Professional Documents
Culture Documents
ΕΠΟ43-1ηΓΕ - Ιδιοκτησία στον Φιλελευθερισμό - Συμεωνίδου
ΕΠΟ43-1ηΓΕ - Ιδιοκτησία στον Φιλελευθερισμό - Συμεωνίδου
Κατά συνέπεια και με έμφαση στην σπουδαιότητα της ατομικότητας, ενώ οι άνθρωποι
προσδιορίζονται στη βάση της μοναδικότητας των ιδιαίτερων ποιοτήτων και χαρακτηριστικών
τους, θα πρέπει ταυτόχρονα να προσδιορίζονται και ως ίσοι. Αυτή η εξ’ ορισμών
ανταγωνιστική σχέση μεταξύ ισότητας και μοναδικότητας, δρομολόγησε αρκετές εντάσεις και
διαφοροποιήσεις στους φιλελεύθερους στοχαστές, από τον ακραίο ατομικισμό μέχρι την
κοινωνική υπευθυνότητα απέναντι στα μειονεκτούντα άτομα. Στη βάση της διαφορετικής
αντιμετώπισης αυτού του ανταγωνισμού μεταξύ εγωισμού και αλτρουισμού, κατά το πέρασμα
από τον κλασικό στον σύγχρονο φιλελευθερισμό, αναδύθηκαν αρκετά και περισσότερο
στοχευμένα ιδεολογικά ρεύματα1, όλα με απώτερο στόχο την κοινωνία όπου κάθε άνθρωπος
θα δύναται να εξελιχθεί στο πλήρες δυναμικό του (Heywood, 2007, σ. 78-79).
Η δικαιοσύνη ως βασική αξία του φιλελευθερισμού συνιστά μία ιδιαίτερη ηθική κρίση,
δομημένη σε ένα ισότιμο σύστημα ποινών και απολαβών, ανάλογα με αυτό «που αξίζει» το
κάθε άτομο (Heywood, 2007, σ.86). Έτσι, τόσο ο ιδιοκτήτης γης και μέσων όσο και ο εργάτης,
αν και άνισοι, θεωρητικά έχουν την ίδια ελευθερία αυτοδιάθεσης, αυτοκαθορισμού και
βελτιστοποίησης του βίου τους. Άρα ο εργάτης θα μπορούσε να επιλέξει να διαθέσει την
εργασία του αυξάνοντας το εισόδημα του και περιορίζοντας οικειοθελώς μέρος της ελευθερίας
του, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του. Έτσι οι ανισότητες που προκαλεί η ιδιοποίηση
των φυσικών πόρων δικαιολογούνται στην ωφελιμιστική βάση της βελτίωσης (Kymlica, 2005,
σ.145).
Στα τέλη του 20ου αιώνα, ο κοινωνικός (ή εξισωτικός) φιλελευθερισμός του Rawls
εισάγει την έννοια του κράτος πρόνοιας αντιπροτείνοντας ότι η ισότητα των ευκαιριών θα
μπορούσε να ισχύει μόνο αν όλοι οι άνθρωποι ξεκινούσαν από ένα κοινό σημείο (μία
ενορατική «πρωταρχική θέση»2) πραγματικής ισότητας, όντας υπό ένα αμερόληπτο «πέπλο
άγνοιας». Χωρίς δηλαδή να γνωρίζουν καμία από τις παραμέτρους εκείνες που προκαλούν τις
τυχαίες ανισότητες, όπως ταλέντα και κοινωνικό status, ικανότητες και τυχαίες περιστάσεις,
που δεν αφορούν την αξία των ατόμων. Από αυτήν την ενορατική θέση, ο Rawls πιστεύει πως
όλοι θα συμφωνούσαν στις δύο αρχές που θέτει: Ότι η ελευθερία που ισχύει για ένα άτομο θα
πρέπει να είναι συμβατή με την ελευθερία όλων των άλλων και ότι η κοινωνική ανισότητα είναι
χρήσιμη μόνο αν λειτουργεί προς όφελος των μειονεκτούντων (Heywood, 2007, σ.132). Στην
Θεωρία περί Δικαιοσύνης, ο Rawls επανερχόμενος στις θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου των
Lock, Rousseau και Kant, αντί του ωφελιμισμού και της τιμωρίας προτάσσει την
αναδιανεμητική δικαιοσύνη για την υποστήριξη των κοινωνικά μειονεκτούντων, μέσα σε μια
δίκαιη, ορθολογική, εύτακτη, συνεργατική και αποδοτική κοινωνία (Μολύβας, χ.χ., σ.2-4),
όπου ένα ευρεία κανονιστικό κράτος παρεμβαίνει στην οικονομία και με την φορολογία
2 Η «πρωταρχική θέση» του Rawls είναι η ενορατική υποθετική θέση που βρίσκεται το άτομο εισερχόμενο
στην κοινωνία, για την οποία δε γνωρίζει τίποτα. Η θέση αυτή εμπεριέχει μόνο τα «πρωταρχικά αγαθά»,
δηλαδή μόνο τα φυσικά, μόνιμα και αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα, που συνιστούν τον δείκτη ευζωίας
για κάθε άνθρωπο και που ο κάθε άνθρωπος θα τα επέλεγε οπωσδήποτε, άσχετα με τις ατομικές του
μοναδικές συνθήκες, ιδιοσυγκρασίες ή την προσωπική του ηθική (και οτιδήποτε άλλο συμπεριλαμβάνεται
μέσα στο «πέπλο άγνοιας»). Άρα τα άτομα μέσα στην άγνοια τους για τις ιδιαίτερες συνθήκες, δε θα
μπορούσαν να φέρουν κανόνες και αρχές στα μέτρα τους. (Μολύβας, χ.χ., σ.3, 5)
διασφαλίζει την αναδιανομή των απολαβών με την μορφή κοινωνικών παροχών, ώστε να
πληρούνται οι δύο παραπάνω κοινά αποδεκτές αρχές (Heywood, 2007, σ.131).
