You are on page 1of 9

ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ - ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

Ο Τάσος Πορφύρης γεννήθηκε το 1931 στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου (παλαιότερα, Κακσιοί) και
το χειμώνα του 1945 εγκαταστάθηκε πλέον στην πρωτεύουσα. Αποφοίτησε από τη Μέση Β΄
Εμπορική Σχολή στα Πατήσια το 1949. Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1961 με
την ποιητική συλλογή Νεμέρτσκα. Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των περιοδικών
Μαρτυρίες, Προτάσεις, Σημειώσεις και συνεργάτης πολλών λογοτεχνικών περιοδικών.
Μετέφρασε E. Pound, T.S. Eliot, D. Thomas κ.ά.

ΓΡΑΜΜΑ
Τα πεύκα που χαϊδεύαμε μετά την απελευθέρωση
Θέριεψαν
Ακόμα στριφογυρίζει κείνος ο απαρηγόρητος άνεμος
Αναστατώνοντας τις βελόνες τους
Κάθε μια
Και μια νότα αποχωρισμού
Το μονοπάτι έγινε εθνική οδός
Χιλιάδες αυτοκίνητα χλευάζουν τη μνήμη μας
Το μικρό κεντράκι κατεδαφίστηκε
- Εκεί που σου κρατούσα τα χέρια
Γιατί αποδημητικά πουλιά ταξίδευαν σε σχηματισμούς
Στα μάτια σου -
Χτίσαν ένα μοτέλ και στο ταμείο κάποιος μετρά
Χαρτονομίσματα
Κι εγώ τα χρόνια που λείπεις και τ’ άλλα που θα ’ρθουν
Φορτωμένα ποιος ξέρει τι συμφορές
Εδώ χωρίσαμε
Στο 21ο χιλιόμετρο στα εικοσιένα μας χρόνια
Ίχνη από πέλματα κι ύστερα βροχή φυτεύοντας ανεμώνες
Παλιά χινοπωριάτικη βροχή απ’ την πατρίδα
Κουβαλώντας βραδινές κάμαρες μ’ αμπάρια φωτισμένα απ’ το στάρι
Σεντούκια που μοσχομυρίζουν μήλα
Και το μεγάλο δάσος με τις βαθιές του ανάσες.
(από την ποιητική συλλογή “FLASHBACK”, Αθήνα 1971)

ΕΤΣΙ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ


Έτσι ξεκινάει ένα ποίημα
Με μεγάλα περιθώρια να σε χωρέσει ολόκληρον
Με αποθέματα αναπνοών για τις κραυγές σου
Με σιωπές κυκλωμένες από μαχαίρια
Να το διώξεις να μην σε παιδεύει άλλο
Κάτι συμβαίνει και στην πρώτη στροφή το χάνεις
Ψάχνεσαι απεγνωσμένα για τσιγάρο
Εδώ ήσουν αγαπημένη ασφαλισμένος
Στάθηκα να ιδώ την πόλη λίγο
Γύρισα είχες φύγει…
Σ’ έψαξα τρελός στους περαστικούς
Σ’ έχασα
Είκοσι χρόνια σε φροντίζω
Άυπνος φτάνω αργά στη δουλειά
Κλέβω τα φωνήεντα απ’ τους στίχους
Μη σου λείψει τίποτα
Με κάνεις ό,τι θέλεις όπως το ποίημα.
(από την ποιητική συλλογή“Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΞΟΔΟΣ”,Αθήνα 1980)

