You are on page 1of 19

ΕΜΦΥΛΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ♦

Liz Bondi

Εισαγωγή

Οι πόλεις και πολλά στοιχεία µέσα τους, είναι στοιχεία κοινωνικής οργάνωσης τα
οποία εµφανίζουν διάρκεια. Το ίδιο ισχύει και για τις έµφυλες διαιρέσεις. Ωστόσο,
και τα δυο παρουσιάζουν σηµαντική ρευστότητα. Το αστικό περιβάλλον
µεταβάλλεται διαρκώς και το ίδιο συµβαίνει, µε διαφορετικούς τρόπους, µε τις
ιδέες και τις εµπειρίες µας αναφορικά µε τη θηλυκότητα και την ανδρικότητα. Σ’
αυτό το άρθρο υποστηρίζω ότι υπάρχει εµφανής αλληλεπίδραση ανάµεσα στις
µεταβαλλόµενες ταυτότητες φύλου και στα µεταβαλλόµενα αστικά τοπία.
Ειδικότερα, αυτό που µε ενδιαφέρει είναι αν µπορούµε να «διαβάσουµε» το αστικό
τοπίο µε τρόπο που να µας επιτρέπει να εντοπίσουµε σ’ αυτό αναφορές και
κατασκευές που αφορούν τη θηλυκότητα και την ανδρικότητα και αν ναι, ποιες
εκδοχές θηλυκότητας ή ανδρικότητας αρθρώνονται στις σύγχρονες µορφές
αλλαγής του αστικού τοπίου. Χρησιµοποιώ τον «εξευγενισµό»∗ ως κύριο
παράδειγµα µιας τέτοιας αλλαγής, εξαιτίας της εµφανούς παρουσίας του σε
πολλές πόλεις της ∆ύσης, αλλά και παρακινούµενη από κάποιες απόψεις, σύµφωνα
µε τις οποίες αποτελεί, τουλάχιστον εν µέρει, έκφραση των µεταβαλλόµενων
έµφυλων διαιρέσεων (Smith, 1987, Rose, 1989, Warde, 1991, Bondi, 1991).
Πρόθεσή µου είναι να συµβάλλω, µε αυτό τον τρόπο, στις φεµινιστικές αναλύσεις
που ασχολούνται µε την αλλαγή του αστικού τοπίου, και θα στηριχθώ γι’ αυτό στην
υλική σηµασία των πολιτισµικών συµβόλων.

Θα επανέλθω στο θέµα της «ανάγνωσης» του τοπίου σύντοµα, αλλά ας


σηµειώσουµε κατ’ αρχάς, ότι η αντίθεση ανάµεσα στη θηλυκότητα και την
ανδρικότητα είναι ένας από τους πιο ισχυρούς δυϊσµούς που διαπερνούν σε βάθος
την κοινωνική σκέψη, αλλά που δεν έχουν ακόµη ερευνηθεί. Ως µορφή λόγου που
δεν έχει ερευνηθεί, επιφέρει σύνθετες και λεπτές αλλαγές ανάµεσα σε
διαφορετικά σηµεία αναφοράς, ειδικά ανάµεσα σε κοινωνιολογικές κατηγορίες οι
οποίες αναφέρονται στις γυναίκες και τους άνδρες ως κοινωνικά
διαφοροποιηµένες οµάδες, καθώς και σε συµβολικές κατηγορίες, οι οποίες
αναφέρονται σε πολιτισµικές αναπαραστάσεις ή κωδικοποιήσεις της Γυναίκας και
του Ανδρα (βλ. Moore, 1998, Poovey, 1988). Ο Sayer (1989) έχει τοποθετηθεί
εναντίον της χρήσης παράλληλων διχοτοµιών, υποστηρίζοντας ότι η
«πραγµατικότητα» σπάνια ανταποκρίνεται σε τέτοιες κραυγαλέες αντιθέσεις. Κατά
παρόµοιο τρόπο, θέλω να υποστηρίξω ότι µια ευπρεπής ανάλυση της σχέσης που
υπάρχει ανάµεσα στις έµφυλες διαιρέσεις και στην αλλαγή του αστικού τοπίου


∆ηµοσιευµένο στο A. Cuthbert (ed) 2003 Designing Cities. Critical Readings in Urban Design,
Oxford: Blackwell, σελ. 204-215.

ΣτΜ: «Εξευγενισµός»: Αποτελεί την πιο δόκιµη απόδοση του όρου gentrification, ο οποίος θα
µπορούσε να µεταφραστεί περιφραστικά και ως: «επιλεκτική ανάπλαση».

1
πρέπει να αποσυνδέσει τις συµβολικές από τις κοινωνιολογικές όψεις του φύλου,
αντί να τους προσδίδει άµεση συσχέτιση. Ακόµη, θέλω να ερευνήσω τους δεσµούς
που υπάρχουν ανάµεσα στις διάφορες µορφές πολιτικής που αφορούν το φύλο και
στον εξευγενισµό, κάνοντας αναφορές στους µεταµοντέρνους αρχιτεκτονικούς
ρυθµούς, αλλά και στην µεταµοντέρνα κουλτούρα γενικότερα. Σε αυτό το πλαίσιο,
υποστηρίζω ότι οποιαδήποτε απόπειρα να αποσυνδέσουµε τις συµβολικές από τις
κοινωνιολογικές όψεις του φύλου έχει σηµαντικές, όχι απαραίτητα προοδευτικές,
πολιτικές επιπτώσεις.

Προκειµένου να αναπτύξω αυτό το επιχείρηµα, ξεκινώ εξετάζοντας τη χρήση των


κατηγοριών φύλου στις κριτικές που γράφονται για τις αρχιτεκτονικές µορφές και
δείχνω πώς αυτή η συµβολική µεταχείριση του φύλου, είτε γίνεται από
επαγγελµατίες είτε από απλούς ανθρώπους, υποδηλώνει αλλά και ενισχύει µια
ουσιοκρατική και βιολογική ερµηνεία της διαφοράς ανάµεσα στα φύλα, την οποία
απορρίπτουν οι φεµινίστριες. Ωστόσο, προχωρώντας σε µια συζήτηση για τις
φεµινιστικές ερµηνείες του δοµηµένου περιβάλλοντος, υποστηρίζω ότι η
ενασχόληση µε το κοινωνικό περιεχόµενο της ζωής των γυναικών και των
ανδρών οδήγησε ορισµένες φορές σε µια οπισθοχώρηση, η οποία περιορίζει την
ερµηνεία του έµφυλου συµβολισµού στο επίπεδο της απλής έκφρασης των
συµφερόντων της πατριαρχίας. Τέλος, υποστηρίζω ότι οι απεικονίσεις της
θηλυκότητας και της ανδρικότητας που συνδέονται µε τον εξευγενισµό πρέπει να
ερµηνεύονται ως ανα-παραστάσεις και όχι ως προϊόντα κάποιας αλλαγής στις
ιεραρχικές σχέσεις ανάµεσα στα φύλα.

Έµφυλες Κωδικοποιήσεις στο ∆οµηµένο Περιβάλλον

Αρχιτεκτονικά νοήµατα
Ενώ «οι νοηµατοδοτήσεις του περιβάλλοντος είναι αναπόφευκτες» (Jencks, 1980,
σ. 8), η αξιοπιστία των διαφορετικών προσεγγίσεων για την ερµηνεία του
δοµηµένου περιβάλλοντος είναι αντικείµενο αντιπαράθεσης. Η σηµειολογία ως
πλαίσιο ανάλυσης έχει προκαλέσει µεγάλο ενδιαφέρον. Η έννοια «συστήµατα
σηµείων» αναγνωρίζει τόσο την ύπαρξη µη λεκτικών µορφών επικοινωνίας
(Rapoport, 1982), όσο και τις οµοιότητες ανάµεσα στη γλώσσα και σε άλλα
συστήµατα σηµείων (Preziosi, 1979, Broadbent κ.α., 1980, Gottdiener and
Lagopoulus, 1986). Οι αναλογίες µε τη γλώσσα είναι, ωστόσο, αµφισβητούµενες.
Για ορισµένους, «οι γλωσσικοί και οι αρχιτεκτονικοί σχηµατισµοί ταιριάζουν
απόλυτα µεταξύ τους, και λειτουργούν συµπληρωµατικά και αναπληρωµατικά»
(Preziosi, 1979, σ. 89). Για άλλους, οι απόπειρες εφαρµογής αναλυτικών εννοιών
που προέρχονται από την δοµική γλωσσολογία για την ερµηνεία των δοµηµένων
µορφών είναι βαθιά προβληµατικές, γιατί «η αρχιτεκτονική δεν περιέχει προτάσεις.
Τα κτήρια δε συνδυάζουν τα µέρη τους προκειµένου να σχηµατίσουν
κατηγορηµατικούς ή σχεσιακούς ισχυρισµούς» (Kolb, 1990, σ. 108, όπου
παραπέµπει στην Scruton, 1979). Αλλά, όπως επισηµαίνει o Rustin (1985), όροι
όπως «λεξιλόγιο» και «γλώσσα» εµφανίζονται µε επιµονή στα γραπτά όσων
επικρίνουν τις αναλογίες µε τη γλώσσα και αποδεικνύουν την αναπόφευκτη
αλληλεξάρτηση µεταξύ των διαφόρων τρόπων επικοινωνίας. Και, ενώ οι επίσηµοι

2
γραµµατικοί κανόνες που διέπουν το συνδυασµό των λέξεων σε προτάσεις µπορεί
να µην έχουν ισοδύναµο στην αρχιτεκτονική, τα ίδια τα κτήρια µπορούν πιο εύλογα
να συγκριθούν µε κείµενα τα οποία εξαρτώνται από τη λειτουργία πιο ελαστικών
και ανοιχτών συµβάσεων και πρακτικών (Kolb, 1990, σ. 108-109). Ειδωµένα ως
κείµενα, τα δοµηµένα περιβάλλοντα είναι ανοιχτά σε ποικίλες ερµηνείες και αυτό
ακριβώς είναι το πλαίσιο στο οποίο αναζητώ πιθανές «αναγνώσεις» (βλ. Duncan
and Duncan, 1988).

