You are on page 1of 3

ΕΝΟΤΗΤΑ 1η

Λεύκιππος και Δάφνη

Α΄ ΚΕΙΜΕΝΟ

Εισαγωγή:

Ο Παρθένιος έζησε τον 1ο αι. π.Χ. Στο έργο του «Περί Ερωτικῶν Παθημάτων» αφηγείται
μύθους που έχουν ως θέμα κάποιον ανεκπλήρωτο ή καταστροφικό έρωτα…

tau/thj periì th\n ¹Hlidi¿an a)lwme/nhj Leu/kippoj, Oi¹noma/ou paiÍj, ei¹j e)piqumi¿an hÅlqe kaiì

to\ me\n aÃllwj pwj au)th=j peira=sqai a)pe/gnw, a)mfiesa/menoj de\ gunaikei¿aij a)mpexo/naij

kaiì o(moiwqeiìj ko/rv suneqh/ra au)tv=. [...] ¹Apo/llwn de\ kaiì au)to\j th=j paido\j po/q%

kaio/menoj o)rgv= te kaiì fqo/n% eiãxeto tou= Leuki¿ppou suno/ntoj kaiì e)piì nou=n au)tv= ba/llei

su\n taiÍj loipaiÍj parqe/noij e)piì krh/nhn e)lqou/saij lou/esqai. eÃnqa dh\ w¨j a)fiko/menai

a)pedidu/skonto kaiì e(w¯rwn to\n Leu/kippon mh\ boulo/menon,

perie/rrhcan au)to/n. maqou=sai de\ th\n a)pa/thn kaiì w¨j e)pebou/leuen au)taiÍj, pa=sai meqi¿esan

ei¹j au)to\n ta\j ai¹xma/j. kaiì o( me\n dh\ kata\ qew½n bou/lhsin a)fanh\j gi¿netai, ¹Apo/llwna de\

Da/fnh e)p' au)th\n i¹o/nta proi+dome/nh ma/la e)rrwme/nwj eÃfeugen. w¨j de\sunediw¯keto, para\

Dio\j ai¹teiÍtai e)c a)nqrw¯pwn a)pallagh=nai. kaiì au)th/n fasi gene/sqai to\ de/ndron to\

e)piklhqe\n a)p' e)kei¿nhj da/fnhn.

Απόδοση κειμένου στα νέα ελληνικά:

Καθώς αυτή (η Δάφνη) περιπλανιόταν στην Ήλιδα, ο Λεύκιππος, ο γιος του Οινόμαου, την
πόθησε και έχασε κάθε ελπίδα να κερδίσει τον έρωτά της με άλλον τρόπο, αφού φόρεσε λοιπόν
γυναικεία ρούχα και αφού έγινε όμοιος με κορίτσι, κυνηγούσε μαζί της. Ο Απόλλωνας όμως,
επειδή και ο ίδιος καιγόταν από πόθο για την κοπέλα, είχε κυριευθεί από οργή και φθόνο επειδή
ο Λεύκιππος ήταν κοντά της, και βάζει στο μυαλό της μαζί με τις υπόλοιπες παρθένες, αφού
έρθουν σε πηγή, να λούζονται. Μόλις λοιπόν έφτασαν εκεί, καθώς άρχισαν να βγάζουν τα ρούχα
τους και (καθώς) έβλεπαν το Λεύκιππο να μη θέλει (να βγάλει τα ρούχα του), του ξέσκισαν τα
ρούχα. Και επειδή έμαθαν την απάτη και ότι σχεδίαζε κάτι κακό εναντίον τους (την εναντίον
τους σκευωρία), όλες κάρφωσαν τα δόρατά τους στο σώμα του. Κι αυτός λοιπόν, σύμφωνα με
τη θέληση των θεών, εξαφανίστηκε. Η Δάφνη όμως, βλέποντας τον Απόλλωνα να έρχεται
καταπάνω της, τράπηκε γρήγορα σε φυγή. Καθώς όμως την καταδίωκε (ο Απόλλωνας), ικετεύει
(η Δάφνη) το Δία να εξαφανιστεί από τους ανθρώπους. Και λένε ότι έγινε αυτή δέντρο που
ονομάστηκε από εκείνη δάφνη.
Λεξιλόγιο:

J ἀλάομαι -ῶμαι (ρ. αποθετ.): περιπλανιέμαι, περιφέρομαι [> αλήτης]


