν είναι μόνο η «ετοιμότητα» του ακροατηρίου καθοριστική για
τη συνδρομή του στοιχείου της προσφορότητας της αξιολογούμενης πράξης για πρόκληση
διακρίσεων, μίσους ή βίας και εντεύθεν για ύπαρξη συγκεκριμένης δυνατότητας πρόκλησης
κινδύνου για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά, αλλά και η ίδια η αμεσότητα της επαφής
μεταξύ δράστη και ακροατηρίου και πολύ περισσότερο η αμεσότητα των πιθανών
συνεπειών του λόγου, απαίτηση που διαπιστώνεται εύκολα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το
πρόσωπο ή το πράγμα που εξατομικεύει το προσβαλλόμενο ατομικό έννομο αγαθό βρίσκεται
εντός της εμβέλειας δράσης της υπό εξέταση συμπεριφοράς. Είναι διαφορετικό να λες σε ένα
άρθρο σε μια εφημερίδα που δεν κυκλοφορεί τακτικά ή σε ένα βιβλίο «κάψτε τους Εβραίους»
από το να το λες κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης εθνικοσοσιαλιστών, η οποία μάλιστα
λαμβάνει χώρα πλησίον μιας συναγωγής. Εξάλλου, για το συνταγματικά ανεκτό της
περιστολής της ελευθερίας του λόγου και της μη τιμώρησης του δράστη για την επέμβαση
αυτού στον νοηματικό κόσμο των αποδεκτών του λόγου του θα πρέπει η συμπεριφορά του

1126 Να είναι δηλαδή ικανή-πρόσφορη.


1127 Βλ. τον ίδιο, Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, ΠοινΧρον 2010, σ. 447.
1128 Βλ. την ίδια, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 732.

[303]
δράστη να παρουσιάζει κάτι περισσότερο από μια αφηρημένη1129 και
απομακρυσμένη, άλλως γενική προσφορότητα να οδηγήσει σε διακρίσεις, μίσος ή βία,
δίχως βέβαια από την άλλη να χρειάζεται και να εξικνείται στην πρόκληση αποτελέσματος
υπαρκτού κινδύνου. Εκείνο που απαιτείται και συνάμα είναι αρκετό είναι να διαπιστωθεί μία
συγκεκριμένη προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη, δεδομένων των συνθηκών της
εκάστοτε κρινόμενης περίπτωσης, να προκαλέσει άμεσο, σαφή και επικείμενο κίνδυνο στα
προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα αγαθά1130. Αυτό ακριβώς το πρωθύστερο της βλάβης
στάδιο είναι που προσπαθεί να αποτρέψει ο νομοθέτης από το να συμβεί και να εξελιχθεί με τη
συνδρομή κι άλλων όρων σε βλάβη της ζωής, της υγείας κ.λπ. δια της υπό κρίση τυποποίησης.
Η δυνατότητα να δημιουργηθεί κίνδυνος δεν αρκεί, επαναλαμβάνεται, να είναι μια
οποιαδήποτε, απομακρυσμένη και αφηρημένη δυνατότητα1131. Ο κίνδυνος, ως δυνάμενος να
προκύψει και όχι ως πραγματικά επελθών, θα πρέπει να είναι άμεσος και συγκεκριμένος, να
προκύπτει δηλαδή αυτή του η ιδιότητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες της εκάστοτε
περίπτωσης1132.

1129 Βλ. όμως και Γ. Αποστολάκη, Η ποινική καταστολή των φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών
διακρίσεων, ΠοινΔικ 2002, σ. 1186, ο οποίος θεωρεί ότι τυποποιείται εν προκειμένω ένα αδίκημα
αφηρημένης διακινδύνευσης. Παρόμοια και ο Χ. Παπαχαρλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος, ΝοΒ
2016, σ. 215, όπου θεμελιώνει την κρίση του πως τυποποιείται εν προκειμένω ένα έγκλημα αφηρημένης
διακινδύνευσης στο ότι η υποκίνηση κ.λπ. σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή
βία είναι ουσιαστικά προστάδιο εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ατομικών
έννομων αγαθών.
1130 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κα’ άρθρο, 2016, σ. 79. Βλ. και την Αιτιολογική

Έκθεση του Ν. 4285/2014, όπου και τονίζεται ότι: «…πρέπει να αποφεύγεται η ποινική απαξίωση
εκδηλώσεων που θεωρούνται εντελώς απρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση συγκεκριμένης
ομάδας ή προσώπου εξαιτίας των φυσικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους. Για τούτο, και σε
συμφωνία με το πνεύμα της απόφασης – πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, κρίνεται σκόπιμο να ερευνάται η
προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο
συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της
ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται».
1131 Βλ. εδώ και την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4285/2014, η οποία στο Β΄: Ειδικό Μέρος αναφέρει

ότι: «δεν αρκεί η απλή αφηρημένη πιθανολόγηση της έκθεσης σε κίνδυνο μιας ομάδας, ενός προσώπου
ή πράγματος, αλλά απαιτείται να εκτιμάται κάθε φορά η προσφορότητα του συγκεκριμένου κινδύνου,
λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις μέσα στις οποίες εκδηλώνεται η
υπό κρίση συμπεριφορά, όσο και την ενδεχόμενη προσβολή των γενικότερων συνθηκών που
εξασφαλίζουν την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση».
1132 Βλ. εδώ Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 272-273 και 275, όπου ονομάζει τα

εγκλήματα αυτής της κατηγορίας ως εγκλήματα απόπειρας πρόκλησης κινδύνου. Σύμφωνη και η Μ.
Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 156 και η ίδια, Κοινώς επικίνδυνα
εγκλήματα, 2005, σ. 84. Βλ. επίσης και Γ. Πανούση, Δυνητικός & επικίνδυνος κόσμος & εγκλήματα
δυνητικής διακινδύνευσης, ΠΛογ 2005, σ. 1073, όπου διακρίνει εμφανώς το «εν ενεργεία υπαρκτό»,

[304]
Προκειμένου να ισχύουν όλα τα παραπάνω θα πρέπει αρχικά να παράγεται από τη
συμπεριφορά του δράστη όχι οποιοσδήποτε, αλλά ένας συγκεκριμένος κίνδυνος να
δημιουργηθεί μια κατάσταση1133, η οποία κατάσταση συνίσταται στη δημιουργία από
μέρους του αποδέκτη του λόγου μιας εσωτερικής θέσης-θέλησης (δηλαδή στην πρόκληση
απόφασης) για πραγματοποίηση απαγορευμένων διακρίσεων ή πράξεων βίας ή για εκδήλωση
συναισθημάτων μίσους σε βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων που διακρίνονται από τα
συγκεκριμένα, στο νόμο αναφερόμενα χαρακτηριστικά, τα οποία προφανώς γεννούν
στερεότυπα και προκαταλήψεις στο μυαλό του δράστη. Γίνεται, άλλωστε, λόγος για
συγκεκριμένο κίνδυνο να προκληθεί μια τέτοια απόφαση, όταν ο προτρεπτικός λόγος
εκδηλώνεται με συγκεκριμένο τρόπο (ένταση-ύφος-τόνος αυτού, χρήση τεχνασμάτων πειθούς,
επίκληση στο συναίσθημα κ.λπ.) και μέσα σε ειδικές περιστάσεις και ευνοϊκές συνθήκες (η
συγκεκριμένη χρονική συγκυρία που χαρακτηρίζεται από κοινωνικές αναταραχές, η
απεύθυνση σε ένα συγκεντρωμένο πλήθος δημόσιας συνάθροισης που ασπάζεται τις απόψεις
του εκφέροντος τον προτρεπτικό λόγο, το χαμηλό πνευματικό τους επίπεδο, ο φανατισμός, τα
αισθήματα κατωτερότητας, η απουσία αστυνομικής δύναμης, η χρήση ραδιοτηλεοπτικών
μέσων για τη ζωντανή και απευθείας απεύθυνση του μηνύματος, η ιδιότητα του δράστη ως
προσώπου με αυξημένο κύρος και επιρροή στους πιστούς της επικρατούσας θρησκείας1134
κ.ά.). Περαιτέρω, από τη χρήση των ρημάτων υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει και προτρέπει, ως
μορφών αξιόποινης συμπεριφοράς, φαίνεται να προκύπτει ότι για την πλήρωση της
αντικειμενικής υπόστασης δε χρειάζεται η πρόκληση, διέγερση, υποκίνηση κ.λπ. να βρήκαν
ανταπόκριση, να πείσθηκε δηλαδή κάποιος1135 να τελέσει τις πράξεις εκείνες που μπορούν να
προκαλέσουν (ή συνιστούν οι ίδιες) διακρίσεις, μίσος ή βία, αρκεί να προσπάθησε ο δράστης
να προκαλέσει σε άλλον (ή σε άλλους) την απόφαση για πράξη απλώς εκστομίζοντας το λόγο
του.
Βέβαια, το εδώ εξεταζόμενο έγκλημα, ως έγκλημα γνώμης που πρέπει να
εξωτερικευτεί1136, πρέπει και να επιδρά στον κοινωνικό χώρο και συνάμα να υπάρχει
δυνατότητα επίδρασης στο κοινωνικό σύνολο1137. Αρχικά δηλαδή ο δράστης θα πρέπει να

όπως είναι η βλάβη και ο κίνδυνος, από το «εν δυνάμει υπαρκτό», όπως είναι η δυνατότητα κινδύνου-
διακινδύνευση, που δεν είναι παρά μια κατάσταση.
1133 Όχι να προσβληθούν με τη μορφή της βλάβης έννομα αγαθά. Δηλαδή εν προκειμένω δεν

αναφέρομαι στην έννοια του πραγματωμένου κινδύνου ως αποτελέσματος με την τεχνική έννοια του
όρου.
1134 Βλ. χαρακτηριστικά ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, αναφορικά με την καταδίκη

εκκλησιαστικού ιεράρχη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας για παράβαση του Ν. 927/1979.
1135 Ο αποδέκτης του λόγου ή αόριστος αριθμός ατόμων, με εξαίρεση ίσως την περίπτωση της

«πρόκλησης».
1136 Για εξωτερίκευση της ρατσιστικής πρόθεσης του πομπού του μηνύματος κάνει λόγο ο Α.

Χουλιάρας, όπ.π., σ. 1241.


1137 Έτσι ο Γ. Μπέκας, Πρακτική διδασκαλία ποινικού δικαίου, Α. Γενικό Μέρος, 2005, σ. 50 για την

έννοια της πράξης γενικά. Τα εδώ εξεταζόμενα εγκλήματα, άλλωστε, έχουν ως βάση της εγκληματικής

[305]
απευθύνεται προς άλλο φυσικό πρόσωπο, στη βούληση-συνείδηση του οποίου προσπαθεί
αντικειμενικά να επιδράσει. Τούτο προϋποθέτει καταρχήν ολοκλήρωση της απεύθυνσης σε
άλλο φυσικό πρόσωπο. Έτσι για παράδειγμα ο ρατσιστικός λόγος που δεν απευθύνεται σε
κανέναν, αλλά αποτελεί ένα είδος μονολόγου-παραληρήματος για τον εκφραστή του, έστω κι
αν εξωτερικεύεται στον υλικό χώρο και δεν αποτελεί απλώς μέρος της νόησής του, δεν
παρουσιάζει ποινικό ενδιαφέρον, αφού δεν είναι δυνατόν η εξωτερίκευση αυτή να γίνει
αντιληπτή από τον οποιοδήποτε κοινωνό1138.
Επιπρόσθετα, για τη διαπίστωση συγκεκριμένου κινδύνου να δημιουργηθεί η
προαναφερθείσα κατάσταση1139 απαιτείται, πέρα από την εξωτερίκευση του λόγου και την
ολοκλήρωση της απεύθυνσης σε άλλο φυσικό πρόσωπο, και η αντίληψη με τις αισθήσεις της
εξωτερίκευσης καθεαυτής και πολύ περισσότερο η αντίληψη του νοήματος-περιεχομένου της
εκδήλωσης του δράστη από αυτούς προς τους οποίους απευθύνεται1140. Δε χρειάζεται όμως
και η πρόκληση απόφασης για τέλεση πράξεων βίας, μίσους ή διακρίσεων, ούτε πολύ
περισσότερο η τέλεση των τελευταίων1141. Το συμπέρασμα τούτο συνάγεται πρώτον από το ότι
οι πράξεις του εν λόγω εγκλήματος δεν περιλαμβάνουν εννοιολογικά και την πρόκληση
απόφασης1142 και δεύτερον από το ότι η απαιτούμενη από το νόμο συγκεκριμένη δυνατότητα
κινδύνου για τα προστατευόμενα από τη διάταξη ατομικά έννομα αγαθά δεν εξαρτάται
αποκλειστικά και μόνο από την πρόκληση απόφασης 1143. Τουναντίον, μπορεί να υπάρξει και
χωρίς αυτήν. Για την ακρίβεια μπορεί να υπάρξει και πριν από αυτήν. Αν, βέβαια, προκληθεί
τελικά απόφαση για τέλεση πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε

συμπεριφοράς μία πράξη, καθότι ο δράστης «κάνει λέγοντας» και η πράξη του αυτή ως «επικοινωνιακό
ενέργημα» επενεργεί στον εξωτερικό κόσμο. Έτσι ο Δ. Κιούπης, Προσβολές της τιμής – Η εξύβριση,
2009, σ. 16 επ.
1138 Βλ. Ν. Λίβο, Ο αξιόποινος εγκωμιασμός κακουργήματος, ΠοινΧρον 1997, σ. 731, όπου επισημαίνει

ότι το πλημμέλημα που τυποποιείται στο (καταργημένο πλέον) άρ. 185 ΠΚ είναι «έγκλημα
εξωτερικεύσεως» και ως τέτοιο «προϋποθέτει … κάποιον ή κάποιους τοπικά και χρονικά
προσδιορίσιμους αποδέκτες προς τους οποίους αποβλέπει ο δράστης τού εγκωμιασμού».
1139 Δηλαδή η πρόκληση απόφασης, άλλως η δημιουργία από μέρους του αποδέκτη του λόγου μιας

εσωτερικής θέσης - θέλησης για πραγματοποίηση αυθαίρετων διακρίσεων, εκδήλωση συναισθημάτων


μίσους ή βούλησης για τέλεση πράξεων βίας σε βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων που
διακρίνονται από τα στο νόμο αναφερόμενα χαρακτηριστικά.
1140 Πρβλ. όμως και Δ. Σπινέλλη, Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, ΠΧ

1973, σ. 246, όπου και προτείνει ο λόγος που εξωτερίκευσε ο δράστης να περιήλθε σε γνώση του
αποδέκτη «κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να δύναται να γίνει αντιληπτή» για τις περιπτώσεις των
εγκλημάτων εκείνων αφηρημένης διακινδύνευσης (όπως χαρακτηρίζει τα αδικήματα που
τυποποιούνται λ.χ. στα άρθρα 183 και 184 Π.Κ.) στην αντικειμενική υπόσταση των οποίων
χρησιμοποιούνται οι όροι «διεγείρει» ή «προκαλεί» για την περιγραφή της αξιόποινης συμπεριφοράς.
1141 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 75.

1142 Άρα από τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.

1143 Συνεπώς ούτε η τελολογική ερμηνεία του νόμου δικαιολογεί την υιοθέτηση μιας τέτοιας εκδοχής.

[306]
βάρος προσώπου ή ομάδας προσώπων και υπάρξει επιπλέον μια σχετική δυναμική
κινητοποίηση προς αυτή την κατεύθυνση, τότε θα πρόκειται κατά τη γνώμη μου για υπαρκτό
κίνδυνο να τελεστούν οι παραπάνω πράξεις και κατ’ αποτέλεσμα για υπαρκτό κίνδυνο να
υποστούν βλάβη τα προστατευόμενα ατομικά έννομα αγαθά1144.
Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών και σε συνέχεια της ανάπτυξής μου περί του
προστατευόμενου έννομου αγαθού1145 θεωρώ ότι η περιγραφόμενη στο νόμο συμπεριφορά
αποκτά ουσιαστικό άδικο χαρακτήρα, που νομιμοποιεί την πρόβλεψη ποινής, διότι απαιτείται
για την τιμώρηση του δράστη όχι μόνο η εκδήλωση ορισμένης συμπεριφοράς, αλλά και η
επέλευση εξαιτίας αυτής ενός αποτελέσματος1146, το οποίο δεν είναι άλλο από τη
διακινδύνευση1147 των προστατευόμενων εν προκειμένω ατομικών έννομων αγαθών, που
ανήκουν στο στοχοποιημένο πρόσωπο ή στην ομάδα προσώπων1148. Και όταν γίνεται λόγος για
διακινδύνευση έννομων αγαθών στο υπό εξέταση αδίκημα δεν εννοείται ο υπαρκτός κίνδυνος,

1144 Για πραγματικό κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κάνει λόγο σε αυτή την περίπτωση η Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 732.
1145 Βλ. παραπάνω, Μέρος Τρίτο, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.

1146 Υπό την «πλατιά, ουσιαστική» έννοια του όρου και όχι υπό τη «στενή», «τεχνική» αντίληψη

αυτού. Δηλαδή απαιτείται να επέλθει μία μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που θα έγκειται στη
διακινδύνευση έννομου αγαθού, προϋπόθεση που συνάπτεται άμεσα με την ουσιαστική απαξία του
εγκλήματος. Για τη σχετική διάκριση της έννοιας «αποτέλεσμα» με την ευρεία και με τη στενή έννοια
καθώς και για την πρακτική σημασία της διάκρισης εγκλημάτων αποτελέσματος και απλής
συμπεριφοράς βλ. ιδίως Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 258-260, Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ.
Γενικό Μέρος Ι, 2007, σ. 146 κεπ., Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 170 επ., Α.
Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου Ι, 2010, σ. 241.
1147 Υπό τη μορφή, επαναλαμβάνεται, του δυνάμενου να προκύψει κινδύνου και όχι του υπαρκτού

κινδύνου. Βλ. συναφώς Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 76, όπου χαρακτηρίζει
το εν λόγω αδίκημα ως έγκλημα συγκεκριμένης επικινδυνότητας, καθότι «προϋποθέτει μια
συγκεκριμένη επικινδυνότητα της συμπεριφοράς (υπό την έννοια της προσφορότητας της
συμπεριφοράς να προκαλέσει κίνδυνο) όχι όμως και την επέλευση συγκεκριμένου (αποτελέσματος)
κινδύνου». Βλ. επίσης τον ίδιο, Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής
υπόστασης, ΠοινΧρον 2015, σ. 490 επ. Για εγκλήματα επικινδυνότητας σε περιπτώσεις που αρκεί το
επικίνδυνο της συμπεριφοράς, χωρίς να απαιτείται και διακινδύνσευση έννομου αγαθού κάνει λόγο και
ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 175.
1148 Προς επίρρωση της θέσης αυτής βλ. και Ι. Πανούση στα πρακτικά της Συνεδρίασης της Βουλής με

αριθμό ΚΘ’/2.9.2014, σ. 2376-2377, ο οποίος τονίζει ότι: «Στηριζόμενοι στη δομή του νομοσχεδίου,
κύριε Υπουργέ, αυτές οι πράξεις πρέπει να είναι αντικειμενικά πρόσφορες για να κινητοποιήσουν μία
τέλεση εγκλήματος, έστω κι αν δεν χρειαστεί να αποδειχθεί ότι πράγματι τελέσθηκαν τα εγκλήματα.
Άρα οι συνθήκες, η κινητοποίηση αορίστου αριθμού ατόμων κ.λπ., αποτελούν κρίσιμους παράγοντες.
Δηλαδή υποκίνησε μίσος, παρ’ όλο που αυτή η λέξη δύσκολα μπορεί να μπει σε νομικό ορισμό. Δεν
προϋποθέτει αναγκαία προτροπή σε πράξη βίας, σε εγκληματική ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι κάθε
έκφραση σκέψεων, ιδεών που δεν δημιουργεί έστω και μία δυνατότητα αντικειμενικού κινδύνου για το
συγκεκριμένο έννομο αγαθό δεν μπορεί να είναι καν αρχικά άδικη συμπεριφορά».

[307]
ως εμπειρικό αποτέλεσμα1149 , αλλά η συγκεκριμένη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για αυτά,
η οποία δυνατότητα είναι περισσότερο μία ιδιότητα της περιγραφόμενης στο νόμο
συμπεριφοράς παρά ένα αποτέλεσμα που εξομοιώνεται με τον πραγματωμένο κίνδυνο 1150. Ως
εκ τούτου τυποποιείται εν προκειμένω ένα έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης που είναι
παράλληλα και τυπικό ή αλλιώς απλής συμπεριφοράς και όχι αποτελέσματος1151.
β. iii. Με την ανάλυση που προηγήθηκε συνάπτεται και η ακόλουθη ρήση: «… κατά
τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη
σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων», που προστέθηκε με το Ν. 4285/2014 στην
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979.
Δεν αρκεί πλέον απλώς η προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, αλλά απαιτείται επιπρόσθετα η
πράξη του δράστη να λαμβάνει χώρα κατά τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια
τάξη ή να ενέχει απειλητικό χαρακτήρα για τη ζωή, την προσωπική ελευθερία ή τη σωματική
ακεραιότητα των προσώπων που γίνονται στόχος του δράστη.
Μολονότι η ανάγνωση της παραπάνω φράσης δίνει την εντύπωση ότι τυποποιείται
απλώς ο επικίνδυνος τρόπος τέλεσης των εγκληματικών πράξεων και άρα η ανάλυσή της θα
έπρεπε να ενταχθεί παρακάτω, στο στοιχείο δ’, όπου και περιγράφεται ο «τρόπος τέλεσης του
εγκλήματος», ορθότερο κρίνεται να παρατεθεί στο συγκεκριμένο σημείο της παρούσας
μελέτης, ώστε να αποτελεί μια ομαλή συνέχεια της ανάπτυξης περί του τυποποιούμενου και
άρα απαιτούμενου για τη στοιχειοθέτηση του αδίκου βαθμού προσβολής. Άλλωστε, η
επικινδυνότητα του τρόπου δεν ορίζεται με περιγραφή συγκεκριμένων μέσων ή τρόπων, αλλά
με αναγωγή στους κινδύνους που μπορούν να δημιουργηθούν είτε για τη δημόσια τάξη είτε για

1149 Με τη χρήση του όρου «αποτέλεσμα» εννοείται εν προκειμένω η μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο
που είναι ξέχωρη κατά χώρο και χρόνο από τη συμπεριφορά του δράστη, ήτοι από τη μυϊκή ενέργεια ή
αδράνεια που την παρήγαγε. Εδώ πρόκειται για το «αποτέλεσμα με τη στενή, τεχνική έννοια του
όρου». Βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 259. Παρόμοια και ο Ν.
Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 170.
1150 Για τη μη εξομοίωση της δυνατότητας κινδύνου και την ποιοτική διαφοροποίησή της από τον

πραγματωμένο κίνδυνο και πολύ περισσότερο από τη βλάβη, των τελευταίων μόνο ως εμπειρικών
αποτελεσμάτων, βλ. Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 190. Για τη
διάκριση του κινδύνου, ως κατάστασης, από την επικινδυνότητα μιας συμπεριφοράς, ως ιδιότητας της
τελευταίας και την εντεύθεν διάκριση των εγκλημάτων διακινδύνευσης σε εγκλήματα κινδύνου και
εγκλήματα επικινδυνότητας βλ. πρωτίστως H. J. Hirsch, Gefahr und Gefährlichkeit, in: Kohlmann
(Hrsg.), Hans Joachim Hirsch, Strafrechtliche Probleme, 1999, σ. 560-562.
1151 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, 2016, σ. 76. Αναλυτικότερα βλ. ο ίδιος, Κίνδυνος και

επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, ΠοινΧρον 2015, σ. 488. Πρβλ. όμως Ι.
Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 569-570, όπου υποστηρίζεται ότι τα εγκλήματα αφηρημένα
συγκεκριμένης διακινδύνευσης (δηλαδή τα δυνητικής) είναι ουσιαστικά και όχι τυπικά, μιας και
«προϋποθέτουν μια ξέχωρη από την ενέργεια του δράστη μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, που συνιστά
αποτέλεσμα με την τεχνική έννοια του όρου, αφού μπορεί να προκληθεί και από φυσικές δυνάμεις».

[308]
τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας ή της σωματικής
ακεραιότητας. Περιγράφεται εν ολίγοις σε τι συνίσταται η τυποποιούμενη διακινδύνευση, με
αποτέλεσμα η ερμηνεία της εν λόγω φράσης να συνάπτεται άμεσα με την ουσιαστική απαξία
της πράξης και άρα με το ουσιαστικό άδικο αυτής.
Αρχικά κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί το ότι, παρά τα αντιθέτως
υποστηριζόμενα, η εν λόγω ρήση αποτελεί πράγματι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης
του εγκλήματος, προσδιορίζοντας έτσι το άδικο της συμπεριφοράς του δράστη, και δε
βρίσκεται εκτός της αντικειμενικής υπόστασης, ως στοιχείο πάντως της αντικειμενικής
περιγραφής της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος. Έχει υποστηριχθεί από τον Ι.
Μοροζίνη1152 ότι υπό το καθεστώς του νέου νόμου η υπό εξέταση φράση αποτελεί εξωτερικό
όρο του αξιοποίνου, που περιορίζει τον ποινικό κολασμό και που ερμηνεύεται μάλιστα ως
«επελθών» κίνδυνος1153 είτε για τη δημόσια τάξη («ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα»), είτε για τα
ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, υγείας ή προσωπικής ελευθερίας. Επισημαίνει για την
ακρίβεια πως «από την προσφορότητα/δυνατότητα του λόγου να προκαλέσει αυτή την
κατάσταση κινδύνου (ήτοι συγκεκριμένο κίνδυνο) προσδιορίζεται η επικινδυνότητά του (scil.
του λόγου) για τα ατομικά έννομα αγαθά, η οποία (επικινδυνότητα = δυνητική διακινδύνευση)
βρίσκεται, συνεπώς, στο επίκεντρο της αντικειμενικής υπόστασης και της ποινικής καταστολής
της ρητορικής του μίσους»1154. Υπολαμβάνει δηλαδή ο Ι. Μοροζίνης ότι ναι μεν για τη
συγκρότηση του αδίκου αρκεί η προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη να επιφέρει
κίνδυνο για τα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα αγαθά1155, δίχως παράλληλα να
χρειάζεται και η επέλευσή του, απαιτείται όμως επιπλέον για τη θεμελίωση του αξιοποίνου και
η διαπίστωση αποτελέσματος, τουλάχιστον συγκεκριμένου κινδύνου, είτε για τη δημόσια τάξη
είτε για τα ρητώς αναφερόμενα στη διάταξη ατομικά έννομα αγαθά1156, το οποίο αποτέλεσμα
θα πρέπει να συνδέεται αιτιωδώς με το λόγο του δράστη. Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη,
η διαπίστωση συγκεκριμένου κινδύνου για τα μόλις αναφερθέντα έννομα αγαθά «ενδεικνύει
σφόδρα και την προσφορότητα για πράξεις μίσους, βίας ή διακρίσεων, δηλαδή τη
συγκεκριμένη επικινδυνότητα (ήτοι τη δυνητική διακινδύνευση1157) του προτρεπτικού
λόγου1158».

1152 Βλ. τον ίδιο, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 34, 81 καθώς και 98 επ.
1153 Διαβλέπει, δηλαδή, εδώ ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα κινδύνου εκτός, όμως, της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος.
1154 Βλ. γι’ αυτό Ι. Μοροζίνη, όπ.π., σ. 34.

1155 Όπως αυτό προκύπτει προφανώς από τη φράση της αντικειμενικής υπόστασης: «όποιος […]

υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν


διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων …».
1156 Ήτοι τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων.

1157 Η επεξήγηση δική μου.

1158 Ι. Μοροζίνης, όπ.π., σ. 80-81.

[309]
Γενικά η θεμελίωση εξωτερικών όρων του αξιοποίνου συνιστά εξαίρεση από την κανόνα
της πλήρους υποκειμενικής1159 επικάλυψης των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης ενός
εγκλήματος. Αποτελούν αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία ουδόλως συντείνουν στην αρνητική
αξιολόγηση της πράξης και συνεπώς δε συγκαθορίζουν το άδικο, βρίσκονται δηλαδή εκτός της
αντικειμενικής υπόστασης ενός εγκλήματος, αποστολή της οποίας είναι η τυποποίηση του
αδίκου1160. Η ύπαρξή τους θεμελιώνει το τελικό αξιόποινο1161, όχι όμως το άδικο, και ως εκ
τούτου οι εξωτερικές αυτές περιστάσεις δε χρειάζεται να επικαλύπτονται από τον απαιτούμενο
από τη διάταξη βαθμό υπαιτιότητας (δόλο ή αμέλεια)1162. Το άδικο με τη σειρά του συνηθίζεται
να διακρίνεται μεταξύ «τυπικού» και «ουσιαστικού». Σύμφωνα με την παραπάνω διάκριση,
«τυπικό» λέγεται το άδικο που προκύπτει από την αντίθεση μιας ανθρώπινης πράξης απέναντι
σε έναν επιτακτικό ή σε έναν απαγορευτικό κανόνα συμπεριφοράς, το δε «ουσιαστικό»
διαπιστώνεται, όταν η πράξη του δράστη προσβάλλει (είτε με τη μορφή της βλάβης ή με τη
μορφή της διακινδύνευσης) τα προστατευόμενα από την οικεία διάταξη έννομα αγαθά1163. Από
το συνδυασμό των παραπάνω προκύπτει ότι, τουλάχιστον στην πλειονότητα των εγκλημάτων,
τα στοιχεία που εντοπίζονται στην αντικειμενική υπόσταση και αποτελούν έτσι το λεγόμενο
τυπικό άδικο εκφράζουν συνάμα και τον ουσιαστικά άδικο χαρακτήρα της συμπεριφοράς,
όταν οι τυποποιούμενοι όροι της αντικειμενικής υπόστασης αποτυπώνουν την κρίση του
νομοθέτη για τον βλαπτικό ή επικίνδυνο για έννομα αγαθά χαρακτήρα μιας πράξης.
Διακρίνονται δε από τους εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου, καθότι τα μεν πρώτα εκφράζουν
στα γνήσια εγκλήματα την ουσιαστική απαξία της συμπεριφοράς, οι δε τελευταίοι κείνται
εκτός της αντικειμενικής υπόστασης (ως εκ τούτου και «εξωτερικοί» όροι) και συνιστούν
απλώς πρόσθετες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέξουν προκειμένου να χαρακτηριστεί μία
πράξη ως αξιόποινη1164.
Επανερχόμενη στην ανάλυση της υπό κρίση διάταξης, έχει σημασία να ανατρέξει
κανείς στην ιστορικότητα της συγκεκριμένης προσθήκης. Είναι αλήθεια πως η φράση: «…

1159 Δηλαδή από την υπαιτιότητα.


1160 Έτσι οι Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 255, Ι. Γιαννίδης, Άρ. 14 ΠΚ,
Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1-133, σ. 177, Α. Κατσαντώνης, Ποινικόν Δίκαιον,
Γενικόν Μέρος, Α’ Τόμος, σ. 111, Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Ι’, επιμ. Κ. Ε. Σταμάτη, σ. 156.
Από νομολογία βλ. ΑΠ 266/1977, ΠοινΧρον ΚΖ’, σ. 655, ΑΠ 1971/1994, ΝοΒ 43, σ. 753 και ΣυμβΑΠ
765/2009, ΠοινΧρον 2010, σ. 198.
1161 Λειτουργώντας αρνητικά για αυτό, υπό την έννοια ότι, αν δε συντρέχουν οι εξωτερικοί όροι του

αξιοποίνου, δε θεμελιώνεται και το τελικό αξιόποινο και συνεπώς δεν υπάρχει έγκλημα.
1162 Βλ. σχετικά και Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, εισαγωγικό

σημείωμα άρθρων 26-35 ΠΚ, σ. 130.


1163 Έτσι οι Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, σ. 334 επ., Ι. Γιαννίδης, Άρ. 14 ΠΚ,

Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1-133, σ. 168, Α. Κατσαντώνης, Ποινικόν Δίκαιον,
Γενικόν Μέρος, Α’ Τόμος, σ. 129, Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 763.
1164 Βλ. επίσης Λ. Μαργαρίτη, Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, 1983, σ. 69 και 121 επ., ο οποίος

υποστηρίζει ότι οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου δεν ανάγονται στην προστασία του έννομου αγαθού.

[310]
κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία
ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων» προστέθηκε στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979 σε μια προσπάθεια εναρμόνισης του ελληνικού νομικού πλαισίου για την ποινική
καταστολή ορισμένων εκδηλώσεων ρατσιστικής συμπεριφοράς με την υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε., όπου καταγράφεται αντίστοιχη
πρόβλεψη. Για την ακρίβεια, στο άρ. 2 της απόφασης-πλαίσιο προβλέφθηκε η δυνατότητα να
επιλέγουν τα κράτη-μέλη να τιμωρούν μόνο συμπεριφορά η οποία «είτε εκδηλώνεται κατά
τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη1165, είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό
χαρακτήρα». Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο σημείο της παρούσας μελέτης, η
προσθήκη της συγκεκριμένης διάταξης στην ενωσιακή πράξη ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού
μεταξύ των προτάσεων των επιμέρους αντιπροσωπειών των κρατών-μελών κατά τη διαδικασία
των διαπραγματεύσεων. Γενικά, και µε την επιφύλαξη διεξοδικότερης εξέτασης, οι
περισσότερες αντιπροσωπείες είχαν θετικές αντιδράσεις για την πρόταση, είχαν όμως και
πολλές επιφυλάξεις. Η βρετανική αντιπροσωπεία για παράδειγμα τόνισε ότι η επιφύλαξή της
είναι ουσιαστικής φύσεως και ότι τα θέματα που πραγματεύεται η πρόταση για την υιοθέτηση
σχετικής απόφασης-πλαίσιο είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα για τη σχετική µε την ελευθερία της
έκφρασης και του συνέρχεσαι εθνική νομοθεσία και την εθνική παράδοση, όσον αφορά το τι
πρέπει να ρυθμίζεται από το ποινικό δίκαιο και τι µε άλλο τρόπο. Ως εκ τούτου, ζήτησε να
εισαχθούν στο κείμενο της αρχικής πρότασης τα στοιχεία της δήλωσής της, η οποία περιέχεται
στο Παράρτημα της κοινής δράσης του 1996 (ήτοι: «Η εν λόγω συμπεριφορά θα πρέπει να
είναι απειλητική, υβριστική και προσβλητική και να συνοδεύεται µε την πρόθεση δημιουργίας
ρατσιστικού µίσους ή να ενδέχεται να έχει αυτό το αποτέλεσμα»)1166. Κατόπιν των ανωτέρω,
μία αρχική πρόταση ήταν να τυποποιηθεί ως ποινικό αδίκημα η δημόσια υποκίνηση βίας ή
µίσους για ρατσιστικούς ή ξενόφοβους σκοπούς ή κάθε άλλη ρατσιστική ή ξενόφοβη
συμπεριφορά που μπορεί να προκαλέσει ουσιαστική βλάβη σε άτομα ή ομάδες1167. Η
γερμανική αντιπροσωπεία με τη σειρά της πρότεινε να προστεθεί η φράση: «κατά τρόπο ικανό
να διαταράξει τη δημόσια ειρήνη»1168. Τελικά επικράτησε η σημερινή διατύπωση της
απόφασης – πλαίσιο, στο άρ. 1, παρ. 1, στοιχ, α’ της οποίας περιγράφεται η προς

1165 Βλ. εδώ Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 104, σύμφωνα με την οποία το αγγλόφωνο
κείμενο της απόφασης-πλαίσιο κάνει λόγο για συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί
να διαταράξει (και όχι διαταράσσει, “… in a manner likely to disturb public order”) τη δημόσια τάξη, το
δε γερμανικό χρησιμοποιεί τη φράση “die geeignet ist die öffentliche Ordnung zu stören”.
1166 Βλ. γι’ αυτό το Έγγραφο 5983/02 του Συμβουλίου της ΕΕ., δημοσιευμένο στην ακόλουθη

ιστοσελίδα: www.consilium.europa.eu.
1167 Η έμφαση δική μου.

1168Έγγραφο 10817/02 του Συμβουλίου της ΕΕ.

[311]
ποινικοποίηση συμπεριφορά1169, στη δε παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου τέθηκε η
συμβιβαστική λύση που έδινε τη δυνατότητα (και άρα δε θεμελίωνε υποχρέωση) στα κράτη-
μέλη να τιμωρούν τις συμπεριφορές που αναφέρονται στο στοιχ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1,
εφόσον πληρούν μία από τις δύο παραπάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις (δηλαδή η
συμπεριφορά του δράστη είτε να εκδηλώνεται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη,
είτε να έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα).
Όλες οι παραπάνω διαπραγματεύσεις και επιφυλάξεις των αντιπροσωπειών των
κρατών-μελών κατά τη διαδικασία ψήφισης της εν λόγω ενωσιακής πράξης και η εντεύθεν
επιλογή του Έλληνα νομοθέτη να εισαγάγει στη διάταξη τη συγκεκριμένη φράση, έστω και
ελαφρώς παραλλαγμένη σε σχέση με το ενωσιακό κείμενο, καταδεικνύουν ότι δεν αποτελεί μια
προσθήκη που φανερώνει απλώς την εγκληματική βαρύτητα της πράξης1170, αλλά συνάπτεται
ευθέως με την ουσιαστική απαξία αυτής. Όπως, άλλωστε, επισημάνθηκε και σε προηγούμενο
σημείο, η κατά το συγκεκριμένο τρόπο διαμόρφωση του νέου άρθρου φανερώνει την αμηχανία
του νομοθέτη καθώς και την αμφιβολία που φαίνεται να τον διακατείχε σχετικά με την
ορθότητα της προγενέστερης μορφής της διάταξης1171. Μπροστά στο φόβο μιας ενδεχόμενης
ποινικοποίησης του φρονήματος και μιας ανομιμοποίητης προσβολής του ατομικού
δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης εισήγαγε το συγκεκριμένο εδάφιο και κατέστησε
συνάρτηση του αδίκου την τέλεση της πράξης κατά τρόπο επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη
ή/και για τα έννομα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας 1172. Με
αυτόν τον τρόπο ήθελε να καταστήσει σαφές ότι δε θα τιμωρείται ένας οποιοσδήποτε λόγος,
όσο αποκρουστικός και εμπρηστικός κι αν είναι, παρά μόνο εκείνος που δρομολογεί μία
πορεία, θέτοντας όρους κινδύνου, προς τη βλάβη ατομικών και συλλογικών έννομων
αγαθών1173. Έτσι, αφής στιγμής η τυποποιούμενη δυνατότητα κινδύνου για τα

1169 Δηλαδή η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους
ομάδας, που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών
καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.
1170 Όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα άρθρα 232 και 313 του ΠΚ με τους εκεί τιθέμενους

εξωτερικούς όρους του αξιοποίνου.


1171 Πριν, δηλαδή, από τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4285/2014.

1172 Πρβλ. εδώ και τη Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 101, η οποία πιστεύει πως: «…και

στο θεσμικό πλαίσιο της Ένωσης προστατευτέο έννομο αγαθό παραμένει ηαξία του ανθρώπου … αφού
ακόμα και για τα εγκλήματα ρητορείας βίας ή μίσους λόγω ρατσισμού, όπου για το αξιόποινο
απαιτείται η δημόσια τέλεσή τους, δεν είναι αναγκαία η σύνδεσή τους με την προσβολή του εννόμου
αγαθού της δημόσιας τάξης ή με άλλα προσωπικά αγαθά των θιγομένων».
1173 Έτσι και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π. ΠοινΧρον 2015, σ. 732, με αποκλειστική, ωστόσο,

αναφορά στην προστασία της δημόσιας τάξης. Παρόμοια και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1245-
1246. Βλ. επίσης και την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του Ν. 927/1979
και την προσαρμογή του στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ε.Ε. και
συγκεκριμένα στην παρ. 1 του στοιχ. Β’: ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ, όπου και χαρακτηριστικά επισημαίνεται ότι:
«Δεν αρκεί η απλή αφηρημένη πιθανολόγηση της έκθεσης σε κίνδυνο µιας οµάδας, ενός προσώπου ή

[312]
προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα αγαθά αφορά στο βαθμό προσβολής τους, δεν μπορεί
παρά να αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και όχι εξωτερικό
όρο του αξιοποίνου. Μόνο που, κατά την άποψή μου, η συγκεκριμένη προσθήκη ήταν
περιττή1174, τουλάχιστον ως προς το σκέλος που αφορά στη ζωή, στην προσωπική ελευθερία ή
στη σωματική ακεραιότητα, διότι τα συγκεκριμένα έννομα αγαθά (αν και όχι μόνο αυτά)
προστατεύονταν ήδη και επαρκώς από τη διάταξη, όπως αυτό προέκυψε από την ανάλυση που
προηγήθηκε και αφορά στο χαρακτήρα του εγκλήματος ως δυνητικής διακινδύνευσης1175 για

πράγµατος αλλά απαιτείται να εκτιµάται κάθε φορά η προσφορότητα του συγκεκριµένου κινδύνου,
λαµβάνοντας υπόψιν τόσο τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις µέσα στις οποίες εκδηλώνεται η
υπό κρίση συµπεριφορά, όσο και την ενδεχόµενη προσβολή των γενικότερων συνθηκών που
εξασφαλίζουν την ειρηνική και οµαλή κοινωνική συµβίωση». Ενδεικτική είναι και η ακόλουθη ρήση του
Ι. Πανούση, Πρακτικά Βουλής της υπ’ αριθμ. ΛΓ’/5-09-2014 Συνεδρίασης, σ. 2580, στη συζήτηση επί
της αρχής, των άρθρων και των τροπολογιών του σχετικού σχεδίου νόμου, σύμφωνα με τον οποίο: «Οι
απόλυτες απαγορεύσεις έκφρασης ρατσιστικής ιδέας και η διέγερση σε μίσος με βάση ρατσιστική
προπαγάνδα, θέλουν οριοθετήσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε έκφραση σκέψεων, ιδεών που δεν
δημιουργεί έστω μια δυνατότητα κινδύνου για το συγκεκριμένο έννομο αγαθό, δεν μπορεί να είναι καν
αρχικά άδικη συμπεριφορά».
1174 Πρβλ. την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρ 2015, σ. 733 υποσ. 23: «Αξίζει, βέβαια, να

αναφερθεί ότι στο άρθρο 1 παρ. 2 της Απόφασης-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, δίνεται η ευχέρεια στα
κράτη να περιορίσουν το αξιόποινο της πρώτης παραγράφου (που αναφέρεται σε κάθε υποκίνηση βίας
ή μίσους), επιλέγοντας «να τιμωρούν μόνο συμπεριφορά η οποία είτε εκδηλώνεται κατά τρόπο που
διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα». Από τη
διατύπωση όμως αυτή δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι είναι αναγκαία η αναφορά και στους
δύο όρους. Ο Ευρωπαίος νομοθέτης δίνει την ευχέρεια στα κράτη μέλη είτε να τυποποιήσουν μόνο μια
συμπεριφορά που ενέχει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή με
απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο, εφόσον η υποκίνηση τελείται δημόσια), είτε, ακόμα
στενότερα, μόνο μια συμπεριφορά που θα έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα για τα
ίδια τα άτομα, ουσιαστικά, δηλαδή, μια συμπεριφορά υποκίνησης για τέλεση εγκληματικών πράξεων σε
βάρος ατομικών αγαθών. Αν, λοιπόν, ένας νομοθέτης επιλέξει μεταξύ των δύο να ποινικοποιήσει το
μείζον, δηλαδή τη διακινδύνευση της δημόσιας τάξης, δε χρειάζεται να αναφερθεί στο έλασσον».
1175 Βλ. συναφώς και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π. ΠοινΧρον 2015, σ. 731-732, που χαρακτηρίζει

την παρ. 1 του άρ. 1 του Ν. 927/1978 ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης με το σκεπτικό ότι «ο
κίνδυνος δε χρειάζεται να έχει ήδη πραγματωθεί, αλλά αρκεί να μπορεί να επέλθει». Έτσι και ο Χ.
Βασματζίδης, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά
ζητήματα, ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 45 καθώς και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1244, με επιφύλαξη,
ωστόσο, ως προς την απαίτησή του να διαπιστωθεί αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στο
λόγο του δράστη και στις πράξεις βίας, μίσους ή διακρίσεων «που αυτός προκάλεσε» (γιατί το ζητάει
ως αποτέλεσμα, τη στιγμή που δεν είναι αναγκαίο, με βάση τη διατύπωση της διάταξης, να
προκληθούν;), ώστε να επιβεβαιωθεί η προσφορότητα των τελευταίων να θέσουν σε κίνδυνο τα
προστατευόμενα έννομα αγαθά. Προς την ίδια κατεύθυνση και η Αιτιολογική Έκθεση του Ν.
4285/2014, όπου, όπως κατ’ επανάληψη έχει λεχθεί, αναγράφεται ότι θα πρέπει: «να ερευνάται σε

[313]
αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών, μεταξύ των οποίων και τα παραπάνω
αναφερθέντα1176.
Η ευθεία αναφορά στη λέξη «κίνδυνος» παραπέμπει, λοιπόν, σε έγκλημα
διακινδύνευσης και όχι βλάβης. Το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι
τι είδους διακινδύνευσης1177. Ένα πρώτο συμπέρασμα θα μπορούσε ίσως να εξαχθεί από την
ερμηνεία του άρ. 185 ΠΚ1178, στην αντικειμενική υπόσταση του οποίου περιλαμβανόταν
αντίστοιχη φράση. Συγκεκριμένα, τιμωρούταν με βάση το προαναφερθέν άρθρο «όποιος
εγκωμιάζει δημόσια και με οποιονδήποτε τρόπο έγκλημα (ορθότερα κακούργημα) που
διαπράχθηκε κι έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη». Η μόνη διαφοροποίηση που
εντοπίζεται είναι ότι το μεν άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 αναφέρεται στον τρόπο («… κατά
τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη») το δε άρθρο 185 ΠΚ αναφέρεται στο
αποτέλεσμα («… κι έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη»). Μόνο που η ως άνω
διαφοροποίηση δε φαίνεται να είναι ουσιαστικής φύσεως, καθότι και στις δύο περιπτώσεις οι
αντίστοιχες φράσεις υποδηλώνουν το βαθμό προσβολής της δημόσιας τάξης και συνεπώς την
ένταση της απαξίας της πράξης του δράστη. Η ερμηνεία που δίνεται από τον Ι.
Μανωλεδάκη1179 για την υπό κρίση φράση στο πλαίσιο του άρ. 185 ΠΚ και γενικά του ΣΤ’
Κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα είναι ότι ο νομοθέτης «ρητά και άμεσα (όχι έμμεσα, όπως
στα άρθρα 183 και 184 ΠΚ) προβλέπει ως αποτέλεσμα1180 της ενέργειας του δράστη τη
διακινδύνευση της “δημόσιας τάξης”. Εδώ το έγκλημα διαπλάθεται όχι πια ως αφηρημένα-
συγκεκριμένης (δυνητικής) διακινδύνευσης όπως στα άρθρα 183 και 184 ΠΚ, σύμφωνα με τη
σωστή, συστηματική ερμηνεία τους, αλλά ως συγκεκριμένης διακινδύνευσης1181 αφού ο
κίνδυνος (για τη δημόσια τάξη) τυποποιείται ρητά στην αντικειμενική υπόσταση του

κάθε περίπτωση η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει η ίδια άμεσο και
επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα
για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται». Πρβλ. όμως και τον Χ.
Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για το μίσος, ΝοΒ 2016, σ. 214, όπου κάνει λόγο για συγκεκριμένο
κίνδυνο.
1176 Για το ότι μια δημόσια προτροπή σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν λ.χ. βία κατά

ανθρώπων και συνακόλουθα δυνατότητα κινδύνου για το ατομικό έννομο αγαθό της ζωής ή της υγείας
αόριστου αριθμού προσώπων που προσδιορίζονται βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, δε
σημαίνει απαραίτητα και σε κάθε περίπτωση και δυνητική διακινδύνευση για τη δημόσια τάξη, όπως
υποστηρίζει η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 732, βλ. παραπάνω, Μέρος Τρίτο,
Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.. Πρβλ. εδώ και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 99 που
αποκρούει την παραπάνω άποψη της Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, με επιχειρηματολογία ορμώμενη από
την αποκλειστική προστασία ατομικών έννομων αγαθών.
1177 Αφηρημένης, αφηρημένα-συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) ή συγκεκριμένης.

1178 Όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργησή του με το Ν. 4619/2019.

1179 Βλ. τον ίδιο, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 75.

1180 Η έμφαση του Ι. Μανωλεδάκη, όπ.π., σ. 75.

1181 Βλ. την αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

[314]
εγκλήματος». Θεωρεί δηλαδή ότι η φράση «κι έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη»
ισοδυναμεί με μία έκρυθμη κατάσταση σε ορισμένο κοινωνικό χώρο, η οποία προκλήθηκε (και
όχι απλώς μπορούσε να προκληθεί) αιτιωδώς από το δημόσιο εγκωμιασμό του κακουργήματος
και είναι έτοιμη να εξελιχθεί σε κατάλυση της ευταξίας του συγκεκριμένου χώρου
(βιαιοπραγίες κ.λπ.)1182. Το συγκεκριμένο νόημα που προτείνεται και αποδίδεται στην υπό
κρίση φράση από τον Ι. Μανωλεδάκη δεν προκύπτει τόσο από τη γραμματική ερμηνεία της
υπό εξέταση φράσης, όσο από την τελολογική και τη συστηματική ερμηνεία αυτής στο πλαίσιο
της ένταξής της στο ΣΤ’ Κεφάλαιο του ΠΚ1183. Για την ακρίβεια, θεωρεί ότι είναι η μόνη ορθή
ερμηνεία από τη στιγμή που η εγκωμίαση ενός κακουργήματος δεν εμπεριέχει νοηματικά
(όπως η πρόκληση και η διέγερση των άρ. 183 και 184 ΠΚ) την πρόκληση απόφασης σε άλλον
άνθρωπο, με αποτέλεσμα να εμπεριέχει ως συμπεριφορά αρκετό αντικειμενικό άδικο, μόνο
όταν επιφέρει κάποιο βλαπτικό ή έστω επικίνδυνο αποτέλεσμα για συγκεκριμένο έννομο
αγαθό1184. Αφού, λοιπόν, δεν τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
κάποιο είδος βλάβης, το μόνο που απομένει ως αποτέλεσμα είναι η διακινδύνευση, και
μάλιστα, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, ο υπαρκτός και συγκεκριμένος κίνδυνος για τη
δημόσια τάξη. Αυτός με τη σειρά του διαπιστώνεται, όταν η επέλευση της βλάβης (ταραχές,
επεισόδια, βιαιοπραγίες κ.λπ.) δεν είναι απλώς πιθανή, αλλά σχεδόν βέβαιη και αναμενόμενη
από στιγμή σε στιγμή1185.
Με αφορμή την παραπάνω άποψη και την οδό πάνω στην οποία επέλεξε να κινηθεί ο Ι.
Μανωλεδάκης συνάγεται το συμπέρασμα ότι δε δύναται να αποδοθεί το ίδιο ακριβώς νόημα
και στην αντίστοιχη φράση που χρησιμοποιείται στην αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979. Και εξηγούμαι αμέσως γιατί. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, το
ζητούμενο μέσα από μια ερμηνεία ενός κανόνα δικαίου δεν είναι η τυπική προσκόλληση στο τι
γράφεται, ήτοι στο λεγόμενο «γράμμα του νόμου», αλλά η έλλογη ανασυγκρότηση του

1182 Την ταυτίζει με την «ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα».


1183 Δίχως η παρατήρηση τούτη να έχει αρνητική χροιά για το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε ο Ι.
Μανωλεδάκης. Τουναντίον, ορθά κατά τη γνώμη μου έθεσε τα πρωτεία στην τελολογική και
συστηματική ερμηνεία, καθότι εκείνο που προστατεύει το ποινικό μας σύστημα από ανομιμοποίητες
ρυθμίσεις και εντεύθεν τον κατηγορούμενο από αυθαίρετες καταδίκες δεν είναι η γραμματική, ούτε η
ιστορικοβουλητική ερμηνεία ενός νόμου. Κανείς δεν μας εγγυάται ότι ο ιστορικός νομοθέτης ορθώς
εκφράστηκε έτσι όπως εκφράστηκε. Εκείνο, αντίθετα, που παρέχει εχέγγυα προστασίας είναι η
αναζήτηση ορθών λύσεων, ομαλά ενταγμένων στο σύνολο μιας νομιμοποιημένης και όχι αυταρχικής
έννομης τάξης. Για το ζήτημα της φετιχιστικής (ενίοτε) προσκόλλησης στη γραμματική και
ιστορικοβουλητική ερμηνεία ενός νόμου, και δη ποινικού, και τους κινδύνους που αυτές υποκρύπτουν
βλ. Κ. Σταμάτη, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, επιτομή, έκδοση 2009, σ. 229-233.
1184 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 76. Βλ. επίσης και την Αιτιολογική

Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα» και συγκεκριμένα στο καταργημένο πλέον
άρ. 185 ΠΚ, όπου και αναφέρεται ότι η συγκεκριμένη πράξη, εφόσον δεν περιέχει διέγερση για τέλεση
εγκλήματος ή για βιαιοπραγίες μεταξύ πολιτών, δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη.
1185 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, όπ.π., σ. 76 και την εκεί υπ’ αριθμ. 8 υποσημείωση.

[315]
νοήματος της διάταξης, έτσι ώστε αυτή να αποδίδει το νόημα εκείνο που λαμβάνει υπόψη τόσο
τις κρίσιμες ρυθμίσεις του ίδιου νομοθετήματος, είτε αυτές εντοπίζονται μέσα στην ίδια
διάταξη είτε σε κάποια άλλη (του ιδίου πάντως συστήματος – νομοθετήματος), όσο και του
Συντάγματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι δύσκολο να απαντηθεί με απόλυτη
βεβαιότητα το τι ακριβώς σημαίνει η φράση «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια
τάξη», καθότι θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι είναι εξίσου υποστηρίξιμες οι ακόλουθες
δύο ερμηνείες: Α) ότι θεσπίζεται μία δυνατότητα κινδύνου για τη δημόσια τάξη, αφού κάποιος
που εκ-θέτει σε κίνδυνο κάτι άλλο (εν προκειμένω τη δημόσια τάξη) δεν την έχει θέσει ακόμα
σε κίνδυνο1186, απλώς δρομολογεί συνθήκες που μπορούν να επιφέρουν τον κίνδυνο και άρα
βρίσκεται ένα στάδιο πριν από τον κίνδυνο1187. Δε λέει, για παράδειγμα, ο νομοθέτης «όποιος
εκθέτει τη δημόσια τάξη κι έτσι επέρχεται κίνδυνος για αυτή», ούτως ώστε να συναχθεί ένα
βέβαιο συμπέρασμα αναφορικά με το είδος της τυποποιούμενης διακινδύνευσης. Β) Ότι
θεσπίζεται ένας υπαρκτός κίνδυνος1188 και άρα τυποποιείται ένα έγκλημα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης1189, αν υποτεθεί ως αληθές ότι η φράση «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη
δημόσια τάξη» ισοδυναμεί εννοιολογικά με τη φράση «κατά τρόπο που θέτει σε υπαρκτό
κίνδυνο τη δημόσια τάξη». Η γραμματική ερμηνεία, λοιπόν, δε φαίνεται ικανή να δώσει
αποτελεσματική και κυρίως ασφαλή απάντηση επί του τιθέμενου ερωτήματος. Αντίθετα,
εκείνο στο οποίο πρέπει να αποβλέψουμε για την εύρεση ικανοποιητικής λύσης στο
αναδυόμενο πρόβλημα είναι η συστηματική και η τελολογική ερμηνεία της υπό εξέταση
διάταξης σε συνδυασμό και με την εκπεφρασμένη βούληση του ιστορικού νομοθέτη1190, η
οποία αποδεικνύεται αρκούντως διαφωτιστική, και πάντα υπό το φως των αρχών του
Συντάγματος.
Καταρχάς, θα πρέπει να τονιστεί εκ νέου ότι το άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 δεν
τροποποιήθηκε απλώς, αλλά αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου από το άρ. 1 του Ν. 4285/2014. Ο
Έλληνας νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη τις εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις καθώς και τις
μαρτυρίες ανθρώπων σχετικά με το διογκωμένο φαινόμενο του ρατσισμού και ειδικότερα της
ρητορικής του μίσους επανατοποθετήθηκε αξιολογικά απέναντί του και επαναπροσδιόρισε τη

1186 Ειδάλλως προς τι η χρήση του προθέματος «εκ»;


1187 Κινδύνεψε να κινδυνέψει. Προς ενίσχυση της συγκεκριμένης άποψης βλ. και την Αιτιολογική
Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», άρ. 184 ΠΚ, όπου χρησιμοποιείται
πανομοιότυπη έκφραση με την υπό εξέταση διάταξη, και χαρακτηρίζεται πλέον (εν. το άρ. 184 ΠΚ) ως
έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης
1188 Για υπαρκτό κίνδυνο και όχι για δυνατότητα κινδύνου υπό τη μορφή πάντως εξωτερικού όρου του

αξιοποίνου κάνει λόγο ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 81.


1189 Έτσι ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 214. Πρβλ. και την κριτική που ασκεί στην

άποψη του Παπαχαραλάμπους ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 77, υποσημ. 454.
1190 Έτσι όπως αυτή προκύπτει από την έρευνα και μελέτη των διάφορων προτάσεων και σχεδίων

νόμου, των συνοδευτικών εισηγητικών και αιτιολογικών εκθέσεων καθώς και των συζητήσεων που
έχουν καταγραφεί στα Πρακτικά της Βουλής.

[316]
στάση που πρέπει να τηρήσει η ελληνική Πολιτεία, ώστε να εξασφαλίσει σε όλους τους πολίτες
της, αλλά και ανεξαιρέτως σε όλους τους ανθρώπους που διαβιούν στην ελληνική επικράτεια
όρους ελεύθερης, ισότιμης και ασφαλούς συνύπαρξης. Η πρόβλεψη αυστηρότερου πλαισίου
ποινής σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς1191 φανερώνει αν μη τι άλλο μια νέα θεώρηση
της απαξίας των τυποποιούμενων συμπεριφορών, τέτοια που συμπεριλαμβάνει πλέον σε αυτή
και την προσβολή της δημόσιας τάξης. Μέσα από τη συμπερίληψη στην αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος και της δυνατότητας διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης1192
εξασφαλίζεται πλήρης αντιστοιχία με την επίσης απαιτούμενη από τη διάταξη δυνατότητα
κινδύνου για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών, έτσι που τελικά τόσο η δημόσια τάξη
όσο και τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της προσωπικής ελευθερίας και της σωματικής
ακεραιότητας αόριστου αριθμού ατόμων να προστατεύονται ισότιμα. Η παραπάνω θεώρηση,
άλλωστε, λαμβάνει πληρέστερα υπόψη τις πολυεπίπεδες διαστάσεις που δύναται να λάβει η
συγκεκριμένη εκδήλωση του ρατσιστικού φαινομένου, η οποία, μάλιστα, επιδρά βαθύτατα
τόσο στο άτομο όσο και στον κοινωνικό χώρο στον οποίο κάνει την εμφάνισή του1193. Δεν είναι
η βλάβη ή η συγκεκριμένη διακινδύνευση ατομικού έννομου αγαθού ή της δημόσιας τάξης
(δηλαδή αποτέλεσμα τουλάχιστον συγκεκριμένου κινδύνου για αυτά) το στοιχείο εκείνο που
θα προσδιορίσει την προσφορότητα (άλλως τη συγκεκριμένη επικινδυνότητα) του ρατσιστικού
λόγου να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος ανθρώπων και συνακόλουθα τη
δυνατότητά του να δημιουργήσει συγκεκριμένο κίνδυνο για τα έννομα αγαθά των προσώπων
που στοχοποιούνται και θυματοποιούνται1194. Με άλλα λόγια, δεν είναι λογικό να απαιτείται,

1191 Το νέο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 προβλέπει φυλάκιση τριών μηνών έως τριών ετών και
χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000 ευρώ, ενώ υπό το προηγούμενο καθεστώς απειλούταν ποινή
φυλάκισης έως δύο ετών ή χρηματική ή και οι δύο ως άνω ποινές μαζί.
1192 Συμπέρασμα στο οποίο έχω ήδη καταλήξει με επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε σε

προηγούμενο σημείο, Μέρος Τρίτο, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3. Πρβλ. όμως και Θ. Πανταζή, Η
«ελευθερία» του δημόσιου ρατσιστικού λόγου», ΠοινΔικ 2018, σ. 836, όπου επισημαίνεται ότι, όσον
αφορά τη δημόσια τάξη, η διατύπωση μας οδηγεί σε ένα έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, αφού
απαιτείται με τις εκεί περιγραφόμενες πράξεις να εκτίθεται ήδη η δημόσια τάξη σε κίνδυνο. Συνεχίζει
δε λέγοντας ότι η δημόσια τάξη εκτίθεται σε κίνδυνο, όταν η υποκίνηση, η πρόκληση, η διέγερση ή η
προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία εναντίον
προσώπου ή ομάδας προσώπων εξαιτίας των ρητά αναφερόμενων στο νόμο γνωρισμάτων τους,
διαταράσσει την ειρηνική συμβίωση και τη δυνατότητα των προσώπων αυτών να μετέχουν στο
κοινωνικό γίγνεσθαι. Πώς είναι δυνατόν, όμως, να διαταράσσεται η ειρηνική συμβίωση και να μην
υπάρχει ήδη, όχι απλώς κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, αλλά και βλάβη αυτής;
1193 Βλ. σχετικά Α. Χαλκιά, Εγκλήματα ρατσιστικού μίσους στην Ελλάδα της κρίσης, Εγκληματολογία

2013, σ. 81, όπου αναλύονται οι πολυεπίπεδες (ήτοι στο άτομο, στην ομάδα στην οποία ανήκει και στην
ευρύτερη κοινωνία) συνέπειες των εγκλημάτων με ρατσιστικό κίνητρο.
1194 Όπως ισχυρίζεται ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 81, σύμφωνα με τον οποίο: «Υπό το

καθεστώς του νέου άρθρου 1 όμως η επέλευση των εξωτερικών όρων του αξιοποίνου (υπαρκτός
κίνδυνος για τη δημόσια τάξη ή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα) θα ενδεικνύει

[317]
ούτε και χρειάζεται η επέλευση βλάβης ή συγκεκριμένου κινδύνου, ως εξωτερικού όρου του
αξιοποίνου, για τη διαπίστωση της απαιτούμενης από την αντικειμενική υπόσταση
δυνατότητας κινδύνου για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών1195. Η τυχόν
συγκεκριμένη επικινδυνότητα του ρατσιστικού λόγου του δράστη, η προσφορότητά του
δηλαδή να προκαλέσει συμπεριφορές άλλων (ή άλλου) ανθρώπων (-ου) οι οποίες (αν συμβούν,
που δε χρειάζεται κιόλας1196) θα είναι τουλάχιστον επικίνδυνες για αόριστο αριθμό ατομικών
έννομων αγαθών θα κριθεί με βάση τον ειδικότερο τρόπο, τη χρονική στιγμή, το κοινωνικό
περιβάλλον, αλλά και τις όποιες άλλες συνθήκες υπό τις οποίες εξωτερικεύεται ο λόγος, καθώς
επίσης και από την όλη συμπεριφορά του δράστη συνολικά κρινόμενη1197. Τέλος, για άλλη μια
φορά αξίζει να επαναληφθεί η χαρακτηριστική ρήση της Αιτιολογικής Έκθεσης στο σχέδιο
νόμου, σύμφωνα με την οποία: «…κρίνεται σκόπιμο να ερευνάται η προσφορότητα κάθε
συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την
ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή
του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται».
Κατόπιν των ανωτέρω, με βάση το γράμμα του νόμου προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) αν
η υποκίνηση, πρόκληση, διέγερση ή προτροπή του δράστη γίνει με τρόπο που δεν ενέχει
κάποια απειλή για τα έννομα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας,
δηλαδή με τρόπο που δεν είναι καν πρόσφορος να προκαλέσει κίνδυνο για αυτά, αλλά γίνεται
με τρόπο που μπορεί να δημιουργηθεί κίνδυνος να επέλθει βλάβη στα (ή και βλάπτει τα)
υπόλοιπα ως άνω αναφερόμενα έννομα αγαθά, ήτοι στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή στην
ιδιοκτησία ή στην τιμή ενός προσώπου ή ομάδας προσώπων, για την κατάφαση του αδίκου

σφόδρα και την προσφορότητα για πράξεις μίσους, βίας, διακρίσεων, δηλαδή την συγκεκριμένη
επικινδυνότητα του προτρεπτικού λόγου. Αν, δηλαδή, διαπιστωθεί κατά την αποδεικτική διαδικασία
βλάβη ή συγκεκριμένη διακινδύνευση ατομικού εννόμου αγαθού μέλους ή μελών της συγκεκριμένης
ομάδας, η οποία (βλάβη ή κίνδυνος) συνδέεται με αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τον
συγκεκριμένο λόγο του δράστη (και είναι αντικειμενικώς καταλογιστή σε αυτόν), τότε e maiori ad
minus η προσφορότητα είναι αναμφισβήτητη».
1195 Το συγκεκριμένο άτοπο εντοπίζει και ο Ι. Μοροζίνης, όπ.π., 2016, σ. 102, μόνο όσον αφορά στο

τμήμα της «απειλής» για τη ζωή, την ελευθερία, ή τη σωματική ακεραιότητα.


1196 Εύλογα λοιπόν μου δημιουργείται η απορία τι ακριβώς εννοεί ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ.

1244, όταν αναφέρει πως «επαφίεται στο δικαστή να κρίνει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αν
διαπιστώνεται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ρατσιστικού λόγου και των πράξεων διακρίσεων, βίας ή
μίσους που αυτός προκάλεσε ώστε να διαπιστωθεί επιπλέον ότι οι τελευταίες ήταν και πρόσφορες να
θέσουν σε κίνδυνο τα προστατευόμενα έννομα αγαθά, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και η
πραγμάτωση του κινδύνου». Παρόμοια και παλιότερα ο Χ. Βασματζίδης, όπ.π., ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 45.
1197 Βλ. λ.χ. την υπ’ αριθμ. 18/2018 ΔιατΕισΕφετΠειρ, (ΝΟΜΟΣ), όπου ο εισαγγελέας εξέφρασε την

άποψη ότι «ακόμη και αν ήθελε -υποθετικά- κριθεί ότι δια των άνω φράσεων στόχευε στο να διεγείρει
το ακροατήριό του, οι φράσεις αυτές δεν ήσαν -άνευ άλλης τινός προκλήσεως εκ μέρους του-
περαιτέρω, ικανές και πρόσφορες να προκαλέσουν «διακρίσεις, μίσος ή βία», ως απαιτεί
επιπροσθέτους ο νομοθέτης για την κατ` αντικείμενο στοιχειοθέτηση της υπόψη πράξεως».

[318]
απαιτείται επιπρόσθετα και η τέλεση της προτροπής κ.λπ. με τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη
δημόσια τάξη, δηλαδή με τρόπο που είναι πρόσφορος να προκαλέσει κίνδυνο για τη δημόσια
τάξη. Για παράδειγμα, ο προκατειλημμένος και αρνητικά διακείμενος σε βάρος των
ομοφυλόφιλων Α παροτρύνει δημόσια τα μέλη μια άκρως συντηρητικής, θρησκευτικής
οργάνωσης, όπου συναντούν ομοφυλόφιλα άτομα (γκέι ή λεσβίες), να τα φτύνουν κατάμουτρα
και να τα περιθωριοποιούν, παραθέτοντας ταυτόχρονα τους λόγους για τους οποίους
απαξιώνει και μισεί τους ομοφυλόφιλους1198. Προκειμένου να είναι άδικη η συμπεριφορά αυτή
θα πρέπει, πέρα από τη διαπίστωση δυνατότητας κινδύνου για το έννομο αγαθό της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, να παραχθεί από τη συμπεριφορά του Α και δυνατότητα κινδύνου
για τη δημόσια τάξη. Για τη διαπίστωση της συγκεκριμένης δυνατότητας κινδύνου για την
ανθρώπινη αξιοπρέπεια αρκεί και μόνο ένας αποδέκτης του λόγου να μπορούσε να πάρει,
εξαιτίας του προτρεπτικού λόγου του δράστη (λέγοντας λ.χ. δεν είναι άνθρωποι αυτοί, μόνο
φτύσιμο τους αξίζει και μόλις τους πετυχαίνετε μπροστά σας δεν πρέπει να γλιτώνουν), την
απόφαση να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες περιθωριοποίησης, πλήρους κοινωνικού
αποκλεισμού αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη που οδηγεί κατ’ απαοτέλεσμα σε στέρηση της
δυνατότητας να υπάρχουν και να αναπτύσσονται ισότιμα στην κοινωνία σε βάρος αόριστου
αριθμού ομοφυλόφιλων ατόμων. Η δε συν-απαιτούμενη δυνατότητα κινδύνου για τη δημόσια
τάξη θα διαπιστώνεται κατόπιν αξιολόγησης των περιρρεουσών συνθηκών, οι οποίες θα
πρέπει να είναι τέτοιες που να καθιστούν δυνατή ανά πάσα στιγμή τη λήψη απόφασης από
αόριστο αριθμό ατόμων (και όχι απλώς από έναν) για υλοποίηση πράξεων βίας σε βάρος
επίσης αόριστου αριθμού ατόμων-θυμάτων (δημιουργία «ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας»). Αν
πάλι ένας μόνο από τους αποδέκτες του λόγου μπορούσε να λάβει την παραπάνω απόφαση,
τέτοια δυνατότητα δε φαίνεται δυνατή και άρα η τιμώρηση εν προκειμένω του δράστη1199
αποκλείεται. Β) Αν αντίθετα η υποκίνηση, πρόκληση, διέγερση ή προτροπή του δράστη γίνει
με τρόπο που ενέχει απειλή για τα έννομα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας ή/και της
σωματικής ακεραιότητας, δηλαδή με τρόπο που είναι πρόσφορος να παράγει άμεσο και
επικείμενο κίνδυνο για αυτά, δε χρειάζεται να διαπιστωθεί αν πράγματι κινδύνευσαν (δηλαδή
αν υπήρξε συγκεκριμένος κίνδυνος) η ζωή, η προσωπική ελευθερία ή η σωματική ακεραιότητα
του θύματος (ή των θυμάτων), αρκεί να κινδύνευσαν να κινδυνεύσουν1200. Στην περίπτωση
αυτή ο έλεγχος της δυνατότητας κινδύνου για τη δημόσια τάξη είναι περιττός. Για παράδειγμα,
ο Α διαδίδει δημόσια, μεταξύ άλλων και στα μέλη μιας ακροδεξιάς, φασιστικής οργάνωσης, ότι
δήθεν ένας συμπολίτης τους Έλληνας έπεσε θύμα άγριου ξυλοδαρμού από Αλβανό μετανάστη,
λέγοντάς τους συνάμα ότι πρέπει να αποδοθεί άμεσα δικαιοσύνη και ότι η αλβανική

1198 Λέγοντας για παράδειγμα «δεν είναι άνθρωποι αυτοί, είναι βδελύγματα, δεν τους αξίζει ο
σεβασμός μας». Το παράδειγμα ελαφρώς παραλλαγμένο σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που
έκρινε σε β’ βαθμό το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγείου με τις υπ’ αριθμ. 47 & 49/2019 αποφάσεις
του. Βλ. και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.
1199 Τουλάχιστον για το εδώ εξεταζόμενο αδίκημα.

1200 Όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση της φράσης «ενέχει απειλή».

[319]
μειονότητα πρέπει να λάβει «ένα γερό μάθημα», στη λογική της ανταπόδοσης. Ακόμη κι αν σε
έναν μόνο εκ των αποδεκτών του λόγου μπορούσε να προκληθεί η απόφαση1201 με τον
προτρεπτικό λόγο του δράστη να προβεί σε πράξεις εκδίκησης, που συνιστούν βία σε βάρος
αόριστου αριθμού Αλβανών, με αποτέλεσμα να υπάρξει έτσι η δυνατότητα πρόκλησης
κινδύνου για το έννομο αγαθό της ζωής των τελευταίων, ο πομπός του ρατσιστικού λόγου θα
τιμωρηθεί1202. Γ) Αν τέλος ο προτρεπτικός λόγος του δράστη έχει τη δυνατότητα να
προκαλέσει κίνδυνο βλάβης (ή προκαλεί βλάβη) στα έννομα αγαθά της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας ή της τιμής ή της ιδιοκτησίας των στοχευόμενων προσώπων, αλλά η
συμπεριφορά αυτή δεν προκαλεί κάποια δυνατότητα κινδύνου ούτε για τη δημόσια τάξη 1203
ούτε για τη ζωή, την προσωπική ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων αυτών,
τότε ο δράστης της εκφοράς του λόγου δε δύναται να τιμωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1
του Ν. 927/19791204.
β.iv. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να διευκρινιστεί το ακριβές περιεχόμενο της έννοιας
των «διακρίσεων», του «μίσους» και της «βίας» κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων. Για
την εννοιολόγησή τους κρίνεται απαραίτητο να ληφθεί υπόψη και1205 το ειδικότερο πλαίσιο
των διατάξεων στο οποίο εντάσσονται και ο λόγος για τον οποίο χρησιμοποιούνται.

1201 Δίχως να χρειάζεται να πραγματοποιήσει αυτό που αποφάσισε.


1202 Εφόσον φυσικά συντρέχουν στο πρόσωπό του και τα λοιπά στοιχεία για την κατάφαση του
συγκεκριμένου αδικήματος.
1203 Πρβλ. Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 447, ο οποίος παραπέμπει στην T. Hörnle, Grob

anstößiges Verhalten, 2005, 90 επ. Ειδικότερα επισημαίνει ότι «κατέδειξε στην πρόσφατη διατριβή της
επί υφηγεσία για την «Βαριά ανήθικη συμπεριφορά» ότι ένα υπερατομικό έννομο αγαθό «δημόσια
ειρήνη» δεν δύναται να θεμελιωθεί επαρκώς. Δεν είναι η κοινωνική αναταραχή καθ’ εαυτή, η οποία
γεννά την απαξία του ρατσιστικού λόγου και πρέπει να αποτραπεί διά ποινικών κυρώσεων. Είναι οι
κίνδυνοι που εγκυμονεί για τα ατομικά έννομα αγαθά των μελών των πληθυσμιακών ομάδων, τις οποίες
στοχοποιεί ο λόγος του μίσους. Η πένα ήταν και είναι πάντοτε ισχυρότερη του ξίφους. Με την
ποινικοποίηση της εξωτερίκευσης και διάδοσης των συγκεκριμένων στοχασμών κλπ. επιδιώκεται η
μετάθεση προς τα εμπρός της ποινικής προστασίας των ατομικών εννόμων αγαθών (ιδίως ζωής, υγείας,
τιμής, αλλά και ανθρώπινης αξίας) των μελών των ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων. (Προ-)
προστατεύονται δηλαδή ατομικά έννομα αγαθά, υπό την έννοια συνολικής προστασίας «τάξεων»
ατομικών εννόμων αγαθών όλων των θιγόμενων. Συνεπώς η «δημόσια ειρήνη» ή «δημόσια τάξη»
συνιστά μόνο ένα κατ’ επίφαση έννομο αγαθό (Scheinrechtsgut)».
1204 Βλ. την κριτική που ασκεί η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 107, ειδικά για τη μη

ποινικοποίηση των περιπτώσεων που προσβάλλεται μόνο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σύμφωνα με την
οποία «Όλες οι παραπάνω σκέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν έκανε το
γενναίο βήμα για μια ουσιαστική προστασία της αξίας του ανθρώπου από το ρατσιστικό δημόσιο λόγο
που υποκινεί σε πράξεις ικανές να προκαλέσουν βία, μίσος ή διακρίσεις στη βάση φυσικών ή
πολιτισμικών κ.λπ. χαρακτηριστικών του».
1205 Πέραν, δηλαδή, του κατά περίπτωση γνωστού περιεχομένου τους.

[320]
Ειδικότερα, η βία είναι έννοια που τυποποιείται ως όρος της αντικειμενικής υπόστασης
αρκετών εγκλημάτων του ΠΚ1206, με αποτέλεσμα να είναι εύκολη η μεταφορά του ήδη
γνωστού και εμπεδωμένου με τα χρόνια περιεχομένου της στις υπό ερμηνεία διατάξεις1207. Βία,
λοιπόν, είναι μια μορφή ανθρώπινης εκδήλωσης που εμπεριέχει χρήση υλικής δύναμης
εναντίον υλικού αντικειμένου, είτε αυτό είναι πράγμα είτε είναι άνθρωπος, πάνω στο οποίο
επενεργεί, με σκοπό να επηρεάσει τη βούληση άλλου ανθρώπου1208. Η βία, δηλαδή, σε
αντίθεση με τη βιαιοπραγία1209, στοχεύει στο να εξαναγκάσει έναν άλλο άνθρωπο να
υποταχθεί στη βούληση του δράστη και εν τέλει να συμπεριφερθεί (να ενεργήσει ή να
παραλείψει) όπως ο δράστης επιθυμεί1210. Καταφάσκεται δε αφής στιγμής ολοκληρωθεί η
απεύθυνση της βίας και επενεργήσει πάνω στο υλικό αντικείμενο, δίχως να χρειάζεται να
επέλθει και ο επηρεασμός της βούλησης του άλλου1211, αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο της
χρήσης της ο σχετικός σκοπός. Σύμφωνα με άλλη διατύπωση, πράξη βίας θεωρείται «κάθε
μεταβίβαση υλικής δύναμης επάνω σε πρόσωπο ή πράγμα, χωρίς κατ’ ανάγκη να προκαλείται
και σωματική βλάβη ή φθορά αντίστοιχα»1212.
Είναι, όμως, αυτό ακριβώς το περιεχόμενο το οποίο ήθελε να προσδώσει ο νομοθέτης
στην έννοια της βίας που χρησιμοποιεί στην αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 του Ν.
927/1979; Στο σημείο αυτό έχει σημασία να παρατεθεί αυτούσια μία σχετική ρήση του
Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατόπιν πολυάριθμων
αρνητικών σχολίων κατά τη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης στο σχέδιο νόμου.
Συγκεκριμένα, το Υπουργείο έσπευσε να διευκρινίσει ότι «η προστασία του δικαιώματος αυτού
(εν. της ελευθερίας της έκφρασης) παραμένει απόλυτη και πρωταρχική. Θα τιμωρηθούν,
αντίθετα, όπως γίνεται και στο ισχύον ποινικό μας δίκαιο, αλλά και σε όλον τον πολιτισμένο
κόσμο, όσοι παροτρύνουν με δημόσιο λόγο έναν όχλο να εξοπλισθεί λ.χ. με ρόπαλα και
αλυσίδες και να αναζητήσει θύματα μεταξύ εκείνων που δεν ανταποκρίνονται στα φυλετικά,
θρησκευτικά ή πολιτισμικά του πρότυπα. Τιμωρούνται, με άλλα λόγια, συμπεριφορές που

1206 Για παράδειγμα άρ. 134, 138, 157, 161, 167, 330, 336, 380 ΠΚ κ.ά.
1207 Το αν θα μεταφερθεί, βέβαια, είναι ερώτημα που θα απαντηθεί παρακάτω.
1208 Βλ. σχετικά μεταξύ πολλών Ν. Ανδρουλάκη, Η έννοια της βίας εν τω ποινικώ δικαίω, ΠοινΧρον

ΙΓ’, σ. 593 επ., Σ. Παύλου - Γ. Μπέκα, Ποινικό ΙΙΙ, Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας, Περιουσίας &
Ζωής, 2011, σ. 170 επ. και 330 επ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Προσβολές του Πολιτεύματος,
Άρθρα 134-137 ΠΚ, 1988, σ. 90 επ.
1209 Για τη διαφοροποίηση βίας και βιαιοπραγίας βλ. ενδεικτικά Ν. Ανδρουλάκη, όπ.π., ΠοινΧρον ΙΓ’

(1963), σ. 593 επ., Γ.Α. Μαγκάκη, Το έγκλημα της διεγέρσεως των πολιτών εις μισαλλοδοξίαν, κατά το
άρθρ. 192 Π.Κ., ΠοινΧρον 1963 (ΙΓ’), σ. 391 και Σ. Παύλου, Ποινικό ΙΙΙ, όπ.π., σ. 171 .
1210 Συνιστά, όπως παρατηρεί ο Χ. Μυλωνόπουλος, ΠΔ. Ειδικό Μέρος. Τα εγκλήματα κατά της

ιδιοκτησίας και της περιουσίας, 2006, σ. 277, «σκόπιμη δράση: αποσκοπεί στην υπερνίκηση
αντίστασης».
1211 Έτσι ο Γ. Μπέκας, Ποινικό ΙΙΙ, 2011, σ. 330.

1212 Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας

στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, σ. 731.

[321]
προκαλούν σε βιαιοπραγίες1213, μίσος και αντιπαλότητα, ώστε να μπορεί να διασαλευθεί άμεσα
η ομαλή κοινωνική συμβίωση»1214. Με έρεισμα τις άνωθεν επισημάνσεις θεωρώ ότι η χρήση
του όρου βία στην αντικειμενική υπόσταση του εδώ εξεταζόμενου αδικήματος συμπίπτει με
την έννοια της βιαιοπραγίας1215 και όχι της βίας, όπως αυτή εννοιολογήθηκε στην
προηγούμενη παράγραφο. Κι αυτό, διότι βιαιοπραγία συνιστά κάθε επιθετική δραστηριότητα
με την οποία αναπτύσσεται υλική δύναμη εναντίον προσώπων ή πραγμάτων και διά της οποίας
εκδηλώνεται απλά η εχθρική διάθεση του δράστη απέναντι στα πρόσωπα ή στα πράγματα
αυτά, ακόμη κι αν δεν επέφερε σωματική κάκωση ή βλάβη του πράγματος 1216. Η βιαιοπραγία,
σε αντιδιαστολή με τη βία, δε θεωρείται πως αποβλέπει σε συγκεκριμένο σκοπό, αλλά αποτελεί
η ίδια αυτοσκοπό, συνιστώντας τελικά καθαρή κακοποίηση του δέκτη της1217. Επομένως, η
βιαιοπραγία είναι μια πράξη εκτόνωσης, διαμαρτυρίας ή αγανάκτησης, που χαρακτηριστικά
έχει αποδοθεί ως «ένα είδος βίας για τη βία»1218, με αποτέλεσμα να γίνεται δεκτό ότι αποτελεί
έννοια ευρύτερη της βίας. Εξάλλου και τα διεθνή νομοθετικά κείμενα1219 που αποτέλεσαν
αφορμή, αλλά και πρότυπο για την ποινικοποίηση της ρητορικής του μίσους χρησιμοποιούν
την έννοια βία, από όπου προφανώς παρασύρθηκε ο Έλληνας νομοθέτης. Όταν, λοιπόν,
γίνεται λόγος για βία, εννοείται είτε η ψυχολογική (π.χ. απειλές-προαναγγελία μελλοντικού
κακού κ.λπ.) είτε η σωματική εναντίον προσώπου, που μπορεί να μη φτάνει μέχρι και το
σημείο της πρόκλησης σωματικής βλάβης. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι η ποινική προστασία
του άρ. 1 παρ. 1 αφορά την υποκίνηση κ.λπ. σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν ή
συνιστούν οι ίδιες βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων1220. Δεδομένης όμως και της νέας,
συναφούς διάταξης του άρ. 184 παρ. 2 του ΠΚ1221 θα πρέπει να διακρίνεται αν η συμπεριφορά

1213 Η έμφαση δική μου. Π.χ. το πογκρόμ.


1214 Βλ. την Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης στο Σ/Ν αναρτημένη από κοινού με τα λοιπά
συνοδευτικά έγγραφα στην ιστοσελίδα της Βουλής, www.hellenicparliament.gr.
1215 Βλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 83, που δέχεται τη βιαιοπραγία,

έτσι όπως αυτή οριοθετείται στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρ. 189 παρ. 1 ΠΚ.
1216 Βλ. για τον ορισμό της βιαιοπραγίας κατά προσώπου στην ΑιτιολΕκθ στο άρθρο 123 Σχ ΠΚ 1924

(έκδ. Ζαχαροπούλου, σελ. 152) καθώς και ΠλημΑθ 3210/1979 ΠοινΧρον 1980, σ. 361, ΠλημμΠατρ
652/2015, ΠοινΔικ 2016, σ. 489.
1217 ΣυμβΔιαρκΣτρΛαρ 119/1992 Υπερ. 1993, σ. 684.

1218 Α. Κωστάρας, ΠΔ. Επιτομή Ειδικού Μέρους, 2003, σελ. 162.

1219 Η Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, στο άρθρο 4 στοιχ. α’

αυτής, αναφέρεται σε παρότρυνση προς φυλετικές διακρίσεις «ως και πράξεις βίας ή παρότρυνσιν
προς διάπραξιν τοιούτων πράξεων εναντίον φυλής …». Η δε υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση –
πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. κάνει λόγο για «δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους».
1220 Βλ. παρακάτω και την ανάλυση του άρ. 1 παρ. 2 του Ν. 927/1979 που τιμωρεί την υποκίνηση κ.λπ.

σε φθορά ή βλάβη κατά πραγμάτων, στην οποία, όπως γίνεται δεκτό, εμπεριέχεται και η βιαιοπραγία
κατά πραγμάτων.
1221 «Με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της προηγούμενης

παραγράφου αν με αυτήν επιχειρείται η τέλεση βιαιοπραγιών κατά ομάδας ή προσώπου που

[322]
του δράστη συνίσταται σε πρόκληση ή διέγερση1222 όχι σε πράξεις που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου 1223, αλλά σε διάπραξη πλημμελήματος ή
κακουργήματος και επιπρόσθετα θα πρέπει να διαπιστώνεται αν συντρέχει στο πρόσωπο του
δράστης ο υπερχειλής δόλος1224 της τέλεσης βιαιοπραγιών κατά ομάδας ή προσώπου που
προσδιορίζεται βάσει των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών.
Η οριοθέτηση της έννοιας «διακρίσεις», παρότι φαινομενικά δίνει την εντύπωση ότι
είναι ιδιαίτερα δύσκολη, λόγω της εγγενούς αοριστίας της, αλλά και της μη χρησιμοποίησής
της σε διατάξεις του ΠΚ1225, μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί, αν ληφθούν υπόψη τα εξής
δεδομένα: καταρχάς, η έννοια «διακρίσεις», και συγκεκριμένα η προτροπή, υποκίνηση κ.λπ.
σε (πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν) διακρίσεις δεν απαντάται πουθενά, ως μορφή
συμπεριφοράς που χρήζει ποινικοποίησης, στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο
της Ε.Ε.1226, που αποτέλεσε και το πρότυπο της ελληνικής νομοθεσίας. Η επιλογή της
απάλειψης από το άρθρο 1 παρ. 1, στοιχ. α’ της δημόσιας, εκ προθέσεως υποκίνησης σε
διακρίσεις που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζεται βάσει
της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της
εθνικής/εθνοτικής καταγωγής από τον ενωσιακό νομοθέτη, σε επίπεδο δευτερογενούς κανόνα
δικαίου1227 , ήταν συνειδητή. Υπαγορεύθηκε προφανώς από την αρχή της αναλογικότητας, που
διέπει και το ενωσιακό δίκαιο, καθώς επίσης και από την ανάγκη σεβασμού μίας βασικής
αρχής του ποινικού δόγματος με βάση την οποία το ποινικό δίκαιο θα πρέπει να αποτελεί το
έσχατο καταφύγιο του νομοθέτη1228.

προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις
γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, το γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα ή
τα χαρακτηριστικά φύλου. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζεται το άρθρο 82Α».
1222 Και όχι σε υποκίνηση ή προτροπή, αφού αυτές οι δύο μορφές δε συμπεριλαμβάνονται στη

διάταξη.
1223 Όπως απαιτείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979.

1224 Όπως αυτό προκύπτει από τη φράση «αν με αυτήν επιχειρείται η τέλεση βιαιοπραγιών κατά

ομάδας …», στοιχείο το οποίο δεν απαιτείται να συντρέχει στην περίπτωση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979, σύμφωνα με την υποκειμενική του υπόσταση.
1225 Έτσι η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ, 731.

1226 Στο άρθρο 1, παρ. 1, στοιχ. α’ της οποίας αναφέρεται η «δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους».

1227 Δηλαδή στο πλαίσιο των διατάξεων του συγκεκριμένου νομοθετικού εργαλείου ενωσιακής

προέλευσης, που διακρίνεται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.


1228 Δεδομένης και της καταπολέμησης των διακρίσεων καθαυτές σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο με

τις ήδη εκδοθείσες υπ’ αριθμ. 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ Οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.

[323]
Δεύτερον, υπό το προϊσχύον καθεστώς, ο Ν. 927/1979 αναφερόταν στις διακρίσεις,
ευθέως μεν στο άρ. 1 παρ. 11229, εμμέσως δε στο άρθρο 31230. Αυτή η αναφορά στο εσωτερικό
μας δίκαιο είχε προφανώς υπαγορευτεί από τις επιταγές της Διεθνούς Σύμβασης για την
κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων της 7ης Μαρτίου 1966, την οποία είχε
επικυρώσει η Ελλάδα με το Ν.Δ. 494/1970. Με την επικύρωσή της, λοιπόν, ανέλαβε την
υποχρέωση να καταδικάσει κάθε φυλετική διάκριση καθώς και να εφαρμόσει άμεσα και
θετικά μέτρα, τα οποία απαιτούνταν για την πραγματοποίηση των από τη Σύμβαση
επιδιωκόμενων στόχων, μεταξύ των οποίων και η καταπολέμηση των συμπεριφορών εκείνων
που παρότρυναν σε ή συνιστούσαν οι ίδιες φυλετικές διακρίσεις1231. Μάλιστα, η ίδια η
Σύμβαση στο άρθρο 1 παρ. 1 περιείχε ορισμό της έννοιας «φυλετική διάκριση».
Συγκεκριμένα, με τον παραπάνω όρο αποδιδόταν «πάσαν διάκρισην, εξαίρεσιν, παρεμπόδισιν
ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή
εθνολογικής προελεύσεως, με τον σκοπόν ή αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή διακινδυνεύσεως της
αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως, υπό όρους ισότητος, των δικαιωμάτων του
ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν, κοινωνικόν,
μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον τομέα του δημοσίου βίου»1232. Κατά την άποψή μου, ωστόσο,
η υιοθέτηση του παραπάνω γενικόλογου ορισμού και η μεταφορά του στο ελληνικό ποινικό
σύστημα περισσότερο ανασφάλεια θα δημιουργούσε, αφού δεν καθίσταται απόλυτα σαφές τι
συνιστά απαγορευμένη διάκριση1233, παρά θα έδινε την ερμηνευτική λύση στο πρόβλημα

1229 «Όστις δημοσίως, είτε προφορικώς είτε διά του τύπου ή διά γραπτών κειμένων ή
εικονογραφήσεων ή παντός ετέρου μέσου εκ προθέσεως προτρέπει εις πράξεις ή ενεργείας δυναμένας
να προκαλέσουν διακρίσεις, […]».
1230 «Διά φυλακίσεως μέχρις ενός έτους ή διά χρηματικής ποινής ή δι’ αμφοτέρων των ποινών τούτων

τιμωρείται όστις κατ` επάγγελμα προμηθεύων αγαθά ή προσφέρων υπηρεσίας αρνείται εις τίνα την
παροχήν τούτων μόνον λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής αυτού ή εξαρτά την παροχήν από
όρον αναγόμενον εις την φυλετικήν ή εθνικήν καταγωγήν τινός)».
1231 Βλ. σχετικά το άρ. 4 της Διεθνούς Σύμβασης.

1232 Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέφθηκε, ορθά, η μη εφαρμογή της Σύμβασης προκειμένου

περί διακρίσεων, εξαιρέσεων, παρεμποδίσεων ή προτιμήσεων που πιθανόν θα γίνονταν από κράτος-
μέλος μεταξύ των υπηκόων και μη υπηκόων αυτού. Στην παρ. 3 αυτού διευκρινίζεται επίσης ότι οι
διατάξεις της Σύμβασης δεν επηρεάζουν τις εθνικές νομοθεσίες όσον αφορά στα ζητήματα της
εθνικότητας, των πολιτικών δικαιωμάτων και της πολιτογράφησης, υπό τον όρο ότι δεν αποτελούν
διάκριση σε σχέση με ορισμένη εθνικότητα και τέλος, στην παρ. 4, σημειώθηκε ότι τα ειδικά μέτρα που
θα λαμβάνονταν για την πρόοδο ορισμένων ομάδων που είχαν ανάγκη υποστήριξης και ενίσχυσης δε
θα θεωρούνταν εκδήλωση φυλετικής διάκρισης, υπό τον όρο, βέβαια, ότι τα εν λόγω μέτρα δε θα
ίσχυαν εσαεί, αλλά μόνο έως ότου επιτευχθεί ο σκοπός για τον οποίο ελήφθησαν.
1233 Ή, εν πάση περιπτώσει, είναι πολύ γενικόλογη και ευρεία η διατύπωση, τόσο, μάλιστα που αγγίζει

τα όρια της αντισυνταγματικότητας («έγκλημα δεν υπάρχει … χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την
τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της», άρ. 7 παρ. 1 του Συντ., άρ. 7 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και άρ.

[324]
οριοθέτησης της υπό εξέταση έννοιας. Βέβαια, η εκτίμηση αυτή δεν μας εμποδίζει από το να
αντλήσουμε από τον προαναφερθέντα ορισμό χρήσιμες πληροφορίες, ώστε να δημιουργηθεί
ένα πιο σαφές, ευδιάκριτο και απαλλαγμένο από ασάφειες περιεχόμενο για την υπό ερμηνεία
έννοια. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, λοιπόν, δεν αρκεί υποκίνηση, πρόκληση,
διέγερση ή προτροπή σε οποιαδήποτε διάκριση, αλλά μόνο στις πράξεις εκείνες που συνιστούν
οι ίδιες ή που μπορούν να προκαλέσουν αθέμιτες και κυρίως αυθαίρετες διακρίσεις, τέτοιες
δηλαδή που δε στηρίζονται στο νόμο, αλλά σε ανυπόστατα, αδικαιολόγητα ή άσχετα με τη
διαφοροποίηση κριτήρια1234 και που προσβάλλουν συνάμα την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η
οποία προστατεύεται απόλυτα1235. Εξάλλου, η απαγόρευση των διακρίσεων συνάπτεται και με
το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ισότητας, όχι απλώς της πολιτικής και
οικονομικής που αναγνωρίζεται καταρχήν μόνο στους ημεδαπούς, αλλά κυρίως της
προσωπικής και κοινωνικής1236, που εξασφαλίζεται για όλους τους ανθρώπους. Το δικαίωμα
της ζωής, της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της
προσωπικής ασφάλειας, της ιδιωτικής σφαίρας, το άσυλο της κατοικίας, το απόρρητο της
επικοινωνίας, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία της γνώμης και του τύπου
προστατεύονται εξίσου για Έλληνες και αλλοδαπούς (φυσικά και για τους ανιθαγενείς), με
αποτέλεσμα να απαγορεύεται εν τέλει η προτροπή κ.λπ. σε διακρίσεις που είναι δυνατόν να
υπονομεύσουν την απόλαυση των ως αναφερόμενων ατομικών δικαιωμάτων1237.
Τρίτον, ενδιαφέρον παρουσιάζει και η άποψη του Ι. Μοροζίνη1238, όπως αυτή θα
παρουσιαστεί αμέσως παρακάτω, αφού μας επιτρέπει να αντλήσουμε ένα ερμηνευτικό
επιχείρημα απόλυτα λογικό και σύμφωνο με το ευρύτερο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο για την

2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου του Ο.Η.Ε. Συναφώς, και το άρ. 1 του
ΠΚ).
1234 Βλ. σχετικά τις γνωμοδοτήσεις των Κ. Τριανταφυλλόπουλου και Αλ. Σβώλου, ΕΕΝ 1935, σ. 456.

Σχετικό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι μια δημόσια έκκληση σε μποϊκοτάζ, δηλαδή η προτροπή:
«Μην ψωνίζετε, μην αγοράζετε από μαγαζιά μουσουλμάνων», στο βαθμό που εξωθεί τους αποδέκτες
της σε αδικαιολόγητη και κυρίως αυθαίρετη οικονομική εξαθλίωση και επαγγελματική
περιθωριοποίηση μιας ομάδας ανθρώπων που προσδιορίζονται με βάση το θρησκευτικό τους
προσανατολισμό.
1235 Άρ. 2 παρ. 1 του Συντ.

1236 Για την αναφερόμενη στο κείμενο διάκριση της ισότητας βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό

Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τεύχος Β’, 2η έκδ., σ. 1223 επ.


1237 Πρβλ. εδώ και την άποψη της Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 731, όπου

υποστηρίζει ότι: «δεν αρκεί η δημόσια προτροπή σε οποιαδήποτε διάκριση, αλλά μόνο σε εκείνη που
είναι πρόσφορη να οδηγήσει στην εκμηδένιση ή διακινδύνευση της ισότιμης απόλαυσης των
θεμελιωδών ελευθεριών σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής». Βλ. επίσης και τις σχετικές
απόψεις των Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016,
σ. 104 και Α. Χουλιάρα, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1243. Όλες κατατείνουν προς μία συσταλτική ερμηνεία της
έννοιας «διάκριση».
1238 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 86 επ.

[325]
καταπολέμηση των ρατσιστικών διακρίσεων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, είναι αναγκαία για
την οριοθέτηση των περιπτώσεων υποκίνησης, πρόκλησης κ.λπ. σε ρατσιστικές διακρίσεις η
συσχέτιση του Ν. 927/1979, τόσο υπό το προϊσχύον καθεστώς όσο και υπό το σημερινό, με τα
νομοθετήματα εκείνα που τυποποιούν ήδη τη ρατσιστική διάκριση αυτοτελώς ως
απαγορευμένη συμπεριφορά1239. Για την κατανόησή της χρειάζεται να πραγματοποιηθούν οι
ακόλουθες επισημάνσεις: αν επανέλθουμε στο άρ. 3 του Ν. 927/1979, όπως αυτό ίσχυε πριν
από την κατάργησή του με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3304/2005, ΦΕΚ Α’ 16/27.01.2005 1240,
θα θυμηθούμε ότι εκεί περιγραφόταν ως αξιόποινη συμπεριφορά η ακόλουθη: «όστις κατ’
επάγγελμα προμηθεύων αγαθά ή προσφέρων υπηρεσίας αρνείται εις τινά την παροχήν τούτων
μόνον λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής αυτού ή εξαρτάν την παροχήν από όρον
αναγόμενον εις την φυλετικήν ή εθνικήν καταγωγήν τινός». Θεωρούταν εν ολίγοις
απαγορευμένη διάκριση μόνο αυτή που συνέβαινε στην προμήθεια αγαθών ή στην παροχή
υπηρεσιών και, μάλιστα, με υποκείμενο τέλεσης της πράξης όχι τον οποιονδήποτε δράστη,
αλλά μόνο το πρόσωπο εκείνο που βιοποριζόταν από τις ως άνω αναφερόμενες περιπτώσεις
του συναλλακτικού βίου. Εξαιρούνταν, συνεπώς, οι περιπτώσεις παροχής αγαθών ή υπηρεσιών
στο πλαίσιο φιλανθρωπικής δράσης, ανθρωπιστικής βοήθειας, παροχής ελεημοσύνης από
θρησκευτικούς φορείς ακόμα και συγκεκαλυμμένης βοήθειας από κομματικές οργανώσεις.
Αρχικά, λοιπόν, το πεδίο εφαρμογής της διάταξης αυτής (και συνακόλουθα η
έννοια των ρατσιστικών διακρίσεων) ήταν μεν απόλυτα σαφές1241, πλην όμως
αρκετά περιορισμένο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καλύπτει και άλλες περιπτώσεις,
αντίστοιχης απαξίας, που εμφανίζονταν συχνά στην πράξη1242. Το άρ. 3 του Ν. 927/1979
καταργήθηκε στη συνέχεια, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, με το άρ. 16 παρ. 2 του Ν.

1239 Βλ. γι’ αυτό Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 86 επ. ο οποίος με τη σειρά του παραπέμπει
στον Χ. Ανθόπουλο, Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης, 2000, σ. 130-
131, ο οποίος πολύ σωστά είχε επισημάνει κατά το παρελθόν ότι πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διάκριση,
ως αντικείμενο της προτροπής, μόνο απαγορευμένη από το νόμο συμπεριφορά μπορεί να
καταλαμβάνει, άποψη υπέρ της οποίας τάσσεται και ο Ι. Μοροζίνης.
1240 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής,

θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού».


1241 Μην επιτρέποντας αυθαίρετες ερμηνείες.

1242 Όπως ήταν οι περιπτώσεις φιλανθρωπικής - εθελοντικής προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών,

περίπτωση η οποία καλύφθηκε αργότερα με το άρ. 361 Β του ΠΚ, σύμφωνα με τον Π. Αλικάκο, Το
περιστατικό βίας ή μίσους ως αξιόποινη πράξη, ΠοινΔικ 2016, σ. 40. Το άρ. 361 Β του ΠΚ έχει
καταργηθεί με το Ν. 4619/2019, με αποτέλεσμα να μην τυποποιούνται σήμερα ως αδικήματα
συμπεριφορές ρατσιστικής διάκρισης στο πεδίο της εθελοντικής προσφοράς υπηρεσιών στο κοινό.
Ούτε και στο Ν. 4443/2016 (βλ. άρ. 11 αυτού) ποινικοποιείται η συγκεκριμένη συμπεριφορά. Το κενό
αυτό θα πρέπει να καλυφθεί, καθότι δε δικαιολογείται η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των
παρόμοιων περιπτώσεων. Βλ. παρόμοια και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 108-109, υπό
το φως όμως των καταργημένων διατάξεων του Ν. 3304/2005 και του άρ. 361Β ΠΚ.

[326]
3304/2005, στον οποίο και συμπεριλήφθηκε αντίστοιχο αδίκημα1243 παραβίασης της
απαγόρευσης της διακριτικής μεταχείρισης, μόνο που διευρύνθηκαν τα χαρακτηριστικά εκείνα
που αποτελούν τη βάση των διακρίσεων, ενώ ταυτόχρονα προστέθηκε και το πεδίο της
προσφοράς υπηρεσιών στο κοινό1244. Οι νομοθετικές εξελίξεις στην Ε.Ε. επέφεραν τελικά την
κατάργηση και του άρ. 16 παρ. 1 του Ν. 3304/2005 1245. Η παραβίαση της απαγόρευσης της
διακριτικής μεταχείρισης κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο
κοινό τιμωρείται σήμερα με το άρ. 11 παρ. 1 του Ν. 4443/2016 1246, 1247. Η έννοια δε της
απαγορευμένης διακριτικής μεταχείρισης1248 περιγράφεται με ακρίβεια στο άρ. 2 του Ν.
4443/2016, όπου και εμπεριέχονται ορισμοί, σύμφωνοι με το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο
που υπαγόρευσε τη νομοθετική μεταβολή, των εννοιών «άμεση διάκριση», «έμμεση
διάκριση», «παρενόχληση», «διάκριση λόγω σχέσης», «διάκριση λόγω νομιζόμενων
χαρακτηριστικών», «πολλαπλή διάκριση» και «άρνηση εύλογων προσαρμογών». Σημαντικό
είναι επίσης και το άρ. 3 του Ν. 4443/2016, όπου και διαβάζει κανείς το πεδίο εφαρμογής της
αρχής της ίσης μεταχείρισης και συναφώς της απαγορευμένης διάκρισης.
Προς συσχέτιση και διευκόλυνση παραθέτω τις σχετικές διατάξεις του Ν.
4443/20161249: άρ. 2 παρ. 1: «Απαγορεύεται κάθε μορφή διάκρισης για έναν από τους λόγους
που αναφέρονται στο άρθρο 1», άρ. 2 παρ. 2: «Για τους σκοπούς των διατάξεων του Μέρους Α:
α) ως «άμεση διάκριση» νοείται όταν ένα πρόσωπο υφίσταται, για λόγους φυλής,
χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων
πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής

1243 Άρ. 16 παρ. 1 του Ν. 3304/2005.


1244 Πρβλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 103.
1245 Άρ. 22 παρ. 1 του Ν. 4443/2016, «Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της

αρχής της ίσης μεταχείρισης ... για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία … (ΦΕΚ Α΄
232/9.12.2016).
1246 «Όποιος, κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό, παραβιάζει την

κατά τον παρόντα νόμο απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης για λόγους φυλής, χρώματος,
εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων,
αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού
προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, τιμωρείται με φυλάκιση έξι (6) μηνών μέχρι
τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή χιλίων (1.000) έως πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Οι πράξεις που
προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο διώκονται αυτεπαγγέλτως».
1247 Γενικά για την ερμηνεία του Ν. 4443/2016 βλ. Δ. Γούλα – Σ. Κοφίνη, Ο νέος νόμος 4443/2016 για

την απαγόρευση των διακρίσεων, ΕΕΡΓΔ 2016, σ. 1303.


1248 Τουτέστιν της ρατσιστική διάκρισης.

1249 Ι) Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης

προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη
διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και της
Οδηγίας 2014/54/ΕΕ περί μέτρων που διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων
στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων […].

[327]
κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου
μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο
πρόσωπο, σε ανάλογη κατάσταση,
β) ως «έμμεση διάκριση» νοείται όταν μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη,
κριτήριο ή πρακτική μπορεί να θέσει πρόσωπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά φυλής,
χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή άλλων
πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής
κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, σε
μειονεκτική θέση συγκριτικά με άλλα πρόσωπα.
«Έμμεση διάκριση» δεν υφίσταται, εάν η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική αυτή
δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό σκοπό και τα μέσα επίτευξής του είναι
πρόσφορα και αναγκαία, εάν τα μέτρα, που λαμβάνονται, είναι αναγκαία για την τήρηση της
δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων,
την προστασία της υγείας, των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων ή όταν αφορά άτομα
με αναπηρία ή χρόνια πάθηση και μέτρα που λαμβάνονται υπέρ αυτών, σύμφωνα με την παρ.
6 του άρθρου 21 του Συντάγματος και το άρθρο 5 του παρόντος,
γ) η «παρενόχληση» νοείται ως διάκριση κατά την έννοια της παρ. 1, εφόσον
σημειώνεται ανεπιθύμητη συμπεριφορά που συνδέεται με έναν από τους λόγους του άρθρου 1
με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας προσώπου και τη δημιουργία
εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος,
δ) ως «διάκριση» νοείται επίσης, οποιαδήποτε εντολή για την εφαρμογή διακριτικής
μεταχείρισης σε βάρος προσώπου για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο
άρθρο 1,
ε) ως «διάκριση λόγω σχέσης» νοείται η λιγότερη ευνοϊκή μεταχείριση ενός
προσώπου λόγω της στενής του σχέσης με πρόσωπο ή πρόσωπα με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών,
θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή
κοινωνικής κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών
φύλου,
στ) ως «διάκριση λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών» νοείται η λιγότερο
ευνοϊκή μεταχείριση ενός προσώπου που εικάζεται ότι διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκευτικών ή
άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας ή χρόνιας πάθησης, ηλικίας, οικογενειακής ή κοινωνικής
κατάστασης, σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου,
ζ) ως «πολλαπλή διάκριση» νοείται οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμός ή
περιορισμός, σε βάρος προσώπου, που βασίζεται σε περισσότερους από έναν από τους
ανωτέρω λόγους,
η) η «άρνηση εύλογων προσαρμογών» για τα άτομα με αναπηρία ή χρόνια πάθηση
νοείται ως διάκριση,

[328]
θ) ως «εύλογες προσαρμογές» νοούνται οι απαραίτητες και κατάλληλες
τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και ενδεδειγμένα μέτρα, που απαιτούνται σε μια συγκεκριμένη
περίπτωση, προκειμένου να διασφαλιστεί για τα άτομα με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις η
αρχή της ίσης μεταχείρισης, οι οποίες δεν επιβάλλουν δυσανάλογο ή αδικαιολόγητο βάρος
στον εργοδότη.
Κατόπιν των ανωτέρω θεωρώ ότι η έννοια «διακρίσεις» έχει αποκτήσει σήμερα ένα
αρκετά σαφές περιεχόμενο, αυτό που ο νομοθέτης, προφανώς και για λόγους αποφυγής
αυθαίρετων τοποθετήσεων, της έχει προσδώσει στο προαναφερθέν νομοθετικό κείμενο 1250.
Καθίσταται έτσι σαφές σε ποια ακριβώς πράξη θα πρέπει να υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή
προτρέπει ο δράστης του εγκλήματος που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, ώστε
να πληροί τον υπό ερμηνεία όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος1251. Έτσι και
συνεκτικότητα εξασφαλίζεται μεταξύ των διάσπαρτων, ποινικών και μη, διατάξεων της
σχετικής ελληνικής αντιρατσιστικής νομοθεσίας και ασφάλεια δικαίου επιτυγχάνεται, καθότι ο
νόμος καθίσταται ορισμένος1252. Χάριν παραδείγματος, ρατσιστική διάκριση στην οποία
απαγορεύεται να προτρέπει, διεγείρει κ.λπ. κανείς είναι εκείνη που έχει ως βάση ένα από τα
προστατευόμενα χαρακτηριστικά του ανθρώπου (π.χ. το χρώμα το δέρματός του, ο
σεξουαλικός του προσανατολισμός, η θρησκεία του) και έχει ως περιεχόμενο τον αποκλεισμό
του από μια θέση εργασίας, είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο. Αντίθετα, δεν είναι
απαγορευμένη η διάκριση εκείνη που αφορά στην αποφυγή κοινωνικής συναναστροφής1253
και συνακόλουθα δεν απαγορεύεται1254 η αντίστοιχη προτροπή, ακόμα κι αν γίνεται κατά
τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη
σωματική ακεραιότητα των στοχοποιούμενων προσώπων1255. Στην τελευταία, βέβαια,

1250 Πρβλ. εδώ και την άποψη της Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 104, όπου και
διατυπώνει την άποψη ότι ο Έλληνας νομοθέτης, παρόλο που ορθά επέλεξε να ποινικοποιήσει την
προτροπή και σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, θα έπρεπε να είχε προσδιορίσει με
ακρίβεια την έννοια των διακρίσεων «με αναφορά σε αυτές που αμφισβητούν την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια».
1251 Βλ. εδώ και την αντίστοιχη άποψη του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, 2016, σ. 87, η οποία, βέβαια,

περιορίζεται στον καταργηθέντα Ν. 3304/2005, προφανώς λόγω μη ψήφισης του νέου Ν. 4443/2016,
κατά το χρονικό σημείο συγγραφής της μελέτης του.
1252 Κατά τις επιταγές της αρχής «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο (με την εξειδίκευση του

ορισμένου)».
1253 Λ.χ. μην κάνετε παρέα με Αλβανούς, μην παντρεύεστε μουσουλμάνους, μην βάζετε στα σπίτια σας

Σύριους ή Πακιστανούς μετανάστες κ.ά.


1254 Άρα δεν είναι και ποινικά κολάσιμη.

1255 Ενδεχομένως εδώ να πληρούνται οι όροι κάποιου άλλου εγκλήματος (π.χ. άρ. 186 ΠΚ ή ηθική

αυτουργία σε κάποιο έγκλημα – άρ. 46 ΠΚ), το οποίο θα συνδυαστεί για την επιβάρυνση της ποινής
του με το άρ. 82 Α ΠΚ, «Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά».

[329]
περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο, αν δύναται να γίνει λόγος για προτροπή ή
διέγερση σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν μίσος1256 ή βία κατά προσώπου.
Η προαναφερθείσα παρατήρηση οδηγεί αναπόδραστα στην ερμηνεία του όρου
«μίσος», για τον οποίο έχει πραγματοποιηθεί μία σχετική αναφορά σε προηγούμενο μέρος
της παρούσας μελέτης1257. Η αλήθεια είναι ότι από την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-
πλαίσιο της Ε.Ε., η οποία λειτούργησε σε σημαντικό βαθμό ως πρότυπο για την ελληνική
νομοθεσία όσον αφορά στο ζήτημα της καταπολέμησης της ρητορικής του μίσους, δεν υπάρχει
περίπτωση να αντληθεί κάποιο ουσιαστικό ερμηνευτικό επιχείρημα. Στο Προοίμιο αυτής, και
συγκεκριμένα στην παράγραφο με αριθμό (9), διαβάζει κανείς τη μάλλον κενή περιεχομένου
έκφραση ότι «ο όρος “μίσος” θα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος σε μίσος που βασίζεται
στη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές ή την εθνική ή εθνοτική
καταγωγή». Ίσως περισσότερο διαφωτιστική να θεωρηθεί η παρατήρηση που καταγράφεται
από τα σχόλια πολλών χρηστών του διαδικτύου κατά το στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης
στο σχέδιο νόμου «Για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και
ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου»1258. Αρχικά, το Σ/Ν περιελάμβανε στην αντικειμενική
υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 όχι τη λέξη «μίσος», αλλά τη λέξη «εχθροπάθεια». Λόγω, όμως, του
ότι η τελευταία δεν ήταν αρκούντως προσδιορισμένη, αφού δεν είχε τύχει μεγάλης
νομολογιακής εφαρμογής1259, προκρίθηκε ως ορθότερη η χρήση του όρου «μίσος», το οποίο,
μάλιστα, ελέχθη ότι θα πρέπει να νοηθεί ως φυλετικό μίσος/μισαλλοδοξία1260. Ακόμη, όμως, κι
αυτή η παρατήρηση δεν παρέχει ασφαλές έρεισμα για την εξαγωγή ενός ορθού
συμπεράσματος. Στην επιλογή του «μίσους» έναντι της «εχθροπάθειας» μπορεί να αντιτείνει
κανείς ότι, από τη στιγμή που δεν ποινικοποιείται το φρόνημα 1261, δε δύναται να
ποινικοποιηθεί και η πρόκληση, υποκίνηση, διέγερση ή προτροπή σε δημιουργία φρονήματος.
Βέβαια, για την ακρίβεια του λόγου, με την υπό κρίση διάταξη δεν ποινικοποιείται η
πρόκληση, υποκίνηση κ.λπ. σε μίσος, αλλά σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν1262
μίσος1263.

1256 Βλ. γι’ αυτό Χ. Ανθόπουλο, Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης,
2000, σ. 131-132. Σύμφωνος με την άποψη αυτή και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 88.
1257 Βλ. Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 1.1.

1258 Το Σ/Ν αναρτήθηκε σε δημόσια διαβούλευση στις 22.02.2011, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση

Δημόσιας Διαβούλευσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.


1259 Ως όρος του (καταργημένου πλέον) άρ. 196 ΠΚ.

1260 Μίσος, δηλαδή, λόγω της διαφορετικότητας του άλλου.

1261 Είτε πρόκειται για σκέψεις/ιδέες, είτε και για οποιαδήποτε άλλα συμβάντα και καταστάσεις του

εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, όπως είναι για παράδειγμα τα συναισθήματα, μεταξύ αυτών και το
μίσος (“Cogitationis poenam nemo patitur”, Ουλπιανός και μετέπειτα Πανδέκτης του Ιουστινιανού,
χωρίο 48.19.18). Για την παρατήρηση αυτή βλ. Ι Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 190,
υποσημ. 79.
1262 Η έμφαση δική μου. Σε αντίθεση με την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση πλαίσιο, όπου γίνεται

λόγος για δημόσια υποκίνηση μίσους.

[330]
Επαναλαμβάνω στο σημείο αυτό ότι οι πράξεις στις οποίες υποκινεί, προκαλεί κ.λπ. ο
δράστης του αδικήματος που περιγράφεται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 δε χρειάζεται και
να τελεστούν, αρκεί να είναι εκ των πραγμάτων πρόσφορες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος
ή βία. Καθίσταται έτσι σαφές ότι ο δράστης του αδικήματος που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979 πράττει, οι δε πράξεις στις οποίες υποκινεί, προκαλεί κ.λπ. θα πρέπει να είναι
αντικειμενικά πρόσφορες να προκαλέσουν, μεταξύ άλλων, και/ή μίσος κατά προσώπου ή
ομάδας προσώπων και περαιτέρω να πραγματοποιείται η συμπεριφορά του κατά τέτοιο τρόπο
και μέσα σε τέτοιες συνθήκες, ώστε είτε να εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή να ενέχει
απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων που
στοχοποιούνται. Δεν αρκεί, λοιπόν, μια οποιαδήποτε προτροπή του δράστη σε πράξεις που
μπορούν να προκαλέσουν συναισθήματα μίσους1264. Πρέπει συνάμα να διαπιστωθεί ότι η
προτροπή αυτή έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση και μια ιδιότητα, να είναι για την ακρίβεια
αντικειμενικά πρόσφορη να θέσει σε κίνδυνο την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση1265 ή
τα ατομικά έννομα αγαθά των προσώπων που μπαίνουν στο στόχαστρο του δράστη. Όπως,
άλλωστε, έχει τονιστεί ξανά, ο δράστης θα πρέπει να εμφορείται από ένα πολύ συγκεκριμένο
κίνητρο1266, αυτό της προκατάληψης έναντι του «άλλου» ή έναντι της ομάδας στην οποία
εντάσσεται ο «άλλος» εξαιτίας των αμετάβλητων ή θεμελιωδών χαρακτηριστικών (φυλετικών,
χρωματικών, θρησκευτικών κ.λπ.) που έχει το στοχοποιημένο πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων.

1263 Πρβλ. εδώ και την άποψη της Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 731,
σύμφωνα με την οποία είναι ορθότερο να θεωρηθεί ότι ποινικοποιείται εν προκειμένω όχι η υποκίνηση,
πρόκληση κ.λπ. σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν μίσος, όπως απαιτεί το γράμμα του νόμου,
αλλά στενότερα η υποκίνηση σε πράξεις μίσους, με την αιτιολογία ότι έτσι επιβεβαιώνεται και η
βούληση του νομοθέτη, ο οποίος «δεν ενδιαφέρεται για την πιθανή δημιουργία συναισθημάτων, αλλά
για την προτροπή σε εξωτερίκευση του μίσους, δηλαδή για την προτροπή σε “εχθροπάθεια”, η οποία,
σύμφωνα με όσα γίνονται δεκτά και κατά την ερμηνεία του άρθρου 196 ΠΚ, όπου χρησιμοποιείται ο
συγκεκριμένος όρος, στοιχειοθετείται όταν ο δράστης αρνείται στον άλλο το δικαίωμα να υπάρχει στην
κοινωνία, να συμμετέχει, να ενεργεί και να εκφράζει τις αντιλήψεις και επιδιώξεις του στην κοινωνική
ζωή». Με την άποψη αυτή στοιχίζεται και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1243.
1264 Βλ. εδώ και D. Sterberg-Lieben, σε A. Schönke – H. Schröder, Strafgesetzbuch, 30 Auflage, 2019,

Verlag C. H. Beck (on-line έκδ.), ο οποίος αποκλείει από την ερμηνεία του όρου «υποκίνηση σε μίσος»
της παρ. 130 του γερμανικού ποινικού κώδικα την απλή αναφορά σε αληθινά γεγονότα. Το να λέει
κανείς την αλήθεια θα πρέπει πάντα να επιτρέπεται. Επίσης, δεν αρκούν για τη στοιχειοθέτηση της
υποκίνησης σε μίσος οι πινακίδες σε μπαρ με βάση τις οποίες δεν επιτρέπεται η είσοδος συγκεκριμένων
ομάδων ατόμων.
1265 Αυτό συμβαίνει, όταν οι προτροπές του δράστη εξωτερικεύονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να έχουν

αντικειμενικά την τάση να προκαλέσουν σε άλλους την απόφαση ή να διεγείρουν συναισθήματα για
καταδίωξη (πογκρόμ) σε βάρος των μελών μιας στοχοποιημένης ομάδας. Φυσικά, θα πρέπει να υπάρχει
και αντίστοιχη πρόθεση εκ μέρους του δράστη.
1266 Όχι, όμως, απαραίτητα και το αποκλειστικό. Το έγκλημά του, δηλαδή, μπορεί να εμφορείται

παράλληλα λ.χ. και από οικονομικά κίνητρα.

[331]
Το μείζον πάντως δεν είναι η συναισθηματική κατάσταση του δράστη ή του υποκινούμενου
ενδιάμεσου προσώπου, αλλά το κίνητρο της προκατάληψης από το οποίο εμφορούνται και το
οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του θύματος1267. Αυτό το
κίνητρο πάντως, όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρηθεί1268, δε σημαίνει μόνο αυξημένο βαθμό
ενοχής του δράστη, αλλά ενέχει και ένα πρόσθετο αντικειμενικό άδικο, το οποίο συνίσταται
στην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Το περιεχόμενο της έννοιας «μίσος» στην καθομιλουμένη, από όπου αντλείται και το
περιεχόμενο του αντίστοιχου νομικού όρου, είναι γνωστό. Ορίζεται δε ως το «συναίσθημα
έντονης εχθρότητας, που κάνει το δράστη να επιθυμεί το κακό για εκείνον εναντίον του οποίου
στρέφεται»1269. Είχε προταθεί επίσης κατά το παρελθόν1270 να υιοθετηθεί σχετικά ο ορισμός
του Μαγκάκη1271 για τον προσδιορισμό της έννοιας «αμοιβαία διχόνοια», του άρ. 192 ΠΚ1272,
σύμφωνα με τον οποίο αναφέρεται «εις εκείνο ειδικώς το μίσος, το οποίον θεωρεί τους
αντιπάλους ως όντα κατώτερα, μη δικαιούμενα να αποτελούν ισότιμα μέλη της κοινωνίας, να
είναι φορείς πεποιθήσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών και να εκφράζουν ταύτα καθ‘
οιονδήποτε τρόπον εις την κοινωνικήν ζωήν». Η άποψη αυτή ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με την
άποψη που υποστήριξε η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου στο πλαίσιο του Ν. 927/19791273, η
οποία προφανώς υπαγορεύτηκε από τη θεώρηση του Μαγκάκη. Όμως, όπως πολύ εύστοχα
παρατηρήθηκε, «με το περιεχόμενο αυτό η πράξη μίσους εμφανίζεται ουσιαστικά ως έννοια

1267 Για τη διαπίστωση του κινήτρου της προκατάληψης δύνανται να αξιοποιηθούν πολλά σχετικά με
την πράξη δεδομένα, άλλα από αυτά συνδεδεμένα με το δράστη και άλλα με το θύμα. Για παράδειγμα η
εθνολογική εμφάνιση του θύματος σε σχέση με εκείνη του δράστη σε συνδυασμό με την παντελή
έλλειψη γνωριμίας του με το θύμα αποτελεί εμφανή ένδειξη προκατάληψης του δράστη απέναντι στο
θύμα. Για περισσότερα παραδείγματα βλ. Λ. Τσόγκα, Τα εγκλήματα μίσους, Μελέτη του Εισαγγελέα
Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών
Θεσσαλονίκης, https://ppothess.gr/egklimata-misoys/.
1268 Έτσι η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 110, σύμφωνα με την οποία «τούτη (εν. η

ανθρώπινη αξιοπρέπεια) προσβάλλεται όταν με μια πράξη θυματοποιείται ένα πρόσωπο ως άνθρωπος
με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία όχι μόνο δικαιούται να φέρει, ακόμη και αν μπορεί να τα
αλλάξει, αλλά και τα οποία συγκαθορίζουν την ιδιότητά του ως ανθρώπου, ίσου με όλους τους άλλους».
1269 Για τον ορισμό βλ. Π. Καίσαρη/Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας,

Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Πρώτος, 2018, άρ. 155, σ. 1142 και Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2015, σ. 731.
1270 Χ. Ανθόπουλος, Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης, σ. 132, που

υιοθετεί τον ορισμό του Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της Δημόσιας Τάξης, β’ έκδοση, σ. 170.
1271 Γ.Α. Μαγκάκης, Το έγκλημα της διεγέρσεως των πολιτών εις μισαλλοδοξίαν, κατά το άρθρ. 192

Π.Κ., ΠοινΧρον 1963, σ. 392.


1272 Τα οποίο σήμερα έχει καταργηθεί με το Ν. 4619/2019, διότι έχει ενσωματωθεί πλήρως στο άρ.

184, όπως αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση στο Σ/Ν «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
1273 Βλ. παραπάνω, υποσημείωση υπ’ αριθμ. 600.

[332]
είδους σε σχέση με την πρόκληση διακρίσεων»1274. Κατόπιν της κατάργησης του άρ. 196 ΠΚ,
όπου και συναντούσε κανείς τον όρο «εχθροπάθεια», αλλά και την εξάλειψή του από τις
διατάξεις του νέου ΠΚ, ορθότερο πιστεύω πως είναι να μην ταυτιστεί ο υπό εξέταση όρος
«μίσος» μαζί του, ούτε και με την «αμοιβαία διχόνοια» του καταργημένου άρ. 192 ΠΚ. Βέβαια,
παρότι το άρ. 192 ΠΚ έχει ενσωματωθεί πλέον στο άρ. 184 ΠΚ με αποτέλεσμα να διασώζεται η
παραπάνω έννοια, θεωρώ ότι η δυναμική της στο πλαίσιο του άρθρου 184 ΠΚ σχετίζεται
περισσότερο με τη διατάραξη της κοινής ειρήνης του άρ. 189 ΠΚ, έτσι που τελικά να ξεφεύγει
του διαφορετικού πλαισίου αναφοράς του ν. 927/19791275. Ίσως να ήταν ορθότερο και
περισσότερο συνεπές με την τυποποιούμενη εν προκειμένω απαξία να θεωρηθεί ως μίσος όχι
μια απλή, συναισθηματικής φύσεως εχθρότητα προς το αντικείμενο της προκατάληψης, όπως
για παράδειγμα μια αντιπάθεια, μια αντιπαλότητα ή μια δυσαρέσκεια1276, ούτε μια απλή
απόρριψη και περιφρόνηση, αλλά ένα υψηλής έντασης εχθρικό φρόνημα1277, τέτοιο, μάλιστα,
που θα είναι αντικειμενικά ικανό (ως πνευματικό-ψυχολογικό υπόβαθρο) να προκαλέσει
αιτιωδώς κίνδυνο τέλεσης πράξεων βίας κατά ατόμου ή ομάδας προσώπων και συνακόλουθα
διασάλευσης της δημόσιας τάξης ή βλάβης των προστατευόμενων από τη διάταξη ατομικών
έννομων αγαθών του στοχοποιούμενου θύματος ή των μελών της στοχοποιούμενης ομάδας1278.
Κατόπιν όλων των παραπάνω επισημάνσεων αναφορικά με τον προσδιορισμό της
έννοιας «μίσος» θεωρώ πώς είναι μείζονος σημασίας να συναξιολογηθούν για την ερμηνεία
της τόσο το ότι ο δράστης με τη συμπεριφορά του παράγει έναν συγκεκριμένο κίνδυνο να
προκληθεί σε έναν άλλο άνθρωπο η απόφαση να προβεί ο τελευταίος σε μια μορφή εκδήλωσης

1274 Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 731.


1275 Και σε συνάρτηση με τα προστατευόμενα από τις διατάξεις του Ν. 927/1979 έννομα αγαθά.
1276 Έτσι και στην ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 70.

1277 Βλ. Σ. Καρεκλά, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 630, όπου και παρατίθενται ζητήματα ερμηνείας της παρ. 130

αρ. 1 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα αναφορικά με τον όρο «εξερεθισμός σε φυλετικό μίσος» (“Zum
Hass … aufstachelt”). Για τη γερμανική έννομη τάξη «εκτός από την αντικειμενική προσφορότητα της
πράξεως να διεγείρει σε μίσος απαιτείται και το υποκειμενικό στοιχείο της αντίστοιχης σκοπιμότητας
της δράσεως· κάποια απλή υποτιμητική έκφραση ή η απλή αρνητική διάθεση προς κάποια άτομα δεν
αρκεί». Στην έννοια «μίσος» λοιπόν θα μπορούσαν να υπαχθούν έντονα συναισθήματα απέχθειας,
αποστροφής, χαιρεκακίας, αντεκδίκησης και ιδιαίτερης εχθρότητας κατά μιας διακριτής ομάδας ή
μέλους της, εξαιτίας των ιδιαίτερων κατά το νόμο χαρακτηριστικών τους. Βλ. γι’ αυτό ΠλημμΡεθυμν
2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 70 καθώς και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.
1278 Πάντως σε επίπεδο νομολογίας του ΕΔΔΑ, παρατηρεί κανείς ότι το εν λόγω Δικαστήριο αρκείται

σε λιγότερες προϋποθέσεις για έναν αποδεκτό περιορισμό του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας
της έκφρασης, όταν πρόκειται για δημόσια εκφερόμενο λόγο που προτρέπει απλώς σε μίσος ή μη
ανεκτικότητα. Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ βλ. σχετικά τις κάτωθι υποθέσεις: i) Pavel Ivanov κατά
Ρωσίας (αρ. αίτησης 35222/04), 20 Φεβρουαρίου 2007, ii) Balsytė-Lideikienė κατά Λιθουανίας (αρ.
αίτησης 72596/01), 4 Νοεμβρίου 2008, iii) Soulas και λοιποί κατά Γαλλίας (αρ. αίτησης 15615/07), 10
Ιουλίου 2008, iv) Féret κατά Βελγίου (αρ. αίτησης 15615/07), 16 Ιουλίου 2009 κ.ά. Για περισσότερες
πληροφορίες και σχετικές αποφάσεις βλ. παραπάνω, Μέρος Γ’, Κεφάλαιο ΙΙΙ.

[333]
μίσους1279, όσο και το στοιχείο της «προσφορότητας» της συμπεριφοράς του δράστη να
προκαλέσει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή για τα προστατευόμενα από τη διάταξη ατομικά
έννομα αγαθά. Δεν μας λέει ο νομοθέτης ότι τιμωρείται εκείνος που απλώς δημόσια υποκινεί
σε μίσος, αλλά εκείνος που υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις που μπορούν
να προκαλέσουν μίσος κατά τρόπο που μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο είτε η δημόσια τάξη είτε η
ζωή, υγεία ή προσωπική ελευθερία του θύματος. Η προσθήκη του επικίνδυνου τρόπου στην
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος εξασφαλίζει ότι ο δράστης δε θα τιμωρηθεί για την
προσπάθειά του να ενσπείρει στους αποδέκτες του λόγου του κάποια συναισθήματα, π.χ.
φυλετικό, εθνοτικό ή θρησκευτικό μίσος1280. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτο, ως αντιβαίνον
στην αρχή της απαγόρευσης της τιμώρησης του φρονήματος. Ούτε, βέβαια, αντικείμενο του
ποινικού ενδιαφέροντος μπορεί να είναι η έκφραση διαφορετικής-αποκλίνουσας άποψης1281.
Τουναντίον, εκείνο που δικαιολογεί γενικά την επιβολή ποινής είναι μία κοινωνικά
επιζήμια/βλαπτική ή επικίνδυνη για τα προστατευόμενα από το δίκαιο έννομα αγαθά, και
ειδικά στην προκειμένη περίπτωση η αποτροπή άδικων και παράνομων πράξεων τις οποίες
μπορεί να προκαλέσει αιτιωδώς η συμπεριφορά του δράστη1282. Μόνο που για τον
προσδιορισμό της αξιόποινης συμπεριφοράς ο νομοθέτης δε μας παραθέτει εν προκειμένω
κάποια απτά κριτήρια για την υποβοήθηση της κρίσης μας. Συνεπώς, δεν είναι απαγορευτική
κατά την άποψή μου η ύπαρξη του όρου «μίσος» στην αντικειμενική υπόσταση του
εγκλήματος1283, αφού απαιτείται όχι μόνο η ύπαρξη συγκεκριμένου κινδύνου για πρόκληση
απόφασης τέλεσης μιας πράξης βίας σε βάρος άλλων ανθρώπων, αλλά και η διαπίστωση μιας
συγκεκριμένης δυνατότητας κινδύνου για δικαιϊκά προστατευόμενα έννομα αγαθά. Το πότε,
βέβαια, η προτροπή κ.λπ. σε μια πράξη που μπορεί να προκαλέσει (ή συνιστά η ίδια) μίσος
συνδέεται και με τη δυνατότητα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης ή των αναγραφόμενων

1279 Άρα σε πράξη.


1280 Αντίθετη, όμως, η Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 109, όπου προτείνει την
απαγκίστρωση του αξιοποίνου του δημόσια εκφερόμενου λόγου από την πρόκληση κινδύνου για τη
δημόσια τάξη και την απειλή των συγκεκριμένων έννομων αγαθών που αναφέρονται στο άρ. 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979.
1281 Βλ. σχετικά ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ.

1282 Έτσι και ο Χ. Ανθόπουλος, όπ.π., ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 46 και ο ίδιος, Προστασία κατά του ρατσισμού

και ελευθερία της πληροφόρησης, 2000, σ. 117-118, 139-140.


1283 Πρβλ. εδώ την άποψη του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 86-87, που

θεωρεί ότι με τον όρο «πρόκληση μίσους» αφενός μεν εννοείται η τέλεση εγκλημάτων μίσους, όπως
αυτά οριοθετούνται στο πλαίσιο του άρ. 81Α (επειδή όμως δεν υφίσταται με το νέο ΠΚ άρ. 81Α, εύλογα
μπορεί να νοηθεί το νέο άρ. 82 Α), αφετέρου δε συνιστά «νομικό αξιολογικό στοιχείο της
αντικειμενικής υπόστασης, όπως ακριβώς η άδικη κύρια πράξη του αυτουργού είναι νομικό αξιολογικό
στοιχείο που προϋποτίθεται ως αποτέλεσμα στην αντικειμενική υπόσταση της ηθικής αυτουργίας».

[334]
στην αντικειμενική υπόσταση ατομικών έννομων αγαθών είναι ζήτημα πραγματικό που
κρίνεται κατά περίπτωση1284.
γ. Ο παθών εκ του εγκλήματος (ή αλλιώς το παθητικό υποκείμενο)1285: Προχωρώντας
στην ερμηνεία των όρων της αντικειμενικής υπόστασης διαπιστώνει κανείς ότι οι
προτρεπόμενες πράξεις θα πρέπει να είναι πρόσφορες να πλήξουν1286 κάποιο πρόσωπο ή
ομάδα προσώπων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Διεθνής Σύμβαση για την
κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων του ΟΗΕ, η οποία αποτέλεσε την αφορμή για
την ψήφιση του Ν. 927/1979 στην αρχική του μορφή, προέβλεπε ως άξια ποινικοποίησης τη
συμπεριφορά εκείνη που συνιστούσε είτε διάδοση ιδεών βασιζόμενων στη φυλετική
ανωτερότητα και το μίσος είτε παρότρυνση σε φυλετικές διακρίσεις ή τέλος τέλεση πράξεων
βίας1287 σε βάρος οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων1288. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι
με βάση την προαναφερθείσα Σύμβαση η σύλληψη της θυματοποίησης είχε ως σημείο
αναφοράς την ομάδα, το σύνολο δηλαδή κάποιων ανθρώπων, όχι απαραίτητα μεγάλο σε
αριθμό, αρκεί πάντως να ξεπερνούσε το ατομικό επίπεδο ενός μεμονωμένου ανθρώπου.
Βέβαια, με την πάροδο των χρόνων, την πρόοδο της επιστήμης και κυρίως με την
ευαισθητοποίηση της ανθρωπότητας έγινε αντιληπτό ότι η έννοια «φυλή» δεν ανταποκρινόταν
πλήρως στην αληθινή φύση των πραγμάτων, ενώ παράλληλα ο αριθμητικός προσδιορισμός
των στοχοποιούμενων προσώπων, είτε δηλαδή επρόκειτο για ένα άτομο είτε για περισσότερα,
δεν ήταν το στοιχείο εκείνο που προσέδιδε στη ρατσιστική συμπεριφορά την όλη απαξία
της1289. Εξίσου απαράδεκτος είναι και ο δημόσια εκφερόμενος ρατσιστικός λόγος που βάλλει

1284 Βλ. πάντως και ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010, σ. 353 επ., όπου επισημαίνεται ότι «δεν συνιστά
"προτροπή" η απλή έκφραση γνώμης επιστημονικής κριτικής, έστω και δυσάρεστης ή επικριτικής για
τα μέλη μίας φυλής ή εθνικότητας. Η "προτροπή" ενέχει παρότρυνση, παρόρμηση, διέγερση,
ενθάρρυνση και παρακίνηση για την τέλεση πράξεων ή ενέργειας, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει
όταν αποβλέπει δι` αυτής το υποκείμενο της προτροπής στην αποδοχή και μόνον των απόψεών του».
1285 Για τον όρο «παθών εκ του εγκλήματος» βλ. Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Ι, 1978, επιμ.

Κ.Ε. Σταμάτη, σ. 151. Ως παθών ορίζεται «παν πρόσωπο, είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανόν προς
καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού καθ’ ου στρέφεται η
πράξις». Ομοίως και ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 168. Γίνεται δε λόγος
για παθόντα και όχι για υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, καθότι έγινε δεκτό παραπάνω ότι
τυποποιείται εν προκειμένω ένα έγκλημα που στερείται υλικού αντικειμένου, ήτοι ένα έγκλημα τυπικό.
1286 Για την ακρίβεια, να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων.

Όλες οι προαναφερθείσες συμπεριφορές, εφόσον πραγματοποιηθούν, συνιστούν πλήγμα για ατομικά


έννομα αγαθά.
1287 Ακόμα και την παρότρυνση στην τέλεση πράξεων βίας, σύμφωνα με το άρ. 4, στοιχ. α’ της

Σύμβασης.
1288 Η έμφαση δική μου.

