You are on page 1of 8

ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΛΟΥΚΑ Ζ´,11-16


ΟΜΙΛΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΗ ΤΩΝ ΘΛΙΒΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΩΝ
ΣΥΓΓΕΝΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΩΝ

Ἡ ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας στὴν Ναΐν. Ὁ Σωτήρας σπλαγχνιζόμενος τὴν
μητέρα τοῦ νεκροῦ τὴν παρηγορεῖ συνιστῶντας νὰ μὴ κλαίει. Δὲν πρέπει οἱ
χριστιανοὶ νὰ κλαίνε σφοδρὰ καὶ νὰ θρηνοῦν γιὰ τὸν θάνατο τῶν συγγενῶν καὶ
φίλων, διότι «οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες» δὲν πεθαίνουν, ἀλλὰ κοιμοῦνται. Ἡ
σταυρικὴ θυσία τοῦ Σωτῆρος κατάργησε τὸν θάνατο καὶ τὸν μετέβαλε σὲ ζωή.
Μακάριοι οἱ «ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες».

ΖΩΓΡΑΦΟΣ ἦταν, ὅπως λένε οἱ ἱστορικοί, ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς


Λουκᾶς· ἐμεῖς βλέπουμε ὅτι ἦταν ἄριστος καὶ σοφώτατος ἱστοριογράφος. Τόσο
φρόνιμα καὶ σύντομα περιγράφει τὰ ἱστορούμενα καὶ τόσο καθαρὰ διηγεῖται ὅλες τὶς
ἀναγκαῖες περιπτώσεις, ὥστε νομίζεις, ὅτι δὲν διαβάζεις βιβλίο, ἀλλὰ βλέπεις εἰκόνα,
στὴν ὁποία εἶναι ζωγραφισμένα αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ διηγεῖται. Ἐπιβεβαιώνει τὸ
λόγο μου καὶ ἡ σημερινὴ ἱστορία γύρω ἀπὸ τὴν χήρα στὴν Ναΐν. Μὲ χρώματα τόσο
ζωηρὰ ζωγράφισε ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστὴς καὶ τῆς χήρας τὸ μέγα δυστύχημα καὶ τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ τὴν ἀμέτρητη ἀγάπη καὶ τῆς Θεότητός Του τὸ ἐξαίσιο θαῦμα, ὥστε ἡ
ἱστορία αὐτή, μόνο νὰ τὴν διαβάσεις, κατάνυξη φέρνει στὴν ψυχή καὶ δάκρυα στὰ
μάτια. Γι’ αὐτὸ ἐλπίζουμε ὅτι καὶ ἡ ἑρμηνεία της, τὴν ὁποία προβάλλουμε σὲ σᾶς, νὰ
εἶναι καρποφόρος καὶ ψυχοσωτήρια.

Ε ὐαγγέλ ιο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ
συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοί, καὶ ὄχλος πολύς. Ὡς δὲ
ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκώς, υἱὸς μονογενὴς
τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ αὕτη ἦν χήρα· καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν
αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος, ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ
κλαῖε. Καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, (οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν), καὶ
εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρός, καὶ ἥρξατο
λαλεῖν· καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. Ἔλαβε δὲ φόβος ἅπαντας, καὶ
ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες· Ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι
ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.

Ὁ δεσποτικὸς λόγος τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν μητέρα τοῦ
νεκροῦ ἀνοίγει ὑπόθεση παρηγορητικὴ σ’ αὐτοὺς ποὺ κλαίνε γιὰ τὸν θάνατο τῶν
2 από 8

συγγενῶν καὶ φίλων τους. Βλέποντας ὁ Κύριος, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, τὴν μητέρα τοῦ
νεκροῦ, τὴ συμπόνεσε καὶ τῆς εἶπε· «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. ζ´,13)· Ἀληθινὰ ἀπὸ
εὐσπλαγχνία κινούμενος ὁ φιλάνθρωπος εἶπε πρὸς αὐτὴν μὴν κλαίς. Ἀλλὰ ἄραγε
εἶναι δυνατὸν μητέρα καὶ χήρα, νὰ βλέπει νεκρὸ τὸν ἕνα καὶ μόνο ἀγαπημένο γιό,
τὸν ὁποῖο εἶχε στήριγμα τοῦ σπιτιοῦ της, γηροκόμηση στὰ γεράματά της, ἐλπίδα τῆς
κληρονομιᾶς, χαρὰ τῆς καρδιᾶς καὶ φῶς τῶν ματιῶν της, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμποδίσει
τὰ δάκρυα, βλέποντάς τον νὰ βρίσκεται νεκρὸς καὶ χωρὶς ἀναπνοή;

Μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ φίλου πρὸς τὸν φίλο, τοῦ ἀδελφοῦ πρὸς τὸν
ἀδελφό, τοῦ πατέρα πρὸς τὸν γιό, καὶ τοῦ ἀνδρός πρὸς τὴν γυναῖκα· ἀλλὰ ἡ ἀγάπη
τῆς χήρας μητέρας πρὸς τὸν υἱό της τὸν μονογενῆ ὑπερέχει κάθε ἄλλης κοσμικῆς
ἀγάπης. Πῶς λοιπὸν ἦταν δυνατὸν νὰ κλείσει τὰ σπλάγχνα της καὶ νὰ ξηράνει τοὺς
ποταμοὺς τῶν δακρύων; «Μὴ κλαῖε». Ἐὰν ὁ Θεάνθρωπος ἔλεγε πρὸς αὐτήν, θέλεις ν’
ἀναστηθεῖ ὁ υἱός σου, ὅπως εἶπε στὴ Μάρθα, «Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου» (Ἰωάν.
ια´,23), τότε εἶχε τόπο τὸ «μὴ κλαῖε», τότε ὁ λόγος αὐτὸς μποροῦσε νὰ μεταβάλει τὰ
δάκρυα σὲ χαρὰ καὶ τὸ θρῆνο σ’ εὐφροσύνη· ἀλλὰ ὁ Κύριος, δὲν εἶπε τίποτε γιὰ τὴν
ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ της, εἶπε· «Μὴ κλαῖε».

Ἀλλὰ γιατί αὐτὸ; Καὶ ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ «ἐπιπεσῶν ἐπὶ πρόσωπον τοῦ
πατρὸς αὐτοῦ, ἔκλαυσεν αὐτὸν καὶ ἐφίλησεν αὐτόν» (Γενέσ. ν´,1), ἔπειτα ὅλοι οἱ
ἀδελφοί του καὶ συγγενεῖς «πένθος ἐποίησαν ἑπτὰ ἡμέρας» (Αὐτόθ. 10)· καὶ ὁ
προφήτης Δαβὶδ ἔκλαψε «κλαυθμὸν μέγαν σφόδρα» (Β´ Βασιλ. ιγ´,36) γιὰ τὸν θάνατο
τοῦ υἱοῦ του Ἀμνῶν· ἔκλαψε καὶ πένθησε τὸν νεκρὸ υἱό του Ἀβεσσαλώμ, καὶ
θρηνολόγησε καὶ εἶπε· «Υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, Υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, τὶς δώσει τὸν
θάνατόν μου ἀντὶ σοῦ; ἐγὼ ἀντὶ σοῦ. Ἀβεσσαλὼμ Υἱέ μου, Υἱέ μου» (Αὐτόθ. ιη´,33).
Καὶ ὁ σοφὸς Σειρὰχ παρήγγειλε στὸν υἱό του λέγοντας· «Τέκνον, ἐπὶ νεκρῷ
κατάγαγε δάκρυα» (Σοφ. Σειράχ, λη´,16).

Γιὰ ποιό λόγο λοιπὸν εἶπε ὁ Θεάνθρωπος στὴ μητέρα· «Μὴ κλαῖε»; Τὸ λόγο
φανέρωσε ἄλλοτε, δηλαδὴ ὅταν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ Ἰαείρου.
Ἔκλαιγαν τότε πάντες οἱ παρευρισκόμενοι στὸ σπίτι του· ὁ δὲ Ἰησοῦς, στρέφοντας
πρὸς αὐτοὺς καὶ λέγοντας «Μὴ κλαίετε», πρόσθεσε τὸν λόγο· «Μὴ κλαίετε»· εἶπε,
διότι αὐτὴ δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ
καθεύδει» (Λουκ. η´,52)· οἱ δὲ παρεβρισκόμενοι, σαρκικοὶ πράγματι καὶ μὴ
μπορῶντας νὰ ἐξηγήσουν «τὰ τοῦ πνεύματος» (Α´ Κορ. β´,14), «κατεγέλων αὐτοῦ»
γνωρίζοντας «ὅτι ἀπέθανεν» (Λουκ. η´,53).
3 από 8

