Professional Documents
Culture Documents
Π. Τσεκούρας, Η σχέση ελευθερίας και εργασίας στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Hegel
Π. Τσεκούρας, Η σχέση ελευθερίας και εργασίας στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Hegel
Διπλωματική εργασία
Η σχέση ελευθερίας και εργασίας στη Φιλοσοφία του Δικαίου του
G. W. F. Hegel
Του
Παναγιώτη Τσεκούρα
Α.Μ. 1050582
0
1
Περιεχόμενα
Εισαγωγή 4
1.1 Εισαγωγή 10
1.2 Οι τρεις στιγμές της έννοιας της βούλησης 14
1.3 Οι μορφές ύπαρξης της βούλησης 17
1.3.1 Η φυσική βούληση 17
1.3.2 Η στοχαστική βούληση (Willkür) 17
1.3.3 Η έλλογη ως η αληθινά ελεύθερη βούληση 19
2.1 Εισαγωγή 24
2.2 Η δομή της μοντέρνας Ηθικής Ολότητας 25
2.2.1 Το Αντικειμενικό Πνεύμα (Objectiver Geist) 25
2.2.2 Η Ηθική Ολότητα (Sittlichkeit) 27
2.2.3 Η θεωρία των καθηκόντων 33
2.3 Η μοντέρνα κοινωνία ως κοινωνία της ελευθερίας 36
2.3.1 Το Δίκαιο στη μοντέρνα Ηθική Ολότητα 36
2.3.2 Η αγορά ως σύστημα αλληλεξάρτηση 37
2.3.3 Η αγορά ως σύστημα αποκλεισμού: το φαινόμενο της φτώχειας
και ο κίνδυνος δημιουργίας όχλου 40
2.3.4 Ο ρόλος της Αστυνομίας και των Σωματείων 44
2.4 Η διάπλαση (Bildung) της έλλογης βούλησης 47
2.4.1 Η εκπαίδευση ως διάπλαση της έλλογης δυνατότητας της
βούλησης 47
2.4.2 Ο ρόλος της εργασίας και η εργασία ως ρόλος 49
3.1 Εισαγωγή 56
3.2 Η κρίση της αστικής κοινωνίας ως κοινωνίας της εργασίας 57
3.3 Η χεγκελιανή κατηγορία της εργασίας ως η μη παθογενής εργασία 61
3.4 Μία κανονιστική ανακατασκευή του ρόλου της αγοράς για την
πραγμάτωση της μοντέρνας ελευθερίας 65
Επίλογος 74
Βιβλιογραφία 78
2
3
Εισαγωγή
Στη Φιλοσοφία του Δικαίου ενυπάρχει η υπόσχεση της μοντέρνας κοινωνίας για
πραγμάτωση του ιδανικού της ελευθερίας μέσα στον κοινωνικό κόσμο για κάθε άνθρωπο της
εποχής. Αυτή η υπόσχεση βασίζεται στην δυνατότητα να καλλιεργήσει κάθε μοντέρνο άτομο τις
ικανότητες που ενυπάρχουν στον Λόγο του, μία δυνατότητα που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο μόνο
και μόνο επειδή είναι έλλογο ον, και έπειτα να χρησιμοποιήσει τις έλλογες ικανότητες του ως
κανόνα πράξης για να πραγματώσει σκοπούς και να αναζητήσει τα κατάλληλα μέσα σε ένα κόσμο
όπου οι επιδιώξεις και τα σχέδια ζωής του κάθε ενός θα διασταυρωθούν αναπόφευκτα με τις
επιδιώξεις και τα σχέδια ζωής κάποιου άλλου. Ο Λόγος λοιπόν μπορεί να μας κάνει να
συνειδητοποιήσουμε την θέληση μας για ελευθερία μέσα στον κόσμο ως θέληση για πράξη με
σκοπό την εναρμόνιση του προσωπικού αιτήματος για ατομική ελευθερία με το αντίστοιχο αίτημα
του άλλου. Το ιδανικό της ελευθερίας του Hegel είναι ένα αρκετά πιο πολύπλοκο ιδανικό από τον
τρόπο που αυτοκατανοούνται σήμερα οι άνθρωποι ως ελεύθεροι και πολύ περισσότερο από τον
τρόπο που αυτοκατανοούνται οι σημερινές φιλελεύθερες κοινωνίες ως κοινωνίες της ελευθερίας.
Σύμφωνα με την φιλελεύθερη αντίληψη, η ελευθερία κατανοείται ως η δυνατότητα επιλογής
ανάμεσα σε μία πληθώρα επιλογών για πράξη σε συνδυασμό με την απουσία περιορισμών και
εμποδίων για να πράξουν όπως έχουν επιλέξει. Όσες περισσότερες επιλογές έχω για να πράξω και
όσα λιγότερα εμπόδια υπάρχουν στον δρόμο για να πετύχω τον σκοπό που έχω επιλέξει τόσο πιο
ελεύθερος νιώθω. Αλλά η ελευθερία είναι η ίδια ένας τρόπος πράξης, ένας τέτοιος τρόπος κατά τον
οποίο μπορώ να αυτοκαθορίζω την μορφή και το περιεχόμενο της πράξης μου, δηλαδή αυτής της
ίδιας της ελευθερίας μου, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη από τίποτα έξω από εμένα που θα μου
υποδείξει τις επιλογές μου ή αυτό που είναι καλό για εμένα. Αυτή η αντίληψη για την ελευθερία
δεν μπορεί να ταυτιστεί με μία απλή αξίωση να πράττω όπως μου αρέσει. Η πραγμάτωση του
ιδανικού που περιγράφει ο Hegel απαιτεί μία ώριμη συνείδηση, δηλαδή μία συνείδηση που έχει την
γνώση και την βούληση να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της ως ελεύθερο όταν βρίσκεται με τον
εαυτό της στο Άλλο. Και αυτή η αντίληψη προϋποθέτει μία αναγνώριση του Άλλου ως ίσου με
εμένα. Το Άλλο μπορεί να αφορά την σχέση με έναν άλλον άνθρωπο, με μία ομάδα ανθρώπων, ή
ακόμα τους θεσμούς και τους κανόνες στους οποίους θα πρέπει να προσαρμόσω την πράξη μου.
Για τον Hegel λοιπόν είμαστε ελεύθεροι μόνο όταν ξεπερνάμε την “μερικότητα” της ατομικής μας
ύπαρξης και πράττουμε “καθολικά” ή “αντικειμενικά”, πράττουμε δηλαδή σύμφωνα με τις αρχές
του Λόγου. Σκοπός είναι οι “μερικές” επιδιώξεις της ατομικότητας να συμφιλιωθούν με τη
καθολικότητα μέσα στην οποία αναπτύσσονται αυτές οι επιδιώξεις. Η μοντέρνα κοινωνία μπορεί να
επιτύχει αυτή την συμφιλίωση και η αντίληψη για την ελευθερία που την διακατέχει, όπως θα
δούμε και στα επόμενα κεφάλαια, δεν μπορεί να είναι άλλη από την ελευθερία ως αυτοκαθορισμός
και αναγνώρισης του άλλου ατόμου ως ισάξιου με εμένα. Επομένως, η μοντέρνα κοινωνία για την
οποία θα μας μιλήσει ο Hegel είναι μία δίκαιη κοινωνική ολότητα στην οποία προάγεται τόσο η
προσωπική αυτονομία, να επιτρέπεται σε όλα τα μέλη της να αναζητούν ελεύθερα την ελευθερία
τους, όσο και η κοινωνική αυτονομία, να μην υπονομεύεται το καθολικό συμφέρον από την
αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι για χάρη της ελευθερίας του ενός
μέρους καταπιέζεται η ελευθερία του άλλου.
Στην πολιτική και κοινωνική θεωρία του Hegel, το αποκορύφωμα της ιστορικής
διαδικασίας, δηλαδή η διαμεσολαβημένη εναρμόνιση ατομικότητας και καθολικότητας στο
κοινωνικό κόσμο, θα συμβεί στην έλλογα οργανωμένη κοινωνία. Σε αυτό το πλαίσιο κατανόησης
4
θα πρέπει να εντάξουμε την θέση που διατυπώνει στον Πρόλογο της Φιλοσοφίας του Δικαίου ότι
«το έλλογο είναι το ενεργώς πραγματικό (wirklich) και το ενεργώς πραγματικό είναι έλλογο» 1. Ο
Hegel μπορεί να μιλάει για την μοντέρνα κοινωνία ως την έλλογα οργανωμένη κοινωνία, που αυτό
συνεπάγεται ότι την βλέπει και ως τη κοινωνία πραγμάτωσης της ελευθερίας, όμως δεν εννοεί
απόλυτα την εμπειρική πραγματικότητα αυτής της κοινωνίας. Το ενεργώς πραγματικό δεν είναι το
εμπειρικό πραγματικό. Αυτό θα σήμαινε ότι ο Hegel αποδέχεται πλήρως την δεδομένη
κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα που αναπτύσσεται εντός του καπιταλισμού και εθελοτυφλεί
στις αδικίες και τις συνθήκες ανελευθερίας στις οποίες ζει ένα σημαντικό μέρος του μοντέρνου
πληθυσμού. Στη Φιλοσοφία του Δικαίου όμως δεν έχουμε να κάνουμε με μία κατάσταση πλήρους
ταύτισης του ιδεώδους με τη πραγματικότητα της εποχής. Ο Hegel θέλει να πει ότι η βασική δομή
της μοντέρνας κοινωνίας είναι κατ’ ουσίαν έλλογη, ότι δηλαδή έχει τη δυνατότητα να πραγματώσει
τη πληρέστερη πρακτική ελευθερία των μοντέρνων υποκειμένων, όμως αυτές οι έλλογες
δυνατότητες της δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμα από τα άτομα της μοντέρνας κοινωνίας και για
αυτό οι πράξεις τους δεν είναι τέτοιες που να προάγεται η αρμονική σχέση ατομικότητας και
καθολικότητας.
Αυτό το απαιτητικό ιδεώδες προϋποθέτει την ιδανική εκπλήρωση αντικειμενικών και
υποκειμενικών συνθηκών για τη πραγμάτωση του. Η κοινωνία της ελευθερίας, όπως την ορίζει ο
Hegel, αποτελείται από συγκεκριμένες σφαίρες δράσης, την Οικογένεια, την Αστική Κοινωνία και
το Κράτος, οι οποίες έχουν αυτόνομη και παράλληλα αλληλοεξαρτώμενη ύπαρξη συνιστώντας έτσι
την Ηθική Ολότητα της μοντέρνας κοινωνίας. Κάθε σφαίρα, στην μοναδικότητα της, πρέπει να
εκπληρώνει τις δικές της συνθήκες για να ικανοποιήσει το καθολικό αίτημα που είναι η
πραγμάτωση της ιδιαίτερης ελευθερίας, αλλά και να μπορεί να συνδιαλέγεται με τις άλλες σφαίρες
δράσεις συνιστώντας έτσι μία καθολικότητα μέσα στην οποία το μοντέρνο άτομο μπορεί να δράσει
σαν μία έλλογη βούληση η οποία επιδιώκει ελεύθερα την ελευθερία της. Παράλληλα το άτομο
πρέπει να αναγνωρίσει τις σφαίρες δράσης και τους θεσμούς που προωθούν τα σχέδια ζωής του ως
τέτοιους. Έτσι, η αξία που δίνει στον θεσμό της αγοράς, τον οποίο παρουσιάζει ως «σύστημα των
αναγκών» και που μπορεί να θεωρηθεί και μία μικρότερη σφαίρα δράσης μέσα στην μεγαλύτερη
σφαίρα της Αστικής Κοινωνίας, δεν επαρκεί για να θεωρήσουμε τη πολιτική του φιλοσοφία μία
εξιδανίκευση ή έλλογη δικαιολόγηση μίας καπιταλιστικής, φιλελεύθερης οικονομίας. Ούτε η αξία
που δίνει στο Κράτος ως σφαίρα πραγμάτωσης της συγκεκριμένης ελευθερίας σημαίνει ότι ο Hegel
αποσκοπούσε να δώσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την δημιουργία ενός απολυταρχικού
πολιτεύματος ή ενός ολοκληρωτικού, θεοποιημένου κράτους.
Αυτές είναι ερμηνείες ή κατηγορίες που έχουν αποδοθεί στη πολιτική φιλοσοφία του Hegel στο
παρελθόν και σε ένα βαθμό συνεχίζονται και σήμερα 2. Ο λόγος θα μπορούσε να βρεθεί στο γεγονός
1
Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), Elements of the Philosophy of Right, translated by H. B. Nisbet, ed: A.
Wood, Cambridge: Cambridge University Press, 20.
2 Ενδεικτικά: για μία κριτική στον Hegel ως συντηρητικό στοχαστή που δικαιολογεί ηθικά και υπερασπίζεται το την
τάξη πραγμάτων της εποχής του: Marx, Karl (1970), Critique of Hegel’s Philosophy of Right, translated by A. Jolin
and J. O’Malley, ed: J. O’Malley, Cambridge: Cambridge University Press. Για μία ερμηνεία της πολιτικής
φιλοσοφίας του Hegel ως ολοκληρωτικής παραπέμπω στο Popper Karl, (2013), The Open Society and Its Enemies.
Princeton and Oxford: Princeton University Press. Για μία πιο μετριοπαθή ανάλυση του έργου του Hegel που
φέρνει την φιλοσοφία του πιο κοντά στην πολιτική θεωρία της σοσιαλδημοκρατίας παραπέμπω στο Vieweg, Klaus
(2017), “The End of Capitalism and its Future: Hegel as Founder of the Concept of a Welfare State”, Filozofija i
drustvo, vol. 28: 3, 495 – 506 και στο Kain, Philip J. (2014), “Hegel and the Failure of Civil Society”, The Owl of
Minerva, vol. 46: 1-2, 43-65. Επίσης, για μία πιο ριζοσπαστική άποψη που επιχειρεί να παντρέψει τον Hegel με ένα
είδος σοσιαλισμού της αγοράς παραπέμπω στο Kain, Philip J. (2014), “Alienation and Market Socialism:
5
ότι για πολλούς τα ίδια τα κείμενα του Hegel έχουν δυσνόητη γραφή και μία σωστή κατανόηση των
θέσεων του είναι μία πολύ δύσκολη διανοητική διαδικασία. Το αποτέλεσμα είναι η θεωρία του να
συζητιέται και να αναφέρεται περισσότερο από όσο διαβάζεται, με τις παρερμηνείες να αποτελούν
σύνηθες φαινόμενο. Παρ’ όλα αυτά, το ιδεώδες που περιγράφει ο Hegel στην Φιλοσοφία του
Δικαίου βρίσκεται σε διαφορετική κατεύθυνση. Στην εργασία μου προσεγγίζω τη πολιτική θεωρία
του Hegel ως μία εναλλακτική ερμηνεία της μοντέρνας κοινωνικής ζωής, της μοντέρνας
οικονομίας, των πολιτικών θεσμών, και της μοντέρνας αντίληψης σχετικά με το τι σημαίνει αγαθό
και ποια είναι τα θεμέλια της μοντέρνας αντίληψης της ελευθερίας ως αυτοκαθορισμού. Σε αυτή
την θεωρία βρίσκουμε περισσότερο τα στοιχεία μίας κριτικής θεωρίας για την μοντέρνα
καπιταλιστική πραγματικότητα (και αυτό σημαίνει και για τη πραγματικότητα των χρόνων του
Hegel, αλλά και για την σημερινή πραγματικότητα), αλλά και στην αντίληψη για την ανάγκη
ύπαρξης ενός κράτους που καταπιέζει τις ατομικές ελευθερίες για να εξασφαλίσει τη κοινωνική
συνοχή και ισορροπία. Σκοπός αυτής της εργασίας είναι να δώσει μία, όσο το δυνατό πλησιέστερη
στη σκέψη του Hegel, ανάλυση των βασικών θεσμών και εννοιών που δομούν το πολιτικό ιδεώδες
του, και παράλληλα να αναδείξει την επικαιρότητα της και τον κομβικό ρόλο που μπορεί να παίξει
για την άσκηση κριτικής στη σημερινή αστική κοινωνία και καπιταλιστική οικονομία. Μία πλήρης
ανάλυση των έλλογων δυνατοτήτων που μπορούν να εκπληρώσουν οι βασικοί πολιτικοί και
κοινωνικοί θεσμοί, οι σφαίρες δράσης και οι έννοιες που πλαισιώνουν την θεωρία του Hegel
έχοντας ως αυτοσκοπό τη πραγμάτωση του ιδανικού της ελευθερίας ως αυτοκαθορισμού, μπορεί να
υπονομεύσει την δικαιολόγηση που δίνει η ίδια η φιλελεύθερη κοινωνική και οικονομική
πραγματικότητα στον εαυτό της για να φανεί ως κοινωνία της ελευθερίας.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύω την Εισαγωγή της Φιλοσοφίας του Δικαίου για να εξετάσω τη
σχέση πνεύματος, δικαίου και ελευθερίας στη μοντέρνα κοινωνία, τη δομή της έννοιας της
ελεύθερης βούλησης, τις έλλογες δυνατότητες της και γιατί είναι η έλλογη βούληση η πλήρως
αυτοκαθοριζόμενη βούληση. Στο δεύτερο κεφάλαιο μεταβαίνω στο Τρίτο Μέρος της Φιλοσοφίας
του Δικαίου για να εξετάσω τι απαιτείται για να εκπληρωθεί το αίτημα της μοντέρνας ατομικότητας
για πραγμάτωση της ιδιαίτερης ελευθερίας της, ποια είναι η δομή της μοντέρνας Ηθικής Ολότητας
και γιατί μόνο μέσα σε αυτή τη δομή μπορεί να ικανοποιηθεί η πρακτική ελευθερία. Η έννοια της
εργασίας παίζει έναν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη αυτής της διαδικασίας για τη πραγμάτωση της
ελευθερίας. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζω αν μπορούμε να ανιχνεύσουμε στο σήμερα στοιχεία
της μοντέρνας κοινωνίας όπως την οραματίστηκε ο Hegel ως δυνατή κοινωνία της ελευθερίας. Αν
όχι, μπορούμε να βρούμε στην έννοια της εργασίας στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στον
εκδημοκρατισμό της κοινωνίας και στη πραγμάτωση του δίκαιου αιτήματος για ελευθερία για κάθε
άνθρωπο; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα επιχειρήσω με βάση το έργο του Axel Honneth και
της Rahel Jaeggi μία κανονιστική ανακατασκευή της σημασίας που έχουν προσλάβει οι έννοιες της
εργασίας, της ελευθερίας, της κοινωνικής συνεργατικότητας και της αγοράς σήμερα, με σκοπό να
ασκηθεί κριτική στην εμπειρική καπιταλιστική πραγματικότητα και να αναδειχθεί ο κριτικός
χαρακτήρας του έργου του Χέγκελ.
Comments on Schweickart’s “Marx’s Democratic Critique of Capitalism and Its Implication for a Viable
Socialism”, The Owl of Minerva vol. 46:1 – 2 και στο Κuch, Hannes (2016), “Real utopias, reciprocity and
concern for others”, Philosophy and Social Criticism, vol. 42: 9, 1 – 23.
6
7
Μέρος Πρώτο
8
9
1.1 Εισαγωγή
Το πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας ξεκινάει με την ανάλυση της Εισαγωγής της
Φιλοσοφίας του Δικαίου. Σε αυτήν βρίσκονται τα βασικά στοιχεία για να κατανοήσουμε ποιο είναι
το ιδανικό της ελευθερίας που υπερασπίζεται ο Hegel και γιατί η κανονιστική ζωή μίας κοινωνίας
αποτελεί μία δομή της βούλησης. Αυτή η ύπαρξη λοιπόν που ονομάζει ο Hegel ελεύθερη βούληση
και που η ελευθερία της βρίσκεται στο γεγονός ότι η ίδια έχει την ικανότητα να καθορίσει το
περιβάλλον μέσα στο οποίο θα αναπτυχθεί η ελευθερία της, πρέπει να αποκτήσει συγκεκριμένη
μορφή. Πρέπει να αποκτήσει συνείδηση της ικανότητας της για αυτοκαθορισμό, όπως και τι
σημαίνει πραγματικά η ελευθερία της ως αυτοκαθορισμός. Η ελεύθερη βούληση θα
συνειδητοποιήσει την ελευθερία της ως αυτοκαθορισμό, όταν αποκτήσει την μορφή της έλλογης
βούλησης. Στην Εισαγωγή μάς περιγράφει λοιπόν πώς η βούληση αποκτάει συνείδηση του εαυτού
της ως έλλογου όντος και μάς καθιστά δεδομένη την εσωτερική σχέση που υπάρχει μεταξύ του
συστήματος δικαίου και της πραγμάτωσης της ελευθερίας.
«Η βάση του δικαίου είναι το βασίλειο του πνεύματος και η κύρια πηγή του είναι η βούληση. Η
βούληση είναι ελεύθερη, έτσι ώστε η ελευθερία να αποτελεί την ουσία και τον προορισμό της και
το σύστημα δικαίου είναι το βασίλειο της ελευθερίας που έχει πραγματωθεί, ο κόσμος του
πνεύματος που έχει δημιουργηθεί από τον ίδιο του τον εαυτό σαν δεύτερη φύση»3.
Μέσα σε αυτές τις γραμμές o Hegel δηλώνει στην ουσία ποιο είναι το θέμα του έργου του,
τι τον απασχολεί να δείξει στις επόμενες παραγράφους που θα ακολουθήσουν. Αν και η γλώσσα του
είναι πυκνή και αινιγματική, καταφέρνοντας κανείς να τη ξεκλειδώσει θα μπορέσει να καταλάβει
πώς συλλαμβάνει ο Hegel την έννοια της ελευθερίας και της ελεύθερης βούλησης και πώς μία
βούληση που θέλει να αυτοαποκαλείται ελεύθερη δομεί έτσι τη πραγματικότητα της, ώστε να
αποτελεί επιβεβαίωση της ελευθερίας της και όχι περιορισμό της. Βέβαια ο Hegel δε μιλάει για
αυτή τη πραγματικότητα όπως θα το έκανε ένας Χριστιανός που πιστεύει ότι η ελευθερία βρίσκεται
σε έναν μετά θάνατον κόσμο στον οποίο το πνεύμα έχει αποχωριστεί, άρα και απελευθερωθεί, από
το σώμα. Ούτε βέβαια το κάνει με έναν καρτεσιανό τρόπο, δηλώνοντας ότι το μόνο για το οποίο θα
έπρεπε να είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει είναι το πνεύμα. Επίσης, δεν δέχεται ούτε ότι μια
πραγματικά ελεύθερη βούληση είναι αυτή που υπακούει στον καθολικό νόμο ενός Καθαρού Λόγου.
Η ελευθερία της βούλησης, όπως και η ελευθερία της πράξης, συνδέονται με τις κοινωνικές
ελευθερίες, δηλαδή με τη πραγματική ζωή ενός πραγματικού ανθρώπου μέσα στη κοινωνία, με τις
επιθυμίες του, τις ροπές του, τα συναισθήματα του, τις πεποιθήσεις του, τις σχέσεις του με τους
άλλους ανθρώπους, με άλλα λόγια με όλα αυτά που χαρακτηρίζουν κάθε ξεχωριστό άνθρωπο και
τον καθιστούν ιδιαίτερο ανάμεσα στους άλλους. Το σύστημα ή βασίλειο ή κόσμος του «δικαίου»
δεν είναι τίποτε άλλο από το σύστημα ή βασίλειο ή κόσμο της πραγμάτωσης της ελευθερίας. Είναι
οι κανόνες και οι θεσμοί που τα ίδια τα υποκείμενα ως βουλήσεις που επιζητούν τη πραγμάτωση
της ιδιαίτερης, για τον καθένα, ελευθερίας τους, και ταυτόχρονα την ελευθερία όλων,
αναγνωρίζουν ως ορθούς για να εξασφαλιστεί αυτή η ελευθερία μέσα στο πλαίσιο της συνύπαρξης,
σε μια κοινωνία στην οποία όλοι αξιώνουν να είναι ελεύθεροι. Μια κοινωνία της ελευθερίας
3
Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §4
10
λοιπόν, ή αλλιώς μια κοινωνία στην οποία η ελεύθερη βούληση θα ένιωθε ότι κατοικεί στο ίδιο της
το σπίτι, δεν είναι μια πραγματικότητα που ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας. Το «δίκαιο» αφορά
την δυνατότητα πραγμάτωσης της ελευθερίας υπό την μορφή ενός συστήματος κανόνων και
θεσμών. Ο σκοπός είναι η ιδιαίτερη, συγκεκριμένη ελευθερία της βούλησης να εξωτερικευτεί,
δηλαδή να αποκτήσει την ιδιαίτερη ύπαρξη της. Η ελευθερία είναι η ουσία, η πηγή του δικαίου. Για
να κατανοήσουμε τι σημαίνει δίκαιο πρέπει να κατανοήσουμε τι σημαίνει ελευθερία, και για να
κατανοήσουμε τι σημαίνει ελευθερία (στο πλαίσιο της Φιλοσοφίας του Δικαίου) πρέπει να
κατανοήσουμε την έννοια του πνεύματος ως Αντικειμενικό Πνεύμα ή πρακτικό Λόγο. Έτσι,
μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι σύμφωνα με τον Hegel η κανονιστική ζωή μιας
κοινωνίας, το σύστημα δικαίου αλλιώς, αποτελεί μια πολύπλοκη δομή της βούλησης. Αυτή η
κοινωνία αυτοαναγνωρίζεται ως ελεύθερη με τον ίδιο τρόπο που η βούληση αποκτάει συνείδηση
του εαυτού της και του βαθμού της ελευθερίας της. Η κατανόηση της δομής της βούλησης μπορεί
να μας οδηγήσει στη κατανόηση της δομής αυτού του συστήματος δικαίου, που ο Hegel αποκαλεί
το βασίλειο της ελευθερίας, ως ενός οικοδομήματος της συνείδησης και της πράξης της βούλησης
μέσα στην ιστορία.