Οι σηµειολογικές προσεγγίσεις έχουν δεχθεί επικρίσεις για την ενασχόλησή τους


µε το εσωτερικό λεξιλόγιο του αρχιτεκτονικού σχεδίου, εις βάρος του κοινωνικού
πλαισίου στο οποίο η αρχιτεκτονική παράγεται και καταναλώνεται (Dickens, 1980,
Duncan, 1987, Knox, 1987). Έτσι, ενώ οι Preziosi (1979) και Eco (1980a, b) για
παράδειγµα, κάνουν εκτενή αναφορά στο «πλαίσιο», ο πρώτος καταλήγει σε µια
υπερ-γενικευµένη, εξελικτική σύλληψη της ανθρώπινης κοινωνίας, ενώ ο δεύτερος
αναγνωρίζει πολιτισµικές διαφοροποιήσεις στο νόηµα των δοµηµένων µορφών,
αλλά τις αντιµετωπίζει περισσότερο ως «διασπαστικούς όρους» παρά ως
ολοκληρωµένο µέρος της ανάλυσής του. Εµένα, αντιθέτως, µε ενδιαφέρει αυτό
που ο Dickens (1980, σ. 356) περιγράφει ως «εξέταση ευρέως διαδεδοµένων
συστηµάτων γενικών πεποιθήσεων που το αρχιτεκτονικό σχέδιο εν µέρει παράγει
και στηρίζει» και σ' αυτό το τµήµα εξετάζω τις «γενικές πεποιθήσεις» που αφορούν
τις έµφυλες διαφορές και συνδέονται µε το δοµηµένο περιβάλλον.

Έµφυλες κωδικοποιήσεις
Παρόλο που µπορεί να µην υπάρχει µια «επίσηµη γλώσσα» ικανή να κατονοµάσει
όλες τις πιθανές αρχιτεκτονικές µορφές (Kolb, 1990, σς. 109-12), εξακολουθούν
να υφίστανται µείζονα ζητήµατα και σηµαντικές αποσιωπήσεις αναφορικά µε τις
ερµηνείες του δοµηµένου περιβάλλοντος. Τα ακαδηµαϊκά κείµενα για την
αρχιτεκτονική σπάνια αναφέρονται στο φύλο, αλλά όταν το κάνουν, υπαινίσσονται
την κυριαρχία µιας έννοιας «φυσικής» διαφοράς και αντίθεσης. Η συζήτηση του
Jenkcs (1978) για τους αρχιτεκτονικούς ρυθµούς είναι ένα χρήσιµο παράδειγµα.
Περιγράφει και συνδέει τους µείζονες ρυθµούς µε τους όρους τριών φαινοµενικά
µη αντιθετικών διχοτοµιών, µια από τις οποίες είναι η διχοτοµία άνδρας/γυναίκα
(βλ. εικόνα 16.1). Προτείνει ότι η ανδρικότητα αναγνωρίζεται σε ό,τι είναι µεγάλο,
συµπαγές και ισχυρό και σε ό,τι είναι γραµµικό και κατακόρυφο. Η αρχιτεκτονική
µπαρόκ µας παρέχει ένα καλό παράδειγµα σε σχέση µε αυτό. Για την Οπερα του
Παρισιού, ο Jenkcs (1978, σ. 70) κάνει το εξής σχόλιο: «παντού αγάλµατα σε
δραµατικές στάσεις, µε ευλύγιστη µυολογία —ακόµη και τα γυναικεία αγάλµατα
µοιάζουν τροµακτικά». Αντιθέτως, το ισχνό, το λεπτεπίλεπτο και, πάνω απ’ όλα, το
καµπύλο έχει κωδικοποιηθεί ως θηλυκό. Όταν ο Jenkcs (σ. 73) περιγράφει τους
τρούλους του Βασιλικού Περιπτέρου στο Μπράιτον, ως «αµυδρά µαστικούς»,
αποτυπώνει τη χρήση αναλογιών από τον φυσικό κόσµο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο
κάθε ρυθµός προσφέρεται σε περισσότερες από µια ερµηνείες. Για παράδειγµα, ο
κορινθιακός κίονας χαρακτηρίζεται θηλυκός όταν δίνεται έµφαση στη λυγερότητά
του και ανδρικός όταν τονίζεται η γραµµικότητά του, ειδικά όταν, επιπλέον,
συµβολίζει κύρος και ισχύ. Κάθε µεµονωµένο παράδειγµα µπορεί να είναι
αµφίσηµο. Ο πύργος CN του Τορόντο, συνδυάζοντας την κοµψότητα µε τη
γραµµικότητα, διαθέτει και αρσενικές και θηλυκές συνδηλώσεις.

3
Σ.τ.Μ.: Στην εικόνα 16.1 οι όροι µεταφράζονται ως εξής:
MASCULINE: ανδρικό, FEMININE: θηλυκό, ORNAMENTED: φορτωµένο,
STRAIGHTFORWARD: λιτό, COMPLEX: σύνθετο, SIMPLE: απλό.

Οι κίονες, βεβαίως, φέρουν πολλές άλλες συνδηλώσεις (βλέπε Eco, 1980b). Σε


ορισµένες περιπτώσεις είναι φορτωµένοι µε αναφορές στο φύλο. Για παράδειγµα,
ως ιερά σύµβολα, οι κίονες συνδέουν τον ουρανό µε τη γη και µε αυτή την έννοια
ορισµένες φορές ερµηνεύονται σα να εκφράζουν κάποια συµπληρωµατικότητα
ανάµεσα στις αρχές της «ανδρικότητας» και της «θηλυκότητας» (Eliade, 1959).
Αλλά όλες αυτές οι αναφορές στο φύλο έχουν ως κοινό στοιχείο την παραποµπή
σε ακατέργαστους και ουσιαστικά βιολογικούς ορισµούς του τι είναι αρσενικό και
τι θηλυκό. Ενώ οι τρόποι αποτίµησης των αρχιτεκτονικών ρυθµών µπορεί να
αλλάζουν, οι έµφυλοι κώδικες εξακολουθούν να προβάλλονται ως αντιθετικοί και
η διαφορά ανάµεσα στα φύλα παρουσιάζεται ως αναλλοίωτη και καθολική, αφού
αποδίδεται στις δήθεν «φυσικές» αντιθέσεις ανάµεσα στα σώµατα των γυναικών
και των ανδρών. Έτσι, αυτοί οι κώδικες αντανακλούν και ενισχύουν µια
συγκεκριµένη ιδεολογία, σύµφωνα µε την οποία οι κοινωνικές σχέσεις των φύλων
παρουσιάζονται σα να είναι ριζωµένες σε µια κοινωνικά πρωτόγονη, βιολογική ή
«φυσική» διαφορά (Connell, 1987, Brittan, 1989). Ως συνέπεια αυτής της
ιεραρχικής ταξινόµησης του κοινωνικού και του βιολογικού, οι ερµηνείες αυτές δεν
ασχολούνται µε την ιδέα της αλληλεπίδρασης ανάµεσα στην τάξη, την κοινωνική
θέση, την εθνότητα και το φύλο. Για παράδειγµα, η αρχιτεκτονική µπαρόκ φέρει

4
συνηχήσεις µιας εξεζητηµένης επίδειξης πλούτου, διαφθοράς και ισχύος, που
βρίσκονται στο κατώφλι της κατάρρευσης. Η ανδρικότητα δεν είναι µια ανεξάρτητη,
εξωτερική αναφορά, η οποία λειτουργεί παράλληλα µε τις προηγούµενες
συνηχήσεις, αλλά µάλλον εκείνες είναι στενά συνδεδεµένες µε µια ιδιαίτερη
εκδοχή ανδρικότητας.

Τα αρχιτεκτονικά νοήµατα δεν περιορίζονται µόνο στους κώδικες που


χρησιµοποιούν οι επαγγελµατίες, και οι γεωγράφοι ενδιαφέρονται όλο και
περισσότερο για τον τρόπο µε τον οποίο τα αστικά τοπία εκφράζουν τα
συµφέροντα και τις ιδεολογίες των πελατών, των χορηγών και των καταναλωτών
τους (βλέπε για παράδειγµα, Harvey, 1987, Ley, 1987, Cosgrove and Daniels,
1988, Mills, 1988, Domosh, 1989). Και αυτές οι µελέτες παραµένουν απολύτως
σιωπηλές για το φύλο ως µια όψη της ανθρώπινης εµπειρίας ή ως συµβολική
κατασκευή. Αλλά οι λαϊκές απεικονίσεις βρίθουν έµφυλων αναφορών. Για
παράδειγµα, µεταξύ πολλών άλλων συνδηλώσεων, οι ουρανοξύστες συµβολίζουν
την ισχύ, χάρη στη χρήση του κατακόρυφου άξονα. Ενώ οι κατασκευές που
αναπτύσσονται σε ύψος συνδέονται προφανώς µε αποφάσεις οικονοµικής φύσης,
που επηρεάζονται από όσα συµβαίνουν στις αγορές ακινήτων, η χρήση του
κατακόρυφου άξονα για τη δήλωση ισχύος αποτελεί µια πολύ διαδεδοµένη
πολιτισµική επιλογή. Ο κατακόρυφος άξονας έχει και θρησκευτικές συνδηλώσεις,
όπως στην περίπτωση του «στύλου του σύµπαντος» που ενώνει τη γη µε τον
ουρανό, και η οικειοποίηση αυτής της συσχέτισης συνδέεται µε τον κατακόρυφο
χαρακτήρα που έχουν οι ουρανοξύστες και απαντάται σε εκλαϊκευµένες αναφορές
στους «ναούς» ή τα «ιερά» του εµπορίου. Αλλά, πέρα από τις σύνθετες ιστορικές
διαδικασίες µέσα από τις οποίες πολλοί πολιτισµοί επινόησαν και διατήρησαν τη
συσχέτιση µεταξύ ισχύος και κατακόρυφου άξονα, εξίσου διαδεδοµένη είναι και η
συσχέτισή του µε τον φαλλό. Είτε συµβολίζει θρησκευτική είτε εµπορική ισχύ, ο
κατακόρυφος άξονας λειτουργεί µέσα από το κυρίαρχο σύµβολο της ανδρικότητας.
Παρόλο που οι περισσότεροι πανεπιστηµιακοί σχολιαστές το αντιπαρέρχονται, ως
υπερβολικά ακατέργαστο για να το παίρνει κανείς στα σοβαρά, αυτό αποτυπώνεται
γραφικά στα λογοπαίγνια που περιέχουν λέξεις όπως «erection».∗ Ο ουρανοξύστης
µιλά δυνατά για τον ανδρικό χαρακτήρα του κεφαλαίου.

