You are on page 1of 3

Με τη συλλογή Μυθιστόρημα ο Γ.

Σεφέρης στρέφεται προς μία νέα αντίληψη


ποιητικού λόγου επηρεασμένη από τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό. Βασικά
γνωρίσματα αυτής της νέας ποιητικής αποτελούν ο ελεύθερος στίχος, η
δραματικότητα, το καθημερινό λεξιλόγιο, η αποσπασματικότητα και πρωτίστως μία
νοηματική «σκοτεινότητα» που επιτείνεται ακόμα περισσότερο από τις υπαινικτικές
παραπομπές και την αναφορά στο μυθικό παρελθόν.
Το τέταρτο ποίημα της συλλογής, οι Αργοναύτες, είναι χαρακτηριστικό δείγμα
αυτής της επίδρασης που δέχθηκε ο Σεφέρης, ιδιαίτερα μετά την ενασχόλησή του με
την ποίηση του Τ.Σ. Έλιοτ και τη μετάφραση του γνωστότερου αγγλικού
μοντερνιστικού έργου, της Έρημης Χώρας. Η αποσπασματικότητα είναι δομικό
στοιχείο αυτής της ποιητικής σύνθεσης που αποτελείται από συμπαρατιθέμενες
ατελείς ιστορίες ή αποσπάσματα. Αντίστοιχα, και οι Αργοναύτες είναι μία μόνο από
τις είκοσι τέσσερις ψηφίδες του Μυθιστορήματος, χωρίς να είναι εμφανής η σύνδεσή
της με τις υπόλοιπες, παρά μόνο μέσα από μία «ψυχολογική ή συναισθηματική
αλληλουχία» όπως ο ίδιος ο Σεφέρης έγραψε για τον Έλιοτ (Έλιοτ, 1973, σ. 36)
Ο ελεύθερος στίχος, απαλλαγμένος από τις παραδοσιακές μορφές με τον
εξωτερικό, λυρικό ρυθμό μετρικής, γίνεται πεζολογικός, σχεδόν κουβεντιαστός. Το
λεξιλόγιο είναι καθημερινό, με την εξαίρεση της αρχικής πλατωνικής παράθεσης που
επαναλαμβάνεται και στο τραγούδι των συντρόφων. Το μοντερνιστικό στοιχείο της
δραματικότητας είναι εμφανές, καθώς έχουμε την αίσθηση ότι παρακολουθούμε το
απόσπασμα ενός δράματος (<δράσης), βλέπουμε τους συντρόφους που ιδρώνουν
κωπηλατώντας, ακούμε το τραγούδι τους, συνταξιδεύουμε. Ο ποιητής, πίσω από το
προσωπείο του Οδυσσέα, μιλά για τους συντρόφους αρχικά σε τρίτο πρόσωπο (ήτανε
καλά παιδιά …ίδρωναν…τραγούδησαν… έλεγαν), στη συνέχεια συμπεριλαμβάνει τον
εαυτό του στο ταξίδι (περάσαμε… αράξαμε), για να αποστασιοποιηθεί πάλι στο τέλος
(οι ψυχές τους έγιναν… οι σύντροφοι τέλειωσαν).
Το ποίημα ξεκινά με μία παράθεση από το πλατωνικό έργο Αλκιβιάδης (Καὶ
ψυχὴ εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὐτὴν εἰς ψυχὴν αὐτὴ βλεπτέον, δηλαδή « …κι η ψυχή αν
είναι να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να κοιτάξει», σύμφωνα με τη
μετάφραση του ίδιου του Σεφέρη. Οι παραθέσεις και οι υπαινικτικές παραπομπές
είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού. Ο Έλιοτ στην
Έρημη Χώρα αξιοποιεί ιδιαίτερα το στοιχείο αυτό με παραθέσεις από τη Βίβλο, τον
Σαίξπηρ, τον Άγιο Αυγουστίνο, ινδουιστικά κείμενα, το θρύλο του Αρθούρου.
Η επόμενη φράση, τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη, φαίνεται να
προκύπτει συνειρμικά και παραπέμπει στη συνειδητοποίηση μιας ψυχικής
αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό.
Από την αρχή, λοιπόν, διαπιστώνουμε μία ποίηση ερμητικά κλειστή, στίχους