Αυτό που επιδιώκει ο Hegel να δείξει στην Εισαγωγή της Φιλοσοφίας του Δικαίου είναι τις
στιγμές μέσα από τις οποίες η βούληση καθίσταται πραγματικά ελεύθερη 4 και ότι αυτή η ελευθερία
αυτοεπιβεβαιώνεται στο σύστημα δικαίου5. Όταν καταφέρουμε να κατανοήσουμε ποια είναι η
έννοια της βούλησης και πώς αυτή η έννοια εμφανίζεται στον κόσμο, θα μπορέσουμε να φτάσουμε
και στη πλήρη πραγμάτωση της έννοιας, την έλλογη βούληση, η οποία είναι πραγματικά ελεύθερη
γιατί υπάρχει σύμφωνα με την έννοια της και ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτή. Είναι, όπως θα
δούμε, η βούληση που υπάρχει καθ’ εαυτή (an sich) και δι’ εαυτή (für sich). H ένωση της ύπαρξης
της βούλησης με την έννοια της συνιστά την Ιδέα της βούλησης 6. Στην έλλογη βούληση ύπαρξη και
έννοια βρίσκουν το ένα το άλλο σαν απαραίτητο συμπλήρωμα.
Τι είναι η έννοια (Begriff); Πώς εμφανίζεται στον κόσμο, τι σημαίνει ύπαρξη της έννοιας
(Dasein, Existenz); Τι είναι η Ιδέα (Idee); Πρώτα θα πρέπει να απαντήσουμε σε αυτά τα
ερωτήματα, για να προχωρήσουμε έπειτα στην ανάλυση της δομής της έννοιας της βούλησης, στις
μορφές που παίρνει αυτή η έννοια κατά την ύπαρξη της και πώς αναπτύσσεται τελικά η έλλογη
βούληση, που είναι η μορφή που αποκτάει η έννοια της βούλησης στη πλήρη πραγμάτωση της.
Μία πλήρης κατανόηση αυτών των όρων θα απαιτούσε μία παρέκβαση από το κυρίως θέμα αυτού
του κεφαλαίου, προκειμένου να αναλυθεί η χεγκελιανή λογική. Για να αποτραπεί αυτή η
παρέκβαση, σύμφωνα με τον Alznauer7 μπορούμε να στηριχτούμε σε δύο αριστοτελικές αναλογίες,
τις οποίες και ο ίδιος ο Hegel χρησιμοποιούσε, όταν ήθελε να δώσει μία περιληπτική περιγραφή
των όρων στο ακροατήριο του. Οι αναλογίες που χρησιμοποιεί γενικά ο Hegel για να εξηγήσει τα
παραπάνω ερωτήματα είναι αυτή με το παιδί που ενηλικιώνεται και του σπόρου που γίνεται δέντρο.
Βέβαια η δεύτερη αναλογία είναι απλά μία μεταφορά, διότι δεν υπάρχει φιλοσοφική έννοια του
δέντρου. Όπως υπάρχει μια έλλογη δυνατότητα στον σπόρο να αναπτυχθεί και να γίνει μια
ολοκληρωμένη μορφή ζωής που είναι το δέντρο, έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι μία έννοια για
να υπάρξει στη πραγματική της, ολοκληρωμένη μορφή περνάει από μια διαδικασία «ωρίμανσης».
Αυτού του είδους τα αριστοτελικά παραδείγματα όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να διαβάσουμε τον
Η έννοια της βούλησης πρέπει πρώτα να αναλυθεί ως προς τα συστατικά στοιχεία της
μορφής της. Αφού αυτή η διαδικασία ολοκληρωθεί 11, θα μπορούμε να επικεντρωθούμε στο
περιεχόμενο της, αν και σε έναν αφαιρετικό βαθμό 12. Αυτό το περιεχόμενο συνίσταται από κάποιες
μερικές μορφές βούλησης και τη πλήρης μορφή, η οποία εμπεριέχει τις προηγούμενες ως στιγμές
της πραγματικότητας της. Η δομή της μορφής της έννοιας της βούλησης μπορεί αρχικά να
κατανοηθεί ως η δραστηριότητα μίας ατομικής, μοναδικής βούλησης να προσδιορίσει την
απροσδιόριστη καθολικότητα της μέσω της συγκεκριμενοποίησης της ύπαρξης της και τη τελική
μετατροπή της σε μια ιδιαίτερη ύπαρξη. Ο Hegel αναφέρεται στην αφηρημένη έννοια της
βούλησης ως η ένωση τριών στιγμών. Η μία είναι η στιγμή της καθολικότητας, που σημαίνει ότι η
βούληση βλέπει στον εαυτό της την αντανάκλαση της απροσδιοριστίας της 13. Η άλλη, η στιγμή της
συγκεκριμενοποίησης, που σημαίνει ότι η βούληση τοποθετείται απέναντι στον εαυτό της ως κάτι
συγκεκριμένο, αποκτάει δηλαδή προσδιορισμένη ύπαρξη 14. Και η τρίτη, η στιγμή της
ατομικότητας, που σημαίνει την σύνθεση των δύο προηγούμενων στιγμών, ώστε η βούληση να
καταστήσει τον εαυτό της μία αυτοκαθοριζόμενη ύπαρξη και έτσι, αν και προσδιορισμένη με ένα
συγκεκριμένο περιεχόμενο, να επιστρέψει την ύπαρξη της ξανά στο επίπεδο της καθολικότητας 15.
Η πρώτη – η αρνητική – στιγμή της έννοιας της βούλησης είναι η ικανότητα να μην
προσδιορίζεται από τις επιθυμίες που της δημιουργεί η ανθρώπινη φύση της. Είναι η στιγμή της
απόλυτης άρνησης, της αποδέσμευσης ή και της αυτοκαταστροφής, της καθολικότητας της
απροσδιοριστίας. Η πρώτη στιγμή αφορά τη καθαρή αντανάκλαση του Εγώ μέσα στον εαυτό του,
δηλαδή την αποκάθαρση από κάθε περιορισμό, κάθε περιεχόμενο, κάθε ανάγκη, επιθυμία ή ροπή
είτε αυτές απορρέουν από τον ίδιο τον εαυτό είτε από κάτι εξωτερικό. Αυτή η ικανότητα δίνει στην
βούληση την δυνατότητα του αναστοχασμού πάνω σε ό,τι την εξουσιάζει και την αναγκάζει να
πράττει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Παράλληλα, μπορεί να σχεδιάζει εναλλακτικούς τρόπους
δράσης. Ένα ζώο, ως εκ τούτου, που η συμπεριφορά του ανάγεται σε μια αδιαμεσολάβητη έκφραση
των ενστίκτων του, δεν μπορούμε να πούμε ότι πράττει όπως ένα ον με βούληση.
Η ελευθερία αυτής της βούλησης υπάρχει τιθέμενη αρνητικά, ως η απόλυτη δυνατότητα
αποδέσμευσης από οποιοδήποτε περιεχόμενο τη προσδιορίζει και τη περιορίζει. Είναι η ελευθερία
της διάνοιας να κατανοήσει τον εαυτό στη καθολικότητα του. Αυτή η αρνητική βούληση αποκτάει
11 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §5 – 9.
12 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §10 – 28.
13 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §5.
14 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §6.
15 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §7.
14
συνείδηση της ύπαρξης της, άρα και της ελευθερίας της, όταν γκρεμίζει οτιδήποτε πιστεύει ότι
θέτει όρια στις άπειρες δυνατότητες πραγματοποίησης της. Είναι μια βούληση χαοτική, καθώς
αυτοσκοπός της δεν είναι να αποκτήσει μια συγκεκριμένη ταυτότητα, καθώς αυτό θα ερχόταν σε
αντίθεση με την φύση της.16 Και η φύση αυτή της αρνητικής βούλησης είναι να καταστρέφει
οτιδήποτε προσπαθεί να την αποσπάσει από τις υπόλοιπες δυνατότητες της για χάρη κάποιου
συγκεκριμένου σκοπού. Ακόμα και αν είναι ο ίδιος της ο εαυτός αυτός που της βάζει εμπόδια να
νιώσει την ελευθερία της σε απόλυτο βαθμό, δεν θα διστάσει να στραφεί απόλυτα εναντίον του.
Η βούληση όπως περιεγράφηκε μέχρι τώρα είναι μια βούληση που θέλει μόνο την
αφηρημένη καθολικότητά της, δηλαδή το τίποτα και ως εκ τούτου αναιρεί τον εαυτό της. Είναι
αδύνατο να σκεφτούμε την ύπαρξη μια βούλησης που μόνο αναστοχάζεται και δεν πράττει ποτέ,
που μόνο καταστρέφει και δεν δημιουργεί. Είτε είναι επιλογή μας είτε όχι πάντα θα πράττουμε με
ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η δεύτερη – η θετική – στιγμή της βούλησης είναι η ικανότητα να θέτει
έναν συγκεκριμένο σκοπό. Είναι η στιγμή της απόλυτης άρνησης της άρνησης, του καθορισμού του
εαυτού ως κάτι συγκεκριμένο, οριοθετημένο (και τελικά ξεχωριστό και διαφοροποιημένο από
οτιδήποτε άλλο). Όπως αυτό που είναι συγκεκριμένο αυτοπροσδιορίζεται έτσι εντός του
καθολικού, έτσι και η δεύτερη στιγμή εμπεριέχεται στη πρώτη ως ένας θετικός προσδιορισμός της
πρώτης με αναφορά στον εαυτό της. Διότι η βούληση για να είναι βούληση θα πρέπει να θέλει κάτι
συγκεκριμένο.
Τώρα έχουμε να κάνουμε με ένα Εγώ που διαφοροποιείται θέτοντας κάτι συγκεκριμένο ως
περιεχόμενο και σκοπό του. Μεταβαίνει από τη κατάσταση της απόλυτης αποδέσμευσης στη
κατάσταση της απόλυτης δέσμευσης. Αν το περιεχόμενο αυτού του σκοπού έχει καθοριστεί από μια
φυσική ροπή ή από την ίδια την έννοια της βούλησης είναι αδιάφορο για την ώρα. Αυτό που μας
ενδιαφέρει είναι ότι το Εγώ δεν θέλει απλά κάτι, αλλά θέλει κάτι συγκεκριμένο. Ενώ πριν είχαμε να
κάνουμε με μία αφηρημένη βούληση, τώρα έχουμε μία πολύ συγκεκριμένη βούληση. Το γεγονός
όμως ότι η βούληση θέλει κάτι συγκεκριμένο είναι ένας περιορισμός, άρα και μια άρνηση, μια
αποδέσμευση από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να δεσμευτεί. Όπως δεν μπορούμε να διανοηθούμε
την ύπαρξη μιας απόλυτα αρνητικής βούλησης, ομοίως δεν μπορούμε να σκεφτούμε πώς είναι
δυνατό να υπάρχει μια βούληση απόλυτα δεσμευμένη, χωρίς να υπάρχουν στιγμές αποδέσμευσης
και αναστοχασμού έτσι ώστε να μπορεί μετά ελεύθερα να δεσμευθεί πάλι με το αντικείμενο της
πράξης της. Διότι η βούληση δεν μπορεί να είναι δεσμευμένη για πάντα στο αντικείμενο της
επιθυμίας της, αλλιώς η δυναμική της ελευθερίας της θα εξαντληθεί στην ικανοποίηση της
κατανάλωσης του συγκεκριμένου αντικειμένου.
Αυτές οι δύο στιγμές ύπαρξης της βούλησης, η στιγμή της άρνησης και η στιγμή της
άρνησης της άρνησης, είναι απλά δύο μονόπλευρες πτυχές της βούλησης, επομένως καμία από
αυτές στην μοναδικότητα τους δεν είναι αντιπροσωπευτική για να καταλάβουμε πώς δομείται η
βούληση και σε τι συνίσταται η ελευθερία της. Η βούληση δομείται από αυτές τις δύο στιγμές και
στην ένωση τους μπορούμε να καταλάβουμε πώς αυτή η βούληση βρίσκει την ουσία της, δηλαδή
την ιδιαίτερη ελευθερία της, αυτό που την χαρακτηρίζει ως ύπαρξη. Στην ένωση των δύο στιγμών
που περιεγράφηκαν η βούληση καθίσταται μια ιδιαίτερη υποκειμενικότητα καθώς η ελευθερία της
16 Ο Hegel γράφει χαρακτηριστικά στη παράγραφο 5 (σε δίκη μου μετάφραση): «αυτό είναι το απεριόριστο άπειρο
της απόλυτης αφαίρεσης ή καθολικότητας». Αυτή την φράση ο D. Knowles την αποδίδει ως: «η καθαρή σκέψη που
σκέφτεται τον εαυτό της» ή «η καθαρή σκέψη του εαυτού πάνω στην ύπαρξη του», απορρίπτοντας ταυτόχρονα τις
αποδόσεις του Knox και του Nisbet («η καθαρή σκέψη του εαυτού»). Knowles, Dudley (2002), Hegel and the
Philosophy of Right, London: Routledge.
15
αποκτάει συγκεκριμένο περιεχόμενο και ολοκληρώνεται σαν έννοια. Έτσι η ύπαρξη της καθίσταται
ξεχωριστή. Από την μία βρίσκεται σε μια ταυτότητα με τη καθολικότητα του εαυτού της που πριν
την ορίσαμε ως την δυνατότητα αφαίρεσης από οποιοδήποτε προσδιορισμό, αλλά από την άλλη
επιλέγει να αρνηθεί αυτή τη καθολικότητα, να αρνηθεί την ίδια τη κατάσταση της άρνησης και να
συσχετιστεί με κάτι συγκεκριμένο, να δώσει μορφή στη πράξης της μέσα από ένα συγκεκριμένο
περιεχόμενο, να θέσει έναν συγκεκριμένο σκοπό.
Την στιγμή που η βούληση επιλέγει να βάλει όρια στην δραστηριότητα της και να
συσχετιστεί μόνο με ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, ανορθώνει πάλι το ανάστημα της στο ύψος της
καθολικότητας, καθώς αναγνωρίζει ότι αυτό το Άλλο με το οποίο επιλέγει να συσχετιστεί και
επιτρέπει να τη καθορίσει συνιστά την επιβεβαίωση της ελευθερίας της, αφού η δέσμευση και εν
τέλει το ίδιο το περιεχόμενο της δέσμευσης είναι προϊόν της δικής της δραστηριότητας. Νιώθει το
περιεχόμενο του σκοπού της σαν κτήμα της, ως ένα παράγωγο του εαυτού της που μέσα σε αυτό
βρίσκει επίσης τον εαυτό της. Ταυτόχρονα, όταν η βούληση συνειδητοποιεί ότι δεν βρίσκει πια τον
εαυτό της σε αυτό το Άλλο, ότι η μορφή του τη περιορίζει αντί να την απελευθερώνει, μπορεί να
αποδεσμευτεί και να βρει τον εαυτό της σε κάποια άλλη σχέση, με έναν διαφορετικό τρόπο. Είναι
σε αυτή τη τρίτη στιγμή λοιπόν, της ένωσης των δύο προηγούμενων, που το Εγώ υπάρχει μέσα
στον εαυτό του, καθ’ αυτό, δι’ εαυτό και για το Άλλο 17. Είναι σε αυτή τη τρίτη στιγμή που η
βούληση υπάρχει ως τέτοια, δηλαδή ως ελεύθερη γιατί έχει βρει τον εαυτό της σαν αντικείμενο της
πράξης της.
Στην ανάλυση του Hegel επομένως για την έννοια της βούλησης βρίσκουμε την βούληση ως
αποτέλεσμα τριών στιγμών οι οποίες προϋποθέτουν την διαλεκτική τριών ψυχολογικών
ικανοτήτων: της ικανότητας αφαίρεσης των ροπών, της ικανότητας θέσπισης σκοπών και της
ικανότητας αναγνώρισης της πράξης που αποβλέπει σε αυτόν τον σκοπό για τους ορθούς λόγους,
δηλαδή ότι είμαι ικανός να διαμορφώσω ο ίδιος του λόγους για τους οποίους πράττω και να είμαι
σε θέση να δικαιολογήσω γιατί πράττω με τον έναν τρόπο και όχι με τον άλλο. Η ικανότητα να δρα
κανείς σύμφωνα με την Λόγο του εμπεριέχει τις δύο άλλες και είναι το πιο σημαντικό κριτήριο για
τον Hegel, για να θεωρείται ότι ένα ον έχει βούληση. Οι περισσότεροι ενήλικοι άνθρωποι έχουν
αυτή την ικανότητα να πράττουν σύμφωνα με τον Λόγο, επομένως για τον Hegel οι άνθρωποι
ανταποκρίνονται πλήρως στην έννοια της βούλησης, άρα έχουν βούληση. Οποιοδήποτε ον, και ο
Hegel εδώ έχει στο μυαλό του τα ζώα, έχει έλλειψη αυτής της ικανότητας, αποτυγχάνει να
ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της έννοιας της βούλησης, επομένως δεν έχει βούληση 18. Οι λόγοι
σύμφωνα με τους οποίους μια βούληση ωθείται να πράξει είναι και αυτοί τρεις: σύμφωνα με ό,τι
προστάζουν οι επιθυμίες, σύμφωνα με τις δεδομένες επιλογές και σύμφωνα με ό,τι προστάζει η ίδια
η λογική. Στη συνέχεια θα δούμε τι συμβαίνει όταν μια βούληση καθορίζει τη πράξη της και το
περιεχόμενο της πράξης υποκινούμενη από τους προαναφερθέντες λόγους, οι οποίοι συνιστούν το
περιεχόμενο της ελεύθερης βούλησης.
17 Όταν έχει επιτευχθεί η αμοιβαία αναγνώριση καταλαβαίνω ότι και έγω είμαι μέσο για την ελευθερία του Άλλου,
όπως και το Άλλο είναι μέσο για την ικανοποίηση της προσωπικής μου ελευθερίας, ταυτόχρονα όμως ο ένας
κατανοεί την ύπαρξη του άλλου και ως αυτοσκοπό.
18 Alznauer, Mark (2015), ο.π. 40.
16
1.3 Οι μορφές ύπαρξης της βούλησης
Για τον Hegel η διαδικασία κατά την οποία η συνείδηση αποκτάει αυτοσυνειδησία
υπερβαίνοντας τα όρια της συγκεκριμένης ύπαρξης της και ανυψώνοντας τον εαυτό της στη
καθολικότητα, είναι μία διαδικασία του Λόγου. Επομένως, βασική προϋπόθεση για να
απελευθερωθεί η βούληση από την υποκειμενικότητα και την ενδεχομενικότητα του περιεχομένου
που της εμφανίζεται άμεσα και να ξαναβρεί την ουσία της είναι να αποκαθάρει τον Λόγο από
οποιαδήποτε επιθυμία προσπαθεί να τη κατευθύνει. Η αληθινά ελεύθερη βούληση είναι αυτή που
θέλει ελεύθερα την ελευθερία της. Στην μορφή της έλλογης βούλησης η ελευθερία βρίσκει τον
εαυτό της τόσο στην μορφή όσο και στο περιεχόμενο της. Η μορφή με το περιεχόμενο της
ελεύθερης βούλησης ταυτίζονται. Αυτή η βούληση θέτει ως σκοπό της πράξης της τον ίδιο της τον
εαυτό και είναι μια βούληση ελεύθερη τόσο καθ’ αυτή όσο και δι’ εαυτή, διότι μπορεί να σπάσει τα
όρια της μερικότητας του περιεχομένου της και να ανορθωθεί ξανά στη καθολικότητα της. Στην
αντίθετη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια βούληση δουλική στην ευχαρίστηση που προσφέρει
η άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών και αυθαίρετη διότι το τελικό περιεχόμενο της πράξης είναι
αποτέλεσμα μιας αυθαίρετης διαδικασίας από την στιγμή που δεν βασίζεται σε κάποιους
αντικειμενικούς λόγους. Αυτό που λέει βέβαια δεν είναι μια διαφορετική εκδοχή του καντιανού
υπερβατολογικού υποκειμένου. Η έλλογη βούληση έχει επιθυμίες και επιλογές σχετικά με το πώς
θα πράξει, όμως στο τέλος η πράξη της δεν εξαρτάται ούτε από την αμεσότητα των πρώτων ούτε
από την ενδεχομενικότητα των δεύτερων. Στη πραγματικότητα ο Hegel καλεί για έναν έλεγχο των
επιθυμιών μέσω του Λόγου και όχι σε μια αποτοξίνωση του Λόγου από οποιαδήποτε ροπή ή
επιθυμία. Από την στιγμή που μπορούμε να στοχαστούμε πάνω στις επιθυμίες μας μπορούμε και να
σταθούμε ανάμεσα σε αυτές και στην άμεση ευχαρίστηση που προσφέρει η ικανοποίηση τους και
να τις αξιολογήσουμε ορθολογικά. Στην ουσία ο σκοπός είναι η συνείδηση να καταφέρει να ελέγξει
και να οργανώσει τις επιθυμίες της, ώστε το περιεχόμενο της πράξης της να απορρέει από κάποιους
αντικειμενικούς λόγους οι οποίοι μπορούν να εξασφαλίσουν την ελευθερία της βούλησης, αλλά και
η ίδια η βούληση να τους αναγνωρίζει σαν εγγύηση της ελευθερίας της. Αυτό είναι εφικτό μόνο
όταν αυτοί οι λόγοι απορρέουν από την ίδια την βούληση, ή αλλιώς όταν περιεχόμενο της πράξης
της είναι ο ίδιος ο εαυτός της. Ο αυτοκαθορισμός της βούλησης απαιτεί λοιπόν τη πειθαρχία του
εαυτού πάνω στον Λόγο, δηλαδή πάνω σε κάποιους κανόνες που η ίδια η συνείδηση έχει θέσει στον
23 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §21 Προσθήκη.
24 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §21 – 28.
19
εαυτό της για να ελέγξει τις επιθυμίες της. Το γεγονός ότι η σκέψη αναγνωρίζει την ανάγκη να
πειθαρχήσει σε κάποιους κανόνες που η ίδια θα θέσει στον εαυτό της (ως ελεύθερη καθ’ αυτή)
δείχνει ότι έχει αποκτήσει την απαιτούμενη αυτογνωσία. Και αυτή η αυτογνωσία αποκτάται μέσω
της εκπαίδευσης (Bildung). «Η απόλυτη αξία της εκπαίδευσης έγκειται στη καλλιέργεια της
καθολικότητας της σκέψης»25. Το ενδιαφέρον του Hegel στρέφεται αρκετά στην εκπαίδευση για να
αναδείξει την δημόσια διάσταση της ελευθερίας. Αυτό που θα διδάξει στο υποκείμενο είναι το πώς
η ιστορία της ανθρωπότητας είναι συνδεδεμένη με τις μάχες της να αποκτήσει τον συγκεκριμένο
βαθμό ελευθερίας, δηλαδή ότι ως άνθρωποι είμαστε φορείς δικαιωμάτων και όχι σκλάβοι, ως
φορείς ηθικών αρχών δεν υπακούμε σε μια ηθικότητα που επιβάλλεται από μια κοσμική ή θεϊκή
εξουσία, και ότι κατανοούμε πλήρως τα καθήκοντα τα οποία έρχονται ως απόρροια των σχέσεων
που συνάπτουμε μέσα στην ηθική ολότητα στην οποία ζούμε. Τότε η βούληση αποκτάει
καθολικότητα, δηλαδή αντιλαμβάνεται τον εαυτό της με έναν συγκεκριμένο τρόπο κατά τον οποίο
είναι ελεύθερη καθ’ αυτή και δι’ εαυτή26.
Συνοψίζοντας, ο Hegel αναπτύσσει την ιδέα της ελεύθερης βούλησης ως η βούληση που
ανταποκρίνεται πλήρως στην έννοια της. Αυτή η βούληση βρίσκει τη πλήρη ύπαρξη της στην
μορφή της έλλογης βούλησης. Η ανάπτυξη της έλλογης βούλησης προϋποθέτει την ύπαρξη
προγενέστερων μορφών οι οποίες είναι μόνο τυπικά ελεύθερες. Η μορφή τους αποτυγχάνει να
ανταποκριθεί πλήρως στην έννοια της βούλησης, διότι δεν μπορούν να δώσουν πραγματικότητα
στην δυνατότητα τους να υπάρχουν ως ελεύθερες. Και η ελευθερία είναι αυτό που χαρακτηρίζει μία
βούληση. Είναι η βαθύτερη ουσία της. Αυτές οι μορφές ύπαρξης καθοδηγούνται από την φυσική
αναγκαιότητα ή την αυθαιρεσία. Δεν θα πρέπει να θεωρηθούν όμως κατώτερες μορφές ύπαρξης σε
σχέση με την έλλογη βούληση, αλλά απαραίτητα στάδια για την διαμόρφωση της τελευταίας. Οι
στιγμές της έννοιας της βούλησης υπάρχουν σε κάθε μορφή ύπαρξης της βούλησης, αλλά σε
λανθάνουσα μορφή, μέχρι να ωριμάσουν πλήρως οι εσωτερικές προϋποθέσεις, για να καταστεί η
βούληση έλλογη. Οι εσωτερικές προϋποθέσεις αφορούν την ικανότητα του υποκειμένου να
συνειδητοποιήσει τον εαυτό του ως εν δυνάμει αυτοκαθοριζόμενο μέσα στον αντικειμενικό κόσμο
και τελικά να δράσει ώστε να πραγματώσει την ελευθερία του. Τότε οι τρεις στιγμές που
συγκροτούν την έννοια της βούλησης βρίσκουν την ύπαρξη τους στην μορφή αυτής της βούλησης.
