You are on page 1of 17

16.

Πιστεύετε ότι η οικονομική επιστήμη της ανάπτυξης και της


μεγέθυνσης καθώς και η οικονομική πραγματικότητα
αλληλοεπηρεάζονται και πως.

Στην ιστορία της οικονομικής επιστήμης, αναπτύχθηκαν διάφορες σκέψεις και


θεωρίες για την επίλυση προβλημάτων ανάλογα με τη περίοδο της ιστορίας. Η
οικονομική επιστήμη της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης αναπτύσσεται
παράλληλα με την οικονομική πραγματικότητα και αλληλοεπηρεάζονται.
Αρχικά, διακρίνουμε την οικονομική σκέψη σε πέντε κύριες περιόδους ενώ
παράλληλα κάνουν την εμφάνισης τους και τα υποπεδία της. Η πρώτη
περίοδος ξεκινάει με την εμφάνιση των οικονομικών μέχρι και την Μεγάλη
Ύφεση (1720-1940). Σε αυτή την περίοδο υπάρχουν δύο υποπερίοδοι, οι
βάσεις των κλασικών οικονομικών (1720-1880) και η προεργασία για την
εποχή των νεοκλασικών και των εξελικτιστών (1880-1929). Η Μεγάλη Ύφεση
και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφεραν στο προσκήνιο το θέμα της ανεργίας
λόγω απώλειας του ανθρώπινου δυναμικού καθώς και των καταστροφών σε
επίπεδο υποδομών. Τότε έγινε εκτεταμένη χρήση κεϋνσιανών ιδεών με
εργαλείο τη ζήτηση ως πηγή μεγέθυνσης και τη χρήση δημοσιονομικής
πολιτικής. Τη δεκαετία του 1930 εμφανίζονται οι Αυστριακοί Ludwig von Mises
, Schumpeter και Hayek. Στη θεωρία του εμπορίου οι Heckscher & Ohlin
παρουσιάζουν μια μετεξέλιξη της θεωρίας του Ricardo. Η περίοδος αυτή
ολοκληρώνεται με την συμβολή του I. Fisher. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει μετά
τη Μεγάλη Ύφεση και ολοκληρώνεται την περίοδο της Ισχυρής Ανάπτυξης και
του Χαμηλού Πληθωρισμού (1940-1970). Στη μεταπολεμική περίοδο ως και τη
συμφωνία Bretton Woods αναπτύχθηκε η νεοκλασική σύνθεση των
Κεϋνσιανών οικονομικών που στηρίχθηκε στους Hicks, Modigliani, Tobin και
Samuelson. Τη δεκαετία 1950-1960 αναπτύχθηκε η θεωρία της ανάπτυξης ενώ
παράλληλα εμφανίζονται και νεομαρξιστικές θεωρίες της πολιτικής οικονομίας
και των διεθνών οικονομικών. Στο πεδίο του διεθνούς εμπορίου δόθηκε
μεγάλη έμφαση από τον Samuelson ενώ στο πεδίο των χρηματοοικονομικών
το έργο των Markovitz, Modigliani & Miller αποτέλεσε σημείο αναφοράς. Την
περίοδο αυτή διακρίνεται μια προσπάθεια να αναδειχθεί η πολιτική δράση ως
μια ενδογενής επιρροή στην οικονομική εξέλιξη. Το υπόδειγμα των Arrow &
Debreu (1954) και η θεωρία του Nash στη συνέχεια αποτέλεσαν τη
σημαντικότερη θεωρητική αναφορά στη θεωρία της γενικής ισορροπίας. Τέλος
η θεωρία παιγνίων ως νεοκλασική χροιά στη προσέγγιση της λήψης
αποφάσεων σε μίκρο επίπεδο βρέθηκε στο επίκεντρο. Τρίτη περίοδος η
οικονομία με Αύξουσες Τιμές και Χαμηλή Μεγέθυνση (1970-1980). Ο υψηλός
πληθωρισμός από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως τα μέσα της δεκαετίας
του 1980 αποτέλεσε αφορμή για την αμφισβήτηση των καθιερωμένων
απόψεων. Η έρευνα του Becker αποτέλεσε θεμέλιο του επιχειρήματος της
χρήσης της έννοιας του ανθρώπινου κεφαλαίου. Παράλληλα κάνουν την
εμφάνισή τους τα New classical Economics καθώς και τα New Keynesian
Economics ενώ αρχίζει να παρατηρείται επιρροή της ψυχολογίας στα
οικονομικά. Η τέταρτη περίοδος ξεκινάει από την περίοδο της Μεγάλης
Ομαλοποίησης και τελειώνει την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης (1980-2008).
Αυτή η περίοδος παρουσίασε ασυνήθιστη μακροοικονομική σταθερότητα για
την παγκόσμια οικονομία. Κύρια χαρακτηριστικά της η έλλειψη έντονων
διακυμάνσεων του οικονομικού κύκλου καθώς και η πρόοδος των οικονομιών.
Παράλληλα εμφανίζεται η Post-Keynesian σχολή και οι νεοδαρβινιστές. Η
πέμπτη και τελευταία περίοδος κάνει την εμφάνιση της στον Απόηχο της
Μεγάλης Ύφεσης (2008 έως σήμερα). Κατά τη περίοδο αυτή παρουσιάζεται
απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα και διατήρηση μηδενικών επιτοκίων.
Παρουσιάστηκαν μεγάλα διλλήματα από τους υπεύθυνους χάραξης
οικονομικής πολιτικής για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδράσουν με
επικρατέστερα τα επιχειρήματα από πλευράς της προσφοράς. Ταυτόχρονα
όμως αρχίζει να αναπτύσσεται μια διαφορετική προσέγγιση του οικονομικού
συστήματος από τους οικονομολόγους και εστιάζονται πλέον στα πολύπλοκα
συστήματα.
17. Παρουσιάστε τα κύρια σημεία της συνεισφοράς των Adam Smith,
Thomas Malthus και David Ricardo από την Αυγή των Οικονομικών.
Ποιες είναι οι διαφορές και οι ομοιότητες κατά τη γνώμη σας και ποια η
αξία της μελέτης τους για τα σημερινά δεδομένα.

Ο A. Smith (1723-1790) υπήρξε ο θεμελιωτής του καπιταλισμού και της


μεγέθυνσης. Για τον Smith η παραγωγικότητα της εργασίας εξαρτάται από τον
καταμερισμό της εργασίας ως βασική πηγή μεγέθυνσης διότι εξοικονομεί χρόνο
μέσω της εξειδίκευσης των εργατών. Επιπλέον, τόνισε τον κινητήριο ρόλο της
τεχνολογίας στη μεγέθυνση του πλούτου.

Ο Malthus (1798) εστίασε στην αύξηση του πληθυσμού με αρνητικό τρόπο


λόγω της μη ανάλογης αύξησης των φυσικών πόρων .

Ο Ricardo (1817) με τη Θεωρία της Αξίας εισήγαγε την έννοια του συγκριτικού
πλεονεκτήματος έναντι του απόλυτου πλεονεκτήματος του Smith. Οι πτυχές
του μοντέλου του περιγράφουν μακροπρόθεσμα την αναπτυξιακή διαδικασία
και στηρίχθηκαν στην μαλθουσιανή αρχή του ρυθμού της πληθυσμιακής
αλλαγής, στην αρχή της φθίνουσας απόδοσης (γεωργία) και στη σχέση
μισθών-παραγωγικότητας (καινοτομία).

