You are on page 1of 143

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής


Τίτλος μαθήματος «ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ &
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ»

Διδάσκων: Δρ Βούρος Παναγιώτης

Θεματική Ενότητα: Εισαγωγή /εννοιολογικές προσεγγίσεις


σε θέματα Βιώσιμης Ανάπτυξης, Βιώσιμης
Επιχειρηματικότητας, Εταιρικής Διακυβέρνησης, Κοινωνικής
Υπευθυνότητας, Πράσινης Επιχειρηματικότητας, Εταιρικής
Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) & ESG

Τίτλος Διάλεξης: Εισαγωγή-Βασικοί ορισμοί και έννοιες


ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Ο όρος ανάπτυξη στα οικονομικά αναφέρεται στην αύξηση της πραγματικής
παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών σε μία οικονομία με την πάροδο
του χρόνου. Κατά σύμβαση, ως μέτρο ή δείκτης της ανάπτυξης ορίζεται ο
μακροχρόνιος μέσος ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού
ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.
Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται σε πραγματικούς όρους, δηλαδή
διορθωμένους ως προς τον πληθωρισμό, και όχι σε ονομαστικούς όρους.
Η ανάπτυξη αναφέρεται στη μακροχρόνια τάση (δεκαετίες, αιώνες) και
όχι στη βραχυχρόνια διακύμανση (τρίμηνα, εξάμηνα, έτη) του
παραγόμενου προϊόντος.

Ο όρος economic growth αναφέρεται στη μακροχρόνια αύξηση του δυνητικού


προϊόντος που μπορεί παράγει μια (αναπτυγμένη) οικονομία. Ο όρος development
economics αναφέρεται στη διαδικασία ανάπτυξης των υπανάπτυκτων και
αναπτυσσόμενων χωρών χαμηλού κατά κεφαλή εισοδήματος.

Για να μην υπάρχει σύγχυση στην ορολογία, οι περισσότεροι οικονομολόγοι


συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο «μεγέθυνση» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο
economic growth και τον όρο «ανάπτυξη» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο
development economics.
Μια από τις εγκυρότερες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σχετικά είναι το μοντέλο του
Solow. Το μοντέλο αυτό ποσοτικοποιεί τη μακροχρόνια ανάπτυξη ως γινόμενο
τεσσάρων παραγόντων:

 της παραγωγικότητας, της συσσώρευσης κεφαλαίου, της αύξησης του πληθυσμού


και της τεχνολογικής προόδου.

 Στην Οικονομική Επιστήμη ο όρος παραγωγικότητα χαρακτηρίζει το μέτρο της


παραγωγικής ικανότητας, το οποίο και εκφράζεται κατ΄ αναλογία του είδους και του ύψους
της παραγωγής σε σχέση με τους παραγωγικούς συντελεστές που απαιτούνται γι΄ αυτήν.
Με την ευρύτερη έννοια του όρου η παραγωγικότητα αποτελεί το λόγο ή τη σχέση μεταξύ
των επιτευχθέντων χρήσιμων αποτελεσμάτων (εκροή) και των πόρων ή μέσων που
δαπανήθηκαν για την επίτευξή τους (εισροή). Έτσι, οι παραγωγικοί συντελεστές που είναι
συνήθως η γη, η εργασία και το (σταθερό) κεφάλαιο που εκλαμβάνονται ως πόροι που
δαπανήθηκαν, συνεπώς εισροή, αποτελούν τον παρονομαστή του κλάσματος, που είτε
εκλαμβάνονται όλοι μαζί, είτε ένας ένας χωριστά, με αντίστοιχο προσδιορισμό της
παραγωγικότητας κατά είδος.

 Κατά την διαδικασία κύκλου του κεφαλαίου (Χρήμα-Μέσα Παραγωγής-Εμπόρευμα κλπ)


από την μετατροπή των μέσων παραγωγής σε εμπόρευμα προστίθεται στο κεφάλαιο μια
νέα αξία η οποία παράγεται τότε (η υπεραξία). Έτσι κάθε φορά που ολοκληρώνεται ένας
κύκλος(σε κάθε παραγωγή δηλαδή) το κεφάλαιο αυξάνεται. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται
συγκέντρωση κεφαλαίου.

 Υπό αυτή την πιο ακριβή έννοια, μεγέθυνση είναι ο μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης του
ΑΕΠ, ενώ ως ανάπτυξη ορίζεται η αύξηση - σε κάποια χρονική περίοδο - της οικονομικής
ευημερίας που απολαμβάνει ο λαός μιας χώρας. Σημαντικότερος δείκτης της ανάπτυξης
είναι ο μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλή ΑΕΠ, ενώ χρησιμοποιούνται και
άλλοι δείκτες, όπως για παράδειγμα δείκτες που σχετίζονται με το επίπεδο υγείας,
μόρφωσης και μακροβιότητας[4]. Πάντως όταν ο πληθυσμός μιας χώρας έχει την τάση να
παραμένει σε μια χρονική περίοδο περίπου σταθερός τότε ανάπτυξη και μεγέθυνση δεν
διαφέρουν μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι και η ανάπτυξη και η
μεγέθυνση αναφέρονται στα πραγματικά αποπληθωρισμένα μεγέθη, δηλαδή αναφέρονται
στην αύξηση της ποσότητας και ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και
παρεχόμενων υπηρεσιών. Αντίθετα η ονομαστική ανάπτυξη ή /και μεγέθυνση αφορούν
στην αύξηση των τιμών των προϊόντων και των συντελεστών της παραγωγής.
 Με τον όρο τεχνολογία της παραγωγής εννοούμε το σύνολο των γνώσεων που
βρίσκονται στη διάθεση της κοινωνίας για την παραγωγή των αγαθών. Καθώς
νέες και πιο αποδοτικές µέθοδοι παραγωγής τίθενται στη διάθεση µιας
κοινωνίας η τεχνολογία µεταβάλλεται. Επιπλέον νέες επινοήσεις έχουν ως
αποτέλεσμα την αύξηση της αποδοτικότητας όλων των µεθόδων παραγωγής.
Συγχρόνως µερικές τεχνικές που δεν είναι πλέον αποτελεσματικές παύουν να
χρησιμοποιούνται. Αυτές οι µεταβολές αποτελούν τεχνολογική πρόοδο.

Οι νέες απειλές που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, με σημαντικότερες την κλιματική


αλλαγή και τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, επιτάσσουν τη ριζική
αναθεώρηση των κυρίαρχων μοντέλων ανάπτυξης. Απαιτείται ένα νέο μείγμα
πολιτικής «πέραν του ΑΕΠ και της αγοράς», «πέραν των μέσων όρων» και
«πέραν του εδώ και τώρα». Οι νέες αυτές απαιτήσεις αποκρυσταλλώνονται στις
έννοιες της ευημερίας, βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας και συνδέονται με τον
ολιστικό και δίκαιο χαρακτήρα της ανάπτυξης.

Οι έννοιες της ευημερίας και της βιωσιμότητας, αν και διακριτές, είναι


αλληλένδετες. Μια οικονομία με υψηλά επίπεδα πραγματικής ευημερίας διαθέτει
όλα τα αναγκαία εφόδια που θα την καταστήσουν βιώσιμη και ανθεκτική
μεσομακροπρόθεσμα. Στο παρακάτω σχήμα αποτυπώνεται η αλλαγή του
μοντέλου Ανάπτυξης.

Οικονομική Οικονομική Βιώσιμη


μεγέθυνση Ανάπτυξη Ανάπτυξη
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ-ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
 Βιώσιμη ανάπτυξη είναι η βελτίωση της ποιότητας της ζωής μέσα στα πλαίσια
της φέρουσας ικανότητας των υποστηρικτικών οικοσυστημάτων (IUCN, UNEP
και WWF, 1991).

 Βιώσιμη είναι η κοινωνία που μπορεί να υπάρχει για γενεές και γενεές, που
μπορεί να βλέπει αρκετά μακριά, που είναι αρκετά ευέλικτη και σοφή, ώστε να
μην υπονομεύει ούτε τα φυσικά, ούτε τα κοινωνικά της υποστηρικτικά
συστήματα (Meadows et al., 1995).

 Βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει να βασίζονται οι αναπτυξιακές και περιβαλλοντικές


πολιτικές σε μία ανάλυση κόστους-οφέλους και σε μία προσεκτική οικονομική
ανάλυση που θα ενδυναμώνει την περιβαλλοντική προστασία και θα οδηγεί σε
αυξανόμενα και διατηρήσιμα επίπεδα ευημερίας (World Bank, 1992).

ΠΡΑΣΙΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ-ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ


Η πράσινη οικονομία είναι ένα οικονομικό μοντέλο που έχει δεσμευτεί για βιώσιμη
και κερδοφόρα ανάπτυξη, αναζητώντας καταστάσεις που δημιουργούν οικονομικά,
κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη.
Η πράσινη οικονομία υποστηρίζει ότι η κοινωνική ευημερία μπορεί να επιτευχθεί
μειώνοντας παράλληλα τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και τις οικολογικές
απειλές. Για το λόγο αυτό, η πράσινη οικονομία αποτελείται από ένα
μακροπρόθεσμο όραμα στο οποίο οι εταιρείες, οι αγορές και οι επενδυτές
δεσμεύονται για βιώσιμη ανάπτυξη που εγγυάται τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία.
Η έννοια της πράσινης ανάπτυξης δεν έχει ακόμα αποκτήσει διεθνώς μία σαφώς
καθορισμένη έννοια. Οπωσδήποτε όμως χαρακτηρίζεται από κάποιες αναγκαίες και
αλληλένδετες προϋποθέσεις όπως είναι η εξοικονόμηση πόρων, η αξιοποίηση της
τεχνολογίας, η δημιουργία απασχόλησης και η παρέμβαση με σκοπό την βελτίωση
του περιβάλλοντος.
Ως «πράσινη ανάπτυξη» αποδίδεται στα ελληνικά ο όρος «green growth», ενώ ως
«αειφόρος (ή βιώσιμη ή διατηρήσιμη) ανάπτυξη» αποδίδεται ο όρος «sustainable
development».
Ωστόσο πρέπει να τονισθεί πως η πράσινη ανάπτυξη δίνει προτεραιότητα στην
περιβαλλοντική βιωσιμότητα και όχι στην οικονομική ανάπτυξη ενώ σχετίζεται, έως έναν
βαθμό τουλάχιστον, με τα πράσινα κόμματα της πολιτικής οικολογίας. Από την άλλη, η
πράσινη οικονομία αποτελεί ουσιαστικά εφαρμογή των οικολογικών οικονομικών, μίας
ετερόδοξης οικονομολογικής σχολής με παρεμφερείς προβληματισμούς, δίνοντας έμφαση
στις ήπιες μορφές ενέργειας.

Η αειφόρος ανάπτυξη, η πράσινη ανάπτυξη και η πράσινη οικονομία, ανάμεσα στ' άλλα,
μπορούν να αξιοποιούν και τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία που παρέχει η επιστήμη των
περιβαλλοντολόγων μηχανικών, καθώς και τις αρχές της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής.
Ο Karl Burkart ορίζει την Πράσινη Οικονομία βασιζόμενη σε 6 τομείς:

 Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Renewable energy)

 Πράσινα Κτίρια (Green buildings)

 Βιώσιμες Μεταφορές (Sustainable transport)

 Διαχείριση των υδάτων (Water management)

 Διαχείριση των αποβλήτων (Waste management)

 Διαχείριση της γης (Land management)

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ-ΠΡΑΣΙΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η επιχειρηματικότητα ως έννοια ορίζεται όταν τα άτομα προσπαθούν να καλύψουν
ανάγκες και επιθυμίες που προκύπτουν στους ανθρώπους. Στόχος μιας επιχείρησης
είναι η δημιουργία ενός νέου προϊόντος ή η εξέλιξη και η βελτίωση ενός ήδη
υπάρχοντος.
Η επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί τη βάση της οικονομικής
δραστηριότητας και της παραγωγής των αγαθών. Παίζει, λοιπόν, δραστικό ρόλο
στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της ορθής διαχείρισης των φυσικών
πόρων. Για το λόγο αυτό, οι επιχειρήσεις οφείλουν προς το περιβάλλον να
υιοθετήσουν έναν περισσότερο οικολογικό τρόπο δραστηριότητας και να γίνουν
περισσότερο πράσινες και φιλικές ως προς αυτό.
Η πράσινη επιχειρηματικότητα αποτελεί μια σύγχρονη μορφή οικονομικής
δραστηριότητας που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επιχειρήσεων για
κερδοφορία και ανάπτυξη, αλλά ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη την περιβαλλοντική
διάσταση, αντιμετωπίζοντάς την σαν ευκαιρία και όχι σαν εμπόδιο.
Ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο επιδιώκουν να συμβάλουν
στην προστασία του περιβάλλοντος και τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής,
μέσα από επενδύσεις που πραγματοποιούν στην έρευνα και την ανάπτυξη
πράσινων τεχνολογιών και πρακτικών.
Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο πράσινη επιχειρηματικότητα αναφερόμαστε στην
επιχειρηματικότητα εκείνη που σκοπό έχει τη διαφύλαξη και προστασία του
περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, στην διαδικασία εκπλήρωσης και κάλυψης
των ανθρωπίνων αναγκών. Είναι δηλαδή η επιχειρηματικότητα που στοχεύει στη
δημιουργία μιας βιώσιμης κοινωνίας όπου όλα θα λειτουργούν αρμονικά.
Μια πράσινη επιχείρηση προσπαθεί να κάνει τις διαδικασίες ως προς την παραγωγή
των προϊόντων όσο πιο φιλικές προς το περιβάλλον, μειώνοντας τις επιπτώσεις της
προς αυτό. Αυτές οι διαδικασίες αφορούν όλο το φάσμα της δραστηριότητάς της, τις
πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί, την παραγωγή, τη διανομή κ.ά.

ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Η εταιρική διακυβέρνηση (Corporate Governance)-(ΕΔ) είναι ένα σύνολο κανόνων
που εφαρμόζονται στις ανώνυμες εταιρείες και ρυθμίζουν τη λειτουργία του
Διοικητικού Συμβουλίου. Είναι δηλαδή η σχέση με τους μετόχους της εταιρείας, τον
CEO(Chief Executive Officer) και το διοικητικό συμβούλιο .Με την ΕΔ επιδιώκεται η
υπεύθυνη οργάνωση, λειτουργία, διοίκηση και έλεγχος μιας εταιρείας, με στόχο την
αύξηση της αξίας της και τη προστασία των έννομων συμφερόντων όλων των
μετόχων της, κυρίως όμως των μετόχων μειοψηφίας, έναντι των μεγαλομετόχων.
Οι κανόνες Εταιρικής Διακυβέρνησης καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο
επιτυγχάνονται οι εταιρικοί στόχοι, καθιερώνουν συστήματα παρακολούθησης και
αποτίμησης των εταιρικών κινδύνων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο
εξασφαλίζεται η διαφάνεια των πεπραγμένων της διοίκησης έναντι των μετόχων.
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ (ΕΚΕ)
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη είναι η ευθύνη των
επιχειρήσεων για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία.» (Ανακοίνωση για την ΕΚΕ, 2011)
Σύμφωνα με το Επιχειρηματικό Συμβούλιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (WBCSD)
«Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη είναι η διαρκής δέσμευση των επιχειρήσεων για ηθική
συμπεριφορά και συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη με ταυτόχρονη βελτίωση της
ποιότητας ζωής τόσο του εργατικού τους δυναμικού και των οικογενειών τους καθώς
επίσης και των τοπικών κοινοτήτων και της κοινωνίας γενικότερα». (WBCSD Stakeholder
Dialogue on CSR, 1998)
Ένας συχνά χρησιμοποιούμενος ορισμός για την ΕΚΕ που αναφέρεται στην
οργανωτική ευθύνη είναι: «οι συγκεκριμένες οργανωτικές δράσεις και πολιτικές που
λαμβάνουν υπόψη διαφορετικές απαιτήσεις και προσδοκίες των ενδιαφερόμενων μερών
σύμφωνα με την τριπλή κατώτατη γραμμή της απόδοσης οικονομικής, κοινωνικής και
περιβαλλοντικής βιωσιμότητας » (Aguinis & Glava, 2012).

Επένδυση και ανάλυση ESG (Environmental, Social,


and Governance)
Ο όρος «ESG» αναφέρεται σε θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και
εταιρικής διακυβέρνησης που μπορούν να επηρεάσουν την ικανότητα μιας
εταιρείας να παράγει αξία. Σε εταιρικό πλαίσιο, αναφέρεται στην
ενσωμάτωση μη χρηματοοικονομικών παραγόντων στην επιχειρηματική
στρατηγική και τη λήψη αποφάσεων.
Παρόλο που οι δείκτες ESG συχνά αποκαλούνται «μη
χρηματοοικονομικοί», συνδέονται με την ανταγωνιστικότητα των
επιχειρήσεων και ο τρόπος διαχείρισής τους από μια εταιρεία ενδέχεται να
έχει χρηματοοικονομικές συνέπειες.
Θεματική Ενότητα: Κατευθύνσεις, Στρατηγικές και Δράσεις Εταιρικής
Διακυβέρνησης για την ενσωμάτωση των αρχών και στόχων Ανάπτυξης,
Βιώσιμης Ανάπτυξης, Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας, ΕΚΕ ή/και ESG σε
Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό και Εθνικό επίπεδο.

Τίτλος Διάλεξης: Ανάπτυξη με οικονομικούς


όρους και όρους βιωσιμότητας

ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗς ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ


Ο όρος ανάπτυξη στα οικονομικά αναφέρεται στην αύξηση της πραγματικής παραγωγής προϊόντων και
υπηρεσιών σε μία οικονομία με την πάροδο του χρόνου.

Κατά σύμβαση, ως μέτρο ή δείκτης της ανάπτυξης ορίζεται ο μακροχρόνιος μέσος ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης
του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος.

Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται σε πραγματικούς όρους, δηλαδή διορθωμένους ως προς τον πληθωρισμό, και όχι
σε ονομαστικούς όρους. Η ανάπτυξη αναφέρεται στη μακροχρόνια τάση (δεκαετίες, αιώνες) και όχι στη
βραχυχρόνια διακύμανση (τρίμηνα, εξάμηνα, έτη) του παραγόμενου προϊόντος.
Ο όρος economic growth αναφέρεται στη μακροχρόνια αύξηση του δυνητικού προϊόντος
που μπορεί παράγει μια (αναπτυγμένη) οικονομία[2]. Ο όρος development economics
αναφέρεται στη διαδικασία ανάπτυξης των υπανάπτυκτων και αναπτυσσόμενων χωρών
χαμηλού κατά κεφαλή εισοδήματος.
Για να μην υπάρχει σύγχυση στην ορολογία, οι περισσότεροι οικονομολόγοι συγγραφείς
χρησιμοποιούν τον όρο «μεγέθυνση» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο economic growth
και τον όρο «ανάπτυξη» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο development economics.

Μια από τις εγκυρότερες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σχετικά είναι το μοντέλο του Solow. Το μοντέλο αυτό
ποσοτικοποιεί τη μακροχρόνια ανάπτυξη ως γινόμενο τεσσάρων παραγόντων:

της παραγωγικότητας, της συσσώρευσης κεφαλαίου, της αύξησης του πληθυσμού και της τεχνολογικής
προόδου.

Οι νέες απειλές που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, με σημαντικότερες την κλιματική αλλαγή και τη διεύρυνση των
κοινωνικών ανισοτήτων, επιτάσσουν τη ριζική αναθεώρηση των κυρίαρχων μοντέλων ανάπτυξης. Απαιτείται ένα
νέο μείγμα πολιτικής «πέραν του ΑΕΠ και της αγοράς», «πέραν των μέσων όρων» και «πέραν του εδώ και
τώρα». Οι νέες αυτές απαιτήσεις αποκρυσταλλώνονται στις έννοιες της ευημερίας, βιωσιμότητας και
ανθεκτικότητας και συνδέονται με τον ολιστικό και δίκαιο χαρακτήρα της ανάπτυξης. Οι έννοιες της ευημερίας και
της βιωσιμότητας, αν και διακριτές, είναι αλληλένδετες. Μια οικονομία με υψηλά επίπεδα πραγματικής ευημερίας
διαθέτει όλα τα αναγκαία εφόδια που θα την καταστήσουν βιώσιμη και ανθεκτική μεσομακροπρόθεσμα. Στο
παρακάτω σχήμα αποτυπώνεται η αλλαγή του μοντέλου Ανάπτυξης.

Οικονομική Οικονομική Βιώσιμη


μεγέθυνση Ανάπτυξη Ανάπτυξη
«Πέραν του ΑΕΠ» και «πέραν της αγοράς», για να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως η ποιότητα των
θέσεων εργασίας και η ισορροπία μεταξύ εργασιακής και προσωπικής ζωής, οι συνθήκες και το κόστος
στέγασης, η πρόσβαση στην υγεία, η ποιότητα του περιβάλλοντος, τα επίπεδα κοινωνικής συνοχής και
κοινωνικού κεφαλαίου, η δυνατότητα συμμετοχής στα κοινά και στη διακυβέρνηση, η ποιότητα των θεσμών, η
ισότητα μεταξύ των φύλων:

• Αυτή η διάσταση αφορά στον ολιστικό χαρακτήρα της ανάπτυξης στη βάση μιας διευρυμένης εναλλακτικής
προσέγγισης της ευημερίας. Η ευημερία συνδέεται με οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις της καθημερινότητας
των πολιτών, περιλαμβάνοντας τόσο ατομικές εκφάνσεις (υγεία και εκπαίδευση ενός ατόμου) όσο και συλλογικές
(ποιότητα θεσμών και εύρος ανισοτήτων).

«Πέραν του εδώ και τώρα», ώστε να υπολογίζεται η επίπτωση της οικονομικής μεγέθυνσης στο περιβάλλον, στη
συνοχή της κοινωνίας, στο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας και στην ανθεκτικότητά της
έναντι μελλοντικών κρίσεων:

• Αυτή η διάσταση αφορά το βιώσιμο ή διατηρήσιμο χαρακτήρα της ανάπτυξης. Η βιωσιμότητα (ή


διατηρησιμότητα) αφορά στο βαθμό στον οποίο τα επίπεδα ευημερίας μπορούν να διατηρηθούν στο χρόνο,
δηλαδή κατά πόσο το περιβαλλοντικό, ανθρώπινο και κοινωνικό κεφάλαιο θα παραδοθεί ακέραιο στις
επόμενες γενιές. Η έκθεση για «Το Κοινό μας Μέλλον» της Επιτροπής Brundtland αποτελεί σημείο αναφοράς
στη δημόσια συζήτηση σχετικά με τον ορισμό της βιώσιμης ανάπτυξης.4 Η βιώσιμη ανάπτυξη (sustainable
development) ορίζεται ως η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύει την
ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους.
«Πέραν των μέσων όρων», προκειμένου να αντιμετωπίζεται το κεντρικό παγκόσμιο πρόβλημα των ανισοτήτων
και της άνισης κοινωνικής και χωρικής κατανομής του εισοδήματος:

• Αυτή η διάσταση αφορά το συμπεριληπτικό και δίκαιο χαρακτήρα της ανάπτυξης. Η ευημερία και η
βιωσιμότητα εισέρχονται σε έναν ενάρετο κύκλο προς όφελος της κοινωνίας και των ανθρώπων με στόχο την
καταπολέμηση των «συστημικών αδικιών» που χαρακτηρίζουν το κυρίαρχο αναπτυξιακό μοντέλο:

Η οικονομία της ευημερίας, δεν αποτελεί μόνο ένα «εγγενές καλό» (intrinsic good). Αποτελεί επίσης και έναν
ισχυρό παράγοντα οικονομικής αποτελεσματικότητας που συμβάλλει στην ενίσχυση του μακροπρόθεσμου
αναπτυξιακού δυναμικού μιας χώρας, διασφαλίζοντας την άρση των αποκλεισμών και ανισοτήτων που
εμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση των δημιουργικών δυνατοτήτων των ανθρώπων.

Εστιάζοντας στη διατηρησιμότητα της ευημερίας, μια οικονομία ενισχύει τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές
προοπτικές και την ανθεκτικότητά της έναντι μελλοντικών οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κρίσεων
(προληπτική διάσταση).
Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
ΣΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Από το 2009 έως σήμερα καταγράφεται σειρά διαδοχικών διεθνών διακηρύξεων και πρωτοβουλιών υπέρ της βιώσιμης ανάπτυξης
και της οικονομίας της ευημερίας. Οι συγκεκριμένες πρωτοβουλίες δεν φαίνεται να αποφέρουν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα σε
επίπεδο κεντρικών αναπτυξιακών επιλογών και εφαρμοσμένων πολιτικών, δημιουργώντας ένα χάσμα μεταξύ προθέσεων και
αποτελεσμάτων. Σε πρόσφατη έκθεσή του, ο ΟΗΕ διαπιστώνει μεγάλη καθυστέρηση στην υλοποίηση των 169 υπό-Στόχων
Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Οι επιλογές σε κεντρικά πεδία άσκησης πολιτικής όχι μόνο δεν συντείνουν στην επίτευξη των στόχων, αλλά προκαλούν
περαιτέρω όξυνση των ανισοτήτων, της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας βιοποικιλότητας. Η τάση αυτή υποδεικνύει ότι η
ανθρωπότητα οδηγείται στην υπέρβαση σημείων καμπής, τα οποία ενδέχεται να πυροδοτήσουν δραματικές και μη αναστρέψιμες
επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης.

Στο περιθώριο της γενικής αυτής τάσης, ορισμένες χώρες καινοτομούν με την ενσωμάτωση της ευημερίας και της βιωσιμότητας
στις διαδικασίες διαμόρφωσης των κεντρικών αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και πολιτικών τους. Οι προσπάθειες αυτές
αντικατοπτρίζουν συνολικότερα την αξιοσημείωτη πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε ερευνητικό και ακαδημαϊκό επίπεδο με
αντικείμενο την εμβάθυνση των γνώσεων και μεθόδων για την «πέραν-του ΑΕΠ» μέτρηση της οικονομικής και κοινωνικής
προόδου.

ΚΡΙΣΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ


ΠΡΟΟΔΟΣ
Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών φαίνεται να επιβεβαιώνει μια τάση αποσύνδεσης των
οικονομικών επιδόσεων από τις κοινωνικές. Η χρήση του ΑΕΠ ως αποκλειστικού δείκτη μέτρησης
της ευημερίας δεν επιτρέπει μια συνολική και αξιόπιστη αποτίμηση των πραγματικών συνθηκών
διαβίωσης του πληθυσμού και της βιωσιμότητας των αναπτυξιακών μοντέλων. Η αξιοποίηση πιο
ολοκληρωμένων προσεγγίσεων εκτιμάται ότι θα είχε προειδοποιήσει έγκαιρα για τις διάφορες
ανισορροπίες που οδήγησαν στην εκδήλωση της δομικής κρίσης του 2008/2009, επιτρέποντας στη
συνέχεια μια καλύτερη στόχευση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μια πιο δίκαιη διαχείριση
των επιπτώσεών της.
Η χρήση του ΑΕΠ –και της μεγέθυνσής του– ως αποκλειστικού δείκτη μέτρησης της οικονομικής και
κοινωνικής προόδου από τους υπευθύνους άσκησης πολιτικής ενέχει κινδύνους για την ευημερία του
πληθυσμού. Η μεγέθυνση μπορεί να λαμβάνει χώρα σε συνθήκες υποχώρησης των κοινωνικών δεικτών
(βλ. «άνεργη ανάκαμψη», οικονομική μεγέθυνση με μείωση των εισοδημάτων της εργασίας ή καταστροφή
του περιβάλλοντος). Συνολικά, η σχέση μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής προόδου δεν είναι
ούτε δεδομένη ούτε ακολουθεί μία μόνο κατεύθυνση, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική πρόοδος έπεται
της οικονομικής μεγέθυνσης.

Σημαντικές επισημάνσεις/ διαπιστώσεις:


 Οι ανισότητες αυξάνονται καθιστώντας το ΑΕΠ αδύναμο δείκτη ευημερίας…
Στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ το μέσο διαθέσιμο εισόδημα του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού είναι πλέον δεκαπλάσιο του μέσου
διαθέσιμου εισοδήματος του φτωχότερου δεκατημόριου (ήταν επταπλάσιο πριν από 25 έτη). Οι ανισότητες του πλούτου είναι ακόμα
πιο οξυμένες, με ένα 10% του πληθυσμού στις χώρες του ΟΟΣΑ να κατέχει κατά μέσο όρο περισσότερο από το 50% του πλούτου
και το φτωχότερο 40% του πληθυσμού να διαθέτει μόλις το 3%. Το κόστος βασικών υπηρεσιών όπως η παιδεία, η υγεία και η
στέγαση αυξήθηκε με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με τον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή. Ο ρυθμός αύξηση του
κόστους στέγασης υπήρξε κατά 49% υψηλότερος από τον ρυθμό αύξησης του διάμεσου εισοδήματος των νοικοκυριών τα τελευταία
25 έτη.

 Οι αντιθέσεις μεταξύ οικονομικής και κοινωνικής διάστασης γίνονται ιδιαίτερα αισθητές στις ΗΠΑ

 Η προσκόλληση στο ρυθμό μεγέθυνσης και το ΑΕΠ έχει μερίδιο ευθύνης για την κρίση και τη λανθασμένη
αντιμετώπιση των επιπτώσεών της.
Η εξέταση της πρόσφατης διεθνούς εμπειρίας επιβεβαιώνει ότι η χρήση του ΑΕΠ - ως μοναδικού δείκτη μέτρησης του πλούτου από
τους υπευθύνους άσκησης πολιτικής- ενέχει κινδύνους για την ευημερία του πληθυσμού και το περιβάλλον. H χρήση ενός
μεγαλύτερου εύρους δεικτών θα μπορούσε να είχε αναδείξει έγκαιρα παράγοντες που οδήγησαν στην εκδήλωση της κρίσης του
2008/2009, επιτρέποντας ταυτόχρονα και την καλύτερη διαχείριση των επιπτώσεών της
 Η κοινωνική πρόοδος έπεται της οικονομικής μεγέθυνσης;
Συνολικά, η σχέση μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής προόδου δεν είναι ούτε δεδομένη, ούτε ακολουθεί μία μόνο
κατεύθυνση, σύμφωνα με την οποία η κοινωνική πρόοδος έπεται της οικονομικής μεγέθυνσης.45 Η μεγέθυνση συχνά μπορεί να
λαμβάνει χώρα σε συνθήκες υποχώρησης των κοινωνικών δεικτών (βλ. «άνεργη ανάκαμψη», οικονομική μεγέθυνση με μείωση
των εισοδημάτων της εργασίας ή καταστροφή του περιβάλλοντος).

Η άσκηση πολιτικής κατέχει συνεπώς κεντρική θέση και ευθύνη ως προς τη διασύνδεση των δύο διαστάσεων (οικονομικής και
κοινωνικής) διασφαλίζοντας:

1. αφενός ότι η οικονομική μεγέθυνση μεταφράζεται σε υψηλότερη ευημερία και βελτιωμένα επίπεδα διαβίωσης για το σύνολο
της κοινωνίας

2. αφετέρου, ότι η ευημερία και η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης θέτουν τα θεμέλια για μια σταθερή και βιώσιμη
μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία.

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΔΕΙΚΤΩΝ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ


ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών έχουν σημειωθεί σημαντικά βήματα σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη νέων μεθόδων
αποτίμησης της ευημερίας και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, με στόχο την υπέρβαση των στενών ορίων που θέτει η
παραδοσιακή προσέγγιση βάσει του ΑΕΠ. Μεταξύ αυτών, ξεχωρίζουν μια σειρά από μεικτές προσεγγίσεις που επιχειρούν είτε να
διερευνήσουν τις σχέσεις μεταξύ της ευημερίας του πληθυσμού και του περιβάλλοντος είτε να προσδιορίσουν το οικονομικό
κόστος μιας ύψιστης συλλογικής προτίμησης για την προστασία του.

Όπως και στην περίπτωση του προαναφερθέντος χάσματος μεταξύ «προθέσεων και αποτελεσμάτων», το σημαντικό και πλούσιο
συσσωρευμένο ερευνητικό έργο υπο-αξιοποιείται, δημιουργώντας ένα δεύτερο χάσμα μεταξύ «γνώσης και εφαρμοσμένης
πολιτικής». Οι δείκτες βιωσιμότητας αποτυγχάνουν να διαδραματίσουν άμεσο ρόλο στη χάραξη πολιτικής, για λόγους
που συνδέονται με τα χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος και την εκάστοτε πολιτική συγκυρία.

Οι ερευνητικές εργασίες με θέμα τις εναλλακτικές μεθόδους αποτίμησης της οικονομικής και κοινωνικής προόδου μπορούν να
ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: εργασίες που α) εξετάζουν τις διάφορες διαστάσεις της ευημερίας β) εστιάζουν στην
περιβαλλοντική βιωσιμότητα γ) διερευνούν τη σχέση μεταξύ ευημερίας και βιωσιμότητας στο πλαίσιο μεικτών προσεγγίσεων με
κοινωνικό- οικολογικό χαρακτήρα.
Δείκτες ευημερίας
Δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ
Το δείκτη ανέπτυξε στη δεκαετία του 1990 ο ΟΗΕ με τη συνεισφορά του Amartya Sen. Ο
συνθετικός δείκτης (HDI) κατασκευάζεται με βάση τρεις επιμέρους δείκτες, οι οποίοι
αφορούν το προσδόκιμο ζωής, το βαθμό εκπαίδευσης και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Better Life Index
Ο ΟΟΣΑ εγκαινίασε το 2011 το δείκτη Better Life Index.48 Ο δείκτης εξετάζει 11 διαστάσεις
της ευημερίας που συνδέονται με τις συνθήκες και την ποιότητα διαβίωσης (κοινότητα,
εκπαίδευση, περιβάλλον, συμμετοχή στα κοινά, υγεία, στέγαση, εισόδημα, εργασία,
ικανοποίηση από τη ζωή, ασφάλεια και ισορροπία εργασιακής και προσωπικής ζωής).

Δείκτες βιωσιμότητας
Δείκτης πλούτου της Παγκόσμιας Τράπεζας
Η Παγκόσμια Τράπεζα υπολογίζει έναν εναλλακτικό, ως προς το ΑΕΠ, δείκτη μέτρησης της οικονομικής προόδου. O πλούτος
(wealth) υπολογίζεται ως το άθροισμα του παραγόμενου κεφαλαίου (produced capital), του φυσικού κεφαλαίου (natural capital),
του ανθρώπινου κεφαλαίου (human capital) και των καθαρών ξένων περιουσιακών στοιχείων (net foreign assets). Η μέθοδος
αποτίμησης του πλούτου ανατρέχει σε προγενέστερες εργασίες της Παγκόσμιας Τράπεζας (δεκαετία 1990) με αντικείμενο τον
υπολογισμό της καθαρής αποταμίευσης μιας χώρας (adjusted net savings).

Όπως επισημαίνεται, το ΑΕΠ μετράει μόνο το εισόδημα και την παραγωγή μιας οικονομίας και δεν αντικατοπτρίζει τις μεταβολές
στο συνολικότερο κεφαλαιακό της απόθεμα. Το ΑΕΠ δεν παρέχει δηλαδή πληροφορίες για μια ενδεχόμενη υποτίμηση και
εξάντληση του πλούτου, ούτε για το βαθμό στον οποίο οι επενδύσεις ακολουθούν την αύξηση του πληθυσμού ή κατά πόσο ο
συνδυασμός των διαφόρων μορφών κεφαλαίου συμβαδίζει με τους αναπτυξιακούς στόχους μιας χώρας. Η χρήση του ΑΕΠ, χωρίς
αναφορά σε ένα συνολικότερο πλαίσιο δεικτών, μπορεί συνεπώς να παρέχει λανθασμένες πληροφορίες για τη βιωσιμότητα και τις
πραγματικές επιδόσεις και προοπτικές μιας οικονομίας.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟΝ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΧΑΣΜΑΤΟΣ
ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Από το ΑΕΠ στο Βιώσιμο Εθνικό Εισόδημα…
Ο δείκτης Βιώσιμου Εθνικού Εισοδήματος50 (SNI/Sustainable National Income), που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1970 από
τον Ολλανδό οικονομολόγο και επικεφαλής για περιβαλλοντικά θέματα στην εθνική στατιστική υπηρεσία, Roefie Hueting,
προσδιορίζει το μέγιστο επίπεδο παραγωγής μιας οικονομίας στο οποίο -με βάση τη διαθέσιμη τεχνολογία κατά το έτος
υπολογισμού- παραμένουν διαπαντός διαθέσιμες οι ζωτικές περιβαλλοντικές λειτουργίες.

Χάσμα βιωσιμότητας: Υπολογίζοντας την απόσταση από το όριο βιωσιμότητας μιας οικονομίας
Στην ίδια λογική, ο Βρετανός οικονομολόγος Paul Ekins πρότεινε τον υπολογισμό του «χάσματος βιωσιμότητας».51 Ο δείκτης
αποτυπώνει το χάσμα που χωρίζει ένα κρίσιμο επίπεδο φυσικού κεφαλαίου –κάτω του οποίου η μακροπρόθεσμη ευημερία τίθεται
σε κίνδυνο– και της πραγματικής κατάστασης του περιβάλλοντος μιας δοσμένης χώρας. Το χάσμα μπορεί να μετρηθεί με
πραγματικά μεγέθη (π.χ. εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου), με χρηματικούς όρους (κόστος για την επίτευξη της βιωσιμότητας)
ή με χρονικούς («έτη βιωσιμότητας» μέχρι τη επίτευξη του στόχου).

Από το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος στο χρέος έναντι της Φύσης
Στην ίδια κατεύθυνση, ο οικονομολόγος –και επίσης πρώην επικεφαλής της Γαλλικής Στατιστικής Υπηρεσίας (INSEE)– Andre
Vanoli εκπόνησε μια σειρά εργασιών για την εκτίμηση των «μη καταβεβλημένων περιβαλλοντικών οφειλών», που ορίζονται ως τα
κόστη για την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων αποκατάστασης και διατήρησης του περιβάλλοντος. Προτείνεται ειδικότερα η
ενσωμάτωση της «φύσης» ως νέου φορέα (agent) στα εθνικά λογιστικά συστήματα. Υπό τη συγκεκριμένη προσέγγιση, η μη
τήρηση των στόχων βιωσιμότητας θα μεταφράζεται σε χρέος των οικονομικών φορέων έναντι της φύσης.