ΕΣΥ ΠΟΥ ΘΑ ’ΡΘΕΙΣ


Εσύ που θα ’ρθεις ύστερα από χρόνια
Αψηλή και ξανθιά
Σε ποιο χειροσφίξιμο κρύβεσαι
Σε ποιαν εξομολόγηση σπαρταράς
Ποια σεντούκια με θησαυρούς ανοίγεις
Σκάβοντας μέσα μου σπηλιές
Φέρνοντας μεγάλα κούτσουρα απ’ το δάσος
Ανάβοντας το τζάκι
Αφήνοντάς με να με πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά σου
Θα ζουν τάχα οι στίχοι μου να σε κάνουν να κλαις
Να σφίγγεις τη γροθιά σου με οργή στο κενό του αιώνα
Ή θα περπατάς σ’ έρημες στοές και σε συνθετικό
Γρασίδι ανύποπτη για τους θησαυρούς της γης και τα
Περασμένα περιβόλια.
(από την ποιητική συλλογή “Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΞΟΔΟΣ”, Αθήνα 1980)

Ο,ΤΙ ΕΙΧΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ


Ό,τι είχα για σένα μέσα μου το ’κανα στίχους
Άδειασα, ρημάχτηκα για χατίρι σου κι εσύ
Ρίχνεις μπόι κι ομορφαίνεις απ’ το στερνό μου
Αίμα μού καρφώνεις την ανάσα στο στήθος με
Τα μακριά σου δάχτυλα κι από τις ρίζες της
Ξεπηδάνε τριαντάφυλλα που με πληγώνουν
Και με μεθάνε.
(από την ποιητική συλλογή “Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΞΟΔΟΣ”, Αθήνα 1980)
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΡΑΦΤΗΣ
[Φραστανά 1911 - Μπιζάνι 1946]

Δίχως τριακόσιους μ’ ένα μπαστούνι από κρανιά


Κι ένα σακούλι σταυρωτά για την λειψή μπομπότα
Το χώμα ξέρναγε αγκάθια από τη μπότα
Και στις καρδιές μεθοκοπούσε η ερημιά

Ψηλός κόντρα τ’ ανέμου στις κορφές και στα χωριά


Τοίμαζες τον ξεσηκωμό ξεχνώντας και τον ύπνο
Ξαλάφρωνες τα στήθια τους διώχνοντας την ανημποριά
Σε τάιζαν την πίκρα τους και το λιτό τους δείπνο

Ξένοι και ντόπιοι λύκοι φρένιαζαν· μουλωχτός


Διάλεγε το μονοπάτι του ο Εφιάλτης
Σου στήσανε καρτέρι στο γιοφύρι Μάρτης
Μπουμπούκι ο γράβος κι η κρανιά κι εσύ ορτός

Να σε στεριώνει ο θυμωμένος ποταμός


Κι η πληγωμένη Άνοιξη απ’ τον καιρό του Ρήγα
Στο δρόμο για τα Γιάννενα κι ο μαύρος ο χαμός
Να μην μετρά τα χρόνια σου τα λίγα

Απ’ το Μπιζάνι αντίκρισες στερνή φορά το φως


Μάνα με το σεγκούνι σου και τη σφιγμένη ομπόλια
Όσες χιλιάδες οι καρδιές τόσες χιλιάδες βόλια
Το ροζιασμένο χέρι σού φιλούν ο ξένος κι ο δικός

Στον κόρφο της Νεμέρτσκας κουρνιάσανε τα Φραστανά


Τρέχει η λαφίνα στις πλαγιές ψάχνοντας τα παιδιά της
Απόκαμε η Μπάμπω έρημα τα χέρια στην ποδιά της
Απ’ τη βοσκή γυρνούν μουγκρίζοντας τα ζωντανά
Το αίμα δεν σε πρόδωσε κι ούτε θα σε προδώσει
Ο τόπος που σκότωσαν γιόμισε παπαρούνες
Το μέλλον π’ ονειρεύτηκες κοπάδια από κουρούνες
Κι οι σύντροφοι έχουν τη μνήμη σου σταυρώσει.
(από την ποιητική συλλογή “Η ΠΕΜΠΤΗ ΕΞΟΔΟΣ”, Αθήνα 1980)
 [ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ]
V
 Δεν έχουν τέλος τα ποιήματα - ούτε τα βάσανα άλλωστε -
Περιμένουν υπομονητικά τη σειρά τους γνωρίζοντας
Πως θα έχουν αρκετόν καιρό στη διάθεσή τους να μας
Ταλανίσουν ενώ νομίζουμε πως μας ξέχασαν κι αρχίζουμε
Να ξεθαρρεύουμε πέφτουν πάνω μας πεινασμένα
Προσπαθώντας να χορτάσουν τις αδηφάγες σελίδες τους.
(από την ποιητική συλλογή “ΤΑ ΛΑΒΩΜΕΝΑ”, Αθήνα 1996)

[ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ]
VI
 Η ποίησή μου έγινε κιόλας σαράντα χρονών τη θυμάμαι
Να μπουσουλάει στις σελίδες των περιοδικών και να την
Κυνηγώ μήπως μου ξεφύγει και περάσει στο περιθώριο
Του χειρογράφου μεγαλώνοντας δεν έκανε εύκολα παρέες
Μονάχα με ορισμένες συνομήλικες συναντιόταν σε κανένα
Ταβερνάκι δεν έγινε ποτέ του συρμού ούτε οι φίλες της
Άλλωστε και τώρα μένει σπίτι διαβάζει παλιά γράμματα
Ακούει Μολδάβα σε δίσκους από βινύλιο - τα παράσιτα
Είναι πρωινό ξύπνημα πουλιών κι αχός από καταρράχτες -
Βλέπει παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τα λένε όλα
Η ποίησή μου έγινε σαράντα χρόνων κι αρχίζει να γκριζάρει.
(από την ποιητική συλλογή “ΤΑ ΛΑΒΩΜΕΝΑ”, Αθήνα 1996)

ΔΙΟΤΙ ΤΙ ΣΟΪ ΠΟΙΗΤΗΣ…


 Διότι τι σόι ποιητής θα ήσουν φίλε μου αν
Δεν έκρυβες δυο άσσους στο μανίκι σου και
Δεν τους έριχνες στην τσόχα την ώρα που
Φαίνονταν πως όλα είχαν τελειώσει ο κερδι-
σμένος είχε απλώσει τα χέρια του κι έμεινε
Αποσβολωμένος όπως ο αναγνώστης σου όταν
- Διασχίζοντας ένα ανθισμένο λιβάδι -
Αντικρίσει ξάφνου την άβυσσο και μείνει
Με το ένα πόδι στα λουλούδια και το άλλο
Κρεμασμένο στο κενό.

(από την ποιητική συλλογή “ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ”, Αθήνα 2004)


