You are on page 1of 104

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ:«ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ


ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ»

Η παρουσία του ηρωικού στοιχείου στην Ιλιάδα και


στον Orlando Furioso του Ludovico Ariosto.

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Κωνσταντίνα Μπουμπάρα

Φοιτητής: Αιμίλιος Χρυσικόπουλος

Α.Μ.: 304

Θεσσαλονίκη 2020
Περιεχόμενα

1. Πρόλογος……. ………. ……. ………. …….………. …….…………….


2. Περίληψη στην ελληνική ………. ……. ………. …….………. …….……
3. Περίληψη στην ιταλική ………. ……. ………. …….………. ……………
4. Περίληψη στην αγγλική ………. ……. ………. …….…………………….
5. Εισαγωγή……. ………. ……. ………. …….………. …….………………..
6. Το ηρωικό στοιχείο στην Ιλιάδα………. ……. ………. …….………. …….
6.1 Εισαγωγικά …. ……………………………………………………………...
6.2 Υποδιαιρέσεις του ηρωικού στοιχείου ………. ……. ………. …….. ……..
6.3 Μάχες και αριστείες …….. ………. ……. ………. …….………. …….…….
6.4 Ο θυμός του Αχιλλέα …….. ………. ……. ………. …….………. …….……
7. Το ηρωικό στοιχείο στον Orlando Furioso ………. ……. ……….….…………
7.1 Εισαγωγή στον Orlando Furioso ………. ……. ……….….…………………..
7.2 Οι σκηνές μάχης ………. ……. ……….….………………….….………………
7.3 Η τρέλα του Orlando ………. ……. ……….….…………………………………
8. Σύγκριση του ηρωικού στοιχείου και παραλληλισμός των δύο επών
…………………………………….……….……….……….……….……….……….
9. Συμπεράσματα ……….…………….……….…………….……….………………..

10. Βιβλιογραφία
Πρόλογος

Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος του


τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιστήμες της Γλώσσας και του
Πολιτισμού» και συγκεκριμένα στην κατεύθυνση «Λογοτεχνία, Ιστορία και
Πολιτισμοί».
Οι σχέσεις του ελληνικού και του ιταλικού πολιτισμού είναι όχι μόνο αρκετά παλαιές,
αλλά και αδιάκοπες. Αυτές οι σχέσεις, που χάνονται στα βάθη των αιώνων, ανάγονται
για την ακρίβεια στην αρχαιότητα και στη σχέση που ανέπτυξε ο ρωμαϊκός με τον
ελληνικό πολιτισμό. Όσον αφορά τον καθαυτό ιταλικό πολιτισμό, οι πιο εμφανείς
ελληνικές επιρροές εντοπίζονται κατά την περίοδο της Αναγέννησης. Έτσι λοιπόν,
γεννήθηκε η ιδέα της διερεύνησης αυτών των σχέσεων.
Κατόπιν, το ερευνητικό ερώτημα πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή. ‘Ποιος θα μπορούσε
να είναι ο τρόπος παρουσίασης ενός, λόγου χάριν, κοινού λογοτεχνικού μοτίβου σε
ένα ιταλικό και ένα ελληνικό έργο αντίστοιχα;’ Έγινε δηλαδή μελέτη περίπτωσης και
συγκεκριμένα μελετήθηκε η σχέση Ιλιάδας – Orlando Furioso, ως προς το ηρωικό
στοιχείο.
Η Ιλιάδα είναι ένα διαχρονικό έπος, το κλασσικότερο όλων των εποχών. Πρόκειται
για το πρώτο έργο, όχι μόνο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, αλλά και του
Δυτικού Λογοτεχνικού Κανόνα. Ο Orlando Furioso είναι ένα μακροσκελές ιπποτικό
ποίημα που γράφτηκε την περίοδο της Αναγέννησης. Ένα από τα μεγάλα και
σπουδαία έργα της ιταλικής λογοτεχνίας, το οποίο μάλιστα εκφράζει αυτήν ακριβώς
την διαδικασία μετάβασης από τον μεσαιωνικό στον αναγεννησιακό τύπο ανθρώπου,
καθώς ο συγγραφέας επεξεργάζεται ένα μεσαιωνικό θέμα υπό αναγεννησιακή οπτική.
Για όλους αυτούς τους λόγους επιλέχτηκαν αυτά τα δύο σπουδαία λογοτεχνικά έργα.
Επίσης, η προσπάθεια απόδοσης των στίχων του Orlando Furioso στην ελληνική
γλώσσα είναι του γράφοντος.
Τέλος, ευχαριστώ ιδιαίτερα την επιβλέπουσα, Αναπληρώτρια καθηγήτρια
Κωνσταντίνα Μπουμπάρα για την καθοδήγηση και την αρωγή που προσέφερε στο
όλο εγχείρημα και την διεκπεραίωση της παρούσης διπλωματικής εργασίας.
Περίληψη στην ελληνική

Στην παρούσα διπλωματική εργασία, η οποία φέρει τον τίτλο «Η παρουσία του
ηρωικού στοιχείου στην Ιλιάδα και τον Orlando Furioso του Ludovico Ariosto»,
έγινε μία προσπάθεια να μελετηθεί το ηρωικό στοιχείο στα δύο αναφερόμενα
ποιήματα. Ο ηρωισμός είναι ένα διαχρονικό θέμα που παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται συχνά λόγος για τον ηρωικό κώδικα
αξιών. Αρχικά μελετήθηκε το ηρωικό στοιχείο στο ιλιαδικό έπος. Έτσι, μελετήθηκαν
οι μάχες και ιδιαίτερα οι αριστείες των ιλιαδικών ηρώων, ενώ μελετήθηκε ξεχωριστά
ο θυμός του Αχιλλέα, ως πτυχή του ηρωισμού. Έπειτα μελετήθηκε το ηρωικό
στοιχείο στον Orlando Furioso, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις μάχες και τις συγκρούσεις
των ηρώων, ιδιαίτερα δε τις μονομαχίες, ενώ η μανία του Ορλάντου αποτέλεσε
αντίστοιχα ιδιαίτερο θέμα.
Ο κατεξοχήν χώρος έκφρασης του ηρωισμού είναι φυσικά το πεδίο της μάχης, όπου ο
ήρωας καταφέρνει να ξεχωρίσει ανάμεσα στο πλήθος των κοινών θνητών. Από την
ανάλυση του θυμού και της μανίας των ηρώων αποδεικνύεται η σύνδεσή τους με την
ηρωική ιδιότητα, κυρίως με τη σωματική δύναμη αλλά και με τον ηρωικό χαρακτήρα.
Κατά την ανάλυση προέκυψαν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία, ενώ επίσης
διαπιστώθηκαν ομοιότητες στον τρόπο παρουσίασης των επί μέρους θεματικών του
ηρωικού στοιχείου. Στη συνέχεια λοιπόν, έγινε ένας παραλληλισμός των κοινών
χαρακτηριστικών των δύο ποιημάτων ως προς το ηρωικό στοιχείο. Έτσι συζητήθηκαν
πτυχές του ηρωικού στοιχείου όπως για παράδειγμα η διαβάθμιση των ηρώων, η
αίσθηση της τιμής, η δύναμη των ηρώων, ή ο κώδικας αξιών, ενώ δόθηκε ιδιαίτερη
έμφαση στη σύγκριση των ηρωικών μορφών των δύο επών, με προεξάρχουσα βέβαια
τη μορφή του Αχιλλέα. Επίσης, ανιχνεύθηκαν ομοιότητες και διαφορές στον
χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των ηρώων, ενώ μέσα από τη σύγκριση των ηρωικών
μορφών προκύπτει ότι οι περισσότεροι ήρωες του Orlando φέρουν χαρακτηριστικά
που αποδίδονται κυρίως στον Αχιλλέα.
Συνεπώς στα τελικά συμπεράσματα επισημάνθηκε ότι αν και τα δύο ποιήματα
προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα, η παρουσίαση των ηρώων
και των δύο επών φέρει αξιοσημείωτες αναλογίες, στοιχείο που επιβεβαιώνει τη
διαχρονικότητα του ηρωικού στοιχείου.
Πρέπει βέβαια να προστεθεί ότι η απόδοση των στίχων του Orlando Furioso στην
ελληνική γλώσσα που επιχειρείται στην παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί
εξολοκλήρου μόχθο του γράφοντος.

Λέξεις – κλειδιά: Ιλιάδα, Orlando Furioso, ηρωισμός, μάχες.


Περίληψη στην ιταλική

Riassunto

Nella presente tesi, dal titolo «La presenza dell’elemento eroico nell’Iliade e
nell’Orlando Furioso di Ludovico Ariosto», si è tentato lo studio dell’elemento eroico
rinvenibile nei due poemi. L’eroismo è un tema diacronico che presenta delle
caratteristiche particolari. A questo proposito, infatti, si parla spesso di codice eroico.
All’inizio, si è trattato l’elemento eroico nell’Iliade. Così, si sono studiate le battaglie
e soprattutto le gesta valorose degli eroi omerici, mentre la furia di Achille è stata
studiata separatamente, come un aspetto particolare di eroismo. In seguito, si è
studiato l’elemento eroico nell’Orlando Furioso, prendendo in considerazione le
battaglie ed i conflitti tra gli eroi, soprattutto i duelli, mentre la furia di Orlando è stata
presa in considerazione separatamente, come tema particolare.
Il principale spazio d’espressione dell’eroismo è certamente il campo di battaglia,
dove l’eroe riesce a distinguersi dalla moltitudine dei comuni mortali. Dall’analisi
della furia degli eroi risulta il legame speciale tra la furia e la qualità eroica, un
legame che ha a che fare soprattutto con la forza fisica ma anche con il carattere
dell’eroe.
L’analisi ha prodotto come risultato numerosi elementi interessanti; inoltre, nel corso
di essa, si sono prese in considerazione alcune delle similitudini che ricorrono nella
presentazione di singoli aspetti dell’eroismo. In seguito, si sono messi a confronto i
tratti comuni dei due poemi che riguardano l’elemento eroico, e così sono stati trattati
argomenti come il rango degli eroi, il senso dell’onore, la forza degli eroi, il loro
codice dei valori; infine si è dato rilievo al confronto tra le figure eroiche dei due
poemi epici, dove naturalmente alla figura di Achille spetta una posizione preminente.
Sono state anche rilevate somiglianze e differenze nel carattere e nel comportamento
degli eroi. In particolare, attraverso il confronto tra le varie figure eroiche è risultato
che la maggior parte degli eroi dell’Orlando Furioso possiede delle caratteristiche che
sono per lo più peculiari di Achille.
Pertanto, nelle conclusioni finali è stato sottolineato che, sebbene i due poemi
provengano da contesti culturali diversi, lo spazio riservato alla presentazione degli
eroi in entrambe le epopee ha proporzioni notevoli: un fatto, questo, che conferma
l’intramontabilità dell’elemento eroico.
Va aggiunto, in conclusione, che le traduzioni in lingua greca dell’Orlando furioso
sono interamente da attribuirsi all’autore della presente dissertazione.

Parole chiave: Iliade, Orlando Furioso, eroismo, battaglie.


Περίληψη στην αγγλική

Abstract
«The Presence of the Heroic Element in the Iliad and Orlando Furioso of Ludovico
Ariosto»
This thesis examines the heroic element in two poems, namely the Iliad and Orlando
Furioso by Ludovico Ariosto, acknowledging that heroism is an eternal subject, with
specific characteristics, particularly in this context in which, the heroic code of ethics
is often discussed. The study initially explored the heroic element in the battles, the
duels and the exceptional activities of the heroic characters reported in the two poems,
excluding Achilles’ anger and Orlando Furioso’s mania which were studied
separately as these depict another aspect of heroism. The study reports on the actions
from the battlefield, recognizing that it is the arena where the heroes stand out from
the crowd, and concentrates on the descriptions of their anger and mania as it is these
actions which portray and show their heroic characteristics together with their
strength. The analysis revealed interesting evidence and similarities in the two poems
concerning the way the distinct themes the heroic elements were presented. These
seem to move in a parallel fashion in both works. In this light, the study further
evaluates aspects of the heroic element and classifies the heroes, through a contrastive
process, according to their code of ethics, their strength, or their sense of honor,
placing particular emphasis on the heroic forms of the two historical periods, with
Achilles being the main personality under investigation. Similarities and differences
in the character and behavior of the heroes were also detected, and a comparison of
the heroic figures reveals that most of Orlando's heroes bear attributes that are mainly
attributed to Achilles. Similarities and differences were also traced in the character
and behavior of the heroes in both poems. It is however interesting that most of the
heroic characters in Orlando retain qualities typically attributed to Achilles.
In conclusion, it needs to be pointed out that despite that both poems come from
different cultural backgrounds, the presentation of the heroes in both epics bears
remarkable analogies, an element reinforcing the eternity of the heroic element.
It should be added at this point, that the responsibility of the translation of Orlando
Furioso's lyrics in the Greek language in the present thesis, remains entirely with the
writer.
Key words: Iliad, Orlando Furioso, heroism, battles.
1. Εισαγωγή

Στο παρόν πόνημα επιχειρείται μία διερεύνηση του ηρωικού στοιχείου στην Ιλιάδα
και τον Orlando Furioso του Λουντοβίκο Αριόστο, με σκοπό να εξεταστεί το κοινό
ηρωικό στοιχείο και ο τρόπος αποτύπωσής του. Σκοπός είναι να γίνει ένας
παραλληλισμός των δύο επών, μέσα από την ανεύρεση ομοιοτήτων και διαφορών,
ώστε να διαφανεί η διαχρονική και κλασσική επική ηρωική αντίληψη που διέπει τα
δύο έπη. Ο ηρωισμός είναι ένα διαχρονικό θέμα στη δυτική λογοτεχνία. Η Ιλιάδα
είναι ένα διαχρονικό έπος, είναι ένα από τα σημαντικότερα έπη, όχι μόνο της αρχαίας
εποχής, αλλά και της σύγχρονης. Πρόκειται για ένα έπος που επηρέασε αποφασιστικά
και σε βάθος την παγκόσμια λογοτεχνία. Τα ομηρικά έπη διαμόρφωσαν όλη την
αρχαία ελληνική λογοτεχνική παράδοση. Ο Όμηρος ήταν για τους αρχαίους Έλληνες
η ίδια η παράδοση. Ο δυτικός λογοτεχνικός κανόνας αρχίζει με τα ομηρικά έπη, που
είναι η πηγή της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Παρόλα αυτά τα ομηρικά έπη δεν είναι
απλώς μία αρχή αλλά και ένα τέλος, και μία κορύφωση, καθώς πρόκειται για ώριμα
έργα που προέρχονται από μία μακραίωνη προγενέστερη επική παράδοση που
χάνεται στην αχλύ του μύθου.
Το διαχρονικό θέμα του ηρωισμού επανέρχεται στη δυτική ευρωπαϊκή λογοτεχνία με
το ιπποτικό μυθιστόρημα. Πρόκειται για μια μακρά λογοτεχνική παράδοση που
περιλαμβάνει τις ιστορίες του Καρλομάγνου και των ιπποτών του, καθώς και τον
αγγλοσαξονικό κόσμο του βασιλιά Αρθούρου. Ο Orlando Furioso εντάσσεται φυσικά
σε αυτήν την δυτική ιπποτική παράδοση και συγκεκριμένα στον καρολίγγειο κύκλο.
Όσον αφορά το ηρωικό στοιχείο και τη διαχρονικότητά του και συγκεκριμένα την
αποτύπωσή του στον Orlando, αξίζει να επισημανθεί ότι ο Ariosto αναφέρεται συχνά
από τους κριτικούς ως Omero Ferrarese1, ενώ επίσης πιθανολογείται ότι ο Αριόστο
είχε διαβάσει την Ιλιάδα σε λατινική μετάφραση2.
Η πρόσληψη βέβαια του Αριόστο, ως ενός Ιταλού Ομήρου είναι κατά πολύ
προγενέστερη. Η αντιστοίχιση Τάσσο-Βιργίλιος και Αριόστο-Όμηρος που ξεκίνησε

1
Veronica Copello, «Quale Iliade leggeva Ariosto», Aevum 88, 2014, σελ. 587-588. Πρβλ και: R.H.
Lansing, «Ariosto’s Orlando Furioso and the Homeric Model», στο Comparative Lite-
rature Studies, 24 (1987), 1, 311-25: 313.
2
Veronica Copello, «Quale Iliade leggeva Ariosto», Aevum 88, 2014: passim.
από τον ποιητή Giulio Cesare Becelli και τον Bettinelli θα γίνει ένας κοινός τόπος
κατά τη διάρκεια όλου του 19ου αιώνα.3

O Orlando είναι ένα έργο υψηλών προδιαγραφών, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο


Walter Binni: «Το δραματικό μέρος του Orlando Furioso φαίνεται κατά πολύ
ανώτερο σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ποίημα, είτε παλαιό είτε σύγχρονο,
συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της Ιλιάδας».4

Επειδή λοιπόν ο Αριόστο προσλήφθηκε ως ο ‘Όμηρος της Φερράρας’, θα έχει


ενδιαφέρον να δει κανείς στην πράξη πως παρουσιάζονται οι πολεμιστές και οι
ήρωες, όχι μόνο στον Ορλάντο, αλλά και στο απώτερο πρότυπό του, την Ιλιάδα.

Τα δύο έπη όμως θα εξεταστούν ως προς το ηρωικό στοιχείο. Φυσικά και τα δύο
μακροσκελή ποιήματα εμπεριέχουν μία πληθώρα στοιχείων και λογοτεχνικών
αποχρώσεων, όπως είναι το ερωτικό στοιχείο, το μαγικό στοιχείο, το ειρωνικό
στοιχείο, ή ακόμα και ο ψυχολογικός παράγοντας. Το ηρωικό στοιχείο όμως είναι
αυτό που προεξάρχει σ’ ένα έπος καθορίζοντας τη δράση κι εν πολλοίς όλη τη δομή
του έργου.

Πώς όμως θα μπορούσαν να συνδεθούν δύο τόσο απομακρυσμένα χρονικά έργα; Ο


πόλεμος είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο της ανθρώπινης ιστορίας. «Η νοοτροπία του
πολέμου είναι γνήσιο ανθρώπινο δημιούργημα».5 Ο πόλεμος, πέραν από τη βιαιότητά
του, ενέχει το στοιχείο του πολιτισμού, ένα στοιχείο όπου εντάσσονται ανθρώπινες
αξίες, οι ηρωικές. «Οι άνθρωποι δεν αλληλοσπαράσσονται σαν τα θηρία, αντίθετα
πολεμούν, κατασκευάζουν όπλα, ορκίζονται, ντρέπονται, δεσμεύονται εσωτερικά,
στρέφονται κατά του εαυτού τους, πενθούν, εξορκίζουν ή επιθυμούν το θάνατο.
Μέσα στη φωτιά των συγκρούσεων δεν έχουν ανάγκη μόνο από όπλα, αλλά κυρίως
από αξίες, για να αλληλοσφαγούν».6 «Με κατάπληξη ο αναγνώστης της Ιλιάδας»,
αλλά και των άλλων κλασσικών επών, «ανακαλύπτει ότι οι μεγάλες διακρίσεις της
Ηθικής, αρχικά είναι γνωρίσματα του πολεμιστή».7 Η ομηρική ηθική παρουσιάζει

3
Walter Binni, Ariosto: Scritti 1938-1994, Il Ponte Editore, Φλωρεντία 2015, σελ. 167.
4
Αυτόθι, σελ.181.
5
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 60.
6
Αυτόθι, σελ. 60.
7
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 60.
βέβαια αναλογίες με τις ιπποτικές αξίες. Όπως παρατηρεί ο Κωστής Παπαγιώργης, το
ομηρικό έπος είναι ένας κόσμος βαθύτατα αριστοκρατικός, με ιπποτικά ήθη.8

2. Το ηρωικό στοιχείο στην Ιλιάδα

2.1 Εισαγωγικά

Ως ηρωικό έπος η Ιλιάδα αφηγείται τον πόλεμο των Ελλήνων εναντίον των Τρώων
και μάλιστα το τελευταίο και πιο κρίσιμο έτος του πολέμου. Στους στίχους της
παρελαύνει πλήθος ηρώων ενώ αφηγούνται οι μάχες και τα κατορθώματά τους. Έτσι
προβάλλει έντονη η έννοια του ηρωισμού και της παλικαριάς.

«Η Ιλιάς πρέπει να θεωρηθεί πολεμικό ποίημα, με σκηνικό του την πολιορκία της
Τροίας. Ωστόσο, όπως και άλλες μεγάλες πολεμικές ιστορίες, το βεληνεκές της
εκτείνεται πολύ πιο πέρα από το πεδίο της μάχης• ασχολείται με τη ζωή και τα
συναισθήματα των ανθρώπων, ενώ ο πόλεμος ο ίδιος αποτελεί το σκηνικό αλλά ;ένα
είδος μικρογραφίας της ζωής γενικά».9

Όσον αφορά τη δομή, η Ιλιάδα αποτελείται ουσιαστικά από τέσσερις μόνον μεγάλες
μάχες.10 Η πρώτη μάχη ξεκινά από τη ραψωδία Β΄ και φτάνει μέχρι τη Ζ΄, η δεύτερη
μάχη καταλαμβάνει μόλις τη Θ΄, η τρίτη εκτείνεται στις ραψωδίες Λ'-Σ', ενώ η
τέταρτη καταλαμβάνει τις ραψωδίες Υ΄-Χ΄. Πέραν των δευτερευόντων γεγονότων
δηλαδή, το προεξάρχον στοιχείο του ομηρικού έπους είναι η μάχη καθαυτή.

Ο βασικός ήρωας και πρωταγωνιστής του ιλιαδικού έπους, γύρω από τον οποίο
εκτυλίσσονται διάφορες καταστάσεις, αποφασιστικής σημασίας για τη μάχη, είτε
θετικής είτε αρνητικής σημασία, είναι ο Αχιλλέας. «Δεν υπάρχει σ’ όλη την Ιλιάδα
ούτε μια ραψωδία που να μην κάνει αναφορά στο όνομα του Αχιλλέα, αυτός είναι ο
ήρωας του οποίου το όνομα διατρέχει όλο το έπος, από την αρχή μέχρι το τέλος,
ακόμα κι όταν αυτός απουσιάζει από το θέατρο του πολέμου, όπως όταν είναι

8
Αυτόθι, σελ. 145.
9
Mark w. Edwards, Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδος, (μετ.) Βάιος Λιαπής, Νικόλαος Μπεζαντάκος,
Καρδαμίτσα, Αθήνα 20142, σελ. 212.
10
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 57.
θυμωμένος με τον Αγαμέμνονα, αποτραβηγμένος από τη μάχη. Η θεία μορφή του
όμως κυριαρχεί και είναι παρούσα σε όλους τους πολεμιστές, Αχαιούς και Τρώες».11

«Τρεις καθοριστικές ενέργειες του Αχιλλέα προαναγγέλλουν καθένα από τα τρία


τμήματα του έπους: η φιλονικία του με τον Αγαμέμνονα και η αποχώρησή του από τη
μάχη στη ραψωδία Α΄, η άρνησή του να δεχτεί τα δώρα του Αγαμέμνονα στη
ραψωδία Ι΄ και η απόφασή του να πεθάνει αμέσως μόλις εκδικηθεί το θάνατο του
Πατρόκλου στη ραψωδία Σ΄»12, ενώ από την άλλη «Οι ενέργειες του Αχιλλέα και των
θνητών ηρώων του έπους αντιμετωπίζονται από μια θεϊκή οπτική γωνία, η οποία τους
προσδίδει ηρωική και τραγική μεγαλοπρέπεια».13

2.2 Υποδιαιρέσεις του ηρωικού στοιχείου

Το ηρωικό στοιχείο εντοπίζεται κυρίως στις μάχες, τις μονομαχίες και τις αριστείες
των πολεμιστών. Στις μάχες διαγράφεται τρόπον τινά ο ηρωικός χαρακτήρας και το
αντίστοιχο ήθος του μαχόμενου, το οποίο συμπληρώνεται από τον εν γένει
χαρακτήρα που επιδεικνύει ο ήρωας εκτός μάχης. Το έπος όμως, εκτός από τις μάχες
και τις αντίστοιχες αριστείες διέπεται από κάποιες αρχές, παρουσιάζει κάποια
χαρακτηριστικά, ειδικότερα δε όσον αφορά το ηρωικό στοιχείο. Έτσι συχνά στις
αναλύσεις του έπους γίνεται λόγος για τη διαβάθμιση των ηρώων ή αλλιώς της
παλικαριάς, για τον γενικότερο χαρακτήρα και το ήθος των ηρώων, τα προτερήματα,
τις αρετές και τα ελαττώματά τους, και φυσικά για τα όπλα του ήρωα και την τιμή
του. Διαφαίνονται δηλαδή οι ηρωικές αξίες οι οποίες υφαίνουν έναν κώδικα αξιών,
τον επικό. Ο κάθε ήρωας ξεχωριστά διαθέτει έναν εντελώς πρωτότυπο χαρακτήρα, ο
οποίος πρέπει πολλές φορές να έρθει σε σύγκρουση ή να συμβιβαστεί με τις εν λόγω
αξίες. Η τήρηση του ηρωικού κώδικα δε γίνεται χωρίς προσπάθεια και συμμετοχή εκ
μέρους του ήρωα.

11
Α. Σωτήριος Γεωργίου, Ο Αχιλλέας του Ομήρου, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2004, σελ. 21-25.
12
Αυτόθι, σελ. 56.
13
Αυτόθι, σελ. 56-57.
2.2.1 Διαβάθμιση ηρώων

«Οι αληθινοί ήρωες είναι λίγοι τον αριθμόν, όπως οι θεοί, και οι θεοί αποφεύγουν το
πλήθος, όπως άλλωστε το αποφεύγει και ο αφηγητής».14 Σύμφωνα με τον Ηλία Θ.
Κωτόπουλο, «ο Όμηρος διαστρωματώνει αξιολογικά τους ήρωές του σε τρία
επάλληλα στρώματα: χειρότερος, μεσήεις, έξοχος. Το κατώτερο τμήμα
αντιπροσωπεύει το μεγάλο ανώνυμο πλήθος των στρατιωτών, Αχαιών και Τρώων».15
Αρχίζοντας από τους χειρότερους, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για
απλούς στρατιώτες, άσημους, που απλώς πολεμούν, προελαύνουν, εφορμούν ή
υποχωρούν παραμένοντας υπό τις διαταγές των ηγετών, ενώ παίρνουν βέβαια μέρος
στη νίκη ή την ήττα, χωρίς όμως ποτέ να κατονομάζονται ακόμη και στο θάνατο.16
«Αναφορικά με το πλήθος, το έπος φαίνεται να έχει λάβει μιάν από τις πιο σκληρές
δραματουργικές αποφάσεις του: ‘Δεν θα μιλήσω για το πλήθος’, λέει ο Όμηρος, ‘ούτε
θα το κατονομάσω’ (πληθὺν δ’ οὐκ ἂν ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ’ ὀνομήσω, Β΄ 488).
Χωρίζοντας απόλυτα τη μοίρα του ενός από την τύχη των πολλών, πράγμα που
φέρνει αμέσως στο νου τη διαφορά ανάμεσα στον τύμβο του ενός ήρωα και στον
ομαδικό τάφο των πολλών άσημων νεκρών – δεν πρόκειται ποτέ να ασχοληθεί με τη
μυρμηγκιά κατ' άτομο και κατά κεφαλήν».17 Έτσι, «πίσω από τα γεγονότα και τις
τροπές της μάχης εθιζόμαστε σιγά σιγά να διακρίνουμε μια πολυκύμαντη θάλασσα
ανώνυμων, που μάχονται και πέφτουν χωρίς καμίαν ιδιαίτερη μνεία».18

«Το πιο συναρπαστικό είναι ότι συχνά, πάνω στη σύρραξη, υπάρχει η περίπτωση να
αναφερθεί ένα ή πολλά ονόματα άσημων μαχητών και μαζί κάποια στοιχεία από τη
γενεαλογία τους».19 Αυτή η μνεία έχει συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης. «Τα ονόματα
αυτά καταχωρούνται τιμής ένεκεν, καθώς πρόκειται για τα θύματα που αφήνει πίσω
της η αριστεία ενός μεγάλου ήρωα».20 Φαίνεται δηλαδή ότι οι άσημοι μαχητές
παίρνουν υπόσταση χάριν του ήρωα, παίρνουν υπόσταση μόνον ως θύματά του.21
«Πανταχού παρών και πανταχού ανώνυμος στη μάχη, αυτός ο άγνωστος στρατιώτης,
μολονότι είναι η πολύτιμη πρώτη ύλη του έπους, η δύναμη του απρόσωπου (και

14
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 141.
15
Ηλίας Θ. Κωτόπουλος, Η διαβάθμιση της παλικαριάς στην Ιλιάδα, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 7.
16
Αυτόθι.
17
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ 138.
18
Αυτόθι, σελ 139.
19
Αυτόθι, σελ 140.
20
Αυτόθι, σελ 140.
21
Αυτόθι, σελ 140.
πολυκέφαλου) στίφους που (με τη θερμή ανάσα του) πλαισιώνει τις μεγάλες πράξεις,
δεν τιμάται ονομαστικά».22 Έτσι, «ευεξήγητη είναι ακόμα η συνήθεια του κειμένου
να καταφεύγει σε παρομοιώσεις κοπαδιών, όπου υπολογίζεται όχι το επιμέρους
άτομο, αλλά η δια του όγκου δεσπόζουσα ομοιομορφία (Β΄ 459, Λ΄ 50).23

Ο μέτριος τώρα μαχητής, ο μεσήεις, βρίσκεται στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στους


μεγάλους ήρωες και το ανώνυμο πλήθος. Ο μεσήεις υπόκειται βεβαίως και αυτός
στον ηρωικό κώδικα αξιών. Φέρει τρόπον τινά ευθύνη για τη νίκη ή την ήττα, σε
αντίθεση με τον χειρότερο που απλώς ακολουθεί τον αρχηγό και συμμετέχει σχεδόν
απαθής στην έκβαση της μάχης. «Ο μαχητής και δη ο μέτριος, μάχεται πάντα
ανάμεσα σε δύο θανάσιμους κινδύνους. Πίσω του καραδοκεί το όνειδος και ο
κατατρεγμός εκ μέρους των συμπολεμιστών, μπροστά του παραμονεύει ο θάνατος
από ισχυρότερο χέρι. Ο πόλεμος μέχρις εσχάτων στον οποίο εξωθείται, ξεσπά μέσα
του σαν μία διπλή απειλή μέχρις εσχάτων. Ο δρόμος της μάχης, εάν έχει επιστροφή,
ταυτίζεται με τη νίκη».24 Ο μεσήεις δηλαδή υπόκειται σε έλεγχο και ψόγο, πράγμα
που σημαίνει ότι μετέχει του ηρωικού ήθους.

2.2.2 Χαρακτήρας, ήθος και τιμή των ηρώων

Σημαντικές είναι οι ψυχικές αρετές του πολεμιστή. «Ο ήρωας είναι έμπειρος


(δαήμων), δοκιμασμένος (αἴμων), τολμηρός (μεγάθυμος), καρτερικός (καρτερόθυμος),
πολυπαθής (πολύτλας), κ. τ. λ., μόνο που αυτές οι ιδιότητες, χωρίς τα πολεμικά
γνωρίσματα του ταχυπόδαρου (ποδώκης), του παράτολμου (θρασυκάρδιος), του
αλαζόνα (υπερφίαλος), του έξοχου (φέριστος), του φοβερού (αργαλέος), του βίαιου
(υπέρβιος), ατονούν»25. Δηλαδή ο ηρωικός πολεμιστής φέρει, και εν καιρώ ειρήνης,
σημαντικές αρετές τις οποίες συνδυάζει με το ηρωικό ήθος. Επίσης, «η υπόσταση του
πολεμιστή ταυτίζεται με το πνεύμα της μάχης, δηλαδή ήρωας χωρίς όπλα, πόλεμο και
πολεμική αρετή είναι άνθρωπος εκτός θέσεως, πλάσμα χωρίς δικαιώματα μέσα στο
έπος».26

22
Αυτόθι, σελ 137.
23
Αυτόθι, σελ 148.
24
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ 142.
25
Αυτόθι, σελ. 95.
26
Αυτόθι, σελ. 95.
«Όπως η ειρήνη έχει τους τεχνίτες της (σιδηρουργούς, υφαντές, ξυλουργούς), ο
πόλεμος έχει να παρουσιάσει ένα πρόσωπο που διαπρέπει στην οπλομαχία και στο
σθένος. Με άλλα λόγια, η πρόκληση του ομηρικού ήρωα δεν είναι ότι στερείται
αξιών, αλλά, απεναντίας, ότι μάχεται για αξίες – οι οποίες δεν συμβιβάζονται με τη
δική μας αξιολογία. Ο μαχητής είναι αριστοτέχνης της μάχης και πιστός στις αξίες
του. Μόνο κοιταγμένες με αυτό το βλέμμα οι ομηρικές περιγραφές παύουν να είναι
ανατριχιαστικές ανθρωποκτονίες και παίρνουν το νόημα κινήσεων ενός πρωτοφανούς
χορού μεταξύ ζωής και θανάτου».27

Ένα ωραίο παράδειγμα είναι το εξής. Ο Οδυσσέας, «αφού αρπάξει τα όπλα του
Δόλωνα, τα κρατάει ψηλά και προσεύχεται στην Αθηνά, τη θεά που χαρίζει την
πολεμική λεία: ‘Χαίρε θεά, με αυτά τα όπλα!’ Όπλα, θεοί και ήρωες μέσα στην Ιλιάδα
έχουν μιάν αίγλη που δεν σκοτίζεται από κανέναν ηθικό φραγμό. Αν η ηθική αίρει
τον πόλεμο, στο έπος ήθος και μάχη ταυτίζονται».28

«Η υπόληψη των ηρωικών μορφών στα ομηρικά έπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από
τον τρόπο με τον οποίο τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητάς τους κρίνουν τη
συμπεριφορά τους». Αυτή ακριβώς η θετική ανταπόκριση στις κρίσεις των άλλων
ονομάζεται αιδώς και έχει κατά βάση αποτρεπτικό χαρακτήρα.29 «Το πιο χαμηλό
σκαλοπάτι για τον πολεμιστή είναι να βρεθεί ἐλεγχής, υπόλογος, ανάξιος εγκωμίου
και κύδους»30. «Ο κανονικός ψόγος εκφράζει βαθύτερα μια κατάπληξη: πού είναι
αυτά που προσδοκούσαμε από σένα;».31 Έτσι λοιπόν, «κράμα φόβου, θράσους,
τόλμης και ξιπασιάς, κάθε ήρωας, από στρατιωτικό καθήκον θα λέγαμε, υπερεκτιμά
τον εαυτό του».32

Δηλαδή, «ο ομηρικός πολεμιστής ρίχνεται στη δράση από την ανάγκη της κοινωνικής
επιβεβαίωσης, πρόκειται για τη θέση, το σεβασμό, την τιμή του στα μάτια των άλλων
αντρών».33 Αυτή η κοινωνική διάσταση του ηρωισμού προκύπτει από το γεγονός ότι

27
Αυτόθι, σελ. 176.
28
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ 174.
29
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 198.
30
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ 157.
31
Αυτόθι, σελ 162.
32
Αυτόθι, σελ 163.
33
Michael Clarke, Ανδρισμός και ηρωισμός στο Robert Fowler, Όμηρος: Είκοσι μία εισαγωγικές
μελέτες, επιμ. Φλώρα Π. Μανακίδου, εκδ. Ζαχαρόπουλος Αθήνα 2013, σελ. 108-109. Για το ίδιο δες:
Van Wees, (1992) 25 – 166, και Zanker (1994) 1-71, και Seaford (1994) 1-29 [ελλ. μτφ 2003, 27-67].
«η θνητότητα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ηρωικής ηθικής, επειδή η πιο
αδήριτη από όλες τις ανάγκες είναι η διαιώνιση του κύρους μέσω μιας καλής φήμης
που μένει ζωντανή μετά θάνατον».34 Η υπόληψη του ήρωα εξαρτάται σε μεγάλο
βαθμό από την οπτική του συνόλου και τη φήμη. Το κλέος, δηλαδή η καλή φήμη,
καθίσταται το μέτρο αξίας για τον ήρωα και την αυτοσυνειδησία του.35

Κλέος, φήμη, δόξα

Έτσι λοιπόν, «ο εντονότερος και πλέον επιθυμητός στόχος των ηρωικών μορφών στα
ομηρικά έπη είναι να αποκτήσουν κλέος».36 Τί είναι όμως το κλέος; Το κλέος έχει
εγκωμιαστική χροιά, συνδέεται με την αοιδή, και προϋποθέτει την επική ιστορία.
«Στα ομηρικά έπη ψάλλονται κατορθώματα θεών και ηρώων που έχουν κλέος. Μέσα
στο επικό τραγούδι τα γεγονότα αποκτούν ένα είδος μονιμότητας και μία
αντικειμενική ύπαρξη που τα εδραιώνει στη σφαίρα της αιωνιότητας. Έξω από το
έπος δεν υπάρχει κλέος».37 Επίσης, «το κλέος, παραδοσιακή αρεταλογική αρχή,
αναπτύσσεται μέσα από τις σχέσεις του με άλλες, συγγενείς ή αντίθετες,
ανταγωνιστικές και συνεργατικές αρχές και αξίες. Οι ιλιαδικοί ήρωες οδηγούνται στο
κλέος εν όψει τιμών και της αιδούς, υπερασπιζόμενοι το λαό και την πόλη τους.38 Το
κεντρικό σκηνικό κατάκτησης κλέους είναι το πεδίο της μάχης».39

Η πρώτη εφαρμογή νικηφόρου πολεμικού κλέους στην Ιλιάδα εντοπίζεται στην


αριστεία του Διομήδη, όπου από την αρχή της η θεά Αθηνά δίνει στον κρατερό Αχαιό
μένος και θάρσος για να κατακτήσει κλέος ἐσθλόν.40 «Τα άλογα, μαζί με το άρμα, ως
λάφυρα, όταν μάλιστα έχουν εξαιρετικά χαρακτηριστικά, αποτελούν δελεαστικό
κίνητρο διακινδύνευσης του ιλιαδικού ήρωα και, συνοδεύοντας την εξόντωση του
θύματος, είναι σήμα νίκης που επαυξάνει την τιμή του».41 Για παράδειγμα, στην
ραψωδία Κ' της Ιλιάδας (Δολώνεια) ο Διομήδης και ο Οδυσσέας δολοφονούν με τη

