You are on page 1of 11

Υπάρχουν δύο τρόποι να δει κανείς τις θεσμικές κατοχυρώσεις των κοινωνικών

δικαιωμάτων. Ο ένας είναι να τα εξετάζει κυρίως ως αποτελέσματα της βούλησης


των κυβερνήσεων που τις υλοποιούν. Ο άλλος είναι να τις θεωρεί κατά βάση ως
απότοκα της δράσης των κοινωνικών δυνάμεων που τις διεκδίκησαν. Στην πρώτη
περίπτωση, τα εύσημα δίνονται στην εξουσία. Στη δεύτερη στους αγώνες. Και στις
δύο σκοπιές μπορεί να ενταχθεί μια ερμηνεία που βλέπει τα δικαιώματα ως ντρίμπλα,
προληπτική ή κανονική, από την εξουσία για την άμβλυνση της αγωνιστικότητας των
εργαζόμενων. Η γενεαλογία του κοινωνικού κράτους μπορεί να ρίξει φως στα
παραπάνω ερωτήματα, αλλά σίγουρα να θέσει και ακόμη περισσότερα.

Τα πρώτα βήματα για την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους έγιναν στην
Γερμανία, όταν το 1883, επί του Σιδηρού Καγκελάριου Όττο φον Μπίσμαρκ,
θεσπίστηκε ένα σύστημα ασφάλισης υγείας και έξι χρόνια μετά, ένα αντίστοιχο
σύστημα συντάξεων γήρατος και αναπηρίας, αμφότερα χρηματοδοτούμενα από τις
εισφορές των εργαζόμενων. Οι αλλαγές αυτές άργησαν λίγο να επεκταθούν σε άλλες
χώρες. Στη Γαλλία αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις έγιναν το 1910. Τον επόμενο χρόνο
στη Βρετανία η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων δημιούργησε κι αυτή ένα σύστημα
ασφάλισης και συνταξιοδότησης. Όμως, εδώ η μεγάλη καινοτομία ήταν πως αυτό δεν
βασιζόταν σε εισφορές αλλά στον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ θέσπιζε και
επιδόματα ανεργίας. Το 1913 η Σουηδία διαμόρφωσε το δικό της συνταξιοδοτικό
σύστημα, που ήταν το πρώτο στον κόσμο με υποχρεωτικό και καθολικό χαρακτήρα.
Βέβαια, οι συντάξεις που προσέφερε ήταν χαμηλές και δεν αυξήθηκαν ουσιαστικά
παρά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ασφαλώς, η αγωνιστική κινητοποίηση
των εργαζόμενων και η οργάνωσή τους ήταν βασικός παράγοντας για την θέσπιση
αυτών των πολιτικών. Πρέπει όμως, να έχουμε κατά νου πως οι κυρίαρχες πολιτικές
ελίτ εκείνης της περιόδου λειτουργούσαν έτσι κι αλλιώς το κράτος με τρόπο
παρεμβατικό. Άρα, η ιδέα της θέσπισης μέτρων για την διασφάλιση ενός βασικού
επιπέδου διαβίωσης των πολιτών και η μη ανάθεση αυτού του έργου στους
αυτοματισμούς της αγοράς δεν ήταν κάτι τόσο ξένο στις πολιτικές ηγεσίες. Ποια
ήταν, όμως, πιο συγκεκριμένα η συμβολή του σοσιαλιστικού κόσμου σε αυτές τις
αλλαγές;

Μία από τις πιο χαρακτηριστικές αποτυπώσεις αριστερού σχεδίου για το κοινωνικό
κράτος ήταν αυτή του Προγράμματος της Ερφούρτης, που υιοθετήθηκε στο συνέδριο
του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, του SPD, το 1891. Εκεί
διεκδικούνταν να διασφαλίζεται από το κράτος για τους πολίτες νομική βοήθεια,
δωρεάν ιατρικές υπηρεσίες, δωρεάν εκπαίδευση ακόμα και ανώτερη, αλλά και
δωρεάν ταφή, χαρτογραφώντας έτσι τις άμεσες ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων.
Αυτά θα υλοποιούνταν με προοδευτική φορολογία επί των εισοδημάτων, αλλά και επί
της ιδιοκτησίας και της κληρονομιάς, με παράλληλη κατάργηση όλων των έμμεσων
φόρων. Από τότε το κράτος πρόνοιας, μαζί με τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και
τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας αποτέλεσαν το θεμελιώδες τρίπτυχο των θέσεων των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης για ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Στη
Γερμανία το SPD την περίοδο 1918-1920 συγκυβέρνησε με δύο κεντρώα κόμματα, το
Κόμμα του Κέντρου και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα. Η πολιτική αυτής της
κυβέρνησης δεν στόχευσε στην ριζική αλλαγή των κοινωνικών δομών. Όμως, μάλλον
δεν είναι σωστό να αποδώσουμε το γεγονός αυτό στην παρουσία των κυβερνητικών
εταίρων. Το SPD ήδη είχε, από μόνο του, αποδεχθεί ως στόχο την εφαρμογή ενός
συμβιβασμού ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους. Προχώρησε, πάντως, σε
κρίσιμες αλλαγές. Η βουλή θέσπισε ένα νέο Σύνταγμα που διασφάλιζε το καθολικό
δικαίωμα ψήφου, βασικές πολιτικές ελευθερίες και κοινωνικές παροχές όπως η
δωρεάν παιδεία. Για αυτό και το SPD υποστήριζε πως το Σύνταγμα είχε ουσιαστικά
ενσωματώσει και θεσμοποιήσει το Πρόγραμμα της Ερφούρτης. Το 1918 και το 1919
θεσπίστηκαν το οκτάωρο, τα επιδόματα ανεργίας και ένα σύστημα διαμόρφωσης των
μισθών που περιελάμβανε την διαιτησία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων.
Ασφαλώς, όλα αυτά δεν επιβάλλονταν μόνο χάρη στην κυβερνητική παρουσία του
SPD, αλλά εξαιτίας του παράγοντα που οδήγησε σε αυτήν . την ισχύ, την οργάνωση
σε συνδικάτα και την αγωνιστικότητα της εργατικής τάξης.