Ὅμως ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι ἀληθινὸς καὶ βέβαιος· διότι πρὸ τοῦ πάθους
καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ οἱ ἄνθρωποι, ἐχθροὶ πράγματι τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. ε
´,10), μετὰ θάνατον πήγαιναν στὸν ᾅδη· αὐτὸ ἦταν ἄλλος θάνατος, θάνατος μετὰ τὸ
θάνατο ἢ «δεύτερος θάνατος», ὅπως λέει ὁ πολὺς Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἀποκάλ.
κα´,8)· Μετὰ δὲ τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ «κατηλλάγημεν τῷ
Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου αὐτοῦ» (Ρωμ. ε´,10), ὁ μὲν δεύτερος θάνατος καταργήθηκε, ὁ δὲ
πρῶτος δὲν εἶναι θάνατος ἀλλὰ ὕπνος. Γι’ αὐτὸ ὁ μὲν Χριστὸς ἔλεγε γιὰ τὸ θάνατο
τοῦ Λαζάρου· «Λάζαρος ὁ φίλος μας κεκοίμηται» (Ἰωάν. ια´,11), ὁ δὲ Παῦλος ἔγραφε
γιὰ ὅλους τοὺς πεθαμένους στὴν πίστη· «Οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ
τῶν κεκοιμημένων» (Α´ Θεσ. δ´,13) καὶ ἀλλοῦ· «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν,
ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α´ Κορινθ. ιε´,20). Ἡ θυσία στὸν Σταυρὸ τοῦ
ζωοποιοῦ αἵματος καὶ τοῦ ζωηφόρου θανάτου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατήργησε τὸν
θάνατο καὶ τὸν μετέβαλε σὲ ζωή (Β´ Τιμ. α´,10)· γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος φωνάζει· «ποῦ
σου, θάνατε, τὸ κέντρον; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;» (Α´ Κορ. ιε´,55), ὁ δὲ ἐπιστήθιος
Ἰωάννης μαρτυρεῖ· «Ἡμεῖς οἴδαμεν, ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου στὴν
ζωήν» (Α´ Ἰωάν. γ´,14).

Ἐὰν λοιπὸν εἶχαν φωνὴ οἱ νεκροί, ὅσοι δηλαδή, πραγματικοὶ ὀρθόδοξοι


χριστιανοί, πέθαναν στὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση, συνηνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ
μέσῳ τῶν Θείων μυστηρίων τῆς μεταλήψεως, θὰ ἔλεγαν βέβαια πρὸς τοὺς κλαίοντας
γι’ αὐτούς· «Μὴ κλαίετε»· Θὰ ἔλεγε ὁ νεκρὸς πρὸς τὸν ζωντανό· Μὴ κλαῖς, γιατί
κλαῖς; Ἐγὼ δὲν πέθανα, ἀλλὰ κοιμᾶμαι, μὴν κλαῖς· Δὲν ἀκοῦς τοῦ Δεσπότη σου τὴν
φωνή, ποὺ λέει· «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται»; (Ἰωάν. ια´,26)· Ἐγὼ δὲν
πέθανα, ἀλλὰ ζῶ· Δὲν ἀκοῦς τί λέει ὁ δημιουργὸς καὶ πλάστης μας; «Καὶ πᾶς ὁ ζῶν
καὶ πιστεύων εἰς ἐμέ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ στὸν αἰῶνα» (Αὐτόθ.)· ἐγὼ δὲν πέθανα, ἀλλὰ
μεταφέρθηκα «ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ζωήν» (Αὐτόθ. ε´,24)· Γιατί κλαίς; Γιὰ τὴν
εὐτυχία μου; Γιὰ τὴν αἰώνια δόξα μου; Γιὰ τὴν ἀπερίγραπτη χαρά μου; Γιὰ τὴν
βασιλεία τὴν ὁποία κληρονόμησα;

Ἐὰν οἱ νεκροὶ εἶχαν φωνή, θὰ ἔλεγε ὁ νεκρὸς στοὺς ζωντανοὺς καὶ κλαίγοντες
γι’ αὐτὸν ἐκεῖνα τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα εἶπε ὁ Κύριος πρὸς τὶς γυναῖκες στὴν
Ἱερουσαλήμ, ὅταν ἔκλαιγαν γιὰ τὸν θάνατό Του· «Θυγατέρες», εἶπε, «Ἱερουσαλήμ, μὴ
κλαίετε ἐπ᾽ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾽ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ´,28). Μὴν
κλαῖτε γιὰ μένα θὰ ἔλεγε: Ἐγὼ ἔφυγα ἀπὸ τὴν πολυτάραχη τῆς ζωῆς θάλασσα καὶ
τὰ ἄγρια τοῦ κόσμου κύματα, καὶ πορεύομαι στοῦ Ἀβραᾶμ τοὺς γαλήνιους καὶ
4 από 8

ἀκύμαντους κόλπους: Πορεύομαι στοὺς χοροὺς τῶν ἀγγέλων, στὶς πανηγύρεις τῶν
ἁγίων, στὴ δόξα τοῦ Θεοῦ: Πορεύομαι ὅπου τὸ φῶς τὸ ἀνέσπερο, ὅπου ἡ εἰρήνη ἡ
ἀτάραχη, ὅπου ἡ χαρὰ ποὺ δὲν λέγετε μὲ λόγια καὶ αἰώνια· κλαίτε δὲ γιὰ σᾶς, ποὺ
μείνατε στοὺς καθημερινοὺς κινδύνους, στὶς ἀλλεπάλληλες θλίψεις, στὶς συνεχεῖς
ἀσθένειες, στὶς ἀξιοδάκρυτες ταραχές, στοὺς δριμύτατους πειρασμούς· ἐγὼ ἔφθασα
στὸ ἀκύμαντο καὶ γαληνότατο λιμάνι, ἐσεῖς βρίσκεστε στὴν πολυκύμαντη καὶ
πολυτάραχη τῆς ζωῆς θάλασσα· Τί κλαίτε;