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ


Το περιβαλλοντικό/οικολογικό αποτύπωμα, που εκτιμάται σε ετήσια βάση από τη WWF και το Global Footprint Network,
υπολογίζει την πίεση που ασκεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής στο περιβάλλον. Το οικολογικό αποτύπωμα προσδιορίζει τις βιολογικά
παραγωγικές θαλάσσιες και επίγειες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται από έναν πληθυσμό ή δραστηριότητα συγκριτικά με τη
διαθεσιμότητα των εκτάσεων αυτών. Η υπέρβαση των διαθέσιμων εκτάσεων υποδεικνύει τη μη βιωσιμότητα των ανθρώπινων
δραστηριοτήτων.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Ένας άλλος κόσμος είναι όντως εφικτός: ορισμένες χώρες επιτυγχάνουν υψηλές κοινωνικές επιδόσεις με σταθερή χρήση των
φυσικών τους πόρων

Οι εργασίες του Αμερικανού οικονομολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Maryland, Herman Daly, έθεσαν τις βάσεις στη
δεκαετία του 1970 για την ανάπτυξη μεικτών και «πέραν του ΑΕΠ» προσεγγίσεων, που αξιολογούν συνδυαστικά τις
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των χωρών.

Σε συνέχεια των εργασιών του Herman Daly, o Βρετανός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Leeds, Daniel O’ Neill, επιχείρησε να
αξιολογήσει την απόσταση των οικονομιών από μια σταθερή κατάσταση κοινωνικής βιωσιμότητας (socially sustainable steady-
state economy). Μια οικονομία θεωρείται βιώσιμη –από οικολογική άποψη– αν καταναλώνει μια ποσότητα φυσικών πόρων εντός
των οικολογικών ορίων και –από κοινωνική άποψη– αν κρίνονται ικανοποιητικές οι σχετικές επιδόσεις της.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Ένας άλλος κόσμος είναι όντως εφικτός: ορισμένες χώρες επιτυγχάνουν υψηλές κοινωνικές επιδόσεις με σταθερή χρήση των
φυσικών τους πόρων

Οι εργασίες του Αμερικανού οικονομολόγου και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Maryland, Herman Daly, έθεσαν τις βάσεις στη
δεκαετία του 1970 για την ανάπτυξη μεικτών και «πέραν του ΑΕΠ» προσεγγίσεων, που αξιολογούν συνδυαστικά τις
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των χωρών.

Σε συνέχεια των εργασιών του Herman Daly, o Βρετανός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Leeds, Daniel O’ Neill, επιχείρησε να
αξιολογήσει την απόσταση των οικονομιών από μια σταθερή κατάσταση κοινωνικής βιωσιμότητας (socially sustainable steady-
state economy). Μια οικονομία θεωρείται βιώσιμη –από οικολογική άποψη– αν καταναλώνει μια ποσότητα φυσικών πόρων εντός
των οικολογικών ορίων και –από κοινωνική άποψη– αν κρίνονται ικανοποιητικές οι σχετικές επιδόσεις της.

Στο πλαίσιο αυτό, ο O’ Neill ολοκλήρωσε το 2015 την αξιολόγηση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας 181 χωρών
για μια περίοδο 10 ετών (1997-2007), βάσει 16 συνολικά δεικτών. Οι διαπιστώσεις της έρευνας χρήζουν ειδικότερης αναφοράς:

 Μόνο 20 χώρες επιτυγχάνουν μια σχετική σταθερότητα αναφορικά με τη χρήση των φυσικών τους πόρων. Η συντριπτική
πλειοψηφία των χωρών στηρίζουν τη μεγέθυνσή τους στην απομείωση του φυσικού τους κεφαλαίου. Πρακτικά ωστόσο, καμία
χώρα στον πλανήτη δεν επιτυγχάνει να διαχειριστεί τους φυσικούς της πόρους εντός βιώσιμων ορίων.

 Οι χώρες που παρουσιάζουν μεγαλύτερη σταθερότητα στη διαχείριση των πόρων τους είναι ταυτόχρονα πιο δημοκρατικές
κοινωνίες, με μεγαλύτερη ισότητα, υγιέστερους και πιο ευτυχισμένους ανθρώπους. Συνοπτικά, η κοινωνική και περιβαλλοντική
βιωσιμότητα δεν χαρακτηρίζονται συνεπώς από μια αλληλο αποκλειόμενη σχέση, αλλά μπορούν αντίθετα να συνυπάρξουν.

 Παρά ταύτα, πολλές χώρες με υψηλές κοινωνικές επιδόσεις παρουσιάζουν ταυτόχρονα υψηλή κατά κεφαλήν χρήση πόρων. Οι
υψηλότερες κοινωνικές επιδόσεις φαίνεται συνεπώς να επιτυγχάνονται εις βάρος της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Το
γεγονός αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη μείωσης του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των πιο ανεπτυγμένων οικονομιών.

 Το γεγονός ότι οι χώρες με χαμηλότερη ένταση χρήσης φυσικών πόρων παρουσιάζουν σε γενικές γραμμές και χαμηλές
κοινωνικές επιδόσεις αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση όσον αφορά τη βελτίωση των όρων διαβίωσης του παγκόσμιου
πληθυσμού, θέτοντας επιτακτικά την ανάγκη για μια ριζικά αποτελεσματικότερη διαχείριση των πόρων.

Σύμφωνα με τον O’ Neill, τα ευρήματα της έρευνας θέτουν υπό αμφισβήτηση την κληρονομημένη –από την εποχή του Adam
Smith– ιδέα ότι η κοινωνική πρόοδος προϋποθέτει μεγέθυνση της οικονομίας. Η θέση αυτή στηρίζεται στη διαπίστωση ότι
ορισμένες χώρες επιτυγχάνουν υψηλές κοινωνικές επιδόσεις σε συνθήκες σταθερής χρήσης των φυσικών τους πόρων.
Αντιμετωπίζοντας την κλιματική αλλαγή μέσω της κοινωνικής προόδου
Το συμπέρασμα του O’ Neill παρουσιάζει συνάφεια με τις εργασίες του Γάλλου οικονομολόγου και καθηγητή Eloi Laurent (2019),
ο οποίος τεκμηριώνει σε πρόσφατο άρθρο του την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός κοινωνικό-οικολογικού κράτους. Η
αναγκαιότητα αυτή ανακύπτει από τη διαπίστωση ότι οι οικολογικοί κίνδυνοι συνιστούν συνάμα και κοινωνικούς κινδύνους,
επιτάσσοντας τη διαμόρφωση νέων μορφών κοινωνικής προστασίας στο πλαίσιο ενός «κοινωνικό-οικολογικού κράτους».

Στο πλαίσιο αυτό, οι οικολογικοί κίνδυνοι θα κοινωνικοποιούνται, στη βάση της επιτυχημένης ιστορικής εμπειρίας του Κράτους
Πρόνοιας. Η ανάγκη αυτή κρίνεται επίσης επείγουσα καθώς ο οικολογικός αντίκτυπος της επιδείνωσης των κοινωνικών
ανισοτήτων γίνεται αισθητός -με διαφορετική ένταση- από το σύνολο της κοινωνίας έχοντας προφανώς ως κύρια θύματα τα πιο
ευάλωτα τμήματα του πληθυσμού. Για παράδειγμα, τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα είναι υποχρεωμένα να καταναλώνουν σε
υψηλότερο ποσοστό προϊόντα «low-cost» η παραγωγή των οποίων χαρακτηρίζεται συνήθως από υψηλότερη ένταση διοξειδίου
του άνθρακα.

Υφίστανται συνεπώς σημαντικοί περιβαλλοντικοί λόγοι για να μειωθούν οι κοινωνικές ανισότητες και, αντίστροφα, σημαντικοί
κοινωνικοί λόγοι για να αμβλυνθούν οι οικολογικές κρίσεις. Η διττή αυτή προσέγγιση έχει προεκτάσεις σε επίπεδο εφαρμοσμένων
πολιτικών. Το «κοινωνικό-οικολογικό κράτος» καλείται να οργανώσει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μέσω της
κοινωνικής προόδου, αντιμετωπίζοντας και την ανάγκη για κλιματική δικαιοσύνη.

Διαδραματίζουν οι δείκτες κάποιον ρόλο στη χάραξη πολιτικής

Τα τελευταία έτη παρατηρείται, όπως παρουσιάστηκε προηγουμένως, άνθηση δεικτών βιωσιμότητας, που αποσκοπούν,
θεωρητικά, στην κάλυψη του χάσματος μεταξύ επιστημονικής γνώσης και εφαρμοσμένης πολιτικής. Παραδόξως, ο στόχος αυτός
επιδιώκεται κατά κόρον να επιτευχθεί με τη συνεχή προσπάθεια υπολογισμού νέων δεικτών και τη βελτίωση των υφιστάμενων
(πλευρά της προσφοράς) και σε πολύ μικρότερο βαθμό με τον προσδιορισμό των παραγόντων που καθορίζουν το βαθμό
αξιοποίησής τους στον κύκλο της δημόσιας πολιτικής (πλευρά της ζήτησης). Το γεγονός αυτό απορρέει από την επικρατούσα
ορθολογική και γραμμική θεώρηση για το ρόλο της επιστημονικής γνώσης στη χάραξη πολιτικής, βάσει της οποίας εικάζεται ότι η
αποτελεσματικότητα των πολιτικών θα βελτιώνεται ως αποτέλεσμα της διαθεσιμότητας αντικειμενικών και αξιόπιστων στοιχείων
προσαρμοσμένων στις ανάγκες των υπευθύνων πολιτικής.
Η προσέγγιση αυτή δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται από εμπειρική άποψη:

• Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν έχουν ικανοποιητική γνώση για το εύρος των διαθέσιμων συνθετικών δεικτών
βιωσιμότητας, ούτε εκδηλώνουν ιδιαίτερη ζήτηση για τη χρήση τους.

• Η αποτυχία σχετικά με την ουσιαστική αξιοποίηση των δεικτών σε επίπεδο χάραξης πολιτικής εκτιμάται ότι είναι αποτέλεσμα της
αδυναμίας καθιέρωσης της βιώσιμης ανάπτυξης ως κεντρικού σημείου αναφοράς για τις ενωσιακές πολιτικές, σε συνδυασμό με
την ανάδυση νέων δεικτών για την αναδυόμενη και πιο ελκυστική πολιτική ατζέντα με επίκεντρο την έννοια της ευημερίας.

Στους ανωτέρω ανασταλτικούς παράγοντες πρέπει να προστεθούν και οι αντιφάσεις εντός των θεσμών της ΕΕ σχετικά με την
προσέγγιση της βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και οι επικαλύψεις που παρατηρούνται μεταξύ σχετικών πλαισίων και πρωτοβουλιών.

• Ορισμένοι δείκτες, όπως το Περιβαλλοντικό Αποτύπωμα, φαίνεται να μην τυγχάνουν αποδοχής, λόγω των ριζικών αλλαγών που
συνεπάγεται η υιοθέτηση και χρήση τους.

• Παράλληλα, καταγράφεται ένα έλλειμα αναγνώρισης από τις ευρωπαϊκές αρχές των φορέων που παράγουν τους δείκτες
βιωσιμότητας, όπως ΜΚΟ και δεξαμενές σκέψης, σχετικά με το ρόλο τους στην επιλογή των δεικτών που θα καθορίσουν τις
κατευθύνσεις χάραξης πολιτικής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο πολλαπλασιασμός κορυφαίων διακηρυκτικών πρωτοβουλιών, συχνά χωρίς αντίκρισμα σε επίπεδο εφαρμοσμένων πολιτικών
και αποτελεσμάτων, και το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ επιστημονικής γνώσης και χάραξης πολιτικής ενέχουν, συνδυαστικά,
σημαντικούς πολιτικούς, θεσμικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους:

(α) κίνδυνος απρόβλεπτης επιδείνωσης της κλιματικής κρίσης, περαιτέρω διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και όξυνσης
των «συστημικών αδικιών»

(β) ακύρωση αξιοσημείωτων πρωτοβουλιών της κοινωνίας των πολιτών και των φορέων παραγωγής γνώσης για τη μετάβαση σε
ένα νέο βιώσιμο αναπτυξιακό υπόδειγμα και

(γ) διεύρυνση της αναξιοπιστίας θεσμών, οργανισμών και κυβερνήσεων σε ένα ευρύτερο περιβάλλον απαξίωσης της πολιτικής
και αποδυνάμωσης των πλαισίων διεθνούς διακυβέρνησης.

Ο συνδυασμός των τριών αυτών απειλών διαμορφώνει ένα δυσοίωνο τοπίο με απρόβλεπτες συνέπειες.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
 Ανάδειξη του τρίπτυχου «βιωσιμότητα, ανθεκτικότητα και ευημερία» σε κορυφαία εθνική στρατηγική πρόκληση για τον 21ο
αιώνα.

 Οργάνωση εθνικού κοινωνικού διαλόγου και αξιοποίηση της πλούσιας επιστημονικής γνώσης με στόχο την επίτευξη
διευρυμένης συναίνεσης για την έγκαιρη, αποτελεσματική και δίκαιη κλιματική μετάβαση της ελληνικής οικονομίας και
κοινωνίας, καθώς και για τη διαχρονική υποστήριξη και συνέχεια των αναγκαίων ριζικών αλλαγών και παρεμβάσεων στην
οικονομία, το κράτος, τους θεσμούς, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία.

 Διασφάλιση στοιχειώδους θεσμικής συνέχειας με την αξιοποίηση και τον εμπλουτισμό της συμφωνημένης με τους
ευρωπαϊκούς εταίρους και κοινωνικούς φορείς Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης 2030 με
στόχο την ενίσχυση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας, ανθεκτικότητας και ευημερίας της χώρας.

 Πλήρης ενσωμάτωση της βιωσιμότητας και της ευημερίας –στο πλαίσιο μιας αναβαθμισμένης και διευρυμένης προσέγγισης της καλής
νομοθέτησης– στις κεντρικές αναπτυξιακές πολιτικές, στον Κρατικό Προϋπολογισμό και στον κύκλο της δημόσιας πολιτικής. Ανεξάρτητη
αξιολόγηση νομοθεσιών/δημόσιων πολιτικών ως προς τη συμβατότητά τους με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης πριν τη
ψήφιση/εφαρμογή τους («SDG check-­‐list») με αξιολόγηση του αντικτύπου τους στη συνέχεια. Στόχος είναι η αναβάθμιση των ΣΒΑ,
από παθητικό πλαίσιο στατιστικής και ετεροχρονισμένης παρακολούθησης –αποσυνδεδεμένο από τη διαδικασία χάραξης πολιτικής– σε
ένα ενεργητικό εργαλείο ενσωμάτωσης της βιωσιμότητας στον πυρήνα των δημόσιων πολιτικών κατά τη διαμόρφωσή τους.

 Εκπόνηση ετήσιας έκθεσης με ποιοτικά στοιχεία που θα συμπληρώνει τη στατιστική παρακολούθηση της Eurostat/ΕΛΣΤΑΤ. Στόχος είναι
να ερμηνεύονται οι δείκτες βάσει των τομεακών, περιφερειακών και τοπικών πραγματικοτήτων και αναγκών, ενισχύοντας ταυτόχρονα
την «κοινωνική ιδιοκτησία» των ΣΒΑ, τη συμμετοχική διακυβέρνηση και αξιολόγηση και την ενσωμάτωσή τους σε κεντρικές θεσμικές
διεργασίες (υποβολή έκθεσης και συζήτηση στη Βουλή των Ελλήνων).
Τον Ιούνιο του 2009 το Συμβούλιο των Υπουργών των 30 χωρών μελών του ΟΟΣΑ (OECD Ministerial Council Meeting), στο
οποίο μετείχαν και εκπρόσωποι της Χιλής, της Εσθονίας, του Ισραήλ, της Σλοβενίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέγραψε τη
«Διακήρυξη της Πράσινης Μεγέθυνσης» (Declaration on Green Growth) 12. Θεωρώντας ότι η ανάκαμψη από την παγκόσμια
χρηματοοικονομική κρίση της περιόδου 2007-2008 απαιτούσε μια διαφορετική στρατηγική οικονομικής μεγέθυνσης από εκείνη
που οι χώρες ακολουθούσαν στο παρελθόν, οι παραπάνω χώρες διακήρυτταν ότι θα ενίσχυαν τις προσπάθειές τους να
εφαρμόσουν στρατηγικές πράσινης μεγέθυνσης, αναγνωρίζοντας ότι η οι έννοιες «πράσινη» («green») και «μεγέθυνση»
(«growth») μπορούν να μη συγκρούονται αλλά αντίθετα να συμβαδίζουν. Διακήρυτταν επιπλέον ότι θα ενθάρρυναν τις
«πράσινες» επενδύσεις και τη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων13. Οι «πράσινες» επενδύσεις θα συνέβαλλαν στην
ανάκαμψη της οικονομίας βραχυχρόνια και θα βοηθούσαν στην κατασκευή περιβαλλοντικά φιλικών υποδομών, οι οποίες είναι
αναγκαίες για την επίτευξη της «πράσινης» οικονομίας μακροχρόνια, θεωρώντας ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να είναι
συνεπείς προς τη στρατηγική της βιώσιμης μεγέθυνσης.

Επιπλέον, οι χώρες που υπέγραψαν τη Διακήρυξη καλούσαν τις χώρες μη μέλη του ΟΟΣΑ, τον ιδιωτικό τομέα, την Κοινωνία των
Πολιτών και άλλους διεθνείς οργανισμούς να συνεργαστούν στενά με τον ΟΟΣΑ, σε σύμπλευση με τη Διακήρυξη και ταυτόχρονα
ζητούσαν από τον ΟΟΣΑ να αναπτύξει μια «Στρατηγική Πράσινης Μεγέθυνσης» (Green Growth Strategy).

Γενικά, η «Στρατηγική της Πράσινης Μεγέθυνσης» του ΟΟΣΑ:

 Θα ανέπτυσσε ένα νέο πλαίσιο λογαριασμών μεγέθυνσης, το οποίο θα λάμβανε ρητά υπόψη τις επιπτώσεις της οικονομικής
μεγέθυνσης στο περιβάλλον και την ευημερία.

 Θα παρείχε συγκεκριμένα μέσα και προτάσεις πολιτικής που θα βοηθούσαν τις κυβερνήσεις να εξειδικεύσουν πολιτικές που
θα συνέβαλλαν στην αποτελεσματικότερη μετάβαση προς μια βιώσιμη οικονομία.

 Θα εξέταζε τους τρόπους με τους οποίους οι χώρες μέλη του ΟΟΣΑ θα υποστήριζαν την «πράσινη μεγέθυνση» στις
αναδυόμενες οικονομίες και τις αναπτυσσόμενες χώρες.

 Θα διερευνούσε τις ευκαιρίες δημιουργίας θέσεων εργασίας, δίνοντας έμφαση στην απασχόληση που θα προκαλούσε η
πράσινη μεγέθυνση.
Greendex Index by Country.

O National Geographic / GlobeScan Consumer Greendex, είναι ένας επιστημονικά


παραγόμενος δείκτης βιώσιμης κατανάλωσης πραγματικής καταναλωτικής συμπεριφοράς και
τρόπου ζωής σε 18 χώρες.
Τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης ότι οι καταναλωτές που ήδη εμφανίζουν συμπεριφορά που
είναι σχετικά βιώσιμη και λένε ότι η συμπεριφορά τους είναι πάνω από τον μέσο όρο από
περιβαλλοντική άποψη έχουν περισσότερο κίνητρα να βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους
περισσότερο από ότι οι καταναλωτές που εμφανίζουν λιγότερο βιώσιμες συνήθειες. Αυτό
υποδηλώνει ότι η θετική ενίσχυση είναι πιθανότατα ένα ισχυρό εργαλείο για την αλλαγή της
συμπεριφοράς μεταξύ των καταναλωτών.

Θεματική Ενότητα: Κατευθύνσεις, Στρατηγικές και Δράσεις Εταιρικής Διακυβέρνησης


για την ενσωμάτωση των αρχών και στόχων Ανάπτυξης, Βιώσιμης Ανάπτυξης,
Βιώσιμης Επιχειρηματικότητας, ΕΚΕ ή/και ESG σε Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό και Εθνικό
επίπεδο.

Τίτλος Διάλεξης: Η ΑΝΤΖΕΝΤΑ 2030 & ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ


ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Η ΑΤΖΕΝΤΑ 2030 ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ
ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης και οι 169 επιμέρους στόχοι υιοθετήθηκαν στο
πλαίσιο της 70ής Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, στις 25 Σεπτεμβρίου 2015, με την Απόφαση «Μετασχηματίζοντας
τον Κόσμο μας: Η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη» (Α/RES/70/1). Η Ατζέντα 2030 αποτελεί την πλέον φιλόδοξη
παγκόσμια συμφωνία που έχει επιτύχει ποτέ ο ΟΗΕ, καθώς είναι ένα σχέδιο δράσης για τους Ανθρώπους, τον Πλανήτη και την
Ευημερία. Η Ατζέντα 2030 προωθεί την ενσωμάτωση και των τριών διαστάσεων της βιώσιμης ανάπτυξης – κοινωνική,
περιβαλλοντική και οικονομική – σε όλες τις τομεακές πολιτικές, ενώ παράλληλα προάγει τη διασύνδεση και τη συνοχή των,
σχετικών με τους Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ), πολιτικών και νομοθετικών πλαισίων. Η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να γίνει
αντιληπτή μέσω της αντιμετώπισης προκλήσεων που αφορούν τους κατωτέρω πέντε άξονες (5 P):

- Άνθρωποι (People),

- Πλανήτης (Planet),

- Ευημερία (Prosperity),

- Ειρήνη (Peace),

- Εταιρική Σχέση (Partnership).

Οι ΣΒΑ είναι οικουμενικοί, με χρονοδιάγραμμα υλοποίησης έως το 2030. Για την υλοποίησή τους έχουν αναλάβει δεσμεύσεις όλες
οι χώρες, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές εθνικές πραγματικότητες, τα επίπεδα
ανάπτυξης και τις εθνικές πολιτικές και προτεραιότητες. Η Ατζέντα 2030 αναδεικνύει ως τη μεγαλύτερη πρόκληση για την βιώσιμη
ανάπτυξη, την εξάλειψη της φτώχειας, σε όλες τις μορφές και τις διαστάσεις της, συμπεριλαμβανομένης της ακραίας φτώχειας.
ΣΤΟΧΟΙ ΒΙΩΣΙΜΗς ΑΝΑΠΤΥΞΗς

Οι 17 ΣΒΑ αποτελούν τον οδικό χάρτη επίτευξης ενός καλύτερου και βιώσιμου μέλλοντος για όλους. Μέσω αυτής της εταιρικής
σχέσης, επιδιώκεται η αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων, π.χ. η εξάλειψη της φτώχειας, η μείωση των ανισοτήτων, η
αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, η προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η
ειρήνη και η δικαιοσύνη, η κοινωνική συνοχή και η ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.

Οι ΣΒΑ αντικατοπτρίζουν μια νέα αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη πρέπει να ενσωματώνει την οικονομική
μεγέθυνση, την κοινωνική ευημερία και την προστασία του περιβάλλοντος. Εξισορροπούν, δηλαδή, τις τρεις διαστάσεις της
βιώσιμης ανάπτυξης και, μαζί με τους 169 υποστόχους τους, ενθαρρύνουν την ανάληψη δράσης βάσει των προαναφερθέντων
πέντε αξόνων.

Οι ΣΒΑ είναι αλληλένδετοι και αδιαίρετοι με αποτέλεσμα η επίτευξη ενός Στόχου να ασκεί επίδραση σε άλλους. Παράδειγμα
αποτελεί η εξάλειψη της φτώχειας, με στρατηγικές που βελτιώνουν την υγεία και την εκπαίδευση, μειώνουν την ανισότητα και
ενθαρρύνουν την οικονομική ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα την κλιματική αλλαγή και συμβάλλοντας στην προστασία
των οικοσυστημάτων. Για να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς είναι σημαντικό να επιτευχθεί κάθε ΣΒΑ και
κάθε υποστόχος μέχρι το 2030.
ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΥΙΟΘΕΤΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΒΙΩΣΙΜΗΣ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Οι ΣΒΑ είναι η απάντηση της παγκόσμιας κοινότητας στις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο πλανήτης.
Δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας χωρίς τις βασικές προϋποθέσεις για αξιοπρεπή
ζωή (όπως επαρκές φαγητό, πρόσβαση σε καθαρό νερό και αποχέτευση, αξιοπρεπή εργασία και κατάλληλη στέγαση). Τα
ανθρώπινα δικαιώματα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια εξακολουθούν να μην προστατεύονται επαρκώς σε όλες τις χώρες. Οι
βίαιες συγκρούσεις εξακολουθούν να προκαλούν παγκόσμια αναταραχή και εκτοπισμούς πληθυσμών. Ακόμη και στις
ανεπτυγμένες χώρες, η οικονομική ανάπτυξη δεν προσφέρει σε όλους τους πολίτες ευημερία και ίσες ευκαιρίες, ενώ σε πολλές
χώρες παρατηρούνται μεγάλες ανισότητες.

Η ισότητα των φύλων παραμένει ακόμα πρόκληση και οι περιβαλλοντικές απειλές επηρεάζουν κάθε χώρα. Η κλιματική αλλαγή, η
ρύπανση του περιβάλλοντος και η απειλή των οικοσυστημάτων, επηρεάζουν την παγκόσμια ευημερία και ασφάλεια, θέτοντας σε
κίνδυνο τη διατροφική ασφάλεια, περιορίζοντας την πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό και ευνοώντας την εμφάνιση ακραίων
φυσικών φαινομένων όπως ξηρασίες και πλημμύρες και την εξάπλωση των μεταδοτικών ασθενειών. Τα ανωτέρω παγκόσμια
προβλήματα απαιτούν αντιμετώπιση μέσω της ανάληψης παγκόσμιας, ολιστικής και συντονισμένης δράσης.

Συγκεκριμένα παραδείγματα σε παγκόσμιο επίπεδο:

 Το 2017, περίπου 821 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονταν, αριθμός σημαντικά αυξημένος από το 2015 (784 εκατομμύρια
άνθρωποι). Τα 2/3 του πληθυσμού που υποσιτίζεται συγκεντρώνεται στην υποσαχάρια Αφρική και τη νότια Ασία.

 Το 2016, περίπου 750 εκατομμύρια ενήλικες (εκ των οποίων σε ποσοστό 66% είναι γυναίκες) παρέμεναν αναλφάβητοι, με το
50% του αναλφάβητου πληθυσμού παγκοσμίως να ζει στη νότια Ασία και το 25 % στην υποσαχάρια Αφρική.

 Το 2016, το 1/3 των δημοτικών σχολείων δεν διέθεταν βασικές υποδομές αποχέτευσης, υγιεινής και πόσιμου νερού, με
αποτέλεσμα να επηρεάζεται η εκπαίδευση εκατομμυρίων παιδιών και κυρίως των κοριτσιών.

 Μεταξύ 2015 και 2017, παρατηρήθηκε αύξηση των ανθρωποκτονιών λόγω, κυρίως, της αύξησής τους σε χώρες της Λατινικής
Αμερικής, της Καραϊβικής και της υποσαχάριας Αφρικής.

 Κατά το 2018, παρατηρήθηκε, αύξηση δολοφονιών ακτιβιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς τα Ηνωμένα Έθνη
κατέγραψαν 397 επιπρόσθετες δολοφονίες σε σύνολο 41 κρατών.

 Η δυνατότητα τον κατοίκων αστικών κέντρων για εύκολη πρόσβαση σε δημόσια συγκοινωνία παραμένει περιορισμένη, ιδίως
στις αναπτυσσόμενες χώρες.

 Παγκοσμίως, 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε υποδομές και υπηρεσίες συλλογής απορριμμάτων.
Επιπρόσθετα, υπολογίζεται ότι ο συνολικός όγκος απορριμμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο θα διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 4
δισεκατομμύρια τόνους το 2050.

 Το χρονικό διάστημα μεταξύ 1970-2017, η κατανάλωση υλικών και φυσικών πόρων έχει αυξηθεί κατά 254%.

 Το 2017, οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου έφτασαν σε νέα υψηλά επίπεδα, προκαλώντας επιπρόσθετη επιβάρυνση του
περιβάλλοντος.
 Η παράνομη, λαθραία και μη ρυθμισμένη αλιεία παραμένει ένας από τους βασικούς κινδύνους για τα θαλάσσια
οικοσυστήματα και για τη διατήρηση βιώσιμων επιπέδων αλιείας. Επιπρόσθετα, η οξύτητα των υδάτων στους ωκεανούς έχει
αυξηθεί κατά 26% συγκριτικά με την προβιομηχανική εποχή, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά 100-150% μέχρι το
2100.

 Το χρονικό διάστημα μεταξύ 2000-2015, άνω του 1/5 της έκτασης γης παγκοσμίως έχει υποβαθμιστεί σημαντικά λόγω της
ανθρώπινης δραστηριότητας.

 Υπολογίζεται ότι 785 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως δεν έχουν πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες διαχείρισης πόσιμου
νερού, ενώ 700 εκατομμύρια άνθρωποι αναμένεται να μεταναστεύσουν μέχρι το 2030 λόγω έλλειψης πόσιμου νερού.

ΠΩΣ ΣΥΜΦΩΝΗΘΗΚΑΝ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ;


Η Ατζέντα 2030 και οι 17 ΣΒΑ είναι το αποτέλεσμα μίας παγκόσμιας διαπραγμάτευσης τριών ετών, η οποία ξεκίνησε το 2012 με
τη συμμετοχή όλων των κρατών μελών του ΟΗΕ, ομάδων της κοινωνίας των πολιτών, εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα, της
ακαδημαϊκής κοινότητας, συνδικάτων και άλλων εταίρων. Αυτή η τριετής διαδικασία βασίστηκε σε μια προηγούμενη παγκόσμια
συμφωνία για τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας (ΑΣΧ), οι οποίοι υιοθετήθηκαν το 2000, με τη δέσμευση 189 χωρών να
υιοθετήσουν συγκεκριμένα μέτρα για την μείωση της ακραίας φτώχειας και της ανισότητας με χρονικό ορίζοντα υλοποίησης το
2015.

Βάσει της εμπειρίας των ΑΣΧ, η διεθνής κοινότητα συμφώνησε ότι οι ΣΒΑ:

(α) θα ισχύουν για όλες τις χώρες,

(β) θα αφορούν όλες τις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης (κοινωνική, οικονομική και

περιβαλλοντική), και

(γ) θα προβλέπουν ενεργότερη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, ιδίως ως προς την

παρακολούθηση της προόδου υλοποίησής τους.


ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΤΕΥΧΘΕΙ Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΤΟΧΩΝ
ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ;
Η επιτυχής εφαρμογή των ΣΒΑ βασίζεται στην υιοθέτηση πολιτικών, την ανάληψη δράσεων, την υλοποίηση προγραμμάτων και
την κινητοποίηση πόρων, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Οι κυβερνήσεις έχουν την
πρωταρχική ευθύνη για την παρακολούθηση της προόδου εφαρμογής των ΣΒΑ, σε εθνικό, περιφερειακό αλλά και σε παγκόσμιο
επίπεδο.

Ως προς τη χρηματοδότηση για την υλοποίηση των ΣΒΑ, η Ατζέντα Δράσης της Αδδίς Αμπέμπα1(A/RES/69/313) παρέχει ένα νέο
παγκόσμιο πλαίσιο για τη χρηματοδότηση της βιώσιμης ανάπτυξης με ένα ολοκληρωμένο σύνολο δράσεων πολιτικής και μέτρων
που απoβλέπουν στη στήριξη της υλοποίησης των ΣΒΑ και των υποστόχων τους.

Ως προς την υλοποίηση των Στόχων, καθένας από τους 17 ΣΒΑ είναι ιδιαίτερα φιλόδοξος και η επίτευξή του μέχρι το 2030
αποτελεί πρόκληση. Επιπρόσθετα, καθώς θα ήταν δύσκολο να αποφασιστεί ο τρόπος υλοποίησης των ΣΒΑ και να μετρηθεί με
ακρίβεια η πρόοδος προς την επίτευξή τους, κάθε ΣΒΑ συνδέεται με ορισμένους υποστόχους. Για τους 17 ΣΒΑ υπάρχουν
συνολικά 169 υποστόχοι, οι οποίοι αποτυπώνουν τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις, ενώ για την υλοποίηση κάθε υποστόχου
υπάρχουν αντίστοιχοι δείκτες μέτρησης της υλοποίησής του.

Ο ΟΗΕ έχει καταρτίσει κατάλογο 232 δεικτών για την παρακολούθηση των ΣΒΑ, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) έχει
δημιουργήσει τον δικό της κατάλογο 100 δεικτών. Το πλαίσιο των δεικτών του ΟΗΕ αναπτύχθηκε από την Διυπηρεσιακή Μονάδα
Εμπειρογνωμόνων για τους Δείκτες των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (Inter-agency and Expert Group on
SustainableDevelopment Goal Indicators/IAEG-SDGs3) και συμφωνήθηκε κατά την 48η Σύνοδο της Στατιστικής Επιτροπής των
Ηνωμένων Εθνών (United Nations Statistical Commission) η οποία, πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2017. Εν συνεχεία, το
πλαίσιο δεικτών εγκρίθηκε κατά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ την 6η Ιουλίου 2017 και αποτυπώνεται στην Απόφαση η οποία
υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση σχετικά με τις εργασίες της Στατιστικής Επιτροπής για την Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη
Ανάπτυξη (A/RES/71/313).

Ο επίσημος κατάλογος των 232 δεικτών, όπως αυτοί ισχύουν σήμερα, περιλαμβάνει το γενικό πλαίσιο δεικτών (Απόφαση
A/RES/71/313), συμπεριλαμβανομένων βελτιώσεων που συμφωνήθηκαν από την Στατιστική Επιτροπή κατά την 49η Σύνοδό της,
τον Μάρτιο του 2018 (E/CN.3/2018/2, Παράρτημα II) και την 50ή Σύνοδό της, τον Μάρτιο του 2019 (E/CN.3/2019/2, Παράρτημα
II).

Αντίστοιχα, το 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέπτυξε ένα πλαίσιο δεικτών αναφοράς για την παρακολούθηση των ΣΒΑ στο
πλαίσιο της ΕΕ. Συγκεκριμένα, το αρχικό σύνολο των δεικτών ΣΒΑ της ΕΕ συμφωνήθηκε την 25η Απριλίου 2017 από την Ομάδα
Εργασίας για την υποβολή εκθέσεων για τους ΣΒΑ, από τις Υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Working Group on SDG
related reporting of the Commission Services), η οποία είχε εξουσιοδοτηθεί για το σκοπό αυτό από τη Διυπηρεσιακή Ομάδα για
τους ΣΒΑ (Inter-Service Steering Group on SDGs).

Ο κατάλογος δεικτών ΣΒΑ της ΕΕ χρησιμεύει στην παρακολούθηση της προόδου της ΕΕ ως προς την υλοποίηση των Στόχων και
στην κατάρτιση της ετήσιας έκθεσης παρακολούθησης της Eurostat σχετικά με την πρόοδο προς την επίτευξή τους. Η πιο
πρόσφατη αναθεώρηση του καταλόγου των δεικτών της ΕΕ ξεκίνησε την 1η Οκτωβρίου 2018, κατά την προετοιμασία της
Έκθεσης 2019 της ΕΕ για την παρακολούθηση των ΣΒΑ (“Sustainable development in theEuropean Union: Overview of progress
towards the SDGs in an EU context”) η οποία δημοσιεύτηκε την 28η Ιουνίου 2019. Επιπρόσθετα, βάσει του παγκόσμιου πλαισίου
δεικτών μέτρησης της επίτευξης των ΣΒΑ, οι κυβερνήσεις αναπτύσσουν και εθνικούς δείκτες για την παρακολούθηση της
προόδου που σημειώνεται.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η πρόοδος στην εφαρμογή των ΣΒΑ παρακολουθείται από τα Ηνωμένα Έθνη μέσω του Πολιτικoύ
Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (UN High Level Political Forum on Sustainable
Development/HLPF). Κάθε χρόνο, το HLPF εξετάζει την πρόοδο επίτευξης διαφορετικών ΣΒΑ, ενώ περιλαμβάνει και τις
Εθελοντικές Εθνικές Αξιολογήσεις (Voluntary National Reviews/VNRs) που παρουσιάζουν οι διάφορες χώρες. Ταυτόχρονα, η
διαδικασία παρακολούθησης των ΣΒΑ, σε παγκόσμιο επίπεδο, υποστηρίζεται από μια ετήσια Έκθεση Προόδου των ΣΒΑ (SDGs
Progress Report), η οποία προετοιμάζεται από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και από την τετραετή
Παγκόσμια Έκθεση Βιώσιμης Ανάπτυξης (Global Sustainable Development Report), η οποία καταρτίζεται από ανεξάρτητη ομάδα
επιστημόνων.

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ ΥΨΗΛΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗ


ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Το Πολιτικό Φόρουμ Υψηλού Επιπέδου των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (UN High Level Political Forum on
Sustainable Development/HLPF) θεσπίστηκε το 2012, με το κείμενο συμπερασμάτων «Το Μέλλον που Θέλουμε», της Διάσκεψης
των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (United Nations Conference on Sustainable Development /Rio+20, "The Future
We Want"). Το πλαίσιο, η μορφή και οι οργανωτικές πτυχές του HLPF, περιλαμβάνονται στις Αποφάσεις 67/290 και 70/299 της
Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη
σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πρώτη συνεδρίαση του Φόρουμ πραγματοποιήθηκε την 24η Σεπτεμβρίου 2013 και αντικατέστησε την
Επιτροπή για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, η οποία συνεδρίαζε ετησίως από το 1993.

