Professional Documents
Culture Documents
Εργασία με θέμα:
Οδυσσέας Κοψιδάς
1
Κυριότερες συντομογραφίες:
Αρμ: Αρμενόπουλος
2
Α. Εισαγωγή
1
ΑΠ 525/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
2
ΟλΣτΕ 632/1978, ΤοΣ 1978.
3
Β. Η διάρκεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
Η συλλογική σύμβαση εργασίας είναι μία διαρκής σύμβαση. Η ισχύς της συλλογικής
σύμβασης εργασίας αρχίζει από την ημέρα της κατάθεσής της στην αρμόδια
υπηρεσία3.
3
Άρθρο 9 παρ 2 ν. 1876/1990.
4
Άρθρο 9 παρ 3 ν. 1876/1990.
5
ΑΠ 182/60 ΕΕργΔ 19, 511, ΑΠ 270/60 ΕΕργΔ 19, 709, ΑΠ 566/69 ΔΕΝ 26, 140 , ΕφΑθ 11297/1989, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,
6
Αγραφιώτης Z., Η καταγγελία της σχέσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 1978 σ. 84/5,
Αγαλλόπουλος X., Εργατικόν Δίκαιον σ. 346.
4
χαρακτήρα των διατάξεων της ΠΥΣ 6/2012 7. Δεδομένης της μικρής διάρκειας ισχύος
των ΣΣΕ μετά τη νέα ρύθμιση, ο συνήθης τρόπος λήξης μίας ΣΣΕ είναι η λήξη της
χρονικής της διάρκειας.
Η ρύθμιση της ΠΥΣ κατακρίθηκε, τόσο για πρακτικούς όσο και για νομικούς λόγους.
Σύμφωνα με μία γνώμη8, η απαγόρευση κατάρτισης μιας ΣΣΕ ως αορίστου χρόνου
αντίκειται στην συλλογική αυτονομία, αφού την περιορίζει χωρίς την ύπαρξη κάποιου
αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τον περιορισμό. Κατά τη γνώμη αυτή, η
σύναψη συλλογικής σύμβασης ως αορίστου χρόνου παραμένει δυνατή, αφού από το
γράμμα της ρύθμισης της ΠΥΣ 6/2012 δεν φαίνεται να αποκλείει την αόριστη διάρκεια
αλλά αναφέρεται στις ΣΣΕ που συνάπτονται ως ορισμένου χρόνου 9. Όμως η τελευταία
αυτή άποψη δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα του νόμου που ρητά κάνει λόγο για
ορισμένη χρονική διάρκεια των ΣΣΕ και ρυθμίζει το ελάχιστο και ανώτατο χρονικό όριό
τους.
Σε κάθε περίπτωση, η ρύθμιση της ΠΥΣ είναι άστοχη, αφού δεν λαμβάνει υπόψη την
πρακτική αξίας της ΣΣΕ αορίστου χρόνου, ιδίως όταν ρυθμίζονται ζητήματα διαρκούς
διάρκειας, όπως η κατάρτιση ενός κανονισμού εργασίας. Μάλιστα, η αστοχία της
ρύθμισης αναδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ν. 1876/1990 με το άρθρο 12 παρ 2 ρητά
επιτρέπει την αποδέσμευση των μερών από μία αορίστου χρόνου ΣΣΕ.
Ζήτημα προέκυψε στην περίπτωση που τα μέρη συνεχίζουν την εφαρμογή της ΣΣΕ και
μετά τη λήξη της διάρκειάς της. Στην περίπτωση αυτή υποστηρίζεται ότι δεν πρόκειται
για παράταση της διάρκειας ή για μετατροπή της σε αορίστου χρόνου, λόγω μη
εφαρμογής της ΑΚ 671 στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας 10. Άλλωστε, η αντίθετη
παραδοχή προσκρούσει στο γράμμα της ΠΥΣ και στον τυπικό χαρακτήρα των
συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
7
Ζερδελής Δ., Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 2019, 478.
8
Κουκιάδης Ι., Ατομικό και Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Επιτομή, 7η ‘εκδοση, Σάκκουλας, 272.
