Professional Documents
Culture Documents
Emfyla Symvola Kai Astika Topia-Liz Bondi
Emfyla Symvola Kai Astika Topia-Liz Bondi
Liz Bondi
Εισαγωγή
Οι πόλεις και πολλά στοιχεία µέσα τους, είναι στοιχεία κοινωνικής οργάνωσης τα
οποία εµφανίζουν διάρκεια. Το ίδιο ισχύει και για τις έµφυλες διαιρέσεις. Ωστόσο,
και τα δυο παρουσιάζουν σηµαντική ρευστότητα. Το αστικό περιβάλλον
µεταβάλλεται διαρκώς και το ίδιο συµβαίνει, µε διαφορετικούς τρόπους, µε τις
ιδέες και τις εµπειρίες µας αναφορικά µε τη θηλυκότητα και την ανδρικότητα. Σ’
αυτό το άρθρο υποστηρίζω ότι υπάρχει εµφανής αλληλεπίδραση ανάµεσα στις
µεταβαλλόµενες ταυτότητες φύλου και στα µεταβαλλόµενα αστικά τοπία.
Ειδικότερα, αυτό που µε ενδιαφέρει είναι αν µπορούµε να «διαβάσουµε» το αστικό
τοπίο µε τρόπο που να µας επιτρέπει να εντοπίσουµε σ’ αυτό αναφορές και
κατασκευές που αφορούν τη θηλυκότητα και την ανδρικότητα και αν ναι, ποιες
εκδοχές θηλυκότητας ή ανδρικότητας αρθρώνονται στις σύγχρονες µορφές
αλλαγής του αστικού τοπίου. Χρησιµοποιώ τον «εξευγενισµό»∗ ως κύριο
παράδειγµα µιας τέτοιας αλλαγής, εξαιτίας της εµφανούς παρουσίας του σε
πολλές πόλεις της ∆ύσης, αλλά και παρακινούµενη από κάποιες απόψεις, σύµφωνα
µε τις οποίες αποτελεί, τουλάχιστον εν µέρει, έκφραση των µεταβαλλόµενων
έµφυλων διαιρέσεων (Smith, 1987, Rose, 1989, Warde, 1991, Bondi, 1991).
Πρόθεσή µου είναι να συµβάλλω, µε αυτό τον τρόπο, στις φεµινιστικές αναλύσεις
που ασχολούνται µε την αλλαγή του αστικού τοπίου, και θα στηριχθώ γι’ αυτό στην
υλική σηµασία των πολιτισµικών συµβόλων.
♦
∆ηµοσιευµένο στο A. Cuthbert (ed) 2003 Designing Cities. Critical Readings in Urban Design,
Oxford: Blackwell, σελ. 204-215.
∗
ΣτΜ: «Εξευγενισµός»: Αποτελεί την πιο δόκιµη απόδοση του όρου gentrification, ο οποίος θα
µπορούσε να µεταφραστεί περιφραστικά και ως: «επιλεκτική ανάπλαση».
1
πρέπει να αποσυνδέσει τις συµβολικές από τις κοινωνιολογικές όψεις του φύλου,
αντί να τους προσδίδει άµεση συσχέτιση. Ακόµη, θέλω να ερευνήσω τους δεσµούς
που υπάρχουν ανάµεσα στις διάφορες µορφές πολιτικής που αφορούν το φύλο και
στον εξευγενισµό, κάνοντας αναφορές στους µεταµοντέρνους αρχιτεκτονικούς
ρυθµούς, αλλά και στην µεταµοντέρνα κουλτούρα γενικότερα. Σε αυτό το πλαίσιο,
υποστηρίζω ότι οποιαδήποτε απόπειρα να αποσυνδέσουµε τις συµβολικές από τις
κοινωνιολογικές όψεις του φύλου έχει σηµαντικές, όχι απαραίτητα προοδευτικές,
πολιτικές επιπτώσεις.
Αρχιτεκτονικά νοήµατα
Ενώ «οι νοηµατοδοτήσεις του περιβάλλοντος είναι αναπόφευκτες» (Jencks, 1980,
σ. 8), η αξιοπιστία των διαφορετικών προσεγγίσεων για την ερµηνεία του
δοµηµένου περιβάλλοντος είναι αντικείµενο αντιπαράθεσης. Η σηµειολογία ως
πλαίσιο ανάλυσης έχει προκαλέσει µεγάλο ενδιαφέρον. Η έννοια «συστήµατα
σηµείων» αναγνωρίζει τόσο την ύπαρξη µη λεκτικών µορφών επικοινωνίας
(Rapoport, 1982), όσο και τις οµοιότητες ανάµεσα στη γλώσσα και σε άλλα
συστήµατα σηµείων (Preziosi, 1979, Broadbent κ.α., 1980, Gottdiener and
Lagopoulus, 1986). Οι αναλογίες µε τη γλώσσα είναι, ωστόσο, αµφισβητούµενες.
Για ορισµένους, «οι γλωσσικοί και οι αρχιτεκτονικοί σχηµατισµοί ταιριάζουν
απόλυτα µεταξύ τους, και λειτουργούν συµπληρωµατικά και αναπληρωµατικά»
(Preziosi, 1979, σ. 89). Για άλλους, οι απόπειρες εφαρµογής αναλυτικών εννοιών
που προέρχονται από την δοµική γλωσσολογία για την ερµηνεία των δοµηµένων
µορφών είναι βαθιά προβληµατικές, γιατί «η αρχιτεκτονική δεν περιέχει προτάσεις.