Η συμβολή των κλασικών στη σημερινή εποχή, έγκειται στη σφαιρική


αντίληψη των πραγμάτων και της ίδιας της οικονομικής επιστήμης. Η συμβολή
αυτή καλύπτει μια σειρά από επιστημονικούς χώρους και υποπεδίων και έχουν
διαμορφώσει τη σύγχρονη εκδοχή του επιστημονικού αντικειμένου της
ανάπτυξης και της μεγέθυνσης. Όμως η εξειδίκευση οδήγησε στον
κατακερματισμό της οικονομικής επιστήμης και την περιχαράκωσε απέναντι
στις όμορες επιστήμες όπως η πολιτική, η ψυχολογία κ.α. Επίσης η διάσπαση
των εργαλείων της στέρησε την προβλεπτική ικανότητα στη θεώρηση της
διαδικασίας της μεγέθυνσης. Έτσι , οι οικονομολόγοι εμφανίστηκαν
απροετοίμαστοι στην εμφάνιση της κρίσης του 2008 παρά τη συσσωρευμένη
γνώση. Επιπλέον ο κατακερματισμός, οδήγησε και στη στέρηση της
εξειδίκευσης των επιστημόνων σε άλλους κλάδους της επιστήμης και έτσι δεν
μπορούν να αντιλαμβάνονται αναπτυξιακά φαινόμενα. Γι’ αυτό το λόγο
κρίνεται αναγκαία μια πλουραλιστική θεώρηση των πραγμάτων και σε αυτό
συμβάλλουν οι πατέρες της οικονομικής επιστήμης.
18. Ποια είναι η προσέγγιση της έννοιας της ανάπτυξης στον Veblen;
Ποια η σχέση του Veblen με τους κλασικούς οικονομολόγους και γιατί
δεν έχει παίξει ένα σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξη της οικονομικής
επιστήμης μέχρι σήμερα;

Ο Veblen (1899) διαμόρφωσε μια νέα αντίληψη για το επίκεντρο της προσοχής της
οικονομικής επιστήμης, δηλαδή τον άνθρωπο, ως ένα πολύπλοκο ον που χαρακτηρίζεται
από ενστικτώδη συμπεριφορά και συνήθεις , την κουλτούρα. Βασιζόμενος στην οπτική περί
<<αόρατου χεριού>> και την άποψη ότι η οικονομία οδηγείται σε ισορροπία , εντόπισε τη
<<διαφορά της πνευματικής στάσης ή άποψης>>. Κάνοντας ένα παραλληλισμό με την
επιστήμη της ταξινομίας των ζωικών ή φυτικών ειδών (economic taxonomy), θεωρεί ότι η
ισορροπία παρέχει μια θεώρηση για το πώς είναι η πραγματικότητα αλλά δεν παρέχει
καμία πληροφορία για τη διαδικασία της μεταβολής. Ουσιαστικά ο Veblen απορρίπτει την
έννοια της ισορροπίας των κλασικών συνηγορώντας σε μια εξελικτική πτυχή της
οικονομικής επιστήμης, στην οποία το σύστημα οδηγείται σε οποιαδήποτε κατάσταση
χωρίς να χρειάζεται να χαρακτηριστεί καλή ή κακή για την οικονομική ευημερία. Σύμφωνα
με τον Veblen, <<τα< <εξελικτικά οικονομικά>> πρέπει να είναι η θεωρία μιας διαδικασίας
πολιτισμικής ανάπτυξης, όπως καθορίζεται από το οικονομικό συμφέρον, μια θεωρία για τη
σωρευτική αλληλουχία των οικονομικών θεσμών οι οποίοι αναφέρονται με όρους της ίδιας
της διαδικασίας>> επομένως απορρίπτει τα στατικά μοντέλα και εκλαμβάνει την
μελλοντική εξέλιξη της κοινωνίας ως αποτέλεσμα συλλογικής αλλαγής των θεσμών και όχι
ως αποτέλεσμα σε ατομικό επίπεδο. Ο Veblen φαίνεται να χρησιμοποιεί τη λέξη
«ανάπτυξη» για να εκφράσει την «μεταβολή» χωρίς να υπαινίσσεται κάποια πρόοδο με
πολιτισμικούς όρους. Θεωρεί τη διαδικασία της ανάπτυξης «διαδικασία πολιτισμικής
ανάπτυξης» διευκρινίζοντας ότι αυτή η εξέλιξη δεν είναι απαραίτητα ποιοτικά καλύτερη
από την προηγούμενη κατάσταση. Τέλος, σύμφωνα με τον Veblen ο συγχρονισμός των
θεσμών συμβάλει στην εξελικτική διαδικασία και την οικονομική ανάπτυξη. Κατά τον
Veblen δεν μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε την έννοια της ανάπτυξης ενώ με τους
κλασικούς μπορούμε, γι’ αυτό δεν έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της οικονομικής
επιστήμης.
19. Θεωρείτε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε
την έννοια του επιχειρηματία σήμερα σε σχέση με την προσέγγιση του
Schumpeter; Δεδομένων των υποθέσεων στις οποίες στηρίζεται ο
Schumpeter, πόσο ρεαλιστικά θεωρείτε τα συμπεράσματά του σχετικά
με τον τρόπο που η επιχειρηματικότητα συμβάλει στην οικονομική
ανάπτυξη;

Formatted: Greek

Ο Schumpeter στην ανάλυσή του υιοθετεί ένα στατικό μοντέλο. Λέει ότι μια
οικονομία βρίσκεται σε ισορροπία, που προσομοιάζει στην ισορροπία του
Walras, και εμφανίζεται ο επιχειρηματίας ως ‘από μηχανής θεός’ και αλλάζει
την ισορροπία μέσω της καινοτομίας που προσφέρει. Ο επιχειρηματίας
σύμφωνα με τον Schumpeter δεν είναι ο διαχειριστής όλων των εισροών που
υπεισέρχονται στη παραγωγή αλλά είναι απλώς αυτός που δημιουργεί την
καινοτομία. Μετά από αυτή τη δυναμική επέμβαση του επιχειρηματία η
οικονομία μεταπηδά από το παλιό σημείο ισορροπίας σε ένα νέο και
βελτιωμένο, λόγω της καινοτομίας.

Σε σύγκριση με τη σημερινή αντίληψη για το ρόλο του επιχειρηματία


παρατηρούνται κάποιες διαφορές. Αρχικά, για τον Schumpeter ο ρόλος του
επιχειρηματία είναι να καινοτομεί ενώ σήμερα υπάρχουν επιχειρηματίες που
απλά κάνουν τη δουλειά τους ή/και είναι τοποτηρητές της διαδικασίας
παραγωγής. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Schumpeter η μόνη πηγή
χρηματοδότησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι ο δανεισμός.
Αντίθετα, γνωρίζουμε ότι αρκετοί οικονομικοί δρώντες χρησιμοποιούν τις
αποταμιεύσεις τους ως πηγή χρηματοδότησης ή υπάρχουν διάφορες
συνεργασίες μεταξύ των δρώντων. Επίσης, ο ρόλος του επιχειρηματία στον
Schumpeter είναι όπως ο ιδεατός ήρωας που αντιμετωπίζει όποιο εμπόδιο του
παρουσιάζεται, παραβλέποντας την ύπαρξη προβλημάτων κοινωνικής ή
πολιτικής φύσεως. Με άλλα λόγια υιοθετεί μια απλή και όχι σύνθετη ανάλυση.