Ένας παρόµοιος συνδυασµός αναφοράς στην ανατοµία και κοινωνικής συσχέτισης


απαντάται σε εκλαϊκευµένες περιγραφές της αρχιτεκτονικής των προαστίων. Εδώ, η
κωδικοποίηση της θηλυκότητας λειτουργεί κυρίως µέσω της συσχέτισης µε την
ανατροφή των παιδιών, τα οικιακά και ούτω καθ’ εξής, αλλά και πάλι, η γενική
αντίληψη περί διακριτότητας των γυναικείων σωµάτων είναι παρούσα στη χρήση
καµπύλων, κοιλοτήτων και σχισµών. Επιπλέον, ο όρος προάστιο φέρει
συγκεκριµένες συνηχήσεις, που σχετίζονται µε τις αρετές της πυρηνικής
οικογένειας, τη «συµπληρωµατικότητα» των έµφυλων ρόλων και την
ετεροφυλοφιλία. Όπως και το ακαδηµαϊκό αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο που
συζητήσαµε πιο πάνω, αυτοί οι κώδικες ερµηνεύουν τη διαφορά των φύλων ως
«φυσική» και, ως εκ τούτου, νοµιµοποιούν και καθιστούν καθολική µια συγκεκριµένη


ΣτΜ: «erection»: Σηµαίνει ανέγερση και στύση.

5
εκδοχή της διαφοροποίησης των φύλων και µια συγκεκριµένη µορφή
σεξουαλικότητας.

Τα σύµβολα µέσα στο κοινωνικό πλαίσιο


Αυτός ο συµβολισµός αποτυπώνει τον τρόπο µε τον οποίο λειτουργούν τα νοήµατα
µέσα από αλυσίδες σηµαινόντων. Σ' αυτά τα παραδείγµατα, τα κτήρια λειτουργούν
ως σύµβολα συµβολικών αναπαραστάσεων του φύλου. Ούτε οι επαγγελµατικές
ούτε οι εκλαϊκευµένες ερµηνείες εξερευνούν τη σχέση που υπάρχει ανάµεσα σε
αυτές τις αναπαραστάσεις και τις ζωές των γυναικών και των ανδρών που
κατοικούν, εργάζονται ή κινούνται σε αυτά τα περιβάλλοντα και, αποτυγχάνοντας
να αµφισβητήσουν τις κυρίαρχες αναπαραστάσεις του φύλου, επιβεβαιώνουν και
συντηρούν απολύτως τις έµφυλες σχέσεις της πατριαρχίας.

Η αλληλεπίδραση µεταξύ συµβόλου και κοινωνικού πλαισίου έχει αποβεί κυρίαρχο


θέµα στις πιο πρόσφατες θεωρίες της πολιτισµικής γεωγραφίας (Cosgrove and
Jackson, 1987, Rowntree, 1988, Jackson, 1989). Απορρίπτοντας τις απόπειρες
«µιας εύκολης ανάγνωσης» του κοινωνικού πλαισίου µέσα από τα πολιτισµικά
προϊόντα, απόπειρες οι οποίες συνοψίζονται στο έργο της σχολής του Μπέρκλεϋ
και λανθάνουν στις έµφυλες αναφορές για τις οποίες µιλούσαµε πιο πάνω, η νέα
πολιτισµική γεωγραφία επικαιροποιεί τους δανεισµούς του Sauer από την
ανθρωπολογία για να ισχυριστεί ότι δεν µπορούµε να υποθέσουµε κάποια άµεση
συσχέτιση µεταξύ συµβόλου και κοινωνικού πλαισίου (Jackson, 1989, βλέπε επίσης
Goss, 1988). Αυτό που συµβαίνει κυρίως, είναι ότι τα πολιτισµικά προϊόντα
γίνονται σύµβολα, τα νοήµατα των οποίων είναι αµφισβητούµενα και ασταθή. Οι
ερµηνείες των σύγχρονων αστικών τοπίων ως πολιτισµικών προϊόντων έχουν
στηριχθεί στη θεωρητικοποίηση από πολλούς της σχέσης µεταξύ συµβόλου και
κοινωνικού πλαισίου, που συνδυάζει τον µαρξιστικό υλισµό των πολιτισµικών
προϊόντων µε τη µεταµοντέρνα αισθητική (βλέπε, για παράδειγµα, Jager, 1986, Ley,
1987, Mills, 1988, Caulfield, 1989).

Αλλού, σε µια κίνηση που είναι, υπό µια έννοια, ανάλογη µε την οπτική της
σύγχρονης πολιτισµικής γεωγραφίας για τη σχέση µεταξύ συµβόλου και
κοινωνικού πλαισίου, οι φεµινίστριες επιµένουν εδώ και καιρό ότι αυτό που κάνουν
οι γυναίκες, αυτό που είναι οι γυναίκες, δεν ανταποκρίνεται άµεσα στον τρόπο που
τις αναπαριστούν τα ΜΜΕ, οι πανεπιστηµιακοί ή η λαϊκή κουλτούρα. Έχει
καταβληθεί πολλή προσπάθεια για να καταρριφθούν τα σεξιστικά στερεότυπα.
Αντίθετα, όταν αναφέρεται στο φεµινισµό και την ανθρωπολογία, η Henrietta
Moore (1988, σ. 29) υποστηρίζει ότι «το τι κάνουν οι γυναίκες στην κοινωνία δεν
αρκεί για να αποτιµήσουµε την πολιτισµική σηµασία του όρου ‘γυναίκα’». Εποµένως,
η φεµινιστική θεωρία µας παρέχει ένα χρήσιµο σηµείο εκκίνησης για την
εξερεύνηση των νοηµάτων των αστικών τοπίων.

6
Φεµινιστικές Οπτικές

Οι γυναίκες σε ένα περιβάλλον κατασκευασµένο από άνδρες


Πώς λοιπόν οι φεµινιστικές αναλύσεις για το σύγχρονο αστικό περιβάλλον έχουν
ερµηνεύσει την αλληλεπίδραση µεταξύ συµβόλου και κοινωνικού πλαισίου; Οι
πρώιµες φεµινιστικές συνεισφορές στην αστική γεωγραφία ενδιαφέρονταν κυρίως
να καταστήσουν τις δραστηριότητες και τις ζωές των γυναικών ορατές, µέσα από
ένα επιστηµονικό πεδίο που ασχολείται µε τους άνδρες και µε τις ανδρικές
θεωρήσεις των γυναικών (Monk and Hanson, 1982). Τα στοιχεία από τις
δραστηριότητες των γυναικών µέσα στο χώρο και την εµπειρία που αποκόµισαν
από την κατοίκηση στα αστικά κέντρα και τα προάστια, κατέδειξαν τις γεωγραφικές
διαστάσεις της ανισότητας στις έµφυλες σχέσεις (π.χ., Zelinsky κ.α., 1982, Lewis
and Foord, 1984, Pickup, 1984, Tivers, 1985). Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στη
δυσαναλογία που υπάρχει ανάµεσα στις ζωές των γυναικών, ιδιαίτερα όσον
αφορά την επικράτηση του διπλού ρόλου της µισθωτής και της νοικοκυράς, και στη
µορφή του δοµηµένου περιβάλλοντος, δηλαδή στο χωρικό διαχωρισµό των
διαφορετικών, ως προς τη λειτουργία τους, χρήσεων γης. Το δοµηµένο
περιβάλλον αναγνωρίστηκε ως τόπος έµφυλων στερεοτύπων, τα οποία έδωσαν
φυσική έκφραση σε πολωµένες θεωρήσεις για τις γυναίκες και τους άνδρες,
στριµώχνοντάς τους στα όρια των διχοτοµιών σπίτι/τόπος εργασίας, και
ιδιωτικό/δηµόσιο (βλ. Siltanen and Stanworth, 1985). Η ενσωµάτωση αυτών των
στερεοτύπων στο δοµηµένο περιβάλλον ερµηνεύθηκε ως προϊόν πατριαρχικών
ιδεολογιών, εγγεγραµµένων στο αστικό τοπίο µέσα από τις πρακτικές που
εφαρµόζουν τα ανδροκρατούµενα επαγγέλµατα, καθώς και ως µέσο ενίσχυσης
της γυναικείας υποταγής, µε την έννοια ότι οι δυσκολίες που συναντούν οι
γυναίκες όταν έχουν να αντιµετωπίσουν ένα δοµηµένο περιβάλλον το οποίο έχει
στηριχθεί σε λανθασµένες υποθέσεις, βοηθούν να «µένουν οι γυναίκες στη θέση
τους» (Tivers, 1978, Bowlby κ.ά., 1982, Lewis and Foord, 1984). Αυτή η αντίληψη,
ότι το δοµηµένο περιβάλλον είναι πράγµατι µια ανδρική κατασκευή και, ως εκ
τούτου, εχθρικό, ή τουλάχιστον αδιάφορο απέναντι στις ανάγκες των γυναικών,
είναι εµφανής και στις φεµινιστικές συζητήσεις για την αρχιτεκτονική (Matrix,
1984, Roberts, 1991).

Αυτές οι προσεγγίσεις βοήθησαν σηµαντικά στην αποκάλυψη ποικίλων µορφών


ανδρικών προκαταλήψεων. Κατ’ αρχάς τονίστηκε η αξιοθρήνητα µικρή συµµετοχή
των γυναικών σε ορισµένα επαγγέλµατα, όπως του πανεπιστηµιακού, του
πολεοδόµου και του αρχιτέκτονα (McDowell, 1979, Matrix, 1984). Κατά δεύτερον,
αποδείχθηκε ότι οι κύριες υποθέσεις που υιοθετούν και βάσει των οποίων
εξασκούνται αυτά τα επαγγέλµατα, ενσωµατώνουν λανθασµένες και στερεότυπες
θεωρήσεις για τις γυναίκες. Τρίτον, αυτές οι προκαταλήψεις δεν θεωρούνται
µεµονωµένες αποκλίσεις, αλλά εκδηλώσεις µιας γενικότερης πατριαρχικής τάξης,
η οποία εξασφαλίζει την υποταγή των γυναικών σε όλες τις όψεις της ζωής.
Ωστόσο, αυτές οι παρεµβάσεις δεν είναι αλάνθαστες. ∆ηλαδή, παρά τη διάκριση
που γίνεται ανάµεσα σε στερεότυπα και κοινωνικές πρακτικές, συχνά υιοθετούνται
υπεραπλουστευτικές θεωρήσεις, οι οποίες αφορούν τόσο το δοµηµένο περιβάλλον
όσο και τη θηλυκότητα.