Τα κτήρια δε συνδυάζουν τα µέρη τους προκειµένου να σχηµατίσουν
κατηγορηµατικούς ή σχεσιακούς ισχυρισµούς» (Kolb, 1990, σ. 108, όπου
παραπέµπει στην Scruton, 1979). Αλλά, όπως επισηµαίνει o Rustin (1985), όροι
όπως «λεξιλόγιο» και «γλώσσα» εµφανίζονται µε επιµονή στα γραπτά όσων
επικρίνουν τις αναλογίες µε τη γλώσσα και αποδεικνύουν την αναπόφευκτη
αλληλεξάρτηση µεταξύ των διαφόρων τρόπων επικοινωνίας. Και, ενώ οι επίσηµοι
2
γραµµατικοί κανόνες που διέπουν το συνδυασµό των λέξεων σε προτάσεις µπορεί
να µην έχουν ισοδύναµο στην αρχιτεκτονική, τα ίδια τα κτήρια µπορούν πιο εύλογα
να συγκριθούν µε κείµενα τα οποία εξαρτώνται από τη λειτουργία πιο ελαστικών
και ανοιχτών συµβάσεων και πρακτικών (Kolb, 1990, σ. 108-109). Ειδωµένα ως
κείµενα, τα δοµηµένα περιβάλλοντα είναι ανοιχτά σε ποικίλες ερµηνείες και αυτό
ακριβώς είναι το πλαίσιο στο οποίο αναζητώ πιθανές «αναγνώσεις» (βλ. Duncan
and Duncan, 1988).
Έµφυλες κωδικοποιήσεις
Παρόλο που µπορεί να µην υπάρχει µια «επίσηµη γλώσσα» ικανή να κατονοµάσει
όλες τις πιθανές αρχιτεκτονικές µορφές (Kolb, 1990, σς. 109-12), εξακολουθούν
να υφίστανται µείζονα ζητήµατα και σηµαντικές αποσιωπήσεις αναφορικά µε τις
ερµηνείες του δοµηµένου περιβάλλοντος. Τα ακαδηµαϊκά κείµενα για την
αρχιτεκτονική σπάνια αναφέρονται στο φύλο, αλλά όταν το κάνουν, υπαινίσσονται
την κυριαρχία µιας έννοιας «φυσικής» διαφοράς και αντίθεσης. Η συζήτηση του
Jenkcs (1978) για τους αρχιτεκτονικούς ρυθµούς είναι ένα χρήσιµο παράδειγµα.
Περιγράφει και συνδέει τους µείζονες ρυθµούς µε τους όρους τριών φαινοµενικά
µη αντιθετικών διχοτοµιών, µια από τις οποίες είναι η διχοτοµία άνδρας/γυναίκα
(βλ. εικόνα 16.1). Προτείνει ότι η ανδρικότητα αναγνωρίζεται σε ό,τι είναι µεγάλο,
συµπαγές και ισχυρό και σε ό,τι είναι γραµµικό και κατακόρυφο. Η αρχιτεκτονική
µπαρόκ µας παρέχει ένα καλό παράδειγµα σε σχέση µε αυτό. Για την Οπερα του
Παρισιού, ο Jenkcs (1978, σ. 70) κάνει το εξής σχόλιο: «παντού αγάλµατα σε
δραµατικές στάσεις, µε ευλύγιστη µυολογία —ακόµη και τα γυναικεία αγάλµατα
µοιάζουν τροµακτικά». Αντιθέτως, το ισχνό, το λεπτεπίλεπτο και, πάνω απ’ όλα, το
καµπύλο έχει κωδικοποιηθεί ως θηλυκό. Όταν ο Jenkcs (σ. 73) περιγράφει τους
τρούλους του Βασιλικού Περιπτέρου στο Μπράιτον, ως «αµυδρά µαστικούς»,
αποτυπώνει τη χρήση αναλογιών από τον φυσικό κόσµο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο
κάθε ρυθµός προσφέρεται σε περισσότερες από µια ερµηνείες. Για παράδειγµα, ο
κορινθιακός κίονας χαρακτηρίζεται θηλυκός όταν δίνεται έµφαση στη λυγερότητά
του και ανδρικός όταν τονίζεται η γραµµικότητά του, ειδικά όταν, επιπλέον,
συµβολίζει κύρος και ισχύ. Κάθε µεµονωµένο παράδειγµα µπορεί να είναι
αµφίσηµο. Ο πύργος CN του Τορόντο, συνδυάζοντας την κοµψότητα µε τη
γραµµικότητα, διαθέτει και αρσενικές και θηλυκές συνδηλώσεις.
3
Σ.τ.Μ.: Στην εικόνα 16.1 οι όροι µεταφράζονται ως εξής:
MASCULINE: ανδρικό, FEMININE: θηλυκό, ORNAMENTED: φορτωµένο,
STRAIGHTFORWARD: λιτό, COMPLEX: σύνθετο, SIMPLE: απλό.
4
συνηχήσεις µιας εξεζητηµένης επίδειξης πλούτου, διαφθοράς και ισχύος, που
βρίσκονται στο κατώφλι της κατάρρευσης. Η ανδρικότητα δεν είναι µια ανεξάρτητη,
εξωτερική αναφορά, η οποία λειτουργεί παράλληλα µε τις προηγούµενες
συνηχήσεις, αλλά µάλλον εκείνες είναι στενά συνδεδεµένες µε µια ιδιαίτερη
εκδοχή ανδρικότητας.
∗
ΣτΜ: «erection»: Σηµαίνει ανέγερση και στύση.
5
εκδοχή της διαφοροποίησης των φύλων και µια συγκεκριµένη µορφή
σεξουαλικότητας.
