You are on page 1of 14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

Ο άνθρωπος απέναντι στο ωραίο και στην τέχνη

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

α) Η έννοια του ωραίου: 'Οποιος ασχολείται με αισθητικά ζητήματα έρχεται υποχρεωτικά σε


επαφή με την έννοια του ωραίου (ή του κάλλους). Το ωραίο εκφράrει την αρμονία και το μέτρο,
την τάξη και την ηρεμία, την ισορροπία και την αυαήογία, το γεγονός ότι μία κατάσταση
ευρίσκεται στην πιο ουσιαστική στιγμή της εξέλιξής της. Προκαιηεί μια ευχάριστη συγκίνηση,
πράγμα που οφείλεται στο ότι αποκλείει, τουλάχιστον αφετηριακά, κάθε αναγωγή προς ό,τι
υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνάμεις καθώς και κάθε εκτροπή προς στοιχεία, τα οποία υποβιβάζουν
ή ευτελίζουν το φαινόμενο της ζωής. Και η εν λόγω υπερβατικότητα οφείλεται στο ότι εκφράζει μια
κατάσταση στην σχεδόν απόλυτη φυσιολογικότητά της και κανονικότητά της. Είναι δηλαδή η
προβολή των φυσιολογικών ορίων. Θα μπορούσαμε να υποστηρiξουμε ότι το ωραίο αποτελεί τη
στιγμή κατά την οποία μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο έχουν φτάσει σε εκείνο το σημείο όπου
πρέπει να κυριαρχούν η σταθερότητα και η μονιμότητα και να απουσιάζει έστω και η ελάχιστη
υποψία εξέλιξης. Αυτό δεν σημαίνει άτι με το ωραίο προτείνεται και καθιερώνεται μια
αντιδραστική εκδοχή για τη ζωή ή ένας αντιϊστορισμός. Απλά εκφράζεται η εκλεκτή διάσταση στην
οποία έχει φτάσει ένα ιδιαίτερο πεδίο του προσωπικού και του ιστορικού γίγνεσθαι. Παρά το ότι
επίσης το ωραίο δεν μπορεί να αποτελέσει πρωτογενώς πηγή θεωρητικού ή πραξιακού
προβληματισμού, προσφέρει μία υψηλού επιπέδου και εξαγνισμένη τέρψη. Πρέπει κυρίως να
μείνουμε στην- επισήμανση ότι με το ωραίο έχουμε ενώπιόν μας μία οντότητα μορφικά και δομικά
ολοκληρωμένη, το ότι δηλαδή ορισμένοι παράγοντες έχουν συντονιστεί αρμονικά σε ένα κοινό
τους σημείο. Από το ωραίο όμως λείπουν η ένταση και το βάθος και γι' αυτό σε οποιοδήποτε έργο
τέχνης εκφράζεται πρωτογενώς με τη μορφή του και δευτερογενώς με το περιεχόμενό του. 'Ετσι,
π.χ., σε μια ηρωϊκή πράξη δεν θα επιχειρήσουμε να συναντήσουμε την ωραιότητα αλλά την
υπεροχότητα. Αντίθετα, αποflαμβάνουμε άμεσα Σο ωραίο, όταν συναντάμε ένα συναρπαστικά
αρμονικό πεδίό από το φυσικό περιβάrηηον. Μας εκπέμπει θέλγητρα τα οποία μας ισορροπούν
εσωτερικά.

β) Η Αισθητική ως κ όδος της Φιέοσοφίας: Η Αισθητική ή η θεωρία περί του καλού ή του
ωραίου αποτελεί συστηματικό κλάδο της Φιλοσοφίας. Ως κύριο αντικείμενο αναφοράς της έχει την
τέχνη κατά τις ποικίλες εκφάνσεις της και κατά την σχέσην της με τη θεία υπερβατικότητα, με την
επιστημονική αλήθεια και με τις ηθικές αξίες. Παράλληλα, ασχολείται με ταν εντοπισμό της αξίας
του ωραίού και σε μη καλλιτεχνικές περιοχές, όπως είναι η φύση. Τα αντικείμενά της είναι προσιτά
στην ανθρώπινη εποπτεία και συνυφαίνονται με την ψυχική ευαισθησία. Έτσι, διαφοροποιείται από
τον κλάδο της Λογικής, όπου την αποκλειστική προτεραιότητα κατέχει η νόηση. Παρά ταύτα, η
Αισθητική κατά τον εντοπισμό του ωραίου και κατά την αποτίμηση των αντικειμένων της
χρησιμοποιεί μια ειδικού τύπου κριτική ενέργεια. Δι’ αυτής εντοπίζει το πώς προκαλείται η
αισθητική εντύπωση και το για ποία αποχρώσα αιτία συγκινείται στα βάθη της εσωτερικότητάς του
το υποκείμενο. Εκτός των ανωτέρω, προσεγγίζει το χαρακτηριζόμενο ως αισθητικό αντικείμενο υπό
την οπτική της διαλεκτικής σύνθεσης του περιεχομένου με τη μορφή. Το εκλαμβάνει ως κάτι το
παραστασιακό και το συμβολικό, ως κάτι που εισέρχεται στην ανθρώπινη εμπειρία κατέχοντας ένα
νόημα. Δεν πρόκειται όμως για ένα οιοδήποτε νόημα, αλλά για ένα νόημα που περιέχεται σε μια
αισθητική μορφή, μια σχηματοποίηση δηλαδή που ενεργοποιεί την ανθρώπινηι εσωτερικότητα
κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εκφρασθεί αισθητικά. Γι’ αυτό ακριβώς η αισθητική θεώρηση της
συνάφειας του περιεχομένου με τη μορφή είναι συνθετική και όχι παραθετική. Δεν είναι δύο
διαφορετικά στοιχεία αλλά δύο ιδιαίτερα, τα οποία συνυφαίνονται σε μια ενότητα που τα
υπερβαίνει. Η σύνθεσα αυτή πραγματοποιείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ευρίσκεται σε μια δομική
παραλληλότητα με την ανθρώπινη συνείδηση και να της εκπέμπει ένα μήνυμα το οποίο απαιτεί μια
ιδιαίτερη εσωτερική ποιότητα νια να αφομοιωθεί. Για πρώτη φορά ο όρος "αισθητική"
χρησιμοποιήθηκε από τον Μπάουμγκαρτεν (Baumgarten), ο οποίος προέβαλε με εξαιρετική
ακρίβεια την διάκριση ανάμεσα στην διανοητική rήειτουρyία και στην αισθητικότητα, ως δύο
διαφορετικών εκδηιηώσεων του ανθρώπινου πνεύματος.