Όμως, η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού την περίοδο 1923-1924 έφερε μείωση των
πόρων και αυτή η πορεία σταμάτησε, αφού οι εργοδότες είδαν την διαπραγματευτική
ισχύ τους να αυξάνεται έναντι των εργαζόμενων. Έτσι, οι απεργίες ηττήθηκαν από τα
λοκ άουτ που έκαναν εκβιαστικά οι εργοδότες κλείνοντας τις επιχειρήσεις τους και
οδηγώντας τους εργάτες πρακτικά στην ανεργία. Ακόμη και το 8ωρο
καταστρατηγήθηκε, οπότε δεν έμενε πολύς χώρος για νέες κατακτήσεις στο πεδίο της
κοινωνικής πρόνοιας. Στα επόμενα χρόνια, η κατάσταση αυτή οδήγησε στην
αποκρυστάλλωση της νέας ιδεολογικής συγκρότησης του SPD. Υπό την καθοδήγηση
του Ρούντολφ Χίλφερτινγκ, ενός από τους πλέον επιφανείς οικονομολόγους της
εποχής, το κόμμα διαμόρφωσε τη θέση πως η μετάβαση του καπιταλισμού από την
εποχή του laissez faire, δηλαδή την εποχή των πολλών μικρών επιχειρήσεων που
ανταγωνίζονταν «ελεύθερα» η μία την άλλη, στην εποχή των μεγάλων
συγκεντροποιημένων επιχειρήσεων, των τραστ και των καρτέλ, σήμαινε πως ο
καπιταλισμός πλέον είχε βρει έναν νέο τρόπο λειτουργίας και μπορούσε να αποφεύγει
τις κρίσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, το βασικό καθήκον των σοσιαλδημοκρατικών
κομμάτων ήταν μέσω της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσουν το κράτος για να
διευθύνουν αυτά την οικονομία. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν όταν ήρθε ξανά το
κόμμα στην εξουσία, το 1928, και με τον Χίλφερντινγκ πια υπουργό οικονομικών, να
έχει ως μόνη ιδέα την εφαρμογή μιας σκληρής αντιπληθωριστικής πολιτικής που
οδήγησε σε αδυναμία εφαρμογής της κοινωνικής ατζέντας. Όταν κατέρρευσε ο
συμβιβασμός εργατών-εργοδοτών που επάνω του είχε βασιστεί η περίφημη
Δημοκρατία της Βαϊμάρης, το σύστημα που ξεκίνησε με την θέσπιση του
Συντάγματος του 1919, μαζί του κατέρρευσε και η ίδια η δημοκρατία, χάρη στην
κρίση που δημιουργήθηκε. Σε λίγο ο ναζισμός είχε γίνει κυρίαρχος στη Γερμανία,
εκμεταλλευόμενος, μεταξύ άλλων, το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε όταν η
σοσιαλδημοκρατική συνταγή έδειξε τα όριά της.