Δεδομένων των υποθέσεων που στηρίζεται ο Schumpeter για το ρόλο της


επιχειρηματικότητας στην οικονομική ανάπτυξη τα συμπεράσματά του δεν
έχουν απόλυτη εφαρμογή σήμερα. Ο Schumpeter διατείνεται ότι μόνο η
καινοτομία επηρεάζει το ρυθμό μεγέθυνσης ενώ , αντίθετα, σήμερα
γνωρίζουμε ότι μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες όπως για
παράδειγμα οι θεσμοί, το υγιές πολιτικό περιβάλλον κ.α. Τέλος, το μοντέλο
του Schumpeter μπορεί να έχει εφαρμογή σε πολλές οικονομίες αλλά όχι σε
όλες. Για παράδειγμα στις υποανάπτυκτες οικονομίες όπου δεν υπάρχει
καινοτομία, οικονομικές δραστηριότητες και υποδομές.
20. Πώς ο Keynes αντιλαμβάνεται την έννοια των προσδοκιών; Ποια
θεωρείτε ότι είναι η θέση του απέναντι στις ορθολογικές προσδοκίες;
Ποιος ο ρόλος του "Animal spirit" στην ανάλυσή του;

Βασικό συστατικό της θεωρίας του Keynes είναι η συναθροιστική ζήτηση σε


αντίθεση με τους κλασικούς που έβλεπαν την οικονομία από τη πλευρά της
προσφοράς. Ο Keynes έδωσε άλλη πτυχή στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει
την έννοια των διακυμάνσεων και των οικονομικών κύκλων μέσα στην
οικονομία. Θεωρούσε ότι η μεταβολή της αποτελεσματικής ζήτησης είναι η
αιτία των διακυμάνσεων. Θεωρητικά αν ζήτηση ήταν σταθερή μακροχρόνια
στην οικονομία, δεν θα είχαμε διακυμάνσεις. Ωστόσο δεν είναι σταθερή και
αυτό οφείλεται στην αβεβαιότητα. Όμως λόγω της αβεβαιότητας επηρεάζονται
οι προσδοκίες που έχουμε άρα και οι αποφάσεις κι αυτό δημιουργεί
διακυμάνσεις. Για τον λόγο αυτό ο Keynes υποστήριζε την κρατική παρέμβαση.
Σύμφωνα με τον Keynes δεν είναι απαραίτητη η εξίσωση επενδύσεων-
αποταμιεύσεων. Λόγω της αβεβαιότητας δεν ξέρουμε αν το προσδοκώμενο
επιτόκιο θα οδηγήσει στην εξισορρόπηση. Με άλλα λόγια, το κόστος του
χρήματος, το επιτόκιο, είναι μια παράμετρος που προσδιορίζει την έννοια των
προσδοκιών στη θεωρία του Keynes. Από τη πλευρά των επενδυτών η λήψη
οικονομικής απόφασης εξαρτάται από την προσδοκώμενη απόδοση της
επένδυσης, δηλαδή του επιτοκίου, και από τη πλευρά του καταναλωτή η
προτίμηση για διακράτηση ρευστού χρήματος εξαρτάται από την
προσδοκώμενη μελλοντική πορεία των επιτοκίων. Επιπλέον, υπάρχουν
στρεβλώσεις στην οικονομία είτε στην αγορά αγαθών & υπηρεσιών είτε στην
αγορά εργασίας. Για παράδειγμα, στην αγορά εργασίας υπάρχουν τα
συμβόλαια εργοδοτών-εργαζομένων όπου υπάρχει ο ονομαστικός μισθός.
Όμως το ποσό συμφωνία στο χρόνο t δεν σημαίνει ότι τη περίοδο t + 1 θα
είναι αυτό που προσδοκά, λόγω του πληθωρισμού, όμως δεν μπορεί να το
αλλάξει γιατί έχει υπογράψει συμβόλαιο. Έτσι, η τιμή του ημερομισθίου είναι
αυτό που προσδοκά στο μέλλον εξ ου και ο ρόλος των προσδοκιών στον
Keynes, δηλαδή η ισορροπία προέρχεται από τις προσδοκίες.

Το ‘’Animal spirit’’ (ζωώδη ένστικτα) είναι μακροχρόνιες συμπεριφορές τις


οποίες δεν μπορούμε να τις ερμηνεύσουμε ή να τις προβλέψουμε σε κάποιον
άνθρωπο γιατί δεν δρα πάντα ορθολογικά και σταθερά. Υπάρχουν
βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες προσδοκίες όμως οι μακροχρόνιες καθορίζουν
την ισορροπία και από αυτές εξαρτάται η αποτελεσματική ζήτηση. Η
αβεβαιότητα που επικρατεί στο οικονομικό σύστημα διαμορφώνει τις
προσδοκίες των ατόμων. Τα άτομα αφού έχουν διαμορφώσει προσδοκίες
λαμβάνουν αποφάσεις. Αυτές έχουν να κάνουν με το πώς θα διαχειριστούν τα
χρήματά τους είτε σε μονάδες κατανάλωσης είτε σε επενδύσεις. Όλο αυτό το
πακέτο διαμορφώνει το οικονομικό αποτέλεσμα.

21. Ποια τα βασικά σημεία της συνεισφοράς του μοντέλου Harrod –


Domar; Θα ασκούσατε κάποια κριτική στο μοντέλο;
Το μοντέλο Harrod – Domar ανήκει στην κεϋνσιανή προσέγγιση των αναπτυξιακών
μοντέλων. Πυρήνας του είναι η προσοχή που δείχνει στους όρους με τους οποίους
μπορεί να αυξηθούν οι επενδύσεις και η συσσώρευση κεφαλαίου και κατά
συνέπεια το επίπεδο αποταμιεύσεων και η παραγωγικότητα του κεφαλαίου.
Συνεπώς μπορεί να υπάρχει ένας μοναδικός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων και
του εισοδήματος ώστε να διατηρείται σταθερό το επίπεδο πλήρους απασχόλησης
για μια σημαντική χρονική περίοδο. Έτσι, συνδυάζει και τις κλασικές απόψεις για
την προσφορά και τις κεϋνσιανές περί ζήτησης. Οι προτάσεις πολιτικής του
μοντέλου του προσδίδουν έναν εξωγενή χαρακτήρα αναφορικά με το πώς
εξελίσσεται η μεγέθυνση. Στο μοντέλο Harrod – Domar η παραγωγή στηρίζεται σε
δύο συντελεστές το κεφάλαιο και την εργασία. Το προϊόν είναι ομοιογενές και ο
ρυθμός αύξησής του επηρεάζεται από τις αποταμιεύσεις και τις αποσβέσεις. Τα
άτομα της οικονομίας αποταμιεύουν μέρος του εισοδήματός τους, S = s*Y (s= ροπή
προς αποταμίευση), που αποτελούν την επένδυση , I = S. Το υπόδειγμα καταλήγει
σε ρυθμό μεγέθυνσης, g = s*A – δ (Α = τεχνολογικός συντελεστής και δ =
αποσβέσεις) που υποδηλώνει ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης αυξάνεται γραμμικά κατά
το ρυθμό αποταμίευσης επί τον σταθερό τεχνολογικό συντελεστή, δηλαδή το
οριακό προϊόν του κεφαλαίου (Α =Υ/Κ) , μείον το ποσοστό των αποσβέσεων.