Αλλού, σε µια κίνηση που είναι, υπό µια έννοια, ανάλογη µε την οπτική της
σύγχρονης πολιτισµικής γεωγραφίας για τη σχέση µεταξύ συµβόλου και
κοινωνικού πλαισίου, οι φεµινίστριες επιµένουν εδώ και καιρό ότι αυτό που κάνουν
οι γυναίκες, αυτό που είναι οι γυναίκες, δεν ανταποκρίνεται άµεσα στον τρόπο που
τις αναπαριστούν τα ΜΜΕ, οι πανεπιστηµιακοί ή η λαϊκή κουλτούρα. Έχει
καταβληθεί πολλή προσπάθεια για να καταρριφθούν τα σεξιστικά στερεότυπα.
Αντίθετα, όταν αναφέρεται στο φεµινισµό και την ανθρωπολογία, η Henrietta
Moore (1988, σ. 29) υποστηρίζει ότι «το τι κάνουν οι γυναίκες στην κοινωνία δεν
αρκεί για να αποτιµήσουµε την πολιτισµική σηµασία του όρου ‘γυναίκα’». Εποµένως,
η φεµινιστική θεωρία µας παρέχει ένα χρήσιµο σηµείο εκκίνησης για την
εξερεύνηση των νοηµάτων των αστικών τοπίων.
6
Φεµινιστικές Οπτικές
7
Κατ’ αρχάς, όταν αντικρούουµε την άποψη ότι το δοµηµένο περιβάλλον αντανακλά
τον έµφυλο καταµερισµό εργασίας ανάµεσα στους κατοίκους του, συχνά απλώς
µεταθέτουµε τη συσχέτιση σε ιδεολογικό επίπεδο. Ο πολεοδοµικός σχεδιασµός
ερµηνεύεται σα να αντανακλά άµεσα και χωρίς κανένα πρόβληµα τις κυρίαρχες
ιδεολογίες. Το δοµηµένο περιβάλλον εµφανίζεται σα να είναι ανεπηρέαστο από
τις δραστηριότητες και τις ιδέες των κατοίκων του, ενώ ταυτόχρονα αναπαριστά
πιστά τις ιδέες και τα συµφέροντα όσων ασχολούνται µε τον προγραµµατισµό, το
σχεδιασµό και την οικοδόµησή του. Αυτή η ερµηνεία στερεί το δοµηµένο
περιβάλλον από το νόηµα που του αποδίδουν όσοι ζουν σε αυτό, µαζί µε τις
αλλαγές, όσο ασήµαντες κι αν είναι, που του επιφέρουν. Αυτή η ακραία αντίθεση
ανάµεσα στους δηµιουργούς και τους χρήστες, ανάµεσα σε ενεργητικά και
παθητικά µέρη, µπορεί να ερµηνευθεί ως µια αντιπαράθεση ανάµεσα στον
επαγγελµατία (πολεοδόµο ή αρχιτέκτονα) και το µέσο άνθρωπο. Όµως η έµφαση
που δίνεται από τις φεµινιστικές αναλύσεις στα έµφυλα συµφέροντα, οδηγεί σε
µια κατηγοριοποίηση σύµφωνα µε την οποία οι δράστες είναι άνδρες
επαγγελµατίες, τα θύµατα οι γυναίκες, ενώ οι άνδρες κάτοικοι φαίνεται πως είναι
οι ευεργετούµενοι και ίσως, µέσα από τις ιδεολογίες της πατριαρχίας, τα έµµεσα
ενεργά υποκείµενα. Περιστασιακά επιβεβαιώνεται κάποια αντιστροφή των ρόλων,
στη θεωρία ή την πράξη. Στις περιπτώσεις όπου οι γυναίκες είναι σε θέση να
οργανώσουν και να σχεδιάσουν το περιβάλλον τους, διατυπώνεται η υπόθεση ότι
οι ανάγκες των γυναικών θα εκφραστούν µε αποτελεσµατικό τρόπο (Hayden,
1982, Wekerle and Novac, 1989).
Αυτή η αντιστροφή τονίζει την δεύτερη υπεραπλούστευση που γίνεται. Παρόλο που
αυτές οι µελέτες θέτουν σε σοβαρή αµφισβήτηση τις στερεότυπες θεωρήσεις για
τις γυναίκες, το γεγονός ότι ενδιαφέρονται για το τι πραγµατικά κάνουν οι
γυναίκες συχνά υπαινίσσεται ότι οι εµπειρίες των γυναικών αποτελούν την πηγή
για ορθές αναπαραστάσεις της θηλυκότητας, ανόθευτες κατά κάποιον τρόπο από
ανδρικές θεωρήσεις. Αυτή η οπτική αµφισβητείται µέσα στο ίδιο το φεµινιστικό
κίνηµα και συµφωνώ µε τις θέσεις οι οποίες απορρίπτουν την έννοια µιας
ουσιοκρατικής θηλυκότητας που αποκαλύπτεται από τις εµπειρίες των γυναικών, και
επιµένουν ότι, αντιθέτως, δεν υπάρχει καµιά εκδοχή θηλυκότητας έξω από τον
πατριαρχικό λόγο (βλ. Weedon, 1987, Alcoff, 1988). Μπορεί να αµφισβητούµε και
να αντιστεκόµαστε σε ποικίλες µορφές υποταγής και (στρεβλής) αναπαράστασης
των γυναικών, αλλά το κάνουµε αναπόφευκτα µέσα στο πλαίσιο της πατριαρχίας.
Το αναγνωριστικό στοιχείο «γυναίκες», το οποίο αποτελεί τόσο ισχυρό θεµέλιο
του φεµινισµού, είναι αφ’ εαυτού µια πατριαρχική κατασκευή. Επιπλέον, το
πρόβληµα µε το δοµηµένο περιβάλλον δεν είναι απλώς ότι ενσωµατώνει
στρεβλές αναπαραστάσεις των γυναικών και των ανδρών που είναι ριζωµένες στις
ιδεολογίες της πατριαρχίας, αλλά ότι εµπεριέχει µια υποθετική ενότητα µεταξύ των
γυναικών, η οποία συχνά µάλλον επιβεβαιώνεται, παρά τίθεται σε αµφισβήτηση,
από τη φεµινιστική κριτική που σκιαγραφήσαµε (βλ. Poovey, 1988, McDowell,
1991).