7
Κατ’ αρχάς, όταν αντικρούουµε την άποψη ότι το δοµηµένο περιβάλλον αντανακλά
τον έµφυλο καταµερισµό εργασίας ανάµεσα στους κατοίκους του, συχνά απλώς
µεταθέτουµε τη συσχέτιση σε ιδεολογικό επίπεδο. Ο πολεοδοµικός σχεδιασµός
ερµηνεύεται σα να αντανακλά άµεσα και χωρίς κανένα πρόβληµα τις κυρίαρχες
ιδεολογίες. Το δοµηµένο περιβάλλον εµφανίζεται σα να είναι ανεπηρέαστο από
τις δραστηριότητες και τις ιδέες των κατοίκων του, ενώ ταυτόχρονα αναπαριστά
πιστά τις ιδέες και τα συµφέροντα όσων ασχολούνται µε τον προγραµµατισµό, το
σχεδιασµό και την οικοδόµησή του. Αυτή η ερµηνεία στερεί το δοµηµένο
περιβάλλον από το νόηµα που του αποδίδουν όσοι ζουν σε αυτό, µαζί µε τις
αλλαγές, όσο ασήµαντες κι αν είναι, που του επιφέρουν. Αυτή η ακραία αντίθεση
ανάµεσα στους δηµιουργούς και τους χρήστες, ανάµεσα σε ενεργητικά και
παθητικά µέρη, µπορεί να ερµηνευθεί ως µια αντιπαράθεση ανάµεσα στον
επαγγελµατία (πολεοδόµο ή αρχιτέκτονα) και το µέσο άνθρωπο. Όµως η έµφαση
που δίνεται από τις φεµινιστικές αναλύσεις στα έµφυλα συµφέροντα, οδηγεί σε
µια κατηγοριοποίηση σύµφωνα µε την οποία οι δράστες είναι άνδρες
επαγγελµατίες, τα θύµατα οι γυναίκες, ενώ οι άνδρες κάτοικοι φαίνεται πως είναι
οι ευεργετούµενοι και ίσως, µέσα από τις ιδεολογίες της πατριαρχίας, τα έµµεσα
ενεργά υποκείµενα. Περιστασιακά επιβεβαιώνεται κάποια αντιστροφή των ρόλων,
στη θεωρία ή την πράξη. Στις περιπτώσεις όπου οι γυναίκες είναι σε θέση να
οργανώσουν και να σχεδιάσουν το περιβάλλον τους, διατυπώνεται η υπόθεση ότι
οι ανάγκες των γυναικών θα εκφραστούν µε αποτελεσµατικό τρόπο (Hayden,
1982, Wekerle and Novac, 1989).

Αυτή η αντιστροφή τονίζει την δεύτερη υπεραπλούστευση που γίνεται. Παρόλο που
αυτές οι µελέτες θέτουν σε σοβαρή αµφισβήτηση τις στερεότυπες θεωρήσεις για
τις γυναίκες, το γεγονός ότι ενδιαφέρονται για το τι πραγµατικά κάνουν οι
γυναίκες συχνά υπαινίσσεται ότι οι εµπειρίες των γυναικών αποτελούν την πηγή
για ορθές αναπαραστάσεις της θηλυκότητας, ανόθευτες κατά κάποιον τρόπο από
ανδρικές θεωρήσεις. Αυτή η οπτική αµφισβητείται µέσα στο ίδιο το φεµινιστικό
κίνηµα και συµφωνώ µε τις θέσεις οι οποίες απορρίπτουν την έννοια µιας
ουσιοκρατικής θηλυκότητας που αποκαλύπτεται από τις εµπειρίες των γυναικών, και
επιµένουν ότι, αντιθέτως, δεν υπάρχει καµιά εκδοχή θηλυκότητας έξω από τον
πατριαρχικό λόγο (βλ. Weedon, 1987, Alcoff, 1988). Μπορεί να αµφισβητούµε και
να αντιστεκόµαστε σε ποικίλες µορφές υποταγής και (στρεβλής) αναπαράστασης
των γυναικών, αλλά το κάνουµε αναπόφευκτα µέσα στο πλαίσιο της πατριαρχίας.
Το αναγνωριστικό στοιχείο «γυναίκες», το οποίο αποτελεί τόσο ισχυρό θεµέλιο
του φεµινισµού, είναι αφ’ εαυτού µια πατριαρχική κατασκευή. Επιπλέον, το
πρόβληµα µε το δοµηµένο περιβάλλον δεν είναι απλώς ότι ενσωµατώνει
στρεβλές αναπαραστάσεις των γυναικών και των ανδρών που είναι ριζωµένες στις
ιδεολογίες της πατριαρχίας, αλλά ότι εµπεριέχει µια υποθετική ενότητα µεταξύ των
γυναικών, η οποία συχνά µάλλον επιβεβαιώνεται, παρά τίθεται σε αµφισβήτηση,
από τη φεµινιστική κριτική που σκιαγραφήσαµε (βλ. Poovey, 1988, McDowell,
1991).

Αλλαγή στις έµφυλες σχέσεις και αλλαγή του αστικού τοπίου


Κάποιες άλλες φεµινιστικές µελέτες έχουν ενδιαφερθεί κυρίως για την κατασκευή
και το δυναµισµό των έµφυλων διαιρέσεων. Για παράδειγµα, η Mackenzie (1988)

8
ερµηνεύει την εξέλιξη της δοµής του αστικού χώρου ως ένα σύνολο ασταθών και
βραχυπρόθεσµων λύσεων στη σύγκρουση των φύλων. Υποστηρίζει ότι ο
διαχωρισµός του χώρου κατοικίας από το χώρο εργασίας, που επιταχύνθηκε από
την εκβιοµηχάνιση µεγάλης κλίµακας στο δεύτερο µισό του δέκατου ένατου αιώνα,
δηµιούργησε µια σειρά προβληµάτων, από τα προβλήµατα στέγασης στις
φτωχογειτονιές µέχρι το αίτηµα για γυναικεία ψήφο, τα οποία υπονόµευσαν τις
αντιλήψεις της εργατικής και της µεσαίας τάξης για την οικογενειακή ζωή. Θεωρεί
ότι αυτή η κρίση της οικογένειας λύθηκε µε την επέκταση του χωρικού διαχωρισµού
που την είχε προκαλέσει. Η λύση πήρε τη µορφή της αναδιοργάνωσης του αστικού
τοπίου και της δηµιουργίας της «πόλης των διακριτών σφαιρών», µέσα στην οποία
οι νεόδµητες γειτονιές των προαστίων παρέχουν το πλαίσιο στην εργατική και τη
µεσαία τάξη για τη διατήρηση της οικογενειακής ζωής (Mackenzie, 1988, σ. 20).

Η συγκεκριµένη λύση δεν ήταν αναπόφευκτη, αλλά προέκυψε µετά από σύνθετες
συγκρούσεις και συµβιβασµούς ανάµεσα στα ταξικά και τα έµφυλα συµφέροντα
(Davidoff and Hall, 1987, Phillips, 1987). Εξέφρασε και παράλληλα διευκόλυνε την
εξάπλωση µιας αντίληψης για τη θηλυκότητα η οποία συνδέεται µε την ιδιώτευση
και το νοικοκυριό, διατηρώντας όµως και το ρόλο του κράτους —µέσω του
πολεοδοµικού σχεδιασµού, της δηµόσιας εκπαίδευσης, της κοινωνικής στέγασης
κ.ο.κ.— στη διαµόρφωση της οικογενειακής ζωής. Οι λανθάνουσες κωδικοποιήσεις
της λύσης αυτής δεν υπήρξαν ούτε στατικές ούτε µονολιθικές. Για παράδειγµα,
παρότι η ζωή στα προάστια µπορεί να ανακαλεί εικόνες οικιακής ζωής µε θηλυκό
πρόσηµο, ανακαλεί εξίσου και εικόνες οικιακής ζωής µε αρσενικό πρόσηµο. Οι
σύγχρονες απεικονίσεις της πατρότητας αντλούν την έµπνευσή τους στις εικόνες
ανδρών που συνεισφέρουν στην οικιακή ευδαιµονία της ζωής στο προάστιο,
κουρεύοντας το γρασίδι ή «κατασκευάζοντας µόνοι τους» (Segal, 1988, δες επίσης,
Marsh, 1988). Οι ίδιες οι απεικονίσεις της ζωής στα προάστια, που εξισώνουν τη
θηλυκότητα µε την οικιακή ζωή, έχουν γίνει αντικείµενο επανερµηνείας. Για
παράδειγµα, στη συζήτηση για τις αλλαγές που γνωρίζει η κατά φύλο διαίρεση του
αστικού χώρου στο Ηνωµένο Βασίλειο, η McDowell (1983) τόνισε τον τρόπο µε
τον οποίο οι γυναίκες που κατοικούν στα προάστια κατέληξαν να αποτελούν µια
ελκυστική πηγή προσφοράς εργασίας (µη συνδικαλισµένης, φθηνής και ελαστικής)
για πολλές από τις βιοµηχανίες που αναπτύχθηκαν τη δεκαετία του 1960, για τις
οποίες το εργατικό κόστος και οι εργασιακές σχέσεις ήταν σηµαντικότερα από τον
τόπο εγκατάστασης.

Οι παλιές λύσεις δηµιούργησαν νέα προβλήµατα, όπως δείχνει η δυσαναλογία που


υπάρχει ανάµεσα στη δοµή της πόλης και τις ζωές των γυναικών. Οι σύγχρονες
αλλαγές στα αστικά τοπία και τις κατά φύλο διαιρέσεις µπορεί να αποτελούν
απάντηση σε αυτές τις εντάσεις. Πολλές µελέτες προτείνουν ότι οι γυναίκες που
έχουν µια καλοπληρωµένη θέση εργασίας µε προοπτικές καριέρας είναι
σηµαντικοί φορείς εξευγενισµού, είτε συζούν µε κάποιο σύντροφο που επίσης
κάνει καριέρα, είτε ζουν µόνες τους, είτε είναι µητέρες σε µονογονεϊκές
οικογένειες (Mills, 1988, Rose, 1989, Warde, 1991). Σ' αυτές τις γυναίκες, οι
γειτονιές που βρίσκονται στο κέντρο της πόλης φαίνεται να παρέχουν ένα
καταλληλότερο περιβάλλον από τα προάστια, το οποίο τους επιτρέπει να
συνδυάζουν την επαγγελµατική τους απασχόληση µε µη παραδοσιακές µορφές

9
οικογενειακής ζωής, επινοώντας µ' αυτό τον τρόπο, εναλλακτικούς
προσδιορισµούς της θηλυκότητας. Και αν πολλές γυναίκες από τη µεσαία τάξη
επιχειρούν να µετασχηµατίσουν το αστικό περιβάλλον µε τρόπους που
ανταποκρίνονται καλύτερα σε αυτές τις νέες εκδοχές θηλυκότητας, κάποιες άλλες
γυναίκες είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις µετατοπίσεις που συνεπάγονται τέτοιοι
µετασχηµατισµοί. Και αυτές οι γυναίκες, ανάµεσά τους και πολλές µητέρες µόνες
(που όµως στερούνται τα προνόµια που εξασφαλίζουν οι θέσεις καριέρας), καθώς
και ηλικιωµένες χήρες, βιώνουν τις υφιστάµενες δοµές της πόλης ως ακατάλληλες
για τις ανάγκες τους γιατί, λόγω φτώχειας, ήταν ανέκαθεν αποκλεισµένες από τα
υλικά πλεονεκτήµατα που παρέχει η κατοίκηση στα προάστια (Winchester and White,
1988, Winchester, 1990, βλέπε Madigan κ.ά., 1990).