Η κριτική που μπορεί να ασκηθεί είναι πολυεπίπεδη. Αρχικά, η οικονομία στο


μοντέλο είναι κλειστή κάτι που είναι μη ρεαλιστικό. Επιπλέον, οι παραγωγικοί
συντελεστές δεν αλλάζουν κάτι που επίσης κάνει το υπόδειγμα να απέχει από τη
πραγματικότητα. Έχει σωρευτικό χαρακτήρα, δηλαδή αναφέρεται στο σύνολο της
οικονομίας και δεν διακρίνει τις διαφορετικές αλλαγές που συμβαίνουν σε κάθε
τομέα , ως εκ τούτου δεν αφήνει τις οικονομικές πτυχές της οικονομίας να
αναδείξουν αν υπάρχει ανάπτυξη σε όλους τους τομείς. Άλλο ένα στοιχείο είναι ότι
οι μεταβλητές εκφράζονται μόνο σε πραγματικά μεγέθη και όχι σε ονομαστικά.
Επίσης, βασίζεται στην υπόθεση laissez faire που υποστηρίζει τη μη
παρεμβατικότητα του κράτους κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Τέλος, δεν
λαμβάνει υπόψη μη οικονομικούς παράγοντες, όπως τους θεσμούς, πολιτισμικούς
και πολιτικούς παράγοντες. Ενώ οι οικονομικοί παράγοντες είναι η κινητήρια
δύναμη για την ανάπτυξη της οικονομίας, οι μη οικονομικοί παράγοντες είναι
εκείνοι που παρέχουν τα κίνητρα για τη συνέχιση της ανάπτυξης.
22. Ποια είναι η άποψή σας για τη «σύγκρουση» ισόρροπης και μη
ισόρροπης ανάπτυξης; Ποια είναι περισσότερο αποτελεσματική
πολιτική για μια οικονομία υπό συνθήκες ύφεσης;

Σύμφωνα με την έννοια της ισόρροπης ανάπτυξης η μεγέθυνση δεν μπορεί


να συμβεί μέσω μιας μεμονωμένης επένδυσης αλλά μέσω επενδυτικών
κυμάτων οι οποίες τονώνουν την οικονομία συλλογικά. Μια σειρά επενδύσεων
σε διάφορους κλάδους οδηγεί τους μισθωτούς από τον κάθε κλάδο να
καταναλώνουν προϊόντα από άλλους κλάδους κάτι που αυξάνει τελικά τη
συνολική ζήτηση και οδηγεί στην ανάπτυξη. Αυτή τη θέση υποστήριξαν οι
Rosentein-Rodan, ότι δηλαδή η ισόρροπη ανάπτυξη είναι όταν όλοι οι κλάδοι
ταυτόχρονα βρίσκονται σε ταχείς ρυθμούς λόγων των επενδυτικών κυμάτων.
Επίσης σημαντικό ρόλο για μια ισόρροπη ανάπτυξη έχουν οι προσδοκίες διότι,
τα άτομα προσδοκούν ότι οι επενδύσεις θα συνεχιστούν και έτσι συνεχίζουν να
επενδύουν και να καταναλώνουν κάτι που τελικά οδηγεί σε μεγέθυνση την
οικονομία. Αντίθετα, ο Hirschman υποστήριξε την έννοια της μη ισόρροπης
ανάπτυξης. Κατά τον Hirschman οι επενδύσεις έχουν την τάση
πυροτεχνημάτων, δηλαδή εμφανίζονται κάποιες μεγάλες επενδύσεις οι οποίες
τονώνουν την οικονομία λόγω των δικτύων που έχουν αναπτυχθεί και
υπάρχουν εντός της. Η τόνωση της οικονομίας γίνεται με δύο τρόπους. Ο ένας
τρόπος είναι ο προς τα μέσα, δηλαδή το κράτος χρηματοδοτεί μια μεγάλη και
σημαντική επένδυση και αυτό παρακινεί τις άλλες επιχειρήσεις ή τους
επενδυτές να επενδύσουν, λόγω του θετικού κλίματος που υπάρχει από αυτή
τη μεγάλη επένδυση. Ο άλλος τρόπος είναι ο προς τα έξω, δηλαδή οι
επιχειρήσεις-επενδυτές κάνουν μια πολύ μεγάλη επένδυση και έτσι ‘πιέζουν’ το
κράτος να επενδύσει και αυτό. Με άλλα λόγια, οι επενδύσεις δεν έρχονται
συνολικά στην οικονομία αλλά σε συγκεκριμένο κλάδο.

Και τα δύο είδη ανάπτυξης οδηγούν σε μεγέθυνση. Υπάρχει η αντίληψη ότι η


μη ισόρροπη ανάπτυξη είναι πιο φθηνή διότι εκμεταλλεύεται τις προς τα μέσα
και προς τα έξω διασυνδέσεις. Γίνονται έτσι κάποιες επενδύσεις, όχι
απαραίτητα πολλές, και κινητοποιούν και άλλες σαν ‘χιονοστιβάδα’. Αυτό είναι
ιδιαίτερα καλό για χώρες με λίγα κεφάλαια. Για παράδειγμα, έστω ότι ένας
επενδυτής έχει πρώτες ύλες και αποφασίζει να φτιάξει ένα ορυχείο. Μπορεί να
κάνει πρώτος εκμετάλλευση του προϊόντος και να δώσει έμφαση στην
οικοδομική δραστηριότητα μέσω της εισαγωγής κεφαλαίου και έτσι να
αγοράσουν σπίτια οι πολίτες. Αν και η μη ισόρροπη ανάπτυξη είναι πιο φθηνή,
η ισόρροπη εξασφαλίζει μεγαλύτερη διατηρησιμότητα και δίδει μια καλύτερη
προοπτική( λόγω του εύρους των επενδύσεων) διότι ανά πάσα στιγμή μπορεί
να συμβεί κάποιο αναπάντεχο γεγονός και ο μεμονωμένος κλάδος που
στηρίζεται η ανάπτυξη να καταρρεύσει.
23. Ποια η συμβολή του Modigliani στη Νεοκλασική Σύνθεση; Ποια η
διαφοροποίηση του απέναντι στους Κεϋνσιανούς;