Το HLPF συνεδριάζει ετησίως, υπό την αιγίδα του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ (UN Economic and Social
Council/ECOSOC), για οκτώ ημέρες (συμπεριλαμβανομένου ενός τριήμερου υπουργικού τμήματος) ενώ, κάθε τέσσερα χρόνια,
σε επίπεδο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, υπό την αιγίδα της Γενικής Συνέλευσης (General Assembly/GA), για δύο ημέρες.
Το Σεπτέμβριο του 2019 θα πραγματοποιηθεί η πρώτη συνεδρίαση υπό την αιγίδα της Γενικής Συνέλευσης (SDG Summit), σε
συνέχεια της υιοθέτησης της Ατζέντας 2030.
Το HLPF έχει κεντρικό ρόλο στη συμμετοχική, διαφανή και ολοκληρωμένη παρακολούθηση και αξιολόγηση της Ατζέντας 2030 και
των ΣΒΑ, σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρέχει πολιτική καθοδήγηση και συστάσεις για την εφαρμογή της Ατζέντας 2030 και των 17
ΣΒΑ, υιοθετώντας πολιτικές διακηρύξεις κατόπιν διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων. Ταυτόχρονα το HLPF παρέχει την ευκαιρία
σε χώρες, οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών και άλλους διεθνείς και περιφερειακούς οργανισμούς, στις οργανώσεις της
κοινωνίας των πολιτών και σε επιχειρήσεις να αναδείξουν τις προσπάθειες που καταβάλλουν προς την επίτευξη των ΣΒΑ και να
συμβάλουν στην πραγματοποίηση του οράματος της Ατζέντας 2030, προωθώντας την ανταλλαγή εμπειριών και βέλτιστων
πρακτικών και εξετάζοντας κατάλληλες πολιτικές, σε παγκόσμιο, περιφερειακό, εθνικό και τοπικό επίπεδο.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ


«Η ΕΕ έχει θεσπίσει ορισμένα από τα αυστηρότερα περιβαλλοντικά πρότυπα παγκοσμίως. Η περιβαλλοντική πολιτική συμβάλλει
στην ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας της ΕΕ, στην προστασία της φύσης και στη διασφάλιση της υγείας και της ποιότητας
ζωής των κατοίκων της ΕΕ»

 Πράσινη ανάπτυξη

 Η προστασία του περιβάλλοντος και η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ στην παγκόσμια αγορά μπορούν να
συνυπάρξουν

 Η περιβαλλοντική πολιτική μπορεί να διαδραματίσει καίριο ρόλο στη δημιουργία απασχόλησης και στην τόνωση των
επενδύσεων

 Η «πράσινη ανάπτυξη» προϋποθέτει την εκπόνηση ολοκληρωμένων πολιτικών που προωθούν ένα βιώσιμο περιβαλλοντικό
πλαίσιο

 Οι περιβαλλοντικές καινοτομίες μπορούν να εφαρμόζονται και να εξάγονται, ώστε και η Ευρώπη να γίνει ανταγωνιστικότερη και
να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής των κατοίκων της

 Η δίκαιη εφαρμογή είναι πρωταρχικής σημασίας για όλα αυτά


 «Η ΕΕ βοηθά τους πολίτες και τις κυβερνήσεις να αναπτύξουν πράσινες οικονομίες, μέσω της καλύτερης διαχείρισης των
πόρων, με οικονομικά μέσα επωφελή για το περιβάλλον, με στήριξη της καινοτομίας, με καλύτερες πολιτικές για το νερό και τα
απόβλητα, καθώς και με προσπάθειες που επικεντρώνονται στην ενίσχυση της βιώσιμης κατανάλωσης και παραγωγής.»

Η Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Πράσινη Οικονομία διακρίνεται σε επιμέρους τομείς:

 Διαχείριση των πόρων

 Η οικονομία στην υπηρεσία ενός βιώσιμου μέλλοντος

 Η χρήση της καινοτομίας

 Αποδοτικότητα των πόρων στην ΕΕ

 Βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση

 Πρόληψη δημιουργίας και διαχείριση αποβλήτων

 Διαχείριση των υδάτινων πόρων

ΕΓΓΡΑΦΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ «ΠΡΟΣ ΜΙΑ


ΒΙΩΣΙΜΗ ΕΥΡΩΠΗ ΕΩΣ ΤΟ 2030»
Στις 30 Ιανουαρίου 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε Έγγραφο Προβληματισμού «Προς μια Βιώσιμη Ευρώπη έως το
20306» (Reflection Paper “Towards a Sustainable Europe by 2030”). Στο Έγγραφο Προβληματισμού επισημαίνεται ότι η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει σε εφαρμογή στρατηγικές που προετοιμάζουν το έδαφος βιώσιμων πολιτικών, με χρονικό ορίζοντα το
2030. Με την επικείμενη λήξη του κύκλου πολιτικής 2014-2019 για την ΕΕ, το έγγραφο προβληματισμού επιδιώκει να ανοίξει τον
δρόμο για μια ολοκληρωμένη στρατηγική υλοποίησης εντός του 2019. Η Ευρώπη διαθέτει όλα τα μέσα προκειμένου να
αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες προκλήσεις αλλά απαιτείται η συμμετοχή όλων των εταίρων καθώς και η σχετική πολιτική βούληση.

Η Ευρώπη είναι σε θέση να προχωρήσει στο επόμενο βήμα και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, επενδύοντας στη
βιώσιμη ανάπτυξη και ανοίγοντας το δρόμο και για τον υπόλοιπο κόσμο. Πέρα όμως από το όραμα, θα πρέπει να υπάρξει
συμφωνία ως προς έναν συγκεκριμένο τρόπο υλοποίησης. Το Έγγραφο Προβληματισμού συμβάλλει σε αυτή τη διαδικασία,
θέτοντας ερωτήματα που αποβλέπουν στη διαμόρφωση πλαισίου διαλόγου ανάμεσα στους πολίτες, τις κυβερνήσεις και τα
θεσμικά όργανα, κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, με στόχο τη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης, την προετοιμασία της
Ατζέντας Στρατηγικής 2019-2024 της ΕΕ και τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της επόμενης Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Η ΕΕ συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της Ατζέντας 2030 και, μαζί με τα κράτη μέλη της, δεσμεύτηκε να είναι πρωτοπόρος
στην εφαρμογή της, τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων της, υποστηρίζοντας, μέσω των εξωτερικών πολιτικών της, τις
προσπάθειες εφαρμογής της Ατζέντας και σε τρίτες χώρες, ιδιαίτερα εκείνες που βρίσκονται περισσότερο σε ανάγκη. Η πρόταση
της Επιτροπής για τον πολυετή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό της περιόδου 2021-2027 βασίζεται στις αρχές της ευημερίας, της
βιωσιμότητας, της αλληλεγγύης και της ασφάλειας. Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των
προτάσεων και γι’ αυτό προωθείται και ενσωματώνεται σε πολυάριθμα προγράμματα και χρηματοδοτικά εργαλεία.
Για την επίτευξη των ΣΒΑ, απαιτούνται οι κατωτέρω δράσεις σε επιμέρους τομείς:

1. Η βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή θα πρέπει να προωθηθούν, να ενθαρρυνθούν και να ρυθμιστούν περαιτέρω, με
ιδιαίτερη προσοχή στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

2. Η ΕΕ θα πρέπει να επενδύσει στην έρευνα και την καινοτομία, στους ανθρώπους και τα ταλέντα τους, την απασχολησιμότητα
και την κοινωνική ένταξη. Ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας των Κοινωνικών Δικαιωμάτων θα πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως.

3. Η ΕΕ θα πρέπει να ευθυγραμμίσει τους στόχους της, για το κλίμα και την ενέργεια, με τον συμφωνημένο στόχο περιορισμού
της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας έως 1,5 βαθμό σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, αυξάνοντας
παράλληλα την ανθεκτικότητα. 4. Η ΕΕ θα πρέπει να διασφαλίσει ότι όλες οι επενδύσεις της στον τομέα της γεωργίας θα είναι
σύμφωνες με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), ώστε να εξασφαλίζεται ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της
ανθρώπινης υγείας, η επισιτιστική ασφάλεια, καθώς και η προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος.
Greendex Index by Country.

National Geographic / GlobeScan Consumer Greendex, ένας επιστημονικά παραγόμενος


δείκτης βιώσιμης κατανάλωσης πραγματικής καταναλωτικής συμπεριφοράς και υλικών τρόπων
ζωής σε 18 χώρες.
Τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης ότι οι καταναλωτές που ήδη εμφανίζουν συμπεριφορά που
είναι σχετικά βιώσιμη και λένε ότι η συμπεριφορά τους είναι πάνω από τον μέσο όρο από
περιβαλλοντική άποψη έχουν περισσότερο κίνητρα να βελτιώσουν τη συμπεριφορά τους
περισσότερο από ότι οι καταναλωτές που εμφανίζουν λιγότερο βιώσιμες συνήθειες. Αυτό
υποδηλώνει ότι η θετική ενίσχυση είναι πιθανότατα ένα ισχυρό εργαλείο για την αλλαγή της
συμπεριφοράς μεταξύ των καταναλωτών.
Θεματική Ενότητα: Κατευθύνσεις, Στρατηγικές και Δράσεις Εταιρικής Διακυβέρνησης για την
ενσωμάτωση των αρχών και στόχων Ανάπτυξης, Βιώσιμης Ανάπτυξης, Βιώσιμης
Επιχειρηματικότητας, ΕΚΕ ή/και ESG σε Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό και Εθνικό επίπεδο

Τίτλος Διάλεξης: Η Ατζέντα 2030 και οι Στόχοι


Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ: Το εθνικό πλαίσιο
εφαρμογής

Ανασκόπηση
Γενικά
 Η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, οι
σχετικοί με αυτήν 17 Στόχοι Βιώσιμης
Ανάπτυξης (ΣΒΑ) & 169 υποστόχοι
υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο της 70ης Γενικής
Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στις 25
Σεπτεμβρίου 2015 (Ψήφισμα 70/1).

 Οι ΣΒΑ είναι παγκόσμιου χαρακτήρα και


γενικής εφαρμογής με χρονοδιάγραμμα
υλοποίησης έως το 2030. Δημιουργούν
δεσμεύσεις υλοποίησης για όλες τις χώρες,
ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες,
λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές
εθνικές πραγματικότητες, επίπεδα
ανάπτυξης, εθνικές πολιτικές και
προτεραιότητες.
 Κάθε κυβέρνηση αποφασίζει πώς αυτοί
οι φιλόδοξοι και παγκόσμιοι στόχοι θα
ενσωματωθούν στο εθνικό πλαίσιο, στις
αναπτυξιακές πολιτικές και στρατηγικές
προτεραιότητες.

 Η Ατζέντα 2030 προωθεί την


ενσωμάτωση και των τριών
διαστάσεων της βιώσιμης ανάπτυξης –
κοινωνική, περιβαλλοντική και
οικονομική – σε όλες τις τομεακές
πολιτικές, ενώ παράλληλα προάγει τη
διασύνδεση και τη συνοχή των
σχετικών με τους ΣΒΑ πολιτικών και
νομοθετικών πλαισίων

Η υλοποίηση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης


(ΣΒΑ)
 Η πορεία υλοποίησης των ΣΒΑ σε
παγκόσμιο επίπεδο παρακολουθείται
και αξιολογείται σε ετήσια βάση στο
πλαίσιο του Πολιτικού Φόρουμ
Υψηλού Επιπέδου των Ηνωμένων
Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (UN
High Level Political Forum).

 Το Φόρουμ συνεδριάζει, υπό την


αιγίδα του Οικονομικού και
Κοινωνικού Συμβουλίου (ECOSOC),
σε υπουργικό επίπεδο κάθε Ιούλιο,
ενώ σε επίπεδο αρχηγών κρατών
(υπό την αιγίδα της ΓΣ) κάθε τέσσερα
χρόνια, τον Σεπτέμβριο.
 Η αξιολόγηση της εφαρμογής των ΣΒΑ
θα βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στα
δεδομένα και τα συμπεράσματα που θα
απορρέουν από δύο εκθέσεις των
Ηνωμένων Εθνών – της Ετήσιας Έκθεσης
Προόδου των Στόχων Βιώσιμης
Ανάπτυξης (παρ. 83 του Ψηφίσματος 70/1)
και της Παγκόσμιας Έκθεσης για τη
Βιώσιμη Ανάπτυξη, η οποία θα
συντάσσεται κάθε τέσσερα χρόνια.

 Τα κράτη μέλη των ΗΕ, καλούνται να


ενημερώνουν το Φόρουμ σχετικά με την
πορεία και τα μέσα εφαρμογής των ΣΒΑ
σε εθνικό επίπεδο, μέσω της υποβολής
εθελοντικών εκθέσεων
αξιολόγησης/ανασκόπησης (National
Voluntary Reviews).
2022 High-level Political Forum on
Sustainable Development
“Building back better from the coronavirus disease (COVID-19) while
advancing the full implementation of the 2030 Agenda for Sustainable
Development ”
Το πολιτικό φόρουμ υψηλού επιπέδου για τη βιώσιμη ανάπτυξη (HLPF)
πραγματοποιήθηκε από Τρίτη 5 Ιουλίου έως Πέμπτη 7 Ιουλίου και από
Δευτέρα 11 Ιουλίου έως Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022.

Αυτό περιλάμβανε το τριήμερο υπουργικό τμήμα του φόρουμ από την Τετάρτη
13 Ιουλίου έως την Παρασκευή 15 Ιούλιος 2022, ως μέρος του Τμήματος
Υψηλού Πολιτικού Επιπέδου του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου
(ECOSOC).

Το HLPF πραγματοποίησε απολογισμό των επιπτώσεων του


COVID-19 σχετικά με την εφαρμογή της Ατζέντας 2030 για τη
Βιώσιμη Ανάπτυξη και την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης
Ανάπτυξης (SDGs).

Το HLPF παρείχε επίσης πολιτική ηγεσία, καθοδήγηση και


συστάσεις για το πώς να προχωρήσει πλήρως η υλοποίηση της
Ατζέντας 2030 κατά τη διάρκεια της επόμενης Δεκαετίας
Δράσης και Παράδοσης, ως μέρος της διασφάλισης βιώσιμης,
χωρίς αποκλεισμούς και ανθεκτικής-προσαρμοστικής
ανάκαμψης από την πανδημία.

Το HLPF το 2022 πραγματοποίησε επίσης μια εις βάθος


ανασκόπηση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης 4 σχετικά με
ποιοτική εκπαίδευση, 5 για την ισότητα των φύλων, 14 για τη
ζωή κάτω από το νερό, 15 για τη ζωή στη γη και 17 για
συνεργασίες για τους Στόχους.
Το φόρουμ έλαβε υπόψη τις διαφορετικές και
ιδιαίτερες επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19
σε όλους τους ΣΒΑ και τους ολοκληρωμένους,
αδιαίρετους και αλληλένδετους ως προς τη
φύση τους υπό-στόχους.

Το φόρουμ άρχισε επίσης να συζητά τις


προετοιμασίες της συνάντησης αξιολόγησης
επίτευξης των ΣΒΑ για το 2023 σε επίπεδο
κορυφής αρχηγών κρατών.

HLPF 2022 website:


https://sustainabledevelopment.un.org/hlpf#hlpf
2022

Σημαντικότητα Υιοθέτησης Ατζέντας 2030 για


κάθε χώρα
 Η Ατζέντα 2030 προσφέρει επιχειρήματα για την πράσινη και
δίκαιη ανάπτυξη.

 Για την επίτευξη των Στόχων απαιτείται η συνοχή των


πολιτικών, από τον σχεδιασμό έως την υλοποίηση.

 Ανάγκη συνεργασίας δημόσιου, ιδιωτικού και κοινωνικού


τομέα και διαβούλευσης με κοινωνικούς εταίρους, τοπική
αυτοδιοίκηση, ακαδημαϊκή κοινότητα, άλλα ενδιαφερόμενα
μέρη.

 Από κάτω προς τα πάνω προσέγγιση, συνέργειες, καλύτερη


διακυβέρνηση.
Ελλάδα: Προτεραιότητες Δέσμευσης Υλοποίησης
των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ
Η Ελλάδα αποδίδει μεγάλη σημασία στην εφαρμογή του
φιλόδοξου και μετασχηματιστικού πλαισίου της Ατζέντας 2030
και των ΣΒΑ, το οποίο αποβλέπει σε μια νέα, δίκαιη και
βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία, διασφαλίζοντας την ισορροπία
μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και
δικαιοσύνης καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος και
του μοναδικού οικολογικού πλούτου της χώρας.

Η διασφάλιση μιας βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς


αποτελεί πολιτική προτεραιότητα για την χώρα.

Η Ελλάδα αναγνωρίζει τη σημαντική συμβολή των ΣΒΑ στην


προαγωγή, μεταξύ άλλων, της κοινωνικής ευημερίας, την
εξάλειψη της φτώχειας και τη δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς
ανάπτυξη.
Μεταξύ των κυριότερων επιτυχιών της Ελλάδας, σε σχέση με την
εφαρμογή των ΣΒΑ σε εθνικό επίπεδο, είναι η δημιουργία ενός
ισχυρού μακροπρόθεσμου θεσμικού μηχανισμού υπό μία
προσέγγιση που θα περικλείει το σύνολο της κυβέρνησης.

Η Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης (ΓΓΚ) αποτελεί την αρμόδια


κεντρική κυβερνητική δομή για το συντονισμό και την
παρακολούθηση της πορείας υλοποίησης των Στόχων Βιώσιμης
Ανάπτυξης του ΟΗΕ σε εθνικό επίπεδο (άρθρο 43 του ν. 4440/2016).

Στο πλαίσιο αυτό συστάθηκε ένα Διυπουργικό Συντονιστικό Δίκτυο, υπό


τον συντονισμό της ΓΓΚ.

Το Γραφείο Συντονισμού, Θεσμικών, Διεθνών και Ευρωπαϊκών


Θεμάτων της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης αποτελεί την
αρμόδια κεντρική κυβερνητική δομή για το συντονισμό και την
παρακολούθηση της πορείας υλοποίησης των Στόχων Βιώσιμης
Ανάπτυξης του ΟΗΕ σε εθνικό επίπεδο.
Μέσω του συντονιστικού διυπουργικού δικτύου, η Γενική Γραμματεία
της Κυβέρνησης συνεργάζεται με τα εστιακά σημεία των υπουργείων,
για την ενσωμάτωση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης στο εθνικό
πλαίσιο πολιτικής.
Το 2017, πραγματοποιήθηκε μια εμπεριστατωμένη απογραφή και
χαρτογράφηση για τον καθορισμό του σημείου εκκίνησης της
χώρας προς την επίτευξη των ΣΒΑ. Η χαρτογράφηση έγινε μέσω
ενός ανοιχτού διαλόγου με όλους τους κυβερνητικούς φορείς και με
ευρύ φάσμα εμπλεκομένων.

Η διαδικασία αυτή οδήγησε στον καθορισμό οκτώ εθνικών


προτεραιοτήτων για την προσαρμογή των 17 ΣΒΑ στις εθνικές
ανάγκες και περιστάσεις, σύμφωνα και με την εθνική στρατηγική
ανάπτυξης:

Προτεραιότητες προσανατολισμένες στο


αποτέλεσμα
 Προτεραιότητα 1η : Προώθηση μιας ανταγωνιστικής,
καινοτόμου και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. (ΣΒΑ
8, 9)

 Προτεραιότητα 2η : Προώθηση πλήρους απασχόλησης


και αξιοπρεπούς εργασίας για όλους. (ΣΒΑ 8, 4)

 Προτεραιότητα 3η : Αντιμετώπιση της φτώχειας και του


κοινωνικού αποκλεισμού και παροχή καθολικής
πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες υγειονομικής
περίθαλψης. (ΣΒΑ 1, 2, 3, 8, 10)
 Προτεραιότητα 4η : Μείωση των κοινωνικών και
περιφερειακών ανισοτήτων και εξασφάλιση ίσων
ευκαιριών για όλους. (ΣΒΑ 10, 5, 4, 8, 1, 3, 4, 11, 16)

 Προτεραιότητα 5η : Παροχή υψηλής ποιότητας


εκπαίδευσης, χωρίς αποκλεισμούς. (ΣΒΑ 4)

 Προτεραιότητα 6η : Ενίσχυση της προστασίας και της


βιώσιμης διαχείρισης του φυσικού κεφαλαίου ως
βάσης για την κοινωνική ευημερία και τη μετάβαση
προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου
του άνθρακα. (ΣΒΑ 6, 7, 11, 12, 13, 14, 15).

Προτεραιότητες προσανατολισμένες στη


διαδικασία
 Προτεραιότητα 7η : Δημιουργία αποτελεσματικών,
υπεύθυνων και διαφανών θεσμών. (ΣΒΑ 16, 17)

 Προτεραιότητα 8η : Ενίσχυση ανοικτών, συμμετοχικών,


δημοκρατικών διαδικασιών και προώθηση εταιρικών
σχέσεων. (ΣΒΑ 16, 17)
Για την υιοθέτηση των εθνικών προτεραιοτήτων ελήφθησαν
υπόψη οι κάτωθι παράγοντες:

(α) οι βασικές θεματικές προτεραιότητες των υπουργείων, οι


οποίες αντανακλούν, μεταξύ άλλων, τις σχετικές υποχρεώσεις
σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο,

(β) οι απόψεις των βασικών ενδιαφερομένων και των κοινωνικών


εταίρων,

(γ) οι κύριοι στόχοι της Εθνικής Στρατηγικής για την Ανάπτυξη (η


οποία ξεκίνησε από το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης),

(δ) οι διαβουλεύσεις με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, σχετικά με


τη διαθεσιμότητα συγκεκριμένων δεικτών για τους ΣΒΑ,

(ε) οι τρεις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης (κοινωνική, οικονομική,


περιβαλλοντική) και οι πέντε θεματικοί άξονες της Ατζέντας 2030,

στ) οι πέντε πρωταρχικοί στόχοι της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020»


(απασχόληση, καινοτομία και έρευνα, εκπαίδευση, καταπολέμηση
της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, κλιματική αλλαγή και
ενέργεια) καθώς και άλλα ευρωπαϊκά πλαίσια και στρατηγικές,
συμπεριλαμβανομένης της Δήλωσης της Ρώμης (25 Μαρτίου 2017)
Συμπεράσματα
Η δεύτερη Εθελοντική Εθνική Ανασκόπηση της Ελλάδας αντανακλά την πρόοδο
της χώρας, από το 2018, στην εφαρμογή της Ατζέντας 2030 και στην επίτευξη των
Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης. Επίσης δείχνει ότι, παρά και εν μέσω τριών
διαδοχικών κρίσεων (οικονομική ύφεση και δημοσιονομική προσαρμογή
προγράμματα, πανδημία Covid-19, πόλεμος στην Ουκρανία), η χώρα κατάφερε να
κάνει θετικά βήματα προς τη βιωσιμότητα, όπως φαίνεται σε δείκτες που
αφορούν την κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη, η περιβάλλον και τη λειτουργία
των θεσμών.
Η χώρα έμεινε όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πορεία των ΣΒΑ και η
πορεία της πρόσφατα σταθεροποιήθηκε από θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε
επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης που εγγυώνται τη συνοχή και την
παρακολούθηση σε όλα τα στάδια χάραξης πολιτικής.

Οι χώρες που βρίσκονται πλησίον στον πλήρη περιορισμό, (ελπίζουμε),


της πανδημίας του Covid-19 βρίσκονται τώρα αντιμέτωπες με την
αναγκαιότητα άμβλυνσης των επιπτώσεών της και διασφάλισης της
άμυνας τους έναντι μελλοντικών απειλών παρόμοιας φύσης και
διαμετρήματος. Ταυτόχρονα, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην
Ουκρανία, έχει ενισχυθεί η παγκόσμια ανησυχία για την ειρήνη, τη
σταθερότητα και το κόστος και την επάρκεια βασικών αγαθών και
ενέργειας.

Η Ατζέντα 2030 επίτευξης των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ


φαίνεται να γίνεται πιο επίκαιρη και απαραίτητη στα επόμενα χρόνια.

Χωρίς να παραβλέπει τις πιθανές και επικείμενες προκλήσεις, η Ελλάδα επέλεξε


να επιταχυνθεί η υλοποίηση των ΣΒΑ με ένα συνολικό σχέδιο που, κυρίως,
εκτείνεται πέρα ​από εκλογικούς κύκλους τόσο σε κοινωνικό όσο και σε
περιβαλλοντικό επίπεδο: με διασυνδεδεμένα εθνικά σχέδια για τα
σημαντικότερα κοινωνικά θέματα και συντονισμένες προσπάθειες για την
προώθηση της ουδετερότητας του κλίματος και του άνθρακα, κυρίως μέσω
προώθησης των ΑΠΕ και έναν, πρόσφατα ψηφισμένο, κλιματικό νόμο.

Ιδιαίτερα για τους ΣΒΑ που θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης το 2022,


έχει αποφασισθεί ένα ευρύ πλαίσιο σημαντικών μεταρρυθμίσεων ως επένδυση
μετασχηματισμού βασικών πολιτικών και θεσμών που θα διασφαλίσουν την
καλύτερη οικοδόμηση τους.
Ειδικότερα:
 σε ότι αφορά την επίτευξη του στόχου SDG4, προβλέπεται τα δημόσια
σχολεία και τα πανεπιστήμια να στραφούν αποφασιστικά προς την
ανάπτυξη σύγχρονων δεξιοτήτων, γνώσεων και υποδομών, και να γίνουν
περισσότερο εξωστρεφή.
 Οι Πολιτικές για την ισότητα των φύλων, που σχετίζονται με τον στόχο
SDG5, και υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, επανεξετάζονται ως προς την
επικαιροποίηση τους ώστε να δημιουργήθουν νέα πρότυπα, κυρίως για την
οικονομική και πολιτική ενδυνάμωση και συμμετοχή των γυναικών.

 Όσον αφορά τους ΣΒΑ 14 και 15, ένα συνεκτικό πλαίσιο πολιτικής για τη
γαλάζια οικονομία έχει σχεδιαστεί για να ενθαρρύνει ένα ισορροπημένο
αναπτυξιακό σχέδιο για τα ελληνικά νησιά με ταυτόχρονη προώθηση υγιών
θαλασσών και θαλάσσιας βιοποικιλότητας, ενώ οι μεγάλες προκλήσεις για
τη χερσαία βιοποικιλότητα που συνδέονται με τις δασικές πυρκαγιές και τα
ενεργειακά δίκτυα έχουν άρχισε να αντιμετωπίζεται μέσω της βελτιωμένης
ικανότητας πρόληψης και λειτουργίας, αναδάσωσης μεγάλης κλίμακας και
υπογειοποίησης των εναέριων γραμμών ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως σε
προστατευόμενες περιοχές.

Επόμενα βήματα και Προτεραιότητες

Αναμφίβολα, σε πολιτικό επίπεδο, ενεργειακοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι,


νέοι ή συνεχείς, απαιτούν επικαιροποιημένες προσεγγίσεις και μόνιμες
λύσεις. Συνολικά, τα επόμενα βήματα της χώρας προς την υλοποίηση των
ΣΒΑ θα πρέπει να εστιάσουν σε τουλάχιστον τρία πεδία προτεραιότητας:

 Πρώτον, οικοδόμηση αποτελεσματικών, υπεύθυνων και χωρίς


αποκλεισμούς θεσμών.

Σε επίπεδο Κεντρικής Κυβέρνησης, σχεδιάζονται προσαρμογές για την


ενσωμάτωση και παρακολούθηση των ΣΒΑ στις δημόσιες πολιτικές και την
κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα. Αντίστοιχα και στο πλαίσιο της
αποτελεσματικότητας της διαδικασίας αυτής μια πιο ενεργή και ενήμερη
δέσμευση επίτευξης των ΣΒΑ σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο θα πρέπει
να ακολουθήσει αμέσως.
 Δεύτερον, η χώρα θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις
πολιτικής με στόχο να μην αφήσει κανέναν πίσω, μέσα από μια ολιστική
προσέγγιση στα κοινωνικά ζητήματα και τον προγραμματισμό με βάση τις
ανάγκες ευάλωτων ομάδων και συνολικά της κοινωνίας.

Εκτός από την προστασία των παιδιών, ύψιστη σημασία για την Ελλάδα είναι
η χρόνια χαμηλή επίδοση σε σημαντικούς δείκτες νεολαίας. Είναι προφανές
ότι ούτε η ανθεκτικότητα-προσαρμογή στις νέες εξελίξεις σε παγκόσμιο
επίπεδο ούτε η βιώσιμη ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν χωρίς την
ένταξη των νέων. Διά μέσου ενός επικείμενου συνεκτικού πλαισίου
πολιτικής για τη Νεολαία, η χώρα θα αντικαταστήσει δραστικά τις
δυσλειτουργικές πρακτικές σε μια προσπάθεια να ακούσει τους νέους και να
προβάλει τα οράματα τους. Μια σειρά από πολιτικές ενίσχυσης της
αυτονομίας τους μέσω, μεταξύ άλλων, της εκπαίδευσης, της Επαγγελματικής
Εκπαίδευσης (ΕΕΚ), της εργασίας, των υπηρεσιών ψυχικής υγείας, της
στέγασης και του πολιτισμού θα έχει ως στόχο να τους υποστηρίξει ώστε να
εκπληρώσουν τις επιδιώξεις τους.

 Τρίτον, περιγράφοντας ένα σχέδιο για τον ΣΒΑ 17, πρέπει να γίνουν βήματα προς
την ενίσχυση της συνεργασίας.

Αυτό είναι τόσο ανάγκη όσο και φιλοδοξία για τους πολίτες, τους ενδιαφερόμενους
φορείς και τους δημόσιους φορείς που εντάσσονται στο διάλογο για τη βιωσιμότητα
σε αυξανόμενους αριθμούς. Η Ελλάδα θα μπορούσε να επωφεληθεί από έναν
σταθερό και προσαρμοστικό μηχανισμό για τη διευκόλυνση του κοινωνικού διαλόγου
για τη βιώσιμη ανάπτυξη, όχι μόνο για την ενίσχυση της επικοινωνίας μεταξύ των
ενδιαφερόμενων ομάδων και του κράτους αλλά και λόγους ενθάρρυνσης της
συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων. Ένα τέτοιο έργο-πλαίσιο αναμένεται να
προωθήσει επίσης την πολιτιστική αλλαγή, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα βασικό
μάθημα της Ατζέντας 2030, που είναι η συνεργατηκότητα.

«Εκτός από τη διεξαγωγή των θεματικών διασυνδέσεων των ΣΒΑ, είναι ζωτικής
σημασίας να εκμεταλλευτούμε τις ευκαιρίες που απορρέουν από την πραγματική
συνθήκη ότι οι πολίτες, οι οργανισμοί, οι θεσμοί, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και
οι χώρες είναι όλοι συνδεδεμένοι. Χτίζοντας σε θετικά δίκτυα, σε όλα τα επίπεδα,
είναι μια βασική επιλογή για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων τους και η Ελλάδα
φιλοδοξεί να επενδύσει σε αυτό στο μέλλον».
SUSTAINABL
E
DEVELOPME
NT
REPORT
2022
Θεματική Ενότητα: Κατευθύνσεις, Στρατηγικές και Δράσεις Εταιρικής Διακυβέρνησης για την
ενσωμάτωση των αρχών και στόχων Ανάπτυξης, Βιώσιμης Ανάπτυξης, Βιώσιμης
Επιχειρηματικότητας, ΕΚΕ ή/και ESG σε Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό και Εθνικό επίπεδο.

Τίτλος Διάλεξης: ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Ορισμός και εννοιολογικές παρατηρήσεις


Η εταιρική διακυβέρνηση είναι ένα θέμα που τις τελευταίες δύο δεκαετίες βρίσκεται στην επικαιρότητα
διεθνώς. Παρότι δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός για την εταιρική διακυβέρνηση, η έννοια
καλύπτει ένα πλήθος θεμάτων, που σχετίζονται τόσο με τη διοίκηση όσο και με τον έλεγχο μιας
επιχείρησης.
Η εταιρική διακυβέρνηση (corporate governance) έχει γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων μεταξύ
ακαδημαϊκών και ανώτατων στελεχών επιχειρήσεων, εξαιτίας της κρισιμότητας της στο καθορισμό της
συγκριτικής θέσης των επιχειρηματικών μονάδων στην παγκόσμια οικονομική ιεραρχία, αλλά και της
σπουδαιότητας της στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης.
Η εταιρική διακυβέρνηση εκφράζει μια φιλοσοφία και αποτυπώνει τις αντιλήψεις σε σχέση με την εξουσία
και τους τρόπους άσκησης της. Επίσης, έχει σαν σκοπό την αξιολόγηση των επιμέρους φορέων οι οποίοι
συμμετέχουν στην εξουσία και την προσπάθεια οριοθέτησης των σχέσεων τους, έχοντας σαν άξονα την
λειτουργία της επιχείρησης προς επίτευξη κάποιου στόχου (Μουζούλιας Σ., 2003).

21/11/2022
Ο ΟΟΣΑ (1999) ορίζει ως εταιρική διακυβέρνηση το σύστημα με το οποίο οι εταιρίες παρακολουθούνται
και ελέγχονται (εκ της διοίκησης). Το σύστημα εταιρικής διακυβέρνησης εξειδικεύει τη διάρθρωση των
δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μεταξύ των διαφορετικών συμμετεχόντων σε μία εταιρία, όπως το ΔΣ,
τα ανώτατα εκτελεστικά διευθυντικά στελέχη, τους μετόχους και άλλους εταίρους
Ως εταιρική διακυβέρνηση ορίζεται ένα σύνολο από νομικές, παραδοσιακές και θεσμικές διευθετήσεις,
που θέτουν τα όρια για το πλαίσιο δράσης και τις επιμέρους ενέργειες των ανοικτών επιχειρήσεων,
δίνοντας απαντήσεις σχετικά με το άτομο το οποίο τις ελέγχει, τον τρόπο με τον οποίο ασκείται ο έλεγχος
και των τρόπο με τον οποίο γίνεται η κατανομή των κινδύνων και των αποδόσεων από την επιχειρηματική
δραστηριότητα. Έτσι, η εταιρική διακυβέρνηση καλύπτει τους μηχανισμούς που σχηματίζουν τις
πρωτοβουλίες, τα αντικίνητρα και τις απαγορεύσεις, υπό το πρίσμα των οποίων το management του εκδότη
κινητών αξιών παίρνει αποφάσεις (Μουζούλιας Σ., 2003)

21/11/2022

Ένας άλλος ορισμός αποτελεί ότι η εταιρική διακυβέρνηση σχετίζεται με τους τρόπους που οι παροχείς
χρηματοοικονομικών μέσων εξασφαλίζουν την αποκόμιση οφέλους από την επένδυση τους, δηλαδή τους
τρόπους με τους οποίους οι προμηθευτές κεφαλαίων στις επιχειρήσεις εξασφαλίζουν μια επωφελή
απόδοση των επενδύσεων τους.
Η εταιρική διακυβέρνηση καλύπτει τις δομές, τις διαδικασίες, τις αρχές και τα συστήματα τα οποία
προωθούν μια επιτυχημένη διεκπεραίωση των υποθέσεων μιας επιχείρησης. Επομένως, ένας ακόμα
ορισμός της θα μπορούσε να είναι το σύστημα βάσει του οποίου πραγματοποιείται η διεύθυνση και ο
έλεγχος των εμπορικών εταιρειών.
Τέλος, ως εταιρική διακυβέρνηση θεωρείται το συνολικό σύστημα κάποιων διαδικασιών, δικαιωμάτων και
ελέγχων, οι οποίοι έχουν καθιερωθεί ως προς την διοίκηση της επιχείρησης, εσωτερικά αλλά και εξωτερικά,
στοχεύοντας στο να προστατεύσουν τα συμφέροντα όλων των αναμεμειγμένων παραγόντων στην εταιρική
δραστηριότητα.

21/11/2022
Στόχος της Εταιρικής Διακυβέρνησης
Ο στόχος της εταιρικής διακυβέρνησης δεν είναι μόνο η διασφάλιση της κυριότητας και η εντιμότητα της
επιχείρησης, αλλά και η προώθηση της αποτελεσματικότητας και της ανάπτυξης των εργασιών της
επιχείρησης, οδηγώντας την προς την κερδοφορία.

21/11/2022

Επιγραμματικά οι στόχοι της εταιρικής διακυβέρνησης συμφώνα με θεωρίες είναι οι εξής


επτά:
➢ Η πειθαρχία. Η προσδοκώμενη αμοιβή των στελεχών σε σύνδεση με την αξία των
μετοχών.
➢ Η διαφάνεια. Η επιχείρηση δημοσιοποιεί της ετήσιες χρηματοοικονομικές της
καταστάσεις.
➢ Η ανεξαρτησία. Ο πρόεδρος είναι ανεξάρτητο μη εκτελεστικό μέλος.

➢ Η λογοδοσία. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και τα μέλη της επιτροπής διοίκησης
είναι σημαντικά διαφορετικά.
➢ Η ευθύνη. Υπάρχουν μηχανισμοί επιβολής ποινών σε περίπτωσης κακής διαχείρισης.

➢ Η αμεροληψία. Οι μέθοδοι ψηφοφορίας είναι εύκολα προσβάσιμοι και οι μέτοχοι έχουν το


δικαίωμα σύγκλισης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων.
➢ Η κοινωνική συνειδητοποίηση. Η επιχείρηση είναι περιβαλλοντικά συνειδητοποιημένη
(Λαζαρίδης Θ. & Δρυμπέτας Ε., 2011)

21/11/2022
Η εταιρική διακυβέρνηση θεωρείται το σύνολο των τάσεων και των έννομων σχέσεων οι οποίες
εκδηλώνονται και θεμελιώνονται υπό το πρίσμα της λειτουργίας της επιχείρησης, είτε η λειτουργία της
γίνεται υπό κανονικές συνθήκες υγιούς άσκησης της δραστηριότητας της, είτε αντιμετωπίζει οικονομικές
δυσκολίες.
Επομένως, δεν περιορίζεται μόνο στο μοντέλο της διοίκησης της επιχείρησης αλλά αποτελεί μέθοδο
προσέγγισης των ζητημάτων με αρχή της τάσεις οι οποίες γενικότερα προκύπτουν κατά την λειτουργία της
επιχείρησης. Έτσι, η εταιρική διακυβέρνηση καθορίζει τους κανόνες άσκησης της εξουσίας σε μια
επιχείρηση.