Στη Σουηδία το 1932 το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κέρδισε για πρώτη φορά την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία και σχημάτισε κυβέρνηση. Δεν είδε την πρόσφατη
κρίση του 1929 ως ευκαιρία για επαναστατική ανατροπή, αλλά ως πεδίο που του
έθετε το καθήκον της ανάταξης της οικονομίας μέσα από τις οργανωμένες δομές του
καπιταλιστικού κράτους. Άλλωστε, στο εκλογικό του μανιφέστο το κόμμα είχε
εγκαταλείψει, για πρώτη φορά, κάθε αναφορά στον σοσιαλισμό και την
κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν,
πάντως, την περίοδο 1932-1938 να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά την ανεργία,
ακόμη περισσότερο από τους Γερμανούς και Άγγλους ομολόγους τους. Την περίοδο
1933-1939 κυβέρνησαν μαζί με το Αγροτικό Κόμμα. Τα επόμενα χρόνια αντίστοιχες
κυβερνητικές συμμαχίες έγιναν και στις άλλες σκανδιναβικές χώρες, χωρίς όμως να
επεκταθούν αλλού στην Ευρώπη. Στη Δανία το 1933, στη Νορβηγία το 1935 και στη
Φινλανδία το 1937. Στη Νορβηγία, όπως και στη Σουηδία, το αποτέλεσμα ήταν μια
εκτεταμένη νομοθεσία κοινωνικής πρόνοιας, που προέβλεπε επιδόματα ανεργίας,
συντάξεις για τους ηλικιωμένους, θεσμικό καθορισμό του κατώτατου μισθού, αλλά
και επιδοτήσεις προς τους αγρότες και τους ψαράδες, για να διασφαλιστεί το
εισόδημά τους και να σταθεροποιηθούν έτσι οι τιμές των προϊόντων τους. Στη
Σουηδία η κυβέρνηση, παράλληλα με ένα μεγάλο σχέδιο για τη δημιουργία θέσεων
εργασίας, οργάνωσε ένα πρόγραμμα διασφάλισης κατοικίας για τις πολυμελείς
οικογένειες, θέσπισε την τιμαριθμική προσαρμογή των συντάξεων, σχεδόν καθολικά
επιδόματα μητρότητας, πληρωμένες διακοπές και δάνεια σε νιόπαντρα ζευγάρια.
Βεβαίως, όλα αυτά ήταν εφικτά χάρη στα οικονομικά αποτελέσματα της κυβέρνησης,
που μείωσε την υψηλή ανεργία χάρη στη δυνατότητα της χώρας να εξάγει μαζικά
πρώτες ύλες και προϊόντα που ήταν απαραίτητα σε άλλες, δηλαδή ξυλεία,
σιδηρομετάλλευμα, σίδηρο και χάλυβα. Ειδικά το μεγάλο πρόγραμμα οικοδόμησης
κατοικιών της Βρετανίας είχε τη Σουηδία ως σχεδόν αποκλειστικό προμηθευτή
πρώτων υλών. Έτσι, οι Σουηδοί σοσιαλδημοκράτες διαμόρφωσαν αυτό που
αποτέλεσε μετά τον πόλεμο τον πολιτικό πυρήνα του σχεδίου της
Σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην εργασία και στο
κεφάλαιο, με κόστος από πλευράς των εργαζόμενων την ουσιαστική εγκατάλειψη της
αντικαπιταλιστικής προοπτικής με αντάλλαγμα το κράτος πρόνοιας και την πλήρη
απασχόληση.

Στη Γαλλία το σοσιαλιστικό κόμμα, υπό τον τίτλο Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής
Διεθνούς (SFIO), μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την διάσπαση της
κομμουνιστικής πλευράς του, κατάφερε γρήγορα να ανακάμψει. Τυπικά συνέχιζε να
εμπνέεται από τον μαρξισμό, όμως η πολιτική του είχε στραφεί προς μια
ριζοσπαστική διαχείριση του καπιταλισμού, μακριά από το παράδειγμα των
μπολσεβίκων. Ο στόχος της ανατροπής του καπιταλισμού δεν είχε εγκαταλειφθεί
τυπικώς, αλλά ο ανταγωνισμός με το Κομμουνιστικό Κόμμα οδήγησε το SFIO στο να
επιμείνει περισσότερο στα πολιτικά καθήκοντα του παρόντος, αποσυνδέοντάς τα όλο
και περισσότερο από τον τελικό σκοπό. Το 1934 η άνοδος του φασισμού επέβαλε
στην Σοβιετική Ένωση μια μεγάλη και σωτήρια αλλαγή γραμμής. Από την γραμμή
του σοσιαλφασισμού, που έβλεπε τα σοσιαλιστικά κόμματα ως εχθρούς του
κομμουνισμού και αντικειμενικά παρακλάδια και βοηθούς του φασισμού, μετέβη
στην γραμμή των Λαϊκών Μετώπων, όπου όλες οι μη φασιστικές δυνάμεις καλούνταν
σε σύμπραξη κατά του φασισμού. Η Γαλλία αποδείχθηκε ένα πεδίο εξαιρετικά
εύφορο για να καρπίσει αυτή η αλλαγή. Σοσιαλιστές και κομμουνιστές
συμπορεύτηκαν. Ως αποτέλεσμα αυτού, το εργατικό κίνημα που είχε διασπαστεί
μεταξύ αυτών των δύο επανενώθηκε και σε λίγο SFIO και ΚΚ Γαλλίας
συγκυβέρνησαν μαζί με το ριζοσπαστικό κόμμα Cartel de Gauche, στην περίφημη
κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Είναι σημαντικό ότι σε αυτή τη φάση, το
πρόγραμμα του SFIO ήταν πιο ριζοσπαστικό από του ΚΚΓ. Τo SFIO επειδή είχε την
ιδέα της σταδιακής μετάβασης στο σοσιαλισμό μέσω των καθηκόντων του παρόντος,
είχε ένα σχέδιο εθνικοποιήσεων. Από την άλλη το ΚΚΓ, αφενός οραματιζόταν
βασικά την επαναστατική ανατροπή, άρα δεν είχε επεξεργαστεί λεπτομερώς τέτοιους
ενδιάμεσους στόχους, αφετέρου στο πλαίσιο της αντιφασιστικής συσπείρωσης
απέφευγε να βάζει τέτοιες «επικίνδυνες» αιχμές στο σχέδιό του, επιδιώκοντας βασικά
να συσπειρώσει όσο περισσότερους πολίτες γινόταν σε ένα ευρύ αντιφασιστικό
μέτωπο, χωρίς πολλούς άλλους διαχωρισμούς, πολιτικούς ή ταξικούς. Για αυτό και ο
ηγέτης του, Μορίς Τορέζ, δεν διεκδίκησε υπουργικές θέσεις για τους κομμουνιστές.
Όμως, οι εξελίξεις έδειξαν πως η αγωνιστικότητα και ο ριζοσπαστισμός των μαζών
δεν εντείνονται μόνο όταν υπάρχει μια συνθήκη κρίσης, όπως αυτή του Πρώτου
Παγκοσμίου Πολέμου που οδήγησε στην Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά και όταν τα
πράγματα βελτιώνονται και οι προοπτικές γίνονται πιο ευοίωνες. Έτσι, το 1936 ήταν
η χρονιά που στη Γαλλία ξέσπασαν μεγάλοι απεργιακοί αγώνες, που οδήγησαν τους
εργοδότες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους εργάτες και την κυβέρνηση
του Λαϊκού Μετώπου να πάρει μέτρα πιο ριζοσπαστικά από αυτά που είχε αρχικά
σχεδιάσει. Όταν οι δύο πλευρές ολοκλήρωσαν τις διαπραγματεύσεις τους, οι
εργαζόμενοι είχαν κερδίσει την θέσπιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και
την αύξηση των μισθών τους από 7% ως 15%. Λίγες μέρες μετά, η κυβέρνηση έκανε
θεσμοποίησε μια σειρά από άλλες διεκδικήσεις των εργαζόμενων. Έτσι, κατοχύρωσε
το 8ωρο και την 40ωρη εργασία την εβδομάδα, τις άδειες μετ΄ αποδοχών και τη
διαιτησία του υπουργείου Εργασίας σε περίπτωση ασυμφωνίας μεταξύ εργαζομένων
και εργοδοτών. Με αυτά η Γαλλία ευθυγραμμίστηκε με τις κατακτήσεις των
εργαζομένων σε άλλες χώρες. Για παράδειγμα, η άδεια μετ’ αποδοχών είχε ήδη
θεσπιστεί από τις αρχές τις δεκαετίας του 1920 στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη
Δανία, στη Νορβηγία, στη Φινλανδία, στην Ιταλία, στην Τσεχοσλοβακία και στην
Πολωνία. Μέχρι το 1936 είχε θεσμοθετηθεί και στο Λουξεμβούργο, στη Ρουμανία,
στη Χιλή, στο Μεξικό, στην Ισπανία, στο Περού, στη Βραζιλία, στην Πορτογαλία,
στην Ιρλανδία στο Ιράκ, στο Βέλγιο, στην Ιρλανδία, αλλά και στην Ελλάδα.