8
ερµηνεύει την εξέλιξη της δοµής του αστικού χώρου ως ένα σύνολο ασταθών και
βραχυπρόθεσµων λύσεων στη σύγκρουση των φύλων. Υποστηρίζει ότι ο
διαχωρισµός του χώρου κατοικίας από το χώρο εργασίας, που επιταχύνθηκε από
την εκβιοµηχάνιση µεγάλης κλίµακας στο δεύτερο µισό του δέκατου ένατου αιώνα,
δηµιούργησε µια σειρά προβληµάτων, από τα προβλήµατα στέγασης στις
φτωχογειτονιές µέχρι το αίτηµα για γυναικεία ψήφο, τα οποία υπονόµευσαν τις
αντιλήψεις της εργατικής και της µεσαίας τάξης για την οικογενειακή ζωή. Θεωρεί
ότι αυτή η κρίση της οικογένειας λύθηκε µε την επέκταση του χωρικού διαχωρισµού
που την είχε προκαλέσει. Η λύση πήρε τη µορφή της αναδιοργάνωσης του αστικού
τοπίου και της δηµιουργίας της «πόλης των διακριτών σφαιρών», µέσα στην οποία
οι νεόδµητες γειτονιές των προαστίων παρέχουν το πλαίσιο στην εργατική και τη
µεσαία τάξη για τη διατήρηση της οικογενειακής ζωής (Mackenzie, 1988, σ. 20).
Η συγκεκριµένη λύση δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά προέκυψε µετά από σύνθετες
συγκρούσεις και συµβιβασµούς ανάµεσα στα ταξικά και τα έµφυλα συµφέροντα
(Davidoff and Hall, 1987, Phillips, 1987). Εξέφρασε και παράλληλα διευκόλυνε την
εξάπλωση µιας αντίληψης για τη θηλυκότητα η οποία συνδέεται µε την ιδιώτευση
και το νοικοκυριό, διατηρώντας όµως και το ρόλο του κράτους —µέσω του
πολεοδοµικού σχεδιασµού, της δηµόσιας εκπαίδευσης, της κοινωνικής στέγασης
κ.ο.κ.— στη διαµόρφωση της οικογενειακής ζωής. Οι λανθάνουσες κωδικοποιήσεις
της λύσης αυτής δεν υπήρξαν ούτε στατικές ούτε µονολιθικές. Για παράδειγµα,
παρότι η ζωή στα προάστια µπορεί να ανακαλεί εικόνες οικιακής ζωής µε θηλυκό
πρόσηµο, ανακαλεί εξίσου και εικόνες οικιακής ζωής µε αρσενικό πρόσηµο. Οι
σύγχρονες απεικονίσεις της πατρότητας αντλούν την έµπνευσή τους στις εικόνες
ανδρών που συνεισφέρουν στην οικιακή ευδαιµονία της ζωής στο προάστιο,
κουρεύοντας το γρασίδι ή «κατασκευάζοντας µόνοι τους» (Segal, 1988, δες επίσης,
Marsh, 1988). Οι ίδιες οι απεικονίσεις της ζωής στα προάστια, που εξισώνουν τη
θηλυκότητα µε την οικιακή ζωή, έχουν γίνει αντικείµενο επανερµηνείας. Για
παράδειγµα, στη συζήτηση για τις αλλαγές που γνωρίζει η κατά φύλο διαίρεση του
αστικού χώρου στο Ηνωµένο Βασίλειο, η McDowell (1983) τόνισε τον τρόπο µε
τον οποίο οι γυναίκες που κατοικούν στα προάστια κατέληξαν να αποτελούν µια
ελκυστική πηγή προσφοράς εργασίας (µη συνδικαλισµένης, φθηνής και ελαστικής)
για πολλές από τις βιοµηχανίες που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1960, για τις
οποίες το εργατικό κόστος και οι εργασιακές σχέσεις ήταν σηµαντικότερα από τον
τόπο εγκατάστασης.
9
οικογενειακής ζωής, επινοώντας µ' αυτό τον τρόπο, εναλλακτικούς
προσδιορισµούς της θηλυκότητας. Και αν πολλές γυναίκες από τη µεσαία τάξη
επιχειρούν να µετασχηµατίσουν το αστικό περιβάλλον µε τρόπους που
ανταποκρίνονται καλύτερα σε αυτές τις νέες εκδοχές θηλυκότητας, κάποιες άλλες
γυναίκες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις µετατοπίσεις που συνεπάγονται τέτοιοι
µετασχηµατισµοί. Και αυτές οι γυναίκες, ανάµεσά τους και πολλές µητέρες µόνες
(που όµως στερούνται τα προνόµια που εξασφαλίζουν οι θέσεις καριέρας), καθώς
και ηλικιωµένες χήρες, βιώνουν τις υφιστάµενες δοµές της πόλης ως ακατάλληλες
για τις ανάγκες τους γιατί, λόγω φτώχειας, ήταν ανέκαθεν αποκλεισµένες από τα
υλικά πλεονεκτήµατα που παρέχει η κατοίκηση στα προάστια (Winchester and White,
1988, Winchester, 1990, βλέπε Madigan κ.ά., 1990).
10
των παλαιών κτιρίων και οι ιστορικές αναφορές της µεταµοντέρνας διαλέκτου, που
παρέχουν από κοινού το υλικό του εξευγενισµού, φέρουν το αποτύπωµα
προηγούµενων ιδεών για τις έµφυλες ταυτότητες, καθώς και τις ταξικές ταυτότητες.
