Professional Documents
Culture Documents
Υπό αυτή την πιο ακριβή έννοια, μεγέθυνση είναι ο μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης του
ΑΕΠ, ενώ ως ανάπτυξη ορίζεται η αύξηση - σε κάποια χρονική περίοδο - της οικονομικής
ευημερίας που απολαμβάνει ο λαός μιας χώρας. Σημαντικότερος δείκτης της ανάπτυξης
είναι ο μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλή ΑΕΠ, ενώ χρησιμοποιούνται και
άλλοι δείκτες, όπως για παράδειγμα δείκτες που σχετίζονται με το επίπεδο υγείας,
μόρφωσης και μακροβιότητας[4]. Πάντως όταν ο πληθυσμός μιας χώρας έχει την τάση να
παραμένει σε μια χρονική περίοδο περίπου σταθερός τότε ανάπτυξη και μεγέθυνση δεν
διαφέρουν μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι και η ανάπτυξη και η
μεγέθυνση αναφέρονται στα πραγματικά αποπληθωρισμένα μεγέθη, δηλαδή αναφέρονται
στην αύξηση της ποσότητας και ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και
παρεχόμενων υπηρεσιών. Αντίθετα η ονομαστική ανάπτυξη ή /και μεγέθυνση αφορούν
στην αύξηση των τιμών των προϊόντων και των συντελεστών της παραγωγής.
Με τον όρο τεχνολογία της παραγωγής εννοούμε το σύνολο των γνώσεων που
βρίσκονται στη διάθεση της κοινωνίας για την παραγωγή των αγαθών. Καθώς
νέες και πιο αποδοτικές µέθοδοι παραγωγής τίθενται στη διάθεση µιας
κοινωνίας η τεχνολογία µεταβάλλεται. Επιπλέον νέες επινοήσεις έχουν ως
αποτέλεσμα την αύξηση της αποδοτικότητας όλων των µεθόδων παραγωγής.
Συγχρόνως µερικές τεχνικές που δεν είναι πλέον αποτελεσματικές παύουν να
χρησιμοποιούνται. Αυτές οι µεταβολές αποτελούν τεχνολογική πρόοδο.
Βιώσιμη είναι η κοινωνία που μπορεί να υπάρχει για γενεές και γενεές, που
μπορεί να βλέπει αρκετά μακριά, που είναι αρκετά ευέλικτη και σοφή, ώστε να
μην υπονομεύει ούτε τα φυσικά, ούτε τα κοινωνικά της υποστηρικτικά
συστήματα (Meadows et al., 1995).
Η αειφόρος ανάπτυξη, η πράσινη ανάπτυξη και η πράσινη οικονομία, ανάμεσα στ' άλλα,
μπορούν να αξιοποιούν και τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία που παρέχει η επιστήμη των
περιβαλλοντολόγων μηχανικών, καθώς και τις αρχές της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής.
Ο Karl Burkart ορίζει την Πράσινη Οικονομία βασιζόμενη σε 6 τομείς:
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ-ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η επιχειρηματικότητα ως έννοια ορίζεται όταν τα άτομα προσπαθούν να καλύψουν
ανάγκες και επιθυμίες που προκύπτουν στους ανθρώπους. Στόχος μιας επιχείρησης
είναι η δημιουργία ενός νέου προϊόντος ή η εξέλιξη και η βελτίωση ενός ήδη
υπάρχοντος.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί τη βάση της οικονομικής
δραστηριότητας και της παραγωγής των αγαθών. Παίζει, λοιπόν, δραστικό ρόλο
στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της ορθής διαχείρισης των φυσικών
πόρων. Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις οφείλουν προς το περιβάλλον να
υιοθετήσουν έναν περισσότερο οικολογικό τρόπο δραστηριότητας και να γίνουν
περισσότερο πράσινες και φιλικές ως προς αυτό.
Η πράσινη επιχειρηματικότητα αποτελεί μια σύγχρονη μορφή οικονομικής
δραστηριότητας που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επιχειρήσεων για
κερδοφορία και ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την περιβαλλοντική
διάσταση, αντιμετωπίζοντάς την σαν ευκαιρία και όχι σαν εμπόδιο.
Ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο επιδιώκουν να συμβάλουν
στην προστασία του περιβάλλοντος και τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής,
μέσα από επενδύσεις που πραγματοποιούν στην έρευνα και την ανάπτυξη
πράσινων τεχνολογιών και πρακτικών.
Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο πράσινη επιχειρηματικότητα αναφερόμαστε στην
επιχειρηματικότητα εκείνη που σκοπό έχει τη διαφύλαξη και προστασία του
περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, στην διαδικασία εκπλήρωσης και κάλυψης
των ανθρωπίνων αναγκών. Είναι δηλαδή η επιχειρηματικότητα που στοχεύει στη
δημιουργία μιας βιώσιμης κοινωνίας όπου όλα θα λειτουργούν αρμονικά.
Μια πράσινη επιχείρηση προσπαθεί να κάνει τις διαδικασίες ως προς την παραγωγή
των προϊόντων όσο πιο φιλικές προς το περιβάλλον, μειώνοντας τις επιπτώσεις της
προς αυτό. Αυτές οι διαδικασίες αφορούν όλο το φάσμα της δραστηριότητάς της, τις
πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί, την παραγωγή, τη διανομή κ.ά.
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Η εταιρική διακυβέρνηση (Corporate Governance)-(ΕΔ) είναι ένα σύνολο κανόνων
που εφαρμόζονται στις ανώνυμες εταιρείες και ρυθμίζουν τη λειτουργία του
Διοικητικού Συμβουλίου. Είναι δηλαδή η σχέση με τους μετόχους της εταιρείας, τον
CEO(Chief Executive Officer) και το διοικητικό συμβούλιο .Με την ΕΔ επιδιώκεται η
υπεύθυνη οργάνωση, λειτουργία, διοίκηση και έλεγχος μιας εταιρείας, με στόχο την
αύξηση της αξίας της και τη προστασία των έννομων συμφερόντων όλων των
μετόχων της, κυρίως όμως των μετόχων μειοψηφίας, έναντι των μεγαλομετόχων.
Οι κανόνες Εταιρικής Διακυβέρνησης καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο
επιτυγχάνονται οι εταιρικοί στόχοι, καθιερώνουν συστήματα παρακολούθησης και
αποτίμησης των εταιρικών κινδύνων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο
εξασφαλίζεται η διαφάνεια των πεπραγμένων της διοίκησης έναντι των μετόχων.
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ (ΕΚΕ)
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη είναι η ευθύνη των
επιχειρήσεων για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία.» (Ανακοίνωση για την ΕΚΕ, 2011)
Σύμφωνα με το Επιχειρηματικό Συμβούλιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (WBCSD)
«Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη είναι η διαρκής δέσμευση των επιχειρήσεων για ηθική
συμπεριφορά και συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη με ταυτόχρονη βελτίωση της
ποιότητας ζωής τόσο του εργατικού τους δυναμικού και των οικογενειών τους καθώς
επίσης και των τοπικών κοινοτήτων και της κοινωνίας γενικότερα». (WBCSD Stakeholder
Dialogue on CSR, 1998)
Ένας συχνά χρησιμοποιούμενος ορισμός για την ΕΚΕ που αναφέρεται στην
οργανωτική ευθύνη είναι: «οι συγκεκριμένες οργανωτικές δράσεις και πολιτικές που
λαμβάνουν υπόψη διαφορετικές απαιτήσεις και προσδοκίες των ενδιαφερόμενων μερών
σύμφωνα με την τριπλή κατώτατη γραμμή της απόδοσης οικονομικής, κοινωνικής και
περιβαλλοντικής βιωσιμότητας » (Aguinis & Glava, 2012).
Κατά σύμβαση, ως μέτρο ή δείκτης της ανάπτυξης ορίζεται ο μακροχρόνιος μέσος ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης
του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται σε πραγματικούς όρους, δηλαδή διορθωμένους ως προς τον πληθωρισμό, και όχι
σε ονομαστικούς όρους. Η ανάπτυξη αναφέρεται στη μακροχρόνια τάση (δεκαετίες, αιώνες) και όχι στη
βραχυχρόνια διακύμανση (τρίμηνα, εξάμηνα, έτη) του παραγόμενου προϊόντος.
Ο όρος economic growth αναφέρεται στη μακροχρόνια αύξηση του δυνητικού προϊόντος
που μπορεί παράγει μια (αναπτυγμένη) οικονομία[2]. Ο όρος development economics
αναφέρεται στη διαδικασία ανάπτυξης των υπανάπτυκτων και αναπτυσσόμενων χωρών
χαμηλού κατά κεφαλή εισοδήματος.
Για να μην υπάρχει σύγχυση στην ορολογία, οι περισσότεροι οικονομολόγοι συγγραφείς
χρησιμοποιούν τον όρο «μεγέθυνση» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο economic growth
και τον όρο «ανάπτυξη» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο development economics.
Μια από τις εγκυρότερες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σχετικά είναι το μοντέλο του Solow. Το μοντέλο αυτό
ποσοτικοποιεί τη μακροχρόνια ανάπτυξη ως γινόμενο τεσσάρων παραγόντων:
της παραγωγικότητας, της συσσώρευσης κεφαλαίου, της αύξησης του πληθυσμού και της τεχνολογικής
προόδου.
Οι νέες απειλές που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, με σημαντικότερες την κλιματική αλλαγή και τη διεύρυνση των
κοινωνικών ανισοτήτων, επιτάσσουν τη ριζική αναθεώρηση των κυρίαρχων μοντέλων ανάπτυξης. Απαιτείται ένα
νέο μείγμα πολιτικής «πέραν του ΑΕΠ και της αγοράς», «πέραν των μέσων όρων» και «πέραν του εδώ και
τώρα». Οι νέες αυτές απαιτήσεις αποκρυσταλλώνονται στις έννοιες της ευημερίας, βιωσιμότητας και
ανθεκτικότητας και συνδέονται με τον ολιστικό και δίκαιο χαρακτήρα της ανάπτυξης. Οι έννοιες της ευημερίας και
της βιωσιμότητας, αν και διακριτές, είναι αλληλένδετες. Μια οικονομία με υψηλά επίπεδα πραγματικής ευημερίας
διαθέτει όλα τα αναγκαία εφόδια που θα την καταστήσουν βιώσιμη και ανθεκτική μεσομακροπρόθεσμα. Στο
παρακάτω σχήμα αποτυπώνεται η αλλαγή του μοντέλου Ανάπτυξης.
• Αυτή η διάσταση αφορά στον ολιστικό χαρακτήρα της ανάπτυξης στη βάση μιας διευρυμένης εναλλακτικής
προσέγγισης της ευημερίας. Η ευημερία συνδέεται με οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις της καθημερινότητας
των πολιτών, περιλαμβάνοντας τόσο ατομικές εκφάνσεις (υγεία και εκπαίδευση ενός ατόμου) όσο και συλλογικές
(ποιότητα θεσμών και εύρος ανισοτήτων).
«Πέραν του εδώ και τώρα», ώστε να υπολογίζεται η επίπτωση της οικονομικής μεγέθυνσης στο περιβάλλον, στη
συνοχή της κοινωνίας, στο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας και στην ανθεκτικότητά της
έναντι μελλοντικών κρίσεων:
• Αυτή η διάσταση αφορά το συμπεριληπτικό και δίκαιο χαρακτήρα της ανάπτυξης. Η ευημερία και η
βιωσιμότητα εισέρχονται σε έναν ενάρετο κύκλο προς όφελος της κοινωνίας και των ανθρώπων με στόχο την
καταπολέμηση των «συστημικών αδικιών» που χαρακτηρίζουν το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο:
Η οικονομία της ευημερίας, δεν αποτελεί μόνο ένα «εγγενές καλό» (intrinsic good). Αποτελεί επίσης και έναν
ισχυρό παράγοντα οικονομικής αποτελεσματικότητας που συμβάλλει στην ενίσχυση του μακροπρόθεσμου
αναπτυξιακού δυναμικού μιας χώρας, διασφαλίζοντας την άρση των αποκλεισμών και ανισοτήτων που
εμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση των δημιουργικών δυνατοτήτων των ανθρώπων.
Εστιάζοντας στη διατηρησιμότητα της ευημερίας, μια οικονομία ενισχύει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές
προοπτικές και την ανθεκτικότητά της έναντι μελλοντικών οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κρίσεων
(προληπτική διάσταση).
Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Από το 2009 έως σήμερα καταγράφεται σειρά διαδοχικών διεθνών διακηρύξεων και πρωτοβουλιών υπέρ της βιώσιμης ανάπτυξης
και της οικονομίας της ευημερίας. Οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες δεν φαίνεται να αποφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα σε
επίπεδο κεντρικών αναπτυξιακών επιλογών και εφαρμοσμένων πολιτικών, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ προθέσεων και
αποτελεσμάτων. Σε πρόσφατη έκθεσή του, ο ΟΗΕ διαπιστώνει μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση των 169 υπό-Στόχων
Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Οι επιλογές σε κεντρικά πεδία άσκησης πολιτικής όχι μόνο δεν συντείνουν στην επίτευξη των στόχων, αλλά προκαλούν
περαιτέρω όξυνση των ανισοτήτων, της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας βιοποικιλότητας. Η τάση αυτή υποδεικνύει ότι η
ανθρωπότητα οδηγείται στην υπέρβαση σημείων καμπής, τα οποία ενδέχεται να πυροδοτήσουν δραματικές και μη αναστρέψιμες
επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης.
Στο περιθώριο της γενικής αυτής τάσης, ορισμένες χώρες καινοτομούν με την ενσωμάτωση της ευημερίας και της βιωσιμότητας
στις διαδικασίες διαμόρφωσης των κεντρικών αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και πολιτικών τους. Οι προσπάθειες αυτές
αντικατοπτρίζουν συνολικότερα την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε ερευνητικό και ακαδημαϊκό επίπεδο με
αντικείμενο την εμβάθυνση των γνώσεων και μεθόδων για την «πέραν-του ΑΕΠ» μέτρηση της οικονομικής και κοινωνικής
προόδου.
Οι αντιθέσεις μεταξύ οικονομικής και κοινωνικής διάστασης γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στις ΗΠΑ
Η προσκόλληση στο ρυθμό μεγέθυνσης και το ΑΕΠ έχει μερίδιο ευθύνης για την κρίση και τη λανθασμένη
αντιμετώπιση των επιπτώσεών της.
Η εξέταση της πρόσφατης διεθνούς εμπειρίας επιβεβαιώνει ότι η χρήση του ΑΕΠ - ως μοναδικού δείκτη μέτρησης του πλούτου από
τους υπευθύνους άσκησης πολιτικής- ενέχει κινδύνους για την ευημερία του πληθυσμού και το περιβάλλον. H χρήση ενός
μεγαλύτερου εύρους δεικτών θα μπορούσε να είχε αναδείξει έγκαιρα παράγοντες που οδήγησαν στην εκδήλωση της κρίσης του
2008/2009, επιτρέποντας ταυτόχρονα και την καλύτερη διαχείριση των επιπτώσεών της
Η κοινωνική πρόοδος έπεται της οικονομικής μεγέθυνσης;
Συνολικά, η σχέση μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής προόδου δεν είναι ούτε δεδομένη, ούτε ακολουθεί μία μόνο
κατεύθυνση, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική πρόοδος έπεται της οικονομικής μεγέθυνσης.45 Η μεγέθυνση συχνά μπορεί να
λαμβάνει χώρα σε συνθήκες υποχώρησης των κοινωνικών δεικτών (βλ. «άνεργη ανάκαμψη», οικονομική μεγέθυνση με μείωση
των εισοδημάτων της εργασίας ή καταστροφή του περιβάλλοντος).
Η άσκηση πολιτικής κατέχει συνεπώς κεντρική θέση και ευθύνη ως προς τη διασύνδεση των δύο διαστάσεων (οικονομικής και
κοινωνικής) διασφαλίζοντας:
1. αφενός ότι η οικονομική μεγέθυνση μεταφράζεται σε υψηλότερη ευημερία και βελτιωμένα επίπεδα διαβίωσης για το σύνολο
της κοινωνίας
2. αφετέρου, ότι η ευημερία και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης θέτουν τα θεμέλια για μια σταθερή και βιώσιμη
μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία.
Όπως και στην περίπτωση του προαναφερθέντος χάσματος μεταξύ «προθέσεων και αποτελεσμάτων», το σημαντικό και πλούσιο
συσσωρευμένο ερευνητικό έργο υπο-αξιοποιείται, δημιουργώντας ένα δεύτερο χάσμα μεταξύ «γνώσης και εφαρμοσμένης
πολιτικής». Οι δείκτες βιωσιμότητας αποτυγχάνουν να διαδραματίσουν άμεσο ρόλο στη χάραξη πολιτικής, για λόγους
που συνδέονται με τα χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος και την εκάστοτε πολιτική συγκυρία.
Οι ερευνητικές εργασίες με θέμα τις εναλλακτικές μεθόδους αποτίμησης της οικονομικής και κοινωνικής προόδου μπορούν να
ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: εργασίες που α) εξετάζουν τις διάφορες διαστάσεις της ευημερίας β) εστιάζουν στην
περιβαλλοντική βιωσιμότητα γ) διερευνούν τη σχέση μεταξύ ευημερίας και βιωσιμότητας στο πλαίσιο μεικτών προσεγγίσεων με
κοινωνικό- οικολογικό χαρακτήρα.
Δείκτες ευημερίας
Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ
Το δείκτη ανέπτυξε στη δεκαετία του 1990 ο ΟΗΕ με τη συνεισφορά του Amartya Sen. Ο
συνθετικός δείκτης (HDI) κατασκευάζεται με βάση τρεις επιμέρους δείκτες, οι οποίοι
αφορούν το προσδόκιμο ζωής, το βαθμό εκπαίδευσης και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Better Life Index
Ο ΟΟΣΑ εγκαινίασε το 2011 το δείκτη Better Life Index.48 Ο δείκτης εξετάζει 11 διαστάσεις
της ευημερίας που συνδέονται με τις συνθήκες και την ποιότητα διαβίωσης (κοινότητα,
εκπαίδευση, περιβάλλον, συμμετοχή στα κοινά, υγεία, στέγαση, εισόδημα, εργασία,
ικανοποίηση από τη ζωή, ασφάλεια και ισορροπία εργασιακής και προσωπικής ζωής).
Δείκτες βιωσιμότητας
Δείκτης πλούτου της Παγκόσμιας Τράπεζας
Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει έναν εναλλακτικό, ως προς το ΑΕΠ, δείκτη μέτρησης της οικονομικής προόδου. O πλούτος
(wealth) υπολογίζεται ως το άθροισμα του παραγόμενου κεφαλαίου (produced capital), του φυσικού κεφαλαίου (natural capital),
του ανθρώπινου κεφαλαίου (human capital) και των καθαρών ξένων περιουσιακών στοιχείων (net foreign assets). Η μέθοδος
αποτίμησης του πλούτου ανατρέχει σε προγενέστερες εργασίες της Παγκόσμιας Τράπεζας (δεκαετία 1990) με αντικείμενο τον
υπολογισμό της καθαρής αποταμίευσης μιας χώρας (adjusted net savings).
Όπως επισημαίνεται, το ΑΕΠ μετράει μόνο το εισόδημα και την παραγωγή μιας οικονομίας και δεν αντικατοπτρίζει τις μεταβολές
στο συνολικότερο κεφαλαιακό της απόθεμα. Το ΑΕΠ δεν παρέχει δηλαδή πληροφορίες για μια ενδεχόμενη υποτίμηση και
εξάντληση του πλούτου, ούτε για το βαθμό στον οποίο οι επενδύσεις ακολουθούν την αύξηση του πληθυσμού ή κατά πόσο ο
συνδυασμός των διαφόρων μορφών κεφαλαίου συμβαδίζει με τους αναπτυξιακούς στόχους μιας χώρας. Η χρήση του ΑΕΠ, χωρίς
αναφορά σε ένα συνολικότερο πλαίσιο δεικτών, μπορεί συνεπώς να παρέχει λανθασμένες πληροφορίες για τη βιωσιμότητα και τις
πραγματικές επιδόσεις και προοπτικές μιας οικονομίας.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ
ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Από το ΑΕΠ στο Βιώσιμο Εθνικό Εισόδημα…
Ο δείκτης Βιώσιμου Εθνικού Εισοδήματος50 (SNI/Sustainable National Income), που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1970 από
τον Ολλανδό οικονομολόγο και επικεφαλής για περιβαλλοντικά θέματα στην εθνική στατιστική υπηρεσία, Roefie Hueting,
προσδιορίζει το μέγιστο επίπεδο παραγωγής μιας οικονομίας στο οποίο -με βάση τη διαθέσιμη τεχνολογία κατά το έτος
υπολογισμού- παραμένουν διαπαντός διαθέσιμες οι ζωτικές περιβαλλοντικές λειτουργίες.
Χάσμα βιωσιμότητας: Υπολογίζοντας την απόσταση από το όριο βιωσιμότητας μιας οικονομίας
Στην ίδια λογική, ο Βρετανός οικονομολόγος Paul Ekins πρότεινε τον υπολογισμό του «χάσματος βιωσιμότητας».51 Ο δείκτης
αποτυπώνει το χάσμα που χωρίζει ένα κρίσιμο επίπεδο φυσικού κεφαλαίου –κάτω του οποίου η μακροπρόθεσμη ευημερία τίθεται
σε κίνδυνο– και της πραγματικής κατάστασης του περιβάλλοντος μιας δοσμένης χώρας. Το χάσμα μπορεί να μετρηθεί με
πραγματικά μεγέθη (π.χ. εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου), με χρηματικούς όρους (κόστος για την επίτευξη της βιωσιμότητας)
ή με χρονικούς («έτη βιωσιμότητας» μέχρι τη επίτευξη του στόχου).