γ) Φύση και τέχνη, μίμηση και δημιουργtα: Στο πλαίσιο της αισθητικής ερμηνείας κεντρική θέση
κατέχει το ερώτημα για το αν το καλλιτεχνικό έργο είναι προϊόν μίμησης του Φυσικού και του
κοινωνικού περιβάλλοντος ή ελεύθερης δημιουργίας. Την πρώτη εκδοχή εκπροσωπεί ο αισθητικός
ρεαλισμός, ο οποίος κεντρική θέση αποδίδει στα εξωτερικά αντικείμενα και υποστηρίζει ότι ο
καλλιτέχνης εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από το σύνολο των παραγόντων που διέπουν το χώρο που
τον περριβάλλει. Την δεύτερη εκπροσωπεί ο αισθητικός ιδεαλισμός, ο οποίος δέχεται ότι ο
καιήιηιτέχνης έχει μία χωρίς όρια ελευθερία και ότι κατά τη δημιουργική εκδήι?ωση του το
περιβάλλον υποτάσσεται σχεδόν απόιηυτα στις εμπνεύσεις του. Και οι δύο εκδοχές είναι ακραίες.
Χωρίς αμφιβολία, η τέχνη είναι ένα πνευματικά κατόρθωμα το οποίο αντανακλά την εσωτερική
δημιουργικότητα του ανθρώπινου υποκειμένου. Αν την εκλάβουμε ως μίμηση ή ως παθητική
επανάληψη της πραγματικότητας, τότε τής στερούμε την αυθεντικότητά της. ο καλλιτέχνης
συμμετέχει πρωταγωνιστικό στο έργο του και ανασχηματίζει με βάση το ποιητικά ταλέντο του και
τις σύλληψης της φαντασίας του ένα αντικείμενο ή μια κατιάσταση. Αναδομεί την εξωτερική
πραγματικότητα, για να την καταστήσει αφορμή αισθητικής εμπειρίας. Η Τέχνη έχει έναν
παρεμβατικό ρόλο και μορφοποιεί το νόημα στο οποίο αναφέρεται. Αυτή ακριβώς η παροχή
μορφής είναι ο αποφασιστικός παράγων διά του οποίου έρχεται στην επιφάνεια μια υποκειμενική
σύrηηηιμη ή ένα υπερβατικό όραμα.
Τα ανωτέρω όμως σε ουδεμία περίπτωση δεν θέτουν την ελευθερία του καλλιτέχνη εκτός ορίων.
Όσο και αν τα καλλιτεχνικό υποκείμενο πραβάλλει τις πνευματικές κατακτήσεις του, δεν αγνοεί
ούτε παραθεωρεί το φυσικό περιβάλλον και το ιστορικό ή το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η καθεαυτη
φυσιολογία των πραγμάτων και η συνεκτικότητα που διακρίνει μια συνθήκη ή ένα γεγονός
αποτελούν παράγοντες όχι αμελητέους αναφορικά με την καλλιτεχνική έμπνευση-δημιουργία. Η
τέχνη έχει έναν υπερβατικό χαρακτήρα απέναντι στπν πραγματικότητα, αλλά, αν την παραβιάσει,
αυθαιρετεί και καθίσταται ένα δημιούργημα χωρίς νόημα. Εάν ένα καλλιτεχνικό έργο λειτουργεί
εξαμβλωτικά απέναντι στα αντικείμενα και στα γεγονότα, παραμένει στο επίπεδο των απών
διανοητικών κατασκευών. Αντίθετα, πρέπει να θειτουργεί υπό τπν προοπτική της μετεξέλιξης των
νοηματοδοτήσεων και των σημασιολογήσεων. Μπορεί να αποτελέσει με τις εξάρσεις τας και τις
ποιοτικές μορφικές συλλήψεις της την ιδεώδη διατύπωση της ανθρώπινης ζωής και των φυσικών
όντων. Μία τέτοια προοπτική απαιτεί μία ουσιώδη ερμηνευτική κατάκτηση, που οδηγεί στον
αισθητική ανακατασκευή της πραγματικότητας. Πρόκειται για μια διαιλεκτική ανάμεσα στο
υποκείμενο και στο αντικείμενο, η οποία διασώζει την ιδιαιτερότητα των δύο συμβαλλόμενων
παραγόντων του αισθητικού γεγονότος. Γι αυτό το υποκείμενο πρέπει να προβαίνει στις εσωτερικές
εκείνες ρυθμίσεις, ώστε να καθίσταται ικανό να αναπτύσσει έναν ειδικού τύπου επικοινωνιακό
λόγο με το αντικείμενο. Η διευρυμένη αυτή διαλεκτική σημαίνει ότι το υποκείμενο κατά μείζονα
λόγο ανακατασκευάζει τον ίδιο του ταν εαυτό, για να κατορθώσει να φέρει στην επιφάνεια, με
ακέραιες επικυρώσεις όσο και με κυματοειδείς ανακατασκευές, την αισθητικά αξιόλογη διάσταση
του αντικειμένου.
δ) Ιστορικό διάγραμμα των αντιλήψεων περί Αισθητικής: Ήδη από την κλασική Αρχαιότητα τα
ζητήματα περί της Αισθητικής απασχολούν σε ευρεία κλίμακα τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ο
Πλάτων δεν αποδίδει απόλυτη αισθητική αξία στις εμπειρικές μορφές, αλλά τις θεωρεί ως το
αναγκαίο γύμνασμα για να οδηγηθεί η ανθρώπινη ψυχή στην ενόραση ενός ανώτερου κόσμου, του
κόσμου των μεταφυσικών αρχετύπων. Για τον Αριστοτέλη, το ωραίο δεν υπερβαίνει τα ανθρώπινα
μέτρα και προσεγγίζεται από το άτομο που εκείνο λειτουργεί αισθητικά μέσα από τους νόμους της
λογικής και της μεθοδικής ταξινόμησης. Ο Πλωτίνος προσδίδει μία μυστικιστική προοπτική στην
αισθητική εμπειρία, την οποία θεωρεί ως το αποκλειστικό εφόδιο για αναγωγή στην υπερβατική
πραγματικότητα και την απόλαυσή της. Στον χριστιανικό Μεσαίωνα, ο Αυγουστίνος υποστηρίζει
ότι το ωραίο προέρχεται από τον Θεό και βρίσκεται σε ανώτερη θέση από την αλήθεια και το
αγαθό. Ο Θωμάς ο Ακινάτης δέχεται, και ο ίδιος, την θεία προέλευση του ωραίου και του αποδίδει
τις ιδιότητες της αρτιότητας, της σωστής αναλογίας και της καθαρότητας. Στους νεότερους
χρόνους, ο Ντεκάρτ προσεγγίζει-με έναν ιδεαλιστικό ορθολογισμό στην Αισθητική, προσδίδοντας
κατά το αισθητικά γεγονός μια προτεραιότητα στην υποκειμενικότητα. Στο έργο Η Κριτική της
δύναμης της κρίσης του Καντ η Αισθητική εξασφαλίζει μια από τις εκλεκτές στιγμές της. Κατά τον
Γερμανό φλόσοφο, η αισθητική κρίση έχει έναν οιονεί αυθαίρετο και υποκειμενικό χαρακτήρα και
απευθύνεται στη μορφή του έργου τέχνης. Οδηγεί στην αισθητική απόλαυση με την ενεργοποίηση
της φαντασίας και της διάνοιας. Η απόλαυση αυτή είναι μη σκόπιμη. Παρά το ότι προσδίδει μια
υποκειμενική διάσταση στην αισθητική προσέγγιση, ο Καντ θεωρεί ότι ωραίο είναι μόνον ό,τι
αρέσει καθολικά. Το σημαντικό στα ανωτέρω είναι ότι προβάλλονται σχεδόν εξίσου τόσο τα
ορθολογικά όσο και τα εμπειρικά στοιχεία της αισθητικότητας σε ένα πλαίσιο αμοιβαιότητας.
Ευρύτερες διαστάσεις στην Αισθητική προσδίδει ο Χέγκελ. Υποστηρίζει ότι κάθε έργο τέχνης
αποτελεί την διαλεκτική σύνθεση περιεχομένου και μορφής, ανάμεσα στα οποία έδιδε ουσιαστική
προτεραιότητα στο πρώτο. Κατά την εκτίμηση του, η Τέχνη διαθέτει μία ιστορικότητα, διερχομένη
από τρία ιστορικά στάδια, στα οποία παραλλάσσει η σχέση του Περιεχομένου με τη μορφή. Έτσι,
έχουμε τη διαδοχική εμφάνιση της συμβολικής, της κλασικής και της ρομαντικής εποχής. Κατά την
συμβολική επικρατεί η αρχιτεκτονική, κατά την κλασική η γλυπτική και κατά τη ρομαντική η
ζωγραφική τέχνη. Κατά την τρίτη εποχή φθάνει στην κορύφωση της και ποίηση, η οποία
αντανακλά το ανώτατο στάδιο της τέχνης, αφού στην περιοχή της αναφαίνεται με αυθεντικό τρόπο
το περιεχόμενο. Ο Σοπενχάουερ εισάγει αξιολογικά κρίτήρια στα είδη της τέχνης και στην πρώτη
θέση τοποθετεί την μουσική, υποσtηρίζοντας ότι συνυφαίνεται απόλυτα με την ανθρώπινη
εσωτερικότητα. Με αφετηρία περίπου την ίδια θέση ο Κίρκεγκωρ προσδίδει οταν αισθητική κίνηση
έναν κατεξοχήν αντιθρησκευτικό χαρακτήρα και την θεωρεί ως μία βίαιη αντίδραση της φύσης
απέναντι στην πνευματικότητα. Για τον Νίτσε, η τέχνη αποτελεί τον χώρο όπου αηοκαλλύπτεται η
αυταπάτη, υπό την έννοια ότι είναι κάτι ανάλογο με τις αρχαίες μυθολογίες. Στη σύγχρονη εποχή, ο
Λαβό (LaΙο) υποστηρίζει ότι η τέχνη επιτελεί έναν διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στην ζωή και
στην φαντασίωση και, υπό ένα κοινωνιολογικό πρίσμα, εξετάζει τις σχέσεις ταυ καλλιτέχνη με την
εποχή του και με το εθνολογικό περιβάλλον του. Τέλος, ο Κρότσε (Kroce) προσδίδει μια αυτονομία
στήν Αισθητική και στις έννοιες που χρησιμοποιεί και επιμένει ότι πρέπει να εξετασθεί η γλώσσα
που χρησιμοποιεί, προκειμένου να οριοθετηθούν αξιόπιστα το περιεχόμενο από τη μορφή με την
οποία εμφανίζεται.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1. Η έννοια του ωραίου: Το ωραίον έγκειται εις το μέγεθος και εις την τάξιν διά τούτο ούτε ένα
υπερβολικά μικρόν ζώον είναι δυνατόν να είναι ωραίον, διότι συγχέεται η θέα (τούτου),
πλησιάζουσα πρός χρόνον που δεν δύναται να γίνη αισθητός, ούτε υπερβολικά μέγα, διότι η θέα
τούτου δεν γίνεται συγχρόνως, αλλά χάνεται διά τους θεατάς η ενότης και η ολοκληρία εκ της θέας
[...] ώστε είναι ανάγκη, όπως επί των σωμάτων και επί των ζώων, να έχουν μεν μέγεθος, αλλά
τούτο να είναι ευσύνοπτον, τοιουτοτρόπως και επί των μύθων, να έχουν μεν μήγεθος, αλλά τούτο
να είναι ευμνημόνευτον. (Αριστοτέλης, Περί ποιητικής, 1450 b 36, σε μετάφρ. Σ. Μενάρδου).