1289 Βλ. εδώ και Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 106, η οποία, όπως πολλές μορφές έχει

επισημανθεί, υποστηρίζει ότι και χωρίς τη διακινδύνευση ή τη δυνατότητα διακινδύνευσης της


δημόσιας τάξης η συμπεριφορά λ.χ. ενός προσώπου που καλεί σε αποκλεισμό από κάθε ανάθεση

[335]
κατά ενός μόνο προσώπου. Κι αυτό, διότι τα ρατσιστικά εγκλήματα βασίζονται κατεξοχήν, αν
και όχι απαραίτητα αποκλειστικά, στην προκατάληψη ενάντια σε έναν άνθρωπο, βασιζόμενη
σε χαρακτηριστικά που έχει ο τελευταίος (εγγενή ή επίκτητα, εκ της φύσεως ή εξ επιλογής ή
ακόμα και δίχως να φέρει ευθύνη για αυτά, όπως στην περίπτωση της αναπηρίας, αλλά πάντως
είτε θεμελιώδη για την ταυτότητα και τη συνείδηση του ατόμου και εξ αυτού του λόγου
αναφαίρετα, είτε μη δυνάμενα να αποβληθούν)1290. Η επιλογή του θύματος, δηλαδή,
πραγματοποιείται επί τη βάσει π.χ. της εθνικής του καταγωγής, του θρησκεύματος που
πρεσβεύει, του σεξουαλικού του προσανατολισμού κ.ά., χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να
δημιουργούν μέσα στο μυαλό του δράστη έχθρα, μίσος, αντιπαλότητα, αλλά σε κάθε
περίπτωση προκατάληψη σε βάρος του στοχοποιούμενου προσώπου. Στη θέση του τελευταίου,
άλλωστε, θα μπορούσε να είναι και οποιοσδήποτε άλλος φέρει τα ίδια χαρακτηριστικά κι
αποτελεί έτσι μέλος μιας ευρύτερης ομάδας προσώπων που μοιράζονται αυτό το κοινό
χαρακτηριστικό1291. Κατόπιν των ανωτέρω, θεωρώ πως είναι αποδοτικότερη και πιο εύστοχη η
αντικατάσταση1292 της «φυλής», ως στόχου της προκατάληψης και περαιτέρω της όποιας

πνευματικού έργου ενός μαύρου (άρα ενός συγκεκριμένου προσώπου) εμπεριέχει αρκετό άδικο, που
δικαιολογεί την ποινικοποίησή της. Αυτό ισχύει, διότι μια τέτοια συμπεριφορά «αποδεικνύεται
αντικειμενικά πρόσφορη να υποκινήσει σε πράξεις βίας ή διακρίσεις […] κατά συγκεκριμένου
προσώπου που φέρει αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά και κατά οποιουδήποτε άλλου τα φέρει, επειδή τα
φέρει […] και όχι επειδή είναι αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει σε διακινδύνευση της δημόσιας
τάξης».
1290 Βλ. συναφώς την εννοιολόγηση των εγκλημάτων μίσους, που επιχειρείται από την Α. Χαλκιά,

Εγκλήματα ρατσιστικού μίσους στην Ελλάδα της κρίσης, Εγκληματολογία 2013, σ. 80. Άλλωστε, η
ρητορική του μίσους συνδέεται με τα εγκλήματα μίσους λόγω του ότι αμφότερα τα φαινόμενα
γεννιούνται σε μια κοινωνία υποκινούμενα από προκαταλήψεις και στερεότυπα.
1291 Για τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα των εγκλημάτων μίσους, η οποία κατά την άποψή μου

απαντάται και στα εγκλήματα ρατσιστικής ρητορείας, βλ. επίσης Γ. Βούλγαρη, Τα εγκλήματα μίσους,
ΠοινΔικ 2010, σ. 711 επ., σύμφωνα με τον οποίο ναι μεν ο αρχικός στόχος ενός τέτοιου εγκλήματος
μπορεί να είναι ένα μεμονωμένο άτομο, ωστόσο τελικός αποδέκτης είναι και η ευρύτερη ομάδα στην
οποία εντάσσεται και με την οποία μοιράζεται το κοινό χαρακτηριστικό που γεννά την προκατάληψη
στο μυαλό του δράστη. Βλ. επίσης και Α. Χαλκιά, όπ.π., σ. 81, η οποία επισημαίνει ότι «το έγκλημα
μίσους αναγνωρίζεται ως “έγκλημα - μήνυμα”, αφού στοχοποιείται και η κοινότητα του θύματος τα
μέλη της οποίας μοιράζονται το ίδιο προσβαλλόμενο χαρακτηριστικό με αυτό.
1292 Στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο της Ε.Ε. εντοπίζουμε τη στοχοποίηση «μέλους

ομάδας», έκφραση που θεωρώ ότι είναι περισσότερο επιτυχημένη από την αντίστοιχη ελληνική
επιλογή, καθότι αποδίδει ακριβώς το νόημα της επιλογής του θύματος ως «μέλους ομάδας» που
μοιράζεται με τα υπόλοιπα μέλη το κοινό εκείνο χαρακτηριστικό που γεννά προκατάληψη στο μυαλό
του δράστη. Παρόμοια και το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ για το κυβερνοέγκλημα, με βάση το
οποίο απαιτείται η ποινικοποίηση, μεταξύ άλλων, και του εκφοβισμού, μέσω συστημάτων
πληροφοριών, προσώπων για τέλεση σε βάρος τους σοβαρών εγκλημάτων, επειδή ανήκουν σε μια
ομάδα που διακρίνεται λόγω φυλής, χρώματος ή εθνοτικής καταγωγής ή θρησκείας. Για την τελευταία
παρατήρηση βλ. Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 99.

[336]
ρατσιστικής συμπεριφοράς, από το μεμονωμένο άτομο, αρκεί το άτομο αυτό, όπως θα
αναλυθεί περαιτέρω παρακάτω, να μην έχει επιλεχθεί από το δράστη για συγκεκριμένους
προσωπικούς λόγους ή τουλάχιστον μόνο για αυτούς1293. Ο δράστης θα πρέπει να εμφορείται
συνάμα και από ένα ειδικό κίνητρο, αυτό της προκατάληψης1294 με βάση τη φυλετική
καταγωγή, το χρώμα του δέρματος, τη θρησκεία, το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό του
θύματος κ.ά., γεγονός που καθιστά δυνατή τη θυματοποίηση και οποιουδήποτε άλλου
προσώπου μοιράζεται αυτό το κοινό χαρακτηριστικό με το θύμα της ρατσιστικής
συμπεριφοράς1295.
Συγκρίνοντας περαιτέρω την παρ. 130 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα στη μορφή που
είχε πριν την τελευταία τροποποίησή της, η οποία είχε ως στόχο την εναρμόνιση της
γερμανικής ποινικής νομοθεσίας με τις απαιτήσεις της απόφασης – πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ
του Συμβουλίου της Ε.Ε., όπου τυποποιούταν ως αδίκημα, μεταξύ άλλων, και η υποκίνηση
μίσους (μόνο) σε βάρος τμημάτων του πληθυσμού κατά τρόπο που είναι πρόσφορος να
διαταράξει τη δημόσια ειρήνη1296, με την υπό εξέταση διάταξη του ελληνικού ειδικού ποινικού

1293 Παρόμοια και ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 211-212, σύμφωνα με τον οποίο
«κρίσιμη συνεπώς διάσταση του ρατσιστικού λόγου είναι η σκιά μιας από-προσωποποιούσας
εγκληματικής συλλογικότητας που τον συνοδεύει. Ο δράστης επιλέγει τυχαία το άμεσο θύμα […] δεν
είναι με τη σειρά του το μόνο, αλλά ένα μόνο μέλος μιας ευρύτερης, συνολικά απειλούμενης ομάδας».
1294 Βλ. συναφώς και Λ. Τσόγκα, Τα εγκλήματα μίσους, Μελέτη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών

Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης,


https://ppothess.gr/egklimata-misoys/, όπου αναφέρει ότι «το κίνητρο για ένα έγκλημα μίσους μπορεί
να αναμιχθεί με άλλους παράγοντες, έτσι, ένα έγκλημα μπορεί να έχει σαν κίνητρο όχι μόνο το
ρατσισμό αλλά και οικονομικά οφέλη. Ένα έγκλημα μίσους δεν είναι απαραίτητο να αφορά το “μίσος”
καθεαυτό. Οποιοδήποτε όμως έγκλημα διαπράττεται με κίνητρο την προκατάληψη θεωρείται έγκλημα
μίσους».
1295 Πολύ σημαντική και η παρατήρηση της Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ.

731, ότι: «Τα πρόσωπα εναντίον των οποίων στρέφεται ο δράστης πρέπει, σύμφωνα με το κείμενο του
νόμου, να προσδιορίζονται «με βάση» τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία ή τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά
που απαριθμεί ο νόμος. Η διατύπωση αυτή είναι εν μέρει στενότερη και εν μέρει ευρύτερη από εκείνη
του αρχικού κειμένου του νόμου, που απαιτούσε να τελείται η πράξη «εκ μόνου του λόγου» ότι το θύμα
ανήκε σε συγκεκριμένη ομάδα. Είναι πια σαφές ότι δεν ενδιαφέρει αν το θύμα στοχοποιείται
αποκλειστικά και μόνο εξαιτίας της ένταξής του στην ομάδα. Το έγκλημα τελείται, ακόμα κι όταν ο
δράστης στοχοποιεί ένα ή περισσότερα άτομα, όχι μόνο επειδή ανήκουν σε μια ομάδα, αλλά και για
προσωπικούς του λόγους – επειδή λ.χ. θεωρεί ότι τον βλάπτουν οικονομικά. Σημαντικό είναι μόνο να
στρέφεται εναντίον τους αναφερόμενος στην ένταξή τους σε ορισμένη ομάδα, στοιχείο το οποίο έχει
υπαχθεί πια από το νομοθέτη στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος». Σύμφωνος με τα
παραπάνω και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1244.
1296 “(1) Whosoever, in a manner liable to disturb public peace, (No. 1) incites hatred against parts of

the population or invites violence or arbitrary acts against them, or (No. 2) attacks the human dignity of
others by insulting, maliciously degrading or defaming parts of the population shall be punished with
imprisonment of no less than three months and not exceeding five years”. Για τη μετάφραση του

[337]
νόμου, διαπιστώνει κανείς τα ακόλουθα: πρώτον, στη γερμανική έννομη τάξη δινόταν ένα
ξεκάθαρο προβάδισμα στην πλειονότητα των προσώπων -έναντι της μονάδας- σε βάρος των
οποίων υποκινεί ο δράστης μίσος και, μάλιστα, η πλειονότητα αυτή προσώπων έπρεπε να
αποτελεί τμήμα του πληθυσμού, δηλαδή εγχώρια ομάδα (τουτέστιν άνθρωποι που ζουν στη
Γερμανία, δίχως να έχει σημασία αν είναι Γερμανοί ή όχι). Η προτίμηση αυτή ήταν πιθανόν
υπαγορευμένη από την υποχρέωση που απέρρεε για τη Γερμανία από την ενσωμάτωση της
Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων1297, στην οποία,
όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, γίνεται αναφορά σε διάπραξη πράξεων σε βάρος φυλής ή
ομάδας προσώπων. Δεύτερον, στη γερμανική διάταξη υπό την παλιότερη μορφή της είχε
αποφευχθεί ο χαρακτηρισμός των στοχοποιούμενων ομάδων ως φυλετικών, εθνικών,
θρησκευτικών κ.λπ., προκειμένου να μη δοθεί η εντύπωση ότι ορισμένες ομάδες του
πληθυσμού τυγχάνουν περισσότερης προστασίας ή διακριτής-ειδικής μεταχείρισης1298. Τέλος,
με τη συγκεκριμένη διατύπωση οποιοδήποτε σύνολο προσώπων με ιδιαίτερα ή και διακριτά
χαρακτηριστικά, που συνιστούσε παράλληλα και τμήμα του πληθυσμού της Γερμανίας, ήταν
δυνατόν να απολαύσει την προστασία που του παρείχε ο νόμος, αρκεί βέβαια να συνέτρεχε
παράλληλα και ο περιοριστικός της υποστάσεως όρος της προσφορότητας της συμπεριφοράς
για διατάραξη της (εγχώριας1299) δημόσιας ειρήνης ή, παρακάτω, της προσβολής της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Αντίθετα, στην αντίστοιχη ελληνική διάταξη υφίσταται μεν η έννοια της στοχευόμενης
ομάδας, όχι όμως κατ’ αποκλειστικότητα, αλλά σε διαζευκτική διατύπωση με το μεμονωμένο
πρόσωπο, η δε θυματοποίηση (προσώπου ή ομάδας) διαπιστώνεται με βάση ορισμένα -τα
περιοριστικά αναφερόμενα στο νόμο- χαρακτηριστικά1300. Θεωρώ πάντως ότι αμφότερες οι

γερμανικού κειμένου στα αγγλικά, όπως αυτό ίσχυε πριν την τελευταία τροποποίησή του, βλ. F. Kübler,
How Much Freedom for Racist Speech? Transnational Aspects of a Conflict of Human Rights, 27
Hofstra Law Review, p. 335 (1998).
1297 Για την επισήμανση αυτή βλ. W. Brugger, The Treatment of Hate Speech in German

Constitutional Law (Part I), German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, p. 17. Για τη συζήτηση επί των
αναφυόμενων από τη Σύμβαση υποχρεώσεων για τη Γερμανία βλ. R. Wolfrum, Das Verbot der
Rassendiskriminierung im Spannungsfeld zwischen dem Schutz individueller Freiheitsrechte und der
Verpflichtung des einzelnen im Allgemeininteresse, in: Erhard Denninger, ed., Kritik und Vertrauen.
Festschrift für Peter Schneider, 1990, pp. 515 ff.
1298 Σ. Καρεκλάς, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 626 και 632. Πρβλ. όμως τη νέα μορφή της παρ. 130 του

γερμανικού Ποινικού Κώδικα στο πεδίο προστασίας της οποίας συμπεριλαμβάνονται πλέον, πέραν των
τμημάτων του πληθυσμού, και οι εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές κ.λπ. ομάδες, όπως επίσης και το
άτομο, ως μονάδα, λόγω της συμμετοχής του σε μια συγκεκριμένη ομάδα ή σε ένα τμήμα του
πληθυσμού.
1299 Από την άποψη, δηλαδή, των εσωτερικών-γερμανικών νομικών συμφερόντων.

1300 Βλ. εδώ και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 88, ο οποίος παραπέμπει

στους Hellmann/Gartner, NJW 2011, 964· Fischer, StGB61, § 130 Rn. 4-5. Σύμφωνα με τους
τελευταίους «η έννοια της ομάδας είναι ευρύτερη της έννοιας των τμημάτων του πληθυσμού (ενν. του

[338]
διατάξεις δεν υπονοούν απαραίτητα τη στόχευση κάποιας μειονότητας, κάποιας ομάδας,
δηλαδή, που υστερεί αριθμητικά σε σχέση με την κύρια μάζα του πληθυσμού, αφού
«αντικείμενο» ρατσιστικής ρητορείας μπορούν να είναι και τα μέλη μιας ομάδας που είναι
πλειοψηφική1301. Ως εκ τούτου δύνανται να υπαχθούν εδώ και οι εξωτερικεύσεις που
στοχεύουν όλα τα άτομα που προσδιορίζονται βάσει του ίδιου χαρακτηριστικού, όπως λ.χ. όλοι
οι εβραίοι, όλοι οι Έλληνες, όλοι οι «νέγροι», όλες οι λεσβίες, όλοι οι χριστιανοί κ.ο.κ.,
ανεξαρτήτως του τόπου εγκατάστασής τους, του νόμου μη διακρίνοντος. Εξάλλου, η
αντιπαραβολή ανάμεσα στη φράση «τμήματα του πληθυσμού» της γερμανικής διάταξης και
«ομάδα προσώπων» της αντίστοιχης ελληνικής φανερώνει μια σημαντική για την ερμηνεία του
νόμου διαφορά· την αποστασιοποίηση της τελευταίας από οποιαδήποτε σύνδεση των
στοχευόμενων προσώπων με ένα συγκεκριμένο χώρο ή τόπο (για την ακρίβεια με μια
συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια, δηλαδή την ημεδαπή). Αυτές οι ομάδες προσώπων μπορεί
λοιπόν να βρίσκονται εν μέρει ή ακόμη και αποκλειστικά στο εξωτερικό. Έτσι μπορεί να
ασκηθεί δίωξη σε βάρος ημεδαπού που ανήκει σε μειοψηφική ομάδα, τουλάχιστον για τα
δεδομένα της Ελλάδας (π.χ. σε βάρος Έλληνα πολίτη, μουσουλμάνου στο θρήσκευμα), ο
οποίος προέβη στην πράξη του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 στην Τουρκία, όπου και ήταν φυσικά
παρών κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, στρεφόμενος με το μισαλλόδοξο λόγο του κατά
όλων των απανταχού παρόντων χριστιανών ορθόδοξων είτε αυτοί βρίσκονται στην Τουρκία
είτε στην Ελλάδα ή και οπουδήποτε αλλού1302. Βέβαια, για τη θεμελίωση του συγκεκριμένου

κράτους της ημεδαπής), καθώς δεν διακρίνει αν η πλειονότητα προσώπων βρίσκεται στην ημεδαπή ή
την αλλοδαπή, σύμφωνα και με την Απόφαση-Πλαίσιο».
1301 Βλ. χαρακτηριστικά το παράδειγμα του Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1187-1188,

σύμφωνα με τον οποίο εργασιακές διακρίσεις (και προφανώς προτροπή σε τέτοιες) μπορούν να γίνουν
και από έναν ισχυρό οικονομικά εργοδότη που ακολουθεί μειοψηφικό θρησκευτικό δόγμα σε βάρος
εργαζομένου είτε άλλου μειοψηφικού δόγματος, είτε όμως και σε βάρος μελών της επικρατούσας
θρησκείας. Βλ. επίσης την πολύ εύστοχη παρατήρηση του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 89,
ότι «Αν ο σκοπός του νόμου ήταν η προστασία μειονοτικών ομάδων, θα έπρεπε να είχε κάπως
αποτυπωθεί στο κείμενο του νόμου». Για τη στοχοποίηση των πλειοψηφικών ομάδων, όταν αυτές
προσλαμβάνονται ως έτερες, βλ. και Α. Χαλκιά, όπ.π., Εγκληματολογία 2013, σ. 80. Εξάλλου, δεν είναι
λογικό να συναρτάται η παρεχόμενη εκ του νόμου προστασία από το τυχαίο γεγονός της αριθμητικής
αποτύπωσης της ομάδας. Απλώς, το συνήθως συμβαίνον είναι να στοχοποιούνται άτομα που ανήκουν
σε μειονότητες, ακριβώς γιατί η αριθμητική υπεροχή και η συναφής αίσθηση του ανήκειν σε μια
πλειοψηφική ομάδα στηρίζει και ενδυναμώνει συναισθηματικά τον κατά τα λοιπά «ανώτερο» δράστη
μιας ρατσιστικής συμπεριφοράς.
1302 Κρίση η οποία έπεται της έρευνας του προς κατηγορία δικαιώματος της Πολιτείας. Απαιτείται,

δηλαδή, πρώτα να ελεγχθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αρχής της ενεργητικής


προσωπικότητας (άρθρο 6 παρ. 1 και 3 ΠΚ), με βάση την οποία δύναται να θεμελιωθεί ελληνική
ποινική εξουσία. Η αρχή της εδαφικότητας (άρ. 5 ΠΚ), όπως είναι εύλογο, δεν μπορεί εν προκειμένω να
τύχει εφαρμογής, αφού ο δράστης κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης είναι φυσικά παρών στην
αλλοδαπή, το δε έγκλημα που τελεί δεν έχει τυποποιημένο αποτέλεσμα, περίπτωση κατά την οποία με

[339]
εγκλήματος κατά το ελληνικό ποινικό σύστημα και την εντεύθεν δίωξη του δράστη από τις
ελληνικές διωκτικές αρχές, θα πρέπει, μεταξύ άλλων (στη μία από τις δύο περιπτώσεις), η
πράξη του δράστη να εκδηλώθηκε κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και,
μάλιστα, την ελληνική δημόσια τάξη, γιατί γι’ αυτή λογικά ενδιαφέρθηκε ο Έλληνας νομοθέτης
και όχι για οποιαδήποτε αλλοδαπή1303. Όσον αφορά δε τη διαζευκτικά διατυπωμένη
προϋπόθεση του καταρχήν αδίκου, δηλαδή την εκδήλωση της πράξης κατά τρόπο που ενέχει
απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των στοχευόμενων προσώπων
και άρα τη συγκεκριμένη προσφορότητα της πράξης να προκαλέσει κίνδυνο για αόριστο
αριθμό των συγκεκριμένων ατομικών έννομων αγαθών, η στοιχειοθέτηση του υπό κρίση
εγκλήματος σε μια τέτοια περίπτωση (εφόσον, βέβαια, προηγουμένως έχει κριθεί ότι
θεμελιώνεται ελληνική ποινική εξουσία, με βάση τους όρους του άρ. 6 ΠΚ, παρ. 1 και 3)
φαίνεται να είναι πιο εύκολη, αφού η δυνατότητα κινδύνου για το έννομο αγαθό π.χ. της
σωματικής ακεραιότητας μπορεί να αφορά είτε τους χριστιανούς ορθόδοξους πολίτες της
Τουρκίας είτε αυτούς που βρίσκονται στην Ελλάδα.
Το στοιχείο εκείνο της αντικειμενικής υπόστασης του εξεταζόμενου εγκλήματος που
διαφοροποιείται σημαντικά σε σχέση με το προγενέστερο καθεστώς είναι η αιτία της
στοχοποίησης του προσώπου ή της ομάδας προσώπων από το δράστη της ρατσιστικής
ρητορείας. Στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή· διευκρινίζεται ότι δεν είναι μόνο η βάση των
διακρίσεων που διευρύνθηκε1304, αλλά και οι παράγοντες που μπορούν να αποτελέσουν τη
γενεσιουργό αιτία για την εκδήλωση της τυποποιούμενης εν προκειμένω ρατσιστικής
συμπεριφοράς1305.
Πιο συγκεκριμένα, στην αρχική του μορφή ο Ν. 927/1979 περιελάμβανε διακρισιακά
κριτήρια τα οποία ανταποκρίνονταν περισσότερο στην παραδοσιακή έννοια του ρατσισμού. Η
«φυλετική» καταγωγή, η εθνική καταγωγή και μετέπειτα η θρησκεία ήταν τα χαρακτηριστικά

βάση την αρχή της ενότητας (άρ. 16 ΠΚ) θα χρειαζόταν να αναζητηθεί αν τυχόν επήλθε τέτοιο στην
Ελλάδα. Έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, 1993, σ. 143 επ.
1303 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, ο οποίος παρατηρεί ότι θα ήταν πάντως αδύνατη η

θεμελίωση ελληνικής ποινικής εξουσίας, αφού δε θα συνέτρεχε η προϋπόθεση του διττού αξιοποίνου
του άρ. 6 παρ. 1 ΠΚ, μιας και η ξένη έννομη τάξη δε θα είχε ενδιαφέρον να ποινικοποιήσει -αν φυσικά
γενικά ποινικοποιεί- μια συμπεριφορά επικίνδυνη για την ελληνική έννομη τάξη, παρά μόνο για τη δική
της. Άλλωστε, στο νέο ΠΚ η απαίτηση αυτή καθίσταται ακόμα πιο εναργής, όπως αυτό προκύπτει από
την προσθήκη στην παρ. 1 του άρ 6 ΠΚ της φράσης «με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της».
1304 Ήτοι των χαρακτηριστικών εκείνων (εγγενών ή μη, αλλά πάντως προσδιοριστικών της ταυτότητας

ενός ατόμου και κατ’ επέκταση θεμελιωδών, ακόμα και αμετάβλητων, σύμφωνα με τους Γ. Βούλγαρη,
όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 713 και Α. Χαλκιά, όπ.π., Εγκληματολογία 2013, σ. 80) του προσώπου ή της
ομάδας προσώπων που οδηγούν στη θυματοποίηση. Βλ. συναφώς Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 103 καθώς και Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, ΠοινΧρον 2015, σ. 729.
1305 Πρβλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 94, σύμφωνα με τον οποίο «τίποτα δεν άλλαξε σε

σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς», όσον αφορά στο κρισιολογούμενο ζήτημα της αποκλειστικότητας
ή όχι της αιτίας που οδηγεί στο λόγο του μίσους.

[340]
εκείνα πάνω στα οποία βασιζόταν η επιλογή του στοχοποιούμενου προσώπου ή της ομάδας
προσώπων. Μετέπειτα, με το Ν. 4285/2014 προστέθηκαν και το χρώμα, οι γενεαλογικές
καταβολές, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου1306
και η αναπηρία, γεγονός που εξηγεί την έννοια της «διεύρυνσης» της βάσης των διακρίσεων,
για την οποία έγινε λόγος παραπάνω1307. Πάντως είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η
απαρίθμηση των κριτηρίων είναι περιοριστική1308 και όχι ενδεικτική, όπως το συμπέρασμα
αυτό λογικά συνάγεται από την απουσία του επιρρήματος «ιδίως», το οποίο χρησιμοποιεί ο
νομοθέτης, όταν επιθυμεί την ενδεικτική απαρίθμηση1309. Από την προηγούμενη παρατήρηση
προκύπτει επίσης ότι δεν είναι δυνατή η τιμώρηση ενός προσώπου για την επίδειξη της
περιγραφόμενης στο νόμο συμπεριφοράς, όταν αυτή πραγματοποιείται επί τη βάσει κάποιου
άλλου χαρακτηριστικού, μη αναγραφόμενου στη διάταξη, όπως είναι λ.χ. οι πολιτικές
πεποιθήσεις του άλλου. Αυτό ισχύει, διότι η τυχόν τιμώρηση σε μία τέτοια βάση θα συνιστούσε

1306 Οι λέξεις «χαρακτηριστικά φύλου» της παρ. 1 προστέθηκαν με το άρθρο 7 του Ν.4491/2017, ΦΕΚ
Α’ 152/13.10.2017.
1307 Βλ. εδώ την παρατήρηση της Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 103, ότι ο Έλληνας

νομοθέτης ναι μεν ορθά αξιοποίησε περισσότερα διακρισιακά κριτήρια απ’ ότι η υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε., ωστόσο παρέλειψε να κάνει το επόμενο
βήμα, που ήταν η συμπερίληψη της γλώσσας, της ιθαγένειας, ακόμα και της ιδεολογίας ενός προσώπου
στο σχετικό κατάλογο. Ειρήσθω εν παρόδω, στην Απόφαση-Πλαίσιο υπάρχει σχετική πρόβλεψη
(προοίμιο - παρ. 10) βάσει της οποίας τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη είχαν τη δυνατότητα να
επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής των υποδεικνυόμενων αδικημάτων που τελούνται σε βάρος
προσώπων, αξιοποιώντας και άλλα διακρισιακά κριτήρια, όπως είναι λ.χ. η κοινωνική θέση ή οι
πολιτικές πεποιθήσεις. Πρβλ. εδώ και το άρ. 11 παρ. 1 του Ν. 4443/2016, «Αρχή της ίσης μεταχείρισης
(Οδηγία 2000/43)», όπου τυποποιείται ως αδίκημα η ρατσιστική διάκριση κατά τη συναλλακτική
διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό. Σε αυτό εμπεριέχεται ένας ακόμα ευρύτερος
κατάλογος διακρισιακών κριτηρίων, μεταξύ των οποίων και οι πεποιθήσεις γενικά, η χρόνια πάθηση, η
ηλικία, η οικογενειακή και η κοινωνική κατάσταση του ατόμου. Βέβαια, είναι υποστηρίξιμο ότι τα
προαναφερθέντα κριτήρια δεν έχουν οδηγήσει (τουλάχιστον όχι ακόμα) σε ακραίες ρατσιστικές
συμπεριφορές, ώστε να κρίνονται άξιες ποινικοποίησης, στο πλαίσιο πάντα του παρόντος νόμου.
Εξάλλου, το ποινικό δίκαιο αφουγκράζεται τις κοινωνικές αναταράξεις και λειτουργεί ως ultimum
refugium, όταν υπάρχει ανάγκη χρήσης των κατασταλτικών του μέτρων. Προφανώς μία τέτοια
διεύρυνση του αξιοποίνου στην τότε χρονική συγκυρία δεν κρίθηκε σκόπιμη. Άξια προβληματισμού
είναι και η σχετική με τα εγκλήματα μίσους (που πάντως μπορεί να μεταφερθεί και εν προκειμένω)
παρατήρηση του Γ. Βούλγαρη, Τα εγκλήματα μίσους, ΠοινΔικ 2010, σ. 713, σύμφωνα με τον οποίο:
«Θα πρέπει όμως να αναφερθεί ότι η υιοθέτηση υπερβολικού αριθμού χαρακτηριστικών που
προστατεύονται από τους νόμους που θεσπίζονται για την καταπολέμηση των εγκλημάτων μίσους
υπονομεύει αυτά τα ίδια τα εγκλήματα και οδηγεί σε κακή χρήση της αναγκαιότητας που προκαλεί τη
θέσπισή τους». Παρόμοια και ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 220.
1308 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 89 και 92.

1309 Χαρακτηριστική περίπτωση τα άρ. 84 και 310 παρ. 2 του ΠΚ.

[341]
απαγορευμένη αναλογία, καθότι θα απέβαινε σε βάρος του κατηγορουμένου 1310. Επιπλέον,
από τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» συνάγεται ότι αρκεί να συντρέχει ένα1311 από
τα αναφερόμενα στη διάταξη χαρακτηριστικά1312.
Ο όρος «φυλή»1313 που χρησιμοποιείται σήμερα στην αντικειμενική υπόσταση του άρ.
1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 αντικατέστησε την υπό το προϊσχύον καθεστώς φράση «φυλετική
καταγωγή». Η δε τελευταία γινόταν αντιληπτή ως «η προέλευση κάποιου από μία φυλή του
ανθρώπινου γένους»1314. Ζητούμενο, όμως, παραμένει ο ακριβής εννοιολογικός προσδιορισμός
του όρου «φυλή», όπως επιτάσσει η ανάγκη για ασφάλεια στο χώρο του ποινικού δικαίου.
Ιστορικά η έννοια «φυλή», ως κριτήριο διακρίσεως μιας ομάδας προσώπων, βασιζόταν σε
θεωρίες των φυσικών επιστημών οι οποίες ανέλυαν τον ανθρώπινο γενετικό τύπο επί τη βάσει
ορισμένων βιολογικών χαρακτηριστικών του ατόμου, όπως για παράδειγμα το χρώμα του
δέρματος ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνδέονταν με τη
γέννηση του ατόμου και γι’ αυτό το λόγο σημασία είχαν μόνο εκείνα που αποκτούσε κανείς με
βάση την κληρονομικότητα1315. Επειδή, όμως, οι παραπάνω θεωρίες οδήγησαν με τη σειρά
τους σε διαχωρισμό των ανθρώπων και περαιτέρω σε κατηγοριοποίησή τους σε «ανώτερες»
και «κατώτερες» «φυλές», λόγω μίας υποτιθέμενης ως υπάρχουσας συνεπαγόμενης
διανοητικής ανισότητας, γρήγορα εγκαταλείφθηκαν1316. Σήμερα πια οι περισσότεροι

1310 Θα θεμελίωνε αξιόποινο εκεί που δεν υπάρχει.


1311 Ή, ορθότερα, τουλάχιστον ένα. Αν συντρέχουν περισσότερα του ενός και αποτελούν τη βάση για
την εν δυνάμει θυματοποίηση του ίδιου προσώπου θα αξιολογηθούν από το δικαστήριο στην
επιμέτρηση της ποινής. Μπορεί, για παράδειγμα, το θύμα να έχει και σκουρόχρωμα δέρμα, να είναι και
Πακιστανικής καταγωγής και μωαμεθανός (πολλαπλές προκαταλήψεις).
1312 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 92.

1313 Ο σχετικός όρος δεν ήταν άγνωστος στον ποινικό νομοθέτη, καθότι απαντάται σε διάφορα νομικά

κείμενα, ως επί το πλείστον διεθνή, όπως είναι η ΕΣΔΑ (άρ. 14), η Διεθνής Σύμβαση για την κατάργηση
κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων (άρ. 4), η Σύμβαση για την αποτροπή και τιμωρία του εγκλήματος
της γενοκτονίας (άρ. 2), η Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρ. 2), το Διεθνές
Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (άρ. 2) κ.ά..
1314 Έτσι ο Γ. Αποστολάκης, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185. Από νομολογία βλ. ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ

2010, σ. 533 επ.


1315 Βλ. σχετικά Θ. Αντωνίου, Ένδικα βοηθήματα δημοσίου δικαίου κατά των ρατσιστικών επιθέσεων

και διακρίσεων, ΝοΒ 1997, σ. 898-899. Βλ. επίσης Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185, όπου
παραθέτει ορισμένα ειδικότερα εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως είναι π.χ. το χρώμα του δέρματος, οι
τρίχες της κόμης και το σχήμα του κρανίου και δευτερευόντως το ανάστημα, οι οφθαλμοί, ο εγκέφαλος,
η μύτη κ.ά. Συναφώς και ο Α. Μάνεσης, Όψεις και αντιμετώπιση του ρατσισμού, ΤοΣ 2000, σ. 17. Την
ίδια οριοθέτηση υιοθετεί και η ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ., που φαίνεται να αποδέχεται
την υποδιαίρεση του ανθρώπινου γένους σε φυλές.
1316 Διαβάζει κανείς στο Προοίμιο της Διεθνούς Σύμβασης για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών

διακρίσεων ότι: «κάθε περί ανωτερότητας δοξασία βασιζόμενη στη φυλετική ανωτερότητα τυγχάνει

[342]
σύγχρονοι επιστήμονες πιστεύουν ότι ο όρος «φυλή» δεν έχει καμία επιστημονική αξία1317, με
αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή μία σαφής οριοθέτηση της σχετικής έννοιας, τουλάχιστον σε
μία βάση με αυτόνομο περιερχόμενο. Η παρατήρηση αυτή, βέβαια, δεν παύει να δίνει τη
δυνατότητα ετερόφωτου προσδιορισμού του περιεχομένου της, ήτοι με βάση κάποια
πολιτιστικά και ιστορικά στοιχεία, όπως είναι για παράδειγμα η καταγωγή του ατόμου 1318. Η
ίδια, άλλωστε, η Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων
περιλαμβάνει στις φυλετικές διακρίσεις και εκείνες που βασίζονται στην εθνική ή εθνολογική
προέλευση1319, 1320. Επιπρόσθετα, στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ Απόφαση - Πλαίσιο1321, που
αποτέλεσε το κίνητρο της νομοθετικής μεταρρύθμισης στο πεδίο της ρατσιστικής ρητορικής,
αναφέρεται ρητά ότι ο όρος «γενεαλογικές καταβολές», που επίσης περιλαμβάνεται στον
κατάλογο των διακρισιακών κριτηρίων της διάταξης1322, «θα πρέπει να νοηθεί ως
αναφερόμενος κυρίως σε πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που κατάγονται από πρόσωπα τα
οποία θα μπορούσαν να προσδιορισθούν βάσει ορισμένων χαρακτηριστικών (όπως η φυλή ή
το χρώμα), χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά
εξακολουθούν να υπάρχουν»1323. Κατόπιν των ανωτέρω, δεδομένης και της συμπερίληψης

επιστημονικά σφαλερή, ηθικά καταδικαστέα, κοινωνικά άδικη και επικίνδυνη». Βλ. σχετικά Μέρος Α’,
Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 2η της παρούσας μελέτης.
1317 Αμφισβητείται η ορθότητά της και ως εκ τούτου τίθεται εντός εισαγωγικών. Για την αναθεώρηση

της επιστήμης βλ. Γ. Αντωνόπουλο, Εθνικές και «φυλετικές» μειονότητες και μετανάστες ως θύματα,
ΠοινΔικ 2007, σ. 1041 και Χ. Βασματζίδη, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην
ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα, ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 22.
1318 Βλ. εδώ την ιστορική αναφορά του Γ. Βούλγαρη, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 713, ότι η UNESCO στις

αρχές της δεκαετίας του 1950 δεχόταν, αφού πρώτα εμπιστεύτηκε κάποιους επιστήμονες, ότι είναι
προτιμότερο να υιοθετηθεί ο όρος «εθνικές ομάδες» από τον όρο «φυλή». Προκρίθηκε, δηλαδή, η
χρήση των όρων «εθνικότης», «καταγωγή» ή «εθνική ρίζα».
1319 Άρθρο 1: «Εν τη παρούση Συμβάσει ο όρος φυλετική διάκρισις υπονοεί πάσαν διάκρισιν,

εξαίρεσιν, παρεμπόδισιν ή προτίμησιν βασιζομένην επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της
εθνικής ή εθνολογικής προελεύσεως με τον σκοπόν ή αποτέλεσμα εκμηδενίσεως ή διακινδυνεύσεως της
αναγνωρίσεως, απολαύσεως ή ασκήσεως, υπό όρους ισότητος, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των
θεμελιωδών ελευθεριών εις τον πολιτικόν, οικονομικόν, κοινωνικόν, μορφωτικόν ή οιονδήποτε άλλον
τομέα του δημοσίου βίου».
1320 Έτσι οι Θ. Αντωνίου, όπ.π., ΝοΒ 1997, σ. 898, Γ. Βούλγαρης, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, 7σ. 13· ο ίδιος,

όπ.π., ΠοινΔικ 2015, σ. 278., Α. Μάνεσης, όπ.π., ΤοΣ 2000, σ. 15 και Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979,
Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 90.
1321 Προοίμιο, παράγραφος (7).

1322 Όπως θα αναφερθεί παρακάτω.

1323 Δίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο έμφαση στην καταγωγή του ανθρώπου, ήτοι στη σειρά των

προγόνων του, οι οποίοι προσδιορίζονται με βάση κάποια εμφανή (ως επί το πλείστον) και εγγενή
χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα Έλληνας παντρεύεται με Βιετναμέζα και το παιδί τους αποκτά την
ελληνική υπηκοότητα. Παρ’ όλα αυτά δεν αποκλείεται να γίνει στόχος ρατσιστικών συμπεριφορών

[343]
τόσο του χρώματος του δέρματος όσο αι των γενεαλογικών καταβολών στα κριτήρια
διακρίσεων μιας ομάδας ανθρώπων, σε συνδυασμό με το ότι η οριοθέτηση της υπό εξέταση
έννοιας μπορεί να εγείρει ζητήματα αοριστίας, προτιμότερο θα ήταν να μη λαμβάνεται
υπόψη1324.
Ο όρος «χρώμα», σε αντίθεση με την προαναφερθείσα έννοια «φυλή», θα έλεγε κανείς
ότι είναι εύκολα προσδιορίσιμος και δεν τυγχάνει αμφισβήτησης. Ως χρώμα, λοιπόν, εννοείται
η απόχρωση του δέρματος ενός ανθρώπου, η οποία σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από την
απόστασή του από τον Ισημερινό1325. Για την ακρίβεια, οι άνθρωποι που κατάγονται από
σημεία του πλανήτη που βρίσκονται κοντά στον Ισημερινό έχουν σκουρότερη επιδερμίδα,
προφανώς από την έκκριση μεγαλύτερης ποσότητας μελανίνης από τον οργανισμό για την
προστασία από τις έντονες ακτίνες ηλίου. Στην κατηγορία αυτή δεν αποκλείεται να υπαχθούν
άνθρωποι που πάσχουν από αλμπινισμό1326, ακόμα και από λεύκη1327. Ο όρος «χρώμα» πάντως
στο παρελθόν είχε αποτελέσει τη βάση για τη διάκριση των ανθρώπων. Ο Σουηδός
βοτανολόγος Κάρολος Λινναίος είχε προτείνει την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων σε
τέσσερις φυλές, με βάση τόσο τον τόπο καταγωγής όσο και το χρώμα του δέρματος. Υπήρχαν,
κατά την άποψή του, οι κοκκινωποί ιθαγενείς της Αμερικής, οι κιτρινωποί Ασιάτες, οι μαύροι
Αφρικανοί και οι λευκοί Ευρωπαίοι1328 . Μια τέτοια κατάταξη και η εξαιτίας αυτής ρατσιστική
διάκριση των ανθρώπων δημιουργεί τελικά σύγχυση αναφορικά με το λόγο της ρατσιστικής
συμπεριφοράς. Αυτό ισχύει, διότι οι έννοιες «φυλή» και «χρώμα του δέρματος» είναι σε

λόγω των εξωτερικών χαρακτηριστικών που έχει κληρονομήσει από τη μητέρα του. Για «μιγάδες»
κάνει λόγο ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 90.
1324 Ακόμα και να απαλειφθεί με νομοθετική παρέμβαση. Βλ. όμως και Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979,

όπ.π., σ. 90, που προκρίνει ως ορθότερη επιλογή την απόδοση μιας ευρύτητας στην έννοια «φυλή»,
ώστε η τελευταία να συμπεριλαμβάνει «κάθε διάκριση που βασίζεται στη φυλή, στο χρώμα του
δέρματος, την καταγωγή, την εθνικότητα ή την εθνική ρίζα». Αντιλαμβάνεται, βέβαια, ότι υπ’ αυτή την
έννοια βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ιδιαίτερα γενικόλογη διατύπωση που μπορεί να δημιουργήσει
συγχύσεις.
1325 Βλ. σχετικά ΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.

1326 Ο αλμπινισμός ή αλφισμός ή λευκοπάθεια είναι μία νόσος που χαρακτηρίζεται από διαταραχή της

λειτουργίας των μελανοκυττάρων. Τα μελανοκύτταρα υπό φυσιολογικές συνθήκες παράγουν τη γνωστή


ουσία μελανίνη, η οποία ανάλογα με την ποσότητά της δίνει το σκούρο χρώμα στο δέρμα των
ανθρώπων. Ο αλμπινισμός είναι μία γενετική διαταραχή κάποιων γονιδίων που εμφανίζεται και
κληρονομικά από τη γέννηση ενός παιδιού και αποτελεί την αιτία για τη λευκή απόχρωση του
δέρματος, των μαλλιών ακόμα και των ματιών.
1327 Μολονότι ο αλμπινισμός και η λεύκη αποτελούν μορφές πάθησης, δεν εμπίπτουν, ωστόσο, στην

έννοια της «αναπηρίας» που συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των διακρισιακών κριτηρίων.
1328 Βλ. σχετικά Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185, υποσημείωση με αριθμό 3.

[344]
κάποιες περιπτώσεις αλληλένδετες, τόσο μάλιστα που κάποιοι ισχυρίζονται ότι το χρώμα είναι
προσδιοριστικό της φυλής1329 ή της εθνοτικής καταγωγής του ατόμου.
Ως «εθνική καταγωγή» νοείται η «εθνικότητα, η καταγωγή δηλαδή του ατόμου από
κάποιο έθνος, το οποίο είναι σύνολο ανθρώπων που συνδέονται πνευματικά και ψυχολογικά
μεταξύ τους, με κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινά στοιχεία πολιτισμού και κοινά ιδεώδη και
έχουν επί το πλείστον κοινή γλώσσα»1330. Ο όρος εθνική καταγωγή ταυτίζεται συχνά με την
ιθαγένεια/υπηκοότητα και είναι ευρύτερος του όρου «εθνοτική καταγωγή»1331 , ο οποίος
αφορά πολιτισμικά χαρακτηριστικά ανθρώπινων ομάδων1332. Ο όρος «εθνοτική οµάδα»
αναφέρεται σε µια οµάδα ανθρώπων µε κοινά πολιτισµικά χαρακτηριστικά, όπως γλώσσα,
θρησκεία, ήθη και έθιµα και βεβαίως υποτιθέμενη κοινή καταγωγή1333. Αυτή η οµάδα µπορεί
να συνδέεται ή όχι µε έναν τόπο, µε µια εδαφική επικράτεια, και δεν είναι απαραίτητο να
αντιστοιχεί σε ένα κρατικό µόρφωµα, να διαθέτει πολιτική οργάνωση 1334. Ιστορικά, όταν µια
τέτοια οµάδα αποκτά κρατική υπόσταση, ουσιαστικά «μετατρέπεται» σε έθνος (nation). Με
άλλα λόγια, το έθνος µε αυτήν τη σηµασία του όρου προϋποθέτει την ύπαρξη κράτους. Θεωρώ,
λοιπόν, ότι η διαφορά ανάμεσα στην εθνική και στην εθνοτική καταγωγή είναι ότι στη μεν
πρώτη ο άνθρωπος προσδιορίζεται με βάση την ιθαγένειά του και άρα το νομικό του δεσμό με

1329 Έτσι στην ΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ. Διαφωνώ κατά το ότι γίνεται
αποδεκτός ο όρος «φυλή» ως διακρισιακό κριτήριο.
1330 Για τον ορισμό βλ. Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185. Από νομολογία ΟλΑΠ 3/2010,

ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ.


1331 Η ορθή απόδοση του όρου στα αγγλικά είναι “ethnic origin” και όχι “national origin”. Η τελευταία

ταυτίζεται με την εθνική καταγωγή. Για τους αγγλικούς όρους βλ. την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
Απόφαση – Πλαίσιο στην αγγλική, που είναι μια από τις επίσημες γλώσσες της Ε.Ε., στην ιστοσελίδα
https://eur-lex.europa.eu.
1332 Όπως επισημαίνεται στον Οδηγό Διαφορετικότητας για δημόσιους υπαλλήλους με σκοπό την

καταπολέμηση των διακρίσεων (ενότητα 7, σ. 1), η έκδοση του οποίου πραγματοποιήθηκε μέσω του
Προγράμματος «Καταπολέμηση των Διακρίσεων στο πεδίο της επιχειρηματικότητας: Γυναίκες και νέοι
Ρομά και μουσουλμάνοι μετανάστες», το οποίο πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Κοινοτικού
Προγράμματος για την Απασχόληση και την Κοινωνική Αλληλεγγύη PROGRESS (2007-2013). Για τον
οδηγό βλ. www.synigoros.gr.
1333 ΕυρΔΔΑ [Τμ. Ευρ. Συνθ.] Sejdic και Finci κατά Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, αριθ. 27996/06 και

34836/06, 22.12.2009, Reports of Judgments and Decisions 2009, σκ. 43, και Timishev κατά Ρωσίας,
αριθ. 55762/00 και 55974/00, 13.12.2005, Reports of Judgments and Decisions 2005 X11, σκ. 55). Για
τις παραπάνω βλ. ΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ..
1334 Έτσι ο Βασίλι Νιτσιάκος, καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τµήµα Ιστορίας και

Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο


Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, στο άρθρο του «Η εθνοτική οµάδα και ο εθνοτισµός», δημοσιευμένο στον
ιστότοπο: www.ethnos.gr, δημοσιευμένο στις 17.02.2019. Ανακτήθηκε στις 06/08/2019. Βλ. επίσης Γ.
Αγγελόπουλο, Εθνοτικές οµάδες και ταυτότητες, Περιοδικό Σύγχρονα Θέµατα, Tεύχος 63, 1997, σελ. 18
– 25.

[345]
μία πολιτειακή οργάνωση, δηλαδή ένα κράτος1335. Στην τελευταία, σημείο αναφοράς είναι ο
εθνοτισμός, που αφορά περισσότερο την εθνολογία/ανθρωπολογία, τη χαλαρότερη1336 δηλαδή
σύνδεση μεταξύ των μελών μιας ομάδας που τους επιτρέπει να ταυτίζονται με άλλους
ανθρώπους με τους οποίους θεωρούν ότι μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, κουλτούρα και
κληρονομιά1337. Είναι δυνατόν, με βάση τα ανωτέρω, μέσα σε ένα κράτος να υφίστανται
διάφορες εθνοτικές ομάδες1338.
Η αναφορά από το νομοθέτη στον όρο «θρησκεία»1339 αναγάγει πάραυτα την
αόριστη1340 αυτή έννοια σε νομική, που χρήζει νομικής ερμηνείας. Υπό την ισχύ του
προγενέστερου καθεστώτος γινόταν δεκτό ότι «θρησκεία είναι το σύνολο των δοξασιών
σχετικά με την πίστη προς τον Θεό ή τους Θεούς και τη λατρεία, συμπεριλαμβανομένων των
τύπων, τελετών κ.λπ., με τους οποίους εκδηλώνεται η πίστη και η λατρεία»1341. Σχετιζόμενη
μεν, αλλά αλυσιτελής ως προς την απόδοση σαφούς νοήματος στην υπό εξέταση έννοια είναι η
αναφορά στην παρ. (8) του Προοιμίου της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης – πλαίσιο της
Ε.Ε., σύμφωνα με την οποία «ο όρος «θρησκεία» θα πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενος
γενικά σε πρόσωπα τα οποία προσδιορίζονται βάσει θρησκευτικής πίστης ή πεποιθήσεων». Σε

1335 Συναφώς το άρθρο 2 στοιχείο (α) της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης περί ιθαγένειας του
1996. Βλ. επίσης ECRI (CoE), «Σύσταση γενικής πολιτικής υπ’ αριθ. 7 της ECRI περί εθνικής
νομοθεσίας για την καταπολέμηση του ρατσισμού και των φυλετικών διακρίσεων», έγγραφο CRI
(2003) 8, εγκρίθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2002, σ. 6.
1336 Από άποψη οργάνωσης σε κρατική οντότητα.

1337 Βλ. εδώ Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 90, ο οποίος εντάσσει σε αυτή

την κατηγορία του Κούρδους.


1338 Στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ανθρώπους που προσδιορίζονται με βάση την

εθνοτική τους καταγωγή τους Πομάκους, οι οποίοι φυσικά είναι και Έλληνες πολίτες, έχουν δηλαδή την
ελληνική ιθαγένεια. Ακόμα και Έλληνες πολίτες της Θράκης και μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα
διεκδικούν για τον εαυτό τους τον όρο «εθνοτική ομάδα», όπως επίσης και Έλληνες πολίτες του σλαβο-
μακεδινικού κύκλου της «Ζόρα». Βλ. γι’ αυτό Γ. Αγγελόπουλο, Εθνοτικές ομάδες και ταυτότητες,
Περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, Τεύχος 63, 1997, σ. 18-25. Παλιότερα, στη συγκρότηση του ελληνικού
κράτους συμπεριλήφθηκαν διάφορες εθνοτικές ομάδες, όπως ήταν οι Αρβανίτες της Νότιας Ελλάδας
και κάποιων νησιών καθώς επίσης και οι Βλάχοι της Βόρειας Ελλάδας. Στην Ισπανία χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελούν οι Καταλανοί. Στα αραβικά κράτη εθνοτική ομάδα αποτελούν οι Βέρβεροι.
1339 Για την ιστορικότητα της προσθήκης της θρησκείας ως διακρισιακού κριτηρίου στο Ν. 927/1979

βλ. Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3 της παρούσας μελέτης.


1340 Αόριστη, διότι αφορά στις προσωπικές αντιλήψεις του εκάστοτε ανθρώπου αναφορικά με την

έννοια του Θεού και της πίστης. Οι αντιλήψεις αυτές δύνανται να διαμορφωθούν κάτω από το πρίσμα
φιλοσοφικών και κοσμοθεωρητικών αναζητήσεων του ατόμου.
1341 Βλ. Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185. Πάντως η σχετική απόφαση ΟλΑΠ 3/2010,

ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ., δεν ασχολήθηκε καθόλου με την έννοια θρησκεία και ειδικότερα με τη
θρησκεία των Εβραίων και τις διδαχές του Ταλμούδ, καθότι δεν είχε συμπεριληφθεί στο
κατηγορητήριο. Βλ. συναφώς και την παρατήρηση του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,
2016, σ. 90, υποσημείωση με αριθμό 537.

[346]
αντίθεση με διεθνή νομικά κείμενα στα οποία κατοχυρώνονται ανθρώπινα δικαιώματα1342, το
άρ. 13 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής (μόνο) συνείδησης και
όχι εν γένει την ελευθερία της οποιασδήποτε συνειδήσεως. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι στην
ελληνική συνταγματική τάξη η ελευθερία της συνειδήσεως μένει απροστάτευτη, αλλά ότι η
κατοχύρωσή της ερείδεται σε άλλη διάταξη, και συγκεκριμένα στο άρ. 2 παρ. 1 του
Συντάγματος, όπου διακηρύσσεται ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου
αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας»1343. Η παραπάνω παρατήρηση δε
στερείται πρακτικής σημασίας. Για την ακρίβεια επηρεάζει τον προσδιορισμό του
εννοιολογικού περιεχομένου του όρου «θρησκεία» κατά το ότι δεν μπορεί να συμπεριληφθεί
στο εννοιολογικό εύρος του όρου αυτού και το σύνολο των μη θρησκευτικών με τη στενή του
όρου έννοια πεποιθήσεων ενός ατόμου, εκείνων δηλαδή που δε σχετίζονται με τις αντιλήψεις
του περί του Θεού1344. Ναι μεν, λοιπόν, η συνταγματική τους προστασία είναι δεδομένη, εν
τούτοις δεν αποδίδουν το περιεχόμενο της αναζητούμενης έννοιας «θρησκεία». Πάντως, το
ΕΔΔΑ έχει καταστήσει σαφές ότι το κράτος δεν μπορεί να επιχειρεί να προκαθορίζει το
περιεχόμενο των εννοιών «θρησκεία» ή «πεποίθηση» και ότι οι έννοιες αυτές προστατεύουν
ακόμα και «αθεϊστές, αγνωστικιστές, σκεπτικιστές αλλά και όσους δεν ενδιαφέρονται»,
προστατεύουν δηλαδή όσους επιλέγουν «να έχουν ή να μην έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις
και να ασκούν ή να μην ασκούν θρησκευτικά καθήκοντα»1345. Κατόπιν των ανωτέρω
επισημάνσεων μπορεί να επιβεβαιωθεί ως κατάλληλη η στην αρχή της παρούσας παραγράφου
ερμηνεία, που ακολουθείτο από θεωρία και νομολογία1346 υπό το προγενέστερο καθεστώς.
Τέλος, δε θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να υπαχθούν στη νομική έννοια της θρησκείας «μόνο οι

1342 Π.χ. ΕΣΔΑ (άρ. 9 παρ. 1), ΔΣΑΠΔ (άρ. 18 παρ. 1) και ΧΘΔΕΕ (άρ. 10 παρ. 1).
1343 Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Α’ τεύχος, 2η έκδοση, σ. 443.
1344 Π.χ. απλώς φιλοσοφικές, ηθικές ή εν γένει κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις. Πρβλ. εδώ και την

άποψη της Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 103, σύμφωνα με την οποία είναι ώριμες
πλέον οι συνθήκες για την ένταξη και της ιδεολογίας στον κατάλογο των διακρισιακών κριτηρίων. Έτσι
παλιότερα και ο Γ. Αποστολάκης, όπ.π, ΠοινΔικ 2002, σ. 1188
1345 Βλ. για αυτήν την επισήμανση το Εγχειρίδιο σχετικά με την ευρωπαϊκή νομοθεσία κατά των

διακρίσεων του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου
της Ευρώπης, 2010, σ. 133, δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα https://fra.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 07
Αυγούστου 2019. Από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, βλ. σχετικά Παράρτημα του Στρατού της Σωτηρίας στη
Μόσχα κατά Ρωσίας (αριθ. 72881/01), 5 Οκτωβρίου 2006, παρ. 57-58· ΕΔΔΑ, Metropolitan Church of
Bessarabia και λοιποί κατά Μολδαβίας (αριθ. 45701/99), 13 Δεκεμβρίου 2001, παρ. 114· ΕΔΔΑ, Hasan
και Chaush κατά Βουλγαρίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] (αριθ. 30985/96), 26 Οκτωβρίου 2000, παρ.
60 και 62. Στην ελληνική νομολογία βλ. συναφώς ΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ..
Παρόμοια και οι Γ. Βούλγαρης, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 713, ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ.
90 καθώς και ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 220. Ή ίδια ακριβώς αντίληψη επικρατεί
και στην ελληνική συνταγματική τάξη. Βλ. γι’ αυτό Π.Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., 2η έκδοση, σ. 445.
1346 ΤρΝαυτΠειρ 588/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ.

[347]
γνωστές θρησκείες κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. 2 του Συντάγματος» 1347, καθότι
αφενός μεν ο εν λόγω περιορισμός δεν αναφέρεται στην έννοια της θρησκείας1348, αλλά τίθεται
από το Σύνταγμα1349 ως έχων σημασία για την ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας και μόνο1350,
αφετέρου δε αυτό που προστατεύεται από τη διάταξη, μεταξύ άλλων, είναι και η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, ειδικότερη εκδοχή της οποίας είναι το δικαίωμα του εκάστοτε ανθρώπου να είναι
ελεύθερος να αυτοπροσδιορίζεται βάσει των ατομικών του θρησκευτικών πεποιθήσεων 1351 και
κατ’ επέκταση να μη γίνεται θύμα ρατσιστικών συμπεριφορών λόγω των πεποιθήσεών του
αυτών.
Η προσθήκη των κριτηρίων «σεξουαλικός προσανατολισμός», «ταυτότητα
φύλου» και «χαρακτηριστικά φύλου» στο σχετικό κατάλογο αποτέλεσε επιλογή του
Έλληνα νομοθέτη1352, προφανώς από ανάγκη για επικαιροποίηση και εναρμόνισή του με τα
πρότυπα της εν γένει ενωσιακής νομοθεσίας, όπως για παράδειγμα του άρ. 21 παρ. 1 του
Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. υπό τον τίτλο «απαγόρευση των διακρίσεων», της
Οδηγίας 2000/43/ΕΚ «περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως
φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής» και κυρίως της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου
της Ε.Ε. της 27ης Νοεμβρίου 2000 «για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση
μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία». Στην τελευταία προστέθηκαν αρκετοί νέοι
λόγοι διάκρισης σε σχέση με το παρελθόν, ενώ αντικαταστάθηκε ο αναχρονιστικός όρος
«γενετήσιος προσανατολισμός» µε τον όρο «σεξουαλικός προσανατολισμός» και
επιπροσθέτως αναφέρονται ρητώς ως λόγοι διάκρισης η «ταυτότητα φύλου» και «τα

1347 Όπως ισχυρίζεται ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 91.
1348 Δεν είναι συστατικός όρος αυτής.
1349 Άρ. 13 παρ. 2.

1350 Υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να πιστεύει σε οιαδήποτε θρησκεία, με

περιορισμούς, ωστόσο, ως προς την άσκηση των μη γνωστών. Έτσι ο Π.Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., 2η έκδοση,
σ. 446.
1351 «Η ελευθερία αυτή (εν. της θρησκευτικής συνειδήσεως) είναι κατ’ αρχήν απεριόριστη». Βλ. γι’

αυτό Π.Δ. Δαγτόγλου, όπ.π., 2η έκδοση, σ. 446.


1352 Καθ’ υπέρβαση, δηλαδή, των προβλέψεων της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο της

Ε.Ε., η οποία βέβαια, στην παρ. (10) του Προοιμίου της προβλέπει ότι «η παρούσα απόφαση-πλαίσιο
δεν εμποδίζει κράτος μέλος να θεσπίζει διατάξεις εθνικού δικαίου με τις οποίες επεκτείνεται το πεδίο
εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχεία γ) και δ) σε εγκλήματα που απευθύνονται σε βάρος ομάδας
προσώπων, η οποία προσδιορίζεται βάσει άλλων κριτηρίων εκτός από εκείνα της φυλής, του χρώματος,
της θρησκείας, των γενετικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, όπως είναι αυτά της
κοινωνικής θέσης ή των πολιτικών πεποιθήσεων». Έτσι και η Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ
2016, σ. 103 και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 729. Βλ. επίσης και την
Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης στο Σ/Ν για την καταπολέμηση
εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, σ. 16.

[348]
χαρακτηριστικά φύλου»1353. Περαιτέρω, η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, οι θέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι συστάσεις διεθνών οργανισμών 1354 και
εθνικών οργανώσεων1355 καθώς και οι εκθέσεις εθνικών φορέων συνέδραμαν στη διαμόρφωση
μιας καινοτόμας αντίληψης, η οποία με τη σειρά της είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός
πληρέστερου καταλόγου.
Ως επί το πλείστον, η αναφορά σε άτομα που γίνονται θύματα ρατσιστικής
συμπεριφοράς λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού φέρνει στο νου περιπτώσεις
ομοφυλόφιλων ανδρών, λεσβιών και αμφιφυλόφιλων1356. Του νόμου μη διακρίνοντος, ωστόσο,
θα πρέπει να συμπεριληφθεί στο σχετικό κριτήριο και η περίπτωση των ετεροφυλόφιλων
προσώπων, καταλαμβάνοντας έτσι συμπεριφορές που οδηγούν σε θυματοποίηση προσώπων
λόγω της σεξουαλικής τους προτίμησης σε άτομα του αντίθετου φύλου 1357. Εξάλλου, μία τέτοια
ερμηνεία επιτρέπεται από το γράμμα του νόμου. Μολονότι η ΕΣΔΑ1358 δε συμπεριλαμβάνει την
παραπάνω κατηγορία στα χαρακτηριστικά εκείνα της προσωπικότητας του ατόμου που
προστατεύονται και ως εκ τούτου απαγορεύεται να αποτελέσουν τη βάση για διακρίσεις στην
απόλαυση των κατοχυρωμένων στη σύμβαση δικαιωμάτων, το ΕΔΔΑ μέσω της νομολογίας του
δηλώνει κατηγορηματικά ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός εμπίπτει στη γενική κατηγορία
της «άλλης καταστάσεως»1359, που συνοδεύει ως συμπλήρωμα το σχετικό κατάλογο. Τονίζει δε
ότι «η διάκριση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού είναι εξίσου σοβαρή με τη διάκριση λόγω

1353 Όπως ακριβώς επισημαίνονται και στο μεταγενέστερο Ν. 4443/2016, (ΦΕΚ Α’ 232/9.12.2016),
όπου και τυποποιείται η παραβίαση της απαγόρευσης της διακριτικής μεταχείρισης κατά τη
συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό.
1354 Σύσταση CM/Rec (2010)5 της Επιτροπής Υπουργών των κρατών μελών σχετικά με μέτρα για την

καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου.


1355 Καθοριστικό ως προς την ένταξη της «ταυτότητας φύλου» ήταν το «πιεστικό αίτημα πολλών

ΛΟΑΤ οργανώσεων», όπως επισημαίνει ο Χ. Βασματζίδης, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου,


ΕΔΔΔΔ 1/2015, σ. 27.
1356 Βλ. και τη σχετική επισήμανση της Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 729

καθώς και του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 92.
1357 Εδώ δράστης της τυποποιούμενης στο νόμο συμπεριφοράς θα μπορούσε να είναι κάποιος

ομοφυλόφιλος. Έχει, άλλωστε, τονιστεί ότι το υποκείμενο της εν λόγω συμπεριφοράς δε χρειάζεται να
ανήκει σε κάποια πλειοψηφική ομάδα, ούτε και το θύμα αντίστοιχα να ανήκει στους μειοψηφούντες,
αρκεί να υπάρχει δυνατότητα για υλοποίηση των προτρεπόμενων πράξεων. Μπορεί λ.χ. το πρόσωπο
που προτρέπει σε πράξεις που είναι πρόσφορες να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος
ετεροφυλόφιλων προσώπων να είναι ομοφυλόφιλος και συνάμα οικονομικά δυνατός ή να έχει κάποια
μορφή εξουσίας που του δίνει τη δυνατότητα να προβεί σε μία τέτοια συμπεριφορά. Έτσι και ο Ι.
Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 92.
1358 Βλ. άρ. 14.

1359 Βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ, Fretté κατά Γαλλίας (αριθ. 36515/97), 26 Φεβρουαρίου 2002, παρ. 32,

ΕΔΔΑ, S.L. κατά Αυστρίας (αριθ. 45330/99), 9 Ιανουαρίου 2003, ΕΔΔΑ, E.B. κατά Γαλλίας [Τμήμα
Ευρείας Σύνθεσης] (αριθ. 43546/02), 22 Ιανουαρίου 2008.

[349]
φυλής, καταγωγής ή χρώματος»1360. Όταν, βέβαια, γίνεται λόγος για σεξουαλικό
προσανατολισμό εννοείται η ικανότητα ενός προσώπου να αισθάνεται συναισθηματική ή/και
σεξουαλική έλξη για πρόσωπα του αντίθετου ή/και του ίδιου φύλου, η οποία έλξη μπορεί να
οδηγήσει στη σύναψη στενών διαπροσωπικών σχέσεων. Ας σημειωθεί ότι ο όρος «ταυτότητα
φύλου» αναφέρεται σε «διεµφυλικά άτοµα» αγγλιστί «transgender», των οποίων η ταυτότητα
φύλου είναι διαφορετική από το φύλο της γέννησής τους, ενώ υπό την έννοια
«χαρακτηριστικά φύλου» προσδιορίζονται τα «διαφυλικά άτοµα» / «intersex», τα οποία εκ
γενετής εµφανίζουν σεξουαλικά χαρακτηριστικά που δεν πληρούν απολύτως την ανατοµική
τους κατάταξη σε αρσενικό ή θηλυκό φύλο1361. Στην κατηγορία ατόμων που προσδιορίζονται
βάσει της ταυτότητας φύλου δύναται να εμπίπτουν είτε άτομα που έχουν ήδη προβεί σε
εγχείρηση αλλαγής φύλου («τρανσέξουαλ»)1362, είτε εκείνα που ναι μεν δεν έχουν προβεί σε
τέτοια εγχείρηση, αλλά επιλέγουν με διάφορους τρόπους μέσα από τον κοινωνικό τους βίο
(όπως είναι για παράδειγμα η ετεροφυλενδυσία ή η παρενδυσία ή που απλώς υιοθετούν
συγκεκριμένο τρόπο ομιλίας ή χρησιμοποιούν καλλυντικά που κατά κανόνα συνδέονται με
άτομα του αντίθετου φύλου) να εκφράσουν αυτό που βιώνουν οι ίδιοι ή επιθυμούν ως
κοινωνικό τους φύλο.
Τέλος, η έννοια της «αναπηρίας» δεν προσδιορίζεται σαφώς μέσα στο κείμενο του
νόμου και ως εκ τούτου χρειάζεται οριοθέτηση. Δεδομένης της χρήσης του σχετικού όρου στις

1360 Βλ. ΕΔΔΑ, Vejdeland και λοιποί κατά Σουηδίας, (αριθ. 1813/07), 09 Φεβρουαρίου 2012, παρ. 54,
55 (αφορά σε υπόθεση διανομής ομοφοβικών φυλλαδίων σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης).
1361 Για τους παραπάνω ορισμούς βλ. την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόµου «Ενσωµάτωση της

Οδηγίας 2000/43/ΕΚ περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής
ή εθνοτικής τους καταγωγής, της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την
ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία και της Οδηγίας 2014/54/ΕΕ περί μέτρων που
διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας
των εργαζομένων». Βλ. επίσης το άρθρο 2 του Ν. 4491/2017, «Νομική αναγνώριση της ταυτότητας
φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης, Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για
τα Δικαιώματα του Παιδιού και άλλες διατάξεις», όπου και τίθεται σαφής ορισμός των στο κυρίως
κείμενο αναφερόμενων διακρισιακών κριτηρίων. Συγκεκριμένα, «1. Ως ταυτότητα φύλου νοείται ο
εσωτερικός και προσωπικός τρόπος με τον οποίο το ίδιο το πρόσωπο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα
από το φύλο που καταχωρίστηκε κατά τη γέννησή του με βάση τα βιολογικά του χαρακτηριστικά. Η
ταυτότητα φύλου περιλαμβάνει την προσωπική αίσθηση του σώματος, καθώς και την κοινωνική και
εξωτερική έκφραση του φύλου, τα οποία αντιστοιχούν στη βούληση του προσώπου. Η προσωπική
αίσθηση του σώματος μπορεί να συνδέεται και με αλλαγές που οφείλονται σε ιατρική αγωγή ή άλλες
ιατρικές επεμβάσεις που επιλέχθηκαν ελεύθερα». 2. Ως χαρακτηριστικά φύλου νοούνται τα
χρωμοσωμικά, γονιδιακά και ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου, τα οποία συμπεριλαμβάνουν
πρωτογενή χαρακτηριστικά, όπως τα αναπαραγωγικά όργανα, και δευτερογενή χαρακτηριστικά, όπως
η μυϊκή μάζα, η ανάπτυξη μαστών ή τριχοφυΐας».
1362 ΔΕΚ, Richards κατά Secretary of State for Work and Pensions, υπόθεση C-423/04, Συλλογή

2006, σ. I-3585, 27 Απριλίου 2006.

[350]
ιατρικές επιστήμες, εύκολα θα μπορούσε κανείς να παρερμηνεύσει, ακόμα και να διευρύνει
υπερβολικά το περιεχόμενό της. Από νομικής απόψεως είναι ορθότερο να διερευνηθεί μήπως
τυχόν υπάρχει σχετικός ορισμός σε κάποιο διεθνές νομικό κείμενο, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί
ότι αργά ή γρήγορα όλοι οι νόμοι, διεθνείς και εσωτερικοί, που προστατεύουν τα ανθρώπινα
δικαιώματα θα ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι η ΕΣΔΑ 1363 και η
ευρωπαϊκή οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση δεν παρέχουν ορισμό της αναπηρίας. Στο
άρθρο 1, όμως, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 2006 (CRPD) για τα δικαιώματα των
ατόμων με αναπηρίες1364 προβλέπεται ότι: «Στα άτομα με αναπηρία περιλαμβάνονται τα
άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές αναπηρίες, οι οποίες,
σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να δυσχεραίνουν την πλήρη και αποτελεσματική
συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ισότιμη βάση με τα άλλα άτομα»1365.
Αναφορικά τώρα με την αποκλειστικότητα ή μη του λόγου της εγκληματικής
συμπεριφοράς, η οποία εν πολλοίς είναι παρεμφερής όχι όμως και ταυτόσημη με ένα έγκλημα
μίσους1366 (ή ορθότερα με ένα έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά - άρθρο 82Α ΠΚ), αξίζει
να σημειωθεί ότι η νομοθετική παρέμβαση που έγινε με το Ν. 4285/2014 ήταν προς την ορθή
κατεύθυνση. Ενώ υπό το καθεστώς του Ν. 927/1979, έτσι όπως αυτός ίσχυε πριν από την
τροποποίησή του με το Ν. 4285/2014, για την τιμώρηση του δράστη έπρεπε να διαπιστωθεί ότι

1363 Στο άρθρο 14 της οποίας η αναπηρία δεν περιλαμβάνεται στο σχετικό κατάλογο των διακρισιακών
κριτηρίων. Εντούτοις, το ΕΔΔΑ δε δίστασε να τη συμπεριλάβει στην ερμηνεία της γενικής κατηγορίας
«ή άλλης καταστάσεως» του προαναφερθέντος άρθρου. Βλ. σχετικά ΕΔΔΑ, Glor κατά Ελβετίας (αριθ.
13444/04), 30 Απριλίου 2009.
1364 Όπως κυρώθηκε με το Ν. 4074/2012 «Κύρωση της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με

Αναπηρίες και του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με
Αναπηρίες», ΦΕΚ 88, τ. Α΄ 88/11.04.2012. Η Σύμβαση και το Πρωτόκολλο στη Σύμβαση υιοθετήθηκαν
στις 13.12.2006 κατά την 61η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης με την Απόφαση Α/RES/61/106. Έναρξη
ισχύος για την Ελλάδα: σύμφωνα με το άρθρο 45 στις 30.6.2012. Κείμενο: UN Document A/61/611
(2006). Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε στον ιστότοπο του ΟΗΕ: http://www.un.org/disabilities.
Ανακτήθηκε στις 9/8/2019.
1365 Σχετική και η ερμηνεία του ΔΕΚ, σύμφωνα με την οποία «ως αναπηρία νοείται η οποιαδήποτε

σωματική, διανοητική ή ψυχική βλάβη, πάθηση ή δυσλειτουργία, εγγενής ή επίκτητη, της υγείας που
καθιστά το άτομο μειονεκτικό έναντι των άλλων και κωλύει τη συμμετοχή του στον επαγγελματικό (ή
και κοινωνικό) βίο, ενώ είναι μακράς διάρκειας, εξαιρουμένων των παροδικών ασθενειών ή
τραυματισμών», βλ. ΔΕΚ, υπόθ. C-13/05, Chacon Navas κατά Eurest Colectividades SA, 11.7.2006,
Συλλογή 2006 I-6467, σκ. 43-45. Από την ελληνική νομολογία βλ. ΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον
2017, σ. 450 επ..
1366 Από τη στιγμή που η ρητορική του μίσους δε συνεπάγεται πάντα την τέλεση ενός εγκλήματος του

κοινού ποινικού δικαίου που εμφορείται από ρατσιστικά κίνητρα. Μια δημόσια προτροπή μπορεί να
έχει ως αποτέλεσμα (αν και δε χρειάζεται, με βάση την τυποποίηση) μια απαγορευμένη διάκριση, για
την ακρίβεια μία από τις αναφερόμενες στο Ν. 4443/2016, η οποία δεν είναι απαραίτητο να έχει
αναχθεί και σε ποινικό αδίκημα.

[351]
η επιλογή των (εν δυνάμει1367) θυμάτων του γινόταν με αποκλειστική αιτία1368 τη «φυλετική» ή
την εθνική τους καταγωγή, μετέπειτα και τη θρησκεία, το νέο νομοθετικό πλαίσιο
διατυπώνεται έτσι, ώστε να εξασφαλίζεται η τιμωρία του δράστη ακόμα και στις περιπτώσεις
που, εκτός του κινήτρου της προκατάληψης και της εντεύθεν επιλογής του θύματος λόγω ενός
ιδιαίτερου χαρακτηριστικού του, συντρέχει και κάποιος άλλος παράγοντας για την υπό κρίση
παραβατική συμπεριφορά, λ.χ. προσωπικό συμφέρον του δράστη από το έγκλημα, οικονομικό
ή μη, η βούλησή του για εκδίκηση κ.ά.1369. Από κοινωνιολογική-εγκληματολογική άποψη

1367 Διότι δε χρειάζεται να τελεστούν οι διακρίσεις, το μίσος ή η βία σε βάρος των προσώπων. Πρβλ.
εδώ την άποψη της Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 105, σύμφωνα με την οποία «μια
ουσιώδης θυματοποίησή τους έχει ήδη συντελεστεί […] τούτη συνίσταται στη δημόσια άρνηση της ίσης
αξίας των προσώπων αυτών ενόψει των χαρακτηριστικών τους απέναντι στους άλλους ανθρώπους και
της ίσης μεταχείρισής τους με βάση το νόμο ως προς αυτήν και στη δημόσια υποκίνηση σε πράξεις που
μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατ’ αυτών, εξαιτίας ακριβώς των συγκεκριμένων
χαρακτηριστικών».
1368 «Όστις δημοσίως […] δυναμένας να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίαν κατά προσώπου ή

ομάδας προσώπων εκ μόνου του λόγου της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής των τιμωρείται […]».
Όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται και στην υπ’ αριθμ. ΟλΑΠ 3/2010 απόφαση, ΠοινΔικ 2010, σ.
533 επ., «το αποτέλεσμα της προσφόρου προκλήσεως "διακρίσεων, μίσους ή βίας" πρέπει να έχει ως
μοναδική αιτία και λόγο και να συνδέεται αποκλειστικά με τη φυλετική ή εθνική καταγωγή των
προσώπων που αποτελούν το αντικείμενο του εγκλήματος». Πολύ ενδιαφέρουσα, όμως, και η άποψη
της μειοψηφίας στην παραπάνω απόφαση, σύμφωνα με την οποία η αιτιολογία του δικαστηρίου της
ουσίας δεν ήταν ειδική και εμπεριστατωμένη, καθότι παρέλειψε να διερευνήσει μήπως τυχόν η
στόχευση των εβραιοσιωνιστών εκ μέρους του δράστη ήταν προσχηματική και άλλοθι για την επίθεση
κατά της ολότητας των Εβραίων. Βλ. επίσης και Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1186, σύμφωνα
με τον οποίο η δημόσια προτροπή προς αποφυγή αγοράς ελαιολάδου από πλανόδιους τσιγγάνους, με
την αιτιολογία ότι οι τελευταίοι κατά τη συναλλακτική τους συμπεριφορά παρουσιάζουν κρούσματα
νοθείας, δε συνιστά έγκλημα, τουλάχιστον όχι αυτό που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979,
υπό την προηγούμενη μορφή του. Κι αυτό, διότι κίνητρο της συμπεριφοράς του δράστη δε φαίνεται να
είναι η φυλετική καταγωγή των τσιγγάνων, αλλά η παράνομη συναλλακτική συμπεριφορά τους.
Βέβαια, ορθά επισημαίνει ότι η επίκληση ενός τέτοιου κινήτρου μπορεί να είναι απλώς προσχηματική.
Αν, λοιπόν, αποδειχθεί ότι η προτροπή του έλαβε χώρα αποκλειστικά και μόνο επί τη βάσει της
«φυλετικής» καταγωγής των τσιγγάνων, η ποινική ευθύνη του δράστη δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Πάντως, το μόνο σίγουρο κατά την τελευταία άποψη είναι ότι, αν συντρέχει και άλλη-παράλληλη αιτία,
η προτροπή δεν τιμωρείται.
1369 Για κάποιες ειδικές κατηγορίες κινήτρων (στα εγκλήματα μίσους μεν, αλλά εύκολα μεταφερόμενες

και στα εγκλήματα ρατσιστικής ρητορείας), όπως είναι για παράδειγμα η σαδιστική συγκίνηση που
νιώθει ο δράστης, η αντίδραση-άμυνα απέναντι στο διαφορετικό, η επιδίωξη ενός «ανώτερου» στόχου,
τα αντίποινα κ.ά., βλ. Α. Χαλκιά, όπ.π., Εγκληματολογία 2013, σ. 82.

[352]
πάντως γίνεται δεκτό1370 ότι σε ένα ρατσιστικό έγκλημα μπορεί να διαπιστώνεται ένας
συνδυασμός κινήτρων στο πρόσωπο του δράστη. Το ερώτημα που εγείρεται, όμως, στο πλαίσιο
της εξέτασης του συγκεκριμένου αδικήματος είναι αν, με βάση τη συγκρότηση της
αντικειμενικής του υπόστασης, επιτρέπεται ή όχι η υιοθέτηση της άποψης ότι το κίνητρο της
προκατάληψης (και η συνακόλουθη επιλογή του θύματος) λόγω των στο νόμο αναφερόμενων
χαρακτηριστικών μπορεί να συνοδεύεται και1371 από άλλους λόγους1372. Ένα επιχείρημα υπέρ
της τελευταίας άποψης είναι πως ο Έλληνας νομοθέτης εγκατέλειψε την προηγούμενη σχετική
έκφραση («εκ μόνου του λόγου») και στη θέση της επέλεξε ως ορθότερη, κατά τη γνώμη μου,
τη φράση «που προσδιορίζονται με βάση»1373. Ενώ, λοιπόν, η προγενέστερη διατύπωση του
άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, ερμηνευμένη με ένα λογικό επιχείρημα («εξ αντιδιαστολής»1374),
απέκλειε τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης στις περιπτώσεις που ο δράστης
έβαλλε κατά του θύματός του και για άλλους λόγους, πέραν της προκατάληψης και των
στερεοτυπικών αντιλήψεων που γεννούν στο μυαλό του τα χαρακτηριστικά της φυλετικής ή
της εθνικής καταγωγής του θύματος1375, μετέπειτα και της θρησκείας, η νέα διάταξη δε
φαίνεται να την απαγορεύει. Η τελευταία διαμορφώθηκε έτσι, ώστε να θεραπεύσει τα
παράδοξα του παρελθόντος. Στην απόφαση που αφορούσε στην πλέον γνωστή υπόθεση και η

1370 Έτσι η Α. Χαλκιά, όπ.π., Εγκληματολογία 2013, σ. 82. Σύμφωνος και ο Γ. Βούλγαρης, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2010, σ. 714. Τη σχετική ρήση επιβεβαιώνει και η νομολογία του ΕΔΔΑ. Βλ. χαρακτηριστικά
Bal_ZS κατά Ουγγαρίας, 20.10.2015, σκέψη 70.
1371 Η έμφαση δική μου.

1372 Αντίθετος ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 95-96, σύμφωνα με τον

οποίο ο λόγος του μίσους πρέπει να έχει ως αποκλειστική αιτία τον προσδιορισμό του άλλου με βάση τα
χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στη διάταξη. Η αιτιολογία που παραθέτει είναι η εξής: «Δεν
μπορεί να στοιχειοθετηθεί λόγος του μίσους ανεξάρτητος από την προκατάληψη που θεμελιώνει το
έγκλημα μίσους […] Στον δράστη της ρητορικής του μίσους μπορεί να καταλογιστεί αντικειμενικώς
μόνο η επικινδυνότητα εκείνη που αναφέρεται στην τυχόν επιτυχία της προτροπής του να διαμορφώσει
το κίνητρο και να προκαλέσει την απόφαση τέλεσης της πράξης με ρατσιστικά χαρακτηριστικά (πρβλ.
81Α ΠΚ). Αντίθετα η επικινδυνότητα της προτροπής του να προκαλέσει την απόφαση τέλεσης πράξεων
για οποιουσδήποτε άλλους λόγους απαξιολογείται ήδη στο πλαίσιο των γενικών διατάξεων των άρθρων
183 επ. ΠΚ».
1373 Για την ακρίβεια: «Όποιος με πρόθεση, δημόσια, […] υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε

πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας
προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές
καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, τα
χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία […] τιμωρείται».
1374 “A contrario”, όπως πολύ σωστά η υπ’ αριθμ. 913/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου

Αθηνών (αδημ.). Για περισσότερες λεπτομέρειες επ’ αυτής βλ. παραπάνω Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι,
Ενότητα 4η.
1375 Έτσι ο Γ. Αποστολάκης, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1186 και κατά μεταφορά των λεγομένων του η Κ.

Αθανασοπούλου, ΔιατΕισΠρΑιγ 26/2011, ΠοινΧρον 2013, σ. 314.

[353]
οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Άρειου Πάγου1376, διαβάζει κανείς, ενδεικτικά της
αντίληψης που επικρατούσε υπό το προγενέστερο καθεστώς, τα εξής: «το απόσπασμα αυτό
του ως άνω βιβλίου, κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο άποψη, αποτελεί λογικό
συμπέρασμα των όσων διαλαμβάνει ο κατηγορούμενος σε προηγούμενες αλλά και επόμενες
σελίδες (σελ. 385-668), σχετικά με την προπαγάνδα των Εβραίων για την επίτευξη των
επιδιώξεων τους για παγκόσμια κυριαρχία, σύμφωνα με τα ιερά τους βιβλία και την
εκμετάλλευση από την πλευρά τους του ολοκαυτώματος και αξιολογεί θετικά (σύμφωνα με τις
ιδεολογικές του απόψεις) τις θέσεις του ναζισμού για εκδίωξη των Εβραίων από την Ευρώπη.
Τούτο όμως δεν το πράττει εκ μόνου του λόγου της εθνικής και φυλετικής καταγωγής των
Εβραίων αλλά γιατί, κατά τον συγγραφέα, και σύμφωνα με όσα έχει ήδη προαναφέρει
(παραδείγματα, ιστορικές αναφορές) ο Εβραϊσμός συνιστά απειλή για την ελευθερία των
άλλων εθνών1377». Επίσης, έγινε δεκτό ότι «ο κατηγορούμενος, αναφερόμενος στο πραγματικό
γεγονός της κατάληψης του πατριαρχικού κτιρίου από Ισραηλινούς εποίκους (20 τον αριθμό)
και τις πράξεις βίας κατά του Πατριάρχη Διόδωρου και ατίμωσης των ιερών συμβόλων το έτος
1990, για το οποίο εγκρίθηκε ψήφισμα καταδίκης αυτού από την Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου, ζητεί με εμφαντικό τρόπο τιμωρία, καθώς και αντίποινα σε βάρος των Εβραίων,
όχι όμως λόγω της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής αλλά λόγω της προεκτεθείσας
συμπεριφοράς τους έναντι του Πατριάρχη και των ιερών συμβόλων της χριστιανοσύνης1378 και
ως εκ τούτου δεν συντρέχει κατ` ουσία εφαρμογή του άρθρου 1 του νόμου 927/1979».
Το μόνο σίγουρο συμπέρασμα μέχρι στιγμής με βάση τα παραπάνω είναι ότι σε κάθε
περίπτωση για τη στοιχειοθέτηση του νέου αδικήματος σε επίπεδο αρχικού αδίκου θα πρέπει
να διαπιστώνεται, βάσει αντικειμενικών δεδομένων, ότι ο δράστης επιλέγει το πρόσωπο ή την
ομάδα προσώπων που στοχοποιεί λόγω διαπίστωσης σε αυτούς των στο νόμο αναφερόμενων
και άρα προστατευόμενων χαρακτηριστικών1379. Εντούτοις δε χρειάζεται η παραπάνω αιτία να
είναι και η μοναδική ή η δεσπόζουσα. Αρκεί απλώς να διαπιστώνεται και αυτή1380 ή φυσικά και

1376 ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010, σ. 553 επ.


1377 Η έμφαση δική μου.
1378 Η έμφαση δική μου.

1379 Η συνεκτίμηση των αντικειμενικών περιστάσεων που συνοδεύουν την πράξη, όπως είναι λ.χ. η

υποτιμητική αναφορά του δράστη σε κάποιο από τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά του θύματος
κατά τη διάρκεια της πράξης, η διαφοροποίηση μεταξύ δράστη και θύματος αναφορικά με τη «φυλή»,
τη θρησκεία, την εθνοτική καταγωγή κ.ά. σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη γνωριμίας μεταξύ τους
ή και οποιασδήποτε προγενέστερης επαφής σε κοινωνικό επίπεδο, η χρήση συμβόλων (π.χ. σβάστικα),
η συμμετοχή του δράστη σε εθνικιστικές ομάδες, η επανειλημμένη στοχοποίηση προσώπων που έχουν
το ίδιο χαρακτηριστικό και το οποίο τα διαφοροποιεί από το δράστη, η ευθεία αναφορά στα
προστατευόμενα χαρακτηριστικά κ.ά., είναι επιβοηθητική προς αυτή την κατεύθυνση.
1380 Συναφώς ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 219 καθώς και ο ίδιος, Η ποινική

αντιμετώπιση των διακρίσεων και τα προβλήματά της, Εγκληματολογία 2013, σ. 59 κ.επ. Βλ. επίσης, Γ.
Βούλγαρη, Τα εγκλήματα μίσους και η ποινική αντιμετώπισή τους στην Ελλάδα, ΠοινΔικ 2015, σ. 279
καθώς και τον ίδιο, παλιότερα, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 714.

[354]
μόνο αυτή 1381. Μπορεί η στοχοποίηση ενός προσώπου ή μιας ομάδας προσώπων να
πραγματοποιείται λόγω των συγκεκριμένων ιδιοτήτων που έχουν και άρα να μιλάμε για το
κίνητρο της συμπεριφοράς του δράστη, δεδομένου όμως ότι εξετάζεται η αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το εν λόγω κίνητρο σηματοδοτεί και
ένα plus αδίκου της τυποποιούμενης στη διάταξη συμπεριφοράς, κι αυτό έγκειται στην
προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας1382. Πάντως εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι, αν η
ύπαρξη στο πρόσωπο του στοχοποιούμενου θύματος των στο νόμο αναφερόμενων
χαρακτηριστικών1383 είναι αδιάφορη για το δράστη1384, δεν τελείται το αδίκημα που
περιγράφεται στην υπό εξέταση διάταξη. Αν για παράδειγμα η αναφορά εκ μέρους του δράστη
στην εθνική καταγωγή των στοχοποιούμενων προσώπων είναι τυχαία και δεν αποτελεί η
ύπαρξη αυτής την αιτία (αποκλειστική ή συντρέχουσα, αλλά πάντως πραγματική) για τη
στοχοποίησή τους, δεν μπορεί να γίνει λόγος για υποκίνηση βίας ή μίσους του αρ. 1 παρ. 1 του
Ν. 927/19791385. Βέβαια, το δικαστήριο θα πρέπει να ελέγχει μήπως τυχόν η αναφορά του
δράστη σε κάποια αιτία για τη συμπεριφορά του είναι προσχηματική, πίσω από την οποία
υποκρύπτεται ένα υπάρχον ρατσιστικό κίνητρο που θέλει να συγκαλύψει ο δράστης σε μια

1381 Πρβλ. εδώ Ε. Συμεωνίδου - Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 731, όπου επίσης τονίζεται η
διαφοροποιημένη πλέον θέση του νομοθέτη. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια αντικειμενικοποίησης του
κινήτρου του δράστη, η συγγραφέας επισημαίνει ότι θα πρέπει να στρέφεται εναντίον τους
«αναφερόμενος στην ένταξή τους σε ορισμένη ομάδα». Σύμφωνος με την τελευταία άποψη και ο Α.
Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1244. Βλ. επίσης και ΜονΠλημΑιγ 322/2018, ΔΙΜΕΕ 2018, σ. 202 επ.
καθώς και την ΑΠ 858/2020, Α’ σημοσίευση ΝΟΜΟΣ, που έκρινε αναίρεση Μητροπολίτη. Εν μέρει
διαφωνώ, καθότι δε χρειάζεται να πραγματοποιηθεί η σχετική ρητή αναφορά, αρκεί να διαπιστώνεται
ότι συντρέχει οποιαδήποτε αντικειμενική περίσταση που δικαιολογεί την εν λόγω στοχοποίηση. Μπορεί
ο δράστης να μην αναφέρεται ευθέως στο χαρακτηριστικό εκείνο που δημιουργεί την προκατάληψη
στο μυαλό του, όταν στοχοποιεί ένα πρόσωπο, στη θέση του οποίου θα μπορούσε, βέβαια, να είναι και
οποιοδήποτε άλλο μοιράζεται το ίδιο χαρακτηριστικό. Για την εμπειρική πρόσβαση στο ρατσιστικό
κίνητρο αρκεί «η με βάση τις περιστάσεις επιλογή του θύματος» εξαιτίας των φυσικών, πολιτισμικών
κ.λπ. χαρακτηριστικών του επισημαίνει η Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 103.
1382 Κατ’ αναλογία των υποστηριζόμενων από τη Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 110,

αναφορικά με το ρατσιστικό κίνητρο στο έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά του (παλιού) άρ. 81Α.
1383 Είτε όλων (περίπτωση σπάνια, αλλά όχι αδύνατη θα έλεγε κανείς), είτε ενός οποιουδήποτε.

1384 Υπό την έννοια ότι και να έλειπε αυτό, πάλι ο δράστης θα προέβαινε στην ίδια συμπεριφορά.

1385 Αφού απουσιάζει το ρατσιστικό κίνητρο. Για το ότι σε μια τέτοια περίπτωση διαπιστώνεται και μια

πρόσθετη απαξία («πρόσθετο αντικειμενικό άδικο») της συμπεριφοράς, συνισταμένη στην προσβολή
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κατά το ότι θυματοποιείται ένα πρόσωπο ως άνθρωπος με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά που δικαιούται να τα φέρει και τα οποία συγκαθορίζουν την ιδιότητά τους ως ίσου με
όλους τους άλλους βλ. Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 110. Πρβλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν.
927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 95, ο οποίος το χαρακτηρίζει ως «ειδικό στοιχείο που
συμπροσδιορίζει το άδικο της τυποποιούμενης συμπεριφοράς».

[355]
προσπάθεια συμμόρφωσης με τις κοινωνικές νόρμες και τους ηθικά αποδεκτούς κανόνες, αλλά
και σε μια προσπάθεια αποφυγής της δίωξής του1386.
Τέλος, συναφές είναι και το ερώτημα εάν θα τιμωρηθεί ο δράστης όταν η επιλογή του
θύματος1387 γίνεται επειδή το τελευταίο έχει κάποια σχέση (ερωτική, φιλική, επαγγελματική
κ.λπ.) με κάποιο από τα πρόσωπα που παρουσιάζει ένα από τα προστατευόμενα
χαρακτηριστικά1388. Εν προκειμένω θεωρώ ότι η τιμώρηση του δράστη με βάση το άρ. 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979 και μια αντίστοιχη διεύρυνση του αξιοποίνου δεν μπορεί να στηριχθεί στο
γράμμα του νόμου, καθότι είναι απολύτως σαφές ότι το πρόσωπο που στοχοποιείται θα πρέπει
το ίδιο να προσδιορίζεται με βάση ένα από τα αναφερόμενα στο νόμο και ως εκ τούτου
προστατευόμενα χαρακτηριστικά.
δ. Περιστάσεις που συνοδεύουν την τέλεση της πράξης (τρόπος, μέσα κ.ά.): Βασικό
στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων που τυποποιούνται στο άρθρο 1 του
Ν. 927/1979 είναι η «δημόσια» τέλεσή τους1389. Ήδη υπό την ισχύ των διατάξεων του
προγενέστερου καθεστώτος ο Άρειος Πάγος, στη μοναδική περίπτωση που ασχολήθηκε με την
ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 927/1979, έκρινε ότι «η "προτροπή" του άρ. 1 παρ. 1 του Ν.

1386 Υπό το προγενέστερο καθεστώς, που πάντως διαφέρει από το υπάρχον σήμερα κατά το ότι οι
διακρίσεις, το μίσος και η βία δε χρειάζεται να έχουν ως αποκλειστική αιτία τη «φυλετική» ή την εθνική
καταγωγή ή το θρήσκευμα του προσώπου ή της ομάδας προσώπων που αποτελούν το αντικείμενο του
αδικήματος, βλ. το ταιριαστό κατά τα λοιπά παράδειγμα που επικαλείται ο Γ. Αποστολάκης, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2002, σ. 1186, σύμφωνα με τον οποίο: «η προτροπή από το ραδιόφωνο κάποιου
δημοσιογράφου προς τους καταναλωτές να αποφεύγουν να αγοράζουν τα ελαιόλαδα των πλανόδιων
τσιγγάνων γιατί εμφανίστηκαν βάσιμα κρούσματα νοθείας δεν συνιστά αξιόποινη πράξη, έστω κι αν
στην ουσία οδηγεί σε διακρίσεις σε βάρος των τσιγγάνων εμπόρων, διότι αιτία της «προτροπής» δεν
ήταν αποκλειστικά η φυλετική καταγωγή των εμπόρων αυτών, αλλά η παράνομη και αντισυναλλακτική
συμπεριφορά τους. Αν όμως η επίκληση της νοθείας του ελαιολάδου από το δημοσιογράφο ήταν
προσχηματική και πραγματικός του στόχος ήταν η δυσφήμιση και η εμπορική μείωση των τσιγγάνων
εμπόρων εξαιτίας και μόνον της φυλετικής τους καταγωγής, τότε το αδίκημα στοιχειοθετείται
αντικειμενικά». Σήμερα, παράλληλα με τη φυλετική καταγωγή των τσιγγάνων εμπόρων θα μπορούσε
να συντρέχει ως κίνητρο της συμπεριφοράς του δημοσιογράφου και η βάσιμα διαπιστωμένη
αντισυναλλακτική συμπεριφορά τους. Αν πάλι γινόταν αναφορά μόνο στην τελευταία, θα έπρεπε το
δικαστήριο να ελέγξει μήπως τυχόν υποκρύπτεται ένα ρατσιστικό κίνητρο. Για τη διαπίστωση του
τελευταίου βοηθητική στην κρίση είναι η διαπίστωση δεικτών προκατάληψης.
1387 Η στοχοποίηση δηλαδή ενός συγκεκριμένου προσώπου.

1388 Βλ. ενδεικτικά Γ. Βούλγαρη, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 713-714, όπου αναφέρει πραγματικές

υποθέσεις που κρίθηκαν σε δικαστήρια του εξωτερικού, όπως αυτή του Hans van Themsche στο Βέλγιο,
ο οποίος χρησιμοποιώντας ένα κυνηγετικό όπλο σκότωσε μια γυναίκα από την Τουρκία που φορούσε
μαντίλι, μια γυναίκα από την Αφρική και το παιδί που η τελευταία πρόσεχε. Το παιδί ήταν Βέλγος
υπήκοος, αλλά το πυροβόλησε, γιατί η γυναίκα που το φρόντιζε ήταν Αφρικανή.
1389 Το στοιχείο της δημοσιότητας κυριαρχεί ως επιλογή και στα περιγραφόμενα στην υπ’ αριθμ.

2008/913/ΔΕΥ Απόφαση-Πλαίσιο της Ε.Ε. αδικήματα για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας (π.χ. δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων κ.λπ.).

[356]
927/1979 πρέπει να είναι δημόσια, με την έννοια ότι μπορεί να εισακουστεί και να επηρεάσει
οποιονδήποτε δέκτη, ανεξαιρέτως αν τελείται σε δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο, με δημόσιο ή
ιδιωτικό μέσο, όπως είναι ο έντυπος τύπος»1390. Το κριτήριο δηλαδή δεν είναι η δημοσιότητα
του μέσου ή του χώρου στον οποίο εκδηλώνεται η υποκίνηση, η πρόκληση κ.λπ., αλλά η
δημοσιότητα του ίδιου του λόγου, υπό την έννοια ότι δημόσια θεωρείται και μια ομιλία1391 που
πραγματοποιείται σε ιδιωτικό χώρο1392 ή με ιδιωτικό μέσο1393, αρκεί να υφίσταται η
αντικειμενική δυνατότητα να υποπέσει στην αντίληψη αόριστου αριθμού προσώπων, άλλων,
εκτός από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται και μη συνδεομένων προς το δράστη με
συγγενικές ή προσωπικές σχέσεις, ασχέτως αν πράγματι την αντελήφθησαν τρίτοι, αρκεί να
υπήρχε η δυνατότητα να γίνει αντιληπτή 1394, 1395. Υπ’ αυτήν την έννοια είναι δυνατόν ο λόγος

1390 Έτσι η ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΔικ 2010, σ. 533, συμπλέοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο με την παλιότερη
ΟλΑΠ 170/1977, ΠοινΧρον 1977, σ. 576, η οποία είχε κρίνει ότι δημόσια τελείται μια πράξη, όταν
γίνεται κατά τρόπο που μπορεί να γίνει αντιληπτή από αόριστο αριθμό ανθρώπων, χωρίς να έχει
σημασία ο τόπος που λαμβάνει χώρα. Παρόμοια και η ΑΠ 1790/1987, ΠοινΧρον 1988, σ. 311. Έτσι και
η λίαν πρόσφατα εκδοθείσα, σχετική με τα αδικήματα του Ν. 927/1979, ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση
ΝΟΜΟΣ.
1391 Που φέρει, βέβαια, τα αντικειμενικά στοιχεία της υποκίνησης ή της πρόκλησης ή της διέγερσης ή

της προτροπής, όπως αυτά αναλύθηκαν ανωτέρω.


1392 Π.χ. στην αυλή μιας ιδιωτικής οικίας, στα γραφεία μιας οργάνωσης, σε μια αποθήκη ενός

εργοστασίου κ.ά.
1393 Π.χ. με το κινητό τηλέφωνο, με την προσωπική ηλεκτρονική αλληλογραφία κάποιου προσώπου, με

δικό του ραδιοφωνικό σταθμό κ.ά..


1394 Ή, σύμφωνα με άλλη έκφραση, «… ώστε να μπορεί να “ακουσθεί” από οποιονδήποτε που θέλει να

την ακούσει». Βλ. σχετικά Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185. Παρόμοια και η Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 729. Παρόμοια και η υπ’ αριθμ. 26/2011
ΔιατΕισΠλημμΑιγ, ΠοινΧρον 2013, σ. 314. Βλ. όμως και Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης,
β’ έκδοση, σ. 40 και περαιτέρω τον ίδιο, Η τέλεση της πράξης δημόσια ως στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης σε Ι. Μανωλεδάκη, Μελέτες για την εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο, στ’ έκδοση, σ. 341 που
απαιτεί η ομιλία όχι απλώς να πραγματοποιείται δημόσια, ώστε να μπορεί να ακουσθεί από τον
οποιονδήποτε, αλλά επιπρόσθετα και να έχει γίνει πράγματι αντιληπτή από αόριστο αριθμό ατόμων,
θέση που από λογικής άποψης είναι απόλυτα σύμφωνη με την επιπλέον προϋπόθεση που βάζει ο ως
άνω συγγραφέας για την πλήρωση των όρων του άρ. 183 ΠΚ, ήτοι την πρόκληση απόφασης ανυπακοής
(απείθειας) σε αόριστο αριθμό ανθρώπων, προϋπόθεση πάντως που δεν έγινε δεκτό ότι απαιτείται και
για το εδώ εξεταζόμενο αδίκημα.
1395 Αυτήν την ερμηνεία δίνει ο ΑΠ στην έννοια της δημοσιότητας στην υπ’ αριθμ. 134/1966,

ΠοινΧρον 1966, σ. 370 απόφασή του αναφορικά με το έγκλημα της διέγερσης σε απείθεια του αρ. 183
ΠΚ. Βλ. και την ΑΠ 243/1961 ΠοινΧρον 1961, σ. 526, όπου αναφέρεται ότι δημόσια τελείται η πράξη,
όταν δύναται να γίνει αντιληπτή από αόριστο κύκλο προσώπων τα οποία δε συνδέονται με προσωπικές
σχέσεις ή δεσμούς. Έτσι πάγια η νομολογία του ΑΠ αναφορικά και με το έγκλημα της κακόβουλης
βλασφημίας (το καταργημένο πλεόν άρ. 198 ΠΚ). Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 422/1998, ΠοινΧρον ΜΗ, σ. 1066,
ΑΠ 1883/1997, ΠοινΧρον 1998, σ. 635, ΑΠ 404/1996, ΠοινΧρον ΜΖ, σ. 349, ΑΠ 1046/1991 ΝοΒ 1992,

[357]
να απευθύνεται σε ένα μόνο άτομο ή σε μια ατομικά ορισμένη ομάδα και παρά ταύτα να
τελείται η πράξη του δράστη δημόσια, εφόσον υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα υπό τις
δεδομένες συνθήκες να γίνει αντιληπτός από αόριστο αριθμό ανθρώπων 1396, 1397. Αντίθετα, μια
συζήτηση που πραγματοποιείται μεταξύ περισσότερων προσώπων σε ένα δημόσιο χώρο,
εφόσον λαμβάνει χώρα σε κλειστό κύκλο και δεν προορίζεται προς απεύθυνση σε όποιον τυχόν
μπορεί ή/και θέλει να την ακούσει, αλλά τίθενται περιορισμοί ως προς τον κύκλο των
αποδεκτών, δεν εμπίπτει στις διατάξεις που εξετάζονται εδώ1398, διότι δε θα πρόκειται για
δημόσια προτροπή, υποκίνηση κ.λπ., αλλά ενδεχομένως για μία κατ’ ιδίαν μη ποινικώς
ενδιαφέρουσα συζήτηση-έκφραση προσωπικών απόψεων-ιδεών ή για πρόκληση απόφασης1399
σε συγκεκριμένο αποδέκτη ή σε ατομικά ορισμένη ομάδα προσώπων για τέλεση ενός
συγκεκριμένου ρατσιστικού εγκλήματος1400 (είτε στο πλαίσιο και με τις προϋποθέσεις του
άρθρου 186 ΠΚ ή του άρ. 46 παρ. 1 του ΠΚ για την ηθική αυτουργία)1401.
Ορθά, λοιπόν, κατόπιν των ανωτέρω τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο είναι σωστή η
επιλογή του νομοθέτη να τυποποιήσει ως αδίκημα αποκλειστικά και μόνο τη δημόσια τέλεση
των πράξεων του άρ. 1 του Ν. 927/1979, στο βαθμό που μια ιδιωτική συζήτηση ενέχει έναν
υψηλότερο βαθμό δυνατότητας επηρεασμού των αποδεκτών του λόγου και συνακόλουθα είναι
πολύ πιο επικίνδυνος από άποψη πιθανών συνεπειών1402. Με επιχείρημα «εξ αντιδιαστολής»
ευχερώς συνάγεται ότι μια ιδιωτική συζήτηση, που προορίζεται να παραμείνει ιδιωτική και να
μην είναι έτσι προσιτή στον οποιονδήποτε, πέραν δηλαδή από εκείνους προς τους οποίους
απευθύνεται, δε μας ενδιαφέρει υπό το πρίσμα του Ν. 927/1979 ως ποινικά κολάσιμη

σ. 597, ΑΠ 119/1988, ΠοινΧρον ΛΗ, σ. 591, ΑΠ 1166/1978 ΠοινΧρον ΚΗ, σ. 276. Σύμφωνος και ο Α.
Κονταξής, Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, τεύχος Α’, 2000, σ. 1429. Βλ. όμως Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
Προσβολές του πολιτεύματος, Άρθρα 134-137 ΠΚ, 1988, σ. 271-272, όπου απαιτείται όχι μόνο η
δυνατότητα αντίληψης του λόγου, αλλά και η αντίληψη των εξωτερικευόμενων νοημάτων καθεαυτή.
1396 Να είναι δηλαδή προσιτός σε αόριστο αριθμό προσώπων. Το συμπέρασμα αυτό είναι ομόρροπο

και με την παραδοχή σε προηγούμενο μέρος της παρούσας μελέτης ότι δεν έχει σημασία για την
εννοιολόγηση της προτροπής και της πρόκλησης το ορισμένο ή μη του αποδέκτη του λόγου. Έτσι και οι
Β. Ζλάτκου και Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, Άρθρο 183 ΠΚ, σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας,
Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Ι, 3η έκδοση, σ. 1262.
1397 Και φυσικά να υπάρχει, όπως θα τονιστεί και παρακάτω, ο αντίστοιχος δόλος του δράστη.

1398 Έτσι και στην ΠλημΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.

1399 Ή για προσπάθεια πρόκλησης απόφασης.

1400 Εφόσον η πράξη προς την οποία προτρέπει, διεγείρει κ.λπ. ο δράστης πληροί την αντικειμενική

υπόσταση ενός εγκλήματος (ή έστω αποτελεί απόπειρα αυτού). Ειδάλλως, η κατ’ ιδίαν προτροπή για
την τέλεση μιας αυθαίρετης διάκρισης (εφόσον και η τελευταία δεν τυποποιείται ως αδίκημα σε
κάποιον ειδικό ποινικό νόμο) ή η κατ’ ιδίαν διέγερση προς την πρόκληση εχθρικών συναισθημάτων σε
βάρος ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων που προσδιορίζονται λ.χ. με φυλετικά, εθνικά ή θρησκευτικά
κριτήρια είναι ποινικά αδιάφορες συμπεριφορές.
1401 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 74.

1402 Για τον προβληματισμό αυτό βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730.

[358]
συμπεριφορά. Κι αυτό είναι εύλογο και συνάμα δογματικά συνεπές προς άλλες,
προϋπάρχουσες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, οι οποίες ρυθμίζουν ή δύνανται να ρυθμίσουν
αποτελεσματικά την εν λόγω συμπεριφορά. Θα ήταν άσκοπο ο Έλληνας νομοθέτης, στην
προσπάθειά του να διαμορφώσει ένα σύγχρονο και πιο αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο για
την αντιμετώπιση της ρητορικής του μίσους, να παραβλέψει εντελώς τις προβλέψεις των
άρθρων 46 παρ. 1 και 186 του ΠΚ εισάγοντας διατάξεις που απαξιολογικά δε θα είχαν τίποτα
περισσότερο να προσφέρουν, παρά μόνο ένα αυξημένο κίνητρο του δράστη, αυτό της επιλογής
του θύματός του λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που φέρει το τελευταίο. Εξάλλου,
ακόμα και αυτό το κίνητρο θα μπορούσε να το καλύψει απαξιολογικά η ρύθμιση του άρ. 82Α
του ΠΚ1403, που σε συνδυασμό με τα άρθρα 46 και 186 θα απέδιδε ακριβώς την απαξία της
όλης συμπεριφοράς. Βέβαια, η όλη προβληματική θα μπορούσε να μεταφερθεί και να επιλυθεί
πλέον στο επίπεδο της συρροής των νόμων. Όμως τελικά η πρόνοια για αποφυγή άσκοπων
απαξιολογικών αλληλοεπικαλύψεων σε περιπτώσεις που ο νομοθέτης δύναται να έχει και
πράγματι έχει μια εποπτεία επί των συναφών προβλέψεων θεωρείται ορθότερη οδός. Συναφώς
έχει υποστηριχθεί1404 ότι βασικό κριτήριο για την τυποποίηση της υπό κρίση διάταξης, όπως
αυτή υπαγορεύτηκε και από την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο της Ε.Ε., δεν
είναι η δύναμη πειθούς που έχει ο λόγος, δηλαδή το σε ποιο βαθμό μπορεί να επηρεάσει το
κοινό, αλλά η δύναμη κινητοποίησης αόριστου και μη προσδιορίσιμου εκ των προτέρων
αριθμού ατόμων σε βάρος έννομων αγαθών που έχει η δημόσια εκφορά του λόγου, η οποία με
τη σειρά της (εν. κινητοποίηση) είναι ικανή να διαταράξει το τελικώς προστατευόμενο από τη
διάταξη, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης.
Ιδιαίτερη αξία για την ερμηνεία του όρου «δημόσια» έχει η άποψη που υποστηρίχθηκε
από τον Ι. Μανωλεδάκη1405, ότι δηλαδή δεν αρκεί απλώς η δυνατότητα αντίληψης του λόγου
του δράστη από αόριστο αριθμό ατόμων, αλλά απαιτείται περαιτέρω να έγινε αυτός πράγματι
αντιληπτός από αόριστο αριθμό ατόμων1406. Η θέση του αυτή, βέβαια, είναι λογικό

1403 Το παλιό άρθρο 81Α του ΠΚ, το οποίο πλέον αναριθμήθηκε σε 82Α με το ν. 4619/2019, είχε
εισαχθεί στον Ποινικό μας Κώδικα με τον ίδιο νόμο, δηλαδή τον 4285/2014, ο οποίος στο άρθρο 10,
υπό τον τίτλο: «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα» προσέθεσε μετά το άρθρο 81 το νέο άρθρο 81 Α,
Ρατσιστικό έγκλημα.
1404 Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 481 επ. καθώς και η ίδια, όπ.π.,

ΠοινΧρον 2015, σ. 730.


1405 Βλ. τον ίδιο, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 40 και παλιότερα τον ίδιο, Η τέλεση της

πράξης «δημόσια» ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης εγκλημάτων, Αρμεν 1989, σ. 1 επ. Βλ.
επίσης τον ίδιο πιο πρόσφατα, Η τέλεση της πράξης «δημόσια» ως στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης εγκλημάτων (ιδίως των τελουμένων δια του τύπου), σε Ι. Μανωλεδάκη, Μελέτες για
εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο, στ’ έκδοση, σ. 341.
1406 Πρβλ. όμως και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 74, ο οποίος, με βάση τη

θέση του ότι η πρόκληση και η υποκίνηση, ως μορφές τέλεσης του εγκλήματος, πρέπει να απευθύνονται
σε ορισμένο πρόσωπο ή ατομικά ορισμένη ομάδα ανθρώπων για τέλεση συγκεκριμένης πράξης, αρκεί
να πραγματοποιήθηκαν κατά τρόπο που μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές από αόριστο αριθμό ατόμων,

[359]
προαπαιτούμενο του επόμενου στοιχείου που θέτει ως απαραίτητο όρο (άγραφο) για την
πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 183 ΠΚ, ήτοι του να «προκληθεί η απόφαση ή
(να) διεγερθεί αόριστος αριθμός ατόμων να μην υπακούσουν σε νόμο, […] με αποτέλεσμα να
υπάρξει έτσι η δυνατότητα δημιουργίας έκρυθμης κατάστασης («ηλεκτρισμένης
ατμόσφαιρας») που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε διασάλευση της δημόσιας τάξης (δημιουργία
επεισοδίων κ.λπ.). Πρόκληση απόφασης (ανυπακοής εν προκειμένω) σε αόριστο αριθμό
ατόμων είναι σίγουρα αδύνατη δίχως την προηγούμενη ή έστω ταυτόχρονη αντίληψη του
νοήματος που εξωτερικεύεται από το δράστη της εκφοράς του λόγου. Το στοιχείο εκείνο που
καθιστά την πράξη δημόσια τελούμενη, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, είναι τελικά η
χρονική σύμπτωση «πομπού» και «δέκτη», να απευθύνεται δηλαδή ο δράστης σε αόριστο
αριθμό ατόμων, μη ατομικά προσδιορισμένο, και να γίνεται η πράξη αντιληπτή την ώρα που
τελείται1407. Κατόπιν των ανωτέρω, το στοιχείο της δημοσιότητας δε σηματοδοτεί τον τρόπο,
αλλά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος1408, υπό την έννοια ότι αποτέλεσμα δημοσιότητας
υπάρχει μόνο, όταν η πράξη γίνεται αντιληπτή από αόριστο αριθμό προσώπων την ώρα που
τελείται.
Κατά την άποψή μου, η απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο απαιτείται τελικά και
πρόκληση απόφασης σε αόριστο αριθμό ατόμων ξεφεύγει από το πλαίσιο της ερμηνείας του
όρου «δημόσια», ενώ συνάπτεται άμεσα με την ερμηνεία του έτερου στοιχείου της
αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, ήτοι της συγκεκριμένης δυνατότητας κινδύνου για
αόριστο αριθμό έννομων αγαθών, όπως αυτά προσδιορίστηκαν σε προηγούμενη ενότητα. Γι’
αυτό στο συγκεκριμένο σημείο θα αρκεστώ απλώς στο ότι η γραμματική ερμηνεία των
υπαλλαγών τέλεσης του αδικήματος, πλην ενδεχομένως της πρόκλησης, δεν επιτρέπει την
υιοθέτηση της άποψης ότι απαιτείται και πρόκληση απόφασης σε αόριστο αριθμό ατόμων για
τέλεση πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία. Από την άλλη, και είναι
αυτό που έχει σημασία στο παρόν σημείο, δε φαίνεται να είναι αρκετή για την τέλεση της
πράξης «δημόσια» απλώς η δυνατότητα αντίληψης της υποκίνησης, πρόκλησης κ.λπ. από
αόριστο αριθμό ατόμων, άλλων εκτός από εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται1409, όπως

δεν αποδέχεται την άποψη του Μανωλεδάκη η ενέργεια του δράστη να έγινε και αντιληπτή από
αόριστο αριθμό ατόμων.
1407 Έτσι υποστηρίζει ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 41. Βλ. εδώ και

Χ. Παπαστυλιανό, Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της ελευθερίας του λόγου,
ΠοινΔικ 2005, σ. 345, που προωθεί αυτήν τη σκέψη, λέγοντας ότι πρέπει να υπάρχει μια αμεσότητα
όσον αφορά στον προσδιορισμό του κινδύνου για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά, η οποία
αμεσότητα δεν προκύπτει τόσο από το γεγονός ότι υπάρχει άμεσος αποδέκτης του λόγου, όσο από την
ύπαρξη άμεσου στόχου.
1408 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, όπ.π., Αρμεν 1989, σ. 6-7 και ο ίδιος, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’

έκδοση, σ. 41.
1409 Πάντως σε κάθε περίπτωση είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να έχει περιέλθει σε γνώση και έτσι να

έχει γίνει αντιληπτή η συνιστώσα προτροπή, διέγερση κ.λπ. εξωτερίκευση από ένα τουλάχιστον άτομο
από αυτά προς τα οποία απευθύνεται, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα μιλούσαμε για συμπεριφορές

[360]
δέχεται ένα μέρος της θεωρίας και της νομολογίας για την ερμηνεία του σχετικού όρου στα
εγκλήματα επιβουλής της δημόσιας τάξης και της θρησκευτικής ειρήνης. Πάντως με βάση την
ερμηνεία του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 για την πλήρωση του όρου «δημόσια» ίσως και να
είναι υποστηρίξιμη απλώς η δυνατότητα για αντίληψη του νοήματος που εξωτερικεύεται με το
δημόσια εκφερόμενο ρατσιστικό λόγο (μέσω της υποκίνησης, πρόκλησης, διέγερσης και
προτροπής) από αόριστο αριθμό ατόμων, διότι ακόμα και έτσι καθίσταται δυνατή1410 η
διακινδύνευση αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών (ζωή, υγεία/σωματική
ακεραιότητα ή/και προσωπική ελευθερία)1411, όρος που είναι απαραίτητος να συντρέχει για τη
στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος. Για τη δημιουργία συγκεκριμένης δυνατότητας
κινδύνου για τα παραπάνω, σε αντίθεση βέβαια με την επίσης προστατευόμενη από τη διάταξη
δημόσια τάξη1412, αρκεί και ένας μόνο από το ακροατήριο να άκουσε το λόγο, να τον
αντιλήφθηκε και να μπορούσε να υποκινηθεί σε αυθαίρετες διακρίσεις ή σε πράξεις βίας ή

απρόσφορες να δημιουργήσουν τον οποιονδήποτε κίνδυνο για κάποιο από τα προστατευόμενα από τη
διάταξη έννομα αγαθά. Αν κανείς δεν άκουσε ή κανείς δεν αντιλήφθηκε μια δημόσια ομιλία, επειδή λ.χ.
δε λειτουργούσαν τα μικρόφωνα του ομιλητή ή μιλούσε σε ακατάληπτη ή σε ξένη, άγνωστη γλώσσα,
δεν είναι δυνατόν η συμπεριφορά του ομιλητή να οδηγήσει σε πράξεις βίας, μίσους ή σε διακρίσεις και
συνακόλουθα να δημιουργηθεί έστω δυνατότητα κινδύνου για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά. Βλ.
σχετικά και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Η ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των εγκλημάτων
ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης, ΠοινΔικ 2016, σ. 105. Βλ. επίσης και Ι. Μοροζίνη, Ν.
927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 80.
1410 Συντρεχουσών, βέβαια, και άλλων προϋποθέσεων. Ακριβώς «επειδή τον καθιστά πρόσφορο να

κινητοποιήσει αόριστο αριθμό προσώπων και δη ακόμη και εκ των προτέρων αγνώστων στον δράστη»,
όπως επισημαίνει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 74.
1411 Π.χ. ο αρχηγός μιας ολιγομελούς και μόλις συσταθείσας ακροδεξιάς, ρατσιστικής οργάνωσης καλεί

τα μέλη αυτής σε μια ομιλία που πρόκειται να δώσει στην αυλή μιας ιδιωτικής κατοικίας ενός εκ των
μελών της οργάνωσης εντός κατοικημένης περιοχής, στην οποία όμως ομιλία έχει γίνει γνωστό στην
ευρύτερη κοινωνία ότι μπορεί να παραστεί και να την ακούσει οποιοσδήποτε το επιθυμεί, έτσι ώστε να
διευρυνθεί πιθανώς και ο αριθμός των μελών της. Εν τέλει δεν εμφανίζεται κανείς στην ομιλία, η οποία
παρεμπιπτόντως λαμβάνει χώρα σε ώρα που υπάρχει κίνηση στην περιοχή, παρά μόνο τα λιγοστά μέλη
της οργάνωσης, όπου ο αρχηγός προτρέπει τους αποδέκτες του λόγου του να χτυπούν ανελέητα τους
αλβανούς μετανάστες, κάθε φορά που συναντούν κάποιον από αυτούς, διότι είναι κατώτεροί τους και
ανάξιοι να ζουν ανάμεσά τους στην ελληνική κοινωνία.
1412 Διότι, πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για δυνατότητα διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης σε ένα

συγκεκριμένο χωροχρόνο, αν δεν μπορεί να υπάρξει δυνατότητα μαζικής κινητοποίησης; Η τελευταία


πάλι για να διαπιστωθεί αντικειμενικά σε μία συγκεκριμένη περίπτωση απαιτείται να έχει γίνει
πράγματι αντιληπτός ο δημόσια εκφερόμενος λόγος από αόριστο αριθμό ατόμων και έτσι να
επηρεάστηκε από αυτόν σε κάποιο βαθμό, ώστε να μπορεί να οδηγηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση
το ακροατήριο σε λήψη απόφασης και περαιτέρω σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις,
μίσος ή βία.

[361]
μίσους σε βάρος όχι συγκεκριμένου, αλλά αόριστου αριθμού ατόμων που προσδιορίζονται π.χ.
με βάση τη θρησκεία ή την εθνοτική καταγωγή1413.
Όμως, όσον αφορά στο εδώ εξεταζόμενο αδίκημα, μπορεί να υπάρξει ισχυρός αντίλογος
στο κατά πόσο αρκεί η απλή δυνατότητα αντίληψης του λόγου από αόριστο αριθμό ατόμων για
την πλήρωση του όρου «δημόσια» και για την εντεύθεν θεμελίωση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979, με επιχειρήματα που αντλούνται από την ανάγκη για προστασία της ελευθερίας της
έκφρασης. Έχει λεχθεί και σε προηγούμενη ενότητα ότι τα αδικήματα που τυποποιούνται στο
Ν. 927/1979 ενέχουν τον κίνδυνο προσβολής του ατομικού δικαιώματος της ελευθερίας της
έκφρασης και ως εκ τούτου κάθε ερμηνεία των όρων της νομοτυπικής υπόστασης αυτών θα
πρέπει να εξασφαλίζει ότι η εν λόγω ποινικοποίηση εμπεριέχει ισχυρά θεμέλια για έναν
συνταγματικά ανεκτό περιορισμό του προαναφερθέντος ατομικού δικαιώματος. Έτσι κρίνεται
ορθότερο να υποστηριχθεί η άποψη ότι οι πράξεις του δράστη, όπως αυτές εννοιολογήθηκαν
παραπάνω, προκειμένου να είναι δημόσια τελούμενες, θα πρέπει να έχουν γίνει πράγματι
αντιληπτές από αόριστο αριθμό ατόμων, παρότι κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με την πάγια
θέση της νομολογίας1414, είτε ο δράστης απευθύνεται σε αόριστο αριθμό ατόμων είτε σε ένα,
αλλά συμβαίνει παράλληλα να γίνεται προσιτός ο λόγος του σε αόριστο αριθμό ατόμων. Με
1413 Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 107, όπου υποστηρίζει ότι «υπάρχει
επαρκής βάση ποινικοποίησης, γιατί η πράξη αποδεικνύεται αντικειμενικά πρόσφορη να υποκινήσει σε
πράξεις βίας ή σε διακρίσεις κατά ανθρώπων που προσδιορίζονται με βάση χαρακτηριστικά της
ταυτότητάς τους ως ανθρώπων, δηλ. να υποκινήσει κατά συγκεκριμένου προσώπου που φέρει αυτά τα
χαρακτηριστικά αλλά και κατά οποιουδήποτε άλλου τα φέρει, επειδή τα φέρει, και όχι επειδή είναι
αντικειμενικά πρόσφορη να οδηγήσει σε διακινδύνευση της δημόσιας τάξης».
1414 Έτσι και παλιότερα η ΔΑεροδΛ 113/1999, ΠοινΧρον 2001, σ. 377, υπό την ισχύ του άρ. 198 του ΠΚ

(το οποίο έχει πλέον καταργηθεί με το Ν. 4619/2019, η οποία, όσον αφορά στο έγκλημα του άρ. 198
ΠΚ, επεσήμανε χαρακτηριστικά ότι: «…Εξάλλου χαρακτηριστικό του υπόψη εγκλήματος αποτελεί η
δημοσιότητα της τέλεσής του, δηλαδή να έχει γίνει πράγματι η πράξη αντιληπτή από αόριστο αριθμό
ανθρώπων. Για να είναι αξιόποινη η κατά την ως άνω διάταξη βλασφημία των θείων, θα πρέπει η
πράξη να τελείται δημόσια, δηλαδή σε δημόσιο χώρο (: να γίνεται πράγματι αντιληπτή από αόριστο
αριθμό προσώπων) ή με δημόσιο τρόπο (λ.χ. στο ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδα κ.λπ.) ή και χρόνο
(: να έχει γίνει πράγματι αντιληπτή από ένα τέτοιο αριθμό). Παρόμοια και οι ΔΣτραΛ 87/2000,
ΠοινΧρον 2001, σ. 653, η οποία έκρινε ότι δε συντρέχει το στοιχείο της δημόσιας τέλεσης της πράξης,
διότι οι φράσεις εκστομιστήκαν παρουσία 15 έως 20 ατόμων (οπλιτών) και αν έγιναν αντιληπτές, θα
έγιναν από τα τελευταία άτομα και από 10 έως 15 άτομα (οπλίτες) που βρίσκονταν στο διπλανό θάλαμο.
Με τα παραπάνω πραγματικά δεδομένα γίνεται άμεσα κατανοητό ότι οι ως άνω φράσεις δεν έγιναν
αντιληπτές ούτε μπορούσαν να γίνουν (αντιληπτές) από αόριστο αριθμό προσώπων, αλλά ο αριθμός
των ατόμων που (πιθανόν να) τις αντιλήφθηκαν ήταν εντελώς περιορισμένος, ήτοι οι ευρισκόμενοι κατ’
εκείνη την ώρα στους δύο θαλάμους. Βλ. και ΣτρατΑεροδΑθ 36/1991, ΠοινΧρον 1992, σ. 327. Βλ.
συναφώς και Λ. Μαργαρίτη, Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΒερ 1227/1976, Αρμεν 1979, σ. 322, Ι.
Μανωλεδάκη, Η τέλεση της πράξης "δημόσια" ως στοιχείο της α.υ. των εγκλημάτων, Αρμεν 1989, σελ. 1
επ., τον ίδιο, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 40 επ., Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό Ποινικό
Δίκαιο, 1997, σελ. 398.

[362]
αυτή τη συνθήκη κατοχυρώνεται σε κάθε περίπτωση ότι ο δράστης δεν τιμωρείται για το
φρόνημά του και για το περιεχόμενο του λόγου του, αλλά για τη βλαπτικότητα (βλάβη ή
διακινδύνευση) που έχει ο τελευταίος πάνω σε έννομα αγαθά. Για την ακρίβεια, τιμωρείται για
τις ιδιότητες του λόγου του, ο οποίος πρέπει, για να είναι ποινικά κολάσιμος, να εμπεριέχει
τουλάχιστον μία συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου είτε για τη δημόσια τάξη είτε για έναν μη
προσδιορίσιμο εκ των προτέρων (δηλαδή αόριστο) αριθμό ατομικών έννομων αγαθών.
Συγκεκριμένη και όχι μια εντελώς αφηρημένη ή απομακρυσμένη δυνατότητα κινδύνου
υφίσταται, όταν υπάρχουν άμεσοι1415 αποδέκτες του μηνύματος που αντιλήφθηκαν το λόγο1416
ή η ομιλία πραγματοποιήθηκε με δημόσιο τρόπο (λ.χ. στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε μια
ζωντανή μετάδοση στο διαδίκτυο κ.λπ.) και πολύ περισσότερο, όταν ο στόχος είναι εμφανής
και παρών. Συνεπώς, οι ειδικότερες συνθήκες εκφοράς του λόγου (ο τρόπος με τον οποίο
εκφέρεται, το κοινό στο οποίο απευθύνεται, οι τρέχουσες κοινωνικές συγκυρίες υπό τις οποίες
εκστομίζεται, ο τόπος και ο χρόνος στον οποίο πραγματοποιείται και ειδικότερα η «σύμπτωση
πομπού και δέκτη»1417, δηλαδή η δημόσια εκφορά του, η μη παρουσία αστυνομικής δύναμης
κ.ά.) είναι εκείνες που μας επιτρέπουν να διαγνώσουμε με περισσότερη ασφάλεια ότι υπάρχει
συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου για τα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα αγαθά.
Εκτός όμως από το στοιχείο της δημόσιας τέλεσης της πράξης, το οποίο
παρεμπιπτόντως είναι βασικό προαπαιτούμενο σε κάθε περίπτωση, ο νομοθέτης όρισε ότι η
υποκίνηση, πρόκληση κ.λπ. μπορούν να τελούνται προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του
διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο. Η χρήση της τελευταίας γενικόλογης
φράσης φανερώνει ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων που προηγείται είναι ενδεικτική,
προφανώς διότι ο νομοθέτης δεν επιθυμούσε να περιοριστεί στις συγκεκριμένες μόνο μορφές
ανθρώπινης επικοινωνίας, αλλά να συμπεριλάβει και οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, πέραν
του προφορικού λόγου που λαμβάνει χώρα δια ζώσης καθώς και του τύπου 1418, αρκεί βέβαια

1415 Χωρίς βέβαια η αμεσότητα αυτή να προϋποθέτει απαραίτητα και τοπική εγγύτητα. Έτσι ο Ι.
Μανωλεδάκης, Μελέτες για εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο, 2004, σ. 350.
1416 Οι οποίοι πιθανόν είναι άγνωστοι στο δράστη, ο δε αριθμός τους δεν είναι δυνατό να

προσδιορισθεί εκ των προτέρων.


1417 Για την οποία κάνει λόγο ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, όπ.π., σ 41.

1418 Για τον εννοιολογικό προσδιορισμό του Τύπου, του εντύπου, του δημοσιεύματος και της

δημοσιεύσεως βλ. ΑΠ 345/2002, ΝΟΜΟΣ, όπου παρατίθενται οι ακόλουθες σκέψεις: «τύπος και
έντυπον, επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου τούτου είναι πάν ότι εκ τυπογραφίας ή
οιουδήποτε άλλου μηχανικού ή χημικού μέσου παράγεται εις όμοια αντίτυπα και χρησιμεύει εις
πολλαπλασιασμόν ή διάδοσιν χειρογράφων, εικόνων, παραστάσεων, μετά ή άνευ σημειώσεων ή
μουσικών έργων, μετά κειμένου ή επεξηγήσεων ή φωνογραφικών πλακών» καθώς και ότι «ως
δημοσίευσις εντύπου θεωρείται η διανομή, πώλησις, καθώς και η εις δημόσιον μέρος ή εν δημοσία
συναθροίσει ή εις μέρος προσιτόν εις το κοινόν τοιχοκόλλησις ή έκθεσις παντός εντύπου». Αδίκημα του
Τύπου υπάρχει όταν λάβει χώρα ή κατά την προηγούμενην παράγραφον δημοσίευσις». «Από τις
διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων τα οποία τελούνται δια του
Τύπου, ήτοι των εγκλημάτων του κοινού δικαίου, τα οποία προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα ή

[363]
και πάλι η πράξη να τελείται δημόσια1419. Εξάλλου και υπό την προγενέστερη μορφή του
άρθρου υπήρχε αντίστοιχη πρόβλεψη («… ή παντός ετέρου μέσου»), μόνο που αναφερόταν
στα μέσα και όχι σε άλλους πιθανούς τρόπους τέλεσης1420. Η εν λόγω διατύπωση είναι μεν
λακωνική, αλλά αρκετά περιεκτική, αφού δύναται να συμπεριλάβει οποιαδήποτε άλλη μορφή
εκδήλωσης – εξωτερίκευσης των νοημάτων του λόγου του δράστη, είτε είναι προφορική1421,
είτε είναι γραπτή, είτε προκύπτει από απεικονίσεις, είτε από ήχους είτε από οποιεσδήποτε
άλλες παραστάσεις1422, υπό τη μοναδική περιοριστική προϋπόθεση της δημόσιας τέλεσής της.
Αναμενόμενη ήταν και η προσθήκη της χρήσης του διαδικτύου στους πιθανούς τρόπους – μέσα
τέλεσης του εγκλήματος μετά από τη νομοθετική αλλαγή που επήλθε το 2014 με το Ν. 4285,
καθότι ένας μεγάλος αριθμός των σχετικών αδικημάτων τελείται πλέον μέσω του ίντερνετ1423.
Έτσι, λοιπόν, η προτροπή, διέγερση κ.λπ. είναι δυνατόν να τελούνται προφορικά 1424,
εγγράφως1425, δια του τύπου1426, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης1427, του

από τους ειδικούς ποινικούς νόμους, όταν τελούνται με κατάχρηση του Τύπου, ως μέσου για την
εκδήλωσή τους (Ολ. Α.Π. 759/1988) δεν αρκεί να συντρέχει το στοιχείο του εντύπου, όπως
εννοιολογικώς προσδιορίζεται από το άρθρο 1 του αν.ν. 1092/1938, αλλά προσαπαιτείται και η
δημοσίευσή του, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου, όταν
συντελεσθεί η διανομή ή πώληση του εντύπου, καθώς και η τοιχοκόλληση ή έκθεση αυτού σε δημόσιο
μέρος ή σε δημόσια συνάθροιση ή σε μέρος προσιτό στο κοινό».
1419 Όπως η έννοια αυτή προσδιορίσθηκε στις μόλις προηγούμενες παραγράφους.

1420 Αδιάφορη αυτή η διάκριση σε μέσα και τρόπους, αφού το ένα μπορεί άνετα να καλύπτει το άλλο.

1421 Όχι πλέον δια ζώσης, αλλά με την παρεμβολή οπτικοακουστικών μέσων.

1422 Βλ. και τη διατύπωση της προγενέστερης μορφής του άρθρου 1 παρ. 1, που έκανε λόγο για

προτροπή «είτε δια του τύπου ή δια γραπτών κειμένων ή εικονογραφήσεων». Βλ. και την υπ’ αριθμ.
(αδημ.) 913/2009 ΠεντΕφΑθ.
1423 Βλ. συναφώς ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με

τη χρήση του διαδικτύου ως εργαλείου διάδοσης των ρατσιστικών μηνυμάτων των χρηστών βλ. Ε.
Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 729-730. Βλ. συναφώς στον ιστόποτο της Ε.Ε.
(https://ec.europa.eu) και τον “Code of conduct on countering illegal hate speech online” τον οποίο
συναποδέχτηκαν το Μάιο του 2016 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από κοινού με το Facebook, το Twitter, το
Youtube και τη Microsoft προκειμένου να αποτραπεί η διάδοση του παράνομου ρατσιστικού λόγου στο
διαδίκτυο.
1424 Π.χ. με μια δημόσια ομιλία, προφορικά συνθήματα.

1425 Π.χ. με αναγραφή συνθημάτων σε τοίχους, σε διανεμόμενα φυλλάδια σε μεγάλο αριθμό ατόμων,

που ξεφεύγει από τον άμεσο έλεγχο του δράστη, ενώ η παράδοση σε ένα μόνο άτομο δεν μπορεί να
υπαχθεί εδώ, εκτός και αν ο δράστης προβλέπει την περαιτέρω κυκλοφορία του φυλλαδίου-εγγράφου
από το άτομο στο οποίο το παραδίδει και την αποδέχεται (βλ. και το άρθρο 1, παρ. 1 στοιχ. β’ της υπ’
αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε.), σε πλακάτ, σε πανό, σε πινακίδες, σε επιγραφές
στην είσοδο καταστημάτων ή κέντρων διασκέδασης, με την κυκλοφορία μιας εφημερίδας κ.λπ.
1426 Έντυπου και ηλεκτρονικού (π.χ. με ένα άρθρο σε εφημερίδα, με μια δημοσιευμένη επιστολή

αναγνώστη σε εφημερίδα). Για τα είδη του βλ. Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1185.
1427 Π.χ. κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής εκπομπής.

[364]
κινηματογράφου1428, του θεάτρου, της μουσικής βιομηχανίας και εν γένει της παραγωγής
προϊόντων καλλιτεχνικού περιεχομένου1429, με εικόνες ή παραστάσεις1430, μέσα από μαζικές
ηλεκτρονικές αλληλογραφίες που αποστέλλονται σε αόριστο αριθμό ατόμων1431, από
ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης1432, από κοινωνικά μέσα κοινοποίησης, αναπαραγωγής και
διαμοιρασμού βίντεο1433 κ.λπ., υπό την προϋπόθεση η αναμετάδοση/προβολή του ρατσιστικού
λόγου να είναι ελεύθερα προσβάσιμη στον οποιοδήποτε χρήστη του διαδικτύου, χωρίς δηλαδή
να απαιτείται η χρήση κάποιου κωδικού για την πρόσβαση στο εν λόγω περιεχόμενο.

3.2. Απόπειρα – Συμμετοχή

Νοητή είναι η θεμελίωση καταρχήν αδίκου της δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή
διακρίσεων μέσω των ειδικών μορφών εμφάνισης του εγκλήματος, της απόπειρας και της
συμμετοχικής δράσης.

3.2.1. Απόπειρα

Η δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων, μολονότι έγινε δεκτό ότι είναι
έγκλημα τυπικό, είναι δεκτικό απόπειρας. Ο παλιά υποστηριζόμενος θεωρητικός αφορισμός
ότι τα τυπικά εγκλήματα συλλήβδην πρέπει να θεωρούνται ως ανεπίδεκτα απόπειρας1434

1428 Π.χ. μέσα από τις στιχομυθίες των πρωταγωνιστών του έργου.
1429 Μέσα από τηλεοπτικές διαφημίσεις, τραγούδια και ποίηση, όπως επισημαίνει ο Ι. Μοροζίνης, Ν.
927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 73 και παλιότερα ο Γ. Αποστολάκης, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ.
1185.
1430 Π.χ. η εικαστική απεικόνιση σε αντιμεταναστευτική προεκλογική αφίσα ακροδεξιάς οργάνωσης

μιας γυμνής, λευκής γυναίκας που βρίσκεται σκλάβα στα χέρια Αράβων συνοδευόμενη από τη φράση
"Οι Ευρωπαίοι ψηφίζουν την AfD" και "Για να μην γίνει Ευραβία (σ.σ. λογοπαίγνιο με την "Αραβία") η
Ευρώπη". Βλ. επίσης και την υπόθεση που αντιμετωπίσθηκε στην Bay OLG, NJW 1990, 2479, όπως τη
μεταφέρει ο Σ. Καρεκλάς, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 641-642, όπου και επρόκειτο για μια αφίσα στα πλαίσια
προεκλογικής εκστρατείας στην οποία ήταν πρωτόγνωρα ζωγραφισμένο ένα κεφάλι μαύρου με τη
λεζάντα «Αντί για άμβλωση στη Γερμανία-προφυλακτικά για τον τρίτο κόσμο», η οποία πάντως
κρίθηκε εντέλει ότι δεν αποσκοπούσε στη διέγερση μίσους σε βάρος ανθρώπων που προέρχονταν από
χώρες του τρίτου κόσμου.
1431 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 73.

1432 Π.χ. facebook, instagram, linked in, twitter κ.ά.

1433 Π.χ. Youtube.

1434 Βλ. σχετικά ΑΠ 211/1970, ΠοινΧρον 1979, σ. 442, με αντίθετο σχόλιο Ν. Ανδρουλάκη. Βλ. επίσης

Α. Μπουρόπουλο, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος: κατ’ άρθρον, σ. 156, Α. Τούση – Α. Γεωργίου,
Ποινικός Κώδιξ: ερμηνεία κατ’ άρθρον, 1967, σ. 506, Α. Στάικου, Επίτομος Ερμηνεία Ελληνικού
Ποινικού Κώδικος, τ. Β’, 1955, σ. 335-337.