ΠΑΜΒΩΤΙΔΟΣ ΝΕΟ ΜΑΡΤΥΡΟΛΟΓΙΟ

 Λίμνη ως σ’ αγναντεύω λέω πως όλα είναι ψέματα κι ο βυθός σου


Ανθίζει όπως η όψη σου ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό
το κάστρο
Λικνίζεται αγκυροβολημένο στα νερά σου τα πουλιά κόβουν
λωρίδες το
Γαλάζιο για τις φρέσκιες πληγές μας αυτά θέλω να σκέφτομαι
αλλά
Δεν μ’ αφήνουν οι Αλή-τες της ιστορίας που τροφοδότησαν με
Θρύλους τα σκοτεινά νερά ποντάροντας στη μεγαλοψυχία σου
Όμως καιρός να πετάξεις το σαλιωμένο δεφτέρι με τα λαθραία
Γεγονότα και στο καινούργιο να περάσεις το νέο Μαρτυρολόγιο
Αρχίζοντας από τον Γιωσέφ Ελιγιά μισόν Εβραίο κι ολόκληρον
Έλληνα που σου ’γραφε ποιήματα από το Κιλκίς και το
Αργυρόκαστρο
«Ρίχνοντάς τα στον αποχωρισμό για να γεμίσει»: «Ω εσύ γλαυκή
Παμβώτιδα που πλάι σου αναμετρούσα όλους τους χτύπους της
καρδιάς
Και τους ρυθμούς της πλάσης» έφυγε στα τριάντα του αφήνοντας
Ορφανή τη Μάνα να θρηνεί για τον μονογενή της κι ο Σαμπεθάι
Καμπιλής Άννας και Καϊάφας ούτε καν Πιλάτος κι από κοντά
Βάλε και τονΣιούλα τον Ταμπάκο κι όλους τους Ταμπάκους που τα
Δάκρυά τους αλμύρισαν τα νερά σου και τον Γιάννη Μπεράτη
Να σε πλουτίζει με το «πλατύ ποτάμι» του και κράτα ενός
Πρωινού σιγή να περάσουν στην αιωνιότητα η Ευτυχία Πρίντζου
Με τους συντρόφους της η λιανή Μαργαρίτα Περδικάρη καθώς
Πατώντας στις μύτες των ποδιών της γράφει το σύνθημα στον
τοίχο
Του ετοιμόρροπου αιώνα: «Καληνύχτα ντε»! Κι ο Λεωνίδας
Ράφτης
Ατενίζοντας απ’ το Μπιζάνι τα Φραστανά αξημέρωτα να τα
βυζαίνει
Η Νεμέρτσκα μισοκρυμμένα στον κόρφο της και μιαν έναστρη
Νύχτα στείλε τα παρόχθια νερά σου στην πολιτεία ανηφορίζοντας
την
Αβέρωφ να χαθούν στην Ανεξαρτησίας και στα γύρω σοκάκια με
τα
Γκαλντερίμια τα σιδεράδικα τ’ ασημουργεία κι ύστερα ας
φτάσουν ως το
Χάνι του Κώτσιο-Λάμπρου να προλάβουν τον Ρόβα που ξεκινάει
για
Τη Βλαχιά -μισοτραβηγμένες κουρτίνες στον οντά και κλαρίνο
για τον
Αποχωρισμό- το πρωί τ’ αφεντικά βγάζοντας τα κεπέγκια των
μαγαζιών τους
Θ’ αναρωτιούνται: πού βρέθηκε τόση υγρασία μια τέτοια ξάστερη νύχτα;
(από την ποιητική συλλογή “ΕΡΗΜΑ”, Αθήνα 2008)
ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΑΣΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
«Μηνολόγιο»

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΓΕΝΑΡΗΣ - ΓΑΜΗΛΙΩΝ (15/1 - 15/2) 


Τα βουνά φορτωμένα τα πιο κοντά στον ουρανό δημιουργήματα. Τ’ αγρίμια στις φωλιές
τους. Κρεμασμένοι τσίγκροι1 από τις τσίγκινες σκεπές, κεριά αναμμένα από τις πρώτες
ηλιαχτίδες κι η παγωνιά να ξεφαντώνει στην ερημιά. Αναμνήσεις κι αρκούδες στη χειμέρια
νάρκη τους. Ο κοκκινολαίμης με την άλικη μπέρτα ραμφίζει τα νωχελικά μας πρωινά.

ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ - ΦΛΕΒΑΡΗΣ ή ΚΟΥΤΣΟΦΛΕΒΑΡΟΣ -ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ (15/2-15/3) 


Βιαστική πρώιμη ανυπόμονη Άνοιξη στις μυγδαλιές. Τριγμοί ριζών από τα ανακλαδίσματά
τους στα στενά κρατητήρια του χειμώνα. Μόνιμα σύννεφα στη Νεμέρτσκα και το Πάπιγγο,
απειλή για όψιμα χιόνια. Πολλά νερά στον Καλαμά, τον Αώο, τον Βοϊδομάτη και πέστροφες να
σπαρταράνε στα πλεμάτια. Στην επικράτεια του ύπνου, πρόβες ανυπόμονων ονείρων.