9
Βλ και Μπακόπουλο Κ., Συμβολές στο Εργατικό Δίκαιο, 2017, Σάκκουλας, 387, ο οποίος προτείνει τη διορθωτική
ερμηνεία της ΠΥΣ ώστε το ρυθμιστικό της πεδίο ως προς τη διάρκεια ισχύος να καταλαμβάνει μόνο τις ορισμένου
χρόνου ΣΣΕ.
10
Ζερδελής Δ., ό.π., σελ 481, βλ αντίθετα Μπακόπουλο Κ., ό.π., 388, βλ. και Λεβέντη Α., Μεταβίβαση Επιχείρησης
και Συλλογικές Σχέσεις Εργασίας, 2016, Σάκκουλας, 162, ο οποίος υποστηρίζει ότι εάν οι συμβαλλόμενοι
εφαρμόζουν την ΣΣΕ και μετά τη λήξη της αυτή καθίσταται αορίστου χρόνου.
5
Γ. Καταγγελία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
Μετά την κατάργηση της αόριστης διάρκειας των ΣΣΕ, η καταγγελία μίας ΣΣΕ λαμβάνει
μονο τη μορφή της έκτακτης καταγγελίας. Η ΣΣΕ καταγγέλλεται με έγγραφο που
επιδίδεται στην άλλη πλευρά και κοινοποιείται στην τοπική υπηρεσία του Υπουργείου
Εργασίας, όπου έχει κατατεθεί η Σ.Σ.Ε., με δικαστικό επιμελητή (άρθρο 12 παρ. 3). Ο
έγγραφος τύπος είναι συστατικός και η επίδοση στην αρμόδια υπηρεσία αποτελεί
προϋπόθεση του κύρους της. Δεν απαιτείται απόφαση ΓΣ αλλά αρκεί η απόφαση του
ΔΣ της συνδικαλιστικής ή εργοδοτικής οργάνωσης. Με την καταγγελία μιας ΣΣΕ
ξεκινάει η διαδικασία διαπραγματεύσεων για τη σύναψη νέας ΣΣΕ.
Μερική καταγγελία δεν είναι δυνατή, εκτός εάν η ίδια η ΣΣΕ ορίζει διαφορετικά. Η
καταγγελία από μία εκ των συμβληθέντων συνδικαλιστικών ή εργοδοτικών
11
άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 1876/1990.
12
Ζερδελής Δ., ό.π., σελ 496.
6
οργανώσεων επιφέρει αποτελέσματα μόνο για εκείνη και όχι και για τις λοιπές
συμβληθείσες συνδικαλιστικές ή εργοδοτικές οργανώσεις.
7
Δ. Παράταση ισχύος
Αρχικά, η διάρκεια ισχύος της ΣΣΕ μπορεί να παραταθεί με νέα συμφωνία των μερών
της συλλογικής διαπραγμάτευσης, η οποία θα περιβληθεί τον τύπο που απαιτείται για
την κατάρτιση μίας ΣΣΕ. Σιωπηρή παράταση της ΣΣΕ με συνέχιση της εφαρμογής της
αποκλείεται λόγω του συστατικού τύπου που χαρακτηρίζει τις ΣΣΕ13.
Σε κάθε περίπτωση, εάν έληξε η Σ.Σ.Ε. είτε λόγω παρόδου της διάρκειάς της, είτε με
καταγγελία, χωρίς να συναφθεί νέα Σ.Σ.Ε., η ισχύς των κανονιστικών όρων της Σ.Σ.Ε.
παρατείνεται για ένα τρίμηνο από τη λήξη της (άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990, όπως
ισχύει μετά την Π.Υ.Σ. 6/2012). Κατ’ εξαίρεση για την Εθνική Γενική Συλλογική
Σύμβαση Εργασίας η παράταση είναι εξάμηνη και όχι τρίμηνη (άρθρο 40 ν.
4320/2015).