2. Η σχέση της τέχνης ιιε τη φλυση: Το δημιούργημα της τέχνης είναι κάτι άλλο παρά ένα απλώς
ορατό αντικείμενο, έχει πνευματικό βάθος και έκφραση και δεν είναι απλώς απομίμηση ενός
πράγματος που υπάρχει. Ήδη τη στιγμή που συντελείται η κίνηση του χεριού, η οποία δεν επιζεί
περισσότερον από τη στιγμή της γενέσεώς της [...] το χέρι δεν κάνει κάτι που το έκανε ήδη το μάτι.
Τουναντίον εδώ γεννιέται κάτι καινούριο και το χέρι αναλαμβάνει να αναπτύξει περαιτέρω ό,τι
κάνει το μάτι [...] εκεί που τελειώνει το έργο ταυ ματιού, εκεί ακριβώς αρχίζει τα έργο της τέχνης.
Το έργο της τέχνης δεν μιμείται κάτι που έχει ήδη κάμει το μάτι, αλλά προχωρεί πέρα από το
έδαφος, όπου απλώς κινείται παθητικώς η όραση [...]. (Ο άνθρωπος) και όταν χαράσσει με το χέρι
ταυ μια γραμμή, ακόμα και όταν κάνει μια χειρονομία, η οποία έχει σκοπό να παραστήσει κάτι, που
να είναι ορατό, δηrηαδή που να το αισθάνεται το μάτι, θα καταλάβει, αν σκεφθεί σωστά, ότι μ’αυτό
κάνει κάτι για την παράσταση της οράσεως, το οποίον το όργανο της οράσεως μόνο του δεν μπορεί
να το κάμει [...] Το απλκό οράν δεν δημιουργεί τίποτα, ενεργεί μόνον ως αίσθημα, ενώ το
σχεδίασμα είναι έργο που κείται πέρα από το απλό οράν, αν και προϋποθέτει τη λειτουργία του
οράν. (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος, "Η πρωταρχή της καηηιτεχνικής δημιουργίας", Φιλοσοφία 3
(1973), σελ. 24).

2. ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ 7ΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

α) Η αισθητική εμπειρία: Η ουσιαστική θεωρητική προσέγγιση, η αξιολόγηση και η απόλαυση


ενός έργου τέχνης προϋποθέτουν ως απαράβατο όρο τους την δυνατότητα της μετοχής στο
περιεχόμενό του. Εδώ πρόκειται για τη διαδικασία εκείνη που ακοηουθεί η ανθρώπινη
εσωτερικήτητα, προκειμένου να οδηγηθεί σε μία συναισθηματική πρόσκτηση και σε μία εκ βαθέων
βιωματική οικείωση ενός λογοτεχνικού, μουσικού, αρχιτεκτονικού και, ευρύτερα, καλλιτεχνικού
έργου. Με άλλους λόγους, πρόκειται για την προσπάθεια μίας ενορατικής ανάγνωσής του, ώστε να
ανακαλυφθεί πίσω από το υλικό μορφής με το οποίο παρουσιάζεται το μήνυμα του εκείνο, το οποίο
εμπεριέχει τις απαραίτητες δυνατότητες για να μεταμορφώσει την κοινωνική ζωή και το προσωπικό
"είναι" ταυ κάθε ανθρώπου. Το άτομο που θέτει σε κίνηση την εσωτερικότητά του και απολαμβάνει
την αισθητική εμπειρία εκκινεί από την θέση ότι το έργο τέχνης αποτελεί αρχικά ένα αντικείμενο
όχι άμεσα προσιτό, έναν μυστικό- χώρο, του οποίου ο κεντρικός θεματικός άξονας και οι
λεπτομέρειες δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί. Κατά συνέπεια, χρειάζονται μία ιδιότυπη και αυστηρή
στην πορεία της προσέγγιση, ώστε υα καταστούν γεγονός εμπειρίας και μετοχής. Μετέχοντας το
αισθητικά κινούμενο άτομο σε ένα έργο τέχνης, ουσιαστικά επιχειρεί να το ανασυνθέσει: σε
βιωματικό επίπεδο. Η αισθητική εμπειρία δεν ταυτίζεται με ένα εγγενές στην συνείδηση
συναίσθημα, απλά είναι κατά έναν ορισμένο τρόπο το αποτέλεσμα της ενεργοποίησής του ή της
κινητοποίησής του, όταν εμφανίζεται ένας εξωτερικός ερεθισμός. Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία
αυτή προϋποθέτει μία μεταποίηση της ανθρώπινης εσωτερικότας, ώστε να έλθουν στην επιφάνεια
δυνατότητες οικείωσης του καλλιτεχνικά αξιόλογου. Τότε θα καταστεί σαφές ότι εμπειρία σημαίνει
“λαμβάνειν πείραν”, ότι αποκτώ γνώση των αισθητικών αξιών μέσω της αφομοίωσής τους.
'Ερχομαι σε σχέση δηλαδή με ένα ορισμένο γεγονός εξωτερικές προέfiευσης διά της αμέσου
μετοχής στα όσα περιλαμβάνει.