J εἰς ἐπιθυμίαν ἔρχομαι: (συν.) ἐπιθυμῶ, ποθῶ, ὀρέγομαι, ἐφίεμαι
J ἀπογιγνώσκω: χάνω κάθε ελπίδα, απελπίζομαι / εγκαταλείπω κπ σχέδιο, παραιτούμαι [>
απόγνωση]
J πειράομαι -ῶμαι: προσπαθώ να / (με γεν.) επιτίθεμαι εναντίον κπ / (εδώ) κερδίζω κπ [>
πείρα, πείραμα, απόπειρα, πειρατής]
J ἄλλως πως: με άλλον τρόπο, διαφορετικά
J ἀμφιέννυμαι: ντύνομαι (συν. ἐνδύομαι) [> αμφίεση, άμφια]
J ἀμπεχόνη (ἡ): γυναικείο ένδυμα
J ὁμοιόομαι -ῶμαι: γίνομαι όμοιος, μοιάζω [ομοιότητα, αφομοιώνω, εξομοιώνω,
παρομοίωση]
J συνθηράω -ῶ: κυνηγώ μαζί με κπ
J καίομαι: καίγομαι, φλέγομαι [> καύση, πυρκαγιά, διακαής]
J ὀργῇ και φθόνῳ ἔχομαι: κατέχομαι / κυριεύομαι από οργή και φθόνο
J σύνειμι: (< συν + εἰ?μί) είμαι μαζί με κπ / συναναστρέφομαι [> ουσία, απουσία]
J λούομαι: λούζομαι, πλένομαι [> λουτρό, ψυχρολουσία]
J ἔνθα: εκεί όπου, προς τα εκεί όπου
J ἀφικνέομαι -οῦμαι: φθάνω [> άφιξη, ανέφικτος]
J ἀποδιδύσκομαι: γδύνομαι, βγάζω τα ρούχα μου [> ένδυμα, αποδυτήριο]
J ὁράω -ῶ: βλέπω [> όραμα, όραση, αυτοψία, ιδέα]
J βούλομαι: θέλω, επιθυμώ [> βουληση, πρωτοβουλία, υστεροβουλία]
J περιρρήγνυμι: σκίζω / διαρρηγνύω [> ρήξη, ρωγμή, ρηξικέλευθος]
J μανθάνω: μαθαίνω [> μάθημα, αμάθεια, πολυμαθής]
J ἐπιβουλεύω: σχεδιάζω κάτι κακό εναντίον κπ, μηχανορραφώ
J μεθίημι: χαλαρώνω / (με αιτ. πράγμ.) ρίχνω
J ἔρχομαι ή εἶμι < ἰόντα (μτχ)
J προοράομαι -ῶμαι: βλέπω μπροστά μου / προβλέπω
J ἐρρωμένως (επιρ.): δυνατά, γρήγορα [> ρώμη, άρρωστος, ανάρρωση]
J συνδιώκομαι: καταδιώκωμαι [> δίωξη, τυχοδιώκτης]
J αἰτέομαι -ῶμαι: ζητώ να λάβω για τον εαυτό μου [> αίτηση, απαίτηση]
J ἀπαλλάττομαι: απολυτρώνομαι από κάτι / εξαφανίζομαι [> απαλλαγή]
J φημί: λέω, ισχυρίζομαι [> φήμη, απόφαση]
J ἐπικαλέομαι -οῦμαι: ονομάζομαι [> επίκληση]

Σχόλια:

{ Το τέχνασμα του Λεύκιππου ήταν η έσχατη λύση να πλησιάσει τη Δάφνη, με την οποία
ήταν ερωτευμένος. Έτσι φόρεσε γυναικεία ρούχα και όμοιος πια με κορίτσι, κατόρθωσε να
εισέλθει στην παρέα της Δάφνης, που κυνηγούσε στο δάσος.
{ Οι θεοί της μυθολογίας μας επεμβαίνουν στα ανθρώπινα και έχουν τα ίδια πάθη και
ελαττώματα με τους κοινούς θνητούς. Έτσι, ο Απόλλωνας ερωτευμένος κι ο ίδιος με τη
Δάφνη, νιώθει οργή και φθόνο για τον αντίζηλό του Λεύκιππο και βάζει στο μυαλό της
αγαπημένης του να πλυθεί γυμνή σε μια πηγή, μαζί με τις άλλες κοπέλες, για να
αποκαλυφθεί με αυτόν τον τρόπο το φύλο και η ταυτότητα του Λεύκιππου. Επιπλέον, μόλις
οι άλλες κοπέλες καρφώνουν με τα δόρατά τους το Λεύκιππο, εκείνος εξαφανίζεται, θεού
θέλοντος. Τέλος, η μεταμόρφωση της Δάφνης σε δέντρο είναι αποτέλεσμα της βούλησης
του Δία να εκπληρώσει την επιθυμία της να εξαφανιστεί από προσώπου γης.
{ Η δάφνη είναι το ιερό φυτό του Απόλλωνα. Η Πυθία μασούσε φύλλα δάφνης στο μαντείο
των Δελφών προκειμένου να πει τους χρησμούς της.
{ Η μεταμφίεση του Λεύκιππου σε γυναίκα μάς θυμίζει την ανάλογη μεταμφίεση της
Καλλιπάτειρας σε άντρα, με σκοπό να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς αγώνες.
{ Έρωτας είναι το έντονο συναίσθημα επιθυμίας για το άλλο πρόσωπο, η δυνατή έλξη που
γεννάει τον πόθο για σεξουαλική επαφή. Ο έρωτας, σύμφωνα με το Σοφοκλή, είναι ένα
συναίσθημα ανίκητο, που σε πλανεύει, σε παρασύρει, αδρανοποιεί τη λογική σου, σε
σπρώχνει στη μανία και στην καταστροφή. Πράγματι, όταν στον έρωτα δεν υπάρχει
ανταπόκριση, το ερωτευμένο άτομο βιώνει την ανασφάλεια, την εσωτερική αγωνία, την
απόρριψη, την απόγνωση. Αντίθετα, όταν η επιθυμία που εξωτερικεύεται ικανοποιείται,
επέρχεται η ψυχική ισορροπία στο άτομο, η ευφορία, η αυτοεπιβεβαίωση, η ολοκλήρωση
της ύπαρξής του. Ο έρωτας δίνει στον άνθρωπο φτερά, απροσδόκητη δύναμη, τον κάνει να
ατενίζει τη ζωή με αισιόδοξο μάτι, να ελπίζει, να δημιουργεί.

Έρωτα ανίκητε στη μάχη


Σοφοκλής, «Αντιγόνη»

Επιμέλεια:
Αποστολοπούλου Π. Παναγιώτα
Φιλόλογος

You might also like