Αυτές οι προσεγγίσεις επιχειρούν να συλλάβουν τη δυναµική αλληλεπίδραση που


υπάρχει ανάµεσα στο φύλο και το περιβάλλον, καθώς και το βαθµό αµφισβήτησης
των έµφυλων ταυτοτήτων και των έµφυλων διαιρέσεων. Ωστόσο, ο τρόπος που
µεταχειρίζονται τους συµβολισµούς του δοµηµένου περιβάλλοντος είναι
περιορισµένος, γιατί στηρίζονται στην υπόθεση ότι η αρχιτεκτονική και το
πολεοδοµικό σχέδιο εκφράζουν µεταβαλλόµενες και αµφισβητούµενες έννοιες
της θηλυκότητας και της ανδρικότητας, αντί να εξερευνήσουν πώς οι ιδέες που
αφορούν το φύλο έχουν εγγραφεί στα αστικά τοπία. Έτσι, παρότι αυτές οι µελέτες
εµπλουτίζουν την δυνατότητά µας να εξετάσουµε τις εντάσεις που υπάρχουν
ανάµεσα στις αναπαραστάσεις του φύλου στο δοµηµένο περιβάλλον αφενός, και
τις κοινωνικές πρακτικές των γυναικών και των ανδρών αφετέρου, αυτή η
δυνατότητα δεν έχει αναπτυχθεί στην πράξη. Στην επόµενη ενότητα παραθέτω
ορισµένα αναστοχαστικά σχόλια σχετικά µε αυτή την αλληλεπίδραση στο πλαίσιο
του εξευγενισµού.

Φύλο, Εξευγενισµός και Μεταµοντερνισµός. Πέρα από τις ∆ιχοτοµίες;

Οι συµβολισµοί του εξευγενισµού


Οι συζητήσεις για τους συµβολισµούς που περιέχει ο εξευγενισµός έχουν ρίξει το
κέντρο βάρους τους κυρίως στην επανακωδικοποίηση των ταξικών συµβόλων,
τονίζοντας την ένταση που δηµιουργείται ανάµεσα σε ό,τι ξαναχρησιµοποιείται και
σε ό,τι καταργείται (Jager, 1986, Williams, 1986, βλέπε επίσης, Goss, 1988). Για
παράδειγµα, η Jager αποδίδει την ανάπλαση των εργατικών κατοικιών του δέκατου
ένατου αιώνα στον εκτοπισµό των ενώσεων που είχαν ιδρύσει οι προηγούµενοι
κάτοικοι, οι οποίοι ανήκαν στα χαµηλά στρώµατα και εκτοπίστηκαν µε τον ίδιο
τρόπο, από κάποιες νέες ενώσεις. Αυτές οι νέες ενώσεις, στις οποίες δίνει
έµφαση η Jager, συνδυάζουν την εργατική ηθική των νεόπλουτων µελών τους, που
είναι οι νέοι ιδιοκτήτες των κατοικιών, µε τον πολιτισµικό ελιτισµό της
αριστοκρατίας του δέκατου ένατου αιώνα, την οποία σφετερίστηκε το ανερχόµενο
βιοµηχανικό κεφάλαιο. Γενικότερα, η προσοχή που δίνεται τόσο στην εξωτερική
όψη όσο και στο εσωτερικό των εξευγενισµένων κατοικιών, είτε είναι παλιές είτε
καινούριες, είναι κατάµεστη ταξικών νοηµάτων, τα οποία προβάλλουν µια διακριτή
ταξική ταυτότητα, µετασχηµατίζοντας την τοπική ιστορία σε πολιτισµική κληρονοµιά
(Ley, 1987, Mills, 1988). Αυτό που παραλείπεται, είναι ότι οι ιστορικές αντηχήσεις

10
των παλαιών κτιρίων και οι ιστορικές αναφορές της µεταµοντέρνας διαλέκτου, που
παρέχουν από κοινού το υλικό του εξευγενισµού, φέρουν το αποτύπωµα
προηγούµενων ιδεών για τις έµφυλες ταυτότητες, καθώς και τις ταξικές ταυτότητες.
Ακριβώς όπως συµβαίνει και µε τα ταξικά νοήµατα, οι έµφυλες συνδηλώσεις της
κατοικίας και της διακόσµησης είναι ευµετάβλητες. Έτσι, αξίζει εξίσου να
προσέξουµε τον τρόπο µε τον οποίο ξαναδουλεύονται οι έµφυλοι συµβολισµοί (σε
σχέση µε τους ταξικούς συµβολισµούς). ∆ηλαδή, ενώ ο εξευγενισµός µοιάζει να
απορρίπτει µια, παραδείγµατος χάριν, βικτωριανού τύπου ενίσχυση των έµφυλων
διαφορών, η επιµελής ανακαίνιση των κατοικιών και του εσωτερικού διακόσµου της
βικτωριανής εποχής δεν ξαναχρησιµοποιεί άραγε, επιλεκτικά, κάποιες όψεις των
προηγούµενων αντιλήψεων περί θηλυκότητας και ανδρικότητας, αλλά και το
πολιτισµικό κεφάλαιο της παλιάς αριστοκρατίας;

Οι αναφορές στον πολιτισµό και το πολιτισµικό κεφάλαιο αποτελούν µέρος των


οικονοµικών του εξευγενισµού και λειτουργούν ως µέσα τα οποία χρησιµοποιούν
οι κερδοσκόποι, οι επενδυτές, οι κτηµατοµεσίτες, οι ιδιοκτήτες γης και κατοικιών,
όταν επιχειρούν να αυξήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Αλλά η επιτυχής
προβολή ενός «lifestyle» εξαρτάται από το ποιες είναι οι αναφορές µε τις οποίες
το ενδεχόµενο ακροατήριο επιθυµεί να ταυτιστεί. Ένας από τους τρόπους που
«λειτουργεί» ο εξευγενισµός είναι µέσω της απόρριψης της ζωής στα προάστια,
ανεξάρτητα από το εάν οι ίδιοι οι υπεύθυνοι του εξευγενισµού στο παρελθόν
κατοικούσαν σ'αυτά (Smith, 1987, Mills, 1988). Ειδικότερα, ο εξευγενισµός είναι
στον αντίποδα τόσο του αυστηρού διαχωρισµού ανάµεσα στην πόλη και το
προάστιο, όσο και στην εσωτερική οµοιογένεια και µονοτονία των προαστίων που
συνεχώς εξαπλώνονται. Παρά την οικονοµική της βάση, αυτή η απόρριψη της ζωής
στα προάστια αποτελεί ταυτόχρονα απόρριψη της έννοιας των διακριτών σφαιρών
για τις γυναίκες και τους άνδρες. Εδώ ο εξευγενισµός προσφέρει λιγότερο
πολωµένες και πιο διαφοροποιηµένες εικόνες. Παροµοίως, οι πολιτισµικές
δυνατότητες που παρέχει ο εξευγενισµός, σηµατοδοτούν µε χαρακτηριστικό τρόπο
έναν τύπο κοσµοπολίτικης κοινωνικής ένταξης για τις γυναίκες και τους άνδρες, η
οποία έρχεται σε αντίθεση µε τον εµφανή διαχωρισµό µεταξύ άλλων κοινωνικών
οµάδων. Ο εξευγενισµός συνδέεται επίσης, τουλάχιστον σε µερικές περιπτώσεις,
µε την αποδοχή εναλλακτικών τρόπων ζωής σε σχέση µε την ετεροφυλοφιλική,
πυρηνική οικογένεια (Lauria and Knopp, 1985, Rose, 1989). Στο Ηνωµένο Βασίλειο,
οι αλληλεξαρτήσεις ανάµεσα στην τάξη, το φύλο και τη σεξουαλικότητα
απεικονίζονται ωραία στις αντιθετικές συνδηλώσεις του wine bar και της pub. Το
πρώτο συναντάται συνήθως στο κέντρο, απευθύνεται στη µεσαία τάξη, όπως επίσης
και στα δύο φύλα, και δείχνει ανεκτικό, ή τουλάχιστον όχι ευθέως εχθρικό σε
«εναλλακτικές» εκφράσεις της σεξουαλικότητας. Το δεύτερο είναι κυρίως
συνοικιακό, απευθύνεται στην εργατική τάξη, δεν αφορά και τα δύο φύλα, ενώ είναι
εµφανώς σεξιστικό και ετεροφυλοφιλικό. Εποµένως, οι «φιλελεύθερες»
αναπαραστάσεις του φύλου και της σεξουαλικότητας είναι αναπόσπαστες από τους
ταξικούς συµβολισµούς του εξευγενισµού, καθώς και από τον πολιτισµικό
σοβινισµό και τον ταξικό εποικισµό µε τους οποίους συνδέεται.

Ορισµένοι παρατηρητές έχουν ερµηνεύσει αυτά τα σηµάδια περιορισµού της


έµφυλης διαφοροποίησης και σεξουαλικής ανοχής ως προάγγελους της

11
διάβρωσης των πατριαρχικών σχέσεων εξουσίας (Markusen, 1981, Smith, 1987,
Mills, 1988). Ο εξευγενισµός έχει επίσης συνδεθεί µε την αντίληψη του Roland
Barthes για την πόλη, ως αρένας κοινωνικών και ερωτικών δυνατοτήτων, «ως του
τόπου συνάντησής µας µε τον άλλο» (Barthes, 1988, σ. 199, αναφέρεται από την
Caulfield, 1989, σ. 625), που υπαινίσσεται και πάλι τη σεξουαλική ανοχή και
ποικιλία. Ωστόσο, όπως θα δείξω στη συνέχεια, τέτοιες ερµηνείες
υπεραπλουστεύουν τη σχέση ανάµεσα στις αναπαραστάσεις του φύλου και τις
έµφυλες σχέσεις.