Ως κανονιστικοί ορίζονται εκείνοι οι όροι της Σ.Σ.Ε. που έχουν άμεση και αναγκαστική
ισχύ για τα συμβαλλόμενα μέρη. Κατά το διάστημα αυτό, ο εργοδότης δεν δύναται να
τροποποιήσει προς το δυσμενέστερο τους όρους εργασίας των εργαζομένων, αλλά
δεσμεύεται από το περιεχόμενο της Σ.Σ.Ε., όπως και πριν τη λήξη αυτής. Δεν
παρατείνεται η ισχύς των ενοχικών όρων της ΣΣΕ, οι οποίοι εκφεύγουν του κανόνα
δικαίου της παράτασης, όμως παρατείνονται οι μικτοί όροι των ΣΣΕ.
Σκοπός της αυτοδίκαιης παράτασης είναι η αποφυγή ρυθμιστικού κενού μεταξύ του
χρόνου λήξης της ΣΣΕ και τη σύναψη νέας ΣΣΕ, κατόπιν συλλογικής διαπραγμάτευσης,
προκειμένου τα μέρη να μπορούν να διαπραγματευτούν ελεύθερα χωρίς τον φόβο
απώλειας δικαιωμάτων14.
13
ΜονΠρΘ 2850/2020, ΤΝΠ Νομοτέλεια.
14
Κουκιάδης Ι., ό.π., 274.
8
Ε. Μετενέργεια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας
Μετά την πάροδο της τρίμηνης παράτασης, και εφόσον δεν έχει συναφθεί νέα Σ.Σ.Ε.
ακολουθεί η λεγόμενη μετενέργεια της Σ.Σ.Ε. Κατά τη διάρκεια της μετενέργειας, οι
κανονιστικοί όροι της Σ.Σ.Ε. εξακολουθούν να ισχύουν και να διέπουν τις
υφιαστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς, ωστόσο, να διατηρούν την άμεση και
αναγκαστική ισχύ τους, δηλαδή πλέον ισχύουν ως κανόνες ενδοτικού δικαίου.
Συνεχίζουν να επιδρούν έξωθεν στην εργασιακή σχέση, δηλαδή δεν καθίστανται
περιεχόμενο της σύμβασης εργασίας και δεν ενσωματώνονται σ’ αυτήν, όπως γινόταν
δεκτό παλαιότερα, αλλά ισχύουν με τον όρο μη ύπαρξης αντίθετης συμφωνίας στην
ατομική σύμβαση. Εφόσον, δε, μετασχηματίζονται σε όρους των ατομικών συμβάσεων
εργασίας, οι όροι αυτοί μπορούν να τροποποιηθούν όχι μόνο ευνοϊκότερα, αλλά και
δυσμενέστερα για τους εργαζόμενους με νεότερη Σ.Σ.Ε. του ίδιου είδους και πεδίου
ισχύος.
9
μόνο το βασικό μισθό που διαμορφώνεται σε κλιμάκια με βάση το χρόνο υπηρεσίας,
θα αρκείτο να αναφέρει ως διατηρούμενο το βασικό μισθό και δεν θα ομιλούσε περί
επιδομάτων, έννοια που είναι διαφορετική από το βασικό μισθό και υποδηλώνει κάτι
πέραν αυτού15.
Ως επίδομα τέκνου νοείται το επίδομα, που χορηγείται αποκλειστικά για την ύπαρξη
τέκνου. Ως επίδομα σπουδών νοείται και το επίδομα για την ολοκλήρωση σπουδών της
τριτοβάθμιας ανώτερης εκπαίδευσης, η οποία περιλαμβάνει τα Α.Ε.Ι., τα Α.Τ.Ε.Ι. και
τις Ακαδημίες, αλλά και για την για ολοκλήρωση σπουδών, που δεν εντάσσονται στο
εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά απονέμουν τίτλους σπουδών επαγγελματικής
εκπαίδευσης. Δεν υπάγονται στην έννοια αυτή επιδόματα, που προβλέπονται για την
κτήση κάθε άλλου είδους γνώσης ή δεξιότητας, όπως π.χ. ξένης γλώσσας ή χειρισμού
Η/Υ.