34
Αυτόθι.
35
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 245.
36
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 245.
37
Αυτόθι, σελ. 246.
38
Αυτόθι, σελ. 259.
39
Αυτόθι, σελ. 248.
40
Αυτόθι, σελ. 248.
41
Αυτόθι, σελ. 249.
συμπαράσταση της Αθηνά τον επίκουρο των Τρώων, τον βασιλιά Ρήσο, και τους
συμπολεμιστές του, αρπάζοντας τα πανέμορφα και φοβερά άλογα του βασιλιά, τα
οποία και φέρνουν ως έπαθλο νίκης στο στρατόπεδο των Αχαιών. Το κίνητρό τους
μάλιστα είναι, όπως δηλώνουν και οι ίδιοι, η απόκτηση κλέους, ‘μέγα ὑπουράνιον
κλέος’ (Κ΄ 212).42

Στην ραψωδία Χ΄, στον στίχο 130, ο Έκτορας αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον
Αχιλλέα αφήνοντας στην κρίση του Δία την έκβαση της μάχης. Αν εξοντώσει τον
Αχιλλέα, θα μπορεί να καυχηθεί για την πολεμική του ανωτερότητα στη μάχη.43

«Πρόσθετα σήματα πολεμικού κλέους δραματοποιούνται στη μάχη που δίνεται γύρω
από το σώμα του νεκρού Πατρόκλου στη δέκατη έβδομη ραψωδία, που εξελίσσεται
σε αριστεία του Μενελάου. Ο Πάτροκλος κείται νεκρός, ντυμένος ακόμη τα θεϊκά
όπλα του Αχιλλέα, ενώ ο τρωαδίτης Εύφορβος […] διεκδικεί τα όπλα».44 Τα όπλα
του Αχιλλέα, τα οποία φορούσε ο Πάτροκλος, περνούν τελικά στα χέρια του εχθρού.
Συγκεκριμένα, τα κλέβει ο Έκτορας. Έτσι, «τα κλυτά όπλα του Αχιλλέα περνούν
τελικά στον τρωαδίτη ήρωα (Ρ' 125) που όμως, κυνηγημένος από τον Αίαντα,
καταφεύγει μέσα στο κάστρο, δίνοντας τα όμορφα όπλα του Αχιλλέα στους Τρώες,
για να τα φυλάξουν ως ανάμνηση της μεγάλης δόξας του (μέγα κλέος, Ρ΄ 131)».45

«Για τον ήρωα μπορεί να νοηθεί κλέος χωρίς ζωή […].Το αντίθετο όμως είναι
απεχθές. Ένας ήρωας που προτίμησε τη ζωή από τη μάχη και πιθανώς το θάνατο,
είναι ένα ανύπαρκτο πρόσωπο. Το κύδος, το κλέος και η τιμή, ενώ σημαίνονται και
τραγουδιούνται εν καιρώ ειρήνης, δεν κερδίζονται ποτέ με ειρηνικά μέσα. Κατά
συνέπεια, ο πόλεμος, πηγή του έπους και των αξιών, ταυτίζεται με τη μάχη και το
θάνατο – τον δικό μας ή του αντιπάλου. Είτε πεθαίνω ηρωικά και κλεΐζομαι, είτε
αριστεύω εξοντώνοντας τον αντίπαλο».46

42
Αυτόθι, σελ. 249.
43
Αυτόθι, σελ. 250.
44
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 250.
45
Αυτόθι, σελ. 251.
46
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 169.
2.2.3 Τα όπλα του ήρωα

Έτσι η συζήτηση φτάνει στα όπλα του ήρωα. «Μέσα στο έπος οι συγκρούσεις
ανθρώπων είναι πριν απ’ όλα συν-κρούσεις μεταλλικών όπλων. Η μονομαχία δεν έχει
άλλα μέσα. Με όπλα πλήττει, με όπλα πλήττεται ή αμύνεται».47 «Η πλήρης πανοπλία
απαρτίζεται από έξι τμήματα τα οποία απαριθμούνται πάντα με την ίδια σειρά.
Πρώτα οι κνημίδες, ύστερα ο θώρακας, το ξίφος, και η ασπίδα, τέλος η περικεφαλαία
και το δόρυ».48 «Τα όπλα, το καύχημα του μαχητή, το πολεμικό του εγώ, η μεγάλη
προστασία και τιμή, δεν περνούν ποτέ ασχολίαστα».49 Πρέπει να επισημανθεί βέβαια
ότι «η πολεμική παράδοση επιβάλλει να δίνονται τα καλά όπλα (ἐσθλά, Ξ΄, στ. 382)
στον σπουδαίο μαχητή και τα χειρότερα στον ανάξιο (χείρονι δόσκεν)».50

«Παρότι συμβαίνει ένας πολεμιστής να δανειστεί για λίγο ένα εξάρτημα της
πανοπλίας – όπως ο Θρασυμήδης δίνει το ξίφος του στον Διομήδη – υπάρχει μια
πανίσχυρη σχέση γοήτρου ανάμεσα στα όπλα και τον οπλίτη. Όπως η κάθε ασπίδα
φέρει ξεχωριστά σημάδια στην εξωτερική της επιφάνεια, έτσι και κάθε ήρωας φέρει
ξεχωριστά όπλα. Αυτά είναι η ταυτότητα, συνήθως δε και η αίσθηση ανωτερότητας
που τον διακρίνει. […] Σε αντίθεση με το στίφος των άσημων μαχητών που πολεμούν
με συνηθισμένα όπλα ένας δοξασμένος πολεμιστής θεωρεί αδιαχώριστη τη δύναμή
του από τη μοναδικότητα των όπλων του».51

2.3 Μάχες και αριστείες

«Οι ομηρικές μάχες συνιστούν τις στερεότυπες σκηνές της Ιλιάδας και προφανώς
είναι ένα απαραίτητο κι αρχαίο τμήμα της ηρωικής ποίησης»52 Τι θα μπορούσε άραγε
να είναι μία ομηρική μάχη; «Η ομηρική μάχη είναι ένας κόσμος όπου η δύναμη, ο
θρύλος και η τιμή λούζουν τα πρόσωπα με μία πρωτοφανή μυθική αίγλη. Κατά

47
Αυτόθι, σελ. 97.
48
Αυτόθι, σελ. 89.
49
Αυτόθι, σελ. 92.
50
Αυτόθι, σελ. 144.
51
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 90.
52
Bryan Hainsworth, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Γ΄, Αντώνης Ρεγκάκος
(επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 389.
συνέπεια τα κατορθώματα που περιγράφονται δεν ταιριάζουν με τη ζωή του κοινού
ανθρώπου».53

Οι πολεμικές περιγραφές στην Ιλιάδα χαρακτηρίζονται από την αριστεία. Τί εννοούμε


όμως με τον όρο αριστεία ή παλικαριά; Ο όρος σηματοδοτεί το αποτέλεσμα των
πράξεων των μεγάλων ηρώων που δεν είναι άλλο από την επιβολή, την επικράτηση,
τη νίκη, πρόκειται δηλαδή για την υπεροχή στη μάχη ή την κατά πρόσωπο
αναμέτρηση.54

Στη μεταγενέστερη ελληνική ο όρος αριστεία55 σημαίνει την ‘αρετή’ ή την ‘ανδρεία’,
στην οποία συμπεριλαμβάνονται η αρετή και η ανδρεία του ομηρικού ήρωα που
κινείται ορμητικός προς τον προσωπικό θρίαμβο, καταστρέφοντας και σκοτώνοντας
στο διάβα του, όσο το δυνατόν περισσότερους αντιπάλους. Εξάλλου και το ρήμα
‘αριστεύω’ σημαίνει τον καλύτερο και γενναιότερο στη μάχη.56 Ουσιαστικά η
αριστεία αρχίζει από την αποφασιστική στιγμή που ο μαχητής αποσπάται από τον
όγκο των στρατιωτών, τον όμιλο, και βρίσκεται μόνος και εκτεθειμένος προ των
αντιπάλων (Ζ΄ 125)».57

Όμως, όπως είναι βέβαια εύλογο, «στράτευμα αρίστων δε μπορεί να υπάρξει. Αυτό
είναι ένα από τα πικρά συμπεράσματα. Επιπλέον, αποκλείονται οι αριστείες των
λαϊκών. Ο ηρωισμός ανήκει στην αριστοκρατία και στους γόνους των θεών. Κόσμος
βαθύτατα αριστοκρατικός, με ιπποτικά ήθη, όπως θα λέγαμε σήμερα, ο ομηρικός
αποθαρρύνει το αίσθημα συμπάθειας για την όποια δημοκρατική ιδιότητα. Ενδεικτικά
ο κάθε πρόμαχος επαίρεται για τον εαυτό του και για τη γενιά του, ποτέ για τον άλλον
ή για το συνολικό στράτευμα. Κανείς δεν επικαλείται την ισχύ του στρατού εν γένει,
ενώ απεναντίας οι πάντες μιλούν για τη δύναμή τους».58 Αυτό το γεγονός δηλαδή
δείχνει ότι οι μεγάλοι ήρωες διαθέτουν μια ισχυρή αυτοσυνειδησία η οποία πηγάζει,
όχι μόνο από τη δύναμή τους, αλλά και από την καταγωγή, το κοινωνικό status, τη
φήμη τους.

53
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 95.
54
Ηλίας Θ. Κωτόπουλος, Η διαβάθμιση της παλικαριάς στην Ιλιάδα, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 12.
55
Seth L. Schein, Ο θνητός ήρωας: Εισαγωγή στην Ιλιάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2007, σελ. 108.
56
Αυτόθι, σελ. 108.
57
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ.180.
58
Αυτόθι, σελ. 145.
Η προσωπική υπεροχή του ήρωα απορρέει από τα σωματικά και ψυχικά
χαρακτηριστικά και προτερήματα, αλλά κυρίως από τα στοιχεία που συγκροτούν τη
προσωπικότητά του.59 Έτσι στα σωματικά προτερήματα εντάσσονται η άρτια
διάπλαση του σώματος, το μεγάλο συνήθως σώμα, η μυϊκή δύναμη, εν μέρει επίκτητη
από τη συνεχή άσκηση.60 Ενώ ανάμεσα στα ψυχικά προτερήματα προβάλλει «η
ευψυχία, η τόλμη, η αποφασιστικότητα, η ορμητικότητα, η επιμονή, η καρτερία, αλλά
και ο θυμός όταν θίγεται η τιμή του ήρωα.61 Όσο βέβαια αφορά τη σχέση θυμού -
τιμής, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι ο ίδιος ο Αχιλλέας.

2.3.1 Αριστεία Αχιλλέως

Η αριστεία του Αχιλλέα εξελίσσεται στην τελευταία φάση του έπους, όπου
εντάσσεται και ο φόνος του Έκτορα. Σε σύγκριση με τον αμέσως επόμενο στην
ιεραρχία ήρωα, τον Διομήδη, ο Αχιλλέας ξεχωρίζει ως φονική και δαιμονική
καταστροφική δύναμη, η οποία μετά βίας αναγνωρίζει τους ανθρώπινους
περιορισμούς».62 Έτσι, για παράδειγμα, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην αριστεία
του Διομήδη, «η αντανάκλαση της πανοπλίας του Αχιλλέα συγκρίνεται με το ίδιο
άστρο, τον Σείριο που «η λάμψη του φαίνεται από πολύ μακριά και ξεχωρίζει
ανάμεσα σε πολλά άστρα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας μα είναι άσκημο σημάδι, και
φέρνει πολλούς πυρετούς στους θνητούς (Χ΄ 29-31)».63

Όσον αφορά τον τρόπο σκιαγράφησης του Αχιλλέα και ειδικότερα την πολεμική του
δράση, αξίζει να παρατηρήσουμε δύο σημαντικά επίθετα: το επίθετο ὀλοός,
‘φοβερός’, που αποδίδεται στον Αχιλλέα (Ω΄ 39) και η λέξη μήνις που
χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το θυμό του σ' ολόκληρο το έπος.64 Αν και ο
Αχιλλέας μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με άλλους ήρωες, διαφέρει ριζικά από

59
Ηλίας Θ. Κωτόπουλος, Η διαβάθμιση της παλικαριάς στην Ιλιάδα, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 12.
60
Αυτόθι.
61
Αυτόθι, σελ. 13.
62
Seth L. Schein, Ο θνητός ήρωας: Εισαγωγή στην Ιλιάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2007, σελ 55.
63
Seth L. Schein, Ο θνητός ήρωας: Εισαγωγή στην Ιλιάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2007, σελ 55-56.
64
Αυτόθι, σελ. 24.
αυτούς. Ο Αχιλλέας αντιπροσωπεύει το σύνολο των ηρωικών αξιών που αποδίδονται
στον κάθε έναν πολεμιστή ξεχωριστά.65

Ουσιαστικά, «ο Αχιλλέας μάχεται μεταξύ κύδους και ευτελισμού. Ομολογεί ότι ο


Ατρείδης τον έχει ταπεινώσει βαθύτατα (ἀσύφηλον ἔρεξεν), σάμπως να μην ήταν ο
πρώτος πολεμιστής του στρατού, αλλά ένας τιποτένιος ξενομερίτης (ἀτίμητον
μετανάστην, Ι΄ 648)»66. Η ρήξη του ήρωα με τον Αγαμέμνονα δεν είναι απλώς ένα
αξιοσημείωτο γεγονός, αλλά αποτελεί επιπλέον ένα γεγονός που αλλάζει άρδην το
σκηνικό του ποιήματος και επηρεάζει σημαντικά τα εξελισσόμενα γεγονότα, επειδή
ακριβώς αλλάζει και ανατρέπει τις ισορροπίες. Τα όρια μεταξύ κύδους και ατιμίας,
στην περίπτωση του Αχιλλέα συγχέονται. Η στέρηση της τιμής του ήρωα από τον
Αγαμέμνονα, θα δώσει τέτοια τροπή στα γεγονότα, που στο τέλος θα καταλήξουμε
στον φόνο του Έκτορα.

Ραψωδία Γ΄ : Μονομαχία Αλεξάνδρου και Μενελάου

Ετοιμασία μάχης (στ. 1-14)


Όταν όλοι συντάχτηκαν δίπλα στους αρχηγούς τους
οι Τρώες με φωνές, κραυγές σαν τα πουλιά κινούνταν,
καθώς κράζουν οι γερανοί στον ουρανό πετώντας,
που ξέφυγαν νεροποντή μεγάλη και χειμώνα
και στις του Ωκεανού πετούν με τις φωνές τους (5)
ζητώντας θάνατο, χαμό να φέρουν στους Πυγμαίους67
κι αρχίζουν πόλεμο κακό μόλις προβάλει η μέρα.
Γεμάτοι ορμή οι Αχαιοί, σιωπηλοί κινούσαν
κι ήθελαν συμπαράσταση να δίνουν στους δικούς τους.
Όπως σε κορυφή βουνού νοτιάς ξεχύνει την ομίχλη
για βοσκούς κακή, για κλέφτες καλύτερη από νύχτα,
κι η ματιά απλώνεται όσο μια πέτρα που τη ρίχνεις,

65
Αυτόθι, σελ. 121.
66
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 28.
67
Η επίθεση των Τρώων παρομοιάζεται με την κραυγή των γερανών, τη στιγμή που επιτίθενται στον
εξαιρετικά μικρόσωμο λαό των Πυγμαίων.
έτσι κάτω από τα πόδια τους η σκόνη σηκωνόταν
πυκνή, και πολύ γρήγορα δρασκέλιζαν τον κάμπο.

Μονομαχία Μενελάου – Πάρη


Όμορφα όπλα έβαλε στους ώμους του ο Πάρης (327)
της ωριόμαλλης Ελένης ο έξοχος ο άντρας•
κνημίδες στ’ αντικνήμια του περίζωσε ωραίες
σ’ αστραγάλους εφαρμοστές με αργυρά θηλύκια•
στα στήθη του το θώρακα έβαλε του αδερφού του
του Λυκάονα, που ήταν καλός για το κορμί του.
Ξίφος ασημοκάρφωτο και χάλκινο στους ώμους
έβαλε κι έπιασε τρανή και δυνατή ασπίδα•
κι έβαλε στο κεφάλι του καλοφτιαγμένο κράνος
απ’ όπου άγρια ανέμιζε μια φούντα αλογίσια•
γερό κοντάρι έπιασε κι εφαρμοστό στο χέρι.
Όμοια κι ο Μενέλαος τα όπλα του φορούσε.
Κι αφού τα όπλα φόρεσαν στο χώρο του ο καθένας, (340)
προχώρησαν ανάμεσα σε Αχαιούς και Τρώες
αγριοκοιτώντας• θαύμαζαν βλέποντας και τους δυο τους
αντρειωμένοι Αχαιοί, ιππότες Τρωαδίτες.
Σαν στάθηκαν σιμώνοντας στο μετρημένο χώρο,
έστησαν τα κορμιά τους με λύσσα αμοιβαία. (345)

Σε αυτούς τους στίχους περιγράφονται τα όπλα που φέρει ο Πάρις. Συγκεκριμένα οι


στίχοι 330-8 αποτελούν την πρώτη από τις τέσσερις σημαντικότερες σκηνές ένδυσης
πανοπλίας της Ιλιάδας.68 Η περιγραφή του εξοπλισμού του ακολουθεί μία
συγκεκριμένη σειρά η οποία παρουσιάζεται αντίστοιχα και σε άλλες ραψωδίες. Η
σειρά με την οποία ο πολεμιστής φοράει την πανοπλία είναι η εξής: περικνημίδες (στ.
330-1), θώρακας (στ. 332-3), ξίφος και ασπίδα (στ. 334-5, περικεφαλαία (στ. 336-7),
δόρυ (στ. 338). Αντίστοιχα στη Λ΄ περιγράφεται η προετοιμασία του Αγαμέμνονα
(στ. 17-45), στην Π΄ περιγράφεται η προετοιμασία του Πατρόκλου (στ. 131-144), ενώ

68
G. S. Kirk, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Α', (επιμ.) Αντώνης Ρεγκάκος,
Δανιήλ Ιακώβ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 490-491.
στην Τ΄ η προετοιμασία του Αχιλλέα (στ. 369-391). Και στις τέσσερις σκηνές
αντίστοιχα, η σειρά ένδυσης της πανοπλίας είναι η ίδια, αλλάζει μόνο η περιγραφή
των όπλων ως προς την ποιότητά τους, την αποτελεσματικότητά τους ή την
διακόσμησή τους.69

Πρώτος το μακροΐσκιωτο κοντάρι του ο Πάρης


προς την ασπίδα έριξε την κυκλική του Ατρείδη,
ωστόσο δεν την τρύπησε• στη δυνατή ασπίδα
η άκρη ελύγισε. Δεύτερος ο Ατρείδης,
με το κοντάρι όρμησε με προσευχή στο Δία: (350)
(«Αφέντη Δία, δώσε μου να τιμωρήσω τώρα
τον Πάρη που με έβλαψε, να τον δαμάσω κάμε,
απ’ τους ανθρώπους που θα ’ρθουν στον κόσμο να διστάζει
κάποιος να βλάψει άνθρωπο που αγάπη του έχει δείξει».)
Είπε• το μακροΐσκιωτο έριξε κοντάρι (355)
και χτύπησε την κυκλική του Πάρη την ασπίδα•
μπήκε εκείνο δυνατό, μες στη λαμπρή ασπίδα
και χώθηκε στο θώρακα τον πολυστολισμένο•
έσχισε το χιτώνα του προς το λαγγόνι δίπλα,
όμως αυτός ανάγειρε και γλίτωσε το χάρο. (360)
Τ’ ασημοκάρφωτο σπαθί έσυρε ο Ατρείδης,
τον χτύπησε στο μέτωπο της περικεφαλαίας•
τσακίστηκε όμως το σπαθί, του έπεσε απ' το χέρι.
Τον ουρανό κοιτάζοντας στέναξε ο Ατρείδης:
«Πατερά Δία, πιο σκληρός κανένας από σένα! (365)
Έλεγα να εκδικηθώ ό, τι έκαμε ο Πάρης•
τσακίστηκε όμως το σπαθί, μου έφυγε απ’ τα χέρια
το κοντάρι μου, χωρίς να τον πετύχω».
Είπε, όρμησε, τον έπιασε απ' τ’ όλο φούντες κράνος
και στους αντρείους Αχαιούς άρχισε να τον σέρνει. (370)
Τον αντίπαλό του στο λαιμό έσφιγγε ο ιμάντας
που κάτω απ’ το σαγόνι του του τέντωσε το κράνος.

69
Αυτόθι, σελ. 490-491.
Θα τον έσερνε κι ανείπωτη θα κέρδιζε τη δόξα,
αν δεν τους έβλεπε καλά τότε η Αφροδίτη,
που τον ιμάντα έσπασε από βοδίσιο δέρμα. (375)
Άδειο το κράνος έμεινε στο δυνατό του χέρι.
Προς τους αντρείους Αχαιούς το πέταξε με φόρα
κι εκείνοι τότε τ' άρπαξαν, οι άξιοι σύντροφοί του.
Όρμησε πάλι πάνω του να πάρει τη ζωή του
με το χάλκινο κοντάρι του• μα τότε η Αφροδίτη (380)
εκείνον άρπαξε ως θεά, τον σκέπασε μ' ομίχλη
και τον πήγε στην κάμαρα τη μοσχοβολημένη.
Τράβηξε τότε η θεά να ψάξει την Ελένη•

2.3.2 Ραψωδία Ε΄, Διομήδους Αριστεία

Ο Διομήδης είναι ένας σημαντικός ήρωας. Η δράση του και η ικανότητά του στη
μάχη διαπνέουν το ιλιαδικό έπος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ραψωδία Κ΄ ή
Δολώνεια. Η αριστεία του Διομήδη στη ραψωδία Ε΄ είναι η πρώτη αριστεία της
Ιλιάδας. «Από μία άποψη ο Διομήδης θυμίζει τον απόντα Αχιλλέα, καθώς συνδυάζει
την επιφυλακτικότητα και τη σύνεση με τη δαιμονική κατάσταση στην οποία βρέθηκε
ο Αχιλλέας μετά το θάνατο του Πατρόκλου»70, – δηλαδή εκείνη τη μανία του
Αχιλλέα που φτάνει όχι μόνο στο φόνο του Έκτορα, αλλά και στη βεβήλωση της
σορού του. «Οι συγκεκριμένες ιδιότητες, καθώς και η αδιάλειπτη υποστήριξη της
Αθηνάς, οδηγούν σταδιακά, σχεδόν αναπόφευκτα, στο ιδιαίτερο θέμα της
προκείμενης ραψωδίας, τον τραυματισμό των θεών»71, δηλαδή του Άρη και της
Αφροδίτης.

Ο Διομήδης είναι ένας σημαντικός ήρωας. Στη Δολώνεια (Κ΄ 483) ο Διομήδης
σκορπάει γύρω του τον όλεθρο, γιατί του μεταδίδει δύναμη η γαλανομάτα Αθηνά.
«Εφόσον ο Αχιλλέας, ο Διομήδης και ο Οδυσσέας είναι προστατευόμενοι της
Αθηνάς, οι κινήσεις τους όλες τελούνται υπό την υψηλή της προστασία. Στην τόλμη,

70
G. S. Kirk, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Β', (επιμ.) Αντώνης Ρεγκάκος,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 137.
71
Αυτόθι.
στη σφαγή, στη σκέψη και στην κρίσιμη απόφαση τους χειραγωγεί, εξαντλώντας
κάθε έννοια μεροληψίας. Κάθε κίνησή τους είναι θεϊκά εμπνευσμένη, έστω κι αν
πρόκειται για πράξεις ανθρωποκτόνες».72 Αυτό συμβαίνει οι θεοί παρεμβαίνουν στις
ανθρώπινες πράξεις, ειδικά δε κάθε φορά που πρόκειται για σπουδαία κατορθώματα.
Έτσι, «ενώ ο καθημερινός και ανώδυνος βίος παρέρχεται συχνά χωρίς άνωθεν
παρεμβάσεις, κάθε φορά που κάποιος θνητός τραυματίζεται ή πεθαίνει, κάθε φορά
που υπερβαίνει τον εαυτό του ή αριστεύει, είναι βέβαιο ότι κάποιος θεός τον
κατατρέχει ή τον συντρέχει».73

Στους στίχους 1-26 περιγράφεται η σύγκρουση του Διομήδη με τον Φηγέα και τον
Ιδαίο. Αξιοσημείωτη είναι η ορμητικότητα που διακρίνει τον ήρωα.

(1-8) Τότε η Παλλάδα Αθηνά έδωσε στο Διομήδη,


γιο του Τυδέα, δύναμη, θάρρος να ξεχωρίσει
ανάμεσα στους Αχαιούς, δόξα λαμπρή να πάρει•
έβγαινε αδάμαστη φωτιά απ’ ασπίδα και κράνος,
σαν άστρο φθινοπωρινό που λαμπερό προβαίνει, (5)
πρωτύτερα αφού λούστηκε στου Ωκεανού το ρέμα•
τέτοια του άναβε φωτιά στην κεφαλή, στους ώμους•
στη μέση εκεί τον έσπρωξε, όπου πολλοί ορμούσαν.

Ο Διομήδης επιλέγεται από τον ποιητή ως ο ήρωας της πρώτης αριστείας του έπους.
Η ενδυνάμωση του ήρωα από μία θεότητα αποτελεί ένα συχνό ιλιαδικό μοτίβο.74 Το
ηρωικό στοιχείο εδώ είναι έκδηλο. Οι λέξεις ‘δύναμη’ και ‘θάρρος’ δηλώνουν τη
σωματικό και ψυχικό σθένος του πολεμιστή, τα οποία βεβαίως στο έπος είναι
αλληλένδετα.75 Η φράση ‘δόξα λαμπρή να πάρει’, ‘κλέος ἐσθλόν’ στο πρωτότυπο
δείχνουν με σαφήνεια το ηρωικό ιδεώδες που δεν είναι άλλο από το κλέος, δηλαδή τη
δόξα που ακολουθεί τη νίκη. Από την άλλη μεριά, η παρομοίωση του Διομήδη με
άστρο έχει ιδιαίτερη σημασία. Όπως σχολιάζει ο Kirk, το λαμπρότατο άστρο που
καίει σα φωτιά ξεπερνώντας κάθε άλλο είναι ο Σείριος. Αυτή η παρομοίωση δεν είναι

72
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 30.
73
Αυτόθι, σελ. 39.
74
G. S. Kirk, The Iliad: A Commentary, τόμ. II, Cambridge University Press, Cambridge, London,
New York, Port Chester, Melbourne, Sydney, 1990, σελ. 53.
75
Αυτόθι, σελ. 53.
διόλου τυχαία• στην αρχαία παράδοση, ο Σείριος είναι βλαπτικό άστρο που την
περίοδο της μεγάλης λάμψης του προξενεί καταστροφές και πυρετό.76

Εδώ δηλαδή ο ήρωας και η δράση του παρομοιάζονται με το εν λόγω άστρο για να
δηλωθεί αφ' ενός η υπεροχή του Διομήδη έναντι των άλλων μαχητών και αφ’ ετέρου
η καταστρεπτική – φονική του δύναμη.

Επικοινωνία Διομήδη – Αθηνάς (114-132)

Κι ο Διομήδης, στη φωνή ο βροντερός, ευχόταν:


«Άκου με, κόρη αδάμαστη του ασπιδοφόρου Δία,
αν κι άλλοτε βοήθησες, μ’ αγάπη σ' άγριες μάχες
τον πατέρα μου, Αθηνά, βοήθησε κι εμένα•
δώσε να εξοντώσω αυτόν, να φάει την κονταριά μου,
που να χτυπήσει πρόφτασε και λέγοντας καυχιέται
πως δε θα βλέπω για πολύ το λαμπρό φως του ήλιου».

Ο Διομήδης εδώ προσεύχεται στην προστάτιδά του, τη θεά Αθηνά, για να του δώσει
εκ νέου δύναμη ώστε να νικήσει στη μάχη, δηλαδή να ‘αριστεύσει’. Η θεά με
ευχαρίστηση τον εισακούει και τον γεμίζει με σθένος.

Νίκες του Διομήδη (στ. 133-165)

134 και εξής:


Τράβηξε προς τους προμάχους πάλι ο Διομήδης
που το ποθούσε κι από πριν να χτυπηθεί με Τρώες.
Τότε τριπλάσια ορμή του ήρθε σαν λιοντάρι
που το πληγώνει ο βοσκός, όταν πηδάει το φράχτη,
γύρω στα μαλλιαρά αρνιά, δίχως να το σκοτώσει,
και του ανάβει την ορμή και πια δεν το κρατάει,
μα μπαίνει μέσα στο μαντρί, τα πρόβατα φοβούνται (140)
και σκοτωμένα κείτονται το ένα πάνω στ' άλλο,

76
Αυτόθι, σελ. 53.
κι εκείνο φεύγει ορμητικό πηδώντας πια το φράχτη•
έτσι στους Τρώες χύθηκε ο δυνατός Διομήδης.
Αστύνοο και Υπείρονα σκότωσε τότε, ηγέτες•
τον ένα κάτω απ’ το μαστό με χάλκινο κοντάρι (145)
χτύπησε, στην ωμοπλάτη μ' ένα σπαθί τον άλλο
και χώρισε τον ώμο του από λαιμό και πλάτη.
Άβαντα και Πολύιδο κυνήγησε κατόπι,
τους γιους του Ευρυδάμαντα, του ονειρομάντη γέρου•
όνειρα δεν ξεδιάλυνε, σαν έφευγαν, ο γέρος (150)
κι εκεί νεκρούς τους έστρωσε ο δυνατός Διομήδης.
Τους γιους του Φαίνοπα μετά, το Θόωνα και Ξάνθο,
που ήταν νιοι κυνήγησε• βαριά γεράματα είχε
ο πατέρας τους• δεν είχε για κληρονόμο άλλον.
……………………………………………………….
(159-165): Πρόλαβε κει τους δυο τους γιους Πρίαμου του ρήγα
που σ' ένα αμάξι βρίσκονταν, Εχέμμονα, Χρομίο.
Όπως λιοντάρι πέφτοντας μες σε κοπάδι σπάζει
δαμάλας σβέρκο ή βοδιού, καθώς σε λόγγο βόσκουν,
έτσι απ' τ' αμάξι αθέλητα κατέβασε εκείνους
του Τυδέα ο γιος κι ευθύς τα όπλα τους τα πήρε
και τ' άλογα τα έδωσε στα πλοία να τα πάγουν.

Οι στίχοι 135-6 μας δείχνουν έναν ασυγκράτητο Διομήδη. «Ορμητικός και


επικίνδυνος πρωτύτερα, ο ήρωας τώρα, αφότου η Αθηνά εγχέει ‘πατρική δύναμη’
στον στίχο 125, είναι τρεις φορές πιο δυνατός. Συνήθως το μένος, ως έμφυτο
γνώρισμα, μπορεί να διεγερθεί και να αυξηθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο,
το υπερβολικό μένος φαίνεται να κυριεύει τον ήρωα (στίχ. 136) σαν να πρόκειται για
εξωτερικό στοιχείο• βέβαια, η Αθηνά είναι αυτή που το εγχέει, αλλά στη συνέχεια το
μένος ‘καταλαμβάνει’ το λιοντάρι χωρίς τη θεϊκή μεσολάβηση».77 Στους στίχους 144-
165, ο Διομήδης επιδεικνύει σημαντικές νίκες• καταφέρνει να κερδίσει σε τέσσερις

77
G. S. Kirk, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Β', (επιμ.) Αντώνης Ρεγκάκος,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 163.
μονομαχίες, τη στιγμή που ο μέσος όρος μιας αριστείας είναι τρεις μονομαχίες.78
Συγκεκριμένα σκοτώνει τέσσερα ζευγάρια πολεμιστών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι
λεπτομέρειες της περιγραφής, καθώς και η παρομοίωση του ήρωα με λιοντάρι, ένα
συχνό ιλιαδικό μοτίβο.

Μονομαχία Πάνδαρου και Αινεία με Διομήδη, στ. 275-330


Κι οι άλλοι έφτασαν κοντά με τα γοργά άλογά τους.
Το τέκνο του Λυκάονα μίλησε τότε πρώτο:
«Αντρειωμένε, μαχητή, γιε του λαμπρού Τυδέα,
το πικρό βέλος το γοργό δε σ' έριξε, αλήθεια•
τώρα με το κοντάρι μου θα δω να σε πετύχω».
Είπε, με φόρα έριξε μακρόσκιο κοντάρι
και την ασπίδα πέτυχε• την τρύπησε η μύτη
του κονταριού κι ακούμπησε στο θώρακα επάνω.
Το τέκνο του Λυκάονα φωνή έβγαλε μεγάλη:
«Χτύπησα τα λαγγόνια σου πέρα για πέρα• τώρα
δε θα αντέξεις για πολύ• πήρα μεγάλη δόξα!»
Ατρόμητος ο δυνατός του μίλησε Διομήδης:
«Ξαστόχησες, δεν πέτυχες• ωστόσο δε νομίζω
πως σεις θα ησυχάσετε, πριν απ’ τους δυο σας ένας
πέσει και τον ατρόμητο μ' αίμα χορτάσει Άρη».
Είπε και τ' ακόντιο έριξε• τη ρηξιά η Παλλάδα
στη μύτη, πλάι στα μάτια του, πήγε• βρήκε τα δόντια•
έκοψε ο άσπλαχνος χαλκός τη γλώσσα απ' τη ρίζα
και στο σαγόνι πρόβαλε του κονταριού η μύτη•
από τ' αμάξι έπεσε, βρόντησαν τ' άρματά του
τα ολόλαμπρα, τα όμορφα• τρόμαξαν τ’ άλογά του
τα γοργά• του παράλυσαν ψυχή μεμιάς κι αντρεία.
Με την ασπίδα πήδησε και το μακρύ κοντάρι
ο Αινείας, μη το νεκρό οι Αχαιοί του πάρουν.
Γυρνούσε γύρω απ' το νεκρό σα δυνατό λιοντάρι

78
Bryan Hainsworth, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Γ', Αντώνης Ρεγκάκος
(επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 401.
μπροστά του πάντα έχοντας ασπίδα και κοντάρι
και να σκοτώσει θέλοντας όποιον του λάχει μπρος του
κι έβγαζε άγριες φωνές. Κοτρόνα πήρε τότε
απ' άντρες δυο ασήκωτη, θεόρατη, ο Τυδείδης•
τέτοιοι άντρες πια δε βρίσκονται• κι αυτός μπορούσε μόνος.
Τον χτύπησε προς το γοφό, το κόκκαλο όπου μπαίνει
και στρίβει μέσα του μεριού, στην κλείδωση που λένε.
Του έσπασε την κλείδωση, του κόπηκαν τα νεύρα•
το δέρμα η πέτρα έσχισε• γονάτισε ο αντρείος,
πάνω στη γη στηρίχτηκε με το παχύ του χέρι•
τα μάτια του τα σκέπασε η μαύρη νύχτα τότε.
Και θα χανόταν σίγουρα ο ρήγας ο Αινείας,
αν τότε δεν τον έβλεπε η μάνα του Αφροδίτη,
που σε βοσκιές τον έκανε μαζί με τον Αγχίση.
[…………………. ]

Στους στίχους 281-2, παρατηρούμε ότι «η βολή είναι εύστοχη, αλλά όχι δυνατή• το
δόρυ διαπερνά την ασπίδα αλλά όχι τον θώρακα, τον οποίο απλώς ακουμπά. Η
έλλειψη ισχύος έχει ιδιαίτερη σημασία και συχνά αποδεικνύεται μοιραία».79 Στη
συνέχεια (283-5), ο Πάνδαρος νομίζει εσφαλμένα πως επέφερε ένα θανάσιμο
χτύπημα στον ήρωα, επιδεικνύοντας έτσι μιαν υπερβολική αυτοπεποίθηση, έναν
κομπασμό, μια μεγαλοποίηση των ικανοτήτων του.80 Στους στίχους 297-310, η
σύγκρουση κορυφώνεται με τον τραυματισμό του Αινεία• αυτή η κορύφωση «έχει
πολύ μεγαλύτερη αξία για το δραματικό σχέδιο της ραψωδίας απ’ ό, τι ο ίδιος ο
θάνατος του Πάνδαρου»81, αφού ο τραυματισμός του Αινεία «επιφέρει με τη σειρά
του την παρέμβαση της Αφροδίτης και την επίθεση του Διομήδη εναντίον της».82 Ο
στίχος 309 παρουσιάζει αναλογίες με τη Λ΄ 355, όπου ο Έκτορας αφού χτυπήθηκε
από τον αντίπαλό του στην περικεφαλαία, αρχικά καταρρέει, αλλά σύντομα ανακτά
τις αισθήσεις του.83

79
G. S. Kirk, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Β', (επιμ.) Αντώνης Ρεγκάκος,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 187.
80
Αυτόθι, σελ. 187.
81
Αυτόθι, σελ. 190.
82
Αυτόθι, σελ. 190.
83
Αυτόθι, σελ. 193.
Τραυματισμός της Αφροδίτης από τον Διομήδη (στ. 330-362)
[…] Εκείνος την Κύπρη84 κυνηγούσε
μ' άσπλαχνο χαλκό, ξέροντας δειλή θεά πως είναι
κι όχι απ' εκείνες τις θεές σ' αντρών που μπαίνουν μάχες,
ούτ' Αθηνά ούτ' Ενυώ η καστροκαταλύτρα.
Τρέχοντας σαν την πρόφτασε μέσα στο μέγα πλήθος,
με φόρα πήδησε ο γιος του αντρείου του Τυδέα
και με τ' ακόντιο πλήγωσε το τρυφερό της χέρι•
χώθηκε το ακόντιο μες στης θεάς το δέρμα
μέσα από το πέπλο της, το έργο των Χαρίτων,
πάνω στον αρμό• χυνόταν το αθάνατό της αίμα,
ο ιχώρας, που στις φλέβες των αθανάτων τρέχει•
ποτέ ψωμί αυτοί δεν τρων, λαμπρό κρασί δεν πίνουν•
γι' αυτό είναι αναίματοι κι αθάνατους τους λέγουν.
Έβγαλε δυνατή φωνή, κάτω άφησε το γιο της.
Τον πήρε ευθύς στην αγκαλιά αυτόν ο Φοίβος τότε
με ένα μαύρο σύννεφο, στο στήθος μην του ρίξει
κάποιος ιππότης Δαναός και πάρει τη ζωή του.
Μεγάλη έβγαλε φωνή ο βροντερός Διομήδης:
«Κόρη του Δία, μακριά από σφαγές και μάχες! Δεν φτάνει που τις άβουλες γυναίκες
ξελογιάζεις; Αν μες στον πόλεμο γυρνάς, νομίζω πως θ’ ακούεις αλλού να γίνεται
πόλεμος κι ολόκληρη θα τρέμεις».
Είπε• έφυγε ξέφρενη εκείνη απ' τον πόνο•
η ανεμόποδη Ίριδα την έβγαλε απ' τη μάχη,
καθώς πονούσε αβάσταχτα• μελάνιασε το σώμα.