Ἀκοῦστε πῶς ἐξηγεῖ τὸ «μὴ κλαῖε» ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. «Οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς
ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε, καθὼς καὶ λοιποί, οἱ μὴ
ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. δ´,13). Ποῖοι εἶναι «οἱ λοιποί, οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα»; Οἱ μὴ
ἐλπίζοντες στὸν Θεόν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἄπιστοι: Ἐπειδὴ δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει
Θεός: Αὐτοὶ δὲν ἔχουν οὐδεμία ἐλπίδα, οὔτε ζωῆς αἰώνιας, οὔτε ἐλπίδα ἀναστάσεως
νεκρῶν, ἐπειδὴ παράλογα πείθονται ὅτι εἶναι θνητόψυχοι καὶ ὅτι μετὰ θάνατον,
διαλύεται καὶ διαφθείρεται ἡ ψυχή, ὅπως καὶ τὸ σῶμα.

Ὁ ἄπιστος λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν πιστεύει ὅτι ἐκ Θεοῦ εἶναι τὰ πάντα καὶ ὅτι ὁ
Θεὸς «πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ» (Α´ Βασ. β´,7), καθαιρεῖ δυνάστες
ἀπὸ θρόνους καὶ ὑψώνει ταπεινούς, τοὺς πεινασμένους χόρτασε ἀγαθά, καὶ τοὺς
πλούσιους κάνει ἄδειους (Λουκ. ε´,52-53), καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ποὺ ἀνοίγει τὸ χέρι του
καὶ γεμίζει κάθε «ζῶον εὐδοκίας» (Ψαλμ. ρμδ´,16), Ἐπειδή, λέω, ὁ ἄπιστος σὲ τίποτα
ἀπὸ αὐτὰ δὲν πιστεύει, γι᾽ αὐτὸ ἔχει ἀφιερωμένη ὅλη τὴν ἐλπίδα του στὰ ἀνθρώπινα
πράγματα.

Ὅταν λοιπὸν πεθάνει ἐκεῖνος ὁ συγγενής του ἢ ὁ φίλος ποὺ τὸν ἔτρεφε, ὁ
ὁποῖος ἦταν ἡ τιμὴ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ ὁ ὑπερασπιστὴς ὅλων τῶν ὑπαρχόντων του,
ἐκεῖνος ἀπ᾽ τοῦ ὁποίου κρεμόταν ὅλη ἡ κυβέρνηση καὶ ἡ κατάστασή του, τότε, ὅπου
κι ἂν προσηλώσει τὸν νοῦ του, δὲν βρίσκει σταθερὴ ἐλπίδα, ὅπου κι ἂν στρέψει τὰ
μάτια του, οὔτε ἴχνος βλέπει ἐκείνων, τῶν ὁποίων στερήθηκε: Ἐκ τούτου οἱ
ἀπαρηγόρητοι ἀναστεναγμοὶ καὶ οἱ ὑπερβολικοὶ θρῆνοι, καὶ οἱ ὁδυρμοὶ καὶ τὰ
ἀπελπισμένα καὶ ἀπαρηγόρητα δάκρυα. Ἀληθηνὰ δέ, οὔτε αὐτὸς τὸν ἑαυτό του,
οὔτε ἄλλος εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν παρηγορήσει: Ἡ πίστη μόνο παρηγορεῖ. Ἐὰν
πιστέψει στὸν Ἰησοῦ Χριστό, βρίσκει παρηγοριὰ τῆς θλίψεώς του: Ἀλλὰ τοῦτο δὲν
εἶναι εὔκολο· ἐὰν δὲ πεῖς σ’ αὐτὸν ὅτι θὰ βρεῖ ἄλλον ἄνθρωπο ὅμοιο μὲ τὸν
πεθαμένο, ψυχρὴ εἶναι τέτοια παρηγοριά, διότι αὐτὸς βλέπει ὅτι τὸ νὰ βρεῖς τέτοιον
ἄνθρωπο εἶναι ἔργο ἀβέβαιο καὶ δυσκολώτατο, μᾶλλον δὲ ἀδύνατο.
5 από 8