Από το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος στο χρέος έναντι της Φύσης
Στην ίδια κατεύθυνση, ο οικονομολόγος –και επίσης πρώην επικεφαλής της Γαλλικής Στατιστικής Υπηρεσίας (INSEE)– Andre
Vanoli εκπόνησε μια σειρά εργασιών για την εκτίμηση των «μη καταβεβλημένων περιβαλλοντικών οφειλών», που ορίζονται ως τα
κόστη για την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων αποκατάστασης και διατήρησης του περιβάλλοντος. Προτείνεται ειδικότερα η
ενσωμάτωση της «φύσης» ως νέου φορέα (agent) στα εθνικά λογιστικά συστήματα. Υπό τη συγκεκριμένη προσέγγιση, η μη
τήρηση των στόχων βιωσιμότητας θα μεταφράζεται σε χρέος των οικονομικών φορέων έναντι της φύσης.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Ένας άλλος κόσμος είναι όντως εφικτός: ορισμένες χώρες επιτυγχάνουν υψηλές κοινωνικές επιδόσεις με σταθερή χρήση των
φυσικών τους πόρων
Οι εργασίες του Αμερικανού οικονομολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Maryland, Herman Daly, έθεσαν τις βάσεις στη
δεκαετία του 1970 για την ανάπτυξη μεικτών και «πέραν του ΑΕΠ» προσεγγίσεων, που αξιολογούν συνδυαστικά τις
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των χωρών.
Σε συνέχεια των εργασιών του Herman Daly, o Βρετανός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Leeds, Daniel O’ Neill, επιχείρησε να
αξιολογήσει την απόσταση των οικονομιών από μια σταθερή κατάσταση κοινωνικής βιωσιμότητας (socially sustainable steady-
state economy). Μια οικονομία θεωρείται βιώσιμη –από οικολογική άποψη– αν καταναλώνει μια ποσότητα φυσικών πόρων εντός
των οικολογικών ορίων και –από κοινωνική άποψη– αν κρίνονται ικανοποιητικές οι σχετικές επιδόσεις της.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Ένας άλλος κόσμος είναι όντως εφικτός: ορισμένες χώρες επιτυγχάνουν υψηλές κοινωνικές επιδόσεις με σταθερή χρήση των
φυσικών τους πόρων
Οι εργασίες του Αμερικανού οικονομολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Maryland, Herman Daly, έθεσαν τις βάσεις στη
δεκαετία του 1970 για την ανάπτυξη μεικτών και «πέραν του ΑΕΠ» προσεγγίσεων, που αξιολογούν συνδυαστικά τις
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των χωρών.
Σε συνέχεια των εργασιών του Herman Daly, o Βρετανός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Leeds, Daniel O’ Neill, επιχείρησε να
αξιολογήσει την απόσταση των οικονομιών από μια σταθερή κατάσταση κοινωνικής βιωσιμότητας (socially sustainable steady-
state economy). Μια οικονομία θεωρείται βιώσιμη –από οικολογική άποψη– αν καταναλώνει μια ποσότητα φυσικών πόρων εντός
των οικολογικών ορίων και –από κοινωνική άποψη– αν κρίνονται ικανοποιητικές οι σχετικές επιδόσεις της.
Στο πλαίσιο αυτό, ο O’ Neill ολοκλήρωσε το 2015 την αξιολόγηση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας 181 χωρών
για μια περίοδο 10 ετών (1997-2007), βάσει 16 συνολικά δεικτών. Οι διαπιστώσεις της έρευνας χρήζουν ειδικότερης αναφοράς:
Μόνο 20 χώρες επιτυγχάνουν μια σχετική σταθερότητα αναφορικά με τη χρήση των φυσικών τους πόρων. Η συντριπτική
πλειοψηφία των χωρών στηρίζουν τη μεγέθυνσή τους στην απομείωση του φυσικού τους κεφαλαίου. Πρακτικά ωστόσο, καμία
χώρα στον πλανήτη δεν επιτυγχάνει να διαχειριστεί τους φυσικούς της πόρους εντός βιώσιμων ορίων.
Οι χώρες που παρουσιάζουν μεγαλύτερη σταθερότητα στη διαχείριση των πόρων τους είναι ταυτόχρονα πιο δημοκρατικές
κοινωνίες, με μεγαλύτερη ισότητα, υγιέστερους και πιο ευτυχισμένους ανθρώπους. Συνοπτικά, η κοινωνική και περιβαλλοντική
βιωσιμότητα δεν χαρακτηρίζονται συνεπώς από μια αλληλο αποκλειόμενη σχέση, αλλά μπορούν αντίθετα να συνυπάρξουν.
Παρά ταύτα, πολλές χώρες με υψηλές κοινωνικές επιδόσεις παρουσιάζουν ταυτόχρονα υψηλή κατά κεφαλήν χρήση πόρων. Οι
υψηλότερες κοινωνικές επιδόσεις φαίνεται συνεπώς να επιτυγχάνονται εις βάρος της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Το
γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών.
Το γεγονός ότι οι χώρες με χαμηλότερη ένταση χρήσης φυσικών πόρων παρουσιάζουν σε γενικές γραμμές και χαμηλές
κοινωνικές επιδόσεις αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση όσον αφορά τη βελτίωση των όρων διαβίωσης του παγκόσμιου
πληθυσμού, θέτοντας επιτακτικά την ανάγκη για μια ριζικά αποτελεσματικότερη διαχείριση των πόρων.
Σύμφωνα με τον O’ Neill, τα ευρήματα της έρευνας θέτουν υπό αμφισβήτηση την κληρονομημένη –από την εποχή του Adam
Smith– ιδέα ότι η κοινωνική πρόοδος προϋποθέτει μεγέθυνση της οικονομίας. Η θέση αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι
ορισμένες χώρες επιτυγχάνουν υψηλές κοινωνικές επιδόσεις σε συνθήκες σταθερής χρήσης των φυσικών τους πόρων.
Αντιμετωπίζοντας την κλιματική αλλαγή μέσω της κοινωνικής προόδου
Το συμπέρασμα του O’ Neill παρουσιάζει συνάφεια με τις εργασίες του Γάλλου οικονομολόγου και καθηγητή Eloi Laurent (2019),
ο οποίος τεκμηριώνει σε πρόσφατο άρθρο του την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός κοινωνικό-οικολογικού κράτους. Η
αναγκαιότητα αυτή ανακύπτει από τη διαπίστωση ότι οι οικολογικοί κίνδυνοι συνιστούν συνάμα και κοινωνικούς κινδύνους,
επιτάσσοντας τη διαμόρφωση νέων μορφών κοινωνικής προστασίας στο πλαίσιο ενός «κοινωνικό-οικολογικού κράτους».
Στο πλαίσιο αυτό, οι οικολογικοί κίνδυνοι θα κοινωνικοποιούνται, στη βάση της επιτυχημένης ιστορικής εμπειρίας του Κράτους
Πρόνοιας. Η ανάγκη αυτή κρίνεται επίσης επείγουσα καθώς ο οικολογικός αντίκτυπος της επιδείνωσης των κοινωνικών
ανισοτήτων γίνεται αισθητός -με διαφορετική ένταση- από το σύνολο της κοινωνίας έχοντας προφανώς ως κύρια θύματα τα πιο
ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα είναι υποχρεωμένα να καταναλώνουν σε
υψηλότερο ποσοστό προϊόντα «low-cost» η παραγωγή των οποίων χαρακτηρίζεται συνήθως από υψηλότερη ένταση διοξειδίου
του άνθρακα.
Υφίστανται συνεπώς σημαντικοί περιβαλλοντικοί λόγοι για να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες και, αντίστροφα, σημαντικοί
κοινωνικοί λόγοι για να αμβλυνθούν οι οικολογικές κρίσεις. Η διττή αυτή προσέγγιση έχει προεκτάσεις σε επίπεδο εφαρμοσμένων
πολιτικών. Το «κοινωνικό-οικολογικό κράτος» καλείται να οργανώσει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω της
κοινωνικής προόδου, αντιμετωπίζοντας και την ανάγκη για κλιματική δικαιοσύνη.
Τα τελευταία έτη παρατηρείται, όπως παρουσιάστηκε προηγουμένως, άνθηση δεικτών βιωσιμότητας, που αποσκοπούν,
θεωρητικά, στην κάλυψη του χάσματος μεταξύ επιστημονικής γνώσης και εφαρμοσμένης πολιτικής. Παραδόξως, ο στόχος αυτός
επιδιώκεται κατά κόρον να επιτευχθεί με τη συνεχή προσπάθεια υπολογισμού νέων δεικτών και τη βελτίωση των υφιστάμενων
(πλευρά της προσφοράς) και σε πολύ μικρότερο βαθμό με τον προσδιορισμό των παραγόντων που καθορίζουν το βαθμό
αξιοποίησής τους στον κύκλο της δημόσιας πολιτικής (πλευρά της ζήτησης). Το γεγονός αυτό απορρέει από την επικρατούσα
ορθολογική και γραμμική θεώρηση για το ρόλο της επιστημονικής γνώσης στη χάραξη πολιτικής, βάσει της οποίας εικάζεται ότι η
αποτελεσματικότητα των πολιτικών θα βελτιώνεται ως αποτέλεσμα της διαθεσιμότητας αντικειμενικών και αξιόπιστων στοιχείων
προσαρμοσμένων στις ανάγκες των υπευθύνων πολιτικής.
Η προσέγγιση αυτή δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από εμπειρική άποψη:
• Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν ικανοποιητική γνώση για το εύρος των διαθέσιμων συνθετικών δεικτών
βιωσιμότητας, ούτε εκδηλώνουν ιδιαίτερη ζήτηση για τη χρήση τους.
• Η αποτυχία σχετικά με την ουσιαστική αξιοποίηση των δεικτών σε επίπεδο χάραξης πολιτικής εκτιμάται ότι είναι αποτέλεσμα της
αδυναμίας καθιέρωσης της βιώσιμης ανάπτυξης ως κεντρικού σημείου αναφοράς για τις ενωσιακές πολιτικές, σε συνδυασμό με
την ανάδυση νέων δεικτών για την αναδυόμενη και πιο ελκυστική πολιτική ατζέντα με επίκεντρο την έννοια της ευημερίας.
Στους ανωτέρω ανασταλτικούς παράγοντες πρέπει να προστεθούν και οι αντιφάσεις εντός των θεσμών της ΕΕ σχετικά με την
προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και οι επικαλύψεις που παρατηρούνται μεταξύ σχετικών πλαισίων και πρωτοβουλιών.
• Ορισμένοι δείκτες, όπως το Περιβαλλοντικό Αποτύπωμα, φαίνεται να μην τυγχάνουν αποδοχής, λόγω των ριζικών αλλαγών που
συνεπάγεται η υιοθέτηση και χρήση τους.
• Παράλληλα, καταγράφεται ένα έλλειμα αναγνώρισης από τις ευρωπαϊκές αρχές των φορέων που παράγουν τους δείκτες
βιωσιμότητας, όπως ΜΚΟ και δεξαμενές σκέψης, σχετικά με το ρόλο τους στην επιλογή των δεικτών που θα καθορίσουν τις
κατευθύνσεις χάραξης πολιτικής.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο πολλαπλασιασμός κορυφαίων διακηρυκτικών πρωτοβουλιών, συχνά χωρίς αντίκρισμα σε επίπεδο εφαρμοσμένων πολιτικών
και αποτελεσμάτων, και το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ επιστημονικής γνώσης και χάραξης πολιτικής ενέχουν, συνδυαστικά,
σημαντικούς πολιτικούς, θεσμικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους:
(α) κίνδυνος απρόβλεπτης επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης, περαιτέρω διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και όξυνσης
των «συστημικών αδικιών»
(β) ακύρωση αξιοσημείωτων πρωτοβουλιών της κοινωνίας των πολιτών και των φορέων παραγωγής γνώσης για τη μετάβαση σε
ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα και
(γ) διεύρυνση της αναξιοπιστίας θεσμών, οργανισμών και κυβερνήσεων σε ένα ευρύτερο περιβάλλον απαξίωσης της πολιτικής
και αποδυνάμωσης των πλαισίων διεθνούς διακυβέρνησης.
Ο συνδυασμός των τριών αυτών απειλών διαμορφώνει ένα δυσοίωνο τοπίο με απρόβλεπτες συνέπειες.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ανάδειξη του τρίπτυχου «βιωσιμότητα, ανθεκτικότητα και ευημερία» σε κορυφαία εθνική στρατηγική πρόκληση για τον 21ο
αιώνα.
Οργάνωση εθνικού κοινωνικού διαλόγου και αξιοποίηση της πλούσιας επιστημονικής γνώσης με στόχο την επίτευξη
διευρυμένης συναίνεσης για την έγκαιρη, αποτελεσματική και δίκαιη κλιματική μετάβαση της ελληνικής οικονομίας και
κοινωνίας, καθώς και για τη διαχρονική υποστήριξη και συνέχεια των αναγκαίων ριζικών αλλαγών και παρεμβάσεων στην
οικονομία, το κράτος, τους θεσμούς, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία.
Διασφάλιση στοιχειώδους θεσμικής συνέχειας με την αξιοποίηση και τον εμπλουτισμό της συμφωνημένης με τους
ευρωπαϊκούς εταίρους και κοινωνικούς φορείς Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης 2030 με
στόχο την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, ανθεκτικότητας και ευημερίας της χώρας.
Πλήρης ενσωμάτωση της βιωσιμότητας και της ευημερίας –στο πλαίσιο μιας αναβαθμισμένης και διευρυμένης προσέγγισης της καλής
νομοθέτησης– στις κεντρικές αναπτυξιακές πολιτικές, στον Κρατικό Προϋπολογισμό και στον κύκλο της δημόσιας πολιτικής. Ανεξάρτητη
αξιολόγηση νομοθεσιών/δημόσιων πολιτικών ως προς τη συμβατότητά τους με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης πριν τη
ψήφιση/εφαρμογή τους («SDG check-‐list») με αξιολόγηση του αντικτύπου τους στη συνέχεια. Στόχος είναι η αναβάθμιση των ΣΒΑ,
από παθητικό πλαίσιο στατιστικής και ετεροχρονισμένης παρακολούθησης –αποσυνδεδεμένο από τη διαδικασία χάραξης πολιτικής– σε
ένα ενεργητικό εργαλείο ενσωμάτωσης της βιωσιμότητας στον πυρήνα των δημόσιων πολιτικών κατά τη διαμόρφωσή τους.
Εκπόνηση ετήσιας έκθεσης με ποιοτικά στοιχεία που θα συμπληρώνει τη στατιστική παρακολούθηση της Eurostat/ΕΛΣΤΑΤ. Στόχος είναι
να ερμηνεύονται οι δείκτες βάσει των τομεακών, περιφερειακών και τοπικών πραγματικοτήτων και αναγκών, ενισχύοντας ταυτόχρονα
την «κοινωνική ιδιοκτησία» των ΣΒΑ, τη συμμετοχική διακυβέρνηση και αξιολόγηση και την ενσωμάτωσή τους σε κεντρικές θεσμικές
διεργασίες (υποβολή έκθεσης και συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων).
Τον Ιούνιο του 2009 το Συμβούλιο των Υπουργών των 30 χωρών μελών του ΟΟΣΑ (OECD Ministerial Council Meeting), στο
οποίο μετείχαν και εκπρόσωποι της Χιλής, της Εσθονίας, του Ισραήλ, της Σλοβενίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέγραψε τη
«Διακήρυξη της Πράσινης Μεγέθυνσης» (Declaration on Green Growth) 12. Θεωρώντας ότι η ανάκαμψη από την παγκόσμια
χρηματοοικονομική κρίση της περιόδου 2007-2008 απαιτούσε μια διαφορετική στρατηγική οικονομικής μεγέθυνσης από εκείνη
που οι χώρες ακολουθούσαν στο παρελθόν, οι παραπάνω χώρες διακήρυτταν ότι θα ενίσχυαν τις προσπάθειές τους να
εφαρμόσουν στρατηγικές πράσινης μεγέθυνσης, αναγνωρίζοντας ότι η οι έννοιες «πράσινη» («green») και «μεγέθυνση»
(«growth») μπορούν να μη συγκρούονται αλλά αντίθετα να συμβαδίζουν. Διακήρυτταν επιπλέον ότι θα ενθάρρυναν τις
«πράσινες» επενδύσεις και τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων13. Οι «πράσινες» επενδύσεις θα συνέβαλλαν στην
ανάκαμψη της οικονομίας βραχυχρόνια και θα βοηθούσαν στην κατασκευή περιβαλλοντικά φιλικών υποδομών, οι οποίες είναι
αναγκαίες για την επίτευξη της «πράσινης» οικονομίας μακροχρόνια, θεωρώντας ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να είναι
συνεπείς προς τη στρατηγική της βιώσιμης μεγέθυνσης.
Επιπλέον, οι χώρες που υπέγραψαν τη Διακήρυξη καλούσαν τις χώρες μη μέλη του ΟΟΣΑ, τον ιδιωτικό τομέα, την Κοινωνία των
Πολιτών και άλλους διεθνείς οργανισμούς να συνεργαστούν στενά με τον ΟΟΣΑ, σε σύμπλευση με τη Διακήρυξη και ταυτόχρονα
ζητούσαν από τον ΟΟΣΑ να αναπτύξει μια «Στρατηγική Πράσινης Μεγέθυνσης» (Green Growth Strategy).
Θα ανέπτυσσε ένα νέο πλαίσιο λογαριασμών μεγέθυνσης, το οποίο θα λάμβανε ρητά υπόψη τις επιπτώσεις της οικονομικής
μεγέθυνσης στο περιβάλλον και την ευημερία.
Θα παρείχε συγκεκριμένα μέσα και προτάσεις πολιτικής που θα βοηθούσαν τις κυβερνήσεις να εξειδικεύσουν πολιτικές που
θα συνέβαλλαν στην αποτελεσματικότερη μετάβαση προς μια βιώσιμη οικονομία.
Θα εξέταζε τους τρόπους με τους οποίους οι χώρες μέλη του ΟΟΣΑ θα υποστήριζαν την «πράσινη μεγέθυνση» στις
αναδυόμενες οικονομίες και τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Θα διερευνούσε τις ευκαιρίες δημιουργίας θέσεων εργασίας, δίνοντας έμφαση στην απασχόληση που θα προκαλούσε η
πράσινη μεγέθυνση.
Greendex Index by Country.
- Άνθρωποι (People),
- Πλανήτης (Planet),
- Ευημερία (Prosperity),
- Ειρήνη (Peace),
Οι ΣΒΑ είναι οικουμενικοί, με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης έως το 2030. Για την υλοποίησή τους έχουν αναλάβει δεσμεύσεις όλες
οι χώρες, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές εθνικές πραγματικότητες, τα επίπεδα
ανάπτυξης και τις εθνικές πολιτικές και προτεραιότητες. Η Ατζέντα 2030 αναδεικνύει ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την βιώσιμη
ανάπτυξη, την εξάλειψη της φτώχειας, σε όλες τις μορφές και τις διαστάσεις της, συμπεριλαμβανομένης της ακραίας φτώχειας.
ΣΤΟΧΟΙ ΒΙΩΣΙΜΗς ΑΝΑΠΤΥΞΗς
Οι 17 ΣΒΑ αποτελούν τον οδικό χάρτη επίτευξης ενός καλύτερου και βιώσιμου μέλλοντος για όλους. Μέσω αυτής της εταιρικής
σχέσης, επιδιώκεται η αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων, π.χ. η εξάλειψη της φτώχειας, η μείωση των ανισοτήτων, η
αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η
ειρήνη και η δικαιοσύνη, η κοινωνική συνοχή και η ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.
Οι ΣΒΑ αντικατοπτρίζουν μια νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη πρέπει να ενσωματώνει την οικονομική
μεγέθυνση, την κοινωνική ευημερία και την προστασία του περιβάλλοντος. Εξισορροπούν, δηλαδή, τις τρεις διαστάσεις της
βιώσιμης ανάπτυξης και, μαζί με τους 169 υποστόχους τους, ενθαρρύνουν την ανάληψη δράσης βάσει των προαναφερθέντων
πέντε αξόνων.
Οι ΣΒΑ είναι αλληλένδετοι και αδιαίρετοι με αποτέλεσμα η επίτευξη ενός Στόχου να ασκεί επίδραση σε άλλους. Παράδειγμα
αποτελεί η εξάλειψη της φτώχειας, με στρατηγικές που βελτιώνουν την υγεία και την εκπαίδευση, μειώνουν την ανισότητα και
ενθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα την κλιματική αλλαγή και συμβάλλοντας στην προστασία
των οικοσυστημάτων. Για να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς είναι σημαντικό να επιτευχθεί κάθε ΣΒΑ και
κάθε υποστόχος μέχρι το 2030.
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Οι ΣΒΑ είναι η απάντηση της παγκόσμιας κοινότητας στις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης.
Δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας χωρίς τις βασικές προϋποθέσεις για αξιοπρεπή
ζωή (όπως επαρκές φαγητό, πρόσβαση σε καθαρό νερό και αποχέτευση, αξιοπρεπή εργασία και κατάλληλη στέγαση). Τα
ανθρώπινα δικαιώματα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξακολουθούν να μην προστατεύονται επαρκώς σε όλες τις χώρες. Οι
βίαιες συγκρούσεις εξακολουθούν να προκαλούν παγκόσμια αναταραχή και εκτοπισμούς πληθυσμών. Ακόμη και στις
ανεπτυγμένες χώρες, η οικονομική ανάπτυξη δεν προσφέρει σε όλους τους πολίτες ευημερία και ίσες ευκαιρίες, ενώ σε πολλές
χώρες παρατηρούνται μεγάλες ανισότητες.