β) Υφή και ιδιαιτερότητα του έργου τέχνης: Το πραγματικό έργο τέχνης εκφράζει το πώς η
ελευθερία του ανθρώπινου πνεύματος αγωνίζεται να διασφαλίσει τα δικαιώματά τπς. Είναι ένα
ηρωϊκό αγώνισμα, το οποίο απαιτεί υψηλού επιπέδου πνευματική άσκηση. Αντανακλά την
απόπειρα μετασχηματισμού των εμπειριών που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις σε μορφές οι οποίες
ανταποκρίνονται στις υψηλές απαιτήσεις της συνείδησης. Δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο
συλλαμβάνεται το ωραίο μέσα από μια ειδικού τύπου επικοινωνία των ψυχικών δυνάμεων μεταξύ
τους. Πρόκειται για μια αποθεωτική έξαρση που μεταποιεί τον κόσμο των ουδέτερων φαινομένων
και τις άτεγκτες αναγκαιότητές του σε καθορισμένη έκφραση, η οποία έχει νόημα και σημασία για
την, ανθρώπινη συνείδηση. Εδώ ακριβώς επισημαίνεται η αυθεντικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης,
καθώς κατορθώνει και μεταποιεί καταστάσεις καθημερινές και αδιάφορες σε γεγονότα και
προκλήσεις αισθητικής απόλαυσης. Ο καλλιτέχνης τοποθετείται απέναντι στην ροή των φυσικών
και των ιστορικών εξελίξεων με την προσωπική αυτοτέλειά του και επιλέγει εκείνα τα μορφικά
σχήματα που θεωρεί κατάλληλα για να τις εκφράσει. Έτσι, ένας εκφραστικός τρόπος που θα
αποτελούσε μια τετριμμένη επανάληψη, μπορεί διά της Τέχνης να αποκτήσει αξία. Εδώ ακριβώς
εισάγεται το καλλιτεχνικό ταλέντο, το οποίο δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια απλή επιδεξιότατα: Το
έργο τέχνης πιστοποιεί μία βαθύτατη συνθετική επεξεργασία. Η πηγή έμπνευσης του καλλιτέχνη
μπορεί να είναι μια οιαδήποτε κατάσταση του καθ’ημέραν βίου, προκύπτουσα μάλιστα από τον
συνδυασμό τυχαίων ή σκόπιμων στοιχείων. Ως τέτοια δεν διαθέτει ουδεμία επεξεργασία, διότι στις
λεπτομέρειές της προκύπτει από απροσδιόριστες συνθήκες. Η καλλιτεχνική παρέμβαση την
μεταπλάθει σε έναν νέο ορίζοντα κυματισμών. Μέσα από την εσωτερική πείρα του και την
ορθολογική ορνάνωση των εμπνεύσεών του ο καλλιτέχνης καταθέτει μορφές που προβάλλουν όχι
μόνον συγκινησιακές προθέσεις αλλά και νοήματα συνείδησης και ζωής. Στο έργο τέχνης
κορυφώνεται μία διαδικασία προσωπικής δημιουργικότητας, της οποίας το συνειδητό συνδέεται με
το μυστηριακό. Ο δημιουργός του έχει ως αφετηρία του μία έμπνευη από το εξωτερικό περιβάλλον,
αλλά το εντάσσει στα κριτήρια των οικείων του αντιλήψεων περί ζωής. Του αφαιρεί όσα στοιχείο
δεν ανταποκρίνονται στις αξιολογήσεις που ο ίδιος έχει συγκροτήσει, όχι για να το ακρωτηριάσει
αλλά για να το καταστήσει δυνατότητα προβολής αξιών. Η φυσική ή η κοινωνική διαπλοκή και
εκτύλιξη ενός αντικειμένου μέσα από τη συνθετότητά του πολλάκις υποκρύπτει ή διατηρεί σε
λανθάνουσα κατάσταση τα βαθύτερα νοήματά του. Η καλλιτεχνική εμπειρία τα ανασύρει, τους
προσφέρει τα σχηματα εκείνα που ανταποκρίνονται σε μια εκ βαθέων αλλά και κυματοειδή
συγκίνηση και τα καθιστά πηγές αισθητικής απόλαυσης, η οποία ανάγει την ανθρώπινη ύπαρξη σε
ανώτερες πνευματικές καταστασεις σχ σχέση, π.χ., με τα όσα πρκύπτουν στην εσωτερικότητά της
από τις θεωρητικές δραστηριότητές της. Τα ανωτέρω μπορούμε να τα συναντήσουμε σε όλα τα είδη
τέχνης. Για παράδειγμα, στο ποιητικό κείμενο ταυ Κ. Παλαμά Η φλογέρα του βασιλιά γίνεται
αναφορά σε μια εθνική και κοινωνική παρακμή όχι με έναν τρόπο θεωρητικής επεξεργασίας ή
δημοσιογραφικής πληροφόρησης, αλλά με έναν συνδυασμό λέξεων ο οποίος εξασφαλίζει
συγκινησιακές καταστάσεις: "Σβυμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ’ στη Χώρα". Εδώ
κυριαρχούν μια ρυθμικότητα και μια μουσικότητα, οι οποίες εναρμονίζονται με απώτατο στόχο τις
ψυχικές εκρήξεις. Στη Μουσική χρησιμοποιείται ένα ηχητικό υιικό που δεν ταυτίζεται με τον
φυσικό ήχο της ανθρώπινης φωνής. Διαθέτει μία τονικότητα με την οικεία της εσωτερική
συγκρότηση, η οποία αντιπροσωπεύει τες εσωτερικές επιλογές του δημιουργού. Στην
Αρχιτεκτονική έχουμε τον συνδυασμό ταυ ρυθμού, της αρμονίας και του μέτρου σε μια συνθετική
ενότητα η οποία δεν συναντάται επ’ ουδενί στην φύση. Ο δημιουργός λαμβάνει βέβαια υπόψη του
τις ανθρώπινες ανάγκες και τις φυσικές δυνατότητες, αλλά η κατασκευή του είναι προϊόν της
επινόησής του. Στη Ζωγραφική συναντάμε τις εκφραστικές γραμμές, χρώματα που υποβάλλουν
στην εσωτερικότητά μας μια ορισμένη διάθεση, επιφάνεια με παλμό και όγκους με ζωή. Τον
συνδυασμό αυτών των στοιχείων δεν τον συναντάμε στην φύση, αλλά είναι όραμα και σύλληψη
του καλλιτέχνη. Στην καλλιτεχνική λοιπόν συνείδηση εντοπίζουμε ένα παλλόμενο παραγωγικό
σύστημα κατασκευών και ανακατασκευών, μία ανεξάντλητη πηγή προβολής στην περιοχή της
δημιουργικότητας. Κάθε φορά αναδύεται ένας νέος κόσμος και έτσι δίπλα στην φύση ως αιτία
προστίθεται μία άλλη αιτία, ο καλλιτέχνης. Ο δημιουργός ενός έργου τέχνης καταθέτει μια άλλη
πρόταση περί κατασκευής, ως νεοπαγούς κατάστασης.