Μέχρι τότε η βούληση το μόνο που κάνει είναι να συγκρούεται με τον αντικειμενικό και τον
υποκειμενικό της κόσμο. Σε αυτή τη πορεία το τέλος της ύπαρξης της μίας μορφής είναι απλά η
αρχή για την συγκρότηση της επόμενης μέχρι η βούληση να ανορθωθεί στη καθολικότητα της και
να βρει την ουσία της, δηλαδή να υπάρχει για αυτή την ίδια. Το «για αυτή την ίδια» όμως δεν
σημαίνει αποκομμένη από τους άλλους, όπως είδαμε δηλαδή στην στιγμή της αρνητικής
ελευθερίας, αλλιώς τότε η καθολικότητα της βούλησης θα εγκλωβιζόταν ξανά, όχι στο μερικό
περιεχόμενο κάποιας επιθυμίας που της τίθεται μέσω του εξαναγκασμού από την φυσική
αναγκαιότητα, αλλά στον ίδιο της τον εαυτό. Το «για αυτή την ίδια» σημαίνει ότι αυτή θα
διαμορφώσει τον κανόνα που θα καθορίζει τη πράξη της, με τι ή ποιον θα δεσμευτεί και για ποιούς
λόγους, ποιές επιθυμίες θα ικανοποιήσει και ποιές όχι, και αυτός ο κανόνας δεν θα καταπιέζει την
βούληση, καθώς θα έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο που είναι η εξασφάλιση της ελευθερίας. O
εαυτός όμως δεν συνειδητοποιεί μόνος του τον πραγματικό βαθμό της ελευθερίας (ή της
ανελευθερίας) του. Η ωρίμανση της ικανότητας του υποκειμένου να αυτοκαθορίζεται δεν είναι μια
απλή διαδικασία φυσικής ωρίμανσης, όπως βλέπουμε ένα σώμα να ωριμάζει με τη πάροδο του
25 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §20.
26 Knowles, Dudley (2002), Hegel and the Philosophy of Right, London: Routledge, 40.
20
χρόνου. Η βούληση αποκτάει σταδιακά την αυτονομία της, όταν έρχεται σε επαφή με τον
αντικειμενικό κόσμο και συνειδητοποιεί ότι μέσω της αλληλεπίδρασης έχει την ικανότητα να τον
διαμορφώσει μεν ορθολογικά, να ελέγξει δε και τον ίδιο της τον εαυτό, έτσι ώστε να δώσει
συγκεκριμένο περιεχόμενο στην ελευθερία της. Το σύστημα δικαίου που είναι το σύνολο κανόνων
που διέπουν την ζωή μιας κοινωνίας, δηλαδή μιας πολλαπλότητας βουλήσεων που επιδιώκουν
ελεύθερα την ελευθερία τους, το ονομάζει ο Hegel το βασίλειο της ελευθερίας, επειδή
διαμορφώνεται από τα ίδια τα υποκείμενα που έχουν την ορθολογική ικανότητα να θέτουν και να
επιδιώκουν σκοπούς για αυτά τα ίδια. «Ελευθερία και βούληση είναι η ενότητα του υποκειμενικού
και του αντικειμενικού. Έτσι ο σκοπός πρέπει να τίθεται αντικειμενικά, διότι τότε δεν
επιτυγχάνεται άλλος ένας μονόπλευρος προσδιορισμός του, αλλά η ίδια η πραγματοποίηση του» 27.
Η ελεύθερη βούληση λοιπόν δεν είναι η βούληση που υπάρχει απλά, άμεσα και αδιαμεσολάβητα,
αλλά που η ύπαρξη της καθορίζεται για αυτή την ίδια από την ίδια και από τους άλλους μέσω της
διαλεκτικής τους αλληλεπίδρασης. Ο τρόπος που πράττει τελικά δεν κατευθύνεται μόνο προς την
ικανοποίηση της δικής της ελευθερίας, του δικού της συμφέροντος. Η ελεύθερη, έλλογη βούληση
θέλει την ελευθερία όλων και το κριτήριο της πράξης της είναι να προάγεται η πραγμάτωση της
ελευθερίας όλων, καθώς αντιλαμβάνεται ότι η ικανοποίηση της δικής της ελευθερίας
πραγματώνεται στην συμπλήρωση της με την ελευθερία κάθε άλλης βούλησης, δημιουργώντας έτσι
μία αυτόνομη καθολικότητα.
22
23
2.1 Εισαγωγή28
Η πολιτική φιλοσοφία του Hegel προβάλλει μία έλλογη κοινωνική τάξη που προάγει πτυχές
της πρακτικής ελευθερίας της έλλογης βούλησης, όπως είναι τα ατομικά δικαιώματα και το
αίσθημα της αξιοπρέπειας και της αναγνώρισης της ατομικότητας, σε συνδυασμό με τις βασικές
υποχρεώσεις και το αίσθημα ηθικού καθήκοντος που διακατέχει τα άτομα που συναπαρτίζουν μία
κοινωνική ολότητα, προκειμένου να επιτευχθούν κοινοί στόχοι. Το στοιχείο που καθιστά μία
κοινωνική τάξη έλλογη βρίσκεται στο γεγονός ότι το σύστημα δικαίου αυτής της κοινωνίας,
δηλαδή οι νόμοι, οι αξιακοί κανόνες, οι θεσμοί της, καθίστανται η απαραίτητη συνθήκη για τη
πραγμάτωση της ελευθερίας, και τα άτομα αυτής της κοινωνίας έχουν την συνείδηση να
αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν το σύστημα δικαίου ως περιεχόμενο και επιβεβαίωση της
ελευθερίας τους.
Το ιδεώδες της ελευθερίας που παρουσιάζεται στη Φιλοσοφία του Δικαίου αφορά την
διερεύνηση των συνθηκών μέσω των οποίων το αντικειμενικό Πνεύμα ως πρακτικός Λόγος,
δηλαδή ως βούληση που θέτει σκοπούς και, επιπλέον, αναζητά τα μέσα για να τους ικανοποιήσει,
αποκτά συνείδηση της έλλογης ικανότητας του για αυτοκαθορισμό, τι σημαίνει αυτή η κατανόηση
της ελευθερίας ως αυτοκαθορισμός και μέσα από ποιους βασικούς θεσμούς ή σφαίρες
δραστηριότητας μπορεί να δώσει πραγματικότητα στην ιδιαίτερη ύπαρξη του ως ελεύθερη
βούληση.
Μία περιεκτική κατανόηση, λοιπόν, του ιδεώδους που μας περιγράφει ο Hegel δεν είναι
εύκολη υπόθεση, και αυτό γιατί στο έργο του συναντάμε τρεις διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με
την έννοια της ελευθερίας. Η μία είναι η ατομική ελευθερία, η οποία βρίσκει τη πραγμάτωση της
στο Αφηρημένο Δίκαιου29. Η δεύτερη, η ηθική ελευθερία, η οποία βρίσκει τη πραγμάτωση της στη
Ατομική Ηθική30. Η τρίτη, η ουσιώδης, συγκεκριμένη ή έλλογη ελευθερία 31, η οποία βρίσκει τη
πραγμάτωση της στην Ηθική Ολότητα32. Το «μυστικό» για να κατανοήσουμε το συμπαγές ιδεώδες
της ελευθερίας που υπερασπίζεται ο Hegel είναι να κατανοήσουμε αυτό το ιδεώδες ως την ενότητα
των τριών διαφορετικών μορφών ύπαρξης του. Στην έλλογη κοινωνία, τη κοινωνία της ελευθερίας
ή, αλλιώς, την μοντέρνα Ηθική Ολότητα, πραγματώνονται και οι τρεις μορφές ύπαρξης της
ελευθερίας, εν τούτοις η ελευθερία στη μορφή της έλλογης ή κοινωνικής ελευθερίας προϋποθέτει
την εκπλήρωση συνθηκών ύπαρξης των δύο άλλων μορφών. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κάποιες
προϋποθέσεις, αντικειμενικές και υποκειμενικές, που πρέπει να ικανοποιούνται, προκειμένου να
μιλάμε, από την μία, για τα μοντέρνα υποκείμενα ως φορείς ελεύθερης, έλλογης βούλησης, αλλά
28 Εδώ είναι αναγκαίο να διευκρινίσω ότι στη συνέχεια της εργασίας κάνω την διάκριση μεταξύ «αστικής κοινωνίας»
και «Αστικής Κοινωνίας». Χρησιμοποιώ τον όρο «αστική κοινωνία», για να αναφερθώ στις παρατηρήσεις που
κάνει ο Hegel για την πραγματικότητα της κοινωνίας της εποχής του (χαρακτηριστικά παραπέμπω στις §243 – 246
της Φιλοσοφίας του Δικαίου,) αλλά και όταν πρέπει να αναφερθώ στην αστική κοινωνία της δικής μας εποχής.
Χρησιμοποιώ τον όρο «Αστική Κοινωνία», όταν πρέπει να μιλήσω για τον ένα από τους τρεις βασικούς θεσμούς
που δομούν την χεγκελιανή κοινωνία της ελευθερίας, δηλαδή το πλέγμα αλληλεξάρτησης των ατομικοτήτων, όπως
αυτό περιγράφεται στην Φιλοσοφία του Δικαίου (§182 – 255), δηλαδή στο σύστημα των αναγκών και τους θεσμούς
που αναπτύσσονται για την προστασία του.
29 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §34 – 104.
30 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §105 – 141.
31 Ή «κοινωνική ελευθερία» σύμφωνα με την ανάλυση του Frederick Neuhouser (2003), Foundation’s of Hegel’s
Social Theory: Actualizing Freedom, Harvard: Harvard University Press.
32 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §142 – 360.
24
και για την μοντέρνα Ηθική Ολότητα, από την άλλη, ως τη κοινωνία που εξασφαλίζει τα μέσα και
τις δομές, αρχικά για να συνειδητοποιήσουν τα άτομα την ικανότητα τους για αυτοκαθορισμό και,
έπειτα, να έχουν την δυνατότητα να δραστηριοποιούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε η πράξη τους να
επιβεβαιώνει τόσο το ατομικό ιδεώδες τους όσο και να συμβάλλει στην αρμονική λειτουργία της
μοντέρνας Ηθικής Ολότητας ως κοινωνίας της ελευθερίας.
Σε αυτό το κεφάλαιο θα δούμε αναλυτικά τι σημαίνει ο όρος Ηθική Ολότητα για τη
πολιτική φιλοσοφία του Hegel, που βρίσκονται οι βάσεις της μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και
ποια είναι η σχέση του μοντέρνου υποκειμένου ως φορέα ατομικής ηθικής με την μοντέρνα
κοινωνία ως φορέα του συνόλου των αντικειμενικών θεσμών που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν να
αντιτίθενται στις αξιώσεις του μοντέρνου υποκειμένου για ελευθερία. Αν δεν αντιτίθενται, τότε υπό
ποιες συνθήκες μπορούμε να μιλάμε για εναρμόνιση των αξιώσεων της ατομικότητας για
πραγμάτωση των σκοπών της με τις αξιώσεις της μοντέρνας κοινωνίας για πραγμάτωση των δικών
της σκοπών; Αν οι σκοποί της τελευταίας είναι η κοινωνική συνοχή που βασίζεται στην εναρμόνιση
(και όχι τη καταπίεση) των ατομικών σκοπών και στη πραγμάτωση της ελευθερίας όλων, τότε
αυτές οι αξιώσεις θα πρέπει να αποτελούν περιεχόμενο των θεσμών που αναπτύσσονται εντός της,
όπως και να δώσει στα μέλη της την δυνατότητα να αναγνωρίσουν τη κοινωνική τους ολότητα ως
κοινωνία της ελευθερίας. Επίσης, τα μοντέρνα υποκείμενα θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι οι
ατομικές τους ελευθερίες και οι μοναδικοί σκοποί που θέτουν μπορούν να έχουν βάση μόνο όταν
δεν εγκυμονούν κινδύνους για τη καθολικότητα και επίσης συμβάλλουν στην ανάπτυξη της
καθολικότητας, που αποτελεί την ελευθερία όλων. Μέρος αυτής της διαδικασίας εναρμόνισης
ατομικότητας και καθολικότητας για τη πλήρη πραγμάτωση της ελευθερίας της πρώτης είναι,
λοιπόν, και η διάπλαση των μελών της μοντέρνας κοινωνίας σε έλλογες προσωπικότητες. Αυτή η
διάπλαση μέχρι ενός σημείου είναι καθήκον της οικογένειας, έπειτα συνεχίζεται έμμεσα στην
σφαίρα της Αστικής Κοινωνίας. Το μοντέρνο άτομο μπορεί να αναγνωρίζεται από τη καθολικότητα
ως ισάξιο μέλος της και να απολαμβάνει τα δικαιώματα και τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει
και η καθολικότητα μόνο όταν τίθεται μπροστά της ως μία ιδιαίτερη προσωπικότητα. Η διάπλαση
του μοντέρνου ατόμου εντός της Αστικής Κοινωνίας ως μία μοναδική, αυτοκαθοριζόμενη
προσωπικότητα διαμεσολαβείται από την θέση που καταλαμβάνει μέσα σε αυτήν, δηλαδή από την
εργασία του.
Στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, όπου ο Hegel περιγράφει τη πορεία της συνείδησης
προς την απόλυτη γνώση, το Geist εμφανίζεται στο στάδιο που η συνείδηση έχει αποκτήσει
αυτοσυνειδησία και βρίσκει την ικανοποίηση της, δηλαδή την ολοκλήρωση της, στην σχέση με μια
άλλη αυτοσυνείδηση. Ο όρος περιγράφει αυτή την αυτοσυνείδητη και διυποκειμενική διάσταση της
συνείδησης. Ο Hegel αναφέρεται στο Geist ως «η απόλυτη υπόσταση η οποία συμβολίζει την
ενότητα διαφορετικών ανεξάρτητων αυτοσυνειδήσεων, οι οποίες μέσα από την αντίθεση
απολαμβάνουν απόλυτη ελευθερία και ανεξαρτησία, το Εγώ που γίνεται Εμείς και το Εμείς που
25
γίνεται Εγώ»33. Η ανάλυση της έννοιας Geist, ή αλλιώς «Πνεύμα», όπως θα μπορούσαμε να
μιλήσουμε για αυτό στα ελληνικά, είναι πολύ απαραίτητη προκειμένου να γίνει κατανοητή η
λογική ολόκληρου του χεγκελιανού φιλοσοφικού συστήματος. Όμως ανάμεσα στους μελετητές του
έργου του Hegel δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την σημασία του όρου και τον σκοπό που
εξυπηρετεί. Πολλοί μελετητές υιοθετούν μία θεολογική ερμηνεία και κατανοούν το Geist ως μία
υπερβατική, θεϊκή δύναμη που προδιαγράφει τη πορεία κάθε ανθρώπινης ζωής και της ιστορίας του
ανθρώπινου πολιτισμού γενικότερα. Μία ερμηνεία εν μέρει δικαιολογημένη λόγω του τρόπου που ο
Hegel αναφέρεται στο Geist ως «απόλυτη υπόσταση» η οποία συμβολίζει την ενότητα όλων των
ετεροτήτων και η ουσία της είναι η ελευθερία 34. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε κάποιος να
υποθέσει ότι ο Hegel αναφερόμενος στο Geist έχει στο μυαλό του τον Θεό ως τέλειο, αγαθό ον,
παντογνώστη και δημιουργό όλων, ενσαρκωμένο στο σώμα του Χριστού. Μία τέτοια ερμηνεία
όμως θα προξενούσε λανθασμένη εντύπωση για το φιλοσοφικό σύστημα του Hegel στην ολότητα
του, αλλά και για τη κοινωνική και πολιτική του φιλοσοφία ειδικότερα. Υπό αυτό το πρίσμα, η
παγκόσμια ιστορία για τον Hegel δεν μπορεί να αποτελεί το προϊόν της δράσης των ανθρώπινων
υποκειμένων, αλλά οι ανθρώπινες πράξεις και ο ανθρώπινος πολιτισμός υπάρχουν μόνο ως μέσα
για να εξυπηρετήσουν το Πνεύμα να πετύχει τον σκοπό του μέσα στον χρόνο, δηλαδή την
αυτοεπιβεβαίωση του ως απόλυτο, αυτόνομο και υπερβατικό.
Η ερμηνεία του Geist ως υπερβατικό Θεό καθιστά προβληματική την ορθή κατανόηση της
φιλοσοφίας του Hegel. Μία τέτοια ανάγνωση δεν μπορεί να ευσταθεί, ειδικά αν λάβουμε υπόψη
την ιστορική εποχή μέσα στην οποία γράφει, δηλαδή μετά την Γαλλική Επανάσταση, μία εποχή
που έχει διαποτιστεί με το πνεύμα του Διαφωτισμού, στο οποίο ωστόσο ο Hegel ασκεί κριτική. Ο
πιο ουσιαστικός λόγος όμως για να απορριφθεί οποιαδήποτε ερμηνεία συνδέει το Geist με κάτι το
θεϊκό είναι ότι έτσι υπονομεύεται, έως και αγνοείται, η προσπάθεια του Hegel να εκθέσει μέσα από
το φιλοσοφικό του σύστημα μία μοντέρνα θεωρία της ελευθερίας η οποία μπορεί να πάρει σάρκα
και οστά εντός των συνθηκών της νεωτερικότητας χάρη στην ικανότητα των ανθρώπων να
πράττουν με βάση το δικό τους Λόγο. Το Πνεύμα είναι κάτι που αναπτύσσεται εντός του κόσμου
και μέσω της ανθρώπινης δράσης, ακόμα και εάν οι ίδιοι οι δρώντες δεν το αντιλαμβάνονται
άμεσα.
Το επίπεδο του Geist κατακτιέται την στιγμή της αμοιβαίας αναγνώρισης των ανεξάρτητων
αυτοσυνειδήσεων ως αυτοτελών υπάρξεων. Κάθε αυτοσυνείδηση απαιτεί από τα άλλα υποκείμενα
την αναγνώριση. Αυτή η μονόπλευρη απαίτηση για αναγνώριση οδηγεί στην μάχη ζωής και
θανάτου και στην διαλεκτική αφέντη-δούλου 35. Αν και σε αυτή την μάχη ο σκοπός είναι η υποταγή
της μίας αυτοσυνείδησης στην άλλην, η τελική έκβαση είναι η αμοιβαία αναγνώριση των
αυτοσυνειδήσεων ως ελεύθερων και ίσων36. Αυτή η αμοιβαία αναγνώριση αποτελεί τη πλήρη
πραγμάτωση του Πνεύματος και λαμβάνει χώρα στη νεωτερικότητα. Υπό αυτή την αμοιβαία
αναγνώριση τα υποκείμενα δημιουργούν μία ενότητα που είναι το αποτέλεσμα της
33 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1977), Phenomenology of Spirit, translated by A. V. Miller, Oxford: Oxford
University Press, §177.
34 Για μία θεολογική ερμηνεία του Geist, ενδεικτικά παραπέμπω Luther, T. C. (2009), Salerno, R. A. (2003),
Solomon, R. C. (2001) και Taylor, C. (1975). Για μία ερμηνεία που αποκλίνει της θεολογικής και βρίσκεται πιο
κοντά στη κοινωνική ψυχολογία, βλ. Honneth (1995) και (2010) και Williams (1997) και (2013). Και στις δύο
ερμηνείες ασκεί κριτική η Bykova (2016).
35 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1977), §187.
36 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (2010), Encyclopedia of the Philosophical Sciences in Basic Outline, translated
by Klaus Brinkmann, Dandaniel O. Dahlstrom, Cambridge University Press, §358 – 359.
26
διαφορετικότητας τους και μέσα σε αυτήν η ιδιαίτερη ύπαρξη του κάθε ενός υποκειμένου δεν
τίθεται σε κίνδυνο. Παραδείγματα τέτοιων ενοτήτων αμοιβαίας αναγνώρισης μπορούν να βρεθούν
στην οικογένεια, στις ερωτικές σχέσεις, στην αγάπη για τη πατρίδα, στην γενναιότητα που υπάρχει
στη πράξη κάποιου που θέτει σε κίνδυνο την ζωή του για έναν καθολικό σκοπό. Το Geist λοιπόν
είναι το συλλογικό επίτευγμα ανεξάρτητων, διαφορετικών υποκειμένων που βρίσκουν την
ολοκλήρωση της ιδιαίτερης ύπαρξης τους μέσα από την σύναψη σχέσεων με άλλα ανεξάρτητα
υποκείμενα. Η αμοιβαία αναγνώριση, δηλαδή η αντιμετώπιση του άλλου ως ελεύθερου και ίσου με
εμένα, είναι η βασική προϋπόθεση για την συνύπαρξη των ξεχωριστών αυτοσυνειδήσεων ως ένα
Πνεύμα.
Στη κοινωνική και πολιτική του φιλοσοφία ο Hegel εξετάζει τη πραγμάτωση του Πνεύματος
ως το Αντικειμενικό Πνεύμα, δηλαδή ως την συλλογική συνείδηση των ανθρώπων και τους
θεσμούς που αναπτύσσονται και συναποτελούν μία Ηθική Ολότητα. Ανεξάρτητα με το είδος των
σχέσεων που αναπτύσσονται (οικογενειακές, ερωτικές, κοινωνικές) υπό συνθήκες αμοιβαίας
αναγνώρισης, μέσα σε αυτή την αλληλεπίδραση δημιουργείται μία κανονιστικότητα. Οι άνθρωποι
ορίζουν τους εαυτούς τους και τις πράξεις τους σύμφωνα με κανονιστικές αντιλήψεις για το τι
σημαίνει καλό ή κακό, ορθό ή μη ορθό, σωστό ή λάθος, αντιλήψεις τις οποίες θέλουν αυτοί να
ακολουθούν και να είναι υπεύθυνοι για τη τήρηση τους. Έτσι, το Αντικειμενικό Πνεύμα αποκτάει
αυτονομία, η ουσία του είναι η ελευθερία, και μέσω του Αντικειμενικού Πνεύματος είναι ελεύθερη
και κάθε υποκειμενική ύπαρξη που αποτελεί μέρος του, διότι ακολουθεί τη κανονιστικότητα που
αυτή η ίδια έχει δημιουργήσει και έχει αποδεχτεί ως ορθή για τη πραγμάτωση της ιδιαίτερης
ελευθερίας της.
Παρά το γεγονός ότι ο Hegel αναφέρεται στη πλήρη πραγμάτωση της αυτοσυνείδησης ως
Πνεύμα, δεν εννοεί κάποια μεταφυσική αρχή ή ένα υπερβατολογικό υποκείμενο που υπάρχει
ανεξάρτητα από τον χρόνο της ανθρώπινης ιστορίας. Το Πνεύμα διαμορφώνεται μέσα στη και από
την αλληλεπίδραση των υποκειμένων που δρουν συνειδητά για τη πλήρη πραγμάτωση των
δυνατοτήτων τους. Έτσι, δεν υπάρχει ως κάτι που διαφεντεύει τις ζωές των ανθρώπων, αλλά ως
κάτι που ανήκει στην ανθρώπινη συνείδηση, διαπλάθεται και ωριμάζει μαζί με την ανθρώπινη
συνείδηση, καθώς είναι το προϊόν της πράξης της μέσα στην ιστορία. Το Αντικειμενικό Πνεύμα στη
Φιλοσοφία του Δικαίου αναφέρεται στην ολότητα των διαφορετικών, ιδιαίτερων βουλήσεων, που
βρίσκονται σε μια αρμονική ενότητα και ορίζουν σαν μία συνείδηση τις κανονιστικές συνθήκες
μέσα από τις οποίες θα πραγματωθεί το περιεχόμενο της ελευθερίας όλων, και στους θεσμούς που
έχουν δημιουργηθεί και εξελιχθεί ιστορικά με σκοπό την πραγμάτωση της συγκεκριμένης
ελευθερίας. Με αυτό τον τρόπο καθίσταται το Εγώ που εκφράζεται μέσα από το Εμείς και το Εμείς
που γίνεται Εγώ.
Ο Hegel ξεκινάει το Τρίτο Μέρος της Φιλοσοφίας του Δικαίου γράφοντας ότι «η Ηθική
Ολότητα είναι η ιδέα της ελευθερίας ως ένα ζωντανό αγαθό» 37. Σχετικά με την έννοια Sittlichkeit
δύσκολα μπορεί να αποδοθεί επακριβώς σε άλλη γλώσσα χωρίς να χάσει το ιδιαίτερο νόημα που
της αποδίδει ο Hegel. Αυτό που έχει στο μυαλό του ντύνοντας το με την έννοια Sittlichkeit είναι
μια συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής οργάνωσης της ζωής, η οποία μπορεί συνάμα να επιτρέψει τη
32
2.2.3 Η θεωρία των καθηκόντων
Μέσα στο πλαίσιο της Ηθικής Ολότητας κάθε άτομο έχει δικαιώματα με κυριότερο το
δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό. Από την στιγμή όμως που ο αυτοκαθορισμός συνειδητοποιείται ως
ένα επίτευγμα της συγκεκριμένης κοινωνίας, άρα ως αναπόσπαστο μέρος του νεωτερικού
Πνεύματος, το ηθικό άτομο δεν είναι μόνο φορέας δικαιωμάτων, αλλά και καθηκόντων. Η έλλογη
βούληση ως ηθικό υποκείμενο αυτοκατανοείται ταυτόχρονα ως φορέας δικαιωμάτων και
καθηκόντων. Στις επόμενες παραγράφους ο Hegel επιχειρηματολογεί πάνω στη θέση ότι σε μια
κοινωνία ελευθερίας μπορούμε να μιλάμε για τα υποκείμενα ως φορείς καθηκόντων χωρίς αυτό να
αντιφάσκει με το αίτημα τους για αυτοκαθορισμό50.
Με την θεωρία των καθηκόντων ο Hegel δεν αποσκοπεί στην επινόηση άλλης μίας
κανονιστικής, Καντιανού τύπου ηθικής. Μία θεωρία καθηκόντων Καντιανού τύπου δεν καθορίζει
κανένα καθήκον στη πραγματικότητα, ιδιαίτερα όταν αυτή μπορεί να συμπυκνωθεί στο να
προσαρμόζει το υποκείμενο τη πράξη του στη προσταγή ενός καθολικού, κενού περιεχομένου
κανόνα51. Το υποκείμενο δεν παρακινείται έτσι στο να πράξει με σκοπό τον αυτοκαθορισμό του,
αλλά στο να μην πράττει. Η καθολικότητα μέσα στην οποία υπάρχουν οι Καντιανές κατηγορικές
προσταγές είναι τόσο φορμαλιστικές που καμία πράξη δεν μπορεί να εξαχθεί από αυτές 52.