Η ισότητα των φύλων παραμένει ακόμα πρόκληση και οι περιβαλλοντικές απειλές επηρεάζουν κάθε χώρα. Η κλιματική αλλαγή, η
ρύπανση του περιβάλλοντος και η απειλή των οικοσυστημάτων, επηρεάζουν την παγκόσμια ευημερία και ασφάλεια, θέτοντας σε
κίνδυνο τη διατροφική ασφάλεια, περιορίζοντας την πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και ευνοώντας την εμφάνιση ακραίων
φυσικών φαινομένων όπως ξηρασίες και πλημμύρες και την εξάπλωση των μεταδοτικών ασθενειών. Τα ανωτέρω παγκόσμια
προβλήματα απαιτούν αντιμετώπιση μέσω της ανάληψης παγκόσμιας, ολιστικής και συντονισμένης δράσης.
Το 2017, περίπου 821 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονταν, αριθμός σημαντικά αυξημένος από το 2015 (784 εκατομμύρια
άνθρωποι). Τα 2/3 του πληθυσμού που υποσιτίζεται συγκεντρώνεται στην υποσαχάρια Αφρική και τη νότια Ασία.
Το 2016, περίπου 750 εκατομμύρια ενήλικες (εκ των οποίων σε ποσοστό 66% είναι γυναίκες) παρέμεναν αναλφάβητοι, με το
50% του αναλφάβητου πληθυσμού παγκοσμίως να ζει στη νότια Ασία και το 25 % στην υποσαχάρια Αφρική.
Το 2016, το 1/3 των δημοτικών σχολείων δεν διέθεταν βασικές υποδομές αποχέτευσης, υγιεινής και πόσιμου νερού, με
αποτέλεσμα να επηρεάζεται η εκπαίδευση εκατομμυρίων παιδιών και κυρίως των κοριτσιών.
Μεταξύ 2015 και 2017, παρατηρήθηκε αύξηση των ανθρωποκτονιών λόγω, κυρίως, της αύξησής τους σε χώρες της Λατινικής
Αμερικής, της Καραϊβικής και της υποσαχάριας Αφρικής.
Κατά το 2018, παρατηρήθηκε, αύξηση δολοφονιών ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς τα Ηνωμένα Έθνη
κατέγραψαν 397 επιπρόσθετες δολοφονίες σε σύνολο 41 κρατών.
Η δυνατότητα τον κατοίκων αστικών κέντρων για εύκολη πρόσβαση σε δημόσια συγκοινωνία παραμένει περιορισμένη, ιδίως
στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Παγκοσμίως, 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε υποδομές και υπηρεσίες συλλογής απορριμμάτων.
Επιπρόσθετα, υπολογίζεται ότι ο συνολικός όγκος απορριμμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο θα διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 4
δισεκατομμύρια τόνους το 2050.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ 1970-2017, η κατανάλωση υλικών και φυσικών πόρων έχει αυξηθεί κατά 254%.
Το 2017, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έφτασαν σε νέα υψηλά επίπεδα, προκαλώντας επιπρόσθετη επιβάρυνση του
περιβάλλοντος.
Η παράνομη, λαθραία και μη ρυθμισμένη αλιεία παραμένει ένας από τους βασικούς κινδύνους για τα θαλάσσια
οικοσυστήματα και για τη διατήρηση βιώσιμων επιπέδων αλιείας. Επιπρόσθετα, η οξύτητα των υδάτων στους ωκεανούς έχει
αυξηθεί κατά 26% συγκριτικά με την προβιομηχανική εποχή, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά 100-150% μέχρι το
2100.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ 2000-2015, άνω του 1/5 της έκτασης γης παγκοσμίως έχει υποβαθμιστεί σημαντικά λόγω της
ανθρώπινης δραστηριότητας.
Υπολογίζεται ότι 785 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες διαχείρισης πόσιμου
νερού, ενώ 700 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να μεταναστεύσουν μέχρι το 2030 λόγω έλλειψης πόσιμου νερού.
Βάσει της εμπειρίας των ΑΣΧ, η διεθνής κοινότητα συμφώνησε ότι οι ΣΒΑ:
(β) θα αφορούν όλες τις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης (κοινωνική, οικονομική και
περιβαλλοντική), και
(γ) θα προβλέπουν ενεργότερη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, ιδίως ως προς την
Ως προς τη χρηματοδότηση για την υλοποίηση των ΣΒΑ, η Ατζέντα Δράσης της Αδδίς Αμπέμπα1(A/RES/69/313) παρέχει ένα νέο
παγκόσμιο πλαίσιο για τη χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης με ένα ολοκληρωμένο σύνολο δράσεων πολιτικής και μέτρων
που απoβλέπουν στη στήριξη της υλοποίησης των ΣΒΑ και των υποστόχων τους.
Ως προς την υλοποίηση των Στόχων, καθένας από τους 17 ΣΒΑ είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος και η επίτευξή του μέχρι το 2030
αποτελεί πρόκληση. Επιπρόσθετα, καθώς θα ήταν δύσκολο να αποφασιστεί ο τρόπος υλοποίησης των ΣΒΑ και να μετρηθεί με
ακρίβεια η πρόοδος προς την επίτευξή τους, κάθε ΣΒΑ συνδέεται με ορισμένους υποστόχους. Για τους 17 ΣΒΑ υπάρχουν
συνολικά 169 υποστόχοι, οι οποίοι αποτυπώνουν τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ενώ για την υλοποίηση κάθε υποστόχου
υπάρχουν αντίστοιχοι δείκτες μέτρησης της υλοποίησής του.
Ο ΟΗΕ έχει καταρτίσει κατάλογο 232 δεικτών για την παρακολούθηση των ΣΒΑ, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει
δημιουργήσει τον δικό της κατάλογο 100 δεικτών. Το πλαίσιο των δεικτών του ΟΗΕ αναπτύχθηκε από την Διυπηρεσιακή Μονάδα
Εμπειρογνωμόνων για τους Δείκτες των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (Inter-agency and Expert Group on
SustainableDevelopment Goal Indicators/IAEG-SDGs3) και συμφωνήθηκε κατά την 48η Σύνοδο της Στατιστικής Επιτροπής των
Ηνωμένων Εθνών (United Nations Statistical Commission) η οποία, πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2017. Εν συνεχεία, το
πλαίσιο δεικτών εγκρίθηκε κατά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την 6η Ιουλίου 2017 και αποτυπώνεται στην Απόφαση η οποία
υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση σχετικά με τις εργασίες της Στατιστικής Επιτροπής για την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη
Ανάπτυξη (A/RES/71/313).
Ο επίσημος κατάλογος των 232 δεικτών, όπως αυτοί ισχύουν σήμερα, περιλαμβάνει το γενικό πλαίσιο δεικτών (Απόφαση
A/RES/71/313), συμπεριλαμβανομένων βελτιώσεων που συμφωνήθηκαν από την Στατιστική Επιτροπή κατά την 49η Σύνοδό της,
τον Μάρτιο του 2018 (E/CN.3/2018/2, Παράρτημα II) και την 50ή Σύνοδό της, τον Μάρτιο του 2019 (E/CN.3/2019/2, Παράρτημα
II).
Αντίστοιχα, το 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξε ένα πλαίσιο δεικτών αναφοράς για την παρακολούθηση των ΣΒΑ στο
πλαίσιο της ΕΕ. Συγκεκριμένα, το αρχικό σύνολο των δεικτών ΣΒΑ της ΕΕ συμφωνήθηκε την 25η Απριλίου 2017 από την Ομάδα
Εργασίας για την υποβολή εκθέσεων για τους ΣΒΑ, από τις Υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Working Group on SDG
related reporting of the Commission Services), η οποία είχε εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτό από τη Διυπηρεσιακή Ομάδα για
τους ΣΒΑ (Inter-Service Steering Group on SDGs).
Ο κατάλογος δεικτών ΣΒΑ της ΕΕ χρησιμεύει στην παρακολούθηση της προόδου της ΕΕ ως προς την υλοποίηση των Στόχων και
στην κατάρτιση της ετήσιας έκθεσης παρακολούθησης της Eurostat σχετικά με την πρόοδο προς την επίτευξή τους. Η πιο
πρόσφατη αναθεώρηση του καταλόγου των δεικτών της ΕΕ ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου 2018, κατά την προετοιμασία της
Έκθεσης 2019 της ΕΕ για την παρακολούθηση των ΣΒΑ (“Sustainable development in theEuropean Union: Overview of progress
towards the SDGs in an EU context”) η οποία δημοσιεύτηκε την 28η Ιουνίου 2019. Επιπρόσθετα, βάσει του παγκόσμιου πλαισίου
δεικτών μέτρησης της επίτευξης των ΣΒΑ, οι κυβερνήσεις αναπτύσσουν και εθνικούς δείκτες για την παρακολούθηση της
προόδου που σημειώνεται.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η πρόοδος στην εφαρμογή των ΣΒΑ παρακολουθείται από τα Ηνωμένα Έθνη μέσω του Πολιτικoύ
Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (UN High Level Political Forum on Sustainable
Development/HLPF). Κάθε χρόνο, το HLPF εξετάζει την πρόοδο επίτευξης διαφορετικών ΣΒΑ, ενώ περιλαμβάνει και τις
Εθελοντικές Εθνικές Αξιολογήσεις (Voluntary National Reviews/VNRs) που παρουσιάζουν οι διάφορες χώρες. Ταυτόχρονα, η
διαδικασία παρακολούθησης των ΣΒΑ, σε παγκόσμιο επίπεδο, υποστηρίζεται από μια ετήσια Έκθεση Προόδου των ΣΒΑ (SDGs
Progress Report), η οποία προετοιμάζεται από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και από την τετραετή
Παγκόσμια Έκθεση Βιώσιμης Ανάπτυξης (Global Sustainable Development Report), η οποία καταρτίζεται από ανεξάρτητη ομάδα
επιστημόνων.
Το HLPF συνεδριάζει ετησίως, υπό την αιγίδα του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (UN Economic and Social
Council/ECOSOC), για οκτώ ημέρες (συμπεριλαμβανομένου ενός τριήμερου υπουργικού τμήματος) ενώ, κάθε τέσσερα χρόνια,
σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, υπό την αιγίδα της Γενικής Συνέλευσης (General Assembly/GA), για δύο ημέρες.
Το Σεπτέμβριο του 2019 θα πραγματοποιηθεί η πρώτη συνεδρίαση υπό την αιγίδα της Γενικής Συνέλευσης (SDG Summit), σε
συνέχεια της υιοθέτησης της Ατζέντας 2030.
Το HLPF έχει κεντρικό ρόλο στη συμμετοχική, διαφανή και ολοκληρωμένη παρακολούθηση και αξιολόγηση της Ατζέντας 2030 και
των ΣΒΑ, σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρέχει πολιτική καθοδήγηση και συστάσεις για την εφαρμογή της Ατζέντας 2030 και των 17
ΣΒΑ, υιοθετώντας πολιτικές διακηρύξεις κατόπιν διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων. Ταυτόχρονα το HLPF παρέχει την ευκαιρία
σε χώρες, οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών και άλλους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, στις οργανώσεις της
κοινωνίας των πολιτών και σε επιχειρήσεις να αναδείξουν τις προσπάθειες που καταβάλλουν προς την επίτευξη των ΣΒΑ και να
συμβάλουν στην πραγματοποίηση του οράματος της Ατζέντας 2030, προωθώντας την ανταλλαγή εμπειριών και βέλτιστων
πρακτικών και εξετάζοντας κατάλληλες πολιτικές, σε παγκόσμιο, περιφερειακό, εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Πράσινη ανάπτυξη
Η προστασία του περιβάλλοντος και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ στην παγκόσμια αγορά μπορούν να
συνυπάρξουν
Η περιβαλλοντική πολιτική μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο στη δημιουργία απασχόλησης και στην τόνωση των
επενδύσεων
Η «πράσινη ανάπτυξη» προϋποθέτει την εκπόνηση ολοκληρωμένων πολιτικών που προωθούν ένα βιώσιμο περιβαλλοντικό
πλαίσιο
Οι περιβαλλοντικές καινοτομίες μπορούν να εφαρμόζονται και να εξάγονται, ώστε και η Ευρώπη να γίνει ανταγωνιστικότερη και
να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των κατοίκων της
Η Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Πράσινη Οικονομία διακρίνεται σε επιμέρους τομείς:
Η Ευρώπη είναι σε θέση να προχωρήσει στο επόμενο βήμα και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, επενδύοντας στη
βιώσιμη ανάπτυξη και ανοίγοντας το δρόμο και για τον υπόλοιπο κόσμο. Πέρα όμως από το όραμα, θα πρέπει να υπάρξει
συμφωνία ως προς έναν συγκεκριμένο τρόπο υλοποίησης. Το Έγγραφο Προβληματισμού συμβάλλει σε αυτή τη διαδικασία,
θέτοντας ερωτήματα που αποβλέπουν στη διαμόρφωση πλαισίου διαλόγου ανάμεσα στους πολίτες, τις κυβερνήσεις και τα
θεσμικά όργανα, κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, με στόχο τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, την προετοιμασία της
Ατζέντας Στρατηγικής 2019-2024 της ΕΕ και τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της επόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η ΕΕ συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της Ατζέντας 2030 και, μαζί με τα κράτη μέλη της, δεσμεύτηκε να είναι πρωτοπόρος
στην εφαρμογή της, τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων της, υποστηρίζοντας, μέσω των εξωτερικών πολιτικών της, τις
προσπάθειες εφαρμογής της Ατζέντας και σε τρίτες χώρες, ιδιαίτερα εκείνες που βρίσκονται περισσότερο σε ανάγκη. Η πρόταση
της Επιτροπής για τον πολυετή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό της περιόδου 2021-2027 βασίζεται στις αρχές της ευημερίας, της
βιωσιμότητας, της αλληλεγγύης και της ασφάλειας. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των
προτάσεων και γι’ αυτό προωθείται και ενσωματώνεται σε πολυάριθμα προγράμματα και χρηματοδοτικά εργαλεία.
Για την επίτευξη των ΣΒΑ, απαιτούνται οι κατωτέρω δράσεις σε επιμέρους τομείς:
1. Η βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή θα πρέπει να προωθηθούν, να ενθαρρυνθούν και να ρυθμιστούν περαιτέρω, με
ιδιαίτερη προσοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
2. Η ΕΕ θα πρέπει να επενδύσει στην έρευνα και την καινοτομία, στους ανθρώπους και τα ταλέντα τους, την απασχολησιμότητα
και την κοινωνική ένταξη. Ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας των Κοινωνικών Δικαιωμάτων θα πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως.
3. Η ΕΕ θα πρέπει να ευθυγραμμίσει τους στόχους της, για το κλίμα και την ενέργεια, με τον συμφωνημένο στόχο περιορισμού
της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας έως 1,5 βαθμό σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, αυξάνοντας
παράλληλα την ανθεκτικότητα. 4. Η ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίσει ότι όλες οι επενδύσεις της στον τομέα της γεωργίας θα είναι
σύμφωνες με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της
ανθρώπινης υγείας, η επισιτιστική ασφάλεια, καθώς και η προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος.
Greendex Index by Country.
Ανασκόπηση
Γενικά
Η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, οι
σχετικοί με αυτήν 17 Στόχοι Βιώσιμης
Ανάπτυξης (ΣΒΑ) & 169 υποστόχοι
υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της 70ης Γενικής
Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στις 25
Σεπτεμβρίου 2015 (Ψήφισμα 70/1).
Αυτό περιλάμβανε το τριήμερο υπουργικό τμήμα του φόρουμ από την Τετάρτη
13 Ιουλίου έως την Παρασκευή 15 Ιούλιος 2022, ως μέρος του Τμήματος
Υψηλού Πολιτικού Επιπέδου του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου
(ECOSOC).
Όσον αφορά τους ΣΒΑ 14 και 15, ένα συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής για τη
γαλάζια οικονομία έχει σχεδιαστεί για να ενθαρρύνει ένα ισορροπημένο
αναπτυξιακό σχέδιο για τα ελληνικά νησιά με ταυτόχρονη προώθηση υγιών
θαλασσών και θαλάσσιας βιοποικιλότητας, ενώ οι μεγάλες προκλήσεις για
τη χερσαία βιοποικιλότητα που συνδέονται με τις δασικές πυρκαγιές και τα
ενεργειακά δίκτυα έχουν άρχισε να αντιμετωπίζεται μέσω της βελτιωμένης
ικανότητας πρόληψης και λειτουργίας, αναδάσωσης μεγάλης κλίμακας και
υπογειοποίησης των εναέριων γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως σε
προστατευόμενες περιοχές.
Εκτός από την προστασία των παιδιών, ύψιστη σημασία για την Ελλάδα είναι
η χρόνια χαμηλή επίδοση σε σημαντικούς δείκτες νεολαίας. Είναι προφανές
ότι ούτε η ανθεκτικότητα-προσαρμογή στις νέες εξελίξεις σε παγκόσμιο
επίπεδο ούτε η βιώσιμη ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την
ένταξη των νέων. Διά μέσου ενός επικείμενου συνεκτικού πλαισίου
πολιτικής για τη Νεολαία, η χώρα θα αντικαταστήσει δραστικά τις
δυσλειτουργικές πρακτικές σε μια προσπάθεια να ακούσει τους νέους και να
προβάλει τα οράματα τους. Μια σειρά από πολιτικές ενίσχυσης της
αυτονομίας τους μέσω, μεταξύ άλλων, της εκπαίδευσης, της Επαγγελματικής
Εκπαίδευσης (ΕΕΚ), της εργασίας, των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, της
στέγασης και του πολιτισμού θα έχει ως στόχο να τους υποστηρίξει ώστε να
εκπληρώσουν τις επιδιώξεις τους.
Τρίτον, περιγράφοντας ένα σχέδιο για τον ΣΒΑ 17, πρέπει να γίνουν βήματα προς
την ενίσχυση της συνεργασίας.
Αυτό είναι τόσο ανάγκη όσο και φιλοδοξία για τους πολίτες, τους ενδιαφερόμενους
φορείς και τους δημόσιους φορείς που εντάσσονται στο διάλογο για τη βιωσιμότητα
σε αυξανόμενους αριθμούς. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από έναν
σταθερό και προσαρμοστικό μηχανισμό για τη διευκόλυνση του κοινωνικού διαλόγου
για τη βιώσιμη ανάπτυξη, όχι μόνο για την ενίσχυση της επικοινωνίας μεταξύ των
ενδιαφερόμενων ομάδων και του κράτους αλλά και λόγους ενθάρρυνσης της
συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων. Ένα τέτοιο έργο-πλαίσιο αναμένεται να
προωθήσει επίσης την πολιτιστική αλλαγή, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα βασικό
μάθημα της Ατζέντας 2030, που είναι η συνεργατηκότητα.
«Εκτός από τη διεξαγωγή των θεματικών διασυνδέσεων των ΣΒΑ, είναι ζωτικής
σημασίας να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που απορρέουν από την πραγματική
συνθήκη ότι οι πολίτες, οι οργανισμοί, οι θεσμοί, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και
οι χώρες είναι όλοι συνδεδεμένοι. Χτίζοντας σε θετικά δίκτυα, σε όλα τα επίπεδα,
είναι μια βασική επιλογή για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους και η Ελλάδα
φιλοδοξεί να επενδύσει σε αυτό στο μέλλον».
SUSTAINABL
E
DEVELOPME
NT
REPORT
2022
Θεματική Ενότητα: Κατευθύνσεις, Στρατηγικές και Δράσεις Εταιρικής Διακυβέρνησης για την
ενσωμάτωση των αρχών και στόχων Ανάπτυξης, Βιώσιμης Ανάπτυξης, Βιώσιμης
Επιχειρηματικότητας, ΕΚΕ ή/και ESG σε Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό και Εθνικό επίπεδο.
21/11/2022
Ο ΟΟΣΑ (1999) ορίζει ως εταιρική διακυβέρνηση το σύστημα με το οποίο οι εταιρίες παρακολουθούνται
και ελέγχονται (εκ της διοίκησης). Το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης εξειδικεύει τη διάρθρωση των
δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μεταξύ των διαφορετικών συμμετεχόντων σε μία εταιρία, όπως το ΔΣ,
τα ανώτατα εκτελεστικά διευθυντικά στελέχη, τους μετόχους και άλλους εταίρους
Ως εταιρική διακυβέρνηση ορίζεται ένα σύνολο από νομικές, παραδοσιακές και θεσμικές διευθετήσεις,
που θέτουν τα όρια για το πλαίσιο δράσης και τις επιμέρους ενέργειες των ανοικτών επιχειρήσεων,
δίνοντας απαντήσεις σχετικά με το άτομο το οποίο τις ελέγχει, τον τρόπο με τον οποίο ασκείται ο έλεγχος
και των τρόπο με τον οποίο γίνεται η κατανομή των κινδύνων και των αποδόσεων από την επιχειρηματική
δραστηριότητα. Έτσι, η εταιρική διακυβέρνηση καλύπτει τους μηχανισμούς που σχηματίζουν τις
πρωτοβουλίες, τα αντικίνητρα και τις απαγορεύσεις, υπό το πρίσμα των οποίων το management του εκδότη
κινητών αξιών παίρνει αποφάσεις (Μουζούλιας Σ., 2003)
21/11/2022
Ένας άλλος ορισμός αποτελεί ότι η εταιρική διακυβέρνηση σχετίζεται με τους τρόπους που οι παροχείς
χρηματοοικονομικών μέσων εξασφαλίζουν την αποκόμιση οφέλους από την επένδυση τους, δηλαδή τους
τρόπους με τους οποίους οι προμηθευτές κεφαλαίων στις επιχειρήσεις εξασφαλίζουν μια επωφελή
απόδοση των επενδύσεων τους.