Μεταµοντέρνες αναπαραστάσεις
Για την Caulfield (1989, σ. 625) οι υπεύθυνοι του εξευγενισµού είναι «άνθρωποι οι
οποίοι, για λόγους όχι εξωγενούς στυλ, αλλά που έχουν να κάνουν µε την
επιθυµία, βρίσκουν τα προάστια και τους µοντέρνους χώρους µη κατοικήσιµα». Ο
εξευγενισµός συνδέεται µε µεταµοντέρνες πολιτισµικές και αρχιτεκτονικές
εναλλακτικές λύσεις. Ο µεταµοντέρνος χαρακτήρας του εξευγενισµού είναι
σηµαντικός για το επιχείρηµα που προβάλλεται εδώ για δύο λόγους. Κατά πρώτον,
ο µεταµοντερνισµός συνεπάγεται ένα νέο τύπο αναπαράστασης και, άρα, φέρνει
αλλαγές στον τρόπο που τα σύµβολα αποκτούν νόηµα(τα), και κατά δεύτερον, ο
µεταµοντερνισµός επηρεάζεται από φιλοσοφικά κείµενα στα οποία το φύλο, ή
ειδικότερα η «Γυναίκα» έχει εξέχουσα θέση. Αυτά τα δυο ζητήµατα απαιτούν κάποια
επεξεργασία.

Η µεταµοντέρνα κουλτούρα γενικά και η µεταµοντέρνα αρχιτεκτονική ειδικότερα,


αποτελούν ξεκάθαρα µια απάντηση σε ό,τι έχει θεωρηθεί ως αποτυχία του
µοντερνισµού. Αλλά πέρα από αυτό, το νόηµα και τα όρια του µεταµοντέρνου
ορίζονται µε λανθασµένο τρόπο. Ο Kolb (1990, σσ. 4-5) τοποθετεί τη γέννηση του
όρου στη δεκαετία του 1940, όταν «χρησιµοποιήθηκε για να ονοµάσει κάποια ρήξη
µε τις παλαιότερες ενότητες, καθώς και την υπέρβαση των απαγορεύσεων που είχε
γεννήσει ο µοντερνισµός». Στην αρχιτεκτονική, µια θεµελιώδης απαγόρευση ήταν η
χρήση ιστορικών παραποµπών και ο µεταµοντερνισµός συνδέεται ορισµένες
φορές µε οτιδήποτε αναγνωρίζει το ρόλο της ιστορίας (δηλαδή, σχεδόν µε όλα τα
εξευγενισµένα τοπία). Αλλά ο µοντερνισµός αποφεύγει και τα στολίδια, τον
πλεονασµό και την αµφισηµία, γεγονός που οδήγησε ορισµένους σχολιαστές να
κάνουν τη διάκριση ανάµεσα σε µια ευθέως αντιµοντέρνα επαναφορά του
παραδοσιακού και του ιδιωµατικού, και σε µεταµοντέρνα στυλ που χρησιµοποιούν
ιστορικές αναφορές µε εύθυµο τρόπο ο οποίος κάνει χρήση της ειρωνείας ή της
παρωδίας (Jencks, 1978, δες επίσης Kolb, 1990). Αλλά τα δεύτερα καταδεικνύουν
το αδύνατο οποιασδήποτε απλής επιστροφής σε προηγούµενα στυλ. Στο σύγχρονο
πλαίσιο, η αναβίωση ενέχει αναγκαστικά την αντίθεση στον µοντερνισµό και τη
σιωπηρή αποτίµηση των ρυθµών που αξίζει να αναβιώσουν. Το παρελθόν δεν
µπορεί να ξαναεπινοηθεί, παρά µόνο να ξαναπαρουσιαστεί.

Η διάκριση του Foster (1985) σε µεταµοντερνισµό αντίδρασης και


µεταµοντερνισµό αντίστασης είναι ίσως πιο ορθή και θα µπορούσε ασφαλώς να
ισχύσει αναφορικά µε τοπία εξευγενισµού, το στυλ των οποίων κυµαίνεται από
κάποιες σεµνές απόπειρες αντίστασης στις απάνθρωπες συνέπειες του
µοντερνισµού και ανάκτησης της τοπικής ιστορίας και της ανθρώπινης κλίµακας

12
(Ley, 1987, Caulfield, 1989), µέχρι ορισµένα άκρως επικερδή εγχειρήµατα που
ακολουθούν τις επιταγές του µάρκετινγκ και τα είδη «lifestyle», µε τρόπο ο οποίος
καθορίζεται κυρίως από τις εµπορικές ευκαιρίες που δηµιουργεί ο καταναλωτισµός
(Harvey, 1987, Mills, 1988). Ωστόσο, παρά την ποικιλία αυτή, οι διάφορες µορφές
της µεταµοντέρνας αρχιτεκτονικής έχουν σηµαντικά κοινά στοιχεία. Ειδικότερα, η
χρήση ιστορικών ρυθµών, είτε ως απόπειρα «αυθεντικής» αποκατάστασης, είτε µε
πιο εκλεκτικό τρόπο, συνεπάγεται κάποια επαναχρησιµοποίηση των συµβόλων η
οποία αναπόφευκτα διασπά οποιαδήποτε απλή συσχέτιση υπάρχει µεταξύ σηµείου
και σηµαινόµενου. Οποιαδήποτε εµφανής ανακαίνιση ή αποκατάσταση, για
παράδειγµα, των χαρακτηριστικών του γεωργιανού ή του βικτωριανού ρυθµού
διευρύνει το πεδίο των οικείων κωδίκων της αρχιτεκτονικής, ώστε να µπορούν
προσλάβουν µια ποικιλία νοηµάτων. Αυτή η απελευθέρωση του σηµείου από
οποιαδήποτε σταθερή αναφορά είναι αναγνωρίσιµη σε πολλές όψεις του
µεταµοντέρνου πολιτισµού, όπως για παράδειγµα στη λαϊκή µόδα και τη λαϊκή
µουσική, όπου έχουµε οικειοποιηθεί και ξαναδουλέψει «παλιά» στυλ, ή κάποια
στοιχεία απ’ αυτά, µε περισσότερη ή λιγότερη τόλµη. Η πιο κραυγαλέα όψη της
µεταµοντέρνας κουλτούρας απαντάται στους δρόµους των πόλεων που υπόκεινται
σε εφαρµογές εξευγενισµού (δες για παράδειγµα, Wilson, 1989) και µας παρέχει
ένα πλαίσιο στο οποίο τα αρχιτεκτονικά νοήµατα, περισσότερο από ποτέ, δεν
«δίνονται» απλώς από τους αρχιτέκτονες, αλλά τίθενται σε αµφισβήτηση και
ξαναδηµιουργούνται από τους ίδιους τους χρήστες του δοµηµένου περιβάλλοντος.

Με αυτή την ερµηνεία, ο µεταµοντερνισµός ενισχύει και δηµιουργεί δυνατότητες


«απελευθέρωσης» για τις υφιστάµενες αναπαραστάσεις του φύλου. Οι εικόνες και
τα στερεότυπα του φύλου συνδέονται όλο και πιο λίγο µε συγκεκριµένα νοήµατα,
και οι γυναίκες και οι άνδρες είναι ελεύθεροι να τους αποδώσουν τα νοήµατα που
εκείνοι/-ες επιλέγουν. Εποµένως, οι µεταµοντέρνες µορφές αναπαράστασης
συµβάλουν στην ανατροπή των υφιστάµενων κωδίκων και στον πολλαπλασιασµό
των εκδοχών της θηλυκότητας και της ανδρικότητας, ούτως ώστε η αυστηρότητα
των βικτωριανών, παραδείγµατος χάριν, έµφυλων διαιρέσεων να παρωδείται µε εν
δυνάµει ανατρεπτικούς τρόπους. Αυτό ίσως µας επιτρέψει, επιπλέον, να
εκφράσουµε αποτελεσµατικότερα τις διαφορές ανάµεσα στις γυναίκες και τους
άνδρες.

Ο µεταµοντερνισµός περιέχει και κάποιες συνδηλώσεις που είναι συγκεκριµένες.


Όπως έχει υποστηρίξει η Hutcheon (1989, σσ. 20-21) «η φεµινιστική προοπτική
έχει επιφέρει µια µείζονα αλλαγή στον τρόπο που αντιλαµβανόµαστε τον
πολιτισµό, τη γνώση και την τέχνη… [και έχει] αποδείξει ότι η αναπαράσταση δεν
µπορεί πλέον να θεωρείται µια δραστηριότητα πολιτικά ουδέτερη και θεωρητικά
αθώα». Εποµένως, ο φεµινισµός έχει παίξει πρωτεύοντα ρόλο στην απαξίωση των
βεβαιοτήτων και της αυθεντίας που αποδίδονται στις µοντέρνες αρχιτεκτονικές
φόρµες (Owens, 1985, Huyssen, 1986). Η Jardine (1985) έχει προτείνει διστακτικά
ότι η εξέχουσα θέση του φεµινισµού στο πολιτικό και το πολιτισµικό πεδίο µπορεί
να υποκρύπτει την τάση ορισµένων φιλοσοφικών κειµένων, που συνδέονται µε τον
µεταµοντερνισµό, να απηχούν τον Freud στη χρήση του όρου «Γυναίκα», ως
µεταφοράς για την απόδοση του άγνωστου, καθώς και στοιχείων που έχουν
αποσιωπηθεί γιατί είναι εχθρικά προς τις κυρίαρχες µορφές γνώσης. Βεβαίως,

13
φέρνοντας αυτά τα στοιχεία στο προσκήνιο, ο µεταµοντερνισµός έχει προσλάβει
θηλυκές συνδηλώσεις (Bondi, 1990).