Ο Modigliani (1944) ανέπτυξε ένα υπόδειγμα που αφορούσε την αγορά


χρήματος και μέσω των επιτοκίων, τα οποία χώρισε σε βραχυπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα, προσπάθησε να εντοπίσει την ισορροπία, όμως τον
προσδιορισμό τους πώς κινούνται τα επιτόκια τον εξασφάλισε εισάγοντας την
έννοια των προσδοκιών. Το μοντέλο του, καθώς αποτελεί μέρος της
Νεοκλασικής Σύνθεσης, έχει δύο βασικά στοιχεία, το ένα από τη πλευρά της
ζήτησης και το άλλο από τη πλευρά της προσφοράς. Από τη πλευρά της
ζήτησης το υπόδειγμα του βασίζεται στο άρθρο του Hicks ‘’Mr. Keynes and the
Classics’’, δηλαδή στο μοντέλο IS-LM, και από τη πλευρά της προσφοράς
εστίασε στην αρχή του οριακού κόστους και του οριακού οφέλους για τον
προσδιορισμό της παραγωγής μέσω της αποτελεσματικής ζήτησης. Ως εκ
τούτου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το υπόδειγμα του Modigliani είναι γενικής
ισορροπίας και εστιάζει σε δύο βασικές περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση
αφορά τη Κεϋνσιανή προσέγγιση όπου η ζήτηση χρήματος και η καμπύλη LM
είναι απείρως ελαστική για ένα χαμηλό επίπεδο επιτοκίων. Αντίθετα, στη
δεύτερη περίπτωση της κλασικής προσέγγισης τα επιτόκια είναι τόσο υψηλά ως
αποτέλεσμα η ζήτηση χρήματος είναι μηδενική. Αυτό χωρίζει την ισορροπία σε
βραχυχρόνια και μακροχρόνια, όπου στην βραχυχρόνια ισορροπία ο Modigliani
θεωρεί ότι οι παράγοντες που καθορίζουν τη ζήτηση για διακράτηση χρήματος
, δηλαδή τη ρευστότητα, προσδιορίζουν την ισορροπία ενώ, αντίθετα, στη
μακροχρόνια περίοδο είναι η εξίσωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων εκείνη
που προσδιορίζει την ισορροπία.

Ένα μέρος της διαφοροποίησης του Modigliani απέναντι στους Κεϋνσιανούς


αφορά την αγορά εργασίας. Η προσέγγιση του Modigliani είναι αρκετά
ταυτόσημη με εκείνη των νεοκλασικών οικονομολόγων διότι εισάγει την έννοια
των πραγματικών μισθών , δηλαδή θεωρεί ότι η ζήτηση εξαρτάται από τους
πραγματικούς μισθούς, όπως οι νεοκλασικοί από τις σχετικές τιμές των
προϊόντων. Αντίθετα, οι Κεϋνσιανοί στηρίχτηκαν σε ονομαστικά μεγέθη και
θεωρούσαν ότι η προσφορά εργασίας είναι τελείως ελαστική. Επομένως,
παρατηρείται ότι η προσφορά χρήματος θα εξαρτάται από το επίπεδο των
πραγματικών μισθών και θα αυξάνεται εφόσον τα ημερομίσθια είναι
μεγαλύτερα από το επίπεδο τιμών.
24. Solow και Harrod-Dommar: με βάση τις υποθέσεις των 2
υποδειγμάτων, αναπτύξτε τον προβληματισμό σας σχετικά με το ποιο
θεωρείτε ότι έχει καλύτερη εφαρμογή στον ανεπτυγμένο (σημερινό
δυτικό κόσμο) και ποιο στον αναπτυσσόμενο κόσμο (σημερινές
αναπτυσσόμενες οικονομίες) και γιατί.

Στο μοντέλο Harrod-Dommar δεν υπάρχει η έννοια του κεφαλαίου


ενδογενώς και πρέπει τα άτομα ή οι επιχειρήσεις να συσσωρεύσουν κεφάλαιο
είτε με αποταμιεύσεις είτε με εξωγενή τρόπο. Επίσης η τεχνολογία στο μοντέλο
Harrod-Dommar θεωρείται μια φυσική σταθερά, δεν εισάγει δηλαδή την
καινοτομία. Τις δεκαετίες 1950-1960 το μοντέλο Harrod-Dommar γνώρισε
μεγάλη άνθηση για δύο λόγους. Πρώτον γιατί ήταν η εποχή που αναπτύχθηκε
και δεν υπήρχαν άλλα θεωρητικά υποδείγματα στην μεγέθυνση και δεύτερον
γιατί οι οικονομίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είχαν πολλά κεφάλαια
και έτσι τα συγκεντρώνανε εξωγενώς ή μέσω αποταμίευσης. Στις
αναπτυσσόμενες οικονομίες η ανεργία που παρατηρείται οφείλεται σε έλλειψη
κεφαλαίου ενώ στις αναπτυγμένες οικονομίες αναφερόμαστε σε κυκλική
ανεργία η οποία οφείλεται σε έλλειψη εσωτερικής ζήτησης. Επομένως ένας
τρόπος να αντιμετωπιστεί η ανεργία στις αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι,
μέσω της έλευσης κεφαλαίου εξωγενώς ,όπως δηλαδή και στις χώρες μετά τον
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, γι’ αυτό το μοντέλο Harrod-Dommar ταιριάζει
περισσότερο στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Από την άλλη μεριά το υπόδειγμα του Solow , είναι ένα υπόδειγμα που
σχεδιάστηκε για να δείξει πως η μεγέθυνση του κεφαλαίου, του εργατικού
δυναμικού αλλά και οι μεταβολές στην τεχνολογία , δηλαδή η καινοτομία,
συμβάλλουν στο να επιδιωχθεί ένας ικανοποιητικός βαθμός οικονομικής
μεγέθυνσης. Επομένως, είναι ένα πιο ολοκληρωμένο μοντέλο οικονομικής
μεγέθυνσης το οποίο εμπεριέχει χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν στις
ανεπτυγμένες οικονομίες. Επίσης, μία ακόμη παρατήρηση που κάνει το
μοντέλο του Solow μη κατάλληλο για αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι ότι
αναφέρεται στη σύγκλιση των οικονομιών με τρόπο μη παρεμβατικό, δηλαδή
φτωχές και πλούσιες χώρες σε μακροχρόνιο κύκλο θα έπρεπε να συγκλίνουν
σε ένα κοινό σημείο ισορροπίας. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να ευσταθεί αν
βγουν εκτός ανάλυσης οι πολιτικές που θα ασκηθούν ή οι θεσμοί διότι παίζουν
σημαντικό ρόλο στο να διακρίνουμε αν μια οικονομία είναι αναπτυσσόμενη ή
αναπτυγμένη.
25. Μοντέλα Επικαλυπτόμενων Γενεών και Μοντέλα ΑΚ. Ποιες είναι οι
βασικές συνεισφορές τους; Θεωρείτε ότι οι βασικές τους υποθέσεις
είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να
περιγράψουν τη διαδικασία μεγέθυνσης μιας αναπτυσσόμενης
οικονομίας σε σύγκριση με μια ανεπτυγμένη οικονομία;