Η εταιρική διακυβέρνηση καλύπτει τις δομές, τις διαδικασίες, τις αρχές και τα συστήματα τα οποία
προωθούν μια επιτυχημένη διεκπεραίωση των υποθέσεων μιας επιχείρησης. Επομένως, ένας ακόμα
ορισμός της θα μπορούσε να είναι το σύστημα βάσει του οποίου πραγματοποιείται η διεύθυνση και ο
έλεγχος των εμπορικών εταιρειών.
Τέλος, ως εταιρική διακυβέρνηση θεωρείται το συνολικό σύστημα κάποιων διαδικασιών, δικαιωμάτων και
ελέγχων, οι οποίοι έχουν καθιερωθεί ως προς την διοίκηση της επιχείρησης, εσωτερικά αλλά και εξωτερικά,
στοχεύοντας στο να προστατεύσουν τα συμφέροντα όλων των αναμεμειγμένων παραγόντων στην εταιρική
δραστηριότητα.
21/11/2022
Στόχος της Εταιρικής Διακυβέρνησης
Ο στόχος της εταιρικής διακυβέρνησης δεν είναι μόνο η διασφάλιση της κυριότητας και η εντιμότητα της
επιχείρησης, αλλά και η προώθηση της αποτελεσματικότητας και της ανάπτυξης των εργασιών της
επιχείρησης, οδηγώντας την προς την κερδοφορία.
21/11/2022
➢ Η λογοδοσία. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τα μέλη της επιτροπής διοίκησης
είναι σημαντικά διαφορετικά.
➢ Η ευθύνη. Υπάρχουν μηχανισμοί επιβολής ποινών σε περίπτωσης κακής διαχείρισης.
21/11/2022
Η εταιρική διακυβέρνηση θεωρείται το σύνολο των τάσεων και των έννομων σχέσεων οι οποίες
εκδηλώνονται και θεμελιώνονται υπό το πρίσμα της λειτουργίας της επιχείρησης, είτε η λειτουργία της
γίνεται υπό κανονικές συνθήκες υγιούς άσκησης της δραστηριότητας της, είτε αντιμετωπίζει οικονομικές
δυσκολίες.
Επομένως, δεν περιορίζεται μόνο στο μοντέλο της διοίκησης της επιχείρησης αλλά αποτελεί μέθοδο
προσέγγισης των ζητημάτων με αρχή της τάσεις οι οποίες γενικότερα προκύπτουν κατά την λειτουργία της
επιχείρησης. Έτσι, η εταιρική διακυβέρνηση καθορίζει τους κανόνες άσκησης της εξουσίας σε μια
επιχείρηση.
21/11/2022
21/11/2022
Το 2004, εξαιτίας των έντονων εξελίξεων οι οποίες σημειώθηκαν στον επιχειρηματικό κόσμο, ο Ο.Ο.Σ.Α.
δημοσίευσε τις αναθεωρημένες αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης, οι οποίες περιλάμβαναν τα παρακάτω:
➢ Την προστασία των δικαιωμάτων των μετόχων και τις βασικές λειτουργίες της ιδιοκτησίας της
επιχείρησης.
➢ Την διασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης των μετόχων.
➢ Την αναγνώριση των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων και την ενθάρρυνση της ενεργής συνεργασίας
μεταξύ των επιχειρήσεων και των συμμετεχόντων.
➢ Την διασφάλιση της έγκαιρης και της ακριβής γνωστοποίησης για όλα τα ουσιαστικά θέματα τα οποία
αφορούν την επιχείρηση.
➢ Την διασφάλιση της στρατηγικής καθοδήγησης της επιχείρησης, τον αποτελεσματικό έλεγχο της
διοίκησης από το Διοικητικό Συμβούλιο και την υποχρέωση λογοδοσίας του Συμβουλίου απέναντι στην
επιχείρηση και στους μετόχους (Παλαιολόγος Α., 2013)
21/11/2022
21/11/2022
Η θεωρία της αντιπροσώπευσης (Agency Theory) είναι η παλαιότερη από όλες και εδραιώθηκε στην
σύγχρονη εποχή, από το έργο των Berle και Means, οι οποίοι μελέτησαν τον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας από τον
έλεγχο και την εποπτεία μιας επιχείρησης.
Οι μέτοχοι εξαιτίας διαφόρων λόγων όπως της έλλειψης γνώσεων και δεξιοτήτων, της ανάγκης για επενδύσεις σε
πολλές εταιρείες ταυτόχρονα (διάχυση του κινδύνου), της έλλειψης χρόνου, του υψηλού κόστους διοίκησης και
ελέγχου της επιχείρησης κ.α. αναθέτουν τα περί της διοίκησης της εταιρείας σε επαγγελματίες – αντιπροσώπους.
21/11/2022
Οι τέσσερεις πρώτες κύριες παραδεχτές υποθέσεις από την θεωρία της αντιπροσώπευσης αφορούν τα
πρόσωπα (ιδιοκτήτες ή οι εντολείς και οι αντιπρόσωποι) και οι υπόλοιπες τρεις την οργάνωση και είναι οι εξής:
➢ Η τυπική -νομική δέσμευση, καθώς οι περισσότεροι μηχανισμοί – συμβόλαια που χρησιμοποιούν είναι
δεσμευτικοί και καθορισμένοι ρητώς.
➢ Η ιδιοτέλεια. Το κύριο κίνητρο για την συμπεριφορά τους είναι οικονομικού περιεχομένου και επομένως, η
λογική της συμπεριφοράς τους είναι μονοδιάστατη, οικονομικά ορθολογική και προβλέψιμη.
➢ Η υιοθέτηση καιροσκοπικής συμπεριφοράς. Αυτό σημαίνει ότι πιθανόν η συμπεριφορά τους να μεταβάλλεται
ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και με γνώμονα το δικό τους συμφέρον και όχι με αυτά που έχουν
κληθεί να προασπίσουν
21/11/2022
➢ Η αποστροφή από τον κίνδυνο. Αξιολογούν τις δυνητικές τους πράξεις με την σχέση του κινδύνου με το
όφελος που αυτές υπονοούν.
➢ Η πιθανή ασυμβατότητα των στόχων των ιδιοκτητών με τους στόχους των αντιπροσώπων.
➢ Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Η ισορροπία ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη προκύπτει από
την απόδοση των δρώντων προσώπων (στελεχών ή κύριων μετόχων) και η μέτρηση της γίνεται είτε με
ποσοτικά κριτήρια είτε με ποιοτικά.
➢ Η ασύμμετρη πληροφόρηση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες – μετόχους και τους αντιπροσώπους
21/11/2022
Η ανάγκη διαμόρφωσης της θεωρίας των ενδιαφερόμενων μερών (Stakeholder Theory) προήλθε από την
αναγνώριση της σημαντικότητας των επιρροών, της δύναμης και της αλληλεξάρτησης μιας επιχείρησης από το
εσωτερικό και εξωτερικό της περιβάλλον.
Ο όρος ενδιαφερόμενο μέρος πρωτοεμφανίστηκε το 1963 σε ένα εσωτερικό υπόμνημα του Stanford Research Institute
και ορίστηκε αρχικά ως τις ομάδες, δίχως την υποστήριξη των οποίων, μια επιχείρηση θα έπαυε να υπάρχει. Αργότερα, ο
δεύτερος ορισμός περιέχει το σύνολο αυτών που επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τα επιτεύγματα αλλά και τους στόχους
μιας επιχείρησης.
Οι Franks και Mayer προσδιόρισαν τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη, δίνοντας απάντηση στο ζήτημα
για το ποια ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα απαίτησης της συμμετοχής τους στην διοίκηση ή της επίδρασης στην
διαμόρφωση των στρατηγικών στόχων της επιχείρησης.
21/11/2022
Η θεωρία της επιτροπείας – επιμελητείας (Stewardship Theory) διαφέρει σημαντικά με την θεωρία της
αντιπροσώπευσης (Agency Theory), κυρίως στο γεγονός ότι αναγνωρίζει άλλα κίνητρα για τις ενέργειες των στελεχών,
πλην της οικονομικής ιδιοτέλειας. Αφήνει να εννοηθεί ότι δεν υφίσταται σύγκρουση των συμφερόντων των στελεχών –
αντιπροσώπων και των ιδιοκτητών – εντολέων και ότι για να υπάρξει μια επιτυχημένη οργάνωση απαιτείται μια δομή
όπου ο συντονισμός έχει την δυνατότητα να γίνει με αποδοτικότερο τρόπο (Λαζαρίδης Θ. & Δρυμπέτας Ε., 2011).
21/11/2022
Η θεωρία της ηγεμονίας της διοίκησης (Managerial Hegemony Theory) υποστηρίζει ότι οι οργανωσιακές δομές, οι
δομές μεταβίβασης της εξουσίας, του ελέγχου και της εποπτείας έχουν ουσιαστικά ατονήσει ή έχουν μειωμένη
αποδοτικότητα και οδηγήσει στην κατίσχυση και ηγεμονία των στελεχών.
Η έλλειψη κινήτρου για την ανάληψη καθηκόντων από τους μετόχους, ως κύριο ενδιαφερόμενο μέρος, οδηγεί στην
αποδυνάμωση της στρατηγικής συμμετοχής τους και στην υιοθέτηση της στρατηγικής της πίστης ή της εξόδου από
την εταιρεία (Λαζαρίδης Θ. & Δρυμπέτας Ε., 2011).
21/11/2022
Συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης
Η σύγχρονη έννοια της Εταιρικής Διακυβέρνησης δέχτηκε έντονες επιρροές από την θεωρία σύγκρουσης
συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητών και διοικούντων μιας επιχείρησης (Θεωρία της Αντιπροσώπευσης –
Agency Theory). Το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο ότι σε πολλές περιπτώσεις η διοίκηση μιας επιχείρησης
για ποικίλους λόγους δεν λειτουργεί ως προς το συμφέρον των ιδιοκτητών της.
Αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητών και διοικούντων μιας επιχείρησης, κατέστησαν
αναγκαία την θέσπιση συστημάτων Εταιρικής Διακυβέρνησης, τα οποία έχουν ως κύριο στόχο τη
διασφάλιση μιας διαφανούς, χρηστής και αποτελεσματικής διοίκησης που μεγιστοποιεί την οικονομική αξία
της επιχείρησης, προστατεύοντας παράλληλα τα συμφέροντα όλων των μετόχων και των πιστωτών της.
Το γεγονός της ύπαρξης, στο εσωτερικό μιας επιχείρησης και γενικότερα στην οικονομία, ενός
αποτελεσματικού συστήματος Εταιρικής Διακυβέρνησης, βοηθά στην δημιουργία εμπιστοσύνης,
απαραίτητη για την προστασία των επενδυτών, δηλαδή των μετόχων και των πιστωτών, των εισηγμένων
εταιρειών σε χρηματιστήρια αλλά και για την εύρυθμη λειτουργία της αγορά.
21/11/2022
21/11/2022
Εναλλακτικά συστήματα εταιρική διακυβέρνησης
➢ Το υπόδειγμα των Μετόχων (Shareholders Model)
Σύμφωνα με το υπόδειγμα των μετόχων, στόχος της επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση της αξίας της. Δημιουργούνται αποκλείσεις πολλές
φορές λόγω προσωπικών στόχων και συμφερόντων των διαχειριστών αν είναι διαφορετικοί των ιδιοκτητών.
➢ Το υπόδειγμα των Εταίρων (Stakeholders Model)
Σύμφωνα με το υπόδειγμα των εταίρων η εταιρία οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα ευρύτερων ομάδων ενδιαφερομένων, οι
οποίοι επηρεάζουν και επηρεάζονται από τη λειτουργία της επιχείρησης. Λόγω αλληλεξαρτήσεων και εξωτερικών επιδράσεων της σε μία
σειρά εταίρων οι στόχοι της οφείλουν να εξυπηρετούν το κοινωνικό σύνολο (Monks, 1995)
➢ Εξωτερικά Συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης
Κύριο χαρακτηριστικό των εξωτερικών συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης (τυπικά παραδείγματα αποτελούν οι ΗΠΑ και το Η.Β.) είναι η
ύπαρξη μεγάλων και υψηλής ρευστότητας κεφαλαιαγορών.
➢ Εσωτερικά Συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης
Κύριο χαρακτηριστικό των εσωτερικών συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης (αφορά χώρες ΕΕ και Ιαπωνία, Κορέα) είναι η υψηλή
συγκέντρωση της μετοχικής ιδιοκτησίας ή των δικαιωμάτων ψήφου και η ύπαρξη πολλαπλών σταυροειδών σχέσεων μεταξύ των
επιχειρήσεων. Οι κεφαλαιαγορές είναι συνήθως μικρές και χαμηλής ρευστότητας. Ο ρόλος των θεσμικών επενδυτών είναι πολύ πιο
περιορισμένος από ότι στο εξωτερικό σύστημα. Οι μέτοχοι δύναται να ασκήσουν τον έλεγχο τους με μικρό σχετικά κόστος. Το πρόβλημα
του «εντολέα-εντολοδόχου», ως η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των «αδύναμων» μετόχων και της «ισχυρής» εκτελεστικής διοίκησης, όπου
συναντάται στα εξωτερικά συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης, μεταβάλλεται σε σύγκρουση των ισχυρών μεγαλομετόχων με τους
«αδύναμους» μετόχους μειοψηφίας (minority shareholders)
21/11/2022
21/11/2022
Σε αρχικό στάδιο υπήρξαν έντονες αντιδράσεις, όμως αργότερα η Ένωση Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών
εταιρειών, υπό την αιγίδα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, εξέδωσε των κώδικα αρχών εταιρικής
διακυβέρνησης, ο οποίος προτάθηκε στα μέλη της προς εφαρμογή. Η υιοθέτηση αυτού του κώδικα, ο οποίος δεν
προέβλεπε ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του οργάνου διοίκησης των εισηγμένων εταιρειών, δεν ήταν
ικανοποιητική.
Φτάνοντας στο 2002, ψηφίστηκε ο Νόμος 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, με πολλές τροποποιήσεις σχετικά
με τα αρχικά κείμενα τα οποία είχαν προταθεί από την επιτροπή του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Με αυτόν τον νόμο
έγινε η εισαγωγή μέτρων οργάνωσης, κατά κύριο λόγο της διοίκησης της εταιρείας, με την νομοθετική οδό, δίχως όμως
αυτός ο νόμος να φέρει τροποποιήσεις στην σχετική γενική νομοθεσία περί ανωνύμων εταιρειών (Μούζουλας Σ., 2003).
21/11/2022
Επίσης, ο Νόμος 3884/2010 σχετίζεται με δικαιώματα των μετόχων και πρόσθετες εταιρικές υποχρεώσεις
γνωστοποιήσεων προς τους μετόχους σχετικά με την προετοιμασία της Γενικής Συνέλευσης. Ο Νόμος
3873/2010, ο οποίος λειτουργεί ως υπενθύμιση της ανάγκης θέσπισης του Ελληνικού Κώδικα Εταιρικής
Διακυβέρνησης και αποτελεί την βάση του, ενσωμάτωσε στην έννομη τάξη στην χώρα μας την Οδηγία
2006/46/EC5 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες, στην Ελλάδα ο Νόμος περί ανωνύμων εταιρειών
(Νόμος 2190/1920), τον οποίον και τροποποιούν πολλές από τις προαναφερθείσες διατάξεις νόμων,
συμπεριλαμβάνει τους θεμελιώδεις κανόνες διακυβέρνησής τους (Ελληνικό Συμβούλιο Εταιρικής
Διακυβέρνησης, 2013).
21/11/2022
Ρόλος και αρμοδιότητες του Δ.Σ. στην Εταιρική Διακυβέρνηση
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το αρμόδιο όργανο το οποίο αποφασίζει για κάθε πράξη η οποία αφορά την
διοίκηση της επιχείρησης, την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της και την πραγματοποίηση του σκοπού
της, εντός των ορίων του νόμου και εξαιρουμένων των θεμάτων επί των οποίων αποφασίζει η Γενική Συνέλευση
των μετόχων.
Ο Νόμος περί ανωνύμων εταιρειών δίνει στο Δ.Σ. την αρμοδιότητα της ανάθεσης ορισμένων εξουσιών λήψης
αποφάσεων σε ένα ή περισσότερα άτομα, μέλη του Δ.Σ. ή τρίτους. Αυτά τα άτομα, με την προϋπόθεση της μη
απαγόρευσης από το καταστατικό και της πρόβλεψης από τις αποφάσεις του Δ.Σ., μπορούν να αναθέτουν την
άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν σε άλλα μέλη του Δ.Σ. ή τρίτους. Επίσης, κάθε μέλος του Δ.Σ. έχει την
υποχρέωση διαχείρισης των υποθέσεων της επιχείρησης με την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία.
21/11/2022
Στην Ελλάδα συνήθως μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες από το Δ.Σ. στη Διοίκηση με συλλογικό τρόπο. Το Δ.Σ.
αποφασίζει να εκχωρήσει όλες τις αρμοδιότητες σε ένα άτομο, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Ο Κώδικας προτείνει τα
θέματα για τα οποία αποφασίζει το Δ.Σ. να ορίζονται από τους εσωτερικούς κανονισμούς της επιχείρησης. Επίσης,
το Δ.Σ. έχει την υποχρέωση διατήρησης επαρκής εποπτείας της περαιτέρω εκχώρησης αρμοδιοτήτων από τον
Διευθύνοντα Σύμβουλο σε βασικά ανώτατα στελέχη ή τρίτους.
Το Δ.Σ. έχει την υποχρέωση άσκησης του ηγετικού του ρόλου αποτελεσματικά και διεύθυνσης των εταιρικών
υποθέσεων ως προς όφελος της επιχείρησης και όλων των μετόχων, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η διοίκηση εφαρμόζει
την εταιρική στρατηγική. Επίσης, έχει την υποχρέωση διασφάλισης της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης όλων των
μετόχων, περιλαμβανομένων και των μετόχων μειοψηφίας και των αλλοδαπών μετόχων.
21/11/2022
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Δ.Σ. πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα μέρη των οποίων τα
συμφέροντα σχετίζονται με αυτά της επιχείρησης, όπως οι πελάτες, οι πιστωτές, οι εργαζόμενοι και οι κοινωνικές
ομάδες οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από τη λειτουργία της επιχείρησης στο βαθμό στον οποίο δεν υπάρχει
σύγκρουση με το εταιρικό συμφέρον. Επομένως, οι βασικές αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου είναι οι
παρακάτω:
Η έγκριση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής και των λειτουργικών στόχων της επιχείρησης.
Η λήψη αποφάσεων για τις μείζονες κεφαλαιουχικές δαπάνες, εξαγορές και εκποιήσεις.
Η επιλογή και η πιθανή αντικατάσταση της εκτελεστικής ηγεσίας της επιχείρησης και η εποπτεία του
σχεδιασμού της διαδοχής.
Ο έλεγχος απόδοσης της ανώτατης διοίκησης και η εναρμόνιση των αμοιβών των ανώτατων στελεχών σύμφωνα
με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης αλλά και των μετόχων της.
21/11/2022
Η εξασφάλιση της αξιοπιστίας των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και στοιχείων, των συστημάτων
χρηματοοικονομικής πληροφόρησης αλλά και των δημοσιευμένων στοιχείων και πληροφοριών της επιχείρησης.
Η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων της
επιχείρησης.
Η επαγρύπνηση για τις υπάρχουσες και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της επιχείρησης και της
διοίκησής της, των μελών του Δ.Σ. ή των κύριων μετόχων αλλά και η κατάλληλη αντιμετώπιση τέτοιων
συγκρούσεων.
Η εξασφάλιση της ύπαρξης μιας αποτελεσματικής διαδικασίας κανονιστικής συμμόρφωσης της επιχείρησης.
Η ευθύνη λήψης αποφάσεων και η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος διοίκησης της
επιχείρησης.
Η διατύπωση, η διάδοση και η εφαρμογή των κύριων αξιών και αρχών της επιχείρησης οι οποίες ορίζουν τις
σχέσεις της με όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα σχετίζονται με εκείνα της επιχείρησης (Ελληνικό
Συμβούλιο Εταιρικής Διακυβέρνησης, 2013).
21/11/2022
Θεματική Ενότητα 3: Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη –Βιβλιογραφική Επισκόπηση (Αρχές,
Πρακτικές, Πρότυπα, Εννοιολογική Προσέγγιση της Λογοδοσίας Δείκτες Λογοδοσίας
Συμμετοχικότητα Ενδιαφερόμενων Ομάδων & Ανάλυση Ουσιαστικότητας επιχειρήσεων ή
οργανισμών κ.α.)
ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Βιώσιμη επιχειρηματικότητα στο σύγχρονο κόσμο υλοποιείται στη βάση
δύο αξόνων:
➢the European Directives 2013/34/EU and 2014/95/EU (CSR Initiatives) and for
businesses that are established or operating in Greece are obliged to follow the EU
Directive by the n. 4403/2016 law.
Ένα άλλο στοιχείο αυτής της οδηγίας είναι ότι προτείνει εταιρείες με μέσο αριθμό
εργαζομένων 500, να περιλαμβάνουν μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με την
ανάπτυξη, την απόδοση και τη θέση της εταιρείας καθώς και τις επιπτώσεις της
δραστηριότητάς της. Επιπλέον, αναφέρονται περιβαλλοντικά, κοινωνικά θέματα, θέματα
εργαζομένων και δωροδοκίας, ανθρώπινα δικαιώματα και καταπολέμηση της διαφθοράς
(Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014).
Ο κύριος στόχος της οδηγίας 2014/95 / ΕΕ είναι η ενίσχυση της διαφάνειας, της σημασίας
και της συνοχής των μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της
οδηγίας, θα πρέπει να ληφθούν νομοθετικά και διοικητικά μέτρα από τα κράτη μέλη
προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος της επιχείρησής τους (Lament, 2015).
Στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της ανωτέρω οδηγίας σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα οι
επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες ή λειτουργούν στην Ελλάδα υποχρεούνται να
ακολουθούν την Οδηγία της ΕΕ 4403/2016.
