You are on page 1of 2

«Εν ου παικτοίς…»

Νίκου Δημητρόπουλου Στον Πάγο – Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης


«Η ζωή δεν παύει να είναι αστεία
όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν,
όπως δεν παύει και να είναι σοβαρή
όταν οι άνθρωποι γελούν…»
Τζ. Μπ. Σω

Από τον Λουκιανό τον Σαμοσατέα και τους ιοβόλα σαρκαστικούς


Νεκρικούς του Διαλόγους ως τον σύγχρονό μας Αρκά και από τον Σαίξπηρ ως τον
Μάρτιν ΜακΝτόνα, η κωμωδία δεν έπαψε ποτέ να παίζει βλάσφημα «εν ου
παικτοίς», ερωτοτροπώντας με τη σκοτεινή πλευρά, κρυφοκοιτώντας και
αποδομώντας την ανθρώπινη τραγικότητα. Το «μαύρο χιούμορ» διανύει ουσιαστικά
την ίδια διαδρομή με την Τραγωδία, διασκεδάζοντας το έλεος και τον φόβο με την
κάθαρση του γέλιου, που απομυθοποιεί και ξορκίζει τον θάνατο. Ο όρος ιστορικά
κατακυρώνεται στον Αντρέ Μπρετόν και στην εμβληματική του «Ανθολογία του
μαύρου χιούμορ»1 του 1935, όπου πρότεινε τον Τζόναθαν Σουΐφτ ως «πατριάρχη»
και πρώτο διδάξαντα του είδους. Στην πραγματικότητα, το σκοτεινό, τραγικό
στοιχείο εδράζεται στα μύχια κάθε γνήσια κωμικής κατάστασης, και αυτό
χρονολογείται ήδη από την Κλασική Κωμωδία, ίσως και στις απαρχές του
ανθρώπινου είδους. Ο Δαρβίνος είχε πει ότι «Το γέλιο είναι ένας κοινωνικά αποδεκτός
τρόπος για να δείξει κανείς τα δόντια του», υποδεικνύοντας την αρχετυπικά σκοτεινή
του πλευρά, ενώ ο Φρόιντ στο δοκίμιό του για το Χιούμορ 2 καταδεικνύει
ψυχαναλυτικά τον αμυντικό – επιθετικό του μηχανισμό, ο οποίος, αντίστοιχα με το
όνειρο σε επίπεδο ασυνείδητου, μεταλλάσσει στο επίπεδο του συνειδητού σκοτεινές
ενορμήσεις, πάθη και φόβους σε γέλιο. Ουσιαστικά, το γέλιο και η επισφαλής
ιλαρότητα της μαύρης κωμωδίας δε αποτελεί παρά μια μετωνυμία του τραγικού, με
τον ίδιο τρόπο που η ζωή είναι μία συνεκδοχή του εφήμερου και του θανάτου.
Μια τέτοια «κατάμαυρη», ξεκαρδιστική και μαζί σπαρακτική κωμωδία μας
έδωσε ο πρωτοεμφανιζόμενος ως συγγραφέας (έχει ήδη μια σκηνοθετική δουλειά στο
ενεργητικό του) Νίκος Δημητρόπουλος στο θέατρο Ιλίσια – Βολανάκης. Η
σουρρεαλιστική δομή και πλοκή της κρατάει ίσες αποστάσεις από το παράλογο και
το γκροτέσκο αλλά και από τον –άκρως ρεαλιστικό- παραλογισμό των καιρών μας. Η
εξωφρενική κεντρική του ιδέα –ένα πτώμα στον πάγο- παραπέμπει συνειρμικά στο
συγκλονιστικό «Προξενιό της Αντιγόνης» του Ζιώγα. Ο «αόρατος πρωταγωνιστής»
βρίσκεται στα παρασκήνια, δεν τον βλέπουμε, αλλά είναι εκεί, σαν ανομολόγητο,
αδιανόητο μυστικό ή σαν τη δαμόκλεια σπάθη μιας κοινής μοίρας –η σκηνοθεσία της
Μαργαρίτας Γερογιάννη έπαιξε ευφυώς με τη διαρκή υπόμνηση του παρασκηνίου.
Η ανάπτυξη της ιδέας εμπλέκεται αριστοτεχνικά –και εξόχως ρεαλιστικά- με
το παράλογο της επικαιρότητας και λειτουργεί άκρως αποτελεσματικά ως κοινωνικό
