You are on page 1of 3

Δημήτρης Δακρότσης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών,

ΣΕΠ Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Φιλοσοφία και Τέχνες»,


Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.

ΑΙΣΘΉΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΆ:


ΌΤΑΝ Η ΎΛΗ ΜΕΤΑΤΡΈΠΕΤΑΙ ΣΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΊΑ

1. Έκφραση μέσα από την αναδημιουργία: ένας ιδιαίτερος καλλιτεχνικός


ρόλος.
Όλοι γνωρίζουμε την αξία ενός έργου τέχνης: την άμεση ενορατική γνώση ή αισθητική
εποπτεία: την ατομική έκφραση του προσώπου που δημιουργεί. Η καλλιτεχνική έκφραση
είναι μοναδική· δεν επαναλαμβάνεται, δεν παραφράζεται, και σε καμία περίπτωση δεν
ερμηνεύεται με λογικά κριτήρια. Ό, τι μπορεί να προσφέρει, η λογική, είναι η διασκεπτική
επεξεργασία της μορφής και των μερών της. Και καμία μορφή γνώσης, αισθητική ή λογική,
δεν μπορεί να μεταφέρει με ακρίβεια την έκφραση από τον δημιουργό στον παρατηρητή. Ο
τελευταίος αισθάνεται το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, ως εικόνα, ήχο, αίσθηση· διεκδικεί
ωστόσο, μέσα από το έργο να δημιουργήσει δικές του εκφράσεις. Πώς; Συναισθηματικά. Το
αισθητικό αποτέλεσμα, η μορφή, κινητοποιεί την άμεση ενορατική γνώση του παρατηρητή, η
οποία με τη σειρά της ενεργοποιεί το συναίσθημα. Έτσι εκδηλώνονται οι προτιμήσεις·
διαμέσου του συναισθήματος: οι θετικές προτιμήσεις εκδηλώνονται ως αποδοχή, ενώ οι
αρνητικές ως αποστροφή. Ωραίο, άσχημο: δεν πρόκειται παρά για συναισθηματικά
εκφρασμένες προτιμήσεις και τίποτε περισσότερο. Και δεν μπορεί η αποδοχή ή η απόρριψη,
η υποκειμενική συναισθηματική προδιάθεση, να προσδώσει ή να αφαιρέσει αισθητικό κύρος
από ένα έργο, γιατί και το έργο είναι υποκειμενικό: μοναδική έκφραση ενός μοναδικό
προσώπου. Είναι άλλο λοιπόν, εάν μας αρέσει ή όχι μία έκφραση και άλλο, εάν η έκφραση
αυτή αποτελεί ή όχι, τέχνη. Γιατί, κάθε έκφραση εκδηλώνεται ως τέχνη. Αυτά όσον αφορά
στον καλλιτέχνη και τις ατομικές εκφράσεις του: τον ταλαντούχο δημιουργό, που προκαλεί
το ατομικό αισθητήριο του παρατηρητή διαμέσου του συναισθήματος.
Ο παρατηρητής συμμετέχει συναισθηματικά και όχι δημιουργικά στο καλλιτεχνικό έργο·
και δεν μπορεί κανείς να περιορίσει ή προκαταλάβει τη δημιουργική φαντασία του να
ακολουθήσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την πρωτότυπη καλλιτεχνική έκφραση που
εποπτεύει αισθητικά. Με άλλα λόγια, ο παρατηρητής, εκείνος που εισπράττει την ατομική
εκφραστική εκδήλωση του καλλιτέχνη είναι ελεύθερος να εκφραστεί και εκείνος μέσα από
αυτή· ακόμη και όταν αυτή η έκφραση είναι μόνον εσωτερική, μη ανακοινώσιμη. Ο λόγος
λοιπόν, στον παρατηρητή, τον αποδέκτη της καλλιτεχνικής έκφρασης, ο οποίος με τη σειρά
του, εμπνευσμένος από το αισθητικό αποτέλεσμα, δημιουργεί την δική του αισθητική
ερμηνεία. Αυτό ακριβώς είναι πνευματική καλλιέργεια: η συναισθηματική ανταπόδοση που
εισπράττει ο παρατηρητής, όχι από το υποκειμενικό συναίσθημα του καλλιτέχνη, αλλά από
το δικό του.
Κάθε έργο και μία νέα εμπειρία· και είναι «άδικο» τόσο για τον καλλιτέχνη, όσο και για
τον παρατηρητή, το ότι η εμπειρία είναι πεπερασμένη και επιλεκτική. Αναφέρομαι κυρίως σε
παρελθόντα έργα, εμπειρία των οποίων δεν πρόκειται να αποκτήσουμε ποτέ: για παράδειγμα,
δεν θα ακούσουμε ποτέ τον Chopin να εκτελεί στο πιάνο την Σπουδή op. 1 No 1 (μία εκ των
δυσκολότερων που έχει συνθέσει) ή τον List, το αριστούργημά του Liebestraum. Ό, τι
μπορούμε να υποθέσουμε είναι οι αισθητικές εποπτείες, οι εμπνεύσεις μέσα από κείμενα και
οδηγίες τους, δηλαδή μέσα από μελέτη λογικών σημείων. Περιοριζόμαστε επομένως -και
αναφέρομαι μόνο σε παρελθόντα έργα- στην ενορατική γνώση που μας προσφέρουν στατικές
μορφές ή ακούσματα, τόσο πίσω στο χρόνο, όσο μας επιτρέπει η τεχνολογία. Βλέπουμε
λοιπόν σε έναν «ενδιάμεσο» καλλιτεχνικό ρόλο, ο οποίος, αν και υπήρχε πάντα, εντούτοις
δεν έχει μελετηθεί στο βαθμό που όφειλε: τον ρόλο του καλλιτέχνη που έργο του είναι να
εκτελεί αισθητικές εποπτείες άλλων καλλιτεχνών, καθ’ υπόδειξη λογικών σημείων. Είναι μία
πρόκληση ιδιαίτερη, η οποία επιβραβεύει το πρόσωπο που εκφράζεται, με το μοναδικό
συναίσθημα της δημιουργίας μέσα από την ανα-δημιουργία.

