You are on page 1of 11

ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ 2012-2013

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΣΙΤΣΙΠΑ
Ως προς το περιεχόμενο:
 Ρεαλιστική αναπαράσταση και απάθεια
 Στατικότητα
 Ακριβείς και λεπτομερείς περιγραφές
 Έμπνευση από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό
 Έλλειψη ζωής και ανθρώπινης τρυφερότητας από τα
ποιήματα

:
Ως προς τη μορφή:

 Αγάπη για τον ηχηρό και ρωμαλέο στίχο


 Προσπάθεια για μορφική τελειότητα του
στίχου
Κωστής Παλαμάς

Ιωάννης Γρυπάρης

Άγγελος Σικελιανός
Σαν των Φαιάκων το καράβι η Φαντασία
χωρίς να την βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει ... κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία
Πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγει η απελπισία
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι
Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα
και με των πόλων τυλίχτηκα τα σάβανα
και χίλια μύρια
ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμο όλο
και τι είμαι; χόρτο ριζωμένο σ' ένα σβόλο
απάνω που ξεφεύγει κι απ' τα κλαδευτήρια.
Βαθι᾿ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν᾿ ἀπ᾿ τὴ Πολιτεία τὴν κοιμισμένη
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μία φωνή,
-τρόμου φωνή- κι ὅλοι πετιοῦνται φοβισμένοι.

-«Ἒσβησ᾿ ἡ ἄσβηστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ


τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ᾿ ἐλπίδα πὼς μπορεῖ νἆν᾿ ψεύτρα ἡ συφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.

Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρηασαν τὰ μνήματ᾿ ἀραχνὰ


σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴ κρίση,
κι ἐνῷ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνὰ
μὴ τύχει, τρέμουνε, κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσει.
Μ᾿ ἕνα μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴ πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτῆ
ἕνα τὰ μύρια γίνονται μάτια νὰ δοῦνε.

Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας τῶν ἀρετῆς


τὸ σχήματ᾿ ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ βωμὸ ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἐστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.

Τὸ κρῖμα τους ἐστάθηκεν ἄβουλη ἀνεμελιὰ


κι ἀραθυμιὰ -σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
Μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πού ᾿σβησε, δὲ τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότῃς.
Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φοῦχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! Στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ᾿ ἔλπιση δὲν ἔχει μείνει.

Κι εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία, ἐχτὸς


ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλει
κάμει τὸ θάμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ᾿ ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του στείλει.

Κι ἂν πέσει πάνω τους, ἂς πέσει! ὅπως ζητᾷ


τὸ δίκιο κι οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποὺ ἰδού τες, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴ ψυχὴ στὰ μάτια τοὺς τὸν προσκαλοῦνε.

Τάχα τὸ θάμα γένηκε; -Πές μου το νὰ στὸ πῶ,


γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πού ῾σβησεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζεῖ καὶ ζένεται- μὲ τὸ σκοπό της!
Στα βράχια του έρμου ακρογιαλιού και στης τραχιάς χαλικωσιάς
τη λάβρα,
το μεσημέρι, όμοιο πηγή, δίπλα από κύμα σμάραγδο,
τρέμοντας όλο, ανάβρα...

Γαλάζια τριήρη στο βυθόν, ανάμεσα σ’εαρινούς αφρούς,


η Σαλαμίνα,
και της Κινέτας, μέσα μου κατάβαθος ανασασμός,
πεύκα και σκίνα.

Το πέλαγο έσκαγ’ όλο αφρούς και, τιναχτό στον άνεμο,


ασπροβόλα
την ώρα που τ’ αρίφνητο κοπάδι των σιδέρικων
γιδιών ροβόλα...

Με δυό σουρίγματα τραχιά που –κάτουθε το δάχτυλο


απ’ τη γλώσσα
βάνοντας– βούιξ’ ο μπιστικός, τα μάζωξ’ όλα στο γιαλό,
κι ας ήταν πεντακόσα!
Κι όλα σταλιάσανε σφιχτά τριγύρ’ απ’ τα κοντόθαμνα
κι απ’ το θυμάρι,
κι ως εσταλιάσανε, γοργά, τα γίδια και τον άνθρωπο
το κάρωμα είχε πάρει.

Και πια, στις πέτρες του γιαλού κι απάνου απ’ των σιδέρικων
γιδιών τη λάβρα,
σιγή˙ κι ως από στρίποδα, μέσα απ’ τα κέρατα, γοργός
ο ήλιος καπνός ανάβρα’...

Τότε είδαμε –άρχος και ταγός– ο τράγος να σηκώνεται


μονάχος,
βαρύς στο πάτημα κι αργός, να ξεχωρίσει κόβοντας, κ’ εκεί
όπου βράχος,

σφήνα στο κύμα μπαίνοντας, στέκει λαμπρό για ξάγναντο


ακρωτήρι,
στην άκρη απάνου να σταθεί, που η άχνη διασκορπά τ’αφρού,
κι ασάλευτος να γείρει,

μ’ανασκωμένο, αφήνοντας να λάμπουνε τα δόντια του,


τ’απάνω χείλι,
μέγας και ορτός, μυρίζοντας το πέλαγο το αφρόκοπο,
ως το δείλι!
ΟΣΑ καράβια τὰ νερὰ τῆς Μεσογείου σχίζουν
σὰν περιστέρια ὁλόασπρα διπλώνουν τὸ φτερό των
μπρός σου, Ἐρυκίνη· καί, ξανθὴ μητέρα τ ῶν Ἐρώτων,
σὲ Σὲ λιβάνι ἁγνό, στὶς Κόρες σου χρυσ ὸν κομίζουν.

Καλὸ ταξίδι, ὦ Εὔπλοια, τοὺς δίνεις κι ἀρμενίζουν


πρίμα μὲ τὸ βοριὰ καὶ πάλι πρίμα μὲ τὸν νότον·
στὴν ἀγωνία τῆς τρικυμίας δὲ χύνουν τὸν ἰδρό των
καὶ τἀγαθά, στὰ πέρατα τῆς γῆς ποῦ θησαυρίζουν.

Τώρα γυρνάει φαιδρὸς ὁ ναύτης κι ὁ καραβοκύρης


καὶ πρὶ σιμώσῃ ὁλότελα τὸ πλοῖο ἐκεῖ στὸ βράχο
τοὺς περιμένουν ἡ Μαργώ, ἡ Γαλανθὶς κ' ἡ Φλύρις.

− «Πολύ, Μαργώ μου, σ' ἀγαπῶ −μ' ὅση καρδι ὰ μο ῦ μένει−


γιατί, ἔτσι πάντα βοηθὸ τὴν Ἀφροδίτη ν ἄχω,
τῆς κόρης μοιάζεις ποῦ πιστὴ στὴν Ἴμβρο μ ὲ προσμένει.»

You might also like