ΜΑΡΤΙΟΣ - ΜΑΡΤΗΣ και ΓΔΑΡΤΗΣ -ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ (15/3 - 15/4)


Το τελευταίο οχυρό του χειμώνα που αντιστέκεται με πείσμα στην έλευση της Άνοιξης με
σημαντικές απώλειες εκατέρωθεν. Βροχές ευεργετικές για κρόμμυα, γεώμηλα και κρυμμένα
αισθήματα. Η σταβιά2 λιγοστεύει από ξύλα και το τζάκι συνεχίζει το παραμύθι του χειμώνα. Τη
νύχτα ακούγονται οι σπόροι που σκάνε και οι βλαστοί τους τρυπάνε το χώμα.

 ΑΠΡΙΛΙΟΣ - ΑΠΡΙΛΗΣ - ΜΟΥΝΙΧΙΩΝ (15/4 - 15/5)


Η φύση ξαναστρώνει τα πολύχρωμα χαλιά της που ’χε δώσει για φύλαξη στα υπόγεια του
χειμώνα. Σπαρτά κυματίζουν στον σιτοβολώνα της μνήμης. Ίχνη από χελιδονοφωλιές σε παλιά
σπίτια, ακριβά αποτυπώματα περασμένων ανοίξεων. Σκληρός και ξανθός Απρίλης, ο Ιανός της
ποίησης. Ω γλυκύ μου έαρ! Στις εκκλησιές ο Επιτάφιος θρήνος στις μωβ κουτσουπιές το Θείο
πένθος και στις λαγκαδιές ανθισμένες παπαρούνες από το αίμα του Άδωνη.

ΜΑΪΟΣ - ΜΑΗΣ και ΚΕΡΑΣΑΡΗΣ -ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ (15/5 - 15/6)


Κεράσια κόκκινα, σκουλαρίκια στ’ αυτιά της Άνοιξης να στραφταλίζουν στον ήλιο.
Η Βεατρίκη με τις φίλες της συντροφιά στον περίπατό της πλάι στον ανθισμένο Άρνο. Εκεί
την πρωτοαντίκρισες, μεγάλε Φλωρεντινέ;
Φύτεμα μποστανιών, πότισμα καλαμποχώραφων κι η προσμονή, μελωδία στο στήθος.
Χελιδόνια να ψαλιδίζουν το γαλάζιο κι εκείνο να μην σώνεται. Σκαρισμένα κοπάδιαστον
ύπνο της αυγής. Βαθιές ανάσες στη θέα της καινούργιας μέρας με απέραντες διαδηλώσεις
λουλουδιών και τη φωνή του ποιητή: «Όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιεςφορές πεθαίνει».

ΙΟΥΝΙΟΣ - ΙΟΥΝΗΣ, ΘΕΡΤΗΣ ή ΘΕΡΙΣΤΗΣ -ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ (15/6 - 15/7)


Δρεπάνια σε μουσεία κεφαλοχωρίων, πλάι σε άλλα σκεύη παρωχημένων χρήσεων. Κοντά σ’
ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μαχαίρια για τη μπομπότα, το χοιρομέρι, τα τυριά, τις πίτες.
Αξημέρωτα για το θέρο. Στο σαμάρι της φοράδας -της Μπάλιας-, δρεπάνια, βούρλα για τα
δεμάτια, φέτα στο κλειδοπίνακο 3, σιουρμπέτι4 στο γυαλί, μπατσαριά5 στο ταψί, ψωμί στην
πετσέτα, νερό στην ντρεβενίτσα και μια τσέργα6 για τον μεσημεριανό ύπνο στον ίσκιο της
γκορτσιάς. Κι άσπρα μεγάλα καθαρά μαντίλια για να προφυλάσσουν το πρόσωπο απ’ τον
καλοκαιριάτικο ήλιο κι ο ιδρώτας να τσούζει τα μάτια, ή τα δάκρυα; Τι σεντούκια της μνήμης
που μοσχοβολάνε ανοίγω τώρα Μάνα; «Καιρός του σπείρειν και του θερίζειν».