Η αποκάλυψη των ανωτέρω πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας τους και τη
διαχείριση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων βοηθά τους επενδυτές, τους
καταναλωτές, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και άλλους ενδιαφερόμενους να
αξιολογήσουν τη μη χρηματοοικονομική απόδοση των μεγάλων εταιρειών και ενθαρρύνει
αυτές τις εταιρείες να αναπτύξουν μια υπεύθυνη προσέγγιση στις επιχειρήσεις (Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, 2018).
• Περιβαλλοντικά ζητήματα: Η οντότητα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πρόληψη και τον
έλεγχο της ρύπανσης, τις περιβαλλοντικές συνέπειες από τη χρήση ενέργειας, τις άμεσες και έμμεσες
εκπομπές στην ατμόσφαιρα, την προστασία της βιοποικιλότητας, τους υδρόβιους πόρους και τη
διαχείριση των αποβλήτων.
• Θέματα κοινωνικού και εργασιακού χώρου: Οι οντότητες πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με
κοινωνικά και εργασιακά θέματα. Επιπλέον, οι εταιρείες οφείλουν να αναφέρονται σε θέματα όπως η
ανομοιότητα των φύλων και η ίση μεταχείριση στον χώρο εργασίας.
• Σεβασμός στα Ανθρώπινα Δικαιώματα: Οι πληροφορίες που μπορεί να παρέχει μια οντότητα μπορεί να
αφορούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, τις μικρές ή μεγάλες κοινότητες που ασχολούνται με τις
δραστηριότητες της εταιρείας. Οφείλουν επίσης να καταστρέψουν τη βία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
• Κατά της διαφθοράς και της δωροδοκίας: Οι οντότητες αναμένεται να παρέχουν πληροφορίες σχετικά
με τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη δωροδοκία. Επίσης,
μπορούν, εξηγώντας πώς αξιολογούν την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας, να λάβουν
μέτρα για την πρόληψη ή τον μετριασμό αυτών των εχθρικών επιπτώσεων.
• Ζητήματα εφοδιαστικής αλυσίδας: Οι οντότητες οφείλουν να παρουσιάζουν υλικό σχετικά με ζητήματα
της αλυσίδας εφοδιασμού που ενδέχεται να έχουν σημαντικές συνέπειες στην ανάπτυξη, την απόδοση
και τη θέση τους.
ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ (ΕΚΕ-CSR)
Έχει γίνει πολύ συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των επιχειρήσεων. Η οικονομική παραγωγικότητα
επηρεάζει την ποιότητα ζωής μιας κοινωνίας και άλλους κοινωνικούς, πολιτικούς και περιβαλλοντικούς
παράγοντες. Αυτό είναι όπου η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη συνδέεται και συμβάλλει σε μια πιο
ισορροπημένη κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων όλων των παραπάνω τομέων (Cragg, Schwartz &
Weitzner, 2009). Ο όρος CSR έχει γίνει όλο και πιο κοινός στον επιχειρηματικό κόσμο τις τελευταίες
δεκαετίες. Ωστόσο, γνωρίζει κανείς τι είναι η ΕΚΕ ή ποιος είναι ο ακριβής ορισμός της ΕΚΕ; Προφανώς, δεν
υπάρχει καθιερωμένος ορισμός για την ΕΚΕ.
Ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO) έχει δηλώσει, ότι η ΕΚΕ είναι μια έννοια που είναι δύσκολο να
εξηγηθεί και για αυτόν τον λόγο, δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός για να το προσδιορίσει (Schwartz,
2011). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ) αναφέρεται σε εταιρείες
που αναλαμβάνουν την ευθύνη για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιστεύει ότι
η ΕΚΕ είναι σημαντική για τη βιωσιμότητα, την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία των επιχειρήσεων της
ΕΕ και της οικονομίας της ΕΕ. Προσφέρει οφέλη για τη διαχείριση κινδύνων, την εξοικονόμηση κόστους, την
πρόσβαση στο κεφάλαιο, τις σχέσεις με τους πελάτες και τη διαχείριση ανθρώπινων πόρων »(Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, 2018α).
Η εταιρική κοινωνική ευθύνη σημαίνει παροχή αξίας στις αμοιβαία
αξιόπιστες σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των επιχειρήσεων, των ομάδων
ενδιαφερομένων, του οικονομικού συστήματος και της κοινωνίας στην
οποία υπάρχουν. Είναι ένας διαμεσολαβητής μεταξύ της επιχείρησης και
της κοινωνίας και ο τρόπος συζήτησης των υποχρεώσεών τους, ένας τρόπος
να λύσεις για το πώς μπορούν να εκπληρωθούν αυτές οι υποχρεώσεις και
πιο απλά, η ΕΚΕ αντιμετωπίζει τη σύνδεση μιας εταιρείας με τα
ενδιαφερόμενα μέρη της (Werther & Chandler, 2011).
Όλοι αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η ΕΚΕ είναι σημαντική επειδή επηρεάζει τις
δραστηριότητες των περισσότερων εταιρειών (Werther & Chandler, 2011).
Ορισμένες από τις πρωτοβουλίες ΕΚΕ, όπως η διαχείριση του περιβαλλοντικού, κοινωνικού
και οικονομικού κόστους παραγωγής αποτελούν ουσιαστικό μέρος της ανταπόκρισης του
ιδιωτικού τομέα. Ένα σημαντικό, επίσης, στοιχείο της ΕΚΕ είναι η διαχείριση των
οικονομικών επιπτώσεων των επιχειρήσεων και εκτός από αυτό είναι μια ευκαιρία να
διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία μιας εταιρείας (Canada Industry,
2014).
Με μη χρηματοοικονομικές αναφορές, σημαντικές πληροφορίες και οι κύριοι στόχοι μιας
εταιρείας μπορούν να είναι προσβάσιμες στην κοινότητα και ιδιαίτερα σε πολλούς
ενδιαφερόμενους, προκειμένου να έχουν μια σαφέστερη άποψη για περιβαλλοντικά και
κοινωνικά θέματα. Επίσης, οι μη χρηματοοικονομικές αναφορές μπορούν να ενισχύσουν
την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα μιας εταιρείας, καθώς οι μη
χρηματοοικονομικές πληροφορίες οδηγούν σε οικονομική βελτίωση και για το λόγο αυτό, οι
περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις πραγματοποιούν μη χρηματοοικονομικές εκθέσεις
(Ernst & Young & Boston College Center 2014).
Επένδυση και ανάλυση ESG (Environmental, Social, and
Governance)
Το Chartered Financial Analyst (CFA) Institute έχει εισάγει την οικονομική
ανάλυση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και παραγόντων εταιρικής
διακυβέρνησης (ESG). Η ανάλυση ESG έχει γίνει όλο και πιο σημαντικό μέρος
της επενδυτικής διαδικασίας. Οι επενδυτές ενσωματώνουν δεδομένα ESG
στην επενδυτική διαδικασία για να αποκτήσουν πληρέστερη κατανόηση των
εταιρειών στις οποίες επενδύουν.
ESG σημαίνει Περιβάλλον, Κοινωνία και Διακυβέρνηση. Οι επενδυτές
εφαρμόζουν όλο και περισσότερο αυτούς τους μη χρηματοοικονομικούς
παράγοντες ως μέρος της διαδικασίας ανάλυσής τους για τον εντοπισμό
σημαντικών κινδύνων και ευκαιριών ανάπτυξης.
Βασικά Συμπεράσματα
Τα κριτήρια περιβάλλοντος, κοινωνικής ανταπόκρισης και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) είναι ένας ολοένα και
πιο δημοφιλής τρόπος για τους επενδυτές να αξιολογούν εταιρείες στις οποίες μπορεί να θέλουν να επενδύσουν.
➢ Πολλά αμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακές εταιρείες και σύμβουλοι επιχειρήσεων προσφέρουν τώρα
προϊόντα που χρησιμοποιούν κριτήρια ESG.
➢ Τα κριτήρια ESG μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους επενδυτές να αποφύγουν εταιρείες που ενδέχεται να
ενέχουν μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κίνδυνο λόγω των περιβαλλοντικών ή άλλων πρακτικών τους.
• Επενδυτικές Τάσεις ESG
Καθώς οι επενδύσεις της ESG επιταχύνουν τη ζήτηση, εμφανίζονται πολλές βασικές τάσεις -
από την κλιματική αλλαγή έως την κοινωνική αναταραχή. Η πανδημία του κορονοϊού,
ειδικότερα, έχει εντείνει τις συζητήσεις σχετικά με τη διασύνδεση της βιωσιμότητας και του
χρηματοοικονομικού συστήματος. Το CFA Institute πρωτοστατεί στον χρηματοπιστωτικό κλάδο
παράγοντας πολύτιμη έρευνα, προσκαλώντας εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες για
συζήτηση και θέτοντας πρότυπα για να επιτρέψει την ενσωμάτωση της επένδυσης ESG.
• Παράγοντες ESG
Δεν υπάρχει καμία εξαντλητική λίστα παραδειγμάτων ESG. Οι παράγοντες ESG είναι συχνά
αλληλένδετοι και μπορεί να είναι δύσκολο να ταξινομηθεί ένα ζήτημα ESG ως μόνο
περιβαλλοντικό, κοινωνικό ή ζήτημα διακυβέρνησης.
Αυτοί οι παράγοντες ESG μπορούν συχνά να μετρηθούν (π.χ., τι είναι ο κύκλος εργασιών των
εργαζομένων για μια εταιρεία), αλλά μπορεί να είναι δύσκολο να τους εκχωρηθεί μια χρηματική
αξία (π.χ., το κόστος του κύκλου εργασιών των εργαζομένων για μια εταιρεία).
Περιβαλλοντικοί Παράγοντες
• Διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος
✓ Κλιματική αλλαγή και εκπομπές άνθρακα
✓ Ενεργειακής απόδοσης
✓ Λειψυδρία
Κοινωνικοί Παράγοντες
• Εξέταση των ανθρώπων και των σχέσεων
✓ Ικανοποίηση των πελατών
✓ Εργασιακή δέσμευση
✓ Κοινοτικές σχέσεις
✓ Ανθρώπινα δικαιώματα
✓ Πρότυπα εργασίας
• Διακυβέρνηση
• Πρότυπα για τη λειτουργία μιας εταιρείας
• Σύνθεση διοικητικού συμβουλίου
• Δομή επιτροπής ελέγχου
• Δωροδοκία και διαφθορά
• Εκτελεστική αποζημίωση
• Λόμπι
• Πολιτικές συνεισφορές
• Σχέδια καταγγελίας
• Καθορισμένα εν μέρει από αναλυτές που εντοπίζουν ζητήματα που αντιμετωπίζουν διαφορετικούς
τομείς και βιομηχανίες, τα κριτήρια ESG της Trillium περιλαμβάνουν την αποφυγή εταιρειών με γνωστή
έκθεση στην εξόρυξη άνθρακα και σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό των εσόδων τους από πυρηνική
ενέργεια ή όπλα. Αποφεύγει επίσης την επένδυση σε εταιρείες με σημαντικές πρόσφατες ή
συνεχιζόμενες αντιπαραθέσεις που σχετίζονται με διακρίσεις στο χώρο εργασίας, εταιρική διακυβέρνηση
και καλή μεταχείριση των ζώων, μεταξύ άλλων ζητημάτων.
Μετρητικά Συστήματα ESG
Δεν υπάρχει τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό ή την
παρουσίαση διαφορετικών μετρήσεων ESG. Οι επενδυτές μπορούν να
χρησιμοποιήσουν μια ποικιλία αναλυτικών προσεγγίσεων και πηγών
δεδομένων για την αντιμετώπιση ζητημάτων ESG, συμπεριλαμβανομένης
της στάθμισης για το ενδιαφέρον των πελατών και τη δυνητική αξία. Η
κατανόηση των σχετικών πλεονεκτημάτων και των περιορισμών των
διαφορετικών μετρήσεων μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας
πληρέστερης εικόνας των κινδύνων και των ευκαιριών ESG.
BEST ESG COMPANIES: TOP 50 STOCKS FOR
ENVIRONMENTAL, SOCIAL AND GOVERNANCE VALUES
https://www.investors.com/news/esg-companies-list-best-esg-stocks-
environmental-social-governance-values/
Το Παγκόσμιο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών βασίζεται σε 10 αρχές που θα πρέπει να καθορίζουν το
σύστημα αξίας και την προσέγγιση μιας επιχείρησης στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτές οι αρχές
θεμελιώθηκαν συλλογικά στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στη Διακήρυξη της
Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τις Θεμελιώδεις Αρχές και Δικαιώματα στην Εργασία, στη Διακήρυξη του
Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς. Οι
εταιρείες μέλη αναμένεται να ασχοληθούν με συγκεκριμένες επιχειρηματικές πρακτικές που ωφελούν τους
ανθρώπους και τον πλανήτη επιδιώκοντας την κερδοφορία με ακεραιότητα.
Principle 1: Support and respect the protection of internationally proclaimed human rights.
Principle 2: Ensure that business practices are not complicit in human rights abuses.
Principle 3: Uphold the freedom of association and the effective recognition of the right to collective bargaining.
Principle 4: Eliminate all forms of forced and compulsory labor.
Principle 5: Abolish child labor.
Principle 6: Eliminate discrimination in employment and occupation.
Principle 7: Adopt a precautionary approach to environmental challenges.
Principle 8: Conduct environmentally responsible activities.
Principle 9: Encourage the development and diffusion of environmentally friendly technologies.
Principle 10: Fight corruption in all its forms including extortion and bribery.
• Οι 10 Αρχές του Οικουμενικού Συμφώνου του OΗΕ. Σύμφωνα με το UN Global Compact οι επιχειρήσεις οφείλουν
να:
1. υποστηρίζουν και να σέβονται την προστασία των διεθνώς διακηρυγμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων
2.διασφαλίζουν ότι οι δικές τους δραστηριότητες δεν εμπλέκονται σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων
3.προασπίζονται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και την αποτελεσματική αναγνώριση του δικαιώματος της
συλλογικής διαπραγμάτευσης
4. προασπίζονται την εξάλειψη κάθε μορφής καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας
5. προασπίζονται την ουσιαστική κατάργηση της παιδικής εργασίας
6. προασπίζονται την εξάλειψη των διακρίσεων στις προσλήψεις και την απασχόληση
7. υποστηρίζουν μια προληπτική προσέγγιση ως προς τις περιβαλλοντικές προκλήσεις
8. αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την προώθηση μεγαλύτερης περιβαλλοντικής υπευθυνότητας
9.ενθαρρύνουν την ανάπτυξη και διάδοση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών και
10. αντιτίθενται σε κάθε μορφής διαφθορά, συμπεριλαμβανομένων του εκβιασμού και της δωροδοκίας
Κίνητρα για επιχειρήσεις για την υποστήριξη του Παγκόσμιου Συμφώνου του ΟΗΕ
Βασικά Συμπεράσματα
Τα κριτήρια περιβάλλοντος, κοινωνικής ανταπόκρισης και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) είναι ένας ολοένα και
πιο δημοφιλής τρόπος για τους επενδυτές να αξιολογούν εταιρείες στις οποίες μπορεί να θέλουν να επενδύσουν.
➢ Πολλά αμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακές εταιρείες και σύμβουλοι επιχειρήσεων προσφέρουν τώρα
προϊόντα που χρησιμοποιούν κριτήρια ESG.
➢ Τα κριτήρια ESG μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους επενδυτές να αποφύγουν εταιρείες που ενδέχεται να
ενέχουν μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κίνδυνο λόγω των περιβαλλοντικών ή άλλων πρακτικών τους.
• Επενδυτικές Τάσεις ESG
Καθώς οι επενδύσεις της ESG επιταχύνουν τη ζήτηση, εμφανίζονται πολλές βασικές τάσεις -
από την κλιματική αλλαγή έως την κοινωνική αναταραχή. Η πανδημία του κορανοϊού,
ειδικότερα, έχει εντείνει τις συζητήσεις σχετικά με τη διασύνδεση της βιωσιμότητας και του
χρηματοοικονομικού συστήματος. Το CFA Institute πρωτοστατεί στον χρηματοπιστωτικό κλάδο
παράγοντας πολύτιμη έρευνα, προσκαλώντας εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες για
συζήτηση και θέτοντας πρότυπα για να επιτρέψει την ενσωμάτωση της επένδυσης ESG.
• Παράγοντες ESG
Δεν υπάρχει καμία εξαντλητική λίστα παραδειγμάτων ESG. Οι παράγοντες ESG είναι συχνά
αλληλένδετοι και μπορεί να είναι δύσκολο να ταξινομηθεί ένα ζήτημα ESG ως μόνο
περιβαλλοντικό, κοινωνικό ή ζήτημα διακυβέρνησης.
Αυτοί οι παράγοντες ESG μπορούν συχνά να μετρηθούν (π.χ., τι είναι ο κύκλος εργασιών των
εργαζομένων για μια εταιρεία), αλλά μπορεί να είναι δύσκολο να τους εκχωρηθεί μια χρηματική
αξία (π.χ., το κόστος του κύκλου εργασιών των εργαζομένων για μια εταιρεία).
Περιβαλλοντικοί Παράγοντες
• Διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος
✓ Κλιματική αλλαγή και εκπομπές άνθρακα
✓ Ενεργειακής απόδοσης
✓ Λειψυδρία
Κοινωνικοί Παράγοντες
• Εξέταση των ανθρώπων και των σχέσεων
✓ Ικανοποίηση των πελατών
✓ Εργασιακή δέσμευση
✓ Κοινοτικές σχέσεις
✓ Ανθρώπινα δικαιώματα
✓ Πρότυπα εργασίας
• Διακυβέρνηση
• Πρότυπα για τη λειτουργία μιας εταιρείας
• Σύνθεση διοικητικού συμβουλίου
• Δομή επιτροπής ελέγχου
• Δωροδοκία και διαφθορά
• Εκτελεστική αποζημίωση
• Λόμπι
• Πολιτικές συνεισφορές
• Σχέδια καταγγελίας
• Καθορισμένα εν μέρει από αναλυτές που εντοπίζουν ζητήματα που αντιμετωπίζουν διαφορετικούς
τομείς και βιομηχανίες, τα κριτήρια ESG της Trillium περιλαμβάνουν την αποφυγή εταιρειών με γνωστή
έκθεση στην εξόρυξη άνθρακα και σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό των εσόδων τους από πυρηνική
ενέργεια ή όπλα. Αποφεύγει επίσης την επένδυση σε εταιρείες με σημαντικές πρόσφατες ή
συνεχιζόμενες αντιπαραθέσεις που σχετίζονται με διακρίσεις στο χώρο εργασίας, εταιρική διακυβέρνηση
και καλή μεταχείριση των ζώων, μεταξύ άλλων ζητημάτων.
Μετρητικά Συστήματα ESG
Δεν υπάρχει τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό ή την
παρουσίαση διαφορετικών μετρήσεων ESG. Οι επενδυτές μπορούν να
χρησιμοποιήσουν μια ποικιλία αναλυτικών προσεγγίσεων και πηγών
δεδομένων για την αντιμετώπιση ζητημάτων ESG, συμπεριλαμβανομένης
της στάθμισης για το ενδιαφέρον των πελατών και τη δυνητική αξία. Η
κατανόηση των σχετικών πλεονεκτημάτων και των περιορισμών των
διαφορετικών μετρήσεων μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας
πληρέστερης εικόνας των κινδύνων και των ευκαιριών ESG.
BEST ESG COMPANIES: TOP 50 STOCKS FOR
ENVIRONMENTAL, SOCIAL AND GOVERNANCE VALUES
https://www.investors.com/news/esg-companies-list-best-esg-stocks-
environmental-social-governance-values/
Θεματική Ενότητα 3: Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη –Βιβλιογραφική Επισκόπηση
(Αρχές, Πρακτικές, Πρότυπα, Εννοιολογική Προσέγγιση της Λογοδοσίας Δείκτες
Λογοδοσίας Συμμετοχικότητα Ενδιαφερόμενων Ομάδων & Ανάλυση
Ουσιαστικότητας επιχειρήσεων ή οργανισμών κ.α.)
4
Αν και υπάρχει μία γενικά κοινή αντίληψη για
το τί είναι και τί εκφράζει η ΕΚΕ, δεν υπάρχει
ένας κοινά αποδεκτός, σαφής ορισμός σε
παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό δικαιολογείται και
από το γεγονός της εθνικής και χωρικής
διαφοροποίησης (Ευρώπη, Η.Π.Α., Δυτική,
Ανατολική, Νότια Ευρώπη, Ασία) στο επίπεδο
της οικονομικής ανάπτυξης, θεσμικών και
πολιτικών συστημάτων, πολιτιστικών
προτύπων και φυσικά κοινωνικής και
επιχειρηματικής κουλτούρας που καθορίζει
αντίστοιχα τις προσδοκίες του κάθε μέρους
(Hofstede 1991, 2001; Wotruba 1997).
10
Τα τελευταία χρόνια, θέματα όπως η παγκόσμια οικονομική κρίση με την
απορρύθμιση των αγορών, οι ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις στην επικοινωνία και
στην πληροφόρηση, η περαιτέρω ευαισθητοποίηση, πληροφόρηση και διαδικτυακή
ενεργοποίηση των πολιτών σε συνάρτηση με τα παγκόσμια κοινωνικά και
περιβαλλοντικά προβλήματα, διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν το πλαίσιο
ανάπτυξης και εφαρμογής της ΕΚΕ. Επίσης, εκτός από το ζήτημα της
ανταγωνιστικότητας, οι πρωτοβουλίες ΕΚΕ εξασφαλίζουν την αειφόρο χρήση των
πόρων, εθνικών και διεθνών. Δεδομένων των σημερινών επιπέδων εξάντλησης των
πόρων, η ΕΚΕ φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική στρατηγική επιλογή, που μπορεί
να διασφαλίσει την επιβίωση επιχειρήσεων σε αναπτυσσόμενες χώρες (Desta, 2015).