Η Αφροδίτη παραπονιέται στη μητέρα της Διώνη λέγοντας: «Με πλήγωσε ο γιος του
Τυδέα, ο δυνατός85 Διομήδης» (στ. 376). Πρόκειται για μία κωμική, θα λέγαμε, σκηνή.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο Διομήδης είναι αυτός που κατάφερε να τα βάλει ακόμα
και με τους θεούς. Το κλέος του δηλαδή θα είναι μεγάλο. Έτσι λοιπόν εδώ προβάλλει

84
Μετωνυμία της Αφροδίτης, Κύπρις, Κύπριδα.
85
Εδώ, το πρωτότυπο κείμενο χαρακτηρίζει τον Διομήδη ‘υπέρθυμο’. Ο ‘θυμός’ δηλαδή σχετίζεται με
τη δύναμη και την ψυχή του ήρωα.
έντονα το μέγεθος της αριστείας του Διομήδη, ο οποίος τελικά πληγώνει και φοβίζει
μέχρι και την ίδια τη θεά Αφροδίτη.

Ο Διομήδης επιτίθεται στη θεά Αφροδίτη, σύμφωνα με τη σχετική υπόδειξη της


Αθηνάς στους στίχους 131 και εξής, αφότου βέβαια η ίδια του είχε ήδη απομακρύνει
(127 και εξής) ‘την ομίχλη από τα μάτια’ ώστε να ξεχωρίζει τους θεούς από τους
θνητούς, ενώ επιπλέον ο ίδιος γνωρίζει ότι η θεά δεν είναι άτρωτη.86 «Παρά την
ύπαρξη του ιχώρος, οι θεοί συναισθάνονται τον πόνο»..87 Τέλος, «η προσοχή του
αναγνώστη στρέφεται στην τραυματισμένη θεά, η οποία αναχωρεί σε άθλια
κατάσταση και εκτός εαυτού».88

Γενίκευση της μάχης, παρεμβαίνουν ο Απόλλωνας κι ο Άρης. (432-470)


Και στον Αινεία όρμησε ο βροντερός89 Διομήδης,
αν κι ήξερε τα χέρια του πως άπλωνε ο Φοίβος•
τρανό θεό δεν έτρεμε, μα είχε πάντα πόθο
τον Αινεία σκοτώνοντας τα όπλα του να πάρει.
Χύθηκε τότε τρεις φορές μ' ορμή να τον σκοτώσει
και τρεις ο Φοίβος έσπρωξε τη λαμπερή ασπίδα•
μα όταν τέταρτη φορά, ίδιος θεός ορμούσε,
έβγαλε άγρια φωνή ο μακρορίχτης Φοίβος

(519-626)
Τους Δαναούς οι Αίαντες, Διομήδης, Οδυσσέας
να πολεμούν παρότρυναν μα κι οι ίδιοι δε φοβόνταν
των Τρώων πια τη δύναμη ούτε τις επιθέσεις,

86
G. S. Kirk, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Β', (επιμ.) Αντώνης Ρεγκάκος,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 197.
87
Αυτόθι, σελ. 199.
88
Αυτόθι σελ. 200.
89
Ο Διομήδης χαρακτηρίζεται ‘βοήν αγαθός’. Η λέξη αγαθός έχει μεγάλη σημασία για τον
χαρακτηρισμό των ηρώων, αν και εδώ μεταφράζεται ως απλός ‘δυνατός στη φωνή’.
Ραψωδία Λ΄: Αγαμέμνονος αριστεία

Προετοιμασία μάχης (45-65).


Και τότε έκαναν βροντή η Αθηνά κι η Ήρα (45)
των πολυχρύσων Μυκηνών το βασιλιά τιμώντας.
Τότε καθένας πρόσταζε πια τον ηνίοχό του
μπρος στο χαντάκι να κρατά τα άλογα με τάξη.
Και με τα πόδια πήγαιναν αρματωμένοι οι ίδιοι.
Σηκώθηκε πρωί πρωί αλαλαγμός μεγάλος. (50)
Έφθασαν στο χαντάκι μπρος πριν απ’ τους ηνιόχους,
που έφτασαν αργότερα• σήκωσε τότε ο Δίας
μεγάλη αναταραχή κι έριξε απ’ τον αιθέρα
αιματοστάλαχτη βροχή, γιατί αντρειωμένες
πολλές να στείλε σκόπευε ψυχές στον Άδη κάτω. (55)
Μα κι οι Τρώες συντάσσονταν στο στήθωμα του κάμπου
γύρω απ’ τον Τρανό Έκτορα, τον άξιο Πολυδάμα,
τον Αινεία, σα θεός απ’ το λαό ετιμάτο,90
με τον νεαρό Ακάμαντα, με τους θεούς παρόμοιο,
τον Πόλυβο κι Αγήνορα, τους τρεις Αντηνορίδες. (60)

Η παρουσία του κεραυνού στο στίχο 45, αν και σε αυτήν την περίσταση δεν
προέρχεται από το Δία, αποτελεί σαφώς ένα ευνοϊκό θεϊκό σημάδι. Ο πατέρας των
θεών προς το παρόν διάκειται ευνοϊκά προς τους Τρώες. Η είσοδος όμως του
αρχηγού των Αχαιών στο πεδίο της μάχης δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα θείο σημείο,
γι’ αυτό και συνοδεύεται από τον κεραυνό που ρίχνουν οι δύο θεές.91 Στους στίχους
56-61, «οι Τρώες που είχαν στρατοπεδεύσει τη νύχτα στην πεδιάδα, οπλίζονται για τη
μάχη. Η σκηνή περιλαμβάνει έναν συνοπτικό κατάλογο αρχηγών».92 Στους στίχους
62-73 οι Τρώες προελαύνουν.

90
Η μετάφραση του Μαυρόπουλου έχει τον τύπο τιμιόταν, πρόκειται για αδόκιμο τύπο, τον οποίο και
αλλάζω με το ορθότερο ετιμάτο, από φιλολογική επιλογή.
91
Bryan Hainsworth, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Γ', Αντώνης Ρεγκάκος
(επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 375.
92
Αυτόθι, σελ. 377.
Έστεκε μπρος ο Έκτορας με στρογγυλή ασπίδα.
Όπως αστέρι ολέθριο προβάλει μες στα νέφη,
ολόφωτο και χάνεται ξανά μέσα στα νέφη,
πρόβαλλε έτσι ο Έκτορας άλλοτε μες στους πρώτους
κι άλλοτε μες στους στερνούς προστάζοντας• κι όλος (65)
άστραφτε σαν την αστραπή του ασπιδοφόρου Δία.

Σημαντική παρουσίαση του Έκτορα, μοιάζει με το άστρο Σείριο (που προξενεί


βλάβες). Το ολέθριο άστρο είναι ο Σείριος, όπως έχει προαναφερθεί, «οι ολέθριες
συνέπειες του περιγράφονται από τον Ησίοδο (πρβλ. Ησιόδου Έργα, στ. 586 και
εξής)».93

Αρχή της μάχης.


Εκείνοι, όπως θεριστές αντίκρυ ο ένας του άλλου
χωράφι άντρα πλούσιου με στάρι ή κριθάρι
θερίζουν και χερόβολα στρώνουνε πυκνά στο χώμα,
ορμούσαν, Τρώες κι Αχαιοί, καθένας πάνω σ’ άλλον (70)
και σκότωναν. Τη φευγάλα κανείς δεν τη σκεφτόταν.
Ήταν η μάχη αμφίρροπη , σαν λύκοι αυτοί ορμούσαν.
Η φαρμακερή η Έριδα χαιρόταν να τους βλέπει•
μόνη αυτή απ’ τους θεούς στη μάχη ήταν μαζί τους. (74)

Στιχ. 84-91, συνέχεια αμφίρροπης μάχης.


Όσο κρατούσε η αυγή κι αύξανε η άγια μέρα,
βέλη έριχναν κι οι δυο πλευρές, στρατός πολύς χανόταν. (85)
Όμως όταν για φαγητό κάθεται ο ξυλοκόπος
μες στα λαγκάδια του βουνού, σαν κουραστούν τα χέρια
να κόβουν δέντρα αψηλά κι η ψυχή βαριέται
και για νόστιμο ψωμί λαχτάρα τον θεριεύει,
τότε μ’ αντρεία τσάκισαν οι Δαναοί τους Τρώες (90)
δίνοντας στους συντρόφους τους κουράγιο ο ένας του άλλου.

93
Αυτόθι, σελ. 379.
Η αριστεία του Αγαμέμνονα.
(92) Πρώτος ο Αγαμέμνονας το Βιήνορα, ρήγα,
μ’ ορμή σκότωσε κι έπειτα το σύντροφό του Οιλέα.
Πηδώντας απ’ τ’ αμάξι του είχε σταθεί μπροστά του•
όπως όμως ορμούσε μπρος, με σουβλερό κοντάρι (95)
τον χτύπησε στο μέτωπο• δεν άντεξε το κράνος
στο χτύπημα, μα έσπασε το κόκαλο και λιώμα
έγιναν τα μυαλά• τότε τον ξάπλωσε στο χώμα.
Ο ρήγας ο Αγαμέμνονας τους άφησε εκεί πέρα,
αφού τους απογύμνωσε, τα στήθη τους να κόψουν• (100)

Ο Οϊλέας επιδεικνύει ασυνήθιστο θάρρος για ηνίοχο, αφού οι ηνίοχοι συνήθως όταν
πλησιάσει ο εχθρός παραλύουν από φόβο (πρβλ τον ηνίοχο του Άσιου Ν΄ 394 και
εξής, τον Θέστορα Π΄ 401 και εξής).94
Στο στίχο 95 ο Αγαμέμνονας προξενεί στον εχθρό σοβαρό τραυματισμό. «Τα
συντριπτικά τραύματα στο κεφάλι είναι αρκετά συχνά» στην Ιλιάδα, «συνεπώς είναι
μέρος της τυπολογίας της μάχης.95 Ο Αγαμέμνονας επιδεικνύει ιδιαίτερη αγριότητα,
και με το σπαθί και με το δόρυ• πρέπει να σχολιαστεί βέβαια το γεγονός ότι «το
ομηρικό δόρυ δεν προκαλεί μια απλή οπή;, αλλά μια εκτεταμένη πληγή», όπως στην
Π΄ 322-5, όπου καταφέρνει να αποκόψει ένα ολόκληρο χέρι. 96

τον Ίσο και τον Άντιφο τράβηξε να σκοτώσει,


δυο γιους του Πρίαμου, νόθο και γνήσιο, που κι οι δυο τους
στο ίδιο αμάξι βρίσκονταν, ηνίοχος ο νόθος,
πλάι ο ξακουστός Άντιφος• αυτούς ο Αχιλλέας,
καθώς βοσκούσαν πρόβατα στης Ίδης τα φαράγγια, (105)
πιάνοντας κάποτε έδεσε και άφησε με λύτρα.
Τώρα ο Αγαμέμνονας ο άρχοντας τον ένα
στο στήθος κάτω απ’ το βυζί χτύπησε με κοντάρι,
τον άλλο με σπαθιά στ’ αυτί, κι έριξε από τ’ αμάξι.

94
Bryan Hainsworth, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Γ', Αντώνης Ρεγκάκος
(επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 389.
95
Αυτόθι, σελ. 393.
96
Αυτόθι, σελ. 391.
Καθώς βιαστικά έβγαζε τα όμορφά τους όπλα, (110)
τους γνώρισε• πρωτύτερα τους είχε δει στα πλοία,
απ’ το γοργό Αχιλλέα φερμένους απ’ την Ίδη.

Ο Αγαμέμνονας, καθώς μάχεται πεζός, καταφέρνει να σκοτώσει τον Ίσο και τον
Άντιφο που πορεύονταν πάνω στο άρμα τους. Πρόκειται για έναν εξαιρετικά
ασυνήθιστο άθλο, ο οποίος όμως επετεύχθη επίσης από τον Αχιλλέα (Υ΄ 484 και
εξής), αλλά και τον Διομήδη (Ε΄ 159-60), ενώ το γεγονός ότι επρόκειτο για δύο από
τους πολλούς γιους του Πρίαμου συντείνει στη δόξα του ήρωα.97
Στη συνέχεια ο Αγαμέμνονας στρέφεται ενάντια σ’ άλλο ένα ζευγάρι πολεμιστών που
πορεύονταν πάνω στο άρμα τους. Αυτή τη φορά πρόκειται για τους Πείσανδρο και
Ιππόλοχο, τους γιους του Αντίμαχου.

(122): Τον Πείσανδρο κι Ιππόλοχο, πολεμιστή αντρείο,


του αντρείου Αντίμαχου γιους, που παίρνοντας χρυσάφι
απ’ τον Πάρη, δώρο λαμπρό, δεν άφηνε τους Τρώες
στον ξανθό Μενέλαο να δώσουν την Ελένη, (125)
ο ρήγας Αγαμέμνονας τους γιους του είχε πιάσει
σ' ένα αμάξι που και οι δυο μαζί το κυβερνούσαν.
Ξέφυγαν απ’ τα χέρια τους τα λαμπερά λουριά τους,
τρόμαξαν• μα σαν λιοντάρι ορμούσε ο Ατρείδης• (129)

Ακολουθεί διάλογος Αγαμέμνονα και δύο αντρών, δηλαδή του Πείσανδρου και του
Ιππόλοχου• ο Αγαμέμνονας θέλει να εκδικηθεί για την πρόθεσή τους να σκοτώσουν
τον αδερφό του, το βασιλιά Μενέλαο, που είχε βρεθεί κάποτε στην Τροία ως
απεσταλμένος. Πρόκειται για μία προσβολή που φτάνει στα όρια της ασέβειας και
της ύβρεως, αφού οι πρεσβευτές, όπως και οι κήρυκες, ήταν ιερά πρόσωπα και
έχαιραν της θείας προστασίας.

(143): Είπε κι ευθύς τον Πείσανδρο έριξε απ’ τ’ αμάξι


με κονταριά στο στήθος του• κι έπεσε αυτός στο χώμα.

97
Αυτόθι, σελ. 391.
Πήδησε ο Ιππόλοχος• τον σκότωσε όμως κάτω• (145)
με σπαθί χέρια τού ’κοψε, του πήρε το κεφάλι,
σαν κούτσουρο τον έσπρωξε να κυλιστεί μπροστά τους.
Άφησε αυτούς και όρμησε όπου πολλοί χτυπιούνταν•
μαζί του κι άλλοι Αχαιοί αντρειωμένοι ορμούσαν•
οι πεζοί σκότωναν πεζούς, που έφευγαν βιαστικά,
οι ιππείς σκότωναν ιππείς – και σηκωνόταν σκόνη
στον κάμπο απ’ τα βροντερά τα πόδια των αλόγων –
με το χαλκό χτυπώντας τους• ο άρχοντας Ατρείδης
αδιάκοπα σκοτώνοντας εμψύχωνε τους Αργείους.

Όπως φωτιά ολέθρια σ’ ένα δάσος πέφτει (155)


και τη γυρίζει ο άνεμος παντού κι οι θάμνοι πέφτουν
σύρριζα, καθώς χτυπιούνται απ’ την ορμή της φλόγας,
έτσι απ’ του Αγαμέμνονα τα χέρια στη φευγάλα
Τρώων κεφάλια έπεφταν• και μακρόλαιμα πλήθος
άλογα στη μάχη έσερναν άδεια αμάξια (160)
ζητώντας τους ηνίοχους• όμως αυτοί στο χώμα
κείτονταν, χαρά των όρνιων παρά των γυναικών τους.

Αξιοπαρατήρητη είναι η παρομοίωση των στίχων 155-59, όπου ο Αγαμέμνονας


παρομοιάζεται με πύρινη λαίλαπα. Η παρομοίωση μάλιστα φαντάζει υπερβολική
καθώς «η φωτιά που προελαύνει σε ευρύ μέτωπο θα αποτελούσε καλύτερη
παρομοίωση για την επίθεση ολόκληρου του στρατού, κι όχι μόνο του
Αγαμέμνονα»98. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στους στίχους 297-8 και 305-9 της Λ',
όπου ο επιτιθέμενος Έκτορας με σίφουνα και καταιγίδα αντίστοιχα99. Ως εκ τούτου
προκύπτει ότι «τα φυσικά φαινόμενα προβάλλονται ως παραδείγματα απόλυτης
δύναμης»100.
Στη συνέχεια της αφήγησης, ο Δίας κρατάει τον Έκτορα μακριά από τη μάχη. Ενώ ο
Αγαμέμνονας εμψυχώνει τον στρατό των Αχαιών και συνεχίζει να κυνηγά και να

98
Bryan Hainsworth, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Γ', Αντώνης Ρεγκάκος
(επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 400.
99
Αυτόθι, σελ. 400.
100
Αυτόθι, σελ. 400.
φονεύει ανηλεώς τους Τρώες, μια ομάδα από αυτούς πλησιάζει τις πύλες της Τροίας
αφήνοντας το πεδίο της μάχης. Στους Τρώες επικρατεί τρόμος και σύγχυση. Εν τω
μεταξύ, ο Αγαμέμνονας συνεχίζει να καταδιώκει όποιον Τρώα βρει μπροστά του.

(172-177): Όμως αυτοί μεσοκαμπίς έφευγαν σαν γελάδες


που μες στης νύχτας την καρδιά τις κυνηγάει λιοντάρι
όλες μαζί, μα συμφορά τη μια μονάχα βρίσκει,
με τα γερά τα δόντια του όποιας το σβέρκο πιάσει (175)
ρουφήξει όλο το αίμα της και φάει τα σωθικά της•
έτσι ο Αγαμέμνονας ο ρήγας κυνηγούσε
σκοτώνοντας τον πιο στερνό• κι έτρεχαν εκείνοι.

Πάλι εδώ προβάλει η παρομοίωση του ήρωα με λιοντάρι. «Η παρομοίωση συνεχίζει


την εικόνα της πολεμικής οργής του Αγαμέμνονα που παρουσιάστηκε στους στ. 113-
5 και συνδυάζει δύο στοιχεία: ένα λιοντάρι τρομοκρατεί ένα κοπάδι βοδιών και
σκοτώνει βίαια ένα από αυτά»101. Πρέπει να τονιστεί ότι η παρομοίωση του ήρωα με
λιοντάρι φέρει ειδική σημασία. Το λιοντάρι είναι ο ‘βασιλιάς του ζωικού κόσμου’ και
θεωρείτο ανέκαθεν το πιο δυνατό ανάμεσα στα ζώα. Αυτό είναι το προφανές.
Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνείας που αποδίδει μιαν κάπως αιτιώδη
σχέση ανάμεσα στη δύναμη των άγριων ζώων και την πολεμική ορμή των ηρώων.

Ραψωδία Π΄: Πατρόκλεια ή Πατρόκλου αριστεία.

Σε αυτήν τη ραψωδία ο Πάτροκλος, φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, επιτίθεται


στους Τρώες. «Με τη συμμετοχή του Πατρόκλου στη μάχη, ο Αχιλλέας ελπίζει ότι θα
πάρουν κάποια ανάσα οι Αχαιοί, οι οποίοι έτσι, τιμώντας τον, θα του επιστρέψουν τη
Βρισηίδα μαζί με δώρα, δίχως ο ίδιος να υποταχθεί στον Αγαμέμνονα. Ο ήρωας
τελικά φαίνεται ότι επιθυμεί να εισπράξει την οφειλόμενη αποζημίωσή του από τους
Έλληνες και την αναγνώριση των άλλων [….]. Χρησιμοποιεί μάλιστα ως μέσο το

101
Αυτόθι, σελ. 403.
φίλο του, για να καρπωθεί ο ίδιος τις τιμές που ενδεχομένως θα προκύψουν από μία
ήττα των Τρώων».102
Όμως, παρά τις αυστηρές υποδείξεις του ήρωα και φίλου του όμως και παρασυρμένος
από τη νίκη του, προχωρεί ακάθεκτος προς τα τείχη της Τροίας. Ο θάνατός του από
το χέρι του Έκτορα είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένος. Εδώ ακριβώς ο ποιητής
αποδίδοντας αφροσύνη στην πολεμική έπαρση του ήρωα, συγχρόνως στοχάζεται το
εξής: «εάν ο Πάτροκλος είχε συμμορφωθεί με τη συμβουλή του Αχιλλέα, ίσως θα
μπορούσε να αποφύγει τη μαύρη μοίρα του θανάτου».103
Στον τρωικό μύθο, ο Αχιλλέας προορίζεται να σκοτωθεί, στην Ιλιάδα όμως αντ'
αυτού σκοτώνεται ο Πάτροκλος, ο οποίος λειτουργεί στο έπος σαν το είδωλο του
Αχιλλέα. Αυτή η αντικατάσταση προκύπτει από τη μεταφορά της πανοπλίας του ενός
στον άλλον. Έτσι, οι δύο ταυτότητες, οι δύο μοίρες εναλλάσσονται. Οι δύο φίλοι
μοιράζονται δηλαδή εξίσου τη ζωή και το θάνατο.104

(257): Κι αυτοί, με τον γενναίο Πάτροκλο μαζί, πάνοπλοι προχωρούσαν, ωσότου


εφόρμησαν στους Τρώες με φρόνημα ακατάβλητο.
Χύθηκαν πάνω τους σφήκες που φωλιάζουν στο πέρασμα
του δρόμου, εκεί που τα παιδιά πήραν συνήθειο να τις προκαλούν
με τα πειράγματά τους, έτσι που χτίσαν τη φωλιά μεσοστρατίς –
ανόητα παιδιά, αφού σ’ άλλους πολλούς φορτώνουν το κακό•
αν κάποιος τύχει περαστικός στον δρόμο τους, ανίσως άθελά του
τις κουνήσει, όλες μαζί αυτές ανυποχώρητες ορμούν
μπροστά πετώντας, να σώσουν τα μικρά τους•
266: με τέτοια δύναμη, ψυχή τότε οι Μυρμιδόνες
χιμούσαν απ’ τα πλοία τους, βοή άσβηστη είχαν.

Χαρακτηριστική είναι εδώ η παρομοίωση των Αχαιών με σφήκες. «Ο κύριος άξονας


της σύγκρισης δεν είναι ο αριθμός τους, αλλά οι διαθέσεις και οι κινήσεις τους»105.

102
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 191.
103
Αυτόθι, σελ. 131.
104
Αυτόθι, σελ. 128.
105
Richard Janko, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Δ', Αντώνης Ρεγκάκος
(επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 646.
Στους επόμενους στίχους θα δούμε τον Πάτροκλο να εμψυχώνει τους Αχαιούς και να
ορμά στα τρωικά καράβια. Όταν η μάχη θα ανάψει για τα καλά και το πεδίο της
δράσης μεταφερθεί στην ξηρά, ο ήρωας θα έχει αρχίσει ήδη την αριστεία του,
συνεχίζοντας να φονεύει ανηλεώς τους Τρώες.

Ο Πάτροκλος εμψυχώνει τους Αχαιούς:


Ο Πάτροκλος με δυνατή φωνή στους φίλους είπε:
«Του Πυλείδη Αχιλλέα σύντροφοι, Μυρμιδόνες
σταθείτε άντρες φίλοι μου, κρατήστε την αντρεία, (270)
το ρήγα να τιμήσουμε που μέσα στους Αργείους
είναι απ’ όλους πιο καλός και σύντροφος στη μάχη
κι ο ρήγας Αγαμέμνονας την τυφλά του να νιώσει,
πως διόλου δεν ετίμησε τον πρώτο απ’ τους Αργείους».
Έτσι είπε και ξεσήκωσε ψυχή, κουράγιο σ' όλους (275)
κι όλοι στους Τρώες όρμησαν• αντιλαλούσαν άγρια
με τις φωνές των Αχαιών όλα τα πλοία τότε.
Το δυνατό τον Πάτροκλο μόλις οι Τρώες είδαν,
τον ίδιο και το σύντροφο στα πλοία τους να λάμπουν,
τρομάρα όλοι ένιωσαν, σαλεύτηκαν οι τάξεις (280)
[……………………]
(284): Ο Πάτροκλος σφεντόνησε τ’ αστραφτερό κοντάρι
πρώτος στη μέση απέναντι, όπου πολλοί φοβούνταν, (285)
δίπλα στου Πρωτεσίλαου του αντρείου το καράβι,
και τον Πυραίχμη χτύπησε• Παίονες είχε φέρει
απ' τον πλατύ τον Αξιό, από την Αμυδώνα•
στο δεξιό τον ώμο τον βρήκε• ανάσκελα βογγώντας
στη γη κυλίστηκε αυτός, σκόρπισαν οι δικοί του, (290)
οι Παίονες• ο Πάτροκλος σκόρπισε φόβο σ’ όλους
τον αρχηγό σκοτώνοντας, που πρώτευε στις μάχες.
[……………………..]
(372) Ακολουθούσε ο Πάτροκλος προτρέποντας τους φίλους
κακό για Τρώες θέλοντας. Εκείνοι σκορπισμένοι
φωνάζοντας και φεύγοντας γέμισαν πια τους δρόμους•
ψηλά κάτω από τα σύννεφα η σκόνη απλωνόταν• (375)
από τα πλοία τ' άλογα τραβούσαν για την πόλη.
Ο Πάτροκλος όπου έβλεπε εχθρούς ανταριασμένους,
ορμούσε με φωνές εκεί•
[……………….. ]

Ο Πάτροκλος θα σκοτώσει πολλούς Τρώες, όπως τον Πρόνοο, τον Θέστορα, τον
Ερύαλο, τον Ερύμαντα, τον Αμφοτερό, κ.α., ενώ στο τέλος θα καταφέρει να φονεύσει
έναν σημαντικό ήρωα. Πρόκειται για τον Τρώα Σαρπηδόνα, ο οποίος έρχεται
δεύτερος σε πολεμική αρετή και ανδρεία μετά τον Έκτορα106.

(399): Πρώτο τότε τον Πρόνοο χτύπησε με κοντάρι,


που ήταν χωρίς ασπίδα, κι έκοψε την ορμή του• (400)
βρόντησε κάτω πέφτοντας. Στου Ήνωπου το τέκνο
Θέστορα όρμησε μετά• στο τορνευτό αμάξι
κουβαριασμένος έμεινε, γιατί τα είχε χάσει
κι είχε αφήσει τα λουριά• στη δεξιά μασέλα
από κοντά τον χτύπησε, τον πέρασε ως τα δόντια (405)
και έτσι τον ανάσυρε απ' του αμαξιού το γύρο•
[…….]
και μπρούμυτα τον έσπρωξε, ξεψύχησε πεσμένος. (410)
Του Ερύαλου την κεφαλή, καθώς αυτός ορμούσε,
με μια κοτρόνα χτύπησε, την έσχισε στη μέση
στο κράνος μέσα το βαρύ• μπρούμυτα αυτός στο χώμα
έπεσε• κι ήρθε ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.
Έπειτα στους Ερύμαντα, Αμφοτερό, Επάλτη, (415)
Τληπόλεμο, Πολύμηλο, Δαμαστορίδη Έχιο,
Ιφέα, Πύρη, Εύιππο απαντά ορμώντας
όλους αυτούς τους σώριασε στη γη την πολυθρόφα.
[Διάλογος Δία – Ήρας για την τύχη του Σαρπηδόνα……..]
(462): Όταν πλησίασαν λοιπόν ορμώντας αμοιβαία,

106
http://www.greek-
language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/crete/page_006.html
ο Πάτροκλος τον ξακουστό Θρασύμηλο , που ήταν
λαμπρός σύντροφος του ρήγα Σαρπηδόνα, στο κάτω
μέρος της κοιλιάς χτύπησε, έκοψε την ορμή του. (465)
Ο Σαρπηδόνας όρμησε, με το λαμπρό κοντάρι
ξαστόχησε και πλήγωσε μόνο στο δεξιό τον ώμο
τον Πήδασο, το άλογο• μούγκρισε ξεψυχώντας
εκείνο κι έπεσε στη γη και πέταξε η ψυχή του.

(477): Με το κοντάρι απέτυχε πάλι ο Σαρπηδόνας•


πέρασε απ' τον αριστερό του Πάτροκλου τον ώμο
η αιχμή, μα δεν τον βρήκε• ο Πάτροκλος κατόπι
με το κοντάρι όρμησε• δεν έριξε του κάκου• (480)
τον βρήκε όπου είναι η καρδιά ζωσμένη από τα σπλάχνα.
Σωριάστηκε όπως πέφτει βελανιδιά ή λεύκα
ή ένα μεγάλο πεύκο που μες στα όρη κόβουν
μάστορες με τα τσεκούρια τους, καρίνα να το κάνουν•
έτσι αυτός ξαπλώθηκε μπρος στ’ άλογα, στ' αμάξι (485)
[…………………..]
Στους στίχους 508-586 γίνεται μία σκληρή μάχη ανάμεσα σε Αχαιούς– Τρώες γύρω
από τον νεκρό Σαρπηδόνα. Ακολούθησε βέβαια μεγάλη μάχη για την κατοχή των
όπλων του.

Ο Πάτροκλος εκδικείται το θάνατο του φίλου του Επειγέα.


(581): Πικράθηκε βαθιά ο Πάτροκλος, βλέποντας τον εταίρο του νεκρό,
κι όρμησε μέσα απ’ τους προμάχους, μοιάζοντας με γοργό γεράκι,
που τρέπει σε φυγή ψαρόνια ή καλιακούδες• παρόμοιος,
Πάτροκλε καβαλάρη, πέφτεις κι εσύ ορμητικός επάνω στους Λυκίους
και στους Τρώες, παθιασμένος για του συντρόφου τον χαμό.
Ρίχτηκε αμέσως στον Σθενέλαο, αγαπημένο γιο του Ιθαιμένη,
και με βαρύ λιθάρι τον χτυπά στον σβέρκο, κόβοντας
τα νεύρα – υποχωρούν οι πρόμαχοι μπροστά του κι ο μέγας Έκτωρ.
[………………….]
(685): Στο μεταξύ ο Πάτροκλος, προστάζοντας τον Αυτομέδοντα
και τ’ άλογα, πήρε να κυνηγά Λυκίους και Τρώες –
μωρός, που ο νους του ψήλωσε• ανίσως φύλαγε
του Αχιλλέα την εντολή, μπορεί να γλίτωνε από τη μαύρη
μοίρα του θανάτου. Όμως απ’ των θνητών πιο πάνω πάντα
στέκουν οι βουλές του Δία• και τον γενναίο ακόμη
σε φυγή τον τρέπει, του παίρνει μέσα απ’ τα χέρια του τη νίκη,
(690) κι άλλοτε πάλι τον εξωθεί ν’ αγωνιστεί. Αυτός και τότε
ξανάζεψε την ορμή στα στήθη του Πατρόκλου.
Οπότε, Πάτροκλε, ποιος ήταν πρώτος και ποιος ύστερος
που σκότωσες, αφότου οι θεοί σε κάλεσαν στον θάνατό σου.
Πρώτα τον Άδραστο, τον Έχεκλο και τον Αυτόνοο,
τον Πέριμο, τον γιο του Μέγα, Μελάνιππο κι Επίστορα,
μετά τον Έλασο, τον Μούλιο, τον Πυλάρτη –
αυτούς σκοτώνει• οι άλλοι, ο καθένας βλέποντας,
το έβαλαν στα πόδια.
Θα την πατούσαν τότε την Τροία την υψίπυλη
οι γιοι των Αχαιών, με του Πατρόκλου την ορμή,
(700) που ξέφρενος ακόντιζε τριγύρω, αν ο Απόλλων Φοίβος,
στημένος πάνω στον καλοχτισμένο πύργο, τους Τρώες
συντρέχοντας, δεν αποφάσιζε τον όλεθρό του.

Στη συνέχεια, ο Απόλλωνας προτρέπει τον Πάτροκλο να γυρίσει πίσω ο οποίος και
φοβάται τότε τον θεό, ενώ προτρέπει τον Έκτορα να επιτεθεί στον Πάτροκλο. Εν τω
μεταξύ ο Πάτροκλος σκοτώνει τον ηνίοχο του Έκτορα, τον Κεβριόνη. Στο τέλος ο
Πάτροκλος φονεύεται από τον Έκτορα.

Ραψωδία Ρ΄, Μενελάου αριστεία

Πώς ορεσίτροφο λιοντάρι που εμπιστεύεται τη ρώμη του, (60)


πέφτει την ώρα της βοσκής σ’ ένα κοπάδι με γελάδια,
κι αρπάζει το καλύτερο• το πιάνει πρώτα στα γερά του δόντια
τσακίζοντας τον σβέρκο του, μετά ρουφάει το αίμα του
και τρώει σπαράσσοντας τα σωθικά του, ενώ το τριγυρίζουν
τα σκυλιά κι οι φύλακες βοσκοί, που το χουγιάζουν από κάποια
απόσταση, μη θέλοντας να βγουν μπροστά, γιατί τους συγκρατεί
φόβος χλωρός• όμοια κι αυτοί, κανείς τους δεν τολμούσε
ν’ αντικριστεί με τον γενναίο Μενέλαο.
(70) Και θα μπορούσε εύκολα τα τιμημένα όπλα του Εύφορβου
να τα σηκώσει, αν ο Απόλλων δεν τον έκοβε, ο Φοίβος,
από φθόνο, πάνω του σπρώχνοντας τον Έκτορα, γοργόν
ωσάν τον Άρη, παίρνοντας τη μορφή του Μέντη,
του ηγεμόνα των Κικόνων. Φωνάζοντας τον ξεσηκώνει
ο θεός, και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά :
[……………………..]
Έκανε ο Μενέλαος πίσω, εγκαταλείποντας το σώμα του νεκρού,
το βλέμμα περιστρέφοντας, ωσάν λιοντάρι με την πλούσια χαίτη,
(110) όταν ξωμάχοι και σκυλιά με ρόπαλα και με φωνές το διώχνουν
απ’ τη στάνη, παγώνει τότε μέσα του η θαρραλέα καρδιά,
κι άθελα αφήνει το μαντρί• παρόμοια κι ο ξανθός Μενέλαος
άφησε φεύγοντας τον Πάτροκλο, και μόνον όταν έφτασε
στο πλήθος των δικών του, κάνει στροφή και στάθηκε,
ψάχνοντας για τον γιο του Τελαμώνα, τον μέγα Αίαντα.
[…………………………….]

Ο Όμηρος διαρθρώνει τις επιμέρους μονομαχίες κατά το πρότυπο των συγκρούσεων


μεταξύ των ζώων στην τέχνη, ενώ επαναλαμβάνει διαρκώς στο ακροατήριό του μέσω
εκτενών παρομοιώσεων πως οι θνητοί πολεμιστές ενεργούν ή αισθάνονται σαν άγρια
ζώα. Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτεται μία υπόρρητη κτηνωδία που χαρακτηρίζει
τους ήρωες του έπους. Όπως ακριβώς το λιοντάρι συμβολίζει την επιτυχή έκβαση του
πολέμου ή του κυνηγιού, έτσι και στο έπος οι σημαντικοί ήρωες τη στιγμή που η
ανδρεία τους κορυφώνεται παρομοιάζονται με λέοντες107. Όπως προαναφέρθηκε
υποβάλλεται εμμέσως μία σύνδεση ανάμεσα στη δύναμη των ηρώων και τη δύναμη
των άγριων ζώων.

107
Seth L. Schein, Ο θνητός ήρωας: Εισαγωγή στην Ιλιάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2007, σελ. 107.
Ο θυμός του Αχιλλέα

Όπως έχει ήδη ειπωθεί, ο θυμός εντάσσεται στα ψυχικά στοιχεία της παλικαριάς του
ήρωα. Ο θυμός εκδηλώνεται κυρίως όταν θίγεται η τιμή του ήρωα. Πρέπει να επίσης
να επισημανθεί ότι πρόκειται για το «πιο δυνατό πάθος της ψυχής, που ενεργοποιεί
όλες τις σωματικές δυνάμεις του ανθρώπου», συνεπώς, «όσο πιο μεγάλος είναι ο
ήρωας τόσο πιο φοβερός και ο θυμός του. Δε θα ήταν υπερβολή να ονομάσουμε τον
θυμό ‘ηρωικό πάθος’».108 Όπως είναι γνωστό, το προοίμιο της Ιλιάδας αρχίζει με το
θυμό του Αχιλλέα.

Το έπος ξεκινά με το θυμό του Αχιλλέα, η λέξη μήνις μάλιστα είναι η πρώτη λέξη του
έπους, πράγμα που φανερώνει την ιδιαίτερη σημασία που έχει αυτή η μήνις για όλο
το έπος και την εξέλιξη της πλοκής. «Η μήνις, την οποία πρόκειται να τραγουδήσει η
θεά, διατρέχει όλο το ποίημα και θα καθορίσει τη μοίρα της Τροίας. Την προκάλεσε ο
Αγαμέμνονας, ο οποίος χωρίς λόγο προσέβαλε τον Αχιλλέα, αλλά και ο ίδιος ο
Αχιλλέας, ο οποίος δεν διακρίνεται από λεπτότητα στη στάση του προς τον αρχηγό
της εκστρατείας, ενώ αποδεικνύεται υπέρμετρα πεισματικός στην προάσπιση της
προσωπικής του τιμής, εις βάρος των συμπολεμιστών του»109. Ο θυμός του Αχιλλέα
θα έχει ολέθριες συνέπειες και για τον στρατό των Αχαιών110.

Ραψωδία Α΄
Τραγούδησέ μου το θυμό του Αχιλλέα
εκείνον τον ολέθριο, που πίκρες στους Αργείους
πολλές προκάλεσε, ψυχές ξαπόστειλε στον Άδη
αντρειωμένων άπειρες, σε σκύλους τα κορμιά τους,
σ' όρνια έριξε – του Δία το θέλημα γινόταν –,
αφότου πρωτομάλωσαν και χώρισαν οι δυο τους, ο γιος του Ατρέα, στρατηγός, κι ο
άξιος Αχιλλέας. (1-7)

108
Ηλίας Θ. Κωτόπουλος, Η διαβάθμιση της παλικαριάς στην Ιλιάδα, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 13.
109
G. S. Kirk, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Α', (επιμ.) Αντώνης Ρεγκάκος,
Δανιήλ Ιακώβ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 140.
110
Αυτόθι, σελ. 141.
Η μήνις, η οργή που αισθάνεται ο Αχιλλέας πρώτον απέναντι στον Αγαμέμνονα,
ύστερα απέναντι στον Έκτορα και στους Τρώες έχει μία ιδιομορφία. Η μήνις σε
γενικές γραμμές χρησιμοποιείται στο έπος και την αρχαϊκή ποίηση για να δηλώσει τη
θεϊκή οργή μία οργή την οποία οι άνθρωποι όχι μόνο τη φοβούνται αλλά και την
αποφεύγουν. Η μήνις είναι μία εκδικητική οργή που επιφέρει ολέθριες συνέπειες,
είναι μία οργή που φέρει ιερή διάσταση. Ο Αχιλλέας βέβαια μπορεί και διαθέτει
μήνιν, αυτόν τον ιερό θυμό, αφού η καταγωγή του είναι διφυής, μιας και έχει θνητό
πατέρα και θεά μητέρα.111

Ο Αχιλλέας διαπληκτίζεται στη συνέλευση των Αχαιών με τον Αγαμέμνονα. Στους


στίχους 188-222 περιγράφονται οι διαλογισμοί του Αχιλλέα, ο οποίος σκέφτεται να
φονεύσει τον Αγαμέμνονα, και η εμφάνιση της Αθηνάς, ενώ στους στίχους 201-222
ο διάλογος Αχιλλέα με τη θεά.