Στον αντίποδα της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης και του κράτους πρόνοιας του Rawls
τοποθετείται ο σύγχρονός του αλλά ακραία ατομικιστής νεοφιλελεύθερος Nozick. Και αυτός
διαπραγματεύεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, αλλά από την οπτική του ελευθερισμού
(Libertarianism) στα όρια του άναρχου καπιταλισμού.3 Εκκινώντας όπως και ο Rawls από τον
Lock, ο Nozick επιλέγει μια διαμετρικά αντίθετη εστίαση: Στη θέση της εξισορρόπησης της
κοινωνικής ανισότητας προτάσσει το απόλυτο του δικαιώματος της ατομικής ελευθερίας και
της ιδιοκτησίας του εαυτού. Αν η ιδιοκτησία που κατέχω σήμερα αποκτήθηκε αρχικά ή
μεταβιβάσθηκε νόμιμα, με έγκυρους τίτλους κυριότητας και χωρίς να δυσχεραίνει τη θέση των
άλλων, τότε δικαίως την κατέχω θεωρεί ο Nozick και κανείς δεν μπορεί να προβάλλει αξιώσεις
επ’ αυτής με την μορφή αναδιανεμητικών ή άλλων φόρων (Heywood, 2007, σ.189).
Ο Nozick συνδέει την ιδιοκτησία, την δικαιοσύνη και την αγορά μέσα από τις τρεις
αρχές της «θεωρίας των τίτλων». Η αρχή της ελεύθερης μεταβίβασης οποιασδήποτε
ιδιοκτησίας αποκτάται δίκαια, η αρχή της δίκαιης αρχικής απόκτησης και -στην περίπτωση
που η νομή αποκτήθηκε ή μεταβιβάσθηκε με τρόπο άδικο- η αρχή της της επανόρθωσης της
αδικίας. Το άμεσο συμπέρασμα που συνάγεται από τις τρεις αρχές του Nozick, είναι πως
εφόσον ισχύουν θα πει ότι νέμομαι νομότυπα την περιουσία μου (όποιο μέγεθος και αν έχει
αυτή) και κανείς και για κανένα λόγο δεν μπορεί να προβάλει οποιουδήποτε μεγέθους
αξιώσεις επ’ αυτής. Έτσι η αναδιανομή των μέσων, των πόρων και των αγαθών γίνεται μόνο
ιδιωτικά, «από τον καθένα όπως επιλέγει, στον καθένα όπως επιλέγεται», δηλαδή με απόλυτη
ελευθερία. Και εφόσον για την οργάνωση της κοινωνίας θα πρέπει να υπάρχει κράτος, αυτό
θα πρέπει να είναι το ελάχιστο δυνατό κράτος, που δεν παρεμβαίνει στην αγορά, απλά
φροντίζει για την πολιτική προστασία, την τήρηση των συμφωνιών και τον έλεγχο των τίτλων.
Δηλαδή ένα κράτος-φρουρός στην υπηρεσία της προστασίας της ιδιοκτησίας. Η φορολόγηση
σύμφωνα με τον Nozick συνιστά περιστολή και παραβίαση των ατομικών ελευθεριών, αφού η
χρηματοδότηση δημοσίων αγαθών, υποδομών και προνοιακών δομών δεν γίνεται από
ελεύθερη επιλογή ή με την θέληση των ατόμων, αλλά επιβάλλεται από το κράτος
εξαναγκαστικά. Σε τέτοια περίπτωση, το άτομο χάνει την υπόσταση του ως κύριος του εαυτού
3 Ο Nozick στο βιβλίο του Αναρχία, Κράτος και Ουτοπία (1974), αφιερώνει ένα κεφάλαιο στην «Διανεμητική
Δικαιοσύνη» όπου αντιπαρατίθεται ανατρεπτικά στην κοινωνική αναδιανομή του Rawls, επηρεάζοντας τις
αντιλήψεις της νέας δεξιάς.
του και από αυτοσκοπός εκπίπτει σε μέσο των άλλων, είτε για τον πλουτισμό τους, είτε για την
επιβίωσή τους. (Kymlica, 2005, σ.200).
Επίλογος
Βιβλιογραφικές αναφορές