Τα μοντέλα επικαλυπτόμενων γενεών βασίζονται στις αλληλεπιδράσεις


μεταξύ διαφορετικών γενεών και ακολουθούν μια ατέρμονη διαδικασία
εισαγωγής νέων γενεών στο υπόδειγμα. Οι προτιμήσεις και οι προσδοκίες των
ατόμων είναι εκείνες οι οποίες καθορίζουν τη μελλοντική πορεία μεγέθυνσης
της οικονομίας. Το χρήμα χρησιμοποιείται ως μέσο συναλλαγής μεταξύ των
διαφορετικών χρονικών περιόδων και το επιτόκιο ως μέσο μετάβασης από τη
μία γενιά στην άλλη. Τα μοντέλα αυτά ανήκουν στα εξωγενή μοντέλα καθότι η
τεχνολογία εισάγεται εξωγενώς στα υποδείγματα ενώ η ισορροπία, σε αντίθεση
με τα μοντέλα γενικής ισορροπίας, δεν είναι κατά Pareto βέλτιστη διότι
υποθέτει ότι έχουμε άπειρα άτομα και, επειδή η αξία των πόρων είναι επίσης
άπειρη, η βελτίωση κατά Pareto θα μπορούσε να επέλθει μόνο μεταξύ της
ανακατανομής των διαθέσιμων πόρων ανάμεσα στις γενεές. Η βασική διαφορά
με τα ΑΚ είναι ότι η τεχνολογία εισάγεται εξωγενώς και όχι η ενδογενώς και
έτσι οι φθίνουσες αποδόσεις του κεφαλαίου εξουδετερώνουν τη συσσώρευση
του , που είναι και βασικό τους μειονέκτημα, καθώς δεν μπορούν να
δικαιολογήσουν τα διαφορετικά επίπεδα στη μεγέθυνση μεταξύ των χωρών. Ο
Arrow εισάγει την εκμάθηση μέσω της γνώσης, όπου ουσιαστικά τα άτομα
συσσωρεύουν γνώση και έτσι δημιουργείται καινοτομία και αυξάνεται η
παραγωγικότητα ούτως ώστε να δίνεται μια ερμηνεία σχετικά με τα
διαφορετικά επίπεδα μεγέθυνσης. Επιπλέον, τα ΑΚ υποθέτουν ότι η
αποταμίευση και όχι οι φθίνουσες αποδόσεις οδηγούν στην ενδογενή
μεγέθυνση. Η συνάρτηση παραγωγής είναι γραμμική και δεν προσεγγίζει μια
σταθερή κατάσταση.

Κατά την άποψη μου τα μοντέλα επικαλυπτόμενων γενεών μπορούν να


χρησιμοποιηθούν για να περιγράψουν καλύτερα τις αναπτυσσόμενες χώρες
ενώ τα ΑΚ της ανεπτυγμένες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, επειδή στις
αναπτυσσόμενες χώρες οι υποδομές, οι θεσμοί, η εκπαίδευση αλλά και άλλοι
παράγοντες δεν είναι στο ίδιο επίπεδο με τις ανεπτυγμένες δεν μπορούν να
παράγουν οι ίδιες καινοτομία και τεχνολογία ενδογενώς αλλά συνήθως αυτή
έρχεται εξωγενώς. Αντίθετα στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου για παράδειγμα
υπάρχουν εξελιγμένοι τομείς έρευνας & ανάπτυξης, μπορούν να παράγουν οι
ίδιες νέα γνώση και τεχνολογία, δηλαδή , η τεχνολογία υπεισέρχεται σε αυτές
ενδογενώς.
26. Αποτελεί η Ευρωζώνη μια Βέλτιστη Νομισματική Περιοχή με βάση
τις σχετικές υποθέσεις της θεωρίας του Mundell (1961); Συγκρίνετε
την περίπτωση της Ευρωζώνης με αυτή των ΗΠΑ.

Μια νομισματική περιοχή είναι μια γεωγραφική περιοχή όπου οι χώρες που
βρίσκονται ενός της μοιράζονται ένα κοινό νόμισμα, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Για
να θεωρηθεί όμως μια νομισματική περιοχή ως βέλτιστη θα πρέπει να
εξυπηρετεί κάποια κριτήρια. Έτσι, στη θεωρία του Mundell (1961),
παρατηρούμε 4 βασικά κριτήρια που απαιτούνται για να θεωρηθεί μια
νομισματική περιοχή βέλτιστη: α) να υπάρχει πλήρης κινητικότητα της
εργασίας κάτω από ένα θεσμικό πλαίσιο που δεν θα στέκεται εμπόδιο στην
κινητικότητά της, β) πλήρης κινητικότητα του κεφαλαίου, των προϊόντων και
ευελιξία τιμών, γ) αποτελεσματική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική και
δ) κοινή κατεύθυνση της διακύμανσης των οικονομιών που την απαρτίζουν,
δηλαδή, ομοιότητα στην εμφάνιση των οικονομικών κύκλων.

Στην Ευρώπη, υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει την ελεύθερη


μετακίνηση των πολιτών-εργατών μεταξύ των χωρών όμως αυτό δεν
συμβαίνει σε απόλυτο βαθμό λόγω πολιτισμικών περιορισμών, όπως είναι η
γλώσσα ή η κουλτούρα της κάθε χώρας. Αντίθετα, στις ΗΠΑ υπάρχει κοινή
γλώσσα και κοινή εθνότητα οπότε δεν υπάρχει τέτοιος περιορισμός στην
κινητικότητα της εργασίας. Ένα κοινό στοιχείο που υπάρχει μεταξύ της
Ευρώπης και των ΗΠΑ είναι η ελεύθερη διακίνηση αγαθών & υπηρεσιών, διότι
δεν υπάρχουν δασμοί και έτσι έχει αναπτυχθεί το εμπόριο. Όμως στην
Ευρωζώνη δεν υπάρχει ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο στην αγορά προϊόντων σε
όλες τις χώρες λόγω κανονιστικών περιορισμών και έτσι δημιουργούνται
αποτρεπτικοί παράγοντες στην εφαρμογή κοινών πολιτικών σε ευρωπαϊκό
επίπεδο. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κοινή δημοσιονομική και
νομισματική πολιτική που να έχει τα ίδια αποτελέσματα σε όλες τις χώρες της
Ευρωζώνης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα αστάθεια μεταξύ των οικονομικών
κύκλων μεταξύ των χωρών και οι συνέπειες μιας πολιτικής μπορεί να
ωφελήσουν μια χώρα να βγει από την ύφεση και να βλάψουν μια άλλη
παρατείνοντάς τη. Η διαφοροποίηση σε σχέση με τις ΗΠΑ είναι ότι , παρόλο
που στην Ευρωζώνη υπάρχει το κοινό νόμισμα, όπως και στις ΗΠΑ, εντούτοις
δεν μπορεί να εκδώσει χρήμα η κάθε χώρα ξεχωριστά για να χρηματοδοτήσει
τα ελλείμματά της και τις ανάγκες της ενώ οι ΗΠΑ έχουν την ομοσπονδιακή
τους τράπεζα που μπορεί να τυπώσει χρήμα. Για παράδειγμα, στη μεγάλη
κρίση του 2008 παρατηρήθηκε ότι οι χώρες με μεγάλα ελλείμματα και υψηλό
δημόσιο χρέος δεν μπορούσαν τα τυπώσουν χρήμα κάτι που αποτέλεσε
τροχοπέδι για την εξέλιξή τους και την έξοδό τους από την κρίση. Άρα,
συμπερασματικά η Ευρωζώνη σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια δεν αποτελεί
προς το παρόν βέλτιστη νομισματική περιοχή όμως γίνονται προσπάθειες προς
αυτή τη κατεύθυνση. Αντίθετα, η οικονομία των ΗΠΑ αποτελεί μια βέλτιστη
νομισματική περιοχή σύμφωνα με τα ως άνω κριτήρια.
27. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της περιόδου της Μεγάλης
Ομαλοποίησης; Πως διαφέρει η περίοδος αυτή από την περίοδο
ισχυρής μεγέθυνσης και χαμηλού πληθωρισμού (1940-1970) και την
περίοδο χαμηλής μεγέθυνσης και υψηλού πληθωρισμού (1970-1980);