Ἡ Ραχήλ, λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, ὅταν ἔκλαιγε γιὰ τὸν θάνατο τῶν
παιδιῶν της, θρηνολογοῦσε ἀπαρηγόρητα· «Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ
ἤθελε παρακληθῆναι» (Ματθ. β´,18). Γιατί δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθεῖ; Διότι νόμιζε ὅτι
τὰ σφαγμένα της παιδιὰ χάθηκαν παντελῶς· «καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ
εἰσί» (Αὐτόθ.). Οἱ ἄπιστοι, ἐπειδή, πλανοῦν τοὺς ἑαυτούς τους, νομίζουν ὅτι ἡ ψυχὴ
εἶναι θνητή, καὶ ἀρνοῦνται τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση οἱ ἀνόητοι, ὅταν πεθάνει ὁ
ἀγαπημένος καὶ φίλτατός τους, δὲν βρίσκουν παρηγοριά, ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι ὁ
πεθαμένος χάθηκε ὁλοκληρωτικά, καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον ἀλλὰ διεφθάρη παντελῶς.

Ὁ χριστιανὸς πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ χορηγὸς πάντων τῶν ἀγαθῶν, ὁ δὲ


ἄνθρωπος χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πράξει τίποτε (Ἰωάν, ιε
´,5)· Αὐτὸς ἔχει ὅλη τὴν ἐλπίδα τῆς ὑπάρξεως, τῆς διακυβερνήσεως καὶ τῆς εὐτυχῆς
καταστάσεώς του ὄχι στοὺς ἀνθρώπους, «οἶς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. ρμε´,3), ἀλλὰ
στὸ Θεὸ τὸν παντοδύναμο καὶ σωτῆρα· Ὁ χριστιανὸς αὐτός, πιστεύοντας ὅτι τόσο
ἀγαπάει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, ὥστε εὐκολώτερο εἶναι νὰ λησμονήσει ἡ μητέρα τὰ
παιδιά της «ἤπερ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον» (Ἡσ. μθ´,1 ), λυπᾶται, ναί, ὅταν πεθάνει ὁ
συγγενὴς ἢ ὁ φίλος του· κλαίει βλέποντάς τον νὰ εἶναι νεκρός, τὸν ἀγαπημένο καὶ
φίλτατόν του, τὸν τροφέα, τὸν κυβερνήτη, τὸν εὐεργέτη, ἐκεῖνον ἀπ᾽ τὸν ὁποῖο
κρεμόταν καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ κατάστασή του, ἀλλὰ δὲν λυπᾶται, ὅπως ὁ ἄπιστος, οὔτε
κλαίει, ὅπως ὁ ἀπελπισμένος, οὔτε θρηνολογεῖ, οὔτε κόπτεται, ὅπως ἐκεῖνος, ὁ
ὁποῖος καμία ἐλπίδα δὲν ἔχει στὸν Θεό.

Τοῦτο εἶναι τὸ «μὴ κλαῖε», τὸ ὁποῖο εἶπε ὁ Κύριος στὴ χήρα τῆς Ναΐν· «Μὴ
κλαῖε», δηλαδὴ μὴ κλαῖς ὑπερβολικὰ καὶ χωρὶς μέτρο, μὴ κλαῖς ὅπως οἱ ἄπιστοι, οἱ
μὴ ἔχοντες ἐλπίδα, οὔτε ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὴν χήρα «μὴ κλαῖε παντελῶς» οὔτε ὁ
Ἀπόστολος εἶπε ἁπλῶς «ἵνα μὴ λυπῆσθε», ἀλλὰ πρόσθεσε τὸ «καθώς». «Ἵνα μὴ
λυπῆσθε, καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. δ´,13). Κλάψε τὸν
νεκρό, ἀλλὰ μὲ μέτρο· ὁ Θεὸς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς στέλνει τὴν θλίψη καὶ τὰ
δάκρυα· ἀλλὰ στέλνει αὐτά, λέει ὁ προφήτης, μέτρια. «Ποτιεῖς ἡμᾶς ἐν δάκρυσιν ἐν
μέτρῳ» (Ψαλμ. οθ´,6). Ἡ φύση φέρει δάκρυα, ἀλλ᾽ ἡ πίστη ἀναχαιτίζει τὰ πολλὰ
δάκρυα.

Πέθανε ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου, «ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου
ἐγκατέλιπόν με» (Αὐτόθ. κστ´,10), ἔμεινα ὀρφανὸς καὶ ἔρημος· γι᾽ αὐτὸ ἡ φύση φέρνει
δάκρυα, ἀλλὰ ἡ πίστη ἀντεπιφέρει παρηγοριά· ὁ πατέρας σου, λέει σὲ μένα, καὶ ἡ
μητέρα σου σὲ ἐγκατέλειψαν, ὁ δὲ Κύριος θὰ σὲ ἀναλάβει. Ὁ ἀδελφός μου καὶ ἡ
6 από 8

ἀδελφὴ μου καὶ οἱ συγγενεῖς μου πέθαναν, ἔμεινα ἄπορος καὶ στερημένος ἀπὸ
συγγενεῖς, γι᾽ αὐτὸ ἡ φύση φέρνει δάκρυα, ἀλλ᾽ ἡ πίστη σκουπίζει τὰ δάκρυά μου,
λέγοντας· Ἔχεις ἀδελφὸ καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα τὸν Κύριο Ἰησοῦ· διότι αὐτὸς εἶπε·
«Ὅστις ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτὸς μοι ἀδελφὸς
καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν» (Ματθ. ιβ´,50).