Ακριβώς όπως συµβαίνει και µε τα ταξικά νοήµατα, οι έµφυλες συνδηλώσεις της
κατοικίας και της διακόσµησης είναι ευµετάβλητες. Έτσι, αξίζει εξίσου να
προσέξουµε τον τρόπο µε τον οποίο ξαναδουλεύονται οι έµφυλοι συµβολισµοί (σε
σχέση µε τους ταξικούς συµβολισµούς). ∆ηλαδή, ενώ ο εξευγενισµός µοιάζει να
απορρίπτει µια, παραδείγµατος χάριν, βικτωριανού τύπου ενίσχυση των έµφυλων
διαφορών, η επιµελής ανακαίνιση των κατοικιών και του εσωτερικού διακόσµου της
βικτωριανής εποχής δεν ξαναχρησιµοποιεί άραγε, επιλεκτικά, κάποιες όψεις των
προηγούµενων αντιλήψεων περί θηλυκότητας και ανδρικότητας, αλλά και το
πολιτισµικό κεφάλαιο της παλιάς αριστοκρατίας;
11
διάβρωσης των πατριαρχικών σχέσεων εξουσίας (Markusen, 1981, Smith, 1987,
Mills, 1988). Ο εξευγενισµός έχει επίσης συνδεθεί µε την αντίληψη του Roland
Barthes για την πόλη, ως αρένας κοινωνικών και ερωτικών δυνατοτήτων, «ως του
τόπου συνάντησής µας µε τον άλλο» (Barthes, 1988, σ. 199, αναφέρεται από την
Caulfield, 1989, σ. 625), που υπαινίσσεται και πάλι τη σεξουαλική ανοχή και
ποικιλία. Ωστόσο, όπως θα δείξω στη συνέχεια, τέτοιες ερµηνείες
υπεραπλουστεύουν τη σχέση ανάµεσα στις αναπαραστάσεις του φύλου και τις
έµφυλες σχέσεις.
Μεταµοντέρνες αναπαραστάσεις
Για την Caulfield (1989, σ. 625) οι υπεύθυνοι του εξευγενισµού είναι «άνθρωποι οι
οποίοι, για λόγους όχι εξωγενούς στυλ, αλλά που έχουν να κάνουν µε την
επιθυµία, βρίσκουν τα προάστια και τους µοντέρνους χώρους µη κατοικήσιµα». Ο
εξευγενισµός συνδέεται µε µεταµοντέρνες πολιτισµικές και αρχιτεκτονικές
εναλλακτικές λύσεις. Ο µεταµοντέρνος χαρακτήρας του εξευγενισµού είναι
σηµαντικός για το επιχείρηµα που προβάλλεται εδώ για δύο λόγους. Κατά πρώτον,
ο µεταµοντερνισµός συνεπάγεται ένα νέο τύπο αναπαράστασης και, άρα, φέρνει
αλλαγές στον τρόπο που τα σύµβολα αποκτούν νόηµα(τα), και κατά δεύτερον, ο
µεταµοντερνισµός επηρεάζεται από φιλοσοφικά κείµενα στα οποία το φύλο, ή
ειδικότερα η «Γυναίκα» έχει εξέχουσα θέση. Αυτά τα δυο ζητήµατα απαιτούν κάποια
επεξεργασία.
12
(Ley, 1987, Caulfield, 1989), µέχρι ορισµένα άκρως επικερδή εγχειρήµατα που
ακολουθούν τις επιταγές του µάρκετινγκ και τα είδη «lifestyle», µε τρόπο ο οποίος
καθορίζεται κυρίως από τις εµπορικές ευκαιρίες που δηµιουργεί ο καταναλωτισµός
(Harvey, 1987, Mills, 1988). Ωστόσο, παρά την ποικιλία αυτή, οι διάφορες µορφές
της µεταµοντέρνας αρχιτεκτονικής έχουν σηµαντικά κοινά στοιχεία. Ειδικότερα, η
χρήση ιστορικών ρυθµών, είτε ως απόπειρα «αυθεντικής» αποκατάστασης, είτε µε
πιο εκλεκτικό τρόπο, συνεπάγεται κάποια επαναχρησιµοποίηση των συµβόλων η
οποία αναπόφευκτα διασπά οποιαδήποτε απλή συσχέτιση υπάρχει µεταξύ σηµείου
και σηµαινόµενου. Οποιαδήποτε εµφανής ανακαίνιση ή αποκατάσταση, για
παράδειγµα, των χαρακτηριστικών του γεωργιανού ή του βικτωριανού ρυθµού
διευρύνει το πεδίο των οικείων κωδίκων της αρχιτεκτονικής, ώστε να µπορούν
προσλάβουν µια ποικιλία νοηµάτων. Αυτή η απελευθέρωση του σηµείου από
οποιαδήποτε σταθερή αναφορά είναι αναγνωρίσιµη σε πολλές όψεις του
µεταµοντέρνου πολιτισµού, όπως για παράδειγµα στη λαϊκή µόδα και τη λαϊκή
µουσική, όπου έχουµε οικειοποιηθεί και ξαναδουλέψει «παλιά» στυλ, ή κάποια
στοιχεία απ’ αυτά, µε περισσότερη ή λιγότερη τόλµη. Η πιο κραυγαλέα όψη της
µεταµοντέρνας κουλτούρας απαντάται στους δρόµους των πόλεων που υπόκεινται
σε εφαρµογές εξευγενισµού (δες για παράδειγµα, Wilson, 1989) και µας παρέχει
ένα πλαίσιο στο οποίο τα αρχιτεκτονικά νοήµατα, περισσότερο από ποτέ, δεν
«δίνονται» απλώς από τους αρχιτέκτονες, αλλά τίθενται σε αµφισβήτηση και
ξαναδηµιουργούνται από τους ίδιους τους χρήστες του δοµηµένου περιβάλλοντος.