11
12
13
Μέσα από το πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται πολλές θετικές επιπτώσεις και οφέλη για τις
εταιρείες που εφαρμόζουν πρακτικές ΕΚΕ (Ameer & Othman, 2012; McWilliams, et al., 2006),
καθώς μπορεί να υπάρχουν στρατηγικές και οικονομικές ωφέλειες συμπεριλαμβανομένων της
λειτουργικής αποδοτικότητας, της εξοικονόμησης κόστους και της αύξησης της οικονομικής
απόδοσης (Camilleri, 2017; Yuen et al., 2017; Margolis & Walsh, 2003), ακόμη και της
συναισθηματικής προσκόλλησης των καταναλωτών σε μία εταιρεία (Vlaxos, 2012).
Επίσης, από μία ευρεία έρευνα 3203 στελεχών επιχειρήσεων, που διεξήχθη από την McKinsey &
Company το 2011 και αφορούσε σε επίπεδο προέλευσης τους, όλο το φάσμα, είτε αυτό
αφορούσε τη περιοχή, τον κλάδο, το μέγεθος των εταιρειών, την εμπειρία και την τεχνική ή
επιστημονική τους κατάρτιση, προέκυψε η πεποίθηση του μεγαλύτερου μέρους αυτών για την
θετική συμβολή της ΕΚΕ, στην βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αξία των εταιρειών
(Bonini & Gorner, 2011).
Στην πράξη όμως οι δεσμεύσεις, «μέτριων» επιχειρήσεων απέναντι στην ΕΚΕ, αφορούν
προσαρμογή στις απαιτήσεις και πολιτικές των μετόχων και επενδυτών (π.χ. κοινωνική πίεση για
υπεύθυνη συμπεριφορά και μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος), χωρίς επιδίωξη για
στρατηγικές προτάσεις ανάδειξης της κοινής αξίας ενδιαφερόμενων μερών και εταιρείας
(Kramer & Porter, 2011). Εκπορευόμενοι από αυτό, οι Liberman et al. (2017) αμφισβήτησαν την
τρέχουσα στενή εστίαση αξιολόγησης απλώς της απόδοσης της ΕΚΕ, παρουσιάζοντας ένα
μοντέλο «δημιουργίας αξιών», που αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο τα επιμέρους κέρδη,
κοινωνικά και περιβαλλοντικά που δημιουργούνται στην επιχείρηση, κατανέμονται μεταξύ των
μετόχων.
14
Τα ανωτέρω δεν θεωρούνται ανεξάρτητα της υιοθέτησης εκ μέρους της κοινωνικής
υπευθυνότητας μίας εταιρείας μίας προοπτικής, που δίνει έμφαση στην ικανοποίηση των
αναγκών των ενδιαφερόμενων μερών της (Orlitzky & Swanson, 2008), η οποία με την σειρά της
σχετίζεται θετικά με την κερδοφορία (Bakker et al., 2014). Άλλωστε, η κοινωνική αποδοχή της
εγκατάστασης και λειτουργίας μίας επιχείρησης λειτουργεί αμφίδρομα μέσω της απαίτησης από
τις εταιρείες να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την ευημερία της κοινωνίας (Devinney, 2009).
Το σύνολο όμως των ωφελειών μίας επιχείρησης από την ανάληψη δραστηριοτήτων ΕΚΕ,
συναρτάται από το ύψος των συμπληρωματικών πόρων (υλικών και ανθρώπινων) και
δυνατοτήτων, που αυτή διαθέτει (Sydow et al., 2009). Επιπροσθέτως, οι εταιρίες πριν από τον
οποιοδήποτε σχεδιασμό και δέσμευση για την ανάληψη δράσεων ΕΚΕ, θα πρέπει ν’
αξιολογούν τη συνάφεια με το επιχειρηματικό τους αντικείμενο και την αγορά, που
απευθύνονται, τις ανάγκες των πελατών, τις απαιτήσεις σε πόρους και το εν δυνάμει
ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που θα αποκτήσουν (Galbreath, 2009; Porter & Kramer, 2006).
15
Πηγή: Σχέδιο Εθνικής Στρατηγικής για την ΕΚΕ & την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα (2017)
16
Σε συνέχεια της τοποθέτησης των τεσσάρων αρμοδιοτήτων των οργανισμών, που
παρουσίασε ο Carroll (1991), μέσω της πυραμίδας ΕΚΕ όπως παρουσιάζεται
παρακάτω, κατ’ αντιστοιχία και ο Λάντος αναφέρει ότι η ΕΚΕ είναι ένα «συμβόλαιο»
μεταξύ του εκάστοτε οργανισμού και της κοινωνίας, που έχει ως αποτέλεσμα την
στρατηγική συμμετοχή του οργανισμού στην αύξηση της κερδοφορίας της, σύμφωνα
με αυτά τα τέσσερα είδη εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (την έννοια των
φιλανθρωπικών ευθυνών την έχει αντικαταστήσει με αυτή των αλτρουιστικών), με
αντίστοιχες βεβαίως ευθύνες (Lantos, 2001).
17
Εκτός όμως από τα πλεονεκτήματα, που αποκομίζει ένας οργανισμός, μέσα από την ανάπτυξη
και εφαρμογή στρατηγικής και πρακτικών ΕΚΕ υπάρχουν και τα μειονεκτήματα. Πολλοί θεωρούν
την ΕΚΕ μια μελέτη, η οποία απαιτεί χρόνο και κατά συνέπεια υψηλό κόστος, λόγω των
εργατοωρών, που πρέπει να δαπανηθούν για την υιοθέτηση της. Παράλληλα ένα μεγάλο
ποσοστό στέκεται στην αυξημένη γραφειοκρατία και το υψηλό κόστος υιοθέτησης, που
εξαρτάται από τον κλάδο και την δραστηριότητα του οργανισμού και φυσικά από το επίπεδο
οργάνωσης και πολιτικής κουλτούρας του εκάστοτε κράτους (Fernando, 2007; Porter & Kramer,
2011).
Ο ανταγωνισμός δε μεταξύ των εταιρειών και κυρίως των μεγάλων στην ενίσχυση της
υλοποίησης και προβολής πολιτικών και πρακτικών ΕΚΕ, επιβάλλει υψηλά κόστη με αποτέλεσμα
οι μικροί οργανισμοί να μη μπορούν να τις ανταγωνιστούν (Ruf et al., 2001). Τέλος, σημαντικό
μειονέκτημα φαίνεται να αποτελεί και η ανάγκη αποκλειστικής ενασχόλησης εργαζομένων με
ειδικές δεξιότητες, γεγονός που προϋποθέτει την πρόσληψη νέου ή την εκπαίδευση υπάρχοντος
προσωπικού με αύξηση κόστους, πέραν της έλλειψης τέτοιου προσωπικού.
18
Απολογισμοί ΕΚΕ
Οι επιχειρήσεις πέρα από την εστίαση στην έκδοση των εταιρικών οικονομικών αποτελεσμάτων
τους, άρχισαν να εστιάζουν και στην έκδοση των μη χρηματοοικονομικών τους αποτελεσμάτων
μέσω των λεγόμενων απολογισμών ΕΚΕ.
Ο κάθε απολογισμός απεικονίζει ουσιαστικά την εταιρική πολιτική, τους στόχους, τα σχέδια και
τις δράσεις που η επιχείρηση έχει θέσει σε εφαρμογή στο πλαίσιο της ΕΚΕ, ενσωματώνοντας
ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική
απόδοσή της υπό την έννοια της τριπλής βάσης (Triple Bottom Line) που πρώτος έθεσε ο
Elkington (1997).
Η φράση επινοήθηκε το 1994 και χρησιμοποιήθηκε αργότερα το 1997 στο βιβλίο του “Cannibals
With Forks: Triple Bottom Line of 21st Century Business” περιγράφοντας τη διαφορετική
οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική βάση των εταιρειών (Elkington, 1997), η οποία και
πρέπει να παρουσιαστεί με ισορροπημένο και ολοκληρωμένο τρόπο με τη μορφή επίδοσης.
Ωστόσο μία απλή δημοσιοποίηση πληροφοριών ΕΚΕ ή διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη
ελεγχόμενη από την εκάστοτε εταιρεία, δεν κρίνεται επιτυχής από μέρους των μερών, εκείνων
που επιθυμούν να εκφράζουν τις απόψεις τους (Illia et al., 2015).
19
20
Ένας αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό χωρών σε
παγκόσμιο επίπεδο στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στις όλο και μεγαλύτερες
κοινωνικές πιέσεις και στοχεύοντας στην μείωση του επιχειρηματικού κινδύνου για
τη φήμη τους, την απόκτηση οικονομικού οφέλους και τη συμβολή στην επίτευξη της
βιωσιμότητας, εντείνουν τις προσπάθειές τους για υιοθέτηση ενός ευρέως
θεματολογίου έκφρασης της ΕΚΕ (Skouloudis & Evangelinos, 2012). Ωστόσο, παρόλο
που διανύουμε μία περίοδο παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οποία έχει συμβάλει
σε μία κατά βάση ομοιομορφία ανάπτυξης επιχειρησιακών διαδικασιών και
δραστηριοτήτων παγκοσμίως, αυτό δεν φαίνεται να αποτυπώνεται σε ότι αφορά τις
κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές (Vogel, 1992; Van Marrewijk, 2003).
Για τις επιχειρήσεις η εστίαση θα πρέπει να αφορά στη δημιουργία κοινής αξίας με
τις ενδιαφερόμενες ομάδες και όχι απλώς σε μία βραχυπρόθεσμη ευημερία (π.χ.
φήμη), που ενέχει τον κίνδυνο για αρνητική αντίδραση με τη πάροδο του χρόνου
(Kramer & Pfitzer, 2016; Kramer et al., 2019; Parguel et al., 2011). Συγκεκριμένα, η
υπερβολική εστίαση σε συμβολικές δράσεις δέσμευσης στην ΕΚΕ, που έχουν ως
στόχο τη δημιουργία θετικής φήμης, θα οδηγήσει σε αρνητικά αποτελέσματα ως
προς την συνέπεια και ειλικρίνεια της εταιρείας για τα πραγματικά της κίνητρα (Chao
et al., 2009; Nyilasy et al., 2014; Schons & Steinmeier, 2016).
21
22
Σύμφωνα με τον Daub et al. (2003), οι εκθέσεις που
συμπεριλαμβάνουν τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές
πληροφορίες, ενσωματώνοντας την οικονομική, περιβαλλοντική
και κοινωνική εταιρική επίδοση, καλούνται ως εκθέσεις
βιωσιμότητας. Ένα χρόνο νωρίτερα, το Παγκόσμιο Συμβούλιο
Επιχειρήσεων για την Αειφόρο Ανάπτυξη (WBCSD, 2002) έδωσε τον
ακόλουθο ορισμό: "Ορίζουμε ως εκθέσεις αειφόρου ανάπτυξης
(βιωσιμότητας) τις δημόσιες εκθέσεις των εταιρειών που παρέχουν
στα εσωτερικά και εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη μια εικόνα της
εταιρικής θέσης και των δραστηριοτήτων της, σχετικά με την
οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική της διάσταση».
23
Η έκθεση εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) είναι ένας μηχανισμός, που χρησιμοποιείται από
τις εταιρείες για να αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και
κοινωνικές τους δραστηριότητες, καθώς και τις επιπτώσεις αυτών στα ενδιαφερόμενα μέρη. Το
μέγεθος και η σημασία των επιπτώσεων αυτών καθορίζονται σε επίπεδο εταιρικής
διακυβέρνησης και υλοποιούνται στη βάση εταιρικών πολιτικών, δραστηριοτήτων και
λειτουργικών παραμέτρων ( π.χ. δέσμευση για αειφόρο ανάπτυξη, επενδύσεις στην έρευνα και
ανάπτυξη, μέγεθος, κλάδος, τοποθεσία κ.λπ.). Μπορούν δε οι επιπτώσεις αυτές να επηρεάσουν
τις δημόσιες ανάγκες ή/και τα συμφέροντα σε τοπικό, εθνικό ή ακόμα και σε διεθνές επίπεδο
(Brown & Dacin, 1997; McWilliams, 2006; Garriga & Melé, 2004; Maignan & Ferrell, 2004;
Dahlsrud, 2008).
24
Σύμφωνα με τους Jahn & Brühl (2019), η εταιρική αξιοπιστία επηρεάζεται από δύο
αντιδιαμετρικά αποτελέσματα. Πρώτον, τη θεωρία απόδοσης, που προβλέπει ότι η
εθελοντική δημοσιοποίηση αρνητικών πληροφοριών ΕΚΕ είναι πιθανόν να αποδοθεί
στην ειλικρίνεια της εταιρείας, και δεύτερον στη βάση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη
μπορεί να αντιληφθούν τον εθελοντισμό της δημοσιοποίησης αυτής ως αβάσιμο, με
αποτέλεσμα να επηρεαστεί δυσμενώς η αξιοπιστία.
Πληθώρα μελετών δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών, όταν
αναφέρεται στη δημοσιοποίηση της ΕΚΕ εννοεί τη δημοσιοποίηση θετικών
πληροφοριών εταιρικής υπευθυνότητας (Holder-Webb et al., 2009; Scalet & Kelly,
2010), σε μία προσπάθεια ν’ αποσπάσει την προσοχή των ενδιαφερομένων μερών
από θέματα εταιρικής ανευθυνότητας (Perks et al., 2013)
25
Η δημοσίευση αναφορών ΕΚΕ είναι μια αυξανόμενη τάση στον επιχειρηματικό κόσμο.
Ο λόγος πίσω από αυτήν την πρωτοβουλία έγκειται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις
αναζητούν σύγχρονα και καινοτόμα εργαλεία ενίσχυσης της εταιρικής τους εικόνα,
βελτίωσης της απόδοσή τους και τέλος απόκτησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος
έναντι των ανταγωνιστών (Adams & Frost, 2008; Carroll & Shabana, 2010; Porter &
Kramer, 2016; Karagiannis et al., 2019). Επιπλέον, η αποκάλυψη εταιρικών
πληροφοριών σχετικών με την Κοινωνική υπευθυνότητα της επιχείρησης, μέσα από
τη σύνταξη ενός απολογισμού επιδόσεων, σύμφωνα με τους στόχους, που έχουν
τεθεί, ενισχύουν την εικόνα τους, δίνοντας τη δυνατότητα για προσέλκυση πιθανών
περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνων πελατών και επενδυτών (Mackey et al.,
2007).
26
Πλήθος ερευνητών τα προηγούμενα χρόνια (Mathews, 1995; Bansal & Roth, 2000; Morhardt et al., 2002; Hart
& Milstein, 2003; Laszlo & Zhexembayeva, 2011; Dyllick & Muff, 2016; Schrettle et al., 2014; Lozano, 2015;
Engert et al., 2016; Brockhaus et al., 2017), συγκλίνει ως προς τα κίνητρα των επιχειρήσεων για την υλοποίηση
αρχών και πρακτικών ΕΚΕ, καθώς και την έκδοση και δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών εκθέσεων, ως
μέσο εκπλήρωσης της περιβαλλοντικής και κοινωνικής τους λογοδοσίας. Αυτά είναι:
•Η συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις και η προληπτική μείωση του κόστους των μελλοντικών,
αυστηρότερων κανονισμών.
•Η συμμόρφωση με τη βιομηχανία περιβαλλοντικών κωδικών, ιδιαίτερα στην περίπτωση των κυρώσεων για
τη μη συμμόρφωση.
• Η βελτίωση της οργανωτικής λειτουργίας μέσω ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών.
•Η μείωση του λειτουργικού κόστους.
•Η αντίληψη ως μέσου προβολής της επιχείρησης.
•Η αντίληψη ότι η υποβολή εκθέσεων σχετικά με τα ζητήματα αυτά μπορεί να αποφέρει ανταγωνιστικά
πλεονεκτήματα.
•Η αίσθηση ότι με απούσα ενεργό διαχείριση του περιβάλλοντος, η οργανωτική νομιμότητα της εταιρείας
είναι αμφισβητήσιμος.
•Η αίσθηση της κοινωνικής υπευθυνότητας, μέσα από την επιθυμία για επιχειρηματική δραστηριοποίηση με
παράλληλη τήρηση των κοινωνικών και ηθικών κανόνων.
•Η δημιουργίας κοινής αξίας επιχειρήσεων (μετόχων) και ενδιαφερόμενων ομάδων.
•Η δημιουργία οικονομικών και επενδυτικών ευκαιριών.
•Η αποτελεσματικότερη διαχείριση κινδύνων.
27
28
Οι εταιρείες προκειμένου να δημιουργήσουν γενικά μακροχρόνιες σχέσεις με τα
ενδιαφερόμενα μέρη τους και ιδίως με τους πελάτες τους, πρέπει να ερμηνεύουν
και να διαχειρίζονται την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των ενδιαφερόμενων
μερών και να ευθυγραμμίζουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ανάλογα
(Calabrese et al., 2015). Αυτό προϋποθέτει μία αξιόπιστη διαδικασία
διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη που, στις πιο πολλές περιπτώσεις,
απαιτεί εξωτερική διαμεσολάβηση και αρκετούς πόρους, προκειμένου να
επιτευχθεί μία θετική αξιολόγηση από όλες τις πλευρές (Park & Kang, 2020).
29
30
Αναφορά βιωσιμότητας σημαίνει ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών κατά την
περίοδο αναφοράς, με ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις
οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές βελτιώσεις της εταιρείας, καθώς και
δραστηριότητες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, που είναι
ενσωματωμένες στα στρατηγικά στοιχεία της εταιρείας.
31
Την ίδια στιγμή, η προτίμηση μιας αναφοράς πλαίσιο εναντίον ενός άλλου - ή ακόμη
και η επιλογή για μη συμμόρφωση με ένα γνωστό πρότυπο αναφοράς σύνταξης ενός
απολογισμού βιωσιμότητας- καθώς και το επίπεδο συμμόρφωσης, είναι στόχοι
περαιτέρω ανάλυσης και έρευνας. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή του προτύπου, που
θα χρησιμοποιηθεί από την εκάστοτε εταιρεία, θα πρέπει να απαντά στις ανησυχίες
των ενδιαφερόμενων μερών.
Οι ανησυχίες αυτές εστιάζουν στην ικανότητά των ενδιαφερόμενων μερών να
συγκρίνουν και να αναλύουν αναφερόμενες πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές,
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των οργανισμών σε σχέση με
προηγούμενες επιδόσεις τους ή/και ει δυνατόν, έναντι της απόδοσης άλλων
οργανισμών (Ε.U., 2015).
32
Τα πρότυπα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, συχνά, δεν σχετίζονται με νομικές
δεσμεύσεις, ωστόσο οι κανόνες που περιλαμβάνουν, συνήθως, καλύπτουν διατάξεις
που απορρέουν από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία και επιβάλλονται από τις
δημόσιες αρχές. Πολλά από τα προαναφερθέντα πρότυπα εταιρικής ευθύνης, τις
περισσότερες φορές, δύναται να καλύψουν ορισμένα κενά στην διοίκηση και στην
υπευθυνότητα των επιχειρήσεων για τα οποία δεν υπάρχει κάποια ισχύουσα εθνική
νομοθεσία (Camilleri, 2017).
33
35
Ένα σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο των εκθέσεων ΕΚΕ είναι η κάλυψη της αξιοπιστίας
των στοιχείων, που παρουσιάζονται μέσα σε αυτές, προκειμένου να τεκμηριωθεί ή
να πιστοποιηθεί η αξία τους και η μετάβαση προς ένα σταθερότερο και πιο αξιόπιστο
επίπεδο εταιρικού απολογισμού (KPMG, 2008, 2011, 2013).
36
Πρότυπο Σύνταξης Απολογισμών Global Reporting
Initiative (GRI)
Το πιο ευρέως διαδεδομένο και υιοθετημένο πρότυπο
σύνταξης απολογισμών ΕΚΕ σε παγκόσμια κλίμακα, που
προωθεί τη διαφάνεια και λογοδοσία στις εταιρικές
εκθέσεις Βιωσιμότητας, είναι αυτό της Παγκόσμιας
Πρωτοβουλίας Αναφοράς (GRI) (Brown, 2005; Brown, De
Jong, & Lessidrenska, (2009b); Skouloudis et al., 2009, E.Y.,
2015) το οποίο τείνει να είναι συμβατό και εναρμονισμένο
με τα διάφορα άλλα πρότυπα υποβολής εκθέσεων
βελτιώνοντας έτσι την υποβολή και συγκρισιμότητα των
εκθέσεων.
Το 1997 η Συμμαχία για Περιβαλλοντικά Υπεύθυνα
Οικονομικά σε συνεργασία με το Πρόγραμμα των
Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον, ξεκίνησαν το έργο του
GRI, το οποίο εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο οργανισμό το 2002,
όταν έλαβαν δομημένη μορφή οι πρώτες κατευθυντήριες
οδηγίες (GRI-G2), που δημοσιεύθηκαν αρχικά το 2000
(Moneva, Archel, & Correa, 2006). Σήμερα πάνω από 14.800
οργανισμοί έχουν εκδώσει Απολογισμούς Βιωσιμότητας
σύμφωνα με το πρότυπο GRI και πάνω από το 82% των
μεγαλύτερων επιχειρήσεων παγκοσμίως.