[365]
σήμερα έχει εγκαταλειφθεί1435. Δεν είναι ο χαρακτηρισμός ενός εγκλήματος ως τυπικού που
αποκλείει τη δυνατότητα θεμελίωσης απόπειρας αυτού, αλλά ο ακριβής προσδιορισμός του
εννοιολογικού εύρους της αξιόποινης συμπεριφοράς του εκάστοτε τυπικού εγκλήματος που
επιτρέπει ή όχι την κατάφαση δυνατότητας τέλεσής του εν αποπείρα. Γι’ αυτό και πλέον τείνει
να επικρατήσει η άποψη ότι σε όλα αδιακρίτως τα τυπικά εγκλήματα χωρεί καταρχήν
απόπειρα. Βέβαια, υποστηρίζεται1436 ότι η παραδοχή τούτη δεν ισχύει σε περιπτώσεις τυπικών
εγκλημάτων όπου η ουσία του αδίκου εντοπίζεται στη μοναδική ενέργεια του δράστη, όπου και
ενυπάρχει η όλη ουσία του εγκλήματος. Με βάση αυτή τη σκέψη φαίνεται να αποκλείεται η
παραδοχή της απόπειρας στην εξύβριση1437. Σύμφωνα, τέλος, με μια άλλη άποψη1438 τα τυπικά
εγκλήματα είναι δεκτικά απόπειρας υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η τυποποιούμενη στην
αντικειμενική υπόσταση συμπεριφορά περιγράφεται ως σύνθετη ή όταν η πράξη εντάσσεται
σε μια διαδικασία που διαρκεί και ενδεχομένως συμπράττουν και άλλα, εκτός από το δράστη,
πρόσωπα για την ολοκλήρωσή της1439.
Αν επανέλθουμε στην αντικειμενική υπόσταση του εδώ εξεταζόμενου αδικήματος θα
διαπιστώσουμμε ότι το κομμάτι αυτής που περιγράφει τη συμπεριφορά του δράστη
περιορίζεται στην πράξη υποκίνησης, πρόκλησης, διέγερσης ή προτροπής. Όπως έγινε δεκτό
στο οικείο μέρος όπου αναλύεται η συγκεκριμένη συμπεριφορά, η δημόσια υποκίνηση βίας,
μίσους ή διακρίσεων είναι έγκλημα εξωτερίκευσης, το οποίο πρέπει να επιδρά στον κοινωνικό
χώρο. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο δράστης να εξωτερικεύει τις σκέψεις που έχει στο μυαλό του1440,

1435 Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος ΙΙ. Απόπειρα και συμμετοχή, 2005, σ. 64-65, Γ.Α. Μαγκάκης,
ΠΔ. Διάγραμμα, 1984, σ. 378 και Ν. Χωραφάς, Ποινικόν Δίκαιον, τόμος Α, επιμ. Κ. Σταμάτη, 1978, σ.
328.
1436 Η. Γάφος, Γενικό Μέρος Ποινικού Δικαίου, τεύχος Β’, 1975, σ. 356, σημ. 390 και Α.

Μπουρόπουλος, Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, τόμος Α’, 1959, σ. 120.


1437 Βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 574-575, που κάνει διάκριση ανάμεσα

στην εξύβριση με έργα και στην εξύβριση με λόγια, με κριτήριο την παραδοχή ή μη απόπειρας. Μόνο η
πρώτη, που είναι έγκλημα ουσιαστικό σύμφωνα με την άποψη αυτή, επιδέχεται απόπειρα.
1438 Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 573. Πρβλ. όμως και Κ. Σταμάτη, Συστηματική

Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, 2005, άρθρο 42, σ. 654, όπου διατυπώνει τις επιφυλάξεις του αναφορικά
με τα υποστηριζόμενα από εκπροσώπους της θεωρίας κριτήρια (μοναδική ενέργεια, σύνθετη πράξη,
διάρκεια) για την υιοθέτηση της δυνατότητας απόπειρας στα τυπικά εγκλήματα, λόγω της
περιπτωσιολογικής αντιμετώπισης του ζητήματος και της εντεύθεν αδυναμίας παροχής ενιαίας λύσης.
1439 Έτσι και ο Α. Παπαδαμάκης, Η απόπειρα στα τυπικά εγκλήματα, σε: Προβλήματα της απόπειρας

στο ποινικό δίκαιο, 1995, σ. 70-71. Σύμφωνος και ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. ΙΙ. Απόπειρα και Συμμετοχή,
2004, σ. 64-65. Έτσι και ο Χ. Μυλωνόπουλος, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 735.
1440 Βλ. για παράδειγμα Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, 2016, σ. 121, ο οποίος αναφέρει ότι στην

περίπτωσητου δράστη που εκφωνεί απλώς το λόγο του μπροστά στον καθρέφτη δεν υπάρχει καν
εξωτερίκευση, «αφού δεν είναι συμπεριφορά που προορίζεται να γίνει αντιληπτή από κάποιον
αποδέκτη».

[366]
αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να απευθύνεται σε άλλο φυσικό πρόσωπο 1441. Περαιτέρω, μετά
την ολοκλήρωση της απεύθυνσης είναι αναγκαία και η αντίληψη της εξωτερίκευσης από τον
αποδέκτη του λόγου με τις αισθήσεις του. Πολύ περισσότερο απαιτείται και η αντίληψη του
νοήματος-περιεχομένου της εκδήλωσης του δράστη από αυτούς προς τους οποίους
απευθύνεται, δίχως όμως να χρειάζεται και η πρόκληση απόφασης για τέλεση πράξεων βίας,
μίσους ή διακρίσεων κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων. Στο σημείο αυτό, όμως, χρειάζεται
μια διευκρίνιση· η δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων ανήκει, όπως τονίστηκε και
παραπάνω, στην κατηγορία των εγκλημάτων εξωτερίκευσης, στα οποία καταρχήν γίνεται
δεκτό ότι υπάρχει τυποποιημένο αποτέλεσμα1442. Για παράδειγμα, στην εξύβριση το
αποτέλεσμα αυτό δεν είναι, βέβαια, η απλή περιέλευση του μηνύματος στον αποδέκτη του
λόγου, αλλά το γεγονός ότι η εξύβριση «επενεργεί επί του υλικού αντικειμένου «άνθρωπος»
που είναι και ο φορέας του εννόμου αγαθού της τιμής, όταν αντιλαμβάνεται την καταφρόνηση·
είναι αυτή ακριβώς η επενέργεια στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου που ενσαρκώνει την
προσβολή του νομικού αντικειμένου (εννόμου αγαθού), ήτοι το άδικο αποτελέσματος, και όχι η
απλή λήψη γνώσης της δήλωσης»1443. Στο εδώ εξεταζόμενο αδίκημα, όμως, το πρόσωπο ή τα
πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ο δράστης, στη συνείδηση των οποίων προσπαθεί
αντικειμενικά να επιδράσει, δε συνιστούν το φορέα του προστατευόμενου με τη διάταξη και
προσβαλλόμενου με την πράξη έννομου αγαθού, αλλά τρίτα πρόσωπα. Με άλλα λόγια, η
συμπεριφορά του δράστη δεν επενεργεί επί του υλικού αντικειμένου που ενσαρκώνει τον
φορέα του προστατευόμενου έννομου αγαθού και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα της αντίληψης
και κατανόησης από τα άτομα αυτά του περιεχομένου του νοήματος της εκδήλωσης, ακόμα και
αν μπορεί να θεωρεί ως μια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, νοητά διακριτή κατά τόπο και
χρόνο από τη συμπεριφορά που την παρήγαγε1444, δεν είναι, ωστόσο, αποτέλεσμα με τη στενή-
τεχνική έννοια του όρου1445. Κι αυτό ισχύει, καθότι αποτέλεσμα με την τεχνική έννοια του όρου
δε συνιστά μια οποιαδήποτε χωροχρονικά διακριτή μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο που

1441 Να έχει, δηλαδή, επίδραση στον κοινωνικό χώρο. Για παράδειγμα ο δράστης που μονολογεί
φωναχτά στο σπίτι του μπορεί να εξωτερικεύει τις σκέψεις του, εντούτοις δεν πράττει καν, συνεπώς δεν
μπορεί να γίνει λόγος και για απόπειρα.
1442 Με τη στενή-τεχνική του όρου έννοια. Ως εκ τούτου χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα

αποτελέσματος ή ουσιαστικά Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 171, υποσημ.
12, Δ. Κιούπη, Η εξύβριση, σ. 101-102, τον ίδιο, Ο τόπος τέλεσης του διαδικτυακού εγκλήματος και η
απροσδόκητη διεύρυνση της έννοιας της «ημεδαπής» (άρθρο 5 παρ. 3 ΠΚ), ΠοινΧρον 2014, σ. 566.
1443 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 66 και 179.

1444 Έτσι παραδοσιακά η ελληνική θεωρία επί της τεχνικής έννοιας του αποτελέσματος. Βλ. ενδεικτικά

Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 170, Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ. Γενικό Μέρος. Ι.,
2007, σ. 146, Α. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου Ι, 2010, σ. 228 επ..
1445 Αναλυτικότερα Ι. Μοροζίνη, Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής

υπόστασης, ΠοινΧρον 2015, σ. 486 επ. Πρβλ. όμως και Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ.
569-570, όπου υποστηρίζεται ότι τα εγκλήματα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, όπως έγινε
δεκτό ότι είναι και το εδώ εξεταζόμενο, έχουν το χαρακτηριστικό ότι είναι ουσιαστικά και όχι τυπικά.

[367]
μπορεί να προκληθεί και από φυσικές δυνάμεις, «αλλά μόνο εκείνη η (τέτοια) μεταβολή που,
επιπλέον, συνεφέλκεται μια κατάσταση αποδοκιμαζόμενη από το δίκαιο»1446, δηλαδή μια
χωροχρονικά διακριτή επενέργεια (βλάβη ή διακινδύνευση) επί του υλικού αντικειμένου που
εξατομικεύει και ενσαρκώνει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό. Συνεπώς, η δημόσια
υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων είναι έγκλημα τυπικό ή, αλλιώς, απλής
συμπεριφοράς.
Περαιτέρω είναι σαφές ότι οι υπαλλακτικά διατυπωμένες στην αντικειμενική υπόσταση
του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 πράξεις διέρχονται σταδίων και ως εκ τούτου είναι δυνατή η
θεμελίωση απόπειρας στις περιπτώσεις εκείνες που δεν πραγματοποιήθηκαν όλα τα στάδια
για την ολοκλήρωση της πράξης υποκίνησης, πρόκλησης, διέγερσης ή προτροπής. Αν λ.χ. ο
αποδέκτης του λόγου δεν αντιλήφθηκε την εξωτερίκευση του δράστη, επειδή για παράδειγμα
δεν πρόσεξε ή δεν άκουσε καλά ή επειδή διεκόπη η αναμετάδοση του μηνύματος λόγω
τεχνικών προβλημάτων ή επειδή δεν μπήκε ακόμα στο ρατσιστικό blog του δράστη, δεν
υπάρχει ολοκληρωμένη αξιόποινη πράξη. Επίσης απόπειρα και όχι τετελεσμένη πρόκληση ή
διέγερση κ.λπ. υφίσταται και στις περιπτώσεις που ο αποδέκτης του λόγου αντιλήφθηκε μεν με
τις αισθήσεις του το λόγο, αλλά δεν κατανόησε το περιεχόμενο-νόημα αυτού (γιατί, για
παράδειγμα, δε μιλούσε τη γλώσσα1447). Στις προαναφερθείσες περιπτώσεις δεν αποκλείεται η
κατάφαση της απόπειρας, καθότι ο δράστης έχει αρχίσει να τελεί ένα μέρος της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος1448 και συνεπώς υπάρχει αρχή εκτέλεσης1449. Εξάλλου, σύμφωνα
και με το άρ. 42 ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 4619/2019, η αρχή εκτέλεσης
προσδιορίζεται πλέον με μεγαλύτερη σαφήνεια1450, ώστε να είναι σαφές ότι ένα έγκλημα

1446 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 486 επ. με πολυάριθμες παραπομπές σε σχετική
γερμανική βιβλιογραφία και αρθρογραφία.
1447 Εδώ, βέβαια, τίθεται θέμα πρόσφορης ή απρόσφορης απόπειρας. Η κατάφαση της μίας έναντι της

άλλης δεν είναι άμοιρη έννομων συνεπειών, δεδομένης της κατάργησης της (απολύτως) απρόσφορης
απόπειρας με το νέο ποινικό κώδικα.
1448 Δεν πρόκειται για ατιμώρητες προπαρασκευαστικές πράξεις.

1449 Βλ. σχετικά και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 121. Πρβλ. εδώ Ι.

Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 68 σε συνδυασμό με σ. 62-63, όπου δέχεται
μεν τη δυνατότητα απόπειρας στο συναφές έγκλημα της δημόσιας πρόκλησης-διέγερσης σε διάπραξη
εγκλημάτων (άρ. 184 ΠΚ), ωστόσο, η παραδοχή του αυτή βασίζεται στη σκέψη ότι το εν λόγω έγκλημα
είναι αποτελέσματος και όχι τυπικό, συμπέρασμα που συνάγει από τη συστηματική ερμηνεία της
διάταξης, με βάση την οποία απαιτείται και πρόκληση απόφασης σε αόριστο αριθμό ατόμων να
τελέσουν το προκαλούμενο έγκλημα, γιατί μόνο τότε δημιουργείται στοιχειώδης έστω κίνδυνος για το
προστατευόμενο έννομο αγαθό, ήτοι τη δημόσια τάξη (εν αντιθέσει με την εδώ υποστηριζόμενη άποψη
για το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, σύμφωνα με την οποία δε χρειάζεται και πρόκληση απόφασης σε
αόριστο αριθμό ατόμων να προβούν σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία,
για την κατάφαση της προσφορότητας της συμπεριφοράς να προκαλέσει στη συγκεκριμένη περίπτωση
κίνδυνο για τα προστευόμενα έννομα αγαθά).
1450 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», άρθρο 42 ΠΚ.

[368]
βρίσκεται στο στάδιο της απόπειρας, όταν ο δράστης, με δόλο ολοκλήρωσης του εγκλήματος,
αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, δηλαδή όταν πραγματώνει
ένα τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης1451. Ο δράστης, λοιπόν, που εξωτερικεύει το λόγο του
απευθυνόμενος σε άλλο φυσικό πρόσωπο1452, προσπαθώντας αντικειμενικά να επιδράσει στη
συνείδησή του, ακόμα και αν δεν τα κατάφερε, πάντως έκανε ό,τι ήταν να κάνει και, μάλιστα,
αυτό που έκανε αποτελεί μέρος της τυποποιημένης στην αντικειμενική υπόσταση πράξης και
άρα πληροί ένα μέρος της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.
Έτσι υπάρχει απόπειρα υποκίνησης, πρόκλησης κ.λπ. ήδη από τη στιγμή που ο δράστης
στέλνει με ταχυδρομείο το ρατσιστικό του μήνυμα σε τοπικές εφημερίδες και πριν φτάσει
στους αποδέκτες, δεν υπάρχει όμως απόπειρα, όταν απλώς συντάσσει ακόμα το κείμενο της
ρατσιστικής επιστολής, καθότι πρόκειται για μη αξιόποινη προπαρασκευαστική πράξη.
Είναι αυτονόητο ότι για την κατάφαση της απόπειρας, πέρα από τα αντικειμενικά
στοιχεία της αρχής εκτέλεσης της αξιόποινης πράξης και της μη ολοκλήρωσης του εγκλήματος,
απαιτείται και το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου του δράστη. Θα πρέπει, δηλαδή, ο
τελευταίος να καλύπτει με δόλο όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, ακόμα και αυτά που
υπολείπονται. Πιο συγκεκριμένα, ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει και να θέλει να γίνει
αντιληπτός ο λόγος του και κατανοητό το περιεχόμενο αυτού από αόριστο αριθμό προσώπων
και παράλληλα να έχει δόλο διακινδύνευσης των προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων
αγαθών, όπως ο δόλος αυτός εξειδικεύεται παρακάτω κατά την ανάλυση της απαιτούμενης
από τη διάταξη μορφής υπαιτιότητας.
Τέλος, στις περιπτώσεις που ο λόγος του δράστη είναι απολύτως απρόσφορος να
καταστεί αντιληπτός από αόριστο αριθμό ατόμων (λ.χ. εξαιτίας του μέσου δημοσιότητας που
επέλεξε ο δράστης ή της γλώσσας την οποία ομιλεί ή των εν γένει συνθηκών τέλεσης) θα
πρόκειται για απρόσφορη απόπειρα δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων. Αυτή
όμως θα πρέπει να μείνει ατιμώρητη, όχι μόνο λόγω της νομοθετικής κατάργησης της
απρόσφορης απόπειρας1453, αλλά και ενόψει της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του
λόγου1454. Στις περιπτώσεις δε που ο λόγος του δράστη είναι σχετικά απρόσφορος να γίνει
αντιληπτός από το κοινό του (π.χ. η ένταση του ήχου που βγαίνει από το μικρόφωνο είναι τόσο

1451 Σε ένα γνήσιο σύστημα αντικειμενικού αδίκου η απόπειρα, ως επέκταση του αξιοποίνου,
νομιμοποιείται όταν αναφέρεται σε τυποποιημένα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Βλ. όμως
και Χ. Μυλωνόπουλο, Ζητήματα απόπειρας κατά το νέο Ποινικό Κώδικα, ΠοινΧρον 2020, σ. 321 επ.
καθώς και τον ίδιο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 708 επ. για τις εκεί ορθές παρατηρήσεις του.
1452 Χρονικό σημείο από το οποίο, άλλωστε, ξεκινά και η παραγραφή του εγκλήματος (άρθρο 112 ΠΚ),

διότι ως χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ενέργησε ο δράστης, και
συγκεκριμένα ο χρόνος κατά τον οποίο έληξε η πράξη του, χωρίς να έχει σημασία ο χρόνος που γίνεται
αντιληπτός ο λόγος του δράστη (άρ. 17 ΠΚ).
1453 Ως «αποφασιστικής εκτροπής από τις αρχές του αντικειμενικού αδίκου». Έτσι στην αιτιολογική

έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», άρθρο 43.
1454 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β΄έκδοση, σ. 69.

[369]
χαμηλή, ώστε η αντίληψη να φαίνεται απίθανη όχι όμως και αδύνατη), ο δράστης θα
τιμωρηθεί κανονικά βάσει του άρ. 42 παρ. 1 ΠΚ1455.
Νοητή είναι η εκούσια υπαναχώρηση του δράστη της δημόσιας υποκίνησης βίας,
μίσους ή διακρίσεων σε στάδιο μη πεπερασμένης ή ανολοκλήρωτης απόπειρας, εφόσον
πληρούνται οι όροι του άρθρου 44 παρ. 1 ΠΚ. Υποστηρίζεται1456 ότι η υπαναχώρηση από
πεπερασμένη απόπειρα είναι νοητή μόνο στα εγκλήματα αποτελέσματος, καθότι σε αυτά
υπάρχει αποτέλεσμα διακριτό από τη συμπεριφορά που το προκάλεσε και άρα υφίσταται
χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί να παρέμβει ο δράστης του εγκλήματος και να
αναστρέψει την πορεία που δρομολόγησε ο ίδιος προς την επέλευση του κινδύνου ή της
βλάβης του έννομου αγαθού. Αντίθετα, στα τυπικά εγκλήματα, όπου, κατά την ως άνω
υποστηριζόμενη άποψη, η συμπεριφορά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και συμπίπτει με την
τελείωση του εγκλήματος, δυνατότητα υπαναχώρησης από πεπερασμένη απόπειρα δεν
υφίσταται. Κάθε προηγούμενο στάδιο μόνο στην έννοια της μη πεπερασμένης απόπειρας
μπορεί να ενταχθεί. Στο υπό εξέταση αδίκημα, μολονότι μπορεί να υφίσταται χρονικό κενό
μεταξύ της πράξης του δράστη, δηλαδή της εξωτερίκευσης του λόγου του, και της αντίληψης
και κατανόησης αυτού από τους αποδέκτες του, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δυνατότητα για
υπαναχώρηση από πεπερασμένη απόπειρα1457 δεν είναι νοητή, καθότι το αποτέλεσμα την
επέλευση του οποίου παρεμπόδισε ο δράστης δεν είναι αποτέλεσμα με τη στενή-τεχνική
έννοια του όρου, δεν είναι δηλαδή το αξιόποινο αποτέλεσμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο
44 παρ. 3 ΠΚ. Συμπερασματικά λοιπόν μπορεί να γίνει λόγος μόνο για υπαναχώρηση από μη
πεπερασμένη απόπειρα1458.
Ένα τελευταίο ζήτημα που χρήζει διευκρίνισης είναι το ακόλουθο: είναι άραγε το άρθρο
1 παρ. 1 Ν. 927/1979 περίπτωση κατά την οποία ο νομοθέτης έχει αναγάγει την απόπειρα
εγκλήματος σε αυτοτελές έγκλημα και ως εκ τούτου, κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη1459,
ανεπίδεκτο απόπειρας, λόγω απαράδεκτης περαιτέρω επέκτασης του αξιοποίνου (ως απόπειρα
της απόπειρας)1460; Σύμφωνα με την ανάλυση της αντικειμενικής υπόστασης του υπό κρίση

1455 Βλ. συναφώς Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 725 επ.
1456 Βλ. Α. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη Ποινικού δικαίου Ι, 2010, σ. 702. Βλ. επίσης Γ. Μπέκα, Η ποινική
αξιολόγηση της μεταστροφής του δράστη στο στάδιο της απόπειρας ανάλογα με το χρόνο εκδήλωσής
της, σε Προβλήματα της απόπειρας στο ποινικό δίκαιο, 1995, σ. 121 κ.επ.
1457 Αφού ο δράστης ολοκλήρωσε τις ενέργειές του.

1458 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 121.

1459 Βλ. για την προβληματική αυτή ενδεικτικά Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. ΙΙ. Απόπειρα και Συμμετοχή,

2004, σ. 63-64 Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 565 επ. και Ν. Χωραφά, Ποινικόν
Δίκαιον, τόμος Α’, επιμ. Κ. Σταμάτη, 1978, σ. 329.
1460 Πρόκειται ουσιαστικά για την περίπτωση που ο νομοθέτης έχει αναγάγει την απόπειρα σε

αυτοτελές έγκλημα προκειμένου «να προσδοθεί σε αυτή ποινική αυτοτέλεια απέναντι στο
ολοκληρωμένο έγκλημα», όπως είναι χαρακτηριστικά η απόπειρα ηθικής αυτουργίας (άρ. 186 ΠΚ).
Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004 σ. 566. Σε μια τέτοια περίπτωση, λέει, έχει

[370]
άρθρου και την εδώ υποστηριζόμενη άποψη, από τη χρήση των ρημάτων υποκινεί, προκαλεί,
διεγείρει και προτρέπει, ως μορφών αξιόποινης συμπεριφοράς, προκύπτει ότι για την πλήρωση
της αντικειμενικής υπόστασης δε χρειάζεται η υποκίνηση, η πρόκληση κ.λπ. να βρήκαν
ανταπόκριση, να πείσθηκε δηλαδή κάποιος να τελέσει τις πράξεις εκείνες που μπορούν να
προκαλέσουν (ή συνιστούν οι ίδιες) διακρίσεις, μίσος ή βία, αρκεί να προσπάθησε ο δράστης
να προκαλέσει σε άλλον (ή σε άλλους) την απόφαση για πράξη απλώς εκστομίζοντας το λόγο
του. Οι πράξεις, δηλαδή, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση βρίσκονται στο στάδιο
μιας προσπάθειας να ολοκληρωθεί μια εγκληματική συμπεριφορά κι έτσι φαίνεται να
πρόκειται για μια περίπτωση αναγωγής απόπειρας σε αυτοτελές έγκλημα. Ενδεικτικό
παράδειγμα αυτής της κατηγορίας αποτελούν ορισμένα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης
του έκτου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους ΠΚ, που τυποποιούν περιπτώσεις απόπειρας ή
αποτυχημένης ηθικής αυτουργίας, όπως με μια πρώτη εντύπωση συμβαίνει και εδώ. Είναι,
όμως, πράγματι έτσι;
Ως γνωστόν η ηθική αυτουργία αποτελεί μια μορφή συμμετοχικής πράξης το ουσιαστικό
άδικο της οποίας εντοπίζεται στη συγκεκριμένη διακινδύνευση συγκεκριμένης μονάδας
έννομου αγαθού1461. Ο ηθικός αυτουργός είναι το πρόσωπο εκείνο που στρέφει-κατευθύνει τη
φυσική δύναμη ενός άλλου ανθρώπου κατά συγκεκριμένης μονάδας έννομου αγαθού, ο δε
φυσικός αυτουργός πράγματι εξαπολύει τη δική του δύναμη κατά της ίδιας ως άνω μονάδας
έννομου αγαθού, πράττοντας τελικά άδικα, με βάση το σύστημα της περιορισμένης
αντικειμενικής εξάρτησης, που ισχύει στον ελληνικό ποινικό κώδικα. Αντίθετα, δε συνιστά
ηθική αυτουργία μια γενική κατεύθυνση της βούλησης-δύναμης αόριστου αριθμού προσώπων,
προσώπων δηλαδή που δεν είναι δυνατόν εκ των προτέρων να προσδιορισθούν ή να
εξατομικευτούν από τον ηθικό αυτουργό1462, έστω ως μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας,
εναντίον επίσης αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών. Όταν για παράδειγμα ο
αρχηγός μιας ακροδεξιάς, ρατσιστικής οργάνωσης εκφωνεί δημόσια έναν πύρινο λόγο, με τον
οποίο προτρέπει γενικά όποιον τον αντιληφθεί και συμφωνεί μαζί του να εξοπλισθεί με ρόπαλα
και να καταδιώξει όλους τους μετανάστες συγκεκριμένης εθνικής καταγωγής που βρίσκονται
στην πόλη του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ηθικός αυτουργός της σωματικής βλάβης που έχει
τελέσει κάποιος από το ακροατήριό του σε βάρος ενός πακιστανού μετανάστη. Κι αυτό, διότι
δεν προκάλεσε απόφαση σε έναν ατομικά ορισμένο αποδέκτη να τελέσει μία συγκεκριμένη
πράξη κατά συγκεκριμένης μονάδας έννομου αγαθού, όπως απαιτείται στην ηθική αυτουργία.
Εξάλλου, το άρθρο 186 ΠΚ, υπό τη νέα του μορφή, προϋποθέτει δόσιμο ή υπόσχεση αμοιβής
σε «άλλον» να τελέσει «ορισμένο» κακούργημα ή πλημμέλημα. Αποκτά κι αυτό ουσιαστικά

εξαντληθεί νοηματικά η δυνατότητα περαιτέρω γενικής επέκτασης του αξιοποίνου μέσω της
παραδοχής της απόπειρας.
1461 Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 623, «το

ουσιαστικό άδικο της συμμετοχής (εν γένει) βρίσκεται λοιπόν στην εμπειρικά εξατομικευμένη
επικινδυνότητά της ενόψει συγκεκριμένης προσβολής έννομου αγαθού».
1462 Όποιος, δηλαδή, αντιληφθεί π.χ. το λόγο.

[371]
άδικο χαρακτήρα, όταν ο δράστης βάζει σε κίνδυνο συγκεκριμένη μονάδα έννομου αγαθού,
αυτή που θα προσβάλλει με τη συμπεριφορά του ο αποδέκτης της πρόσκλησης, εφόσον βέβαια
τελέσει το συγκεκριμένο έγκλημα.
Κατόπιν των ανωτέρω, δεν είναι απολύτως ακριβές το υποστηριζόμενο από τον Ι.
Μοροζίνη1463, ότι δηλαδή: «στα εγκλήματα ρητορικής του μίσους ο νομοθέτης εξυψώνει
μορφές απόπειρας ή αποτυχημένης ηθικής αυτουργίας υπεράνω της «δανείου
εγκληματικότητας» θεωρώντας ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εκδηλώνεται η συμπεριφορά
του εν δυνάμει ηθικού αυτουργού θεμελιώνουν αυτοτελή προσβολή (διακινδύνευση) εννόμου
αγαθού ανεξάρτητη της οιασδήποτε πρόκλησης απόφασης σε συγκεκριμένο πρόσωπο, από την
οποία (πρόκληση) διέρχεται συνήθως ο σύνδεσμος της συμπεριφοράς του ηθικού αυτουργού
με το παραχθέν διά της προσβολής του εννόμου αγαθού από τον αυτουργό άδικο
αποτελέσματος». Στα εγκλήματα ρητορικής του μίσους δεν τυποποιούνται μορφές απόπειρας
ή αποτυχημένης ηθικής αυτουργίας, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν μόλις παραπάνω,
αλλά αποτελούν ουσιαστικά αναγωγή απόπειρας πρόκλησης κινδύνου1464 και, μάλιστα,
κοινού κινδύνου1465 (αφού αφορά σε αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών)
σε τελειωμένο έγκλημα διακινδύνευσης, στο βαθμό που τυποποιούνται ως εγκλήματα
αφηρημένα συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) διακινδύνευσης1466. Η συγκεκριμένη -ενόψει
των δεδομένων συνθηκών- δυνατότητα κινδύνου για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων
αγαθών (ή και για τη δημόσια τάξη), που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά του δράστη, έχει
ποινική αυτοτέλεια έναντι του υπαρκτού κινδύνου1467 τόσο για αόριστο όσο και για ορισμένο
αριθμό έννομων αγαθών (και πολύ περισσότερο για ένα συγκεκριμένο ε.α. που
εξατομικεύτεται σε μονάδα προσώπου), με αποτέλεσμα να δικαιολογείται τελικά εν
προκειμένω η παραδοχή της επέκτασης του αξιοποίνου μέσω της απόπειρας.

3.2.2. Συμμετοχή

Δυνατή φαίνεται να είναι κάθε μορφή συμμετοχής στο εν λόγω έγκλημα, εφόσον βέβαια
συντρέξουν και οι προϋποθέσεις των άρθρων 45-47 ΠΚ. Αν και έγκλημα μονοπρόσωπο, αφού
μπορεί να τελεστεί από ένα μόνο πρόσωπο, δεν αποκλείεται και η τέλεσή του κατά
συναυτουργία, αρκεί ο κάθε ένας εκ των δραστών, εκτός του κοινού δόλου, να πραγματώνει
από κοινού εν όλω ή εν μέρει τα στοιχεία της περιγραφόμενης στο νόμο αξιόποινης πράξης, να

1463 Ο ίδιος, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 33.


1464 Αυτός ο χαρακτηρισμός για τα εγκλήματα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης αποδίδεται
στον Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 273 και 275.
1465 Στο σημείο αυτό συμφωνώ με τον Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 33 που

χαρακτηρίζει το άρθρο 1 παρ. 1 ως κοινώς επικίνδυνο έγκλημα.


1466 Βλ. παραπάνω Μέρος Τέταρτο, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.1.

1467Αφού ουσιαστικά τον προετοιμάζουν και δεν αποτελούν μέρος του. Βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη,

ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 569.

[372]
τελεί δηλαδή σε κάθε περίπτωση πράξη αντικειμενικής υπόστασης. Για ηθική αυτουργία
μπορεί να γίνει λόγος, όταν κάποιος προκαλεί ή παροτρύνει με οποιονδήποτε τρόπο κάποιον
άλλον1468, ώστε ο τελευταίος να υποκινήσει, διεγείρει κ.λπ. άλλα πρόσωπα σε πράξεις ή
ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπων που
προσδιορίζονται βάσει των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται στον
κατάλογο του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Βέβαια, δεν αρκεί μια απλή προτροπή για να
θεωρηθεί κάποιος ως ηθικός αυτουργός, αλλά απαιτείται συνάμα και πρόκληση απόφασης
στον υποψήφιο φυσικό αυτουργό προς τον οποίο απευθύνεται καθώς επίσης και διάπραξη από
τον τελευταίο μιας τελικά άδικης πράξης (εν προκειμένω αυτής του άρ. 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979), τουλάχιστον σε επίπεδο απόπειρας της πράξης που πείστηκε να τελέσει. Αυτονόητη
είναι και η απαίτηση για διπλό δόλο. Αν, βέβαια, ο φυσικός αυτουργός δεν προβεί καν σε
απόπειρα του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 δεν υπάρχει αξιόποινη ηθική αυτουργία, ούτε,
όμως, και ευθύνη για 186 ΠΚ δύναται να θεμελιωθεί, αφού το τελευταίο προϋποθέτει
συγκεκριμένα δόσιμο ή υπόσχεση αμοιβής για τέλεση πλημμελήματος, προϋπόθεση που δεν
απαντάται εν προκειμένω. Άμεσος συνεργός μπορεί να θεωρηθεί λ.χ. εκείνος που παρέχει
στο δράστη του υπό εξέταση αδικήματος τη δυνατότητα για δημόσια μετάδοση του μηνύματός
του με τεχνικά μέσα1469 (υπεύθυνος ραδιοτηλεοπτικού σταθμού, εντύπου κ.λπ.), αρκεί ο
τελευταίος να έχει τον απαιτούμενο διπλό δόλο. Εξάλλου, ο υπεύθυνος αυτός μπορεί να έρθει
αντιμέτωπος με την ποινή του αυτουργού1470, καθότι με τη συνδρομή του κατά την τέλεση και
στην εκτέλεση της πράξης φέρνει σε επαφή το δράστη με τους αποδέκτες του λόγου και
συνακόλουθα θέτει το προστατευόμενο έννομο αγαθό (εν μέρει, δηλαδή τη δημόσια τάξη) στη
διάθεση του φυσικού αυτουργού.

3.3. Λόγοι άρσης του αδίκου

3.3.1. Εισαγωγικά

Όπως έγινε παραπάνω δεκτό, το αδίκημα που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979 συνιστά «έγκλημα εξωτερίκευσης» και ως τέτοιο αντιπαρατίθεται στο συνταγματικά
κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και διάδοσης γνώμης, είτε αυτή
διατυπώνεται προφορικά, είτε γραπτά, είτε σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, μέσω του
διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο ή μέσο. Λόγω του ότι η κατοχύρωση της ελευθερίας
της γνώμης και πληροφορίας στο άρ. 14 παρ. 1 του Συντ. αναφέρεται στις σχέσεις του ιδιώτη
έναντι του κράτους και των άλλων φορέων δημόσιας εξουσίας, η Πολιτεία αναλαμβάνει την
υποχρέωση να εξασφαλίζει καταρχήν την ανεμπόδιστη άσκηση του παραπάνω δικαιώματος

1468 Με προσωπική επικοινωνία προς αποδέκτη ατομικά προσδιορισμένο είτε ως μονάδα είτε ως μέλος
μιας συγκεκριμένης ομάδας και όχι αόριστα σε όποιον τυχόν τον αντιληφθεί.
1469 Βλ. συναφώς Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, 2η έκδοση, σ. 52.

1470 Άρθρο 47 εδάφ. β΄ΠΚ.

[373]
στο δημόσιο βίο. Κατ’ εξαίρεση, ωστόσο, και υπό προϋποθέσεις επιτρεπτά την περιορίζει, με
γενικό νόμο, για την προστασία έννομων αγαθών, δίχως, βέβαια, να στρέφεται ο νόμος αυτός
κατά συγκεκριμένου προσώπου ή ομάδας προσώπων, ούτε κατά συγκεκριμένης γνώμης. Οι
γενικοί νόμοι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι έτσι διαμορφωμένοι, ώστε να σέβονται
και να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το εν λόγω δικαίωμα, που σημαίνει ότι, τόσο κατά το στάδιο
της διαμόρφωσής τους όσο και στο στάδιο της ερμηνείας τους, θα γίνεται μια ουσιαστική
στάθμιση μεταξύ του έννομου αγαθού προς προστασία του οποίου καθιερώνονται και της
συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της γνώμης.
Πάντως, το άρ. 1 παρ. 1 του Ν . 927/1979 έγινε δεκτό ότι δεν περιορίζει υπέρμετρα και
ασφυκτικά την ελευθερία της γνώμης1471, με αποτέλεσμα να θεωρείται μια συνταγματικά
ανεκτή διάταξη, που θέτει πρωτογενώς άδικο. Σε συνέχεια των θέσεων που αναπτύχθηκαν σε
προηγούμενο κεφάλαιο1472, θα πρέπει στο συγκεκριμένο σημείο να προστεθούν οι ακόλουθες,
ειδικότερες σκέψεις.
Όσον αφορά το υπό εξέταση αδίκημα, βάσιμα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι έχει
ληφθεί νομοθετική μέριμνα, ώστε η σχετική τυποποίηση να πραγματοποιηθεί ενόψει της
ιδιαίτερης σημασίας που έχει η ελευθερία της γνώμης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Δεν
είναι η έκφραση της γνώμης γενικά που ποινικοποιείται, αλλά η εξωτερίκευση του λόγου που
προσβάλλει με τη μορφή της δυνητικής διακινδύνευσης επίσης συνταγματικά προστατευόμενα
έννομα αγαθά, τα οποία, μάλιστα, έχουν μια αυξημένη σημασία. Ήδη, λοιπόν, σε επίπεδο
νομοθετικής πρόβλεψης η ελευθερία της γνώμης έχει επηρεάσει το εύρος της τυποποίησης.
Ακόμη, όμως, και σε επίπεδο ερμηνείας και δικαστικής εφαρμογής της υπό κρίση διάταξης το
προαναφερθέν δικαίωμα περιστέλλει το πεδίο εφαρμογής της, ώστε αξιόποινη να είναι μόνο
εκείνη η πρόκληση, διέγερση, προτροπή ή υποκίνηση που δημιουργεί σε συγκεκριμένη
περίπτωση αιτιακούς όρους ισχυρά πιθανολογούμενης διακινδύνευσης των έννομων αγαθών
της ζωής, της υγείας/σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της αξιοπρέπειας
και της ιδιοκτησίας αόριστου αριθμού ατόμων, όπως επίσης και της δημόσιας τάξης. Από πριν,
δηλαδή, και σε αφηρημένο επίπεδο έχει γενικά κρίνει ο νομοθέτης ότι επιτρέπεται η
κατίσχυση της προστασίας των προαναφερθέντων ατομικών και συλλογικών έννομων αγαθών
έναντι της ελευθερίας της γνώμης, όταν η έκφραση και διάδοση της τελευταίας συνεπάγεται

1471 Βλ. και υπό το παλιότερο καθεστώς την υπ’ αριθμ. 913/2009 (αδημ.) απόφαση του Πενταμελούς
Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία «Ενόψει όλων των προεκτεθέντων και ιδιαίτερα των
συγκρουόμενων συνταγματικών και υπερνομοθετικής ισχύος ως άνω διατάξεων, υφίσταται
συνταγματικό πεδίο εφαρμογής, αν και αυστηρό και περιορισμένο, των παραπάνω διατάξεων του
νόμου 927/1979, ο οποίος δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρ. 5 παρ. 2, 14 παρ. 1 και 16 παρ. 1 του
Συντάγματος, ούτε και στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα
ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ούτε στα άρθρα 10 παρ. 1 και 6 της ΕΣΔΑ, όλοι δε οι αντίθετοι
ισχυρισμοί του κατηγορουμένου είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν». Βλ. επίσης
ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΧρον 2010, σ. 464.
1472 Βλ. Μέρος Γ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 2.3.

[374]
συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών καθώς
και/ή της δημόσιας τάξης1473.
Πέραν, όμως, της επίδρασης της ελευθερίας της γνώμης στη διαμόρφωση και την
πλήρωση ή μη των όρων της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979
(δηλαδή στο καταρχήν άδικο), υπάρχουν περιπτώσεις που το συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα
αναπτύσσει την έννομη ενέργειά του στο επίπεδο του τελικού αδίκου, την κατάφαση του
οποίου αποκλείει, αίροντας τον καταρχήν άδικο χαρακτήρα της πράξης, για λόγους που θα
εξεταστούν παρακάτω. Ακόμα και αν γενικά επιτρέπεται ο περιορισμός της ελευθερίας της
γνώμης, περιορισμός που εισάγεται δια της συγκεκριμένης τυποποίησης και της απειλής
ποινής για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, υπάρχουν περιπτώσεις που η προτίμηση και
προστασία της μίας ελευθερίας-δικαιώματος και ο αναγκαστικός περιορισμός της άλλης θα
πρέπει να αναζητηθεί μέσα από την αξιολόγηση και τη συσχέτιση των εκάστοτε θιγόμενων
έννομων αγαθών σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και στη συγκεκριμένη όψη προσβολής τους
(in concreto)1474. Τη λειτουργία αυτή επιτελεί ο θεσμός των λόγων άρσης του αδίκου, που
αποτυπώνει αυτή ακριβώς τη διαδικασία ουσιαστικής στάθμισης των εκατέρωθεν αξιών
(αγαθών, συμφερόντων) που συγκρούονται μεταξύ τους σε μια δεδομένη περίσταση1475.

3.3.2. Ενάσκηση δικαιώματος ή διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος;

Έχει υποστηριχθεί ότι από τους γενικούς λόγους άρσης του αδίκου ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στην περίπτωση της δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων παρουσιάζει
μόνο το άρθρο 20 ΠΚ και συγκεκριμένα η δικαιολόγηση της προσβολής των προστατευόμενων
από τη διάταξη έννομων αγαθών, όταν αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος1476. Η σαφής

1473 Συντρεχουσών, βέβαια, και των λοιπών, αντικειμενικών και υποκειμενικών, προϋποθέσεων.
1474 Βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη της μειοψηφίας στην ΟλΑΠ 3/2010, ΠοινΧρον 2010, σ. 464,
σύμφωνα με την οποία δεν ήταν ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη η απόφαση του Εφετείου,
καθότι στην τελευταία δεν αιτιολογείται γιατί «οι ανωτέρω επανειλημμένες και έντονα επιθετικές κατά
της ολότητας των Εβραίων αναφορές ήταν αντικειμενικά και κατά την πρόθεση του κατηγορουμένου
αναγκαίες για να καυτηριάσει ο κατηγορούμενος συγκεκριμένες πράξεις των εβραιοσιωνιστών και
γιατί δεν μπορούσε αυτός να περιορίσει μόνο στους τελευταίους τους ανωτέρω προσβλητικούς
χαρακτηρισμούς, αν όντως ήθελε να ασκήσει μόνο κατ` αυτών κριτική για συγκεκριμένες πράξεις τους,
έστω οξεία και δριμεία, και δεν ερεύνησε μήπως την κριτική κατά του εβραιοσιωνισμού χρησιμοποίησε
ο κατηγορούμενος ως πρόσχημα και άλλοθι για την επίθεση του κατά της ολότητας των Εβραίων,
θέλοντας να ταυτίσει στη συνείδηση του αναγνώστη τις έννοιες Εβραίος και εβραιοσιωνισμός».
1475 Για την αρχή του «υπέρτερου συμφέροντος» ως θεμελιώδη αρχή της άρσης του αδίκου βλ. Ν.

Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 345 επ.


1476 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 116, ο οποίος εν τέλει τάσσεται

υπέρ της αποδοχής σχετικού λόγου άρσης του αδίκου των υπό εξέταση συμπεριφορών «πέραν μεν του
τεθειμένου κοινού δικαίου, πλην όμως εκ του Συντάγματος συναγόμενου». Για τη θέση αυτή βλ.
παρακάτω.

[375]
προτίμηση στον ειδικότερο αυτό λόγο άρσης του αδίκου έναντι των περιπτώσεων της άμυνας,
κατάστασης ανάγκης κ.λπ. δικαιολογείται από το γεγονός ότι το άρθρο 20 ΠΚ συνιστά
ξεκάθαρα διάταξη που επιλύει περιπτώσεις «σύγκρουσης νόμων» ή αλλιώς «αντινομίας
κανόνων δικαίου», περίπτωση με την οποία φαίνεται ότι βρίσκεται κανείς αντιμέτωπος, όταν
εξετάζει το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 από τη σκοπιά της ελευθερίας της γνώμης. Όταν οι
γνωστοί φορμαλιστικοί κανόνες άρσης των συγκρούσεων1477 αδυνατούν να λύσουν το εκάστοτε
ανακύπτον σχετικό πρόβλημα, τότε καθίσταται επιτακτική η προσφυγή σε ουσιαστικές
σταθμίσεις, μέσα από τις οποίες θα αναδυθεί ο κανόνας εκείνος που συντηρεί το υπέρτερο
κοινωνικό συμφέρον1478.
Πράγματι το άρθρο 20 ΠΚ συνιστά μια νομοθετική κατασκευή η οποία, εφόσον κριθεί
ότι πρέπει να εφαρμοστεί, οδηγεί σε δικαιολόγηση μιας καταρχήν άδικης και γι’ αυτό
απαγορευμένης συμπεριφοράς, όταν, παρά την υφιστάμενη βλάβη που προκαλείται σε κάποιο
έννομο αγαθό, συντηρείται με αυτή την ίδια συμπεριφορά ένα υπέρτερο κοινωνικό συμφέρον.
Ουσιαστικά η λειτουργία που επιτελεί το άρθρο 20 ΠΚ είναι να μας υπενθυμίσει την
αξιολογική συσχέτιση που έχει κάνει ήδη ο νομοθέτης, είτε σε γενικό και αφημένο επίπεδο1479
είτε σε επίπεδο συγκεκριμένης αξιολόγησης1480, μεταξύ έννομων αγαθών που δεν είναι δυνατό
να συνυπάρξουν σε δεδομένο τόπο και χρόνο, ένα εκ των οποίων έχει αποτιμηθεί1481, επί τη
βάσει της αρχής διαφύλαξης του υπέρτερου συμφέροντος, ως υποδεέστερο έναντι του
άλλου1482. Εξάλλου, έχει επισημανθεί ξανά1483 ότι η σχετικότητα της προστασίας των έννομων
αγαθών εμφανίζεται και με τη μορφή σύγκρουσης μεταξύ τους και σαν συνέπεια της

1477 Π.χ. «ο νεότερος νόμος κατισχύει του παλαιότερου» και «ο ειδικός νόμος κατισχύει του γενικού»,
με κατισχύοντα ανάμεσα στους δύο αυτούς κανόνες τον δεύτερο. Βλ. γι΄αυτό Ν. Ανδρουλάκη,
Απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων και άλλα, 1988, σ. 20 επ. καθώς και τον ίδιο, ΠΔ, Γενικό Μέρος Ι,
2006, σ. 335 επ.
1478 Για την αρχή του υπέρτερου συμφέροντος ως θεμελιώδους αρχής της άρσης του αδίκου βλ. Ν.

Ανδρουλάκη, ΠΔ, Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 345 και Δ. Σπινέλλη, Συστηματική Ερμηνεία του
Ποινικού Κώδικα, 2005, άρ. 20 ΠΚ, σ. 235.
1479 Εδώ υπάγονται οι περιπτώσεις «άσκησης από τα όργανα του κράτους δημόσιου δικαιώματος

τούτου στα πλαίσια της νόμιμης αρμοδιότητάς τους καθώς και η άσκηση από ιδιώτες
«παραχωρημένου» σε αυτούς δικαιώματος του κράτους». Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία,
2004, σ. 786.
1480 Εδώ πρόκειται για περιπτώσεις «άσκησης από ιδιώτες ιδιωτικού τους δικαιώματος στα πλαίσια

μιας αξιολόγησης εννόμων αγαθών σε συγκεκριμένο επίπεδο». Βλ. την αμέσως προηγούμενη
υποσημείωση.
1481 Στη συγκεκριμένη όψη της προσβολής του.

1482 Επίσης στη συγκεκριμένη όψη της προσβολής του. Βλ. για τις δικαιολογήσεις της προσβολής των

εννόμων αγαθών, που απορρέουν από τη γενική σχετικότητα της αξίας τους Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ.
Γενική Θεωρία, 2004, σ. 781 επ.
1483 Α. Μάνεσης, Συνταγματικά δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’

έκδοση, σ. 64.

[376]
σύγκρουσης αυτής εμφανίζεται η ύπαρξη περιπτώσεων που δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη
άσκηση περισσότερων δικαιωμάτων. Τότε, η άσκηση του ενός αποκλείει ή περιορίζει
αναπόφευκτα την άσκηση του άλλου. Μοναδική λύση είναι η ουσιαστική στάθμιση των
εκατέρωθεν προστατευόμενων έννομων αγαθών, την οποία στάθμιση την έκανε ήδη ο
νομοθέτης, ενόψει συγκεκριμένων προσβολών, στην περίπτωση του άρθρου 20 ΠΚ. Άλλωστε,
ως δικαίωμα στο πλαίσιο του άρθρου 20 νοείται μόνο εκείνο «η ενάσκηση του οποίου έγκειται
ακριβώς, εν όλω ή εν μέρει, στην τέλεση μιας αλλιώς άδικης πράξης»1484. Εκείνος, λοιπόν, που
προβαίνει σε δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων σε βάρος προσώπων που
προσδιορίζονται βάσει των στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών δεν μπορεί να
επικαλεστεί προς δικαιολόγηση της πράξης του το άρθρο 20 ΠΚ, καθότι το δικαίωμα προς
εξασφάλιση του οποίου ενήργησε1485 δεν είχε ως περιεχόμενο την τέλεση αυτής της ίδιας της
αλλιώς άδικης πράξης1486. Ο νομοθέτης δεν έχει κρίνει εκ των προτέρων, ούτε σε γενικό και
αφηρημένο επίπεδο ούτε και σε συγκεκριμένο, ότι ενόψει των συγκεκριμένων προσβολών η
αλλιώς άδικη πράξη της δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων «αποτελεί»1487 ως
τέτοια ενάσκηση δικαιώματος.
Ενόψει των παραπάνω παρατηρήσεων θα πρέπει να εξεταστεί μήπως τυχόν υφίσταται
κάποιος άλλος λόγος άρσης του αδίκου, πέραν του άρθρου 20 ΠΚ, που δύναται να επιλύσει
αυτή τη συγκρουσιακή κατάσταση. Γιατί πράγματι, κάθε φορά1488 που ένας δικαστής καλείται
να κρίνει μια δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων, θα πρέπει να εξετάσει το
ενδεχόμενο δικαιολόγησης της εν λόγω προσβλητικής συμπεριφοράς στο πλαίσιο της
ικανοποίησης του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας της γνώμης,
βρισκόμενος έτσι αντιμέτωπος με μία συγκρουσιακή κατάσταση, όπου το ένα έννομο αγαθό
ίσως χρειαστεί να θυσιασθεί, προκειμένου να εκφραστεί το άλλο. Ο πρωτεύων κανόνας
δικαίου που απαγορεύει1489 τη δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων, ο οποίος
υπάρχει για να προστατεύσει από συγκεκριμένες προσβολές τα ατομικά δικαιώματα της ζωής,
της υγείας/σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας και της ιδιοκτησίας αόριστου αριθμού προσώπων, όπως επίσης και τη δημόσια
1484 Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 339.
1485 Δηλαδή το δικαίωμα να εκφράζει και να διαδίδει ελεύθερα τη γνώμη του.
1486 Βλ. εδώ Δ. Σπινέλλη, Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, 2005, άρ. 20 ΠΚ, σ. 256,

σύμφωνα με τον οποίο «η διάταξη αυτή αναφέρεται στις περιπτώσεις που περιεχόμενο ορισμένου
δικαιώματος ή καθήκοντος είναι ρητά, δηλαδή όπως αυτό προβλέπεται από το νόμο (…
«αποτελεί»…), η τέλεση μιας πράξης, η οποία κανονικά, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις θα ήταν άδικη».
Βλ. επίσης Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι, 2006, σ. 339, Γ.Α. Μαγκάκη, Θέματα τινά εφαρμογής
του άρθρου 20 ΠΚ επί προσβολής του απορρήτου των επιστολών, ΠοινΧρον ΣΤ’, σ. 429, Ι.
Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία 2004, σ. 750-755 και 781-786. Βλ. επίσης από νομολογία ΑΠ
92/1994, ΠοινΧρον 1994, σ. 320 επ.
1487 Κατ’ απαίτηση του άρ. 20 ΠΚ.

1488 Κατόπιν συνήθως επίκλησης σχετικού λόγου άρσης του αδίκου από το δράστη ή το συνήγορό του.

1489 Η απαγόρευση μιας ενέργειας ισοδυναμεί με επιταγή για σχετική παράλειψη.

[377]
τάξη, μπορεί να αντιπαρατίθεται, ενόψει μίας συγκεκριμένης περίπτωσης, με το δικαίωμα του
δράστη για ελεύθερη έκφραση και διάδοση της γνώμης του. Εδώ, βέβαια, δεν είναι
καθορισμένο από πριν ποιο αγαθό θα υπερισχύσει και ποιο θα υποχωρήσει για χάρη της
προστασίας του άλλου, αλλά θα κριθεί in concreto και ενόψει της αξίας που αποτυπώνει το
κάθε ένα τη συγκεκριμένη στιγμή της ύπαρξής του. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια περίπτωση
γενικής και αφηρημένης αξιολόγησης, όπως συμβαίνει στο άρθρο 20 ΠΚ. Τουναντίον,
πρόκειται για μια εκτίμηση καθαρά εμπειρική1490.
Εν προκειμένω θα μπορούσε να γίνει λόγος για εφαρμογή της αρχής της «διαφύλαξης
(προστασίας) δικαιώματος», όχι, βέβαια, των άρθρων 367 παρ. 1 και 371 παρ. 4 ΠΚ1491,
δηλαδή με ευθεία εφαρμογή αυτών, ούτε όμως και κατά αναλογική εφαρμογή τους στη
συγκεκριμένη περίπτωση, μολονότι αίρει το άδικο και κατά συνέπεια μια αναλογική εφαρμογή
θα ευνοούσε τον κατηγορούμενο, καθότι δεν υπάρχει επαρκής ομοιότητα μεταξύ των
περιπτώσεων1492. Από τη στιγμή, βέβαια, που δεν προβλέπεται ρητά στη διάταξη ο
συγκεκριμένος λόγος άρσης του αδίκου, νομοθετική επιλογή που θα διευκόλυνε αρκετά την
εφαρμογή του, μπορεί βάσιμα να υποστηριχτεί η επέκταση της προστασίας δικαιώματος, πέρα
από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 367 και 371 περιπτώσεις, και στην εδώ εξεταζόμενη. Η αρχή
της διαφύλαξης (προστασίας) δικαιώματος μπορεί να άρει το άδικο μιας προσβολής εκεί όπου
η ίδια η πράξη προσβολής του έννομου αγαθού δε συνιστά καθεαυτή άσκηση δικαιώματος,
όπως συμβαίνει στο άρθρο 20 ΠΚ, αλλά απλώς «μέσο προστασίας κάποιου άλλου έννομου
αγαθού που δεν μπορούσε να προστατευθεί με διαφορετικό τρόπο»1493 και ως τέτοια θα
πρέπει να αποτελεί το αναγκαίο μέσο1494 για1495 τη διαφύλαξη του δικαιώματος στη

1490 Βλ. για τις δικαιολογήσεις της προσβολής των εννόμων αγαθών που απορρέουν από τη
σχετικότητα της αξίας τους σε συγκεκριμένη περίπτωση Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ.
847 επ. και κυρίως σ. 871-880.
1491 Για την ερμηνεία των οποίων βλ. Τ. Φιλιππίδη, Η προστασία δεδικαιολογημένων συμφερόντων επί

των εγκλημάτων κατά της τιμής, 1965.


1492 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, 2016, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, σ. 116, με το σκεπτικό ότι η

περίπτωση του προτρεπτικού ρατσιστικού λόγου «αναπτύσσει μια ιδιαίτερη δυναμική ως προς τη
διαμόρφωση (εκρηκτικών) κοινωνικών εξελίξεων εν αντιθέσει με την τρώση της τιμής». Βλ. επίσης και
την πρόταση της εισηγήτριας της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής (Α. Διονυσοπούλου) στο σ/ν
για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 «… ελλείψει ειδικής ρύθμισης στην ελληνική νομοθεσία, και προς
διευκόλυνση της εφαρμογής της προτεινόμενης διάταξης, να εισαχθεί ειδικός λόγος άρσης του αδίκου
της περιγραφόμενης συμπεριφοράς στο άρθρο 2 παρ. 1 του νομοσχεδίου, κατά το πρότυπο του άρθρου
367 ΠΚ, η εφαρμογή του οποίου in concreto τελεί υπό τον αυτονόητο έλεγχο της αρχής της
αναλογικότητας».
1493 Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 752 και 875.

1494 Βλ. ΕφΑθ 4054/1992, ΝοΒ 1992, σ. 923, η οποία κάνει λόγο προσβολές που «αποτελούν στην

συγκεκριμένη περίπτωση το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη του
δικαιώματος», με παρατηρήσεις Δ. Σπινέλλη, ΠοινΧρον 1992, σ. 307. Δε χρειάζεται να είναι το
μοναδικό μέσο για την άσκηση του δικαιώματος, αλλά θα πρέπει να είναι το λιγότερο επαχθές.

[378]
συγκεκριμένη περίπτωση. Η κρίση για την υπεροχή του ενός έννομου αγαθού έναντι του άλλου
πραγματοποιείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και δεν αποτυπώνει μια γενική και
αφηρημένη εκτίμηση του νομοθέτη. Δεν είναι, δηλαδή, εκ των προτέρων γνωστό ποιο έννομο
αγαθό θα επικρατήσει· αυτό εξαρτάται από τα δεδομένα της εκάστοτε κρινόμενης
περίπτωσης, η δε στάθμιση θα πρέπει να υπακούει στην αρχή της αναλογικότητας1496. Για να
υπερισχύσει, λοιπόν, ένα δικαίωμα (π.χ. η ελευθερία της γνώμης) έναντι του άλλου (λ.χ.
προστασία της δημόσιας τάξης) και έτσι να δικαιολογηθεί η προσβολή σε μία συγκεκριμένη
περίπτωση θα πρέπει αφενός να κριθεί ότι ο βαθμός της βλάβης 1497 που θα υποστεί το
τελευταίο θα είναι μικρότερος από εκείνον του πρώτου1498, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάντα η
ελευθερία της γνώμης έχει περισσότερη αξία από τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης, και
αφετέρου να μην ήταν δυνατό να προστατευθεί το δικαίωμα με άλλο ηπιότερο μέσο-τρόπο,
δηλαδή να ήταν απολύτως αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβολή των
προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων αγαθών1499.

3.3.3. Ικανοποίηση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος

Παρόμοια και το δημόσιο συμφέρον του κοινού προς πληροφόρηση μπορεί να υπαχθεί
στην έννοια του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, η ικανοποίηση του οποίου μπορεί υπό
προϋποθέσεις να άρει τον άδικο χαρακτήρα, όχι τόσο μιας δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή
διακρίσεων, αλλά ενδεχομένως μιας συμμετοχικής (χωρίς να αποκλείεται βέβαια και η
περίπτωση της αυτουργικής) συμπεριφοράς που συνίσταται σε κοινοποίηση της
προαναφερθείσας πράξης μέσω του τύπου ή των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ)1500. Το

1495 Δηλαδή με σκοπό να διαφυλάξει δικαίωμα, σε αντίθεση με το άρ. 20 Π.Κ. που προϋποθέτει την
ύπαρξη δικαιώματος. Βλ. συναφώς Α. Κατσαντώνη, Ανεκταί προσβολαί της τιμής κατ’ άρθρ. 367 Π.Κ.,
ΠοινΧρον ΚΑ’, 609 σ. 610-611, όπου ερμηνεύει την παρ. 1 του άρθρου 367 Π.Κ.
1496 Βλ. Α. Κατσαντώνη, Ανεκταί προσβολαί της τιμής κατ’ άρθρ. 367 Π.Κ., ΠοινΧρον ΚΑ’, 609 σ. 616

επ. αλλά και παραπάνω Μέρος Γ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 2.3.
1497 Με την ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει και τη διακινδύνευση, ακόμα και τη δυνατότητα

διακινδύνευσης.
1498 Βλ. χαρακτηριστικά τον Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 116, που

υποστηρίζει ότι μια συμπεριφορά πρόσφορη μεν να προκαλέσει βία, περιορισμένης δε δυναμικής θα
πρέπει να οδηγήσει τον εφαρμοστή του δικαίου σε μια στάθμιση υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης.
1499 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ. Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 57, για την αρχή της επικουρικότητας

σε συσχέτιση με την αρχή της αναλογικότητας.


1500 Βλ. για τη σχετική προβληματική Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 487, Ι.

Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 117-120 και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2016, σ. 107. Ειδικά για την περίπτωση των αδικημάτων του ποινικού κώδικα ή των ειδικών
ποινικών νόμων που διαπράττονταν μέσω εφημερίδας ή περιοδικού ίσχυε το άρθρο 46 παρ. 1 περιπτ.
β΄ του ΑΝ 1092/1938, το οποίο, όμως, έχει πλέον καταργηθεί με το άρ. 32 του Ν. 4441/2016. Συνεπώς,
η ευθύνη (συμμετοχική ή αυτουργική) του εκάστοτε διευθυντή, εκδότη και ιδιοκτήτη εφημερίδας ή

[379]
δημόσιο συμφέρον του κοινού για πληροφόρηση δε συνιστά απόλυτο δικαιολογητικό λόγο
προσβολής των προστατευόμενων από την υπό εξέταση διάταξη ατομικών και συλλογικών
έννομων αγαθών, αλλά η επίκλησή του από το δράστη οδηγεί σε στάθμιση συμφερόντων κατά
την οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων, η συνταγματική αναγνώριση της
ελευθερίας της έκφρασης και διάδοσης μιας γνώμης και η ιδιαίτερη αξία που έχει αυτή σε μια
δημοκρατική κοινωνία σε συνδυασμό με την ελευθερία του τύπου. Στο σημείο αυτό πρέπει να
διευκρινιστεί ότι η αξίωση του κοινού προς πληροφόρηση έχει αυτοτελή συνταγματική
κατοχύρωση1501 και παράλληλα εξυπηρετεί άμεσα το δικαίωμα του καθενός να συμμετέχει
στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντ.). Στο
δικαίωμα αυτό αντιστοιχεί και το δικαίωμα του τύπου προς πληροφόρηση του κοινού1502.
Δεδομένου ότι ο υπό κρίση λόγος άρσης του αδίκου, αυτοτελώς μεν ορώμενος αλλά όχι
αυτοτελώς προβλεπόμενος στον ποινικό κώδικα, καθότι αποτελεί περίπτωση στην οποία έχει
επεκταθεί η ρητά προβλεπόμενη στα άρθρα 367 παρ. 1 και 371 παρ. 4 προστασία
δικαιολογημένων συμφερόντων, αξιοποιείται για τη δικαιολόγηση της προσβολής έννομων
αγαθών, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και φειδώ στην εφαρμογή του1503. Είναι σημαντικό να
τονιστεί εκ νέου, όπως και στην περίπτωση της διαφύλαξης (προστασίας) δικαιώματος, ότι η
τέλεση μιας αρχικά άδικης δημόσιας υποκίνησης βία κ.λπ. θα πρέπει να γίνεται για την
ικανοποίηση ενός ουσιώδους και δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, που δεν μπορούσε να
ικανοποιηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση με άλλο ηπιότερο μέσο, η δε στάθμιση θα πρέπει
να γίνεται πάντα ενόψει κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (in concreto). Τέλος, θα πρέπει το
ενδιαφέρον-συμφέρον που ικανοποιείται να μην ήταν δυνατό να διαφυλαχθεί με άλλο
ηπιότερο μέσο κι έτσι η προσβολή των προστατευόμενων από το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979
έννομων αγαθών να αποτελεί το αναγκαίο μέσο για το σκοπό της ικανοποίησης του
δικαιολογημένου ενδιαφέροντος.
Το ερώτημα που τίθεται μετ’ επιτάσεως κατόπιν των ανωτέρω είναι εάν ο
δημοσιογράφος ή ο εκδότης μιας εφημερίδας ή ο ραδιοφωνικός παραγωγός κ.λπ. που
αναπαράγει το ρατσιστικό λόγο του δράστη του αδικήματος του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 σε

περιοδικού κρίνεται κατά περίπτωση, με βάση τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρ. 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979, σε συνδυασμό, εφόσον πρόκειται για συμμετοχική δράση, με εκείνες των άρθρων 45 επ. ΠΚ.
1501 Άρθρο 5Α του Συντάγματος.

1502 Βλ. σχετικά Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά δικαιώματα, 2η έκδ., σ. 617. Πρβλ.

εδώ Α. Μάνεση, Η συνταγματική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων και η εφαρμογή
της στην πράξη, ΤοΣ, 1977, σελ. 11, σύμφωνα με τον οποίο το δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση
αποτελεί βασικό ατομικό και πολιτικό δικαίωμα, αφού αποτελεί την προϋπόθεση για τη διαμόρφωση
υπεύθυνης γνώμης από τον πολίτη.
1503 Βλ. τις σχετικές επιφυλάξεις που διατυπώνει ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 878-

879. Βλ. συναφώς και Τ. Φιλιππίδη, Η προστασία δεδικαιολογημένων συμφερόντων επί των
εγκλημάτων κατά της τιμής, 1965, σ. 11.

[380]
αόριστο αριθμό ατόμων υπέχει και ο ίδιος ποινική ευθύνη1504, αυτουργική ή συμμετοχική, για
το ίδιο ως άνω αδίκημα 1505.
Καταρχάς θα ήταν σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι μια αντικειμενική και αληθινή
ειδησεογραφία, που απλώς παρουσιάζει προς το κοινό με αντικειμενικό τρόπο γεγονότα που
συνέβησαν1506, δεν μπορεί να θεωρηθεί πρόκληση, διέγερση, προτροπή ή υποκίνηση σε βία,
μίσος ή διακρίσεις και ως εκ τούτου δεν πληροί τους όρους της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος1507. Συνεπώς, δεν είναι καταρχήν άδικη συμπεριφορά, τουλάχιστον σε επίπεδο
φυσικού αυτουργού. Ούτε, όμως, για συνέργεια (απλή ή άμεση1508) μπορεί να γίνει λόγος,
καθότι η παρουσίαση ως είδησης ενός γεγονότος που συνέβη στο παρελθόν δε θεωρείται
παροχή συνδρομής κατά την τέλεση της άδικης πράξης. Δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί το
ενδεχόμενο να υπάρξει ευθύνη για συνέργεια στην πράξη του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979
στην περίπτωση της ζωντανής αναμετάδοσης ενός δημόσια τελούμενου προτρεπτικού-
ρατσιστικού λόγου. Στην περίπτωση αυτή η κατάφαση του καταρχήν αδίκου της συμμετοχικής
πράξης δε φαίνεται να είναι απαγορευμένη, ενώ η όλη δυσκολία έγκειται στην κατάφαση του
τελικά άδικου χαρακτήρα της συμμετοχής. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί η Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου1509, «η κατάφαση ή μη του τελικού αδίκου εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο
τελείται η πράξη», εννοώντας ότι ο τελικά άδικος χαρακτήρας της πράξης είναι συνάρτηση της
ύπαρξης ή μη δικαιολογημένου συμφέροντος που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να δικαιολογήσει
την αναμετάδοση του ρατσιστικού λόγου. Πιο συγκεκριμένα, αν η αναμετάδοση ήταν στη
συγκεκριμένη περίπτωση και εν όψει των συγκεκριμένων συνθηκών αναγκαία για την
ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος της ενημέρωσης του κοινού για ένα π.χ. πολύ

1504 Ο σχετικός έλεγχος που θα ακολουθήσει περιορίζεται στο καταρχήν και τελικό άδικο. Είναι
αυτονόητο ότι, σε περίπτωση που κριθεί ότι η συμπεριφορά του δράστη είναι και τελικά άδικη,
εισερχόμαστε στον έλεγχο του καταλογισμού, στοιχείο που εξετάζεται στην επόμενη υποενότητα.
1505 Δες το παράδειγμα που παραθέτει η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 487, με

την τηλεοπτική αναπαραγωγή της στρατιωτικής παρέλασης κατά την οποία εκφωνήθηκαν συνθήματα
κατά αλλοδαπών που βρίσκονταν στην Ελλάδα.
1506 Π.χ. στο απογευματινό δελτίο ειδήσεων ο κεντρικός παρουσιαστής αναφέρει απλώς πως

πραγματοποιήθηκε στο Σύνταγμα μια δημόσια ομιλία ενός επικεφαλής μιας συντηρητικής
θρησκευτικής οργάνωσης, στην οποία ο τελευταίος προέτρεπε τους περαστικούς και όλους εκείνους
που τον άκουγαν να αποκλείσουν τους ομοφυλόφιλους και τις λεσβίες από την απόλαυση ορισμένων
δικαιωμάτων. Παράλληλα δε με την είδηση αναμεταδίδονται και κάποια στιγμιότυπα από την ομιλία.
1507 Βλ. εδώ και Σ. Καρεκλά, όπ.π., Υπερ. 1995, σ. 643, για τη συναφή διάταξη του Γερμανικού ΠΚ

(παρ. 131, εξερεθισμός σε φυλετικός μίσος), όπου μιλάει για περιορισμό της ποινικής υποστάσεως,
εφόσον το έντυπο αποβλέπει σε ειδησεογραφικούς σκοπούς. Βλ. επίσης S/S-Lenckner, παρ. 131, σ. 19.
Για αμφισβήτηση της κατάφασης της ίδιας της αντικειμενικής υπόστασης στην περίπτωση της
δημοσιογραφικής αναμετάδοσης ενός ρατσιστικού λόγου βλ. και Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ
2016, υποσημ. 64, σ. 107.
1508 Άρθρο 47 ΠΚ.

1509 Η ίδια, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 487.

[381]
σημαντικό ζήτημα της επικαιρότητας που εγείρει έντονο δημόσιο ενδιαφέρον1510, τότε θα
μπορούσε να δικαιολογηθεί μία μικρότερου βαθμού διακινδύνευση του ατομικού έννομου
αγαθού της υγείας αόριστου αριθμού προσώπων. Το όλο πρόβλημα λοιπόν δεν εντοπίζεται
μόνο στο εάν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να δοθεί προτεραιότητα στο συμφέρον
του κοινού για ενημέρωση και στο αντίστοιχο δικαίωμα του τύπου προς πληροφόρηση του
κοινού έναντι των προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων αγαθών. Περισσότερο
προβληματίζει ο βαθμός προσβολής των τελευταίων και κατά πόσο αυτή η ίδια η προσβολή
ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση αντικειμενικά αναγκαία για την ικανοποίηση του
προστατευτέου εν προκειμένω δημόσιου συμφέροντος για ενημέρωση του κοινού. Δε
χρειάζεται πάντως να ήταν και το μοναδικό αναγκαίο μέτρο, αρκεί να ήταν το λιγότερο
επαχθές1511. Παρατηρεί έτσι κανείς ότι σε όλες τις ειδικότερες περιπτώσεις που γίνεται
προσπάθεια επίλυσης της σύγκρουσης1512 μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων (αλλά και της
δημόσιας τάξης φυσικά) που προστατεύονται από τη διάταξη του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979
αφενός και του δημόσιου συμφέροντος της ενημέρωσης του κοινού αφετέρου πρέπει να
γίνεται μία στάθμιση των δύο αντιπαρατιθέμενων έννομων αγαθών, η οποία στάθμιση είναι
επιβεβλημένο να υπακούει στην αρχή της αναλογικότητας1513. Όπως έχει λεχθεί και ανωτέρω,
το αποτέλεσμα της στάθμισης θα αφορά μόνο την εκάστοτε κρινόμενη περίπτωση και δε θα
αντανακλά γενικές και αφηρημένες εκτιμήσεις αναφορικά με την υπέρτερη ή την υποδεέστερη
αξία του ενός ή του άλλου έννομου αγαθού.
Ειδικά για τις περιπτώσεις της δημοσίευσης σε εφημερίδα διεγερτικής σε μίσος
επιστολής αναγνώστη καθώς και της πραγματοποίησης ζωντανής
συζήτησης/εκπομπής, θα πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: το στοιχείο που
διαφοροποιεί τις δύο ως άνω περιπτώσεις είναι η δυνατότητα του δημοσιογράφου να γνωρίζει
από πριν το περιεχόμενο των απόψεων του αναγνώστη – ομιλητή, γεγονός που επηρεάζει και
την κατάφαση του δόλου στο πρόσωπό του. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση της
δημοσίευσης διεγερτικής επιστολής σε εφημερίδα είναι πιο εύκολη η τιμωρία των υπευθύνων,
λόγω του ότι το ρατσιστικό-προτρεπτικό περιεχόμενο της επιστολής τους είναι ήδη γνωστό κι
έτσι η δημοσίευσή του συνιστά συμμετοχική δράση (άμεσος συνεργός, αφού βοηθά στην

1510 Και ο δημοσιογράφος κρατά αποστάσεις. Έτσι η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον


2013, σ. 487.
1511 Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 875.

1512 Πρβλ. εδώ την πολύ εύστοχη τοποθέτηση του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, 2016, Ερμηνεία κατ’

άρθρο, σ. 119, ότι «η αρχή της επίλυσης της σύγκρουσης είναι όμως και εδώ η ίδια, και συγκεκριμένα η
αρχή του υπέρτερου συμφέροντος ως θεμελιώδης αρχή των λόγων άρσης του αδίκου, η οποία βρίσκει
κατεξοχήν την έκφρασή της επί εγκλημάτων γλωσσικών-επικοινωνιακών ενεργημάτων στο άρθρο 367
ΠΚ».
1513 Πρβλ. και άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο περιορισμοί στα δικαιώματα των

ανθρώπων επιτρέπονται μόνο όταν αυτοί αποτελούν «αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Πρβλ. άρθρο 19 παρ. 3 ΔΣΑΠΔ.

[382]
εξάπλωση του μηνύματος) με ενεργό το διπλό δόλο στο πρόσωπο του συμμετόχου 1514. Δεν
αποκλείεται, βέβαια, κι εδώ να παρέλκει ο έλεγχος της υπαιτιότητας, όταν κριθεί ότι η
συμμετοχική δράση δεν είναι τελικά άδικη, εφόσον πρόκειται για περίπτωση ικανοποίησης
δικαιολογημένου δημόσιου συμφέροντος, ήτοι του συμφέροντος του κοινού προς ενημέρωση,
το οποίο θα λειτουργήσει ως λόγος άρσης του αδίκου1515, υπό τις προϋποθέσεις που
αναφέρθηκαν παραπάνω. Σε μια ζωντανή συζήτηση/εκπομπή ενδιαφέρον παρουσιάζει η
περίπτωση που ο δημοσιογράφος-παρουσιαστής όχι απλώς επιτρέπει την εκφορά του
προτρεπτικού λόγου από κάποιο άλλο πρόσωπο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις προθέσεις
του τελευταίου1516, αλλά ταυτόχρονα συνηγορεί υπέρ των απόψεων του προσκεκλημένου του.
Τότε πρόκειται ενδεχομένως για μια αυτοτελώς ιδωμένη αυτουργική δράση, η οποία, μάλιστα,
δεν μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενική ειδησεογραφία, θέτοντας έτσι πρωτογενώς άδικο, ούτε
ότι ικανοποιεί το συμφέρον ενημέρωσης του κοινού, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί1517.

3.4. Η υπαιτιότητα

3.4.1. Η υποκειμενική υπόσταση

Η υποκειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 είναι ρητή1518 και απαιτεί
δόλο οποιασδήποτε μορφής1519. Ο δόλος του δράστη θα πρέπει να καλύπτει ένα προς ένα όλα
τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο
δράστης θα πρέπει να γνωρίζει (γνωστικό στοιχείο του δόλου), τουλάχιστον ως ενδεχόμενο, ότι
με τον εξωτερικευμένο δημόσια και με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο λόγο του υποκινεί, προκαλεί,

1514 Υπό τη σαφή προϋπόθεση ότι ο συμμέτοχος έχει δόλο όχι μόνο να παράσχει τη συνδρομή του στο
συγκεκριμένο έγκλημα, αλλά και δόλο να τελεστεί αυτό.
1515 Ο οποίος δεν προβλέπεται ρητά ως τέτοιος ούτε στον ΠΚ, ούτε στην υπό εξέταση διάταξη κι ως εκ

τούτου θα ήταν προτιμότερο να θεσμοθετηθεί. Πάντως, όπως τονίστηκε και σε άλλο σημείο, μπορεί να
γίνει λόγος για επέκταση της προστασίας δικαιολογημένων συμφερόντων και σε άλλες περιπτώσεις,
πέρα από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 367 και 371 παρ. 4 ΠΚ, για τη δικαιολόγηση της προσβολής
έννομων αγαθών. Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 878.
1516 Στην αντίθετη περίπτωση φυσικά δε συντρέχει το στοιχείο του δόλου. Το παράδειγμα από τον Ι.

Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 118.


1517 Βλ. συναφώς το παράδειγμα της Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 487, «Αν

λ.χ. ένας τηλεοπτικός σταθμός προβάλλει καθημερινά, επανειλημμένα και χωρίς σχόλια το βίντεο όπου
εμφανίζεται κάποιος να υποστηρίζει ότι «όλοι οι νέγροι είναι ζώα», ο δημοσιογράφος που το κάνει ή ο
υπεύθυνος του προγράμματος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπληρώνει ένα καθήκον ενημέρωσης». Βλ.
επίσης και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 120.
1518 «…με πρόθεση…».

1519 Αρκεί και ο ενδεχόμενος. Άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ.

[383]
διεγείρει ή προτρέπει1520 σε πράξεις ή ενέργειες που είναι αντικειμενικά πρόσφορες να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που
προσδιορίζονται με βάση τα αναφερόμενα στη διάταξη χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα να
θέλει (βουλητικό στοιχείου του δόλου) να πραγματώσει τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις1521.
Ζήτημα είναι αν θα πρέπει η ως άνω αναφερθείσα υποκειμενική υπόσταση του
εγκλήματος να επεκτείνεται, πέρα από τη συγκεκριμένη δυνατότητα της συμπεριφοράς του
δράστη να προκαλέσει κίνδυνο για τα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα αγαθά, και
στην πρόκληση του κινδύνου καθεαυτή. Ερωτάται, δηλαδή, αν θα πρέπει να αποδειχθεί και η
βούληση του δράστη να προκληθεί κίνδυνος (έστω με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) στα
έννομα αγαθά της δημόσιας τάξης ή της ζωής, της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας
αόριστου αριθμού προσώπων. Τυχόν αποδοχή μίας τέτοιας θέσης μεταβάλλει το χαρακτηρισμό
του εγκλήματος από κανονικής υποκειμενικής υπόστασης σε ευρύτερης υποκειμενικής και
στενότερης αντικειμενικής (υπερχειλούς), καθότι για την κατάφαση του καταρχήν
καταλογιστού της πράξης σε ενοχή του δράστη θα πρέπει να διαπιστώνεται, πέρα από δόλος
για την αντικειμενική προσφορότητα της συμπεριφοράς του να παραγάγει σε μια
συγκεκριμένη περίπτωση κίνδυνο για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά1522, και η βούληση
του δράστη να προκληθεί κίνδυνος (έστω και στη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) για αυτά1523.
Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από τον Ι. Μανωλεδάκη1524 σε μια προσπάθεια περιορισμού του

1520 Στην υπ’ αριθμ. 3/2010 ΟλΑΠ, ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ., πολλαπλώς τονίζεται ότι ο δράστης,
στηλιτεύοντας τις συγκεκριμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφερόμενες πράξεις των
Εβραιοσιωνιστών (μιας πολιτικοθρησκευτικής ομάδας Εβραίων), δεν είχε πρόθεση να προτρέψει τον
αναγνώστη σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά των
Εβραίων συλλήβδην, παρά μόνο κατά των μελών της τελευταίας ομάδας, η οποία, άλλωστε, δεν
προσδιορίζεται φυλετικά ή εθνικά (υπενθυμίζεται εδώ ότι η θρησκεία δεν είχε συμπεριληφθεί στο
κατηγορητήριο ως διακρισιακό κριτήριο).
1521 «Υποκειμενικά το αδίκημα στοιχειοθετείται όταν τελείται από δόλο, με τη γνώση δηλαδή και τη

θέληση των στοιχείων του αδικήματος (άρ. 27 παρ. 1 ΠΚ)». Έτσι ο Γ. Αποστολάκης, όπ.π., ΠοινΔικ
2002, σ. 1186. Σύμφωνος και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 96. Μόνο που
ο τελευταίος δε δέχεται ότι ο δόλος πρέπει να καλύπτει και τον επικίνδυνο τρόπο τέλεσης της πράξης,
διότι αυτός αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, ο οποίος, ως γνωστόν από τη θεωρία του ποινικού
δικαίου, δε χρειάζεται να επικαλύπτεται από το δόλο του δράστη. Από νομολογία βλ. την ΟλΑΠ 3/2010,
ΠοινΔικ 2016, σ. 533 επ., 322/2018 ΠλημΑιγ, ΔΙΜΕΕ 2018, σ. 202 και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση
ΝΟΜΟΣ.
1522 Επικάλυψη της αντικειμενικής υπόστασης από την υποκειμενική.

1523 Θα πρέπει, δηλαδή, η βούληση του δράστη να καλύπτει και στοιχείο το οποίο δεν περιλαμβάνεται

ως αποτέλεσμα στην αντικειμενική υπόσταση του υπό εξέταση αδικήματος.


1524 Ο ίδιος, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 275-276. Εξάλλου, όταν χαρακτηρίζει τα εγκλήματα

δυνητικής διακινδύνευσης ως εγκλήματα απόπειρας πρόκλησης κινδύνου, είναι δογματικά συνεπές


προς την ερμηνεία της απόπειρας να θεωρήσουμε ότι ο δόλος δεν μπορεί να είναι δόλος απόπειρας,
αλλά ολοκλήρωσης του εγκλήματος, δηλαδή δόλος πρόκλησης κινδύνου.

[384]
αξιοποίνου στις περιπτώσεις εγκλημάτων που το βάρος της ποινικής κρίσης δεν πέφτει πάνω
σε ένα εμπειρικό αποτέλεσμα, όπως είναι ο υπαρκτός κίνδυνος και πολύ περισσότερο η βλάβη,
αλλά στην αφηρημένη ή συγκεκριμένη δυνατότητα της συμπεριφοράς του δράστη να
προκαλέσει κίνδυνο σε έννομα αγαθά. Παρά τη δικαιολογημένη βάση της σκέψης του, αφού
ειδικά για τα εγκλήματα της ρητορικής του μίσους η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μια
ποινικά αξιόλογη συμπεριφορά και σε μια ποινικώς αδιάφορη εκδήλωση - εξωτερίκευση
προσωπικών απόψεων - κοσμοθεωριών - ιδεολογιών, έστω και ακραίων, είναι λεπτή, δεν
μπορεί να γίνει δεκτή. Από την τυποποίηση της υπό κρίση διάταξης δε φαίνεται να παρέχεται
αυτή η δυνατότητα και μόνο ερμηνευτικά θα μπορούσε ίσως να γίνει δεκτή1525. Τέλος, είναι
σκόπιμο να αναφερθεί ότι η τυχόν επέλευση βλάβης στα προστατευόμενα από τη διάταξη
έννομα αγαθά δε χρειάζεται να επικαλύπτεται με δόλο, αφού η τελευταία δεν αποτελεί
στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος1526, ο δε δόλος διακινδύνευσης είναι
απολύτως διακριτός και αυτοτελώς νοούμενος σε σχέση με το δόλο βλάβης ενός έννομου
αγαθού.
Εν κατακλείδι ο δράστης προτρέπει, διεγείρει, προκαλεί ή υποκινεί άλλους αφενός
σκεπτόμενος ότι μπορεί να προκληθεί (απαιτείται δηλαδή τουλάχιστον πρόγνωση
ενδεχομένου) στους αποδέκτες του λόγου του απόφαση για τέλεση από μέρους των τελευταίων
πράξεων βίας, μίσους ή διακρίσεων σε βάρος αόριστου αριθμού προσώπων που
προσδιορίζονται βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, ότι οι πράξεις αυτές είναι
αντικειμενικά πρόσφορες να προκαλέσουν στη συγκεκριμένη περίπτωση κίνδυνο διασάλευσης
της ομαλής και ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης και βλάβης ατομικών έννομων αγαθών, και
αφετέρου (τουλάχιστον) αποδεχόμενος όλα τα παραπάνω. Συνεπώς, πράττει ουσιαστικά με
πρόθεση να προκληθεί συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου για τα προστατευόμενα από τη
διάταξη έννομα αγαθά (και δη για αόριστο αριθμό ατομικών ή/και για ένα συλλογικό).

3.4.2. Πραγματική πλάνη

Στην κατάστρωση της ελάσσονος πρότασης ενός δικανικού συλλογισμού, για την
εύρεση της υπαιτιότητας του συγκεκριμένου δράστη αποφασιστικής σημασίας είναι το εάν ο
τελευταίος, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, βρισκόταν σε πραγματική πλάνη. Η πλάνη
για οποιοδήποτε στοιχείο της συμπεριφοράς του δράστη που ανήκει στην αντικειμενική
υπόσταση του εγκλήματος ή για το επικίνδυνο του τρόπου τέλεσής της είναι πραγματική και
αποκλείει τη συνδρομή οποιασδήποτε μορφής δόλου (για την ακρίβεια, το γνωστικό στοιχείο
αυτού) καθώς και της ενσυνείδητης αμέλειας στο πρόσωπο του δράστη. Από τη στιγμή που το

1525 Πρβλ. εδώ Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε, 1987, σ. 196, που κάνει
δεκτή τη συγκεκριμένη θεώρηση του Μανωλεδάκη.
1526 Ο δόλος του δράστη είναι αναγκαίο και συνάμα αρκεί να σταματά στη διακινδύνευση (υπό την

εκδοχή της συγκεκριμένης δυνατότητας για πρόκληση κινδύνου) των προστατευόμενων από τη διάταξη
έννομων αγαθών και δε χρειάζεται να επεκτείνεται και στη βλάβη τους.

[385]
συγκεκριμένο αδίκημα δεν τυποποιείται και ως έγκλημα εξ αμελείας, αποκλείεται σε κάθε
περίπτωση η πλήρωση των όρων της υποκειμενικής υπόστασης και έτσι ο δράστης δεν είναι
καν καταρχήν καταλογιστός. Αν για παράδειγμα ο δράστης αγνοεί ότι η συμπεριφορά του έχει
το αντικειμενικό νόημα της παρώθησης σε πράξη (υποκίνηση, πρόκληση, διέγερση ή
προτροπή), γιατί για παράδειγμα πιστεύει πεπλανημένα ότι δεν τον ακούει κανένας1527, τότε
δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, αφού δεν πληρούται η
υποκειμενική του υπόσταση. Ομοίως, αν ο δράστης γνωρίζει μεν ότι η συμπεριφορά του έχει το
νόημα της προτροπής, αλλά αγνοεί ότι με αυτή μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για τα έννομα
αγαθά της δημόσιας τάξης ή της ζωής ή της ελευθερίας ή της σωματικής ακεραιότητας των
προσώπων ή των ομάδων που στοχεύει, πάλι δεν μπορεί να εφαρμοστεί το άρ. 1 παρ. 1 του Ν.
927/19791528.
Ιδιαίτερης προσοχής χρήζει η περίπτωση κατά την οποία ο δράστης απλώς υπολαμβάνει
ότι συντρέχουν τα εν λόγω προστατευόμενα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο (ή στην ομάδα) που
στοχοποιεί εξαιτίας των οποίων, μάλιστα, επιλέγει να το στοχοποιήσει, ενώ στην
πραγματικότητα αυτά δε συντρέχουν. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το παραπάνω ερώτημα
προβληματίζει μόνο στην περίπτωση που ο δράστης θυματοποιεί – στοχεύει ένα συγκεκριμένο
πρόσωπο ή ένα συγκεκριμένο αριθμό ατομικά προσδιορίσιμων ανθρώπων (συγκεκριμένα μέλη
μιας ομάδας), καθότι μόνο τότε είναι εκ των πραγμάτων δυνατό να εκλάβει λάθος την ιδιότητα
ή το χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ανθρώπου 1529, 1530. Ενώ η πλάνη περί το πρόσωπο

1527 Χρήζει, βέβαια, διαφορετικής αξιολόγησης η περίπτωση του δράστη που με τη χρήση οξύτατων
εκφράσεων και δριμείας κριτικής πιστεύει ότι στηλιτεύει τα «κακώς κείμενα» των στοχευόμενων
προσώπων ή ομάδων και κατά τούτο εκφράζει την προσωπική του άποψη.
1528 Αντίθετα ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 97.

1529 Λ.χ. στη Γερμανία βασανίστηκε μέχρι θανάτου ένα παιδί επειδή εσφαλμένα εκλήφθηκε ως

Εβραίος. Για το παράδειγμα βλ. Γ. Βούλγαρη, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 714. Κατ’ αντιστοιχία λοιπόν με
το προαναφερθέν έγκλημα μίσους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την περίπτωση που ο δράστης προτρέπει
δημόσια σε πράξεις βίας κατά ενός συγκεκριμένου μέλους της τοπικής κοινωνίας, π.χ. του νέου
συμφοιτητή του, που νομίζει ότι έχει διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό σε σχέση με το δράστη
και την πλειονότητα των φοιτητών, ενώ στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ισχύει (ο φοιτητής
εκδηλώνει ενίοτε θηλυπρεπείς κινήσεις, αλλά δεν είναι ομοφυλόφιλος).
1530 Όταν ο δράστης στρέφεται συλλήβδην κατά των μελών μιας ομάδας ή ορθότερα κατά ανθρώπων

που μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο δημιουργεί μια προκατάληψη μέσα στο μυαλό
του, με αποτέλεσμα να αντιπαθεί την ομάδα στην οποία τους κατατάσσει, δύσκολα μπορεί να
φανταστεί κανείς την ύπαρξη πλάνης στο πρόσωπο του δράστη αναφορικά με την
ιδιότητα/χαρακτηριστικό. Για παράδειγμα, ο δράστης που δημόσια προτρέπει σε αυθαίρετες
διακρίσεις ή/και βία κατά των μουσουλμάνων, αναφερόμενος σε αυτήν την περίπτωση ρητά στο
χαρακτηριστικό (ήτοι το θρήσκευμα) που του δημιουργεί την προκατάληψη, δεν είναι δυνατόν να
αγνοεί ή να έχει εσφαλμένη αντίληψη για το χαρακτηριστικό αυτό των μελών μιας ευρύτερης,
υπαρκτής και συνάμα αόριστης πληθυσμιακής ομάδας. Αν, βέβαια, ένα εκ των προτρεπόμενων
ενδιάμεσων προσώπων προβεί σε σωματική βλάβη κατά προσώπου, πλανημένος αναφορικά με το

[386]
κατά του οποίου στρέφεται η πράξη είναι κατά κανόνα νομικά αδιάφορη πλάνη για τον
αυτουργό1531, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, ακριβώς επειδή η σύγχυση του δράστη
συνδυάζεται με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό/ιδιότητα του (εν δυνάμει) θύματός του1532 και
την εντεύθεν επιλογή του από το δράστη λόγω αυτού, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως νομικά
αδιάφορη πλάνη περί το πρόσωπο, αλλά ως πλάνη που αφορά σε στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος1533, ήτοι στην προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη να
προκαλέσει στη συγκεκριμένη περίπτωση διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου που
προσδιορίζεται πράγματι βάσει του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού1534. Δεν πρόκειται,
βέβαια, για πραγματική πλάνη, αφού ο δράστης νομίζει ότι τελεί το συγκεκριμένο έγκλημα1535,
αλλά κατ’ ουσία δεν το τελεί. Ο πράττων τελεί σε ανάστροφη πραγματική πλάνη. Πλέον,

θρήσκευμα του συγκεκριμένου προσώπου που έπληξε (νόμιζε ότι είναι μουσουλμάνος, αλλά τελικά δεν
ήταν) και παρασυρμένος από τη δημόσια προτροπή του εκφέροντος το ρατσιστικό λόγο, τότε θα
τιμωρηθεί για το έγκλημα που τέλεσε χωρίς τη διακεκριμένη ποινή του άρ. 82 Α ΠΚ. Πάντως, το
συγκεκριμένο κίνητρο θα ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Βλ. συναφώς Μ. Καϊάφα-
Γκμπάντι, σε Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2016, σ. 195 καθώς επίσης την ίδια, όπ.π., ΠοινΔικ 2016,
σ. 110.
1531 Βλ. ενδεικτικά Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 301. Είναι η περίπτωση κατά

την οποία ο δράστης «πλήττει» ακριβώς εκείνον τον άνθρωπο που έχει «στοχεύσει-εξατομικεύσει»,
κάτι όμως που δε θα είχε κάνει αν δεν υφίστατο μέσα στο μυαλό του η συγκεκριμένη διάσταση
αναφορικά με την ταυτότητα του υλικού αντικειμένου της πράξης. Στην ανθρωποκτονία, για
παράδειγμα, η πλάνη περί το πρόσωπο αφήνει άθικτο το δόλο του δράστη (“error in persona non
nocet”).
1532 Αφού ο δράστης νομίζει ότι συντρέχει το χαρακτηριστικό, ενώ στην πραγματικότητα δε συντρέχει

και το οποίο πάντως αναγράφεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Η τελευταία, βέβαια,
περιορίζεται στην περιγραφή της συμπεριφοράς του δράστη και στην απαιτούμενη από τη διάταξη
προσφορότητα αυτής να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου που προσδιορίζεται βάσει
του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού.
1533 Και το οποίο πρέπει να γνωρίζει ο δράστης, ώστε να μπορέσει να του καταλογισθεί η πράξη.

1534 Και το οποίο προφανώς, λόγω της ίδιας της γραμματικής διατύπωσης («… που προσδιορίζονται

…»), υπονοείται ως υπάρχον. Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, 2016, σ. 97. Βλ. όμως και Γ.
Βούλγαρη, όπ.π., ΠοινΔικ 2010, σ. 714, ο οποίος, στην ανάλυσή του για τα εγκλήματα μίσους,
υποστηρίζει ότι σε ανάλογες περιπτώσεις (όταν δηλαδή λανθασμένα υπολαμβάνεται το θύμα ως έχον
το προστατευόμενο χαρακτηριστικό) οι εγκληματικές πράξεις που τελούνται θα πρέπει κι αυτές να
χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα μίσους, «διότι σημασία έχει το κίνητρο μισαλλοδοξίας του δράστη και
όχι η ταυτότητα του θύματος». Παρόμοια και ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., Εγκληματολογία 2013, σ.
59-60 και ο ίδιος, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 218, σύμφωνα με τον οποίο «από τη σκοπιά του κοινοδικαίου
προκύπτει με σαφήνεια ότι η πλάνη αφήνει ακέραιο το δόλο […] υπό την έννοια της προκατάληψης το
έγκλημα μίσους δεν προϋποθέτει εξατομικευμένο dolus malus». Συναφώς και η Α. Στεφανίδου,
Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, Αρμεν 2019, σ. 1110 επ.
1535 Αφού πεπλανημένα πιστεύει ότι η συμπεριφορά του είναι πρόσφορη να προκαλέσει διακρίσεις,

μίσος ή βία κατά προσώπου που προσδιορίζεται βάσει του συγκεκριμένου χαρακτηριστικού.

[387]
βέβαια, με την ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα, θα παραμείνει ατιμώρητος από τη στιγμή
που καταργήθηκε η απρόσφορη απόπειρα.

3.5. Ο τελικός καταλογισμός σε ενοχή – η συνείδηση (ή δυνατότητα συνείδησης)


του αδίκου

Τέλος, υπάρχει και η περίπτωση ο δράστης να γνωρίζει μεν ότι παραβιάζει καταρχήν
τον απαγορευτικό κανόνα δικαίου που θέτει το άδικο της πράξης του, να πιστεύει όμως
πεπλανημένα ότι η συμπεριφορά του καλύπτεται στη συγκεκριμένη περίπτωση κατ’ εξαίρεση
από κάποιον αναγνωρισμένο από την έννομη τάξη λόγο άρσης του αδίκου και, συγκεκριμένα,
είτε από την προστασία (διαφύλαξη) δικαιώματος (της ελευθερίας της γνώμης ή του τύπου)
είτε από την ικανοποίηση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος (συμφέρον του κοινού προς
ενημέρωση)1536. Αν ο δράστης πλανάται ως προς τα όρια εφαρμογής των προαναφερόμενων
λόγων άρσης του αδίκου, νομίζει δηλαδή πεπλανημένα ότι καλύπτεται η συγκεκριμένη
συμπεριφορά του από έναν από αυτούς1537, τότε δε θα έχει συνείδηση του (τελικά) άδικου
χαρακτήρα της πράξης του. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει ο δράστης να αγνοεί ή να
γνωρίζει εσφαλμένα τις προϋποθέσεις του νόμου αναφορικά με την άρση του αδίκου (π.χ.
πιστεύει ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης είναι
απόλυτο και δεν επιδέχεται περιορισμών). Αν δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση της
προσβολής να αποφύγει την πλάνη του αυτή, μολονότι κατέβαλε την οφειλόμενη από τις
περιστάσεις και δυνατή για αυτόν επιμέλεια (συγγνωστή νομική πλάνη)1538, η πράξη δεν
καταλογίζεται στο δράστη, οπότε και απαλλάσσεται (άρ. 14 παρ. 1 ΠΚ). Αν όμως μπορούσε να
αποφύγει την πλάνη του, η πράξη καταλογίζεται σε αυτόν, αλλά το δικαστήριο μπορεί να του
επιβάλλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83 ΠΚ)1539.

1536 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 120. Αν ο δράστης πλανάται
αναφορικά με τις πραγματικές προϋποθέσεις ενός αναγνωριζόμενου από το δίκαιο λόγου άρσης του
αδίκου, πλανάται δηλαδή ως προς πραγματικά περιστατικά και όχι ως προς τις αξιολογήσεις του
νομοθέτη, τότε, ανάλογα με τη θέση που υιοθετεί κανείς, θα πρόκειται είτε για νομική πλάνη είτε, κατά
τη μάλλον κρατούσα άποψη, για πλάνη που αντιμετωπίζεται με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 30
ΠΚ, οπότε και θα αποκλείεται ο δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια. Για τη γενικότερη προβληματική της
πλάνης αναφορικά με τους λόγους άρσης του αδίκου βλ. Γ. Μπέκα, Οι νομιζόμενοι λόγοι άρσης του
αδίκου και το άρθρο 23 εδ. α’ στοιχ. β’ ΠΚ, ΠΛογ 2003, σ. 29 επ. και τις εκεί παραπομπές.
1537 Οπότε θα πρόκειται για μια έμμεση πλάνη περί το άδικο ή πλάνη περί την έκταση της

απαγόρευσης. Βλ. για αυτήν Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 521, Ι.
Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 958 καθώς και Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η
έκδ., 2020, σ. 616-617.
1538 Άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ εδάφ. πρώτο.

1539 Άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ εδάφ. τελευταίο.

[388]
3.6. Το τιμωρητό

Με βάση τη διατύπωση του νόμου η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά προσώπου
ή ομάδας προσώπων απειλείται με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με
χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ.
Μολονότι η απειλούμενη εν προκειμένω στερητική της ελευθερίας ποινή της φυλάκισης
παραμένει ως έχει και δεν αμφισβητείται, στο βαθμό που δεν υπάρχει διαφοροποίηση1540 μετά
την κατάργηση του Ποινικού Κώδικα που ίσχυε από 01 Ιανουαρίου 1951 με το Ν. 4619/2019
(ΦΕΚ Α’ 95/11-06-2019)1541 και την έναρξη ισχύος του τελευταίου από 01 Ιουλίου 20191542,
τίθεται ζήτημα κατά πόσο ισχύει το ίδιο και για τη σωρευτικά απειλούμενη χρηματική
ποινή1543. Δεδομένου ότι από 01η Ιουλίου 2019 καταργήθηκε ο παλιός ΠΚ καθώς και κάθε
διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό1544, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η απειλούμενη εν
προκειμένω χρηματική ποινή1545 καθορίζεται αυτοτελώς και όχι με παραπομπή σε διατάξεις
του προϊσχύσαντος ΠΚ1546, δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι καταργήθηκε σιωπηρά και η
προβλεπόμενη χρηματική ποινή στον υπό κρίση ειδικό ποινικό νόμο αναφορικά με το ύψος
της. Κατά συνέπεια, ο δικαστής που σε περίπτωση καταδίκης θα κληθεί να επιβάλλει και
χρηματική ποινή (ή μόνο αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 83 εδάφ. τελευταίο ΠΚ) θα κινηθεί
εντός του πλαισίου 5.000 – 20.000 ευρώ.
Διαβάζοντας κανείς το άρθρο 463 παρ. 2 (μεταβατικές διατάξεις) του νέου ΠΚ, στο
οποίο προβλέπεται ότι «όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται ποινή φυλάκισης, προστίθεται
διαζευκτικά και η χρηματική ποινή, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 57 του παρόντος
1540 Αφού σύμφωνα με το άρθρο 53 του νέου Ποινικού Κώδικα η διάρκεια της φυλάκισης παραμένει
από δέκα ημέρες έως πέντε έτη.
1541 Βλ. τις μεταβατικές διατάξεις του Ν. 4619/2019 και συγκεκριμένα το άρ. 461.

1542 Άρθρο 460 ν. 4619/2019.

1543 Από τη στιγμή που το άρθρο 57 του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα καταργήθηκε και στη θέση

του υπεισήλθε το νέο σύστημα χρηματικής ποινής του άρ. 57. Όπως αναφέρεται και στην Αιτιολογική
Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα» για το νέο άρ. 57 αυτού «Στο άρθρο 57 του
Σχεδίου έχει ενταχθεί µια εντελώς νέα διάταξη, µε την οποία προσδιορίζεται το ύψος και ο τρόπος
υπολογισµού της χρηµατικής ποινής. Δεν γίνεται πια λόγος για ποινές σε χρήµα, στις οποίες
εντάσσονται, σύµφωνα µε το άρθρο 57 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα οι χρηµατικές ποινές και τα
πρόστιµα, καθώς µε την κατάργηση των πταισµάτων από το ποινικό δίκαιο καταργήθηκε και το
πρόστιµο ως ποινική κύρωση, διατηρώντας τη σηµασία του µόνο ως διοικητικού χαρακτήρα µέτρο».
1544 Άρθρο 461 του Ν. 4619/2019.

1545 Για την ακρίβεια το πλαίσιό της.

1546 Αυτό θα ίσχυε αν προβλεπόταν στη διάταξη ότι η πράξη απειλείται (πέραν της φυλάκισης τριών

μηνών έως τριών ετών) και με χρηματική ποινή (εννοώντας την καθιερωμένη στο προϊσχύσαν άρ. 57
του ΠΚ), δίχως να προσδιορίζεται το πλαίσιό της. Σε μια τέτοια περίπτωση θα τύχαινε εφαρμογής το
άρ. 463 παρ. 1 του νέου ΠΚ, στο οποίο προβλέπεται ότι: «Όπου ειδικοί νόμοι παραπέμπουν σε άρθρα
του καταργούμενου Ποινικού Κώδικα, οι παραπομπές αυτές από την έναρξη ισχύος του παρόντος
Ποινικού Κώδικα θεωρείται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις αυτού».

[389]
Κώδικα», γίνεται αντιληπτό ότι παρά τω πλευρώ της απειλούμενης στην υπό εξέταση διάταξη
στερητικής της ελευθερίας ποινής δε δύναται να προστεθεί διαζευκτικά και η χρηματική ποινή
κατά το μέτρο του άρθρου 57 του νέου Ποινικού Κώδικα1547. Κι αυτό, διότι αφενός το άρ. 463
παρ. 2 του νέου ΠΚ αναφέρεται μόνο στις περιπτώσεις πλημμελημάτων των ειδικών ποινικών
νόμων που δεν προβλέπουν τη χρηματική ποινή ως απειλούμενη ποινή, αλλά αποκλειστικά και
μόνο φυλάκιση1548 (δηλαδή μόνο στερητική της ελευθερίας ποινή) και, μάλιστα, όχι
οποιουδήποτε πλαισίου φυλάκιση, αλλά αυτή του άρθρου 53 Π.Κ. (φυλάκιση από δέκα ημέρες
έως πέντε χρόνια), αφετέρου θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με το παράδοξο να απειλούνται
ταυτόχρονα για την ίδια πράξη δύο διαφορετικά συστήματα αλλά και πλαίσια χρηματικής
ποινής, και μάλιστα το ένα1549 θα απειλείται σωρευτικά με τη στερητική της ελευθερίας ποινή
και το άλλο1550 διαζευκτικά! Εξάλλου, ούτε το άρ. 2 του ΠΚ μπορεί να αξιοποιηθεί για την
εφαρμογή της ευνοϊκότερης διάταξης όσον αφορά στα πλημμελήματα της παρ. 1 του άρ. 1 του
Ν. 927/1979 που τελέστηκαν μέχρι και την 30.06.2019 και να δώσει τη δυνατότητα στο
δικαστή να επιβάλλει φυλάκιση ή χρηματική ποινή (διάταξη σαφώς ευνοϊκότερη), καθότι μία
εκ των προϋποθέσεών του είναι οι περισσότερες συγκρινόμενες διατάξεις νόμων να «ίσχυσαν»
από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της. Όπως όμως προέκυψε με
ενάργεια από τις προρρηθείσες σκέψεις, η μόνη διάταξη που προσδιορίζει για το υπό εξέταση
πλημμέλημα την ποινική κύρωση, ακόμα και μετά τις αλλαγές που επήλθαν με το νέο ΠΚ, είναι
αυτή του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, η οποία απειλεί, σωρευτικά με τη στερητική της
ελευθερίας ποινή, και χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων ευρώ, δηλαδή σύστημα
χρηματικής ποινής διαφορετικό από αυτό που ακολουθείται στον ισχύοντα πλέον ΠΚ. Η θέση
που μόλις υποστηρίχθηκε δημιουργεί αναπόδραστα ερωτήματα αναφορικά με την έκτιση, σε
περίπτωση συρροής ενός εγκλήματος του παρόντος ειδικού ποινικού νόμου, για το οποίο θα
επιβληθεί χρηματική ποινή κατά το σύστημα του προϊσχύσαντος ΠΚ, και ενός εγκλήματος του
ισχύοντος πλέον Ποινικού Κώδικα για το οποίο θα πρέπει να επιβληθεί χρηματική ποινή κατά
το νέο σύστημα. Στο πρόβλημα αυτό φαίνεται να δίνει λύση το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 465
ΠΚ1551, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α’ 180/18.11.2019),
σύμφωνα με το οποίο «σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του
άρθρου 80 του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του

1547 Ούτε, βέβαια, να αντικαταστήσει αυτή την ήδη προβλεπόμενη σωρευτικά χρηματική ποινή, όπως
προτείνει ο Δ. Λιούρδης, Η χρηματική ποινή στους ειδικούς ποινικούς νόμους, ΠοινΧρον 2021, σ. 152
επ.
1548 Βλ. σχετικά ΑΠ 24/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 80/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.

1549 Αυτό που προβλέπεται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρ. 1

παρ. 1 του Ν. 4285/2014, και το οποίο δεν έχει καταργηθεί.


1550 Αυτό που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του άρ. 463 παρ. 2 σε συνδυασμό με το άρ. 57 παρ. 2

περ. β’ του νέου ΠΚ.


1551 Βλ. σχετικά Σ. Παύλου - Κ. Κοσμάτο, Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, 2020, σ. 47-48 και

183-184.

[390]
προϊσχύσαντος ΠΚ ή ειδικών ποινικών νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν, αυτές εκτίονται
αθροιστικά».
Στις περιπτώσεις που προβλέπεται μειωμένη ποινή, π.χ. λόγω απόπειρας1552 ή
συνέργειας1553, ή συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων1554 το αρχικά απειλούμενο πλαίσιο
διαμορφώνεται από 10 ημέρες έως 3 χρόνια, αφού με βάση το άρ. 83 εδάφ. α’ περ.δ’ «ο
δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της», το δε ελάχιστο όριο της
φυλάκισης είναι οι 10 ημέρες1555. Επιπρόσθετα, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να
επιβάλλει μόνο την απειλούμενη χρηματική ποινή, αφής στιγμής απειλείται σωρευτικά η
τελευταία με την ποινή φυλάκισης1556.
Τέλος, το αδίκημα που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 είναι
πλημμέλημα1557, παραγράφεται μετά από πέντε έτη1558, η δε ημερομηνία έναρξης της
παραγραφής1559 είναι η ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ο χρόνος, δηλαδή, της
συμπεριφοράς του δράστη.

3.7. Συρροές

α. Όπως έχει γίνει ήδη δεκτό, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 927/1979 τυποποιείται
πρωτίστως ένα έγκλημα αφηρημένα συγκεκριμένης (ή αλλιώς δυνητικής διακινδύνευσης) για
αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών (ζωή - σωματική ακεραιότητα - προσωπική
ελευθερία - ανθρώπινη αξιοπρέπεια) και δευτερευόντως για το συλλογικό έννομο αγαθό της
δημόσιας τάξης. Ο προσδιορισμός των προστατευόμενων από την υπό κρίση διάταξη έννομων
αγαθών και εντεύθεν ο εντοπισμός του προσβαλλόμενου (ή των προσβαλλόμενων) από την
εκάστοτε εγκληματική συμπεριφορά του δράστη είναι καθοριστικής σημασίας για την επίλυση
των αναφυόμενων ζητημάτων συρροής, μιας και αποτελεί το βασικό, αν και όχι το μοναδικό,
κριτήριο για την ανάδειξη της ορθής κάθε φορά λύσης.
Υποστηρίζεται1560 ότι, όταν στο πλαίσιο μιας σύνθετης εγκληματικής συμπεριφοράς
ενός ανθρώπου πραγματώνονται περισσότερα του ενός εγκλήματα τα οποία προσβάλλουν την

1552 Άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ.


1553 Άρθρο 47 εδάφ. α’ ΠΚ.
1554 Άρθρο 84 ΠΚ.

1555 Άρθρο 53 ΠΚ.

1556 Άρθρο 83 ΠΚ εδάφ. τελευταίο.

1557 Άρθρο 18 ΠΚ, καθότι απειλείται με φυλάκιση.

1558 Άρθρο 111 παρ. 3 ΠΚ. Βλ. όμως και άρ. 113 ΠΚ.

1559 Άρθρο 112 ΠΚ.

1560 Για τη μέτρηση και τη συρροή των εγκλημάτων μέσω του προσδιορισμού της εγκληματικής

μονάδας βλ. διεξοδικά Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 348 επ. Γενικά για τη συρροή βλ.
ενδεικτικά Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. ΙΙΙ. Συρροή-Παραγραφή, 2008, Σ. Παύλου, Οι αρχές της φαινομενικής
συρροής, 2003, σ. 7, υποσημ. 5 για περαιτέρω παραπομπές σε παλαιότερα έργα, Κ. Σταμάτη,

[391]
ίδια, μία μονάδα ενός και του αυτού έννομου αγαθού (μια εγκληματική μονάδα), με
αποτέλεσμα να μπορούν τυπικά να συνεφαρμοστούν περισσότεροι κυρωτικοί κανόνες,
βρισκόμαστε συνήθως ενώπιον μιας φαινομενικής συρροής ή συρροής νόμων, που απαιτεί από
τον ερμηνευτή αλλά και από τον εφαρμοστή του δικαίου μια περαιτέρω ερμηνευτική, ενίοτε
αξιολογική διαδικασία για την ανάδειξη της εφαρμοστέας κάθε φορά διάταξης, που θα
αποτυπώσει τη συνολική απαξία της συμπεριφοράς και θα αποτρέψει το ενδεχόμενο να
τιμωρηθεί ο δράστης περισσότερες φορές για το ίδιο πράγμα (αρχή της απαγόρευσης της
διπλής αξιολόγησης). Αν, αντίθετα, προσβάλλονται περισσότερες εγκληματικές μονάδες, τότε
η συρροή είναι κατά κανόνα αληθινή, κρίση η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της
κυρωτικής αυτοτέλειας κάθε εφαρμοστέας διάταξης και εντεύθεν (σε περίπτωση πρόσκαιρων
στερητικών της ελευθερίας ποινών) το σχηματισμό συνολικής ποινής κατά τους όρους των
άρθρων 94 επ. ΠΚ. Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι ως κρίσιμοι παράμετροι για τη διάγνωση μιας
υφιστάμενης συρροής (εάν δηλαδή είναι αληθινή ή φαινομενική) αναδεικνύονται η εύρεση και
ο προσδιορισμός της μιας εγκληματικής μονάδας, του προσβαλλόμενου, δηλαδή, κάθε φορά
ενός και του αυτού έννομου αγαθού που ανήκει σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Βέβαια, δε θα
πρέπει να λησμονείται ότι εξίσου σημαντική είναι και η συνεκτίμηση του εάν μεσολαβήσει ή
όχι στην περίπτωση που εξετάζεται ειρήνευση του εκάστοτε θιγόμενου έννομου αγαθού
μεταξύ των περισσότερων προσβολών του.
Πέραν, όμως, των προαναφερθέντων γενικών κανόνων διάγνωσης της συρροής, θα
πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το συγκεκριμένο κάθε
φορά αδίκημα σε επίπεδο τυποποίησης καθώς και σε επίπεδο προστατευόμενου έννομου
αγαθού, καθότι η ανάδειξη του εφαρμοστέου κανόνα προϋποθέτει μια in concreto
συλλογιστική διαδικασία που θα αξιοποιεί τις παραμέτρους αυτές. Όπως έχει επανειλημμένα
επισημανθεί, το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 προστατεύει πρωτίστως αόριστο αριθμό ατομικών
έννομων αγαθών και συγκεκριμένα αυτά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της
προσωπικής ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και σε δεύτερο βαθμό, δηλαδή
έμμεσα, τη δημόσια τάξη. Η σε επίπεδο νομοθετικής πρόβλεψης παράλληλη διακινδύνευση
διαφορετικών έννομων αγαθών και, μάλιστα, αόριστου αριθμού ατομικών (στην πρώτη
περίπτωση) υπό τη σκέπη της ίδιας διάταξης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε συγκεκριμένο
επίπεδο προσβολής τους μπορεί να προσβάλλονται διαφορετικά κάθε φορά έννομα αγαθά ή
και όλα μαζί επηρεάζει και διαφοροποιεί σε σημαντικό βαθμό τη λύση επί του ανακύπτοντος
κάθε φορά προβλήματος συρροής, με αποτέλεσμα δικαίως να διαπιστώνεται ότι κάθε άλλο
παρά μονοδιάστατη μπορεί να είναι η αντιμετώπιση του ζητήματος.
Καταρχάς θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα ατομικά έννομα αγαθά της ζωής, της
σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
αόριστου αριθμού ατόμων από τη μία και το συλλογικό έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης από
την άλλη αποτελούν γενικά και αφηρημένα κύκλους απολύτως διακριτούς μεταξύ τους, η

Συστηματική Ερμηνεία του ΠΚ, άρθρο 94, σ. 1173 επ. και Ν. Μπιτζιλέκη, σε Δίκαιο των ποινικών
κυρώσεων, 2016, σ. 424 επ.

[392]
προσβολή των οποίων οδηγεί συνήθως σε περισσότερες εγκληματικές μονάδες, λύση που
εξηγείται από την ετερότητα των προσβαλλόμενων έννομων αγαθών. Μεταφέροντας, όμως,
αυτή τη λογική στο ρατσιστικό έγκλημα της δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων,
έτσι όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, θα έπρεπε, κάθε φορά που με μία δημόσια υποκίνηση
διαπιστώνεται εν τοις πράγμασι δυνατότητα κινδύνου για αόριστο αριθμό π.χ. ανθρώπινων
ζωών και ίδιος βαθμός προσβολής για τη δημόσια τάξη, να γίνεται λόγος για αληθινή κατ’ ιδέα
συρροή, μιας και ξεφεύγουμε από το πλαίσιο διακινδύνευσης του ίδιου γένους έννομου
αγαθού, με αποτέλεσμα η εγκληματική μονάδα να αλλάζει, και άρα για εις διπλούν τιμώρηση
του δράστη για το αδίκημα του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 927/1979. Ωστόσο, ένα τέτοιο συμπέρασμα
δεν μπορεί επ’ ουδενί να είναι ορθό. Στο υπό εξέταση αδίκημα φαίνεται να είναι μια σχέση
λογικής αναγκαιότητας μεταξύ των εκατέρωθεν προσβολών ή τυπικής έστω συνεμφάνισης
τους το κίνητρο του νομοθέτη για την ενιαία αντιμετώπισή τους υπό τη σκέπη της εν λόγω
διάταξης, στο βαθμό που μια συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου για αόριστο αριθμό
ατομικών έννομων αγαθών, απορρέουσα από την προτροπή, υποκίνηση κ.λπ. του δράστη στην
τέλεση πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία σε βάρος αόριστου
αριθμού ατόμων, συνοδεύεται συνήθως -αν και όχι απαραίτητα πάντα- από μια συγκεκριμένη
δυνατότητα κινδύνου για τη δημόσια τάξη. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι η ίδια, μία πράξη
υποκίνησης ενός δράστη μπορεί να συνεπάγεται σε μία περίπτωση συγκεκριμένη δυνατότητα
κινδύνου για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών και σταδιακά ίδιο βαθμό προσβολής
για τη δημόσια τάξη και άρα να προσβάλλονται περισσότερα και διαφορετικά μεταξύ τους
έννομα αγαθά, δε θα πρέπει να γίνει λόγος για αληθινή συρροή, λόγω της ετερότητας αυτών,
ούτε βέβαια για φαινομενική συρροή, αλλά για ένα έγκλημα, συμπέρασμα που βασίζεται
στο σύνηθες της συνεμφάνισης αυτών και άρα στη συναξιολόγηση από το νομοθέτη της
απαξίας της δεύτερης στην πρώτη, κατά τη διάπλαση του συγκεκριμένου αδικήματος1561. Εξ
άλλου, η συρροή (είτε είναι αληθινή είτε είναι φαινομενική) εξ ορισμού σημαίνει πραγμάτωση
όλων των στοιχείων της νομοτυπικής υπόστασης περισσότερων εγκλημάτων, κάτι που
συνεπάγεται ότι τελούνται και περισσότερα εγκλήματα. Το εάν, βέβαια, θα τιμωρηθεί ο
δράστης για όλα ή για κάποιο από αυτά είναι μια μεταγενέστερη κρίση που επηρεάζεται από
τη λογική ή/και την αξιολογική ενδεχομένως συσχέτιση μεταξύ των επιμέρους αδικημάτων.
Το ίδιο συμπέρασμα θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση που με την ίδια
συμπεριφορά ενός δράστη δημιουργείται ταυτόχρονα δυνατότητα κινδύνου για όλα τα
προστατευόμενα ατομικά έννομα αγαθά. Η ετερότητα του γένους των ατομικών έννομων
αγαθών που μπορούν να κινδυνεύσουν από τη συμπεριφορά του ίδιου δράστη δε συνεπάγεται
εν προκειμένω και πολλαπλότητα των εγκληματικών μονάδων, τόσων όσες είναι οι κατηγορίες
των προσβαλλόμενων έννομων αγαθών, αφού ο νομοθέτης διαπλάθοντας το υπό εξέταση
αδίκημα ενοποίησε στην ίδια νομοτυπική υπόσταση την παράλληλη διακινδύνευση (ως
δυνατότητα) πολλών ατομικών μεν, ετεροειδών δε έννομων αγαθών. Δε διαμόρφωσε
ξεχωριστές υποστάσεις για την κάθε κατηγορία έννομου αγαθού, αλλά τα συμπεριέλαβε όλα
1561 Βλ. συναφώς Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 281-282.

[393]
σε μία, χωρίς να υπάρχει και αντίστοιχη διαφοροποίηση στην ποινική τους μεταχείριση. Η
σύζευξη αυτή θεωρώ ότι αποτυπώνει τη διαπίστωση του νομοθέτη αναφορικά με την έντονη
αλληλεξάρτηση ορισμένων έννομων αγαθών στο πεδίο της κοινωνικής τους ύπαρξης και υπό
το πρίσμα της προσβολής τους από τη συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά. Με άλλα
λόγια, μια δημόσια προτροπή, διέγερση κ.λπ. του δράστη να εξοπλισθούν με ρόπαλα οι
ακροατές του και να «ξεχυθούν» στους δρόμους εναντίον όλων των παράνομων μεταναστών
που φιλοξενούνται προσωρινά στην πόλη τους, αφής στιγμής δε συγκεκριμενοποιείται το είδος
της προτρεπόμενης προσβολής, αλλά πάντως αυτή κατευθύνεται σε βάρος ατομικών έννομων
αγαθών αόριστου ή μη αριθμού προσώπων που φέρουν ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό,
είναι αυτονόητο ότι συμπεριλαμβάνει προσβολές διαφορετικών μεν αλλά πάντως
συνυπαρχόντων έννομων αγαθών, τα οποία εμφανίζονται αλληλένδετα μεταξύ τους στο πεδίο
της συγκεκριμένης εγκληματικής προσβολής1562. Επιπλέον, μια τέτοια συμπεριφορά, εφόσον
λαμβάνει χώρα κάτω από συνθήκες που μπορούν πράγματι στη συγκεκριμένα κρινόμενη
περίπτωση να δημιουργήσουν δυνατότητα κινδύνου γενικά για ατομικά έννομα αγαθά, μπορεί
να τύχει πολλαπλών αναγνώσεων, στο μέτρο που η παραγόμενη δυνατότητα κινδύνου θα έχει
ως σημείο αναφοράς τον άνθρωπο γενικά και άρα η διακινδύνευση μπορεί να αφορά τη ζωή
του ή/και τη σωματική του ακεραιότητα ή και την προσωπική του ελευθερία ή/και την
αξιοπρέπειά του.
Σχετικά με την προστασία της δημόσιας τάξης γίνεται δεκτό1563 ότι, εάν η δημόσια
τελούμενη υποκίνηση βίας του δράστη μέσω της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου ή του ίντερνετ
είχε ως αποδέκτη αόριστο αριθμό ατόμων εκτεινόμενο σε διαφορετικούς τόπους, αλλά πάντως
εντός της ελληνικής επικράτειας και κατά τον ίδιο χρόνο, τότε πρόκειται για μία εγκληματική
μονάδα που προσβάλλει τη «γενική ευταξία εντός του κράτους1564» και συνεπώς θα πρόκειται
για ένα έγκλημα. Αν, βέβαια, από τη μία υποκίνηση του δράστη έως την άλλη μεσολαβήσει
ειρήνευση του έννομου αγαθού (λ.χ. με την αδιαφορία του ακροατηρίου του, τη διάλυση του
πλήθους κ.λπ.), τότε θα πρόκειται για νέα εγκληματική μονάδα και, παρά την ταυτότητα του

1562 Πρβλ. εδώ Ι. Μανωλεδάκη, Ουσιώδη τινά ζητήματα συρροής, Αρμ 1969, σ. 260 και 263, όπου
υποστηρίζει μια μορφή αναγκαστικής ή αναγκαίας κατ’ ιδέαν συρροής, μορφή την οποία αναπτύσσει
ακόμα περισσότερο μεταγενέστερα και, μάλιστα, τη χαρακτηρίζει ως αληθινή. Βλ. τον ίδιο, ΠΔ. Γενική
Θεωρία, 2004, σ. 356-357, όπου επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «αναγκαστική ή αναγκαία κατ’ ιδέα
συρροή έχουμε λοιπόν όταν η μία φυσική μεταβολή (=αποτέλεσμα) που αιτιακά παράγει η μυϊκή
ενέργεια του δράστη έχει περισσότερα από ένα (αντίστοιχο) κοινωνικά νοήματα, συνεπάγεται δηλαδή
προσβολές περισσότερων από μία μονάδων, δημιουργώντας και αντίστοιχες εγκληματικές μονάδες».
Μόνο που κατά την εδώ υποστηριζόμενη άποψη η μυική ενέργεια του δράστη έχει ένα κοινωνικό νόημα
και αποτέλεσμα, αυτό που ενιαία αντιμετώπιζεται στο άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, λόγω της
παράλληλης διακινδύνευσης του κάθε ενός από τα προστατευόμενα έννομα αγαθά.
1563 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 52-53.

1564 Βλ. την αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

[394]
προσβαλλόμενου έννομου αγαθού, για αληθινή συρροή μεταξύ των περιπτώσεων της κατ’
επανάληψη τέλεσης του άρ 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979.
β. Όπως έχει επίσης γίνει δεκτό1565, το αδίκημα που τυποποιείται στο άρθρο 1 παρ. 1
του Ν. 927/1979 είναι γνήσιο πολύτροπο ή αλλιώς διαζευκτικά ή υπαλλακτικά μικτό,
κατά το μέρος που οι περισσότεροι τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης (υποκίνηση, πρόκληση,
διέγερση, προτροπή) μπορούν να εναλλαχθούν ή να σωρευτούν πάνω στο ίδιο υλικό
αντικείμενο, όσο αυτό εκφράζει μία μονάδα έννομου αγαθού και δεν έχει μεσολαβήσει
ειρήνευση, οπότε και υφίσταται ένα μόνο έγκλημα και όχι συρροή εγκλημάτων1566. Παρότι η
δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων είναι έγκλημα τυπικό ή αλλιώς απλής
συμπεριφοράς και στερείται υλικού αντικειμένου πράξης, δε σημαίνει ότι συνιστά μία
εγκληματική προσβολή που στερείται και υλικού αντικειμένου που εξατομικεύει το
προσβαλλόμενο έννομο αγαθό. Απλώς, σε τέτοιου είδους εγκλήματα η εύρεσή του είναι πιο
δύσκολη σε σχέση με τα εγκλήματα με υλικό αντικείμενο πράξης. Εν προκειμένω το
στοχοποιημένο πρόσωπο ή η ομάδα προσώπων που προσδιορίζονται βάσει των στο νόμο
αναφερόμενων χαρακτηριστικών εξατομικεύουν τα προσβαλλόμενα ατομικά έννομα αγαθά
της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας κι έτσι οριοθετούν, από κοινού με άλλους παράγοντες, την εγκληματική μονάδα.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην επίσης προστατευόμενη δημόσια τάξη κρίσιμος είναι ο
κοινωνικός χώρος σε συγκεκριμένο χρόνο.
Αν για παράδειγμα ο δράστης, στο πλαίσιο της ίδιας ενέργειάς του, προσπαθώντας να
επιδράσει στη συνείδηση του ακροατηρίου του πρώτα προτρέπει τους ακροατές ή/και τους
θεατές του με επιχειρηματολογία που στοχεύει τη λογική και στη συνέχεια, επειδή η
προσέγγιση αυτή ήταν αναποτελεσματική, κάνει επίκληση στο συναίσθημα διεγείροντας πλέον
τους ακροατές του, διαπράττει ένα έγκλημα δημόσιας υποκίνησης και όχι συρροή εγκλημάτων.
Βασική προϋπόθεση, όμως, αποτελεί εδώ η μη ειρήνευση του προσβαλλόμενου με την
εκφώνηση του λόγου έννομου αγαθού. Γίνεται λόγος για ένα έγκλημα, χωρίς να τίθεται ζήτημα
συρροής. Όλες οι επιμέρους ενέργειες του δράστη είναι τόσα στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους
ψυχικά και χωροχρονικά, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος για ενότητα προσβολής, η οποία
συνθέτει το όλο εγκληματικό τοπίο της πράξης. Βέβαια, η παραπάνω κρίση δε σημαίνει ότι τα
περισσότερα κομμάτια της συμπεριφοράς του δράστη δε θα ληφθούν υπόψη στη δικαστική
επιμέτρηση της ποινής του ενός εγκλήματος.
γ. Όπως επισημάνθηκε και σε προηγούμενο μέρος της παρούσας μελέτης1567, για την
κατάφαση του καταρχήν αδίκου του εδώ εξεταζόμενου εγκλήματος δεν απαιτείται
συγκεκριμενοποίηση της προκαλούμενης, προτρεπόμενης κ.λπ. πράξης ή ενέργειας, η οποία με
τη σειρά της θα πρέπει να μπορεί να προκαλέσει (ή να συνιστά η ίδια) διακρίσεις, μίσος ή βία
σε βάρος ανθρώπων. Επίσης, δε χρειάζεται να απευθύνεται ο δράστης σε ατομικώς ορισμένο

1565 Μέρος Τέταρτο, Κεφάλαιο Ι, Ενότητες 2 και 3.1.


1566 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 122.
1567 Βλ. παραπάνω Μέρος Τέταρτο, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.1.

[395]
πρόσωπο ή σε πλειονότητα προσώπων που μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων
ατομικά. Βάσει, λοιπόν, των όσων υποστηρίχθηκαν εκεί θα πρέπει να επισημανθούν και οι
ακόλουθες οριοθετήσεις:
I) αν ο δράστης απευθύνθηκε δημόσια σε συγκεκριμένο άτομο ή σε ατομικά
προσδιορισμένη ομάδα ανθρώπων και παράλληλα έγινε αντιληπτός από αόριστο αριθμό
ατόμων, η δε συμπεριφορά του συνιστά διέγερση σε διάπραξη πλημμελήματος (π.χ. σε τέλεση
σωματικών βλαβών) σε βάρος ανθρώπων (όχι συγκεκριμένων) που προσδιορίζονται βάσει π.χ.
του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, κατά τρόπο πρόσφορο στη συγκεκριμένη περίπτωση
να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα αόριστου αριθμού τέτοιων ατόμων, αλλά και τη
δημόσια τάξη, αποδεχόμενος τη διέγερση πέραν των συγκεκριμένων αποδεκτών του λόγου του
και οποιουδήποτε άλλου τύχει να τον ακούσει, έχοντας παράλληλα δόλο διακινδύνευσης της
δημόσιας τάξης και δόλου σκοπού για την τέλεση βιαιοπραγιών κατά των μελών της ως άνω
ομάδας, τότε αφενός δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της νέας διάταξης του άρ. 186 ΠΚ1568,
αφετέρου υπάρχει αληθής κατ’ ιδέα συρροή ανάμεσα στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 και στο
άρ. 184 παρ. 2 ΠΚ1569. Αυτό ισχύει, καθότι αμφότερες οι διατάξεις είναι μεν εγκλήματα
δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης1570 (προσβάλλουν, δηλαδή, εν μέρει το ίδιο
έννομο αγαθό), εντούτοις η διάταξη του άρθρου 184 παρ. 2 ΠΚ δεν μπορεί να καλύψει την
απαξία της δυνητικής διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών που
προκύπτει από τη δημόσια διέγερση σε διάπραξη π.χ. σωματικών βλαβών εναντίον
απροσδιόριστου αριθμού ατόμων. Προσβάλλονται, με άλλα λόγια, διαφορετικές εγκληματικές
μονάδες.
Αν, βέβαια, γίνει δεκτό ότι στο άρθρο 184 παρ. 2 συνεκτιμήθηκε από το νομοθέτη σε
επίπεδο νομοθετικής πρόβλεψης (πέρα από τη δυνατότητα διακινδύνευση της δημόσιας
τάξης1571) και η δυνατότητα διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών
(δευτερευόντως, μετά δηλαδή τη δημόσια τάξη, σε αντίθεση με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979,
που ισχύει το αντίστροφο), λόγω της συνηθισμένης κοινωνικής συνεμφάνισης αυτών των δύο

1568 Αφού δεν υπάρχει δόσιμο ή υπόσχεση αμοιβής σε άλλον για την τέλεση ορισμένου πλημμελήματος
το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών (άρ. 186 παρ. 2, περ. α’ ΠΚ).
1569 Η παρ. 2 του άρθρου 184 ΠΚ υπερισχύει ως ειδικότερη έναντι της παρ. 1 του άρθρου αυτού,

αποτελεί δε διακεκριμένη παραλλαγή της τελευταίας. Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου
«Κύρωση του Ποινικού Κώδικα» στο άρθρο 184 παρ. 2 ΠΚ. Η συρροή ανάμεσά τους είναι φαινομενική
κατ’ ιδέαν, που επιλύεται με την αρχή της ειδικότητας.
1570 Η Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα» στο άρθρο 184 ΠΚ

αναφέρει ξεκάθαρα ότι τυποποιείται εν προκειμένω ένα έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης της
δημόσιας τάξης, η δε παρ. 2 συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή της διέγερσης της παρ. 1.
1571 Πάντως στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για το νέο ΠΚ επισημαίνεται ότι το άρθρο 184 ΠΚ είναι

έγκλημα δυνητικής δικαινδύνευσης της δημόσιας τάξης. Βλ επίσης και Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός
Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, 2020, άρθρο 184 ΠΚ, σ. 493, όπου επισημαίνεται ότι
«προστατευόμενο έννομο αγαθό, πέραν του ειδικώς απειλούμενου με τη διεγειρόμενη πράξη, είναι και
η εσωτερική ειρήνη της ολότητας».

[396]
κατηγοριών έννομων αγαθών, θα μπορεί να γίνει λόγος για φαινομενική συρροή μεταξύ των
εγκλημάτων τούτων. Η συρροή αυτή θα επιλυθεί με την αρχή της ειδικότητας1572, αφού το
άρθρο 184 παρ. 2 ΠΚ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν. 4619/2019, είναι ειδικότερο του άρ.
1 παρ. 1 Ν. 927/1979, από τη στιγμή που τυποποιείται η πρόκληση ή διέγερση (και μόνο αυτές)
όχι γενικά σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν (ή συνιστούν οι ίδιες)
διακρίσεις, πράξεις μίσους ή βίας (όπως στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979), αλλά ειδικά σε
πλημμέλημα ή κακούργημα, και περαιτέρω εξειδικεύεται ο δόλος του δράστη αναφορικά με
την τέλεση βιαιοπραγιών κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζεται με βάση τα ίδια
χαρακτηριστικά, από τη στιγμή που εισάγεται ένα ειδικότερο στοιχείο στην υποκειμενική
υπόσταση, αυτό του δόλου σκοπού1573 για την τέλεση βιαιοπραγιών κατά ομάδας ή προσώπου
που προσδιορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα κ.λπ. (σε αντίθεση με το
άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, που αρκείται σε τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο τέλεσης πράξεων
βίας και συνακόλουθα διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών).
Εξάλλου, αμφότερες οι προαναφερθείσες ποινικές διατάξεις καλύπτουν την όλη απαξία και
υπόσταση της πράξεως1574, τελούν μεταξύ τους σε σχέση ειδικού προς γενικό1575, οπότε και η
ειδικότερη διάταξη του άρ. 184 παρ. 2 ΠΚ, αφής στιγμής δεν εμπεριέχει ρήτρα
επικουρικότητας, αποκλείει, με βάση τον κανόνα «τα ειδικά των γενικών επικρατέστερα», την
εφαρμογή του γενικότερου άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/19791576. Αυτονόητο είναι ότι η εφαρμογή του
άρ. 82Α αποκλείεται, καθώς θα αποτελούσε εν προκειμένω απαγορευμένη διπλή αξιλόγηση του
ίδιου στοιχείου1577.
Αυτό πάντως που πρέπει να τονισθεί εν προκειμένω είναι ότι παρατηρείται μια
αξιολογική αντινομία ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες διατάξεις, στο βαθμό που το
αδίκημα του άρθρου 184 παρ. 2 ΠΚ, που απαιτεί πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξη
εγκλήματος και, μάλιστα, με αυξημένο βαθμό ενοχής όσον αφορά στην τέλεση βιαιοπραγιών
κατά ομάδας ή προσώπου, απειλείται με ηπιότερο πλαίσιο ποινής σε σχέση με το άρ. 1 παρ. 1
Ν. 927/1979, αφού στην πρώτη περίπτωση ο δικαστής μπορεί να κατέλθει σε χαμηλότερο όριο,

1572 Πρβλ. και Γ. Νούσκαλη, Οι προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου κατά το άρθρο 1 Ν
927/1979 στα πρόσφατα νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ 2021,
σ. 6 επ., ο οποίος προκρίνει ως ορθότερη την επικουρικότητα. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι «η
διάταξη του ειδικού ποινικού νόμου … θα απωθούσε, ως κύρια, την αντίστοιχη του άρ. 184 ΠΚ, ως
επικουρική, σε μια περίπτωση φαινομενικής κατ’ ιδέα συρροής».
1573 Αφού χρησιμοποιείται η φράση «… αν με αυτήν επιχειρείται η τέλεση βιαιοπραγιών…».

1574 Βλ. το παράδειγμα στην αρχή της περίπτωσης Ι.

1575 Όπως αναλύθηκε παραπάνω.

1576 Βλ. μεταξύ άλλων ΑΠ 179/1990, ΠοινΧρον 1990, σ. 996 και ΑΠ 858/2020, Α’ δημοσίευση

ΝΟΜΟΣ, η οποία πάντως κάνει λόγο για αληθινή συρροή μεταξύ άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 και (του
καταργημένου πλέον) 196 ΠΚ για την κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος.
1577 Έτσι και στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», για το νέο άρ. 184

παρ. 2.