13
φέρνοντας αυτά τα στοιχεία στο προσκήνιο, ο µεταµοντερνισµός έχει προσλάβει
θηλυκές συνδηλώσεις (Bondi, 1990).
∆ιαµορφώνοντας το φύλο
Ενάντια στους ισχυρισµούς ότι ο µεταµοντερνισµός καταργεί τις ιεραρχικές
διχοτοµίες που σχετίζονται µε το φύλο, η προσέγγισή µου υπαινίσσεται ότι απλώς
αναδιαµορφώνει τις απεικονίσεις της θηλυκότητας και της ανδρικότητας, στο
πλαίσιο µιας έντονα πατριαρχικής κουλτούρας. Το πώς ακριβώς συµβαίνει αυτό στα
σύγχρονα αστικά τοπία, εξακολουθεί να απαιτεί λεπτοµερή επεξεργασία. Σ' αυτό το
άρθρο προσπάθησα απλώς να θέσω κάποια ερωτήµατα που αφορούν την
14
«ανάγνωση» τέτοιων τοπίων. Ως συµπέρασµα, προτείνω ορισµένες δυνατότητες,
υιοθετώντας την µεταφορική χρήση της λέξης «(ανα)διαµορφώνω»∗.
Παρόλο που δεν υπάρχουν αναλύσεις για τους έµφυλους συµβολισµούς που
περιέχουν οι µεταµοντέρνες κατασκευές, κάποιες άλλες πλευρές της σύγχρονης
κουλτούρας έχουν γίνει αντικείµενο περισσότερης προσοχής. Σε σχέση µε τον
εξευγενισµό, οι φεµινιστικές θεωρίες για την µόδα µας παρέχουν την
καταλληλότερη απόδειξη (δες για παράδειγµα, Coward, 1984, Wilson, 1985,
Williamson, 1987, McRobbie, 1989). Εδώ, οι κώδικες που σχετίζονται µε το φύλο
έχουν καταργηθεί, ή φαινοµενικά ανατραπεί, στα ρούχα που απευθύνονται και στα
δύο φύλα και σε όσα κρύβουν τα φυσικά χαρακτηριστικά που συµβατικά συνδέονται
µε τη θηλυκότητα. Παρά την πραγµατική ελευθερία που αυτά τα ρούχα µπορεί να
εξασφαλίζουν σε πρακτικό επίπεδο, στο πλαίσιο της ηγεµονεύουσας
ετεροφυλοφιλίας είναι δύσκολο να µη διαβάσουµε τη χρήση τους από τη µόδα ως
µια δήλωση του τύπου: «µπορώ να φορώ ανδρικά και άκοµψα ρούχα και να
φαίνοµαι, παρόλα αυτά, ελκυστική» (Coward, 1984, σ. 34). Άρα, η διαφορά
ανάµεσα στα φύλα δεν ακυρώνεται, αλλά τονίζεται µε µια κίνηση αντιστροφής.
Επιπλέον, η υποτιθέµενη ανδρόγυνη µόδα απαιτεί σταθερά την υιοθέτηση ανδρικών
ρούχων από τις γυναίκες, ενώ το αντίστροφο, η µόδα τραβεστί, εξακολουθεί να
θεωρείται διαστροφή. Αυτή η έλλειψη συµµετρίας είναι µια απόδειξη των
ανισοτήτων που συνδέονται µε την ανδρικότητα και τη θηλυκότητα. Πράγµατι, οι
εικόνες που υποτίθεται ότι ανατρέπουν ή αποδυναµώνουν τις συµβατικές αντιθέσεις
που σχετίζονται µε το φύλο, είναι ικανές να επαναδιατυπώνουν αποτελεσµατικά τις
υφιστάµενες έµφυλες σχέσεις ιεραρχίας, όταν απέχουν από οποιαδήποτε
αµφισβήτηση των εξουσιαστικών δοµών που στηρίζουν αυτές τις σχέσεις.
Συζητώντας τις απεικονίσεις της ανδρικότητας που συνδέονται µε το «νέο άνδρα»,
η Rowena Chapman σηµειώνει µε πειστικότητα:
Ο εξευγενισµός κατασκευάζει αστικά τοπία που είναι της µόδας, και που
κατοικούνται από «νέους άνδρες» και «νέες γυναίκες». Πολλή από την προσοχή
που δίνεται στο διάκοσµο και το σχέδιο φανερώνει µια αντίληψη περί στυλ που
δεν διαφέρει από εκείνη που αφορά τα ρούχα (για παραδείγµατα σχετικά µε αυτό,
δες Wilson, 1989). Επιπλέον, και η µόδα και ο εξευγενισµός χρησιµοποιούν τους
δρόµους της πόλης ως πλαίσιο για τους ισχυρισµούς των κατοίκων τους περί
ταυτότητας. Τα διάφορα στυλ στα ρούχα µπορεί να είναι πιο εφήµερα από τα
∗
ΣτΜ: Στο πρωτότυπο: «(re)fashion», όπου το δεύτερο συνθετικό, εκτός από το ρήµα διαµορφώνω,
σηµαίνει και µόδα.