σχόλιο: Το πτώμα της μητέρας συντηρείται στον πάγο γιατί οι κόρες της δεν μπορούν
να αντέξουν οικονομικά την κηδεία. Αυτό πυροδοτεί μια σειρά από εξωφρενικά –
αλλά σε καμία περίπτωση αναληθοφανή- γκαγκς, σε έναν ατελέσφορο αγώνα
1
Στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αιγόκερως
2
Στα ελληνικά Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο. Το χιούμορ – Πλέθρον, 2009
συλλογής των δύο χιλιάδων ευρώ που ζητά το γραφείο τελετών. Η εξέλιξη της
ιστορίας τέμνει καίρια και βαθιά κυνικά την ελληνική συγκυρία, την κωμικοτραγική
απελπισία του λούμπεν κομματιού της κοινωνίας, την προγραμμένη μοίρα των
φτωχοδιάβολων της Κρίσης. Ταυτόχρονα, ανοίγει μία έξοχη «μεταφυσική» συνομιλία
με τον νεκρικό διάλογο Χάρωνος και Μενίππου του Λουκιανού, πρώιμο, εκπληκτικό
δείγμα γραφής μαύρου χιούμορ. Στην συγκεκριμένη στιχομυθία, ο περαματάρης του
Αχέροντα απαιτεί τα καθιερωμένα ναύλα του ενός οβολού από τον Κυνικό φιλόσοφο
Μένιππο που πέθανε πάμπτωχος, για να λάβει την εμβληματική απάντηση Ουκ αν
λάβοις παρά του μη έχοντος! Δύο χιλιάδες σχεδόν χρόνια μετά, οι σύγχρονοι παρίες
ακόμα αδυνατούν να πληρώσουν τον οβολό τους για τον Άλλο Κόσμο, αλλά,
ευτυχώς, εξακολουθούν να αντιστρατεύονται και να υπερβαίνουν την ανέχεια και την
φθορά μέσα από ένα καθαρτήριο γέλιο…
Η σκηνοθεσία της Μ. Γερογιάννη υπηρέτησε το έργο, αξιοποιώντας τις
αρετές του: ανέδειξε το καταιγιστικό, βιτριολικό του χιούμορ χωρίς γι` αυτό να
«θαμπώσει» την σοβαρότητά του. Η ιλαροτραγική κατάσταση των ηρώων
διαφαινόταν με απόλυτη ενάργεια, ισορροπώντας ανάμεσα στο ευτράπελο και στο
τρομακτικό. Σε αυτό συντέλεσαν και οι εξαιρετικές ερμηνείες που απέσπασε από
τους ηθοποιούς, οι οποίοι έπλασαν απτούς και συνεπείς χαρακτήρες, χωρίς να
εκπίπτουν στο ελάχιστο σε καρικατούρες, όπως ενίοτε συμβαίνει στην κωμωδία. Η
Γεωργία της Θεοδώρας Ντούσκα απολύτως έγκυρη μέσα στον ελεγχόμενο θυμό και
την αγωνία της. Η Σοφία Μανώλη ως Άννα την εξισορροπούσε με πιο βραδείς
ρυθμούς, προάγοντας έξοχα σε πρόσωπο την τετριμμένη φιγούρα της «χαζής
ξανθιάς». Ο Άγγελος Νεραντζής ως Τάσος, αξιοποιώντας και το φυζίκ του,
δημιούργησε μια τρισχαριτωμένη, «φελλινική» περσόνα, που παρέπεμπε σαν
αίσθηση και διάθεση στον Σάσα Μπάρον Κοέν. Χαρακτηριστικές κωμικές παρουσίες
και οι Peter Rundle και Γιάννης Διακάκης ως εκπρόσωποι του Νόμου.
Λειτουργικοί και μέσα στο πνεύμα της παράστασης οι υποβλητικοί φωτισμοί
του Σάκη Μπιρμπίλη, καθώς και η επιλογή της μπιτάτης, post-punk μουσικής που την
πλαισίωνε.
Ένα γέλιο θα σας θάψει, λέει το γνωστό, παλιό σύνθημα. Στο θέατρο Ιλίσια-
Βολανάκης ένα γέλιο ζωογονεί, ξορκίζει μύχιους φόβους, φωτίζει το γκρίζο της ζωής
και το μαύρο του θανάτου μέσα από τη στωική και σαρκαστική οπτική ενός
σύγχρονου Μένιππου.
Κατερίνα Θεοδωράτου - Θεατρολόγος

You might also like