[397]
αυτό των δέκα ημερών1578, και συνάμα του δίνεται η δυνατότητα να επιβάλλει μόνο χρηματική
ποινή1579, μιας και αυτή απειλείται διαζευκτικά με τη στερητική της ελευθερίας, σε αντίθεση με
το άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, όπου η χρηματική ποινή σωρεύεται με τη στερητική της
ελευθερίας1580. Κατόπιν τούτου, απαιτείται νομοθετική παρέμβαση, ώστε να αρθεί η
συγκεκριμένη αντινομία και να αποκατασταθεί η ποινική ισορροπία που εκφράζεται στο
αξίωμα «η ποινή να είναι ανάλογη προς τη βλάβη και την ενοχή», έτσι που τελικά το αυξημένο
άδικο και η αυξημένη ενοχή του άρθρου 184 παρ. 2 ΠΚ να αποδίδεται μέσα από ένα
αυστηρότερο πλαίσιο ποινής σε σχέση με το αδίκημα του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979.
II) Αν ο δράστης δημόσια υποσχέθηκε αμοιβή σε συγκεκριμένο πρόσωπο προκαλώντας
το έτσι να τελέσει ορισμένο πλημμέλημα ή κακούργημα και με την πράξη του αυτή επιχειρεί
την τέλεση βιαιοπραγιών κατά ορισμένης ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζονται με βάση
τα χαρακτηριστικά της φυλής, χρώματος, θρησκείας κ.λπ. και παράλληλα με την πράξη του
αυτή διέγειρε και αόριστο αριθμό ατόμων προς την αυτή κατεύθυνση, υπάρχει αληθινή
συρροή μεταξύ του άρ. 186 ΠΚ και του άρ. 184 παρ. 2 ΠΚ1581, αφού υφίσταται ετερότητα
προσβαλλόμενων έννομων αγαθών· το μεν πρώτο ως απόπειρα ηθικής αυτουργίας θέτει σε
κίνδυνο το συγκεκριμένο έννομο αγαθό κατά του οποίου στρέφεται το πλημμέλημα ή το
κακούργημα1582, ενώ το δεύτερο είναι έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας
τάξης1583 και (μάλλον) αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών.
ΙΙΙ) Αν ο δράστης απευθύνθηκε δημόσια σε συγκεκριμένο πρόσωπο ή σε ατομικά
προσδιορισμένα πρόσωπα, τα οποία εν τέλει τέλεσαν την προκαλούμενη πράξη βίας
(ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη) κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που
προσδιορίζονται με βάση π.χ. τη θρησκεία1584, και παράλληλα εξαιτίας αυτής της δημόσια
τελούμενης απεύθυνσης διεγέρθηκε αόριστος αριθμός ατόμων προς την ίδια κατεύθυνση,
υπάρχει αληθινή κατ’ ιδέα συρροή μεταξύ ηθικής αυτουργίας (άρ. 46 παρ. 1 ΠΚ) στο
συγκεκριμένο έγκλημα μίσους που τέλεσε ο συγκεκριμένος αποδέκτης του λόγου και του άρ.

1578 Το αδίκημα του άρ. 184 παρ. 2 ΠΚ απειλείται με φυλάκιση έως τρία έτη, ενώ το αδίκημα του άρ. 1
παρ. 1 Ν. 927/1979 απειλείται με φυλάκιση τριών μηνών έως τριών ετών.
1579 Η οποία σε κάθε περίπτωση κρίνεται ηπιότερη σε σχέση με τη στερητική της ελευθερίας ποινή.

Έτσι η ΑΠ 1/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ.


1580 Και μόνο σε περίπτωση συνδρομής λόγου μείωσης της ποινής ή ελαφρυντικής περίστασης μπορεί

να επιβληθεί και μόνο η χρηματική ποινή (άρθρο 83 εδάφ. τελευταίο ΠΚ).


1581 Αυτού ως ειδικότερου στη συγκεκριμένη περίπτωση έναντι του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979.

1582 Τη ζωή ή/και τη σωματική ακεραιότητα ενός συγκεκριμένου προσώπου ή των εξατομικευμένων

μελών μιας ομάδας. Βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 70, 269
επ. και 291 επ., ο οποίος επισημαίνει και τον επικουρικό χαρακτήρα του άρ. 186 ΠΚ έναντι της ηθικής
αυτουργίας στην άδικη πράξη που τυχόν τελέστηκε.
1583 Έτσι και ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 70. Αντίθετος ο Ι.

Μοροζίνης, Ν. 927/1979, 2016, σ. 122.


1584 Και αυτή η πράξη βίας συνιστά πλημμέλημα ή κακούργημα.

[398]
184 παρ. 2 ΠΚ1585, λόγω ετερότητας των προσβαλλόμενων μονάδων του έννομου αγαθού της
ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, στο βαθμό που η διακινδύνευση αόριστου αριθμού
φορέων του έννομου αγαθού της ζωής ή της υγείας ούτε δύναται να καλυφθεί απαξιολογικά
από τη βλάβη ενός εξ αυτών ούτε βέβαια δύναται να ενσωματώσει την απαξία της
τελευταίας1586.
IV) Στις περιπτώσεις που ο δράστης, απευθυνόμενος δημόσια σε συγκεκριμένο
πρόσωπο ή στα μέλη μιας ατομικά προσδιορισμένης ομάδας για την τέλεση συγκεκριμένου
πλημελήμματος (π.χ. σωματική βλάβη σε βάρος ενός συγκεκριμένου Πακιστανού, του Α),
προκάλεσε την απόφαση σε έναν από αυτούς τους αποδέκτες του λόγου του και εκείνος τέλεσε
το συγκεκριμένο έγκλημα μίσους κατά προσώπου που προσδιορίζεται με βάση την εθνοτική
του καταγωγή1587 και ταυτόχρονα, εξαιτίας αυτής της δημόσια τελούμενης απεύθυνσης, αρχικά
διεγέρθηκε αόριστος αριθμός ατόμων και αμέσως μετά τελέστηκε, ακριβώς εξαιτίας της
διέγερσης, ένα παραπέρα έγκλημα μίσους (για την ακρίβεια μια σωματική βλάβη σε βάρος
κάποιου άλλου Πακιστανού, του Β) υπάρχει και μια άλλη περίπτωση συρροής· αυτή μεταξύ της
ηθικής αυτουργίας στο συγκεκριμένο έγκλημα μίσους που τελέστηκε και του εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος του άρ. 1 παρ. 3 του Ν. 927/1979. Για να υπάρξει
αυτή η περίπτωση θα πρέπει ο δόλος του δράστη να κατευθύνεται όχι μόνο προς την τέλεση
του συγκεκριμένου εγκλήματος μίσους από το συγκεκριμένο αποδέκτη του λόγου του
(προαπαιτούμενο, μεταξύ άλλων, για την κατάφαση της ηθικής αυτουργίας)1588, αλλά και
δόλος, τουλάχιστον ενδεχόμενος, να διεγείρει αόριστο αριθμό ατόμων σε πράξεις μίσους με
τρόπο πρόσφορο να θέσει σε κίνδυνο αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών και, τέλος,
τουλάχιστον αμέλεια 1589 αναφορικά με το παραπέρα αποτέλεσμα-έγκλημα (εν προκειμένω τη

1585 Εφόσον πρόκειται για πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος με την
οποία επιχειρείται η τέλεση βιαιοπραγιών. Ειδάλλως, τελείται το γενικότερο αδίκημα του άρθρου 1
παρ. 1 του Ν. 927/1979, συντρεχουσών, βέβαια, σε αμφότερες τις περιπτώσεις και των απαιτούμενων
από την υποκειμενική υπόσταση στοιχείων.
1586 Βλ. συναφώς Σ. Παύλου, Οι αρχές της φαινομενικής συρροής, 2003, σ. 222, για τη συρροή μεταξύ

του εγκλήματος του άρ. 10 του τ. ν. 1729/1987 με αυτά της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ή της
σωματικής βλάβης από αμέλεια.
1587 Εδώ μπορεί να προστεθεί και το άρθρο 82 Α του ΠΚ, προκειμένου να αποτυπωθεί η ρατσιστική

διάσταση του εγκλήματος.


1588 Απαιτείται, βέβαια, να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη και δόλος (τουλάχιστον ενδεχόμενος)

πρόκλησης απόφασης σε άλλον άνθρωπο.


1589 Άρα μας κάνει και ο δόλος (άρθρο 29 ΠΚ). Ακόμα, δηλαδή, και στην περίπτωση που η σωματική

βλάβη οφείλεται σε δόλο και όχι σε αμέλεια του δράστη, πάλι πρέπει να δεχτούμε την ύπαρξη εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενου εγκλήματος (άρ. 29 ΠΚ), καθότι η λύση της αληθινής συρροής ανάμεσα
στα δύο εγκλήματα δόλου αποδίδει μικρότερο πλαίσιο ποινής από εκείνο που προβλέπεται για το εκ
του αποτελέσματος. Αν, λοιπόν, γινόταν δεκτή η αληθινή συρροή, τότε θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι
με μια παραβίαση της αρχής της ενοχής, αφού η δόλια πρόκληση του παραπέρα αποτελέσματος θα

[399]
σωματική βλάβη του άλλου Πακιστανού). Από τη μία, λοιπόν, με την ηθική αυτουργία τελείται
ένα έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης του συγκεκριμένου ατομικού έννομου αγαθού που
προσβλήθηκε (της σωματικής ακεραιότητας του Α)1590 και από την άλλη ένα έγκλημα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο, το οποίο ενσωματώνει την απαξία τόσο της δυνητικής
διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών όσο και της βλάβης κάποιων εξ
αυτών1591. Η λύση της αληθινής συρροής θεωρώ ότι είναι η δογματικά ορθότερη, καθότι η
συγκεκριμένη διακινδύνευση της σωματικής ακεραιότητας του Α (δια της ηθικής αυτουργίας
στη σωματική του βλάβη), η οποία μετεξελίχθηκε σε βλάβη αυτής, λόγω της τέλεσης από το
φυσικό αυτουργό μιας τετελεσμένης σωματικής βλάβης1592, αν και ένα στάδιο μετά τη
δυνητική διακινδύνευση αόριστου αριθμού σωματικών ακεραιοτήτων, όλων για την ακρίβεια
όσων φέρουν το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, άρα και του Α, δεν μπορεί να απορροφήσει
(για την ακρίβεια να καλύψει απαξιολογικά) τη γενική1593 διακινδύνευση που προηγήθηκε,
μιας και η τελευταία αφορά σε ένα αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών1594 .

τιμωρούταν ελαφρύτερα από την αμελή πρόκλησή του. Έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, Τα εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, 1984, σ. 131 επ. και 286 επ.
1590 Για το ότι η ουσιαστική απαξία της ηθικής αυτουργίας έγκειται στη συγκεκριμένη επικινδυνότητά

της ενόψει της προσβολής μιας συγκεκριμένης μονάδας έννομου αγαθού, στο μέτρο που έκανε μια
ανθρώπινη δύναμη να στραφεί κατά συγκεκριμένης μονάδας έννομου αγαθού βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ.
Γενική Θεωρία, 2004, σ. 623-629 και 646.
1591 Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα κ.ε. εγκλήματα (άρα και το εδώ εξεταζόμενο άρθρο 1 παρ.

3 Ν. 927/1979) αποτελούν σύνθετες νομοτυπικές υποστάσεις που απορροφούν την απαξία του
παραπέρα αποτελέσματος βλάβης, είτε αυτό οφείλεται σε αμέλεια είτε σε δόλο, αλλά και του βασικού
κ.ε. εκ δόλου. Η συρροή ανάμεσα στο σύνθετο και τα συνθετικά του είναι φαινομενική κατ’ ιδέα, παρά
την ενδεχόμενη ετερότητα των προσβαλλόμενων έννομων αγαθών, λόγω του ότι ο ίδιος ο νομοθέτης
συνεκτίμησε την απαξία των επιμέρους εγκλημάτων διακινδύνευσης και των βλαπτικών
αποτελεσμάτων που προκύπτουν από αυτά σε έναν ενιαίο κανόνα. Βλ. σχετικά Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι,
κ.ε.ε., 1987, σ. 248 επ. και 275. Για απορρόφηση των παρ. 1 και 2 άρ. 1 Ν. 927/1979 από το εκ του
αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα της παρ. 3 του άρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου (κάτι που ισχύει και
για την ειδικότερη έναντι του άρ. 1 παρ. 1 περίπτωση του άρ. 2 παρ. 1 Ν. 927/1979) κάνει λόγο και ο Ι.
Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 154.
1592 Το σύστημα περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης (ή εξάρτησης από το αντικειμενικό άδικο)

της συμμετοχής από τη φυσική αυτουργία, που ισχύει στον ελληνικό ποινικό κώδικα, απαιτεί για τη
στοιχειοθέτηση οποιασδήποτε μορφής συμμετοχής σε στενή έννοια την τέλεση από το φυσικό
αυτουργό μιας τελικά άδικης πράξης.
1593 Βλ. σχετικά και Σ. Παύλου, Οι αρχές της φαινομενικής συρροής, 2003, σ. 220, για τη συρροή

εγκλημάτων κοινού κινδύνου με ένα έγκλημα βλάβης των όσων εννόμων αγαθών δυνητικώς
διακινδύνευσαν, όπου προκρίνει ως ορθότερη τη λύση της αληθινής συρροής. Για τη διάκριση σε
εγκλήματα γενικής και ειδικής διακινδύνευσης, βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 276.
1594 Αντίθετα ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 122-123, όπου υποστηρίζει

ότι: «υφίσταται μόνο το κανονικό εκ δόλου έγκλημα, ήτοι εν προκειμένω η ηθική αυτουργία σε
τετελεσμένο έγκλημα μίσους που απορροφά το έγκλημα της ρητορικής του μίσους, επειδή εκφράζει

[400]
V) Τέλος, ο ηθικός αυτουργός (π.χ. ο Α) στο αδίκημα του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979, η τέλεση του οποίου (π.χ. από τον Β) έγινε με τρόπο που συνιστούσε παράλληλα και
πρόκληση απόφασης σε ορισμένον από τους αποδέκτες του λόγου (π.χ. τον Γ) να τελέσει ένα
συγκεκριμένο έγκλημα κατά συγκεκριμένου προσώπου1595, το οποίο και εν τέλει τελέστηκε,
είναι δυνατό να συνιστά περίπτωση αλυσιδωτής ηθικής αυτουργίας1596 στο έγκλημα βίας,
μίσους ή διακρίσεων, αφού ο ηθικός αυτουργός του ηθικού αυτουργού είναι και ηθικός
αυτουργός του φυσικού αυτουργού1597.
δ. Είναι δυνατό να υπάρξει αληθινή συρροή του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 με τα άρ. 361
επ. ΠΚ, λόγω ετερότητας προσβαλλόμενων έννομων αγαθών.

3.8. Δικονομικά ζητήματα

Με βάση το άρ. 5 του Ν. 927/1979, όπως αυτό προστέθηκε με το άρ. 5 του Ν.


4285/2014, το υπό εξέταση1598 αδίκημα διώκεται αυτεπαγγέλτως. Στην αρχική τους μορφή τα
εγκλήματα του Ν. 927/1979 διώκονταν κατ’ έγκληση1599, λόγω όμως της γενικευμένης
επιφυλακτικότητας των θυμάτων να υποβάλλουν έγκληση έγινε εκ των υστέρων αντιληπτό ότι
έπρεπε να μεταβληθεί το καθεστώς της δίωξης, ώσπου τελικά καταργήθηκε το άρθρο 4 του Ν.
927/1979 με το άρθρο 72 του Ν. 2910/2001 (ΦΕΚ Α’ 91/2.5.2001), ενώ με την παρ. 4 του
άρθρου 39 Ν. 2910/2001 προβλέφθηκε ότι: «οι πράξεις που περιγράφονται στα άρθρα 1 έως 3
του ν. 927/1979 (ΦΕΚ 139 Α΄) διώκονται αυτεπαγγέλτως»1600. Τέλος, η παρ. 4 του άρθρου 39
του Ν. 2910/2001 καταργήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 5 του Ν. 927/1979, το οποίο, όπως
ειπώθηκε και παραπάνω, προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 4285/2014, ΦΕΚ Α’ 191/10.9.2014.
Παρά το θετικό πρόσημο της ως άνω νομοθετικής παρέμβασης και της εντεύθεν
μεταστροφής αναφορικά με τον τρόπο δίωξης των εγκλημάτων που περιγράφονται στο Ν.

βαρύτερη προσβολή για το έννομο αγαθό. Ο δράστης θα τιμωρηθεί συνεπώς μόνο για την ηθική
αυτουργία σε έγκλημα βίας, μίσους ή διακρίσεων».
1595 Θα πρέπει, δηλαδή, να συντρέχουν οι προϋποθέσεις και της ηθικής αυτουργίας στο πρόσωπο του

δράστη του εγκλήματος του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979.


1596 Η ηθική αυτουργία είναι κι αυτή με σειρά της άδικη πράξη, που έχει αντικειμενική υπόσταση, κι

ως τέτοια είναι δεκτική ηθικής αυτουργίας


1597 Αρκεί, βέβαια, να συντρέχει και ο απαιτούμενος διπλός δόλος τόσο στο πρόσωπο του αρχικού

ηθικού αυτουργού όσο και στο πρόσωπο του ενδιάμεσου. Βλ. συναφώς Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979,
Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 123. Από τη θεωρία γενικά για την αλυσιδωτή ηθική αυτουργία βλ. Ν.
Ανδρουλάκη, Γενικό Μέρος ΙΙ, 2004, σ. 189 και 194, Ι. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία, 2004, σ. 659 και
Χ. Μυλωνόπουλο, Γενικό Μέρος ΙΙ, σ. 228.
1598 Όπως, βέβαια, και όλα τα αδικήματα που τυποποιούνται στις υπόλοιπες παραγράφους του

άρθρου 1 Ν. 927/1979. Για τα αδικήματα του άρθρου 2 βλ. παρακάτω Μέρος Τέταρτο, Κεφάλαιο ΙΙ,
Ενότητα 5.8.
1599 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. παραπάνω Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.5.

1600 Η νομοθετική αυτή αλλαγή ικανοποίησε και την ECRI, γεγονός που επισημάνθηκε με

ευχαρίστηση στην Τρίτη Έκθεσή της για την Ελλάδα της 5ης Δεκεμβρίου 2003.

[401]
927/1979, εντύπωση προκαλεί το σημείο που προβλέπει την αυτεπάγγελτη δίωξη όχι μόνο των
εγκλημάτων της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους και του δημόσιου εγκωμιασμού ή
άρνησης εγκλημάτων, αλλά και όσων τελούνται συνεπεία1601 αυτών. Τα ερωτήματα που
τίθενται εν προκειμένω είναι πρώτον, ποια είναι τα εγκλήματα εκείνα που τελούνται συνεπεία
των πράξεων που περιγράφονται στον παρόντα νόμο και δεύτερον, ποια είναι η αιτία της
διαφοροποίησης1602 ως προς τον τρόπο δίωξης ανάμεσα στα προαναφερθέντα και στο
ρατσιστικό έγκλημα του άρθρου 81Α, που προστέθηκε με τον ίδιο νόμο1603 μετά το άρθρο 81
του ΠΚ και το οποίο είχε μεν πρόσθετη απαξία λόγω του ρατσιστικού κινήτρου1604 αλλά δεν
τελέστηκε συνεπεία κάποιου από τα ανήκοντα στο Ν. 927/1979 εγκλήματα. Ειρήσθω εν
παρόδω το ρατσιστικό έγκλημα, που έχει αντικατασταθεί πλέον σήμερα από το έγκλημα με
ρατσιστικά χαρακτηριστικά, μπορούσε να είναι καταρχήν οποιοδήποτε έγκλημα της ποινικής
μας νομοθεσίας (άρα μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονταν και όλα τα αδικήματα που
διώκονταν παραδοσιακά κατ’ έγκληση), αρκεί να τελούταν από μίσος λόγω της φυλής, του
χρώματος, της θρησκείας κ.λπ. του παθόντος, κι ως εκ τούτου διωκόταν σύμφωνα με τις
προβλέψεις του ΠΚ. Συνέτρεχε, δηλαδή, και στην περίπτωση του ρατσιστικού εγκλήματος η
δικαιολογητική βάση της αυτεπάγγελτης δίωξης, που δεν ήταν άλλη από το δημόσιο
ενδιαφέρον για τη δίωξη πράξεων κατά ευάλωτων θυμάτων, που συνήθως δίσταζαν να
κινήσουν τις διαδικασίες δίωξης1605. Το δεύτερο, μάλιστα, ερώτημα είναι εύλογο στο βαθμό
που το ρατσιστικό έγκλημα είναι συνήθως, αν και όχι πάντα ούτε και απαραίτητα, απότοκο της
ρατσιστικής ρητορείας.
Ως προς το πρώτο ερώτημα θεωρώ ότι η απάντηση προκύπτει ευθέως τόσο από τη
γραμματική διατύπωση όσο και από την ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 927/1979 που έχει
προηγηθεί. Πιο συγκεκριμένα, στο μεν άρθρο 1 του ν. 927/1979 (παρ. 1 και 2) ο δράστης
τιμωρείται γιατί υποκινεί, προκαλεί κ.λπ. σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν
διακρίσεις, μίσος ή βία ή, όπως έχει γίνει ήδη δεκτό, σε πράξεις ή ενέργειες που συνιστούν οι
ίδιες διακρίσεις, πράξεις μίσους ή βίας κατά προσώπων ή ομάδας προσώπων που
προσδιορίζονται με βάση τα αναφερόμενα στο νόμο χαρακτηριστικά ή κατά πραγμάτων που
χρησιμοποιούνται από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα. Στο δε άρθρο 2, όπως θα αναλυθεί

1601 Κατά τη ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη.


1602 Για σχήμα «οξύμωρο» κάνει λόγο ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016.
1603 Και συγκεκριμένα με το άρθρο 10 αυτού. Αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 21 του Ν.

4356/2015 (ΦΕΚ Α’ 181/24.12.2015), αποτελώντας πλέον μια γενική διακεκριμένη παραλλαγή όλων
καταρχήν των ήδη τυποποιημένων αδικημάτων, στα οποία ο παθών επιλέγεται λόγω ενός
χαρακτηριστικού (π.χ. φυλής, χρώματος, θρησκείας κ.λπ.). Τελικά μεταφέρθηκε με το Ν. 4619/2019
(ΦΕΚ Α’ 95/11.06.2019) στο νέο άρθρο 82Α, υπό τον τίτλο έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
1604 Το άρθρο 81Α ΠΚ, στη μορφή που είχε τυποποιηθεί με το ν. 4285/2014, απαιτούσε για τη

στοιχειοθέτησή του την τέλεση της πράξης (κατ’ ουσίαν ενός οποιουδήποτε -κατά κανόνα- εγκλήματος
του ΠΚ) από μίσος λόγω της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας κ.λπ.
1605 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979.

[402]
στο οικείο μέρος της παρούσας μελέτης, ο δράστης τιμωρείται γιατί επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή
κακόβουλα αρνείται την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων, όταν η
συμπεριφορά του αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή ενέχει
απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα και στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που
προσδιορίζεται με βάση τα ίδια χαρακτηριστικά που αναφέρονται και στο άρθρο 1 παρ. 1 Ν.
927/1979. Τα εγκλήματα που σκιαγραφούνται εν προκειμένω ως απόρροια των εγκλημάτων
ρητορικής του μίσους και του προκλητικού ή/και εξυβριστικού αναθεωρητισμού είναι σίγουρα
όλα εκείνα που εμπεριέχονται νοηματικά στις πράξεις βίας ή μίσους κατά προσώπων ή
πραγμάτων (π.χ. ανθρωποκτονία, βιασμός, σωματική βλάβη, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, απειλή,
κ.λπ.)1606 καθώς και το αδίκημα που τυποποιείται στο άρθρο 11 του Ν. 4443/2016, περί
παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή
παροχή υπηρεσιών στο κοινό1607.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα επαρκής δικαιολόγηση δεν έχει δοθεί, αφού ούτε
στην αιτιολογική έκθεση ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο συνοδευτικό έγγραφο υπάρχει κάποια
σχετική τοποθέτηση. Το παράδοξο, τα ίδια ακριβώς εγκλήματα (για την ακρίβεια κατηγορίες
εγκλημάτων, π.χ. σωματικές βλάβες, φθορές ξένης ιδιοκτησίας) με ρατσιστικά χαρακτηριστικά
να διώκονται άλλοτε αυτεπαγγέλτως, με μοναδικό κριτήριο να έχουν τελεστεί συνεπεία των
πράξεων που περιγράφονται στα άρθρα 1 και 2 του ν. 4285/2014, και άλλοτε κατ’ έγκληση,
όταν δεν έχουν τελεστεί συνεπεία των ως άνω πράξεων, θα πρέπει να διορθωθεί με νομοθετική
παρέμβαση, ώστε να υπάρξει εξίσωση.
Επιπρόσθετα, στο εδάφιο β’ του άρθρου 5 προβλέπεται ότι: «ο παθών, κατά την
υποβολή της έγκλησης, όπως και όταν παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων, δεν καταβάλλει το
σχετικό παράβολο υπέρ του Δημοσίου». Αναφορικά με την πρόβλεψη για μη καταβολή
παραβόλου υπέρ του Δημοσίου κατά την υποβολή της έγκλησης, θα έλεγε κανείς ότι είναι
περιττή, τόσο υπό το προηγούμενο καθεστώς (άρ. 46 παρ. 2 π. ΚΠΔ), όσο και υπό το νέο,
καθότι ούτως ή άλλως ο παθών, αν θελήσει να υποβάλλει έγκληση1608 προκειμένου να ζητήσει
τη δίωξη της αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος του, θα την υποβάλλει σύμφωνα με
όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4 του νέου ΚΠΔ1609, δίχως να υφίσταται πλέον
πρόβλεψη για παράβολο υπέρ του Δημοσίου. Αναφορικά με το έτερο σκέλος της υπό εξέταση

1606 Άρα αφορά κατεξοχήν σε εγκλήματα του ειδικού μέρους του ΠΚ, εκ των οποίων ορισμένα,
μάλιστα, διώκονται κατ’ έγκληση.Βλ. συναφώς και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,
2016, σ. 183, όπου επισημαίνει ότι η εν λόγω πρόβλεψη «καταλαμβάνει το σύνολο των κατ’ έγκληση
διωκόμενων εγκλημάτων του Ποινικού Μας Δικαίου» με αποτέλεσμα να δημιουργείται, όπως ορθά
παρατηρεί, «συστηματική αστοχία».
1607 Το οποίο ούτως ή άλλως διώκεται αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του άρθρου 11

παρ. 1, εδάφ. τελευταίο του Ν. 4443/2016.


1608 Η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης.

1609 Κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 51 ΚΠΔ, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7

παρ.7 περ. α’ του Ν. 4637/2019, ΦΕΚ Α’ 180/18.11.2019.

[403]
διάταξης, που προβλέπει τη μη κατάθεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου, όταν κάποιος
παρίσταται ως πολιτικών ενάγων, θα πρέπει να παρατηρηθεί καταρχάς ότι σύμφωνα με το νέο
ΚΠΔ η πολιτική αγωγή αντικαταστάθηκε από την παράσταση στο ποινικό δικαστήριο για την
υποστήριξη της κατηγορίας1610, όπου κατά κανόνα υφίσταται υποχρέωση καταβολής
παραβόλου ύψους 40 ευρώ υπέρ του Δημοσίου. Κατ’ εξαίρεση, όμως, και λόγω της ειδικότερης
(αν και παλιότερης) ως άνω αναφερθείσας ρύθμισης του Ν. 4285/2014, η οποία ειρήσθω εν
παρόδω δεν έχει καταργηθεί ρητά ή σιωπηρά, η γενική υποχρέωση περί καταβολής
παραβόλου για την υποστήριξη της κατηγορίας είναι ορθότερο να υποστηριχθεί ότι δεν ισχύει
για τις περιπτώσεις που υπάγονται στο Ν. 4285/2014. Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί εκ
νέου και συναφώς ότι το αδίκημα που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 στρέφεται
πρωτίστως κατά ατομικών έννομων αγαθών και δευτερευόντως-έμμεσα (ή, σύμφωνα με άλλη
άποψη, παράλληλα) κατά ενός υπερατομικού, ήτοι τη δημόσια τάξη. Συνεπώς, υπάρχει αμέσως
παθών από το έγκλημα1611 και είναι το πρόσωπο1612 εκείνο που έχει εκτεθεί στις εκδηλώσεις του
δράστη, προσδιορίζεται στο κοινωνικό σύνολο από ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (ένα από τα
αναφερόμενα στο νόμο) και είναι φορέας του προστατευόμενου από τη διάταξη και
προσβαλλόμενου από την αξιόποινη πράξη ατομικού έννομου αγαθού που στην εκάστοτε
κρινόμενη περίπτωση κινδύνευσε να κινδυνεύσει από τη συμπεριφορά του δράστη.
Μεταβολή της κατηγορίας1613 από «δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά προσώπων ή
πραγμάτων», κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 και 2 Ν. 927/1979, σε «διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων»,
κατ’ άρθρο 1841614 παρ. 1 ΠΚ, σε «διέγερση σε βιαιοπραγίες», κατ’ άρθρο 184 παρ. 2 ΠΚ, σε

1610 Άρθρο 588 παρ. 1 ΚΠΔ, σύμφωνα με το οποίο: «Όπου σε ειδικούς νόμους προβλέπεται δικαίωμα
παράστασης πολιτικής αγωγής οι δικαιούμενοι παρίστανται μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας
σύμφωνα με τις ρυθμίσεις των άρθρων 63 επ. του παρόντος κώδικα».
1611 Εξάλλου και το ίδιο το άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 4285/2014 αναφέραι ρητά σε «παθόντα» και σε

«έγκληση», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το υπό κρίση αδίκημα διώκεται αυτεπαγγέλτως. Έτσι και ο
Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 183-184.
1612 Ή τα πρόσωπα που απαρτίζουν μια ομάδα, τα οποία προσδιορίζονται στο κοινωνικό σύνολο με

βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία κ.λπ. και των οποίων τα έννομα αγαθά η συμπεριφορά του
δράστη είχε τη δυνατότητα να θέσει σε κίνδυνο. Η εν λόγω ομάδα δεν έχει αριθμητικούς περιορισμούς
κι έτσι μέλος της μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε φέρει ένα από τα προστατευόμενα χαρακτηριστικά,
αρκεί η συμπεριφορά του δράστη να υπήρξε δυνητικά επικίνδυνη για ένα από τα ατομικά έννομα
αγαθά της ζωής-σωματικής ακεραιότητας-προσωπικής ελευθερίας-αξιοπρέπειάς του. Έτσι και η ΑΠ
858/2020, Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, που απέρριψε την αιτίαση του αναιρεσείοντα Μητροπολίτη περί μη
επιτρεπτή παράσταση πολιτικής αγωγής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
1613 Για την ακρίβεια, ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης.

1614 Στο άρθρο 184 του νέου ΠΚ έχουν ενοποιηθεί τα εγκλήματα των άρθρων 184 («διέγερση σε

διάπραξη εγκλήματος»), 192 («διέγερση πολιτών σε βιαιοπραγίες ή διχόνοια») και 196 («κατάχρηση
εκκλησιαστικού αξιώματος») του παλιού ΠΚ, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση στο σ/ν «Κύρωση
του Ποινικού Κώδικα».

[404]
«διέγερση σε διχόνοια», κατ’ άρθρο 184 παρ. 4 ΠΚ ή, τέλος, σε «απειλή διάπραξης
εγκλημάτων», κατ’ άρθρο 190 ΠΚ, είναι επιτρεπτή.
Καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρθρο 115 παρ. 1
ΚΠΔ)1615.

3.9. Διαχρονικό δίκαιο

Η τροποποίηση του Ν. 927/1979 «περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών


εις φυλετικάς διακρίσεις» με το Ν. 4285/2014 (ΦΕΚ Α’ 191/10-09-2014) και η εντεύθεν
αλλαγή που επήλθε στο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη ρητορική του μίσους στην Ελλάδα
δημιούργησε, όπως και κάθε μεταβολή νόμου, ζητήματα επιλογής του επιεικέστερου νόμου
στις περιπτώσεις εκείνες που η περιγραφόμενη στην παρ. 1 πράξη είχε τελεστεί πριν 1616 τις
10.09.2014 και επιπλέον δεν είχε προλάβει να εκδικασθεί αμετάκλητα μέχρι τότε.
Συγκρίνοντας το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 στη μορφή που είχε πριν και μετά την
τροποποίησή του με το Ν. 4285/2014 διαπιστώνονται τα εξής: το νέο άρθρο 1 παρ. 1 είναι
δυσμενέστερο για τον κατηγορούμενο από άποψη απειλούμενου πλαισίου ποινής, αφού το
εν λόγω αδίκημα τιμωρείται πλέον με φυλάκιση τριών μηνών έως τριών ετών και 1617 με
χρηματική ποινή 5.000-20.000 ευρώ, ενώ το παλιό απειλούσε φυλάκιση μέχρι δύο έτη
(πλαίσιο ποινής: 10 ημέρες έως δύο έτη) ή1618 με χρηματική ποινή1619 ή και με τις δύο
παραπάνω ποινές. Αυξάνεται, δηλαδή, και το ανώτατο και το κατώτατο όριο του απειλούμενου
πλαισίου ποινής, ενώ προστίθεται και η πρόβλεψη για υποχρεωτική σωρευτική επιβολή
χρηματικής ποινής. Επίσης, η νέα διάταξη είναι δυσμενέστερη από την προηγούμενη σε
αφηρημένο επίπεδο κατά το ότι επήλθε μια σχετική διεύρυνση του αξιοποίνου, αφού
προστέθηκαν στην αντικειμενική υπόσταση περισσότεροι τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης της
πράξης1620 και συνάμα διευρύνθηκε ο κατάλογος των διακρισιακών κριτηρίων1621, καθιστώντας

1615 Το ίδιο ισχύει και για τα αδικήματα των παρ. 2, 4 και 5 περ. α’ του άρθρου 1 ν. 927/1979.
1616 Σε όσες πράξεις τελέστηκαν μετά τις 10.09.2014, οπότε και τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 4285/2014,
σύμφωνα με το άρθρο 11 αυτού, είναι αυτονόητο ότι εφαρμόζεται πια μόνο ο Ν. 927/1979, όπως αυτός
τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014 και ισχύει, είτε είναι ευμενέστερος είτε όχι σε σχέση με το
προηγούμενο καθεστώς. Κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή των κυρωτικών κανόνων είναι το διάστημα
από το χρόνο τέλεσης της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της κι επιπρόσθετα αποκλείεται η
εφαρμογή κυρωτικού κανόνα ο οποίος είχε ήδη καταργηθεί πριν από την τέλεση της πράξης, αφού το
άρθρο 2 ΠΚ ορίζει ρητά ότι από τις περισσότερες διατάξεις νόμων που ίσχυσαν από την τέλεση της
πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση εφαρμόζεται εκείνη που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί
στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.
1617 Δηλαδή σωρευτικά.

1618 Δηλαδή διαζευκτικά.

1619 Τα όρια της οποίας ήταν σαφώς κατώτερα.

1620 Πέραν της προτροπής, υφίστανται πλέον και η υποκίνηση, η πρόκληση και η διέγερση, οι οποίες,

ως μορφές συμπεριφοράς, δεν ταυτίζονται εννοιολογικά με την πρώτη. Αντίθετη η Ε. Συμεωνίδου –

[405]
έτσι δυνατή την υπαγωγή και την εντεύθεν τιμωρία σε περισσότερες περιπτώσεις απ’ ότι στο
παρελθόν. Είναι, όμως, ευμενέστερη από την προηγούμενη, πάλι βέβαια σε αφηρημένο
επίπεδο, καθότι προστέθηκε στην αντικειμενική υπόσταση ένας επιπρόσθετος όρος για την
κατάφαση του αδίκου, που δεν είναι άλλος από τον επικίνδυνο τρόπο τέλεσης της πράξης για
συγκεκριμένες κατηγορίες έννομων αγαθών1622. Εξάλλου, η αύξηση των προϋποθέσεων για την
κατάφαση του καταρχήν άδικου χαρακτήρα μιας πράξης καθιστά δυσχερέστερη (καταρχήν)
την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης και την εντεύθεν υπαγωγή μιας πράξης σε αυτήν,
μιας και απαιτείται να συντρέχουν περισσότεροι όροι, που μπορεί και να μη συντρέχουν στη
συγκεκριμένη περίπτωση.
Το γεγονός ότι ένας νόμος κρίνεται σε αφηρημένο επίπεδο ως ηπιότερος ή
δυσμενέστερος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αν δεν κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση (in
concreto) ότι οδηγεί πράγματι σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου.
Επιπρόσθετα με την αλλαγή που επήλθε με το Ν. 4619/2019 στο άρθρο 2 του ΠΚ
διευκρινίζεται ότι αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι αν ο νόμος στο σύνολό του είναι
επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά αν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες για
αυτόν1623. Έτσι πλέον σε αντίθεση με ό,τι γινόταν δεκτό στο παρελθόν1624, το πρωτόγνωρο
άρθρο 2 του ΠΚ παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμοσθεί σε μία συγκεκριμένη περίπτωση μια
σύνθεση διατάξεων διαφορετικών νόμων κι έτσι να «φτιαχτεί»1625 ένας νόμος (ηπιότερος για
τον κατηγορούμενο) που δεν υπήρξε ποτέ. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσες πράξεις
τελέστηκαν πριν τις 10.9.2014 και συνιστούσαν υποκίνηση, πρόκληση ή διέγερση καθώς και

Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730, που θεωρεί όλες τις παραπάνω προσθήκες ως διαβαθμίσεις
της προτροπής, που καλύπτονται από αυτήν.
1621 Προστέθηκαν ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου και

η αναπηρία. Για διεύρυνση της βάσης των διακρίσεων και τη συνακόλουθη επέκταση του αξιοποίνου
κάνει λόγο και η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 729. Για το ότι οι γενεαλογικές
καταβολές, η εθνική και η εθνοτική καταγωγή μπορούσαν να υπαχθούν στον όρο«φυλετική καταγωγή»
και υπό το προγενέστερο καθεστώς του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, 2016, σ.
124, υποσημ. 726.
1622 Μολονότι δεν τυποποιείται κάποιος συγκεριμένος τρόπος, ορίζεται πάντως ότι η πράξη θα πρέπει

να τελείται «κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή ενέχει απειλή για τη ζωή, την
ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των ως άνω προσώπων». Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979,
2016, σ. 124. Βέβαια, για τα ατομικά έννομα αγαθά που μόλις προαναφέρθηκαν δεν τίθεται ζήτημα
επιπρόσθετου όρου, καθότι και υπό το προηγούμενο καθεστώς ήταν απαραίτητη η διαπίστωση μιας
δυνατότητας κινδύνου και για αυτά.
1623 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».

1624 Βλ. σχετικά Γ.Α. Μαγκάκη, σε Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρο 2, σ. 43 με

περαιτέρω αναφορές σε επί του θέματος βιβλιογραφία και νομολογία.


1625 Εντός εισαγωγικών, γιατί ουσιαστικά δεν τυποποιείται ένας νέος νόμος, αλλά συνδυάζονται στην

εφαρμογή τους περισσότερες διατάξεις νόμων ενόψει μίας συγκεκριμένα κρινόμενης περίπτωσης προς
όφελος του συγκεκριμένου κατηγορουμένου.

[406]
εκείνες που, μολονότι αποτελούσαν προτροπή, στρέφονταν κατά προσώπου ή ομάδας
προσώπων που προσδιορίζονταν βάσει των επιπλέον1626 διακρισιακών χαρακτηριστικών ήταν
αφενός ανέγκλητες και αφετέρου δεν μπορούν να διωχθούν υπό το νέο καθεστώς, καθότι έτσι
προσδίδεται αναδρομικότητα σε νόμο που θεμελιώνει αξιόποινο εκεί που δεν υπάρχει κι αυτό
λειτουργεί σε βάρος του κατηγορουμένου1627. Για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις1628, που
τελέστηκαν πριν τις 10.09.2014 και εκδικάζονται μετά την ισχύ του νέου νόμου, κριτήριο για
την εφαρμογή του ενός νόμου ή του άλλου θα αποτελέσει η κρίση ποιος από τους δύο επιφέρει
τα ηπιότερα αποτελέσματα για το συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Επειδή, όμως, αφηρημένα
κρίνεται ότι ο παλιότερος νόμος είναι εν μέρει ηπιότερος και εν μέρει δυσμενέστερος σε σχέση
με τον ισχύοντα1629, θα πρέπει να διερευνηθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει ο
υπαλλακτικά διατυπωμένος στη νέα διάταξη, επικίνδυνος για τη δημόσια τάξη τρόπος. Αν
συντρέχει, ηπιότερη είναι η παλαιότερη διάταξη, αφού απειλούσε φυλάκιση μέχρι δυο έτη κι
έτσι παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστή να κινηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση σε
ηπιότερο πλαίσιο ποινής. Αν από την άλλη δε συντρέχει δυνατότητα κινδύνου ούτε για τη
δημόσια τάξη, ούτε, όμως, για κάποιο από τα ατομικά έννομα αγαθά που αναφέρονται ρητά
στη νέα διάταξη1630, αλλά συντρέχει π.χ. για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τότε επιεικέστερη
και εφαρμοστέα είναι η νέα διάταξη, αφού σύμφωνα με τις απαιτήσεις της τελευταίας ο
δράστης θα πρέπει να απαλλαγεί1631.

4. Η δημόσια υποκίνηση σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων (άρθρο 1 παρ.


2 του Ν. 927/1979)

4.1. Η αντικειμενική υπόσταση

Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 1 παρ. 2 του Ν. 927/1979
απαιτείται ο δράστης, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσου του διαδικτύου ή με

1626 Δηλαδή αυτών που προστέθηκαν στην αντικειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 με το Ν.
4285/2014 (ΦΕΚ Α’ 191/10-09-2014) και μεταγενέστερα με το Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ Α’ 152/13.10.2017).
1627 Κατά προφανή παράβαση συνταγματικής επιταγής (ήτοι του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντ.), αλλά και

του άρθρου 1 του ΠΚ.


1628 Εκείνες, δηλαδή, που πληρούν τις προϋποθέσεις των νομοτυπικών υποστάσεων αμφότερων των

νόμων.
1629 Όπως εξηγήθηκε παραπάνω στο κείμενο. Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’

άρθρο, 2016, σ. 125.


1630 Σε περίπτωση, βέβαια, που συνέτρεχε δυνατότητα κινδύνου γι’ αυτά, πάλι θα εφαρμοζόταν το

παλιό άρθρο ως επιεικέστερο από άποψη απειλούμενου πλαισίου ποινής.


1631 Λόγω μη στοιχειοθέτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση του επιπλέον όρου περί του επικίνδυνου

τρόπου τέλεσης της πράξης για συγκεκριμένα έννομα αγαθά. Βλ. συναφώς και Γ.Α. Μαγκάκη, σε
Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρο 2, σ. 46.

[407]
οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο1632, να υποκινεί, προτρέπει, προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη
φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν από τις αναφερόμενες στο άρ. 1
παρ. 1 ομάδες ή πρόσωπα, κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη. Ενώ, δηλαδή,
στην παρ. 2 διατηρείται αυτούσιο το στοιχείο της δημόσια τελούμενης πράξης, όπως επίσης
και τα μέσα τέλεσης αυτής1633, εκείνο που διαφοροποιείται είναι ότι η εγκληματική
συμπεριφορά του δράστη θα πρέπει να αφορά σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων και,
μάλιστα, όχι σε πράξεις (ή εντελώς περιττά σε ενέργειες) που μπορούν να προκαλέσουν1634
φθορά ή βλάβη πραγμάτων, αλλά ευθέως σε πράξεις που συνιστούν οι ίδιες φθορά ή βλάβη
πραγμάτων. Η ερμηνεία αυτή συνάγεται ευχερώς από το γράμμα του νόμου, καθιστώντας το
περιεχόμενο της υπό εξέταση διάταξης σαφώς πιο στενό και περιορισμένο σε σχέση με εκείνο
της παρ. 11635.
Αναφορικά με την υπαλλακτική χρήση των όρων «φθορά» και «βλάβη» εντύπωση
προκαλεί η ίδια η επιλογή εκ μέρους του νομοθέτη των συγκεκριμένων εννοιών, καθότι η μία
δεν είναι διάφορη της άλλης, ώστε να χρειάζεται η διαζευκτική τυποποίησή τους για την
κάλυψη περισσότερων περιπτώσεων. Αντίθετα, και με επιχειρήματα από την ερμηνεία του άρ.
378 ΠΚ1636, γίνεται αντιληπτό ότι η βλάβη συνιστά επιμέρους έκφανση της φθοράς και όχι κάτι
διάφορο αυτής. Η βλάβη, δηλαδή, εμπεριέχεται1637 στη φθορά από κοινού με την καταστροφή
και την αχρήστευση του πράγματος, αποτελώντας έτσι έννοια υπάλληλη της φθοράς.
Συγκεκριμένα, «βλάβη» συντρέχει στις περιπτώσεις όπου «ο δράστης επεμβαίνει όχι ευθέως
στην ύλη καθεαυτή ενός πράγματος, αλλά στη λειτουργία του, επηρεάζοντας ή αναστέλλοντας
αυτή»1638 ή, σύμφωνα με μια άλλη διατύπωση, «βλάβη είναι κάθε επενέργεια στην υλική
υπόσταση του πράγματος, που μειώνει όχι ασήμαντα την κατά προορισμό χρησιμότητά
του»1639. Συνεπώς, κάθε βλάβη είναι και φθορά, όμως κάθε φθορά δεν είναι απαραίτητα και
βλάβη. Απομένει, λοιπόν, να σκεφτεί κανείς ποιες άλλες περιπτώσεις συνιστούν φθορά
πράγματος, δίχως να αποτελούν βλάβη αυτού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η καταστροφή και η
αχρήστευση του πράγματος δύνανται να υπαχθούν εννοιολογικά στη φθορά. Πειστικά

1632 Η επανάληψη της ίδιας ακριβώς φρασεολογίας όσον αφορά στον τρόπο και τα μέσα τέλεσης της
πράξης επιτρέπεται από τη διατύπωση της ερμηνευόμενης διάταξης, αφού αναφέρεται ότι: «με τις ίδιες
ποινές τιμωρείται όποιος με πρόθεση και με τα μέσα και τους τρόπους που αναφέρονται στην
παράγραφο 1 …».
1633 Κι έτσι ισχύουν mutatis mutandis όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για την ερμηνεία τους.

1634 Όπως απαιτείται στην παρ. 1.

1635 Βλ. και Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730.

1636 Φθορά ξένης ιδιοκτησίας.

1637 Έτσι και η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 730.

1638 Βλ. γι’ αυτό Σ. Παύλου, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 2006, σ. 204.

1639 Έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και

της περιουσίας, 2006, σ. 345.

[408]
υποστηρίζεται1640, παράλληλα με τα παραπάνω, πως η ποινική προστασία επεκτείνεται και
στην προτροπή κ.λπ. προσώπων σε πράξεις βίας με την έννοια της βιαιοπραγίας, όχι μόνο
κατά προσώπων1641, αλλά και κατά πραγμάτων, κατά την έννοια του άρ. 189 παρ. 1 ΠΚ. Η
παραπάνω θέση έχει ως αποτέλεσμα να τιμωρούνται όχι μόνο οι προτροπές σε διάπραξη
φθοράς, με τη μορφή είτε της καταστροφής, είτε της βλάβης, είτε της αχρήστευσης, αλλά και
οι προτροπές σε κάθε μορφή επιθετικής δραστηριότητας με την οποία αναπτύσσεται υλική
δύναμη εναντίον πραγμάτων και διά της οποίας εκδηλώνεται απλώς η εχθρική διάθεση του
δράστη απέναντι στο πράγμα, ακόμη κι αν δεν εξικνείται τελικά σε βλάβη ή καταστροφή ή
αχρήστευση αυτού1642.
Τα πράγματα στη φθορά των οποίων προτρέπει, υποκινεί κ.λπ. ο δράστης θα πρέπει,
κατά τη σαφή διατύπωση της διάταξης, όχι απαραίτητα να ανήκουν, αλλά να
χρησιμοποιούνταν από τις ομάδες ή τα πρόσωπα που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το
χρώμα, τη θρησκεία κ.λπ. και εξ αυτού του λόγου μπαίνουν στο στόχαστρο του δράστη. Μια
τέτοια διατύπωση, ωστόσο, φαίνεται να διευρύνει υπερβολικά το αξιόποινο, καθότι η λίστα με
τα πράγματα που χρησιμοποιούνται από ανθρώπους που προσδιορίζονται βάσει των φυσικών
και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους είναι απεριόριστη. Το αληθές νόημα της διάταξης
φωτίζεται από την ανάγνωση της αιτιολογικής έκθεση στο σχετικό σχέδιο νόμου, όπου
επισημαίνεται ότι «με το άρθρο 1, που αντικαθιστά το άρθρο 1 του Ν. 927/1979, ορίζονται οι
προϋποθέσεις για την ποινική αξιολόγηση των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, όταν
στρέφονται όχι μόνο εναντίον ομάδων ή προσώπων, που διακρίνονται εξαιτίας των φυσικών
και πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους, αλλά και εναντίον των πραγμάτων (κινητών ή
ακινήτων), που χρησιμοποιούν αποκλειστικά αυτές οι ομάδες ή πρόσωπα (θρησκευτικά
αντικείμενα, εθνικά σύμβολα, οίκοι λατρείας, χώροι διαμονής, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας
κ.λπ.). Καθίσταται έτσι σαφές ότι κριτήριο για την ποινική αξιολόγηση της ερευνώμενης
συμπεριφοράς και την εντεύθεν οριοθέτησή της από ποινικά αδιάφορες εκδηλώσεις
ρατσιστικού λόγου είναι η αποκλειστικότητα ή μη της χρήσης των στοχοποιούμενων
πραγμάτων από ομάδες ανθρώπων ή από μεμονωμένα πρόσωπα που προσδιορίζονται βάσει
των στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών. Μέσα από την παράθεση στην αιτιολογική
έκθεση των ενδεικτικών περιπτώσεων πραγμάτων που μπορούν να υπαχθούν εννοιολογικά
στην υπό εξέταση διάταξη (π.χ. θρησκευτικά αντικείμενα, εθνικά σύμβολα, οίκοι λατρείας
κ.λπ.) αναδεικνύεται και συνάμα αιτιολογείται η αληθής βούληση του ιστορικού νομοθέτη 1643

1640 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 103, με αφορμή τη θέση που είχε
υποστηριχθεί παλιότερα, υπό το προϊσχύσαν καθεστώς, από τον Χ. Ανθόπουλο, Προστασία κατά του
ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης, 2000, σ. 133.
1641 Όπως στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

1642 Π.χ. η χάραξη σβάστικας στον κορμό δέντρου στον κήπο σπιτιού που χρησιμοποιούν

αποκλειστικά αλλοδαποί. Για το παράδειγμα βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 104.
1643 Για ιστορικοβουλητική ερμηνεία κάνει λόγο και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’

άρθρο, 2016, σ. 103.

[409]
να ποινικοποιούνται συμπεριφορές που στρέφονται κατά πραγμάτων που είναι άμεσα
συνδεδεμένα και κατά κάποιο τρόπο έχουν μια λειτουργική σχέση με το προστατευόμενο
στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου (εγγενές ή επίκτητο, φυσικό ή πολιτισμικό) που το
καθιστά κατώτερο στα μάτια του δράστη κι έτσι το θυματοποιεί. Δεν υπάγεται εν προκειμένω,
λοιπόν, το σπίτι ούτε η επιχείρηση που χρησιμοποιεί ο αλλοδαπός, ο μουσουλμάνος, ο
ομοφυλόφιλος κ.λπ., διότι αυτά δε σχετίζονται αποκλειστικά με την ιδιότητά του ως
τέτοιου1644, αλλά το τζαμί στο οποίο προσεύχεται, η σημαία στην οποία οφείλει ή αισθάνεται
πίστη και υπακοή, ο χώρος στον οποίο πραγματοποιεί τις πολιτισμικές του εκδηλώσεις, το
μαγαζί όπου διασκεδάζει, εφόσον βέβαια αυτό προορίζεται αποκλειστικά για ομάδες
ανθρώπων με την ίδια ιδιότητα, τα αντικείμενα με τα οποία εξασκεί την πίστη του, το σχολείο
στο οποίο εκπαιδεύονται όλοι όσοι μοιράζονται την ίδια πίστη (π.χ. τα μειονοτικά σχολεία στη
Θράκη), οι χώροι συγκέντρωσης μεταναστών κ.ά..
Εξάλλου, το γεγονός ότι ο νομοθέτης αρκείται απλώς στη χρήση των πραγμάτων και
δεν απαιτεί αυτά να ανήκουν στα πρόσωπα που προσδιορίζονται με τα αναφερόμενα στη
διάταξη χαρακτηριστικά σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για την προστασία του έννομου
αγαθού της ιδιοκτησίας των εν λόγω προσώπων. Η απαξία της συμπεριφοράς προσδιορίζεται
από τον επικίνδυνο τρόπο τέλεσής της1645. Ο επικίνδυνος τρόπος δεν ορίζεται μέσα από την
περιγραφή συγκεκριμένων μέσων ή συνθηκών που κατά την κρίση του νομοθέτη θα
αξιολογούνταν αφηρημένα ως ικανές να δημιουργήσουν τέτοιο κίνδυνο. Εκείνο που απαιτείται
απλώς είναι η συμπεριφορά του δράστη να εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να
δημιουργήσει κίνδυνο για το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης. Ως εκ τούτου διαπλάθεται ένα
έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης1646 της δημόσιας τάξης και όχι συγκεκριμένης1647.

1644 Αφού μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον οποιονδήποτε. Το συγκεκριμένο σπίτι ή επιχείρηση
για παράδειγμα θα μπορούσε να χρησιμοποιείται εξίσου από μουσουλμάνους και χριστιανούς. Μια λ.χ.
δημόσια προτροπή σε τέλεση βιαιοπραγιών (ρίψη ωμού αυγού ή ντομάτας στις βιτρίνες) κατά των
εμπορικών καταστημάτων που διατηρούν οι μουσουλμάνοι στην Κομοτηνή θα μπορούσε να υπαχθεί
στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 (ειδικότερα στην περίπτωση της προτροπής σε πράξεις που μπορούν
να προκαλέσουν μίσος σε βάρος ανθρώπων που προσδιορίζονται βάσει του θρησκεύματός τους). Αν δε
η συμπεριφορά του δράστη συνιστά δημόσια πρόκληση ή διέγερση σε φθορά (πλημμέλημα του άρ. 378
ΠΚ) και όχι υποκίνηση ή προτροπή, θα μπορούσε να υπαχθεί στο νέο άρ. 184 παρ. 1 ΠΚ σε συνδυασμό
με το άρ. 82Α ΠΚ. Όχι όμως στο άρ. 184 παρ. 2 ΠΚ, καθότι εκεί οι βιαιοπραγίες στρέφονται κατά
ομάδας ή προσώπου και όχι κατά πραγμάτων.
1645 «… κατά τρόπο που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη». Βλ. όμως και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979,

Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 104, όπου χαρακτηρίζει τον (συγκεκριμένο) κίνδυνο για τη δημόσια τάξη
ως εξωτερικό όρο του αξιοποίνου. Για την αντίκρουση της άποψης αυτή βλ. παραπάνω, σ. 313 επ.. Τα
εκεί υποστηριζόμενα ισχύουν mutatis mutandis και εδώ.
1646 Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από τα υποστηριζόμενα στην αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο

νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα» για το νέο άρθρο 184 ΠΚ. Το τελευταίο περιλαμβάνει στην
αντικειμενική του υπόσταση τη φράση «κι έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη» και εξ αυτού

[410]
4.2. Η υποκειμενική υπόσταση

Η υποκειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 2 του Ν. 927/1979 είναι ρητή1648 και
περιλαμβάνει τη γνώση1649 και τη θέληση του δράστη όπως με τη δημόσια, προφορικά ή δια
του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, τελούμενη υποκίνηση,
προτροπή, πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων που
χρησιμοποιούνταν από τα πρόσωπα ή τις ομάδες προσώπων που προσδιορίζονται βάσει των
στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών δημιουργεί συγκεκριμένη δυνατότητα κινδύνου για
το έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης. Εξάλλου, το στοιχείο του δόλου που απαιτείται κατά
κανόνα από το άρ. 26 εδάφ. α’ ΠΚ επί κακουργημάτων και πλημμελημάτων και συνίσταται
κατά το άρ. 27 παρ. 1 στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν
την έννοια της αξιόποινης πράξης, ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών αυτών και
εξυπακούεται εξ αυτής, χωρίς να παρίσταται ανάγκη ειδικής ως προς αυτά αιτιολογίας,
εξαιρουμένης της περιπτώσεως κατά την οποία ο νόμος απαιτεί πρόσθετα περιστατικά για την
ύπαρξη του δόλου ή αυτός είναι ενδεχόμενος1650. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τηρουμένων των
αναλογιών όλα όσα αναφέρθηκαν για την υποκειμενική υπόσταση του άρ. 1 παρ. 1 του Ν.
927/1979.

5. Ευθύνη από το αποτέλεσμα (άρ. 1 παρ. 3 του Ν. 927/1979)

Στην παρ. 3 του άρ. 1 του Ν. 927/1979 απειλείται ένα βαρύτερο σε σχέση με τις παρ. 1
και 2 του ίδιου άρθρου πλαίσιο ποινής1651, όταν η πρόκληση, η προτροπή, η διέγερση ή η

χαρακτηρίζεται από τον ιστορικό νομοθέτη ρητά ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας
τάξης. Άλλωστε, και στην αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του Ν. 927/1979
και την προσαρμογή του στην απόφαση – πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ τονίζεται πως «δεν αρκεί η απλή
αφηρημένη πιθανολόγηση της έκθεσης σε κίνδυνο μιας ομάδας, ενός προσώπου ή πράγματος αλλά
απαιτείται να εκτιμάται κάθε φορά η προσφορότητα του συγκεκριμένου κινδύνου, λαμβάνοντας
υπόψιν τόσο τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις μέσα στις οποίες εκδηλώνεται η υπό κρίση
συμπεριφορά, όσο και την ενδεχόμενη προσβολή των γενικότερων συνθηκών που εξασφαλίζουν την
ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση».
1647 Για συγκεκριμένο κίνδυνο βιαιοπραγιών κατά πραγμάτων, ο οποίος είναι εξωτερικός όρος του

αξιοποίνου, κάνει λόγο ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 104.


1648 «Με πρόθεση».

1649 Τουλάχιστον ως ενδεχόμενο.

1650 Κατά την πάγια θέση της νομολογίας του ΑΠ.

1651 Φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών (πλαίσιο δηλαδή από 6 μήνες έως 5 χρόνια) και χρηματική ποινή

15.000 έως 30.000 ευρώ. Δεδομένης της πρόβλεψης του εδαφίου β’ της παρ. 3 του άρ. 1 του Ν.
927/1979, η οποία αναφέρει ότι «σε περίπτωση επιβολής ποινής φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους,
επιβάλλεται η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από ένα έως πέντε έτη» καθώς και του άρθρου
463 παρ. 5 του Ν. 4619/2019, το οποίο αναφέρει ότι: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα
καταργούνται όλες οι διατάξεις που περιέχονται σε ειδικούς νόμους με τις οποίες καθορίζονται

[411]
υποκίνηση των παραγράφων αυτών έχει ως αποτέλεσμα την τέλεση εγκλήματος. Η
συγκεκριμένη διατύπωση καθιστά αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις αναφορικά με τη νομική
φύση αυτού του αποτελέσματος.
Έχει υποστηριχθεί από την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου1652 ότι η εν λόγω πρόβλεψη
συνιστά διακεκριμένη μορφή των εγκλημάτων που τυποποιούνται στις παρ. 1 και 2 του
ίδιου άρθρου. Διερωτάται, μάλιστα, αν το αποτέλεσμα αποτελεί όρο της αντικειμενικής
υπόστασης του εγκλήματος ή εξωτερικό όρο του αξιοποίνου1653, προκρίνοντας τελικά ως
ορθότερη ερμηνευτική εκδοχή την υπαγωγή του εξεταζόμενου όρου στην αντικειμενική
υπόσταση1654. Για την υποστήριξη της θέσης αυτής προβάλλει ως επιχείρημα το γεγονός ότι
από τη διατύπωση της διάταξης φαίνεται να απαιτείται μια αιτιώδης σχέση1655 ανάμεσα στην
προτροπή κ.λπ και το παραπέρα έγκλημα, η οποία, κατά την ακριβή διατύπωση της
συγγραφέως, «αποτελεί αναμφίβολα σαφή ένδειξη για την αυξημένη επικινδυνότητα της
πράξης προτροπής». Βέβαια, και αυτή η ίδια η αιτιώδης σχέση δεν είναι πάντα εύκολο να
διαπιστωθεί και αμφισβητείται σφόδρα στις περιπτώσεις που μεσολαβεί μεγάλο σχετικά
χρονικό διάστημα από την προτροπή μέχρι την τέλεση του εγκλήματος στο οποίο προτρέπεται
ο αποδέκτης του ρατσιστικού μηνύματος του αρχικού δράστη1656. Έτσι, αφής στιγμής
εντάσσεται στην αντικειμενική υπόσταση, θα πρέπει να καλύπτεται από τον ενδεχόμενο έστω
δόλο του δράστη. Στον αντίποδα της παραπάνω θεώρησης τοποθετείται η θέση του Ι.

παρεπόμενες ποινές ή άλλες συνέπειες που καταργούνται με αυτόν», παρέλκει η εξέταση του εν λόγω
εδαφίου. Για τις δε πράξεις που τελέστηκαν προγενέστερα της έναρξης ισχύος του νέου Ποινικού
Κώδικα και εκδικάζονται μετά το εν λόγω χρονικό σημείο, το συγκεκριμένο εδάφιο πάλι δε θα μπορεί
να τύχει εφαρμογής από το δικαστήριο, λόγω του ότι θα συνιστά πάντα δυσμενέστερη διάταξη για τον
κατηγορούμενο.
1652 Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ΠοινΧρον 2015, όπ.π., σ. 732.

1653 Για το ότι δε συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου βλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, Νομοθετώντας για

το μίσος, ΝοΒ 2016, σ. 218, με το επιχείρημα ότι η υποκίνηση τιμωρείται ούτως ή άλλως και χωρίς την
επέλευση του αποτελέσματος για το οποίο γίνεται λόγος στην ερμηνευόμενη διάταξη.
1654 Θέση την οποία απορρίπτει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 105 με την

αιτιολογία ότι «αφαιρεί οποιαδήποτε χρησιμότητα από τη διάταξη (αφού οι περιπτώσεις καλύπτονται
από την ηθική αυτουργία και την απλή ψυχική συνέργεια) και οδηγεί σε απαξιολογικές υπερβολές στο
πλαίσιο της συρροής».
1655 Ακριβώς από τη χρήση της φράσης «είχε ως αποτέλεσμα». Ερμηνεύεται δε ως εξής: το παραπέρα

έγκλημα δε θα συνέβαινε αν ο δράστης δεν είχε τελέσει την αρχική πράξη διακινδύνευσης.
1656 Όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που ο αρχηγός μιας ρατσιστικής οργάνωσης διεγείρει τους

οπαδούς του και αυτοί «ξεχύνονται» στην αγορά και καταστρέφουν ό,τι ανήκει στη στοχοποιημένη
ομάδα. Όταν η συμπεριφορά αυτή λαμβάνει χώρα π.χ. μετά από ένα τρίμηνο και όχι αμέσως μετά από
τη διέγερση, αμφισβητείται και είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η αιτιώδης σχέση ανάμεσα στη διέγερση
και στη μετέπειτα συμπεριφορά των οπαδών. Για το παράδειγμα αυτό βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 732.

[412]
Μοροζίνη1657 ότι τυποποιείται εν προκειμένω ένα γνήσιο εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενο έγκλημα. Εκκινεί, βέβαια, από τη θέση ότι η συγκεκριμένη διατύπωση ναι μεν
προσιδιάζει στα εγκλήματα που διακρίνονται από το αποτέλεσμα, όμως, μια παραχρήμα
ένταξη του υπό εξέταση αδικήματος σε αυτή την κατηγορία των εγκλημάτων από την
εξωτερική του όψη και μόνο θα ήταν βεβιασμένη κίνηση. Καταλήγει πάντως στο συμπέρασμα
πως πρόκειται για ένα γνήσιο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα. Η
επιχειρηματολογία του έχει ως εξής: καταρχάς, γίνεται δεκτό από τον ως άνω συγγραφέα ότι η
συμπεριφορά που τυποποιείται στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 είναι συγγενής προς την
ηθική αυτουργία, αφού κατά βάση, σύμφωνα με την άποψη αυτή, η δημόσια υποκίνηση μίσους
είναι μια ηθική αυτουργία εν αποπείρα1658. Η ηθική αυτουργία, πέραν της πρόκλησης
απόφασης σε ορισμένο πρόσωπο, προϋποθέτει και την τέλεση από αυτό μιας τελικά άδικης
πράξης, είτε αυτή είναι τετελεσμένη είτε σε απόπειρα. Αυτή η τελικά άδικη πράξη από το
φυσικό αυτουργό μπορεί να ιδωθεί ως ένα παραπέρα αποτέλεσμα, το οποίο, όμως, όπως είναι
γνωστό από τη θεωρία περί συμμετοχής, θα πρέπει να καλύπτεται από το δόλο του δράστη.
Όταν, λοιπόν, δεν καλύπτεται από το δόλο του αρχικού δράστη (οπότε θα είχαμε τετελεσμένη
ηθική αυτουργία1659), αλλά από αμέλεια αυτού, ναι μεν δεν μπορεί να γίνει λόγος για ηθική
αυτουργία, αφού αυτή απαιτεί απαραίτητα δόλο1660, μπορεί όμως να αποτελεί ένα γνήσιο εκ
του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα1661. Στα τελευταία εμπεριέχεται ένα βασικό έγκλημα
εκ δόλου και ένα παραπέρα αποτέλεσμα, το οποίο, κατά την παραδοσιακή τους έννοια και

1657 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 104-105.


1658 Βέβαια, μπορεί η συμπεριφορά που τυποποιείται ως αδίκημα στο άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 να
προσομοιάζει στην ηθική αυτουργία, εντούτοις υπάρχει και μια άλλη, πέραν της έλλειψης πρόκλησης
απόφασης στον αποδέκτη του λόγου, βασική διαφορά ανάμεσά τους· στη μεν ηθική αυτουργία
απαιτείται ο δέκτης της πρόκλησης να είναι ατομικά ορισμένο πρόσωπο, έστω ως μέλος συγκεκριμένης
ομάδας, και δε νοείται ηθική αυτουργία όταν ο δράστης απευθύνεται σε αόριστο αριθμό προσώπων,
όπως συμβαίνει πολλές φορές στη δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους. Πάντως, δεν αποκλείεται ο
δράστης να απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο άτομο ή σε έναν αποδέκτη, όχι απαραίτητα ατομικά
προσδιορισμένο, αλλά έστω ως μέλος συγκεκριμένης ομάδας, και παρ’ όλα αυτά να τελείται το αδίκημα
του άρ. 1 παρ. 1 ή 2 του Ν. 927/1979, αρκεί η πράξη να τελείται δημόσια.
1659 Αν τελούταν ένα έγκλημα μίσους-αποτέλεσμα εξαιτίας της ρατσιστικής προτροπής των παρ. 1 ή 2

του άρ. 1 του Ν. 927/1979.


1660 Όχι απλώς δόλο (και ενδεχόμενο ακόμα) να προκληθεί η απόφαση, αλλά και δόλο να τελεστεί από

το φυσικό αυτουργό τελικά άδικη πράξη.


1661 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 105. Πάντως η σύνδεση της ηθικής

αυτουργίας, μέσω του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 (όπου παρατηρεί ο Μοροζίνης ότι τυποποιείται «μια
ηθική αυτουργία εν αποπείρα»), με τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα δεν είναι
απόλυτα επιτυχημένη, καθότι, όπως τονίστηκε και προηγουμένως, δεν είναι κάθε δημόσια υποκίνηση
βίας ή μίσους ή διακρίσεων και αρχή εκτέλεσης ηθικής αυτουργίας, καθόσον μέρος δεν αποτελεί πάντα
παράσταση προς ατομικά προσδιορισμένο αποδέκτη, ούτε και η προτρεπόμενη πράξη συνιστά
απαραίτητα έγκλημα.

[413]
κατά την κρατούσα άποψη1662, πρέπει να οφείλεται σε αμέλεια του δράστη. Στις περιπτώσεις
που θα μπορεί πράγματι να διαπιστωθεί μια αιτιακή σχέση ανάμεσα στο ρατσιστικό λόγο και
την τέλεση ενός εγκλήματος μίσους, όταν η αιτιώδης διαδρομή προς την πρόκληση του
τελευταίου δεν καλύπτεται από το δόλο του δράστη1663 (αυτό φαίνεται να δέχεται ο Μοροζίνης
ότι συμβαίνει, όταν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την προτροπή μέχρι την
τέλεση του εγκλήματος-αποτελέσματος), είναι πιο εύκολο, σύμφωνα με την άποψη που
διατυπώνει ο Ι. Μοροζίνης, να «καταλογιστεί αντικειμενικά η τέλεση της πράξης (εν. το
αποτέλεσμα) σε μια παράβαση καθήκοντος επιμελείας εκ μέρους του ρήτορα του μίσους» 1664
κι έτσι να τιμωρηθεί ο τελευταίος για το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα.
Εν προκειμένω η θεώρηση του υπό εξέταση εγκλήματος ως διακρινόμενου από το
αποτέλεσμα φαίνεται, κατά την άποψή μου, να υπόκειται σε αμφισβήτηση. Πιο συγκεκριμένα,
το όλο θέμα τίθεται γύρω από το αν η τέλεση εγκλήματος εξαιτίας της δημόσιας υποκίνησης
διακρίσεων, βίας ή μίσους κατά προσώπων ή πραγμάτων συνιστά «αποτέλεσμα» με το
περιεχόμενο που του δίδεται στο πλαίσιο του άρ. 29 ΠΚ, οπότε σε μια τέτοια περίπτωση
αρκεί1665 να μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του δράστη, ή αν πρόκειται για επιβαρυντική
περίσταση που θα πρέπει να καλύπτεται από δόλο του δράστη (άρ. 30 παρ. 2 ΠΚ). Εκ της
νομικής τους σύλληψης τα εγκλήματα που χαρακτηρίζονται από το αποτέλεσμα διαπλάθονται
ως σύνθετα εγκλήματα και, μάλιστα, ρητά πλέον η αντικειμενική τους υπόσταση
πραγματώνεται με περισσότερες πράξεις που όλες τους αποτελούν αυτοτελή εγκλήματα1666.
Προϋποθέτουν για την ακρίβεια ένα έγκλημα δόλου (το λεγόμενο βασικό) και ένα αυτοτελώς
αξιόποινο έγκλημα εξ αμελείας ως παραπέρα αποτέλεσμα με τη στενή, τεχνική έννοια του
όρου1667, η επέλευση του οποίου είναι μετουσίωση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας της αρχικής
πράξης ως προς την πρόκληση ορισμένου αποτελέσματος και συνεπάγεται την απειλή

1662 Όπως αυτή είχε διαμορφωθεί πριν από τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 4619/2019 στο άρθρο 29 του
ΠΚ. Για τα εκ του αποτελέσματος χαρακτηριζόμενα εγκλήματα βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος
Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 206 επ., Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 334 επ., Χ. Μυλωνόπουλο,
Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, 1984, Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Έννοια και
προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 211 επ.
1663 Οπότε σε μια τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για ηθική αυτουργία.

1664 Για «χονδροειδή παραβίαση του καθήκοντος επιμελείας του υποκινητή ως προς την πιθανότητα

επέλευσης του αποτελέσματος» και εξ αυτής για αμέλεια του υποκινητή ως προς το παραπέρα
αποτέλεσμα κάνει λόγο ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 218, χωρίς ωστόσο να είναι
σίγουρος αν πρόκειται τελικά για αυτήν την εκδοχή ή για επιβαρυντική περίσταση που προϋποθέτει
δόλο. Επαφίεται στη νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος.
1665 Αφού πλέον το άρ. 29 ΠΚ κάνει λόγο για «τουλάχιστον» από αμέλεια.

1666 Με την αλλαγή που επήλθε στο άρ. 29 ΠΚ με το Ν. 4619/2019 το αποτέλεσμα που προκαλείται

από την πράξη θα πρέπει να είναι αυτοτελώς τυποποιημένο στο νόμο ως έγκλημα αμέλειας.
1667 Έτσι οι Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι, όπ.π., σ. 206 επ., Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική

Θεωρία, 2004, σ. 334-335, Χ. Μυλωνόπουλος, Γενικό Μέρος, Ι, σ. 148 καθώς και ο ίδιος, ΠΔ, Γενικό
Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 347.

[414]
βαρύτερης ποινής σε σχέση με το βασικό έγκλημα1668. Το παραπέρα αποτέλεσμα θα πρέπει να
καλύπτεται τουλάχιστον από αμέλεια του δράστη. Ως αποτέλεσμα νοείται «μία μεταβολή (εν.
στον εξωτερικό κόσμο) ξεχωριστή κατά χώρο και χρόνο από τη συμπεριφορά που την
παρήγαγε»1669, η οποία παρεμπιπτόντως στο υπό εξέταση αδίκημα δε θεωρείται πράξη του
υποκινητή, αλλά ενός άλλου, τρίτου προσώπου1670. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, που τυποποιείται
εν προκειμένω ναι μεν δε θα είναι πράξη του δράστη του βασικού εγκλήματος, αλλά θα πρέπει
να συνδέεται αιτιακά με το τελευταίο επί τη βάσει της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, να
υπάρχει δηλαδή άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των δύο εγκλημάτων, υπό την έννοια της
πραγμάτωσης του κινδύνου που παρήχθη από τη συμπεριφορά που συνιστά το βασικό
έγκλημα και όχι έναν άλλο κίνδυνο1671, και επιπρόσθετα να υπάρχει ενοχή1672 του δράστη ως
προς το περαιτέρω αποτέλεσμα1673.
Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η συμπεριφορά που τυποποιείται ως αδίκημα στις παρ. 1 και 2
του άρ. 1 του Ν. 927/1979 έχει κατά την κοινή πείρα τη γενική τάση προς την παραγωγή ενός
όχι οποιουδήποτε βαρύτερου αποτελέσματος-εγκλήματος, αλλά πρωτίστως και κυρίως ενός

1668 Βλ. Κ. Φελουτζή, Η προβληματική της «απόπειρας» στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα, Ποινικά 28, 1988, σ. 41-42, σύμφωνα με τον οποίο η ratio των εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενων εγκλημάτων συνίσταται στο ότι η επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος πρέπει να
συνιστά πραγμάτωση ενός ιδιαίτερου κινδύνου ως προς το περαιτέρω έννομο αγαθό, που ενυπάρχει
«δυνάμει» στο εκ δόλου βασικό έγκλημα. «Η εσωτερική αυτή συσχέτιση μεταξύ βασικού εγκλήματος
και βαρύτερου αποτελέσματος δεν εκφράζεται με τους κανόνες της κατ’ ιδέαν συρροής, γ’ αυτό και de
lege ferenda επιβάλλεται η διατήρηση των παραπάνω εγκλημάτων». Παρόμοια και στην αιτιολογική
έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».
1669 Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι, όπ.π., σ. 170.

1670 Ούτε του θύματος της προτροπής σε βάρος του εαυτού του, π.χ. αν αυτοκτονήσει (καθότι η

αυτοβλάβη δεν είναι καν καταρχήν άδικη πράξη και άρα δεν μπορεί να είναι και έγκλημα, όπως απαιτεί
το άρ. 1 παρ. 3), ούτε του δράστη του βασικού εγκλήματος. Το πρόσωπο αυτό «δε δρα κατ’ ανάγκη ως
υποχείριο εκείνου που υποκίνησε σε πράξεις διακρίσεων, βίας ή μίσους», σύμφωνα με την Ε.
Συμεωνίδου – Καστανίδου, ΠοινΧρον 2015, σ. 732.
1671 Κ. Βαθιώτης, Η «στενή σχέση» μεταξύ βασικού εγκλήματος και βαρύτερου αποτελέσματος στην

θανατηφόρο σωματική βλάβη, ΠοινΧρον 2001, σ. 851 επ.


1672 Τουλάχιστον αμέλεια και ως προς το περαιτέρω αποτέλεσμα και ως προς την αιτιώδη διαδρομή.

1673 Προς αποσόβηση του κινδύνου καθιέρωσης αντικειμενικής ευθύνης στα εκ του αποτελέσματος

διακρινόμενα εγκλήματα, κατά παράβαση της αρχής της ενοχής, όπως ιστορικά ξεκίνησαν τα υπό
κρίση εγκλήματα, σύμφωνα με την αρχή του κανονικού δικαίου του 13 ου αιώνα, ότι δηλαδή ο δράστης
μίας απαγορευμένης συμπεριφοράς ευθύνεται για κάθε περαιτέρω συνέπεια της συμπεριφοράς του
[“versanti in re illicita (operam danti rei illicitae) imputantur omnia quae sequuntur ex delicto]. Για την
τελευταία παρατήρηση βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, 1984,
σ. 3 επ. και Κ. Φελουτζή, Η προβληματική της «απόπειρας» στα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα
εγκλήματα, Ποινικά 28, 1988, σ. 13 επ.

[415]
εγκλήματος ρατσιστικής βίας, πράξεων μίσους ή διακρίσεων1674, ήταν λογικό κι επόμενο να
θεσπίσει ο νομοθέτης ένα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, αξιολογώντας
έτσι την ιδιαίτερη επικινδυνότητα του βασικού εγκλήματος ως προς την πρόκληση των
συγκεκριμένων κατηγοριών αποτελεσμάτων1675.
Το παραπέρα αυτό αποτέλεσμα-έγκλημα, όπως σημειώθηκε και προηγουμένως, δεν
αρκεί να συνδέεται αιτιωδώς με το βασικό έγκλημα. Τούτο είναι αναγκαία μεν, αλλά όχι
επαρκής προϋπόθεση για την κατάφασή του. Θα πρέπει περαιτέρω να οφείλεται και σε
υπαιτότητα του δράστη της αρχικής πράξης και συγκεκριμένα να μπορεί να αποδοθεί
τουλάχιστον σε αμέλειά του (άρ. 29 ΠΚ), καλύπτοντας έτσι και τις περιπτώσεις που το
αποτέλεσμα καλύπτεται από δόλο, εφόσον βέβαια η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα κατ’ άλλη
διάταξη. Επίσης, κατόπιν ρητής νομοθετικής πρόβλεψης, πλέον το αποτέλεσμα που
προκαλείται από την πράξη θα πρέπει να είναι αυτοτελώς τυποποιημένο στο νόμο ως έγκλημα
αμέλειας1676. Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι μόνο όταν το βαρύτερο αποτέλεσμα είναι θάνατος
ανθρώπου ή σωματική βλάβη κ.λπ. υπάρχει ευθύνη από το αποτέλεσμα, γιατί μόνο αυτά τα
αποτελέσματα είναι τυποποιημένα σε αυτοτελή εγκλήματα εξ αμελείας (άρ. 302 και 314 ΠΚ)
1677. Ώστε, αν το έγκλημα που τελείται συνεπεία της δημόσιας υποκίνησης διακρίσεων, βίας ή

μίσους κατά προσώπων ή πραγμάτων δεν τυποποιείται σε αυτοτελές έγκλημα εξ αμελείας,


όπως για παράδειγμα στην περίπτωση ενός βιασμού ή στην περίπτωση μιας αθέμιτης
διάκρισης κατά τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό, κατ’ άρθο 11
του Ν. 4443/2016, δε θεμελιώνεται εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, αλλά μια
επιβαρυντική περίσταση των παρ. 1 και 2 του άρ. 1 Ν. 927/1979, που θα πρέπει να καλύπτεται
από τον ενδεχόμενο έστω δόλο του δράστη, κατ’ άρθρο 30 παρ. 2 ΠΚ.

1674 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 105, με βάση τη συστηματική ερμηνεία του
νόμου.
1675 Βλ. όμως Θ. Πανταζή, Η «ελευθερία» του δημόσιου ρατσιστικού λόγου, ΠοινΔικ 2018, σ. 836 επ.,

η οποία τάσσεται υπέρ της άποψης ότι τυποποιείται μία επιβαρυντική περίσταση που θα πρέπει
υποκειμενικά να καλύπτεται από το δόλο του δράστη. Πρβλ. εδώ την άποψη που υποστηρίζεται στην
ατιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα» για την αντίστοιχη διάταξη του
άρ. 184 παρ. 3 ΠΚ, όπου τιμωρείται «με φυλάκιση η πράξη των προηγούμενων παραγράφων αν είχε ως
άμεσο επακόλουθο την τέλεση εγκλημάτων», σύμφωνα με την οποία πρόκειται για «ιδιαίτερα
διακεκριμένη μορφή διέγερσης η περίπτωση που η πράξη είχε ως άμεσο επακόλουθο την τέλεση
εγκλημάτων, τα οποία βεβαίως πρέπει να καλύπτονται από το δόλο του δράστη».
1676 Στην αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», αναφορικά με τη

συγκεκριμένη αλλαγή που επήλθε στο άρθρο 29, επισημαίνεται ότι «η οριοθέτηση στηρίχθηκε στη
σκέψη ότι μια πράξη – όπως εν προκειμένω η φθορά ξένης ιδιοκτησίας – η οποία δεν θεωρείται ότι
δικαιολογεί την επιβολή ποινής όταν οφείλεται σε αμέλεια, δε δικαιολογεί ούτε την επαύξηση της
ποινής στις περιπτώσεις που αποτελεί συνέπεια μιας ορισμένης μυϊκής ενέργειας». Βλ. όμως εδώ και Χ.
Μυλωνόπουλο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 346, με επιχειρήματα από το άρ. 30 παρ. 2 ΠΚ.
1677 Έτσι και υπό το προηγούμενο καθεστώς ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 338.

[416]
Τέλος, η έννοια του εγκλήματος ορίζεται σαφώς στον Ποινικό Κώδικα και
συγκεκριμένα στο άρ. 14 αυτού, όπου προϋποθέτει πράξη άδικη και καταλογιστή σε εκείνον
που την τέλεσε και η οποία θα πρέπει να τιμωρείται από το νόμο. Και όταν ο νόμος κάνει
αναφορά σε πράξη άδικη και καταλογιστή, εννοεί πράξη τελικά άδικη και τελικά καταλογιστή
σε ενοχή του δράστη, υπό την έννοια ότι δε θα πρέπει να συντρέχει κάποιος λόγος άρσης του
αδίκου ή του καταλογισμού αντίστοιχα1678. Η συνδρομή λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου για το
έγκλημα-αποτέλεσμα συνεπάγεται τη μη εφαρμογή της υπό εξέταση διάταξης. Η χρήση του
ενικού αριθμού πάντως υποδηλώνει σαφώς ότι αρκεί να τελέστηκε και μόνο ένα έγκλημα από
κάποιον άλλο δράστη, για το οποίο θα έχει αυτοτελή ποινική ευθύνη το άτομο που το τέλεσε.
Καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο (άρθρο 112 παρ. 1
ΚΠΔ) .
1679

6. Η συγκρότηση ή συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση ή ένωση προσώπων (άρ. 1


παρ. 4 του Ν. 927/1979)

6.1. Η αντικειμενική υπόσταση

α. Υποκείμενο - δράστης: Δράστης του υπό εξέταση εγκλήματος μπορεί να είναι ο


οποιοσδήποτε1680, δίχως δηλαδή να χρειάζεται να συντρέχει στο πρόσωπό του κάποια
συγκεκριμένη ιδιότητα. Είναι γι’ αυτό το λόγο έγκλημα κοινό και όχι ιδιαίτερο.
β. Εγκληματική συμπεριφορά: Η τυποποιούμενη εν προκειμένω εγκληματική
συμπεριφορά συνίσταται στη συγκρότηση ή συμμετοχή σε οργάνωση ή ένωση προσώπων
οποιασδήποτε μορφής που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των παραγράφων
1 και 2 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 και συγκεκριμένα, τη δημόσια υποκίνηση, πρόκληση,
διέγερση ή προτροπή είτε σε πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν ή συνιστούν οι ίδιες
διακρίσεις, μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται βάσει των
στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών, είτε σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων
που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα. Αναλυτικότερα:
β.i. Συγκρότηση ή συμμετοχή: Από την παραπάνω διατύπωση συνάγεται ότι για τη
στοιχειοθέτηση του εδώ εξεταζόμενου εγκλήματος, που είναι γνήσιο πολύτροπο ή αλλιώς
διαζευκτικά ή υπαλλακτικά μικτό1681, απαιτούνται: α) Η εξαρχής δημιουργία (για την

1678 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, 2016, σ. 106, με την προσθήκη ότι ο όρος εγκλήματα
αναφέρεται στα εγκλήματα βίας, μίσους και διακρίσεων, όπως αυτό προκύπτει από τη συστηματική
ερμηνεία του νόμου, «αφού οι πράξεις αυτές αποτελούν το αντικείμενο αναφοράς της επικινδυνότητας
που προβλέπει το βασικό έγκλημα».
1679 Το ίδιο ισχύει και για τα αδικήματα της παρ. 5, περ. β’ του άρθρου 1 ν. 927/1979.

1680 «Όποιος».

1681 Αφού οι περισσότεροι τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης μπορούν να εναλλαχθούν ή να σωρευτούν

πάνω στην ίδια μονάδα έννομου αγαθού. Έτσι και οι Ι. Μοροζίνης, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, όπ.π., 2016, σ.

[417]
εγκληματική μορφή της "συγκρότησης") ή η προηγουμένη ύπαρξη (για την εγκληματική
μορφή της "συμμετοχής") οργάνωσης ή ένωσης και η μεταγενέστερη προσχώρηση1682 σε
κάποια από αυτές ενός προσώπου. Απαιτείται, δηλαδή, η αυτουργική δράση ενός προσώπου
που είτε συμβάλλει καθοδηγητικά και με κατευθυντήριο τρόπο στη δημιουργία μιας
οργάνωσης1683 ή ένωσης (οπότε θα πρόκειται για συγκρότηση), είτε θα εντάσσεται στους
κόλπους αυτής και θα παραμένει ενεργό μέλος, που στηρίζει τις όποιες δράσεις, με ταυτόχρονη
αποδοχή των σκοπών της εκάστοτε συσσωμάτωσης1684 (οπότε θα πρόκειται για συμμετοχή).
Εδώ, όμως, χρειάζεται προσοχή. Ο όρος «συμμετοχή» δεν εκλαμβάνεται εν προκειμένω με την
τεχνική έννοια των άρ. 45 - 47 ΠΚ, αλλά πρέπει να νοηθεί περισσότερο ως μια μορφή
σωματικής ή διανοητικής υποστήριξης των δράσεων της οργάνωσης ή της ένωσης. Δεν αρκεί η
από περιέργεια διερεύνηση των σκοπών ή η διαπραγμάτευση με σκοπό την είσοδο, ούτε η
απλή παρατήρηση των δράσεων της ομάδας1685. Δεν αρκεί επίσης και η επίδειξη «κοινωνικών
συμπεριφορών αξιολογικά ουδέτερων»1686, όπως είναι για παράδειγμα η δουλειά μιας
καθαρίστριας που εργάζεται στις εγκαταστάσεις της οργάνωσης, του μάγειρα που
προετοιμάζει τα γεύματα των μελών, του φύλακα ή του θυρωρού, ακόμα κι αν όλα τα
παραπάνω πρόσωπα γνωρίζουν για τις δράσεις της οργάνωσης ή της ένωσης, διότι οι ως άνω
συμπεριφορές δεν κατατείνουν άμεσα και αντικειμενικά στην πραγμάτωση των σκοπών

109 και Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735. Μπορεί κάποιος και να έχει
συγκροτήσει την οργάνωση και παράλληλα να συμμετέχει-παραμένει σε αυτήν, εφόσον δεν αποχώρησε
μετά τη συγκρότηση. Έτσι τελεί το έγκλημα και με τους δύο τρόπους, αλλά θα τιμωρηθεί μόνο μια
φορά, διότι ουσιαστικά τελεί ένα μόνο έγκλημα, εκτός και αν μεσολαβήσει ειρήνευση του εννόμου
αγαθού της δημόσιας τάξης. Έτσι για το αδίκημα του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ ΣυμβΕφΘεσ 592/2010,
ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΕφΘεσ 28/2010, ΠοινΔικ 2011, σ. 155, Χ. Σατλάνης – Λ. Μαργαρίτης, Είναι δυνατή η
θεώρηση ενός πολιτικού κόμματος ή μιας πολιτικής οργάνωσης ως εγκληματικής οργάνωσης; ΠοινΔικ
2013, σ. 763.
1682 Μπορεί, βέβαια, το ιδρυτικό μέλος που συγκροτεί την οργάνωση ή την ένωση, την ίδια στιγμή,

εφόσον δεν αποχωρεί, να συμμετέχει σε αυτήν.


1683 Βλ. συναφώς Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 109, όπου αναφέρεται ότι: «(εν. η

συγκρότηση) δεν εξαντλείται στην απλή σύμπτωση βουλήσεων για τη δημιουργία οργάνωσης ή ένωσης,
αλλά πρέπει να περιλαμβάνει, ιδίως επί οργάνωσης, και κάποια συμβολή στη δημιουργία της
οργανωτικής δομής και υποδομής που την εξυψώνει από προσωπική σχέση των ιδρυτών σε
πραγματοπαγή κοινωνική οντότητα». Παρόμοια και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον
2015, σ. 735.
1684 ΣυμβΕφΑθ 215/2015, ΠοινΔικ 2015, σ. 483.

1685 Βλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 109, όπου αναφέρει ως παραδείγματα που δεν

μπορούν να υπαχθούν στην έννοια της συμμετοχής η παρουσία κάποιου σε ομιλίες ή εορταστικές
εκδηλώσεις ως απλού ακροατή ή θεατή. Πρβλ. Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ.
735, σύμφωνα με την οποία η ενεργητική παρουσία σε εκδηλώσεις της οργάνωσης δύναται να υπαχθεί
στην έννοια της «συμμετοχής».
1686 Για τη χρήση του όρου βλ. Ν. Λίβο, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 313.

[418]
τους1687. Εκτός αντικειμενικής υπόστασης θα πρέπει να θεωρηθούν και συμπεριφορές όπως η
ευκαιριακή συμμετοχή σε εορταστικές και άλλες εκδηλώσεις της οργάνωσης ή της ένωσης 1688,
η μη αποκήρυξη των σκοπών της και η εντεύθεν μη αποχώρηση από την οργάνωση 1689, 1690.
Στον αντίποδα, βέβαια, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είναι απαραίτητη η συμμετοχή κάποιου
σε όλες ανεξαιρέτως τις ενέργειες και τις δράσεις της οργάνωσης ή της ένωσης 1691. Εξάλλου,
όπως τονίστηκε και προηγουμένως, το κάθε μέλος αναλαμβάνει το ρόλο του, ο οποίος μπορεί
να είναι είτε διακριτός και αυτοτελώς ιδωμένος είτε αλληλένδετος με άλλους ρόλους, σε
συνδυασμό με τους οποίους οδεύει προς την πραγμάτωση των στόχων της ομάδας ως
ολότητας. Κρίσιμο λοιπόν κριτήριο για τη διάκριση ενός ενεργού μέλους της οργάνωσης από
έναν απλό υποστηρικτή αυτής και άρα μη αξιόποινο για το αδίκημα της παρ. 4 φαίνεται να
είναι το γεγονός ότι αναλαμβάνει καίρια καθήκοντα στην οργάνωση ή την ένωση, υπό την
έννοια ότι τα καθήκοντα αυτά κατατείνουν ευθέως και με αντικειμενικά πρόσφορο τρόπο στην
πραγμάτωση των πράξεων των παρ. 1 και 21692, έχουν διάρκεια, απλώνονται δηλαδή σε βάθος
χρόνου και δεν είναι ευκαιριακά, το δε πρόσωπο ενεργεί γνωρίζοντας (ή τουλάχιστον
αναγνωρίζοντας ως ενδεχόμενο) ότι συμβάλλει με την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτό
καθηκόντων στην εκπλήρωση του σκοπού της οργάνωσης ή της ένωσης και με τη βούληση να
συνδράμει σε αυτόν το σκοπό1693.
Απαιτείται ενεργητική συμπεριφορά του δράστη και ως εκ τούτου είναι έγκλημα
ενέργειας. Απαιτείται για την ακρίβεια συμπεριφορά που καταδεικνύει συνεισφορά στην
πραγμάτωση των σκοπών και της λειτουργίας της οργάνωσης ή της ένωσης 1694. Πάντως δεν
είναι απαραίτητη η τέλεση των πράξεων που περιγράφονται στις παρ. 1 και 2 του άρ. 1 του Ν.

1687 Βλ. χαρακτηριστικά Ν. Λίβο, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 313-314.


1688 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 110. Αντίθετη η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735.
1689 Πρβλ. εδώ Λ. Κοτσαλή, Περί της ποινικής ευθύνης αρχηγού πολιτικού κόμματος και βουλευτή για

το αδίκημα της συγκρότησης, διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (ΙδιωτΓνωμ),


ΠοινΧρον 2015, σ. 555, ο οποίος φαίνεται να αποδέχετει ότι η ένταξη μέλους σε εγκληματική οργάνωση
εκδηλώνεται με την ενεργητική συμμετοχή του στις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητες της οργάνωσης,
με την αποδοχή των σκοπών της, με τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων, με την προπαγάνδα υπέρ της
οργάνωσης, με τη χρηματοδότηση, την προσέλκυση νέων μελών κ.ά. Σύμφωνοι με τα παραπάνω και οι
Χ. Σατλάνης – Λ. Μαργαρίτης, όπ.π., ΠοινΔικ 2013, σ. 763.
1690 Για το ότι η μη συμμετοχή ενός προσώπου στις δράσεις της οργάνωσης από ένα χρονικό σημείο

και μετά δε σημαίνει άνευ ετέρου και αποχώρηση από την ομάδα, η οποία αποχώρηση προϋποθέτει
εξωτερίκευση βούλησης αντίθετης από εκείνη που είχε εκδηλωθεί κατά την προσχώρηση, βλ.
ενδεικτικά ΑΠ 406/2012, ΝοΒ 2012, σ. 2425, ΑΠ 1413/2010, ΠοινΧρον 2010, σ. 643, ΑΠ 71/2015,
ΠοινΧρον 2015, σ. 1102, ΑΠ 473/2011, ΠοινΔικ 2012, σ. 179.
1691 ΑΠ 126/2016, Α’ δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 973/2015 Α’ δημοσ. ΝΟΜΟΣ.

1692 Δηλαδή στη δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων.

1693 Βλ. σχετικά ΣυμβΕφΑθ 969/2007, ΠοινΔικ 2007, σ. 1381 επ.

1694 Βλ. σχετικά Ι. Μανωλεδάκη, Ασφάλεια και ελευθερία, 2002, σ. 104 επ.

[419]
927/1979, από τη στιγμή που κάτι τέτοιο δεν απαιτείται ούτε για την ίδια την οργάνωση ή την
ένωση. Λόγω του ότι δεν τυποποιείται στην αντικειμενική υπόσταση κάποιο αποτέλεσμα με
την τεχνική του όρου έννοια, είναι έγκλημα τυπικό και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τελεστεί με
μη γνήσια παράλειψη (15 ΠΚ). Τέλος, η μεν συγκρότηση είναι έγκλημα στιγμιαίο, η δε
συμμετοχή διαρκές1695. Συνεπώς, η παραγραφή για τον κάθε δράστη (είτε αυτός είναι ο
συγκροτήσας την οργάνωση είτε είναι κάποιος που συμμετέχει ως απλό μέλος στην ομάδα)
είναι ξεχωριστή, αφού η έναρξή της τοποθετείται σε διαφορετικό χρονικό σημείο· για τον μεν
πρώτο η παραγραφή αρχίζει από το χρονικό σημείο τέλεσης της πράξης, δηλαδή από το χρόνο
συγκρότησης της ομάδας, για τον δε δεύτερο από την ημέρα που έληξε η προσβλητική για το
έννομο αγαθό κατάσταση, ουσιαστικά δηλαδή από τότε που διαλύεται η ομάδα1696.
β. ii. Ρατσιστική οργάνωση ή ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής: Η χρήση των
συγκεκριμένων όρων από τον ιστορικό νομοθέτη, εκ των οποίων ειρήσθω εν παρόδω μόνο ο
πρώτος αποτελούσε όρο της αντικειμενικής υπόστασης της προγενέστερης διάταξης1697,
παραπέμπει στη διάκριση στην οποία προβαίνει ο ποινικός κώδικας στο άρθρο 187, μεταξύ
των παρ. 1 και 3 αυτού, περί εγκληματικής οργάνωσης. Η διάρθρωση και λεκτική αποτύπωση
των τυποποιούμενων στο άρ. 1 παρ. 4 του Ν. 927/1979 συμπεριφορών, μολονότι όχι απόλυτα
ταυτόσημη με εκείνη του άρ. 187 ΠΚ, αλλά σε σημαντικό βαθμό ομοειδής, φέρνει συνειρμικά
στο νου την κατηγοριοποίηση των εγκληματικών οργανώσεων σε αυτές που έχουν
πραγματοπαγή δομή και σε εκείνες που χαρακτηρίζονται περισσότερο από την προσωποπαγή
δομή τους1698. Μένει λοιπόν στο σημείο αυτό να εξεταστεί κατά πόσο δύναται να μεταφερθεί
και στο πλαίσιο του συγκεκριμένου νομοθετήματος η ερμηνεία των αντίστοιχων όρων του άρ.
187 ΠΚ.
Όσον αφορά στον όρο «οργάνωση» παρατηρεί κανείς ότι στο άρ. 1 παρ. 4 του Ν.
927/1979 δεν υφίσταται κάποιος επιθετικός προσδιορισμός που να συνοδεύει τον υπό κρίση
όρο, σε αντίθεση με το άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ, όπου, με τις νομοθετικές αλλαγές που επήλθαν με το
Ν. 4619/2019, απαιτείται η ύπαρξη μιας «επιχειρησιακά δομημένης» και με «διαρκή

1695 «Και διαρκεί όσο διαρκεί η ιδιότητα του μέλους και η ύπαρξη της ομάδας ως εγκληματικής
οργάνωσης», έτσι για το συναφές έγκλημα του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ οι Λ. Μαργαρίτης, Εγκληματική
Οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ), ΠοινΔικ 2005, σ. 1429 επ. καθώς και Χ. Σατλάνης – Λ. Μαργαρίτης, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2013, σ. 763. Ειδικά για το εδώ εξεταζόμενο αδίκημα βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π.,
2016, σ. 109, Θ. Πανταζή, όπ.π., ΠοινΔικ 2018, σ. 836 επ. και Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2015, σ. 735.
1696 Βλ. ενδεικτικά Μ. Καϊάφα–Γκμπάντι, σε Καϊάφα–Γκμπάντι/Μπιτζιλέκη/Συμεωνίδου-
Καστανίδου, Δίκαιο των ποινικών κυρώσεων, 2016, σ. 287, Λ. Μαργαρίτη σε
Μαργαρίτη/Παρασκευόπουλου, Ποινολογία, 2005, σ. 209.
1697 «Διά των εν παρ. 1 ποινών τιμωρείται και όστις συνιστά ή συμμετέχει εις οργανώσεις, αι οποίαι

επιδιώκουν ωργανωμένην προπαγάνδαν ή δραστηριότητας πάσης μορφής τείνουσας εις φυλετικάς


διακρίσεις».
1698 Στην ίδια συσχέτιση προβαίνουν και οι Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ.

734, Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, 2016, όπ.π., σ. 106, εν μέρει και η Θ. Πανταζή, όπ.π., 2018, σ. 836 επ.

[420]
εγκληματική»1699 δράση οργάνωσης. Καταρχάς, η διαζευκτική στο άρ. 1 παρ. 4 διατύπωση των
όρων «οργάνωση» και «ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής» δεν μπορεί παρά να
αποτυπώνει μια διαφοροποιημένη σύλληψη από πλευράς του νομοθέτη αναφορικά με το είδος
των τυποποιούμενων συσσωματώσεων. Σε αντίθετη περίπτωση θα επρόκειτο για περιττή
ταυτολογία. Δεδομένης, μάλιστα, και της επιδίωξης συστηματικής τέλεσης των πράξεων των
παρ. 1 και 2 του άρ. 1, ως κοινού στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω
εγκλήματος για αμφότερες τις συμπεριφορές, θα πρέπει να υπάρχει μια διαφοροποιητική
βάση ανάμεσα στην οργάνωση και την ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής. Ως βάση
μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί το ιδιαίτερο είδος της δομής που παρουσιάζει η κάθε μορφή
συσσωμάτωσης, η οποία πάντως δομή, έστω και στοιχειώδης, θα πρέπει να διαπιστώνεται,
καθότι δε φαίνεται να αρκεί η απλή σύμπτωση βουλήσεων για μια συστηματική επιδίωξη
τέλεσης των αδικημάτων που περιγράφονται στις παρ. 1 και 2 του άρ. 1. Αν όντως ίσχυε το
τελευταίο, το πιο πιθανό είναι ότι θα μιλούσαμε για μια περίπτωση απαγορευμένης
ποινικοποίησης του φρονήματος, αφού αυτό που θα τιμωρούταν θα ήταν απλώς η πρόθεση του
δράστη να τελέσει από κοινού με άλλους ανθρώπους - ομοϊδεάτες τα περιγραφόμενα στις παρ.
1 και 2 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 αδικήματα. Κάτι τέτοιο σαφώς και δεν μπορεί να ισχύει.
Αντιθέτως, θα πρέπει να εντοπιστεί το ειδοποιό εκείνο στοιχείο που προσδίδει στην
τυποποιούμενη συμπεριφορά ουσιαστική απαξία. Κι αυτό δεν είναι άλλο από την ύπαρξη μιας
στοιχειώδους έστω δομής και οργάνωσης μεταξύ των μελών της ομάδας ή της ένωσης, ώστε να
δημιουργείται μια λειτουργική πηγή κινδύνου για τα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα
αγαθά της δημόσιας τάξης καθώς και αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών (ζωή –
υγεία/σωματική ακεραιότητα – προσωπική ελευθερία – ιδιοκτησία – ανθρώπινη
αξιοπρέπεια). Η προαναφερθείσα «λειτουργική πηγή κινδύνου» και η εντεύθεν «ενεργητική
δυνατότητα βλάβης»1700, έστω και αφηρημένη, δημιουργείται με την ένωση τουλάχιστον δύο
ανθρώπων, οι οποίοι αναλαμβάνουν ρόλους, ώστε να αυξήσουν και να ενισχύσουν την
αποδοτικότητα της ομάδας τους προς την επιθυμητή κατεύθυνση, η οποία δεν είναι άλλη από
την τέλεση πράξεων δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων1701.
Έτσι λοιπόν ως «οργάνωση» θεωρείται η ομάδα εκείνη ανθρώπων που εμφανίζει
ορισμένα ποιοτικά και διακριτά σε σχέση με την απλή ένωση χαρακτηριστικά, όπως αυτά
απαντώνται στην παρόμοιας σύλληψης διάταξη του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ. Ειδικότερα, οργάνωση
θα μπορεί να διαπιστώνεται ότι υπάρχει, όταν ενώνονται τρία ή περισσότερα πρόσωπα τα
οποία σχηματίζουν μια ομάδα με εσωτερική διάρθρωση1702 και ιεραρχική δομή1703, η οποία δε

1699 Οι όροι που τίθενται εντός εισαγωγικών είναι αυτοί που προστέθηκαν στο άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ με το
Ν. 4619/2019.
1700 Για την έννοια και τη σύλληψη των όρων εντός των εισαγωγικών βλ. Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια

και προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 130 επ. και κυρίως 132.
1701 Αναλυτικότερα για τα προστατευόμενα έννομα αγαθά και τον τυποποιούμενο βαθμό προσβολής

βλ. παραπάνω Μέρος Γ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.3.


1702 Διοίκηση και συντονισμό των ενεργειών.

[421]
σχηματίζεται περιστασιακά για την άμεση διάπραξη ενός από τα αδικήματα των παρ. 1 και 2
του άρ. 11704. Η ομάδα αυτή δε χρειάζεται να έχει κάποια συγκεκριμένη νομική μορφή (π.χ.
σωματείο, σύλλογος, εταιρεία, κόμμα1705 κ.ά.), ούτε να πληροί κάποιες τυπικές προϋποθέσεις
για τη συγκρότησή της (π.χ. καταστατικό)1706. Τα μέλη αυτής περαιτέρω θα πρέπει να
αναλαμβάνουν διάφορους επιχειρησιακούς ρόλους, είτε διακριτούς και αυτοτελείς είτε
αλληλοσυνδεόμενους, με απώτερο στόχο πάντα την προώθηση και επίτευξη ενός κοινού
σκοπού, που δεν είναι άλλος από την τέλεση περισσότερων πράξεων δημόσιας υποκίνησης
βίας, μίσους ή διακρίσεων. Βέβαια, αυτός ο σκοπός δεν είναι απαραίτητο να είναι και ο
μοναδικός ή ο κύριος σκοπός της οργάνωσης. Μπορεί να υφίσταται παράλληλα και με άλλες
επιδιώξεις της οργάνωσης, όπως για παράδειγμα οικονομικές ή πολιτικές. Κατ’ αυτόν τον
τρόπο αποδεικνύεται ο πραγματοπαγής χαρακτήρας της οργάνωσης, ο οποίος από άποψη
επικινδυνότητας είναι διακριτός1707 σε σχέση με τον προσωποπαγή χαρακτήρα μιας
οποιασδήποτε άλλης μορφής ένωσης προσώπων.

1703 Έτσι και υπό το παλιότερο καθεστώς ο Γ. Αποστολάκης, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1186. Παρόμοια
και η Ε. Καμπέρου – Ντάλτα, σε Α. Χαραλαμπάκη, ΠΚ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 3η έκδοση, άρ. 187 παρ. 1
ΠΚ, σ. 1282. Ενδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη δομής μπορούν να είναι η διοίκηση της ομάδας από
συγκεκριμένα πρόσωπα και η πειθαρχία των μελών της ομάδας.
1704 Βλ. και την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», άρ. 187 ΠΚ.

Βλ. επίσης Θ. Πανταζή, όπ.π., ΠοινΔικ 2018, σ. 836 επ. Η χρονική προϋπόθεση (διάρκεια δράσης)
αντιστοιχεί εν μέρει στην απαίτηση του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ για «διαρκή εγκληματική δράση» της
οργάνωσης.
1705 Αναφορικά με το εάν δύναται ένα πολιτικό να αποτελεί συνάμα και ρατσιστική οργάνωση της

παρ. 4 του άρ. βλ. τις διακρίνουσες απόψεις των Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 107-109 και
Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735, ενώ για μια αναλυτικότερη παρουσίαση
του θέματος αναφορικά όμως με την εγκληματική οργάνωση του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ βλ. Ε. Καμπέρου –
Ντάλτα, σε Α. Χαραλαμπάκη, ΠΚ, 3η έκδοση, άρθρο 187, σ. 1283, Λ. Κοτσαλή, Περί της ποινικής
ευθύνης αρχηγού πολιτικού κόμματος και βουλευτή για το αδίκημα της συγκρότησης, διεύθυνσης και
ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, ΠοινΧρον 2015, σ. 554 επ., Λ. Μαργαρίτη – Κ. Χατζηιωάννου,
Εγκληματικές οργανώσεις και πολιτικά κόμματα, ΠοινΔικ 2014, σ. 169 επ., Χ. Σατλάνη – Λ.
Μαργαρίτη, όπ.π., ΠοινΔικ 2013, σ. 764-765.
1706 Βλ. εδώ Γ. Αποστολάκη, όπ.π., ΠοινΔικ 2002, σ. 1186, που επισημαίνει ότι «είναι αδιάφορο αν η

«οργάνωση», αποκρύπτοντας από τα αρμόδια δικαστικά ή διοικητικά όργανα τους παράνομους


σκοπούς της και προβάλλοντας άλλους φαινομενικά νόμιμους, κατάφερε να εξασφαλίσει την κατά
περίπτωση αναγκαία δικαστική ή διοικητική έγκριση».
1707 Η οποία διαφορά πάντως δεν αποτυπώνεται στη διάταξη, μιας και απειλούνται με το ίδιο πλαίσιο

ποινής. Ο αυξημένος βαθμός επικινδυνότητας μιας με πραγματοπαγή χαρακτήρα οργάνωσης και


εντεύθεν το αυξημένο άδικο της συγκρότησης ή συμμετοχής σε μια τέτοια οργάνωση σε σχέση με μια
ένωση προσώπων μειωμένης εγκληματικής εμβέλειας θα πρέπει να αποτυπωθεί στο νόμο μέσω μιας
διαφοροποίησης στην απειλούμενη ποινή, έτσι ώστε να γίνεται σεβαστή η αρχή της αναλογικότητας.

[422]
Όσον αφορά τον υπαλλακτικά διατυπωμένο όρο της «ένωσης προσώπων
οποιασδήποτε μορφής» θα πρέπει να επισημανθούν τα ακόλουθα: η συναφής1708 διάταξη
του άρ. 187 παρ. 3 ΠΚ, όπου και τυποποιείται το έγκλημα της συμμορίας, τροποποιήθηκε με το
Ν. 4619/2019 κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αρθούν οι όποιες ερμηνευτικές αμφιβολίες περί του
ότι χρειάζεται πράγματι τα άτομα που ενώνουν τις δυνάμεις τους να οργανώνονται μεταξύ
τους, έστω και σε μικρό βαθμό, αλλά πάντως όχι της έντασης και του είδους της παρ. 1 του άρ.
187 ΠΚ, δίχως να αρκεί μια «απλή σύμπτωση βουλήσεων»1709. Όπως αναφέρθηκε και
παραπάνω, ανάμεσα στην οργάνωση και την ένωση οποιασδήποτε μορφής θα πρέπει να
υφίσταται μια διαφοροποίηση. Η διαφοροποίηση αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί να συνίσταται στη
μη απαίτηση για ύπαρξη κάποιας, στοιχειώδους έστω, μορφής δομής και στην ένωση. Διότι
τότε θα βρισκόμασταν ενώπιον μιας ανομιμοποίητης και υπερβολικής διεύρυνσης του
αξιοποίνου. Δεν είναι όλες οι συσσωματώσεις επικίνδυνες για τα προστατευόμενα με τη
διάταξη έννομα αγαθά, παρά μόνο εκείνες που, λόγω της δομής τους, είναι αντικειμενικά
πρόσφορες και έχουν την ενεργητική δυνατότητα να τελούν με μια συστηματικότητα πράξεις
δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων1710. Τέτοιες μπορεί να είναι για παράδειγμα
ενώσεις φίλων, γνωστών, συγγενών, ομοϊδεατών κ.ά., τουλάχιστον δύο στον αριθμό (δηλαδή
πρέπει να υπάρχει συμφωνία τουλάχιστον δύο προσώπων), με κοινό σκοπό τη διάπραξη
ακαθόριστης μεν, μίας τουλάχιστον στον αριθμό δε από τις πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρ. 1
του Ν. 927/19791711. Διακρίνονται δε από την οργανωμένη ένωση της ίδιας παραγράφου κατά
το ότι δε χρειάζεται να εμφανίζουν τα ειδοποιά στοιχεία αυτής, δηλαδή τη στοχευμένη από
κοινού μεγάλη διάρκεια δράσης, την πραγματοπαγή δομή που εξασφαλίζει συνέχεια στην
οργάνωση ακόμα κι αν μέλος αυτής αποχωρήσει (αφού θα αντικατασταθεί από άλλο) και τέλος
την υποταγή της βούλησης του κάθε μέλους στη βούληση της οργάνωσης1712. Στην εδώ
εξεταζόμενη περίπτωση είναι ορθότερο να υπάγονται ενώσεις προσώπων που σχετίζονται
μεταξύ τους με διαπροσωπικές σχέσεις, όχι απαραίτητα φιλικές (εξού και ο προσωπαγής
χαρακτήρας της δομής). Εξάλλου, αν συγκριθεί με την προγενέστερη διατύπωση της σχετικής
διάταξης, με την οποία ποινικοποιούταν η συγκρότηση ή η συμμετοχή σε οργανώσεις οι οποίες

1708 Για το σύστοιχο της εδώ εξεταζόμενης περίπτωσης με τη συμμορία του άρ. 187 παρ. 3 (πρώην παρ.
5) και την εν γένει προσπάθεια προσανατολισμού της πρώτης στην τελευταία βλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν.
927/1979, όπ.π., 2016, σ. 110.
1709 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση (άρ. 187 ΠΚ) στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».

1710 Βλ. σχετικά Ε. Συμεωνδίου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735, η οποία βέβαια αναφέρεται

στην επικινδυνότητα της συμπεριφοράς με αποκλειστικό σημείο αναφοράς τη δημόσια τάξη.


1711 ΑΠ 405/2018, Α’ δημοσ. ΝΟΜΟΣ.

1712 Κατ’ αντιστοιχία με το άρ. 187 παρ. 3 ΠΚ. Για σχετική με το άρθρο αυτό νομολογία και την

υποστήριξη της στο κυρίως κείμενο ερμηνείας του συναφούς όρου «ένωση προσώπων οποιασδήποτε
μορφής» βλ. ενδεικτικά ΑΠ 176/2017, Α’ δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 814/2015, Α’ δημοσ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ
1040/2011, ΠοινΧρον 2012, σ. 420, ΣυμβΕφΑθ 969/2007, ΠοινΔικ 2007, σ. 1381, ΣυμβΕφΘεσ
93/2006, ΠοινΔικ 2006, σ. 412 με παρατηρήσεις Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου.

[423]
επιδιώκουν οργανωμένη προπαγάνδα ή δραστηριότητες κάθε μορφής τείνουσας σε φυλετικές
διακρίσεις, θα γίνει άμεσα αντιληπτό ότι ο νομοθέτης προσπάθησε να περιορίσει το εύρος του
αξιοποίνου σε επίπεδα ανεκτά1713.
β. iii. Η συστηματική επιδίωξη τέλεσης των πράξεων των παρ. 1 και 2: Η συγκεκριμένη
απαίτηση αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής και όχι της υποκειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος και συμπροσδιορίζει το ποιοτικά διαβαθμισμένο άδικο μιας τέτοιας
συσσωμάτωσης1714. Πιο συγκεκριμένα, υπό την ισχύουσα διατύπωση του άρθρου απαιτείται η
ίδια η οργάνωση ή η ένωση να επιδιώκει την τέλεση των πράξεων που τυποποιούνται ως
αδικήματα στις παρ. 1 και 2 και όχι το κάθε μέλος αυτής ξεχωριστά. Από τη στιγμή που
απαγκιστρώνεται η εν λόγω επιδίωξη από το κάθε μέλος ατομικά συνάγεται ότι δεν
τυποποιείται ένα έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης1715. Η «επιδίωξη» στην
οποία γίνεται αναφορά δεν τίθεται εν προκειμένω με την έννοια που χρησιμοποιείται στο
άρθρο 27 ΠΚ (στο λεγόμενο, δηλαδή, δόλο σκοπού), αφού δεν απαιτείται να συντρέχει στο
πρόσωπο του κάθε δράστη που τελεί το έγκλημα του άρ. 1 παρ. 4 του Ν. 927/1979 και κατά το
χρόνο τέλεσης αυτού. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η οργάνωση ή η ένωση πρέπει αφηρημένα
να επιδιώκει την τέλεση των αναφερόμενων στη διάταξη εγκλημάτων, χωρίς να απαιτείται να
είναι προκαθορισμένα ως προς το είδος και τις λεπτομέρειές τους1716. Επειδή, όμως, όπως πολύ
σωστά υποστηρίζεται1717, η εκάστοτε οργάνωση ή ένωση δεν έχει δική της αυτόνομη βούληση,
αλλά αυτή σχηματίζεται από τη βούληση των μερών-φυσικών προσώπων που την απαρτίζουν,
κρίνεται ορθότερο να λεχθεί, και σε σύμπνοια με τα ανωτέρω, ότι η βούληση (με το ειδικότερο
περιεχόμενο της επιδίωξης) για τέλεση των εγκλημάτων των παρ. 1 και 2 θα πρέπει να έχει
διαμορφωθεί και να ισχύει ατομικά σίγουρα για τα τουλάχιστον δύο ή περισσότερα μέλη που
συγκρότησαν την οργάνωση ή την ένωση1718. Αντιθέτως, δεν είναι αναγκαίο και κάθε μέλος

1713 Πρβλ. και την άποψη του Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 215, ο οποίος υποστηρίζει ότι
η διάταξη είναι «υπερβολικά στενή» σε σχέση με την προγενέστερη. Στενότερη τη χαρακτηρίζει και η
Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735, για το λόγο ότι δεν υπάγεται εν προκειμένω
η ένωση προσώπων για την προώθηση ιδεών αρνητισμού, για την τέλεση δηλαδή των πράξεων που
περιγράφονται στο άρθρο 2 του Ν. 927/1979.
1714 Αναλυτικά Ν. Λίβος, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 311-312 και Δ. Καραγκούνης, Η υποκειμενική

υπόσταση του εγκλήματος της παρ. 1 του άρ. 187 ΠΚ (Παρατηρήσεις με αφορμή την υπ’ αριθμ. 71/2015
ΑΠ), ΠοινΧρον 2017, σ. 636.
1715 Βλ. Ν. Λίβο, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 311, και τις εκεί επικριτικές του παρατηρήσεις σχετικά με τη

συγκεκριμένη νομοθετική κατάστρωση. Προκρίνει δε ως ορθότερη επιλογή την απαίτηση για ύπαρξη
δόλου σκοπού, αναφορικά με την τέλεση των εγκληματικών πράξεων των παρ. 1 και 2, σε κάθε μέλος
της οργάνωσης ξεχωριστά.
1716 ΑΠ 71/2015, ΠοινΔικ 2015, σ. 1102 για τον αντίστοιχο όρο στην εγκληματική οργάνωση.

1717 Συναφώς ο Α. Χριστόπουλος, Διαχρονική επισκόπηση της έννοιας και των μέτρων αντιμετώπισης

του οργανωμένου εγκλήματος, ΠοινΔικ 2014, σ. 73.


1718 Σε συνέχεια της προηγούμενης υποσημείωσης βλ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π.,

ΠοινΧρον 2015, σ. 735, η οποία επισημαίνει ότι «η τέλεση των συγκεκριμένων εγκλημάτων πρέπει να

[424]
ξεχωριστά να έχει δόλο σκοπού για την τέλεση των πράξεων των παρ. 1 και 2. Αρκεί να έχει
ενδεχόμενο δόλο ως προς αυτά, υπό την έννοια ότι θα εμπίπτει στη γνώση και στη θέληση ενός
εκάστου από τους συγκροτούντες ή τους συμμετέχοντες στην οργάνωση ή ένωση η τέλεσή
τους. Τυποποιείται δηλαδή ένα έγκλημα κανονικής υποκειμενικής υπόστασης.
Κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου η οργάνωση ή η ένωση δεν αρκεί να επιδιώκουν την
τέλεση των πράξεων των παρ. 1 και 2, θα πρέπει συνάμα η επιδίωξή τους αυτή να είναι
«συστηματική». Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι δεν είναι αρκετό η ομάδα να συγκροτήθηκε στην
αρχή για τη διάπραξη ενός μόνο αδικήματος (εκ των αναφερόμενων στις παρ. 1 και 2), αλλά θα
πρέπει να αποβλέπει σε βάθος χρόνου και στη διάπραξη περισσότερων τέτοιων αδικημάτων.
Το σύστοιχο έγκλημα του άρ. 187, έτσι όπως αυτό τροποιήθηκε με το Ν. 4619/2019, απαιτεί
για τη στοιχειοθέτησή του η οργάνωση να μην έχει οποιαδήποτε διαρκή δράση, όπως όριζε
παλιότερα ο νόµος, αλλά πρέπει να διακρίνεται για τη διαρκή «εγκληµατική» της δράση.
Μολονότι δεν υπάρχει αντίστοιχη απαίτηση στο εδώ εξεταζόμενο αδίκημα, θα μπορούσε ίσως
να αξιοποιηθεί εν μέρει η διατύπωση του άρ. 187 ΠΚ για τον εννοιολογικό προσδιορισμό της
επιδίωξης «συστηματικής» τέλεσης των πράξεων των παρ. 1 και 2 και τον εντεύθεν περιορισμό
του εύρους του αξιοποίνου. Όπως λοιπόν στην εγκληματική οργάνωση απαιτείται μία διαρκής
εγκληματική δράση αυτής έτσι και στη ρατσιστική ομάδα θα πρέπει να απαιτείται μία
διάρκεια στη δράση της, χωρίς κατ’ ανάγκη η δράση αυτή να είναι και εγκληματική.
Δεδομένου ότι δε χρειάζεται η ρατσιστική ομάδα να τελεί τις πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρ.
1, δηλαδή δε χρειάζεται να τελεί τη δημόσια υποκίνηση βίας, μίσους ή διακρίσεων1719, είναι
αρκετό τα μέλη της ομάδας να αναπτύσσουν με κοινή βούληση μία σε βάθος χρόνου και όχι
ευκαιριακή, οργανωμένη προπαγανδιστική δράση1720. Να προβαίνουν, δηλαδή, σε διαρκείς,
οργανωμένες και συντονισμένες προσπάθειες για την επίτευξη του στόχου της ομάδας, τέτοιες
όμως που να υπερβαίνουν τη συνταγματικά προστατευμένη και άρα ανεκτή ελεύθερη διάδοση
ιδεών και κοσμοθεωριών1721. Μόνο η αποτελεσματικότητα στη δράση, η διάρκεια στην ύπαρξη
και η στοιχειώδης έστω οργανωτική δομή της ομάδας δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τη
διακινδύνευση των προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων αγαθών.

αποτελεί συμφωνημένο στόχο της ίδιας της οργάνωσης, που προσδιορίζεται ασφαλώς από τη βούληση
των ατόμων τα οποία έχουν την πραγματική δυνατότητα να καθορίζουν το περιεχόμενο της συλλογικής
δράσης».
1719 Όπως αυτό προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου. Έτσι και οι Ι. Μοροζίνης, Ν.

927/1979, όπ.π., 2016, σ. 111 και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., 2013, σ. 487.


1720 Για τον ορισμό της «προπαγάνδας» βλ. υπό το παλιότερο καθεστώς Γ. Αποστολάκη, όπ.π.,

ΠοινΔικ 2002, σ. 1186. Βλ. επίσης και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 111.
1721 Πρβλ. εδώ Ι. Μοροζίνη, όπ.π., σ. 111, ο οποίος μεταφέροντας τις απόψεις που είχε διατυπώσει υπό

το προγενέστερο γενικόλογο και μη απαραίτητα ορθό καθεστώς ο Γ. Αποστολάκης, αρκείται στη


συστηματική προσπάθεια για διάδοση ιδεών, αρχών, δογμάτων κ.λπ, «η οποία μπορεί να λαμβάνει
χώρα και υπό μορφήν οποιασδήποτε «διδασκαλίας» με αντικείμενο τη μετάδοση γνώσεων,
πεποιθήσεων και κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων».

[425]
6.2. Απόπειρα – Συμμετοχή

Νοητή είναι η θεμελίωση καταρχήν αδίκου της συγκρότησης ή συμμετοχής σε


οργάνωση ή ένωση προσώπων που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των
παραγράφων 1 και 2 μέσω των ειδικών μορφών εμφάνισης του εγκλήματος, της απόπειρας και
της συμμετοχικής δράσης.

6.2.1. Απόπειρα

Μολονότι η συγκρότηση και η συμμετοχή σε οργάνωση ή ένωση προσώπων της φύσεως


της παρ. 4 έγινε δεκτό ότι αποτελούν εγκλήματα τυπικά1722, εντούτοις δε δημαίνει ότι είναι
ανεπίδεκτα απόπειρας. Απόπειρα λοιπόν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί στις περιπτώσεις
εκείνες που υπήρξε μεν μια κάποια συμφωνία μεταξύ τριών ή και περισσότερων ατόμων για
την τέλεση των πράξεων της παρ. 1 του άρ. 1 του ν. 927/1979 καθώς και για τη δομή της
σχετικής με τους παραπάνω στόχους οργάνωσης ή της ένωσης καθώς και να έχουν τελέσει
κάποιες συγκεκριμένες προπαρασκευαστικές πράξεις για την υλοποίηση των στόχων τους (π.χ.
να έγιναν κάποιες συναντήσεις, να έχουν νοικιάσει κάποιο χώρο για τη στέγαση της
οργάνωσής τους), αλλά παρ’ όλα αυτά δεν πρόλαβαν να οργανωθούν εν τέλει σε ομάδα1723.
Εξάλλου, όπως ελέχθη και παραπάνω, για τη θεμελίωση του καταρχήν αδίκου της παρ. 4 του
άρ. 1 του ν. 927/1979, δεν αρκεί μια απλή σύμπτωση βουλήσεων, αλλά απατείται τουλάχιστον
μια στοιχειώδης οργάνωση.

6.2.2. Συμμετοχή

Αφής στιγμής έγινε δεκτό ότι η συγκρότηση οργάνωσης ή ένωσης απαιτεί την ένωση
τουλάχιστον τριών ή δύο ατόμων αντίστοιχα, δηλαδή την αυτουργική δράση περισσότερων του
ενός προσώπων, η σύμπραξη των οποίων κρίνεται αναγκαία για την πλήρωση του παραπάνω
όρου της αντικειμενικής υπόστασης1724, συνάγεται ότι η ίδια η συγκρότηση συνιστά μια μορφή
αναγκαίας συναυτουργίας, συμπέρασμα που αποκλείει τη δυνατότητα της τέλεσης αυτής της
μορφής του εγκλήματατος κατά συναυτουργία, υπό την έννοια του άρ. 45 ΠΚ 1725. Η δε

1722 Βλ. παραπάνω ενότητα 1.6.1., σ. 410.


1723 Έτσι και ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 124 για το συναφές
έγκλημα του άρ. 187 ΠΚ καθώς η Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, σε Α. Χαραλαμπάκη, ΠΚ, 3η έκδοση, άρθρο
187, σ. 1293.
1724 Υπό την έννοια ότι δεν είναι δυνατή η τέλεση χωρίς την παράλληλη τέλεση του ίδιου εγκλήματος

και από άλλους φυσικούς αυτουργούς.


1725 Έτσι και ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 125. Βλ. επίσης τον ίδιο,

ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, όπου επισημαίνει ότι στα ιδιόχειρα εγκλήματα, δηλαδή σε αυτά που δεν

[426]
συμμετοχή στην οργάνωση ή ένωση είναι επίσης αυτουργικός τρόπος τέλεσης του εγκλήματος
και δε νοείται με την τεχνική έννοια των άρ. 45 επ. Επειδή ο συγκεκριμένος τρόπος τέλεσης
του εγκλήματος προϋποθέτει συμπεριφορές που κατατείνουν άμεσα και αντικειμενικά στην
πραγμάτωση των σκοπών της συσσωμάτωσης, οι οποίες, μάλιστα, δε θα είναι ευκαιριακές,
αλλά θα έχουν βάθος χρόνου, είναι εύκολη η διάκριση μεταξύ της αυτουργικής τέλεσης της εν
λόγω υπαλλαγής τελέσεως και της συμμετοχικής δράσης (συνέργειας) κατ’ άρ. 47 ΠΚ. Για
ηθική αυτουργία στο συγκεκριμένο αδίκημα μπορεί να γίνει λόγος, όταν κάποιος προκαλεί,
κατόπιν πνευματικής επικοινωνίας, σε κάποιον άλλο την απόφαση να συγκροτήσει ή να
προσχωρήσει σε ρατσιστική οργάνωση ή ένωση προσώπων και ο τελευταίος να κάνει κάτι από
αυτά.

6.3. Η υποκειμενική υπόσταση

Το εδώ εξεταζόμενο αδίκημα δεν έχει ρητή υποκειμενική υπόσταση και ως εκ τούτου θα
αναζητηθεί αυτή μέσω της διαδρομής των άρθρων 18, 26 και 27 ΠΚ. Η συγκρότηση ή η
συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση είναι πλημμέλημα, όπως αυτό προκύπτει από την
απειλούμενη ποινική κύρωση1726. Δεδομένου, όμως, ότι δεν ορίζεται ρητά κάπου στο νόμο ότι
μπορεί να τιμωρείται και όταν τελείται από αμέλεια, για την πλήρωση της υποκειμενικής
υπόστασης απαιτείται οπωσδήποτε δόλος1727. Αφής στιγμής έγινε δεκτό στην προηγούμενη
ενότητα ότι το άρ. 1 παρ. 4 του Ν. 927/1979 είναι έγκλημα κανονικής υποκειμενικής
υπόστασης, αφού η «επιδίωξη» αναφέρεται στην ομάδα συνολικά και όχι στο κάθε μέλος
αυτής ατομικά1728, είναι δε στοιχείο που συμπροσδιορίζει το άδικο της συμπεριφοράς,
συνάγεται ότι αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος για όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης
του εγκλήματος, μεταξύ αυτών και για την «επιδίωξη» εκ μέρους της οργάνωσης ή της ένωσης
μιας οργανωμένης λεκτικής προπαγάνδας1729. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει ο δράστης του υπό
εξέταση εγκλήματος να γνωρίζει και να θέλει να συγκροτήσει ή να συμμετέχει σε οργάνωση ή
ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής (όπως αυτή ορίστηκε στην προηγούμενη ενότητα), να
γνωρίζει (είτε ως βέβαιους είτε ως ενδεχόμενους) τους σκοπούς που επιδιώκει η οργάνωση ή η

μπορούν να πραγματωθούν παρά μόνο με σωματική κίνηση του ίδιου του δράστη, αποκλείεται η
συναυτουργία. Αντίθετη η Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, σε Α. Χαραλαμπάκη, όπ.π., σ. 1293.
1726 «…τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1», δηλαδή με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών

(3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 - 20.000) ευρώ.
1727 Του νόμου μη διακρίνοντος συμπεραίνει κανείς ότι αρκεί και ο ενδεχόμενος.

1728 Οπότε σε μία τέτοια περίπτωση θα επρόκειτο για έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης,

όπου το κάθε μέλος ξεχωριστά της οργάνωσης ή της ένωσης θα έπρεπε να επιδιώκει (να έχει δηλαδή
δόλο σκοπού για) τη διάπραξη των αδικημάτων που περιγράφονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του
Ν. 927/1979.
1729 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 114. Πρβλ. και Ν. Λίβο, όπ.π., ΠοινΧρον

2015, σ. 313.

[427]
ένωση και αυτούς είτε να τους αποδέχεται είτε να τους επιδιώκει. Τέλος, όσον αφορά στην
ειδικότερη μορφή τέλεσης της «συμμετοχής», ακριβώς επειδή είναι έγκλημα διαρκές, ο
επιγενόμενος δόλος του δράστη λαμβάνεται υπόψη σε βάρος του και θεμελιώνει
(υποκειμενικά) το έγκλημα.

6.4. Συρροές

Η παρ. 4 του άρ. 1 του Ν. 927/1979 εμπεριέχει μία ρήτρα ρητής επικουρικότητας1730 και,
μάλιστα, σχετική, αφού προβλέπει ότι η συγκεκριμένη διάταξη τυγχάνει εφαρμογής μόνο όταν
κάποια άλλη διάταξη δεν τιμωρεί την ίδια πράξη βαρύτερα. Οι μόνοι κυρωτικοί κανόνες που
θα μπορούσαν ενδεχομένως να διεκδικήσουν κι αυτοί εφαρμογή εν προκειμένω είναι εκείνοι
που περιλαμβάνονται στο άρ. 187 ΠΚ1731 για την εγκληματική οργάνωση. Όπως έγινε και
παραπάνω δεκτό, η περιγραφόμενη στην παρ. 4 του άρ. 1 του Ν. 927/1979 συμπεριφορά
εμφανίζει παρόμοια τυποποίηση με εκείνη του άρ. 187 ΠΚ, καθότι αμφότερες αναφέρονται σε
συσσωματώσεις ανθρώπων που, πέρα από τη σύμπτωση των βουλήσεών τους για την τέλεση
εγκληματικών πράξεων, θα πρέπει να παρουσιάζουν μια σχετική δομή και οργάνωση, άλλοτε
εντονότερη (στην περίπτωση της οργάνωσης) και άλλοτε χαλαρότερη (στην περίπτωση της
ένωσης)1732. Το εμπόδιο, ωστόσο, στην ενεργοποίηση της ως άνω αναφερθείσας ρήτρας για
την επίλυση της συρροής μεταξύ των αναφερόμενων παραπάνω διατάξεων είναι το γεγονός
ότι η παρ. 4 του άρ. 1 του Ν. 927/1979 απαιτεί για τη στοιχειοθέτησή της τη συστηματική
επιδίωξη της τέλεσης των πράξεων που περιγράφονται στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου και,
συγκεκριμένα, της δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων κατά προσώπων ή
πραγμάτων. Όμως τα αδικήματα των παρ. 1 και 2 του άρ. 1 του Ν. 927/1979 απειλούνται στο
νόμο με φυλάκιση από τρεις μήνες έως τρία έτη (και χρηματική ποινή) και ως εκ τούτου
συνιστούν πλημμελήματα. Οι δε παρ. 1 και 3 (εδάφ. α’) του άρθρου 187 ΠΚ απαιτούν την
επιδίωξη τέλεσης κακουργημάτων (περισσότερων στην παρ. 1, ενός στην παρ. 3, εδάφ. α’).
Στην περίπτωση, λοιπόν, που κάποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε οργάνωση ή ένωση
προσώπων που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση πράξεων δημόσιας υποκίνησης βίας, μίσους
ή διακρίσεων, δηλαδή πράξεων πλημμεληματικής μορφής, δεν μπορεί να υπαχθεί και στην

1730 Έτσι και οι Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 123 και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2015, σ. 735.
1731 Για την ακρίβεια οι παρ. 1 και 3 του άρ. 187 ΠΚ, όπου τυποποιούνται τα εγκλήματα της

εγκληματικής οργάνωσης και της συμμορίας αντίστοιχα.


1732 Βλ. εδώ και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735, σύμφωνα με την οποία «η

συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση στο άρ. 1 παρ. 4 του Ν. 927/1979 δε συνιστά ειδική μορφή
σύστασης εγκληματικής οργάνωσης ή συμμορίας, σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 187 παρ. 1 και 5
ΠΚ […] Με τη διάταξη, επομένως, του άρθρου 1 παρ. 4 ν. 927/1979 διευρύνεται και δεν εξειδικεύεται το
αξιόποινο».

[428]
παρ. 1 ή 3 εδάφ. α’ του άρ. 187 ΠΚ1733 και άρα οι τελευταίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν.
Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα συρροής και επικουρικότητας μεταξύ των προαναφερθεισών
διατάξεων.
Αν πάλι κάποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε επιχειρησιακά δομημένη και με
διαρκή εγκληματική δράση οργάνωση τριών ή περισσότερων προσώπων μόνο για τη διάπραξη
περισσότερων εγκλημάτων μίσους (ή ορθότερα εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά,
άρ. 82Α ΠΚ) σε βάρος προσώπων που προσδιορίζονται βάσει π.χ. της εθνοτικής τους
καταγωγής ή του θρησκεύματος κ.λπ. και τα οποία εγκλήματα μίσους συνιστούν
κακουργήματα (π.χ. ανθρωποκτονίες), μπορεί να τιμωρηθεί μόνο για το άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ,
όχι όμως και για το άρ. 1 παρ. 4 του Ν. 927/1979, οπότε και πάλι δεν τίθεται θέμα
επικουρικότητας.
Αν, όμως, κάποιος συγκροτεί ή εντάσσεται ως μέλος σε πραγματοπαγή οργάνωση η
οποία επιδιώκει την τέλεση τόσο περισσότερων κακουργηματικής μορφής εγκλημάτων με
ρατσιστικά χαρακτηριστικά1734 όσο και πράξεων που τυποποιούνται στις παρ. 1 και 2 του άρ. 1
του Ν. 927/1979, ήτοι πράξεων ρητορικής του μίσους κατά προσώπων ή πραγμάτων, τότε
υπάρχει φαινομενική κατ’ ιδέα συρροή μεταξύ των αδικημάτων που τυποποιούνται στα άρθρα
187 παρ. 1 ΠΚ και άρ. 1 παρ. 4 του Ν. 927/1979, λόγω ταυτότητας προσβαλλόμενων έννομων
αγαθών1735. Καταρχάς, ζήτημα ενεργοποίησης της ρητής ρήτρας σχετικής επικουρικότητας εν
προκειμένω δεν τίθεται, διότι δεν πρόκειται για την ίδια πράξη. Περαιτέρω, η εγκληματική
οργάνωση του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ είναι, κατά την κρατούσα άποψη1736, έγκλημα δυνητικής
διακινδύνευσης του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης και αφηρημένης διακινδύνευσης
αόριστου αριθμού έννομων αγαθών που δύνανται να προσβληθούν με τα επιδιωκόμενα από
την εγκληματική οργάνωση κακουργήματα. Η ρατσιστική οργάνωση της παρ. 4 του άρ. 1 του
Ν. 927/1979 είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης τόσο της δημόσιας τάξης όσο και
αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών. Ως εκ τούτου, εν μέρει θα υποχωρήσει η
τελευταία ως σιωπηρά επικουρική έναντι της εγκληματικής οργάνωσης του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ,

1733 Αφού η τελευταία προϋποθέτει επιδίωξη περισσότερων κακουργημάτων.


1734 Πράξεις βίας ή μίσους κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη
φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία κ.λπ.
1735 Της δημόσιας τάξης αφενός και αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών αφετέρου.

1736 Ι. Μανωλεδάκης, Ασφάλεια και ελευθερία, 2002, σ. 104, Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Η έννοια του

οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ, ΠοινΔικ 2003, σ. 538, Λ. Μαργαρίτης, Εγκληματική Οργάνωση
(άρθρο 187 ΠΚ), ΠοινΔικ 2005, σ. 1429.