Εναλλακτικά, μια ηθική θεωρία θα μπορούσε να εξάγεται από εμπειρικά δεδομένα σχετικά με την
ανθρώπινη συμπεριφορά με τον ίδιο τρόπο που ο επιστήμονας εξάγει γενικές αρχές μέσω της
παρατήρησης και της συγκέντρωσης ενός ικανοποιητικού αριθμού δεδομένων 53. Αν όμως
ανακαλύψουμε ότι τα δεδομένα που θεωρούσαμε έγκυρα, για να σχηματίσουμε τις πεποιθήσεις μας
σχετικά με τις ηθικές αξίες της κοινωνίας, ήταν λανθασμένα, τότε πώς θα μπορούσαμε να
δικαιολογήσουμε τις πράξεις μας στην βάση μίας ηθικής θεωρίας; Το αποτέλεσμα θα ήταν ο
σχετικισμός και η απαξίωση της ηθικής. Σκοπός του Hegel είναι να σταθεί κριτικά σε τέτοιου
είδους αντιλήψεις και να μας δείξει πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για την ηθική ολότητα ως μια
κοινωνία που δημιουργεί υποχρεώσεις ή καθήκοντα στα υποκείμενα, ενώ ταυτόχρονα αυτά δεν
βάζουν όρια στον αυτοκαθορισμό τους. Αντιθέτως, αυτά τα καθήκοντα συμβάλλουν στο να
αποκτήσει αληθινή υπόσταση ο αυτοκαθορισμός τους.
Η δέσμευση που συνεπάγεται μια υποχρέωση μπορεί να εμφανίζεται σαν περιορισμός μόνο
σε σχέση με την απροσδιόριστη υποκειμενικότητα ή την αφηρημένη ελευθερία και με τις
παρορμήσεις της φυσικής βούλησης ή της στοχαστικής βούλησης που έχει διαμορφώσει μια
αντίληψη για το αγαθό, αλλά με αυθαίρετο τρόπο. Πρώτον, η απροσδιόριστη υποκειμενικότητα
έχει την δυνατότητα να λάβει άπειρες μορφές ύπαρξης, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να
χαρακτηρίζεται από καμία. Για μια υπερβατική οντότητα σαν και αυτή, η έννοια του καθήκοντος
είναι αντίθετη με την φύση της. Δεύτερον, για μια βούληση που ετεροκαθορίζεται από τις επιθυμίες
της, η έννοια του καθήκοντος είναι ένα εμπόδιο σχετικά με την ικανοποίηση των επιθυμιών, αφού
το καθήκον σε αυτή τη περίπτωση είναι μια αναγκαιότητα που δεν μπορεί να αποφύγει. Για μια
βούληση, επίσης, που πράττει ηθικά, αλλά οι κανόνες της πράξης της διαμορφώνονται έξω από τη
πραγματικότητα της και πρέπει να συμμορφώσει την συμπεριφορά της σε αυτούς τους κανόνες, η
Η αγορά λειτουργεί με βάση ένα σύστημα δικαιοσύνης το οποίο διασφαλίζει με ίσους όρους
τη περιουσία και τις ατομικές ελευθερίες για κάθε πολίτη της μοντέρνας κοινωνίας. Το Αφηρημένο
Δίκαιο είναι «αναγνωρισμένο, γνωστό και ηθελημένο» γιατί «προστατεύει κάθε άνθρωπο μόνο και
μόνο επειδή είναι άνθρωπος, και όχι επειδή είναι Εβραίος, καθολικός, διαμαρτυρόμενος, Γερμανός,
Ιταλός κλπ.»67. Συνεπώς, στην αγορά, μπορεί να δραστηριοποιείται όποιος αναγνωρίζεται από τους
άλλους ως ισότιμο μέλος της Ηθικής Ολότητας, δηλαδή ως πολίτης με δικαιώματα τα οποία
προστατεύονται από το αναγνωρισμένο από όλους σύστημα δικαίου, ανεξάρτητα από το χρώμα του
δέρματος του, τη καταγωγή του ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Τα άτομα συσχετίζονται ως
ατομικοί ιδιοκτήτες με ίσα δικαιώματα ως προς τη πραγμάτωση των σχεδίων ζωής τους. Η
αναγνώριση του άλλου ως πολίτη της μοντέρνας κοινωνίας είναι προαπαιτούμενο για την
ικανοποίηση κάθε ατομικής ανάγκης.
Η ατομικότητα εμφανίζεται ως μια ιδιαίτερη, υποκειμενική ανάγκη καθιστώντας σαφή τον
διαχωρισμό από οποιαδήποτε άλλη ατομικότητα. Τα άτομα είναι ελεύθερα να επιδιώξουν την
ικανοποίηση των συμφερόντων τους, είτε αυτά έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα κάποιας φυσικής
66 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §209.
67 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §209.
37
αναγκαιότητας, είτε μέσω του στοχασμού, είτε μέσω μιας ανάμειξης και των δύο. Σε αντίθεση με
τις βιολογικές ανάγκες ενός ζώου, οι ανθρώπινες ανάγκες δεν είναι περιορισμένες, αλλά
επηρεάζονται από κοινωνικούς παράγοντες, όπως είναι η μόδα της εποχής και η ανάγκη απόκτησης
μίας συγκεκριμένης θέσης μέσα στη κοινωνία. Η εκάστοτε υποκειμενική ανάγκη για να αποκτήσει
αντικειμενικότητα, δηλαδή να ικανοποιηθεί, δεν γίνεται να αρκεστεί στην εργασία και την
ιδιοκτησία του εκάστοτε ατόμου αλλά χρειάζεται κάτι παραπάνω, που είναι η εργασία και η
βούληση του άλλου. Οι ανάγκες και οι τρόποι ικανοποίησης τους για κάθε άτομο
διαμεσολαβούνται από την εργασία και των άλλων ατόμων της μοντέρνας κοινωνίας. Έτσι, εκ των
πραγμάτων οι ανάγκες και τα μέσα για την ικανοποίηση τους καθίστανται κοινωνικά 68. Αυτή η
μορφή σχέσεων αμοιβαίας ανταλλαγής αναγκών και μέσων επιτυγχάνεται στην αγορά.
Η επιδίωξη ικανοποίησης του ατομικού συμφέροντος μπορεί να καθιστά την αγορά μία εκ
πρώτης όψεως χαοτική και αποδιοργανωμένη σφαίρα, ο Hegel όμως προτιμά να δει πέρα από
αυτήν την φαινομενικότητα και να κατανοήσει βαθύτερα πώς μπορεί να συμβάλλει αυτός ο χώρος
στον οποίο δραστηριοποιείται ο μοντέρνος άνθρωπος στη πραγμάτωση της ελευθερίας. Η ματιά
του επικεντρώνεται σε μια αναγκαιότητα που αναπτύσσεται μέσα σε αυτήν τη κατά τα άλλα
παράλογη και χαοτική κατάσταση. Η αγορά στηρίζεται σε μια ορθολογικότητα 69 που μοιάζει με το
«αόρατο χέρι» του Smith, όμως χρειάζεται κάτι παραπάνω από αυτό για να επιτύχει τους σκοπούς
της. Ο Hegel θα ονόμαζε αυτή τη κατάσταση μία διαλεκτική σχέση, παρά ένα αόρατο χέρι, μεταξύ
των διαφορετικών, ατομικών επιδιώξεων που, εκτός από την ικανοποίηση του ατομικού
συμφέροντος, θα πρέπει να καταλήγει και στην ικανοποίηση του συμφέροντος και των
υπολοίπων70. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της διαπλοκής των ατομικών επιδιώξεων είναι ότι η
υποκειμενική φιλαυτία μετατρέπεται σε συμβολή για την ικανοποίηση των αναγκών όλων των
άλλων, καθώς το κέρδος κάθε ατόμου λόγω της μεσολάβησης της καθολικότητας για την
ικανοποίηση της ανάγκης του συνεπιφέρει κέρδος και για τους άλλους. «Κάθε άνθρωπος
πράττοντας για την ικανοποίηση του δικών του αναγκών, ταυτόχρονα πράττει και για την
ικανοποίηση των αναγκών όλων των άλλων»71.
Αυτή η αντίληψη όμως που έχει ο Hegel για την αγορά δεν σημαίνει ότι δικαιολογεί την
ύπαρξη της ελεύθερης, αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Η αγορά ως ένα αυτόνομο πεδίο δεν είναι ένα
ειρηνικό και αυτορυθμιζόμενο πεδίο, αλλά περισσότερο μοιάζει με ένα πεδίο πολέμου όλων
εναντίον όλων, σαν μία χομπσιανού τύπου φυσική κατάσταση. Η Αστική Κοινωνία, δηλαδή τα ίδια
τα άτομα της Ηθικής Ολότητας στη καθολικότητα τους, προβλέποντας τον κίνδυνο να καταρρεύσει
το σύστημα της Ηθικής Ολότητας λόγω της τοποθέτησης του εγωιστικού συμφέροντος πάνω από
τις καθολικές ανάγκες (με τις επιπτώσεις να είναι καταστροφικές και για την δυνατότητα επίτευξης
της ελευθερίας κάθε μεμονωμένου ατόμου) εγκρίνει τη πλαισίωση της μοντέρνας οικονομίας από
ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα θέσει όρια στη καθαρά εγωιστική δράση. Άλλωστε μέσω της
ατομικής οικονομικής δραστηριότητας απώτερος σκοπός είναι να προαχθεί και το καθολικό
συμφέρον, έστω και αν αυτό δεν επιδιώκεται πάντα συνειδητά.
Ο Hegel μέσα από την ανάλυση που κάνει για την αστική κοινωνία διαβλέπει ότι η αγορά,
λόγω της ανεξέλεγκτης οικονομικής δραστηριότητας, έχει την δυναμική να ωθήσει μεγάλο μέρος
των ανθρώπων στην ανεργία και στην φτώχεια 78, ενώ οι ευκαιρίες για να συνδεθούν οι άνεργοι με
την αγορά εργασίας είναι από ελάχιστες έως μηδαμινές. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος στον
οποίο είναι εκτεθειμένοι οι άνθρωποι σε μια μοντέρνα οικονομία της αγοράς. Ειδικά από την
στιγμή που η λειτουργία της κοινωνίας και της αγοράς βασίζεται στον καταμερισμό της εργασίας.
Η εκπαίδευση των ατόμων της μοντέρνας κοινωνίας από την νεαρή τους ηλικία στη σφαίρα της
Οικογένειας, αλλά και μετά την ενηλικίωση τους ως μέλη της Αστικής Κοινωνίας αποσκοπεί στην
απόκτηση ιδιαίτερων δεξιοτήτων και στην εξειδίκευση σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα ή κλάδο
της βιομηχανίας. Το πόσο πολύ θα αναπτυχθεί όμως κάποιος βιομηχανικός κλάδος ή ένας
συγκεκριμένος τύπος επαγγέλματος, δηλαδή πόση δουλειά θα υπάρχει για τα άτομα που έχουν
εκπαιδευτεί να ασχολούνται με αυτό το επάγγελμα, εξαρτάται από τις ανάγκες της κοινωνίας κάθε
εποχής και πώς επιλέγουν τα άτομα κάθε εποχής να αυτοπροσδιορίζονται όσον αφορά την
ενδυμασία τους, τις μουσικές προτιμήσεις, τις καταναλωτικές συνήθειες και άλλες εφήμερες
επιλογές. Οι ανθρώπινες ανάγκες στην ατομικότητα τους μπορεί να οδηγήσουν σε έναν ατελείωτο
καταναλωτισμό. Οι καταναλωτικές επιλογές όμως της στοχαστικής βούλησης χαρακτηρίζονται από
τέτοια τυχαιότητα και ανορθολογικότητα που καθίσταται αδύνατη η πρόβλεψη τους στο πεδίο της
αγοράς. Η εξάρτηση της οικονομίας από τις ατομικές ιδιοτροπίες και τις συνεχείς αλλαγές στον
τρόπο που επιλέγει η μάζα να αυτοκαθορίζεται επιφέρουν ένα κλίμα ανασφάλειας. Αυτό το κλίμα
ανασφάλειας το βιώνουν κυρίως όσοι απασχολούνται εργασιακά στον χώρο παραγωγής και
διανομής των εμπορευμάτων που καλύπτουν τις ατομικές καταναλωτικές ανάγκες.
Η αγορά ως το σύστημα αλληλεξάρτησης για την ικανοποίηση αυτών των αναγκών και των
επιθυμιών μπορεί από την μία στιγμή στην άλλη να αχρηστεύσει έναν ολόκληρο βιομηχανικό
κλάδο, επειδή άλλαξαν οι προτιμήσεις μιας κοινωνικής ομάδας ή η μόδα της εποχής. Αυτός ο
κίνδυνος γίνεται ακόμα μεγαλύτερος, αν συνυπολογίσουμε ότι οι πλούσιοι πολλές φορές θέλοντας
να φανούν διορατικοί και να δημιουργήσουν μονοπώλιο, ρισκάρουν επιχειρώντας επενδύσεις που
77 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §182.
78 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §243 – 246.
40
στο τέλος δεν φέρνουν τα επιθυμητά κέρδη. Η αποτυχία αυτών των επενδύσεων βαραίνει
περισσότερο τους εργαζόμενους, διότι θα υποστούν μειώσεις μισθών ή θα χάσουν την δουλειά
τους. Και από την στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που μένουν άνεργοι, επειδή η ειδικότητα τους
δεν έχει αντίκρισμα πια στην αγορά εργασίας λόγω αλλαγής στη μόδα, η ενασχόληση σε κάποιο
άλλο τομέα καθίσταται ουσιαστικά αδύνατη, διότι όλη τους τη ζωή έχουν μάθει να κάνουν ένα
συγκεκριμένο πράγμα, να αποκτήσουν μία συγκεκριμένη δεξιότητα. Αν το δίκαιο όμως στην
μοντέρνα Ηθική Ολότητα είναι η πραγμάτωση της δυνατότητας κάθε ατομικότητας, ανεξάρτητα
από συγκυριακούς παράγοντες που έχουν να κάνουν με τον τόπο γέννησης, την θρησκεία ή τη
κοινωνική τάξη, να δώσει έλλογη μορφή και περιεχόμενο στην βούληση και προϋπόθεση για να
αποκτήσει πραγματικότητα αυτό το δικαίωμα είναι η κατοχή ατομικής ιδιοκτησίας, τότε τι γίνεται
με όσους έχουν χάσει την ατομική τους ιδιοκτησία και την εργασία που τους έδινε αξία ως
αυτόνομες οντότητες λόγω της αδυναμίας των άλλων ατόμων να βάλουν όριο στην δραστηριότητα
τους;
Η αστική κοινωνία καθώς έχει αποκόψει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει το άτομο με την
οικογένεια, «έχει την υποχρέωση να τρέφει τα άτομα, όπως και το δικαίωμα να τα πιέζει να
φροντίζουν για την διατροφή τους» 79. Αυτό το έργο της φροντίδας των φτωχών πρέπει, για τον
Ηegel, να το αναλάβει μία δημόσια αρχή, η οποία θα έχει για τα άτομα την θέση της οικογένειας 80.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν υπάρχει αρκετή φροντίδα για
τους φτωχούς, ή αρκετά υλικά αγαθά, για να καλυφθούν οι ανάγκες τους. Αυτό που δεν υπάρχει
είναι δουλειά. Η ατομική βοήθεια, όπως είναι η φιλανθρωπία ή η ελεημοσύνη, ή η δημιουργία
υποδομών είτε επιβαρύνοντας τους πλούσιους με φόρους είτε δημιουργώντας δημόσιες δομές
(νοσοκομεία, ιδρύματα) και αξιοποιώντας την δημόσια περιουσία θα μπορούσε να επιφέρει ένα
εισόδημα για τους φτωχούς και αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης 81. Η εξάρτηση όμως από μια
τέτοια κατάσταση «αντίκειται στην αρχή της αστικής κοινωνίας και στο αίσθημα των ατόμων που
την αποτελούν σχετικά με την αυτονομία τους και τη τιμή τους» 82, διότι πρόκειται για ένα εισόδημα
που δεν κερδίζεται μέσω της εργασίας. Από την άλλη, εάν το κράτος ή η ιδιωτική πρωτοβουλία
έδιναν ευκαιρίες στους φτωχούς να κερδίσουν την ικανοποίηση των αναγκών τους μέσω εργασίας,
θα αυξανόταν το μέγεθος της παραγωγής, ένω δεν θα υπήρχε το αντίστοιχο πλήθος καταναλωτών
και έτσι για τον Hegel το πρόβλημα θα εντεινόταν83. «Μέσω αυτής της διαλεκτικής της η αστική
κοινωνία ωθείται πέρα από τον εαυτό της», ψάχνοντας νέες αγορές και δημιουργώντας νέο
καταναλωτικό κοινό με την μέθοδο της αποικιοκρατίας 84. Η μέθοδος της αποικιοκρατίας όμως,
πέρα από το θέμα της επιβολής ενός τρόπου ζωής και υποταγής ενός ελεύθερου λαού με
διαφορετική πολιτισμική ηθική, το μόνο που καταφέρνει είναι να δείξει ότι για το πρόβλημα της
φτώχειας δεν υπάρχει λύση μέσα στα όρια της συγκεκριμένης Ηθικής Ολότητας, άρα δεν είναι
αυτάρκης.
Οι συνέπειες του φαινομένου της ανεργίας και της φτώχειας που έρχεται σαν επακόλουθο
είναι πολύ μεγαλύτερες, αν λάβουμε υπόψη μας τις μη υλικές προεκτάσεις του. Η φτώχεια είναι ένα
φαινόμενο που δεν σχετίζεται μόνο με την στέρηση υλικών αγαθών. Άλλωστε, όπως
89 Στη Φιλοσοφία του Δικαίου δεν γίνεται τόσο εύκολα εμφανές από τον Hegel ότι αναφέρεται και στους πλούσιους,
όταν μιλάει για τον νοοτροπία του όχλου και για τους κινδύνους που κρύβει αυτή η νοοτροπία για την συνοχή της
Ηθικής Ολότητας. Στις Διαλέξεις του την περίοδο 1819 – 1820 εξηγεί με μεγαλύτερη σαφήνεια την διάκριση
μεταξύ όχλου των φτωχών και όχλου των πλουσίων. Για την συγκεκριμένη εργασία όμως η προσοχή μας θα
επικεντρωθεί κυρίως στον όχλο των φτωχών. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την νοοτροπία του όχλου
των πλουσίων παραπέμπω στον Gilbert, Bruce (2013), The Vitality of Contradiction, Hegel, Politics, and the
Dialectic of Liberal – Capitalism, Canada: McGill – Queen’s University Press, 166 – 169.
90 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §244 Προσθήκη.
91 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §245.
92 Kain, Philip J. (2015), “Hegel and the Failure of Civil Society”, The Owl of Minerva, vol 46: 1-2, 43-65.
43
δεν φταίει αυτός, μπορεί να αποφευχθεί με τη κρατική παρέμβαση και την ορθή λειτουργία θεσμών
όπως η Αστυνομία και τα Σωματεία.
Η Αστυνομία
Ο Ηegel χρησιμοποιεί τον όρο «Αστυνομία» με μια πολύ ευρεία έννοια από ό,τι τον
χρησιμοποιούμε σήμερα. Ίσως ο ρόλος που της δίνει μέσα στη κοινωνία να είναι πιο ευρύς και σε
σχέση με την δική του εποχή. Η Αστυνομία λοιπόν περιλαμβάνει όλες τις λειτουργίες του Κράτους
που ρυθμίζουν τις δραστηριότητες της Αστικής Κοινωνίας και εγγυάται τη πραγμάτωση των
ατομικών δικαιωμάτων όλων. Σαν όρος και σαν θεσμός της αστικής κοινωνίας της εποχής του
Hegel είναι πιο κοντά σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα κράτος πρόνοιας. Η λειτουργία της δεν
περιορίζεται στη τήρηση της τάξης και της ασφάλειας. Ο Adrian T. Peperzak93 σημειώνει σχετικά
ότι «ο Hegel χρησιμοποιεί τους όρους polizeilich και Polizei. Αν και η πρόληψη και η εξιχνίαση
εγκλημάτων είναι ένα από τα καθήκοντα της Polizei, ο Ηegel της αποδίδει επιπλέον τόσα
καθήκοντα που είναι λάθος να αποδώσουμε τον όρο μόνο με την λέξη αστυνομία». Στη συνέχεια ο
Peperzak παραθέτει έναν ορισμό που είχε δώσει ο ίδιος ο Hegel σε μία διάλεξη του τη περίοδο
1824 – 1825, όπου εκεί, κατά προσωπική μου εκτίμηση, φαίνεται ότι σκόπιμα ονομάζει ο Hegel
αυτόν τον ιδιαίτερο θεσμό Polizei, ώστε να δείξει ότι ο ρόλος του έχει τις καταβολές του στον
αρχαία ελληνικό πολιτισμό: «Η Polizei προέρχεται από την Polis Politia. Είναι ολόκληρη η
δραστηριότητα του Κράτους. Σήμερα δεν ταυτίζεται με την δραστηριότητα της Ηθική Ολότητας
καθ’ αυτής, αλλά μόνο [με την δραστηριότητα] του καθολικού σε σχέση με την Αστική Κοινωνία ή
το Κράτος με την έννοια του εξωτερικού κράτους».
Η Αστυνομία λοιπόν κινείται μεταξύ Κράτους και Αστικής Κοινωνίας. Σε αυτό το θεσμό
αντανακλάται η φροντίδα που οφείλει να δείξει το Κράτος απέναντι στους πολίτες του για να τους
προστατέψει από την εξαθλίωση. Ο ρόλος της είναι παρεμβατικός. Στην ουσία, μεριμνά για το
κοινό συμφέρον χωρίς τη πραγμάτωση του οποίου κανείς δεν θα μπορούσε να ζήσει μία αξιοπρεπή
ζωή94. Πιο συγκεκριμένα, μέσα στα καθήκοντα της Αστυνομίας είναι η τιμωρία των εγκληματιών, η
ρύθμιση των σχέσεων στην αγορά, όπως αυτή μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή λόγω των
διαφορετικών τους συμφερόντων, μέσω ελέγχου και καθορισμού των τιμών, η εκτέλεση δημόσιων
έργων, η μέριμνα για τον φωτισμό των δρόμων, η δημόσια υγεία, η εκπαίδευση των παιδιών ως εν
δυνάμει πολιτών της έλλογης μοντέρνας κοινωνίας, η δημιουργία ιδρυμάτων 95. Η πρόνοια όμως
μέσω του θεσμού της Αστυνομίας, για να αποφευχθούν οι αδικίες που οφείλονται στον
καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης της μοντέρνας κοινωνίας, δεν επαρκεί για να δώσει λύση στο
πρόβλημα της φτώχειας. Η Αστυνομία δημιουργεί έναν δεσμό μεταξύ του ατόμου και του Κράτους,
αλλά αυτός ο δεσμός είναι ακόμα αδύναμος, καθώς δεν επιτυγχάνεται με την θέληση του ατόμου,
αλλά περισσότερο επιβάλλεται από το Κράτος, για να διατηρήσει, όσο είναι δυνατό, μία ισορροπία.
Είναι ένας εξωτερικός δεσμός. Πέρα από την Αστυνομία λοιπόν, η Αστική Κοινωνία χρειάζεται
έναν επιπλέον θεσμό που να έχει την δική του αυτονομία ως ολότητα μέσα στην μεγαλύτερη
Τα Σωματεία
Τα Σωματεία το παρουσιάζει ο Hegel ως την δεύτερη ηθική ρίζα του Κράτους που
εδραιώνεται στην Αστική Κοινωνία, μετά την Οικογένεια 96. Ενώ στην Οικογένεια η ουσιώδης
ενότητα ατομικότητας και καθολικότητας επιτυγχάνεται άμεσα δημιουργώντας μια αρμονική
ολότητα, στην Αστική Κοινωνία αυτή η σχέση έχει αποκοπεί. Τα Σωματεία μαζί με την Αστυνομία
είναι οι δύο θεσμοί που ακροβατούν μεταξύ Κράτους και Αστικής Κοινωνίας, για να επαναφέρουν
το άτομο στην ηθικότητα της άμεσης επαφής με το καθολικό. Η διαφορά μεταξύ Σωματείου και
Αστυνομίας είναι ότι στα Σωματεία επιδιώκεται η επανασύνδεση αυτών των δύο στιγμών που
έχουν διχαστεί εντός της Αστικής Κοινωνίας με εσωτερικό τρόπο. Το άτομο επιλέγει να ενταχθεί
στο Σωματείο που του αρμόζει και το Σωματείο θα λειτουργήσει για αυτόν σαν δεύτερη οικογένεια
παρέχοντας του οτιδήποτε χρειάζεται για να εξασφαλιστεί η διαβίωση και η εντιμότητα του. Το
ηθικό στοιχείο λοιπόν που έχει χαθεί στον εγωισμό της Αστικής Κοινωνίας, ξαναβρίσκει την
έκφραση του με ένα τρόπο μέσω των σωματείων και η συνεισφορά τους στην ενότητα που
εξασφαλίζεται εν τέλει στο Κράτος είναι πολύ μεγάλη. Αυτή η ένωση καθολικού και ατομικού
επιτυγχάνεται με την δημιουργία μίας συνθήκης στην οποία το ιδιαίτερο εγωιστικό συμφέρον
ταυτίζεται με το συμφέρον της ολότητας.