γ) Οι αισθητικές κατηγορίες: Η αισθητική ερμηνεία, τόσο κατά την διαδικασία της όσο και κατά
την στιγμή που έχει ολοκληρωθεί, διατυπώνεται με συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι στην
φιλοσοφική γλώσσα καλούνται “κατηγορίες”. Ως κατηγορίες χαρακτηρίζονται τα περιληπτικά
εκείνα νοητικά σχήματα με τα οποία η σκέψη, συμπαρακολουθούμενη από την προθεσιακότητα και
τις προσδοκίες των συναισθημάτων, προσεγγίζει το δεδομένο υλικό του κάθε έργου τέχνης για να
το ερμηνεύσει, να το εντάξει σ’ ένα συγκεκριμένο ειδολογικό πλαίσιο και να το αποτιμήσει.
Προσεγγίζοντας ιδεαλιστικά το ζήτημα, θα λέγαμε ότι ευρίσκονται στην συνείδηση ως νοητικές και
συναισθηματικές τοποθετήσεις, αποτελούν δηλαδή κατά έναν ορισμένο τρόπο τον επιστημολογικό
εξοπλισμό του πνεύματος ή τις μορφές με τις οποίες επενδύει την σχέση του με το υπό ερμηνεία
υλικό. Η εν λόγω όμως ενδεχόμενη προϋπαρξη δεν σημαίνει ότι επιβάλλονται απολύτως
προσδιοριστικά στην πραγματικότητα του έργου τέχνης ή ότι καθορίζουν την ουσία και τα
συμβεβηκότα του. Το κάθε έργο υπάρχει πριν από την όποια προσέγγισή του και, επομένως, η
σύνθεσή του ορίζει τις προϋποθέσεις της θεωρητικής διατύπωσής του και αναπαράστασής του.
Περιέχει εγγενώς το «τι» και το «πώς» του και κατέχει αυτοδύναμα τους ιδιαίτερους χαρακτήρες
ταυ, ανεξάρτητα από τις ερμηνευτικές κατηγορίες ταυ μελετητή. Είναι το αποτέλεσμα της
συγκεκριμένης πνευματικής δραστηριοποίησης του δημιουργού του. Η ερμηνεία δεν λειτουργεί ως
εννοιοκρατία ή ως ονοματοκρατία, δεν κατέχει αυτοδύναμα τους ιδιαίτερους σε κάθε περίπτωση
κατηγοριακούς τύπους, αλλά παρεμβαίνει a pοsteriori. Επομένως, η αποστολή της έγκειται στο να
ανακαλύπτει το απολύτως συγκεκριμένο περιεχόμενο του κάθε έργου τέχνης και να το θέτει σε
νοητικά περιγράμματα, να το καταγράφει δηλαδή μέσω των κατηγοριών. οι πιο χαρακτηριστικές
αισθητές κατηγορίες είναι το ωραίο, το υψηλό, το χαριτωμένο, το δραματικό, το τραγικό, το
κωμικό, το λυρικό και το ηρωϊκό στοιχείο. Για λόγους νοηματικής ασφαλείας και ακριβείας, στην
διαδικασία της αισθητικής ερμηνείας πρέπει να ισχύει ο εννοιολογικός ρεαλισμός, δηλαδή ο
εντοπισμός των στοιχείων που υπάρχούν σε ένα έργο τέχνης και, στην συνέχεια, η νοητική
αναδόμησή τους και η έκφρασή τους με συγκεκριμένα εννοιακά σχήματα. Οι κατηγορίες
διαμορφώνονται, αφού πρώτα το νοούν υποκείμενο μελετήσει μία σειρά έργων τέχνης και
εντοπίσει τα κοινά μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Η ανθρώπινη συνείδηση συγκροτεί τις κατηγορίες
επαγωγικά, ανάγεται δηλαδή με αφαιρετικό τρόπο από τη σύγκριση των επιμέρους στην διατύπωση
των γενικών εννοιών. Έτσι, οι έννοιες ή εκφράζουν και αντανακλούν το κοινό υπόστρωμα των
επιμέρους έργων ή τον κοινό τρόπο με τον οποίο καθίστανται νοητικό και βιωματικό κτήμα της
συνείδησης. Εννοείται ότι, για να τελεστούν όλα αυτά, προϋποτίθεται και η ανάλογη προθεσιακή
κίνηση της συνείδησης, ο συντονισμός της με την ειδική κατάσταση που πρόκειται να συναντήσει.
Η αισθητική δηλαδή συγκίνηση αποτελεί όρο προτεραιότητας για την σύλληψη και την
συγκρότηση των αισθητικών κατηγοριών. Και η εν λόγω ακολουθία είναι απαραίτητη, για να
αποφευχθεί μια ψυχρή θεωρητικοποίηση του ζητήματος. οι αισθητικές κατηγορίες δεν ανάγονται
στην περιοχή ενός ακραίου επιστημονισμού, αλλά προϋποθέτουν αναγκαστικά την ευσυναισθητική
δυνατότητα του μελετητή. Εδώ δεν ισχύει τόσο ο αντικειμενικός εκείνος προσδιορισμός που
κατευθύνει την επιστημονική διατύπωση των φυσικών φαινομένων. Η νόηση συνυφαίνεται με τη
βούληση και την ευαισθησία και έτσι οδηγείται αξιόπιστα στις εννοιολογικές οροθετήσεις της.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

1. Τα γνωρίσματα της τέχνης: Κοινόν χαρακηριστικόν των αισθπτικών αντικειμένων είναι το ότι
οπωσδήποτε η υπόστασίς των θεμελιούται επάνω εις ένα υλικόν, προσιτόν εις την αίσθησιν,
υπόστρωμα. Εις την ποίησιν και την μουσικήν [...] η απολύτως συγκεκριμένη σύστασις των
φωνημάτων και μελισμάτων, ήτις είναι καθαρώς και αισθησιακής ποιότητος, αποτελεί το πρώτον
και απαραίτητου δεδομένον, με το οποίο οντοποιείται οποιαδήποτε ποιητική ή μουσική σύνθεσις.
Εις το δράμα, χωρίς το σώμα του ηθοποιού [...] δεν είναι δυνατόν να ηάβη υπόστασιν η δραματική
παράστασις και απόηαυσις [...] Κάθε αισθητικόν αντικείμενον έχει συγκεκριμένην ύπαρξιν. Είναι
ένα “τάδε τι” όπως έλεγεν ο Αριστοτέλης, κάτι το δεδομένον εις άμεσον παρουσίασιν.

(Κ. Δ. Γεωργούλης, “Αισθητικά και Φιloοσοφικά Μελετήματα”, σελ. 119).