Στη Βρετανία την ίδια περίοδο η άδεια μετ’ αποδοχών επεκτάθηκε από τα τρία στα
έντεκα εκατομμύρια εργαζόμενους, αλλά δεν καθιερώθηκε το 8ωρο. Είναι
εντυπωσιακό πως σε αυτό συμφώνησαν και συνδικαλιστές, προτιμώντας να
κρατήσουν την δυνατότητα να αυξάνουν το εισόδημά τους οι εργαζόμενοι με την
μεγάλη υπερωριακή απασχόληση. Εκεί το Εργατικό Κόμμα, μετά την ήττα του στις
εκλογές του 1924, κυβερνούσε ξανά από το 1929, ως κυβέρνηση μειοψηφίας με τη
στήριξη των Φιλελεύθερων. Το Πρόγραμμα του κόμματος δεσμευόταν για μια σειρά
αλλαγών στην κατεύθυνση της συγκρότησης του κράτους πρόνοιας. Κατεδαφίσεις
των ακατάλληλων φτωχογειτονιών, οικοδόμηση λαϊκών κατοικιών, αποστραγγιστικά
έργα και κατασκευή δρόμων, ένα σύνολο δηλαδή στοιχειωδών παρεμβάσεων για την
διασφάλιση μιας ελάχιστης ποιότητας ζωής των πολιτών. Όμως, ακόμη και αυτά δεν
μπορούσαν να διασφαλιστούν, έτσι όπως ήταν η κατάσταση των δημόσιων
οικονομικών και ειδικά με την τεράστια ανεργία που υπήρχε. Ο υπουργός
οικονομικών Σνόουντεν, βλέποντας τα πάντα ως δεδομένα, υποστήριζε πως δεν
υπήρχε καμία δυνατότητα να εφαρμοστούν αυτές οι δεσμεύσεις. Από την άλλη, μια
μεγάλη γκάμα πολιτικών και στοχαστών όπως ο Λόυντ Τζωρτζ και ο Κέυνς αλλά και
η συνδικαλιστική συνομοσπονδία TUC, πρότειναν διάφορα σχήματα φυγής προς τα
εμπρός, βασισμένα στην εκπόνηση προγραμμάτων δημόσιων έργων, που θα άλλαζαν
τις συνθήκες και θα διασφάλιζαν τις δυνατότητες για να προσφερθούν οι
υποσχεθείσες κοινωνικές παροχές. Τελικά οι θέσεις του Σνόουντεν επικράτησαν και
τα μέτρα δεν ελήφθησαν. Φαίνεται πως το Εργατικό Κόμμα χτυπήθηκε από το ίδιο
πρόβλημα με το ΚΚ Γαλλίας. Οραματιζόμενο τον σοσιαλισμό, δεν είχε ασχοληθεί με
την θεσμική παρέμβαση που θα βελτίωνε στο τώρα τους όρους ζωής των ανθρώπων,
αλλά αντιθέτως σνόμπαρε τις προτάσεις όπως του Κέυνς, θεωρώντας τες απλά
φτιασίδια του καπιταλισμού και αδυνατώντας να τα εντάξουν στο δικό τους πολιτικό
σχέδιο, κάτι που ίσως θα οδηγούσε σε αύξηση του πολιτικού ριζοσπαστισμού όπως
έγινε μετά στη Γαλλία. Για το Εργατικό Κόμμα, μπορεί ο καπιταλισμός να ήταν
καταδικασμένος, αλλά ο σοσιαλισμός εκείνη τη στιγμή ήταν αδύνατος. Άρα, το
κόμμα ήταν εγκλωβισμένο όχι απλώς στο να διαχειρίζεται ένα σύστημα με το οποίο
διαφωνούσε, αλλά ένα σύστημα από το οποίο δεν πίστευε πως μπορούσε να προκύψει
οτιδήποτε καλό.