Ο ατομισμός, που είναι χαρακτηριστικό της μοντέρνας εποχής, μπορεί να οδηγήσει το
μοντέρνο υποκείμενο στην με κάθε μέσο εξασφάλιση του συμφέροντος του. Αυτή η στάση θα
αποβεί μοιραία και για τον ίδιο και για τη κοινωνική συνοχή. Με την ένταξη όμως στο Σωματείο η
ατομική δραστηριότητα μετατρέπεται από εγωιστική και ασυνείδητη σε συνειδητή, ηθική
δραστηριότητα για κάτι κοινό. Αντίθετα, η απουσία των Σωματείων από την οργάνωση της
κοινωνικής ολότητας μπορεί να αποβεί καταστροφική. Η Αγγλία είναι για τον Hegel μία τέτοια
περίπτωση όπου η κατάργηση των Σωματείων ως θεσμού, οδήγησε τη κοινωνία σε μια αποτρόπαιη
φτώχεια και σημαντικό μέρος του πληθυσμού μετατράπηκε σε εξαθλιωμένο όχλο 97. Ομάδες
ανθρώπων που έχουν κοινές ανησυχίες και κοινά συμφέροντα θα πρέπει να επικοινωνήσουν, να
διαμορφώσουν μια ένωση με την μορφή Σωματείου και να συντονίσουν την δράση τους
αναπτύσσοντας έτσι μεγαλύτερη δυναμική από την δυναμική που μπορεί να έχει ο καθένας μόνος
του. Τα Σωματεία είναι αυτά που διαμορφώνουν τελικά την Αστική Κοινωνία παρά η Αστική
Κοινωνία τα Σωματεία. Η ανάπτυξη της Αστικής Κοινωνίας αντίθετα φαίνεται να ευθύνεται για τη
παρακμή των Σωματείων στην αναγέννηση των οποίων βρίσκεται μάλλον η λύση για την έλλογη
αντιμετώπιση των προβλημάτων της.
Είναι σημαντικό να προσέξουμε όμως ότι σαν Σωματείο ο Hegel δεν εννοεί απλά τον
εργασιακό κλάδο ή έναν συνεταιρισμό ανθρώπων, για να έρθουν σε επαφή με την αγορά (ή αλλιώς
όπως λέμε σήμερα κολεκτίβα εργασίας), ούτε θα πρέπει να το συγχέουμε σήμερα με τα εργατικά
σωματεία ή τις συνδικαλιστικές ενώσεις, ούτε όμως με τις αυτοδιοικούμενες επαγγελματικές
οργανώσεις που αναπτύχθηκαν κυρίως στον Μεσαίωνα στην Ευρώπη, τις συντεχνίες. Τα Σωματεία
δεν οργανώνονται ανάλογα με την οικονομική θέση των ατόμων μέσα στη κοινωνία, δεν υπάρχουν
άλλα σωματεία για εργάτες, άλλα για διευθυντές, άλλα για φοιτητές ή για επαγγελματίες της
96 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §255.
97 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §245.
45
λεγόμενης μεσαίας τάξης και ούτω καθ’ εξής. Οι οικονομικές διακρίσεις δεν αναγνωρίζονται εντός
του σωματείου. Επίσης, τα Σωματεία αναλαμβάνουν την μέριμνα για την οικογένεια κάθε μέλους
τους ενάντια σε κάθε συγκυρία, την εκπαίδευση των μελών της για να αποκτήσουν την αρμόζουσα
δεξιότητα και αναγνώριση και την δυνατότητα να αποκτήσουν τα άτομα μια σταθερή ιδιοκτησία η
οποία να διασφαλίζεται από την δική τους εργασία. Αν πάλι μέλος κάποιου σωματείου βρεθεί χωρίς
δουλειά λόγω συνθηκών για τις οποίες δεν ευθύνεται ο ίδιος, θα μπορεί να βασιστεί στην
αλληλεγγύη των συναδέλφων του. Όλοι θεωρούν ισότιμο τον άλλον άπαξ και γίνει μέλος και σε
όλους αναγνωρίζονται τα ίδια δικαιώματα και οι ίδιες υποχρεώσεις, για αυτό και όποιος βρεθεί σε
ανάγκη «αγκαλιάζεται» από όλα τα υπόλοιπα μέλη σαν να πρόκειται για μια οικογένεια 98. Η
σπουδαιότητα του Σωματείου επομένως δεν βρίσκεται μόνο στο γεγονός ότι προστατεύει τα μέλη
του από την φτώχεια παρέχοντας τους τα απαραίτητα αγαθά και την εκπαίδευση. Το κύριο
προνόμιο που απολαμβάνουν τα μέλη του Σωματείου είναι η αναγνώριση και αυτή η αναγνώριση
εξασφαλίζει στα μέλη του Σωματείου το δικαίωμα να ζουν μια καλή ζωή, τον σεβασμό των
υπολοίπων ως επαγγελματίες και την δυνατότητα να εξυπηρετήσουν το κοινό συμφέρον99.
Επίσης, υπάρχει ένας άλλος πολύ σημαντικός ρόλος που αποδίδεται από τον Hegel στα
Σωματεία και είναι αυτός της πολιτικής αντιπροσώπευσης 100. Η άποψη του είναι ότι τα κοινοβούλια
θα πρέπει να αποτελούνται από βουλευτές που έχουν εκλεγεί μέσα από τα Σωματεία, δηλαδή από
άτομα που τα μέλη του κάθε σωματείου έχουν εκλέξει μέσα από τα ίδια τα σωματεία για να
εκπροσωπήσουν όσο καλύτερα μπορούν τα κοινά συμφέροντα τους. Με αυτόν τον τρόπο η
βουλευτική ιδιότητα δεν είναι μια απλή εκπροσώπηση για λογαριασμό ενός ατόμου, αλλά η
αντιπροσώπευση των συμφερόντων μιας ομάδας από κάποιον που τον αφορά και τον ίδιο η
ικανοποίηση αυτών των συμφερόντων και γνωρίζει καλύτερα από καθένα ποια είναι αυτά τα
συμφέροντα και οι ιδιαιτερότητες που πρέπει να εκπροσωπηθούν. «Όταν οι αντιπρόσωποι
θεωρούνται εκπρόσωποι, αυτό έχει οργανικά έλλογο νόημα μόνον όταν είναι εκπρόσωποι όχι
μεμονωμένων ατόμων, ενός πλήθους, αλλά εκπρόσωποι μιας εκ των ουσιωδέστερων σφαιρών της
κοινωνίας, εκπρόσωποι των μεγάλων της συμφερόντων. Η εκπροσώπηση δεν έχει έτσι πλέον τη
σημασία ότι κάποιος είναι στη θέση κάποιου άλλου, αλλά ότι το συμφέρον το ίδιο είναι πραγματικά
παρόν στον εκπρόσωπο του, όπως και ο εκπρόσωπος είναι εκεί για το δικό του αντικειμενικό
σκοπό». Έτσι, τα σωματεία έχουν και έναν ηθικοπλαστικό ρόλο καθώς τα άτομα μορφώνονται και
από πολιτική άποψη και μπορούν να καταλάβουν καλύτερα την έλλογη σχέση μεταξύ καθολικού
και ατομικού.
Στη χεγκελιανή θεωρία για την μοντέρνα Ηθική Ολότητα η έννοια του δικαίου είναι
δεδομένη για την ανθρώπινη συνείδηση. Μέσα σε αυτή την στιγμή η συνείδηση έχει υπερβεί την
διαλεκτική αφέντη και δούλου και τα άτομα αναγνωρίζουν το ένα το άλλο ως φορείς δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων. Αυτή η αμοιβαία αναγνώριση που συνιστά τη βάση του Αντικειμενικού
Πνεύματος και είναι η προϋπόθεση για τη πραγμάτωση της έννοιας του δικαίου αποτελεί το
θεμέλιο λίθο της μοντέρνας Ηθικής Ολότητας 101. Η απορία που δημιουργείται όμως είναι πώς το
Αντικειμενικό Πνεύμα, το επίτευγμα της ανθρωπότητας να βλέπει ο ένας ως ίσο με τον εαυτό του
τον άλλον, θα καταφέρει να διατηρήσει άφθαρτη την συνοχή του μέσα στο χρόνο. Στη
προηγούμενη ενότητα είδαμε ότι η εγωιστική δραστηριότητα στην αγορά μπορεί να μετατρέψει την
Αστική Κοινωνία σε μία σφαίρα «υπερβολής και αθλιότητας» 102. Πώς είναι δυνατή όμως η
υπέρβαση αυτής της συμπεριφοράς και πώς είναι δυνατόν το Αντικειμενικό Πνεύμα να μεταδίδεται
από την μία γενιά στην επόμενη και, συνεπώς, να αναπαράγεται;
Για την επίτευξη αυτού του σκοπού σημαντικό ρόλο παίζει η εκπαίδευση. Η εκπαίδευση
διαμορφώνει την συνείδηση του παιδιού από φυσική σε μέρος του Αντικειμενικού Πνεύματος, σε
μια συνείδηση που αναγνωρίζεται από τις άλλες και αναγνωρίζει τις άλλες. Στην Φιλοσοφία του
Δικαίου ο Hegel περιγράφει την διαδικασία της εκπαίδευσης ως ένα από τα πιο σημαντικά
καθήκοντα της οικογένειας και ως ένα δικαίωμα για το παιδί 103. Μία από τις πιο ουσιαστικές πτυχές
της είναι ότι κάνει το άτομο να εξασκήσει την ικανότητα της αυτοπειθαρχίας και έτσι μπορεί να
απελευθερώσει τον εαυτό του από την αμεσότητα που χαρακτηρίζει την φυσική βούληση 104. Μέσω
της εκπαίδευσης οι βιολογικές ροπές αντικαθιστώνται από τις κοινωνικές νόρμες. Επίσης, η
εξάρτηση από τις βιολογικές ροπές μετατρέπεται σε υπακοή στους κανόνες της ολότητας και αυτή
η διαδικασία ξεκινάει μέσα από την οικογένεια. Οι γονείς ενσταλάζουν ηθικές αρχές στα παιδιά με
την μορφή ενός άμεσου συναισθήματος, που είναι η αγάπη 105. Με αυτό τον τρόπο οι
ιδιοσυγκρασίες κάθε προσωπικότητας αντικαθιστώνται από κάποια πιο καθολικά χαρακτηριστικά.
Οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν κτήμα τους από την νεαρή τους ηλικία την έννοια της
καθολικότητας για να εξασφαλίζεται επί μακρόν η συνοχή της Ηθικής Ολότητας, διότι χωρίς το
αίσθημα της συλλογικότητας οι άνθρωποι έχουν τη τάση να υιοθετούν μία απρόβλεπτη και
εγωκεντρική συμπεριφορά.
Η εκπαίδευση προετοιμάζει τα παιδιά να εγκαταλείψουν τις οικογένειες τους για χάρη της
επιδίωξης της ανεξαρτησίας τους ως πολίτες της μοντέρνας αστικής κοινωνίας. Ο μοντέρνος
άνθρωπος όταν ενηλικιωθεί επιζητά να αναγνωριστεί ως φορέας ατομικών δικαιωμάτων και ως
ικανός να διαθέτει υπό τη κατοχή του ιδιοκτησία και να δημιουργήσει την δική του οικογένεια. Με
την εκπαίδευση λοιπόν αυτό που επιτυγχάνεται είναι τα άτομα να μαθαίνουν να πράττουν σύμφωνα
Η μεταστροφή της φιλαυτίας σε συνειδητή δράση για την ικανοποίηση του καθολικού
διαμορφώνεται και μέσα από το είδος της εργασίας που επιλέγει να εκτελεί το άτομο και να τον
προσδιορίζει στην αγορά, αλλά και μέσα από την ένταξη στα επαγγελματικά σωματεία. Η
ατομικότητα χάνει τον αυθαίρετο και εγωιστικό χαρακτήρα της και μετατρέπεται με τον εαυτό της
σε συμπλήρωμα της ελευθερίας του άλλου. Μέσω της εργασίας ο άνθρωπος της μοντέρνας,
αστικής κοινωνίας μετέχει στην διαδικασία της πρακτικής παιδείας 110. Με αυτήν επιτυγχάνεται η
απόκτηση πειθαρχίας κατά τη πρακτική δράση, η καλλιέργεια δεξιοτήτων πάνω σε ένα αντικείμενο
και η εξειδίκευση ως προς αυτό και η εν μέρει προσαρμογή της ατομικής δραστηριότητας στα
ενδιαφέροντα και τις επιθυμίες των άλλων. Έτσι, η εργασία ως κοινωνική ανάγκη και στον βαθμό
που συμβάλλει στην αποδέσμευση από την φυσική αναγκαιότητα αποκτά έναν απελευθερωτικό
χαρακτήρα111.
Το μοντέρνο υποκείμενο επιζητά την ελευθερία του μέσω της διαφοροποίησης του από τη
καθολικότητα. Επιζητά αυτό το οποίο θα δώσει στην ατομικότητα του ένα συγκεκριμένο
περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, επιζητά να βρει την θέση του μέσα στη κοινωνική ολότητα
καταλαμβάνοντας έναν ξεχωριστό ρόλο. Έτσι, θα εξασφαλίσει μία ιδιαίτερη θέση μέσα σε ένα
σύστημα αλληλεξάρτησης μεταξύ άλλων ιδιαίτερων ατομικοτήτων, η οποία θα προσδιορίζει τη
προσωπικότητα του δίνοντας της μία αξία. Το χαρακτηριστικό στοιχείο της μοντέρνας ελευθερίας
είναι ότι τα ίδια τα υποκείμενα επιλέγουν για τους εαυτούς τους ποια θέση θα καταλάβουν μέσα σε
ένα σύστημα καταμερισμού της εργασίας σύμφωνα με τάξεις (Stände). Επιλέγουν δηλαδή το τι θα
γίνουν αποκτώντας έτσι την δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζονται με μία συγκεκριμένη ταυτότητα.
Σε αυτήν την επιλογή μπορεί το άτομο να επηρεαστεί από εξωτερικούς, αντικειμενικούς
παράγοντες «όπως η ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα του, πού γεννήθηκε και άλλες συνθήκες, αλλά
ο τελικός παράγοντας είναι η υποκειμενική γνώμη και η αυθαιρεσία της βούλησης»112.
Η σημασία που δίνεται στην αρχή της ατομικότητας μαζί με την υποκειμενική αυθαιρεσία
για την σύσταση της μοντέρνας αστικής κοινωνίας ως Ηθικής Ολότητας είναι και η ειδοποιός
διαφορά της μοντέρνας και Δυτικής αντίληψης για την ελευθερία από την αρχαία και την
Ανατολική. Ο καταμερισμός της κοινωνίας σε τάξεις ανάλογα με το επάγγελμα υπήρχε και στις
αρχαίες κοινότητες και στον κόσμο της Ανατολής, αλλά δεν αναδεικνυόταν η υποκειμενική
110 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §197.
111 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §194.
112 Hegel, Georg Wilhelm Friedrich (1991), ο.π. §206.
49
ιδιαιτερότητα. Για παράδειγμα ο Hegel αναφέρει τη πλατωνική Πολιτεία στην οποία ο διαχωρισμός
των ατόμων σε τάξεις επαφίεται στον ηγεμόνα και τις ινδικές κάστες, η ένταξη στις οποίες
εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της γέννησης. Αντίθετα, η ατομικότητα αντιμετωπίστηκε ως το
στοιχείο που ευθύνεται για τον ηθικό εκφυλισμό και την φθορά της κοινωνικής οργάνωσης 113. Έτσι,
λοιπόν, η αρχή της ατομικότητας δεν ενσωματώθηκε στην οργάνωση του όλου και δεν
συμφιλιώθηκε ποτέ με αυτό. «Όταν, όμως, η ατομικότητα υποστηρίζεται από την αντικειμενική
οργάνωση και παράλληλα της επιτρέπεται να διατηρεί τα δικαιώματα της, καθίσταται αρχή
αναζωογόνησης της αστικής κοινωνίας, της ανάπτυξης της διανοητικής δραστηριότητας, της αξίας
και της τιμής»114, ισχυρίζεται ο Hegel, για να συνεχίσει με έναν, κατά την δική μου εκτίμηση,
ορισμό της μοντέρνας αντίληψης για την ελευθερία: «Η ανάπτυξη και το δικαίωμα του ότι αυτό
που στην αστική κοινωνία και στο κράτος είναι αναγκαίο μέσω του Λόγου διενεργείται επίσης
διαμεσολαβημένο από την αυθαιρεσία, είναι ο ακριβέστερος καθορισμός αυτού το οποίο στη γενική
παράσταση ονομάζεται ελευθερία»115.
Η σφαίρα της Αστικής Κοινωνίας καθιστά τις κοινωνίες της νεωτερικότητας ξεχωριστές σε
σχέση με τις κοινωνίες της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Σήμα κατατεθέν της είναι η αρχή της
ατομικότητας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή είναι άνθρωπος, δηλαδή
μία ιδιαίτερη ανεξάρτητη ατομική βούληση, έχει το δικαίωμα να αναπτύξει τη προσωπικότητα του
προς οποιαδήποτε κατεύθυνση επιθυμεί116. Αυτό το δικαίωμα κάθε μοντέρνος άνθρωπος το
αποκτάει κερδίζοντας την αναγνώριση στα μάτια των άλλων ως μία αυτόνομη ύπαρξη με
δικαιώματα, με κυριότερο από όλα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Η αναγνώριση με την σειρά της
κερδίζεται μέσω του ρόλου που επιλέγει κάθε άτομο να επιτελέσει μέσα στην Αστική Κοινωνία,
δηλαδή αυτοπροσδιορίζεται ως αστικό υποκείμενο μέσω του επαγγέλματος που επιλέγει να
ακολουθήσει. Με αυτό τον τρόπο ο καθένας καθίσταται μέλος μίας συγκεκριμένης κοινωνικής
τάξης (Ständ) της Αστικής Κοινωνίας, οι οποίες ορίζονται σύμφωνα με την έννοια σε τρεις. Είναι η
ουσιαστική ή άμεση, η αναστοχαστική ή τυπική και η γενική τάξη, των κρατικών υπαλλήλων 117.
Η άμεση τάξη αντιστοιχεί στο επάγγελμα των αγροτών και γενικότερα όσων είναι άμεσα
συνδεδεμένοι με την γη. Η γη είναι η αποκλειστική ατομική τους ιδιοκτησία. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα ο τρόπος και η ποσότητα παραγωγής των προϊόντων τους να εξαρτάται από τις
ιδιαιτερότητες της γης και τις κλιματικές συνθήκες, οπότε χρειάζεται να βρίσκονται σε άμεση
επαφή μαζί της. Ο Hegel ονομάζει αλλιώς αυτή τη τάξη ουσιαστική γιατί ο τρόπος ζωής που πρέπει
να ακολουθήσουν τα μέλη της, η άμεση επαφή με την φύση και η εργασία πάνω σε αυτήν,
καλλιεργεί και τον αντίστοιχο τύπο ηθικότητας. Αυτός ο τύπος ηθικότητας μοιάζει με την ηθική
που αναπτύσσεται μεταξύ των μελών μιας οικογένειας η οποία είναι, για τον Hegel, ουσιαστική
γιατί ο δεσμός των μελών είναι αδιαμεσολάβητος και ισχυρός γιατί στηρίζεται στο συναίσθημα της
αγάπης118.
Η στοχαστική τάξη περιλαμβάνει τους εμπόρους και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η
εργασία τους στηρίζεται κυρίως στην ικανότητα του αναστοχασμού, καθώς έχει να κάνει με την
μετατροπή του φυσικού προϊόντος σε εμπόρευμα και την διανομή του. Αυτό το οποίο
52
53
Μέρος Τρίτο
54
55
3.1 Εισαγωγή
O Axel Honneth επιχειρεί να ξαναφέρει στο προσκήνιο σήμερα το ζήτημα της χειραφέτησης
του ατόμου μέσα από την εργασία του και τη κριτική στην μορφή που έχουν προσλάβει οι σχέσεις
εργασίας σήμερα119. Η σύντομη ιστορική περίοδος του κράτους πρόνοιας, που δημιουργούσε μια
ασφάλεια στις συνθήκες εργασίας για τους μισθωτούς εργάτες, έχει παρέλθει και πλέον το
εργασιακό περιβάλλον, κυρίως στη σφαίρα της παραγωγής, δεν αντικατοπτρίζει το αίτημα για
ανθρώπινες σχέσεις εργασίας. Οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας στον τομέα της παραγωγής
και στον τομέα των υπηρεσιών δεν προωθούν την βελτίωση στις συνθήκες εργασίας. Αντίθετα,
αυτό που προωθείται είναι η πλήρης απορρύθμιση σε συνδυασμό με την απουσία ενός
προστατευτικού νομοθετικού πλαισίου, ενώ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού δεν έχει αρκετές
ευκαιρίες εύρεσης εργασίας. Η κριτική και κοινωνική θεωρία μάλιστα έχει αποδεχτεί αυτές τις
αλλαγές ως αναπότρεπτες και πλέον η ατζέντα τους στρέφεται σε θέματα άσχετα με τον κόσμο της
εργασίας, όπως είναι τα πολιτικά δικαιώματα και η πολιτική αφομοίωσης. Σε αντίθεση όμως με τα
ανοιχτά θέματα της σημερινής κοινωνικής-επιστημονικής έρευνας, οι εμπειρίες που βιώνει ο
κόσμος στη καθημερινότητα της αγοράς εργασίας παραμένουν ένα σημαντικό πρόβλημα. Η
εργασία όχι μόνο δεν έχει χάσει την σπουδαιότητα της για την ζωή στη κοινωνία, αλλά συνεχίζει να
διατηρεί μια κανονιστική αξία. Ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα της αγοράς για τις γυναίκες, η
πλειοψηφία του πληθυσμού προσπαθεί να βρει τη κοινωνική του ταυτότητα μέσα από έναν ρόλο
που θα καταλάβει σε μια οργανωμένη διαδικασία εργασίας. Επίσης, η ανεργία παραμένει κοινωνικό
στίγμα και ο άνεργος θεωρείται υπεύθυνος για τη κατάσταση του λόγω των «λανθασμένων»
επιλογών του. Αυτό που αντικρίζει όμως σήμερα κάποιος στην αγορά εργασίας είναι ένα αβέβαιο
περιβάλλον και μια διαρκώς αυξανόμενη ελαστικότητα.
Η ιδέα της χειραφέτησης της εργασίας από την ετερονομία και την αλλοτρίωση
αποδείχθηκε μη ρεαλιστική και η οργάνωση της εργασίας σήμερα είναι πλήρως παραδεδομένη στις
δυνάμεις ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος αγοράς εργασίας. Ο Honneth
αποσκοπεί να ανατρέψει θεωρητικά το κλίμα που έχει δημιουργηθεί προσπαθώντας να
ενσωματώσει τη κατηγορία της κοινωνικής εργασίας στο πλαίσιο της κοινωνικής θεωρίας, έτσι
ώστε η λύση στο ζήτημα της ποιοτικής βελτίωσης των σχέσεων εργασίας να μοιάζει περισσότερο
εφικτή. Η επιχειρηματολογία του κινείται σε τρεις άξονες 120. Αρχικά, διακρίνει μεταξύ εξωτερικής
και εσωτερικής κριτικής και έπειτα εφαρμόζει αυτή την διάκριση για να ασκήσει πιο
αποτελεσματική κριτική στις υπάρχουσες σχέσεις εργασίας. Αυτό που θέλει να πετύχει σε πρώτη
φάση είναι να δείξει ότι μια εσωτερική κριτική θα πρέπει να περιλαμβάνει την ιδέα της
ουσιαστικής και προστατευμένης εργασίας και να τη παρουσιάζει ως ένα έλλογο αίτημα που είναι
ενσωματωμένο στην δομή της ίδιας της κοινωνικής αναπαραγωγής. Δεύτερον, η κατηγορία της
κοινωνικής εργασίας μπορεί να καταστεί μια εσωτερική κατηγορία, αν συνδεθεί με τις
προϋποθέσεις της αναγνώρισης. Κάθε εργασία που υπερβαίνει το πεδίο της ιδιωτικής, αυτόνομης
δραστηριότητας θα πρέπει να οργανώνεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο για να θεωρήται άξια
119 Ενδεικτικά παραπέμπω στο Honneth, Axel (2012), “Labour and Recognition: A Redefinition”, The I in We,
Cambridge: Polity Press και Honneth, Axel (2014), “The Reality of Freedom”, Freedom’s Right: The Social
Foundations of Democratic Life, translated by Joseph Ganahl, Cambridge: Polity Press, 176 – 253.
120 Honneth, Axel (2012), “Labour and Recognition: A Redefinition”, The I in We, Cambridge: Polity Press.
56
κοινωνικής αναγνώρισης. Τρίτον, αναπτύσσει τις εσωτερικές αξιώσεις που είναι συνδεδεμένες με
αυτή την δομική σύνδεση μεταξύ εργασίας και αναγνώρισης με αναφορά στον σύγχρονο τρόπο
οργάνωσης της εργασίας. Έτσι, θα μας καταστήσει σαφές ότι η ιδέα για μια δίκαιη οργάνωση του
καταμερισμού εργασίας μπορεί να έχει μεγαλύτερη κανονιστική επιρροή από ό,τι αρχικά φαίνεται.
Σύμμαχο σε αυτή τη προσπάθεια που κάνει ο Honneth να ανακατασκευάσει τις κανονιστικές
προϋποθέσεις που ενυπάρχουν στην έννοια της εργασίας καθ’ εαυτήν και θα πρέπει να πληρούνται
στην εργασιακή πραγματικότητα ούτως ώστε να πραγματωθεί η δυνατότητα της αστικής κοινωνίας,
κατά τον Hegel, να καταστεί η κοινωνία της ανθρώπινης ελευθερίας βρίσκει, κατά τη προσωπική
μου εκτίμηση, την Rahel Jaeggi. Η Rahel Jaeggi στο άρθρο της «Pathologies of Work» (2017)
μελετάει τις παθογένειες της εργασίας στο πλαίσιο μιας ιστορικής, κανονιστικής ανακατασκευής
της σημασίας που έχει ο ρόλος της εργασίας στις κοινωνικές πρακτικές. Σκοπός της είναι να
αναδείξει μέσα από μια σειρά αρνητικών φαινομένων που παρατηρούνται στην εργασιακή
πραγματικότητα τον θετικό αντίκτυπο και την αξία που μπορεί να αποκτήσει για τις μοντέρνες
κοινωνίες το γεγονός να έχει κάποιος δουλειά, και μάλιστα δουλειά που προσδίδει αίσθημα
αξιοπρέπειας και αυτονομίας στο άτομο. Και η Jaeggi και ο Honneth έχουν ως σημείο αναφοράς
τον Hegel επιχειρώντας να αναδείξουν μία κανονιστική βάση που θα αναζωογονήσει τη κριτική
στις σημερινές σχέσεις εργασίας.