15
κοµψά κτήρια, αλλά και τα δυο µπορούν ίσως να γίνουν κατανοητά ως δυο
διαφορετικές όψεις του αστικού πολιτισµού που βρίσκονται στο ίδιο συνεχές. Το
αν τα αστικά τοπία µπορούν να διαβαστούν µε τρόπους ανάλογους µε τη µόδα,
απαιτεί εξέταση τόσο των έµφυλων αναφορών που έχουν κωδικοποιηθεί σε
συγκεκριµένες περιπτώσεις δοµηµένου περιβάλλοντος, όσο και της συµπεριφοράς
των κατοίκων τους σε θέµατα που σχετίζονται µε το φύλο. Αλλά, ως προκαταρκτική
ερµηνεία υποστηρίζω ότι ο εξευγενισµός µας προσφέρει την ευκαιρία να
ξαναδουλέψουµε τις απεικονίσεις της θηλυκότητας και της ανδρικότητας µε
τρόπους που περιλαµβάνουν ποικίλες και µη παραδοσιακές µορφές, αλλά ότι δεν
κάνει και πολλά προκειµένου να διαταράξει τις υφιστάµενες σχέσεις ανάµεσα στα
φύλα.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Μια προηγούµενη εκδοχή αυτής της εργασίας παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο
της AAG∗, στο Τορόντο τον Μάιο του 1990. Ευχαριστώ τους: Mona Domosh, Peter
Jackson, Susan J. Smith και τον ανώνυµο κριτή της εργασίας µου για τα σχόλιά τους
πάνω σε όλες τις εκδοχές, καθώς και όσους έχουν συµµετάσχει στα διάφορα
σεµινάρια, στα οποία είχα την ευκαιρία να συζητήσω τις ιδέες µου. ∆εν κατάφερα
να καλύψω όλα τα θέµατα τα οποία έθιξα, αλλά ελπίζω, µε αυτό το άρθρο µου, να
συνεισφέρω θετικά στη δηµόσια συζήτηση η οποία συνεχίζεται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
∗
ΣτΜ: AAG: Association of American Geographers (Ένωση Αµερικανών Γεωγράφων).
16
Chapman, R. (1988) The great pretender: variations on the new man theme. In R.
Chapman and J. Rutherford (eds), Male Order. London: Lawrence and Wishart,
pp. 225—48.
Connell, R. W. (1987) Gender and Power. Cambridge: Polity Press.
Cosgrove, D. E. and Daniels, S. J. (eds) (1988) The Iconography of Landscape.
Cambridge: Cambridge University Press.
Cosgrove, D. E. and Jackson, P. (1987) New directions in cultural geography. Area,
19, 95—101.
Coward, R. (1984) Female Desire. London: Granada.
Davidoff, L. and Hall, J. (1987) Family Fortunes. London: Hutchinson.
Dickens, P. (1980) Social science and design theory. Environment and Planning B, 7,
353—60.
Dickens, P. (1989) Postmodernism, locality and the middle classes. Paper presented
at the Seventh Urban Change and Conflict Conference, Bristol, September.
Domosh, M. (1989) A method for interpreting landscape: a case study of the New
York World Building. Area, 21, 347—53.
Duncan, J. S. (1987) Review of urban imagery: urban semiotics. Urban Geography, 8,
473—83.
Duncan, J. and Duncan, N. (1988) (Re)reading the landscape. Environment and
Planning D: Society and Space, 6, 117—26.
Eco, U. (1980a) Function and sign: the semiotics of architecture. In G. Broadbent, R.
Bunt and C. Jencks (eds), Signs, Symbols and Architecture. Chichester: John
Wiley & Sons Ltd, pp. 11—69.
Eco, U. (1980b) A componential analysis of the architectural sign /column/. In G.
Broadbent, R. Bunt and C. Jencks (eds), Signs, Symbols and Architecture.
Chichester: John Wiley & Sons Ltd, pp. 213—32.
Eliade, M. (1959) The Sacred and the Profane. San Diego; Harcourt Brace
Jovanovich.
Foster, H. (1985) Postmodernism: a preface. In H. Foster (ed.), Postmodern Culture.
London: Pluto, pp. ix—xvi.
Goss, J. (1988) The built environment and social theory: towards an architectural
geography. Professional Geographer, 40, 392—403.
Gottdiener, M. and Lagopoulus, A. Ph. (eds) (1986) The City and the Sign. New York:
Columbia University Press.
Hartsock, N. (1987) Rethinking modernism: minority vs majority theories. Cultural
Critique, 7, 187—206.
Harvey, D. (1987) Flexible accumulation through urbanisation: reflections on “post-
modernism” in the American city. Antipode, 19, 260—86.
Hayden, D. (1982) The Grand Domestic Revolution. Cambridge, MA: MIT Press.
Hutcheon, L. (1989) The Politics of Postmodernism. London: Routledge.
Huyssen, A. (1986) After the Great Divide: Modernism, Mass Culture, Postmodernism.
Bloomington: Indiana University Press.
Jackson, P. (1989) Maps of Meaning. London: Unwin Hyman.
Jager, M. (1986) Class definition and the esthetics of gentrification: Victoriana in
Melbourne. In N. Smith and P. Williams (eds), Gentrification of the City. Boston:
Allen and Unwin, pp. 78—91.
17
Jardine, A. (1985) Gynesis Configurations of Women and Modernity. Ithaca, NY:
Cornell University Press.
Jencks, C. A. (1978) The Language of Post-modern Architecture. London: Academy
Editions.
Jencks, C. A. (1980) The architectural sign. In C. Broadbent, R. Bunt and C. Jencks
(eds), Signs. Symbols and Architecture. Chichester; John Wiley & Sons Ltd, pp.
71—118.
Knox, P. (1987) The social production of the built environment: architects,
architecture and the postmodern city. Progress in Human Geography, 11,
354—78.
Kolb, D. (1990) Postmodern Sophistications. Chicago: University of Chicago Press.
Lash, S. (1988) Discourse or figure? Postmodernism as a “regime of signification”.