21/11/2022

Αρχές Εταιρικής Διακυβέρνησης


Το 1999, ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (Ο.Ο.Σ.Α.), με τον Κώδικα Εταιρικής
Διακυβέρνησης, δημοσίευσε τις βασικές αρχές οι οποίες πρέπει να διέπουν κάθε ρύθμιση Εταιρικής
Διακυβέρνησης.
Αυτές οι αρχές είναι η βάση της εταιρικής διακυβέρνησης και το σημείο αναφοράς όλων των χωρών στην
προσπάθεια εφαρμογής της παγκοσμίως. Οι αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης έχουν σαν σκοπό να
συμβάλλουν στη καλυτέρευση του νομοθετικού και του ρυθμιστικού πλαισίου των χωρών όσον αφορά την
εφαρμογή της εταιρικής διακυβέρνησης, σε παγκόσμιο επίπεδο.

21/11/2022
Το 2004, εξαιτίας των έντονων εξελίξεων οι οποίες σημειώθηκαν στον επιχειρηματικό κόσμο, ο Ο.Ο.Σ.Α.
δημοσίευσε τις αναθεωρημένες αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης, οι οποίες περιλάμβαναν τα παρακάτω:
➢ Την προστασία των δικαιωμάτων των μετόχων και τις βασικές λειτουργίες της ιδιοκτησίας της
επιχείρησης.
➢ Την διασφάλιση της ισότιμης μεταχείρισης των μετόχων.

➢ Την αναγνώριση των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων και την ενθάρρυνση της ενεργής συνεργασίας
μεταξύ των επιχειρήσεων και των συμμετεχόντων.
➢ Την διασφάλιση της έγκαιρης και της ακριβής γνωστοποίησης για όλα τα ουσιαστικά θέματα τα οποία
αφορούν την επιχείρηση.
➢ Την διασφάλιση της στρατηγικής καθοδήγησης της επιχείρησης, τον αποτελεσματικό έλεγχο της
διοίκησης από το Διοικητικό Συμβούλιο και την υποχρέωση λογοδοσίας του Συμβουλίου απέναντι στην
επιχείρηση και στους μετόχους (Παλαιολόγος Α., 2013)

21/11/2022

Βασικές θεωρίες Εταιρικής Διακυβέρνησης


Οι βασικές θεωρίες της εταιρικής διακυβέρνησης είναι τέσσερεις και είναι οι εξής:
➢ Η θεωρία της αντιπροσώπευσης (Agency Theory).

➢ Η θεωρία των ενδιαφερόμενων μερών (Stakeholder Theory).

➢ Η θεωρία της επιτροπείας – επιμελητείας (Stewardship Theory).

➢ Η θεωρία της ηγεμονίας της διοίκησης (Managerial Hegemony Theory)

21/11/2022
Η θεωρία της αντιπροσώπευσης (Agency Theory) είναι η παλαιότερη από όλες και εδραιώθηκε στην
σύγχρονη εποχή, από το έργο των Berle και Means, οι οποίοι μελέτησαν τον διαχωρισμό της ιδιοκτησίας από τον
έλεγχο και την εποπτεία μιας επιχείρησης.
Οι μέτοχοι εξαιτίας διαφόρων λόγων όπως της έλλειψης γνώσεων και δεξιοτήτων, της ανάγκης για επενδύσεις σε
πολλές εταιρείες ταυτόχρονα (διάχυση του κινδύνου), της έλλειψης χρόνου, του υψηλού κόστους διοίκησης και
ελέγχου της επιχείρησης κ.α. αναθέτουν τα περί της διοίκησης της εταιρείας σε επαγγελματίες – αντιπροσώπους.

21/11/2022

Οι τέσσερεις πρώτες κύριες παραδεχτές υποθέσεις από την θεωρία της αντιπροσώπευσης αφορούν τα
πρόσωπα (ιδιοκτήτες ή οι εντολείς και οι αντιπρόσωποι) και οι υπόλοιπες τρεις την οργάνωση και είναι οι εξής:
➢ Η τυπική -νομική δέσμευση, καθώς οι περισσότεροι μηχανισμοί – συμβόλαια που χρησιμοποιούν είναι
δεσμευτικοί και καθορισμένοι ρητώς.
➢ Η ιδιοτέλεια. Το κύριο κίνητρο για την συμπεριφορά τους είναι οικονομικού περιεχομένου και επομένως, η
λογική της συμπεριφοράς τους είναι μονοδιάστατη, οικονομικά ορθολογική και προβλέψιμη.
➢ Η υιοθέτηση καιροσκοπικής συμπεριφοράς. Αυτό σημαίνει ότι πιθανόν η συμπεριφορά τους να μεταβάλλεται
ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος και με γνώμονα το δικό τους συμφέρον και όχι με αυτά που έχουν
κληθεί να προασπίσουν

21/11/2022
➢ Η αποστροφή από τον κίνδυνο. Αξιολογούν τις δυνητικές τους πράξεις με την σχέση του κινδύνου με το
όφελος που αυτές υπονοούν.
➢ Η πιθανή ασυμβατότητα των στόχων των ιδιοκτητών με τους στόχους των αντιπροσώπων.

➢ Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Η ισορροπία ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη προκύπτει από
την απόδοση των δρώντων προσώπων (στελεχών ή κύριων μετόχων) και η μέτρηση της γίνεται είτε με
ποσοτικά κριτήρια είτε με ποιοτικά.
➢ Η ασύμμετρη πληροφόρηση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες – μετόχους και τους αντιπροσώπους

21/11/2022

Η ανάγκη διαμόρφωσης της θεωρίας των ενδιαφερόμενων μερών (Stakeholder Theory) προήλθε από την
αναγνώριση της σημαντικότητας των επιρροών, της δύναμης και της αλληλεξάρτησης μιας επιχείρησης από το
εσωτερικό και εξωτερικό της περιβάλλον.
Ο όρος ενδιαφερόμενο μέρος πρωτοεμφανίστηκε το 1963 σε ένα εσωτερικό υπόμνημα του Stanford Research Institute
και ορίστηκε αρχικά ως τις ομάδες, δίχως την υποστήριξη των οποίων, μια επιχείρηση θα έπαυε να υπάρχει. Αργότερα, ο
δεύτερος ορισμός περιέχει το σύνολο αυτών που επηρεάζουν ή επηρεάζονται από τα επιτεύγματα αλλά και τους στόχους
μιας επιχείρησης.
Οι Franks και Mayer προσδιόρισαν τα εσωτερικά και τα εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη, δίνοντας απάντηση στο ζήτημα
για το ποια ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα απαίτησης της συμμετοχής τους στην διοίκηση ή της επίδρασης στην
διαμόρφωση των στρατηγικών στόχων της επιχείρησης.

21/11/2022
Η θεωρία της επιτροπείας – επιμελητείας (Stewardship Theory) διαφέρει σημαντικά με την θεωρία της
αντιπροσώπευσης (Agency Theory), κυρίως στο γεγονός ότι αναγνωρίζει άλλα κίνητρα για τις ενέργειες των στελεχών,
πλην της οικονομικής ιδιοτέλειας. Αφήνει να εννοηθεί ότι δεν υφίσταται σύγκρουση των συμφερόντων των στελεχών –
αντιπροσώπων και των ιδιοκτητών – εντολέων και ότι για να υπάρξει μια επιτυχημένη οργάνωση απαιτείται μια δομή
όπου ο συντονισμός έχει την δυνατότητα να γίνει με αποδοτικότερο τρόπο (Λαζαρίδης Θ. & Δρυμπέτας Ε., 2011).

21/11/2022

Η θεωρία της ηγεμονίας της διοίκησης (Managerial Hegemony Theory) υποστηρίζει ότι οι οργανωσιακές δομές, οι
δομές μεταβίβασης της εξουσίας, του ελέγχου και της εποπτείας έχουν ουσιαστικά ατονήσει ή έχουν μειωμένη
αποδοτικότητα και οδηγήσει στην κατίσχυση και ηγεμονία των στελεχών.
Η έλλειψη κινήτρου για την ανάληψη καθηκόντων από τους μετόχους, ως κύριο ενδιαφερόμενο μέρος, οδηγεί στην
αποδυνάμωση της στρατηγικής συμμετοχής τους και στην υιοθέτηση της στρατηγικής της πίστης ή της εξόδου από
την εταιρεία (Λαζαρίδης Θ. & Δρυμπέτας Ε., 2011).

21/11/2022
Συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης
Η σύγχρονη έννοια της Εταιρικής Διακυβέρνησης δέχτηκε έντονες επιρροές από την θεωρία σύγκρουσης
συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητών και διοικούντων μιας επιχείρησης (Θεωρία της Αντιπροσώπευσης –
Agency Theory). Το πρόβλημα αυτό οφείλεται στο ότι σε πολλές περιπτώσεις η διοίκηση μιας επιχείρησης
για ποικίλους λόγους δεν λειτουργεί ως προς το συμφέρον των ιδιοκτητών της.
Αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητών και διοικούντων μιας επιχείρησης, κατέστησαν
αναγκαία την θέσπιση συστημάτων Εταιρικής Διακυβέρνησης, τα οποία έχουν ως κύριο στόχο τη
διασφάλιση μιας διαφανούς, χρηστής και αποτελεσματικής διοίκησης που μεγιστοποιεί την οικονομική αξία
της επιχείρησης, προστατεύοντας παράλληλα τα συμφέροντα όλων των μετόχων και των πιστωτών της.
Το γεγονός της ύπαρξης, στο εσωτερικό μιας επιχείρησης και γενικότερα στην οικονομία, ενός
αποτελεσματικού συστήματος Εταιρικής Διακυβέρνησης, βοηθά στην δημιουργία εμπιστοσύνης,
απαραίτητη για την προστασία των επενδυτών, δηλαδή των μετόχων και των πιστωτών, των εισηγμένων
εταιρειών σε χρηματιστήρια αλλά και για την εύρυθμη λειτουργία της αγορά.

21/11/2022

Με βάση πραγματοποιημένες έρευνες, εμφανίζεται αποθάρρυνση των επενδυτών να προσφέρουν κεφάλαια σε


επιχειρήσεις σε χώρες με ασθενή συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης. Το 2000, μία έρευνα σε δείγμα 200
θεσμικών επενδυτών σε παγκόσμιο επίπεδο, παρουσίασε ότι πάνω από 75% των θεσμικών επενδυτών
λαμβάνουν υπόψη τους με την ίδια σοβαρότητα, τα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης των εταιρειών στις
οποίες επενδύουν τα κεφάλαια τους αλλά και τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα, για τη
διαμόρφωση των επενδυτικών τους επιλογών.
Επίσης, πάνω από 80% των θεσμικών επενδυτών, διατίθενται να πληρώσουν περισσότερο για τις μετοχές των
εταιρειών οι οποίες έχουν ισχυρά συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης σε σύγκριση με εταιρείες οι οποίες έχουν
ασθενή συστήματα προστασίας των επενδυτών (Παλαιολόγος Α., 2013).

21/11/2022
Εναλλακτικά συστήματα εταιρική διακυβέρνησης
➢ Το υπόδειγμα των Μετόχων (Shareholders Model)
Σύμφωνα με το υπόδειγμα των μετόχων, στόχος της επιχείρησης είναι η μεγιστοποίηση της αξίας της. Δημιουργούνται αποκλείσεις πολλές
φορές λόγω προσωπικών στόχων και συμφερόντων των διαχειριστών αν είναι διαφορετικοί των ιδιοκτητών.
➢ Το υπόδειγμα των Εταίρων (Stakeholders Model)
Σύμφωνα με το υπόδειγμα των εταίρων η εταιρία οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα ευρύτερων ομάδων ενδιαφερομένων, οι
οποίοι επηρεάζουν και επηρεάζονται από τη λειτουργία της επιχείρησης. Λόγω αλληλεξαρτήσεων και εξωτερικών επιδράσεων της σε μία
σειρά εταίρων οι στόχοι της οφείλουν να εξυπηρετούν το κοινωνικό σύνολο (Monks, 1995)
➢ Εξωτερικά Συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης
Κύριο χαρακτηριστικό των εξωτερικών συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης (τυπικά παραδείγματα αποτελούν οι ΗΠΑ και το Η.Β.) είναι η
ύπαρξη μεγάλων και υψηλής ρευστότητας κεφαλαιαγορών.
➢ Εσωτερικά Συστήματα Εταιρικής Διακυβέρνησης
Κύριο χαρακτηριστικό των εσωτερικών συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης (αφορά χώρες ΕΕ και Ιαπωνία, Κορέα) είναι η υψηλή
συγκέντρωση της μετοχικής ιδιοκτησίας ή των δικαιωμάτων ψήφου και η ύπαρξη πολλαπλών σταυροειδών σχέσεων μεταξύ των
επιχειρήσεων. Οι κεφαλαιαγορές είναι συνήθως μικρές και χαμηλής ρευστότητας. Ο ρόλος των θεσμικών επενδυτών είναι πολύ πιο
περιορισμένος από ότι στο εξωτερικό σύστημα. Οι μέτοχοι δύναται να ασκήσουν τον έλεγχο τους με μικρό σχετικά κόστος. Το πρόβλημα
του «εντολέα-εντολοδόχου», ως η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ των «αδύναμων» μετόχων και της «ισχυρής» εκτελεστικής διοίκησης, όπου
συναντάται στα εξωτερικά συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης, μεταβάλλεται σε σύγκρουση των ισχυρών μεγαλομετόχων με τους
«αδύναμους» μετόχους μειοψηφίας (minority shareholders)

21/11/2022

Εταιρική Διακυβέρνηση στην Ελλάδα


Η Ελλάδα, όσον αφορά τον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, ακολουθεί μια πρωτότυπη προσέγγιση της, καθώς
συνδυάζει όλες τις τεχνικές θέσπισης των κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης, δίχως όμως να έχει καταφέρει, με τους
κανόνες που ισχύουν ως σήμερα, να επιδείξει ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο θα χαρακτηρίζεται από συνέπεια
και συνοχή.
Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, προχώρησε στην θέσπιση ποιοτικών κριτηρίων των εισηγμένων εταιρειών, έχοντας ως
γνώμονα και τις αρχές της εταιρικής διακυβέρνησης που θα εφάρμοζαν αυτές οι εταιρείες, έτσι ώστε σύμφωνα με τον
βαθμό υιοθέτησης αυτών των κριτηρίων, να εμφάνιζε αυτές τις εταιρείες ως καλής οργάνωσης εταιρείες (Μούζουλας Σ.,
2003).
Αργότερα το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, σε συνεργασία με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με την σύσταση μιας
επιτροπής νομοπαρασκευαστικού περιεχομένου, παρουσίασε νομοθετικό κείμενο για την εταιρική διακυβέρνηση, με
αποδέκτες τις εισηγμένες εταιρείες, το οποίο θα καθιέρωνε πρόσθετες υποχρεώσεις.

21/11/2022
Σε αρχικό στάδιο υπήρξαν έντονες αντιδράσεις, όμως αργότερα η Ένωση Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών
εταιρειών, υπό την αιγίδα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, εξέδωσε των κώδικα αρχών εταιρικής
διακυβέρνησης, ο οποίος προτάθηκε στα μέλη της προς εφαρμογή. Η υιοθέτηση αυτού του κώδικα, ο οποίος δεν
προέβλεπε ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του οργάνου διοίκησης των εισηγμένων εταιρειών, δεν ήταν
ικανοποιητική.
Φτάνοντας στο 2002, ψηφίστηκε ο Νόμος 3016/2002 για την εταιρική διακυβέρνηση, με πολλές τροποποιήσεις σχετικά
με τα αρχικά κείμενα τα οποία είχαν προταθεί από την επιτροπή του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Με αυτόν τον νόμο
έγινε η εισαγωγή μέτρων οργάνωσης, κατά κύριο λόγο της διοίκησης της εταιρείας, με την νομοθετική οδό, δίχως όμως
αυτός ο νόμος να φέρει τροποποιήσεις στην σχετική γενική νομοθεσία περί ανωνύμων εταιρειών (Μούζουλας Σ., 2003).

21/11/2022

Επίσης, ο Νόμος 3884/2010 σχετίζεται με δικαιώματα των μετόχων και πρόσθετες εταιρικές υποχρεώσεις
γνωστοποιήσεων προς τους μετόχους σχετικά με την προετοιμασία της Γενικής Συνέλευσης. Ο Νόμος
3873/2010, ο οποίος λειτουργεί ως υπενθύμιση της ανάγκης θέσπισης του Ελληνικού Κώδικα Εταιρικής
Διακυβέρνησης και αποτελεί την βάση του, ενσωμάτωσε στην έννομη τάξη στην χώρα μας την Οδηγία
2006/46/EC5 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τέλος, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες, στην Ελλάδα ο Νόμος περί ανωνύμων εταιρειών
(Νόμος 2190/1920), τον οποίον και τροποποιούν πολλές από τις προαναφερθείσες διατάξεις νόμων,
συμπεριλαμβάνει τους θεμελιώδεις κανόνες διακυβέρνησής τους (Ελληνικό Συμβούλιο Εταιρικής
Διακυβέρνησης, 2013).

21/11/2022
Ρόλος και αρμοδιότητες του Δ.Σ. στην Εταιρική Διακυβέρνηση
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι το αρμόδιο όργανο το οποίο αποφασίζει για κάθε πράξη η οποία αφορά την
διοίκηση της επιχείρησης, την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της και την πραγματοποίηση του σκοπού
της, εντός των ορίων του νόμου και εξαιρουμένων των θεμάτων επί των οποίων αποφασίζει η Γενική Συνέλευση
των μετόχων.
Ο Νόμος περί ανωνύμων εταιρειών δίνει στο Δ.Σ. την αρμοδιότητα της ανάθεσης ορισμένων εξουσιών λήψης
αποφάσεων σε ένα ή περισσότερα άτομα, μέλη του Δ.Σ. ή τρίτους. Αυτά τα άτομα, με την προϋπόθεση της μη
απαγόρευσης από το καταστατικό και της πρόβλεψης από τις αποφάσεις του Δ.Σ., μπορούν να αναθέτουν την
άσκηση των εξουσιών που τους ανατέθηκαν σε άλλα μέλη του Δ.Σ. ή τρίτους. Επίσης, κάθε μέλος του Δ.Σ. έχει την
υποχρέωση διαχείρισης των υποθέσεων της επιχείρησης με την επιμέλεια του συνετού επιχειρηματία.

21/11/2022

Στην Ελλάδα συνήθως μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες από το Δ.Σ. στη Διοίκηση με συλλογικό τρόπο. Το Δ.Σ.
αποφασίζει να εκχωρήσει όλες τις αρμοδιότητες σε ένα άτομο, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Ο Κώδικας προτείνει τα
θέματα για τα οποία αποφασίζει το Δ.Σ. να ορίζονται από τους εσωτερικούς κανονισμούς της επιχείρησης. Επίσης,
το Δ.Σ. έχει την υποχρέωση διατήρησης επαρκής εποπτείας της περαιτέρω εκχώρησης αρμοδιοτήτων από τον
Διευθύνοντα Σύμβουλο σε βασικά ανώτατα στελέχη ή τρίτους.
Το Δ.Σ. έχει την υποχρέωση άσκησης του ηγετικού του ρόλου αποτελεσματικά και διεύθυνσης των εταιρικών
υποθέσεων ως προς όφελος της επιχείρησης και όλων των μετόχων, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η διοίκηση εφαρμόζει
την εταιρική στρατηγική. Επίσης, έχει την υποχρέωση διασφάλισης της δίκαιης και ισότιμης μεταχείρισης όλων των
μετόχων, περιλαμβανομένων και των μετόχων μειοψηφίας και των αλλοδαπών μετόχων.

21/11/2022
Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Δ.Σ. πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα μέρη των οποίων τα
συμφέροντα σχετίζονται με αυτά της επιχείρησης, όπως οι πελάτες, οι πιστωτές, οι εργαζόμενοι και οι κοινωνικές
ομάδες οι οποίες επηρεάζονται άμεσα από τη λειτουργία της επιχείρησης στο βαθμό στον οποίο δεν υπάρχει
σύγκρουση με το εταιρικό συμφέρον. Επομένως, οι βασικές αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου είναι οι
παρακάτω:
 Η έγκριση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής και των λειτουργικών στόχων της επιχείρησης.

 Η έγκριση του ετήσιου προϋπολογισμού και του επιχειρησιακού σχεδίου.

 Η λήψη αποφάσεων για τις μείζονες κεφαλαιουχικές δαπάνες, εξαγορές και εκποιήσεις.

 Η επιλογή και η πιθανή αντικατάσταση της εκτελεστικής ηγεσίας της επιχείρησης και η εποπτεία του
σχεδιασμού της διαδοχής.
 Ο έλεγχος απόδοσης της ανώτατης διοίκησης και η εναρμόνιση των αμοιβών των ανώτατων στελεχών σύμφωνα
με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης αλλά και των μετόχων της.

21/11/2022

 Η εξασφάλιση της αξιοπιστίας των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και στοιχείων, των συστημάτων
χρηματοοικονομικής πληροφόρησης αλλά και των δημοσιευμένων στοιχείων και πληροφοριών της επιχείρησης.
 Η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων της
επιχείρησης.
 Η επαγρύπνηση για τις υπάρχουσες και πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της επιχείρησης και της
διοίκησής της, των μελών του Δ.Σ. ή των κύριων μετόχων αλλά και η κατάλληλη αντιμετώπιση τέτοιων
συγκρούσεων.
 Η εξασφάλιση της ύπαρξης μιας αποτελεσματικής διαδικασίας κανονιστικής συμμόρφωσης της επιχείρησης.

 Η ευθύνη λήψης αποφάσεων και η παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος διοίκησης της
επιχείρησης.
 Η διατύπωση, η διάδοση και η εφαρμογή των κύριων αξιών και αρχών της επιχείρησης οι οποίες ορίζουν τις
σχέσεις της με όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα σχετίζονται με εκείνα της επιχείρησης (Ελληνικό
Συμβούλιο Εταιρικής Διακυβέρνησης, 2013).

21/11/2022
Θεματική Ενότητα 3: Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη –Βιβλιογραφική Επισκόπηση (Αρχές,
Πρακτικές, Πρότυπα, Εννοιολογική Προσέγγιση της Λογοδοσίας Δείκτες Λογοδοσίας
Συμμετοχικότητα Ενδιαφερόμενων Ομάδων & Ανάλυση Ουσιαστικότητας επιχειρήσεων ή
οργανισμών κ.α.)

Τίτλος διάλεξης: ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΤΟ


ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ-ΤΑΣΕΙΣ &
ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η Βιώσιμη επιχειρηματικότητα στο σύγχρονο κόσμο υλοποιείται στη βάση
δύο αξόνων:

➢Της κανονιστικής εφαρμοστικής πολιτικής


& επιπροσθέτως
➢Της εθελοντικής πρακτικής που βασίζεται
• Είτε στην κουλτούρα των καθοδηγητών της εκάστοτε εταιρικής πολιτικής και διακυβέρνησης
• Είτε στις επιταγές του διεθνούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος όπως αυτές διαμορφώνονται
προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα θέλω των ενδιαφερόμενων μερών.
ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Σε ότι αφορά την κανονιστική εφαρμοστική πολιτική ειδικά σε Ευρωπαϊκό
και Εθνικό επίπεδο ενδεικτικά αναφέρουμε:

➢Την υποχρέωση εκπόνησης Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων

➢the European Directives 2013/34/EU and 2014/95/EU (CSR Initiatives) and for
businesses that are established or operating in Greece are obliged to follow the EU
Directive by the n. 4403/2016 law.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ (ΜΠΕ)


Στο πλαίσιο των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης απαιτούνται τα κατάλληλα εργαλεία που
θα επιτρέψουν να εκτιμηθούν οι συνέπειες που προκαλούν έργα και δραστηριότητες στο
περιβάλλον. Ως ίσως το σημαντικότερο σε επίπεδο ΕΕ έχει ορισθεί η ΜΠΕ με βάση την
οποία εγκρίνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για τη κατασκευή και λειτουργία των έργων
και των δραστηριοτήτων.
Στη βάση των σύγχρονων εξελίξεων και απαιτήσεων συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, οι
προδιαγραφές εκπόνησης των ΜΠΕ λαμβάνουν πλέον υπόψη τους την εφαρμογή και
εθελοντικών εργαλείων εκ μέρους τους, όπως τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης
EMAS & ISO 14001. Η εφαρμογή των συγκεκριμένων συστημάτων από τις ελληνικές
επιχειρήσεις δύναται να λειτουργήσει ως κίνητρο καθώς επιτρέπει λιγότερη γραφειοκρατία
ελέγχου καθώς και μεγαλύτερη διάρκεια ισχύος της έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων
που τίθενται.
EUROPEAN DIRECTIVES 2013/34/EU AND 2014/95/EU
(CSR INITIATIVES) & N. 4403/2016 OF GREEK LAW
Τα τελευταία χρόνια, οι επιχειρήσεις συναντούν τεράστιο αριθμό οικονομικών, κοινωνικών
και περιβαλλοντικών ζητημάτων. Προκειμένου να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ τους,
θεωρείται χρήσιμο να καθοριστούν οι κίνδυνοι μαζί με τα μέτρα που κάθε εταιρεία πρέπει
να λάβει και να δημοσιεύσει τις απαραίτητες μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες, υπό την
εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ένωση
Οδηγίες 2013/34 / ΕΕ και 2014/95 / ΕΕ (Πρωτοβουλίες ΕΚΕ).

Πρόσφατα, το 2014, εισήχθη η Οδηγία 2014/95 / ΕΕ της ΕΕ και απαιτεί


βασικά από εταιρείες, με συγκεκριμένα λειτουργικά χαρακτηριστικά, να
υποβάλλουν εκθέσεις σχετικά με τη μη χρηματοοικονομική τους απόδοση.
Η οδηγία 2014/95 / ΕΕ, η οποία έχει θεωρηθεί ως ιστορικό βήμα προόδου,
αφορά την αναφορά εταιρικών μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών και
πρέπει να διαφοροποιείται από την οικονομική αναφορά.
Οι οικονομικές εκθέσεις ως γνωστόν περιλαμβάνουν τον ισολογισμό, τις
ταμειακές ροές και άλλες σχετικές πληροφορίες, ενώ η οδηγία 2014/95 /
ΕΕ περιλαμβάνει τις πληροφορίες κοινωνικής, περιβαλλοντικής και
ανθρωπίνων δικαιωμάτων της εταιρείας (Catelle, 2018).
Η πιο σημαντική πτυχή της οδηγίας είναι ότι καθιστά υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις να
αναφέρουν μεγαλύτερα κομμάτια του επιχειρηματικού τους μοντέλου, την πολιτική και
τους λειτουργικούς κινδύνους, κάτι πολύ πιο διαφορετικό και λεπτομερές σε σχέση με την
αναφορά ΕΚΕ, όπου μόνο περιβαλλοντικά, κοινωνικά και υπάλληλοι έχουν σημασία ως
προς την εθελοντική δημοσιοποίηση. (Gergely & Sorensen, 2015)
Η οδηγία αποτελεί ένα μεγάλο και καινοτόμο βήμα προς τη νομοθεσία της ΕΕ, διότι πριν
από αυτό έχει δοθεί πολύ λίγη προσοχή στην αποκάλυψη μη χρηματοοικονομικών
πληροφοριών, καθώς δεν ήταν υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις. (Gergely & Sorensen,
2015)

Ένα άλλο στοιχείο αυτής της οδηγίας είναι ότι προτείνει εταιρείες με μέσο αριθμό
εργαζομένων 500, να περιλαμβάνουν μη χρηματοοικονομικές πληροφορίες σχετικά με την
ανάπτυξη, την απόδοση και τη θέση της εταιρείας καθώς και τις επιπτώσεις της
δραστηριότητάς της. Επιπλέον, αναφέρονται περιβαλλοντικά, κοινωνικά θέματα, θέματα
εργαζομένων και δωροδοκίας, ανθρώπινα δικαιώματα και καταπολέμηση της διαφθοράς
(Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014).
Ο κύριος στόχος της οδηγίας 2014/95 / ΕΕ είναι η ενίσχυση της διαφάνειας, της σημασίας
και της συνοχής των μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της
οδηγίας, θα πρέπει να ληφθούν νομοθετικά και διοικητικά μέτρα από τα κράτη μέλη
προκειμένου να ενισχυθεί ο ρόλος της επιχείρησής τους (Lament, 2015).
Στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της ανωτέρω οδηγίας σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα οι
επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες ή λειτουργούν στην Ελλάδα υποχρεούνται να
ακολουθούν την Οδηγία της ΕΕ 4403/2016.
Η αποκάλυψη των ανωτέρω πληροφοριών σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας τους και τη
διαχείριση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων βοηθά τους επενδυτές, τους
καταναλωτές, τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και άλλους ενδιαφερόμενους να
αξιολογήσουν τη μη χρηματοοικονομική απόδοση των μεγάλων εταιρειών και ενθαρρύνει
αυτές τις εταιρείες να αναπτύξουν μια υπεύθυνη προσέγγιση στις επιχειρήσεις (Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, 2018).

Ένα από τα κύρια ζητήματα σχετικά με την αναφορά μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών,


ήταν η ανακρίβεια των παρουσιαζόμενων δεδομένων, η οποία οφείλεται στο υφιστάμενο
κανονιστικό κενό. Σύμφωνα με αυτό το ζήτημα, η ΕΕ έκανε μια βαθιά έρευνα σχετικά με την
αναφορά ακριβών πληροφοριών σχετικά με μη χρηματοοικονομικές εκθέσεις. Η οδηγία
2014/95 / ΕΕ ήταν η λύση σε αυτό το πρόβλημα, αν και εφαρμόστηκε μόνο σε μεγάλες
οντότητες με περισσότερους από 500 υπαλλήλους. (Lament, 2018) Η οδηγία 2014/95 / ΕΕ είναι
τροποποίηση της προηγούμενης οδηγίας 2013/34 / ΕΕ.
Αυτή η ταχεία μετάβαση από τη μία οδηγία στην άλλη έφερε, ως αποτέλεσμα, την παραβίαση
από πολλά κράτη μέλη υποχρεωτικών απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων και μόνο ο αριθμός
2.000 εταιρειών (<10% των μεγαλύτερων εταιρειών της ΕΕ) κατάφερε να αποκαλύψει μη
χρηματοοικονομικές πληροφορίες . Αυτή η διαφορά μεταξύ του στυλ αναφοράς και των
υποχρεωτικών πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνουν οι επιχειρήσεις, οδήγησε σε
μεγάλη ποικιλομορφία και συνεπώς περιορισμένη συγκρισιμότητα μεταξύ των αναφορών.
(Catelle, 2018)
Η οδηγία 2014/95 / ΕΕ αποτελεί το επόμενο βήμα για την υποβολή εκθέσεων ΕΚΕ στην
Ευρώπη, καθώς αναγκάζει τις μεγάλες εταιρείες να αναφέρουν μη χρηματοοικονομικές
πληροφορίες και εφαρμόζει ένα κοινό πρότυπο για αυτές τις οντότητες στο πλαίσιο
αναφοράς. Μια άλλη σημαντική πτυχή της οδηγίας είναι ότι έμμεσα αναγκάζει τις εταιρείες
να επανεξετάσουν τις ενέργειές τους και, ως εκ τούτου, τις δημοσιεύουν στην έκθεση.
Ως αποτέλεσμα, οι επιχειρήσεις πρέπει να ανακαλύψουν νέους και βιώσιμους τρόπους
άσκησης. (Ogrean, 2017) Ο ελληνικός νόμος για τις μη χρηματοοικονομικές εκθέσεις
εφαρμόζεται σύμφωνα με τον νόμο 4403/2016 και ευθυγραμμίζεται με τις οδηγίες της ΕΕ
2014/34 / ΕΕ και 2014/95 / ΕΕ. Οι ελληνικές εταιρείες θα πρέπει να υιοθετήσουν αυτόν
τον νόμο και να παρουσιάσουν μη οικονομικές καταστάσεις, προκειμένου να εκπληρώσουν
τις υποχρεώσεις τους (Dalietou, 2017).
ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
• Επιχειρηματικό μοντέλο: Το επιχειρηματικό μοντέλο περιγράφει πώς μια οντότητα δημιουργεί και διατηρεί την αξία
της, μέσω των προϊόντων ή των υπηρεσιών της μακροπρόθεσμα. Επιπλέον, οι οντότητες μπορούν να παρουσιάσουν το
επιχειρηματικό περιβάλλον, την οργάνωση και τη δομή τους, τις αγορές στις οποίες αναλαμβάνουν δράση και τους
στόχους τους.
• Η πολιτική επιμέλειας: Είναι ευρέως γνωστό ότι οι πολιτικές δέουσας επιμέλειας, οι οποίες αναλαμβάνονται από
εταιρείες, στοχεύουν στη διασφάλιση της υποστήριξης ενός πολύ ειδικού στόχου. Αυτός ο στόχος μπορεί να είναι για
τον εντοπισμό, την πρόληψη και τον μετριασμό των υφιστάμενων και πιθανών δυσμενών επιπτώσεων.
• Αποτελέσματα πολιτικής: Τα αποτελέσματα της πολιτικής μπορούν να παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες, όπως για τα
ισχυρά και τα ευάλωτα μέρη μιας οντότητας. Η μη οικονομική έκθεση θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τα αποτελέσματα
των εργασιών και των δραστηριοτήτων της εταιρείας. Η αναθεώρηση των αποτελεσμάτων θα πρέπει να περιλαμβάνει
σχετικές αναφορές, σχετικά με τους μη χρηματοοικονομικούς δείκτες.
• Πολιτική και διαχείριση των κινδύνων: Οι οντότητες οφείλουν να παρουσιάσουν μια δίκαιη, συνδετική και
ολοκληρωμένη περιγραφή των πιο σοβαρών κινδύνων που πρέπει να αντιμετωπίσουν, μαζί με μια σαφή εξήγηση του
τρόπου με τον οποίο χειρίζονται αυτούς τους κινδύνους και επίσης τον τρόπο με τον οποίο μετριούνται.
• Χρηματοοικονομικοί και μη χρηματοοικονομικοί δείκτες: Οι οντότητες μπορούν να παρουσιάσουν έναν συνδυασμό
γενικών χρηματοοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών, σύμφωνα με την κατάσταση όσον αφορά τους
στρατηγικούς τους στόχους, που παρουσιάζονται στην έκθεση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών.

• Περιβαλλοντικά ζητήματα: Η οντότητα πρέπει να παρέχει πληροφορίες σχετικά με την πρόληψη και τον
έλεγχο της ρύπανσης, τις περιβαλλοντικές συνέπειες από τη χρήση ενέργειας, τις άμεσες και έμμεσες
εκπομπές στην ατμόσφαιρα, την προστασία της βιοποικιλότητας, τους υδρόβιους πόρους και τη
διαχείριση των αποβλήτων.
• Θέματα κοινωνικού και εργασιακού χώρου: Οι οντότητες πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με
κοινωνικά και εργασιακά θέματα. Επιπλέον, οι εταιρείες οφείλουν να αναφέρονται σε θέματα όπως η
ανομοιότητα των φύλων και η ίση μεταχείριση στον χώρο εργασίας.
• Σεβασμός στα Ανθρώπινα Δικαιώματα: Οι πληροφορίες που μπορεί να παρέχει μια οντότητα μπορεί να
αφορούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, τις μικρές ή μεγάλες κοινότητες που ασχολούνται με τις
δραστηριότητες της εταιρείας. Οφείλουν επίσης να καταστρέψουν τη βία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
• Κατά της διαφθοράς και της δωροδοκίας: Οι οντότητες αναμένεται να παρέχουν πληροφορίες σχετικά
με τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη δωροδοκία. Επίσης,
μπορούν, εξηγώντας πώς αξιολογούν την καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας, να λάβουν
μέτρα για την πρόληψη ή τον μετριασμό αυτών των εχθρικών επιπτώσεων.
• Ζητήματα εφοδιαστικής αλυσίδας: Οι οντότητες οφείλουν να παρουσιάζουν υλικό σχετικά με ζητήματα
της αλυσίδας εφοδιασμού που ενδέχεται να έχουν σημαντικές συνέπειες στην ανάπτυξη, την απόδοση
και τη θέση τους.
ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ (ΕΚΕ-CSR)
Έχει γίνει πολύ συζήτηση σχετικά με τις ευθύνες των επιχειρήσεων. Η οικονομική παραγωγικότητα
επηρεάζει την ποιότητα ζωής μιας κοινωνίας και άλλους κοινωνικούς, πολιτικούς και περιβαλλοντικούς
παράγοντες. Αυτό είναι όπου η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη συνδέεται και συμβάλλει σε μια πιο
ισορροπημένη κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων όλων των παραπάνω τομέων (Cragg, Schwartz &
Weitzner, 2009). Ο όρος CSR έχει γίνει όλο και πιο κοινός στον επιχειρηματικό κόσμο τις τελευταίες
δεκαετίες. Ωστόσο, γνωρίζει κανείς τι είναι η ΕΚΕ ή ποιος είναι ο ακριβής ορισμός της ΕΚΕ; Προφανώς, δεν
υπάρχει καθιερωμένος ορισμός για την ΕΚΕ.
Ο Διεθνής Οργανισμός Τυποποίησης (ISO) έχει δηλώσει, ότι η ΕΚΕ είναι μια έννοια που είναι δύσκολο να
εξηγηθεί και για αυτόν τον λόγο, δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός για να το προσδιορίσει (Schwartz,
2011). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ) αναφέρεται σε εταιρείες
που αναλαμβάνουν την ευθύνη για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πιστεύει ότι
η ΕΚΕ είναι σημαντική για τη βιωσιμότητα, την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία των επιχειρήσεων της
ΕΕ και της οικονομίας της ΕΕ. Προσφέρει οφέλη για τη διαχείριση κινδύνων, την εξοικονόμηση κόστους, την
πρόσβαση στο κεφάλαιο, τις σχέσεις με τους πελάτες και τη διαχείριση ανθρώπινων πόρων »(Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, 2018α).
Η εταιρική κοινωνική ευθύνη σημαίνει παροχή αξίας στις αμοιβαία
αξιόπιστες σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των επιχειρήσεων, των ομάδων
ενδιαφερομένων, του οικονομικού συστήματος και της κοινωνίας στην
οποία υπάρχουν. Είναι ένας διαμεσολαβητής μεταξύ της επιχείρησης και
της κοινωνίας και ο τρόπος συζήτησης των υποχρεώσεών τους, ένας τρόπος
να λύσεις για το πώς μπορούν να εκπληρωθούν αυτές οι υποχρεώσεις και
πιο απλά, η ΕΚΕ αντιμετωπίζει τη σύνδεση μιας εταιρείας με τα
ενδιαφερόμενα μέρη της (Werther & Chandler, 2011).

