You are on page 1of 2

Παράξενα γοητευτικό το ποίημα Εν τω μηνί Αθύρ!

Κάτω από τη φαινομενικά αντικειμενική


και επιτηδευμένα ψυχρή προσπάθεια του ποιητή-αναγνώστη να
συμπληρώσει/αποκαταστήσει την επιγραφή, αποκαλύπτεται η αφάνεια και ο σπαραγμός
που προβάλλουν σαν φάντασμα μέσα από το παρελθόν. Συγκλονιστική η φορτισμένη
απαγγελία του Δ.Ν. Μαρωνίτη που πετυχαίνει αβίαστα να αποδώσει τον κατακερματισμένο
ερειπιακό λόγο της υποτιθέμενης επιγραφής αλλά και τον λόγο ενός ποιητικού
υποκειμένου που δυσκολεύεται στην ανάγνωση και δείχνει σαν να σκοντάφτει ανάμεσα σε
θραύσματα λέξεων. Πραγματική «ερμηνεία», χωρίς να χρειαστεί να γράψει τίποτε με δικά
του λόγια!

Με το ποίημα αυτό ταξιδεύουμε για μια ακόμα φορά στο κειμενικό σύμπαν των
«επιτύμβιων» ποιημάτων του Καβάφη, ο οποίος εμφανώς είχε μελετήσει και επηρεαστεί
από τα ελληνιστικά και πρωτοχριστιανικά επιγράμματα. Εδώ, πρόκειται φυσικά για ένα
μυθοπλαστικό επίγραμμα αφιερωμένο σ’ ένα ψευδοϊστορικό πρόσωπο, τον Λεύκιο, ο
οποίος αναπλάθεται μέσα από τα θρυμματισμένα κενά ως ένας νέος είκοσι επτά ετών που
η ταυτότητά του καθορίστηκε από τον συγκερασμό της αλεξανδρινής καταγωγής του (…
Αλεξανδρέα), του ρωμαϊκού ονόματός του (Λεύκιο[ς]/Lucius) και της χριστιανικής πίστης
(Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ). Υβριδική, λοιπόν, η προσωπικότητα του νέου που εκοιμήθη, ένα
υβρίδιο και το ίδιο το πλαστό επίγραμμα αφού σταδιακά απομακρύνεται από τη
χριστιανική τυπολογία και εισάγει ελληνιστικά στοιχεία, δημιουργώντας έτσι μία αύρα
πολιτισμικής και θρησκευτικής επιμειξίας.

Το ποίημα έχει μία «εικαστική δομή» όπως παρατηρεί ο Τάκης Καγιαλής στη διάλεξή του.
Πράγματι, αρχικά είναι σαν να μιμείται οπτικά την επιφάνεια μιας κατακερματισμένης
αρχαίας πέτρας ενώ ακολουθεί η «θεραπεία» των φθαρμένων τμημάτων με τα «χαμένα»
γράμματα σε αγκύλες και τα υποτιθέμενα διασωσμένα χωρία κλεισμένα σε εισαγωγικά. Με
τον τρόπο αυτό «οπτικοποιείται» μια δύσκολη και διακεκομμένη διαδικασία ανάγνωσης
που αποτελεί ταυτόχρονα και την ίδια την ποιητική σύνθεση. Εδώ ο Καβάφης χρησιμοποιεί
αριστοτεχνικά το εργαλείο της διακειμενικής «παράθεσης» ενσωματώνοντας την
ακρωτηριασμένη επιγραφή στο ίδιο το ποίημα. Από τη μία φανταζόμαστε έναν σχολαστικό
αρχαιολόγο και από την άλλη «ακούμε» τον ποιητή-αναγνώστη, ενώ η σκηνοθετημένη
ανάγνωση δημιουργεί μία επίπλαστη αρχαιολογική εγκυρότητα. Η τεχνική καινοτομία
έγκειται στην ταύτιση του χρόνου ανάγνωσης (της επιγραφής) με τον χρόνο γραφής του
ποιήματος. Πρόκειται για «μία παράδοξη συναίρεση του προφορικού με το γραπτό», όπως
παρατηρεί ο κ. Καγιαλής. Έχουμε, δηλαδή, μία επιτηδευμένη σύγχυση λόγου και χρόνου, ο
ομιλητής διαβάζει επιγραφή γράφοντας ποίημα. «Δυό γραφές κι ανάμεσά τους σφηνωμένη
την ανάγνωση», θα σχολιάσει ο Δ.Ν. Μαρωνίτης.

Η εκφραστική λιτότητα δεν μετριάζει την ποιητική χροιά της σύνθεσης. Η γλώσσα δημοτική
χωρίς να λείπουν κι εδώ «θραύσματα» της καθαρεύουσας (μεγάλως, αγαπήθη, εκοιμήθη) ή
ο απόηχος από ένα πολίτικο ιδίωμα (Με φαίνεται..). Ένα και μόνο επίθετο (στην πέτρα την
αρχαία), δύο μετοχές (φθαρμένα, γραμμές ακρωτηριασμένες/μοναδική μεταφορά) και δύο
φαινομενικά τυχαίες ομοιοκαταληξίες (αρχαία/Αλεξανδρέα, αγαπήθη/εκοιμήθη) είναι τα
λιγοστά στολίδια του ποιήματος. Όμως, η πεζολογική -τυπική του καβαφικού έργου- μορφή
δεν στερεί το ποίημα από έναν ιδιότυπο λυρισμό. Εδώ, η έκφραση του εσωτερικού κόσμου,
ξεκινά από ένα εξωτερικό γεγονός και φωτίζεται σταδιακά μέσα από φορτισμένες
συγκινησιακά λέξεις: δάκρυα, οδύνην, πένθος. Οι λέξεις κουβαλούν έναν λυγμό και μια
κρυμμένη συγκίνηση. Η ψυχρή επιγραφή ξαναζωντανεύει ποτισμένη με τα δάκρυα των
«φίλων» και μετατρέπεται σε οδυνηρή ανάμνηση ενός νέου που αγαπήθηκε πολύ.
Παράλληλα υπονοείται μία συμβιωτική «φιλική» αγάπη που σε συνδυασμό με την αρχική
χριστιανική προσφώνηση, παραπέμπει σε μια ουτοπική φαντασίωση αποδοχής της
ομοφυλοφιλίας από τον Χριστιανισμό. Τα σπαράγματα/θραύσματα της πέτρας γίνονται
τώρα σπαραγμός ψυχής και ο Λεύκιος (Lucius / Φωτεινός) βυθίζεται στο σκότος του
θανάτου. Η Αιγύπτια Αθώρ, από θεά του έρωτα και της χαράς που ο ναός της ήταν τόπος
μέθης και ευχαρίστησης, μεταμορφώνεται σε θεά του θανάτου και ετοιμάζεται να τον
υποδεχθεί στον Κάτω Κόσμο. Σαν μία ερωτογραφία θανάτου, ο Καβάφης τοποθετεί και τον
Λεύκιο σ’ ένα ακόμα κειμενικό μαυσωλείο του μαζί με άλλους νέους ωραίους νεκρούς που
ο θάνατος διακόπτει την ηδονική ζωή τους.

Εν κατακλείδι, στο ποίημα Εν τω μηνί Αθύρ έχουμε μία αυθεντική εμπνευσμένη καβαφική
γραφή που μας μιλά σε πολλά επίπεδα. Η πέτρα που έχει ψυχή, το πάντρεμα των
θρησκειών, η θλίψη, η πολλαπλή ανάγνωση κάνουν το ποίημα μοναδικό.

You might also like