Έτσι είπε (ο Αγαμέμνονας). Και συγχύστηκε ο Αχιλλέας τότε•


στα δασιά στήθη του η ψυχή διπλά διαλογιζόταν,
το κοφτερό του το σπαθί να σύρει απ’ το μερί του, (190)
να τους σκορπίσει όλους τους, να σφάξει τον Ατρείδη
ή να κρατήσει την οργή και το θυμό να πνίξει.

Εδώ φαίνεται το αποτέλεσμα που έχουν τα βαριά λόγια του Αγαμέμνονα στην ψυχή
του Αχιλλέα. «Ο ισόθεος ήρωας είναι πολύ νέος, μόλις πέρασε την εφηβεία του, γι’
αυτό και είναι πολύ ευερέθιστος και οξύθυμος• ισχυρός και γενναίος πολεμιστής,
τολμηρός και υπερήφανος άνθρωπος δεν ανέχεται τις προσβολές• είναι ακόμη φύση
απλή, που εύκολα παραδίδεται στα πάθη της οργής και του θυμού».112
Απέναντι στον Αχιλλέα ορθώνεται ένας διμέτωπος αγώνας, δηλαδή εσωτερικός κι
εξωτερικός ταυτόχρονα, καθώς ο ήρωας πρέπει να αντιπαλέψει από τη μία μεριά το
εσωτερικό πάθος του θυμού, της οργής που φτάνει στη φιλονικία, και από την άλλη

111
Seth L. Schein, Ο θνητός ήρωας: Εισαγωγή στην Ιλιάδα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2007, σελ. 121-122.
112
Σωτήριος Α. Γεωργίου, Ο Αχιλλέας του Ομήρου, εκδόσεις Γρήγορη, Αθήνα 2004, σελ. 34.
έναν πραγματικό εξωτερικό εχθρό, το βασιλιά και αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα• ο
ήρωας δηλαδή θα πρέπει να φανεί εξίσου γενναίος στην ψυχή και στο σώμα.113

Καθώς στο νου και την ψυχή αυτά διαλογιζόταν


κι από τη θήκη έσερνε το μακρουλό σπαθί του,
η Αθηνά απ’ τον ουρανό ήρθε• την είχε στείλει
η Ήρα, που αγαπούσε, νοιαζόταν και τους δύο• (195)
στάθηκε πίσω κι έπιασε τ’ ολόξανθα μαλλιά του•
μόνο αυτός την έβλεπε, κανένας απ’ τους άλλους.
Ο Αχιλλέας τά ’χασε, γύρισε πίσω κι είδε
την Αθηνά• τα μάτια της φριχτή έβγαζαν λάμψη.
Και λόγια ανεμάρπαστα μιλώντας τότε είπε: (200)
«Να ’ρθείς τι σ’ έκαμε, τέκνο του ασπιδοφόρου Δία;
Μήπως του Αγαμέμνονα να δεις την αδικία;
Μα κάτι τώρα θα σου πω κι ό, τι θα πω θα γίνει:
γι’ αυτήν την ξιπασιά γοργά θα χάσει τη ζωή του».
Η γλαυκομάτα Αθηνά του είπε απαντώντας: (205)
«Για να σου πάψω την οργή, αν ίσως με ακούσεις,
ήρθα από τον ουρανό• με έστειλε η Ήρα,
που και τους δυο σας αγαπά, σας νοιάζεται η ψυχή της.
Έλα και πάψε την οργή, μη σέρνεις το σπαθί σου.
Αλλά με λόγια βρίσε τον, όπως και θα το κάνεις. (210)
Ωστόσο τώρα θα σου πω και σίγουρα θα γίνει:
Καπότε τρίδιπλα λαμπρά δώρα θα σου χαρίσουν
γι’ αυτήν εδώ την προσβολή. Κρατήσου, άκουσέ μας.»
Γύρισε ο γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας κι είπε:
«Πρέπει να σεβαστώ, θεά, το λόγο και των δυο σας, (215)
κι ας έχω τόση την οργή• πιο καλά έτσι είναι•
αυτόν που ακούει τους θεούς κι εκείνοι εισακούουν.»
Στην ασημένια τη λαβή βαριά το χέρι πήγε,
το μακρουλό το ξίφος του ξανάσπρωξε στη θήκη
κι υπάκουσε στην Αθηνά• στον Όλυμπο εκείνη (220)

113
Αυτόθι, σελ. 28.
στου Δία τα ανάκτορα προς τους θεούς τραβούσε.

Η Αθηνά σαφέστατα «ενσαρκώνει την έσχατη απόφαση του ήρωα να μην


προχωρήσει περισσότερο, μολονότι στους στίχους 216-18 ο ήρωας φαίνεται να
υποχωρεί μάλλον μπροστά στη θεϊκή της φύση, παρά μπροστά στα επιχειρήματά της
[…]. Αναμφίβολα η θεά αντικατοπτρίζει ως έναν βαθμό τον κώδικα της ορθόδοξης
συμπεριφοράς – την αρχή της τάξης που οι θεοί ενθαρρύνουν και υποστηρίζουν για
τους ανθρώπους – στον οποίο τελικά υποτάσσεται ο ήρωας. Η θεά όμως ενεργεί
ταυτόχρονα και ως άτομο που παρεμβαίνει στην πραγματική ροή των γεγονότων».114

Στους στίχους 202-5, σύμφωνα με τα σχόλια του Kirk, «ο Αχιλλέας δεν φαίνεται να
εκπλήσσεται, αλλά ξεσπά αγανακτισμένος σ’ έναν σύντομο λόγο, στον οποίο πολύ
χαρακτηριστικά υποθέτει ότι αιτία για την εμφάνιση της Αθηνάς στάθηκε η
σκανδαλώδης συμπεριφορά του βασιλιά και όχι κάποιο δικό του σφάλμα».115Εδώ
δηλαδή, ο Αχιλλέας αγανακτεί αρχικά με την εμφάνιση της θεάς, επιβεβαιώνοντας
έτσι το θυμώδες του χαρακτήρος του. Επιπλέον, η φαινομενική άγνοια του
σφάλματός του είναι δείκτης του υψηλού αισθήματος τιμής που έχει ο ήρωας. Αυτό
ακριβώς το αίσθημα τιμής είναι που προσβλήθηκε βαριά.

Ο Αγαμέμνονας καταφέρνει τελικά να αφαιρέσει τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα. Έτσι,


στους στίχους 345 και εξής, ο πιστός φίλος του Αχιλλέα, ο Πάτροκλος, είναι αυτός
που παίρνει την κόρη από τη σκηνή τους και την οδηγεί στη σκηνή του Αγαμέμνονα.

Έτσι είπε• και ο Πάτροκλος ακούγοντας το φίλο


τη Βρισηίδα έβγαλε κι έδωσε να την πάνε.
Στα πλοία πια των Αχαιών τραβούσαν πάλι εκείνοι•
κι αθέλητά της πήγαινε αυτή. Ο Αχιλλέας
απ’ τους συντρόφους μακριά κάθισε δακρυσμένος
στην ακτή, την απέραντη θάλασσα θωρώντας•

Ο Αχιλλέας είναι, όπως έχει ήδη φανεί ικανοποιητικώς, ένας ήρωας με έντονα
συναισθήματα. Έτσι τώρα τον βλέπουμε να κάθεται στην ακροθαλασσιά και να

114
G. S. Kirk, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Α', (επιμ.) Αντώνης Ρεγκάκος,
Δανιήλ Ιακώβ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 169.
115
Αυτόθι, σελ. 171.
κλαίει. Η τοποθέτησή του ήρωα στη θάλασσα δεν είναι τυχαία, αφού στη συνέχεια
πρόκειται να επικαλεστεί τη μητέρα, τη θεά Θέτιδα, που ήταν θαλάσσια θεότητα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ο προορισμός του Αχιλλέα, δεν είναι η στέρηση της
τιμής και αποχή από τη μάχη, αλλά η ανδρεία και η δόξα. Ο Αχιλλέας θα κερδίσει
άφθιτον κλέος ως εξής. Αρνούμενος τιμές, δώρα και φιλότητα, επιστρέφει στη μάχη,
για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, την προσβεβλημένη δική του τιμή και για να
εκδικηθεί το θάνατο του φίλου του Πατρόκλου.116

Ραψωδία Φ΄: Μάχη παραποτάμιος


Ο χαρακτήρας του Αχιλλέα δεν προβάλει μόνον από τη λογομαχία του με τον
Αγαμέμνονα, αλλά και από τη συμπεριφορά του στη μάχη. Γι’ αυτόν το λόγο θα
παρατεθούν ενδεικτικά μερικά αποσπάσματα από την Φ΄ και την Ψ΄. Στη ραψωδία
Φ΄, στους στίχους 11-20, ο Αχιλλέας, έχοντας αποβάλει πια το θυμό του, λαμβάνει
μέρος στην παραποτάμια μάχη, δίπλα στα πλοία των Αχαιών. Η οργή του είναι
έκδηλη.

(11) Πώς σμάρι ακρίδες, για να γλιτώσουν τη ριπή της φλόγας,


ρίχνονται τρομαγμένες στο ποτάμι, ενώ κορώνει ακάματη
η φωτιά που φούντωσε στα ξαφνικά, κι αυτές ζαρώνουν
μέσα στο νερό, έτσι, μπροστά στου Αχιλλέα το μένος,
στα βοερά, βαθιά νερά του πολυστρόβιλου Σκαμάνδρου
ανάκατα στοιβάζονταν άλογα κι άντρες.
Εκείνος τότε θεογέννητος, το δόρυ του άφησε στην όχθη,
ακουμπισμένο στ’ αρμυρίκια, και μέσα πήδηξε, σαν θείος
δαίμονας, μόνο με το σπαθί, στο νου του έχοντας έργα φριχτά.
(20) Πήρε ολόγυρά του να χτυπά, κι απαίσιο ουρλιαχτό σηκώθηκε,
καθώς το ξίφος του πετσόκοβε – από το αίμα το νερό πορφύρωσε.

Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,


116

Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 259.


Ραψωδία Χ΄: Έκτορος αναίρεσις
Όπως φαίνεται και από τον τίτλο που οι αρχαίοι φιλόλογοι απέδωσαν στην ραψωδία,
σε αυτό το τμήμα του έπους περιμένει κανείς να δει βέβαια το θάνατο του Έκτορα
από το χέρι του Αχιλλέα. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο ήρωας νιώθει ανάμεικτα
συναισθήματα θυμού και θλίψης για το χαμό του φίλου του, έτσι, ο Αχιλλέας δεν
μπορεί να αφήσει ατιμώρητο τον υπεύθυνο για το θάνατο του Πατρόκλου, δηλαδή
τον Έκτορα. Ο διάλογος Αχιλλέα – Απόλλωνα που ακολουθεί δείχνει με ενάργεια τον
θυμώδη χαρακτήρα του ήρωα και το ήθος του.

Τότε κι ο Φοίβος γύρισε στον Αχιλλέα μιλώντας:


«Γιέ του Πηλέα, τί με κυνηγάς, με τα γοργά
ποδάρια σου, θνητός εσύ, έναν αθάνατο ;
(10) Δεν πήρες είδηση πως είμαι εγώ θεός, και μολαταύτα
ξέφρενος με πήρες στο κατόπιν ; Ή μήπως πια
δεν σ’ ενδιαφέρει η μάχη με τους Τρώες, αυτούς
που ως τώρα κυνηγούσες ;
Εκείνοι τρύπωσαν στο κάστρο, όμως εσύ βρίσκεσαι εδώ,
απόμακρος. Πάντως δεν γίνεται κι εμένα να σκοτώσεις•
θνητός εγώ δεν είμαι.»
Απάντησε ο Αχιλλέας ωκύποδος, βαρυγκομώντας :
«Μ’ έβλαψες, Εκηβόλε, απ’ όλους ο πιο δόλιος θεός εσύ.
Από τα τείχη τώρα με ξεστράτισες, αλλιώς πολλοί
θα δάγκωναν το χώμα, προτού να φτάσουνε στο κάστρο.
Μέσα απ’ τα χέρια μου άρπαξες την πιο μεγάλη δόξα,
κι εύκολα αυτούς τους γλίτωσες, δίχως τον φόβο
καν μελλοντικής εκδίκησης. Που θα μπορούσα
(20) να σ’ εκδικηθώ, αν είχα ανάλογη μ’ εσένα δύναμη.»
Είπε, και πήρε, μ’ έπαρση μεγάλη, τον δρόμο πάλι
προς την πόλη, ορμητικός σαν άλογο αεθλοφόρο,
που πίσω του τραβά το αμάξι, γρήγορα κι εύκολα
καλπάζοντας στον κάμπο• έτσι κι ο Αχιλλέας γοργά
τα πόδια και τα γόνατά του κυβερνούσε.
…………………………
Στους στίχους 15-20, θα έλεγε κανείς ότι ο Αχιλλέας συμπεριφέρεται με αλαζονεία.
Σύμφωνα με τα αρχαία σχόλια όμως εδώ δεν πρόκειται για αλαζονεία• αντιθέτως, ο
ήρωας επιδεικνύει μεγαλοφροσύνη. «Είναι χαρακτηριστικό αυτού του ήρωα ότι,
ακόμα και όταν αντιμετωπίζει τον Απόλλωνα ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τη δόξα
(στιχ. 18) και την εκδίκηση (στιχ. 20)», ενώ «η προθυμία του να αψηφήσει τον
Απόλλωνα έρχεται σε αντίθεση με την αμηχανία και του Διομήδη και του Πατρόκλου
μπροστά σ' αυτόν τον θεό (Ε΄ 443-4, Π΄ 710-11)». 117

Ο Έκτορας περιμένει τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της πόλεως.

(93) Πως ένα φίδι του βουνού παραμονεύει κάποιον μέσα


απ’ την κρυψώνα του, έχοντας βότανα φαρμακερά
καταβροχθίσει, κι απ’ τη χολή του ξαναμμένο, με μάτι
αγριεμένο, βλέπει κι ελίσσεται τριγύρω απ’ τη φωλιά του•
έτσι κι ο Έκτορας, δεν έλεγε με τίποτε να κάνει πίσω.

Στη συνέχεια ακολουθεί ο μονόλογος του Έκτορα, ένας εκτενής και περίπλοκος
μονόλογος, όπου παρουσιάζονται οι διαλογισμοί Έκτορος περί τιμής (στιχ. 98-130)•
πρόκειται για ένα χωρίο που εκπλήσσει τον αναγνώστη ή ακροατή, όπου ο
αποφασισμένος ήρωας νιώθει φόβο μπροστά στον Αχιλλέα και αμφιταλαντεύεται,
δείχνοντας την εσωτερική του σύγκρουση, καταλήγοντας σ’ ένα απεγνωσμένο
θάρρος.118

Ο Αχιλλέας ορμά στον Έκτορα και τον καταδιώκει.


(131) Στο μεταξύ φτάνει πολύ κοντά κι ο Αχιλλέας,
ίδιος ο Άρης, κορυθαίολος πολέμαρχος.
Στον ώμο τον δεξή κραδαίνοντας το απειλητικό του δόρυ,
φράξινο, πηλιορείτικο• έλαμπε γύρω του ο χαλκός –
φλόγα που λαμπαδιάζει, σαν ήλιος ανατέλλοντας.
Τον είδε ο Έκτωρ, και τον έκοψε μεγάλος τρόμος,
δεν άντεξε να μείνει, άφησε πίσω του τις πύλες, πήρε
117
Nicholas Richardson, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. ΣΤ', Αντώνης
Ρεγκάκος (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 224.
118
Αυτόθι, 236-237.
να τρέχει φεύγοντας.
Όρμησε όμως του Πηλέα ο γιος, με πόδια φτερωμένα.
Σαν το γεράκι, το πιο γρήγορο πετούμενο, πέφτοντας
(140) ανεμπόδιστο σε περιστέρα τρομαγμένη, που πάει
να του ξεφύγει, όμως αυτό την κυνηγά στριγκλίζοντας,
στιγμή δεν σταματά την έφοδο, γιατί έβαλε σκοπό
να τη στριμώξει• παρόμοια εκείνος ξέφρενος χυμούσε –
ο Έκτορας στο μεταξύ, κάτω απ’ της Τροίας τα τείχη,
έφευγε τώρα με τα γρήγορά του πόδια.
[……………………………………………………]
«Εδώ ο ερχομός του Αχιλλέα εμπνέει τρόμο, ειδικά εξαιτίας του φονικού δόρατος
που κραδαίνει»119, ενώ ο ίδιος «παρομοιάζεται με γεράκι που κυνηγά από κοντά ένα
περιστέρι».120

(162) Πως τα μονώνυχα, αεθλοφόρα άλογα, ακάθεκτα


καλπάζουν, γύρω στα τέρματα, να πάρει όποιος νικήσει
το έπαθλο, τρίποδα ή γυναίκα σκλάβα, σ’ αγώνα
για σπουδαίο νεκρό• έτσι κι αυτοί τό ’φεραν γύρο τρεις φορές
το κάστρο του Πριάμου, τρέχοντας.

Αυτή η παρομοίωση με τους ίππους ενισχύσει την αφήγηση προβάλλοντας


εντονότερα «τη σπουδαιότητα του βραβείου, την ταχύτητα των αλόγων και κατά
συνέπεια τους επαναλαμβανόμενους ‘γύρους’ της ιπποδρομίας»121, ενώ «το έπαθλο
εδώ δεν είναι συνηθισμένο: είναι η ίδια η ζωή του Έκτορα».122 Ο θάνατος του
Έκτορα πλησιάζει, έχει ήδη δρομολογηθεί. Όμως ο ήρωας εν τέλει δεν θα στερηθεί
παρόλα αυτά το κλέος. Ο Έκτορας τελικά «κερδίζει αθάνατο κλέος, το οποίο θα
συντηρείται και θα διαιωνίζεται με το σήμα του. Όμως το κλέος του τρωαδίτη ήρωα
προϋποθέτει το θάνατό του εντός του έπους».123

119
Nicholas Richardson, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. ΣΤ', Αντώνης
Ρεγκάκος (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 242.
120
Αυτόθι, 243.
121
Αυτόθι, 247.
122
Αυτόθι, 246.
123
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 259.
Ραψωδία Ω΄: στίχοι 1-20
Εδώ, όπως ακριβώς και στην Ψ΄, στους στίχους 60-64, ο Αχιλλέας ξαγρυπνά με την
σκέψη του Πατρόκλου. Δεν δείχνει κανένα απολύτως ενδιαφέρον για την σωματική
του υγεία, δηλαδή για τις τροφές και τον ύπνο, ενώ αργά τη νύχτα τριγυρίζει
στ’ακρογιάλι μέχρι την αυγή. Η θλίψη του για το χαμό του φίλου του είναι μεγάλη
και ο πόνος του αγιάτρευτος. Έτσι ο ήρωας προβαίνει ύστερα στη σκύλευση της
σορού του Έκτορα, για να ελαφρύνει τον πόνο του.

Λύθηκε η σύναξη, κι οι άνδρες σκόρπισαν γυρίζοντας


στα γρήγορά τους πλοία, όπου εφρόντισαν το δείπνο
να χαρούν και τον γλυκό τους ύπνο. Ο Αχιλλέας όμως
άγρυπνος θρηνούσε, τον ακριβό του φίλο φέρνοντας
στον νου του, πανίσχυρος ο ύπνος δεν έλεγε
να τον δαμάσει, στο στρώμα του στριφογυρνούσε,
τον Πάτροκλο ποθώντας, τη νιότη και τη λεβεντιά του,
όσα κατόρθωσαν μαζί μετρώντας, όσα υπέφεραν μαζί,
πάνδεινα του πολέμου, κύματα πελαγίσια.
Αυτά θυμόταν πλαγιασμένος, κι έτρεχε θαλερό
(10) το δάκρυ, άλλοτε ανάσκελα, άλλοτε πίστομα
γυρίζοντας. Κάποτε γυρίζοντας ορθός πετάγονταν και ξέφρενος
πήγαινε κι έρχονταν στο περιγιάλι.
Η κάθε μέρα ξημερώνοντας τον έβρισκε στο πόδι,
την αμμουδιά φωτίζοντας και την ακτή. Και τότε εκείνος
στο άρμα του έζευε τα ωκύποδα άλογα, έδενε πίσω του
τον Έκτορα, τον έσερνε στο χώμα, τρεις γύρους έκανε
γύρω στο σήμα του Πατρόκλου, ύστερα στη σκηνή γυρνούσε,
κι αυτόν τον παρατούσε μπρούμυτο στη σκόνη απλωμένο.
Ο Απόλλων όμως απομάκρυνε την κάθε βλάβη απ’ το κορμί του,
τον Έκτορα πονώντας ακόμη και νεκρό• μ’ ολόχρυση
(20) αιγίδα σκέπαζε ολόκληρο το σώμα, να μη γδαρθεί με τον διασυρμό.
Όσο με λύσσα αυτός ασκήμιζε τον θείο Έκτορα,
βλέποντας τον σπλαχνίστηκαν οι μάκαρες θεοί,
τον άγρυπνο Αργοφονιά παρακινώντας να τον κλέψει.
Στους στίχους 6-8, φαίνεται ένας διαφορετικός Αχιλλέας από τον συνηθισμένο, ο
οποίος θυμάται με νοσταλγία το φίλο του και όλα όσα πέρασαν μαζί. «Μέχρι τον
στίχο 11 η περιγραφή φαίνεται να αναφέρεται σε μία μόνο νύχτα, αλλά τα
επαναληπτικά ρήματα των στίχων 12-17 περιγράφουν προφανώς τις πράξεις του
Αχιλλέα κατά τη διάρκεια πολλών νυκτών».124 Φαίνεται δηλαδή ότι ο ήρωας
παρουσιάζει αυτήν τη συμπεριφορά κατ’ εξακολούθησιν, γεγονός που συνάδει με το
επίμονο του χαρακτήρος του. Ο Αχιλλέας διαθέτει μίαν ιδιότυπη επιμονή είτε
πρόκειται για το πεδίο της μάχης, το θυμό του, ή ακόμα και τη λύπη του, όπως εδώ.
Όσον αφορά τους στίχους 12-13, μπορεί κανείς να παρατηρήσει το εξής. «Αυτή η
μοναχική και ακατάπαυστη δραστηριότητα του Αχιλλέα, που βαδίζει πέρα δώθε στην
ακρογιαλιά, είναι χαρακτηριστική του ανήσυχου πνεύματός του», πράγμα που
συνάδει με τη συμπεριφορά του ήρωα στα χωρία Ψ΄ 59-61, Ψ΄ 218-28, «όπου ο
Αχιλλέας κινείται ακατάπαυστα όλη τη νύχτα δίπλα στην πυρά του Πάτροκλου, μέχρι
που έρχεται η αυγή και απλώνει το φως της πάνω από τη θάλασσα».125 Βέβαια το
τέλος του χωρίου, λήγει με τη σκύλευση του σώματος του Έκτορα. Ο θυμός του
ήρωας δηλαδή δεν έχει ακόμα καταλαγιάσει, πράγμα που επιβεβαιώνει το επίμονο
του χαρακτήρος του.

124
Nicholas Richardson, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. ΣΤ', Αντώνης
Ρεγκάκος (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 439.
125
Αυτόθι, σελ. 439.
3. Το ηρωικό στοιχείο στον Orlando Furioso

3.1. Εισαγωγή στον Orlando Furioso

Ο Orlando Furioso, όπως έχει ήδη ειπωθεί στην εισαγωγή της παρούσης εργασίας,
είναι ένα μακροσκελές ποιητικό έργο που παρουσιάζει τους πολέμους του βασιλιά
Καρλομάγνου εναντίον των Σαρακηνών Οθωμανών. Πρόκειται για «ένα κείμενο που
προσφερόταν στο κοινό με το χάρισμα των μεγάλων κλασσικών έργων, ένα έργο που
μπορεί να συγκριθεί με τις μεγαλύτερες στιγμές της εποποιίας, όπως είναι δηλαδή τα
ομηρικά ποιήματα ή η Αινειάδα».126 Ο Orlando είναι ένα έργο που συνδέεται με την
προγενέστερη ποίηση, το οποίο εκφράζει σύγχρονες και παλαιές αξίες. Αφού όπως
παρατηρεί άλλωστε και ο ίδιος ο De Sanctis, «ο Αριόστο διαθέτει μία ποιητική
αυτοσυνειδησία, θεωρεί ότι το συγγραφικό του έργο είναι καλλιτεχνικά σοβαρό,
όπως ακριβώς συμβαίνει με το έργο των μεγάλων μορφών, δηλαδή του Ομήρου, του
Βιργιλίου ή του Δάντη.127 Δηλαδή ο Αριόστο συνδέεται σαφέστατα με τις μεγάλες
λογοτεχνικές μορφές του παρελθόντος.

Η σύγκριση του Orlando με τα προγενέστερα σημαντικά έπη της παράδοσης όμως δε


σταματά εδώ. Η κριτική ποτέ δεν έπαψε να ανακαλύπτει νέες ερμηνείες και πτυχές
του έργου. Σύμφωνα με τη δήλωση του Βολτέρου: «Αυτό το ποίημα είναι η Ιλιάδα, η
Οδύσσεια κι ο Δον Κιχώτης μαζί». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία σύνθεση
ενός περιπετειώδους μυθιστορήματος και ενός έπους με πετραρχικούς τόπους.128

Σύμφωνα με τον Enrico Malato ο Orlando Furioso πρώτον, απηχεί την τραγωδία του
Σενέκα ‘Ηρακλής μαινόμενος’ και δεύτερον εξυμνεί την erculea prole των Estensi.
Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο, αφού όντως το ποίημα αρχίζει εξυμνώντας τη
γενιά των ηρώων την λεγόμενη ‘Erculea prole’, δηλαδή τη δυναστεία των Ercole, η
οποία παρουσιάζεται ως μία ηρωική γενιά με ηρωικούς προγόνους. Ο Malato
ξεχωρίζει επίσης τρεις θεματικές ενότητες, τον πόλεμος, την τρέλα, την καταγωγή
των Estensi129, ενώ σημαντικός είναι ο παραλληλισμός των Estensi με την τρωική
γενεαλογία, η οποία συμπίπτει με το ιούλιο γένος που εξυμνεί ο Βιργίλιος.130 Δηλαδή

126
Cesare Segre-Clelia Martignoni, Testi nella storia, τόμ. 2, Mondadori, Milano 1992, σελ. 198.
127
Francesco De Sanctis. Storia della letteratura italiana, Einaudi, Salani/Firenze 1965, σελ. 495.
128
Cesare Segre-Clelia Martignoni, Testi nella storia τόμ. 2, Mondadori, Milano 1992, σελ. 236.
129
Enrico Malato, Storia della letteratura italiana, τομ. 4, Salerno editrice, Roma 1996, σελ. 404 κ
εξής.
130
Αυτόθι, σελ 426.
η γενιά των Estensi, με αυτόν τον τρόπο, μέσω της καταγωγής της από τον ομηρικό
Έκτορα, συνδέεται και με την αρχαιοελληνική και με την ρωμαϊκή δόξα.

Στον Ορλάντο, Οι μονομαχίες που αφορούν την τιμή του ιππότη είναι συντριπτικά οι
περισσότερες, 19 τον αριθμό. Το ποίημα, όχι μόνο ανοίγει με ένα άσμα όπου
περιγράφονται τρεις κιόλας μονομαχίες, αλλά επιπλέον κλείνει με την μονομαχία
Ρουγγέρου – Ροδομόντη. Φυσικά το αρχικό και το τελικό μέρος ενός λογοτεχνικού
κειμένου φέρουν πάντα ένα επιπλέον ξεχωριστό νόημα.131

«Το θέμα του ηρωισμού διατρέχει όλο το ποίημα, ιδιαίτερα τα πολεμικά επεισόδια,
και κορυφώνεται στην κρίσιμη σύγκρουση μεταξύ χριστιανών και Σαρακηνών ηρώων
στη Λαμπεντούζα, όπου πεθαίνει ηρωικά ο Μπραντιμάρτης, όπως και στην τελική
μονομαχία Ρουγγέρου και Ροδομόντη».132 Επίσης, «είναι φανερή η αριστοκρατική
οπτική η οποία διαχωρίζει ξεκάθαρα τους ιππότες από τις ανώνυμα πλήθη των
υπόλοιπων πολεμιστών».133

Εμβληματικές είναι, από αυτήν την άποψη, οι μονομαχίες ανάμεσα στους ιππότες,
αφού αποτελούν μία καλή αφορμή για σύγκριση του ενός ήρωα με τον άλλον. Θα
μπορούσε όντως να ισχυριστεί κανείς ότι η αξία των ιπποτών είναι μετρήσιμη-
διαβαθμίσιμη σε μία κλίμακα 1-2. Υπάρχουν δηλαδή πολεμιστές πρώτης τάξεως και
δεύτερης τάξεως. Βέβαια, οι πρωταγωνιστές, οι αληθινοί ήρωες, εντάσσονται στην
πρώτη κατηγορία, ενώ οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, πολλές φορές ηρωικοί, ικανοί,
πάντα όμως στο περιθώριο και ποτέ εξίσου γενναίοι με τους πρώτους, εντάσσονται
στην δεύτερη κατηγορία.134
Όσον αφορά τη σχέση του Furioso με την επική παράδοση και την επιλογή των
ηρώων που παρουσιάζει, αξίζει να παρατηρηθεί το εξής. Είναι γνωστή η παρατήρηση
του Σουητώνιου, ότι η Αινειάδα αποτελεί μία σύζευξη, αλλά και μία σμίκρυνση της
Ιλιάδας και της Οδύσσειας μαζί, όπου ο Αινείας συγκεντρώνει εξίσου τις αρετές του
Αχιλλέα και του Οδυσσέα. (Τα πρώτα έξι δηλαδή βιβλία της Αινειάδας, όπου
περιγράφεται η περιπλάνηση του Αινεία, μέχρι και την άφιξη του ήρωα στο Λάτιο,

131
Giovanna Rizzarelli, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave nell'‹Orlando
Furioso› in Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi della violenza nella letteratura italiana, a
cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti, maria pacini fazzi editore: 93- 94.
132
Giulio Ferroni, Profilo storico della letteratura italiana, τόμ. 1ος, Einaudi, Milano 2006, σελ 298.
133
Αυτόθι, σελ 298.
134
Lucrezia Bertini, Gli oggetti nell’‘Orlando Furioso’, Università degli Studi di Pisa, Ιταλία,
22/4/2013, σελ. 26
μοιάζουν με μια μικρή Οδύσσεια• ενώ τα επόμενα έξι μοιάζουν με μια μικρή Ιλιάδα,
όπου αφηγείται ο πόλεμος του Αινεία εναντίον των Ρουτούλων και η εξόντωση του
Τύρνου).135 Ο Αριόστο με τη σειρά του μιμείται τον Βιργίλιο, αναδεικνύοντας στο
ποίημα του δύο μεγάλους ήρωες, δηλαδή έναν Ορλάντο στο πρότυπο του Αχιλλέα και
έναν Ρουγγέρο στο πρότυπο του Οδυσσέα.136

Όσον αφορά τον ηρωικό στοιχείο, αξίζει να παρατηρηθεί ο ηρωικός κώδικας αξιών
του ποιήματος. Πρόκειται για τις μεσαιωνικές ιπποτικές αξίες όπως η γενναιότητα, η
τιμή, η πιστότητα, η μεγαλοψυχία, το μέτρο, αρετές που εντάσσονται στον ηθικό
κώδικα του ‘ευγενούς’.

Ο στίχος 22 του πρώτου άσματος λέει «Ω, μεγάλη αρετή των παλαιών πολεμιστών
[…]».137 Πρόκειται για έναν στίχο που ναι μεν συνδέει τους ήρωες του ποιήματος με
το σεβαστό ηρωικό παρελθόν, αλλά είναι ταυτόχρονα εμφανώς ειρωνικός.138 Ο
Αριόστο στις περιγραφές των μαχών, παρομοιάζει πολλές φορές τους πολεμιστές του
με εικόνες που προέρχονται από τον φυσικό κόσμο, όπως άγρια ζώα, θύελλες ή
τρικυμισμένα νερά. Όπως παρατηρεί η Giovanna Rizzarelli, αυτές οι παρομοιώσεις,
αν και ανάγονται σε κλασσικά πρότυπα, έρχονται σε αντίθεση με τον ιπποτικό
κώδικα που αφορά την ομαλή διεξαγωγή της μάχης, ο οποίος ανευρίσκεται στα
διάφορα εγχειρίδια ή συγγράμματα της εποχής. Οι ήρωες δηλαδή ακολουθούν τον
λογοτεχνικό κώδικα, όπου η πολεμική ορμή γεννάται από την ανεξέλεγκτη βία του
φυσικού κόσμου, αποκλίνοντας από τις κοινωνικές νόρμες.139 Σε αυτό το σημείο
δηλαδή οι ήρωες του Αριόστο αποδεικνύονται περισσότερο ιλιαδικοί παρά
μεσαιωνικοί, αφού η σκληρότητα των ιλιαδικών ηρώων είναι παροιμιώδης και
δικαιολογημένη από τον επικό ηρωικό κώδικα. Οι ήρωες γενικά παρουσιάζουν αρετές
και ατέλειες, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Ιλιάδα, είναι δηλαδή ‘ανθρώπινοι’.

135
Lansing, Richard H, «Ariosto's Orlando Furioso and the Homeric Model» στο Comparative
Literature Studies, 1987, 317.
136
Αυτόθι, σελ. 317
137
Στο πρωτότυπο: «Oh gran bontà de’ cavallieri antiqui!...»
138
Alberto Casadei, «Il finale e la poetica del Furioso», στο Chroniques italiennes web 19 (1/2011):
σελ. 11.
139
Giovanna Rizzarelli, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave nell'‹Orlando
Furioso› in Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi della violenza nella letteratura italiana, a
cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti, maria pacini fazzi editore: 98.
3.2. Οι σκηνές μάχης

Στο άσμα 24, από την 57η οκτάβα και εξής, ο Ζερμπίνο υπερασπίζεται τα όπλα του
Ορλάντου. Ο ήρωας, μαζί με την Ιζαμπέλλα, βρίσκει στο δάσος τα σκόρπια άρματα
του Orlando και αποφασίζει να τα μαζέψει και να τα προφυλάξει από τυχόν κλέφτες.
Έτσι τα συγκεντρώνει και τα τοποθετηθεί ψηλά σ’ ένα πεύκο με την επιγραφή «Αυτή
είναι η αρματωσιά του Ορλάντου του ιππότη».140 Τότε όμως έτυχε να περνάει από
εκεί ο Μαντρικάρντο, ένας από τους μουσουλμάνους βασιλιάδες, ο οποίος βλέπει τα
όπλα και επιθυμεί να πάρει το σπαθί του Ορλάντου τη Ντουριντάντα. Έτσι αρχίζει
μία μονομαχία ανάμεσα στον Ζερμπίνο και τον Μαντρικάρντο.

60: Και σ’ εκείνον εφώναζε ο Ζερμπίνος: « Μη την παίρνεις τούτη την ασπίδα, ή
νομίζεις πως έτσι εύκολα μπορείς να την αρπάξεις; Σαν τ' άρματα του Έκτορα με
τέτοιον τρόπο πήρες, αυτό είναι κλοπή παρά δικαιοσύνη». Ο ένας καταπάνω στον
άλλον τρέχουνε χωρίς άλλα να πούνε, ευψυχίας κι αρετής παράδειγμα τρανό τώρα θα
δειχτούνε. Και πριν καλά καλά εκείνοι αρχίσουνε τη μάχη, απ' εκατό χτυπήματα κιόλας
ο αγέρας αντηχούσε.

61: Με μεγάλη τέχνη ελίσσεται ο Ζερμπίνος, μετακινώντας το άλογό του κάθε φορά στο
πιο κατάλληλο σημείο, από εδώ και ’κεί πηδά σαν το ελάφι, αποφεύγοντας τη σπάθα
Ντουριντάντα. […..]

62: Όπως ο γρήγορος ο σκύλος χιμάει στο γουρούνι, που ξεκομμένο απ’ το κοπάδι
μοναχό περιπλανιέται στα χωράφια, και σιγά σιγά το περικυκλώνει κι όλο του ορμά,
άλλ’ εκείνο το σκύλο περιμένει, πότε θα σκοντάψει• έτσι κι ο Ζερμπίνος, απ’ τη σπάθα
πού ’ρχεται μια ψηλά μια χαμηλά, προσεκτικά κοιτάει πως να της ξεφύγει. Το λοιπόν,
εκείνος θέλοντας να σώσει την τιμή και τη ζωή του, τα μάτια του έχει τέσσερα κι
εγκαίρως τα χτυπήματα αποφεύγει.

63: Και σαν ο Σαρακηνός κραδαίνει το περήφανο σπαθί του, να πως μοιάζει μ’ άνεμο
βουνίσιο που περνά μέσ’ από δυό βουνά το Μάρτη κι ανακινεί το φουντωτό το δάσος •
τώρα όμως πολεμά σκυφτός και ντροπιασμένος, και τα σπασμένα κλαδιά πετάει στον
αέρα. Μα τί κι αν ο Ζερμπίνος απ’ τα πιο πολλά χτυπήματα γλιτώνει και ξεφεύγει, ένα
μονάχα τελευταίο δεν καταφέρνει ν’ αποφύγει.

140
Στο ιταλικό πρωτότυπο «Armatura d’Orlando paladino».
64: Μια σπαθιά μεγάλη τέλος τόνε βρήκε, που αψηφώντας ασπίδα και σπαθί, του χώθη
μες στο στήθος. Παχύ ήταν τ’ ασημένιο μεσοφόρι, παχιά η ατσάλινη αρματωσιά. Αν και
τον είχαν προστατευμένο, μ’ ευκολία τ’ άσπλαχνο σπαθί το δρόμο βρήκε. Κείνο έπεσε
κόβοντας ό, τι βρει μπροστά του, το θώρακα, τη σέλα, μέχρι τις περικνημίδες.

Όπως παρατηρεί ο Caretti141, ο Ζερμπίνο δεν μπορεί να αφήσει τον Μαντρικάρντο να


οικειοποιηθεί τα όπλα του Ορλάντου αμαχητί. Ο Caretti142 αναφέρεται επίσης σε μία
προγενέστερη κλοπή αρμάτων, τα οποία ανήκαν κάποτε στον μυθικό Έκτορα. Η
κλοπή έγινε στην Soria. Ο Ζερμπίνο θεωρεί ότι πρόκειται για άτιμη κλοπή και όχι
δίκαιη κατοχή, τονίζοντας την αυθάδεια του εχθρού του, ο οποίος θέλει να
συμπληρώσει τη συλλογή του με τη Ντουριντάντα.