Πέθανε ὁ ἀγαπημένος μου φίλος, ὁ εὐεργέτης μου, ὁ ὑπερασπιστής μου, ἔμεινα


φτωχός, δυστυχής, ἄθλιος· ἡ φύση φέρνει δάκρυα, ἀλλὰ ἡ πίστη βάζει μέτρο στὰ
δάκρυά μου· ἔχεις, λέει, φίλο καὶ εὐεργέτη καὶ ὑπερασπιστὴ τὸν παντοδύναμο, διότι
αὐτὸς εἶπεν· «Ὑμεῖς φίλοι μοῦ ἐστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιε´
,14). Λυπᾶται, ναί, καὶ κλαίει καὶ ὁ πιστός, ἀλλὰ ὄχι ὅπως ὁ ἄπιστος· ἀληθῶς καὶ ὁ
πιστὸς ἄνθρωπος, ἐνόσῳ βλέπει κάτω στὴ γῆ, ἀποστρέφεται κάθε παρηγοριά·
«ἀπηνήνατο», ἔλεγε ὁ Προφητάναξ, «ἡ ψυχὴ μου τοῦ παρακληθῆναι» (Ψαλμ. οστ´,3)·
ἀλλὰ ὅταν ὑψώσει τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ θυμηθεῖ τὸ Θεό, εὐθέως ἔρχεται ἀπὸ
ἐκεῖ ἡ παρηγοριά. «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφράνθην» (Αὐτόθ. 4).

Πόση παρηγοριὰ παίρνει ὁ πιστὸς ἄνθρωπος, ὅταν, κλαίγοντας γιὰ τὸν νεκρὸ
συγγενῆ του ποὺ βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια του, βλέπει μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως,
ὅτι αὐτὸς δὲν χάθηκε, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ζεῖ! Πόση παρηγοριὰ παίρνει, ὅταν βλέπει
τὸ σῶμα νεκρό, χωρὶς πνοή, στὸν τάφο καὶ τὴν φθορᾷ, πιστεύει ὅτι, ἡ ψυχὴ τοῦ
σώματος ἐκείνου ζεῖ καὶ κινεῖται καὶ ἀναβαίνει στὸν οὐρανὸ καὶ κατοικεῖ στὰ
ἄφθαρτα καὶ ἀγαπητὰ σκηνώματα τοῦ Κυρίου της! Πόση παρηγοριὰ παίρνει, ὅταν,
λυπούμενος διὰ τὸν χωρισμὸ τοῦ συγγενοῦς ἢ τοῦ φίλου, πιστεύει, ὅτι ὁ χωρισμὸς
εἶναι πρόσκαιρος καὶ ὅτι ἔρχεται ὥρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ τὸν δεῖ πάλι, θὰ τὸν
ἀπολαύσει καὶ συζήσει μαζί του πάντοτε ἐν Κυρίῳ!

Ἡ χαρὰ γιὰ τὴ δόξα καὶ ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς μικραίνει τὴν λύπη γιὰ τὸν
θάνατο καὶ τὴν φθορὰ τοῦ σώματος· ἡ ἐλπὶδα τῆς ἀπολαύσεως γλυκαίνει τὴν πίκρα
τοῦ χωρισμοῦ· διότι ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ πιστεύουμε καὶ ἐλπίζουμε «ὅτι αὐτὸς ὁ
Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ᾽
οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον· ἔπειτα ἐμεῖς οἱ ζῶντες οἱ
περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ
Κυρίου εἰς ἀέρα, καί, οὕτῳ πάντοτε σὺν Κυρίῳ ἐσόμεθα» (Α´ Θεσσαλ. δ´,16-17).

Οὔτε ἡ φωνὴ στὴν Ραμᾷ θ’ ἀκούγεται οὔτε τῆς Ραχὴλ ὁ θρῆνος καὶ τὸ κλάμα
καὶ ὁ πολύς ὀδυρμὸς (Ματθ. β´,18) ἔχουν τόπο στὶς κηδείες καὶ τὰ ἐξόδια, δηλαδὴ οἱ
ἀναφορὲς τῶν κεκοιμημένων πιστῶν, ποὺ τελείωσαν τὴ ζωή τους μὲ πίστη καὶ
7 από 8

μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση καὶ βρέθηκαν καὶ κατὰ τὴν ἔσχατη ὥρα τῆς ζωῆς τους
συνενωμένοι μὲ τὸ μυστήριο τῆς μεταλήψεως μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν Σωτῆρα τῶν
ψυχῶν μας. Γιατί ὑπερβολικοὶ θρῆνοι καὶ κλάματα; Διότι πέθανε; Ἀλλὰ τὸ μὲν σῶμα
κοιμᾶται, ἡ δὲ ψυχὴ ζεῖ καὶ εἶναι σὲ ἐγρήγορση. «Ἔρχεται δὲ ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν
τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. ε´,28) καὶ τότε
ἀφοῦ ἀναστηθοῦν θὰ ζήσουν τὴ ζωὴ τὴ δοξασμένη καὶ εὐτυχῆ.