Η πραγματικότητα μετά τον πόλεμο

Μετά τον πόλεμο η ιδέα του κοινωνικού κράτους κέρδιζε έδαφος και έφτανε να
κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο ηγετών που σήμερα δεν θα περιμέναμε, με βάση την
εικόνα που κυριαρχεί για αυτούς. Για παράδειγμα ο Τσώρτσιλ, που κατοικεί στον
Όλυμπο του φαντασιακού των σύγχρονων φιλελεύθερων δίπλα στην Θάτσερ,
υποσχόταν το 1943 πως η ανεργία θα εκμηδενιζόταν, η κρατική ιδιοκτησία θα
μεγεθυνόταν, το κράτος θα συνόδευε με την υποχρεωτική ασφάλιση το άτομο σε όλη
του τη ζωή, «από το λίκνο μέχρι τον τάφο» όπως έλεγε η χαρακτηριστική φράση, ενώ
με μια διατύπωση που σήμερα θα θεωρούνταν από κάποιους ως ακραίος λαϊκισμός,
υποστήριζε πως «δεν υπάρχει ευγενέστερη επένδυση από το να δίνεις γάλα σε μωρά».
Ασφαλώς, ήταν το ρεύμα της εποχής που επιδρούσε καθοριστικά στη διαμόρφωση
αυτής της τάσης. Πέρα από τις ανάγκες που δημιουργούνταν μετά τον πόλεμο,
υπήρχε και ένα άλλο στοιχείο. Κάθε γεγονός τόσο ανατρεπτικό όσο ένας πόλεμος,
ρευστοποιεί τις κοινωνίες. Τις κάνει να αλλάζουν χαρακτήρα, να επαναπροσδιορίζουν
τις αξίες και τις προτεραιότητες και τους στόχους τους. Και τις κινητοποιούν. Ειδικά
ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έβαλε τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο από ότι
ο Πρώτος, όχι απλώς σε μία διαδικασία διαμόρφωσης ατομικών στρατηγικών
επιβίωσης, αλλά και ομαδικών, συλλογικών επιλογών. Ο πόλεμος αυτός είχε μια
πολύ ισχυρή πολιτική διάσταση, πρωτοφανή στην ιστορία. Δεν ήταν απλώς ένας
πόλεμος κρατών αλλά και συστημάτων οργάνωσης της κοινωνίας και ιδεολογιών. Ο
πόλεμος που διεξαγόταν στα πεδία των μαχών διεξαγόταν και στο εσωτερικό κάθε
χώρας ξεχωριστά. Σε κάθε κοινωνία συγκρούονταν οι υποστηρικτές της δημοκρατίας
με τους φασίστες. Η μάχη ήταν και ιδεολογική, άρα ιδεολογικές ήταν και οι συνέπειές
της. Η επόμενη μέρα του πολέμου δεν μπορούσε να αφήσει τα πράγματα ίδια. Και
ειδικά όσοι πολίτες συμμετείχαν στην Αντίσταση έβγαιναν αλλαγμένοι από αυτήν την
εμπειρία και συνήθως κατέληγαν να αποβλέπουν σε μια ευρύτερη αλλαγή των
κοινωνιών τους. Άλλωστε, πάντα, όταν έχεις ρισκάρει τη ζωή σου, οι απαιτήσεις σου
ανεβαίνουν. Δίπλα σε αυτά υπήρχε και το αντίπαλο δέος της Σοβιετικής Ένωσης, της
οποίας το κύρος είχε ανέβει εξαιρετικά μεταξύ των εργαζόμενων, μετά την τεράστια
συμβολή της στο τσάκισμα των Ναζί. Οι καπιταλιστικές δυνάμεις έπρεπε, λοιπόν, να
αδρανοποιήσουν αυτό το γόητρο της Σοβιετικής Ένωσης και να πείσουν τους πολίτες
τους πως η επανάσταση δεν είναι απαραίτητη για να βελτιώσουν άμεσα το βιοτικό
επίπεδο τους και να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους. Γενικώς, τα κηρύγματα περί
της κοινωνικής δικαιοσύνης κέρδιζαν έδαφος όλο και περισσότερο και ο
καπιταλισμός δεν ήταν πια τόσο δημοφιλής. Ο Ιταλός χριστιανοδημοκράτης Αλτσίντε
ντε Γκασπέρι είχε φτάσει να δηλώσει πως ο Μαρξ και ο Ιησούς «που ήταν Εβραίος,
όπως και ο Μαρξ», έφερναν το ίδιο μήνυμα, αυτό της αδελφοσύνης που ήταν «η
πραγματική εικόνα της λύτρωσης». Οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες έγραφαν στο
Πρόγραμμα τους το 1947 πως «Η νέα δομή της γερμανικής οικονομίας πρέπει να
ξεκινά από τη διαπίστωση ότι η περίοδος της απεριόριστης εξουσίας του ιδιωτικού
καπιταλισμού τελείωσε»! Δύο χρόνια μετά, το επόμενο πρόγραμμά τους διαπίστωνε
πως «Το καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα δεν αναγνώρισε τα ζωτικά συμφέροντα
του γερμανικού λαού». Στη Γαλλία το καθολικό κόμμα Δημοκρατικό Λαϊκό Κίνημα
(MRP) το 1944 τόνιζε πως στόχος του ήταν μια «επανάσταση» που θα συγκροτούσε
ένα κράτος «απελευθερωμένο από την εξουσία εκείνων που κατέχουν τον πλούτο»,
με άξονα τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό και μια πραγματική δημοκρατία, όχι
μόνο πολιτική, αλλά και οικονομική. Όλα αυτά αποτυπώνουν το πολιτικό κλίμα της
εποχής. Και για αυτό, μεταξύ 1945 και 1950 κανένα φιλελεύθερο κόμμα στην
Ευρώπη δεν μπορούσε να πάρει την πλειοψηφία. Αλλά αυτήν την στροφή των
κομμάτων προς την σοσιαλίζουσα κατεύθυνση τα σοσιαλιστικά και εργατικά
κόμματα της υλοποίησαν σε μεγάλο βαθμό μέσα από τις ιδέες φιλελεύθερων
διανοητών, όπως ο Κέυνς, που δεν στόχευαν ασφαλώς στην υπέρβαση του
καπιταλισμού, αλλά στη διαφύλαξή του. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχεία της
εξήγησης της εξέλιξης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις τύπους κοινωνικών κρατών εκείνης της


