Professional Documents
Culture Documents
Γ΄ Γυμνασίου
ΕΝΟΤΗΤΑ 2
Δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις
ΕΙΔΙΚΕΣ
ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ
ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΡΗΜΑΤΑ
Απρόσωπα λέμε τα ρήματα που δεν έχουν υποκείμενο
πρόσωπο ή πράγμα αλλά ολόκληρη πρόταση.
Συνηθίζονται στο γ΄ ενικό πρόσωπο.
Υπάρχουν και απρόσωπες εκφράσεις. Σχηματίζονται
συνήθως με το γ΄ ενικό πρόσωπο του ρήματος «είμαι»
και ένα επίθετο ή ουσιαστικό π.χ. καλό είναι, είναι
πιθανόν, είναι κρίμα.
π.χ.
Πρέπει να διαβάζετε
Φαίνεται ότι θα τα καταφέρει
Δε συμφέρει να γίνει αυτό
Ακούστηκε πως σκοτώθηκαν πολλοί
Απαγορεύεται να καπνίζετε στο λεωφορείο
Είναι πιθανόν να γίνει διαγώνισμα
Είναι σίγουρο πως θα έλθει
Δευτερεύουσες ή
εξαρτημένες προτάσεις
Δευτερεύουσες ή εξαρτημένες προτάσεις
λέγονται οι προτάσεις οι οποίες δεν μπορούν
να σταθούν μόνες τους στον λόγο, αφού δεν
εκφράζουν ένα ολοκληρωμένο νόημα και γι’
αυτό εξαρτώνται από άλλες προτάσεις
(κύριες ή δευτερεύουσες), στις οποίες
συμπληρώνουν ή προσδιορίζουν το νόημά
τους.
π.χ. Φοβόταν κυρίως ένα πράγμα, μήπως
αρρωστήσει.
Δευτερεύουσες ονοματικές
προτάσεις
Ονοματικές λέγονται οι δευτερεύουσες
προτάσεις που είναι ισοδύναμες με:
α) ονόματα ουσιαστικά,
β) ονόματα επίθετα,
γ) αντωνυμίες
και χρησιμοποιούνται ως όροι της πρότασης
από την οποία εξαρτώνται, δηλαδή ως:
α) υποκείμενο,
β) αντικείμενο,
γ) κατηγορούμενο,
δ) ονοματικός προσδιορισμός (π.χ.
επεξήγηση).
Σε ποια είδη διακρίνονται οι
δευτερεύουσες ονοματικές
προτάσεις ;
1. Ειδικές [ότι, πως]
2. Βουλητικές [να (όχι για να)]
3. Ενδοιαστικές ή διστακτικές [μην,
μήπως]
4. Πλάγιες ερωτηματικές [ποιος, πώς,
αν κ.ά.]
5. Αναφορικές ονοματικές [ο οποίος,
όποιος, όσος, ό , τι, που κ. ά ]
1. Ειδικές προτάσεις
1.Ειδικές προτάσεις → ειδικές λέγονται οι δευτερεύουσες
προτάσεις οι οποίες ειδικεύουν το γενικό και αόριστο
νόημα του ρήματος ή άλλου όρου της πρότασης από την
οποία εξαρτώνται.
Εισάγονται: με τους ειδικούς συνδέσμους ότι, πως, που
Π.χ. ₁ Μου είχε πει ότι χρειαζόταν τη βοήθειά μου.
Π. χ. ₂ Φαίνεται πως κανείς δεν προσέχει.
Π. χ. ₃ Ήταν άδικο που δεν τον ενημέρωσαν.
Εκφέρονται με: α) οριστική: Σκέφτομαι ότι είναι πλέον
αργά.
β) δυνητική οριστική(θα+ παρατατικός): Νόμιζα πως θα
ερχόσουν μαζί μου.
γ) πιθανολογική οριστική: Πιστεύεις ότι είναι ένας από τους
ενόχους;
Έχουν άρνηση με το μόριο δεν: Εγώ ξέρω ότι δεν έχεις
ανάγκη από τίποτα.