Η εξέλιξη της οικονομικής σε αυτές τις περιόδους είναι συνυφασμένη με την


εξέλιξη της οικονομίας και των διάφορων χαρακτηριστικών και αναγκών που
επικράτησαν σε κάθε περίοδο. Η περίοδος 1940-1970 είναι η περίοδος μετά
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επομένως δημιουργήθηκε η ανάγκη για
ανοικοδόμηση αυτών των οικονομιών. Τη περίοδο αυτή καταγράφηκε μεγάλη
οικονομική μεγέθυνση ενώ ταυτόχρονα ο πληθωρισμός κινείτο σε χαμηλά
επίπεδα. Υπήρχε η ανάγκη στην οικονομική σκέψη να ερμηνεύσει και να δώσει
ώθηση στη μεγέθυνση, γι’ αυτό και έκαναν την εμφάνισή τους τότε τα
οικονομικά της μεγέθυνσης. Κατά τη περίοδο αυτή χρησιμοποιούνται
κεϋνσιανές ιδέες και σιγά σιγά αναπτύσσεται η νεοκλασική σύνθεση με τους
Hicks, Modigliani, Samuelson & Tobin. Επίσης υπήρχε και η ανάγκη για
διεξαγωγή εμπορίου επομένως αναπτύχθηκαν σημαντικές θεωρίες διεθνούς
εμπορίου καθώς επίσης και για νομισματικές πολιτικές όπου εκεί συνεισέφερε ο
Mundell με τη θεωρία του για τις βέλτιστες νομισματικές περιοχές. Μεγάλη
υπήρξε και η συμβολή των θεσμικών οικονομικών (Coase, Galibraith) για την
αποτελεσματικότερη κατανομή πόρων και τη μείωση του κόστους
συναλλαγών. Τέλος, υπήρξε η ανάπτυξη της γενικής ισορροπίας από τους
Arrow και Debreu που είδαν την οικονομία ως ένα σύστημα αλληλεπίδρασης
των προϊόντων και των αγορών που οδηγεί σε ισορροπία τιμών-αγορών. Τη
περίοδο 1970-1980 η οικονομία παρουσιάζει αύξουσες τιμές και μπαίνει σε μια
εντελώς διαφορετική φάση από τη προηγούμενη. Αυτό συμβαίνει παράλληλα
με την αύξηση της τιμής του πετρελαίου που αποτελούσε τη βασική πρώτη ύλη
στη παραγωγή με αποτέλεσμα να επηρεάσει τις τιμές και των υπόλοιπων
αγαθών. Οι υψηλές τιμές οδήγησαν σε υψηλό πληθωρισμό και τελικώς σε
χαμηλή μεγέθυνση. Η καμπύλη Phillips δεν επιβεβαιώθηκε διότι παρόλο που
αυξανόταν ο πληθωρισμός δεν αυξανόταν το επίπεδο απασχόλησης. Το ίδιο
συνέβη και με το κανόνα νομισματικής πολιτικής του Taylor που φάνηκε
αναποτελεσματικός με αποτέλεσμα να γεννηθεί η ανάγκη για νέες θεωρίες
όπως η Νεοκλασική και η Νεοκεϋνσιανή. Τα Νεοκλασικά είναι τα κλασικά
οικονομικά βασιζόμενα στις ορθολογικές προσδοκίες και τα Νεοκεϋνσιανά
επέκτειναν τα κεϋνσιανά προσθέτοντας στοιχεία μικροοικονομικής θεμελίωσης.
Τέλος, σημαντική υπήρξε και η συμβολή των συμπεριφορικών οικονομικών
(Kahneman, Tversky) και η επιρροή από την ψυχολογία.

Η περίοδος της Μεγάλης Ομαλοποίησης από 1980-2008, χαρακτηρίζεται από


υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης τόσο των ανεπτυγμένων όσο και των
αναπτυσσόμενων οικονομιών. Ήταν μια καλή περίοδος για την οικονομία
συνολικά λόγω και του χαμηλού πληθωρισμού και της υψηλών ρυθμών
μεγέθυνσης. Αυτό που απασχόλησε την οικονομική σκέψη είναι , ενώ
μακροχρόνια παρουσιαζόταν ανοδική τάση στο παραγόμενο προϊόν, να
αναλύσει τι συμβαίνει σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, κάποιες μορφές
διακυμάνσεων που παρατηρήθηκαν στις οικονομίες. Γι’ αυτό το λόγο,
αναπτύχθηκαν τα RBC μοντέλα, η θεωρία των πραγματικών οικονομικών
κύκλων, στη προσπάθεια να ερμηνεύσουν τη πορεία του οικονομικού κύκλου
σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Άλλες θεωρίες που αναπτύχθηκαν ήταν τα
μετακεϋνσιανά οικονομικά καθώς επίσης και η εξελικτική θεωρία.
28. Ποια είναι η επίδραση ενός αρνητικού σοκ παραγωγικότητας με
βάση τη θεώρηση των Πραγματικών Οικονομικών Κύκλων (RBC); Ποια
είναι η σχέση των RBC μοντέλων με τα Νεο Κευνσιανά μοντέλα στην
ερμηνεία των οικονομικών διακυμάνσεων;

Ένα αρνητικό σοκ παραγωγικότητας είναι αυτό που θα οδηγήσει σε μείωση


του παραγόμενου προϊόντος για ένα δεδομένο επίπεδο απασχόλησης και
κεφαλαίου. Αρχικά το σοκ επιδρά στην αγορά εργασίας και η καμπύλη
ζήτησης εργασίας μετατοπίζεται αριστερά. Ταυτόχρονα δημιουργείται και
υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας κάτι που μειώνει τους πραγματικούς
μισθούς και η απασχόληση πέφτει σε επίπεδο κάτω από το L*. Αυτό με τη
σειρά του οδηγεί σε περαιτέρω μείωση του προϊόντος και έτσι από το σημείο Β
οδηγούμαστε στο σημείο Ε. Όμως λόγω της μείωσης του εισοδήματος
μειώνεται και το επίπεδο αποταμίευσης – ο πλούτος μένει ανεπηρέαστος-
μετατοπίζοντας την καμπύλη των αποταμιεύσεων αριστερά (από το σημείο Ζ
στο σημείο Η). Άρα, συνολικά μειώνεται ο πραγματικός μισθός, το επίπεδο
απασχόλησης, το προϊόν, η κατανάλωση και η επένδυση ενώ το πραγματικό
επιτόκιο και το επίπεδο τιμών αυξάνονται.