10
προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός παροχής της εργασίας του στη συγκεκριμένη
κατηγορία επιχειρηματικής δραστηριότητας, χωρίς οποιαδήποτε επίδραση στην υγεία
του, δεν επάγεται όμως κίνδυνο για τη ζωή ή σωματική ακεραιότητα αυτού. Επίσης,
δεν περιλαμβάνεται στις ανωτέρω έννοιες των διατηρουμένων επιδομάτων το ταμιακό
επίδομα, το οποίο ούτε με το χρόνο υπηρεσίας ούτε με τον κίνδυνο για την ζωή και
την σωματική ακεραιότητα του μισθωτού συνδέεται.
Κάθε άλλος μισθολογικός ή θεσμικός όρος που δεν αναφέρεται στις παραπάνω
διατάξεις παύει να ισχύει. Επομένως, ο εργοδότης έχει την ευχέρεια τους υπόλοιπους
όρους να τους καταργεί μονομερώς. Οι όροι που μετενεργούν εξακολουθούν να
ισχύουν μέχρι να: α) συναφθεί νέα Σ.Σ.Ε. και μπορεί να είναι ευνοϊκότεροι ή
δυσμενέστεροι και β) καταργηθούν ή τροποποιηθούν με νεότερη σύμβαση μεταξύ
εργοδότη και εργαζόμενου. Ειδικότερα, προκειμένου για ΣΣΕ που είχαν λήξει ή
καταγγελθεί πριν από την ισχύ του εξουσιοδοτικού (ως προς την έκδοση της ΠΥΣ) ν.
4046/2012, η οποία άρχισε την 14-2-2012, ορίσθηκε ότι η "μετενέργεια" ισχύει
(γενικώς) μόνο για ένα τρίμηνο και ότι μετά την πάροδο του τριμήνου αυτού
περιορίζεται (ειδικώς) μόνο στους κανονιστικούς όρους που αναφέρονται στο βασικό
μισθό (ή ημερομίσθιο) και σε τέσσερα (μόνο) επιδόματα, τα οποία κατονομάζονται
περιοριστικά και προσδιορίζονται ως "ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου
εργασίας". Οπότε, κατά ρητή πρόβλεψη του νέου νόμου (τέταρτο εδάφιο της παρ.4
του άρθρου 2 της ως άνω ΠΥΣ), οι ατομικές συμβάσεις εργασίας "προσαρμόζονται",
για το μέλλον, ήτοι περιλαμβάνουν μόνο τους ως άνω κανονιστικούς όρους που
συνεχίζουν να "μετενεργούν" και όχι τους υπόλοιπους. Και, μάλιστα, η προσαρμογή
αυτή είναι επιτρεπτό να επέλθει μονομερώς, με πρωτοβουλία του εργοδότη, χωρίς να
απαιτείται η προηγούμενη, σύμφωνη γνώμη των εργαζόμενων18. Μάλιστα, έχει γίνει
δεκτό19 ότι λόγω της γενικότητας της διατύπωσης του άρθρου 2 παρ 4 της ΠΥΣ
6/2012, οι σχετικές ρυθμίσεις καταλαμβάνουν όλες τις ΣΣΕ που είχαν λήξει ή
καταγγελθεί πριν την ισχύ του ν. 4046/2012, άρα και για εκείνες, των οποίων οι
κανονιστικοί όροι είχαν θεωρηθεί με βάση το άρθρο 9 παρ 5 του ν. 1876/1990,
18
ΑΠ 1335/2018, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ.
19
ΜονΕφΘ 1414/2019, Αρμ 7/2020, 1172 επ.
11
εξακολουθούν να ισχύουν μετά την πάροδο εξαμήνου από τη λήξη ή καταγγελία της
ΣΣΕ μέχρι την λύση ή τροποποίηση της ατομικής σύμβασης.
Η μετενέργεια αφορά μόνο τις ατομικές σχέσεις που δεσμεύονταν από την ΣΣΕ κατά
την παράτασή της22. Δεν αφορά προσληφθέντες μετά την λήξη της παράτασης
εργαζόμενους ή νέα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που προσχώρησαν μετά
την παράταση23.
Η συνταγματικότητα της ρύθμισης της ΠΥΣ για την κατάργηση της μετενέργειας με την
εξαίρεση του βασικού μισθού και των 4 επιδομάτων κρίθηκε στην ΟλΣτΕ 2307/2014 24.