Οι πρακτικές καθενός στη καθημερινότητα της σύγχρονης κοινωνίας εξαρτώνται από την
θέση που λαμβάνει μέσα σε αυτήν. Και η θέση που απολαμβάνει κάθε άνθρωπος μέσα στον
κοινωνικό περίγυρο διαμεσολαβείται από το επάγγελμα του. Η συμβολή του στην οικονομία της
κοινωνίας και η σύνδεση του με τις ανάγκες του εαυτού του αλλά και των υπόλοιπων ανθρώπων,
δηλαδή στην ουσία με τον ίδιο του τον εαυτό και τους υπόλοιπους ανθρώπους, εξαρτάται από τη
ποιότητα και το είδος της εργασίας. Η εργασία λοιπόν σαν μέσο συμβάλλει από την μία στην
διαμόρφωση της προσωπικότητας και του βαθμού αυτοσυνειδησίας κάθε ξεχωριστού ατόμου ως
ενεργού μέλους της κοινωνίας, από την άλλη διαμορφώνει και τον χαρακτήρα των κοινωνικών
σχέσεων. Έτσι, μπορούμε να κάνουμε λόγο για την σύγχρονη κοινωνία ως μια κοινωνία που είναι
προσανατολισμένη στο να εργάζεται και αυτό γιατί σήμερα, δανειζόμενη η Jaeggi την διατύπωση
του Hegel, μέσω της εργασίας δεν εξασφαλίζεται μόνο η επιβίωση και τα μέσα για την επιβίωση
αλλά επίσης ο ρόλος που θα έχει κάθε άτομο μέσα στη κοινωνική πραγματικότητα και η
αξιοπρέπεια που συνδέεται με αυτόν τον ρόλο. Η Jaeggi μέσα από μερικά παραδείγματα που
βασίζονται στην εμπειρική εξέταση και σε μαρτυρίες ανθρώπων από τη καθημερινότητα της
εργασίας τους εντοπίζει μια σειρά προβλημάτων στις σύγχρονες εργασιακές συνθήκες, όπως είναι η
αλλοτρίωση, η εκμετάλλευση, το αβέβαιο περιβάλλον και η ανεργία ως δομικό συστατικό του
οικονομικού συστήματος, που έχουν οδηγήσει στην απαξίωση της σημασίας της εργασίας ή αλλιώς
στη κρίση της κοινωνίας της εργασίας («crisis of the work-oriented society»).
Η κοινωνική ταυτότητα κάθε ατόμου της σύγχρονης κοινωνίας και το πόσο ευτυχισμένος
νιώθει με την ζωή του και στις διαπροσωπικές του σχέσεις είναι, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο,
συνυφασμένα με το είδος της δουλειάς που επιτελεί, και όχι μόνο με το αν έχει δουλειά. Αυτή η
επιθυμία κάθε ατόμου να ταυτιστεί με έναν ρόλο, για να νιώσει ότι επιτελεί κάτι σημαντικό για την
57
εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιαδήποτε βαθμίδα εργασιακής
απασχόλησης, από τις πιο θεωρητικά απλές, ανειδίκευτες δουλειές μέχρι τα πιο απαιτητικά,
εξειδικευμένα επαγγέλματα. Σε αντίθεση με τον κοινωνιολόγο Heinz Bude που θεωρεί ότι πολλές
ανειδίκευτες εργασίες αφορούν δουλειές που δεν απαιτούν κάποια ιδιαίτερη γνώση από τον
απασχολούμενο για να την επιτελέσει και για αυτό είναι δουλειές που δεν μπορεί κάποιος να
ταυτιστεί με αυτές, η R. Jaeggi παρατηρεί, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «μια απελπισμένη
επιθυμία για ταύτιση και αυτοκαθορισμό ακόμα και στις πιο απρόσμενες συνθήκες»121.
Όλοι μας ψάχνουμε για ένα νόημα στις εργασίες μας και όταν αυτό δεν εκπληρώνεται λόγω
των συνθηκών εργασίας που δεν μας το επιτρέπουν, νιώθουμε και προσβεβλημένοι σαν άνθρωποι
και περιφρονημένοι σαν εργαζόμενοι. Η ανάγκη μας να επιτελέσουμε κάποιο ρόλο μέσα στη
κοινωνία, να νιώσουμε χρήσιμοι σαν μέλη της, δεν ικανοποιείται. Αυτό συμβαίνει γιατί πιστεύουμε
ότι η εργασία μας μπορεί να αποκτήσει ένα νόημα και να δράσουμε σε ένα χώρο που είναι ακόμα
άσπιλος από την αλλοτρίωση, ενώ στη πραγματικότητα δουλεύουμε μέσα σε αντικειμενικά
αλλοτριωμένες εργασιακές συνθήκες. Και είναι αυτή η προσδοκία που μας κάνει να υπομένουμε
την εκμετάλλευση. Έτσι, αυτό που αποκαλούμε εργασία είναι εγκλωβισμένο μέσα σε ένα πλέγμα
ηθικών συσχετισμών, κανονιστικών προσδοκιών και κανονιστικά φορτισμένων συνθηκών, οι
οποίες ίσως εκπληρώνονται, ίσως πάλι όχι. Με άλλα λόγια, εκεί που θέλει να στρέψει τη προσοχή
μας η Jaeggi είναι ότι ποιο σημαντικό από το να έχει κάποιος δουλειά είναι το είδος της ποιότητας
της δουλειάς. Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί δεν είναι απλά να δουλεύουμε σε εργασιακές
συνθήκες χωρίς εκμετάλλευση, αλλά κυρίως σε εργασιακές συνθήκες χωρίς αλλοτρίωση122.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα ποιες είναι αυτές οι παθογένειες που έχουν αλλοτριώσει την
σημασία που έχει η εργασία για την συνοχή της σύγχρονης κοινωνίας η Jaeggi κοιτάει τι γίνεται
στην ίδια την αγορά εργασίας και τις συνθήκες υπερεκμετάλλευσης οι οποίες έχουν επικρατήσει ως
σύγχρονες συνθήκες εργασίας. Για αρχή μας καλεί να δούμε τι γίνεται στον τομέα παροχής
υπηρεσιών και συγκεκριμένα με την μεταχείριση του προλεταριάτου του τομέα υπηρεσιών, δηλαδή
με όσους απασχολούνται ως καθαριστές, φύλακες, σερβιτόροι και σε άλλες παρόμοιες ανειδίκευτες
εργασίες123. Το ισχύον εργασιακό μοντέλο απαιτεί ανάθεση των υπηρεσιών που πρέπει να
εκτελεστούν σε έναν εξωτερικό ανάδοχο και αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στο πώς θα ταυτιστεί ο
εργαζόμενος με την δουλειά του, στη ποιότητα των συνθηκών, όπως επίσης συνεπιφέρει στην
απαξίωση της δουλειάς ως κάτι για το οποίο ο εργαζόμενος θα έπρεπε να χαίρει κάποιας εκτίμησης.
Για παράδειγμα, η δουλειά του φύλακα σε μια πανεπιστημιακή ή σχολική κοινότητα. Μέχρι
πρόσφατα δεν ήταν απλώς φύλακας, αλλά επιστάτης. Ως τέτοιος θεωρείτο ισότιμο μέλος του
υπόλοιπου προσωπικού της κοινότητας και έχαιρε σεβασμού και αναγνώρισης από τα υπόλοιπα
μέλη της κοινότητας. Έτσι, μπορούσε ο εκάστοτε εργαζόμενος να ταυτιστεί με τον ρόλο του
επιστάτη και να βλέπει την δουλειά του ως μια προσωπική υπόθεση. Σήμερα το ρόλο του επιστάτη
σε πολλές περιπτώσεις έχουν αντικαταστήσει οι φύλακες ιδιωτικών εταιριών φύλαξης που
δουλεύουν με ατομικές συμβάσεις και συγκεκριμένα ωράρια. Αυτή η εξέλιξη στις εργασιακές
σχέσεις στον τομέα της παροχής υπηρεσιών συνδέεται με διάφορα φαινόμενα όπως είναι η χαμηλή
αμοιβή των συμβασιούχων σε σχέση με τους μόνιμους, η αυξανόμενη αβεβαιότητα σχετικά με το
αν θα έχουν δουλειά την επόμενη μέρα, το ανύπαρκτο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας και η
121 Jaeggi, Rahel (2017c), “Pathologies of Work”, Women’s Studies Quarterly 45: 3 – 4, 59 – 76.
122 Jaeggi, Rahel (2017c), ο.π. 62.
123 Jaeggi, Rahel (2017c), ο.π. 62 – 63.
58
απώλεια του αισθήματος της προσωπικής εκπλήρωσης που είναι συνδεδεμένη με μια αξιοπρεπή
εργασία, όλα αυτά που η Jaeggi τοποθετεί κάτω από την ονομασία «παθογένειες της εργασίας».
Το γεγονός όμως ότι η Jaeggi, και όχι μόνο, εκλαμβάνει τα φαινόμενα που παρατηρούνται
στην σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα ως παθογένειες μάς παροτρύνει να αντιληφθούμε το τι
είναι αυτό που λέμε εργασία ως μια έννοια κανονιστικά φορτισμένη που αντιφάσκει με αυτό που
βιώνουμε στη πραγματικότητα της εποχής που διανύουμε. Μία αποτελεσματική κριτική στον
χαρακτήρα που έχει προσλάβει σήμερα η εργασία θα πρέπει να έχει εσωτερικό χαρακτήρα,
αναδεικνύοντας μέσα από την ίδια την εμπειρική πραγματικότητα μία ηθική η οποία είναι κατ’
ανάγκη συνδεδεμένη με την εργασία ως κοινωνική κατηγορία, αλλά δεν εκπληρώνεται στις
σημερινές εργασιακές σχέσεις επηρεάζοντας έτσι και την αρμονική συνοχή της κοινωνικής
ολότητας. Έτσι, μπορούμε να επιστρέψουμε στην επιχειρηματολογία του Honneth και μάλιστα
στον πρώτο από τους τρεις άξονες που έχει θέσει, δηλαδή στην διάκριση μεταξύ εξωτερικής και
εσωτερικής κριτικής όσον αφορά την σχέση εργασίας, κοινωνικής ελευθερίας και τρόπου
παραγωγής.
Από το ξεκίνημα της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι σήμερα δεν έχει εκλείψει η ιδέα της
χειραφέτησης της εργασίας από τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης που έχει τον χαρακτήρα της
εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης. Η κριτική που στηρίχτηκε στην ιδέα της χειραφέτησης πήρε
ως πρότυπο τον τύπο της εργασίας που ασκεί ο τεχνίτης. Η εργασία του τεχνίτη θεωρήθηκε η
ελεύθερη, αυτοπροσδιοριζόμενη δραστηριότητα του ανθρώπου μέσα από την οποία μπορεί να
αναπτύξει εξίσου ελεύθερες σχέσεις συνεργασίας, αλλά και να εξαντικειμενικεύσει τον εαυτού του.
Αντίθετα, ο καπιταλισμός έχει αποσυναρμολογήσει την εργασιακή διαδικασία σε επιμέρους
κομμάτια τα οποία από μόνα τους δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Με αυτόν τον τρόπο κατέστησε
ανέφικτη και την αλληλεπίδραση των εργατών για τη παραγωγή του τελικού προϊόντος. Έτσι,
ιδιαίτερα ανάμεσα στους σοσιαλιστές απογόνους του Γερμανικού Ρομαντισμού, η κριτική απέναντι
σε αυτόν τον τύπο οργάνωσης της εργασίας θα μπορούσε να βρει το εφαλτήριο της μόνο μέσα από
έναν τύπο εργασίας που μέσα στις συνθήκες του καπιταλισμού καθίσταται αυτόνομος και δεν έχει
αλλοτριωθεί από το κυρίαρχο πρότυπο οργάνωσης. Ο τύπος της εργασίας του τεχνίτη μπορεί να
αποτελέσει παράδειγμα δραστηριότητας που συνδέεται με μία μορφή αγαθής, μη αλλοτριωμένης
ζωής, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μας παρέχει τις απαραίτητες κανονιστικού τύπου προϋποθέσεις
που θα πρέπει να πληρεί η κοινωνικά προσανατολισμένη εργασία. Η κριτική που ασπάζεται σαν
ιδανικό την μορφή δραστηριότητας του τεχνίτη δύσκολα μπορεί να ενσωματωθεί στις δομές της
κοινωνικής αναπαραγωγής, διότι δεν αποτελούνται όλες οι κοινωνικά αναγκαίες δραστηριότητες
από την οργανική και ολιστική δομή που χαρακτηρίζει την εργασία του τεχνίτη. Για παράδειγμα,
όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε την εμπειρία της εργασίας στον τομέα παροχής υπηρεσιών δεν
μπορούμε να διανοηθούμε πώς μπορεί μια τέτοιου είδους εργασία να έχει αυτόνομο χαρακτήρα,
καθαρά αντικειμενικό και ταυτόχρονα εξαντικειμενικευτικό. Σε μια τέτοια εργασία δεν παράγεται
κάποιο προϊόν στο οποίο ενσωματώνονται και εξαντικειμενικεύονται οι ειδικές ικανότητες που
χρειάστηκαν για να παραχθεί. Περισσότερο, αυτό που απαιτείται είναι ο εργαζόμενος να πράττει
όσο πρωτοβουλιακά απαιτείται για να εξυπηρετήσει τις απαιτήσεις του κάθε πελάτη ή εργοδότη.
Για αυτό το λόγο, ο Honneth χαρακτηρίζει εξωτερική κριτική κάθε προσπάθεια άσκησης κριτικής
στις δεδομένες καπιταλιστικές εργασιακές σχέσεις που στηρίζεται στο μοντέλο της οργανικής,
καθαρά αυτοπροσδιοριζόμενης παραγωγής. Με το να υποδεικνύει κάποιος την εφαρμογή δομών
εργασίας που δεν μπορούν να ταυτιστούν ή να παραλληλιστούν με όλα τα παραδείγματα εργασίας
59
που συναποτελούν την οικονομική σφαίρα, τότε αυτό που κάνει στην ουσία είναι να επικαλείται
κριτήρια μορφών εργασίας που είναι εξωτερικά του αντικειμένου που θέλει να κατακρίνει 124.
Ο Honneth αναγνωρίζει ότι οι ουτοπίες των εργατών του 19ου αιώνα άνοιξαν και τους
δικούς μας ορίζοντες για να οραματιζόμαστε μια καλύτερη κοινωνία και χάρη σε αυτούς οφείλουμε
την ιδέα της προσωπικής αυτοπραγμάτωσης και της συνεργατικότητας. Οι ουτοπίες που
βασίστηκαν στο πρότυπο ζωής του τεχνίτη ή καλλιτέχνη τροφοδότησαν την ηθική με μια δυναμική
που ξεπέρασε τη παραδοσιακή αντίληψη για το «αγαθό» και το συνέδεσε με την έννοια της
εργασίας. Κανένα από αυτά τα επιτεύγματα όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι μια κριτική στη
καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας που βασίζεται στο μοντέλο του τεχνίτη περιλαμβάνει το
σφάλμα ότι ξεκινάει από μια εξωτερική οπτική 125. Η εσωτερική κριτική της σημερινής οργάνωσης
της κοινωνικής εργασίας από την άλλη πρέπει να περιλαμβάνει ηθικούς κανόνες οι οποίοι
αποτελούν έλλογες αξιώσεις εντός του κοινωνικού συστήματος ανταλλαγής υπηρεσιών. Εξάλλου, η
θεσμοθετημένη έννοια της εργασίας ως συμβολή σε ένα σύστημα κοινωνικού καταμερισμού της
εργασίας συνδέεται με κανονιστικές αξιώσεις που ενυπάρχουν στον τρόπο οργάνωσης του χώρου
εργασίας. Μια κριτική των σχέσεων εργασίας, επομένως, από εσωτερική σκοπιά θα μπορούσε να
επιτευχθεί αν επιβεβαιώναμε ότι όντως η καπιταλιστική αγορά εργασίας προϋποθέτει την ύπαρξη
ενός πλαισίου ηθικών κανόνων, που όμως δεν πραγματοποιείται. Η αναζήτηση έλλογων αξιώσεων
εντός της σημερινής οργάνωσης της εργασίας καλεί λοιπόν τον Honneth να εξετάσει τη
καπιταλιστική αγορά εργασίας όχι μόνο από την σκοπιά της οικονομικής αποτελεσματικότητας,
αλλά και από την σκοπιά της κοινωνικής ενσωμάτωσης.
Στην ίδια θέση με τους χαμηλόμισθους και όσους απασχολούνται στον τομέα παροχής
υπηρεσιών βρίσκονται και οι λεγόμενοι ελεύθεροι επαγγελματίες καθώς αυτή η μποέμ αίσθηση
ελευθερίας και δημιουργικότητας με την οποία είναι συνδεδεμένα σε πολλές περιπτώσεις τα
ελεύθερα επαγγέλματα αλλοτριώνεται εξίσου126. Αν και εξ ορισμού τα ελεύθερα επαγγέλματα είναι
συνδεδεμένα με μια αβεβαιότητα, καθώς εξελίχθηκαν ως εναλλακτική, ελεύθερη μορφή εργασίας
στην αλλοτρίωση που επιφέρει η μονοτονία και ο καταμερισμός των ισχυουσών συνθηκών
εργασίας και τα προκαθορισμένα εργασιακά ωράρια, όσοι επιλέγουν να αυτοκαθοριστούν ως
ελεύθεροι επαγγελματίες το κάνουν ακριβώς για αυτή την αβεβαιότητα. Όμως αυτού του είδους τα
επαγγέλματα καταλήγουν δέσμια μιας διαφορετικού τύπου αλλοτρίωσης. Υπάρχει μια διαρκής
πίεση λόγω του συνεχούς φόβου της προσωπικής αποτυχίας και αυτή η πίεση οδηγεί στην αδυναμία
να αναπτυχθεί ένα αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των επαγγελματιών. Αυτή η πίεση οδηγεί στο να
συνδέεται καθαρά εργαλειακά ο επαγγελματίας με το επάγγελμα που αρχικά αποφάσισε ελεύθερα
να ασχοληθεί και στην αδυναμία να αναπτυχθεί ένα αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ των ελεύθερων
επαγγελματιών που επιτελούν την ίδια δραστηριότητα. Αυτή είναι μια κατάσταση που δεν την
επιθυμεί κανένας, αλλά την αναπαράγουν όλοι. Τέλος, το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι της
κοινωνίας το οποίο αντιπροσωπεύει τη κρίση της κοινωνίας της εργασίας είναι οι άνεργοι. Σε μια
κοινωνία στην οποία τα άτομα βρίσκουν την θέση τους σε αυτήν ως ικανά και ενεργά μέλη με το να
ταυτίζονται με μια θέση μέσα σε μια διαιρεμένη αγορά εργασίας υπάρχουν και αυτοί που δεν
μπορούν να αφομοιώθουν σε κάποια θέση και ζουν μια καθημερινότητα απαξίωσης, αναμονής και
απάθειας.
Αυτή αποτελεί μόνο μια γρήγορη ματιά της εικόνας της σημερινής κοινωνίας μέσα από τις
παθογένειες όσον αφορά την εργασία. Μια κοινωνία που αντιφάσκει με τον προσδιορισμό της ως
κοινωνία της εργασίας καθώς οι συνθήκες μέσα στις οποίες καλούνται τα άτομα της κοινωνίας να
εργαστούν αντιφάσκουν με τον ουσιαστικό χαρακτήρα της εργασίας. Αυτές οι παθογένειες που
περιγράφει χαρακτηριστικά η Jaeggi μπορούν να θεωρηθούν και σύγχρονες μορφές αλλοτρίωσης
τις οποίες θα πρέπει να ερμηνεύσουμε. Έτσι φτάνουμε και πιο κοντά στο να κατανοήσουμε σε τι
συνίστανται ακριβώς αυτές οι παθογένειες. Τι εννοεί ακριβώς η Jaeggi με την φράση «παθογένειες
της εργασίας»; Το να μιλάμε για παθογένειες της εργασίας λοιπόν σημαίνει ότι μιλάμε για μορφές
εργασίας που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες και τις απαιτήσεις αυτών που τις επιτελούν και
επιπλέον οι συνθήκες μέσα στις οποίες εργάζονται τους κάνουν να υποφέρουν. Πιο αναλυτικά,
αυτό το οποίο θίγεται ανοίγοντας το ζήτημα των παθογενειών είναι η σύγκρουση υποκειμενικών
και αντικειμενικών συνθηκών που καθιστούν μια εργασία αξιοπρεπή. Από την μία έχουμε την
υποκειμενική ανάγκη για αυτοπροσδιορισμό και ολοκλήρωση της προσωπικότητας μέσα από την
εργασία και από την άλλη μορφές εργασίας που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του υποκειμένου. Οι
παθογένειες της εργασίας αναφέρονται ακριβώς στην εκμετάλλευση αυτής της ανάγκης του
ανθρώπου κατά την διάρκεια της εργασίας του, η οποία αντί για την αυτοπραγμάτωση πετυχαίνει
την αλλοτρίωση λόγω των αλλοτριωμένων αντικειμενικών δομών μέσα στις οποίες καλείται το
άτομο να δουλέψει.
Αυτή η διάγνωση με την σειρά της όμως υπονοεί ότι υπάρχουν κάποια κανονιστικά
χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να πληρούνται προκειμένου να χαρακτηριστεί μια εργασία
αξιοπρεπής ανεξάρτητα με το πώς βιώνει το άτομο την εργασία του, κάποιες αντικειμενικές
συνθήκες που δεν εκπληρώνονται και επηρεάζουν την υποκειμενική εμπειρία. Από την στιγμή που
μιλάμε για τις παθογένειες τις εργασίας καθ’ αυτήν, θα πρέπει να μιλάμε στην βάση κάποιων
κριτηρίων που προσδίδουν στην έννοια της εργασίας μια ουσία. Που μπορούμε όμως να βρούμε
αυτά τα κριτήρια που θα σκιαγραφήσουν την έννοια της εργασίας μακριά από τέτοιου είδους
παθογένειες; Υπάρχει μία αντικειμενική βάση πάνω στην οποία μπορούμε να ορίσουμε τι είναι
εργασία και αυτή η έννοια να αποτελέσει το κριτήριο για μια κοινωνικο-φιλοσοφική αξιολόγηση
των συνθηκών που καθιστούν μια εργασία αξιοπρεπής ή αλλοτριωμένη;
Το περιεχόμενο της έννοια της εργασίας είναι δύσκολο να οριστεί με αντικειμενικό τρόπο.
Αν και νιώθουμε όλοι σίγουροι ότι έχουμε μια αίσθηση του τι εννοούμε όταν μιλάμε για την
εργασία, αυτή η αυτοπεποίθηση αποδεικνύεται χαμηλή όταν προσπαθούμε να ορίσουμε την
εργασία ως μια συγκεκριμένου είδους δραστηριότητα. Μπορεί η εργασία να θεωρηθεί μια
δραστηριότητα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από το τι είδους δουλειά κάνει ο
καθένας στη καθημερινότητα του; Η Jaeggi εξετάζει διάφορους ορισμούς127, είτε αυτοί έχουν δοθεί
από κάποιον φιλόσοφο128 είτε μπορούμε να τους δώσουμε οι ίδιοι από τη καθημερινή μας εμπειρία.
Ο λόγος που τους αναφέρει είναι για να μας δείξει την ανεπάρκεια τους να συλλάβουν πλήρως την
ουσία της εργασίας. Η Jaeggi ισχυρίζεται ότι μπορούμε να συλλάβουμε την αξία της εργασίας για
τον άνθρωπο και παράλληλα να δώσουμε την αντικειμενική συνθήκη σύμφωνα με την οποία
127 Jaeggi, Rahel (2017c), ο.π. 67 – 69.
128 Kambartel, Friedrich (1993), “Arbeit und Praxis: Zu den begrifflichen und methodischen Grundlagen einer
aktuellen politischen Debatte.” Deutsche Zeitschrift für Philosophie 41: 2, 239–50.
61
μπορούμε να κρίνουμε αν η μορφή που προσλαμβάνει σε κάθε ιστορική εποχή η εργασία
εναρμονίζεται με την υποκειμενική συνθήκη, αν κοιτάξουμε πώς έχει ορίσει ο Hegel την έννοια της
εργασίας για την Αστική Κοινωνία στην Φιλοσοφία του Δικαίου.
Η εργασία δεν μπορεί να οριστεί ως ένα συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας, διότι τότε θα
δυσκολευόμασταν να αποσαφηνίσουμε ποια είναι η διαφορά μεταξύ εργασίας, υποχρέωσης και
χόμπι. Για παράδειγμα, δεν θα ήταν τελείως σωστό να ορίσουμε ως εργασία κάθε κοπιαστική
δραστηριότητα, αφού και το να μεγαλώνεις παιδιά είναι κάτι πολύ κουραστικό, αλλά δεν το
θεωρούμε εργασία. Επίσης, ορίζοντας την εργασία ως η δραστηριότητα που απαιτεί ειδικές γνώσεις
και ικανότητες πάλι δεν καταφέρνουμε να πούμε κάτι συγκεκριμένο, αφού και το να παίζεις καλά
ένα μουσικό όργανο είναι μια διαδικασία που χρειάζεται γνώσεις και μια εξειδικευμένη ικανότητα.
Αν πάλι θεωρούσαμε ως εργασία οποιαδήποτε δραστηριότητα παραγωγική, τότε πάλι θα
αποτυγχάναμε να εντάξουμε πολλές δραστηριότητες που δεν έχουν αυστηρά παραγωγικό
χαρακτήρα, όπως η δουλειά του εκπαιδευτικού ή της παροχής υπηρεσιών. Τέλος, ακόμα και αν
ορίζαμε πιο αφαιρετικά τι είναι εργασία λέγοντας ότι είναι η σχεδιασμένη δραστηριότητα γύρω από
ένα σκοπό, τότε το μόνο που θα χρειαζόταν για να καταλάβουμε την ανεπάρκεια και αυτού του
ορισμού θα ήταν να δούμε με τι οργάνωση και σοβαρότητα αντιμετωπίζουν τα παιδιά τη πρόκληση
να κατασκευάσουν ένα παιχνίδι από τουβλάκια. Μια εναλλακτική προσέγγιση, και η πιο προφανής
για τη κοινωνία μας, στο ζήτημα αντικειμενικού ορισμού της έννοιας της εργασίας θα ήταν να την
ορίσουμε ως μισθωτή εργασία, δηλαδή με ένα καθαρά οικονομικό κριτήριο. Εργασία είναι αυτή η
δραστηριότητα για την οποία κάποιος πληρώνεται νόμιμα για να την επιτελέσει. Για την Jaeggi
όμως από κανονιστική σκοπιά δεν μας λέει τίποτα διότι εξαρτάται από μια συγκεκριμένη κοινωνική
συμφωνία, τη νομιμότητα αυτής της συμφωνίας και τις ήδη υπάρχουσες εργασιακές σχέσεις.