Οι ειδικές προτάσεις, αφού είναι ονοματικές προτάσεις, χρησιμοποιούνται:
Α. ως αντικείμενο :
σε ρήματα αισθητικά, γνωστικά, δηλωτικά, δοξαστικά ή λεκτικά:
Στο συντακτικό οι ειδικές προτάσεις
π. χ. ₁ Άκουσα ( ρ. αισθητικό) πως έρχεται καταιγίδα.
π. χ. ₂λειτουργούν
Ξέρω(ρ. γνωστικό) ότιως:
τον εκτιμάς πολύ.
Β. ως υποκείμενο:
Σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις (σημασίας παρόμοιας με τα
παραπάνω):
π. χ. ₁ Φαίνεται (απρόσωπο ρήμα) πως όλα θα βελτιωθούν σύντομα.
π. χ. ₂ Είναι βέβαιο(απρόσωπη έκφραση) πως μας λέει την αλήθεια.
Γ. ως επεξήγηση (η ειδική χωρίζεται από την κύρια με κόμμα ):
Σε δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες ουδετέρου γένους :
π. χ. ₁ Τον απασχολούσε μόνο αυτό (ουδ. δεικτ. αντ.), ότι τον
περιφρονούσαν.
π. χ. ₂ Ένα (ουδ. αόρ. αντ.) μόνο με ενοχλούσε, ότι μου έκρυβαν
λόγια.
Δ. ως κατηγορούμενο (σπάνια):
π. χ. Ο εργάτης φαίνεται ότι κουράστηκε. (= κουρασμένος)
2. Βουλητικές προτάσεις
Βουλητικές λέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που
συμπληρώνουν την έννοια του ρήματος ή άλλου όρου της
πρότασης από την οποία εξαρτώνται. Τα ρήματα από τα
οποία εξαρτώνται τέτοιες προτάσεις δηλώνουν επιθυμία(
βούληση= θέληση), ευχή, σχεδιασμό.
Εισάγονται: με το βουλητικό μόριο να (ΟΧΙ για να)
Εκφέρονται:
α) με υποτακτική:
Θα ήθελα να προσέχετε τα παιδιά./ Σας παρακαλώ να
προσέχετε στο μάθημα.
β) με οριστική παρελθοντικού χρόνου:
Όταν εκφράζει ευχή στο παρόν ή στο κοντινό μέλλον: Θα
ήθελα να πηγαίναμε εκδρομή.
Όταν εκφράζει ευχή ή πόθο απραγματοποίητο στο παρελθόν: Θα
προτιμούσα να ήσουν εκεί.
Έχουν άρνηση με το μόριο μην: Θα επιθυμούσα να μην είσαι
τόσο προκλητικός
Συντακτικός ρόλος βουλητικών
προτάσεων:
Οι βουλητικές προτάσεις , αφού είναι ονοματικές προτάσεις,
χρησιμοποιούνται:
α) ως αντικείμενο σε ρήματα αισθητικά, βουλητικά, γνωστικά,
δυνητικά (δύναμαι= μπορώ) κ.ά .
Π.χ. Θέλω να φάω ένα παγωτό.
β) ως υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις
(παρόμοιας σημασίας με τα παραπάνω ρήματα):
Πρέπει να φύγω τώρα.
Είναι αναγκαίο να έρθετε απόψε.
γ) ως επεξήγηση :
Σε δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες ουδετέρου γένους:
Δεν επιτρέπεται αυτό, να μασάς τσίχλα.
Ένα μόνο θέλω, να έρθουν γρήγορα τα Χριστούγεννα.
Σε ουσιαστικά ή επίθετα ( παρόμοιας σημασίας με τα ρήματα της
περίπτωσης όπως ανάγκη, πόθος, σκοπός, κ. ά.)
Ένας ήταν ο σκοπός του, να μεγαλώσει τα παιδιά του.