[429]
λόγω της σταδιακής προσβολής του ίδιου έννομου αγαθού (της δημόσιας τάξης)1737, και εν
μέρει θα απορροφηθεί στην απαξία αυτής, η οποία, εξάλλου, τιμωρείται βαρύτερα1738.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της παρ. 4 του άρ. 1 του Ν. 927/1979 και
της παρ. 3 εδάφ. β’ του άρ. 187 ΠΚ, δεν μπορεί να τεθεί ζήτημα ρητής επικουρικότητας, αφού
δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η ρήτρα σχετικής επικουρικότητας που εμπεριέχεται στην παρ. 4
άρ. 1 Ν. 927/1979. Αυτό ισχύει, διότι η εγκληματική οργάνωση της παρ. 3 του άρ. 187 ΠΚ δεν
είναι βαρύτερη διάταξη σε σχέση με εκείνη που τυποποιεί τη ρατσιστική οργάνωση του Ν.
927/19791739. Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι τι είδους συρροή αναπτύσσεται στην
ακόλουθη περίπτωση: αν κάποιος οργανωθεί με άλλους σε μια μορφή ένωσης (που δε φέρει
πάντως τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παρ. 1 του άρ. 187 ΠΚ, αλλά σημασιολογείται
περισσότερο από εκείνα της παρ. 3 εδάφ. α’ ΠΚ του ίδιου άρθρου), για να διαπραχθεί
ρατσιστικό (κατά τους όρους του άρ. 82Α) πλημμέλημα με το οποίο επιδιώκεται η προσβολή
της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας (άρ. 187, παρ. 3, εδάφ. β’ ΠΚ) και ταυτόχρονα η ίδια
ένωση προσώπων επιδιώκει και τη συστηματική ανάπτυξη ρητορικής του μίσους, κατά την
έννοια των παρ. 1 και 2 του άρ. 1 Ν. 927/1979. Δεδομένου ότι το πρώτο αδίκημα είναι έγκλημα
δυνητικής διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης και αφηρημένης διακινδύνευσης του έννομου
αγαθού της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του προσώπου στο οποίο αφορά το
επιδιωκόμενο πλημμέλημα και το δεύτερο είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης τόσο της
δημόσιας τάξης όσο και αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών η μεταξύ τους συρροή
είναι ορθότερο να θεωρηθεί φαινομενική. Επίσης, το γεγονός ότι η συμμορία του άρ. 187 παρ.
3, εδάφ. β’ ΠΚ είναι έγκλημα «ειδικής διακινδύνευσης»1740, ο κίνδυνος, δηλαδή, ως
δυνατότητα, στρέφεται κατά εξατομικευμένης μονάδας έννομου αγαθού (και συγκεκριμένα
του θύματος του επιδιωκόμενου πλημμελήματος), η δε συμμετοχή σε ρατσιστική οργάνωση
της παρ. 4 του 1 του Ν. 927/1979 είναι έγκλημα «γενικής διακινδύνευσης», αφού στρέφεται
κατά του γένους διάφορων ατομικών έννομων αγαθών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η πρώτη
διάταξη είναι εν μέρει ειδικότερη της δεύτερης και άρα θα υπερισχύει.

1737 Για την εφαρμογή της αρχής της σιωπηρής επικουρικότητας στις περιπτώσεις που περισσότεροι,
συρρέοντες φαινομενικά, κυρωτικοί ποινικοί νόμοι τυποποιούν διαφορετικά στάδια προσβολής του
ίδιου έννομου αγαθού βλ. Σ. Παύλου, Οι αρχές της φαινομενικής συρροής, 2003, σ. 172 επ. και κυρίως
206-207.
1738 Βλ. εδώ και Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 215, ο οποίος επισημαίνει ότι «η

ρατσιστική παράμετρος της απορροφώμενης ειδικής διάταξης θα συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο του άρ. 81Α
ΠΚ».
1739 Έχει, για την ακρίβεια, ηπιότερο πλαίσιο ποινής, αφού διαφοροποιείται προς τα κάτω ως προς το

κατώτατο όριό της (10 ημέρες έναντι των τριών μηνών της παρ. 1 άρ. 1 Ν. 927/1979).
1740 Για την αναδιάταξη των εγκλημάτων διακινδύνευσης σε εγκλήματα γενικής και ειδικής

διακινδυνεύσεως βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 276 και Σ. Παύλου, Οι αρχές της
φαινομενικής συρροής, 2003, σ. 215-216.

[430]
Τέλος, υποστηρίζεται ότι η συρροή μεταξύ της παρ. 4 και της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν.
927/1979, όταν ο δράστης που συμμετέχει σε οργάνωση της παρ. 4 υλοποιεί και την
επιδιωκόμενη πράξη (π.χ. της παρ. 1) στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της οργάνωσης, είναι
αληθινή κατ’ ιδέα1741, 1742, με το επιχείρημα ότι «διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους οι μονάδες
προσβολής της δημόσιας τάξης»1743 και περαιτέρω «με δεδομένο ότι τα αδικήματα
αφηρημένης επικινδυνότητας δεν απωθούνται λόγω σιωπηρής επικουρικότητας προς τα
αντίστοιχα συγκεκριμένης επικινδυνότητας ακόμη κι αν το έννομο αγαθό ταυτίζεται, καθώς η
(διαρκής) συμμετοχή στην οργάνωση από την οποία απέρρευσε η πράξη ενέχει plus απαξίας
που δεν μπορεί να συλληφθεί διαφορετικά»1744. Εξάλλου, η περιεχόμενη στο άρ. 1 παρ. 4
ρήτρα σχετικής επικουρικότητας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, καθότι το απειλούμενο
πλαίσιο ποινής είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο της παρ. 1. Για άλλη μια φορά στους κόλπους
του Ν. 927/1979 παρατηρείται μια αξιολογική αντινομία ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες
διατάξεις, στο βαθμό που το αδίκημα της παρ. 4, που είναι έγκλημα αφηρημένης
διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης και αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών,
τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1, η οποία είναι έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης των ίδιων
ως άνω έννομων αγαθών. Η ανακύπτουσα παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, λόγω της
ίδιας αντιμετώπισης διαφορετικών περιπτώσεων (απειλή ίδιου πλαισίου ποινής για
διαφοροποιημένο βαθμό αδίκου), επιβάλλεται να διορθωθεί με νομοθετική παρέμβαση, ώστε
να αρθεί η συγκεκριμένη αντινομία και να αποκατασταθεί η ποινική ισορροπία που
εκφράζεται στο αξίωμα «η ποινή να είναι ανάλογη προς τη βλάβη», έτσι που τελικά το

1741 «Αφού η συμμετοχή στην ένωση είναι διαρκές έγκλημα».


1742 Έτσι οι Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 215 και Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016,
σ. 124.
1743 Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 215.

1744 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 124 με επιχείρημα από τον Ν. Ανδρουλάκη,

Ποινικό Δίκαιο. ΙΙΙ. Συρροή-Παραγραφή, 2008, σ. 62. Βλ. όμως και Σ. Παύλου, Οι αρχές της
φαινομενικής συρροής, 2003, 187 επ., ο οποίος διαβλέπει αληθινή καταρχήν συρροή, λόγω προφανούς
ετερότητας των προσβαλλόμενων έννομων αγαθών, μεταξύ της συναφούς συγκρότησης εγκληματικής
οργάνωσης του άρ. 187 παρ. 1 ΠΚ και των σχεδιαζόμενων κακουργημάτων, εφόσον βέβαια αυτά
υλοποιηθούν και η τέλεση των οποίων αποτελεί, κατά την ίδια ως άνω άποψη, την ουσιαστική
αποπεράτωση της αξιόποινης συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης. Με μια προσεκτικότερη,
ωστόσο, ανάγνωση παρατηρεί κανείς ότι βάση της συλλογιστικής του για την επίλυση του
αναφυόμενου προβλήματος συρροής αποτελεί το κριτήριο της ετερότητας των προσβαλλόμενων
έννομων αγαθών, παράγοντας πάντως που δεν ισχύει εν προκειμένω. Σύμφωνα, λοιπόν, με την
προαναφεθείσα και ορθότερη άποψη θα μπορούσε να γίνει λόγος για φαινομενική πραγματική συρροή,
η οποία θα επιλυθεί με την αρχή της σιωπηρής επικουρικότητας. Η συγκρότηση οργάνωσης της παρ. 4
του άρ. 1 του Ν. 927/1979 θα υποχωρήσει ως επικουρική έναντι της βαρύτερης και πιο προωθημένης
προσβολής που συνεπάγεται η τέλεση της πράξης της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, η οποία και εξαντλεί την
απαξία της όλης, σταδιακά εξελισσόμενης συμπεριφοράς.

[431]
αυξημένο άδικο της παρ. 1 να αποδίδεται μέσα από ένα αυστηρότερο πλαίσιο ποινής σε σχέση
με το αδίκημα της παρ. 4 Ν. 927/1979.

7. Η τέλεση της δημόσιας υποκίνησης διακρίσεων, μίσους ή βίας από δημόσιο


λειτουργό ή υπάλληλο (άρ. 1 παρ. 5 του Ν. 927/1979)

7.1. Η αντικειμενική υπόσταση

Στην παρ. 5 του άρ. 1 θεσπίζεται ένα ιδιαίτερο έγκλημα, καθώς το υποκείμενο τέλεσης
αυτού (υπό την έννοια του αυτουργού, δηλαδή του προσώπου εκείνου που ευθέως πληροί τους
όρους της αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος και όχι μέσω των άρθρων 46 επ.
ΠΚ1745) πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη νομική ιδιότητα· αυτή του δημόσιου λειτουργού ή
υπαλλήλου. Μάλιστα, πρόκειται για ένα μη γνήσιο ιδιαίτερο 1746 έγκλημα, αφού η ως άνω
αναφερθείσα ιδιαίτερη ιδιότητα δε θεμελιώνει για πρώτη φορά το αξιόποινο της
τυποποιούμενης εν προκειμένω συμπεριφοράς1747, απλώς το διαφοροποιεί (το επαυξάνει). Πιο
συγκεκριμένα, τιμωρείται με τα αυξημένα απειλούμενα πλαίσια ποινής που απειλούνται στην
παρ. 5 του άρ. 1 ο δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος που τελεί τις πράξεις των προηγούμενων
παραγράφων του ίδιου ως άνω άρθρου κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν
καθηκόντων του. Τα στοιχεία δηλαδή που προστίθενται στις νομοτυπικές υποστάσεις των
αδικημάτων των προηγούμενων παραγράφων είναι δύο: α) η ιδιαίτερη ιδιότητα του δράστη
και β) η χρονική περίσταση τέλεσης της πράξης. Έτσι τυποποιείται μια διακεκριμένη
παραλλαγή1748, αφού, αν υποτεθεί ότι καταργείται η εν λόγω διάταξη, όλες οι σε αυτήν
υπαγόμενες συμπεριφορές θα υπάγονται σε μία από της παρ. 1-4 του άρ. 1 του Ν. 927/1979.
Στο σημείο αυτό, ωστόσο, χρειάζεται να γίνει μία διευκρίνιση· παρότι η λεκτική διατύπωση
της διάταξης παραπέμπει αναντίρρητα στις πράξεις όλων των προηγούμενων παραγράφων (1-
4), παρατηρεί κανείς ότι στο κυρωτικό κομμάτι απουσιάζει η πρόβλεψη ποινής για την
περίπτωση που κάποιος δράστης τελεί ως δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος, κατά την άσκηση
των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων του, το αδίκημα της παρ. 4, δηλαδή τη συγκρότηση
ή συμμετοχή σε οργάνωση ή ένωση που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση δημόσιας
υποκίνησης βίας, μίσους ή διακρίσεων. Αν και η διαφοροποίηση αυτή προκαλεί εντύπωση,
αφού δεν υφίσταται κάποιος ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί τη μη πρόβλεψη
αυστηρότερου πλαισίου ποινής σε βάρος λ.χ. ενός πολιτικού ο οποίος, στους κόλπους της
κομματικής παράταξης που ανήκει και κατά την άσκηση των σχετικών καθηκόντων του, έχει
συγκροτήσει και συμμετέχει ως μέλος σε μια ρατσιστική οργάνωση, δεν μπορεί να

1745 Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι., Έγκλημα, 2006, σ. 165 επ.
1746 Ι. Γιαννίδης, Συστηματική Ερμηνεία του Π.Κ., άρθρο 14, σ. 152 και Α. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη
ποινικού δικαίου, 2010, σ. 228.
1747 Αυτό υπάρχει ήδη θεμελιωμένο στις παρ. 1-3 του άρ. 1 του Ν. 927/1979.

1748 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 114

[432]
παραμεριστεί και να μη ληφθεί υπόψη. Το γράμμα του νόμου είναι σαφές και μάλλον από
αβλεψία ο νομοθέτης αναφέρει «αν η πράξη των προηγούμενων παραγράφων τελεστεί
από…». Πάντως η ρατσιστική μεταχείριση καθεαυτή που γίνεται από δημόσιο λειτουργό ή
υπάλληλο κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων του δεν υπάγεται εν
προκειμένω1749. Αξιοσημείωτη είναι πάντως η διάταξη της παρ. 2 του άρ. 11 του Ν. 4443/2016,
όπου προβλέπονται κυρώσεις για την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα
της απασχόλησης και της εργασίας. Ειδικότερα, η διακριτική μεταχείριση από πρόσωπο που
ενεργεί ως εργοδότης στο δημόσιο τομέα1750 καθ’ οποιοδήποτε στάδιο πρόσβασης στην
εργασία και την απασχόληση, κατά τη σύναψη ή άρνηση σύναψης εργασιακής σχέσης ή στη
διάρκεια, λειτουργία, εξέλιξη ή λύση αυτής συνιστά παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας, για
την οποία επιβάλλονται (μόνο) διοικητικές κυρώσεις. Η παραβίαση της παραπάνω αρχής κατά
τη συναλλακτική διάθεση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στο κοινό τόσο στον ιδωτικό όσο και
στο δημόσιο τομέα τιμωρείται στο άρ. 11 παρ. 1 του Ν. 4443/2016 με μία εν μέρει αυξημένη
ποινική κύρωση (φυλάκιση έξι μηνών μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή χιλίων έως
πέντε χιλιάδων ευρώ).
Ως δικαιολογητική βάση της αυξημένης απαξίας της υπό κρίση συμπεριφοράς, όπως η
τελευταία αποτυπώνεται στα απειλούμενα πλαίσια ποινής, μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί το
γεγονός ότι ένας δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους
καθηκόντων, εκπροσωπούν απέναντι στους πολίτες το κράτος, το οποίο οφείλει να σέβεται
τους δημοκρατικούς θεσμούς, να είναι αμερόληπτο και να προστατεύει εξίσου τα δικαιώματα
όλων των πολιτών του. Περαιτέρω, η θέση τους είναι να εκφράζουν δια της ιδιότητάς τους και
με την άσκηση των καθηκόντων τους την πολιτειακή βούληση, το δε λειτούργημα που
επιτελούν οι δημόσιοι λειτουργοί δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνάδει με τις
ρατσιστικές συμπεριφορές που περιγράφονται στις παρ. 1-3 του άρ. 1 του Ν. 927/1979.
Εξάλλου, τα στοιχεία που διαφοροποιούν από άποψη απαξίας την παρ. 5 από τις λοιπές
παραγράφους του άρθρου 1 ανήκουν αμφότερα στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος
και ως τέτοια δεν μπορούν παρά να εκφράζουν ένα αυξημένης έντασης άδικο.
Η ποινική έννοια του «υπαλλήλου» ορίζεται αυθεντικά στον Ποινικό Κώδικα, και
συγκεκριμένα στο άρ. 13 αυτού1751, ενώ μέσω του άρθρου 12 ΠΚ η εν λόγω έννοια μεταφέρεται
αυτούσια και στο πλαίσιο της ερμηνείας της συγκεκριμένης διάταξης. Η χρήση του επιθετικού
προσδιορισμού «δημόσιος» παρέλκει, τουλάχιστον για τον όρο «υπάλληλος», αφού σύμφωνα

1749 Έλλειμμα ποινικοποίησης αναφορικά με την εν λόγω συμπεριφορά επισημαίνουν οι Μ. Καϊάφα-


Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 108 και Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 114.
1750 Άρθρο 11 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 4443/2016. Η απαγόρευση της διακριτικής

μεταχείρισης, υπό τους όρους του Ν. 4443/2016, ισχύει βέβαια και στον ιδιωτικό τομέα.
1751 Δίχως να ισχύει πλέον το παλιό άρθρο 263 Α του ΠΚ, το οποίο είχε διευρύνει την έννοια του

υπαλλήλου, καθότι έχει καταργηθεί ως αναχρονιστικό. Ούτως ή άλλως όμως δε θα μπορούσε να τύχει
εφαρμογής εδώ, αφού επέκτεινε την ποινική έννοια του υπαλλήλου για ορισμένα μόνο υπηρεσιακά
αδικήματα.

[433]
με το άρθρο 13 περ. α’ ΠΚ «υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και
προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού
προσώπου δημοσίου δικαίου». Βασικό χαρακτηριστική της ποινικής έννοιας του υπαλλήλου
είναι όχι τόσο ο τρόπος διορισμού του (πράξη δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου), αλλά κυρίως η
«παροχή υπηρεσιών, έστω και προσωρινά, που εμπίπτουν στους επιδιωκόμενους, γενικότερου
ενδιαφέροντος, σκοπούς του κράτους, ν.π.δ.δ. και οργανισμών δημόσιου τομέα, ως και η σχέση
εξαρτήσεως που διαμορφώνεται από αυτά ή τα αρμόδια όργανά τους»1752. Ενδεικτικά έχει
κριθεί ότι ανήκουν στην έννοια του υπαλλήλου του άρ. 13 περ. α’ ΠΚ οι ένορκοι, τα μέλη
εκλογικών εφορευτικών επιτροπών1753, οι ιατροί δημόσιου νοσοκομείου1754, οι κληρικοί κατά το
μέτρο που λειτουργούν ως διοικητικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν.π.δ.δ. Ν.
590/1977)1755, οι υπάλληλοι της εταιρεία “Κτηματολόγιο Α.Ε.” 1756 κ.ά., όχι όμως τα βοηθητικά
πρόσωπα που δεν ασκούν εξουσία, όπως π.χ. οι καθαρίστριες, οι κηπουροί, οι φύλακες κ.ά.
Την ιδιότητα του «δημόσιου λειτουργού» το Σύνταγμα προσδίδει μόνο στους
δικαστικούς λειτουργούς (άρ. 87-91 Συντ.)1757 και στους καθηγητές των Α.Ε.Ι. (άρ. 16 παρ. 6
Συντ.), ενώ στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και τα μέλη των Ανεξάρτητων Αρχών καθώς και
οι γιατροί του ΕΣΥ, αλλά και όσοι ασκούν λειτούργημα εκ της θέσεώς τους, όπως οι δάσκαλοι
και οι καθηγητές της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι δικηγόροι, αν και
χαρακτηρίζονται από το άρ. 1 του Ν. 4194/2013 ως δημόσιοι λειτουργοί, όμως καταρχήν δεν

1752 Κ. Σταμάτης, Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, 2005, άρθρο 13, σ. 113 και Μ.
Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, 2020, άρθρο 13 ΠΚ, σ. 57-58. Από
νομολογία ΑΠ 1321/1984, ΠοινΧρον ΛΕ’, σ. 340, ΑΠ 1521/1982, ΠοινΧρον ΛΓ’, σ. 583, ΑΠ 74/2013,
ΠοινΧρον 2014, σ. 202, ΑΠ 129/2013, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 71/2014, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 383/2017, ΝΟΜΟΣ,
ΠλημμΑθ 2150/2018, ΠοινΔικ 2019, σ. 336.
1753 Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου Ποινικού Κώδικα 1929/1933, επί του άρ. 137, σ. 167, έκδ. Ι.

Ζαχαρόπουλου.
1754 ΑΠ 15/2002, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΠοινΛογ 2002/36.

1755 ΓνωμΕισΑΠ 12/1961, ΠοινΧριν ΙΑ΄, σ. 228.

1756 ΑΠ 1246/2009, ΠοινΧρον 2010, σ. 321, σύμφωνα με την οποία είναι δημόσιοι υπάλληλοι κατά την

έννοια του άρ. 13 περ. α’ ΠΚ, καθότι η εταιρεία αυτή που ιδρύθηκε από το Δημόσιο και στην οποία
εκχωρήθηκαν αρμοδιότητες του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου Ο.Κ.Χ.Ε., σκοπός της είναι η
μελέτη, η σύνταξη, η λειτουργία και η τήρηση του Εθνικού Κτηματολογίου και η οποία είναι
επιφορτισμένη με εκτέλεση κρατικού προγράμματος αναπτύξεως, συνεπώς (εν. σκοπός της είναι) «η
παροχή υπηρεσιών, έστω και προσωρινά, που εμπίπτουν στους επιδιωκόμενους γενικότερου
ενδιαφέροντος σκοπούς του κράτους, ν.π.δ.δ. και οργανισμών δημόσιου τομέα, ως και η σχέση
εξαρτήσεως που διαμορφώνεται από αυτά ή τα αρμόδια όργανά τους».
1757 Βλ. και ΑΠ 28/2012, ΠοινΧρον 2012, σ. 282, σύμφωνα με την οποία «υπάλληλοι θεωρούνται και

οι κρατικοί λειτουργοί που είναι κατά κανόνα άμεσα όργανα του κράτους, επί των οποίων δεν νοείται
διάκριση μεταξύ απλού υπαλληλικού και υπηρεσιακού καθήκοντος, μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται
και οι δικαστικοί λειτουργοί, που υπάγονται σε αυτούς που θεωρούνται υπάλληλοι για την εφαρμογή
των διατάξεων των άρ. 259 και 13 στοιχ. α’ ΠΚ».

[434]
εμπίπτουν στο άρ. 13 περ. α’ ΠΚ, λόγω του ότι ασκούν ελευθέριο επάγγελμα1758 που δεν
εμπίπτει στους σκοπούς που επιδιώκονται από το κράτος, τα ν.π.δ.δ. και τους φορείς του
δημόσιου τομέα1759.
Δεύτερη βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή κάποιου προσώπου στο υπό εξέταση
αδίκημα είναι η πράξη του να τελέστηκε, όχι μόνο ενόσω ήταν ή είναι ακόμα δημόσιος
λειτουργός ή υπάλληλος, αλλά και «κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν
καθηκόντων». Είναι κρίσιμο να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα απλά υπαλληλικά
καθήκοντα1760, η παραβίαση των οποίων συνιστά ένα απλό πειθαρχικό παράπτωμα, και στο
καθήκον της υπηρεσίας του υπαλλήλου, το οποίο καθορίζεται και επιβάλλεται στον υπάλληλο
από το νόμο, τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή από διοικητική πράξη, ή απορρέει από τις
ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής ή ενυπάρχει στην ίδια τη φύση της υπηρεσίας, και
αναφέρεται στην έκφραση από αυτόν της θελήσεως της πολιτείας, μέσα στον κύκλο των
δημοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι στους τρίτους1761. Η
συμπεριφορά του δράστη δηλαδή θα πρέπει να συνιστά έκφραση πολιτειακής βουλήσεως και
άσκηση κρατικής εξουσίας μέσα στον κύκλο των δημοσίων υποθέσεων1762. Εξ αντιδιαστολής
συνάγεται ότι η τέλεση των πράξεων των παρ. 1-3 από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο εκτός
υπηρεσίας και χωρίς να λαμβάνει χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν υπάγεται
στην υπό κρίση διακεκριμένη παραλλαγή.

7.2. Η υποκειμενική υπόσταση

Όπως έγινε παραπάνω δεκτό, στην παρ. 5 του άρ. 1 τυποποιείται μια διακεκριμένη
παραλλαγή των αδικημάτων των παρ. 1-3 του ίδιου ως άνω άρθρου. Το μόνο που αλλάζει (για
την ακρίβεια, προστίθεται) σε σχέση με τις τελευταίες είναι αφενός η ιδιότητα του δράστη, ως
δημόσιου λειτουργού η υπαλλήλου, αφετέρου η χρονική περίσταση της τέλεσης της πράξης,
και συγκεκριμένα η τέλεση αυτής κατά την άσκηση των ανατεθειμένων στον υπάλληλο
καθηκόντων. Ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης αρκεί και ο
ενδεχόμενος δόλος, όπως αυτό επισημάνθηκε και στην ανάλυση της υποκειμενικής υπόστασης
του οικείου άρθρου. Τα νέα στοιχεία της συγκεκριμένης διάταξης θα πρέπει να καλύπτονται

1758 ΟλΣτΕ 2244/1970, ΝοΒ 18, σ. 1239. Κατ’ εξαίρεση στις περιπτώσεις που αντιφωνούν έγγραφα ή
μεταφράσεις (ΕφΑθ 538/1980, ΝοΒ 1980, σ. 2028).
1759 ΒουλΠλημμΑθ 2394/1968, ΠοινΧρον ΙΗ’, σ. 306, Κ. Σταμάτης, όπ.π., σ. 113.

1760Που ανάγονται και εξυπηρετούν άλλα συμφέροντα των δημόσιων υπηρεσιών ή οργανισμών, όπως

η εύρυθμη λειτουργία αυτών, η τήρηση της υπαλληλικής δεοντολογίας κ.λπ.


1761 ΑΠ 1790/2011, ΠοινΧρον 2012, σ. 195, ΑΠ 1153/2010, ΠοινΧρον 2011, σ. 343, Ολ ΑΠ 6/1998,

ΝοΒ/1998, σ. 1106.
1762 ΑΠ 74/2013, ΠοινΧρον 2014, σ. 202, ΑΠ 1153/2010, ΠοινΧρον 2011, σ. 343. Έτσι και ο Ι.

Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 115. Σύμφωνα με τον τελευταίο εμπίπτουν εδώ οι προτροπές
επικεφαλής αστυνομικής δύναμης προς τους υφισταμένους να ασκήσουν βία κατά αλλοδαπών.

[435]
και αυτά από δόλο, τουλάχιστον ενδεχόμενο1763, δηλαδή ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει
(τουλάχιστον ως ενδεχόμενο) ότι είναι δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος και ότι προβαίνει
στην περιγραφόμενη συμπεριφορά κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν
καθηκόντων του και παράλληλα όλα αυτά (τουλάχιστον) να τα αποδέχεται.

7.3. Το τιμωρητό

Η τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1-3 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 από
δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο, κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων,
τιμωρείται: α) στις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 21764, φυλάκιση έξι (6) μηνών έως
τριών (3) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως είκοσι πέντε χιλιάδων (10.000-25.000)
ευρώ και β) στην περίπτωση της παραγράφου 31765, φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και
χρηματική ποινή είκοσι πέντε χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων (25.000 - 50.000) ευρώ.

ΙΙ. «ΑΡΘΡΟ 2: ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΔΟΚΙΜΑΣΙΑ Ή ΑΡΝΗΣΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΩΝ»

1. Η μορφή του άρθρου, όπως αυτό ισχύει σήμερα

1763 Άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ.


1764 Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά προσώπων ή πραγμάτων.
1765 Το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα.

[436]
Το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4285/2014, ΦΕΚ Α’
191/10.09.2014, «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139) και προσαρμογή του στην απόφαση-
πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών
και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου (L 328) και άλλες
διατάξεις»1766. Στη συνέχεια, με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 4491/2017 ΦΕΚ Α’ 152/13.10.2017,
«Νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου - Εθνικός Μηχανισμός Εκπόνησης,
Παρακολούθησης και Αξιολόγησης των Σχεδίων Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και
άλλες διατάξεις» προστέθηκαν στην παρ. 1 του άρθρου 1 και στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.
927/1979, μετά τις λέξεις «ταυτότητα φύλου» και οι λέξεις «χαρακτηριστικά φύλου». Οι
παραπάνω αλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα να διαμορφωθεί το άρθρο 2 του Ν. 927/1979,
έχοντας πλέον τον τίτλο «δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων», ως εξής:
1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με
οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται την ύπαρξη ή
τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της
ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν
αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και η
συμπεριφορά αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με
βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική
καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου ή
την αναπηρία, όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει
βία ή μίσος ή ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους
της, τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου.
2. Αν η πράξη της προηγούμενης παραγράφου τελέστηκε από δημόσιο λειτουργό ή
υπάλληλο, κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων, επιβάλλεται φυλάκιση
έξι (6) μηνών έως τριών (3) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως είκοσι πέντε
χιλιάδων (10.000 - 25.000) ευρώ.

2. Συνοπτική παρουσίαση και περιεκτικός σχολιασμός των υπαγόμενων στο άρθρο


2 διατάξεων - μορφολογικές παρατηρήσεις

1766Για τη μορφή και την ανάλυση του άρθρου 2 του Ν. 927/1979, όπως αυτό ίσχυε πριν τις
τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4285/2014, αλλά και γενικά για την ιστορικότητα και τις λοιπές
ρυθμίσεις του σχετικού νόμου κατά το παρελθόν βλ. Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι της παρούσας μελέτης και
συγκεκριμένα την ενότητα 3.

[437]
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Ν. 927/1979 προβλέπεται η ποινικοποίηση μιας
ρατσιστικής συμπεριφοράς που συνίσταται σε μία από (ή και σε όλες) τις ακόλουθες, δημόσια
τελούμενες πράξεις και συγκεκριμένα στην επιδοκιμασία, στον ευτελισμό ή στην κακόβουλη
άρνηση είτε της ύπαρξης είτε της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων
πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος καθώς και εν γένει των
εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της
Βουλής των Ελλήνων. Οι ως άνω αναφερόμενες πράξεις θα πρέπει να στρέφονται κατά ομάδας
προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται βάσει των στη διάταξη αναφερόμενων
χαρακτηριστικών1767, το δε άδικο συνάπτεται με την απαίτηση για διαπίστωση της
προσφορότητας της συμπεριφοράς του δράστη να οδηγήσει σε θυματοποίηση ομάδων ή
προσώπων1768, όπως η απαίτηση αυτή αποτυπώνεται και στην ειδικότερη περιγραφή του
τρόπου τέλεσης της πράξης1769. Διευκρινίζεται πάντως ότι δια της ποινικοποίησης των υπό
κρίση συμπεριφορών «σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκεται η απαγόρευση ή ιδεολογική
χειραγώγηση της επιστημονικής έρευνας»1770. Η παρατακτική σύνδεση των περισσότερων
τυποποιημένων τρόπων τέλεσης της πράξης (επιδοκιμασία-ευτελισμός-άρνηση), όπως αυτή
υποδηλώνεται με τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή», φανερώνει ότι τυποποιείται ένα
έγκλημα πολύτροπο ή μικτό και, μάλιστα, διαζευκτικά μικτό (γνήσιο πολύτροπο). Ουσιαστικά,
δηλαδή, πρόκειται για ένα έγκλημα όπου οι περισσότεροι τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης
μπορούν να εναλλαχθούν πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο, όσο αυτό εκφράζει μία μονάδα
έννομου αγαθού, χωρίς να έχουμε συρροή εγκλημάτων αλλά ένα έγκλημα1771. Όσον αφορά,
όμως, στον ειδικότερο τρόπο εκδήλωσης της συμπεριφοράς του δράστη παρατηρεί κανείς ότι η
πρόβλεψη για την προσφορότητα της συμπεριφοράς να προκαλέσει βία ή μίσος δεν μπορεί να
εναλλαχθεί πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο με συμπεριφορά που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα,
καθότι η μία προσβολή θα αφορά σε διαφορετικά έννομα αγαθά απ’ ότι η άλλη και, μάλιστα,
σε διαφορετικό βαθμό (διακινδύνευση-βλάβη αντίστοιχα). Η μεν πρώτη συνιστά έγκλημα
δυνητικής διακινδύνευσης ατομικών έννομων αγαθών ή/και της δημόσιας τάξης, η δε δεύτερη
έγκλημα βλάβης της τιμής ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στην ουσία λοιπόν δεν πρόκειται

1767 Τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ταυτίζονται με τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρ. 1 του Ν.
927/1979 προφανώς για λόγους εσωτερικής συνοχής του υπό εξέταση νομοθετήματος.
1768 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Τροποποίηση του ν. 927/1979 (Α’ 139) και

προσαρμογή του στην απόφαση - πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την
καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού
δικαίου (L 328)» (στο εξής «Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του ν. 927/1979»).
1769 «… όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή

ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της».
1770 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του ν. 927/1979, Β’: Ειδικό Μέρος,

άρθρο 2.
1771 Έτσι ορίζει τη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004,

σ. 289.

[438]
εδώ για διαφορετικούς τρόπους τέλεσης, αλλά για σώρευση διαφορετικών εγκλημάτων σε μία
νομοτυπική υπόσταση1772.
Η συγκεκριμένη διάταξη αποτελεί μεταφορά στην εσωτερική μας έννομη τάξη των περ.
γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ Απόφασης-Πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ε.Ε., προς την οποία υπήρχε «ανάγκη» εναρμόνισης1773. Η συγκεκριμένη
ενωσιακή πράξη απαιτούσε για την επίτευξη της κοινής προσέγγισης του ποινικού δικαίου των
κρατών-μελών στο συγκεκριμένο πεδίο εγκληματικότητας και1774 την ποινικοποίηση της
δημόσιας επιδοκιμασίας, της άρνησης ή της χονδροειδούς υποτίμησης της σοβαρότητας
εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου,
όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού
Δικαστηρίου καθώς και εκείνων που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς
Στρατοδικείου.
Ο ενωσιακός νομοθέτης, κατά την προσπάθεια οριοθέτησης από μέρους του ενός κοινά
αποδεκτού περιεχομένου του πεδίου του αξιοποίνου, ώστε περαιτέρω να χρησιμοποιηθεί αυτό
ως σημείο αναφοράς για την προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών-μελών,
αντιλήφθηκε (ευτυχώς) ότι συμπεριέλαβε στις ρυθμίσεις του μερικές οριακές -θα έλεγε κανείς-
διατάξεις και ως εκ τούτου προέβλεψε τη δυνατότητα περιορισμού του αξιοποίνου από τη
συνδρομή ορισμένων πρόσθετων στοιχείων, δεδομένης μάλιστα και της ιδιαίτερης φύσης του
ποινικού δικαίου στις επιμέρους, άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε παραλλάσσουσες εθνικές
νομοθεσίες1775.

1772 Βλ. συναφώς Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 126 όπου αναφέρεται σε
ένα «ιδιότυπο σωρευκτικώς μικτό έγκλημα, στο βαθμό που σωρεύονται αφενός η «ειδική υπόσταση της
επικινδυνότητας ή του προτρεπτικού λόγου» και η «ειδική υπόσταση της εξύβρισης».
1773 Βλ. παραπάνω Μέρος Β’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 2. Πάντως σε επίπεδο Ευρώπης, πριν την ψήφιση

της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο από το Συμβούλιο της Ε.Ε., η μοναδική συνθήκη που
απαιτούσε ειδικά την ποινικοποίηση της πράξης της άρνησης του Ολοκαυτώματος ή οποιασδήποτε
άλλης γενοκτονίας ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ήταν το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της
Σύμβασης του 2003 για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, σχετικά με την ποινικοποίηση πράξεων
ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης που διαπράττονται μέσω υπολογιστικών συστημάτων. Τότε ήταν
που για πρώτη φορά το πεδίο εφαρμογής του αδικήματος επεκτάθηκε και σε άλλες γενοκτονίες, πέραν
του Ολοκαυτώματος.
1774 Πέραν, δηλαδή, της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους.

1775 Για τους «ελάχιστους κανόνες» αναφορικά με τον ορισμό εγκλημάτων από τον ενωσιακό

νομοθέτη, με δυνατότητες «εξαίρεσης» σε αυτούς βλ. Α. Γιαννακούλα, Έγκλημα και Ποινή στην
Ευρωπαϊκή Ένωση, 2015, σ. 136 επ.

[439]
Ειδικότερα, όσον αφορά στο έγκλημα που εξετάζεται εν προκειμένω, δόθηκε η
δυνατότητα στα κράτη-μέλη να εξαιρέσουν από την ποινικοποίηση μόνο την άρνηση ή τη
χονδροειδή υποτίμηση -όχι όμως και την επιδοκιμασία- όταν αυτές αφορούν σε εγκλήματα που
δεν έχουν αναγνωρισθεί ακόμα με αμετάκλητη απόφαση διεθνούς ή/και εθνικού δικαστηρίου
κράτους-μέλους1776. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη είναι απολύτως λογική και σύμφωνη με τις
συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες της έκφρασης και της επιστημονικής έρευνας, αφού
αποκλείει την ύπαρξη αξιοποίνου στις περιπτώσεις εκείνες που η εκδήλωση του δράστη
συνιστά απλή αμφισβήτηση για την ύπαρξη ή για την έκταση των εγκλημάτων που
αναφέρονται στη διάταξη, δεδομένης και της μη ύπαρξης ακόμα αμετάκλητης δικαστικής
απόφασης σχετικής με το κρισιολογούμενο έγκλημα, γεγονός που αφήνει ένα περιθώριο
αμφιβολίας σε αυτόν που εκφέρει το λόγο. Η επιδοκιμασία από την άλλη φαίνεται να είναι,
κατά την εκτίμηση του ενωσιακού νομοθέτη, αδικαιολόγητη ως μορφή συμπεριφοράς είτε
υπάρχει αμετάκλητη δικαστική απόφαση είτε όχι.
Περαιτέρω, ισχύει και για τα εδώ εξεταζόμενα αδικήματα η δυνατότητα εξάρτησης του
αξιοποίνου από τον τρόπο εκδήλωσης των περιγραφόμενων συμπεριφορών και, συγκεκριμένα,
μπορούν τα κράτη-μέλη να επιλέγουν να τιμωρούν μόνο συμπεριφορές που είτε εκδηλώνονται
κατά τρόπο που μπορούν να διαταράξουν τη δημόσια τάξη ή που έχουν απειλητικό, υβριστικό
ή προσβλητικό χαρακτήρα1777.
Τέλος, προβλέφθηκε και η δυνατότητα περιορισμού του αξιοποίνου προκειμένου να
προστατευθούν θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, όπως είναι για παράδειγμα, μεταξύ άλλων,
η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία της τέχνης, της έρευνας και της επιστήμης1778.
Όλες οι παραπάνω διατυπωθείσες δυνατότητες εξαίρεσης, είτε ιδωθούν ως προσπάθεια
επίδειξης σεβασμού εκ μέρους του ενωσιακού νομοθέτη απέναντι στις εθνικές παραδόσεις και
τις νομικές ιδιαιτερότητες της εκάστοτε έννομης τάξης, είτε αντιμετωπιστούν ως απόρροια των
προσπαθειών συμβιβασμού των αντιτιθέμενων απόψεων που εκφράστηκαν κατά τις
διαδικασίες ψήφισης της εν λόγω απόφασης-πλαίσιο1779, θα πρέπει αφενός να ερμηνευτούν
υπό το πρίσμα των νομικών βάσεων και των αρχών που περιλαμβάνονται στις Συνθήκες της
Ε.Ε. και αφετέρου να αξιολογηθούν θετικά ως προσπάθεια περιορισμού του αξιοποίνου σε
εκδηλώσεις που συνιστούν πράγματι οριακές περιπτώσεις που δεν μπορούν να
αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με άλλο τρόπο.

1776 Άρθρο 1 παρ. 4 της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ.


1777 Άρθρο 1 παρ. 2 της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ.
1778 Άρθρο 7 παρ. 1 και 2 της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ.

1779 Με συμβολικό κυρίως χαρακτήρα, όπως επισημαίνει η Α. Γιαννακούλα, Έγκλημα και Ποινή στην

Ε.Ε., όπ.π., σ. 136 επ. και 436 επ.

[440]
Από τη διατύπωση της υπό κρίση διάταξης, σε συνδυασμό με τις σκέψεις που
παρατίθενται στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του ν. 927/1979
αναφορικά με αυτήν, φαίνεται να δίνεται έμφαση αλλά και προτεραιότητα στην προστασία
ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων ή προσώπων από ρατσιστικές και ξενοφοβικές εκδηλώσεις
που πραγματοποιούνται με «αφορμή» την επιδοκιμασία ή την άρνηση ή τον ευτελισμό της
σημασίας ορισμένων εγκλημάτων. Με άλλα λόγια, η βούληση του νομοθέτη φαίνεται να
κατευθύνεται πρωτίστως προς την προστασία των ατομικών έννομων αγαθών των
παραπάνω ομάδων ή προσώπων και συγκριμένα της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας,
της προσωπικής ελευθερίας, της τιμής ή της αξιοπρέπειας αυτών1780, αφού το κέντρο της
απαξίας εντοπίζεται όχι τόσο στην πράξη (επιδοκιμασία - ευτελισμός - κακόβουλη άρνηση1781),
αλλά είτε στον επικίνδυνο1782 τρόπο τέλεσης αυτής για ορισμένες ευαίσθητες πληθυσμιακές
ομάδες και τα μέλη τους1783 είτε στον απειλητικό ή υβριστικό της χαρακτήρα. Δευτερευόντως,

1780 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Απαγόρευση διακρίσεων, ΠοινΧρον 2010, σ. 447-448 και ο ίδιος, Ν.
927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 38. Βλ. επίσης παραπάνω, Μέρος Γ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3,
για μια εκτενέστερη ανάλυση αναφορικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό.
1781 Αυτή περισσότερο αποτελεί την «αφορμή», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στην Αιτιολογική

Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του ν. 927/1979, με βάση την οποία επιδιώκεται να
δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για τη θυματοποίηση ορισμένων κοινωνικών ομάδων. Γι’ αυτό,
άλλωστε, τονίζεται ότι «σε καμία περίπτωση (δεν) επιδιώκεται η απαγόρευση ή ιδεολογική
χειραγώγηση της επιστημονικής έρευνας».
1782 Σε έγκλημα αφηρημένης – συγκεκριμένης διακινδύνευσης αποκλειστικά της δημόσιας τάξης

αναφέρεται ο Χ. Βασματζίδης, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου, ΕΔΔΔΔ 1/2015, σ. 47-48, με το


σκεπτικό ότι η άρνηση ή ο ευτελισμός συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων είναι δυνατόν να
διαταράξουν τη δημόσια τάξη, για τη διατήρηση της οποίας νοιάζεται ο εθνικός νομοθέτης. Μόνο που η
άποψη αυτή παρορά τόσο τη γραμματική διατύπωση της διάταξης όσο και τη λογικοσυστηματική
ερμηνεία αυτής. Ακόμα και η Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του ν. 927/1979 σε
συνδυασμό με τα πρακτικά των σχετικών συνεδριάσεων της Βουλής φανερώνουν το σαφή
προσανατολισμό του νομοθέτη προς την προστασία ομάδων και προσώπων που γίνονται στόχος
ρατσιστικών εκδηλώσεων.
1783 Στο ότι στην παρ. 2 του άρθρου 1 της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, η οποία και αποτέλεσε

το πρότυπο για τον περιορισμό του αξιοποίνου στην αντίστοιχη ελληνική διάταξη, σύμφωνα με την
οποία τα κράτη-μέλη έχουν την ευχέρεια να αποφασίσουν να τιμωρούν τις προβλεπόμενες
συμπεριφορές, μόνο όταν αυτές μπορούν να διαταράξουν τη δημόσια τάξη ή εφόσον έχουν απειλητικό,
υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα, εντοπίζονται αναφορές που υποδεικνύουν τα μεγέθη προστασίας
είναι σύμφωνοι οι A. Klip, European Criminal Law, 2009, σ. 199, C. Mancuso, European Criminal
Policy, 2008, σ. 269 και η Α. Γιαννακούλα, Έγκλημα και Ποινή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 2015, σ. 233.
Βλ. επίσης και ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., όπου υποστηρίζεται το υπό
εξέταση έγκλημα αφορά στην προστασία και της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης των ομάδων
προσώπων, αλλά και των κατ’ ιδίαν μελών τους.

[441]
βέβαια, προστατεύεται και η δημόσια τάξη1784, καθότι για το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 ισχύει
εξίσου η απαίτηση που αποτυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση
του ν. 927/1979 «να ερευνάται η προσφορότητα κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να
παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική
συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά των οποίων
στρέφεται».
Στη δε παράγραφο 2 του άρθρου 2 του Ν. 927/1979 τυποποιείται κατά τα πρότυπα
του άρ. 1 παρ. 51785 ένα ιδιαίτερο έγκλημα, καθότι απαιτείται να συντρέχει στο πρόσωπο του
δράστη η ιδιαίτερη ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου. Μάλιστα, πρόκειται για μη
γνήσιο ιδιαίτερο έγκλημα, αφού η εν λόγω ιδιότητα δε δημιουργεί για πρώτη φορά το
αξιόποινο της συμπεριφοράς του δράστη, αυτό προϋπάρχει ήδη στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου.
Απλώς, η ιδιαίτερη ιδιότητα το επαυξάνει, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό από το βαρύτερο1786
πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για το δράστη μιας δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης
εγκλημάτων, όταν αυτός είναι δημόσιος λειτουργός ή υπάλληλος και παράλληλα λειτουργεί ως
τέτοιος κατά την τέλεση της πράξης («κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν
καθηκόντων»). Η απλή ανάγνωση της εν λόγω διάταξης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αποτελεί
διακεκριμένη παραλλαγή1787 της παρ. 1 του άρθρου 2, αφού, αν υποθέσει κανείς ότι
καταργείται η παρ. 2, όλες οι περιπτώσεις θα υπαχθούν στην παρ. 1 και ως εκ τούτου δεν είναι
ιδιώνυμο έγκλημα.

1784 Ισχυρός υποστηρικτής της δημόσιας τάξης ως προστατευόμενου έννομου αγαθού είναι η Ε.
Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 487-488, όπου και εστιάζει στη δύναμη
κινητοποίησης που θα πρέπει να εμπεριέχουν οι τυποποιούμενες πράξεις. Ομοίως η ίδια, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2015, σ. 734.
1785 Και ως εκ τούτου για την ερμηνεία των όρων της νομοτυπικής υπόστασης της παρ. 2 του άρθρου 2

ισχύουν mutatis mutandis όσα αναφέρθηκαν σχετικά στην παρ. 5 του άρθρου 1.
1786 Αφού είναι αυξημένο τόσο κατά το κατώτατο όριο της στερητικής της ελευθερίας ποινής (έξι

μήνες έναντι των τριών της παρ. 1, με ίδιο ανώτατο) όσο και στο σύνολο της χρηματικής (10.000-
25.000€).
1787 Και όχι επιβαρυντική περίσταση, όπως αναφέρεται στην ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον

2017, σ. 450 επ.

[442]
3. Συγκριτική επισκόπηση της νομικής αντιμετώπισης του ιστορικού
αναθεωρητισμού - αποκλίνουσες ρυθμίσεις στον ευρωπαϊκό χώρο

Σε προγενέστερο σημείο της παρούσας μελέτης1788 είχε επισημανθεί η διάκριση στην


οποία προβαίνει ο Χ. Ανθόπουλος αναφορικά με τον αναθεωρητικό λόγο 1789. Συγκεκριμένα,
αναφέρει ότι οφείλει κανείς να διακρίνει δύο κατηγορίες αυτού του λόγου· η μεν πρώτη
περιλαμβάνει τον αναθεωρητικό λόγο που δεν περιορίζεται απλώς στην αμφισβήτηση κάποιων
ιστορικών γεγονότων, αλλά συνδυάζεται και με απειλητικές, προσβλητικές και
καταφρονητικές εκφράσεις σε βάρος προσώπων ή ομάδων. Η δεύτερη αφορά στην περίπτωση
του ακαδημαϊκού αναθεωρητικού λόγου, δηλαδή εκείνου που, με επίκεντρο την επιστημονική
έρευνα, εξετάζει κάποια ιστορικά γεγονότα από διαφορετική όψη, αξιολογώντας τα
διαφορετικά ή ακόμα και αμφισβητώντας εντελώς την ύπαρξή τους, δίχως όμως να εμπεριέχει
κάποιο προκλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο.
Η ως άνω διαφοροποίηση στο περιεχόμενο θα περίμενε κανείς ότι αντανακλά και μια
διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των δύο παραπάνω κατηγοριών από τη σκοπιά του
συνταγματικού και του ποινικού δικαίου σε όλες τις έννομες τάξεις του ευρωπαϊκού χώρου1790.
Κι αυτό γιατί η πρώτη περίπτωση είναι ξεκάθαρο ότι εγείρει ζητήματα προσβολής δικαιϊκά
προστατευόμενων έννομων αγαθών και κατά αποτέλεσμα μπορεί να γίνει λόγος για θεμιτή και
νομιμοποιημένη ποινικοποίηση, ενώ η ποινικοποίηση της δεύτερης προσκρούει σφόδρα στην
ελευθερία της έκφρασης, της πληροφόρησης και της επιστημονικής έρευνας, χωρίς να μπορεί
να αντιτάξει κανείς -τουλάχιστον όχι εύκολα- και άρα να σταθμίσει την προσβολή ατομικών ή
συλλογικών έννομων αγαθών με την προσβολή των προαναφερθέντων συνταγματικών
δικαιωμάτων1791.
Στη γερμανική έννομη τάξη για παράδειγμα αφενός τιμωρείται ποινικά η άρνηση
ορισμένων μόνο ιστορικών γεγονότων και, συγκεκριμένα, αυτών που τελέστηκαν από το
εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς του Γ’ Ράιχ (παρ. 130 ΙΙΙ και IV του γερμανικού ποινικού κώδικα
– StGB1792), δίχως να αφήνεται περιθώριο για αναλογική εφαρμογή της διάταξης σε

1788 Βλ. παραπάνω Μέρος Γ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.


1789 Βλ. Χ. Ανθόπουλο, Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα, ΕΕΕυρΔ
2001, σ. 47.
1790 Τουλάχιστον σε εκείνες που έχουν ενσωματώσει την έννοια του έννομου αγαθού.

1791 Η μόνη λύση εδώ είναι η περισσότερη επιστημονική συζήτηση ή αλλιώς η αρχή του “more speech”,

όπως αναφέρει ο Χ. Ανθόπουλος, όπ.π., ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 48.


1792 Βλ. W. Brugger, The Treatment of Hate Speech in German Constitutional Law (Part I and II),

German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, p. 16-17, όπου παρατίθεται η αγγλική μετάφραση της παρ.
130 ΙΙΙ StGB, σύμφωνα με την οποία “(3) Imprisonment, not exceeding five years, or a fine, will be the
punishment for whoever, in public or in an assembly, approves, denies or minimizes an act described
in § 220 a (1) committed under National Socialism, in a manner which is liable to disturb the public
peace”. Βλ. επίσης L. Peck, The Law of Holocaust Denial in Europe: Towards a (qualified) EU-wide
Criminal Prohibition, Jean Monnet Working Paper 10/09, στην ιστοσελίδα

[443]
περιπτώσεις άρνησης άλλων ιστορικών γεγονότων, π.χ. της γενοκτονίας των Αρμενίων.
Αφετέρου, δεν υφίσταται καμία απολύτως διαφοροποίηση ως προς τη δυνατότητα
ποινικοποίησης αμφότερων των περιπτώσεων του αναθεωρητικού λόγου. Για την ακρίβεια,
όπως έχει επικρατήσει να λέγονται στη Γερμανία τόση η απλή άρνηση του Άουσβιτς1793 όσο και
η διακεκριμένη1794 είναι μορφές συμπεριφοράς που μπορούν εξίσου να υπαχθούν στην παρ.
130 StGB1795, εφόσον εκδηλώνονται κατά τρόπο που είναι πρόσφορος να διαταράξει τη
δημόσια ειρήνη1796, δίχως να λαμβάνει χώρα ανεπίτρεπτος περιορισμός της ελευθερίας της
έκφρασης από αυτόν τον ειδικό νόμο1797. Το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό
Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένα ότι η ποινική καταδίκη για την άρνηση του
Ολοκαυτώματος είναι πλήρως συμβατή με το θεμελιώδες δικαίωμα στην ελευθερία της
έκφρασης. Η απλή άρνηση του Ολοκαυτώματος δεν προστατεύεται ως λόγος, σύμφωνα με το

http://jeanmonnetprogram.org (στο εξής: “The Law of Holocaust Denial in Europe”), σ. 12, για την
παρ. 130 IV, σύμφωνα με την οποία “whoever, publicly or at a meeting, disturbs the public peace in a
manner that violates the dignity of the victims by approving of, glorifying, or justifying National
Socialist rule of arbitrary force shall be liable to imprisonment of not more than three years or a fine.”
1793 Η άρνηση, δηλαδή, της ιστορικότητας του ολοκαυτώματος των εβραίων στο Γ’ Ράιχ

(“Auschwitzlüge“) και συγκεκριμένα, όταν ισχυρίζεται κανείς π.χ. ότι «το Ολοκαύτωμα ποτέ δε συνέβη»
ή «οι αναφορές για το Ολοκαύτωμα είναι προφανώς υπερβολικές».
1794 Αυτή, δηλαδή, κατά την οποία όχι απλώς αμφισβητείται η εξολόθρευση των εβραίων, αλλά

ταυτόχρονα συνοδεύεται από πρόσθετα κανονιστικά συμπεράσματα ή προσκλήσεις για δράση.


Ενδεικτικά, όταν χαρακτηρίζεται η εξολόθρευση ως σιωνιστικό ψεύδος, με το οποίο επιδιώκεται η
εκβιαστική πληρωμή αποζημιώσεων από μέρους του γερμανικού λαού. Βλ. σχετικά Σ. Καρεκλά, όπ.π.,
Υπερ 1995, σ. 632 κ.επ. καθώς και W. Brugger, όπ.π., German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, σ.
32.
1795 Έτσι η W. Brugger, όπ.π., German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, σ. 32. Σύμφωνος και ο Ι.

Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 40. Πρβλ. και Σ. Καρεκλά, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 632 κ.επ., όπου
εξετάζει τη δυνατότητα υπαγωγής της άρνησης της ιστορικότητας του Ολοκαυτώματος των εβραίων,
όχι μόνο στην παρ. 130 ΙΙΙ, αλλά και στην Ι, δηλαδή στην πρόκληση βίας ή μίσους σε βάρος τμημάτων
του πληθυσμού καθώς και στην προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας δια της καθύβρισης, της
κακόβουλης πρόκλησης για περιφρόνηση ή της συκοφαντικής δυσφήμισης. Έτσι και ο C. Roxin, EuCLR
2013, σ. 13, για τις περιπτώσεις λόγου με προκλητικό χαρακτήρα (π.χ. η «αιτιολογημένη άρνηση» του
Ολοκαυτώματος).
1796 Μεγάλη η αντίθεση ανάμεσα στη Γερμανία και την Αμερική, καθότι, με βάση το συνταγματικό

δίκαιο της τελευταίας, η ποινικοποίηση μιας απλής άρνησης ιστορικού γεγονότος, ακόμα και του
Ολοκαυτώματος, θα ήταν ανεπίτρεπτη. Βλ. σχετικά C. Haupt, Regulating hate speech-Damned if you
do and damned if you don’t: Lessons learned from comparing the German and U.S. approaches, Boston
University International Law Journal, Vol. 23, p. 304 επ.
1797 Για το ότι οι διατάξεις της παρ. 130 StGB τυποποιούν ειδικές υποστάσεις που, μολονότι είναι

ειδικοί νόμοι, περιορίζουν επιτρεπτά, κατ’ εξαίρεση, την ελευθερία του λόγου καθώς και το ότι η
δικαιολόγηση της εξαίρεσης αυτής αφορά αποκλειστικά και μόνο την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της
Γερμανίας βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 44.

[444]
άρθρο 5 (1) του βασικού νόμου, διότι, όπως επεσήμανε το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό
Δικαστήριο, «... ένας πραγματικός ισχυρισμός που ο ομιλητής γνωρίζει ότι είναι, ή έχει
αποδειχθεί ότι είναι, αναληθής δεν καλύπτεται από την ελευθερία της γνώμης»1798. Η
συλλογιστική πίσω από μια τέτοια άποψη είναι ότι το ενδιαφέρον του κράτους για την
προώθηση της ανακάλυψης της αλήθειας δεν ενισχύεται επιτρέποντας τη διάδοση σαφώς
ψευδών δηλώσεων για ιστορικά γεγονότα. Μολονότι μία τέτοια νομική αντιμετώπιση της
απλής άρνησης του Άουσβιτς από τη γερμανική έννομη τάξη προσκρούει σε θεμελιώδεις αρχές
του ποινικού δικαίου και διαγράφει μία απορρυθμιστική τάση σε σχέση με αυτές,
«διασώθηκε» με την αιτιολογία ότι προσβάλλει την αξιοπρέπεια και την τιμή όλων των
εβραίων που ζουν στη Γερμανία, κάνοντας έτσι ένα μεγάλο άλμα προς την κατεύθυνση της
αποτίναξης του ναζιστικού παρελθόντος, το οποίο, άλλωστε, ήταν και το ζητούμενο. Εξάλλου,
οφείλει κανείς να μη λησμονεί ότι η Γερμανία συχνά χαρακτηρίζεται ως αρχέτυπο της
«μαχητικής δημοκρατίας», αποτελεί, με άλλα λόγια, μια χώρα της οποίας το σύνταγμα
βασίζεται στην αρχή μιας «δημοκρατίας ικανής να υπερασπίζεται τον εαυτό της» (“streitbare
Demokratie”), η οποία θα πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να υπερασπίσει τον εαυτό
έναντι εκείνων που επιθυμούν να ανατρέψουν το ελεύθερο και δημοκρατικό Σύνταγμα 1799.
Επιπλέον, η ελευθερία της έκφρασης στη Γερμανία ερμηνεύεται υπό το φως της βασικής αξίας
στην οποία εδράζεται η συνταγματική της τάξη, ήτοι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η δε
άρνηση του Ολοκαυτώματος αποτελεί απαράδεκτη προσβολή της αξιοπρέπειας των Γερμανών
εβραίων σε μια κοινωνία της οποίας το «σκοτεινό παρελθόν» δικαιολογεί μια ιδιαίτερη ηθική
ευθύνη των Γερμανών συμπολιτών τους όσον αφορά την εγγύηση της συλλογικής αυτο-
αντίληψης, της αξιοπρέπειας και της ασφάλειας των εβραίων που ζουν στη σύγχρονη
Γερμανία.

1798 Βλ. W. Brugger, όπ.π., German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, σ. 33 καθώς και απόφαση της
13 Απριλίου 1994, BVerfGE 90, 241, σ. 247.
1799 L. Peck, The Law of Holocaust Denial in Europe, όπ.π., σ. 9-10.

[445]
Σε άλλα κράτη (π.χ. Ολλανδία, Ελβετία1800, Ελλάδα1801 κ.ά.1802) το ενδιαφέρον του
ποινικού νομοθέτη δεν περιορίζεται μόνο στο Ολοκαύτωμα και στα εγκλήματα του ναζιστικού
καθεστώτος, ως ιστορικών γεγονότων η άρνηση των οποίων επισύρει υπό προϋποθέσεις
ποινικές κυρώσεις. Στρέφεται και εναντίον της δημόσιας επιδοκιμασίας, της άρνησης και της
χονδροειδούς υποτίμησης της σημασίας άλλων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας όπως
επίσης και γενοκτονιών (π.χ. των Αρμενίων το 1915 από την Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Χαρακτηριστική είναι και η απόφαση του Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου (2012),
με την οποία χαρακτηρίστηκε η “loi memoriélle”, που ποινικοποιούσε την άρνηση της
γενοκτονίας των Αρμενίων, ως αντισυνταγματική1803. Η ως άνω κρίση του γαλλικού
δικαστηρίου στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στην απαγορευμένη επέμβαση της νομοθετικής
λειτουργίας στη δικαστική και στην εντεύθεν προσβολή της διάκρισης των εξουσιών 1804 καθώς
και στο ότι διαπιστώθηκε αντισυνταγματική επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης1805. Πολύ

1800 Βλ. άρθρο 261 bis του Ελβετικού Ποινικού Κώδικα.


1801 Άρθρο 2 του Ν. 927/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 4285/2014.
1802 Οκτώ κράτη μέλη (Βουλγαρία, Κροατία, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Λιθουανία, Μάλτα, Σλοβενία και

Σλοβακία) ποινικοποιούν και τα τρία είδη συμπεριφοράς. Επτά κράτη μέλη δεν αναφέρουν ρητά και τα
τρία είδη συμπεριφοράς: Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία και Πολωνία αναφέρονται μόνο στην επιδοκιμασία, η
Πορτογαλία στην άρνηση, ενώ Λετονία και Ρουμανία στην επιδοκιμασία ή την άρνηση (η Ρουμανία
ποινικοποιεί την υποβάθμιση μόνο μέσω διανομής υλικού). Λετονία και Πορτογαλία αναφέρονται σε
όλα τα εγκλήματα διεθνούς εμβέλειας, ενώ η Ρουμανία αναφέρεται στη γενοκτονία και στα εγκλήματα
κατά της ανθρωπότητας, οι δε Ισπανία και Ιταλία μόνο στη γενοκτονία. Συνολικά πάντως, χωρίς την
Ελλάδα, δεκατρείς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Λιθουανία,
Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τσεχία), δύο χώρες
της Ευρώπης που δεν ανήκουν στην Ε.Ε. (Ελβετία, Λιχτενστάιν) και δύο (Ισραήλ, Καναδάς) από τις 150
εκτός Ευρώπης χώρες ποινικοποιούν εκδηλώσεις αναθεωρητισμού. Βλ. για τα παραπάνω την Έκθεση
της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την εφαρμογή της απόφασης-
πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων
ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου, έγγραφο COM/2014/027 final (στο εξής
«Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COM/2014/027 final»). Πρόκειται για τη γραπτή Έκθεση που
συνέταξε η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 10 παρ. 2 της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο
της Ε.Ε. και με την οποία αξιολογεί το βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη έχουν θέσει σε εφαρμογή όλες
τις διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας.
1803 Βλ. σχετικά ΕΔΔΑ, Perinçek κατά Ελβετίας (17/12/2013), αρ. προσφυγής 27510/08, καθώς και

αργότερα την απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης (15/10/2015) σε https://hudoc.echr.coe.int/.


1804 Στην περίπτωση κατά την οποία ποινικοποιείται η άρνηση ιστορικών γεγονότων που έχουν

αναγνωρισθεί με δικαστικές αποφάσεις. Ακόμα μεγαλύτερης έντασης είναι οι ενστάσεις κατά της
ποινικοποίησης της άρνησης γενοκτονιών που ακόμα δεν έχουν αναγνωρισθεί με αποφάσεις, καθότι
έτσι προσδίδεται κανονιστικός χαρακτήρας στις ιστορικές πηγές. Βλ. σχετικά Α. Βόλη, όπ.π., ΤοΣ 2014,
σ. 297.
1805 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Α. Βόλη, όπ.π., ΤοΣ 2014, σ. 296-297. Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης,

Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 40.

[446]
σημαντική είναι και η υπ’ αριθμ. 235/2007 απόφαση του Ισπανικού Συνταγματικού
Δικαστηρίου (της 7/11/2007), που εξέτασε το ζήτημα της συμβατότητας ανάμεσα στο άρθρο
20 παρ. 1 του ισπανικού Συντάγματος (το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ελεύθερη
έκφραση γνώμης) και του άρθρου 607 παρ. 2 του ισπανικού ποινικού κώδικα (το οποίο
ποινικοποιούσε τη διάδοση ιδεών και διδαχών που αρνούνται τη γενοκτονία) 1806. Στην
απόφαση 235/2007, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου (οκτώ από τους δώδεκα δικαστές)
απάντησε αρνητικά στο ερώτημα αυτό και έκρινε ότι η ποινικοποίηση της «απλής» άρνησης
οποιασδήποτε γενοκτονίας δεν είναι συμβατή με το συνταγματικό δικαίωμα στην ελευθερία
του λόγου. Λαμβάνοντας υπόψη τη γερμανική νομολογία που αναλύθηκε προηγουμένως, αυτό
το αποτέλεσμα φαίνεται να αποτελεί έκπληξη. Η βασική νομική εξήγηση είναι ότι η
πλειοψηφία του ισπανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου αρνήθηκε να δεχθεί το κλασικό
επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο η διάδοση των απόψεων των αρνητών του Ολοκαυτώματος
αποτελεί, σε όλες τις περιπτώσεις, μια γενική απειλή όχι μόνο για την ασφάλεια ορισμένων
μειονοτικών ομάδων, αλλά και για τη συνταγματική και δημοκρατική τάξη στο σύνολό της.
Τονίζει, δηλαδή, ότι η «απλή» άρνηση της γενοκτονίας δε δύναται να καταστεί αντικείμενο
ποινικοποίησης, διότι δε συνεπάγεται δίχως άλλο υποκίνηση σε βία ή μίσος. Αντιθέτως,
κατατείνει στη διάχυση της επιστημονικής άποψης του ρήτορα αναφορικά με ορισμένα
ιστορικά γεγονότα και ως εκ τούτου εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της επιστημονικής-
ακαδημαϊκής ελευθερίας. Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Ισπανία, σε αντίθεση με τη
Γερμανία ή τη Γαλλία, δεν είναι μια «μαχητική δημοκρατία», πράγμα που σημαίνει ότι η
άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να περιοριστεί λόγω του ότι μπορούν να
χρησιμοποιηθούν για αντι-συνταγματικούς σκοπούς. Το Δικαστήριο πράγματι επισημαίνει ότι
δεν υπάρχει ισοδύναμο με το άρθρο 17 της ΕΣΔΑ στο ισπανικό συνταγματικό σύστημα. Ένα
άλλο γενικό και αποφασιστικό σημείο που αναπτύχθηκε από την πλειοψηφία του Δικαστηρίου
είναι ότι οι δημόσιες αρχές δεν μπορούν, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς του οποίου οι
ακρογωνιαίοι λίθοι είναι ο πλουραλισμός και η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, να ελέγξουν, να
επιλέξουν ή να υπονομεύσουν σοβαρά τη δημόσια κυκλοφορία ιδεών ή διδασκαλιών, ακόμη
και αν αυτές οι ιδέες ή δόγματα είναι απωθητικά στην πλειοψηφία ή ασυμβίβαστες με την
αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αντίθετα και με έκπληξη, το Δικαστήριο

1806 Βλ. σχετικά Α. Βόλη, όπ.π., ΤοΣ 2014, σ. 299-300, C. Roxin, EuCLR, 2013, σ. 9 καθώς και P.
Salvador and A. Rubi, Genocide Denial and Freedom of Speech. Comments on the Spanish
Constitutional Court’s Judgment 235/2007, November 7th” (2008) 4 Review of the Analysis of the Law
(διαθέσιμο σε: www.indret.com). Βλ. επίσης και την παλιότερη απόφαση του ίδιου ως άνω
Δικαστηρίου, της 11 Νοεμβρίου 1991, σύμφωνα με την οποία η ομαδική προσβολή ενός λαού ή ενός
έθνους θίγει και το ατομικό δικαίωμα στην τιμή ενός εκάστου των μελών αυτού, και συνεπώς η
ποινικοποίηση της συμπεριφοράς που έχει τη μορφή ενός ομαδικού χαρακτηρισμού προσβλητικού για
την τιμή των εβραίων συνολικά και συνακόλουθα του κάθε εβραίου ατομικά είναι θεμιτή και επιτρεπτή,
σε αντίθεση με την απλή άρνηση ιστορικών γεγονότων. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικές με την
απόφαση αυτή βλ. Χ. Ανθόπουλο, όπ.π., ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 48.

[447]
δεν εγείρει αντιρρήσεις για την ποινικοποίηση της δημόσιας δικαιολόγησης μιας γενοκτονίας,
η οποία περιλαμβάνει την πράξη επιδοκιμασίας, εγκωμιασμού ή υποκίνησης σε έγκλημα
γενοκτονίας. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ της άρνησης και της δικαιολόγησης ενός
εγκλήματος γενοκτονίας είναι ότι η τελευταία δημιουργεί ένα σαφή και σύγχρονο κίνδυνο.
Στην ελληνική έννομη τάξη χαρακτηριστική, υπό τη νέα μορφή του άρθρου 2 του Ν.
927/19791807, είναι η υπ’ αριθμ. 2383/2015 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου
Ρεθύμνου1808. Σύμφωνα με τη μόλις προαναφερθείσα απόφαση, το άρθρο 2 του Ν. 4285/2014,
το οποίο αντικατέστησε το παλιό άρθρο 2 του Ν. 927/1979, κατά το μέρος που καθιστά
αξιόποινη την άρνηση εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου κ.λπ. που έχουν
αναγνωριστεί με «αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων» είναι αντισυνταγματικό. Πιο
συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι: α) ο Έλληνας νομοθέτης υπερέβη το συνταγματικά καθορισμένο
ρόλο του (ήτοι τη νομοθετική του λειτουργία) παρεισφρέοντας στο χώρο της ποινικής
δικαιοδοσίας με τη νομοθετική πρόβλεψη και το χαρακτηρισμό ιστορικών γεγονότων ως
εγκλημάτων, δίχως τη διεξαγωγή δίκης από δικαστήριο (αφού η δικαστική λειτουργία ασκείται
αποκλειστικά, με βάση τα άρθρα 26, 87 και 96 του Συντάγματος, από τα δικαστήρια), β)
περαιτέρω, η ποινικοποίηση της άρνησης ιστορικών γεγονότων τα οποία έχουν αναγνωριστεί
ως εγκλήματα γενοκτονιών, πολέμου κ.λπ. όχι όμως με αποφάσεις δικαστηρίων, αλλά με
αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων συνιστά μια «ιδιότυπη αναδρομική εφαρμογή του
ποινικού νόμου, αντίθετη με την αρχή n.c.n.p.s.l. praevia»1809, γ) με βάση τα παραπάνω ο
νομοθέτης υπερέβη την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρα 26 παρ. 1, 87 παρ. 1 και

1807 Το οποίο και εισήγαγε για πρώτη φορά ευθέως στην ελληνική έννομη τάξη την ποινικοποίηση της
δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων, προς συμμόρφωση στις απαιτήσεις της υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε. Για τη δυνατότητα ή μη τιμώρησης της μόλις
προαναφερθείσας συμπεριφοράς υπό το καθεστώς του Ν. 927/1979, πριν την τροποποίησή του με το Ν.
4285/2014, βλ. την υπ’ αριθμ. 913/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών (αδημ.), όπου
επισημαίνεται ότι «… Εξάλλου η άρνηση ιστορικών γεγονότων (π.χ. το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, η
γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους κ.ά.) δεν αποτελεί στην Ελλάδα ποινικό αδίκημα, και ως
εκ τούτου και στην περίπτωση που η άρνηση αυτή διανθίζεται με σχόλια και χαρακτηρισμούς που
ενοχλούν την πλειοψηφία των πολιτών, όπως συμβαίνει με τις απόψεις που εκφράζει ο κατηγορούμενος
στο επίμαχο βιβλίο για το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, δεν καταλείπεται έδαφος για κατ’ ουσίαν
εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του νόμου 927/1979».
1808 Βλ. ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., με παρατηρήσεις Ι. Μοροζίνη. Η εν λόγω απόφαση αφορά στην

εξέταση της τυχόν ποινικής ευθύνης ιστορικού ο οποίος συνέγραψε και κυκλοφόρησε σύγγραμμα με
ιστορικό θέμα υπό διαφορετική αξιολόγηση του συγκεκριμένου γεγονότος. Τελικά ο κατηγορούμενος
κηρύχθηκε αθώος για την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της επιδοκιμασίας, ευτελισμού και κακόβουλης
άρνησης της ύπαρξης και της σοβαρότητας εγκλημάτων του ναζισμού και εγκλημάτων πολέμου που
διέπραξαν οι κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1941-
1945) στην Κρήτη.
1809 Κατά την ειδικότερη διατύπωση της απόφασης 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ.

450 επ.

[448]
96 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος), αφού υπερέβη τα όρια της νομοθετικής του λειτουργίας και
επιχείρησε να υποκαταστήσει τη δικαστική (και δη την ποινική δικαιοδοσία, η οποία είναι η
μοναδική που δύναται να διαγνώσει την τέλεση εγκλήματος και να προσδώσει αυτόν το
χαρακτηρισμό σε ορισμένο ιστορικό γεγονός, όπως είναι, για παράδειγμα, τα εγκλήματα
πολέμου που τελέστηκαν από τις δυνάμεις του Άξονα στην ελληνική Επικράτεια και δη, στην
Κρήτη, αλλά και γενικά τα εγκλήματα των άρθρων 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς
Ποινικού Δικαστηρίου και του άρθρου 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου της
συμφωνίας του Λονδίνου του 19451810), δ) πέραν των ανωτέρω, μόνη η αναγνώριση των υπό
συζήτηση ιστορικών γεγονότων ως εγκλημάτων με αποφάσεις της Βουλής1811 δεν της προσδίδει
κανονιστικό χαρακτήρα, ώστε η ποινική καταστολή της αμφισβήτησης γύρω από αυτά και της
διαφωνίας περί το νομικό τους χαρακτηρισμό αποτελεί αντισυνταγματική παρέμβαση στην
ελευθερία της έκφρασης και της επιστημονικής-ακαδημαϊκής ελευθερίας1812 και επιπλέον
παραβιάζει και την ίδια την αρχή «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο» (n.c.n.p.s.l.),
«διότι δυνάμει της παραπάνω παραπομπής απειλεί ποινικές κυρώσεις άνευ κανόνα
δικαίου»1813, ε) κατά το μέρος που παραπέμπει αόριστα και γενικόλογα σε αποφάσεις της
Βουλής, η συγκεκριμένη διάταξη κρίθηκε για άλλη μια φορά αντισυνταγματική, καθότι
παραβιάζει την επιμέρους αρχή «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο ορισμένο»

1810 Τα οποία εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου
αναφέρονται ρητά στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο της Ε.Ε. (άρ. 1, παρ. 1, στοιχ. γ’
και δ’). Εν προκειμένω βλ. και τις παρατηρήσεις της Α. Διονυσοπούλου επί του άρθρου 2 στην Έκθεση
της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων επί του νομοσχεδίου που κατατέθηκε για την
τροποποίηση του Ν. 927/1979. Σύμφωνα με την παραπάνω, «θα ήταν νομοτεχνικώς ορθότερο να γίνει
παραπομπή στα άρθρα 7 έως 15 του Ν. 3948/2011 «προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού
δικαίου προς τις διατάξεις του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το
Ν. 3003/2002», τα οποία θεσπίζουν εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και
εγκλήματα πολέμου, προσαρμόζοντας το ημεδαπό δίκαιο στις ρυθμίσεις των άρθρων 6, 7 και 8 του
Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου».
1811 Αναγνωρίζεται, τουναντίον, η δυνατότητα διεθνών δικαστηρίων να προσδίδουν, κατόπιν

ανεξάρτητης και αμερόληπτης δικαστικής κρίσης, σε ορισμένα ιστορικά γεγονότα το χαρακτηρισμό


«έγκλημα», η αμφισβήτηση του οποίου νομιμοποιεί τότε την πρόβλεψη ποινής, η δε ποινικοποίηση της
αμφισβήτησης αυτής συνιστά πλέον θεμιτό περιορισμό στην ελευθερία της έκφρασης και στην
επιστημονική έρευνα. Βλ. εδώ και Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 221, σύμφωνα με τον
οποίο ο αρνητισμός θα πρέπει να είναι αξιόποινος μόνο σε οριακές περιπτώσεις, η δε προσφυγή στη
λύση της αναγνώρισης ενός γεγονότος ως εγκλήματος από διεθνές δικαστήριο - και όχι από τη Βουλή-
αποτελεί τη σχετικά καλύτερη λύση.
1812 Άρθρα 14, 16 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, άρθρα 11 και 13 του Χάρτη και άρθρο

19 του ΔΣΑΠΔ.
1813 Ομόρροπη σκέψη της απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου με εκείνη του

Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου (2012) που αναφέρεται στο κυρίως κείμενο λίγο παραπάνω.

[449]
(n.c.n.p.s.l.certa)1814. Εν προκειμένω θεσπίζεται αξιόποινο, δίχως όμως να ορίζουν σαφώς και
με ορισμένο τρόπο οι κατά παραπομπή διατάξεις τις ειδικότερες αξιόποινες συμπεριφορές που
ανάγονται σε εγκλήματα, η επιδοκιμασία, ο ευτελισμός ή η κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης ή
της σοβαρότητας των οποίων τιμωρείται ως αδίκημα στην υπό εξέταση διάταξη. ΣΤ) Τέλος, με
την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 του Ν. 4285/2014, κατά το
μέρος που αναφέρεται σε αναγνώριση εγκλημάτων γενοκτονιών, πολέμου κ.λπ. με αποφάσεις
της Βουλής, υπονομεύει την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι του εθνικού1815 και
παραβιάζει την αρχή της έντιμης συνεργασίας της Συνθήκης της Ε.Ε. Ειδικότερα, η ως άνω
απόφαση-πλαίσιο παρείχε στα κράτη-μέλη, με βάση το άρθρο 1 παρ. 4 αυτής, τη
δυνατότητα1816 να εξαρτήσουν το αξιόποινο της υπό εξέταση συμπεριφοράς από την
αναγνώριση των εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονιών κ.λπ. με αμετάκλητη απόφαση εθνικού
δικαστηρίου του εκάστοτε κράτους-μέλους ή/και διεθνούς δικαστηρίου ή με αμετάκλητη
απόφαση διεθνούς δικαστηρίου μόνον. Εν ολίγοις, προβλέφθηκε η εξάρτηση του αξιοποίνου
της δημόσιας άρνησης ή της χονδροειδούς υποτίμησης1817 της σοβαρότητας των
αναφερόμενων εκεί εγκλημάτων από την αναγνώρισή του ως τέτοιων δια της δικαστικής οδού
και μόνον και όχι από αποφάσεις εθνικών νομοθετών. Η κατά παρέκκλιση της παραπάνω
προβλεπόμενης δυνατότητας διαμόρφωση του άρθρου 2 του Ν. 4285/2014 οδήγησε το
δικαστή του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου στην κρίση ότι ο Έλληνας νομοθέτης
διεύρυνε και περαιτέρω εξάρτησε το αξιόποινο της εν λόγω συμπεριφοράς από στοιχεία που η
ενωσιακή πράξη απέκλειε, υπονομεύοντας έτσι την επιδιωκόμενη με την απόφαση-πλαίσιο
νομοθετική εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο1818.

1814 Άρθρο 7 του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, άρθρο 15 του ΔΣΑΠΔ, όπως και το άρθρο 49 του Χάρτη
Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε.
1815 Και την επιδιωκόμενη με την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο νομοθετική εναρμόνιση

σε ευρωπαϊκό δίκαιο.
1816 Για την ακρίβεια, πρόκειται για προαιρετικό προσδιορισμό, όπως χαρακτηρίζεται η εν λόγω

δυνατότητα στην Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COM/2014/027 final.


1817 Όχι, όμως, και της επιδοκιμασίας των εγκλημάτων πολέμου κ.λπ., ώστε αυτή να μπορεί να

τιμωρηθεί και όταν αφορά σε μελλοντική τέλεση των εγκλημάτων αυτών σε βάρος των
προσδιοριζόμενων ομάδων ή των μελών τους. Βλ. σχετικά Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
COM/2014/027 final και ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 κ.επ. Πρβλ. και Α.
Γιαννακούλα, όπ.π., 2015, σ. 137 για τις δυνατότητες εξαίρεσης συγκεκριμένων συμπεριφορών από την
τυποποίηση κατά τη διαμόρφωση των «ελάχιστων κανόνων» από τον ενωσιακό νομοθέτη.
1818 Πρβλ. την κριτική που ασκήθηκε στο συγκεκριμένο σκεπτικό της κατά λοιπά πολύ

εμπεριστατωμένης απόφασης από την Α. Γιαννακούλα, Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού, σε


«Προστασία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ‒ Κρίσιμα ζητήματα στον Ευρωπαϊκό Χώρο», επιμ. Δεληγιάννη
Χ., Γαϊτενίδη Ν., Κόνιαρη Β., 2018, σ. 107-108, σύμφωνα με την οποία, μεταξύ άλλων, η αρμοδιότητα
της Ε.Ε. ως προς τη θεμελίωση κανόνων ουσιαστικού ποινικού δικαίου είναι συντρέχουσα και ως εκ
τούτου προάγει περισσότερο την «προσέγγιση» και όχι απαραίτητα την «ομοιομορφία» των εθνικών

[450]
Σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης και στο πλαίσιο εξέτασης της παραβίασης του
άρθρου 10 της ΕΣΔΑ για την ελευθερία της έκφρασης ενδιαφέρον παρουσιάζει η απόφαση
Perinçek κατά Ελβετίας1819, η οποία εξέτασε το ζήτημα της ποινικοποίησης της άρνησης
ιστορικών γεγονότων (και, συγκεκριμένα, της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Οθωμανική
Αυτοκρατορία) και της συμβατότητας της ποινικοποίησης αυτής με την ελευθερία της
έκφρασης, υπό το πρίσμα της «γενικής συναίνεσης» επί των ιστορικών γεγονότων. Πιο
συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να αποφασίσει για την τύχη της προσφυγής που άσκησε ο
επικεφαλής του Τουρκικού Εργατικού Κόμματος, Dogun Perinçek, κατά της απόφασης του
ποινικού δικαστηρίου της Ελβετίας που τον καταδίκασε για παραβίαση του άρθρου 261 bis του
ελβετικού ποινικού κώδικα1820, λόγω του ότι αρνήθηκε δημόσια ότι οι σφαγές και οι απελάσεις
που υπέστησαν οι Αρμένιοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915 και κατά τα επόμενα έτη
συνιστούσαν γενοκτονία, χαρακτηρίζοντάς την ως ένα «διεθνές ψεύδος». Ξεκινώντας το
Δικαστήριο του Στρασβούργου από το γνωστό και καθιερωμένο στο πλαίσιο της εξέτασης της
τυχόν παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ έλεγχο περί καταχρηστικής άσκησης του
δικαιώματος (άρθρο 17 της ΕΣΔΑ), αποφάνθηκε ότι δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα
καταχρηστικότητας, αφού η άσκηση του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση από τον
προσφεύγοντα δεν αποσκοπούσε σε χειραγώγηση και καταστρατήγηση αυτής1821. Εξάλλου, οι
δηλώσεις του δεν εξέφραζαν περιφρόνηση για τα θύματα των γεγονότων του 1915 και των
επόμενων ετών, ούτε και προσπάθησε να δικαιολογήσει τη γενοκτονία των Αρμενίων 1822.
Αντιθέτως, η ποινική του καταδίκη για την από μέρους του ενάσκηση αυτού του
δικαιώματος1823, με τον τρόπο που εκφράστηκε ο Perinçek, προσέβαλε το δικαίωμα στην
ελεύθερη έκφραση της γνώμης του. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η δημόσια τοποθέτηση επί ενός
ιστορικού γεγονότος για το νομικό χαρακτηρισμό του οποίου δεν υφίσταται πολιτική και

έννομων τάξεων στο πλαίσιο της Ε.Ε. Βλ. επίσης την ίδια, Έγκλημα και Ποινή στην Ε.Ε., όπ.π., σ. 136
επ. και 436 επ.
1819 Απόφαση ΕΔΔΑ της 17.12.2013, αρ. προσφυγής 27510/08, και η μεταγενέστερη απόφαση της

15.10.2015 του Τμήματος Μείζονος Σύνθεσης του ΕΔΔΑ, κατόπιν αιτήματος εκ μέρους της Ελβετίας για
παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του ως άνω Τμήματος. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Α. Βόλη,
όπ.π., ΤοΣ 2014, σ. 293 κ.επ.
1820 Το οποίο ποινικοποιεί την άρνηση, τη χονδροειδή υποτίμηση και τη δικαιολόγηση γενοκτονίας ή

άλλων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Για την ακριβή διατύπωση του σχετικού άρθρου βλ.
Perinçek κατά Ελβετίας, Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης, 15.10.2015, αρ. σκέψης 32.
1821 Για περιπτώσεις καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος βλ., ως πρόσφατα παραδείγματα, Hizb

ut-Tahrir και άλλοι κατά Γερμανίας, αρ. προσφυγής 31098/08, §§ 73-74 και 78, 12 Ιουνίου 2012, και
Kasymakhunov και Saybatalov κατά Ρωσίας, 26261/05 και 26377/06, §§ 106-13, 14 Μαρτίου 2013.
1822 Perinçek κατά Ελβετίας, όπ.π., αρ. σκέψης 104 και 156.

1823 Η οποία, πάντως, καταδίκη αποσκοπούσε στην προστασία των δικαιωμάτων των άλλων και,

συγκεκριμένα, της αξιοπρέπειας των ζώντων Αρμενίων, ως απογόνων εκείνων που σφαγιάστηκαν το
έτος 1915, αλλά και των σωζόμενων θυμάτων. Έτσι στην Perinçek κατά Ελβετίας, όπ.π., αρ. σκέψης 156.

[451]
ιστορική συναίνεση (άλλως «γενική συναίνεση», όσο αυτή, βέβαια, μπορεί να υφίσταται επί
οποιουδήποτε ιστορικού γεγονότος) δεν είναι πρόσφορη να οδηγήσει σε μίσος και βία κατά
προσώπων ή ομάδων1824, οι δε δηλώσεις του είχαν «ιστορικό, νομικό και πολιτικό χαρακτήρα»
και αφορούσαν δημόσια συζήτηση. Ακόμα και το ιστορικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
εκφράστηκε ο προσφεύγων δεν χαρακτηριζόταν από εντάσεις ή ιδιαίτερα ιστορικές διαστάσεις
στην Ελβετία. Κατόπιν τούτων κρίθηκε ότι ο περιορισμός στην ελευθερία της έκφρασης δια
της ποινικής καταδίκης του Perinçek δεν ήταν «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία για
την προστασία της τιμής και των συναισθημάτων των απογόνων των θυμάτων των γεγονότων
του 1915 και των επόμενων ετών»1825.
Από την εξέταση της παραπάνω υπόθεσης προκύπτει και ο τρόπος που προσεγγίζει το
ΕΔΔΑ την αντιμετώπιση συναφών ζητημάτων1826. Μετά τον έλεγχο της τυχόν
καταχρηστικότητας στην άσκηση του προστατευτέου δικαιώματος και εφόσον η κρίση περί
αυτού είναι αποφατική, το Δικαστήριο του Στρασβούργου εκτιμά ποια είναι τα δικαιώματα
εκείνα που θίγονται από την ενάσκηση του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση και
προβαίνει στη στάθμισή τους, επιδιώκοντας, όσο το δυνατόν, μία ισορροπία ανάμεσα στα
προστατευόμενα από τη Σύμβαση δικαιώματα, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες
περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης και την αναλογικότητα ανάμεσα στα μέσα που
αξιοποιήθηκαν και τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ακολουθεί, με άλλα λόγια, μια τυποποιημένη
ανάλυση, βήμα προς βήμα, κατά την οποία εξετάζει πρώτον, αν ο περιορισμός που τίθεται
στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης προβλέπεται στο νόμο, δεύτερον,
αν επιδιώκει κάποιο νόμιμο στόχο (όπως είναι π.χ. η πρόληψη εγκλημάτων και της κοινωνικής
αναταραχής και, συγκεκριμένα, η ανάγκη για διασφάλιση της κοινωνικής συνύπαρξης του
πληθυσμού, η προστασία της φήμης και των δικαιωμάτων τμημάτων του πληθυσμού, π.χ. των
Εβραίων) και, τέλος, αν είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία.

1824 Αναφορικά, όμως, με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων το δικαστήριο εξέφρασε διαφορετική θέση
(σκ. 243). Η ιδιαιτερότητα της άρνησης του Ολοκαυτώματος έγκειται στο γεγονός ότι εκφράζει μια
αντιδημοκρατική ιδεολογία παγίως και διεθνώς αναγνωρισμένη ως επικίνδυνη και συνακόλουθα
απαγορευμένη, ιδίως στη Γερμανία και στις χώρες που έχουν βιώσει τη φρίκη του ναζισμού και οι
οποίες έχουν μια ηθική υποχρέωση να αποστασιοποιηθούν από συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα-
θηριωδίες, καθιστώντας παράνομη την άρνησή τους. Βλ. συναφώς και το σχόλιο της Μ. Καϊάφα-
Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 104, υποσημ. υπ’ αριθμ. 39.
1825 Perinçek κατά Ελβετίας, όπ.π., αρ. σκέψης 158.

1826 Ειδικά για την περίπτωση της άρνησης του Ολοκαυτώματος, στην οποία διαχρονικά το

Δικαστήριο του Στρασβούργου δεν ακολούθησε σταθερή στάση, με επικρατούσα πλέον την απόλυτη
θεώρηση μιας τέτοιας έκφρασης ως κατάχρησης δικαιώματος βλ. L. Peck, The Law of Holocaust Denial
in Europe, όπ.π., σ. 36 επ.

[452]
4. Ζητήματα συμβατότητας της ποινικοποίησης της δημόσιας άρνησης εγκλημάτων
(άρθρο 2) με το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης

Όπως έχει επισημανθεί και σε προηγούμενο σημείο της παρούσας μελέτης1827, η


ελευθερία της γνώμης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 παρ. 1 του Συντ., δεν είναι
απεριόριστη. Το Σύνταγμα υποβάλλει το συγκεκριμένο δικαίωμα στην επιφύλαξη του νόμου
(«καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει … τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους
του κράτους»). Σύμφωνα με τη συνταγματική θεωρία, «νόμοι του κράτους, κατά το άρθρο 14
παρ. 1 του Συντ., είναι μόνο οι προσωπικά και αντικειμενικά γενικοί νόμοι, εκείνοι δηλαδή που
προστατεύουν ένα έννομο αγαθό, χωρίς να στρέφονται ούτε κατά ορισμένου προσώπου ή
ομάδας προσώπων, ούτε κατά ορισμένης γνώμης, και χωρίς να καθιστούν αδύνατη ή να
δυσχεραίνουν δυσανάλογα την έκφραση και διάδοση της γνώμης»1828.
Από την παραπάνω διατύπωση προκύπτει με ενάργεια ότι οι προϋποθέσεις που
απαιτείται να συντρέχουν και, μάλιστα, σωρευτικά για ένα συνταγματικά ανεκτό περιορισμό
της ελευθερίας της έκφρασης είναι τρεις. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει πρώτον ο περιορισμός
που εισάγεται δια της ποινικοποίησης μιας συμπεριφοράς που συνίσταται στην έκφραση
γνώμης να προκύπτει από νόμο γενικό, δηλαδή από ένα νόμο που δε στοχεύει να πλήξει μία
συγκεκριμένη άποψη, θέση ή τοποθέτηση του ομιλούντος προσώπου. Τουναντίον, οφείλει να
είναι ουδέτερος και να μη συνδέεται με το περιεχόμενο της γνώμης που εκφράζεται. Επιπλέον,
θα πρέπει ο νόμος αυτός να κατατείνει στην προστασία κάποιου επίσης προστατευόμενου,
άμεσα ή έμμεσα, από το Σύνταγμα έννομου αγαθού, το οποίο προστατεύεται και σε άλλες
περιπτώσεις από διαφορετικές προσβολές, ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο νόμος δεν προσπαθεί
να απαγορεύσει την έκφραση ή τη διάδοση μιας συγκεκριμένης γνώμης, η οποία θα πρέπει να
του είναι αδιάφορη, αλλά να προστατεύσει κάποιο έννομο αγαθό. Τέλος, θα πρέπει να μη
θίγεται ο απαραβίαστος πυρήνας του δικαιώματος, να μην καθίσταται, δηλαδή, αδύνατη ή να
μη δυσχεραίνεται δυσανάλογα η έκφραση και διάδοση γνώμης.
Ένα πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί ευχερώς κατόπιν των ανωτέρω
επισημάνσεων είναι ότι η τυποποίηση ποινικών διατάξεων που απαγορεύουν και συνάμα
απειλούν ποινή για την έκφραση μιας συγκεκριμένης γνώμης-άποψης (ιστορικής, πολιτικής,
θρησκευτικής κ.ά.), η οποία μπορεί να είναι αποκλίνουσα, ακόμα και αποκρουστική, άνευ
ετέρου και δίχως να συντρέχει κάποια άλλη προϋπόθεση, είναι αντισυνταγματική, καθότι
παραβιάζει όλες τις παραπάνω τεθειμένες προϋποθέσεις1829.

1827 Μέρος Γ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 2.


1828 Για τον ορισμό αυτό βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Α’ τόμος, β’ έκδοση, σ. 504.
1829 Έτσι και οι Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Α’ τόμος, β’ έκδοση, σ. 504, Ι. Μοροζίνης, Ν.

927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 43 και Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα,
2006, σ. 300.

[453]
Έτσι γίνεται αντιληπτό γιατί μία νομοθετική παρέμβαση που θα καθιστούσε ποινικό
αδίκημα την απλή άρνηση, έστω και κακόβουλη, του Ολοκαυτώματος καθώς και των
εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς στη ναζιστική Γερμανία
θα ήταν μη συμβατή με την ελευθερία της γνώμης και άρα ανεπίτρεπτη ως περιορισμός στην
ελληνική συνταγματική τάξη1830. Δεν τίθεται, όμως, μόνο το Σύνταγμα ως πρόσκομμα σε μία
τέτοια ρύθμιση, αλλά και το ίδιο το ποινικό δίκαιο, το οποίο αξιώνει εναρμόνιση της ποινικής
νομοθεσίας με τις ορθολογικές επιταγές του κράτους δικαίου. Ένας λόγος δεν μπορεί να
τιμωρείται για το περιεχόμενό του, αλλά για τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει σε ατομικά ή
συλλογικά έννομα αγαθά. Τυχόν διεύρυνση της ποινικής ύλης προς μία τέτοια κατεύθυνση θα
σήμαινε διολίσθηση του ποινικού δικαίου στην ηθικολογία και τη συμβολική νομοθέτηση1831.
Οι αποκρουστικές και μισαλλόδοξες ιδέες, όσο δε διαθέτουν προκλητικό χαρακτήρα, δεν
πρέπει να αποκρούονται με τα μέσα της ποινικής καταστολής, καθότι ελλοχεύει ο κίνδυνος το
ίδιο το κράτος δικαίου να καταστεί μισαλλόδοξο και να παρασυρθεί σε ένα δημοκρατικό
φονταμενταλισμό δίχως όρια και τέλος.
Ακόμα και ο ενωσιακός νομοθέτης στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο
της Ε.Ε., βάσει του άρθρου 1 παρ. 1, στοιχ. γ’ και δ’ της οποίας υπαγόρευσε την ποινικοποίηση
της δημόσιας επιδοκιμασίας, της άρνησης ή της χονδροειδούς υποτίμησης της σοβαρότητας
όσον αφορά γενικά στα εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και
εγκλήματα πολέμου, όπως ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς
Ποινικού Δικαστηρίου καθώς και στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου,
αντιλήφθηκε τα προβλήματα που θα ανέκυπταν από την ποινικοποίηση και την εφαρμογή των
συγκεκριμένων προβλέψεων κι έτσι έδωσε τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να περιορίσουν το
αξιόποινο της συμπεριφοράς επιλέγοντας την τιμώρηση, μόνο όταν η συμπεριφορά
εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να διαταράξει τη δημόσια τάξη ή έχει απειλητικό,
υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα1832.

1830 Σε αντίθεση με τη γερμανική, όπου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, διαπιστώνεται μια ειδική,
ιστορική σχέση με το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς και άρα δικαιολογείται εκεί μια εξαιρετική ρύθμιση
που, όμως, δεν μπορεί να μεταφερθεί σε άλλες έννομες τάξεις, με επιχείρημα εξ αντιθέτου, όπως
επισημαίνει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 45. Σύμφωνα με τον τελευταίο,
μάλιστα, θα πρέπει de lege ferenda να απαλειφτεί η συγκεκριμένη πρόβλεψη από το άρθρο 2 του Ν.
927/1979, ως απαγορευμένος ειδικός νόμος που στοχεύει να απαγορεύσει την αναφορά σε
συγκεκριμένα γεγονότα και συνακόλουθα την έκφραση συγκεκριμένης γνώμης. Για σχετική γερμανική
νομολογία βλ. Κ. Βαθιώτη (επιμ.), Απόφαση βαυαρικού Ακυρωτικού (BayObLG) της 17.12.96 - 2 StR
178/96 (NStZ 1997, σ. 283 επ.), NStZ 1998, σ. 196, με σχόλια των J. Peglau και G. Jakobs, ΠοινΧρον
ΜΗ/1998, 696. Πρβλ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733, η οποία τονίζει
ότι, κατά το ελληνικό δίκαιο, το στοιχείο της υποκίνησης σε μίσος δεν είναι αυτονόητο από τη
διατύπωση και μόνο της άρνησης του Ολοκαυτώματος, αλλά θα πρέπει κάθε φορά να αποδεικνύεται.
1831 Πρβλ. Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 210, όπου, επισημαίνοντας τις ενστάσεις για την

εν λόγω ποινικοποίηση, αναφέρει ότι «αποσκοπεί στην προστασία ορισμένων κοινωνικών ταμπού».
1832 Άρθρο 1 παρ. 2 της απόφασης-πλαίσιο.

[454]
Ομόρροπη φαίνεται να είναι και η ρήση στην αιτιολογική έκθεση στο σ/ν για την
τροποποίηση του Ν. 927/1979 (Β’: ειδικό μέρος, παρ. 2), ότι δηλαδή: «στο άρθρο 2 …
προβλέπεται ειδικότερα η ποινικοποίηση των ξενόφοβων και ρατσιστικών συμπεριφορών που
εκδηλώνονται με αφορμή την επιδοκιμασία ή την κακόβουλη άρνηση … της σημασίας του
Ολοκαυτώματος, …, εφόσον θεωρούνται πρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση ομάδων
ή προσώπων, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 2».
Εκείνο που ερωτάται, κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι πλέον αν είναι συνταγματικά
ανεκτή, ως περιορισμός του ατομικού δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης, όχι μόνο η
απλή άρνηση του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού, αλλά και η απλή1833
άρνηση οποιουδήποτε ιστορικού γεγονότος (γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της
ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου) και περαιτέρω η απλή έκφραση γνώμης επ’ αυτών
δια της αμφισβήτησης της ύπαρξής τους. Η απάντηση στην παραπάνω ερώτηση είναι
προφανής και δε θα μπορούσε να διαφοροποιείται ως προς εκείνη που δόθηκε ανωτέρω
αναφορικά με την απλή άρνηση του Ολοκαυτώματος1834. Οι λόγοι που δικαιολογούν την ίδια
αντιμετώπιση είναι αφενός το γεγονός ότι η ποινικοποίηση στοχεύει και πάλι στην
καταπολέμηση μίας συγκεκριμένης γνώμης, αυτής που αρνείται την ύπαρξη ενός ιστορικού
γεγονότος, και αφετέρου η δεδομένη ανυπαρξία προσβαλλόμενου έννομου αγαθού1835, η
ανάγκη για διασφάλιση του οποίου θα δικαιολογούσε, υπό προϋποθέσεις, την επέμβαση στο
ατομικό δικαίωμα για ελεύθερη έκφραση της γνώμης.

1833 «Γυμνή», όπως τη χαρακτηρίζει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 47,
αναφερόμενος σε μία έκφραση γνώμης «χωρίς προκλητικό χαρακτήρα», κατά τη διατύπωση των
Lackner/Kühl, StGB παρ. 130 Rn. 8a και του C. Roxin, EuCLR 2013, σ. 9-10.
1834 Βλ. συναφώς και Χ. Ανθόπουλο, ΕΕΕυρΔ 2001, σ. 47-18, ο οποίος, επικαλούμενος τον N. Strossen,

Balancing the Rights to freedom of expression and equality: a civil liberties approach to hate speech in
campus, σε S. Coliver (επιμ.), Striking a balance όπ.π., σ. 309, αναφέρεται στην απόφαση Texas v.
Johnson (1989), η οποία, αναφορικά με την ποινική απαγόρευση της βεβήλωσης της αμερικανικής
σημαίας, έκρινε ότι «η κυβέρνηση δεν μπορεί να απαγορεύσει την έκφραση μιας ιδέας απλώς επειδή η
κοινωνία θεωρεί την ιδέα καθ’ εαυτή προσβλητική ή διαφωνεί», προσθέτοντας ότι το «αντίδοτο» σε
τέτοιες περιπτώσεις είναι μόνο μία περαιτέρω συζήτηση επιστημονικού περιεχομένου.
1835 Βλ. όμως Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 485, όπου επισημαίνεται ότι η

άρνηση ιστορικών γεγονότων, σύμφωνα με την επεξηγηματική έκθεση για το Πρωτόκολλο στη
Σύμβαση για το κυβερνοέγκλημα, «προσβάλλει τη μνήμη των θυμάτων και τους συγγενείς τους και
απειλεί την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης κοινότητας». Βλ. επίσης και τις μετέπειτα παρατηρήσεις της
συγγραφέως για τη θέση αυτή. Το κρίσιμο κατά την άποψή της δεδομένο είναι η δύναμη κινητοποίησης
άλλων που εμπεριέχει μια τέτοια έκφραση και η εντεύθεν δυνατότητα διατάραξης της δημόσιας τάξης.
Βλ. αντίθετα με τη μόλις προαναφερθείσα θέση Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2010, σ. 453 επ., τον ίδιο,
Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 49 επ. καθώς και Θ. Πανταζή, Η «ελευθερία» του δημόσιου
ρατσιστικού λόγου, ΠοινΔικ 2018, σ. 836 επ.

[455]
Κρατικά αναγνωρισμένες γνώμες και «κρατικές αλήθειες» δεν υπάρχουν 1836. Ακόμα κι
αν υφίστανται αποφάσεις της Βουλής που αναγνωρίζουν την ύπαρξη και το χαρακτηρισμό
ορισμένων ιστορικών γεγονότων ως π.χ. γενοκτονιών1837, δε νοείται επιτρεπτή απαγόρευση
της κριτικής και του διαλόγου για όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου, ακόμα και σε σχέση
με τα λεγόμενα εθνικά θέματα και της έκφρασης διαφορετικής γνώμης επ’ αυτών1838.
Επιπρόσθετα, όπως επεσήμανε και το Ισπανικό Συνταγματικό Δικαστήριο στη θεμελιώδη υπ’
αριθμ. 235/2007 απόφασή του1839, η «απλή» άρνηση της γενοκτονίας (και οποιουδήποτε
άλλου ιστορικού γεγονότος, θα προσέθετα εγώ) δε δύναται να καταστεί αντικείμενο
ποινικοποίησης1840, διότι δε συνεπάγεται δίχως άλλο υποκίνηση σε βία, μίσος ή διακρίσεις1841
κατά προσώπων ή ομάδων που προσδιορίζονται βάσει φυλετικών, εθνοτικών, θρησκευτικών
κ.ά. χαρακτηριστικών. Δεν έχει, δηλαδή, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του C.
Roxin1842, «προκλητικό χαρακτήρα» και άρα δεν προσβάλλει1843 κάποιο έννομο αγαθό. Όπως,

1836 Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Α’ τόμος, β’ έκδοση, σ. 506-507.


1837 Πρβλ. εδώ R. Lemkin, Axis Rule in Occupied Europe: Laws of Occupation, Analysis of
Government, Proposals for Redress (Carnegie Endowment for International Peace, 1944), όπως επίσης
και D. Fraser, On the Internet, Nobody Knows You’re a Nazi: Some Comparative Legal Aspects of
Holocaust Denial on the WWW, in I. Hare and J. Weinstein (eds), Extreme Speech and Democracy
(OUP, 2009), p. 512, σύμφωνα με τον οποίο αμφισβητείται η δυνατότητα χαρακτηρισμού ενός
ιστορικού γεγονότος ως γενοκτονίας (π.χ. της γενοκτονίας των Αρμενίων, η οποία πραγματοποιήθηκε
στην Οθωμανική αυτοκρατορία από τους Νεότουρκους το 1915), στην περίπτωση που αυτό έλαβε χώρα
πολύ πριν την ίδια την επίσημη, διεθνή καθιέρωση του νομικού όρου «γενοκτονία». Περαιτέρω, η
απαγόρευση της άρνησης της γενοκτονίας των Αρμενίων εξαρτάται από το κατά πόσο δύναται ένα
εθνικό ή διεθνές δικαστήριο σήμερα να προσδώσει αυτόν το χαρακτηρισμό αναδρομικά σε γεγονότα
που τελέστηκαν πριν την καθιέρωσή του.
1838 Έτσι και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733.

1839 Βλ. παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 2.3.

1840 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733, που παραπέμπει σχετικά στην

απόφαση του ΕΔΔΑ, Orban and others κατά Γαλλίας, 15.01.2009, σκέψεις 35-37. Σύμφωνα με την
απόφαση αυτή η αμφισβήτηση ιστορικών γεγονότων (εν προκειμένω εγκλήματα πολέμου στην
Αλγερία) δεν είναι ασύμβατη με την ελευθερία της έκφρασης. Αντιθέτως, προάγει τη δημόσια συζήτηση
γύρω από ζητήματα ευρύτερου ενδιαφέροντος.
1841 Ρητή προϋπόθεση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979, το οποίο έγινε δεκτό ότι εισάγει ένα

συνταγματικά επιτρεπτό περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης.


1842 Ο ίδιος, EuCLR, 2013, σ. 9-10. Βλ. επίσης και την υπ’ αριθμ. 35 Γενική Σύσταση της Επιτροπής του

Ο.Η.Ε. για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, CERD/C/GC/35, 26 Σεπτεμβρίου 2013,
αναφορικά με την καταπολέμηση της ρητορικής του μίσους, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή
συνιστά να δηλωθούν ως αξιόποινες πράξεις οι δημόσιες αρνήσεις ή οι απόπειρες δικαιολόγησης των
εγκλημάτων γενοκτονίας και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, όπως ορίζονται από το διεθνές
δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι αποτελούν σαφώς υποκίνηση φυλετικής βίας ή μίσους.
1843 Με τη μορφή της διακινδύνευσης, πόσο μάλλον της βλάβης.

[456]
άλλωστε, έχει επανειλημμένα τονίσει το ΕΔΔΑ1844, δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να
ρυθμίζει τις ιστορικές συζητήσεις. Σε μια από τις περιπτώσεις που κρίθηκαν από το ΕΔΔΑ,
κατά την οποία Γάλλοι υποψήφιοι διώχθηκαν γιατί είχαν διερωτηθεί ποιος ήταν υπεύθυνος για
την πολιτική συνεργασίας με τη Ναζιστική Γερμανία, το Δικαστήριο έφθασε μέχρι του σημείου
να δηλώσει ότι, αν και παρατηρήσεις όπως αυτές που έκαναν οι προσφεύγοντες είναι πάντοτε
πιθανό να ξανανοίξουν τη διαμάχη και την επαναφορά των αναμνήσεων των παλαιότερων
πόνων, η παρέλευση του χρόνου καθιστά ακατάλληλη την αντιμετώπιση τέτοιων
παρατηρήσεων, σαράντα χρόνια αργότερα, με την ίδια σοβαρότητα όπως δέκα ή είκοσι χρόνια
πριν. Αυτό αποτελεί μέρος των προσπαθειών που πρέπει να καταβάλει κάθε χώρα για να
συζητήσει την ιστορία της ανοιχτά και με νηφαλιότητα1845.
Ζήτημα πάντως τίθεται εν προκειμένω αναφορικά με τη γραμματική διατύπωση και την
ερμηνεία του άρθρου 2 του Ν. 927/1979, στο βαθμό που απαιτείται για την τυπική
ολοκλήρωσή του, όχι μόνο η πράξη της επιδοκιμασίας, του ευτελισμού ή της άρνησης, αλλά και
περαιτέρω η συμπεριφορά του δράστη να «στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της
που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την
εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, τα
χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία και να «εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να
υποκινήσει βία ή μίσος ή ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά μίας τέτοιας ομάδας ή
μέλους της». Ερωτάται, για την ακρίβεια, εάν η συγκεκριμένη διατύπωση του νόμου
παραπέμπει στην προστασία ορισμένου (-ων) έννομου (-ων) αγαθού (-ών) και περαιτέρω
ποιος είναι ο τυποποιούμενος βαθμός προσβολής του (-ς), στοιχεία που, εφόσον διαπιστωθεί
ότι συντρέχουν, καθιστούν την ποινικοποιημένη πράξη συνταγματικά ανεκτό περιορισμό της
ελευθερίας της έκφρασης.
Θετικό πρόσημο στη μόλις προαναφερθείσα προσθήκη βάζει η Μ. Καϊάφα-
Γκμπάντι1846, καθότι, σύμφωνα με την άποψή της, «μόνο τότε το αξιόποινο έχει σημείο
αναφοράς μια παρούσα ή μελλοντική προσβολή, και όχι μια προσβολή που έχει ήδη
συντελεστεί με τα συγκεκριμένα εγκλήματα», παίρνοντας σαφώς θέση υπέρ μίας
νομιμοποιημένης ποινικοποίησης, δίχως, ωστόσο, να διευκρινίζει στο συγκεκριμένο σημείο το
έννομο αγαθό που προστατεύεται. Βέβαια στη συνέχεια υποστηρίζει ότι, παρά τις
συγκεχυμένες προθέσεις του Έλληνα νομοθέτη αναφορικά με το προστατευόμενο έννομο
αγαθό, είναι σαφές πως το συγκεκριμένο νομοθέτημα προσανατολίζεται προς την προστασία
ατομικών έννομων αγαθών και, μάλιστα, των προσώπων ή των ομάδων που στοχοποιούνται
από το ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο του δράστη1847.

1844 Σε υποθέσεις, όμως, που δεν αφορούν την άρνηση του Ολοκαυτώματος των εβραίων.
1845 Lehideux and Isorni κατά Γαλλίας, 23 Σεπτεμβρίου 1998, σκέψη 55, Chauvy and Others κατά
Γαλλίας, αρ. προσφ. 64915/01, σκέψη 69, Monnat κατά Ελβετίας, αρ. προσφ. 73604/01, σκέψη 57.
1846 Η ίδια, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 104.

1847 Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 106.

[457]
Κεντρικό σημείο αναφοράς για την ως άνω συγγραφέα είναι η ουσιαστική προστασία
της αξίας του ανθρώπου από το ρατσιστικό λόγο. Προχωράει δε ένα βήμα παραπέρα λέγοντας
ότι η υποστηριζόμενη από την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου1848 άποψη περί αποκλειστικής
προστασίας της δημόσιας τάξης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αφού δεν είναι η δύναμη «μαζικής
κινητοποίησης» και η εντεύθεν προσβολή της δημόσιας τάξης που οριοθετεί το πεδίο
ποινικοποίησης, αλλά η διαπίστωση του κατά πόσο ο λόγος υποκινεί σε βία, μίσος ή μη
ανεκτικότητα και απέχθεια κατά ενός ή και περισσότερων ατόμων1849.
Παρά τα υποστηριζόμενα1850, ότι δηλαδή στη συγκεκριμένη διάταξη τυποποιείται ένα
έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών και της
δημόσιας τάξης, άποψη η οποία εκπορεύεται περισσότερο από την ιστορικοβουλητική
ερμηνεία της διάταξης1851, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι το ως άνω συμπέρασμα δεν
είναι αναντίρρητο. Καταρχάς, θα πρέπει να γίνει η εξής παρατήρηση: ο Έλληνας νομοθέτης
επέλεξε να παρεκκλίνει εν μέρει από τη δυνατότητα που του προσέφερε η υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο της Ε.Ε. στην παρ. 2 του άρθρου 1 αυτής. Ναι μεν η
παραπάνω ενωσιακή πράξη στόχευε στο να εξασφαλισθεί η ποινικοποίηση της δημόσιας
επιδοκιμασίας, άρνησης ή χονδροειδούς υποτίμησης της σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα
γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου και περαιτέρω του
Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού σε όλα τα κράτη-μέλη, με απώτατο στόχο
την κοινή προσέγγιση του ποινικού δικαίου στο συγκεκριμένο τομέα εγκληματικότητας,
ωστόσο παρείχε τη δυνατότητα στις επιμέρους εθνικές έννομες τάξεις να επιλέξουν την
ποινικοποίηση είτε όταν η συμπεριφορά λαμβάνει χώρα κατά τρόπο που μπορεί να διαταράξει
τη δημόσια τάξη1852 ή όταν έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα. Ο Έλληνας
νομοθέτης προτίμησε να αντιγράψει κατά το μεγαλύτερο μέρος την περίπτωση γ’ της παρ. 1
του άρθρου 1 της απόφασης-πλαίσιο1853, μεταφέροντάς την αντίστοιχα στην εσωτερική μας
έννομη τάξη (στο άρθρο 2 του Ν. 927/1979), δίχως, ωστόσο, να κάνει ρητή τουλάχιστον
αναφορά σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να διαταράξει τη δημόσια
τάξη1854. Επέλεξε, αντίθετα, να ενσωματώσει από τις παραπάνω δυνατότητες που παρείχε η
ενωσιακή πράξη μόνο την πρόβλεψη για συμπεριφορά που ενέχει απειλητικό ή υβριστικό
χαρακτήρα.

1848 Βλ. την ίδια, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 486-487 και ΠοινΧρον 2015, σ. 737-738.
1849 Βλ. συναφώς την επικαλούμενη από την ως άνω συγγραφέα απόφαση του ΕΔΔΑ, Perinçek κατά
Ελβετίας, 15.10.2015, σκέψη 280 καθώς και ΕΔΔΑ, Garaudy κατά Γαλλίας, 24.06.2003. Λίαν
προσφάτως και η σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ, Lilliendahl κατά Ισλανδίας, 12.05.2020.
1850 Βλ. συναφώς Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 47, ο οποίος πάντως δεν

αποδέχεται ούτε γενικά αλλά ούτε και ειδικά τη δημόσια τάξη ως προστατευόμενο από τη διάταξη
έννομο αγαθό. Βλ. επίσης τα όσα υποστηρίζω παραπάνω, στην ενότητα 3 του πρώτου κεφαλαίου του
τρίτου μέρους της παρούσας μελέτης.
1851 Από τη συνδυασμένη ερμηνεία της Αιτιολογικής Έκθεσης στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν.

927/1979, της Έκθεσης Δημόσιας Διαβούλευσης και τα σχόλια του Υπουργείου Δικαιοσύνης που τη

[458]
Και ενώ η πρόβλεψη για «απειλητικό1855 ή υβριστικό χαρακτήρα» υποδηλώνει ένα σαφή
προσανατολισμό της διάταξης προς την κατεύθυνση της προστασίας ατομικών έννομων
αγαθών (όπως π.χ. η προσωπική ελευθερία, η τιμή, η αξιοπρέπεια), είτε από μία συγκεκριμένη
δυνατότητα προσβολής τους1856 είτε από μία βλάβη1857, δε συμβαίνει το ίδιο με τη φράση
«εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος». Πέραν της εγγενούς
ασάφειας που διαπιστώνεται1858, επιπρόσθετα, συγκρίνοντας την τελευταία φράση με το
σχετικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 (όπου
αναφέρεται ότι τιμωρείται «όποιος υποκινεί κ.λπ. σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να
προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία1859»), συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν υπάρχει απόλυτη
ταύτιση μεταξύ τους. Η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους δεν είναι το ίδιο με την εκδήλωση
μιας συμπεριφοράς που μπορεί1860 να υποκινήσει βία ή μίσος. Στη μεν πρώτη περίπτωση η
υποκίνηση τελείται, στη δε δεύτερη προβλέπεται ως δυνητικό αποτέλεσμα της συμπεριφοράς
του δράστη ή, ορθότερα, ως χαρακτηριστικό γνώρισμα του τρόπου που εκδηλώνεται αυτή.
Έτσι στη διαδρομή προς τη βλάβη του προστατευόμενου έννομου αγαθού η δυνατότητα (ή η
σφοδρή έστω πιθανότητα) υποκίνησης βίας ή μίσους τοποθετείται ένα στάδιο πριν την ίδια την

συνοδεύουν, την Έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής καθώς και τα πρακτικά των
σχετικών με την ψήφιση του νόμου συνεδριάσεων.
1852 Επιλογή η οποία στην ουσία δεν παρείχε δυνατότητα διαφυγής στις χώρες που δεν επιθυμούσαν

την ποινικοποίηση της άρνησης των γενοκτονιών, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπισθεί περισσότερο ως
μια προσθήκη που έδινε το δικαίωμα σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία να τιμωρούν τη δημόσια
άρνηση του Ολοκαυτώματος όχι μόνο όταν θίγονται ατομικά έννομα αγαθά, αλλά πλέον και συλλογικά.
1853 Η οποία περιλαμβάνει τη φράση «όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι

πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους μιας τέτοιας
ομάδας».
1854 Όπως έκανε στην παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 927/1979 με την προσθήκη της φράσης «κατά τρόπο

που εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη».


1855 Πρόβλεψη που θα μπορούσε, άλλωστε, να απουσιάζει, καθότι είναι περιττή.

1856 Από τη χρήση της φράσης «ενέχει απειλητικό χαρακτήρα» διαφαίνεται ένας επικείμενος κίνδυνος

για τα έννομα αγαθά της ζωής, σηματικής ακεραιότητας ή/και της προσωπικής ελευθερίας.
1857 Ο υβριστικός χαρακτήρας μιας εκδήλωσης υποδηλώνει σαφώς μια προσβολή (με τη μορφή της

βλάβης) του έννομου αγαθού της τιμής ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Για το ότι οι σωρευμένες
ειδικές υποστάσεις πλήττουν διαφορετικά έννομα αγαθά (πάντως ατομικά) και με διαφορετική ένταση
βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 126.
1858 Πότε και υπό ποιες ειδικότερες συνθήκες είναι μια δημόσια άρνηση, ακόμα και κακόβουλη, της

ύπαρξης ή της σοβαρότητας ενός ιστορικού γεγονότος-εγκλήματος πρόσφορη να υποκινήσει βία ή


μίσος; Η πρόθεση του ομιλητή και οι επιδιώξεις του θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ή όχι; Τα ερωτήματα
αυτά πουθενά δεν απαντώνται ούτε και παρέχονται λεπτομερείς οδηγίες για το χαρακτηρισμό των υπό
κρίση μορφών συμπεριφοράς ως ποινικών αδικημάτων.
1859 Ή, όπως γίνεται δεκτό, όποιος υποκινεί σε πράξεις ή ενέργειες που συνιστούν οι ίδιες διακρίσεις,

βία ή μίσος.
1860 Η έμφαση δική μου.

[459]
υποκίνηση. Ίσως de lege ferenda να ήταν προτιμότερο και συστηματικά ορθότερο να
χρησιμοποιηθεί στο άρθρο 2 η ίδια ακριβώς φράση που χρησιμοποιείται και στο άρθρο 1 παρ.
1 του Ν. 927/19791861, δηλαδή η απαιτούμενη από τον ιστορικό νομοθέτη δυνητική
διακινδύνευση1862 για αόριστο αριθμό ατομικών έννομων αγαθών και για τη δημόσια τάξη να
αποδοθεί με τη φράση «όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που υποκινεί1863 σε
πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν μίσος ή βία1864». Αφού, λοιπόν, το άρθρο 1
παρ. 1 του Ν. 927/1979 τυποποιείται ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης ατομικών έννομων
αγαθών1865, με βάση την παραπάνω παρατήρηση θα πρέπει το άρθρο 2 παρ. 1, κατά το μέρος
που αναφέρεται σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία
ή μίσος, να συνιστά έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης ατομικών έννομων αγαθών 1866. Και
αυτό το συμπέρασμα, όμως, επίσης δεν μπορεί να είναι ορθό, ως αντιβαίνον στην αρχή της
αναλογικότητας, λόγω του ότι αμφότερες οι προαναφερθείσες διατάξεις απειλούν το ίδιο
πλαίσιο ποινής. Ακόμα, όμως, και μια διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των δύο υπό σύγκριση
εγκλημάτων σε επίπεδο απειλούμενης ποινής, η οποία θα απέδιδε και το διαφορετικό βαθμό

1861 Ή πάντως κάποια που να αποδίδει το ίδιο ακριβώς νόημα, τουτέστιν τον ίδιο βαθμό
διακινδύνευσης.
1862 Όπως αυτή έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί ότι αποτυπώνεται στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για

την τροποποίηση του Ν. 927/1979 με τη φράση «… κρίνεται σκόπιμο να ερευνάται η προσφορότητα


κάθε συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την
ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του
προσώπου κατά των οποίων στρέφεται».
1863 Ή προκαλεί ή διεγείρει ή προτρέπει.

1864 Ή απευθείας, σε πράξεις βίας ή μίσους.

1865 Πρβλ. εδώ και την άποψη του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 47-49, (η οποία ειρήσθω

εν παρόδω στηρίζεται κατά τα λεγόμενα του συγγραφέα στην αυθεντία του C. Roxin). Σύμφωνα λοιπόν
με την άποψη αυτή, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 2 παρ. 1 χαρακτηρίζεται ως δυνητικής
διακινδύνευσης, το συμπέρασμα είναι πως ένας «μη προκλητικός λόγος είναι, ούτως ή άλλως,
συμπεριφορά εξ αντικειμένου απρόσφορη να προκαλέσει συγκεκριμένη διακινδύνευση ή βλάβη
ατομικών έννομων αγαθών. Ούτε καν σε διατάραξη της δημόσιας τάξης … είναι πρόσφορη να
οδηγήσει. Αν τούτο κάποτε συμβεί, αν ανακύψει δηλαδή συγκεκριμένος κίνδυνος για ατομικά έννομα
αγαθά (ή «ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα») αυτό θα οφείλεται αποκλειστικά ή κατά μείζονα λόγο στην
προδιάθεση ή προκατάληψη του/των ακροατή/ών και όχι στην έκφραση των στοχασμών του φορέως
του ατομικού δικαιώματος». Προσθέτει δε, παραπέμποντας εκ νέου στον C. Roxin, ότι «όταν η άρνηση
ιστορικών γεγονότων προσλάβει προκλητικό χαρακτήρα, ναι μεν θίγεται έννομο αγαθό και επιτρέπεται
η ποινικοποίηση, πλην όμως οι συγκεκριμένες διατάξεις καλύπτονται ήδη από τις υποστάσεις της
δημόσιας υποκίνησης μίσους (άρθρο 1 Ν. 927/1979), αφού εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους, ώστε
οι ειδικές υποστάσεις της άρνησης ιστορικών γεγονότων καθίστανται περιττές και αλυσιτελείς».
1866 Ενδεχομένως και της δημόσιας τάξης, παρότι ο νομοθέτης επέλεξε ρητά να αποστασιοποιηθεί από

τη χρήση της φράσης «κατά τρόπο που μπορεί να διαταράξει τη δημόσια τάξη», κατά το μέτρο που η
υποκίνηση ρατσιστικής βίας ή μίσους συνεφέλκεται (όχι βέβαια πάντα, ούτε απαραίτητα) και τον
κλονισμό της ομαλής και ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης.

[460]
προσβολής, πάλι δε θα δικαιολογούσε τον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης που
εισάγεται στο άρθρο 2 του Ν. 927/1979 δια της ποινικοποίησης της άρνησης της ύπαρξης ή της
σοβαρότητας ιστορικών γεγονότων (π.χ. γενοκτονιών), όταν η συμπεριφορά του δράστη
εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος, στο βαθμό που μια
αφηρημένη -και άρα αρκετά απομακρυσμένη από τη βλάβη- διακινδύνευση ατομικών έννομων
αγαθών και της δημόσιας τάξης δε θεωρώ ότι θα ανταποκρινόταν στις επιταγές της
συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει ο εκάστοτε
περιορισμός ενός ατομικού δικαιώματος να είναι, πέραν των υπολοίπων, και εν στενή έννοια
ανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού-ωφέλειας. Η μόνη αποδεκτή λύση τελικά είναι να
ερμηνευτεί η φράση «όταν η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να
υποκινήσει βία ή μίσος» ως «συμπεριφορά που (εν. πρέπει να) εκδηλώνεται κατά τρόπο που
μπορεί να προκαλέσει1867 πράξεις βίας ή μίσους»1868 και συνακόλουθα να ερμηνευτεί τελικά η
συγκεκριμένη εκδοχή ως έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης ατομικών έννομων αγαθών (ζωή,
υγεία, προσωπική ελευθερία, ανθρώπινη αξιοπρέπεια) καθώς και της δημόσιας τάξης1869.

1867 Υπό την έννοια να μπορεί να επιφέρει αιτιωδώς ως αποτέλεσμα.


1868 Βλ. συναφώς ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., που ταυτίζει περαιτέρω
την υποκίνηση με την «προτροπή», την «προώθηση», την «ενθάρρυνση», την «παρακίνηση».
1869 Άξιο απορίας είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Χ. Βασματζίδης, Ποινικοποίηση του

ρατσιστικού λόγου, ΕΔΔΔΔ 1/2015, σ. 48, ότι «εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με προτρεπτικό σε βία
ρατσιστικό λόγο» καθώς και ότι το εν λόγω άρθρο «ελέγχεται για την συμφωνία του με τα άρθρα 14
παρ. 1 και 16 παρ. 1 του Συντ.».

[461]
Οι προαναφερθείσες διαπιστώσεις φανερώνουν την αμηχανία που αισθάνθηκε ο
εθνικός νομοθέτης μπροστά στο ενδεχόμενο ποινικοποίησης μιας συμπεριφοράς που δε
συμβιβάζεται με την ελευθερία της έκφρασης. Μια τέτοια ομιχλώδης διατύπωση περισσότερο
δημιουργεί ανασφάλεια δικαίου, παρά αποδίδει μια υπάρχουσα κοινωνική αναγκαιότητα που
επιτάσσει την εν λόγω ποινικοποίηση. Ο Έλληνας νομοθέτης δεν κατάφερε να πείσει απόλυτα
γιατί η δημόσια άρνηση (έστω κακόβουλη) της ύπαρξης εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων
πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του
ναζισμού αποτελεί ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί στην ελληνική κοινωνία με τα μέσα
της ποινικής καταστολής και, μάλιστα, με μια ειδικότερη διάταξη που τίποτα παραπάνω δεν
έχει να προσφέρει από το ολοκληρωμένο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 -με εξαίρεση βέβαια
την περίπτωση της συμπεριφοράς που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα. Ο «ιστορικός
αναθεωρητισμός»1870 είναι μεν ενίοτε αποκρουστικός, αυτό όμως δε σημαίνει απαραίτητα ότι
πρέπει να απαγορευθεί άνευ ετέρου στην ελληνική έννομη τάξη. Εξάλλου, η ποινικοποίησή του
είναι αρκετά αμφίβολο αν μπορεί να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, δηλαδή την
καταπολέμηση του αντισημιτισμού και του ρατσισμού εν γένει. Αντίθετα, τείνει να δίνει
μεγαλύτερη δημοσιότητα, αλλά και βήμα στους αρνητές, ενώ δε θα πρέπει να διαφύγει της
προσοχής μας ότι υπάρχει ο κίνδυνος να «παρασυρθεί» ο νομοθέτης σε επικίνδυνες ατραπούς,
διευρύνοντας ολοένα και περισσότερο τις ιστορικές και τις «κρατικές αλήθειες» γύρω από
εθνικά θέματα που θα απαγορεύεται κανείς να αρνείται. Το διακύβευμα είναι μεγάλο. Σε όλα
αυτά τα επιχειρήματα, εξάλλου, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει ότι η πληθωριστική χρήση
των μέσων του ποινικού δικαίου καταλήγει να μειώνει την αποτελεσματικότητά τους και να
αναιρεί τη λειτουργία του ως ultima ratio.

5. Η δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων1871 (άρθρο 2 παρ. 1 του Ν.


927/1979)

5.1. Η αντικειμενική υπόσταση

1870 Ο όρος τίθεται εντός εισαγωγικών, προκειμένου να αποδοθεί η αρνητική χροιά που
προσλαμβάνει, όταν χρησιμοποιείται από τους αρνητές του Ολοκαυτώματος για να χαρακτηρίσουν
τους εαυτούς τους, οι οποίοι κάθε άλλο παρά επιστημονικές μεθόδους χρησιμοποιούν, προκειμένου να
οδηγηθούν στο συμπέρασμα που επιθυμούν. Βλ. συναφώς J. M. Lecomte, Teaching about the Holocaust
in the 21st Century, Project Learning and teaching about the history of Europe in the 20th century”,
Council for cultural co-operation, Council of Europe Publishing”, 2001, Fact Sheet 48, Revisionism and
Holocaust Denial, σ. 115 επ. διαθέσιμο σε https://books.google.gr/books (ανακτήθηκε στις
21/01/2020).
1871 Όπως τιτλοφορείται πλέον το άρθρο 2 του Ν. 927/1979, μετά την αντικατάστασή του από το

άρθρο 2 του Ν. 4285/2014.

[462]
α. Υποκείμενο – δράστης του κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979 εγκλήματος μπορεί
να είναι οποιοσδήποτε άνθρωπος-φυσικό πρόσωπο, δίχως να τυποποιείται κάποια
συγκεκριμένη ιδιότητα που θα πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπό του (π.χ. δημόσιος
υπάλληλος, πολιτικός, θρησκευτικός λειτουργός κ.ά.), προκειμένου να πραγματώσει την
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Συνεπώς, πρόκειται για ένα αδίκημα κοινό.
Υποκείμενο τέλεσης της δημόσιας επιδοκιμασίας θα μπορούσε, βέβαια, να καταστεί και
ο ίδιος ο δράστης κάποιου από τα εγκλήματα γενοκτονιών, πολέμου ή κατά της ανθρωπότητας
που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων,
εφόσον φυσικά βρίσκεται ακόμα στη ζωή. Όσον αφορά δε στο Ολοκαύτωμα και στα
εγκλήματα ναζισμού τέτοια δυνατότητα δε φαίνεται να υπάρχει, καθότι από τους είκοσι
τέσσερις κατηγορούμενους ναζιστές, μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού
Κόμματος, που παραπέμφθηκαν σε δίκη στη Νυρεμβέργη ενώπιον του ομώνυμου Διεθνούς
Στρατιωτικού Δικαστηρίου, οι δέκα εννέα καταδικάστηκαν και είναι πλέον όλοι τους νεκροί,
ενώ οι υπόλοιποι πέντε, εκ των οποίων οι τρεις αθωώθηκαν και οι δύο ουδέποτε δικάστηκαν,
έχουν επίσης αποβιώσει. Λόγω, μάλιστα, της ρητής αναφοράς του νόμου σε εγκλήματα που
έχουν1872 αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων δε θα
μπορούσε εν προκειμένω να γίνει λόγος για τέλεση της πράξης (της επιδοκιμασίας) ενώπιον
δικαστηρίου κατά το στάδιο της απολογίας του κατηγορημένου και για συνακόλουθη άρση του
άδικου χαρακτήρα αυτής, λόγω ενάσκησης δικαιώματος (άρθρο 20 ΠΚ) 1873. Όλες οι σχετικές
δίκες έχουν ήδη συντελεστεί.
β. Εγκληματική συμπεριφορά: είναι η επιδοκιμασία, ο ευτελισμός ή η κακόβουλη
άρνηση της ύπαρξης ή της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου,
εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού
που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων.
β.i. Πράξεις του εγκλήματος που τυποποιούνται διαζευκτικά1874 στο άρθρο 2 παρ. 1 του
Ν. 927/1979 είναι η επιδοκιμασία, ο ευτελισμός και η κακόβουλη άρνηση. Οι τρεις αυτοί
τυποποιημένοι τρόποι τέλεσης του εγκλήματος μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους,
εκφράζοντας έτσι μία μονάδα έννομου αγαθού, όσο βέβαια το τελευταίο δεν έχει ειρηνεύσει
ακόμα. Συνεπώς, τυποποιείται ένα έγκλημα υπαλλακτικά ή διαζευκτικά μικτό1875.

1872 Ο παρακείμενος είναι παρελθοντικός χρόνος, αφορά δηλαδή σε συντελεσμένο γεγονός, και ως εκ
τούτου δεν υπάρχει περιθώριο για μελλοντική αναγνώριση και άλλων τέτοιων εγκλημάτων,
τουλάχιστον στο πλαίσιο του παρόντος νόμου και της ποινικοποίησης της δημόσιας επιδοκιμασίας
εγκλημάτων γενοκτονιών, πολέμου ή κατά της ανθρωπότητας.
1873 Κατ’ αντιστοιχία με την ερμηνεία του καταργημένου πλέον άρθρου 185 ΠΚ, για το οποίο βλ. Ι.

Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 74.


1874 Όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση του διαζευκτικού συνδέσμου «ή».

1875 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 127. Βλ. επίσης και

ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.

[463]
Καταρχάς ο όρος «επιδοκιμασία» δεν ήταν η πρώτη επιλογή του Έλληνα νομοθέτη
κατά τη μεταφορά της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο στο εθνικό μας δίκαιο και
την εντεύθεν απόδοση από τα αγγλικά στα ελληνικά του σχετικού όρου “condoning”1876. Αντ’
αυτού στα πρώτα νομοσχέδια είχε προτιμηθεί η χρήση του όρου «εγκωμιασμός»1877, προφανώς
ως πιο προσιτός στον Έλληνα νομικό από τη χρήση του στο καταργημένο πλέον άρθρο 185 ΠΚ.
Τελικά, μετά τη συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου για την τροποποίηση του Ν.
927/1979 και την προσαρμογή του στην ως άνω αναφερθείσα απόφαση-πλαίσιο1878
επικράτησε ο όρος «επιδοκιμασία». Αυτή συντρέχει, όταν ένα πρόσωπο (εν προκειμένω ο
δράστης του τυποποιημένου στο άρθρο 2 εγκλήματος) εκφράζει την αποδοχή του για τη
συμπεριφορά ή τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί κάποιο άλλο πρόσωπο 1879, τουτέστιν όταν
εγκρίνει εκ των υστέρων ή επικροτεί ή ενστερνίζεται μια συγκεκριμένη συμπεριφορά που έχει
επιδείξει ή τις ορισμένες ενέργειες στις οποίες έχει προβεί κατά το παρελθόν αυτό το άλλο
πρόσωπο και έχουν χαρακτηριστεί ως εγκλήματα γενοκτονιών, πολέμου κ.λπ., δίχως να
χρειάζεται να συνοδεύεται από έκφραση συναισθημάτων ενθουσιασμού1880. Θα πρέπει,
δηλαδή, ο δράστης να επιδεικνύει μια συμπεριφορά που συνίσταται όχι σε απλή έκφραση
κατανόησης και δικαιολόγησης των ενεργειών του άλλου προσώπου, αλλά αντίθετα σε
έκφραση θετικής αξιολόγησης που ισοδυναμεί με εξύμνηση και προβολή της συμπεριφοράς
του, με την οποία ουσιαστικά συμφωνεί και συντάσσεται1881, για λόγους που σχετίζονται, όπως

1876 Το αγγλικό κείμενο είχε ως εξής: “1. Each Member State shall take the measures necessary to
ensure that the following intentional conduct is punishable: … c) publicly condoning, denying or grossly
trivializing crimes of genocide, crimes against humanity and war crimes as defined in Articles 6, 7 and 8
of the Statute of the International Criminal Court …”. Το πλήρες αγγλικό κείμενο της απόφασης-
πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, άρ. 1 εδ. c και d, είναι διαθέσιμο στο διαδικτυακό τόπο: https://eur-
lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/HTML/?uri=CELEX:32008F0913&from=EL.
1877 Το τελικό, για παράδειγμα, σχέδιο νόμου (20-11-2013) για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 και

την προσαρμογή του στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ προέβλεπε ως τίτλο της υπό τυποποίηση
στο άρθρο 2 συμπεριφοράς το «δημόσιο εγκωμιασμό ή άρνηση εγκλημάτων», ο οποίος και
αντικαταστάθηκε από τη «δημόσια επιδοκιμασία» (η «άρνηση» παρέμεινε) κατά τη συζήτηση στο Γ’
Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής.
1878 Βλ. τα Πρακτικά της υπ’ αριθμ. ΚΘ’/2-9-2014 Συνεδρίασης του Τμήματος Διακοπής Εργασιών της

Βουλής, σ. 2364.
1879 Ή και κάποια συλλογική οντότητα, η οποία πάντως απαρτίζεται από περισσότερα φυσικά

πρόσωπα, όπως είναι για παράδειγμα το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, που όρθωσε
το Τρίτο Ράιχ (Τρίτο Κράτος) μετά τη δημοκρατική εκλογή του ως γερμανική κυβέρνηση το 1933.
1880 Έτσι στην ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.

1881 Βλ. σχετικά και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733, η οποία αναφέρεται σε

«εξύμνηση, ανάδειξη των θετικών αποτελεσμάτων, ηρωοποίηση των δραστών». Επιδοκιμάζει λ.χ. τα
ναζιστικά εγκλήματα, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, εκείνος που υποστηρίζει ότι ο Χίτλερ έσωσε
τον κόσμο από τους Εβραίους. Βλ. όμως και ΣυμβΠλημΚαρδ 16 και 20/1990, Υπερ 1991, σ. 915-917,
σύμφωνα με το οποίο η φράση «σκασίλα μας, καλά τον έκαναν» αποτελεί κρίση-διαπίστωση και όχι

[464]
θα καταφανεί και παρακάτω, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των θυμάτων, τόσο των
παρελθοντικών όσο και των επίδοξων.
Ο υπό εξέταση όρος, βέβαια, σημαίνει γενικά εκτός από αποδοχή-έγκριση ενεργειών
και αποδοχή-έγκριση των απόψεων κάποιου άλλου προσώπου, ερμηνεία πάντως που δεν
μπορεί να γίνει δεκτή στο πλαίσιο του άρθρου 2 του Ν. 927/1979, καθότι η ίδια η διατύπωση
της διάταξης καθιστά σαφές ότι συντακτικό αντικείμενο της αξιόποινης πράξης είναι η ύπαρξη
ή η σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της
ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν
αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων. Έτσι, κατά
λογική αναγκαιότητα, για την πλήρωση του υπό κρίση όρου απαιτείται μια συμπεριφορά που
συνίσταται σε έγκριση-αποδοχή συγκεκριμένων ενεργειών που έχουν λάβει χώρα κατά το
παρελθόν και έχουν χαρακτηριστεί ως εγκλήματα γενοκτονιών, πολέμου κ.λπ.1882. Εξάλλου, η
ποινικοποίηση της επιδοκιμασίας μιας μεμονωμένης άποψης ή μιας ιδεολογίας εν γένει, ακόμα
κι αν αυτή συνοδευόταν από την απαίτηση για ταυτόχρονη εκδήλωση μιας πράξης υβριστικής
ή απειλητικής για έννομα αγαθά, δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει δεκτή στο πλαίσιο ενός
φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, που απαιτεί για τη δικαιοκρατική θεμελίωση του καθώς και
για τη νομιμοποίησή του σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου την αποχή από την
ποινικοποίηση του φρονήματος. Κατά συνέπεια, η συμπερίληψη της επιδοκιμασίας μιας
ιδεολογίας στην αντικειμενική υπόσταση του υπό κρίση εγκλήματος θα ήταν, πέρα από
ανομιμοποίητη, και περιττή, η δε υπόλοιπη συμπεριφορά (δηλαδή η εκδήλωση πράξης
υβριστικής ή απειλητικής) θα μπορούσε άνετα να υπαχθεί σε άλλες ποινικές διατάξεις,
καθιστώντας την κρινόμενη ως εντελώς συμβολική και προσχηματική έως και
αντισυνταγματική. Ακόμα και η υπάρχουσα διατύπωση, που ποινικοποιεί την επιδοκιμασία
υπαρκτών παρελθοντικών ενεργειών (ήτοι ιστορικών γεγονότων), που έχουν βασανίσει την
ανθρωπότητα και έχουν χαρακτηριστεί αρμοδίως ως εγκλήματα γενοκτονιών, εγκλήματα
πολέμου κ.λπ., ελέγχεται για τη συμβατότητά της με τις συνταγματικά κατοχυρωμένες
ελευθερίες της γνώμης και της επιστήμης-έρευνας-διδασκαλίας1883. Πάντως, όπως θα
αναπτυχθεί και παρακάτω, δεν αρκεί για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του
εγκλήματος απλώς η έκφραση επιδοκιμασίας για τα εν λόγω γεγονότα, αλλά θα πρέπει αυτή να
είναι πρόσφορη να προκαλέσει πράξεις ρατσιστικής βίας ή μίσους ή να ενέχει απειλητικό ή
υβριστικό χαρακτήρα σε βάρος ομάδας ανθρώπων ή μέλους της που προσδιορίζονται βάσει
ορισμένων χαρακτηριστικών και έτσι να είναι προσβλητική για έννομα αγαθά1884.