Επομένως, ούτε αυτός ο ορισμός μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε τα κριτήρια σύμφωνα με τα
οποία θα ορίσουμε σε τι συνίσταται η καλή ή μη παθογενής εργασία.
Σε αντίθεση με αυτό το απλό οικονομικό κριτήριο σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσαμε να
ορίσουμε την εργασία στην σημερινή κοινωνία, ο Kambartel δίνει έναν περισσότερο κανονιστικά
φορτισμένο ορισμό και πιο εύστοχο όσον αφορά τον προσδιορισμό της έννοιας της εργασίας σε
σχέση με εκείνη την δραστηριότητα που δεν θα την λέγαμε εργασία. Για τον Kambartel λοιπόν η
εργασία ορίζεται ως η δραστηριότητα που επιτελείται για τους άλλους στο πλαίσιο ανταλλαγής
υπηρεσιών μέσα σε μια κοινωνία129. Αυτός ο ορισμός αν και εξυπηρετεί με μεγάλη ακρίβεια τον
σκοπό να είμαστε ικανοί να διαχωρίσουμε την εργασία από την μη εργασία και επίσης να
αναγνωριστούν δημοσίως ως εργασία και άλλα είδη δουλειάς που συχνά παραμελούνται και στις
περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται με δουλειές που γίνονται από γυναίκες, όπως η περιποίηση
του σπιτιού ή η φροντίδα άλλων ανθρώπων, δεν επαρκεί ακόμα για να διαγνώσουμε σε τι
συνίστανται οι παθογένειες της εργασίας, διότι δεν μας λέει κάτι σχετικά με τη ποιότητα των
σχέσεων εργασίας. Αυτό που έχει στο μυαλό της η Jaeggi είναι ένας τέτοιος ορισμός που θα
μπορέσει να λειτουργήσει ως κανονιστικό κριτήριο για να ξεχωρίσουμε την εργασία όπως πρέπει
να είναι για να θεωρείται αξιοπρεπής ή μη παθογενής, από την εργασία όπως έχει διαμορφωθεί στη
κοινωνία που ζούμε.
Μια τέτοια σύλληψη της έννοιας της εργασίας έχει γίνει από τον Hegel στην Φιλοσοφία του
Δικαίου, ο οποίος επιχείρησε να αναδείξει την ηθική βάση πίσω από την νομιμοποίηση και τη
κοινωνική αποδοχή των θεσμών μιας νέας μορφής κοινωνικής ενσωμάτωσης που αναδεικνύεται
3.4 Μία κανονιστική ανακατασκευή του ρόλου της αγοράς για τη πραγμάτωση
της μοντέρνας ελευθερίας
Ακολουθώντας την ανάλυση του Hegel, ότι μία μοντέρνα Ηθική Ολότητα μπορεί να
υποστηρίξει το αίτημα κάθε ατομικότητας για αυτοκαθορισμό, όταν εκπληρώνονται συγκεκριμένες
αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες οι οποίες αποτελούν και συγκοινωνούντα δοχεία, μία
ανάλυση της λειτουργίας της αγοράς από την σκοπιά της ανάδειξης εσωτερικών κανονιστικών
προϋποθέσεων, για να αποτελεί σφαίρα πραγμάτωσης της ελευθερίας κάθε ατομικότητας και όχι
ελευθερίας κάποιων και ανελευθερίας κάποιων άλλων, πρέπει να στηριχθεί σε μια παρόμοια
στρατηγική. Η συσχέτιση των δραστηριοτήτων με μια σειρά κανονιστικών προϋποθέσεων, οι
οποίες μπορούν να αναδυθούν από την ίδια την αγορά και από τους ίδιους τους δρώντες σε αυτήν
ως ηθικούς δρώντες, μπορεί να αποτελέσει μία κριτική στο κυρίαρχο πρότυπο της
νεοφιλελεύθερης, αδέσμευτης από κανόνες, αυτορυθμιζόμενης αγοράς που έχει επικρατήσει τα
τελευταία χρόνια ως μοναδικό λειτουργικό μοντέλο οικονομίας. Η κανονιστική ανακατασκευή του
Honneth και η κριτική ανάλυση της Jaeggi, μάλιστα, στον σύγχρονο καπιταλισμό στοχεύουν να
φωτίσουν, εμφορούμενοι και από το έργο του Hegel, αυτήν την δυνατότητα της αγοράς και την
αξίωση των μοντέρνων ατόμων ότι η αγορά – με ιδιαίτερη βαρύτητα στην αγορά εργασίας – μπορεί
να συνδεθεί με ηθικές αξίες που αποσκοπούν στην εκπλήρωση της ελευθερίας όλων, αλλά στη
πορεία του χρόνου χάθηκαν είτε για χάρη μίας ελεύθερης αγοράς με το πρόσχημα ότι μπορεί να
επιτευχθεί πιο γρήγορα η ατομική ωφέλεια είτε για χάρη της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας με
σκοπό την εξαφάνιση σχέσεων ανισότητας που μπορούν να οδηγήσουν στην εκμετάλλευση και τη
πραγμοποίηση.
Η αγορά για να εδραιωθεί στην συνείδηση της μοντέρνας βούλησης αλλά και να εγκριθεί
από αυτήν ως σφαίρα (ή μία από τις πολλές) δράσης και πραγμάτωσης της ιδιαίτερης ελευθερίας
της πρέπει να στηριχθεί σε μια ηθική βάση. Το κριτήριο της αποτελεσματικότητας από συστημική
σκοπιά δεν αρκεί. Η αποτελεσματικότητα της αγοράς όσον αφορά την αύξηση της γενικής
περιουσίας, μπορεί να φανεί σε μια ανάλυση που γίνεται με αριθμούς και ποσοστά, αλλά αυτή η
αποτελεσματικότητα μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με τη πραγματική οικονομία. Για χάρη της
επίτευξης των στόχων στην αγορά μπορεί να διαλυθεί ολόκληρος ο κοινωνικός ιστός και το
μοντέρνο υποκείμενο να αμφισβητήσει την νομιμοποίηση αυτού του θεσμού ως σφαίρα που
προωθεί την ατομική ελευθερία. Η εμπειρία της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ιδιαίτερα,
μπορεί να επιβεβαιώσει αυτή την αντίφαση, που δημιουργείται όταν πια η αγορά έχει αποσυνδεθεί
από κάθε δεσμό με την μορφή κοινωνικής ζωής από την οποία αναδύθηκε και καταλήγει να απειλεί
την βιωσιμότητα ολόκληρης της κοινωνικής ολότητας. Και οι παρατηρήσεις του Hegel σχετικά με
τον κίνδυνο δημιουργίας όχλου από την ανεξέλεγκτη εγωιστική δράση δεν αφορούν κάτι πολύ
διαφορετικό από τις συνθήκες που δημιουργούνται, όταν η αγορά κυριεύει και επηρεάζει κάθε
μορφή σχέσεων που αναπτύσσεται μέσα στη κοινωνική ολότητα. Ήδη στη προηγούμενη ενότητα
έγινε μία ανάλυση της έννοιας της εργασίας ως μία έννοια που είναι κανονιστικά φορτισμένη και η
65
εκπλήρωση των απαιτούμενων κανονιστικών προϋποθέσεων παίζει σημαντικό ρόλο για να βιώσει
το μοντέρνο άτομο την οικονομική σφαίρα ως ένα από τα μέσα που χρειάζονται για την εκπλήρωση
των ιδιαίτερων αναγκών του και την διαμόρφωση της προσωπικότητας του. Αυτό που πρέπει να
εξετάσουμε τώρα λοιπόν είναι σε πιο ευρεία βάση τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες
που μπορούν επιτύχουν την ηθική συσχέτιση της αγοράς με τη κοινωνία.
Η αντικειμενική συνθήκη για να αναδειχθεί η αγορά ως σφαίρα πραγμάτωσης της
κοινωνικής ελευθερίας και ως μία σφαίρα που προϋποθέτει την υιοθέτηση κανόνων από κάθε
εγωιστικό ή έλλογο άτομο προκειμένου να επιτευχθεί η ικανοποίηση των αναγκών του, χωρίς να
τίθεται σε κίνδυνο μακροπρόθεσμα η βιωσιμότητα ολόκληρης της κοινωνικής ολότητας, είναι να
επανενταχθεί η αγορά στην ευρύτερη κοινωνική ολότητα και να λειτουργήσει ως ένα υποσύνολο
του ευρύτερου συνόλου πρακτικών και κανόνων που διέπουν τη κοινωνική ολότητα. Πιο
αναλυτικά, αυτό που πρέπει να εξετάσουμε είναι αν οι οικονομικές πρακτικές που χαρακτηρίζουν
μία συγκεκριμένη μορφή ζωής μπορούν να θεωρηθούν ένα σύνολο που εντάσσεται στο ευρύτερο
πλαίσιο που σχηματίζουν οι κοινωνικές πρακτικές και αν η κανονιστικότητα που αναπτύσσεται
εγγενώς στις κοινωνικές πρακτικές μπορεί να επηρεάσει και την οικονομική δραστηριότητα, όχι
όμως με τρόπο εξωτερικό135. Θέτοντας το ζήτημα χεγκελιανά, το ζητούμενο είναι να
διαμορφώσουμε την αγορά ως ένα αναπόσπαστο κομμάτι της μοντέρνας Ηθικής Ολότητας, το
οποίο χρησιμεύει για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών και των ιδιαίτερων επιθυμιών κάθε
ατόμου και κυρίως της ανάγκης για αναγνώριση, και όχι για την ικανοποίηση των αναγκών του
κεφαλαίου. Έτσι, η αγορά μπορεί να μετατραπεί από μία αυτόνομη σφαίρα με ανεξέλεγκτη
δυναμική, που διαβρώνει και εμπορευματοποιεί κάθε άλλη σφαίρα (κοινωνική, πολιτική,
πολιτιστική, αθλητική, οικογενειακή κ.α.) δραστηριοποίησης του μοντέρνου ατόμου, σε μία σφαίρα
που η δυναμική της αναπτύσσεται και οριοθετείται από την Ηθική Ολότητα με σκοπό το έλλογο
αίτημα για τον αυτοκαθορισμό κάθε δυνατής έλλογης βούλησης, δηλαδή για κάθε άνθρωπο
ανεξαρτήτου εθνικότητας, οικονομικής θέσης, κοινωνικής καταγωγής, θρησκείας κ.α. Αυτό που
πρέπει να διερευνήσουμε τώρα είναι την εσωτερική δομή των οικονομικών πρακτικών που
επηρεάζουν την ζωή στη κοινωνία και πώς γίνεται να αντιληφθούμε την οικονομία με την ευρεία
έννοια, σαν ένα κομμάτι της ζωής στην μοντέρνα κοινωνία και όχι σαν κάτι ξεχωριστό, με την δική
του ζωή.
Για αρχή ας ξεκαθαρίσουμε ότι με τον όρο «κοινωνική πρακτική» αναφερόμαστε στον
τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με άλλους και με τον υλικό κόσμο. Οι πρακτικές είναι μία
αλληλουχία ενιαίων δράσεων και αλληλοσχετίσεων οι οποίες μπορεί να είναι σε μικρότερο ή
μεγαλύτερο βαθμό περίπλοκες και περιεκτικές και να έχουν επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα ή να
γίνονται συνήθεια, από ένα σημείο και μετά. Αποκαλούνται κοινωνικές όχι τόσο με την έννοια ότι
αναγκαία αναφέρονται σε διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά περισσότερο επειδή ο μόνος τρόπος που
μπορούν να υπάρχουν και να γίνουν κατανοητές είναι μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που τις
νοηματοδοτεί. Τα βασικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών πρακτικών είναι τα εξής. Πρώτον, οι
πρακτικές δεν είναι απλά αποβλεπτικές δραστηριότητες. Λόγω της επαναληψιμότητας τους,
135 Για μία εκτενέστερη ανάλυση του σε τι συνίστανται οι οικονομικές πρακτικές και οι κοινωνικές πρακτικές και
ποιά είναι η μεταξύ τους σχέση παραπέμπω στο Jaeggi, Rahel (2017a), “A Wide Concept of Economy: Economy as
a Social Practice and the Critique of Capitalism”, in Critical Theory in Critical Times: Transforming the Global
Political and Economic Order, eds: Penelope Deutscher and Christina Lafont, Columbia University Press, 160 –
180.
66
βασίζονται σε μια σιωπηρή αποδοχή κυρίως και όχι σε μια άμεση γνώση. Αποτελούν ένα πρότυπο
μέσα στο οποίο πράττουμε και μας καθοδηγεί στη πράξη, ακόμα και αν συγκροτείται από την ίδια
τη πράξη μας. Θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε αίτιο και αιτιατό παράλληλα της πράξης
μας. Δεύτερον, οι πρακτικές πρέπει να ερμηνευτούν και να κατανοηθούν ως κάτι που έχει νόημα.
Θεωρούνται πρακτικές μόνο μέσω της ερμηνείας τους ως τέτοιες. Η πρακτική του να κρυφτώ πίσω
από ένα δέντρο γίνεται κατανοητή στο πλαίσιο του παιχνιδιού κρυφτό. Επίσης, κατανοώντας αυτή
τη πρακτική σαν το παιχνίδι εμμέσως το κατανοώ και συνδεδεμένο με άλλου είδους πρακτικές και
ερμηνείες, για παράδειγμα σε σχέση με άλλα παιχνίδια και όσον αφορά την ερμηνεία που δίνουμε
στην έννοια παιχνίδι, αλλά ακόμα πιο περιεκτικά και σε σχέση με την έννοια της παιδικότητας, η
οποία αντιτίθεται με την έννοια της ενηλικίωσης. Τρίτον, οι πρακτικές ρυθμίζονται από κανόνες.
Οργανώνονται γύρω από μία ουσιώδης ιδέα του τι σημαίνει «εκπληρώνω» αυτήν τη πρακτική,
δηλαδή πράττω σύμφωνα με κανονιστικές προσδοκίες οι οποίες εμπλέκονται με την συγκεκριμένη
πρακτική (π.χ. όταν παίζουμε κρυφτό πρέπει κάποιος από τους δύο τουλάχιστον να προσπαθήσει να
κρυφτεί). Υπάρχουν επίσης κανόνες που ρυθμίζουν τι σημαίνει σωστός τρόπος να διεκπεραιώσεις
μία πρακτική (π.χ. αν δεν εξετάσω τον ασθενή μου, δεν θεωρούμαι καλό γιατρός). Τέταρτον, οι
πρακτικές έχουν ένα εσωτερικό σκοπό. Κατευθύνονται από κάποιο σκοπό ο οποίος θα πρέπει να
πραγματωθεί όταν πράττουμε σύμφωνα με αυτή τη πρακτική, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι στη
πορεία θα προκύψουν και άλλοι σκοποί που μπορεί να εκπληρωθούν, χωρίς να τους έχω επιδιώξει
άμεσα (πάω για ψώνια για να πάρω κάτι να φάω γιατί πεινάω, αλλά επίσης επειδή βαριέμαι σπίτι ή
επειδή θέλω να δω άλλους ανθρώπους και να βρω μία αφορμή να επικοινωνήσω μαζί τους)136.
Οι πρακτικές συνδέονται με άλλες πρακτικές. Πέρα από έναν πολύ απλό, άμεσο τρόπο που
δύο πρακτικές μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους, η διασυνδεσιμότητα των ατομικών πρακτικών
συμβαίνει και σε άλλο επίπεδο. Οι πρακτικές συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός κοινού ορίζοντα
ερμηνείας, ένας ορίζοντας που κάνει τις πρακτικές να έχουν νόημα και να είναι λειτουργικές. Η
λειτουργία ενός πλαισίου πρακτικών εξαρτάται επίσης από κάποιες «θεσμοθετημένες συνθήκες».
Για παράδειγμα σαν κοινωνία συμφωνούμε ότι ένα συγκεκριμένο χαρτί με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά λειτουργεί σαν χρήμα, και αυτή η ερμηνεία που δίνουμε σε αυτό το χαρτί
συνδέεται με το ότι έχουμε θεσπίσει με συγκεκριμένο τρόπο το τι σημαίνει να ανταλλάσω
πράγματα με αυτό το χαρτί. Χωρίς τη κοινωνική συγκρότηση σημασιών όπως «αυτό το χαρτί
θεωρείται χρήμα σε αυτή την χώρα», χωρίς τη κατανόηση και τη πρακτική χρησιμοποίηση του
χρήματος ως γενικό ισοδύναμο, και χωρίς την αντίστοιχη πράξη ανταλλαγής σαν μία συγκεκριμένη
μορφή αμοιβαιότητας το να ανταλλάσσω χαρτιά για ψωμί μοιάζει μία περίεργη συναλλαγή. Το
σύνολο όλων αυτών των πρακτικών και των αλληλοσυσχετίσεων τους συνιστούν μία συγκεκριμένη
μορφή ζωής137.
Αν δούμε το πεδίο της οικονομίας γενικά ως την σφαίρα που ασχολείται με την ικανοποίηση
των αναπαραγόμενων αναγκών της κοινωνίας, τη παραγωγή και την διανομή αγαθών και
υπηρεσιών είναι εύκολο να δούμε ότι κάθε χαρακτηριστικός θεσμός ή πρακτική αυτής της σφαίρας
– η κατοχή ιδιοκτησίας/περιουσίας, η αγορά και η εργασία – μπορεί να αναλυθεί ως σχηματισμός
κοινωνικών πρακτικών και θεσμών (ή πρακτικών που έγιναν θεσμοί). Από αυτή την οπτική, οι
πρακτικές που αφορούν οικονομικά θέματα είναι συνυφασμένες με άλλες, μη οικονομικές
πρακτικές και ερμηνείες. Αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου συνόλου κοινωνικών πρακτικών και
67
διέπονται από τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά που εξετάσαμε και παραπάνω ότι χαρακτηρίζουν τις
κοινωνικές πρακτικές, άρα και από μία εγγενή κανονιστικότητα η οποία αναπτύσσεται μέσα στη
κανονιστικότητα των ευρύτερων κοινωνικών πρακτικών. Ας δούμε με περισσότερες λεπτομέρειες τι
σημαίνει αυτή η σχέση.
Αρχικά, η περιουσία ή ιδιοκτησία. Ο θεσμός της κατοχής ιδιοκτησίας αποτελεί ένα
κοινωνικά ερμηνευμένο και κανονιστικά ενσταλαγμένο σύνολο πρακτικών. Διαφορετικές
κατανοήσεις του τι σημαίνει ότι κατέχω νόμιμα ιδιοκτησία συνδέονται με διαφορετικές πρακτικές
σχετικά με τη κατοχή, την διατήρηση και την διάθεση αυτού το οποίο κατανοείται ως ιδιοκτησία
μέσα στη κοινωνική ολότητα. Η ιδιοκτησία δεν είναι απλά μία δέσμη δικαιωμάτων αλλά και μία
δέσμη κοινωνικών πρακτικών οι οποίες αναγνωρίζονται και ερμηνεύονται ως κάτι, το οποίο
καθοδηγείται από άλλες πρακτικές και εκφράζεται με νομικούς κανόνες. Αυτοί οι κανόνες πάλι
είναι βαθιά συνδεδεμένοι με βαθύτερες ερμηνείες με τις οποίες ο κόσμος διαχωρίζεται ανάμεσα στα
κινούμενα και ακίνητα πράγματα και σε αυτά που μπορούν νόμιμα να αποκτηθούν και σε αυτά που
δεν μπορούν. Διαφορετικές κοινωνικές ολότητες μπορεί να ορίσουν διαφορετικά τι σημαίνει
κατέχω κάτι ή τι μπορώ να κατέχω και τι όχι. Σε κάθε εποχή υπάρχουν πράγματα τα οποία δεν
μπορούν να θεωρηθούν ιδιοκτησία (ιερά αντικείμενα ή προσωπικά αντικείμενα). Υπάρχουν επίσης
όρια με το τι μπορεί και σε ποιον μπορεί να είναι διαθέσιμο κάτι να γίνει ιδιοκτησία (η πώληση
όπλων ή αλκοόλ σε παιδιά απαγορεύεται). Για άλλα πράγματα είναι συζητήσιμο αν μπορούν να
διατεθούν (όπως τα πνευματικά δικαιώματα ή τα σωματικά όργανα για ιατρικούς σκοπούς). Τι
μπορεί να ανήκει και από ποιον διαφέρει από εποχή σε εποχή και από ηθική ολότητα σε ηθική
ολότητα (οι αμερικάνοι ιθαγενείς θεωρούν την γη στην οποία ζουν αδιανόητο να πωληθεί, όπως για
μας είναι αδιανόητο να πωλήσουμε τα παιδιά μας ή τους γονείς μας). Επίσης, το να αναγνωρίζεται
σε όλους η δυνατότητα να καταστούν ατομικοί ιδιοκτήτες είναι ένα ιστορικό επίτευγμα στο οποίο
υπάρχουν βαθιά ενσωματωμένες ερμηνείες σχετικά με τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και αυτή η
ερμηνεία συνοδεύεται από μία κανονιστική κατανόηση της ύπαρξης μας στον κόσμο και της
σχέσης μας με τους άλλους. Σε άλλες εποχές, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν είχαν όλοι το δικαίωμα
να θεωρούνται εν δυνάμει ατομικοί ιδιοκτήτες, αλλά πωλούνταν σαν αντικείμενα.
Έπειτα, ο θεσμός της αγοράς προϊόντων και της ανταλλαγής. Οι πρακτικές της ανταλλαγής
βασίζονται σε κανόνες που είναι χαρακτηριστικοί για αυτές τις συγκεκριμένες μορφές ανταλλαγής,
και έτσι αυτές οι μορφές θα πρέπει να κατανοηθούν όλες μαζί μέσα σε ένα πλαίσιο πρακτικών και
ερμηνειών. Η ιδέα της αμοιβαίας ανταλλαγής ή του δώρου (δίνω κάτι χωρίς να περιμένω
αντάλλαγμα) συνδέεται με ευρύτερες κοινωνικές ερμηνείες σχετικά με τι αξία έχει για κάποιον να
λαμβάνει ένα δώρο. Το να είναι κάτι εμπόρευμα, από την άλλη, και να μπορεί να ανταλλαχθεί είναι
ένας συγκεκριμένος σκοπός που έχει τεθεί και έχει γίνει αποδεκτός. Προκείμενου να
ανταλλάσσονται προϊόντα με λεφτά, δηλαδή να εξισώνονται μεταξύ τους με την διαμεσολάβηση
του χρήματος, θα πρέπει να έχει εγκαθιδρυθεί η εφαρμογή μίας συγκεκριμένης αρχής, της αρχής
της ανταλλαγής μέσω χρήματος (ή πιστωτικής κάρτας)138. Η ανταλλακτική αγορά είναι ένας
περίπλοκο κοινωνικό σύστημα που βασίζεται σε άλλες κοινωνικές πρακτικές και ερμηνείες, τις
οποίες επηρεάζει κιόλας, και οι οποίες δεν θεωρούνταν πάντα δεδομένες. Πόσο φυσιολογικό
μπορεί να φαινόταν σε έναν άνθρωπο του 19ου αιώνα μία συναλλαγή στην αγορά που γίνεται με
μία πλαστική κάρτα;
Άλλη μία σημαντική κοινωνική πρακτική για την εκπλήρωση των οικονομικών αναγκών της
κοινωνίας είναι η εργασία. Η εργασία, όπως είδαμε και στη προηγούμενη ενότητα, δεν είναι ένα
138 Jaeggi, Rahel (2017a), ο.π. 167 – 173.
68
απλό προερμενευεμένο δεδομένο, η «ωμή» δραστηριότητα, αλλά περισσότερο μία πρακτική που
νοηματοδοτείται από τη κοινωνική και κανονιστική δομή της αναγνώρισης. Δεν είναι η
δραστηριότητα, δηλαδή, που συνιστά την εργασία, αλλά η κοινωνική αναγνώριση της
δραστηριότητας ως εργασία και ο ρόλος που έχει αυτή η δραστηριότητα στο πλαίσιο της
κοινωνικής συνεργατικότητας. Η εργασία αποτελεί μία κοινωνικά και πολιτιστικά προσδιορισμένη
πρακτική. Με αυτή την έννοια, η εργασία καθοδηγείται από κανόνες και ερμηνείες και
διαμορφώνεται από συγκεκριμένους κοινωνικούς θεσμούς. Αρχικά, οι εργασιακές δραστηριότητες
υποθέτουν μία συγκεκριμένη κοινωνικοπολιτισμική μορφή, αφού προσδιορίζονται από τις
τεχνολογίες και τις δομές που αναπτύσσονται σε μία συγκεκριμένη κοινωνία μία ιστορικής εποχής,
αλλά και αυτές οι τεχνολογίες (τα εργαλεία, οι τεχνικές) διαμορφώνουν μια σειρά ικανοτήτων και
τρόπου συμπεριφοράς (π.χ. αλλιώς συμπεριφέρεται και άλλες ικανότητες αναπτύσσει αυτός που
χτίζει με τα χέρια ένα σπίτι και αλλιώς αυτός που το σχεδιάζει ηλεκτρονικά, άλλος τρόπος
επικοινωνίας και άλλες επικοινωνιακές δεξιότητες απαιτούνται και αναπτύσσονται στις
ιντερνετικές συνομιλίες και άλλες μιλώντας πρόσωπο με πρόσωπο). Δεν είναι μόνο οι ατομικές
συμπεριφορές και δραστηριότητες που αλλάζουν, είναι ένα ολόκληρο πλαίσιο πρακτικών οι οποίες
έχουν νοηματοδοτηθεί με συγκεκριμένο τρόπο αλλά επηρεάζουν και την νοηματοδότηση άλλων
πρακτικών (ποιες φυσικές ικανότητες θα αναπτύξει ο άνθρωπος, ποια είναι η σχέση του με τον
χρόνο κλπ). Δεύτερον, η εργασία είναι κοινωνική δραστηριότητα η οποία αποκτά μία συγκεκριμένη
μορφή μέσα από την συνεργατικότητα (από τον απλό καταμερισμό της εργασίας μέχρι στον πιο
πολύπλοκο κοινωνικό και εσωτερικό καταμερισμό των σύγχρονων κοινωνιών) Τρίτον, υπάρχουν
νομικά σύνολα κανόνων τα οποία καθορίζουν τις εργασιακές σχέσεις (π.χ. οι συλλογικές συμβάσεις
εργασίας, ο κατώτατος αποδεκτός μισθός, ή στις φεουδαρχικές κοινωνίες οι σχέσεις υποταγής και
προστασίας). Εν ολίγοις, η εργασία μπορεί να νοηματοδοτηθεί ως συμβολή στo σχήμα της
κοινωνικής συνεργατικότητας μόνο εάν είναι δεδομένες συγκεκριμένες κοινωνικές προϋποθέσεις
και μόνο στο πλαίσιο συγκεκριμένων ερμηνειών και στη σύνδεση με άλλες πρακτικές και
ερμηνείες. Ως αποτέλεσμα, το να κατανοούμε τον οικονομικό θεσμό της αγοράς μόνο ως ένα πεδίο
στο οποίο μπορεί να μεγιστοποιηθεί το όφελος καθαρά εγωιστικών, ορθολογικών δρώντων, τότε θα
πρέπει να θεωρήσουμε και την εργασία μόνο ως μία εργαλειακή δραστηριότητα που αποβλέπει σε
αυτό το σκοπό, και αυτό θα είναι λάθος, διότι υποβαθμίζουμε την σημασία και την δομή των
οικονομικών δραστηριοτήτων και της εργασίας. Η εργασία είναι μία πολύ πιο πλούσια
δραστηριότητα, η οποία συντίθεται από μία ποικιλία συμπεριφορών και ικανοτήτων,
σηματοδοτείται από συνήθειες και παραδοσιακά αποδεκτούς κανόνες και τρόπους συμπεριφοράς
και μπορεί να κατανοηθεί μόνο μέσα σε ένα ευρύ κοινωνικό πλαίσιο139.