ΙΟΥΛΙΟΣ - ΙΟΥΛΗΣ και ΑΛΩΝΑΡΗΣ -ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ (15/7 - 15/8)


Τ’ άλογα στ' αλώνι να ξεσπειρίζουν τα δημητριακά με τα πέταλά τους, αψιά μυρωδιά του
άχυρου που σαν τελείωνε τ’ αλώνισμα το σπρώχναμε με τα δικέλια στην καλύβα. Παιχνίδια
κρυφτού κάτω απ’ τ’ άχυρα, ρόδινες σάρκες με τον τραγοπόδαρο στην οροφή να χαμογελάει:
βαθιά βλέμματα. Το απόγευμα λίχνισμα του καρπού να πάρει ο άνεμος τα φλούδια και οι
σπουργίτες «τα στρουθία του Παπαδιαμάντη» κοπάδια στις βουζιές 7 ένα γύρω. Κουβάλημα του
καρπού στ’ αμπάρια κι ο ύπνος χορταστικός χωρίς τον εφιάλτη της πείνας.

 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ -ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ (15/8 -15/9)


Στο ξεραμένο από τον καύσωνα ποτάμι, μεγάλοι πλαγιασμένοι κορμοί από παρασυρμένες
καστανιές και καρυδιές από την εποχή των καταιγίδων. Μυρωδιές βαρβατίλας τράγων και
κριαριών στο χοροστάσι την ώρα που γύριζαν απ’ τη βοσκή τα κοπάδια. Άγρια εφηβεία
βασανιστική με θολό βλέμμα και τραγούδι τζιτζικιών στις λιπανθιές 8 του μπάρμπα-Μήτσου.
Λιπόθυμο καλοκαίρι να το κουβαλάει η μνήμη αγκαλιά.

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ- ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ, ΤΡΥΓΗΤΗΣ ή ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ (15/9-15/10)


Ξανθά και μαύρα δάκρυα κρεμασμένα στα κλήματα, να σπιθίζουν στον ήλιο χαλάλι το
σκάψιμο, το κλάδεμα, το βλαστολόγημα, το ράντισμα -με την παλιά χάλκινη μηχανή πλάτης-
από στουμπισμένη γαλαζόπετρα.
Μέρες τρύγου με κόσμο πολύ -θέρος, τρύγος, πόλεμος- μούστος για μουσταλευριά και
σιουμπέκια, πετιμέζι για τηγανίτες, κρασί για βάλσαμο, ρακί για την καρδιά και μεταβγαλμένη
για βεντούζες. Κρανία ζιούλες για φάγωμα, ποτό και μαρμελάδα. Μαύρα βατόμουρα για ποτό κι
όταν βράζουν για μαρμελάδα αχνίζει το σπίτι κι οι αρκούδες ανοίγουν τα ρουθούνια τους
τρελαμένες. Χελιδόνια στα σύρματα του τηλεγράφου έτοιμα για αποδημία, μελαγχολικές νότες
στο πεντάγραμμο του αποχωρισμού.

ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΟΧΤΩΒΡΗΣ, ΑΪ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ - ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ (15/10 - 15/11)


Μάζεμα καλαμποκιού. Ξενύχτια για τον ξέφλο και κρέμασμα στις γρέντες για να
στεγνώσουν. Κι ύστερα ξεσπείρισμα το ’να με τ’ άλλο ή χτύπημα πάνω σε μια πλατιά σανίδα με
το στειλιάρι, το τσιόλισμα. Μάζεμα του καρπού κι άδειασμα στ’ αμπάρια. Φρέσκια ζεστή
μπομπότα με τυρί φέτα κι αρέντα για το χοροστάσι· ψυχόπιασμα. Μήλα κι αχλάδια -τα
χειμωνάπιδα- στο σεντούκι· σειρά κι άχυρο, σειρά κι άχυρο. Μύγδαλα και κάχτες στο πατάρι και
σούρβα περασμένα σε κλωστή, κρεμασμένα απ’ το νταβάνι όπως και πλεξίδες από κρεμμύδια
και σκόρδα. Και μεγάλες κίτρινες κολοκύθες για πίτες και μπατσαριές, στο πάτερο που
κρατούσαν όλο το χειμώνα. Κι αγκαλιές χρυσάνθεμα· τα σύνορα της καλοκαιρίας.