εξύμνηση του εγκλήματος. Πρβλ. και την ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.,
όπου ο δικαστής κατά την ερμηνεία του σχετικό όρου αρκείται και στη «δικαιολόγηση» των
εγκλημάτων στα οποία αναφέρεται η διάταξη.
1882 Βλ. συναφώς και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 130, ο οποίος

παραπέμπει στην BVerfG Beschluss vom 4.11.2009 – 1 BvR 2150/08 NJW 2010, 47, 53 και 81, από την
οποία προκύπτει ότι «δεν ποινικοποιείται η θετική αξιολόγηση ή η έγκριση μίας ιδεολογίας, αλλά
λαβόντων χώρα πραγματικών γεγονότων που φέρουν τον χαρακτήρα διεθνούς εγκλήματος και

[465]
Η επιδοκιμασία, ως έγκλημα εξωτερίκευσης, θα πρέπει να απευθύνεται σε άλλο φυσικό
πρόσωπο και παράλληλα θα πρέπει να είναι ρητή. Μολονότι υποστηρίζεται ότι μπορεί να είναι
και συμπερασματικά συναγόμενη1885, σε περιπτώσεις που ο δράστης συμπεριφέρεται κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε κατά την κοινή αντίληψη των πραγμάτων να συνάγεται ότι εκφράζει την
έγκριση και τη θετική του αξιολόγηση αναφορικά με την τέλεση κάποιου εγκλήματος
γενοκτονίας, πολέμου κ.λπ., προτιμότερο θα ήταν να μη γίνει δεκτή μία τέτοια ερμηνεία.
Μολονότι σιωπηρή επιδοκιμασία είναι νοητή1886, σε συνδυασμό, ωστόσο, με την απαίτηση του
νόμου να στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της και παράλληλα να εκδηλώνεται
κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος ή να έχει υβριστικό χαρακτήρα δύσκολα
μπορεί να γίνει δεκτή.

χαρακτηρίζονται από μοναδικότητα και ανυπέρβλητη καταφρόνηση της ανθρώπινης αξίας,


ανεξαρτήτως της ιδεολογίας από την οποία απέρρευσαν».
1883 Βλ. Χ. Βασματζίδη, Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου, ΕΔΔΔΔ 2015, σ. 48-49 και την εκεί

ανάπτυξη της απόψεώς του περί δημιουργίας συμβολικού ποινικού δικαίου με την ποινικοποίηση του
λεγόμενου «αναθεωρητικού λόγου». Βλ. επίσης και τις απόψεις που εκφράστηκαν από διάφορους
εκπροσώπους πολιτικών κομμάτων κατά τη συζήτηση στη Βουλή επί της αρχής, επί των άρθρων και επί
των τροπολογιών του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων για την τροποποίηση του ν. 927/1979, σελ. 2571 επ. Σε μεγάλο ποσοστό το άρθρο 2
καταψηφίστηκε ως αντισυνταγματικό.
1884 Βλ. την Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979, όπου γίνεται λόγος για

ποινικοποίηση στο άρθρο 2 ρατσιστικών και ξενόφοβων συμπεριφορών μόνο «εφόσον θεωρούνται
πρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων … χωρίς σε καμία περίπτωση να
επιδιώκεται η απαγόρευση ή η ιδεολογική χειραγώγηση της επιστημονικής έρευνας».
1885 Δηλαδή σιωπηρή, εφόσον, βέβαια, εκδηλώνεται με κάποιον εμφανή τρόπο προς τα έξω. Έτσι ο Ι.

Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 130-131, δίχως, όμως, να παραθέτει κάποιο
παράδειγμα, προκειμένου να γίνει κατανοητή η θέση του.
1886 Θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ως τέτοια η συμμετοχή ενός προσώπου στο μνημόσυνο

του εγκληματία πολέμου ή σε μία τιμητική για το πρόσωπό του εκδήλωση, ακόμα και μετά το θάνατο
του εγκληματία. Θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί συμπερασματικά συναγόμενη επιδοκιμασία
ακόμα και η συγγραφή ενός βιβλίου στη μνήμη ενός προσώπου. Ωστόσο, τέτοιες περιπτώσεις φρονώ
ότι βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής της υπό κρίση διάταξης, καθότι αφενός μεν σχετίζονται
περισσότερο με το πρόσωπο του δράστη και όχι απαραίτητα με την τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων
από μέρους του τελευταίου και αφετέρου ομοιάζουν περισσότερο με ευμενή κριτική υπέρ ενός
προσώπου, συμπεριφορά που συνιστά δικαίωμα του εκφέροντος τη διαπιστωτική κρίση.

[466]
Εξάλλου, ο ίδιος ο νομοθέτης επέλεξε συνειδητά, και ορθά κατά τη γνώμη μου, να
αποστασιοποιηθεί από την επιδοκιμασία προσώπων1887, σε αντίθεση με την επιδοκιμασία
ιστορικών γεγονότων που αποτέλεσαν μαύρες σελίδες στην ιστορία της σύγχρονης
ανθρωπότητας. Είναι διαφορετικός ο απογυμνωμένος από προτροπές και παρακινήσεις
εκθειασμός ενός προσώπου και η έκφραση ευμενούς κριτικής προς το πρόσωπό του, λόγω
ύπαρξης κάποιων ιδιοτήτων, από τον εκθειασμό των πράξεων βίας σε βάρος οποιουδήποτε
προσώπου, πόσο μάλλον μιας ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας ή μέλους της, ακριβώς επειδή
ανήκουν σε αυτήν. Ο πρώτος εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης
της γνώμης1888· ο δεύτερος μέσα από την ευμενή παρουσίαση των επιμέρους πτυχών και τη
θετική αξιολόγηση ειδεχθών εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου κ.λπ. που έχουν
αρμοδίως αναγνωριστεί ως τέτοια ενέχει μια διαφοροποιημένη δυναμική, καθότι είναι
δυνατόν υπό τις κατάλληλες συνθήκες να προκαλέσει στον μέσο άνθρωπο έντονα
συναισθήματα απέχθειας, αντεκδίκησης, ιδιαίτερης εχθρότητας κ.λπ. κατά ομάδας προσώπων
ή μέλους της εξαιτίας των ιδιαίτερων κατά το νόμο χαρακτηριστικών τους, να άρει τις
αναστολές του ακροατηρίου του και συνακόλουθα να προκαλέσει κίνδυνο τέλεσης πράξεων
βίας ή μίσους σε βάρος της ομάδας ή των μελών της1889. Αν, βέβαια, ο εκθειασμός ενός
προσώπου πραγματοποιείται αναφορικά με την τέλεση από μέρους του τελευταίου ενός
εγκλήματος πολέμου ή ενός εγκλήματος γενοκτονίας κ.λπ. και όχι σε σχέση με άλλες θετικές
ιδιότητες που τυχόν έχει και μπορούν να εξαρθούν, τότε πρόκειται για περίπτωση που μπορεί
να υπαχθεί στην κρινόμενη συμπεριφορά1890. Τέλος, το σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να
εκδηλώνεται με ενέργεια και όχι με παράλειψη αναφοράς συγκεκριμένων ιστορικών
γεγονότων1891.

1887 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 131.


1888 Βλ. εδώ Λ.-Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,
2017, ερμηνεία άρθρου 10 της ΕΔΣΑ, σ. 416, όπου παραπέμπει στη συναφή απόφαση του ΕΔΔΑ,
Lehideux και Isorni κατά Γαλλίας, 23 Σεπτεμβρίου 1998, σύμφωνα με το σκεπτικό της οποίας υπήρξε
παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία της έκφρασης). Το εγκώμιο εκ μέρους των
προσφευγόντων στην εφημερίδα Le Monde του στρατάρχη Pétain, η υπεράσπιση της μνήμης του με
σκοπό την αποκατάσταση του ονόματός του και η συγκάλυψη της πολιτικής συνεργασίας που επέδειξε
ο τελευταίος με το ναζιστικό καθεστώς, χωρίς να υπάρχει ταύτιση των προσφευγόντων με τα
εγκλήματα του ναζισμού, δε δικαιολογούσαν με βάση την κρίση του ΕΔΔΑ την εθνική καταδίκη τους
για δικαιολόγηση εγκλημάτων πολέμου.
1889 Ως μορφή εκδήλωσης, δηλαδή, δίνει την ώθηση για ένα μελλοντικό έγκλημα βρισκόμενη έτσι πολύ

κοντά σε αυτό. Βλ. συναφώς την κριτική που ασκείται στην ποινικοποίηση του εγκωμιασμού
εγκλημάτων (άρ. 140 Γερμανικού ΠΚ) από τον G. Bemmann, (μετάφραση: Ν. Παρασκευόπουλου),
Ελευθερία της γνώμης και ποινικό δίκαιο, Αρμεν 1981, σ. 186.
1890 Έτσι και ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 78, σε σχέση με τον
εγκωμιασμό του δράστη κακουργήματος.
1891 Βλ. Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ο οποίος παραπέμπει σε απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού

Δικαστηρίου (BVerfG Beschluss vom 4.11.2009 – 1 BvR 2150/08 NJW 2010, σ. 47, 55 σκ. 101)

[467]
Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που οι όροι «επιδοκιμασία» και «εγκωμιασμός» δεν είναι
ταυτόσημοι, δε θεωρώ ότι μπορεί να γίνει αποδεκτή η άποψη ότι «η επιδοκιμασία έχει
ουσιαστικά όλα τα χαρακτηριστικά του εγκωμιασμού εγκλήματος, που τυποποιείται στο άρθρο
185 ΠΚ»1892. Ως εγκωμίαση, στο πλαίσιο του (καταργημένου πλέον) άρθρου 185 ΠΚ, δε
θεωρείται η απλή δικαιολόγηση ή έστω επιδοκιμασία του κακουργήματος, αλλά η «εξύμνηση,
η εξύψωση, η ηρωοποίηση πράξης και δράστη, έτσι ώστε να προκαλείται συναισθηματική
έξαρση (διέγερση) υπέρ αυτών ή (και) έντονη αντίδραση (σε άλλη μερίδα πολιτών) εναντίον
τους»1893. Ο εγκωμιασμός είχε σημείο αναφοράς, όχι τόσο το δράστη και την εν γένει
προσωπικότητά του, όσο τη σύνδεση αυτού με την τέλεση ενός συγκεκριμένου κακουργήματος
(ή απόπειρας) αυτού που είχε διαπραχθεί κατά το παρελθόν. Αντλεί (ή ορθότερα αντλούσε)
την απαξία του, ως μορφή συμπεριφοράς εκδηλωμένης στον κοινωνικό χώρο, από το ότι ο
δράστης με το δημόσιο εγκωμιασμό κακουργήματος, δεν εξέφραζε απλώς την άποψή του, ούτε
ασκούσε μόνο, ευμενή έστω, κριτική προς ένα άλλο πρόσωπο1894· το κοινωνικό νόημα της
εκδήλωσής του συνίστατο στο ότι «ο πρωτεύων απαγορευτικός κανόνας με τον οποίο
αποδοκιμαζόταν το τελεσθέν κακούργημα δεν ισχύει υποχρεωτικά και ο καθένας μπορεί να
τον παραβιάσει»1895. Η συσχετισμός αυτός πράξης και κοινωνικού νοήματος της πράξης, έτσι
όπως αποδόθηκε μόλις προηγουμένως, θα έπρεπε να παράγει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία
μιας έκρυθμης κατάστασης σε ορισμένο κοινωνικό χώρο, άλλως μιας, όπως είθισται να
χαρακτηρίζεται, «ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας», η οποία θα ήταν «έτοιμη ανά πάσα στιγμή να
εξελιχθεί σε κατάλυση της ευταξίας του»1896, ώστε να μπορεί να τιμωρηθεί. Ο δημόσια
τελούμενος «εγκωμιασμός» κακουργήματος, λοιπόν, που συγκέντρωνε όλα τα ως άνω
αναφερόμενα χαρακτηριστικά εμπεριείχε κατά τους τότε συντάκτες της σχετικής διάταξης

σύμφωνα με την οποία «επιδοκιμασία υπό μορφή της – ακόμα και πλαστογραφούσας την ιστορία
μονόπλευρης – απλής παράλειψης της αναφοράς των λαβόντων χώρα πράξεων βίας σε συνάρτηση με
θετικές αναφορές για γεγονότα της εποχής του εθνικοσοσιαλισμού δεν υπερβαίνει όμως κατά κανόνα
το όριο του αίροντος τις αναστολές εγκωμιασμού βίας».
1892 Βλ. γι’ αυτήν Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733 με την οποία είναι

σύμφωνη και η υπ’ αριθμ. 2383/2013 απόφαση του ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.
1893 Βλ. για τον ορισμό Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 77 και 104,

ΓνωμΕισΑΠ 2/84, ΠοινΧρον ΛΔ’, σ. 328 και ΣυμβΠλημΚαρδ 16/1990 και 20/1990 με Παρατηρήσεις Σ.
Παύλου, Υπερ 1991, σ. 918-920. Πρβλ. από τη νομολογία τη σχεδόν ανελεύθερη θέση του ΑΠ στην υπ’
αριθμ. 11/1987, ΠοινΧρον 1987, σ. 376, που αφορούσε σε επικύρωση της καταδίκης προσώπου για τη
δημόσια προβολή δράστη εγκλημάτων.
1894 Χαρακτηριστικά που μέχρι στιγμής ισχύουν και για την ερμηνεία του όρου «επιδοκιμασία».

1895 Ν. Λίβος, ΠοινΧρον 1997, Ο αξιόποινος εγκωμιασμός κακουργήματος, σ. 725 επ. και Ι. Μοροζίνης,

Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 133, που παραπέμπει στον Λίβο.
1896 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 75-76.

[468]
αρκετό άδικο, ως έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης της δημόσιας τάξης, που
νομιμοποιούσε την απειλή ποινής1897.
Από την άλλη η δημόσια τελούμενη «επιδοκιμασία», ναι μεν κι αυτή ως έγκλημα
εξωτερίκευσης έχει ως σημείο αναφοράς μια εγκληματική πράξη που έχει τελεστεί κατά το
παρελθόν και παράλληλα δε συνιστά, όπως και ο εγκωμιασμός, μια απλή έκφραση γνώμης ή
απλή δικαιολόγηση ή κριτική – έστω ευμενή, εντούτοις η απαξία της εντοπίζεται στην
προσβολή διαφορετικού έννομου αγαθού. Πιο συγκεκριμένα, θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι
μόνο η διαφοροποίηση στη χρήση των όρων ανάμεσα στις δύο διατάξεις, αλλά και η ορθή
συστηματική ερμηνεία του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979, συνδυασμένη με την
ιστορικοβουλητική ερμηνεία της διάταξης, που επιβάλλει την υιοθέτηση της άποψης πως ratio
της συγκεκριμένης νομοθετικής πρόβλεψης αποτέλεσε η ανάγκη προστασίας ευαίσθητων
κοινωνικών ομάδων ή ορισμένων μεμονωμένων μελών τους, τα οποία προσδιορίζονται βάσει
ορισμένων χαρακτηριστικών (π.χ. φυλετική καταγωγή, θρησκεία, χρώμα δέρματος,
σεξουαλικός προσανατολισμός κ.ά.) από απειλητικές κινήσεις εναντίον τους ή από υβριστικές
συμπεριφορές που προσβάλλουν (με τη μορφή της διακινδύνευσης και με τη μορφή της
βλάβης αντίστοιχα) ατομικά έννομα αγαθά τους1898. Η επιδοκιμασία, ενόψει συγκεκριμένων
χαρακτηριστικών (φυλή, χρώμα, θρησκεία, αναπηρία κ.λπ.), της ύπαρξης ή της σοβαρότητας
συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων-εγκλημάτων, ενέχει μια αυτοτελή απαξία αλλά και
μια επικίνδυνη δυναμική, στο βαθμό που υπόρρητα μεν αλλά αδιαμφισβήτητα τείνει προς
το να διεγείρει στην τέλεση πράξεων που μπορούν να προκαλέσουν ή συνιστούν οι ίδιες
πράξεις μίσους, βίας κ.λπ. και συνήθως αποτελεί την αφορμή για την εκδήλωση μιας
παράλληλης συμπεριφοράς (αμέσως ή εμμέσως εκδηλωμένης1899). Αυτή η τελευταία,
εφόσον είναι πρόσφορη να οδηγήσει στη θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων που
προσδιορίζονται βάσει των στο νόμο αναφερόμενων χαρακτηριστικών1900, είναι που
συγκεντρώνει όλη την απαξία της συμπεριφοράς και δικαιολογεί την απειλή ποινής. Ο δράστης
της επιδοκιμασίας ενός λ.χ. εγκλήματος γενοκτονίας ή του Ολοκαυτώματος δε στοχεύει, όπως
πολύ σωστά παρατηρεί ο Ι. Μοροζίνης1901, «στην ανατροπή του πρωτεύοντος κανόνα που
απαγορεύει μια πράξη (λ.χ. τη γενοκτονία), αλλά πρωτίστως στη δικαιολόγησή της μόνο
ενόψει της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας1902, όπως αυτή προσδιορίζεται από τα
συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που απαριθμεί ο νόμος (φυλή, φύλο, θρησκεία κ.λπ.), που
υπήρξε θύμα της».

1897 Η διάταξη του άρθρου 185 ΠΚ καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019, ως μη προσβάλλουσα τη


δημόσια τάξη, λόγω του ότι δεν εμπεριείχε διέγερση για τέλεση εγκλήματος ή για βιαιοπραγίες μεταξύ
πολιτών. Βλ. γι’ αυτό την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα»,
άρθρο 185 ΠΚ.
1898 Πρβλ. από τη νομολογία του ΕΔΔΑ την υπόθεση Leroy κατά Γαλλίας, 02/10/2008, no. 36109/03,

http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-88715, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση


της ελευθερίας της έκφρασης με την εθνική καταδίκη ενός σκιτσογράφου ο οποίος καταδικάστηκε για
συνέργεια σε πράξη δικαιολόγησης της τρομοκρατίας, έπειτα από τη δημοσίευση ενός σκίτσου που

[469]
Ο «ευτελισμός» είναι καταρχήν η ενέργεια του «ευτελίζω», που σημαίνει ότι μειώνω
πάρα πολύ το κύρος, την ηθική ή την πνευματική αξία κάποιου· άλλως ο ηθικός ή πνευματικός
υποβιβασμός, ακόμα και ο εξευτελισμός1903. Με τον όρο αυτό αποδόθηκε στο υπό εξέταση
άρθρο η έννοια της «χονδροειδούς υποτίμησης», η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά την ελληνική
μετάφραση του αγγλικού όρου “grossly trivialising”1904 της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε. Σύμφωνα με την Ε. Συμεωνίδου-
Καστανίδου1905 ο ευτελισμός δε συνιστά μια απλή αμφισβήτηση της σημασίας, αλλά
ταυτίζεται με «την εκμηδένιση της σημασίας και της βαρύτητας του εγκλήματος και των
συνεπειών του»1906. Όχι μόνο σε εκμηδενισμό, αλλά και σε υποβάθμιση ή σε ηθική απαξίωση
των προβλεπόμενων εγκλημάτων αναφέρεται η υπ’ αριθμ. 2383/2015 απόφαση του
Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου (υπόθεση Richter)1907, κατά την ερμηνεία του
σχετικού όρου. Ακόμα και η διακωμώδηση και ο εκχυδαϊσμός των περιστατικών που
αποτελούν τα προβλεπόμενα στη διάταξη εγκλήματα δύνανται, σύμφωνα με την ως άνω
απόφαση, να υπαχθούν στην έννοια του ευτελισμού. Ο ευτελισμός δε χρειάζεται να εξικνείται

απεικόνιζε την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στο World Trade Center συνοδευόμενο από μία
λεζάντα με το λεκτικό: «Όλοι το ονειρευτήκαμε … η Χαμάς το έκανε». Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το σκίτσο
υποστήριζε και εξυμνούσε τη βία εναντίον χιλιάδων πολιτών και υπονόμευσε την αξιοπρέπεια των
θυμάτων. Παράλληλα, ο αντίκτυπος ενός τέτοιου μηνύματος σε μια πολιτικά ευαίσθητη περιοχή,
δηλαδή τη Χώρα των Βάσκων, δεν μπορούσε να αγνοηθεί και, παρά την περιορισμένη κυκλοφορία
της εφημερίδας, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δημοσίευση του σκίτσου προκάλεσε ορισμένες
αντιδράσεις, οι οποίες ήταν ικανές να υποκινήσουν βία και επεδείκνυαν τον πιθανό αντίκτυπο
αυτής της δημοσίευσης στη δημόσια τάξη της περιοχής.
1899 Π.χ. ευθέως προτρεπτικής ή υπόρρητα, αλλά αδιαμφισβήτητα διεγερτικής.

1900 Κατ’ απαίτηση και της Αιτιολογικής Έκθεσης στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979.

1901 Ο ίδιος, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 133.

1902 Η έμφαση του Μοροζίνη.

1903 Για τον ορισμό βλ. Ι. Τριανταφυλλίδη, Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, σε διαδικτυακή μορφή,

στον ιστότοπο Πύλη για την ελληνική γλώσσα (Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας).
1904 Που σημαίνει «υπερβολική· χυδαία· άκομψη· αηδιαστική υποβάθμιση ή ευτελισμός», Για τη

μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά βλ. τον ιστότοπο www.wordreference.com.


1905 Η ίδια, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733.

1906 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση. Σύμφωνα με την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ευτελισμός

υπάρχει, όταν κάποιος υποστηρίζει ότι τα ναζιστικά εγκλήματα κατά των εβραίων είναι υπερβολές και
αποτέλεσμα της εβραϊκής προπαγάνδας τα όσα λέγονται για την εκτέλεση εκατομμυρίων εβραίων. Βλ.
επίσης και τα Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΛΓ΄/05-09-2014 επί του σχεδίου νόμου του
Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 και την προσαρμογή του στην
απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ, σελ. 2580, όπου ο Ι. Πανούσης διατυπώνει την άποψη ότι είναι
προτιμότερη η χρήση του όρου «εκμηδενισμός», που σημαίνει ότι ακυρώνει την ιστορία, έναντι του
«ευτελισμού», που είναι πιο παθητικός ως όρος.
1907 Δημοσιευμένη σε ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.

[470]
μέχρι την εκμηδένιση της σημασίας και της βαρύτητας των ιστορικών γεγονότων που
αναφέρονται στη διάταξη, αλλά μπορεί να αρκείται και στη σοβαρή υποβάθμιση της
πραγματικής τους έκτασης, της αληθινής τους σημασίας και του βάθους των συνεπειών που
είχαν σε τμήματα πληθυσμών1908.
Τουτέστιν, ο όρος «ευτελίζει» φαίνεται να έχει ως σημείο αναφοράς τη
σοβαρότητα των εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων γενοκτονιών κ.λπ. που διαπράχθηκαν
κατά το παρελθόν και όχι την ύπαρξή τους καθεαυτή1909. Άλλωστε και νοηματικά φαίνεται
ορθότερο να γίνει δεκτό ότι συντακτικό αντικείμενο της πράξης του «ευτελισμού» είναι η
σοβαρότητα και όχι η ύπαρξη εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου κ.λπ., καθότι
δεν είναι η ύπαρξη ενός γεγονότος που εξευτελίζεται – αυτή μπορεί μόνο να αποτελέσει
αντικείμενο άρνησης – αλλά η σοβαρότητα και η απαξία1910 που έχει ως ιστορικό συμβάν1911.
Προς επίρρωση της παραπάνω θέσης μπορεί να αντληθεί επιχείρημα από το κείμενο της υπ’
αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο με τις επιταγές της οποίας επιχείρησε να
συμμορφωθεί ο Έλληνας νομοθέτης κατά τη μεταφορά της στην εσωτερική μας έννομη τάξη.
Στο άρθρο 1 παρ. 1, στοιχ. γ’ και δ’ αυτής γίνεται λόγος για «χονδροειδή υποτίμηση της
σοβαρότητας όσον αφορά εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και
εγκλήματα πολέμου …», η οποία ως μορφή συμπεριφοράς αντικαταστάθηκε στο Ν. 927/1979
από τον «ευτελισμό».

1908 Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Jean-Marie Le Pen, ηγέτη του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου
στη Γαλλία, ο οποίος καταδικάστηκε από τα εθνικά δικαστήρια της Γαλλίας με βάση το νόμο Gayssot
για ευτελισμό του Ολοκαυτώματος, αφού δήλωσε δημοσίως ότι η ύπαρξη των θαλάμων αερίων στα
στρατόπεδα των ναζί και η εξόντωση εβραίων μέσα σε αυτά ήταν «μια λεπτομέρεια της ιστορίας
του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου». Βλ. σχετικά το δημοσίευμα: “Jean-Marie Le Pen renvoyé devant la
justice pour ses propos sur l'Occupation", αναρτημένο σε Le Monde, 13/07/2006,
https://www.lemonde.fr/societe/article/2006/07/13/jean-marie-le-pen-renvoye-devant-la-
justice-pour-ses-propos-sur-l-occupation_794895_3224.html (ανακτήθηκε στις 17/01/2020).
1909 Βλ. εν προκειμένω και την αναφορά του Ι. Μοροζίνη, N. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 134, στη

διάκριση που χρησιμοποιούν οι Γερμανοί θεωρητικοί ανάμεσα στον «ποιοτικό» και στον «ποσοτικό»
ευτελισμό. Ο τελευταίος είναι ξεκάθαρο ότι αφορά σε αριθμητικά δεδομένα και, συγκεκριμένα,
σχετίζεται με την τάση που εμφανίζεται κατά καιρούς στη Γερμανία να αμφισβητείται από
υποστηρικτές του πάλαι ποτέ ναζιστικού καθεστώς ο αριθμός των θυμάτων του Ολοκαυτώματος, να
λέει δηλαδή κανείς ότι ήταν μικρότερος από τον επίσημα αναγνωρισμένο των 6.000.000 θυμάτων. Στη
δε περίπτωση του ποιοτικού ευτελισμού, ο δράστης ναι μεν αποδέχεται το γεγονός κατά την πλήρη
έκτασή του, εντούτοις προσπαθεί να δικαιολογήσει ηθικά την τέλεσή του ή εν πάση περιπτώσει να
μειώσει την ένταση της ηθικής του απαξίας.
1910 Βλ. ενδεικτικά τις διάφορες φράσεις που συμπεριλαμβάνονται σε βιβλίο που συνέγραψε Γερμανός

ιστορικός και για τη συγγραφή του οποίου (λόγω συμπερίληψης ορισμένων εκφράσεων, όπως, μεταξύ
άλλων, κι αυτών που παρατίθενται αμέσως μετά) του ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του
άρθρου 2 του Ν. 927/1979: «η Μάχη της Κρήτης έγινε ένας στρατιωτικός μύθος, όπως δείχνει ο
μεγάλος αριθμός σχετικών μελετών στην αγγλική γλώσσα» (σ. 442), «Η καταστροφή της Κανδάνου δεν

[471]
Τέλος, η «άρνηση» κατά την έννοια του άρθρου 2 είναι η πράξη εκείνη με την οποία ο
δράστης ισχυρίζεται ότι ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που
συγκροτούν τα εγκλήματα γενοκτονιών, τα εγκλήματα πολέμου, της εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας κ.λπ., που έχουν αναγνωριστεί ως τέτοια με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή
της Βουλής των Ελλήνων1912. Για άρνηση μπορεί επίσης να γίνει λόγος, όταν κάποιος
ισχυρίζεται ότι τα πράγματι τελεσθέντα ως άνω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά δεν
έχουν το χαρακτήρα εγκλημάτων γενοκτονιών, πολέμου, κατά της ανθρωπότητας κ.λπ. που
τους έχει αποδοθεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων, αρνείται
δηλαδή το νομικό τους χαρακτηρισμό ως τέτοια1913. Η άρνηση, ως υπαλλακτικά τυποποιημένος
τρόπος τέλεσης του εγκλήματος, έχει ως αντικείμενο και άρα και σημείο αναφοράς τόσο την
ύπαρξη όσο και τη σοβαρότητα των παραπάνω εγκλημάτων, έτσι που τελικά αρνείται όχι μόνο
εκείνος που υποστηρίζει ότι τα εν λόγω εγκλήματα ουδέποτε έλαβαν χώρα, αλλά και εκείνος
που διατείνεται ότι δεν έχουν την έκταση ή τη σημασία που τους έχει αναγνωρίσει η
Ιστορία1914 ή ακόμα και το συγκεκριμένο νομικό χαρακτηρισμό που τους έχει αποδοθεί από τα
αρμόδια διεθνή ή εσωτερικά όργανα. Βέβαια, η άρνηση με το τελευταίο περιεχόμενο
ταυτίζεται εννοιολογικά με τον ευτελισμό, αφού και στην περίπτωση του ευτελισμού ο δράστης
υποβαθμίζει τη σημασία και τη βαρύτητα του εκάστοτε εγκλήματος, με αποτέλεσμα να
δημιουργείται μια περιττή ταυτολογία κι εντεύθεν δυσκολία υπαγωγής των πραγματικών
περιστατικών στη μία ή στην άλλη περίπτωση. Προτιμότερο, όμως, θα ήταν να ξεκαθαριστεί το
εννοιολογικό εύρος της εκάστοτε υπαλλαγής τελέσεως και να γίνει μια ευχερής και σαφής

ήταν μια ανελέητη σφαγή, όπως συνέβη στο Δίστομο ή το Κομμένο επί Κατοχής, αλλά μια
περιορισμένης κλίμακας ενέργεια, που φαίνεται ότι αποσκοπούσε κυρίως στο να κατευνάσει το θυμό
των Γερμανών στρατιωτών, ώστε να μην προβούν οι ίδιοι σε ωμότητες» (σ. 298). Βέβαια, παρά τη
δίωξη του ιστορικού για ευτελισμό και κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας
εγκλημάτων του ναζισμού και εγκλημάτων πολέμου που διέπραξαν οι κατοχικές στρατιωτικές δυνάμεις
κατά την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου στην Κρήτη, εν τέλει κρίθηκε αθώος με την υπ’ αριθμ.
2383/2015 απόφαση του ΜονΠλημμΡεθυμν αθώος, λόγω αντισυνταγματικότητας του άρθρου 2 του Ν.
927/1979.
1911 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 134.

1912 Η άρνηση της ύπαρξης θαλάμων αερίων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης από

πανεπιστημιακό λέκτορα, μέλος του Εθνικού Μετώπου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μπορεί να μη
συνιστά ευθέως άρνηση του Ολοκαυτώματος, όμως η άρνηση της ύπαρξης πραγματικών στοιχείων που
θεμελιώνουν το Ολοκαύτωμα ισοδυναμεί με άρνηση του ίδιου του Ολοκαυτώματος.
1913 Ισχυρίζομαι για παράδειγμα ότι οι μαζικές δολοφονίες και ο εκτοπισμός εναντίον ελληνικών

πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου από τους Νεότουρκους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το
διάστημα 1914-1923 δεν είναι γενοκτονία, αλλά απλώς απώλειες πολέμου. Βλ. επίσης και την υπ’ αριθμ.
2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.
1914 Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733. Αντίθετος ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979,

Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 127, ο οποίος τάσσεται υπέρ της άποψης ότι η άρνηση αναφέρεται μόνο
στην ύπαρξη γεγονότων.

[472]
διάκριση μεταξύ τους, έτσι που στην περίπτωση της «άρνησης» να υπαχθεί μόνο εκείνη η
συμπεριφορά κατά την οποία ο δράστης δεν αποδέχεται την ίδια την τέλεση 1915 του εκάστοτε
εγκλήματος, αφήνοντας εκτός πεδίου εφαρμογής ενδεχομένως την απόδοση διαφορετικού
νομικού χαρακτηρισμού, σίγουρα πάντως την υποβάθμιση της σημασίας και της βαρύτητας
του εγκλήματος. Εκείνος λοιπόν που αρνείται τη σοβαρότητα (και όχι την ύπαρξη) εγκλημάτων
γενοκτονιών, πολέμου κ.λπ. θα πρέπει να υπαχθεί στην πράξη του ευτελισμού.
Εξάλλου, όπως έχει αναλυθεί λεπτομερώς παραπάνω1916, η περίπτωση της απλής-
απογυμνωμένης αρνήσεως της ύπαρξης ενός ιστορικού γεγονότος, στο βαθμό που αυτοτελώς
ιδωμένη1917 δεν προσβάλλει (ούτε με βλάβη ούτε με διακινδύνευση) κάποιο έννομο αγαθό,
αφενός μεν δε διαθέτει επαρκή νομιμοποιητική βάση για την ποινικοποίησή της, αφετέρου δε,
αποτελεί όχι απλώς δυσανάλογο περιορισμό στο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της
έκφρασης, αλλά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στον ίδιο τον πυρήνα του δικαιώματος1918. Ως
ξεκάθαρη περίπτωση έκφρασης γνώμης, η απλή άρνηση ιστορικών γεγονότων δε δημιουργεί
δυνατότητα κινδύνου για συγκεκριμένο (-α) έννομο (-α) αγαθό (ά) κι έτσι δε δύναται να είναι
ούτε καν αρχικά άδικη συμπεριφορά1919. Ούτε το ίδιο το Σύνταγμα, ως ο θεμελιώδης νόμος
πάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της εθνικής μας νομοθεσίας, δεν ορίζει
ότι επιτρέπεται το οποιοδήποτε κρατικό όργανο να δημιουργεί «κρατικά αναγνωρισμένες
γνώμες» ή «κρατικές αλήθειες»1920, έτσι, μάλιστα, που η μη σύμπλευση με αυτές να θέτει
πρωτογενώς ποινικό άδικο και να οδηγεί στην τιμώρηση. Τουναντίον, ο καθένας μπορεί να
εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του, στο βαθμό που δεν προσβάλλει με τη συμπεριφορά του
έννομα αγαθά άλλων ανθρώπων ή, ακόμα κι αν τα προσβάλλει, θα πρέπει να γίνεται μια
ουσιαστική στάθμιση του προστατευόμενου από το Σύνταγμα και προσβαλλόμενου από τη
συμπεριφορά του δράστη αγαθού με την επίσης συνταγματικά προστατευόμενη ελευθερία της
γνώμης.

1915 Δεν αποδέχεται, δηλαδή, ότι πράγματι έλαβαν χώρα τα περιστατικά εκείνα που έχουν αποδειχθεί
και στοιχειοθετούν τα προβλεπόμενα στη διάταξη εγκλήματα.
1916 Μέρος Δ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 4.

1917 Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τυχόν προκλητικό, απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα.

1918 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 127, από Mylonopoulos, in: FS-Kühl, σ. 553. Βλ.

σχετικά Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 485 καθώς και C. Roxin, όπ.π., EuCLR
2013, σ. 9 και 13. Βλ. επίσης και τα Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΛΓ΄/05-09-2014, σελ. 2579,
όπου ο Ι. Πανούσης αναφέρει ότι ως προς τον ακαδημαϊκό αναθεωρητισμό «δεν υπάρχουν
συνταγματικά περιθώρια απαγορεύσεων» και σελ. 2584, όπου ο Κ. Τριαντάφυλλος αναφέρει: «Εάν,
όµως, πει, (εν. κάποιος ιστορικός ακαδημαϊκός ή και οποιοσδήποτε άλλος) «Δεν υπήρξε το
Ολοκαύτωμα», τότε δεν τυποποιείται ο νόμος. Εάν πει, «Δεν υπήρξε, ο Χίτλερ έκανε μισή δουλειά και
αυτούς πρέπει να τους εξαφανίσουμε από τον χάρτη του κόσμου», αυτό, ναι, θα τιμωρείται!».
1919 Αντίθετη η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2013, σ. 486, κατά την οποία «η άρνηση

ιστορικών γεγονότων αποκτά ποινικό ενδιαφέρον όταν γίνεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιες
συνθήκες, ώστε να είναι αντικειμενικά πρόσφορη να κινητοποιήσει σε πράξεις βίας ή μισαλλοδοξίας
κατά των μελών μιας ομάδας που προσδιορίζεται με ορισμένα χαρακτηριστικά». Στην άποψη αυτή

[473]
Επιπλέον, σύμφωνα με την απαίτηση του νόμου, ο δράστης της «άρνησης» θα πρέπει
να προβαίνει σε αυτή «κακόβουλα»1921, δηλαδή με κακή πρόθεση, επιθυμώντας ή
επιδιώκοντας το κακό κάποιου άλλου1922. Η προσθήκη του συγκεκριμένου όρου στο νόμο
υπήρξε ατελέσφορη αναφορικά με τον επιδιωκόμενο από μέρους των συντακτών του σκοπό.
Όπως επεσήμανε ο Χ. Αθανασίου (Υπουργός Δικαιοσύνης κατά την περίοδο της ψήφισης του
νόμου) στη σχετική συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή1923, η εισαγωγή της κακοβουλίας
πραγματοποιήθηκε προκειμένου να αποφευχθεί η ποινικοποίηση του φρονήματος, μιας και η
κακοβουλία, σύμφωνα με την ως άνω άποψη, είναι ικανή να περιορίσει το εύρος της διάταξης
σε περιπτώσεις που ο δράστης διακατέχεται από μια κακότητα, από μια κακή πρόθεση, για την
ακρίβεια, να παρασύρει τον άλλο στο κακό. Επιπρόσθετα, αναφέρθηκε κατά την ίδια ως άνω
συζήτηση ότι ο όρος «κακόβουλα» τέθηκε προς αντικατάσταση του όρου «χονδροειδής
υποτίμηση», που χρησιμοποιείται στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο, λόγω του
ότι ο τελευταίος συνιστά μια αδόκιμη έκφραση για την ελληνική ποινική κουλτούρα, σε

μπορεί να αντιταχθεί η σκέψη πως η υπό κρίση διάταξη, διαμορφωμένη ως έγκλημα δυνητικής
διακινδύνευσης, προστατεύει σε πρώτο και κύριο βαθμό ατομικά έννομα αγαθά, η δε απλή άρνηση
ιστορικών γεγονότων, ακόμα κι να στρέφεται κατά ομάδας ή μέλους της που προσδιορίζεται με
ορισμένα χαρακτηριστικά (π.χ. όταν κάποιος ισχυρίζεται, στην Ελλάδα τουλάχιστον, ότι δεν έγινε το
Ολοκαύτωμα, στρεφόμενος έτσι προφανώς κατά των εβραίων ή ότι δεν έγινε η γενοκτονία των
Ποντίων από τους Νεότουρκους το διάστημα 1914-1923) δεν είναι πρόσφορη να δημιουργήσει
δυνατότητα κινδύνου για οποιοδήποτε ατομικό έννομο αγαθό και άρα ποινικά αδιάφορη. Ούτε, όμως,
και η νομολογία του ΕΔΔΑ, που δέχεται αδιακρίτως πλέον ότι η άρνηση του Ολοκαυτώματος συνιστά
μορφή υποκίνησης μίσους εναντίον των εβραίων, ακολουθώντας έτσι μια προσέγγιση αποκλεισμού από
την προστασία της Σύμβασης με επίκληση του άρθρου 17 της ΕΣΔΑ, είναι ικανή να επιβάλλει την
ποινικοποίηση. Η ΕΣΔΑ προσφέρει απλώς επιπλέον προστασία στα ατομικά δικαιώματα εκεί που
διαπιστώνεται εθνικό έλλειμμα. Εξάλλου, και η ίδια η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου δεν παραθέτει
κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα για την υποστήριξη της θέσης της σε πρακτικό επίπεδο. Πρβλ. Ι.
Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 128 και Σ. Καρεκλά, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 632-
634.
1920 Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, Α’ Τόμος, β’ έκδοση, σ. 506-507· Σ. Τσακυράκης, Ο

Μισαλλόδοξος Λόγος, σε Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, Επίκαιρα Θέματα, Έτος Θ’, 1996, Τεύχος Ι, σ.
268.
1921 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 733, σύμφωνα με την οποία η προσθήκη

της κακοβουλίας φανερώνει τη διάθεση του νομοθέτη «να αναγνωρίζει σε όλους το δικαίωμα της
αμφιβολίας ως προς την πιθανή τέλεση των εγκλημάτων ή τη σοβαρότητά τους».
1922 Από κακεντρέχεια ή κακοήθεια. Βλ. επίσης και Ι. Μοροζίνη, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ.

2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σύμφωνα με τον οποίο μπορεί να γίνει λόγος
για κακόβουλη συμπεριφορά, όταν αυτή «εκπηγάζει από ιδιαιτέρως «επίμεμπτα» και «ταπεινά»
κίνητρα, όπως το μίσος, η φιλαργυρία, η χαιρεκακία, ο σαδισμός, ενώ αποκλείονται κίνητρα, όπως η
αδιαφορία, η αδυναμία, η ψυχρότητα».
1923 Πρακτικά Συνεδρίασης της Βουλής ΛΓ΄/05-09-2014, σελ. 2628.

[474]
αντίθεση με τον πρώτο που εμφανιζόταν στο καταργημένο πλέον άρθρο 198 ΠΚ1924. Μόνο που
οι συντάκτες του υπό κρίση ελληνικού νομοθετήματος φαίνεται πως παρέβλεψαν το γεγονός
ότι ο επιθετικός προσδιορισμός «χονδροειδής» αναφερόταν στην πράξη της υποτίμησης και
όχι σε αυτή της άρνησης, όπως αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από την ίδια τη λεκτική διατύπωση
των στοιχ. γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 της εν λόγω ενωσιακής πράξης.

1924Υπό τον τίτλο: «Κακόβουλη βλασφημία», που καταργήθηκε με το Ν. 4619/2019, λόγω του ότι δεν
προσβάλλει κανένα υπαρκτό κοινωνικό μέγεθος και επομένως δε συνιστά αξιόποινη πράξη. Βλ. σχετικά
την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόμου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα».

[475]
Η κακοβουλία ως όρος έχει απαλειφτεί πλέον από το μεγαλύτερο μέρος των ποινικών
διατάξεων στις οποίες χρησιμοποιούταν1925 και έχει παραμείνει μόνο στο αδίκημα της
παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής (άρθρο 358 ΠΚ). Οι απόψεις που έχουν υποστηριχθεί
στο πλαίσιο της ερμηνείας των διατάξεων του ΠΚ αναφορικά με το επίπεδο της δογματικής
της ένταξης, αν δηλαδή εντάσσεται στο άδικο ή στην ενοχή, είναι δύο και διαφοροποιούνται
ανάλογα με τη θέση που ακολουθεί κανείς στο ζήτημα της κρίσης για τον άδικο χαρακτήρα της
πράξης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη μία άποψη η κακοβουλία, ως φρονηματικό
στοιχείο, ως στοιχείο δηλαδή που ανάγεται στο φρόνημα-σκέψη του δράστη και εμπνέει τη
συμπεριφορά του, αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου1926. Υποκειμενικό μεν,
διότι, όπως ελέχθη μόλις προηγουμένως, ανάγεται στον εσωτερικό κόσμο του δράστη, τον
οποίο και αντανακλά, στοιχείο του αδίκου δε, καθότι μόνη η πλήρωση των όρων της
αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που συμπεριλαμβάνει την κακοβουλία δεν
ενδεικνύει, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη άποψη, τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, αλλά είναι
απαραίτητη και η στοιχειοθέτηση του υπό κρίση όρου, ο οποίος πάντως δεν έχει αντικειμενικό
έρεισμα. Από την άλλη υποστηρίζεται1927 ότι η κακοβουλία και εν γένει τα φρονηματικά
στοιχεία, από τη στιγμή που ανάγονται στον εσωτερικό κόσμο του δράστη, είναι βέβαια
υποκειμενικά στοιχεία, όχι όμως του αδίκου, αλλά της ενοχής, καθότι δεν αφορούν στη
βαρύτητα της προσβολής της έννομης τάξης. Το άδικο είναι καθαρά αντικειμενικό και δε θα
πρέπει να νοθεύεται από υποκειμενικά στοιχεία. Η δογματική ένταξη των τελευταίων στην
κρίση περί του άδικου χαρακτήρα της πράξης θα πρέπει να επισημαίνεται ως «ρωγμή» 1928 στο
σύστημα του αντικειμενικού αδίκου, μιας και η ουσία του άδικου χαρακτήρα μιας πράξης
εντοπίζεται στη μεταβολή που επιφέρει αυτή στον εξωτερικό κόσμο, στη βλάβη, δηλαδή, ή στη
διακινδύνευση που προκαλεί σε δικαιϊκά αναγνωρισμένα έννομα αγαθά. Η τελευταία αποτελεί
ένα καθαρά αντικειμενικό γεγονός και δεν εξαρτάται από τη βούληση του ατόμου. Ακόμη όμως
και η πρώτη άποψη, που δέχεται την ύπαρξη υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου,
αναγνωρίζει ότι μια τέτοια παραδοχή είναι προβληματική, έως και επικίνδυνη, αφενός λόγω
των αποδεικτικών δυσχερειών που συνεφέλκεται, αφετέρου λόγω της απαγορευμένης
τιμώρησης του φρονήματος που συνεπάγεται1929. Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων είναι
ορθότερο να θεωρηθεί η κακοβουλία ως υποκειμενικό στοιχείο της ενοχής1930, η τυχόν

1925 Άρθρα 198, 199 και 312 ΠΚ.


1926 Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι., όπ.π., 2006, σ. 261 επ., Ι. Γιαννίδης σε Συστηματική
Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρο 14 ΠΚ, σ. 171 και ο Γ.Α. Μαγκάκης, Ποινικό Δίκαιο, τ. Α’, 1979,
σ. 155.
1927 Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 765 επ. και Χ. Μυλωνόπουλος, ΠΔ. Γενικό Μέρος,

2η έκδοση, 2020, σ. 240-241, με διαφορετική, ωστόσο, προσέγγιση ως προς τα υποκειμενικά στοιχεία


του αδίκου. Βλ. συναφώς και Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, επιμ. Κ. Σταμάτη, 1978, σ. 240 επ.
1928 Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 765-766.

1929 Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. Ι, όπ.π., 2006, σ. 264.

1930 Βλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 129.

[476]
ύπαρξη της οποίας δεν επηρεάζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, κρίση που αποτελεί,
άλλωστε, προγενέστερο στάδιο της κρίσης περί ενοχής.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, διαβάζοντας κανείς τα Πρακτικά της Συζήτησης στη
Βουλή επί της αρχής, των άρθρων και των τροπολογιών του σχεδίου νόμου για την
τροποποίηση του Ν. 927/1979, παρατηρεί ότι με την εισαγωγή του στοιχείου της
«κακοβουλίας» προσπάθησαν οι συντάκτες του νόμου να αποφύγουν την ποινικοποίηση του
φρονήματος, εξαιρώντας από το πεδίο εφαρμογής τις περιπτώσεις εκείνες που η «άρνηση»
του δράστη εξικνείται απλώς στην έκφραση της προσωπικής του άποψης και δεν επεκτείνεται
στην προσβολή δικαιϊκά προστατευόμενων έννομων αγαθών άλλων ανθρώπων. Ο ως άνω
στόχος, όμως, αν και απολύτως θεμιτός, δε θεωρώ ότι επιτεύχθηκε, λόγω της «δογματικής»
αδυναμίας ενός φρονηματικού στοιχείου (ήτοι της κακοβουλίας) να δημιουργήσει1931 άδικο, με
την ουσιαστική του όρου έννοια, εκεί που δεν υπάρχει κι έτσι να καταστήσει συνταγματικά
επιτρεπτό τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου που εισάγεται δια της συγκεκριμένης
τυποποίησης. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να ξεκινήσω τονίζοντας ότι η κακοβουλία, ως
στοιχείο της ενοχής, εξετάζεται μετά τον έλεγχο του αδίκου (καταρχήν και τελικού άδικου
χαρακτήρα της πράξης) και ως εκ τούτου η εξέταση της συνδρομής αυτού του όρου
προϋποθέτει την κατάφαση του τελικά άδικου χαρακτήρα της πράξης και δε συμβάλλει με
κανένα τρόπο σε αυτή. Βασική, λοιπόν, προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό μιας δημόσιας π.χ.
άρνησης της ύπαρξης ενός ιστορικού γεγονότος αρμοδίως αναγνωρισμένου ως εγκλήματος
πολέμου ως αξιόποινης είναι πρώτα η θεμελίωση του τελειωτικά άδικου χαρακτήρα αυτής και
εν συνεχεία ο καταλογισμός της πράξης σε ενοχή του δράστη. Χωρίς την ύπαρξη μιας τελικά
άδικης πράξης παρέλκει ο έλεγχος των στοιχείων του καταλογισμού, μεταξύ αυτών και της
κακοβουλίας. Συνεπώς η κακοβουλία ουδόλως συντελεί στη διαμόρφωση του άδικου
χαρακτήρα της πράξης, παρά μόνο επιτρέπει, σε περίπτωση κατάφασής της, την τελική
αποδοκιμασία της βούλησης του δράστη1932. Έτσι, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι από μια
«απλή» άρνηση ιστορικών γεγονότων, έστω και διανθισμένη με το εσωτερικό στοιχείο της
κακοβουλίας, απουσιάζει το στοιχείο εκείνο που την καθιστά άδικη με την ουσιαστική του
όρου έννοια1933 και αφήνει την εν λόγω ποινικοποίηση έκθετη σε εύλογες αντιρρήσεις περί
αντισυνταγματικού περιορισμού του δικαιώματος στην ελευθερία της γνώμης1934.

1931 Ή να προσθέσει.
1932 Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 325, σύμφωνα με τον οποίο οι δηλωτικοί της
εσωτερικής τάσεως ή διαθέσεως του δράστη όροι, όπως είναι και η «κακοβουλία», ανήκουν στη
νομοτυπική μορφή του εγκλήματος και όχι στην υποκειμενική υπόσταση αυτού. Για την ακρίβεια
αποτελούν αξιολογικά στοιχεία της ενοχής, μονολεκτικά διατυπωμένα, τα οποία πρέπει να συντρέχουν
για την τελική ενοχή του δράστη. Πρβλ. και Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ. Γενικό Μέρος, 2020, σ. 240-241.
1933 Την έννοια, δηλαδή, της προσβολής έννομου αγαθού με τη μορφή της βλάβης ή της

διακινδύνευσης.
1934 Βλ. τη χαρακτηριστική ρήση του Ι. Μοροζίνη, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 2383/2015

ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., παρ. 4.7. ότι «η υπέρβαση του συνταγματικού ορίου

[477]
Απέναντι στην ποινικοποίηση της συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπάρχει ισχυρός
αντίλογος. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι σε επίπεδο τυποποίησης η ποινικοποίηση μιας απλής
άρνησης της ύπαρξης ιστορικών γεγονότων βασίζεται στο περιεχόμενο του δημόσια
εκφερόμενου λόγου1935 και όχι στις πιθανές συνέπειες αυτού1936, πράγμα όμως απόλυτα
απαγορευμένο από τη συνταγματική μας τάξη. Ο περιορισμός, με άλλα λόγια, που εισάγεται
δια της συγκεκριμένης ποινικοποίησης στο συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης
δεν είναι συνταγματικά θεμιτός, καθότι αποσκοπεί στην προστασία των αποδεκτών του λόγου
από την έκθεσή τους στο συγκεκριμένο περιεχόμενο του λόγου και όχι από τις πιθανές του
συνέπειες. Όλες οι απόψεις, όσο αποκρουστικές κι αν είναι αυτές (πόσο μάλλον αυτές, μιας και
οι συγκλίνουσες γνώμες δε δημιουργούν προβλήματα), θα πρέπει να μπορούν να εκφέρονται
ελεύθερα, στο βαθμό που δε θίγουν (είτε με τη μορφή της βλάβης είτε με τη μορφή της
διακινδύνευσης) άλλα, συνταγματικά αναγνωρισμένα έννομα αγαθά. Ακόμη και η προσθήκη
της προϋπόθεσης που τίθεται στην αντικειμενική υπόσταση του υπό κρίση εγκλήματος, να
εκδηλώνεται δηλαδή η συμπεριφορά του δράστη κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή
μίσος ή να ενέχει απειλητικό χαρακτήρα σε βάρος ομάδας προσώπων ή μέλους της που
προσδιορίζεται με βάση τα αναφερόμενα στη διάταξη χαρακτηριστικά, δε διασώζει
απαραίτητα τη διάταξη από αντισυνταγματικότητα, αφού μια απλή άρνηση της ύπαρξης
ιστορικών γεγονότων δε φαίνεται να είναι καθεαυτή πρόσφορη να προκαλέσει βία ή μίσος και
εντεύθεν να θέσει σε κίνδυνο ατομικά έννομα αγαθά1937 (όπως είναι η ζωή, η υγεία, η
προσωπική ελευθερία). Ακόμη όμως κι αν γίνει δεκτό ότι μια δημόσια άρνηση φέρει τα
χαρακτηριστικά ενός επικοινωνιακού/ομιλιακού ενεργήματος, μπορεί δηλαδή να θέσει σε
κίνδυνο ατομικά έννομα αγαθά ή τη δημόσια τάξη, αυτό ενδεχομένως να ισχύει λόγω της
έντονης αντιπαράθεσης γύρω από το ζήτημα ή της έλλειψης ανοχής του ακροατηρίου στο λόγο
του δράστη, μιας και οι όποιες τυχόν αντιδράσεις μπορεί να οφείλονται στην πρόσληψη του
λόγου από το ακροατήριο και στην προκατάληψή του και όχι στο γεγονός ότι αυτός που
εκφέρει το λόγο προσκαλεί τους αποδέκτες του ρητά ή συναγόμενα να προβούν σε
συγκεκριμένες ενέργειες1938. Σε μια τέτοια περίπτωση ο περιορισμός που εισάγεται στην

που θέτει η ελευθερία του λόγου στην ποινικοποίηση της ρητορικής του μίσους, όχι με ένα plus αδίκου
συναγόμενου από προσβολή εννόμου αγαθού, αλλά με ένα φρονηματικό στοιχείο (την εχθροπάθεια
από την οποία πηγάζει ο δόλος), θα καθιστούσε οποιαδήποτε καταδίκη απαράδεκτη τιμώρηση του
φρονήματος».
1935 Κι έτσι αποσκοπούν να τιμωρήσουν το δράστη για τις απόψεις του.

1936 Στο ότι προσβάλλει, δηλαδή, είτε με βλάβη είτε με διακινδύνευση έννομα αγαθά.

1937 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 128 και ο ίδιος, Παρατηρήσεις

στην υπ’ αριθμ. 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., παρ. 4.5., όπου
συμπληρώνει ότι αν υπήρχε αυτή η προσφορότητα «θα μπορούσε να γίνει ήδη λόγος για διέγερση ή
υποκίνηση κατά το άρθρο 1, όπως συμβαίνει με την επιδοκιμασία και τον ευτελισμό».
1938 Έχοντας μια αντίστοιχη επιθυμία να προκληθούν οι συγκεκριμένες ενέργειες. Πρβλ. εδώ και την

ακραία φιλελεύθερη (υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης) άποψη που διατυπώνει ο Σ. Τσακυράκης, Ο
Μισαλλόδοξος Λόγος, σε Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, Επίκαιρα Θέματα, Έτος Θ’, 1996, Τεύχος Ι, σ.

[478]
ελευθερία της γνώμης δεν είναι συνταγματικά θεμιτός1939. Τουναντίον, θίγεται ο
απαραβίαστος πυρήνας της ελευθερίας της γνώμης και συνακόλουθα ποινικοποιείται το
φρόνημα, πράγμα που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποφεύγεται.
Κρίσιμο κατόπιν των ανωτέρω είναι να προσδιορισθεί ο ουσιαστικά άδικος χαρακτήρας
της υπό κρίση υπαλλαγής τελέσεως, καθότι ελλείψει αυτού, η ποινικοποίηση θα στερείται
νομιμοποιητικής βάσης και άρα θα είναι απαγορευμένη. Η δημόσια άρνηση της ύπαρξης
ιστορικών γεγονότων που έχουν αναγνωρισθεί ως εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα
γενοκτονιών κ.λπ. είτε με αμετάκλητες αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων είτε εσωτερικά με
αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων τιμωρείται όχι γιατί ο δράστης προβαίνει ο ίδιος σε
πράξεις βίας ή μίσους σε βάρος ανθρώπων που προσδιορίζονται βάσει των στη διάταξη
αναφερόμενων χαρακτηριστικών, αλλά γιατί ο λόγος του είναι σε θέση, με βάση τις
συγκεκριμένες ιδιότητες που έχει, να δημιουργήσει σε μία συγκεκριμένη περίπτωση αρνητικές
αντιδράσεις εκ μέρους των αποδεκτών του λόγου, οι οποίες με τη σειρά τους μπορούν να
προσβάλλουν (είτε με βλάβη είτε με διακινδύνευση) δικαιϊκά προστατευόμενα έννομα αγαθά,
ατομικά και συλλογικά. Όπως, άλλωστε, τόνισε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην απάντησή του επί των σχολίων της δημόσιας διαβούλευσης «η
προστασία του δικαιώματος αυτού (εν. της έκφρασης γνώμης) παραμένει απόλυτη και
πρωταρχική. Θα τιμωρηθούν, αντίθετα, […] όσοι παροτρύνουν με δημόσιο λόγο έναν όχλο να
εξοπλισθεί λ.χ. με ρόπαλα και αλυσίδες και να αναζητήσει θύματα μεταξύ εκείνων που δεν
ανταποκρίνονται στα φυλετικά, θρησκευτικά ή πολιτισμικά του πρότυπα. Τιμωρούνται, με
άλλα λόγια, συμπεριφορές που προκαλούν σε βιαιοπραγίες, μίσος και αντιπαλότητα, ώστε να
μπορεί να διασαλευθεί άμεσα η ομαλή κοινωνική συμβίωση».

261 επ., σύμφωνα με τον οποίο ακόμα και σε περιπτώσεις που ο μισαλλόδοξος λόγος αποτελεί ένα
γενικό μήνυμα μίσους εναντίον μιας ομάδας ανθρώπων που στοχεύει στο να επηρεάσει άμεσα ή
έμμεσα τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές των αποδεκτών του δε δύναται να απαγορευτεί σε μια
φιλελεύθερη δημοκρατία.
1939 Χ. Παπαστυλιανός, όπ.π., ΠοινΔικ 2005, σ. 334 και F.W. Lawrence, The Collision of Rights in the

Violence Conductive Speech, Cardozo Law Review, 19/1998, σ. 1333 επ.

[479]
Ο δράστης εν ολίγοις τιμωρείται, επειδή η συμπεριφορά του ενέχει σε μία
συγκεκριμένη περίπτωση αυξημένη δυνατότητα - προσφορότητα1940 να προκαλέσει
ένα «ντόμινο» αντιδράσεων (συναισθημάτων, σκέψεων - αποφάσεων και πολύ
περισσότερο πράξεων), που συνδέονται αιτιωδώς μεταξύ τους και οι οποίες με τη
σειρά τους μπορούν να προκαλέσουν κίνδυνο τέλεσης πράξεων βίας ή μίσους σε
βάρος ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση ορισμένα
χαρακτηριστικά και εντεύθεν στη βλάβη αόριστου αριθμού ατομικών έννομων αγαθών ή/και
στη διασάλευση της ειρηνικής και ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Δεν αποκλείεται η άρνηση
ιστορικού γεγονότος να ενέχει και υβριστικό χαρακτήρα, όπως θα δούμε παρακάτω, οπότε σε
μία τέτοια περίπτωση προσβάλλεται η τιμή ή/και η αξιοπρέπεια του στοχευόμενου ή των
στοχευόμενων θυμάτων.
Συμπερασματικά συνάγεται ότι ο μόνος τρόπος για να σωθεί από την
αντισυνταγματικότητα η υπό εξέταση υπαλλαγή τελέσεως είναι να ερμηνευτεί είτε: α) ως μία
συμπεριφορά πίσω από την οποία υποκρύπτεται μια άλλη, υφέρπουσα, που συνίσταται σε
διέγερση ή υποκίνηση σε πράξεις βίας ή μίσους ή β) ως μία σαφώς εκδηλωμένη ως προς το
σκοπό της συμπεριφορά, που θα συνιστά πρόκληση ή προτροπή σε πράξεις βίας ή μίσους,
συνιστώντας κατ’ ουσία η άρνηση την αφορμή για την εκδήλωση μιας ρατσιστικής
συμπεριφοράς πρόσφορης και ικανής να οδηγήσει στη θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων1941.
Ειδάλλως, θα πρέπει να κριθεί ατιμώρητη, λόγω αντισυνταγματικότητας της διάταξης1942.
β.ii. Αντικείμενα επιδοκιμασίας, ευτελισμού και κακόβουλης άρνησης: σύμφωνα με τη
διατύπωση της υπό κρίση διάταξης, ο δράστης του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο 2
παρ. 1 του Ν. 927/1979 θα πρέπει να επιδοκιμάζει ή να ευτελίζει ή να αρνείται κακόβουλα την
«ύπαρξη» ή τη «σοβαρότητα» εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου,
εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, κατά την ερμηνεία των όρων «ευτελίζει» και «κακόβουλα
αρνείται», η «ύπαρξη», δηλαδή η πραγμάτωση των πραγματικών περιστατικών που σε
οντολογικό επίπεδο στοιχειοθετούν είτε εν όλω είτε εν μέρει τα εν λόγω εγκλήματα και
ιστορικά γεγονότα, αποτελεί σημείο αναφοράς της κακόβουλης άρνησης, αφήνοντας τη
«σοβαρότητα», δηλαδή την ηθικοκοινωνική ή τη νομική απαξία των εγκλημάτων αυτών
(ποιοτικό μέγεθος) ή τον αριθμό/έκταση των θυμάτων/ζημιών αντίστοιχα (ποσοτικό μέγεθος),
να αποτελεί συντακτικό και εννοιολογικό αντικείμενο του ευτελισμού1943.

1940 Ή, με άλλα λόγια, μια αυξημένη πιθανότητα, ως ενέχουσα η τελευταία βαθμούς κλιμάκωσης.
1941 Κατ’ απαίτηση της Αιτιολογικής Έκθεσης στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979.
1942 Για ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και της ακαδημαϊκής ελευθερίας κάνει

λόγο η Θ. Πανταζή, όπ.π., ΠοινΔικ 2018, σ. 836 επ.


1943 Για τη διάκριση σε ποσοτικό και ποιοτικό ευτελισμό βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’

άρθρο, 2016, σ. 134 και τις εκεί παραπομπές σε Γερμανούς συγγραφείς.

[480]
Εξάλλου, δεν ευτελίζει μόνο αυτός που αρνείται τη σοβαρότητα της απαξίας ενός
ιστορικού γεγονότος αναγνωρισμένου αρμοδίως ως εγκλήματος γενοκτονίας, πολέμου, κατά
της ανθρωπότητας κ.λπ. λέγοντας ότι δε φέρει το συγκεκριμένο χαρακτήρα (π.χ. χαρακτηρίζει
τη γενοκτονία των Ποντίων ως απώλειες πολέμου) ή ότι ήταν δικαιολογημένο λόγω των
ιστορικών συνθηκών, αλλά και εκείνος που αρνείται τα επιμέρους μετρήσιμα στοιχεία του
εγκλήματος, λ.χ. τον αριθμό των θυμάτων1944 ή την έκταση των υλικών ζημιών1945. Επίσης, θα
πρέπει να επισημανθεί ότι ο Ν. 927/1979 σε σύγκριση με την υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ
απόφαση - πλαίσιο της Ε.Ε. έχει κατορθώσει να οριοθετήσει επιτυχέστερα τις διάφορες
πράξεις - υπαλλαγές τελέσεως μεταξύ τους, αφού τυποποιεί ως αδίκημα όχι μόνο την
κακόβουλη άρνηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων που αναφέρονται στη διάταξη και η
οποία ως συμπεριφορά ισοδυναμεί με τον ευτελισμό τους1946, αλλά και την κακόβουλη άρνηση
της ίδιας της ύπαρξής τους1947, προφανώς προκειμένου να αποφύγει την περιττή ταυτολογία
και να καλύψει συμπεριφορές που δεν είναι ξεκάθαρο αν υπάγονται στη μία ή στην άλλη
περίπτωση1948, μιας και η σύγχυση μεταξύ τους, λόγω της αλληλοεπικάλυψης και της στενής
εννοιολογικής συνάφειας, είναι σε ένα βαθμό δικαιολογημένη.
β.iii. Αναφορικά με την ερμηνεία των όρων «εγκλήματα γενοκτονιών, εγκλήματα
πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», ως στοιχείων της αντικειμενικής
υπόστασης του υπό εξέταση αδικήματος, παρατηρεί κανείς μέσα από μια προσεκτικότερη
ανάγνωση της διατύπωσης του άρθρου ότι δεν απαιτείται ο καθορισμός του ειδικότερου
περιεχομένου τους, τι συνιστά δηλαδή έγκλημα γενοκτονίας, έγκλημα πολέμου και έγκλημα
κατά της ανθρωπότητας. Αυτό ισχύει, διότι, κατόπιν νομοτεχνικής βελτίωσης στο τελικό σχέδιο
νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τροποποίηση του Ν. 927/1979, προστέθηκε μετά
τη φράση «των εγκλημάτων του ναζισμού» η αρχικά παραληφθείσα φράση «που έχουν
αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων».

1944 Π.χ. όταν λέω ότι ο αριθμός των θυμάτων του Ολοκαυτώματος ήταν μικρότερος από τον επίσημα
αναγνωρισμένο των 6.000.000, υποβαθμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σημασία του.
1945 Έτσι σε ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ..

1946 Βέβαια, και η απόφαση–πλαίσιο δεν είναι αρκετά σαφής στη διατύπωση, έτσι που τελικά δεν είναι

ξεκάθαρο αν η «σοβαρότητα» είναι αντικείμενο μόνο της «χονδροειδούς υποτίμησης» ή και της
άρνησης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η επιδοκιμασία δεν μπορεί να έχει ως σημείο αναφοράς τη
σοβαρότητα των εν λόγω κατηγοριών εγκλημάτων, αφού επιδοκιμάζει κανείς το ίδιο το έγκλημα και όχι
τη σοβαρότητά του. Βλ. συναφώς και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 134.
1947 Η φράση «την ύπαρξη ή» που έπεται της φράσης «ή κακόβουλα αρνείται» και που προηγείται της

φράσης «τη σοβαρότητα εγκλημάτων …» δεν υπήρχε στο τελικό νομοσχέδιο, αλλά προστέθηκε ως
προσθήκη-νομοτεχνική βελτίωση κατά τη συζήτηση στο Γ’ Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής
(Θέρους 2014), Συνεδρίαση ΚΘ’/2-09-2014.
1948 Δηλαδή στον ευτελισμό των αναφερόμενων στη διάταξη κατηγοριών εγκλημάτων από τη μία και

στην κακόβουλη άρνηση της σοβαρότητάς τους από την άλλη.

[481]
Έτσι εκείνο που έχει σημασία για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του υπό
κρίση αδικήματος δεν είναι ο χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστή ενός ιστορικού γεγονότος
ως εγκλήματος πολέμου, γενοκτονίας κ.λπ.1949, αλλά η αναζήτηση και η εύρεση της απόφασης
εκείνης ενός διεθνούς δικαστηρίου1950 ή της Βουλής των Ελλήνων που αναγνωρίζει και
χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός που επικαλείται ο δράστης είτε ως έγκλημα
γενοκτονίας είτε ως έγκλημα πολέμου ή ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κ.λπ.1951. Κατ’
αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ασφάλεια δικαίου, αφού δεν υπάρχει περίπτωση να
διαφοροποιηθεί η ερμηνεία των υπό κρίση όρων από εκείνη των ήδη υφιστάμενων σε άλλο
νομοθέτημα κι έτσι να χαρακτηρισθούν ως εγκλήματα λ.χ. κατά της ανθρωπότητας
περιπτώσεις εγκλημάτων που δεν έχουν ακόμα κριθεί ή κρίθηκαν και δε χαρακτηρίστηκαν εν
τέλει ως τέτοια. Επιπρόσθετα, εξασφαλίζεται ότι ο δικαστής του Μονομελούς
Πλημμελειοδικείου που δικάζει σε α’ βαθμό το αδίκημα του άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979 δε θα
υπεισέλθει σε παρακινδυνευμένες διαδικασίες, που ούτως ή άλλως ανήκουν κατά αρμοδιότητα
σε ιεραρχικά ανώτερο δικαστήριο. Κατ’ αποτέλεσμα η άρνηση της ύπαρξης ή ο ευτελισμός της
σοβαρότητας ενός υπαρκτού μεν ιστορικού γεγονός (π.χ. των εγκλημάτων που διέπραξαν οι
ΗΠΑ στο Βιετνάμ ή απέναντι στους ιθαγενείς της Β. Αμερικής), μη χαρακτηρισμένου, ωστόσο,
ως εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας κ.λπ. είναι μεν ιστορικά και ηθικά ίσως ανεπίτρεπτη,
σε καμία όμως περίπτωση ποινικά απαγορευμένη. Κάτι τέτοιο θα προσέκρουσε στην αρχή της
απαγορευμένης αναλογίας (άρ. 7 παρ. 1 του Συντ.)1952.

1949 Για την εκδίκαση, άρα και τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των σχετικών εγκλημάτων του Ν.
3948/2011 αρμόδιο είναι το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (άρ. 16), συμπληρωματικά δε το Διεθνές Ποινικό
Δικαστήριο (άρ. 1 του Καταστατικού της Ρώμης).
1950 Την προσφυγή σε διεθνές δεδικασμένο προκρίνει ως ασφαλέστερη επιλογή για την οριοθέτηση

της απαξίας της συμπεριφοράς ο Χ. Παπαχαραλάμπους, ΝοΒ 2016, σ. 221.


1951 Για «πράξη χαρακτηρισμού» κάνει λόγο ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016,

σ. 135, ο οποίος θεωρεί (ορθά κατά τη γνώμη μου) πως μία νομοθετική ρύθμιση που θα απαιτούσε από
το δικαστή που δικάζει το αδίκημα του άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979 να αξιολογήσει και να
χαρακτηρίσει ένα ιστορικό γεγονός ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κ.λπ. θα ήταν λίαν
προβληματική, ακόμα και επικίνδυνη θα προσέθετα εγώ, αφού, όπως προελέχθη, τυπικά αρμόδιο για
την εκδίκαση άρα και το νομικό χαρακτηρισμό των σχετικών εγκλημάτων είναι, με βάση το άρ. 16 του
Ν. 3948/11, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (ή το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο).
1952 Απαγορευμένη θεωρεί και ο Χ. Παπαχαραλάμπους, ΝοΒ 2016, σ. 221 την άρνηση της ευθύνης για

τη (φερόμενη) μαζική σφαγή της αιχμάλωτης ηγεσίας του πολωνικού στρατού στο δάσος του Katyn το
1940 από τα τάγματα ανδρών της Σοβιετικής Μυστικής Αστυνομίας, λόγω του ότι αυτή δεν έχει
αναγνωριστεί αρμοδίως ως έγκλημα πολέμου κ.λπ.

[482]
Εξάλλου, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι είναι απαραίτητη η ερμηνεία των
συγκεκριμένων όρων, αρκεί απλώς να ανατρέξουμε στα άρθρα 6, 7 και 8 του Ν. 3003/2002
(ΦΕΚ Α’ 75/08-04-2002) «Κύρωση του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου»,
με τον οποίο κυρώθηκε και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος το
Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, που υιοθετήθηκε από τη Διπλωματική
Διάσκεψη του Ο.Η.Ε. στη Ρώμη, στις 17 Ιουλίου 1998, όπως διορθώθηκε στις 19 Νοεμβρίου
1998 και στις 12 Ιουλίου 1999, όπως επίσης και στα άρθρα 7, 8 και 9 του Ν. 3948/2011 (ΦΕΚ Α’
71/5-04-2011) «Προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του
Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το ν. 3003/ 2002 (Α'
75)»1953. Στα ως άνω αναφερόμενα άρθρα, στα οποία και παραπέμπω για το ειδικότερο
περιεχόμενό τους, μπορεί να εντοπίσει κανείς τον πλήρη νομικό ορισμό των συγκεκριμένων
κατηγοριών εγκλημάτων. Η αναγωγή αυτή, άλλωστε, υποδεικνύεται και από την υπ’ αριθμ.
2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο της Ε.Ε., στο στοιχείο γ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 της οποίας
πραγματοποιείται ευθεία αναφορά στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς
Ποινικού Δικαστηρίου1954.

1953 Για τις προϋποθέσεις άσκησης της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (άρ. 12
ΚΡΔΠΔ), τη φύση των διεθνών εγκλημάτων στις διάφορες κατηγορίες τους (εγκλήματα πολέμου,
εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία, έγκλημα της επίθεσης), τα Σχετικά Ψηφίσματα του
Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, τις ασυλίες και την αρχή της συμπληρωματικότητας βλ. Β. Τσιλώνη,
Η δικαιοδοσία του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, 2017. Βλ. επίσης και A. Cassese, International
Criminal Law, 3rd ed., 2013 και O. Triffterer, Commentary on the Rome Statute of the International
Criminal Law, 2nd ed., 2008.
1954 Βλ. σχετικά και την παρατήρηση της εισηγήτριας Α. Διονυσοπούλου επί του άρθρου 2 του

νομοσχεδίου, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που
συνόδευε το νομοσχέδιο για την τροποποίηση του Ν. 927/1979. Σύμφωνα με την ως άνω παρατήρηση
«θα ήταν νομοτεχνικώς ορθότερο να γίνει παραπομπή και στα άρθρα 7 έως 15 του Ν. 3948/2011
«Προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του Καταστατικού του
Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το ν. 3003/ 2002», […], προσαρμόζοντας το
ημεδαπό δίκαιο στις ρυθμίσεις των άρθρων 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού
Δικαστηρίου».

[483]
Αντίστοιχα, περιττή καθίσταται και η αξιολόγηση από το δικαστή του κατά πόσο το
επικαλούμενο από το δράστη ιστορικό γεγονός1955 υπάγεται στην έννοια του
«Ολοκαυτώματος» ή σε αυτή των «εγκλημάτων ναζισμού». Δουλειά του δικαστή δεν
είναι να αποδώσει νομικό χαρακτηρισμό στα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρεται ο
δράστης. Αρκεί μόνο η αναζήτηση και η τυχόν εύρεση απόφασης διεθνούς δικαστηρίου ή της
Βουλής των Ελλήνων που έχει αναγνωρίσει το επικαλούμενο από το δράστη γεγονός ως
έγκλημα γενοκτονίας ή ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κ.λπ. και επιπρόσθετα το κατά
πόσο η εν λόγω απόφαση καταλαμβάνει και το γεγονός στο οποίο αναφέρθηκε ο δράστης 1956.
Πάντως, για λόγους πληρότητας παραπέμπω στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς
Στρατοδικείου της Νυρεμβέργης, που προσαρτάται στη Συμφωνία του Λονδίνου της 8 ης
Αυγούστου 1945. Το Στρατοδικείο αυτό συγκροτήθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου
Πολέμου προκειμένου να διωχθούν ποινικά τα ειδεχθή εγκλήματα που διαπράχτηκαν κατά τη
διάρκειά του (αλλά και νωρίτερα) από το ναζιστικό καθεστώς του Γ’ Ράιχ της Γερμανίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 6, λοιπόν, εισήχθησαν στη διεθνή νομική πραγματικότητα νέες
κατηγορίες εγκλημάτων, που συνοψίζονται στις εξής τρεις βασικές περιπτώσεις: α) εγκλήματα
κατά τη ειρήνης, β) εγκλήματα πολέμου και γ) εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, οι δε
κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στη δίκη της Νυρεμβέργης αφορούσαν: α) συνωμοσία κατά της
ειρήνης, β) επιβουλές κατά της ειρήνης και επιθετικές ενέργειες, γ) εγκλήματα πολέμου και
παραβάσεις των Συμβάσεων της Χάγης και της Γενεύης και δ) εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας1957. Οι καταθέσεις που παρουσιάστηκαν στη Νυρεμβέργη αποκάλυψαν πολλά
απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα για το Ολοκαύτωμα, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών για
τους μηχανισμούς εξόντωσης στο Άουσβιτς, την καταστροφή του γκέτο της Βαρσοβίας και την
στατιστική εκτίμηση για τα έξι εκατομμύρια εβραίων θυμάτων. Τέλος, είναι σημαντικό να
τονισθεί ότι η αναγωγή στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
και εντεύθεν στην ετυμηγορία του Στρατοδικείου της Νυρεμβέργης για την ερμηνεία και
κυρίως την κατανόηση των όρων «Ολοκαύτωμα» και «εγκλήματα ναζισμού» επιβάλλεται από
τη ρητή αναφορά τους τόσο στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 όσο και στην παρ. 4 του ίδιου
ως άνω άρθρου της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε.1958, στην οποία
προσπάθησε να προσαρμοσθεί το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της
ρητορικής του μίσους.

1955 Το οποίο επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται ο δράστης.


1956 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 136.
1957 Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Κ. Χατζηκωνσταντίνου, Προσεγγίσεις στο Διεθνές

Ανθρωπιστικό Δίκαιο, 1999, σ. 326.


1958 Βλ. συναφώς A.T. Williams, Οι μεγάλες δίκες του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, 2017.

[484]
β. iv. Τα παραπάνω εγκλήματα πρέπει να έχουν «αναγνωριστεί με αποφάσεις
διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων». Ποια είναι αυτά τα διεθνή
δικαστήρια πουθενά δε διευκρινίζεται1959. Παραταύτα, λόγω του ότι το άρθρο 2 του Ν.
4285/2014 διαμορφώθηκε κατά τα πρότυπα των στοιχ. γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 1 της
υπ’ αριθμ. 2008/923/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε., όπου και γίνεται ρητή αναφορά στο
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ενν. το Μόνιμο της Χάγης) καθώς και στο Διεθνές Στρατιωτικό
Δικαστήριο της Νυρεμβέργης1960, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ως διεθνή δικαστήρια
εννοούνται καταρχάς τα δύο προαναφερόμενα1961. Πέραν, όμως, τούτων θα πρέπει να νοηθούν
ως υπαγόμενα στην υπό κρίση έννοια και τα ad hoc Διεθνή Δικαστήρια για την Πρώην
Γιουγκοσλαβία (ICTY) 1962 και τη Ρουάντα (ICTR) 1963, 1964 καθώς και τα Ειδικά Δικαστήρια της
Καμπότζης1965 , του Ανατολικού Τιμόρ1966 και για τη Σιέρρα Λεόνε1967. Ευνόητη είναι και η
απαίτηση να έχει προηγηθεί χρονικά της τέλεσης της πράξης η έκδοση απόφασης διεθνούς
δικαστηρίου ή της Βουλής των Ελλήνων που αναγνωρίζει ένα ιστορικό γεγονός ως έγκλημα
γενοκτονίας ή ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας κ.λπ., όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση
του χρόνου παρακειμένου («…έχουν αναγνωριστεί…»), αλλά και από τη βασική συνταγματική
αρχή «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς προηγούμενο της πράξης νόμο»1968 (“nullum
crimen nulla poena sine lege praevia”). Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργηθεί το

1959 Σε απόφαση διεθνούς δικαστηρίου γενικά και αόριστα αναφέρεται και η παρ. 4 του άρ. 1 της υπ’
αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο.
1960 Πέρα από τη δίκη στη Νυρεμβέργη το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο συνεδρίασε στη συνέχεια

και στο Τόκιο σε βάρος οκτώ Ιαπώνων για εγκλήματα κατά της ειρήνης, κατά της ανθρωπότητας κ.ά.
κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, στα οποία, δυστυχώς, δε συμπεριλήφθησαν η ρίψη
ατομικής βόμβας από τις Η.Π.Α. στις ιαπωνικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι.
1961 Η συνδυαστική αυτή ερμηνεία προκρίνεται στην υπ’ αριθμ. 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν,

ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.


1962 Άρθρο 4 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την πρώην Γιουγκοσλαβία.

1963 Άρθρο 2 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Ρουάντα.

1964 Ερμηνευτική επέκταση η οποία δε φαίνεται να απαγορεύεται από τη βούληση του εθνικού

νομοθέτη. Βλ. συναφώς και Ι. Μοροζίνη, Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν,
ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.
1965 Άρθρο 4 του νόμου NS/RKM/0801/12 (2001) «Περί ιδρύσεως Ειδικού Τμήματος στα Δικαστήρια

της Καμπότζης για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που διεπράχθησαν κατά την περίοδο της
δημοκρατικής Καμπουτσέας». Βλ. σχετικά Μ. Ρετάλη, Ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος της
γενοκτονίας με εναύσματα από την νομολογία των Διεθνών Δικαστηρίων», ΠοινΔικ 2007, σ. 752.
1966 Ενότητα 10.1 (α) Κανονισμού Νο. 2000/11 της Μεταβατικής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στο

Ανατολικό Τιμόρ «Περί της Οργάνωσης των Δικαστηρίων του Ανατολικού Τιμόρ». Για περισσότερες
παραπομπές σχετικά με τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο Ανατολικό Τιμόρ βλ. Μ. Ρετάλη, όπ.π.,
ΠοινΔικ 2007, σ. 752.
1967 A. Cassese, International criminal law, Oxford University Press, New York, 2007, σ. 330.

1968 Άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ. και σε επίπεδο τυπικού νόμου άρθρο 1 ΠΚ.

[485]
πρώτον αξιόποινο, αν δεν έχει προηγηθεί η έκδοση της σχετικής απόφασης, έτσι που τελικά
εκείνος που ευτελίζει ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο, όμως, ακόμα δεν έχει προλάβει να
αναγνωριστεί από τα προβλεπόμενα όργανα ως έγκλημα πολέμου κ.λπ., δεν μπορεί να
τιμωρηθεί, ακόμα και αν ακολουθήσει μετά μια τέτοια αναγνώριση. Κι αυτό, γιατί κατά το
χρονικό σημείο της τέλεσης της πράξης δεν υφίστατο η πράξη αναγνώρισης και εντεύθεν
αξιόποινο, τυχόν δε τιμώρηση του δράστη σε μια τέτοια περίπτωση θα σήμαινε δημιουργία
αξιοποίνου αναδρομικά, κάτι που απαγορεύεται. Επίσης, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 16 του
Ν. 3948/2011 «Προσαρμογή των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου προς τις διατάξεις του
Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το ν. 3003/ 2002 (Α'
75)» ορίζει ότι «αρμόδιο για την εκδίκαση των εγκλημάτων του παρόντος νόμου1969 είναι το
Τριμελές Εφετείο Αθηνών, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα,
ανεξάρτητα από τη βαρύτητα των τελευταίων και την ιδιότητα του υπαιτίου» γίνεται δεκτό στο
πλαίσιο εξέτασης του ν. 4285/2014 ότι μια απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών δεν
αρκεί για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του άρ. 2. Χρειάζεται απόφαση διεθνούς
δικαστηρίου ή της Βουλής των Ελλήνων και όχι οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου, ημεδαπού ή
αλλοδαπού1970. Τέλος, δε διευκρινίζεται αν η εν λόγω απόφαση του διεθνούς δικαστηρίου θα
πρέπει να είναι αμετάκλητη ή όχι. Για ακόμη μία φορά, ωστόσο, η συνδυαστική ερμηνεία του
άρ. 2 του Ν. 4285/2014 με την παρ. 4 του άρθρου 1 της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης –
πλαίσιο παρέχει έρεισμα υπέρ της υιοθέτησης της εκδοχής του αμετακλήτου. Εξάλλου, μία
τέτοια εκδοχή περιορίζει το αξιόποινο σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει πλέον καμία
πιθανότητα να ανατραπεί η κρίση του διεθνούς δικαστηρίου περί του χαρακτηρισμού ενός
ιστορικού γεγονότος ως γενοκτονίας ή ως εγκλήματος πολέμου κ.λπ.
Παρά το γεγονός ότι η απόφαση – πλαίσιο για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών
και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας προέβλεπε τη δυνατότητα της αναγνώρισης
διεθνών εγκλημάτων και με αμετάκλητη απόφαση εθνικού δικαστηρίου του κράτους μέλους
που προβαίνει στην ποινικοποίηση της δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων 1971, η
δυνατότητα τούτη παραβλέφθηκε κατά τη νομοθετική διαδικασία στην Ελλάδα και
προκρίθηκε ως ορθότερη λύση η ύπαρξη σχετικής απόφασης της Βουλής των Ελλήνων. Ως
τέτοια εννοείται ο τυπικός νόμος1972 που ψηφίζεται, εκδίδεται και δημοσιεύεται κατά τη
διαδικασία των άρθρων 70-77 και 42 του Συντάγματος1973.

1969 Μεταξύ αυτών και η γενοκτονία, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα εγκλήματα
πολέμου.
1970 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 136.

1971 Άρθρο 1 παρ. 4.

1972 Και όχι ο ουσιαστικός, δηλαδή η κανονιστική διοικητική πράξη που εκδίδεται κατά νομοθετική

εξουσιοδότηση, ώστε που τελικά δε συμπεριλαμβάνονται εδώ τα Προεδρικά Διατάγματα που


εκδόθηκαν κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρ. 18 παρ. 5 του Ν. 2503/1997 για το χαρακτηρισμό
των «μαρτυρικών χωριών» στην Κρήτη και στα οποία βασίστηκε η ασκηθείσα σε βάρος Γερμανού
ιστορικού, Καθηγητή του Πανεπιστημίου του Mannheim, ποινική δίωξη για παράβαση του άρ. 2 του Ν.

[486]
Επίσημα στην Ελλάδα τέτοιες αποφάσεις συνιστούν: α) ο νόμος 2193/94, που
δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου 1994 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φύλλο 32 Α’) και που
καθιερώνει την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από
τους Τούρκους, β) ο νόμος 2397/1996 (ΦΕΚ Α’ 80/1996), που καθιερώνει την 24η Απριλίου ως
Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την Τουρκία και τέλος, γ) ο νόμος
2645/1998 (ΦΕΚ Α’ 234/1998), που καθιερώνει τη 14η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εθνικής μνήμης
της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικρά Ασίας από το Τουρκικό Κράτος1974.
β.v. Η εκδήλωση της συμπεριφοράς κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει
βία ή μίσος (κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση…): δια της
εισαγωγής της συγκεκριμένης φράσης ο Έλληνας νομοθέτης προσπάθησε αφενός να
προσαρμόσει το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της ρητορικής του μίσους
στην αντίστοιχη πρόβλεψη της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε. (άρθρο 1
παρ. 1, στοιχ. γ’ και δ’), αφετέρου να καταστήσει σαφές προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η υπό
κρίση ποινικοποίηση δεν αποσκοπεί στην ποδηγέτηση του φρονήματος και στην απαγόρευση
της ελεύθερης έκφρασης της γνώμης. Εξάλλου, και στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την
τροποποίηση του Ν. 927/1979 πραγματοποιείται ρητή επισήμανση ότι δια της υπό κρίση
ποινικοποίησης δεν επιδιώκεται «η απαγόρευση ή η ιδεολογική χειραγώγηση της
επιστημονικής έρευνας».

927/1979. Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 138 και ο ίδιος,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.. Πρβλ. όμως
την υπ’ αριθμ. 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., όπου από τη μία γίνεται
δεκτό ότι στην έννοια της απόφασης της Βουλής υπάγονται οι τυπικοί νόμοι που ψηφίζονται από τη
Βουλή και από την άλλη «οι νόμοι που περιέχουν ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση προς τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας για την έκδοση διαταγμάτων και συνιστούν με τον εξουσιοδοτικό νόμο ένα ενιαίο
σύνολο με ίση τυπική ισχύ».
1973 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση. Βλ. επίσης παραπάνω, Μέρος Δ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 3,

όπου και παρατίθενται λεπτομερώς οι σκέψεις του δικαστή του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου
Ρεθύμνου, σύμφωνα με τον οποίο το άρθρο 2 του Ν. 4285/2014, κατά το μέρος που παραπέμπει σε
αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων για την αναγνώριση ιστορικών γεγονότων ως εγκλημάτων
γενοκτονιών κ.λπ., είναι αντισυνταγματικό και περαιτέρω αντίθετο στο ενωσιακό δίκαιο. Με την κρίση
αυτή του δικαστηρίου για αντισυνταγματικότητα της σχετικής πρόβλεψης συμφωνεί και η Μ. Καϊάφα-
Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 104, υποσημ. 39. Μη απολύτως επιτυχή θεωρεί τη συγκεκριμένη
πρόβλεψη και ο Χ. Παπαχαραλάμπους, όπ.π., ΝοΒ 2016, σ. 221.
1974 Για τους σχετικούς νόμους βλ. τον επίσημο ιστότοπο της Βουλής
https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou.

[487]
Πρόκειται ουσιαστικά για μια ασφαλιστική δικλείδα, η προσθήκη της οποίας αποσκοπεί
στον αποκλεισμό από το πεδίο του αξιοποίνου συμπεριφορών απολύτως επιτρεπτών, όπως
είναι για παράδειγμα η απλή έκφραση γνώμης (έστω και αποκρουστικής) και η συμμετοχή σε
έναν ανοικτό, δημόσιο διάλογο γύρω από ζητήματα που άπτονται του γενικότερου
ενδιαφέροντος1975. Τουναντίον, εκείνο που δεν μπορεί ποτέ να γίνει ανεκτό σε μια
δημοκρατική κοινωνία, που σέβεται και προσπαθεί να προστατεύσει τα αγαθά των πολιτών
της, είναι να εκφέρονται απόψεις που δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά παραπέτασμα
συμπεριφορών εν δυνάμει επικίνδυνων και πολύ περισσότερο βλαπτικών για έννομα αγαθά.
Όταν, λοιπόν, μια δημόσια εκφερόμενη άρνηση μιας γενοκτονίας που έχει αναγνωριστεί ως
τέτοια π.χ. με αμετάκλητη απόφαση διεθνούς δικαστηρίου πραγματοποιείται απλώς ως
προκάλυμμα, ενώ αποτελεί ουσιαστικά την αφορμή για την εκδήλωση μιας υποκρυπτόμενης ή
παράλληλης και σαφώς εκδηλωμένης ως προς τους σκοπούς της συμπεριφοράς, η οποία
κρίνεται ότι έχει τη δυνατότητα (άλλως, είναι πρόσφορη) υπό τις δεδομένες συνθήκες που
τελείται να οδηγήσει στη θυματοποίηση1976 ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων ή προσώπων που
ανήκουν σε τέτοιες ομάδες, ο ποινικός νομοθέτης δεν μπορεί να αδιαφορήσει και να
αδρανήσει. Το ζητούμενο είναι να αποτραπούν εκδηλώσεις που είναι πρόσφορες να
παραγάγουν άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή
κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή του προσώπου κατά
των οποίων στρέφονται1977.

1975 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 140, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π.,
ΠοινΧρον 2015, σ. 735 και Α. Χουλιάρας, όπ.π., ΝοΒ 2017, σ. 1246.
1976 Στην προσφορότητα της εξεταζόμενης εν προκειμένω συμπεριφοράς να οδηγήσει σε

θυματοποίηση συγκεκριμένων ομάδων ή προσώπων εξαιτίας ορισμένων χαρακτηριστικών τους ως


ελάχιστο κοινό παρονομαστή των αδικημάτων που περιγράφονται στα άρθρα 1 και 2 του Ν. 927/1979
αναφέρεται η Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979.
1977 Κατά ρητή απαίτηση της Αιτιολογικής Έκθεσης στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979. Βλ.

εδώ ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ. και A. Chouliaras, Transposing the
Framework Decision on Combating Racism and Xenophobia into the Greek Legal Order, eucrim 2011/1,
p. 41, σύμφωνα με τον οποίο το αρχικό σχέδιο νόμου για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και
εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας στην Ελλάδα καθιστά σαφές ότι λήφθηκε σοβαρά υπόψη η
νομολογία και οι όροι που θέτει το ΕΔΔΑ για την τιμώρηση του εγκλήματος της δημόσιας
επιδοκιμασίας ή άρνησης αρχετυπικών διεθνών εγκλημάτων (με εξαίρεση, βέβαια, το Ολοκαύτωμα,
απέναντι στο οποίο τηρεί μια ιδιαίτερη, σχεδόν προβληματική στάση). Βλ. σχετικά με τη στάση που
τηρεί το ΕΔΔΑ απέναντι στην άρνηση του Ολοκαυτώματος παραπάνω, Μέρος Δ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα
3. καθώς και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 735.

[488]
Από όλα τα παραπάνω αναφερόμενα συνάγονται ευχερώς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
της τυποποιούμενης εν προκειμένω ως αδίκημα συμπεριφοράς, τα οποία συνθέτουν ολιστικά
την ιδιαίτερη απαξία της και νομιμοποιούν το νομοθέτη να απειλήσει ποινή κατά του
προσώπου που επιδεικνύει μια τέτοια συμπεριφορά. Δεν είναι συνεπώς η οποιαδήποτε
άρνηση, έστω και κακόβουλη, ενός ιστορικού γεγονότος διεθνώς και αρμοδίως
αναγνωρισμένου ως εγκλήματος λ.χ. κατά της ανθρωπότητας που γεννά την ιδιαίτερη απαξία
του υπό εξέταση εγκλήματος, αλλά η συγκεκριμένη προσφορότητα-δυνατότητα αυτής να
προκαλέσει βία ή μίσος και συνακόλουθα να παραγάγει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση
άμεσο και επικείμενο κίνδυνο για άτομο ή/και για ομάδες ατόμων με ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά, άρα για ατομικά έννομα αγαθά. Δε θα πρέπει να παραβλεφθεί ότι η
δυνατότητα μιας συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει τέτοιο κίνδυνο όχι μόνο για ατομικά
έννομα αγαθά, αλλά και για τη δημόσια τάξη1978, αξιολογήθηκε κι αυτή ως κριτήριο
ποινικοποίησης. Συμπερασματικά, τόσο από τη γραμματική όσο και από την ιστορικο-
βουλητική ερμηνεία της διάταξης συνάγεται ότι διαπλάθεται ένα έγκλημα αφηρημένα
συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) διακινδύνευσης πρωτίστως ατομικών έννομων
αγαθών και σε δεύτερο βαθμό της δημόσιας τάξης. Επιχείρημα που επιρρωνύει το ως
άνω συμπέρασμα δύναται να αντληθεί και από τη συστηματική ερμηνεία αυτής, αφού η
διάταξη εντάσσεται σε ένα σύστημα κανόνων δικαίου (ν. 927/1979, άρθρα 1 και 2) που έχουν
ως σκοπό την αποτελεσματική προστασία της κοινωνίας και των επιμέρους ατομικών αγαθών
των κοινωνών από εγκληματικές συμπεριφορές που συνιστούν απειλή για αυτά και έτσι
τοποθετούνται δογματικά σε ένα προστάδιο της βλάβης των προαναφερθέντων ατομικών και
συλλογικών έννομων αγαθών1979. Εξάλλου, είναι γνωστή η τακτική του νομοθέτη να
ποινικοποιεί μορφές διακινδύνευσης που είναι σχετικά απομακρυσμένες από τη βλάβη, σε μια
προσπάθεια να προστατεύσει όσον το δυνατόν πληρέστερα και αποτελεσματικότερα σπουδαία
έννομα αγαθά, όπως είναι η ζωή.

1978 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979, όπου ρητά
αναφέρεται ότι: «κρίνεται σκόπιµο να ερευνάται η προσφορότητα κάθε συγκεκριµένης εκδήλωσης να
παραγάγει άµεσο και επικείµενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και οµαλή κοινωνική
συµβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώµατα της οµάδας ή του προσώπου κατά των οποίων
στρέφεται»
1979 Για την κατάταξη και του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979 στην κατηγορία των εγκλημάτων

δυνητικής διακινδύνευσης βλ. παραπάνω Μέρος Γ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3. Σύμφωνος με την κατάταξη
του άρθρου 2 στην κατηγορία των εγκλημάτων δυνητικής διακινδύνευσης και ο Ι. Μοροζίνης, Ν.
927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 127 και 141. Βλ. επίσης και ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015,
ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψεις 36 και 66.

[489]
Όπως τονίστηκε και παραπάνω, η ιδιαίτερη απαξία της πράξης εντοπίζεται όχι τόσο
στην επιδοκιμασία ή στον ευτελισμό ή στην κακόβουλη άρνηση, οι οποίες αυτοτελώς ιδωμένες
συνιστούν μορφές συμπεριφοράς απογυμνωμένες από ποιοτικά χαρακτηριστικά που
προσδίδουν ποινική απαξία, αλλά στην εκδήλωση αυτών κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει
σε μία συγκεκριμένη περίπτωση μίσος ή βία σε βάρος ανθρώπων που προσδιορίζονται βάσει
των προστατευόμενων από τη διάταξη χαρακτηριστικών και άρα στη συγκεκριμένη
προσφορότητα του λόγου να προκαλέσει κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή/και για ατομικά
έννομα αγαθά. Συνεπώς, το αδίκημα του άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979 τελείται είτε όταν πίσω
από την υποτιθέμενη απλή έκφραση γνώμης γύρω από ένα ιστορικό γεγονός (υπό τη μορφή
της επιδοκιμασίας, του ευτελισμού ή της άρνησης) αυτού υποκρύπτεται μια υφέρπουσα1980
συμπεριφορά που συνίσταται σε διέγερση ή υποκίνηση1981 σε πράξεις βίας ή μίσους1982
ή όταν εκδηλώνεται με αφορμή την έκφραση γνώμης μια παράλληλη, ευθέως και σαφώς
εκδηλωμένη ως προς το σκοπό της συμπεριφορά που συνίσταται σε ευθεία και σαφή
προτροπή ή πρόκληση1983 στην τέλεση πράξεων βίας ή μίσους. Σαφές είναι ότι η
συμπεριφορά του δράστη δε χρειάζεται να προκαλέσει κάποιο αποτέλεσμα με τη στενή,
τεχνική έννοια του όρου και, συγκεκριμένα, δε χρειάζεται να προκληθεί σε άλλον άνθρωπο η
απόφαση για τέλεση πράξεων βίας ή μίσους εναντίον των στοχοποιούμενων ατόμων ή ομάδων
ατόμων, αρκεί να είναι πρόσφορη προς τούτη την κατεύθυνση, υπό την έννοια ότι είναι πολύ
πιθανό να προκληθεί μια τέτοια απόφαση και εξαιτίας αυτής πράξεις βίας ή μίσους. Πολύ

1980 Δηλαδή όχι ευθέως και άμεσα εκδηλωμένη ως προς το σκοπό της. Π.χ. δε λέω ευθέως σε κάποιον
να προβεί σε πράξεις βίας κατά των μελών μιας θρησκευτικής ομάδας, αλλά με τη συνολική
συμπεριφορά μου, έτσι όπως εκδηλώνεται αυτή, προσπαθώ να ενσπείρω στον αποδέκτη του λόγου μου
έντονα εχθρικά αισθήματα, τα οποία θα είναι αντικειμενικά πρόσφορα να προκαλέσουν στη
συγκεκριμένη περίπτωση πράξεις βίας σε βάρος των μελών της ως άνω ομάδας. Βλ. σχετικά και
ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 70.
1981 Οι δύο αυτές πράξεις είναι περισσότερο έμμεσες, απροκάλυπτες ως προς το σκοπό τους και

παρασκηνιακές σε σχέση με την προτροπή και την πρόκληση και γι’ αυτό επιλέγονται εν προκειμένω
έναντι των τελευταίων. Για περισσότερες πληροφορίες επ’ αυτών βλ. παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι,
Ενότητα 3. Συναφώς βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 127 και 141, ο οποίος
πολύ εύστοχα παρατηρεί ότι το άρθρο 2 παρ. 1 («η ειδική υπόσταση της επικινδυνότητας», όπως
χαρακτηρίζει το άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979) αποτελεί μια ειδική περίπτωση-υποπερίπτωση του
προτρεπτικού λόγου του άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979. Παρόμοια και η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου,
όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 736. Πρβλ. και Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης,β’ έκδοση, σ. 77,
όπου χαρακτηρίζει τον καταργημένο πλέον κατ’ άρθρο 185 ΠΚ εγκωμιασμό κακουργήματος ως μια
«επιδέξια διέγερση» σε τέλεση κακουργήματος όχι με ευθεία πρόκληση της σχετικής απόφασης σε
αόριστο αριθμό ατόμων ή με συναισθηματική διέγερσή τους, αλλά έμμεσα».
1982 Για την ερμηνεία των όρων «βία» και «μίσος» ισχύουν mutatis mutandis τα αναφερόμενα στην

ανάλυση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 927/1979.


1983 Για την ερμηνεία τους βλ. παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.

[490]
περισσότερο δε χρειάζεται και να τελεστούν οι πράξεις βίας ή μίσους 1984. Ως εκ τούτου, το
αδίκημα του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979 κατατάσσεται στην κατηγορία των τυπικών
αδικημάτων ή αλλιώς είναι έγκλημα απλής συμπεριφοράς1985.
Η συμπεριφορά του δράστη θα πρέπει να έχει ορισμένες ιδιότητες, να λαμβάνει χώρα
μέσα σε τέτοιες συνθήκες και κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις, ώστε να είναι πράγματι σε
θέση να προκαλέσει στη συγκεκριμένη περίπτωση πράξεις μίσους ή βίας σε βάρος ανθρώπων
που προσδιορίζονται βάσει των προστατευόμενων στο νόμο χαρακτηριστικών και περαιτέρω
άμεσο και επικείμενο κίνδυνο να διαταράξει την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση και
τα δικαιώματα της ως άνω ομάδας ή προσώπου. Πιο συγκεκριμένα, οι παράγοντες που θα
πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της προσφορότητας του λόγου του δράστη να
προκαλέσει πράξεις βίας ή μίσους είναι ενδεικτικά οι ακόλουθοι1986: α) το περιεχόμενο και η
μορφή της ομιλίας: εάν η ομιλία είναι προκλητική και άμεση, με ποια μορφή έχει δομηθεί και
διαδοθεί καθώς και τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρεται στο ακροατήριο (π.χ. ειδικότερη
φρασεολογία, ύφος, τόνος, ανάπτυξη επιχειρηματολογίας κ.λπ.), β) το οικονομικό, κοινωνικό
και πολιτικό κλίμα που επικρατούσε κατά τη στιγμή της ομιλίας και της διάδοσης,
συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης συγκεκριμένων επαναλαμβανόμενων μοτίβων διακρίσεων
κατά εθνοτικών και άλλων ομάδων· οι συζητήσεις που σε ένα πλαίσιο είναι αβλαβείς ή
ουδέτερες μπορούν να πάρουν μια επικίνδυνη τροπή σε μια άλλη, γ) η θέση, το κύρος ή η
επιρροή του ομιλητή στην κοινωνία και το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο λόγος, δ) η εμβέλεια
της ομιλίας, συμπεριλαμβανομένης της φύσης του κοινού και των μέσων μετάδοσης: εάν η
ομιλία διαδόθηκε μέσω των κυριότερων μέσων ενημέρωσης ή του διαδικτύου και της
συχνότητας και της έκτασης της επικοινωνίας, ιδίως όταν η επανάληψη υποδηλώνει την
ύπαρξη σκόπιμης στρατηγικής για την εμφάνιση εχθρότητας προς εθνοτικές και φυλετικές
ομάδες και ε) οι στόχοι και τα κίνητρα του λόγου: ο λόγος που προστατεύει ή υπερασπίζεται τα
ανθρώπινα δικαιώματα των ατόμων και των ομάδων δεν πρέπει να υπόκειται σε ποινικές ή
άλλες κυρώσεις, ενώ αντίθετα ο προκλητικός λόγος που επιδιώκει να επηρεάσει άλλους για να
εμπλακούν σε ορισμένες μορφές συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένης της διάπραξης
εγκλήματος, ουδέποτε μπορεί να γίνει δεκτός ως μορφή ελεύθερης έκφρασης γνώμης.

1984 Έτσι και η ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.


1985 Πρβλ. και την ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ. σκέψη 66, σύμφωνα με
την οποία «ορίζεται υπαλλακτικώς ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος,
αφενός, το αποτέλεσμα της δυνητικής «υποκίνησης» «βίας» ή «μίσους» και, αφετέρου, ο «απειλητικός
ή «υβριστικός» χαρακτήρας, ήτοι το περιεχόμενο του ρατσιστικού λόγου». Για το ότι η προσφορότητα
της συμπεριφοράς του δράστη να υποκινήσει βία ή μίσος είναι απλώς μια ιδιότητα αυτής και όχι ένα
χωροχρονικά ξέχωρο της συμπεριφοράς αποτέλεσμα επερχόμενο επί του υλικού αντικειμένου του
εγκλήματος, ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί το τελευταίο ως έγκλημα αποτελέσματος βλ. Ι. Μοροζίνη,
Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., παρ. 4.1.
1986 Βλ. σχετικά και την παρ. 14 της υπ’ αριθμ. 35 Γενικής Σύστασης της Επιτροπής για την Εξάλειψη

των Φυλετικών Διακρίσεων του ΟΗΕ (CERD/C/GC/35 από 26-09-2013), η οποία εγκρίθηκε από την

[491]
β.vi. «… όταν η συμπεριφορά ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά
μίας τέτοιας ομάδας ή μέλους της»: Η αναφορά του νομοθέτη στον «απειλητικό»
χαρακτήρα της συμπεριφοράς του δράστη του αδικήματος του άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979
συνιστά μεταφορά στην εθνική μας νομοθεσία της αντίστοιχης πρόβλεψης της παρ. 2 του άρ. 1
της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο. Σύμφωνα με την τελευταία δόθηκε η
δυνατότητα στα κράτη μέλη της Ε.Ε. να επιλέξουν την ποινικοποίηση της δημόσιας
επιδοκιμασίας ή της άρνησης εγκλημάτων1987 μόνο όταν αυτή εκδηλώνεται «κατά τρόπο που
διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα».
Συνεπώς, η τυποποιούμενη εν προκειμένω εγκληματική συμπεριφορά θα πρέπει μεν να
συνιστά δημόσια εκδηλωμένη επιδοκιμασία ή ευτελισμό ή κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης ή
της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου κ.λπ. που έχουν
αναγνωριστεί ως τέτοια με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και
ταυτόχρονα (πέραν των λοιπών, ως άνω εξετασθεισών προϋποθέσεων) να «ενέχει
απειλητικό χαρακτήρα» κατά μίας ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με
βάση κάποιο ή κάποια από τα προστατευόμενα στη διάταξη χαρακτηριστικά.
Η χρήση του όρου «απειλητικός» μας παραπέμπει στο άρθρο 333 ΠΚ (περί απειλής),
απ’ όπου είναι δυνατό να αντληθούν ορισμένες πληροφορίες και ερμηνευτικά επιχειρήματα,
δίχως αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση μεταξύ των εν λόγω διατάξεων. Το άρθρο
333 παρ. 1 εδάφ. 1ο ΠΚ, λοιπόν, απαιτεί για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής του
υπόστασης μία συμπεριφορά [«απειλώντας αυτόν (εν. άλλον) με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή
παράλειψη»] και ένα αποτέλεσμα («πρόκληση σε άλλον τρόμου ή ανησυχίας»). Το άρ. 2 παρ. 1
του Ν. 927/1979 αρκείται στον απειλητικό χαρακτήρα της συμπεριφορά, δίχως να απαιτεί και
την επέλευση του αποτελέσματος της πρόκλησης σε άλλον άνθρωπο τρόμου ή ανησυχίας, όπως
αυτό προκύπτει και από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης. Εξάλλου, η χρήση του όρου
«ενέχει» πλάι στον απειλητικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς ενισχύει το συμπέρασμα ότι δε
χρειάζεται και να προκληθεί τρόμος ή ανησυχία1988, αλλά αρκεί η συμπεριφορά του δράστη να
είναι πρόσφορη στη συγκεκριμένα κρινόμενη περίπτωση να οδηγήσει σε ένα τέτοιο
αποτέλεσμα.

Επιτροπή κατά την ογδοηκοστή τρίτη σύνοδό της (12-30 Αυγούστου 2013), δημοσιευμένη σε
https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=CERD%2fC%2f
GC%2f35&Lang=en (ανακτήθηκε στις 04/03/2020). Επιπρόσθετα βλ. και ΜονΠλημμΡεθυμν
2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 75 καθώς και ΕΔΔΑ (Τμ. Ευρ. Συνθ.), Perinçek κατά
Ελβετίας, 15 Οκτωβρίου 2015, σκ. 205-212, 216-219, 234, 242 επ., 249 επ.
1987 Όπως επίσης και της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους.

1988 Έτσι και η ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ. σκέψη 74. Σύμφωνος και ο Ι.

Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 147.

[492]
Η πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας συνιστά μία κατάσταση κατά την οποία το άτομο ή το
σύνολο των ατόμων μιας ομάδας αισθάνεται υπέρμετρο ή/και αιφνίδιο φόβο ή αγωνία και
ταραχή σε σχέση με το αίσθημα ασφάλειας δικαίου που θέλει να αισθάνεται μέσα στην
κοινωνία, ιδίως δε σε σχέση με την εμπιστοσύνη του στην εξακολούθηση αυτού του
αισθήματος καθώς και με την εμπιστοσύνη του επί της έννομης τάξης 1989. Διαταράσσεται,
συνεπώς, σε μία τέτοια περίπτωση το αίσθημα ασφάλειας του προσώπου. Σε περίπτωση δε που
το στοχοποιούμενο άτομο ή η ομάδα ατόμων εξαναγκάζεται λόγω του φόβου του σε
αυτοπεριορισμό και ίσως σε κοινωνική απόσυρση και απομόνωση, και συγκεκριμένα σε
περιορισμό της ισότιμης συμμετοχής του στην κοινωνία1990, προσβάλλεται και η προσωπική
του ελευθερία. Αφής στιγμής, λοιπόν, το εξεταζόμενο εν προκειμένω αδίκημα αρκείται στην
προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη να οδηγήσει στη μόλις προαναφερθείσα
κατάσταση-αποτέλεσμα και με δεδομένο ότι θα πρέπει να ερευνάται «η προσφορότητα κάθε
συγκεκριμένης εκδήλωσης να παραγάγει άμεσο και επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την
ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματα της ομάδας ή
του προσώπου κατά των οποίων στρέφεται»1991 συνάγεται ότι τυποποιείται εν προκειμένω ένα
αδίκημα δυνητικής ή αλλιώς αφηρημένα-συγκεκριμένης διακινδύνευσης του ατομικού
δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, ενδεχομένως και της ζωής, της σωματικής
ακεραιότητας καθώς και της αξιοπρέπειας του στόχου1992.

1989 Βλ. σχετικά Α. Στόιλα, σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος β’, 2η
έκδοση, άρ. 333 ΠΚ, σ. 2668-2669.
1990 Βλ. και Γ. Νούσκαλη, Οι προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου κατά το άρθρο 1 Ν

927/1979 στα πρόσφατα νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ 2021,
σ. 6 επ., και τη σχολιαζόμενη εκεί απόφαση του ΕΔΔΑ, Lilliendahl κατά Ισλανδίας, 11.06.20, Α.
Καλιβιανάκη, (επιμ. – μετάφραση) ΕΔΔΑ απόφ. της 11.6.2020 [Καταπολέμηση διακρίσεων –
Μισαλλόδοξος λόγος – Σεβασμός ιδιωτικής ζωής – Ελευθερία έκφρασης], ΠοινΔικ 2021, σ. 146 επ.
1991 Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979.

1992 Πρβλ. εδώ την άποψη που διατυπώνει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ.

147-148, ότι δηλαδή πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή εξύβρισης που τελείται με απειλές, κατ’
αντιστοιχία με το άρθρο 60 του ΣΠΚ, με την οποία εξύβριση προσβάλλεται η τιμή και όχι η προσωπική
ελευθερία του θύματος. Προσθέτει δε ότι «οι απειλές συνδέονται εδώ μόνο με εκφοβισμό και όχι με
περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, δεν αποσκοπούν δηλαδή σε εξαναγκασμό του αποδέκτη […]
Επομένως, η εκδήλωση που ενέχει απειλητικό χαρακτήρα νοείται στο άρθρο 2 υπό αυτήν την έννοια».
Μόνο που το άρθρο 60 ΣΠΚ, από το οποίο αντλείται ερμηνευτικό επιχείρημα, κάνει ρητή αναφορά σε
εξύβριση που τελείται, μεταξύ άλλων, και με απειλές, ενώ στην υπό εξέταση διάταξη ο απειλητικός
χαρακτήρας της συμπεριφοράς του δράστη παρατίθεται διαζευκτικά («ή») πλάι στον υβριστικό του
χαρακτήρα, που σημαίνει ότι αρκεί να συντρέχει ένα από τα δύο στοιχεία, όχι και τα δύο, ούτε ότι ο
απειλητικός χαρακτήρας εκλαμβάνεται αποκλειστικά ως υβριστικός χαρακτήρας.

[493]
Η έννοια της «απειλής» είναι οικεία στον ερμηνευτή και εφαρμοστή της υπό εξέταση
διάταξης από το ειδικό μέρος του ποινικού μας κώδικα και, συγκεκριμένα, από την ερμηνεία
των άρθρων 380 και 385 ΠΚ. Απειλή είναι η προαναγγελία ενός μελλοντικού κακού, που
πρόκειται να πραγματοποιηθεί από τον απειλούντα κατά του απειλουμένου ή άλλου
προσώπου, οικείου ή προσφιλούς σε αυτόν1993. Υποστηρίζεται1994, βέβαια, πειστικότερα ότι το
απειλούμενο κακό δύναται να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο για το οποίο ο αποδέκτης της
απειλής έχει ενδιαφέρον να αποφευχθεί το κακό, ανάλογα με την εγγυητική του ευθύνη ή το
μέτρο ευαισθησίας του. Επίσης, κατά την προσφιλή μας έκφραση, το κακό δε χρειάζεται να
είναι αντικειμενικά πραγματοποιήσιμο, αρκεί ο δράστης να δίνει την εντύπωση ότι η
πραγμάτωσή του εξαρτάται αποκλειστικά από τον ίδιο, που κυριαρχεί στα πράγματα1995.
Η εξαγγελία του κακού δε χρειάζεται να είναι ρητή, αλλά μπορεί να πραγματοποιηθεί
και με συμπερασματικά συναγόμενη συμπεριφορά, η οποία σύμφωνα με τις κρατούσες
αντιλήψεις έχει το αντίστοιχο κοινωνικό νόημα, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως το σύνολο των
συνθηκών της πράξης και όχι μόνο το περιεχόμενο των λόγων του δράστη 1996. Το
εξαγγελλόμενο κακό, που αποτελεί και το περιεχόμενο της απειλής, θα πρέπει να συνίσταται
σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη ή παράλειψη που στρέφεται κατά των προστατευόμενων
από τη διάταξη έννομων αγαθών, δηλαδή τη ζωή, την υγεία-σωματική ακεραιότητα, την
προσωπική ελευθερία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια καθώς και τη δημόσια τάξη. Τα
μεμονωμένα πρόσωπα κατά των οποίων εξαγγέλλεται ή τα μέλη της ομάδας κατά των οποίων
στρέφεται θα πρέπει να προσδιορίζονται βάσει ενός ή και περισσότερων από τα στη διάταξη
αναφερόμενα χαρακτηριστικά (όπως π.χ. η φυλή, το χρώμα, η θρησκεία κ.λπ.), χωρίς να είναι
απαραίτητο η επιλογή του θύματος να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο συγκεκριμένο
ρατσιστικό κίνητρο, αρκεί να συντρέχει και αυτό1997.

1993 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ. Ειδικό Μέρος. Τα Εγκλήματα κατά τη Ιδιοκτησίας και της Περιουσίας,
2006, σ. 286-287.
1994 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ. Ειδικό Μέρος, όπ.π., 2006, σ. 286-287 και Σ. Παύλου – Γ. Μπέκα,

Ποινικό ΙΙΙ, 2011, σ. 179-180.


1995 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ. Ειδικό Μέρος, όπ.π., 2006, σ. 284 και Σ. Παύλου – Γ. Μπέκα, Ποινικό

ΙΙΙ, 2011, σ. 177.


1996 Βλ. Σ. Παύλου – Γ. Μπέκα, Ποινικό ΙΙΙ, σ. 176-177.

1997 Έτσι και η ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 74.

[494]
Αναφορικά με την παρουσία του τελευταίου, διαζευκτικά τυποποιημένου όρου στην
αντικειμενική υπόσταση του άρ. 2 παρ. 1, δηλαδή του «υβριστικού χαρακτήρα» της
συμπεριφοράς του δράστη, έχουν υποστηριχθεί έντονες επιφυλάξεις και αντιρρήσεις.
Ειδικότερα, έχει διατυπωθεί από την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου η άποψη ότι η συγκεκριμένη
πρόβλεψη εμπεριέχει αοριστία και ότι «ανοίγει το δρόμο σε ποινικοποίηση ισχυρισμών που δε
θίγουν κανένα υπαρκτό έννομο αγαθό και συνιστούν απλή έκφραση διαφορετικής
άποψης»1998. Προτείνει γι’ αυτό το λόγο μία συσταλτική ερμηνεία του υπό κρίση όρου, έτσι
που τελικά να στοιχειοθετείται μόνο, όταν η συμπεριφορά του δράστη, εκτός από τον
υβριστικό της χαρακτήρα, εκδηλώνεται παράλληλα και κατά τρόπο πρόσφορο να οδηγήσει στη
θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων που προσδιορίζονται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά,
ήτοι κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει πράξεις βίας ή μίσους σε βάρος τους1999. Απαιτεί
ουσιαστικά για την πλήρωση του συγκεκριμένου όρου και την πλήρωση της
υπαλλακτικά/διαζευκτικά διατυπωμένης προϋπόθεσης να εκδηλώνεται η συμπεριφορά κατά
τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος. Ωστόσο, αν εξετάσει κανείς προσεκτικά τα
επιχειρήματα πάνω στα οποία βασίζεται η ως άνω προτεινόμενη ερμηνευτική συστολή, θα
διαπιστώνει ορισμένα κενά. Καταρχάς, γίνεται επίκληση της ιστορικοβουλητικής και
λογικοσυστηματικής ερμηνείας της διάταξης, έτσι ώστε να περιορισθεί το διευρυμένο, κατά
την άποψη της προαναφερθείσας συγγραφέως, αξιόποινο. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται
ότι, αφής στιγμής στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 και
ειδικά στο άρθρο 2 σημειώνεται πως οι πράξεις της επιδοκιμασίας κ.λπ. ποινικοποιούνται μόνο
«εφόσον θεωρούνται πρόσφορες να οδηγήσουν στη θυματοποίηση ομάδων ή προσώπων», θα
πρέπει λογικά να εννοείται, κατά την άποψη της Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, πως αυτή η
προϋπόθεση συντρέχει μόνο όταν η συμπεριφορά του δράστη είναι πρόσφορη να υποκινήσει
σε πράξεις βίας ή μίσους κατά ανθρώπων και συνακόλουθα να δημιουργήσει κίνδυνο τόσο για
την ομαλή και ειρηνική κοινωνική συμβίωση όσο και για συγκεκριμένα έννομα αγαθά των
προσώπων κατά των οποίων στρέφεται2000. Το να είναι απλώς υβριστική η συμπεριφορά του
δράστη δε φαίνεται να αρκεί. Στη σκέψη αυτή θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, ωστόσο, ότι
«θυματοποίηση» προσώπων ή ομάδας προσώπων συντρέχει, όχι μόνο όταν βλάπτονται ή
διακινδυνεύουν τα έννομα αγαθά της ζωής, της υγείας και της προσωπικής τους ελευθερίας,
αλλά και όταν εξυβρίζονται και συκοφαντούνται ή γελοιοποιούνται τα άτομα ή οι ομάδες, με

1998 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 734. Έτσι και ο Α. Χουλιάρας, όπ.π.,
ΝοΒ 2017, σ. 1246. Για σχετική νομολογία βλ. ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450
επ., η οποία κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Γερμανό συγγραφέα για το ότι «με περισσότερες πράξεις
που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος και με πρόθεση και δια του τύπου, επιδοκίμασε,
ευτέλισε και κακόβουλα αρνήθηκε την ύπαρξη και τη σοβαρότητα αναγνωρισμένων από τη Βουλή των
Ελλήνων εγκλημάτων του ναζισμού και εγκλημάτων πολέμου … πράττοντας τούτο με τρόπο που
στρέφεται κατά του Κρητικού Λαού και που ενέχει εξυβριστικό χαρακτήρα σε βάρος του».
1999 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 734.

2000 Ζωή, υγεία, προσωπική ελευθερία.

[495]
αποτέλεσμα να προσβάλλεται το έννομο αγαθό της τιμής τους2001 ή/και της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας2002. Η θυματοποίηση εν προκειμένω έγκειται ειδικότερα στην άρνηση ή στην
αμφισβήτηση του status τιμής που δικαιούται κάθε άνθρωπος να έχει λόγω της ίσης αξίας
όλων των ανθρώπων και περαιτέρω του δικαιώματος στην ισότητα και στην ισότιμη απόλαυση
δικαιωμάτων και ελευθεριών που δικαιούνται και πρέπει εκ του νόμου να απολαμβάνουν2003.
Η άρνηση ή η αμφισβήτηση αυτή λαμβάνει χώρα εξαιτίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών
που παρουσιάζουν τα στοχοποιούμενα άτομα και τα οποία, είτε είναι εγγενή (π.χ. φυλετικά
χαρακτηριστικά, χρώμα δέρματος κ.ά.) είτε είναι επίκτητα (υπό την ειδικότερη έννοια ότι
αποκτήθηκαν όχι με τη γέννηση αλλά κατόπιν επιλογής (π.χ. θρησκεία, σεξουαλικός
προσανατολισμός) είτε τα απέκτησαν δίχως να φέρουν ευθύνη (π.χ. αναπηρία), δικαιούνται
πάντως να τα έχουν ή δεν μπορούν να τα αλλάξουν ή εν πάσει περιπτώσει είναι πυρηνικής
σημασίας για τον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας ή της συνείδησης του ατόμου που δε θα
πρέπει να είναι αναγκασμένο να τα αποκηρύξει2004. Έτσι όμως εδώ η άρνηση ή η
αμφισβήτηση πραγματοποιείται επί τη βάσει χαρακτηριστικών και εντεύθεν αιτιολογιών που
είναι άσχετες με τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζει η έννομη τάξη για την προστασία του
status τιμής2005 και του δικαιώματος στην ισότητα χωρίς αυθαίρετες διακρίσεις κι έτσι συνιστά
μια ξεκάθαρη περίπτωση εξύβρισης (ή ακόμα και δυσφήμησης – συκοφαντικής ή απλής2006).
Εξάλλου, από τη στιγμή που αρκεί για την ποινικοποίηση μιας δημόσιας επιδοκιμασίας κ.λπ.,
με βάση την Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979, η
προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη να οδηγήσει στη θυματοποίηση ομάδων ή
προσώπων, πολύ περισσότερο (με επιχείρημα δηλαδή εκ του ελάσσονος το μείζον) πληρούται
η αντικειμενική υπόσταση του εξεταζόμενου εδώ αδικήματος, όταν η συμπεριφορά του δράστη
θυματοποιεί ήδη, με την έννοια που αναφέρθηκε μόλις παραπάνω, πρόσωπα ή ομάδες.

2001 Του status, δηλαδή, που δικαιούται να κατέχει κάθε άτομο στην κοινωνία (οντολογική πλευρά του
έννομου αγαθού της τιμής) και το οποίο status αναγνωρίζεται καταρχήν ισότιμα σε όλους τους
συγκοινωνούς. Με την εκδήλωση μιας καταφρόνησης ο δράστης αρνείται το status του θύματος και
διαταράσσεται έτσι η καταρχήν ισότιμη θέση τους μέσα στην κοινωνία με αποτέλεσμα να
προσβάλλεται η θέση τιμής του θύματος. Βλ. σχετικά Δ. Σπινέλλη, Το έννομο αγαθό της τιμής και οι
αξιόποινες προσβολές του (τριάντα χρόνια μετά), ΠοινΧρον 2006, σ. 961.
2002 Για το περιεχόμενο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ως προστατευόμενου στο πλαίσιο του Ν.

927/1979 έννομου αγαθού βλ. παραπάνω Μέρος Γ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 2.


2003 Βλ. συναφώς Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, όπ.π., ΠοινΔικ 2016, σ. 105, όπου πολύ χαρακτηριστικά

επισημαίνει πως η θυματοποίηση συνίσταται στη «δημόσια άρνηση της ανθρώπινης αξίας και στη
δυνατότητα της συγκεκριμένης άρνησης να μετατραπεί σε πράξη που την υλοποιεί».
2004 Βλ. Α. Χαλκιά, όπ.π., Εγκληματολογία 2013, σ. 80, για τα σχετιζόμενα κίνητρα των συναφών

εγκλημάτων μίσους.
2005 Π.χ. είσαι υπάνθρωπος γιατί είσαι ομοφυλόφιλος ή εβραίος ή «νέγρος».

2006 Βλ. σχετικά τα σχόλια του Günther Jakobs, σε Κ. Βαθιώτη (επιμ.), Απόφαση βαυαρικού

Ακυρωτικού της 17.12.96 - 2 StR 178/96, ΠοινΧρον ΜΗ/1998, 696.

[496]
Εξάλλου, όπως επανειλημμένα έχει τονιστεί, και η ίδια η απόφαση-πλαίσιο
2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ε.Ε. έδινε τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να επιλέξουν να
ποινικοποιήσουν τη δημόσια επιδοκιμασία, άρνηση ή χονδροειδή υποτίμηση της σοβαρότητας
όσον αφορά στα εγκλήματα γενοκτονίας κ.λπ., όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο
που διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα.
Ο Έλληνας νομοθέτης κάνοντας χρήση αυτής της δυνατότητας αντιλήφθηκε τη συνάφεια των
όρων «υβριστικός» και «προσβλητικός» κι έτσι, προς αποφυγή ταυτολογίας και άσκοπων
επαναλήψεων και ενδεχομένως υπερβολικής διεύρυνσης του αξιοποίνου, επέλεξε μόνο τη
χρήση του όρου «υβριστικός», ο οποίος, εξάλλου, αποδίδει ορθότερα και πιο αποτελεσματικά
το νόημα της προσβολής του έννομου αγαθού της τιμής δια της εξύβρισης2007. Κατόπιν των
ανωτέρω, δε θεωρώ ότι είναι βάσιμη η υποστηριζόμενη άποψη2008 ότι «η έννοια της πράξης
«με απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα» είναι στενότερη εκείνης «που είναι
πιθανό να υποκινήσει βία ή μίσος», είναι, δηλαδή, έννοια είδους έναντι εκείνης της παρ. 1». Ο
Έλληνας νομοθέτης, κατά την ενσωμάτωση της απόφασης-πλαίσιο, δεν αρκέστηκε σε μια
τυπική μεταφορά-αντιγραφή των προβλέψεων της εν λόγω ενωσιακής πράξης, που εκ της
φύσης της είναι προβληματική και παρουσιάζει νομοτεχνικές αστοχίες, αλλά επέλεξε την
ομαλή μεταφορά αυτών μέσα σε ένα οικείο και εμπεδωμένο για τον Έλληνα ερμηνευτή και
εφαρμοστή του δικαίου νομικό πλαίσιο2009. Ως εκ τούτου, προέκρινε ως ορθότερη την
παρατακτική σύνδεση (χρήση του διαζευκτικού-διαχωριστικού συνδέσμου «ή») ανάμεσα στην
πρόβλεψη για προσφορότητα της συμπεριφοράς του δράστη να υποκινήσει βία ή μίσος, στον
απειλητικό και, τέλος, στον υβριστικό χαρακτήρα αυτής, έτσι ώστε να αποδώσει το νόημα ότι
όλοι οι ως άνω αναφερόμενοι όροι είναι ισότιμοι μεταξύ τους και αρκεί να συντρέχει ένας
(οποιοσδήποτε) από αυτούς2010, 2011. Η παρατακτική σύνδεση, άλλωστε, χρησιμοποιείται όταν
όλοι οι όροι είναι ισοδύναμοι μεταξύ τους.

2007 Λόγω της ετυμολογικής του προέλευσης από τη λέξη «ύβρις», που σημαίνει «βρισιά», τη στιγμή
που η λέξη «προσβολή» δύναται να έχει ευρύτερο ή/και διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο,
τουλάχιστον για το ποινικό δίκαιο. Το ότι η φράση «υβριστικός χαρακτήρας» υποδηλώνει ρητά
προσβολή του έννομου αγαθού της τιμής δέχεται και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, 2016, σ. 142-143, σύμφωνα με τον οποίο στο άρθρο 2 «επιβιώνει η παλαιά διάταξη του άρθρου
2 Ν. 927/1979» δια της συγκεκριμένης, διαζευκτικά διατυπωμένης αναφοράς. Πρβλ. και την πρόβλεψη
του παλαιού άρθρου 2 Ν. 927/1979, όπου τυποποιούταν ως αδίκημα η δημόσια εκφορά προσβλητικών
ιδεών. Σαφώς ορθότερη η νέα διάταξη στο βαθμό που ποινικοποιεί την εκδήλωση υβριστικών
συμπεριφορών (εκδηλώσεων που προσβάλλουν την τιμή) και όχι ιδεών.
2008 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 734.

2009 Έτσι ο A. Chouliaras, όπ.π., eucrim 1/11, σ. 41.

2010 Ή και όλοι ταυτόχρονα, κάτι που δεν αποκλείεται να συμβεί.

2011 Για το ότι η υβριστική συμπεριφορά δεν είναι υπάλληλη έννοια της συμπεριφοράς που μπορεί να

υποκινήσει βία ή μίσος (όπως υποστηρίζει η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠονΧρον 2015, σ. 734),
αλλά επαλλάσσουσα βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 144.

[497]
Ούτε, βέβαια, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ δύναται να αντληθούν επιχειρήματα που να
υποστηρίζουν τον προτεινόμενο περιορισμό του αξιοποίνου2012, αφού και το ίδιο το ΕΔΔΑ ναι
μεν δέχεται ότι απαγορεύεται απόλυτα η τιμώρηση της απλής έκφρασης αποκλινουσών
απόψεων, ακόμα και αποκρουστικών2013, από την άλλη όμως αναγνωρίζει ότι η άσκηση του
δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης φέρει καθήκοντα και ευθύνες, μεταξύ αυτών και η
υποχρέωση να αποφεύγονται στο μέτρο του δυνατού εκφράσεις που προσβάλλουν
αδικαιολόγητα τους άλλους και κατά συνέπεια παραβιάζουν τα δικαιώματά τους2014 και, ως εκ
τούτου, δε συμβάλλουν με κανένα τρόπο, πόσο μάλλον εποικοδομητικό για την προώθηση των
ανθρώπινων υποθέσεων, στη δημόσια συζήτηση θεμάτων γενικότερου ενδιαφέροντος2015. Πιο
συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ δίνει μεγάλη σημασία στην προστασία της υπόληψης-τιμής και των
δικαιωμάτων των άλλων, ως αναγκαίων περιορισμών της ελευθερίας της έκφρασης μέσα σε
μια δημοκρατική κοινωνία. Ενδεικτική της στάσης αυτής του ΕΔΔΑ είναι η απόφαση Peta
Deutschland κατά Γερμανίας2016, όπου το Δικαστήριο έκρινε νόμιμη την επιβολή
περιοριστικών μέτρων από τα γερμανικά δικαστήρια σε βάρος της γερμανικής φιλοζωικής
οργάνωσης Peta, καθότι η τελευταία, συνδέοντας με τη διαφημιστική της εκστρατεία2017 τους
ανθρώπους που σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα με τα εκατομμύρια των ζώων που σκοτώνονται
καθημερινά από τους ανθρώπους για σκοπούς κατανάλωσης, προσέβαλε βαρέως την τιμή και
την υπόληψη εκατομμύρια ανθρώπων, ζώντων και θανόντων. Ειρήσθω εν παρόδω, δε θα
πρέπει να λησμονεί κανείς ότι τα όποια επιχειρήματα αντλούνται από την ερμηνεία των

2012 Υποστηρίζει η Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 734.


2013 Δέχεται, για την ακρίβεια, ότι η ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) εφαρμόζεται όχι
μόνο σε «πληροφορίες» ή «ιδέες» που γίνονται ευχάριστα αποδεκτές ή εκλαμβάνονται ως μη
προσβλητικές ή αδιάφορες, αλλά και σε εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν (βλ.
Handyside v. Ηνωμένο Βασίλειο, 7 Δεκεμβρίου 1976, § 49, Σειρά Α αρ. 24).
2014 Βλ. Τ. Σταυρινάκη, σε Λ.-Α. Σισιλιάνο, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,

Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 10, σ. 414, όπου παραθέτει την ΕΔΔΑ, Jersild κατά Δανίας, 23
Σεπτεμβρίου 1994, § 35, σύμφωνα με την οποία «δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία ότι
συγκεκριμένες εκφράσεις που αποτελούν ρητορική μίσους, που μπορεί να είναι προσβλητικές για
συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες, δεν προστατεύονται από το άρθρο 10 της Σύμβασης». Βλ. σχετικά και Ι.
Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 144.
2015 Βλ. ενδεικτικά Giniewski κατά Γαλλίας, 31 Ιανουαρίου 2006, τελικό 31 Απριλίου 2006, § 43, i.A.

κατά Τουρκίας, 13 Σεπτεμβρίου 2005, τελικό 13 Δεκεμβρίου 2005, § 29 και Otto-Preminger Institut
κατά Αυστρίας, 20 Σεπτεμβρίου 1994, § 49.
2016 ΕΔΔΑ, 8 Νοεμβρίου 2012. Βλ. για την απόφαση αυτή Σ. Παπαγεωργίου-Γονατά, Ο σκοπός

δυσφήμησης στα εγκλήματα κατά της τιμής, 2016, σ. 78-79.


2017 Η οποία έλαβε χώρα δια απεικονίσεων και αφισών. Η πιο χαρακτηριστική δε από αυτές ήταν μία

που απεικόνιζε έναν αποστεωμένο γυμνό τρόφιμο του στρατοπέδου αιχμαλώτων μαζί με ένα ισχνό
μοσχάρι με τον τίτλο: «Μεταξύ του 1938 και του 1945 δώδεκα εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώθηκαν στο
Ολοκαύτωμα. Τόσα ζώα σκοτώνονται σήμερα κάθε ώρα στην Ευρώπη για σκοπούς κατανάλωσης». Οι
απεικονίσεις αυτές συνιστούσαν σαφώς εκφράσεις γνωμών και απόψεων της οργάνωσης.

[498]
διατάξεων της ΕΣΔΑ, στην οποία προβαίνει το ΕΔΔΑ, έχουν αξία μόνο όταν από αυτά μπορεί
να προκύψει υψηλότερο επίπεδο προστασίας σε ένα συνταγματικό δικαίωμα (άρ. 53 της
ΕΣΔΑ) και όχι σαφώς για να το μειώσει.
Κατόπιν των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα πως δεν μπορεί να υποστηριχθεί
βάσιμα και άρα να γίνει δεκτή η προτεινόμενη από την Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου συσταλτική
ερμηνεία του όρου «υβριστικός» και συνακόλουθα δε χρειάζεται για την πλήρωση των όρων
της αντικειμενικής υπόστασης της υπό εξέταση εκδοχής του αδικήματος2018 να διαπιστώνεται
σε κάθε περίπτωση ότι η συμπεριφορά του δράστη είναι πρόσφορη να υποκινήσει σε βία ή
μίσος κατά ανθρώπων. Αρκεί2019 εναλλακτικά να εκδηλώνει είτε συμπεριφορά που συνιστά
αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής ακεραιότητας (αξίας) του ατόμου είτε οποιαδήποτε
άλλη καταφρονητική μεταχείριση, που μπορούν να λάβουν χώρα με δυσφημιστικό ισχυρισμό
ενώπιον μόνο του προσβαλλόμενου ή με εκφράσεις αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμούς
ενώπιον του προσβαλλόμενου ή τρίτου2020, έτσι που τελικά να προσβάλλεται2021 το έννομο
αγαθό της τιμής ή, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, όπως θα δούμε παρακάτω, της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας του στοχευόμενου προσώπου ή της ομάδας προσώπων2022.

2018 Της συμπεριφοράς, δηλαδή, που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα.


2019 Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης και συγκεκριμένα από τη χρήση του όρου
«υβριστικός».
2020 Έτσι η εξύβριση στην ΑΠ 422/1998 ΠοινΧρον 1998, σ. 1066 και ΑΠ 169/2010, Α’ δημοσίευση

ΝΟΜΟΣ. Βλ. εδώ και Δ. Σπινέλλη, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις,
Εγκλήματα κατά της τιμής, β’ έκδοση, 1982, σ. 63 επ.
2021 Με τη μορφή της βλάβης.

2022 Πρβλ. τα σχόλια του J. Peglau, σε Κ. Βαθιώτη (επιμ.), Απόφαση βαυαρικού Ακυρωτικού της

17.12.96 - 2 StR 178/96, ΠοινΧρον ΜΗ/1998, 696. Σύμφωνα με τον Peglau ορθά το δικαστήριο έκρινε
ότι η απλή άρνηση της μαζικής δολοφονίας των Εβραίων αρκεί από μόνη της για την πλήρωση των
αντικειμενικών υποστάσεων της εξυβρίσεως και της προσβολής της μνήμης νεκρού, δίχως να
χρειάζεται να προσλάβει κάποιον ιδιαίτερο καταφρονητικό χαρακτήρα. Κι αυτό, διότι, κατά την άποψή
του, δεν είναι η τιμή που προσβάλλεται με την απλή άρνηση, αλλά το γενικό δικαίωμα των θυμάτων
στην προσωπικότητά τους και συγκεκριμένα στην «αυτοπαρουσίασή τους [Selbstdarstellung] στην
δημόσια ζωή, όπως το δικαίωμα αυτό προστατεύεται από το άρ. 2 Ι γερμΣ (πρβλ. άρ. 5 Ι ελλΣ) σε
συνδυασμό με το άρ. 1 Ι του γερμΣ (πρβλ. άρ. 2 Ι ελλΣ)».