μεταπολεμικής περιόδου. Το αστικό-φιλελεύθερο, με κυρίαρχη περίπτωση αυτή των
ΗΠΑ, όπου τα επιδόματα είναι χαμηλά και οι παροχές απευθύνονται ουσιαστικά
μόνο σε αυτούς που έχουν πολύ χαμηλά εισοδήματα ή καθόλου. Δηλαδή, οι
κοινωνικές παροχές δεν γίνονται αντιληπτές ως ένα προστατευτικό πλαίσιο υψηλού
επιπέδου, αλλά ως ένα ελάχιστο δίχτυ ασφαλείας για την αποφυγή της εξαθλίωσης.
Το κορπορατιστικό μοντέλο, που συναντιέται κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία,
όπου το κράτος αντιλαμβάνεται την οικογένεια ως βασική μονάδα της κοινωνικής
οργάνωσης και παρεμβαίνει όταν αυτή αδυνατεί να στηρίζει τα μέλης της. Και το
σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, το οποίο προωθεί «την ισότητα των υψηλότερων
επιπέδων», δηλαδή μια εξίσωση προς τα πάνω. Επίσης, αποσκοπεί στο να βοηθήσει
τα μεσαία στρώματα να ικανοποιήσουν τις αυξημένες προσδοκίες τους και όχι μόνο
στο να προστατεύσει τα κατώτερα στρώματα.