2. Η υφή των αισθητικών κατηγοριών: (Εκείνο το οποίον) διά την σύγχρονον αισθητικήν προέχει
κυρίως είναι να προσδιορίση κατά πόσον εν αισθητικόν, προπάντων δε καλλιτεχνικόν αντικείμενον
ωλοκληρομένον έχει επιτύχει ή όχι να δικαιώση τπν υπαρξή του. Βασική συνεπώς αισθητική
κατηγορία αναφαίνεται η της κρίσεως τού εν λόγω αντικειμένου ως επιτυχούς ή ανεπιτυχούς, ως
δεδικαιωμένου ή ως αδικαιώτου. Μόνον υπό την έννοιαν αυτήν η ιδιοτυπία των αισθητικών
κατηγοριών, λαμβανομένων και ως εκφραζουσών συνειδησιακές αντιδράσεις ευαρέστους ή
δυσαρέστους έναντι της παρουσίας αισθητικών αντικειμένων, δικαιώνεται, με την σειρά της.
Δυσφορία προκαλείται κυρίως εκ της θεωρήσεως ενός αποτυχόντος έργου τέχνης, θαυμασμός όμως
εξ ίσου υπό καλλιτεχνικού και υπό φυσικού αισθητικού αντικειμένου [...] Ο καλλιτέχνης ακολουθεί
και ζη την περιπέτεεαν του έργου του το οποίον συχνάκις εκφύγει του ελέγχου του ως πρός την
αισθητικήν κατηγορίαν δι’ ής θα είναι τελικώς δυνατόν να χρωματισθή. Ούτω εν έργον τέχνης αντί
τραγικού, δυνατόν να γίνη δραματικόν αντί κωμικού δραματικόν [...] (Ευ. Μουτσόπουλος, Αι
Αισθητικαί Κατηγορίαι, Αθήναι, 1970, σσ. 14, 20).

3.ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ


α) Τέχνη και τεχνική: Θα μπορούσαμε βασικά να υποστηρίξουμε ότι η τέχνη είναι ένα πολιτιστικό
κατόρθωμα, το οποίο αντανακλά εκλεκτά αιτήματα της ανθρώπινης εσωτερικότητας. Τα
αποτελέσματα της συνυφαίνονται με την μεταποίηση επί τα βελτίω της ανθρώπινης ύπαρξης και με
την δημιουργία ενός κόσμου, στο πλαίσιο του οποίου το άτομα εξασφαλίζει την αυτοπραγμάτωσή
του και την ουσιαστική επικοινωνία ταυ με τον εαυτό του, με το περιβάλλον του και με το θείον.
Παράλληλα, η τέχνη αποτελεί πηγή και δυνατότητα κάθαρσης και εξαγνισμού όλων των
εσωτερικών διαδικασιών και των εξωτερικών εκδηλώσεων του ανθρώπου. Υπό μια γενική θεώρησή
της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ποιοτικές διαστάσεις της ζωής και με την αυθεντικότητα του
πνεύματος.
Από την πλευρά της, η τεχνική, κινείται σε πρακτικά επίπεδα και έχει κυρίως εργαλειακό
χαρακτήρα Έρχεται να ανταποκριθεί σε συγκεκριμένες ανάγκες του ανθρο:που βιοτικής υφής και
να δώσει άμεσες λύσεις σε ζέοντα προβλήματα του. Στο περιεχόμενό της εντάσσονται κυρίως τα
εργαλεία και οι μηχανές καθώς και οι μέθοδοι και οι ιδέες διά των οποίων αυτά τα υλικά μέσα θα
εφαρμοσθούν. Η εκάστοτε τεχνική εφαρμογή βασικά στοχεύει στο να μεταβάλει το φυσικό
περιβάλλον ή να το κατευθύνει προς έναν ειδικό σκοπό, πάντα υπό την οπτική της βελτίωσης των
όρων και των συνθηκών ζωής του ανθρίόηου. Γι’ αυτό ακριβώς η κοινωνία ευρίσκεται σε έναν
μείζονα θαθμό εξάρτησης από την τεχνική. Ανεξάρτητα από τις ενστάσεις που θα μπορούσαν να
διατυπωθούν λόγω της λανθασμένης εφαρμογής της, η τεχνική προσφέρει υψηλότερο βιοτικό
επίπεδο στον άνθρωπο, ενώ επίσης τού εξασφαλίζει ελεύθερο χρόνο για δημιουργικές
δραστηριότητες. Σε δημοκρατικά μάλιστα πολιτεύματα η τεχνική λειτουργεί ως το κατάλληλο μέσο
για την γενίκευση της παροχής σημαντικών υλικών και πνευματικών προϊόντων σε ευρύτατα λαϊκά
στρώματα. Υπό την έννοια αυτή, συντελεί στην διαμόρφωση μιας κοινωνικής ενότητας, η οποία
δίδει ώθηση στην δημιουργικότητα και, κατ’ επέκταση, διανοίγει τους ορίζοντες για την εμφάνιση
της τέχνης.