Με την επέμβαση της Ιζαμπέλλας και της Δοραλίκης143 οι δύο αντίπαλοι τελικά
σταματούν τη μάχη. Ο Ζερμπίνο όμως υποκύπτει στα τραύματά του και πεθαίνει στα
χέρια της αγαπημένης του Ιζαμπέλλας.

Μονομαχία των Mandricardo και Ruggero.

Άσμα 26ο, 94η οκτάβα και εξής.

Τη στιγμή που ο Ρουγγέρος διαπληκτίζεται με τον Ροδομόντη για την κατοχή του
Φροντίνου του φτερωτού αλόγου που ανήκε στον πρώτο, φτάνει ξαφνικά ο
Μαντρικάρντο, ο οποίος μόλις βλέπει την ασπίδα του Ρουγγέρου με το λευκό αετό,
σκέφτεται να μπει κι αυτός στον καυγά για να πάρει την ασπίδα που τη θεωρεί δικιά
του. (Το επεισόδιο με τους Ruggiero και Mandricardo)

94. Ήξερε, είπε, πως αυτός ήταν ο Ρουγγέρος και μαζί του για τ’ άλογό του τον
Φροντίνο τώρα έχει πιάσει αμάχη, ένας τέτοιος φημισμένος καβαλάρης, που στη δόξα
άλλος δεν τον φτάνει, αλλά και πως να δοκιμάσει στ’ άρματα την αξιοσύνη του
επιθυμούσε σφόδρα. Παρόλα αυτά του αρνήθηκε την πρόσκληση σε μάχη, γιατί δεν
μπορούσε την πολιορκία του βασιλιά του βάρος νά ’χει.

141
Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο 19922 , σσ.
714-15.
142
Αυτόθι.
143
Στο πρωτότυπο Doralice.
Σε αυτούς τους στίχους προβάλλει η έννοια της φήμης, της δόξας και της
υπερηφάνειας.

95. Τριακόσια μίλια θα είχε προχωρήσει, κι άλλα χίλια, εάν δεν εμφανιζόταν η αφορμή
για καυγά μεγάλο. Όμως ακόμα κι αν τον είχε αντιπαλέψει ο ίδιος ο Αχιλλέας,
μεγαλύτερο κατόρθωμα δε θά ’κανε, από αυτό που τώρα θα ακούσεις. Τόσο καλά
εκείνος έκρυψε του θυμού τις φλόγες κάτω από τις στάχτες. Εξηγεί τότε στον Ρουγγέρο
γιατί αυτός τη μάχη αρνείται κι εξακολουθεί να τον παρακαλεί το βασιλιά να βοηθήσει.

Γίνεται συνεχής αναφορά στον Αχιλλέα, σε όλο το έπος. Φαίνονται ξεκάθαρα οι


προθέσεις του ποιητή, δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός ‘Omero Ferrarese’.

Ο Μαντρικάρντο προσπαθεί να πείσει τον Ρουγγέρο να βοηθήσει το βασιλιά


Αγραμάντη, αλλά ο Ρουγγέρος επιμένει να ζητάει πίσω τον Φροντίνο. Ξαφνικά όμως,
καθώς αλλάζει μεριά, βλέπει ότι ο Ρουγγέρος φέρει στην ασπίδα του τον λευκό αετό.
Διαπιστώνει λοιπόν ότι φέρουν από κοινού το ίδιο τρωικό σύμβολο. Έτσι ξεσπάει μία
διαμάχη που θα συνεχιστεί για πολλούς ακόμα στίχους, μέχρι που μπαίνει στη μέση
κι ο Ροδομόντης, και τότε μάχονται όλοι μαζί ο ένας εναντίον του άλλου.

99. Μες στο γαλανό το φόντο, έναν λευκό αετό είχε ζωγραφισμένο, που κάποτε των
Τρώων ήταν το όμορφο σημάδι• σαν ο Ρουγγέρος απ’ τη γενιά του κρατερού του
Έκτορα βαστούσε, το τρωικό το σύμβολο κρατούσε. Αυτό όμως δεν τό ’ξερε ο
Μαντρικάρντος• κι ούτε να φύγει θέλει, μόν' ετούτη τη μεγάλη αδικία ξεστομίζει
‘πως τάχα δηλαδή κάποιος άλλος θά ‘ταν άξιος του Έκτορα το λευκό αετό να φέρει
στην ασπίδα’.

100. Κι ο Μαντρικάρντος όμως τον αετό απ' άρπαξε τον Γανυμήδη είχε στη δικιά του
ασπίδα. Το πώς εκείνα τα όπλα απέκτησε εκείνη τη νικηφόρο ημέρα απού νίκησε στο
επικίνδυνο το κάστρο, θαρρώ πως το κατέχετε στο νου σας, μαζί με την ιστορία οπού η
νεράιδα του εχάρισε όλη την αρματωσιά που ο Ήφαιστος είχε δώσει στον ιππότη Τρώα.

101. Για αυτά τα όμορφα όπλα, κάποτε ο Μαντρικάρντος κι ο Ρουγγέρος ξανά είχανε
μονομαχήσει… Από τότε όμως ξανά ποτέ δε συναντήθηκαν, παρά μονάχα τώρα• και την
ασπίδα ευθύς σαν βλέπει ο Μαντρικάρντος, φωνή σηκώνει όλος περηφάνια και με
φοβέρες λέει στον Ορλάντο: «Εγώ σε προκαλώ σε μονομαχία.
102. Εσύ, δειλέ, το δικό μου σύμβολο φοράς• και τούτη η φορά που στο λέω δεν είν’ η
πρώτη. Κι ακόμη θαρρείς, τρελέ, πως και τώρα θα σ’ αφήσω, εσένανε σαν μια φορά
σεβάστηκα; Μα τώρα που ξέρω πως ούτε μ' απειλές, ούτε με το καλό θα μπορέσω
αυτήν την τρέλα απ’ τα στήθη σου να βγάλω, θα σου δείξω πώς εμένα να υπακούς σου
είναι πιο συμφέρον».

103. Όπως το ξερό, το στεγνό το ξύλο, ανάβει με μια μικρή μονάχα φλόγα,
έτσι και του Ρουγγέρου η οργή με τα καμώματα του οχτρού φουντώνει.
«Νομίζεις πως να σε υπακούσω τώρα θα με κάνεις, σαν ταυτόχρονα μονομαχώ και μ’
άλλον; Μα θα σου δείξω εγώ πώς άξιος είμαι, και τον Φροντίνο από τούτον εδώ να
πάρω πίσω, και την ασπίδα του Έκτορα από σένα.

104. Γιατί στ’ αλήθεια κι άλλοτε γι’ αυτόν το λόγο με σένα ήρθα στα χέρια, πολύς
καιρός δεν πέρασ’ από τότε. Όμως τότε απ' τον φόνο συγκρατήθηκα, επειδή εσύ σπαθί
δεν είχες στο πλευρό σου. Τώρα όμως απ’ τα λόγια θα προχωρήσω πια στα έργα• κι ο
αετός εκείνος, που ήταν της γενιάς μου το παλιό σημάδι, για σένα κακός οιωνός θα
γίνει• γιατί εσύ κλεμμένο τον φοράς, ενώ εγώ τον έχω αξίως».

105. «Κι όμως εσύ ’σαι πού ’κλεψες το έμβλημά μου», ανταπαντά ο Μαντρικάρντος•
και τότε τραβά το ξίφος, εκείνο που λίγο πριν στο δάσος άφησε ο τρελός Ορλάντος.
Ο καλός144 Ρουγγέρος, ο ευγενής, δεν μπορεί να το ξεχάσει, τότε οπού είδε τον άπιστο
ν’ αρπάζει τη σπάθα του Ορλάντου• γι' αυτό ευτύς το δόρυ ρίχνει χάμω,

106. και γρήγορα με μιας αρπά τη Μπαλιζάρντα, το καλό σπαθί του, ενώ συγχρόνως
σφίγγει την ασπίδα• όμως ο Αφρικανός ο Ροδομόντης στη μέση του καυγά μπαίνει μαζί
με τ’ άλογό του, και σιμά του ήρθε κι η Μαρφίσα […].
Οι ήρωες τσακώνονται για το τρωικό έμβλημα. Εδώ πρέπει να σχολιαστεί ότι ο
λευκός αετός, προβάλλει όχι μόνο ως Τρωϊκό σύμβολο, αλλά και ως σύμβολο των
Este. Αμέσως μετά, στην 100η οκτάβα, αναφέρεται ότι ο Ήφαιστος είχε φτιάξει τα

144
Στο πρωτότυπο έχει τη λέξη ‘buon’. Εδώ το ‘καλός’ πρέπει να εκληφθεί με την έννοια ‘άξιος’,
‘γενναίος’. Μπορεί όμως κανείς να κρατήσει αυτήν την μετάφραση, γιατί στην επική παράδοση ο
πολεμιστής είναι ‘καλός’ ή ‘αγαθός’. Αυτός ο χαρακτηρισμό περικλείει το σύνολο των αρετών ενός
πολεμιστή. Εξάλλου στο άσμα 27, 30η οκτάβα, ο Ruggero αναφέρεται ξανά ως ‘buon Ruggero’, ενώ
επιπλέον χαρακτηρίζεται ‘di virtù fonte’, δηλαδή πηγή των αρετών. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με
τους ήρωες στην Ιλιάδα.
όπλα του Έκτορα. Ο Ήφαιστος βέβαια στην Ιλιάδα είχε φτιάξει τα άρματα του
Αχιλλέα, το σημαντικό όμως εδώ είναι ότι τα εν λόγω άρματα παρουσιάζονται ως ένα
ξεχωριστό δημιούργημα, θεϊκής έμπνευσης, για την απόκτηση του οποίου οι ήρωες
αξίζει να πολεμήσουν και να έρθουν σε ρήξη ακόμα και μεταξύ τους. Δεν πρέπει να
μείνει επίσης βέβαια ασχολίαστο το γεγονός ότι το σύμβολο των Este145 είναι ο
λευκός αετός. Το εν λόγω σύμβολο δηλαδή περνά από τον Έκτορα στον Ρουγγέρο,
και στη συνέχεια, από τον Ρουγγέρο στους Este. Εξάλλου το ποίημα αφιερώνεται
συνολικά από τον Αριόστο στον Ιππόλυτο d’Este, τον καρδινάλιο ο οποίος υπήρξε
προσωρινά ο πάτρωνάς του κι ο προστάτης του.

Ο Ρουγγέρος κατάγεται από τον Έκτορα. Το γεγονός όμως ότι και ο Μαντρικάρντο
φέρει το σύμβολο του Γανυμήδη146, δηλαδή τον τρωικό λευκό αετό, δεν είναι άνευ
σημασίας, καθώς υποβάλλει την αίσθηση ότι η απώτερη καταγωγή των περισσότερων
ηρώων ανάγεται σε κάποιον αρχαίο ένδοξο ήρωα. Και ο Μαντρικάρντο κατάγεται
από τους Τρώες.

Στη συνέχεια, ο Ροδομόντης και η Μαρφίσα προσπαθούν μάταια να ηρεμήσουν τα


πνεύματα. Ο γεμάτος θυμό όμως Μαντρικάρντο δεν θέλει να υποχωρήσει κι αρχίζει
να απειλεί και τον Ρουγγέρο και τον Ροδομόντη. Έτσι τελικά η κατάσταση
περιπλέκεται.

110. Έτσι αύξαιναν τα λόγια κι η οργή, κι από τη μια πλευρά, κι από την άλλη.
Ταυτόχρονα ο Μαντρικάρντος, και με τον Ρουγγέρο, και με τον Ροδομόντη, ήθελε να τα
βάλει. Ο Ρουγγέρος που την προσβολή ν' ανέχεται δε συνηθίζει, δεν ψάχνει πια
ομόνοια, παρά μονάχα καυγά κι αμάχη. Η Μαρφίσα τώρα τρέχει, πότ’ απ’ τη μια μεριά,
πότ’ από την άλλη, να μάσει τ’ ασυμμάζευτα• όμως δεν μπορεί μονάχη.

145
Σύμφωνα με την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια Treccani, ο οίκος των Este βασίλευσε στην περιοχή
της Φερράρας – Μόδενας από τον 13ο μέχρι τον 19ο αι. μ. Χ. Πρόκειται δηλαδή για μία πολύ
σημαντική οικογένεια που διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ιταλική ιστορία και τον ιταλικό
πολιτισμό. Πρβλ: http://www.treccani.it/enciclopedia/este/
146
Όσον αφορά την ιστορία του Γανυμήδη, αυτή αναφέρεται παραλλαγμένη από διάφορες πηγές. Στην
ραψωδία Υ' της Ιλιάδας, στίχ. 232-7, αναφέρεται η σχετική ιστορία με τον Τρώα ήρωα Γανυμήδη, ο
οποίος, εξαιτίας της σπάνιας ομορφιάς του, κλάπηκε από τον Δία, μεταφέρθηκε στον Όλυμπο και έγινε
οινοχόος των θεών. Σύμφωνα με μία από τις παραδόσεις, ο Δίας έστειλε έναν μεγάλο αετό να αρπάξει
τον ήρωα, ή μεταμορφώθηκε ο ίδιος σε αετό. Σε αυτόν τον στίχο του Orlando γίνεται επίσης αναφορά
στην συγκεκριμένη εκδοχή του μύθου. Πρβλ:
http://www.greek-
language.gr/digitalResources/ancient_greek/mythology/lexicon/metamorfoseis/page_009.html#%CE%
91%CE%B5%CF%84%CF%8C%CF%82
[…..]

112. Έτσι, ενώ ο Ρουγγέρος, ο Μαντρικάρντος κι ο Ροδομόντης έχουν γίνει άνω κάτω,
θέλοντας ο καθένας ν’ αναδείξει τη δικιά του αντρειοσύνη κι απ’ τους άλλους να
υπερέχει, η Μαρφίσα να τους ηρεμήσει προσπαθεί, αλλά μάταια κοπιάζει και σπαταλά
το χρόνο• γιατί μόλις ένας τους κάνει πίσω και προσπαθεί απ' τον καυγά να φύγει, οι
άλλοι δυο πηδούν εμπρός του θυμωμένοι.

Βλέπουμε εδώ τις ηρωικές αξίες, πρόκειται για την γενναιότητα και την υπεροχή.
Παραλληλισμός με ομηρικές αξίες είναι φανερός, θα λέγαμε ότι εδώ υπάρχει μία
ταύτιση. Η επιθυμία της αναδείξεως της προσωπικής υπεροχής εντάσσεται στο
ηρωικό ιδεώδες, παραπέμπει δηλαδή στον ομηρικό στίχο «αἰὲν ἀριστεύειν καὶ
ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων, μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν», από τη ραψωδία Ζ' της
Ιλιάδας. Αυτός ο ιλιαδικός στίχος συνοψίζει και εκφράζει όλο το ηρωικό ιδεώδες.

Άσμα 40ο: Η αριστεία του Μπραντιμάρτη

14 […] Ακόμα ξαπλωμένη στην κλίνη της ήτανε η όμορφη Αυγούλα, με το σύζυγό της
τον Τιθωνό, (δεν είχε φέξει ακόμα) κι ο ουρανός ήτανε σκοτεινός, τότε που ο Αστόλφος
κι ο Σανσονέτος πήραν τη θέση τους για μάχη. Σαν κι οι δυο ασκούσαν το σινιάλο του
Ορλάντου, με μανία μεγάλη ορμήσανε καταπάνω στην Μπιζέρτα.

Στην 14η οκτάβα προβάλλει στη σκηνή η προσωποποιημένη Αυγή που δεν έχει ακόμα
σηκωθεί από το κρεβάτι της όπου κοιμόταν με τον Τιθωνό. Το μοτίβο της Αυγής που
σηκώνεται από το συζυγικό της κρεβάτι για να φέρει το φως στους ανθρώπους είναι
σύνηθες. Πρόκειται για ένα ομηρικό μοτίβο (Ιλ. Λ΄, στιχ. 1- 2, Όδ. ε’, στιχ. 1-2).147

Στους στίχους των στροφών 15—19 ο Αστόλφο διατάζει τον σύμμαχο Αφρικανό
βασιλιά των Μελανών να προξενήσει μεγάλη ζημιά στις επάλξεις των τειχών με
φλεγόμενα δόρατα, καταπέλτες, βαλλίστρες και τοξότες για να αποθαρρύνει εντελώς
τους πολιορκημένους. Για να περάσουν άνετα και με ασφάλεια κάτω από τα τείχη,
άλλος φέρνει πέτρες, άλλος δοκάρια και σανίδες, κι ό, τι άλλο μπορεί να

147
Ο στίχος έχει λογοτυπική μορφή και παρουσιάζεται όμοιος και στα δύο χωρία. Ιλ. Λ' (1-2) και Όδ.
ε' (1-2): Ἠὼς δ᾽ ἐκ λεχέων παρ᾽ ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο
ὄρνυθ᾽, ἵν᾽ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσι·
χρησιμοποιηθεί. Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στους Νούβιους, μια αφρικανική
φυλή και τη δράση τους στη μάχη, ενώ ύστερα συμβαίνει μία ριζική μεταβολή της
τύχης. Όλη τη νύχτα νικούσαν οι Σαρακηνοί, αλλά μόλις έρχεται η μέρα η Τύχη
αλλάζει οριστικά. Η μάχη διεξάγεται και από ξηρά και από θάλασσα, ακόμα κι από
τον αέρα, αφού οι στρατιώτες δεν προσπαθούν μόνο εισβάλλουν από τα τείχη, αλλά
συγχρόνως ‘βομβαρδίζουν’ την πόλη ρίχνοντας βέλη κι άλλα υλικά με τους
καταπέλτες από ψηλά.

20. Απ’ όλες τις μεριές, από στεριά και θάλασσα, την πολιορκία ενίσχυσ’ ο Ορλάντος.
Κι ο Σανσονέτος που με το στόλο στ’ ανοιχτά ήταν αραγμένος, προς την ξηρά σιμώνει
και μπαίνει στο λιμάνι, με τόξα, με σφεντόνες και μ’ άλλους τόσους καταπέλτες μεγάλη
μάχη ανάβει. Κι αντάμα ετοίμαζε τις φελούκες με τις σκάλες και κάθε όπλο που ήτανε
στα πλοία για άμυνα ή για μάχη.

Οι ηγέτες της μάχης είναι τέσσερις, ο Ορλάντος, ο Μπραντιμάρτης, ο Ολιβιέρος κι ο


Σανσονέτος• ο καθένας τους είναι επιφορτισμένος με διαφορετικά καθήκοντα.
Πρόκειται για τους πιο ανδρείους κι άξιους πολεμιστές του χριστιανικού
στρατεύματος. Εδώ αξίζει να θυμηθούμε τη διαβάθμιση της παλληκαριάς στην
Ιλιάδα. Οι τέσσερις αρχηγοί κατατάσσονται βέβαια στους αρίστους.

21. Της μάχης ηγούνταν τέσσερις, ο Μπραντιμάρτης, ο Ολιβιέρος κι ο Ορλάντος, σιμά


και ο Αστόλφος, που πρωτύτερα προσπαθούσε να δυναμώσει την πολιορκία από ψηλά,
δίνοντας σκληρή και άνιση μάχη απ’ τα βουνά. Κάθε ένας τους ένα μέρος του στρατού
είχε μονάχα να διατάζει, σαν στα τέσσερα τον είχαν μοιρασμένο. Άλλος πλάι στα τείχη,
άλλος πλάι στις πύλες και κάθε ένας τους αλλού, δείχνοντας την αντρεία τους όλοι
διέπρεπαν στη μάχη.

22. Έτσι ο καθένας χωριστά καλύτερα έδειχνε την αντρειά του. Ποιος για επαίνους
είναι άξιος και ποιος μόνο για ψόγο μπορούν και χίλιοι να το δουν, με μια ματιά
μονάχα. Πύργους ξύλινους εκείνοι πάνω σε ρόδες τώρα φέρνουν, κι άλλους τόσους πιο
ψηλούς οι ελέφαντες μαζί τους κουβαλάνε, τέτοιους που στη ράχη τους σαν σταθούν
κατά πολύ τα τείχη ξεπερνάνε.

Στους στίχους των στροφών 23-26 έχουμε την αντρεία του Μπραντιμάρτη, ή
καλύτερα την αριστεία, μιλώντας με ιλιαδικούς όρους. Ο ήρωας ανέβηκε στα τείχη
της πολιορκούμενης πόλης, εμψυχώνοντας και παρακινώντας το στρατό να τον
ακολουθήσει. Παρόλο που αρχικά το εγχείρημά του αποτυγχάνει, στη συνέχεια τα
καταφέρνει χάρη στην επιμονή του.

23. Μπροστά πηγαίνει ο Μπραντιμάρτης, τη σκάλα του ψηλά στα τείχη βάζει και
προσκαλώντας κι άλλους μαζί το ηθικό τους ανεβάζει. Πολλοί ατρόμητοι και άφοβοι
τον ακολουθήσαν, γιατί όποιος εκείνον έχει για αρχηγό κανένα δε φοβάται. Κανείς τους
όμως δεν τό ’χε έννοια τόσο βάρος η σκάλα αν θ' αντέξει, αφού του Μπραντιμάρτη ο
νους είναι μονάχα στους εχθρούς του. Σαν ανεβαίνει αμέσως μάχεται, αλλά το πόδι του
σκοντάφτει.

24. Με το χέρι απ’ τα τείχη πιάνεται και πηδά ξανά ψηλά τους, το ξίφος του κραδαίνει
και μ’ αυτό τον εχθρό χτυπά, σκίζει, πληγώνει και τρυπά, του εαυτού του δείχνει την
αξία και αντρειά. Μα άξαφνα η σκάλα σπάει, με βάρος σαν πολύ την είχανε
παραφορτώσει. Εξόν του Μπραντιμάρτη, με το κεφάλι κάτω, ο ένας ψηλά στον άλλο,
μες στο υγρό χαντάκι πέφτουν.

25. Αλλ’ ο πολεμιστής καθόλου δε χάνει το θυμό του, ούτε σκέφτεται να υποχωρήσει, τί
κι αν άφαντοι εγίναν οι δικοί του, τί κι αν για όλη την πόλη του εχθρού εύκολος έχει
γίνει στόχος. Όλοι ‘γύρνα πίσω’ μάταια του φωνάζουν, μα αντ’ αυτού εκείνος απ’ τα
ψηλά τα τείχη πηδά μέσα στου εχθρού την πόλη μ’ ένα μόνο σάλτο.

26. Και σα νά ’ταν από πούπουλα ή άχυρα, τα πόδια χάμω ακούμπησε, χωρίς ζημιά
καμία. Κι όποιον βρεθεί μπροστά του, σαν πανί τον κόβει, τρυπά και κομματιάζει, πότ’
από ’δώ πότ’ από ’κεί πάνω στον εχθρό χιμάει. Κι όλοι τους, κι ετούτοι και εκείνοι,
όπου φύγει φύγει, φεύγουνε τρεχάτοι. Κι όσοι απ’ έξω τον είδανε μέσα να πηδάει, πως
είν’ αργά για να συντρέξουν, μες στο μυαλό τους λένε.

Στην 27η στροφή, η Φήμη προσωποποιείται και γίνεται αγγελιοφόρος, είναι αυτή που
εμψυχώνει τελικά και τους υπόλοιπους στρατιώτες, ώστε στην 28η στροφή να
εφορμήσουν όλοι μαζί.

27. Σ’ όλο τον κάμπο γύρω απλώνεται θόρυβος μεγάλος, από στόμα σε στόμα
μουρμουρητά και σούσουρα μεγάλη φήμη απλώνουν, σαν του Μπραντιμάρτη το
κατόρθωμα διηγούνται και την αντρειά του μεγαλώνουν. Κει πού ’ναι τώρα ο Ορλάντος
κι ο Αστόλφος, του Όθωνα ο γιος κι ο Ολιβιέρος, δίχως να ξεκουράσει διόλου τον πόνο
των φτερών της η Φήμη πάει πετώντας.
28. Κι εκείνοι οι αντρείοι που πολύ αγαπούν κι εκτιμούν τον Μπραντιμάρτη, μα πιότερο
απ’ όλους ο Ορλάντος, βάζουν μες στο νου τους πως εάν συνεχίσουν για λίγο ακόμα να
διστάζουν, θα χάσουν έναν σύντροφο με τόσο μεγάλη αξία. Γι’ αυτό ευθύς τις σκάλες
παίρνουν, κι άλλος εδώ κι άλλος εκεί στα τείχη τις βάζουν κι ανεβαίνουν, στον ηρωισμό
και στη θυσία συναγωνίζονται, με όψη ολόφωτη και γεμάτη τόλμη, τέτοια που την
τρέμουν οι εχθροί αμέσως σαν κοιτάξουν.

Ο Caretti παρατηρεί ότι η Φήμη συνηθίζει να μεγεθύνει τις πληροφορίες που


μεταφέρει, είτε πρόκειται για καλές είτε για κακές ειδήσεις.148 Όπως φαίνεται η Φήμη
διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της μάχης, καθώς αυτή διαδίδει το
πολεμικό ανδραγάθημα, την αριστεία του Μπραντιμάρτη. Δε θα μπορούσε να συμβεί
διαφορετικά αφού η φήμη είναι το αποτέλεσμα της αριστείας. Εδώ η Φήμη λαμβάνει
μεταφυσικές προεκτάσεις και προσωποποιείται.

29. Όπως τα κύματα της αγριεμένης θάλασσας πηδούν πάνω στη βάρκα που τόλμησε να
πλεύσει και φέρνοντάς την πότ’ απο ’δώ πότ’ απο κεί, με βία ψάχνουν να την πνίξουν
κι ενώ ο τιμονιέρης ωχρός και φοβισμένος κλαίει χωρίς να μπορεί να βρει μια λύση,
τότε φτάνει το στερνό το κύμα που κάνοντας ζημιά μεγάλη το δρόμο ανοίγει σ’ όλα τ’
άλλα,

30 έτσι κι εκείνοι οι τρεις σαν μπήκαν και κατέλαβαν τα τείχη και για τους άλλους
ανοίξανε το δρόμο, που σίγουροι κι ασφαλείς πια μπορούσανε να μπούνε, έχοντας
στήσει χάμω χίλιες σκάλες. Οι πολιορκητικοί κριοί ωστόσο σε πολλές μεριές τα τείχη
είχαν ήδη σπάσει, ώστε μπορούσαν πια όλοι εύκολα τον Μπραντιμάρτη να συντρέξουν.

31. Σαν τον Πάδο, το βασιλιά των ποταμών, που χύνεται και ξεχείλιζε όλος θυμό στης
Μάντοβας τους κάμπους, παρασύροντας στα κύματά του το γόνιμο των χωραφιών το
χώμα, τις ζωοτροφές, τους βοσκούς με τα σκυλιά, τη στάνη ολάκερη μαζί με το κοπάδι,
ενώ συγχρόνως ψηλά στις ιτιές, εκεί που καθόντουσαν πρώτα τα πουλιά, τα ψάρια
σπαρταρούνε,

32 με τέτοιο θυμό του στρατού το μανιασμένο πλήθος απ’ τα πολλά ανοίγματα του
τείχους μπαίνει τώρα με όπλα και δαδιά αναμμένα, για να καταστρέψει ολοσχερώς το
λαό των απίστων τον καταραμένο. Φόνος, αρπαγή και οργισμένο χέρι, επιθυμώντας

148
Πρβλ Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο
19922, σελ. 1187 και 1142.
πλούτο και αίμα, έφεραν στα ξαφνικά την καταστροφή μιας πλούσιας και δοξασμένης
πόλης, που πρώτα ήτανε βασίλισσα, της Αφρικής στολίδι.

Πρόκειται για δύο αξιοπαρατήρητες παρομοιώσεις. Στους στίχους των στροφών 29-
30 έχουμε την παρομοίωση του επιτιθέμενου στρατού με τη τρικυμισμένη θάλασσα.
Προβάλλει η εικόνα της βάρκας που σιγά σιγά βουλιάζει στ’ άγρια κύματα. Εξαίρεται
η ορμή και η επιμονή των χριστιανών μαχητών.

Οι στίχοι των στροφών 31-32 μας δίνουν μία ακόμη ποιητικότατη εικόνα, αυτή τη
φορά του αγριεμένου ποταμού που ξεχειλίζει. Η παρομοίωση των επιτιθέμενων με
ποτάμι είναι εύστοχη γιατί αποδίδει την ορμή και την πολεμική μανία του
χριστιανικού στρατού.

33. Γεμάτος νεκρούς ήτανε ο τόπος όλος κι οι αμέτρητες πληγές των σκοτωμένων
εφτιάξανε μια λίμνη, πιο σκοτεινή και άσκημη κι από αυτήν της πόλης Δίκτης.149 Από
σπίτι σε σπίτι μια πυρκαγιά απλώθη, που έκαιγε κάθε τζαμί, αρχοντικό και οικία.
Κλάματα, ουρλιαχτά και χτυπήματα στα στήθη, από τις ερημωμένες στέγες των σπιτιών
τώρα πια αντηχούνε.

34. Κι έβλεπε κανείς τους νικητές από τις δύστυχες τις πύλες όλο λάφυρα να βγαίνουν
φορτωμένοι, με βάζα όμορφα, φορέματα φανταχτερά και χρυσαφικά κλεμμένα παλαιών
θεών, ενώ άλλοι έσερναν ξοπίσω τους μικρά παιδιά και μητέρες μες στη θλίψη. Βιασμοί
πολλοί εγίνανε και χίλιες δυο αδικίες, που πολλά από αυτά ήρθαν στ' αυτιά του
Ορλάντου, μα να τα εμποδίσει δεν ημπόρεσε ούτ’ αυτός μητ’ ο Αστόλφος, ο Άγγλος
δούκας.

35. Εκεί σκοτώθηκ’ ο Βουκιφάρος, ο βασιλιάς της Αλγαρέτης, μ’ ένα μόνο χτύπημα
από τον κρατερό Ολιβιέρο. Σαν έχασε κάθε παρηγοριά κι ελπίδα, με τα ίδια του τα
χέρια σκοτώθηκ’ ο Μπρανσάρος. Με τρεις πληγές που γρήγορα τον ξαποστείλαν
νικήθηκε ο Φόλβος από το δούκα Αστόλφο. Εκείνους τους τρεις είχε αφήσει στο πόδι
του ο βασιλιάς Αγραμάντης, σαν έφυγε για τη Γαλλία, να του φυλάν τη χώρα.

149
Εδώ η φοβερή λίμνη αίματος παρομοιάζεται με τα νερά της Στυγός γύρω από την πόλη Δίτη, στον
Άδη. Πρόκειται για την πόλη της δαντικής Κολάσεως. Πρβλ την σχετική υπόδειξη του Caretti στο
Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο 19922, σελ.
1188-89. Σχετικά με την ονομασία της πόλης Δίτης (Dite) δες και εγκυκλοπαίδεια Treccani:
http://www.treccani.it/enciclopedia/dite_%28Enciclopedia-Dantesca%29/,
http://www.treccani.it/enciclopedia/dite_%28Enciclopedia-Italiana%29/
Στις οκτάβες 33-34: Φαίνεται εδώ η αιώνια μοίρα των νικημένων, που δεν είναι άλλη
παρά η πικρή ήττα, η ταπείνωση κι ο εξευτελισμός που περιλαμβάνουν την ερήμωση,
τη λεηλασία, το θάνατο του αντρικού πληθυσμού, την ορφάνια, τους βιασμούς και
τις κλοπές. Από τον στίχο 36 και εξής περιγράφεται η φυγή του Αγραμάντη. Στο
τέλος του 40ου άσματος ο Ορλάντος και οι άλλοι ετοιμάζουν τα όπλα τους για την
τελική αναμέτρηση με τον εχθρό στην Λαμπεντούζα.

Άσμα 41ο: Η μάχη στη Λαμπεντούζα

66. Με της αυγής το πρώτο φως οι μονομάχοι οπλιστήκαν κι αμέσως όλοι στ’ άλογά
τους ανεβήκαν. Λίγα λόγια αντάλλαξαν και τη μάχη αρχινήσαν, χωρίς σταματημό κι
αναβολή καμία, τα όπλα χάμω καθόλου δεν αφήσαν. […..]

Από την 65η μέχρι και την 67η οκτάβα ο ποιητής μας μεταφέρει στις περιπέτειες του
ναυαγού Ρουγγέρου.

Η τελική μάχη μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στη Λαμπεντούζα είναι


ιδιαίτερα σκληρή. Η έκβασή της είναι συνεχώς αμφίρροπη αφού όλοι οι μαχόμενοι
είναι ικανοί και ιδιαίτερα έμπειροι, ενώ αυτοί διαθέτουν επιπλέον ειδικά όπλα, μερικά
εκ των οποίων μαγεμένα, ακόμη και τα άλογά τους είναι ξεχωριστά, αφού έχουν
ασύγκριτα πλεονέκτημα, δύναμη και θάρρος στη μάχη σε σχέση με τα υπόλοιπα
άλογα. Βέβαια δε θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά, αφού εδώ πρόκειται για
σπουδαίους ήρωες κι όχι για τυχαίους πολεμιστές παρμένους από το ανώνυμο
πλήθος. Οι τρεις ήρωές μας, οι τρεις καλύτεροι πολεμιστές του χριστιανικού στρατού,
μάχονται αντίστοιχα με τους τρεις σημαντικότερους βασιλιάδες των Σαρακηνών.
Παρόλο που ο χριστιανικός στρατός έχει ήδη νικήσει το μουσουλμανικό κατά την
άλωση της Μπιζέρτας, η μάχη είναι ιδιαίτερα σημαντική και κρίσιμη, γιατί εάν
νικηθούν οι τρεις βασιλείς, τότε ο πόλεμος θα τελειώσει οριστικά, οι μουσουλμάνοι
δε θα απειλήσουν ξανά και η νίκη θα ανήκει πλέον ολοκληρωτικά στον Καρλομάγνο
και στους χριστιανούς.

68. Εν τω μεταξύ ο Μπραντιμάρτης κι ο Ορλάντος, μαζί κι ο μαρκήσιος Ολιβιέρος, με


τα όπλα ανά χείρας πάνε να χτυπήσουν τον Σαρακηνό τον Μάρτη (γιατί τέτοιο ήταν το
δεύτερο όνομα του βασιλιά Γκραντάσου), ενώ οι άλλοι δυο Σαρακηνοί σ’ αντίθετη
κατεύθυνση καλπάζουν, στ’ άτια τους καβάλα. Αυτοί οι δυο που σας λέω ήταν ο
βασιλιάς Σομπρίνος κι ο βασιλιάς Αγραμάντης. Ολάκερη η ακτή κι όλη η γύρω
θάλασσα απ’ το βιαστικό το τρέξιμο των αλόγων βαριά αντηχούνε.

69. Μόλις βρέθηκαν κι αρχίσανε τη μάχη, κάθε δόρυ ή ακόντιο στον ουρανό πετά
κομματιασμένο, απ’ τον μεγάλο θόρυβο η θάλασσα φουσκώνει κι ο αχός ακούγεται
μέχρι τη Γαλλία. Ο Γκραντάσος κι ο Ορλάντος, οι δυο τους πιάνουνε τη μάχη, και ίσος
προς ίσο θα μαχόντανε, σαν ο πρώτος δεν κατείχε για άλογό του τον Μπαϊάρντο απού
τον έκαμε να φαίνεται ακόμα πιο αντρείος.

70. Κι ο Μπαϊάρντος χτύπησε τ’ άτι του Ορλάντου, τέτοιο γερό χτύπημα τού ’δωσε
ώστε εκείνο, αφού έκανε έναν κύκλο, έπεσε φαρδύ πλατύ στο χώμα. Ο Ορλάντος και
τρεις και τέσσερις φορές προσπαθεί να το σηκώσει, όχι μόνο σπιρουνιάζοντάς το αλλά
και με τα χέρια. Σαν στο τέλος δεν μπορεί, απ’ τ’ άτι κατεβαίνει, παίρνει μόνο την
ασπίδα του και το σπαθί τη Μπαλιζάρντα.

71. Με τον Αγραμάντη χτυπιέτ’ ο Ολιβιέρος, το βασιλιά της Αφρικής, κι έγινε ώστε οι
δυο τους να έρθουνε στα ίσα. Κι ο Μπραντιμάρτης στέρησε τον Σομπρίνο απ’ τ’ άλογό
του, χωρίς κανείς το φταίξιμο στον καβαλάρη ή στο άτι του να δύναται να ρίξει, μιας κι
ο Σομπρίνος να πέφτ’ απ’ τ’ άλογό του συνήθειο δεν τό ’χε. Κι έτσι είτ’ εκείνος έφταιξε,
είτε το άτι το δικό του, ο Σομπρίνος τέλος πάντων κάτω απ’ τ’ άλογό του και πεζός
ευρέθη.

Στις οκτάβες 69-70: Στη μάχη εμπλέκονται ακόμα και τα άλογα, τα οποία δε
μεταφέρουν απλώς τον πολεμιστή, αλλά μάχονται και μεταξύ τους, καθοδηγούμενα
βέβαια από τον αναβάτη τους.

72. Και να που ο Μπραντιμάρτης, σαν βλέπει καταγής το βασιλιά Σομπρίνο, τη μάχη μ’
εκείνον σταματάει και πάει και ρίχνεται στο βασιλιά Γκραντάσο, πού ’χε κι αυτός
πρωτύτερα κάνει το ίδιο στον Ορλάντο.150 Κι η μάχη μεταξύ τους συνεχίστηκε σαν
πρώτα. Και σαν τα δόρατα ο ένας του άλλου πάλι εκείνοι επάνω στις ασπίδες σπάσαν,
συνεχίσανε τη μάχη με τα γυμνά σπαθιά τους.

73. Κι ο Ορλάντος βλέπει πια το βασιλιά Γκραντάσο να κάνει μ’ άλλον μάχη, χωρίς στη
μονομαχία που πιο πριν οι δυο αρχίσαν να θέλει να γυρίσει. Μα κι ο Μπραντιμάρτης
αυτό δεν το επιτρέπει, σαν τον εχθρό άγρια πολεμά και σφίγγει. Τότε ο Ορλάντος, σαν

150
Δηλαδή τον είχε ρίξει από το άλογό του.
κοιτάζει ολόγυρά του και βλέπει τον Σομπρίνο πεζό και άπραγο χωρίς αντίπαλο
κανέναν, ευθύς ορμά σ’ εκείνον. Και καθώς εναντίον του βαδίζει, το περήφανο τ’
ανάστημά του κάνει τον ουρανό και τρέμει.

Στις οκτάβες 72-73: Οι μονομάχοι αλλάζουν συνεχώς αντίπαλο μεταξύ τους, ώστε
στο τέλος έχουν πια μονομαχήσει όλοι με όλους. Όταν χάνουν πια τα δόρατά τους ή
κουράζονται τα άλογά τους, συνεχίζουν τη μάχη πεζοί με τα σπαθιά τους.