3. Ενδοιαστικές ή
διστακτικές
Ενδοιαστικές ή διστακτικές λέγονται οι δευτερεύουσες
προτάσεις που φανερώνουν φόβο ή ανησυχία μήπως
γίνει κάτι δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ή μήπως δεν γίνει
κάτι επιθυμητό.
Εισάγονται: με τους διστακτικούς συνδέσμους:
α) μήπως, μη(ν) (όταν εκφράζουν φόβο μήπως γίνει κάτι):
π. χ. ₁ Φοβόταν μήπως τον συναντήσει στον δρόμο.
π. χ. ₂ Πρόσεχε μη σου συμβεί κάτι κακό.
β) μήπως δεν, μη δεν (όταν εκφράζουν φόβο μήπως δε
γίνει κάτι):
π.χ. ₁ Ανησυχούσε μήπως δε φτάσει στην ώρα του.
π. χ. ₂ Πρόσεξε μη δεν έχει καλό σκοπό.
3. Ενδοιαστικές ή
διστακτικές
α)Εκφέρονται με:
1.υποτακτική (όταν δηλώνουν κάτι ενδεχόμενο ή
μελλοντικό):
Π. χ. Φοβάται μήπως τον ανακαλύψουν.
2.οριστική ( όταν δηλώνουν κάτι πραγματικό, που
έγινε στο παρελθόν ή γίνεται στο παρόν) π.χ.
Ανησυχούσα μήπως εργαζόσουνα ακόμα.
3.οριστική δυνητική (θα + παρατατικό)
Π. χ. Ανησυχούσε μήπως θα συναντούσε
δυσκολίες.
β) έχουν άρνηση με το μόριο δεν:
π.χ. Φοβάμαι μήπως δεν έρθει καθόλου.
Συντακτικός ρόλος των
ενδοιαστικών προτάσεων:
Οι ενδοιαστικές προτάσεις, επειδή είναι ονοματικές
προτάσεις, χρησιμοποιούνται:
α)ως αντικείμενο, κυρίως σε ρήματα φόβου, ανησυχίας ή
προφύλαξης:
π.χ. ₁ Ο παππούς φοβάται μήπως συμβεί κανένα κακό.
π. χ. ₂ Ανησυχώ μήπως με προδώσει.
π. χ. ₃ Πρόσεξε μη χτυπήσεις.
* Οι ενδοιαστικές προτάσεις δεν εξαρτώνται μόνο από
ρήματα. Λειτουργούν και ως συμπληρώματα σε
ουσιαστικά που δηλώνουν φόβο όπως αγωνία, υποψία,
φόβος κλπ.: Δεν είχε καμιά ανησυχία μήπως έκανε
λάθος.
Συντακτικός ρόλος των
ενδοιαστικών προτάσεων:
β) ως επεξήγηση :
1. σε δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες ουδετέρου γένους:
π. χ. ₁ Τον τρόμαζε μόνο αυτό, μη γίνει πόλεμος.
π. χ. ₂ Ένα μόνο τον φόβιζε, μήπως αποκαλυφθεί ο σκοπός του.
2. σε ουσιαστικά (παρόμοιας σημασίας):
π. χ. ₃ Είχα μόνο ένα φόβο, μην αποτύχω στις εξετάσεις.
Ανάμεσα στο ρήμα εξάρτησης και στη δευτερεύουσα ενδοιαστική
πρόταση δε βάζουμε κόμμα. Βάζουμε μόνο, όταν η ενδοιαστική
πρόταση λειτουργεί ως επεξήγηση:
π. χ. Ένα μόνο τον ανησυχούσε, μην τυχόν και μάθαιναν οι
γονείς του την αλήθεια.
γ) ως υποκείμενο(σπανίως), σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες
εκφράσεις(παρόμοιας σημασίας με τα ρήματα της περίπτωσης α):
π.χ. Με ανησυχεί μήπως αλλάξει γνώμη ξαφνικά.