Όµως, το πώς τέτοιες απεικονίσεις σχετίζονται µε το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο


γεννιούνται τα νοήµατα, είναι βαθιά προβληµατικό. Κοντολογίς, παρά την υπόσχεσή
της για ενδυνάµωση, η µεταµοντέρνα επιµονή στην απελευθέρωση του σηµείου και
στην αστάθεια του νοήµατος είναι πιο πιθανό να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσµα.
Για να γίνω πιο αναλυτική, στο ταξικό πλαίσιο, ορισµένοι σχολιαστές θεωρούν ότι
ο µεταµοντερνισµός καταργεί την ιεραρχική διάκριση µεταξύ υψηλής και µαζικής
κουλτούρας. Παρόλα αυτά, ίσως τον καταλαβαίνουµε καλύτερα ως µια
επαναχρησιµοποίηση, µε διαφορετικό τρόπο, των ίδιων πολιτισµικών διακρίσεων
από τους µεσοαστούς των πόλεων (πολλοί από τους οποίους κερδίζουν τη ζωή
τους από την πολιτισµική βιοµηχανία), µε στόχο την ενίσχυση το πολιτισµικού τους
κεφαλαίου (Dickens, 1989, βλ. Bourdieu, 1984). Εποµένως, η φαινοµενική
πολιτισµική «άρση των διακρίσεων» που συνδέεται µε τον µεταµοντερνισµό (Lash,
1988) κρύβει µια «επαναφορά των διακρίσεων», η οποία εξυπηρετεί ταξικά
συµφέροντα. Προτείνω ένα ανάλογο επιχείρηµα σε σχέση µε το φύλο. Αντί να
µιλάµε για άρση των διακρίσεων στις σχέσεις των φύλων, υποστηρίζω ότι οι
µεταµοντέρνες αναπαραστάσεις της θηλυκότητας και της ανδρικότητας συµβάλουν
σε µια επαναφορά των διακρίσεων για την εξυπηρέτηση των έµφυλων
συµφερόντων. Αυτό οφείλεται στον ακραίο διαχωρισµό του συµβολικού από το
κοινωνιολογικό που επιχειρείται από τον µεταµοντερνισµό, ενός διαχωρισµού που
οδηγεί στην άρνηση της σηµασίας που έχουν οι σχέσεις εξουσίας όταν
ερµηνεύουµε τις απεικονίσεις του φύλου. Αλλά στην πράξη, παρόλο που οι
µεταµοντέρνες µορφές µπορεί να «ανακαλύπτουν» το «θηλυκό» και να
ξαναδουλεύουν τα στερεότυπα που συνδέονται µε το φύλο, το κάνουν µε όρους οι
οποίοι δεν είναι καθόλου ουδέτεροι σε σχέση µε το φύλο. Για πολλές
φεµινίστριες, το πέρασµα από το στάδιο των φεµινιστικών επιδράσεων σε εκείνο
των θηλυκών συνδηλώσεων που σηµειώσαµε πιο πάνω, έχει ιδιαίτερη σηµασία
γιατί, παρά τις δυνατότητες χειραφέτησης που παρέχει το µεταµοντέρνο, µέσω της
απελευθέρωσης τόσο από το συµβολικό όσο και από το κοινωνιολογικό, στο
υφιστάµενο πλαίσιο ανισότητας των φύλων και γυναικείας υποταγής, οι
ανδροκεντρικές κατασκευές της θηλυκότητας και της ανδρικότητας εξακολουθούν
να είναι κυρίαρχες (Hartsock, 1987, Moore, 1988, Bondi and Domosh, 1992). Αρα,
ούτε εδώ µπορούµε να υποθέσουµε την ύπαρξη άµεσης συσχέτισης ανάµεσα στις
αναπαραστάσεις της θηλυκότητας και της ανδρικότητας και τις κοινωνικές σχέσεις
του φύλου.

∆ιαµορφώνοντας το φύλο
Ενάντια στους ισχυρισµούς ότι ο µεταµοντερνισµός καταργεί τις ιεραρχικές
διχοτοµίες που σχετίζονται µε το φύλο, η προσέγγισή µου υπαινίσσεται ότι απλώς
αναδιαµορφώνει τις απεικονίσεις της θηλυκότητας και της ανδρικότητας, στο
πλαίσιο µιας έντονα πατριαρχικής κουλτούρας. Το πώς ακριβώς συµβαίνει αυτό στα
σύγχρονα αστικά τοπία, εξακολουθεί να απαιτεί λεπτοµερή επεξεργασία. Σ' αυτό το
άρθρο προσπάθησα απλώς να θέσω κάποια ερωτήµατα που αφορούν την

14
«ανάγνωση» τέτοιων τοπίων. Ως συµπέρασµα, προτείνω ορισµένες δυνατότητες,
υιοθετώντας την µεταφορική χρήση της λέξης «(ανα)διαµορφώνω»∗.

Παρόλο που δεν υπάρχουν αναλύσεις για τους έµφυλους συµβολισµούς που
περιέχουν οι µεταµοντέρνες κατασκευές, κάποιες άλλες πλευρές της σύγχρονης
κουλτούρας έχουν γίνει αντικείµενο περισσότερης προσοχής. Σε σχέση µε τον
εξευγενισµό, οι φεµινιστικές θεωρίες για την µόδα µας παρέχουν την
καταλληλότερη απόδειξη (δες για παράδειγµα, Coward, 1984, Wilson, 1985,
Williamson, 1987, McRobbie, 1989). Εδώ, οι κώδικες που σχετίζονται µε το φύλο
έχουν καταργηθεί, ή φαινοµενικά ανατραπεί, στα ρούχα που απευθύνονται και στα
δύο φύλα και σε όσα κρύβουν τα φυσικά χαρακτηριστικά που συµβατικά συνδέονται
µε τη θηλυκότητα. Παρά την πραγµατική ελευθερία που αυτά τα ρούχα µπορεί να
εξασφαλίζουν σε πρακτικό επίπεδο, στο πλαίσιο της ηγεµονεύουσας
ετεροφυλοφιλίας είναι δύσκολο να µη διαβάσουµε τη χρήση τους από τη µόδα ως
µια δήλωση του τύπου: «µπορώ να φορώ ανδρικά και άκοµψα ρούχα και να
φαίνοµαι, παρόλα αυτά, ελκυστική» (Coward, 1984, σ. 34). Άρα, η διαφορά
ανάµεσα στα φύλα δεν ακυρώνεται, αλλά τονίζεται µε µια κίνηση αντιστροφής.
Επιπλέον, η υποτιθέµενη ανδρόγυνη µόδα απαιτεί σταθερά την υιοθέτηση ανδρικών
ρούχων από τις γυναίκες, ενώ το αντίστροφο, η µόδα τραβεστί, εξακολουθεί να
θεωρείται διαστροφή. Αυτή η έλλειψη συµµετρίας είναι µια απόδειξη των
ανισοτήτων που συνδέονται µε την ανδρικότητα και τη θηλυκότητα. Πράγµατι, οι
εικόνες που υποτίθεται ότι ανατρέπουν ή αποδυναµώνουν τις συµβατικές αντιθέσεις
που σχετίζονται µε το φύλο, είναι ικανές να επαναδιατυπώνουν αποτελεσµατικά τις
υφιστάµενες έµφυλες σχέσεις ιεραρχίας, όταν απέχουν από οποιαδήποτε
αµφισβήτηση των εξουσιαστικών δοµών που στηρίζουν αυτές τις σχέσεις.
Συζητώντας τις απεικονίσεις της ανδρικότητας που συνδέονται µε το «νέο άνδρα»,
η Rowena Chapman σηµειώνει µε πειστικότητα:

Όλα αλλάζουν αλλά παραµένουν ίδια. Οι άνδρες εξακολουθούν να


αποτελούν το µέτρο της κανονικότητας. Η αποδοχή των θηλυκών
αρετών από αυτούς επαληθεύει τις δικές τους προσωπικότητες, τους
καθιστά περισσότερο ορθολογιστές, περισσότερο, και όχι λιγότερο,
λογικούς. Η αξία τους αποδεικνύεται από το ότι είναι άνδρες, και
επιβεβαιώνεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητά τους. Η συµπεριφορά
τους µπορεί ν’ αλλάζει, αλλά η επιβεβαίωσή τους παραµένει σταθερή
—οι άνδρες είναι ακόµη αυτοί που καθορίζουν τους κανόνες (Chapman,
1988, σ. 247).

Ο εξευγενισµός κατασκευάζει αστικά τοπία που είναι της µόδας, και που
κατοικούνται από «νέους άνδρες» και «νέες γυναίκες». Πολλή από την προσοχή
που δίνεται στο διάκοσµο και το σχέδιο φανερώνει µια αντίληψη περί στυλ που
δεν διαφέρει από εκείνη που αφορά τα ρούχα (για παραδείγµατα σχετικά µε αυτό,
δες Wilson, 1989). Επιπλέον, και η µόδα και ο εξευγενισµός χρησιµοποιούν τους
δρόµους της πόλης ως πλαίσιο για τους ισχυρισµούς των κατοίκων τους περί
ταυτότητας. Τα διάφορα στυλ στα ρούχα µπορεί να είναι πιο εφήµερα από τα

ΣτΜ: Στο πρωτότυπο: «(re)fashion», όπου το δεύτερο συνθετικό, εκτός από το ρήµα διαµορφώνω,
σηµαίνει και µόδα.

15
κοµψά κτήρια, αλλά και τα δυο µπορούν ίσως να γίνουν κατανοητά ως δυο
διαφορετικές όψεις του αστικού πολιτισµού που βρίσκονται στο ίδιο συνεχές. Το
αν τα αστικά τοπία µπορούν να διαβαστούν µε τρόπους ανάλογους µε τη µόδα,
απαιτεί εξέταση τόσο των έµφυλων αναφορών που έχουν κωδικοποιηθεί σε
συγκεκριµένες περιπτώσεις δοµηµένου περιβάλλοντος, όσο και της συµπεριφοράς
των κατοίκων τους σε θέµατα που σχετίζονται µε το φύλο. Αλλά, ως προκαταρκτική
ερµηνεία υποστηρίζω ότι ο εξευγενισµός µας προσφέρει την ευκαιρία να
ξαναδουλέψουµε τις απεικονίσεις της θηλυκότητας και της ανδρικότητας µε
τρόπους που περιλαµβάνουν ποικίλες και µη παραδοσιακές µορφές, αλλά ότι δεν
κάνει και πολλά προκειµένου να διαταράξει τις υφιστάµενες σχέσεις ανάµεσα στα
φύλα.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Μια προηγούµενη εκδοχή αυτής της εργασίας παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο
της AAG∗, στο Τορόντο τον Μάιο του 1990. Ευχαριστώ τους: Mona Domosh, Peter
Jackson, Susan J. Smith και τον ανώνυµο κριτή της εργασίας µου για τα σχόλιά τους
πάνω σε όλες τις εκδοχές, καθώς και όσους έχουν συµµετάσχει στα διάφορα
σεµινάρια, στα οποία είχα την ευκαιρία να συζητήσω τις ιδέες µου. ∆εν κατάφερα
να καλύψω όλα τα θέµατα τα οποία έθιξα, αλλά ελπίζω, µε αυτό το άρθρο µου, να
συνεισφέρω θετικά στη δηµόσια συζήτηση η οποία συνεχίζεται.