Ἐὰν πέθανε ἀνεξομολόγητος καὶ ἀδιόρθωτος, τότε ἀληθινὰ πρέπουν στεναγμοὶ


καὶ πολλὰ δάκρυα· μάλιστα ἐὰν τοῦτο συνέβη ἢ γιὰ τὴν ἀμέλεια ἤ, ὅπως συχνὰ
συμβαίνει, γιὰ τὴν τυφλὴ καὶ ἀδιάκριτη ἀγάπη καὶ τὴν δεισιδαιμονία τῶν συγγενῶν,
οἱ ὁποῖοι ἀντὶ νὰ πιστεύουν ὅτι μετὰ τὴν ἐξομολόγηση καὶ τῶν μυστηρίων τὴν
μετάληψη πολλὲς φορὲς ὁ Θεὸς εὐσπλαγχνιζόμενος χαρίζει στὸν ἀσθενοῦντα ζωή,
πείθονται παραλόγως ὅτι, ἐὰν ἐξομολογηθεῖ καὶ μεταλάβει τῶν μυστηρίων πεθαίνει,
τότε βεβαίως, ἔχουν τόπο οἱ θλιβεροὶ στεναγμοὶ καὶ τὰ πικρὰ δάκρυα. Αὐτὰ ὅμως ὄχι
μόνο ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μετὰ δεήσεων καὶ
τῆς τελέσεως τῆς ἀναίμακτης θυσίας πρέπει νὰ προσφέρωνται στὸν ἀπείρως
εὔσπλαγχνο Θεό, νὰ δείξει πρὸς τὸν πεθαμένο τὸ ἄπειρο ἔλεός Του καὶ τὴν
εὐσπλαγχνία.

Ἄτοπα δέ, ἄπρεπα πολὺ καὶ παράλογα εἶναι τὰ θρηνολογήματα ἐκείνων τῶν
ἀνθρώπων, ποὺ ἔχοντας μπρὸς στὰ μάτια τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ συγγενοῦς, στενάζουν
καὶ χτυπιοῦνται καὶ ὀλοφύρονται, σκούζουν δηλαδὴ λέγοντας· Καὶ τί νὰ κάνω στὸ
ἑξῆς; Καὶ ποῦ νὰ καταφύγω; Καὶ ποιός θὰ εἶναι βοηθός μου; Ποιός θὰ θρέψει τὰ
ὀρφανά μου; Ἐὰν οἱ ἄπιστοι, οἱ μὴ πιστεύοντες ὅτι ὑπάρχει Θεός, αὐτὰ λένε, τίποτε
παράξενο· ἐσὺ δέ, ποὺ πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει Θεός, «πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα
πληρῶν» καὶ βλέπει, προνοητὴς τοῦ παντὸς καὶ τροφέας πάντων τῶν ἀνθρώπων,
πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν χηρῶν, προστάτης, ἐλεήμων πρὸς ὅλους καὶ
φιλάνθρωπος, παντοδύναμος καὶ κάνει ὅσα ἐπιθυμεῖ, ἐσὺ τολμᾷς καὶ λές αὐτὰ; Τί νὰ
κάνεις; Αὐτὸ πράξε, κατέφυγε στὸν Θεό· ὁ Θεὸς καταφύγιό σου, ὁ Θεὸς βοήθειά
σου, ὁ Θεὸς Πατέρας τῶν ὀρφανῶν σου. Μακρυὰ ἀπὸ τὸ στόμα τῶν χριστιανῶν
τέτοια θρηνολογήματα! Μακρυὰ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν χριστιανῶν τέτοια παράλογα,
ἄδικα καὶ βλαβερὰ δάκρυα.