Στη σημερινή αγορά:


➢οι πελάτες θέλουν να αγοράσουν προϊόντα από εταιρείες και επιχειρήσεις που
εμπιστεύονται,
➢οι προμηθευτές θέλουν να έχουν τις καλύτερες επιχειρηματικές σχέσεις με εταιρείες στις
οποίες μπορούν να βασίζονται,
➢οι εργαζόμενοι θέλουν να εργαστούν για μια εταιρεία που κάνει το καλύτερο που μπορεί
και έχουν σεβασμό γι 'αυτήν και
➢οι ΜΚΟ θέλουν να συνεργαστούν με εταιρείες που έχουν τους ίδιους στόχους.

Όλοι αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους η ΕΚΕ είναι σημαντική επειδή επηρεάζει τις
δραστηριότητες των περισσότερων εταιρειών (Werther & Chandler, 2011).
Ορισμένες από τις πρωτοβουλίες ΕΚΕ, όπως η διαχείριση του περιβαλλοντικού, κοινωνικού
και οικονομικού κόστους παραγωγής αποτελούν ουσιαστικό μέρος της ανταπόκρισης του
ιδιωτικού τομέα. Ένα σημαντικό, επίσης, στοιχείο της ΕΚΕ είναι η διαχείριση των
οικονομικών επιπτώσεων των επιχειρήσεων και εκτός από αυτό είναι μια ευκαιρία να
διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία μιας εταιρείας (Canada Industry,
2014).
Με μη χρηματοοικονομικές αναφορές, σημαντικές πληροφορίες και οι κύριοι στόχοι μιας
εταιρείας μπορούν να είναι προσβάσιμες στην κοινότητα και ιδιαίτερα σε πολλούς
ενδιαφερόμενους, προκειμένου να έχουν μια σαφέστερη άποψη για περιβαλλοντικά και
κοινωνικά θέματα. Επίσης, οι μη χρηματοοικονομικές αναφορές μπορούν να ενισχύσουν
την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα μιας εταιρείας, καθώς οι μη
χρηματοοικονομικές πληροφορίες οδηγούν σε οικονομική βελτίωση και για το λόγο αυτό, οι
περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις πραγματοποιούν μη χρηματοοικονομικές εκθέσεις
(Ernst & Young & Boston College Center 2014).
Επένδυση και ανάλυση ESG (Environmental, Social, and
Governance)
Το Chartered Financial Analyst (CFA) Institute έχει εισάγει την οικονομική
ανάλυση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και παραγόντων εταιρικής
διακυβέρνησης (ESG). Η ανάλυση ESG έχει γίνει όλο και πιο σημαντικό μέρος
της επενδυτικής διαδικασίας. Οι επενδυτές ενσωματώνουν δεδομένα ESG
στην επενδυτική διαδικασία για να αποκτήσουν πληρέστερη κατανόηση των
εταιρειών στις οποίες επενδύουν.
ESG σημαίνει Περιβάλλον, Κοινωνία και Διακυβέρνηση. Οι επενδυτές
εφαρμόζουν όλο και περισσότερο αυτούς τους μη χρηματοοικονομικούς
παράγοντες ως μέρος της διαδικασίας ανάλυσής τους για τον εντοπισμό
σημαντικών κινδύνων και ευκαιριών ανάπτυξης.

Οι μετρήσεις επιδόσεων ESG δεν αποτελούν συνήθως μέρος της υποχρεωτικής


χρηματοοικονομικής αναφοράς, αν και οι εταιρείες κάνουν ολοένα και περισσότερες
γνωστοποιήσεις στην ετήσια έκθεσή τους ή σε μια αυτόνομη αναφορά βιωσιμότητας.
Πολλά ιδρύματα, όπως το Συμβούλιο Λογιστικών Προτύπων Αειφορίας (SASB), η
Παγκόσμια Πρωτοβουλία Αναφοράς (GRI) και η Ομάδα Εργασίας για τις
Χρηματοοικονομικές Γνωστοποιήσεις που σχετίζονται με το Κλίμα (TCFD) εργάζονται
για να διαμορφώσουν πρότυπα και να καθορίσουν την ουσία για να διευκολύνουν την
ενσωμάτωση αυτών των παραγόντων στην επενδυτική διαδικασία.
Τα κριτήρια προστασίας περιβάλλοντος, κοινωνικής ανταπόκρισης και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) είναι ένα
σύνολο προτύπων για τις λειτουργίες μιας εταιρείας που οι κοινωνικά συνειδητοί επενδυτές χρησιμοποιούν για
τον έλεγχο πιθανών επενδύσεων. Τα περιβαλλοντικά κριτήρια εξετάζουν την απόδοση μιας εταιρείας ως
διαχειριστή των επιπτώσεων της στη φύση αλλά και ως προς την ανάληψη επιπρόσθετων πρωτοβουλιών για την
προστασία, διαχείριση και ανάδειξη του περιβάλλοντος. Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν πώς διαχειρίζεται τις
σχέσεις με υπαλλήλους, προμηθευτές, πελάτες και τις τοπικές κοινότητες όπου λειτουργεί. Η εταιρική
διακυβέρνηση ασχολείται με την ηγεσία μιας εταιρείας, τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών, τους ελέγχους
πιστοποιήσεων, τους εσωτερικούς ελέγχους και τα δικαιώματα των μετόχων.

Βασικά Συμπεράσματα

Τα κριτήρια περιβάλλοντος, κοινωνικής ανταπόκρισης και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) είναι ένας ολοένα και
πιο δημοφιλής τρόπος για τους επενδυτές να αξιολογούν εταιρείες στις οποίες μπορεί να θέλουν να επενδύσουν.

➢ Πολλά αμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακές εταιρείες και σύμβουλοι επιχειρήσεων προσφέρουν τώρα
προϊόντα που χρησιμοποιούν κριτήρια ESG.

➢ Τα κριτήρια ESG μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους επενδυτές να αποφύγουν εταιρείες που ενδέχεται να
ενέχουν μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κίνδυνο λόγω των περιβαλλοντικών ή άλλων πρακτικών τους.
• Επενδυτικές Τάσεις ESG
Καθώς οι επενδύσεις της ESG επιταχύνουν τη ζήτηση, εμφανίζονται πολλές βασικές τάσεις -
από την κλιματική αλλαγή έως την κοινωνική αναταραχή. Η πανδημία του κορονοϊού,
ειδικότερα, έχει εντείνει τις συζητήσεις σχετικά με τη διασύνδεση της βιωσιμότητας και του
χρηματοοικονομικού συστήματος. Το CFA Institute πρωτοστατεί στον χρηματοπιστωτικό κλάδο
παράγοντας πολύτιμη έρευνα, προσκαλώντας εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες για
συζήτηση και θέτοντας πρότυπα για να επιτρέψει την ενσωμάτωση της επένδυσης ESG.
• Παράγοντες ESG
Δεν υπάρχει καμία εξαντλητική λίστα παραδειγμάτων ESG. Οι παράγοντες ESG είναι συχνά
αλληλένδετοι και μπορεί να είναι δύσκολο να ταξινομηθεί ένα ζήτημα ESG ως μόνο
περιβαλλοντικό, κοινωνικό ή ζήτημα διακυβέρνησης.
Αυτοί οι παράγοντες ESG μπορούν συχνά να μετρηθούν (π.χ., τι είναι ο κύκλος εργασιών των
εργαζομένων για μια εταιρεία), αλλά μπορεί να είναι δύσκολο να τους εκχωρηθεί μια χρηματική
αξία (π.χ., το κόστος του κύκλου εργασιών των εργαζομένων για μια εταιρεία).

Περιβαλλοντικοί Παράγοντες
• Διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος
✓ Κλιματική αλλαγή και εκπομπές άνθρακα

✓ Ρύπανση του αέρα και των υδάτων

✓ Βιοποικιλότητα- Αποψίλωση των δασών

✓ Ενεργειακής απόδοσης

✓ Διαχείριση των αποβλήτων

✓ Λειψυδρία

Κοινωνικοί Παράγοντες
• Εξέταση των ανθρώπων και των σχέσεων
✓ Ικανοποίηση των πελατών

✓ Προστασία δεδομένων και απόρρητο

✓ Φύλο και ποικιλομορφία

✓ Εργασιακή δέσμευση

✓ Κοινοτικές σχέσεις

✓ Ανθρώπινα δικαιώματα

✓ Πρότυπα εργασίας
• Διακυβέρνηση
• Πρότυπα για τη λειτουργία μιας εταιρείας
• Σύνθεση διοικητικού συμβουλίου
• Δομή επιτροπής ελέγχου
• Δωροδοκία και διαφθορά
• Εκτελεστική αποζημίωση
• Λόμπι
• Πολιτικές συνεισφορές
• Σχέδια καταγγελίας

• ESG έναντι SRI (Socially Responsible Investing)


Η επενδυτική προσέγγιση ESG αναπτύχθηκε στη βάση της φιλοσοφίας των επενδύσεων του Socially Responsible Investing (SRI), αλλά
υπάρχουν βασικές διαφορές. Τα προηγούμενα μοντέλα χρησιμοποιούν συνήθως εκτιμήσεις αξίας και αρνητικό έλεγχο για να αποφασίσουν
σε ποιες εταιρείες θα επενδύσουν. Από την άλλη πλευρά, η επένδυση και η ανάλυση της ESG εξετάζει την εύρεση «αξίας» σε εταιρείες - όχι
μόνο στη στήριξη ενός συνόλου τιμών.
ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (ESG)
• Τα περιβαλλοντικά κριτήρια μπορεί να περιλαμβάνουν τη χρήση ενέργειας μιας εταιρείας, τα απόβλητα, τη ρύπανση,
τη διατήρηση των φυσικών πόρων και την διαχείριση των ζώων. Τα κριτήρια μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για
την αξιολόγηση τυχόν περιβαλλοντικών κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσει μια εταιρεία και πώς η εταιρεία
διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους. Για παράδειγμα, υπάρχουν ζητήματα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία
μολυσμένης γης, τη διάθεση επικίνδυνων αποβλήτων, τη διαχείριση τοξικών εκπομπών ή τη συμμόρφωσή του με τους
κυβερνητικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς;
• Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν τις επιχειρηματικές σχέσεις της εταιρείας. Λειτουργεί με προμηθευτές που έχουν τις
ίδιες τιμές όπως ισχυρίζεται ότι κατέχει; Η εταιρεία δωρίζει ένα ποσοστό των κερδών της στην τοπική κοινότητα ή
ενθαρρύνει τους υπαλλήλους να εκτελέσουν εθελοντική εργασία εκεί; Oι συνθήκες εργασίας της εταιρείας πρέπει να
δείχνουν σεβασμό στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων της; Τέλος τα κοινωνικά κριτήρια λαμβάνουν υπόψη
τα συμφέροντα άλλων ενδιαφερομένων.
• Όσον αφορά τη διακυβέρνηση, οι επενδυτές μπορεί να θέλουν να γνωρίζουν ότι μια εταιρεία χρησιμοποιεί ακριβείς
και διαφανείς λογιστικές μεθόδους και ότι οι μέτοχοι έχουν την ευκαιρία να ψηφίσουν για σημαντικά θέματα. Μπορεί
επίσης να θέλουν διαβεβαιώσεις ότι οι εταιρείες αποφεύγουν συγκρούσεις συμφερόντων για την επιλογή των μελών
του διοικητικού συμβουλίου, δεν χρησιμοποιούν πολιτικές παρεμβάσεις για να λάβουν αδικαιολόγητα ευνοϊκή
μεταχείριση και, φυσικά, δεν ασχολούνται με παράνομες πρακτικές.
• Καμία μεμονωμένη εταιρεία δεν μπορεί να περάσει κάθε δοκιμή σε κάθε κατηγορία, φυσικά, έτσι οι
επενδυτές πρέπει να αποφασίσουν τι είναι πιο σημαντικό για αυτούς. Σε πρακτικό επίπεδο, οι
επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν κριτήρια ESG πρέπει επίσης να θέσουν προτεραιότητες. Για
παράδειγμα, η Trillium Asset Management με έδρα τη Βοστώνη, με διαχείριση 2,8 δισεκατομμυρίων
δολαρίων από τον Μάρτιο του 2020, χρησιμοποιεί μια επιλογή παραγόντων ESG για να βοηθήσει στον
εντοπισμό εταιρειών που έχουν ισχυρή μακροπρόθεσμη απόδοση.

• Καθορισμένα εν μέρει από αναλυτές που εντοπίζουν ζητήματα που αντιμετωπίζουν διαφορετικούς
τομείς και βιομηχανίες, τα κριτήρια ESG της Trillium περιλαμβάνουν την αποφυγή εταιρειών με γνωστή
έκθεση στην εξόρυξη άνθρακα και σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό των εσόδων τους από πυρηνική
ενέργεια ή όπλα. Αποφεύγει επίσης την επένδυση σε εταιρείες με σημαντικές πρόσφατες ή
συνεχιζόμενες αντιπαραθέσεις που σχετίζονται με διακρίσεις στο χώρο εργασίας, εταιρική διακυβέρνηση
και καλή μεταχείριση των ζώων, μεταξύ άλλων ζητημάτων.
Μετρητικά Συστήματα ESG
Δεν υπάρχει τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό ή την
παρουσίαση διαφορετικών μετρήσεων ESG. Οι επενδυτές μπορούν να
χρησιμοποιήσουν μια ποικιλία αναλυτικών προσεγγίσεων και πηγών
δεδομένων για την αντιμετώπιση ζητημάτων ESG, συμπεριλαμβανομένης
της στάθμισης για το ενδιαφέρον των πελατών και τη δυνητική αξία. Η
κατανόηση των σχετικών πλεονεκτημάτων και των περιορισμών των
διαφορετικών μετρήσεων μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας
πληρέστερης εικόνας των κινδύνων και των ευκαιριών ESG.
BEST ESG COMPANIES: TOP 50 STOCKS FOR
ENVIRONMENTAL, SOCIAL AND GOVERNANCE VALUES

https://www.investors.com/news/esg-companies-list-best-esg-stocks-
environmental-social-governance-values/

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ


(UNITED NATIONS GLOBAL COMPACT)
Το Παγκόσμιο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών είναι μια στρατηγική πρωτοβουλία που υποστηρίζει
παγκόσμιες εταιρείες που έχουν δεσμευτεί για υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές στους τομείς των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εργασίας, του περιβάλλοντος και της διαφθοράς. Αυτή η πρωτοβουλία του
ΟΗΕ προωθεί δραστηριότητες που συμβάλλουν στους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης για τη δημιουργία
ενός καλύτερου κόσμου. είναι μια στρατηγική πρωτοβουλία που υποστηρίζει παγκόσμιες εταιρείες που
έχουν δεσμευτεί για υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της
εργασίας, του περιβάλλοντος και της διαφθοράς. Αυτή η πρωτοβουλία του ΟΗΕ προωθεί δραστηριότητες
που συμβάλλουν στους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης για τη δημιουργία ενός καλύτερου κόσμου.KEY
Συμπεράσματα
Το Παγκόσμιο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών είναι μια πρωτοβουλία που οι παγκόσμιες εταιρείες
μπορούν να προσυπογράψουν για να δεσμευτούν για υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές στους τομείς
των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της εργασίας, του περιβάλλοντος και της διαφθοράς.
Το Οικουμενικό Σύμφωνο του ΟΗΕ έχει 10 αρχές λειτουργίας που περιγράφουν αυτές τις τιμές.
Για παράδειγμα, μια εταιρεία που αποτελεί μέρος του Οικουμενικού Συμφώνου του ΟΗΕ θα μπορούσε να
δεσμευτεί να παρέχει δωρεάν πρόσβαση Wi-Fi σε απομακρυσμένες περιοχές του κόσμου.
The United Nations Global Compact’s 10 Principles for Businesses
The 10 principles for businesses, as stated on the UN Global Compact’s website, are the following:

Το Παγκόσμιο Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών βασίζεται σε 10 αρχές που θα πρέπει να καθορίζουν το
σύστημα αξίας και την προσέγγιση μιας επιχείρησης στην επιχειρηματική δραστηριότητα. Αυτές οι αρχές
θεμελιώθηκαν συλλογικά στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στη Διακήρυξη της
Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για τις Θεμελιώδεις Αρχές και Δικαιώματα στην Εργασία, στη Διακήρυξη του
Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς. Οι
εταιρείες μέλη αναμένεται να ασχοληθούν με συγκεκριμένες επιχειρηματικές πρακτικές που ωφελούν τους
ανθρώπους και τον πλανήτη επιδιώκοντας την κερδοφορία με ακεραιότητα.

Principle 1: Support and respect the protection of internationally proclaimed human rights.
Principle 2: Ensure that business practices are not complicit in human rights abuses.
Principle 3: Uphold the freedom of association and the effective recognition of the right to collective bargaining.
Principle 4: Eliminate all forms of forced and compulsory labor.
Principle 5: Abolish child labor.
Principle 6: Eliminate discrimination in employment and occupation.
Principle 7: Adopt a precautionary approach to environmental challenges.
Principle 8: Conduct environmentally responsible activities.
Principle 9: Encourage the development and diffusion of environmentally friendly technologies.
Principle 10: Fight corruption in all its forms including extortion and bribery.

• Οι 10 Αρχές του Οικουμενικού Συμφώνου του OΗΕ. Σύμφωνα με το UN Global Compact οι επιχειρήσεις οφείλουν
να:
1. υποστηρίζουν και να σέβονται την προστασία των διεθνώς διακηρυγμένων ανθρωπίνων δικαιωμάτων
2.διασφαλίζουν ότι οι δικές τους δραστηριότητες δεν εμπλέκονται σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων
3.προασπίζονται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και την αποτελεσματική αναγνώριση του δικαιώματος της
συλλογικής διαπραγμάτευσης
4. προασπίζονται την εξάλειψη κάθε μορφής καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας
5. προασπίζονται την ουσιαστική κατάργηση της παιδικής εργασίας
6. προασπίζονται την εξάλειψη των διακρίσεων στις προσλήψεις και την απασχόληση
7. υποστηρίζουν μια προληπτική προσέγγιση ως προς τις περιβαλλοντικές προκλήσεις
8. αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την προώθηση μεγαλύτερης περιβαλλοντικής υπευθυνότητας
9.ενθαρρύνουν την ανάπτυξη και διάδοση φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών και
10. αντιτίθενται σε κάθε μορφής διαφθορά, συμπεριλαμβανομένων του εκβιασμού και της δωροδοκίας
Κίνητρα για επιχειρήσεις για την υποστήριξη του Παγκόσμιου Συμφώνου του ΟΗΕ

Οι εταιρείες ενδέχεται να επιλέξουν να συμμετάσχουν, λόγω της σημασίας των εταιρικών


κωδίκων δεοντολογίας για την ανάπτυξη και διατήρηση θετικών σχέσεων με πελάτες,
υπαλλήλους και άλλους ενδιαφερόμενους, και για την αποφυγή κανονιστικών και νομικών
προβλημάτων. Οι επιχειρήσεις μπορούν να υποστηρίξουν το σύμφωνο για το καλό, αλλά
και επειδή λειτουργούν σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με τη φτώχεια και την ανισότητα
όπου το κράτος δικαίου είναι αδύναμο μπορεί να βλάψει τη φήμη και την κατώτατη
γραμμή της εταιρείας.
Επιπλέον, οι εταιρείες που δεσμεύονται για βιωσιμότητα μπορεί να έχουν πλεονέκτημα
στην πρόσβαση σε ανεκμετάλλευτες αγορές, την προσέλκυση και διατήρηση
επιχειρηματικών εταίρων, την ανάπτυξη καινοτόμων νέων προϊόντων και υπηρεσιών ενώ
λειτουργούν σε περιβάλλον χαμηλού κινδύνου και ενθάρρυνση της ικανοποίησης και της
παραγωγικότητας των εργαζομένων.
Ένα παράδειγμα βιώσιμης δραστηριότητας από μια εταιρεία μέλος είναι να υποστηρίξει
χωρίς αποκλεισμούς, δίκαιη ποιοτική εκπαίδευση και να προωθήσει ευκαιρίες διά βίου
μάθησης για όλους. Μια εταιρεία μπορεί να συνεργαστεί με κυβερνήσεις και άλλες
εταιρείες για τη δημιουργία τεχνολογίας ανοιχτού κώδικα. Αυτή η τεχνολογία μπορεί να
προσφέρει εκπαίδευση σε δυσπρόσιτες κοινότητες και να αναπτύξει μαθησιακό υλικό
χαμηλού κόστους για σχολεία με λιγότερους πόρους.
Θεματική Ενότητα 3: Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη –Βιβλιογραφική Επισκόπηση (Αρχές,
Πρακτικές, Πρότυπα, Εννοιολογική Προσέγγιση της Λογοδοσίας Δείκτες Λογοδοσίας
Συμμετοχικότητα Ενδιαφερόμενων Ομάδων & Ανάλυση Ουσιαστικότητας επιχειρήσεων ή
οργανισμών κ.α.)

Τίτλος διάλεξης: Επένδυση και ανάλυση ESG


(Environmental, Social, and Governance

Το Chartered Financial Analyst (CFA) Institute έχει εισάγει την


οικονομική ανάλυση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και παραγόντων
διακυβέρνησης επιχειρήσεων (ESG). Η ανάλυση ESG έχει γίνει όλο και
πιο σημαντικό μέρος της επενδυτικής διαδικασίας. Οι επενδυτές
ενσωματώνουν δεδομένα ESG στην επενδυτική διαδικασία για να
αποκτήσουν πληρέστερη κατανόηση των εταιρειών στις οποίες
επενδύουν.
ESG σημαίνει Περιβάλλον, Κοινωνία και Διακυβέρνηση. Οι επενδυτές
εφαρμόζουν όλο και περισσότερο αυτούς τους μη χρηματοοικονομικούς
παράγοντες ως μέρος της διαδικασίας ανάλυσής τους για τον εντοπισμό
σημαντικών κινδύνων και ευκαιριών ανάπτυξης.
Οι μετρήσεις επιδόσεων ESG δεν αποτελούν συνήθως μέρος της υποχρεωτικής
χρηματοοικονομικής αναφοράς, αν και οι εταιρείες κάνουν ολοένα και περισσότερες
γνωστοποιήσεις στην ετήσια έκθεσή τους ή σε μια αυτόνομη αναφορά βιωσιμότητας.
Πολλά ιδρύματα, όπως το Συμβούλιο Λογιστικών Προτύπων Αειφορίας (SASB), η
Παγκόσμια Πρωτοβουλία Αναφοράς (GRI) και η Ομάδα Εργασίας για τις
Χρηματοοικονομικές Γνωστοποιήσεις που σχετίζονται με το Κλίμα (TCFD) εργάζονται
για να διαμορφώσουν πρότυπα και να καθορίσουν την ουσία για να διευκολύνουν την
ενσωμάτωση αυτών των παραγόντων στην επενδυτική διαδικασία.
Τα κριτήρια προστασίας περιβάλλοντος, κοινωνικής ανταπόκρισης και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) είναι ένα
σύνολο προτύπων για τις λειτουργίες μιας εταιρείας που οι κοινωνικά συνειδητοί επενδυτές χρησιμοποιούν για
τον έλεγχο πιθανών επενδύσεων. Τα περιβαλλοντικά κριτήρια εξετάζουν την απόδοση μιας εταιρείας ως
διαχειριστή των επιπτώσεων της στη φύση αλλά και ως προς την ανάληψη επιπρόσθετων πρωτοβουλιών για την
προστασία, διαχείριση και ανάδειξη του περιβάλλοντος. Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν πώς διαχειρίζεται τις
σχέσεις με υπαλλήλους, προμηθευτές, πελάτες και τις τοπικές κοινότητες όπου λειτουργεί. Η εταιρική
διακυβέρνηση ασχολείται με την ηγεσία μιας εταιρείας, τις αμοιβές των διευθυντικών στελεχών, τους ελέγχους
πιστοποιήσεων, τους εσωτερικούς ελέγχους και τα δικαιώματα των μετόχων.

Βασικά Συμπεράσματα

Τα κριτήρια περιβάλλοντος, κοινωνικής ανταπόκρισης και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG) είναι ένας ολοένα και
πιο δημοφιλής τρόπος για τους επενδυτές να αξιολογούν εταιρείες στις οποίες μπορεί να θέλουν να επενδύσουν.

➢ Πολλά αμοιβαία κεφάλαια, χρηματιστηριακές εταιρείες και σύμβουλοι επιχειρήσεων προσφέρουν τώρα
προϊόντα που χρησιμοποιούν κριτήρια ESG.

➢ Τα κριτήρια ESG μπορούν επίσης να βοηθήσουν τους επενδυτές να αποφύγουν εταιρείες που ενδέχεται να
ενέχουν μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κίνδυνο λόγω των περιβαλλοντικών ή άλλων πρακτικών τους.
• Επενδυτικές Τάσεις ESG
Καθώς οι επενδύσεις της ESG επιταχύνουν τη ζήτηση, εμφανίζονται πολλές βασικές τάσεις -
από την κλιματική αλλαγή έως την κοινωνική αναταραχή. Η πανδημία του κορανοϊού,
ειδικότερα, έχει εντείνει τις συζητήσεις σχετικά με τη διασύνδεση της βιωσιμότητας και του
χρηματοοικονομικού συστήματος. Το CFA Institute πρωτοστατεί στον χρηματοπιστωτικό κλάδο
παράγοντας πολύτιμη έρευνα, προσκαλώντας εμπειρογνώμονες και επαγγελματίες για
συζήτηση και θέτοντας πρότυπα για να επιτρέψει την ενσωμάτωση της επένδυσης ESG.
• Παράγοντες ESG
Δεν υπάρχει καμία εξαντλητική λίστα παραδειγμάτων ESG. Οι παράγοντες ESG είναι συχνά
αλληλένδετοι και μπορεί να είναι δύσκολο να ταξινομηθεί ένα ζήτημα ESG ως μόνο
περιβαλλοντικό, κοινωνικό ή ζήτημα διακυβέρνησης.
Αυτοί οι παράγοντες ESG μπορούν συχνά να μετρηθούν (π.χ., τι είναι ο κύκλος εργασιών των
εργαζομένων για μια εταιρεία), αλλά μπορεί να είναι δύσκολο να τους εκχωρηθεί μια χρηματική
αξία (π.χ., το κόστος του κύκλου εργασιών των εργαζομένων για μια εταιρεία).
Περιβαλλοντικοί Παράγοντες
• Διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος
✓ Κλιματική αλλαγή και εκπομπές άνθρακα

✓ Ρύπανση του αέρα και των υδάτων

✓ Βιοποικιλότητα- Αποψίλωση των δασών

✓ Ενεργειακής απόδοσης

✓ Διαχείριση των αποβλήτων

✓ Λειψυδρία

Κοινωνικοί Παράγοντες
• Εξέταση των ανθρώπων και των σχέσεων
✓ Ικανοποίηση των πελατών

✓ Προστασία δεδομένων και απόρρητο

✓ Φύλο και ποικιλομορφία

✓ Εργασιακή δέσμευση

✓ Κοινοτικές σχέσεις

✓ Ανθρώπινα δικαιώματα

✓ Πρότυπα εργασίας

• Διακυβέρνηση
• Πρότυπα για τη λειτουργία μιας εταιρείας
• Σύνθεση διοικητικού συμβουλίου
• Δομή επιτροπής ελέγχου
• Δωροδοκία και διαφθορά
• Εκτελεστική αποζημίωση
• Λόμπι
• Πολιτικές συνεισφορές
• Σχέδια καταγγελίας

• ESG έναντι SRI (Socially Responsible Investing)


Η επενδυτική προσέγγιση ESG αναπτύχθηκε στη βάση της φιλοσοφίας των επενδύσεων του Socially Responsible Investing (SRI), αλλά
υπάρχουν βασικές διαφορές. Τα προηγούμενα μοντέλα χρησιμοποιούν συνήθως εκτιμήσεις αξίας και αρνητικό έλεγχο για να αποφασίσουν
σε ποιες εταιρείες θα επενδύσουν. Από την άλλη πλευρά, η επένδυση και η ανάλυση της ESG εξετάζει την εύρεση «αξίας» σε εταιρείες - όχι
μόνο στη στήριξη ενός συνόλου τιμών.
ΠΩΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΝ ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΤΑΙΡΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ (ESG)
• Τα περιβαλλοντικά κριτήρια μπορεί να περιλαμβάνουν τη χρήση ενέργειας μιας εταιρείας, τα απόβλητα, τη ρύπανση,
τη διατήρηση των φυσικών πόρων και την επεξεργασία ζώων. Τα κριτήρια μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για
την αξιολόγηση τυχόν περιβαλλοντικών κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσει μια εταιρεία και πώς η εταιρεία
διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους. Για παράδειγμα, υπάρχουν ζητήματα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία
μολυσμένης γης, τη διάθεση επικίνδυνων αποβλήτων, τη διαχείριση τοξικών εκπομπών ή τη συμμόρφωσή του με τους
κυβερνητικούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς;
• Τα κοινωνικά κριτήρια εξετάζουν τις επιχειρηματικές σχέσεις της εταιρείας. Λειτουργεί με προμηθευτές που έχουν τις
ίδιες τιμές όπως ισχυρίζεται ότι κατέχει; Η εταιρεία δωρίζει ένα ποσοστό των κερδών της στην τοπική κοινότητα ή
ενθαρρύνει τους υπαλλήλους να εκτελέσουν εθελοντική εργασία εκεί; Oι συνθήκες εργασίας της εταιρείας πρέπει να
δείχνουν σεβασμό στην υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων της; Τέλος τα κοινωνικά κριτήρια λαμβάνουν υπόψη
τα συμφέροντα άλλων ενδιαφερομένων.
• Όσον αφορά τη διακυβέρνηση, οι επενδυτές μπορεί να θέλουν να γνωρίζουν ότι μια εταιρεία χρησιμοποιεί ακριβείς
και διαφανείς λογιστικές μεθόδους και ότι οι μέτοχοι έχουν την ευκαιρία να ψηφίσουν για σημαντικά θέματα. Μπορεί
επίσης να θέλουν διαβεβαιώσεις ότι οι εταιρείες αποφεύγουν συγκρούσεις συμφερόντων για την επιλογή των μελών
του διοικητικού συμβουλίου, δεν χρησιμοποιούν πολιτικές παρεμβάσεις για να λάβουν αδικαιολόγητα ευνοϊκή
μεταχείριση και, φυσικά, δεν ασχολούνται με παράνομες πρακτικές.
• Καμία μεμονωμένη εταιρεία δεν μπορεί να περάσει κάθε δοκιμή σε κάθε κατηγορία, φυσικά, έτσι οι
επενδυτές πρέπει να αποφασίσουν τι είναι πιο σημαντικό για αυτούς. Σε πρακτικό επίπεδο, οι
επιχειρήσεις επενδύσεων που ακολουθούν κριτήρια ESG πρέπει επίσης να θέσουν προτεραιότητες. Για
παράδειγμα, η Trillium Asset Management με έδρα τη Βοστώνη, με διαχείριση 2,8 δισεκατομμυρίων
δολαρίων από τον Μάρτιο του 2020, χρησιμοποιεί μια επιλογή παραγόντων ESG για να βοηθήσει στον
εντοπισμό εταιρειών που έχουν ισχυρή μακροπρόθεσμη απόδοση.

• Καθορισμένα εν μέρει από αναλυτές που εντοπίζουν ζητήματα που αντιμετωπίζουν διαφορετικούς
τομείς και βιομηχανίες, τα κριτήρια ESG της Trillium περιλαμβάνουν την αποφυγή εταιρειών με γνωστή
έκθεση στην εξόρυξη άνθρακα και σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό των εσόδων τους από πυρηνική
ενέργεια ή όπλα. Αποφεύγει επίσης την επένδυση σε εταιρείες με σημαντικές πρόσφατες ή
συνεχιζόμενες αντιπαραθέσεις που σχετίζονται με διακρίσεις στο χώρο εργασίας, εταιρική διακυβέρνηση
και καλή μεταχείριση των ζώων, μεταξύ άλλων ζητημάτων.
Μετρητικά Συστήματα ESG
Δεν υπάρχει τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό ή την
παρουσίαση διαφορετικών μετρήσεων ESG. Οι επενδυτές μπορούν να
χρησιμοποιήσουν μια ποικιλία αναλυτικών προσεγγίσεων και πηγών
δεδομένων για την αντιμετώπιση ζητημάτων ESG, συμπεριλαμβανομένης
της στάθμισης για το ενδιαφέρον των πελατών και τη δυνητική αξία. Η
κατανόηση των σχετικών πλεονεκτημάτων και των περιορισμών των
διαφορετικών μετρήσεων μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση μιας
πληρέστερης εικόνας των κινδύνων και των ευκαιριών ESG.
BEST ESG COMPANIES: TOP 50 STOCKS FOR
ENVIRONMENTAL, SOCIAL AND GOVERNANCE VALUES

https://www.investors.com/news/esg-companies-list-best-esg-stocks-
environmental-social-governance-values/
Θεματική Ενότητα 3: Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη –Βιβλιογραφική Επισκόπηση
(Αρχές, Πρακτικές, Πρότυπα, Εννοιολογική Προσέγγιση της Λογοδοσίας Δείκτες
Λογοδοσίας Συμμετοχικότητα Ενδιαφερόμενων Ομάδων & Ανάλυση
Ουσιαστικότητας επιχειρήσεων ή οργανισμών κ.α.)

Τίτλος Διάλεξης : Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη


(ΕΚΕ) Ιστορική & Βιβλιογραφική Ανασκόπηση

Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ) ως έννοια


& πρακτική.
➢ Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «Εταιρική
Κοινωνική Ευθύνη είναι η ευθύνη των επιχειρήσεων
για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία. »(Ανακοίνωση
για την ΕΚΕ, 2011)
➢ Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη-EKE (Corporate Social
Responsibility-CSR) αποτελεί τα τελευταία χρόνια, το
εργαλείο μέσω του οποίου κάθε σύγχρονη επιχείρηση
ακολουθώντας τις αρχές του σύγχρονου μάρκετινγκ,
αναδεικνύει τη προσήλωση της όχι μόνο στο
οικονομικό κέρδος, αλλά και στην διαχείριση με τον
ποιο βέλτιστο τρόπο των κοινωνικών και
περιβαλλοντικών παραμέτρων. Παραμέτρων που είτε
επηρεάζει με τη δραστηριότητα της, είτε επιθυμεί να
επηρεάσει, σ’ ένα πλαίσιο υπεύθυνης
επιχειρηματικής συμπεριφοράς απέναντι στο
κοινωνικό σύνολο σε τοπικό ή παγκόσμιο επίπεδο.
2
Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ)-Ιστορική
ανασκόπηση
Ιστορικά γεγονότα, όπως η βιομηχανική επανάσταση που
έθεσε το θέμα των εργασιακών πρακτικών και της
γενικότερης αντιμετώπισης των εργαζομένων, το κραχ του
1929 που έφερε στο προσκήνιο τα θέματα φιλανθρωπικής
δράσης καθώς και την ανάγκη για θεσμικές και οργανωτικές
δομές πρόνοιας και η μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο
ανάπτυξη των πολυεθνικών, με σημαντική οικονομική,
κοινωνική και περιβαλλοντική επίδραση στις χώρες
δραστηριοποίησης, ενίσχυσαν και επέτειναν την ανάγκη για
ένα πιο ξεκάθαρο πλαίσιο στις σχέσεις μεταξύ κοινωνίας και
επιχειρήσεων (Carroll, 2007; Gail & Nowak, 2006).

Αν και ο Bowen Howard, που με το βιβλίο του «Social


Responsibilities of the Businessman» (1953) θεωρείται ο
βασικός θεμελιωτής της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης που
έθεσε πρώτος ρητά ότι «η υπευθυνότητα αναφέρεται στην
υποχρέωση των επιχειρηματιών να επιδιώκουν εκείνες τις
πολιτικές, να λαμβάνουν εκείνες τις αποφάσεις ή να
ακολουθούν εκείνες τις δράσεις, που συνάδουν με τους
στόχους και τις αξίες της κοινωνίας μας», οι Merrick Dodd και
Αdolf Berle στις αρχές του 1930 είναι αυτοί, που σύμφωνα με
τον Θανόπουλο (2003), πρώτοι υποστήριξαν πως η Εταιρική
Κοινωνική Ευθύνη μπορεί να αποτελέσει μια υπηρεσία που
θα αντλεί οφέλη από την αποδοχή των ενδιαφερόμενων
μερών τους.
3

Από το 1970 και μετά, η σταδιακή μεταστροφή των


επιχειρήσεων από τον ένα και μόνο στόχο της
μεγιστοποίησης του κέρδους, συνδέθηκε με την
σταδιακή ευαισθητοποίηση των πολιτών σε
περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα, την αύξηση
ενημέρωσης και επιρροής των καταναλωτών και την
ενίσχυση του ρόλου της Κοινωνίας των Πολιτών. Αυτό
είχε ως αποτέλεσμα την σταδιακή ενίσχυση της Εταιρικής
Υπευθυνότητας με αποκορύφωμα τη πρώιμη περίοδο
του 1994, όπου πρώτος ο Elkington τοποθέτησε την
Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη στο πλαίσιο της υιοθέτησης
των αρχών της αειφορικής ανάπτυξης εκ μέρους των
επιχειρήσεων, με ταυτόχρονη δημιουργία οφέλους για το
κοινωνικό σύνολο, το περιβάλλον και την ίδια.
Τα τελευταία χρόνια, θέματα όπως η παγκόσμια
οικονομική κρίση με την απορρύθμιση των αγορών, οι
ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις στην επικοινωνία και
στην πληροφόρηση, η περαιτέρω ευαισθητοποίηση,
πληροφόρηση και διαδικτυακή ενεργοποίηση των
πολιτών σε συνάρτηση με τα παγκόσμια κοινωνικά και
περιβαλλοντικά προβλήματα, διαμόρφωσαν και
διαμορφώνουν το πλαίσιο ανάπτυξης και εφαρμογής της
ΕΚΕ.