Η υποκειμενική συνθήκη αφορά κυρίως το βίωμα του μοντέρνου ατόμου μέσα στην αγορά.
Η δραστηριοποίηση στην αγορά έρχεται σε αντίθεση με τις αξιώσεις που υπάρχουν για αυτά που
μπορεί να προσφέρει η συγκεκριμένη σφαίρα στην υπόσχεση της μοντέρνας Ηθικής Ολότητας για
πραγμάτωση της ελευθερίας. Είναι ευθύνη του υποκειμένου λοιπόν να αναδείξει ότι το ισχύον
μοντέλο της ελεύθερης αγοράς και οι αξιώσεις που συνδέονται με αυτό το οικονομικό μοντέλο (π.χ.
η μέγιστη δυνατή οικονομική αποτελεσματικότητα, ικανοποίηση των απαιτήσεων του κεφαλαίου
για την αναπαραγωγή του ως κέρδος, σχέσεις εξαρτημένης, μισθωτής εργασίας κ.α.) συγκρούεται
με τον τρόπο που αυτοκατανοείται η μοντέρνα κοινωνία (ικανοποίηση των συμφερόντων όλων
μέσα από ένα σχήμα κοινωνικής συνεργατικότητας, η πραγμάτωση της ελευθερίας ως
αυτοκαθορισμός, η διαμόρφωση έλλογων προσωπικοτήτων) και ότι η δεύτερη διαβρώνεται από τη
139 Jaeggi, Rahel (2017a), ο.π. 170 – 171.
69
πρώτη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία μίας αντιφατικής σχέσης μεταξύ των πρακτικών
που αναπτύσσονται από τις αξιώσεις που υπάρχουν στην μία πλευρά και από τις αξιώσεις που
υπάρχουν στην άλλη. Δεν γίνεται, για παράδειγμα, μία αυτοκαθοριζόμενη έλλογη ατομικότητα να
διαμορφώνεται ως τέτοια συνάπτοντας αναγκαία σχέσεις εξάρτησης στην αγορά εργασίας. Ωστόσο,
αν και ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους έχει διαρραγεί, ακόμα έχουμε να κάνουμε με δύο πλευρές
που ουσιωδώς ανήκουν η μία στην άλλη (η σφαίρα της αγοράς δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς ένα
κοινωνικό πλαίσιο να την στηρίζει, δηλαδή χωρίς την συμμετοχή κάποιων δρώντων που
συναποτελούν μία ευρύτερη ολότητα, αλλά και η μοντέρνα κοινωνία ως κοινωνία της ελευθερίας
του ανθρώπου ως έλλογης αυτοκαθοριζόμενης οντότητας δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί χωρίς τη
νέα οικονομία της αγοράς).
Ο Honneth επικεντρώνεται ιδιαίτερα στις αντιθέσεις που αντιμετώπισε ο καπιταλισμός από
την απαρχή του, αναλύοντας τες ως αντιπαράθεση μεταξύ δύο διαφορετικών αντιλήψεων για τον
σκοπό ύπαρξης της αγοράς140. Στην αρχική του φάση, η ιστορία της καπιταλιστικής οργάνωσης της
εργασίας συνδέθηκε με την μεγάλη μάζα του πληθυσμού η οποία φτωχοποιήθηκε και κατέληξε να
παλεύει για την απλή επιβίωση της. Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, αν και οι κοινωνικές
συνθήκες βελτιώθηκαν σημαντικά με την εγκαθίδρυση του κοινωνικού κράτους, η αυτοματοποίηση
της εργασίας λόγω της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών έφερε ένα άλλο πρόβλημα για το ίδιο κομμάτι
του πληθυσμού, αυτό της στέρησης από μία εργασία που μπορεί να τους δώσει την επιζητούμενη
αναγνώριση στα μάτια των άλλων. Οι θεσμοί της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας θεωρήθηκαν
από την αρχή άδικοι ή ηθικά μη νομιμοποιημένοι, διότι αδυνατούσαν να εξασφαλίσουν την
αναγνώριση στους συμμετέχοντες ότι μέσω του κόπου τους προσφέρουν κάτι ουσιαστικό για το
συμφέρον της κοινωνικής ολότητας, ούτε κέρδιζαν κάποια αξιοπρεπή ανταμοιβή. Στις διεκδικήσεις
των εργατικών κινητοποιήσεων όμως ήταν πάντα σταθερό το αίτημα για «δικαίωμα στην εργασία»
και μάλιστα συνοδευόταν από αιτήματα που αφορούσαν ασφαλείς συνθήκες για εργασία,
υγειονομική περίθαλψη, ανατροπή των σχέσεων εκμετάλλευσης κ.α. Αυτές οι διεκδικήσεις δεν θα
είχαν νόημα, αν οι εργαζόμενοι των μοντέρνων καπιταλιστικών κοινωνιών δεν κατανοούσαν την
έννοια της εργασίας μέσα στην μοντέρνα ολότητα φορτισμένη με κανονιστικό περιεχόμενο. Αν οι
εργάτες διαμαρτύρονται για να έχουν «δικαίωμα στην εργασία», τότε ένα πράγμα που μπορούμε να
συμπεράνουμε είναι ότι δεν εξαναγκάζονται πια να δουλεύουν ως δούλοι της εποχής της
φεουδαρχίας, όταν απαιτείται η σύναψη συμβολαίου ή η υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση
ατυχήματος σημαίνει ότι είναι υποχρέωση του εργοδότη να τις καλύψει. Αυτές οι απαιτήσεις
σχετικά με την ρύθμιση των εργασιακών συνθηκών, αλλά και τη νομοθέτηση άλλου είδους
κανόνων και εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων αποσκοπούσαν πάντα στο να έχουν την δυνατότητα
να εμπλακούν όλοι στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας κάτω από συνθήκες αληθινής
ισότητας ευκαιριών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση των αναγκών όλων και όλοι να
αυτοεπιβεβαιώνονται ως αναγνωρισμένα μέλη της μοντέρνας κοινωνίας μέσω της δράσης τους
στην αγορά.
Η αγορά όμως δε νοείται πια ως ένας κοινωνικός θεσμός μέσα στον οποίο όλοι
μοιραζόμαστε ευθύνες σαν μέλη μίας συνεργατικής κοινότητας, αλλά μία αρένα ανταγωνισμού
στην οποία ο στόχος είναι η μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας για την οποία ο καθένας είναι
140 Για την ανάλυση του Honneth παραπέμπω στο Honneth, Axel (2014), Freedom’s Right: The Social
Foundations of Democratic Life, translated by Joseph Ganahl, Cambridge: Polity Press.
70
ατομικά υπεύθυνος. Η υπόσχεση για κοινωνική ελευθερία έχει μετατραπεί σε προσωπική υπόθεση.
Στο βαθμό που η σφαίρα της αγοράς έχει αυτονομηθεί από τη κοινωνική ολότητα και επιβάλλεται
σε αυτήν, το ισχύον, καπιταλιστικό σύστημα είναι αντιμέτωπο με μία κρίση λειτουργικότητας
(κρίσεις στη παραγωγή, οικολογικές κρίσεις, αδιαφάνεια στη πολιτική σφαίρα, φτωχοποίηση κ.α.).
Οι δυσλειτουργίες όμως ενός συστήματος (του καπιταλισμού εν προκειμένω), δεν μπορούν από
μόνες τους να αποτελέσουν στοιχεία καταδίκης του συγκεκριμένου συστήματος. Αν αυτές οι
δυσλειτουργίες δεν έρθουν σε σύγκρουση με τις προσδοκίες που υπάρχουν από τα άτομα για αυτό
το σύστημα, τότε δεν έχουμε κρίση να μιλήσουμε. Οι δυσλειτουργίες και η διάβρωση των
μοντέρνων θεσμών και σφαιρών δραστηριοποίησης στον καπιταλισμό είναι τα αποτελέσματα των
κανονιστικών προσδοκιών και του τρόπου που κατανοείται η δεδομένη κοινωνική ολότητα από τα
ίδια της τα μέλη και μάλιστα τα μέλη έχουν το ηθικό καθήκον να ενεργήσουν, ώστε να
ενεργοποιηθούν οι κανονιστικές προϋποθέσεις που διασφαλίζουν την δράση με ίσους όρους όλων
μέσα στην ολότητα και παράλληλα την επιτυχημένη συνέχεια της ζωής στην ολότητα. Η κρίση
στην Αστική Κοινωνία στην ανάλυση του Hegel στην Φιλοσοφία του Δικαίου δημιουργείται από το
γεγονός ότι η εμπειρική πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τον τρόπο που κατανοεί η
κοινωνία τον εαυτό της, σύμφωνα με τον οποίο η προσωπικότητα του ατόμου αποκτά αξία και
αναγνώριση στα μάτια των άλλων μέσω της εργασίας του. Ο όχλος δεν είναι μόνο το εξαθλιωμένο
κομμάτι του πληθυσμού, αλλά και το εξαγριωμένο.
H λειτουργικότητα δεν γίνεται να νοηθεί ως έννοια, αν δεν είναι κανονιστικά
διαμεσολαβημένη. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να αναζωπυρώσει τη κριτική στον καπιταλισμό και
στη Φιλοσοφία του Δικαίου μπορούμε να βρούμε τα στοιχεία μίας θεωρίας που σκοπό έχει να
σταθεί επικριτικά απέναντι στο ενδεχόμενο να εκφυλιστεί η μοντέρνα οικονομία τα επόμενα χρόνια
(μετά την συγγραφή της Φιλοσοφίας του Δικαίου) σε μία ανεξέλεγκτη, αυτορυθμιζόμενη σφαίρα
που θα έθετε σε κίνδυνο την λειτουργία και την δυνατότητα δημιουργίας ηθικών δεσμών στη
κοινωνική ολότητα. Κατανοώντας τον καπιταλισμό ως μορφή ζωής μπορούμε να δούμε ότι οι
οικονομικές πρακτικές που αναπτύσσονται παίρνουν συγκεκριμένη, χαρακτηριστική μορφή, όπως
για παράδειγμα η ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη μίας ελεύθερης αγοράς
εργασίας, η συσσώρευση κεφαλαίου με σκοπό την αναπαραγωγή του ως κέρδος αντί για την άμεση
κατανάλωση για τη κάλυψη αναγκών. Οι οικονομικές σχέσεις δεν ξεπερνούν απλά άλλου είδους
ανθρώπινες σχέσεις, αλλά ακόμη αναπτύσσουν την δική τους δυναμική η οποία ξεπερνά τις
ατομικές επιδιώξεις. Αυτή βέβαια είναι μόνο μία συστημική περιγραφή της καπιταλιστικής
οικονομίας. Πέρα από αυτή τη περιγραφή η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι όλες αυτές οι
οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται είναι πρακτικές, δηλαδή βασίζονται σε κανόνες
(όσο παράλογο και αν ακούγεται αυτό, όταν μιλάμε για ελεύθερη αγορά), συναθροίζονται και
αντικειμενοποιούνται σε θεσμούς και εμπεριέχονται στο ευρύτερο πλαίσιο που συστήνει μία μορφή
ζωής. Μπορεί το πιο ισχυρό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας να είναι ότι αποδομεί
τη κανονιστικότητα και τον τύπο σχέσεων που χαρακτηρίζουν μία ηθική ολότητα, αλλά παράλληλα
δομεί την δική της κανονιστικότητα, τις δικές της αξίες, τους δικούς τους θεσμούς, την δική της
ηθικής ολότητα, ακόμα και αν αυτή η ολότητα παρουσιάζεται σαν ηθικά «ουδέτερη» και βασίζεται
στην εργαλειακή ορθολογικότητα και στην μεγιστοποίηση της ωφέλειας. Θέτοντας το διαφορετικά,
η επιχειρηματολογία που δικαιολογεί την απουσία κανόνων είναι και αυτή ένας κανόνας και η
στάση της κατάργησης ουσιωδών ηθικών σχέσεων και περιοριστικών κανόνων, όπως αυτές οι
σχέσεις και αυτοί οι κανόνες που αποκόπηκαν στη πορεία της εγκαθίδρυσης των μοντέρνων,
71
καπιταλιστικών θεσμών, είναι και αυτή μία ηθική, πολιτισμική στάση, και μάλιστα η στάση του
καπιταλισμού.141
Αν το ζητούμενο λοιπόν είναι να ενσωματωθεί ξανά η αγορά στην ευρύτερη κοινωνική
ολότητα, συνιστώντας ένα απλό μέσο για την ικανοποίηση των ιδιαίτερων αναγκών που
αναπτύσσουν τα άτομα μίας μοντέρνας Ηθικής Ολότητας και αν για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει
να δείξουμε ότι στην αγορά υπάρχουν εγγενώς κανονιστικές προϋποθέσεις και ότι δεν είναι απλά
μία ανεξέλεγκτη σφαίρα και πηγή δεινών που θα καταστρέψει τη κοινωνική συνοχή, τότε μπορούμε
να στηριχθούμε στη πολιτική φιλοσοφία του Hegel. Στην Φιλοσοφία του Δικαίου είναι που
βλέπουμε την ανάγκη να δεθεί η αγορά με μία ηθική με τη κοινωνική ολότητα και να θεωρηθεί
ενσωματωμένη σε αυτήν. Οπότε, βλέπουμε μία αντίληψη για την οικονομία που δεν συμβαδίζει με
τον καπιταλισμό, όπου η αγορά είναι αυτόνομη σφαίρα. Επίσης, οι εργασιακές σχέσεις που
αφορούν την αλληλεπίδραση ελεύθερων ατόμων δεν έχει σχέση με την σημερινή τυπικά ελεύθερη
σύναψη συμβολαίων εργασίας, ούτε αφορά σχέσεις εξαρτημένης εργασίας. Δεν θα πρέπει να
υπάρχουν μισθωτοί εργάτες ή άνεργοι. Αντίθετα, η αγορά εργασίας βασίζεται στην αξία της
αμοιβαίας αναγνώρισης, οπότε σκοπός και των δύο πλευρών είναι η ικανοποίηση και των αναγκών
του άλλου, όπως επίσης υπάρχει εξασφαλισμένη εργασία για όλους. Ακόμα και το γεγονός ότι σε
μία μοντέρνα Ηθική Ολότητα όλοι πρέπει να είναι ατομικοί ιδιοκτήτες, ή αλλιώς έχουν να μία
εξασφαλισμένη περιουσία (είτε με την μορφή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, είτε με την
μορφή μεριδίων από την συνολικό παραγόμενο κοινωνικό προϊόν, αυτό είναι κάτι συζητήσιμο) δεν
αποθαρρύνει τα μοντέρνα άτομα από το να εργαστούν, διότι η εργασία έχει κομβικό ρόλο για την
διάπλαση της προσωπικότητας του μοντέρνου ατόμου, τη κοινωνικοποίηση του, τη κατεύθυνση του
προς την ικανοποίηση συλλογικών σκοπών και για την απόλαυση των υλικών και πνευματικών
πλεονεκτημάτων που μπορεί να προσφέρει η ζωή στην Ηθική Ολότητα. Έτσι, και το πρόβλημα του
όχλου δεν είναι κάτι που αφορά την μοντέρνα Ηθική Ολότητα, καθώς δεν επιτρέπεται να
δημιουργούνται συνθήκες που θα φτωχοποιήσουν μέρος του πληθυσμού. Η ενσωματωμένη αγορά
θέτει όρια, όπως και η έλλογη βούληση γνωρίζει πώς πρέπει να πράξει για να ικανοποιήσει τις
δικές της επιδιώξεις χωρίς να υποβιβάζει την αξία των επιδιώξεων των υπόλοιπων ατόμων.
Ο Honneth ερμηνεύει την θεωρία του Hegel περί των έλλογων αξιώσεων που μπορεί να
πραγματώσει μία μοντέρνα Ηθική Ολότητα από την σκοπιά της κανονιστικής λειτουργικότητας.
Υπό αυτή την οπτική, αυτό που παίζει ρόλο είναι τι αξίες και ηθικούς κανόνες έχει
ενσωματωμένους η σφαίρα της οικονομίας, δεδομένου ότι τα μέλη αναγνωρίζουν αυτές τις αξίες
και τους ηθικούς κανόνες ως απαραίτητη συνθήκη για να συναινέσουν στη νέα οικονομική τάξη.
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, η οικονομία της αγοράς δεν γίνεται παρά να βασίζεται σε ένα
κανονιστικό πλαίσιο προ – συμβολαιακών κανόνων, διότι μόνο υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να
εξασφαλίσει την αποδοχή από όλους τους οικονομικούς δρώντες. Όπως και κάθε άλλη σφαίρα της
κοινωνικής ολότητας, έτσι και η αγορά βασίζεται πάνω στην ηθική αποδοχή των συμμετεχόντων,
επομένως η ύπαρξη της δεν μπορεί να εξηγηθεί ή να δικαιολογηθεί χωρίς την ύπαρξη εσωτερικών
κανόνων που να νομιμοποιούν την αγορά στα μάτια των οικονομικών δρώντων 142. Η κοινωνία που
διαμορφώνει το Αντικειμενικό Πνεύμα με σκοπό τη πραγμάτωση της ελευθερίας της έλλογης
βούλησης δεν έχει σχέση με τη κοινωνία των ορθολογικών δρώντων, της μεγιστοποίησης της
72
ατομικής ωφέλειας σε μία αποσυναρμολογημένη από εμπόδια για δράση αγορά και της
δημιουργίας σχέσεων ανταγωνισμού ανάμεσα σε απομονωμένες, εγωιστικές ατομικότητες.
Σύμφωνα με τον Hegel λοιπόν, η αγορά μπορεί να εκπληρώσει επιτυχημένα την λειτουργία
της, της εναρμόνισης των εγωιστικών δραστηριοτήτων, με ένα μη καταπιεστικό τρόπο και μέσω
σύναψης συμβολαιακών σχέσεων, αν, και μόνο αν, έχει ενσωματώσει το αίσθημα της αλληλεγγύης
το οποίο είναι υπεράνω κάθε συμβολαίου και ωθεί τους δρώντες να συμπεριφερθούν ο ένας στον
άλλον όπως του αρμόζει ως πολίτη της μοντέρνας κοινωνίας. Η συνεργασία μεταξύ των ατόμων
που σκέφτονται με βάση την ικανοποίηση των ατομικών τους επιδιώξεων δεν θα μπορεί να
επιτευχθεί, εάν τα άτομα που εμπλέκονται δεν μπορούν από πριν να αναγνωρίσουν ο ένας τον
άλλον, όχι μόνο σαν νομικά πρόσωπα που πρόκειται να συνάψουν μία συμφωνία, αλλά ακόμη ως
αλληλοεξαρτώμενα μέλη μίας ηθικής ολότητας. Χωρίς ένα αίσθημα αλληλεγγύης να είναι ριζωμένο
στη προσωπικότητα κάθε ξεχωριστού ατόμου, το οποίο ωθεί τα άτομα να πράξουν περισσότερα
από μία απλή προσταγή στους όρους που ορίζει το συμβόλαιο, οι ευκαιρίες που προσφέρονται από
την αγορά μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την εξαπάτηση ή την εκμετάλλευση του άλλου. Ο Hegel
είναι πεπεισμένος ότι ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μέσα στην αγορά πρέπει να κατανοηθεί
και να μετατραπεί σε μία μορφή σχέσεων συνεργασίας έτσι ώστε να αποκτήσει εγκυρότητα και
νομιμοποίηση στα μάτια των συμμετεχόντων. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν γίνεται να περιοριστούμε
μόνο σε ανθρωπολογικές ή εμπειρικά τεκμηριωμένες αξίες, αλλά πρέπει να επεκταθούμε και να
αναζητήσουμε κανόνες που, αν εφαρμοστούν, θα μας επιτρέψουν να διαμορφώσουμε τις σχέσεις
ανταγωνισμού ως σχέσεις μέσα από τις οποίες πραγματώνεται το συμφέρον όλων, είτε άμεσα είτε
ασυνείδητα. Ο Hegel καθιστά την ύπαρξη της οικονομίας της αγοράς εξαρτώμενη από τη
πραγμάτωση μίας ανώτερου τύπου ελευθερίας από την αρνητική ή συμβολαιακή ελευθερία στη
θεσμοθέτηση της οποίας στηρίζεται η καπιταλιστική αγορά. Οι νόμοι της αγοράς θα πρέπει να
βρουν τα κανονιστικά τους όρια πάνω στην ίδια την υπόσχεση της ελευθερίας που εμμενώς
αξιώνουν να πραγματώσουν. Αυτό που κάνει λοιπόν την αλληλεπίδραση στην αγορά θεμιτή και
εύλογη δεν είναι απλά το δικαίωμα να επιδιώξουμε τα εγωιστικά μας συμφέροντα, αλλά το γεγονός
ότι η ενσωμάτωση των ιδιαίτερων συμφερόντων της ατομικότητας επιτρέπει την ελευθερία του
ενός να αποτελεί μέσο για την ελευθερία του άλλου.
73
Επίλογος
77
Βιβλιογραφία
78
Jaeggi, Rahel (2016), What (if anything) is wrong with capitalism? Dysfunctionality,
Exploitation and Alienation: three approaches to the critique of capitalism”, The Southern
Journal of Philosophy, vol. 54 Spindel Supplement, pp 44 – 65.
Kain, Philip J. (2014a), “Hegel and the Failure of Civil Society”, The Owl of Minerva, vol.
46: 1-2, 43-65.
Kain, Philip J. (2014b), “Alienation and Market Socialism: Comments on Schweickart’s
“Marx’s Democratic Critique of Capitalism and Its Implication for a Viable Socialism”, The
Owl of Minerva vol. 46:1 – 2.
Kambartel, Friedrich (1993), “Arbeit und Praxis: Zu den begrifflichen und methodischen
Grundlagen einer aktuellen politischen Debatte.” Deutsche Zeitschrift für Philosophie 41: 2,
239–50.
Kant, Immanuel (2002), Groundwork for the metaphysics of morals, edited and translated by
Allen Wood, New York: Yale University Press.
Knowles, Dudley (2002), Hegel and the Philosophy of Right, London: Routledge.
Κuch, Hannes (2016), “Real utopias, reciprocity and concern for others”, Philosophy and
Social Criticism, vol. 42: 9, 1 – 23.
Peperzak, Adrian T. (2001), Modern Freedom: Hegel’ s Legal, Moral and Political
Philosophy, Studies in German Idealism vol. 1, Netherlands: Kluwer Academic Publishers.
Plant, Raymond (1983), Hegel: An Introduction, 2nd edition, Oxford: Basil Blackwell.
Popper, Karl (2013), The Open Society and Its Enemies, Princeton and Oxford: Princeton
University Press.
Vieweg, Klaus (2017), “The End of Capitalism and its Future: Hegel as Founder of the
Concept of a Welfare State”, in Filozofija i drustvo, vol. 28: 3, 495 – 506.
Marx, Karl (1970), Critique of Hegel’s Philosophy of Right, translated by A. Jolin and J.
O’Malley, ed: J. O’Malley, Cambridge: Cambridge University Press.
Neuhouser, Frederick (2000), Foundations of Hegel's Social Theory: Actualizing Freedo,
Harvard University Press.
Schweikart, David (2014 – 2015), “Marx’s Democratic Critic of Capitalism and Its
Implications for a Viable Socialism”, The Owl of Minerva 46:1 – 2, 67 – 77.
Schweikart, David (2011), After Capitalism, 2nd edition, Lanham: Rowman and Littlefield
Publishers.
Smith, Adam (1976), An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations,
general eds: R.H. Campbell and A.S. Skinner, textual ed: W.B. Todd, vol. 1 – 2,
Indianapolis: Liberty Fund.
79