[499]
Η προσβολή της τιμής είναι γνωστή από την ερμηνεία του άρθρου 361 ΠΚ και σημαίνει
την αμφισβήτηση εκ μέρους του δράστη της ηθικής και κοινωνικής αξίας του άλλου, την
αμφισβήτηση, δηλαδή, του κατά πόσο ο άλλος έχει το status ή τη θέση τιμής που δικαιούται
λόγω της ίσης προς άλλους ανθρώπους αξίας του2023. Οι εκδηλώσεις του δράστη δύνανται να
έχουν είτε ρητό περιεχόμενο είτε συμβολική σημασία, αλλά πάντως θα πρέπει να είναι
καταφρονητικές, ταπεινωτικές ή μειωτικές της τιμής2024. Οι δε εκφράσεις θα πρέπει να έχουν
ένα τέτοιο περιεχόμενο «κατά την κοινή αντίληψη», δηλαδή θα πρέπει κατ’ αντικειμενική
κρίση να είναι προσβλητικές της τιμής και της υπόληψης του άλλου και όχι απλώς με κριτήρια
υποκειμενικά2025. Το κατά πόσο, βέβαια, μια απλή άρνηση ενός ιστορικού γεγονότος, ακόμα
και αυτού που αμετάκλητα έχει αναγνωριστεί από αρμόδιο δικαστήριο ως έγκλημα πολέμου
κ.λπ., δύναται να λάβει καταφρονητικό χαρακτήρα κι έτσι να βλάψει την τιμή του
στοχευόμενου προσώπου ή της ομάδας προσώπων είναι ένα ζήτημα που δεν αντιμετωπίζεται
ομοιόμορφα. Χαρακτηριστά, στη γερμανική έννομη τάξη εντοπίζονται αποφάσεις ανώτατων
δικαστηρίων που αντιμετωπίζουν την απλή, δίχως δηλαδή τη συνοδεία καταφρονητικών
δηλώσεων, άρνηση της μαζικής δολοφονίας εβραίων ως ισοδύναμη με «καταφρονητική στάση
είτε έναντι των δολοφονηθέντων την εποχή της ναζιστικής τρομοκρατίας είτε έναντι όσων
επέζησαν από τον διωγμό»2026. Μια τέτοια θέση στην ελληνική έννομη τάξη, ωστόσο, δε θα
μπορούσε εύκολα να γίνει αποδεκτή.

2023 Αυτό που ο Δ. Σπινέλλης, όπ.π., ΠοινΧρον 2006, σ. 963 ονομάζει «σταθερό τμήμα της αξίας». Βλ.
περαιτέρω για την έννοια της εξύβρισης Π. Παπανδρέου σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας,
Τόμος ΙΙ, 2η έκδοση, άρθρο 361, σ. 2910. Για την ερμηνευτική ταύτιση του υβριστικού χαρακτήρα με
την προσβολή της τιμής κατ’ άρθρο 361 ΠΚ βλ. και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,
2016, σ. 146.
2024 Για την ερμηνεία της κάθε εκδήλωσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής: α) το νόημα που

ήθελε να δώσει ο δράστης, β) το νόημα που αντιλήφθητε ο αποδέκτης και γ) το αντικειμενικό νόημα
της εκδήλωσης. Αν από τουλάχιστον δύο από τα προαναφερθέντα νοήματα προκύπτει ο προσβλητικός
της τιμής χαρακτήρας, τότε η εκδήλωση δύναται να θεωρηθεί προσβλητική για την τιμή. Βλ. για τα
παραπάνω Δ. Σπινέλλη, Εγκλήματα κατά της τιμής, 2015, σ. 35 επ.
2025 Έτσι στην ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 72. Έτσι και γενικά

για την εξύβριση του άρ. 361 ΠΚ η ΑΠ 146/2001, ΠοινΧρον ΝΑ, σ. 900 και ΑΠ 1432/2019.
2026 Έτσι σε Κ. Βαθιώτη (επιμ.), Απόφαση βαυαρικού Ακυρωτικού της 17.12.1996 - 2 StR 178/1996, με

σχόλια του J. Peglau, ΠοινΧρον ΜΗ/1998, 694 επ.

[500]
Και όταν γίνεται λόγος για «άλλον» εννοείται ο εξατομικευμένος άλλος, δηλαδή το
συγκεκριμένο άτομο που στοχοποιεί ο δράστης2027, ή τα ορισμένα και συγκεκριμένα άτομα
(μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα και ο εγκαλών) που απαρτίζουν μια
ομάδα ανθρώπων που προσδιορίζονται όλοι βάσει ενός εκ των απαριθμούμενων στη διάταξη
χαρακτηριστικών2028, υπό την έννοια ότι δύναται να τιμωρηθεί μια «ομαδική εξύβριση» στο
βαθμό που αυτή αφορά ένα «ευσύνοπτο κύκλο» προσώπων για το δράστη, έτσι που να
δύναται τελικά να θεωρηθεί ότι η καταφρονητική εκδήλωση «στηρίζεται σε προσωπική του
εμπειρία και επαφή που να του έδωσε αφορμή να κρίνει έκαστο μέλος της ομάδας»2029. Η
υιοθέτηση της θέσης αυτής, πέραν του ότι υπαγορεύεται από τη γενική θεώρηση ότι η τιμή
συνιστά ατομικό έννομο αγαθό, συνδέεται δηλαδή άρρηκτα με ένα πρόσωπο, και ως εκ τούτου
για να θεμελιωθεί προσβολή της τιμής με εξύβριση θα πρέπει να προκύπτει (ή να γίνεται
αντιληπτό από πρόσωπο που συνδέεται με το φορέα της τιμής) το συγκεκριμένο θιγόμενο
πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται μια καταφρονητική εκδήλωση, ευνοείται περαιτέρω και
από τον εξής συλλογισμό: η εξατομικευμένη προσβλητική εκδήλωση, αυτή δηλαδή που
στοχοποιεί συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα άτομα (ως μέλη μιας ομάδας), εξασφαλίζει ότι η
απαγόρευση και εντεύθεν η τιμώρηση της σχετικής συμπεριφοράς θα βασισθεί σε μια
πραγματική προσβολή ενός ατόμου και όχι σε μια ανομιμοποίητη επέμβαση στην ελευθερία
της γνώμης μέσω στόχευσης στο περιεχόμενο του λόγου. Η εξατομικευμένη μισαλλόδοξη ύβρις

2027 Δίχως να χρειάζεται ο καθορισμός του προσώπου που αφορά η εκδήλωση να γίνει ονομαστικά,
αλλά με τέτοιο τρόπο που να μπορεί πάντως να αναγνωριστεί αναμφισβήτητα έστω και από κάποιους.
Όταν ούτε ο φορέας της τιμής ούτε όμως και οποιοσδήποτε που συνδέεται με αυτόν καταλαβαίνει την
προσβλητική εκδήλωση του δράστη, δεν επηρεάζεται (μειώνεται) το status τιμής του. Έτσι ο Δ.
Σπινέλλης, Εγκλήματα κατά της τιμής, πανεπιστημιακές παραδόσεις, 1982, σ. 34 και 36.
2028 Έτσι και στην υπ’ αριθμ. 26/2011 ΔιατΕισΠλημμΑιγίου (Κ. Αθανασοπούλου), ΠοινΧρον 2013, σ.

314 επ. Βλ. συναφώς και Δ. Σπινέλλη, ΠΔ, Εγκλήματα κατά της τιμής, πανεπιστημιακές παραδόσεις,
1982, σ. 42.
2029 Έτσι οι Ν. Ανδρουλάκης, Die Sammelbeleidigung, 1970, σ. 63 επ., Α. Κονταξής, Ερμηνεία

Ποινικού Κώδικα, άρθρο 361, σ. 2993, Ν. Λίβος, όπ.π., ΠοινΧρον 1991, σ. 1217 επ. και Λ. Μαργαρίτης,
Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΘεσ 1549/1978, Αρμεν 1978, σ. 985. Βλ. από νομολογία ΑΠ 916/2010,
ΠοινΧρον 2011, σ. 268 επ. Πρβλ. και την ΑΠ 1427/1990 ΠοινΧρον 1991, σ. 588 επ., σύμφωνα με την
οποία δόθηκε μια κάπως διευρυμένη έννοια στην ομαδική εξύβριση, στο βαθμό που δε χρειαζόταν ο
δράστης να είχε προσωπική επαφή και εμπειρία με το κάθε μέλος της ομάδας σε βάρος της οποίας
απηύθυνε τον καταφρονητικό ισχυρισμό. Τουναντίον, λόγω του ότι τα παθητικά υποκείμενα ανήκαν
στην αυτή κατηγορία προσώπων του αυτού επαγγέλματος δραστηριοποιούμενα στον αυτό τόπο,
δηλαδή υπό την ευρύτερη έννοια μιας μικρής πόλης, όπως ήταν οι δικηγόροι του συγκεκριμένου
συλλόγου ή της συγκεκριμένης πόλης όπου ασκούσαν αυτοί τη δικηγορία, τελικά κρίθηκε πως η
καταφρονητική εκδήλωση του δράστη περιελάμβανε, εκτός των παρόντων δικηγόρων ενώπιον των
οποίων εκτοξεύθηκε, και τους λοιπούς της αυτής πόλης στην οποία διαπράχθηκε η πράξη.

[501]
δεν έχει καμία σχέση με το διάλογο και την επικοινωνία γύρω από ένα ζήτημα γενικού ή
πολιτικού ενδιαφέροντος (οπότε και δε θα μπορούσε να τιμωρηθεί ή, τουλάχιστον, δε θα
έπρεπε), αλλά βάλλει ευθέως κατά ενός προσώπου, αφού τουλάχιστον το υποβιβάζει σε ένα
κατώτερο επίπεδο status σε σχέση με αυτό που δικαιούται να έχει λόγω της ίσης προς τους
άλλους ανθρώπους αξίας του, ενώ σε ακραίες περιπτώσεις ισοδυναμεί με επίθεση κατά του
ατόμου, υπό την έννοια ότι ενέχει και απειλητικό περιεχόμενο (π.χ. «βρωμιάρη Εβραίε θα σε
κάνουμε σαπούνι»).
Αντίθετα, προσβλητικές εκφράσεις που απευθύνονται γενικευμένα και όλως αόριστα
εναντίον μη ευσύνοπτων ομάδων ανθρώπων, πόσο μάλλον εναντίον εκατομμυρίων ανθρώπων
(π.χ. όλων των πολιτών ενός έθνους ή όλων των πιστών μιας θρησκείας), στο βαθμό που δε
δύναται να συσχετισθεί η καταφρονητική εκδήλωση κατά το αντικειμενικό της νόημα με
ορισμένα άτομα, δε θα πρέπει να τιμωρούνται ως ομαδική εξύβριση και ως προσβολή της τιμής
όλων των προσώπων που ανήκουν σε αυτές2030. Ίσως ορθότερα θα πρέπει να ελέγχεται εάν και
κατά πόσο δύναται να υπαχθεί μια τέτοια εκδήλωση στη διαζευκτικά διατυπωμένη στο ίδιο
άρθρο περίπτωση της συμπεριφοράς που εκδηλώνεται με τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία
ή μίσος κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται βάσει ενός από τα
αναφερόμενα στη διάταξη χαρακτηριστικού. Πέραν της τυχόν προσβολής ατομικών έννομων
αγαθών σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να ελέγχεται εάν και κατά πόσο διαπιστώνεται
αντικειμενικά η προσφορότητα της συγκεκριμένης εκδήλωσης να προκαλέσει άμεσο και
επικείμενο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Το ότι στη γερμανική έννομη τάξη η «διακεκριμένη
άρνηση» του Ολοκαυτώματος έχει κριθεί ότι είναι εμφανώς πρόσφορη να εξάψει τα μίση και
να διαλύσει κάθε προσπάθεια ανεκτικότητας μεταξύ των κοινωνών (και άρα πρόσφορη να
διασαλεύσει τη δημόσια τάξη) δε σημαίνει ότι αυτό ισχύει απαραίτητα και απαρέγκλιτα σε
κάθε αντίστοιχη άρνηση που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα. Η γερμανική εμπειρία και η ευθύνη
που αισθάνεται ενδεχομένως το σύγχρονο γερμανικό κράτος απέναντι σε κάθε άτομο που έχει
τραυματικές εμπειρίες από το Ολοκαύτωμα δεν ισχύουν απαραίτητα στην ελληνική κοινωνία
κι έτσι είναι έργο του κάθε δικαστή να κρίνει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του και κατά
πόσο αυτή είναι πρόσφορη στη συγκεκριμένη περίπτωση να οδηγήσει σε διατάραξη της
δημόσιας τάξης, προσφορότητα η οποία θα κριθεί με κριτήρια που αναφέρθηκαν σε
προηγούμενο μέρος της παρούσας μελέτης. Αυτό, άλλωστε, είναι το νόημα της τυποποίησης
εγκλημάτων αφηρημένης-συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) διακινδύνευσης, όπως το εδώ
εξεταζόμενο.

2030 Πρβλ. εδώ και την άποψη που υποστηρίζει ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,
όπ.π., 2016, σ. 150 ότι ναι μεν οι παθόντες στην ομαδική εξύβριση είναι συγκεκριμένοι, ωστόσο «θα
μπορούσε να ειπωθεί ότι η αναφορά της ομάδας προσώπων στο γράμμα του νόμου επιτρέπει μία
ελαστικότητα ως προς τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την κατάφαση επαρκούς εξατομίκευσης
της προσβολής επί εξύβρισης με ομαδικό χαρακτηρισμό, εν αντιθέσει με τις κοινές περιπτώσεις που
υπάγονται στο άρθρο 361 ΠΚ». Πρβλ. όμως και Δ. Σπινέλλη, ΠΔ, Εγκλήματα κατά της τιμής,
πανεπιστημιακές παραδόσεις, 1982, σ. 38 όπου υποστηρίζει πως «όπου ο χαρακτηρισμός αφορά

[502]
Τέλος, μια προσβλητική έκφραση που στρέφεται κατά αόριστου αριθμού ατόμων και
που προσλαμβάνει το ειδικότερο περιεχόμενο της κακόβουλης άρνησης της σοβαρότητας ενός
εκ των αναφερόμενων στο άρ. 2 εγκλήματος και άρα ισοδυναμεί με ευτελισμό αυτού 2031 θα
μπορούσε ενδεχομένως να υπαχθεί στην έννοια του λόγου που ενέχει απειλητικό
χαρακτηρήρα, στο βαθμό που η απειλή εναντίον των στοχευόμενων ατόμων δεν προκύπτει
μόνο από τη δημιουργία ή την πυροδότηση ενός τεταμένου-εχθρικού κλίματος απέναντι στα
άτομα που προσδιορίζονται βάσει του συγκεκριμένου θρησκεύματος, αλλά και από τον τυχόν
αυτοπεριορισμό στον οποίο υποβάλλονται αυτά από την ισότιμη συμμετοχή τους στον
κοινωνικό χώρο, λόγω του γενικευμένου φόβου που αισθάνονται2032.
Αν, βέβαια, οι αντικειμενικές συνθήκες τέλεσης μιας καταφρονητικής εκδήλωσης (π.χ.
χώρος και χρόνος, ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες) που στρέφεται σε βάρος ενός μη
ευσύνοπτου μεγέθους ομάδας προσώπων επιτρέπει τον προσδιορισμό των ατόμων που
υπέστησαν όντως προσβολή της τιμής τους, τότε ίσως θα μπορούσε να γίνει λόγος για ομαδική
εξύβριση, υπό την έννοια ότι προσβάλλεται το κατ’ εξοχήν προσωποπαγές και ατομοκεντρικό
έννομο αγαθό της τιμής ενός εκάστου των μελών της ομάδας και όχι η τιμή της ομάδας
καθεαυτής2033. Τέτοια δεν αναγνωρίζεται.

μεγάλες κατηγορίες προσώπων (οι δικαστές, οι γιατροί, οι Εβραίοι, οι Έλληνες) … υποστηρίζεται ότι
συνήθως ο δράστης θεωρεί αυτονόητες πολλές ή λίγες εξαιρέσεις, έτσι ώστε ο ομαδικός χαρακτηρισμός
να έχει την έννοια μιας «κρίσης μέσου όρου» που δε συνιστά προσβολή της τιμής όλων των προσώπων
που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία». Έτσι και οι Α. Κονταξής, Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, άρθρο
361, σ. 2995 και Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η έκδοση, 2020, σ. 1040-
1041.
2031 Π.χ. η φράση «έκαναν σαπούνια 6.000.000 εβραίους … ε και τι έγινε; Να’ ταν κι άλλοι!» (ή «και

λίγα τους έκαναν!»).


2032 Βλ. συναφώς Γ. Νούσκαλη, Οι προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου κατά το άρθρο 1

Ν 927/1979 στα πρόσφατα νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου, ΠοινΔικ
2021, σ. 6 επ., όπου σχολιάζει, μεταξύ άλλων, και την απόφαση ΑΠ 858/2020, που αφορούσε
περίπτωση ομοφοβικού λόγου από Μητροπολίτη (άρ. 1 Ν. 927/1979).
2033 Βλ. συναφώς Σ. Παπαγεωργίου-Γονατά, όπ.π., 2016, σ. 224-225 καθώς και τον ίδιο, Ομαδική

Εξύβριση, ΠοινΧρον 2010, σ. 632 επ.

[503]
Υποστηρίχθηκε από τον Ι. Μοροζίνη2034 ότι η νέα διακεκριμένη εξύβριση που
τυποποιείται στο άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979, όπως αυτό προκύπτει από τη χρήση της φράσης
«υβριστικός χαρακτήρας», έχει «στενότερο πεδίο εφαρμογής» σε σχέση με το παλιό άρθρο 2
του Ν. 927/1979, όπου και τυποποιούταν κατά την άποψή του μια διακεκριμένη παραλλαγή
της εξύβρισης του άρ. 361 ΠΚ, μιας και δεν αρκεί όπως παλιά η εκδήλωση οποιασδήποτε
καταφρονητικής συμπεριφοράς, αλλά θα πρέπει αυτή να συνιστά μία από τις υπαλλακτικά
διατυπωμένες περιπτώσεις, ήτοι επιδοκιμασία, ευτελισμό ή κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης ή
της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονιών κ.λπ., που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις
διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων. Εκ της παρατήρησης αυτής συνάγει και το
συμπέρασμα ότι δημιουργείται μια «αξιολογική αντινομία» όσον αφορά στην ποινική
μεταχείριση μεταξύ περιπτώσεων προσβολής της τιμής που συναρτώνται με επιδοκιμασία,
ευτελισμό ή άρνηση εγκλημάτων που έχουν τύχει αναγνώρισης ως διεθνών αρχετυπικών
εγκλημάτων και περιπτώσεων προσβολής της τιμής που δε συνδέονται με τέτοιου είδους
εγκλήματα (χαρακτηριστικά αναφέρει τη φράση: «Γουρούνια Αλβανοί θα γίνετε όλοι
σαπούνια ή σας αξίζει να σας σφάξουν όλους στο ποδάρι»). Μια περίπτωση σαν την τελευταία
πράγματι δεν αποτελεί δημόσια επιδοκιμασία, ευτελισμό ή κακόβουλη άρνηση του άρ. 2 παρ. 1
Ν. 927/1979, καθώς δε συναρτάται με κάποιο από τα διεθνώς ή με αποφάσεις της Βουλής των
Ελλήνων αναγνωρισμένα εγκλήματα, παράλληλα, όμως, δε θα πρέπει, σύμφωνα με τα
παραπάνω αναφερόμενα για την ομαδική εξύβριση, να θεωρηθεί και ως προσβολή της τιμής
(ήτοι ως συλλογική εξύβριση)2035, αφής στιγμής η υπό κρίση φράση απευθύνεται σε ένα
τεράστιο κύκλο προσώπων, που δεν είναι εξατομικεύσιμα, με αποτέλεσμα να μην αντανακλά η
προσβολή σε ένα συγκεκριμένο status τιμής.
Θα μπορούσε, ωστόσο, να θεωρηθεί ως μια δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά
ομάδας προσώπων υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 927/19792036 κι έτσι να
απειλείται με το ίδιο ακριβώς πλαίσιο ποινής όπως και η δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση
εγκλημάτων του άρθρου 2 παρ. 1 Ν. 927/19792037.

2034 Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 145.


2035 Και άρα να τιμωρηθεί με βάση το νέο άρθρο 361, παρ. 1, εδάφ. β’ ΠΚ (τη λεγόμενη δημόσια
τελούμενη εξύβριση, που συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή της βασικής του εδαφ. α’), σε συνδυασμό
με το άρθρο 82Α («έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά»), οπότε και το πλαίσιο ποινής θα
διαμορφωνόταν ως εξής: έξι (6) μήνες και δέκα (10) ημέρες έως ένα (1) έτος. Αν, βέβαια, γινόταν δεκτή
η συλλογική εξύβριση, θα ίσχυε πράγματι ο ισχυρισμός του Ι. Μοροζίνη περί άνισης μεταχείρισης
παρόμοιων προσβολών της τιμής μεταξύ ομάδων πληθυσμού, εκ των οποίων μερικές φαίνεται να
τυγχάνουν μεγαλύτερης προστασία στην τιμή τους απ’ ότι άλλες.
2036 Όπου δεν απαιτείται να υπάρχει αντικειμενική δυνατότητα εξατομίκευσης των κατ’ ιδίαν φυσικών

προσώπων που απαρτίζουν την ομάδα (μπορεί να είναι «όλοι οι Αλβανοί»).


2037 Αφού το αδίκημα του άρ. 2 παρ. 1 τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του άρθρου 1.

[504]
Πέρα, όμως, από την προστασία της τιμής η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί, όπως
επισημάνθηκε και παραπάνω, και στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η τιμή
ως έννομο αγαθό δεν ταυτίζεται απόλυτα με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αφού υπάρχουν
περιπτώσεις που, λόγω της ιδιαίτερης απαξιολογικής τους βαρύτητας, δε δύνανται να
θεωρηθούν απλώς προσβολές του status ή της θέσης τιμής που δικαιούται να απολαμβάνει ένα
άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων
που έχει για την εκπλήρωση των κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του 2038. Λόγω της
αλληλενέργειας ή της διάδρασης μεταξύ των ανθρώπων, καθιερώνονται πρότυπα
συμπεριφοράς, στο πλαίσιο των οποίων κάθε άτομο δικαιούται να απολαμβάνει μια θέση τιμής
στην κοινωνία, αναλόγως του κατά πόσο η συμπεριφορά του ανταποκρίνεται στα ηθικά και
κοινωνικά πρότυπα που αρμόζουν στο πρόσωπό του2039. Όταν αμφισβητείται αυτό το status,
προσβάλλεται η τιμή. Όταν, όμως, αμφισβητείται το δικαίωμα του άλλου στον
αυτοπροσδιορισμό του εαυτού και της ταυτότητάς του, όταν αμφισβητείται η ίση αξία που έχει
καταρχήν με τον οποιονδήποτε άλλο λόγω της ανθρώπινης ιδιότητάς του, όταν αμφισβητείται
η ίδια η ανθρώπινη ιδιότητά του2040 και, τέλος, όταν αμφισβητείται η ιδιότητα του άλλου ως
υποκειμένου δικαίου, ως όντος, δηλαδή, που έχει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, τα
οποία δικαιούται να απολαμβάνει υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζει το
Σύνταγμα, διακριτού από τα άλογα όντα καθώς και από τα αντικείμενα του δικαίου,
προσβάλλει κάτι διάφορο από την τιμή. Η τελευταία αδυνατεί σε τέτοιες περιπτώσεις να
αποδώσει το πλήρες μέγεθος της αξίας που προσβάλλεται και συνακόλουθα αδυνατεί να
δικαιολογήσει την πιθανή τιμώρηση του δράστη.
Η απαξία της συμπεριφοράς του θα πρέπει να εντοπιστεί στην προσβολή ενός
μεγέθους τη λειτουργία του οποίου ως έννομου αγαθού πολλοί έχουν αμφισβητήσει 2041,
εντούτοις δεν έχουν λείψει και οι φωνές2042 που υποστηρίζουν την πλήρη λειτουργικότητά του
ως προς την απόδοση του ιδιαίτερου απαξιολογικού βάρους που νομιμοποιεί την πρόβλεψη
ποινής σε περιπτώσεις όπως οι παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενες.

2038 Έτσι για την προσβολή της τιμής η ΑΠ 1582/1998, ΠοινΔικ 1999, σ. 683.
2039 Δ. Σπινέλλης, όπ.π., ΠοινΧρον 2006, σ. 961.
2040 Πρβλ. εδώ και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 147, σύμφωνα με τον

οποίο, στην περίπτωση που κάποιος επιδοκιμαστής του Ολοκαυτώματος δικαιολογεί την άποψή του με
τη φράση «γιατί είναι ζώα και αυτό τους αξίζει», συντρέχει προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
και, μάλιστα, την ταυτίζει με το σταθερό τμήμα της τιμής, τη λεγόμενη «εσωτερική τιμή». Και ο ίδιος ο
Δ. Σπινέλλης, όπ.π., ΠοινΧρον 2006, σ. 962, άλλωστε, επεσήμανε ότι «η κοινωνική θέση ή το κοινωνικό
status είναι κάτι διάφορο από την «αξία του ατόμου» ή την «εσωτερική τιμή».
2041 Βλ. παραπάνω, Μέρος Γ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 2.

2042 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

[505]
Βέβαια, δε συμμερίζομαι απόλυτα την άποψη που διατυπώθηκε στην ΜονΠλημμΡεθυμν
2383/20152043 στο βαθμό που δεν αρκείται σε οποιαδήποτε προσβολή της τιμής, κατά την
έννοια του άρθρου 361 ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση της υπό κρίση περίπτωσης, λόγω της
αντισταθμιζόμενης ελευθερίας της έκφρασης, της επιστημονικής ελευθερίας και του
προστατευόμενου από τις διατάξεις του ν. 4285/2014 έννομου αγαθού. Αντιθέτως, αναφέρει
πως το «υβριστικό περιεχόμενο (εν. θα πρέπει) να αποτελεί έκφραση πολιτιστικής
βαρβαρότητας με σαφές και αντικειμενικά καταφρονητικό περιεχόμενο που να μειώνει,
ταπεινώνει ή ευτελίζει το πρόσωπο ή την ομάδα των προσώπων για τα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τους κατά τα ανωτέρω, π.χ. άρνηση της ανθρώπινης ιδιότητας τους ενόψει
του ότι ανήκουν στην προσβαλλόμενη ομάδα»2044. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε να περιορίσει
το αξιόποινο μόνο σε τέτοιες, ιδιαίτερα βαρειές προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θα το
έκανε, όπως ο Γερμανός νομοθέτης στην περίπτωση της παρ. 130 του γερμανικού ποινικού
κώδικα, όπου για τον περιορισμό της υποστάσεως προστέθηκε ρητά το στοιχείο της προσβολής
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας2045.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συμπεριφοράς με υβριστικό χαρακτήρα που μπορεί υπό
προϋποθέσεις να υπαχθεί στην περίπτωση του εδώ εξεταζόμενου άρθρου είναι η λεγόμενη
«διακεκριμένη άρνηση» της ιστορικότητας του Ολοκαυτώματος των εβραίων στο Γ’ Ράιχ.
Σε αντίθεση με την απλή άρνηση του Ολοκαυτώματος, όπου ο δράστης αμφισβητεί τα ιστορικά
γεγονότα διατυπώνοντας αμφιβολίες ως προς τον ακριβή αριθμό των νεκρών και εν γένει τη
διάσταση της συγκεκριμένης τραγωδίας ή αρνείται εξ ολοκλήρου το ίδιο το γεγονός, στη
διακεκριμένη άρνηση ο δράστης συμπληρώνει την παραπάνω συμπεριφορά με
καταφρονητικές δηλώσεις σε βάρος των εβραίων, στο βαθμό που τους παρουσιάζει ως ύπουλα
όντα που εκμεταλλεύονται αυτό το «σιωνιστικό ψεύδος» προκειμένου να αποσπάσουν με
εκβιαστικό τρόπο την πληρωμή αποζημιώσεων και περαιτέρω να υποδουλώσουν ψυχικά το
γερμανικό λαό2046.

2043 ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.


2044 Αναφέρεται ενδεικτικά το παράδειγμα της εξυβριστικής φράσης «είσαι πίθηκος, δεν έχεις
μαλλιά» κατά μιας έγχρωμης γυναίκας λόγω της φυλετικής της καταγωγής.
2045 Βλ. σχετικά Σ. Καρεκλά, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 628-629, 632-633.

2046 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση. Για περισσότερη σχετική γερμανική νομολογία βλ. και

Βαθιώτη Κ. (επιμ.), Απόφαση βαυαρικού Ακυρωτικού της 17.12.96 - 2 StR 178/96, με σχόλια των J.
Peglau και G. Jakobs, ΠοινΧρον ΜΗ/1998, 696, όπου και με διαφορετική δικαιολόγηση η τιμώρηση
της απλής από τη διακεκριμένη άρνηση από τον Peglau, με κριτήριο την ύπαρξη ή μη καταφρονητικού
χαρακτήρα στην εκδήλωση.

[506]
Η κατ’ αυτόν τον τρόπο κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης του προαναφερθέντος
ιστορικού γεγονότος, που έχει αναγνωριστεί με απόφαση διεθνούς δικαστηρίου (Στρατοδικείο
της Νυρεμβέργης), στρεφόμενη κατά των εβραίων, γίνεται παγίως δεκτό στη Γερμανία2047 ότι
προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και όχι απλώς την τιμή. Παρότι, λοιπόν, η
διακεκριμένη άρνηση δεν ενέχει ως έκφραση στοιχεία «πολιτιστικής βαρβαρότητας»2048, αλλά
τουναντίον διατηρείται σε ένα επίπεδο «λεκτικής ευπρέπειας», έστω και προσχηματικά,
δύναται να αποτελέσει ποινικώς κολάσιμη εκδήλωση κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1,
δίχως να καλύπτεται από το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης.
γ. Ο παθών εκ του εγκλήματος (ή αλλιώς το παθητικό υποκείμενο)2049: κατά τη σαφή
διατύπωση του άρθρου, η τυποποιούμενη εν προκειμένω συμπεριφορά, όταν εκδηλώνεται
στον εξωτερικό κόσμο, θα πρέπει να στρέφεται «κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της
που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές
καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την
ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά φύλου ή την αναπηρία…». Για το παθητικό
υποκείμενο της συμπεριφοράς καθώς και για τα προστατευόμενα από το νόμο χαρακτηριστικά
ισχύουν mutatis mutandis όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στην εξέταση της αντικειμενικής
υπόστασης του άρθρου 1 του Ν. 927/19792050, στην ερμηνεία του οποίου παραπέμπω προς
αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων.

2047 Βλ. Σ. Καρεκλά, όπ.π., Υπερ 1995, σ. 633, όπου και παρατίθεται πληθώρα σχετικών αποφάσεων
γερμανικών δικαστηρίων. Εντελώς αντίθετη άποψη διατυπώθηκε στην υπ’ αριθμ. 913/2009 (αδημ.)
απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο (ΟλΑΠ
3/2010, ΠοινΧρον 2010, σ. 456, 462), αναφορικά με τα υποστηριζόμενα εκ μέρους συγγραφέα που
αρνήθηκε το Ολοκαύτωμα. Για το ειδικότερο περιεχόμενο αυτής βλ. παραπάνω Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι,
Ενότητα 4.2. Βλ. επίσης και τις επικρίσεις του Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ.
145 και 149, αναφορικά με την αθωωτική κρίση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, στο βαθμό που η
«αιτιολογημένη άρνηση» διεθνών εγκλημάτων συνιστά καταφρονητική εκδήλωση που προσβάλλει την
τιμή και ως εκ τούτου είναι συνταγματικά επιτρεπτή η ποινικοποίησή της.
2048 Όπως απαιτεί η ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ. για τη στοιχειοθέτηση

του «υβριστικού χαρακτήρα».


2049 Για τον όρο «παθών εκ του εγκλήματος» βλ. Ν. Χωραφά, Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Ι, 1978, επιμ.

Κ. Σταμάτη, σ. 151. Ως παθών ορίζεται «παν πρόσωπο, είτε νομικόν είτε φυσικόν, είτε ικανόν προς
καταλογισμόν είτε ακαταλόγιστον, το οποίον είναι φορεύς του εννόμου αγαθού καθ’ ου στρέφεται η
πράξις». Ομοίως και ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 168.
2050 Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.1.

[507]
δ. Περιστάσεις που συνοδεύουν την τέλεση της πράξης (τρόπος, μέσα): όπως στο άρθρο
1 του Ν. 927/1979, έτσι κι εδώ η τυποποιούμενη συμπεριφορά μπορεί να πραγματοποιείται
είτε «προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο
ή τρόπο», αλλά πάντως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνει χώρα «δημόσια». Για τις
έννοιες αυτές ισχύουν mutatis mutandis όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στην εξέταση της
αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 1 του Ν. 927/19792051, στην ερμηνεία του οποίου
παραπέμπω προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων.

5.2. Απόπειρα - Συμμετοχή

5.2.1. Απόπειρα

Σε συνέχεια των όσων αναπτύχθηκαν για την απόπειρα του άρθρου 1 παρ. 1 Ν.
927/19792052, τα οποία ισχύουν mutatis mutandis και εδώ, αξίζει να επισημανθούν με συντομία
τα ακόλουθα σημεία: καταρχάς, το έγκλημα της δημόσιας επιδοκιμασίας, του ευτελισμού ή της
κακόβουλης άρνησης εγκλημάτων κατά την υπαλλακτικά διατυπωμένη περίπτωση της
συμπεριφοράς που εκδηλώνεται με τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος κατά ομάδας
ή μέλους της, είναι μεν έγκλημα τυπικό, δεν είναι αναντίρρητο πάντως ότι είναι και ανεπίδεκτο
απόπειρας. Οι τυποποιούμενες στην αντικειμενική υπόσταση πράξεις, δηλαδή η επιδοκιμασία,
ο ευτελισμός και η άρνηση, αποτελούν απλώς την «αφορμή»2053 για την εκδήλωση είτε μιας
υφέρπουσας συμπεριφοράς, που συνίσταται σε διέγερση ή υποκίνηση σε πράξεις βίας ή μίσους
ή μιας παράλληλης, ευθέως και σαφώς εκδηλωμένης ως προς το σκοπό της συμπεριφοράς που
συνίσταται σε ευθεία και σαφή προτροπή ή πρόκληση στην τέλεση πράξεων βίας ή μίσους.
Έτσι γίνεται αντιληπτό ότι το αδίκημα του άρθρου 2 παρ. 1, όπως και το αδίκημα του άρθρου 1
παρ. 1, είναι έγκλημα εξωτερίκευσης, το οποίο πρέπει να επιδρά στον κοινωνικό χώρο.
Παράλληλα, προϋποθέτει ως έγκλημα εξωτερίκευσης και την ολοκλήρωση κάποιων
διαδοχικών σταδίων, με αποτέλεσμα να είναι δεκτικό απόπειρας, εφόσον δεν
ολοκληρώθηκαν τα στάδια αυτά και έχει γίνει αρχή εκτέλεσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του
άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ. Όπως σε όλα τα εγκλήματα εξωτερίκευσης, έτσι κι εδώ, απαιτείται η
περιέλευση ενός νοήματος σε γνώση άλλου, το οποίο σημαίνει πως ο δράστης θα πρέπει να
απευθύνεται σε άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο με τη σειρά του θα πρέπει και να αντιληφθεί
με τις αισθήσεις του την ίδια την εξωτερίκευση αλλά και πολύ περισσότερο να αντιληφθεί το
νόημα αυτής, δίχως, βέβαια, να χρειάζεται και η πρόκληση απόφασης για τέλεση πράξης βίας
ή μίσους. Αν, λοιπόν, η εκδήλωση του δράστη δε γίνει αντιληπτή από τις αισθήσεις του
αποδέκτη (π.χ. δεν άκουσε το λόγο) ή δε γίνει κατανοητό το περιεχόμενο αυτής (γιατί, για

2051Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.1.


2052 Βλ. παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.2.
2053 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/197, Β: Ειδικό Μέρος,

άρθρο 2.

[508]
παράδειγμα, ο αποδέκτης άκουσε την εκδήλωση, αλλά δεν κατανόησε τη γλώσσα ή τις λέξεις
με τις οποίες εκφράστηκε ο δράστης), δεν αποκλείεται η τιμώρηση για απόπειρα του άρθρου 2
παρ. 1 Ν. 927/1979. Εξάλλου, σύμφωνα με το νέο άρθρο 42 παρ. 1 ΠΚ, στις περιπτώσεις των
εγκλημάτων που ο ακριβής τρόπος τέλεσης δεν περιγράφεται στο νόμο «ο δράστης αρχίζει να
εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο πράξη, όταν έχει εξαπολύσει κατά του έννομου αγαθού
την ενέργεια η οποία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι ικανή να επιφέρει την
αξιόποινη βλάβη αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο
γεγονός»2054. Κατόπιν τούτου, θεωρώ πως η απεύθυνση σε άλλο φυσικό πρόσωπο, δίχως όμως
να γίνει αντιληπτό και κατανοητό το νόημα της εξωτερίκευσης από τον αποδέκτη αυτού,
υπάγεται στην ως άνω περιγραφόμενη στην αιτιολογική έκθεση του νέου ποινικού κώδικα
περίπτωση αρχής εκτέλεσης. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ότι, πέρα από το άδικο της
απόπειρας, που προκύπτει από την αρχή εκτέλεσης και τη μη ολοκλήρωση του εγκλήματος,
απαιτείται, σε επίπεδο υποκειμενικής υπόστασης, ο δράστης να είχε δόλο ολοκλήρωσης του
άρθρου 2 παρ. 1, δηλαδή κατά την πρόθεσή του θα πρέπει η συμπεριφορά του να προορίζεται
και να μπορεί να γίνει αντιληπτή και κατανοητή και φυσικά να υπάρχει και ο δόλος δυνητικής
διακινδύνευσης, για τον οποίο γίνεται λόγος παρακάτω, κατά την εξέταση της απαιτούμενης
από τη διάταξη μορφής υπαιτιότητας.
Όσον αφορά στην επίσης υπαλλακτικά διατυπωμένη περίπτωση της δημόσιας
επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα, για τη δυνατότητα ή
μη κατάφασης απόπειρας καθοριστικός είναι ο χαρακτηρισμός του εγκλήματος αυτού αφενός
ως εγκλήματος βλάβης της τιμής ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και αφετέρου ως ουσιαστικού
ή αποτελέσματος2055. Έχει υποστηριχθεί2056 ότι γενικά τα εγκλήματα εξωτερίκευσης ανήκουν

2054 Έτσι στην Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόµου «Κύρωση του Ποινικού Κώδικα», άρθρο 42. Ή,
με βάση τη νεότερη ουσιαστική-αντικειμενική θεωρία (τύπος του Frank), «αρχή εκτέλεσης θεωρείται,
πέρα από την ενέργεια του δράστη που αποτελεί τμήμα, εν όλω ή εν μέρει, της α.υ. του εγκλήματος …
και κάθε τέτοια (εν. ενέργεια του δράστη) που τελεί προς την αντικειμενική υπόσταση σε τέτοια άμεση
και αναγκαία σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται τμήμα αυτής, προς την
οποία θα κατέληγε αμέσως, αν δεν ήθελε να ανακοπεί για τον οποιονδήποτε λόγο». Βλ. ενδεικτικά Χ.
Μυλωνόπουλο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 703 επ. και την εκεί υπ’ αριθ. 67 υποσημ.
2055 Πρβλ. όμως Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 574-575, που κάνει διάκριση ανάμεσα

στην εξύβριση με έργα και στην εξύβριση με λόγια, με κριτήριο την παραδοχή ή μη απόπειρας. Μόνο η
πρώτη είναι έγκλημα ουσιαστικό, σύμφωνα με την ανωτέρω άποψη, κι έτσι επιδέχεται απόπειρα.
Αντίθετα, η εξύβριση με λόγια είναι τυπικό έγκλημα που δεν επιδέχεται απόπειρα, λόγω του ότι η
απεύθυνση χωρίς αντίληψη και γνώση εκ μέρους του αποδέκτη είναι ατιμώρητη προπαρασκευαστική
πράξη. Υποστηρίζει ειδικότερα πως «αρχή εκτέλεσης της εξύβρισης σημαίνει αρχή προσβολής. Και
αρχή προσβολής δεν μπορεί να θεωρηθεί μια ενέργεια που δεν έγινε ακόμα από κανένα αντιληπτή». Θα
υποστήριζε, άραγε, το ίδιο και για την περίπτωση που κάποιος πετάει γιαούρτι εναντίον κάποιου για να
τον προσβάλλει χωρίς να τον πετύχει (εδώ δέχεται ότι υπάρχει αρχή εκτέλεσης) και χωρίς, προσθέτω
εγώ, να γίνει αντιληπτή από τον οποιοδήποτε αυτή η ενέργεια; Αποφασιστικό κριτήριο θεωρώ πως
είναι το κατά πόσο η εξωτερίκευση του δράστη είναι δράση προς έτερον, δηλαδή πράξη που

[509]
στην κατηγορία των εγκλημάτων αποτελέσματος, το δε αποτέλεσμα σύμφωνα με την ανωτέρω
άποψη «έγκειται εδώ στην περιέλευση της εξωτερίκευσης ενός νοήματος, η οποία αποτελεί το
έγκλημα, σε γνώση άλλου», με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εξύβριση. Αυτό που
ουσιαστικά εννοείται είναι ότι σε ένα έγκλημα εξωτερίκευσης δεν αρκεί απλώς η εκδήλωση της
πράξης του δράση, απαιτείται ταυτόχρονα και η επέλευση του τυποποιημένου στην
αντικειμενική υπόσταση αποτελέσματος, το οποίο δεν είναι άλλο από την αντίληψη του
νοήματος της εκδήλωσης. Ειδικά τώρα στην περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 1 Ν. 927/1979, που
αποτελεί μια ειδικότερη περίπτωση εξύβρισης, το αποτέλεσμα έγκειται όχι στην αντίληψη της
εκδήλωσης με τις αισθήσεις του αποδέκτη (αυτή αποτελεί απλώς ένα μερικότερο στάδιο της
προσβολής), αλλά στην αντίληψη του νοήματος - περιεχομένου αυτής, δηλαδή της
προσβλητικής της σημασίας, μιας και πολλές τέτοιου είδους δηλώσεις συνήθως δεν είναι
μονοσήμαντες2057. Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι το αδίκημα που εξετάζεται εν προκειμένω είναι
δεκτικό απόπειρας, ολοκληρώνεται δε μόλις η καταφρονητική δήλωση περιέλθει σε γνώση του
παρόντος ή και τρίτου2058. Αν λοιπόν ο αποδέκτης της μειωτικής της τιμής εκδήλωσης δεν την
αντιληφθεί καν με τις αισθήσεις του ή δεν την αντιληφθεί ως τέτοια δεν αποκλείεται η
τιμώρηση του δράστη για απόπειρα εξύβρισης, εφόσον φυσικά υπήρχε και η σχετική πρόθεση
του δράστη.
Από τη στιγμή που η κατανόηση του προσβλητικού περιεχομένου της ρατσιστικής
εκδήλωσης συνιστά το τυποποιημένο αποτέλεσμα της αντικειμενικής υπόστασης της
διακεκριμένης παραλλαγής της εξύβρισης που εξετάζεται εν προκειμένω, η οποία κατανόηση
μπορεί να λάβει χώρα σε χώρο και χρόνο ξέχωρο από τη συμπεριφορά, η υπαναχώρηση του
δράστη σε στάδιο πριν την επέλευσή της θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως υπαναχώρηση από
πεπερασμένη απόπειρα του άρθρου 44 παρ. 3 ΠΚ.

προορίζεται να γίνει αντιληπτή από κάποιον. Βλ. επίσης και Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. ΙΙ. Απόπειρα και
Συμμετοχή, 2004, σ. 64, υποσημ. 68, όπου καταρχήν αποδέχεται την άποψη της μη δυνατότητας
απόπειρας στην εξύβριση, εντούτοις φαίνεται να διατυπώνει μια επιφύλαξη ως προς την άποψη αυτή
για την περίπτωση που κάποιος εξυβρίζει έναν κουφό χωρίς την παρουσία τρίτων, μιας και εδώ
φαίνεται να υπάρχει «χώρος» για την απόπειρα.
2056 Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 171, υποσημ. 12 και αργότερα Δ.

Κιούπης, Προσβολές της τιμής – Η εξύβριση, 2009, σ. 101, με περαιτέρω παραπομπές καθώς και ο
ίδιος, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 566. Βλ. επίσης Δ. Σπινέλλη, Εγκλήματα κατά της τιμής,
πανεπιστημιακές παραδόσεις, 1982, σ. 32.
2057 Βλ. συναφώς Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 153-154, με επιχειρήματα

από τον Δ. Κιούπη, Προσβολές της τιμής – Η εξύβριση, 2009, σ. 74.


2058 Για το ότι η εξύβριση είναι δεκτική απόπειρας βλ. και Γ. Μπέκα, Η διαδοχή συλλογισμών για την

κατάφαση ποινικής ευθύνης στα εγκλήματα κατά της τιμής, Υπερ 1996, σ. 1253 επ. και Δ. Σπινέλλη,
Εγκλήματα κατά της τιμής, πανεπιστημιακές παραδόσεις, 1982, σ. 38.

[510]
5.2.2. Συμμετοχή

Όλες οι μορφές συμμετοχής (άρ. 45-47 ΠΚ) είναι δυνατό να εμφανιστούν στο έγκλημα
της δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979. Ισχύουν
και εδώ, τηρουμένων των αναλογιών, τα αναφερόμενα παραπάνω στο άρθρο 1 παρ. 1 Ν.
927/19792059.

5.3. Λόγοι άρσης του αδίκου

Άρση του άδικου χαρακτήρα μιας δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων, όταν
αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που μπορεί να υποκινήσει βίας ή μίσος, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 Ν.
927/1979, στο βαθμό που έγινε δεκτό ότι αποτελεί περίπτωση προκλητικού λόγου, είναι
δυνατή υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στην περίπτωση του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 927/1979 για
την κατάφαση της διαφύλαξης (προστασίας) δικαιώματος και της ικανοποίησης
δικαιολογημένου ενδιαφέροντος2060, τηρουμένων, βέβαια, των αναλογιών2061.
Άρση του άδικου χαρακτήρα μιας δημόσιας επιδοκιμασίας ή άρνησης εγκλημάτων, όταν
αυτή ενέχει υβριστικό χαρακτήρα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979, είναι δυνατή υπό τις
προϋποθέσεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ και πάντως μέσα στα όρια της παρ. 2 του άρ. 367 ΠΚ.
Η ευθεία και όχι αναλογική εφαρμογή του άρθρου αυτού επιτρέπεται εν προκειμένω λόγω του
ότι το υπό κρίση αδίκημα, υπό την εκδοχή της συμπεριφοράς που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα,
έγινε δεκτό ότι είναι μια ειδικότερη περίπτωση εξύβρισης2062. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου
367 παρ. 1 ΠΚ στην περίπτωση του ρατσιστικού λόγου που έγκειται στην επιδοκιμασία, στον
ευτελισμό ή στην άρνηση διεθνών εγκλημάτων και που έχει προσβλητικό της τιμής χαρακτήρα
φαίνεται να περιορίζεται ως επί το πλείστον στην περίπτωση γ’, η οποία εντάσσεται στα
προαναφερθέντα πλαίσια της προστασίας δικαιώματος και της ικανοποίησης δικαιολογημένου
ενδιαφέροντος. Αξίζει να επαναληφθεί εν προκειμένω ότι βασικό χαρακτηριστικό της
συγκεκριμένης κατηγορίας λόγων άρσης του αδίκου, στο πλαίσιο του εικοστού πρώτου
κεφαλαίου του ΠΚ, είναι ότι η εκάστοτε συγκεκριμένη προσβολή της τιμής θα πρέπει να
αποτελεί ένα μέσο προς σκοπό, ο οποίος σκοπός θα είναι η διαφύλαξη ενός δικαιώματος ή η

2059 Βλ. Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.2.2.


2060 Όπου και παραπέμπω για την αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Βλ. ειδικότερα Μέρος Δ’,
Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.3.
2061 Η συγκρουσιακή κατάσταση εν προκειμένω ενόψει μιας συγκεκριμένης περίπτωσης
αντιπαραβάλλει αφενός τα δικαιώματα που προστατεύονται από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979 και
αφετέρου τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της τέχνης, της έρευνας και της επιστήμης,
πέραν της ελευθερίας της γνώμης.
2062 Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 152. Βλ. συναφώς και τη με αριθμό

26/2001 ΔιατΕισΠλημΑιγ (Κ. Αθανασοπούλου), ΠοινΧρον 2013, σ. 314, υπό το παλαιό καθεστώς του
άρθρου 2 Ν. 927/1979.

[511]
ικανοποίηση ενός δικαιολογημένου ενδιαφέροντος που δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί στη
συγκεκριμένη περίπτωση με άλλο ηπιότερο μέσο, η δε στάθμιση θα πρέπει να γίνεται πάντα
ενόψει κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης (in concreto)2063. Σε κάθε περίπτωση, από τον τρόπο
της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε δε θα πρέπει να προκύπτει
σκοπός εξυβρίσεως2064. Η στάθμιση αυτή, λοιπόν, δεν αντανακλά γενικές και αφηρημένες
εκτιμήσεις, ούτε είναι δυνατόν να ισχύει όμοια και απαράλλαχτη σε κάθε διαφορετική
περίπτωση. Μία ρατσιστική εκδήλωση υπό τη μορφή που εξετάζεται εδώ εναντίον ενός
ανθρώπου ή των μελών μιας ομάδας ανθρώπων που προσδιορίζονται βάσει των
αναφερόμενων στη διάταξη χαρακτηριστικών μπορεί να κριθεί σε μια συγκεκριμένη
περίπτωση ως το επιβαλλόμενο και αντικειμενικά αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη της
ελευθερίας της γνώμης ενός άλλου προσώπου2065 ή της επιστημονικής έρευνας ή της
καλλιτεχνικής έκφρασης, εφόσον η τελευταία δεν μπορούσε να προστατευθεί με λιγότερο
επαχθές μέσο, ήταν δηλαδή αναγκαία η προσβολή, και παράλληλα οι συνθήκες τέλεσης της
πράξης ήταν τέτοιες που δεν εξικνούνταν μέχρι μια βαθειά προσβολή της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας του άλλου ή δε θα μπορούσαν να έχουν μεγάλο αντίκτυπο.

2063 Έτσι ο Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 873 επ. Βλ. και παραπάνω, Μέρος Δ’,
Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.3. Από νομολογία βλ. ΑΠ 1147/1998 ΝοΒ 1999, σ. 112. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι
και η άποψη της μειοψηφίας αρεοπαγιτών στην ΟλΑΠ 3/2010 (ΠοινΔικ 2010, σ. 533 επ.) απόφαση που
έκρινε την αναίρεση κατά της αθωωτικής κρίση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών επί της δίωξης
κατά γνωστού συγγραφέα για παράβαση των άρ. 1 και 2 Ν. 927/1979, στη μορφή που είχαν πριν την
τροποποίησή τους με το Ν. 4285/2014. Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο τρόπος που εκφράστηκε ο
συγγραφέας διακρίνεται από εμπάθεια και φανατισμό, το δε δικαστήριο δεν κατόρθωσε να
αιτιολογήσει επαρκώς γιατί ο συγκεκριμένος τρόπος έκφρασης ήταν αναγκαίος «για να καυτηριάσει ο
κατηγορούμενος συγκεκριμένες πράξεις των εβραιοσιωνιστών και γιατί δεν μπορούσε αυτός να
περιορίσει μόνο στους τελευταίους τους ανωτέρω προσβλητικούς χαρακτηρισμούς».
2064 Άρθρο 367 παρ. 2, στοιχ. β’. Σκοπός εξύβρισης υπάρχει όταν ο δόλος του δράστη κατευθύνεται

ειδικά στην προσβολή της τιμής άλλου, απαιτείται με άλλα λόγια δόλος σκοπού και δεν αρκεί ο
ενδεχόμενος ή ο αναγκαίος δόλος. Τέτοιος σκοπός δύναται να υπάρξει, όταν προκύπτει ότι ο τρόπος
που εκφράστηκε ο δράστης δεν ήταν αναγκαίος κατ’ αντικειμενική κρίση για την απόδοση της σκέψης
του και, ενώ το γνώριζε, τον χρησιμοποίησε για να προσβάλλει την τιμή του άλλου (ΑΠ 169/2019, ΑΠ
1431/2017, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 343/2016 Α’ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).
2065 Ή για την ικανοποίηση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του δημοσιογράφου ως προς τη

δημοσίευση ειδήσεων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά προσώπων για τα οποία
ενδιαφέρεται το κοινωνικό σύνολο, με σκοπό την πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του
κοινού.

[512]
5.4. Η υπαιτιότητα

5.4.1. Η υποκειμενική υπόσταση

Η υποκειμενική υπόσταση του άρ. 2 παρ. 1 του Ν. 927/1979 είναι ρητή2066 και απαιτεί
δόλο οποιασδήποτε μορφής2067. Πρόκειται για ένα έγκλημα κανονικής υποκειμενικής
υπόστασης, που σημαίνει ότι ο δόλος του δράστη θα πρέπει να καλύπτει βουλητικά ένα προς
ένα όλα τα περιστατικά που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης2068.
Αυτό περαιτέρω σημαίνει ότι ο δράστης θα πρέπει να γνωρίζει, τουλάχιστον ως ενδεχόμενο,
ότι με τον εξωτερικευμένο και δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με
οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο εκφερόμενο λόγο του επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή αρνείται 2069
την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα (λογικά ενός εκ) των αναφερόμενων στη διάταξη εγκλημάτων,
ότι τα εγκλήματα αυτά έχουν αναγνωριστεί2070 με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της
Βουλής των Ελλήνων καθώς και ότι η συμπεριφορά του εκδηλώνεται με τρόπο που μπορεί να
προκαλέσει βία ή μίσος ή ενέχει απειλητικό ή υβριστικό χαρακτήρα κατά ομάδας προσώπων ή
μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τα προστατευόμενα στη διάταξη χαρακτηριστικά και
άρα ότι η συμπεριφορά του αυτή είτε είναι πρόσφορη να οδηγήσει στην επέλευση κινδύνου
για τα προστατευόμενα από τη διάταξη ατομικά έννομα αγαθά (ζωή – υγεία – προσωπική
ελευθερία) ή/και για τη δημόσια τάξη, είτε βλάπτει την τιμή ή την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των
μελών της ομάδας ή του συγκεκριμένου μέλους αυτής κατά του οποίου στρέφεται. Θα πρέπει,
με άλλα λόγια, να έχει είτε δόλο (δυνητικής) διακινδύνευσης για τα προαναφερθέντα ατομικά
έννομα αγαθά ή/και για το συλλογικό έννομο αγαθό της δημόσιας τάξης, είτε δόλο βλάβης της
τιμής ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των ατόμων που απαρτίζουν την ομάδα ή του κατ’ ιδίαν
μέλους αυτής. Πέραν, όμως, του γνωστικού στοιχείου θα πρέπει να συντρέχει και το
βουλητικό, που συνίσταται τουλάχιστον σε αποδοχή όλων των παραπάνω αναφερόμενων.

2066 «…με πρόθεση…».


2067 Αρκεί και ο ενδεχόμενος. Άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ.
2068 Όπως αυτό προκύπτει από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ.

2069 Η λέξη «κακόβουλα», όπως τονίστηκε και παραπάνω, δεν αποτελεί οντολογικό στοιχείο του δόλου

και δεν ανήκει στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αλλά στον τελικό καταλογισμό της
πράξης σε ενοχή του δράστη. Πρβλ. εδώ τη λανθασμένη κατά την άποψή μου ταύτιση του δόλου με την
εχθροπάθεια (ήτοι, την κακοβουλία) από την οποία θα πρέπει να διακατέχεται ο δράστης έναντι των
ομάδων ή των μελών κατά των οποίων στρέφεται, στην οποία προβαίνει η ΜονΠλημμΡεθυμν
2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 76.
2070 Ως γενοκτονία ή ως έγκλημα πολέμου ή ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας ή ως Ολοκαύτωμα ή

ως έγκλημα του ναζισμού. Φυσικά θα πρέπει να γνωρίζει, έστω ως ενδεχόμενο, ότι το ιστορικό γεγονός
στο οποίο αναφέρεται έχει αναγνωριστεί με απόφαση διεθνούς δικαστηρίου ή της Βουλής των Ελλήνων
και συνάμα καταλαμβάνεται από την απόφαση ή το νόμο που το αναγνωρίζει ως έγκλημα γενοκτονίας
ή ως έγκλημα πολέμου κ.λπ. και όλα αυτά τουλάχιστον να τα αποδέχεται.

[513]
Άξια σχολιασμού είναι στο σημείο αυτό και η παραδοχή του δικαστή στην
ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/20152071 αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος
ότι: «Η υποκειμενική υπόσταση αυτού συνίσταται στον δόλο του δράστη, ο οποίος
περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση όπως με τις δημόσιες εκδηλώσεις να επιδοκιμάσει, […]
ώστε να υποκινήσει βία ή μίσος ή η συμπεριφορά του να περιλάβει απειλητικό ή υβριστικό
χαρακτήρα2072 κατά μίας ομάδας ή μέλους της που προσδιορίζονται βάσει των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών τους κατά τα ανωτέρω και εξαιτίας αυτών και να προκαλέσει με τον τρόπο
αυτό άμεσο και επικείμενο κίνδυνο2073, τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική
συμβίωσή τους όσο και ειδικότερα για τα δικαιώματά τους».
Η χρήση του όρου «ώστε να…», με σημείο αναφοράς την υποκίνηση βίας ή μίσους και
τη συνακόλουθη πρόκληση άμεσου και επικείμενου κινδύνου, παραπέμπει σε δόλο σκοπού και
δίνει την εντύπωση ότι διαπλάθεται ένα έγκλημα μικτής υποκειμενικής υπόστασης, που για
άλλα στοιχεία του προϋποθέτει τουλάχιστον ενδεχόμενο δόλο και για άλλα (όπως είναι η
υποκίνηση βίας ή μίσους και η πρόκληση κινδύνου) δόλο σκοπού. Ένα τέτοιο συμπέρασμα,
ωστόσο, είναι ολωσδιόλου λανθασμένο για τους εξής λόγους: καταρχάς, η υποκειμενική
υπόσταση του άρ. 2 παρ. 1 τυπικά, έτσι δηλαδή όπως διαπλάθεται, εμφανίζεται ρητή («με
πρόθεση») και κανονική, υπό την έννοια ότι ο δόλος του δράστη θα πρέπει να καλύπτει όλη
την αντικειμενική υπόσταση. Πουθενά δεν αναγράφεται ο όρος «ώστε να» ή «με σκοπό να» ή
«επιδιώκοντας», με τη χρήση των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι
απαιτείται και δόλος σκοπού για κάποια από τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης.
Εξάλλου, στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης δεν είναι η υποκίνηση βίας ή μίσους (ως
αποτέλεσμα), ούτε η πρόκληση άμεσου και επικείμενου κινδύνου, αλλά η προσφορότητα της
συμπεριφοράς του δράστη να υποκινήσει βία ή μίσος (ως ιδιότητα αυτής) και η εντεύθεν
δυνατότητα της συμπεριφοράς (ομοίως ως ιδιότητα αυτής) να προκαλέσει άμεσο και
επικείμενο κίνδυνο τόσο συνολικά για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση, όσο και
ειδικότερα για τα δικαιώματα των ανθρώπων εναντίον των οποίων στρέφεται. Συνεπώς, ο
δόλος του δράστη, που αρκεί να είναι και ενδεχόμενος, θα πρέπει να επικαλύπτει όχι την
υποκίνηση βίας ή μίσους και την πρόκληση κινδύνου ως αποτελέσματα της συμπεριφοράς του,
αλλά την προσφορότητα - συγκεκριμένη δυνατότητα αυτής να υποκινήσει βία ή μίσος και
εντεύθεν να προκαλέσει κίνδυνο για τα προστατευόμενα από τη διάταξη έννομα αγαθά.
Πάντως έχει υποστηριχθεί2074 ότι γενικά τα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης και
κατά παρέκταση τα εγκλήματα δυνητικής2075 κατατάσσονται στην κατηγορία των εγκλημάτων

2071 ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ.


2072 Η έμφαση της γράφουσας.
2073 Ομοίως, η έμφαση της γράφουσας.

2074 Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 275-276 και 322-324. Βλ. επίσης και Μ. Καϊάφα –

Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 196, που κάνει δεκτή τη συγκεκριμένη
θεώρηση του Μανωλεδάκη.

[514]
με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και κολοβή αντικειμενική, αφού «η πρόκληση κινδύνου
περιλαμβάνεται στη βούληση του δράστη, ενώ ο αντίστοιχος αντικειμενικός κίνδυνος δεν
περιγράφεται στην αντικειμενική υπόσταση, που, όπως τυποποιείται, εμφανίζεται «κολοβή».
Ενώ, δηλαδή, η τυπική διάπλαση του εγκλήματος δεν επιτρέπει την υιοθέτηση της παραπάνω
θέσης, ερμηνευτικά συνάγεται ότι χρειάζεται να αποδειχθεί και δόλος πρόκλησης κινδύνου 2076
(έστω και στη μορφή του ενδεχόμενου δόλου) και έτσι να μην αρκεί απλώς ο δόλος του δράστη
αναφορικά με τους όρους της αντικειμενικής υπόστασης, στην οποία πάντως, όπως πολλές
φορές έχει τονιστεί, δεν περιλαμβάνεται η πρόκληση κινδύνου καθαυτή, αλλά η δυνατότητα -
προσφορότητα (ως ιδιότητα) της περιγραφόμενης στο νόμο συμπεριφοράς να προκαλέσει
κίνδυνο. Η σκοπιμότητα της παραπάνω θεώρησης μπορεί εν μέρει να γίνει κατανοητή έως και
σεβαστή, αφού βασίζεται σε μια προσπάθεια περιορισμού του αξιοποίνου στις περιπτώσεις
εκείνες που η προσβολή ενός έννομου αγαθού δεν πραγματοποιείται με τη μορφή της βλάβης ή
του κινδύνου, ήτοι μέσω ενός εμπειρικού αποτελέσματος, και άρα η τιμώρηση φαίνεται να
βασίζεται περισσότερο στο φρόνημα. Ωστόσο, ως αντεπιχείρημα θα μπορούσε να προβληθεί
το ότι ο νομοθέτης εκφράστηκε ρητά και ότι, αν επιθυμούσε πράγματι για την πλήρωση της
υποκειμενικής υπόστασης του υπό εξέταση αδικήματος και την κατάφαση δόλου πρόκλησης
κινδύνου (ή βλάβης του προστατευόμενου έννομου αγαθού), θα μπορούσε να είχε εκφραστεί
διαφορετικά2077. Η πρόθεση του δράστη, εξάλλου, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο κατά την
κρίση των διεθνών οργάνων για την ποινικοποίηση της υπό κρίσης συμπεριφοράς. Σύμφωνα

2075 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση. Στην περίπτωση των εγκλημάτων δυνητικής
διακινδύνευσης επισημαίνεται, όπως και στα αφηρημένης, ότι θα πρέπει να αποδειχθεί «η βούληση να
προκληθεί κίνδυνος» και περαιτέρω «μια πράξη στη συγκεκριμένη περίπτωση έτοιμη να οδηγήσει στην
πραγμάτωση της βούλησης (στην επέλευση του κινδύνου)».
2076 Έτσι και στην ΜονΠλημμΡεθυμν 2383/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 450 επ., σκέψη 76, όπου

πραγματοποιείται αναφορά σε «πρόθεση (δηλ. δόλο) και κίνητρο περιαγωγής των προσώπων κατά των
οποίων στρέφεται σε κίνδυνο για την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωσή τους εξαιτίας των
ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους (ρατσιστικό κίνητρο)». Πάντως, δε θα πρέπει να συγχέεται ο δόλος
με το κίνητρο, καθότι το τελευταίο αποτελεί απλώς το ψυχολογικό υπόβαθρο και αίτιο της πράξης και
δεν ταυτίζεται πάντα με τη συνειδητή παράσταση του δράστη αναφορικά με την πρόθεσή του (ήτοι, το
δόλο του). Έτσι η Ε. Βασιλάκη, σε Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, Άρθρο 27, σ. 322.
2077 Πρβλ. εδώ και το άρθρο 184 του νέου ΠΚ, το οποίο συλλαμβάνει και αποδίδει ορθά την

αναφερόμενη στο κυρίως κείμενο προσπάθεια περιορισμού του αξιοποίνου στις περιπτώσεις που η
βούληση του δράστη δεν εξικνείται απλώς στο να έχει η συμπεριφορά του μία συγκεκριμένη ιδιότητα,
αλλά η εγκληματική απαξία αναδύεται και μέσα από τη βούληση του δράστη να προκληθεί ένα
εμπειρικό αποτέλεσμα (κίνδυνος ή βλάβη). Συγκεκριμένα, το άρθρο 184 του νέου ΠΚ τυποποιεί ως
αδίκημα τη δημόσια τελούμενη πρόκληση ή διέγερση σε διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος
«αν με αυτήν επιχειρείται η τέλεση βιαιοπραγιών κατά ομάδας ή προσώπου που προσδιορίζεται με
βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώμα κ.λπ.». Η έκφραση «αν με αυτήν επιχειρείται»
υποδηλώνει και τυπικά έγκλημα ευρύτερης υποκειμενικής υπόστασης, αφού μπορεί κάλλιστα να νοηθεί
ως «αν με αυτήν επιδιώκεται» και άρα παραπέμπει σε δόλο σκοπού.

[515]
με την υπ’ αριθμ. 35 Γενική Σύσταση της Επιτροπής του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Φυλετικών
Διακρίσεων η πρόθεση του δράστη αποτελεί παράγοντα που διακρίνει τον προτρεπτικό σε
πράξεις βίας ή μίσους και άρα τιμωρητέο λόγο από εκείνον που αποσκοπεί στην προστασία ή
την υπεράσπιση δικαιωμάτων του ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπων και ο οποίος θα πρέπει να
εξαιρείται σε κάθε περίπτωση από το πεδίο της ποινικής απαγόρευσης και καταστολής. Το
ΕΔΔΑ με τη σειρά του στην υπόθεση Gündüz κατά Τουρκίας (4 Δεκεμβρίου 2003)2078
σημείωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (αναφορικά με την ελευθερία της
έκφρασης) από τα εθνικά δικαστήρια της Τουρκίας που καταδίκασαν τον προσφεύγοντα για
δημόσια υποκίνηση μίσους και εχθρότητας, επί τη βάσει διάκρισης λόγω ένταξης σε ορισμένη
θρησκεία ή σέκτα. Ο προσφεύγων, κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής εκπομπής, η οποία
ειρήσθω εν παρόδω μεταδόθηκε αργά τη νύχτα, επέκρινε έντονα τους σύγχρονους κοσμικούς
θεσμούς, συνηγορώντας ταυτόχρονα έντονα υπέρ της σαρίας. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, παρά το
γεγονός πως ο προσφεύγων εξέφρασε δημόσια τις εξτρεμιστικές ιδέες της σέκτας του, δεν είχε
σκοπό να υποκινήσει σε πράξεις βίας ή μίσους κατά μιας ορισμένης ομάδας λόγω
θρησκευτικής μισαλλοδοξίας, αλλά να καταστήσει ευρέως γνωστό στο κοινό τις θέσεις της
σέκτας του, στο πλαίσιο ενός ανοιχτού, δημόσιου διαλόγου.

5.4.2. Πραγματική πλάνη

Ειδικά για την υπαλλακτικά διατυπωμένη περίπτωση της συμπεριφοράς που ενέχει
υβριστικό χαρακτήρα θα πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής: καταρχάς, για τη στοιχειοθέτηση
της υποκειμενικής υπόστασης αυτής θα πρέπει ο δράστης της επιδοκιμασίας ή του ευτελισμού
ή της άρνησης να γνωρίζει (τουλάχιστον ως ενδεχόμενο) ότι με τη συμπεριφορά του
προσβάλλει (βλάπτει, για την ακρίβεια) την τιμή ή την αξιοπρέπεια ομάδας προσώπων ή
μέλους της που προσδιορίζεται βάσει ενός εκ των αναφερόμενων στη διάταξη
χαρακτηριστικών και ταυτόχρονα θα πρέπει να θέλει την προσβολή αυτή 2079 (να την
αποδέχεται ή να την επιδιώκει).
Αν ο δράστης πλανάται2080, υπολαμβάνει δηλαδή εσφαλμένα ότι συντρέχει στο
πρόσωπο του συγκεκριμένα στοχοποιούμενου ατόμου2081 κάποιο από τα περιγραφόμενα στην

2078 Βλ. ΕΔΔΑ, Gündüz κατά Τουρκίας, της 04/12/2003, no. 35071/97, σκ. 37 επ.,
https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-61522%22]}.
2079 Δηλαδή της ομάδας προσώπων ή του κατ’ ιδίαν μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή,

το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές κ.λπ. Δεν αποκλείεται ο δράστης της
καταφρονητικής δήλωσης να έχει δόλο μόνο για την προσβολή της τιμής ή της αξιοπρέπειας του κατ’
ιδίαν μέλους της ομάδας, δύσκολα, ωστόσο, θα μπορέσει να αποδείξει στο δικαστήριο τον περιορισμό
της καταφρόνησης σε ένα μεμονωμένο άτομο, όταν η δήλωσή του συνίσταται σε πράξη επιδοκιμασίας,
ευτελισμού ή άρνησης (με επιφύλαξη, ωστόσο, για τη συγκεκριμένη υπαλλαγή τελέσεως) εγκλημάτων
που τελέστηκαν σε βάρος ολόκληρων ομάδων.
2080 Οι πλάνες (πραγματική και ανάστροφη πραγματική) εξετάζονται σκοπίμως στο συγκεκριμένο

μέρος της παρούσας μελέτης, καθότι η μεν πρώτη επενεργεί στην υποκειμενική υπόσταση, υπό την

[516]
αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος χαρακτηριστικό, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δε
συντρέχει (π.χ. εξέλαβε τον εργάτη που επιδιορθώνει μια βλάβη στην κολώνα της ΔΕΗ ως
Αρμένιο2082, ενώ αυτός δεν είναι), θα πρέπει να μείνει ατιμώρητος για το αδίκημα του άρθρου
2 παρ. 1 Ν. 927/1979 ως προς το πρόσωπο αυτό2083, αφού με την ψήφιση του νέου Ποινικού
Κώδικα η (απολύτως) απρόσφορη απόπειρα, που ισοδυναμεί με ανάστροφη πραγματική
πλάνη, καταργήθηκε2084. Είναι σαφές ότι πρόκειται για ανάστροφη πραγματική πλάνη και όχι
για πραγματική, καθότι στην τελευταία ο δράστης έχει εσφαλμένη γνώση ή άγνοια περί της
ύπαρξης κάποιων δεδομένων πραγματικών περιστατικών, ενώ στην πρώτη εσφαλμένα
υπολαμβάνει ότι συντρέχουν περιστατικά τα οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν 2085.
Πάντως, η μη τιμώρηση για το αδίκημα του άρθρου 2 Ν. 927/1979 σε μια τέτοια περίπτωση
δεν αποκλείει την πλήρωση των όρων της εξύβρισης κατ’ άρθρο 361 παρ. 1 εδάφ. β’ ΠΚ.
Αντίστροφα, στην περίπτωση που ο δράστης αγνοεί ότι με την πράξη της επιδοκιμασίας ή
ευτελισμού κ.λπ. στρέφεται κατά προσώπου που προσδιορίζεται βάσει των αναφερόμενων
στην διάταξη χαρακτηριστικών2086 δεν μπορεί να του καταλογιστεί το συγκεκριμένο
περιστατικό που επαυξάνει το αξιόποινο στη διακεκριμένη παραλλαγή του άρ. 2 παρ. 1 Ν.
927/1979 (άρ. 30 παρ. 2 ΠΚ) και άρα ενδεχομένως να τιμωρηθεί μόνο για την εξύβριση του
άρ. 361 ΠΚ2087, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είχε δόλο προσβολής της τιμής ή της αξιοπρέπειας

έννοια ότι, όταν καταφάσκεται, αποκλείει σε κάθε περίπτωση την ύπαρξη του δόλου (οποιασδήποτε
μορφής) και της ενσυνείδητης αμέλειας, η δε δεύτερη αποτελεί «το αντίστροφο φαινόμενο της
πραγματικής πλάνης». Αποκλείεται εν ολίγοις στην περίπτωση της πραγματικής πλάνης η πλήρωση
των όρων της υποκειμενικής υπόστασης, αφής στιγμής το εδώ εξεταζόμενο αδίκημα δεν τιμωρείται και
από αμέλεια. Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 303-304.
2081 Υπό την έννοια ότι ο δράστης απευθύνεται στο πρόσωπο που έχει εξατομικεύσει (σε αυτόν δηλαδή

που θέλει να προσβάλλει) και το οποίο είναι ο αποδέκτης της δήλωσής του, δίχως να πλανάται για το
πρόσωπό του, ότι είναι δηλαδή ο Α αντί του Β.
2082 Και στον οποίο, απογοητευμένος από τη δουλειά και τις ικανότητές του, απευθύνει τη φράση:

«είσαι τελείως άχρηστος, αλλά τί να περιμένει κανείς, Αρμένιος δεν είσαι; Καλά σας έκαναν και σας
έσφαξαν οι Τούρκοι, αυτό σας άξιζε».
2083 Εδώ, βέβαια, θα πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί μήπως τυχόν υπήρχε δόλος (τουλάχιστον

ενδεχόμενος) προσβολής της τιμής ή της αξιοπρέπειας της ομάδας, του συνόλου δηλαδή των Αρμενίων.
2084 Άρθρο 43 παρ. 1 ΠΚ, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας ήταν η εκ των προτέρων εννοιολογική

αδυναμία (λόγω μέσου ή αντικειμένου) πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασης. Για απρόσφορη
απόπειρα λόγω αντικειμένου υπό το παλιό καθεστώς του ΠΚ κάνει λόγο και ο Ι. Μοροζίνης, Ν.
927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 150. Βλ. εδώ και τις επιφυλάξεις που διατυπώνει αναφορικά
με τη νομοθετική επιλογή της κατάργησης του αξιοποίνου της απρόσφορης απόπειρας ο Χ.
Μυλωνόπουλος, Ζητήματα απόπειρας κατά το νέο Ποινικό Κώδικα, ΠοινΧρον 2020, σ. 321.
2085 Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι., Έγκλημα, 2006, σ. 304.

2086 Αγνοεί, δηλαδή, τη συνδρομή περιστατικού που καθιστά το έγκλημα διακεκριμένο, ήτοι ότι

στρέφεται κατά προσώπου που είναι πράγματι Αρμένιος.


2087 Εφόσον υποβάλλει έγκληση ο πράγματι προσβληθείς από την εκδήλωση του δράστη Αρμένιος.

[517]
των μελών της ομάδας προσώπων2088 που έθιξε με τη συμπεριφορά του. Αν συμβαίνει αυτό,
ενδέχεται να τιμωρηθεί κανονικά ο δράστης για το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979.
Αν, τέλος, ο δράστης έχει πλάνη αναφορικά με το πρόσωπο κατά του οποίου
στρέφεται2089, υποστηρίζεται, ειδικά στην περίπτωση της εξύβρισης, πως δεν πρόκειται κατ’
ακριβολογία για πλάνη περί το πρόσωπο που είναι νομικά αδιάφορη2090 και στερείται έννομων
συνεπειών, ευνοϊκών για το δράστη. Τουναντίον, σύμφωνα και με την προαναφερθείσα
άποψη, γίνεται ουσιαστικά δεκτό ότι μια πλάνη περί το πρόσωπο μπορεί ειδικά στις εξυβρίσεις
να αποκλείσει το δόλο του δράστη, όταν ο αποδέκτης της εκδήλωσης αντιλαμβάνεται ότι η
καταφρονητική συμπεριφορά αφορά σε άλλο πρόσωπο και όχι στο δικό του2091. Αν, βέβαια,
αντιληφθεί σαφώς ο λάθος αποδέκτης το πρόσωπο για το οποίο προοριζόταν η καταφρονητική
δήλωση και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό προσδιορίζεται βάσει ενός εκ των προστατευόμενων
χαρακτηριστικών, μπορεί να τιμωρηθεί ο δράστης για το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979 2092, λόγω
καταφρονητικής δήλωσης ενώπιον τρίτου.

2088 Του συνόλου, δηλαδή, των ανθρώπων που είναι Αρμένιοι. Αυτό μπορεί να συμβαίνει στην
περίπτωση που ο δράστης απλώς επιθυμεί να εκφράσει την προσωπική του άποψη γύρω από ένα
ιστορικό ζήτημα. Βλ. συναφώς, υπό το παλαιό καθεστώς του άρθρου 2 Ν. 927/1979, την ΑΠ 3/2010,
ΠοινΧρον 2010, σ. 456 επ.
2089 Υπάρχει, δηλαδή, λάθος αποδέκτης της δήλωσης, αφού ο δράστης πλανάται αναφορικά με την

ταυτότητα του θύματος (“error in persona”).


2090 Όπως καταρχήν γίνεται δεκτό για την πλάνη περί το πρόσωπο, όσο η ταυτότητα του θύματος δεν

αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης. Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό
Μέρος, Ι, 2006, σ. 302.
2091 Βλ. σχετικά Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 151 με επιχειρήματα από τον

Δ. Κιούπη, Προσβολές της Τιμής – Η εξύβριση, 2009, σ. 241-242. Βλ. και παλαιότερα τον Δ. Σπινέλλη,
Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού προσβολαί, 1976, σ. 33 όπως και Ε. Βασιλάκη, σε
Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, Άρθρο 27, σ. 338, η οποία παραπέμπει στο Σπινέλλη. Ο
τελευταίος παραθέτει το παράδειγμα ενός δράστη ο οποίος θέλει να προσβάλλει την τιμή κάποιου
τηλεφωνικά, αλλά επειδή κάνει λάθος στο νούμερο, εξυβρίζει τελικά λάθος πρόσωπο, με αποτέλεσμα
να μείνει ανέπαφη η τιμή του προορισμένου να δεχθεί την προσβολή. Προσθέτει, μάλιστα, ότι
πρόκειται για απόκλιση από την αιτιώδη διαδρομή, που αν είναι ουσιώδης θεμελιώνει μόνο απόπειρα
εξύβρισης.
2092 Το οποίο υπερισχύει ως ειδικότερο έναντι της εξύβρισης του άρ. 361 ΠΚ, όπως θα αναφερθεί

παρακάτω.

[518]
5.5. Ο τελικός καταλογισμός σε ενοχή – η συνείδηση (ή δυνατότητα συνείδησης)
του αδίκου

Για τον τελικό καταλογισμό μιας πράξης σε ενοχή του δράστη θα πρέπει, σε ένα στάδιο
μεταγενέστερο της θετικής κρίσης για την ύπαρξη της απαιτούμενης από το νόμο μορφής
υπαιτιότητας, να αναλογιστεί κανείς αν μπορεί να θεμελιωθεί οριστικά η ιδιαίτερη
αποδοκιμασία της Πολιτείας έναντι του συγκεκριμένου δράστη, κρίση που εξαρτάται από το
αν αυτός, πέρα από τη γενική ικανότητα (για την ακρίβεια τη μη-ανικανότητα) για
καταλογισμό, είχε στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δυνατότητα να αποφύγει την πράξη του
και παρά τη δυνατότητά του αυτή προχώρησε στην τέλεσή της. Εισερχόμαστε ουσιαστικά στο
στάδιο που, μετά την πλήρωση των όρων της απαιτούμενης από το αδίκημα υποκειμενικής
υπόστασης και την κατάφαση της ικανότητας για καταλογισμό, εξετάζεται αν συντρέχει
κάποιος λόγος άρσης του καταλογισμού. Η ανυπαρξία σε μία συγκεκριμένα κρινόμενη
περίπτωση κάποιου λόγου άρσης του καταλογισμού χρωματίζει θετικά την τελική
αποδοκιμασία της πράξης και τον τελικό καταλογισμό αυτής σε ενοχή του δράστη.
Η ειδικότερη περίπτωση του τελικού καταλογισμού σε ενοχή που θα μας απασχολήσει
εν προκειμένω είναι η συνείδηση-γνώση (ή αλλιώς η δυνατότητα γνώσης) του άδικου
χαρακτήρα μιας πράξης και, συγκεκριμένα, η έλλειψη αυτής. Ειδικότερα, θα εξεταστεί το πώς
επηρεάζει την ποινική ευθύνη του δράστη του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο 2 παρ.
1 Ν. 927/1979 η πλάνη για τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, που δεν έχει καμία σχέση με
την υπαιτιότητα, γι’ αυτό και εξετάζεται ξεχωριστά. Γιατί, αν πράγματι ο δράστης δεν έχει
συνείδηση για το ότι με τη συμπεριφορά του παραβιάζει έναν απαγορευτικό ή επιτακτικό
πρωτεύοντα κανόνα δικαίου κι έτσι προσβάλλει κάποιο δικαιϊκά προστατευόμενο έννομο
αγαθό και ταυτόχρονα δεν μπορούσε να το γνωρίζει αυτό, δεν μπορεί τελικά να αποδοκιμαστεί
από την έννομη τάξη για αυτό που έκανε. Η κατάφαση λοιπόν «συγγνωστής νομικής πλάνης»
στο πρόσωπο του δράστη έχει έννομες συνέπειες, θετικές γι’ αυτόν 2093, και άρα θα πρέπει να
εξεταστεί πότε μπορεί να συντρέχει σε συνδυασμό με το εδώ εξεταζόμενο αδίκημα.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον κατόπιν των ανωτέρω είναι ποια θα είναι η τύχη του
υπερασπιστικού ισχυρισμού που θα προβάλλει π.χ. ο Α, που επιδοκίμασε δημόσια τη
γενοκτονία των Αρμενίων λέγοντας ότι καλά τους έκαναν οι Τούρκοι και τους έσφαξαν, καθότι
είναι κατώτερα όντα και ανάξιοι να ζουν, ισχυριζόμενος ότι: α) δεν γνώριζε καν πώς υφίσταται
απόφαση της Βουλής των Ελλήνων που έχει αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων και β)
γνώριζε μεν ότι είχε εκδοθεί ο ν. 2397/1996, με τον οποίο ορίζεται η 24η Απριλίου ως ημέρα
μνήμης της γενοκτονίας των Αρμενίων από την Τουρκία, αλλά δεν ήξερε ότι ο νόμος αυτός
υπάγεται στην έννοια «απόφαση της Βουλής των Ελλήνων».

2093Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στην Ελλάδα σήμερα «θεωρία της ενοχής», η πλάνη περί
τον άδικο χαρακτήρα της πράξης δεν αποκλείει το δόλο, όπως η πραγματική πλάνη, αλλά αποκλείει την
ενοχή, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι αυτή είναι συγγνωστή. Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό
Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 512 και Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020, σ. 611.

[519]
Ξεκινώντας από τη δεύτερη περίπτωση, παρατηρεί κανείς ότι αυτό που αγνοεί ο
δράστης δεν είναι τα περιστατικά της πράξης, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για πραγματική
πλάνη (άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ) και εντεύθεν για αποκλεισμό του δόλου, ούτε όμως αγνοεί ότι
υπάρχει ένας πρωτεύων κανόνας δικαίου που απαγορεύει την προσβολή της τιμής ή/και της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας ανθρώπων που προσδιορίζονται με βάση κάποια ευαίσθητα
χαρακτηριστικά, δια της εξωτερίκευσης καταφρονητικών συμπεριφορών. Ξέρει πολύ καλά ότι
απαγορεύεται να υποβαθμίζεται η αξία μιας ανθρώπινης ζωής καθώς και το να αμφισβητείται
δίχως αποχρώντος λόγου το αναφαίρετο δικαίωμα του άλλου σε ισότιμη μεταχείριση και
απόλαυση των ατομικών του δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, θρησκείας, εθνικής
καταγωγής κ.λπ.. Συνεπώς γνωρίζει ότι προστατεύεται από το δίκαιο η τιμή και η ανθρώπινη
αξιοπρέπεια και ότι η προσβολή τους (πόσο μάλλον μια τόσο βαθειά υποτίμηση) επισύρει
ποινικές κυρώσεις. Η συνείδηση του αδίκου εδώ είναι δεδομένη. Αυτό που φαίνεται να αγνοεί
είναι η σημασιολόγηση της πράξης του ενόψει της ειδικότερης διατύπωσης του νόμου. Δεν
αγνοεί λοιπόν τον ίδιο τον πρωτεύοντα κανόνα, αλλά την έκταση αυτού. Έχει, δηλαδή, μια
πλάνη περί την υπαγωγή2094. Εδώ, όμως, χρειάζεται προσοχή, γιατί η πλάνη αυτή δύναται να
λάβει και διαφορετικό περιεχόμενο και άρα να επιφέρει διαφορετικές έννομες συνέπειες,
ανάλογα με το αν κριθεί εν τέλει πράγματι ως πλάνη περί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή
όχι. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, πάντως, προκύπτει ότι ο δράστης δεν πλανάται ως προς
τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τους – αντιθέτως γνωρίζει όλα εκείνα τα δεδομένα που
χρειάζεται να γνωρίζει και τα οποία του επιτρέπουν να αξιολογήσει τη συμπεριφορά του ως
άδικη. Πλανάται απλώς ως προς την ερμηνεία του όρου «απόφαση της Βουλής των Ελλήνων»
και συνακόλουθα ως προς την υπαγωγή της πράξης του στον κανόνα δικαίου. Είναι, λοιπόν,
μια νομικά αδιάφορη πλάνη, μιας και η συγκεκριμένη εσφαλμένη ερμηνεία του κανόνα δεν
οδηγεί το δράστη στην πεποίθηση ότι η πράξη του επιτρέπεται2095. Όσο για την πρώτη
περίπτωση θεωρώ ότι είναι ξεκάθαρα πλάνη για περιστατικά που κατά το νόμο επαυξάνουν το
αξιόποινο της διακεκριμένης εξύβρισης που τυποποιείται στο άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979 και
άρα, αφού αποκλείεται ο δόλος για αυτά (άρθρο 30 παρ. 2 ΠΚ), αποκλείεται και η βαρύτερη
τιμώρηση για το άρθρο 2, όχι όμως και για το άρ. 361 ΠΚ. Αν, τέλος, η πλάνη του δράστη δεν
αφορά στην ύπαρξη του πρωτεύοντος απαγορευτικού κανόνα δικαίου, αλλά στο ότι συντρέχει
στην περίπτωσή του κάποιος αναγνωριζόμενος από την έννομη τάξη λόγος άρσης του αδίκου,
που δικαιολογεί κατ’ εξαίρεση την πράξη του, τότε, εφόσον αυτός ο λ.α.α. δεν μπορεί να
εφαρμοσθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή δεν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του,

2094 Για την πλάνη που ανάγεται στην έκταση, δηλαδή στα όρια του κανόνα, τη λεγόμενη «πλάνη περί
την υπαγωγή», ως περίπτωση πλάνης περί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, τις δυσκολίες διάκρισης
και οριοθέτησης αυτής τόσο από την πλάνη περί το τιμωρητό (άρθρο 31 παρ. 1 ΠΚ), όσο και από την
πραγματική, αλλά και για ενδεικτικά παραδείγματα που βοηθούν στην κατανόηση της διάκρισης των
παραπάνω περιπτώσεων βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι, όπ.π., 2006, σ. 304-305 και 522-524.
2095 Βλ. συναφώς και Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ, Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020. σ. 626.

[520]
θα πρόκειται για πλάνη περί το άδικο (νομική πλάνη)2096. Ειδικότερα, θα πρέπει ο δράστης να
πιστεύει πεπλανημένα ότι η συμπεριφορά του καλύπτεται είτε από την προστασία (διαφύλαξη)
δικαιώματος (της ελευθερίας της γνώμης ή του τύπου ή της τέχνης ή της επιστήμης ή της
έρευνας ή της διδασκαλίας) είτε από την ικανοποίηση δικαιολογημένου ενδιαφέροντος
(συμφέρον του κοινού προς ενημέρωση)2097. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει ο
δράστης να αγνοεί ή να γνωρίζει εσφαλμένα τις προϋποθέσεις του νόμου αναφορικά με την
άρση του αδίκου (π.χ. πιστεύει ότι το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελευθερίας
της γνώμης είναι απόλυτο και δεν επιδέχεται περιορισμών) κι έτσι να πίστευε ότι είχε in
concreto το δικαίωμα να συμπεριφερθεί όπως συμπεριφέρθηκε. Τούτη η πλάνη θα πρέπει
επιπλέον να είναι και συγγνωστή2098, προκειμένου να μην καταλογιστεί η πράξη σε ενοχή του
δράστη2099. Αν όμως μπορούσε να αποφύγει την πλάνη του, η πράξη καταλογίζεται σε αυτόν,
αλλά το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83 ΠΚ)2100.

5.6. Το τιμωρητό

Σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 2 παρ. 1 Ν. 927/1979, η δημόσια επιδοκιμασία ή


άρνηση εγκλημάτων «τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου»,
δηλαδή με φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως
είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ. Συνεπώς ισχύουν και εδώ τα όσα αναφέρονται στη
σχετική ενότητα2101.

5.7. Συρροές

2096 Τη λεγόμενη «έμμεση πλάνη περί το άδικο». Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι.,
όπ.π., 2006, σ. 521, Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 958 καθώς και Χ. Μυλωνόπουλο, ΠΔ,
Γενικό Μέρος, 2η έκδ., 2020. σ. 616.
2097 Αν ο δράστης πλανάται αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά που απαιτείται να συντρέχουν

για να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, τότε, ανάλογα με τη θέση που υιοθετεί κανείς, θα
πρόκειται είτε ευθέως για νομική πλάνη, είτε ευθέως για πραγματική, είτε, κατά τη μάλλον κρατούσα
άποψη, για πλάνη που αντιμετωπίζεται με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 30 ΠΚ, οπότε και θα
αποκλείεται ο δόλος και η ενσυνείδητη αμέλεια. Για τη γενικότερη προβληματική της πλάνης
αναφορικά με τους λόγους άρσης του αδίκου αλλά και για την πρόταση που διατυπώνει να εφαρμόζεται
αναλογικά το άρθρο 23 εδάφ. α’, στοιχ. β’ ΠΚ στην περίπτωση οποιουδήποτε νομιζόμενου, εξαιτίας
εσφαλμένης γνώσης της πραγματικότητας, λόγου άρσης του αδίκου βλ. Γ. Μπέκα, Οι νομιζόμενοι λόγοι
άρσης του αδίκου και το άρθρο 23 εδ. α’ στοιχ. β’ ΠΚ, ΠΛογ 2003, σ. 29 επ. και τις εκεί παραπομπές.
2098 Δηλαδή συγχωρητή, κάτι που θα ισχύει όταν ο δράστης κατέβαλε την οφειλόμενη από τις

περιστάσεις και δυνατή γι’ αυτόν επιμέλεια και παρόλη αυτήν την προσπάθεια δεν μπόρεσε να
αποφύγει την πλάνη του (άρθρο 31 παρ. 2 εδάφ. α’ ΠΚ).
2099 Άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ εδάφ. πρώτο.

2100 Άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ εδάφ. τελευταίο.

2101 Βλ. παραπάνω, Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.6.

[521]
α. Η συρροή ανάμεσα στο αδίκημα του άρθρου 2 παρ. 1 Ν. 927/1979, υπό την εκδοχή
της δημόσιας επιδοκιμασίας, ευτελισμού ή άρνησης που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα κατά
μίας ομάδας ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία κ.λπ.,
και στο άρθρο 361 παρ. 1 εδάφ. β’ ΠΚ είναι φαινομενική κατ’ ιδέαν, υπό τη σαφή προϋπόθεση
ότι το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό ανήκει στον ίδιο φορέα (στο ίδιο πρόσωπο ή στην ίδια
ομάδα, στο βαθμό που είναι δυνατή η αντικειμενική εξατομίκευση των κατ’ ιδίαν μελών της
και άρα ο προσδιορισμός των φυσικών προσώπων των οποίων η τιμή πλήττεται). Η συρροή
αυτή επιλύεται με την αρχή της ειδικότητας υπέρ του άρθρου 2 παρ. 1 ως ειδικότερου2102, από
τη στιγμή που το τελευταίο απαιτεί για τη θεμελίωσή του i) προσβολή της τιμής του άλλου με
συγκεκριμένο τρόπο, ήτοι δια της επιδοκιμασίας, του ευτελισμού ή της κακόβουλης άρνησης
εγκλημάτων πολέμου, γενοκτονιών ή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας που έχουν
αναγνωριστεί είτε με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και ii)
εμφορείται από ρατσιστικό κίνητρο, το οποίο σε επίπεδο αντικειμενικής υπόστασης σημαίνει
ότι η πράξη του δράστη θα πρέπει να στρέφεται όχι κατά οποιουδήποτε, αλλά μόνο κατά
ομάδας προσώπων ή μέλους της που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία
κ.λπ. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως άλλωστε έχει πολλάκις επισημανθεί, είναι
ιδιαίτερα ευαίσθητα και σημαντικά για τους φορείς τους μιας και, είτε είναι εγγενή (π.χ.
φυλετικά χαρακτηριστικά, χρώμα δέρματος κ.ά.), είτε είναι επίκτητα (υπό την ειδικότερη
έννοια ότι αποκτήθηκαν όχι με τη γέννηση αλλά κατόπιν επιλογής (π.χ. θρησκεία, σεξουαλικός
προσανατολισμός), είτε αποκτήθηκαν δίχως να φέρουν ευθύνη οι φορείς τους (π.χ. αναπηρία),
δικαιούνται πάντως να τα έχουν ή δεν μπορούν να τα αλλάξουν ή εν πάσει περιπτώσει είναι
πυρηνικής σημασίας για τον αυτοπροσδιορισμό της ταυτότητας ή της συνείδησης του ατόμου
που δε θα πρέπει να είναι αναγκασμένο να τα αποκηρύξει. Συνεπώς, συνδέονται περισσότερο
με την «εσωτερική τιμή» ή αλλιώς την «αξία του ατόμου», η οποία και αποτελεί το αξιολογικό
υπόβαθρο του έννομου αγαθού τιμή, και δεν επεκτείνονται σε παραβάσεις ηθικο-κοινωνικών
καθηκόντων που μπορούν να μειώσουν το status ή τη θέση τιμής που έχει ένα άτομο στην
κοινωνία2103, όπως συμβαίνει στην απλή εξύβριση.

2102 Αποτελεί για την ακρίβεια διακεκριμένη παραλλαγή του άρ. 361 παρ. 1 εδάφ. β’ ΠΚ, καθότι
απειλεί το δράστη με αυστηρότερο πλαίσιο ποινής, ήτοι με φυλάκιση τριών μηνών έως τριών ετών και
με χρηματική ποινή 5.000 έως 20.000€ έναντι της φυλάκισης έως ένα έτος ή χρηματικής ποινής του
άρ. 361 παρ. 1 εδάφ. β’ ΠΚ. Βλ. σχετικά και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ.
155, ο οποίος υποστηρίζει πως «η ειδική υπόσταση της εξύβρισης απωθεί την διάταξη του άρθρου 361
ΠΚ, λόγω ειδικότητας». Η μη παραπομπή του στο εδάφ. β της παρ. 1 του άρ. 361 ΠΚ, όπου και
ειδικότερα τυποποιείται η δημόσια τελούμενη εξύβριση, οφείλεται στο ότι το συγκεκριμένο εδάφιο
προστέθηκε με το Ν. 4619/2019, δηλαδή μεταγενέστερα της δημοσίευσης της μελέτης του.
2103 Για την οντολογική και την αξιολογική πλευρά του έννομου αγαθού τιμή βλ. Δ. Σπινέλλη, όπ.π.,

ΠοινΧρον 2006, σ. 961.

[522]
β. Στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 2 παρ. 1 Ν. 927/1979, πέραν των
υπαλλακτικά διατυπωμένων πράξεων2104, περιγράφονται και δύο τρόποι τέλεσης της
συμπεριφοράς του δράστη, μιας και η τελευταία μπορεί να εκδηλώνεται είτε με τρόπο που
μπορεί να υποκινήσει βία ή μίσος κατά ομάδας προσώπων ή μέλους της, είτε να ενέχει
υβριστικό χαρακτήρα σε βάρος της ως άνω ομάδας προσώπων ή μέλους της. Η μεν πρώτη
περίπτωση αποτελεί ένα έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης ατομικών έννομων αγαθών και
συγκεκριμένα της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή/και της προσωπικής ελευθερίας των
κατ’ ιδίαν μελών της στοχευόμενης ομάδας ή του στοχευόμενου προσώπου, η δε δεύτερη
αφορά σε ένα έγκλημα βλάβης της τιμής ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ομοίως των κατ’ ιδίαν
μελών της στοχευόμενης ομάδας ή του στοχευόμενου προσώπου. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι
αυτοί οι δύο επιμέρους τρόποι τέλεσης περιγράφουν αντίστοιχα δύο εγκλήματα που
προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά και, μάλιστα, σε διαφορετικό στάδιο προσβολής
τους. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, αυτές οι δύο διαφορετικές συμπεριφορές να συνυπάρξουν σε
εμπειρικό επίπεδο σε μία συγκεκριμένη ρατσιστική εκδήλωση που συνδέεται με δημόσια
επιδοκιμασία, ευτελισμό ή άρνηση κάποιου π.χ. εγκλήματος γενοκτονίας. Μπορεί για
παράδειγμα η εκδήλωση του δράστη να είναι πρόσφορη να υποκινήσει πράξεις βίας ή μίσους
κατά μιας ομάδας ανθρώπων που προσδιορίζονται βάσει ενός από τα αναφερόμενα στη
διάταξη χαρακτηριστικού και συνάμα υβριστική για τα μέλη αυτής της ίδιας ομάδας κι έτσι να
μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική τους ακεραιότητα και ταυτόχρονα να βλάπτει την
ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους.
Ως εκ της προαναφερθείσας παρατήρησης προκύπτει ότι δεν είναι απολύτως ορθό το
υποστηριζόμενο ότι το άρθρο 2 παρ. τυποποιεί ένα «ιδιότυπο σωρευκτικώς μικτό
έγκλημα»2105. Η προσεκτική παρατήρηση αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων, δηλαδή των μη
γνήσιων πολύτροπων ή σωρευτικά μικτών, αναδεικνύει το βασικό τους χαρακτηριστικό, που
δεν είναι άλλο από το ότι ο κάθε τρόπος τελέσεως αξιώνει αναγκαστικά ένα ξεχωριστό υλικό
αντικείμενο2106, με αποτέλεσμα η μία προσβολή να εξαντλεί τη μία μονάδα έννομου αγαθού
που το εξατομικεύει. Γι’ αυτό και υποστηρίζεται ότι οι διάφοροι τρόποι τέλεσης δεν μπορούν
να εναλλαχθούν ή να σωρευτούν πάνω στο ίδιο υλικό αντικείμενο. Ουσιαστικά δεν αποτελούν
περισσότερους τρόπους τέλεσης του ίδιου εγκλήματος (γι’ αυτό και μη γνήσιο πολύτροπο),

2104 Επιδοκιμασία – ευτελισμός – άρνηση.


2105 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 126 και 155, όπου κάνει λόγω για
αληθινή συρροή, λόγω ετερότητας των προσβαλλόμενων έννομων αγαθών, μεταξύ της ειδικής
υπόστασης της εξύβρισης και του προκλητικού λόγου. Στο συμπέρασμα αυτό φαίνεται συνάγεται και
από το ότι οι επιμέρους συμπεριφορές εκδηλώνονται, κατά την άποψή του, σε διαφορετικά υλικά
αντικείμενα. Προφανώς η τελευταία αυτή θέση προσπαθεί να δικαιολογήσει και το χαρακτηρισμό που
αποδίδει ο ως άνω συγγραφέας στο άρθρο 2 παρ. 1 ως σωρευτικά μικτό έγκλημα.
2106 Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι., όπ.π., 2006, σ. 189-190.

[523]
αλλά περισσότερα εγκλήματα που συγκεντρώνονται στην ίδια αντικειμενική υπόσταση2107. Το
βασικό αυτό χαρακτηριστικό που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα σωρευτικά
μικτό έγκλημα δεν εντοπίζεται πάντως στο άρθρο 2 παρ. 1, στο βαθμό που οι δύο τρόποι
τέλεσης (ο προκλητικός και ο υβριστικός) μπορούν να αφορούν στο ίδιο υλικό αντικείμενο,
δηλαδή στην ίδια ομάδα προσώπων ή στο μέλος της που προσδιορίζεται με βάση π.χ. τη
θρησκεία. Είναι δυνατόν η συμπεριφορά του ίδιου δράστη στο πλαίσιο μιας κοινωνικής του
εκδήλωσης να είναι και προκλητική για τα μέλη μιας συγκεκριμένης θρησκευτικής ομάδας,
υπό την έννοια ότι με τον τρόπο που εκδηλώνεται μπορεί να οδηγήσει στην τέλεση πράξεων
βίας σε βάρους τους, αλλά και υβριστική για αυτά, εφόσον εμπεριέχει μειωτικούς
χαρακτηρισμούς. Απλώς η συρροή σε μια τέτοια περίπτωση θα είναι πράγματι αληθινή 2108 κατ’
ιδέαν, όχι όμως επειδή πρόκειται για ένα σωρευτικά μικτό έγκλημα, αλλά γιατί με τις
επιμέρους εγκληματικές συμπεριφορές του ίδιου προσώπου προσβάλλονται (με τη μορφή της
διακινδύνευσης και με τη μορφή της βλάβης) διαφορετικά έννομα αγαθά του ίδιου ή των ίδιων
φορέων. Άλλωστε, δεν είναι η σχέση λογικής αναγκαιότητας μεταξύ των εκατέρωθεν
προσβολών ή τυπικής έστω συνεμφάνισής τους το κίνητρο του νομοθέτη για την ενιαία
αντιμετώπισή τους υπό τη σκέπη της εν λόγω διάταξης, όπως στο άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979,
για να μπορεί έτσι να γίνει λόγος για φαινομενική συρροή2109.
γ. Το άρθρο 2 παρ. 1 (υπό την εκδοχή του προκλητικού λόγου, όχι του εξυβριστικού)
συρρέει φαινομενικά κατ’ ιδέαν με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, λόγω ταυτότητας των
προστατευόμενων έννομων αγαθών, και η συρροή αυτή θα επιλυθεί με την αρχή της
ειδικότητας υπέρ της πρώτης διάταξης2110. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, το αδίκημα του άρ. 2
παρ. 1 του Ν. 927/1979 τελείται είτε όταν πίσω από την υποτιθέμενη απλή έκφραση γνώμης
γύρω από ένα ιστορικό γεγονός (υπό τη μορφή της επιδοκιμασίας, του ευτελισμού ή της
άρνησης αυτού) υποκρύπτεται μια υφέρπουσα συμπεριφορά που συνίσταται σε διέγερση ή
υποκίνηση σε πράξεις βίας ή μίσους ή όταν εκδηλώνεται με αφορμή την έκφραση γνώμης μια
παράλληλη, ευθέως και σαφώς εκδηλωμένη ως προς το σκοπό της συμπεριφορά που
συνίσταται σε ευθεία και σαφή προτροπή ή πρόκληση στην τέλεση πράξεων βίας ή μίσους 2111.

2107 Για την κατηγορία αυτή των εγκλημάτων βλ. και ΠΔ. Ι. Μανωλεδάκη, Γενική Θεωρία, 2004, σ.
290-291.
2108 Όπως υποστηρίζει άλλωστε και ο Ι. Μοροζίνης, βλ. παραπάνω υποσημ. 2115.

2109 Βλ. σχετικά παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.7.

2110 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, 2016, σ. 154. Βλ. και Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π.,

ΠοινΧρον 2015, σ. 736, όπου αναφέρεται στο χαρακτηρισμό «επιδέξια διέγερση» για το αδίκημα του
άρ. 2 παρ. 1, κατά τα πρότυπα του Ι. Μανωλεδάκη, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, β’ έκδοση, σ. 77 για
τον καταργημένο πλέον εγκωμιασμό κακουργήματος κατ’ άρθρο 185 ΠΚ.
2111 Γι’ αυτό και μπορούμε να αντλήσουμε στοιχεία αναφορικά με τα ανακύπτοντα ζητήματα συρροής

από τα συμπεράσματα που έχουν συναχθεί στο σχετικό μέρος. Βλ. παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι,
Ενότητα 3.7.

[524]
Αποτελεί εν ολίγοις μία «ειδική περίπτωση προτρεπτικού λόγου»2112 διανθισμένου με στοιχεία
που, όμως, τίποτα το ουσιαστικό δεν έχουν να εισφέρουν από άποψη απαξίας. Η σύνδεση
αυτού του λόγου με αναγνωρισμένα σοβαρά εγκλήματα του παρελθόντος (δια της
επιδοκιμασίας, ευτελισμού ή άρνησής τους) δεν έχει κάποιο plus αδίκου σε σχέση με τη
γενικότερη διάταξη του άρ. 1 παρ. 1, όπως αυτό προκύπτει εξάλλου και από την εξομοίωση των
απειλούμενων πλαισίων ποινής, αλλά αποτελεί μάλλον το αποτέλεσμα της προσπάθειας
προσαρμογής του Ν. 927/1979 στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση – πλαίσιο του
Συμβουλίου της Ε.Ε., απ’ όπου2113 απέρρεε η σχετική «υποχρέωση»2114 για την Ελλάδα.

5.8. Δικονομικά ζητήματα

Τα αδικήματα που περιγράφονται στο άρθρο 2 Ν. 927/1979, όπως αυτό


αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 Ν. 4285/2014, καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται
συνεπεία αυτών διώκονται αυτεπαγγέλτως2115, με βάση το άρθρο 5 Ν. 4285/2014, το οποίο
προστέθηκε ομοίως ως άρθρο 52116, μετά το άρθρο 4, στο Ν. 927/1979.
Κι ενώ αυτή η ρύθμιση δε φαίνεται να προβληματίζει στην περίπτωση του προκλητικού
λόγου που συνδέεται με επιδοκιμασία, ευτελισμό ή κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης ή της
σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της
ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν
αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων, δεν ισχύει το
ίδιο για την περίπτωση του λόγου που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα. Αφής στιγμής έγινε δεκτό
ότι η τελευταία περίπτωση συνιστά διακεκριμένη παραλλαγή της εξύβρισης του άρ. 361 ΠΚ, η
οποία διώκεται κατ’ έγκληση2117, θα πρέπει να δικαιολογηθεί η διαφοροποίηση αυτή του
νομοθέτη αναφορικά με τον τρόπο δίωξης του εν λόγω εγκλήματος. Η Αιτιολογική Έκθεση στο
σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979 δεν παρέχει κάποια σχετική εξήγηση, εντούτοις, αν
ανατρέξει κανείς στην υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ε.Ε.,
προς την οποία υπήρχε ανάγκη προσαρμογής, θα εντοπίσει τη ratio της πρόβλεψης για
αυτεπάγγελτη δίωξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 8 της απόφασης-πλαίσιο «κάθε
κράτος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει ότι οι έρευνες σχετικά με πράξεις

2112 Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 127.


2113 Άρθρο 1 παρ. 1, στοιχ. γ’ και δ’ αυτής.
2114 Για το κατά πόσο τελικά υφίστατο πράγματι μία τέτοια υποχρέωση για την Ελλάδα βλ. παραπάνω

Μέρος Β’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 3.


2115 Βλ. σχετικά παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.8.

2116 Βέβαια, ο Ν. 927/1979, στο βαθμό που δεν καταργήθηκε στο σύνολό του από το Ν. 4285/2014,

αλλά απλώς τροποποιήθηκαν (για την ακρίβεια αντικαταστάθηκαν, εκτός της παρ. 5) οι επιμέρους
διατάξεις του από εκείνες του Ν. 4285/2014, έχει πλέον δύο άρθρα με αρίθμηση 5∙ το μεν πρώτο
αναφέρεται στην αυτεπάγγελτη δίωξη των σχετικών αδικημάτων καθώς και στη μη υποχρέωση
καταβολής παραβόλου υπέρ του δημοσίου, το δε δεύτερο στην έναρξη ισχύος του νόμου.
2117 Άρθρο 368 παρ. 1 ΠΚ.

[525]
που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 ή η δίωξη τους δεν εξαρτώνται από αναφορά ή καταγγελία
του θύματος, τουλάχιστον στις σοβαρότερες περιπτώσεις κατά τις οποίες η πράξη έχει τελεσθεί
στην επικράτειά του».
Ενώ, λοιπόν, η άσκηση της ποινικής δίωξης στην περίπτωση της εξύβρισης
πραγματοποιείται μόνο αν το επιθυμεί ο παθών και μόνο αν δηλώσει την επιθυμία του αυτή με
την υποβολή έγκλησης, η σχετική παρέκκλιση από τον παραπάνω κανόνα στην περίπτωση των
εγκλημάτων του Ν. 927/1979, άρα μεταξύ αυτών και στην περίπτωση του λόγου που ενέχει
υβριστικό χαρακτήρα και έτσι συνιστά ειδικότερη περίπτωση εξύβρισης, δικαιολογείται από
την έντονη αποδοκιμασία της έννομης τάξης για τις πράξεις αυτές, που έχουν ρατσιστικό
κίνητρο. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη συνιστά κατά τούτη έκφραση του αυξημένου δημόσιου
ενδιαφέροντος για τη δικαστική διερεύνηση και τιμωρία των εγκλημάτων της ρητορικής του
μίσους και του προκλητικού αναθεωρητισμού, όπου έχει παρατηρηθεί ότι οι καταγεγραμμένες
περιπτώσεις του παρελθόντος αποτελούσαν μόνο την κορυφή του παγόβουνου, μεγάλο μέρος
δε της σχετικής κατηγορίας παραβατικής συμπεριφοράς ήταν άδηλο.
Η ρύθμιση του άρθρου 5 Ν. 4285/2014 περί αυτεπάγγελτης δίωξης σε συνδυασμό με
την προβλεπόμενη στο ίδιο άρθρο απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου
έγκλησης και πολιτικής αγωγής υπέρ του Δημοσίου2118 διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό την
καταφυγή στη Δικαιοσύνη ανθρώπων – θυμάτων των σχετικών εγκληματικών πράξεων, τα
οποία ως επί το πλείστον -αν και όχι απαραίτητα- ανήκουν σε οικονομικά ασθενέστερες
ομάδες, ενώ στις περισσότερες των περιπτώσεων κυριαρχούσε ο φόβος και ενίοτε το στίγμα
της «θυματοποίησης». Εξάλλου, και στην Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση
του Ν. 927/1979 επισημάνθηκε ότι: «εξασφαλίζεται ότι η διερεύνηση και η ποινική δίωξη των
εγκλημάτων ρατσισμού και ξενοφοβίας γίνεται αυτεπάγγελτα και δεν εξαρτάται από
αναφορές ή καταγγελίες των θυμάτων, τα οποία είναι συχνά ιδιαιτέρως ευάλωτα και
διστάζουν να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες».
Εν κατακλείδι και σε συνέχεια των όσων αναφερθεί σε προηγούμενο μέρος της
παρούσας μελέτης αναφορικά με τα προστατευόμενα έννομα αγαθά και την ύπαρξη αμέσως
παθόντος2119 θα πρέπει να αναφερθεί επίσης ότι δικαίωμα προς υποβολή εγκλήσεως και προς
υποστήριξη της κατηγορίας έχουν τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, είτε ως μονάδες είτε ως μέλη
που απαρτίζουν μια συγκεκριμένη ομάδα, είναι φορείς των ατομικών έννομων αγαθών που
κινδύνευσαν να κινδυνεύσουν από τη συμπεριφορά του δράστη (στην περίπτωση του
προκλητικού λόγου2120) καθώς και εκείνα υπέστησαν προσβολή-βλάβη στην τιμή ή την
αξιοπρέπειά τους (στην περίπτωση του λόγου που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα2121)2122.

2118 Για τη ρύθμιση αυτή σε σχέση με τις αλλαγές που επήλθαν στον ΚΠΔ με το Ν. 4620/2019 βλ.
παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.8.
2119 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

2120 Καθότι είναι έγκλημα αφηρημένα συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) διακινδύνευσης αόριστου

αριθμού ατομικών έννομων αγαθών.


2121 Καθότι είναι έγκλημα βλάβης της τιμής ή της αξιοπρέπειας.

[526]
Μεταβολή της κατηγορίας2123 από «δημόσια επιδοκιμασία ή άρνηση εγκλημάτων», κατ’
άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979, σε «δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους κατά προσώπων», κατ’
άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 927/1979, σε «διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων», κατ’ άρθρο 184 παρ. 1
ΠΚ, σε «διέγερση σε βιαιοπραγίες», κατ’ άρθρο 184 παρ. 2 ΠΚ, σε «διέγερση σε διχόνοια»,
κατ’ άρθρο 184 παρ. 4 ΠΚ, σε «απειλή διάπραξης εγκλημάτων», κατ’ άρθρο 190 ΠΚ ή, τέλος,
σε «εξύβριση», κατ’ άρθρο 361 παρ. 1, εδάφ. β’ ΠΚ είναι επιτρεπτή.
Καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο είναι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο (άρθρο 115 παρ. 1
ΚΠΔ).

5.9. Διαχρονικό δίκαιο

Το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979 τυποποιεί, όπως επανειλημμένα έχει αναφερθεί, δύο


περιπτώσεις λόγου του μίσους2124 και, συγκεκριμένα, την περίπτωση του λόγου που έχει
προκλητικό χαρακτήρα (και κατά τούτο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρ. 1 παρ. 1 και 2
Ν. 927/1979) καθώς και εκείνον που ενέχει εξυβριστικό χαρακτήρα (και κατά τούτο αποτελεί
ειδικότερη περίπτωση της εξύβρισης του άρ. 361 ΠΚ). Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, σε
συνέχεια των όσων υποστηρίζονται στο σχετικό με το άρ. 1 μέρος της παρούσας εργασίας 2125,
λεκτέα ειδικότερα τα ακόλουθα: όσες πράξεις επιδοκιμασίας, ευτελισμού ή κακόβουλης
άρνησης εγκλημάτων τελέστηκαν πριν τις 10.9.2014 και συνιστούσαν υποκίνηση, πρόκληση ή
διέγερση καθώς και εκείνες που, μολονότι αποτελούσαν προτροπή, στρέφονταν κατά ομάδας
προσώπων ή μέλους της που προσδιοριζόταν βάσει των επιπλέον2126 διακρισιακών
χαρακτηριστικών δεν μπορούν να διωχθούν ούτε με την παρ. 1 του άρ. 1 Ν. 927/1979, όπως
αυτή ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το Ν. 4285/2014, αφού δεν ήταν ποινικά κολάσιμες,
ούτε όμως και υπό το νέο καθεστώς, καθότι έτσι προσδίδεται αναδρομικότητα σε νόμο που
θεμελιώνει αξιόποινο εκεί που δεν υπάρχει κι αυτό λειτουργεί σε βάρος του

2122 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 184.
2123 Για την ακρίβεια, ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης.
2124 Που συνδέεται πάντως σε αμφότερες των περιπτώσεων με την επιδοκιμασία ή των ευτελισμό ή

την κακόβουλα άρνηση εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της
ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν αναγνωριστεί με
αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων.
2125 Βλ. παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.9.

2126 Δηλαδή αυτών που προστέθηκαν στην αντικειμενική υπόσταση του άρ. 2 παρ. 1 με το Ν.

4285/2014 (ΦΕΚ Α’ 191/10-09-2014) και μεταγενέστερα με το Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ Α’ 152/13.10.2017).


Αυτά είναι ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, η αναπηρία και, τέλος, τα
χαρακτηριστικά φύλου. Για το ότι οι γενεαλογικές καταβολές, η εθνική και η εθνοτική καταγωγή
μπορούσαν να υπαχθούν στον όρο «φυλετική καταγωγή» και υπό το προγενέστερο καθεστώς του άρ. 1
παρ. 1 Ν. 927/1979 βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, 2016, σ. 124, υποσημ. 726.

[527]
κατηγορουμένου2127. Για όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις2128, που τελέστηκαν πριν τις
10.09.2014 και εκδικάζονται μετά την ισχύ του νέου νόμου, κριτήριο για την εφαρμογή του
ενός νόμου ή του άλλου θα αποτελέσει η κρίση ποιος από τους δύο επιφέρει τα ηπιότερα
αποτελέσματα για το συγκεκριμένο κατηγορούμενο (in concreto)2129 κι έτσι θα ισχύουν κι εδώ,
τηρουμένων των αναλογιών, τα όσα αναπτύχθηκαν στο σχετικό μέρος του άρθρου 12130.
Αναφορικά με την περίπτωση του λόγου που ενέχει υβριστικό χαρακτήρα θα πρέπει να
παρατηρηθούν τα ακόλουθα: Συγκρίνοντας το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 στη μορφή που είχε
πριν και μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4285/2014 διαπιστώνονται τα εξής: το νέο άρθρο
2 παρ. 1 είναι δυσμενέστερο για τον κατηγορούμενο από άποψη απειλούμενου πλαισίου
ποινής, αφού το εν λόγω αδίκημα τιμωρείται2131 πλέον με φυλάκιση τριών μηνών έως τριών
ετών και2132 με χρηματική ποινή 5.000-20.000 ευρώ, ενώ το παλιό απειλούσε φυλάκιση έως
ένα έτος (πλαίσιο ποινής: 10 ημέρες έως ένα έτος) ή2133 με χρηματική ποινή2134 ή και με τις δύο
παραπάνω ποινές. Αυξάνεται, δηλαδή, και το ανώτατο και το κατώτατο όριο του απειλούμενου
πλαισίου ποινής, ενώ προστίθεται και η πρόβλεψη για υποχρεωτική σωρευτική επιβολή
χρηματικής ποινής. Επίσης, η νέα διάταξη είναι εν μέρει δυσμενέστερη από την
προηγούμενη σε αφηρημένο επίπεδο κατά το ότι επήλθε μια σχετική διεύρυνση του
αξιοποίνου, αφού διευρύνθηκε ο κατάλογος των διακρισιακών κριτηρίων, καθιστώντας έτσι
δυνατή την υπαγωγή και την εντεύθεν τιμωρία σε περισσότερες περιπτώσεις απ’ ότι στο
παρελθόν. Είναι, όμως, εν μέρει και ευμενέστερη πάλι σε αφηρημένο επίπεδο, αφού η
πράξη του δράστη συνδέθηκε με την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση
εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του
Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις
διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων και δεν αρκεί η εξωτερίκευση της
οποιασδήποτε εκδήλωσης με την οποία εκφράζονται ιδέες προσβλητικές κατά προσώπου ή
ομάδας προσώπων λόγω της φυλετικής ή εθνικής καταγωγής ή της θρησκείας2135. Εξάλλου, η
αύξηση των προϋποθέσεων για την κατάφαση του καταρχήν άδικου χαρακτήρα μιας πράξης
καθιστά δυσχερέστερη (καταρχήν) την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης και την

2127 Κατά προφανή παράβαση συνταγματικής επιταγής (ήτοι του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντ.), αλλά και
του άρθρου 1 του ΠΚ.
2128 Εκείνες δηλαδή που πληρούν τις προϋποθέσεις των νομοτυπικών υποστάσεων αμφότερων των

νόμων.
2129 Άρθρο 2 ΠΚ.

2130 Βλ. παραπάνω Μέρος Δ’, Κεφάλαιο Ι, Ενότητα 3.9.

2131 Κατά ρητή παραπομπή στις ποινές της παραγράφου 1 του άρθρου 1 Ν. 927/1979, όπως αυτή

τροποποιήθηκε με το Ν. 4285/2014.
2132 Δηλαδή σωρευτικά.

2133 Δηλαδή διαζευκτικά.

2134 Τα όρια της οποίας ήταν σαφώς κατώτερα.

2135 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 155.

[528]
εντεύθεν υπαγωγή μιας πράξης σε αυτήν, μιας και απαιτείται να συντρέχουν περισσότεροι
όροι, που μπορεί και να μη συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Το γεγονός πάντως ότι ένας νόμος κρίνεται σε αφηρημένο επίπεδο ως ηπιότερος ή
δυσμενέστερος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αν δεν κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση (in
concreto) ότι οδηγεί πράγματι σε ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου2136. Έτσι,
λοιπόν, αν τελέστηκε πριν τις 10-09-20142137 μία προσβλητική εκφορά ιδεών κατά προσώπου ή
ομάδας προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις
γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή και συνδέεται παράλληλα με
επιδοκιμασία, ευτελισμό ή άρνηση εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου,
εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού
που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων 2138, θα
εφαρμοστεί το παλιό άρθρο 2 Ν. 927/1979 περί εκφοράς προσβλητικών ιδεών, καθότι
προβλέπει ηπιότερο πλαίσιο ποινής2139. Αν, βέβαια, μια τέτοια προσβλητική πράξη είχε ως
σημείο αναφοράς το σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου, τα χαρακτηριστικά
φύλου ή την αναπηρία της στοχοποιούμενης ομάδας προσώπων ή του στοχοποιούμενου
μέλους της, κατά τον μεν χρόνο τέλεσης ήταν μη ποινικά διώξιμη κατά τους όρους του παλιού
άρθρου 2 Ν. 927/19792140, ενώ μετά τις 10.09.2014 (ή τις 13.10.2017 για τα χαρακτηριστικά
φύλου) δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη κατά αυτής με το νέο άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 927/1979,
λόγω του ότι απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή ενός νόμου, όταν θεμελιώνει αξιόποινο.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι για όσες πράξεις με υβριστικό χαρακτήρα τελέστηκαν πριν
τις 10.9.2014 και δε συνιστούσαν επιδοκιμασία κ.λπ. η δίωξη μετά την προαναφερθείσα
ημερομηνία2141 θα πρέπει να συνεχιστεί βάσει του άρ. 361 ΠΚ2142, καθότι αφενός μεν το παλιό
άρθρο 2 Ν. 927/1979 έχει καταργηθεί, τυχόν δε εφαρμογή του νέου αποκλείεται, καθότι
προσδίδει αναδρομικότητα σε ποινικό νόμο θεμελιώνοντας στη συγκεκριμένη περίπτωση
αξιόποινο εκεί που δεν υπήρχε.

2136 Άρθρο 2 ΠΚ.


2137 Ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο ν. 4285/2014 και συνεπώς το άρθρο 2 ν. 927/1979 υπό τη νέα
του μορφή.
2138 Π.χ. χαρακτηρίζει κάποιος δημόσια τους εβραίους απατεώνες, λέγοντας παράλληλα ότι άξιζε

στους προγόνους τους αυτά που έπαθαν από το Γ’ Ράιχ της Γερμανίας του Χίτλερ και το ίδιο αξίζουν να
πάθουν και αυτοί, λόγω του ότι είναι ανάξιοι να ζουν.
2139 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 156.

2140 Υπαγόταν δε ενδεχομένως στο άρθρο 361 ΠΚ. Έτσι ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’

άρθρο, 2016, σ. 155.


2141 Εφόσον, δηλαδή, δεν εκδικάστηκαν αμετάκλητα μέχρι τις 10.09.2014.

2142 Ως γενικότερου. Βλ. σχετικά Ι. Μοροζίνη, όπ.π., 2016, σ. 155-156, όπου υποστηρίζει το ότι το παλιό

άρθρο 2 συνιστούσε διακεκριμένη παραλλαγή του άρ. 361 ΠΚ, η δε κατάργηση της παραλλαγής δεν
αποκλείει τη συνέχιση της δίωξης με το γενικό-βασικό έγκλημα.

[529]
ΙΙΙ. «ΑΡΘΡΟ 3: ΤΕΛΕΣΗ ΜΕΣΩ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ»

1. Η διάταξη του άρθρου 3 μετά το Ν. 4285/2014

Με το Ν. 4285/2014, ΦΕΚ Α’ 191/10.09.2014 και συγκεκριμένα με το άρθρο 3 αυτού,


προστέθηκε μετά το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 το νέο άρθρο 3, αφού το αρχικό άρθρο 32143 είχε
καταργηθεί με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 3304/2005, ΦΕΚ Α’ 16/27.01.2005. Το νέο άρθρο 3,
λοιπόν, έχει ως εξής: «Όταν οι πράξεις των προηγουμένων άρθρων τελούνται μέσω διαδικτύου
ή άλλου μέσου επικοινωνίας, τόπος τέλεσης θεωρείται και η Ελληνική Επικράτεια, εφόσον στο
έδαφος της παρέχεται πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, ανεξάρτητα από τον τόπο
εγκατάστασής τους».
Σταχυολογώντας κανείς πληροφορίες σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν το
νομοθέτη στην εισαγωγή αυτής της ιδιάζουσας και μάλλον αινιγματικής - σύμφωνα με μια
πρώτη εκτίμηση – ρύθμισης, που συνιστά ουσιαστικά μια παρέκταση του τόπου τέλεσης των
εγκλημάτων των άρ. 1 και 2 του ν. 927/19792144, δεν έχει παρά να ανατρέξει αρχικά στην
Αιτιολογική Έκθεση στο σ/ν για την τροποποίηση του Ν. 927/1979. Μόνο που εκεί απλώς
επαναλαμβάνεται αυτούσια η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 3, όπως αυτή είχε
συμπεριληφθεί στο τελικό σ/ν, που είχε κατατεθεί στις 20-11-2013, έτσι όπως είχε
διαμορφωθεί πριν την ψήφιση των άρθρων από τη Βουλή2145. Σε εκείνη τη φάση, λοιπόν, το
άρθρο 3 είχε ως εξής: «Οι πράξεις των προηγούμενων άρθρων τιμωρούνται εφόσον: α) ο
δράστης είναι παρών στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το εάν αυτός χρησιµοποιεί για την πράξη
του υλικό που φιλοξενείται σε σύστηµα πληροφορικής εγκατεστηµένο στη χώρα, καθώς και
όταν το υλικό που χρησιµοποιεί φιλοξενείται σε σύστηµα πληροφορικής που βρίσκεται στην
Ελλάδα, ανεξάρτητα από το αν αυτός βρίσκεται στο έδαφος της Επικράτειας». Με μια
ενδεχόμενη υιοθέτηση αυτής της πρότασης θα καθιερωνόταν ειδικά για την περίπτωση της
διαδικτυακής τέλεσης των τυποποιημένων στο Ν. 927/1979 ρατσιστικών εγκλημάτων ως τόπος
τέλεσης και η Ελλάδα, όχι μόνο όταν ο δράστης είναι φυσικά παρών στην Ελλάδα (όταν
ουσιαστικά χρησιμοποιεί τον υπολογιστή του στην Ελλάδα, ρύθμιση προφανώς υπαγορευμένη
από τη «θεωρία της εγκληματικής δράσεως» σε συνδυασμό με την «αρχή της εδαφικότητας»),

2143 Για την ειδικότερη μορφή και την ανάλυση του οποίου βλ. παραπάνω Μέρος Β’, Κεφάλαιο Ι της
παρούσας μελέτης και συγκεκριμένα την ενότητα 3.4..
2144 Αφού καθιερώνει ως τόπο τέλεσης των εγκλημάτων του Ν. 927/1979, όταν αυτά τελούνται μέσω

του διαδικτύου και με τις εκεί αναφερόμενες προϋποθέσεις, και την Ελλάδα ανεξάρτητα από τη φυσική
παρουσία του δράστη σε αυτή, πέρα, δηλαδή, από εκείνον ή εκείνους ενδεχομένως τους τόπους που
προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 16 ΠΚ, βάσει του οποίου στα εγκλήματα αποτελέσματος
προστίθεται και ο τόπος επέλευσης του αποτελέσματος.
2145 Γι’ αυτό και ο Ι. Μοροζίνης, Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2016, σ. 157 παρατηρεί ότι: «Από

μία απλή αντιπαραβολή της αιτιολογικής έκθεσης με το κείμενο του εν λόγω άρθρου στην τελική του
μορφή προκύπτει συνεπώς ότι το συγκεκριμένο χωρίο της αναφέρεται σε διατύπωση που εντέλει
εγκαταλείφθηκε πλήρως».

[530]
αλλά και ανεξάρτητα από τη φυσική του παρουσία σε αυτή (δηλαδή ανεξάρτητα από τον αν
βρισκόταν πράγματι στην ελληνική Επικράτεια τη στιγμή που διέπραττε ολικά ή μερικά την
αξιόποινη ενέργεια) καθώς και από την επέλευση οποιουδήποτε αποτελέσματος (βλάβης ή
κινδύνου) σε έννομο αγαθό στην ημεδαπή (με βάση τη «θεωρία της ενότητας, που υιοθετεί ο
ελληνικός ποινικός κώδικας στο άρθρο 16), με μοναδικό κριτήριο στη δεύτερη ως άνω
προτεινόμενη περίπτωση το εάν το υλικό που χρησιμοποίησε για την τέλεση της πράξης
φιλοξενείται σε σύστηµα πληροφορικής που βρίσκεται στην Ελλάδα2146.
Κατόπιν όμως της παρατήρησης επί του ως άνω άρθρου 3 εκ μέρους της εισηγήτριας (Α.
Διονυσοπούλου) στην κατατεθείσα Έκθεση επί του σχετικού νομοσχεδίου της Επιστημονικής
Υπηρεσίας της Βουλής, σύμφωνα με την οποία «θα ήταν σκόπιμο, η προτεινόμενη ρύθμιση να
εξετασθεί υπό το πρίσμα της ευρύτερης διατύπωσης της γενικής διάταξης του άρθρου 5 παρ. 3
του ΠΚ», το νέο άρθρο 3 του Ν. 927/1979 έλαβε κατά τη διαδιακασία της ψήφισής του από το
αρμόδιο τμήμα της Βουλής (στις 9.9.2014) το περιεχόμενο που αναφέρθηκε στην αρχή της
παρούσας ενότητας και παραμένει έτσι έως και σήμερα. Το ψηφισθέν νομοσχέδιο
συμπεριέλαβε ουσιαστικά στους κόλπους του, όσον αφορά στην τέλεση των εγκλημάτων μέσω
διαδικτύου (ή άλλου μέσου επικοινωνίας), μία ρύθμιση πανομοιότυπη με εκείνη της παρ. 3 του
άρθρου 5 του ΠΚ, όπως η τελευταία είχε προστεθεί μετά την παρ. 2 του άρθρου 5 ΠΚ με το
άρθρο 2 του Ν. 4267/2014, (ΦΕΚ Α' 137/12/06/2014), «Καταπολέμηση της σεξουαλικής
κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και άλλες διατάξεις»
και η οποία είχε ως εξής: «Όταν η πράξη τελείται μέσω διαδικτύου ή άλλου μέσου
επικοινωνίας, τόπος τέλεσης θεωρείται και η ελληνική επικράτεια, εφόσον στο έδαφος της
παρέχεται πρόσβαση στα συγκεκριμένα μέσα, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασής τους».
Το αν τελικά ήταν σωστή αυτή η νομοθετική επιλογή, η παρέκκλιση δηλαδή τόσο από το
αρχικό περιεχόμενο της προτεινόμενης ρύθμισης όσο και από τα γενικά ισχύοντα στον ποινικό
μας κώδικα αναφορικά με τον τόπο τέλεσης των εγκλημάτων, θα φανεί αμέσως παρακάτω.

2. Συνοπτική παρουσίαση της εισαχθείσας ρύθμισης περί διαδικτυακής τέλεσης


των εγκλημάτων του Ν. 927/1979 και των εγερθεισών αντιρρήσεων επ’ αυτής

2146Βλ. συναφώς άρθρο 9, παρ. 2 περ. β’ της υπ’ αριθμ. 2008/913/ΔΕΥ απόφασης-πλαίσιο της Ε.Ε.,
όπου ορίζονται οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ποινικής δικαιοδοσίας του εκάστοτε κράτους-μέλους.

[531]
Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι, αφής στιγμής η διάταξη του άρθρου 3 Ν.
927/1979 είναι πανομοιότυπη με εκείνη της (καταργημένης πλέον με το Ν. 4619/2019) παρ. 3
του άρθρου 5 του ΠΚ, προστέθηκε δε η πρώτη μόλις λίγους μήνες μετά την εισαγωγή της παρ.
3 στο άρθρο 5 του ΠΚ, κατόπιν σχετικής παρατήρησης επί του άρθρου 3 του νομοσχεδίου για
την τροποποίηση του Ν. 927/1979 εκ μέρους της εισηγήτριας, Α. Διονυσοπούλου, στην Έκθεση
της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, για την ερμηνεία της επιβάλλεται η άντληση
ερμηνευτικών επιχειρημάτων και πληροφοριών από την τελευταία, η οποία, άλλωστε, έχει
υποστεί σε σημαντικό βαθμό θεωρητική επεξεργασία2147 και ως εκ τούτου αποτελεί πρόσφορο
έδαφος για την κατανόηση των ζητημάτων που ανακύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 3
του Ν. 927/1979.
Με την ψήφιση του Ν. 4267/2014 (ΦΕΚ Α' 137/12-06-2014), «Καταπολέμηση της
σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και
άλλες διατάξεις», και την εντεύθεν εισαγωγή της παρ. 3 στο άρθρο 5 του ΠΚ, ο Έλληνας
νομοθέτης προσπάθησε να εναρμονίσει την εθνική μας νομοθεσία με την Οδηγία 2011/93/ΕΕ
«σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και εκμετάλλευσης παιδιών και
της παιδικής πορνογραφίας» καθιερώντας, μεταξύ άλλων, μια συντρέχουσα ποινική
δικαιοδοσία της Ελλάδας («και διευρύνοντας αντίστοιχα την έννοια της ημεδαπής για το
διαδικτυακό έγκλημα»2148) για τη δίωξη όχι μόνο των αδικημάτων που περιλαμβάνονταν στην
ως άνω Οδηγία και τα οποία στρέφονται σε βάρος συγεκριμένης κατηγορίας θυμάτων
(ανηλίκων), αλλά περαιτέρω και για κάθε αδίκημα2149 που τελείται μέσω του διαδικτύου ή
άλλου μέσου επικοινωνίας, υπό τη σαφή μεν, πλην δε απλοϊκή προϋπόθεση ότι στο έδαφος της
Ελλάδας παρέχεται πρόσβαση στο διαδίκτυο (ή στο μέσο επικοινωνίας), ανεξάρτητα μάλιστα
από τον τόπο εγκατάστασής τους2150. Έτσι, όμως, με την εισαγωγή αυτής της γενικής
διάταξης2151 ο εθνικός μας νομοθέτης αφενός υπερέβη τα όρια που διέγραψε η ως άνω Οδηγία,
στο βαθμό που η τελευταία είχε ως σημείο αναφοράς (συνεπώς παρήγαγε αντίστοιχη
υποχρέωση για εναρμόνιση) μόνο συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων, αφετέρου φάνηκε να

2147 Βλ. ενδεικτικά Κ. Κακαβούλη, Η συμμετοχική ευθύνη των ενδιάμεσων παρόχων Internet στα
διαδικτυακά εγκλήματα, ΠοινΧρον 2015, σ. 326 επ., Δ. Κιούπη, Ο τόπος τέλεσης του διαδικτυακού
εγκλήματος και η απροσδόκητη διεύρυνση της έννοιας της «ημεδαπής» (άρθρο 5 παρ. 3 ΠΚ), ΠοινΧρ
2014, σ. 561 επ., Χ. Μυλωνόπουλο, Νομοθετικές επεμβάσεις και νομολογιακές επινοήσεις. Πόσο
αναγκαίες είναι;, ΝοΒ 63 (2015), σ. 1177 επ., τον ίδιο, Χωρεί έκδοση στις ΗΠΑ για νομιμοποίηση
κρυπτονομισμάτων (bitcoin) προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα; ΠοινΧρον 2018, σ. 177
επ.
2148 Όπως εύστοχα παρατήρησε ο Δ. Κιούπης, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 561 επ.