74. Κι ο Σομπρίνος βλέποντας έναν τόσο δυνατό αντίπαλο να έρχεται εναντίον του,
τυλίγεται στ’ άρματά του κι ετοιμάζεται για μάχη. Όπως ο τιμονιέρης που βλέπει το
μεγάλο κύμα νά ’ρχεται, μουγκρίζοντας κι απειλώντας και παρόλο που θά ’θελε νά
’ταν στην ξηρά, κρατά γερά τη ρότα, έτσι κι ο Σομπρίνος την ασπίδα του προτάσσει
μπρος στη μαγεμένη σπάθα της νεράιδας Φαλερίνας.

75. Στ’ αλήθεια άριστη είναι η σπάθα Μπαλιζάρντα, που κάθε άρμα μπροστά σ’ εκείνη
ίσα που μπορεί ν’ αντισταθεί λιγάκι. Έτσι το σπαθί στα χέρια του Ορλάντου, πράγμα
σπάνιο και μοναδικό στον κόσμο, καταφέρνει στη μέση του εχθρού να κόψει την
ασπίδα. Τίποτα λοιπόν δε σταματά τη Μπαλιζάρντα, και μολονότι η ασπίδα ήταν
ατσαλένια, όλη την κόβει και τη σκίζει πέρα ως πέρα, φτάνοντας μέχρι την πλάτη του
εχθρού.

76. Στ’ αλήθεια φτάνει μέχρι του εχθρού τη ράχη και μόλο που με δύο στρώσεις
μέταλλο κι από πάνω μ' άλλη ατσαλένια φορεσιά ήτανε καλυμμένη, ακόμα κι έτσι η
πανοπλία τον εχθρό για πολύ δεν τον γλιτώνει, σαν του Ορλάντου το σπαθί μια βαθιά
πληγή του κάνει. Ανταπαντά ο Σομπρίνος, όμως μάταια προσπαθεί τον αντρείο να
πληγώσει, γιατί από θείο θέλημα είναι άτρωτος ο Ορλάντος, τέτοιο δώρο τού ’δωσε
Αυτός που κινεί τον ουρανό και τ’ άστρα, ποτέ κανείς να μην μπορεί το κορμί του να
πληγώσει.

77. Πιο άγρια επιτίθεται ο γενναίος κόντης, θέλοντας να του ξεκολλήσει το κεφάλι από
τους ώμους. Μα ο Σομπρίνος γνωρίζει την ανδρεία του Ορλάντου, ξέρει ότι δεν ωφελεί
να του προβάλλει την ασπίδα. Έτσι κάνει λίγο πίσω, ίσα που ν’ αποφύγει το χτύπημα
στο μέτωπο από τη σπάθα Μπαλιζάρντα. Η σπαθιά τον πήρε ξώφαλτσα, όμως το
χτύπημα ήταν τέτοιο που τού ’σπασε το κράνος και το μυαλό του ταρακούνησε, όλο
πέρα ως πέρα.
Στις οκτάβες 75-77, βλέπει κανείς ότι η αριστεία του Ορλάντου δεν οφείλεται μόνο
στην υπερφυσική του δύναμη, αλλά οφείλεται εν πολλοίς και στο μαγεμένο σπαθί
που χρησιμοποιεί σε αυτή τη μάχη, τη Μπαλιζάρντα. Πρέπει βέβαια να σχολιαστεί,
όπως φαίνεται και στην 73η στροφή, ότι ο Ορλάντος είναι εκ φύσεως άτρωτος. «Σαν
τον Αχιλλέα, ο Ορλάντος είναι ανίκητος στη μάχη και άτρωτος εκ φύσεως, εκτός από
ένα σημείο, την φτέρνα του ποδιού του (XII. 49)».151

78. Κι έτσι απ’ το γερό το χτύπημα, καταγής έπεσ’ ο Σομπρίνος κι έμειν’ έτσι
ανήμπορος για τόσην ώρα. Νομίζοντας ο Ορλάντος πως μαζί του η μάχη έχει τελειώσει
και για νεκρό περνώντας τον, ετοιμάζεται να επιτεθεί στο βασιλιά Γκραντάσο, για να
γλιτώσει απ’ τα χειρότερα το φίλο Μπραντιμάρτη, αφού ο άπιστος, θες πού ’χε
καλύτερο άλογο, θες που ήταν σωματώδης, πιο επιδέξιος αποδείχτη στα όπλα και στη
σπάθη.

79. Κι ο γενναίος Μπραντιμάρτης πάνω στ’ άλογό του τον Φροντίνο, τ’ άξιο άτι που
πρώτα ανήκε στο Ρουγγέρο, άξια στον εχθρό μπροστά μπορεί και στέκει, ώστε
κατώτερός του καθόλου να μη μοιάζει. Αν κι εκείνος είχε μια σαν του εχθρού την
πανοπλία, θα διέπρεπε στη μάχη, τώρα όμως τον συμφέρει πέρα–δώθε να ελίσσεται,
καλά αρματωμένος σαν δε νιώθει.

80. Άτι, σαν πως ήταν ο Φροντίνος, άλλο στον κόσμο δεν υπάρχει, που να καταλαβαίνει
αμέσως του καβαλάρη τη βουλή, γιατί όπου κι αν έπεφτε η σπάθα Ντουριντάντα εκείνο
ήξερε ακριβώς πώς να την αποφύγει. Ο Αγραμάντης κι ο Ολιβιέρος φρικτή μάχη οι δυο
τους αλλού είχαν αρχίσει, και κατά πως εφάνη στα όπλα και στον πόλεμο μεγάλη
είχανε πείρα, κι οι δυο τους δυνατοί, σχεδόν καθόλου δε διαφέραν.

81. Ενώ ο Ορλάντος τον Σομπρίνο είχε αφήσει καταγής, καθώς σας είπα, ξαφνικά
ορμά στο βασιλιά Γκραντάσο, επιθυμώντας τον Μπραντιμάρτη να συντρέξει. Σαν τον
εχθρό καλά πλησίασε, είδε ξαφνικά εκεί κοντά στη μέση το καλό το άλογο απ’ όπου
έπεσ’ ο Σομπρίνος, κι αμέσως βάλθηκε να τ’ αρπάξει.

151
Lansing, Richard H. «Ariosto's Orlando Furioso and the Homeric Model», Comparative Literature
Studies, 1987, σελ. 318.
82. Κι έτσι πήρε τ’ άλογο που δεν αντιστάθηκε καθόλου και μ’ ένα σάλτο ευθύς ανέβηκε
στη σέλα. Με τό ’να χέρι κρατά τη σπάθα, με τ' άλλο τα ωραία χαλινάρια. Σαν βλέπει ο
Γκραντάσος τον εχθρό που βαδίζει ενάντιός του, καθόλου δεν τον νοιάζει και με τ’
όνομά του «Ορλάντο» τον φωνάζει […].

83. Προς τον κόντη Ορλάντο στρέφεται, τον Μπραντιμάρτη αφήνοντας στην άκρη, στον
λαιμό τόνε χτυπά με το σπαθί κι όλη διαπερνά την πανοπλία εξόν τη σάρκα, αφού
ανώφελ’ είναι κάθε προσπάθεια να τόνε τραυματίσει. Κι ο Ορλάντος έξαφνα τη
Μπαλιζάρντα κατεβάζει, κανένα ξόρκι δεν τη σταματά όπου αυτός την κόψη βάζει.
Κράνος, ασπίδα, επιγονατίδες κι όλη η πανοπλία αμέσως κομματιάζονται, κι ό,τι άλλο
βρίσκει σαν κατέβει η σπάθα.

84. Στο πρόσωπο, το στήθος και τα γόνατα τραυματίστηκ’ ο βασιλιάς της Σερικάνης152,
κείνος απού πανοπλία σαν εφόρεσε ποτέ του δεν πληγώθη. Αφύσικο του φαίνεται τώρα
που εκείν’ η σπάθα (που τη σιχαίνεται και τη φοβάται) τελικά κατάφερε την πανοπλία
του να κόψει. Αν δυνατότερο κι από πιο κοντά είχε γίνει το χτύπημα εκείνο, τότε πια
στα σίγουρα απ’ το κεφάλι μέχρι την κοιλιά στα δυο το βασιλιά θε νά ’χε κόψει.

85. Γι’ αυτό τα όπλα του δεν εμπιστεύεται σαν πρώτα, μπροστά του έχει πια τις
αποδείξεις. Με περισσή κινείται τώρα προσοχή και γνώση και όλος σύνεση την άμυνά
του βελτιώνει. Σαν βλέπ’ ο Μπραντιμάρτης τον Ορλάντο, που άγρια πολεμώντας του
παίρνει μέσ’ από τα χέρια την καλή τη μάχη, μες στη μέση πάει στήνεται και πότ’ εδώ
και ποτ’ εκεί μαχόμενος τους φίλους του συντρέχει.

86. Κι ο βασιλιάς Σομπρίνος που τόσην ώρα στο χώμα ήτανε πεσμένος, άξαφνα
σηκώνεται και γυρνά στον εαυτό του. Πολύ τον επονούσανε το πρόσωπο κι η πλάτη. Το
βλέμμα ψηλά σηκώνει και κοιτάζει ολόγυρά του, τον αφέντη του σαν βλέπει, γοργά κι
αθόρυβα (δίχως κανείς να τόνε καταλάβει) πάει για να συντρέξει.

87. Κι έτσι πάει κρυφά πίσ’ από τον Ολιβιέρο που τίποτ’ άλλο δεν επρόσεχε σαν το
βλέμμα στον βασιλιά Αγραμάντη είχε στραμμένο. Στα πισινά τα πόδια του αντρείου τ’
άλογο βίαια ο άπιστος χτυπά και το βαριοπληγώνει, κι εκείνο χάμω πέφτει μην

152
Η Σερικάνη ήταν πόλη των Ναβαταίων, δηλαδή ασιατική. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια
Treccani, o βασιλιάς Gradasso, ο Σαρακηνός βασιλιάς της Σερικάνης, ήρθε στην Ευρώπη με το στρατό
του, όχι τόσο για να πολεμήσει τους χριστιανούς, όσο για να αποκτήσει το άλογο του Ρινάλντο, τον
Μπαϊάρντο, αλλά και τη Ντουριντάντα, το σπαθί του Ορλάντου. Δες:
http://www.treccani.it/enciclopedia/gradasso/
μπορώντας το χτύπημα ν’ αντέξει. Μαζί πέφτει κι ο Ολιβιέρος, μα τ’ αριστερό του πόδι
κάτω απ’ τ’ άλογο εγκλωβίζεται απ’ την ξαφνική την πτώση.

88. Τον ξαναχτυπά ο Σομπρίνος κι απ' τη μεριά την άλλη, νομίζοντας ότι θα μπορέσει
έτσι να του κόψει το κεφάλι. Μα στο έργο αυτό τον εμποδίζει του αντρείου η πανοπλία,
που για τον μέγα Έκτορα ο Ήφαιστος παλιά την είχε φτιάξει, από λαμπρό κι ατόφιο
ατσάλι. Τον φίλο του σε κίνδυνο σαν βλέπει ο Μπραντιμάρτης, με το καλό του άτι
ενάντια στο βασιλιά Σομπρίνο τρέχει όλος βιάση, γερά τόνε χτυπά και τον πληγώνει στο
κεφάλι, μα ο τρανός ο γέρος στα πόδια του σηκώνεται και πάλι.

89. Στον Ολιβιέρο γυρνάει ο άπιστος για να τον αποτελειώσει ή τουλάχιστον το σήκωμά
του να εμποδίσει. Κι ο Ολιβιέρος, που το δεξιό του χέρι τό ’χει λεύτερο, άξια μάχεται με
το σπαθί του και πέρα–δώθε το κουνά για να κρατήσει μακριά το βασιλιά Σομπρίνο.

Στην 81η οκτάβα, αξίζει να σχολιαστεί ότι η απόπειρα της αρπαγής του αλόγου ενός
εχθρού είναι συνηθισμένο φαινόμενο στο ηρωικό έπος, όπως συμβαίνει λόγου χάριν
στην ραψωδία Κ΄ της Ιλιάδος, στην Δολώνεια, όπου ο Διομήδης με τον Οδυσσέα
προσπαθούν να κλέψουν τα άλογα του βασιλιά Ρήσσου.

Στην 83η οκτάβα το χτύπημα του Γκραντάσο ενάντια στον Ορλάντο αποδεικνύεται
μάταιο, «επειδή ο Ορλάντος ήταν άτρωτος».153 Στην 84η οκτάβα γίνεται αναφορά
στα άρματα του Γκραντάσο. Η πανοπλία του εν λόγω ήρωα δεν ήταν καθόλου τυχαία,
αφού επρόκειτο για μία ιδιαίτερη πανοπλία. Σύμφωνα με τον Caretti, «ο Γκραντάσο
δεν είχε ποτέ αίμα από τότε που φόρεσε αυτά τα μαγεμένα όπλα».154

Στην στροφή 87 ο Ολιβιέρος κινδυνεύει, τον σώζει όμως η πανοπλία του• πρόκειται
για ένα ειδικό αμυντικό όπλο• είναι δηλαδή η πανοπλία του φημισμένου Έκτορα, την
οποία μάλιστα, σε αυτήν την περίπτωση, την είχε φτιάξει ο θεός Ήφαιστος.

90. Ελπίδα τό ’χε ο γενναίος πως σαν τον άπιστο κρατήσει μακριά του, γρήγορα το
άλογο θα σηκώσει από ψηλά του. Κι έτσ’ ο Ορλάντος μες στα αίματα λουσμένος πότιζε
τη γύρω γύρω άμμο, στον εχθρό δίνοντας την προσδοκία πως όπου νά ’ναι η δύναμή
του σβήνει, γιατί μόλις και μετά βίας αυτός μπορεί να στέκει, μη μπορώντας από πάνω
του το άλογο να διώξει.

153
Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο 19922 , σελ.
1225.
154
Αυτόθι, σελ. 1226.
91. Τον Αγραμάντη πολεμώντας τώρ’ ο Μπραντιμάρτης γύρω γύρω τον χτυπά και τον
πληγώνει . Και νά σου τος με τον Φροντίνο του πότε μπροστά, πότε στο πλάι του εχθρού
πηγαίνοντας, συνεχώς γυρίζει σαν τον τόρνο• τέτοιο καλό άτι έχ' ο Μπραντιμάρτης, ο
γιος του Μονοδάντη. Μα κι ο Αγραμάντης κατώτερο δεν έχει, ο βασιλιάς του Νότου •
αυτός γι’ άλογό του έχει τον Μπαλιαντόρο, που του τον χάρισ’ ο Ρουγγέρος σαν τ’
άρπαξε απ’ τον αλαζόνα Μαντρικάρντο.

92. Καλύτερη στα σίγουρα είν’ η αρματωσιά του Αγραμάντη, τέλεια κι ανέγγιχτη για
δέστε την πώς μοιάζει. Γιατί τυχαία την εδιάλεξε τη δική του ο Μπραντιμάρτης, όποια
με βιάση μπόρεσε μες στην ανάγκη νά ’βρει. Η ψυχική του η τόλμη όμως τον καθιστά
αντρείο και τη δύναμη που τού ’λειπε περίσσια αναπληρώνει. Μολονότ’ ο αφρικάνος
βασιλιάς μ’ ένα μόνο χτύπημα του κοκκίνισε τη δεξιά την πλάτη, εκείνος ακόμα ελπίζει
ότ’ ασπίδα σύντομα άλλη θα μπορέσει νά ’βρει.

93. Ο γενναίος όμως απ’ το Γκραντάσο πληγή ανοιχτή είχε ήδη στα πλευρά του • την
στιγμή περίμενε στον εχθρό να μπήξει το σπαθί του και τελικά τη βρίσκει • έτσι την
ασπίδα σπάει πρώτα του αντιπάλου, στο αριστερό το μπράτσο τον πληγώνει κι ύστερα
τον παίρνει ξώφαλτσα και στο δεξί το χέρι. Άλλ’ όλ’ αυτό μικρό κι αστείο μοιάζει μπρος
σ’ ό, τι έκαμ’ ο Ορλάντος στο βασιλιά Γκραντάσο.

Στη στροφή 94 οι πολεμιστές έχουν περιέλθει σε δεινή θέση:

94. Τον Ορλάντο εκείνος είχε σχεδόν ξαρματωμένο και το καλό το κράνος σε τρεις
μεριές τού ’χε σπασμένο, την ασπίδα μες στη χλόη τού ’χε ρίξει και τον καλό το θώρακα
στη μια πλευρά τού ’χ’ ανοίξει, χωρίς καθόλου βέβαια τον γενναίο να λαβώσει, αφού
κείνος από γεννησιμιού του ήτανε μαγεμένος. Ο Ορλάντος όμως σε θέση πολύ
χειρότερη είχε φέρει τον οχτρό του, αφού κατάστηθα, στο λαιμό, στο πρόσωπο είχε
χτυπήσει το Γκραντάσο.

95. Κι ο Γκραντάσος φανερά πια απελπισμένος τον εαυτό του βλέπει μες στο αίμα
μουσκεμένο, ενώ ο Ορλάντος ήτανε ολόστεγνος απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Κι έτσ’ ο
άπιστος το σπαθί σηκώνει με τα δυο τα χέρια, προσπαθώντας όπου λάχει να χτυπήσει
τον Ορλάντο, πιο πολύ όμως θέλει να του κόψει το λαιμό του. Με περίσσια δύναμη ο
οχτρός χτυπά τη σπάθα πάνω στον Ορλάντο.
96. Σαν ήταν άλλος στη θέση του Ορλάντου, θα τον είχε κόψει ευθύς ολόκληρο στα δυο
μέχρι τη σέλα. Μα σαν η σπάθα δεν ευστόχησε, λαμπρή και πεντακάθαρη γύρισε πίσω.
Απ’ το γερό το χτύπημα ο Ορλάντος όμως εξεπλάγη κι αστέρια είδε μερικά σα νά ’ταν
βράδυ. Τότε αυτός τα χαλινάρια χάμω αφήνει και λίγο ακόμα και θά ’χανε και το σπαθί
του, σαν στο δεξί του χέρι δεν τό ’χε σφιχτοδέσει.

97. Απ' του χτυπήματος τον τρομερό το θόρυβο το άτι του Ορλάντου έφυγε τρεχάτο και
την αμμώδη ακτή διαβαίνοντας έδειχνε πόσο στο τρέξιμο αξίζει. Από το χτύπημα ο
κόντης ακόμα σαστισμένος, να συγκρατήσει τ' άλογό του πια δεν έχει σθένος. Ξοπίσω
του τρέχει ο Γκραντάσος, που για λίγο ακόμα θα τον έφτανε, εάν με τα σπιρούνια πιο
πολύ είχε ερεθίσει τον Μπαϊάρντο.

95: Εδώ φαίνεται η σημαντική διαφορά των δύο αντίπαλων πολεμιστών, ανώτερος
φυσικά είναι ο Ορλάντος. 96-97: Εδώ ο Ορλάντος επιδεικνύει μεγάλη αντοχή,
υπερφυσική θα λέγαμε, σ' ένα πολύ δυνατό χτύπημα, το οποίο ήταν εντελώς αφύσικο
κι επομένως ο οποιοσδήποτε άλλος θα πάθαινε μεγάλη ζημιά. Ο ήρωας εδώ δηλαδή
ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνατότητες στην αντοχή.

Στους επόμενους στίχους των στροφών 98-99, ο Γκραντάσος, ενώ ο Μπραντιμάρτης


είναι απορροφημένος στη μονομαχία με τον Αγραμάντη μη προσέχοντας καθόλου τα
νώτα του, χτυπά πισώπλατα τον ήρωά μας και τον σκοτώνει, γεγονός που αντίκειται
στον ιπποτικό πολεμικό κώδικα.

98. Μα τα μάτια σαν γυρνά, σε κίνδυνο μεγάλο βλέπει το βασιλιά Αγραμάντη, αφού το
κράνος τού ’ριξε ο γιος του Μονοδάντη, που τώρα μ’ ένα μικρό σπαθί να τον πληγώσει
προσπαθεί. Κι έτσι ο Αγραμάντης για ώρα πολλή δεν μπορεί καθόλου ν' αμυνθεί, γιατί
ούτε στο χέρι του πια έχει το σπαθί του.

99. Πίσω γυρνά ο βασιλιάς Γκραντάσος, δεν τρέχει άλλο ξοπίσω στον Ορλάντο, αλλά
στον Αγραμάντη σπεύδει όλος βιάση. Ο απρόσεχτος ο Μπραντιμάρτης, πως του
Ορλάντου ο εχθρός μπορεί και να ξεφύγει, δε βάζει με το νου του• και με τα μάτια
ολόγυρά του καθόλου δεν ελέγχει, παρά μονάχα το μαχαίρι του ζητά στου απίστου το
λαιμό να χώσει. Έτσι στα κρυφά έρχετ' ο Γκραντάσος και τη σπάθα πιάνοντας με τα
δυο του χέρια τη χτυπά με δύναμη πάνω στου νεαρού το κράνος.

100– «Ουράνιε Πατέρα, δέξου την ψυχή του Μπραντιμάρτη [….]».


101. Ένα σιδερένιο δαχτυλίδι δυο δάχτυλα παχύ, που περίζωνε του νεαρού το κράνος,
απ' το γέρο το χτύπημα έσπασε κι εκόπη, μαζί και τ’ ατσαλένιο το σκουφί που την
κεφαλή του νιου εκάλυπτε κάτω από το κράνος. Κι ο Μπραντιμάρτης απ’ τ’ άλογό του
πέφτει άξαφνα με όψη όλη τρόμο κι απ’ του κεφαλιού τη φλέβα τη μεγάλη, άφθονο στην
άμμο ρέει το αίμα σαν ποτάμι.

102. Με το που συνήλθ’ ο κόντης απ’ το χτύπημα, τα μάτια του γυρνά και νεκρό στο
χώμα βλέπει το φίλο Μπραντιμάρτη ξαπλωμένο. Πάνω του ο Σερικάνιος στέκει και
κοιτάζει, στον κόντη δίνοντας απόδειξη ποιος είναι του φίλου ο φονιάς. Εάν του
Ορλάντου μεγαλύτερος ήταν ο πόνος ή ο θυμός, να το πω δε θα μπορέσω• είχε όμως
καιρόν τόσον ολίγον μπροστά του για να κλάψει, που γρήγορ’ η οργή τον νίκησε
κλείνοντας μέσα του τον πόνο […].

Σε γενικές γραμμές, στο 46ο Άσμα, βλέπουμε ότι ο ιπποτικός κώδικας τιμής δεν έγινε
σεβαστός στην Λαμπεντούζα από τη μεριά των Σαρακηνών, ενώ αντίθετα οι ήρωες
του έπους έδειξαν την μεγαλοψυχία και την αρετή τους.155 Σύμφωνα με τον Richard,
ο Αριόστο μιμείται επίσης το ιλιαδικό επεισόδιο του θανάτου του Πατρόκλου, όπου ο
Αχιλλέας επιστρέφει στη μάχη με σκοπό να σκοτώσει τον Έκτορα, μετά το φόνο του
καλύτερού του φίλου, ο οποίος έφερε την πανοπλία του. Αντίστοιχα ο Αριόστο
τοποθετεί την τελευταία μεγάλη ηρωική πράξη του Ορλάντου στη Λαμπεντούζα,
όπου συμβαίνει ο θάνατος του καλύτερού του φίλου, του Μπραντιμάρτη, από το
βασιλιά Γκραντάσο, ο οποίος είναι ο δυνατότερος από τους αντίπαλους πολεμιστές,
όπως ακριβώς ισχύει και για τον Έκτορα. Επίσης ενώ το σπαθί του Ορλάντου, η
Ντουριντάντα, θα έπρεπε να έχει προστατέψει τον Μπραντιμάρτη, εντούτοις
προκαλεί το θάνατό του, οπλίζει το φονικό χέρι του Γκραντάσο, τον προδίδει,
ακριβώς όπως η πανοπλία του Αχιλλέα πρόδωσε τον Πάτροκλο και δεν τον γλύτωσε
από το φονικό χέρι του Έκτορα. Επίσης και οι δύο επικές σκηνές κλείνουν με την
προσευχή των δύο ηρώων για τον ευγενή και νεκρό πια φίλο τους αντίστοιχα.156

155
Giovanna Rizzarelli, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave nell'‹Orlando
Furioso› in Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi della violenza nella letteratura italiana, a
cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti, maria pacini fazzi editore: 93
156
Εδώ πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο Richard παρατηρεί ότι ο γνωστός Rajna παρέβλεψε αυτούς
τους παραλληλισμούς, ενώ επίσης παρατηρεί ότι η απώτερη πηγή του Orlando, το ιπποτικό ποίημα
Chanson de Roland, στην πραγματικότητα απηχεί ελάχιστα τον ομώνυμο ήρωα, αφού δεν υπάρχει
θάνατος στο πεδίο Roncesvalle, ούτε κάποια μάχη ή δράση,[….] παρά μόνο μια διαμάχη με τον
Καρλομάγνο. Έτσι ο Richard καταλήγει στο συμπέρασμα ότι (όσον αφορά την πλοκή) το κυρίως
κείμενο που ανευρίσκεται κάτω από τους στίχους του Orlando είναι ουσιαστικά η ομηρική Ιλιάδα.
Άσμα 42ο: Η αριστεία του Ορλάνδου

1. Πιο χαλινάρι γερό, πια δεσμά από σίδερο, πια αλυσίδα διαμαντένια157 ,
την οργή θα συγκρατήσει στο μέτρο και στην τάξη, -ώστε τα όρια αυτή να μην τα
ξεπεράσει-, σαν ένα πρόσωπο αγαπητό, που με σκληρό καρφί παντοτινή αγάπη σού ’χει
καρφώσει στην καρδιά, εσύ το βλέπεις με βία και μ’ απάτη ν’ ατιμάζεται και να
πληγώνεται βαριά;

2. Και σαν αυτή η σκληρότητα, σαν αυτή η απανθρωπιά στην ψυχή γεννούν την
ασυγκράτητη οργή, χρειάζεται μια δικαιολογία, γιατί τότε η λογική απ' τα στήθη
εξαφανίζεται κι άλλο πια αυτή δε βασιλεύει.
Ο Αχιλλέας, σαν με τη δική του φορεσιά τον Πάτροκλο είδε το χώμα να ματώνει, το
φονιά του φίλου να φονεύσει δεν τ’ αρκούσε, αν δεν τον έσερνε απ' τ' άρμα του ξοπίσω,
αν δεν του μαγάριζε το νεκρό του σώμα.

Εδώ αξίζει να σχολιάσουμε αυτές τις δύο πρώτες στροφές του 42ου άσματος.
Φαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση του Αριόστο να παραλληλίσει τον Ορλάντο με τον
Αχιλλέα, όσον αφορά τον ηρωισμό και το θυμό του. Οι δύο ήρωες έχουν παρόμοιο
ψυχισμό και παρόμοιες αντιδράσεις. Όπως αναφέρει και ο Caretti158, πρόκειται για
τη γνωστό ιλιαδικό επεισόδιο, όπου ο Πάτροκλος φόρεσε τα άρματα του Αχιλλέα και
μπήκε στη μάχη εναντίον των Τρώων, στη συνέχεια όμως σκοτώθηκε από τον
Έκτορα που εξαιτίας της πανοπλίας τον μπέρδεψε με τον Αχιλλέα. Η κατάληξη είναι
κάτι περισσότερο από αναμενόμενη, ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα. Όμως δεν
περιορίστηκε στο φόνο του αντιπάλου του, αλλά ατίμωσε και τη σορό του. Όπως
βέβαια παρατηρεί και ο Caretti159, όλη αυτή η συμπεριφορά του Αχιλλέα έχει την
εξήγησή της στο γεγονός ότι η λογική είναι εντελώς ανίσχυρη μπροστά στις
παρορμήσεις της καρδιάς. Εδώ δηλαδή, αφ’ ενός αποδίδεται στον Αχιλλέα το
χαρακτηριστικό της συναισθηματικής παρόρμησης, αφ’ ετέρου το ίδιο

Πρβλ Richard H. Lansing, «Ariosto's Orlando Furioso and the Homeric Model», στο Comparative
Literature Studies, 1987, σελ. 318.
157
Με μία τέτοια διαμαντένια αλυσίδα ο Ηρακλής κατάφερε να δέσει τον Κέρβερο όταν κατέβηκε
στον Άδη (Οβίδ. Μετ. 7, 412). Πρβλ Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti,
τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο 19922 , σελ. 1232.
158
Αυτόθι, σελ. 1232.
159
Αυτόθι, σελ. 1232.
χαρακτηριστικό επεκτείνεται και στην περίπτωση του Ορλάντου. Έτσι στους στίχους
6-13 ο Ορλάντος αποτελειώνει τους εχθρούς του.

6. […] Είναι επομένως λογικό πως για έναν φίλο τόσ’ αγαπημένο του Ορλάντου η
καρδιά τόσο πολύ οργίσθη, βλέποντάς τόνε νεκρό να κείται καταγής σαν τον ελάβωσε ο
βασιλιάς Γκραντάσος.

7. Όπως ο περιπλανώμενος βοσκός που μόλις δει το φαρμακερό το φίδι που εσκότωσε
το γιόκα του απού ’παιζε στην άμμο, όλος μίσος και οργή στο χέρι του γερά σφίγγει το
μπαστούνι, έτσι κι ο Εγγλέζος καβαλάρης, όλος οργή στο χέρι σφίγγει το πιο κοφτερό
σπαθί απ’ όλα, κι ο πρώτος που ευρίσκει είν’ ο Αγραμάντης.

8. Ο βασιλιάς εκείνος, όλος μες στα αίματα και χωρίς την καλή του σπάθα, με την
ασπίδα του μισή και το κράνος του λυμένο, απ’ τα χέρια του Μπραντιμάρτη καταφέρνει
να ξεφύγει, όπως το αετόπουλο ξεφεύγει απ’ του γερακιού τα νύχια. Και μόλις έρχετ’ ο
Ορλάντος στο λαιμό τόνε χτυπά με την καλή του σπάθα, ακριβώς ανάμεσα στο κεφάλι
και το στήθος.

9. Έτσ’ όπως ήταν με το λαιμό ξεσκέπαστο και με λυμένο κράνος χωρίς την πανοπλία,
μόλις του Ορλάντου η σπάθη έπεσε ευθύς τον έκοψε σαν βούρλο. Κι έτσι χάμω πέφτει
το βαρύ το σώμα του αφέντη της Λιβύης και στην άμμο σπαρταράει, ενώ η ψυχή τ’
αμέσως για τα νερά του Αχέροντα κινάει. Εκεί ο Χάροντας με το δρεπάνι τον αρπάζει
και τόνε ρίχνει μες στη βάρκα. Κι ο Ορλάντος, χωρίς να καθυστερήσει, με τη
Μπαλιζάρντα τ’ ετοιμάζεται τον Σερικάνιο βασιλιά να συναντήσει.

10. Σαν βλέπ’ ο Γκραντάσος το στήθος να πέφτει χάμω τ’ Αγραμάντη καθώς αυτό
χωρίστη απ’ το κεφάλι, πράγμα που μέχρι τότε στον κόσμο δεν ξανάγινε, το πρόσωπό
του ασπρίζει κι ο ίδιος τρέμει ολόκληρος μέχρι μέσα την καρδιά του. Το τέλος του
αισθάνεται και μοιάζει νικημένος, κι έτσι στον Άγγλο ιππότη οπού του φέρνει το
θανατηφόρο χτύπημα δεν αντιστέκεται καθόλου.

11. Στο δεξί πλευρό τον χτύπησ’ ο Ορλάντος, στην κοιλιά το σπαθί του έμπηξε και τό
’βγαλ’ απ’ την άλλη, γεμίζοντάς τον μ’ αίματα μέχρι το κεφάλι. Έτσ’ ο αφέντης ο πιο
άξιος σε όλους τους απίστους από γενναίο χέρι έφυγε, του πολεμιστή στον κόσμον όλον
του πιο αντρείου.
Ο Ορλάντος τώρα νιώθει μαζί θυμό με θλίψη. Τα συναισθήματά του αυτά θα
αποτελέσουν το κίνητρο της επίθεσής του προς τον Γκραντάσο, θα του δώσουν τη
δύναμη να τον σκοτώσει• πρόκειται για μια ιδιαίτερα σκληρή σκηνή. Χαρακτηριστική
είναι επίσης η παρομοίωση με το βοσκό ο οποίος σκοτώνει το φίδι που πρωτύτερα
δάγκωσε το μικρό γιο του. Ο Ορλάντος σκοτώνει πρώτα τον Αγραμάντη, στον οποίο
πηγαίνει ορμώντας, δυνατός και περήφανος. Το σπαθί του Ορλάντου κόβει με μεγάλη
ευκολία το κεφάλι του βασιλιά.

Στους στίχους των στροφών 9-10, ο ασυνήθιστα βίαιος και ακαριαίος φόνος του
Αγραμάντη τρομοκρατεί το βασιλιά Γκραντάσο, ο οποίος το νιώθει πια πως έρχεται
και η σειρά του. Τελικά, στην 11η στροφη, φαίνεται σαν να επέρχεται τρόπον τινά μία
‘απονομή δικαιοσύνης’, αφού ο πιο άξιος βασιλιάς σκοτώνεται από τον πιο άξιο
ιππότη. Φυσικά ο ‘άξιος’ ιππότης, είναι ο πιο θαρραλέος, είναι ένας δυνατός και
άριστος πολεμιστής.

Άσμα 46ο: Οκτάβες 115-140.

Πρόκειται για την τελευταία μάχη του ποιήματος, συγκεκριμένα μονομαχία, με την
οποία και κλείνει το επικό ποίημα. «Ο Ρουγγέρος κι ο Ροδομόντης, σεβόμενοι τους
κανόνες της μονομαχίας, χρησιμοποιούν πρώτα τα ακόντια και τις ασπίδες, για να
περάσουν ύστερα στα σπαθιά. Εντελώς απροσδόκητα, ενώ όλοι φοβόταν για τον
Ρουγγέρο, δεδομένης της δύναμης του απίστου, αυτός βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση
σε σχέση με τον αντίπαλό του».160

Ήδη η πρώτη σύγκρουση είναι σφοδρή, γι’ αυτό και τα δόρατά τους σπάνε. Ο
Francesco de Sanctis χαρακτηρίζει το Ρουγγέρο ως «μία απήχηση, έναν
αντικατοπτρισμό του Αχιλλέα, ως το τελειότερο υπόδειγμα ιππότη».161 Πρόκειται για
δύο ήρωες, άξιους κι έμπειρους πολεμιστές, που κάποτε βρίσκονταν στο ίδιο
στρατόπεδο, ενώ τώρα είναι εχθροί, λόγω του ότι ο Ρουγγέρος βαπτίστηκε χριστιανός
και προσχώρησε στον χριστιανικό στρατό. Ακόμα και τα άλογά τους είναι θαρραλέα
κι έμπειρα στη μάχη.

160
Giovanna Rizzarelli, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave nell'‹Orlando
Furioso› in Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi della violenza nella letteratura italiana, a
cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti, maria pacini fazzi editore: 95.
161
Francesco De Sanctis, Storia della letteratura italiana, Einaudi, Salani/Firenze 1965, σελ 476.
115. […]Από τη μια μεριά στέκ’ ο Ρουγγέρος και απ’ την άλλη ο Ροδομόντης
ετοιμάζοντας για επίθεση τα δόρατά τους. Εκείνα από τη σύγκρουση αρχίσανε να σπάνε
και τα θραύσματα που πεταχτήκαν σαν πουλιά στον ουρανό πετάνε.

116. Το δόρυ του απίστου τον ήρωα χτυπά στη μέση της ασπίδας χωρίς ζημιά να κάνει,
σαν για τον δοξασμένο Έκτορα την είχε πλάσει ο Ήφαιστος από γερό ατσάλι. Κι ο
Ρουγγέρος το δόρυ με τον ίδιο τρόπο ρίχνει στου Ροδομόντη την ασπίδα• κι ευθύς τη
διαπερνά, τί κι αν είχε πάχος μια παλάμη, τί κι αν στη μέσ’ είχε κόκκαλο κι από μέσα κι
έξω κάλυμμα απ’ ατσάλι.

117.Σαν όμως το ακόντιο στην πρώτη επίθεσ’ είχ’ αντέξει και δεν κομματιζόταν, στην
αρματωσιά τ’ απίστου ζημιά θα είχε κάμει, κι ας ήταν διαμαντένια, κι έτσ’ η μάχη από
νωρίς θά ’χε τελειώσει πριν καλά αρχίσει. Όμως το δόρυ έσπασε, και των δυονών τα
άλογα στο χώμα σωριαστήκαν.

118. Με χαλινάρια και σπιρούνια, οι δυο καβαλαραίοι, ευθύς σηκώσαν τ’ άλογά τους
έτοιμοι για μάχη. Τα δόρατ’ επετάξανε και τα σπαθιά τους πιάνουν, κι έτσι σκληροί και
άτεγκτοι τη μάχη συνεχίζουν, ποτ’ εδώ και ποτ’ εκεί τ’ άλογά τους περιστρέφουν, απού
’ναι ελαφριά κι ευκίνητα, γεμάτα θάρρος• και με τα κοφτερά σπαθιά τους στο πιο
απροστάτευτο σημείο τον εχθρό ψάχνουν να λαβώσουν.

119. Ο Ροδομόντης δεν είχε πια μαζί του του δράκου το τομάρι απού ’τανε σκληρό και
του προστάτευε το στήθος, ούτε την κοφτερή την σπάθα του Νεμβρότου162 κι ούτε
φορούσε το κράνος απού συνήθιζε νά ’χει στο κεφάλι, γιατί όλα του τα όπλα τά ’χε
αφήσει στο μνήμα στο γεφύρι, τότ’ απού ’χασε στη μάχη απ’ τη γυναίκα της
Δορδόνης163.

120. Τώρ’ αυτός μιαν άλλην αρματωσιά φορούσε, ναι μεν καλή και άξια, μα δεν ήταν
σαν την πρώτη. Όμως ούτ’ ετούτη, ούτ’ εκείνη, ούτε κάποια άλλη πανοπλία τα

162
Η εν λόγω πανοπλία έχει αναφερθεί ξανά στην 17η στροφή του 14ου άσματος. Σύμφωνα με τα
σχόλια του Caretti, ο γίγαντας Νεμβρότης ήταν αυτός που έχτισε τον πύργο της Βαβέλ για να
αφαιρέσει τη βασιλεία από το Θεό και να τον διώξει από τον ουρανό • γι’ αυτό και κατασκεύασε τέλεια
όπλα. Πρόκειται για τα όπλα του Ροδομόντη. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Treccani, ο Ροδομόντης
κατάγεται από τον Νεμβρότη. Δηλαδή ο Ροδομόντης είναι, εκ καταγωγής, αντίπαλος των χριστιανών.
Πρβλ: Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 1ος, Einaudi, Τορίνο 19922 ,
σελ. 375-76 και: http://www.treccani.it/enciclopedia/rodomonte/
163
Δηλαδή την Μπρανταμάντε. Σύμφωνα με το σχόλιο του Caretti, ο πατέρας της ηρωίδας, ο Άμμωνας
(Amone) ήταν δούκας της Δορδόνης. Αυτή η πληροφορία πρωτοεμφανίζεται στην 68 η στροφή του 2ου
άσματος. Πρόκειται για ένα κάστρο τοποθετημένο πλησίον του Δόρδονα ποταμού στη νοτιοδυτική
Γαλλία. Πρβλ: Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 1ος, Einaudi, Τορίνο
19922 , σελ. 46.
χτυπήματα της Μπαλιζάρντας θα μπορούσε να τ’ αντέξει, αφού κείνη η σπάθα είν’
άτρωτη μπροστά σε όπλα σιδερένια, ξόρκια και μαγείες. Ο Ρουγγέρος τον χτυπά, κι από
τη μια κι από την άλλη, με τόση μαεστρία που σε παραπάν’ απ’ ένα μέρος άρχισε σιγά
σιγά να σπάει η πανοπλία.