4
Αν και υπάρχει μία γενικά κοινή αντίληψη για
το τί είναι και τί εκφράζει η ΕΚΕ, δεν υπάρχει
ένας κοινά αποδεκτός, σαφής ορισμός σε
παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό δικαιολογείται και
από το γεγονός της εθνικής και χωρικής
διαφοροποίησης (Ευρώπη, Η.Π.Α., Δυτική,
Ανατολική, Νότια Ευρώπη, Ασία) στο επίπεδο
της οικονομικής ανάπτυξης, θεσμικών και
πολιτικών συστημάτων, πολιτιστικών
προτύπων και φυσικά κοινωνικής και
επιχειρηματικής κουλτούρας που καθορίζει
αντίστοιχα τις προσδοκίες του κάθε μέρους
(Hofstede 1991, 2001; Wotruba 1997).

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διατυπωθούν


διάφοροι ορισμοί από διαφόρους φορείς που
φαίνεται να αντικατοπτρίζουν αυτήν ακριβώς
τη διαφορετική φιλοσοφία κοινωνικής και
επιχειρηματικής ανάπτυξης με διαφορετικό
χωρικό και αναφορικό εύρος. Μερικοί από
τους ορισμούς αυτούς παρατίθενται
παρακάτω:

 Σύμφωνα με το Επιχειρηματικό Συμβούλιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (WBCSD) «Εταιρική Κοινωνική


Ευθύνη είναι η διαρκής δέσμευση των επιχειρήσεων για ηθική συμπεριφορά και συμβολή στην
οικονομική ανάπτυξη με ταυτόχρονη βελτίωση της ποιότητας ζωής τόσο του εργατικού τους
δυναμικού και των οικογενειών τους καθώς επίσης και των τοπικών κοινοτήτων και της κοινωνίας
γενικότερα». (WBCSD Stakeholder Dialogue on CSR, 1998)
 Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη είναι η έννοια σύμφωνα με την
οποία οι επιχειρήσεις ενσωματώνουν σε εθελοντική βάση κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς
προβληματισμούς στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και στις επαφές τους με άλλα
ενδιαφερόμενα μέρη» (Πράσινη Βίβλος, 2001), που στη συνέχεια μετατοπιζόμενη ως προς τον
προηγούμενο ορισμό απλοποιήθηκε ως εξής «Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη είναι η ευθύνη των
επιχειρήσεων για τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία». (Ανακοίνωση για την ΕΚΕ, 2011)
 Σύμφωνα με το Institute of Directors του Ηνωμένου Βασιλείου (όπως αναφέρεται στη Τσιλιώνη,
2012, σελ. 11) η ΕΚΕ αναφέρεται σε επιχειρήσεις και οργανισμούς, που σε ότι αφορά τη διαχείριση
του κοινωνικού και περιβαλλοντικού αντίκτυπου των δραστηριοτήτων τους, προχωρούν πέραν των
νομικών τους υποχρεώσεων σε συγκεκριμένες ενέργειες που αφορούν τους εργαζομένους, τους
προμηθευτές, τους πελάτες, την κοινωνία όπου δραστηριοποιούνται, καθώς και θέματα
προστασίας του περιβάλλοντος.
 Στις ΗΠΑ σύμφωνα με την Βαξεβανίδου (2011, όπως αναφέρεται στη Τσιλιώνη, 2012, σελ. 11) η ΕΚΕ
αναφέρεται στην υποχρέωση των επιχειρήσεων για προσωπική ευθύνη σε σχέση με τις επιπτώσεις
των δραστηριοτήτων τους στην κοινωνία, ενώ αντίστοιχα στην Ασία γενικότερα η ΕΚΕ δεσμεύει τις
εταιρίες να λειτουργούν με οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό βιώσιμο τρόπο
διασφαλίζοντας τα συμφέροντα του συνόλου των ενδιαφερόμενων μερών στο σύνολο τους.
 Τέλος διάφοροι ορισμοί έχουν δοθεί κατά καιρούς από διάφορους ερευνητές που έχουν ασχοληθεί
με το θέμα, μεταξύ των οποίων του Jones (1980) που εστιάζει σε μία θεωρία των ενδιαφερόμενων
μερών, σύμφωνα με την οποία η διαμορφούμενη αντίληψη με την οποία οι επιχειρήσεις πέραν της
υποχρέωσης στους μετόχους, έχουν υποχρέωση στις επιμέρους ομάδες της κοινωνίας και σε αυτές
που ορίζονται από το νομικό καθεστώς καλείται εταιρική κοινωνική ευθύνη. Ένας συχνά
χρησιμοποιούμενος ορισμός για την ΕΚΕ που αναφέρεται στην οργανωτική ευθύνη είναι: «οι
συγκεκριμένες οργανωτικές δράσεις και πολιτικές που λαμβάνουν υπόψη διαφορετικές απαιτήσεις
και προσδοκίες των ενδιαφερόμενων μερών σύμφωνα με την τριπλή κατώτατη γραμμή της
απόδοσης οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας » (Aguinis & Glava, 2012).
6
Αναμφίβολα, ο κατάλληλος ορισμός της ΕΚΕ περιλαμβάνει μια κοινή ορολογία που
διευκολύνει τη δημιουργία ενός μοντέλου διοίκησης και αξιών για υπεύθυνη
συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, ο ρόλος της διοίκησης στη στρατηγική της
δραστηριότητας ΕΚΕ, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς υπάρχουν διαφορετικές
απαιτήσεις από τα ενδιαφερόμενα μέρη (Camilleri, 2017). Αντίστοιχη είναι και η
προσέγγιση του Jones (1980), που σε επίπεδο ορισμού της ΕΚΕ, εστιάζει σε μία
θεωρία των ενδιαφερόμενων μερών, σύμφωνα με την οποία η διαμορφούμενη
αντίληψη με την οποία οι επιχειρήσεις πέραν της υποχρέωσης στους μετόχους, έχουν
υποχρέωση στις επιμέρους ομάδες της κοινωνίας και σε αυτές που ορίζονται από το
νομικό καθεστώς καλείται Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη.
Σύμφωνα δε με τους Moon et al. (2009), η ΕΚΕ σχετίζεται με την πέραν-
συμμορφώσεως συμβολή των εταιρειών στα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και ηθικά
θέματα. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με ένα πρόσφατο ορισμό, η Εταιρική Βιωσιμότητα
(Corporate Sustainability), μέσω της ευρύτερης χρήσης της αναφέρεται σε μία
προσέγγιση εκ μέρους του εκάστοτε οργανισμού, για δημιουργία αξίας σε
οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο, με μακροπρόθεσμη προοπτική
υποστηρίζοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη εταιρική υπευθυνότητα (Ashrafi et al.,
2018).

Στην πορεία των χρόνων φαίνεται ότι η έννοια της


ΕΚΕ, αν και εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο μέσω
της αναγνώρισης των ενδιαφερόμενων μερών,
την ίδια στιγμή παραμένει μια ασαφής έννοια,
κατά πρώτον κανονιστικής και κατά δεύτερον
ηθικής συμπεριφοράς (Frederick, 1986), γενικώς
αναγνωρισμένη ως τη λογική και οικονομική
αιτιολόγηση της «καλής πράξης» (Mc Williams &
Siegel, 2001).
Τέλος οι Chandler & Werther (2013) αποδίδουν
στην ΕΚΕ χαρακτήρα στρατηγικής ανάγκης για
ένα πιο αειφόρο και ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα, οι Matten & Moon (2008) τη
θεωρούν ως ένα όρο ομπρέλα, που
συμπεριλαμβάνει όλες τις σχέσεις μεταξύ
επιχειρήσεων και κοινωνίας, έστω και
αλληλεπικαλυπτόμενες, ενώ σύμφωνα με τον
Crouch (2006, p. 1534), η ΕΚΕ γίνεται κατανοητή
ως μία «αναγνώριση της εταιρικής
εξωτερικότητας».
8
Διεθνής Ορολογία Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης

Corporate Social Responsibility (CSR) – Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη (ΕΚΕ)


Stakeholder Groups ή Stakeholders – Ενδιαφερόμενα Μέρη (συναντάται ακόμη και ως
ενδιαφερόμενα μέλη, συμμετέχοντες, εμπλεκόμενα μέρη, συντελεστές κλπ.)
Sustainable Development – Βιώσιμη Ανάπτυξη
Impact – Επίδραση
Non-Governmental Organization (NGO) – Μη Κυβερνητική Οργάνωση (ΜΚΟ)
Governance – Εταιρική Διακυβέρνηση
Issues – Ζητήματα - Κλειδιά ή Κύρια Ζητήματα
Social Report – Κοινωνικός Απολογισμός
Social Accounting – Κοινωνική Λογιστική
Transparency – Διαφάνεια
Responsiveness – Ανταπόκριση
Compliance – Συμμόρφωση
Audit – Έλεγχος
Inclusivity - Περιεκτικότητα
Completeness – Πληρότητα
Materiality – Απτή Προσέγγιση
Regularity & Timeliness – Τακτική Επανάληψη
Quality Assurance – Διασφάλιση Ποιότητας
Accessibility – Προσβασιμότητα
Quality of Information – Ποιότητα Πληροφοριών
Embeddedness – Ενσωμάτωση
Continuous Improvement – Συνεχής Βελτίωση
Planning – Σχεδιασμός
Accounting – Λογιστική
Audit & Reporting – Έκθεση Απολογισμού & Έλεγχος
Stakeholder Engagement – Διάλογος με Ενδιαφερόμενα Μέρη

Έναρξη Δραστηριοτήτων ΕΚΕ


Οι κύριοι λόγοι για την έναρξη δραστηριοτήτων ΕΚΕ από μία επιχείρηση συνδέονται
με την προοπτική για καλύτερες σχέσεις με την τοπική κοινότητα, γενικότερα την
κοινωνία και τις δημόσιες αρχές, την ενίσχυση της πίστης των πελατών, τη βελτίωση
των συνθηκών εργασίας και της ικανοποίησης των εργαζομένων, τη βελτίωση των
συναλλαγών με συνεργάτες και επενδυτές και τέλος τη βελτίωση της οικονομικής
απόδοσης και ανταγωνιστικότητας (Fafaliou et al., 2006; Kronfeld-Goharani, 2018).
Σύμφωνα δε με τους Basu & Palazzo (2008), τρεις προσδιορίζονται ως οδηγοί για την
υλοποίηση δραστηριοτήτων ΕΚΕ και αυτοί είναι το επιχειρηματικό κίνητρο, η
απόδοση (οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική) και, τέλος, οι απαιτήσεις και η
καθοδήγηση των ενδιαφερόμενων μερών.

10
Τα τελευταία χρόνια, θέματα όπως η παγκόσμια οικονομική κρίση με την
απορρύθμιση των αγορών, οι ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις στην επικοινωνία και
στην πληροφόρηση, η περαιτέρω ευαισθητοποίηση, πληροφόρηση και διαδικτυακή
ενεργοποίηση των πολιτών σε συνάρτηση με τα παγκόσμια κοινωνικά και
περιβαλλοντικά προβλήματα, διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν το πλαίσιο
ανάπτυξης και εφαρμογής της ΕΚΕ. Επίσης, εκτός από το ζήτημα της
ανταγωνιστικότητας, οι πρωτοβουλίες ΕΚΕ εξασφαλίζουν την αειφόρο χρήση των
πόρων, εθνικών και διεθνών. Δεδομένων των σημερινών επιπέδων εξάντλησης των
πόρων, η ΕΚΕ φαίνεται να αποτελεί μια σημαντική στρατηγική επιλογή, που μπορεί
να διασφαλίσει την επιβίωση επιχειρήσεων σε αναπτυσσόμενες χώρες (Desta, 2015).

11

Ως μέρος των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών συστημάτων, με συχνά σοβαρές


χρηματοοικονομικές και γεωγραφικές αστάθειες και αβεβαιότητες, οι εταιρείες
χρησιμοποιούν την ΕΚΕ ως ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο για να προσαρμοστούν τις νέες
απαιτήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διεξάγουν τις δραστηριότητές τους (Herzig &
Schaltegger, 2006; Kiliç et al., 2015) και, ταυτόχρονα, προκειμένου να συγχρονιστούν με
στρατηγικές και δράσεις, που συνάδουν με μια βιώσιμη λογική επιχειρηματικότητας.
Η συγκεκριμένη επιχειρηματική πρακτική έχει ως σκοπό την επίτευξη των 17 στόχων της
Παγκόσμιας Πρωτοβουλίας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών (Landrum &
Ohsowski, 2018). Με αυτόν τον τρόπο, οι επιχειρήσεις αποδεικνύουν τη δέσμευσή τους στις
κοινωνικές και περιβαλλοντικές πτυχές της αειφόρου ανάπτυξης (Laplume et al., 2008),
βοηθώντας αποτελεσματικά στη βελτίωση της ευρύτερης εταιρικής τους εικόνας (Fombrun,
2005; Lewis, 2003).

12
13

Μέσα από το πλαίσιο αυτό, αναδεικνύονται πολλές θετικές επιπτώσεις και οφέλη για τις
εταιρείες που εφαρμόζουν πρακτικές ΕΚΕ (Ameer & Othman, 2012; McWilliams, et al., 2006),
καθώς μπορεί να υπάρχουν στρατηγικές και οικονομικές ωφέλειες συμπεριλαμβανομένων της
λειτουργικής αποδοτικότητας, της εξοικονόμησης κόστους και της αύξησης της οικονομικής
απόδοσης (Camilleri, 2017; Yuen et al., 2017; Margolis & Walsh, 2003), ακόμη και της
συναισθηματικής προσκόλλησης των καταναλωτών σε μία εταιρεία (Vlaxos, 2012).
Επίσης, από μία ευρεία έρευνα 3203 στελεχών επιχειρήσεων, που διεξήχθη από την McKinsey &
Company το 2011 και αφορούσε σε επίπεδο προέλευσης τους, όλο το φάσμα, είτε αυτό
αφορούσε τη περιοχή, τον κλάδο, το μέγεθος των εταιρειών, την εμπειρία και την τεχνική ή
επιστημονική τους κατάρτιση, προέκυψε η πεποίθηση του μεγαλύτερου μέρους αυτών για την
θετική συμβολή της ΕΚΕ, στην βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αξία των εταιρειών
(Bonini & Gorner, 2011).
Στην πράξη όμως οι δεσμεύσεις, «μέτριων» επιχειρήσεων απέναντι στην ΕΚΕ, αφορούν
προσαρμογή στις απαιτήσεις και πολιτικές των μετόχων και επενδυτών (π.χ. κοινωνική πίεση για
υπεύθυνη συμπεριφορά και μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος), χωρίς επιδίωξη για
στρατηγικές προτάσεις ανάδειξης της κοινής αξίας ενδιαφερόμενων μερών και εταιρείας
(Kramer & Porter, 2011). Εκπορευόμενοι από αυτό, οι Liberman et al. (2017) αμφισβήτησαν την
τρέχουσα στενή εστίαση αξιολόγησης απλώς της απόδοσης της ΕΚΕ, παρουσιάζοντας ένα
μοντέλο «δημιουργίας αξιών», που αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο τα επιμέρους κέρδη,
κοινωνικά και περιβαλλοντικά που δημιουργούνται στην επιχείρηση, κατανέμονται μεταξύ των
μετόχων.

14
Τα ανωτέρω δεν θεωρούνται ανεξάρτητα της υιοθέτησης εκ μέρους της κοινωνικής
υπευθυνότητας μίας εταιρείας μίας προοπτικής, που δίνει έμφαση στην ικανοποίηση των
αναγκών των ενδιαφερόμενων μερών της (Orlitzky & Swanson, 2008), η οποία με την σειρά της
σχετίζεται θετικά με την κερδοφορία (Bakker et al., 2014). Άλλωστε, η κοινωνική αποδοχή της
εγκατάστασης και λειτουργίας μίας επιχείρησης λειτουργεί αμφίδρομα μέσω της απαίτησης από
τις εταιρείες να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και την ευημερία της κοινωνίας (Devinney, 2009).
Το σύνολο όμως των ωφελειών μίας επιχείρησης από την ανάληψη δραστηριοτήτων ΕΚΕ,
συναρτάται από το ύψος των συμπληρωματικών πόρων (υλικών και ανθρώπινων) και
δυνατοτήτων, που αυτή διαθέτει (Sydow et al., 2009). Επιπροσθέτως, οι εταιρίες πριν από τον
οποιοδήποτε σχεδιασμό και δέσμευση για την ανάληψη δράσεων ΕΚΕ, θα πρέπει ν’
αξιολογούν τη συνάφεια με το επιχειρηματικό τους αντικείμενο και την αγορά, που
απευθύνονται, τις ανάγκες των πελατών, τις απαιτήσεις σε πόρους και το εν δυνάμει
ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, που θα αποκτήσουν (Galbreath, 2009; Porter & Kramer, 2006).

15

Πηγή: Σχέδιο Εθνικής Στρατηγικής για την ΕΚΕ & την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα (2017)

16
Σε συνέχεια της τοποθέτησης των τεσσάρων αρμοδιοτήτων των οργανισμών, που
παρουσίασε ο Carroll (1991), μέσω της πυραμίδας ΕΚΕ όπως παρουσιάζεται
παρακάτω, κατ’ αντιστοιχία και ο Λάντος αναφέρει ότι η ΕΚΕ είναι ένα «συμβόλαιο»
μεταξύ του εκάστοτε οργανισμού και της κοινωνίας, που έχει ως αποτέλεσμα την
στρατηγική συμμετοχή του οργανισμού στην αύξηση της κερδοφορίας της, σύμφωνα
με αυτά τα τέσσερα είδη εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (την έννοια των
φιλανθρωπικών ευθυνών την έχει αντικαταστήσει με αυτή των αλτρουιστικών), με
αντίστοιχες βεβαίως ευθύνες (Lantos, 2001).

Σύμπλεγμα τεσσάρων τομέων σύμφωνα με τον Carroll

17

Εκτός όμως από τα πλεονεκτήματα, που αποκομίζει ένας οργανισμός, μέσα από την ανάπτυξη
και εφαρμογή στρατηγικής και πρακτικών ΕΚΕ υπάρχουν και τα μειονεκτήματα. Πολλοί θεωρούν
την ΕΚΕ μια μελέτη, η οποία απαιτεί χρόνο και κατά συνέπεια υψηλό κόστος, λόγω των
εργατοωρών, που πρέπει να δαπανηθούν για την υιοθέτηση της. Παράλληλα ένα μεγάλο
ποσοστό στέκεται στην αυξημένη γραφειοκρατία και το υψηλό κόστος υιοθέτησης, που
εξαρτάται από τον κλάδο και την δραστηριότητα του οργανισμού και φυσικά από το επίπεδο
οργάνωσης και πολιτικής κουλτούρας του εκάστοτε κράτους (Fernando, 2007; Porter & Kramer,
2011).
Ο ανταγωνισμός δε μεταξύ των εταιρειών και κυρίως των μεγάλων στην ενίσχυση της
υλοποίησης και προβολής πολιτικών και πρακτικών ΕΚΕ, επιβάλλει υψηλά κόστη με αποτέλεσμα
οι μικροί οργανισμοί να μη μπορούν να τις ανταγωνιστούν (Ruf et al., 2001). Τέλος, σημαντικό
μειονέκτημα φαίνεται να αποτελεί και η ανάγκη αποκλειστικής ενασχόλησης εργαζομένων με
ειδικές δεξιότητες, γεγονός που προϋποθέτει την πρόσληψη νέου ή την εκπαίδευση υπάρχοντος
προσωπικού με αύξηση κόστους, πέραν της έλλειψης τέτοιου προσωπικού.

18
Απολογισμοί ΕΚΕ
Οι επιχειρήσεις πέρα από την εστίαση στην έκδοση των εταιρικών οικονομικών αποτελεσμάτων
τους, άρχισαν να εστιάζουν και στην έκδοση των μη χρηματοοικονομικών τους αποτελεσμάτων
μέσω των λεγόμενων απολογισμών ΕΚΕ.
Ο κάθε απολογισμός απεικονίζει ουσιαστικά την εταιρική πολιτική, τους στόχους, τα σχέδια και
τις δράσεις που η επιχείρηση έχει θέσει σε εφαρμογή στο πλαίσιο της ΕΚΕ, ενσωματώνοντας
ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες σχετικά με την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική
απόδοσή της υπό την έννοια της τριπλής βάσης (Triple Bottom Line) που πρώτος έθεσε ο
Elkington (1997).

Η φράση επινοήθηκε το 1994 και χρησιμοποιήθηκε αργότερα το 1997 στο βιβλίο του “Cannibals
With Forks: Triple Bottom Line of 21st Century Business” περιγράφοντας τη διαφορετική
οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική βάση των εταιρειών (Elkington, 1997), η οποία και
πρέπει να παρουσιαστεί με ισορροπημένο και ολοκληρωμένο τρόπο με τη μορφή επίδοσης.
Ωστόσο μία απλή δημοσιοποίηση πληροφοριών ΕΚΕ ή διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη
ελεγχόμενη από την εκάστοτε εταιρεία, δεν κρίνεται επιτυχής από μέρους των μερών, εκείνων
που επιθυμούν να εκφράζουν τις απόψεις τους (Illia et al., 2015).
19

Οι «Απολογισμοί βιωσιμότητας» ως όρος αναπτύχθηκε στα


μέσα της δεκαετίας του 1990 και χρησιμοποιείται ευρέως και
συχνά αντί του όρου «Απολογισμός ΕΚΕ» από τη δεκαετία του
2000 (White, 2003; Christofi et al., 2012). Έχει πλέον γίνει
αναπόσπαστο μέρος της εταιρικής στρατηγικής και
διακυβέρνησης για πολλούς Οργανισμούς, καθώς τους
επιτρέπει να επικοινωνούν με τους ενδιαφερόμενους,
βελτιώνοντας έτσι την αξιοπιστία και την εταιρική εικόνα τους,
παρακινώντας το εργατικό δυναμικό στην αντιμετώπιση
περιβαλλοντικών ζητημάτων, καθορίζοντας στόχους
αειφορίας και, γενικά, αξιολογώντας και διαχειρίζοντας
εσωτερικές πολιτικές και πρακτικές (Goebel & Derks-Wood,
2010).

Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον για τη δημοσίευση


αναφορών βιωσιμότητας έχει αυξηθεί σημαντικά (Carroll,
1999; Karagiannis et al., 2019; Porter & Kramer, 2019). Κατά
συνέπεια, έχουν αναπτυχθεί πολλές διαφορετικές μέθοδοι
αναφοράς, οδηγίες και εγχειρίδια, τα οποία παρέχουν ένα
πλαίσιο για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών ΕΚΕ με έναν πιο
ολοκληρωμένο, αποτελεσματικό, διαφανή και τυποποιημένο
τρόπο. Με τη σειρά της αυτή η δημοσιοποίηση πληροφοριών
ΕΚΕ, χρησιμεύει ως κριτήριο μέτρησης και σύγκρισης των
δεικτών εταιρικής απόδοσης παγκοσμίως.

20
Ένας αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό χωρών σε
παγκόσμιο επίπεδο στην προσπάθειά τους να απαντήσουν στις όλο και μεγαλύτερες
κοινωνικές πιέσεις και στοχεύοντας στην μείωση του επιχειρηματικού κινδύνου για
τη φήμη τους, την απόκτηση οικονομικού οφέλους και τη συμβολή στην επίτευξη της
βιωσιμότητας, εντείνουν τις προσπάθειές τους για υιοθέτηση ενός ευρέως
θεματολογίου έκφρασης της ΕΚΕ (Skouloudis & Evangelinos, 2012). Ωστόσο, παρόλο
που διανύουμε μία περίοδο παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οποία έχει συμβάλει
σε μία κατά βάση ομοιομορφία ανάπτυξης επιχειρησιακών διαδικασιών και
δραστηριοτήτων παγκοσμίως, αυτό δεν φαίνεται να αποτυπώνεται σε ότι αφορά τις
κοινωνικά υπεύθυνες επιχειρηματικές πρακτικές (Vogel, 1992; Van Marrewijk, 2003).

Για τις επιχειρήσεις η εστίαση θα πρέπει να αφορά στη δημιουργία κοινής αξίας με
τις ενδιαφερόμενες ομάδες και όχι απλώς σε μία βραχυπρόθεσμη ευημερία (π.χ.
φήμη), που ενέχει τον κίνδυνο για αρνητική αντίδραση με τη πάροδο του χρόνου
(Kramer & Pfitzer, 2016; Kramer et al., 2019; Parguel et al., 2011). Συγκεκριμένα, η
υπερβολική εστίαση σε συμβολικές δράσεις δέσμευσης στην ΕΚΕ, που έχουν ως
στόχο τη δημιουργία θετικής φήμης, θα οδηγήσει σε αρνητικά αποτελέσματα ως
προς την συνέπεια και ειλικρίνεια της εταιρείας για τα πραγματικά της κίνητρα (Chao
et al., 2009; Nyilasy et al., 2014; Schons & Steinmeier, 2016).

21

H δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με την ΕΚΕ αποτελεί πλέον μέρος των


καθημερινών σχεδόν επιχειρηματικών συναλλαγών, δεν προκύπτει με σαφήνεια αν
αυτό οφείλεται σε μία βαθύτερη πεποίθηση ή απλώς σε μία στρατηγική επίδειξης
βιτρίνας (Borglund et al., 2017). Ωστόσο, η αύξηση της εταιρικής ευαισθητοποίησης,
μαζί με τις ανησυχίες των ενδιαφερομένων διασφαλίζουν μακροπρόθεσμους
δεσμούς μεταξύ των εταιρειών και των ενδιαφερομένων (Lee & Shin, 2010). Σε κάθε
περίπτωση, η ΕΚΕ φαίνεται ότι αλληλεπιδρά με την ποιότητα των παρεχόμενων
υπηρεσιών των επιχειρήσεων και, ενδεχομένως, θα μπορούσε να επηρεάσει την
αξιολόγηση της συμπεριφοράς των πελατών της, έναντι της εταιρικής υπευθυνότητας
(Seo et al., 2015; Vecchio & Annunziata, 2015; Yuen & Thai, 2017).

22
 Σύμφωνα με τον Daub et al. (2003), οι εκθέσεις που
συμπεριλαμβάνουν τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές
πληροφορίες, ενσωματώνοντας την οικονομική, περιβαλλοντική
και κοινωνική εταιρική επίδοση, καλούνται ως εκθέσεις
βιωσιμότητας. Ένα χρόνο νωρίτερα, το Παγκόσμιο Συμβούλιο
Επιχειρήσεων για την Αειφόρο Ανάπτυξη (WBCSD, 2002) έδωσε τον
ακόλουθο ορισμό: "Ορίζουμε ως εκθέσεις αειφόρου ανάπτυξης
(βιωσιμότητας) τις δημόσιες εκθέσεις των εταιρειών που παρέχουν
στα εσωτερικά και εξωτερικά ενδιαφερόμενα μέρη μια εικόνα της
εταιρικής θέσης και των δραστηριοτήτων της, σχετικά με την
οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική της διάσταση».

 Σύμφωνα με το GRI (2011), η υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας


είναι «Η πρακτική της μέτρησης, της δημοσιοποίησης και της
υπευθυνότητας απέναντι στα εσωτερικά και εξωτερικά
ενδιαφερόμενα μέρη σε σχέση με τις επιδόσεις του οργανισμού
προς το στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης». Οι «Απολογισμοί
Βιωσιμότητας» είναι ένας ευρύς όρος που θεωρείται συνώνυμος
με άλλους που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την
υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και
κοινωνικές επιπτώσεις στα πρότυπα της τριπλής βάσης (Triple
Bottom Line). Μία έκθεση βιωσιμότητας θα πρέπει να παρέχει μία
ισορροπημένη και αντιπροσωπευτική παρουσίαση της επίδοσης
βιωσιμότητας του οργανισμού που την δημοσιοποιεί –
συμπεριλαμβανομένου τόσο των θετικών όσο και των αρνητικών
επιδόσεων». (GRI, 2011)

23

Σήμερα, υπάρχουν σύγχρονες προσεγγίσεις σχετικά με τους Απολογισμούς Βιωσιμότητάς, που


επιχειρούν να περιγράψουν τη συμβολή της εταιρείας στην αειφόρο ανάπτυξη. Ο Soerensen
(2003) καθόρισε την Αναφορά Βιωσιμότητας ως: «την ετήσια αξιολόγηση της οικονομικής,
περιβαλλοντικής και κοινωνικής απόδοσης μιας επιχείρησης και την ορθή πρακτική της εταιρικής
δραστηριότητας που σχετίζεται με την εταιρική υπευθυνότητα και τη διαφάνεια που
καθοδηγείται από περιβαλλοντικές και κοινωνικές απαιτήσεις». Τέλος ο Jackson (2005) όρισε τον
Απολογισμό Βιωσιμότητας, ως στρατηγικό έγγραφο υψηλού επιπέδου που αντικατοπτρίζει τις
οργανωτικές δραστηριότητες, που επηρεάζουν την κοινωνία, την οικονομία και το φυσικό
περιβάλλον αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες και τα ζητήματα της αειφόρου
ανάπτυξης για τον οργανισμό και τον κλάδο της βιομηχανίας του.

Η έκθεση εταιρικής κοινωνικής ευθύνης (ΕΚΕ) είναι ένας μηχανισμός, που χρησιμοποιείται από
τις εταιρείες για να αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και
κοινωνικές τους δραστηριότητες, καθώς και τις επιπτώσεις αυτών στα ενδιαφερόμενα μέρη. Το
μέγεθος και η σημασία των επιπτώσεων αυτών καθορίζονται σε επίπεδο εταιρικής
διακυβέρνησης και υλοποιούνται στη βάση εταιρικών πολιτικών, δραστηριοτήτων και
λειτουργικών παραμέτρων ( π.χ. δέσμευση για αειφόρο ανάπτυξη, επενδύσεις στην έρευνα και
ανάπτυξη, μέγεθος, κλάδος, τοποθεσία κ.λπ.). Μπορούν δε οι επιπτώσεις αυτές να επηρεάσουν
τις δημόσιες ανάγκες ή/και τα συμφέροντα σε τοπικό, εθνικό ή ακόμα και σε διεθνές επίπεδο
(Brown & Dacin, 1997; McWilliams, 2006; Garriga & Melé, 2004; Maignan & Ferrell, 2004;
Dahlsrud, 2008).

24
Σύμφωνα με τους Jahn & Brühl (2019), η εταιρική αξιοπιστία επηρεάζεται από δύο
αντιδιαμετρικά αποτελέσματα. Πρώτον, τη θεωρία απόδοσης, που προβλέπει ότι η
εθελοντική δημοσιοποίηση αρνητικών πληροφοριών ΕΚΕ είναι πιθανόν να αποδοθεί
στην ειλικρίνεια της εταιρείας, και δεύτερον στη βάση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη
μπορεί να αντιληφθούν τον εθελοντισμό της δημοσιοποίησης αυτής ως αβάσιμο, με
αποτέλεσμα να επηρεαστεί δυσμενώς η αξιοπιστία.
Πληθώρα μελετών δείχνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών, όταν
αναφέρεται στη δημοσιοποίηση της ΕΚΕ εννοεί τη δημοσιοποίηση θετικών
πληροφοριών εταιρικής υπευθυνότητας (Holder-Webb et al., 2009; Scalet & Kelly,
2010), σε μία προσπάθεια ν’ αποσπάσει την προσοχή των ενδιαφερομένων μερών
από θέματα εταιρικής ανευθυνότητας (Perks et al., 2013)

25

Η δημοσίευση αναφορών ΕΚΕ είναι μια αυξανόμενη τάση στον επιχειρηματικό κόσμο.
Ο λόγος πίσω από αυτήν την πρωτοβουλία έγκειται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις
αναζητούν σύγχρονα και καινοτόμα εργαλεία ενίσχυσης της εταιρικής τους εικόνα,
βελτίωσης της απόδοσή τους και τέλος απόκτησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος
έναντι των ανταγωνιστών (Adams & Frost, 2008; Carroll & Shabana, 2010; Porter &
Kramer, 2016; Karagiannis et al., 2019). Επιπλέον, η αποκάλυψη εταιρικών
πληροφοριών σχετικών με την Κοινωνική υπευθυνότητα της επιχείρησης, μέσα από
τη σύνταξη ενός απολογισμού επιδόσεων, σύμφωνα με τους στόχους, που έχουν
τεθεί, ενισχύουν την εικόνα τους, δίνοντας τη δυνατότητα για προσέλκυση πιθανών
περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνων πελατών και επενδυτών (Mackey et al.,
2007).

26
Πλήθος ερευνητών τα προηγούμενα χρόνια (Mathews, 1995; Bansal & Roth, 2000; Morhardt et al., 2002; Hart
& Milstein, 2003; Laszlo & Zhexembayeva, 2011; Dyllick & Muff, 2016; Schrettle et al., 2014; Lozano, 2015;
Engert et al., 2016; Brockhaus et al., 2017), συγκλίνει ως προς τα κίνητρα των επιχειρήσεων για την υλοποίηση
αρχών και πρακτικών ΕΚΕ, καθώς και την έκδοση και δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών εκθέσεων, ως
μέσο εκπλήρωσης της περιβαλλοντικής και κοινωνικής τους λογοδοσίας. Αυτά είναι:
•Η συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις και η προληπτική μείωση του κόστους των μελλοντικών,
αυστηρότερων κανονισμών.
•Η συμμόρφωση με τη βιομηχανία περιβαλλοντικών κωδικών, ιδιαίτερα στην περίπτωση των κυρώσεων για
τη μη συμμόρφωση.
• Η βελτίωση της οργανωτικής λειτουργίας μέσω ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών.
•Η μείωση του λειτουργικού κόστους.
•Η αντίληψη ως μέσου προβολής της επιχείρησης.
•Η αντίληψη ότι η υποβολή εκθέσεων σχετικά με τα ζητήματα αυτά μπορεί να αποφέρει ανταγωνιστικά
πλεονεκτήματα.
•Η αίσθηση ότι με απούσα ενεργό διαχείριση του περιβάλλοντος, η οργανωτική νομιμότητα της εταιρείας
είναι αμφισβητήσιμος.
•Η αίσθηση της κοινωνικής υπευθυνότητας, μέσα από την επιθυμία για επιχειρηματική δραστηριοποίηση με
παράλληλη τήρηση των κοινωνικών και ηθικών κανόνων.
•Η δημιουργίας κοινής αξίας επιχειρήσεων (μετόχων) και ενδιαφερόμενων ομάδων.
•Η δημιουργία οικονομικών και επενδυτικών ευκαιριών.
•Η αποτελεσματικότερη διαχείριση κινδύνων.

27

Σύμφωνα με το εγχειρίδιο εφαρμογής του προτύπου


σύνταξης απολογισμού GRI-G4 (2013) «ως ενδιαφερόμενα
μέρη, ορίζονται οντότητες ή πρόσωπα που εύλογα θεωρείται
ότι θα επηρεαστούν σημαντικά από τις δραστηριότητες, τα
προϊόντα και τις υπηρεσίες του οργανισμού, και φορείς ή
πρόσωπα των οποίων οι ενέργειες εύλογα θεωρείται ότι θα
επηρεάσουν την ικανότητα του οργανισμού να υλοποιεί με
επιτυχία τις στρατηγικές του και να επιτυγχάνει τους στόχους
του. Συμπεριλαμβάνονται οντότητες ή πρόσωπα που
σύμφωνα με τον νόμο ή διεθνείς συνθήκες δικαιούνται να
έχουν νόμιμες αξιώσεις έναντι του οργανισμού. Κατά αυτή
την έννοια τα ενδιαφερόμενα μέρη μίας επιχείρησης
συντίθενται από τους εργαζόμενους, μετόχους, επενδυτές,
πιστωτές, προμηθευτές, πελάτες, ανταγωνιστές, κρατικούς
φορείς, τοπική κοινωνία, κοινωνία των πολιτών κ.α. και
βρίσκονται σε μία διαδικασία διαρκούς αλληλεπίδρασης,
επηρεαζόμενοι και επηρεάζοντας κατά περίπτωση ο ένας τον
άλλο».
Οι προσδοκίες των ενδιαφερομένων μερών, καθώς και η
επίπτωση της κάθε εταιρείας σε σχέση με τη βιωσιμότητα,
επηρεάζεται από οργανωτικά χαρακτηριστικά, όπως το
επιχειρηματικό μοντέλο, το μέγεθος, την ιδιοκτησία και το
κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
δραστηριοποιείται (Porter & Kramer, 2006).

28
Οι εταιρείες προκειμένου να δημιουργήσουν γενικά μακροχρόνιες σχέσεις με τα
ενδιαφερόμενα μέρη τους και ιδίως με τους πελάτες τους, πρέπει να ερμηνεύουν
και να διαχειρίζονται την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των ενδιαφερόμενων
μερών και να ευθυγραμμίζουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ανάλογα
(Calabrese et al., 2015). Αυτό προϋποθέτει μία αξιόπιστη διαδικασία
διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη που, στις πιο πολλές περιπτώσεις,
απαιτεί εξωτερική διαμεσολάβηση και αρκετούς πόρους, προκειμένου να
επιτευχθεί μία θετική αξιολόγηση από όλες τις πλευρές (Park & Kang, 2020).

Σε κάθε περίπτωση, η αξιοπιστία επηρεάζει θετικά την αντίληψη, που υπάρχει


απέναντι στην ΕΚΕ, ακόμη και στην περίπτωση δημοσιοποίησης αρνητικών
πληροφοριών εκ μέρους των επιχειρήσεων (Jahn & Brühl, 2019).

29

Πλαίσιο σύνταξης απολογισμών ΕΚΕ


Από το 1992 αφότου δειλά εκδόθηκαν οι πρώτες μη οικονομικές εταιρικές εκθέσεις
έως και σήμερα όπου ο αριθμός τους σε ποσοστιαία βάση έχει ξεπεράσει το 50%
(E.Y., 2015; E.U., 2014; Kolk 2003; KPMG 2013), έχει διανυθεί ένα σημαντικό
διάστημα το οποίο έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη διαφόρων διεθνών προτύπων,
κωδικών κατευθυντήριων οδηγιών και κανονισμών για τη σύνταξη Απολογισμών ΕΚΕ.