2149 Έτσι οι Δ. Κιούπης, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 561 επ. και Χ. Μυλωνόπουλος, όπ.π., ΠοινΧρον

2018, σ. 177 επ. Βλ. επίσης και Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 157 και 161-162 με
επιχειρήματα από την ίδια την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4267/2014, όπου επισημαίνεται, μάλιστα,
ότι η επιλογή της εισαγωγής μιας τέτοιας διάταξης στο γενικό μέρος του ΠΚ έγινε για την αποφυγή της

[532]
αγνοεί την ανάγκη που καταγράφεται διεθνώς σε επιστημονικό επίπεδο να αποτραπεί μια
υπερβολική διεύρυνση των τοπικών ορίων ισχύος των εθνικών νόμων και συνάμα να
εντοπισθεί προς την επίτευξη αυτού του σκοπού ένα ουσιαστικό συνδετικό στοιχείο της πράξης
με την ελληνική έννομη τάξη2152, αφού δεν τέθηκε ως προϋπόθεση της εφαρμογής της η
επέλευση στην ημεδαπή κάποιων άλλων έστω συνεπειών από την τέλεση του εγκλήματος2153
μέσω του διαδικτύου, εξαιρουμένου βέβαια του τυχόν αποτελέσματος της πράξης κατ’ άρθρο
16 ΠΚ, που υιοθετεί την αρχή της ενότητας, γιατί τότε θα εφαρμόζεται το άρθρο 5 παρ. 1
ΠΚ2154 και όχι η παρ. 32155, ρύθμιση που θα ισχύει μόνο για τα εγκλήματα βλάβης και

προσθήκης ειδικής διάταξης σε κάθε κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, κάτι που
φαίνεται να παρέβλεψε μόλις λίγους μήνες μετά ο νομοθέτης του Ν. 4285/2014.
2150 Βλ. εδώ και Ε. Καμπέρου-Ντάλτα, σε Α. Χαραλαμπάκη, Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο,

Τόμος Πρώτος, άρθρο 5, σ. 65-66, όπου επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι με την εν λόγω ρύθμιση
ουσιαστικά καμία προϋπόθεση δεν τίθεται αναφορικά με την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων
στην περίπτωση των λεγόμενων «διαδικτυακών εγκλημάτων», αφού οπουδήποτε στην Ελλάδα
παρέχεται πρόσβαση στο διαδίκτυο κι έτσι τόπος τέλεσης οποιουδήποτε διαδικτυακού εγκλήματος
είναι και η Ελλάδα.
2151 Αφού ισχύει ανεξαιρέτως για όλα τα εγκλήματα τόσο του ειδικού μέρους του ποινικού κώδικα όσο

και των ειδικών ποινικών νόμων, αρκεί να τελούνται μέσου διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας.
Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς ποια ήταν η ανάγκη εκείνη που οδήγησε στην εισαγωγή του
άρθρου 3 στο ν. 927/1979 λίγους μήνες αφότου εισήχθη γενικότερη πανομοιότυπη διάταξη στο άρθρο 5
του ΠΚ, η οποία εξάλλου εφαρμόζεται και σε αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους,
σύμφωνα με το άρθρο 12 ΠΚ.
2152 Βλ. συναφώς Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 158, ο οποίος επισημαίνει ότι «τα

εγκλήματα διακινδύνευσης (και δη, θα έλεγα εγώ, τα αφηρημένα συγκεκριμένης, όπως τα εξεταζόμενα
στο πλαίσιο του Ν. 927/1979, για το οποία δεν υπάρχει ομοφωνία αν είναι απλής συμπεριφοράς ή
αποτελέσματος, κρίση που επηρεάζει καθοριστικά τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων)
αναδεικνύονται έτσι ως κύριο πεδίο σύγκρουσης των εθνικών ποινικών δικαιοδοσιών όσον αφορά
πράξεις που τελούνται μέσω διαδικτύου».
2153 Η οποία προϋπόθεση μπορεί να εισαχθεί ως εξωτερικός όρος του αξιοποίνου, όπως, άλλωστε, όλες

οι προϋποθέσεις που θέτουν οι κανόνες των άρθρων 5-8 ΠΚ. Έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, Διεθνές
Ποινικό Δίκαιο, 1993, σ. 63 επ. και ο ίδιος, σε Συστηματική Ερμηνεία του ΠΚ, εισαγωγικές
παρατηρήσεις στα άρθρα 5-11 ΠΚ, σ. 61. Αντίθετος, όμως, ο Δ. Κιούπης, όπ.π, ΠοινΧρον 2014, σ. 561
επ., με εκεί περαιτέρω αναφορές στη γερμανική βιβλιογραφία (υποσημ. 57).
2154 ΣυμβΑΠ 1308/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 279.

2155 Ποιο είναι άραγε το ενδιαφέρον της Ελλάδας να διώξει μία πράξη που τελέστηκε από αλλοδαπό εξ

ολοκλήρου στην αλλοδαπή, δίχως αυτή να στρέφεται κατά ημεδαπού ή δίχως να προσβάλει (με τη
μορφή της βλάβης ή της διακινδύνευσης) κάποιο ημεδαπό έννομο αγαθό και δε συμπεριλαβάνεται
φυσικά στον κατάλογο του άρθρου 8 ΠΚ; Εδώ ο Δ. Κιούπης, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 568 προσθέτει
πάντως ως τόπο τέλεσης την Ελλάδα και όταν σε αυτή βρίσκεται ο χώρος που αποθηκεύονται τα
δεδομένα σε διακομιστές (servers), εφόσον ο υπαίτιος, που βρίσκεται στην αλλοδαπή, γνωρίζει και
αποδέχεται ότι τα δεδομένα του αποθηκεύονται στην Ελλάδα.

[533]
συγκεκριμένης διακινδύνευσης, εφόσον η βλάβη ή ο συγκεκριμένος κίνδυνος βλάβης του
προστατευόμενου έννομου αγαθού επήλθε στην Ελλάδα ή, σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε,
σύμφωνα με την πρόθεση του υπαιτίου, να επέλθει. Επέδειξε με άλλα λόγια μία συμπεριφορά
που κάθε άλλο παρά υπαγορευμένη ή αναγκαία ήταν, με αποτέλεσμα να επικρίνεται στην
επιστήμη για τη νομοθετική του αυτή ασυδοσία2156.
Πειστικά υποστηρίζεται περαιτέρω ότι με την εισαγωγή της παρ. 3 στο άρθρο 5 του ΠΚ
ο νομοθέτης κατέστησε την ελληνική έννομη τάξη και δη την ελληνική δικαιοσύνη, όπως αυτή
εκφράζεται και εφαρμόζεται μέσω των ελληνικών δικαστικών και αστυνομικών αρχών, ως
έναν παγκόσμιο τοποτηρητή όλων των εγκληματικών πράξεων που τελούνται μέσω του
διαδικτύου, στο βαθμό που η φυσική παρουσία του δράστη στην ημεδαπή (ουσιαστικά η
χρήση του υπολογιστή από το δράστη στην Ελλάδα) δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη δίωξη,
την ανάκριση και την εκδίκαση της εγκληματικής του πράξης, τελεσθείσας μέσω του
διαδικτύου. Έτσι ο δράστης φαίνεται να είναι «εικονικά παρών οπουδήποτε μπορούν να
μεταφορτωθούν/ανακληθούν τα δεδομένα που εισήγαγε στο διαδίκτυο»2157, άρα και στην
Ελλάδα2158, ασχέτως αν βρισκόταν σε αυτή κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης του και ασχέτως
φυσικά από την επέλευση κάποιου αποτελέσματος βλάβης ή κινδύνου βλάβης κάποιου
έννομου αγαθού στην Ελλάδα, αρκεί κάποιος χρήστης του διαδικτύου στην Ελλάδα να είχε
πρόσβαση από τον υπολογιστή του π.χ. σε ένα βίντεο με ρατσιστικό περιεχόμενο (το
παράδειγμα δίνεται με αφορμή τα εδώ εξεταζόμενα αδικήματα του Ν. 927/1979) που
αναρτήθηκε από έναν Γερμανό που βρίσκεται στη Γερμανία στο γερμανικό2159 «κανάλι» του
στο Youtube2160. Μια τέτοια ρύθμιση, ωστόσο, οδηγεί αναπόδραστα σε συγκρούσεις εθνικών
ποινικών νομοθεσιών, αφού η ελληνική έννομη τάξη διεκδικεί εφαρμογή των ποινικών της
κανόνων σε υποθέσεις που δε σχετίζονται καθόλου με εκείνη και άρα κατά κάποιο τρόπο
«ανακατεύεται» ενδεχομένως στα εσωτερικά άλλων κρατών κατά προφανή παραβίαση της
αρχής της εδαφικότητας, που καθιερώνεται στο άρθρο 5 του ΠΚ (στη μορφή που είχε πριν την
εισαγωγή της παρ. 3), και κυρίως των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου2161.

2156 Βλ. Δ. Κιούπη, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 561 επ., ο οποίος κάνει λόγο για «παγκόσμια
πρωτοτυπία», αφού δημιουργείται μια νέα έννοια «ψηφιακής εδαφικότητας εντελώς αναντίστοιχη με
την αρχή της εδαφικότητας, των παρ. 1 και 2 … θεωρητικά εσφαλμένη, τεχνολογικά αστήρικτη και
δικαιοπολιτικά άκρως επικίνδυνη».
2157 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 160.

2158 Για τη νομολογιακή αντιμετώπιση της υπό κρίση διάταξης βλ. ενδεικτικά ΑΠ 472/2019, ΝΟΜΟΣ

(Α’ δημοσίευση), ΑΠ 855/2016, ΝΟΜΟΣ (Α’ δημοσίευση), ΕφΑθ 6613/2016, ΝΟΜΟΣ (Α’ δημοσ.), ΑΠ
1308/2015, ΠοινΧρον 2017, σ. 279.
2159 Δηλαδή οι διακομιστές που φιλοξενούν τα δεδομένα είναι εγκατεστημένοι στη Γερμανία ή

ενδεχομένως σε κάποια χώρα της Αμερικής.


2160 Βλ. συναφώς, αν και πιο γενικόλογα, Δ. Κιούπη, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 570.

2161 Βλ. συγκεκριμένα Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., σ. 160, ο οποίος, με επιχειρήματα από τον

Ambos, Internationales Strafrecht4, § 2 Rn. 5 αναφέρει ότι η αρχή της εδαφικότητας «ερείδεται … στην
αρχή της μη ανάμειξης» (ήτοι, στην αρχή της κυριαρχίας υπό την αρνητική της όψη), ούσα δε η

[534]
Επιπρόσθετα υποστηρίζεται2162 και η «σιωπηρή κατάργηση» του άρθρου 3 του Ν.
927/1979, όπως αυτό ίσχυσε μετά το Ν. 4285/2014, λόγω υφιστάμενης «μεταγενέστερης» και
«ειδικότερης» διάταξης και, μάλιστα, αυξημένης τυπικής ισχύος, που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα,
αυτή του άρθρου 22 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον
Κυβερνοχώρο, που υπογράφηκε στη Βουδαπέστη στις 23 Νοεμβρίου 2001, σε συνδυασμό με
το άρθρο 8 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής αναφορικά με την ποινικοποίηση πράξεων
ρατσιστικής και ξενοφοβικής φύσης που διαπράττονται μέσω συστημάτων υπολογιστών, που
υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 2003. Αμφότερες οι Συμβάσεις κυρώθηκαν
με το Ν. 4411/2016 και έχουν την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Σύμβασης, η δικαιοδοσία επί των εγκλημάτων που
προβλέπονται στη Σύμβαση θα πρέπει να ακολουθεί την αρχή της εδαφικότητας, προβλέπεται
δε και η αρχή της ενεργητικής προσωπικότητας υπό τον όρο του διττού αξιοποίνου με
δυνατότητα επιφύλαξης από τα κράτη-μέλη και εν τέλει δεν αποκλείεται η άσκηση ποινικής
δικαιοδοσίας από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιό του. Η εν λόγω
διάταξη ρυθμίζει, δηλαδή, τα αναφυόμενα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τρόπο
σύμφωνο με βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου, που αποτελούν ταυτόχρονα κριτήρια για την
εφαρμογή των ποινικών νόμων κάθε κράτους (στην ελληνική έννομη τάξη ισχύουν και
εφαρμόζονται τα άρθρα 5 επ. ΠΚ).

τελευταία «γενικά αναγνωρισμένος κανόνας του Διεθνούς Δικαίου απολαμβάνει αυξημένης τυπικής
ισχύος κατά το άρθο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ώστε τυχόν ανατροπή του δεν μπορεί να γίνει με απλή
διάταξη νόμου». Βλ. συναφώς και Χ. Μυλωνόπουλο, Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, 1993, σ. 204-205.
2162 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 163-164.

[535]
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, στα ως άνω επιχειρήματα έρχεται να προστεθεί ένα
ακόμα, το οποίο συνηγορεί υπέρ της κατάργησης και εντεύθεν της μη ισχύος του άρθρου 3 του
Ν. 927/1979, το οποίο προστέθηκε, όπως παραπάνω αναφέρθηκε, μετά το άρθρο 2 του Ν.
927/1979 με το άρθρο 3 του Ν. 4285/2014. Πιο συγκεκριμένα, με το άρθρο 461 του νέου
Ποινικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’
95/11.06.2019), προβλέφθηκε ότι «από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα
καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε
διάταξη που τροποποιούσε τον νόμο αυτόν2163», ο δε νέος Ποινικός Κώδικας αρχίζει να ισχύει
από την 1η Ιουλίου 2019, σύμφωνα με το άρθρο 460 αυτού. Με την κύρωση, λοιπόν, του νέου
Ποινικού Κώδικα καταργήθηκε, μεταξύ άλλων, και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 ΠΚ, η οποία
προστέθηκε µε το Ν. 4267/2014. Σύμφωνα δε με την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο νόµου για
το νέο Ποινικό Κώδικα «η επέκταση της αρχής της εδαφικότητας σε πράξη που τελείται µέσω
διαδικτύου ή άλλου µέσου επικοινωνίας είναι αδικαιολόγητη». Η ρητή κατάργηση της
πανομοιότυπης με την εδώ εξεταζόμενη διάταξης του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα
συνεπάγεται και τη σιωπηρή κατάργηση του άρθρου 3 του Ν. 927/1979, καθότι η παρ. 3 του
άρθρου 5 ΠΚ είχε τεθεί σκόπιμα από το νομοθέτη στο Γενικό Μέρος του ΠΚ προκειμένου να
ρυθμίσει με ομοιόμορφο τρόπο, για όλα τα εγκλήματα του Ειδικού Μέρους του ΠΚ (και
επιπρόσθετα για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους 2164),
ως τόπο τέλεσης όλων των εγκλημάτων που τελούνται μέσω του διαδικτύου ή άλλου µέσου
επικοινωνίας και την Ελλάδα, εφόσον στο έδαφός της παρέχεται πρόσβαση στα συγκεκριµένα
µέσα. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4267/2014 «η νοµοτεχνική αυτή
επιλογή κρίθηκε ορθότερη, διότι η µόνη εναλλακτική αυτής θα ήταν η προσθήκη ειδικής
διάταξης σε κάθε κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, ώστε να καλύπτεται η
δια του διαδικτύου ή άλλου µέσου επικοινωνίας τέλεση των αντίστοιχων εγκληµάτων. Αυτό
όµως θα είχε ως αποτέλεσµα την ύπαρξη πληθώρας, παροµοίου περιεχοµένου, διατάξεων και
εντέλει την υποκατάσταση του χαρακτήρα των διατάξεων του Γενικού Μέρους του Ποινικού
Κώδικα2165». Ο νομοθέτης όμως του νέου Ποινικού Κώδικα αντιλήφθηκε ότι η προβληματική
διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 ΠΚ περισσότερα προβλήματα δημιουργούσε από όσα
επιχειρούσε να λύσει κι έτσι την απάλειψε εντελώς από τον κορμό του Γενικού Μέρους,
μεταφέροντας αυτονόητα τη ρύθμιση αυτή (εν. της κατάργησης) και σε όλα τα εγκλήματα του
Ειδικού Μέρους και των Ειδικών Ποινικών Νόμων όπου είχε εφαρμογή με βάση το άρθρο 12
ΠΚ. Με μεταγενέστερη λοιπόν ίσης τυπικής ισχύος διάταξή του, που ρυθμίζει το ίδιο ακριβώς

2163 Η έμφαση της γράφουσας.


2164 «Αν οι νόμοι αυτοί δεν ορίζουν διαφορετικά με ρητή διάταξή τους» (άρθρο 12 ΠΚ). Συνεπώς και
στο Ν. 927/1979, που δεν εμπεριέχει αντίθετη διάταξη που να ρυθμίζει το ίδιο θέμα. Τουναντίον,
επαναλαμβάνει αυτούσια τη διάταξη του Γενικού Μέρους.
2165 Γι’ αυτό, άλλωστε, προβληματίζει η εισαγωγή του άρθρου 3 στο ν. 927/1979, τη στιγμή που υπήρχε

η ίδια ακριβώς ρύθμιση στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα, που καταλάμβανε μέσω του άρθρου
12 και τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται σε ειδικούς νόμους.

[536]
ζήτημα με εντελώς αντίθετο τρόπο (αφού καταργεί ως αδικαιολόγητη την υφιστάμενη μέχρι
την ψήφιση του νέου ΠΚ γενική διάταξη περί επέκτασης της αρχής της εδαφικότητας σε
πράξη που τελείται μέσω του διαδικτύου ή άλλου μέσου επικοινωνίας), ο νομοθέτης του νέου
Ποινικού Κώδικα κατήργησε σιωπηρά και την προγενέστερη ειδική (από τη στιγμή που αφορά
σε συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων, όταν αυτά τελούνται μέσω του διαδικτύου) διάταξη
του άρθρου 3 του Ν. 927/19792166, καθότι σε διαφορετική περίπτωση θα προέκυπτε αξιολογική
αντινομία που θα διασπούσε τη συστηματική και τελολογική ενότητα της έννομης τάξης.
Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε και παραπάνω, από την έννοια του περιεχομένου και την
τελολογία του νεότερου νόμου (άρθρο 5 σε συνδυασμό με αρ. 461 Ν. 4619/2019) προκύπτει ότι
αυτός αποσκοπούσε στην κατάργηση και του προγενέστερου ειδικού νόμου (άρθρο 3 Ν.
927/1979).
Εν κατακλείδι είναι γεγονός ότι η χρήση του διαδικτύου κυριαρχεί πλέον στην
καθημερινότητα των ανθρώπων και κατ’ αποτέλεσμα χρησιμοποιείται σε έντονο βαθμό και για
την τέλεση διασυνοριακών εγκλημάτων, εγκλημάτων, δηλαδή, που οι περισσότεροι τόποι
τέλεσής τους ή οι τόποι επέλευσης του αποτελέσματος (αν και εφόσον υπάρχει τέτοιο),
εκτείνονται σε διαφορετικές επικράτειες, με αποτέλεσμα να ανακύπτουν διαρκώς θέματα
εφαρμοστέου ποινικού δικαίου2167. Το ερώτημα που διχάζει και δημιουργεί παραλλάσσουσες
τάσεις αναφορικά με τη θεμελίωση του τόπου τέλεσης μιας διαδικτυακής εγκληματικής πράξης
και άρα με την εύρεση του εφαρμοστέου δικαίου είναι αν θα πρέπει να αρκεστούμε ή όχι στην
απαρέγκλιτη εφαρμογή των ποινικών κανόνων που ισχύουν για το παραδοσιακό έγκλημα
(αυτό, δηλαδή, που δεν τελείται μέσω του διαδικτύου, αλλά λαμβάνει χώρα σε φυσικό
χώρο)2168. Στη θέση αυτή αντιπροτείνεται η λύση της προσαρμογής των παραδοσιακών
κανόνων στα νέα δεδομένα της ψηφιακής πραγματικότητας, στο βαθμό που, σύμφωνα με την
παραπάνω άποψη, το διαδικτυακό έγκλημα δε συνάδει πάντοτε με τις παραδοσιακές
αντιλήψεις περί φυσικής παρουσίας του δράστη ή περί επέλευσης του αποτελέσματος2169. Το
μόνο σίγουρο είναι ότι θα πρέπει να αποφευχθεί μια παραποίηση και ένας παραμερισμός των
παραδοσιακών κανόνων της ποινικής δογματικής σκέψης και των θεμελιωδών αρχών του
ουσιαστικού ποινικού δικαίου.

2166 Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου ο νόμος ορίζει περί του μέλλοντος, δεν έχει αναδρομική
δύναμη, διατηρεί δε την ισχύ του εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά
(άρθρο 2 ΑΚ). Βλ. και ΑΠ 284/2004, ΝοΒ 2005, σ. 283, σύμφωνα με την οποία: «Κατά το άρθρο 2 του
Α.Κ. ο νόμος διατηρεί την ισχύ του, εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή
σιωπηρά. Τούτο συμβαίνει όταν από την έννοια του περιεχομένου προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι ο
νεότερος νόμος αποσκοπεί στην κατάργηση του παλαιού γενικού ή ειδικού και μάλιστα με ρύθμιση του
ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς αυτή του παλαιού».
2167 Βλ. Ι. Αγγελή, Διαδίκτυο (Internet) και ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρον 2000, σ. 675 επ., Θ. Κριθαρά,

Ποινικό Δίκαιο και Διαδίκτυο, 2009, σ. 20, Δ. Κιούπη, Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων και
το διαδικτυακό έγκλημα, σε Χ. Μυλωνόπουλο (επιμ.), Διεθνές Ποινικό Δίκαιο και σύγχρονη

[537]
Στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλεται διεθνώς σε επιστημονικό επίπεδο για
αναγκαίο περιορισμό της ισχύος των εθνικών ποινικών νόμων προτείνεται, μεταξύ άλλων, η ως
άνω αναφερθείσα «ουσιαστική» και «άμεση»2170 σύνδεση της εγκληματικής πράξης με μια
συγκεκριμένη έννομη τάξη για την εφαρμογή των εθνικών της ποινικών κανόνων. Η
προσπάθεια αυτή είναι σημαντική, καθόσον επιδρά άμεσα στον καθορισμό της ποινικής
δικαιοδοσίας της εκάστοτε έννομης τάξης, ώστε να αποφεύγονται τραγελαφικά φαινόμενα ά-
σκησης ποινικής εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο, κατά παράβαση των θεμελιωδών κανόνων
του Διεθνούς Δικαίου2171. Σε μια τέτοια λογική πάντως δε φαίνεται να χωρεί η αντίθετη τάση,
δηλαδή η προσπάθεια για υπερβολική διεύρυνση της έννοιας της ημεδαπής, όπως αυτή έλαβε
χώρα δια της εισαγωγής της παρ. 3 στο άρθρο 5 του ΠΚ και μεταγενέστερα στο άρθρο 3 του Ν.
927/1979.

3. Ποιος είναι τελικά ο τόπος τέλεσης των εγκλημάτων του Ν. 927/1979, όταν αυτά
τελούνται μέσω του διαδικτύου;

Λαμβάνοντας κανείς υπόψη αφενός την απόρριψη της αρχικά προταθείσας (στο τελικό
σχέδιο νόμου για την τροποποίηση του Ν. 927/1979) ρύθμισης περί θεμελίωσης ως τόπου
τέλεσης των διαδικτυακά τελούμενων εγκλημάτων του Ν. 927/1979 την Ελλάδα και στις
περιπτώσεις εκείνες που, ανεξάρτητα από τη φυσική παρουσία του δράστη στην ημεδαπή, το
υλικό που χρησιμοποιεί φιλοξενείται σε σύστημα πληροφορικής που βρίσκεται στην Ελλάδα
και αφετέρου τη σιωπηρή κατάργηση του άρθρου 3 του Ν. 927/1979, όπως παραπάνω
υποστηρίζεται, η μοναδική ρύθμιση που αξιώνει εφαρμογή για την απάντηση στο τιθέμενο
ερώτημα είναι εκείνη του άρθρου 16 ΠΚ.

πραγματικότητα. Προκλήσεις και προοπτικές, 2017, σ. 343-344, Ν. Φαραντούρη, Σύγχρονες


εγκληματικές δράσεις στο Διαδίκτυο, ΠοινΔικ 2003, σ. 191 επ.
2168 Για την προβληματική αυτή βλ. τη σύντομη αναφορά του Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι.

Έγκλημα, 2006, σ. 249, και κυρίως Δ. Κιούπη, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 567 επ. Πρβλ. όμως και Ι.
Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 165 επ. και κυρίως 172 επ.
2169 Επ’ αυτού βλ. Δ. Κιούπη, Ποινικό δίκαιο και Internet, 1999, σ. 92, τον ίδιο, Δημοσίευση

ιστοσελίδων με αξιόποινο περιεχόμενο, ΠΛογ 2001, σ. 398 καθώς και τον ίδιο, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ.
567 με εκεί περαιτέρω αναφορές σε ξενόγλωσση αρθρογραφία. Αντίθετος, όμως, ο Ι. Μοροζίνης, Ν.
927/1979, όπ.π., 2016, σ. 159 και 164, ως προς την «προσαρμογή» του ποινικού δόγματος στις
«τεχνικές ιδιαιτερότητες» της χρησιμοποιούμενης κατά περίπτωση διαδικτυακής επικοινωνίας.
2170 Βλ. σχετικά Δ. Κιούπη, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 567, όπου και καταγράφονται οι διάφορες άλλες

λύσεις που προτάθηκαν σε διεθνές επίπεδο για την αναγκαία τελολογική συστολή των διατάξεων περί
τόπου τέλεσης.
2171 Δ. Κιούπης, Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων και το διαδικτυακό έγκλημα, σε Χ.

Μυλωνόπουλο (επιμ.), Διεθνές Ποινικό Δίκαιο και σύγχρονη πραγματικότητα. Προκλήσεις και
προοπτικές, 2017, σ. 347.

[538]
Η υιοθέτηση της μιας ή της άλλης θέσης στο σχετικό ερώτημα, όπως θα δούμε
παρακάτω, δεν αποτελεί ένα θεωρητικό απλώς πρόβλημα, άμοιρο έννομων συνεπειών, αλλά
επηρεάζει την εφαρμογή των κανόνων του λεγόμενου διεθνούς ποινικού δικαίου, δηλαδή των
εσωτερικών κανόνων ποινικού δικαίου που ρυθμίζουν τα τοπικά όρια ισχύος των ημεδαπών
ποινικών νόμων (άρθρα 5 επ. ΠΚ)2172. Μια νομιμοποιημένη από πλευράς διεθνούς δικαίου
άσκηση ποινικής εξουσίας εκ μέρους μιας έννομης τάξης προϋποθέτει αναμφίβολα την ύπαρξη
ενός «ουσιώδους συνδετικού στοιχείου» με αυτήν2173. Η προϋπόθεση τούτη εξασφαλίζεται
σίγουρα με την εφαρμογή των κάτωθι αρχών: α) με την αρχή της εδαφικότητας, που
καθιερώνεται στο άρθρο 5 ΠΚ, σύμφωνα με την οποία οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι
εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις που τελέστηκαν στο έδαφος της επικράτειας, ακόμη και από
αλλοδαπούς. Επίσης, εφαρμόζονται και στις πράξεις συμμετοχής που τελέστηκαν στο έδαφος
της ελληνικής επικράτειας, αν η κύρια πράξη, για την οποία δεν έχουν δικαιοδοσία τα ελληνικά
ποινικά δικαστήρια, είναι αξιόποινη και κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους2174, β) με την
αρχή της ενεργητικής προσωπικότητας, η οποία εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες που
ημεδαπός τελεί στην αλλοδαπή έγκλημα υπό τον όρο του διττού αξιοποίνου, εφόσον δηλαδή η
πράξη είναι αξιόποινη, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της, και κατά το δίκαιο του τόπου
τέλεσης της πράξης (άρθρο 6 ΠΚ) και γ) με την αρχή της παθητικής προσωπικότητας, η οποία
εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες που τελείται στην αλλοδαπή από αλλοδαπό έγκλημα
κατά ημεδαπού, πάλι υπό τον όρο του διττού αξιοποίνου (άρθρο 7 ΠΚ), όπως αυτός ορίζεται
παραπάνω.
Ενώ ο προσδιορισμός των εδαφικών ορίων της ελληνικής επικράτειας είναι μια σχετικά
εύκολη υπόθεση, ο προσδιορισμός του τόπου τέλεσης των εγκλημάτων του Ν. 927/1979 από
την άλλη, όταν αυτά τελούνται μέσω του διαδικτύου, φαίνεται να αποκτά έναν αυξημένο
βαθμό δυσκολίας. Στη δυσχέρεια αυτή συντείνει και το συγκεκριμένο εγκληματικό είδος των
τυποποιούμενων στα άρθρα 1 και 2 του Ν. 927/1979 αδικημάτων, ως εγκλημάτων αφηρημένα
– συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) διακινδύνευσης2175, στο βαθμό που δεν έχει
αποκρυσταλλωθεί επιστημονικά το αν η εν λόγω υποκατηγορία των εγκλημάτων
διακινδύνευσης έχει αποτέλεσμα με τη στενή, τεχνική έννοια του όρου2176.

2172 Έτσι ο Χ. Μυλωνόπουλος, Ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος (άρθρο 16 ΠΚ) από πλευράς διεθνούς
ποινικού δικαίου, ΝοΒ 1988, σ. 285 επ. και ο ίδιος, σε Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα,
άρθρο 16 ΠΚ, σ. 202 επ.
2173 Δ. Κιούπης, Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων και το διαδικτυακό έγκλημα, όπ.π., 2017,

σ. 347.
2174 Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρ. 5 ΠΚ προστέθηκε με το Ν. 4619/2019.

2175 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 166 επ.

2176 Για τη διχογνωμία που παρατηρείται διεθνώς και τις επιμέρους υποστηριζόμενες απόψεις βλ. Δ,

Κιούπη, όπ.π. ΠοινΧρον 2014, σ. 566-567, με παραπομπή σε πλούσια ελληνική και γερμανική
βιβλιογραφία και νομολογία, καθώς και τον ίδιο, όπ.π., ΠΛογ 2001, σ. 401 επ. Ο ίδιος, όπ.π., ΠοινΧρον

[539]
Στον ελληνικό ποινικό κώδικα κρατούσα είναι η «θεωρία της ενότητας», σύμφωνα με
την οποία τόπος τέλεσης είναι τόσο ο τόπος που εκδηλώθηκε η εγκληματική συμπεριφορά (για
την ακρίβεια εκεί όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά ή μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή
παράλειψη), όσο και εκείνος όπου πραγματώθηκε το αποτέλεσμα, εκεί, δηλαδή, όπου επήλθε
το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του δράστη ή εκεί όπου έπρεπε, σύμφωνα με την πρόθεσή
του, να επέλθει. Η υιοθέτηση τούτης της θεωρίας είναι μακράν προτιμότερη από τη «θεωρία
της εγκληματικής δράσεως», καθότι λαμβάνει υπόψη της τη βάση του εγκληματικού αδίκου,
που δεν είναι άλλη από την προσβολή έννομων αγαθών, η οποία, βέβαια, δεν μπορεί παρά να
πραγματώνεται μέσω μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς2177.
Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι, για τον προσδιορισμό του τόπου τέλεσης ενός
οποιουδήποτε εγκλήματος, άρα και των εδώ εξεταζόμενων, είτε αυτό τελείται μέσω του
διαδικτύου είτε όχι, καθίσταται αναγκαία ήδη σε ένα προγενέστερο επίπεδο κρίσης η ένταξή
του είτε στην κατηγορία των εγκλημάτων απλής συμπεριφοράς (ή αλλιώς τυπικά) ή σε αυτή
των αποτελέσματος (ή αλλιώς ουσιαστικά). Και αυτή η διάκριση, βέβαια δεν είναι πάντα
ευχερής, αφού προϋποθέτει την εμπέδωση της έννοιας «αποτέλεσμα» με τη στενή, τεχνική
έννοια του όρου και την οριοθέτησή της από το αποτέλεσμα με την ουσιαστική έννοια του
όρου2178. Μολονότι η σχετική προβληματική ξεφεύγει των ορίων της παρούσας μελέτης, αξίζει
να σημειωθούν εν συντομία τα ακόλουθα σημεία: i) αποτέλεσμα με την ουσιαστική έννοια του
όρου έχουν καταρχήν όλα (τουλάχιστον τα γνήσια) εγκλήματα, αφού νομιμοποιητική βάση
μιας εγκληματικής πράξης είναι η μεταβολή που προκαλεί αυτή στον εξωτερικό κόσμο και η ο-
ποία συνίσταται στην προσβολή (με τη μορφή της βλάβης ή της διακινδύνευσης) ενός ή και
περισσότερων έννομων αγαθών2179. Συνεπώς τέτοιο αποτέλεσμα έχουν και τα τυπικά και τα
ουσιαστικά εγκλήματα. ii) Αποτέλεσμα με την τεχνική, όμως, έννοια του όρου έχουν μόνο τα
εγκλήματα εκείνα που, κατά την παραδοσιακή ελληνική ποινική αντίληψη, εμπεριέχουν στην

2014, υποσημ. 49, πάντως καταλήγει στο ότι είναι ορθότερο να γίνει δεκτό ότι τα συγκεκριμένα
εγκλήματα δεν έχουν αξιόποινο αποτέλεσμα, όπως αυτό εννοείται στα άρθρα 5 και 16 του ΠΚ.
2177 Βλ. συναφώς Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 248, Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ.

Γενική Θεωρία, 2004, σ. 220 και Χ. Μυλωνόπουλο, σε Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα,
άρθρο 16 ΠΚ, σ. 203.
2178 Για τη διάκριση αυτή βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ΠΔ. Γενική Θεωρία, 2004, σ. 259-262.

2179 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

[540]
αντικειμενική τους υπόσταση μια επενέργεια του δράστη πάνω σε ένα υλικό-ενσώματο
αντικείμενο, η οποία επενέργεια έγκειται σε μια μεταβολή ξέχωρη (τουλάχιστον νοητά) κατά
χώρο και χρόνο από τη συμπεριφορά που την παρήγαγε2180. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν
γίνεται λόγος για εγκλήματα αποτελέσματος ή ουσιαστικά. iii) Επιπρόσθετα, ως αποτέλεσμα
με την τεχνική έννοια του όρου νοείται, όπως από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό, όχι
οποιαδήποτε μεταβολή στον έξω κόσμο, αφού τέτοιο αποτέλεσμα έχουν όλα ανεξαιρέτως τα
εγκλήματα, αλλά μια χωροχρονικά διακριτή από τη συμπεριφορά βλάβη ή διακινδύνευση επί
ενός υλικού αντικειμένου που ενσωματώνει-ενσαρκώνει το προστατευόμενο έννομο αγαθό,
δηλαδή το λεγόμενο νομικό αντικείμενο του εγκλήματος2181, και άρα όχι επί ενός οποιουδήποτε
υλικού αντικειμένου2182.
Σε συνέχεια των παραπάνω παρατηρήσεων θα πρέπει να προστεθούν ειδικότερα και τα
εξής: αποτέλεσμα με την τεχνική έννοια του όρου φαίνεται να επικρατεί2183 ότι έχουν μόνο τα
εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης και βλάβης και όχι τα αφηρημένης και αφηρημένα
συγκεκριμένης (άλλως δυνητικής) διακινδύνευσης. Στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης
(ή, κατά άλλη διατύπωση, συγκεκριμένης επικινδυνότητας2184) υπάρχει μεν αποτέλεσμα με την
ουσιαστική έννοια του όρου, το οποίο έγκειται στη δυνητική διακινδύνευση του
προστατευόμενου έννομου αγαθού, δηλαδή του νομικού αντικειμένου του εγκλήματος 2185,
ωστόσο, η μεταβολή αυτή που επέρχεται στον εξωτερικό κόσμο δε μετουσιώνεται και σε
μεταβολή/επενέργεια πάνω σε κάποιο υλικό αντικείμενο το οποίο ενσαρκώνει το
προστατευόμενο έννομο αγαθό2186 και κατά συνέπεια δεν υπάρχει αποτέλεσμα με την τεχνική
έννοια του όρου. Η δυνατότητα κινδύνου συνεπώς δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άρρηκτα
συνδεδεμένη με την αξιόποινη συμπεριφορά του δράστη ιδιότητα αυτής 2187.

2180 Έτσι οι Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 170, Ι. Μανωλεδάκης, ΠΔ.
Γενική Θεωρία, 2004, σ. 259 επ., Χ. Μυλωνόπουλος, ΠΔ, Γενικό Μέρος, Ι, 2007, σ. 146, Α.
Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Ι, 2010, σ. 228 επ. και 240 επ., Ν. Χωραφάς, Ποινικόν
Δίκαιον, τόμος Α’, 1978, σ. 169.
2181 Για το νομικό και υλικό αντικείμενο του εγκλήματος βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι.

Έγκλημα, 2006, σ. 167-168.


2182 Για τη διάκριση μεταξύ του υλικού αντικειμένου που αντιπροσωπεύει το έννομο αγαθό στην

αντικειμενική υπόσταση και του απλού υλικού αντικειμένου πράξης επί του οποίου εκτελείται ή κατά
του οποίου στρέφεται μεν η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά, πλην όμως δεν ταυτίζεται πάντοτε και
κατ’ ανάγκη με το υλικό αντικείμενο που αντιπροσωπεύει το έννομο αγαθό βλ. Ι. Μοροζίνη,
Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, ΠοινΧρον 2015, σ. 486 επ. και
την εκεί με αριθμό 98 υποσημείωση με περαιτέρω παραπομπές σε γερμανική βιβλιογραφία.
2183 Έτσι ο Ν. Ανδρουλάκης, ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα, 2006, σ. 175 καθώς και την εκεί υπ’ αριθμ.

24 υποσημείωση, σύμφωνα με τον οποίο μόνο ο κίνδυνος είναι κατάσταση, στα δε εγκλήματα
επικινδυνότητας, όπως είναι για παράδειγμα τα αφηρημένα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, αρκεί το
επικίνδυνο της συμπεριφοράς, ιδιότητα που θα πρέπει να συντρέχει, όπως είναι εύλογο, κατά το χρόνο
εκδήλωσης της συμπεριφοράς και όχι αργότερα. Βλ. επίσης Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Έννοια και

[541]
Επανερχόμενη τώρα στο ζήτημα του τόπου τέλεσης των εγκλημάτων και με βάση όλες
τις παραπάνω αναπτύξεις, για τον προσδιορισμό του τόπου τέλεσης ενός εγκλήματος κρίσιμη
γενικά είναι επιπλέον και η ένταξή του στην κατηγορία των εγκλημάτων βλάβης ή
διακινδύνευσης και περαιτέρω σε ένα συγκεκριμένο είδος διακινδύνευσης, γιατί από αυτή
εξαρτάται η τυχόν αναζήτηση και2188 του τόπου επέλευσης του αποτελέσματος. Όπως έχει
γίνει δεκτό, τα εγκλήματα των άρθρων 1 και 2 Ν. 927/1979 είναι ως επί το πλείστον εγκλήματα
δυνητικής διακινδύνευσης2189, κρίση που συνεπάγεται ότι για τον προσδιορισμό του τόπου
τέλεσης ενός εξ αυτών, είτε τελούνται μέσω του διαδικτύου είτε όχι, καθοριστικός παράγοντας
είναι μόνο ο εντοπισμός του τόπου της φυσικής παρουσίας του δράστη κατά την εκδήλωση της
συμπεριφοράς του και τίποτε άλλο, ώστε δε νοείται τόπος επέλευσης αποτελέσματος με βάση
το άρθρο 16 ΠΚ2190. Δεδομένου, μάλιστα, ότι τα ενδιάμεσα αποτελέσματα που απαιτούνται για
την πλήρωση των όρων της νομοτυπικής υπόστασης των άρθρων 1 και 2 του Ν. 927/1979 και
ειδικότερα ο συγκεκριμένος κίνδυνος να προκληθεί απόφαση στον αποδέκτη του λόγου να
προβεί σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν (ή συνιστούν οι ίδιες) διακρίσεις,
μίσος ή βία, η αντίληψη της εξωτερίκευσης καθεαυτής από τον αποδέκτη του λόγου και τέλος η
αντίληψη του νοήματος-περιεχομένου της εξωτερίκευσης2191, μολονότι είναι τουλάχιστον

προβληματική των κ.ε.ε., 1987, σ. 67 -38 και 139, Δ. Κιούπη, όπ.π., ΠΛογ 2001, σ. 401 επ., Δ. Σπινέλλη
όπ.π., ΠοινΧρον 1973, σ. 247 επ. και Ε. Σ υμεωνίδου-Καστανίδου, όπ.π., ΠοινΔικ 2001, σ. 642.
2184 Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, όπ.π., 2006, σ. 174 όπου και παραπέμπει στον H.H. Hirsch, Gefahr und

Gefährlichkeit, FS-Arthur Kaufmann, 1993, σ. 543 επ. (=Strafrechtliche Probleme, 1999, σ. 561 επ., 570
επ.).
2185 Ειδάλλως δε θα είχε ουσιαστική απαξία και έτσι θα ήταν ανομιμοποίητο σε ένα σύστημα

αντικειμενικού ποινικού αδίκου.


2186 Βλ. σχετικά Ι. Μοροζίνη, όπ.π., ΠοινΧρον 2015, σ. 490 καθώς και τον ίδιο, Ν. 927/1979, όπ.π.,

2016, σ. 168 ειδικά για τα εγκλήματα ρητορικής του μίσους με περαιτέρω ξενόγλωσσες παραπομπές.
2187 Πρβλ. όμως και Ι. Μπέκα, Η αιτιώδης συνάφεια στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, σε: τιμ. τόμ. Δ.

Σπινέλλη, τ. Α΄, 2001, σ. 127 επ., όπου διατυπώνει την άποψη ότι η κατάσταση δυνατότητας κινδύνου
που απαντάται στα εγκλήματα επικινδυνότητας είναι και αυτή αποτέλεσμα.
2188 Δηλαδή, πέραν του τόπου εκδήλωσης της εγκληματικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με το άρ. 16 ΠΚ.

2189 Έτσι και ο Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 167.

2190 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 168, όπου χαρακτηρίζει αυτήν την άποψη ως «στενή

ερμηνευτική αντίληψη». Πρβλ. και Χ. Μυλωνόπουλο, Ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος (άρθρο 16 ΠΚ)
από πλευράς διεθνούς ποινικού δικαίου, ΝοΒ 1988, σ. 291, όπου διατυπώνει την άποψη πως τόπος
τέλεσης στα εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης είναι ο τόπος όπου «γεννήθηκε η δυνατότητα αυτή»
(εν. η δυνατότητα κινδύνου). Βλ. επίσης και την προβληματική, από άποψη διεύρυνσης των ορίων
δικαιοδοσίας της εθνικής ποινικής έννομης τάξης, απόφαση του γερμανικού ακυρωτικού της
12/12/2000 (BGH 1 StR 184/00) σε Δ. Κιούπη, όπ.π., ΠΛογ 2001 σ. 399 επ, σύμφωνα με την οποία, στα
εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης, τόπος τέλεσης είναι και εκείνος όπου η συγκεκριμένη πράξη
μπορεί να εκδηλώσει την επικινδυνότητά της σε σχέση με το προστατευόμενο έννομο αγαθό.
2191 Βλ. σχετικά βλ. παραπάνω Μέρος Γ’, Κεφάλαιο ΙΙ, Ενότητα 1.3., σ. 299-303.

[542]
δυνατό να νοηθούν χωροχρονικά απομακρυσμένα και διακριτά από τη συμπεριφορά που τα
παρήγαγε, δε συνιστούν αποτέλεσμα με την τεχνική έννοια του όρου, αφού με τη δημόσια
τελούμενη πρόκληση, διέγερση κ.λπ. δεν επενεργεί ο δράστης επί του υλικού αντικειμένου που
ενσαρκώνει το νομικό αντικείμενο (έννομο αγαθό), αλλά επενεργεί σε τρίτα πρόσωπα
προκαλώντας μεν μία κάποια μεταβολή στον εξωτερικό κόσμο, η οποία, ωστόσο, στερείται
αναφοράς προς το έννομο αγαθό κι έτσι δεν παράγεται από αυτήν άδικο αποτελέσματος, δε
θεμελιώνουν τόπο επέλευσης αποτελέσματος και εντεύθεν τόπο τέλεσης του εγκλήματος.
Εξάλλου, η συμπεριφορά του δράστη ολοκληρώνεται με την εξωτερίκευση και συγκεκριμένα
με την ολοκλήρωση της απεύθυνσής του σε άλλο φυσικό πρόσωπο, είτε αυτή λαμβάνει χώρα
δια ζώσης είτε μέσω των καινούριων τεχνολογιών μετάδοσης εικόνας και ήχου (κυρίως
διαδίκτυο και τηλεόραση). Η ολοκλήρωση δε στις ως άνω περιπτώσεις επέρχεται αντίστοιχα με
την εξωτερίκευση του λόγου και με την πληκτρολόγηση των εντολών εκ μέρους του χρήστη
ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή με τη χρήση του ποντικιού ή και προφορικά πλέον μέσω
ειδικών προγραμμάτων στα «έξυπνα» τηλέφωνα)2192, ενώ όλα τα υπόλοιπα (αντίληψη του
μηνύματος και αντίληψη του νοήματος-περιεχομένου αυτού2193), θα τα κάνει, αν βέβαια τα
κάνει, μόνος του ο αποδέκτης. Συνεπώς, ανήκουν αποκλειστικά στον τελευταίο και δεν
αποτελούν μέρος της αξιόποινης ενέργειας, ώστε να θεμελιώνουν, αναλόγως με το πού
επέρχονται, και τόπο τέλεσης του εγκλήματος.
Επομένως, στην περίπτωση που ο δράστης αναρτήσει στην αλλοδαπή μέσω του
διαδικτύου και συγκεκριμένα μέσω της χρήσης του υπολογιστή του ή του «έξυπνου»
τηλεφώνου του δεδομένα (π.χ. ρατσιστικά σχόλια, βίντεο, εικόνες κ.λπ.), ακόμα και αν τα
δεδομένα αυτά προβληθούν και γίνουν αντιληπτά στην Ελλάδα από χρήστες που είδαν ή άκου-
σαν τα βίντεο ή διάβασαν τα σχόλια, δεν μπορεί να θεωρηθεί η αντίληψη αυτή ως αποτέλεσμα
με την τεχνική έννοια του όρου2194, επεκτείνοτας ανεπίτρεπτα και εσφαλμένα την έννοια του
αποτελέσματος λόγω απαγορευμένης αναλογικής ερμηνείας του σχετικού όρου σε βάρος του
κατηγορουμένου και όχι επιτρεπτής διασταλτικής ερμηνείας κείμενης εντός του δυνατού
λεκτικού - γλωσσικού νοήματος της έννοιας αποτέλεσμα2195, κι έτσι δε δύναται να θεμελιωθεί
ως τόπος τέλεσης του εγκλήματος και η Ελλάδα, κατ’ άρθρο 16 ΠΚ, παρά μόνο η αλλοδαπή2196.

2192 Βλ. Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 167-168 με αναφορά στους


Hilgendorf/Frank/Valerius, Computer- und Internetstrafrecht, Rn. 233, Morozinis, GA 2011, 476·
Busching, MMR 2015, 296.
2193 Με την προβολή συνήθως της διαδικτυακής ανάρτησης.

2194 Πρβλ. όμως και Δ. Κιούπη, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 566.

2195 Για την εννοιολογική οριοθέτηση της επιτρεπόμενης διασταλτικής ερμηνείας από την

απαγορευμένη αναλογία βλ., μεταξύ άλλων, και τις παρατηρήσεις του Λ. Μαργαρίτη σε ΣυμβΠλημΕδέσ
34/1977, Αρμεν 1978, σ. 991 επ.
2196 Πρβλ. όμως και την άποψη του Δ. Κιούπη, Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων και το

διαδικτυακό έγκλημα, όπ.π.,, 2017, σ. 352 επ., ο ίδιος, όπ.π., ΠοινΧρον 2014, σ. 569 καθώς και
παλιότερα ο ίδιος, όπ.π., ΠΛογ 2001, σ. 407, βασιζόμενος στον K. Cornils, Der Begehungsort von

[543]
4. Συμπεράσματα

Στην περίπτωση του διαδικτυακού εγκλήματος, εκείνου δηλαδή που τελείται με τη


χρησιμοποίηση του διαδικτύου ως μέσου τέλεσης (είτε πρόκειται για παραδοσιακό έγκλημα
είτε για έγκλημα που εκ της τυποποίησής του έχει ως σημείο αναφοράς κάποιο πληροφοριακό
σύστημα), ο προσδιορισμός του τόπου τέλεσης αυτού και εντεύθεν η θεμελίωση ή μη ποινικής
δικαιοδοσίας της ελληνικής έννομης τάξης φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι ένα περίπλοκο
ζήτημα γεμάτο ιδιαιτερότητες. Στον αναφυόμενο προβληματισμό πρόσθετα ζητήματα
εγείρονται από την ιδιαίτερη τυποποίηση των εγκλημάτων του Ν. 927/1979 και την ένταξή
τους σε συγκεκριμένες κατηγορίες (είναι τυπικά ή ουσιαστικά; Είναι εγκλήματα
διακινδύνευσης και αν ναι, τι είδους; Υπαρχει τυποποιημένο αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη
κατηγορία;). Μολονότι η διεθνής επιστημονική συζήτηση για τα τοπικά όρια ισχύος των
ποινικών νόμων εκκινείται μεν από ορθές αφετηρίες και συγκεκριμένα από την ανάγκη για
έναν έλλογο περιορισμό της εθνικής δικαιοδοσίας της εκάστοτε έννομης τάξης, ώστε να μην
εγείρονται ζητήματα σύγκρουσης πολυάριθμων δικαιοδοσιών, και ταυτόχρονα για
αποτελεσματική αντιμετώπιση εγκληματικών διαδικτυακών πράξεων στις οποίες η δεξιοτεχνία
και η μέριμνα του δράστη μπορεί και να οδηγήσει σε ατιμωρησία, η μόνη σίγουρη και ασφαλής
τοποθέτηση στο σχετικό ερώτημα για την ελληνική έννομη τάξη, τουλάχιστον με τα μέχρι
σήμερα δεδομένα, πραγματοποιείται με αναγωγή στους παραδοσιακούς και εμπεδωμένους
κανόνες του ποινικού δόγματος. Πέρα από την ασφάλεια δικαίου που εξασφαλίζει η
ομοιόμορφη εφαρμογή των θεωρητικά και νομολογιακά επεξεργασμένων κανόνων διεθνούς
ποινικού δικαίου καθώς και της διάταξης του άρθρου 16 ΠΚ, επιτυγχάνεται επιπρόσθετα και
μια άκρως ικανοποιητική επίλυση των προβλημάτων που συνεφέλκεται η χρήση του
διαδικτύου για την τέλεση εγκλημάτων και δη εκείνων που τυποποιούνται στο Ν. 927/1979,

Äußerungsdelikten im Internet, JZ 1999, σ. 394 επ. [Cornils K. (απόδοση στα ελληνικά: Πιτσελά Α. –
Μαργώνη Α.), Ο τόπος τέλεσης των εγκλημάτων έκφρασης στο διαδίκτυο, Αρμεν 2002, 360 επ.], ο
οποίος υποστηρίζει μια ευρύτερη εκδοχή της έννοιας «τόπος συμπεριφοράς», προσαρμόζοντάς την στις
τεχνικές ιδιαιτερότητες της κατά περίπτωση χρησιμοποιούμενης διαδικτυακής επικοινωνίας, σύμφωνα
με την οποία στον τόπο συμπεριφοράς υπάγεται και ο τόπος «όπου ο δράστης ολοκλήρωσε την
συμπεριφορά διά της δημοσίευσης των δεδομένων του, στον χώρο δηλ. φιλοξενίας των δεδομένων από
τους διακομιστές (servers)», με την αιτιολογία ότι εκεί ολοκληρώνεται η εξωτερίκευση του νοήματος ως
συμπεριφορά και αποκτά το κοινωνικό της νόημα, αρκεί βέβαια, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να είναι
συνειδητή η επιλογή του τόπου αποθήκευσης στους διακομιστές και όχι τυχαία. Βλ. όμως και την
αντίκρουση της θέσης αυτής από τον Ι. Μοροζίνη, Ν. 927/1979, όπ.π., 2016, σ. 170-171 και 176-187, με
επιχειρήματα και από τους Hilgendorf/Frank/Valerius, Computer- und Internetstrafrecht, Rn 240, σ.
243 και Heinrich, in: FS Weber, σ. 99-100 καθώς και την πρότασή του να θεωρηθεί, μέσω μιας
διασταλτικής τελολογικής ερμηνείας, ως τόπος επέλευσης αποτελέσματος κατά την έννοια των άρθρων
5 και 16 ΠΚ και εκείνος όπου «η (συγκεκριμένη) επικινδυνότητα της συμπεριφοράς που περιγράφεται
στην ειδική υπόσταση εξελίσσεται και μεταπίπτει σε (συγκεκριμένο) κίνδυνο … ή (a minore ad maius)
σε βλάβη για το έννομο αγαθό».

[544]
δίχως ανάγκη προσφυγής σε καινούριες κατασκευές και θεωρητικές συλλήψεις για την
οριοθέτηση της έκτασης της εθνικής μας κυριαρχίας και εντεύθεν της ποινική μας αξίωσης για
δίωξη ορισμένων εγκληματικών πράξεων.
Η μόνη μου πράγματι ένσταση επί του παραπάνω θέματος είναι ότι ενδεχομένως είναι
πλέον δικαιοπολιτικά αναγκαία μια επανατοποθέτηση όσον αφορά στον τόπο τέλεσης των
εγκλημάτων αφηρημένης συγκεκριμένης διακινδύνευσης, όταν η δυνατότητα κινδύνου που
περιγράφεται σε αυτά ως ιδιότητα της συμπεριφοράς εξελίσσεται στην κρινόμενη περίπτωση
σε κίνδυνο ή πολύ περισσότερο σε βλάβη των προστατευόμενων από τη διάταξη έννομων
αγαθών. Σε μια τέτοια περίπτωση και μόνο αναφορικά με τη δυνατότητα θεμελίωσης
ελληνικής ποινικής δικαιοδοσίας, όταν αυτός ο κίνδυνος ή η βλάβη που προέρχονται αιτιωδώς
από τη συμπεριφορά του δράστη επισυμβαίνει στην ημεδαπή, υπάρχει ανάγκη
προβληματισμού, ίσως και αποδοχής της θέσης που προτείνεται από τον Ι. Μοροζίνη2197· να
θεωρηθεί, δηλαδή, ως τόπος τέλεσης και η Ελλάδα. Εξάλλου η παραπάνω προτεινόμενη θέση
αποτελεί μια έλλογη ανασυγκρότηση του πραγματικού νοήματος των συνδυασμένα
ερμηνευόμενων διατάξεων των άρθρων 5 και 16 ΠΚ, αυτού, δηλαδή, που αποσκοπεί στην
παροχή δυνατότητας στην ελληνική έννομη τάξη να διώξει πράξεις που διαταράσσουν σε
σημαντικό βαθμό αγαθά στην επικράτειά της. Η διατάραξη αυτή, άλλωστε, δικαιολογεί το
ενδιαφέρον της να διώξει τέτοιες πράξεις. Θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ότι προς
την υιοθέτηση αυτής της εκδοχής συνηγορεί και η απάλειψη του επιθετικού προσδιορισμού
«αξιόποινο» από το νέο άρθρο 16 ΠΚ, που συνόδευε τον όρο «αποτέλεσμα» στο παλιό άρθρο
16 ΠΚ.

2197 Βλ. αμέσως προηγούμενη υποσημείωση.

[545]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[Μέσα στις αγκύλες παρατίθενται τα στοιχεία με τα οποία παραπέμπεται για λόγους συντομίας
ένα έργο εντός του κειμένου της παρούσας μελέτης, με σαφώς λιγότερες πληροφορίες
συγκριτικά με αυτές που παρατίθενται παρακάτω και οι οποίες είναι πλήρεις]

Α. Ελληνόγλωσση:

Αγγελή Ι., Διαδίκτυο (internet) και ποινικό δίκαιο. Έγκλημα στον κυβερνοχώρο
(Cybercrime – Internet Crime), ΠοινΧρον 2000, 675 επ. [Διαδίκτυο και ποινικό δίκαιο]
Αγγελόπουλου Γ., Εθνοτικές οµάδες και ταυτότητες. Οι όροι και η εξέλιξη του
περιεχομένου τους, Περιοδικό Σύγχρονα Θέµατα, Τεύχος 63, 1997, 18 επ. [Εθνοτικές οµάδες
και ταυτότητες]
Ακριβοπούλου Χ., Σημείωμα στην υπ’ αριθμ. ΜΠλημΑιγ 322/2018, ΔιΜΜΕ 2018, 202
επ.
Ακτύπη Σ.-Η., Βογιατζή Π., Καραβία Μ., Καστανά Η., Κωστοπούλου Μ.Α., Μίχα Ε.,
Μπολάνη Λ.Μ., Σανσονέτη Ν., Σταυρινάκη Τ., Τρεκλή Σ. & Τσίρλη Μ., διεύθυνση έκδοσης
Σισιλιάνος Λ.-Α., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ερμηνεία κατ’ άρθρο.
Δικαιώματα-Παραδεκτό-Δίκαιη ικανοποίηση-Εκτέλεση, 2013, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη [ΕΣΔΑ.
Ερμηνεία κατ’ άρθρο]
Ακτύπη Σ.-Η., Απαγόρευση διακρίσεων και σύμφωνο συμβίωσης στη νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΝοΒ 2015, 701 επ. [Απαγόρευση
διακρίσεων και σύμφωνο συμβίωσης]
Αλικάκου Π., Το περιστατικό βίας ή μίσους ως αξιόποινη πράξη. Η νέα διάταξη του
άρθρου 361 Β ΠΚ, ΠοινΔικ 2016, 36 επ. [Το περιστατικό βίας ή μίσους ως αξιόποινη πράξη]
Αναγνωστοπούλου Δ. (επιμ.), Εξελίξεις και Προκλήσεις στον Χώρο Ελευθερίας,
Ασφάλειας και Δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου στη
μνήμη Δημητρίου Ευρυγένη. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου,
Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ανδρουλάκη Ν., Η έννοια της βίας εν τω ποινικώ δικαίω, ΠοινΧρον 1963, 593 επ.
Ανδρουλάκη Ν., Το νέο Σύνταγμα και η ποινική δικαιοσύνη, στην έκδοση: Η επίδρασις
του Συντάγματος του 1975 επί του ιδιωτικού και Δημοσίου δικαίου, Εισηγήσεις, Δημοσιεύματα
του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, Αθήνα, 1976 [Το νέο Σύνταγμα
και η ποινική δικαιοσύνη]
Ανδρουλάκη Ν., Το τέλος μιας «θεωρίας», ΠοινΧρον 1980, 507 επ.
Ανδρουλάκη Ν., «Άσεμνο» και ποινή σήμερα. (Ταυτόχρονα μία συμβολή στο πρόβλημα
της ποινικής κύρωσης ηθικών επιταγών), ΠΧ 1981, 209 επ. [«Άσεμνο» και ποινή σήμερα]
Ανδρουλάκη Ν., Απόρρητο τραπεζικών καταθέσεων και άλλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1988,
εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα

[546]
Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. Ι. Θεωρία για το έγκλημα, Β’ έκδοση,
Αθήνα, 2006, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [ΠΔ. Γενικό Μέρος Ι. Έγκλημα]
Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. ΙΙ. Απόπειρα και Συμμετοχή, Αθήνα,
2005, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [ΠΔ. ΙΙ. Απόπειρα και Συμμετοχή]
Ανδρουλάκη Ν., Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος. ΙΙΙ. Συρροή-Παραγραφή, Αθήνα, 2008,
εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [ΠΔ. ΙΙΙ. Συρροή-Παραγραφή]
Ανδρουλάκη Ν., «Επιστήμη» και Μεταφυσική στο Ποινικό Δίκαιο, ΠοινΧρον Λ’ (1980),
385 επ.
Ανδρουλάκη Ν., Μαγκάκη Γ.Α., Μανωλεδάκη Ι., Σπινέλλη Δ., Σταμάτη Κ. & Ψαρούδα -
Μπενάκη Α., (επιμέλεια Σπινέλλη Δ.), Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα. Άρθρα 1-
133, Αθήνα, 2005, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [ΣυστΕρμηνΠΚ]
Ανθόπουλου Χ., Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία της πληροφόρησης. Ένα
Συνταγματικό Δίλημμα, 2000, εκδ. Παπαζήση [Προστασία κατά του ρατσισμού και ελευθερία
της πληροφόρησης]
Ανθόπολου Χ., Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου ως συνταγματικό πρόβλημα,
ΕΕΕυρΔ 2001, 31 επ. [Η απαγόρευση του ρατσιστικού λόγου]
Αντωνίου Θ., Ένδικα βοηθήματα δημόσιου δικαίου κατά των ρατσιστικών επιθέσεων
και διακρίσεων – Μια συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος, ΝοΒ
1997, 57 επ. [Ένδικα βοηθήματα δημόσιου δικαίου κατά των ρατσιστικών επιθέσεων και
διακρίσεων]
Αντωνόπουλου Γ., Επικίνδυνο χιούμορ: Η «Ανέκδοτη» Εγκληματοποίηση των
Μεταναστών στην Ελλάδα, ΠοινΔικ 2004, 600 επ. [Επικίνδυνο χιούμορ]
Αντωνόπουλου Γ., Εθνοτικές και «φυλετικές» μειονότητες και μετανάστες ως θύματα,
ΠοινΔικ 2007, 1041 επ.
Αποστολάκη Γ., Η ποινική καταστολή των φυλετικών, εθνικών και θρησκευτικών
διακρίσεων, ΠοινΔικ 2002, 1184 επ.
Αποστολόπουλου Α., Ποινική καταστολή του ρατσιστικού λόγου και του ρατσιστικού
εγκλήματος στην περίοδο της κρίσης, 1683 επ. σε: Μ. Γασπαρινάτου (Εκδ. Επιμ.), Έγκλημα
και ποινική καταστολή σε εποχή κρίσης. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Ν. Κουράκη,
Αθήνα, 2016, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Βαθιώτη Κ. (επιμ.), Απόφαση βαυαρικού Ακυρωτικού της 17.12.1996 - 2 StR 178/1996,
με σχόλια των J. Peglau και G. Jakobs, ΠοινΧρον ΜΗ/1998, 694 επ.
Βαθιώτη Κ., Η «στενή σχέση» μεταξύ βασικού εγκλήματος και βαρύτερου
αποτελέσματος στην θανατηφόρο σωματική βλάβη, ΠοινΧρον 2001, σ. 851 επ.
Βαθιώτη Κ., Στοιχεία Ποινικού Δικαίου. Γενικό Μέρος, 2007, Νομική Βιβλιοθήκη
Βασματζίδη Χ., Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια.
Συνταγματικά ζητήματα (Συγχρόνως μία σύντομη προσέγγιση των θεωριών της έννοιας του
εννόμου αγαθού), ΕΔΔΔΔ 1/2015, 22 επ. [Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα
στην ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα]

[547]
Bemmann G., (μετάφραση: Παρασκευόπουλου Ν.), Ελευθερία της γνώμης και ποινικό
δίκαιο, Αρμεν 1981, 181 επ.
Βλαχόπουλου Σ., Ρατσιστικός λόγος και ελευθερία της έκφρασης. Σημείωμα στις υπ’
αριθμ. ΤριμΠλημΑιγ 47 και 49/2019 ΔιΜΜΕ 2019, 542 επ. [Ρατσιστικός λόγος και ελευθερία
της έκφρασης]
Βόλη Α., Η ποινική υπόσταση της άρνησης ιστορικού γεγονότος υπό το πρίσμα της
απόφασης Perincek κατά Ελβετίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, ΤοΣ 2014, 293 επ. [Η ποινική υπόσταση της άρνησης
ιστορικού γεγονότος]
Βούλγαρη Χ., Τα εγκλήματα μίσους, ΠοινΔικ 2010, 711 επ.
Βούλγαρη Χ., Τα εγκλήματα μίσους και η ποινική αντιμετώπισή τους στην Ελλάδα,
ΠοινΔικ 2015, 275 επ.
Γαζάκη Α., Συρρή Δ. & Τάκη Α., Ρατσισμός και διακρίσεις στην Ελλάδα σήμερα. Ίδρυμα
Χάινριχ Μπελ Ελλάδας (Heinrich Boll Stiftung), Θεσσαλονίκη, 2014 [Ρατσισμός και διακρίσεις
στην Ελλάδα σήμερα]
Γαζή Α., Η επίδρασις του Συντάγματος επί του Αστικού Δικαίου, στην έκδοση: Η
επίδρασις του Συντάγματος του 1975 επί του ιδιωτικού και επί του δημοσίου δικαίου,
Εισηγήσεις, Δημοσιεύματα του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου,
Αθήνα, 1976 [Η επίδρασις του Συντάγματος επί του Αστικού Δικαίου]
Γάφου Η., Ποινικόν Δίκαιον. Γενικόν Μέρος. Έκδοσις Βα. Τεύχος Αον, Αθήνα, 1973
Γέροντα Α., Η αρχή της αναλογικότητας στο γερμανικό δημόσιο δίκαιο, ΤοΣ 1983, 20
επ.
Γιαννακούλα Α., Έγκλημα και ποινή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η προσέγγιση των
ορισμών των εγκλημάτων και των ποινών στο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης,
Αθήνα, 2015, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη [Έγκλημα και ποινή στην Ε.Ε.]
Γιαννακούλα Α., Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού: επίκαιρες στοχεύσεις και
προκλήσεις. Προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, σε «Προστασία Θεμελιωδών Δικαιωμάτων
‒ Κρίσιμα ζητήματα στον Ευρωπαϊκό Χώρο» του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού
Οικονομικού Δίκαιου, επιμέλειας Δεληγιάννη Χ., Γαϊτενίδη Ν. & Κόνιαρη Β., 2018, 89 επ. [Η
ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού]
Γιαννίδη Ι., Η χρησιμότητα και επάρκεια της Δογματικής του Ποινικού Δικαίου στο
κατώφλι του 21ου αιώνα, ΠοινΧρον 2002, 580 επ.
Γιαννούλη Γ., Ενάντιες και αντιφατικές έννοιες/κρίσεις στο Ποινικό Δίκαιο. Μία
διαχρονική εστία δογματικών προβλημάτων, ΠοινΧρον 2013, 646 επ. [Ενάντιες και
αντιφατικές έννοιες/κρίσεις στο Ποινικό Δίκαιο]
Γούλα Δ. - Κοφίνη Σ., Ο νέος νόμος 4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων:
Μία πρώτη ερμηνευτική και κριτική προσέγγιση, ΕΕΡΓΔ 2016, 1303 επ. [Ο νέος νόμος
4443/2016 για την απαγόρευση των διακρίσεων]

[548]
Γρηγορίου Α., Η έκταση της μετανάστευσης στην Ελλάδα. Δικαιώματα και υποχρεώσεις
αλλοδαπών, ΔΔίκη 2008, 553 επ. [Η έκταση της μετανάστευσης στην Ελλάδα]
Cornils K. (απόδοση στα ελληνικά: Πιτσελά Α. – Μαργώνη Α.), Ο τόπος τέλεσης των
εγκλημάτων έκφρασης στο διαδίκτυο, Αρμεν 2002, 360 επ.
Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, Τεύχ. Α΄ και Β΄, δεύτερη
αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή, 2005, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Συνταγματικό Δίκαιο.
Ατομικά Δικαιώματα, 2η εκδ.]
Δαγτόγλου Π.Δ., Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά Δικαιώματα, τέταρτη ενημερωμένη
έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2012, εκδ. Σάκκουλα [Συνταγματικό Δίκαιο. Ατομικά
Δικαιώματα, 4η έκδ.]
Δαλακούρα Θ., Αρχή της αναλογικότητας και μέτρα δικονομικού καταναγκασμού,
Αθήνα-Κομοτηνή, 1993, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Δημητράτου Ν., Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο Ποινικό Δίκαιο,
Ποινικά 53, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Έννομο Αγαθό]
Δημητρόπουλου Α., Συνταγματικά Δικαιώματα. Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου,
Τόμος Γ’ Τεύχ. Ι – ΙΙΙ, β’ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, εκδ. Σάκκουλα [Συνταγματικά
Δικαιώματα. Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου]
Διεθνείς Συμβάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου που δεσμεύουν την Ελλάδα.
Εισαγωγικά σχόλια. Ελληνικές επιφυλάξεις – δηλώσεις. Βιβλιογραφία – χρήσιμες ιστοσελίδες.
Ενημερωμένο έως 1.11.2003 του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του
ανθρώπου. Επιμέλεια: Μπουρλογιάννη- Βράιλα Χ. και Πετρουλά Ε., 2003, εκδ. Νομική
Βιβλιοθήκη [Διεθνείς Συμβάσεις δικαιωμάτων του ανθρώπου που δεσμεύουν την Ελλάδα]
Δώδου Δ., Καφετζή Π., Μιχαλοπούλου Α. & Νικολακόπουλου Η., Ξενοφοβία και
Ρατσισμός στην Ελλάδα 1988-1992. Μια συγκριτική προσέγγιση και ορισμένες υποθέσεις με
βάση τα δεδομένα του Ευρωβαρόμετρου, εις: Διαστάσεις του Κοινωνικού Αποκλεισμού στην
Ελλάδα. Κύρια θέματα και προσδιορισμός προτεραιοτήτων πολιτικής, τ. Β’, Τέταρτη Έκδοση,
Αθήνα, 2005, ΕΚΚΕ, 321 επ. [Ξενοφοβία και Ρατσισμός στην Ελλάδα 1988-1992]
European Criminal Policy Initiative, Κείμενο αρχών για μια Ευρωπαϊκή
Αντεγκληματική Πολιτική, ΠοινΔικ 2010, 69 επ.
Ζαραφωνίτου Χ., Εγκληματολογικές προσεγγίσεις του φόβου του εγκλήματος και της
(αν)ασφάλειας, ΠοινΔικ 2006, 1031 επ.
Ζημιανίτη Δ., Παρατηρήσεις στην Υπόθεση C-105/2003, Απόφαση της 16.6.2005 του
ΔΕΚ, ΠοινΔικ 2006, 58 επ. [Παρατηρήσεις στην C-105/2003]
Ζημιανίτη Δ., Ο ρόλος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στη
συνδιαμόρφωση ενός Ευρωπαϊκού Ποινικού Χώρου, υπό το πρίσμα της πρόσφατης
νομολογίας του, ΠοινΧρον 2008, 961 επ. [Ο ρόλος του ΔΕΚ]
Ζημιανίτη Δ., Η νέα θεσμική αρχιτεκτονική για τον ευρωπαϊκό ποινικό χώρο: Ο
διάλογος για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ΠοινΔικ 2013, 439 επ. [Η νέα θεσμική
αρχιτεκτονική]

[549]
Ζύγουρα Β., Η νομική αντιμετώπιση του «ρατσιστικού φαινομένου» σε ΕΕ και Ελλάδα.
Θεσμικό πλαίσιο, διλήμματα και προβληματισμοί, ΠοινΔικ 2016, 1135 επ. [Η νομική
αντιμετώπιση του «ρατσιστικού φαινομένου» σε ΕΕ και Ελλάδα]
Ζώρα Κ., Η συνταγματική αρχή του σεβασμού και της προστασίας της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας κατά το Γερμανικόν Ομοσπονδιακόν Σύνταγμα, ΤοΣ 1978, 3 επ.
Hassemer W., (απόδοση στα ελληνικά Αραπίδου Ε.), Προβλεπόμενες εξελίξεις στη
δογματική του Ποινικού δικαίου και την αντεγκληματική πολιτική, Υπερ 2000, 3 επ.
Ιγγλεζάκη Δ., Ο μισαλλόδοξος λόγος στο διαδίκτυο και η ποινική αντιμετώπισή του με
τον Ν. 4285/2014, Συνήγορος 2015, 64 επ.
Ιωακειμίδη Π., Η Συνθήκη του Άμστερνταμ. Νέο πρότυπο ολοκλήρωσης ή σύμπτωμα
από-ολοκλήρωσης; Αθήνα, 1998, εκδ. Θεμέλιο [Η Συνθήκη του Άμστερνταμ]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων,
Θεσσαλονίκη, 1987, εκδ. Σάκκουλα [Έννοια και προβληματική των κ.ε.ε.]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο. Σύγχρονες εξελίξεις,
ΠοινΔικ 2001, 1284 επ. [Ευρωπαϊκή σύγκλιση και ποινικό δίκαιο]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ. Το ποινικό
δίκαιο μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας των πολιτών, ΠοινΔικ 2003, 538 επ. [Η έννοια του
οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Άρθρα 264-289 ΠΚ, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, 2005, εκδ. Σάκκουλα [Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, 2005]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Νεότερες εξελίξεις του ποινικού δικαίου στην Ε.Ε. και
δικαιοκρατικά ελλείμματα, ΠοινΧρον 2006, 577 επ.
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Νομολογία του ΔΕΚ και νέες δυνατότητες παρέμβασης της Ε.Ε.
στο ποινικό δίκαιο των κρατών μελών, ΠοινΔικ 2006, 476 επ. [Νομολογία του ΔΕΚ και νέες
δυνατότητες παρέμβασης της Ε.Ε.]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινικό Δίκαιο και καταχρήσεις της πληροφορικής, Αρμεν 2007,
1058 επ.
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Η πρόληψη της τρομοκρατίας και το ποινικό δίκαιο της προ-
προληπτικής καταστολής: Νέες αξιόποινες πράξεις για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας
στην Ε.Ε., ΠοινΧρον 2009, 385 επ. [Η πρόληψη της τρομοκρατίας και το ποινικό δίκαιο της
προ-προληπτικής καταστολής]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Η σημασία των θεμελιωδών αρχών του ουσιαστικού ποινικού
δικαίου για μια ευρωπαϊκή αντεγκληματική πολιτική που σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα
και το κράτος δικαίου, ΝοΒ 58 (2010), 2177 επ. [Η σημασία των θεμελιωδών αρχών του
ουσιαστικού ποινικού δικαίου]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης και αρχές ποινικοποίησης σε ευρωπαϊκό περιβάλλον, 2011
[Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας]

[550]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην
Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, 729 επ.
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Ποινική νομοθεσία και ενωσιακές επιταγές. Εθνική ενσωμάτωση
της ενωσιακής νομοθεσίας στο παράδειγμα της αντιμετώπισης της διαφθοράς, ΠοινΧρον
2015, 647 επ. [Ποινική νομοθεσία και ενωσιακές επιταγές]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., H ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας, των
εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης: προς μια ουσιαστική προστασία της
αξίας του ανθρώπου, ΠοινΔικ 2016, 97 επ. [H ποινική καταστολή της ρατσιστικής ρητορείας,
των εγκλημάτων ρατσισμού και της ρατσιστικής διάκρισης]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., H πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ σε ποινικές υποθέσεις: Η
προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ενωσιακό δίκαιο και η σημασία της για τον Έλληνα
εφαρμοστή του δικαίου, ΠοινΧρον 2017, 561 επ. [H πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ σε ποινικές
υποθέσεις]
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Βασικές αρχές του κράτους δικαίου, ο νέος Ποινικός Κώδικας και
οι τροποποιήσεις του, ΠοινΧρον 2020, σελ. 161 επ.
Καϊάφα-Γκμπάντι Μ., Μπιτζιλέκη Ν. & Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Δίκαιο των
Ποινικών Κυρώσεων, 2η έκδοση, 2016, Νομική Βιβλιοθήκη [Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων]
Κακαβούλη Κ., Η συμμετοχική ευθύνη των ενδιάμεσων παρόχων Internet στα
διαδικτυακά εγκλήματα, ΠοινΧρον 2015, 326 επ.
Καλαβρού Γ.-Ε. Φ. & Γεωργόπουλου Θ. Γ., Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θεσμικό
Δίκαιο, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη
Καλιβιανάκη Α., (επιμ. – μετάφραση) ΕΔΔΑ απόφ. της 11.6.2020 [Καταπολέμηση
διακρίσεων – Μισαλλόδοξος λόγος – Σεβασμός ιδιωτικής ζωής – Ελευθερία έκφρασης],
ΠοινΔικ 2021, σ. 146 επ.
Καμτσίδου Ι., Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου ως περιορισμός, εγγύηση και διάμεσος των
ελευθεριών, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2001 εκδ. Σάκκουλα [Η επιφύλαξη υπέρ του νόμου]
Καντ Ι., (μετάφραση Τζαβάρα Γ.), Τα θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών, 1984, εκδ.
Δωδώνη
Καραγκούνης Δ., Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παρ. 1 του άρ. 187 ΠΚ
(Παρατηρήσεις με αφορμή την υπ’ αριθμ. 71/2015 ΑΠ), ΠοινΧρον 2017, 636 επ. [Η
υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παρ. 1 του άρ. 187 ΠΚ]
Καρανικόλα Σ., Η επίδραση του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στην Ελληνική Ποινική
Έννομη Τάξη, 2012, Νομική Βιβλιοθήκη
Καρεκλά Σ., Οι δυνατότητες του Ποινικού Δικαίου για την προστασία των μειονοτήτων
και την καταπολέμηση των φαινομένων του ρατσισμού και της αντίστοιχης βίας ακροδεξιών
ομάδων. Το παράδειγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Υπερ 1995, 621 επ.
[Οι δυνατότητες του Ποινικού Δικαίου για την προστασία των μειονοτήτων]

[551]
Κατσαντώνη Α., Ανεκταί προσβολαί της τιμής κατ’ άρθρ. 367 Π.Κ. και ο ακυρωτικός
έλεγχος αυτών (Εξ αφορμής της ΑΠ 343/1971), ΠοινΧρον ΚΑ’, 609 επ. [Ανεκταί προσβολαί
της τιμής κατ’ άρθρ. 367 Π.Κ.]
Κατσαντώνη Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμος πρώτος. Η διδασκαλία περί
εγκλήματος και αι μορφαί εμφανίσεως αυτού, Αθήνα 1972, εκδ. Παρισιανού [ΠΔ. Γενικόν
Μέρος. Ι.]
Κιούπη Δ., Ποινικό δίκαιο και Internet, 1999, εκδ. Αντ.N. Σάκκουλα
Κιούπη Δ., Δημοσίευση ιστοσελίδων με αξιόποινο περιεχόμενο, ΠΛογ 2001, 397 επ.
Κιούπη Δ., Προσβολές της Τιμής. Η εξύβριση, 2009, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Κιούπη Δ., Ο τόπος τέλεσης του διαδικτυακού εγκλήματος και η απροσδόκητη
διεύρυνση της έννοιας της «ημεδαπής» (άρθρο 5 παρ. 3 ΠΚ), ΠοινΧρον 2014, 561 επ.
Κιούπη Δ., Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων και το διαδικτυακό έγκλημα. Μια
εναλλακτική πρόταση, σε Μυλωνόπουλο Χ. (επιμ.), Διεθνές Ποινικό Δίκαιο και σύγχρονη
πραγματικότητα. Προκλήσεις και προοπτικές, 1ο Διεθνές Συνέδριο, Αθήνα 3-5 Ιουνίου 2016,
Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου, Αθήνα, 2017, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας,
343 επ. [Τα τοπικά όρια ισχύος των ποινικών νόμων και το διαδικτυακό έγκλημα]
Κονταξή Α., Ποινικός Κώδικας. Τόμος Β’. Ειδικό Μέρος, Αθήνα, 1991, εκδ. Αφοί Π.
Σάκκουλα
Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου Δ., Η αρχή της αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο
δίκαιο. Εξ αφορμής της αποφάσεως 2112/1984 του ΣτΕ, 1989, εκδ. Σάκκουλα [Η αρχή της
αναλογικότητας στο εσωτερικό δημόσιο δίκαιο]
Κοτσαλή Λ., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο.
Ερμηνεία και Εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, 2014, Νομική Βιβλιοθήκη [ΕΣΔΑ & Ποινικό
Δίκαιο]
Κοτσαλή Λ., Περί της ποινικής ευθύνης αρχηγού πολιτικού κόμματος και βουλευτή για
το αδίκημα της συγκρότησης, διεύθυνσης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση (ΙδιωτΓνωμ),
ΠοινΧρον 2015, 554 επ.
Κουκιάδη Ι., Οι νεότερες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα των διακρίσεων
και της ξενοφοβίας, Μάιος 2002, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Κουράκη N., Αλλοδαποί, Μεταναστευτική πολιτική και εγκληματικότητα, ΠοινΧρον
2003, 577 επ.
Κριθαρά Θ., Ποινικό Δίκαιο και Διαδίκτυο, 2009, Νομική Βιβλιοθήκη
Κρουσταλάκη Ε., Η ελευθερία της συνείδησης και η ελευθερία έκφρασης γνώμης και
πληροφόρησης στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, στον τόμο: Οι συνταγματικές ελευθερίες
στην πράξη, Α’ Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Συνταγματολόγων στην Αθήνα, 13-15
Οκτωβρίου 1983, Αθήνα-Κομοτηνή, 1986, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα
Κρουσταλάκη Ε., Η αξία του ανθρώπου: Το ζητούμενο στην εφαρμογή του ποινικού
δικαίου, σε Τιμ. Τομ. Ι. Μανωλεδάκη, I. Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, 2005, εκδ. Σάκκουλα, 161 επ.

[552]
Κωνσταντινίδη Κ., Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια, Αθήνα-Κομοτηνή, 1987,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Ποινικό Δίκαιο και Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια]
Κωστάρα Α., Χρήση και κατάχρηση μιας αυθεντίας. Σκέψεις πάνω στις διατάξεις του
Ποινικού Κώδικα που προστατεύουν την πολιτειακή εξουσία και τη δημόσια τάξη, σε Μνήμη
Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, Τόμος Πρώτος, Αθήνα-Κομοτηνή, 1986, εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα [Χρήση και κατάχρηση μιας αυθεντίας]
Κωστάρα Α., Ποινικό Δίκαιο - Επιτομή Ειδικού Μέρους, Αθήνα-Κομοτηνή, 2007, εκδ.
Αντ. Σάκκουλα [ΠΔ. Επιτομή Ειδικού Μέρους]
Κωστάρα Α., Ποινικό Δίκαιο, Έννοιες και Θεσμοί του Γενικού Μέρους, 2η έκδοση, 2016,
Νομική Βιβλιοθήκη [ΠΔ. Έννοιες και Θεσμοί]
Landreville P., (Μετάφραση Μαγγανά Α.), Από την κοινωνική ένταξη στη διαχείριση
των κινδύνων; Οι πολιτικές και οι πρακτικές στο κεφάλαιο των ποινών, ΠοινΔικ 2005, 1461 επ.
Λίβου Ν., Επί της εξυβρίσεως με ομαδικόν χαρακτηρισμόν (Παρατηρήσεις εξ αφορμής
της ΑΠ 1427/1990, ΠοινΧρον ΜΑ’, 588 επ.), ΠοινΧρον 1991, 1217 επ. [Επί της εξυβρίσεως με
ομαδικόν χαρακτηρισμόν]
Λίβου Ν., Ο αξιόποινος εγκωμιασμός κακουργήματος [Με αφορμή την ΠλημμΑθ
34767/1996 (αποφ.) ΠοινΧρον ΜΖ΄, 690 επ.], ΠοινΧρον 1997, 723 επ.
Λίβου Ν., Ζητήματα ερμηνείας του άρθρου 187 Π.Κ., ΠοινΧρον 2015, 310 επ.
Λιούρδη Δ., Η χρηματική ποινή στους ειδικούς ποινικούς νόμους, ΠοινΧρον 2021, σ. 152
επ.
Μαγγανά Α., Χρυσανθάκη Χ., Βανδώρου Δ. & Καρατζά Λ., Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Νομολογία & Ερμηνευτικά Σχόλια, 3η Έκδοση, Νομική
Βιβλιοθήκη [ΕΣΔΑ]
Μαγκάκη Γ.Α., Το έγκλημα της διεγέρσεως των πολιτών εις μισαλλοδοξίαν, κατά το
άρθρ. 192 Π.Κ., ΠοινΧρον 1963 (ΙΓ’), 385 επ.
Μαγκάκη Γ.Α., Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, έκδοση γ’ βελτιωμένη,
Αθήνα 1984, εκδ. Παπαζήση [ΠΔ. Διάγραμμα]
Μαγκάκη Γ.Α., Θέματα τινά εφαρμογής του άρθρου 20 ΠΚ επί προσβολής του
απορρήτου των επιστολών, ΠοινΧρον ΣΤ’, 429 επ.
Μάλλιου Β., Ελευθερία έκφρασης και ρατσιστικός λόγος, Η «αθώωση Πλεύρη» και η
νομολογία του Στρασβούργου. Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. ΑΠ 3/2010, ΔιΜΕΕ 2010, 385
επ. [Ελευθερία έκφρασης και ρατσιστικός λόγος]
Μάνεση Α., Η συνταγματική προστασία της ελεύθερης κυκλοφορίας των εντύπων και η
εφαρμογή της στην πράξη, ΤοΣ, 1977, 11 επ.
Μάνεση Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, α’ ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές
παραδόσεις, δ’ έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1982, εκδ. Σάκκουλα [Συνταγματικά Δικαιώματα,
πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ’ έκδ.]
Μάνεση Α., Όψεις και αντιμετώπιση του ρατσισμού, ΤοΣ 1/2000, 13 επ.

[553]
Μανιτάκη Α., Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 25 παρ. 1
του Συντάγματος. Συμβολή στη θεωρία της διάσπασης του ανθρώπου σε «άτομο» και «μέλος
του κοινωνικού συνόλου», Αθήνα-Κομοτηνή, 1981, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Το υποκείμενο των
συνταγματικών δικαιωμάτων κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος]
Μανιτάκη Α., Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, 1994, εκδ. Σάκκουλας, 1994 [Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της
συνταγματικότητας]
Μανωλεδάκη Ι., Ουσιώδη τινά ζητήματα συρροής, Αρμ 1969, 260 επ.
Μανωλεδάκη Ι., Η προστασία της δημοσίας τάξεως κατά τον Ελληνικόν Ποινικόν
Κώδικα, Θεσσαλονίκη-Aθήναι, 1970
Μανωλεδάκη Ι., Πρόκλησις και προσφορά εις τέλεσιν κακουργήματος ή
πλημμελήματος, (Άρθρον 186 ΠΚ), Θεσσαλονίκη, 1971
Μανωλεδάκη Ι., Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών, Θεσσαλονίκη, 1973
Μανωλεδάκη Ι., Η σχετικότητα της ποινικής προστασίας, στο Ν. Ανδρουλάκης και Γ.
Μαγκάκης (Επιμ.), ΠΟΙΝΙΚΑ, Αθήνα-Κομοτηνή, 1980, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Μανωλεδάκη Ι., Η τέλεση της πράξης «δημόσια» ως στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης εγκλημάτων (προδημοσίευση από τον τιμητικό τόμο για τον καθηγητή Ιωάννη
Δεληγιάννη), Αρμεν 1989, σ. 1 επ. [Η τέλεση της πράξης «δημόσια» ως στοιχείο της α.υ. των
εγκλημάτων]
Μανωλεδάκη Ι., 7 θέσεις για το Δίκαιο και τη Δικαιοσύνη, Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, εκδ.
Αντ. Ν. Σάκκουλα
Μανωλεδάκη Ι., Επιβουλή της δημόσιας τάξης, Άρθρα 183-197 ΠΚ, έκδοση δεύτερη,
Θεσσαλονίκη, 1994, εκδ. Σάκκουλα [Επιβουλή της δημόσιας τάξης]
Μανωλεδάκη Ι., Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, Θεσσαλονίκη,
1998, εκδ. Σάκκουλα [Το έννομο αγαθό]
Μανωλεδάκη Ι., Προβληματισμοί για τη συγκρότηση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού
δικαστικού χώρου, Υπερ 1999, 1091 επ.
Μανωλεδάκη Ι., Η νέα διεθνοποίηση του ποινικού δικαίου και ο κίνδυνος υποβάθμισης
του νομικού μας πολιτισμού, Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας
Μανωλεδάκη Ι., Μπορεί να επιβιώσει το Ποινικό Δίκαιο - όπως διαμορφώθηκε μέχρι
σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο - και στο νέο αιώνα; Υπερ 2000, 15 επ.
Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή γενικού μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, ζ’ έκδοση,
Θεσσαλονίκη, 2005, εκδ. Σάκκουλα [Επιτομή γενικού μέρους, έκδ. ζ’]
Μανωλεδάκη Ι., Ασφάλεια και ελευθερία: Ερμηνεία του Ν. 2928/2001 για το
οργανωμένο έγκλημα και σχετικά κείμενα, Θεσσαλονίκη, 2002, εκδ. Σάκκουλα [Ασφάλεια και
ελευθερία]
Μανωλεδάκη Ι., «Άρθρο 7 παρ. 1», σε: Γ. Κασιμάτης και Κ. Μαυριάς (επιμ.), Ερμηνεία
του Συντάγματος, Τόμος Α’, 2η έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003, εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλας, 16 επ.
[«Άρθρο 7 παρ. 1»]

[554]
Μανωλεδάκη Ι., Ασφάλεια κράτους ή ελευθερία; σε Μανιτάκη Α. & Τάκη Α.,
Τρομοκρατία και δικαιώματα. Από την ασφάλεια του κράτους στην ανασφάλεια δικαίου, 2003,
εκδ. Σαββάλας, 23 επ.
Μανωλεδάκη Ι., Η τέλεση της πράξης «δημόσια» ως στοιχείο της αντικειμενικής
υπόστασης εγκλημάτων (ιδίως των τελουμένων δια του τύπου), σε Ι. Μανωλεδάκη, Μελέτες
για εμβάθυνση στο ποινικό δίκαιο, 1978-2004, στ’ έκδοση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, εκδ.
Σάκκουλας [Η τέλεση της πράξης «δημόσια»]
Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο. Γενική Θεωρία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, εκδ.
Σάκκουλα [ΠΔ. Γενική Θεωρία]
Μανωλεδάκη Ι., Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια. Το τρίπτυχο της ιδανικής
πολιτείας, σε Τιμ. Τομ. Ι. Μανωλεδάκη, I. Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, 2005, εκδ. Σάκκουλα, 49 επ. [Δημοκρατία – Ελευθερία – Ασφάλεια]
Μανωλεδάκη Ι./Παρασκευόπουλου Ι., Εγχειρίδιο Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος,
1999
Μανωλεδάκη Ι. – Prittwitz C. (επιμ.), Η ποινική προστασία της ανθρώπινης
αξιοπρέπειας, Ελληνογερμανικό Συμπόσιο, Θεσσαλονίκη, 1995, εκδ. Σάκκουλα
Μαργαρίτη Λ., Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΘεσ 1549/1978, Αρμεν 1978, 984 επ.
Μαργαρίτη Λ., Παρατηρήσεις στην ΣυμβΠλημΕδέσ 34/1977, Αρμεν 1978, 991 επ.
Μαργαρίτη Λ., Παρατηρήσεις στην ΤριμΠλημΒερ 1227/1976, Αρμεν 1979, 322 επ.
Μαργαρίτη Λ., Οι εξωτερικοί όροι του αξιοποίνου, Θεσσαλονίκη, 1983
Μαργαρίτη Λ., Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια – Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και Σχέδιο
Νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Υπερ 1996, 467 επ.
Μαργαρίτη Λ., Εγκληματική Οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ): χαρακτήρας του εγκλήματος
ως διαρκούς ή στιγμιαίου – Εκκρεμοδικία, ΠοινΔικ 2005, 1429 επ. [Εγκληματική Οργάνωση
(άρθρο 187 ΠΚ)]
Μαργαρίτη Λ., Γνώση της κατηγορίας και βαρύτερος χαρακτηρισμός της πράξεως,
ΠοινΔικ 2014, 510 επ.
Μαργαρίτη Λ./Παρασκευόπουλου Ν. - Νούσκαλη Γ., Ποινολογία, Άρθρα 50-133 ΠΚ,
έκδοση 8η, 2016, εκδ. Σάκκουλα
Μαργαρίτη Μ., (επιμ. Άντα Μαργαρίτη), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, 4η
έκδοση, Αθήνα, 2020, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία-Εφαρμογή]
Martin D., Οι φυλετικές διακρίσεις και το Κοινοτικό Δίκαιο της Επιτροπής Ευρωπαϊκών
Κοινοτήτων (Βρυξέλλες), ΝοΒ 1997, 931 επ.
Μαυριά Κ., Η ελευθερία του πολιτικού λόγου κατά το Σύνταγμα των Η.Π.Α. : συμβολή
στη μελέτη των ατομικών ελευθεριών, Αθήνα-Κομοτηνή, 1978, εκδ. Αντ. Σάκκουλα,
Μαυριά Κ., Συνταγματικό δίκαιο, γ’ έκδοση κατά το αναθεωρημένο Σύνταγμα και τους
εκτελεστικούς του νόμους, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Συνταγματικό
Δίκαιο]

[555]
Μαυροειδάκου Α., Κριτική προσέγγιση του ρατσιστικού εγκλήματος σύμφωνα με τον Ν
4356/2015. Η μετάβαση από τον Ν 4285/2014 στον Ν 4356/2015, ΠοινΔικ 2016, 382 επ.
[Κριτική προσέγγιση του ρατσιστικού εγκλήματος]
Μιλ Τζ. Στ., Περί Ελευθερίας, μτφρ. Μπαλή N., Αθήνα, 1983, εκδ. Επίκουρος
Μοροζίνη Ι., Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης, Ερμηνευτική
προσέγγιση των άρθρων 1 παρ. 1, 2 ν. 927/1979 de lege lata και de lege ferenda με αφετηρία
την ΟλΑΠ 3/2010 και την απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ αντίστοιχα, ΠοινΧρον 2010, 446
επ. [Απαγόρευση διακρίσεων και ελευθερία της έκφρασης]
Μοροζίνη Ι., Κίνδυνος και επικινδυνότητα ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης,
ΠοινΧρον 2015, 486 επ.
Μοροζίνη Ι., Ν. 927/1979 «Περί κολασμού πράξεων ή ενεργειών αποσκοπουσών εις
φυλετικάς διακρίσεις» (ΦΕΚ Α΄ 139/28.06.1979), Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι [σε κινητά τεύχη],
Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Τόμος I, Επιμέλεια: Παύλου Στέφανος, Σάμιος Θωμάς, 5 η ενημέρωση,
Οκτώβριος 2016, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [Ν. 927/1979, Ερμηνεία κατ’ άρθρο]
Μοροζίνη Ι., Παρατηρήσεις στην υπ’ αριθμ. 2383/2015 ΜονΠλημμΡεθυμν, ΠοινΧρον
2017, 450 επ.
Μουζάκη Δ., Επί της ποινικής αρμοδιότητας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Μια κριτική
προσέγγιση, ΠοινΧρον 2004, 485 επ.
Μπέκα Γ., Η χρονική επέκταση ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων. [Ερμηνεία
των άρθρων 2 & 3 ΠΚ]. Αθήνα-Κομοτηνή, 1992, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Η χρονική επέκταση
ισχύος των ουσιαστικών ποινικών νόμων]
Μπέκα Γ., Η διαδοχή συλλογισμών για την κατάφαση ποινικής ευθύνης στα εγκλήματα
κατά της τιμής, Υπερ 1996, 1253 επ.
Μπέκα Γ., Η αιτιώδης συνάφεια στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα, Τιμητικός Τόμος για
τον Καθηγητή Δ. Σπινέλλη, τόμος Α’, 2001, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 129 επ. [Η αιτιώδης
συνάφεια στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα]
Μπέκα Γ., Οι νομιζόμενοι λόγοι άρσης του αδίκου και το άρθρο 23 εδ. α’ στοιχ. β’ ΠΚ,
ΠΛογ 2003, 29 επ.
Μπέκα Γ., Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, Αθήνα, 2004,
εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας
Μπέκα Γ., Πρακτική διδασκαλία ποινικού δικαίου, Α. Γενικό Μέρος, Αθήνα, 2005, εκδ.
Π.Ν. Σάκκουλας [Πρακτική διδασκαλία ΠΔ. ΓΜ]
Μπιτζιλέκη Ν., Η διαφθορά ως νομικό και πολιτικό πρόβλημα, ΠοινΧρον 2009, 97 επ.
Μπιτζιλέκη Ν., Θεμελίωση και φύση του Διεθνούς Ποινικού Αδίκου, ΠοινΧρον 2010,
785 επ.
Μπουρόπουλου Α., Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος: κατ’ άρθρον, Αθήναι-
Θεσσαλονίκη, 1964, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα

[556]
Μπρακουμάτσου Π., Εγκλήματα διακινδύνευσης – Εγκλήματα κοινού κινδύνου.
Διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών και της υδάτινης ασφάλειας, ΠοινΔικ 2008, 760
επ.
Μπρεδήμα Α., Οι ρυθμίσεις και διαδικασίες της UNESCO κατά των διακρίσεων, ΝοΒ
1997, 952 επ.
Μυλωνόπουλου Χ., Τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα, Δογματική
θεμελίωση, Αθήνα – Κομοτηνή, 1984, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Τα εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα]
Μυλωνόπουλου Χ., Ο τόπος τέλεσης του εγκλήματος (άρθρο 16 ΠΚ) από πλευράς
διεθνούς ποινικού δικαίου, ΝοΒ 1988, 285 επ.
Μυλωνόπουλου Χ., Η επίδραση του κοινοτικού δικαίου στο ελληνικό ποινικό δίκαιο,
Υπερ 1991, 1061 επ.
Μυλωνόπουλου Χ., «Γλωσσικό νόημα» του ποινικού κανόνα και «αληθής βούληση» του
ιστορικού νομοθέτη. Η περίπτωση του άρθρου 263Α ΠΚ, ΠοινΧρον 1993, 353 επ. [«Γλωσσικό
νόημα» του ποινικού κανόνα και «αληθής βούληση» του ιστορικού νομοθέτη]
Μυλωνόπουλου Χ., Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, 1993, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Μυλωνόπουλου Χ., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τα εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας
και της Περιουσίας (Άρθρα 372 – 406 ΠΚ), Αθήνα, 2006, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας [ΠΔ. Ειδικό
Μέρος. Τα εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας και της Περιουσίας]
Μυλωνόπουλου Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα, 2007, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας
[ΠΔ. Γενικό Μέρος. Ι.]
Μυλωνόπουλου Χ., Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος ΙΙ, Απόπειρα – Συμμετοχή – Συρροή,
Αθήνα, 2008 [ΠΔ. Γενικό Μέρος. ΙΙ.]
Μυλωνόπουλου Χ., Κοινοτικό Ποινικό Δίκαιο και Γενικές Αρχές του Κοινοτικού
Δικαίου, ΠοινΧρον 2010, 161 επ.
Μυλωνόπουλου Χ., Ποινικό δόγμα και διεθνοποίηση της ποινικής δικαιοσύνης –
Πρόοδος ή οπισθοδρόμηση, ΠοινΧρον 2010, 865 επ.
Μυλωνόπουλου Χ., Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η
ουσιαστική νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου και η σημασία της ποινικής
δογματικής για τη διαμόρφωσή του, ΠοινΧρον 2011, 81 επ. [Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο
μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας]
Μυλωνόπουλου Χ., Νομοθετικές επεμβάσεις και νομολογιακές επινοήσεις. Πόσο
αναγκαίες είναι;, ΝοΒ 63 (2015), 1177 επ.
Μυλωνόπουλου Χ., Η ανάγκη μιας γενικής θεωρίας ποινικού δικαίου για την
διαμόρφωση αποτελεσματικών και δίκαιων διεθνών ποινικών κανόνων, ΠοινΧρον 2017, 401
επ..
Μυλωνόπουλου Χ., Χωρεί έκδοση στις ΗΠΑ για νομιμοποίηση κρυπτονομισμάτων
(bitcoin) προερχομένων από εγκληματική δραστηριότητα; ΠοινΧρον 2018, 177 επ.

[557]
Μυλωνόπουλου Χ., Ζητήματα απόπειρας κατά το νέο Ποινικό Κώδικα, ΠοινΧρον 2020,
σ. 321
Μυλωνόπουλου Χ., Ποινικό Δίκαιο. Γενικό Μέρος, 2η έκδοση, Αθήνα, 2020, εκδ. Π. Ν.
Σάκκουλας
Νάσκου-Περράκη Π. (επιμ.), Η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην
Ελλάδα και στην Ευρώπη, Εισηγήσεις και συζητήσεις, Πρακτικά Συνεδρίου, 20 Νοεμβρίου
1999, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, Κείμενα Επικαιρότητας 9,
Αθήνα-Κομοτηνή, 2000, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Η καταπολέμηση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη]
Νάσκου-Περράκη Π., Ρατσισμός και ξενοφοβία στην Ευρώπη: από την έκθεση
Ευρυγένη στην πρόσφατη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άλλων ευρωπαϊκών
οργανισμών, ΕΕΕυρΔ 2001, 2 επ. [Ρατσισμός και ξενοφοβία στην Ευρώπη]
Νάσκου–Περράκη Π., Μηχανισμοί Προστασίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Διεθνείς
Πράξεις, θεωρία και πρακτική. Συμβολή: Κ. Χαΐνογλου, Μ. Βάγιας. Δημοσιεύματα Έδρας
UNESCO Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Αθήνα, 2009, εκδ. Θέμις [Μηχανισμοί Προστασίας
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου]
Neumann U., (απόδοση στα ελληνικά Κιούπη Δ.), Ποινικό δίκαιο χωρίς σύνορα, ΠΛογ
2006, 731 επ.
Νούσκαλη Γ., Οι προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου κατά το άρθρο 1 Ν
927/1979 στα πρόσφατα νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου Πάγου
(απόφαση στην υπόθεση «Lilliendahl κατά Ισλανδίας» και ΑΠ 858/2020). Ερμηνευτική
στροφή προς την κατεύθυνση ευρύτερης προστασίας κατά των διακρίσεων μετά το Ν
4285/2014), ΠοινΔικ 2021, σ. 6 επ. [Οι προϋποθέσεις τιμώρησης του ομοφοβικού λόγου κατά
το άρθρο 1 Ν 927/1979 στα πρόσφατα νομολογιακά παραδείγματα του ΕΔΔΑ και του Αρείου
Πάγου]
Πανούση Γ., Δυνητικός & επικίνδυνος κόσμος & εγκλήματα δυνητικής διακινδύνευσης,
ΠΛογ 2005, 1071 επ.
Πανταζή Θ., Η «ελευθερία» του δημόσιου ρατσιστικού λόγου, ΠοινΔικ 2018, 836 επ.
Παπαγεωργίου-Γονατά Σ., Ομαδική Εξύβριση: Έγκλημα ή Υπερβολή; Από την Ατομική
στην Ομαδική Τιμή; ΠοινΧρον 2010, 632 επ. [Ομαδική Εξύβριση]
Παπαγεωργίου-Γονατά Σ., Ο σκοπός δυσφήμησης στα εγκλήματα κατά της τιμής, 2016,
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη
Παπαδαμάκη Α., Η απόπειρα στα τυπικά εγκλήματα, σε Προβλήματα της απόπειρας
στο ποινικό δίκαιο, Πρώτη διήμερη επιστημονική συνάντηση των Τομέων Ποινικών και
Εγκληματολογικών Επιστημών των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Θράκης, Κομοτηνή 25-
26 Νοεμβρίου 1994, Αθήνα-Κομοτηνή, 1995, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 57 επ. [Η απόπειρα στα
τυπικά εγκλήματα, σε Προβλήματα της απόπειρας στο ποινικό δίκαιο]

[558]
Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο: θεωρητική θεμελίωση και συστηματική
ερμηνεία του νέου στρατιωτικού ποινικού κώδικα: εισαγωγή, θεμελιώδεις έννοιες, ουσιαστικό
μέρος, δικονομικό μέρος, Θεσσαλονίκη, 1997, εκδ. Σάκκουλας
Παπαδημητρίου Γ., «Πολιτικά Κόμματα και καταπολέμηση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας», Ελ.Επιθ.Πολ.Επιστήμης», Τεύχος 13, Μάιος 1999, 6142 επ.
Παπαδημητρίου Ζ., Ο ευρωπαϊκός ρατσισμός. Εισαγωγή στο φυλετικό μίσος. Ιστορική,
κοινωνιολογική και πολιτική μελέτη, Αθήνα, 2000, εκδ. Ελληνικά γράμματα [Ο ευρωπαϊκός
ρατσισμός]
Παπαστυλιανού Χ., Η ερμηνεία του όρου «Δημόσια Τάξη» ως περιορισμός των
ατομικών ελευθεριών στην ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα: Τα όρια της δικαιοδοτικής κρίσης του
δικαστή κατά την εφαρμογή των περιορισμών των ατομικών ελευθεριών, ΤοΣ 2003, 403 επ.
[Η ερμηνεία του όρου «Δημόσια Τάξη» ως περιορισμός των ατομικών ελευθεριών στην ΕΣΔΑ
και το Σύνταγμα]
Παπαστυλιανού Χ., Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός περιορισμός της
ελευθερίας του λόγου: Προϋποθέσεις μια σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας των σχετικών
διατάξεων του ΠΚ, ΠοινΔικ 2005, 333 επ. [Η δημόσια τάξη ως συνταγματικά αποδεκτός
περιορισμός της ελευθερίας του λόγου]
Παπαχαραλάμπους Χ., Το Σχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης για το Οργανωμένο
Έγκλημα: «aberration ictus» με ανυπολόγιστες «παράπλευρες ζημίες», ΠοινΔικ 2001, 285 επ.
Παπαχαραλάμπους Χ., Η ποινική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα
της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών, ΠοινΔικ 2007,
1434 επ.
Παπαχαραλάμπους Χ., Η ποινική αντιμετώπιση των διακρίσεων και τα προβλήματά
της, Εγκληματολογία 2013, 59 επ.
Παπαχαραλάμπους Χ., Νομοθετώντας για το μίσος. Το παράδειγμα του
αντιρατσιστικού ν. 4285/2014, ΝοΒ 2016, 209 επ. [Νομοθετώντας για το μίσος]
Παρασκευόπουλου Ν., Η διάκριση κινδύνου και βλάβης στο σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο,
σε τιμ. τόμ. για τον Δ. Σπινέλλη, τόμ. Β΄, 791 επ.
Παρασκευόπουλου Ν., Φρόνημα και καταλογισμός στο ποινικό δίκαιο, 1987, εκδ.
Σάκκουλας
Παρασκευόπουλου Ν., Ποινική ευθύνη από αυτοκαταστροφικάς πράξεις, ΕλλΕπιθΕγκλ
1989, τομ. 3-4, 58 επ.
Παρασκευόπουλου Ν., Η καταστολή της διάδοσης των ναρκωτικών στην Ελλάδα, 2η
έκδοση, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε
Παρασκευόπουλου Ν., Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου, Γενικό Μέρος: Το έγκλημα,
Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε. [Τα θεμέλια του ποινικού δικαίου]
Παρασκευόπουλου Ν., Ποινολογία, 8η έκδοση, 2016, εκδ. Σάκκουλα
Πατρίκιου Γ., Η Τριτενέργεια των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του
ατόμου, ΘΠΔΔ 5/2011, 507 επ.

[559]
Παύλου Σ., Παρατηρήσεις σε ΣυμβΠλημΚαρδ 16/1990 και 20/1990, Υπερ 1991, 918-
920
Παύλου Σ., Το διασυνοριακό έγκλημα και η σταδιακή προσαρμογή της ελληνικής
ποινικής νομοθεσίας για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή του, ΠοινΧρον 2002, 776 επ.
Παύλου Σ., Οι αρχές της φαινομενικής συρροής. Ι. Επικουρικότητα και Συρροή.
Συμβολή στη δογματική ανάλυση του αλληλοαποκλεισμού διατάξεων και της φαινομενικής
συρροής εγκλημάτων στο Ποινικό Δίκαιο, Αθήνα, 2003, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [Οι αρχές της
φαινομενικής συρροής]
Παύλου Σ., Το Ποινικό Δίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε., Μία ακόμη
(επικίνδυνη) πύλη εισόδου του ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου στο ελληνικό, ΠοινΧρον 2004,
961 επ. [Το Ποινικό Δίκαιο και οι «Αποφάσεις-Πλαίσιο» της Ε.Ε.]
Παύλου Σ., Διεθνή και Ευρωπαϊκά Κείμενα Ποινικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, Αποφάσεις-
Πλαίσια, Αθήνα, 2005, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας
Παύλου Σ., «Απορρόφηση» και «επικουρικότητα» στη φαινομένη συρροή, ΠοινΧρον
2006, 769 επ.
Παύλου Σ., Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας. Άρθρα 372-384α Π.Κ., Αθήνα, 2006, εκδ.
Π.Ν. Σάκκουλας [Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας]
Παύλου Σ., Η ποινική προστασία των «μέσων πληρωμής» στην Ε.Ε. Και μία
νομοτεχνική πρόταση για την ορθολογικότερη ενσωμάτωση της 2001/413/ΔΕΥ Αποφάσεως-
Πλαισίου «για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας που αφορούν τα μέσα
πληρωμής πλην των μετρητών» στην ελληνική έννομη τάξη, ΠοινΧρον 2010, 353 επ. [Η
ποινική προστασία των «μέσων πληρωμής» στην Ε.Ε.]
Παύλου Σ. – Κοσμάτου Κ., Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα. Συμβολή στην
ερμηνεία των άρθρων 50-133 ΠΚ (Ν 4619/2019, όπως ισχύει με Ν 4637/2019), Αθήνα –
Θεσσαλονίκη, 2020, εκδ. Σάκκουλα [Οι κυρώσεις στον νέο Ποινικό Κώδικα, 2020]
Παύλου Σ. – Μπέκα Γ., Ποινικό ΙΙΙ, Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας, Περιουσίας &
Ζωής, Αθήνα, 2011, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας [Ποινικό ΙΙΙ]
Περγαντή Β., Η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ΕΣΔΑ: Η Γνωμοδότηση
2/13 του Δικαστηρίου της ΕΕ, ΕΕΕυρΔ 2016, 27 επ. [Η προσχώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
στην ΕΣΔΑ]
Περράκη Σ., Διαστάσεις της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Προς ένα jus universalis, 2013, εκδ. Ι. Σιδέρης [Διαστάσεις της διεθνούς προστασίας των
δικαιωμάτων του ανθρώπου]
Ρετάλη Μ., Ερμηνευτική προσέγγιση του εγκλήματος της γενοκτονίας με εναύσματα
από την νομολογία των Διεθνών Δικαστηρίων», ΠοινΔικ 2007, 752 επ.
Ρούκουνα Ε., Διεθνής προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ίδρυμα
Μαραγκοπούλου για τα δικαιώματα του ανθρώπου, Αθήνα, 1995, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»
Ρουμελιώτου Στ., Οι αυτοπροσβολές από την άποψη του Ποινικού δικαίου και της
εγκληματολογίας, ΠΛογ 2006, 2385 επ.

[560]
Satzger H., (Απόδοση στα ελληνικά: Περπερίδη Χ.), Τάσεις και Προοπτικές μιας
ευρωπαϊκής πολιτικής στο χώρο του ποινικού δικαίου, ΠΛογ 2008, 477 επ.
Σατλάνη Χ. & Μαργαρίτη Λ., Είναι δυνατή η θεώρηση ενός πολιτικού κόμματος ή μιας
πολιτικής οργάνωσης ως εγκληματικής οργάνωσης; ΠοινΔικ 2013, 761 επ.
Σαχπεκίδου Ε., Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Β’ έκδοση, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, εκδ.
Σάκκουλα,
Schmidt G. M., Οι διαδικασίες των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση των
φυλετικών διακρίσεων και επιθέσεων, Κέντρο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ΟΗΕ (Γενεύη), ΝοΒ
1997, 943 επ.
Σισιλιάνου Λ.-Α,, Ο έλεγχος της συμμόρφωσης των Κρατών προς τις αποφάσεις του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: πρόσφατες εξελίξεις, σε Μαγγανά Α.,
(επιμ.), Τιμητικός Τόμος για την Αλίκη Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου: Δικαιώματα του
Ανθρώπου-Έγκλημα-Αντεγκληματική πολιτική, Αθήνα, 2003, Νομική Βιβλιοθήκη, 1205 επ. [Ο
έλεγχος της συμμόρφωσης των Κρατών προς τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου]
Σισιλιάνου Λ.-Α., Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’
άρθρο, Δικαιώματα-Παραδεκτό-Δίκαιη ικανοποίηση-Εκτέλεση, 2017, Νομική Βιβλιοθήκη
[Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ερμηνεία κατ’ άρθρο]
Σκανδάμη Μ., Μετανάστες και ρατσισμός. Με αφορμή την ύψωση της ελληνικής
σημαίας, ΠοινΔικ 2004, 330 επ.
Σκιάδη Γ., Απαρτχάιντ σε Α. Κεσόπουλου (Επιμ.), Τα μεγάλα ιστορικά αινίγματα της
εποχής μας (από το 1940 έως το 1995), Ο κόσμος σε αναστάτωση, τόμος 13, 123 επ., Αθήνα,
εκδ. Αλέξανδρος [Απαρτχάιντ]
Σκουρή Β. & Βενιζέλου Β., Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων,
Θεσσαλονίκη, 1985, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Σπινέλλη Δ., Το έννομον αγαθόν και η σημασία του εις την σύγχρονον διδασκαλίαν του
ποινικού δικαίου, ΠοινΧρον 1971 (ΚΑ’), 721 επ. [Το έννομον αγαθόν]
Σπινέλλη Δ., Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως,
ΠοινΧρον 1973, 241 επ.
Σπινέλλη Δ., Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποινοι αυτού προσβολαί, 1976 [Το
έννομον αγαθόν της τιμής]
Σπινέλλη Δ., Ζητήματα από την επίδραση του Συντάγματος του 1975 στο ποινικό δίκαιο,
ΕΕΝ 1980, 849 επ.
Σπινέλλη Δ., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Εγκλήματα
κατά της τιμής (άρθρα 361-369 ΠΚ), β’ έκδοση, 1982, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα [Εγκλήματα κατά
της τιμής, πανεπιστημιακές Παραδόσεις]
Σπινέλλη Δ., Το Corpus Juris για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, Υπερ 1999, 3 επ.

[561]
Σπινέλλη Δ., Το έννομο αγαθό της τιμής και οι αξιόποινες προσβολές του (τριάντα
χρόνια μετά), ΠοινΧρον 2006, 961 επ. [Το έννομο αγαθό της τιμής- τριάντα χρόνια μετά]
Σπινέλλη Δ., Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Εγκλήματα κατά της τιμής, άρθρα 361-369
ΠΚ, 2015, Νομική Βιβλιοθήκη [Εγκλήματα κατά της τιμής]
Σπυράκου Δ., Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων: Επίσημη στάση και πραγματικότητα,
Υπεράσπιση 1993, 37 επ. [Ποινικοποίηση των βασανιστηρίων]
Σπυράκου Δ., Η κριτική λειτουργία της έννοιας του έννομου αγαθού, 1996, εκδ. Αντ. Ν.
Σάκκουλα.
Σπυράκου Δ., Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή παραμόρφωση του
Ποινικού δικαίου, Μνήμη ΙΙ (Δασκαλόπουλου, Σταμάτη, Μπάκα), τ. Α΄, 1996 [Η ποινική
ευθύνη των επιχειρήσεων]
Σπυρόπουλου Φ., Η Ερμηνεία του Συντάγματος, Εφαρμογή ή υπέρβαση της
παραδοσιακής μεθοδολογίας του δικαίου; Αθήνα- Κομοτηνή, 1999
Στάγκου Π., Η κοινοτική αρμοδιότητα στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας. Η πολιτική επιχειρηματολογία και τα νομικά προβλήματα που ανακινούνται από
πρόσφατες προτάσεις για τη θεσμοθέτησή της, Αρμεν. 1996, 818 επ. [Η κοινοτική αρμοδιότητα
στην καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας]
Στάγκου Π.Ν. & Σαχπεκίδου Ε. Ρ., Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2000, εκδ. Σάκκουλα
Στάγκου Π., Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην κοινοτική
έννομη τάξη. Η σχέση της με τη συνταγματική εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, 2004, εκδ. Σάκκουλα [Η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων
στην κοινοτική έννομη τάξη]
Σταθόπουλου Μ., Αναλογικότητα, εύλογη αποζημίωση και αναιρετικός έλεγχος, ΝοΒ
2010, 833 επ.
Στάικου Α., Επίτομος Ερμηνεία Ελληνικού Ποινικού Κώδικος, τ. Β’, 1955, εκδ. Μ.
Φραγκούλη
Σταμάτη Κ., Η συρροή ποινικών νόμων εν γένει και η μη τιμωρητή προτέρα ή υστέρα
πράξις, 1967 [Η συρροή ποινικών νόμων]
Σταμάτη Κ., Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, επιτομή, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009,
εκδ. Σάκκουλα [Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, επιτομή]
Στεφανίδου Α., Έγκλημα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά: Ανάλυση των διατάξεων του
άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα, Αρμεν 2019, σ. 1110 επ. [Έγκλημα με ρατσιστικά
χαρακτηριστικά]
Streng F., (Μετάφραση: Πετρόπουλου Β. και Λίβου Ν.), Ο προσανατολισμός του
Ποινικού Δικαίου στις συνέπειες της πράξης και τα όριά του. Περί των κινδύνων μιας
διχοτόμησης του Ποινικού Δικαίου, ΠοινΧρον 2010, 625 επ. [Ο προσανατολισμός του
Ποινικού Δικαίου στις συνέπειες της πράξης και τα όριά του]

[562]
Συμεωνίδου - Καστανίδου Ε., Προσβολές του Πολιτεύματος. Άρθρα 134-137 ΠΚ,
Θεσσαλονίκη, 1988, εκδ. Σάκκουλα
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα
διακινδύνευσης, ΠοινΔικ 2001, 638 επ.
Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε., Η διαβάθμιση του κινδύνου στα εγκλήματα
διακινδύνευσης, σε «Οι ποινικές επιστήμες στον 21ο αιώνα», Τιμ. Τ. για τον Δ. Σπινέλλη, 2001,
τόμ. Β΄, 1051 επ.
Συμεωνίδου - Καστανίδου Ε., Η «βίαιη ριζοσπαστικοποίηση» στο στόχαστρο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΠοινΧρον 2009, 583 επ.
Συμεωνίδου - Καστανίδου Ε., Εκδηλώσεις ρατσισμού και ελευθερία της έκφρασης,
ΠοινΧρον 2013, 481 επ.
Συμεωνίδου - Καστανίδου Ε., Κατάχρηση εξουσίας & ανθρώπινα δικαιώματα, Αθήνα-
Θεσσαλονίκη, 2013, εκδ. Σάκκουλα Α.Ε.
Συμεωνίδου - Καστανίδου Ε., Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της
ξενοφοβίας στην Ελλάδα, ΠοινΧρον 2015, 729 επ.
Συμεωνίδου - Καστανίδου Ε., Προκλήσεις για τον σύγχρονο ποινικό νομοθέτη,
ΠοινΧρον 2015, 481 επ.
Τούση Α. – Γεωργίου Α., Ποινικός Κώδιξ: ερμηνεία κατ’ άρθρον, Αθήναι, 1967, Αφοί
Τζάκα
Τριανταφύλλου Α., Η έννοια του κινδύνου στα εγκλήματα συγκεκριμένης
διακινδύνευσης, ΠοινΧρον 1994, 19 επ.
Τριανταφυλλόπουλου Κ. - Σβώλου Α., ΕΕΝ 1935, σ. 456
Τσακυράκη Σ., Ο Μισαλλόδοξος Λόγος, σε Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, Επίκαιρα
Θέματα, Έτος Θ’, Τεύχος Ι, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 261 επ.
Τσακυράκη Σ., Η Ελευθερία του Λόγου στις Η.Π.Α., Αθήνα, 1997, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας
Τσάτσου Δ., Συνταγματικό Δίκαιο, Ι,α, Τρίτη έκδοση, Αθήνα-Κομοτηνή, 1982, εκδ. Αντ.
Ν. Σάκκουλα [Συνταγματικό Δίκαιο]
Τσίγκανου Ι., Η βία της κρίσης στην κοινωνία της κρίσης, Εγκληματολογία 2017, 33 επ.
Τσιλώνη Β., Η δικαιοδοσία του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, 2017, Νομική
Βιβλιοθήκη
Τσόγκα Λ., Τα εγκλήματα μίσους, Μελέτη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης,
δημοσιευμένη στην επίσημη ιστοσελίδα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης,
https://ppothess.gr/egklimata-misoys/
Φαραντούρη Ν., Σύγχρονες εγκληματικές δράσεις στο Διαδίκτυο – Εννοιολογική
προσέγγιση και ποινική αντιμετώπιση του Hacking και του φαινομένου της μόλυνσης με ιούς,
ΠοινΔικ 2003, 191 επ. [Σύγχρονες εγκληματικές δράσεις στο Διαδίκτυο]
Φελουτζή Κ., Η προβληματική της «απόπειρας» στα εκ του αποτελέσματος
διακρινόμενα εγκλήματα, Ποινικά 28, 1988

[563]
Φιλιππίδη Τ., Η προστασία των δεδικαιολογημένων συμφερόντων επί των εγκλημάτων
κατά της τιμής, Θεσσαλονίκη, 1965, εκδ. Μ. Τριανταφύλλου Υιοί
Φιλόπουλου Π., Κοινοτικό Δίκαιο και εθνικό Ποινικό Δίκαιο (Μέρος 1 ο), Συμβολή στο
έργο του έλληνα νομοθέτη και δικαστή, ΠοινΧρον 2003, 289 επ. [Κοινοτικό Δίκαιο και εθνικό
Ποινικό Δίκαιο (Μέρος 1ο)]
Φιλόπουλου Π., Κοινοτικό Δίκαιο και εθνικό Ποινικό Δίκαιο. (Μέρος 2ο). Συμβολή στο
έργο του έλληνα νομοθέτη και δικαστή, ΠοινΧρον 2003, σ. 289 επ. [Κοινοτικό Δίκαιο και
εθνικό Ποινικό Δίκαιο (Μέρος 2ο)]
Φλωρίδη Β., Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την εναρμόνιση των
εθνικών ποινικών δικαίων. Με αφορμή την απόφαση του ΔΕΚ της 13ης Σεπτεμβρίου 2005
στην υπόθεση C-176/2003, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΠοινΔικ 2006, 582 επ. [Η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για
την εναρμόνιση των εθνικών ποινικών δικαίων]
Φραγκάκη Ν., Για θέματα ρατσισμού σε Ειδική Επιτροπή Θεσμικών Προτάσεων.
Προτάσεις για μεταρρυθμίσεις της νομοθεσίας μας, με σκοπό την ευθυγράμμισή της με τις
αρχές της ΟΔΔΑ, τις διατάξεις των διεθνών κειμένων και τις σύγχρονες σχετικές αντιλήψεις
που επήγασαν από αυτήν, ΠοινΔικ 2000, 568 επ. [Για θέματα ρατσισμού σε Ειδική Επιτροπή
Θεσμικών Προτάσεων]
Φραγκάκη Ν., Η απαγόρευση των διακρίσεων στη νομολογία του ΕΔΔΑ και το
Δωδέκατο Πρόσθετο στην ΕΣΔΑ Πρωτόκολλο, ΕΕΕυρΔ Ειδικό Τεύχος 2001, 531 επ.
Franz S., Ο προσανατολισμός του Ποινικού Δικαίου στις συνέπειες της πράξης και τα
όριά του. Περί των κινδύνων διχοτόμησης του Ποινικού Δικαίου, ΠοινΧρον 2010, σ. 625 επ. [Ο
προσανατολισμός του Ποινικού Δικαίου στις συνέπειες της πράξης και τα όριά του]
Χαλκιά Α., Εγκλήματα ρατσιστικού μίσους στην Ελλάδα της κρίσης: από τη
θυματοποίηση στην προσβολή της δημοκρατίας, Εγκληματολογία 2013, 80 επ. [Εγκλήματα
ρατσιστικού μίσους στην Ελλάδα της κρίσης]
Χαλκιά Α., Όψεις των εγκλημάτων μίσους στην Ελλάδα και προτάσεις για την
αντιμετώπισή τους, 1694 επ. σε: Μ. Γασπαρινάτου (Εκδ. Επιμ.), Έγκλημα και ποινική
καταστολή σε εποχή κρίσης. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Ν. Κουράκη, Αθήνα, 2016,
εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα
Χαραλαμπάκη Α., Βασικοί προβληματισμοί ως προς την αντιμετώπιση του
διασυνοριακού εγκλήματος από το Ποινικό Δίκαιο, ΠοινΧρον 2002, 97 επ.
Χαραλαμπάκη Α., Σύνοψη Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος Ι, Το Έγκλημα, Αθήνα,
2010, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, [Σύνοψη Ποινικού Δικαίου]
Χαραλαμπάκη Α., Ποινικό Δίκαιο & Νομολογία, 2014, Νομική Βιβλιοθήκη
Χαραλαμπάκη Α., Επιτομή Ποινικού Δικαίου, Γενικό Μέρος, Αθήνα, 2016, εκδ. Π.Ν.
Σάκκουλας [Επιτομή Ποινικού Δικαίου]
Χαραλαμπάκη Α., Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Πρώτος (Άρθρα 1-
234), 2018, Νομική Βιβλιοθήκη

[564]
Χαραλαμπάκη Α., Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος Δεύτερος (Άρθρα
235 - 473), 2014, Νομική Βιβλιοθήκη
Χατζηκωνσταντίνου Κ., Προσεγγίσεις στο Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, Αθήνα, 1999,
εκδ. Ι. Σιδέρης
Χουλιάρα Α., Η ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου στο φιλελεύθερο και
δημοκρατικό κράτος δικαίου: Η ελληνική περίπτωση, ΝοΒ 2017, Τόμος 65, 1222 επ. [Η
ποινικοποίηση του μισαλλόδοξου λόγου]
Χριστόπουλου Α., Διαχρονική επισκόπηση της έννοιας και των μέτρων αντιμετώπισης
του οργανωμένου εγκλήματος εξ απόψεως ουσιαστικού ποινικού δικαίου σε επίπεδο διεθνούς,
ευρωπαϊκής και εσωτερικής δικαιοταξίας και τα χαρακτηρολογικά του στοιχεία υπό το πρίσμα
της ελληνικής νομολογίας, ΠοινΔικ 2014, 65 επ. [Διαχρονική επισκόπηση της έννοιας και των
μέτρων αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος]
Χρυσόγονου Κ., Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων στη νομολογία του
Συμβουλίου της Επικρατείας, σε Τσάτσο Δ., Η ερμηνεία του Συντάγματος, εκδόσεις Αντ. Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1995 [Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία των νόμων]
Χρυσόγονου Κ., Η «μη» εφαρμογή της ΕΣΔΑ από τα ελληνικά δικαστήρια, ΤοΣ, 2002,
677 επ.
Χρυσόγονου Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Αθήνα, 2006, Νομική Βιβλιοθήκη,
3 αναθεωρημένη έκδοση
η

Χρυσόγονου Κ. & Βλαχόπουλου Σ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, Νομική
Βιβλιοθήκη, 4η αναθεωρημένη έκδοση
Χωραφά Ν., Ποινικόν Δίκαιον, τόμος Α’, εκδ. θ’ μεταθανάτια σε επιμέλεια Σταμάτη Κ.,
Αθήναι, 1978, εκδ. Αφοί Π. Σάκκουλα [Ποινικόν Δίκαιον, επιμ. Κ. Σταμάτη]
Ψαρούδα-Μπενάκη Ά., Προς ένα «Ευρωπαϊκό» Ποινικό Δίκαιο; Σκέψεις με αφορμή το
Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, ΠοινΧρον 2003, 961 επ. [Προς
ένα «Ευρωπαϊκό» Ποινικό Δίκαιο;]
Williams A.T., (Μετάφραση: Αστερίου Ε.), Οι μεγάλες δίκες του Β’ Παγκόσμιου
Πολέμου, 2017, εκδ. Μεταίχμιο
Winkler Η. Α., (Μετάφραση: Σαλτάμπαση Α.), Βαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία, 1918-
1933, πέμπτη έκδοση, εκδ. Πόλις

[565]
Β. Ξενόγλωσση

Ambos K., European Criminal Law, Cambridge University Press, 2018


Amelung K., Rechtsgüterschutz und Schutz der Gesellschaft, 1972
Asp P., Harmonisation of Penalties and Sentencing within the EU, Bergen Journal of
Criminal Law and Criminal Justice • Volume 1, Issue 1, 2013, 53 επ.
Asp P., The Substantive Criminal Law Competence of the EU, 2012
Bell M., The New Article 13 EC Treaty: A Sound Basis for European Antidiscrimination
Law? (1999), Maastricht Journal of European and Comparative Law, 6 MJ
Bell M., Anti-Discrimination Law and the European Union, Oxford University Press,
2002
Bell M., Racism and Equality in the European Union, Oxford Studies in European Law,
Oxford University Press Inc., 2009
Brown A., Hate Speech Law. A Philosophical Examination, Routledge Publications,
2015
Brugger W., The Treatment of Hate Speech in German Constitutional Law (Part I and
II), German Law Journal, Vol. 04, No. 01, 2003, 1 επ.
Cassese A., International criminal law, Oxford University Press, New York, 2007
Cassese A., International Criminal Law, 3rd ed., Oxford University Press, 2013
Chouliaras A., Transposing the Framework Decision on Combating Racism and
Xenophobia into the Greek Legal Order, eucrim 1/2011, 39 επ.
Colliver S., Striking a balance: Hate speech, Freedom of Expression and Non-
Discrimination, Colchester, UK: Human Rights Centre, University of Essex, 1992, 162 επ.
[Striking a balance]
Craig P. - De Burca G., EU Law, Text, Cases and Materials, fifth edition, Oxford
University Press
European Criminal Policy Initiative, Manifesto on European Criminal Policy,
Zeitschrift für Internationale Strafrechtsdogmatik (www.zis-online.com), 12/2009, 748 επ.
Farrior St., Molding the Matrix: The Historical and Theoretical Foundations of
International Law Concerning Hate Speech, Berkeley J., Int’ Law, Τόμος 14, 1996 [Molding the
Matrix]
Feinberg J., Harm to others, Moral Limits of the Criminal Law, vol. 1, 1984
Fischer Τ., Öffentlicher Friede und Gedankenäußerung: Grundlagen und Entwicklung
des Rechtsguts “öffentlicher Friede”, insbesondere inden §§ 126, 130, 140 Nr. 2, 166 StGB,
Dissertation Uni Würzburg, 1986

[566]
Frände D., Suominen A., Evaluation of the Framework Decision 2008/913/JHA on
combating certain forms and expressions of racism and xenophobia by means of criminal law
on the basis of the Manifesto for a European Criminal Policy, 2012, European Criminal Policy
Initiative, (http://http://www.crimpol.eu/wp-content/uploads/2012/04/ECPI-Evaluation-
Framework-Decision-2008-913-JHA-EN.pdf) [Evaluation of the Framework Decision
2008/913/JHA]
Fraser D., On the Internet, Nobody Knows You’re a Nazi: Some Comparative Legal
Aspects of Holocaust Denial on the WWW, in Hare I. and Weinstein J. (eds), Extreme Speech
and Democracy (OUP, 2009), 512 επ. [On the Internet, Nobody Knows You’re a Nazi]
Friedman S.S., A History of the Holocaust, Youngstown State University, publ. in 2004
in Great Britain by Vallentine Mitchell
Gard R., Public Order Law, Jordan Publishing Limited, 2000
Gaus G., Courtland S.D. and Schmidtz D., "Liberalism", The Stanford Encyclopedia of
Philosophy (Spring 2018 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL =
<https://plato.stanford.edu/archives/spr2018/entries/liberalism/.
Gelber K., Speaking Back. The free speech versus hate speech debate, (Discourse
Approaches to Politics, Society and Culture), John Benjamins Publishing Company, 2002
Gierhake K., Zur geplanten Einführung neuer Straftatbestände wegen der Vorbereitung
terroristischen Straftaten, ZIS 2008, 404 επ.
Gualtieri C, Racism and xenophobia, RIPD 2006, 263 επ.
Hare I., Crosses, Crescents and Sacred Cows: Criminalising Incitement to Religious
Hatred , Public Law, 2006, 521 επ.
Harvey T., Racism, Race Discrimination and Xenophobia, 1999
Haupt C., Regulating hate speech-Damned if you do and damned if you don’t: Lessons
learned from comparing the German and U.S. approaches, Boston University International
Law Journal, Vol. 23, 299 επ. [Regulating hate speech]
Hefendehl R., Kollektive Rechtsgüter im Strafrecht, Heymanns Carl Verlag, 2002
Hirsch H. J., Gefahr und Gefährlichkeit, in: Kohlmann (Hrsg.), Hans Joachim Hirsch,
Strafrechtliche Probleme, 1999
Hofmann R , Incitement to National and Racial Hatred: the legal situation in Germany
σε Colliver S., Striking a balance: Hate speech, Freedom of Expression and Non-
Discrimination, Colchester, UK: Human Rights Centre, University of Essex, 1992, 162 επ.
[Incitement to National and Racial Hatred]
Human Rights Watch, Genocide - War Crimes - Crimes against Humanity, Topical
Digests of the Case Law of the International Criminal Tribunal for Rwanda and the
International Criminal Tribunal for the Former Yugoslavia, http://www.hrw.org
Junge Ι., Das Schutzgut des § 130 StGB, Forschen und Wissen – Rechtswissenschaft
Taschenbuch, GCA-Verlag, 2000

[567]
Kaiafa-Gbandi M., The Importance of Core Principles of Substantive Criminal Law for a
European Criminal Policy Respecting Fundamental Rights and the Rule of Law, European
Criminal Law Review EuCLR No. 1 2011 Volume 1, 7 επ. [The Importance of Core Principles of
Substantive Criminal Law]
Kant I., Zum ewigen Frieden, Ein philosophischer Entwurf, Hrsg. R. Malter, (1795)
1984, Reclam
King M. L., Jr., An Address before the National Press Club, σε A Testament of Hope:
The Essential Writings and Speeches of Martin Luther King, Jr., σ. 99, 1986, εκδ. James M.
Washington
Klip A., European Criminal Law, 2009
Klip A., European Criminal Law, An Integrative approach, 3rd edition, Intersentia 2016
Kretzmer D., Freedom of Speech and Racism, 8 Cardozo Law Review, 1987, 445 επ.
Kübler F, How Much Freedom for Racist Speech? Transnational Aspects of a Conflict of
Human Rights, 27 Hofstra Law Review, 335 επ. (1998)
Lawrence F.W., The Collision of Rights in the Violence Conductive Speech, Cardozo
Law Review, 19/1998, 1333 επ.
Lecomte J. M., Teaching about the Holocaust in the 21st Century, Project Learning and
teaching about the history of Europe in the 20th century”, Council for cultural co-operation,
Council of Europe Publishing”, 2001, Fact Sheet 48, Revisionism and Holocaust Denial, σ. 115
επ. διαθέσιμο σε https://books.google.gr/books (ανακτήθηκε στις 21/01/2020) [Teaching
about the Holocaust in the 21st Century]
Lemkin R., Axis Rule in Occupied Europe: Laws of Occupation, Analysis of Government,
Proposals for Redress (Carnegie Endowment for International Peace, 1944)
Mancuso C., European Criminal Policy, 2008
Mill J. S., On Liberty, Penguin Books, 1976
Mitsilegas V., EU Criminal Law, Hart Publishing, 2009
Mitsilegas V., The third wave of the third pillar law: which direction for EU criminal
justice, E.L.Rev 2009, 523 επ. [The third wave of the third pillar law]
Mitsilegas V., EU Criminal Law after Lisbon: Rights, Trust and the Transformation of
Justice in Europe, Hart Publishing Ltd., 2016 [EU Criminal Law after Lisbon]
MÜLLER F., Juristische Methodik, 4η έκδοση, Berlin, 1989
Noll P., Begriff und Funktion der guten Sitten im Strafrecht, 1969
Ormerod D. & Laird K., Smith and Hogan’s Criminal Law, 14th edition, Oxford
University Press, 2015
Papacaralambous Ch. (2013), Discrimination and Hate: Over-Criminalization or New
Normativity? International Law Research, vol. 2, No 1, 195 επ. [Discrimination and Hate]
Parekh B. (2012), Is There a Case for Banning Hate Speech? In M. Herz & P. Molnar
(Eds.), The Content and Context of Hate Speech: Rethinking Regulation and
Responses (pp.37-56), Cambridge University Press

[568]
Peck L., The Law of Holocaust Denial in Europe: Towards a (qualified) EU-wide
Criminal Prohibition, Jean Monnet Working Paper 10/09, στην ιστοσελίδα
http://jeanmonnetprogram.org/wp-content/uploads [The Law of Holocaust Denial in
Europe]
Peers S., EU Criminal Law and the Treaty of Lisbon, E.L.Rev 2008, 507 επ.
Peers S., European Commission: Action Plan on the Stockholm Programme, διαθέσιμο
σε www.statewatch.org/analyses/no-94-stockholm-action-plan-comments-steve-peers.pdf
Perron W., Perspectives of the Harmonisation of Criminal Law and Criminal Procedure
in the European Union, in: E.J. Husabø/A. Strandbakken (ed.), Harmonization of Criminal
Law in Europe, Antwerp-Oxford, Intersentia, 2005, 5 επ.
Rosenfeld M., Hate Speech in Constitutional Jurisprudence: A Comparative Analysis,
Cardozo Law Review, p.1523 (2003). Available at https://larc.cardozo.yu.edu/faculty-
articles/148
Roxin C., Strafrecht, Allgemeiner Teil, Band I, 2006
Roxin C., The Legislation Critical Concept of Goods-in-Law under Scrutiny, EuCLR
2013, 3 επ
Rudolphi H.-J., Die verschiedenen Aspekte des Rechtsgutsbegriffs, Honig, FS, 1970
Rumney PS., The British Experience of Racist Hate Speech Regulation-Lessons for First
Amendment Absolutism?, Common Law World Review, 2003, 117 επ.
Salvador P. and Rubi A., Genocide Denial and Freedom of Speech. Comments on the
Spanish Constitutional Court’s Judgment 235/2007, November 7th” (2008) 4 Review of the
Analysis of the Law (διαθέσιμο σε: www.indret.com) [Genocide Denial and Freedom of
Speech]
Satzger H., International and European criminal law, München: Beck, CH; Oxford :
Hart ; Badeb-Baden : Nomos Verlagsgesellschaft, 2012
Schabas W., Genocide in International Law. The Crime of Crimes (Cambridge
University Press, 2nd ed., 2009), 319 επ.
Schafer P., Judeophobia: Attitudes toward the Jews in the Ancient World. Cambridge:
Harvard University Press, 1997
Schönke A. – Schröder H., Strafgesetzbuch, 30 Auflage, München, 2019, Verlag C. H.
Beck (on-line έκδ.)
Stegbauer A., Rechtsextremistische Propaganda im Lichte des Strafrechts, München:
VVF, 2000
Streng F., Das Unrecht des Volksverhetzung, σε: W. Küper (Hrsg.), Festschrift für K.
Lackner, De Gruyter Verlag, 1987
Tridimas T., The General Principles of EU Law, 2nd edition, 2007, Oxford European
Union Law Library
Triffterer O., Commentary on the Rome Statute of the International Criminal Law,
Observers' Notes, Article by Article, 2nd ed., Munich: CH Beck/Hart, 2008

[569]
Waldron J., The Harm in Hate Speech, Harvard University Press, 2014, 14 επ.
Walker S., Hate Speech: The History of an American Controversy, Lincoln, Nebraska
and London, University of Nebraska Press, 1994
Weber A., Manual on Hate Speech, Council of Europe Publishing, Strasbourg, 2009
Wolfrum R., Das Verbot der Rassendiskriminierung im Spannungsfeld zwischen dem
Schutz individueller Freiheitsrechte und der Verpflichtung des einzelnen im
Allgemeininteresse, in: Erhard Denninger, ed., Kritik und Vertrauen. Festschrift für Peter
Schneider, 1990, 515 επ.
Zimmer A., Hate Speech im Völkerrecht, 2001

[570]

You might also like