 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΗΣ, ΧΑΜΕΝΟΣ (για τη μικρή διάρκεια της ημέρας) -


ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ (15/11 - 15/12)
Τσίπουρο κι απόγινωμένα γκόρτσα· τις ζιούλες. Η διαδικασία ακριβώς η ίδια μονάχα που
στο καζάνι του αποστακτήρα αντί για σταφύλια βάζουμε τα γκόρτσα. Γκορτσιές -αγριαχλαδιές ή
αγριαπιδιές- υπήρχαν παντού και κυρίως στις άκρες των χωραφιών. Όταν ήταν
βαριοφορτωμένες καρπό ξέραμε ότι ο ερχόμενος χειμώνας θα ’ταν βαρύς· η φύση προνοούσε
για τους υπηκόους της. Σωροί-σωροί τα κίτρινα φύλλα στις πλατείες, στους δρόμους, στους
κήπους. Στην καρδιά τσιμπήματα για τους καθυστερημένους του καλοκαιριού κι η αντάρα να
κρύβει Πάπιγγο και Νεμέρτσκα.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ, ΑΝΤΡΙΑΣ (αντρειεύει το κρύο) -ΠΟΣΕΙΔΕΩΝ (15/12 -


15/1)
«Μπόλια» -καλαμπόκι, σιτάρι, ρεβίθια, φακές-στο τσουκάλι και στην πυροστιά στο τζάκι με
τ’ αναμμένα ξύλα-. Κι όταν χυλώναν σερβιρίζονταν σε βαθιά πιάτα κι από πάνω μια κουταλιά
της σούπας πηχτό πετιμέζι. Κι από κοντά σιουμπέκια 9 με ρακί, παραστιά. Τα δέντρα γυμνά, η
τσάπα και το φτυάρι φερμένα μέσα γιατί δεν ξέραμε πόσο χιόνι θα ’ριχνε το βράδυ και πώς θα
πηγαίναμε ζαϊρέ10 για τα ζώα στα κατώγια; Κι όταν το ’στρωνε για τα καλά, κοτσύφια -μαύρες
νότες- στους φράχτες των κήπων. Τα ίχνη από το σαστισμένο δρομολόγιο του πεινασμένου
λαγού εύκολη λεία για τον αητό που ζυγιάζονταν πριν εφορμήσει.
Ξάστερη νύχτα Χριστουγέννων με ψαλμωδίες ανακατεμένες με τα βελάσματα των
προβάτων και των νιογέννητων αρνιών. Και την παραμονή οι σπαραχτικές κραυγές των
γουρουνόπουλων -που δεν τα πετύχαιναν με το πρώτο στην καρδιά- στα μπασαμάκια των
αυλόγυρων, ως βαθιά στο δάσος με τους αλαφιασμένους υπηκόους του.
(από την ποιητική συλλογή “ΧΡΟΝΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ”, Αθήνα 2011)

[Όλα τα παραπάνω ποιήματα περιέχονται και στην συγκεντρωτική έκδοση: “ΝΕΜΕΡΤΣΚΑ


(Ποιήματα 1961-2011)”, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2013]

1
τσίγκροι: σταλακτίτες πάγου
2
σταβιά: στοιβάδα
3
κλειδοπίνακο: ξύλινο κλειστό πιάτο
4
σιουρμπέτι: ξυνόγαλα
5
μπατσαριά: χορτόπιττα χωρίς φύλλο
6
τσέργα: σκληρή κουβέρτα από γίδινο μαλλί
7
βουζιές: κουφοξυλιές
8
λιπανθιές: φλαμουριές
9
σιουμπέκια: σουντζούκια, φτιαγμένα από μούστο και καρύδια
10
ζαϊρέ: ζωοτροφή

Προέλευση: http://eratopoesiaars.blogspot.com/2018/09/sos-porfiris-seleccion-de-poemas.html

You might also like