121. Ο Ροδομόντης βλέποντας την αρματωσιά του ματωμένη και σαν κατάλαβε πως
άλλο δεν μπορεί τη μανία του Ρουγγέρου ν’ αποφύγει, όλος οργή αντέδρασε και με θυμό
περίσσιο, ακόμα μεγαλύτερο και από κείνον της θαλάσσης, που πολύ οργίζεται σαν
φουρτουνιάζει το χειμώνα. Τότε κείνος την ασπίδα του πετά, το ξίφος πιάνει με τα δυο
τα χέρια και μ’ όλο του το σθένος στην κεφαλή χτυπάει το Ρουγγέρο.

[………….]

123. Το γερό το χτύπημα για τα καλά το ταρακούνησε του Ρουγγέρου το κεφάλι, κι έτσ’
αυτός απ’ τ’ άλογό του κόντεψε να πέσει φαρδύς πλατύς στο χώμα. Δεύτερη φορά με
βία τον χτυπά ο Ροδομόντης κι ετοιμάζεται για τρίτη• το σπαθί του όμως δεν αντέχει να
χτυπά με τόση βία κι έτσι σπάει και γίνεται κομμάτια, αφήνοντας γυμνό και άοπλο του
Σαρακηνού το χέρι.

Στην στροφή 116 βλέπουμε ότι ο Ρουγγέρος φέρει την ασπίδα του Έκτορα. Πρόκειται
για μία ιδιαίτερα ανθεκτική ασπίδα, ένα ξεχωριστό αμυντικό όπλο, όπως ήδη είδαμε,
φτιαγμένο από τον Ήφαιστο. Εξάλλου ο Ρουγγέρος, κατάγεται από τον Έκτορα.

Στην στροφή 119 ο ποιητής περιγράφει τα ξεχωριστά / ειδικά όπλα του Ροδομόντη.
Όπως έχουμε ήδη πει, οι ξεχωριστοί πολεμιστές φέρουν και ξεχωριστά όπλα, αφού
εδώ πάλι πρόκειται για άξιο πολεμιστή κι όχι τυχαίο. Στην στροφή 120, ο Ρουγγέρος
έχει μαζί του το μαγεμένο σπαθί του, τη Μπαλιζάρντα. Βέβαια, η οργή και ο θυμός
του Ροδομόντη είναι αναμενόμενες από έναν ηρωικό πολεμιστή, δυνατό και αντρείο.

Στην στροφή 123, ο Ρουγγέρος καταφέρνει να ξαρματώσει τον Ροδομόντη. Η


Rizzarelli εντοπίζει πως αυτό το περιστατικό έχει το παράλληλό του στην Αινειάδα,
στη δωδέκατη και τελευταία ραψωδία, στη μονομαχία Αινεία και Τύρνου (Αιν. XII,
728-734), όπου το σπαθί του Τύρνου σπάζει, μην αφήνοντάς του άλλη λύση παρά τη
φυγή164.

Από την 123η στροφή και εξής: Γενικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η μάχη είναι
σκληρή κι αμφίρροπη. Οι δύο πολεμιστές βάζουν τα δυνατά τους, δεν παλεύουν μόνο
με τα όπλα τους, η μάχη γίνεται επίσης σώμα με σώμα, ενώ πότε νικά ο ένας και πότε
ο άλλος. Η πολεμική πείρα αμφοτέρων είναι κάτι παραπάνω από φανερή, οι
μαχόμενοι ξέρουν καλά από άμυνα, επίθεση κι ελιγμούς.

124. Δεν παραιτείτ’ όμως ο Ροδομόντης, άλλα συνεχίζει την επίθεση στον ζαλισμένο
πια Ρουγγέρο, οπού ’μοιαζε σαν κοιμισμένος. Σαν όμως ο Σαρακηνός του Ρουγγέρου
σφίγγει το λαιμό με το κρατερό του μπράτσο, τον αντίπαλό του έτσι κάνει να ξυπνήσει,
κι αρπάζοντάς τον με δύναμη μεγάλη από τη σέλα τόνε ρίχνει και τόνε χτυπά στη γης.

125. Νά τος όμως γρήγορα σηκώνεται πιότερο από ντροπή γεμάτος παρά οργισμένος.
[….] Και για να βάλει τέλος στη ντροπή του, στη μάχη αμέσως ξαναμπαίνει κρατώντας
το σπαθί του.

126. Καταπάνω του ο εχτρός τ’ άλογό του σπρώχνει, με πονηριά όμως εκείνος
καταφέρνει να γλιτώσει. Πίσω αποτραβιέται εκείνος και καθώς ο εχθρός περνά σιμά
του, φρενάρει ο Ρουγγέρος τ’ άλογό του με τα γκέμια κι απ’ την ανάποδη μεριά το
φέρνει. Κι έτσι καθώς ελίσσεται, με το δεξί το χέρι πό ’χει λεύτερο στην κοιλιά, στο
στήθος, στα πλευρά να τον πονέσει προσπαθεί και να πληγώσει. Έτσι τελικά δυο φορές
τόνε χτυπά, μια στα πλευρά και μια στο πόδι.

127. Κι ο Ροδομόντης με του σπασμένου του σπαθιού τη λαβή στο χέρι τον Ρουγγέρο
στο κράνος συνεχίζει να χτυπά όλο μανία. Μα ο Ρουγγέρος που πρέπει δίχως άλλο να
νικήσει του Ροδομόντη σταματά τ’ αριστερό το χέρι και βίαια τραβώντας τον κι από τα
δυο τα χέρια, απ’ τ’ άλογό του καταφέρνει να τον ρίξει.

128. […] Ο Ρουγγέρος πως να τον αποφύγει τώρα κοιτά και να κρατηθεί μακριά του,
γιατί ο Σαρακηνός με το ογκώδες σώμα δεν ωφελεί να ’ρθεί κοντά του.

164
Giovanna Rizzarelli, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave nell'‹Orlando
Furioso› in Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi della violenza nella letteratura italiana, a
cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti, maria pacini fazzi editore: 96.
129. Τότ’ ο Ρουγγέρος βλέποντας τον εχθρό να χάνει αίμα απ’ τα πλευρά, τα μπούτια κι
απ’ όλες τις πληγές του, ελπίζει πια πως του εχθρού η δύναμη σιγά σιγά θα σβήσει κι ο
ίδιος τελικά τη μάχη θα κερδίσει. Να σου όμως ξαφνικά, με δύναμη περίσσια το
σπασμένο ξίφος ο Ροδομόντης πετάει στο Ρουγγέρο. Τέτοιο το χτύπημα ήτανε που τον
αφήνει σαστισμένο περισσότερο από πρώτα.

Στην 126η στροφή πρέπει να σημειωθεί η διαφορά ανάμεσα στον μαχητή που μάχεται
έφιππος και στον μαχητή που μάχεται πεζός. Όπως παρατηρεί ο Caretti, εδώ «ο
Αριόστο μας δείχνει για δεύτερη φορά έναν Σαρακηνό να μάχεται έφιππος ενάντια σ’
έναν πεζό μαχητή, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τον ιπποτικό κώδικα»165. Στον
Orlando όμως, στην στροφή 127, η μονομαχία συνεχίζεται κανονικά με το
Ροδομόντη να εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το σπασμένο ξίφος του, αυτή τη φορά με
περισσότερη ακόμα μανία (στρ. 127, στίχ. 1-4).166

130. Στη μια πλευρά του κράνους και στη μια την πλάτη χτυπήθηκ’ ο Ρουγγέρος • κι απ’
τη δυνατή βολή που δέχτηκε, όρθιος ίσα που μπορεί και στέκει, αφού όλος ταλαντεύεται
και τρέμει. Καινούργια επίθεσ’ ετοιμάζει πάλι ο εχθρός, μα διευκόλυνση το λαβωμένο
πόδι καμία δεν του δίνει. Κι έτσ’ απ’ την πολλή βιασύνη χάμω πέφτει, αφού το γόνα να
’πιτεθεί δεν τον αφήνει.

131. Χρόνο καθόλου ο Ρουγγέρος πια δε χάνει και μ’ ορμή μεγάλη στο στήθος τόνε
χτυπά και στο κεφάλι. Κι έτσ’ από πάνω στέκοντας όλος μανία τον χτυπά με τα γυμνά
του χέρια. Τα δυνατά του βάζ’ ο άπιστος κι ευθύς σηκώνετ’ ορθός και πάλι,
σφιχταγκαλιάζει τον Ρουγγέρο και έτσι πια γύρω γύρω γυρνούν ο ένας απ’ τον άλλον,
αλληλοχτυπιούνται, σπρώχνονται και μάχονται με τέχνη.

132. Οι πληγές του Ροδομόντη πολλήν από τη φυσική του δύναμη τού ’χαν αφαιρέσει.
Ο Ρουγγέρος όμως επιδέξια εκινείτο κι όλο τέχνη, καθώς σε μάχες κι ελιγμούς καλά
’ταν εκπαιδευμένος. Όπου το αίμα βλέπει άφθονο να τρέχει, όπου ο άπιστος έχει πληγή
μεγάλη, περισσότερο να την ανοίξει ο Ρουγγέρος προσπαθεί, γι’ αυτό τον πιέζ’ όπως
μπορεί βάζοντας το στήθος του, τα χέρια και τα πόδια.

165
Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο 19922 , σελ.
1416.
166
Giovanna Rizzarelli, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave nell'‹Orlando
Furioso› in Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi della violenza nella letteratura italiana, a
cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti, maria pacini fazzi editore: 96.
133. Όλος οργή και πείσμα ο Ροδομόντης αντιδρά, τον Ρουγγέρο απ’ το λαιμό, τις
πλάτες αρπάζει και χτυπά. Συνεχώς τόνε πιέζει, τον τραβά, τον σπρώχνει, τον σηκώνει,
τόνε στριφογυρνά, κοντολογίς με κάθε τρόπο προσπαθεί να τόνε ξαπλώσει χάμω. Ο
Ρουγγέρος όμως, συγκεντρωμένος καλά στον εαυτό του, σωστά ενεργεί μ’ εξυπνάδα κι
ικανότητα πολλή.

[………………………………….]

139. Συνεχώς ο εχθρός στριφογυρίζει, μέχρι που κατάφερε ν’ ελευθερώσει το δεξί του
χέρι και μ’ αυτό τώρα σφίγγει το σπαθί του, προσπαθώντας να πληγώσει το Ρουγγέρο.
Τότ’ ο νεαρός καταλαβαίνει πια το φοβερό του λάθος, να επιχειρήσει δηλαδή σ’ έναν
τόσο σκληρό κι απάνθρωπο τη ζωή να του χαρίσει.

140. Και δυο και τρεις φορές στου Ροδομόντη το φριχτό το μέτωπο χών’ ο Ρουγγέρος
τώρα το σπαθί του, το δεξί του χέρι ψηλά σηκώνει κι όλο δύναμη στου εχθρού την
κεφαλή το σπαθί καρφώνει. Για τις δύστυχες όχτες του Αχέροντα η άθλια η ψυχή τ’
εχθρού φεύγει βλαστημώντας, αφήνοντας το ψυχρό σαν πάγο σώμα• μια ψυχή πάρα
πολύ περήφανη μες στον κόσμον όλον.

Στις οκτάβες 134-139 ο Ρουγγέρος, έχοντας σχεδόν νικήσει, λυπάται το Ροδομόντη


και του χαρίζει τη ζωή. Ο εχθρός όμως προσπαθεί με πονηριά εκ νέου να τον
σκοτώσει. Τελικά ο Ρουγγέρος καταλαβαίνει το λάθος του και σκοτώνει χωρίς
κανέναν πια οίκτο το Ροδομόντη, η ψυχή του οποίου φεύγει αμέσως για τον Άδη.

Το γεγονός ότι η ψυχή του Ροδομόντη φεύγει ‘βλαστημώντας’, είναι αρκετά


αποκαλυπτικό για τον χαρακτήρα του. Ο Ροδομόντης είναι ένας ήρωας πολύ οργίλος
και περήφανος, χωρίς αίσθηση του ιερού• η φράση ‘μια ψυχή πάρα πολύ περήφανη
μες στον κόσμον όλον’ τονίζει την υπέρμετρη υπερηφάνεια του Ροδομόντη. Το
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δηλαδή δεν είναι τόσο η ανδρεία του, όσο η
υπερηφάνεια του. Καθόλου τυχαίο δεν είναι και το γεγονός της αυτοτιμωρίας του,
όταν ηττήθηκε και ταπεινώθηκε σε μονομαχία στο γεφύρι από την Μπρανταμάντε. Ο
ήρωας, μετά τη ήττα του, αυτοτιμωρήθηκε με εγκλεισμό, επειδή πληγώθηκε ο
εγωισμός του, η πολεμική του ανδρεία και υπόληψη. Σε αυτό το διάστημα δεν πήρε
μέρος ούτε σε μία μάχη. Φαίνεται ότι η περηφάνια των ηρώων σχετίζεται πρώτα με
την αυτοσυνειδησία και τον αυτοπροσδιορισμό τους, ενώ κατά δεύτερον με την
εικόνα του ήρωα προς τα έξω, την αντίληψη που έχει ο κόσμος για αυτόν. Η
αυτοσυνειδησία του ήρωα στηρίζεται βέβαια στην ανδρεία και τη ρώμη του. Όσο πιο
σημαντικός είναι ο ήρωας, τόσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του και η υπόληψή του.
Ένας τέτοιος ήρωας έχει επίσης μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον εαυτό του. Έτσι
μπορεί να εξηγηθεί η αυτοτιμωρία του Ροδομόντη.

Η ομοιότητα των τελευταίων στίχων του ποιήματος με το κλείσιμο της Αινειάδας,


όπου ο Αινείας μετά από μία σκληρή μάχη φονεύει τελικά τον Τύρνο, έχει σχολιαστεί
κατά καιρούς από πολλούς μελετητές167. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται και στις δύο
περιπτώσεις για μονομαχία μέχρι θανάτου, όπου ο βασικός πρωταγωνιστής, καθώς
βρίσκεται κοντά στην ολοκληρωτική νίκη, διστάζει να αποτελειώσει τον αντίπαλό
του. Οι στίχοι της τελευταίας οκτάβας, όπου ο Ροδομόντης τελικά φονεύεται και η
ψυχή του φεύγει προς τον Άδη, είναι σχεδόν ταυτόσημοι με τους τελευταίους στίχους
της Αινειάδας.

3.3. Η τρέλα του Orlando

Ο Caretti παρατηρεί πως «αναπτύσσοντας την τρέλα του Ορλάντου ανάμεσα στο 23ο
και το 24ο άσμα, ο Αριόστο τοποθέτησε το φημισμένο επεισόδιο στο κέντρο του
ποιήματος»168. Αυτή η επιλογή του ποιητή είναι δηλαδή σκόπιμη και αιτιολογημένη.
Η τρέλα του Ορλάντου έχει ειδική σημασία για το ποίημα, πρόκειται για ένα γεγονός
που αλλάζει άρδην το σκηνικό του ποιήματος και επηρεάζει την εξέλιξη.

Όπως δηλώνει ο ποιητής στην στροφή 50: «Το να σας διηγηθώ όλες τις τρέλες του
Ορλάντου, μία προς μία, θα ήταν στ’ αλήθεια σκέτη τρέλα. Γιατί ήταν τόσες κι άλλες
τόσες που ούτ’ εγώ δε θά ’ξερα από πού ν' αρχίσω και πού να σταματήσω. Γι’ αυτό κι
εγώ θα συνεχίσω επιλέγοντας μονάχα μερικές, άξιες να ιστορηθούν σε στίχους [….]».
Έτσι κι εδώ θα παρουσιαστούν κάποια μόνο επεισόδια από την περίφημη τρέλα του
Ορλάντου.

167
Ενδεικτικά βλ -Giovanna Rizzarelli, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave
nell'‹Orlando Furioso› in Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi della violenza nella
letteratura italiana, a cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti, maria pacini fazzi editore: 98
Corrado Confaloneri, «Quale Virgilio? Note sul finale del Furioso», στο Parole Rubate /Purloined
Letters, τ. 7, Ιούνιος 2013: passim.
168
Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο 19922 , σελ.
697.
Άσμα 23ο.

Ολονυχτίς ο κόντης στο δάσος τριγυρνούσε, μα σαν βγήκ’ ο ήλιος η μοίρα τον
ξανάφερε στου ποταμού την όχθη, όπου ο Μεδόρος χάραξε εκείνα τα στιχάκια.

Σαν βλέπει τα λόγια που μαρτυρούνε τη ντροπή του χαραγμένα, όλος οργή ανάβει και
σαν τίποτα πια δεν του απόμεινε παρά θυμός, μίσος και μανία, το σπαθί του τραβά σαν
έτοιμος για μάχη, την επιγραφή του βράχου πετσοκόβει και ψηλά στον ουρανό πετά τα
ξύσματα του βράχου. ‘Καταραμένη νά ’ναι κάθε σπηλιά και βράχος που γράφει τα
ονόματα του Μεδόρου και της Αντζέλικας’.

Τέτοια γινήκανε τα δέντρα εκείνη την ημέρα που δε θα δώσουν πια ούτε σκιά, ούτε
αναψυχή στον βοσκό και στα κοπάδια του. Κι ο διαυγής ο ποταμός, ο τόσο καθαρός,
δεν γλίτωσε από μια τέτοια μεγάλη οργή.

131. Γιατί πέτρες, κλαδιά, κορμούς και χεριές με χώμα

ο Ορλάνδος καθόλου δεν σταμάτησε να του ρίχνει, μέσα στα όμορφα νερά του, ώσπου
ο ποταμός θόλωσε πια για πάντα, από την επιφάνειά του μέχρι και τον πάτο.

Εδώ βλέπουμε ότι ο τρελός πια Ορλάντος αφού περιπλανήθηκε όλη τη νύχτα στο
δάσος έφτασε τελικά πάλι στο ποτάμι όπου κάθισαν οι δύο ερωτευμένοι κι όλος θυμό
καταστρέφει τα στιχάκια που αυτοί είχαν χαράξει στο βράχο. Εδώ φαίνεται
ξεκάθαρα η πορεία του Ορλάντου προς την τρέλα, προς την πλήρη απώλεια, όχι μόνο
των λογικών του, αλλά και του ίδιου του εαυτού του. Ο Ορλάντος αρχικά είναι
λυπημένος• δεν πρόκειται όμως για μία απλή λύπη, αλλά για μία λύπη που φτάνει
στην απελπισία. Γι’ αυτό και περιπλανιέται όλη νύχτα στο δάσος, επειδή δηλαδή
κανένας τόπος δεν μπορεί να τον παρηγορήσει. Έτσι μόλις βλέπει τα χαραγμένα
λόγια με τα ονόματα των δύο εραστών στο βράχο, ξυπνά ο θυμός του, ένας τόσο
μεγάλος θυμός που οδηγεί τον ήρωα σε παραβατικές θα έλεγε κανείς πράξεις, μέσα σ'
ένα κλίμα πλήρους παραφροσύνης. Ο ήρωας καταστρέφει το περιβάλλον γύρω από
τον ποταμό, κακομεταχειρίζεται τα δέντρα, ρίχνει στο ποτάμι πέτρες, κορμούς κι ό, τι
άλλο βρίσκει. (Αργότερα θα δούμε την κορύφωση της παραφροσύνης του). Το
λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο ποιητής δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ένταση
και το μέγεθος της οργής του ‘όλος οργή ανάβει’, ‘παρά θυμός, μίσος και μανία’,
‘από μια τέτοια μεγάλη οργή’, ‘το βαρύ το μίσος κι η φλογερή οργή’.
Ο Ορλάντος διαθέτει μία υπερφυσική σωματική δύναμη, η οποία, όπως έχουμε ήδη
δει στην Ιλιάδα, είναι άμεσα συνυφασμένη με την ηρωική του ιδιότητα, αλλά και με
τον θυμό του (πρβλ ‘οι δυνάμεις που έτρεφαν το θυμό του’), ο οποίος τον οδηγεί σε
εντελώς παράλογες πράξεις.

Και τέλος, κουρασμένος κι ιδρωμένος, σαν του τελειώσανε οι φυσικές δυνάμεις που
έτρεφαν το θυμό του, το βαρύ το μίσος και τη φλογερή η οργή του, ξαπλώνει στο λιβάδι
και βαριανασαίνει.

132. Έτσι, κουρασμένος και με πίκρα πέφτει στο χορτάρι, κι αμίλητος τα μάτια του
ψηλά στον ουρανό καρφώνει. Εκεί απόμεινε μέρες τρεις, δίχως να φάει ή να κοιμηθεί
καθόλου. Κι ο πόνος του όλο και μεγάλωνε, ώσπου τον τρέλανε στ’ αλήθεια. Την
τέταρτη πια μέρα, σαλεμένος από την άγρια τρέλα, πετά από πάνω του όλα του τα όπλα.

133. Απο ’δώ αφήνει το κράνος, παρέκει την ασπίδα, πιο κεί το θώρακα, κι όλη την
αρματωσιά του κοντολογίς σκορπά ανά το δάσος. Ύστερα τα ρούχα του ξεσκίζει ώσπου
απόμεινε γυμνός τελείως. Έτσι άρχισε η μεγάλη η τρέλα του, τόσο φριχτή που στον
κόσμο δεν ξανάγινε / ακούστηκε ποτέ.

134. Τέτοια οργή και μένος τον επιάσαν, που όλες του οι αισθήσεις αλλοιωθήκαν. Κι
ούτε που του περνά από το μυαλό να κρατήσει το σπαθί του, που τον φύλαξε σε τόσους
απίστευτους κινδύνους• μα ούτε κι ένα τσεκούρι ή έστω ένα διπλό πελέκι, σαν είχε
τέτοια δύναμη δε θα του χρησιμεύαν. Εκεί έκανε λοιπόν μερικά πράγματα απίστευτα,
ξερίζωσε δηλαδή ένα γέρικο πεύκο με μια σπρωξιά μονάχα.

135. Και πολλά ακόμα χτύπησε, σαν έριξε το πρώτο, κι όλα μαζί επέσανε, σαν τα
λεπτόκορμα λουλούδια. Το ίδιο έκανε και με βελανιδιές, γέρικες ιτιές, οξιές κι ελάτια.
Σαν τον κυνηγό που καθαρίζει το χωράφι απού θα βάλει δίχτυα για να πιάσει τα
πουλάκια και ξεριζώνει το χορτάρι, βγάζει τα ριζώματα κι όλες τις τσουκνίδες, έτσι κι ο
Ορλάντος βγάζει τις βελανιδιές και τα γέρικα τα δέντρα όλα μες στο δάσος.

Μόλις σταματά το καταστρεπτικό του έργο στο δάσος, πέφτει εξαντλημένος πάνω
στη χλόη. Το βλέμμα του, ‘καρφωμένο στον ουρανό’, είναι μία σαφής ένδειξη για την
παράνοιά του που έχει ήδη αρχίσει. Ο ήρωας μένει έτσι ακίνητος, άυπνος και
νηστικός για τρεις ολόκληρες μέρες. Όταν την τέταρτη ημέρα πλέον σηκώνεται, είναι
ένας άλλος, έχει χάσει εντελώς τον εαυτό του, όχι μόνο τα λογικά του. Πρώτο σημάδι
της μεγάλης τρέλας του είναι το γεγονός ότι σκορπίζει τα όπλα του στο δάσος και
πετά όλα τα ρούχα του, μένοντας εντελώς γυμνός, ‘σαλεμένος από την άγρια τρέλα,
και πετά από πάνω του όλα του τα ρούχα’.

Ο Ορλάντος, ο γνωστός μέχρι τώρα ευγενής ιππότης δεν υπάρχει πια. «Μαζί με το
Εγώ του πεθαίνει και το όνομά του».169 Ο Ορλάντος από εδώ και στο εξής από όπου
περνάει προξενεί μόνο καταστροφές. Αρχικά συνεχίζει να καταστρέφει το δάσος,
μετά τα βάζει με κάποιους βοσκούς και το κοπάδι τους, ενώ ύστερα θα περιπλανηθεί
για πολύ καιρό σ' όλη τη Γαλλία (134η στροφή και εξής).

Στους στίχους των επόμενων στροφών (άσμα 23ο, 136η οκτάβα – άσμα 24ο, 5η -11η
οκτάβα) ο Ορλάντο προξενεί μεγάλη αναστάτωση στο διπλανό χωριό, οι κάτοικοι του
οποίου, βοσκοί και γεωργοί, αναγκάζονται να τα βάλουν μαζί του σχηματίζοντας
έναν αυτοσχέδιο στρατό. Το εγχείρημα όμως αποβαίνει μάταιο, μιας και ο Ορλάντος
διαθέτει μία υπερφυσική ρώμη εκ γενετής και είναι άτρωτος σε κάθε επίθεση.

136. Οι βοσκοί σαν άκουσαν τέτοιο χαλασμό, αφήνουν το κοπάδι σκόρπιο μες στο
δάσος κι από πού πηγάζει ο θόρυβος τρέχουνε να δούνε. [….]

Άσμα 24ο

5. Κι οι βοσκοί σαν βλέπουν του τρελού τα καμώματα και τη μεγάλη βία, όπου φύγει
φύγει, από τον ξαφνικό το φόβο τρέχουν να σωθούνε. Κι ο τρελός ξοπίσω τους τρέχει
στο πλευρό τους. Κι ενός, σαν τον πιάνει, του κόβει το κεφάλι με τα γυμνά του χέρια,
με τέτοια ευκολία σαν του δέντρου τον καρπό, σαν της προύμνης170 το λουλούδι.

6. Κι από το ένα πόδι αυτόν τον δύστυχο τον πιάνει και σαν νά ’ταν ρόπαλο τον
χρησιμοποιεί πάνω στους άλλους. Δύο από αυτούς στη γη ξαπλώνει αιώνια που μόνο
τότε ίσως ξυπνήσουν όταν πια τελειώσει ο κόσμος. Κι οι άλλοι φύγανε τρεχάτοι, χάρη
στον καλό τους νου και τα γοργά τους πόδια. Μα ο τρελός καθόλου να τους φτάσει δε θ’
αργούσε, σαν δεν είχε πάρει στο κατόπι το δικό τους το κοπάδι.

7. Κι οι γεωργοί, σαν άκουσαν το χαλασμό, άροτρα, τσάπες και δρεπάνια αφήνουν μες
στον κάμπο. Άλλοι ανεβαίνουνε στις εκκλησιές, άλλοι στων σπιτιών τις στέγες, κι απ'

169
Marco Santagata, La letteratura nei secoli della tradizione, Laterza, Bari 2007, σελ. 200.
170
Δαμασκηνιά, πρβλ λατινικό prunnus, παλαιότερα στην Ελλάδα λεγόταν και προύμνη. Πρβλ
https://greek_greek.enacademic.com/144844/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%
BD%CE%B7
εκεί τον τρελό παρατηρούνε που με μπουνιές, κλωτσιές, νυχιές και δαγκωνιές πνίγει,
κομματιάζει άλογα και βόδια. Μονάχα ο δρομέας171 μπορεί και του ξεφεύγει.

8. Για ακούστε πώς ηχούν βούκινα, τρομπέτες και κραυγές στις γύρω τις πεδιάδες, κι
ανάμεσά τους τον ήχο της καμπάνας. Και να που με τόξα, δόρατα, σφεντόνες και
σουβλιά, χίλιοι άντρες από τα βουνά κατηφορίζουν κι άλλοι τόσοι από τα χαμηλά στα
ψηλά ανεβαίνουν για να περικυκλώσουν τον τρελό.

9. Όπως το κύμα, το αρχικά μικρό, που σπάει στην ακροθαλασσιά από το νοτιά
σπρωγμένο κι ύστερα έρχεται μεγαλύτερο το δεύτερο και το τρίτο ακόμα πιο μεγάλο, κι
έτσι κάθε φορά πιο βίαιο την άμμο μαστιγώνει, το ίδιο και το θυμωμένο ασκέρι όλο
μεγαλώνει κι έρχεται καταπάνω στον Ορλάντο.

10. Κι ο Ορλάντος δέκα δέκα τους φονεύει, όλους όπως λάχει σαν έρχονται ψηλά του
[….]. Κανείς τους όμως να τον πληγώσει δεν μπορεί, ο σίδηρος μάταια τον χτυπά δίχως
να τον αγγίζει, τέτοια δύναμη ο Βασιλιάς των Ουρανών στον κόντη είχε δώσει, για να
είναι αυτός φρουρός της πίστης της Αγίας.

11. Σε θανάσιμο κίνδυνο θα βρισκόταν ο Ορλάντος εάν στ’ αλήθεια μπορούσε να


πεθάνει. (Θα του είχε στοιχίσει δηλαδή ακριβά πολύ αυτή του η αστοχία). Το ασκέρι
πια σιγά σιγά αποτραβιόταν βλέποντας πώς κάθε επίθεσή του πήγαινε χαμένη. Κι ο
Ορλάντος σαν είδε πως κανείς πια δεν τον αντιμαχόταν πήρε το δρόμο για το επόμενο
χωριό.

Η παρομοίωση της 9ης στροφής εμπνέεται από την προγενέστερη επική παράδοση,
την οποία και ακολουθεί.172 Η παρομοίωση του επιτιθέμενου πλήθους με το κύμα

171
Άλογο κούρσας, πολύ γρήγορο. Πρβλ:
https://greek_greek.enacademic.com/39742/%CE%B4%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%
B1%CF%82
172
Πρβλ Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο
19922 , σελ. 700. Στην 9η στροφή υπάρχει μία εκτενής παρομοίωση που παραλληλίζει τους
θυμωμένους χωρικούς με το κύμα της θάλασσας. Όπως παρατηρεί ο Caretti, όλη η 9η οκτάβα
παραπέμπει στη ραψωδία Δ΄ της Ιλιάδας (στιχ. 422-6), αλλά και στην 7η της Αινειάδας (στιχ. 528-30):

«Ὡς δ’ ὅτ’ ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέϊ κῦμα θαλάσσης


ὄρνυτ’ ἐπασσύτερον Ζεφύρου ὕπο κινήσαντος·
πόντῳ μέν τε πρῶτα κορύσσεται, αὐτὰρ ἔπειτα
χέρσῳ ῥηγνύμενον μεγάλα βρέμει, ἀμφὶ δέ τ’ ἄκρας (425)
κυρτὸν ἐὸν κορυφοῦται, ἀποπτύει δ’ ἁλὸς ἄχνην·»
επισημαίνει την ορμητικότητά του, την οποία και κάνει ακόμα πιο έντονη. Ο
Ορλάντος παρόλα αυτά παραμένει άθικτος, αφού διαθέτει υπερφυσική δύναμη εκ
γενετής. Η υπερβολική του δύναμη είναι σίγουρα ένα στοιχείο που αναδεικνύει τον
ηρωισμό του, αν και εδώ πρόκειται για τον τρελό Ορλάντο. Η τρέλα έχει οδηγήσει
τον Ορλάντο σ’ ένα είδος αναισθησίας• έτσι αυτός πλέον άγεται και φέρεται από τα
άγρια ένστικτά του, όπως αυτό της πείνας. Μάλιστα επιτίθεται και στ’ άγρια ζώα τα
οποία κατασπαράζει ωμά.

12. Μέσα δεν εβρήκε ούτε μικρά παιδιά ούτε μεγάλους άντρες, μιας και το χωριό όλοι
από το φόβο παρατήσαν, παρά μονάχα βρήκε φαγητά φτωχά που τά ’χαν για να
τρέφονται οι βοσκοί. Χωρίς να ξεχωρίζει τα βελανίδια απ' το ψωμί, από την μανία και
την πείνα του σπρωγμένος, τα χέρια και τα δόντια του σ' ό, τι βλέπει πρώτο βάζει,
ψημένο για ωμό.

13. Κι έτσι σ' όλη τη χώρα αυτός πλανιόταν κυνηγώντας τους ανθρώπους και τα κτήνη.
Διασχίζοντας τα δάση ελαφίνες περιμάζωνε κι αγριόχοιρους γοργούς, συχνά με τις
αρκούδες μάλωνε και τις σκότωνε με τα γυμνά του χέρια, τις ξάπλωνε στη γης και με τη
σάρκα τους, όλος μανία κι όρεξη, γέμιζε το άδειο του στομάχι.

14. Μια από εδώ και μια από εκεί, πότε πάνω πότε κάτω, όλη τη Γαλλία διέσχισε,
ώσπου μια μέρα φτάνει μπροστά σ’ ένα γεφύρι [………].

Αξιοσημείωτη εδώ είναι η πράξη της ωμοφαγίας. Ο Caretti, ακολουθώντας τον Pio
Rajna, παρατηρεί ότι «με τον ίδιο τρόπο τρέφονται άλλοι δύο διάσημοι τρελοί, ο
Yvain του ποιήματος Chevalier au Lion και ο Τριστάνος που τρελάθηκε εξαιτίας του
έρωτα».173

Ενώ και ο επόμενος ιλιαδικός στίχος ταυτίζεται νοηματικά με την παρομοίωση του Furioso:
«ὣς τότ’ ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες
νωλεμέως πόλεμον δέ·»
Και: «fluctus uti primo coepit cum albescere vento,
paulatim sese tollit mare et altius undas
erigit, inde imo consurgit ad aethera fundo.» (530)
173
Ludovico Ariosto, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi, Τορίνο 19922 , σελ.
701. (Πρβλ και: P. Rajna, Le fonti dell’ «Orlando Furioso», σελ. 396 και 400).
Άσμα 29ο: Ο Orlando, ο Medoro και η Angelica στην Tarragona

57-74: Ο Ορλάντος αφότου μονομάχησε με τον Rodomonte στο γεφύρι και διέσχισε
τα Πυρηναία όρη, κάνοντας ένα σωρό τρέλες, φτάνει επιτέλους στις ισπανικές ακτές.
Στο 29ο άσμα, τελικά ο Ορλάντος φεύγει από τη Γαλλία και αλλάζει πορεία (στροφή
57).

«Επάνω σε μια παραλία της Ταρραγόνας, κάτω από τις ακτίνες του καυτού ηλίου,
ένα θλιβερό πλάσμα, λιπόσαρκο, με το δέρμα κολλημένο στα οστά σαν Αφρικανός,
μισός άνθρωπος και μισός ζώο, ολόγυμνος - σαν ένας άλλος ‘Κανένας’, στη θέση του
αγνώριστου και γυμνού Οδυσσέα που τρομάζει με την όψη του τις νεαρές κοπέλες
της γης των Φαιάκων (Οδύσσεια ζ', 135-138/62) - ψάχνει καταφύγιο στην άγονη
άμμο».174 Εδώ φαίνεται πως ο κτηνώδης πια Ορλάντο, μοιάζει οπτικά με αυτήν την
εικόνα του Οδυσσέα.

57-60: Η Ατζέλικα συναντά τον Ορλάντο, άλλα αυτός είναι πια αγνώριστος. Ο
ήρωας, έχοντας χάσει τα λογικά του και κάθε ίχνος συνείδησης, δεν την αναγνωρίζει:

57. Τόσες κι άλλες τόσες απίστευτες τρέλες έκαν’ ο Ορλάντος διασχίζοντας τα


Πυρηναία όρη. Αφού πολύ περιπλανήθη, τελικά κατέβηκε στο Νότο, στη γη της
Ισπανίας, στην ακτογραμμή που αγκαλιάζει την πόλη Ταραγόνα, και να φτιάξει ένα
κατάλυμα, εκεί μέσα στην άμμο, η τρέλα του τον βάζει,

58 για να μπορέσει λίγο τον ήλιο ν’ αποφύγει. Κι έτσι εκείνος χώθηκε μες στην ψιλή την
άμμο. Ενώ όμως ο τρελός καθόταν έτσι, έρχεται τυχαία κατά κεί η έμορφη Ατζέλικα,
που μαζί με το σύζυγό της είχανε κατέβει, όπως σας διηγήθηκα λίγο παραπάνω, από τα
Πυρηναία όρη. Κι εκείνη τον τρελό πλησίασε χωρίς να τον γνωρίσει διόλου.

59. Αυτό το πράγμα δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον Ορλάντο, πώς να πάει ο νους της;
Γιατί σαν η τρέλα τον κυρίεψε, γυμνός μονάχα τρέχει στον ίσκιο και στον ήλιο. Σαν θά
‘χε γεννηθεί στην ηλιόλουστη Συήνη, ή στη γη όπου οι Γαραμάντες το θεό Άμμωνα
λατρεύουν, ή στα βουνά απ' όπου πηγάζει ο μέγας Νείλος, τόσο καμμένο από τον ήλιο
το δέρμα του δε θά ’ταν.

Raffaele Girardi, «Orlando imbestiato e la sindrome dello specchio concavo», στο Critica Letteraria
174

151: τ. 2ο, 2011, σελ. 233.


60. Τα μάτια στο στεγνό το πρόσωπό του δε φαινόταν, τόσο πολύ είχε αδυνατίσει που
έμοιαζε με πρόσωπο αρκούδας, με τα μαλλιά του ανάκατα, σκληρά και βρώμικα, με τα
γένια του πυκνά, φοβερά και άσχημα. Σαν τον βλέπει η Ατζέλικα γυρίζει πίσω, τρέμει
σύγκορμη και με κραυγές τον ουρανό γεμίζει, ζητώντας από το σύζυγό της να συντρέξει.

«Ο Ορλάνδος δεν χάνει μόνο τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πολεμιστή, του


ιππότη, αλλά και όλα τα ανθρώπινα γνωρίσματα».175

Βλέπουμε εδώ ότι ο Ορλάντος έχει προσλάβει πια κτηνώδη χαρακτηριστικά, έχοντας
απωλέσει όλη την ιπποτική του ευγένεια και κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό που
διέθετε προηγουμένως. Η εξωτερική του εμφάνιση αντικατοπτρίζει πλήρως την
ψυχική του κατάσταση και την κτηνώδη πλέον υπόστασή του, πράγμα που
επιβεβαιώνεται και στον επόμενο στίχο, όπου ο ήρωάς μας δρα με αντανακλαστικά
σκύλου :

61. Σαν την αντιλήφθηκε ο τρελός Ορλάντος, ευθύς σηκώνεται για να την συγκρατήσει,
τόσο πολύ του άρεσε το ντελικάτο πρόσωπό της. Κάθε ανάμνησή της, όπως και ότι την
αγαπούσε κάποτε, είχαν ολότελα όμως σβήσει από το νου του, και ξοπίσω της να τρέχει
άρχισε, ακριβώς σαν το σκυλί που κυνηγά το θήραμά του.