2. Τέχνη και απελευθέρωση.


O καλλιτέχνης επομένως είναι επιφορτισμένος με τον ρόλο της «εξυγίανσης» των
συναισθημάτων του κοινού του. Επανερχόμαστε εδώ για να τονίσουμε ότι, όταν κανείς
παρατηρεί μία τραγική εικόνα, μία καταθλιπτική παράσταση, όταν ακούει μία λυπηρή
μελωδία, παρακολουθεί ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό δρώμενο, συναισθάνεται το πάθος,
την ένταση, ακόμη και την αγωνία του καλλιτέχνη, με έναν τρόπο ωστόσο περισσότερο
ανάλαφρο, αποφορτισμένο από κάθε αρνητικό συναίσθημα: καλλιτέχνης είναι λοιπόν ο
ψυχοθεραπευτής αλλά και ο φιλόσοφος, ο οποίος μετατρέπει την συναισθηματική υλικότητα
σε πνευματικότητα και αποκαλύπτει τα βαθιά νοήματα, την ουσία των πραγμάτων, την ίδια
μας την ύπαρξη.
Είναι ο καλλιτέχνης, ο υπεράνθρωπος, ο οποίος ξεπερνά με επιδεξιότητα κάθε
προσωπική-συναισθηματική του αδυναμία; Κάθε άλλο. Ο καλλιτέχνης υποφέρει από
αγωνίες, ακριβώς όπως καθένας μας. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ο καλλιτέχνης, όπως
εύστοχα διατυπώνει ο Benedetto Croce στο έργο του Estetica, μπορεί να εκφράζει μορφές με
μεγαλύτερο βαθμό σαφήνειας. Ωστόσο, η εκφραστική δεινότητα είναι κάτι δεδομένο για τον
καλλιτέχνη: μία φυσική τάση, ένα ταλέντο, που εκδηλώνεται ατομικά και αναγνωρίζεται
γενικά. Καλλιτέχνης είναι το πρόσωπο που απευθύνεται προς το εαυτό και το κοινό του,
αξιοποιώντας την φυσική του κλίση για έκφραση∙ και είναι δεδομένο ότι ο καλλιτέχνης
εκτονώνει τον συναισθηματισμό του διαμέσου της έκφρασης, λειτουργώντας ως δημιουργός
και ταυτόχρονα ως παρατηρητής του έργου του. Σε αυτή τη διττή ενέργεια, εντοπίζεται η
ουσία της καλλιτεχνικής δραστηριότητας: μία ουσία το κύρος της οποίας δε εξαρτάται από
τον βαθμό σαφήνειας των αναλογιών της εκφρασμένης μορφής, αλλά από το γεγονός της
συναισθηματικής ειλικρίνειας του προσώπου το οποίο εκφράζεται: ένα γεγονός, την
εγκυρότητα του οποίου μόνον ο ίδιος ο καλλιτέχνης μπορεί να επιβεβαιώσει. Καθήκον του
καλλιτέχνη, ως προς τον εαυτό του είναι η ικανοποίηση της προσωπικής του έκφρασης
διαμέσου των έργων του∙ ό,τι δε αξιώνει από το κοινό, ο καλλιτέχνης, είναι η εμπιστοσύνη
προς τον ενορατικό του ρόλο να τακτοποιεί τα διάσπαρτα συναισθήματα.
Ας σταθούμε όμως λίγο στην ουσία του καλλιτεχνικού γεγονότος: όπως είπαμε,