Theory Culture and Society, 5, 311—36.
Lauria, M. and Knopp, L. (1985) Toward an analysis of the role of gay communities
in the urban renaisance. Urban Geography, 6, 152—69.
Lewis, J. and Foord, J. (1984) New towns and new gender relations in old industrial
regions: women’s employment in Peterlee and East Kilbride. Built Environment,
10, 42—52.
Ley, D. (1987) Styles of the times: liberal and neo-conservative landscapes in inner
Vancouver, 1968—1986. Journal of Historical Geography, 13, 40—56.
McDowell, L. (1979) Women in British geography. Area, 11, 151—4.
McDowell, L. (1983) Towards an understanding of the gender division of urban
space. Environment and Planning D: Society and Space, 1, 59—72.
McDowell, L. (1991) The baby and the bathwater: diversity, difference and feminist
theory in geography. Geoforum, 22, 123—33.
Mackenzie, S. (1988) Building women, building cities: toward gender sensitive
theory in the environmental disciplines. In C. Andrew and B. M. Milroy (eds),
Life Spaces. Vancouver: University of British Columbia Press, pp. 13—30.
McRobbie, A. (1989) Second-hand dresses and the role of the ragmarket. In A.
McRobbie (ed.), Zoot Suits and Second-hand Dresses. London: Macmillan, pp.
23—49.
Madigan, R., Munro, M. and Smith, S. (1990) Gender and the meaning of the home.
International Journal of Urban and Regional Research, 14, 625—47.
Markusen, A. (1981) City spatial structure, women’s household work, and national
urban policy. In C. R. Stimpson, E. Dixler, M. J. Nelson and K. B. Yatrakis (eds),
Women and the American City. Chicago: University of Chicago Press, pp. 20—
41.
Marsh, M. (1988) Suburban men and masculine domesticity 1870—1915. American
Quarterly, 40, 165—86.
Matrix (1984) Making Space. London: Pluto.
Mills, C. (1988) “Life on the upslope”: the postmodern landscape of gentrification.
Environment and Planning D: Society and Space, 6, 169—89.
Monk, J. and Hanson, S. (1982) On not excluding half the human in geography.
Professional Geographer, 34, 11—23.
Moore, H. (1988) Feminism and Anthropology. Cambridge: Polity Press.
Owens, C. (1985) The discourse of others: feminists and postmodernism. In H. Foster
(ed.), Postmodern Culture. London: Pluto, pp. 57—82.
18
Phillips, A. (1987) Divided Loyalties. Dilemmas of Sex and Class. London: Virago.
Pickup, L. (1984) Women’s gender role and its influence on their travel behaviour.
Built Environment, 10, 61—8.
Poovey, M. (1988) Feminism and deconstruction. Feminist Studies, 14, 51—65.
Preziosi, D. (1979) The Semiotics of the Built Environment. Bloomington: Indiana
University Press.
Rapoport, A. (1982) The Meaning of the Built Environment. Beverley Hills, CA: Sage.
Roberts, M. (1991) Living in a Man-made World. London: Routledge.
Rose, D. (1989) A feminist perspective on employment restructuring and
gentrification: the case of Montreal. In J. Wolch and M. Dear (eds), The Power
of Geography. Boston: Unwin Hyman. pp. 118—38.
Rowntree, L. B. (1988) Orthodoxy and new directions: cultural/humanistic
geography. Progress in Human Geography, 12, 575—83.
Rustin, M. (1985) English conservatism and the aesthetics of architecture. Radical
Philosophy, 40, 20—8.
Sayer, A. (1989) Dualistic thinking and rhetoric in geography. Area, 21, 301—5.
Scruton, R. (1979) The Aesthetics of Architecture. London: Methuen.
Segal, L. (1988) Look back in anger: men in the 50s. In R. Chapman and J. Rutherfotd
(eds), Male Order. London: Lawrence and Wishart, pp. 68—96.
Siltanen, J. and Stanworth, M. (eds) (1985) Women and the Public Sphere. London:
Hutchinson.
Smith, N. (1987) Of yuppies and housing: gentrification, social restructuring, and the
urban dream. Environment and Planning D: Society and Space, 5, 151—72.
Tivers, J. (1978) How the other half lives: the geographical study of women. Area,
10, 302—6.
Tivers, J. (1985) Women Attached. Beckenham: Croom Helm.
Warde, A. (1991) Gentrification as consumption: issues of class and gender.
Environment and Planning D: Society and Space, 9, 223—32.
Weedon, C. (1987) Feminist Practice and Poststructuralist Theory. Oxford: Basil
Blackwell.
Wekerle, G. R. and Novac, S. (1989) Developing two women’s housing co-
operatives. In K. Franck and S. Ahrentzen (eds), New Households, New
Housing. New York: Van Nostrand Reinhold, pp. 223—42.
Williams, P. (1986) Class constitution through spatial reconstruction? A re-evaluation
of gentrification in Australia, Britain and the United States. In N. Smith and P.
Williams (eds), Gentrification of the City. Boston: Allen and Unwin, pp. 56—
77.
Williamson, J. (1987) Consuming Passions. London: Marion Boyars.
Wilson, E. (1985) Adorned in Dreams. London: Virago.
Wilson, E. (1989) Hallucinations. Life in the Postmodern City. London: Radius.
Winchester, H. P. M. (1990) Women and children last: the poverty and
marginalization of one-parent families. Transactions, Institute of British
Geographers, 15, 70—86.
Winchester, H. P. M. and White, P. E. (1988) The location of marginalised groups in
the inner city. Environment and Planning D: Society and Space, 6, 37—54.
Zelinsky, W., Monk. J. and Hanson, S. (1982) Women and geography: a review and
prospectus. Progress in Human Geography, 6, 317—66.
19