Για πολλά χρόνια το πρότυπο και το πιο ισχυρό κοινωνικό κράτος στον κόσμο ήταν
το βρετανικό, που ανήκε στην τελευταία κατηγορία. Στη Βρετανία, που όμως είπαμε
είχε το πιο δυναμικό κράτος πρόνοιας, το 1946 καθορίστηκε πως η πρόσβαση στην
κοινωνική ασφάλιση και γενικώς στην κοινωνική πρόνοια ήταν καθολική και
εξαρτιόνταν από την ιδιότητα του πολίτη και όχι από τις εισφορές, αφού θα
χρηματοδοτούνταν από την γενική φορολογία. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο θεμέλιο
του βρετανικού μοντέλου κράτους πρόνοιας, όπως και του σκανδιναβικού, ήταν ο
καθολικός χαρακτήρας του, το ότι κάλυπτε τους πάντες, χωρίς καμία προϋπόθεση. Οι
βρετανικοί νόμοι για την Εθνική Ασφάλιση του 1946 και για το Εθνικό Σύστημα
Υγείας το 1948 ήταν κορυφαίες στιγμές αυτής της εξέλιξης. Πιο πριν, το 1945, οι
Συντηρητικοί της Βρετανίας υιοθέτησαν ένα πρόγραμμα με το οποίο οι θιασώτες της
σημερινής πολιτικής τους θα αισθάνονταν, για να το θέσουμε ήπια, εξαιρετικά άβολα.
Τάχθηκαν υπέρ «μιας σθεναρούς πολιτικής πλήρους απασχόλησης» και ενός
συστήματος υγείας καθολικής κάλυψης, ενώ τρία χρόνια μετά έφτασαν να δηλώσουν
την ικανοποίησή τους που η κυβέρνηση των Εργατικών εφάρμοσε πολιτικές
κοινωνικής πρόνοιας που είχε προτείνει ο Τσώρτσιλ. Παρόμοια στάση κράτησαν και
τα δεξιά κόμματα άλλων χωρών, όπως στη Νορβηγία και τη Σουηδία.

Στη Σουηδία μέχρι το 1950 δεν υπήρχε πρόβλεψη για τιμαριθμική αναπροσαρμογή
των συντάξεων. Η μεγάλη αλλαγή έγινε το 1959. Τότε θεσπίστηκαν οι επικουρικές
συντάξεις, ως συντάξεις υποχρεωτικές, που εξαρτώνταν από το ύψος των εισφορών
των εργαζόμενων και προστίθονταν στην κατώτατη εθνική σύνταξη που ήταν κοινή.
Η υποχρεωτική εθνική ασφάλιση υγείας είχε ψηφιστεί το 1949, αλλά εφαρμόστηκε
μόλις το 1955, εξαιτίας και αντιδράσεων των Σουηδών γιατρών. Άλλες χώρες
άργησαν περισσότερο. Στην Νορβηγία το Εργατικό Κόμμα υιοθέτησε την
ασφαλιστική κάλυψη μόλις το 1957, ενώ το Δανέζικο ομόλογο του το είχε κάνει έναν
χρόνο πριν. Εκεί που οι Νορβηγοί Εργατικοί ήταν, όμως, πρωτοπόροι ήταν στην
εφαρμογή του καθολικού και ίσου επιδόματος παιδιού το 1946 που λίγο μετά
ακολούθησαν Σουηδοί και Νορβηγοί. Στο πρόγραμμα του 1944 του Σουηδικού
Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος εκφράστηκε η αντίληψη που είχαν διατυπώσει δύο
μεταρρυθμιστές, οι Γκούναρ και Μίρνταλ, που πιστεύοντας πως ο υπερπληθυσμός
που είχε σημειωθεί στην πόλη του Γκέτεμποργκ οφειλόταν όχι μόνο στη φτώχεια,
αλλά και στις ανορθολογικές καταναλωτικές συνήθειες των λαϊκών στρωμάτων. Για
αυτό πρότειναν να δίνονται τα επιδόματα σε αυτά, όχι με μορφή χρημάτων, αλλά σε
είδος. Επίσης, στο πρόγραμμα του κόμματος προβλεπόταν, για την ελάφρυνση του
βάρους που σήκωναν οι γυναίκες στο σπίτι τους, πέρα από την οικοδόμηση
κατοικιών με τις στοιχειώδεις υποδομές που από πολλά σπίτια της εργατικής τάξης
έλειπαν, όπως αποχέτευση, μπάνιο, τρεχούμενο νερό, κεντρική θέρμανση, πλυντήρια
και ειδικό χώρο για τα παιδιά, να δοθούν ακόμη και οικιακά σκεύη, έπιπλα και
υφάσματα ειδικά επιλεγμένα κατόπιν έρευνας, ώστε να είναι τα πιο κατάλληλα και
μάλιστα αφού συμβουλευτεί τις ίδιες τις νοικοκυρές. Τέτοιες αντιλήψεις μπορεί
σήμερα να φαίνονται σε κάποιους ως γραφικά προνοιακές, όμως δεν ήταν ξένες στην
Ευρώπη της εποχής. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, το κράτος έδινε διαρκώς
συμβουλές στους πολίτες ακόμη και για τις καλύτερες διατροφικές επιλογές, πώς να
ράβουν τα ρούχα τους και πώς να διακοσμούν το σπίτι τους.

Στη Γαλλία η υπογεννητικότητα έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία του κοινωνικού