Κατά τη γνώμη που επικράτησε, η «μετενέργεια», προβλεπόμενη από διάταξη τυπικού
νόμου και μη αποτελούσα προϊόν συλλογικής διαπραγμάτευσης, δεν εντάσσεται, από
τη φύση της στη συλλογική αυτονομία, ώστε να νοείται, με τον περιορισμό της,
παραβίαση της αρχής αυτής. Εξ άλλου, η «μετενέργεια» συνιστά, εξ ορισμού, εξαίρεση
από τον γενικό κανόνα της ισχύος συμβάσεων μόνο για τον συμφωνημένο από τους
συμβαλλόμενους χρόνο. Ως εξαιρετική, συνεπώς, ρύθμιση μπορεί ελεύθερα να
καταργηθεί από τον νομοθέτη που τη θέσπισε, παρεμβαίνοντας στη συλλογική
αυτονομία, χωρίς η κατάργηση αυτή να μπορεί να θεωρηθεί, σε οποιαδήποτε
20
ΑΠ 201/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
21
Μπακόπουλος Κ., ό.π., 391-2.
22
ΑΠ 493/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.
23
Λεβέντης Α., ό.π., 163.
24
ΤΝΠ Ισοκράτης.
12
περίπτωση, ότι συνιστά παράβαση των αρχών της συλλογικής αυτονομίας, αφού,
αντιθέτως, συνιστά επιβεβαίωσή τους. Πολλώ δε μάλλον, εφ’ όσον εν προκειμένω δεν
καταλαμβάνει τους, κατά τεκμήριο, σημαντικότερους κανονιστικούς όρους των
συλλογικών συμβάσεων εργασίας, δηλαδή αυτούς που αφορούν τον βασικό μισθό, το
βασικό ημερομίσθιο και τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης
εργασίας.
Κατά την παρεκκλίνουσα ελαφρώς από την πλειοψηφία γνώμη, η κατάργηση της
μετενέργειας ναι μεν δεν αποτελεί ευθεία επέμβαση στην συλλογική αυτονομία, αλλά
στερεί από τους μισθωτούς ένα βασικό στοιχείο κατοχύρωσης της θέσης τους έναντι
της εργοδοσίας, ιδίως στο πλαίσιο των συλλογικών εργατικών αγώνων και των
συλλογικών διαπραγματεύσεων. Η μερική κατάργηση της μετενέργειας, που επέρχεται
με την παράγραφο 29 του Μνημονίου και το άρθρο 2 παρ. 4 της ΠΥΣ 6/2012,
αποδυναμώνει την θέση των εργαζομένων στο πλαίσιο του μηχανισμού της συλλογικής
αυτονομίας, όμως η αποδυνάμωση αυτή είναι συνταγματικά ανεκτή 25, υπό τις
δεδομένες συνθήκες και εν όψει του σκοπού των διατάξεων του ν. 4046/2012 και της
ΠΥΣ 6/2012.
Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, ο θεσμός της μετενέργειας δεν κατοχυρώνεται στο
Σύνταγμα με ρητή διάταξη, όμως αποτελούσε, κατά την αντίληψη του νομοθέτη,
αναγκαίο όρο για να είναι πραγματικά «ελεύθερες» και αποτελεσματικές, κατά το
άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η μερική
κατάργηση της μετενέργειας η οποία επέρχεται με τις ανωτέρω διατάξεις του
Μνημονίου και της προσβαλλόμενης ΠΥΣ, εξεταζόμενη, όπως επιβάλλεται, όχι
αυτοτελώς, αλλά σε συνάρτηση με τη συνολική, σοβαρή επιδείνωση της
διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων από τις ρυθμίσεις των εν λόγω
νομοθετημάτων, αντίκειται στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη του άρθρου 22 παρ.
2. Διότι, το συλλογικό εργασιακό κεκτημένο εξασθενίζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να
ανατρέπεται η αναγκαία ισορροπία την οποία εγγυάται το Σύνταγμα ως προϋπόθεση
για την αποτελεσματική λειτουργία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της
25
Βλ και ΜονΠρΘ 2850/2020, ΤΝΠ Νομοτέλεια, που έκρινε ότι η ρύθμιση συμβαδίζει με την αρχή της
αναλογικότητας.