Η ύπαρξη εναλλακτικών προτύπων οδηγιών για την υποβολή Κοινωνικών


Απολογισμών ή Εκθέσεων ΕΚΕ που χρησιμοποιούνται στην προσπάθεια
ενσωμάτωσης των προσπαθειών τους σε αυτόν τον τομέα, οδηγεί σε πολλές
περιπτώσεις σε προβληματισμό ως προς τη χρήση, από τις εταιρίες (E.Y., 2015). Σε
γενικές γραμμές η πρακτική αφορά τη χρήση ενός κοινά αποδεκτού προτύπου
αναφοράς που συμβάλει στην τυποποίηση της υποβολής εκθέσεων και επιτρέπει τη
συγκρισιμότητα με τις εκθέσεις άλλων εταιριών. Επίσης προσφέρει κατανοητές
οδηγίες που καθοδηγούν ασφαλώς στην μέτρηση και παράθεση των επιπτώσεων του
οργανισμού και επιτρέπει μέσα από τη διαδικασία αυτή τη βελτίωση.

30
Αναφορά βιωσιμότητας σημαίνει ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών κατά την
περίοδο αναφοράς, με ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τις
οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές βελτιώσεις της εταιρείας, καθώς και
δραστηριότητες αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας, που είναι
ενσωματωμένες στα στρατηγικά στοιχεία της εταιρείας.

Η ύπαρξη εναλλακτικών προτύπων οδηγιών για την υποβολή Κοινωνικών


Απολογισμών ή Απολογισμών Βιωσιμότητας ή Εκθέσεων ΕΚΕ, που χρησιμοποιούνται
στην προσπάθεια ενσωμάτωσης των προσπαθειών τους σε αυτόν τον τομέα, οδηγεί
σε πολλές περιπτώσεις σε προβληματισμό ως προς τη χρήση τους από τις εταιρείες
(E.Y., 2015). Σε γενικές γραμμές η πρακτική αφορά τη χρήση ενός κοινά αποδεκτού
προτύπου αναφοράς, που συμβάλει στην τυποποίηση της υποβολής εκθέσεων και
επιτρέπει τη συγκρισιμότητα με τις εκθέσεις άλλων εταιρειών. Επίσης, προσφέρει
κατανοητές οδηγίες, που καθοδηγούν ασφαλώς στην μέτρηση και παράθεση των
επιπτώσεων του οργανισμού και επιτρέπει μέσα από τη διαδικασία αυτή τη
βελτίωση.

31

Την ίδια στιγμή, η προτίμηση μιας αναφοράς πλαίσιο εναντίον ενός άλλου - ή ακόμη
και η επιλογή για μη συμμόρφωση με ένα γνωστό πρότυπο αναφοράς σύνταξης ενός
απολογισμού βιωσιμότητας- καθώς και το επίπεδο συμμόρφωσης, είναι στόχοι
περαιτέρω ανάλυσης και έρευνας. Σε κάθε περίπτωση η επιλογή του προτύπου, που
θα χρησιμοποιηθεί από την εκάστοτε εταιρεία, θα πρέπει να απαντά στις ανησυχίες
των ενδιαφερόμενων μερών.
Οι ανησυχίες αυτές εστιάζουν στην ικανότητά των ενδιαφερόμενων μερών να
συγκρίνουν και να αναλύουν αναφερόμενες πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές,
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των οργανισμών σε σχέση με
προηγούμενες επιδόσεις τους ή/και ει δυνατόν, έναντι της απόδοσης άλλων
οργανισμών (Ε.U., 2015).

32
Τα πρότυπα εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, συχνά, δεν σχετίζονται με νομικές
δεσμεύσεις, ωστόσο οι κανόνες που περιλαμβάνουν, συνήθως, καλύπτουν διατάξεις
που απορρέουν από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία και επιβάλλονται από τις
δημόσιες αρχές. Πολλά από τα προαναφερθέντα πρότυπα εταιρικής ευθύνης, τις
περισσότερες φορές, δύναται να καλύψουν ορισμένα κενά στην διοίκηση και στην
υπευθυνότητα των επιχειρήσεων για τα οποία δεν υπάρχει κάποια ισχύουσα εθνική
νομοθεσία (Camilleri, 2017).

33

Σε ότι αφορά τα ευρέως αποδεκτά πρωτόκολλα σύνταξης απολογισμών,


oι ευρύτερα διαδεδομένες κατευθυντήριες οδηγίες σύνταξης εταιρικών
απολογισμών είναι αυτές του προτύπου ISO 26000, της σειράς προτύπων
υπευθυνότητας ΑΑ1000 -AccountAbility Principles Standard (2008), αυτές
της Παγκόσμιας Πρωτοβουλίας Αναφοράς (GRI) και σε κλαδικό επίπεδο
κυρίως οι αρχές σύνταξης του Επιχειρηματικού Συμβουλίου για τη
Βιώσιμη Ανάπτυξη (WBCSD) και του GRI-Sector Disclosure. Παράλληλα
πολλές εταιρίες στο πλαίσιο σύνταξης του απολογισμού, συντάσσουν
εκθέσεις προόδου σε συμφωνία με τις αρχές του Οικουμενικού
Συμφώνου του ΟΗΕ (UN Global Compact) και για τον ελλαδικό χώρο σε
συμφωνία με τις αρχές του Ελληνικού Κώδικα Βιωσιμότητας. Τα διάφορα
αυτά πρότυπα, αρχές ή κατευθυντήριες οδηγίες, χρησιμοποιούνται
πολλές φορές παράλληλα ή συμπληρωματικά στους απολογισμούς ΕΚΕ.

Το πρότυπο ISO 26000:2010 παρέχει στις επιχειρήσεις κατεύθυνση


σχετικά με την υλοποίηση σαφών δράσεων σύμφωνα με τις αρχές της
αειφορίας. Σε αντίθεση με τα συνήθη κατά ISO πρότυπα, δεν επιβάλλει
προϋποθέσεις ή απαιτήσεις στις εταιρίες. Δεν πρόκειται για σύστημα
διαχείρισης που απαιτεί πιστοποίηση

Η σειρά προτύπων των Αρχών υπευθυνότητας για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη


ΑΑ1000 «AA1000 AccountAbility Principles Standard (2008)» εμφανίστηκε
για πρώτη φορά το 1999, στη διάρκεια των χρόνων εξελίχθηκε και
αναθεωρήθηκε ως την παρούσα του μορφή, περιλαμβάνοντας
ουσιαστικά δέσμευση των επιχειρήσεων σε τρεις αρχές : τη θεμελιώδη
αρχή της Συμμετοχικότητας (ενδιαφερόμενων μερών), καθώς και τις
αρχές της Ουσιαστικότητας και της Ανταπόκρισης.
34
Το Οικουμενικό Σύμφωνο του ΟΗΕ (UN Global Compact) αποτελεί ένα
πλαίσιο που θεσπίστηκε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών το
2000 ως μία εθελοντική πρωτοβουλία για την ανάπτυξη, εφαρμογή
και παράθεση των εταιρικών πρακτικών αειφορίας. Οι επιχειρήσεις
στο πλαίσιο της εφαρμογής του δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τις
λειτουργίες τους και τις στρατηγικές τους με τις δέκα παγκόσμιες
αρχές στους τομείς των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνθηκών
εργασίας, περιβάλλοντος, και καταπολέμησης της διαφθοράς
εκδίδοντας σε ετήσια βάση μία Έκθεση Προόδου (Communication on
Progress-COP) των επιδόσεών της. Σε αυτή συμμετέχουν 8500
επιχειρήσεις από τις μεγαλύτερες του κόσμου από 145 χώρες.

Ο Ελληνικός Κώδικας Βιωσιμότητας, αποτελεί ένα δομημένο σύστημα


ως προς τη διαφάνεια και την αυτοδέσμευση των ελληνικών
Οργανισμών/Επιχειρήσεων. Ανταποκρίνεται στην ανάγκη μέτρησης
της οικονομικής, περιβαλλοντικής και κοινωνικής επίδοσης των
Οργανισμών/ Επιχειρήσεων με στόχο την ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητάς τους και βασίζεται σε διεθνή πρότυπα αναφοράς
(όπως το Global Reporting Initiative, United Nations Global Compact,
οι Οδηγίες του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές, EFFAS, EMAS) και σε
διαχειριστικά συστήματα που ήδη εφαρμόζουν οι Οργανισμοί ( όπως
τα ISO 26000, 9000, 14000) συνδεόμενο με τον Ευρωπαϊκό Κώδικα
Βιωσιμότητας.

35

Ένα σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο των εκθέσεων ΕΚΕ είναι η κάλυψη της αξιοπιστίας
των στοιχείων, που παρουσιάζονται μέσα σε αυτές, προκειμένου να τεκμηριωθεί ή
να πιστοποιηθεί η αξία τους και η μετάβαση προς ένα σταθερότερο και πιο αξιόπιστο
επίπεδο εταιρικού απολογισμού (KPMG, 2008, 2011, 2013).

Η αιτία προς αυτή την κατεύθυνση είναι η υπευθυνότητα. Η διασφάλιση αξιοπιστίας


της έκθεσης εταιρικής κοινωνικής ευθύνης δρα σαν ένα ανεξάρτητο σύστημα
ελέγχου, σύμφωνα με το οποίο ο φορέας διαπίστευσης εκφράζει μια άποψη με
σκοπό την παροχή αξιοπιστίας των στοιχείων βιωσιμότητας που δημοσιεύονται. Εδώ
θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει κάποιο γενικά αποδεκτό πρότυπο για αυτή τη
διαδικασία διασφάλισης.

36
Πρότυπο Σύνταξης Απολογισμών Global Reporting
Initiative (GRI)
Το πιο ευρέως διαδεδομένο και υιοθετημένο πρότυπο
σύνταξης απολογισμών ΕΚΕ σε παγκόσμια κλίμακα, που
προωθεί τη διαφάνεια και λογοδοσία στις εταιρικές
εκθέσεις Βιωσιμότητας, είναι αυτό της Παγκόσμιας
Πρωτοβουλίας Αναφοράς (GRI) (Brown, 2005; Brown, De
Jong, & Lessidrenska, (2009b); Skouloudis et al., 2009, E.Y.,
2015) το οποίο τείνει να είναι συμβατό και εναρμονισμένο
με τα διάφορα άλλα πρότυπα υποβολής εκθέσεων
βελτιώνοντας έτσι την υποβολή και συγκρισιμότητα των
εκθέσεων.
Το 1997 η Συμμαχία για Περιβαλλοντικά Υπεύθυνα
Οικονομικά σε συνεργασία με το Πρόγραμμα των
Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον, ξεκίνησαν το έργο του
GRI, το οποίο εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο οργανισμό το 2002,
όταν έλαβαν δομημένη μορφή οι πρώτες κατευθυντήριες
οδηγίες (GRI-G2), που δημοσιεύθηκαν αρχικά το 2000
(Moneva, Archel, & Correa, 2006). Σήμερα πάνω από 14.800
οργανισμοί έχουν εκδώσει Απολογισμούς Βιωσιμότητας
σύμφωνα με το πρότυπο GRI και πάνω από το 82% των
μεγαλύτερων επιχειρήσεων παγκοσμίως.
37

Κατευθυντήριες οδηγίες του Global Reporting Initiative


(GRI)
➢ Οι κατευθυντήριες οδηγίες σύνταξης Απολογισμών Βιωσιμότητας Global
Reporting Initiative (GRI) αποτελούν σήμερα το πιο ευρέως
χρησιμοποιούμενο, σε παγκόσμιο επίπεδο, πλαίσιο σύνταξης
απολογισμών βιωσιμότητας από τις επιχειρήσεις.
➢ “Οι Κατευθυντήριες Οδηγίες του GRI για τη Σύνταξη Απολογισμού
Βιωσιμότητας («Κατευθυντήριες Οδηγίες» στο εξής) προσφέρουν τις
Αρχές Σύνταξης Απολογισμού, τις Τυποποιημένες Δημοσιοποιήσεις και
ένα Εγχειρίδιο Εφαρμογής για την κατάρτιση απολογισμών
βιωσιμότητας από οργανισμούς ανεξαρτήτως μεγέθους, κλάδου ή
γεωγραφικής θέσης”.
➢ Οι οδηγίες GRI έχουν αναθεωρηθεί πέντε φορές έως σήμερα, με την πιο
πρόσφατη έκδοσή τους (Standards) να έχει εκδοθεί το 2016,
προκειμένου να εφαρμοσθεί εθελοντικά αντικαθιστώντας την
προηγούμενη έκδοση GRI-G4 έως την 31-12-2017 και από την 1-1-2018
να αντικαθιστά πλήρως τις προηγούμενες εκδόσεις.
➢ Στο επίπεδο των δημοσιοποιήσεων οι κατευθυντήριες οδηγίες του GRI-
G4 που αποτελούσε την προηγούμενη έκδοση διατύπωνε δύο
διαφορετικούς τύπους Τυποποιημένων Δημοσιοποιήσεων, τις Γενικές
Τυποποιημένες Δημοσιοποιήσεις και τις Ειδικές Τυποποιημένες
Δημοσιοποιήσεις περιλαμβάνοντας παραπομπές σε ευρέως αποδεκτά
και υφιστάμενα έγγραφα κατάρτισης απολογισμών για συγκεκριμένα
θέματα. Είχε σχεδιαστεί δε ως ενοποιημένο πλαίσιο για τη
δημοσιοποίηση της επίδοσης σε σχέση με διάφορους κώδικες και
κανόνες βιωσιμότητας διευκολύνοντας τη συγκρισιμότητα σε όλα τα
επίπεδα.
38
Κατευθυντήριες οδηγίες του Global Reporting Initiative
(GRI-G4)
Α. Οι Γενικές Τυποποιημένες Δημοσιοποιήσεις αφορούσαν τους τομείς:
➢ Στρατηγική και Ανάλυση
➢ Προφίλ Οργανισμού
➢ Αναγνωρισμένα Ουσιαστικά Θέματα και Όρια
➢ Διαβούλευση με τα Ενδιαφερόμενα Μέρη
➢ Προφίλ Απολογισμού
➢ Διακυβέρνηση
➢ Ηθική και Ακεραιότητα
Οι Γενικές Τυποποιημένες Δημοσιοποιήσεις ισχύουν για όλους τους οργανισμούς
που συντάσσουν απολογισμούς βιωσιμότητας. Από τις 58 Γενικές Τυποποιημένες
Δημοσιοποιήσεις οι 34 αφορούν τη βασική επιλογή (υποχρεωτική
δημοσιοποίηση).
Β. Οι Ειδικές Τυποποιημένες Δημοσιοποιήσεις αφορούν:
 Δημοσιοποιήσεις της Διοικητικής Προσέγγισης
 Δείκτες (Διοικητικής Προσέγγισης)
Οι Κατευθυντήριες Οδηγίες χωρίζουν τις Ειδικές Τυποποιημένες Δημοσιοποιήσεις σε
τρεις Κατηγορίες: Οικονομία, Περιβάλλον, Κοινωνία. Οι Κοινωνικές
Δημοσιοποιήσεις χωρίζονται σε τέσσερις Υποκατηγορίες: Εργασιακές Πρακτικές
και Αξιοπρεπής Εργασία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Κοινωνία, Υπευθυνότητα για το
Προϊόν.
Oι κατευθυντήριες οδηγίες GRI-G4 θέτουν κάποιες αρχές σύνταξης του απολογισμού
βιωσιμότητας. Οι Αρχές Σύνταξης Απολογισμού έχουν θεμελιώδη σημασία για
την επίτευξη διαφάνειας στους απολογισμούς βιωσιμότητας και συνεπώς θα
πρέπει να εφαρμόζονται από όλους τους οργανισμούς κατά την κατάρτισή τους.
39

 Ο συνολικός αριθμός των δεικτών Ειδικής Τυποποιημένης Δημοσιοποίησης (91 συνολικά) για
κάθε επιμέρους κατηγορία ήταν :
• Οικονομία, 9 δείκτες
• Περιβάλλον, 34 δείκτες
• Κοινωνία, 48 δείκτες
 Υποκατηγορίες
 1. Πρακτικές και αξιοπρεπής εργασία, 16 δείκτες
 2. Ανθρώπινα δικαιώματα, 12 δείκτες
 3. Κοινωνία, 11 δείκτες
 4. Υπευθυνότητα για το προϊόν, 9 δείκτες
Τα προηγούμενα χρόνια είχε τεθεί επιτακτικά από τους φορείς λήψης αποφάσεων να
εντοπίζονται, να επιλέγονται και να δίνεται προτεραιότητα σε σημαντικές πτυχές
βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, που επηρεάζουν τι ίδιες και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτή
η απαίτηση έως σήμερα παρέμενε μία υποκειμενική διαδικασία (Hsu et al., 2013b). Οι
τελευταίες εκδόσεις G4 και Standards του GRI απαντούν και σε αυτή την απαίτηση. Σύμφωνα
με το GRI (2013a, σελ. 3) «Ο στόχος του G4, της τέταρτης τέτοιας αναθεώρησης, είναι απλός :
να βοηθήσει τους αρμοδίους να συντάσσουν απολογισμούς βιωσιμότητας με ουσία, που να
περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τα πιο κρίσιμα ζητήματα του οργανισμού, που
σχετίζονται με τη βιωσιμότητά του και να καταστήσει τη σύνταξη τέτοιων απολογισμών πάγια
πρακτική…. Αυτή η έμφαση στην «ουσιαστικότητα» θα διασφαλίσει ότι οι απολογισμοί θα
είναι πιο εύστοχοι, πιο έγκυροι και πιο φιλικοί προς τους χρήστες. Αυτό, με τη σειρά του, θα
καταστήσει τους απολογισμούς πιο συναφείς, πιο αξιόπιστους και πιο ευανάγνωστους» .

40
Από το G4 στο GRI -Standards
Όταν αναφερόμαστε στο Global Reporting Initiative η πλειοψηφία αναγνώριζε τις
κατευθυντήριες οδηγίες G4 ως τις πιο διαδεδομένες για την σύνταξη ενός
Απολογισμού βιωσιμότητας, έως την επικαιροποίηση και μετάβαση στο πρότυπο GRI-
Standards. Η διαδικασία μετάβασης από το G4 στο GRI Standards ορίστηκε ως μια
διαδικασία μετάβασης από το ένα σύστημα μεθοδολογίας στο άλλο.To GRΙ
περιγράφει αυτή την μετάβαση από το G4 ως το επόμενο βήμα. Ο οργανισμός
υποστηρίζει ότι η μετάβαση αυτή διευκολύνει τις αρχές να παραμείνουν
ενημερωμένες και να ενσωματωθούν και άλλες, πιο ανανεωμένες, αξίες
βιωσιμότητας.

Ιστορική εξέλιξη Global Reporting Initiative (πηγή: www.globalreporting.org)

41

Οι κατευθυντήριες οδηγίες GRI-Standards με τη σειρά τους περιλαμβάνουν όλες τις


βασικές έννοιες και τις οδηγίες του GRI-G4, οι οποίες είναι βελτιωμένες σε μια πιο
ευέλικτη δομή, με απλούστερες απαιτήσεις και πιο κατανοητή γλώσσα.
Το πρότυπο GRI-Standards δημιουργεί μια κοινή γλώσσα για οργανισμούς και
ενδιαφερόμενους, μέσω του οποίου οι οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές
επιπτώσεις των οργανισμών μπορούν να κοινοποιηθούν και να γίνουν κατανοητές. Το
πρότυπο είναι σχεδιασμένο για να ενισχύει τη συνολική συγκρισιμότητα και την
ποιότητα των πληροφοριών που οι οργανισμοί δημοσιοποιούν, επιτρέποντας έτσι
μεγαλύτερη διαφάνεια και υπευθυνότητα των οργανισμών. Ο Απολογισμός
Βιωσιμότητας με βάση το πρότυπο GRI-Standards δύναται να παρέχει μια
ισορροπημένη και λογική δημοσιοποίηση των θετικών και αρνητικών επιπτώσεων
ενός οργανισμού, στο στόχο προς την αειφόρο ανάπτυξη.

42
Το εν λόγω πρότυπο είναι δομημένο ως σύνολο αλληλένδετων επιμέρους προτύπων
και δεικτών, που έχουν αναπτυχθεί προκειμένου να χρησιμοποιηθούν μαζί για να
βοηθήσουν έναν οργανισμό να προετοιμάσει και να συντάξει μία έκθεση
Βιωσιμότητας, που βασίζεται στην αναφορά συγκεκριμένων αρχών επικεντρωμένη
όμως στα πιο σημαντικά για τον οργανισμό θέματα λειτουργίας του.
Η προετοιμασία ενός Απολογισμού σύμφωνα με το πρότυπο GRI-Standards δείχνει
ότι αυτός δύναται να παρέχει μια πλήρη και ισορροπημένη εικόνα δημοσιοποίησης
των ουσιαστικότερων θεμάτων λειτουργίας ενός οργανισμού και των σχετικών
επιπτώσεων του, καθώς και του τρόπου διαχείρισης αυτών.

43

Η αλλαγή στο νέο πρότυπο (από το GRI-G4 στο GRI-Standards) επέρχεται όπως
φάνηκε παραπάνω κυρίως στην σύνθεση της αναφοράς καθώς και στην εμφάνιση
των προτύπων. Οι κεντρικοί τομείς και εδώ αποτελούνται από τους δείκτες της
οικονομίας, του περιβάλλοντος και της κοινωνίας.
Ο δείκτης της οικονομίας περιλαμβάνει τα ίδια πρότυπα με αυτά, που προϋπάρχουν
στο G4. Σε αυτά προστίθενται η καταπολέμηση της διαφθοράς και η ανταγωνιστική
συμπεριφορά εντός του οργανισμού. Στον δείκτη της περιβαλλοντικής διαχείρισης
έχουν παραμείνει οι περισσότεροι τομείς από το G4, ενώ για την κοινωνία έχουν
αφαιρεθεί οι δείκτες, που αναφέρονται στις επενδύσεις, και άλλοι σχετικοί με τα
ανθρώπινα δικαιώματα, την κοινωνία, τις συνθήκες εργασίας και τα προϊόντα έχουν
αλλάξει μεταφερόμενοι στις γενικές δημοσιοποιήσεις.

44
Τα γκρουπ δεικτών είναι συνολικά τέσσερα (4), διαιρούμενα σε δύο γκρουπ
προτύπων. Το πρώτο γκρουπ αποτελείται από τη σειρά δεικτών 100 με πρώτο τον
δείκτη GRI 101 ο οποίος ονομάζεται καθολικός ή θεμελιώδης, καθώς αποτελεί το
σημείο εκκίνησης για τη χρήση του συνόλου των δεικτών του προτύπου. Καθορίζει τις
αρχές σύνταξης του απολογισμού σχετικά με τον καθορισμό του περιεχομένου του
και την ποιότητα του, περιλαμβάνοντας ταυτόχρονα τα προ απαιτούμενα για την
προετοιμασία του περιγράφοντας πως το πρότυπο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Τέλος,
περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις, που πρέπει να πληρούν οι οργανισμοί, είτε
προκειμένου να συντάξουν ένα πλήρη απολογισμό, είτε προκειμένου να
χρησιμοποιήσουν επιλεγμένους δείκτες για τη σύνταξη θεματικού απολογισμού. Στον
συγκεκριμένο δείκτη έχουν ενσωματωθεί οι δείκτες G4-20 & G4-21, που αφορούν τα
όρια του ουσιώδους θέματος εντός και εκτός του οργανισμού αντίστοιχα.

45

Ακολουθεί ο δείκτης GRI 102, Γενικών Δημοσιοποιήσεων, ο οποίος χρησιμοποιείται


για την παροχή στοιχείων συναφών με τον οργανισμό και τις πρακτικές
βιωσιμότητας. Ειδικότερα, παρέχει πληροφορίες για το προφίλ του οργανισμού, την
στρατηγική, που ακολουθεί, την δεοντολογική πολιτική του, την διακυβέρνηση, την
εμπλοκή, τις πρακτικές δέσμευσης των ενδιαφερόμενων μερών και τις διαδικασίες
σύνταξης του απολογισμού. Στον συγκεκριμένο δείκτη έχουν ενσωματωθεί οι
επιμέρους δείκτες του προτύπου G4, G4-EN34, G4-LA16, G4-HR12 και G4-SO11. Οι
συγκεκριμένοι δείκτες σχετίζονται με τη διαχείριση εκ μέρους του κάθε οργανισμού
των παραπόνων για τις επιπτώσεις του στα περιβαλλοντικά θέματα, τις εργασιακές
πρακτικές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την κοινωνία.

46
Ο τελευταίος δείκτης της σειράς 100 είναι ο GRI 103 της διοικητικής προσέγγισης
περιέχει πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο, που ένας οργανισμός διαχειρίζεται κάθε
ουσιαστικό για τη λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καλύπτονται
από ειδικά πρότυπα και δείκτες των σειρών GRI 200, GRI 300, GRI 400 και άλλα. Με
την εφαρμογή του συγκεκριμένου δείκτη παρέχεται η απαιτούμενη τεκμηρίωση, γιατί
είναι σημαντικό το συγκεκριμένο τα όρια εξωτερικά και εσωτερικά των επιπτώσεων
του και πως αυτές διαχειρίζονται από τον οργανισμό.
Στην συνέχεια ακολουθεί το δεύτερο γκρουπ δεικτών που περιλαμβάνει τις σειρές
GRI 200, GRI 300, GRI 400. Οι συγκεκριμένες σειρές δεικτών περιλαμβάνουν σειρά
επιμέρους δεικτών σύμφωνα με την θεματική του καθενός. Η σειρά GRI 200 εστιάζει
μέσω επιμέρους ειδικών δεικτών στη παροχή πληροφοριών για τις οικονομικές
επιπτώσεις θετικές και αρνητικές ενός οργανισμού (π.χ. έμμεσες οικονομικές
επιπτώσεις) ενώ, αντίστοιχα, η σειρά δεικτών GRI 300 στις περιβαλλοντικές (π.χ.
επιπτώσεις στη χρήση υδάτινων πόρων) και η σειρά δεικτών GRI 400 στις κοινωνικές
(π.χ. Απασχόληση, Υγιεινή και Ασφάλεια στους χώρους εργασίας).

47

48
Ανάλυση Ουσιαστικότητας (materiality analysis)
Η σημασία της έννοιας της ουσιαστικότητας έγκειται στην πιθανότητα ένα
συγκεκριμένο ουσιώδες στοιχείο να επηρεάσει την κρίση ενός λογικού ατόμου, που
στηρίζεται στην έκθεση, ακόμη και από την συμπερίληψη, αλλαγή ή διόρθωσή του. Ο
προσδιορισμός ενός ουσιώδους για την λειτουργία μίας επιχείρησης θέματος πρέπει
να αντικατοπτρίζει τόσο το μέγεθος όσο και τη φύση του (Eccles et al., 2012).

Σύμφωνα με τον Οδηγό εφαρμογής του GRI-G4 «Οι οργανισμοί βρίσκονται


αντιμέτωποι με μεγάλο εύρος θεμάτων, τα οποία θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν
στον απολογισμό. Σχετικά θέματα είναι όσα εύλογα μπορούν να θεωρηθούν
σημαντικά καθώς αντανακλούν τις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές
επιδράσεις του οργανισμού ή επηρεάζουν τις αποφάσεις των ενδιαφερόμενων μερών
και συνεπώς ίσως αξίζει να συμπεριληφθούν στον απολογισμό. Ουσιαστικότητα είναι
το όριο στο οποίο τα Θέματα γίνονται αρκετά σημαντικά ώστε να συμπεριληφθούν
στον απολογισμό. Πέραν του ορίου αυτού, δεν έχουν όλα τα ουσιαστικά Θέματα την
ίδια σημασία και η έμφαση, που τους δίνεται σε έναν απολογισμό, θα πρέπει να
αντανακλά τη σχετική προτεραιότητά τους… [Κατ’ αυτή την έννοια] Η έννοια του
ορίου είναι σημαντική και στον απολογισμό βιωσιμότητας, αλλά αφορά σε
μεγαλύτερο εύρος επιδράσεων και ενδιαφερόμενων μερών» (GRI, 2013b, σελ. 11).

49

Οι κατευθυντήριες οδηγίες του GRI απαιτούν από τους οργανισμούς να καθορίζουν τα ουσιώδη
θέματα στις αναφορές τους. Αυτά τα θέματα αντικατοπτρίζουν τις σημαντικές οικονομικές,
περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις των οργανισμών ή εκείνες, που επηρεάζουν
ουσιαστικά τις αποφάσεις των ενδιαφερομένων (Globalreporting.org, 2018). Τα ουσιαστικότερα
θέματα για έναν οργανισμό θα πρέπει να περιλαμβάνουν εκείνα τα θέματα, που έχουν άμεσο ή
έμμεσο αντίκτυπο στην ικανότητα ενός οργανισμού να δημιουργεί, να διατηρεί ή να αλλοιώνει
την οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική αξία για τον ίδιο, τους ενδιαφερόμενους και την
κοινωνία γενικότερα (Whitehead, 2017).

Λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη σημασία της ανάλυσης ουσιαστικότητας για την Αναφορά
βιωσιμότητας, ο Briefing (2006) πρότεινε ένα πλαίσιο ουσιαστικότητας, που αποτελείται από
τρία στάδια και δη : α) τον εντοπισμό ζητημάτων από ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών
και πηγών, β) τη χρήση ενός σταθερού συνόλου ρυθμιστών για τον προσδιορισμό του επιπέδου
σημαντικότητας-ουσιαστικότητας για κάθε ζήτημα, που αφορά την επιχείρηση και γ) την
ενσωμάτωση της διαδικασίας στη λήψη αποφάσεων και την εξωτερική αναθεώρηση. Στη βάση
αυτής της πρότασης οι εμπλεκόμενοι μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με την εξουσία,
το θεσμικό τους ρόλο και τον επείγοντα χαρακτήρα (συγκυριακά ή βάσει ιδιαιτέρων συνθηκών)
της εμπλοκής τους (Mitchell et al., 1997).

50
O απολογισμός θα πρέπει να δίνει έμφαση σε πληροφορίες για την επίδοση, που
αφορούν στα πιο ουσιαστικά Θέματα. Μπορούν να συμπεριλαμβάνονται και άλλα
σχετικά θέματα, αλλά με μικρότερη έκταση δημοσιοποίησης στον απολογισμό. Θα
πρέπει επίσης να εξηγείται η διαδικασία ιεράρχησης των Θεμάτων. Η Αρχή της
Ουσιαστικότητας, εκτός από το να καθορίζει την επιλογή των Θεμάτων προς
δημοσιοποίηση, ισχύει και για τη χρήση Δεικτών. Κατά τη δημοσιοποίηση δεδομένων
επίδοσης, ο βαθμός πληρότητας και λεπτομέρειας των δημοσιοποιήσεων ενδέχεται
να ποικίλει. Συνολικά, οι αποφάσεις για τον τρόπο αναφοράς δεδομένων, θα πρέπει
να βασίζονται στη σημασία των πληροφοριών αυτών για την αξιολόγηση της
επίδοσης του οργανισμού και τη διευκόλυνση κατάλληλων συγκρίσεων (GRI, 2015).

51

Σύμφωνα με το GRI κάθε οργανισμός θα πρέπει με την εμπλοκή των ενδιαφερόμενων μερών του
και υπό το πρίσμα συγκεκριμένης διαδικασίας να εντοπίζει και να ιεραρχεί τα πιο ουσιώδη για
τη λειτουργία του θέματα αποτυπώνοντας, τα είτε σε διαγραμματική μορφή όπως στην
ανωτέρω εικόνα είτε σε μορφή πίνακα. Το διάγραμμα ουσιαστικότητας βοηθά τους οργανισμούς
να προβάλλουν γραφικά τα πιο ουσιώδη θέματα (Jones, Comfort & Hillier, 2016b)
πλαισιώνοντας τις πτυχές αειφορίας σε κλίμακες δύο αξόνων. Στον πρώτο άξονα (κάθετος)
αντιπροσωπεύονται οι πιο σημαντικές πτυχές του ουσιαστικού θέματος, που επηρεάζουν τις
αξιολογήσεις και τις αποφάσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Ο δεύτερος άξονας (οριζόντιος)
αντιπροσωπεύει τις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές πτυχές του οργανισμού (Aryal,
2017). Η ανάλυση ουσιαστικότητας προσδιορίζει ως πιο σημαντικές πτυχές λειτουργίας μίας
επιχείρησης αυτές, που βρίσκονται στην επάνω δεξιά γωνία. Ωστόσο οι επιχειρήσεις στο
πλαίσιο της κοινωνικής αποδοχής, θα πρέπει να δίνουν επίσης προσοχή στις πτυχές, που
βρίσκονται στην επάνω αριστερή γωνία (Ranängen & Lindman, 2020).

Διάγραμμα Ουσιαστικότητας (πηγή: www.globalreporting.org)


52
Δημοσιοποίηση και Αξιολόγηση εταιρικών απολογισμών
Κοινωνικής Υπευθυνότητας
Η ευθυγράμμιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και η αύξηση της ευαισθητοποίησης των
εταιριών, σύμφωνα με τις ανησυχίες των ενδιαφερομένων μερών τους αποτελούν μονόδρομο
για αυτές, προς την κατεύθυνση της δημιουργίας και διατήρησης μίας μακροπρόθεσμης σχέσης
μαζί τους (Lee & Shin, 2010). Αυτός είναι και ο λόγος που τα τελευταία 15 χρόνια παρατηρείται
μία σταδιακή αύξηση του αριθμού των εταιριών που επικοινωνούν με τα ενδιαφερόμενα μέρη
μεταφέροντας τις δεσμεύσεις της ΕΚΕ μέσω εκθέσεων βιωσιμότητας, ιστοσελίδων, και άλλων
επικοινωνιακών εργαλείων (Capriotti & Moreno, 2007; Kolk & Pinkse, 201). Ως συνέπεια οι
επιχειρήσεις θα πρέπει να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της επικοινωνίας των
επιδόσεων της ΕΚΕ προκειμένου να ενισχύσουν το ενδιαφέρον των ενδιαφερόμενων μερών
τους για την επιχείρηση, καθώς και για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες τους με τις
προσπάθειες τους (Calabrese et al., 2015).

53

Κατά συνέπεια σύμφωνα με τους Asif et al. (2013b) και Fasoulis & Kurt (2019) η
συγκριτική αξιολόγηση των εκθέσεων βιωσιμότητας με ένα αξιόπιστο και
αποτελεσματικό σύστημα βαθμολόγησης, δύναται ν’ αποφέρει πιθανά οφέλη όπως:
•Η ενημέρωση των ενδιαφερομένων μερών με ένα απλό και συστηματικό τρόπο
σχετικά με τις προσπάθειες, που έχουν γίνει από τις εταιρείες.

•Η παροχή (σε συνάρτηση με το πρότυπο σύνταξης του απολογισμού και την


αξιοπιστία του) επαρκούς και ουσιαστικής πληροφορίας σχετικά με τη λειτουργία του
οργανισμού και τις επιπτώσεις της.

•Η ενημέρωση των ίδιων των εταιρειών και της διοίκησής τους, σχετικά με τις
ελλείψεις και τα κενά, που πρέπει να καλύψουν προκειμένου να επικοινωνήσουν
καλύτερα τις επιδόσεις τους στα ενδιαφερόμενα μέρη.

•Η δυνατότητα σύγκρισης των δικών τους αποτελεσμάτων και επιδόσεων με εκείνα


άλλων εταιρειών, ιδιαίτερα του ίδιου κλάδου, δίνοντάς τους ταυτόχρονα πρόσβαση
σε καλές πρακτικές προς μελλοντική εφαρμογή στο μέλλον.

54
Επίσης το ίδιο σημαντική κρίνεται η εξωτερική αξιολόγηση των εταιρειών (εξωτερική
διασφάλιση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω) σε ότι αφορά την εφαρμογή αρχών και
πρακτικών ΕΚΕ, ως μία επαλήθευση μέσω πιστοποίησης των προσπαθειών
βιωσιμότητας και αφοσίωσης στην εταιρική υπευθυνότητα. Η διαδικασία αυτή
περιγράφεται ως «μία δημόσια πράξη επειδή συνεπάγεται την υποβολή σε έναν
ανεξάρτητο και δημόσιο έλεγχο» (King et al., 2005).
Ωστόσο, η εξωτερική διασφάλιση (πιστοποίηση) των επιδόσεων της ΕΚΕ μίας
επιχείρησης, που στηρίζεται στη λογική της ουσιαστικής δέσμευσης απέναντι σ’
αυτήν, συνεπάγεται ένα επιπλέον κόστος, που αφορά το κόστος προσωπικού και τις
χαμηλότερες οικονομικές αποδόσεις σε σύγκριση με τις εταιρείες, που λαμβάνουν
πιστοποιητικά ΕΚΕ με βάση συμβολικά κίνητρα (Dahlin et al., 2020).
Σύμφωνα με τους Nikolaou & Evangelinos (2009), τρεις μέθοδοι αξιολόγησης
απολογισμών βιωσιμότητας χρησιμοποιούνται στο επίπεδο της ακαδημαϊκής
αξιολόγησης ποιότητας, ήτοι της έρευνας με ερωτηματολόγιο, του βαθμολογικού
συστήματος και της ανάλυσης περιεχομένου.

55

H μέθοδος των ερωτηματολογίων χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις, που απαιτείται


η προσωπική άποψη των συμμετεχόντων σχετικά με κάποιο θέμα, δεδομένης της
σημαντικότητάς της στην απάντηση του ερευνητικού ερωτήματος. Μία τέτοια
περίπτωση σε ότι αφορά την αξιολόγηση απολογισμών ΕΚΕ αφορά την έρευνα
σχετικά με τις αντιλήψεις των επικεφαλής στελεχών των επιχειρήσεων σχετικά με την
ΕΚΕ (Skouloudis et al., 2015).
Η μέθοδος βαθμολόγησης χρησιμοποιείται συχνά για την ποσοτικοποίηση
πληροφοριών και κατηγοριοποίησή τους, όπως στην περίπτωση του Morhardt et al.
(2002), όπου αποδόθηκαν ειδικές βαθμολογίες σε συγκεκριμένα κριτήρια.
Η ανάλυση περιεχομένου (content analysis) ουσιαστικά ποσοτικοποιεί κείμενα, που
περιέχουν ποιοτικές και ποσοτικές πληροφορίες, σε ομάδες με τη χρήση
συγκεκριμένων κριτηρίων. Περαιτέρω, περιλαμβάνει τη μέτρηση εννοιών, λέξεων ή
συμβάντων με στόχο την περιγραφή της συχνότητας και της σημασίας θεμάτων, που
σχετίζονται με τα ερευνητικά ερωτήματα της έρευνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το
περιεχόμενο ενός επικοινωνιακού υλικού δύναται να περιγραφεί ποσοτικά. Σε ότι
αφορά την αξιολόγηση των απολογισμών ΕΚΕ με αυτό τον τρόπο, δίνεται η
δυνατότητα στους μελετητές να αξιολογήσουν τη συμπερίληψη ορισμένων βασικών
χαρακτηριστικών σε ένα κείμενο με συστηματικό και ολοκληρωμένο τρόπο.