Στα μοντέλα RBC παρατηρούνται μεταβολές σε σχέση με τους παραγωγικούς


συντελεστές και της συνάρτηση παραγωγής ενώ τα Νεοκεϋνσιανά ασχολούνται
με τη διαχείριση της ενεργούς ζήτησης. Στα Νεοκεϋνσιανά η ακαμψία των
τιμών και των μισθών ενσωματώνονται ενδογενώς, εξ ου και η μίκρο-
θεμελίωση, μέσω της συμπεριφοράς των ατόμων. Επίσης θεωρούν ότι οι
οικονομικές διακυμάνσεις οφείλονται στις αποκλίσεις από το επίπεδο
παραγωγής που θα σημειώνονταν αν υπήρχε πλήρης απασχόληση. Τέλος,
αναφέρονται για μια σχεδόν ορθολογική συμπεριφορά των ατόμων καθώς
επίσης και στην ύπαρξη ατελούς ανταγωνισμού, εν αντιθέσει με τα RBC.
29. Πως το ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλει στην οικονομική μεγέθυνση
στα ενδογενή υποδείγματα μεγέθυνσης; Θεωρείτε ότι τα τρία ενδογενή
υποδείγματα (Romer, Lucas, Schumpeter) μπορούν να ερμηνεύσουν
καλύτερα την πορεία των ανεπτυγμένων ή των αναπτυσσόμενων
οικονομιών;

Αρχικά, σύμφωνα με τη θεωρία του Lucas, το ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλει


στην οικονομική μεγέθυνση με δυο τρόπους. Πρώτον, μέσω της μεθόδου
‘learn by doing’ , δηλαδή το άτομο μαθαίνει καθώς εργάζεται στην επιχείρηση
και γίνεται πιο παραγωγικό και οδηγεί έτσι σε μεγαλύτερο παραγόμενο προϊόν
και δεύτερον λόγω της επίδρασης που έχει η συσσώρευση γνώσης στο
ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Σύμφωνα με τον Romer, η τεχνολογία
οδηγεί σε μεγαλύτερη ποικιλομορφία προϊόντων , καλύπτοντας ένα
μεγαλύτερο εύρος αναγκών, τα οποία είναι πιθανό να είναι και ποιοτικότερα
κάτι που οδηγεί τελικώς στην ανάπτυξη και μεγέθυνση. Άρα, στη περίπτωση
αυτή η επιρροή του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι πιο έμμεση διότι σχετίζεται με
τη συσσώρευση γνώσης με σκοπό την βελτίωση της τεχνολογίας, η οποία
τελικώς ευθύνεται για την ποσότητα, την ποιότητα καθώς και την
ποικιλομορφία των αγαθών που παράγονται. Το γεγονός ότι σε μεγάλες
οικονομίες δημιουργούνται φθίνουσες αποδόσεις του κεφαλαίου αυτή η
ποικιλομορφία των προϊόντων αντισταθμίζει την επίδραση αυτή. Τέλος,
σύμφωνα με τον Schumpeter (κυρίως των μοντέλων Aghion – Howitt και H.
Grossmann) , η καινοτομία παίζει τον κεντρικότερο ρόλο. Τρία είναι τα βασικά
τους σημεία. Πρώτον, η δημιουργική καταστροφή όπου υπεισέρχονται νέες
καινοτομίες που ‘καταστρέφουν’ τις παλιές και δημιουργούνται νέα προϊόντα
και υπηρεσίες. Δεύτερον, οι επενδύσεις στις δεξιότητες των εργαζομένων ή
επενδύσεις για έρευνα και ανάπτυξη. Τέλος , η μακροχρόνια οικονομική
μεγέθυνση εξαρτάται από τις καινοτομίες που πραγματοποιούνται.

Ως προς το ποιά υποδείγματα είναι τα καταλληλότερα για να ερμηνεύσουν


καλύτερα την πορεία των ανεπτυγμένων ή των αναπτυσσόμενων χωρών,
φαινομενικά και τα τρία μοντέλα μπορούν να εξηγήσουν την πρόοδο των
ανεπτυγμένων χωρών και όχι τόσο των αναπτυσσόμενων, διότι οι
ανεπτυγμένες οικονομίες είναι σε θέση να επενδύσουν σε ανθρώπινο κεφάλαιο
(Lucas,Schumpeter) καθώς και να συσσωρεύσουν φυσικό κεφάλαιο που
οδηγεί σε επενδύσεις (Romer) . Θεωρώ όμως πως η πιο σωστή προσέγγιση
είναι ότι δεν έχουν αποκλειστική χρήση και , κατ’ επέκταση, ίσων να μπορούν
να χρησιμοποιηθούν όλα για την ερμηνεία και των δύο περιπτώσεων. Για
παράδειγμα , αν οι αναπτυσσόμενες οικονομίες κάνουν εισαγωγή κεφαλαίων,
δηλαδή επιτρέψουν την είσοδο ξένων κεφαλαίων, θα αυξηθούν οι επενδύσεις
και τελικώς θα υπάρξει καινοτομία κάτι που οδηγεί στο υπόδειγμα του
Schumpeter που φαίνεται αρχικώς να ταιριάζει μόνο στη περίπτωση των
ανεπτυγμένων χωρών.
30. Η ιδέα της σύγκλισης των οικονομιών είναι η υπόθεση ότι το κατά
κεφαλήν εισόδημα των φτωχότερων οικονομιών τείνει να αυξάνεται με
ταχύτερους ρυθμούς από ότι σε περισσότερο πλούσιες οικονομίες. Που
θεωρείτε ότι οφείλεται αυτό; Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τη θέση του
Lucas στη συζήτηση αυτή;

Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας είναι ότι οι φτωχότερες οικονομίες


δέχονται αύξουσες αποδόσεις κεφαλαίου, διότι υπάρχει περιθώριο να
αναπτυχθούν ενώ, αντίθετα, στις πλουσιότερες οικονομίες παρατηρούνται
φθίνουσες αποδόσεις κεφαλαίου. Επιπλέον, οι φτωχές οικονομίες τείνουν να
αντιγράφουν τις τεχνολογίες των ανεπτυγμένων χωρών και αποφεύγουν το
στάδιο της έρευνας και ανάπτυξης, έτσι αποκτούν ένα προβάδισμα στην
αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους. Έτσι, οι φτωχότερες οικονομίες
αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τις πλούσιες κάτι που τελικώς οδηγεί
στη σύγκλιση.

Θα περίμενε κανείς ότι αφού οι φτωχές χώρες έχουν αύξουσες οικονομίες ,


και άρα υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης, οι πλούσιες χώρες θα επενδύουν
τα κεφάλαιά τους σε αυτές. Όμως στη πράξη, οι πλούσιες χώρες στέλνουν τα
κεφάλαιά τους σε άλλες πλούσιες, ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως το
παράδοξο του Lucas. Το αποτέλεσμα αυτού το φαινομένου είναι να καθυστερεί
η σύγκλιση των πλούσιων και των φτωχότερων οικονομιών. Οι
αναπτυσσόμενες χώρες χαρακτηρίζονται από ένα υπόβαθρο που συνήθως
εμποδίζει την είσοδο ξένων επενδύσεων , για παράδειγμα υψηλή φορολογία,
μεγάλη γραφειοκρατία , κάτι που εμποδίζει τους επενδυτές από το να
επενδύσουν σε αυτές. Επιπλέον, σε αρκετές αναπτυσσόμενες οικονομίες
υπάρχουν κυβερνητικές πολιτικές που εμποδίζουν τις ξένες επενδύσεις, για
παράδειγμα περιορισμοί στην εισροή κεφαλαίων, δασμοί κλπ.

You might also like