13
συλλογικής αυτονομίας. Η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος κατά τη γνώμη της
μειοψηφίας δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να καταστήσει συνταγματική την
επίμαχη ρύθμιση.
Η γνώμη της μειοψηφίας της ΟλΣτΕ 2307/2014 αντιλήφθηκε το μέγεθος της βλάβης
που επήλθε στις εργασιακές σχέσεις με την κατάργηση της μετενέργειας, αφού ορθά
εξέτασε το ζήτημα στο ευρύτερο πλαίσιο της περιστολής των εργασιακών
δικαιωμάτων που επήλθαν με τις μνημονιακές διατάξεις. Η κατάργηση της
μετενέργειας πρέπει να εξεταστεί σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της ΠΥΣ για την
κατάργηση των ρητρών μονιμότητας, τον περιορισμό της αυτοδίκαιης παράτασης των
ΣΣΕ από εξάμηνο σε τρίμηνο, την κατάργηση της αόριστης διάρκειας των ΣΣΕ, μείωση
κατώτατων μισθών και ημερομισθίων της ΕΓΣΣΕ σε όλα τα επίπεδα κατά 22% από 14-2-
2012, κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό διαφαίνεται η αντισυνταγματικότητα της κατάργησης της
μετενέργειας, αφού με την ΠΥΣ 6/2012 (και το σύνολο των αντιεργατικών ρυθμίσεων
που εισήγαγε) η συλλογική αυτονομία δέχθηκε δυσανάλογα, απρόσφορα και μη
αναγκαία πλήγματα που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν από το ταμειακό-
δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου.
14
παρέλευση της αυτοδίκαιης παράτασης της ΣΣΕ, τέθηκε το ερώτημα εάν οι όροι αυτοί
μπορούν να μεταρρυθμιστούν με την συνδρομή του άρθρου 288 ΑΚ. Με την απόφαση
αυτή κρίθηκε ότι η γενική ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ λειτουργεί όχι μόνο ως
συμπληρωματική, αλλά και ως διορθωτική ρήτρα των δικαιοπρακτικών βουλήσεων
στις περιπτώσεις, που εξ αιτίας ειδικών συνθηκών μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις
εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνημένο μέτρο και έγιναν
δυσβάστακτες για τον οφειλέτη ή το δανειστή. Οι μισθολογικοί όροι της εργασιακής
σύμβασης που μετενεργούν κατόπιν της λήξης της ΣΣΕ, αφού επιβλήθηκαν
αναγκαστικά από τον νομοθέτη και δεν καθορίστηκαν κατόπιν συμφωνίας
στηριζόμενης σε πραγματικά περιστατικά που να είχαν αποτελέσει τότε το
δικαιοπρακτικό θεμέλιο γι’ αυτούς, κυρίως δε στις ισχύουσες τότε πολιτικές,
οικονομικές, φυσικές και κοινωνικές συνθήκες, δεν μπορούν να διαμορφωθούν κατά
τρόπο διαφορετικό με την εφαρμογή της γενικής διάταξης του άρθρου 288 ΑΚ, η
λειτουργία της οποίας είναι συμπληρωματική ή διορθωτική των δικαιοπρακτικών
βουλήσεων των συμβαλλομένων μερών, παρέχουσα στο δικαστήριο τη δυνατότητα,
βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, κατ’ απόκλιση των συμφωνηθέντων, να προσδιορίσει
την εκπληρωτέα παροχή με περιστολή ή επέκταση του συμφωνηθέντος μεγέθους της.
Οι εν λόγω μισθολογικοί όροι μπορούν να τροποποιηθούν, είτε με νέα ΣΣΕ, είτε με
ατομική συμφωνία των μερών, όχι όμως με την εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, που θα
τύχαινε εφαρμογής σε περίπτωση συμβατικού μισθού 29. Γενικότερα, η νομολογία
εφαρμόζει με φειδώ την ΑΚ 288 για την αναπροσαρμογή των μισθολογικών όρων αλλά
το ενδιαφέρον με την απόφαση αυτή είναι πως απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου
του ΑΚ για τις διατάξεις της ΣΣΕ που μετενεργούν και καθορίζουν μισθολογικά
ζητήματα30.