Φυσικά ούτε η Ατζέλικα μπορεί να τον αναγνωρίσει. Ο Μεντόρο βέβαια προσπαθεί


να χτυπήσει το ‘τέρας’, αλλά το σώμα του Ορλάντου όπως έχουμε ήδη δει είναι
άτρωτο:

62. Κι ο νεαρός Μεδόρος τον τρελό σαν βλέπει τη γυναίκα του να κυνηγά ξοπίσω, στην
πλάτη τον χτυπά και τον ξαναχτυπά ταρακουνώντας τον με τ' άλογό του και να του
ξεκολλήσει το κεφάλι από το στήθος προσπαθεί. Όμως το δέρμα του είναι σκληρό σαν
της αρκούδας, πιο σκληρό κι από ατσάλι, αφού άτρωτος και μαγεμένος είχε γεννηθεί ο
Ορλάντος.

Εδώ όμως, για λόγους οικονομίας, θα σταματήσει η παρουσίαση της τρέλας του
Ορλάντου.

175
Marco Santagata, La letteratura nei secoli della tradizione, Laterza, Bari 2007, σελ. 200.
4. Σύγκριση του ηρωικού στοιχείου και παραλληλισμός των ηρώων των δύο
επών

Σε αυτό το κεφάλαιο της εργασίας, θα γίνει μία σύγκριση των ηρώων των δύο
ποιημάτων, κατά το δυνατόν, όχι μόνο επιλέγοντας ενδεικτικά μερικούς από τους
χαρακτήρες και κάποια συγκεκριμένα περιστατικά, αλλά προβαίνοντας και σε
γενικότερες συγκρίσεις ή διαπιστώσεις, μέσω της παρατηρήσεως ομοιοτήτων και
διαφορών, όπως και με τη βοήθεια της βιβλιογραφίας.

Γενικά στοιχεία του ηρωικού στοιχείου στα δύο ποιήματα.

Σύμφωνα με τον Richard H. Lansing, «ο Αριόστο προσπαθεί να μιμηθεί και να


ξεπεράσει τον Όμηρο, να πει πράγματα που δεν ειπώθηκαν ποτέ, ούτε σε πεζό, ούτε
σε ποιητικό λόγο».176 Επίσης «ήταν ήδη γνωστό ότι ο Αριόστο μιμείτο τα κλασσικά
ηρωικά πρότυπα, δηλαδή τον Όμηρο και τον Βιργίλιο. Δεν ήταν δυνατόν ένας
ποιητής της Αναγέννησης να μην έχει ως πρότυπό του τους προκατόχους του».177 Το
γεγονός αυτό έχει ιδιάζουσα σημασία όσον αφορά την παρουσίαση των ηρώων.

Κάνοντας για αρχή κάποιες γενικές παρατηρήσεις παρατηρούμε τα εξής. Μερικά από
τα κοινά στοιχεία των δύο επών, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από την
ανάλυση του κάθε έπους ξεχωριστά είναι η αριστεία, η καλή φήμη ή δόξα των
ηρώων, η διαβάθμιση των ηρώων, η ξεχωριστή σημασία των όπλων των μεγάλων
ηρώων, η κλοπή των όπλων ή των αλόγων τους, κ.α.

Είδαμε τις αριστείες των ιλιαδικών ηρώων, την αριστεία του Μπραντιμάρτη, ενώ και
η μάχη στη Λαμπεντούζα μπορεί να εκληφθεί εν τέλει ως αριστεία του Ορλάντου.
Όλοι οι ήρωες, σε διάφορα σημεία των δύο ποιημάτων, αναφέρονται στη φήμη ή τη
δόξα, για την οποία δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Επίσης, η διαβάθμιση των ηρώων
παρουσιάζεται και στα δύο έργα, αφού υπάρχει μία σαφής διάκριση ανάμεσα στο
ανώνυμο πλήθος των πολεμιστών και τους σημαντικούς επώνυμους ήρωες.

Δηλαδή, όπως προαναφέρθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια της παρούσης εργασίας,


όσον αφορά την Ιλιάδα, «οι αληθινοί ήρωες είναι λίγοι τον αριθμόν, όπως οι θεοί, και

176
Richard H. Lansing, «Ariosto’s Orlando Furioso and the Homeric Model», στο Comparative
Literature Studies, 24 (1987), 1, 311-25: 311.
177
Αυτόθι, σελ. 311.
οι θεοί αποφεύγουν το πλήθος, όπως άλλωστε το αποφεύγει και ο αφηγητής»178.
Όσον αφορά τον Orlando, όπως είδαμε, ο Ferroni ισχυρίζεται πως «είναι φανερή και
ανιχνεύσιμη η αριστοκρατική οπτική η οποία διαχωρίζει ξεκάθαρα τους ιππότες από
τις ανώνυμες μάζες, τα πλήθος των υπόλοιπων πολεμιστών»179. Όπως στην Ιλιάδα
υπάρχει ο έξοχος, ο μεσήεις και ο χείρων έτσι και στον Orlando υπάρχει διάκριση
πολεμιστή 1ης και 2ης τάξεως. Επίσης, ο Παπαγιώργης προανέφερε ότι ο ομηρικός
κόσμος διαθέτει μία αριστοκρατική οπτική και ότι είναι διαποτισμένος από τις
ιπποτικές αξίες. Διαφαίνεται δηλαδή μία σύνδεση των δύο σπουδαίων επικών έργων.

Όσον αφορά τις κλοπές των όπλων ή των αλόγων που ανήκουν στους σημαντικούς
ήρωες, είδαμε ήδη την μονομαχία ανάμεσα στον Μαντρικάρντο και τον Ρουγγέρο για
τα όπλα του Έκτορα, ενώ είδαμε επίσης και την επιθυμία των Σαρακηνών για κατοχή
των ηρωικών αντικειμένων. Όπως αναφέρει ο Παπαγιώργης, «την ώρα που ο
Οδυσσέας και ο Διομήδης επιστρέφουν ιππαστί και θριαμβευτές από τη νυχτερινή
τους επιδρομή στο εχθρικό στρατόπεδο και όλοι τους σφίγγουν με χαρά το χέρι».180

Δηλαδή, ο ανδρείος στρατιώτης συχνά προβαίνει στην κλοπή του αλόγου ενός εχθρού
ή αντίπαλου, ποσό μάλλον εάν πρόκειται για έναν φημισμένο ήρωα του αντιπάλου
στρατοπέδου, ή για κάποιο σημαντικό πρόσωπο, όπως είναι λόγου χάριν ένας
βασιλιάς. Με αυτήν ακριβώς την πράξη της κλοπής ο ήρωας δεν αποδεικνύει απλώς
την ανδρεία ή το θάρρος του, αλλά αποκτά επίσης επιπλέον δόξα και φήμη, ότι
δηλαδή τα παραδείγματα κλοπής όπλων και αλόγων από την Ιλιάδα δείχνουν πως το
ποίημα του Αριόστο απηχεί σίγουρα αυτήν την πρακτική, ακόμα κι αν δεν δηλώνεται
ξεκάθαρα ότι απώτερος στόχος αυτής της πράξης είναι το κλέος.

Όπως ο Μαντρικάρντο θέλει τον Φροντίνο, έτσι και ο Οδυσσέας με τον Διομήδη
στην Δολώνεια επιχειρούν να κλέψουν τα θεϊκά άλογα του Θράκα βασιλιά Ρήσου. Τα
καλά όπλα αλλάζουν συνεχώς χέρια. Για παράδειγμα, ο Έκτορας καταφέρνει τελικά
να απογυμνώσει τον νεκρό Πάτροκλο από την πανοπλία του και να κλέψει έτσι τα
θεϊκά όπλα του Αχιλλέα. Έτσι και ο Σαρακηνός βασιλιάς Γκραντάσο καταφέρνει εν
τέλει να κλέψει τον Μπαϊάρντο, το άλογο του Ρινάλντο, και την Ντουριντάντα, το
ξίφος που δικαιωματικά ανήκει στον Ορλάνδο.

178
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ. 141.
179
Giulio Ferroni, Profilo storico della letteratura italiana, τόμ. 1ος, Einaudi, Milano 2006, σελ 298.
180
Κωστής Παπαγιώργης, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993, σελ 39-40.
Σύγκριση Αχιλλέα – Ορλάνδου

Ο Ορλάντο στο 42ο Άσμα, στην 11η στροφή, αποκαλείται από τον ίδιο τον ποιητή «ο
πιο άξιος». Η έννοια της αξίας φυσικά συνδέεται άνετα με την έννοια της
γενναιότητας, του αγαθού ή αρίστου ιλιαδικού πολεμιστή, ο οποίος είναι ικανός,
άξιος, απίστευτα γενναίος• αποτελεί δε μάλιστα την ελίτ του στρατεύματος.
Αντίστοιχα ο Αχιλλέας είναι ο πιο άξιος των Αχαιών, ο κατεξοχήν αγαθός ανάμεσα
στο στράτευμα, όσον αφορά τις σωματικές και ψυχικές αρετές.

Ο Ορλάνδος χαρακτηρίζεται συχνά άτρωτος. Αυτό το στοιχείο θυμίζει έντονα τον


πρωταγωνιστή της Ιλιάδας, τον Αχιλλέα που ήταν άτρωτος σε κάθε χτύπημα, εκτός
από την φτέρνα του. Αυτή η ιδιότητα και στις δύο περιπτώσεις έχει θεία προέλευση.
Ο Αχιλλέας τη διαθέτει επειδή, βρέφος ακόμη, η μητέρα του η θεά Θέτιδα τον
βούτηξε στα νερά της φοβερής Στυγός, όπου ορκίζονταν οι θεοί, ο Ορλάνδος από την
άλλη μεριά, την έχει κληρονομήσει σαν δώρο από τον ίδιο το Θεό (που κυβερνά τα
πάντα). Έτσι, ενόσω ο Αχιλλέας και ο Ορλάνδος απουσιάζουν από το πεδίο της
μάχης, ο στρατός των Ελλήνων, όπως και ο στρατός των χριστιανών, δεν μπορούν να
νικήσουν.181

«Ο ηρωισμός συνοδεύεται έτσι από την τρέλα, η οποία είναι παρούσα σε όλο το
ποίημα (ήδη από τον τίτλο)».182 «Όμως η ανδρεία, η γενναιότητα και η δύναμη των
πολεμιστών, όταν ξεπερνούν κάποια όρια, μπορούν εύκολα να μετατραπούν στο
ακριβώς αντίθετό τους, σε μία βαριά τρέλα, ζωώδη, πέρα από κάθε είδους έλεγχο ή
συνείδηση».183 «Η τρέλα γενικά απειλεί και πολλούς άλλους χαρακτήρες του
ποιήματος […]. Στη ρίζα αυτής της αρρωστημένης καταστάσεως βρίσκεται η
επιθυμία άπιαστων/ανέφικτων πραγμάτων και κυρίως ο έρωτας».184 «Η τρέλα του
Ορλάντου είναι υπερβολική και παράδοξη, αφού χτυπά εκείνον ακριβώς τον ιππότη ο
οποίος θα έπρεπε να είναι ο κατεξοχήν ‘συνετός’, ο πιο αγνός, ο τέλειος ήρωας».185

181
Ugo Foscolo, Invito all’Ariosto, στο «Antologia critica», στο «Orlando Furioso», Lanfranco Caretti
(επιμ.), εκδ. Loescher, Τορίνο 1982, σελ. 411.
182
Giulio Ferroni, Profilo storico della letteratura italiana, τόμ. 1ος, Einaudi, Milano 2006, σελ 298.
183
Αυτόθι, σελ 298.
184
Αυτόθι, σελ 298.
185
Αυτόθι, σελ 298.
Η ομοιότητα του θυμού του Αχιλλέα και του Ορλάνδου

Ο θυμός του Αχιλλέα, όπως και η τρέλα του Ορλάνδου αποτελούν δύο γεγονότα που
αλλάζουν τη ροή των γεγονότων και καθυστερούν την τελική έκβαση, αφού όσο οι
δύο ήρωες απουσιάζουν από το πεδίο της μάχης, ο στρατός του κάθε ενός αντίστοιχα
χάνει στον πόλεμο. Σε γενικές γραμμές ο θυμός του Αχιλλέα οφείλεται στην αγάπη
του για μια γυναίκα, στην προσβολή της τιμής του, αλλά και στην αγάπη του για τον
φίλο του, τον Πάτροκλο. Από την άλλη μεριά, ο θυμός του Ορλάντου οφείλεται
εξολοκλήρου στην αγάπη του για μία γυναίκα, την όμορφη κι ευγενή Αντζέλικα. Και
στις δύο περιπτώσεις η αγάπη, το υπερβολικό και βαθύ συναίσθημα, οδηγούν
αντίστοιχα τους δύο ήρωες στη μανία.

Η βασική διαφορά της τρέλας του Ορλάντου και της θείας οργής (μήνιδος) του
Αχιλλέα (εκτός από την αιτία της) έγκειται στο ότι η τρέλα του Ορλάντου σχετίζεται
με την ‘αποξένωση’ και τον ‘κατακερματισμό του εγώ’.186 Ο Αχιλλέας αντίθετα
διατηρεί σε κάθε περίπτωση την πλήρη συνείδηση του εαυτού του και των πράξεών
του.

Σύγκριση Αχιλλέα – Ρουγγέρου

Ο θάνατος του Αχιλλέα, όπως και ο θάνατος του Ρουγγέρου, δε θα συμβεί μέσα στο
έπος, αλλά έξω από αυτό. Σε κάθε περίπτωση ο ποιητής μας προετοιμάζει για αυτό.
«Ο Όμηρος κάνει συχνά σαφές ότι ο θάνατος του Αχιλλέα θα συμβεί λίγο μετά από
το θάνατο του Έκτορα• παριστάνει τον Αχιλλέα ως κατ’ ουσίαν νεκρό από την αρχή
της ραψωδίας Σ΄»187, παρουσιάζοντάς τον «απομονωμένο από όλους να κατηγορεί
τον εαυτό του για το θάνατο του φίλου του, δημιουργώντας συγχρόνως στους
ακροατές την αίσθηση πως με το θάνατο του Πατρόκλου πεθαίνει ο ίδιος ο
Αχιλλέας».188

Ο Αχιλλέας γνωρίζει ότι εάν σκοτώσει Έκτορα, λίγο αργότερα θα πεθάνει και ο ίδιος.
Δηλαδή ό,τι κάνει μέσα στο έπος το κάνει εν πλήρει συνειδήσει, επιλέγοντας το κλέος
από έναν μακροήμερο βίο. Η μοίρα του Ρουγγέρου είναι επίσης προδιαγεγραμμένη•

186
Marco Santagata, La letteratura nei secoli della tradizione, Laterza, Bari 2007, σελ. 199.
187
Seth L. Schein, Ο θνητός ήρωας: Εισαγωγή στην Ιλιάδα, (Γ. Φιλίππου -Α. Ρεγκάκος), University
Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 44.
188
Αυτόθι, σελ. 44.
εάν επιλέξει να γίνει χριστιανός και να παντρευτεί την Μπρανταμάντε, ξέρει ότι
σύντομα θα πεθάνει, κι όμως κάνει αυτήν την επιλογή. Οι ήρωες είναι μεγαλόψυχοι,
όπως ο Αχιλλέας συγκινείται τελικά από την πρεσβεία του Πριάμου και επιστρέφει
τελικά το σώμα του Έκτορα, έτσι και ο Ρουγγέρος συγχωρεί, έστω και για λίγο, το
Ροδομόντη. Ο Ρουγγέρος εξάλλου διακρίνεται για την καθαρή του σκέψη και την
ψυχραιμία του.

Στη ραψωδία Ι΄ 412-416, φαίνεται «το δίλημμα του Αχιλλέα εμφανίζεται κατ’ αρχάς
ως παράδοξο, δεδομένου ότι είναι ο μόνος ήρωας στην Ιλιάδα που γνωρίζει ότι είναι
‘ολιγόζωος’, ότι δεν πρόκειται να ζήσει για πολύ. Η Θέτιδα στο Σ΄ 95-96, προλέγει το
θάνατό του. Ωστόσο ο ήρωας, σ' αυτό το σημείο της ιλιαδικής αφήγησης, βυθισμένος
στον εγωκεντρικό του θυμό για την προσβολή της τιμής του από τον Αγαμέμνονα,
βρίσκεται έξω από τη νόρμα της ηρωικής ηθικής. Το δίλημμα για κλέος δίχως νόστο,
ή για νόστο δίχως κλέος δηλώνεται από τον Αχιλλέα στον Οδυσσέα.189

Σύγκριση Αχιλλέα – Ροδομόντη

Εδώ η σύγκριση δεν είναι συνολική, δεν αφορά τον χαρακτήρα των δύο ηρώων, αλλά
επικεντρώνεται μόνο στο γεγονός της αποχής από τη μάχη, λόγω προσβολής της
προσωπικής τιμής. Όσον αφορά τον Αχιλλέα, η μήνις καθήλωσε τον ήρωα στην
αποχή του από τον πόλεμο, στερώντας του το κλέος που διεκδικούν άλλοι επιφανείς
ήρωες.190 Είδαμε ότι ο Ροδομόντης απέχει από τη μάχη, αυτοτιμωρούμενος επειδή
νικήθηκε από μία γυναίκα. Η πρακτική της αποχής από τη μάχη παρουσιάζεται και
στην Ιλιάδα, όπως στην περίπτωση του Αχιλλέα. Στην περίπτωση του θυμού του
Αχιλλέα, δεν θίγεται η φήμη του, αλλά ο εγωισμός του καθεαυτός και η υπόληψή του
εξαιτίας της στέρησης τιμής που υπέστη. Πιο συγκεκριμένα, ο Αγαμέμνονας του
αφαίρεσε τη Βρισηίδα, την αγαπημένη του παλλακίδα, την οποία είχε αποκτήσει σε
μία επιδρομή. Η κλοπή της κοπέλας από τον Αχιλλέα εκλαμβάνεται βέβαια, σύμφωνα
με τον ομηρικό επικό κώδικα τιμής, ως ανδραγάθημα. Και στις δύο περιπτώσεις
έχουμε αποχή από τη μάχη. Ο Αχιλλέας απέχει εσκεμμένα από κάθε μάχη, μέχρις

189
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 257.
190
Δ. Ν. Μαρωνίτης και Λ. Πόλκας, Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 259.
ότου οι Αχαιοί εκτιμήσουν την μαχητική του ικανότητα, ο Αγαμέμνονας καταλάβει
το λάθος του, αναγνωρίσει την αξία του ίδιου, και του επιστρέψει τη Βρισηίδα
τιμώντας τον ξανά. Ο Ροδομόντης όμως αυτοτιμωρείται.

Η διαφορά έγκειται στο ότι ο Αχιλλέας παραμένει σίγουρος για την ηρωική του αξία
και τιμωρεί τους Αχαιούς για την στέρηση της τιμής του με το να απέχει από τη μάχη.
Ο Ροδομόντης αντίθετα ταράζεται, κατηγορεί τον εαυτό του και αυτοτιμωρείται. Σε
κάθε περίπτωση ο ηρωικός κώδικας αξιών (δηλαδή οι επικές και ηρωικές αξίες) είναι
παρών και ενεργός.

Σύντομη σύγκριση Ορλάντου – Ρουγγέρου

O Richard Lansing παρατηρεί ότι ο Ορλάντος ως ήρωας ακολουθεί γενικά τις πράξεις
του Αχιλλέα, ενώ ο Ρουγγέρος κινείται αντίστοιχα στα γεγονότα που αφορούν τον
Οδυσσέα. Ο Αριόστο δηλαδή δημιούργησε στο ποίημα του δύο μεγάλους ήρωες,
δηλαδή έναν Ορλάντο στο πρότυπο του Αχιλλέα, ένα υπόδειγμα δυνάμεως που
πέφτει θύμα της υπερηφάνειας του, χάνει την αγαπημένη του και εγκαταλείπει τον
πόλεμο, και έναν Ρουγγέρο στο πρότυπο του Οδυσσέα, έναν περιπετειώδη πολεμιστή
που μετά από πολλές περιπλανήσεις και διάφορες απιστίες επιστρέφει τελικά στην
αγαπημένη του Μπρανταμάντε για να την κάνει γυναίκα του επίσημα.191

Ο τρόπος παρουσίασης του εχθρού.

Μένει ακόμα όμως να διερευνηθεί, εν συντομία, ο τρόπος παρουσίασης των


αντιπάλων στα δύο έπη. Ο Αριόστο παρουσιάζει τον Αγκραμάντε ως τον κατακτητή
ενός μονάχα μέρους της Γαλλίας, να στρατοπεδεύει έξω από τα τείχη του Παρισιού.
Η πλοκή αφηγείται τους πολέμους που διεξήγαγε όλη η χριστιανοσύνη εναντίον όλων
των απίστων του τότε κόσμου.192

Στην Ιλιάδα αντίθετα, «ο Έκτωρ, η οικογένειά του και ο λαός του δεν θα ήταν
δυνατόν να φανούν κακοί, ακόμη και σ' ένα ακροατήριο Ελλήνων. Στο σημείο τούτο

191
Richard H. Lansing, «Ariosto's Orlando Furioso and the Homeric Model», στο Comparative
Literature Studies, 1987, 317-318.
192
Ugo Foscolo, Invito all’Ariosto, στο «Antologia critica», στο «Orlando Furioso», Lanfranco Caretti
(επιμ.), εκδ. Loescher, Τορίνο 1982, σελ. 411.
η Ιλιάδα είναι πολύ διαφορετική από τον Ρολάνδο, όπου ο αγώνας ανάμεσα στον
Καρλομάγνο και τους Σαρακηνούς»193 παρουσιάζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο,
αφού οι αντίπαλοι, εκλαμβάνονται ως αιρετικοί, «ως οπαδοί του διαβόλου».194

Οι ιλιαδικοί ήρωες επίσης, αν και γαυριούν για τις νίκες τους, οι ήρωες δεν
ακούγονται να επιδοκιμάζουν τον πόλεμο καθεαυτόν».195 Για παράδειγμα «ο
Αχιλλεύς, ο Πρίαμος και ο Αλκίνοος τον θεωρούν όλοι τους πληγή σταλμένη από
τους θεούς».196 Ενώ «οι ήρωες μιλούν γι' αυτόν με απέχθεια. Το θηριώδες και το
αιμοσταγές του πολέμου αναδεικνύεται συχνά».197 Εξάλλου, όλος αυτός ο
μακροχρόνιος πόλεμος εναντίον της Τροίας εντάσσεται στο θέλημα του Δία,
αποτελώντας ουσιαστικά μία προέκταση των διαμαχών μεταξύ των θεών του
Ολύμπου. Στον Orlando αντίθετα, πρόκειται για έναν ιερό πόλεμο των πιστών
εναντίον των απίστων. Και στις δύο δηλαδή περιπτώσεις εμπλέκεται το θεϊκό
στοιχείο, με διαφορετικό όμως τρόπο και για διαφορετικές αιτίες. Φαίνεται όμως ότι
στον Orlando υπάρχει ένα είδος μεροληψίας εκ μέρους του ποιητή, μία έντονη η
υπόδειξη του ‘καλού’ στρατοπέδου.

193
Mark W. Edwards, Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδος, (μετ.) Βάιος Λιαπής, Νικόλαος Μπεζαντάκος,
Καρδαμίτσα, Αθήνα 20142, σελ. 213.
194
Αυτόθι, σελ. 213.
195
Αυτόθι, σελ 213
196
Αυτόθι, σελ. 213.
197
Αυτόθι, σελ. 214.
5. Συμπεράσματα

Το ηρωικό στοιχείο βρέθηκε και εξετάστηκε στις σκηνές μάχης, ενώ αποδείχτηκε ότι
ο θυμός, η μανία των ηρώων, συνεπώς και η τρέλα του Ορλάντου, είναι όψεις του
ηρωικού στοιχείου, συγκεκριμένα πρόκειται για αρνητικές εκφάνσεις του ηρωισμού.

Οι πολλές αναφορές στον Έκτορα και τον Αχιλλέα έχουν ειδική σημασία, αφ’ ενός
συνδέουν το ποίημα με το ιλιαδικό έπος, αφ’ ετέρου συνδέουν την τωρινή γενιά
ηρώων με το ένδοξο παρελθόν. Ειδικά όσον αφορά τον Έκτορα, πρέπει να
επισημανθεί ότι οι πρόγονοι των αρχαίων Ρωμαίων θεωρούνταν οι Τρώες. Συνεπώς η
αναφορά στον Έκτορα κρύβει μία γραμμή πολεμιστών η οποία διατρέχει όλο το
ένδοξο ρωμαϊκό παρελθόν (της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας), του οποίου
συνεχιστής προσπαθεί να φανεί ο Καρλομάγνος. Έτσι οι γραμμές των ηρώων
συνδέονται μεταξύ τους.

Εξάλλου οι παλαιοί και οι νεότεροι ήρωες συνδέονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα,
ο De Sanctis αναφέρεται στον ήρωα Baldo λέγοντας το εξής: «Ο Μπάλντο είναι ο
τελευταίος από μία μακρά σειρά περιπλανώμενων ιπποτών, που αρχίζει με τον
Αίαντα, τον Αχιλλέα, τον Θησέα και συνεχίζει με τον Λίβιο, τον Ορλάντο, και τον
Ρινάλντο».198 Βέβαια ο απώτερος έπαινος ανήκει στους Este.

Η αντίληψη περί ηρωισμού και η παρουσίαση του ηρωικού στοιχείου μένει εν


πολλοίς ίδια. Δηλαδή, παρόλες τις διαφορές που επιφέρει ο τόπος και ο χρόνος, ο
ηρωικός τρόπος θέασης της ζωής είναι διαχρονικός. Το ηρωικό στοιχείο παρουσιάζει
σαφώς και στα δύο έπη, σ’ έναν βαθμό, κοινά χαρακτηριστικά και κοινούς τόπους. Η
συμβολή και η επίδραση της Ιλιάδας στη συγγραφή του Orlando Furioso είναι
εμφανής και μείζονος σημασίας.

Αν και ο Orlando αντλεί τη θεματολογία του από τη μεσαιωνική παράδοση, ο τρόπος


παρουσίασής της όμως φέρει σαφώς στοιχεία κλασικισμού. Πρόκειται για ένα
αναγεννησιακό έργο, ένα ιπποτικό ποίημα με κλασσικό ένδυμα. Ο τρόπος
παρουσίασης των ηρώων, η συμπεριφορά τους, το σύστημα αξιών τους, ξεφεύγουν
από τα στενά όρια του μεσαιωνικού ιπποτικού μυθιστορήματος, ανακαλούν την
αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση, δημιουργώντας κάτι νέο και διαχρονικό. Οι
ήρωες του Αριόστο ξεπερνούν το χρονικό πλαίσιο της εποχής τους, ή ακόμα και του

198
Francesco De Sanctis, Storia della letteratura italiana, Einaudi, Salani/Firenze 1965, σελ. 502.
πολιτισμού τους, για να γίνουν καθολικοί και πανανθρώπινοι. Οι συμβολισμοί του
Orlando Furioso είναι πολλοί, οι ερμηνείες που επιδέχεται το ποίημα ακόμα
περισσότερες.

Ο Αχιλλέας, αν και απουσιάζει ως χαρακτήρας από την δράση του ιταλικού έργου
που μελετάμε, εντούτοις είναι παρόν στον Orlando, και μάλιστα παρόν με δύο
τρόπους. Πρώτον, το όνομά του εμφανίζεται συχνά πλάι στο όνομα του Έκτορα,
διατρέχοντας όλο το ποίημα. Αλλά ο Αχιλλέας δεν είναι παρών μόνο ονομαστικά
μέσω των συχνών αναφορών στο όνομά του, είναι κυρίως παρών και υπάρχει μέσα
από τις πράξεις των ηρώων του έπους, πράξεις που θυμίζουν τη ζωή του και τον
χαρακτήρα του, όπως ακριβώς φάνηκε στο προηγούμενο συγκριτικό κεφάλαιο.

Ο Έκτορας επίσης είναι παρόν, μέσω της φήμης του, μέσω των όπλων του που
αποτελούν αιτία καυγά και διαμάχης μεταξύ των ηρώων, μέσω των μακρινών του
απογόνων, κυρίως μέσω του Ρουγγέρου.

Οι μάχες και οι μονομαχίες διέπονται από διαχρονικούς κανόνες. Πρόκειται για τον
ηρωικό κώδικα του κλασσικού έπους αφ’ ενός και τον μεσαιωνικό ιπποτικό κώδικα
αφ’ ετέρου. Πέραν όμως από τις ομοιότητες ή τις διαφορές που παρουσιάζουν αυτοί
οι κώδικες μεταξύ τους – όντας δημιούργημα του καιρού τους και του πολιτισμού
που τους γέννησε – είναι ανιχνεύσιμη μία κοινή συμπεριφορά, μία κοινή στάση των
ηρώων απέναντι στα πράγματα. Αυτό που όντως ενώνει και χαρακτηρίζει τους ήρωες
είναι η ορμή τους και η ζωτική δύναμη που τους διατρέχει και προξενεί πάθη, μίση,
θυμούς κι αγάπες. Η ορμή των πολεμιστών, η δίψα για νίκη και δόξα, η μανία τους, ο
τρόπος που χειρίζονται τα όπλα, η μαχητικότητα, η επιμονή τους, το ψυχικό σθένος,
παραμένουν ίδια μέσα στους αιώνες.

Ο περήφανος και ασυμβίβαστος ηρωικός χαρακτήρας μένει σταθερός στο πέρασμα


του χρόνου, ουσιαστικά αναλλοίωτος, δραστήριος και ζωντανός σαν το τρεχούμενο
νερό. Αυτό το γεγονός προκύπτει από τη σύνολη στάση και συμπεριφορά των ηρώων,
διαγράφεται όμως με γλαφυρό τρόπο σε πολλές ειδικές περιπτώσεις ανά το έπος. Γι’
αυτό θα περιοριστούμε στα σχήματα παρομοίωσης που συνοδεύουν τις επιθέσεις των
μαχητών.

Αξιοσημείωτη είναι δηλαδή η περιγραφή της πολεμικής αρετής των ηρώων μέσα από
παρομοιώσεις που αποτελούνται εξολοκλήρου από εικόνες παρμένες από τον φυσικό
κόσμο. Πρόκειται για περιγραφές σπάνιας δύναμης και λογοτεχνικής ομορφιάς, όπου
η δύναμη, η ορμητικότητα των ηρώων παραλληλίζεται με την ορμή του λιονταριού,
ή άλλων δυνατών ζώων, με την καταστρεπτική δύναμη του νερού ή του ανέμου.
Αυτές οι μακροσκελείς παρομοιώσεις, αυτές οι τραχιές εικόνες, κοινές και στα δύο
έπη, δείχνουν μ’ ενάργεια τη δύναμη των ηρώων, μια δύναμη που ξεχειλίζει βίαιη
σαν την φύση. Διότι ο πολιτισμός αλλάζει, η φύση όμως ποτέ. Οπότε ο ήρωας,
αντλώντας τη δύναμή του από τη φύση, μένει αναλλοίωτος.

Η ηρωική ιδιότητα επιφέρει τεράστια ευθύνη. Ο ήρωας πρέπει να είναι συνεχώς


υπεύθυνος, όχι μόνο απέναντι στον εαυτό του, αλλά κυρίως απέναντι στους άλλους.
Ο ήρωας είναι υπεύθυνος για το κοινό καλό και τη σωτηρία της πόλης, τη σωτηρία
του έθνους, τη σωτηρία του λαού του. Ο ήρωας πρέπει να βρίσκεται συνεχώς σε
εγρήγορση, να είναι ετοιμοπόλεμος, θαρραλέος, αποφασιστικός. Πρέπει επίσης να
είναι ενίοτε σοφός, συνετός και διαυγής. Ο ήρωας κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να
χαρακτηριστεί δειλός και ανεπαρκής. Μόνο οι πολύ μεγάλοι ήρωες, όπως ο Αχιλλέας,
ο Διομήδης, ή ένας Ορλάνδος ή ένας Ρουγγέρος, μπορούν να είναι ανά πάσα ώρα και
στιγμή έτοιμοι να θέσουν σε δοκιμασία την ηρωική τους υπόσταση.

Αυτό που ξεχωρίζει τον ήρωα από τον κοινό θνητό, μετά την ανδρεία και τις ηρωικές
πράξεις, είναι η φήμη του, η αθάνατη δόξα. Ο μέσος άνθρωπος περνά μία ήσυχη ζωή,
όπου ακόμα και ο πιο εκκεντρικός ή δημοφιλής αργά ή γρήγορα θα περάσει στην
πλήρη αφάνεια. Ακόμα και οι μεγάλοι ευεργέτες της κοινότητας κάποια στιγμή θα
ξεχαστούν. Ο αληθινός ήρωας όμως δε θα πεθάνει ποτέ, θα παραμείνει ζωντανός
στην μνήμη και την ψυχή των ανθρώπων, ακόμη και μετά το θάνατό του, θα γίνει
τραγούδι στο στόμα των ανθρώπων. Ο ήρωας γίνεται θρύλος για τις επόμενες γενιές
και περνά από την ιστορία στο μύθο. Γιατί μόνο μέσα στο μύθο ο ήρωας θα μπορέσει
να μείνει αθάνατος.
6. Βιβλιογραφία

Στερεότυπες εκδόσεις – Υπομνήματα – Μεταφράσεις

Ariosto Ludovico, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 1ος, Einaudi,
Torino 19922 .

Ariosto Ludovico, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, τόμ. 2ος, Einaudi,
Torino 19922 .

Ariosto Ludovico, Orlando Furioso, (επιμ.) Lanfranco Caretti, εκδ. Loescher, Torino
1982.

Hainsworth Bryan, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Γ',
Αντώνης Ρεγκάκος (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2004.

Kirk. G. S., Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Α', (επιμ.)
Αντώνης Ρεγκάκος, Δανιήλ Ιακώβ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003.

Kirk. G. S., The Iliad: A Commentary, τόμ. II, Cambridge University Press,
Cambridge, London, New York, Port Chester, Melbourne, Sydney, 1990.

Kirk. G. S., Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Β', (επιμ.)
Αντώνης Ρεγκάκος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003.

Janko Richard, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. Δ', Αντώνης
Ρεγκάκος (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003.

Richardson Nicholas, Ομήρου Ιλιάδα: κείμενο και ερμηνευτικό υπόμνημα, τόμ. ΣΤ',
Αντώνης Ρεγκάκος (επιμ.), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005.

Ομήρου Ιλιάδα, (σχόλια–μετάφραση–επιμέλεια) Γ. Θεόδωρος Μαυρόπουλος,


Ζήτρος, Αθήνα 2010.

Ομήρου Ιλιάς, (προλεγόμενα – μετάφραση) Δ. Ν. Μαρωνίτης, εκδ. Άγρα, Αθήνα


2016.

Άρθρα – μελέτες

Bertini Lucrezia, Gli oggetti nell’‘Orlando Furioso’, Università degli Studi di Pisa,
Ιταλία, 22/4/2013.
Binni Walter, Ariosto: Scritti 1938-1994, Il Ponte Editore, Φλωρεντία 2015.

Casadei Alberto, «Il finale e la poetica del Furioso», στο Chroniques italiennes web
19 (1/2011): 1-21.

Clarke Michael, «Ανδρισμός και ηρωισμός» στο Fowler Robert, Όμηρος: Είκοσι μία
εισαγωγικές μελέτες, (επιμ.) Φλώρα Π. Μανακίδου, εκδ. Ζαχαρόπουλος Αθήνα 2013:
105-25.

Confaloneri Corrado, «Quale Virgilio? Note sul finale del Furioso», στο Parole
Rubate /Purloined Letters, τ. 7, Ιούνιος 2013: 55-66.

Copello Veronica, «Quale Iliade leggeva Ariosto», Aevum 88, 2014: 587-613.

De Sanctis Francesco, Storia della letteratura italiana, Einaudi, Salani/Firenze 1965.

Edwards Mark w., Όμηρος, ο ποιητής της Ιλιάδος, (μετ.) Βάιος Λιαπής, Νικόλαος
Μπεζαντάκος, Καρδαμίτσα, Αθήνα 20142 .

Ferroni Giulio, Profilo storico della letteratura italiana, τόμ. 1ος, Einaudi, Milano
2006.

Foscolo Ugo, Invito all’Ariosto, στο «Antologia critica», στο «Orlando Furioso»,
Lanfranco Caretti (επιμ.), εκδ. Loescher, Τορίνο 1982: 411-14.

Girardi Raffaele, «Orlando imbestiato e la sindrome dello specchio concavo», στο


Critica Letteraria 151: τ. 2ο, 2011: 211-44.

Lansing Richard H., «Ariosto’s Orlando Furioso and the Homeric Model», στο
Comparative Literature Studies, 24 (1987), 1, 311-25.

Malato Enrico, Storia della letteratura italiana, τομ. 4, Salerno editrice, Roma 1996.

Rizzarelli Giovanna, «Cominciar quivi una crudel battaglia»: Duelli in ottave


nell'‹Orlando Furioso› pp 79-100. Per violate forme: Rappresentazioni e linguaggi
della violenza nella letteratura italiana, a cura di Fabrizio Bondi e Nicola Caretti,
maria pacini fazzi editore.

Santagata Marco, La letteratura nei secoli della tradizione, Laterza, Bari 2007.

Segre Cesare - Martignoni Clelia, Testi nella storia, τόμ. 2, Mondadori, Milano 1992.
Schein Seth L., Ο θνητός ήρωας: Εισαγωγή στην Ιλιάδα, (μετ.) Γ. Φιλίππου, (επιμ.) Α.
Ρεγκάκος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007.

Γεωργίου Α. Σωτήριος, Ο Αχιλλέας του Ομήρου, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2004.

Κωτόπουλος Ηλίας Θ., Η διαβάθμιση της παλικαριάς στην Ιλιάδα, Θεσσαλονίκη 1973.

Μαρωνίτης Δ. Ν. και Πόλκας Λ., Αρχαϊκή επική ποίηση, Ινστιτούτο Νεοελληνικών


Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2007.

Παπαγιώργης Κωστής, Η ομηρική μάχη, Καστανιώτης, Αθήνα 1993.

Ηλεκτρονικές πηγές

https://enacademic.com/

http://www.greek-language.gr/digitalResources/index.html

http://www.orlandofurioso.com/category/approfondimenti/

http://www.orlandofurioso.com/parafrasi-del-poema-orlando-furioso/

http://www.orlandofurioso.com/riassunto-per-canti-del-poema-orlando-furioso/

http://www.treccani.it/enciclopedia/

http://www.treccani.it/vocabolario/

You might also like