αντίθετα με τον εκφραστικό βαθμό, ο οποίος εκδηλώνεται καλλιτεχνικά ως επιδεξιότητα,
περισσότερο σημαντική είναι η απαίτηση του νου, να εκφράζεται με ειλικρίνεια. Η
καλλιτεχνική ουσία προηγείται του εκφραστικού βαθμού∙ για την ακρίβεια, η
εκφραστικότητα εξαρτάται από την ουσία: εάν η τέχνη είναι ειλικρινής, τόσο, όσο τα
αυθόρμητα σκαριφήματα ενός μικρού παιδιού, είναι βέβαιο ότι θα βρει τρόπο να εκφραστεί.
Να λοιπόν για ποιο λόγο ο τρόπος, ο βαθμός έκφρασης της μορφής δεν προηγείται, αλλά
έπεται της ουσίας της. Και σε τι μας βοηθά αυτός ο διαχωρισμός;
Περιορίζοντας το τάλαντο, την καλλιτεχνική δεινότητα σε κοινό-υποκειμενικό
εκφραστικό μέτρο, βλέπουμε καθαρότερα ότι η τέχνη, ως γνώση της μορφής, ανήκει σε
όλους μας: όλοι αναγνωρίζουμε τις καλλιτεχνικές μορφές, επομένως όλοι είμαστε
καλλιτέχνες. Πώς θα μπορούσαμε να αποδείξουμε μία τόσο επαναστατική θεώρηση;
Έστω ότι παρατηρούμε έναν καλλιτέχνη τη στιγμή που δημιουργεί∙ ό, τι είναι βέβαιο
ότι θα μας γοητεύσει είναι η δημιουργική του ικανότητα. Είναι επίσης βέβαιο, ότι όταν δούμε
το έργο ολοκληρωμένο θα αναγνωρίσουμε με χαρά σε αυτό κάτι δικό μας, μία σιωπηρή
συμμετοχή μας. Κάπως έτσι διδάσκεται η τέχνη: ως τεχνοτροπία, δηλαδή εκφραστικός
βαθμός ή τρόπος αλλά -κυρίως- ως ουσία, ως εκφρασμένη ειλικρίνεια, δηλαδή
απελευθέρωση: όσο περισσότερο ειλικρινής εκφραστικά είναι κανείς, τόσο περισσότερο
απελευθερώνεται, τόσο γίνεται ακόμη περισσότερο καλλιτέχνης. Τα δε εκφραστικά μέσα, οι
τρόποι, είναι όσοι και οι αισθήσεις: ευχαρίστως θα απελευθερώνονταν η ψυχή μας από κάθε
καταπίεση, για παράδειγμα, με τον χορό. Η φυσική αρμονία έχει προικίσει όλους μας με την
αίσθηση του χώρου σε σχέση με τον χρόνο, δηλαδή με τον ρυθμό. Εάν και θα μπορούσαμε
να απαριθμήσουμε δεκάδες παραδείγματα αξιοποίησης της έμφυτης καλλιτεχνικής
δεινότητας καθενός, προτείνω να μην το κάνουμε γιατί θα βγούμε από το θέμα μας και θα
πέσουμε στην παγίδα της περιπτωσιολογίας. Ας κλείσουμε με τούτο: ας εκφραζόμαστε με τον
αυθορμητισμό ενός παιδιού που είναι γεννημένο… καλλιτέχνης, εάν επιθυμούμε να είμαστε
ειλικρινείς με τα συναισθήματα, τον εσωτερικό μας κόσμο. Αυτό είναι το πρώτο βήμα για να
ανακτήσουμε τη χαμένη μας πνευματικότητα, τη χαμένη μας ελευθερία.

You might also like