Καὶ τώρα θὰ φανερώσω πότε τὰ δάκρυα, ποὺ χύνονται στοὺς νεκρούς, εἶναι
εὐλογοφανή, λογικά, δίκαια καὶ ὠφέλιμα. Ἐὰν, ὅταν βλέπω τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ
συγγενῆ ἢ τοῦ φίλου μου χωρὶς πνοή, χωρὶς ἐνέργεια, ἀκίνητο, νὰ μυρίζει ἄσχημα,
8 από 8

στὴ γῆ νὰ μεταβάλλεται καὶ νὰ γίνεται τροφὴ τῶν σκουληκιῶν, συλλογίζομαι ὅτι ἡ


ἁμαρτία τὰ προξένησε καὶ ὅτι ὅλα αὐτά, εἶναι ἀποτελέσματα, τῆς σωτηρίας καὶ
ἐκπλήρωση τοῦ Θείου προστάγματος γιὰ τὴν ἁμαρτία, «ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν
ἀπελεύσῃ» (Γενέσ. γ´,19), ἐὰν βλέπω τὴν ἄθλια κατάσταση τοῦ νεκροῦ σώματος,
στενάζω ἀπὸ καρδιᾶς καὶ σκούζω δυνατὰ καὶ χύνω θερμὰ δάκρυα, τότε οἱ στεναγμοί
μου ἔχουν λογικὸ λόγο, τότε οἱ κραυγές μου εἶναι δίκαιοι, τότε ὁ θρῆνος μου καὶ τὰ
δάκρυά μου πολλὴ ὠφέλεια προξενοῦν στὴν ψυχή μου· διότι αὐτὰ τὰ δάκρυα μὲ
ἀποστρέφουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ μὲ ὁδηγοῦν στὴν μετάνοια, αὐτὰ τὰ δάκρυα
πλένουν τὴν ψυχή μου ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ καρποφοροῦν σὲ μένα
τῆς ἀρετῆς τὴν ἁγιότητα.

Ἐὰν, ὅταν βλέπετε τὸν νεκρό, ἀνεβάζετε τὸν νοῦ σας στὸν τόπο, ποὺ εἶναι, ἡ
ψυχή του βαδίζει, καὶ συλλογίζεστε ὅτι, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ βρίσκεται
μπροστά σας νεκρός, ἔπραξε πονηρὰ ἔργα καὶ πέθανε ἀμετανόητος, εὐθὺς δέ, μετὰ
τὸν θάνατό του παραλαμβάνουν τὴν ψυχή του οἱ σκοτεινοὶ καὶ ἄσπλαγχνοι
δαίμονες, ἐλέγχοντας, χλευάζοντας, βρίζοντάς την· ἐὰν συλλογίζεστε ὅτι τότε ἡ ψυχὴ
ἐκείνη δὲν πιστεύει, ἀλλὰ βλέπει ὅσα ἡ πίστη δίδασκε, βλέπει δέ, ὅλες τὶς πράξεις,
τὰ λόγια, τὶς ἀναμνήσεις της, ζωγραφισμένες σὰν σὲ εἰκόνα μὲ ὅλες τὶς περιστάσεις
σχημάτων καὶ χαρακτήρων, ἄρα φοβερὴ καὶ ἀπερίγραπτη ντροπὴ τὴν καλύπτει, ἡ δὲ
συνείδησή της τότε δὲν εἶναι συνείδηση, ἀλλὰ καμίνι φλογισμένο καὶ τὴν κατακαίει,
τότε καλῶς κλαίτε.

Ἐὰν συλλογίζεστε ὅτι τότε ζητάει τὴν μετάνοια, τὴν ὁποία συχνὰ στὴν
πρόσκαιρη ζωὴ περιφρόνησε, καὶ θέλει τὴν κατόρθωση τῆς ἀρετῆς, τὴν ὁποία
οὐδέποτε θέλησε, βλέποντας δέ, ὅτι ἐκεῖ οὔτε μετάνοια ὑπάρχει, οὔτε ἀρετῆς
κατόρθωμα, συναισθανόμενη δέ, τὴν αἰώνια κόλαση ποὺ τὴν περιμένει, ὅταν ὁ
φοβερὸς καὶ ἀδέκαστος Κριτὴς ἐκφωνήσει τὴν ἀπόφαση λέγοντας· «Πορεύεσθε ἀπ᾽
ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ Διαβόλῳ καὶ τοῖς
ἀγγέλοις αὐτοῦ» (Ματθ. κε´,41)· ἐὰν συλλογίζεστε αὐτά, ὅταν βλέπετε τὸν νεκρὸ καί,
ἐνθυμούμενοι τὶς ἁμαρτίες σας, νὰ ἔρθετε σὲ κατάνυξη καὶ μετανοήσετε καὶ χύσετε
ποταμοὺς δακρύων, τότε τὰ δάκρυά σας εἶναι λογικά, δίκαια καὶ ψυχοσωτήρια.
Τοῦτο δὲ σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο εἶπε πρὸς τὶς
γυναῖκες ποὺ ἔκλαιγαν γιὰ τὸν θάνατό Του· «Θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, μὴ κλαίετε ἐπ᾽
ἐμέ, πλὴν ἐφ᾽ ἑαυτὰς κλαίετε καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν» (Λουκ. κγ´,28).

You might also like