κράτους με βάση τα οικογενειακά επιδόματα. Αντιθέτως, στη Βρετανία τα
οικογενειακά επιδόματα δεν είχαν τόσο κεντρικό χαρακτήρα, αλλά δευτερεύοντα.
Από την άλλη, στη Γαλλία αυτό που δεν ήταν τόσο κεντρικό όσο στο βρετανικό
κοινωνικό κράτος ήταν η κοινωνική ασφάλιση. Άλλωστε, η γαλλική Αριστερά έριχνε
το βάρος στις εθνικοποιήσεις επιχειρήσεων και στις αυξήσεις των μισθών. Το 1945
ψηφίστηκε ένας νόμος από την κυβέρνηση Ντε Γκωλ για την πλήρη και καθολική
ασφαλιστική κάλυψη των πολιτών. Όμως, αυτό έγινε πράξη μόλις το 1967. Ισχυρή
διεκδίκηση για επιδόματα ανεργίας δεν υπήρξε, οπότε δεν δόθηκαν, ίσως επειδή οι
Γάλλοι δεν είχαν γνωρίσει προσφάτως περίοδο υψηλής ανεργίας. Στην Αυστρία τα
συγκυβερνώντα κόμματα της Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας προχώρησαν σε
έναν συμβιβασμό. Τα επαγγελματικά ταμεία που υπήρχαν ήταν πάρα πολλά και οι
σοσιαλιστές ζητούσαν την δημιουργία ενός ενιαίου φορέα κοινωνικής ασφάλισης.
Τελικά, τα ταμεία μειώθηκαν απλώς στα μισά. Από την άλλη, αποφασίστηκε ότι
ασχέτως του αν ο εργαζόμενος ήταν υπάλληλος ή εργάτης θα δικαιούνταν πλέον ίσο
χρόνο άδειας μετ’ αποδοχών το 1947. Την ίδια χρονιά στην Ιταλία οι
χριστιανοδημοκράτες που βρίσκονταν σε κυβερνητικό συνασπισμό με τους
σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές δέχτηκαν την θέσπιση ενός συστήματος γενικής
ασφαλιστικής κάλυψης. Όμως, έναν χρόνο μετά οι χριστιανοδημοκράτες κέρδισαν τις
εκλογές και η σκέψη αυτή σταμάτησε. Εκεί που τα σοσιαλιστικά κόμματα δεν είχαν
γενικώς επεξεργασμένες πολιτικές ήταν η εκπαίδευση, πέρα από την γενική αρχή της
θέσπισης της δωρεάν υποχρεωτικής παροχής της, ώστε να αρθούν τα εμπόδια που
αντιμετώπιζαν τα μέλη της εργατικής τάξης στην προσπάθειά τους για εξέλιξη. Αλλά
οι αντίστοιχες πολιτικές θεσμοποιήσεις δεν συνέβησαν αμέσως. Στη Σουηδία η
υποχρεωτική εκπαίδευση για τα παιδιά ως 17 ετών θεσπίστηκε μόλις το 1962.
Η ιδέα πως το κοινωνικό κράτος και συνολικά οι κεϋνσιανού τύπου παρεμβάσεις
διέσωσαν τον καπιταλισμό δημιουργεί συχνά μια συζήτηση για το αν τελικά αυτά τα
μέτρα ήταν ένας δούρειος ίππος του καπιταλισμού κατά του σοσιαλισμού. Η
απάντηση είναι πως όλα είναι εν δυνάμει. Το 1914 αυτά τα μέτρα θεωρούνταν πως
απλώς θα καθυστερούσαν προσωρινά την αναπόδραστη κατάρρευση του
καπιταλισμού. Το 1945 θεωρούνταν οδός προς τον σοσιαλισμό. Μετά το 1945 τα
σοσιαλιστικά κόμματα έριξαν όλο τους το βάρος στην διαχείριση της
πραγματικότητας και εγκατέλειψαν την επίπονη ιδεολογική αναζήτηση. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να μην έχουν μια πυξίδα που να καθορίζει προοδευτικά την διαδρομή
τους. Έτσι, έγινε το μόνο που θα μπορούσε να γίνει. Το πλαίσιο στο οποίο ζούσαν
τους επέβαλε τη δική του πυξίδα. Αυτό είναι πάντα το αποτέλεσμα του
κυβερνητισμού και του εκλογικισμού. Όπως δείξαμε, η θέσπιση του κοινωνικού
κράτους συνιστούσε εκ του αποτελέσματος έναν συμβιβασμό, ανάμεσα στα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τον κόσμο της εργασίας που αναίρεσαν τις πιο
ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές ιδέες τους και στα καπιταλιστικά κόμματα και
τις δυνάμεις της εργοδοσίας που αδρανοποίησαν τις θέσεις τους για τον ελεύθερο
οικονομικό και κοινωνικό ανταγωνισμό. Οι κοινωνικές παροχές της περιόδου 1945-
1950 ήταν και ένας τρόπος να αντισταθμιστεί η αδυναμία ή η απροθυμία των
εργοδοτών να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζομένων τους. Αυτή ήταν άλλη μια
πτυχή αυτού του συμβιβασμού. Σε μεγάλο βαθμό αυτές οι πολιτικές βασίζονταν στην
εκτίμηση που έκαναν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πως στην οικονομία θα
επανερχόταν η στασιμότητα που υπήρχε στον Μεσοπόλεμο. Για αυτό έβαλαν ως
στόχο την πλήρη απασχόληση. Αποτελούσαν όλα αυτά ντρίμπλα ή υποχώρηση των
καπιταλιστικών δυνάμεων; Σίγουρα ήταν και τα δύο. Μια υποχώρηση για να
κερδίσουν χώρο και χρόνο. Αλλά και αποτέλεσμα των αγώνων των εργαζόμενων που
θα μπορούσαν, να τους συνέχιζαν, να επεκτείνουν τις νίκες τους.

You might also like