Μετάφραση: Πόπη Αλεξοπούλου

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Alcoff, L. (1988) Cultural feminism versus poststructuralism: the identity crisis in


feminist theory. Signs: Journal of Women in Culture and Society, 13, 405—36.
Barthes, R. (1988) The Semiotic Challenge. New York: Hill and Wang.
Bondi, L. (1990) Feminism, postmodernism and geography: space for women?
Antipode, 22, 156—67.
Bondi, L. (1991) Gender divisions and gentrification. Transactions, Institute of British
Geographers, 16, 190—8.
Bondi, L. and Domosh, M. (1992) Other figures in other places: on feminism
postmodernism and geography. Environment and Planning D: Society and
Space.
Bourdieu, P. (1984) Distinction. London: Routledge.
Bowlby, S., Foord, J. and McDowell, L. (1982) Feminism and geography. Area, 14,
19—25.
Brittan, A. (1989) Masculinity and Power. Oxford: Basil Blackwell.
Broadbent, G., Bunt, R. and Jencks, C. (1980) Signs, Symbols and Architecture.
Chichester: John Wiley & Sons Ltd.
Caulfield, J. (1989) “Gentrification” and desire. Canadian Review of Sociology and
Anthropology, 26, 617—32.


ΣτΜ: AAG: Association of American Geographers (Ένωση Αµερικανών Γεωγράφων).

16
Chapman, R. (1988) The great pretender: variations on the new man theme. In R.
Chapman and J. Rutherford (eds), Male Order. London: Lawrence and Wishart,
pp. 225—48.
Connell, R. W. (1987) Gender and Power. Cambridge: Polity Press.
Cosgrove, D. E. and Daniels, S. J. (eds) (1988) The Iconography of Landscape.
Cambridge: Cambridge University Press.
Cosgrove, D. E. and Jackson, P. (1987) New directions in cultural geography. Area,
19, 95—101.
Coward, R. (1984) Female Desire. London: Granada.
Davidoff, L. and Hall, J. (1987) Family Fortunes. London: Hutchinson.
Dickens, P. (1980) Social science and design theory. Environment and Planning B, 7,
353—60.
Dickens, P. (1989) Postmodernism, locality and the middle classes. Paper presented
at the Seventh Urban Change and Conflict Conference, Bristol, September.
Domosh, M. (1989) A method for interpreting landscape: a case study of the New
York World Building. Area, 21, 347—53.
Duncan, J. S. (1987) Review of urban imagery: urban semiotics. Urban Geography, 8,
473—83.
Duncan, J. and Duncan, N. (1988) (Re)reading the landscape. Environment and
Planning D: Society and Space, 6, 117—26.
Eco, U. (1980a) Function and sign: the semiotics of architecture. In G. Broadbent, R.
Bunt and C. Jencks (eds), Signs, Symbols and Architecture. Chichester: John
Wiley & Sons Ltd, pp. 11—69.
Eco, U. (1980b) A componential analysis of the architectural sign /column/. In G.
Broadbent, R. Bunt and C. Jencks (eds), Signs, Symbols and Architecture.
Chichester: John Wiley & Sons Ltd, pp. 213—32.
Eliade, M. (1959) The Sacred and the Profane. San Diego; Harcourt Brace
Jovanovich.
Foster, H. (1985) Postmodernism: a preface. In H. Foster (ed.), Postmodern Culture.
London: Pluto, pp. ix—xvi.
Goss, J. (1988) The built environment and social theory: towards an architectural
geography. Professional Geographer, 40, 392—403.
Gottdiener, M. and Lagopoulus, A. Ph. (eds) (1986) The City and the Sign. New York:
Columbia University Press.
Hartsock, N. (1987) Rethinking modernism: minority vs majority theories. Cultural
Critique, 7, 187—206.
Harvey, D. (1987) Flexible accumulation through urbanisation: reflections on “post-
modernism” in the American city. Antipode, 19, 260—86.
Hayden, D. (1982) The Grand Domestic Revolution. Cambridge, MA: MIT Press.
Hutcheon, L. (1989) The Politics of Postmodernism. London: Routledge.
Huyssen, A. (1986) After the Great Divide: Modernism, Mass Culture, Postmodernism.
Bloomington: Indiana University Press.
Jackson, P. (1989) Maps of Meaning. London: Unwin Hyman.
Jager, M. (1986) Class definition and the esthetics of gentrification: Victoriana in
Melbourne. In N. Smith and P. Williams (eds), Gentrification of the City. Boston:
Allen and Unwin, pp. 78—91.

17
Jardine, A. (1985) Gynesis Configurations of Women and Modernity. Ithaca, NY:
Cornell University Press.
Jencks, C. A. (1978) The Language of Post-modern Architecture. London: Academy
Editions.
Jencks, C. A. (1980) The architectural sign. In C. Broadbent, R. Bunt and C. Jencks
(eds), Signs. Symbols and Architecture. Chichester; John Wiley & Sons Ltd, pp.
71—118.
Knox, P. (1987) The social production of the built environment: architects,
architecture and the postmodern city. Progress in Human Geography, 11,
354—78.
Kolb, D. (1990) Postmodern Sophistications. Chicago: University of Chicago Press.
Lash, S. (1988) Discourse or figure? Postmodernism as a “regime of signification”.
Theory Culture and Society, 5, 311—36.
Lauria, M. and Knopp, L. (1985) Toward an analysis of the role of gay communities
in the urban renaisance. Urban Geography, 6, 152—69.
Lewis, J. and Foord, J. (1984) New towns and new gender relations in old industrial
regions: women’s employment in Peterlee and East Kilbride. Built Environment,
10, 42—52.
Ley, D. (1987) Styles of the times: liberal and neo-conservative landscapes in inner
Vancouver, 1968—1986. Journal of Historical Geography, 13, 40—56.
McDowell, L. (1979) Women in British geography. Area, 11, 151—4.
McDowell, L. (1983) Towards an understanding of the gender division of urban
space. Environment and Planning D: Society and Space, 1, 59—72.
McDowell, L. (1991) The baby and the bathwater: diversity, difference and feminist
theory in geography. Geoforum, 22, 123—33.
Mackenzie, S. (1988) Building women, building cities: toward gender sensitive
theory in the environmental disciplines. In C. Andrew and B. M. Milroy (eds),
Life Spaces. Vancouver: University of British Columbia Press, pp. 13—30.
McRobbie, A. (1989) Second-hand dresses and the role of the ragmarket. In A.
McRobbie (ed.), Zoot Suits and Second-hand Dresses. London: Macmillan, pp.
23—49.
Madigan, R., Munro, M. and Smith, S. (1990) Gender and the meaning of the home.
International Journal of Urban and Regional Research, 14, 625—47.
Markusen, A. (1981) City spatial structure, women’s household work, and national
urban policy. In C. R. Stimpson, E. Dixler, M. J. Nelson and K. B. Yatrakis (eds),
Women and the American City. Chicago: University of Chicago Press, pp. 20—
41.
Marsh, M. (1988) Suburban men and masculine domesticity 1870—1915. American
Quarterly, 40, 165—86.
Matrix (1984) Making Space. London: Pluto.
Mills, C. (1988) “Life on the upslope”: the postmodern landscape of gentrification.
Environment and Planning D: Society and Space, 6, 169—89.
Monk, J. and Hanson, S. (1982) On not excluding half the human in geography.
Professional Geographer, 34, 11—23.
Moore, H. (1988) Feminism and Anthropology. Cambridge: Polity Press.
Owens, C. (1985) The discourse of others: feminists and postmodernism. In H. Foster
(ed.), Postmodern Culture. London: Pluto, pp. 57—82.

18
Phillips, A. (1987) Divided Loyalties. Dilemmas of Sex and Class. London: Virago.
Pickup, L. (1984) Women’s gender role and its influence on their travel behaviour.
Built Environment, 10, 61—8.
Poovey, M. (1988) Feminism and deconstruction. Feminist Studies, 14, 51—65.
Preziosi, D. (1979) The Semiotics of the Built Environment. Bloomington: Indiana
University Press.
Rapoport, A. (1982) The Meaning of the Built Environment. Beverley Hills, CA: Sage.
Roberts, M. (1991) Living in a Man-made World. London: Routledge.
Rose, D. (1989) A feminist perspective on employment restructuring and
gentrification: the case of Montreal. In J. Wolch and M. Dear (eds), The Power
of Geography. Boston: Unwin Hyman. pp. 118—38.
Rowntree, L. B. (1988) Orthodoxy and new directions: cultural/humanistic
geography. Progress in Human Geography, 12, 575—83.
Rustin, M. (1985) English conservatism and the aesthetics of architecture. Radical
Philosophy, 40, 20—8.
Sayer, A. (1989) Dualistic thinking and rhetoric in geography. Area, 21, 301—5.
Scruton, R. (1979) The Aesthetics of Architecture. London: Methuen.
Segal, L. (1988) Look back in anger: men in the 50s. In R. Chapman and J. Rutherfotd
(eds), Male Order. London: Lawrence and Wishart, pp. 68—96.
Siltanen, J. and Stanworth, M. (eds) (1985) Women and the Public Sphere. London:
Hutchinson.
Smith, N. (1987) Of yuppies and housing: gentrification, social restructuring, and the
urban dream. Environment and Planning D: Society and Space, 5, 151—72.
Tivers, J. (1978) How the other half lives: the geographical study of women. Area,
10, 302—6.
Tivers, J. (1985) Women Attached. Beckenham: Croom Helm.
Warde, A. (1991) Gentrification as consumption: issues of class and gender.
Environment and Planning D: Society and Space, 9, 223—32.
Weedon, C. (1987) Feminist Practice and Poststructuralist Theory. Oxford: Basil
Blackwell.
Wekerle, G. R. and Novac, S. (1989) Developing two women’s housing co-
operatives. In K. Franck and S. Ahrentzen (eds), New Households, New
Housing. New York: Van Nostrand Reinhold, pp. 223—42.
Williams, P. (1986) Class constitution through spatial reconstruction? A re-evaluation
of gentrification in Australia, Britain and the United States. In N. Smith and P.
Williams (eds), Gentrification of the City. Boston: Allen and Unwin, pp. 56—
77.
Williamson, J. (1987) Consuming Passions. London: Marion Boyars.
Wilson, E. (1985) Adorned in Dreams. London: Virago.
Wilson, E. (1989) Hallucinations. Life in the Postmodern City. London: Radius.
Winchester, H. P. M. (1990) Women and children last: the poverty and
marginalization of one-parent families. Transactions, Institute of British
Geographers, 15, 70—86.
Winchester, H. P. M. and White, P. E. (1988) The location of marginalised groups in
the inner city. Environment and Planning D: Society and Space, 6, 37—54.
Zelinsky, W., Monk. J. and Hanson, S. (1982) Women and geography: a review and
prospectus. Progress in Human Geography, 6, 317—66.

19

You might also like