β) Διαφοροποίηση της τέχνης από τη ννώση και την πράξη: Η Τέχνη στην ευρύτερη σημασία
της δηλώνει μια ιδιαίτερη σχέση του εσωτερικού "είναι" του καλλιτέχνη με τον κόσμο που τον
περιβάλλει. Επίσης, μια ιδιόμορφη και συγχρόνως ανοικτή-σχάση που διατηρεί συνεχώς το εγώ του
απέναντι στα αντικείμενα με τα οποία σχετίζεται. Αναφέρεται στην κίνηση εκείνη που τελεί η
συνείδησή του, για να φέρει στο φως μια αξία των πραγμάτων, η οποία δεν τίθεται στην υπηρεσία
της ωφελιμιστικής προθεσιακότητας, αλλά που προσφέρεται για μια άδολη απόλαυσή της και που
λειτουργεί μεταμορφωτικά. Δείχνει το πώς μπορούμε να διακόψουμε τους ποικίλους ψυχρά
πρακτικούς και υπολογιστικούς όρους διά των οποίων συνδεόμεθα με τα υπάρχοντα και τα
τελούμενα στον. περιβάλλοντα χώρο. Παράλληλα, προτείνει την άρνηση της χρησιμοθηρικής
προοπτικής καθώς και του επιθετικού ενστίκτου για κυριαρχία. Η Τέχνη επιδιώκει να εξαγνίσει, να
απεγκλωβίσει τον άνθρωπο από τις καθημερινές συμβατικότητες και να του δώσει τη δυνατότητα
να ενατενίσει με άλλη από τη συνήθη οπτική τις αξίες της ζωής. Με βάση τα ανωτέρω, κατανοείται
ότι η τέχνη διαφοροποιείται από την γνώση, διά της οποίας επιδιώκεται συστηματικά και με τους
κανόνες της ορθής λογικής η κατανόηση και η ερμηνεία του κόσμου της αισθητής εμπειρίας. Η
γνώση είναι κατεξοχήν μια θεωρητική απόπειρα, η οποία στοχεύει στην διατύπωση των
επιστημονικών αληθειών. Προσεγγίζει τα φυσικά, τα ιστορικά και τα κοινωνικά φαινόμενα με
εφόδιο την αναλυτική μέθοδο, ανακαλύπτει τους νόμους που τα διέπουν με εφόδιο την αφαιρετική
μέθοδο και εντοπίζει εμπειρικά την σχέση αιτίου-αποτελέσματος που τα αιτιολογεί Αξία για τη
γνώση αποτελεί ό,τι εμπειρικά περιγράφεται και αποδεικνύεται καθώς και ό,τι ανταποκρίνεται
στους κανόνες του ορθολογισμού. Η Τέχνη επίσης διαφοροποιείται και από την πράξη, διά της
οποίας επιχειρείχαι η κατάχτηση του καλού-αγαθού ως αξίας ηθικής. Η πράξη αντανακλά την
ανταπόκριση στα καθήκοντα και στις υποχρεώσεις. Στην θετική εκδοχή της, η πράξη επιδιώκει την
κατάκτηση της ευδαιμονίας και του αρεταϊκού πληρώματος, ως την έκφραση μιας πλήρους
ανταπόκρισης σε αντικειμενικής ισχύος ηθικούς κανόνες. Γι’ αυτό ο άνθρωπος της πράξης υιοθετεί
μία αυστηρότητα στις επιλογές του, οι οποίες, ακόμη και στην περίπτωση του αντεξουσίου,
προϋποθέτουν κριτήρια υπακοής στην προοπτική του αποτελέσματος. Ο άνθρωπος της πράξης δεν
απολαμβάνει το ωραίο, αλλά αντλεί ελατήρια για δράση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ακόμη και οι
συναισθηματικές καταστάσεις προσανατολίζονται στην πραγμάτωση οριοθετημένου στόχου ο
οποίος εκάστοτε κινείται στο προσκήνιο των ενδιαφερόντων.
γ) Αυτονομία και κοινωνική διάσταση της καλλιτεχνικής δημιουργίας: Η αυτονομία της
καλλιτεχνικής δημιουργίας εξασφαλίζεται, όταν ο δημιουργός δεν εξαρτάται από εξωαισθητικούς
παράγοντες, αλλά καθορίζεται από ία οικεία του κριτήρια, τα τροφοδοτούμενα από το ταλέντο του
και τις εμπνεύσεις του. Να μην επηρεάζεται δηλαδή πρωτογενώς από την θρησκευτική πίστη, από
την ηθική αρετή, από την πολιτική ιδεολογία ή από την κοινωνική επαναστατικότητα. Νόμιμο είναι
οι παράγοντες αυτοί να υπάρχουν, αλλά το κύριο κριτήριο πρέπει να είναι η επιδίωξη του κάλλους.
Αν μία τέτοια στόχευση δεν συμβαίνει, τότε η τέχνη στερείται της αυθεντικόχητάς της. Η
προθεσιακότητα του καλλιτέχνη πρέπει να πάλλεται από τον στόχο της πραγμάτωσης μιας ωραίας
σύνθεσης. Όσοι παράγοντες προστίθενται σε ένα έργο τέχνης, είναι αναγκαίο να μην επικαλύπτουν
αλλά να αποκαλύπτουν το κάλλος. Μπορεί ο δημιουργός να επιδιώκει την προβολή ενός ιστορικού
γεγονότος, αλλά το ποιοτικό αποτέλεσμά του θα αποδειχθεί μόνον όταν προκαλεί αισθητική
συγκίνηση.
Παρά τα ανωτέρω, η καλλιτεχνική δημιουργία δεν αποτελεί μία σύνθεση αντικοινωνική ή
εξωπραγματική. Ο δημιουργός είναι τέκνο της εποχής του και φορέας των προβληματισμών και
αναγκών της. Επόμενο, λοιπόν, είναι να είναι επιδεκτικός των κοινωνικών τροφοδοσιών και
συγχρόνως να καταθέτει ουσιαστικές προτάσεις για το κοινωνικό γίγνεσθαι. Άλλοτε συμφωνεί· με
τα τεκταινόμενα και άλλοτε διαφωνεί. Άλλοτε συμπάσχει και άλλοτε διαμαρτύρεται. Διά της
παρεμβατικής αυτής παρουσίας, προσφέρει στο κοινωνικό σώμα δυνατότητες, για να εισδύει σε
πτυχές της ζωής που δεν είχε κάν υποψιασθεί. Για παράδειγμα, η μουσική μίας ιστορικής περιόδου
έχει βέβαια την ιδιαίτερη αρμονία της, αλλά εκφράζει και τις ανησυχίες του περιβάλλοντος της.
Μπορεί να προβάλει τον παλμό των επαναστατικών τάσεων, τον εθνουσιασμό των θριαμβικών
επιτυχιών και τις εκρήξεις των ριζοσπαστικών προθέσεων. Παράλληλα, έχει τις προϋποθέσεις να
αποτελέσει φορέα των συναισθηματικών διαθέσεων ενός λαού ή της σχέσης του με το παρελθόν
του. Σε αυτή μάλιστα την τελευταία εκδοχή, η τέχνη μπορεί να είναι πιο καίρια ακόμη και από μια
ιστορική πραγματεία, αφού με ελάχιστα συμβολικά μέσα συνοψίζει ένα σύνολο παραδοσιακών
στοιχείων.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η διαφορά της τέχνης από την επιστήμη: Κατά την τέχνην [...] η δημιουργική δύναμις της ψυχής
είναι περισσότερον διαπεραστική από την δημιουργικήν όύναμιν της ψυχής κατά την επιστήμην. Η
τέχνη μεταβάλλει την ποιότητα του αισθητού, ενώ η επιστήμη αφήνει το αισθητόν κατ' ουσίαν
αμετάβλητον. Η τέχνη εισέρχεται εις την ποιότητα της ύλης και διαμορφώνει αυτήν κατά τους
καλλιτεχνικούς κανόνες της ψυχής, ενώ η επιστήμη, εργαζόμενη διά της κρίσεως, χωρίζει μόνον τα
αισθητά απ' αλλήλων και ορίζει την σχέσιν του ενός πρός το δέ. Η μέν μορφή της τέχνης είναι
διαπλαστική, η δέ μορφή της επιστήμης είναι θεωρητική. Το ποίημα - και όταν λέγωμεν ποίημα
εννοούμεν κάθε καλλιτεχνικόν δημιούργημα - είναι σύστημα νοημάτων διεπόμενον υπό των
καλλιτεχνικών μορφών της ψυχής (Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, Σύστημα φιλοσοφικής Ηθικής, 1965,
σσ. 46-47).