56
Η μελέτη περίπτωσης ή περιπτωσιολογική μελέτη όπως αλλιώς αποκαλείται,
αποτελεί επίσης μία από τις πιο δημοφιλείς μεθόδους έρευνας συλλογής δεδομένων
τα τελευταία χρόνια. Ορίστηκε το 1982 από τον Runyan «ως παρουσίαση και
ερμηνεία λεπτομερειακής πληροφόρησης για ένα μοναδικό θέμα, είτε αυτό αφορά
ένα γεγονός, μία κουλτούρα, είτε τη ζωή ενός ατόμου » (όπως αναφέρεται στους
Verma & Mallick, 2004, σελ. 169), αποτελώντας μία εις βάθος αναπτυσσόμενη
μέθοδο έρευνας.

57

Σημαντικά ευρήματα σε σχέση και από την αξιολόγηση των


απολογισμών ΕΚΕ
Σύμφωνα με μια μελέτη της Ernst and Young του 2014, με τίτλο “Integrated
Reporting: Elevating Value”, η αξία μίας εταιρείας επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από
τα περιουσιακά της στοιχεία, που δεν απεικονίζονται κατ’ ανάγκη στις οικονομικές
της καταστάσεις. Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία αφορούν, χωρίς απόλυτο
περιορισμό, στο διανοητικό, ανθρώπινο και φυσικό κεφάλαιο, την αξία του
εμπορικού σήματος, τις επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη.

Επιπλέον παράγοντες, που συμβάλλουν στην επιτυχία μιας εταιρείας και στη
μακροπρόθεσμη βιωσιμότητάς της, είναι η αυξανόμενη επίπτωση των καταναλωτών,
καθώς και οι περιορισμοί, που επιβάλλονται από την εξάρτηση από τους μη
ανανεώσιμους πόρους. Κατά συνέπεια για να είναι μία επιχείρηση επιτυχής
οικονομικά πρέπει να υπερέχει στη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών, που
παρουσιάζονται, καθώς και στη διαχείριση των περιουσιακών της στοιχείων (υλικών
και άυλων) (E.Y., 2015).

58
Η εκπόνηση Εκθέσεων Εταιρικής Υπευθυνότητας ή εναλλακτικά «Απολογισμών Βιωσιμότητας» ή
ολοκληρωμένων απολογιστικών εκθέσεων παρέχουν, υπό την ανωτέρω διαπίστωση, μία πρώτης
τάξης ευκαιρία και δυνατότητα καταγραφής των κινδύνων και ευκαιριών, που παρουσιάζονται,
καθώς και της διαχείρισής τους σε συνάρτηση με τα άυλα και υλικά περιουσιακά στοιχεία. Η
υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας φαίνεται πλέον να έχει υιοθετηθεί ευρέως από τις
επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο και να εξελίσσεται σε κοινή πρακτική (E.Y., 2014; KPMG, 2013).

Οι εταιρείες δείχνουν να συνειδητοποιούν και να αναγνωρίζουν την αξία της υποβολής


εκθέσεων βιωσιμότητας, δεδομένου ότι αυτές μπορούν να επηρεάσουν άμεσα προς το
θετικότερο την φήμη τους, τις επιδόσεις τους, οικονομικές και μη, και φυσικά την άντληση
κεφαλαίων (E.Y., 2014). Σύμφωνα με την KPMG (2011), το 95% από τις 250 μεγαλύτερες
εταιρείες παγκοσμίως δημοσιοποίησαν το 2011 εκθέσεις ΕΚΕ, εκ των οποίων το 82% σύμφωνα
με το πρότυπο GRI.

Το μέσο ποσοστό αναφοράς μεταξύ των 100 μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου (Ν100) από 34
χώρες ανέρχεται στο 69% (KPMG, 2011). Ομοίως, το Corporate Register (2012) ανέφερε αύξηση
των αναφορών βιωσιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, από 26 το 1992 σε πάνω από 5.000 το
2011. Τέλος, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του GRI (2020), από το 1999 έως και σήμερα,
15.068 οργανισμοί έχουν εκδώσει 63.628 απολογισμούς Βιωσιμότητας εκ των οποίων οι 38.306
έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τα πρότυπο του GRI.

59

Ακόμη και σε νομοθετικό επίπεδο η εκπόνηση εκθέσεων μη χρηματοοικονομικών


πληροφοριών αυξάνεται ραγδαία σε παγκόσμιο επίπεδο και κατά συνέπεια και σε
Ευρωπαϊκό. Με την οδηγία 2014/95/ΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί τη
δημοσιοποίηση μη χρηματοοικονομικών εκθέσεων για ορισμένες μεγάλες
επιχειρήσεις (6.000 περίπου σε αριθμό) με αριθμό απασχολούμενων άνω των 500
εργαζομένων, με υποχρέωση δημοσιοποίησης πληροφοριών σχετικά με τις πολιτικές,
τους κινδύνους και τα αποτελέσματα όσον αφορά περιβαλλοντικά και κοινωνικά
θέματα, τις εργασιακές πτυχές, τον σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της
διαφθοράς και ζητημάτων δωροδοκίας (Ε.Υ., 2015; E.C., 2015).

60
Το ενδιαφέρον της Ακαδημαϊκής κοινότητας στράφηκε πρόσφατα στην διερεύνηση
του ποιοι είναι οι κινητήριοι παράγοντες, που ενθαρρύνουν τις εταιρείες να
συμμετάσχουν σε αναφορές ΕΚΕ. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν
διάφορα κίνητρα για τις εταιρείες να δημοσιεύσουν εκθέσεις CSR Αυτά τα κίνητρα, τα
οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση, μπορούν να συνοψιστούν
σύμφωνα με τους Kyo et al. (2016) ως εξής:

•Στρατηγικές αγοράς και χρηματοδότησης

•Πίεση των ενδιαφερομένων

•Βελτίωση εικόνας

•Συμμόρφωση με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο

Καλή εταιρική συμπεριφορά

61

Διάφοροι μελετητές έχουν εκφράσει με διάφορους τρόπους την διαπίστωση της


στενής σχέσης της οργανωτικής και διαχειριστικής λειτουργίας με τις ενδιαφερόμενες
κοινωνικές ομάδες, που συνδέεται και με την ανάγκη λογοδοσίας απέναντι σε αυτές.
Παράλληλα, οι ενδιαφερόμενες ομάδες, είτε είναι πελάτες, είτε προμηθευτές, είτε
εργαζόμενοι, είτε τοπικές κοινότητες ή άλλες κοινωνικές ομάδες, αναμένουν ένα
υψηλότερο επίπεδο λογοδοσίας και μία πιο ολοκληρωμένη απεικόνιση της εταιρικής
επίδρασης, των κινδύνων και των επιδόσεων για το σύνολο των ενδιαφερομένων
(WBCSD, 2002; Rasche & Esser 2006; GRI 2011, 2013a).
Επίσης, σύμφωνα με τον Rupp et al. (2006) και Skouloudis et al. (2015) τα στελέχη
των επιχειρήσεων μέσα από τις ανησυχίες τους, τις δράσεις τους και την εν γένει
κοινωνική τους συνείδηση διαμορφώνουν τις δράσεις και το ρόλο των επιχειρήσεων
στην κοινωνία.

62
Η δέσμευση ευθύνης μίας εταιρείας απέναντι στην ΕΚΕ απαιτεί διεξοδική αλλαγή της
επιχειρηματικής λογικής μιας εταιρείας (Hockerts, 2015; Landrum & Ohsowski, 2018).
Ακολουθώντας το θεωρητικό πλαίσιο της Τριπλής Κατώτατης Γραμμής (Elkington,
1997), σύμφωνα με το οποίο η οικονομική εστίαση συμπληρώνεται από μια
κοινωνική και περιβαλλοντική εστίαση, οι εταιρείες, που αγωνίζονται για ουσιαστική
δέσμευση ΕΚΕ, είναι πιθανό να έχουν εγγενή κίνητρα (Story & Neves, 2015).
Ως τέτοια θεωρούνται η αναδιαμόρφωση της επιχειρηματικής τους λογικής, τόσο
όσον αφορά τη χρηματοοικονομική δομή, όσο και τις επιδόσεις, καθώς και τις
δραστηριότητες βιωσιμότητας, έτσι ώστε αυτές να βρίσκονται προσανατολισμένες
στην κοινή αξία (Porter & Kramer, 2011). Σύμφωνα με έρευνες, οι προσπάθειες
αειφορίας μίας εταιρείας, μέσω δεσμεύσεων απέναντι στην ΕΚΕ, μπορεί να οδηγήσει
σε ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και πελατών, με κατ’ επέκταση θετικά
αποτελέσματα στην οικονομική απόδοση, στην ικανοποίηση των εργαζομένων και
την κοινωνική αποδοχή (Amores-Salvadó, Martín-de Castro, & Navas-López, 2014;
Bansal & Roth, 2000; Vlachos, Panagopoulos & Rapp, 2013).
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες οι ουσιαστικές προσπάθειες
αειφορίας μπορεί να μην αντικατοπτρίζονται στις οικονομικές επιδόσεις μιας
εταιρείας, η υλοποίηση όμως μόνο συμβολικών ενεργειών εταιρικής υπευθυνότητας
ενδέχεται να τη βλάψουν (Walker & Wan, 2012).

63

Την ίδια στιγμή, η έρευνα μάρκετινγκ υποστηρίζει έντονα τα θετικά αποτελέσματα


της δημοσιοποίησης αρνητικών πληροφοριών στην εταιρική αξιοπιστία (Crowley &
Hoyer, 1994; Eisend, 2006), συμφωνώντας με αντίστοιχη έρευνα των Reimsbach &
Hahn (2015), βάσει της οποίας δεν προκύπτουν ανεπιθύμητες επιπτώσεις από την
δημοσιοποίηση αρνητικών πληροφοριών.
Αντίθετα, οι Chan & Milne (1999), σε δική τους έρευνα, αναφέρουν ότι οι αρνητικές
πληροφορίες επηρεάζουν αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις. Στην βάση των
αντιφατικών αυτών ευρημάτων, προέκυψε ότι η εθελοντική δημοσιοποίηση μετρίως
αρνητικών πληροφοριών δεν επηρεάζει αρνητικά την αντίληψη και την αξιοπιστία
της ΕΚΕ σε σύγκριση με σοβαρές ή σημαντικά αρνητικές πληροφορίες (Jahn & Brühl,
2019; Crowley & Hoyer, 1994; Eisend, 2006), προκαλώντας θετικά μακροπρόθεσμα
αποτελέσματα, επιτρέποντας πιο αξιόπιστες και ισχυρές σχέσεις με τα
ενδιαφερόμενα μέρη, που με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε οικονομική
επιτυχία (Garcia-Castro et al., 2011; Schnackenberg & Tomlinson, 2016).
Αντίστοιχα, προκύπτει ότι αμφίδρομες (αρνητικές και θετικές) δημοσιοποιήσεις
επιδόσεων στην ΕΚΕ, είναι πιο δυσμενείς στην περίπτωση των εταιρειών, που έχουν
χαμηλή φήμη ΕΚΕ ή όταν αυτές είναι σημαντικά αρνητικές (Jahn & Brühl, 2019).

64
Υπό αυτή την έννοια, η αξιολόγηση της απόδοσης μίας εταιρείας σε θέματα ΕΚΕ
πρέπει να υπερβαίνει τις μεμονωμένες πρωτοβουλίες, εστιάζοντας στην καλύτερη
κατανόηση, τόσο των επιπτώσεων κλίμακας όσο και του πεδίου εφαρμογής (Peloza &
Shang, 2011). Ως συνέπεια αυτού, υπήρξαν επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις για
έρευνα, που αφορά τον πολύπλευρο χαρακτήρα της ΕΚΕ και τις πιστοποιήσεις των
επιδόσεών της, προκειμένου να αυξηθεί η κατανόηση του δυνητικά πολύπλοκου
δεσμού μεταξύ του «να κάνεις το καλό» και του «Κάνεις καλή δουλειά» (Cronin,
Smith, Gleim, Ramirez, & Martinez, 2011; Hult, Mena, Gonzalez-Perez, Lagerström, &
Hult, 2018).

65

Σύμφωνα με τους Landrum & Ohsowski (2018), οι δεσμεύσεις των εταιρειών


απέναντι στην ΕΚΕ αναφέρονται σε πέντε στάδια, με την πιο αδύναμη μορφή
δέσμευσης να αφορά τη συμμόρφωση της συμμετοχής μόνο σε εξωτερικά
υποχρεωτικές δραστηριότητες, όπως η θεσμική συμμόρφωση. Το δεύτερο στάδιο
συνδέει τις επιχειρήσεις με την υλοποίηση εταιρικο-κεντρικών δραστηριοτήτων, που
τις ωφελούν αποκλειστικά.
Το τρίτο στάδιο αφορά μία πιο ουσιαστική μορφή δέσμευσης στην ΕΚΕ σύμφωνα με
την οποία οι εταιρίες εργάζονται εσωτερικά και εξωτερικά προς την επίτευξη
συστημικών αλλαγών. Το τέταρτο στάδιο αφορά την αναγεννητική δέσμευση ΕΚΕ,
στην οποία οι εταιρείες κατανοώντας την επιστήμη της αειφορίας την εισάγουν στην
αγορά και τέλος το πέμπτο και τελευταίο στάδιο αναφέρεται στην συν-εξελικτική
δέσμευση στην ΕΚΕ, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες και ο φυσικός κόσμος
σχηματίζουν μία εταιρική σχέση.

66
Σε ότι αφορά την εξωτερική διασφάλιση -πιστοποίηση των επιδόσεων δέσμευσης
στην ΕΚΕ μίας εταιρείας, αυτή θεωρείται ως μία δράση προστιθέμενης αξίας και
καλή πρακτική σε ότι αφορά την ενημέρωση των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με
τις φιλοδοξίες και τις δραστηριότητες βιωσιμότητας, που υλοποιεί. Ταυτόχρονα όμως
μπορεί να θεωρηθεί και ως μία στρατηγική εταιρική κίνηση (Dahlin et al., 2020). Tα
πιστοποιητικά EKE αν και εμπεριέχουν σαφή σήματα αειφορίας, θεωρούνται επίσης
δαπανηρά (Bond & Devine, 2016).

67

Η πιστοποίηση των επιδόσεων της ΕΚΕ για λόγους κυρίως εικόνας, αν και στην αρχή
μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα, βραχυπρόθεσμα, αυξάνοντας την προσοχή των
μέσων ενημέρωσης, την απόκτηση νέων πελατών και τη διατήρηση πελατών, την
αύξηση της τιμολόγησης, καθώς και την πρόσβαση σε μεγαλύτερο μέρος του
κεφαλαίου αγοράς ενός πελάτη (Hockerts, 2015), στην πορεία ενδέχεται η εστίαση να
στραφεί προς την ουσία και όχι την εικόνα (Porter & Kramer, 2006).
Αν και η πιστοποίηση της ΕΚΕ θεωρείται μία ενίσχυση της έννοιας της βιωσιμότητας
των εταιρειών, πολλές φορές αυτή επικεντρώνεται στην πιστοποίηση μόνο ενός
τομέα βιώσιμης ανάπτυξης (Dahlin et. al., 2020). Στην πραγματικότητα, τα
αποτελέσματα μελετών δείχνουν ότι το πεδίο και το εύρος της πιστοποίησης έχει
αρνητική επίδραση στην οικονομική εκτέλεση. Αυτό το εύρημα μπορεί να εξηγηθεί σε
συνάρτηση με την αποδοχή των μετόχων για μικρότερα ποσοστά οικονομικής
απόδοσης ως αντάλλαγμα για τη δημιουργία κοινής αξίας και για ένα υψηλότερο
εύρος ενδιαφερομένων (Kramer & Pfitzer, 2016; Porter & Kramer, 2011).
Τέλος, σύμφωνα με τους (Dahlin et al., 2020), το εύρος της πιστοποίησης έχει θετικές
επιδράσεις στην αύξηση του προσωπικού, καθώς εταιρείες, που έχουν μεγαλύτερο
εύρος πιστοποίησης υλοποιούν περισσότερες δραστηριότητες προστιθέμενης αξίας
και έτσι απαιτούν περισσότερο προσωπικό με αντίστοιχη όμως αύξηση του κόστους
που συνοδεύεται και από το κόστος της ίδιας της πιστοποίησης.

68
Σε ότι αφορά την επίδραση του μεγέθους των επιχειρήσεων στην ποιότητα των
απολογισμών βιωσιμότητας υπάρχει μία διάσταση απόψεων μεταξύ μελετητών.
Σύμφωνα με τον Baumann-Pauly et al. (2013), οι εταιρείες με μεγάλο μέγεθος
υιοθετούν πολιτικές σύνταξης μίας ποιοτικής έκθεσης και με στόχο της βελτίωση της
εικόνας τους απέναντι στα ενδιαφερόμενα μέρη. Αντίθετα, οι Μικρομεσαίες
Επιχειρήσεις (ΜΜΕ) εστιάζουν σε άτυπους μηχανισμούς δημοσιοποίησης ή εκθέσεις,
που εστιάζουν στα πιο σημαντικά θέματα για τα ενδιαφερόμενα μέρη, που
επηρεάζουν και επηρεάζονται.
Την ίδια στιγμή, εξωτερικοί παράγοντες ή συμβάντα ενδέχεται να επηρεάσουν την
εταιρική υπευθυνότητα των μικρών επιχειρήσεων (Small business social
responsibility-SBSR) δημιουργώντας μία πολύπλοκη ισορροπία μεταξύ ηθικών αξιών,
δράσεων, υιοθέτησης εργαλείων, επιδόσεων βιωσιμότητας, παράλληλα με τον
υπολογισμό των κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιδόσεων (Corazza, 2018).

69

Οι ΜΜΕ αντιμετωπίζουν την ανταγωνιστική πίεση, που ασκείται από το οικονομικό


περιβάλλον, μέσω περιορισμένων πόρων όσον αφορά τις ταμειακές ροές, την γνώση
και τους ανθρώπινους πόρους. Αυτά τα κίνητρα εξασθενούν τις στάσεις των μικρών
επιχειρηματιών προς την επένδυση χρόνου και πόρων στη βιωσιμότητα ακόμη και
όταν αυτό δεν κρίνεται βολικό από τα πλησιέστερα ενδιαφερόμενα μέρη. Επίσης, η
γεωγραφική εγγύτητα με την κοινωνία, είναι σημαντική, ειδικά για τη φήμη της
επιχείρησης και τις υποθέσεις της τοπικής κοινότητας (Fisher et al., 2009; Muller &
Kolk, 2009; Battaglia et al., 2010).

Οι Spence & Perrini (2010) και Spence (2016) κατηγοριοποίησαν την εταιρική
υπευθυνότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε τέσσερεις επιμέρους τομείς : α)
την ιδιοκτησία και τον έλεγχο, β) την διακυβέρνηση και την υποβολή εκθέσεων, γ) τις
εσωτερικές και εξωτερικές συναλλαγές και δ) την υπάρχουσα δομή ισχύος. Σύμφωνα
πάντως με τον Sethi et al. (2016) το μέγεθος της επιχείρησης δεν έχει καμία επίδραση
στην συνολική ποιότητα των απολογισμών ΕΚΕ.

70
Οι Sethi et al. (2016) διαπίστωσαν ότι σε παγκόσμιο επίπεδο οι επιμέρους πτυχές
δημοσιοποιήσεων ΕΚΕ αφορούν το περιβάλλον, τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες
τα θέματα διαφθοράς και δωροδοκίας και τα θέματα διασφάλισης της
ακεραιότητας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι
πτυχές, που εστιάζουν, αφορούν στις φιλανθρωπικές δράσεις, στη δωροδοκία και
στη διαφθορά.
Σε χώρες, όπου το εγχώριο επιχειρηματικό πλαίσιο είναι χαλαρό, και, κατά συνέπεια
και η εφαρμογή αρχών της ΕΚΕ μία ξένη επιχείρηση μπορεί να συμβάλει στην
ενίσχυση της τάσης για ανάπτυξη της ΕΚΕ. Αντίστοιχα, σε χώρες, όπου η διείσδυση
της ΕΚΕ είναι υψηλή οι επιχειρήσεις καλούνται να πληρούν τα ελάχιστα επίπεδα της
ΕΚΕ σύμφωνα με τους εγχώριους ανταγωνιστές της, οι οποίοι δύναται να είναι
παραρτήματα πολυεθνικών επιχειρήσεων (Skouloudis et al., 2016).

71

Οι σχέσεις σήμερα μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών και της ΕΚΕ των εταιρειών, δεν
περιορίζονται στην αναγνώριση της φιλανθρωπικής τους δράσης και στα αντίστοιχα κίνητρα,
αλλά επεκτείνονται σε πλήθος διαχειριστικών αποφάσεων στο σύνολο των οικονομικών,
περιβαλλοντικών και κοινωνικών τομέων και στόχων (Porter & Kramer, 2006; Weber, 2008;
Carroll & Shabana, 2010; Harwood, Humby & Harwood, 2011). Οι διαχειριστικές αυτές
αποφάσεις καθορίζουν το επίπεδο απόδοσης της ΕΚΕ, σε συνάρτηση με τα εν γένει κίνητρα της
κάθε επιχείρησης (Walker et al., 2010).
Οι Kotchen και Moon (2012), από τη πλευρά τους, υποστηρίζουν ότι οι εταιρείες θα
συμμετάσχουν σε ΕΚΕ, σύμφωνα με το επίπεδο των δραστηριοτήτων τους, αντισταθμίζοντας και
αποφεύγοντας τον χαρακτηρισμό τους ως κοινωνικά ανεύθυνες. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε
εκείνους τους επιχειρηματικούς κλάδους, που θεωρούνται ιδιαίτερα αμφιλεγόμενοι, όπως
αυτοί της παραγωγής και εμπορίας καπνού, αλκοόλ, πετρελαίου και τυχερών παιχνιδιών (Kolk &
Levy, 2001), όπου η κοινωνικά ανεύθυνη συμπεριφορά τραβά την προσοχή (Calabrese et. al.,
2016). Σε αυτούς τους τομείς, η ισορροπία μεταξύ κοινωνικής υπευθυνότητας και
ανευθυνότητας θεωρείται λεπτή καθώς μπορεί ν’ αντιπροσωπεύει ευκαιριακή συμπεριφορά,
που συμπεριλαμβάνει και προσπάθειες απόκρυψης συμπεριφορών κοινωνικές ανευθυνότητας
(Cai, Jo, & Pan, 2011).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ΕΚΕ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης απέναντι σε
«εχθρικές» εκδηλώσεις κάποιων εκ των ενδιαφερόμενων μερών, προστατεύοντας την εικόνα της
επιχείρησης και την ευημερία των μετόχων (Bansal & Clelland, 2004).

72
Την ίδια στιγμή όμως και οι πρακτικές σύνταξης, υποβολής εκθέσεων βιωσιμότητας σε
συνάρτηση με τις ίδιες τις δραστηριότητες βιωσιμότητας επηρεάζονται από τα χαρακτηριστικά
εταιρικής διακυβέρνησης, το επιχειρηματικό μοντέλο, το πολιτιστικό και λειτουργικό
περιβάλλον, το μέγεθος και την ιδιοκτησία (Adams, 2002; Spence, 2007; Hahn & Kuhnen, 2013).
Ωστόσο, η μεγάλη πρόκληση αφορά τον εντοπισμό των σημαντικότερων για τη λειτουργία των
επιχειρήσεων ζητημάτων (Ανάλυση Ουσιαστικότητας), συμπεριλαμβάνοντας τις ανάγκες της
διοίκησης, των επενδυτών και όλων των υπόλοιπων ενδιαφερόμενων ομάδων, που μπορούν με
τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές τους να επηρεάσουν τη μακροπρόθεσμη επιχειρηματική
απόδοση (Briefing, 2006). Και αυτό συμβαίνει ως απόρροια της έλλειψης δυνατότητας
οποιασδήποτε επιχείρησης και οργανισμού να ανταποκριθεί σε όλα τα ζητήματα αειφορίας,
ειδικά όταν ορισμένα εξ αυτών δεν θεωρούνται σημαντικά (Weybrecht, 2010).
Σε μία σχετικά πρόσφατη έρευνα, οι Murguía & Böhling (2013), μελετώντας απολογισμούς
βιωσιμότητας σε συνάρτηση με συγκρούσεις, που αφορούσαν εξορύξεις μεγάλης κλίμακας,
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτές παρουσίαζαν χαμηλό επίπεδο ποιότητας ή/και έλλειψη
δεδομένων για αμφιλεγόμενα ζητήματα. Και αυτό, αν και από την μεριά τους οι εταιρείες
εξόρυξης είχαν ανακοινώσει ότι πρόκειται για αναφορές, που παρείχαν μία ισορροπημένη
προβολή, καθώς και ακριβή και αξιόπιστα δεδομένα για την απόδοση τους προς την αειφορία.
Το εν λόγω πρόβλημα πληρότητας, ακρίβειας και αξιοπιστίας στη δημοσιοποίηση των
πληροφοριών ΕΚΕ θα αποφευχθεί, εφόσον η αναφορά βιωσιμότητας κάθε εταιρείας
αξιολογείται επί της ουσίας ουσιαστικών ζητημάτων, που έχουν θέσει οι ενδιαφερόμενες
ομάδες (Manetti & Becatti, 2009).

73

Σε συνέχεια των ανωτέρω και όπως προκύπτει από τη βιβλιογραφία, ίσως το πιο
σημαντικό πρόβλημα των σημερινών εκθέσεων ΕΚΕ, όπως αυτές εκπονούνται από τις
εταιρείες, είναι η αδυναμία πληρότητας στην κάλυψη των πτυχών σημαντικότητας
(ουσιαστικότητας) από τη μεριά των ενδιαφερόμενων μερών (Adams, 2004; O'Dwyer,
Unerman, & Hession, 2005; de Villiers & van Staden, 2010; Karagiannis et al., 2019;
Vouros et. al., 2020).
Σύμφωνα με έρευνες, οι πελάτες προτιμούν την επιλογή εταιρειών, που
συμμορφώνονται πραγματικά με τις αξίες και τις πεποιθήσεις τους (Lee et al., 2012;
Vanhamme & Grobben, 2009) για κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα.
Συμπληρωματικά και σύμφωνα με τους Unerman & Bennett, (2004) δεν υπάρχει
συνολική και ομοιογενής αντιμετώπιση των προσδοκιών και των αντιλήψεων των
ενδιαφερόμενων μερών από τις επιχειρήσεις, όπως επίσης δεν προσφέρονται για τον
εντοπισμό και την ανάλυση των διάφορων ενδιαφερόμενων ομάδων,
αποτελεσματικά και πρακτικά εργαλεία (Boesso & Kumar, 2009).
Η δημοσιοποίηση επομένως πληροφοριών σχετικά με δράσεις εταιρικής
υπευθυνότητας από τις επιχειρήσεις, προϋποθέτει ισχυρή προσήλωση και δουλειά
στον τομέα της συλλογής και επεξεργασίας σχολίων εκ μέρους των ενδιαφερομένων
μερών τους (προσδοκίες ΕΚΕ και αντιλήψεις), καθώς και συνεργασία μαζί τους
προκειμένου να αποκτήσουν βαθύτερες γνώσεις και αμοιβαία οφέλη (Boesso &
Kumar, 2009).
74
Συνεπώς, είναι σημαντικό, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, η εκ των
προτέρων επιλογή του επιπέδου πληρότητάς των απολογισμών ΕΚΕ, εξαιτίας των
περιορισμένων πόρων, που δύναται να διαθέσουν σε δραστηριότητες έρευνας
(Calabrese et al., 2016). Σύμφωνα με τον Borga et al. (2009), η κάλυψη των πτυχών
σημαντικότητας σε μία έκθεση βιωσιμότητας, μέσα από μία ανάλυση σημαντικότητας
με την εμπλοκή των ενδιαφερόμενων μερών, βελτιώνει τις σχέσεις εταιρείας και
ενδιαφερόμενων μερών.

Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται μία έντονη δυσπιστία και


απαιτητικότητα απέναντι στις δραστηριότητες ΕΚΕ των επιχειρήσεων από τα
ενδιαφερόμενα μέρη (Mohr et al., 2001; Kim & Lee, 2009; Pomering & Johnson,
2009). Η δυσπιστία αυτή και η απαιτητικότητα επηρεάζεται ειδικά σε ότι αφορά τους
πελάτες των επιχειρήσεων, από την απόσταση μεταξύ των πεποιθήσεων τους, των
αξιών τους και του τρόπου ζωής σε συνάρτηση με την αντίληψη και την εικόνα, που
έχουν για την Εταιρική υπευθυνότητα της εκάστοτε εταιρείας (Sen & Bhattacharya,
2001; Vitell et. al., 2010).

75

Παρά τη βελτίωση της προτυποποίησης της διαδικασίας σύνταξης των απολογισμών


ΕΚΕ πλήθος μελετών αξιολόγησης των απολογισμών ΕΚΕ, που έχουν εκπονηθεί στο
πέρασμα των τελευταίων χρόνων, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η δημοσιοποίηση
της λογοδοσίας των επιχειρήσεων σχετικά με την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη κρίνεται
ανεπαρκής, ειδικά σε ότι αφορά την εστίαση στις σημαντικότερες πτυχές
δραστηριοποίησης τους σε συνάρτηση με τη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών
(Moneva, Archel, & Correa, 2006).

76
EKE & ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Αν και η ΕΚΕ αποτελεί μία παγκόσμια πρακτική και τάση, που ακολουθείται από επιχειρήσεις σε
όλο τον κόσμο, που τείνουν να ακολουθούν κοινές πρακτικές και πρότυπα στο πλαίσιο του
ανταγωνισμού αλλά και της ενίσχυσης της φήμης, των οικονομικών, κοινωνικών και
περιβαλλοντικών ωφελειών δεν παύει να συνδέεται και με τα εθνικά χαρακτηριστικά
επιχειρηματικότητας κάθε χώρας. Άλλωστε, η σημασία της εθνικής κουλτούρας καθώς και
των θεσμικών και κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων, που επηρεάζουν την προσαρμογή και
υιοθέτηση διεθνών πρακτικών και εννοιών έχει επισημανθεί σε πλήθος θεωρητικών και
εμπειρικών ερευνών (λ.χ. Czarniawska & Sevon, 1996; Guler et al., 2002).

77

Στον Ελλαδικό χώρο, οι πολυεθνικές εταιρείες φαίνεται να είναι ο κύριος μοχλός της
χάραξης πολιτικής ΕΚΕ με τις μικρομεσαίες να ακολουθούν αυτό το προβάδισμα
(Skouloudis et al., 2014). Σε αντίθεση με τις διεθνείς προτεραιότητες και πιέσεις,
τα θέματα διαφάνειας και υπευθυνότητας έναντι των ενδιαφερομένων μερών δεν
αποτελούν την κορυφαία προτεραιότητα για τους περισσότερους οργανισμούς.
Για τους οργανισμούς, που δημοσιοποιούν απολογισμούς ΕΚΕ, η δημοσιοποίηση
πληροφοριών σχετικά με διαδικασίες αναγνώρισης και εμπλοκής των
ενδιαφερόμενων ομάδων, καθώς και ανάλυσης σημαντικότητας για τις πιο
σημαντικές πτυχές των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αποτελούν τα τελευταία
χρόνια σημείο αιχμής της δημοσιοποίησης (Ε.Υ., 2015).
Σε σχέση με τις επιχειρήσεις του Ελλαδικού χώρου, σύμφωνα με την Ε.Υ. (2015), η
αναγνώριση των ενδιαφερόμενων ομάδων εμφανίζεται στις δημοσιοποιήσεις του
80% των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ η αναφορά διαδικασιών εμπλοκής αυτών
σε ποσοστό 67%, σε ότι αφορά τις εκθέσεις του 2013.

78
Η ποιότητα και η ποσότητα των ελληνικών αναφορών είναι ανεπαρκής και
περιορίζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις, ωστόσο, η ποιότητα βελτιώνεται συνεχώς
με την αυξημένη εφαρμογή διεθνών προτύπων και κανόνων διαχείρισης.
Αντίστοιχα, και η ποσότητα φαίνεται να έχει αναβαθμιστεί, καθώς περισσότεροι
οργανισμοί δημοσιεύουν αναφορές ως απάντηση στο πλαίσιο ολοκλήρωσης (Ε.Ε.,
2015; Σκουλούδης et al., 2011). Οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, είτε
χρησιμοποιούν τις κατευθυντήριες οδηγίες του GRI για την υποβολή εκθέσεων
αειφορία, είτε την μορφή του Οικουμενικού Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών
(UNGC-Communication on Progress (COP)). Ειδικότερα, για το 2013, το 78% των
εκθέσεων χρησιμοποίησε τις κατευθυντήριες οδηγίες του GRI (Ε.Υ., 2015).
Τέλος, από την εφαρμογή του μεθοδολογικού εργαλείου, που εστίαζε στην
αξιολόγηση των Απολογισμών Βιωσιμότητας μέσω της αξιολόγησης του επιπέδου
ενσωμάτωσης των κατευθυντήριων οδηγιών των Αρχών αναφοράς του προτύπου
GRI-G4, προέκυψε ικανοποιητική εικόνα σχετικά με το επίπεδο λογοδοσίας των
επιχειρήσεων, που αξιολογήθηκαν (Απολογισμοί Βιωσιμότητας έτους αναφοράς
2015). Πάραυτα, δεν φαίνεται να διασφαλίζεται η αξιοπιστία, η ισορροπία, η
ακρίβεια, η διαφάνεια, η πληρότητα και φυσικά η συγκρισιμότητα των
δημοσιοποιήσεων, που ήταν και ένα εκ των ζητούμενων (Vouros et al., 2020).

79

Ως συμπέρασμα της αξιολόγησης για τους απολογισμούς ΕΚΕ των ελληνικών επιχειρήσεων
προκύπτει η μη κάλυψη σε επίπεδο πληρότητας και ακρίβειας των επιμέρους δεικτών
διοικητικής προσέγγισης (γενικών και ειδικών), σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του
GRI-G4, για τα ουσιαστικότερα θέματα κάθε εταιρείας, με αντίστοιχη μη κάλυψη της
απαιτούμενης πληρότητας και αξιοπιστίας συνολικά του απολογισμού κοινωνικής
υπευθυνότητας. Τέλος, οι επιχειρήσεις με υψηλό επίπεδο λογοδοσίας φαίνεται να
συνδέονται με το υψηλό τους περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει
απαραίτητα ότι αυτές που βρίσκονται στο τέλος έχουν χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Αντίστοιχα προκύπτει ότι οι κλάδοι, που υπάγονται στον δευτερογενή τομέα (π.χ. παραγωγή
ενός αντικειμένου) κατέχουν υψηλότερες θέσεις λογοδοσίας από ό, τι οι οργανισμοί, που
υπάγονται στον τριτογενή τομέα, οι οποίοι έχουν χαμηλότερες επιδόσεις.
Επιπλέον, από την αξιολόγηση προέκυψε ότι οι εταιρείες και οι τομείς, που παρουσιάζουν
υψηλότερο επίπεδο λογοδοσίας σε σχέση με τους ειδικούς δείκτες δημοσιοποίησης της
διοικητικής προσέγγισης (SDMA), είναι αυτοί με σημαντικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Το
συγκεκριμένο εύρημα φαίνεται να προσδιορίζει ότι εταιρείες με σημαντικό περιβαλλοντικό
αποτύπωμα διαθέτουν, είτε το εξειδικευμένο προσωπικό, εξοπλισμό και γνώσεις, είτε τους
απαραίτητους οικονομικούς πόρους, είτε και τα δύο, για να επιτύχουν την κάλυψη των
συγκεκριμένων εξειδικευμένων δεικτών.

80
Σε ότι αφορά ειδικά τα ποσοστά της πιστοποίησης εξωτερικής διασφάλισης της αξιοπιστίας των
απολογισμών των επιχειρήσεων του δείγματος, αυτά ήταν για το σύνολο των δειγμάτων
σχετικά υψηλά και συγκεκριμένα άνω του 50% έως και 66%. Τα συγκεκριμένα όμως ποσοστά,
σε συνάρτηση με τα ευρήματα του χαμηλού ή μέτριου επιπέδου λογοδοσίας των
απολογισμών ΕΚΕ για τα ουσιώδη για τις επιχειρήσεις ζητήματα, που αξιολογήθηκαν,
δημιουργούν ερωτηματικά και αμφιβολίες. Συγκεκριμένα, θέτουν εν αμφιβολία την ίδια την
αντικειμενικότητα, ποιότητα και αξιοπιστία της εξωτερικής διασφάλισης, της ποιότητας των
Απολογισμών Βιωσιμότητας, δεδομένου ότι αυτή έχει πιστοποιηθεί με αυτά τα κενά.
Συνεπώς, η απουσία συγκεκριμένης νομοθετικής πρόβλεψης της διαδικασίας και των
προδιαγραφών εξωτερικής διασφάλισης (Simnett et al., 2009), αποκτά σημαντική δυναμική
για ανάγκη κάλυψης του κενού αυτού.
Για τις ελληνικές επιχειρήσεις τα σημαντικότερα ζητήματα, που αναγνωρίσθηκαν και
αξιολογήθηκαν ως προς το επίπεδο λογοδοσίας ήταν αυτά της «Οικονομικής Επίδοσης» και
«Υγείας και Ασφάλειας στους χώρους εργασίας» με αυτά της «Υγείας και Ασφάλειας των
Πελατών», της «Διασφάλισης Προσωπικών Δεδομένων» και «Διαχείρισης Ενέργειας» να
ακολουθούν.

81

82

You might also like