37
Ο συνολικός αριθμός των δεικτών Ειδικής Τυποποιημένης Δημοσιοποίησης (91 συνολικά) για
κάθε επιμέρους κατηγορία ήταν :
• Οικονομία, 9 δείκτες
• Περιβάλλον, 34 δείκτες
• Κοινωνία, 48 δείκτες
Υποκατηγορίες
1. Πρακτικές και αξιοπρεπής εργασία, 16 δείκτες
2. Ανθρώπινα δικαιώματα, 12 δείκτες
3. Κοινωνία, 11 δείκτες
4. Υπευθυνότητα για το προϊόν, 9 δείκτες
Τα προηγούμενα χρόνια είχε τεθεί επιτακτικά από τους φορείς λήψης αποφάσεων να
εντοπίζονται, να επιλέγονται και να δίνεται προτεραιότητα σε σημαντικές πτυχές
βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, που επηρεάζουν τι ίδιες και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή
η απαίτηση έως σήμερα παρέμενε μία υποκειμενική διαδικασία (Hsu et al., 2013b). Οι
τελευταίες εκδόσεις G4 και Standards του GRI απαντούν και σε αυτή την απαίτηση. Σύμφωνα
με το GRI (2013a, σελ. 3) «Ο στόχος του G4, της τέταρτης τέτοιας αναθεώρησης, είναι απλός :
να βοηθήσει τους αρμοδίους να συντάσσουν απολογισμούς βιωσιμότητας με ουσία, που να
περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο κρίσιμα ζητήματα του οργανισμού, που
σχετίζονται με τη βιωσιμότητά του και να καταστήσει τη σύνταξη τέτοιων απολογισμών πάγια
πρακτική…. Αυτή η έμφαση στην «ουσιαστικότητα» θα διασφαλίσει ότι οι απολογισμοί θα
είναι πιο εύστοχοι, πιο έγκυροι και πιο φιλικοί προς τους χρήστες. Αυτό, με τη σειρά του, θα
καταστήσει τους απολογισμούς πιο συναφείς, πιο αξιόπιστους και πιο ευανάγνωστους» .
40
Από το G4 στο GRI -Standards
Όταν αναφερόμαστε στο Global Reporting Initiative η πλειοψηφία αναγνώριζε τις
κατευθυντήριες οδηγίες G4 ως τις πιο διαδεδομένες για την σύνταξη ενός
Απολογισμού βιωσιμότητας, έως την επικαιροποίηση και μετάβαση στο πρότυπο GRI-
Standards. Η διαδικασία μετάβασης από το G4 στο GRI Standards ορίστηκε ως μια
διαδικασία μετάβασης από το ένα σύστημα μεθοδολογίας στο άλλο.To GRΙ
περιγράφει αυτή την μετάβαση από το G4 ως το επόμενο βήμα. Ο οργανισμός
υποστηρίζει ότι η μετάβαση αυτή διευκολύνει τις αρχές να παραμείνουν
ενημερωμένες και να ενσωματωθούν και άλλες, πιο ανανεωμένες, αξίες
βιωσιμότητας.
41
42
Το εν λόγω πρότυπο είναι δομημένο ως σύνολο αλληλένδετων επιμέρους προτύπων
και δεικτών, που έχουν αναπτυχθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθούν μαζί για να
βοηθήσουν έναν οργανισμό να προετοιμάσει και να συντάξει μία έκθεση
Βιωσιμότητας, που βασίζεται στην αναφορά συγκεκριμένων αρχών επικεντρωμένη
όμως στα πιο σημαντικά για τον οργανισμό θέματα λειτουργίας του.
Η προετοιμασία ενός Απολογισμού σύμφωνα με το πρότυπο GRI-Standards δείχνει
ότι αυτός δύναται να παρέχει μια πλήρη και ισορροπημένη εικόνα δημοσιοποίησης
των ουσιαστικότερων θεμάτων λειτουργίας ενός οργανισμού και των σχετικών
επιπτώσεων του, καθώς και του τρόπου διαχείρισης αυτών.
43
Η αλλαγή στο νέο πρότυπο (από το GRI-G4 στο GRI-Standards) επέρχεται όπως
φάνηκε παραπάνω κυρίως στην σύνθεση της αναφοράς καθώς και στην εμφάνιση
των προτύπων. Οι κεντρικοί τομείς και εδώ αποτελούνται από τους δείκτες της
οικονομίας, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας.
Ο δείκτης της οικονομίας περιλαμβάνει τα ίδια πρότυπα με αυτά, που προϋπάρχουν
στο G4. Σε αυτά προστίθενται η καταπολέμηση της διαφθοράς και η ανταγωνιστική
συμπεριφορά εντός του οργανισμού. Στον δείκτη της περιβαλλοντικής διαχείρισης
έχουν παραμείνει οι περισσότεροι τομείς από το G4, ενώ για την κοινωνία έχουν
αφαιρεθεί οι δείκτες, που αναφέρονται στις επενδύσεις, και άλλοι σχετικοί με τα
ανθρώπινα δικαιώματα, την κοινωνία, τις συνθήκες εργασίας και τα προϊόντα έχουν
αλλάξει μεταφερόμενοι στις γενικές δημοσιοποιήσεις.
44
Τα γκρουπ δεικτών είναι συνολικά τέσσερα (4), διαιρούμενα σε δύο γκρουπ
προτύπων. Το πρώτο γκρουπ αποτελείται από τη σειρά δεικτών 100 με πρώτο τον
δείκτη GRI 101 ο οποίος ονομάζεται καθολικός ή θεμελιώδης, καθώς αποτελεί το
σημείο εκκίνησης για τη χρήση του συνόλου των δεικτών του προτύπου. Καθορίζει τις
αρχές σύνταξης του απολογισμού σχετικά με τον καθορισμό του περιεχομένου του
και την ποιότητα του, περιλαμβάνοντας ταυτόχρονα τα προ απαιτούμενα για την
προετοιμασία του περιγράφοντας πως το πρότυπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Τέλος,
περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούν οι οργανισμοί, είτε
προκειμένου να συντάξουν ένα πλήρη απολογισμό, είτε προκειμένου να
χρησιμοποιήσουν επιλεγμένους δείκτες για τη σύνταξη θεματικού απολογισμού. Στον
συγκεκριμένο δείκτη έχουν ενσωματωθεί οι δείκτες G4-20 & G4-21, που αφορούν τα
όρια του ουσιώδους θέματος εντός και εκτός του οργανισμού αντίστοιχα.
45
46
Ο τελευταίος δείκτης της σειράς 100 είναι ο GRI 103 της διοικητικής προσέγγισης
περιέχει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο, που ένας οργανισμός διαχειρίζεται κάθε
ουσιαστικό για τη λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καλύπτονται
από ειδικά πρότυπα και δείκτες των σειρών GRI 200, GRI 300, GRI 400 και άλλα. Με
την εφαρμογή του συγκεκριμένου δείκτη παρέχεται η απαιτούμενη τεκμηρίωση, γιατί
είναι σημαντικό το συγκεκριμένο τα όρια εξωτερικά και εσωτερικά των επιπτώσεων
του και πως αυτές διαχειρίζονται από τον οργανισμό.
Στην συνέχεια ακολουθεί το δεύτερο γκρουπ δεικτών που περιλαμβάνει τις σειρές
GRI 200, GRI 300, GRI 400. Οι συγκεκριμένες σειρές δεικτών περιλαμβάνουν σειρά
επιμέρους δεικτών σύμφωνα με την θεματική του καθενός. Η σειρά GRI 200 εστιάζει
μέσω επιμέρους ειδικών δεικτών στη παροχή πληροφοριών για τις οικονομικές
επιπτώσεις θετικές και αρνητικές ενός οργανισμού (π.χ. έμμεσες οικονομικές
επιπτώσεις) ενώ, αντίστοιχα, η σειρά δεικτών GRI 300 στις περιβαλλοντικές (π.χ.
επιπτώσεις στη χρήση υδάτινων πόρων) και η σειρά δεικτών GRI 400 στις κοινωνικές
(π.χ. Απασχόληση, Υγιεινή και Ασφάλεια στους χώρους εργασίας).
47
48
Ανάλυση Ουσιαστικότητας (materiality analysis)
Η σημασία της έννοιας της ουσιαστικότητας έγκειται στην πιθανότητα ένα
συγκεκριμένο ουσιώδες στοιχείο να επηρεάσει την κρίση ενός λογικού ατόμου, που
στηρίζεται στην έκθεση, ακόμη και από την συμπερίληψη, αλλαγή ή διόρθωσή του. Ο
προσδιορισμός ενός ουσιώδους για την λειτουργία μίας επιχείρησης θέματος πρέπει
να αντικατοπτρίζει τόσο το μέγεθος όσο και τη φύση του (Eccles et al., 2012).
49
Οι κατευθυντήριες οδηγίες του GRI απαιτούν από τους οργανισμούς να καθορίζουν τα ουσιώδη
θέματα στις αναφορές τους. Αυτά τα θέματα αντικατοπτρίζουν τις σημαντικές οικονομικές,
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των οργανισμών ή εκείνες, που επηρεάζουν
ουσιαστικά τις αποφάσεις των ενδιαφερομένων (Globalreporting.org, 2018). Τα ουσιαστικότερα
θέματα για έναν οργανισμό θα πρέπει να περιλαμβάνουν εκείνα τα θέματα, που έχουν άμεσο ή
έμμεσο αντίκτυπο στην ικανότητα ενός οργανισμού να δημιουργεί, να διατηρεί ή να αλλοιώνει
την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική αξία για τον ίδιο, τους ενδιαφερόμενους και την
κοινωνία γενικότερα (Whitehead, 2017).
Λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη σημασία της ανάλυσης ουσιαστικότητας για την Αναφορά
βιωσιμότητας, ο Briefing (2006) πρότεινε ένα πλαίσιο ουσιαστικότητας, που αποτελείται από
τρία στάδια και δη : α) τον εντοπισμό ζητημάτων από ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών
και πηγών, β) τη χρήση ενός σταθερού συνόλου ρυθμιστών για τον προσδιορισμό του επιπέδου
σημαντικότητας-ουσιαστικότητας για κάθε ζήτημα, που αφορά την επιχείρηση και γ) την
ενσωμάτωση της διαδικασίας στη λήψη αποφάσεων και την εξωτερική αναθεώρηση. Στη βάση
αυτής της πρότασης οι εμπλεκόμενοι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με την εξουσία,
το θεσμικό τους ρόλο και τον επείγοντα χαρακτήρα (συγκυριακά ή βάσει ιδιαιτέρων συνθηκών)
της εμπλοκής τους (Mitchell et al., 1997).
50
O απολογισμός θα πρέπει να δίνει έμφαση σε πληροφορίες για την επίδοση, που
αφορούν στα πιο ουσιαστικά Θέματα. Μπορούν να συμπεριλαμβάνονται και άλλα
σχετικά θέματα, αλλά με μικρότερη έκταση δημοσιοποίησης στον απολογισμό. Θα
πρέπει επίσης να εξηγείται η διαδικασία ιεράρχησης των Θεμάτων. Η Αρχή της
Ουσιαστικότητας, εκτός από το να καθορίζει την επιλογή των Θεμάτων προς
δημοσιοποίηση, ισχύει και για τη χρήση Δεικτών. Κατά τη δημοσιοποίηση δεδομένων
επίδοσης, ο βαθμός πληρότητας και λεπτομέρειας των δημοσιοποιήσεων ενδέχεται
να ποικίλει. Συνολικά, οι αποφάσεις για τον τρόπο αναφοράς δεδομένων, θα πρέπει
να βασίζονται στη σημασία των πληροφοριών αυτών για την αξιολόγηση της
επίδοσης του οργανισμού και τη διευκόλυνση κατάλληλων συγκρίσεων (GRI, 2015).
51
Σύμφωνα με το GRI κάθε οργανισμός θα πρέπει με την εμπλοκή των ενδιαφερόμενων μερών του
και υπό το πρίσμα συγκεκριμένης διαδικασίας να εντοπίζει και να ιεραρχεί τα πιο ουσιώδη για
τη λειτουργία του θέματα αποτυπώνοντας, τα είτε σε διαγραμματική μορφή όπως στην
ανωτέρω εικόνα είτε σε μορφή πίνακα. Το διάγραμμα ουσιαστικότητας βοηθά τους οργανισμούς
να προβάλλουν γραφικά τα πιο ουσιώδη θέματα (Jones, Comfort & Hillier, 2016b)
πλαισιώνοντας τις πτυχές αειφορίας σε κλίμακες δύο αξόνων. Στον πρώτο άξονα (κάθετος)
αντιπροσωπεύονται οι πιο σημαντικές πτυχές του ουσιαστικού θέματος, που επηρεάζουν τις
αξιολογήσεις και τις αποφάσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Ο δεύτερος άξονας (οριζόντιος)
αντιπροσωπεύει τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές πτυχές του οργανισμού (Aryal,
2017). Η ανάλυση ουσιαστικότητας προσδιορίζει ως πιο σημαντικές πτυχές λειτουργίας μίας
επιχείρησης αυτές, που βρίσκονται στην επάνω δεξιά γωνία. Ωστόσο οι επιχειρήσεις στο
πλαίσιο της κοινωνικής αποδοχής, θα πρέπει να δίνουν επίσης προσοχή στις πτυχές, που
βρίσκονται στην επάνω αριστερή γωνία (Ranängen & Lindman, 2020).
53
Κατά συνέπεια σύμφωνα με τους Asif et al. (2013b) και Fasoulis & Kurt (2019) η
συγκριτική αξιολόγηση των εκθέσεων βιωσιμότητας με ένα αξιόπιστο και
αποτελεσματικό σύστημα βαθμολόγησης, δύναται ν’ αποφέρει πιθανά οφέλη όπως:
•Η ενημέρωση των ενδιαφερομένων μερών με ένα απλό και συστηματικό τρόπο
σχετικά με τις προσπάθειες, που έχουν γίνει από τις εταιρείες.
•Η ενημέρωση των ίδιων των εταιρειών και της διοίκησής τους, σχετικά με τις
ελλείψεις και τα κενά, που πρέπει να καλύψουν προκειμένου να επικοινωνήσουν
καλύτερα τις επιδόσεις τους στα ενδιαφερόμενα μέρη.
54
Επίσης το ίδιο σημαντική κρίνεται η εξωτερική αξιολόγηση των εταιρειών (εξωτερική
διασφάλιση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω) σε ότι αφορά την εφαρμογή αρχών και
πρακτικών ΕΚΕ, ως μία επαλήθευση μέσω πιστοποίησης των προσπαθειών
βιωσιμότητας και αφοσίωσης στην εταιρική υπευθυνότητα. Η διαδικασία αυτή
περιγράφεται ως «μία δημόσια πράξη επειδή συνεπάγεται την υποβολή σε έναν
ανεξάρτητο και δημόσιο έλεγχο» (King et al., 2005).
Ωστόσο, η εξωτερική διασφάλιση (πιστοποίηση) των επιδόσεων της ΕΚΕ μίας
επιχείρησης, που στηρίζεται στη λογική της ουσιαστικής δέσμευσης απέναντι σ’
αυτήν, συνεπάγεται ένα επιπλέον κόστος, που αφορά το κόστος προσωπικού και τις
χαμηλότερες οικονομικές αποδόσεις σε σύγκριση με τις εταιρείες, που λαμβάνουν
πιστοποιητικά ΕΚΕ με βάση συμβολικά κίνητρα (Dahlin et al., 2020).
Σύμφωνα με τους Nikolaou & Evangelinos (2009), τρεις μέθοδοι αξιολόγησης
απολογισμών βιωσιμότητας χρησιμοποιούνται στο επίπεδο της ακαδημαϊκής
αξιολόγησης ποιότητας, ήτοι της έρευνας με ερωτηματολόγιο, του βαθμολογικού
συστήματος και της ανάλυσης περιεχομένου.
55
56
Η μελέτη περίπτωσης ή περιπτωσιολογική μελέτη όπως αλλιώς αποκαλείται,
αποτελεί επίσης μία από τις πιο δημοφιλείς μεθόδους έρευνας συλλογής δεδομένων
τα τελευταία χρόνια. Ορίστηκε το 1982 από τον Runyan «ως παρουσίαση και
ερμηνεία λεπτομερειακής πληροφόρησης για ένα μοναδικό θέμα, είτε αυτό αφορά
ένα γεγονός, μία κουλτούρα, είτε τη ζωή ενός ατόμου » (όπως αναφέρεται στους
Verma & Mallick, 2004, σελ. 169), αποτελώντας μία εις βάθος αναπτυσσόμενη
μέθοδο έρευνας.
57
Επιπλέον παράγοντες, που συμβάλλουν στην επιτυχία μιας εταιρείας και στη
μακροπρόθεσμη βιωσιμότητάς της, είναι η αυξανόμενη επίπτωση των καταναλωτών,
καθώς και οι περιορισμοί, που επιβάλλονται από την εξάρτηση από τους μη
ανανεώσιμους πόρους. Κατά συνέπεια για να είναι μία επιχείρηση επιτυχής
οικονομικά πρέπει να υπερέχει στη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών, που
παρουσιάζονται, καθώς και στη διαχείριση των περιουσιακών της στοιχείων (υλικών
και άυλων) (E.Y., 2015).
58
Η εκπόνηση Εκθέσεων Εταιρικής Υπευθυνότητας ή εναλλακτικά «Απολογισμών Βιωσιμότητας» ή
ολοκληρωμένων απολογιστικών εκθέσεων παρέχουν, υπό την ανωτέρω διαπίστωση, μία πρώτης
τάξης ευκαιρία και δυνατότητα καταγραφής των κινδύνων και ευκαιριών, που παρουσιάζονται,
καθώς και της διαχείρισής τους σε συνάρτηση με τα άυλα και υλικά περιουσιακά στοιχεία. Η
υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας φαίνεται πλέον να έχει υιοθετηθεί ευρέως από τις
επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο και να εξελίσσεται σε κοινή πρακτική (E.Y., 2014; KPMG, 2013).
Το μέσο ποσοστό αναφοράς μεταξύ των 100 μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου (Ν100) από 34
χώρες ανέρχεται στο 69% (KPMG, 2011). Ομοίως, το Corporate Register (2012) ανέφερε αύξηση
των αναφορών βιωσιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, από 26 το 1992 σε πάνω από 5.000 το
2011. Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του GRI (2020), από το 1999 έως και σήμερα,
15.068 οργανισμοί έχουν εκδώσει 63.628 απολογισμούς Βιωσιμότητας εκ των οποίων οι 38.306
έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τα πρότυπο του GRI.
59
60
Το ενδιαφέρον της Ακαδημαϊκής κοινότητας στράφηκε πρόσφατα στην διερεύνηση
του ποιοι είναι οι κινητήριοι παράγοντες, που ενθαρρύνουν τις εταιρείες να
συμμετάσχουν σε αναφορές ΕΚΕ. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν
διάφορα κίνητρα για τις εταιρείες να δημοσιεύσουν εκθέσεις CSR Αυτά τα κίνητρα, τα
οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση, μπορούν να συνοψιστούν
σύμφωνα με τους Kyo et al. (2016) ως εξής:
•Βελτίωση εικόνας
61
62
Η δέσμευση ευθύνης μίας εταιρείας απέναντι στην ΕΚΕ απαιτεί διεξοδική αλλαγή της
επιχειρηματικής λογικής μιας εταιρείας (Hockerts, 2015; Landrum & Ohsowski, 2018).
Ακολουθώντας το θεωρητικό πλαίσιο της Τριπλής Κατώτατης Γραμμής (Elkington,
1997), σύμφωνα με το οποίο η οικονομική εστίαση συμπληρώνεται από μια
κοινωνική και περιβαλλοντική εστίαση, οι εταιρείες, που αγωνίζονται για ουσιαστική
δέσμευση ΕΚΕ, είναι πιθανό να έχουν εγγενή κίνητρα (Story & Neves, 2015).
Ως τέτοια θεωρούνται η αναδιαμόρφωση της επιχειρηματικής τους λογικής, τόσο
όσον αφορά τη χρηματοοικονομική δομή, όσο και τις επιδόσεις, καθώς και τις
δραστηριότητες βιωσιμότητας, έτσι ώστε αυτές να βρίσκονται προσανατολισμένες
στην κοινή αξία (Porter & Kramer, 2011). Σύμφωνα με έρευνες, οι προσπάθειες
αειφορίας μίας εταιρείας, μέσω δεσμεύσεων απέναντι στην ΕΚΕ, μπορεί να οδηγήσει
σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και πελατών, με κατ’ επέκταση θετικά
αποτελέσματα στην οικονομική απόδοση, στην ικανοποίηση των εργαζομένων και
την κοινωνική αποδοχή (Amores-Salvadó, Martín-de Castro, & Navas-López, 2014;
Bansal & Roth, 2000; Vlachos, Panagopoulos & Rapp, 2013).
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες οι ουσιαστικές προσπάθειες
αειφορίας μπορεί να μην αντικατοπτρίζονται στις οικονομικές επιδόσεις μιας
εταιρείας, η υλοποίηση όμως μόνο συμβολικών ενεργειών εταιρικής υπευθυνότητας
ενδέχεται να τη βλάψουν (Walker & Wan, 2012).
63
64
Υπό αυτή την έννοια, η αξιολόγηση της απόδοσης μίας εταιρείας σε θέματα ΕΚΕ
πρέπει να υπερβαίνει τις μεμονωμένες πρωτοβουλίες, εστιάζοντας στην καλύτερη
κατανόηση, τόσο των επιπτώσεων κλίμακας όσο και του πεδίου εφαρμογής (Peloza &
Shang, 2011). Ως συνέπεια αυτού, υπήρξαν επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις για
έρευνα, που αφορά τον πολύπλευρο χαρακτήρα της ΕΚΕ και τις πιστοποιήσεις των
επιδόσεών της, προκειμένου να αυξηθεί η κατανόηση του δυνητικά πολύπλοκου
δεσμού μεταξύ του «να κάνεις το καλό» και του «Κάνεις καλή δουλειά» (Cronin,
Smith, Gleim, Ramirez, & Martinez, 2011; Hult, Mena, Gonzalez-Perez, Lagerström, &
Hult, 2018).
