Professional Documents
Culture Documents
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΩΝ
3. όσα έχουν ως δεύτερο συνθετικό τις λέξεις: 3. όσα λήγουν σε: -ακος, -αλος, -
θυμός, κῦρος, λύπη, νίκη, τιμή, κίνδυνος, ψυχή αμος, -ανος, -αρος, -ατος,
π.χ. ἔγκυρος ΠΡΟΣΟΧΗ: εξαιρείται το ἀνιαρός
4. τα επίθετα: ἀνιαρός, ἰσχυρός, ψιλός, πρᾱος, 4. όσα λήγουν σε: -υρος, - χος,
λιτός, φλύαρος π.χ. ἥσυχος
σωφρον-έσ-τερος, σωφρον-έσ-τατος,
σώφρων, -ων, -ον σωφρον-εσ-τέρα, σωφρον-εσ-τάτη,
σωφρον-έσ-τερον σωφρον-έσ-τατον
εὐδαιμον-έσ-τερος, εὐδαιμον-έσ-τατος,
εὐδαίμων, -ων, -ον εὐδαιμον-εσ-τέρα, εὐδαιμον-εσ-τάτη,
εὐδαιμον-έσ-τερον εὐδαιμον-έσ-τατον
καθώς και τα επίθετα ἄκρατος (= αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος),
ἄσμενος (= ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) καὶ πένης σχηματίζουν τα
παραθετικά τους κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής,
ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος)
ἀσμεν-έσ-τερος (και
ἀσμενώ-τερος),
ἀσμεν-έσ-τατος (και ἀσμενώ-τατος),
ἀσμεν-εσ-τέρα (και
ἄσμενος,-ος, -ον ἀσμεν-εσ-τάτη (και ἀσμενω-τάτη),
ἀσμενω-τέρα),
ἀσμεν-έσ-τατον (και ἀσμενώ-τατον)
ἀσμεν-έσ-τερον (και
ἀσμενώ-τερον)
ἐρρωμεν-έσ-τερος, ἐρρωμεν-έσ-τατος,
ἐρρωμένος,- η,-ον ἐρρωμεν-εσ-τέρα, ἐρρωμεν-εσ-τάτη,
ἐρρωμεν-έσ-τερον ἐρρωμεν-έσ-τατον
πεν-έσ-τερος, πεν-έσ-τατος,
πένης πεν-εσ-τέρα, πεν-εσ-τάτη,
πεν-έσ-τερον πεν-έσ-τατον
β) –ούστερος, -ούστατος
ἁπλ-ούστερος, ἁπλ-ούστατος,
ἁπλοῦς, -ῆ,-οῦν ἁπλ-ουστέρα, ἁπλ-ουστάτη,
ἁπλ-ούστερον ἁπλ-ούστατον
εὐν-ούστερος, εὐν-ούστατος,
εὔνους, -η,-ουν εὐν-ουστέρα, εὐν-ουστάτη,
εὐν-ούστερον εὐν-ούστατον
γ) -ίστερος, -ίστατος
ἁρπαγ-ίσ-τερος, ἁρπαγ-ίσ-τατος,
ἅρπαξ ἁρπαγ-ισ-τέρα, ἁρπαγ-ισ-τάτη,
ἁρπαγ-ίσ-τερον ἁρπαγ-ίσ-τατον
βλακ-ίσ-τερος, βλακ-ίσ-τατος,
βλὰξ βλακ-ισ-τέρα, βλακ-ισ-τάτη,
βλακ-ίσ-τερον βλακ-ίσ-τατον
λαλ-ίσ-τερος, λαλ-ίσ-τατος,
λάλος λαλ-ισ-τέρα, λαλ-ισ-τάτη,
λαλ-ίσ-τερον λαλ-ίσ-τατον
κλεπτ-ίσ-τερος, κλεπτ-ίσ-τατος,
κλέπτης κλεπτ-ισ-τέρα, κλεπτ-ισ-τάτη,
κλεπτ-ίσ-τερον κλεπτ-ίσ-τατον
πλεονεκτ-ίσ-τερος, πλεονεκτ-ίσ-τατος,
πλεονέκτης πλεονεκτ-ισ-τέρα, πλεονεκτ-ισ-τάτη,
πλεονεκτ-ίσ-τερον πλεονεκτ-ίσ-τατον
δ) –αίτερος, -αίτατος
γεραί-τερος, γεραί-τατος,
γεραιός, -α, -ον
γεραι-τέρα, γεραι-τάτη,
(= γέροντας, σεβαστός)
γεραί-τερον γεραί-τατον
σχολαί-τερος, σχολαί-τατος,
σχολαῖος, ᾱ, -ον
σχολαι-τέρα, σχολαι-τάτη,
(= αργός, αργοκίνητος)
σχολαί-τερον σχολαί-τατον
ΑΝΩΜΑΛΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
(ὦ) βελτίον-α ή
Κλητ. ὦ βέλτιον ὦ βέλτιον (ὦ) βελτίον-ες ή βελτίους
βελτίω
ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Μετοχές:
μονοκατάληκτα ἐπίθετα:
εἴρων – μᾶλλον εἴρων – μάλιστα εἴρων΄ ἔνδακρυς – μᾶλλον ἔνδακρυς – μάλιστα ἔνδακρυς.
Έτσι και τα εὔελπις, κόλαξ, ὑβριστής, φιλόγελως κ.ά.
ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΤΙΚΑ
Μερικά επίθετα δεν έχουν θετικό βαθμό ή και έναν από τους δύο άλλους βαθμούς. Τα
παραθετικά των επιθέτων αυτών λέγονται ελλειπτικά παραθετικά.
ἐπικρατῶν ἐπικρατ-έστερος -
προτιμώμενος προτιμό-τερος -
Πολλά επιρρήματα της αρχαίας επιδέχονται σύγκριση και γι΄ αυτό σχηματίζουν
παραθετικά.
Σχηματίζουν έτσι παραθετικά στην αρχαία ελληνική:
α) επιρρήματα σε -ως που παράγονται από επίθετα.
Τα επιρρήματα αυτά στον συγκριτικό έχουν τύπο όμοιο με την ενική αιτιατική του
ουδετέρου του συγκριτικού επιθέτου και στον υπερθετικὀ έχουν τύπο όμοιο με την
πληθυντική αιτιατική του ουδετέρου του υπερθετικού επιθέτου:
(δίκαιος), δικαίως, δικαιότερον, δικαιότατα
(σοφός), σοφῶς, σοφώτερον, σοφώτατα
(ἀληθής), ἀληθῶς, ἀληθέστερον, ἀληθέστατα
(σώφρων), σωφρόνως, σωφρονέστερον, σωφρονέστατα
(ἡδύς), ἡδέως, ἥδιον, ἥδιστα
(καλός), καλῶς, κάλλιον, κάλλιστα κ.ά.
ἄμεινον ἄριστα
εὖ βέλτιον βέλτιστα
κρεῖττον κράτιστα
μεῖον ὀλίγιστα
ὀλίγον ἔλαττον ἐλάχιστα
ἧττον ἥκιστα
ἄπωθεν (=
ἀπωτέρω ἀπωτάτω
μακριά)
ἐγγὺς (= κοντά) ἐγγυτέρω ἐγγύτερον ἔγγιον ἐγγυτάτω ἐγγύτατα ἔγγιστα
πέρα περαιτέρω -
πρωιαίτερον πρωιαίτατα
πρωί
πρῳαίτερον πρῳαίτατα