υπαινικτικούς και δυσνόητους που, όπως είχε γράψει και ο Παλαμάς σε μία επιστολή
του προς τον Σεφέρη, χρειάζονται ένα «κλειδί ανάγνωσης». Είναι χαρακτηριστική
επομένως η μοντερνιστική σκοτεινότητα που εντοπίζεται εδώ. Η αποκρυπτογράφηση
των νοημάτων περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από την ιδιότυπη χρήση του μύθου
που βρίσκεται στο επίκεντρο του ποιήματος σε συνάρτηση με τον τίτλο του. Ο
Οδυσσέας και οι σύντροφοί του δεν ήταν μέλη της Αργοναυτικής εκστρατείας.
Έχουμε δύο διαφορετικά ταξίδια: τον νόστο και την ηρωική αναζήτηση μιας ιδέας
στο σύμβολο του χρυσόμαλλου δέρατος, αντίστοιχα. Η πορεία δεν είναι πια ένα
ταξίδι επιστροφής αλλά μια αποστολή που πρέπει να έρθει εις πέρας. Όμως δεν
υπάρχει τίποτε το ηρωικό, οι σύντροφοι απλώς κωπηλατούν με χαμηλωμένα μάτια, με
δέρμα υποταγμένο, απλά υπομένουν, δεν φωνάζουν, δεν αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ο θάνατος θα επιδικάσει ως ετυμηγορία τη λήθη μιας ζωής ναρκωμένης που δεν
διδάχθηκε από το «ταξίδι». Αν ο Έλιοτ στην Έρημη Χώρα μιλούσε για τη γενιά των
χαμένων ψυχών, ο Σεφέρης μιλά εδώ για τη γενιά της χαμένης μνήμης.
Είναι φανερό ότι ο ποιητής με τον συμβολισμό του ταξιδιού υπαινίσσεται τη
διαχρονική πορεία του ελληνισμού, που επίσης πέρασε κάβους πολλούς: πολέμους,
εθνικές τραγωδίες και ξεριζωμούς(δυστυχισμένες γυναίκες που κλαίγανε τα χαμένα
τους παιδιά), δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας, αλλά και εποχές με τη μνήμη μιας
μεγάλης ευτυχίας. Διαχειρίζεται αριστοτεχνικά τη «μυθική μέθοδο» που διατύπωσε ο
Έλιοτ, καθώς οι Αργοναύτες αποτελούν έναν «αδιάκοπο παραλληλισμό του
σύγχρονου κόσμου και της αρχαιότητας». Το πλήρωμα είναι οι Έλληνες που πλέουν
στη θάλασσα του χρόνου και της Ιστορίας. Το δε ταξίδι ανά τους αιώνες έχει
αμφίδρομη πορεία: και προς την Ιθάκη, δηλαδή την αφετηρία, το παρελθόν, αλλά και
προς το μέλλον, την Κολχίδα και το χρυσόμαλλο δέρας, προς έναν προορισμό
μυστικιστικής ψυχικής ολοκλήρωσης. Με τη διαφορά ότι εδώ ο μύθος ανατρέπεται.
Αυτή η «Αργοναυτική εκστρατεία» δεν ολοκληρώθηκε, η αποστολή απέτυχε.
Καταργείται, δε, η διάκριση ανάμεσα στο παρόν και σ’ ένα ενιαίο μυθο-ιστορικό
παρελθόν και επιτυγχάνεται ο μοντερνιστικός «χρονικός συνταυτισμός».
Ο Οδυσσέας, τέλος, ανάγεται σε σύμβολο συλλογικής συνείδησης του
σύγχρονου ελληνισμού, ενώ ο ποιητής αντλώντας στοιχεία από την αρχαία ελληνική
παράδοση προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο τη χαμένη μνήμη του και μέσω αυτής
τη χαμένη συνέχεια του πολιτισμού.

_________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και πεζογραφία,
1821-1992, μτφρ. Ευαγγελία Ζουργού – Μαριάννα Σπανάκη, Νεφέλη, Αθήνα
1996
Βαρελάς Λάμπρος κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας).
Εγχειρίδιο μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

You might also like