4 Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ


α) Η τέχνη για την τέχνη: Σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς, η τέχνη δεν έχει αναγωγικό
χαρακτήρα ως προς την σημασία της. Αυτονοηματοδοτείται και αυτοαξιολογείται. Η τεχνική
σύνθεση ενός έργου είναι ο παράγων που το καθιστά αισθητικά αξιόλογο. Για παράδειγμα, στη
ζωγραφική νόημα έχουν οι σχέσεις των χρωμάτων ή η διαδοχή μεταξύ φωτός και σκιών. Επομένως,
την πρωτοκαθεδρία κατέχουν οι οπτικές αξίες. Στη μουσική, το ενδιαφέρον πρέπει να στρέφεται
στον ρυθμό και στις ακριβείς μελωδικές εναλλαγές, διά των οποίων ο μουσικός αποδεικνύει την
επάρκεια του επεξεργασθέντος υλικού του και του ταλέντου του. Η ικανότητά του αποδεικνύεται
από το πόσο κατορθώνει να συσχετίσει ήχους και όχι μηνύματα. Στην ποίηση, πρέπει να
κυριαρχούν το μέτρο και η ομοιοκαληξία. Όλα τα ανωτέρω προϋποθέτουν μία αυστηρή μεθοδική
επεξεργασία, η οποία στοχεύει στη μορφική πληρότητα, στην αυτονομία- των εκφραστικών
συμβόλων και στον απεγκλωβισμό από τις δεσμεύσεις τις οποίες ασκούν τα αντικείμενα έμπνευσης
και αναφοράς. Στη συνείδηση του καλλιτέχνη πρέπει να κυριαρχεί η προοπτική της πλαστικής
πληρότητας και του θελκτικού διακοσμητικού αποτελέσματος. Κατά συνέπεια, το περιεχόμενο
κατέχει δευτερευοντα ρόλο και λειτουργεί εργαλειακά, προκειμένου να καταστεί φορέας της
καλλιτεχνικής μορφής. Η φαντασία του καλλιτέχνη και η ικανότητά του να αποτυπώνει το ωραίο
και το χαρίεν είναι οι παράγοντες που πρέπει να απασχολούν τους κριτικούς. Κυρίαρχος, λοιπόν,
είναι εδώ ο ιδεαλισμός του υποκειμενικού ταλέντου. Η τέχνη σημασιολογείται διά της
ανταπόκρισής της σε ό,τι την απελευθερώνει από το περιβάλλον της και την διατηρεί στις
αυτοαναφορές της.
β) Η τέχνη στην υπηρεσία σκοπών (ηθικών, κοινωνικο-πολιτικών κ.λ.π): Μία άλλη ομάδα
κριτικών βρίσκεται στην αντίπερα όχθη και εκτιμά την τέχνη με βάση το παρεμβατικό αποτέλεσμά
της στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Γίνεται αποδεκτό καταρχάς ότι η τέχνη δεν διαθέτει αυτονομία, αλλά
ότι αποτελεί ένα πολιτιστικό μόρφωμα που από κοινού με άλλα εκφράζουν το αποτέλεσμα των
κοινωνικών αναγκών, ανησυχιών και στόχων. Υπό την έννοια αυτή, έχει σαφή ιστορικότητα,
αντανακλά όχι γενικά ορισμένες κοινωνικές συνθήκες, αλλά το πώς αυτές εμφανίζονται σε μια
συγκεκριμένη φάση της εξέλιξής τους. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν αποτιμάται ως μια παθητική
αναπαράσταση του εκάστοτε υπαρκτού, διότι τότε ο ρόλος της τέχνης θα ήταν αναπαραγο)γικός
και συν-τηρητικός των δεδομένων. Ο καλλιτέχνης είναι δρων ιστορικό υποκείμενο και με το έργο
του μπορεί να συμβάλει στον μετασχηματισμό των κοινωνικών συνθηκών, ενώ επίσης στα
καθήκοντά του ανήκει να καταθέτει προτάσεις επαναστατικής ρήξης με το ισχύον. Ευαγγελίζεται
με τις συλλήψεις της φαντασίας του ένα νέο κόσμο ή καλλιεργεί στην κοινή γνώμη την προσδοκία
ενός άλλου τρόπου ύπαρξης. Το έργο τέχνης επομένως αποκτά σημασία, όταν κατορθώνει να
αναπτύξει μια ενεργό διάθεση στον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων για πολιτική αλλαγή,
για κοινωνική ανάπτυξη και για πολιτιστική πρόοδο. Έτσι, δεν νοηματοδοτείται και δεν
αξιολογείται δι' εαυτού αλλά δι' ετέρου. Προσλαμβάνεται από την ατομική και κοινωνική
συνείδηση υπό το πρίσμα της αηοτελεσματικότητάς του. Στρατεύεται στον χώρο των συλλογικών
δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να μην αποβλέπει τόσο στην απόλαυσή του, αλλά κυρίως στο πώς
θα συνενώσει τις ανθρώπινες δυνάμεις, ώστε να ανατρέψουν τις αντιφάσεις του ισχύοντος και να
φέρουν στην επιφάνεια το λογικό και το ηθικό. Κυρίαρχος λοιπόν είναι εδώ ο ρεαλισμός της
εξωτερικής πραγματικότητας.
γ) Η τέχνη ως έκφραση και αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου: Εάν δεχθούμε ότι ο πολιτισμός
δεν αποτελεί κάτι εξωτερικό ως προς τον άνθρωπο αλλά την έκφραση της δημιουργικότητάς του
και των αντιλήψεών του περί ζωής, τότε η τέχνη είναι ένα μόρφωμα το οποίο αντανακλά μια ειδική
έκφραση των ανωτέρω. Καλύπτει όλες τις διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και δεν είναι μόνο
δημιουργία αλλά και παρέμβαση εκλεκτής αποτελεσματικότατος. Με την τέχνη ο άνθρωπος
εκφράζει τις ανησυχίες του ψυχικού κόσμου του, αλλά και τον αποκαθαίρει. Προβάλλει τη
συγκινησιακή ζωή του, αλλά και της δίδει μια ένταση και μια ανάταση ασύγκριτου βαθμού.
Παράλληλα, μετασχηματίζει τις εκρήξεις των παθών σε εκλεπτισμένες συγκινήσεις. Κατορθώνει
και προσδίδει στις επιμέρους περιστάσεις τα γενικά κριτήρια ερμηνείας τους και τις Φωτίζει.
Καθίσταται πλήρης από τις πνευματικές εξακτινώσεις της και υπερβαίνει τις ευτελείς ηδονές.
Πνευματοποιούμενος λοιπόν ο άνθρωπος, απομακρύνεται από τη δυναστεία της ανάγκης και
εγκαθίσταται στο βασίλειο της ελευθερίας. Η τέχνη επομένως είναι κατόρθωμα, μία νέα
δημιουργική κατασκευή, μια πρόοδος στις πολιτιστικές φανερώσεις. Τα στοιχεία βεβαίως αυτά της
πνευματικής διαύγασης δεν σημαίνουν ότι προκύπτει από μια αχαλίνωτη έξαρση της φαντασίας,
αλλά από μία απελευθέρωσή της με το κριτήριο πάντα της αυτορρύθμισης. Αναδημιουργεί χωρίς να
παραβιάζει τα ανθρώπινα όρια. Γι’ αυτό ακριβώς η καλλιτεχνική φαντασία αναζητεί επιμόνως τις
κατάλληλες μορφές στις οποίες θα εγκλεισει και θα πειθαρχήσει τις συλλήψεις της. Επειδή δεν
είναι κάτι το χαώδες, χρειάζεται έναν ορισμένο τρόπο, για να καταγράψει τις ανησυχίες της. Και
αυτός ο τρόπος είναι ανεξάρτητος από τον τυφλό εμπειρισμό των δεσμεύσεων του αντικειμένου και
από τις δογματικές αυθαιρεσίες της κυριαρχίας του υποκειμένου. Τελικά, με την τέχνη ο άνθρωπος
ανακαλύπτει τον γνήσιο πυρήνα του εαυτού του και το βαθύτερο περιεχόμενο της αντικειμενικής
πραγματικότητας, ενώ επίσης αναζητεί την κεφαλαιοποίηση των συνθέσεών τους.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Η κοινωνική σημασία της τέχνης: Ο καλλιτέχνης θέλει να σώσει την τέχνη από την οποία ζεί, την
τέχνη που δίνει στη ζωή του νόημα. Δεν του είναι όμως αρκετό να τη σώσει μέσα του, θέλει να τη
σο)σει και μέσα στους άλλους, για τους άλλους. Ποιους; Αυτούς που δεν τους δόθηκε ακόμη η
δυνατότητα να τη χαρούν και που θα μπορούσαν να την απολαύσουν, χωρίς να παραποιήσουν το
νόημά της... Το κοινό πρέπει με τη σειρά του ν' απελευθερωθεί. Κι όχι μόνο για να μπορεί να γευθεί
την τέχνη, αλλά για ν' αποκτήσει μια άλλη ζωή.„ (Ο καλλιτέχνης) δεν μπορεί να αρκείται στο να
αρέσει... προσπαθεί ν' ασκήσει μια ενέργεια, να προκαλέσει μια συνειδητή αντιμετώπιση, μια
ενεργητική στάση (Μ. Dufrenne, “Création et engagement politique”, Revuee international de
Philosophie 109, 3 (1974), σσ. 298-299, ανέκδ. μετάφρ, Άννας Κελεσίδου-Γαλανού).

You might also like