Τέλος, στο πλαίσιο της λειτουργίας της μετενέργειας έχει τεθεί το ερώτημα εάν
αναβιώνει κατά το στάδιο της μετενέργειας ο όρος της ατομικής σύμβασης που είχε
εκτοπιστεί με τη συλλογική ρύθμιση κατά τη διάρκεια ισχύος της ΣΣΕ. Στην περίπτωση
αυτή, λόγω της μετενέργειας της ΣΣΕ, δεν αναβιώνει ο όρος της ατομικής σύμβασης,
29
βλ. και ΑΠ 77/1988 ΕΕργΔ 1989, 331.
30
Βλ σχόλιο Δ. Γούλα σε Αρμ 7/2020, 1175.
15
εκτός εάν συναφθεί νέα ΣΣΕ που καθιερώνει δυσμενέστερο του ατομικού όρου
καθεστώς, οπότε αναβιώνει η συμβατική ρύθμιση ως ευμενέστερη 31.
31
Μπακόπουλος Κ., ό.π., 394.
16
ΣΤ. Επίλογος
Από τα παραπάνω εκτιθέμενα προκύπτει ότι η διάρκεια ισχύος της ΣΣΕ αποτελεί
ουσιώδες στοιχείο της που συνδέεται άμεσα με την αποτελεσματικότητα της
προστασίας των ΣΣΕ 32. Οι επεμβάσεις της ΠΥΣ 6/2012 σε ζητήματα που αφορούν τη
διάρκεια των ΣΣΕ κλόνισαν τον πυρήνα της συλλογικής αυτονομίας. Με το πλέγμα των
διατάξεων των νόμων που τέθηκαν σε ισχύ από το 2010 έως και το 2012 το κράτος
παρενέβη ανεπίτρεπτα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, περιορίζοντας ουσιωδώς
την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της συνδικαλιστικής ελευθερίας και της
συλλογικής αυτονομίας.
Η ΟλΣτΕ 2307/2014 θεμελίωσε την συνταγματικότητα των διατάξεων της ΠΥΣ για την
κατάργηση της μετενέργειας στο δημοσιονομικό συμφέρον και στην επιρροή που
αναγκαστικά είχε η δημοσιονομική κρίση στις εργασιακές σχέσεις. Όμως, οι αρχικά
προσωρινής ισχύος διατάξεις εκτάκτου χαρακτήρα έχουν πλέον λάβει μόνιμη ισχύ,
σχεδόν δέκα χρόνια μετά την εποχή της δημοσιονομικής κρίσης. Ενόψει της
εξομάλυνσης της δημοσιονομικής κατάστασης, θα πρέπει να ξανανοίξει ο διάλογος για
την απελευθέρωση της συλλογικής αυτονομίας από τους έκτακτους περιορισμούς της
ΠΥΣ 6/2012. Ιδίως το ζήτημα της απαγόρευσης σύναψης ΣΣΕ αορίστου χρόνου θα
πρέπει να εξεταστεί, ενόψει και της κριτικής που έχει ασκηθεί στη διάταξη, αφού η
πρακτική της εφαρμογή προκαλεί προβλήματα.
Τελειώνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την έκτακτη υγειονομική κρίση του covid
19 ορίστηκε με το άρθρο δέκατο πέμπτο της από 1.5.2020 Π.Ν.Π., ΦΕΚ Α 90/1.5.2020
ότι η ισχύς των κανονιστικών όρων των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των
Διαιτητικών Αποφάσεων, των οποίων η τρίμηνη παράταση ισχύος έληξε από την 29η
Φεβρουαρίου 2020 έως και την 30η Απριλίου 2020 παρατάθηκε έως και την 30η
Ιουνίου 2020.
32
Κουκιάδης Ι., ό.π., 372.
17
Βιβλιογραφία
Καζάκος, Α., Συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτησία μετά την Π.Υ.Σ.
6/28.2.2012 – Η καταστροφή του συστήματος παραγωγής συλλογικών ρυθμίσεων και
η βίαιη επιστροφή στην ατομική σύμβαση εργασίας, ΕΕργΔ 2012, 593 επ.
18