65
66
Σε ότι αφορά την εξωτερική διασφάλιση -πιστοποίηση των επιδόσεων δέσμευσης
στην ΕΚΕ μίας εταιρείας, αυτή θεωρείται ως μία δράση προστιθέμενης αξίας και
καλή πρακτική σε ότι αφορά την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με
τις φιλοδοξίες και τις δραστηριότητες βιωσιμότητας, που υλοποιεί. Ταυτόχρονα όμως
μπορεί να θεωρηθεί και ως μία στρατηγική εταιρική κίνηση (Dahlin et al., 2020). Tα
πιστοποιητικά EKE αν και εμπεριέχουν σαφή σήματα αειφορίας, θεωρούνται επίσης
δαπανηρά (Bond & Devine, 2016).
67
Η πιστοποίηση των επιδόσεων της ΕΚΕ για λόγους κυρίως εικόνας, αν και στην αρχή
μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, βραχυπρόθεσμα, αυξάνοντας την προσοχή των
μέσων ενημέρωσης, την απόκτηση νέων πελατών και τη διατήρηση πελατών, την
αύξηση της τιμολόγησης, καθώς και την πρόσβαση σε μεγαλύτερο μέρος του
κεφαλαίου αγοράς ενός πελάτη (Hockerts, 2015), στην πορεία ενδέχεται η εστίαση να
στραφεί προς την ουσία και όχι την εικόνα (Porter & Kramer, 2006).
Αν και η πιστοποίηση της ΕΚΕ θεωρείται μία ενίσχυση της έννοιας της βιωσιμότητας
των εταιρειών, πολλές φορές αυτή επικεντρώνεται στην πιστοποίηση μόνο ενός
τομέα βιώσιμης ανάπτυξης (Dahlin et. al., 2020). Στην πραγματικότητα, τα
αποτελέσματα μελετών δείχνουν ότι το πεδίο και το εύρος της πιστοποίησης έχει
αρνητική επίδραση στην οικονομική εκτέλεση. Αυτό το εύρημα μπορεί να εξηγηθεί σε
συνάρτηση με την αποδοχή των μετόχων για μικρότερα ποσοστά οικονομικής
απόδοσης ως αντάλλαγμα για τη δημιουργία κοινής αξίας και για ένα υψηλότερο
εύρος ενδιαφερομένων (Kramer & Pfitzer, 2016; Porter & Kramer, 2011).
Τέλος, σύμφωνα με τους (Dahlin et al., 2020), το εύρος της πιστοποίησης έχει θετικές
επιδράσεις στην αύξηση του προσωπικού, καθώς εταιρείες, που έχουν μεγαλύτερο
εύρος πιστοποίησης υλοποιούν περισσότερες δραστηριότητες προστιθέμενης αξίας
και έτσι απαιτούν περισσότερο προσωπικό με αντίστοιχη όμως αύξηση του κόστους
που συνοδεύεται και από το κόστος της ίδιας της πιστοποίησης.
68
Σε ότι αφορά την επίδραση του μεγέθους των επιχειρήσεων στην ποιότητα των
απολογισμών βιωσιμότητας υπάρχει μία διάσταση απόψεων μεταξύ μελετητών.
Σύμφωνα με τον Baumann-Pauly et al. (2013), οι εταιρείες με μεγάλο μέγεθος
υιοθετούν πολιτικές σύνταξης μίας ποιοτικής έκθεσης και με στόχο της βελτίωση της
εικόνας τους απέναντι στα ενδιαφερόμενα μέρη. Αντίθετα, οι Μικρομεσαίες
Επιχειρήσεις (ΜΜΕ) εστιάζουν σε άτυπους μηχανισμούς δημοσιοποίησης ή εκθέσεις,
που εστιάζουν στα πιο σημαντικά θέματα για τα ενδιαφερόμενα μέρη, που
επηρεάζουν και επηρεάζονται.
Την ίδια στιγμή, εξωτερικοί παράγοντες ή συμβάντα ενδέχεται να επηρεάσουν την
εταιρική υπευθυνότητα των μικρών επιχειρήσεων (Small business social
responsibility-SBSR) δημιουργώντας μία πολύπλοκη ισορροπία μεταξύ ηθικών αξιών,
δράσεων, υιοθέτησης εργαλείων, επιδόσεων βιωσιμότητας, παράλληλα με τον
υπολογισμό των κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιδόσεων (Corazza, 2018).
69
Οι Spence & Perrini (2010) και Spence (2016) κατηγοριοποίησαν την εταιρική
υπευθυνότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε τέσσερεις επιμέρους τομείς : α)
την ιδιοκτησία και τον έλεγχο, β) την διακυβέρνηση και την υποβολή εκθέσεων, γ) τις
εσωτερικές και εξωτερικές συναλλαγές και δ) την υπάρχουσα δομή ισχύος. Σύμφωνα
πάντως με τον Sethi et al. (2016) το μέγεθος της επιχείρησης δεν έχει καμία επίδραση
στην συνολική ποιότητα των απολογισμών ΕΚΕ.
70
Οι Sethi et al. (2016) διαπίστωσαν ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι επιμέρους πτυχές
δημοσιοποιήσεων ΕΚΕ αφορούν το περιβάλλον, τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες
τα θέματα διαφθοράς και δωροδοκίας και τα θέματα διασφάλισης της
ακεραιότητας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι
πτυχές, που εστιάζουν, αφορούν στις φιλανθρωπικές δράσεις, στη δωροδοκία και
στη διαφθορά.
Σε χώρες, όπου το εγχώριο επιχειρηματικό πλαίσιο είναι χαλαρό, και, κατά συνέπεια
και η εφαρμογή αρχών της ΕΚΕ μία ξένη επιχείρηση μπορεί να συμβάλει στην
ενίσχυση της τάσης για ανάπτυξη της ΕΚΕ. Αντίστοιχα, σε χώρες, όπου η διείσδυση
της ΕΚΕ είναι υψηλή οι επιχειρήσεις καλούνται να πληρούν τα ελάχιστα επίπεδα της
ΕΚΕ σύμφωνα με τους εγχώριους ανταγωνιστές της, οι οποίοι δύναται να είναι
παραρτήματα πολυεθνικών επιχειρήσεων (Skouloudis et al., 2016).
71
Οι σχέσεις σήμερα μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και της ΕΚΕ των εταιρειών, δεν
περιορίζονται στην αναγνώριση της φιλανθρωπικής τους δράσης και στα αντίστοιχα κίνητρα,
αλλά επεκτείνονται σε πλήθος διαχειριστικών αποφάσεων στο σύνολο των οικονομικών,
περιβαλλοντικών και κοινωνικών τομέων και στόχων (Porter & Kramer, 2006; Weber, 2008;
Carroll & Shabana, 2010; Harwood, Humby & Harwood, 2011). Οι διαχειριστικές αυτές
αποφάσεις καθορίζουν το επίπεδο απόδοσης της ΕΚΕ, σε συνάρτηση με τα εν γένει κίνητρα της
κάθε επιχείρησης (Walker et al., 2010).
Οι Kotchen και Moon (2012), από τη πλευρά τους, υποστηρίζουν ότι οι εταιρείες θα
συμμετάσχουν σε ΕΚΕ, σύμφωνα με το επίπεδο των δραστηριοτήτων τους, αντισταθμίζοντας και
αποφεύγοντας τον χαρακτηρισμό τους ως κοινωνικά ανεύθυνες. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε
εκείνους τους επιχειρηματικούς κλάδους, που θεωρούνται ιδιαίτερα αμφιλεγόμενοι, όπως
αυτοί της παραγωγής και εμπορίας καπνού, αλκοόλ, πετρελαίου και τυχερών παιχνιδιών (Kolk &
Levy, 2001), όπου η κοινωνικά ανεύθυνη συμπεριφορά τραβά την προσοχή (Calabrese et. al.,
2016). Σε αυτούς τους τομείς, η ισορροπία μεταξύ κοινωνικής υπευθυνότητας και
ανευθυνότητας θεωρείται λεπτή καθώς μπορεί ν’ αντιπροσωπεύει ευκαιριακή συμπεριφορά,
που συμπεριλαμβάνει και προσπάθειες απόκρυψης συμπεριφορών κοινωνικές ανευθυνότητας
(Cai, Jo, & Pan, 2011).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΕ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης απέναντι σε
«εχθρικές» εκδηλώσεις κάποιων εκ των ενδιαφερόμενων μερών, προστατεύοντας την εικόνα της
επιχείρησης και την ευημερία των μετόχων (Bansal & Clelland, 2004).
72
Την ίδια στιγμή όμως και οι πρακτικές σύνταξης, υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας σε
συνάρτηση με τις ίδιες τις δραστηριότητες βιωσιμότητας επηρεάζονται από τα χαρακτηριστικά
εταιρικής διακυβέρνησης, το επιχειρηματικό μοντέλο, το πολιτιστικό και λειτουργικό
περιβάλλον, το μέγεθος και την ιδιοκτησία (Adams, 2002; Spence, 2007; Hahn & Kuhnen, 2013).
Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση αφορά τον εντοπισμό των σημαντικότερων για τη λειτουργία των
επιχειρήσεων ζητημάτων (Ανάλυση Ουσιαστικότητας), συμπεριλαμβάνοντας τις ανάγκες της
διοίκησης, των επενδυτών και όλων των υπόλοιπων ενδιαφερόμενων ομάδων, που μπορούν με
τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές τους να επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμη επιχειρηματική
απόδοση (Briefing, 2006). Και αυτό συμβαίνει ως απόρροια της έλλειψης δυνατότητας
οποιασδήποτε επιχείρησης και οργανισμού να ανταποκριθεί σε όλα τα ζητήματα αειφορίας,
ειδικά όταν ορισμένα εξ αυτών δεν θεωρούνται σημαντικά (Weybrecht, 2010).
Σε μία σχετικά πρόσφατη έρευνα, οι Murguía & Böhling (2013), μελετώντας απολογισμούς
βιωσιμότητας σε συνάρτηση με συγκρούσεις, που αφορούσαν εξορύξεις μεγάλης κλίμακας,
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές παρουσίαζαν χαμηλό επίπεδο ποιότητας ή/και έλλειψη
δεδομένων για αμφιλεγόμενα ζητήματα. Και αυτό, αν και από την μεριά τους οι εταιρείες
εξόρυξης είχαν ανακοινώσει ότι πρόκειται για αναφορές, που παρείχαν μία ισορροπημένη
προβολή, καθώς και ακριβή και αξιόπιστα δεδομένα για την απόδοση τους προς την αειφορία.
Το εν λόγω πρόβλημα πληρότητας, ακρίβειας και αξιοπιστίας στη δημοσιοποίηση των
πληροφοριών ΕΚΕ θα αποφευχθεί, εφόσον η αναφορά βιωσιμότητας κάθε εταιρείας
αξιολογείται επί της ουσίας ουσιαστικών ζητημάτων, που έχουν θέσει οι ενδιαφερόμενες
ομάδες (Manetti & Becatti, 2009).
73
Σε συνέχεια των ανωτέρω και όπως προκύπτει από τη βιβλιογραφία, ίσως το πιο
σημαντικό πρόβλημα των σημερινών εκθέσεων ΕΚΕ, όπως αυτές εκπονούνται από τις
εταιρείες, είναι η αδυναμία πληρότητας στην κάλυψη των πτυχών σημαντικότητας
(ουσιαστικότητας) από τη μεριά των ενδιαφερόμενων μερών (Adams, 2004; O'Dwyer,
Unerman, & Hession, 2005; de Villiers & van Staden, 2010; Karagiannis et al., 2019;
Vouros et. al., 2020).
Σύμφωνα με έρευνες, οι πελάτες προτιμούν την επιλογή εταιρειών, που
συμμορφώνονται πραγματικά με τις αξίες και τις πεποιθήσεις τους (Lee et al., 2012;
Vanhamme & Grobben, 2009) για κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα.
Συμπληρωματικά και σύμφωνα με τους Unerman & Bennett, (2004) δεν υπάρχει
συνολική και ομοιογενής αντιμετώπιση των προσδοκιών και των αντιλήψεων των
ενδιαφερόμενων μερών από τις επιχειρήσεις, όπως επίσης δεν προσφέρονται για τον
εντοπισμό και την ανάλυση των διάφορων ενδιαφερόμενων ομάδων,
αποτελεσματικά και πρακτικά εργαλεία (Boesso & Kumar, 2009).
Η δημοσιοποίηση επομένως πληροφοριών σχετικά με δράσεις εταιρικής
υπευθυνότητας από τις επιχειρήσεις, προϋποθέτει ισχυρή προσήλωση και δουλειά
στον τομέα της συλλογής και επεξεργασίας σχολίων εκ μέρους των ενδιαφερομένων
μερών τους (προσδοκίες ΕΚΕ και αντιλήψεις), καθώς και συνεργασία μαζί τους
προκειμένου να αποκτήσουν βαθύτερες γνώσεις και αμοιβαία οφέλη (Boesso &
Kumar, 2009).
74
Συνεπώς, είναι σημαντικό, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η εκ των
προτέρων επιλογή του επιπέδου πληρότητάς των απολογισμών ΕΚΕ, εξαιτίας των
περιορισμένων πόρων, που δύναται να διαθέσουν σε δραστηριότητες έρευνας
(Calabrese et al., 2016). Σύμφωνα με τον Borga et al. (2009), η κάλυψη των πτυχών
σημαντικότητας σε μία έκθεση βιωσιμότητας, μέσα από μία ανάλυση σημαντικότητας
με την εμπλοκή των ενδιαφερόμενων μερών, βελτιώνει τις σχέσεις εταιρείας και
ενδιαφερόμενων μερών.
75
76
EKE & ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Αν και η ΕΚΕ αποτελεί μία παγκόσμια πρακτική και τάση, που ακολουθείται από επιχειρήσεις σε
όλο τον κόσμο, που τείνουν να ακολουθούν κοινές πρακτικές και πρότυπα στο πλαίσιο του
ανταγωνισμού αλλά και της ενίσχυσης της φήμης, των οικονομικών, κοινωνικών και
περιβαλλοντικών ωφελειών δεν παύει να συνδέεται και με τα εθνικά χαρακτηριστικά
επιχειρηματικότητας κάθε χώρας. Άλλωστε, η σημασία της εθνικής κουλτούρας καθώς και
των θεσμικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων, που επηρεάζουν την προσαρμογή και
υιοθέτηση διεθνών πρακτικών και εννοιών έχει επισημανθεί σε πλήθος θεωρητικών και
εμπειρικών ερευνών (λ.χ. Czarniawska & Sevon, 1996; Guler et al., 2002).
77
Στον Ελλαδικό χώρο, οι πολυεθνικές εταιρείες φαίνεται να είναι ο κύριος μοχλός της
χάραξης πολιτικής ΕΚΕ με τις μικρομεσαίες να ακολουθούν αυτό το προβάδισμα
(Skouloudis et al., 2014). Σε αντίθεση με τις διεθνείς προτεραιότητες και πιέσεις,
τα θέματα διαφάνειας και υπευθυνότητας έναντι των ενδιαφερομένων μερών δεν
αποτελούν την κορυφαία προτεραιότητα για τους περισσότερους οργανισμούς.
Για τους οργανισμούς, που δημοσιοποιούν απολογισμούς ΕΚΕ, η δημοσιοποίηση
πληροφοριών σχετικά με διαδικασίες αναγνώρισης και εμπλοκής των
ενδιαφερόμενων ομάδων, καθώς και ανάλυσης σημαντικότητας για τις πιο
σημαντικές πτυχές των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αποτελούν τα τελευταία
χρόνια σημείο αιχμής της δημοσιοποίησης (Ε.Υ., 2015).
Σε σχέση με τις επιχειρήσεις του Ελλαδικού χώρου, σύμφωνα με την Ε.Υ. (2015), η
αναγνώριση των ενδιαφερόμενων ομάδων εμφανίζεται στις δημοσιοποιήσεις του
80% των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ η αναφορά διαδικασιών εμπλοκής αυτών
σε ποσοστό 67%, σε ότι αφορά τις εκθέσεις του 2013.
78
Η ποιότητα και η ποσότητα των ελληνικών αναφορών είναι ανεπαρκής και
περιορίζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις, ωστόσο, η ποιότητα βελτιώνεται συνεχώς
με την αυξημένη εφαρμογή διεθνών προτύπων και κανόνων διαχείρισης.
Αντίστοιχα, και η ποσότητα φαίνεται να έχει αναβαθμιστεί, καθώς περισσότεροι
οργανισμοί δημοσιεύουν αναφορές ως απάντηση στο πλαίσιο ολοκλήρωσης (Ε.Ε.,
2015; Σκουλούδης et al., 2011). Οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, είτε
χρησιμοποιούν τις κατευθυντήριες οδηγίες του GRI για την υποβολή εκθέσεων
αειφορία, είτε την μορφή του Οικουμενικού Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών
(UNGC-Communication on Progress (COP)). Ειδικότερα, για το 2013, το 78% των
εκθέσεων χρησιμοποίησε τις κατευθυντήριες οδηγίες του GRI (Ε.Υ., 2015).
Τέλος, από την εφαρμογή του μεθοδολογικού εργαλείου, που εστίαζε στην
αξιολόγηση των Απολογισμών Βιωσιμότητας μέσω της αξιολόγησης του επιπέδου
ενσωμάτωσης των κατευθυντήριων οδηγιών των Αρχών αναφοράς του προτύπου
GRI-G4, προέκυψε ικανοποιητική εικόνα σχετικά με το επίπεδο λογοδοσίας των
επιχειρήσεων, που αξιολογήθηκαν (Απολογισμοί Βιωσιμότητας έτους αναφοράς
2015). Πάραυτα, δεν φαίνεται να διασφαλίζεται η αξιοπιστία, η ισορροπία, η
ακρίβεια, η διαφάνεια, η πληρότητα και φυσικά η συγκρισιμότητα των
δημοσιοποιήσεων, που ήταν και ένα εκ των ζητούμενων (Vouros et al., 2020).
79
Ως συμπέρασμα της αξιολόγησης για τους απολογισμούς ΕΚΕ των ελληνικών επιχειρήσεων
προκύπτει η μη κάλυψη σε επίπεδο πληρότητας και ακρίβειας των επιμέρους δεικτών
διοικητικής προσέγγισης (γενικών και ειδικών), σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του
GRI-G4, για τα ουσιαστικότερα θέματα κάθε εταιρείας, με αντίστοιχη μη κάλυψη της
απαιτούμενης πληρότητας και αξιοπιστίας συνολικά του απολογισμού κοινωνικής
υπευθυνότητας. Τέλος, οι επιχειρήσεις με υψηλό επίπεδο λογοδοσίας φαίνεται να
συνδέονται με το υψηλό τους περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει
απαραίτητα ότι αυτές που βρίσκονται στο τέλος έχουν χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Αντίστοιχα προκύπτει ότι οι κλάδοι, που υπάγονται στον δευτερογενή τομέα (π.χ. παραγωγή
ενός αντικειμένου) κατέχουν υψηλότερες θέσεις λογοδοσίας από ό, τι οι οργανισμοί, που
υπάγονται στον τριτογενή τομέα, οι οποίοι έχουν χαμηλότερες επιδόσεις.
Επιπλέον, από την αξιολόγηση προέκυψε ότι οι εταιρείες και οι τομείς, που παρουσιάζουν
υψηλότερο επίπεδο λογοδοσίας σε σχέση με τους ειδικούς δείκτες δημοσιοποίησης της
διοικητικής προσέγγισης (SDMA), είναι αυτοί με σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Το
συγκεκριμένο εύρημα φαίνεται να προσδιορίζει ότι εταιρείες με σημαντικό περιβαλλοντικό
αποτύπωμα διαθέτουν, είτε το εξειδικευμένο προσωπικό, εξοπλισμό και γνώσεις, είτε τους
απαραίτητους οικονομικούς πόρους, είτε και τα δύο, για να επιτύχουν την κάλυψη των
συγκεκριμένων εξειδικευμένων δεικτών.
80
Σε ότι αφορά ειδικά τα ποσοστά της πιστοποίησης εξωτερικής διασφάλισης της αξιοπιστίας των
απολογισμών των επιχειρήσεων του δείγματος, αυτά ήταν για το σύνολο των δειγμάτων
σχετικά υψηλά και συγκεκριμένα άνω του 50% έως και 66%. Τα συγκεκριμένα όμως ποσοστά,
σε συνάρτηση με τα ευρήματα του χαμηλού ή μέτριου επιπέδου λογοδοσίας των
απολογισμών ΕΚΕ για τα ουσιώδη για τις επιχειρήσεις ζητήματα, που αξιολογήθηκαν,
δημιουργούν ερωτηματικά και αμφιβολίες. Συγκεκριμένα, θέτουν εν αμφιβολία την ίδια την
αντικειμενικότητα, ποιότητα και αξιοπιστία της εξωτερικής διασφάλισης, της ποιότητας των
Απολογισμών Βιωσιμότητας, δεδομένου ότι αυτή έχει πιστοποιηθεί με αυτά τα κενά.
Συνεπώς, η απουσία συγκεκριμένης νομοθετικής πρόβλεψης της διαδικασίας και των
προδιαγραφών εξωτερικής διασφάλισης (Simnett et al., 2009), αποκτά σημαντική δυναμική
για ανάγκη κάλυψης του κενού αυτού.
Για τις ελληνικές επιχειρήσεις τα σημαντικότερα ζητήματα, που αναγνωρίσθηκαν και
αξιολογήθηκαν ως προς το επίπεδο λογοδοσίας ήταν αυτά της «Οικονομικής Επίδοσης» και
«Υγείας και Ασφάλειας στους χώρους εργασίας» με αυτά της «Υγείας και Ασφάλειας των
Πελατών», της «Διασφάλισης Προσωπικών Δεδομένων» και «Διαχείρισης Ενέργειας» να
ακολουθούν.
81
82